Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ - •Ἐπίνικος III - Ἱέρωνι Συρακοσίῳ ἵπποις [Ὀλύ]μπια (3.15-3.28)

15 βρύει μὲν ἱερὰ βουθύτοις ἑορταῖς, [στρ. β]
βρύουσι φιλοξενίας ἀγυιαί·
λάμπει δ᾽ ὑπὸ μαρμαρυγαῖς ὁ χρυσώς,
ὑψιδαιδάλτων τριπώδων σταθέντων

πάροιθε ναοῦ, τώθι μέγι[στ]ον ἄλσος [αντ. β]
20 Φοίβου παρὰ Κασταλίας [ῥ]εέθροις
Δελφοὶ διέπουσι. θεὸν θ[εώ]ν τις
ἀγλαϊζέθὠ γὰρ ἄριστος [ὄ]λβων·

ἐπεί ποτε καὶ δαμασίππου [επωδ. β]
Λυδίας ἀρχαγέταν,
25 εὖτε τὰν πεπ[ρωμέναν
Ζηνὸς τελέ[σσαντος κρί]σιν
Σάρδιες Περσᾶ[ν ἁλίσκοντο στρ]ατῷ,
Κροῖσον ὁ χρυσά[ορος

***
Ναοί γεμάτοι, στις γιορτές και τις θυσίες· γεμάτεςξένους παντού οι φιλόξενες οι δημοσιές· αστράφτειλαμποκοπά το μάλαματων τριποδιών, που στήθηκαν, ψηλά και πλουμισμένα,μπρος στο ναό, στην περιοχή του τρισμεγάλου τού άλσους,20ιερού του Φοίβου· αυτό οι Δελφοί το κυβερνούνε, δίπλαστης Κασταλίας τα ρέματα. Το θεό, το θεό οι ανθρώποινα σέβονται και να τιμούν· αυτό είναι ο πρώτος πλούτος.Όταν κάποτε της Μοίραςτη βουλή εκτελούσε ο Δίαςκαι στου περσικού στρατούέπεσαν τα χέρια οι Σάρδεις,το ρηγάρχη αυτής της χώρας,της Λυδίας, που ξακουσμένα δάμαζε άτια,

Ο Αριστοτέλης, η παιδεία και τα πολιτεύματα


Ότι η παιδεία είναι θέμα πολιτικό κι ότι – κατά συνέπεια – πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στα καθήκοντα του νομοθέτη τίθεται από τον Αριστοτέλη με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο: «Αναμφισβήτητα καθήκον του νομοθέτη είναι να ασχοληθεί σχολαστικά με την παιδεία των νέων. Γιατί αυτό, αν δε γίνεται στις πόλεις, φθείρει τα πολιτεύματα». (1337a 11 – 14).

Η παραδοχή ότι τα πολιτεύματα φθείρονται αν δεν υπάρχει η κατάλληλη με τις αρχές τους παιδεία είναι η επισφράγιση ότι κάθε πολίτευμα χρειάζεται να διαμορφώσει τον πολίτη σύμφωνα τις ανάγκες του. Αν δεχτούμε ότι ο πολίτης στη δημοκρατία πρέπει να έχει δικαίωμα λόγου και ψήφου, δηλαδή κριτική σκέψη και διάθεση για έλεγχο της εξουσίας απαιτώντας συμμετοχή και διαφάνεια, ώστε να πάρει τις σωστές αποφάσεις, ο πολίτης της ολιγαρχίας πρέπει να γνωρίζει να είναι υποτακτικός, να μην αμφισβητεί τις βουλές της εξουσίας και να αποδέχεται, ως κάτι φυσικό, τον αποκλεισμό του από τις διαδικασίες των πολιτειακών αποφάσεων.

Οι εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές του πολίτη καθρεφτίζουν τις διαφορές των πολιτευμάτων που οφείλουν απ’ την αρχή να προστατέψουν τη λειτουργία τους. Ένας πολίτης ολιγαρχικού τύπου είναι όχι μόνο άχρηστος αλλά και βλαπτικός σε μια υγιή δημοκρατία. Όσο για το δημοκρατικό πολίτη, κρίνεται μάλλον επικίνδυνος σε μια ολιγαρχία: «Πράγματι επιβάλλεται οι νέοι να εκπαιδεύονται σύμφωνα με το πολίτευμα, διότι η νοοτροπία που καλλιεργεί κάθε πολίτευμα αποτελεί συνήθως παράγοντα και διατήρησής του αλλά και αρχικής εγκαθίδρυσής του, όπως για παράδειγμα η δημοκρατική νοοτροπία εγκαθιστά το δημοκρατικό πολίτευμα και η ολιγαρχική την ολιγαρχία». (1337a 14 – 17).

Η παιδεία είναι το θεμέλιο του πολιτεύματος, αφού δημιουργεί και αναπαράγει τέτοιους πολίτες, ώστε να στηριχθούν οι αντίστοιχες πολιτειακές εκδοχές. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πετυχημένο σύστημα εκπαίδευσης είναι εκείνο που καταφέρνει να διαμορφώνει τους νέους σύμφωνα με τις αρχές που θα κληθούν να υπηρετήσουν ως ενήλικοι και που βέβαια θα ταυτιστούν με την αρετή: «Επιπλέον όπως σε όλες τις ικανότητες και τις δεξιότητες υπάρχουν τρόποι να προπαιδεύεται και να ασκείται κανείς εκ των προτέρων στις αντίστοιχες εργασίες, γίνεται φανερό συνεπώς ότι ανάλογα πρέπει να ισχύουν και για τις πράξεις της αρετής». (1337a 18 – 21).

Αυτός είναι και ο λόγος που η παιδεία πρέπει να είναι κοινή για όλους: «… η παιδεία επιβάλλεται να είναι μία και η ίδια για όλους και να φροντίζει γι’ αυτή το δημόσιο και όχι οι ιδιώτες, όπως συμβαίνει σήμερα να φροντίζει τη μόρφωση των παιδιών του ο καθένας ιδιωτικά, διδάσκοντας μαθήματα της δικής του προτίμησης». (1337a 22 – 26).

Ο Αριστοτέλης δείχνει για μια ακόμη φορά τη δυσαρέσκειά του για την αθηναϊκή πραγματικότητα, αφού σε τελική ανάλυση κάθε γονιός μάθαινε στο παιδί του αυτά που ο ίδιος έκρινε αξιόλογα απευθυνόμενος σε ιδιωτικούς δασκάλους. Η κοινή εκπαίδευση περιοριζότανε στις μικρές ηλικίες και είχε ως βασικό κορμό την ανάγνωση, τη γραφή, τη μουσική, τη γυμναστική και τη ζωγραφική: «Τέσσερα περίπου μαθήματα αποτελούν συνήθως το πρόγραμμα σπουδών: οι στοιχειώδεις γνώσεις, η γυμναστική, η μουσική και τέταρτο η ιχνογραφία/ζωγραφική που διδάσκουν μερικοί. Οι στοιχειώδεις γνώσεις» (εννοείται ανάγνωση – γραφή – πρακτική αριθμητική) «διδάσκονται, επειδή είναι χρήσιμες και εξυπηρετούν πολλές ανάγκες της ζωής, και η γυμναστική, επειδή οδηγεί σε ανδρεία». (1337b 23 – 27).

Από κει και πέρα, αν το παιδί μάθαινε μαθηματικά, αστρονομία, φιλοσοφία ή οτιδήποτε, επαφιόταν αποκλειστικά στο γονιό (πατέρα) ανάλογα με τις προτιμήσεις του. Υπό αυτές τις συνθήκες, κάθε έννοια κοινής και δημόσιας εκπαίδευσης ακυρώνεται.

Όμως, και πέρα απ’ αυτό, για τον Αριστοτέλη είναι λάθος να θεωρεί κάποιος τον εαυτό του υπεράνω της δημόσιας εκπαίδευσης, αφού εντάσσεται μέσα στο όλο (την πόλη) και οφείλει να λάβει τις ανάλογες αρχές. Η υπεροχή του όλου (πόλη) έναντι του μέρους (πολίτης) δεν είναι μόνο ένα θεωρητικό ενδεχόμενο, αλλά μια πραγματικότητα που πρέπει να λαμβάνεται πολύ σοβαρά.

Κι εδώ δε γίνεται λόγος για την καταπιεστική εκδοχή της υποταγής απέναντι σε αρχές που θέτουν άλλοι, αλλά για την απαραίτητη συμμετοχή στις αξίες της πολιτείας, που οπωσδήποτε οφείλει κάποιος να γνωρίζει: «Συγχρόνως όμως είναι λάθος κάποιος πολίτης να νομίζει ότι του ανήκει η παιδεία. Αντίθετα όλοι ανήκουν στην πόλη, γιατί ο καθένας είναι μόριο της πόλης, και η φροντίδα που από τη φύση δείχνει κάθε μόριο, αποβλέπει στην φροντίδα του συνόλου». (1337a 27 – 30).

Αυτός είναι και ο λόγος που επαινεί το εκπαιδευτικό σύστημα της Σπάρτης: «Σε αυτό συγκεκριμένα θα άξιζε έπαινος στους Λακεδαιμονίους, γιατί και ενδιαφέρονται πάρα πολύ για την αγωγή των παιδιών τους και την έχουν θεσπίσει να είναι δημόσια». (1337a 31 – 32).

Φυσικά, ο έπαινος δεν αφορά τη σπαρτιατική στρατοκρατική αντίληψη της παιδείας, αλλά την επίγνωση του συσχετισμού ανάμεσα στην παιδεία και το πολίτευμα και την τελική επιλογή του εκπαιδευτικού συστήματος, που είναι δημόσιο και κοινό για όλους και που υπηρετεί το σπαρτιατικό ιδεώδες. Θα λέγαμε ότι ο έπαινος αυτός είναι μια έμμεση προτροπή προς την Αθήνα να πράξει ανάλογα. Να οριοθετήσει δηλαδή επακριβώς τι είδους πολίτες θέλει να διαμορφώσει, με ποιο τρόπο μπορεί αυτό να επιτευχθεί και να το εφαρμόσει σ’ ένα σύστημα παιδείας δημόσιου χαρακτήρα.

Για τον Αριστοτέλη, δεν υπήρχε στην Αθήνα καμία συνεννόηση για το τι είναι η αρετή, ώστε να ανατραφούν αναλόγως οι νέοι, αλλά ο καθένας θεωρούσε την ηθική διαμόρφωση των παιδιών καθαρά προσωπική του υπόθεση: «Με αφετηρία την παρεχόμενη σήμερα παιδεία, η έρευνά μας θα βρεθεί σε μεγάλη σύγχυση και καθόλου δε θα διευκρινιστεί ποια αγαθά έχει χρέος να καλλιεργεί η παιδεία, τα χρήσιμα για τη ζωή, ή όσα οδηγούν στην αρετή ή στις επιπλέον γνώσεις (γιατί όλες αυτές οι απόψεις έχουν τους υποστηρικτές τους). Δεν υπάρχει επίσης καμία συμφωνία για τα μορφωτικά αγαθά που οδηγούν στην αρετή (γιατί καταρχήν οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται διαφορετικά την αρετή που τιμούν, και συνεπώς δικαιολογημένα διαφέρουν και στις προτάσεις τους για την άσκησή της)». (1337a 39 – 1337b 3).

Οι εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές του πολίτη καθρεφτίζουν τις διαφορές των πολιτευμάτων που οφείλουν απ’ την αρχή να προστατέψουν τη λειτουργία τους.

Το ζήτημα, όμως, της εκπαιδευτικής εκδοχής σε σχέση με το πολίτευμα περιπλέκεται, αν συνδυαστεί με τον ταξικό παράγοντα, που επίσης είναι καθοριστικός. Γιατί ο Αριστοτέλης έχει ήδη ξεκαθαρίσει ότι η ολιγαρχία είναι το πολίτευμα που ευνοεί τους πλούσιους, ενώ η δημοκρατία τους φτωχούς.

Από αυτή την άποψη, ένα σύστημα παιδείας που εξυπηρετεί κι αναπαράγει τις ταξικές ανισότητες ταιριάζει περισσότερο στην ολιγαρχία, ενώ εκείνο που προάγει την ισότητα των εκπαιδευτικών ευκαιριών είναι πιο κοντά στη δημοκρατία. Αναλογιζόμενοι την ολιγαρχική Σπάρτη θα λέγαμε ότι το σύστημα της εκπαίδευσης, αν και συγκεντρωτικό – στρατοκρατικό, από την άποψη της ισότητας έχει μάλλον δημοκρατικά χαρακτηριστικά, αφού όλοι λάμβαναν (και το θεωρούσαν ιδιαίτερα τιμητικό) την ίδια εκπαίδευση χωρίς να λαμβάνεται υπόψη καθόλου η οικονομική κατάστασή τους.

Φυσικά, ένα σύστημα παιδείας για να χαρακτηριστεί δημοκρατικό οφείλει να εκπληρώνει κι άλλες προϋποθέσεις όπως η ελευθερία της έκφρασης, η κριτική σκέψη, η δυνατότητα αμφισβήτησης, η έλλειψη αυταρχικότητας κλπ. Ωστόσο, από την άποψη του εκπαιδευτικού αποκλεισμού των χαμηλών οικονομικά στρωμάτων – καθαρό ολιγαρχικό ιδίωμα – η Σπάρτη φαίνεται να υιοθετεί μάλλον αρχές που ταιριάζουν σε δημοκρατία επιβεβαιώνοντας αυτό που ο Αριστοτέλης έχει τονίσει επανειλημμένα, ότι δηλαδή είναι αδύνατο να βρεθεί πολίτευμα με απολύτως αμιγή ολιγαρχικά ή δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Όλα τα πολιτεύματα έχουν μια γενική εικόνα δημοκρατική ή ολιγαρχική και αν τα ψάξει κανείς σε βάθος θα ανακαλύψει στοιχεία ολιγαρχικά μέσα σε δημοκρατίες και το ανάποδο.

Τελικά, ο χαρακτηρισμός ολιγαρχικό ή δημοκρατικό πολίτευμα λειτουργεί περισσότερο ως εκφραστική σύμβαση προκειμένου να γίνει κατανοητό προς τα πού τείνει ένα πολίτευμα κι όχι ως απόλυτος πολιτειακός προσδιορισμός. Θα λέγαμε ότι, αν ήθελε κανείς να φτάσει με απόλυτη ακρίβεια στην ουσία των όρων, θα έπρεπε να αποδώσει σε κάθε πολίτευμα που βλέπει και μια διαφορετική ονομασία. Γιατί, εν τέλει, κανένα πολίτευμα δεν μπορεί να είναι εντελώς ίδιο με ένα άλλο. Αν ένας πολιτειακός θεσμός λειτουργεί διαφορετικά, μετατρέπει ολόκληρο το πολίτευμα, αφού αναπόφευκτα θα επηρεάσει την τάση του προς την ολιγαρχία ή τη δημοκρατία.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι η παιδεία είναι αλληλένδετη με το πολίτευμα. Στο βιβλίο των Louis Cohen, Lawrence Manion και Keith Morrison «Μεθοδολογία εκπαιδευτικής έρευνας» αναφέρεται: «… η εκπαίδευση, η εκπαιδευτική έρευνα, η πολιτική και η λήψη αποφάσεων αλληλοσυνδέονται αλλά και εμπεριέχουν η μια την άλλη, μια άποψη την οποία το “πρίσμα” της κριτικής θεωρίας, για παράδειγμα, ξεκάθαρα υιοθετεί στις συζητήσεις αναφορικά με τις αποφάσεις που λαμβάνονται για τη διαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων». (σελ. 3).

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά η παιδεία λειτουργεί κι ως θεσμός που υπηρετεί τη συνοχή ενός κράτους (ο Αριστοτέλης θα έλεγε μιας πόλης) τονώνοντας το εθνικό ιδεώδες και ταυτίζοντας την αρετή με το όφελος της πατρίδας. Η Έφη Αβδελά στο βιβλίο «Τι είν’ η πατρίδα μας;» ξεκαθαρίζει: «Στα σύγχρονα κράτη, το σχολείο αποτελεί έναν από τους βασικούς μηχανισμούς πολιτισμικής ομοιογενοποίησης και τα μαθήματα της ιστορίας, της γλώσσας και της γεωγραφίας αποσκοπούν να προσδώσουν κοινή ταυτότητα στα άτομα». Για να συμπληρώσει: «Ο σχολικός μηχανισμός, κεντρικά σχεδιασμένος, αποκτά […] μια ενοποιητική λειτουργία, η οποία στοχεύει ταυτόχρονα στη μετάδοση γνώσεων και στην καλλιέργεια εθνικής ταυτότητας». (σελ. 30).

Η άποψη που θέλει τα σχολικά ή πανεπιστημιακά μαθήματα αποσυνδεμένα από την πολιτική πραγματικότητα κρίνεται όχι εσφαλμένη, αλλά σκοπίμως παραπλανητική προκειμένου να συγκαλυφθούν οι επιδιώξεις του κατεστημένου. Ο Ira Shor στο βιβλίο «Απελευθερωτική παιδαγωγική» είναι αποκαλυπτικός: «Αυτός ο μύθος της διερεύνησης που είναι απαλλαγμένη από αξίες είναι αρκετά κοινότοπος στη δική μου κουλτούρα, όμως συνυπάρχει και με την αποδοχή της φατριαστικής αντίληψης για τη φύση της γνώσης. Οι πολιτικές δυνάμεις στις ΗΠΑ χρησιμοποιούν την επιστημονική έρευνα για να στηρίξουν τις διεκδικήσεις ή τις πολιτικές τους. Ωστόσο, στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, μαθήματα σαν αυτά της φυσικής και των μαθηματικών, της μηχανικής, της τεχνολογίας, της διοίκησης επιχειρήσεων, καθώς και μαθήματα που εντάσσονται στις κοινωνικές επιστήμες, γενικά παρουσιάζουν τη γνώση ως κάτι απαλλαγμένο από οποιαδήποτε αξία, ιδεολογία ή πολιτικό προσανατολισμό. Αν είναι απαλλαγμένα από αξίες, τότε αυτά τα γνωστικά αντικείμενα παρουσιάζονται από την οπτική γωνία του κατεστημένου. Οι εκπαιδευόμενοι καταρτίζονται ώστε να γίνουν εργάτες και επαγγελματίες που δεν ασχολούνται με την πολιτική, την οποία αφήνουν στα χέρια των επίσημων φορέων χάραξης πολιτικής που βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας». (σελ. 40).

Ο Shor περιγράφει με ακρίβεια το νόημα της τεχνοκρατικής εκπαίδευσης, που θέλει απλώς να αναπαράγει τη γνώση ως επαγγελματικό εργαλείο προωθώντας επιστήμονες ανταγωνιστικούς, με άριστη κατάρτιση, που είναι πρόθυμοι – θεωρώντας το απολύτως λογικό – να μην ασχολούνται με τίποτε άλλο πέρα από τη δουλειά τους. Η μετατροπή των επιστημών σε μονοδιάστατες ασχολίες, ξεκομμένες από το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι μετουσιώνουν τον επιστήμονα από κοινωνικό οραματιστή – ανθρωπιστή σε καλοπληρωμένο μισθωτό, που εκτελεί ένα τεχνικό επάγγελμα.

Οι επιστήμες έχουν νόημα μόνο όταν υπηρετούν το σύνολο των ανθρώπων και η συνείδηση αυτού είναι πρωτίστως πολιτικό θέμα. Η κατασκευή του απολιτικού επιστήμονα – ρομπότ είναι η αποσύνδεση των επιστημών από το ανθρωπιστικό τους μεγαλείο. Και η παιδεία αυτού του είδους κατά τον Αριστοτέλη είναι παιδεία που αρμόζει σε δούλους: «Γι’ αυτό αποκαλούμε βάναυσα και τα τεχνικά επαγγέλματα τα οποία ταλαιπωρούν το σώμα, και τις μισθωτές εργασίες, γιατί αυτές απασχολούν το πνεύμα και το εξευτελίζουν. Εξάλλου η ενασχόληση ως ένα βαθμό με κάποιες ελευθέριες επιστήμες δεν είναι κάτι ανελεύθερο, η αφοσίωση όμως σε αυτές για την τέλεια εκμάθησή τους οδηγεί στις προαναφερόμενες επιπτώσεις. Όμως είναι πολύ διαφορετικό και το “για ποιο σκοπό” πράττει κάποιος ή μαθαίνει. Γιατί αν πράττει ή μαθαίνει κάτι για χάρη του εαυτού του ή των φίλων ή της αρετής, αυτό δεν είναι γνώρισμα ανελευθερίας. Αντίθετα αν το ίδιο πράττει για άλλους, τότε δίνει ίσως πιο συχνά την εντύπωση ότι πράττει κάτι ανελεύθερο ή δουλικό». (1337b 11 – 21).

Ο Shor θα γίνει ακόμα σαφέστερος καταδεικνύοντας τον τρόπο που το εκπαιδευτικό πρόγραμμα σκοπεύει στη δημιουργία του σύγχρονου επιστήμονα – δούλου: «Αυτά τα, με εσφαλμένο τρόπο, θεωρούμενα ουδέτερα αναλυτικά προγράμματα καταρτίζουν τους εκπαιδευόμενους έτσι, ώστε να βλέπουν τον κόσμο από τη σκοπιά της κυρίαρχης συναινετικής ιδεολογίας, να εκτελούν εντολές άκριτα και μηχανιστικά, με τρόπο που να δίνεται η εντύπωση ότι η κοινωνία στην οποία ζουν είναι παγιωμένη, αμετάβλητη και αψεγάδιαστη. Τα μαθήματα των προγραμμάτων αυτών δίνουν έμφαση στο τεχνικό μέρος της εκπαίδευσης και όχι στην κριτική προσέγγιση της πραγματικότητας». (σελ. 40).

Οι επιστήμες έχουν νόημα μόνο όταν υπηρετούν το σύνολο των ανθρώπων και η συνείδηση αυτού είναι πρωτίστως πολιτικό θέμα.

Το σίγουρο είναι ότι, αφού το σύστημα της εκπαίδευσης εξυπηρετεί τις πολιτειακές και εθνικές ανάγκες μιας χώρας, το ζήτημα λειτουργεί κι αντίστροφα. Αν δηλαδή το πολίτευμα είναι καθοριστικός παράγοντας για το είδος της παιδείας που πρέπει να αναμένει κανείς, αντιστοίχως η δομή, η οργάνωση και ο τρόπος λειτουργίας ενός εκπαιδευτικού συστήματος αποτελεί ξεκάθαρο μήνυμα για το είδος του πολιτεύματος που κρύβεται από πίσω.

Μια αληθινά δημοκρατική παιδεία οφείλει να προτάσσει τα κοινά στο εκπαιδευτικό της πρόγραμμα με τρόπο αδιαπραγμάτευτο. Η παιδεία που παραγκωνίζει τα κοινά ζητήματα αποσιωπώντας τους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς μηχανισμούς ως κάτι έξω από τα εξειδικευμένα επιστημονικά της όρια, είναι η παιδεία που αναπαράγει το μοντέλο ότι η πολιτική σκέψη δεν αφορά τις επιστήμες, αντίληψη που αντιτίθεται στο αριστοτελικό πρόταγμα του ελεύθερου ανθρώπου. Η ποιότητα των δημοκρατιών που προάγουν αυτού του είδους τις παιδαγωγικές αντιλήψεις κρίνεται χαμηλή.

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης στο βιβλίο «Είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας» δε θα μπορούσε να γίνει διαφωτιστικότερος: «Το σχολείο θα έπρεπε να είναι ιδιαιτέρως στραμμένο στα κοινά. Στο σχολείο θα έπρεπε να αναλύεται σε βάθος κάθε τι που αφορά τους οικονομικούς, τους κοινωνικούς και τους πολιτικούς μηχανισμούς. Θα έπρεπε να υπάρχουν μαθήματα πραγματικής ανατομίας της σύγχρονης κοινωνίας. Αλλά τι λέω τώρα… Εδώ τα σχολεία είναι ανίκανα να διδάξουν ακόμη και Ιστορία. Τα παιδιά βαριούνται το μάθημα της Ιστορίας, ένα μάθημα που θα έπρεπε να είναι συναρπαστικό». (σελ. 89 – 90).

Ο Ε. Α. Ράουτερ στο βιβλίο «Η κατασκευή υπηκόων» φέρνει ένα ενδιαφέρον παράδειγμα από τη Γερμανία: «Ο “Σύλλογος για τη Σχολική Αποταμίευση” μοιράζει τακτικά στους δασκάλους, μέσω της Γενικής Επιθεώρησης Σχολικής Εκπαίδευσης, ένα “ενημερωτικό έντυπο με επίκαιρα θέματα από το χώρο της οικονομίας”. Με βάση αυτό το έντυπο οι δάσκαλοι καλούνται να μεταδώσουν στους μαθητές μερικές γνώσεις για τη λειτουργία της οικονομίας. Οι δάσκαλοι δεν είναι προετοιμασμένοι να διδάξουν οικονομία. Η Γενική Επιθεώρηση Σχολικής Εκπαίδευσης το ξέρει αυτό και επισυνάπτει στο έντυπο ένα φυλλάδιο με οδηγίες. Σ’ αυτό το φυλλάδιο ο δάσκαλος πληροφορείται πώς πρέπει να διδάξει στους μαθητές τα διάφορα οικονομικά ζητήματα. Η προνοητικότητα μάλιστα της Γενικής Επιθεώρησης Σχολικής Εκπαίδευσης φτάνει στο σημείο να δείχνει στο δάσκαλο με παραδείγματα τι πρέπει να γράψει στον πίνακα. Ο δάσκαλος, που και ο ίδιος δεν καταλαβαίνει τίποτα από οικονομία, δεν έχει άλλη λύση παρά να επαναλαμβάνει ό,τι του λένε οι τράπεζες, δηλαδή οι ισχυρότερες απ’ όλες τις οικονομικές επιχειρήσεις». (σελ. 80).

Το τελικό συμπέρασμα φαίνεται να το εκφράζει ο Theodor Adorno στο βιβλίο «Θεωρία της Ημιμόρφωσης»: «Αναντίρρητα, στην ιδέα της μόρφωσης εμπεριέχεται κατ’ ανάγκη το αίτημα μιας κατάστασης της ανθρωπότητας χωρίς διαβαθμίσεις και εκμετάλλευση, και μόλις αυτή αφεθεί σε εκπτώσεις και εμπλακεί στην πρακτική των μερικών σκοπών, που αμείβονται ως κοινωνικά ωφέλιμη εργασία, ανοσιουργεί κατά του εαυτού της». (σελ. 35).

Υπό αυτές τις συνθήκες, το δημοκρατικό εκπαιδευτικό πρόταγμα της ισότητας και του ανθρωπισμού είναι μάλλον ανέφικτο. Όσο για το ολιγαρχικό στοιχείο της ταξικής ανισότητας που αναπαράγεται στην εκπαίδευση, στο βιβλίο «Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης», που κυκλοφόρησε το 1985, η Άννα Φραγκουδάκη παραθέτει: «Ο γιος ενός ανώτερου στελέχους έχει 80 φορές περισσότερες πιθανότητες να μπει στο πανεπιστήμιο από το γιο ενός αγρεργάτη, σαράντα φορές περισσότερες από το γιο ενός εργάτη και δύο φορές περισσότερες πιθανότητες από το γιο ενός μεσαίου στελέχους. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ψηλότεροι εκπαιδευτικοί θεσμοί έχουν και την αριστοκρατικότερη σύνθεση. Έτσι το ποσοστό των γιών των ανώτερων στελεχών και ελεύθερων επαγγελματιών φτάνει σε ποσοστά 57% στην Πολυτεχνική Σχολή και από 54% ως 44% στις άλλες λεγόμενες Μεγάλες Σχολές». (σελ. 359).

Αριστοτέλης, Πολιτικά

Εγώ ή εμείς;

Ο κόσμος μας βρίσκεται διαχωρισμένος αλλά δεν το βλέπεις εύκολα. Παντού αυτός ο διαχωρισμός είναι εμφανής, αν κοιτάξεις με «διαφορετικά μάτια»: σε χώρες, σε κοινωνίες, σε περιοχές, ακόμα και μέσα σε οικογένειες, στο ίδιο σου το σπίτι, στον ίδιο σου τον εαυτό. Οι αριθμοί δεν αλλάζουν την πραγματικότητα.

Υπάρχει το εγώ και υπάρχει το εμείς. Στη μια περίπτωση το «δικό μου» και το «υπάρχω μόνο ή πρώτα εγώ και μετά όλοι οι άλλοι» είναι κυρίαρχο και καθορίζει το γίγνεσθαι και την ποιότητα της ζωής. Στην άλλη περίπτωση «εγώ δεν έχω σημασία αλλά υπάρχω για τους άλλους (την οικογένεια/τη χώρα/το έθνος/τα ιδανικά που μου δόθηκαν κλπ», καθορίζει το πλαίσιο της ύπαρξης. Η συνεχόμενη πάλη ανάμεσα στα δυο, ενισχύει τον εσωτερικό διάλογο, την αυτό-αμφισβήτηση αλλά και δημιουργεί παράλληλα άπειρους άλλους διαχωρισμούς.

Η προσπάθεια να ισορροπήσεις ανάμεσα στα δυο, να διακρίνεις κάθε φορά το «σωστό» και να αισθάνεσαι ταυτόχρονα ασφαλής, χρήσιμος και αυτάρκης, αποδεικνύεται ένας συνεχιζόμενος αγώνας, που απλά ενισχύει τον δυαδισμό. Ο νους και ο τρόπος σκέψης που μάθαμε να εμπιστευόμαστε, καθώς και το ποιοι εκπαιδευτήκαμε να είμαστε, δεν έχει τρόπο διαφυγής από τη γραμμική, δυαδική σκέψη. Πέρα από τις θεωρίες, διαπιστώνεις, στην καθημερινότητά σου, ότι πιο συχνά, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με ένα ή περισσότερα δίλληματα κάθε φορά, για το ποιος θα υπερισχύσει, ποια «αρχή» σου θα εμφανιστεί, ως πράξη ή αντίδραση.

Πολλοί μιλάνε για την καρδιά, θεωρώντας «ανώτερο» ν’ ακολουθείς «την καρδιά σου», ενώ παράλληλα, τα δικά τους κρυφά πάθη, τα κρυφά θέλω τους, αγωνιούν να εκφραστούν και να υλοποιηθούν. Οι παρερμηνείες αυτής της διπολικής υπόστασης είναι όσες και οι προσωπικές σου σχέσεις, τα προσωπικά σου προβλήματα, οι αντιφατικές έννοιες μέσα σου, τα λόγια που ασυνείδητα χρησιμοποιείς, αδυνατώντας να συνθέσεις αυτά που φαίνονται αντίθετα.

Ρωτάς, είτε άλλους είτε τον εαυτό σου, «τι πρέπει να κάνω;» ή «τι θα έπρεπε να είχα κάνει;» ψάχνοντας κανόνες που δύσκολα εφαρμόζονται στην διαφορετικότητα της κάθε στιγμής. Εκπαιδευτήκαμε να θέλουμε χάρτες, αναλυτική καθοδήγηση, στο «πώς» της ζωής μας. Σκέφτεσαι ανάμεσα στο «σωστό» και το «λάθος» ποιο θα έχει τις λιγότερες συνέπειες, τον μικρότερο πόνο, τη λιγότερη έλλειψη. Και σίγουρα δεν αντιλαμβάνεσαι τις επαναλήψεις. Δεν αντιλαμβάνεσαι την υποσυνείδητη κριτική που σου φανερώνει, ως προσωπικό βίωμα, όλα όσα κατηγόρησες, ως δικά σου.

Το είδωλο, των κρυμμένων σου κομματιών βρίσκεται παντού. Αλλά η μυωπική, συγκεκριμένη όρασή σου είναι ανίκανη να σου φανερώσει, αυτό που εκπαιδεύτηκες να μη βλέπεις. Σ’ αυτούς που έχουν την ικανότητα να βλέπουν, όλα μοιάζουν με σκηνή θεάτρου, όπου οι περισσότεροι ηθοποιοί δεν αντιλαμβάνονται καν ότι είναι ηθοποιοί, ότι έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τοςυ να παίξουν το συγκεκριμένο ρόλο, ότι υπάρχουν πολλά θέατρα, σε πολλά επίπεδα, που δεν εμφανίζονται καν στην περιοριστική, «κοντινή» όραση.

Δεν μπορείς, μέσω του ίδιου νου, που εστιάζεται αποκλειστικά σε αυτή τη μια γραμμική πραγματικότητα, να αντιληφθείς ότι ο χρόνος έχει διαφορετική έννοια από αυτήν που του έχεις δώσει και ότι η ψυχή καταχωρεί εντελώς διαφορετικά απ' ό,τι εσύ. Η ταυτόχρονη διείσδυση στη στιγμή και η παράλληλη απομακρυσμένη διευρυμένη ύπαρξη, ως ένα, μοιάζουν παιχνίδια λέξεων, των οποίων σου διαφεύγει το βίωμα της αλήθειας τους. 

Προτού αντιληφθείς όμως όλα αυτά, σε βιωματικό, προσωπικό, καθημερινό επίπεδο, δεν έχει κανένα νόημα η ζωή. Ο σκοπός είναι πάντα εγωιστικός, άσχετα από την πλευρά της πολικότητας που έχεις επιλέξει να «παίζεις» και τίποτα διαφορετικό δεν μπορεί να εμφανιστεί, από αυτό που ασυνείδητα έλκεις στην πραγματικότητά σου, κατηγορώντας άλλες (πραγματικότητες και επιλογές).

Η πορεία του «ανοίγματος» της εσωτερικής ή διευρυμένης όρασης είναι αναγκαστικά υποκειμενική. Χρειάζεται πειθαρχία, αφοσίωση και ταπεινότητα… έννοιες, ήδη ερμηνευμένες από τον νου που εμπιστεύεσαι, νομίζοντας πως κατανοείς. Είναι απόφαση συνειδητή και πορεία αμετάκλητη.

Περί ουσίας

Συχνά λέμε «εμπιστεύομαι ή δεν εμπιστεύομαι τον εαυτό μου», θεωρώντας ότι κατανοούμε τι λέμε. Και φυσικά, δεν γράφουμε ούτε εννοούμε τον Εαυτό με κεφαλαίο Ε. Αυτό που αναγνωρίζουν άλλωστε οι περισσότεροι είναι την ταυτότητα, την προσωπικότητά τους, ως εαυτό, μη γνωρίζοντας βιωματικά παρά μόνο ένα ελάχιστο, επιφανειακό τμήμα του Είναι τους. Στην «καλύτερη» περίπτωση, ο Εαυτός θεωρείται ένα ξεχωριστό, «ανώτερο» και άγνωστο κομμάτι, που προσπαθούν να φτάσουν.

Δεν ξέρουμε αλήθεια, τι ακριβώς σημαίνει «εμπιστεύομαι τον Εαυτό μου».

Τόσα πολλά συντελούν και «συνωμοτούν» ώστε να εμπιστευόμαστε τον Εαυτό μας, που είναι αστείο, ακόμα και να υποθέτουμε ότι γνωρίζουμε τι σημαίνει «εμπιστεύομαι» ή τι είναι αυτό που ονομάζουμε «Εαυτός».

Όμως, αυτή η «εμπιστοσύνη» συχνά θα σε φέρει αντιμέτωπο με το εγώ σου. Θα σε οδηγεί, χωρίς να σε σπρώχνει ή να σε αναγκάζει, αντίθετα από εκεί που θέλεις και είσαι πεπεισμένος ότι πρέπει να πας.

Σαν μια αόρατη, αλλά ακλόνητη και ήρεμη δύναμη μέσα σου, να σου δείχνει ξεκάθαρα, αυτό που τα συναισθήματά σου αρνούνται ν’ αποδεχτούν και η λογική αδυνατεί να εντοπίσει. Και εσύ πρέπει να διαλέξεις. Έχεις μόνο μερικά δευτερόλεπτα (ίσως, σε γραμμικό χρόνο) να αποφασίσεις προς τα πού θα πας, τι θα κάνεις.

Δεν τίθεται θέμα λάθους ούτε πρόβλεψης. Η ένδειξη μα και η απόφαση υπάρχουν και παίρνονται πάντα στο παρόν: στο ακριβές εκείνο δευτερόλεπτο που εμφανίζεται η αντίθετη τάση και η ανάγκη μιας απόφασης.

Μόνο εκ των υστέρων διαπιστώνεις είτε ότι καλώς έπραξες που «εμπιστεύτηκες τον Εαυτό σου» ή ότι σε κάποιο κλάσμα του δευτερολέπτου «ήξερες» μα αντιστάθηκες και ακολούθησες το γνώριμο μονοπάτι, που έμοιαζε φυσιολογικό, μα ήταν τελικά περιοριστικό.

Πολλές ιδέες εμποδίζουν αυτήν την ισορροπημένη εσωτερική αρμονία και η συνηθισμένη αναζήτηση απαντήσεων και γνώσης δεν οδηγεί παρά μόνο ακόμα πιο μακριά από τη σοφία που εδρεύει μόνο εντός, στην εμπιστοσύνη στον Εαυτό μας.

Αυτή, έχω την αίσθηση, είναι η περιουσία μας...

Επαγγελματικός προσανατολισμός

Ένα από τα βασικά θέματα που απασχολεί τα νέα παιδιά είναι ο «επαγγελματικός προσανατολισμός». Ο όρος από μόνος του, κατευθύνει και περιορίζει. Αναγκαστικά! Αυτός είναι και ο λόγος που αρχικά δημιουργήθηκε: για να κατευθύνει και να περιορίζει.

Η όλη μέθοδος που ακολουθείται προς τον επαγγελματικό προσανατολισμό, εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα ενός συστήματος που έχει δημιουργηθεί για να διατηρείται ως έχει, αγνοώντας τον Άνθρωπο, τη μοναδικότητα, την εξέλιξη (κι ας φαίνεται ότι υπηρετεί το αντίθετο).

Έτοιμες κατευθύνσεις, επαγγέλματα και τρόποι απόκτησης τίτλων προσφέρονται προς «επιλογή», ενώ στην ουσία η επιλογή είναι κατευθυνόμενη και συγκεκριμένη, από πολύ νωρίς, με πολλούς τρόπους. Ίσως ξεκινά από τα τρυφερά εκείνα χρόνια, που ακούμε για πρώτη φορά την ερώτηση, «τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» και χαριτολογώντας, κατευθυνόμαστε είτε με την επιβεβαίωση είτε με την δυσαρέσκεια των μεγάλων. Αρχίζουμε πάντως να σκεφτόμαστε «μελλοντικά».

Όλο το κοινωικο-οικονομικο-εκπαιδευτικό σύστημα βασίζεται στις ίδιες αρχές, τις ίδιες προϋποθέσεις, τα ίδια δεδομένα, τα οποία αποδεχόμαστε, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. Φυσικά, ακολουθούμε. Ελάχιστα, απ' όλα αυτά, αμφισβητούμε, γιατί ζούμε με την ιδέα της «ελεύθερης επιλογής». Έτσι, ένα παιδί, ακριβώς όπως εμείς πριν από αυτό, καταλήγει και βρίσκεται μπροστά σε συγκεκριμένα δεδομένα, έχοντας να επιλέξει. Τι; Και πώς;

Σύμφωνα με τα θέματα στα οποία «είναι καλός» και έχει πάρει καλούς βαθμούς; Σύμφωνα με την οικονομική δυνατότητα των γονιών του; Σύμφωνα με την ανάγκη αποδοχής και αναγνώρισής του, σε τομείς που μπορεί να αναδειχθεί η αξία του; Σύμφωνα με τις τρέχουσες ανάγκες της αγοράς; Σύμφωνα με το παιδικό του όνειρο, με τα πρότυπά του, με τις ιδέες του ή αυτές των γονιών του; Σύμφωνα με τις επιλογές των φίλων του, με τα χρόνια σπουδών, με τις εξετάσεις και τα μόρια, τις προηγούμενες επιλογές του; Με τι;

Αν και όλ’ αυτά φαίνονται να είναι λογικά και χρειάζεται να ληφθούν υπόψη, ώστε να τολμήσει ένα παιδί την «τελική» του επιλογή, τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας και ολόκληρου του συστήματος κατεύθυνσης, παραμένουν ολοφάνερα λυπητερά:

Πολλά ταλέντα πάνε χαμένα.

Έχουμε το φαινόμενο των «αιώνιων φοιτητών».

Βλέπουμε συχνά αλλαγή σπουδών ή κατεύθυνσης.

Υπάρχουν πολλοί δυσαρεστημένοι ή/και δυστυχισμένοι επαγγελματίες.

Κρυφά πάθη και ανεκπλήρωτα όνειρα στοιχειώνουν τους περισσότερους.

Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων δεν έπρεπε καν να βρίσκεται εκεί που είναι γιατί δεν «δίνουν την ψυχή τους» σε αυτό που επέλεξαν να κάνουν.

Κι όμως, συνεχίζει το σύστημα να κατευθύνει τα νέα παιδιά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, προς τις ίδιες (ελάχιστα διαφοροποιημένες) κατευθύνσεις. Και για άλλη μια φορά, τίποτα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει, αν δεν τολμήσει να αλλάξει ο καθένας μας, ως προς αυτό το ζήτημα. Χρειάζεται πολλά να αμφισβητηθούν…

Η διαδικασία που χρειάζεται ν ακολουθήσουμε είναι ακριβώς αντίστροφη: χρειάζεται ν’ αφαιρέσουμε αντί να προσθέσουμε, ν’ αποκαλυφθούμε αντί να κρυβόμαστε, να απαλλαγούμε αντί να συλλέγουμε, και να στρέψουμε το βλέμμα βαθιά μέσα μας αντί να ψάχνουμε όλο και πιο έξω, όλο και πιο μακριά. Η διαδικασία μοιάζει περισσότερο μ’ επιστροφή παρά με αλλαγή ή επίτευξη. Η επιλογή του «επαγγέλματος» μπορεί μόνο να ενισχύσει αυτό που είσαι και όχι να σε διαμορφώσει σε κάτι που δεν είσαι.

Και μόνο η ιδέα ότι θα επιλέξεις «επάγγελμα» για το «υπόλοιπο της ζωής σου» είναι ικανή να σε πετάξει σε ένα πεδίο τρόμου και αυτό-αμφισβήτησης. Έτσι, το «μόνο» που μένει, είναι ν’ αρχίσεις να ψάχνεις έξω από σένα, προσπαθώντας να «γίνεις», αυτό που πιστεύεις πως δεν είσαι. Μα, ο σκοπός ακριβώς, του υφιστάμενου τρόπου σκέψης είναι να ενισχύει αυτήν ακριβώς την ιδέα: Δεν είσαι. Πρέπει να γίνεις! Μόνο που δεν σου λέει ότι όσο προσπαθείς να γίνεις, τόσο λιγότερο θα είσαι.

Έτσι εσύ ονειρεύεσαι το πτυχίο, τον τίτλο, τη θέση, την οικονομική ασφάλεια, την άνεση, την ελευθερία, την αγάπη… και μόνο πολύ αργότερα, (ίσως) διαπιστώνεις ότι ήταν όλα παραισθήσεις, ήταν ψευδαισθήσεις πλούτου, που δεν σου έχουν προσφέρει, ούτε στο ελάχιστο, αυτό που ήθελες πραγματικά: να είσαι ο Εαυτός σου, να προσφέρεις από την καρδιά σου, να έχεις ηρεμία στην ψυχή σου, να βρίσκεσαι σε αρμονία με τη ζωή.

Βέβαια, τώρα είσαι νέος…

Αν και βλέπεις όλα όσα αναφέρω γύρω σου, πιστεύεις ότι ΕΣΥ θα τα κάνεις όλα διαφορετικά. Εσύ θα πετύχεις. Εσύ θα είσαι ευτυχισμένος. Εσύ θα είσαι διαφορετικός. Και δεν ξέρεις ότι έχεις με τον ίδιο τρόπο εκπαιδευτεί, με τον ίδιο νου, τον ίδιο τρόπο σκέψης που σε εμποδίζει να δεις, να συνδέσεις και να ξεφύγεις.

Γιατί, η πορεία που χρειάζεται να ακολουθήσεις είναι ακριβώς ανάποδη…

Για Όλα Φταίει ο Ψυχολόγος

Ο Peck έλεγε πως «Η τάση να αποφεύγουμε να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματά μας και τη συμφυή με αυτά συναισθηματική φόρτιση πόνου, είναι η πρωταρχική βάση όλων των ψυχικών παθήσεων».
 
Αυτό αποτελεί μια μεγάλη αλήθεια καθότι οι περισσότεροι άνθρωποι ψάχνουν να βρουν τις κατάλληλες κρυψώνες για τα προβλήματα τους.
Δοκιμάζουν να παγώσουν τα προβλήματα, να τα αγνοήσουν, να τα ξεγελάσουν, να τα βάλουν στο χρονοντούλαπο αλλά αυτά είναι κει.
Είναι μέσα τους και τους τρώνε μέρα νύκτα σαν ένα «τέρας» αδηφάγο που δεν χορταίνει με τίποτα.
Και σαν αυτό το τέρας φάει και χορτάσει κάμποσο, ψάχνουν κάποιον/α να κάνει το τέρας να σωπάσει ευθύς αμέσως.
Οι άνθρωποι νομίζουν πως ο/η ψυχολόγος είναι ένας/μια κύριος/α που έχει τηλεχειριστήρια για όλα τα προβλήματα.
Υπάρχουν φορές που επισκέπτονται τον/την ψυχολόγο άνθρωποι που ξεκαπνίζουν σαν φουγάρα, άλλοι που πάνε άνθρωποι-προσωπεία και άλλοι πολλοί που πάνε για να αλλάξουν τους προβληματικούς «άλλους».
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το τέρας είναι σε εγρήγορση και δεν αρκεί κανένας διακόπτης για να σωπάσει.
Η δουλειά με τον εαυτό είναι το καλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει κάποιος στον εαυτό του.
Για αυτήν την δουλειά ωστόσο χρειάζεται να ενυπάρχει η διάθεση για ψυχολογικές βουτιές που θα αγγίζουν ακόμη και το βυθό της ψυχής.
Λίγοι είναι οι άνθρωποι που έχουν την διάθεση να αλλάξουν συθέμελα το εγώ τους, να χορέψουν πλάι στον πόνο, να ξεγυμνώσουν τα βαθύτερα πάθη τους, να παλέψουν πλάι στην ανασφάλεια, να αντιμετωπίσουν το τέρας στα ίσα.
Αυτοί είναι που προχωράνε, αυτοί είναι που τους βλέπεις να «μεγαλώνουν», να ωριμάζουν, να παίρνουν την ζωή στα χέρια τους.
Αυτοί είναι που ευλογούνται με τα δώρα της ψυχοθεραπείας. Άλλοι άνθρωποι είναι στο σκοτάδι αλλά ψάχνουν να βρουν το φως, και η ψυχοθεραπεία τους δείχνει τις χαραμάδες για να ανοίξουν την πόρτα.
Υπάρχουν όμως κάποιοι που χρησιμοποιούν τον ειδικό για να βρουν άλλοθι, για να δικαιολογήσουν τον εαυτό τους, για να απαντήσουν στο τέρας, για να απαλύνουν τις τύψεις τους.
Όποιος συμφωνήσει με την κατασκευασμένη τους αλήθεια είναι σωστός όποιος διαφωνήσει είναι λάθος.
Πόσο χάδι θέλουν τα αυτιά αυτών των ανθρώπων για να πειστούν ότι η κατασκευασμένη τους αλήθεια είναι αληθινή;
Πολύ χάιδεμα. Ποιον βοηθά το χάιδεμα και πόσο;
Το χάιδεμα σε βοηθά συναισθηματικά για να συγχωρήσεις τον εαυτό σου και να τον αγαπήσεις.
Το χάιδεμα όμως δεν σε βοηθά στο να «λύσεις» το πρόβλημα προβάλλοντάς το στους άλλους με τη βούλα του ειδικού.
Πολλές φορές το επάγγελμα του/της ψυχολόγου είναι ανθυγιεινό και βαρύ καθότι οι άνθρωποι έχουν την τάση να του/της φορτώνουν τα δικά τους βάρη, στην προσπάθεια τους να ξελαφρώσουν.
Άλλοι δε για να φουσκώσουν τον ξεφούσκωτο ναρκισσισμό τους κρύβουν επιμελώς την αλήθεια τους και περιμένουν να την μαντέψει, ως νέος/α μάντης Κάλχας.
Άλλες φορές οι άνθρωποι λειτουργούν ως κλέφτες ενέργειας και αφού ρουφήξουν το μεδούλι του κου Ξερόλα, του πετάνε ένα αγκάθι στο τελευταίο πεντάλεπτο για να το χει να τρυπιέται ως την επόμενη φορά!
Είναι πικρή η αλήθεια της ψυχής, είναι δύσκολο να αποκαλύπτεσαι, να αποδομείσαι μπροστά σε έναν Ξερόλα-ειδικό.
«Πώς μπορεί να το παίζει Ξερόλας;» αναρωτιούνται κάποιοι. «Αυτός/η τα έχει λύσει όλα του τα προβλήματα; Αυτός/η τα ξέρει όλα και θα μου πει εμένα τι θα κάνω;».
Αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος που κάνουν οι Εγώ-άνθρωποι.
«Καλοί μου κύριοι και κυρίες ο/ ψυχολόγος είναι άνθρωπος και βεβαίως έχει και αυτός/η τα δικά του τα οποία λύνει ή πρέπει να λύνει.
Εσύ καλέ μου άνθρωπε πήγες για ψυχοθεραπεία για να παλέψεις με το Εγώ σου όχι για να διαγωνιστείς με το Εγώ του ψυχολόγου σου.
Άστον αυτόν/αυτήν δες εσένα, δες το καλό σου, δες τον εσώτερο εαυτό σου, τόλμησέ το. Εκεί είναι η ουσία.
Θες να νιώσεις εξυπνότερος από τον ψυχολόγο σου, νιώσε!
Μα τι θα καταλάβεις μ’αυτό;
Ποιος θα χάσει και τι θα κερδίσεις άνθρωπε μου;»
Ο Θεός μπορεί να σε συγχωρέσει για τις αμαρτίες σου, το νευρικό σου σύστημα όμως όχι.
Το Εγώ δεν είναι κυρίαρχο στο ίδιο του το σπίτι, όπως έλεγε ο Freud.
 
Για σκέψου όμως, για κάποιους ανθρώπους για όλα φταίει αυτός ο Ξερόλας ο ψυχολόγος, αυτός που φέρνει τα πάνω κάτω όταν καταπιάνεται με το «Εγώ» προσπαθώντας να κάνει τους ανθρώπους να το δουν σαν «εμένα».

Νεοελληνισμός, ο χειρότερος εχθρός του Ελληνισμού

Οτι συμβαίνει στην νεοελληνική κοινωνία σήμερα, δυστυχώς ή ευτυχώς… δεν έιναι μόνον ζήτημα της οικονομικής μας κρίσης. Τούτη εδώ η «ευκαιρία» είναι μόνον η αφορμή ώστε να αναζητήσει κάποιος τα πραγματικά αίτια μιάς γενικότερης εθνικοπολιτικόκοινωνικής κρίσης με κορυφή του παγόβουνου την οικονομιική μας παρακμή. Τονίζω πάντοτε και με κάθε αφορμή, το γεγονός πως το πραγματικά ουσιαστικό πρόβλημα της χώρας πέρα απο τις κενές λόγου και ουσίας διενέξεις των πολιτικών σχηματισμών και τις κινήσεις, τις ζυμώσεις και τις επανακαθορίσεις στον πολιτικό χάρτη, είναι η ανάπτυξη και η υπόθαλψη ενός κακού πλέγματος νοοτροπιών.

Νοοτροπιών οι οποίες βρίσκονται βαθιά ριζομένες εντός της νεοελληνικής κοινωνίας και έχουν ως απαρχή τους τα κοντά διακόσια χρόνια ζωής και ακόμη πιο πίσω στο παρελθόν, του σχετικώς νέου Ελληνικού κράτους, μιάς αποικίας χρέους εν τη γεννέσει του επί της ουσίας, η οποία πληρώνει την γεωπολιτική της θέση και θα συνεχίσει να την πληρώνει για πολλούς αιώνες ακόμη, εάν εν τω μεταξύ δεν συνθλιβεί απο κάποιο τεχνοκρατικό χωνευτήρι όπως αυτό της δήθεν Ευρωπαικής ένωσης, το οποίο δημιουργήθηκε επί της ουσίας ώστε να εγκλωβίσει και να καταπνίξει κάθε έννοια τοπικισμού, εθνικισμού και λοιπών ιδεολογικών αναφορών, μιάς και οι κύκλοι οι οποίοι την δημιούργησαν θεωρούν πως οι λαοί εξουσιάζονται καλύτερα αποδομώντας τους κατά το δοκούν και προσφέροντας τους τα «δώρα της ευρωπαικής προοπτικής».

Η ημιτελής μας εθνοκοινωνική επανάσταση, ενώ επέτυχε την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και με τις απαραίτητες συννενοήσεις των «προστάτιδων μεγάλων δυνάμεων», δεν κατάφερε να επιτύχει την αποτίναξη των νοοτροπιών της πάλαι ποτέ κραταιάς Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι οποίες ίδρυσαν ένα κράτος πελατειακό, ένα κράτος όμηρο στον παραλογισμό ντόπιων και ξένων συμφερόντων, ένα κράτος το οποίο ασφυκτιά και εξαρτάται μονίμως απο τις επιθυμίες των δανειστών του, γεγονότα τα οποία αν δεί κανείς συνδιαστικά και με τον «αναγκαστικό εναγκαλισμό» απο τους δυτικούς, καταλήγει αρκετά εύκολα σε πολλά συμπεράσματα με γεύση πικρή για το παρόν και το μέλλον αυτού του τόπου.

Τούτη η διαπίστωση βέβαια περί της «ημιτελούς εθνοκοινωνικής επαναστάσεως», δεν υποτιμά επουδενί τον αγώνα των προγόνων μας για ελευθερία και δικαιοσύνη. Εκείνοι έπραξαν το καθήκον τους ως πρέπει να πράξει η κάθε γενιά η οποία έχει συναίσθηση της ιστορικής της συνέχειας, υπό τις τότε γεωπολιτικές και κοινωνικές συνθήκες μη διστάζοντας να υπερασπίσει τις αξίες της εώς θανάτου με αυταπάρνηση για την οποία όλοι μας οφείλουμε να αισθανόμαστε και αισθανόμαστε υπερήφανοι.

Η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, η βασισμένη σε δάνεια επί δανείων (δεν είναι καθόλου τυχαίον πως το πρώτο δάνειο της ανεξαρτησίας μας το εδάνεισε ο «φιλέλλην» λόρδος Βύρων ώστε να μεταβεί η επιτροπή στο Λονδίνο προκειμένου να υπογράψει το πρώτο της δάνειο είς τα 1826), υπέγραψε τότε και ένα άτυπο «κοινωνικό συμβόλαιο» με τις ντόπιες κοινωνικές ομάδες, ένα συμβόλαιο υποσχεσιολογίας και ανταλλαγής συμφερόντων υποθηκεύοντας το μέλλον της χώρας για πολλές δεκαετίες.

Μία τέτοια παγιωμένη κατάσταση δυστυχώς ή ευτυχώς έβρισκε απο καιρού είς καιρόν η εκάστοτε κυβέρνηση, η οποία αντί να γκρεμίσει το προβληματικό αυτό οικοδόμημα, έχτιζε επί ενός σαπισμένου εδάφους, με αποτέλεσμα σήμερα να υποφέρει ολάκερη η Ελληνική κοινωνία επί των ερειπίων τα οποία συγκέντρωσαν ξεδιάντροπα οι προηγούμενοι.

Έτσι μέσα σε αυτόν τον φαύλο κύκλο των δεκαετιών που πέρασαν, η ασυδοκρατία, βαπτίζεται «δημοκρατία» και τα συμφέροντα του καθενός τυχάρπαστου, ως «λαικός αγώνας», ο λαικισμός ζεί και βασιλεύει και τα πάντα κυριεύει και το νοιάξιμο για το σύνολο πηγαίνει στο περιθώριο καθώς και όσοι νοιάστηκαν για μια καλή κοινή πορεία έχουν κακή τύχη διαχρονικά. Η αναφορά δε του πολιτικού κόσμου στους «κακούς ξένους»

βολεύει πέραν του δέοντως πολλούς σε αυτόν τον τόπο, ενός πολιτικού κόσμου σάπιου εώς μυελού οστέων που που δρά δυστυχώς ως προβολή του πολίτη στο μακροκοινωνικό επίππεδο, με μόνο ελαφρυντικό αυτού του λαού την συνεχή αβεβαιότητα λόγω της θέσεως της χώρας, μιά αβεβαιότητα η οποία τον πίεσε αφόρητα στο να φερθεί ώρες ώρες σκεπτόμενος μόνον το ατομικό και οικογενειακό ενίοτε συμφέρον και οχι το σύνολο.

Είμεθα ένας λαός ηρώων.

Και στους ήρωες δεν πρέπει ζωή προσκυνημένων, δεν του αξίζει η συνεχής ανάθεση των ευθυνών στους άλλους, δεν του πρέπει η απαξίωση, η ξενομανία αλλά και η ξενολατρεία. Να βαδίσουμε τον δρόμο της αρετής παρά τα αγκάθια, να αγαπήσουμε την φυλή μας, να εκθρέψουμε τα θετικά και να καταποντίσουμε τα αρνητικά και πάντα να θυμόμαστε πως ο χειρότερος εχθρός του Ελληνισμού ανά τους αιώνες, είναι ο νεοελληνισμός.

Πώς η έλλειψη σεξ επηρεάζει την ψυχολογία μας

Η αποχή από το σεξ είναι κάτι πολύ συνηθισμένο. Άλλοτε οφείλεται σε έλλειψη συντρόφου ή αδυναμία εύρεσης άλλοτε είναι συνειδητή επιλογή. Μια σειρά από έρευνες διερευνούν τις επιπτώσεις στον οργανισμό από την έλλειψη ερωτικής επαφής. Ελάτε να δούμε τι συμβαίνει...

Αύξηση του άγχους.

Ερευνητές από τη Σκωτία κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα επίπεδα του στρες είναι πολύ πιο υψηλά στον πληθυσμό που δεν κάνει σεξ από τους ανθρώπους που κάνουν έστω και λίγες φορές μέσα σε ένα μήνα.

Διάθεση

Άλλωστε το σεξ απελευθερώνει και τις ορμόνες της χαράς, την ενδορφίνη και την οξυτοκίνη που μας βελτιώνει τη διάθεση! Πολλοί επιστήμονες πιστεύουν πως η έλλειψη σεξ είναι ένας παράγοντας κακής διάθεσης.

Αυξάνονται οι ανασφάλειες

Ναι καλά ακούσατε. «Όποιος δεν κάνει σεξ στο γάμο του έχει μειωμένη παραγωγή ωκυτοκίνη, έχει ενοχές και μειώνεται η αυτοεκτίμηση του», υποστηρίζει ο ψυχολόγος Δρ Λες Παρότ και συγγραφέας του βιβλίου «Σώζοντας τον γάμο σας πριν αρχίσει».

Η έλλειψη σεξ σε κάνει πιο ευάλωτο στα κρυολογήματα. Αυτό υποστηρίζουν μελετητές από πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια αφού διαπίστωσαν πως όσοι κάνουν σεξ μία με δύο φορές την εβδομάδα εκκρίνουν 30% περισσότερο ανοσοσφαιρίνη Α (αντίσωμα κατά των ιών) που θωρακίζει το ανοσοποιητικό σύστημα.

Μαθήματα από εξειδικευμένο Σεξοθεραπευτή (sex coach) είναι το πρώτο βήμα για την τέλεια απόλαυση!

Οι άνθρωποι με χαμηλή αυτοεκτίμηση ζητάνε συνέχεια συγνώμη


Σταματήστε να ζητάτε συγγνώμη
 
Οι άνθρωποι που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση συνήθως απολογούνται πολύ. Σαφώς και υπάρχουν φορές που χρειάζεται και είναι σκόπιμο να απολογηθείτε (όταν έχετε άδικο, εάν κάνατε κάτι για το οποίο μετανιώσατε ή να πείτε ότι λυπάστε εάν εκφράζετε τα συλλυπητήριά σας).. Ωστόσο, αν το κάνετε συνεχώς για όχι πολύ ευδιάκριτους λόγους, η αξιοπιστία αλλά και η αυτοπεποίθησή σας θα μειωθούν. Η επιθυμία σας να απολογείστε πηγάζει από αυτόματες αρνητικές σκέψεις σας, όπως: «Είμαι γελοίος», «Το χάλασα όλο» ή «Πρέπει να ζητήσω συγγνώμη». Ενδέχεται μάλιστα να καταλήξετε να ζητάτε συγγνώμη που είστε αυτοί που είστε, να προβάλλετε δηλαδή τον εαυτό σας ως κατώτερο από αυτόν που έχετε απέναντι σας και αυτό θα εκφραστεί ως απολογητική συμπεριφορά επειδή μάλλον θα φαίνεστε αμήχανοι.
 
Η Άννα και η συγγνώμη
Η Άννα απολογούνταν και μείωνε τον εαυτό της συνεχώς. Είχε μια θαυμάσια δουλειά και μια σταθερή σχέση, αλλά δεν μπορούσε να διώξει το αίσθημα που είχε ότι κάπου έκανε λάθος. Νόμιζε πάντα ότι γινόταν ρεζίλι ή ότι έλεγε τα λάθος πράγματα.
 
Κάποιος της είχε πει κάποτε ότι μπορούσε να διαλύσει μια συζήτηση και δεν το είχε ξεχάσει ποτέ. Φοβόταν μήπως διακόψει κάποιον και γενικά μήπως γίνεται ενοχλητική. Αρνητικές σκέψεις όπως «Είσαι πολύ εκνευριστική», «Πάντα χαλάς τα ανέκδοτα» και «Όλοι νομίζουν ότι είσαι ενοχλητική» στριφογυρνούσαν ανεξέλεγκτα στο μυαλό της. Παρόλο που δεν ήθελε να νομίζουν οι άλλοι ότι απολογούνταν συνεχώς προκειμένου να αποσπά κάποια επιβεβαίωση, τελικά έκανε αυτό ακριβώς. Στο τέλος δεν συμμετείχε στις συζητήσεις, γινόταν ένα με την ταπετσαρία και δεν εξέφραζε ποτέ τη γνώμη της.
 
Μια φίλη της της σύστησε την επόμενη φορά που θα ήθελε να πει ότι λυπάται για κάτι, πριν ανοίξει το στόμα της, να συγκροτηθεί για λίγο και να σκεφτεί εάν χρειάζεται πραγματικά να το κάνει. Μήπως είχε κάνει κάτι άσχημο; Μήπως έδινε συλλυπητήρια; Εάν δεν συνέ-βαινε τίποτε από τα δύο, τότε να μην το έκανε!
 
Η Άννα ακολούθησε τη συμβουλή της και την επόμενη φορά που ήταν έτοιμη να απολογηθεί, όταν κάποιος της είπε ότι δεν θα μπορούσε να πάει στο σπίτι της για φαγητό, σταμάτησε τον εαυτό της. Δικό της λάθος ήταν που εκείνος δεν θα μπορούσε να έρθει; Όχι. Κι έτσι απάντησε: «Α, καλά, δεν πειράζει. Κρίμα, μια άλλη φορά» και αισθάνθηκε ένα βάρος ενοχών και ευθύνης να φεύγει από την πλάτη της.
 
Πότε να απολογείστε και πότε όχι
♦ Να απολογείστε αν έχετε κάνει κάτι άσχημο, αν έχετε πληγώσει κάποιον ή θέλετε να επανορθώσετε.
 Να λέτε ότι λυπάστε αν εκφράζετε τα συλλυπητήριά σας.
♦ Να μην απολογείστε όταν έχετε δίκιο. Όταν έχετε δίκιο, είναι τελεσίδικο και δεν χρειάζεται να το απαλύνετε λέγοντας ντροπαλά «λυπάμαι». Μπο-ρείτε να δείξετε ότι σκέφτεστε τους άλλους και χωρίς να απολογείστε.
♦ Να μην απολογείστε για τη γνώμη σας. «Συγγνώμη, αλλά εγώ σκεφτόμουν ότι...» Και γιατί θα πρέπει να ζπτήσετε συγγνώμη που σκεφτόσασταν; Κανένας άλλος δεν ζητάει συγγνώμη για τπ γνώμπ του, γιατί λοιπόν πρέπει εσείς να το κάνετε; Λέγοντας συγγνώμπ, απλώς υπονομεύετε τη δική σας άποψη.
♦ Να μην απολογείστε επειδή ζητάτε βοήθεια. Όταν ζητάτε βοήθεια από κάποιον δεν του το επιβάλλετε. Όταν απολογείστε συνεχώς κάνετε αυτό που ζητάτε να φαίνεται πολύ μεγαλύτερο βάρος απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Αντίθετα, θα πρέπει να το κάνετε να φαίνεται θετικό, δπλαδή «Μήπως θα μπορούσες να με βοηθήσεις με το τάδε, γιατί εσύ το κάνεις πολύ καλά;».

Τι είναι η λειτουργική προπόνηση;

Η λειτουργική προπόνηση έχει τις ρίζες της στην αποκατάσταση τραυματισμών. Φυσιοθεραπευτές χρησιμοποιούσαν συχνά αυτή την προσέγγιση για να βοηθήσουν ασθενείς με κινητικές διαταραχές. Η θεραπεία συμπεριλάμβανε ασκήσεις οι οποίες μιμούνταν τις καθημερινές κινήσεις των ασθενών στο σπίτι ή στη δουλειά βοηθώντας τους έτσι να επιστρέψουν σιγά σιγά στην καθημερινή τους ζωή εκτελώντας τις καθημερινές τους δραστηριότητες.

Ως άνθρωποι, εκτελούμε ένα ευρύ φάσμα κινητικών δραστηριοτήτων, όπως το περπάτημα, το τρέξιμο, τα σπριντ, οι έλξεις, οι κάμψεις, οι στροφές, η εκκίνηση, το σταμάτημα, η αναρρίχηση, κτλ. Όλες αυτές οι δραστηριότητες αφορούν ομαλές και ρυθμικές κινήσεις στα τρία πλάνα της κίνησης, προσθοπίσθιο, μετωπιαίο και εγκάρσιο, τα οποία προσφέρει η λειτουργική προπόνηση μέσα από μια ποικιλία ασκήσεων.

Τα τελευταία χρόνια η λειτουργική προπόνηση είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής. Πολλοί προπονητές την χρησιμοποιούν για να αυξήσουν την απόδοση των αθλητών τους στο άθλημα με το οποίο ασχολούνται. Το κλειδί για να προπονηθείς λειτουργικά είναι να εκτελείς πολυαρθρικές ασκήσεις που προσομοιάζουν τις κινήσεις του αθλήματος-αγωνίσματος που ασχολείσαι. Με αυτόν τον τρόπο εκπαιδεύονται οι μύες πάνω στην συγκεκριμένη κίνηση και επέρχονται προσαρμογές οι οποίες είναι ικανές να βελτιώσουν την απόδοση της κίνησης.

Στη λειτουργική προπόνηση είναι σημαντικό να δουλέψει η συγκεκριμένη κίνηση όσο σημαντικό είναι να δουλέψουν οι μύες που συνδέονται με την κίνηση. Ο εγκέφαλος, ο οποίος ελέγχει τη μυϊκή κίνηση, σκέφτεται με τους όρους των συνολικών κινήσεων και όχι μεμονωμένων μυών. Οι ασκήσεις που απομονώνουν τις αρθρώσεις και τους μύες εξασκούν τους μύες και όχι τις κινήσεις, γεγονός που οδηγεί σε λιγότερη λειτουργική βελτίωση. Για παράδειγμα, τα ημικαθίσματα (squats) θα προσφέρουν μεγαλύτερη βελτίωση στην ικανότητα ενός ατόμου να σηκωθεί από ένα καναπέ από ότι οι εκτάσεις ποδιών.

Προπονήσου λοιπόν λειτουργικά και βελτίωσε την ποιότητα της ζωής σου και την απόδοση σου στο άθλημα με το οποίο ασχολείσαι.

 

Λειτουργία του κβαντικού επεξεργαστή

Ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη τεχνολογία που χρησιμοποιούν τα διάφορα μοντέλα κβαντικού επεξεργαστή, όλα στηρίζονται σε δύο βασικές αρχές που διέπουν τους νόμους των μικροσκοπικών σωματιδίων της ύλης και περιγράφονται από την Κβαντική Φυσική: Την αρχή της «υπέρθεσης» (superposition) και την αρχή της «διεμπλοκής» (entanglement).
 
Η πρώτη μας λέει ότι ένα σωματίδιο του μικρόκοσμου, που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση, τη μεταφορά και την επεξεργασία πληροφορίας (φωτόνιο, αν χρησιμοποιείται το φως και ηλεκτρόνιο, αν χρησιμοποιείται ηλεκτρισμός) μπορεί να βρίσκεται σε περισσότερες από μία καταστάσεις ταυτόχρονα – κάτι σαν τη στοιχειωμένη γάτα στο περίφημο νοητικό πείραμα του Σρέντιγκερ, η οποία μπορεί να είναι ζωντανή και νεκρή ταυτόχρονα μέχρι να ανοίξει το κουτί ο παρατηρητής.
Αυτή η αλλόκοτη συμπεριφορά του μικρόκοσμου, η τόσο αντίθετη με τις εμπειρίες της καθημερινής μας ζωής, έχει τεράστιες επιπτώσεις στην επεξεργασία της πληροφορίας. Στα συμβατικά ψηφιακά τρανζίστορ, κάθε μονάδα πληροφορίας (bit) μπορεί να πάρει αυστηρά μία από δύο προκαθορισμένες τιμές, 0 ή 1, ανάλογα αν περνάει ή δεν περνάει ρεύμα από ένα συγκεκριμένο κύκλωμα. Αντίθετα, στον κβαντικό επεξεργαστή, κάθε κβαντική μονάδα πληροφορίας (qubit) μπορεί να πάρει πολλές τιμές ταυτόχρονα, επομένως ο υπολογιστής είναι σε θέση να αποθηκεύει και να επεξεργάζεται πολύ μεγαλύτερες ποσότητες πληροφορίας.
 
Το πλεονέκτημα αυτό των κβαντικών επεξεργαστών ενισχύεται από τη δεύτερη αρχή, της διεμπλοκής, η οποία σε χονδρές γραμμές μας λέει ότι η κατάσταση ενός qubit επηρεάζει ακαριαία την κατάσταση ενός άλλου, απομακρυσμένου qubit. Το γεγονός αυτό επιτρέπει την αστραπιαία επεξεργασία ασύλληπτου όγκου πληροφοριών. Η τεχνική που χρησιμοποίησαν οι επιστήμονες του Μπρίστολ αντιπροσωπεύει θεαματική βελτίωση, καθώς για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ως βασική μονάδα μετάδοσης της πληροφορίας όχι ένα φωτόνιο, αλλά ζεύγος φωτονίων, γεγονός που αυξάνει κατά πολύ τις υπολογιστικές δυνατότητες. Το επόμενο, μάλλον ευκολότερο από τεχνική άποψη, βήμα θα είναι να κατασκευαστεί κβαντικός επεξεργαστής που θα βασίζεται σε συστήματα πολλών φωτονίων.
 
Ωστόσο, τα τεχνικά προβλήματα που μένει να αντιμετωπισθούν δεν είναι λίγα. Πέραν της ανάγκης να σχεδιαστούν, εκτός από τους κβαντικούς επεξεργαστές και τις αντίστοιχες μνήμες, κατάλληλες μονάδες εισόδου-εξόδου των δεδομένων, το βασικό πρόβλημα έγκειται στην πολύ μεγάλη ευαισθησία των κβαντικών υπολογιστών στο εξωτερικό περιβάλλον, καθώς η παραμικρή διαταραχή θερμοκρασίας, πίεσης κ. λπ. μπορεί να προκαλέσει κατάρρευση της υπολογιστικής διαδικασίας.
 
reality_alice_bob Φως στη «στοιχειωμένη αλληλεπίδραση» του 1935
 
Ο Αϊνστάιν την χαρακτήρισε «στοιχειωμένη αλληλεπίδραση» και η αλήθεια είναι ότι στο μυστηριώδες Σύμπαν του μικρόκοσμου, η λεγόμενη «κβαντική διεμπλοκή» αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο των μυστηρίων. Η ιστορία της άρχισε το 1935, όταν ο Αϊνστάιν, ο οποίος εκείνη την εποχή εργαζόταν στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον, στις ΗΠΑ, πρότεινε ένα νοητικό πείραμα, το λεγόμενο EPR (από τα αρχικά του διάσημου Γερμανού θεωρητικού και των συνεργατών του, Ποντόλσκι και Ρόουζεν) για να στηρίξει την άποψή του, κατά την οποία η Κβαντική Φυσική ήταν ελλιπής και οδηγούσε σε απίθανα συμπεράσματα.
 
Αυτό που εν ολίγοις μας είπαν ο Αϊνστάιν και οι συνεργάτες του ήταν το εξής: Ας υποθέσουμε ότι από κάποια πηγή εκπέμπονται προς διαφορετικές κατευθύνσεις δύο σωματίδια που μέχρι εκείνη τη στιγμή αλληλεπιδρούσαν – π.χ. δύο ηλεκτρόνια ή δύο φωτόνια. Αν μετά από κάποιο χρόνο αλλάξουμε την κατάσταση του ενός σωματιδίου, αυτομάτως θα αλλάξει με απολύτως καθορισμένο τρόπο η κατάσταση και του άλλου, ακόμη κι αν βρίσκεται μίλια μακριά, λες και υπάρχει κάποιου είδους μυστική και ακαριαία «συνεννόηση» μεταξύ τους!
 
Αργότερα, ένας Ιρλανδός μαθηματικός, ο Τζον Μπελ, πρότεινε έναν τρόπο να ελεγχθεί πειραματικά αυτή η ιδέα, η οποία, όσο τρελή κι αν ακουγόταν, αποτελούσε αναπόφευκτο επακόλουθο της Κβαντικής Θεωρίας.
 
Πράγματι, το 1982 ο Γάλλος φυσικός Αλέν Ασπέκτ εκτέλεσε οπτικό πείραμα που επιβεβαίωσε πανηγυρικά το παράδοξο φαινόμενο EPR και μαζί του την Κβαντική Θεωρία, μεγεθύνοντας ταυτόχρονα τα ερωτήματα για τα επιστημολογικά της θεμέλια. Πριν από λίγους μήνες, ομάδα Γάλλων, Γερμανών και Ισπανών επιστημόνων επιβεβαίωσε για πρώτη φορά την κβαντική διεμπλοκή και στο επίπεδο ηλεκτρονικών κυκλωμάτων με ημιαγωγούς, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία κβαντικών υπολογιστών.
 
Το Προσωπο: Άλμπερτ Αϊνστάιν
Είναι γνωστό ότι ο Άλμπερτ Αϊνστάιν τιμήθηκε με το Βραβείο Νομπέλ Φυσικής όχι για τον προσωπικό του άθλο, τη Θεωρία της Σχετικότητας, αλλά για τη συμβολή του στο συλλογικό δημιούργημα της Κβαντικής Θεωρίας, με την οποία ουδέποτε, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, συμφιλιώθηκε. Ηδη το 1912, επτά χρόνια μετά τη δημοσίευση της σχετικής εργασίας που θα του χάριζε το Νομπέλ, αντιμετωπίζει την καινούργια θεωρία, που βρίσκεται ακόμη στη βρεφική της ηλικία, σαν άλλος δρ Φρανκενστάιν – ένα τέρας, για τη γέννηση του οποίου φέρει βαριά, προσωπική ευθύνη: «Δεν μπορεί κανείς να πιστέψει την ύπαρξη μετρήσιμων κβάντων», δήλωσε κατηγορηματικά στα λαμπρότερα επιστημονικά μυαλά της εποχής του, στο συνέδριο Σολβέ, για να προσθέσει: «Οσο μεγαλύτερη επιτυχία σημειώνει η κβαντική θεωρία τόσο πιο ανόητη φαίνεται»!
 
Τα χειρότερα, για τον Αϊνστάιν, ήρθαν τη διετία 1926-1927, πρώτα με την περίφημη εξίσωση του Αυστριακού φυσικού Ερβιν Σρέντινγκερ, όπου οι θεμελιώδεις νόμοι του μικροκόσμου περιγράφονται με όρους πιθανοτήτων, και έπειτα με τη διατύπωση της αρχής της αβεβαιότητας από τον Γερμανό συνάδελφό του Βέρνερ Χάιζενμπεργκ. Η αλλεργία του Αϊνστάιν για οποιαδήποτε μορφή πιθανοκρατίας και η εμμονή του στο πρότυπο ενός απολύτως αιτιοκρατικού Σύμπαντος αποτυπώθηκαν στο πασίγνωστο: «Εγώ, όπως και να έχει, είμαι πεπεισμένος ότι Αυτός δεν παίζει ζάρια».
 
Η «εσωτερική φωνούλα» αποδείχθηκε εσφαλμένη και στοίχισε σ’ αυτό το τρομερό μυαλό δεκαετίες ερευνητικών περιπλανήσεων σε άγονους δρόμους. Ωστόσο, ο Αϊνστάιν υπήρξε μεγάλος ακόμη και στην πλάνη του, γιατί πάνω απ’ όλα ήταν πάντα διανοητικά έντιμος. Οταν κλήθηκε να υποβάλει προτάσεις στην επιτροπή του Βραβείου Νομπέλ Φυσικής, πρότεινε δύο ανθρώπους: τον Σρέντιγκερ και τον… Χάιζενμπεργκ! Στη σχετική επιστολή του εξηγούσε: «Είμαι βέβαιος ότι η εν λόγω θεωρία εμπεριέχει αναμφίβολα ένα μέρος της απόλυτης αλήθειας». Και στο λυκόφως της ζωής του, το 1953, σημείωνε με θλίψη ότι «είναι αμφίβολο» κατά πόσο θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει μια καλύτερη φυσική θεωρία, πέρα από τις καταραμένες πιθανότητες της κβαντικής φυσικής, για να προσθέσει:
 
«Και όμως, τα παρηγορητικά λόγια του Λέσινγκ δεν λένε να φύγουν από το μυαλό: Ο πόθος για την αλήθεια είναι πολυτιμότερος από την επιβεβαιωμένη κατάκτησή της».

Φτιάχτηκε ατομικό ρολόι που χάνει ένα δευτερόλεπτο σε 3.7 δισεκατομμύρια χρόνια

Η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν τελικά κατέβηκε στις ανθρώπινες διαστάσεις: έτσι αποδείχτηκε πανηγυρικά πως όσο υψηλότερα ζεις, τόσο πιο γρήγορα γερνάς.

Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν πρότεινε στη θεωρία του ότι τα ρολόγια τρέχουν πιο γρήγορα όσο πιο μακριά από το έδαφος είναι.

Ερευνητές έδειξαν ότι μία από τις συνέπειες της θεωρίας της σχετικότητας του Αϊνστάιν – ότι όσο πιο μακριά από τη Γη είσαι, τόσο πιο γρήγορα περνάει ο χρόνος λειτουργεί ακόμα και σε ανθρώπινη κλίμακα.

Αυτό σημαίνει ότι – έστω και αν οι διαφορές είναι μικρές – πραγματικά θα γεράσετε γρηγορότερα αν ζείτε στον τελευταίο όροφο ενός ουρανοξύστη από ό,τι σε ένα μπανγκαλόου.

Η ανακάλυψη, που έγινε από επιστήμονες στις ΗΠΑ, επιβεβαιώνει μια θεωρία που προτάθηκε αρχικά από τον Αϊνστάιν – ότι τα ρολόγια τρέχουν πιο γρήγορα όσο πιο μακριά βρίσκονται από το έδαφος.

Αν και η ιδέα είχε γίνει αποδεκτή εδώ και πολλά χρόνια, τώρα αυτή η μικροσκοπική διαφορά μπορεί να μετρηθεί για πρώτη φορά με εκπληκτική ακρίβεια.

Έτσι, χρησιμοποιώντας ένα ζευγάρι από τα πιο ακριβείας ρολόγια στον κόσμο, φυσικοί στο Εθνικό Ινστιτούτο Προτύπων και Τεχνολογίας στο Κολοράντο, ανακάλυψαν ότι αν απλά ζείτε στους πάνω ορόφους, αυτό θα σας κάνει να γερνάτε γρηγορότερα.

Ένα δε από αυτά τα ρολόγια μεταφέρθηκε μόνο 30 πόντους υψηλότερα από το άλλο, οπότε τότε έτρεξε λίγο πιο γρήγορα – αν και σε ένα μικρό κλάσμα του δευτερολέπτου.

Σκεφτείτε λοιπόν ότι μερικά βήματα προς τα πάνω θα σας γεράσει 90 δισεκατομμυριοστά του δευτερολέπτου στο προσδόκιμο της ζωής σας, κάπου 79 χρόνια.

Κι αν κινηθείτε περίπου 10 μέτρα προς τα πάνω θα γεράσετε ταχύτερα κατά 900 δισεκατομμυριοστά του δευτερολέπτου.

Και αν τέλος ήταν να περάσετε τη ζωή σας στην κορυφή του Empire State Building με τους 102 ορόφους και τα 380 μέτρα, θα χάνατε 104 εκατομμυριοστά του δευτερολέπτου από τη ζωή σας, δήλωσε ένας από τους ερευνητές, James Chin-Wen Chou.

Τα πειράματα χρησιμοποιούν ατομικά ρολόγια με «κβαντική λογική», που μπορούν να χάσουν μόνο ένα δευτερόλεπτο σε 3,7 δισεκατομμύρια χρόνια, δηλαδή όσο περίπου υπάρχει η ζωή η Γη.

Τα ρολόγια κβαντικής λογικής βασίζονται σε ανεπαίσθητες δονήσεις ενός ιόντος αλουμινίου που είναι παγιδευμένο σε ένα ηλεκτρικό πεδίο. Οι δονήσεις έχουν την ίδια γκάμα συχνοτήτων με το υπεριώδες φως (1.120.000 δισεκατομμύρια Hertz), συνεπώς μπορούν να ανιχνευτούν από λέιζερ, για αυτό τα συγκεκριμένα ατομικά ρολόγια στην ουσία είναι οπτικά.

Αποδεικνύουν λοιπόν την θεωρία ότι τα ρολόγια που είναι σε μεγάλα υψόμετρα τρέχουν γρηγορότερα, επειδή υπόκεινται σε μικρότερη δύναμης της βαρύτητας.

Ένας εκπρόσωπος NIST παραδέχθηκε ότι το φαινόμενο, που ονομάζεται «βαρυτική διαστολή του χρόνου», δεν έχει αντίκτυπο στη ζωή των ανθρώπων.

"Η διαφορά είναι πάρα πολύ μικρή για να την αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι, αλλά μπορούν να μας δώσει πρακτικές εφαρμογές στη γεωφυσική και σε άλλους τομείς”, τόνισε.

Οι υπολογισμοί της ομάδας θα χρησιμοποιηθεί για τη βελτίωση της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της Γης και του βαρυτικού της πεδίου.

Το σύστημα αυτό λειτουργεί σε διαστημικούς πυραύλους και αεροσκάφη, καθώς η κίνηση προς τα εμπρός αντισταθμίζει το ύψος.

Τα συμπεράσματα αυτά δημοσιεύονται στο περιοδικό Science.

Το θεωρητικό πείραμα των διδύμων και το πραγματικό του 1971

Ο Αϊνστάιν ήταν ο πρώτος, εδώ και περίπου 100 χρόνια, που κατέρριψε την ψευδαίσθηση ότι ο χρόνος κινείται με την ίδια ταχύτητα για όλους και παντού στο σύμπαν. Στην ουσία κατήργησε το ταυτόχρονο. Είχε συνειδητοποιήσει – με τη θεωρία της ειδικής σχετικότητας – ότι ο χρόνος είναι κάτι σχετικό και κινείται με διαφορετική ταχύτητα, ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις καθενός ανθρώπου.

Έτσι, ο χρόνος επιβραδύνεται όταν κανείς βρίσκεται πιο κοντά στη Γη ή όταν κινείται με μεγαλύτερη ταχύτητα.

Για να περιπλέξει τα πράγματα, η θεωρία της ειδικής σχετικότητας, η οποία προηγήθηκε της γενικής σχετικότητας κατά μία δεκαετία, προβλέπει ένα περίεργο αποτέλεσμα για ρολόγια σε κίνηση- ένα στάσιμο ρολόι θα πάει γρηγορότερα από ένα κινούμενο ρολόι. Αυτή είναι η πηγή του διάσημου παράδοξου των διδύμων: Μετά από ένα ταξίδι μετ’ επιστροφής με ένα διαστημόπλοιο που ταξιδεύει με μια εξαιρετικά υψηλή ταχύτητα, ο ταξιδιώτης θα επιστρέψει στη Γη για να διαπιστώσει ότι ο δίδυμος αδελφό του είναι πλέον μεγαλύτερος από ότι είναι αυτός, επειδή ο χρόνος περνάει πιο αργά στο διαστημόπλοιο από ό, τι στη Γη.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι ότι κάποιος που στέκεται στην αποβάθρα των τρένων, ο χρόνος στο ρολόι του θα κυλάει ανεπαίσθητα πιο γρήγορα σε σχέση με τον δίδυμο αδελφό του, ο οποίος φοράει το ίδιο ακριβώς ρολόι, αλλά βρίσκεται μέσα στο τρένο που περνά μπροστά από την αποβάθρα, μόνο και μόνο επειδή αυτός κινείται ταχύτερα σε σχέση με τον αδελφό του.

Σύμφωνα με την θεωρία της γενικής σχετικότητας του Αϊνστάιν, η βαρύτητα προκαλείται όταν σώματα με μεγάλη μάζα, όπως η Γη, καμπυλώνουν τον "ιστό" του χωροχρόνου, με συνέπεια ένα ρολόι που βρίσκεται πιο κοντά στη Γη, άρα και στη έλξη της βαρύτητάς της, να "τρέχει" πιο αργά σε σχέση με ένα ρολόι ψηλά σε ένα βουνό.

Η απόκλιση του χρόνου έχει υπολογιστεί μαθηματικά χονδρικά σε τρία μικροδευτερόλεπτα ανά έτος ανά χιλιόμετρο υψομετρικής διαφοράς.

Και οι δύο επιπτώσεις στην διαστολή του χρόνου έχουν επιβεβαιωθεί σε μια σειρά πειραμάτων στις δεκαετίες που έχουν περάσει από τότε, τα οποία παραδοσιακά εξαρτώνται από μεγάλες κλίμακες της απόστασης ή της ταχύτητας. Σε ένα πείραμα-ορόσημο το 1971 ο Joseph Hafele του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σεν Λούις και ο Richard Keating του Αμερικανικού Ναυτικού Αστεροσκοπείου πέταξαν με ατομικά ρολόγια καισίου γύρω από τη Γη, για να τα συγκρίνουν με ρολόγια αναφοράς που βρίσκονταν στη Γη ακίνητα αν είχαν παρεκκλίνει, όπως προβλέπεται από τη σχετικότητα. Αλλά ακόμη και με την ταχύτητα και το υψόμετρο των αεριωθούμενων αεροσκαφών, τα αποτελέσματα της σχετικιστικής διαστολής του χρόνου – στο πείραμα Häfele-Keating – ήταν πολύ μικρά. Τα ατομικά ρολόγια τους διέφεραν μετά το ταξίδι τους κάπου λίγες δεκάδες έως εκατοντάδες νανοδευτερόλεπτα.

Τώρα όμως για πρώτη φορά η σχετικότητα του χρόνου επιβεβαιώνεται και για ασήμαντες υψομετρικές διαφορές πάνω στη Γη μικρότερες του ενός μέτρου και ταυτόχρονα για μικρές ταχύτητες κάτω των δέκα μέτρων ανά δευτερόλεπτο, πράγμα που σημαίνει ότι άλλος χρόνος ισχύει στο κεφάλι μας και άλλος στα πόδια μας. 

Φως παγιδεύτηκε σε καμπύλες επιφάνειες

Το φως, το οποίο από την καθημερινή εμπειρία μας ταξιδεύει σε ευθεία γραμμή, παγιδεύτηκε σε μια πειραματική διάταξη σε σύνθετες κυρτές επιφάνειες. Το επίτευγμα αυτό δεν είναι απλώς ένα τέχνασμα επίδειξης – θα μπορούσε να βοηθήσει τους φυσικούς να φανταστούν πώς ταξιδεύει το φως στον καμπύλο ιστό του χώρου.
 
Σύμφωνα με τη θεωρία της γενικής σχετικότητας του Αϊνστάιν, η βαρύτητα είναι το αποτέλεσμα της μάζας ενός αντικειμένου που παραμορφώνει τον ίδιο τον χώρο, όπως μια μπάλα του μπόουλινγκ σε ένα τραμπολίνο. Για να κάνει το μοντέλο του πώς θα μεταβληθεί η διαδρομή του φωτός στον χώρο που στρεβλώνεται από την βαρύτητα, ο Ulf Peschel του Πανεπιστημίου του Erlangen και οι συνεργάτες του κατασκεύασαν ομαλά 3D αντικείμενα και έστειλαν ακτίνες λέιζερ κατά μήκος των επιφανειών τους.
 
glow_with_flow_totalΦως από ένα λέιζερ έχει παγιδευτεί σε δύο διαφορετικές καμπύλες επιφάνειες
Η ομάδα κατασκεύασε, επίσης, ένα αντικείμενο με μια υπερβολική επιφάνεια. Το αντικείμενο ήταν κατασκευασμένο από αλουμίνιο και στη συνέχεια επικαλυμμένο με λάδι. Το φως που έφτασε στο στρώμα του ελαίου περιορίστηκε εκεί, αναπηδώντας μεταξύ του μετάλλου και του αέρα. Η δέσμη απλώθηκε όλο και πιο γρήγορα, δημιουργώντας έτσι μια λάμψη σε σχήμα τρομπέτας.(βλ. εικόνα).
 
Για να παγιδευτεί το φως σε δύο διαστάσεις, η επιφάνεια του αντικειμένου απαιτείται να είναι λεία, ώστε να αντανακλά καθαρά το μεγαλύτερο μέρος του φωτός στο στρώμα του ελαίου και όχι να σκεδάζεται προς όλες τις γωνίες. Αυτό απαιτεί μηχανές λείανσης που έγιναν διαθέσιμες μόλις τα τελευταία 10 χρόνια περίπου, εξηγεί ο Peschel.
 
Τα πειράματα βοηθούν στην οπτικοποίηση του πώς ταξιδεύει το φως στον στρεβλωμένο χώρο από τη βαρύτητα. Η σφαίρα, για παράδειγμα, αντιπροσωπεύει πώς ο χώρος κυρτώνει γύρω από ένα αστέρι ή άλλο τεράστια μάζα – το φως που διέρχεται από αυτό τον κυρτό χώρο λυγίζει κάνοντας αυτό που λέμε βαρυτικός φακός. Η υπερβολική επιφάνεια, η οποία έχει αρνητική καμπυλότητα, σαν μια σέλα, μπορούν απλά να αντιπροσωπεύουν το σχήμα του Σύμπαντος.
 
"Είναι ένα όμορφο θεμελιώδες πείραμα”, λέει ο Ulf Leonhardt του πανεπιστημίου του St Andrews στη Βρετανία, ο οποίος δεν συμμετείχε στις εργασίες. "Είναι μια καλή φυσική."

Η αξία της πληροφορίας

quantumΠληροφορία είναι το στοιχείο γνώσης που μετουσιώνει και δίνει αξία στα πράγματα, τα οποία αποκτούν έτσι σημασία. Αυστηρά τεχνικά αντιλαμβανόμαστε την πληροφορία σαν μια αλληλουχία συμβόλων που αποτυπώνουν ή μεταδίδουν κάποιο μήνυμα. Σε γενικές γραμμές η πληροφορία είναι αυτή που επηρεάζει με μη τυχαίο τρόπο την εξέλιξη οποιουδήποτε συστήματος.
 
Η πληροφορία είναι απαραίτητη για την ίδια τη ζωή. Το DNA περιέχει την πληροφορία που οργανώνει την ύλη σε οργανισμούς και μετατρέπει υπό κατάλληλες συνθήκες (παροχή ενέργειας κλπ) τις ανόργανες ενώσεις σε οργανικές και κατ’ επέκταση σε οργανική ύλη (βιομάζα). Αποτελεί το μέτρο της τάξης και της οργάνωσης ή με άλλα λόγια αντικατοπτρίζει το «βηματισμό» της εξέλιξης.
 
Η φυσική σχετίζει την πληροφορία με τις σημαντικές έννοιες της εντροπίας και της ενέργειας. Η πληροφορία ορίζεται ως η αντίστροφη έννοια της εντροπίας, του μέτρου δηλαδή της αταξίας και κάθε μεταβολή της μεταβάλλει την ενέργεια. Η αύξηση της πληροφορίας συνεπάγεται αύξηση της οργάνωσης (ή ελάττωση της αταξίας), ενώ όταν καταστρέφεται πληροφορία, αυξάνεται η εντροπία του συστήματος και παράγεται θερμότητα.
 
Ένα διάσημο πείραμα που εξερευνά τη σχέση αυτή είναι ο δαίμονας του Μάξγουελ. Εκεί φαίνεται πως η πληροφορία σχετίζεται άμεσα με την εντροπία και οι διακυμάνσεις της συνοδεύονται πάντα από μεταβολή της ενέργειας. Ως εφαρμογή στις λογικές πύλες, μια λογική πύλη «AND» ελευθερώνει περισσότερη θερμική ενέργεια σε σχέση με μια πύλη «NOT», μετά από μία πράξη, καθώς στην πύλη AND έχουμε καταστροφή πληροφορίας ενώ στην NOT η πληροφορία απλά μετασχηματίζεται.
 
Πληροφορία και αυτοοργάνωση
Η αυτοοργάνωση είναι ένας αντιεντροπικός μηχανισμός ο οποίος υπό κατάλληλες συνθήκες προκύπτει αυθόρμητα λόγω των φυσικών νόμων και κατά τη διάρκεια φυσικών φαινομένων. Προκαλεί την εμφάνιση αυτοοργανούμενων συστημάτων τα οποία εισάγουν στο εσωτερικό τους ενέργεια, τη μετασχηματίζουν και εξάγουν στο περιβάλλον τους εντροπία, συνήθως υπό μορφή θερμότητας, παράλληλα διατηρώντας ή ενισχύοντας μία περίπλοκη εσωτερική δομή.
 
Έτσι με την αυτοοργάνωση ένα σύστημα παράγει πληροφορία που περιγράφει τον εαυτό του. Προκειμένου να μην αντιβαίνει το δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής η αυτοοργάνωση είναι αυστηρά τοπικό και χρονικά περιορισμένο φαινόμενο, ενώ συνοδεύεται από αύξηση της εντροπίας στο περιβάλλον του συστήματος.
 
Πληροφορία και δεδομένα
Η πληροφορία είναι το μέγεθος που, αυξανόμενο, προσδίδει σημασία στα δεδομένα και παράγει γνώση. Η έννοια της πληροφορίας ορίζεται συχνά σε σχέση με την έννοια των δεδομένων. Οι δύο έννοιες πολλές φορές συγχέονται ακριβώς γιατί αποκτώντας τα δεδομένα σημασία μεταπίπτουν σε πληροφορία.
 
Τα δεδομένα δεν είναι πληροφορία, όταν δεν έχουν λάβει από τη νόηση συγκεκριμένη σημασία, ενώ η πληροφορία είναι δεδομένα με σημασία, δεδομένα που έχουν «ουσιαστικό» περιεχόμενο. Η μετάβαση από τα δεδομένα στην πληροφορία μπορεί να αφορά την επίλυση κάποιου συγκεκριμένου ζητήματος, την απάντηση κάποιου συγκεκριμένου ερωτήματος και γενικότερα παραπέμπει σε καινούριο στοιχείο γνώσης για κάτι. Σε απλοποιημένη ή σχηματική μορφή έχουμε: Δεδομένα + Σημασία = Πληροφορία.
 
Πληροφορία και Πληροφορική
Στην Πληροφορική η πληροφορία σηματοδοτείται από την ποιοτική αξία του bit (0 ή 1). Η πρωταρχική νοηματική αξία για έναν ψηφιακό Η/Υ είναι η διαφοροποίηση του 0 από το 1. Οι συνδυασμοί από σειρές των 0 και 1 παράγουν μεγαλύτερες νοηματικές αξίες τις οποίες μπορεί και διαχειρίζεται ο υπολογιστής, σύμφωνα με τον προγραμματισμό του από τον άνθρωπο. Ο υπολογιστής με τον τρόπο αυτό λέμε πως «επεξεργάζεται δεδομένα» και «παράγει πληροφορία». Ο άνθρωπος έπειτα προσδίδει νόημα στα επεξεργασμένα δεδομένα μετατρέποντας την πληροφορία σε γνώση.
 
Πληροφορία και Κβαντομηχανική
Η πληροφορία δεν είναι καθαρά μαθηματική υπόθεση. Πάντα έχει και ένα φυσικό περιεχόμενο. Στη παραδοσιακή επιστήμη της πληροφορίας, το φυσικό περιεχόμενο ακολουθεί την κλασσική μη κβαντική φυσική. Η επιστήμη της κβαντικής πληροφορίας βάζει την πληροφορία σε κβαντική αντιμετώπιση. Η βασική πηγή της κλασσικής πληροφορίας είναι το μπιτ, το οποίο είναι πάντα είτε 0 είτε 1. Η κβαντική πληροφορία έρχεται πάντα σε κβαντικά μπιτς ή qubits. Τα qubits μπορούν να υπάρχουν σε υπερθέσεις που περιέχουν συγχρόνως το 0 και το 1. Μπορούν επίσης να διεμπλέκονται.
 
Ένα bit μπορεί να έχει μόνο μια εκ των δύο τιμών: 0 ή 1. Μπορεί δε να παριστάνεται αφηρημένα από ένα βέλος που κοιτάζει επάνω ή κάτω ή να αντιπροσωπεύεται από ένα διακόπτη τρανζίστορ που μπορεί να είναι ανοικτός ή κλειστός.
 
Qubit
Ένα qubit, η κβαντική εκδοχή ενός bit, έχει πολλές περισσότερες καταστάσεις. Οι καταστάσεις μπορούν να παρασταθούν με ένα βέλος που δείχνει προς μια τοποθεσία επί της σφαίρας. Ο Βόρειος πόλος ισοδυναμεί με την κατάσταση 1, ο Νότιος πόλος με το 0. Οι άλλες τοποθεσίες είναι κβαντικές υπερθέσεις του 0 και του 1.
 
Ένα qubit μπορεί να φαίνεται ότι περιέχει άπειρο ποσό πληροφορίας γιατί οι συντεταγμένες του μπορούν να κωδικοποιήσουν μια άπειρη ακολουθία ψηφίων. Αλλά η πληροφορία από ένα qubit πρέπει να εξαχθεί με κάποια μέτρηση. Όταν το qubit μετρηθεί, η κβαντομηχανική απαιτεί ότι το αποτέλεσμα θα είναι πάντα ένα συνηθισμένο 0 ή 1. Η πιθανότητα για κάθε αποτέλεσμα από τα δύο εξαρτάται από το «γεωγραφικό πλάτος» του qubit πάνω στη σφαίρα αναπαράστασης.
 
Πληροφορία και αβεβαιότητα
Η εντροπία στη θεωρία πληροφορίας είναι το «μέτρο αβεβαιότητας» που διακατέχει ένα σύστημα. Ο όρος εντροπία χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη θερμοδυναμική. Στη θεωρία πληροφορίας εισήχθη από τον Κλωντ Σάνον το 1948 και γι’ αυτό ονομάζεται και εντροπία του Σάνον. Η χρήση του ίδιου όρου με τη θερμοδυναμική εντροπία, παρότι μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, υιοθετήθηκε από τον Σάνον μετά και από παρότρυνση ενός άλλου σπουδαίου μαθηματικού, του Τζον φον Νόιμαν, ο οποίος φέρεται ότι είχε πει στον Σάνον:
 
«Πρέπει να το ονομάσεις εντροπία για δύο λόγους: Πρώτον, η συνάρτηση αυτή χρησιμοποιείται ήδη στη θερμοδυναμική με το ίδιο όνομα. Δεύτερο, και σημαντικότερο, ο περισσότερος κόσμος δεν γνωρίζει τι πραγματικά είναι η εντροπία, και αν χρησιμοποιείς τον όρο εντροπία σε ένα αντεπιχείρημα θα κερδίζεις πάντα…»