Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (13.1-13.69)

Ραψωδία ν' Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων
καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην

Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ,
κῃληθμῷ δ᾽ ἔσχοντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα.
τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε·
«ὦ Ὀδυσεῦ, ἐπεὶ ἵκευ ἐμὸν ποτὶ χαλκοβατὲς δῶ,
5 ὑψερεφές, τῷ σ᾽ οὔ τι παλιμπλαγχθέντα γ᾽ ὀΐω
ἂψ ἀπονοστήσειν, εἰ καὶ μάλα πολλὰ πέπονθας.
ὑμέων δ᾽ ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἐφιέμενος τάδε εἴρω,
ὅσσοι ἐνὶ μεγάροισι γερούσιον αἴθοπα οἶνον
αἰεὶ πίνετ᾽ ἐμοῖσιν, ἀκουάζεσθε δ᾽ ἀοιδοῦ.
10 εἵματα μὲν δὴ ξείνῳ ἐϋξέστῃ ἐνὶ χηλῷ
κεῖται καὶ χρυσὸς πολυδαίδαλος ἄλλα τε πάντα
δῶρ᾽, ὅσα Φαιήκων βουληφόροι ἐνθάδ᾽ ἔνεικαν·
ἀλλ᾽ ἄγε οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ἠδὲ λέβητα
ἀνδρακάς· ἡμεῖς δ᾽ αὖτε ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον
15 τισόμεθ᾽· ἀργαλέον γὰρ ἕνα προικὸς χαρίσασθαι.»
Ὣς ἔφατ᾽ Ἀλκίνοος, τοῖσιν δ᾽ ἐπιήνδανε μῦθος.
οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος,
ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
νῆάδ᾽ ἐπεσσεύοντο, φέρον δ᾽ εὐήνορα χαλκόν.
20 καὶ τὰ μὲν εὖ κατέθηχ᾽ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο,
αὐτὸς ἰὼν διὰ νηὸς ὑπὸ ζυγά, μή τιν᾽ ἑταίρων
βλάπτοι ἐλαυνόντων, ὁπότε σπερχοίατ᾽ ἐρετμοῖς·
οἱ δ᾽ εἰς Ἀλκινόοιο κίον καὶ δαῖτ᾽ ἀλέγυνον.
Τοῖσι δὲ βοῦν ἱέρευσ᾽ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο
25 Ζηνὶ κελαινεφέϊ Κρονίδῃ, ὃς πᾶσιν ἀνάσσει.
μῆρα δὲ κήαντες δαίνυντ᾽ ἐρικυδέα δαῖτα
τερπόμενοι· μετὰ δέ σφιν ἐμέλπετο θεῖος ἀοιδός,
Δημόδοκος, λαοῖσι τετιμένος· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
πολλὰ πρὸς ἠέλιον κεφαλὴν τρέπε παμφανόωντα,
30 δῦναι ἐπειγόμενος· δὴ γὰρ μενέαινε νέεσθαι.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀνὴρ δόρποιο λιλαίεται, ᾧ τε πανῆμαρ
νειὸν ἀν᾽ ἕλκητον βόε οἴνοπε πηκτὸν ἄροτρον·
ἀσπασίως δ᾽ ἄρα τῷ κατέδυ φάος ἠελίοιο
δόρπον ἐποίχεσθαι, βλάβεται δέ τε γούνατ᾽ ἰόντι·
35 ὣς Ὀδυσῆ᾽ ἀσπαστὸν ἔδυ φάος ἠελίοιο.
αἶψα δὲ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μετηύδα,
Ἀλκινόῳ δὲ μάλιστα πιφαυσκόμενος φάτο μῦθον·
«Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν,
πέμπετέ με σπείσαντες ἀπήμονα, χαίρετε δ᾽ αὐτοί·
40 ἤδη γὰρ τετέλεσται ἅ μοι φίλος ἤθελε θυμός,
πομπὴ καὶ φίλα δῶρα, τά μοι θεοὶ Οὐρανίωνες
ὄλβια ποιήσειαν· ἀμύμονα δ᾽ οἴκοι ἄκοιτιν
νοστήσας εὕροιμι σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισιν.
ὑμεῖς δ᾽ αὖθι μένοντες ἐϋφραίνοιτε γυναῖκας
45 κουριδίας καὶ τέκνα· θεοὶ δ᾽ ἀρετὴν ὀπάσειαν
παντοίην, καὶ μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπῄνεον ἠδ᾽ ἐκέλευον
πεμπέμεναι τὸν ξεῖνον, ἐπεὶ κατὰ μοῖραν ἔειπε.
καὶ τότε κήρυκα προσέφη μένος Ἀλκινόοιο·
50 «Ποντόνοε, κρητῆρα κερασσάμενος μέθυ νεῖμον
πᾶσιν ἀνὰ μέγαρον, ὄφρ᾽ εὐξάμενοι Διὶ πατρὶ
τὸν ξεῖνον πέμπωμεν ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»
Ὣς φάτο, Ποντόνοος δὲ μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα,
νώμησεν δ᾽ ἄρα πᾶσιν ἐπισταδόν· οἱ δὲ θεοῖσιν
55 ἔσπεισαν μακάρεσσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,
αὐτόθεν ἐξ ἑδρέων. ἀνὰ δ᾽ ἵστατο δῖος Ὀδυσσεύς,
Ἀρήτῃ δ᾽ ἐν χειρὶ τίθει δέπας ἀμφικύπελλον,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Χαῖρέ μοι, ὦ βασίλεια, διαμπερές, εἰς ὅ κε γῆρας
60 ἔλθῃ καὶ θάνατος, τά τ᾽ ἐπ᾽ ἀνθρώποισι πέλονται.
αὐτὰρ ἐγὼ νέομαι· σὺ δὲ τέρπεο τῷδ᾽ ἐνὶ οἴκῳ
παισί τε καὶ λαοῖσι καὶ Ἀλκινόῳ βασιλῆϊ.»
Ὣς εἰπὼν ὑπὲρ οὐδὸν ἐβήσετο δῖος Ὀδυσσεύς.
τῷ δ᾽ ἅμα κήρυκα προΐει μένος Ἀλκινόοιο,
65 ἡγεῖσθαι ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης·
Ἀρήτη δ᾽ ἄρα οἱ δμῳὰς ἅμ᾽ ἔπεμπε γυναῖκας,
τὴν μὲν φᾶρος ἔχουσαν ἐϋπλυνὲς ἠδὲ χιτῶνα,
τὴν δ᾽ ἑτέρην χηλὸν πυκινὴν ἅμ᾽ ὄπασσε κομίζειν·
ἡ δ᾽ ἄλλη σῖτόν τ᾽ ἔφερεν καὶ οἶνον ἐρυθρόν.

***
Εκείνος τη διήγησή του τέλειωσε, κι αυτοί σαν μαγεμένοι,
βουβοί κι αμίλητοι, κάτω απ᾽ τον ίσκιο της μεγάλης αίθουσας.
Ώσπου ο Αλκίνοος μιλώντας έκοψε τη σιωπή:
«Ω Οδυσσέα, αφότου βρέθηκες σε τούτο το ψηλόροφο παλάτι
και πάτησες το χάλκινο κατώφλι, αληθινά πιστεύω πως
δεν σε περιμένει κι άλλη περιπλάνηση, πως
θα νοστήσεις στο νησί σου, μετά από τόσα πάθη.
Τώρα σ᾽ εσάς, όσοι στο αρχοντικό μου κάθε μέρα
κρασί βασιλικό, σπινθηροβόλο πίνετε μαζί μου
κι ακούτε απολαμβάνοντας τον αοιδό,
έχω για τον καθένα σας να πω τον ορισμό μου.
10 Βρίσκονται κιόλας σε κασέλα σκαλιστή ασφαλισμένα
για τον φιλοξενούμενό μας ρούχα, περίτεχνα μαλάματα, αλλά
και τ᾽ άλλα δώρα, όσα μας έφεραν οι βουληφόροι Φαίακες.
Κι όμως προτείνω να του δώσουμε επιπλέον μεγάλο τρίποδα
με το λεβέτι του, καθένας κι έναν. Μετά μαζεύουμε
κι απ᾽ τον λαό το μερτικό του· αλλιώς βαρύ θα αποδειχτεί το χάρισμα,
αν όλο πέσει μόνο στη μια μεριά.»
Έτσι ο Αλκίνοος τους μίλησε, κι εκείνοι δέχτηκαν ευχάριστα
τον λόγο του· ύστερα τράβηξε καθένας σπίτι του, να κοιμηθούν.
Κι όταν, την άλλη μέρα ξημερώνοντας, ρόδισε η Αυγή τον ουρανό,
κατέβηκαν γοργά στο πλοίο, φορτωμένοι τον αντρίκειο τους χαλκό.
20 Κι εκεί καλά τον βόλεψε ο Αλκίνοος, γενναία ψυχή·
ήλθε ο ίδιος και τον έστησε κάτω από τα ζυγά του καραβιού,
για να μη γίνει εμπόδισμα σε κάποιον κωπηλάτη,
όταν με τα κουπιά τους θ᾽ άνοιγαν θαλάσσιο δρόμο.
Κι ευθύς πήγαν εκείνοι στου Αλκινόου το παλάτι, φροντίζοντας το γεύμα τους.
Τότε ο Αλκίνοος, γενναία ψυχή, τους σφάζει βόδι,
θυσία στον Κρονίδη Δία, παντοδύναμο, που τον σκεπάζει η μελανή νεφέλη.
Έκαψαν πρώτα τα μεριά, μοιράστηκαν μετά με απόλαυση το πλούσιο γεύμα,
κι ανάμεσά τους τραγουδούσε, τιμημένος του λαού,
ο θείος αοιδός Δημόδοκος.
30 Ο Οδυσσέας μόνος είχε το βλέμμα του στραμμένο συνεχώς στον πάμφωτο ήλιο, προσμένοντας με αγωνία να δύσει, γιατί τον έτρωγε ο καημός του νόστου.
Πόσο και πώς πεθύμησε το δείπνο ο γεωργός —
όλη τη μέρα τα δυο βόδια, στο χρώμα του κρασιού,
το αλέτρι του έσυραν σε χώμα σβωλιασμένο, κι εκείνος
βλέπει με αγαλλίαση να δύει ο ήλιος χαμηλώνοντας το φως,
να φτάνει η ώρα για το βραδινό του, οπότε ξεκινώντας
νιώθει μια κούραση γλυκιά στα γόνατά του που λυγίζουν·
τόση αγαλλίαση το φως του ήλιου χαμηλώνοντας
χάρισε και στον Οδυσσέα.
Κι ευθύς στους Φαίακες, που έχουν χαρά τους το κουπί,
θέλησε να ακουστεί, αλλά τον λόγο του φανέρωσε μιλώντας στον Αλκίνοο:
«Αλκίνοε βασιλιά, που τόσο ξεχωρίζεις στον λαό σου,
σταλάξετε τώρα σπονδή, να με ξεπροβοδίσετε μετά κι εμένα δίχως βλάβη.
40 Σας αποχαιρετώ. Γιατί έχουν πια συντελεστεί
όσα πεθύμησε η ψυχή μου· οι συνοδοί μου και τα φιλικά σας δώρα.
Είθε οι ουράνιοι θεοί να ευλογούνε τα αγαθά σας, κι εγώ γυρίζοντας
στο σπίτι μου, να βρω γερούς την άψογη γυναίκα μου και τους δικούς μου.
Αλλά κι εσείς που θα απομείνετε, καθένας ας ευφραίνει
το ακριβό του ταίρι και τα τέκνα του. Εύχομαι
κάθε ενάρετο καλό να σας χαρίζουν οι θεοί,
κακό κανένα να μην πέσει στον λαό σας.»
Τόσα τους είπε, κι εκείνοι ολόψυχα τον επαινούσαν,
συμφώνησαν τον ξένο να προπέμψουν, που τους εμίλησε καλά.
Τότε ο γενναίος Αλκίνοος φώναξε προς τον κήρυκα:
50 «Ποντόνοε, συγκέρασε κρασί μες στον κρατήρα,
κέρασε όλους στο παλάτι· να υψώσουμε στον Δία πατέρα
την ευχή μας, να στείλουμε τον ξένο στην πατρική του γη.»
Έτσι τους μίλησε, και το γλυκόπιοτο κρασί συγκέρασε ο Ποντόνοος,
μετά, ζυγώνοντας έναν προς έναν, τους το μοίρασε,
κι αυτοί στάλαξαν τη σπονδή στους μάκαρες θεούς
που κυβερνούν στους ουρανούς ενθρονισμένοι.
Όρθιος τότε ο θείος Οδυσσέας πήρε μια κούπα δίγουβη,
την έβαλε στο χέρι της Αρήτης, κι όπως την προσφωνούσε,
τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Χαίρε, βασίλισσα, αδιάκοπη η χαρά σου, ως τα γεράματα
60 και ως τον θάνατο — κλήρος αυτός διπλός του ανθρώπου.
Εγώ γυρίζω τώρα στην πατρίδα μου, αλλά κι εσύ
ευφρόσυνα να ζεις σ᾽ αυτό το σπίτι, με τα παιδιά σου, τον λαό σου,
τον βασιλέα Αλκίνοο.»
Μ᾽ αυτά τα λόγια πέρασε ο θείος Οδυσσέας το κατώφλι,
ενώ ο γενναίος Αλκίνοος παράγγειλε να πάει ο κήρυκας
μπροστά, να γίνει ο οδηγός του στο γρήγορο καράβι,
κάτω στο περιγιάλι.
Στην ώρα της η Αρήτη έκανε νόημα να ακολουθήσουν
τρεις από τις σκλάβες της· η μια κρατώντας πανωφόρι
και χιτώνα πεντακάθαρο, η άλλη κουβαλώντας μια γερή κασέλα, η τρίτη
έφερε ψωμί και κόκκινο κρασί.

Το Διαγενεακό τραύμα

Είναι γνωστό ότι οι εμπειρίες και τα βιώματα της παιδικής ηλικίας διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των παιδιών.

Kάθε άνθρωπος είναι το παιδί μιας οικογένειας και ταυτόχρονα o αυριανός πολίτης και μέλος της κοινωνίας. Eαν μελετήσουμε και το παράδειγμα των χωρών του εξωτερικού, θα δούμε ότι ακόμη και σε περιπτώσεις παραβατικών πράξεων των ενηλίκων το δικαιϊκό σύστημα θεωρεί ότι η κάθε παράβαση είναι κάτι που αφορά ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο.

Δεν εξετάζει δηλαδή μεμονωμένα την πράξη και τον θύτη αλλά τους θεωρεί κομμάτι του συνόλου και όταν θεωρείς κάποιον κομμάτι του συνόλου και όχι μονάδα και δεν τον αποκλείεις από την κοινωνία τότε μόνο μπορείς να πετύχεις και την επανένταξη αλλά και το σωφρονισμό του.

Ο λόγος που αναφέρουμε το παράδειγμα αυτό, το οποίο αφορά στον σωφρονισμό είναι γιατί υπάρχουν παραβάσεις νομικές αλλά και παραβάσεις οικογενειακές, "άτυπες" και τυπικές.

Υπάρχουν πολλές δυσλειτουργικές καταστάσεις, που συμβαίνουν εντός του οικογενειακού πλαισίου, και δεν βλέπουν ποτέ το φως της δημοσιότητας.

Ας θυμηθούμε την γνωστή σε όλους φράση: "τα εν οίκω μη εν δήμω", που σημαίνει ότι συμβαίνει σε μία οικογένεια δεν χρειάζεται να μαθαίνεται προς τα έξω και να κοινοποιείται.

Αυτή η φράση θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει δύο όψεις. Από τη μία είναι καλό η κάθε οικογένεια να έχει τον δικό της τρόπο ,μέσω του διαλόγου, της αποδοχής της ενσυναίσθησης να επιλύει τις τυχόν διαφωνίες που προκύπτουν και οι οποίες διαφωνίες είναι πηγή εμπλουτισμού στην επικοινωνία της οικογένειας αλλά από την άλλη μεριά υπάρχει και ένας στρουθοκαμηλισμός.

Ο στρουθοκαμηλισμός έγκειται στο ότι όταν το πρόβλημα συζητείται μόνο από τα μέλη της οικογένειας δίχως τη δυνατότητα να επιλυθεί τότε τί γίνεται;

Τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μία παθογόνα κατάσταση.

Μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε παθογόνα, όπως είναι οι ιογενείς λοιμώξεις, γιατί το τραύμα από τη στιγμή που δεν επουλώνεται αφορμίζει και μολύνει όλα τα μέλη του οικογενειακού συνόλου.

Αυτό ας το σκεφτούμε σαν μία λοίμωξη.

Εάν για παράδειγμα έχουμε πυρετό και δεν λάβουμε την κατάλληλη ιατρική θεραπεία τότε όλος μας ο οργανισμός νοσεί και δεν γνωρίζουμε αν θα καταφέρουμε να θεραπευτούμε.

Έτσι και σε μία οικογένεια, από τη στιγμή που υπάρχει μία παθογόνος τοξική δυσλειτουργική κατάσταση ανάμεσα στα συστήματα που δημιουργούνται στα μέλη της, σύντροφοι μεταξύ τους, γονείς και παιδιά, τότε αυτή η κατάσταση επειδή εμμένει δίχως να εκτονώνεται η ένταση και να επιλύεται η διαφορά δημιουργεί τοξικές ψυχικές καταστάσεις.

Για να μπορέσουμε να εξετάσουμε το διαγενεακό τραύμα χρειάζεται να δούμε πως οι κακοποιητικές καταστάσεις συνεχίζουν σαν ένας φαύλος κύκλος, σαν μία αρρωστημένη παρακαταθήκη από γενιά σε γενιά.

Είναι αποδεδειγμένο με μελέτες ότι συνήθως οι άνθρωποι που κακοποιούν είναι αυτοί που κακοποιήθηκαν ως παιδιά. Ένα παιδί, το οποίο μαθαίνει ότι είτε ο πατέρας είτε η μητέρα του το κακοποιεί ενώ εκείνοι του λένε ότι το αγαπάνε και το κάνουν για το καλό του ενδοβάλλει μια αρρωστημένη εικόνα της αγάπης.

Εάν αυτός ο άνθρωπος, που έχει μεγαλώσει με αυτή την αρρωστημένη εικόνα της αγάπης ή μάλλον με αυτή την παρερμηνεία της, μια και βιώνει κακοποίηση ,δεν οδηγηθεί στη θεραπεία είναι πολύ πιθανό ότι θα αναπαράγει το ίδιο δυσλειτουργικό μοτίβο απλά και μόνο γιατί του είναι οικείο.

Μπορεί είτε να το αναπαράγει από την θέση του θύτη όμως μπορεί και να το υπομείνει από την θέση του θύματος. Ας αναφέρουμε το παράδειγμα γυναικών, οι οποίες ανατράφησαν σε οικογένειες με αλκοολικούς κακοποιητικούς πατεράδες και στη συνέχεια επέλεξαν παρόμοιο μοτίβο συντρόφων.

Η επιλογή συντρόφου αντικατοπτρίζει το γονεϊκό μοτίβο.

Αυτό ανάγεται σε δύο κύριες αιτίες. Η πρώτη αιτία έχει να κάνει με την οικειότητα, ότι δηλαδή οι άνθρωποι επιλέγουμε καταστάσεις που μας είναι οικείες και γνωριμίες ,ακόμη και αν δεν τις επιλέγουμε συνειδητά.

Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν άντρες και γυναίκες που έχουν βιώσει την κακοποίηση και ενώ γνωστικά δεν θέλουν να κακοποιηθούν ξανά, εντούτοις επιλέγουν συζύγους, συντρόφους που είναι κακοποιητικοί, απλά και μόνο γιατί έχουν συνηθίσει σε αυτό το μοτίβο της κακοποίησης και τους είναι οικείο.

Υπάρχει όμως και ένας άλλος λόγος επιλογής του ιδίου μοτίβου συντρόφου με αυτό του γονέα και σχετίζεται με την επίλυση του τραύματος, το οποίο έλαβε χώρα στην παιδική ηλικία.

Ένας άνθρωπος ,ο οποίος έχει τραυματιστεί είτε οδηγηθεί στην θεραπεία είτε όχι, είτε φανερά το παραδεχτεί στον εαυτό του είτε όχι βαθιά μέσα του γνωρίζει την αλήθεια, ότι δηλαδή όντως έχει κακοποιηθεί ψυχικά, συναισθηματικά, σωματικά ή με οποιονδήποτε τρόπο.

Από τη στιγμή που αυτό το τραύμα υπάρχει μέσα του ακόμα και αν δεν έχει έρθει σε επίγνωση και δεν έχει φτάσει ως το γραφείο του ειδικού ψυχικής υγείας είναι σημαντικό να δούμε ότι υπάρχει η ροπή επίλυσης αυτού του τραύματος.

Είναι σαν να υπάρχουν μέσα σε αυτούς τους ανθρώπους πολλές ατακτοποίητες καταστάσεις, που χρειάζονται να μπουν σε κουτιά. Αυτό οφείλεται στο ότι εάν ένα τραύμα δεν έρθει σε επίγνωση, τότε μένοντας ατακτοποίητο και αθεράπευτο βρίσκει μη λειτουργικούς τρόπους εκτόνωσης.

Η κάθε περίπτωση του ανθρώπου είναι εξατομικευμένη όμως συνήθως εάν δεν διαπιστώσουμε το τί ήμασταν στην παιδική μας ηλικία και ποιοί είμαστε στο τώρα αλλά κυρίως το ποιοί επιλέγουμε να είμαστε στο τώρα, συνήθως συνεχίζουμε να είμαστε αυτοί που μας έμαθαν οι σημαντικοί άλλοι (οι γονείς μας δηλαδή).

Αν αυτό που μας έμαθαν να είμαστε είναι θύμα ή θύτης είναι πολύ πιθανό αυτό το ρόλο να τον συνεχίσουμε για την υπόλοιπη ζωή μας με επιλογές που επιβεβαιώνουν τον ρόλο αυτό .

Είναι σημαντικό λοιπόν να δούμε κάνοντας μία αναδρομή στο παρελθόν, πάντα στο θεραπευτικό πλαίσιο μιας συνεδρίας, ποιοί ήμασταν, εάν κακοποιηθήκαμε ή κι όχι, τί βιώματα έχουμε και τί βιώματα θέλουμε να προσφέρουμε στο παρόν στον εαυτό μας και στους άλλους.

Το διαγενεακό τραύμα δεν είναι κάτι το οποίο μελετάται εύκολα ούτε δίνονται σε αυτό γρήγορες και ανώδυνες απαντήσεις.

Μπορεί η συστημική προσέγγιση να μελετάει, όπως ένα δέντρο τις διακλαδώσεις, τα φύλλα, τις ρίζες όμως είναι απαραίτητο να δούμε και κάτι άλλο, το οποίο πραγματικά ανοίγει μπροστά μας έναν καινούργιο κόσμο μελέτης.

Όλοι είμαστε μέλη μιας οικογένειας, μέλη μιας κοινωνίας. Όταν ένα μέλος νοσεί, τότε νοσεί το όλο σύστημα. Μαθαίνοντας να θεραπεύουμε το τραύμα και όχι να στρουθοκαμηλίζουμε και να το καλύπτουμε βάναυσα, μαθαίνουμε να είμαστε άνθρωποι που έχουν το κουράγιο να βλέπουν τα τραύματά τους και να τα κάνουν τα προσωπικά τους επιτεύγματα.

Ας θυμηθούμε σε αυτό το σημείο την φράση που λένε στο εξωτερικό για αυτούς που επιβιώνουν τραυματικών καταστάσεων, ότι είναι survivors, δηλαδή είναι επιβιώσαντες.

Η πραγματική επιτυχία της ζωής δεν κρύβεται στο πόσα οικονομικά στοιχεία θα αποκτήσουμε αλλά στο πόσες πληγές δικές μας ή των άλλων θα θεραπεύσουμε με αγάπη, κατανόηση και αποδοχή.

Ζωή δεν είναι αυτό που σε έμαθαν να είσαι αλλά αυτό που ΕΣΥ επέλεξες να γίνεις ενσυνείδητα, γνήσια και αυθεντικά.

Χαλίλ Γκιμπράν: Τελειότητα

Με ρωτάς, αδερφέ μου, πότε θά φτάσει ο άνθρωπος στην τελειότητα. Άκουσε την απάντησή μου:

Ο άνθρωπος πλησιάζει την τελειότητα σαν νιώθει πως είναι ένας άπειρος χώρος και μια θάλασσα χωρίς ακτή,

Μια αιώνια φωτιά, ένα άσβηστο φως

Ένας απαλός άνεμος ή μια ορμητική καταιγίδα, ένας ουρανός με βροχές και κεραυνούς.

Ένα τραγουδιστό ρυάκι, ένα παραπονιάρικο ρεματάκι, ένα ολάνθιστο δέντρο την άνοιξη, ή ένα γυμνό δεντράκι το φθινόπωρο, ένα βουνό που υψώνεται ή μια κοιλάδα που κατεβαίνει, ένας γόνιμος κάμπος ή μια έρημος.

Όταν ο άνθρωπος τα νιώθει ολ’ αυτά, έχει κιόλας φτάσει στα μισά του δρόμου προς την τελειότητα.

Μα, για να φτάσει στο σκοπό του, πρέπει μετά να καταλάβει πώς είναι παιδί που εξαρτιέται από τη μάνα του, πατέρας πού νιώθει υπεύθυνος για τη φαμίλια του, νέος πού χάνεται με τον έρωτα, γέρος πού παλεύει ενάντια στον παρελθόν πιστός λάτρης στο ναό του, εγκληματίας στη φυλακή του, φιλόλογος μέσα στις περγαμηνές του, ψυχή γεμάτη άγνοια, που σκουντουφλά ανάμεσα στο σκοτάδι της νύχτας της και την αφεγγιά της μέρας της,

Καλόγρια πού πονά ανάμεσα στα λουλούδια της πίστης της και τ’ αγκάθια της μοναξιάς της, πόρνη πιασμένη ανάμεσα στα φιδίσια δόντια της αδυναμίας της και τ' άγρια νύχια της ανάγκης, φτωχός παγιδευμένος ανάμεσα στην πίκρα του και την υποταγή τουλουμίσιος αιχμαλωτισμένος ανάμεσα στην απληστία και τη συνείδησή του, ποιητής ανάμεσα στο μισοσκόταδο της δύσης του και τις αχτίνες της αυγής του.

Αυτός που μπορεί να νιώσει, να δει και να καταλάβει ολ’ αυτά τα πράγματα, μπορεί να φτάσει στην τελειότητα καί νά γίνει ίσκιος.

Από την Απογοήτευση στην Κάθαρση

«Και είπε ο Θεός: Αγάπα τον εχθρό σου.
Κι εγώ υπάκουσα κι αγάπησα τον εαυτό μου.» -Χαλίλ Γκιμπράν

Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο πως η παραδοχή και η αποδοχή της ευαλωτότητάς μας, μας φέρνουν σε επαφή με την ομορφιά της ατέλειας μας, την ομορφιά των λαθών μας, των φόβων μας, των δυσκολιών μας, με άλλα λόγια με την ομορφιά του αυθεντικού εαυτού μας.

Ωστόσο, πολλές φορές πέφτουμε στην παγίδα της θεσμοθέτησης ιδιαίτερα υψηλών στόχων και η αδυναμία επίτευξης αυτών, μας προκαλεί ενοχικά σύνδρομα τα οποία τελικά μας καταδυστανεύουν και χανόμαστε στο φαύλο κύκλο της τελειοθηρίας.

Εύλογα προκύπτει λοιπόν, πως αν το διαρκές πρίσμα της σκέψης μας εστιάζει στην αποτυχία, τότε δεν δίνουμε σημασία σε όσα κατακτήσαμε και με μία ευρύτερη έννοια αυτό μπορεί να λειτουργήσει «προφητικά» δηλαδή εμείς οι ίδιοι να προετοιμάζουμε το έδαφος για τις μελλοντικές μας αποτυχημένες προσπάθειες.

Παραπαίουμε σε ένα μηχανισμό αυτοκαταστροφής και τελικά τα πρόσημα των προσπαθειών μας με μαθηματική ακρίβεια γίνονται αρνητικά καθώς η τελειοθηρία κατακρεουργεί κάθε ίχνος αυτοεκτίμησης και βυθιζόμαστε στον κυκεώνα των σκέψεων που έχουν ένα κυρίαρχο κοινό σημείο: τα «πρέπει» μας υποδούλωσαν και όλες οι προσπάθειες μας βάφτηκαν στα μελανά χρώματα της αποτυχίας- όρος που αντικειμενικά δεν εκφράζει την κατάσταση αλλά που πεισματικά και αυτοβασανιζόμενα χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε όλες εκείνες τις καταστάσεις στις οποίες δεν ικανοποιήσαμε την αδηφάγα τέλεια εικόνα που τρέφουμε με περίσσιο σωματικό και ψυχικό πόνο.

Καθώς λοιπόν οι υπερβολικά υψηλές προσδοκίες που θέτουμε για τον εαυτό μας δεν ανταποκρίνονται στο τελικό αποτέλεσμα των καταστάσεων, βιώνουμε την παγκυριαρχία ενός συναισθήματος ύπουλου και ανελέητου: Απογοήτευση. Πώς να αντιμετωπίσει όμως ένας ήδη εξουθενωμένος ψυχικά οργανισμός ένα τέτοιο καθηλωτικό συναίσθημα;

Τις περισσότερες φορές ο άνθρωπος παρασύρεται από το ρεύμα της Άρνησης και ένας φαύλος κύκλος θλίψης και αρνητικών συναισθημάτων μόλις ξεκινά.

Ο παρορμητισμός, η παραίτηση και ο κυνισμός, η ματαίωση και η μεμψίροιρη συμπεριφορά καθώς και μία γενικότερη παθητικότητα συνθέτουν το πορτραίτο ενός τρόπου ζωής όπου η θλίψη και ο θυμός κρατάνε γερά τα σκήπτρα της καθημερινότητας και αποπροσανατολίζουν τον άνθρωπο από την ουσία και ρίζα των προβλημάτων.

Ωστόσο, όπως και για καθετί στη ζωή, υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος, η λεγόμενη Κάθαρση.

Αντί λοιπόν να αναλωνόμαστε σε μία μέλαινα πραγματικότητα, μπορούμε να εστιάσουμε στην αποδοχή της κατάστασης και ανατροπή αυτής.

Για πολλούς αυτό ίσως ακούγεται υπερβολικά ωραιοποιημένο ή ανέφικτο αλλά αυτό που πραγματικά ισχύει είναι ότι ο κάθε άνθρωπος έχει μέσα του τη δύναμη να αντιμετωπίσει τους «δαίμονες» που τον στοιχειώνουν και να οδηγηθεί στην κάθαρση ψυχής που τόσο επιθυμεί.

Φυσικά μία τέτοια προσπάθεια προϋποθέτει υπομονή, επιμονή και διαρκή επικοινωνία με ανθρώπους που μας αγαπάνε και μας νοιάζονται πραγματικά οι οποίοι θα λειτουργήσουν ως προπομποί για τη νέα αρχή που τόσο έχουμε ανάγκη.

Φανταστείτε πως θα ήταν η ζωή σας αν αγκαλιάζατε αυτό το μαύρο στοιχειό που τρέφεται με το ζωογόνο κομμάτι σας και του δείχνατε τη δύναμη σας.

Μην πέφτετε στην παγίδα του να υπηρετείτε νωχελικά τη σκοτεινή πλευρά σας, αποδέχοντάς την.

Ακούγεται τραγελαφικό αλλά δυστυχώς πολλές φορές ηθελημένα, κρατάμε ζωντανό αυτό το στοιχειό και αναζωπυρώνουμε τη συντροφιά της σκοτεινής μας πλευράς διότι νιώθουμε ασφάλεια με αυτό τον τρόπο.

Πόσο περίεργο ον αυτός ο homo τελικά! Νιώθει ασφάλεια και ζεστασιά από τη συντροφιά μιας πλευράς που τον πονά!! Κι όμως είναι πραγματικότητα μα αυτός είναι ο «εύκολος» δρόμος.

Η πραγματική λύτρωση δεν ενέχει κανένα στοιχείο αποδοχής μελανών στοιχείων.

Η πραγματική λύτρωση είναι δυναμική, καθηλωτική, απροσπέλαστη από κάθε συναίσθημα συνήθειας και ασφάλειας.

Η αρχή ίσως σε τρομάξει, το ξέρω. Κάθε αλλαγή ενέχει το στοιχείο του φόβου για το άγνωστο αλλά ο αποχωρισμός από κάποια γνώριμη κατάσταση είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ανθρώπινη ύπαρξη στα πλαίσια της μακροπρόθεσμης εξέλιξής του.

Να θυμάσαι την ετυμολογία της λέξης απογοήτευση: από(δηλαδή αποχωρίζομαι, απομακρύνομαι) και γοητεία (δηλαδή κάτι σαγηνευτικό, μαγικό, απατηλό).

Γιατί λοιπόν να γίνεσαι ο μεγαλύτερος τιμωρός του εαυτού σου και να απομακρύνεσαι από ο,τι σου προκαλεί σαγήνη;

Γιατί να σε πονάς τόσο πολύ;

Αγάπησε το «είναι» σου, συμφιλιώσου με τα ελαττώματά σου, ιεράρχησε τους στόχους και ανακάλυψε τον ορισμό που δίνεις στη λέξη Ευτυχία, μα προπαντός λειτούργησε βάσει όσων κάνουν την ψυχή σου να ηρεμεί.

Εμείς δημιουργούμε τον παράδεισο μέσα μας, εμείς και την κόλασή μας.

Σε προ(σ)καλώ να δοκιμάσεις αυτό το ταξίδι προς την αναγέννηση.

Είμαι σίγουρος πως η διαδρομή θα σε ανταμείψει!

Ερευνητές δημιούργησαν πλαστικό φυσικής προέλευσης χρησιμοποιώντας κυτταρίνη από φλοιούς δέντρων

Η κυτταρίνη, μία από τις σπουδαιότερες οργανικές ουσίες που βρίσκεται σε αφθονία στη φύση, καθώς και σημαντικό συστατικό των κυτταρικών τοιχωμάτων του ξύλου φαίνεται ότι κρύβει τα μυστικά ενός βιώσιμου πλαστικού φυσικής προέλευσης.

Οι νανοκρύσταλλοι κυτταρίνης (CNC) αποτελούν πολλά υποσχόμενα δομικά στοιχεία βιώσιμων πολυμερών σύνθετων υλικών, λόγω των εξαιρετικών μηχανικών και χημικών ιδιοτήτων τους. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνουν τα αποτελέσματα έρευνας επιστημονικής ομάδας του MIT -Massachussets Institute of Technology- η οποία πέτυχε την κατασκευή ενός σύνθετου υλικού που αποτελείται κυρίως από νανοκρυστάλλους κυτταρίνης και συνθετικό πολυμερές σε μικρή περιεκτικότητα. Η περιεκτικότητα των οργανικών κρυστάλλων αγγίζει το 60 έως 90% και αποτελεί το υψηλότερο κλάσμα CNC που έχει επιτευχθεί σε ένα σύνθετο υλικό μέχρι σήμερα.

Πρόκειται για υλικό ιδιαίτερα ισχυρό με βάση την κυτταρίνη, που περιγράφεται ως πιο σκληρό και ισχυρό από οστά, καθώς και από κράματα αλουμινίου.

«Δημιουργώντας σύνθετα υλικά με CNC σε υψηλή φόρτιση, μπορούμε να δώσουμε στα υλικά, με βάση το πολυμερές, μηχανικές ιδιότητες που δεν είχαν ποτέ πριν», λέει ο A. John Hart, καθηγητής Mηχανολογίας και προσθέτει αμέσως μετά: «Αν μπορούμε να αντικαταστήσουμε κάποιο πλαστικό με βάση το πετρέλαιο με κυτταρίνη φυσικής προέλευσης, αυτό είναι αναμφισβήτητα καλύτερο και για τον πλανήτη».

Ο Hart και η ομάδα του δημοσίευσαν τα αποτελέσματά τους στο περιοδικό Cellulose

Οι επιστήμονες ερευνούν τα τελευταία χρόνια τη χρήση των νανοκρυστάλλων κυτταρίνης, οι οποίοι μπορούν να εξαχθούν από ίνες κυτταρίνης. Οι εξαιρετικά ισχυροί κρύσταλλοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως φυσικές ενισχύσεις σε υλικά με βάση το πολυμερές. Αλλά οι ερευνητές μέχρι πρότινος μπορούσαν να ενσωματώσουν μόνο χαμηλά κλάσματα CNC.

Η ομάδα του Hart επιχείρησε και πέτυχε να αναπτύξει ένα σύνθετο υλικό με υψηλό κλάσμα CNC, το οποίο θα μπορούσε να διαμορφωθεί σε ισχυρές, ανθεκτικές μορφές.

Η κυτταρίνη είναι ένα προϊόν που παράγει με αφθονία το «εργοστάσιο» της φύσης. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο, περισσότεροι από 10 δισεκατομμύρια τόνοι κυτταρίνης συντίθενται από τον φλοιό, το ξύλο ή τα φύλλα των φυτών.

Να σημειώσουμε τέλος ότι το μεγαλύτερο μέρος της παραγόμενης κυτταρίνης χρησιμοποιείται για την κατασκευή χαρτιού και υφασμάτων, ενώ ένα ποσοστό της προωθείται για μεταποίηση προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σε σκόνη για πηκτικά τροφίμων και για καλλυντικά προϊόντα.

Μεγάλη υπόθεση να είσαι ήρεμος

Τις θυμάσαι εκείνες τις μέρες. Τις δύσκολες, τις στενάχωρες, που σου έφερναν τεράστια εσωτερική αναστάτωση. Τις θυμάσαι έντονα. Ακόμη και τώρα, όταν το μυαλό σου τις ανακαλεί, σου φέρνουν ταχυκαρδίες, σφίξιμο και μια γεύση πίκρας. Όλοι λίγο-πολύ έχουμε περάσει ή περνάμε δύσκολα.

Σημασία όμως δεν έχει τι περνάμε, αλλά πώς το διαχειριζόμαστε. Πώς μπορούμε να μετατρέψουμε την κακοκεφιά και τη σύγχυση σε κάτι όμορφο. Και τι πιο όμορφο απ’ το να κάνεις δώρο στον εαυτό σου την ηρεμία σου;

Μεγάλη υπόθεση να είσαι ήρεμος. Τίποτα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει και τίποτα δεν μπορεί να σε αναστατώσει. Είσαι σε μια κατάσταση πλήρους ζεν. Το μυαλό σου επικεντρώνεται μόνο στα όμορφα, αφήνοντας στην άκρη ό,τι μπορεί να του προκαλέσει σύγχυση και δυσάρεστες σκέψεις. Σαν μια διαδικασία άμυνας απέναντί τους. Σίγουρα δεν είναι εύκολο να γίνει, αλλά όταν συμβεί θα είσαι άλλος άνθρωπος.

Γιατί να μην προσπαθήσεις; Γιατί να αφήσεις να σε επηρεάζουν όλα αυτά; Άγχος, πίεση κι υποχρεώσεις είναι σε ημερήσια διάταξη. Ποιος είναι άλλωστε ο καθένας, που έχει έτσι αυθαίρετα το δικαίωμα, να σε ταράζει; Υπάρχουν πολλοί, που το κάνουν στην καθημερινότητά σου. Απ’ το αφεντικό που ξύπνησε μες τα νεύρα και ξεσπάει πάνω σου, το φίλο που σε κατακρίνει για τις επιλογές σου, το άτομο που είσαι ερωτευμένος και σε αγνοεί ή ακόμη κι απ’ τους ίδιους σου τους γονείς. Γκρίνιες, μουρμούρες, αναρίθμητα κατηγορώ που σου προσφέρουν απλόχερα κι εσύ απλώς σφίγγεις τις γροθιές σου, για να μην εκτοξευτούν στα μούτρα κανενός.

Λάθος τακτική. Αδιαφόρησε. Εσύ είσαι εκείνος, που είσαι υπεύθυνος για τη ζωή σου. Κανένας άλλος. Κι όσο πιο σύντομα το ενστερνιστείς, τόσο πιο ήρεμα θα αισθανθείς. Σκληρή τακτική. Θέλει δουλειά. Αλλά τίποτα δεν έρχεται εύκολα, πόσο μάλλον η ηρεμία. Η αδιαφορία σε κάνει να έχεις τόσο γαλήνη στην ψυχή, που αυτό μετά σε βοηθά να έχεις σ’ όλα μια πιο ψύχραιμη αντιμετώπιση.

Άλλωστε το αξίζεις. Είσαι σε κανένα πρόγραμμα τιμωρίας και πρέπει να αυτομαστιγώνεσαι συνεχώς κι αδιαλείπτως; Έτσι καταντάει μαζοχισμός. Όλοι αξίζουν μια ήρεμη ζωή, μακριά από συνεχείς διαλόγους στο μυαλό και δεύτερες φωνές, να σε κατακρίνουν. Βούλωσέ τους το στόμα. Κι ακόμη όταν πάνε να ξαναπούν κάτι, κλείσε τα αυτιά σου. Γύρνα το κεφάλι σου αλλού κι ασχολήσου με κάτι όμορφο.

Διότι τα όμορφα κι ήρεμα πράγματα μας κάνουν όμορφους κι ήρεμους τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Μας κάνουν να αναλωνόσαστε στα ουσιαστικά και μόνο. Δεν ασχολούμαστε με μικρότητες. Επικεντρωνόμαστε έτσι μόνο στα καλά στοιχεία των άλλων, στην ποιότητα της σχέσης μας μαζί τους και δεν εστιάζουμε στα αρνητικά τους. Βλέπουμε έτσι τη ζωή αισιόδοξα κι αντιμετωπίζουμε τα πάντα με χαμόγελο. Κι όταν κάποιος χαμογελά λάμπει και κάνει και τους άλλους να χαμογελούν. Είναι μεταδοτικό.

Να είστε ήρεμοι λοιπόν. Να φροντίζετε τον εαυτό σας σαν το πολυτιμότερο δώρο. Να του λέτε λόγια γλυκά, να τον παινεύετε και σε καμία περίπτωση να μην τον τιμωρείτε. Μπορεί η ζωή να είναι ομαδικό άθλημα, αλλά στο τέλος μόνος σου είσαι πάντα παρέα με τον εαυτό σου.

Τι λέτε, δεν του αξίζει να είναι τουλάχιστον ήρεμος κι ευτυχισμένος;

Παραλογισμός

Στη φιλοσοφία το «παράλογο», αναφέρεται στη σύγκρουση μεταξύ της ανθρώπινης τάσης για την αναζήτηση εγγενούς αξίας και νοήματος στη ζωή από την μία πλευρά και την ανθρώπινη αδυναμία να τα βρουν από την άλλη. Σε αυτό το πλαίσιο παράλογο δεν σημαίνει «λογικά αδύνατο», αλλά μάλλον «ανθρωπίνως αδύνατο». Το σύμπαν και το ανθρώπινο μυαλό, το καθένα ξεχωριστά, δεν δημιουργούν το Παράλογο, αλλά μάλλον, το Παράλογο προκύπτει από την αντιφατική φύση του γεγονότος ότι και τα δύο υπάρχουν ταυτόχρονα.

Σίσυφος — το σύμβολο του παραλογισμού της ύπαρξης — του Franz Stuck.

Κατά συνέπεια, παραλογισμός είναι μια φιλοσοφική σχολή σκέψης η οποία δηλώνει ότι οι προσπάθειες της ανθρωπότητας να βρει εγγενή έννοια τελικά θα αποτύχουν (και ως εκ τούτου είναι παράλογες), διότι ο τεράστιος όγκος πληροφοριών καθώς κι η ευρεία σφαίρα του αγνώστου καθιστούν την απόλυτη πεποίθηση αδύνατη. Ως φιλοσοφικό ρεύμα, ο παραλογισμός διερευνά επιπλέον τη θεμελιώδη φύση του Παραλόγου και το πώς τα άτομα, όταν συνειδητοποιήσουν το Παράλογο, θα πρέπει να ανταποκριθούν. Ο παραλογιστής φιλόσοφος Αλμπέρ Καμύ δήλωσε ότι τα άτομα θα πρέπει να αποδεχτούν την παράλογη ιδιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ, επίσης, να συνεχίσουν αγέρωχα να αναζητούν νόημα και να συνεχίσουν να εξερευνούν.

Ο παραλογισμός μοιράζεται ορισμένες έννοιες, και ένα κοινό θεωρητικό πρότυπο με τον υπαρξισμό και τον μηδενισμό. Έχει τις ρίζες του στο έργο του Δανού φιλοσόφου του 19ου αιώνα, Σαίρεν Κίρκεγκωρ, ο οποίος επέλεξε να αντιμετωπίσει την κρίση που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν με το Παράλογο, αναπτύσσοντας τη δική του υπαρξιακή φιλοσοφία. Ο παραλογισμός ως ένα σύστημα πεποιθήσεων γεννήθηκε από το ευρωπαϊκό υπαρξιακό κίνημα που ακολούθησε, ειδικά όταν ο Γαλλο-Αλγερινός φιλόσοφος και συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ απέρριψε ορισμένες πτυχές της φιλοσοφικής σκέψης και δημοσίευσε το δοκίμιο Ο Μύθος του Σίσυφου. Τον απόηχο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου παρείχε το κοινωνικό περιβάλλον που επέτρεπαν την ανάπτυξη παραλογιστικών απόψεων και επέτρεπε τη λαϊκή τους ανάπτυξη, ειδικά στην κατακρεουργημένη χώρα της Γαλλίας.

Επισκόπηση

Στην παραλογιστική φιλοσοφία, το Παράλογο προκύπτει από τη θεμελιώδη δυσαρμονία μεταξύ της ατομικής αναζήτησης για το νόημα και την έλλειψη νοήματος του σύμπαντος. Ως όντα που ψάχνουν για νόημα σε ένα κόσμο χωρίς νόημα, οι άνθρωποι έχουν τρεις τρόπους για να επιλύσουν το δίλημμα. Ο Κίρκεγκωρ και ο Καμύ περιγράφουν τις λύσεις στα έργα τους, Ασθένεια μέχρι το Θάνατο (1849) και Ο Μύθος του Σίσυφου (1942), αντίστοιχα:

Αυτοκτονία (ή, “απόδραση από την ύπαρξη”): μια λύση κατά την οποία ένα άτομο τελειώνει την ίδια του τη ζωή. Τόσο ο Κίρκεγκωρ όσο και ο Καμύ απορρίπτουν την βιωσιμότητα αυτής της επιλογής. Ο Καμύ δηλώνει ότι δεν επιλύει το Παράλογο. Αντίθετα, το γεγονός ότι κάποιος διάλεξε να τερματίσει τη ζωή του περιπλέκει περισσότερο την κατάσταση.

Θρησκευτική, πνευματική, ή αφηρημένη πίστη σε ένα υπερβατικό βασίλειο, ον ή ιδέα: μια λύση στην οποία κάποιος πιστεύει στην ύπαρξη μιας πραγματικότητας που είναι πέρα από το Παράλογο, και έτσι έχει νόημα. Ο Κίρκεγκωρ δήλωσε ότι η πίστη σε κάτι πέρα από το Παράλογο απαιτεί μια παράλογη, αλλά ίσως αναγκαία θρησκευτική αποδοχή σε κάτι άυλο και σε κάτι που δεν μπορεί να αποδειχθεί εμπειρικά (συνήθως αναφέρεται ως ένα «άλμα πίστης»). Ωστόσο, ο Καμύ και άλλοι θεώρησαν αυτή τη λύση ως «φιλοσοφική αυτοκτονία».

Η αποδοχή του Παραλόγου: μια λύση στην οποία κάποιος δέχεται το Παράλογο και συνεχίζει να ζει ανεξάρτητα από αυτό. Ο Καμύ ενέκρινε τη λύση αυτή, πιστεύοντας ότι με την αποδοχή του Παραλόγου, μπορεί κανείς να επιτύχει την απόλυτη ελευθερία, και χωρίς να αναγνωρίζει κανένα θρησκευτικό ή ηθικό περιορισμό. Επαναστατώντας ενάντια στο Παράλογο, ενώ ταυτόχρονα αποδεχόμενος το γεγονός ότι είναι αιώνιο, θα μπορούσε κανείς ενδεχομένως να είναι ευχαριστημένος από το προσωπικό νόημα που αποκόμισε στη πορεία. Ο Κίρκεγκωρ, από την άλλη πλευρά, θεωρούσε αυτή τη λύση ως “δαιμονική τρέλα”: “Αυτός μαίνεται κυρίως με τη σκέψη ότι η αιωνιότητα μπορεί να μπει μέσα στο κεφάλι του για να πάρει τη μιζέρια απ' αυτόν!”

Σχέση με τον υπαρξισμό και τον μηδενισμό

Ο Παραλογισμός προήλθε από τη συνέχιση των κινημάτων του υπαρξισμού και του μηδενισμού στον 20ο αιώνα. Μοιράζεται μαζί τους κάποια εμφανή βασικά σημεία, αλλά επίσης φθάνει σε συμπεράσματα που είναι μοναδικά. Και οι τρεις σχολές προέκυψαν από την ανθρώπινη εμπειρία της αγωνίας και της σύγχυσης που απορρέει από το Παράλογο: τη φαινομενική έλλειψη νοήματος σε ένα κόσμο που οι άνθρωποι, παρ' όλα αυτά, είναι υποχρεωμένοι να βρουν ή να δημιουργήσουν το δικό τους νόημα. Από εκεί και πέρα, οι τρεις σχολές σκέψης αποκλίνουν. Ο Υπαρξισμός γενικά υποστήριξε την κατασκευή νοήματος της ζωής από το κάθε άτομο ξεχωριστά καθώς και την ελεύθερη βούληση του ατόμου. Ο Μηδενισμός, αντίθετα, υποστηρίζει ότι “είναι μάταιο να αναζητάμε ή να δηλώνουμε ότι υπάρχει νόημα εκεί που δεν μπορεί να βρεθεί.” Ο Παραλογισμός, όπως σχηματίστηκε από τον Καμύ, αποδέχεται, αν και διστακτικά, την πιθανότητα ύπαρξης νοήματος ή αξίας στη ζωή. Διστάζει όμως να αποδεχτεί τόσο την αξία του προσωπικά κατασκευασμένου νοήματος που διδάσκει ο Υπαρξισμός όσο και την ολοκληρωτική αδυναμία εύρεσης νοήματος που υποστηρίζει ο Μηδενισμός. Ο Παραλογισμός του Καμύ επίσης, απαξιώνει ή κατάφορα απορρίπτει την ελεύθερη βούληση, ενθαρρύνοντας απλώς το άτομο να ζει επαναστατικά και αυθεντικά , παρά την ψυχολογική ένταση του Παραλόγου.

Ο Καμύ ο ίδιος με πάθος εργαζόταν για την αντιμετώπιση του μηδενισμού, όπως εξήγησε στο δοκίμιό του “Ο Επαναστάτης”, ενώ, επίσης, απέρριψε κατηγορηματικά την ετικέτα του “υπαρξιστικός” στο δοκίμιό του “το Αίνιγμα” και στη συλλογή Το Λυρικό και κριτικά Δοκίμια του Αλμπέρ Καμύ, αν και ήταν, και ακόμα χαρακτηρίζεται από μερικούς ως υπαρξιστής. Τόσο ο υπαρξισμός και ο παραλογισμός ασχολούνται με τις πρακτικές εφαρμογές της συνειδητοποίησης της αλήθειας του υπαρξιακού μηδενισμού: δηλαδή, πώς κάποιος ενθουσιώδης αναζητητής θα πρέπει να ενεργεί όταν ξαφνικά βρεθεί αντιμέτωπος με την φαινομενική απόκρυψη, ή παντελή απουσία νοήματος στο σύμπαν. Η αντίληψη του Καμύ για τον κόσμο (π. χ., η αδιαφορία στο διήγημα Ο Ξένος), και κάθε όραμα που είχε για την πρόοδό του, ωστόσο, τον θέτει εκτός από το ρεύμα του υπαρξισμού.

Το νόημα της ζωής

Σύμφωνα με τον παραλογισμό, οι άνθρωποι προσπαθούσαν ιστορικά να βρουν το νόημα της ζωής. Παραδοσιακά, η διαδικασία αυτή οδηγούσε σε ένα από τα εξής δύο συμπεράσματα: είτε ότι η ζωή δεν έχει νόημα ή ότι η ζωή έχει νόημα, όπως αυτή ορίζεται από μία ανώτερη δύναμη – πίστη στον Θεό ή αφοσίωση σε κάποια θρησκεία η άλλη αφηρημένη έννοια.

Προσωπικό νόημα

Για τον Καμύ, η ομορφιά που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν στη ζωή είναι αυτή που την κάνει να αξίζει να την ζούμε. Οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν νόημα στη δική τους ζωή, το οποίο μπορεί να μην είναι το αντικειμενικό νόημα της ζωής (εάν υπάρχει) αλλά μπορεί να παρέχει κάτι για να μοχθήσει κανείς. Ωστόσο, επέμεινε ότι κάποιος θα πρέπει πάντα να κρατάει μια ειρωνική απόσταση μεταξύ αυτού του τεχνητού νοήματος και της γνώσης του παραλόγου, μήπως το τεχνητό νόημα πάρει τη θέση του παραλόγου.

Ελευθερία

Η ελευθερία δεν μπορεί να επιτευχθεί πέρα από αυτό που επιτρέπει ο παραλογισμός της ύπαρξης, ωστόσο, το πιο κοντινό που μπορεί κανείς να έρθει στην απόλυτη ελευθερία είναι μέσω της αποδοχής του Παραλόγου. Ο Καμύ εισήγαγε την ιδέα της “αποδοχή χωρίς παραίτηση”, ως έναν τρόπο που ασχολείται με την αναγνώριση του παραλογισμού, ρωτώντας η αν ο άνθρωπος μπορεί να “ζήσει χωρίς έφεση”, καθορίζοντας μια “συνειδητή εξέγερση” κατά της αποφυγής του παραλογισμού του κόσμου. Σε έναν κόσμο που στερείται υψηλότερο νόημα ή μετά θάνατον ζωή στην οποία όλα κρίνονται, η ανθρώπινη φύση γίνεται όσο πιο κοντά στη απόλυτη ελευθερία όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό.

Ελπίδα

Η απόρριψη της ελπίδας, στον Παραλογισμό, δηλώνει την άρνησή κάποιου να πιστέψει σε κάτι περισσότερο από αυτό που του παρέχει η παράλογη ζωή του. Ο Καμύ τονίζει, ωστόσο, ότι η ελπίδα δεν έχει τίποτα να κάνει με την απελπισία (που σημαίνει ότι οι δύο όροι δεν είναι αντίθετοι). Μπορεί κανείς να εξακολουθεί να ζει πλήρως, ενώ απορρίπτει την ελπίδα, και, στην πραγματικότητα, μπορεί αυτό να το πράξει χωρίς ελπίδα. Η ελπίδα γίνεται αντιληπτή από τους παραλογιστές ως μια άλλη δόλια μέθοδος για να αποφύγει το Παράλογο, και μη έχοντας ελπίδα, έχει κανείς κίνητρο να ζει την κάθε στιγμή στο έπακρο. Σύμφωνα με τα λόγια στο επιτύμβιο του Νίκου Καζαντζάκη: “Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος”.

Ακεραιότητα

Οι παραλογιστές δεν καθοδηγούνται από την ηθική, αλλά μάλλον, από τη δική τους ακεραιότητα. Ο παραλογιστής είναι στην πραγματικότητα ανήθικος (με την έννοια ότι του λείπει η αίσθηση της ηθικής) αλλά όχι απαραίτητα έκλυτος (με την έννοια της ακολασίας, της λαγνείας). Η Παράλογη άποψη της ηθικής συνεπάγεται μια ακλόνητη αίσθηση σιγουριάς του απόλυτου σωστού και λάθους σε ορισμένες περιπτώσεις, ενώ η ακεραιότητα υπονοεί ειλικρίνεια με τον εαυτό κάποιου και συνοχή στις πράξεις και της αποφάσεις κάποιου.

Τα Μαθηματικά αποδεικνύουν πως ο κόσμος είναι περισσότερο όμορφος από τη φαντασία

Και τώρα, το πιο σημαντικό: Ρωτάς εάν -σπουδάζοντας μαθηματικά— θα αναγκαστείς να θυσιάσεις την αίσθηση της ομορφιάς- αναρωτιέσαι αν τα πάντα θα γίνουν απλώς αριθμοί, εξισώσεις, κανόνες και τύποι. Μην ανησυχείς, δεν σε παρεξηγώ- η απορία σου είναι πολύ φυσιολογική – όλοι την εκφράζουν. Ωστόσο, είναι λάθος. Η αλήθεια βρίσκεται στον αντίποδα.

Αυτό που προσφέρουν τα μαθηματικά σε εμένα είναι το εξής: με βοηθούν να αντιληφθώ τον κόσμο στον οποίο κατοικώ με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Μου δίνουν μια σαφή εικόνα για τη λειτουργία των νόμων και των δομών της φύσης. Μου προσφέρουν μια εντελώς διαφορετική αίσθηση ομορφιάς.

Όταν αντικρίζω ένα ουράνιο τόξο, για παράδειγμα, δεν παρατηρώ απλώς ένα πολύχρωμο τόξο στον ουρανό. Δεν βλέπω μόνο το αποτέλεσμα που προκαλούν οι σταγόνες της βροχής στο ηλιακό φως, καθώς αναλύουν το λευκό φως στα χρώματα που το συνθέτουν. Τα ουράνια τόξα μου προκαλούν ακόμη όμορφα συναισθήματα και με εμπνέουν, αλλά αντιλαμβάνομαι πως υπάρχουν πολύ περισσότερα πράγματα σε ένα ουράνιο τόξο, πέρα από τη διάθλαση του φωτός. Τα χρώματα είναι το παραπλανητικό στοιχείο. Ποια είναι όμως η ακριβής εξήγηση του σχήματος και της λαμπρότητάς του; Γιατί ένα ουράνιο τόξο έχει το σχήμα ενός τόξου; Γιατί το φως του ουράνιου τόξου είναι τόσο λαμπρό;

Ίσως δεν τα έχεις σκεφτεί όλα αυτά. Γνωρίζεις πως το ουράνιο τόξο εμφανίζεται όταν το ηλιακό φως διαθλάται από μικροσκοπικά σταγονίδια νερού, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε χρώμα του φωτός εκτρέπεται κατά μια ελάχιστα διαφορετική γωνία και ανακλάται προς τα πίσω από τις σταγόνες της βροχής για να συναντήσει το μάτι του παρατηρητή. Αν αυτό είναι το μόνο που συμβαίνει σε ένα ουράνιο τόξο, τότε γιατί τα δισεκατομμύρια των ακτίνων φωτός διαφορετικού χρώματος που προέρχονται από δισεκατομμύρια σταγόνες δεν επικαλύπτονται και δεν αναμειγνύονται;

Η απάντηση βρίσκεται στη γεωμετρία του ουράνιου τόξου. Όταν το φως ανακλάται πολλαπλώς στο εσωτερικό μιας σταγόνας βροχής, το σφαιρικό σχήμα της σταγόνας γίνεται η αιτία να αναδυθεί το φως ισχυρά εστιασμένο προς μια συγκεκριμένη διεύθυνση. Κάθε σταγόνα, στην πραγματικότητα, εκπέμπει έναν λαμπρό κώνο φωτός, ή καλύτερα, κάθε χρώμα διαμορφώνει το δικό του κώνο και η γωνία της κορυφής κάθε κώνου είναι ελάχιστα διαφορετική για κάθε χρώμα. Όταν εμείς παρατηρούμε ένα ουράνιο τόξο, τα μάτια μας συλλαμβάνουν μόνο τους κοινούς που προέρχονται από εκείνες τις σταγόνες που βρίσκονται σε συγκεκριμένες διευθύνσεις και για κάθε χρώμα αυτές οι διευθύνσεις σχηματίζουν έναν κύκλο στον ουρανό. Έτσι εμείς βλέπουμε ένα πλήθος από ομόκεντρους κύκλους, έναν για κάθε χρώμα.

Το ουράνιο τόξο που βλέπεις εσύ και το ουράνιο τόξο που βλέπω εγώ έχουν δημιουργηθεί από διαφορετικές σταγόνες.

Τα μάτια μας βρίσκονται σε διαφορετικά μέρη, συνεπώς συλλαμβάνουν διαφορετικούς κώνους που παράγονται από διαφορετικές σταγόνες.

Καθένας βλέπει το δικό του, προσωπικό ουράνιο τόξο.

Κάποιοι πιστεύουν πως αυτό το είδος κατανόησης «καταστρέφει» τη συναισθηματική εμπειρία. Τι ανοησία! Τι χαμηλό επίπεδο αισθητικής αυταρέσκειας! Οι ίδιοι τύποι δηλώνουν ότι είναι ποιητικές προσωπικότητες, είναι ευεπίφοροι στα θαύματα της φύσης, αλλά στην πραγματικότητα υποφέρουν από μια σοβαρή έλλειψη περιέργειας: αρνούνται να πιστέψουν πως ο κόσμος είναι περισσότερο όμορφος από την προσωπική τους περιορισμένη φαντασία. Η φύση είναι πάντοτε πιο μυστηριώδης, πιο πλούσια και πολύ πιο ενδιαφέρουσα από ό,τι φανταζόμαστε και τα μαθηματικά προσφέρουν έναν πολύ δραστικό τρόπο για να το αντιληφθούμε. Η δυνατότητα να κατανοούμε, είναι μία από τις σημαντικότερες διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ζώα· και αυτό οφείλουμε να το εκτιμήσουμε. Θα έλεγα λοιπόν πως η κατανόηση της γεωμετρίας του ουράνιου τόξου προσθέτει μια νέα διάσταση στην ομορφιά του. Και δεν αφαιρεί το παραμικρό από τη συναισθηματική εμπειρία.

Δυστυχώς έτσι σκέπτονται οι πολλοί

Ένας βραχμάνος, ειδικός στη Βέδα και τέλειος τοξότης, προσφέρει τις υπηρεσίες του στον καλό του φίλο, ο οποίος είναι τώρα βασιλιάς. 

Ο βραχμάνος αναφωνεί όταν αντικρίζει το βασιλιά: “Με αναγνωρίζεις, το φίλο σου!” Ο βασιλιάς του απαντά με περιφρόνηση και μετά εξηγεί: “Ναι, ήμασταν φίλοι στο παρελθόν, αλλά η φιλία μας βασιζόταν στη δύναμη που είχαμε… Ήμουν φίλος σου, καλέ βραχμάνε, διότι εξυπηρετούσε τους σκοπούς μου. 

Κανένας φτωχός δεν είναι φίλος του πλούσιου, κανένας χαζός δεν είναι φίλος του σοφού, κανένας δειλός δεν είναι φίλος του γενναίου. Έναν παλιό φίλο – Ποιος τον χρειάζεται; Μόνο δύο άτομα εξίσου πλούσια και από ίση καταγωγή μπορούν να είναι φίλοι ή να παντρευτούν, όχι ένα φτωχό και ένα πλούσιο άτομο… Έναν παλιό φίλο, ποιος τον χρειάζεται”

Η ΜΑΧΑΜΠΑΡΑΤΑ, ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΡΙΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ Π.Χ.

Οι δικαιολογητικοί ως θύματα θυμάτων

Για ψύλλου πήδημα.

Είναι γνωστό πως ο ψύλλος πηδάει 400 φορές το ύψος του. Αν ο άνθρωπος είχε την ίδια δυνατότητα θα μπορούσε να κάνει άλματα 800 μέτρων. Μπορούμε ωστόσο, να κάνουμε έναν ψύλλο να πάει κόντρα στην φύση του και να μην κάνει καθόλου άλματα. Ας πάρουμε ένα κουτί διαφανές που να έχει ύψος 20 εκατοστά. Όταν τοποθετήσουμε μέσα τον ψύλλο, θα αρχίσει να πηδάει και να χτυπάει στο καπάκι, διότι το άλμα του είναι μεγαλύτερο από το ύψος του κουτιού. Τα χτυπήματα του δημιουργούν πόνο και φυσικά ο πόνος τον ενοχλεί, έτσι ο ψύλλος, προσαρμόζει το άλμα του στο ύψος του κουτιού.

Μόλις συμβεί αυτό ας πάρουμε τον ψύλλο και να τον τοποθετήσουμε σε ένα άλλο κουτί 10 εκατοστών. Ο ψύλλος θα προσαρμόσει πάλι το ύψος του στα 10 εκατοστά, ενώ όσο μικραίνουμε το κουτί, μικραίνει και το άλμα του. Τέλος τοποθετούμε τον ψύλλο σε κουτί ίσο με το ύψος του και θα τον δούμε, μετά από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες, να σταματάει τελείως τα άλματα. Βγάζοντάς τον από το κουτί, διαπιστώνουμε πως ο ψύλλος, έχοντας συνδυάσει το άλμα με τον πόνο, δεν θα ξαναπηδήξει ποτέ πια, για το υπόλοιπο της ζωής του.

Τι σας κρατά δέσμιους;

Ένας από τους λόγους που οι άνθρωποι δεν χρησιμοποιούμε ένα μεγαλύτερο μέρος από τις εκπληκτικές τους δυνατότητες είναι η “εκπαίδευση του ψύλλου” από την οποία κανένας δεν έχει γλιτώσει. Οι πρώτοι μεγάλοι εκπαιδευτές στην ζωή μας είναι οι γονείς μας. Δεν το κάνουν βέβαια από κακία (αν και μερικοί το κάνουν από κακία) αλλά από συνήθεια, σε συνδυασμό πάντοτε με την τεράστια άγνοια που έχουνε για απλά και βασικά πράγματα. Είναι βλέπετε και αυτοί άριστα εκπαιδευμένοι ψύλλοι. Με άλλα λόγια είμαστε αρχικά θύματα θυμάτων.

Ας πάρουμε για παράδειγμα το Γιαννάκη, που είναι ένα τρισχαριτωμένο υγιέστατο παιδάκι ηλικίας 6 μηνών. Οι γονείς του τον έχουν στο πάτωμα κι αυτός μπουσουλάει με τα τέσσερα προσπαθώντας να ανακαλύψει τον κόσμο του. Από πάνω του βέβαια η μαμά, ο μπαμπάς και πιθανότατα η γιαγιά η κάποιοι άλλοι ενήλικες. Η εκπαίδευση σου αρχίζει: ΜΗ, Γιαννάκη, τζιζ αυτό. ΜΗ, Γιαννάκη, κακό αυτό. ΜΗ, Γιαννάκη, θα χτυπήσεις κ.τ.λ. Οι άνθρωποι – εκπαιδευτές δεν μπορούν να καταλάβουν ότι κάθε ΜΗ κατεβάζει και λίγο το ύψος του κουτιού του Γιαννάκη, σύμφωνα με το παράδειγμα του ψύλλου.

Και το παιδί μεγαλώνει και γίνεται δυο χρονών και το έχουνε βγάλει να παίξει στον κήπο. Γύρω του οι εκπαιδευτές του, μαμά, μπαμπάς και σία… ΜΗΝ ανεβαίνεις στο πεζούλι γιατί θα πέσεις. ΜΗΝ ακουμπάς τις τριανταφυλλιές. ΜΗΝ τρέχεις. ΜΗΝ-ΜΗΝ-ΜΗΝ… γιατί δεν μπορείς. Και το ύψος του κουτιού όλο και μικραίνει.

Το κράτος με την σειρά του σου μαθαίνει τα πάντα εκτός από το πως να ζεις και όταν μεγαλώσεις συνειδητοποιείς ότι ζεις μεταξύ χιλιάδων απαγορεύσεων, τις οποίες έπρεπε να γνωρίζεις, συχνά παράλογες και αποπνικτικές, αλλά πάντα δικαιολογημένες από το πέπλο που γράφει επάνω “για το καλό σου” και “το καλό του συνόλου” και “το καλό του κράτους που κινδυνεύει έναντι των εχθρών του”

Στην ώρα του έρχεται κι ο μεγαλύτερος, ο πιο επικίνδυνος, ο εγκληματικότερος και γενικά ο χειρότερος εκπαιδευτής, τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και Προπαγάνδας, π.χ. τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδες κ.τ.λ. αλλά και τα τραγούδια, το θέατρο ο κινηματογράφος κ.τ.λ. Όταν πηγαίνουμε σε μια ταβέρνα και τραγουδάμε μαζί με τον τραγουδιστή του κέντρου “σφάξε με, λιώσε με, πόνεσε με κι εγώ θα σ’ αγαπώ” και “κοινωνία άδικη που δεν μ’ αφήνεις να ζήσω” ή “ο κόσμος με αδικεί, μανούλα μ’ γι’ αυτό θα φύγω στα ξένα” τι άλλο κάνουμε εκτός από το να διατηρούμε, να ενισχύουμε και να συνεχίζουμε την εκπαίδευση του ψύλλου;

«Δικαιολογητική» προσωπικότητα

Οι δυο πρώτοι ιστορικοί, ο Εκαταίος και ο Ηρόδοτος αρχίζουν τα συγγράμματα τους και τα δικαιολογούν με την βεβαίωση ότι αυτά που οι Έλληνες διηγούνται για το παρελθόν τους είναι παραμύθια. Εν τούτοις, αυτά με κανέναν τρόπο δεν σημαίνουν απεμπόληση ή λησμονιά της παράδοσης.

Συμβαδίζουν με την διαμόρφωση μιας νέας σχέσης ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, που μπορεί να την χαρακτηρίσει κανείς με δυο λέξεις φαινομενικά αντιφατικές, σεβασμός και μεταμόρφωση. Η αντίφαση αίρεται άμα σκεφτούμε ότι σ’ αυτό το πεδίο σεβασμός δεν σημαίνει τυφλή λατρεία και παγ(ι)ωμένη συντήρηση, αλλά αναζωογόνηση του παρελθόντος μέσω της μεταμόρφωσης των στοιχείων του που έτσι γίνονται σημαντικά για το παρόν.

Τα κύρια χαρακτηριστικά της «δικαιολογητικής» προσωπικότητας είναι αδυναμία, ανωριμότητα και αυταπάτη μαζί με μια δυνατή επιθυμία να εξαπατούν άλλους ανθρώπους. Αυτό τους στερεί την δυνατότητα για μεταμόρφωση και σεβασμό. Η αδυναμία είναι σημαντικός παράγοντας γιατί φαίνεται να είναι η ρίζα της ανικανότητας για «υψηλότερη σκέψη» πέρα από την πραγματικότητα του matrix δηλ. των κατώτερων ενεργειακών κέντρων. Τέτοια σκέψη χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια συγκεκριμένου είδους, και πολλά άτομα απλώς δεν θέλουν να την εφαρμόσουν ή δεν μπορούν λόγω DNA.

Μοιάζει πολύ με δουλειά. Ακόμη και άτομα ικανά να παράγουν τεράστιο φυσικό έργο, δεν φαίνεται να έχουν την ικανότητα να καταλάβουν τι είδους εργασία είναι πραγματικά πολύτιμη. Μπορεί να ξοδέψουν μέρες, εβδομάδες, μήνες ψάχνοντας ατέλειωτες λέξεις και μεταθέσεις σε λεξικά, αλλά η ικανότητα να δουν μέσα στην βαθύτερη πραγματικότητα, που προέρχεται από ψυχικό σθένος, απλά δεν βρίσκεται μέσα τους.

Τέτοια «δικαιολογητικά» όντα ως θύματα θυμάτων, έχουν εκπληκτικά ταλέντα αυτό-δικαιολόγησης και ανορθολογισμού αυτών που κάνουν. Είναι επίσης ειδικοί στο να επικαλούνται την συμπόνια και τα συναισθηματικά εναύσματα άλλων ανθρώπων. Ακόμη, έχουν μια πολύ καλά ανεπτυγμένη ικανότητα να αποσυνδέουν αυτό που δεν θέλουν να δουν ή να παραδεχτούν. Είναι γενικά δειλοί αλλά με μια στρέβλωση, ο μεγαλύτερος φόβος τους είναι πως οι άλλοι θα τους δουν ως αδύναμους, έτσι δημιουργούν μια ψευδή προσωπικότητα μεγαλόστομου σθένους και δύναμης που απλώς δεν υπάρχει.

Οι «δικαιολογητικοί» ως θύματα θυμάτων, είναι επίσης υπερευαίσθητοι στο τι λέγεται γι’ αυτούς και θυμώνουν υπέρμετρα όταν νομίσουν πως ταπεινώνονται, αλλά είναι εντελώς αναίσθητοι στα συναισθήματα των άλλων στους οποίους μπορεί να φερθούν με την μεγάλη σκληρότητα και να τους ταπεινώσουν. Φυσικά, όταν μπορούν να χρησιμοποιήσουν κάποιον, κάνουν μεγάλες προσπάθειες να προσποιηθούν πως του συμπαραστέκονται.

Το «δικαιολογητικό» μυαλό υποφέρει του θύματος, από μια σειρά λανθασμένων μηχανισμών μπλοκαρίσματος κι ευσεβείς πόθους. Είναι τυφλοί και κουφοί σε οτιδήποτε αντικρούει τον τρόπο που βλέπουν τον εαυτό τους και τον κόσμο. Κυριολεκτικά ΒΛΕΠΟΥΝ τα πράγματα διαφορετικά.

Τώρα, είναι προφανές πως όλοι βρισκόμαστε σ’ αυτήν την κατάσταση σε κάποιο βαθμό και είναι αυτοί ακριβώς οι ευσεβείς πόθοι (Εγώ) που μας κρατάνε στο matrix. Όσο περίεργο κι αν φαίνεται, η μελέτη του «δικαιολογητικού» μυαλού έχει την ίδια επίδραση πάνω μας με αυτή που είχαν τα Φαντάσματα των Χριστουγέννων στον Ebenezer Scrooge και μας κάνει να έχουμε περισσότερη επίγνωση της πραγματικότητας που αγνοούμε.

Οι «δικαιολογητικοί» ως θύματα θυμάτων, που δεν έχουν ακόμη σχηματιστεί ολοκληρωτικά επιδιώκουν απεγνωσμένα να κρύψουν αυτό το σπόρο των δικαιολογιών, μέσα τους, κάνοντας «καλές» πράξεις. Αυτό δεν γίνεται συνειδητά, ούτε με καλή πρόθεση. Σ’ αυτό το σημείο η ναρκισσιστική γνώμη τους για τον εαυτό [Εγώ] είναι τόσο δυνατή, που είναι αδύνατον να κοιτάξουν στον καθρέφτη και να δουν την αληθινή κενότητα του εσωτερικού εαυτού. Ένα τέτοιο γεγονός θα είχε ως αποτέλεσμα την ολική κατάρρευση ολόκληρου του συγκροτήματος της προσωπικότητας και οι υποσυνείδητες άμυνες κι αυτό ούτε το επιτρέπουν, ούτε το αντέχουν.

Αντί να αποδεχθούν και να αντιμετωπίσουν τα πραγματικά ζητήματα, οι «δικαιολογητικοί» ως θύματα θυμάτων, να αναγνωρίσουν δηλ. το σκοτάδι μέσα τους, να αναγνωρίσουν τα ψέματα και τη χειραγώγηση τους προς άλλους, να κόψουν τις δικαιολογίες αληθινά και να ζητήσουν πραγματικά βοήθεια, τέτοιοι άνθρωποι προσπαθούν απελπισμένα να εξουδετερώσουν με όποιο τρόπο μπορούν αυτό που υποσυνείδητα υποψιάζονται για τον εαυτό τους.

Η κύρια μέθοδός τους είναι να κάνουν «καλές» πράξεις προβάλλοντας δικό τους το εσωτερικό κενό και την ανικανότητα τους, σε κάποιον άλλο.

Οι αρχετυπικές δυνάμεις θα χρησιμοποιήσουν αυτόν τον τρόπο συμπεριφοράς και θα κινητοποιήσουν τέτοιον τρόπο σκέψης, για να πετύχουν τους δικούς τους στόχους. Το «δικαιολογητικό» όν, έχει πειστεί μέσα στο μυαλό του πως, ακολουθώντας μια συγκεκριμένη πορεία δράσεως μπορεί – σιγά σιγά – να εξαφανίσει την τρομακτική σκιά που στοιχειώνει το μυαλό του και την εκπληκτική ανικανότητα του να πετύχει στόχους και σκοπούς ή την παντελή ανυπαρξία τους.

Φυσικά, η ανικανότητα είναι «εκεί, έξω από τον εαυτό του».

Η λαϊκή παράδοση για τα βαμπίρ μας λέει πως το να κρατήσει κανείς έναν καθρέφτη μπροστά σ’ ένα βαμπίρ είναι μια επικίνδυνη δουλειά. Με επαγγελματικούς και ψυχολογικούς όρους, το να κρατήσει κανείς έναν καθρέφτη μπροστά σ’ ένα «δικαιολογητικό» όν, που έχει ενεργό το αρχέτυπο του βαμπίρ μέσα του, είναι τουλάχιστον προβληματικό. Εκείνη την στιγμή το άτομο έχει τρεις επιλογές: άρνηση, ανάπτυξη, απόγνωση ή θάνατο.

Με όρους εγκληματικής ψυχολογίας, έχουν την επιλογή να συνεχίσουν την εγκληματική «δικαιολογητική» συμπεριφορά τους με μεγάλες πιθανότητες έσχατης καταστροφής, να αλλάξουν ριζικά, ή να αυτοκτονήσουν και να τελειώνουν. Το άτομο που επιλέγει να μην αλλάξει και να μην αναπτυχθεί, να μην αναγνωρίσει την «δικαιολογητική» συμπεριφορά, ουσιαστικά επιλέγει να γίνει ένα πλήρες ανίκανο όν.

Ένα τέτοιο θύμα, αντιμέτωπο με μια τέτοια αποκάλυψη για τον εαυτό του είναι στις περισσότερες περιπτώσεις εντελώς ανίκανο να εγκαταλείψει την απατηλή τελειότητα και την «διάσημη» υπόστασή του Εγώ. Δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί από την προγραμματισμένη ψευδαίσθηση και αυταπάτη του ναρκισσιστικού εαυτού – δημιουργημένης από ένα ψεύτικο βιογραφικό και ψεύτικα διαπιστευτήρια.

Πρέπει να αντιληφθεί πως είναι ο ψεύτικος δικαιολογητικός εαυτός, γιατί στις βαθύτερες εσοχές του υποσυνείδητου νου του, νιώθει και ξέρει πως το Εγώ, είναι ένα τίποτα. Με το να αφήνει αυτό το ψυχολογικό πρόγραμμα να τον ελέγχει, χρησιμοποιεί την ενέργειά του για να εκδηλώσει αυτό το αρχέτυπο των δικαιολογιών και της ανικανότητας.

Το matrix -η συστημική κοινωνία- υποστηρίζει τέτοια δικαιολογητική συμπεριφορά.

Άλλωστε, η κοινωνία χρειάζεται υπηκόους, ανθρώπους-μηχανές δηλ. υπαλλήλους υπάκουους κι ελεγχόμενους, όχι σκεπτόμενους υγιείς και ανεξάρτητους ανθρώπους ικανούς για επιχειρείν. Η ψευδαίσθηση, η πραγματικότητα των ευσεβών πόθων, των φαντασιοκοπημάτων, στην οποία ζει ένα τέτοιο ον, αποτελείται από την ισχυρή πεποίθηση πως είναι πραγματικά ικανό ον κι ένα «πνευματικά ανώτερο πλάσμα» και πως πρέπει να καταστρέψει αυτό που καθρέφτισε πίσω σ’ αυτόν την φριχτή αλήθεια των ψευδών και των ατελειών του, μια αλήθεια που υποστηρίζεται από αποδείξεις και μάρτυρες. Μετρήσιμα δηλ. με αριθμούς, στατιστικές και αποδείξεις.

Δραστηριοποιεί όλη την ενέργειά του για να χτυπήσει και να καταστρέψει, να εξορκίσει την ανικανότητα, ώστε να μπορέσει να ζήσει στην αιώνια ψευδαίσθηση των δικαιολογιών, που του έχει «υποσχεθεί» για τις «υπηρεσίες» του.

Το καταστροφικό «δικαιολογητικό» θύμα θύματος, που έριξε μια φευγαλέα μάτια στον εαυτό του και την κενότητα του και πρόβαλλε αυτήν την κενότητα σε κάποιον άλλο, γνωρίζει ενστικτωδώς ότι πρέπει να χρησιμοποιήσει τις «άλλες μορφές» του για να επιβιώσει και τελικά να καταστρέψει αυτό που απειλεί την ύπαρξή του. Αυτές οι άλλες μορφές αποτελούνται αρχικά από φαινομενικές αλλαγές στην συμπεριφορά του. Αυτό εκδηλώνεται ξανά με την ψυχολογική πεποίθηση του όντος πως κάνοντας “καλές” πράξεις μπορεί να κατατροπώσει τις δικαιολογίες και την ανικανότητα «εκεί έξω».

Θα κάνει «χάρες» σε άλλους, πιστεύοντας πως αυτό είναι μια καλή, ανταποδοτική πράξη που θα του φέρει την εξέλιξη στην ιεραρχία. Αλλά κατά βάθος ξέρει πως το άτομο στο οποίο κάνει μια χάρη, είναι κάποιος που έχει αδικήσει. Στην πραγματικότητα πιστεύει πως το να κάνει κάτι για κάποιον που έχει αδικήσει χωρίς να ομολογεί το λάθος του, ή τουλάχιστον να το αναγνωρίζει, την κάνει μια ακόμα πιο καλή πράξη.

Το δικαιολογητικό θύμα θύματος, αφιερώνει τον χρόνο και την ενέργειά του σε μια ομάδα ή ένα σκοπό που κατά βάθος περιφρονεί. Θα κάνει πράγματα για ανθρώπους που κρυφά απαξιώνει και θα το κάνει με ακόμη περισσότερη γλυκύτητα αν νομίζει πως θα αυξήσει τις πιθανότητές του να επιβιώσει και να αναδειχθεί στο γραφείο, στην οικογένεια, στην κοινωνία. Ένα τέτοιο «δικαιολογητικό» θύμα θύματος, που έχει καταφέρει να κρυφτεί καλύτερα, πατρονάρει ανθρώπους τους οποίους στην πραγματικότητα εκμεταλλεύεται κρυφά. Σίγουρα διακηρύσσει πως είναι οπαδός πεποιθήσεων που μυστικά βεβηλώνει και οι πράξεις – στατιστικές του είναι αυτές, που τελικά επιδεικνύουν ότι δεν είναι αληθινά υπερασπιστής τέτοιων ιδεών στην ψυχή του.

Σε μερικές περιπτώσεις, όταν οι «δικαιολογίες» και η αποτυχία κάποιου, γίνονται πολύ έντονες για να τις αντέξει, θα τα προβάλλει σε μια ολόκληρη ομάδα ανθρώπων. Τότε θα ψάξει να βρει μια ομάδα γειτόνων και φίλων με παρόμοια ανικανότητα που θέλουν να την ξεφορτωθούν και θα συμφωνήσουν σε ποια ομάδα θέλουν να προβάλλουν την πολλαπλασιασμένη διαλογικότητα κι ανικανότητα τους. Με αυτόν τον τρόπο δεν χρειάζεται να κρύβουν την ανικανότητα τους γιατί μπορούν να συμμετέχουν σ’ ένα δημόσιο όργιο προβολής.

Πιστεύουν πως αν μπορέσουν να καταστρέψουν αυτό στο οποίο έχουν προβάλλει συλλήβδην την «θυματοποίηση» τους θα εξυγιανθούν συλλογικά και θα είναι όλοι φρέσκοι και καινούριοι και τέλειοι μαζί. Το μόνο πρόβλημα είναι, σε μια τέτοια δυναμική, η προσωπική και συλλογική «δικαιολογητική» του θύματος, αναπτύσσεται σ’ αυτήν την ανθυγιεινή επιρροή ανικανότητας – ξεφαντώματος και όπως αναπτύσσεται, πρέπει να προβάλλουν όλο και περισσότερο την θυματοποίηση και την ανικανότητα τους, για να καθαρίζουν και να αντέχουν τον εαυτό τους.

Αυτό που δεν καταλαβαίνουν είναι πως, βήμα προς προσαυξανόμενο βήμα, σκοτώνουν την ίδια την ζωή τους. Γιατί τρέφοντας την θυματοποίηση και την ανικανότητα μέσα στον εαυτό, αυτό το αρχετυπικό γίνεται όλο και δυνατότερο και αυτή είναι η εκδήλωση της ανικανότητας και της αποτυχίας στην εργασία και στην ζωή τους. Φυσικά, όπως έχει ήδη σημειωθεί, αυτή είναι μια σταδιακή διαδικασία.

Όταν ένας δικαιολογητικός θύμα, θύματος απατεώνας εξαπατά κάποιον σκόπιμα, κρατάει τα ανθρώπινα συναισθήματά του χωριστά και στεγανοποιημένα. Μπορεί να είναι, ουσιαστικά, δυο όντα, ένα ανθρώπινο όν, για την σύζυγο την οικογένεια και τους φίλους του κι ένας εγκληματίας για τα θύματά του. Όλες οι ψυχολογικές έρευνες δείχνουν πως αν συνεχίσει σ’ ένα τέτοιο μονοπάτι για αρκετό καιρό, τελικά γίνεται όλο και λιγότερο ανθρώπινος με όλους. Όταν υπάρχει το μικρόβιο-ξενιστής της δικαιολογητικής αυτό το μικρόβιο κατατρώει τον ξενιστή του.

Κάθε φορά που ενδίδει στην δικαιολογητική συμπεριφορά των ευσεβών πόθων, κάθε φορά που δεν αντιστέκεται και δεν την υπερνικά, αυτή γίνεται όλο και δυνατότερη. Ο απώτερος στόχος είναι να καταστραφεί αυτό το θύμα το οποίο, στην επιθανάτια αγωνιά της δικής του καταστροφής, απλώνει τα χέρια προσπαθώντας να σωθεί, καταστρέφοντας άλλους.

Για την πιο κοινότυπη φυσιολογική, αυτό εκδηλώνεται στον πραγματικό μας κόσμο ως άνθρωποι που δεν έχουν τρόπους, δεν έχουν φινέτσα, δεν έχουν ευγένεια ψυχής και που είναι ανίκανοι να τα αναγνωρίσουν αυτά, ενώ επίσης δεν κατανοούν πως δεν τα έχουν. Έτσι επιχειρούν να αντισταθμίσουν την έλλειψή τους δηλώνοντας πως αυτά δεν έχουν καμιά αξία, συνεπώς το ότι δεν τα έχουν δεν μειώνει την προσωπική αξία τους μέσα στο οικοδόμημα των ευσεβών πόθων τους.

Επιπρόσθετα, επειδή είναι κάτι που αυτοί δεν έχουν, πρέπει να επιτεθούν σε αυτά και σε όσους τα κατέχουν. Το έχεις δει να γίνεται αυτό στο γραφείο, ειδικά όταν ασχολείσαι με δημιουργικές εργασίες-τέχνης, στις πωλήσεις και στην δικτύωση. Γίνεται πολύ έντονο σε εργασίες που οι άνθρωποι αξιολογούνται με στατιστικές και μετρήσιμες δραστηριότητες. Εκεί τα δικαιολογητικά θύματα θυμάτων δίνουν ρέστα.

Ανέλαβε την ΕΥΘΥΝΗ της ζωής σου και κόψε τις δικαιολογίες, όλοι οι επιτυχημένοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται πως δικαιολογείς την ανικανότητα σου και σε αγνοούν στην καλύτερη περίπτωση ή σε λυπούνται αν σε ‘χουν στο περιβάλλον τους.

Επίκουρος: Πώς πραγματώνεται η σοφή διαβίωση στο επίπεδο της καθημερινότητάς μας;

Ως κυριότερη και πιο θεμελιώδη αρετή, λοιπόν, ο Επικούρειος ορίζει τη Φρόνηση (που αποδίδεται επίσης και ως «σοφία» ή «σωφροσύνη»). Το να ζεις σοφά, κατά τα επικούρεια πρότυπα, σημαίνει να προσγειώνεις πάνω στο δύσκολο έδαφος της καθημερινής σου ύπαρξης την πλατειά γνώση της πραγματικότητας (γνώση, για την κατάκτηση της οποίας, προϋπόθεση είναι η χρήση των κριτηρίων της αλήθειας ή, αλλιώς, του επικούρειου Κανόνα.

Αυτή η γνώση είναι που θα μας επιτρέψει ν’ ανακαλύψουμε τους περιορισμούς της φύσης αλλά και του εαυτού μας, κι έτσι να ορίσουμε το πλαίσιο για τη σοφή λήψη αποφάσεων – δηλαδή για τη διαδικασία μετατροπής της διορατικότητας σε προνοητικότητα.

Πώς πραγματώνεται η σοφή διαβίωση στο επίπεδο της καθημερινότητάς μας; Η έμπρακτη άσκησή της χαρακτηρίζεται από μια σειρά αλληλοσυνδεόμενες στάσεις:
  • επιμένουμε να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στα γεγονότα και στις γνώμες
  • είμαστε πρόθυμοι ν’ αντιμετωπίσουμε τα δεδομένα της πραγματικότητας, ακόμη κι αν αρχικά μας ενοχλούν, αντί να τα αρνούμαστε ή να αντιμαχόμαστε την ύπαρξή τους συνεχώς
  • κατά περιόδους αξιολογούμε τη συναισθηματική μας ζωντάνια , διακρίνοντας την όποια κυρίαρχη ροπή μας για το καλύτερο ή το χειρότερο’ θεωρούμε πολύ σημαντικό το να θυμούμαστε την αντιστοιχία ανάμεσα στις κάθε λογής πράξεις μας και στα αποτελέσματα που επιφέρουν’
  • αναγνωρίζουμε την αποτελεσματικότητα που έχει η δύναμη της ελεύθερης βούλησης, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε και τα όρια της κάθε δύναμης, είτε αυτό μας ευνοεί είτε όχι
  • δίνουμε στην παρούσα κατάστασή μας την προσοχή που της αξίζει’ εστιαζόμαστε στα θέματα όπου μπορούμε να παίξουμε κεντρικό ρόλο, χωρίς να μας πιάνει εμμονή με θέματα που βρίσκονται πέρα από τη δυνατότητά μας να τα ελέγξουμε’
  • δίνουμε προτεραιότητα στην εκπλήρωση επιθυμιών που είναι όντως αναγκαίες για την ευδαιμονία μας, έναντι εκείνων που δεν είναι αναγκαίες’ αρνούμαστε να επιβαρυνθούμε με τις ακατάπαυστες και αντιφατικές επιθυμίες που επιβάλλει η κυρίαρχη κουλτούρα’
  • αναλογιζόμαστε με ευγνωμοσύνη τις ηδονές που ζήσαμε στο παρελθόν, κι αντλούμε απ’ αυτές παρηγοριά και ψυχική αντοχή
  • προσβλέπουμε στο μέλλον χωρίς να θυσιάζουμε το παρόν για χάρη του μέλλοντος — ούτε το αντίστροφο.
Τα παραπάνω θα παραμένουν κενό γράμμα, αν δεν έχουμε κατακτήσει την δεύτερη θεμελιώδη αρετή, την Εγκράτεια -δηλαδή την εξουσία της φρόνησής μας πάνω στα πάθη μας:

Δεν είναι επιθυμητή αυτή καθαυτή η Εγκράτεια’ αλλά την ενστερνιζόμαστε διότι προσφέρει ψυχική ηρεμία και κατευνάζει τις καρδιές με ένα αίσθημα αρμονίας. Γιατί δεν αρκεί απλώς να κρίνουμε τι είναι σωστό να κάνουμε και τι όχι’ χρειάζεται και να εμμείνουμε στην κρίση μας.

Όμως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν αντοχή’ κι οι αποφάσεις τους χάνουν τη δύναμή τους κι υποχωρούν, ευθύς μόλις εμφανιστούν μπρος στα μάτια τους οι όμορφες όψεις των ηδονών, και παραδίνονται αιχμάλωτοι στα πάθη τους μη μπορώντας να προβλέψουν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα.

Για χάρη μιας μικρής και μη αναγκαίας ηδονής —που θα μπορούσαν είτε να την εξασφαλίσουν με άλλο τρόπο είτε να την απαρνηθούν ολωσδιόλου χωρίς κανένα πόνο—, θα πάθουν μια σοβαρή αρρώστια ή θα χάσουν την περιουσία τους ή θα εξευτελιστούν, και δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου κινδυνεύουν να υποστούν τιμωρίες που επιβάλλουν οι νόμοι και τα δικαστήρια.

Από την άλλη μεριά, όσοι είναι αποφασισμένοι να χαίρονται τις ηδονές στον βαθμό που μπορούν ν’ αποφεύγουν όλες τις επώδυνες συνέπειές τους, και διατηρούν την ικανότητα να κρίνουν και δεν παρασύρονται σε μια πορεία που και οι ίδιοι τη θεωρούν λανθασμένη, αυτοί δρέπουν την υψηλότερη ηδονή απέχοντας από τις ηδονές. Και με τον ίδιο τρόπο, συχνά υπομένουν τον πόνο με τη θέλησή τους, ώστε να μην εκτεθούν σε χειρότερους πόνους αν δεν το κάνουν.

Αυτό αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι η Παραλυσία δεν είναι από μόνη της ανεπιθύμητη, ακριβώς όπως η Εγκράτεια είναι επιθυμητή όχι επειδή αποκηρύσσει τις ηδονές αλλά γιατί εξασφαλίζει μεγαλύτερες ηδονές.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΥΠΕΡ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΤΩΝ

ΔΗΜ 16.1–5

(ΔΗΜ 16) Προοίμιον (§1–3): Οι προλαλήσαντες Αθηναίοι και το καθήκον του Δημοσθένη – Πρόθεσις (§4–5): Το συμφέρον επιβάλλει μια πολιτική "ισορροπίας δυνάμεων"

Η Μεγαλόπολη, πρωτεύουσα του Κοινού των Αρκάδων, συνδεόταν παραδοσιακά με τους εχθρούς της Σπάρτης: Αργείους, Μεσσηνίους, Σικυωνίους και Θηβαίους. Μετά τον θάνατο του Επαμεινώνδα (362 π.Χ.) και την εμπλοκή των Θηβαίων σε πόλεμο με τους Φωκείς, οι Αρκάδες φοβούνταν ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν μόνοι τους την απειλή των Σπαρτιατών. Έτσι, μιμούμενοι το παράδειγμα της Μεσσήνης, που, ήδη από το 355 π.Χ., είχε συνάψει αμυντική συμμαχία με την Αθήνα, έστειλαν εκεί το 353/2 αντιπροσωπεία με προτάσεις για τη σύναψη συμμαχίας. Στην πόλη βρισκόταν και σπαρτιατική αντιπροσωπεία, με σκοπό τη διερεύνηση των προθέσεων των Αθηναίων σε περίπτωση πολέμου της Σπάρτης με τους Αρκάδες. Σημειώνεται ότι οι Θηβαίοι είχαν στερήσει την ελευθερία βοιωτικών πόλεων, όπως οι Θεσπιές, οι Πλαταιές και ο Ορχομενός. Μετά τις αποτυχίες τους στην αναμέτρηση με τους Φωκείς, ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρχίδαμος πρότεινε την αποκατάσταση του status quo που ίσχυε πριν από την ήττα των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα (371 π.Χ.). Συγκεκριμένα, Θεσπιές, Ορχομενός και Πλαταιές θα ξαναγίνονταν ανεξάρτητες, κάτι που θα συνιστούσε πλήγμα για τη θηβαϊκή δύναμη –όπως και η πρόταση να επανακτήσουν οι Αθηναίοι τον Ωρωπό–, ενώ οι Σπαρτιάτες θα ισχυροποιούνταν, ανακτώντας τη Μεσσήνη. Συνέφερε, όμως, τους Αθηναίους η εξασθένηση της θηβαϊκής δύναμης και η παράλληλη ενίσχυση της σπαρτιατικής; Ο Δημοσθένης θα υποστηρίξει την πρόταση των Μεγαλοπολιτών.


[1] Ἀμφότεροί μοι δοκοῦσιν ἁμαρτάνειν, ὦ ἄνδρες Ἀθη-
ναῖοι, καὶ οἱ τοῖς Ἀρκάσι καὶ οἱ τοῖς Λακεδαιμονίοις συνει-
ρηκότες· ὥσπερ γὰρ ἀφ’ ἑκατέρων ἥκοντες, οὐχ ὑμῶν ὄντες
[πολῖται], πρὸς οὓς ἀμφότεροι πρεσβεύουσι, κατηγοροῦσι καὶ
διαβάλλουσιν ἀλλήλους. ἦν δὲ τοῦτο μὲν τῶν ἀφιγμένων
ἔργον, τὸ δὲ κοινῶς ὑπὲρ τῶν πραγμάτων λέγειν καὶ τὰ
βέλτισθ’ ὑπὲρ ὑμῶν σκοπεῖν ἄνευ φιλονικίας τῶν ἐνθάδε
συμβουλεύειν ἀξιούντων. [2] νῦν δ’ ἔγωγε, εἴ τις αὐτῶν ἀφέλοι
τὸ γιγνώσκεσθαι καὶ τὸ τῇ φωνῇ λέγειν Ἀττικιστί, πολλοὺς
ἂν οἶμαι τοὺς μὲν Ἀρκάδας, τοὺς δὲ Λάκωνας αὐτῶν εἶναι
νομίσαι. ἐγὼ δ’ ὁρῶ μὲν ὡς χαλεπὸν τὰ βέλτιστα λέγειν
ἐστί· συνεξηπατημένων γὰρ ὑμῶν, καὶ τῶν μὲν ταυτί, τῶν
δὲ ταυτὶ βουλομένων, ἂν τὰ μεταξύ τις ἐγχειρῇ λέγειν κᾆθ’
ὑμεῖς μὴ περιμένητε μαθεῖν, χαριεῖται μὲν οὐδετέροις, δια-
βεβλήσεται δὲ πρὸς ἀμφοτέρους· [3] οὐ μὴν ἀλλ’ αἱρήσομαι
μᾶλλον αὐτός, ἂν ἄρα τοῦτο πάθω, δοκεῖν φλυαρεῖν, ἢ παρ’
ἃ βέλτιστα νομίζω τῇ πόλει, προέσθαι τισὶν ὑμᾶς ἐξαπατῆ-
σαι. τὰ μὲν οὖν ἄλλ’ ὕστερον, ἂν ὑμῖν βουλομένοις ᾖ,
λέξω· ἀπὸ δὲ τῶν ὁμολογουμένων ὑφ’ ἁπάντων ἄρξομαι, ἃ
κράτιστα νομίζω διδάσκειν.

[4] Οὐκοῦν οὐδ’ ἂν εἷς ἀντείποι ὡς οὐ συμφέρει τῇ πόλει
καὶ Λακεδαιμονίους ἀσθενεῖς εἶναι καὶ Θηβαίους τουτουσί.
ἔστι τοίνυν ἔν τινι τοιούτῳ καιρῷ τὰ πράγματα νῦν, εἴ τι
δεῖ τοῖς εἰρημένοις πολλάκις παρ’ ὑμῖν λόγοις τεκμήρασθαι,
ὥστε Θηβαίους μὲν Ὀρχομενοῦ καὶ Θεσπιῶν καὶ Πλαταιῶν
οἰκισθεισῶν ἀσθενεῖς γενέσθαι, Λακεδαιμονίους δ’, εἰ ποι-
ήσονται τὴν Ἀρκαδίαν ὑφ’ ἑαυτοῖς καὶ Μεγάλην πόλιν
ἀναιρήσουσι, πάλιν ἰσχυροὺς γενήσεσθαι. [5] σκεπτέον τοίνυν
μὴ πρότερον τούσδε γενέσθαι φοβεροὺς καὶ μεγάλους ἐάσω-
μεν ἢ ’κεῖνοι μικροὶ γεγενήσονται, καὶ λάθωσιν ἡμᾶς πλείονι
μείζους οἱ Λακεδαιμόνιοι γενόμενοι ἢ ὅσῳ τοὺς Θηβαίους
ἐλάττους συμφέρει γενέσθαι. οὐ γὰρ ἐκεῖνό γ’ ἂν εἴποιμεν,
ὡς ἀνταλλάξασθαι βουλοίμεθ’ <ἂν> ἀντιπάλους Λακεδαι-
μονίους ἀντὶ Θηβαίων, οὐδὲ τοῦτ’ ἔσθ’ ὃ σπουδάζομεν, ἀλλ’
ὅπως μηδέτεροι δυνήσονται μηδὲν ἡμᾶς ἀδικεῖν· οὕτω γὰρ
ἂν ἡμεῖς μετὰ πλείστης ἀδείας εἴημεν.

***
[1] Και οι δύο μου φαίνεται, ότι έχουν άδικον, ω άνδρες Αθηναίοι, και εκείνοι οι οποίοι έχουν συνηγορήσει υπέρ των Αρκάδων και εκείνοι οι οποίοι έχουν συνηγορήσει υπέρ των Λακεδαιμονίων· διότι κατηγορούν και διαβάλλουν ο ένας τον άλλον ωσάν να έχουν έλθει εκ μέρους των Αρκάδων και Λακεδαιμονίων και ουχί ωσάν να είναι πολίται ιδικοί σας προς τους οποίους έρχονται οι απεσταλμένοι των δύο τούτων πόλεων διά να σας παρακαλέσουν· ήτο δε τούτο μεν έργον εκείνων που έχουν έλθει, εκείνων δε που κρίνουν άξιον εδώ να σας συμβουλεύουν έργον είναι να ομιλούν από συμφώνου διά τας υποθέσεις της πόλεως και να εξετάζουν τα άριστα δια σας χωρίς έριδας. [2] Τώρα δε εγώ τουλάχιστον, εάν κανείς ήθελεν αφαιρέσει από αυτούς το ότι είναι γνωστοί και ομιλούν την αττικήν διάλεκτον, νομίζω ότι πολλοί από σας ήθελον νομίσει άλλους μεν από αυτούς Αρκάδας, άλλους δε Λάκωνας. Εγώ δε βλέπω μεν ότι είναι δύσκολον να λέγω τα άριστα· διότι, επειδή έχετε εξαπατηθή και άλλοι μεν ταύτα θέλουν, άλλοι δε εκείνα, αν επιχειρή τις να λέγη τα εν τω μεταξύ υπάρχοντα, και αν έπειτα σεις δεν περιμένετε να διαφωτισθήτε, τότε ούτε εις τον ένα ούτε εις τον άλλον θα είναι ευχάριστος, θα γίνη δε εχθρός και των δύο. [3] Εν τούτοις, θα προτιμήσω εγώ, αν βέβαια τούτο πάθω, να φαίνωμαι, ότι φλυαρώ παρά να σιωπήσω ό,τι φαίνεται ωφέλιμον εις την πόλιν και να σας αφήσω μερικούς από σας να εξαπατηθήτε. Τα μεν λοιπόν άλλα ύστερον θα σας δείξω, αν θέλετε· θα αρχίσω δε από τα ομολογούμενα από όλους, τα οποία νομίζω ότι είναι άριστα να σας αναπτύξω.

[4] Λοιπόν κανείς δεν ήθελεν αντείπει, ότι δεν συμφέρει εις την πόλιν και οι Λακεδαιμόνιοι να είναι ασθενείς και οι Θηβαίοι. Τα πράγματα λοιπόν ευρίσκονται εις τοιαύτην περίπου κατάστασιν, αν πρέπη να κρίνη κανείς από τους λόγους που έχουν λεχθή πολλάκις προς σας, ώστε οι Θηβαίοι να γίνουν ασθενείς, αν οικισθούν ο Ορχομενός, αι Θεσπιαί και Πλαταιαί, οι Λακεδαιμόνιοι δε αφ' ετέρου να γίνουν ισχυροί αν υποτάξουν την Αρκαδίαν και καταστρέψουν την Μεγαλόπολιν. [5] Πρέπει λοιπόν να φροντίσωμεν όπως μη αφήσωμεν αυτούς να γίνουν φοβεροί και μεγάλοι προτού εκείνοι γίνουν ασθενείς και χωρίς να το εννοήσωμεν γίνωσι πολύ μεγαλύτεροι οι Λακεδαιμόνιοι από όσον μικρότεροι συμφέρει να γίνουν οι Θηβαίοι. Διότι βεβαίως δεν ηθέλομεν είπει τούτο, ότι θέλομεν να αποκτήσωμεν αντιπάλους τους Λακεδαιμονίους αντί των Θηβαίων, ουδέ τούτο επιδιώκομεν, αλλά πώς δεν θα δυνηθούν ούτε ο είς ούτε ο άλλος να μας βλάψουν εις τίποτε· διότι τοιουτοτρόπως θα είμεθα εις μεγίστην ασφάλειαν.