Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

Η μορφή της αρκτικής συλλαβής του -(ι)κός:


§ 393. Το -ικός εκτοπίζει σχεδόν κάθε φωνηεντική απόληξη του θέματος της βάσης· στα συμφωνόληκτα θέματα προσκολλάται φυσικά χωρίς δυσκολίες· πρβ. τα προαναφερθέντα παραδείγματα έναντι αναρίθμητων άλλων. Μόνο στην παλιότερη εποχή διατηρείται ένα ίχνος της απόληξης -ευ-: το *ηϜ-ικός έγινε -ῃκός, ύστερα στην αττική από τον 4ο αιώνα -εικός (πρβ. επιπλέον κλῄς - κλείς 'κλειδί', επιπλέον βασιλεύς - βασιλήιος - βασίλειος § 285). Παρόμοια Δεκελεύς - Δεκελεικός, κεραμεύς - κεραμεικός 'κεραμικός' (ιδίως ως τοπωνύμιο Κεραμεικός), ὀρεύς - ὀρεικὸν ζεῦγος 'ζευγάρι μουλαριών' (κλασ.) και αργότερα κατ' αναλογία βοεικὸν ζεῦγος 'ζευγάρι βοδιών' (κλασ.) από το βοῦς. Αυτά είναι ασφαλώς ήδη στην κλασική εποχή μόνον εξαιρέσεις· κατά τα άλλα κυριαρχεί η νεότερη τάση παράλειψης του -ευ-: βασιλεύς - βασιλικός (πρβ. βασιλίς § 381 , βασίλισσα § 300), Ὀρφεύς - Ὀρφικός, Μεγαρεύς - Μεγαρικός. Πρβ. § 381 Νηρηΐδες - Μεγαρίς.

§ 394. Από το -αῖος προέρχεται αρχικά το -αιϊκός, ύστερα -ᾱϊκός (πρβ. § 259 , 381): Ἀχαιϊκός Όμ. - Ἀχᾱϊκός αττ. Επίσης Εὔβοια - Εὐβοϊκός, αλλά στοά (παλιότερο στοιά) - Στωϊκός. Από το -ιος μετά τον 5ο αι. π.Χ. σχηματίζεται το -ιακός (μάλλον αρχικά κατ' αναλογία προς τα -ιάς § 379 , -ιάδης § 384 , -ιάζειν § 252 από τα -ίς, -ίδης, -ίζειν): Πελοποννήσιος - Πελοποννησιακός, ἥλιος - ἡλιακός, ζῴδιον - ζῳδιακός (§ 293) (ενν. κύκλος) (μεταγενέστεροι μαθηματικοί) [1]. Δεν χρειάζεται καν να βασιστούμε σε παράγωγα ουσιαστικών σε -ία, όπως σκιά - σκιακός (πρβ. § 252 σχετικά με το -ιάζειν), καθώς οι σχηματισμοί σε -ιακός είναι πολύ μεταγενέστεροι, για να έχουν χρησιμοποιήσει απλώς το πρότυπο των -ιάδης και -ιάζειν.

§ 395. Στα θηλυκός (γραμματικοί) από το θῆλυς και Λιβυκός από το Λίβυς δεν μπορώ να διακρίνω τίποτε παλιό, καθώς ήδη ο Αισχύλος σχηματίζει το ἀστικός από το ἄστυ 'πόλη' (ή από το ἀστός 'πολίτης';). Πάντως το -υκός είναι μια μικρή παραχώρηση του πανίσχυρου -ικός στο επίθημα με υ της βάσης. Το παράξενο -υ- του ἁλυκός 'αλμυρός' (από τον Πλάτωνα και εξής· ελληνιστ. το κανονικό ἁλικός) από το ἅλς 'αλάτι' προήλθε άραγε από το παλιότερο συνώνυμο ἁλμυρός (Όμ.);

Από τα nomina agentis σε -της [2] σχηματίζεται -τικός, που εκτοπίζει σταδιακά τον παλιότερο σχηματισμό σε -τήριος (§ 283 , 341): ο Πλάτωνας γνωρίζει το ἀμυντήριος (-ια ὅπλα· , ἀμυντήριον 'αμυντικό μέσο') και το ἀμυντικός (-ὴ δύναμις· -ὴ χειμώνων 'μέσο προστασίας από τις κακοκαιρίες').
------------------------------------
1 Η γνωστή αττική πολιτική παράταξη ονομάζεται στον Ηρόδοτο οἱ ἐκ τοῦ πεδίου, μόλις στον Αριστοτέλη οἱ πεδιακοί.

2 Για τους λόγους που αναφέρθηκαν στις § 342 κεξξ. δεν υπολογίζονται σχεδόν καθόλου όσα λήγουν σε -τήρ και -τωρ κατά την εποχή της ευρείας εξάπλωσης του -ικός και στο διαλεκτικό τομέα του: μοναδικό το ῥητορ-ικός από το συνηθισμένο σε όλες τις περιόδους ῥήτωρ (που έγινε τεχνικός όρος)· το ὀρχηστρικός (Αθήναιος) δεν παράγεται από το ὀρχηστήρ αλλά από το ὀρχήστρα.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός 6. Η έλευση των Ρωμαίων

6.2. Τρεις εθνικές ομάδες κατοικούν στην πόλη αυτή


Η προσπάθεια των Θηβαίων να ενοποιήσουν τεχνητά τις αρκαδικές κώμες δεν είχε μακρά ζωή. Μέσα σε πενήντα χρόνια από την ίδρυσή της η Μεγαλόπολη ήταν μεγάλη κυρίως στο όνομα. Αιώνες μετά, κάποιος μπορούσε να τη διακωμωδεί ως μεγάλην ἐρημίαν. Ακόμη και υπό μακεδονική ή, αργότερα, ρωμαϊκή επικυριαρχία, η αυτονομία των τοπικών κοινωνιών εξακολουθούσε να υφίσταται - τουλάχιστον ως ιδανικό. Οι πολιτειακοί θεσμοί της κλασικής εποχής επιβίωναν, ουσιαστικά ή ονομαστικά. Πολυανθρωπία, πάντως, και τα προβλήματα που δημιουργεί η μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμού δεν εμφανίστηκαν πουθενά.

Στα νέα εδάφη υπήρχαν άλλες δυνατότητες. Πολλές από τις πόλεις που ίδρυσαν ο Αλέξανδρος και οι Διάδοχοι αυξήθηκαν με ταχείς ρυθμούς και ξεπέρασαν σε πληθυσμό κάθε προηγούμενο. Η Αντιόχεια, η Σελεύκεια, η Λαοδίκεια και η Απάμεια στο βασίλειο των Σελευκιδών, το Πέργαμον στο μικρό βασίλειο των Ατταλιδών και κυρίως η Αλεξάνδρεια στο βασίλειο των Πτολεμαίων αριθμούσαν, κατά τον 2ο αιώνα, εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους. Ενώ η πόλις των Θηβών ή της Σπάρτης στην κλασική εποχή περιλάμβανε όλους τους κατοίκους της αντίστοιχης επικράτειας και όχι μόνο τις λίγες χιλιάδες ανθρώπους που ήταν εγκατεστημένοι στο άστυ, οι νέες πόλεις ήταν αυστηρώς αστικά κέντρα.

Κανένα άστυ της κλασικής εποχής δεν μπορούσε να αυξηθεί δημογραφικά πέρα από κάποιο όριο. Η γεωφυσική δομή της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας ευνοούσε τις περιορισμένες ενότητες και τον κατακερματισμό. Αντίθετα, στα εκτενή ελληνιστικά βασίλεια τέτοια όρια δεν υπήρχαν. Ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας στο παλάτι δημιούργησε την ανάγκη ενός διευρυμένου δικτύου διοίκησης και αντίστοιχης γραφειοκρατίας. Στο βασίλειο των Σελευκιδών η αστυφιλία ενθαρρύνθηκε ιδεολογικά και πρακτικά. Το αντίθετο συνέβη στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο. Η εύφορη γη, που θεωρητικά ήταν όλη βασιλική, έπρεπε να καλλιεργείται συστηματικά. Αν ενθαρρυνόταν η αστυφιλία, υπήρχε κίνδυνος ερήμωσης της υπαίθρου με τρομακτικές συνέπειες στην οικονομία. Η έλλειψη μεγάλων πόλεων στην Αίγυπτο αποτελεί τη βασική αιτία υπερδιόγκωσης της Αλεξάνδρειας.

Η ανάπτυξη των πόλεων στα ελληνιστικά βασίλεια σήμαινε τη δημιουργία διοικητικών και εμπορικών κέντρων που υποβοηθούσαν την ενοποίηση του χώρου. Η άρχουσα τάξη των κατακτητών προσπάθησε -και πέτυχε- να συνεργαστεί με τους γηγενείς πληθυσμούς, διατηρώντας τις παραδοσιακές δομές διοίκησης. Στον χώρο της κρατικής οικονομίας κύρια μέριμνα ήταν η είσπραξη φόρων - η βασική πηγή εσόδων στα ελληνιστικά βασίλεια. Το εμπόριο ήταν γενικά ελεύθερο, αν και ορισμένα είδη αποτελούσαν κρατικό μονοπώλιο. Παράλληλα με τα νέα επαγγέλματα, όπως ήταν αυτά των εγγράμματων δημόσιων λειτουργών, δημιουργήθηκαν νέοι τρόποι αστικής ζωής, νέες υλικές ανάγκες και νέες πνευματικές αναζητήσεις.

Η χλιδή των ανακτόρων αποτελούσε ανέκαθεν σύμβολο της βασιλικής δύναμης. Στα ελληνιστικά χρόνια η πολυτέλεια εξακτινώθηκε στα ανώτερα στρώματα. Ο πλουτισμός έγινε σκοπός της ζωής πολλών ανθρώπων και οι σωματικές απολαύσεις ένδειξη της κοινωνικής επιτυχίας τους. Στην παλαιά διάκριση ελεύθερων πολιτών και κατοίκων χωρίς πολιτικά δικαιώματα αντιτάχθηκε εκ νέου ο διαχωρισμός πλουσίων και φτωχών.

Ο θεσμός της δουλείας διατηρήθηκε απαράλλακτος. Μάλιστα, ο συνολικός αριθμός των δούλων αυξήθηκε κατακόρυφα εξαιτίας των συνεχών πολέμων, αλλά το ποσοστό εκείνων που εργάζονταν στην αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή μάλλον μειώθηκε. Οι περισσότεροι δορίκτητοι δούλοι προορίζονταν πλέον για την εύρυθμη λειτουργία του οίκου.

Ισονομία μεταξύ των φύλων στον αρχαίο κόσμο δεν επιτεύχθηκε ποτέ. Κάποιες νέες τάξης εξίσωσης έκαναν ωστόσο την εμφάνισή τους. Στον γάμο οι περιπτώσεις συζύγων που ομολογούσαν αμοιβαία αγάπη αυξήθηκαν. Η κυρίαρχη ιδεολογία των προηγούμενων αιώνων θεωρούσε ότι ο έρωτας δεν σχετίζεται με τον θεσμό του γάμου, που είχε ως κύριο στόχο τη δημιουργία νόμιμων απογόνων και κληρονόμων της πατρικής περιουσίας. Τώρα όμως στη συνείδηση πολλών ανθρώπων, ο έρωτας έπαυε να είναι ασύμμετρος με την οικογενειακή ζωή. Με τον τρόπο αυτό άνοιξε εκ νέου η συζήτηση για τις σχέσεις ανάμεσα στη (φυσική) ερωτική επιθυμία και την (κοινωνικά αποδεκτή) τεκνοποιία. Σε κάποιους ηθικολόγους συγγραφείς της ρωμαϊκής περιόδου ο γάμος θεωρήθηκε ακόμη και προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ερωτικής ολοκλήρωσης που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα ζώα. Από τη σταδιακή αυτή αλλαγή της αντίληψης των ανδρών για τις συζύγους τους η θέση της γυναίκας ελαφρώς βελτιώθηκε. Οι περιπτώσεις διαζυγίων επίσης αυξήθηκαν.

Ο ιδιωτικός και ο δημόσιος βίος ακολούθησαν αποκλίνουσες πορείες. Οι άνθρωποι άρχισαν να φορούν προσωπεία για να αντεπεξέλθουν στους διακριτούς κοινωνικούς ρόλους τους. Η διαφάνεια της προηγούμενης εποχής ευνοούσε την αυτογνωσία μέσα από το βλέμμα και τη συμπεριφορά των συμπολιτών με τους οποίους ο καθένας μοιραζόταν την ίδια αντίληψη για την αρετή και το νόημα του βίου. Τώρα το μέσα και το έξω, το ψυχικό βίωμα και η κοινωνική συμπεριφορά, έτειναν να διαχωριστούν.

Η κοινωνική περιωπή των πλουσίων αυξανόταν όταν αναλάμβαναν δημόσιες δαπάνες ή δώριζαν μεγάλα ποσά για την κατασκευή κτιρίων. Η πρακτική αυτή ονομάζεται σήμερα «ευεργετισμός» και αποτέλεσε μια σημαντική συνιστώσα της πολιτικής οικονομίας των ελληνιστικών βασιλείων. Οι ευεργέτες αποκτούσαν κύρος και μπορούσαν να απαιτήσουν προνόμια από τους βασιλείς - πρακτική συνηθισμένη και διόλου αξιόμεμπτη στις ιεραρχικές κοινωνίες. Δίπλα στη δημόσια ωφέλεια, οι ευεργεσίες των πλουσίων υπογράμμιζαν έμπρακτα αρετές του χαρακτήρα γνωστές από τα προηγούμενα χρόνια. Η μεγαλοπρέπεια και η μεγαλοψυχία, τις οποίες ο Αριστοτέλης είχε συμπεριλάβει στον κατάλογο των σημαντικών ηθικών αρετών, έπαιρναν νέες διαστάσεις.

Από την άλλη μεριά, στους συνεχείς πολέμους της ελληνιστικής περιόδου μετείχαν όλο και μεγαλύτερα σώματα μισθοφόρων. Το γεγονός αυτό καθιστούσε πλέον την πολεμική δραστηριότητα όχι υποχρέωση και δικαίωμα του πολίτη προς την πόλη του, αλλά επαγγελματική ιδιότητα ειδικά εξασκημένων ανδρών. Η ανδρεία δεν έπαψε ποτέ να θεωρείται μία από τις βασικότερες αρετές του χαρακτήρα. Ωστόσο, έξω από τα όρια της ηπειρωτικής Ελλάδας, οι περιστάσεις πολεμικής φανέρωσής της σταδιακά περιορίζονταν.

Ο παλαιός ελληνισμός εξακολουθούσε να παρέχει το πολιτιστικό στίγμα και την κυρίαρχη ιδεολογία της νέας κατάστασης πραγμάτων. Τα παραγόμενα αγαθά όμως ήταν τώρα προϊόντα συγκερασμού με τις αντιλήψεις και τη νοοτροπία των κατακτημένων πληθυσμών. Αυτή η εξέλιξη υπήρξε εξαρχής εμφανέστερη στο επίπεδο της ίδιας της γλώσσας.

Επίσημη γλώσσα των ελληνιστικών βασιλείων και ταυτόχρονα κοινός κώδικας επικοινωνίας των ετερόφωνων πληθυσμών της ανατολικής Μεσογείου ήταν από την αρχή η ελληνική. Αλλά στην τεράστια και ξαφνική διεύρυνση του αριθμού των ανθρώπων που τη χρησιμοποιούσαν, τα ομιλούμενα και γραφόμενα ελληνικά υπέστησαν σημαντικές αλλαγές. Οι παλαιές διάλεκτοι διατηρήθηκαν εκεί που εκτεινόταν πολιτικά η παλαιά Ελλάδα - από την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία μέχρι τα μικρασιατικά παράλια, και από την Κύπρο και την Κρήτη μέχρι την Ακαρνανία και τη Θεσσαλία. Δεν βρήκαν όμως διάδοση στα νέα εδάφη. Η κοινή γλώσσα των ελληνιστικών βασιλείων ήταν μια εκδοχή της αττικής διαλέκτου απλουστευμένη τόσο στο επίπεδο των γραμματικοσυντακτικών δομών όσο και στη φωνολογία. Η διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων σταδιακά χάθηκε, οι παλαιές δίφθογγοι άρχισαν να προφέρονται ενιαία, λέξεις στενά συνυφασμένες με την πολιτική και πολιτιστική πραγματικότητα της αρχαϊκής εποχής άλλαξαν νόημα ή αχρηστεύτηκαν εντελώς, καινούριοι όροι δημιουργήθηκαν για να εκφράσουν νέους θεσμούς, ξένες λέξεις προσαρμόστηκαν στο ελληνικό κλιτικό σύστημα και άλλες εντάχθηκαν άκλιτες, σημασίες μετατοπίστηκαν, νέες συντακτικές δομές δημιουργήθηκαν, σπάνιοι γραμματικοί τύποι εξαφανίστηκαν και άλλοι υποχώρησαν σημαντικά. Γενικά, η τάση ήταν προς την κατεύθυνση της εξομάλυνσης και της απλούστευσης.

Οι μητρικές γλώσσες των ανθρώπων που μετακομίζουν σε νέα περιβάλλοντα εξασθενούν και μέσα σε λίγες γενιές διατρέχουν τον κίνδυνο του αφανισμού, αν δεν υπάρχει ένα εθνικό κέντρο για τη συντήρησή τους. Αυτό συνέβη σταδιακά με την εβραϊκή. Μετά την περσική κατάκτηση, οι Εβραίοι άρχισαν να περιορίζουν τη χρήση της εβραϊκής προς όφελος της αραμαϊκής, που ήταν η κοινή της Περσικής Αυτοκρατορίας. Η γλώσσα της Πεντατεύχου (Τορά) τελικά νεκρώθηκε. Ίσως ήδη κατά τον 3ο, αλλά οπωσδήποτε κατά τον 2ο και 1ο αιώνα, οι περισσότεροι Ιουδαίοι δεν είχαν πλέον άμεση πρόσβαση στις ιερές γραφές τους. Ειδικά στην Αλεξάνδρεια οι πολυάριθμοι Εβραίοι ήταν πλήρως εξελληνισμένοι.

Σύμφωνα με μια παράδοση, που είναι προφανώς αβάσιμη ιστορικά αλλά παραμένει σημαντική στο επίπεδο του θρησκευτικού συμβολισμού, ο Πτολεμαίος Β' Φιλάδελφος διέταξε, με προτροπή του Δημητρίου Φαληρέα, τη μετάφραση των εβραϊκών γραφών στα ελληνικά για να περιληφθούν στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Εβδομήντα δύο ελληνομαθείς Εβραίοι, έξι από κάθε φυλή του Ισραήλ, κλείστηκαν σε ξεχωριστά δωμάτια και, χωρίς να έχουν την παραμικρή δυνατότητα επικοινωνίας, παρέδωσαν μέσα σε εβδομήντα δύο μέρες μεταφράσεις που, όπως αποδείχθηκε, ήταν πανομοιότυπες και στα εβδομήντα δύο αντίγραφα. Στην πραγματικότητα, η ελληνική μετάφραση της Πεντατεύχου και άλλων ιερών κειμένων του ιουδαϊσμού (γνωστή ως Μετάφραση των Εβδομήκοντα ή Ο') συντελέσθηκε στη διάρκεια αρκετών δεκαετιών και είναι έργο ανθρώπων που δεν είχαν την ελληνική ως μητρική γλώσσα. Επειδή δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της εβραϊκής διασποράς, έγινε το επίσημο κείμενο αναφοράς του ύστερου ιουδαϊσμού και θεωρήθηκε, ορισμένες φορές, ως ανώτερη ακόμη και από το εβραϊκό πρωτότυπο.

Παράλληλα με τη διευκόλυνση που παρείχε στους Ιουδαίους κατά την τέλεση των θρησκευτικών τους νομίμων, η μετάφραση των ιουδαϊκών γραφών έφερε τους ενδιαφερόμενους ελληνόφωνους λογίους σε άμεση επαφή με τα καταστατικά θρησκευτικά κείμενα ενός ξένου λαού. Από την εποχή του Εκαταίου και του Ηροδότου μέχρι τις απαρχές της ελληνιστικής περιόδου, η γνώση που διέθεταν οι Έλληνες για τα ήθη, τα έθιμα και τη θρησκεία των ξένων λαών προερχόταν από προφορικές συζητήσεις και διηγήσεις (είτε μέσω διερμηνέων είτε επειδή οι ξένοι πληροφοριοδότες γνώριζαν ελληνικά) και από όσα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει παρακολουθώντας τις τελετουργίες και παρατηρώντας τα αγάλματα, τα σύμβολα, τους τάφους και τους ναούς. Με τις νέες μεταφράσεις δινόταν η ευκαιρία να διαβάσει κάποιος τα ιερά κείμενα ενός ξένου πολιτισμού και να αναλογιστεί τη σημασία τους.

Την εποχή που έγραφε ο Πολύβιος, στην Αλεξάνδρεια κατοικούσαν τρία διακριτά γένη, το καθένα με ιδιαίτερα γνωρίσματα: οι ντόπιοι Αιγύπτιοι, που ήταν ατίθασοι αλλά πολιτισμένοι, οι μισθοφόροι, που ήταν άξεστοι και ακαλλιέργητοι αλλά εκμεταλλεύονταν με τη δύναμη των όπλων τα κενά της κεντρικής εξουσίας, και τέλος οι Αλεξανδρινοί, που, αν και μιγάδες, κρατούσαν σε κάποιο βαθμό τις συνήθειες των πολιτισμένων Ελλήνων προγόνων τους. Είναι ενδιαφέρον ότι στην έκθεση του Πολύβιου απουσιάζουν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι μάλλον εντάσσονταν στους Αλεξανδρινούς. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι στην ιεράρχησή του ο Πολύβιος δίνει την πρωτοκαθεδρία στους γηγενείς της Αιγύπτου. Κατά τη γνώμη του, το πολιτικόν, μια χαρακτηριστικά ελληνική αρετή που θα μπορούσε να αποδοθεί ως «πολιτισμένες ανθρώπινες σχέσεις», το διέθεταν οι Αιγύπτιοι σε βαθμό μεγαλύτερο από τους ξένους μισθοφόρους και τους επήλυδες, Έλληνες ή μη.

Παρά τις έντονες αντιδράσεις ορισμένων ακολούθων του, η θεοποίηση του Αλεξάνδρου ήταν γεγονός. Λίγο αργότερα οι Αθηναίοι υποδέχθηκαν με θεϊκές τιμές τον Δημήτριο Πολιορκητή και του παραχώρησαν ως κατοικία τον οπισθόδομο του Παρθενώνα. Έχει μάλιστα διασωθεί επίγραμμα που αναφέρει τα εξής:

Παιδί του ισχυρότατου θεού, του Ποσειδώνα,
και της Αφροδίτης απ᾽ την άλλη, χαίρε.
Οι υπόλοιποι θεοί είτε βρίσκονται πολύ μακριά,
είτε δεν διαθέτουν αφτιά,
ή και δεν υπάρχουν, ή δεν μας δίνουν σημασία καμιά.
Εσένα, ωστόσο, σε βλέπουμε μπροστά μας ζωντανό,
όχι από ξύλο φτιαγμένο, ούτε από πέτρα, αλλ᾽ αληθινό.
Σ᾽ εσένα λοιπόν προσευχόμαστε.


Οι μονάρχες των ελληνιστικών βασιλείων έσπευσαν να θεμελιώσουν την εξουσία τους ανάγοντας τις απαρχές της οικογένειάς τους σε κάποιον θεό. Οι Πτολεμαίοι γενεαλογήθηκαν από τον Διόνυσο, οι Σελευκίδες από τον Απόλλωνα. Ιδίως στην Αίγυπτο οι βασιλείς, ακολουθώντας την παράδοση των φαραώ, έγιναν αντικείμενα θρησκευτικής λατρείας ως ζωντανοί θεοί.

Μια τέτοια πολιτική και θρησκευτική στάση ήταν γενικά αδιανόητη κατά τους προηγούμενους αιώνες. Τα αντιπαραδείγματα ήταν μεμονωμένα και αυστηρά τοπικής εμβέλειας. Ένας θεός μπορούσε φυσικά να πάρει ανθρώπινη μορφή -για να εξαπατήσει, να συμβουλέψει ή να ξελογιάσει, και ένας μαχόμενος ήρωας ή μια θεσπέσια κόρη να παρομοιαστεί με θεότητα σε κάποια στιγμή ιδιαίτερης λάμψης. Δεν επιτρεπόταν όμως να τιμάται θνητός με τελετουργίες και προσευχές κατά τη διάρκεια του βίου του. Το περισσότερο που θα μπορούσε να ελπίζει κανείς, αν είχε προσφέρει πολλά στην πόλη του, ήταν η μεταθανάτια ηρωοποίησή του. Αντίθετα, οι ηγεμόνες της ελληνιστικής εποχής άλλοτε εισέπρατταν αυθόρμητα και άλλοτε απαιτούσαν θεϊκές τιμές και λατρεία. Η θεοποίησή τους συνέβαλε στην εδραίωση των νέων βασιλείων και οπωσδήποτε ενθαρρύνθηκε για καθαρά πολιτικούς λόγους. Η τάση φάνηκε εντονότερα στην Αίγυπτο.

Αν και η διάκριση ανάμεσα στους άλλους θεούς και τον θεό-ηγεμόνα ήταν στην πράξη σαφής, η θεοποίηση ενός πολιτικά ισχυρού ανθρώπου έδειχνε το έλλειμμα που άφηνε πλέον η παραδοσιακή θρησκευτικότητα. Η προσπάθεια ηθικής εξύψωσης των θεών, που είχε ξεκινήσει κατά τον 5ο αιώνα, είχε ως επακόλουθο την αυξανόμενη απομάκρυνση των θεών από τον κόσμο της ανθρώπινης δράσης. Αργότερα, ο πλατωνισμός, για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής σκέψης, μίλησε για άυλες οντότητες (ιδέες, ουσίες και ψυχές). Το σώμα και η ύλη έγιναν έτσι απλοί υποδοχείς και εκφραστές ασώματων μορφών και ενεργειών. Η αντίρροπη τάση, αυτή που τόνιζε το ζωντανό σώμα και την υλική ρίζα των πραγμάτων, άρχισε να εκδηλώνεται σε διάφορους τομείς. Το τιμητικό επίγραμμα των Αθηναίων αποτελεί μία από τις πολλές εκφάνσεις της.

Ο Αλέξανδρος δεν έγινε θεός μόνο λατρευτικά. Έγινε θεός και στη συλλογική φαντασία της αρχαιότητας. Το πέρασμά του στον θρύλο συνέβη ταχύτατα. Μια γραπτή διήγηση του βίου και των έργων του, που αποδόθηκε ψευδεπίγραφα στον Καλλισθένη και σώζεται σε διάφορες μορφές και γλώσσες, έχει τις λογοτεχνικές απαρχές της στον 3ο αιώνα, αλλά αντλεί από προφορικό υλικό που διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια των κατορθωμάτων του ή αμέσως μετά. Αυτή η φανταστική ιστορία, γνωστή ως Διήγησις Ἀλεξάνδρου, εντυπωσιακή για την άγνοια της εθνολογίας και της γεωγραφίας που διακρίνει τον λαϊκό συνθέτη της, διαθέτει το είδος αλήθειας που χαρακτηρίζει τον μύθο.

Πραγματικός πατέρας του Αλεξάνδρου παρουσιάζεται ο τελευταίος φαραώ της Αιγύπτου, που υποτίθεται ότι σκοτώθηκε στη Μακεδονία από τον δωδεκαετή γιο του, πολύ πριν ξεκινήσει η εκστρατεία κατά των Περσών. Ο Αλέξανδρος σκιαγραφείται ως ένας πραγματικός μάγος που αποστόμωσε τους σοφούς βραχμάνους της Ινδίας. Όταν τον ρώτησαν γιατί πολεμάει, παρουσίασε τον εαυτό του ως εργάτη της θείας πρόνοιας και ισχυρίστηκε ότι οι εκστρατείες του ήταν αναγκαίες για την προώθηση της κίνησης στον κόσμο. Η στάση θα σήμαινε θάνατο, υπαινισσόταν, ενώ ο πόλεμος είναι σύμφυτος με την αληθινή ζωή. Πολλά από τα στοιχεία αυτής της φανταστικής διήγησης μας φέρνουν αντιμέτωπους με το πνεύμα που διακατείχε τον Αλέξανδρο περισσότερο από τις νηφάλιες ιστοριογραφικές αφηγήσεις των πραγματικών γεγονότων της ζωής του.

Ο Πολεμιστής της Αρετής

Οι ιδέες προετοιμάζουν και διαμορφώνουν την πραγματικότητά μας… έτσι να μάθεις να σκέφτεσαι πάντα τα αιώνια πράγματα, να σκέφτεσαι το κοινό καλό και να σκέφτεσαι πάντα θετικά δίνοντας διέξοδο στις καταστάσεις… με αυτό τον τρόπο δημιουργείς τον δικό σου μαγικό κύκλο προστασίας, τον δικό σου χώρο ζωής.

Οι «σκεπτομορφές», όσο πιο πολύ φορτισμένες είναι τόσο έχουν την τάση να υλοποιούνται… για αυτό να οραματίζεσαι πάντα καλά και όμορφα πράγματα… έτσι δημιουργείς τάξη στον κόσμο… ακόμα κι αν τίποτα από όσα οραματίζεσαι δεν γίνεται μπροστά σου.

Μάθε να χρησιμοποιείς ακόμα και την αρνητική ενέργεια προς όφελός σου… κάθε τι που θεωρείται κακό από τους ανθρώπους είναι μια υπενθύμιση και μια ευκαιρία να στραφείς στο Αιώνιο και να ακολουθήσεις την Οδό της Αρετής, που θα σε λυτρώσει από όλα τα κακά, με τον ορθό τρόπο.

Η αφθονία, πνευματική, ψυχική, υλική, είναι η βάση για να πραγματοποιήσεις ανώτερους σκοπούς… όταν λοιπόν από θεία χάρη, ή από εύνοια της ζωής, σου δίνεται αφθονία χρησιμοποίησέ την για ανώτερους σκοπούς και για το κοινό καλό… αν την χρησιμοποιείς μόνο για δικό σου όφελος θα γίνει θηλιά στο λαιμό σου και θα σε πνίξει στον εγωισμό και στην ανομία.

Ακόμα κι οι αρρώστιες και τα ατυχήματα σε αφυπνίζουν για να δεις ποια είναι η αγνή φυσική ανθρώπινη ζωή και να χρησιμοποιήσεις τις δυνάμεις σου για να την κερδίσεις… ακόμα κι αν νικηθείς από τον «εχθρό» θα έχεις την ικανοποίηση ότι στάθηκες με πόδια που δεν έτρεμαν και με το κεφάλι ψηλά και με αξιοπρέπεια στην καρδιά σου… να δέχεσαι όλα όσα έρχονται αλλά να βαδίζεις πάντα στο Δρόμο της Αρετής.

Συχνά στον Δρόμο σου θα συναντήσεις ανόητους και κακοήθεις που θα σε μισήσουν χωρίς λόγο… αγνόησέ τους, απλά, με την ανοησία τους, σου επιβεβαιώνουν ότι ακολουθείς την Σωστή Οδό.

Ό,τι έρχεται από την Ζωή, έχει τις αιτίες του… μην εναντιώνεσαι στο Νόμο του Κόσμου… διδάξου ταπεινότητα, υπομονή, κι ευγνωμοσύνη, για ό,τι σου δίνει η Ζωή… γιατί στο τέλος θα αποδειχθεί ότι είναι για το δικό σου καλό.

Να ζυγίζεις τα πράγματα της ζωής με τις αιώνιες αξίες, το κοινό καλό και την τάξη… αλλιώς η ζυγαριά σου θα δείχνει λάθος.

Αληθινή θρησκεία είναι η θρησκεία του βιώματος που σε οδηγεί στον Ουρανό, στα Πόδια του Υπέρτατου… έτσι οι δραστηριότητές σου να έχουν πάντα στόχο την ανύψωση κι ο διαλογισμός σου να επικεντρώνεται πάντα στο Αιώνιο και να μην ταξιδεύει με τους ανέμους της σκέψης.

Να βοηθάς πάντα τα αδέλφια σου (κι αδέλφια σου είναι όλα τα ζωντανά όντα του κόσμου) ακόμα κι αν δεν έχεις τίποτα στο κόσμο… έχεις ένα χαμόγελο, έχεις δύναμη να σφίξεις το χέρι του άλλου, έχεις χρόνο να συντροφέψεις αυτόν που το έχει ανάγκη… δεν χρειάζονται πιο πολλά… η Αγάπη εκδηλώνεται με αυτά που νοιώθουμε κι όχι με τις γεμάτες χούφτες.

Να Προτιμάς και Να αποφεύγεις

Όταν έχεις Ησυχία Μέσα σου Ακούς την Φωνή του Παντός να σου Μιλάει… Όταν όμως δεν «ακούς» αναζητάς έξω την γνώση, την αλήθεια, τον προσανατολισμό… Αλλά, έξω, ποιόν μπορείς να εμπιστευτείς; Οι άνθρωποι «αναγνωρίζονται» από αυτό που «είναι» πραγματικά, από τους σκοπούς που θέτουν στον εαυτό τους και τις δραστηριότητές τους. Μάθε να «διακρίνεις». Εμπιστεύσου Αυτόν που είναι πέρα από τον κόσμο, που θέτει τον σκοπό του έξω από τον κόσμο και ζυγίζει την ζωή με την ζωή και δεν ζυγίζει την ζωή με κέρδη και ζημιές… Δεν μπορείς να εμπιστευτείς ανθρώπους που έχουν κοσμική ατομικότητα, που οι σκοποί τους είναι κοσμικοί και επιδιώκουν να κερδίσουν κάτι, πνευματικό, ψυχολογικό, υλικό, οτιδήποτε.

Μάθε να Βαδίζεις την Οδό ακόμα κι αν «βαδίζεις» μόνος σου. Μην λυπάσαι για τους δήθεν φίλους σου που αφήνεις πίσω… Δεν είναι αληθινοί φίλοι, αν ήταν αληθινοί φίλοι θα ήταν εδώ, μαζί σου, θα «βάδιζαν» μαζί σου την Οδό…

Να προτιμάς, όταν μπορείς, τόπους διαμονής και περιπάτου ήσυχους, κι όχι πολυσύχναστους τόπους όπου η ατμόσφαιρα βαραίνει από την άγνοια των ανθρώπων, τις αντιλήψεις τους, τις επιθυμίες τους, και τις «φωνές» τους.

Αν χρειάζεται να εργαστείς (κι όλοι χρειάζεται να εργάζονται) μάθε να είσαι τίμιος κι ας έχεις απώλειες, γιατί πάντα θα έχεις απώλειες στον άδικο κόσμο των ανθρώπων… Να ακολουθείς την αλήθεια και την τιμιότητα όπου κι αν σε οδηγούν.

Βάδιζε την Οδό Ατενίζοντας τον Ουρανό, Αγγίζοντας το Αιώνιο… μην στρέφεσαι σε άλλους σκοπούς και μην καθυστερείς… η στιγμή είναι πολύτιμη γιατί είναι η Πύλη προς το Άχρονο.

Να είσαι πάντα ειλικρινής, στον εαυτό σου και σε όλους. Καλύτερα να αναγνωρίσεις ένα λάθος σου και να το διορθώσεις παρά να δείχνεις το ψεύτικο πρόσωπο του τέλειου για να ξεγελάς τον εαυτό σου και τους άλλους.

Διαφύλαξε τον χρόνο σου σαν κάτι πολύτιμο… Μην σπαταλάς τον χρόνο σου επικοινωνώντας με κοσμικούς ανθρώπους ή σε ανούσιες δραστηριότητες… Από όλα αυτά καλύτερο είναι να είσαι μόνος κι ακόμα καλύτερο να έχεις συντρόφους που βαδίζουν τον ίδιο δρόμο.

Να βλέπεις τα σφάλματα, και τα δικά σου και των άλλων και να κρίνεις δίκαια. Διόρθωσε τα δικά σου σφάλματα, αλλά ποτέ μην κατηγορείς κανέναν… άφησέ τον να βρει μόνος του την ισορροπία του.

Η υγεία σου είναι κάτι πολύτιμο γιατί σε διευκολύνει στους ανώτερους σκοπούς σου… Η υγεία χτίζεται με καλές συνήθειες, σωστή τροφή, σωστή εργασία και σωστή χρήση του χρόνου.

Να μην προσκολλάσαι σε τίποτα. Έτσι θα είσαι ελεύθερος από όλα, στις αποφάσεις και στις δράσεις σου… Όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις τόσο λιγότερο θα σε ενοχλούν τα «ανθρώπινα» πράγματα… στην Κορυφή υπάρχει μόνο ο Ουρανός.

Ο Δεκάλογος του ανθρώπου που βαδίζει την Οδό

Δεν υπάρχουν Δάσκαλοι, με την έννοια του θεϊκού όντος, του «μεσολαβητή», του παντογνώστη, κλπ… Υπάρχουν μόνο αδελφοί εκπαιδευτές που έχουν προηγηθεί στην Οδό που μπορούν να μας βοηθήσουν… όπως κι εμείς σαν αδελφοί εκπαιδευτές μπορούμε να βοηθήσουμε αυτούς που «έρχονται» μετά… έτσι είναι στην Παράδοσή μας.

Φρόντισε να έχεις πάντα ένα ήσυχο μέρος, στο σπίτι σου, στην εξοχή, στο βουνό, στη θάλασσα, στο δάσος, όπου θα μπορείς να καθίσεις ήσυχος, ή να κάνεις περίπατο, μακριά από τις δραστηριότητες των ανθρώπων, και τον θόρυβο του κόσμου.

Αναζήτησε πάντα Φίλους που πορεύονται την Οδό, που πορεύονται τον ίδιο δρόμο με σένα, Φίλους που μπορείς να εμπιστευτείς και να σε εμπιστευτούν.

Να παίρνεις μόνο την τροφή που θα σε κρατάει υγιή και δυνατό και στις ποσότητες που χρειάζεσαι… απόφυγε αν μπορείς τις σάρκες των ζώων με τις οποίες τρέφονται οι άνθρωποι… προτίμησε φυσικά βότανα κι όχι τα ποτά των ανθρώπων…

Να μελετάς πάντα τις ορθές διδασκαλίες των σοφών ανθρώπων, όλων των παραδόσεων, όλων των θρησκειών, όλων των φιλοσοφιών… όλοι, κάτι έχουν να σου πουν… να θυμάσαι μόνο πως τα σοφότερα λόγια θα τα ακούσεις Μέσα σου, στην Σιωπή.

Να μάθεις την φυσική παραδοσιακή ιατρική, να καταφεύγεις στις δυνάμεις της Φύσης και στην εναλλακτική ιατρική, και να έχεις εξαντλήσει όλες τις προσπάθειες πριν καταφύγεις στις χημικές ουσίες των ανθρώπων… και να μάθεις τις ιδιότητες των βοτάνων, θα σου χρησιμεύσουν.

Ο τρόπος ζωής σου να είναι σύμφωνος με τον Ανώτερο Σκοπό σου, να Φτάσεις στην Απελευθέρωση… μην σπαταλιέσαι στις μάταιες δραστηριότητες των ανθρώπων.

Αληθινά θρησκευόμενος είναι ο άνθρωπος που προχωρά τον Δρόμο του σεβόμενος τους άλλους ανθρώπους κι αποδεχόμενος το δικαίωμα τους να ακολουθούν τους δικούς τους δρόμους… ο άνθρωπος που διασχίζει τον κόσμο με ταπεινότητα… ο άνθρωπος που οι δραστηριότητές του έχουν ένα μόνο σκοπό, να ανυψωθεί στον Ουρανό… ο άνθρωπος που δεν καθυστερεί σε μάταιους σκοπούς.

Αν θες να μιλήσεις στους ανθρώπους, για τα λίγα που γνωρίζεις, άφησέ τους να σου το ζητήσουν, μην γίνεσαι μόνος σου δάσκαλος… να μιλάς πάντα σε ανθρώπους που ακολουθούν την Οδό και θέλουν πραγματικά να μάθουν… μην εμπλέκεσαι σε μάταιες συζητήσεις με ανθρώπους που δεν κατανοούν και μην κονταροχτυπιέσαι με λέξεις, με κανέναν… έχεις πιο σημαντικά πράγματα να κάνεις.

Να είσαι πάντα συνειδητός σε ό,τι κάνεις, όταν κάθεσαι, όταν κινείσαι, όταν εργάζεσαι ή όταν κάνεις περίπατο… μην ξεχνιέσαι πουθενά… μην παρασύρεσαι στη φαντασία… Αυτή είναι η Βάση του Αληθινού Διαλογισμού, η Βάση που θα στηρίζεσαι για να Ανυψωθείς στον Ουρανό.

Το Ταξίδι

Όταν έρχεσαι στο Κόσμο της Σκιάς, στη γη των ονείρων, οφείλεις να αναρωτηθείς βαθιά, ποιος είσαι, τι είσαι, τι είναι εδώ, που πηγαίνεις, και με ποιο τρόπο οφείλεις να πορευθείς.

Θα Πρέπει, Εσύ, Μόνος σου να Κατανοήσεις και να Βρεις το Αόρατο Μονοπάτι προς την Πραγματικότητα. Γύρω σου υπάρχει άγνοια, κι οι άνθρωποι, τις περισσότερες φορές, θα σου δώσουν λάθος πληροφορίες.

Να Έχεις Εμπιστοσύνη μόνο στο δικό σου κριτήριο αλήθειας. Αληθινό είναι ότι σε Ανυψώνει στον ουρανό… Το ψεύτικο είναι αυτό που σε εμποδίζει να πετάξεις στην ελευθερία.

Αν Θέλεις να διασχίσεις την Θάλασσα της Άγνοιας και να Φτάσεις, χωρίς απώλειες, στη ΣΤΕΡΙΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ, πρέπει να Αποφασίσεις, και να Κάνεις το Ταξίδι.

Πρέπει να εγκαταλείψεις την αντίληψη ότι όλος αυτός ο κόσμος των φαινομένων είναι κάτι πραγματικό… είναι μόνο παροδικά φαινόμενα.

Πρέπει να εγκαταλείψεις επιθυμίες και προσκολλήσεις που σε εμποδίζουν να προχωρήσεις πέρα, μακριά από το όνειρο.

Πρέπει να μάθεις να Ατενίζεις το ΑΠΕΙΡΟ με Εμπιστοσύνη, χωρίς να φοβάσαι να τα χάσεις όλα, γιατί Ό,τι Αξίζει είναι ο Σκοπός σου, τίποτα άλλο.

Κράτα το τιμόνι της Καρδιάς σου στραμμένο πάντα προς το ΥΠΕΡΤΑΤΟ, και μη λυπάσαι για όλα αυτά που αφήνεις πίσω… Η μόνη πραγματική απώλεια που μπορείς να έχεις είναι να μην Φτάσεις… όλα τα άλλα είναι ασήμαντα, ρίξε τα στη φωτιά της προσπάθειας, κρατήσου ζωντανός μονάχα για να Φτάσεις… Άλλο προορισμό δεν έχεις από το να Είσαι ΕΚΕΙ.

Προσοχή, Εγρήγορση, Εργασία, Ταπεινότητα, Επιμονή… θα σε Οδηγήσουν μέσα από την ομίχλη του ονείρου στη ΣΤΕΡΕΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ.

Κι όταν Συνειδητοποιήσεις ότι όλο το Ταξίδι είναι απλά ταξίδι πέρα από τις αυταπάτες σου, ΘΑ ΝΟΙΩΣΕΙΣ ΟΤΙ ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ, ΟΤΙ ΗΣΟΥΝ ΠΑΝΤΑ ΕΔΩ… ΘΑ ΕΧΕΙΣ ΦΤΑΣΕΙ.

Το Αληθινό και το ψεύτικο

Πως Διακρίνουμε το ΑΛΗΘΙΝΟ από το ψεύτικο; Είναι πολύ απλό! Το ΑΛΗΘΙΝΟ έχει την «Αίσθηση της Αιωνιότητας», μας «ανυψώνει»… Το ψεύτικο έχει τη «γεύση του κόσμου», μας κρατά δέσμιους στην άγνοια, στο χρόνο, και στα αδιέξοδα…

Όταν βλέπετε κάτι, σας λένε κάτι, απλά, νοιώστε μέσα σας αυτό το βαθύτερο νόημά του… Που σας κατευθύνει; Που σας οδηγεί; Και θα πάρετε τη σωστή απάντηση.

Κάθε άνθρωπος που «έρχεται» σε τούτη την ύπαρξη, σε τούτη τη ζωή, έχει την ευκαιρία να Γνωρίσει την Αλήθεια, να Ζήσει την Αληθινή Ζωή, όταν Προσανατολιστεί Ορθά κι όταν κάνει την Αλήθεια Πράξη.

Όμως οι περισσότεροι άνθρωποι κατασπαταλούν τη ζωή τους σε κοσμικούς σκοπούς, σε εξωτερικές επιδιώξεις, σε υλικές δραστηριότητες.

Αναζήτησε την Αλήθεια. Μέσα σου. Να Ακούς μόνο την Φωνή της Αλήθειας, μην παρασύρεσαι από το τραγούδι των Σειρήνων που σε απομακρύνουν από τον Σκοπό σου.

Η Αληθινή Φύση σου είναι Αιώνια, Διαφύλαξέ την σαν το ΠΟΛΥΤΙΜΟ, μην την σκορπάς στους ανέμους του χρόνου.

Το ΠΟΛΥΤΙΜΟ είναι Μέσα σου, κι όλα θα σε Οδηγήσουν Εδώ… να είσαι δύσπιστος όταν σου ζητούν να ψάξεις αλλού…

«Ζήτα και θα σου δοθεί», είπε ο Μεγάλος Δάσκαλος των Εσσαίων.

Αν δεν Φτάσεις στον Στόχο σου ενόσω ζεις, η ζωή σου θα έχει πάει χαμένη.

Η Ζωή, ποτέ, δεν αδικεί κανέναν. Φροντίζει όλοι να Φτάνουν στην Ολοκλήρωση, ανεξάρτητα από τις όποιες εξωτερικές συνθήκες επικρατούν. Η Πνευματική Ολοκλήρωση είναι Εσωτερική, Πνευματική, Αληθινή Δράση. Και Συμβαίνει, Πραγματοποιείται, όταν Ακολουθούμε την Ζωή, το Ρεύμα της Ζωής. Δεν έχει καμία σχέση με εξωτερικές δραστηριότητες.

Το ταξίδι του Μυστικιστή

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ τι βρίσκεται πέρα από τον φυσικό κόσμο; Τι θα συμβεί αν υπάρχει κάτι περισσότερο στην πραγματικότητα από αυτό που μπορούμε να δούμε, να ακούσουμε, να αγγίξουμε ή να μετρήσουμε; Κι αν υπάρχει μια διάσταση ύπαρξης που ξεπερνά τις συνηθισμένες αισθήσεις και τη λογική μας; Αυτό είναι το βασίλειο του υπερφυσικού και δεν είναι τόσο τραβηγμένο όσο νομίζετε.

Ο μυστικισμός είναι η μελέτη και η πρακτική της αναζήτησης άμεσης επαφής με το υπερφυσικό. Είναι ένας τρόπος να εξερευνήσουμε τα θολά όρια μεταξύ του φυσικού και του υπερφυσικού και να ανακαλύψουμε τις κρυμμένες πτυχές της πραγματικότητας που συνήθως είναι απρόσιτες για εμάς. Ο μυστικισμός δεν είναι θρησκεία, ούτε δόγμα, ούτε δεισιδαιμονία. Είναι ένα προσωπικό και βιωματικό ταξίδι που μπορεί να εμπλουτίσει τη ζωή μας και να διευρύνει τη συνείδησή μας.

Σε αυτό το δοκίμιο, θα μοιραστούμε μαζί σας μερικές από τις ιδέες και τις εμπειρίες που έχουμε αποκτήσει από το δικό μας μυστικιστικό ταξίδι. Θα εξηγήσουμε επίσης πώς ο μυστικισμός μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τη φύση των φαινομένων, τον ρόλο της αντίληψης στη διαμόρφωση της πραγματικότητας και τη σύνδεση μεταξύ μας και του σύμπαντος. Ελπίζουμε ότι διαβάζοντας αυτό, θα εμπνευστείτε για να ξεκινήσετε τη δική σας μυστικιστική περιπέτεια και να αγκαλιάσετε μια προοπτική πέρα από τη συμβατική επιστήμη.

Η Φύση των Φαινομένων

Ένα από τα πρώτα πράγματα που μας διδάσκει ο μυστικισμός είναι ότι η ζωή και ο θάνατος δεν είναι απόλυτες ή τελικές καταστάσεις, αλλά μάλλον μεταβάσεις στην ύπαρξη. Δεν γεννιόμαστε από το τίποτα, ούτε εξαφανιζόμαστε στο τίποτα όταν πεθάνουμε. Είμαστε μέρος ενός συνεχούς κύκλου δημιουργίας και μεταμόρφωσης και η ουσία μας είναι αιώνια. Το υπερφυσικό δεν είναι κάτι ξεχωριστό από εμάς, αλλά μάλλον αναπόσπαστο μέρος της ύπαρξής μας. Είναι η πηγή της ζωτικής μας δύναμης, της δημιουργικότητάς μας, της διαίσθησής μας και της πνευματικότητάς μας.

Το υπερφυσικό εκδηλώνεται επίσης με διάφορες μορφές και φαινόμενα που αψηφούν τη λογική εξήγηση. Αυτά περιλαμβάνουν οράματα, όνειρα, συγχρονισμούς, θαύματα, παραφυσικά γεγονότα και ψυχικές ικανότητες. Δεν πρόκειται για ψευδαισθήσεις ή παραισθήσεις, αλλά για εκφράσεις ανεξήγητων δυνάμεων που λειτουργούν στο σύμπαν. Είναι ενδείξεις που παραπέμπουν σε μια βαθύτερη και πιο περίπλοκη πραγματικότητα από αυτή που αντιλαμβανόμαστε με τις συνηθισμένες μας αισθήσεις.

Αντίληψη και Πραγματικότητα

Ένα άλλο σημαντικό μάθημα που μας διδάσκει ο μυστικισμός είναι ότι η αντίληψη δεν είναι παθητική ή αντικειμενική, αλλά μάλλον ενεργητική και υποκειμενική. Δεν λαμβάνουμε απλώς πληροφορίες από τον εξωτερικό κόσμο, αλλά κατασκευάζουμε τη δική μας εκδοχή της πραγματικότητας με βάση τις πεποιθήσεις, τις προσδοκίες, τα συναισθήματα, τις αναμνήσεις και τις πολιτιστικές επιρροές μας. Η αντίληψή μας διαμορφώνεται από τα φίλτρα, τις προκαταλήψεις και τις υποθέσεις μας και μπορεί να διαφέρει σημαντικά από άτομο σε άτομο.

Αυτό σημαίνει ότι τα εμπειρικά στοιχεία δεν είναι πάντα αξιόπιστα ή πειστικά. Αυτό που παρατηρούμε με τα όργανα ή τα πειράματά μας μπορεί να μην αντικατοπτρίζει την αληθινή φύση της πραγματικότητας, αλλά μάλλον την περιορισμένη και παραμορφωμένη ερμηνεία της. Η επιστήμη μπορεί να μετρήσει μόνο ό,τι μπορεί να ορίσει και να ποσοτικοποιήσει, αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει όλα όσα υπάρχουν ή συμβαίνουν στο σύμπαν. Υπάρχουν πτυχές της πραγματικότητας που είναι πέρα από το πεδίο της επιστήμης, και που απαιτούν διαφορετικό τρόπο έρευνας.

Το ταξίδι του Μυστικιστή

Ο μυστικισμός είναι ένας τέτοιος τρόπος έρευνας. Είναι ένα μονοπάτι για να εξερευνήσετε την ανθρώπινη συνείδηση και τις δυνατότητές της. Είναι ένας τρόπος πρόσβασης στην υπερφυσική διάσταση της πραγματικότητας μέσω της άμεσης εμπειρίας. Ο μυστικισμός περιλαμβάνει την καλλιέργεια μιας κατάστασης επίγνωσης που υπερβαίνει τη συνηθισμένη μας αντίληψη και λογική και μας επιτρέπει να αντιληφθούμε την πραγματικότητα όπως είναι πραγματικά: άπειρη, μυστηριώδης και υπέροχη.

Το ταξίδι του μυστικιστή αποτελείται από τρία κύρια στάδια: τη διάλυση, την ανακάλυψη και τον προβληματισμό. Στο πρώτο στάδιο, ο μυστικιστής διαλύει τα όρια μεταξύ εαυτού και σύμπαντος, μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού. Ο μυστικιστής αφήνει το εγώ του/της, την ταυτότητα, τις προσκολλήσεις, τις κρίσεις και τις προκαταλήψεις του. Ο μυστικιστής παραδίδεται στη ροή της ύπαρξης και ανοίγεται στην πιθανότητα να συναντήσει κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό του.

Στο δεύτερο στάδιο, ο μυστικιστής ανακαλύπτει την ενότητα και το θαυμασμό στο υπερφυσικό. Ο μυστικιστής βιώνει μια αίσθηση σύνδεσης με οτιδήποτε υπάρχει, μια αίσθηση δέους για την ομορφιά και την πολυπλοκότητα της δημιουργίας, μια αίσθηση ευγνωμοσύνης για το ότι είναι ζωντανός. Ο μυστικιστής συναντά επίσης διάφορες μορφές υπερφυσικών φαινομένων που αποκαλύπτουν νέες πτυχές της πραγματικότητας ή επιβεβαιώνουν τη διαίσθησή του. Ο μυστικιστής μπορεί να λάβει καθοδήγηση, έμπνευση, θεραπεία ή διορατικότητα από αυτά τα φαινόμενα.

Στο τρίτο στάδιο, ο μυστικιστής αναλογίζεται την εμπειρία του/της και τις επιπτώσεις της. Ο μυστικιστής προσπαθεί να ενσωματώσει όσα έχει μάθει στη ζωή και την κοσμοθεωρία του. Ο μυστικιστής προσπαθεί επίσης να μοιραστεί την εμπειρία του/της με άλλους που μπορεί να ωφεληθούν από αυτήν ή να σχετίζονται με αυτήν. Ο μυστικιστής δεν ισχυρίζεται ότι έχει απόλυτη αλήθεια ή εξουσία πάνω στην πραγματικότητα, αλλά μάλλον προσφέρει την άποψή του ως μία από τις πολλές.

Η υπερφύση ως αντανάκλαση της εμπειρίας

Το τελευταίο σημείο που θέλουμε να επισημάνουμε είναι ότι η υπερφύση δεν είναι μια σταθερή ή στατική οντότητα, αλλά μάλλον μια δυναμική και εξελισσόμενη. Η υπερφύση δεν είναι κάτι εκεί έξω που μπορούμε να παρατηρήσουμε ή να χειριστούμε σαν αντικείμενο. Η υπερφύση είναι κάτι εδώ μέσα που μπορούμε να βιώσουμε ή να εκφράσουμε σαν θέμα. Η υπερφύση είναι μια αντανάκλαση της εμπειρίας μας και η εμπειρία μας είναι μια αντανάκλαση της υπερφύσης.

Αυτό σημαίνει ότι η υπερφύση δεν είναι ίδια για όλους, αλλά μάλλον ποικίλλει ανάλογα με το επίπεδο συνείδησής μας, την κατάσταση του νου μας, την πρόθεσή μας και τη στάση μας. Η υπερφύση μπορεί να είναι φιλική ή εχθρική, καλοπροαίρετη ή κακόβουλη, βοηθητική ή επιβλαβής, ανάλογα με το πώς την προσεγγίζουμε και αλληλεπιδρούμε μαζί της. Η υπερφύση μπορεί επίσης να αλλάξει με την πάροδο του χρόνου, καθώς αλλάζουμε και μεγαλώνουμε ως άτομα και ως συλλογικότητα.

Η υπερφύση δεν είναι μια ξεχωριστή ή εξωγήινη διάσταση, αλλά μάλλον μια ζωντανή και αναπόσπαστη διάσταση της πραγματικότητας. Η υπερφύση δεν είναι μια μακρινή ή αφηρημένη δύναμη, αλλά μάλλον μια παρούσα και προσωπική δύναμη στη ζωή μας. Η υπερφύση δεν είναι μια παθητική ή αδιάφορη οντότητα, αλλά μάλλον μια ενεργητική και ανταποκρινόμενη οντότητα που επικοινωνεί μαζί μας και νοιάζεται για εμάς. Η υπερφύση είναι η πηγή της ύπαρξής μας, η ουσία της ύπαρξής μας και ο προορισμός του ταξιδιού μας.

Συμπέρασμα

Εν κατακλείδι, ελπίζουμε ότι αυτό το δοκίμιο σας έχει δώσει κάποια εικόνα για τη φύση και την αξία του μυστικισμού. Ο μυστικισμός δεν είναι μια φαντασίωση ή μια αυταπάτη, αλλά μια πραγματικότητα και ένα όραμα. Ο μυστικισμός δεν είναι μια απόσπαση της προσοχής ή μια απόδραση, αλλά μάλλον μια εστίαση και μια ενίσχυση. Ο μυστικισμός δεν είναι αδυναμία ή ελάττωμα, αλλά μάλλον δύναμη και δώρο.

Ο μυστικισμός μπορεί να μας βοηθήσει να αγκαλιάσουμε μια προοπτική πέρα από τη συμβατική επιστήμη και να ξεπεράσουμε την καθημερινή μας ύπαρξη. Ο μυστικισμός μπορεί να μας βοηθήσει να αναγνωρίσουμε την εγγενή σύνδεση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού σε περίπλοκη πραγματικότητα και να εκτιμήσουμε την ποικιλομορφία και τον πλούτο της δημιουργίας. Ο μυστικισμός μπορεί να μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε το θαύμα και την ομορφιά στον εαυτό μας και στο σύμπαν και να ζήσουμε με χαρά και ευγνωμοσύνη.

Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ: Το απάνθρωπο του “ου μοιχεύσεις”

Το κεφάλαιο είναι πολύ μεγάλο, θάπρεπε να γίνει ειδική ανάλυση επάνω σ’ αυτό, γιατί κατεβάζει ολόκληρη την ψυχολογία κι ολόκληρη τη φιλοσοφική ανθρωπολογία κάτω, και θέτει μπροστά στα πόδια μας. Θα σας το πω πολύ συνεπτυγμένα όμως. Πολύ συνοπτικά. Και είναι και η ουσία, το κεντρικό σημείο της ελληνικής ηθικής. Δεν είναι αυτό που λένε, που ακούμε στην τρέχουσα να λένε, ότι μία ωραία γυναίκα δεν ανήκει, δεν μπορεί να ανήκει ποτέ σε ένα μόνο άντρα. Έτσι λέει ο κόσμος, η αρβύλα και τα λοιπά.

Μιά ωραία γυναίκα δεν μπορεί να ανήκει σε έναν άντρα. Το πιό ισχυρό αρσενικό, είναι προορισμένο από τη φύση να την κατακτά. Και κατά τούτο είναι δραματική αυτή η γυναίκα. Δε λέω τραγική φύση, αλλά είναι δραματική. Το πιό; Αν κάτι ασυνείδητα από τη φύση της τη φέρνει, να θέλει, ίσως πληρώνει τα λύτρα της στην ευδοκία, στην εύνοια που της έδωσε η φύση να την κάνει τόσο όμορφη. Πληρώνει τα λύτρα. Είναι προορισμένη δηλαδή να κατακτιέται από το πιό ισχυρό, όταν λέμε πιό ισχυρό εννοούμε πιό ωραίο, αλλά ωραίο, έχουμε πει κι άλλη φορά, είναι βασικά κατηγορία δύναμης και νόησης η ομορφιά, έ; Μην τα λέμε αυτά, τα έχουμε ξαναπεί. Να κατακτιέται από το πιό ισχυρό αρσενικό γι’ αυτό δε μπορεί να ανήκει σε έναν άντρα, που σημαίνει κάπου, μοιχαλίς ή άπιστη.

Αυτή η ερμηνεία, είναι μιά ερμηνεία που μπορεί να φτάσει μέχρι σ’ ένα σημείο, αλλά δεν είναι εκείνο το βαθύτερο που εκφράζει τους Έλληνες. Το βαθύτερο που εκφράζει τους Έλληνες…και γι’ αυτό θέλησαν να πλάσουν έτσι την Ελένη, δηλαδή μοιχαλίδα, είναι το γεγονός ότι την ανθρώπινη φύση μέσα στον ορίζοντα της ηθικής, έτσι; μέσα στην κατηγορία της ηθικής, την είδανε οι Έλληνες σαν μία φυσική απορροή, μέσα από τη φυσική πραγματικότητα. Εάν φύγουμε από την ηθική και πάμε στη φύση, εκεί δεν υπάρχει πίστη και απιστία ανάμεσα στα φύλλα, στο αρσενικό και στο θηλυκό. Δεν υπάρχει πίστη. Είναι άλλοι οι νόμοι που λειτουργούν. Και βέβαια το σωστό, το ακέραιο, το αληθινό, δεν είναι η παράσταση που σχηματίζουμε από την οποιαδήποτε ηθική μιάς εποχής ή ενός πολιτισμού και τα λοιπά, αλλά είναι η παράσταση που σχηματίζουμε από τη φυσική οδηγία.

Και η φυσική οδηγία, εν προκειμένω, όταν θέλουμε να φτάσουμε πιά σ’αυτά τα βάθη, σ’αυτούς τους μυχούς, σ’αυτό το βαθύτερο κοίτασμα της φυσικής πραγματικότητας, των φυσικών νόμων, μας λέει ότι είναι μέσα στους κανόνες του παιχνιδιού, να μην ανήκει αυτή η έννοια της κατοχής και της κτήσης που έχουμε, σε παντρεύτηκα, με παντρεύτηκες, είσαι κτήμα μου, είμαι κτήμα σου.

Η ιδιοκτησία είναι κλοπή, είπε ο Pouldot, τον περασμένο αιώνα. Λοιπόν. Κι’αυτό είναι που σκοτώνει τον έρωτα, γιατί τον περιορίζουμε, τον εγκλωβίζουμε και τα λοιπά.

Εν πάσει περιπτώσει, αυτές οι απόψεις πάνε κάπως κόντρα, έ; – Εναντιώνονται στις τρέχουσες ηθικές αντιλήψεις και μάλιστα σε μία αστική, μικροαστική ή μεσοαστική αντίληψη. Θα ιδούμε, από την άλλη πλευρά, για να κατανοήσουμε αυτό το πράγμα, ότι και μέσα στην ιστορία, ποτέ δεν εφαρμόστηκε ο νόμος της μονογαμίας, γι’αυτό σας έλεγα κάποτε, το ου μοιχεύσεις, η όγδοη εντολή του Μωσαϊκού Νόμου, είναι, ό,τι το πιό απάνθρωπο, επινόησε, καθιέρωσε και επέβαλλε η Ιστορία, στην Ηθική. Είναι μιά δαμόκλειος… είναι μιά σπάθα, που κατεβαίνει και κόβει κεφαλές.

Γι’ αυτό το μόνο νόημα που έχει αυτή η εντολή, έχουμε ξαναπεί, είναι σταθερά, μέσα στην Ιστορία, να παραβαίνεται. Γιατί παραγνωρίζει την ανθρώπινη φύση. Εκείνο που θα λέγαμε, στην έσχατη και πιό επιεική περίπτωση, για το γεγονός ότι θέλησαν οι Έλληνες την Ελένη* μοιχαλίδα, είναι ότι είδανε αυτό το βάθος της ανθρώπινης φύσης που δε σημαίνει ότι εισάγει την ερωτική αναρχία ή την ηθική αναρχία.

Και μέσα στην ιστορία ποτέ δεν εφαρμόστηκε ο νόμος της μονογαμίας.

Γι’ αυτό σας έλεγα κάποτε ότι το “ου μοιχεύσεις” είναι ό,τι το πιο απάνθρωπο καθιέρωσε και επέβαλε η ιστορία στην ηθική.

Είναι μια σπάθα που κατεβαίνει και κόβει κεφαλές. Γι’ αυτό το μόνο νόημα που έχει αυτή η εντολή, έχουμε ξαναπεί, είναι: σταθερά, μέσα στην ιστορία να παραβαίνεται.

Γιατί παραγνωρίζει την ανθρώπινη φύση.

Εκείνο που θα λέγαμε στην έσχατη και πιο επιεική περίπτωση, για το γεγονός ότι θέλησαν οι Έλληνες την Ελένη μοιχαλίδα, είναι ότι είδανε αυτό το βάθος της ανθρώπινης φύσης, που δεν σημαίνει ότι εισάγει την ερωτική αναρχία ή την ηθική αναρχία. Το πρόβλημα, αυτό που μας δόθηκε η ευκαιρία προχθές που μιλήσαμε για πλατωνικό έρωτα, το πρόβλημα είναι να ‘σαι πάντα ηθικά εγρήγορος και να αγωνίζεσαι. Κι αν πέσεις να μπορέσεις να ξανασηκωθείς.

Εκεί είναι η ομορφιά και η δραματικότητα, και αν θέλετε και το μεγαλείο. Ο πόνος και η οδύνη που έχει η ηθική, σαν ζωντανή ηθική που λειτουργεί, με αίμα και με οστά και όχι με σχηματοποιημένες λύσεις και συνταγές και εντολές και σχήματα, να δίνει αυτό τον περιορισμό, ο οποίος, εδώ θα συμφωνήσετε μαζί μου, από την άποψη της ιστορικής εξέλιξης και της ιστορικής πείρας η απιστία είναι μέσα στους κανόνες. Απόδειξη το γεγονός που έχουμε πει πολλές φορές ότι σήμερα στους τρεις ο ένας χωρίζει. Τι θα πει χωρίζει; Έχει προηγηθεί απιστία. Έχει προηγηθεί μοιχεία ας το πούμε.
Έχει προηγηθεί το γνήσιο αυτό κοίτασμα της Ελένης όπως θελήσανε οι Έλληνες.

Αλλά, για νά ‘χουμε κι ολοκληρωμένη την εικόνα πρέπει να πούμε και κάτι άλλο. Εάν ο Όμηρος μας έδωσε την Ελένη, μοιχαλίδα, μ’ αυτό το στίγμα, μ’ αυτή τη ρετσινιά, και στεκόμαστε κριτικά και με επιφυλάξεις απέναντί του, μην ξεχνάμε από την άλλη μεριά ότι ο Όμηρος μας έδωσε και το αντίθετο. Τον άλλο πόλο. Η Ελένη η άπιστη, αλλά μας έδωσε και την Πηνελόπη την πιστή.

Και δεν έχουμε σταθεί στην προσπάθεια να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε τι σημαίνει ”Πηνελόπη πιστή”;
---------------------
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
κι είμαστε-σα να πέρασε μέσα μας η ομίχλη-
μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’τις νεκρές εικόνες σου
»
ΕΛΥΤΗΣ (από το ποίημα ΕΛΕΝΗ)

Η θρυλική Ωραία Ελένη των ομηρικών επών έχει εμπνεύσει πολλούς καλλιτέχνες και ποιητές.

Η ομορφότερη γυναίκα του αρχαίου κόσμου έχει ιδωθεί από τόσες πολλές οπτικές γωνίες όσες και τα ποιήματα που έχουν γραφτεί γι’ αυτήν και οι πίνακες που την έχουν απεικονίσει. Το περίφημο Ελένειο δίλημμα κατά το οποίο η Ελένη χαρακτηρίζεται ή ως η άπιστη μοιχαλίδα που προκάλεσε τον όλεθρο του τρωικού πολέμου ή ως το σύμβολο της αιώνιας ομορφιάς που για χάρη της αξίζουν όλες οι θυσίες, απασχόλησε ποιητές και ακαδημαϊκούς και έδωσε έναυσμα για πολλές αντιπαραθέσεις.

Η παρετυμολογία του ονόματος της μας αφήνει αμήχανους.

Ελένη: έλανδρος, ελεναύς, ελέπολις (καταστρέφει άνδρες, πλοία, πόλεις)

Ελένη: το καλάθι των θυσιαστικών προσφορών.

Ελένη: Ελάνη, η λαμπάδα εκ καλάμου (κάλαμος= σπονδυλική στήλη)

Ελένη: Σέλας –σελένη, το φως του νου.

Ωραίος –α-ον: η ορθή αντίληψη του χρόνου, αυτός που παράγεται την κατάλληλη εποχή, στην ώρα του, ο ώριμος.

Η επικρατέστερη εκδοχή του μύθου της γέννησης της αναφέρει:

Ο Δίας –αιθέρας- νους ερωτεύεται την Λήδα-λήθη-νύχτα τη γυναίκα του Τυνδάρεω. Μεταμορφώνεται τότε σε λευκό κύκνο κι έχοντας συνεργό την Αφροδίτη που μεταμορφωμένη σε αητό να τον καταδιώκει, ζητάει καταφύγιο στην αγκαλιά της Λήδας. Η Λήδα τον δέχεται και από την συνεύρεση τους θα γεννηθούν στον Ταΰγετο με την πυραμιδοειδή κορυφή δύο αυγά. Στο ένα αυγό θα εκκολαφθούν οι Διόσκουροι, ο θνητός Κάστωρ κι ο αθάνατος Πολυδεύκης (πολύ-δευκής= γλυκός) , τα δύο θρυλικά αγαπημένα αδέλφια , οι καταστερωμμένοι ήρωες του φωτός.

Από το άλλο αυγό θα προβάλλει απαστράπτουσα, άσπιλη και αμόλυντη η Ελένη, η εκλεκτή της Αφροδίτης, η φανέρωση του Θεϊκού κάλλους.

Κατά μία μεταφυσική θεώρηση οι Διόσκουροι και η Ελένη γεννήθηκαν από το Ορφικόν ωόν της αύρας μας. Ο μεν θνητός Κάστωρ εκπροσωπεί την προσωπικότητα, το «εγώ», με οριζόντια διεύθυνση και έδρα την βάση των ενστίκτων, τα γεννητικά όργανα . Ο δε αθάνατος Πολυδεύκης έχει έδρα την επίφυση στον εγκέφαλο και ψυχικό προσανατολισμό. Τα δύο αδέλφια είναι ένας διπλός αυξομειούμενος μυητικός φωτισμός. Κατά την αναγκαία τους σύγκρουση πεθαίνει –σβήνει οικειοθελώς το φως του Κάστωρα της καλλιεργημένης προσωπικότητας μπροστά στην μεγαλοσύνη των πολλών πνευματικών διαστάσεων που αναδύονται με το φως του Πολυδεύκη. Είναι οι δύο πόλοι, οι φύλακες, που βοηθούν στην ωρίμανση της Ελένης ώστε να αυτοαποκαλυφθεί ως λάμπουσα Διάνοια και να συζεύξει τον ορατό με τον αόρατο κόσμο, εναρμονίζοντας τα δύο αντιμαχόμενα μέρη.

Η Ωραία Ελένη-Διάνοια σαν σπίθα θ’ ανέβει ξεκινώντας από την βάση την κάλαμο της σπονδυλικής στήλης (το Προμηθεϊκό πυρ ήταν κρυμμένο σε κάλαμο) και ισορροπώντας στο καρδιακό κέντρο (κατ΄άλλους στον μετωπιαίο τρίτο οφθαλμό) θα συντονίσει την εγκεφαλική συχνότητα με την συχνότητα του αιθερικού πλέγματος-καλαθιού (Ελένη: αιθερικό καλάθι θυσιαστικών προσφορών), επιφέροντας την νοητική κάθαρση, την πνευματική διαύγεια και την ψυχοσωματική ίαση. Η Ελένη είναι το μεταβατικό στάδιο της ανθρώπινης διάνοιας προς την θεία ενόραση.

Η Ελένη ερωτεύεται τον Πάρη, τον βοσκό πρίγκηπα της Τροίας, που εκτρέφει βόδια στην Ίδη (το όρος των ιδεών). Ο Πάρης (το Παρόν, η αιώνια στιγμή) θ΄ αρπάξει την Διάνοια Ελένη και μαζί θα καταφύγουν στο Ίλιον (καρδιακό κέντρο). Οι Αχαιοί εκστρατεύουν εναντίον της Τροίας για να πάρουν πίσω την Ελένη, αν και κατά τον Ευριπίδη, ο Πάρης έκλεψε το είδωλο της Ελένης (μ΄ αυτό συμφωνεί και ο Σεφέρης). Η ίδια η Ελένη παρέμεινε στην Αίγυπτο με τον πνευματικό βασιλιά Πρωτέα, περιμένοντας υπομονετικά τον Μενέλαο (Μανού+λαός ο άνθρωπος που σκέπτεται, η αυθεντία του λαού, το φυλετικό πρότυπο).

Ο μυσταγωγός Όμηρος με την καταιγιστική δράση και ένταση των σκηνών των επών του, την πληθώρα των συμβάντων με την διαπλοκή θεών και ηρώων και την απαράμιλλη σκηνοθεσία του, καλύπτει με αλλεπάλληλα πέπλα τα απόκρυφα και μυστικά σημαινόμενα ως καλός μυθογράφος. Στα δίνει όλα στο πιάτο, αλλά απαιτείται από εμάς τους αμύητους, ως μια ελάχιστη συμμετοχή τιμής ένεκεν στον μεγάλο ποιητή, μια μικρή μετατόπιση του κέντρου βάρους, μια τρυφερή απόκλιση του βλέμματος προς τα αθέατα, για να αρχίσει αργά- αργά να υποχωρεί η πυκνή διαφάνεια των κειμένων και να αποκαλυφθεί ένα κρυφό δίκτυο νευρώνων και αγγείων ενός ζωντανού και πάλλοντος συμβολικού συστήματος, που μας ζητάει ακρόαση για να μας εμπιστευθεί ψιθυριστά τις εκμυστηρεύσεις του.

Από τις πολλές απόπειρες αποσυμβολισμού του μύθου διαλέγω στην παρούσα προσέγγιση αυτές με την ψυχολογική χροιά που λένε πως όλοι οι ήρωες της Ιλιάδας αποτελούν εκφάνσεις της δικής μας προσωπικότητας. Ο Αχιλλέας (γεννετήσια ένστικτα , λίμπιντο ) θα συγκρουστεί με τον σκυλομούρη Αγαμέμνονα (προσωπικότητα, εγώ) και θα τους συμφιλιώσει ο Οδυσσέας (συνείδηση). Ο πανούργος Οδυσσέας θα χρησιμοποιήσει δόλια μέσα (Δούρειος ίππος) για να εισέλθει στο Ίλιον (καρδιακό κέντρο) με συνέπεια να το βεβηλώσει και ν΄ακολουθήσει νέος κύκλος καθάρσεων (Οδύσσεια).

Η Ελένη απαιτεί θυσίες. Είναι έλανδρος, ελεναύς, ελέπολις, καταστρέφει για να μετουσιώσει, να μεταλλάξει πρώτα-πρώτα τον εγωικό εαυτό ώστε να επέλθει η επίγνωση της αληθινής ουσίας της ύπαρξης και να ακολουθήσει μια μακριά αλυσίδα αλλαγών στην συνειδητότητα και αντίληψη των πραγμάτων.

Αν ο Όμηρος στην εποχή του περιέγραφε με όλη την σφοδρότητα του Τρωικού πολέμου τον αγώνα για την επανάκτηση της Ωραίας Ελένης από τους Αχαιούς, εμείς στην εποχή μας πως πρέπει να παλέψουμε για την δική μας Ελένη;

Δεν ξέρω τι μας τρομάζει περισσότερο στους μεταμοντέρνους καιρούς που ζούμε: Η αδηφάγος βιαστική κατανάλωση ανθρώπων, πραγμάτων, πληροφοριών, «ιδεών» και γνώσεων ή η απειλή ότι μπορεί να μας τα στερήσουν. Έτσι και αλλιώς αυτή η κατανάλωση μας αφήνει πάντα πεινασμένους.

Δεν ξέρω γιατί το βλέμμα μας έγινε ανίκανο να μαγνητιστεί από το νόημα και την ουσία ενός κόσμου, που απολιθώθηκε επειδή ακριβώς τον κοιτάμε και δεν τον βλέπουμε, μόνο τον σκανάρουμε χωρίς επισημάνσεις και αναγωγές, δεν νιώθουμε την αύρα του και χάνουμε τους ιριδισμούς των σημασιών του.

Δεν ξέρω που κρύφτηκαν οι έννοιες της αγάπης, της ασφάλειας, της υγείας, της δικαιοσύνης, της ευτυχίας, της κοινωνικότητας, και στην θέση τους μας άφησαν τις προσομοιώσεις τους, τις νεκρές εικόνες τους.

Δεν ξέρω γιατί οι ερωτήσεις μας δεν έχουν έρωτα.

Δεν ξέρω γιατί ο χρόνος κυλάει ερήμην μας και μας καταπίνει.

Κι απ΄ την άλλη ζούμε την εποχή του μεταίχμιου, όπου κατά το κοινώς ρηθέν, το παλιό έφυγε και το καινούργιο δεν έχει γεννηθεί ακόμα, εμείς απλώς ζούμε τις ωδίνες του τοκετού.

Τη δική μας Ωραία Ελένη μας την άρπαξε το Παρόν που δεν βιώσαμε, η στιγμή που δεν ζήσαμε. Βασική προϋπόθεση για να την αναζητήσουμε και να την ανακτήσουμε είναι να συνειδητοποιήσουμε κάτι τόσο δύσκολο, όσο δύσκολο είναι συνήθως το προφανές!

Η προδοσία του Αρκαδίου (1866) από τον δεσπότη Λάμπης & Σφακίων Παΐσιο

Με την ευκαιρία της 157ης επετείου της θυσίας της Μονής Αρκαδίου, δημοσιεύεται το παρακάτω, για να τιμηθεί δεόντως η αγιότατη Εκκλησία της Κρήτης:

Ο Παΐσιος Κίρπας κατήγετο από την Πέργαμο της Μικράς Ασίας. Χρημάτισε Διευθυντής της Μεγάλης του Γένους Σχολής (1852- 1863). Ως μητροπολίτης Λάμπης και Σφακίων από το 1863, τήρησε στην Επανάσταση του 1866 στάση φιλική προς τον Σουλτάνο. Χθές δημοσιεύτηκε ένα άρθρο για την προδοτική του στάση στο Αρκάδι: “Το Αρκάδι δεν έπεσε…”. (eparxiakofos.gr/ 08/11/2023). “Γράφει ο Ιστοριοδίφης–Νομικός Ευθύμης Λεκάκης. Επετειακά από κείνα που δεν μας μαθαίνουν στα βιβλία της Ιστορίας με ντοκουμέντα. Σαν σήμερα, 8 Νοέμβρη 1866, το Αρκάδι προδόθηκε από τον επίσκοπο Λάμπης Παΐσιο.

Παρατίθενται οι δύο επιστολές του Εφιάλτη προς τον Μουσταφά πασά και η απαντητική του Μουσταφά πασά στον προδότη Eπίσκοπο που παρουσιάστηκαν στη Γενική Συνέλευση των Κρητών, στη Ζούρβα, στις 30 Νοέμβρη 1866, όπου και συντάχθηκε το κείμενο της αποκήρυξης του εφιάλτη δεσπότη Παΐσιου ο οποίος -αξίζει να σημειώσουμε- δεν ήταν Κρητικός. Μετά την απόδειξη της προδοσίας και την αποκήρυξη, οφείλω να αναφέρω ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο ΔΕΝ απομάκρυνε τον Παΐσιο από τη θέση του, τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι του 1867! Εκείνη την εποχή τόσο ο μητροπολίτης Κρήτης Διονύσιος μη Κρητικός και αυτός- που οι Οθωμανοί τον έκαναν Οικουμενικό Πατριάρχη, όσο και σχεδόν όλοι οι επίσκοποι στήριζαν την Οθωμανική διοίκηση, ακόμα και μέσα στην Επανάσταση, σε αντίθεση με τον μεσαίο και κατώτερο κλήρο, αρχιμανδρίτες, μοναχούς και ιερείς. Άλλωστε η στάση μεταξύ άλλων, του επαναστάτη ηγουμένου του Αρκαδίου Γαβριήλ, του ηγουμένου της μονής Ιερουσαλήμ του Ηρακλείου Μελέτιου, των ιερομόναχων Παρθενίου Περίδη και Παρθενίου Κελαϊδή αυτό αποδεικνύει. Με το ένα χέρι κρατούσαν το τουφέκι και το άλλο το Ευαγγέλιο.

α) επιστολή του εφιάλτη Παϊσίου προς τον Μουσταφά. «Εξοχότατε. Σας ειδοποιώ ως και προφορικώς εμειναμεν σύμφωνοι ότι εις το Αρκάδι πρέπει να υπάγεται δια να το καταστρέψετε καθότι δια της καταστροφής αυτού επιτυγχάνετε την καταστροφήν όλων των επαρχιών του τμήματος Ρεθύμνης, καθ‘ όσον εντός αυτού υπάρχουσιν αι επιτροπαί και τα πολεμοφόδια των ρηθεισών επαρχιών». Και β) επιστολή του Πασσά προς τον προδότη Επίσκοπο. «Σήμερον αναχωρώ και πηγαίνω εις το Αρκάδι δια να κάμω εκείνο οπού εμείναμεν σύμφωνοι άλλα απορώ πώς δεν μου εστείλετε εκείνα, τα οποία μου υποσχεθητε και όταν επιστρέψω θέλω να τα εύρω».

Για την προδοσία του Παϊσιου έχει γράψει και ο δημοσιογράφος και ιστορικός ερευνητής Αλέκος Α. Ανδρικάκης:«Τα κρυφά “ιερά ντοκουμέντα” της Ιστορίας:» «Η πτώση του Αρκαδίου από την προδοσία του επισκόπου του!» (έγγραφα). (candiadoc.gr-από εκεί και οι φωτ. 2, 3-9.11.2018.). «….Στην πολιορκία και την πτώση του Αρκαδίου έπαιξε καθοριστικό ρόλο η προδοσία του επισκόπου Λάμπης Παΐσιου, ο οποίος αλληλογραφούσε με τον Μουσταφά. Μετά το ολοκαύτωμα ο Παΐσιος αποκηρύχθηκε από τη Γενική Συνέλευση ως προδότης και ζητήθηκε η εκτέλεσή του από όποιον τον συναντούσε. Στην Κρήτη πάντως έμεινε για μερικούς ακόμη μήνες, μέχρι τουλάχιστο το καλοκαίρι του 1867, όπως αποδεικνύεται από την αλληλογραφία που είχαν μαζί του μοναχοί, οι οποίοι του ζητούσαν βοήθεια για να προστατεύονται από τον τουρκικό στρατό. Ο Παΐσιος, που δεν είχε καταγωγή από την Κρήτη, όταν έφυγε από το νησί πήγε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά, κατά τα φαινόμενα, δεν ανέλαβε αρχιερατικά καθήκοντα. Τη φοβερή καταγγελία για την προδοσία του ιεράρχη και ιερατικώς προϊσταμένου της μονής, που ουδέποτε καταγράφηκε στα βιβλία της κρητικής Ιστορίας, διατύπωσε λίγες ημέρες μετά την ανατίναξη η Γενική Συνέλευση των Κρητών αποκηρύσσοντας δημόσια τον επίσκοπο Λάμπης Παΐσιο. Ο επίσκοπος, δηλαδή, που πρόδωσε το Αρκάδι ήταν εκείνος που είχε στην εκκλησιαστική του σκέπη το μοναστήρι! Στο κείμενο της αποκήρυξης αναφέρονται και οι επιστολές που αντάλλαξαν ο Παΐσιος με τον Μουσταφά πασά και οι συνεννοήσεις που έκαναν.

Ο ρόλος του Παϊσίου στην υπόθεση του Αρκαδίου σχεδόν ποτέ δεν αναφέρθηκε. Την εμπλοκή του αποκαλύψαμε τον Δεκέμβριο του 2008 σε αφιέρωμα στην εφημερίδα “Πατρίς”. Από όσα έχουμε διαπιστώσει, υπάρχει μόνο μια προηγούμενη αιχμή για τις περίεργες σχέσεις του με την τουρκική διοίκηση στην «Ιστορία της Κρήτης» του Βασιλείου Ψιλάκη. Οι λόγοι που ο προδοτικός του ρόλος δεν έχει αναδειχτεί δεν μας είναι φυσικά γνωστοί. Είναι όμως σίγουρο ότι ο ιεράρχης, που δεν καταγόταν από την Κρήτη, έπαιξε αυτό το ρόλο, καθώς στο “Κρητικό Αρχείο” της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου εντοπίσαμε και άλλα έγγραφα, επιστολές μοναχών, με τις οποίες καλείται να μεσολαβήσει στην τουρκική διοίκηση προκειμένου αυτοί να έχουν καλή αντιμετώπιση από τους Τούρκους. Μάλιστα τέτοιες επιστολές είναι μεταγενέστερες τους Αρκαδίου, χρονολογούμενες από το καλοκαίρι του 1867, γεγονός που σημαίνει ότι η προδοσία και η αποκήρυξη του Παϊσίου δεν ήταν αρκετά στοιχεία για την απομάκρυνσή του. Και δεν μπορούσαν να είναι, καθώς ο ίδιος ο τότε μητροπολίτης Κρήτης Διονύσιος είχε κατηγορηθεί πολλές φορές ότι είχε επίσης άριστες σχέσεις με το καθεστώς. Φυσικά η, στη συνέχεια, ανάδειξη του Διονυσίου, επίσης μη Κρητικού, στο αξίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη εξηγεί πολλά για τον τρόπο της λειτουργίας της εκκλησίας εκείνη την περίοδο. Πάντως και στην Κρήτη η στάση του Διονυσίου και του Παϊσίου δεν αποτελούσε εξαίρεση, τουλάχιστο για τη δράση της πλειοψηφίας των ιεραρχών, η οποία είχε άριστες σχέσεις με τους Τούρκους, ακόμη και κατά την Επανάσταση».

Στην ιστοσελίδα του ιδρυματικού Καταθετήριου Επιστημονικών Εργασιών του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης γράφουν: «Ανέκδοτο γράμμα του Λάμπης και Σφακίων Παϊσίου (1864). «Η μορφή και ο ρόλος του μικρασιάτη επισκόπου Λάμπης και Σφακίων Παϊσίου Κιρμπά στη δύσκολη εποχή στην οποία κλήθηκε να διαποιμάνει την επισκοπή του δεν έχουν ακόμα μελετηθεί ικανά. Η δράση του στην επισκοπή Λάμπης και Σφακίων δείχνουν έναν δραστήριο ιεράρχη ο οποίος παράλληλα διατηρούσε επαφές και επικοινωνούσε με την τότε Οθωμανική διοίκηση της Κρήτης. Η αρνητική στάση του στην επανάσταση του 1866-1869 και το τραγικό της τέλος, με τη θυσία του Αρκαδίου, σημάδεψαν τη μορφή και την αρχιερατεία του, μη αφήνοντας τα περιθώρια εκείνα ώστε να εκτιμηθεί συνολικά η προσωπικότητα και το έργο του, αλλά και να κριθούν οι θέσεις του».



Υπάρχουν όμως και συνήγοροι, μόνο που δεν πείθουν: Ο Καθηγητής Ν.Β. Τωμαδάκης αναφέρει στο «Έλεγχος των εν Κρήτη Αρχιερατευσάντων επί Τουρκοκρατίας (1645-1898)»: «Κατά την Επανάστασιν του 1866-68 εθεωρήθη ως τουρκόφιλος και προδότης.» Σε υποσημείωση προσπαθεί να ελαφρύνει την κατηγορία: «Μου φαίνεται εν τούτοις ότι τον Παϊσιον υπέβλεπον ως μη Κρήτα, εις πράξιν δε προδοσίας δεν υπέπεσεν ούτος, υπό την πραγματικήν έννοιαν της λέξεως». Επίσης στην εκκλησιαστική και εκπαιδευτική εφημερίδα «Ανατολικός Αστήρ» του Β. Δ. Καλλίφρονα (20-08-1869), γράφτηκαν τα εξής υπερασπιστικά του δεσπότη, που επικαλούνται την συνηγορία του ίδιου του Ελληνορθόδοξου θεού, η οποία ‘όμως δεν προκύπτει από πουθενά: «Ο τοσαύτας καταστροφάς επενεγκών αξιοθρήνητος αγών της Κρήτης, εν τη ζάλη και εξάψει των παθών, δίκην χειμάρρου, και πολλούς αθώους ενόχους κατέστησε, και ηθικώς κατά την ακμήν του τους εθυσίασεν, εξ ων και ο επίσκοπος Λάμπης και Σφακίων κ. Παΐσιος, εις όν απεδόθησαν πράγματα, ών ούτε γνώσιν έσχεν, ούτε η χώρα εν η διεδραματίσθησαν εις την δικαιοδοσίαν του ανήκε. Μάρτυς δ’ αυτόπτης και Κρης αυτόχθων επιστέλλει ημίν ταύτα περί των διαθρυλληθέντων. Επειδή γίνεται λόγος τότε και ήδη και περί του αγίου Λάμπης και Σφακίων, και εκτοξεύονται κατ’ αυτού συκοφαντίαι ανυπόστατοι, επιθυμώ ήδη, ων εκ του σύνεγγυς και αυτόπτης της αληθείας, να είπω, εν καθαρώ συνειδότι επικαλούμενος μάρτυρα των λόγων μου τον Πατέρα της αληθείας τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, καθαράν την αλήθειαν. Ο αγ. Λάμπης εξετέλεσεν εν τω διαστήματι τούτω του Κρητικού αγώνος παν όσιον, παν ιερόν, παν φιλάνθρωπον έργον, περιοριζόμενος πάντοτε εντός του θρησκευτικού αυτού προγράμματος». Τέλος προστίθεται και ένα κλασικό επιχείρημα, αυτό της παραδοσιακής λαϊκής ανοχής απέναντι στους δεσποτάδες (θα τον κρίνει ο θεός, κλπ), που χρησιμοποιείται ως απόδειξη αθωότητας: «Όμως το κυριότερο στοιχείο εναντίον των περί προδοσίας κατηγοριών είναι το γεγονός ότι ο ίδιος ο Κρητικός λαός αθώωσε τον ποιμενάρχη του, επιτρέποντας του να παραμείνει στην επαρχία του μετά την επανάσταση και να πεθάνει εκεί 15 έτη αργότερα, όταν άλλοι επίσκοποι της Κρήτης μετά την επανάσταση εκδιώχθηκαν από τον λαό της επαρχίας τους για ελάχιστες αφορμές κατηγορούμενοι για φιλοτουρκικά αισθήματα».

Η δύναμη του: ε! και;

"Ε! Και;” μη βιαστείτε να χαρακτηρίσετε την έκφραση αυτή, ως μια έκφραση ωχαδελφισμού και αποφυγής.

Η σύντομη αυτή έκφραση έχει απίστευτη δύναμη μέσα της, και σπάει τα δεσμά πολλών γενεών τυποποιημένων συμπεριφορών. Μας έμαθαν να κοιτάζουμε τον διπλανό και τον απέναντι μας τι έχει καταφέρει, αλλά να μην αναγνωρίζουμε τι έχουμε καταφέρει εμείς.

Μας δίδαξαν με επιμέλεια, πως ο στόχος είναι η επιτυχία, κάθε είδους, αλλά δε μας είπαν, πως αντιμετωπίζουμε την αποτυχία. Και ποια είναι αποτυχία τελικά;

Ζούμε μια ζωή που κυνηγάμε την ευτυχία, χωρίς να γνωρίζουμε πως είναι, και πέφτουμε στα πατώματα όταν πιστέψουμε πως έχουμε αποτύχει, δίχως να ξέρουμε αν αυτό που ονομάζουν οι άλλοι αποτυχία, είναι τελικά η δική μας νίκη.

Έ! Και; μια έκφραση που όταν την κάνουμε κτήμα μας και την πούμε από καρδιάς και όχι σαν εγωιστική αντίδραση, θα συνειδητοποιήσουμε ότι, η ζωή μας θα πάρει άλλο χρώμα, άλλο νόημα.

Βασικοί πυλώνες στη ζωή μας, είναι να τα έχουμε καταφέρει στον επαγγελματικό και στο σχεσιακό στίβο. Από εκεί κρινόμαστε κοινωνικά και δυστυχώς και εμείς οι ίδιοι αυτοπροσδιοριζόμαστε.

Κάπου εκεί ξεκινάει και όλο το παιχνίδι της ζωής μας, με τα επεισόδια να διαδραματίζονται σα σαπουνόπερα δίχως τέλος. Το ατέρμονο παιχνίδι της σύγκρισης, που γεννάει την απογοήτευση και το άγχος για την προσπάθεια της απροσδιόριστης επιτυχίας. Ναι καλά διαβάσατε.

Απροσδιόριστη επιτυχία, είναι αυτή που δεν πηγάζει από εμάς αλλά από τις απαιτήσεις των άλλων, προς εμάς. Κυνηγάμε κάτι να πετύχουμε που δεν είναι δικό μας, αλλά το θέλουμε, για να εκπληρώσουμε τις προσδοκίες των άλλων. Η ματαίωση όμως είναι όλη δική μας, όταν δεν εκπληρώνεται η επίτευξη του στόχου.

Πόσο οικείο συναίσθημα ε; Κυνηγάμε να εκπληρώσουμε στόχους, που ξεκάθαρα δικοί μας, δεν είναι. Αλλά όταν δεν τα καταφέρουμε, ματαιωνόμαστε και η απελπισία είναι απόλυτα δική μας.

Θα βρεθεί κανείς να μας το πει αυτό; Οι πιθανότητες είναι ελάχιστες. Μονάχα αν εμείς ψάξουμε να δούμε την αλήθεια.

Και πότε ψάχνουμε να δούμε την αλήθεια; Όταν αυτή γίνει επιτακτική ανάγκη, γιατί το σώμα μας θα αρχίζει να επαναστατεί. Τότε βιώνουμε την απόλυτη ανάγκη να δούμε την αλήθεια μας.

Οι διαμονοποιημένες κρίσεις άγχους, είναι ένα από τα γνωστά καμπανάκια συναγερμού.

Ψάχνουμε να βρούμε τον τρόπο να αντιμετωπίσουμε το άγχος, δίχως να σκεφτούμε, ποια είναι η πηγή του.

Η αποδοχή που μεταμορφώνεται σε ανάγκη, είναι μια συνηθισμένη πηγή άγχους. Να μας αποδεχτούν, να μας παραδεχτούν.

Έ! Και; τι θα συμβεί αν δε μας αποδεχτούν; τι θα συμβεί αν δε μας παραδεχτούν; ποιος είναι ο βαθύτερος φόβος; Ερωτήσεις που στις απαντήσεις τους ξεδιπλώνεται το κουβάρι της ψυχής μας.

Έ! Και; τι τραγικό θα μας συμβεί; μήπως ο φόβος μας είναι αυτός που κάνει την παρουσία του και επισκιάζει όλα τα υπόλοιπα συναισθήματα μας; Θα πουν πως αποτύχαμε! Αλλά μήπως έχουμε πετύχει σε σημεία που δεν είναι ορατά στους πολλούς; Στους αγώνες που δώσαμε και δεν τους έβλεπε κανείς, εκεί να εστιάζουμε.

Έ! Και; και αν δεν πετύχαμε να ικανοποιήσουμε όλους τους άλλους; Μήπως πιο μπροστά μας απογοήτευσαν οι ίδιοι με τις απαιτήσεις τους; αλλά δεν είπαμε τίποτα; Γονείς, οικογενειακός περίγυρος, απαιτήσεις για να φανούμε και να πάρουμε στους ώμους μας την προβολή του επιτυχημένου.

Τι θεωρούμε όμως επιτυχία τελικά;

Τα ζευγάρια εκείνα που δε χώρισαν, αλλά κορόιδευαν ο ένας τον άλλο; Τον καταθλιπτικό υπάλληλο, που δεν παραιτήθηκε γιατί φοβήθηκε μήπως και δεν πετύχει οπουδήποτε αλλού; Η επιτυχία βρίσκεται στο πρόσωπο του μαθητή, που έμαθε πέντε ξένες γλώσσες, και είναι και πρωταθλητής, για να καμαρώνουν οι γονείς του, αλλά ο ίδιος κάθε βράδυ κουλουριάζεται στο κρεβάτι του και κλαίει, γιατί η μοναξιά του είναι ανυπόφορη;

Παν μέτρον άριστον. Ένα μέτρο άμετρο σε μια κοινωνία χωρίς οίκτο. Και κάπου εκεί, επιτακτική ανάγκη είναι να προσφέρουμε στον εαυτό μας το δώρο της ηρεμίας, πριν σημάνουν οι καμπάνες κινδύνου, από το σώμα μας. Την ιστορία της πίεσης της ψυχής μας την εξιστορεί το σώμα μας. Μας έμαθε κανείς να μη φοβόμαστε τις αλλαγές; Όχι. Τις αλλαγές τις φοβόμαστε, γιατί δεν έχουμε μάθει πως μέσα από αυτές, έρχεται η λύτρωση.

Ο αστακός ξέρει κανείς πως μεγαλώνει; μέσα από την αλλαγή και την πίεση που νιώθει. Το κέλυφος του είναι σκληρό και δεν προσαρμόζεται στο σώμα του. όσο μεγαλώνει το σώμα του, πιέζεται μέσα στο κέλυφος, έτσι πηγαίνει στα βράχια, τρίβεται, σπάει το κέλυφος και βγάζει καινούργιο. Αυτό γίνεται πολλές φορές, έως ότου προσαρμοστεί απόλυτα το σώμα του στο κέλυφος.

Η φύση και η σοφία της φύσης είναι απόλυτα διδακτική.

Ο άνθρωπος θεωρεί την πίεση λογική συνθήκη και όχι σαν δρόμο για την εξέλιξή του.

Και κάπως έτσι όλο αυτό οδηγεί στη ματαίωση του πολλές φορές. Τι κακό μπορεί να συμβεί αν η γνώμη του κόσμου, σταματήσει να είναι φάρος για τις επιλογές μας;

Ας μάθουμε να βλέπουμε ανάλαφρα τη ζωή, γιατί όταν το καταλάβουμε βιωματικά, θα έχουμε διανύσει παραπάνω από τη μισή. Έ! Και; μια έκφραση που ανοίγει την πόρτα για μια άλλη οπτική γωνία, που σμιλεύει τις αιχμηρές γωνίες που δημιουργούνται από το άγχος, τη σύγκριση, τη ματαίωση.

Οι σιωπές μας, μας καταστρέφουν

Γιατί οι άνθρωποι χωρίζουν σήμερα; Πολλοί οι λόγοι. Ρουτίνα, σταδιακή μείωση ενδιαφέροντος, ασυμφωνία χαρακτήρων, οικονομικές δυσκολίες, τρίτα πρόσωπα κτλ. Μπορεί να μιλά κανείς ατελείωτες ώρες για λόγους χωρισμού και η αλήθεια είναι ότι όποιος θέλει να χωρίσει βρίσκει πάντα ένα λόγο για να το κάνει. Το ίδιο ισχύει και όταν δεν θέλεις να χωρίσεις αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Ένας πολύ σημαντικός λόγος, ίσως ο σπουδαιότερος, της απομάκρυνσης των ανθρώπων και τελικά του χωρισμού είναι η έλλειψη επικοινωνίας! Πολλά τα παραδείγματα. Από ένα συνηθισμένο διάλογο του στυλ: «Τι έχεις; Τίποτα», μέχρι ένα πικρό χαμόγελο ή μια καταφατική απάντηση σε κάτι που φαίνεται παράλογο απλά και μόνο για να αποφευχθεί η ένταση. Τέλος έχουμε και τους «δεν κάνω ποτέ παράπονα» οι οποίοι δεν θα σου πουν τι τους πείραξε, για να μην ρίξουν τον εγωισμό τους, αλλά θα περιμένουν όμως την κατάλληλη στιγμή να στο δείξουν. Είναι το γνωστό «οφθαλμόν αντί οφθαλμού», χωρίς και εσύ ο ίδιος πολλές φορές να ξέρεις από πού σου ήρθε.

Όλα αυτά τι δείχνουν με απλά λόγια; Ότι έχει χαθεί η επικοινωνία. Αντί να εκφράζονται οι άνθρωποι ανοιχτά και να προσπαθούν να επιλύσουν τις διαφορές τους, να τις αφήνουν άλυτες, δημιουργώντας ρήγματα στις σχέσεις τους που σταδιακά θα φέρουν το τέλος. Βλέπεις λοιπόν ζευγάρια που είναι χρόνια μαζί και ξαφνικά γίνεται το «μπαμ» και διαλύονται όλα. Ξαφνικά για τους απέξω, γιατί το ζευγάρι ξέρει πολύ καλά ότι αυτό το «μπαμ» προήλθε από διαφορές που δεν επιλύθηκαν με συνέπεια να διογκωθούν και να φέρουν το τέλος της σχέσης.

Το κλειδί της επικοινωνίας λοιπόν, είναι να το να ακούς το άλλο σου μισό σε ό,τι αφορά στις ανάγκες και στις επιθυμίες του, χωρίς προκατάληψη (ότι προσπαθεί δηλαδή ο ένας να επιβληθεί στον άλλο) ή «παρεμβολές» από τρίτα πρόσωπα. Παράλληλα να εκφράζεις και εσύ τις δικές σου ανάγκες –επιθυμίες ώστε να βρείτε τη χρυσή τομή για να είναι η σχέση σας λειτουργική. Λίγο πίσω ο ένας, την μια φορά, λίγο ο άλλος, την άλλη, και η λύση βρίσκεται, αν υπάρχει αγάπη.

Να θυμάστε ότι στις σχέσεις ισχύει ότι και στην υγεία. Η πρόληψη σώζει. Στην υγεία λέγεται εξετάσεις, στις σχέσεις λέγεται καλή επικοινωνία και συνεξέλιξη. Αυτή εντοπίζει τα προβλήματα και χρησιμοποιώντας το διάλογο τα επιλύει ώστε η σχέση να παραμένει «υγιής» και λειτουργική για πολλά χρόνια!

Η χρήση της μουσικής για θεραπευτικούς λόγους στην αρχαία Ελλάδα

Τρείς μεγάλες μουσικές παραδόσεις του αρχαίου κόσμου μοιράζονταν την κοινή φιλοσοφική πεποίθηση ότι η μουσική συνιστά μια μικρογραφία του σύμπαντος και έχει τη δύναμη να επηρεάζει το σώμα, το μυαλό και το πνεύμα των ανθρώπων.

Από τις τρείς αυτές παραδόσεις, η μουσική της Κίνας διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτη τα τελευταία 2.000 χρόνια, η μουσική της Ινδίας αποτελεί ακόμα την αρχαιότερη σχολή μουσικού αυτοσχεδιασμού αλλά ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε για το πώς ηχούσε η μουσική της αρχαίας Ελλάδας. Παρ’ όλα αυτά, οι μορφές του Απόλλωνα, του θεού της Ιατρικής και της Μουσικής, και του ακολούθου του, Ορφέα, που μπορούσε να συγκινήσει γη και ουρανούς με το τραγούδι του, καθώς και η φιλοσοφική παράδοση του Πυθαγόρα και του Πλάτωνα, μαρτυρούν το ρόλο που έπαιξε η αρχαία Ελλάδα στο κομμάτι της μουσικοθεραπείας. Ήταν αυτή που έβαλε τα θεμέλια της μουσικής θεραπείας, η οποία δυόμιση χιλιάδες χρόνια αργότερα, στο πλαίσιο του Δυτικού πολιτισμού, εξελίχθηκε σε επαγγελματικό κλάδο.

Από τον Όμηρο ως τον Πυθαγόρα και τους μαθητές του , οι ελληνικοί μύθοι που αφορούν στη θεραπευτική δύναμη της μουσικής είναι πολυάριθμοι και εύγλωττοι. Λέγεται πως οι μουσικοί Τέρπανδρος και Αρίων θεράπευαν τους Ίωνες και τους κατοίκους της Λέσβου με τα τραγούδια τους. Ο περίφημος πολυμαθής Κλήμης ο Αλεξανδρέας (+216 μΧ) αναφέρει πως δύο πλανόδιοι μουσικοί, ο Εμφιανός από τις Θήβες και ο Αρίων από τη Λέσβο μπόρεσαν με την τέχνη τους να κάνουν τα ψάρια να βγουν στη στεριά και να χτίσουν τα τείχη των Θηβών.

Πολλές καταγραφές επίσης παρουσιάζονται για τον θεό Απόλλωνα. Ο Απόλλωνας θεωρείτο ιδρυτής της Ιατρικής και εκφραστής της ουσίας της ελληνικής ιδέας που θεωρούσε σκοπό της ζωής την επίτευξη της απόλυτης αρμονίας ψυχής και σώματος. Οι ναοί που ήταν αφιερωμένοι στον γιό του, τον Ασκληπιό, αποτελούσαν θεραπευτικά κέντρα στα οποία οι τέχνες αντιπροσώπευαν μια σημαντική όψη των θεραπευτικών μεθόδων που χρησιμοποιούσαν στις τελετές τους. Η μουσική χρησιμοποιούνταν για να «οδηγήσει τον ασθενή σε μια εκστατική εμπειρία, με σκοπό την αφύπνιση της θεραπευτικής δύναμης της ψυχής ώστε να αποκατασταθεί η αρμονία ανάμεσα σε αυτή και το σώμα».

Αν ο Απόλλωνας απολάμβανε σεβασμού, τον λάτρευαν και τον επικαλούνταν σε ώρα ανάγκης, αυτός που είχε κερδίσει την αγάπη των Ελλήνων ήταν ο θρυλικός του ακόλουθος, ο Ορφέας. Ο Ορφέας, με το θεϊκό τραγούδι του, μάγευε τα άγρια θηρία της υπαίθρου, τα δέντρα και, όπως αναφέρουν ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης, ακόμη και τις πέτρες. Η φωνή του σταματούσε τα νερά των ποταμών και, όταν αντηχούσε στα δασωμένα φαράγγια του Ολύμπου, τα δέντρα μετακινούνταν προς τον κιθαρωδό….

Ιδιαίτερα φανερό λοιπόν στην ελληνική μυθολογία και στην αρχαία ελληνική γραμματεία η επίδραση της μουσικής στον ψυχισμό των ανθρώπων. Σε πολλά δε κείμενα αναφέρονται επιτεύγματα της μουσικής και προβάλλονται θεραπείες που έγιναν με τη βοήθειά της.

Η συστηματική ανάπτυξη της μουσικοθεραπείας ξεκινά τον 18ο αιώνα, όταν αρχίζει να μελετάται επιστημονικά στην Ευρώπη και στην Αμερική ο ρόλος της μουσικής στη θεραπεία.

Στην Ελλάδα, η επιστήμη της μουσικοθεραπείας βρίσκεται ακόμα στα σπάργανα. Οι συνεχείς όμως προσπάθειες και έρευνες αρκετών αξιόλογων γιατρών και μουσικοπαιδαγωγών προμηνύουν μια αξιόλογη εξέλιξη της χρήσης της μουσικής για θεραπευτικούς σκοπούς.

Ο Αριστοτέλης, η ψυχή ως αρμονία και η τελική απόρριψη της κίνησης της ψυχής

Συνεχίζοντας τη διερεύνηση των ως τότε απόψεων που διατυπώθηκαν για την ψυχή ο Αριστοτέλης θεωρεί αναγκαίο να σταθεί στο ζήτημα της αρμονίας: «Και κάποια άλλη άποψη, όμως, μας έχει παραδοθεί σχετικά με την ψυχή. Κάποιοι, λοιπόν, λένε πως η ψυχή είναι είδος αρμονίας· επειδή η αρμονία είναι κράμα και σύνθεση αντιθέτων, και το σώμα αποτελείται από αντίθετα» (407b 30-35).

Η εκδοχή της ψυχής ως ένα είδος αρμονίας ανάμεσα στις αντιθέσεις του σώματος δε φαίνεται να πείθει τον Αριστοτέλη: «Κι όμως, η αρμονία είναι μια ορισμένη αναλογία ή σύνθεση των πραγμάτων που αναμίχθηκαν, και η ψυχή δεν μπορεί να είναι τίποτε από τα δύο» (407b 35-37). Για να αιτιολογήσει αμέσως: «ταιριάζει περισσότερο να μιλούμε για αρμονία σε σχέση με την υγεία, και γενικά τις σωματικές αρετές, παρά σε σχέση με την ψυχή. Κι αυτό γίνεται ολοφάνερο, αν κάποιος προσπαθήσει να αποδώσει τα πάθη και τα έργα της ψυχής σε ένα είδος αρμονίας· γιατί είναι δύσκολο να τα συναρμόσει» (408a 1-4).

Τα πάθη της ψυχής, οι εξάρσεις και οι τρικυμίες που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά είναι αδύνατο να αποδοθούν ως αρμονία. Η ίδια η διαφορετικότητα των χαρακτήρων καταδεικνύει ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για ένα κοινό θεμέλιο, την αρμονία, αφού μια τέτοια ερμηνεία θα απαιτούσε το πανομοιότυπο της συμπεριφοράς. Το απροσδόκητο της ανθρώπινης δράσης ακυρώνει εξ’ ορισμού μια τέτοια εκδοχή. Η εκρηκτικότητα, το παράλογο, οι συναισθηματικές εντάσεις, οι ίδιες οι αντιφάσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς όχι μόνο αντίκεινται σε αυτό που αποδίδεται ως αρμονία, αλλά πολλές φορές φέρνουν στο προσκήνιο το απρόβλεπτο ή και το ακατανόητο των αντιδράσεων που είναι αδύνατο να τεθούν σε ένα γενικό καλούπι ως είδος αρμονίας.

Η ψυχή δεν αποτελεί μια από θέση αρχής ισορροπία. Η ισορροπία της ψυχής πρέπει να κατακτηθεί από τον ίδιο τον άνθρωπο ως ατομική προσπάθεια για την επίτευξη της ευτυχίας. Κι αυτή ακριβώς είναι η κατάκτηση της ηθικής αρετής, η οποία επιβάλλει τη μεσότητα που ορίζεται από τη λογική σε όλες τις πράξεις. Αν η αρμονία της ψυχής ήταν από θέση αρχής δεδομένη, τότε η κατάκτηση της αρετής ως ψυχική ισορροπία θα ματαιωνόταν εννοιολογικά σαν κάτι αυτονόητο.

Όμως, η εκδοχή της αρμονίας θα απορριφτεί και για έναν ακόμη λόγο: «Επιπλέον, όμως, όταν μιλούμε για “αρμονία”, έχουμε υπόψη μας δύο πράγματα· κατά κύριο λόγο τα μεγέθη, και, στην περίπτωση που εκείνα ενέχουν την κίνηση και τη θέση, με αρμονία εννοούμε τη σύνθεσή τους, όταν συναρμόζονται με τέτοιον τρόπο, ώστε να μη δέχονται ανάμεσά τους άλλο στοιχείο, που να ανήκει στο ίδιο γένος· από όπου, με αρμονία εννοούμε και την αναλογία των πραγμάτων που αναμιγνύονται» (408a 5-9).

Αποδεχόμενοι ότι η αρμονία αποτελεί σύνθεση συγκεκριμένων μεγεθών που αναμιγνύονται αποβάλλοντας οτιδήποτε ξένο προς αυτά, προκύπτει ότι και στο ζήτημα της ψυχής πρέπει να καταδειχθούν τα μεγέθη που αναμίχθηκαν. Όμως, η έννοια του μεγέθους έχει πάντα υλική υπόσταση. Από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να καταδειχθούν τα μέρη του σώματος, ως υλικά μεγέθη, που ενώνονται για να φτιάξουν την ψυχή και κατ’ επέκταση να καθοριστούν και οι αναλογίες.

Για τον Αριστοτέλη, όμως, μια τέτοια διαδικασία στερείται νοήματος: «η άποψη πως η ψυχή είναι η σύνθεση των μερών του σώματος ανασκευάζεται πολύ εύκολα· γιατί οι συνθέσεις των μερών είναι πολλές και γίνονται με πολλούς τρόπους, Από ποιο μέρος του σώματος, λοιπόν, ή με ποιον τρόπο, πρέπει να θεωρήσουμε ότι συντίθεται ο νους, είτε και η ψυχή που αισθάνεται ή εκείνη που επιθυμεί;» (408a 10-13).

Κι όχι μόνο αυτό: «Το ίδιο άτοπο, όμως, είναι να πούμε ότι η ψυχή είναι η αναλογία του μίγματος. Γιατί, το μίγμα των στοιχείων που σχηματίζει τη σάρκα, δεν έχει την ίδια αναλογία με εκείνο που σχηματίζει το οστό. Θα συμβεί, λοιπόν, να υπάρχουν πολλές ψυχές, και σε ολόκληρο το σώμα, αν, πράγματι, όλα του τα μέρη προέρχονται από την ανάμιξη των στοιχείων, και η αναλογία του μίγματος είναι αρμονία και ψυχή» (408a 13-19).

Η διαφορετικότητα της ύλης που συνθέτει το σώμα καθιστά την αναλογία της σύνθεσης των στοιχείων που επιφέρει την αρμονία της ψυχής λογικά αδύνατη. Εκτός κι αν κάθε υλικό έχει τη δική του ψυχή ως δικό του μίγμα ιδανικής αναλογίας. Έτσι όμως θα υπήρχαν πολλές ψυχές, αφού η σάρκα και τα οστά θα απαιτούσαν το δικό τους μίγμα. Φυσικά, μια τέτοια εκδοχή απορρίπτεται από θέση αρχής. Η ψυχή είναι μία και η υπόθεση των πολλών ψυχών τίθεται μόνο για την κατάδειξη του ατόπου μιας τέτοιας εκδοχής.

Οι περί αρμονίας αντιλήψεις είναι αδύνατο να τεκμηριωθούν λογικά κι ως εκ τούτου δεν μπορούν να συζητηθούν με αξιώσεις. Εξάλλου, όσοι τις υποστηρίζουν υποκύπτουν και στην αντίφαση που αφορά το θέμα της κίνησης, αφού ταυτόχρονα με την ψυχή ως είδος αρμονίας υποστηρίζουν και την κίνησή της. Για τον Αριστοτέλη κάτι τέτοιο κρίνεται αδύνατο: «δεν είναι χαρακτηριστικό της αρμονίας να δίνει κίνηση· ενώ όλοι, σχεδόν, αυτή κυρίως την ικανότητα αποδίδουν στην ψυχή» (407b 37-38).

Όμως, αφού γίνει σαφές ότι η ψυχή δεν μπορεί να εκληφθεί ως αρμονία του σωματικού μίγματος, προκύπτουν ερωτήματα που ο Αριστοτέλης διατυπώνει ευθέως: «Κι αν η ψυχή είναι άλλο πράγμα από το μίγμα, γιατί καταστρέφεται ταυτόχρονα με την ουσία της σάρκας, και με αυτή των υπόλοιπων μερών του ζώου; Και, εκτός από αυτά, αν, πράγματι, καθένα από τα μέρη του σώματος δεν έχει δική του ψυχή, και η ψυχή δεν είναι η αναλογία του μίγματος, τι είναι αυτό που χάνεται όταν η ψυχή αφήσει το σώμα;» (408a 25-30).

Τα ερωτήματα αυτά υποκρύπτουν την τελική απάντηση που θα δοθεί από τον Αριστοτέλη παρουσιάζοντας την ψυχή ως μορφή του σώματος. Με άλλα λόγια, η ψυχή δεν μπορεί να εκληφθεί ως ιδανική αναλογία σωματικού μίγματος (αρμονία), αλλά δεν μπορεί και να τεθεί ως κάτι απολύτως ξεκομμένο από το σώμα. Η ψυχή οπωσδήποτε σχετίζεται με το σώμα κι αυτό που μένει είναι ο τρόπος που θα καταδειχθεί αυτό.

Για την ώρα, αυτό που προέχει είναι το τελικό συμπέρασμα της μέχρι τώρα διερεύνησης: «Ότι, λοιπόν, η ψυχή δεν μπορεί να είναι αρμονία, ούτε να κινείται κυκλικά, είναι φανερό από όσα έχουμε πει. Κατά περίσταση όμως μπορεί να κινείται, αλλά και να κινεί τον εαυτό της· μπορεί, δηλαδή, να κινείται το υποκείμενο μέσα στο οποίο βρίσκεται, και μπορεί να κινείται από την ψυχή· με άλλον τρόπο, όμως, η ψυχή δεν μπορεί να κινείται στο χώρο» (408a 31-35).

Το ζήτημα της κίνησης τίθεται με την έννοια ότι η ψυχή είναι σε θέση να προκαλέσει την κίνηση του σώματος, αλλά όχι να κινηθεί η ίδια. Με άλλα λόγια, η ψυχή επιφέρει κίνηση χωρίς να κινείται. Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «κάποιος θα μπορούσε πιο εύλογα να αμφισβητήσει ότι η ψυχή κινείται, αφού πάρει υπόψη του τα παρακάτω. Γιατί λέμε πως η ψυχή λυπάται, χαίρεται, έχει θάρρος, φοβάται, και από πάνω, οργίζεται και αισθάνεται και σκέφτεται· και, όλα αυτά, φαίνεται πως είναι κινήσεις. Επομένως, κάποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι η ψυχή κινείται· αυτό, όμως, δεν είναι απαραίτητο» (408a 36 και 408b 1-5).

Η ερμηνεία των συναισθημάτων ως μορφή κίνησης απορρέει από την πάγια αριστοτελική εκδοχή που εκλαμβάνει οποιαδήποτε αλλαγή ως κίνηση. Η χαρά αποτελεί κίνηση που μεταστρέφει την ψυχική ουδετερότητα σε συναίσθημα ευφορίας. Το ίδιο και η λύπη, η οργή και όλα τα συναισθήματα. Η αντίληψη αυτή είναι εύκολο να παραπλανήσει, καθώς αποδεχόμενος κανείς ότι το συναίσθημα αποτελεί κίνηση μπορεί να το εκλάβει ως κίνηση της ψυχής που το προκαλεί. Με δυο λόγια, η πρώτη εντύπωση που δημιουργείται στο θέμα είναι ότι η ψυχή κινείται προξενώντας και τις αλλαγές των συναισθημάτων που εξαρτώνται ακριβώς από αυτή την κίνησή της.

Κι εδώ ακριβώς έγκειται η διαφωνία του Αριστοτέλη: «Γιατί μπορούμε να υποθέτουμε, όσο θέλουμε, ότι η λύπη, η χαρά ή η σκέψη είναι κινήσεις, ότι καθετί από αυτά εμπεριέχει κίνηση, και αυτή η κίνηση προκαλείται από την ψυχή· και ότι, για παράδειγμα, η οργή ή ο φόβος είναι μια συγκεκριμένη κίνηση της καρδιάς, ενώ η σκέψη κίνηση του ίδιου ίσως, ή άλλου οργάνου» (408b 5-10).

Υποθέτοντας ότι όλα τα συναισθήματα προέρχονται από συγκεκριμένες σωματικές κινήσεις, όπως τίθεται το παράδειγμα της οργής και του φόβου που οφείλονται σε μια συγκεκριμένη κίνηση της καρδιάς είναι εύλογο να ταυτίσει κανείς την κίνηση της ψυχής με τα προξενούμενα συναισθήματα. Η φράση όμως «αυτή η κίνηση προκαλείται από την ψυχή» είναι καθοριστική, αφού η πρόκληση της κίνησης δεν ταυτίζεται με την ίδια την κίνηση. Το γάλα μπορεί να κινεί τη γάτα για να το πιει, αλλά το ίδιο μένει ακίνητο. Με τον ίδιο τρόπο η ψυχή μπορεί να κινεί τα συναισθήματα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι κινείται και η ίδια.

Το βέβαιο είναι ότι η ψυχή δεν βιώνει τα συναισθήματα: «Να λέμε ότι η ψυχή οργίζεται είναι σαν κάποιος να έλεγε ότι η ψυχή υφαίνει ή κτίζει σπίτι. Γιατί, όπως φαίνεται, είναι καλύτερα να μη λέμε ότι η ψυχή οικτίρει ή μαθαίνει ή σκέφτεται, αλλά ο άνθρωπος με την ψυχή. Και τούτο, όχι σαν η κίνηση να βρίσκεται μέσα στην ψυχή, αλλά πότε να καταλήγει σε εκείνη και πότε να ξεκινά από εκείνη· όπως, για παράδειγμα, η αίσθηση ξεκινά από συγκεκριμένα αντικείμενα, ενώ η ανάμνηση από την ψυχή, για να προχωρήσει στις κινήσεις ή τα σταθερά σημεία μέσα στα αισθητήρια όργανα» (408b 12-19).

Με τον ίδιο τρόπο που η αισθήσεις ξεκινούν από συγκεκριμένα αντικείμενα που διεγείρουν συγκεκριμένα όργανα ξεκινώντας την κίνηση, έτσι και τα συναισθήματα ή η ανάμνηση ξεκινούν από την ψυχή και προκαλείται κίνηση, χωρίς όμως να σημαίνει ότι η κίνηση αυτή αφορά την ίδια την ψυχή. Εξάλλου, η ψυχή ως όργανο ούτε οργίζεται ούτε χαίρεται με τον ίδιο τρόπο που δεν υφαίνει και δεν κτίζει σπίτια. Τα συναισθήματα αυτά αφορούν τον άνθρωπο που τα βιώνει μέσω της ψυχής του με τον ίδιο τρόπο που μυρίζει μέσω της μύτης του χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μύτη έχει τη δυνατότητα να μυρίζει αφ’ εαυτού της.

Αν η μύτη μπορούσε να οσφραίνεται αφ’ εαυτού θα συνέχιζε να το κάνει ακόμη κι αν κάποιος την απέκοπτε από το σώμα, πράγμα που είναι αδύνατο να συμβεί με τον ίδιο τρόπο που το χέρι που αποκόβεται από το σώμα είναι αδύνατο να πιάνει αντικείμενα. Έτσι και η ψυχή μπορεί να συλλαμβάνει τα συναισθήματα χωρίς όμως να τα βιώνει αφ’ εαυτού. Κι όταν, βέβαια, πεθάνει το σώμα χάνεται αυτή η δυνατότητα, όπως όλων των ανθρώπινων οργάνων (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ψυχή εκλαμβάνεται σαν όργανο). Η φθορά των οργάνων που οφείλεται στα γηρατειά δε σηματοδοτεί τη φθορά της δυνατότητας της συγκεκριμένης λειτουργίας τους: «αν ο γέρος μπορούσε να αποκτήσει ένα καλό μάτι, θα έβλεπε όπως και ο νέος» (408b 22-23).

Όπως τα γηρατειά μειώνουν την όραση όχι επειδή εκείνη χάθηκε αλλά επειδή δυσλειτουργεί το όργανο στο οποίο βρίσκεται μέσα (μάτι), έτσι και τα γηρατειά δεν αφορούν τη φθορά της ψυχής, αλλά εκείνο στο οποίο εκείνη βρίσκεται μέσα (το σώμα). Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «τα γηρατειά έρχονται όχι επειδή έπαθε κάτι η ψυχή, αλλά εκείνο μέσα στο οποίο βρίσκεται, όπως γίνεται στη μέθη και στις αρρώστιες» (408b24-25).

Το σώμα φθείρεται και από τα γηρατειά και από τη μέθη και από τις αρρώστιες. Η ψυχή δε σχετίζεται άμεσα με όλα αυτά, αλλά έμμεσα, καθώς δεν έχει άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει τις επιταγές του σώματος που την περικλείει. Το ίδιο συμβαίνει και με το νου: «Και η νόηση, λοιπόν, και η ερευνητικότητα μαραίνονται, επειδή κάποιο άλλο όργανο φθείρεται μέσα στο σώμα, ενώ ο ίδιος ο νους δεν παθαίνει τίποτε. Και η σκέψη, όμως, και η αγάπη και το μίσος δεν είναι πάθη του νου, αλλά του υποκειμένου που τον κατέχει, στο βαθμό που τον κατέχει. Γι’ αυτό, όταν χαθεί εκείνο, ο νους ούτε θυμάται ούτε αγαπά· γιατί, λέγαμε, αυτά δεν ανήκουν σε εκείνον, αλλά στο σύνολο, που το έχασε» (408b 25-31).

Η σχέση της όρασης με το μάτι είναι η ίδια που έχει η ψυχή-νους με το σώμα. Όπως η όραση φθείρεται από σωματικά αίτια, χωρίς αυτό να αφορά την ίδια, έτσι και η νόηση δυσλειτουργεί για σωματικά αίτια κι όχι λόγω του νου. Κι εδώ, βέβαια, ο Αριστοτέλης όταν λέει νους δεν εννοεί τον εγκέφαλο που ως σωματικό όργανο μπορεί να υποστεί φθορά, αλλά τη λειτουργία της νόησης ή των συναισθημάτων που προέρχονται από το σώμα και ατροφούν όχι εξ’ αιτίας τους, αλλά γιατί η φθορά του σώματος αδυνατεί να τα υποστηρίξει.

Από αυτή την άποψη, τόσο ο νους όσο και η ψυχή (που εν τέλει σημαίνουν το ίδιο πράγμα) παραμένουν άφθαρτα και απαθή ως στοιχεία που προσομοιάζουν στο θεό. Όμως, το άφθαρτο και το απαθές δεν εντάσσονται σε αυτά που κινούνται, όπως και ο θεός κινεί τα πάντα, χωρίς, όμως, να κινείται ο ίδιος. Η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί παρά να αποκλείσει το ενδεχόμενο της κίνησης της ψυχής: «Κατά τα φαινόμενα, λοιπόν, ο νους είναι κάτι περισσότερο θεϊκό και απαθές. Ότι, επομένως, η ψυχή δεν είναι δυνατό να κινείται, γίνεται φανερό από αυτά που είπαμε· κι αν δεν κινείται καθόλου, είναι πρόδηλο ότι ούτε από τον εαυτό της μπορεί να κινείται» (408b 31-35).

Αριστοτέλης. Περί Ψυχής

Από τον Θεό Διόνυσο στον Θεό Απόλλωνα

“…είπον υός Γαίας και Ορανό αστερόεντος- δίψαι δ’ εμί αύος και απόλλυμαΓ αλά δότ’ όκα ψυχρόν ύδορ προρέον τες Μνεμοσύνες από λίμνας. και δε τοι ελεόσιν οι υπό Χθονίοι Βασιλέι, και δε τοι δότοισι πιέν τας Μναμοσύνας από λίμνας. και δε και συχνόν ίιοδόν έρχεαι, αν τε και άλλοι μύσται και βάχχοι ίιιεράν στείχοσι κλεινοί.
(Πες: «είμαι παιδί της Γης και του έναστρου Ουρανού’ στέγνωσα απ’ την δίψα και πεθαίνω’ γι’ αυτό δώστε μου
Γρήγορα
κρύο νερό, απ’ αυτό που ρέει από την λίμνη της Μνημοσύνης».
Και οι Βασιλιάδες του Κάτω Κόσμου θα σε σπλαχνιστούν, και θα σου δώσουν να πιείς απ’ της Μνημοσύνης την λίμνη. Και τότε σύντονο δρόμο παίρνεις ιερό, που και άλλοι μύστες και βακχευτές ξακουστοί πορεύονται.
”)
Ορφική ραψωδία σε χρυσό έλασμα του 400 π.κ.ε. από το Ιππώνιο.

Είμαστε παιδιά της Γης και του έναστρου ουρανού. Στα στήθια μας, μια σπίθα παρμένη από την ουσία των άστρων. Βρισκόμαστε σε τούτο τον πλανήτη εδώ και τόσο καιρό, που ξεχύσαμε τον λόγο και την αποστολή μας. Μαζί χάσαμε και την ικανότητα να θέτουμε ερωτήσεις: «Ποιος είμαι;» «Γιατί ήρθα εδώ;» «Πού πηγαίνω μετά το θάνατο;» Αν και η ικανότητά μας να θέτουμε ερωτήσεις ήταν πάντοτε μεγαλύτερη από την ικανότητα να τις απαντούμε, όταν παύουμε να αναρωτιόμαστε, βυθιζόμαστε στο λήθαργο. Έτσι, αποκοβόμαστε από τον πυρήνα της ύπαρξής μας και δεν μπορούμε να ξαναθυμηθούμε. Δίχως την μνήμη της καταγωγής μας, δίχως όραμα για το πού πρέπει να πορευτούμε, περιπλανιόμαστε στα τυφλά σ’ έναν δρόμο που δεν έχει τέλος.

Όμως κάπου, έστω και σκουριασμένο, βρίσκεται το κλειδί που ανοίγει τις σφιχτές κλειδωνιές της μνήμης. Το κλειδί αυτό, αν και προσφέρεται δίχως αντάλλαγμα, με τον καιρό έγινε αζήτητο δώρο. Σαν ήρωες προμηθεϊκοί, προτιμάμε τα πάθη που συνοδεύουν την σταύρωση στον βράχο-μηχανισμό της ύλης, παρά την ελευθερία. Όπως ο δολοφόνος επιστρέφει πάντοτε στον τόπο του εγκλήματος, έτσι κι εμείς προτιμάμε την περιπλάνηση από ενσάρκωση σε ενσάρκωση. Τι φταίει; Μήπως το γεγονός ότι όλα όσα ζούμε εξουσιάζονται από την ακατάλυτη δύναμη των Μοιρών;

Μήπως ότι αναπτύσσουμε ελάχιστα τον κριτικό νου, αναβάλλοντας για αύριο αυτό που έπρεπε να είχαμε πραγματώσει χθες; Ή μήπως ο αγώνας της προσαρμογής μας σε αυτόν τον κόσμο και η επιθυμία να απολαύσουμε τα δώρα που μας προσφέρονται δημιουργούν τα κοινωνικά δεσμά με τα οποία φυλακίζουμε ισόβια την ύπαρξή μας; Ό,τι κι αν φταίει, βυθισμένοι καθώς είμαστε στη δίνη που δημιουργούν όνειρα, σκέψεις και φιλοδοξίες, ποτέ δεν αναρωτιόμαστε αν η εξέλιξη συνεχίζεται και πέραν του ανθρώπου.

Έτσι, από γιοι και κόρες του έναστρου ουρανού γινόμαστε βασανισμένα παιδιά της γης και ύστερα παιδιά που μόνη τους έγνοια και ύστατο καταφύγιο μια θέση στις ανήλιαγες πτυχές της. Και όταν αυτή μας δέχεται στην κρύα αγκαλιά της, μπορεί να θυμόμαστε τον απόηχο του τελευταίου χειροκροτήματος που μας έρανε από χέρια φιλικά, αλλά σίγουρα δεν θυμόμαστε το βροντερό γέλιο που ξεσπάει ολόγυρα από τον σαρκασμό ότι αφήσαμε ανεκμετάλλευτο το πιο πολύτιμο δώρο -το κλειδί που ανοίγει διάπλατα την πύλη για την ελευθερία- θύματα του θύτη εαυτού μας.

Μεθυσμένοι από χαρά και ζωή, μεθυσμένοι από χρόνο.

“Τα πάντα ρεί, μηδέποτε κατά τ’ αυτό μένειν”.

Το νόημα του κόσμου είναι η διαρκής κίνηση ή η απόλυτη ακινησία; Η αλήθεια είναι ότι τα θεωρητικά διλήμματα ασκούσαν πάντοτε ακατανίκητη έλξη στους φιλοσόφους. Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης συνυπήρξαν χρονικά. Από όσο γνωρίζουμε δεν ήρθαν ποτέ σε επαφή μεταξύ τους ούτε ενεπλάκησαν σε κάποιο διάλογο ή πολεμική. Οι μεταγενέστεροι ωστόσο προτίμησαν να τους δουν ως συνειδητούς αντιπάλους. Αν υπήρξε κάτι κοινό στις αναζητήσεις τους, αυτό παραμερίστηκε, και έμεινε η θεμελιώδης αντίθεση: προέχει η κίνηση στον κόσμο ή η ακινησία;

Θα πρέπει κανείς να ακολουθήσει τον Ηράκλειτο και να αποδεχθεί την συνεχή μεταλλαγή των φαινομένων; Ή θα πρέπει μαζί με τον Παρμενίδη να αναζητήσει εκείνη την πλευρά της πραγματικότητας που παραμένει αμετάβλητη; Για τον Παρμενίδη δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τάχθηκε υπέρ της ακινησίας των πραγμάτων, αφού προέβη στην προκλητική δήλωση ότι αυτό που υπάρχει, «το ον», «είναι αγέννητο και άφθαρτο, όλο και μοναδικό, ακλόνητο και πλήρες». Σχετικά με τον Ηράκλειτο όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

Δεν γνωρίζουμε αν ο Ηράκλειτος χρησιμοποίησε ποτέ την πασίγνωστη έκφραση τὰ πάντα ῥεῖ. Την πληροφορία αυτή μας την δίνει ο Πλάτων: «Λέει κάπου ο Ηράκλειτος ότι πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει, και παρομοιάζοντας τα υπάρχοντα πράγματα με τη ροή ενός ποταμού λέει ότι δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι δυο φορές» (Κρατύλος 402a). Για τον Πλάτωνα πρέπει ωστόσο να πούμε ότι δεν είχε και σε μεγάλη εκτίμηση τον Ηράκλειτο. Τον αντιμετώπιζε ως τον φιλόσοφο της διαρκούς ροής και γι᾽ αυτό ακριβώς του καταλόγιζε φιλοσοφική αφέλεια. Ο Πλάτων, από την πλευρά του, δεν είχε άδικο.

Αν η φιλοσοφία του Ηράκλειτου περιοριζόταν στην πιστοποίηση της διαρκούς μεταβολής των φαινομένων, τότε θα ήταν όντως αφελής, αφού θα υποστήριζε το αυτονόητο. Θα ήταν μάλιστα και οπισθοδρομική, αφού η φιλοσοφία είχε ξεκινήσει 100 χρόνια νωρίτερα με την προσπάθεια να βρεθεί κάτι σταθερό πίσω από τη φυσική μεταβολή. Είναι λοιπόν μάλλον απίθανο η μεγάλη φήμη του Ηράκλειτου να στηρίζεται σε αυτονόητες και αφελείς διαπιστώσεις.

Καταρχήν ο Ηράκλειτος δεν ανήκει στους φυσιοκράτες φιλοσόφους. Η προσέγγισή του προϋποθέτει την προηγούμενη Ιωνική παράδοση, έχει όμως και κάτι το εντελώς καινοτομικό. Πολλά αποσπάσματά του αναλύουν πλευρές της φυσικής πραγματικότητας, το ενδιαφέρον του όμως δεν είναι επικεντρωμένο στην περιγραφή της φύσης αλλά στο νόημά της. Εκείνο που κυρίως τον απασχολεί είναι η ανθρώπινη οπτική: πώς ο άνθρωπος κατανοεί την πραγματικότητα που τον περιβάλλει, πώς κατανοεί τη θέση του μέσα στον κόσμο, πώς κατανοεί τον ίδιο του τον εαυτό.

Η φύση, σε πρώτη προσέγγιση, εμφανίζεται ως πεδίο μάχης. Τα πάντα μεταβάλλονται συνεχώς και οι μορφές των πραγμάτων εναλλάσσονται. Η φωτιά, ο πόλεμος και η έρις είναι οι προσφιλείς ηρακλείτειες έννοιες που εκφράζουν την κοσμική αστάθεια και μεταλλαγή.

“Αυτό τον κόσμο, που είναι ένας στην ολότητά του, δεν τον έπλασε κανένας θεός ή άνθρωπος· υπήρχε πάντοτε, υπάρχει και θα υπάρχει: μια αιώνια ζωντανή φωτιά που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.” Ηράκλειτος, απόσπ. 30

“Ο πόλεμος είναι πατέρας των πάντων και βασιλιάς των πάντων· άλλους τους έκανε θεούς και άλλους ανθρώπους, άλλους δούλους και άλλους ελεύθερους.” Ηράκλειτος, απόσπ. 53

“Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο πόλεμος είναι κοινός, και η δικαιοσύνη είναι έρις· και ότι όλα τα πράγματα γίνονται με έριδα και αναγκαιότητα.” Ηράκλειτος, απόσπ. 80

Η εικόνα όμως της αστάθειας υπονομεύεται αμέσως. Το φυσικό σύμπαν ονομάζεται «κόσμος» – λέξη που προέρχεται από το ρήμα κοσμῶ και σηματοδοτεί την τάξη. Ο κόσμος ταυτίζεται με τη φωτιά, γιατί η φωτιά είναι ακριβώς το πιο ευμετάβλητο φυσικό στοιχείο. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ο Ηράκλειτος επιλέγει τη φωτιά, όπως ο Θαλής επέλεξε το νερό και ο Αναξιμένης τον αέρα. Τότε όμως η φωτιά θα ήταν το πρωταρχικό κοσμογονικό στοιχείο από το οποίο θα είχε δημιουργηθεί ο κόσμος, πράγμα που δεν ισχύει.

Ο κόσμος του Ηράκλειτου υπήρχε πάντοτε, είναι αγέννητος και άφθαρτος – μια ιδέα που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ελληνική σκέψη. Η φωτιά επομένως δεν είναι το συστατικό του κόσμου, αλλά το νόημά του. Μέσα από την εικόνα της φωτιάς, όπως και από τις ανθρωποκεντρικές μεταφορές του πολέμου και της έριδας, φαίνεται η αντιθετική δομή της πραγματικότητας. Οι αντιθέσεις χαρακτηρίζουν τον κόσμο, δεν αναιρούν όμως την ενότητά του: η κοσμική φωτιά «ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο», η διαμάχη συμβαδίζει με την αναγκαιότητα.

Για να αντιληφθεί κάποιος την αληθινή δομή της πραγματικότητας θα πρέπει πρώτα να απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις και τις βεβαιότητές του. Ο φιλόσοφος θα τον βοηθήσει κλονίζοντάς τον, οδηγώντας τον σε μια κατάσταση αβεβαιότητας και απορίας. Ο Ηράκλειτος επιδίδεται σε μια συστηματική απόρριψη των απλοϊκών αντιλήψεων. Όπου οι άνθρωποι βλέπουν αντίθεση, υπάρχει ενότητα. Όπου ενότητα, υπάρχει αντίθεση. Όπου τομή, συνέχεια. Όπου βλέπουν το καλό, υπάρχει σχετικότητα.

Ο Ηράκλειτος μεταφέρει σκηνές από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Τις φωτίζει όμως με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκαλυφθεί και μια δεύτερη, αναπάντεχη πλευρά τους. Το θαλασσινό νερό είναι σωτήριο για τα ψάρια και ολέθριο για τον άνθρωπο που θα το πιει. Οι γάιδαροι προτιμούν τα σκουπίδια από το χρυσάφι. Οι γιατροί μάς ωφελούν προκαλώντας μας πόνο. Η αρχή και το τέλος σε έναν κύκλο ταυτίζονται, όπως και ο κατήφορος με τον ανήφορο. Η χόρταση προϋποθέτει την πείνα, η ανάπαυση την κούραση, η υγεία την αρρώστια, η μέρα τη νύχτα, ο πόλεμος την ειρήνη (απόσπ. 61, 13, 58, 103, 60, 111, 67).

Το λάθος των ανθρώπων είναι ότι έχουν την τάση να ερμηνεύουν μονοσήμαντα τις καταστάσεις. Πάντα όμως υπάρχει και μια δεύτερη δυνατή ερμηνεία. Επομένως, η πραγματική σοφία συνίσταται στην υπέρβαση των πλασματικών διλημμάτων και στη σύλληψη της ενότητας των αντιθέτων. Το καθετί είναι το ίδιο και το αντίθετο ταυτόχρονα, είναι πολλά και είναι ένα.

“Από τα πάντα προέρχεται το ένα, και από το ένα τα πάντα.” Ηράκλειτος, απόσπ. 10

“Ένα είναι το σοφό: να γνωρίζεις τη σκέψη που τα κυβερνά όλα μέσα από όλα.” Ηράκλειτος, απόσπ. 41

“Αφού ακούσετε όχι εμένα αλλά τον Λόγο είναι σοφό να ομολογήσετε ότι τα πάντα είναι ένα.” Ηράκλειτος, απόσπ. 50

Ο φιλόσοφος είναι γνώστης και φορέας της αλήθειας. Η αλήθεια αποκαλύπτεται στους ανθρώπους μέσα από τον λόγο (τα λεγόμενα) του φιλοσόφου, δεν εξαντλείται όμως σε αυτόν. Ο φιλόσοφος κρίνει πλευρές της πραγματικότητας, και, όπως η Πυθία, δίνει σημάδια της αλήθειας. Οι άνθρωποι σπανίως τον ακούν και, όταν ακόμη τον ακούσουν, αδυνατούν να κατανοήσουν τη σημασία των λεγομένων του. Συνεχίζουν να μένουν εγκλωβισμένοι στον προσωπικό τους μικρόκοσμο, και δεν αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει κάτι κοινό και αληθινό, που τους ξεπερνά: «Πρέπει να ακολουθούμε το κοινό· ενώ όμως ο Λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν ο καθένας τη δική του αντίληψη» (απόσπ. 2).

Η λέξη «λόγος» πρέπει καταρχάς να σήμαινε τη λεκτική εκφορά, τα λόγια. Ο Ηράκλειτος είναι ο πρώτος που εντάσσει τον Λόγο στην γλώσσα της φιλοσοφίας, δίνοντάς του μάλιστα κεντρική σημασία. Ο τρόπος που χρησιμοποιεί την λέξη δείχνει ότι θέλει να της προσδώσει μια νέα έννοια, προφυλάσσοντας τους αναγνώστες του από παρανοήσεις: μην ακούτε εμένα αλλά τον Λόγο· ο Λόγος αυτός δεν είναι δικός μου ούτε δικός σας, είναι κοινός. Ο Λόγος λοιπόν είναι κάτι που υπάρχει αντικειμενικά, βρίσκεται πίσω από την επιφάνεια των πραγμάτων, στην ίδια τη δομή του Κόσμου.

Δίνει το μέτρο, την διάταξη και την αρμονία των πραγμάτων. Ο κόσμος του Ηράκλειτου, παρά την επιφανειακή του αστάθεια, διέπεται από ενότητα, από κρυφή αρμονία, από Λόγο. Μπορεί κανείς να αντιληφθεί την επιλογή του Ηράκλειτου, αν σκεφτεί ότι λίγο αργότερα η πολυσήμαντη λέξη «λόγος» στα συμφραζόμενα της φιλοσοφίας σηματοδοτεί άλλοτε την αναλογία και το μέτρο, άλλοτε τον συλλογισμό και άλλοτε την ορθή σκέψη.

Για να επιστρέψουμε στον περίφημο αφορισμό “Τα πάντα ρεί, μηδέποτε κατά τ’ αυτό μένειν” όπου βρίσκεται αποτυπωμένη όλη η ροή, όλη η φευγαλέα κίνηση των πραγμάτων. Αυτή η οργιαστική ροή μας καθιστά και παιδιά της γης, η σπίθα (ΠΥΡ) που έχουμε μέσα μας από την ουσία των άστρων, μας καθιστά και παιδιά τ’ ουρανού. Ταξιδευτές του σύμπαντος, είδαμε αυτόν τον κόσμο και τον ερωτευτήκαμε. Ίσως γιατί προσφέρει καταφύγιο στους κοσμικούς οδοιπόρους, τους κουρασμένους από την αστρική περιπλάνηση. Ίσως να μας τράβηξε η σοφία του και να εμπιστευθήκαμε τις εξελικτικές του δυνάμεις. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, ριζώσαμε εδώ και φτιάξαμε τον κόσμο μας.

Και από τότε ερχόμαστε και ξαναερχόμαστε. Αλλά ο κόσμος αυτός που τόσο αγαπάμε και τόσο χαιρόμαστε, που μας γεμίζει άφατη χαρά κι άλλοτε πόνο και θλίψη, είναι ο κόσμος του Άδη. Μόνο που το έχουμε ξεχάσει και τον ταυτίζουμε με την πραγματική ζωή. Όπως οι καταδικασμένοι να πιουν κώνειο ένιωθαν τα μέλη του σώματός τους να παγώνουν, έτσι κι εμείς πριν έρθουμε είναι απαραίτητο να πιούμε το νερό της Λήθης. Και η ύπαρξή μας μια χαοτική σύγχυση, μια συνεχής ροή από στιγμές τρικυμισμένες.

Υπήρχε παλιά ένα σπίτι στον Ακράγαντα που ονομάστηκε “τριήρης” για τον εξής λόγο. Μερικοί νέοι μεθοκοπώντας μερόνυχτα μέσα σ’ αυτό ήρθαν σε τέτοιο σημείο έξαψης και παραλογισμού, ώστε να νομίζουν από την μια μεριά ότι ταξιδεύουν πάνω σε πλοίο και απ’ την άλλη ότι είχε πιάσει φοβερή τρικυμία. Τόσο πολύ σάλεψε τα λογικά τους από το πολύ πιοτό, ώστε άρχισαν να ρίχνουν από τα παράθυρα του σπιτιού όλα τα σκεύη και τα στρώματα, πιστεύοντας ότι εκτελούσαν διαταγή του κυβερνήτη. Έπρεπε να ελαφρώσουν το πλοίο που κινδύνευε να βουλιάξει.

Όπως ήταν επόμενο, μαζεύτηκε πολύς κόσμος που άρπαζε ό,τι πετούσαν. Αλλά αυτοί πού να πάρουν χαμπάρι! Την επομένη, όταν έφτασαν στο σπίτι οι αρχές της πόλης και κλήθηκαν οι νεαροί σε απολογία, ζαλισμένοι ακόμη, αποκρίθηκαν ότι εξαιτίας της σφοδρής θαλασσοταραχής αναγκάστηκαν να ελαφρώσουν το πλοίο, ρίχνοντας τα περιττά φορτία στη θάλασσα. Και ενώ οι άρχοντες έστεκαν αποσβολωμένοι, μη μπορώντας να καταλάβουν πώς έγινε τόσο νέοι άνθρωποι να χάσουν τόσο πολύ τα λογικά τους, ένας από αυτούς, αν και φαινόταν κάπως μεγαλύτερος στην ηλικία από τους άλλους, είπε: «Εγώ, κύριοι Τρίτωνες (μεθυσμένος ακόμη, νόμιζε ότι οι άρχοντες ήταν συνοδοί του Ποσειδώνα), δεν έκανα τίποτε. Μόλις έπιασε θαλασσοταραχή, επειδή φοβήθηκα, ρίχτηκα γρήγορα στο αμπάρι κι έμεινα εκεί ξαπλωμένος».

Οι άρχοντες τους συγχώρεσαν για την τρέλα τους κι αφού τους συνέστησαν να πίνουν στο μέλλον λιγότερο κρασί, τους άφησαν ελεύθερους. Κι εκείνοι, νιώθοντας απέραντη ευγνωμοσύνη, είπαν: «Αφού επιζήσαμε από τέτοια κακοκαιρία, μόλις πιάσουμε λιμάνι θα σας ανακηρύξουμε σωτήρες μας, στήνοντας στην πατρίδα μας τα αγάλματά σας δίπλα στους θαλάσσιους δαίμονες. Γιατί χρωστάμε την σωτηρία μας στην έγκαιρη παρέμβασή σας». (Αθηναίου, Δειπνοσοφιστές Β’ 37b).

Η συνείδησή μας αποτελείται από στιγμές του παρελθόντος και εικόνες και σχέδια για το μέλλον. Παγιδευμένοι στα δεσμό του χρόνου δεν ζούμε ποτέ στο παρόν.

ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.

Όχι μόνο πίνουμε αχόρταγα από το νερό της Λήθης, αλλά στα εκατομμύρια χρόνια που μεσολάβησαν από τον ερχομό μας εδώ, πλάσαμε έναν χρονικό ιστό στα δίχτυα του οποίου είμαστε παγιδευμένοι. Κάθε φορά που φεύγουμε, σβήνεται από την μνήμη μας καθετί που με κόπο συλλέξαμε στην επίγεια ύπαρξή μας. Θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διαγραφή όλων των αρχείων που περιέχουν βιώματα, πληροφορίες, ονόματα και περιστατικά. Και κάθε φορά που πρόκειται να κάνουμε μια νέα εμφάνιση, σβήνεται πάλι από το νου κάθε πράγμα που διδαχτήκαμε ή αντικρίσαμε στο υπερκόσμιο (ή μήπως υποχθόνιο;) πεδίο. Διασχίζουμε δυο φορές τον ποταμό της πεδιάδας της Λήθης – μια από εδώ προς τα εκεί, και μια από τα εκεί προς τα εδώ.

«Αθάνατοι θνητοί, θνητοί αθάνατοι, ζώντες τον εκείνων θάνατον τον δε εκείνων βίον τεθνεώτες», υπενθυμίζει ακούραστα ο Μέγιστος Σοφός της Εφέσου. Αυτός ο δεύτερος θάνατος -το νερό της Λήθης- ισοδυναμεί σε κοσμικό επίπεδο με τους ιούς που χτυπάνε την μνήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Το μυαλό μας γίνεται tabula rasa, «χάρτης ενεργός εις απογραφή», ένα λευκό χαρτί όπου πρέπει να τυπωθούν ξανά ονόματα, περιστατικά και πληροφορίες.

Κάθε φορά που γεννιόμαστε, πλάθουμε έναν νέο εαυτό από γνώσεις, βιώματα και πληροφορίες. Αυτός ο νέος εαυτός επικάθεται πάνω στον αρχαίο εαυτό μας, όπως ο πηλός σκεπάζει την αρματούρα -τον σκελετό από σύρμα στα προπλάσματα των γλυπτών. Έτσι, ο αρχαίος εαυτός δεν εμφανίζεται σχεδόν ποτέ. Παραμένει πάντοτε θύραθεν, αχρονικός και αγέννητος. Αυτή η απώλεια γίνεται αισθητή ως “χάσιμο της παιδικής αθωότητας”. Σε κάποια ηλικία νιώθουμε ότι χάσαμε κάτι πολύτιμο και οικείο. Και αυτό που αντιλαμβανόμαστε πλέον ως “εαυτό”, δεν είναι παρά το ένχρονο οικοδόμημα που συναρμολογούμε από περιστασιακά βιώματα και πρόσφατες εμπειρίες.

Σχηματίζουμε μια χρονική αλυσίδα, με την οποία σφιχτοδένουμε την ζωή μας. Πιστεύουμε ότι ζούμε στο παρόν. Όμως, αν το καλοσκεφτούμε, το παρόν μας δεν είναι τίποτε άλλο από κλεμμένες στιγμές από το παρελθόν, όνειρα και εικόνες για το μέλλον. Η συνείδησή μας είναι συνεχώς κατειλημμένη από βιώματα και μνήμες, σχέδια και προσμονές. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν ζούμε στο παρόν. Ολόκληρη η ύπαρξή μας αποτελείται από στιγμές του παρελθόντος και προσδοκίες του μέλλοντος. Αυτές καθορίζουν την συμπεριφορά μας και συνεργούν στις αποφάσεις μας.

Από την στιγμή που θα γεννηθούμε, η συνείδησή μας ασχολείται με την καταγραφή. Τις καταχωρήσεις αυτές τις ανακαλούμε, όποτε θέλουμε να θυμηθούμε γεγονότα, πρόσωπα και περιστατικά. Στα πρώτα χρόνια της ζωής μας περισσεύουν οι ελπίδες. Μεγαλώνοντας, η ζωή μας γίνεται όλο και περισσότερο παρελθόν. Το μέλλον, το κομμάτι εκείνο που το κρατάμε πάντοτε άγραφο, ελπίζοντας να γράψουμε σε αυτό καλύτερα και πιο θαυμαστά συμβάντα, ολοένα και λιγοστεύει. Και κάποια στιγμή δεν υπάρχει πια άλλος χρόνος. Στις λίγες σελίδες που απομένουν, στριμώχνονται οι θολές ελπίδες μας για μια άλλη ζωή μετά θάνατο, είτε αυτή συμβεί εδώ στη γη στο μακρινό μέλλον, είτε στο υπερπέραν. Γιατί όπως λέγει ο Σοφοκλής:

“Μόνο οι Θεοί δεν γερνούν και δεν πεθαίνουν ποτέ.
Όλα τα άλλα εξουσιάζονται από τον χρόνο, που δαμάζει τα πάντα.”

Ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος, που ήταν σύγχρονος του Σωκράτη, έλεγε πως «μόνον ημέτερον είναι το παρόν, μήτε δε το φθάνον μήτε το προσδοκώμενον: το μεν γαρ απολωλέναι, το δε άδηλον είναι ει πάρεσται». Παρ’ όλα αυτά, δεν ζούμε στο παρόν. Έτσι, ποτέ δεν δρασκελίζουμε το κατώφλι του χρόνου για να συναντήσουμε τον αγέννητο ή αχρονικό εαυτό μας. Παγιδευμένοι αιώνια στα δεσμά του χρόνου. Βυθισμένοι στην ληθαργική κατάσταση που αποκαλούμε ‘ζωή’, πλανιόμαστε σαν τις σκιές στον Αδη, αθάνατοι νεκροί. Για να το θέσουμε διαφορετικά, εάν το παρόν μας αποτελείται από παρελθόν και μέλλον, τότε πρέπει να το μηδενίσουμε. Μόνο έτσι μπορούμε να αρχίσουμε τον Μέγα Διάκοσμο.

Ο Ύπνος και ο Θάνατος

Στην Ιλιάδα διαβάζουμε ότι «ο Θάνατος είναι αδελφός του Ύπνου» (Β 671). Για τον Ησίοδο, ο Ύπνος και ο Θάνατος είναι δίδυμα αδέλφια, τέκνα της μαύρης Νύχτας (Θεογονία 759). Οι καλλιτέχνες της αρχαιότητας εικόνιζαν την Νύχτα με τα χαρακτηριστικά γυναίκας, η οποία είχε στο δεξί χέρι καθισμένο ένα λευκό παιδί και στο αριστερό ένα μαύρο και τα θήλαζε (Παυσανίας, Ε 18, 1). Με την πάροδο του χρόνου, η αντίθεση του Ύπνου και του Θανάτου ελαττώθηκε και τελικά τα δυο αδέλφια ταυτίστηκαν σε ένα. Στις σαρκοφάγους της ελληνιστικής περιόδου βλέπουμε ένα νεκρό φτερωτό παιδί να κοιμάται ήσυχα ή να είναι όρθιο, κρατώντας τη δάδα της ζωής σβηστή και ανεστραμμένη.

Για τον Ηράκλειτο, «θάνατος εστι οκόσα εγερθέντες ορέομεν· οκόσα δε εύδοντες ύπνος».
(Θάνατος είναι όσα βλέπουμε ξύπνιοι και ύπνος όσα κοιμισμένοι)

Σύμφωνα με τις ρήσεις των αρχαίων στοχαστών, ο άνθρωπος είναι ένας ήδη νεκρός που κατατρέχεται από φοβίες και ανασφάλειες, επειδή πιστεύει ότι ζει. Χαίρεται την ζωή και την απολαμβάνει, επειδή αγνοεί ότι είναι νεκρός. Φροντίζει για τις δουλειές. την περιουσία, την οικογένειά του. Μεριμνά για το μέλλον του. Και ο χρόνος, σαν τους κόκκους της άμμου, γλιστράει μεσ’ απ’ τα δάκτυλά του.

Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.

Σπάνια αναρωτιόμαστε ποια είναι η μοίρα της ανθρώπινης ύπαρξης, αυτής της γέφυρας που οδηγεί από την γέννηση στο θάνατο, μέσω της αναπαραγωγής. Όταν είμαστε νέοι είναι νωρίς για να σκεφτούμε· όταν γεράσουμε είναι αργά. Η προσοχή μας εγκλωβίζεται στις εγκόσμιες υποθέσεις. Αλλά ακόμη κι αν κάποιος μείωνε στο ελάχιστο τα εγκόσμια ενδιαφέροντά του και στρεφόταν στον εαυτό του, τι θα συναντούσε; Ένα κουβάρι από απωθημένες επιθυμίες, όνειρα και φιλοδοξίες που δουλεύουν υπόγεια και τον κατευθύνουν. Είναι δύσκολο να πολεμάς την καρδιά σου, λέει ο Ηράκλειτος. Γιατί αυτή, ό,τι θέλει, το αγοράζει με ζωή.

Για τον Μέγιστο Σοφό της Εφέσου οι άνθρωποι:

«γενόμενοι ζώειν εθέλουσι μόρους τ’ έχειν, μάλλον δε αναπαύεσθαι· και παίδας καταλείπουσι μόρους γενέσθαι».
(Οι άνθρωποι έρχονται στην ζωή για να βρουν το θάνατό τους, ή μάλλον να αναπαυθούν κι αφήνουν πίσω τους παιδιά που κι αυτά πρόκειται να πεθάνουν.)

Στον παράδοξο αυτόν ορισμό παρατηρούμε ότι η ανθρώπινη μοίρα (μερίδιο ζωής) εξισώνεται με τον μόρο (μερίδιο θανάτου). Ο Ηράκλειτος δεν μας λέει κάτι που είναι αυτονόητο, ότι δηλαδή οι άνθρωποι γεννιούνται και πεθαίνουν, αλλά ότι έρχονται στην ζωή για να συναντήσουν το θάνατο, επειδή δεν μπορούν να αντέξουν την κοσμική ένταση της φυλακής του περίκλειστου σύμπαντος. Έρχονται για να αναπαυθούν. Και τους θεωρεί ανόητους γιατί, αν και βρίσκονται στον Άδη, πιστεύουν ότι ζουν και θέλουν να διαιωνίσουν το είδος τους, αφήνοντας πίσω τους παιδιά που κι αυτά έχουν μέσα τους τον σπόρο του θανάτου: μαζί με αυτό που τους δίνει ζωή, σέρνουν κι εκείνο που τα καταστρέφει.

“Το ‘χει το κρίμα το παλιό καινούριο να γεννοβολάει κρίμα” λέγει ο Αισχύλος στην Ορέστεια.

Ωστόσο, τίποτε δεν είναι ικανό να μας ξεκουνήσει από την μακαριότητά μας. Ένας πόλεμος, μια ασθένεια ή ένας σεισμός κάπως μας ταρακουνούν. Αλλά για λίγο. Οι δονήσεις του σοκ καταλαγιάζουν και όλα γίνονται όπως και πριν. Αν και το μαγικό κλειδί βρίσκεται συνεχώς δίπλα μας, σαν υποτίθεται, νοήμονα όντα έχουμε βρει μύριους τρόπους να καθησυχάζουμε την συνείδησή μας:

«Του δε λόγου τούδ’ εόντος αιεί αξύνετοι γίνονται άνθρωποι και πρόσθεν ή ακούσαι και ακούσαντες το πρώτον».
(Αν και ο λόγος αυτός είναι αιώνια παρών, λέει ο Ηράκλειτος, οι άνθρωποι φέρονται ανόητα και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά)

Και συνεχίζει:

«Ασύνετοι ακούσαντες κωφοίσι εοίκασυ φάτις αυτοίσι μαρτυρέει, παρεόντας απείναι».
(Ασύνετοι όπως είναι, αν και ακούν, μοιάζουν με κουφούς- μαρτυρεί γι’ αυτούς η παροιμία: παρόντες απουσιάζουν.)

Περί της Ηράκλειας σημειολογίας.

Όμως γιατί το σύνολο των κορυφαίων στοχαστών της αρχαιότητας τοποθετούσε στον ίδιο παρονομαστή την ανθρώπινη ζωή και τον θάνατό της; Είχαν δίκιο να πιστεύουν ότι ο Άδης και ο ένυλος κόσμος μας είναι ένας και ο αυτός; Και εάν έτσι έχουν τα πράγματα, πώς μπορεί κανείς να αποδράσει από αυτόν τον κόσμο του θανάτου; Υπάρχει κάποια πρακτική μέθοδος, κάποια οδός διαφυγής, ή πρόκειται μόνο για θρύλους και παραμύθια όταν ακούμε ότι πολλοί σοφοί κατέκτησαν την αθανασία;

Αν και τα ερωτήματα αυτά δεν απασχολούν σήμερα κανέναν, δεν παύουν να αποτελούν πρόκληση για την λογική και την φαντασία μας. Είναι γνωστό πως από το μηδέν γεννιέται μηδέν. Είναι επίσης προφανές πως έναν νέο άνθρωπο δεν τον κατασκευάζουν οι γονείς του, αλλά ότι έρχεται στην ζωή μέσω αυτών, για να εκδηλώσει τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Επομένως, καθετί που έρχεται στον κόσμο προϋπάρχει και τίποτε δεν καταστρέφεται με το θάνατο. Πρόκειται για κοσμικό νόμο:

«Κόσμον τόνδε τον αυτόν απάντων ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησε, αλλ’ ην αιεί και έστι και έσται πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα», διατρανώνει ο Ηράκλειτος.
(Τον κόσμο αυτόν με όλα όσα περιέχει, δεν τον έφτιαξε κανείς θεός ή άνθρωπος, αλλά ήταν από πάντα και είναι και θα είναι, αιώνια ζωντανή φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.)

ΔΥΟ ΕΙΔΗ ΨΥΧΗΣ.

Την κατάσταση αυτή της αιώνιας ανακύκλησης των πραγμάτων, οι Έλληνες δάσκαλοι την αποκαλούσαν “ψυχή” και ορθά υποστήριζαν πως είναι “αθάνατη”. (Βέβαια, όπως θα δείξουμε πιο κάτω, στην ελληνική διδασκαλία η ιδέα της αθανασίας της ψυχής έχει κοσμολογική καταγωγή, πράγμα που την διαφοροποιεί από κάθε προγενέστερη ή μεταγενέστερη θρησκευτική/δογματική παράδοση). Η ψυχή έχει το χάρισμα να εμψυχώνει τα πάντα και να ξεπερνάει τα πάντα. Υπάρχουν δυο είδη ψυχής: η συμπαντική ψυχή -η anima mundi- και η ατομική ψυχή του ανθρώπου. Αλλά εδώ χρειάζεται το μέγιστο της προσοχής μας, γιατί η διάκριση αυτή είναι πραγματική μαζί και πλασματική. Είναι πραγματική στο βαθμό ότι η ανθρώπινη ψυχή προέρχεται από την συμπαντική- οδηγούμαστε όμως σε πλάνη αν δεχτούμε ως βάση των συλλογισμών μας ότι κατά την επίγεια εμφάνισή της, καθώς δηλαδή εξατομικεύεται, η ανθρώπινη ψυχή διαφοροποιείται από την παγκόσμια.

Ένα άλλο σημείο που πρέπει να προσέξουμε αφορά την χρήση του όρου “ψυχή”, τον οποίο δεν μπορούμε να παρακάμψουμε εφόσον είναι ένας από τους σημαντικότερους στην αρχαιοελληνική γραμματεία. Πρέπει όμως να τον αποσαφηνίσουμε, διότι σήμερα εκφέρεται διαφορετικά απ’ ό,τι στο παρελθόν. Για παράδειγμα, όταν οι αρχαίοι Έλληνες στοχαστές μιλούσαν για την ψυχή, δεν εννοούσαν κάτι αντίθετο της ύλης, αλλά κάτι που περιλάμβανε και την ύλη.

Σε αντίθεση με τη δική μας καρτεσιανή λογική, που διαχωρίζει το πνεύμα ή την ψυχή από την ύλη, οι αρχαίοι φιλόσοφοι δεν ήταν δυαρχικοί. Εμείς τους ερμηνεύουμε έτσι. Με την ευκαιρία, να πούμε ότι και το νόημα του όρου “ύλη” ήταν διαφορετικό απ’ ό,τι σήμερα. Εμείς έχουμε αναιρέσει από την ύλη κάθε μορφοποιητική και κάθε αισθητή ιδιότητα. Αντίθετα οι αρχαίοι μιλούσαν για ύλη με την ενύπαρξη του νοείν.

Γι’ αυτούς η ύλη δεν ήταν νεκρή – ιδιαίτερα η αρχέγονη ύλη της κοσμολογίας. Με τον όρο αυτόν δεν εννοούσαν μια χαώδη κατάσταση, αλλά μια ενσυνείδητη, στην οποία υπήρχαν ενσωματωμένοι ρυθμοί και αρμονίες. Όχι όμως σε πλήρη ανάπτυξη. Η εμφάνιση του Λόγου ή του Ενός, απεικονίζει ακριβώς την προσπάθεια που αναλαμβάνεται να αποκτήσουν αυτοί οι πρωταρχικοί ρυθμοί και οι αρμονίες εσωτερική και εξωτερική πληρότητα.

Ας επανέρθουμε όμως στο θέμα της παγκόσμιας και της ατομικής ψυχής. Σήμερα πιστεύουμε στη “μοίρα της ατομικής ψυχής”, ότι δηλαδή κάθε ανθρώπινο ον έχει το δικό του προδιαγεγραμμένο μερίδιο στην ευτυχία ή στην δυστυχία, στον πλούτο ή στην φτώχεια, στις ευκαιρίες ή στις δυσκολίες. Γι’ αυτό έχουμε διαιρέσει την ζωή σε Κόλαση και Παράδεισο, τόσο στην φυσική όσο και στην μεταφυσική της διάσταση. Αλλά από την σκοπιά του νου τα πράγματα αυτά φαίνονται ανόητα και απατηλά. Ο κλήρος κάθε ψυχής δεν μπορεί να είναι άλλος από αυτόν της παγκόσμιας ψυχής. Κληρονομιά της ατομικής ψυχής δεν είναι τα βάσανα και οι αμαρτίες -και φυσικά ούτε η εξιλέωση- αλλά η παγκόσμια ψυχή. Είναι εκπληκτικό το ότι έχουμε ξεχάσει πως η ψυχή είναι μέρος και όλο μαζί, και ότι αυτό αποτελεί την κύρια ιδιότητά της.

Ο Διόνυσος σε πάνθηρα. (εικ.) Ψηφιδωτό δάπεδο από τον Οίκο της Τρίαινας στη Δήλο. Γύρω στα 100 π.κ.ε. Εδώ ο Διόνυσος εικονίζεται να κρατά ντέφι και μουσική ράβδο, με τα οποία εμπνέει την ιερή μανία στους οπαδούς του. Η ιερή μανία δεν είναι ισοδύναμο της παραφροσύνης, αλλά αποτέλεσμα του σοκ που υφίσταντο οι μυούμενοι μετά την φώτιση, από την επαφή τους με έναν άγνωστο και καινούριο κόσμο. Η εσωτερική ισορροπία διαταρασσόταν, τουλάχιστον έως ότου η λογική πάρει ξανά το πάνω χέρι. Ο πάνθηρας συμβολίζει το δέρμα πάνω στο οποίο ξάπλωναν οι προς μύηση μαθητές. Στην Αίγυπτο και σε άλλες χώρες του αρχαίου κόσμου, το δέρμα του πάνθηρα ήταν ιερατικό ένδυμα.

ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΤΗΣ ΜΥΗΣΗΣ.

Ας δούμε τώρα τι συμβαίνει όταν η ατομική ψυχή συνηχεί με την παγκόσμια ή όταν το μέρος αποκαθίσταται στο φυσικό περιβάλλον του που είναι το όλο. Ο Ρωμαίος γραμματικός Μακρόβιος, στο έργο του Commentarium Scipionis. λέει τα εξής: «Ο Ηράκλειτος βεβαιώνει πως η ψυχή είναι μια σπίθα (ΠΥΡ) από αστρική ουσία». Εδώ έχουμε την γνωστή ηρακλειτική θέση, την οποία αναφέρει στα γραπτά του και ο Αέτιος, ότι «η ψυχή είναι πύρινη» (IV 3, 4). Είναι προφανές πως στο απόσπασμα που διασώζει ο Μακρόβιος γίνεται λόγος για την ατομική ψυχή, ενώ στο δεύτερο, του Αέτιου, για την παγκόσμια.

Η συμπαντική ψυχή, που ουσία της είναι ο Λόγος, είναι πύρινη· σαν ατομική όμως τέρπεται όταν βυθίζει τα πόδια της στην υγρασία: «Ψυχήσι τέρψις υγρήσι γενέσθαι». Στις ψυχές αρέσει να γίνονται υγρές. «Βορβόρω χαίρειν», λέει ένα άλλο απόσπασμα του Ηράκλειτου. Σαν τα γουρούνια, οι άνθρωποι χαίρονται όταν κυλιούνται στην λάσπη.

Στην ηρακλειτική σημειολογία, το ΠΥΡ αντιδιαστέλλεται με το ύδωρ (θυμικό). Γενικά, στην κωδικοποιημένη γλώσσα των φιλοσόφων, οι όροι “ωκεανός”, “θάλασσα” και “νερό” συμβολίζουν τον υγρό κόσμο της γέννησης, την απόλαυση των επιθυμιών και κατ’ επέκταση την συσκότιση και τον πνευματικό λήθαργο. Όσο επιδέξιος κολυμβητής κι αν είναι κάποιος, είναι διαφορετικό να ζει μόνιμα στο νερό και διαφορετικό να μπορεί να περπατά επάνω σε αυτό. Με άλλα λόγια, όταν τα ύδατα του θυμικού ανέρχονται σε επικίνδυνο βαθμό, απειλούν να πνίξουν τον καθαρό νου και τον λογισμό της ψυχής.

Δίχως καθαρό νου, διευθυνόμενος από πάθη και μισαλλοδοξίες, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αναζητήσει την σοφία. «Ανήρ οκότ’ αν μεθυσθή, άγεται υπό παιδός ανήβου σφαλλόμενος, ουκ επαΐων όκη βαίνει, υγρήν την ψυχήν έχων». Όπως ένας μεθυσμένος παραπατά, έτσι κι αυτός που πίνει αχόρταγα ό,τι του προσφέρεται, μοιάζει να οδηγείται από μωρό παιδί, κάνοντας λάθη και μη γνωρίζοντας πού πηγαίνει. Η ψυχή του έχει κατακλυσθεί από τα ύδατα. Ακούραστος ο Τιτάνιος Ηράκλειτος δεν σταματά να επαναλαμβάνει πως για τις ψυχές είναι θάνατος να είναι υγρές:

«Ψυχή σι γαρ θάνατος ύδωρ γενέσθαι». Και αλλού σημειώνει: «Θάλασσα ύδωρ καθαρώτατον και μιαρώτατον, ιχθύσι μεν πότιμον και σωτήριον, ανθρώποις δε άποτον και ολέθριον».
(Όπως το θαλασσινό νερό ωφελεί μόνο τα ψάρια και δεν είναι πόσιμο από τους ανθρώπους, έτσι και ο υγρός κόσμος μας είναι ακατάλληλος για την ψυχή, γιατί την οδηγεί σε κατάσταση μέθης.)

«Αύη ψυχή σοφωτάτη και αρίστη».
(Άριστη είναι η ξηρή ψυχή, η στεγνή από επιθυμίες. Αυτή βρίσκεται πιο κοντά στην σοφία.)

Βλέπουμε λοιπόν πόσο θαυμάσια φωτίζεται το “σκοτεινό” νόημα του ηρακλειτικού λογισμού. Όσο πιο αποκομμένη είναι η ψυχή από το ΠΥΡ, τόσο πιο υγρή γίνεται· αντίθετα, όσο πιο πολύ θυμάται την προέλευση και την καταγωγή της, τόσο πιο πύρινη γίνεται. Αυτή η μετακίνηση προς τα πάνω γίνεται με τον ίδιο τρόπο με αυτήν προς τα κάτω: είναι απλά θέμα επικέντρωσης και εστιασμού. «Οδός άνω κάτω μία και ωυτή», υπενθυμίζει ο Ηράκλειτος. (Ο δρόμος που ανεβαίνει και ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ο ίδιος).

Δεν τίθεται επομένως θέμα ηθικής συμπεριφοράς, αλλά εξομοίωσης με το θείο. Η εξομοίωση αυτή πετυχαίνεται όταν ο νους -νοούμενος εδώ ως ανώτερο τμήμα της ψυχής- καθαρίζεται και εστιάζεται στο όλο. Αλλά επειδή όπως είπαμε η ατομική ψυχή είναι ταυτόχρονα και μέρος της παγκόσμιας, χρειάζεται την προσεκτική παρέμβασή μας στην ολοκλήρωση του προσωπικού διάκοσμου, για τον οποίο μιλήσαμε πιο πάνω.

Αυτός γίνεται όχι τυχαία και συμπτωματικά, αλλά με κάποιους νόμους και με κάποιες αρχές, που αν και είναι πολύ δύσκολο να περιγραφούν έτσι πρόχειρα, οπωσδήποτε δεν σχετίζονται με κάποια ηθική συμπεριφορά, ούτε με τον αμοραλισμό. Αυτός ήταν ο λόγος που το σύνολο των φιλοσόφων είχε στάση περιφρονητική αν όχι εχθρική απέναντι στις θρησκευτικές δοξασίες του λαού.

Δεν υπάρχει χειρότερο εμπόριο, μας λέει ο Επίκουρος, από το παζάρι που γίνεται ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό: το να κάνει κάποιος τον καλό ή να αποστρέφεται τις χαρές της ζωής για να κερδίσει την ουράνια ευδαιμονία. «Αγαθόν και κακόν ταυτόν», λέει ο Ηράκλειτος. Ο δρόμος της σοφίας κινείται πέραν του καλού και του κακού, του χρέους και της απιστίας, της ηθικότητας και της ασυδοσίας. Αυτά είναι ανθρώπινες καταστάσεις και απορρέουν από την σύγχυση και την τυφλότητα του νου. Τέτοιου είδους διλήμματα αξίζουν όσο και μια συζήτηση σχετικά με την διαγωγή ενός νεκρού.

Διόνυσος, Άδης και Ορφικοί

Για τον Μέγιστο Σοφό της Εφέσου οι άνθρωποι είναι νεκροί, ή μάλλον πορεύονται προς τον θάνατο μεθυσμένοι από το κρασί της ζωής. Από την σκοπιά αυτή, το κρασί της ζωής δεν διαφέρει σε τίποτε από το νερό της Λήθης. Έχοντας λησμονήσει ο άνθρωπος την νηφάλια σπίθα της αστρικής ουσίας που έχει μέσα του, κατηφορίζει το μονοπάτι της ζωής «με μουσικές εξαίσιες, με φωνές», με γιορτινά στεφάνια, παραδομένος στην απόλαυση. Γι’ αυτόν κάθε συμβάν -αίσιο ή ατυχές- αποτελεί αφορμή χαράς και γλεντιού, από την γέννηση ώς τα τελευταία. Γιατί ο κόσμος μας, που είναι ο Κάτω Κόσμος, είναι παράλληλα και ο κόσμος του Θεού Διονύσου. Άλλωστε, πού αλλού θα ταίριαζαν καλύτερα νυκτωδίες και θρηνωδίες αν όχι στον κόσμο του Άδη;

Για τον κοφτερό νου του Ηράκλειτου, ο Διόνυσος είναι η Θεοποίηση της ζωής:

“Ει μη γαρ Διονύσω πομπήν εποιεύντο και ύμνεον άσμα αιδοίοισι, αναιδέστατα είργαστ’ αν ωυτός δε Αΐδης και Διόνυσος, ότεω μαίνονται και ληναΐζουσή.”
(Γιατί αν δεν έκαναν πομπή για τον Διόνυσο και δεν υμνούσαν με άσμα τα αιδοία, θα ήταν όσα κάνουν αναιδέστατα· είναι το ίδιο πράγμα ο Άδης και ο Διόνυσος, που στο όνομά του καταλαμβάνονται από μανία και παραληρούν.)

Βλέπουμε λοιπόν ότι Άδης και Διόνυσος αποτελούν τις δυο όψεις του νομίσματος με το οποίο εξαγοράζουμε την ζωή μας. Αξίζει να προσέξουμε την φωνητική ομοιότητα αλλά και την νοηματική αμφισημία των λέξεων άσμα αιδοίοισι, αναιδέστατα και Αΐδης. Τα ανθρώπινα όντα, προερχόμενα από τον υγρό κόσμο των γεννητικών οργάνων (αιδοία), καταλήγουν στην αγκαλιά του Άδη. Ο άνθρωπος είναι αΐδιος (αιώνιος), αλλά και αίδής (τυφλός). Όσα κάνει, αντί να είναι αιδοία (άξια σεβασμού), είναι χωρίς αιδώ και αΐδηλα (καταστροφικά). Παραγνωρίζοντας την θεία φύση του, γίνεται αναιδής απέναντι στο Λόγο και υμνεί με άσματα την ζωή την στιγμή που θα έπρεπε να θρηνεί, αφού ο Διόνυσος, ως θεός-χορευτής, είναι επικεφαλής της πομπής που οδηγεί στον όλεθρο.

Το Διονυσιακό στοιχείο εκδηλώνεται στον ανθρώπινο κόσμο με την λατρεία της επίγειας ύπαρξης. Η ψυχή ευφραίνεται να γεννιέται υγρή. Γελάμε, γλεντάμε, μεθάμε σε ένα ατέλειωτο πανηγύρι. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ο βίος μας χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ομαδική έξαρση, την ξέφρενη μανία, τον ενθουσιασμό που σπιρουνίζεται από το βακχικό μεθύσι, το εκστατικό παραλήρημα, τα άγρια όργια.

Ο Πλάτωνας, μεταξύ αστείου και σοβαρού, λέει ότι ο θεός του κρασιού ονομάστηκε Διδοίνυσος (ο δίδων τον οίνον), «επειδή κάνει τους περισσότερους απ’ όσους πίνουϊλοίεσθαι νουν έχειν (να νομίζουν ότι έχουν τα λογικά τους), ενώ στην πραγματικότητα δεν έχουν» (Κρατύλος 406c). Σε ένα άλλο χωρίο (Νόμοι 672b) αναφέρει ότι το κρασί και η μέθη -στην συμβολική τους διάσταση- είναι δυνατό να εκληφθούν ως εκδίκηση του θεού. Από την σκοπιά αυτή, η έννοια της “ελευθέρωσης” αντιπαραβάλλεται με την “μανία” και ο Διόνυσος Λύσιος ή ελευθερωτής με τον Διόνυσο Βάκχο.

ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ.

Την γνώμη του Ηράκλειτου, ότι η εγκόσμια ζωή είναι θάνατος, ασπάζεται και ο Πλούταρχος στο Περί Ίσιδος και Οσίριδος (28). Στο ίδιο έργο (34) αποκαλεί τον Διόνυσο Υήν, δηλαδή υγρόν, επειδή τον θεωρεί προσωποποίηση της υγρής φύσης του ανθρώπου (ορμέφυτα, θυμικό, επιθυμητικό). Και αμέσως μετά τον ταυτίζει με τον αιγύπτιο Όσιρι, λόγω της ομοιότητας των δυο Θεών (35): όπως ο Όσιρις, έτσι και ο Διόνυσος διαμελίζεται από τους Τιτάνες’ το σώμα του σχίζεται, κομματιάζεται, εκμηδενίζεται και τα μέλη σκορπίζονται σε όλη την γη. Αλλά από τον οδυνηρό αυτό θάνατο προκύπτει μια νέα ζωή, γεμάτη ενεργητικότητα και αφθονία. «Μιλούν για τον Διόνυσο», λέει ο Πλούταρχος, «σαν να ήταν ο Θεός που καταστρέφεται, εξαφανίζεται και εγκαταλείπει την ζωή, ο οποίος όμως ύστερα ξαναγεννιέται».

Στην φιλοσοφική ορολογία, ο Διόνυσος είναι η παγκόσμια ψυχή που διαμελίζεται και μοιράζει τα κομμάτια της με κλήρο στις ατομικές ψυχές. Είναι ο Θεός που κατεβαίνει στον Άδη και πεθαίνει για να αναστηθεί ξανά. Με την έλευση του βδελυρού χριστιανισμού, τα πάθη του Διονύσου και οι ανοιξιάτικες τελετές που τα συνόδευαν -απογυμνωμένες από τον διθυραμβικό χαρακτήρα τους- αποτυπώθηκαν στα πάθη του Γιαχβέ-Ιησού: ο άρτος και ο οίνος, σύμβολα του σώματος και του αίματός του, προσφέρονται κατά τον Μυστικό Δείπνο στους μαθητές του· οι στρατιώτες μοιράζουν με κλήρο τα ιμάτιά του’ ακολουθεί η κάθοδος στον Άδη και τέλος η ανάσταση.

Πίσω από τις μεταλλαγές του Διονύσου, της γέννησης, του θανάτου και της επιστροφής του στην ζωή, βρίσκεται η ιδέα της αθανασίας της ψυχής και κατ’ επέκταση της μετενσάρκωσης. Τα ίχνη αυτής της παράδοσης οδηγούν στην πρώιμη εκείνη περίοδο κατά την οποία δρούσαν στην Ελλάδα τα μυστήρια των Ορφικών. Σύμφωνα με τον μύθο, ο αρχικός σκελετός του οποίου προέρχεται από την μινωική Κρήτη, ο Διόνυσος γεννήθηκε από την Περσεφόνη και κατακρεουργήθηκε από τους Τιτάνες, τους προγόνους του ανθρώπου. Όταν ήταν μικρός, τον πλησίασαν με δολιότητα οι αδελφοί του Τιτάνες, προσφέροντας σε αυτόν παιχνίδια, και αφού τον συνέλαβαν, τεμάχισαν το σώμα του και έριξαν τα κομμάτια σε ένα λέβητα για να τα βράσουν.

Αλλά ένα από τα μέλη του σώματός του διέφυγε. Την ώρα του εγκλήματος, η Αθηνά κατόρθωσε να τους πάρει την καρδιά του θύματος και ενώ ακόμη χτυπούσε να την φέρει στον Δία. Το μέρος αυτό του σώματός του έδωσε στο Διόνυσο νέα ζωή. Η αθάνατη ύπαρξή του δεν καταστράφηκε, αλλά απλώς άλλαξε μορφή. Έτσι λοιπόν ο Διόνυσος έγινε σύμβολο της ισχυρής ζωής που υπάρχει παντού μέσα στο σύμπαν και δίνει ζωή σε όλα τα όντα, στα οποία τα φαινόμενα της καταστροφής και του θανάτου είναι απλώς οι μεταμορφωτικές εκδηλώσεις της ζωής.

Πράγματι, για τους Ορφικούς ο Διόνυσος ήταν η παγκόσμια ψυχή, η κοινή πηγή όλων των ανθρωπίνων ψυχών, οι οποίες ενσαρκώνονται για να καθαρίσουν από κάθε ξένη ανάμειξη το θείο στοιχείο που υπάρχει μέσα τους και που το οφείλουν στον Βάκχο, το ουράνιο και μυστικό μέρος του Διονύσου. Γι’ αυτό το λόγο όσοι αφιερώνονταν στον Θεό επιζητούσαν με ορισμένες ειδικές τελετουργίες να έρθουν σε επικοινωνία με αυτόν.

Ο ΒΑΚΧΙΚΟΣ ΒΙΟΣ.

Σε ανάμνηση των παθών του Διονύσου και του τεμαχισμού του από τους Τιτάνες, τα μέλη των θιάσων, όπως ονομάζονταν οι ορφικές ομάδες, θυσίαζαν στις αρχές Μαΐου έναν ταύρο και έτρωγαν ομαδικά από τις σάρκες του -ένα έθιμο ανάλογο με αυτό του Πάσχα. Ο ταύρος ήταν μια από τις μορφές του Διονύσου (πρβλ. το κάλεσμα του Διονύσου από τις γυναίκες της Ήλιδας: «Έλα, ήρωα Διόνυσε, μαζί με τις Χάριτες στον άγιο ναό σου’ τρέξε με τα βοϊδίσια σου πόδια. Άξιε ταύρε»).

Επομένως οι μυημένοι έτρωγαν το ίδιο το σώμα του Θεού και έπιναν συμβολικά το αίμα του στο μυστικό αυτό συμπόσιο. Πίστευαν ότι με αυτό τον τρόπο έμπαινε μέσα τους ο Διόνυσος, ότι η ψυχή τους γέμιζε με το πνεύμα του. Αν και οι παραδόσεις σχετικά με αυτά τα έθιμα δεν έχουν διασωθεί ακέραιες αλλά συγκεχυμένες, στον Ηρόδοτο (Β, 81), καθώς και στο στο βιβλίο των Νόμων του Πλάτωνα, διαβάζουμε ότι η τελετή αυτή ήταν μια από τις ιεροτελεστίες του Ορφικού ή Βακχικού βίου, δηλαδή της ζωής που υποβαλλόταν σε αυστηρούς και ασκητικούς κανόνες που εξασφάλιζαν στους ανθρώπους, ενόσω ζούσαν, την γαλήνη μέσω κάθαρσης, και όταν πέθαιναν την ευνοϊκή μετενσάρκωσή τους σε νέα σώματα. Με αυτά θα συμπλήρωναν τον κύκλο της κάθαρσης μέχρι τον πλήρη εξαγνισμό τους με τελικό στόχο την κατάσταση της απόλυτης μακαριότητας ή θέωσης.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η μυστηριακή λατρεία των Ορφικών, τον τύπο της οποίας έκλεψαν και μιμίθηκαν όλα τα μεταγενέστερα θρησκευτικά και μυστικιστικά δόγματα, κατέληγε στην μετενσάρκωση, όπως και η σχολή των Πυθαγορείων: κάθε φορά η παγκόσμια ψυχή προβάλλει ορισμένα τμήματά της που ενσαρκώνονται εδώ ως άνθρωποι, για να επιστρέφουν κάποια στιγμή στο παγκόσμιο όλο, στο ράμφος του Αετού/Θεού/ Δημιουργού.

Για τον λόγο αυτόν, οι Ορφικοί θεωρούσαν τον Διόνυσο ταυτόχρονα ως Θεό του θανάτου και της παγκόσμιας ζωής. Η κάθοδος στην χώρα του Άδη, δηλαδή στην Γη, συνέβαλε ώστε το δόγμα αυτό να συνδεθεί με τα Ελευσίνια Μυστήρια και την Δήμητρα -ένας άλλος όρος για τη Μητέρα θεά: Δημήτηρ = γη μήτηρ. (Νόμοι βιβλ. ε’). Αν και υπάρχει αρκετό έδαφος για έρευνα, δεν θα σταθούμε εδώ στις ομοιότητες που παρουσιάζει το Ορφικό δόγμα με τον χριστιανισμό, ο οποίος φαίνεται να έκλεψε από αυτό όλο το μυθολογικό υπόβαθρό του.

Θα σημειώσουμε μόνο ότι η μορφή της θεολογίας κατά την αρχαιότητα, με την έννοια του ιερού λόγου που αποκαλυπτόταν στα μυστήρια, ήταν τελείως διαφορετική από τη θεολογία που αναπτύχθηκε στις μεταγενέστερες εποχές. (Για τα σημεία αυτά ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στο ενδιαφέρον βιβλίο του καθηγητή Walter Burket: Μυστηριακές λατρείες της αρχαιότητας, εκδ. Καρδαμίτσα).

Η μεταμόρφωση του Θεού σε Θεό Απόλλωνα.

Είδαμε μέχρι τώρα δυο από τις υποστάσεις του Θεού: τον Διόνυσο-χορευτή και τον Διόνυσο-πάσχοντα. Αλλά ο Θεός αυτός έχει και μια τρίτη υπόσταση. Κάθε άνοιξη στην αρχαία Αθήνα, ένα μήνα μετά τα Ανθεστήρια, γιορτάζονταν τα Μεγάλα Διονύσια, η μεγαλύτερη και η πιο λαμπρή από όλες τις τελετές που γίνονταν προς τιμήν του Θεού. Το επίκεντρο των Αθηναϊκών Διονυσίων ήταν ο δήμος των Ελευθερών. Εκεί υπήρχε ιερό του Θεού με το όνομα Διόνυσος Ελευθερεύς ή Ελευθέριος, ο ελευθερωτής Θεός.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στα πλαίσια των διονυσιακών εορτών, για την ευγένεια και το μεγαλείο των οποίων μας μιλάει με ενθουσιασμό ο Πίνδαρος, γίνονταν οι περίφημοι δραματικοί αγώνες, στην διάρκεια των οποίων Έλληνες και ξένοι παρακολουθούσαν στο θέατρο του Θεού Διονύσου, στην σκιά του Ιερού Βράχου, όλα τα θαυμάσια είδη του Αττικού θεάτρου: τραγωδία, κωμωδία και ιδιαίτερα το σατυρικό δράμα.

Δίκαια λοιπόν οι Αθηναίοι μπορούσαν να περηφανεύονται ότι ο Θεός αυτός, ο οποίος γιορταζόταν με τόσο υψηλόφρονα και ευγενή έργα, ήταν πράγματι ο Ελεύθερος Διόνυσος, ο ελευθερωτής Θεός που έδινε στους ανθρώπους την δυνατότητα, μέσω της αναπαράστασης ιδεωδών περιστατικών και ηρωικών συναισθημάτων, να αποσπάσουν για λίγο την ψυχή τους από τις ανάγκες και τα δεσμά της ευτελούς πραγματικότητας και να μεταφερθούν στον ανώτερο κόσμο της φαντασίας.

Από την σκοπιά αυτή ο Ελεύθερος Διόνυσος ταυτίζεται με τον Απόλλωνα. Στους Δελφούς υπήρχε δίπλα στο μαντείο ο τάφος του Διονύσου, στον οποίο οι έφοροι του μαντείου προσέφεραν κατά την άνοιξη, μέσα στο ναό του Θεού Απόλλωνα, μυστηριώδεις θυσίες. (Περί Ίσιδος και Οσίριδος 35). Στο Μουσείο Ερμιτάζ, της Αγίας Πετρούπολης, υπάρχει ένας αμφορέας του 5ου αιώνα π.κ.ε. που εικονίζει τον ολόφωτο Θεό Απόλλωνα να υποδέχεται στους Δελφούς τον Θεό Διόνυσο, που καταφθάνει με τις μαινάδες και τους σατύρους του.

Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε τα Διονυσιακά πάθη ως αλληγορική διατύπωση της ανθρώπινης ζωής, όπως την βιώνουμε καθημερινά. Ο Θεός Διόνυσος-πάσχων δεν είναι σύμβολο του βασανισμένου ανθρώπου, αλλά εκείνου που αποφασίζει να μεταμορφωθεί: να πεθάνει ως άνθρωπος και να αναστηθεί ως Θεός· εκείνου που αναζητά την Θεότητα μέσα του. Αυτό το στοιχείο έκλεψαν οι χριστιανοί, τον Θεό που ενσαρκώνει αυτόν που αποφασίζει να αφυπνίσει το Θεικό στοιχείο του εαυτού του. Γιατί όπως η παγκόσμια ψυχή είναι ο Θεός Διόνυσος, έτσι και ο Γιαχβέ-Χριστός μπορεί να αντιπαραβληθεί με τον Διόνυσο.

Οι υποστάσεις του Διονύσου αντιστοιχούν σε εκείνες που αναφέρει η πλατωνική ρήση: «ναρθηκοφόροι μεν πολλοί, βάκχοι δε τε παύροι». Το χρυσό έλασμα του Ιππωνίου, που προτάξαμε στην αρχή του κεφαλαίου, απεικονίζει τους μύστες ή βάκχους σε αυτόν εδώ τον υπόγειο κόσμο να ακολουθούν την σύντονη (που σφύζει από ζωή) ιερή οδό προς την αιώνια μακαριότητα.

Και τους αντιπαραβάλλει με βασιλιάδες, γιατί πολλοί μπορεί να είναι υπηρέτες του θεού, αληθινοί μύστες όμως λίγοι. Το να είσαι ένθεος ή θεοφόρητος, δηλαδή να «κατέχεσαι από τον Θεό» (Ηρόδοτος Δ’, 79, 4) είναι κάτι που συμβαίνει απροσδόκητα και πιθανόν μόνο σε ελάχιστες, εξαιρετικές περιπτώσεις. Όπως το κρασί δεν αρκεί για να προκαλέσει αληθινή βακχεία, αφού ο καθένας μπορεί να μεθύσει ή να μεταλάβει δίχως να γίνει βάκχος (ένθεος), έτσι και η απόλαυση που προέρχεται από την ικανοποίηση των άλογων ψυχικών ορμών και ορέξεων μπορεί να κάνει κάποιον στιγμιαία ευτυχισμένο ή εμπνευσμένο, δεν τον κάνει όμως μόνιμο κάτοικο της σοφίας.

Ο άνθρωπος λοιπόν πρέπει να μετεξελιχθεί από Διόνυσο-χορευτή σε Διόνυσο-πάσχοντα, δηλαδή σε αυτόν που ρίχνεται αποφασιστικά στην ατραπό μέχρι την μεταμόρφωσή του σε Θεό Απόλλωνα. Ο Απόλλωνος είναι η προσωποποίηση του Νου (όπως αναφέρεται στον Αναξαγόρα). Στις αρχαίες μυήσεις, Απολλώνιος ήταν ένας από τους υψηλότερους βαθμούς της πνευματικής ατραπού, βγαλμένος κατευθείαν από τα Δελφικά Μυστήρια και έδειχνε τον φιλόσοφο εκείνον για τον οποίο ο νους αποτελούσε το χαμηλότερο σκαλοπάτι στην επίγεια κλίμακα, όπως για εμάς τους συνηθισμένους ανθρώπους το χαμηλότερο επίπεδο είναι η περιοχή των γεννητικών οργάνων και με τις δυο έννοιες: σαν τεκνοποίηση και σαν ερωτικό παιχνίδι.

Η πολύφημος οδός.

Στο χρυσό έλασμα του Ιππωνίου γίνεται λόγος για το μονοπάτι που ακολουθούν οι μύστες: συχνόν ίιοδόν ίιιεράν. Ο δρόμος αυτός δεν είναι ο δρόμος που ακολουθεί η ψυχή, της ενσάρκωσης και απόσυρσής της, αλλά εκείνος που πλησιάζει την ατομική αστρική σπίθα του ανθρώπου στο ΠΥΡ του σύμπαντος. Το συχνόν που προτάσσεται εδώ δεν σημαίνει πολυάριθμος ή πολυσύχναστος, αλλά συνεχής, άφθονος, μέγας και συστηματικός. Η οδός αυτή είναι λοιπόν σύντονος, απαιτεί δηλαδή εντατική προσπάθεια και επαγρύπνηση, όπως η χορδή ενός τεντωμένου τόξου. Κατά συνέπεια βρίσκεται μακριά από καταστάσεις πνευματικού ληθάργου, από καταστάσεις του νιρβάνα ή από αισθήματα παρόμοια με το “ωκεάνειο συναίσθημα” των χριστιανών δογματιστών.

Οπωσδήποτε πιο αρμόδιος να μας μιλήσει γι’ αυτήν είναι ένας που την έχει βαδίσει. Και αυτός δεν είναι άλλος από τον Παρμενίδη (540-470 π.κ.ε.) που ήταν μαθητής του Ξενοφάνη (και αυτός, όπως μεταδίδει ο Διογένης Λαέρτιος, μαθητής του Αναξίμανδρου). Ζώντας στην Ελέα της Ιταλίας, ήρθε σε επαφή με την σχολή των Πυθαγορείων, πράγμα που του επέτρεψε να ολοκληρώσει τον φιλοσοφικό του στοχασμό. Ο Διογένης Λαέρτιος λέει ακόμη ότι -κατά τον Σπεύσιππο- ο Παρμενίδης έκανε και νόμους για τους πολίτες της Ελέας (Βίοι φιλοσόφων IX, 21-23). Επίσης, από τον Πλάτωνα γνωρίζουμε ότι ήρθε στην Αθήνα, «εξηνταπεντάρης και γκριζομάλλης, αλλά με αρχοντικό παρουσιαστικό που αντανακλούσε την φυσική και ηθική του ρώμη», συνοδευόμενος από τον Ζήνωνα και ότι συνάντησε τον 20χρονο τότε Σωκράτη (Παρμενίδης 127a).

Για να καταλάβουμε την επίδραση που άσκησε πάνω στον Παρμενίδη το δόγμα των Πυθαγορείων, πρέπει να πούμε ότι η Σχολή των Ιώνων στοχαστών (Θαλής, Αναξίμανδρος, Ηράκλειτος κ.ά.) ήταν περισσότερο τεχνοκρατική, όπως θα λέγαμε σήμερα, δίνοντας έμφαση σε επιστήμες όπως η βιολογία, η γενετική, τα μαθηματικά, η φυσική, η αστρονομία και η κοσμολογία. Οι Πυθαγόρειοι αντίθετα καλλιέργησαν μιαν ατραπό περισσότερο συνθετική, που σημαίνει ότι χρησιμοποιούσαν τις επιστήμες όχι σαν αυτοσκοπό αλλά σαν μέσο και ορισμένες φορές σαν κάλυμμα.

Οι διαφορές βέβαια δεν ήταν μεγάλες, αφού η βάση και ο σκοπός ήταν κοινά. Αλλά ενώ στην ιωνική σχολή η αλήθεια ή¬ταν διασκορπισμένη σε επιμέρους τομείς -και έπρεπε κά¬ποιος να κοπιάσει αρκετά για να συγκεντρώσει τα στοιχεία ώστε να του αποκαλυφθεί η συνολική εικόνα- στην ιταλική σχολή ήταν συγκαλυμμένη και αποκαλυπτόταν σταδιακά σε όποιον μπορούσε να πλησιάσει τον εσωτερικό πυρήνα της, μέσω διαδοχικών μυήσεων.

Μπορούμε επομένως να υποθέσουμε ότι ο Παρμενίδης ήταν γνώστης και των δυο μεθόδων προσέγγισης της αλήθειας. Οπωσδήποτε όμως πρέπει να δεχτούμε ότι τη διδασκαλία περί του Ενός την πήρε από τους Πυθαγορείους. Ας δούμε τώρα τι λέει ο ίδιος σχετικά με την θεία φανερωτική οδό -που κάνει την ψυχή πύρινη ή ξηρή και οδηγεί τον άνθρωπο στην αλήθεια και στην πραγματική ζωή, σε αντίθεση με τα επίγεια μονοπάτια που οδηγούν στην υγρή ψυχή και στο θάνατο- στους πρώτους στίχους του ποιήματος του που διασώζει ο Σέξτος Εμπειρικός (Προς μαθηματικούς VII, 111):

“…ίπποι ται με φέρουσιν, όσον τ’ επί θυμός ικάνοι, πέμπον, επεί μ’ ες οδόν βήσαν πολύφημον άγουσαι δαίμονας, η κατά πάντα σαφή φέρει ειδότα φώτα.”
(Τα άτια που με οδηγούν, όσο μακριά ποθεί η ψυχή μου, μ’ εξακόντισαν (στην ουράνια πατρίδα μου), αφού με έβαλαν πρώτα στην περίφημη οδό του θεού, που κάνει τα πάντα ολοφάνερα, γεμίζοντας με φως τον γνώστη.)

Δεν θα σταθούμε εδώ στις φιλολογικές δυσχέρειες που παρουσιάζει αυτό το εξαιρετικά δυσπρόσιτο και ερμητικού χαρακτήρα κείμενο που είναι αντιπροσωπευτικό της προσωκρατικής σκέψης, όσο στην νοηματική αποσαφήνιση ορισμένων όρων. Οι ίπποι δεν είναι τίποτε άλλο από τον Πήγασο, το μεταμορφωμένο σε έλλογο στοχασμό άλογο μέρος της ψυχής· η μετοχή πέμπον έχει την έννοια του εκσφενδονίζω, αλλά και του αποστέλλω κάποιον οίκαδε, στο σπίτι του- η οδός της αλήθειας είναι πολύφημος (περίφημη), αλλά απέχει πολύ από το να είναι φημισμένη· οι πολλοί άνθρωποι την αγνοούν, γιατί, όπως αναφέρει ένας πιο κάτω στίχος του ποιήματος, είναι έξω από την πατησιά τους (απ’ ανθρώπων εκτός πάτου εστίν)· είναι οδός άγουσα προς τη φανέρωση του Λόγου- γι’ αυτό είναι οδός θεϊκή, οδός δαίμονας·

Ο Πλάτωνας (Κρατύλος 398 b-c), εξηγεί ότι ο όρος δαίμων (δαιμόνιος) δείχνει τον δαήμονα, δηλαδή τον ειδήμονα, τον ειδικό, κατά συνέπεια τον σοφό ή γνώστη. (Βλέπουμε ότι και στο ποίημα του Παρμενίδη ο όρος αυτός συνδέεται με το ειδότας που προέρχεται από το ρήμα οίδα = γνωρίζω). Ο Πλούταρχος καθιστά ακόμη πιο σαφές το φιλοσοφικό νόημα του όρου, λέγοντας ότι «δαίμονες ονομάζονταν κατά το παρελθόν οι άνθρωποι εκείνοι που ήταν ισχυρότεροι στο φρόνημα και την αρετή από τους άλλους ανθρώπους, δεν είχαν όμως αμιγή και ατόφια φύση όπως οι Θεοί», υπονοώντας με αυτό τον τρόπο την ενδιάμεση εκείνη βαθμίδα της εξέλιξης από το ανθρώπινο στο θεϊκό που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν ημιθεϊκή κατάσταση (Περί Ίσιδος και Οσίριδος 25). Η κατάσταση αυτή αντιστοιχεί σε αυτήν του πάσχοντος Διονύσου.

Ο Ορφέας, που υπήρξε ιδρυτής του ορφικού βίου, εικονίζεται να παίζει λύρα και να τραγουδά καθισμένος σε βράχο. Ο ορφικός βίος σχημάτιζε έναν δρόμο στο τέλος του οποίου ο μαθητής έβγαινε μεταμορφωμένος σε μύστη. Σύμφωνα με τον Ερατοσθένη, ο Ορφέας δεν τιμούσε τον Θεό Διόνυσο αλλά τον Θεό Απόλλωνα. Για τον λόγο αυτό κατακρεουργήθηκε από τις Μαινάδες. Οι Μούσες περισυνέλεξαν τα κομμάτια του σώματός του και τα έθαψαν στο Δίον, την ιερή πόλη των Μακεδόνων.

Οι θησαυροί του Άδη.

Ο πασχών λοιπόν Διόνυσος συμβολίζει εκείνον ο οποίος, πριν ριχτεί στην ατραπό και μεταμορφωθεί σε Απόλλωνα, κατοικεί στον Άδη. Αυτός ο Κάτω Κόσμος δεν είναι η “άλλη όχθη” στην οποία περνάμε όταν πεθαίνουμε, αλλά αυτός εδώ ο κόσμος στην γη. Λόγω όμως του ότι η συνείδησή μας είναι συνεχώς κατειλημμένη από την διαρκή ροή των πραγμάτων, δεν αντιλαμβανόμαστε αυτή την απλή αλήθεια.

Ο Πλάτωνας στον Κρατύλο (403a-e), αναζητώντας την προέλευση του ονόματος του Άδη, λέει ότι προέρχεται από το αιδές (αόρατο) και προσθέτει ότι έχει ένα συνακόλουθο νόημα, που αποκαλύπτει μια ιδιαίτερη πτυχή της ιδιότητάς του. Γιατί κανείς απ’ όσους πάνε στον Άδη δεν γυρίζει πίσω. Ο Σωκράτης λοιπόν ρωτάει τον συνομιλητή του, Ερμογένη, τι είναι αυτό που κάνει ένα ον να μένει συνεχώς προσκολλημένο στο ίδιο μέρος, η ανάγκη ή η επιθυμία;

Γιατί πολλοί θα έφευγαν με χαρά από τον Άδη, αν δεν τους κρατούσε εκεί με ισχυρά δεσμά. Και ποια δεσμά είναι ισχυρότερα από την επιθυμία; Στην συνέχεια, ο Σωκράτης ρωτάει αν υπάρχει μεγαλύτερη επιθυμία από το να πιστεύει κάποιος ότι, συναναστρεφόμενος έναν άλλον, θα γίνει καλύτερος. Όχι, απαντάει ο Ερμογένης. «Γι’ αυτό κι εμείς θα πούμε», συνεχίζει ο Σωκράτης, «ότι κανένας δεν θέλει να φύγει από εκεί και να έρθει προς τα εδώ, ούτε οι ίδιες οι Σειρήνες, και ότι κι αυτές όπως και τόσοι άλλοι μαγεύτηκαν από εκείνον. Τόσο ωραία λόγια, καθώς φαίνεται, γνωρίζει να λέει ο Άδης, και είναι, για το λόγο αυτό, τέλειος σοφιστής και μέγας ευεργέτης όσων κάθονται κοντά του, γιατί και στους εδώ χαρίζει πολλά αγαθά. Τόσο πολλά είναι τα πλούτη του εκεί, ώστε πήρε το όνομα Πλούτων».

Σε ολόκληρη την ελληνική γραμματεία δεν υπάρχει μεγαλύτερος χιουμορίστας από τον Πλάτωνα. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε σωστά τα λεγόμενό του, θα πρέπει να παρακάμψουμε την περιπαικτική διάθεσή του και να αναρωτηθούμε πού τοποθετεί το βασίλειο του Άδη: εδώ στην γη ή σε κάποιο μεταθανάτιο επίπεδο; Βέβαια, οποιαδήποτε υπόθεση είναι παρακινδυνευμένη. Ωστόσο, κοινός τόπος όλων των φιλοσόφων ήταν η ταύτιση του γήινου κόσμου μας με αυτόν του Άδη.

Για τον Εμπεδοκλή, οι άνθρωποι είναι δαίμονες που γκρεμίζονται στο λιβάδι της Άτης- για τον Θαλή και τον Χρύσιππο είτε είμαστε ζωντανοί, είτε πεθαμένοι είναι το ίδιο πράγμα· για τον Πλάτωνα, ο κόσμος μας είναι μια υπόγεια κακοφωτισμένη υγρή σπηλιά στην οποία οι άνθρωποι, φυλακισμένοι από τους δεσμώτες/θαυματοποιούς σέρνουν τις αλυσίδες τους· για τον Απολλώνιο Τυανέα «οι άνθρωποι εν δεσμωτηρίω εσμέν τον χρόνον Γούτον, ος δη ωνόμασται βίος» (Φιλόστρατος 306-307). Ο κοινός άνθρωπος μαγεμένος από τα δώρα της ζωής δεν σκέφτεται παρά πώς θα τα απολαύσει. Καθήκον του φιλοσόφου είναι να φύγει από την πνιγηρή αυτή φυλακή και όχι να κατασκηνώσει μόνιμα. Την πρόθεση αυτή την αποκαλούσαν “φιλοσοφικό θάνατο”.

Πόσο διαφορετική ήταν η φιλοσοφία εκείνων των ημερών από την δυτικοευρωπαϊκή των περασμένων αιώνων ή αυτήν της εποχής μας. Οι αρχαίοι φιλόσοφοι δεν επεδίωκαν μόνο να εξηγήσουν ή να τακτοποιήσουν τα του δεσμωτηρίου- αντίθετα, μετά από πολύχρονες προσπάθειες, επεδίωκαν να δραπετεύσουν από τον υπόγειο κόσμο και να ανέλθουν στην επιφάνεια, εκεί όπου το φυσικό φως του Ήλιου (ΠΥΡ) θερμαίνει τα πάντα.

Αλλά, όπως λέει κι ο Πλάτωνας στο 7ο βιβλίο της Πολιτείας, όταν κάποιος από αυτούς τους δραπέτες γύριζε πίσω για να διηγηθεί στους έγκλειστους τα περί του νέου κόσμου και του καθαρού φωτός που ανακάλυψε στην επιφάνεια, αυτοί τον έπαιρναν για τρελό και έφευγαν από κοντά του μήπως και τους μολύνει με καινά δαιμόνια, λέγοντας πως τα όσα διηγείται είναι μυθεύματα και φαντασιοκοπίες… κι ακόμη χειρότερα, τον δολοφονούσαν!!