ΠΑΡΟΔΟΣ
ΧΟΡΟΣ
— θρεῦμαι φοβερὰ μεγάλ᾽ ἄχη·
μεθεῖται στρατὸς στρατόπεδον λιπών·
80 ῥεῖ πολὺς ὅδε λεὼς πρόδρομος ἱππότας·
αἰθερία κόνις με πείθει φανεῖσ᾽,
ἄναυδος σαφὴς ἔτυμος ἄγγελος,
ἕλε δὲ γᾶς ἐμᾶς πεδί᾽· ὁπλῶν κτύπος,
ἒ ἕ, χρίμπτεται.
(βοᾷ)
85 — ποτᾶται, βρέμει δ᾽
ἀμαχέτου δίκαν ὕδατος ὀροτύπου.
ἰώ,
— ἰὼ ἰὼ θεοὶ θεαί τ᾽, ὀρόμενον
κακὸν ἀλεύσατε.
(βοᾷ)
90 — ὑπὲρ τειχέων
ὁ λεύκασπις ὄρνυται λαὸς εὐ-
τρεπὴς ἐπὶ πόλιν διώκων ‹πόδα.›
— τίς ἄρα ῥύσεται, τίς ἄρ᾽ ἐπαρκέσει
θεῶν ἢ θεᾶν;
95 πότερα δῆτ᾽ ἐγὼ ‹πάτρια› προσπέσω
βρέτη δαιμόνων;
— ἰώ, μάκαρες εὔεδρο·
ἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι· τί μέλ-
λομεν ἀγάστονοι;
100 — ἀκούετ᾽ ἢ οὐκ ἀκούετ᾽ ἀσπίδων κτύπον;
— πέπλων καὶ στεφέων πότ᾽ εἰ μὴ νῦν ἀμ-
φὶ λιτάν᾽ ἕξομεν;
— κτύπον δέδοικα· πάταγος οὐχ ἑνὸς δορός.
— τί ῥέξεις; προδώσεις, παλαίχθων
105 Ἄρης, τὰν τεάν;
— ὦ χρυσοπήληξ δαῖμον, ἔπιδ᾽ ἔπιδε πόλιν
ἅν ποτ᾽ εὐφιλήταν ἔθου.
— θεοὶ πολιάοχοι χθονὸς ἴτ᾽, ἴτε, πάντες. [στρ. α]
110 ἴδετε παρθένων
ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕπερ.
κῦμα περὶ πτόλιν δοχμολόφων ἀνδρῶν
115 καχλάζει πνοαῖς Ἄρεος ὀρόμενον.
ἀλλ᾽, ὦ Ζεῦ ‹φεῦ φεῦ› πάτερ παντελές,
πάντως ἄρηξον δαΐων ἅλωσιν.
120 Ἀργέϊοι γὰρ πόλισμα Κάδμου
κυκλοῦνται· φόβος δ᾽ ἀρείων ὅπλων.
διὰ δέ τοι γενύων ἱππίων
κινύρονται φόνον χαλινοί.
ἑπτὰ δ᾽ ἀγήνορες πρέποντες στρατοῦ
125 δορυσσοῖς σαγαῖς
πύλαις ἑβδόμαις προσίστανται πάλῳ λαχόντες.
σύ τ᾽, ὦ Διογενὲς φιλόμαχον κράτος, [ἀντ. α]
130 ῥυσίπολις γενοῦ,
Παλλάς, ὅ θ᾽ ἵππιος ποντομέδων ἄναξ
ἰχθυβόλῳ μαχανᾷ Ποσειδάν,
ἐπίλυσιν φόβων, ἐπίλυσιν δίδου.
135 σύ τ᾽, Ἄρης, φεῦ, φεῦ, πόλιν ἐπώνυμον
Κάδμου φύλαξον κήδεσαί τ᾽ ἐναργῶς.
140 καὶ Κύπρις, ἅτ᾽ εἶ γένους προμάτωρ,
ἄλευσον· σέθεν γὰρ ἐξ αἵματος
γεγόναμεν· λιταῖς [σε] θεοκλύτοις
ἀυτοῦσαι πελαζόμεσθα.
145 καὶ σύ, Λύκει᾽ ἄναξ, Λύκειος γενοῦ
στρατῷ δαΐῳ [στόνων ἀυτᾶς].
σύ τ᾽, ὦ Λατογένεια κούρα, τόξον εὐτυκάζου.
[Ἄρτεμι φίλα].
***
ΧΟΡΟΣ
Τρομάρα μου, κακά μεγάλα φοβερά!
Μολύνθηκε ο στρατός απ᾽ τα χαράκια, νά,
κύμα χυμίζει κατά δω
80 αρίφνητ᾽ η καβαλαριά·
μου το μαθαίνει ο κορνιαχτός
π᾽ ασκώθηκε ώς το ουρανό,
δίχως μιλιά, μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινός.
Της γης μου παίρνει ο ομπλόχτυπος τους κάμπους
που κι όλο μπρος πετάει, ζυγώνει και βροντά,
ωσάν τ᾽ ακράτηγο νερό που δέρνει τα γκρεμνά.
Αλί μου, αλί, θεοί, θεές,
το κακό που μας πλάκωσε μακρύνετ᾽ από μας!
90 Βουή τα τείχη ξεπερνά και καλοσύνταχτος ο οχτρός
με τα λευκά σκουτάρια του τραβώντας όλο μπρος
πάνω στα κάστρα μας χυμά.
Ποιός θα με σώσει; ποιός θα μού είναι βοηθός
απ᾽ τους θεούς, απ᾽ τις θεές;
τί άλλο μπορώ ή γονατιστή να πέσω ευτύς μπροστά
στ᾽ αγάλματα τα θεϊκά;
Ω μάκαρες καλόθρονοι, ώρα, και βιάζει το κακό,
να σας σφιχτοπεριπλεχτώ.
Καιρό τί χάνουμε μ᾽ αυτούς τους μάταιους οδυρμούς;
100 Ακούτε ή δεν ακούγετε οι ασπίδες που χτυπούν;
τους πέπλους και τα στέφανα, αν όχι τώρα πια,
πότε θα τα φυλάξομε της λιτανείας μας προσφορά;
Είδες τί χτύπος; όχι ενού
βρόντημα κονταριού.
Τί έχεις σκοπό; τη χώρ᾽ αυτή, δικιά σου απ᾽ τα παλιά,
θ᾽ αφήσεις, Άρη, να χαθεί,
με το χρυσό το κράνος θεέ;
στρέψε το μάτι σου και ιδέ
και ιδέ τη γης που αγάπαγες πολύ από μια φορά.
Προστάτες μας θεοί, προφτάσετ᾽ όλοι
110 δείτε μας τις παρθένες, που πεσμένες
μπρος σας, σκλαβιάς ζητούμε λυτρωμό.
Κύμα τριγύρ᾽ απ᾽ την πόλη
με λοξές φούντες οχτρών
με του πολέμου τις πνοές κοχλάζει.
Πατέρα, Δία παντέλειε, μα βοήθησέ με
κι απ᾽ των οχτρών διαγούμισμα διαφέντεψέ με.
120 Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου Αργίτες.
τ᾽ άρματα τα πολεμικά βροντούν, βροντούνε
κι απ᾽ τα σαγόνια των ατιών δετά τα γκέμια
πώς φονικά στριγγολογούνε!
Κι εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί
πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι,
όπως τους έτυχε ο λαχνός, στις εφτά πύλες προχωρούν.
Μα ω πολεμόχαρη θεά, κόρη του Δία,
130 γίνε της πόλης μας, εσύ Παλλάδα, η σωτηρία·
κι ω καβαλάρη βασιλιά, θαλασσοκράτορα
με το ψαροκαμάκι, Ποσειδώνα θεέ μας,
απ᾽ τις τρομάρες τούτες γλίτωνέ μας, γλίτωνέ μας!
Και συ Άρη, αλί μου αλί, την πόλη αυτή
πόχει απ᾽ τον Κάδμο τ᾽ όνομά της,
δικιά σου φύλαξέ τηνε, σωστός προστάτης.
140 Κι ω της γενιάς μας, Κύπριδα, προστάτισσα
μάκρυνε το κακό, γιατί αίμα εμείς δικό σου
με λιτανείες και θρήνους τη θεότη σου
κράζομε πέφτοντας εμπρός σου.
Κι ω Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψε
και τους εχθρούς μας σαν τους λύκους, να πλερώσουν
τους στεναγμούς μας. Κι ω κόρη της Λητώς
με τ᾽ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου.