Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἑλένη (553-596)

ΜΕ. οὐ κλῶπές ἐσμεν οὐδ᾽ ὑπηρέται κακῶν.
ΕΛ. καὶ μὴν στολήν γ᾽ ἄμορφον ἀμφὶ σῶμ᾽ ἔχεις.
555 ΜΕ. στῆσον, φόβον μεθεῖσα, λαιψηρὸν πόδα.
ΕΛ. ἵστημ᾽, ἐπεί γε τοῦδ᾽ ἐφάπτομαι τάφου.
ΜΕ. τίς εἶ; τίν᾽ ὄψιν σήν, γύναι, προσδέρκομαι;
ΕΛ. σὺ δ᾽ εἶ τίς; αὑτὸς γὰρ σὲ κἄμ᾽ ἔχει λόγος.
ΜΕ. οὐπώποτ᾽ εἶδον προσφερέστερον δέμας.
560 ΕΛ. ὦ θεοί· θεὸς γὰρ καὶ τὸ γιγνώσκειν φίλους.
ΜΕ. Ἑλληνὶς εἶ τις ἢ ᾽πιχωρία γυνή;›
ΕΛ. Ἑλληνίς· ἀλλὰ καὶ τὸ σὸν θέλω μαθεῖν.
ΜΕ. Ἑλένηι σ᾽ ὁμοίαν δὴ μάλιστ᾽ εἶδον, γύναι.
ΕΛ. ἐγὼ δὲ Μενέλεώι γε σ᾽· οὐδ᾽ ἔχω τί φῶ.
565 ΜΕ. ἔγνως ἄρ᾽ ὀρθῶς ἄνδρα δυστυχέστατον.
ΕΛ. ὦ χρόνιος ἐλθὼν σῆς δάμαρτος ἐς χέρας.
ΜΕ. ποίας δάμαρτος; μὴ θίγηις ἐμῶν πέπλων.
ΕΛ. ἥν σοι δίδωσι Τυνδάρεως, ἐμὸς πατήρ.
ΜΕ. ὦ φωσφόρ᾽ Ἑκάτη, πέμπε φάσματ᾽ εὐμενῆ.
570 ΕΛ. οὐ νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας μ᾽ ὁρᾶις.
ΜΕ. οὐ μὴν γυναικῶν γ᾽ εἷς δυοῖν ἔφυν πόσις.
ΕΛ. ποίων δὲ λέκτρων δεσπότης ἄλλων ἔφυς;
ΜΕ. ἣν ἄντρα κεύθει κἀκ Φρυγῶν κομίζομαι.
ΕΛ. οὐκ ἔστιν ἄλλη σή τις ἀντ᾽ ἐμοῦ γυνή.
575 ΜΕ. οὔ που φρονῶ μὲν εὖ, τὸ δ᾽ ὄμμα μου νοσεῖ;
ΕΛ. οὐ γάρ με λεύσσων σὴν δάμαρθ᾽ ὁρᾶν δοκεῖς;
ΜΕ. τὸ σῶμ᾽ ὅμοιον, τὸ δὲ σαφές γ᾽ ἀποστατεῖ.
ΕΛ. σκέψαι· τί σοι δεῖ πίστεως σαφεστέρας;
ΜΕ. ἔοικας· οὔτοι τοῦτό γ᾽ ἐξαρνήσομαι.
580 ΕΛ. τίς οὖν διδάξει σ᾽ ἄλλος ἢ τὰ σ᾽ ὄμματα;
ΜΕ. ἐκεῖ νοσοῦμεν, ὅτι δάμαρτ᾽ ἄλλην ἔχω.
ΕΛ. οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωιάδ᾽, ἀλλ᾽ εἴδωλον ἦν.
ΜΕ. καὶ τίς βλέποντα σώματ᾽ ἐξεργάζεται;
ΕΛ. αἰθήρ, ὅθεν σὺ θεοπόνητ᾽ ἔχεις λέχη.
585 ΜΕ. τίνος πλάσαντος θεῶν; ἄελπτα γὰρ λέγεις.
ΕΛ. Ἥρας, διάλλαγμ᾽, ὡς Πάρις με μὴ λάβοι.
ΜΕ. πῶς οὖν; ἅμ᾽ ἐνθάδ᾽ ἦσθ᾽ ‹ἄρ᾽› ἐν Τροίαι θ᾽ ἅμα;
ΕΛ. τοὔνομα γένοιτ᾽ ἂν πολλαχοῦ, τὸ σῶμα δ᾽ οὔ.
ΜΕ. μέθες με· λύπης ἅλις ἔχων ἐλήλυθα.
590 ΕΛ. λείψεις γὰρ ἡμᾶς, τὰ δὲ κέν᾽ ἐξάξεις λέχη;
ΜΕ. καὶ χαῖρέ γ᾽, Ἑλένηι προσφερὴς ὁθούνεκ᾽ εἶ.
ΕΛ. ἀπωλόμην· λαβοῦσά σ᾽ οὐχ ἕξω πόσιν.
ΜΕ. τοὐκεῖ με μέγεθος τῶν κακῶν πείθει, σὺ δ᾽ οὔ.
ΕΛ. οἲ ᾽γώ· τίς ἡμῶν ἐγένετ᾽ ἀθλιωτέρα;
595 οἱ φίλτατοι λείπουσί μ᾽ οὐδ᾽ ἀφίξομαι
Ἕλληνας οὐδὲ πατρίδα τὴν ἐμήν ποτε.

***
ΜΕΝ. Δεν βοηθάω κακούς ούτε είμαι κλέφτης.
ΕΛΕ. Όμως η φορεσιά σου έτσι σε δείχνει.
ΜΕΝ. Στάσου, μην τρέχεις πια και μην τρομάζεις.
ΕΛΕ. Στέκομαι, γιατί αγγίζω αυτό το μέρος.
ΜΕΝ. Ποιά είσαι; Ποιά γυναίκα βλέπω μπρος μου;
ΕΛΕ. Ρωτώ κι εγώ το ίδιο. Εσύ ποιός είσαι;
ΜΕΝ. Τόσο πολύ να μοιάζει άλλη δεν είδα.
560 ΕΛΕ. Θεοί! Θεϊκό ᾽ναι να βρεις τους δικούς σου.
ΜΕΝ. Είσαι Ελληνίδα ή ντόπια από εδώ γύρω;
ΕΛΕ. Ελληνίδα· εσύ ποιός είσαι; Πες μου.
ΜΕΝ. Όμοια, απαράλλαχτη με την Ελένη!
ΕΛΕ. Κι εσύ με τον Μενέλαο, τα ᾽χω χάσει.
ΜΕΝ. Σωστά τον δύστυχο μ᾽ έχεις γνωρίσει.
ΕΛΕ. Μετά από χρόνια στη γυναίκα σου ήρθες.
ΜΕΝ. Γυναίκα μου; Σταμάτα, μη μ᾽ αγγίζεις.
ΕΛΕ. Που σου ᾽δωσε ο Τυνδάρεως, ο γονιός μου.
ΜΕΝ. Φαντάσματα αγαθά στείλε μου, Εκάτη.
570 ΕΛΕ. Συντρόφισσα δεν είμαι της Εκάτης.
ΜΕΝ. Κι εγώ δεν έχω πάρει δυο γυναίκες.
ΕΛΕ. Ποιάς άλλης είσαι ομόκλινος κι αφέντης;
ΜΕΝ. Αυτής μες στη σπηλιά που ήρθε απ᾽ την Τροία.
ΕΛΕ. Εμένα μοναχά γυναίκα σου έχεις.
ΜΕΝ. Σωστά δεν βλέπω ή σάλεψεν ο νους μου;
ΕΛΕ. Κοιτώντας με για την Ελένη δεν με παίρνεις;
ΜΕΝ. Μοιάζετε στη θωριά, μα ολότελα όχι.
ΕΛΕ. Δεν με γνωρίζεις; Σκέψου, τί άλλο λείπει;
ΜΕΝ. Της μοιάζεις· τούτο βέβαια δεν τ᾽ αρνιέμαι.
580 ΕΛΕ. Τα μάτια σου θα σου το φανερώσουν.
ΜΕΝ. Μα έχω άλλη γυναίκα, εδώ χαλάει.
ΕΛΕ. Στην Τροία πήγε μόνο το είδωλό μου.
ΜΕΝ. Ίσκιους που δείχνουν ζωντανοί ποιός φτιάχνει ;
ΕΛΕ. Ο αιθέρας, που το ταίρι σου έχει πλάσει.
ΜΕΝ. Απίστευτα όσα λες· θεός ο πλάστης;
ΕΛΕ. Έργο της Ήρας, να μ᾽ έχει ο Πάρης.
ΜΕΝ. Μα σύγκαιρα στην Τροία κι εδώ πώς ήσουν;
ΕΛΕ. Τ᾽ όνομα ολούθε πάει, όχι το σώμα.
ΜΕΝ. Άσε με, με περίσσιους ήρθα πόνους.
590 ΕΛΕ. Μ᾽ αφήνεις, για να φύγεις μ᾽ έναν ίσκιο;
ΜΕΝ. Να χαίρεσαι που μοιάζεις στην Ελένη.
ΕΛΕ. Άα! μόλις βρήκα τον άντρα μου, τον χάνω.
ΜΕΝ. Της Τροίας τους μόχθους, όχι εσέ, πιστεύω.
ΕΛΕ. Αχ! πιότερο από με δυστυχισμένη
δεν βρίσκεται· μ᾽ αφήνουν οι δικοί μου
κι ούτε στους Έλληνες θα πάω και στην Ελλάδα.
(Έρχεται ο πρώτος αγγελιαφόρος.)

Μακεδονία εν μύθοις φθεγγομένη: Μύθοι πολιτικοί - Τημενίδες από το Άργος

Το γενεαλογικό δέντρο των Μακεδόνων βασιλέων αποδείκνυε ότι ήταν Αργείοι*, Τημενίδες από το Άργος, απόγονοι δηλαδή του Ηρακλή, Ηρακλείδες, μια και ο Τήμενος ήταν βασιλιάς του Άργους που καταγόταν από τον Ηρακλή, γιο του Δία. Γι’ αυτό και ο Ηρακλής σε επιγραφές αναφέρεται ως Ηρακλής Πατρώος και γι’ αυτό είναι συχνή η παρουσία του σε ειδώλια, νομίσματα, πήλινα σφραγίσματα, πλακίδια και αλλού. Εξάλλου, η λατρεία του Ηρακλή, κυρίως στη Βοττιαία και την Άνω Μακεδονία, με την προσωνυμία Κυναγίδας, παρά τη θηρευτική ιδιότητα που προδίδει το επίθετο, συνάδει περισσότερο με την άρχουσα τάξη και τα μέλη του βασιλικού οίκου και την αριστοκρατική ενασχόληση του κυνηγιού.

i. Ο Τήμενος ήταν γιος του Αριστόμαχου και δισέγγονος του Ύλλου, του γιου της Δηιάνειρας και του Ηρακλή, γιου του Δία, γνήσιος δηλαδή Ηρακλείδης. Άλλη παράδοση τον θέλει εγγονό του Ύλλου και γιο του Κλεοδαίου, που στην προηγούμενη μυθική παράδοση είναι ο παππούς του.

Μετά την αποθέωση του Ηρακλή, τα παιδιά του έμειναν απροστάτευτα απέναντι στον Ευρυσθέα, γι’ αυτό και έφυγαν από την Πελοπόννησο. Επέστρεψαν μετά τον θάνατο του Ευρυσθέα, με αρχηγό τον Ύλλο. Όμως αναγκάστηκαν και πάλι να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, γιατί δεν ήταν ο ορισμένος από τη Μοίρα χρόνος. Παρερμηνεύοντας χρησμούς του μαντείου των Δελφών, ο Ύλλος και, αργότερα, ο εγγονός του Αριστόμαχος προσπάθησαν να επιστρέψουν και πάλι στην Πελοπόννησο αλλά σκοτώθηκαν. Στους γιους του Αριστόμαχου Τήμενο και Κρεσφόντη ανατέθηκε η κατάκτηση της Πελοποννήσου. Όταν ολοκληρώθηκε η κατάκτηση, ο Τήμενος πήρε το Άργος και πάντρεψε την κόρη του Υρνηθώ με τον Ηρακλείδη Δηιφόντη. Αυτό όμως προκάλεσε την οργή των γιων του, οι οποίοι προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν την ώρα που λουζόταν μόνος του σε ένα ποτάμι. Ο Τήμενος όμως δεν πέθανε αμέσως, αποκλήρωσε τους γιους του και έδωσε το βασίλειό του στον Δηιφόντη.

ii. Από τον Ηρόδοτο, για τον οποίο οι Μακεδόνες φαίνεται να αποτελούν ένα ελληνικό φύλο όπως τα άλλα –το αποκαλεί μάλιστα Δωρικόν έθνος– γνωρίζουμε τα ονόματα των Μακεδόνων βασιλέων από τον πρώτο βασιλιά Περδίκκα Α’ μέχρι τον Περδίκκα Β’. Είναι οι: Περδίκκας Α’, Αργαίος, Φίλιππος, Αέροπος, Αλκέτας, Αμύντας, Αλέξανδρος, Περδίκκας Β’.  Σύνολο οκτώ. Τον ίδιο αριθμό χωρίς αναφορά στα ονόματα κάνει και ο Θουκυδίδης, ο οποίος επίσης μαρτυρεί την ελληνική καταγωγή του Περδίκκα. Οι δύο ιστορικοί συμφωνούν και στο ότι ο πρώτος Περδίκκας ήρθε στη Μακεδονία «το αρχαίον», δηλαδή τον 6ο αι. π.Χ. ή νωρίτερα. Με τριάντα χρόνια η κάθε γενιά των βασιλέων υπολογίζεται ότι ο πρώτος Περδίκκας βασίλευσε γύρω στα 650 π.Χ. Αυτή είναι η επίσημη γενεαλογία τον 5ο αι. π.Χ.

iii. Για την καταγωγή και τη δράση του πρώτου μακεδόνα βασιλιά, του Περδίκκα Α’, μαθαίνουμε από τον Ηρόδοτο ότι:
Έβδομος πρόγονος αυτού του Αλεξάνδρου ήταν ο Περδίκκας που έγινε βασιλιάς των Μακεδόνων με τον ακόλουθο τρόπο. Τρία αδέλφια από τη γενιά του Τημένου, ο Γαυάνης, ο Αέροπος και ο Περδίκκας, κατέφυγαν από το Άργος στους Ιλλυριούς· από εκεί πέρασαν στην Άνω Μακεδονία και έφτασαν στην πόλη Λεβαία. Εκεί υπηρέτησαν έναντι αμοιβής τον βασιλιά, ο ένας φροντίζοντας τα άλογα, ο δεύτερος τα βόδια, ενώ ο πιο μικρός από αυτούς, ο Περδίκκας, τα μικρότερα ζώα. Τον παλιό καιρό δεν ήταν φτωχός μόνο ο λαός, αλλά και οι βασιλιάδες, και το ψωμί του σπιτιού το φούρνιζε η ίδια η βασίλισσα. Όμως κάθε φορά που έτρωγε το καρβέλι του νεότερου αδελφού, του Περδίκκα, το ψωμί γινόταν διπλάσιο, και επειδή αυτό γινόταν συχνά, εκείνη το είπε στον άνδρα της, κι αυτός, ακούγοντάς το, σκέφτηκε πως το πράγμα ήταν σημαδιακό. Κάλεσε λοιπόν τους υποτακτικούς του και τους πρόσταξε να φύγουν από τη γη του, όμως εκείνοι απάντησαν πως είχαν το δικαίωμα πρώτα να πληρωθούν και μετά θα έφευγαν. Ακούγοντας για πληρωμή ο βασιλιάς, ίσως από θεϊκή συγκυρία, είδε να μπαίνει μέσα στο σπίτι ήλιος από την καπνοδόχο. Και τότε λέει: «Αυτόν σας δίνω για μισθό αντάξιο σε σας», και τους έδειξε τον ήλιο. Ο Γαυάνης και ο Αέροπος έμειναν άναυδοι ακούγοντας την απόκριση, αλλά ο μικρότερος, που κρατούσε και μαχαίρι, είπε: «Συμφωνούμε βασιλιά με όσα μας δίνεις». Και με το μαχαίρι του χαράζει κατά γης τον κύκλο που έκανε ο ήλιος στο σπίτι. Το ’κανε τρεις φορές και τάχα μάζευε κατόπι τον ήλιο στον κόρφο του. Στη συνέχεια, οι τρεις τους έφυγαν.
(Ηρόδοτος 8.137-138)
Από τον Θουκυδίδη:
Αλλά την περί την θάλασσαν εκτεινομένην χώραν, η οποία καλείται σήμερον Μακεδονία, κατέκτησαν πρώτον και εβασίλευσαν επ’ αυτής ο πατήρ του Περδίκκα Αλέξανδρος και οι πρόγονοί του Τημενίδαι, οι οποίοι κατήγοντο αρχικώς από το Άργος και οι οποίοι εξεδίωξαν από μεν την Πιερίαν τους Πίερας […], και από την καλουμένην Βοττίαν τους Βοττιαίους […]. Κατέκτησαν ωσαύτως από την Παιονίαν λωρίδα γης […] και εξουσιάζουν ήδη πέραν του Αξιού μέχρι του Στρυμόνος την καλουμένην Μυγδονίαν […]. Επίσης, εξεδίωξαν από την καλουμένην σήμερον Εορδίαν τους Εορδούς […] και από την Αλμωπίαν τους Άλμωπας. Το ούτω συγκροτηθέν βασίλειον των Τημενιδών κατέκτησε και εξουσιάζει μέχρι σήμερον τα διαμερίσματα άλλων φύλων, όπως τον Ανθεμούντα, την Γρηστωνίαν, την Βισαλτίαν, και πολύ μέρος της καθαυτό Μακεδονίας
(Θουκυδίδης 2.99).
iv. Μεταγενέστερη πηγή παραδίδει ότι χρησμός δόθηκε στον Περδίκκα να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο:
Οι ευγενείς Τημενίδες βασιλεύουν σε εύφορη γη, δώρο του Δία που κρατά την αιγίδα. Σπεύσε όμως για τη γη των Βοττιαίων, χώρα πολλών κοπαδιών, και όπου δείτε κατσίκες λευκές σαν το χιόνι με κέρατα αστραφτερά, που κοιμούνται ύπνο βαθύ, στο επίπεδο μέρος αυτής της γης θυσιάστε στους θεούς και ιδρύστε την πόλη του κράτους σας
(Διόδωρος Σικελιώτης 7.16).
v. Προσθήκες ή μεταβολές στη γενεαλογία: Στον τραγωδία Αρχέλαος του Ευριπίδη, που παρουσιάστηκε στη Μακεδονία το 408/7 π.Χ., ο Αρχέλαος παρουσιάζεται ως γιος του Τήμενου και ιδρυτής της βασιλικής οικογένειας στη Μακεδονία. Η προσθήκη αυτή οφείλεται προφανώς στο αίσθημα ευγνωμοσύνης του Ευριπίδη στον οικοδεσπότη του, που τον προσκάλεσε και τον φιλοξένησε στη μακεδονική αυλή για δεκαοκτώ μήνες και μέχρι τον θάνατό του.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσπάθεια να συνδεθεί ο πρώτος Αρχέλαος με την τοπική παράδοση και τον βασιλιά Κισσέα. Ο Τήμενος, που ήταν άκληρος, συμβουλεύτηκε τη Δωδώνη και ο εκεί ιερέας της Διώνης απάντησε ότι ο Δίας θα του έδινε ένα παιδί που θα έπρεπε να ονομάσει Αρχέλαο. Διωγμένος από τα αδέλφια του από το Άργος, ο Αρχέλαος πήγε στη Θράκη, στον βασιλιά Κισσέα που τότε πολιορκούνταν από εχθρούς έτοιμους να τον συντρίψουν. Ο Κισσέας υποσχέθηκε στον Αρχέλαο την κόρη του και το βασίλειό του, σε αντάλλαγμα υπηρεσιών που θα τον ελευθέρωναν. Με μία μόνο μάχη ο Αρχέλαος νίκησε και γλίτωσε τη ζωή του Κισσέα. Κακοί σύμβουλοι όμως έπεισαν τον θράκα βασιλιά να παραβεί τον λόγο του και να σκοτώσει τον Αρχέλαο. Έβαλε λοιπόν να σκάψουν ένα χαντάκι, το γέμισε με αναμμένα κάρβουνα και το σκέπασε με ξερόκλαδα. Εκεί θα τον σκότωνε. Ειδοποιημένος εκείνος από ένα δούλο για την παγίδα, ζήτησε μυστική συνάντηση με τον βασιλιά και τον έσπρωξε στο χαντάκι. Ύστερα, σύμφωνα με χρησμό του Απόλλωνα –σώζεται στην περίληψη του θεατρικού έργου του Ευριπίδη από τον Υγίνο, Fab. 219–, ακολούθησε μια κατσίκα που απάντησε στον δρόμο του και που τον έφερε στη θέση όπου ο Αρχέλαος –άμεσος πρόγονος του Αλεξάνδρου– θα ιδρύσει την πόλη που θα ονομάσει Αιγαί**, τιμώντας το ζώο που τον οδήγησε –το εικονογραφικό θέμα της αίγας χρησιμοποιήθηκε στα νομίσματα διαφόρων πόλεων (Άκανθος, Μένδη, Τράγιλος κ.α.) και στην κεραμοποιία.

Λίγο πιο πάνω επισημάναμε ότι ο Παυσανίας απέδωσε στον Κάρανο τον φόνο του Κισσέα, ο οποίος αποτελεί νέα προσθήκη μετά την τραγωδία του Ευριπίδη. Είναι πιθανό ότι η τραγωδία του Ευριπίδη ενέπνευσε τον Αρχέλαο να αναζητήσει μια πιο εντυπωσιακή απαρχή του μακεδονικού οίκου. Από τα μέσα, λοιπόν, του 4ου αι. π.Χ. ως πρώτος βασιλιάς  της Μακεδονίας φέρεται ο Κάρανος, όνομα που είχε ένας από τους γιους του Φιλίππου Β’ και ένας από τους ιππάρχους του Αλεξάνδρου. Αυτός ο ιδρυτής-πρόγονος, γιος του Ποιάνθη ή Ποία, άλλοτε γιος ή αδελφός του Αργείου βασιλιά Φείδωνα, γιου του Αριστοδαμίδα, είχε έλθει απευθείας από το Άργος για να φτιάξει μια καινούρια πατρίδα.
Ο Κάρανος ήλθε στην Ημαθία με μεγάλη συνοδεία Ελλήνων, σύμφωνα με τον χρησμό που τον διέταξε να ψάξει να βρει τόπο εγκατάστασης στη Μακεδονία. Ακολουθώντας ένα κοπάδι αίγες που έτρεχαν να προφυλαχθούν από τη βροχή –έβρεχε καταρρακτωδώς και υπήρχε πυκνή ομίχλη– κατέλαβε την πόλη της Έδεσσας χωρίς οι κάτοικοι να τον αντιληφθούν. Και όταν του υπενθύμισαν τον χρησμό*** που τον είχε διατάξει «να ψάξει ένα βασίλειο όπου θα τον οδηγήσουν οι αίγες», την έκανε πρωτεύουσα του βασιλείου του. Και με πολλή προσοχή διατήρησε από κει και πέρα τη συνήθεια να βάζει τις ίδιες θηλυκές αίγες μπροστά από το λάβαρό του, όποτε παρήλαυνε ο στρατός του, ώστε να είναι οι αρχηγοί των επιχειρήσεών του, ακριβώς όπως είχαν γίνει και πρωτεργάτες της ίδρυσης του βασιλείου του. Σε ανάμνηση του ρόλου των αιγών μετονόμασε την πόλη της Έδεσσας «Αιγές» και τους κατοίκους Αιγεάδες. Έπειτα εκδίωξε τον Μίδα, που κρατούσε ένα κομμάτι της Μακεδονίας, και άλλους βασιλείς και τους αντικατέστησε. Ήταν ο πρώτος που ένωσε τις φυλές διαφόρων λαών και έκανε τη Μακεδονία αυτό που λέμε ένα σώμα. Και το βασίλειό του μεγάλωσε, επειδή είχε βάλει γερά θεμέλια ανάπτυξης. Μετά από αυτόν βασίλεψε ο Περδίκκας.
(Ιουστίνος 7.1.7-12)
Είναι  φανερό ότι οι νεότερες προσθήκες στον μύθο φτιάχτηκαν με τρόπο που να συνάδουν με τα παλαιότερα στρώματά του: Περδίκκας, Αρχέλαος, Κάρανος ιδρύουν τις Αιγές ύστερα από χρησμό και με παρόμοιο τρόπο. Όμως σχετικά με αυτόν τον Κάρανο ανακύπτουν δύο ερωτήματα: α) Ποια είναι η σημασία του ονόματός του; β) Ποια είναι η θέση του στη διευρυμένη γενεαλογία όπως είναι γνωστή κατά την ελληνιστική περίοδο;

Για το πρώτο ζήτημα ο Ξενοφώντας παραδίδει ότι κάρανος σημαίνει ανώτατος άρχοντας, κύριος, και ότι αυτόν τον τίτλο είχε αποδώσει ο Μέγας Βασιλιάς στον Κύρο το 407 π.Χ. Σύμφωνα όμως με τον Ησύχιο η λέξη κάραννος σημαίνει επίσης έριφος, οπότε ο βασιλιάς συνδέεται και με το άλλο κομμάτι του μύθου για την ίδρυση των Αιγών. Σε αυτές τις εκδοχές, θα προσθέσουμε μιαν ακόμη. Σύμφωνα με τον μύθο, λίγο καιρό μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τα αδέλφια Τήμενο και Αριστόδημο κατάρα χτύπησε στρατό και ναυτικό, όταν ένας από τους Ηρακλείδες, ο Ιππότης, διαπέρασε με ακόντιο τον μάντη Κάρνο, επειδή θεώρησε ότι τον είχαν στείλει οι Πελοποννήσιοι εχθροί τους, για να τους κάνει κακό με τα μάγια τους. Έτσι, σκοτώθηκε ο φιλικά προσκείμενος στους Ηρακλείδες μάντης. Ο Τήμενος κατέφυγε για μια ακόμη φορά στο μαντείο, για να ρωτήσει πώς θα απαλλαχτούν από τη θεϊκή οργή που είχε ξεσπάσει εναντίον τους, κι εκείνο όρισε εξορία για τον φονιά για δέκα χρόνια. Από τότε οι Ηρακλείδες αφιέρωσαν λατρεία στον Κάρνειο Απόλλωνα. Αν πράγματι συνδέεται το όνομα του Κάρανου με του Κάρνου, τότε η επινόηση αυτή για μια ακόμη φορά συνδέει τον μακεδονικό βασιλικό οίκο με τους Ηρακλείδες.

Όσον αφορά στη θέση του στη διευρυμένη μυθολογία, ο Κάρανος αλλού εμφανίζεται πριν από τον Περδίκκα και αλλού να παρεμβάλλονται ανάμεσα σε αυτόν και τον Περδίκκα άλλοι δύο. Πιο συγκεκριμένα, η σειρά διαδοχής****, όπως παραδόθηκε από τον Σάτυρο, άρχιζε με τον Διόνυσο και τον Δία, αφού η Δηιάνειρα, κόρη του Διόνυσου, ήταν η μητέρα, και ο Ηρακλής, γιος του Δία, ήταν ο πατέρας του Ύλλου, από τον οποίο ο τρίτος κατευθείαν απόγονος ήταν ο Τήμενος και ένατος ο Κάρανος. Ακολουθούν Κοίνος, Τυρίμμας, Περδίκκας και οι λοιποί όπως τους γνωρίσαμε από τον Ηρόδοτο.

Προκύπτει, λοιπόν, ο εξής πίνακας των βασιλέων:

Οίκος των Τημενιδών
Κάρανος 
Γαυάνης 
Κοίνος 
Αέροπος 
Τυρίμμας  
Περδίκκας
 
 
Οίκος Αργεαδών
(οι Αργεάδες ιδρύουν τη βασιλική δυναστεία των Μακεδόνων)
Περδίκκας Α’ αρχές 7ου αι.
Αργαίος 
Φίλιππος Α’ 
Αέροπος Α’ 
Αλκέτας 
Αμύντας Α’540-497
Αλέξανδρος Α’ Φιλέλλην495-454
Περδίκκας Β’454-413
Αρχέλαος 413-399
Ορέστης 399-396
Αέροπος Β’396-393
Αμύντας Β’ ο Μικρός393-392
Παυσανίας 
Αμύντας Γ’ 392-370
Αλέξανδρος Β’370-368
Πτολεμαίος Αλωρίτης368-365
Περδίκκας Γ’ 365-359
Φίλιππος Β’359-336
Αλέξανδρος Γ’336-323
Αλέξανδρος Δ’323-310

vi. Με την προϋπόθεση, λοιπόν, της προγονικής καταγωγής από τον Τήμενο, απόγονου του Ηρακλή, τα μέλη της μακεδονικής βασιλικής οικογένειας εντάσσονταν σε εκείνον τον ευρύ κύκλο και κατάλογο των ένδοξων απογόνων του Ηρακλή, που κυβέρνησαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, όπως λ.χ. ο Λεωνίδας. Ποιοι δικαιούνταν να είναι απόγονοι ενός τέτοιου προγόνου και να έχουν ισχυρό δικαίωμα επί του θρόνου ήταν θέμα πολιτικής σημασίας. Ο Κάσσανδρος λ.χ., που από το 317 π.Χ. ονομάστηκε από την Ευρυδίκη «επιμελητής των βασιλέων» και «στρατηγός της Ευρώπης», προκειμένου να εδραιώσει τη θέση του στη Μακεδονία, επιδίωξε να αποκτήσει ερείσματα, ένα από τα οποία ήταν ο γάμος του με την κόρη του Φιλίππου Β’, γεγονός που τον συνέδεσε με τον μακεδονικό βασιλικό οίκο των Αργεαδών και έδωσε νομιμότητα στη διεκδίκησή του στον μακεδονικό θρόνο. Ο γάμος, λοιπό, του Κάσσανδρου με τη Θεσσαλονίκη έδωσε την εξής συνέχεια στον μακεδονικό βασιλικό οίκο:

Οίκος Αντιπατριδών
Κάσσανδρος315-297
Αντίπατρος297-294
Φίλιππος Δ’297 
Αλέξανδρος Ε’297-294
 
Συμπεράσματα: Το μακεδονικό βασίλειο ιδρύθηκε στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. Το γενεαλογικό δέντρο του Περδίκκα, αλλά και το διευρυμένο με τις διάφορες προσθήκες καταδεικνύουν την ελληνική καταγωγή του πρώτου βασιλιά της Μακεδονίας από τον Ηρακλή. Απόηχος της καταγωγής αυτής είναι και το έθιμο που παραδίδεται από τον ιστορικό Δούρι από τη Σάμο (4ος/3ος αι. π.Χ.). Σύμφωνα με αυτό οι κόρες των Μακεδόνων έσβηναν τη νεκρική πυρά του πατέρα τους, όταν αυτοί έμεναν άκληροι από αρσενικά παιδιά. Το έθιμο αυτό, σύμφωνα με τον ιστορικό, έχει τις ρίζες του στην παράδοση που θέλει την κόρη του Ηρακλή, Μακαρία, να σβήνει τη νεκρική πυρά του πατέρα της.

Την ελληνική καταγωγή των Μακεδόνων βασιλέων μαρτυρούν τόσο ο Θουκυδίδης όσο και ο Ηρόδοτος:
Πως Έλληνες είναι αυτοί οι απόγονοι του Περδίκκα, όπως λένε κι οι ίδιοι, κι εγώ προσωπικά είμαι σε θέση να το γνωρίζω και στη συνέχεια της ιστορίας μου θα αποδείξω πως είναι Έλληνες· κι επιπλέον και οι οργανωτές των αγώνων των Ελλήνων που γίνονται στην Ολυμπία αυτή την απόφαση έβγαλαν. Γιατί, όταν ο Αλέξανδρος πήρε την απόφαση να πάρει μέρος στους αγώνες***** και κατέβηκε γι’ αυτό τον σκοπό, οι Έλληνες που ήταν αντίπαλοί του σε αγώνα δρόμου ήθελαν να τον αποκλείσουν με τον ισχυρισμό πως ο αγώνας δεν είναι για βάρβαρους αθλητές, αλλά για Έλληνες. Κι ο Αλέξανδρος, επειδή απέδειξε πως η καταγωγή του ήταν από το Άργος, κι οι κριτές παραδέχτηκαν πως είναι Έλληνας, πήρε μέρος στο αγώνισμα δρόμου ενός σταδίου και τερμάτισε στον ίδιο χρόνο με τον πρώτο.
(Ηρόδοτος 5,22,2)
Οι γενεαλογικοί μύθοι για την προέλευση των βασιλέων από τη βορειοδυτική Πελοπόννησο αποτελούν τη φιλολογική εκδοχή μιας πολιτισμικής συγγένειας με τα δωρικά φύλα. Η εκδοχή αυτή επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα, που καταγράφουν τις πολιτισμικές συγγένειες στα ταφικά έθιμα, στη θρησκεία, στη γλώσσα:
Η «[…] συνεχώς αυξανόμενη ανεύρεση μυκηναϊκών αγγείων και όπλων στην ενδοχώρα της Μακεδονίας (Όλυμπος, Πιέρια, Κοζάνη, Γρεβενά) και στην Αιανή […] μαρτυρούν πως οι κάτοικοι της Μακεδονίας, και μάλιστα του ορεινού της τμήματος, είχαν άμεση και ενδεχομένως πρωτογενή σχέση με τους φορείς του μυκηναϊκού πολιτισμού. Τα αντιπροσωπευτικά δείγματα της χαρακτηριστικής για τη Μακεδονία αμαυρόχωρωμης κεραμικής από τα υστεροελλαδικά νεκροταφεία της Αιανής και του Ολύμπου και η πιθανή καταγωγή τους από την αμαυρόχρωμη κεραμική της προηγούμενης (μεσοελλαδικής) περιόδου από τη νοτιότερη Ελλάδα, σε συνδυασμό με τις ομοιότητες ανάμεσα στη μυκηναϊκή και τη μακεδονική διάλεκτο, αντιπροσωπεύουν μιαν, ή μέρος μιας πραγματικότητας που έχει καταγραφεί στους μύθους για τη σχέση των κατοίκων της ορεινής Μακεδονίας με τη βορειανατολική Πελοπόννησο και την καταγωγή των βασιλιάδων τους (Τημενίδες, Βακχιάδες) από τον Ηρακλή και το Άργος ή την Κόρινθο αντίστοιχα»
(Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, 2003, 26).
Εξάλλου, «οι ευγενείς Τημενίδες βασιλεύουν σε εύφορη γη, δώρο του Δία» (Διόδωρος Σικελιώτης 7.16), όπως αντίστοιχα ο Δίας έδωσε τη Σπάρτη στους βασιλείς (Τυρταίος 2.2).

Εύλογη λοιπόν είναι και η υπόθεση ότι και τα χρυσά προσωπεία από τους γνωστούς τάφους της Σίνδου ή τα χρυσά προσωπεία από μνημειακούς τάφους των αρχαϊκών χρόνων στο Αρχοντικό Πέλλας αντανακλούν τη συγγένεια αυτή, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη η σπανιότητα του νεκρικού προσωπείου στον ελλαδικό χώρο και ότι, δίπλα στο τάφο με το γυναικείο νεκρικό προσωπείο στο Αρχοντικό (Τ 198), ο Τ 131 ανήκει σε πολεμιστή με αργείτικη ασπίδα. Εξάλλου, έχει ήδη διατυπωθεί η υπόθεση ότι τα χρυσά προσωπεία ανήκουν σε κατοίκους που κατά τον 6ο και αρχές του 5ου αι. π.Χ. θεωρούσαν τους εαυτούς τους απογόνους των Παιόνων ευγενών που αναφέρονται στον Όμηρο.
------------------------------
*Αργείοι
Ο Απ. Δασκαλάκης, ο οποίος σε άρθρο του εξετάζει το θέμα της καταγωγής του μακεδονικού βασιλικού οίκου, επισημαίνει ότι στο έπος η λέξη «Αργείοι», όπως Δαναοί και Αχαιοί, χρησιμοποιούνται με την ευρύτερη σημασία του Έλληνα και ότι η αντίληψη για την καταγωγή του μακεδονικού βασιλικού οίκου διαμορφώνεται σε μια εποχή που δεν χρησιμοποιείται ο όρος Έλληνας. Αυτό υποδηλώνει μια καταγωγή των Μακεδόνων πιο ευρεία από αυτή της πόλης του Άργους (Daskalakis 1970, 155-161).
Πάντως, η εισαγωγή ορισμένων εθίμων στα αρχαϊκά χρόνια, όπως της καύσης στη νεκρόπολη των Αιγών, ίσως να σχετίζεται με την ανάληψη της εξουσίας από το γένος των Τημενιδών.

**Αιγές
Το μοτίβο της αίγας παραπέμπει όχι μόνο στη μυθική παράδοση της πόλης των Αιγών και στη μυθική αρχή των Μακεδόνων αλλά και στον Δία που κρατά την αιγίδα και δώρισε στους ευγενείς Τημενίδες την εύφορη γη της Μακεδονίας, και στον Διόνυσο που επονομάζεται μελαιναγίς και αιγοβόλος, ενώ το αιγίζειν=κατασπαράσσειν είναι συνδεδεμένο με τη λατρεία του.
ἐνταῦθα καὶ Διονύσου ναός ἐστιν Αἰγοβόλου. θύοντες γὰρ τῷ θεῷ προήχθησάν ποτε ὑπὸ μέθης ἐς ὕβριν͵ ὥστε καὶ τοῦ Διονύσου τὸν ἱερέα ἀποκτείνουσιν· ἀποκτείναντας δὲ αὐτίκα ἐπέλαβε νόσος λοιμώδης͵ καί σφισιν ἀφίκετο ἴαμα ἐκ Δελφῶν τῷ Διονύσῳ θύειν παῖδα ὡραῖον· ἔτεσι δὲ οὐ πολλοῖς ὕστερον τὸν θεόν φασιν αἶγα ἱερεῖον ὑπαλλάξαι σφίσιν ἀντὶ τοῦ παιδός. δείκνυται δὲ ἐν Ποτνιαῖς καὶ φρέαρ· τὰς δὲ ἵππους τὰς ἐπιχωρίους τοῦ ὕδατος πιούσας τούτου μανῆναι λέγουσιν.
[Μετάφραση]
Εδώ υπάρχει και ναός του Διόνυσου Αιγοβόλου. Διότι, όταν κάποτε θυσίαζαν στον θεό, έφτασαν σε τέτοιο σημείο ύβρεως από τη μέθη, που σκότωσαν και τον ιερέα του Διόνυσου. Αμέσως μετά τον φόνο, ενέσκηψε λοιμώδης ασθένεια, και ήρθε σε αυτούς χρησμός από τους Δελφούς ως γιατρειά να σκοτώσουν έναν έφηβο. Ύστερε από λίγα χρόνια  βγήκε η φήμη ότι ο θεός άλλαξε το σφάγιο για χάρη τους με μια ιερή αίγα αντί για το αγόρι. Στις Ποτνιές μάλιστα δείχνουν ένα πηγάδι και λένε ότι τα άλογα του τόπου, μόλις πιουν από αυτό το νερό, τρελαίνονται.
ΔΕΣ''ΑΙΓΕΣ'' Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ

***Χρησμός του μαντείου των Δελφών στον Κάρανο
Ο χρησμός δόθηκε στον Κάρανο από το μαντείο των Δελφών, το οποίο πήγε να συμβουλευτεί όταν σκόπευε να εγκαταλείψει το Άργος και να ιδρύσει μια αποικία στη Μακεδονία. Διασώζεται από τον σχολιαστή στον Προτρεπτικό 2.11 του Κλήμη Αλ.:
Άκου ευγενικέ Κορανέ, και βάλε τα λόγια μου στο μυαλό σου·  / να εγκαταλείψεις το Άργος και την Ελλάδα με τις ωραίες γυναίκες / και να πας προς τις πηγές του Αλιάκμονα·  και εκεί που θα πρωτοδείς / αίγες να βόσκουν, εκεί πρέπει / να κατοικήσεις, ευτυχισμένος κι εσύ και οι απόγονοί σου.
(Ιουστίνος 7.1.7-12)
****Σειρά διαδοχής του μακεδονικού βασιλικού οίκου
Ὁ περὶ τῆς βασιλείας Μακεδόνων λόγος διὰ τὴν ἀρετὴν Ἀλεξάνδρου καὶ Φιλίππου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ τοῖς φιλομαθέσι περὶ ταῦτα σπουδάζουσιν ἀναγκαῖος πέφυκε. Προκείσθω γοῦν κεφαλαιωδῶς ὑπὸ μίαν σύνοψιν ἀρχόμενος ἀπὸ Καράνου τοῦ πρώτου βασιλέως Μακεδόνων ἕως Ἀλεξάνδρου. Τὸ μὲν οὖν πρῶτον γένος τοῖς βασιλεῦσι τῶν Μακεδόνων εἰς Ἡρακλέα ἀναφέρεται. Μετὰ γὰρ τὴν ἅλωσιν Τροίας ἔτεσιν Ἡρακλεῖδαι κατέσχον τὴν Πελοπόννησον͵ ἐξ ὧν αἱ τῶν Κορινθίων καὶ Λακεδαιμονίων βασιλεῖαι πρῶται συνέστησαν. Χρόνοις δὲ ὕστερον περὶ τὰ τέλη τούτων ἡ τῶν Μακεδόνων ἤρξατο βασιλεία οὕτως. Κάρανος ὁ Ἀργεῖος ἀδελφὸς ὢν Φείδωνος͵ ἑνὸς τῶν ἀφ΄ Ἡρακλέους καταγόντων τὸ γένος καὶ τῆς Ἀργείας βασιλεύοντος͵ σπουδάζων ἑαυτῷ χώραν κατακτήσασθαι δύναμιν ἤθροισε παρὰ τοῦ ἀδελφοῦ καὶ ἐκ τῆς ὅλης Πελοποννήσου͵ μεθ΄ ὧν τοῖς ὑπὲρ Μακεδονίαν τόποις ἐπιστρατεύσας͵ συμμαχήσας ἅμα καί τινι τῶν Ὀρεστῶν λεγομένων δυνάστῃ περὶ τὴν χώραν κατὰ τῶν πλησιοχώρων βαρβάρων͵ τὴν ἡμίσειαν ἔλαβε χώραν καὶ πόλιν ἤγειρε κατὰ χρησμὸν καὶ βασιλείαν ἐν αὐτῇ συνεστήσατο͵ ἣν οἱ κατὰ γένος ἐξ αὐτοῦ καὶ μετ΄ αὐτὸν διεδέχοντο. Οὗτος ὁ Κάρανος ἀπὸ μὲν Ἡρακλέους ια ἦν͵ ἀπὸ δὲ Τημένου τοῦ μετὰ τῶν ἄλλων Ἡρακλειδῶν κατελθόντος εἰς Πελοπόννησον ἕβδομος. Γενεαλογοῦσι δ΄ αὐτὸν οὕτως͵ ὥς φησιν ὁ Διόδωρος͵ οἱ πολλοὶ τῶν συγγραφέων͵ ὧν εἷς καὶ Θεόπομπος· Κάρανος Φείδωνος τοῦ Ἀριστοδαμίδατοῦ Μέροπος τοῦ Θεστίου Θεοστίου τοῦ Κισσίου Κισοῦ B. τοῦ Τημένου τοῦ Ἀριστομάχου τοῦ Κλεοδαίου Κλεοδάτου A. Κλεοδίου B. τοῦ Ὕλλου τοῦ Ἡρακλέους. Ἔνιοι δὲ ἄλλως͵ φησὶ͵ γενεαλογοῦσι͵ φάσκοντες εἶναι Κάρανον Ποίαντος τοῦ Κροίσου τοῦ Κλεοδαίου τοῦ Εὐρυβιάδα τοῦ Δεβάλλου Δαιβάλλου τοῦ Λαχάρους τοῦ Τημένου͵ ὃςκαὶ κατῆλθεν εἰς Πελοπόννησον. Οὗτος ὁ Κάρανος λ ἔτη ἐβασίλευσε·
(Προφύριος, Χρονικά Syncell. σ. 261, D)

*****Μακεδόνες βασιλείς και αγώνεςΈχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για το έτος κατά το οποίο συνέβη το γεγονός. Οι μελετητές φαίνεται να καταλήγουν στο έτος 496 π.Χ. Πολλοί άλλοι Μακεδόνες αναφέρεται ότι πήραν μέρος σε αγώνες. Ο Αρχέλαος σε αρματοδρομία με τέθριππο το 408 π.Χ. στα Ολύμπια και τα Πύθια. Ο Φίλιππος Β’ σε ιπποδρομία και αρματοδρομία το 356, 352, 348 στην Ολυμπία και προήδρευσε στα Πύθια των Δελφών το 346 π.Χ. Ο Φίλιππος και αργότερα ο Αλέξανδρος οργάνωσαν αγώνες στις Αιγές. Ο χάλκινος τρίποδας στον τάφο του Φιλίππου στη Βεργίνα χρονολογείται το 430-420 π.Χ. και τοποθετήθηκε εκεί ως πολύτιμο οικογενειακό κειμήλιο, αφού από την επιγραφή προκύπτει ότι αποτελούσε έπαθλο προγόνου του από τους αγώνες της Αργείας Ήρας. Χάλκινες ενεπίγραφες υδρίες, έπαθλα από αγώνες του 5ου αι. π.Χ. διατηρήθηκαν ως κειμήλια και απέκτησαν ταφική χρήση σε τάφους της Πύδνας και σε έναν στο Καραμπουρνάκι.

Ό,τι κάνεις ή δεν κάνεις η ζωή έχει ένα απίστευτο σύστημα να το επιστρέφει

Η ζωή έχει ένα απίστευτο σύστημα να επιστρέφει συναισθήματα, συμπεριφορές και καταστάσεις.

Κάποιος μπορεί να το πει κάρμα, άλλος ειμαρμένη και κάποιος άλλος θεία δίκη! Δεν ξέρω τι από όλα αυτά είναι και τι αντιπροσωπεύει τον καθένα, μα το ριζικό του κάθε ανθρώπου είναι ένα και δεν γλιτώνει από αυτό. Ό,τι κάνεις ή δεν κάνεις… αργά ή γρήγορα… θα το πληρώσεις και θα το πληρωθείς.

Δεν μπορείς να εξαπατάς και να μην εξαπατηθείς
Δεν μπορείς να αγαπάς και να μην αγαπηθείς
Δεν μπορείς να λες ψέματα και να μην σου πουν και εσένα.
Δεν μπορείς να βοηθάς και να μην βοηθηθείς και εσύ.

Όλα φαίνονται να γίνονται βάση σχεδίου, αλλά δεν είναι έτσι. Και αν είναι, το σχέδιο το φτιάχνεις εσύ, με τις συμπεριφορές σου και τις σκέψεις σου. Με τις αντιδράσεις και τα θέλω σου. Δημιουργείς το μοντέλο της ζωής σου και έπειτα αυτό, επιστρέφεται πίσω σε σένα μεταφρασμένο σε ανθρώπους που σε αγάπησαν, σε δουλειές που έχασες, σε δόξα που κέρδισες και σε φίλους που σε “άδειασαν”.

Άγνωστοι ήρθαμε και άγνωστοι θα φύγουμε. Το μυστικό είναι να έχουμε πληγώσει όσους λιγότερους μπορούμε και να έχουμε βοηθήσει όσους περισσότερους γίνεται. Αν είναι εφικτό. Αν είμαστε στο κατάλληλο επίπεδο να το κάνουμε. Αν όχι, δεν πειράζει. Ίσως κάποια άλλη φορά. Σε κάποια άλλη ζωή.

ΩΓΥΓΙΑ ‘Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ

Ὠγυγία ἤ Ἀρχαιολογία.- Ελληνικό Τυπογραφικό Κόσμημα.
Ὠγυγία, ὅπως ἀποκαλοῦσαν τὴν Ἀρχαιότητα οἱ παλαιότεροι (ἀπὸ τὸν Ὤγυγο, βασιλέα τῶν λαῶν τῆς Ἀττικῆς), κυκλοφόρησε ἀπὸ τὸν Α. Σταγειρίτη, καθηγητὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὴ Βιέννη, σὲ πέντε τόμους. Στὸ προλογικό του σημείωμα ὁ συγγραφέας ἀναπτύσσει θέματα ποὺ ἀφοροῦν τὰ προγράμματα διδασκαλίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὰ σχολεῖα καὶ τὰ ἀπαραίτητα βιβλία ποὺ χρειάζονται γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνάταση τοῦ Γένους: «Ἂν λοιπὸν δὲν κατορθώσωμεν καὶ ἡμεῖς νὰ ἔχωμεν τοιαῦτα βιβλία, καὶ τοιαύτην τάξιν εἰς τὰ σχολεῖα τοῦ Γένους νὰ μὴν ζητῶμεν, οὔτε νὰ ἐλπίζωμεν, νὰ διασώσωμεν τὰς μαθήσεις».
 
Πέρασαν 200 χρόνια από την έκδοση του πεντάτομου έργου Ωγυγία ή Αρχαιολογία, του Αθανάσιου Σταγειρίτη, καθηγητή τότε της ελληνικής γλώσσας στην Ακαδημία Ανατολικών γλωσσών, στη Βιέννη της Αυστρίας. Εκδόθηκε από το 1816 έως το 1820, στο τυπογραφείο του Ιωάννη Β. Τσβεκίου. Σκοπός του, παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ήταν να αποτελέσει εγχειρίδιο αναφοράς της Προϊστορίας της Ελλάδας και να χρησιμοποιηθεί από τους εκπαιδευτικούς που αναλάμβαναν τη μόρφωση των νέων. Όπως ο ίδιος γράφει, περιέχει την ιστορία, τις κοσμογονίες και θεογονίες των αρχαίων λαών και πλήρη Μυθολογία των θεών και ηρώων με την ιστορική και αλληγορική εξήγηση, όπως και τις τελετές και ιεροπραξίες, τους αγώνες, τα μαντεία και τα έθιμα «προς γνώσιν της Αρχαιολογίας και κατάληψιν των ποιητών και συγγραφέων».
 
Στον πρόλογο του πρώτου τόμου σημειώνει:
 
«… φιλολογήσας όλους σχεδόν τους Ποιητάς και Συγγραφείς, και Μυθογράφους, παλαιούς τε και νέους, έκρινα εύλογον να συνάξω όλην εκείνην την διεσπαρμένην ύλην, και να συντάξω το έργον, όσον δυνατόν εντελέστερον, και εύκολον να γένη και επιτομή δια παράδοσιν. Επειδή, Νέοι, δεν έχομεν ουδεμίαν τοιαύτην βίβλον διδακτικήν, μεθοδικήν, και σύντομον μόνον δια παράδοσιν, ως έχουσιν οι Ευρωπαίοι όλων των μαθήσεων, αρχόμενοι από του αλφαβηταρίου…».
 
Στον δεύτερο τόμο της Ωγυγίας, συμπληρώνεται το υλικό του πρώτου τόμου με προσθήκη των εθίμων και της μυθολογίας και άλλων εθνών. Ο Αθ. Σταγειρίτης εστιάζει στην παρουσίαση των πηγών «απλώς μόνον μυθολογικών και Ιστορικώς· επειδή ο αναγνώστης πρώτον πρέπει να θεωρήση την ύλην ταύτην όντως απλώς, έπειτα να ζητήση την αγνοουμένην έννοιαν…».
 
Αντιλαμβανόμενος δε την πολυσήμαντη έκφραση της αρχαίας ελληνικής θεολογίας σημειώνει:
 
«…ο δε Ορφεύς λέγει τον Ουρανόν Θεού μέγα σοφόν έργον. Των δε Ηρώων τα αγάλματα ήσαν οι ανδριάντες αυτών προς τιμήν Ιδιαιτέραν, ων η τιμή εγίνετο ως μνημόσυνον, και ουχί ως προς Θεόν, εναγισμός λεγομένη. Όθεν λέγουσί τινες ότι οι Έλληνες δεν ήσαν ειδωλολάτραι, αλλά λατρευταί ένθερμοι των αγνώστων και νοουμένων Θεών, γνωρίζοντες και εν υπέρτατον ον, ανώτερον πάντων, και δημιουργόν των όντων, όπερ ωνόμαζον Δία, ως μαρτυρούσιν οι ύμνοι του Ορφέως, και άλλοι πολλοί, λέγοντες, ότι το θείον είναι αόρατον, απαθές, αμετάβλητον, νοητόν μόνον… Τέλος δε οι δοξάζοντες αθανασίαν της ψυχής, βεβαίως δεν προσκυνούσιν, ούτε λατρεύουσιν είδωλα. Περί τα τοιαύτα άρα καταγινόμενοι οι Ορφικοί, Πυθαγόρειοι, και οι Πλατωνικοί φιλόσοφοι, είπον πολλά και διάφορα εξ υποθέσεως, ως συμβαίνει πάντοτε, όταν γίνηται συζήτησις περί αγνώστων, και ακατανόητων πραγμάτων… Οι δε αρχαίοι φυσικοί είχον άλλην τοιαύτην γλώσσαν, δηλούντες δι’ αυτής τα φυσικά όντα, και τας ενεργείας αυτών… Οι δε ποιηταί έχοντες ελευθερίαν απόλυτον της φαντασίας παρέπλασαν την ύλην όπως ήθελον… Οι δε σχολιασταί και αλληγορηταί, ζητούντες την έννοιαν των ποιητών, επενόησαν και αυτοί πολλά.»
 
Στον τρίτο τόμο της Ωγυγίας, ο Αθ. Σταγειρίτης εξετάζει την παραγωγή των θείων ονομάτων, την αλληγορική τους σημασία, την ιστορία τους, τη λατρεία τους, τα επίθετα και ό,τι άλλο μπορεί να συμβάλει στην κατανόηση των αιτίων και λόγων που λάτρευαν κάθε θεό.
 
Λέγει χαρακτηριστικά: «Στην Ελλάδα θεωρείται ότι ο πρώτος που καθιέρωσε τις τελετές αυτές ήταν ο ιερός ποιητής Ορφέας. Εγκαθιδρύθηκαν πρώτα στη Σαμοθράκη και από εκεί τα έφερε ο Μελάμπους στην Αργολίδα, ο Μουσαίος στην Αθήνα και ο Τροφώνιος στη Βοιωτία, όπως πιστεύουν ορισμένοι. Οι μυστηριακές τελετές ήσαν ταυτόσημες, έχοντας μιαν αρχή και ένα σκοπό αλλά ανάλογα με τις περιστάσεις ανάγονταν σε διαφορετικά ονόματα και τελούνταν σε διαφορετικές εποχές και τόπους, όπως για παράδειγμα, ο Διόδωρος λέγει ότι στην Κρήτη γιορτάζονταν φανερά τα παλαιότερα χρόνια. Θεωρείται ότι η σύσταση των μυστηρίων αποτελεί και την αρχή των τεχνών, του πολιτισμού και του καλλωπισμού της Ελλάδας, καθώς οι αρχαιότεροι εφευρέτες της μεταλλουργίας ήσαν οι Κύκλωπες στη Λήμνο, οι Κάβειροι στη Σαμοθράκη, οι Κουρήτες, οι Ιδαίοι Δάκτυλοι και οι Τελχίνες στην Κρήτη και έτσι φαίνεται ότι ο πολιτισμός της Ελλάδας άρχισε από τα νησιά. Κατόπιν, ιδρύοντας τις τελετές και τις γιορτές, προήγαγαν τις τέχνες, την κοινωνία και τον πολιτισμό. Ο σεβασμός προς το θείο ήταν αίτιο άμιλλας για την φιλοτέχνηση αγαλμάτων, την οικοδόμηση ναών, την κατασκευή ιερών σκευών και άλλων παρομοίων, έτσι ώστε η θρησκεία έγινε η μητέρα και τροφός των τεχνών, της εξημέρωσης της κοινωνίας και των ανθρωπίνων ηθών, καθώς και όλων όσων αφορούν την ευδαιμονία των ανθρώπων.»
 
Στον τέταρτο τόμο της Ωγυγίας παρουσιάζονται οι ήρωες: προπάτορες και εποικιστές, επώνυμοι άνδρες και γυναίκες, γνωστοί από τα Ομηρικά έπη και τον υπόλοιπο Επικό Κύκλο, τοπικοί ήρωες οι οποίοι τιμώνταν κατά περιοχή, μάντεις, κήρυκες μουσικοί, γιατροί, ακόμη και περιώνυμοι πρωταίτιοι δυστυχιών και παθημάτων. Τα ονόματα, η γενεαλογία και οι πράξεις τους καταγράφονται και συνθέτουν ένα πέλαγος αφηγήσεων με πρωταγωνιστές πρόσωπα όπως:
 
Μελάμπους, Αμφιάραος, Κάλχας, Τειρεσίας, Τροφώνιος, Οφιονεύς, οι Σίβυλλες, Ορφέας, Λίνος, Μουσαίος, Μαρσύας, Επιμενίδης, Παίων, Ασκληπιός, Μαχάων, Μήδεια, Κίρκη, Χείρων, Αμαζόνες, Κένταυροι, Μιμαλλώνες, Μινύες, Δευκαλίων, Έλλην, Πελίας, Μηλέας, Σίσυφος, Ιξίων, Αθάμας, Σαλμωνεύς, Δώρος, Μίνωας, Ξούθος, Αιτωλός, Ίναχος, Δαναός, Αίγυπτος, Περσεύς, Ηρακλής, Πελασγός και άλλοι.
 
Τα επιτεύγματά τους ποικίλουν: ίδρυσαν πόλεις, άφησαν μνημεία, έργα τέχνης, ευεργέτησαν με τις γνώσεις τους και την αρετή τους. Οι ανδραγαθίες τους έγιναν παράδειγμα διδασκαλίας, έτσι ώστε ανεγέρθηκαν τεμένη προς τιμήν τους και καθιερώθηκαν λατρευτικά έθιμα που απεικονίζουν τη συνάντηση του πολίτη με το υπερανθρώπινο μέσω της προγονικής παράδοσης.
 
Η κληρονομιά αυτή περιμένει ζωντανή να την ακούσουμε, ο Αθ. Σταγειρίτης σημειώνει: «Επειδή η περιέργεια των μεταγενεστέρων ζητεί να μάθη τα έργα των προγενεστέρων, ίνα εκλέγη τα καλά εις ωφέλειαν αυτών, και να απορρίπτει τα βλαβερά. Διότι τα έργα των προγενεστέρων είναι μαθήματα των μεταγενεστέρων. Προς τοις άλλοις δε, ζητείται και το αξιολογώτατον πάντων· ποίοι μετεχειρίσθησαν την θρησκείαν εις ωφέλειαν κοινήν των ανθρώπων, και ποίοι προς βλάβην».
 
Στον πέμπτο τόμο παρουσιάζονται οι πάνω από 625 συγγραφείς τους οποίους έχει χρησιμοποιήσει ως πηγές ο Αθανάσιος Σταγειρίτης για να συντάξει το υλικό της Ωγυγίας. Λέγει ο ίδιος στον πρόλογό του:
 
«Τα νέα βοηθήματα των Ευρωπαίων είναι πολλά και διάφορα, τα μεν καθολικώς και επιτόμως, τα δε μερικώς περί ενός μέρους ταύτης της πολυειδούς και ποικίλης ύλης πραγματευόμενα, ώστε μόνον περί Μυστηρίων έγραψαν βίβλους πολυτόμους, ομοίως και περί των Εορτών, Μαντείων και λοιπών. Αλλά ταύτα έχουσι τας πρωτοτύπους πηγάς σωζομένας εξ ων συνερανίσθησαν.»
 
Ταξίδεψε σε αρκετές βιβλιοθήκες για να βρει τα βοηθήματα στα οποία αναφέρεται. Τα βοηθήματα αυτά τα διασταύρωσε με τις πρωτότυπες πηγές:
 
«Όθεν εγώ αναγνούς αυτά τε και τας πηγάς, έλαβον εκ μεν των πρωτοτύπων πηγών τα πρωτότυπα, όσα έκρινα ικανά εις σαφήνειαν του είδους εκείνου· εξ εκείνων δε, τας κρίσεις μόνον περί των αμφιβαλλομένων. Όπου δε το πράγμα φαίνεται σαφές και δεν επιδέχεται αμφιλογίαν μετεχειρίσθην μόνον τα πρωτότυπα, ως φαίνεται πανταχού, και ως ανέφεραν περί τούτων εν τω Προοιμίω του δευτέρου τόμου.» (Από την παρουσίαση στα οπισθόφυλλα των βιβλίων)

Ποιος είναι ο Αθανάσιος Σταγειρίτης;
 
Ο Αθανάσιος Σταγειρίτης ήταν λόγιος ερευνητής της γνώσης με καταγωγή από τα Στάγειρα της Χαλκιδικής. Δραστηριοποιήθηκε στην Βιέννη όπου εργάστηκε ως καθηγητής της Ελληνικής γλώσσας. Υπήρξε υπέρμαχος της χρήσης των αρχαίων ελληνικών στο γλωσσικό ζήτημα και παράλληλα υπήρξε εκδότης του περιοδικού Καλλιόπη το οποίο ήταν το ιδεολογικό αντίβαρο του περιοδικού «Ερμής ο Λόγιο» του Αδαμάντιου Κοραή. Ανάμεσα στα διάφορα φιλολογικά, ιστοριογεωγραφικά και επιστημονικά κείμενα που συνέγραψε, και τις πολλές μεταφράσεις Γερμανικών έργων στα Ελληνικά, ξεχωρίζει το έργο του με τίτλο Ὠγυγία ἤ Ἀρχαιολογία το οποίο ολοκληρώθηκε σε 5 τόμους, εκδόθηκε το 1815, και περιγράφει την ιστορία, την κρυμμένη καταγωγή, τα έθιμα και κοινωνία της αρχαίας Ελλάδας με σχολιασμό των ποιητών και συγγραφέων εκείνης της εποχής.
 
Άλλα γνωστά έργα του είναι τα: Βίος Θεμιστοκλέους του Αθηναίου (1816) Βίος Μιλτιάδου του Αθηναίου (1818) Τρόπαιον Ελληνικόν ή Πρώτος πόλεμος Ελλήνων και Περσών και θρίαμβος των Ελλήνων (1818) Ηπειρωτικά: Ήτοι Ιστορία και Γεωγραφία της Ηπείρου παλαιά τε και νέα, και βίος του Πύρρου (1819).
 
Ο Π. Αραβαντινός τον αποκαλεί «πολυδαή» (πολυμαθή) και «αξιάγαστον» (αξιοθαύμαστο) που δούλεψε με πατριωτισμό και αφιλοκέρδεια για τον φωτισμό του γένους. Δυστυχώς ακόμη και ο τόπος όπου απεβίωσε, αλλά και η ακριβής ημερομηνία ή έστω το έτος θανάτου του παραμένουν ακόμα άγνωστα. Γεννήθηκε το 1780 και πέθανε το 1840.
 
Ταξίδεψε σε αρκετές βιβλιοθήκες για να βρει τα βοηθήματα στα οποία αναφέρεται. Τα βοηθήματα αυτά τα διασταύρωσε με τις πρωτότυπες πηγές: «Όθεν εγώ αναγνούς αυτά τε και τας πηγάς, έλαβον εκ μεν των πρωτοτύπων πηγών τα πρωτότυπα, όσα έκρινα ικανά εις σαφήνειαν του είδους εκείνου· εξ εκείνων δε, τας κρίσεις μόνον περί των αμφιβαλλομένων. Όπου δε το πράγμα φαίνεται σαφές και δεν επιδέχεται αμφιλογίαν μετεχειρίσθην μόνον τα πρωτότυπα, ως φαίνεται πανταχού, και ως ανέφεραν περί τούτων εν τω Προοιμίω του δευτέρου τόμου.»
 
Τι είναι η Ωγυγία ή αρχαιολογία;
 
Περιέχουσα των Αρχαιοτάτων Εθνών, ή των δύο Πρώτων Αιώνων του Αδήλου και Ηρωϊκού, την Ιστορίαν, τας Κοσμογονίας, Θεογονίας, την αρχήν και πρόοδον της Ειδωλολατρείας, και πάσης Κτιστολατρείας, τας Ιεροπραξίας, Ιεροσκοπίας, Μυθολογίαν πληρεστάτην των Θεών και Ηρώων κατά γενεαλογίαν, σαφηνιζομένην δια της Ιστορίας και Αλληγορίας, τας Τελετάς, τους Αγώνας, τα Μαντεία, και πάντα τα συμβεβηκότα και Έθιμα, προς γνώσιν της Αρχαιολογίας, και κατάληψιν των Ποιητών και Συγγραφέων, συνταχθείσα…
 
Η ιστορία ξεκινάει όταν ο Μ. Ναπολέων κατέλαβε το Βατικανό και έστειλε ανθρώπους του να ερευνήσουν τις απέραντες στοές με τις βιβλιοθήκες του. (Είναι γνωστό στους ερευνητές ότι υπάρχουν χιλιάδες παμπάλαια συγγράμματα στις στοές του Βατικανού, κυρίως στην αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα, τα οποία δεν είναι καν αρχειοθετημένα). Κάποια από τα βιβλία τα κατάσχεσε, τα πήρε στο Παρίσι για να τα μελετήσουν οι Γάλλοι καθηγητές ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Έλληνας Αθανάσιος Σταγειρίτης. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα το Βατικανό τα διεκδίκησε δικαστικά και τα ξαναέκλεισε στα υπόγειά του και δεν επιτρέπεται η μελέτη τους.
 
Ο Σταγειρίτης με τις σημειώσεις του μετά από χρόνια εξέδωσε πέντε τόμους οι οποίοι εκδόθηκαν λίγο πριν το θάνατό του. Το περίεργο είναι ότι το Βατικανό ενοχλήθηκε και προφασιζόμενο πνευματικά δικαιώματα ζήτησε και πέτυχε την απόσυρση των βιβλίων από την αγορά εκείνης της εποχής. Τα «πνευματικά δικαιώματα» κατά κανόνα είναι νομιμοφανής λογοκρισία κι έλεγχος της πληροφορίας, η αληθινή φύση και η όποια χρησιμότητα τους ελάχιστες εφαρμογές έχει.
 
Ξαφνικά ένας εκδότης παραλαμβάνει άγνωστο πώς, μικροφίλμ με τα βιβλία του Σταγειρίτη και επανεξέδωσε τα βιβλία. Κυκλοφόρησαν σε κάποια αντίτυπα και είναι δύσκολο να βρεθούν, εκτός από κάποια βιβλιοπωλεία της Αθήνας κυρίως, με τον τίτλο ΩΓΥΓΙΑ.
 
Είναι βέβαιον ότι ο Αθ. Σταγειρίτης γνώριζε την θεωρία του Ευημερισμού (θεωρία που Ευήμερου που αποδεικνύει πως οι Θεοί ήταν άνθρωποι που Θεοποιήθηκαν), τις απόψεις του οποίου αποδεχόταν και υποστήριζε, όπως προκύπτει από σχετική σημείωσή του (βλ. «Ωγυγία» τόμ. Α΄ σελ. 24, όπου και η εκτενής σημείωση). Έτσι, απέδειξε ότι η Μυθολογία είναι ένα είδος παρεφθαρμένης Προϊστορίας στην διάρκεια της οποίας έδρασαν σπουδαίες προσωπικότητες, «δυνατοί άνθρωποι», που έζησαν σε παλαιότατες εποχές και στην συνέχεια θεοποιήθηκαν με αποτέλεσμα να προκύψουν οι Θεοί και ήρωες της Μυθολογίας. Αυτήν την «Προϊστορία» την διακρίνει σε δύο «Αιώνες», τον «Άδηλον» και τον «Ηρωϊκόν», στους οποίους τοποθετεί αντίστοιχα τα έργα των «Θεών» και των «Ηρώων». Όπως δε το θέτει και ο ίδιος:
 
«…η αληθής και πραγματική ιστορία του αιώνος εκείνου, κατήντησεν εις μυθολογίαν αλληγορικήν, και εκεί έμεινεν ·και δια της αλληγορίας ανακαλύπτεται πάλιν οπωσούν η ιστορία, συγκεχυμένη και τεταραγμένη, δια την έλλειψιν της χρονολογίας, η οποία είναι τα νεύρα της ιστορίας…». (ό. π. σελ. 26-27).
 
Το πεντάτομο έργο «Ωγυγία ή Αρχαιολογία», 500 περίπου σελίδων, του Αθανάσιου Σταγειρίτη, εκδόθηκε από το 1816 έως το 1820, στο τυπογραφείο του Ιωάννη Β. Τσβεκίου.
 
Σκοπός του, παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ήταν να αποτελέσει εγχειρίδιο αναφοράς της Προϊστορίας της Ελλάδας και να χρησιμοποιηθεί από τους εκπαιδευτικούς που αναλάμβαναν την μόρφωση των νέων. Όπως ο ίδιος γράφει, περιέχει την ιστορία, τις Κοσμογονίες και Θεογονίες των αρχαίων λαών και πλήρη Μυθολογία των Θεών και ηρώων με την ιστορική και αλληγορική εξήγηση, όπως και τις τελετές και ιεροπραξίες, τους αγώνες, τα μαντεία και τα έθιμα «προς γνώσιν της Αρχαιολογίας και κατάληψιν των ποιητών και συγγραφέων».
 
Στον πρόλογο του πρώτου τόμου σημειώνει: «… φιλολογήσας όλους σχεδόν τους Ποιητάς και Συγγραφείς, και Μυθογράφους, παλαιούς τε και νέους, έκρινα εύλογον να συνάξω όλην εκείνην την διεσπαρμένην ύλην, και να συντάξω το έργον, όσον δυνατόν εντελέστερον, και εύκολον να γένη και επιτομή δια παράδοσιν. Επειδή, Νέοι, δεν έχομεν ουδεμίαν τοιαύτην βίβλον διδακτικήν, μεθοδικήν, και σύντομον μόνον δια παράδοσιν, ως έχουσιν οι Ευρωπαίοι όλων των μαθήσεων, αρχόμενοι από του αλφαβηταρίου…».
 
ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΛΛΗΝΕΣ -ΟΣΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ- ΚΑΙ ΟΧΙ ΠΡΟΒΑΤΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑΙΟΥ ΓΙΑΧΒΕ-ΧΡΙΣΤΟΥ.
 
Τα βιβλία τα έγραψε κι εκδόθηκαν το 1815 κοντά στην υποτιθέμενη απελευθέρωση μας, από τους Τούρκους και τους ιουδαίους χριστιανούς, για να μάθουν οι ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥΣ …και ότι δεν έχουν καμία σχέση με τον Γιαχβέ- Χριστό και τους μιαρούς, μάλιστα ο Γιαχβέ-Χριστός είναι ΕΧΘΡΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ. Aφήστε λοιπόν τα Smartphones και διαβάστε για την καταγωγή σας… αν μπορείτε, αν είστε Έλληνες κι όχι μολυσμένοι από την χριστιανική πανούκλα, …για να μην πω πάλι το γνωστό …ΚΑΛΟΦΑΓΩΤΟΙ !!
 
ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΑ ΚΙ ΕΚΤΥΠΩΣΤΕ ΤΑ, ΜΑΘΕΤΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΣΑΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΞΤΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΑΣ.
ΑΝ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΣΕΤΕ ΑΥΤΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΣΤΕ ΤΙΠΟΤΕ ΑΛΛΟ.
 

Πως ο εγκέφαλός μας διαστρεβλώνει την πραγματικότητα

Τρόποι με τους οποίους ο εγκέφαλός μας διαστρεβλώνει την πραγματικότητα: Η γνώση που συγκεντρώνουμε από τις επιστημονικές μελέτες εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πως ερμηνεύουμε τα στοιχεία. Οι ερμηνείες, όμως, υπακούν στους ίδιους κανόνες που διέπουν τις αντιλήψεις μας για την πραγματικότητα. Είναι γεμάτες παραδοχές, γενικεύσεις, παραλείψεις και λάθη. Στις κοινωνικές επιστήμες, αυτά τα λάθη αποκαλούνται γνωστικές προκαταλήψεις.
 
Αυτές οι προκαταλήψεις είναι ενσωματωμένες τόσο στους αντιληπτικούς και τους συναισθηματικούς μηχανισμούς του εγκεφάλου όσο και στους γνωστικούς.

Μέχρι να φτάσει η αντιληπτική πληροφορία στη συνείδηση, το άτομο έχει προλάβει να την μετατρέψει σε κάτι καινούργιο και μοναδικό. Αυτή η ανακατασκευή της πραγματικότητας αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζουμε τα πιστεύω μας για τον κόσμο. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των πιστεύω μας παίζει επίσης η λογική, η ορθή σκέψη και η κοινωνική συναίνεση. Οι παράγοντες αυτοί επηρεάζουν και τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τον κόσμο. Αν εντοπίσουμε αυτές τις προκαταλήψεις, μπορούμε να γίνουμε πιο πιστοί.

Τα τελευταία 50 χρόνια, ερευνητές, επιστήμονες, ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι ταυτοποίησαν εκατοντάδες γνωστικές, κοινωνικές και συμπεριφορικές διαδικασίες, αλλά και διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Παρακάτω, συγκέντρωσα 27 προκαταλήψεις τις οποίες θεωρώ απαραίτητες για την αξιολόγηση των αντιλήψεών μας και των πιστεύω μας για τον κόσμο.

Η προκατάληψη της οικογένειας. Όλοι μας έχουμε την προδιάθεση να πιστεύουμε αυτόματα τις πληροφορίες που μας παρέχουν μέλη της οικογένειάς μας και στενοί φίλοι. Από τότε που γεννιόμαστε, ο εγκέφαλός μας βασίζεται σε αυτά τα άτομα, γι’ αυτό και τείνουμε να αποδεχόμαστε τον κόσμο χωρίς να ελέγχουμε τα γεγονότα.

Η προκατάληψη της εξουσίας. Τείνουμε να πιστεύουμε ανθρώπους που κατέχουν θέσεις ισχύος και γοήτρου. Τους θεωρούμε πιο αξιόπιστους, χωρίς να ελέγχουμε τις πηγές τους.

Η προκατάληψη της γοητείας. Θεωρούμε πιο αξιόπιστους τους πιο ψηλούς και γοητευτικούς ανθρώπους, επειδή ο εγκέφαλός μας έλκεται από αυτό που τον ευχαριστεί αισθητικά. Οι πιο ευπαρουσίαστοι άνθρωποι έχουν περισσότερες πιθανότητες να μας πείσουν.

Η προκατάληψη της επιβεβαίωσης. Έχουμε την τάση να δίνουμε έμφαση σε πληροφορίες που στηρίζουν τα πιστεύω μας, ενώ υποσυνείδητα αγνοούμε ή απορρίπτουμε πληροφορίες που τα αντικρούουν. Από τη στιγμή που τα πιστεύω μας έχουν ενσωματωθεί στο νευρικό μας κύκλωμα, στοιχεία που αντιτίθεται σε αυτά δεν μπορούν πολλές φορές να εισβάλλουν στις υπάρχουσες διαδικασίες του εγκεφάλου.

Η προκατάληψη της αυτοεξυπηρέτησης. Σε συνδυασμό με την προκατάληψη της επιβεβαίωσης, εμφανίζουμε επίσης την τάση να συντηρούμε πεποιθήσεις που ευνοούν τα προσωπικά μας συμφέροντα και τους προσωπικούς μας στόχους.

Η προκατάληψη της ομάδας. Υποσυνείδητα, υιοθετούμε ευνοϊκή μεταχείριση για τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας μας και σπάνια αμφισβητούμε τα πιστεύω τους, επειδή ο εγκέφαλός μας είναι έτσι κατασκευασμένος, ώστε να αναζητά τη συμφωνία με τους γύρω του.

Η προκατάληψη για άτομα εκτός ομάδας. Γενικά, απορρίπτουμε ή υποτιμούμε τα πιστεύω ανθρώπων που δεν ανήκουν στην ομάδα μας, κυρίως όταν οι πεποιθήσεις τους διαφέρουν αισθητά από τις δικές μας. Επιπλέον, έχουμε τη βιολογική προδιάθεση να αναστατωνόμαστε όταν ερχόμαστε σε επαφή με ανθρώπους διαφορετικού εθνοτικού και πολιτιστικού υποβάθρου – έστω κι αν είναι μέλη της ομάδας μας.

Η προκατάληψη της κοινωνικής συναίνεσης. Όσο περισσότερο οι άλλοι συμφωνούν μαζί μας, τόσο περισσότερο πιστεύουμε ότι οι πεποιθήσεις μας είναι αληθινές. Αντίθετα, όσο περισσότερο διαφωνούν οι άλλοι μαζί μας, τόσο πιθανότερο είναι να καταπιέσουμε και να αμφισβητήσουμε τα ίδια μας τα πιστεύω – ακόμα κι όταν είναι σωστά.

Η προκατάληψη του πλήθους. Αυτή η προκατάληψη αντικατοπτρίζει την τάση μας να υιοθετούμε το σύστημα πεποιθήσεων της ομάδας στην οποία ανήκουμε. Όσο περισσότεροι άνθρωποι μας περιβάλλουν, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να τροποποιήσουμε τα πιστεύω μας για να ταιριάζουν με τα δικά τους.

Η προκατάληψη της προβολής. Συχνά υποθέτουμε, χωρίς να το επαληθεύουμε, ότι τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας μας έχουν παρόμοια πιστεύω, παρόμοιες ηθικές αξίες και βλέπουν τον κόσμο μέσα από τα μάτια μας. Η CIA περιγράφει αυτή την προκατάληψη ως τη νοοτροπία “όλοι σκέφτονται όπως εμείς” και τη θεωρεί μια από τις πιο επικίνδυνες – επειδή οι διαφορετικοί πολιτισμοί και οι διαφορετικοί τύποι ανθρώπων (όπως οι τρομοκράτες) δεν σκέφτονται όπως εμείς.

Η προκατάληψη της προσμονής. Όταν ψάχνουμε για πληροφορίες, ή όταν κάνουμε κάποια έρευνα, έχουμε την τάση να “ανακαλύπτουμε” αυτό ακριβώς που ψάχνουμε. Στην ιατρική, οι διπλά τυφλές μελέτες έχουν σκοπό να εξαλείψουν αυτή τη διαβρωτική προκατάληψη.

Η προκατάληψη των “μαγικών αριθμών”. Οι αριθμοί επηρεάζουν τα πιστεύω μας εξαιτίας των ισχυρών ποσοτικών λειτουργιών του εγκεφάλου. Όσο πιο μεγάλος και υποβλητικός είναι ένας αριθμός, τόσο μεγαλύτερη είναι και η συναισθηματική του αντίδραση. Κι αυτή με τη σειρά της ενδυναμώνει την εμπιστοσύνη μας στην πληροφορία που προσδιορίζεται ποσοτικά.

Η προκατάληψη της πιθανότητας. Μας αρέσει να πιστεύουμε ότι είμαστε πιο τυχεροί από τους άλλους και ότι μπορούμε να καταπολεμήσουμε τις ανισότητες (άτομα με κατάθλιψη τείνουν να πιστεύουν το αντίθετο). Αυτή η αισιοδοξία είναι επίσης γνωστή ως η προκατάληψη του τζογαδόρου.

Αν στρίψεις ένα νόμισμα, και φέρεις κορώνα 9 φορές στη σειρά, οι περισσότεροι άνθρωποι θα στοιχηματίσουν πολλά λεφτά ότι την επόμενη φορά θα είναι γράμματα. Φυσικά, οι πιθανότητες παραμένουν ίδιες κάθε φορά που στρίβεις ένα νόμισμα: πάντα υπάρχουν 50 τοις εκατό πιθανότητες να φέρεις γράμματα.

Επίσης, όλοι κουβαλάμε “μαγικές” προκαταλήψεις από την παιδική μας ηλικία. Έτσι, πολλοί ενήλικες, κυρίως οι τζογαδόροι, έχουν πάνω τους διάφορα φυλαχτά (ένα τετράφυλλο τριφύλλι, ένα λαγοπόδαρο, ένα νόμισμα) που υποτίθεται ότι τους φέρνουν τύχη.

Η προκατάληψη της αιτίας-αποτελέσματος. Ο εγκέφαλός μας έχει την προδιάθεση να κάνει συνειρμούς ανάμεσα σε δύο γεγονότα, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ τους. Αν πιεις κάποιο βότανο και σου περάσει το κρυολόγημα, τότε αποδίδεις την ανάρρωσή σου στο βότανο αυτό, έστω κι αν σε αυτό συνέβαλαν στην πραγματικότητα δεκάδες άλλοι άσχετοι παράγοντες.

Η προκατάληψη της ευχαρίστησης. Τείνουμε να πιστεύουμε ότι οι ευχάριστες εμπειρίες αντικατοπτρίζουν μεγαλύτερες αλήθειες απ’ ό,τι οι δυσάρεστες εμπειρίες. Εν μέρει επειδή τα κέντρα ευχαρίστησης του εγκεφάλου βοηθούν στον έλεγχο της δύναμης των αντιλήψεων, των αναμνήσεων και των σκέψεων.

Η προκατάληψη της προσωποποίησης. Δείχνουμε ιδιαίτερη προτίμηση στο να δίνουμε αρετές έμψυχων όντων σε άψυχα αντικείμενα. Επίσης. συνηθίζουμε να δίνουμε ανθρώπινη μορφή ή μορφή ζώου σε αφηρημένα ερεθίσματα (σκιές, συγκεχυμένους θορύβους, κ.λπ.). Αυτή η αντιληπτική και γνωστική λειτουργία πυροδοτεί διάφορες δεισιδαιμονίες.

Η προκατάληψη της αντίληψης. Ο εγκέφαλός μας υποθέτει αυτόματα ότι οι αντιλήψεις και τα πιστεύω μας αντιπροσωπεύουν αντικειμενικές αλήθειες για τον εαυτό μας και τον κόσμο. Εξ ου και η έκφραση “Αν δεν το δω, δεν το πιστεύω”.

Η  προκατάληψη της επιμονής. Όταν πιστεύουμε σε κάτι, επιμένουμε ότι είναι αληθινό, ακόμη κι όταν έχουμε στη διάθεσή μας στοιχεία που λένε το αντίθετο. Και όσο περισσότερο συντηρούμε ορισμένες πεποιθήσεις, τόσο πιο βαθιά εντυπώνονται στο νευρικό μας κύκλωμα.

Η προκατάληψη της ψευδούς μνήμης. Ο εγκέφαλός μας τείνει να συγκρατεί για περισσότερο χρονικό διάστημα ψευδείς απ’ ότι αληθείς μνήμες. Επίσης, είναι εύκολο να εμφυτεύσεις ψευδείς μνήμες σε άλλους όταν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες και οι πληροφορίες είναι αληθοφανείς.

Η προκατάληψη της θετικής μνήμης. Όταν αναπολούμε το παρελθόν, τείνουμε να ωραιοποιούμε τα γεγονότα και να τους δίνουμε μια πιο θετική δύναμη από την πραγματική.

Η προκατάληψη της λογικής. Έχουμε την τάση να πιστεύουμε επιχειρήματα που μας φαίνονται πιο λογικά. Επίσης, συνηθίζουμε να αγνοούμε πληροφορίες που δεν μας φαίνεται ότι βγάζουν νόημα. Όπως έχει πει ο Γουίλιαμ Τζέημς: “Κατά κανόνα, δεν πιστεύουμε τα γεγονότα και τις θεωρίες που φαίνονται άχρηστες”.

Η προκατάληψη της πειθούς. Όταν διαφωνούμε για κάποιο θέμα, πιστεύουμε συνήθως εκείνον που έχει πιο δραματικά και συναισθηματικά επιχειρήματα για μια άποψη. Ο εγκέφαλός μας τείνει να συντονίζεται με τους καλούς ομιλητές, με αποτέλεσμα αν κινδυνεύουμε να πιαστούμε αιχμάλωτοι των συναισθημάτων και των πεποιθήσεών τους.

Η προκατάληψη του πρώτου. Δίνουμε περισσότερο βάρος και θυμόμαστε πιο εύκολα ονόματα και πληροφορίες που αναγράφονται πρώτα σε μια λίστα.

Η προκατάληψη της αβεβαιότητας. Ο εγκέφαλός μας δεν συμπαθεί την αβεβαιότητα και την αοριστία. Γι’ αυτό, από το να μην είμαστε σίγουροι, προτιμάμε είτε να πιστεύουμε είτε να μην πιστεύουμε.

Η προκατάληψη των συναισθημάτων. Τα δυνατά συναισθήματα συνήθως παρεμποδίζουν τη λογική και την ορθή κρίση. Ο θυμός έχει την τάση να μας δημιουργεί την πεποίθηση ότι έχουμε δίκιο και το σωστό με το μέρος μας. Η αγωνία υπονομεύει αυτήν ακριβώς την πεποίθηση, ενώ η κατάθλιψη επισκιάζει τις αισιόδοξες πεποιθήσεις.

Η προκατάληψη της δημοσιότητας. Οι εκδότες βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών προτιμούν να εκδίδουν έργα με αίσιο τέλος, ενώ απορρίπτουν έργα με αρνητική έκβαση. Έτσι, μια έρευνα που δεν έχει επίδραση στον κόσμο έχει λιγότερες πιθανότητες να δημοσιευθεί σε σχέση με ένα εύρημα με θετικά αποτελέσματα. Μια άλλη διάσταση αυτής της προκατάληψης είναι η τάση των αναγνωστών να θεωρούν αυτόματα αλήθεια ό,τι δημοσιεύεται, ακόμη κι αν αποτελεί δημοσίευμα του κίτρινου τύπου.

Η προκατάληψη του τυφλού σημείου. Τελευταία, αλλά πολύ σημαντική, είναι η προκατάληψη που οι επιστήμονες αποκαλούν “προκατάληψη του τυφλού σημείου”. Οι περισσότεροι άνθρωποι αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν πόσες γνωστικές προκαταλήψεις έχουν στην πραγματικότητα ή πόσο συχνά πέφτουν θύμα αυτών τους των προκαταλήψεων.

Οι διαφημιστές και οι πολιτικοί έχουν πλήρη επίγνωση αυτών των τυφλών σημείων και στοχεύουν επίτηδες στις δικές μας προκαταλήψεις για να πουλήσουν τα προϊόντα ή τις ιδέες τους. Ως ένα βαθμό, όλοι μας χειραγωγούμε τους άλλους προκειμένου να τους πείσουμε να ενστερνιστούν τα δικά μας πιστεύω.
Το κάνουν οι γονείς με τα παιδιά τους, οι δάσκαλοι με τους μαθητές τους, οι ερευνητές με τους συναδέλφους τους, οι εραστές μεταξύ τους. Δυστυχώς, συχνά το κάνουμε χωρίς να συνειδητοποιούμε τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες του άλλου.

Μπορείς να αγοράσεις τα πάντα εκτός από τη γνώση

Παρά τις τεράστιες αυτές δυσκολίες τις οποίες ανέφερα, εξακολουθώ να θεωρώ πως η κουλτούρα μπορεί να αποτελέσει αντίδοτο ενάντια στην επικρατούσα λογική του ωφελιμισμού, μια μορφή αντίστασης ενάντια στη δικτατορία του κέρδους και των εγωισμών. Και αυτό για τουλάχιστον τρεις λόγους.

Ο πρώτος: Διότι με τα χρήματα μπορείς να αγοράσεις τα πάντα εκτός από τη γνώση. Από τους βουλευτές μέχρι τους δικαστές, από την εξουσία μέχρι την επιτυχία, το καθετί έχει την τιμή του.

Όχι όμως η γνώση: Το τίμημα που πρέπει να πληρώσεις για να μάθεις είναι εντελώς άλλου είδους.

Ακόμη και μια λευκή επιταγή δεν θα μπορέσει ποτέ να μας βοηθήσει να αποκτήσουμε μηχανιστικά ό,τι είναι αποκλειστικός καρπός ατομικής προσπάθειας και αστείρευτου πάθους.

Κανείς, εν ολίγοις, δεν μπορεί να διανύσει στη θέση μας εκείνη την επίπονη πορεία που μας οδηγεί στη μάθηση. Χωρίς σημαντικά εσωτερικά κίνητρα, ακόμη και το πιο σπουδαίο πτυχίο που έχει αποκτηθεί με χρήματα δε θα μας προσφέρει καμιά αληθινή γνώση και δεν θα ευνοήσει καμιά αληθινή γνώση δε θα ευνοήσει καμιά αληθινή μεταμόρφωση του πνεύματος.

Ήδη ο Σωκράτης το είχε εξηγήσει στον Αγάθωνα όταν, στο Συμπόσιο, αμφισβητεί την ιδέα πως η γνώση μπορεί να μεταδοθεί μηχανιστικά από το ένα ανθρώπινο ον στο άλλο, όπως το νερό που μεταγγίζεται ρέοντας μέσω μιας κλωστής από ένα γεμάτο δοχείο σε ένα άδειο:

Καλά θα ήταν, Αγάθων, να ήταν η σοφία έτσι ώστε να μεταγγίζεται μεταξύ μας από τον περισσότερον γεμάτον εις το περισσότερον αδειανόν, όταν εγγίζη ο ένας τον άλλον, όπως το νερό εις τα ποτήρια που μεταγγίζεται με την κλωστή από γεμισμένον εις το αδειανόν.

ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ: Η ιατρική θεραπεύει τις ασθένειες του σώματος, η σοφία εξαλείφει τις ασθένειες της ψυχής

Από τους πρώτους φιλοσόφους της «ατομικής θεωρίας», μαζί με τον δάσκαλό του τον Λεύκιππο, λέγεται ότι ο Δημόκριτος έζησε ως εκατόν εννιά χρονών κι ότι είχε έναν χαρακτήρα μισότρελο και εκκεντρικό.

Αφοσιώθηκε κυρίως στην προσπάθειά του να καταλάβει τι δομεί την ύλη, ωστόσο έχουν διασωθεί και δικές του αξιόλογες απόψεις για την τέχνη του ζην, όπως η ακόλουθη: Όποιος επιζητεί την ηρεμία του πνεύματος οφείλει να ασχολείται με ελάχιστα θέματα, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και ως πολίτης- δεν πρέπει να καταπιάνεται με τίποτα που υπερβαίνει τις δυνάμεις του και τη φύση του- πρέπει να παραμένει σε επαγρύπνηση με σκοπό να αγνοεί τη μοίρα, ακόμα κι όταν του είναι εχθρική και φαίνεται να τον παρασύρει χωρίς αντίσταση· τέλος, δεν πρέπει να δένεται παρά με ό,τι δεν υπερβαίνει τις δυνάμεις του- το φορτίο που σηκώνουν οι πλάτες μας είναι καλύτερα να μην είναι πολύ βαρύ, ώστε να μεταφέρεται εύκολα.

Αυτό που προτείνει ο Δημόκριτος βρίσκεται στη γραμμή της σημερινής «ενσυνειδητότητας», της τεχνικής να επικεντρώνουμε την προσοχή μας σε μία μόνο δραστηριότητα ώστε να ρέουμε μαζί της και να πετυχαίνουμε το εξαιρετικό. Αντί να διασκορπίζουμε την προσοχή μας προς όλες τις κατευθύνσεις, ασχολούμαστε μόνο με ένα πράγμα και το κάνουμε καλά. Για παράδειγμα, ζούμε.

Η έννοια της αγάπης

Η «αγάπη» των βρεφών και των οικογενειακών ζώων, αλλά ακόμα και των εξαρτημένων υπάκουων συζύγων είναι ένας ενστιγματικός τύπος συμπεριφοράς στον οποίο ταιριάζει πολύ ο όρος «μητρικό ένστικτο» ή, γενικότερα, «γονικό ένστικτο». Μπορούμε να το παρομοιάσουμε με την ενστιγματική συμπεριφορά του «ερωτευμένου»: δεν πρόκειται για μιαν αυθεντική μορφή αγάπης, μιας και είναι σχετικά εύκολη και δεν είναι μια πράξη βούλησης ή εκλογής· προωθεί την επιβίωση του είδους, αλλά δεν κατευθύνεται προς τη βελτίωσή του ή την πνευματική του ανάπτυξη· είναι πολύ κοντά στην αγάπη, καθώς αποτελεί ένα άπλωμα του εαυτού προς τους άλλους και μια απαρχή διαπροσωπικών δεσμών από τους οποίους μπορεί να ξεκινήσει μια αληθινή αγάπη· όμως απαιτούνται αρκετά πράγματα ακόμα για να αναπτυχθεί ένας υγιής, δημιουργικός γάμος, η ανατροφή ενός υγιούς πνευματικά αναπτυσσόμενου παιδιού, ή μια συμβολή στην εξέλιξη της ανθρωπότητας.

Το ζήτημα είναι ότι η ανατροφή μπορεί να είναι, και κανονικά πρέπει να είναι, κάτι παραπάνω από μια απλή διατροφή, και ότι η καλλιέργεια της πνευματικής ανάπτυξης είναι μια απείρως πιο περίπλοκη διεργασία, και γ’ αυτό δεν μπορεί να κατευθύνεται από κάποιο ένστικτο. Η μητέρα, που αναφέραμε στην αρχή αυτού του υποκεφαλαίου, η οποία δεν άφηνε το γιο της να παίρνει το σχολικό λεωφορείο για το σχολείο του, είναι μια τέτοια περίπτωση. Το να τον πηγαίνει και να τον φέρνει από το σχολείο ήταν ανατροφή κατά μιαν έννοια, αλλά μια ανατροφή που το παιδί δεν την χρειαζόταν και που σαφώς περιόριζε μάλλον παρά προήγαγε την πνευματική του ανάπτυξη. Άλλα παραδείγματα υπάρχουν άφθονα: μητέρες που σπρώχνουν τα ήδη παχύσαρκα παιδιά τους να τρώνε περισσότερο. Πατέρες που αγοράζουν και γεμίζουν δωμάτια ολόκληρα με παιχνίδια για τους γιους τους και ντουλάπες γεμάτες με ρούχα για τις κόρες τους· γονείς που δε θέτουν κανένα όριο και δεν αρνούνται καμιά επιθυμία. Αγάπη δεν είναι απλά να δίνεις: Είναι με ευθυκρισία να δίνεις, και με ευθυκρισία πάλι να αρνιέσαι να δίνεις. Είναι να επαινείς λογικά και να κατακρίνεις λογικά. Είναι να διαφωνείς λογικά, να παλεύεις, να αντιμετωπίζεις, να πιέζεις, να σπρώχνεις και να αποτραβάς, και, επιπρόσθετα, να παραστέκεις. Η λέξη «λογικό» σημαίνει ότι απαιτείται κρίση και η κρίση απαιτεί κάτι παραπάνω από το ένστικτο· απαιτεί στοχασμένη και οδυνηρή λήψη αποφάσεων.

Τα κίνητρα που κρύβονται πίσω από την άκριτη δωρεά και την καταστροφική ανατροφή είναι πολλά, αλλά οι τέτοιες περιπτώσεις έχουν πάντοτε ένα κοινό βασικό χαρακτηριστικό: Ο «δωρητής» με το κάλυμμα της αγάπης ανταποκρίνεται και ικανοποιεί τις δικές του ανάγκες, χωρίς να παίρνει υπόψη τις πνευματικές ανάγκες του αποδέκτη

Συγχωρήστε τους. Όχι γιατί το αξίζουν, αλλά για το δικό σας καλό

Το άτομο που σας πρόδωσε και έφυγε, το άτομο που σας καταλήστεψε κι εξαφανίστηκε, το άτομο που σας φέρθηκε ύπουλα και αδιαφόρησε – συγχωρήστε το. Όχι επειδή του αξίζει, αλλά για το δικό σας καλό – αποκλειστικά και μόνο. Δεν του αξίζει· αλλά είστε άνθρωποι.

Συγχωρήστε.
Για να ελευθερωθείτε. Για να γίνετε χαρούμενοι.

Δεν είναι εύκολο, και σίγουρα μοιάζει άδικο. Μπορεί ξαφνικά να νιώσετε πολύ μεγάλο θυμό. Μπορεί να κυλήσουν δάκρυα στο πρόσωπό σας. Επιτρέψτε στα συναισθήματά σας να αναδυθούν κι αφήστε τα να εκδηλωθούν. Αποδεχτείτε τα ευγενικά και εγκάρδια.

Όταν τα δάκρυα στερέψουν, κάντε στον εαυτό σας μια ερώτηση με ήρεμο τρόπο: «Θέλω στ’ αλήθεια να κουβαλώ την πίκρα αυτή μες στην καρδιά μου; Θέλω να ζω για πάντα σαν θύμα;».

Όταν βρείτε τη δύναμη, πάρτε την απόφαση. Η καρδιά δεν υπακούει στις βουλές του νου, όμως εσείς πάρτε την απόφαση να συγχωρήσετε και να ελευθερώσετε τον εαυτό σας από τη συναισθηματική σκλαβιά.

Έπειτα παρατηρήστε ξανά τα συναισθήματα του θυμού και της πίκρας. Αφήστε τα να εκφραστούν πιο ελεύθερα. Πώς εκδηλώνονται μέσα στο σώμα σας; Γίνονται μήπως μυϊκά πιασίματα, ξαφνικές ταχυκαρδίες ή κοκκινίλες στο δέρμα; Ή μήπως δύσπνοια και βάρος στο στήθος;

Αφήστε τα συναισθήματα να βγουν στην επιφάνεια κι έπειτα να καταλαγιάσουν. Συνοδέψτε τα μέσα στο σώμα σας.

Όταν ηρεμήσετε, κοιτάξτε λίγο βαθύτερα και δείτε τι βρίσκεται εκεί. Μήπως υπάρχουν κι άλλα συναισθήματα κρυμμένα πίσω από τον θυμό και την πίκρα;

Μήπως υπάρχει φόβος, ντροπή και θλίψη; Μοναξιά και ανασφάλεια; Αντί να πνίγεστε σε αυτά, παρατηρήστε τα.

Όσο η καρδιά σας ανοίγει και μαλακώνει, στρέψτε την προσοχή σας στο άτομο που ενήργησε εναντίον σας. Μπορείτε να δείτε πίσω από τη μάσκα του και να νιώσετε τι είναι κρυμμένο πίσω από τόση βία και εχθρότητα;

Μπορείτε να νιώσετε τον φόβο, την ανασφάλεια και την ανικανότητα, τη μοναξιά και τη ντροπή που υπάρχουν κάτω από την επιφάνεια; Αντί να παραδοθείτε σε όλα αυτά, παρατηρήστε τα με συμπόνια.

Μέσα μας υπάρχει το απόκρημνο βουνό του φόβου και το βαθύ ποτάμι της θλίψης. Υπάρχει και ο συμπονετικός παρατηρητής που παρακολουθεί τις κινήσεις στο εσωτερικό τοπίο. Μακάρι να βρείτε τον εσωτερικό σας παρατηρητή, αυτή την πηγή ελευθερίας και ίασης.

Ένας δάσκαλος βουδισμού μού είπε κάποτε ότι υπάρχουν δύο ειδών παιδιά στον κόσμο:
εκείνα που ανταποδίδουν την ευγένεια στους γονείς τους κι εκείνα που γεννιούνται μονάχα για να αποκτήσουν όσα έχουν οι γονείς τους.

Ρωτήστε τον εαυτό σας: Τι είδους γιος ή κόρη είμαι;

Άραγε, η μοναξιά που λέτε ότι νιώθετε οφείλεται στο ότι είστε πραγματικά μόνοι;

Σύμφωνα με το Ταλμούδ, και το πιο μικρό χορταράκι έχει τον φύλακα άγγελό του. Οι άγγελοι ψιθυρίζουν σε κάθε χορταράκι: “Μεγάλωσε! Μεγάλωσε!”

Αφού και το πιο μικρό χορταράκι έχει έναν άγγελο, θα πρέπει να έχει έναν και ο καθένας από εμάς.
Όταν λοιπόν νιώσετε μοναξιά, φέρτε στο μυαλό σας αυτόν τον άγγελο που βρίσκεται πάνω στον ώμο σας και νιώστε ευγνωμοσύνη που σας φυλάει.

Th. More: Ου-τοπία ή πολιτική εξαθλίωση

Τόμας Μορ: 1478-1535

Η Λογική της ουτοπίας

§1

Ποιος είναι ο Τόμας Μορ; Διακεκριμένος νοητής, ανθρωπιστής και συγγραφέας με πλούσια πολιτική κουλτούρα και αντίστοιχη εμπειρία. Κατά τη διάρκεια του βίου του εναντιώνεται με σθένος στις μικρότητες και δογματικές στενότητες της πολιτικής, ενώ την ίδια στιγμή προσηλώνεται με αφοσίωση στην οικουμενικότητα της εκκλησίας. Έχει σαφή επίγνωση ότι το νεωτερικό κράτος δεν είναι η έσχατη αξία του ανθρώπου. Πάνω και πέρα από αυτό ευδοκιμούν οι πανανθρώπινες, οι οικουμενικές αξίες. Ακριβώς αυτές οι προσηλώσεις σε τέτοιες αξίες και ιδέες, όπως επίσης οι εναντιώσεις του στις μικρόνοες πολιτικές του μονάρχη και των ευγενών, του επιφυλάσσουν ένα δραματικό τέλος. Οδηγείται στο ικρίωμα (1535) από τον μονάρχη Ερρίκο Η’ με την κατηγορία της προδοσίας. Ο θάνατός του είναι ένα πρώτο και καίριο δείγμα σχετικά με το πώς σκοπεύει να αντιμετωπίζει τους ανυπόταχτους νοητές η νεωτερική κρατική εξουσία που μόλις τώρα αναδύεται. Το 1516 ο Μορ συγγράφει ένα σημαντικό βιβλίο, την Ουτοπία, για το κράτος.

§2

Πώς κατανοεί την Ουτοπία ο Μορ; Ως έναν άλλο, νέο λογικό, ήτοι φυσικό κόσμο, περίπου σαν αυτόν του Πλάτωνα, που αντιτίθεται στον παραλογισμό, στην αταξία της εδραιωμένης πολιτικής πραγματικότητας. Η Ουτοπία, ως ου–τόπος, έχει διπλή σημασία: Πρώτα-πρώτα, ως άρνηση μεταποίησης του ανθρώπου σε αιώνιο θύμα μιας παράλογης πολιτικής εξουσίας. Η τελευταία τούτη, όσο πιο παράλογη είναι, τόσο εννοεί να αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα όντα ως δέντρα, ως άβουλα όντα, ως υπηκόους, και να τιμωρεί την παραμικρή τους σκεπτική αντί-δραση με ακαριαίο θάνατο. Δεύτερον, ως έναν κοινωνικό, πολιτικό τόπο, που καλείται να αυτο-οργανώνεται με βάση τη Λογική, έτσι όπως η τελευταία εναρμονίζεται με τη φύση. Μια τέτοια αυτο-οργάνωση του τόπου καθίσταται δυνατή, όταν οι άνθρωποι ακούν πρόσχαρα και ενστερνίζονται αναλόγως τη φωνή της φυσικής λογικής. Επειδή όμως αυτό δεν είναι εύκολο για τους πολλούς, γι’ αυτό η ουτοπία εξακολουθεί να είναι ο ου-τόπος τους. Ενώ τα κακά και τα εγκλήματα μιας άλογης κοινωνίας τα προκαλούν με ευκολία οι ίδιοι οι άνθρωποι, εν τούτοις δυσκολεύονται, όπως μας λέει πολύ εύστοχα ο Μορ, να τα θεραπεύσουν, ακούγοντας την ως άνω φωνή.

§3

Ποια είναι τα κακά και οι φρικαλεότητες που αντιμάχεται η Ουτοπία; Φιλοχρηματία, αλαζονεία, υποκρισία, καιροσκοπισμός, διαφθορά, κλοπή, τυχοδιωκτισμός … Αυτά και άλλα παρόμοια εκπορεύονται από την εξουσία –πολιτική και θρησκευτική– και έχουν ως συνέπεια για τον λαό την εξαθλίωση, τη δουλοπρέπεια, τη μικρότητα, την καταλήστευση κ.λπ. Η θεραπεία δεν μπορεί να προκύψει, κατά τον Μορ, από την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων και εντός αυτής –σήμερα θα λέγαμε από το ίδιο το πολιτικό σύστημα και εντός αυτού– αλλά από το ανύπαρκτο ακόμη νησί της Ου-τοπίας και από την ελεύθερη οργάνωσή του. Αυτό το νησί δεν είναι το απόλυτο Άλλο που πλάθει η φαντασία μας, άρα κάτι το απραγματοποίητο, παρά η πιο εφικτή ιδέα κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης της ανθρώπινης ζωής· πιο εφικτή, γιατί ανταποκρίνεται στη Λογική, στην κατά (φυσική) αναγκαιότητα λογική αναγέννηση του νεωτερικού ανθρώπου. Η Ουτοπία, απ’ αυτή την άποψη, δεν νοείται ως γη της επαγγελίας, δηλαδή ως μια αόριστη και φιλήδονη υπόσχεση μελλοντικής λύτρωσης –ποιος ξέρει πού και πώς;–, αλλά ως η μόνη δυνατότητα να σκεφτόμαστε τον υπαρκτό κόσμο από τη σκοπιά της κατ’ αναγκαιότητα αλλαγής του.

§4

Τότε μόνο παύει ο ίδιος ο άνθρωπος, όσο κι αν τον ευτελίζει η ευτελισμένη πολιτική εξουσία, να αποδέχεται τη μοίρα του υποτελή, του δουλοπάροικου κ.λπ. και να την αναπαράγει ως τον μόνο δυνατό κόσμο του. Η Ουτοπία, κατ’ αυτό το πνεύμα, δεν έχει άρχοντες και αρχομένους, ούτε έχει ανάγκη από τέτοιους, γιατί αλλιώς δεν θα ήταν ου-τοπία. Απεναντίας, εδώ όλοι είναι ίσοι. Δεν υπάρχουν ούτε άεργοι και παράσιτα [=άρχουσα τάξη], ούτε επίσης άνεργοι και εξαθλιωμένοι [=αρχόμενες τάξεις] παρά μόνο εμπρόσωπα-συνειδητά όντα που εργάζονται ορισμένο χρόνο, υπόκεινται σε καθολική μόρφωση και απολαμβάνουν τη ζωή τους δεόντως, χωρίς να είναι αδαείς από πόλεμο. Οποιαδήποτε εξουσιομανία, πολιτικάντικη μικροπρέπεια, ανελεύθερη συμπεριφορά, ιδεολογικός καταναγκασμός, –όλα τούτα είναι πράγματα ξένα. Η Ουτοπία εν τέλει είναι η μόνη ρεαλιστική Ιδέα-πρότυπο, για μια ορθολογική οργάνωση της κοινωνίας και της πολιτείας· ορθολογική, όχι με την ψυχρή λογική των στατιστικών και των σκοτεινών υπολογισμών, αλλά με βάση την ιεράρχηση και ικανοποίηση των βασικών, των απαράγραπτων φυσικών αναγκών του κοινωνικού ανθρώπου.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1409b-1410b)

Τῆς δὲ ἐν κώλοις λέξεως ἡ μὲν διῃρημένη ἐστὶν ἡ δὲ ἀντικειμένη, διῃρημένη μὲν, οἷον «πολλάκις ἐθαύμασα τῶν τὰς πανηγύρεις συναγαγόντων καὶ τοὺς γυμνικοὺς ἀγῶνας καταστησάντων», ἀντικειμένη δὲ ἐν ᾗ ἑκατέρῳ τῷ κώλῳ ἢ

[1410a] πρὸς ἐναντίῳ ἐναντίον σύγκειται ἢ ταὐτὸ ἐπέζευκται τοῖς ἐναντίοις, οἷον «ἀμφοτέρους δ᾽ ὤνησαν, καὶ τοὺς ὑπομείναντας καὶ τοὺς ἀκολουθήσαντας· τοῖς μὲν γὰρ πλείω τῆς οἴκοι προσεκτήσαντο, τοῖς δ᾽ ἱκανὴν τὴν οἴκοι κατέλιπον»· ἐναντία ὑπομονὴ ἀκολούθησις, ἱκανὸν πλεῖον. «ὥστε καὶ τοῖς χρημάτων δεομένοις καὶ τοῖς ἀπολαῦσαι βουλομένοις»· ἀπόλαυσις κτήσει ἀντίκειται. καὶ ἔτι «συμβαίνει πολλάκις ἐν ταύταις καὶ τοὺς φρονίμους ἀτυχεῖν καὶ τοὺς ἄφρονας κατορθοῦν». «εὐθὺς μὲν τῶν ἀριστείων ἠξιώθησαν, οὐ πολὺ δὲ ὕστερον τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης ἔλαβον». «πλεῦσαι μὲν διὰ τῆς ἠπείρου, πεζεῦσαι δὲ διὰ τῆς θαλάττης, τὸν μὲν Ἑλλήσποντον ζεύξας, τὸν δ᾽ Ἄθω διορύξας.» «καὶ φύσει πολίτας ὄντας νόμῳ τῆς πόλεως στέρεσθαι.» «οἱ μὲν γὰρ αὐτῶν κακῶς ἀπώλοντο, οἱ δ᾽ αἰσχρῶς ἐσώθησαν.» «καὶ ἰδίᾳ μὲν τοῖς βαρβάροις οἰκέταις χρῆσθαι, κοινῇ δὲ πολλοὺς τῶν συμμάχων περιορᾶν δουλεύοντας.» «ἢ ζῶντας ἕξειν ἢ τελευτήσαντας καταλείψειν.» καὶ ὃ εἰς Πειθόλαόν τις εἶπεν καὶ Λυκόφρονα ἐν τῷ δικαστηρίῳ, «οὗτοι δ᾽ ὑμᾶς οἴκοι μὲν ὄντες ἐπώλουν, ἐλθόντες δ᾽ ὡς ὑμᾶς ἐώνηνται». ἅπαντα γὰρ ταῦτα ποιεῖ τὸ εἰρημένον. ἡδεῖα δὲ ἐστὶν ἡ τοιαύτη λέξις, ὅτι τἀναντία γνωριμώτατα καὶ παρ᾽ ἄλληλα μᾶλλον γνώριμα, καὶ ὅτι ἔοικεν συλλογισμῷ· ὁ γὰρ ἔλεγχος συναγωγὴ τῶν ἀντικειμένων ἐστίν.

Ἀντίθεσις μὲν οὖν τὸ τοιοῦτον ἐστίν, παρίσωσις δ᾽ ἐὰν ἴσα τὰ κῶλα, παρομοίωσις δὲ ἐὰν ὅμοια τὰ ἔσχατα ἔχῃ ἑκάτερον τὸ κῶλον· ἀνάγκη δὲ ἢ ἐν ἀρχῇ ἢ ἐπὶ τελευτῆς ἔχειν, καὶ ἐν ἀρχῇ μὲν ἀεὶ τὰ ὀνόματα, ἐπὶ δὲ τελευτῆς τὰς ἐσχάτας συλλαβὰς ἢ τοῦ αὐτοῦ ὀνόματος πτώσεις ἢ τὸ αὐτὸ ὄνομα· ἐν ἀρχῇ μὲν τὰ τοιαῦτα, «ἀγρὸν γὰρ ἔλαβεν ἀργὸν παρ᾽ αὐτοῦ»,

δωρητοί τ᾽ ἐπέλοντο παράρρητοί τ᾽ ἐπέεσσιν·

ἐπὶ τελευτῆς δέ «ᾠήθης ἂν αὐτὸν ‹οὐ› παιδίον τετοκέναι, ἀλλ᾽ αὐτὸν παιδίον γεγονέναι», «ἐν πλείσταις δὲ φροντίσι καὶ ἐν ἐλαχίσταις ἐλπίσιν». πτώσεις δὲ ταὐτοῦ «ἀξιοῖ δὲ σταθῆναι χαλκοῦς, οὐκ ἄξιος ὢν χαλκοῦ;» ταὐτὸ δ᾽ ὄνομα «σὺ δ᾽ αὐτὸν καὶ ζῶντα ἔλεγες κακῶς καὶ νῦν γράφεις κακῶς». ἀπὸ συλλαβῆς δέ «τί ἂν ἔπαθες δεινόν, εἰ ἄνδρ᾽ εἶδες ἀργόν;»

[1410b] ἔστιν δὲ ἅμα πάντα ἔχειν ταὐτό, καὶ ἀντίθεσιν εἶναι τὸ αὐτὸ καὶ πάρισον καὶ ὁμοιοτέλευτον. αἱ δ᾽ ἀρχαὶ τῶν περιόδων σχεδὸν ἐν τοῖς Θεοδεκτείοις ἐξηρίθμηνται. εἰσὶν δὲ καὶ ψευδεῖς ἀντιθέσεις, οἷον καὶ Ἐπίχαρμος ἐποίει,

τόκα μὲν ἐν τήνων ἐγὼν ἦν, τόκα δὲ παρὰ τήνοις ἐγών.

***
Τα κώλα του περιοδικού λόγου ή είναι σαφώς χωρισμένα το ένα από το άλλο ή είναι αντίθετα το ένα με το άλλο. Παράδειγμα: «Πολλές φορές ένιωσα παραξενεμένος με αυτούς που διοργάνωσαν τις λαϊκές γιορταστικές συγκεντρώσεις και καθιέρωσαν τους αθλητικούς αγώνες». Αντίθετα είναι το ένα με το άλλο όταν, στο καθένα από τα δύο κώλα,

[1410a] δίπλα στο καθένα αντίθετο τοποθετείται το αντίθετό του, ή χρησιμοποιείται η ίδια λέξη για να συνδέσει μεταξύ τους τα δύο αντίθετα. Παραδείγματα: «Ωφέλησαν και τους δύο, και αυτούς που έμειναν στην πατρίδα και αυτούς που τους ακολούθησαν: για τους δεύτερους εξασφάλισαν γη περισσότερη από αυτήν που είχαν στην πατρίδα, ενώ στους πρώτους άφησαν τη γη της πατρίδας, που ήταν γι᾽ αυτούς αρκετή». Αντίθετα στο παράδειγμα αυτό είναι το «έμειναν» και το «ακολούθησαν», το «αρκετή» και το «περισσότερη»· «ώστε και σ᾽ αυτούς που είχαν ανάγκη να αποκτήσουν και άλλα χρήματα και σ᾽ αυτούς που ήθελαν να απολαύσουν αυτά που είχαν»: εδώ η αντίθεση είναι ανάμεσα στην «απόλαυση» και την «απόκτηση». Άλλα παραδείγματα: «Συχνά συμβαίνει σ᾽ αυτές τις περιστάσεις οι φρόνιμοι να ατυχούν και οι άφρονες να πετυχαίνουν»· «αμέσως τότε κρίθηκαν άξιοι του βραβείου αριστείας και λίγο αργότερα πήραν την ηγεμονία στη θάλασσα»· «να πλεύσει διαμέσου της ξηράς και να περάσει πεζός τη θάλασσα, αφού γεφύρωσε τον Ελλήσποντο και άνοιξε διώρυγα στον Άθω»· «και ενώ η φύση τούς γέννησε πολίτες, ο νόμος να τους στερεί την πατρίδα τους»· «άλλοι από αυτούς χάθηκαν οικτρά και άλλοι σώθηκαν με τρόπο επονείδιστο»· «ως ιδιώτες να χρησιμοποιούμε τους βαρβάρους ως δούλους στα σπίτια μας, ως οργανωμένη όμως πολιτεία να αδιαφορούμε βλέποντας τόσους συμμάχους μας να είναι δούλοι τους»· «ή θα έχουν όσο ζουν ή θα αφήσουν πίσω τους όταν πεθάνουν». Ένα άλλο παράδειγμα είναι αυτό που είπε κάποιος στο δικαστήριο για τον Πειθόλαο και τον Λυκόφρονα: «Οι άνθρωποι αυτοί, όσο ήταν στην πατρίδα τους, σας πουλούσαν, όταν όμως ήρθαν εδώ σ᾽ εσάς, αγοράστηκαν». Όλα αυτά τα παραδείγματα κάνουν αυτό που είπαμε. Ένας τέτοιος λόγος είναι ευχάριστος, γιατί τα αντίθετα, που έτσι κι αλλιώς είναι εξαιρετικά καταληπτά, γίνονται ακόμη πιο καταληπτά, όταν βρεθούν το ένα δίπλα στο άλλο· είναι όμως ευχάριστος και γιατί μοιάζει με συλλογισμό· πραγματικά, ο έλεγχος δεν είναι παρά μια συμπαράθεση αντιθέτων.

Αυτό λοιπόν είναι η αντίθεση. Παρίσωση είναι όταν τα κώλα είναι ίσα ως προς το μήκος τους, παρομοίωση όταν τα δύο κώλα έχουν το τέλος τους ίδιο. Αυτό δεν μπορεί παρά να συμβαίνει ή στην αρχή ή στο τέλος του κώλου: στην αρχή πρόκειται για ομοιότητα ολόκληρων λέξεων, ενώ στο τέλος για ομοιότητα των τελευταίων συλλαβών, για γραμματικούς τύπους της ίδιας λέξης ή για την ίδια λέξη. Παραδείγματα για την αρχή:

 ἀγρὸν γὰρ ἔλαβε ἀργὸν παρ᾽ αὐτοῦ,
δωρητοί τ᾽ ἐπέλοντο παράρρητοί τ᾽ ἐπέεσσιν·

 για το τέλος:

 ὠήθης ἂν αὐτὸν ‹οὐ › παιδίον τετοκέναι, ἀλλ᾽ αὐτὸν παιδίον γεγονέναι,
ἐν πλείσταις δὲ φροντίσι καὶ ἐν ἐλαχίσταις ἐλπίσιν·

 για την περίπτωση των γραμματικών τύπων της ίδιας λέξης:

 ἀξιοῖ δὲ σταθῆναι χαλκοῦς, οὐκ ἄξιος ὢν χαλκοῦ·

 για την περίπτωση της ίδιας λέξης:

 σὺ δ᾽ αὐτὸν καὶ ζῶντα ἔλεγες κακῶς καὶ νῦν γράφεις κακῶς·

 ομοιότητα μιας συλλαβής:

 τί ἂν ἔπαθες δεινόν, εἰ ἄνδρ᾽ εἶδες ἀργόν;

 [1410b] Μπορεί, βέβαια, μία και η αυτή φράση να τα έχει όλα αυτά μαζί: μία και η αυτή φράση μπορεί να έχει και αντίθεση και πάρισο και ομοιοτέλευτο. Όλες σχεδόν τις ενδεχόμενες αρχές των περιόδων τις απαριθμήσαμε στα Θεοδέκτεια. Υπάρχουν όμως και ψευδείς αντιθέσεις, όπως στον στίχο του Επίχαρμου:

 Άλλοτε ήμουνα στο σπίτι τους, κι άλλοτε πάλι ήμουνα μαζί τους.