Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΡΗΤΟΡΙΚΗ, ΑΙΣΧΙΝΗΣ - Κατὰ Κτησιφῶντος § 168-176

Ο Δημοσθένης του Αισχίνη

Για την αφορμή της διαμάχης μεταξύ Δημοσθένη και Αισχίνη και για το γενικότερο πλαίσιο βλ. το Εισαγωγικό σημείωμα στο απόσπασμα από τον λόγο του Δημοσθένη Περὶ τοῦ στεφάνου.

Ο Αισχίνης προσέβαλε την πρόταση του Κτησιφώντα να στεφανωθεί ο Δημοσθένης στο θέατρο του Διονύσου με χρυσό στεφάνι για τυπικούς και ουσιαστικούς λόγους, αλλά ηττήθηκε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στη Μικρά Ασία και στη Ρόδο, όπου παραδίδεται ότι δίδασκε ρητορική.

Στο παρατιθέμενο απόσπασμα ο ρήτορας επιχειρεί να αποδείξει ότι ο Δημοσθένης, παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις, δεν είναι δημοτικός (φιλόδημος, "δημοκρατικός"). Με τρόπο αρκετά σχηματοποιημένο ο Αισχίνης αναφέρει ένα-ένα τα χαρακτηριστικά του δημοτικοῦ και υποστηρίζει ότι στην περίπτωση του Δημοσθένη αυτά δεν υπάρχουν.

Κατὰ Κτησιφῶντος § 168-176

[168] ναί, ἀλλὰ δημοτικός ἐστιν. ἂν μὲν τοίνυν πρὸς τὴν εὐφημίαν αὐτοῦ τῶν λόγων ἀποβλέπητε, ἐξαπατηθήσεσθε, ὥσπερ καὶ πρότερον, ἐὰν δ᾽ εἰς τὴν φύσιν καὶ τὴν ἀλήθειαν, οὐκ ἐξαπατηθήσεσθε. ἐκείνως δὲ ἀπολάβετε παρ᾽ αὐτοῦ λόγον. ἐγὼ μὲν μεθ᾽ ὑμῶν λογιοῦμαι, ἃ δεῖ ὑπάρξαι ἐν τῇ φύσει τῷ δημοτικῷ ἀνδρὶ καὶ σώφρονι, καὶ πάλιν ἀντιθήσω, ποῖόν τινα εἰκός ἐστιν εἶναι τὸν ὀλιγαρχικὸν ἄνθρωπον καὶ φαῦλον· ὑμεῖς δ᾽ ἀντιθέντες ἑκάτερα τούτων θεωρήσατ᾽ αὐτόν, μὴ ὁποτέρου τοῦ λόγου, ἀλλ᾽ ὁποτέρου τοῦ βίου ἐστίν. [169] οἶμαι τοίνυν ἅπαντας ἂν ὑμᾶς ὁμολογῆσαι τάδε δεῖν ὑπάρξαι τῷ δημοτικῷ, πρῶτον μὲν ἐλεύθερον αὐτὸν εἶναι καὶ πρὸς πατρὸς καὶ πρὸς μητρός, ἵνα μὴ διὰ τὴν περὶ τὸ γένος ἀτυχίαν δυσμενὴς ᾖ τοῖς νόμοις, οἳ σῴζουσι τὴν δημοκρατίαν, δεύτερον δ᾽ ἀπὸ τῶν προγόνων εὐεργεσίαν τινὰ αὐτῷ πρὸς τὸν δῆμον ὑπάρχειν, ἢ τό γ᾽ ἀναγκαιότατον μηδεμίαν ἔχθραν, ἵνα μὴ βοηθῶν τοῖς τῶν προγόνων ἀτυχήμασι κακῶς ἐπιχειρῇ ποιεῖν τὴν πόλιν. [170] τρίτον σώφρονα καὶ μέτριον χρὴ πεφυκέναι αὐτὸν πρὸς τὴν καθ᾽ ἡμέραν δίαιταν, ὅπως μὴ διὰ τὴν ἀσέλγειαν τῆς δαπάνης δωροδοκῇ κατὰ τοῦ δήμου. τέταρτον εὐγνώμονα καὶ δυνατὸν εἰπεῖν· καλὸν γὰρ τὴν μὲν διάνοιαν προαιρεῖσθαι τὰ βέλτιστα, τὴν δὲ παιδείαν {τὴν τοῦ ῥήτορος} καὶ τὸν λόγον πείθειν τοὺς ἀκούοντας· εἰ δὲ μή, τήν γ᾽ εὐγνωμοσύνην ἀεὶ προτακτέον τοῦ λόγου. πέμπτον ἀνδρεῖον εἶναι τὴν ψυχήν, ἵνα μὴ παρὰ τὰ δεινὰ καὶ τοὺς κινδύνους ἐγκαταλείπῃ τὸν δῆμον. τὸν δ᾽ ὀλιγαρχικὸν πάντα τἀναντία τούτων ἔχειν· τί γὰρ δεῖ πάλιν διεξιέναι; σκέψασθε δὴ τί τούτων ὑπάρχει Δημοσθένει· ὁ δὲ λογισμὸς ἔστω ἐπὶ πᾶσι δικαίοις.
[171] τούτῳ πατὴρ μὲν ἦν Δημοσθένης ὁ Παιανιεύς, ἀνὴρ ἐλεύθερος· οὐ γὰρ δεῖ ψεύδεσθαι· τὰ δ᾽ ἀπὸ τῆς μητρὸς καὶ τοῦ πάππου τοῦ πρὸς μητρὸς πῶς ἔχει αὐτῷ, ἐγὼ φράσω. Γύλων ἦν ἐκ Κεραμέων. οὗτος προδοὺς τοῖς πολεμίοις Νύμφαιον τὸ ἐν τῷ Πόντῳ, τότε τῆς πόλεως ἐχούσης τὸ χωρίον τοῦτο, φυγὰς ἀπ᾽ εἰσαγγελίας ἐκ τῆς πόλεως ἐγένετο θανάτου καταγνωσθέντος αὐτοῦ, τὴν κρίσιν οὐχ ὑπομείνας, καὶ ἀφικνεῖται εἰς Βόσπορον [172] κἀκεῖ λαμβάνει δωρεὰν παρὰ τῶν τυράννων τοὺς ὠνομασμένους Κήπους, καὶ γαμεῖ γυναῖκα πλουσίαν μὲν νὴ Δία καὶ χρυσίον ἐπιφερομένην πολύ, Σκύθιν δὲ τὸ γένος, ἐξ ἧς αὐτῷ γίγνονται θυγατέρες δύο, ἃς ἐκεῖνος δεῦρο μετὰ πολλῶν χρημάτων ἀποστείλας, συνῴκισε τὴν μὲν ἑτέραν ὁτῳδήποτε, ἵνα μὴ πολλοῖς ἀπεχθάνωμαι, τὴν δ᾽ ἑτέραν ἔγημε παριδὼν τοὺς τῆς πόλεως νόμους Δημοσθένης ὁ Παιανιεύς, ἐξ ἧς ὑμῖν ὁ περίεργος καὶ συκοφάντης Δημοσθένης γεγένηται. οὐκοῦν ἀπὸ μὲν τοῦ πάππου πολέμιος ἂν εἴη τῷ δήμῳ, θάνατον γὰρ αὐτοῦ τῶν προγόνων κατέγνωτε, τὰ δ᾽ ἀπὸ τῆς μητρὸς Σκύθης, βάρβαρος ἑλληνίζων τῇ φωνῇ· ὅθεν καὶ τὴν πονηρίαν οὐκ ἐπιχώριός ἐστι. [173] περὶ δὲ τὴν καθ᾽ ἡμέραν δίαιταν τίς ἐστιν; ἐκ τριηράρχου λογογράφος ἀνεφάνη, τὰ πατρῷα καταγελάστως προέμενος· ἄπιστος δὲ καὶ περὶ ταῦτα δόξας εἶναι καὶ τοὺς λόγους ἐκφέρων τοῖς ἀντιδίκοις, ἀνεπήδησεν ἐπὶ τὸ βῆμα· πλεῖστον δ᾽ ἐκ τῆς πολιτείας εἰληφὼς ἀργύριον, ἐλάχιστα περιεποιήσατο. νῦν μέντοι τὴν δαπάνην ἐπικέκλυκεν αὐτοῦ τὸ βασιλικὸν χρυσίον, ἔσται δ᾽ οὐδὲ τοῦθ᾽ ἱκανόν· οὐδεὶς γὰρ πώποτε πλοῦτος τρόπου πονηροῦ περιεγένετο. καὶ τὸ κεφάλαιον, τὸν βίον οὐκ ἐκ τῶν ἰδίων προσόδων πορίζεται, ἀλλ᾽ ἐκ τῶν ὑμετέρων κινδύνων. [174] πρὸς δ᾽ εὐγνωμοσύνην καὶ λόγου δύναμιν πῶς πέφυκε; δεινὸς λέγειν, κακὸς βιῶναι. οὕτω γὰρ κέχρηται καὶ τῷ ἑαυτοῦ σώματι καὶ παιδοποιίᾳ ὥστ᾽ ἐμὲ μὴ βούλεσθαι λέγειν ἃ τούτῳ πέπρακται· ἤδη γάρ ποτε εἶδον μισηθέντας τοὺς τὰ τῶν πλησίων αἰσχρὰ λίαν σαφῶς λέγοντας. ἔπειτα τί συμβαίνει τῇ πόλει; οἱ μὲν λόγοι καλοί, τὰ δ᾽ ἔργα φαῦλα. [175] πρὸς δὲ ἀνδρείαν βραχύς μοι λείπεται λόγος. εἰ μὲν γὰρ ἠρνεῖτο μὴ δειλὸς εἶναι ἢ ὑμεῖς μὴ συνῄδετε, διατριβὴν ὁ λόγος ἄν μοι παρέσχεν· ἐπειδὴ δὲ καὶ αὐτὸς ὁμολογεῖ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις, καὶ ὑμεῖς σύνιστε, λοιπὸν ὑπομνῆσαι τοὺς περὶ τούτων κειμένους νόμους. ὁ γὰρ Σόλων ὁ παλαιὸς νομοθέτης ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐπιτιμίοις ᾤετο δεῖν ἐνέχεσθαι τὸν ἀστράτευτον καὶ τὸν λελοιπότα τὴν τάξιν καὶ τὸν δειλὸν ὁμοίως· εἰσὶ γὰρ καὶ δειλίας γραφαί. καίτοι θαυμάσειεν ἄν τις ὑμῶν, εἰ εἰσὶ φύσεως γραφαί. εἰσίν. τίνος ἕνεκα; ἵν᾽ ἕκαστος ἡμῶν τὰς ἐκ τῶν νόμων ζημίας φοβούμενος μᾶλλον ἢ τοὺς πολεμίους, ἀμείνων ἀγωνιστὴς ὑπὲρ τῆς πατρίδος ὑπάρχῃ. [176] ὁ μὲν τοίνυν νομοθέτης τὸν ἀστράτευτον καὶ τὸν δειλὸν καὶ τὸν λιπόντα τὴν τάξιν ἔξω τῶν περιραντηρίων τῆς ἀγορᾶς ἐξείργει, καὶ οὐκ ἐᾷ στεφανοῦσθαι, οὐδ᾽ εἰσιέναι εἰς τὰ ἱερὰ τὰ δημοτελῆ· σὺ δὲ τὸν ἀστεφάνωτον ἐκ τῶν νόμων κελεύεις ἡμᾶς στεφανοῦν, καὶ τῷ σαυτοῦ ψηφίσματι τὸν οὐ προσήκοντα εἰσκαλεῖς τοῖς τραγῳδοῖς εἰς τὴν ὀρχήστραν, εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Διονύσου τὸν τὰ ἱερὰ δειλίᾳ προδεδωκότα.
ἵνα δὲ μὴ ἀποπλανῶ ὑμᾶς ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως, ἐκεῖνο μέμνησθε, ὅταν φῇ δημοτικὸς εἶναι· θεωρεῖτ᾽ αὐτοῦ μὴ τὸν λόγον, ἀλλὰ τὸν βίον, καὶ σκοπεῖτε μὴ τίς φησιν εἶναι, ἀλλὰ τίς ἐστιν.

***
[168] Ναι, αλλά είναι δημοκρατικός. Αν βέβαια μείνετε στα ωραία του λόγια, θα εξαπατηθείτε, όπως και στο παρελθόν, αν όμως δείτε τον χαρακτήρα του και την αλήθεια, δεν θα εξαπατηθείτε. Ο απολογισμός ας γίνει ως εξής: εγώ θα απαριθμήσω μαζί σας ποια προσόντα πρέπει να διαθέτει ο δημοκρατικός και σώφρων άνδρας και παράλληλα θα σκιαγραφήσω τι είδους άνθρωπος θα πρέπει να είναι λογικά ο ολιγαρχικός και αστόχαστος· εσείς πάλι με τη σειρά σας, συγκρίνοντας τη μια εικόνα με την άλλη, εξετάστε σε ποια από τις δύο κατηγορίες ανήκει αυτός, όχι με βάση το τι δηλώνει, αλλά το πώς ζει.
[169] Νομίζω λοιπόν πως όλοι σας θα συμφωνήσετε ότι ο δημοκρατικός άνθρωπος πρέπει να διαθέτει τα εξής: πρώτον, να είναι ελεύθερος και από πατέρα και από μητέρα, για να μην φτάσει, λόγω της βεβαρυμένης καταγωγής του, να είναι εχθρικός προς τους νόμους που συνέχουν τη δημοκρατία· δεύτερον, πρέπει εκ μέρους των προγόνων του να έχει να επιδείξει κάποια προσφορά προς τη δημοκρατία ή -το απολύτως απαραίτητο- να μην υπάρχει κανενός είδους έχθρα, για να μην επιχειρήσει να βλάψει την πόλη στην προσπάθειά του να αποκαταστήσει τους προγόνους του που ατύχησαν. [170] Τρίτον, οφείλει να είναι εγκρατής και μετρημένος στην καθημερινή του ζωή, για να μην τον αναγκάζουν οι υπέρογκες δαπάνες να δωροδοκείται εις βάρος του δήμου. Τέταρτον, πρέπει να έχει ορθή κρίση και να είναι ικανός αγορητής· γιατί είναι όντως ωραίο αφενός η ευστροφία του να επιλέγει τα άριστα, αφετέρου η ρητορική παιδεία του και η ευφράδειά του να πείθει τους ακροατές· αν δεν είναι δυνατό να συνυπάρχουν και τα δύο, η ορθή κρίση πρέπει οπωσδήποτε να προτάσσεται πάντα της ευφράδειας. Πέμπτον, πρέπει να είναι γενναίος, για να μην εγκαταλείπει τον δήμο στις δυσκολίες και τους κινδύνους. Ο ολιγαρχικός από την άλλη πρέπει να έχει ακριβώς τα αντίθετα από αυτά. Ποιος ο λόγος να τα διεξέρχομαι εκ νέου; Εξετάστε λοιπόν τι από αυτά ισχύει στην περίπτωση του Δημοσθένη· και ας είναι ο έλεγχος απολύτως ακριβοδίκαιος.
[171] Πατέρας του ήταν ο Δημοσθένης από την Παιανία, ένας άνδρας ελεύθερος -δεν υπάρχει λόγος να πω ψέματα. Πώς όμως έχουν τα πράγματα σχετικά με τη μητέρα του και τον παππού του από την πλευρά της μητέρας του, θα σας εξηγήσω εγώ. Υπήρχε κάποιος Γύλων από τον δήμο των Κεραμέων.1 Αυτός πρόδωσε στους εχθρούς το Νύμφαιο που βρίσκεται στον Πόντο2 -η συγκεκριμένη περιοχή ανήκε τότε στην πόλη· μηνύθηκε γι᾽ αυτό με τη διαδικασία της εισαγγελίας3και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά, χωρίς να περιμένει την τελική κρίση, εγκατέλειψε την πόλη και αυτοεξορίστηκε· έτσι έφτασε στον Βόσπορο·4 [172] εκεί παίρνει από τους τυράννους ως δώρο τους αποκαλούμενους Κήπους και παντρεύεται μια γυναίκα πλούσια βέβαια μα τον Δία και με πολύ μεγάλη προίκα, σκυθικής όμως καταγωγής· από αυτήν απόχτησε δυο κόρες, που εκείνος τις έστειλε εδώ με πάμπολλα χρήματα και πάντρεψε τη μία με όποιον τέλος πάντων την πάντρεψε -για να μη δημιουργώ έχθρες με πολλούς· την άλλη την παντρεύτηκε ο Δημοσθένης από την Παιανία, αδιαφορώντας για τους νόμους της πόλης· αυτή σας χάρισε τον πολυπράγμονα και συκοφάντη Δημοσθέ­νη. Επομένως, από την πλευρά του παππού του θα είναι λογικά εχθρός του δήμου, αφού καταδικάσατε σε θάνατο τους προγόνους του, ενώ από την πλευρά της μητέρας του είναι Σκύθης, βάρβαρος ελληνόφωνος· γι᾽ αυτό και η φαυλότητά του δεν είναι η συνήθης στα μέρη μας. [173] Όσον αφορά τώρα στην καθημερινή του ζωή, ποιος είναι; Από τριήραρχος5 μας προέκυψε λογογράφος,6 αφού κατασπατάλησε με τρόπο καταγέλαστο την πατρική περιουσία·7 όταν θεωρήθηκε αναξιόπιστος και σ᾽ αυτό τον χώρο, επειδή αποκάλυπτε στους αντιπάλους τα επιχειρήματα των εντολέων του, το έριξε στην πολιτική· και ενώ έχει κερδίσει πάμπολλα χρήματα από τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύτηκε, ελάχιστα έβαλε στην άκρη. Τούτη τη στιγμή βέβαια το βασιλικό χρυσάφι8 έχει κατακλύσει τις σπατάλες του, όμως ακόμα και αυτό δεν θα επαρκέσει· γιατί ποτέ, κανένας πλούτος δεν φάνηκε ισχυρότερος από τον διεφθαρμένο χαρακτήρα. Συνοψίζω: εξασφαλίζει τα προς το ζην όχι από τα δικά του εισοδήματα αλλά από τους δικούς σας κινδύνους.
[174] Όσον αφορά πάλι στην ορθή κρίση και τη δύναμη του λόγου πώς έχουν τα πράγματα; Ο λόγος του δεινός, ο βίος αισχρός. Διότι χρησιμοποιεί με τέτοιο τρόπο το ίδιο του το σώμα και την ικανότητά του να τεκνοποιεί, ώστε αυτά που εκείνος έχει πράξει εγώ να μην θέλω να τα λέω· έχω δει άλλωστε ώς τώρα να γίνονται μισητοί εκείνοι που αναφέρονται στις αισχρότητες των άλλων εντελώς απροκάλυπτα. Και για την πόλη ποιο το όφελος; Λόγια ωραία, έργα όμως φαύλα. [175] Σχετικά τώρα με την ανδρεία του λίγα πράγματα υπολείπονται να πω. Γιατί αν βέβαια αμφισβητούσε ότι είναι δειλός ή δεν το γνωρίζατε και εσείς, θα χρειαζόταν να επιμείνω· από τη στιγμή όμως που και ο ίδιος το παραδέχεται στην εκκλησία του δήμου και το γνωρίζετε και εσείς, απομένει να υπενθυμίσω τους σχετικούς νόμους. Γιατί ο Σόλων, ο παλαιός νομοθέτης, πίστευε ότι πρέπει να επιβάλλεται η ίδια ποινή αδιακρίτως στον ανυπότακτο, στον λιποτάκτη και στον δειλό· γιατί υπάρχουν και μηνύσεις για δειλία. Μπορεί βέβαια κάποιος από σας να εκπλαγεί που υπάρχουν μηνύσεις για φυσικά ελαττώματα. Ωστόσο υπάρχουν. Για ποιο λόγο; Για να φοβάται καθένας από μας την τιμωρία των νόμων πιο πολύ από τους εχθρούς και να είναι καλύτερος αγωνιστής για την υπεράσπιση της πατρίδας του. [176] Ο νομοθέτης λοιπόν κρατάει μακριά από τον ιερό περίβολο της αγοράς τον ανυπότακτο και τον δειλό και τον λιποτάκτη, και δεν τους επιτρέπει να στεφανώνονται ούτε να εισέρχονται στα δημόσια ιερά· εσύ όμως μας προτείνεις να στεφανώσουμε αυτόν που οι νόμοι τον έχουν καταδικάσει να μένει αστεφάνωτος και με το ψήφισμά σου καλείς να εισέλθει στην ορχήστρα, όταν δίνονται παραστάσεις τραγωδιών, εκείνος που δεν έχει το δικαίωμα, δηλ. να μπει στο ιερό του Διονύσου ο άνδρας που από δειλία επρόδωσε τα ιερά.
Για να μη σας αποσπώ όμως από το προκείμενο, θυμηθείτε τούτο όταν θα λέει ότι είναι δημοκρατικός: εξετάστε όχι τα λεγόμενά του, αλλά τον βίο του και σκεφτείτε όχι ποιος λέει ότι είναι, αλλά ποιος είναι.
----------------
1 Αττικός δήμος στην περιοχή του σημερινού Κεραμικού.
2 Ελληνική αποικία στη χερσόνησο της Κριμαίας, ιδιαίτερα σημαντική για την εισαγωγή σίτου στην Αθήνα.
3 Η διαδικασία της εἰσαγγελίας φαίνεται ότι εχρησιμοποιείτο πρωτίστως για σοβαράαδικήματα στρεφόμενα εναντίον της πόλης, όπως είναι η προδοσία, αλλά και για άλλα, μάλλον ετερόκλιτα αδικήματα. Με τη διαδικασία αυτή ο κατήγορος δεν είχε συνέπειες, όπως είχε, αν ακολουθούσε άλλη διαδικασία, σε περίπτωση που έπαιρνε ποσοστό μικρότερο από το 1/5 των ψήφων ή απέσυρετην μήνυση πριν από την εκδίκαση. Οι υποθέσεις εισάγονταν στην Βουλή ή στην Εκκλησία του δήμου, χωρίς μάλιστα να είναι υποχρεωτική η κλήτευση του κατηγορούμενου.
4 Εννοεί τον Κιμμέριο Βόσπορο.
5 Η τριηραρχία ήταν η δαπανηρότερη "λειτουργία".
6 Έγραφε δικανικούς λόγους έναντι αμοιβής, όπως π.χ. ο Λυσίας.
7 Ο Δημοσθένης είχε κληρονομήσει σεβαστή περιουσία από τον πατέρα του, αλλά ικανό μέρος πρέπει να χάθηκε, λόγω της κακής διαχείρισης των επιτρόπων. Ο Αισχίνης υποβάλλει την ιδέα ότι ο Δημοσθένης ζούσε έκλυτο βίο.
8 Ο Διόδωρος (17, 4), παραπέμποντας στο χωρίο αυτό, αναφέρει ότι είχαν δοθεί από τους Πέρσες πολλά χρήματα στον Δημοσθένη, προκειμένου να συνεχίσει να ασκεί αντιμακεδονική πολιτική.

Η λαϊκή γλώσσα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη

που `χει έρωτας καρτέρι
πόσο μεθύσι μέθυσα
ένας Θεός το ξέρει.
Α. Παπαδιαμάντης
 
«Είστε ευτυχείς άνθρωποι εσείς οι νέοι· κατέχετε και μπορείτε να μεταχειριστείτε ένα όργανο τέλειο, που τα εκφράζει όλα με όση δύναμη τα αισθάνεστε, τη δημοτική γλώσσα. Δυστυχώς εμείς…»
  • «Μα η γλώσσα που γράφετε εσείς είναι τόσο ζωντανή στα χέρια σας…»
  •  
  • Θάθελα να την αλλάξω. Δυστυχώς δε μπορώ: συνήθισα να γράφω έτσι και τώρα πια είναι αργά… επρόσθεσε με λύπη»
Ο παραπάνω διάλογος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με τον Άγγελο Σημηριώτη, δημοσιεύτηκε σ’ ένα άρθρο του Γ. Βαλέτα, κι έχει νομίζω μεγάλη σημασία (1). Είτε πρόκειται για μια βαρυσήμαντη ομολογία του συγγραφέα της Φόνισσας, είτε για ψυχολογική διάθεση της στιγμής, μια τέτοια δήλωση είναι νομίζω μια καλή αφορμή να εξετάσουμε το πολυσυζητημένο θέμα της γλώσσας του Παπαδιαμάντη. Παλαιότεροι και σύγχρονοι μελετητές του, εύστοχα νομίζω, έχουν συγκρίνει τα διηγήματά του με πίνακες της ολλανδικής ή φλαμανδικής ζωγραφικής: όπως οι Ολλανδοί καλλιτέχνες του 17ου αιώνα ζωγράφιζαν απλές καθημερινές σκηνές, συνηθισμένους ανθρώπους ή αγροτικά και αστικά τοπία, έτσι κι ο Παπαδιαμάντης έμελλε ν’ απαθανατίσει τα ήθη και τους χαρακτήρες των απλών ανθρώπων της Σκιάθου.
 
Λέγεται συχνά, ότι οι παραχωρήσεις του Παπαδιαμάντη στη δημοτική γλώσσα γίνονται απλώς χάρη του λογοτεχνικού ρεαλισμού, είναι δηλαδή σχεδόν αναπόφευκτες για όποιον θέλει να γράψει ρεαλιστικά· άλλοι λένε ότι ο Π. είναι νέτος σκέτος «καθαρευουσιάνος», αφού το γλωσσικό κράμα που χρησιμοποιεί περιέχει πολλές λέξεις που θεωρούνται «λόγιες», ή «αρχαίες». Γνωρίζουμε καλά πώς μιλούσαν οι άνθρωποι της εποχής του Παπαδιαμάντη, όχι μόνο γιατί σώθηκαν πολλές αυθεντικές μαρτυρίες, αλλά κυρίως γιατί την ίδια γλώσσα μιλάμε και σήμερα. Η «καταλληλότητα» της σημερινής δημοτικής νεοελληνικής γλώσσας δεν αμφισβητείται πλέον στα σοβαρά. Κατά την εκτίμησή μου, έναν αιώνα περίπου μετά την έντονη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα, η πραγματική ζωή δικαίωσε όσους έλεγαν ότι η ζωντανή λαλιά πρέπει να είναι η βάση της γραπτής ελληνικής γλώσσας. Στη δημοτική γλώσσα, εμπλουτισμένη με πολλά στοιχεία, γράφτηκαν όχι μόνον κορυφαία λογοτεχνικά έργα αλλά και αναρίθμητες επιστημονικές πραγματείες και βιβλία κάθε είδους. Η παμπάλαια ελληνική γλώσσα, εκπληκτική στην ποικιλομορφία και τις δυνατότητές της, λειτούργησε ως ατέλειωτη δεξαμενή λέξεων και γλωσσικών τύπων. Τι πράγμα ήταν όμως η περιβόητη «καθαρεύουσα»; Ο όρος «καθαρεύουσα γλώσσα» χρησιμοποιείται μάλλον καταχρηστικά: κανένας δε μίλησε σ’ αυτή την τεχνητή γλώσσα, πολύ περισσότερο δεν τη μίλησε ο πολύς λαός. Η καθαρεύουσα ήταν επινόηση του σπουδαστηρίου και χρησιμοποιήθηκε κυρίως στον γραπτό λόγο· ένα καθαρευουσιάνικο κείμενο μοιάζει σχεδόν ακατανόητο σήμερα ή ακούγεται παράξενα σε πολλούς· αντίθετα, η δημοτική γλώσσα της εποχής φαίνεται φυσική. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε η δήλωση του Παπαδιαμάντη που αναφέραμε στην αρχή, είναι προβληματικό να κατατάξουμε τον Παπαδιαμάντη στους καθαρευουσιάνους· ο συγγραφέας μάλιστα ειρωνεύεται συχνά τους καθαρολόγους της εποχής του, όπως ακριβώς κάνει και με τους ακραίους δημοτικιστές· το 1888 δημοσιεύεται το «Ταξίδι» του Ψυχάρη, έργο σταθμός στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος, και ασφαλώς ο συγγραφέας το έχει διαβάσει. Αυτό που ενδιαφέρει τον Παπαδιαμάντη είναι το αίσθημα της «ευφωνίας» και το ζήτημα της κατανόησης· χρησιμοποιεί αδιάκριτα και χωρίς προκαταλήψεις όποιες λέξεις ή εκφράσεις θεωρεία κατάλληλες, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους· οι καθαρευουσιάνοι, ή τουλάχιστον πολλοί απ’ αυτούς, προσπαθούν να «καθαρίσουν» τη γλώσσα και χρησιμοποιούν συχνά ως κριτήριο την υποτιθέμενη συμφωνία της με το τυπικό της αρχαίας ελληνικής – η οποία, παρεπιπτόντως, ήταν επίσης ζωντανός οργανισμός και άλλαζε στη διάρκεια των αιώνων. Το πρότυπο των καθαρευουσιάνων ουσιαστικά δεν υπήρχε ακριβώς καθορισμένο, επομένως ο δρόμος ήταν ανοιχτός για κάθε είδους κατασκευές. Ο Παπαδιαμάντης, είτε χρησιμοποιεί λαϊκές λέξεις είτε «λόγιες», παραμένει σταθερά προσανατολισμένος προς τη δημιουργική σύλληψη της γλώσσας. Οι απόψεις του για το λεγόμενο γλωσσικό ζήτημα δημοσιεύονται και σ’ ένα γνωστό άρθρο με τίτλο Γλώσσα και κοινωνία· προς το παρόν, παραπέμπουμε τον αναγνώστη εκεί, για να περάσουμε σε πιο συγκεκριμένα παραδείγματα.
 
O Π. γνωρίζει πολύ καλά ότι η γλωσσική πραγματικότητα είναι όριο αξεπέραστο· η γλώσσα των διηγημάτων του δε χρειάζεται να επινοηθεί κι ο συγγραφέας δεν έχει παρά να παραθέσει, σχεδόν φωνογραφικά, τα πιο αυθεντικά ντοκουμέντα των λαϊκών ηθών της εποχής. Όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε και στη συνέχεια, δεν συμμερίζεται τις γλωσσικές ακρότητες των δημοτικιστών ή «ψυχαριστών», όπως ο ίδιος του αποκαλεί, ούτε όμως συμφωνεί με τους λεγόμενους «καθαρευουσιάνους»· επιλέγει να γράψει σε μια ιδιότυπη μεικτή γλώσσα, σαφώς πιο ζωντανή και κατανοητή σε σχέση με την «καθαρεύουσα», την οποία θεωρεί «κίβδηλο» κατασκεύασμα.
 
Αν αποδελτιώσει κάποιος συστηματικά το έργο του Παπαδιαμάντη, θ’ ανακαλύψει έναν τεράστιο πλούτο λαϊκών εκφράσεων και λέξεων οι οποίες βρίσκονται διάσπαρτες σε όλα σχεδόν τα κείμενα και κυρίως στα διηγήματα του· σε μια εποχή που οι μυθιστοριογράφοι βάζουν τους λαϊκούς ήρωες να μιλούν απταίστως την υποτιθέμενη «αττικήν» διάλεκτο, ο Παπαδιαμάντης καταγράφει πιστά τη λαϊκή γλώσσα, ως άριστος λεξικογράφος, και διασώζει με αριστουργηματικό τρόπο τα ντόπια ελληνικά ήθη· εργάστηκε ακόμη ως μεταφραστής, αφού έμαθε ξένες γλώσσες μελετώντας και «χάριν φιλολογικής απολαύσεως»· στο «Γράμμα στην Αμερική βρίσκουμε μια ενδιαφέρουσα αυτοβιογραφική αναφορά: «Πρόκειται νὰ κάμουμ᾿ ἕνα γράμμα, σὺ ξέρεις ποῦ θὰ τὸ στείλουμε, στὸν Πρόξενο τῆς Ἑλλάδος, ἢ στὴν ἀστυνομία τῆς Ἀμερικῆς. Θὰ μοῦ τὸ γράψῃς Γαλλικά, Ἐγγλέζικα, Σπανιόλικα, ἐσὺ ξέρεις σὲ ποιὰ γλῶσσα.
 
Ἐγὼ δὲν ἤξερα τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ ξέρεις-ξέρεις ποὺ μοῦ ἀπέδιδε. Ἀλλ᾿ ὅπως κυβερνᾶται, ἢ μᾶλλον ὅπως φέρεται ὁ κόσμος, μὲ τὴν ψευδομανίαν, μὲ τὴν τυφλὴν πρόληψιν, μὲ τὴν κωφὴν φήμην, εἶχε διαδοθῆ καὶ πιστευθῆ εἰς τὸ χωρίον ὅτι τάχα ἐγὼ ἤξευρα πολλὲς γλῶσσες.
«Ὅλες μὲ τὰ γράμματά τους καὶ τὶς μιλιὲς φαρσί».
 
Κ᾿ ἐγὼ πράγματι δὲν ἤξευρα οὔτε μισὴν γλῶσσαν νὰ μιλήσω, εἶχα δὲ ἐκμελετήσει κατ᾿ ἰδίαν ὅ,τι ἐκ τῶν ξένων γλωσσῶν εἶχα μάθει, χάριν φιλολογικῆς ἀπολαύσεως, εἶτα ἐξ ἀνάγκης καὶ πρὸς βιοπορισμόν, καὶ εἰργαζόμην ὡς μεταφραστὴς εἰς τὰς ἐφημερίδας, οὐδέποτε ὡς κουριέρης εἰς τὰ ξενοδοχεῖα ―ἀλλ᾿ οὔτε εἶχον ἀνατραφῆ μὲ γκουβερνάνταν― διὰ νὰ ὁμιλῶ ξένας γλώσσας.»
Σ’ ένα σατιρικό διήγημα, μεταξύ άλλων, εντοπίζουμε πλήθος λέξεων της δημοτικής:
«Τί σε ὀνομάσω Γρηγόριε; προβατίνες ἐμπολοῦντα μὲ κομμένες τὲς οὐρές, γαϊδουράκια καβαλοῦντα κότες φέροντα πεσκές, σοφράδες καὶ σκαφίδες ἐμπορεύοντα, βδομάδες, μέρες, νύκτες ταξιδεύοντα· ρεκλαματζὴν ἀξιέραστον καὶ χαμπαρτζὴν προθυμότατον. Ἡσύχασε, μὴ ταράσσῃς τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Τί σε Δημητράκη καλέσωμεν; μουσικὸν τῆς καραβάνας, ψάλτην τοῦ γλυκοῦ νεροῦ, ποὺ κοιτάζεις στὸ βιβλίο καὶ τὰ λὲς στὰ κουτουρού· ἰμάμην τῶν Χοτζάδων προεξάρχοντα, χαχάμην τῶν Μποχώρηδων ἐξάρχοντα· ἀμανετζὴν ἠχηρότατον καὶ μπατακτσὴν ὀχληρότατον. Μᾶς λίγωσες ἀπ᾿ τὴ γλύκα τὰς ψυχὰς ἡμῶν.» (Ἦχος πλάγιος δ´).
 
Στην Τρελή βραδιά, η Μαρούδα, «ἡ γυνὴ τοῦ Προκόπη, ἡ ὁποία τὸν εἶχε διώξει ἀπὸ τὸ σπίτι της πρὸ ἡμερῶν», στολίζει τον άντρα της μ’ ένα κορδόνι συνώνυμα: «-Α! τραγούδα τώρα, γλέντα, μπεκρολόγα, μεθοκόπα, ξενύχτα, ξερνοβόλα, γκάριζε! Αχ! βαγένι, πιθάρι, βαρέλα, μπουκάλα, γαλόνι, ταμετζάνα, στάμνα, στέρνα, καρούτα, μαστέλα, κρασοκανάτα! Που να σκάσεις! Εὐθὺς ἠκούσθη δεύτερος τριγμὸς καὶ τὸ παράθυρον ἐκλείσθη μετὰ πείσματος.»
Στο «Γείτονα με το λαγούτο», τα βασικά πρόσωπα ανήκουν στις λαϊκές τάξεις. Ο Βαγγέλης, ένας φτωχός τουρκομερίτης εργένης, νοικιάζει μια κάμαρα και μοιράζεται την αυλή με τους υπόλοιπους νοικάρηδες: «Ὁ νέος νοικάρης ποὺ εἶχεν ἐνοικιάσει τὴν κάμαραν τὴν μεσανήν, κοντός, κυρτός, μεσόκοπος, εἶχεν ἕνα μεγάλο λαγοῦτο, μακρύ, πλατύ. Ἔκυπτε διὰ νὰ ξεκλειδώσῃ τὴν θύραν του, κρατῶν ὑπὸ μάλης τὸ λαγοῦτο, τὸ ὁποῖον ἔψαυε τὸ ἔδαφος.». Αν και δήλωσε «μπεκιάρης», κυρα-Γιάνναινα, η σπιτονυκοκυρά του, που πολλά είχαν δει τα μάτια της, αμέσως «ὑπώπτευσεν, ὅτι θὰ εἶχε καμμίαν «λεγάμενη»: «― Αὐτὰ δὲν τ᾽ ἀκούω ἐγώ, τοῦ λέγει· ἐσὺ μοῦ εἶπες πὼς εἶσ᾽ ἐργένης· γιὰ ἐργένη σ᾽ ἔβαλα. Ἂν ἐννοῇς νὰ μοῦ φέρῃς ἐδῶ καμμιὰ παστρικιά, πολὺ σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ ἀδειάσῃς τὴν κάμαρα… σὰν τελειώσῃ ὁ μήνας ποὺ ἔχεις πληρώσει.»
 
Η εκφραστικότητα και η δύναμη του λαϊκού λόγου, σμιλεμένη αιώνες και ποτισμένη με την ατέλειωτη ποικιλομορφία της ζωής, θα επικρατούσε, αργά η γρήγορα, αντιμέτωπη με τα μπαλωμένα σάβανα της αρχαίας γραμματείας και τις αλλοπρόσαλλες κατασκευές των σχολαστικών. Στους «Χαλασοχώρηδες», ο «Λάμπρος ὁ Βατούλας κι ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος κι ἄλλοι μερικοί, πέφτουν μὲ τὰ μοῦτρα στὴ λαδιά, στὸ μούχτι…»· ενώ άλλοι «…φανατίζονται, καὶ «χαλνοῦν τὴ ζαχαρένια τους» καὶ χολοσκάνουν, αὐτοὶ οἱ δύο, «ζευγαράκι ταιριαστό», «…περνοῦν μὲ γέλοια καὶ μὲ χαρές, τρώγοντες, πίνοντες, εὐωχούμενοι, εἰς ὑγείαν ὅλων τῶν ὑποψηφίων…», και «τὸ ἔχουν δίπορτο». Μὲ ὅποιον κόμμα νικήσῃ, θὰ εἶναι φίλοι καὶ οἱ δύο, ἀφοῦ θὰ εἶναι ὁ εἷς. «Ὅποιος γάιδαρος, κι αὐτοὶ σαμάρι».
 
Κατά τον Γιάννη τῆς Κ᾽σάφους, «Τὸ καλὸ ἀρνί, τρώει ἀπὸ δυὸ προβατίνες.» Ὁ Ἀλικιάδης ἦτο παμπόνηρος, καὶ τὰ χέρια του ὡμοίαζαν μὲ γάντζους. Δὲν ἠμποροῦσες νὰ τοῦ βγάλῃς λεπτὰ οὔτε μὲ τὸ δόλωμα οὔτε με τὸ «παρασούβλι» Ο Μανώλης ὁ Πολύχρονος, «λίαν πεπειραμένος» περί τα εκλογικά, δεν έχει και πολλή εμπιστοσύνη στους «πληρωμένους» ψηφοφόρους: «― Ἄχ! δὲ ξέρεις παιδί μ᾽, ἀπ᾽ αὐτά. Τὸ ψάρι, ἐνῷ θαρρεῖς ὅτι τὸ κρατεῖς, ἔξαφνα γλιστράει καὶ φεύγει. «Χάνος εἶμαι, χάνομαι… μπέρκα ᾽μαι, δὲν πιάνουμαι… γιοῦλος εἶμαι σὲ γελῶ… καὶ τὰ δίχτυα σου χαλῶ».
 
Στου Χαλασοχώρηδες πάλι, ο Μανόλης ο Πολύχρονος μιλάει με φράσεις αλληγορικές και μεταφορές παρμένες από τη ζωή των θαλασσινών: «Συγχρόνως ἀνήρχετο κατόπιν των ἡ ἄλλη συνοδία, καὶ ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, ἐν τῶ μέσῳ ἱστάμενος, ἔλεγε ταπεινῇ τῇ φωνῇ, μὲ ἀλληγορικάς, ὡς συνήθιζε, φράσεις: «Αὔριο, παιδιά, πέφτει τὸ μεγάλο ψάρι… Νά ᾽χετε τὸ νοῦ σας… Μὴ μᾶς 〈τὸ〉 φάῃ τὸ θεριό (κ᾽ ἐδείκνυεν ἑκατὸν βήματα ἀπωτέρω, διὰ μέσου τοῦ σκότους, περὶ τὴν κινουμένην ἀμυδρὰν λάμψιν τοῦ προπορευομένου φανοῦ, τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν μὲ τὴν συνοδίαν του). Νὰ πιάσουμε τὰ πόστα… Μὴ μᾶς φάῃ τὸ ψάρι ὁ γαλιός… Ὣς τὸ μεσημέρι ὁ ροφὸς ἀριβάρει (νὰ πάρουμε, ὡς-τὰ-χωρατά, μιὰ βάρκα, νὰ πεταχτοῦμε ὣς τὰ νησιά, νὰ κάμουμε καρτέρι)… ροφὸς ἑφταοκαδιάρικος, φρέσκος!… Θὰ πέσουν καὶ κάτι συναγριδάκια, δὲ σᾶς λέω… Μὰ βάρδα ἀπ᾽ τὸ σκυλόψαρο (κ᾽ ἐδείκνυε τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν). Διπλὲς ἀπετουνιές, τριπλᾶ παραγάδια… μὲ χονδροὺς φελλοὺς καὶ μὲ μολυβῆθρες πενηντάρικες… Καὶ τὰ μάτια σας τέσσερα… Νὰ στέκεσθε ἀ-ρόδο, νά ᾽χετε ἀ-πρόντο, καὶ τὶς πράγκες καὶ τὰ καμάκια… καὶ τὸ σηπιογυάλι ἕτοιμο… γιατὶ ἀλλοιῶς δὲ βγαίνει λαδιά».
 
Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί δημώδεις λέξεις και στους τίτλους των διηγημάτων του: Τὸ Ζωντανὸ κιβούρι μου, Ἡ Ἀσπροφουστανοῦσα, Τὰ Καλαμπούρια ἑνὸς δασκάλου, Ὁ Ἀβασκαμὸς τοῦ Ἀγᾶ, Τὸ Κουκούλωμα, Τ᾿ Μποῦφ᾿ τ᾿ πλί· με άλλα λόγια η λαϊκή γλώσσα δεν χρησιμοποιείται μόνον εκεί που θα ήταν ίσως απαραίτητη, αλλά αναμειγνύεται με άλλα λόγια κι εκκλησιαστικά στοιχεία, καθώς και με αυτούσιες εκφράσεις της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Κατά την εκτίμησή μου, οι επιλογές αυτές του Παπαδιαμάντη αποτελούν ταυτόχρονα και την έμπρακτη τοποθέτησή του σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα· ο συγγραφέας, όπως και πολλοί δημοτικιστές, αναγνωρίζουν ασφαλώς ότι η γλώσσα του λαού χρειάζεται «δούλεμα», ωστόσο απορρίπτει την «επιστροφή» στην αρχαία ελληνική γλώσσα:
 
«Ὅπως ἓν ζωντανὸν σῶμα δὲν δύναται νὰ ζήσῃ δι᾿ ἐνέσεων, τρόπον τινά, ἀπὸ κόνιν ἀρχαίων σκελετῶν καὶ μνημείων, ἄλλο τόσον δὲν δύναται νὰ ζήσῃ, εἰμὴ μόνον κακὴν καὶ νοσηρὰν ζωήν, τρεφόμενον μὲ τουρσιὰ καὶ μὲ κονσέρβας εὐρωπαϊκάς. Ἔχει πολλὰς ἀνάγκας καὶ ἀδυναμίας ἡ γλῶσσα. Ἔχει τὴν δεσπόζουσαν ἀνάγκην καὶ τὴν ἀδυναμίαν τοῦ νεωτερισμοῦ. Φοβερὰ εἶναι τοῦ ξενισμοῦ ἡ ἐπίδρασις. Εἶναι ἀναγκαιότατον κακόν, τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲν ἀπείργεται. Ἐὰν κλείσῃ τις τὴν θύραν, θὰ εἰσέλθῃ διὰ τῶν παραθύρων· ἐὰν κλείσῃ τὰ παράθυρα, θὰ εἰσδύσῃ διὰ τῶν ρωγμῶν καὶ σχισμάδων· ἐὰν στουπώσῃ τις τὰς σχισμάδας, θὰ εἰσχωρήσῃ ἀοράτως δι᾿ αὐτοῦ τοῦ συμπαγοῦς σώματος τῆς οἰκοδομῆς.»
 
Και παρακάτω: «Ὑπάρχει καὶ ἀλληλεγγύη, ἐπὶ τέλους. Ἀδύνατον εἶναι γλῶσσα ζωντανή, σύγχρονος, ἔχουσα πόθον καὶ ἀξίωσιν νὰ ζήσῃ, νὰ μὴ αἰσθάνεται βαθεῖαν τὴν ἀλληλεγγύην αὐτήν. Ἀλλ᾿ ἡ γλῶσσα ἡ Ἑλληνικὴ ἔπρεπε <νὰ> βλέπῃ μακράν, ὡς φάρον παμφαῆ, τὴν λαμπρὰν αἴγλην τῆς ἀρχαίας, χωρὶς νὰ ἔχῃ τέρμα τὸν φάρον αὐτόν. Ὁ φάρος ὁδηγεῖ εἰς τὸν λιμένα, δὲν εἶναι αὐτὸς λιμήν
 
«Πάλιν, τὰς γλώσσας τὰς νεωτέρας ἔπρεπε νὰ τὰς ἔχῃ σύμπλους, χωρὶς νὰ ρυμουλκῆται ἀπὸ καμμίαν ἐξ αὐτῶν. Διότι <ἂν> ὁ νεωτερισμὸς εἶναι ἀνάγκη, δὲν ἕπεται ὅτι πρέπει νὰ τὸ παρακάμνωμεν εἰς τὸν νεωτερισμόν. Τὸ ζήτημα δὲν εἶναι πῶς νὰ ἐμφορηθῶμεν κατὰ κόρον ἀπὸ ξενισμούς, ἀλλὰ πῶς νὰ φέρωμεν ἀντίδρασιν, πῶς νὰ μετριάσωμεν τὴν ἀνάγκην τοῦ ξενισμοῦ. Χαλινοῦ καὶ ὄχι πτερνιστῆρος ἡ ὀργῶσα φύσις ἔχει ἀνάγκην.»
 
Αξίζει ακόμη να παραθέσουμε την γνώμη του Παπαδιαμάντη για την λεγόμενη Εσπεράντο, μια διεθνή τεχνητή γλώσσα που κατασκευάστηκε το 1887 από τον πολωνοεβραίο γιατρό Λουδοβίκο Λάζαρο Ζαμένχοφ, (τον λεγόμενο Δόκτορα Εσπεράντο – εξ ου και το όνομα) από στοιχεία Ευρωπαϊκών γλωσσών:
 «Ἄλλο ἐλάττωμα τῆς γλώσσης μας εἶναι τὸ πολυσύλλαβον. Καὶ διὰ τοῦτο θὰ ἦτο εὐκταία ἡ εἰσαγωγὴ τῆς Βολαποὺκ ἢ τῆς Ἐσπεράντο, ἀφοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσαγάγωμεν παρ᾿ ἡμῖν τὴν Ἀγγλικὴν γλῶσσαν ὅλην, αὐτούσιον. Ἀλλ᾿ εἰς τὴν βόρειον Ἑλλάδα, ὅπου εἶναι παλαιότερα τὰ λαλούμενα Ἑλληνικὰ (θέλω νὰ εἴπω, ἴσως εἶναι παλαιότεροι οἱ λαλοῦντες Ἕλληνες) ἐτελειοποιήθη κατὰ τοῦτο ἡ γλῶσσα, φθάσασα μέχρι τοῦ μονοσυλλάβου τῶν λέξεων. Ἀφοῦ οὕτως ἔχει τὸ πρᾶγμα, ἐὰν θέλωμεν νὰ γράφωμεν τὴν δημώδη, διατί νὰ μὴ γράφωμεν τοὺ στάρ, τοὺ κθάρ, ὅπως προφέρεται εἰς τὴν πατρίδα μου, ἀλλά, τὸ σιτάρι, τὸ κριθάρι, ὅπως προφέρουν οἱ ὄψιμοι Ἕλληνες τῶν νοτιανατολικῶν μερῶν; Εἰς τὴν πατρίδα μου τὸ χωράφι προφέρεται τοὺ χουράφ᾿ (νομίζω νὰ παρετήρησα ὅτι οἱ φθόγγοι Ι καὶ ΟΥ συγκόπτονται ἐὰν ἦσαν ἐξ ἀρχῆς ι και ου, ἀλλὰ μόνον τρέπονται ἐὰν ἦσαν ἀρχῆθεν ε καὶ ο)· ἀλλ᾿ εἰς τὰ χωρία τοῦ Πηλίου, μᾶλλον προηγμένα εἰς τὴν γλωσσικὴν ἐξέλιξιν, προφέρεται τοὺ χ᾿ράφ᾿. Ἰδοὺ λοιπόν, στάρ, κθάρ, χράφ. Οὕτω θὰ ἔπρεπε νὰ γράφεται ἡ γλῶσσα. Τί μᾶς χρειάζεται ἡ Ἐσπεράντο, καὶ τὸ μονοσύλλαβον τῶν λέξεων τῆς Ἀγγλικῆς;»
 
Στον «Ξεπεσμένο δερβίση» περιγράφεται, σχεδόν ποιητικά, ο ήχος του «νάϊ»: «Κάτω εἰς τὸ βάθος, εἰς τὸν λάκκον, εἰς τὸ βάραθρον, ὡς κελάρυσμα ρύακος εἰς τὸ ρεῦμα, φωνὴ ἐκ βαθέων ἀναβαίνουσα, ὡς μύρον, ὡς ἄχνη, ὡς ἀτμός, θρῆνος, πάθος, μελῳδία, ἀνερχομένη ἐπὶ πτίλων αὔρας νυκτερινῆς, αἰρομένη μετάρσιος, πραεῖα, μειλιχία, ἄδολος, ψίθυρος, λιγεῖα, ἀναρριχωμένη εἰς τὰς ριπάς, χορδίζουσα τοὺς ἀέρας, χαιρετίζουσα τὸ ἀχανές, ἱκετεύουσα τὸ ἄπειρον, παιδική, ἄκακος, ἑλισσομένη, φωνὴ παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνοῦ χειμαζομένου, λαχταροῦντος τὴν ἐπάνοδον τοῦ ἔαρος.»
 
Ας δούμε τώρα πώς μιλάει ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς ὁ Μόσκοβος, όταν απευθύνεται σ’ έναν πολιτικάντη της εποχής:
«― Γιά νὰ σοῦ πῶ, κὺρ Μανώλη, τοῦ εἶπε μὲ τὴν ραγδαίαν καὶ ὄχι πολὺ καθαρεύουσαν προφοράν του· μὴ θαρρῇς πὼς εἶμαι βολικὸ πρᾶμα γιὰ νὰ μὲ μπαρκάρῃς ἐσὺ στὸ σκολειὸ μέσα;… Ἐμένα εὔκολα δὲ μὲ τσουρμάρεις… οἱ ἀθρῶποι δὲν εἶναι μπαοῦλα γιὰ νὰ τοὺς μπατάρετε σεῖς ὅπως θέλετε, μπάτει ἀπὸ δῶ, μπάτει ἀπὸ κεῖ… μὴ σᾶς χρειάζεται ἀκόμα καὶ κανένας κάβος, καμμιὰ γούμενα γιὰ νὰ μᾶς δέσετε, μὴ-μπὰς καὶ σᾶς σκαπουλάρουμε;… τίποτες ἀμπάσες μοῦδες μὴ θέλετε γιὰ νὰ μᾶς ἀρμενίζετε πρύμα; Καλούμα ἀπὸ δῶ, ὄρτσα ἀπὸ κεῖ, φούντα ἐκεῖ! Ἐμένα, γιὰ νὰ σοῦ πῶ, εὔκολα-εὔκολα δὲν μπορεῖς νὰ μὲ σκαντζάρῃς μὲ τὸ μυαλὸ τὸ δικό σου. Ἴσα τρίγκο, ἴσα παρουκέτο, μάινα μπαμπαφίγκο! Γιὰ καμμιὰ τσομπανοφλοέρα, μ᾽ ἐπῆρες καὶ μοῦ κόλλησες στὰ νερά, σὰν νὰ σοῦ κατέβηκε νὰ σὲ τραβήξω γιουντέκι ἢ ν᾽ ἀρμενίσουμε κουσέρβα; Ἀβάρα! Σία! Ἀνοιχτά! Ὁ Μανώλης δὲν ἠδυνήθη νὰ μὴ γελάσῃ, κ᾽ ἔσπευσε ν᾽ ἀπαλλάξῃ τὸν μπαρμπα-Στεφανὴ τῆς φορτικῆς συνοδίας του.»
 
Στη «Δασκαλομάννα», σχεδόν φωνογραφικά, αποτυπώνεται η γλώσσα που μιλούσαν τα παιδιά στην καθημερινή τους ζωή. Ο Γιάννης ο Βρικολακάκης, ζωηρός και ατίθασος μαθητής που «έχει χάσει πολλές χρονιές», συμβουλεύει τα μικρότερα παιδιά του σχολείου: ― Ἀκοῦστε ἐμὲ νὰ σᾶς πῶ! Νὰ μὴν ἀνοίγετε χαρτί!… Νὰ μὴν ἀκοῦτε τὸ δάσκαλο! Νὰ μὴ φοβᾶστε τς πατεράδες σας!… Νὰ δέρνετε τς μαννάδες σας! Και λίγο παρακάτω: «Ἐνθυμούμενος τὰ παλαιὰ ἐκεῖνα χρόνια, δὲν ἔπαυε νὰ οἰκτείρῃ τὴν παροῦσαν κατάστασιν τοῦ σχολείου, ὅπου ὅλα τὰ παιδιὰ ἦσαν μικρά, ὅλο σμαρίδα, ὅλο ἀθερίνα. Πρῶτα ἦσαν ὅλο μεγάλοι. «Ποῦ νὰ ἤσαστε σεῖς τὸν καιρὸ ποὺ ἦτον ὁ ἄλλος ὁ δάσκαλος ποὺ πέθανε, ὁ Φλάσκος, Φλασκο-μπιμπῖνος, ὁ κιτρινιάρης!»
 
Στον «Τυφλοσύρτη», ο δάσκαλος διεξάγει ανακρίσεις για να βρει τον «ένοχο» που αντέγραψε τη μετάφραση ενός αρχαίου κειμένου στον πίνακα, χωρίς αποτέλεσμα· οι μαθητές δεν «μαρτυρούν» δημόσια τον ένοχο, αφού «καὶ ἂν ἦτό τις μαρτυριάρης, ἐφοβεῖτο νὰ ἐξασκήσῃ τὴν τοιαύτην ροπήν του ἐν πλήθοντι θαλάμῳ, ἐν ἀντιπαραστάσει διδασκάλου καὶ μαθητῶν.» Ο δάσκαλος αρχίζει να «τις βρέχει» σχεδόν αδιακρίτως: «Ὁ νέος ἐφώναζεν ὅτι δὲν ἔπταιεν αὐτός, ὅτι καὶ ἄλλοι εἶχον ὠφεληθῆ ἤδη ἀπὸ τὸ ἴδιον βοήθημα, «ἐπειδὴ τὸ μάθημα ἦταν βαρὺ καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ μάθουν ἀπ᾽ ὄξου», καὶ ὅτι αὐτὸς δὲν ἦτο ὁ γράψας τὸ κείμενον ἐπὶ τοῦ πίνακος.» Τη μητρική του γλώσσα μιλάει κι ο Γιάννης ο Αλογάκης, ο οποίος ανέλαβε γενναία την ευθύνη για τη λαθροχειρία, ίσως για να γλυτώσει τους συμμαθητές του από το άδικο ξυλοφόρτωμα·  ωστόσο, παρά την ομολογία, είναι μάλλον απίθανο να έγραψε ο ίδιος το κείμενο στον πίνακα: «― Δάσκαλε, ἐπανέλαβεν ὁ Γιάννης Ἀλογάκης, ἐγὼ τὰ ἔγραψα εἰς τὸν μαυροπίνακα.» Μόλις αντιλαμβάνεται τις άγριες διαθέσεις του δασκάλου, συμπληρώνει: «― Μὴ μὲ δέρνῃς, γιατὶ μοῦ πονοῦν τὰ κόκκαλά μου, διδάσκαλε, εἶπεν ἀφελῶς. Μ᾽ ἔδειρες πολὺ τὲς προάλλες. Γονάτισέ με καλύτερα.» Ο μαθητής αισθάνεται μάλλον ταπεινωμένος κι εκφράζει τα συναισθήματά του ζωντανά κι εύστοχα με απλές λαϊκές κουβέντες: «― Τί χτυπᾷς, δάσκαλε; Τί χτυπᾷς; ἐγόγγυσεν ἀρχίσας νὰ κλαίῃ, ὄχι τόσον ἀπὸ τὸν πόνον τῶν ραβδισμῶν, ὅσον ἀπὸ ἄλλον ἐνδόμυχον πόνον αἰσχύνης καὶ ταπεινώσεως καὶ συναισθήσεως τοῦ ἀδίκου ὁ πτωχὸς νέος. Δὲ μοῦ φταῖς τουλόγου σου, δὲ μοῦ φταίει ἄλλος κανείς… Φταῖνε οἱ γονιοί μου, ποὺ δὲ θέλουν νὰ μὲ μπαρκάρουν… καὶ μ᾽ ἀφήνουν, κοτζὰμ-γαϊδούρι, νὰ μάθω μὲ τὸ στανιὸ γράμματα…»
 
Στη νουβέλα «Βαρδιάνος στα σπόρκα», εμφανίζεται ο Γερμανός γιατρός «Βούντ», πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο, που είναι υπεύθυνος στο λαζαρέτο και μιλάει σπασμένα ελληνικά, αν και ζει πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Ο Παπαδιαμάντης, χρησιμοποιώντας αριστοτεχνικά τη δημώδη γλώσσα, θ’ αναδείξει το ντόπιο ελληνικό ήθος της Σκεύως της Σαβουρόκοφας, σε αντιπαράθεση με το «φράγκικο» ήθος του γιατρού: «Ἀπὸ τῆς ἑσπέρας ἐκείνης, καθ᾽ ἣν ἡ θεια-Σκεύω, ἐπιστρέφουσα ἀπὸ τὴν οἰκίαν τῆς Γερακίνας, ἤκουσε τὸ δυσοίωνον ἄγγελμα, τὸ ὁποῖον τῆς ἔστειλεν ἐν τῇ ἀώρῳ καὶ ἀσυνειδήτῳ σκληρότητί του ἓν παιδίον ἀπὸ μίαν βάρκαν: «Θεια-Σκεύω Σαβουρόκοφα! ὁ γυιός σου εἶναι ἄρρωστος στὸν Τσουγκριᾶ ἀπὸ χολέρα…»
 
Η μάνα, μόλις μαθαίνει ότι ο γιος της είναι «σπορκαρισμένος» στον Τσουγκριά, παίρνει αμέσως την απόφασή της: θα ντυθεί «αντρίκεια» και θα περάσει ως φύλακας («βαρδιάνος») στα Σπόρκα: «…ἡ Σκεύω δὲν ἤκουσε πλέον ἄλλην φωνὴν ἢ αὐτὴν καὶ μόνην, τὴν ἀντηχοῦσαν εἰς τὰ ἐνδόμυχά της, καὶ χαραχθεῖσαν μὲ πυρίνους χαρακτῆρας ἐπὶ τῆς μητρικῆς καρδίας· καὶ δὲν ἔζησε πλέον ἄλλην ζωήν, ἢ τὴν συνεχομένην μὲ τὴν ζωὴν καὶ μὲ τὸν θάνατον τοῦ υἱοῦ της, καὶ ἀντανακλωμένην ἀπὸ τὴν κινδυνεύουσαν ὕπαρξιν ἐκείνου.» Τι νόημα θα είχε η ζωή, αν έχανε τον μονάκριβο γιο της;
Η χαροκαμένη Σκεύω, σχεδόν κυριολεκτικά, χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της: «Ἐπανῆλθεν, ἡ ἔρημη, εἰς τὸ σπιτάκι της. Πῶς ηὗρε τὸν δρόμον; Ποῦ ἐπάτησεν; Ἀπὸ ποῦ ἐπέρασε; ― Ποῖος ἐνθυμεῖτο; Ἤνοιξε τὴν θύραν της. Πῶς ἠμπόρεσε νὰ γυρίσῃ τὸ κλειδὶ εἰς τὴν κλειδότρυπαν; Εἰσῆλθε. Πῶς δὲν ἔπεσεν εἰς τὴν μέσην τοῦ δρόμου;»
 
Ο διάλογος με τον γιατρό είναι χαρακτηριστικός:
«Μὲ ἀποφασιστικότητα τιμῶσαν αὐτὴν μεγάλως, ἡ θεια-Σκεύω δὲν ἔδωκε καιρὸν εἰς τὸν ἰατρὸν νὰ τελειώσῃ τὴν ἐπιθεώρησίν του, ἀλλὰ κύψασα πρὸς τὸ οὖς του τοῦ εἶπε:
―Ἐγὼ εἶμαι ἡ Σκεύω, ἡ Γιαλινίτσα… ποὺ μὲ λένε κάποτε καὶ Σαβουρόκοφα.
Ὁ ἰατρὸς ἀνετινάχθη ὅλος ἐπὶ τοῦ στελέχους ἐφ᾽ οὗ ἐκάθητο καὶ ἐκάγχασε θορυβωδῶς.
― Χά, χὰ χά!…χὰ χὰ χά! Νὰ πάρῃ ὁ ντιάολος… ἐκεῖνο τὸ ὑγκειονόμο τὸ στραβούλιακα… ποὺ εἶναι καὶ φίλος μου!… χὰ χὰ χά! Καὶ ντὲν ηὗρε ἄλλο ὄνομα νὰ σοῦ ντώσῃ, ἑνὸς ζωντανοῦ, μόνον σοῦ ἔντωσε τὸ ὄνομα τοῦ πεταμένου… χὰ χὰ χά!
Εἶτα ἐπέφερε:
Εἶτα εὐθὺς ἠρώτησε:
― Καὶ τί σοῦ ἦρτε, Σκεύω, νὰ τὸ κάμῃς αὐτό;
Ἡ Σκεύω τὴν ἐρώτησιν ταύτην ἐπερίμενε.
― Γιὰ τὸ Θεό, γιατρέ, νά ᾽χῃς πολλὴ ζωίτσα… καὶ νὰ σοῦ δώσῃ ὁ Θεὸς ὅ,τι ἐπιθυμεῖς… νά ᾽χῃς καὶ καλὴ ψυχή… δὲν μοῦ λές, τί γίνεται ὁ γυιός μου, ὁ Σταῦρος; Εἶναι καλά; πέθανε; ζῆ; τὸν εἶδες τουλόγου σου;
Ὁ ἰατρός, ὅστις ἐξηκολούθει τὴν θορυβώδη εὐθυμίαν του, διεκόπη, ἀνεκάλεσε τὰς προσφάτους ἐκ τῶν ἐπισκέψεων τῆς ἡμέρας ἐντυπώσεις του καὶ εἶπεν:
―Ἄ! Ὁ Σταῦρος… τοῦ Γιαλῆ… Ὁ λοστρόμος… εἶναι γυιός σου. Ἄ! ναί… εἶναι ἄρρωστος… ὑπέφερε πολὺ… μὰ ντὲν ἔχει ἀνάγκη… τὰ ζήσῃ.
Ὁ ἰατρὸς ἀνεκάγχασε θορυβωδῶς.
―Ἄ! χὰ χὰ χά! ντιάολο! παράξενο! βαρντιάνος στὰ σπόρκα! Ἄ! ντιάολο! Καὶ τὸ στραβούλιακα τὸ ὑγκειονόμο;…
―Ἀν-καλὰ τί λέω ἐγκώ;… τὸ ὄνομα τοῦ ζωντανοῦ εἶναι κάποιου… τὸ ὄνομα τοῦ πεταμένου ντὲν ἔχει ἰντιοκτήτη, εἶναι ἔρμο… Ἔξυπνος ἐφάνη ὁ στραβούλιακας ποὺ σοῦ ἔντωκε τὸ ὄνομα τοῦ πεταμένου.»
Όπως είδαμε, ο «ξένος» γιατρός καθόλου δεν συγκλονίζεται με τη απόφαση της Σκεύως να ρισκάρει τη ζωή της – ενώ ο ρωμιός βαρκάρης που την πέρασε στο λαζαρέτο δακρύζει από συγκίνηση· στο δράμα και το αναμφισβήτητο ηθικό μεγαλείο της μάνας βλέπει απλώς ένα γραφειοκρατικό επεισόδιο, μια ευκαιρία για τρανταχτά γέλια και χάχανα.
 
Στον «Αμερικάνο», έχουμε δύο περιγραφές του ίδιου προσώπου· η πρώτη είναι του συγγραφέα και είναι γραμμένη στη μικτή παπαδιαμαντική γλώσσα: «Εἶχεν εἰσέλθει ἄνθρωπος ὑψηλός, καλοφορεμένος, ὣς σαρανταπέντε ἐτῶν, ὡραῖος, ἀνοικτοπρόσωπος, ἐξυρισμένος μύστακα καὶ γένειον, πλὴν ὀλίγων τριχῶν ὑπὸ τὸν πώγωνα καὶ πρὸς τὸν λαιμόν, μὲ παχεῖαν χρυσῆν καδέναν ἐπὶ τοῦ στήθους, ἀφ᾽ ἧς ἐκρέμαντο μικρὸν ἐγκόλπιον καί τινες βῶλοι χρυσοῦ. Ποίας φυλῆς, ποίου κλίματος ἦτο, δυσκόλως ἠδύνατο νὰ εἰκάσῃ τις. Ἐφαίνετο ἀποκτήσας οἱονεὶ ἐπίχρισμα ἐπὶ τοῦ προσώπου, ὡς προσωπίδα τινὰ ἄλλου κλίματος, εὐζωίας καὶ πολιτισμοῦ, ὑφ᾽ ἣν ἐλάνθανε κρυπτομένη ἡ ἀληθὴς καταγωγή του. Ἐβάδιζε μὲ βῆμα ἀβέβαιον, ρίπτων βλέμμα ἔτι ἀβεβαιότερον πρὸς τὰ περὶ αὑτὸν πρόσωπα καὶ πράγματα, ὡς νὰ προσεπάθει νὰ κατατοπισθῇ ὅπου ἦτο.»
 
Ο ναυτικός που έφερε τον ξένο στο νησί χρησιμοποιεί τα ντόπια σκιαθίτικα:
«― Εἶναι ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ξουραφισμένο τὸ μουστάκι καὶ τὰ γένεια, κ᾽ ἔχει ἀφημένες μόνον τρίχες ἀποκάτ᾽ ἀπ᾽ τὸ σιαγόνι καὶ στὸ λαιμό. Μοῦ φάνηκε σὰν Ἐγγλέζος, σὰν Ἀμερικάνος, μὰ ὄχι πάλι σωστὸς Ἐγγλέζος οὔτε σωστὸς Ἀμερικάνος· τὰ ὀλίγα λόγια ποὺ μοῦ εἶπε ρωμέικα, τὰ εἶπε μ᾽ ἕναν τρόπο δύσκολο καὶ συλλογισμένο, ὄχι καὶ πολὺ ξενικό, σὰν νὰ ἤξερε μιὰ φορὰ ρωμέικα καὶ τὰ ξέχασε. Τὲς πλειότερες φορὲς συνεννοηθήκαμε μὲ κάτι λίγα ἰταλικὰ ποὺ ξέρω κ᾽ ἐγώ.» Κι ενώ τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα επάνω του, ο άγνωστος «διὰ νὰ μὴ δείξῃ ὅτι ἀπέφευγε συστηματικῶς τοὺς ἀνθρώπους», πλησιάζει την παρέα κι αποφασίζει να μιλήσει «ἑλληνιστί, μετά τινος παχυστομίας καί δυσκολίας περὶ τὴν προφοράν.»
 
Ο Αμερικάνος δεν είχε ύπνο και τριγυρίζει στο χωριό· γρήγορα βρίσκεται έξω από το σπίτι της παλιάς αρραβωνιαστικιάς του και ακούει τη μάνα της να μιλάει:
― Δὲ μαζώνεις τὸ νοῦ σ᾽, θὰ πῶ, δυχατέρα; Οὗλο θὰ κλαῖς, πλιό;… Τά! τί λογᾶτε;… Σὰ σ᾽ ἀκούω, δυχατέρα!… ξεχωρίσαμε ἀπ᾽ τὸν κόσμο, πλιό… Τί, μοναχή σ᾽ εἶσι;… Ὅντις σ᾽ ἐγυρεύανε, τότες ποὺ ἤτανε σ᾽νέχ᾽, ποὺ πῆε σ᾽ν Ἀμέρικα οὑ προκομμένους, γιατί δὲ θέλησες κανένανε; Δὲ σ᾽ τά ᾽λεγα ἐγώ; Γιατί δὲν ἀκοῦς τ᾽ μάννα; Σ᾽ τά ᾽λεγα, ἕνα κιριμέ. Τώρα, σὰ μεγάλωσες, ποιὸς φταίει; Κὶ μοναχή σ᾽ τάχα εἶσι; Εἶν᾽ ἄλλες μεγαλύτερις. Τοὺ Μυγδαλιὼ τς Μάχους, κὶ τοὺ Κρουσταλλιὼ τς Γιώργινας, τί σ᾽νέριο τς ἔχεις ἐσύ;
Ὁ ξένος ἦτο ὅλος ὦτα, κ᾽ ἐφαίνετο παραδόξως ἐννοῶν τί ἔλεγεν ἡ γραῖα, μᾶλλον ἐξ ἐπιπνοίας καὶ συνειδήσεως, ἢ ἀπὸ τὰ ὀλίγα ἑλληνικὰ ὅσα ἐφαίνετο νὰ ἠξεύρῃ.
Αργότερα, στο καπηλειό του Μπέρδε, ο Βαγγέλης ο Παχούμης, θ’ αποκαλύψει πώς είχαν τα πράγματα: «― Βρὲ παιδιά, θυμᾶστε, κανένας ἀπὸ σᾶς, τὸ Γιάννη τ᾽ μπαρμπα-Στάθη τ᾽ Μοθωνιοῦ, ποὺ λείπει στὴν Ἀμέρικα ἐδῶ κ᾽ εἴκοσι χρόνια;»
 
Σωστά είχε μαντέψει και ποιός ήταν ο «ξένος» και τι ακριβώς ήθελε· αυτό που έκαιγε τον Αμερικάνο ήταν η τύχη της παλιάς αρραβωνιαστικιάς του, κι ο Βαγγέλης θα τα πει όλα δημόσια, χαρτί και καλαμάρι: «― Εἶχε τὸ Μελαχρὼ τῆς θεια-Κυρατσῶς τῆς Μιχάλαινας. Καὶ σὰν ἔφυγε καὶ ἀπέρασαν δυὸ-τρία χρόνια, τὴν ἐγύρεψαν πολλοί, γιατὶ τὸ κορίτσι εἶχε χάρες κ᾽ ἐμορφιές, καὶ τιμημένη ἦτον, καὶ μορφοδούλα, ἡ μόνη κεντήστρα τοῦ χωριοῦ μας, καὶ προικιὰ εἶχε καλά. Μὰ τὸ Μελαχρὼ δὲ θέλησε κανέναν, ὅσο ποὺ ἀπέρασαν τὰ χρόνια κ᾽ ἔγινε κι αὐτὴ γεροντοκόριτσο. Καὶ μὲ τὸ ἂχ καὶ μὲ τὸ βάχ, ἀδυνάτισε τώρα κ᾽ ἐχλώμιανε, μὰ ὣς τόσο, ὅταν ἡ γυναίκα ἔχῃ καλὸ σκαρί, δύσκολα γεράζει. Ἀκόμα τὸ λέει, βρὲ παιδιά, θὰ εἶναι παραπάν᾽ ἀπὸ τριανταπέντε, καὶ φαίνεται νὰ εἶναι ὣς εἰκοσιπέντε· ἔτυχε μιὰ μέρα νὰ τὴν ἰδῶ, ποὺ τοὺς κουβάλησα ἕνα σακκὶ ἀλεύρι· ὅσο τὴν κοιτάζῃς, τόσο νοστιμίζει!» Πάλι «ἐξ ἐπιπνοίας καὶ συνειδήσεως» θα καταλάβει ο Αμερικάνος τι μολογούσε ο Βαγγέλης ο Παχούμης: «Ἡ ὄψις τοῦ Ἀμερικάνου ἐφαιδρύνθη, καὶ ἀκτὶς εὐτυχίας, διαπεράσασα τὸ ἐπίχρισμα ἐκεῖνο καὶ τὴν οἱονεὶ προσωπίδα, περὶ ἧς εἴπομεν ἐν ἀρχῇ, ἠγλάισε τὸ πρόσωπόν του.» Χρονιάρες μέρες, το καλό μαντάτο διαδόθηκε γρήγορα: «Ὅσοι δὲν τὸ ἔμαθαν εἰς τὴν γειτονιάν, τὸ ἔμαθαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Καὶ ὅσοι δὲν ὑπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τὸ ἔμαθαν ἀπὸ τοὺς ἐπανελθόντας οἴκαδε τὴν αὐγήν, μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς θείας λειτουργίας.»
 
Στα «Ρόδιν’ ακρογιάλια» βρίσκουμε μια ωραία μεταφορά: «Ὁ γερο-Γατζῖνος μοῦ ἔκαμε καφέν, χωρὶς νὰ τοῦ παραγγείλω. Δὲν ἦτο ἡ ὥρα τώρα δι᾿ ὁμιλίαν. Εἰς τὰς ὥρας τοῦ ροδίνου λυ-καυγοῦς κανὲν τοιοῦτον δὲν ἔχει τὸν τόπον του. Δὲν εἶχε σκάσει ἀκόμη τ᾿ ἀφιόνι. [σ.σ.= δεν είχε φύγει ακόμα η ζάλη, η νάρκη του ύπνου, οι στιγμές που ο άνθρωπος περνάει από τον ύπνο «στον ξύπνιο»] Ἦτο ἡ ὥρα διὰ μαχμουρλίκι τουρκικόν·»
 
Αφιόνι λέγεται το όπιο ή το δηλητήριο· ο Κολοκοτρώνης γράφει: «Αὐτὸς τὸ ἐπῆρε τὸ γράμμα, τὸ ἄνοιξε, καὶ εἶδε ὅτι δὲν ἤθελα νὰ ὑπάγω, καὶ τότε ἀποφάσισε νὰ βάλει εἰς τὸ κρασὶ ἀφιόνι.» Η λέξη προέρχεται από την αρχαία ελληνική:  < μσν. αφιόνι(ον) αντδ. < τουρκ. afyon -ι(ον) < περσ. < ελνστ. ὄπιον (υποκορ. του αρχ. ελλ. ὀπός).
 
Στο εξαιρετικό γλωσσάρι που συνέταξε ο Ν.Δ. Τριανταφυλόπουλος αναφέρεται η λέξη «Καραμάνης», με την εξής σημείωση: «Έγραφα στο γλωσσάρι του Δ’ τόμου: «Αγνοώ τις ακριβώς σημαίνει. Ίσως «ορμούσε ως Τούρκος από την Καραμανιά». Υπάρχει άραγε σχέση με τον Καραμανίτη του «Ερωτόκριτου»; Πάντως στη Σκιάθο λένε καραμάνη ένα ξύλο που χρησιμοποιούν στην καθέλκυση του πλοίου. Ο κ. Καραποτόσογλου, μου υποδεικνύει πως η ορθή σημασία της φράσης είναι «ορμούσε με την ορμή που χτυπά τα βάζια ο καραμάνης.» Συνεπώς και το κύριο όνομα πρέπει να διορθωθεί σε προσηγορικό με μικρό κάππα.» (Σελ. 426, 5ος τόμος. Εκδ. Δόμος.)
 
Κατά την εκτίμησή μου, ο Παπαδιαμάντης με τη λέξη Καραμάνης εννοεί απλώς το τσομπανόσκυλο, το σκυλί του κοπαδιού· «Καραμάνηδες» είναι ονομασία αρσενικών, συνήθως μαύρων τσομπανόσκυλων στα χωριά της ορεινής δυτικής Μακεδονίας*· στο κείμενο γίνεται λόγος για βουκόλους, δηλαδή βοσκούς, και νομίζω μια επιπλέον «ναυτική» μεταφορά δεν ταιριάζει στην σκηνή: ο Τριαντάφυλλος ορμάει σαν άγριος, δυνατός σκύλος· η παρομοίωση μ’ ένα σκέτο ξύλο που χτυπάει «τα βάζια» του πλοίου, νομίζω είναι πολύ φτωχή για τον Παπαδιαμάντη: η κίνηση του Τριαντάφυλλου είναι απρόβελεπτη, πλούσια, έντονη, κίνηση ζωντανού πλάσματος («κατσαμάκια»), με ποικιλία ήχων («ἐμυκᾶτο τρομακτικὰ ὡς ταῦρος»), επιφωνημάτων («ἐσφύριζε τὰ προστάγματα τῶν βουκόλων») κλπ., όπως ακριβώς συμβαίνει με το σκυλί που μαζεύει τα ζώα στη μάντρα, παλεύει ή ορμάει. (Στη Μακεδονία, για τα σκυλιά, λέγεται και το ρήμα «σουντάω»= ορμάω, εφορμώ σαν σκύλος ή προτρέπω τα σκυλιά να ορμήξουν). Η κίνηση ενός άψυχου, κυριολεκτικά ξύλινου «καραμάνη» προφανώς απέχει πολύ από την εικόνα που θέλει να μεταφέρει ο συγγραφέας· αντιθέτως: το σκυλί του κοπαδιού ορμάει γύρω από τα ζώα, χωρίς πραγματικά επιθετικές διαθέσεις, χωρίς να δαγκώνει στα σοβαρά κλπ., όπως ακριβώς κάνει ο Τριαντάφυλλος. Άλλωστε, παρόμοια ευτράπελα «δρώμενα» ήταν συνηθισμένα στην ελληνική επαρχία τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα:
«Λοιπὸν ἐχόρευεν ὡς ἀρκούδα ὁ Κούκιας, ἢ ἐφώρμα ὡς καραμάνης τάχα κατεπάνω εἰς τὸν Τριαντάφυλλον. Ὁ δεύτερος ἀπήντα διὰ κωμικοῦ μορφασμοῦ καὶ γρυλισμοῦ, κ᾿ ἔκαμνε τόσα «κατσαμάκια», ὥστε ὁ πρῶτος δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν φθάσῃ. Τότε ὁ Κούκιας ἐμυκᾶτο τρομακτικὰ ὡς ταῦρος, καὶ ὁ Τριαντάφυλλος ἐσφύριζε τὰ προστάγματα τῶν βουκόλων, δι᾿ ὧν ἐζήτει τάχα νὰ ἐπαναφέρῃ τὸν Κούκιαν εἰς τὴν μάνδραν του.»
 
Δεν είμαι σε θέση να προσδιορίσω αν το Καραμάνης, ως όνομα τσομπανόσκυλων, έχει κάποια σχέση με την Καραμανία ή τους κατοίκους της· θα μπορούσε να είναι ράτσα σκύλων· ίσως πάλι το καρά- να έχει επιτατική σημασία, να δηλώνει το δυνατό σκυλί ή να σημαίνει απλώς το μαύρο χρώμα. Όπως και νάχει, ο Παπαδιαμάντης γράφει για σκύλο· επομένως, ως όνομα τσομπανόσκυλου, το καραμάνης ενδεχομένως πρέπει να διορθωθεί εκ νέου σε Καραμάνης (με κεφαλαίο).
 
Ως μεταφραστής του μυθιστορήματος «Ο Αμερικανός Μοντεχρήστος», ο Παπαδιαμάντης αποδίδει το αγγλικό πρωτότυπο μ’ ένα λαϊκό σκιαθίτικο νανούρισμα, προφανώς άγνωστο στον Άγγλο συγγραφέα:
Αγάλια – γάλια, νάνι νάνι
Κηραλοιφίτσα να το γιάνη.
Στην μετάφραση του «Μαξιώτη», διαβάζουμε: «Συγχρόνως δε, θάλασσα έπληξε την υπήνεμον πλευρά του πλοίου, με δύναμιν βαρείας σφύρας, και η τροχαλία του άκρου ιστού ήρχισε να ηχή.»· αμέσως μετά, ο Παπαδιαμάντης σημειώνει αστερίσκο και γράφει τα εξής εκπληκτικά: «Ή, αν προτιμάτε, ο μακαράς του τσιμπουκιού απ’ το άλμπουρο άρχισε να τσαμπουνά.», ενώ σε παρένθεση σημειώνει: «Ώστε, βλέπετε, πάντοτε νεκρά είναι η γλώσσα δι’ όσους δεν είναι του είδους τους να την εννοήσουν

MAGNA CARTA - ΧΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (1215)

MAGNA CARTA (Μάγκνα Κάρτα)

Η Μάγκνα Κάρτα (Magna Carta, στα λατινικά «Μεγάλο Χαρτί»), που αποκαλείται και Magna Carta Libertatum («Μεγάλος Χάρτης των Ελευθεριών»), είναι ένας αγγλικός καταστατικός χάρτης ο οποίος αρχικά εκδόθηκε το 1215. Η Μάγκνα Κάρτα θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά έγγραφα στην ιστορία της δημοκρατίας.

Αρχικά γράφτηκε λόγω διαφωνιών μεταξύ του Πάπα Ιννοκεντίου του Γ', του Βασιλιά Ιωάννη της Αγγλίας και των Άγγλων Βαρώνων σχετικά με τα δικαιώματα του βασιλιά. Η Μάγκνα κάρτα ζητούσε από το Βασιλιά να αποκηρύξει κάποια δικαιώματά του, να σεβαστεί τις νομικές διαδικασίες και να αποδεχτεί ότι θα δεσμεύεται από τους νόμους και προστάτευε δικαιώματα των υπηκόων του Βασιλιά, ιδιαίτερα από την παράνομη φυλάκιση...

 Γενικά 

Μάγκνα Κάρτα (Μέγας Χάρτης) είναι ένας χάρτης δικαιωμάτων που αναγκάστηκε να παραχωρήσει ο βασιλιάς της Αγγλίας Ιωάννης ο Ακτήμονας στους ευγενείς, στον κλήρο και στην εμπορική και αγροτική τάξη. Είναι γραμμένος στα λατινικά, και γι’ αυτό έχει γίνει γνωστός με τη λατινική ονομασία του. Ο βασιλιάς δεν σεβάστηκε τις υποσχέσεις που είχε δώσει το 1213, οπότε το Πάσχα του 1215 μια ομάδα βαρόνων συμμάχησε για να τον υποχρεώσει να αποκηρύξει τις αυθαιρεσίες του.

Η ενέργεια αυτή είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν τον βασιλιά όλοι σχεδόν οι ευγενείς, ο κλήρος και ο λαός και να τον αναγκάσουν να υπογράψει στις 17 Ιουνίου 1215, στο Ρουνιμέντε του Ουίνδσορ, το κείμενο που του πρότειναν οι βαρόνοι.

Από τις σημαντικότερες διατάξεις της Μάγκνα Κάρτα είναι αυτές που αναφέρονται στον σεβασμό της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου, την απαγόρευση δηλαδή της φυλάκισης, εξορίας ή τιμωρίας χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση, στην υποχρέωση του βασιλιά να ζητά τη συγκατάθεση του Μεγάλου Συμβουλίου για την επιβολή φόρων και, τέλος, στην αναγνώριση των εξουσιών του Μεγάλου Συμβουλίου (που εξελίχτηκε στο σημερινό Κοινοβούλιο). Αρχικά η Μάγκνα Κάρτα ήταν ένα συμβιβαστικό κείμενο για την ισοστάθμιση των δικαιωμάτων του βασιλιά και των φεουδαρχών, αλλά σταδιακά, με μια αργή και επίμοχθη διαδικασία, τα ευεργετήματα που καθιέρωνε επεκτάθηκαν σ’ ολόκληρο τον λαό. Θεωρείται το πρώτο συνταγματικό κείμενο της Αγγλίας και η βάση των ελευθεριών της. 

Το κείμενο αποτελεί αποτέλεσμα πολλών διαπραγματεύσεων. Οι περισσότεροι όροι του αφορούν μάλλον συγκεκριμένα και μακροχρόνια παράπονα παρά γενικές νομικές αρχές. Μερικά από αυτά τα παράπονα είναι προφανή, αλλά μπορούμε να τα κατανοήσουμε μόνο μέσα στο πλαίσιο της φεουδαρχικής κοινωνίας στην οποία προέκυψαν.

Ο Ιωάννης, ελέω Θεού Βασιλιάς της Αγγλίας, Κύριος της Ιρλανδίας, Δούκας της Νορμανδίας και της Ακουιτανίας, και Κόμης της Ανδεγαυίας, προς τον αρχιεπίσκοπο, τους επισκόπους, τους ηγουμένους, τους κόμητες, τους βαρόνους, τους δικαστές, τους δασονόμους, τους σερίφηδες, τους οικονόμους, τους υπηρέτες, και όλους τους αστυνόμους και τους υποτελείς υπηκόους, χαίρετε.
 

Σας γνωρίζουμε, ότι σεβόμενοι τον Θεό και για τη σωτηρία της ψυχής μας, και των ψυχών όλων των προγόνων και κληρονόμων μας, και προς τιμή του Θεού και για την προαγωγή της αγίας Εκκλησίας του και για την αποκατάσταση του βασιλείου μας, αποδεχόμαστε τα παρακάτω με τη συμβουλή των ευσεβών πατέρων μας, Στίβεν, αρχιεπισκόπου του Κάντερμπερι, πατριάρχη όλης της Αγγλίας και καρδιναλίου της αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας, Χένρι, αρχιεπισκόπου του Δουβλίνου, Γουίλιαμ του Λονδίνου, Πίτερ του Γουίντσεστερ, Τζόσελιν του Μπαθ και Γκλαστονμπέρι, Χιου του Λίνκολ, Γουόλτερ του Γούστερ, Γουίλιαμ του Κόβεντρι, Μπένεντικτ του Ρότσεστερ, επισκόπων του Διδασκάλου Πάντουλφ, υποδιακόνου και μέλους της οικίας του κυρίου μας του Πάπα, του αδελφού Εϊμέρικ (επικεφαλής των Ναϊτών της Αγγλίας), και των επιφανών ανδρών Γουίλιαμ Μάρσαλ, κόμη του Πέμπρουκ, Γουίλιαμ, κόμη του Σόλσμπερι, Γουίλιαμ, κόμη του Γουόρεν, Γουίλιαμ, κόμη του Αρούντελ, Άλαν του Γκάλογουεϊ (κοντόσταβλου της Σκωτίας), Γουόρεν Φιτζ Τζέρολντ, Πίτερ Φιτζ Χέρμπερτ, Χιούμπερτ Ντε Μπεργκ (επιμελητή του Πουατού), Χιου Ντε Νεβίλ, Μάθιου Φιτζ Χέμπερτ, Τόμας Μπάσετ, Άλαν Μπάσετ, Φίλιπ ντ’ Ομπίνι, Ρόμπερτ του Ρόπλεϊ, Τζον Μάρσαλ, Τζον Φιτζ Χιου, και άλλων, υποτελών μας.

Διακηρύξεις

1. Κατά πρώτο αποδεχθήκαμε απέναντι στον Θεό, και μέσα από αυτό τον χάρτη επικυρώσαμε για μας και τους κληρονόμους μας για πάντα, ότι η Αγγλική Εκκλησία θα είναι ελεύθερη, και θα έχει τα δικαιώματα της πλήρη και τις ελευθερίες της απαραβίαστες. Το γεγονός ότι επιθυμούμε να τηρείται αυτό είναι προφανές ότι με καθαρή και αβίαστη θέληση, και πριν προκύψει η διαφωνία μεταξύ ημών και των βαρόνων μας, παραχωρήσαμε και επικυρώσαμε με καταστατικό χάρτη την ελευθερία των εκλογών της Εκκλησίας, η οποία θεωρείται σημαντικότατη και πολύ ουσιαστική, και εξασφαλίσαμε την επικύρωσή της από τον Πάπα Ινοκέντιο Γ’. Αυτή την ελευθερία θα την τηρούμε οι ίδιοι, και επιθυμούμε να τηρείται με καλή πίστη από τους κληρονόμους μας για πάντα.

ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ ΥΠΗΚΟΟΥΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΑΣ εκχωρήσαμε επίσης, για μας και τους κληρονόμους μας για πάντα, όλες τις παρακάτω ελευθερίες, που θα τις έχουν και θα τις διατηρούν αυτοί και οι κληρονόμοι τους, από εμάς και τους κληρονόμους μας για πάντα.

2. Αν πεθάνει κάποιος από τους κόμητες ή τους βαρόνους μας, ή άλλο άτομο που κατέχει γη από το Στέμμα για στρατιωτική υπηρεσία (Στην φεουδαρχική κοινωνία, οι βαρόνοι κατείχαν τη γη τους (feudum) κατ’ εκχώρηση από τον βασιλιά, έχοντας δώσει όρκο αφοσίωσης και υπακοής προς αυτόν, και με την υποχρέωση να του παρέχουν έναν συγκεκριμένο αριθμό ιπποτών όταν χρειάζονταν για στρατιωτική υπηρεσία. Αρχικά οι βαρόνοι προμήθευαν τους ιππότες στον βασιλιά χωρίζοντας τη γη τους σε «φέουδα ιπποτών», τα οποία μοίραζαν σε υπηκόους τους που μπορούσαν να υπηρετήσουν ως ιππότες. Στην εποχή του Ιωάννη, αυτή η υποχρέωση συνήθως εκπληρωνόταν με την καταβολή του «αντισηκώματος», ενός φόρου απαλλαγής από στρατιωτική υπηρεσία, με τον οποίο ο βασιλιάς πλήρωνε τον στρατό.), και κατά τον θάνατο του ο κληρονόμος του είναι ενήλικος και οφείλει φόρο διαδοχής (Φόρος τον οποίο μπορούσε να απαιτήσει ο βασιλιάς από τον κληρονόμο ενός βαρόνου.) ο κληρονόμος θα μπορεί να έχει την κληρονομιά του με την καταβολή του φόρου διαδοχής. Δηλαδή, ο κληρονόμος ή οι κληρονόμοι ενός κόμη θα καταβάλλουν 100 λίρες για όλη τη βαρονία του κόμη, ο κληρονόμος ή οι κληρονόμοι ενός βαρόνου 100 λίρες για όλη τη βαρονία, ο κληρονόμος ή οι κληρονόμοι ενός ιππότη 100 σελίνια κατά το μέγιστο για το σύνολο του φέουδου ενός ιππότη και αυτός που οφείλει λιγότερα θα καταβάλει λιγότερα σύμφωνα με την αρχαία χρήση των φέουδων.

3. Αν όμως ο κληρονόμος οποιουδήποτε τέτοιου άρχοντα είναι ανήλικος και κηδεμονευόμενος, θα έχει την κληρονομιά του όταν ενηλικιωθεί χωρίς να καταβάλλει φόρο διαδοχής ή πρόστιμο.

4. Ο επιμελητής της γης ενός κληρονόμου που είναι ανήλικος θα παίρνει από αυτή μόνο εύλογα εισοδήματα, εθιμικά τέλη και φεουδαρχικές υπηρεσίες. Θα το κάνει αυτό χωρίς να προκαλεί καταστροφή ή βλάβες σε ανθρώπους ή περιουσία. Αν έχουμε παραχωρήσει την επιμέλεια της γης σε σερίφη (Ανώτατος διοικητικός και δικαστικός αξιωματούχος κομητείας.), ή σε οποιοδήποτε άτομο υπόλογο σε εμάς για τα εισοδήματα, και διαπράξει καταστροφή ή βλάβη, θα αξιώσουμε αποζημίωση από αυτόν, και θα εμπιστευθούμε τη γη σε δύο άξιους και συνετούς άνδρες του ίδιου φέουδου, που θα είναι υπόλογοι για τα εισοδήματα σε εμάς ή στο πρόσωπο στο οποίο τα έχουμε αναθέσει. Αν έχουμε παραχωρήσει ή πουλήσει σε οποιονδήποτε την επιμέλεια μιας τέτοιας γης, και αυτός προκαλέσει καταστροφή ή βλάβη, θα απολέσει την επιμέλεια, η οποία θα παραχωρηθεί σε δύο άξιους και συνετούς άνδρες του ίδιου φέουδου, οι οποίοι επίσης θα είναι υπόλογοι σε εμάς.

5. Εφόσον ένας επιμελητής έχει την επιμέλεια μιας τέτοιας γης, θα συντηρεί τις οικίες, τα πάρκα, τις λίμνες, τους μύλους και οτιδήποτε άλλο συνδέεται με αυτή, από τα έσοδα της ίδιας της γης. Όταν ο κληρονόμος ενηλικιωθεί, θα του αποδοθεί όλη η γη, πλήρως εφοδιασμένη με άροτρα και όλα τα εργαλεία της γεωργίας που απαιτεί η εποχή και τα οποία μπορούν εύλογα να υπάρχουν από τα εισοδήματα της γης.


6. Οι κληρονόμοι μπορούν να δοθούν σε γάμο, αλλά όχι με άτομα κατώτερης κοινωνικής τάξης. Πριν λάβει χώρα γάμος, θα ενημερώνεται για αυτόν ο πλησιέστερος συγγενής του κληρονόμου.

7. Με τον θάνατο του συζύγου της, μια χήρα θα έχει το μερίδιο και την κληρονομιά του γάμου της άμεσα και χωρίς καθυστερήσεις. Δεν θα πληρώσει τίποτα για το μερίδιο της ή για την κληρονομιά οποιασδήποτε περιουσίας ανήκε από κοινού σε αυτή και τον σύζυγο της την ημέρα του θανάτου του. Μπορεί να παραμείνει στην οικία του συζύγου της για σαράντα ημέρες μετά τον θάνατο του, και σε αυτό το διάστημα θα της αποδοθεί το μερίδιό της από την περιουσία του.

8. Καμία χήρα δεν θα υποχρεωθεί να παντρευτεί, εφόσον επιθυμεί να παραμείνει ανύπαντρη. Όμως πρέπει να δώσει εγγύηση ότι δεν θα παντρευτεί χωρίς βασιλική συγκατάθεση αν έχει κτήματα του Στέμματος, ή χωρίς τη συγκατάθεση όποιου άλλου άρχοντα του οποίου κατέχει κτήματα.

9. Ούτε εμείς ούτε οι αξιωματούχοι μας δεν θα κατάσχουν καμία γη ή εισόδημα, εφόσον ο οφειλέτης κατέχει κινητή περιουσία που επαρκεί για την εξόφληση του χρέους. Οι εγγυήσεις του οφειλέτη δεν θα κατασχεθούν εφόσον ο οφειλέτης μπορεί να εξοφλήσει το χρέος του. Αν ο οφειλέτης δεν μπορεί να εξοφλήσει το χρέος, οι εγγυήσεις του θα κατασχεθούν. Οι δανειστές, αν επιθυμούν, μπορούν να έχουν τη γη και τα εισοδήματα του οφειλέτη μέχρι να εξοφληθούν για το χρέος του, εκτός αν ο οφειλέτης μπορεί να αποδείξει ότι εξόφλησε την υποχρέωση του απέναντί τους.

10. Αν κάποιος που έχει δανειστεί χρήματα από Εβραίους πεθάνει πριν εξοφλήσει το χρέος, ο κληρονόμος του δεν θα καταβάλει τόκους για το χρέος όσο παραμένει ανήλικος, ανεξάρτητα από ποιον προέρχεται το δικαίωμα κτήσης των κτημάτων του. Αν ένα τέτοιο χρέος πέσει στα χέρια του Στέμματος, δεν θα εισπράξουμε τίποτα πέρα από το αρχικό κεφάλαιο που ορίζεται στο χρέος.

11. Αν ένας άντρας πεθάνει οφείλοντας χρήματα σε Εβραίους, η σύζυγος του μπορεί να έχει το μερίδιο της χωρίς να πληρώσει τίποτα έναντι του χρέους. Αν αφήσει παιδιά που είναι ανήλικα, οι ανάγκες τους μπορεί επίσης να καλυφθούν κλίμακα ανάλογη προς το μέγεθος των κτημάτων. Το χρέος θα καταβληθεί από το καθαρό υπόλοιπο της κληρονομιάς, αφού κρατηθεί ό,τι οφείλει στους φεουδάρχες του. Χρέη οφειλόμενα σε άλλους πέρα από Εβραίους θα αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο.

12. Δεν θα επιβάλλουμε στο βασίλειο μας αντισήκωμα (Φόρος απαλλαγής από στρατιωτική υπηρεσία.) ή βοήθημα (Έκτακτος φόρος.) χωρίς τη γενική συναίνεσή του, εκτός αν είναι λύτρα για το πρόσωπό μας, ή για να καταστήσουμε ιππότη τον μεγαλύτερο γιο μας, ή (μια φορά) για να παντρέψουμε τη μεγαλύτερη κόρη μας. Για αυτούς τους σκοπούς μπορεί να επιβληθεί μόνο εύλογο βοήθημα. Τα βοηθήματα από την πόλη του Λονδίνου θα αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο.

13. Η πόλη του Λονδίνου θα απολαμβάνει όλες τις αρχαίες ελευθερίες της και τις απαλλαγές της από δασμούς, τόσο στη στεριά όσο και στο νερό. Επίσης επιθυμούμε και παραχωρούμε ότι και όλες οι άλλες πόλεις, δήμοι, κωμοπόλεις και λιμάνια θα απολαμβάνουν όλες τις ελευθερίες τους και τις απαλλαγές τους από δασμούς.

14. Για να εξασφαλίσουμε τη γενική συναίνεση του βασιλείου για την επιβολή βοήθειας-εκτός από τις τρεις περιπτώσεις που προσδιορίστηκαν παραπάνω-ή αντισηκώματος, θα ειδοποιούμε τους αρχιεπισκόπους, τους επισκόπους, τους ηγουμένους, τους κομήτες και τους μεγαλύτερους βαρόνου ατομικά με επιστολές. Σε εκείνους που κατέχουν κτήματα απευθείας από εμάς θα αποστέλλουμε γενική κλήση διαμέσου των σερίφηδων και άλλων αξιωματούχων για να προσέλθουν μια προκαθορισμένη ημέρα (για την οποία θα ειδοποιούνται τουλάχιστον σαράντα ημέρες νωρίτερα) σε ένα προκαθορισμένο μέρος. Σε όλες τις επιστολές κλήσης θα αναγράφεται το αίτιο της κλήσης. Όταν έχει πραγματοποιηθεί μια κλήση, οι εργασίες που έχουν οριστεί για εκείνη τη μέρα θα προχωρήσουν σύμφωνα με την απόφαση των παρόντων, ακόμη και αν δεν έχουν εμφανιστεί όλοι εκείνοι που κλήθηκαν.

15. Στο μέλλον δεν θα επιτρέπουμε σε κανέναν να επιβάλλει βοήθημα στους ελεύθερους υπηκόους του, παρά μόνο ως λύτρα για το πρόσωπό του, για να καταστήσει τον μεγαλύτερο γιο του ιππότη, και (μια φορά) για να παντρέψει τη μεγαλύτερη κόρη του. Για αυτούς τους σκοπούς μπορεί να επιβληθεί μόνο ένα εύλογο βοήθημα.


16. Κανείς δεν θα υποχρεωθεί να προσφέρει για ένα φέουδο ιππότη ή για άλλη ελεύθερη ιδιοκτησία γης περισσότερες υπηρεσίες από εκείνες που του αναλογούν.

17. Οι συνηθισμένες δίκες δεν θα ακολουθούν τη βασιλική αυλή στις μετακινήσεις της, αλλά θα πραγματοποιούνται σε ένα σταθερό μέρος.

18. Οι δίκες για υποθέσεις πρόσφατης κατάσχεσης (Αγωγή για την ανάκτηση κτημάτων που είχαν κατασχεθεί. Θεσπίστηκε (όπως και οι δύο επόμενες) από τον Ερρίκο Β΄, και αντί να εξετάζει ποιος είναι ο νόμιμος ιδιοκτήτης ενός κτήματος, απλώς εξέταζε αν είχε γίνει πρόσφατη κατάσχεση. Σε αυτή την περίπτωση η γη επανερχόταν στον ενάγοντα και το θέμα της νόμιμης ιδιοκτησίας εξεταζόταν αργότερα.)  θανάτου προγόνου (Αγωγή στην οποία ο ενάγων υποστήριζε ότι ο κατηγορούμενος καταπάτησε γη που του ανήκε μετά τον θάνατο συγγενή του.)  και τελευταίας παρουσίασης (Αγωγή για να εξεταστεί ποιος ήταν ο τελευταίος ευεργέτης που προσέφερε δωρεά για την αμοιβή εφημέριου σε εκκλησία χωρίς εφημέριο. Από αυτό καθοριζόταν το δικαίωμα διορισμού νέου εφημέριου.) θα πραγματοποιούνται μόνο στο δικαστήριο της αρμόδιας κομητείας. Εμείς ή, σε απουσία μας στο εξωτερικό, ο αρχιδικαστής μας, θα αποστέλλουμε δύο δικαστές σε κάθε κομητεία τέσσερις φορές το χρόνο, και αυτοί οι δικαστές, με τέσσερις ιππότες της κομητείας που εκλέγονται από την ίδια την κομητεία, θα εκδικάζουν τις αγωγές στο δικαστήριο της κομητείας την ημέρα και στον τόπο που συνεδριάζει το δικαστήριο.

19. Αν κάποιες αγωγές δεν μπορούν να εκδικαστούν την ημέρα του δικαστηρίου της κομητείας, θα παραμένουν εκεί τόσοι ιππότες και γαιοκτήμονες, από εκείνους που παραβρέθηκαν στο δικαστήριο, όσοι είναι απαραίτητοι για την απονομή δικαιοσύνης, λαμβανομένου υπόψη του όγκου εργασίας που πρέπει να διεκπεραιωθεί.

20. Για ασήμαντα αδικήματα, ένας ελεύθερος άνθρωπος θα υποχρεούται να καταβάλλει πρόστιμο σε αναλογία προς τη σοβαρότητα του αδικήματος, και για τα σοβαρά αδικήματα αντίστοιχα, αλλά το πρόστιμο δεν θα είναι τόσο βαρύ ώστε να του στερεί τα μέσα βιοπορισμού του. Με τον ίδιο τρόπο, η τιμωρία θα φείδεται του εμπορεύματος ενός εμπόρου και των γεωργικών εργαλείων ενός γεωργού, αν οι υποθέσεις εκδικαστούν από βασιλικό δικαστήριο. Κανένα από αυτά τα πρόστιμα δεν θα επιβάλλεται παρά μόνο με την ένορκη αξιολόγηση ευυπόληπτων ανδρών της γειτονιάς.

21. Οι κομήτες και οι βαρόνοι θα τιμωρούνται με πρόστιμα μόνο από ίσους τους, και ανάλογα με τη σοβαρότητα του αδικήματός τους.

22. Πρόστιμο που επιβάλλεται επί της λαϊκής περιουσίας κληρικού θα αξιολογείται με τις ίδιες αρχές, χωρίς να εξετάζεται η αξία της εκκλησιαστικής του προσόδου.

23. Καμία πόλη και κανένα άτομο δεν θα υποχρεωθούν να κατασκευάσουν γέφυρα σε ποταμό παρά μόνο εκείνοι που έχουν παλαιά υποχρέωση να το πράξουν.

24. Κανένας σερίφης, κοντόσταβλος (Ανώτατος αξιωματούχος βασιλικής αυλής.)  δικαστικός ή άλλος αξιωματούχος δεν θα εκδικάζει αγωγές που πρέπει να εκδικάζονται από τους βασιλικούς δικαστές.

25. Κάθε κομητεία, υποδιαίρεση κομητείας και δεκάτη θα παραμείνει στο παλαιό της μίσθωμα, χωρίς αύξηση, εκτός από τα βασιλικά κτήματα.


26. Αν κατά τον θάνατο ενός άνδρα που κατέχει μη εκκλησιαστικά κτήματα του Στέμματος ένας σερίφης ή βασιλικός αξιωματούχος παρουσιάσει βασιλικά έγγραφα που αποδείχνουν την οφειλή χρέους στο Στέμμα, θα είναι νόμιμο να κατάσχουν και να καταγράψουν την κινητή περιουσία που βρίσκονται στα κτήματα του νεκρού μέχρι της αξίας του χρέους, όπως αυτή εκτιμάται από άξιους άνδρες. Τίποτα δεν θα αφαιρεθεί μέχρι να αποπληρωθεί όλο το χρέος, και τότε το υπόλοιπο θα δοθεί στους εκτελεστές για να εκτελέσουν τη διαθήκη του νεκρού. Αν δεν οφείλεται χρέος στο Στέμμα, όλη η κινητή περιουσία θα θεωρηθεί ιδιοκτησία του νεκρού, εκτός από τα εύλογα μερίδια της συζύγου και των παιδιών του.

27. Αν ένας ελεύθερος άνθρωπος πεθάνει χωρίς διαθήκη, η κινητή περιουσία του θα μοιραστεί ανάμεσα στους συγγενείς και τους φίλους του, υπό την επίβλεψη της Εκκλησίας. Τα δικαιώματα των οφειλετών του θα διατηρηθούν.

28. Κανείς κοντόσταβλος ή άλλος βασιλικός αξιωματούχος δεν θα πάρει σιτηρά ή άλλα κινητά αγαθά από κανέναν χωρίς άμεση πληρωμή, εκτός αν ο πωλητής εκούσια δέχεται την αναβολή της.

29. Κανείς κοντόσταβλος δεν μπορεί να αναγκάσει έναν ιππότη να πληρώσει χρήματα για φρουρά σε κάστρο αν ο ιππότης είναι διατεθειμένος να αναλάβει τη φρουρά προσωπικά, ή με εύλογη δικαιολογία να βρει έναν άλλο κατάλληλο άνδρα για να τον αντικαταστήσει. Ο ιππότης που θα σταλεί για στρατιωτική υπηρεσία απαλλάσσεται από τα καθήκοντα της φρουράς για τη διάρκεια της υπηρεσίας του.

30. Κανείς σερίφης, βασιλικός αξιωματούχος ή άλλο άτομο δεν θα πάρει άλογα ή άμαξες για μεταφορά από ελεύθερο άνθρωπο χωρίς τη συγκατάθεση του.

31. Ούτε εμείς ούτε κανείς βασιλικός αξιωματούχος δεν θα πάρουμε ξύλα για το κάστρο μας, ή για οποιονδήποτε άλλο σκοπό, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη.

32. Δεν θα κρατήσουμε στα χέρια μας τα κτήματα ανθρώπων καταδικασμένων για κακούργημα περισσότερο από ένα έτος και μια μέρα, και μετά από αυτό το διάστημα θα επανέλθουν στους κυρίους των φέουδων στα οποία ανήκουν.

33. Όλες οι καλαμωτές ιχθυοπαγίδες θα απομακρυνθούν από τον Τάμεση, τον Μεντγουέι, και από όλη την Αγγλία, με εξαίρεση τη θαλάσσια ακτή (Για τη διευκόλυνση της πλεύσης στους ποταμούς.).

34. Στο μέλλον δεν θα εκδίδεται ένταλμα για κανέναν σε σχέση με οποιαδήποτε κατοχή γης, αν και με αυτό τον τρόπο κάποιος ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να στερηθεί το δικαίωμα δίκης στο δικαστήριο του λόρδου του.

35. Θα υπάρχουν κοινά μέτρα για το κρασί, την μπίρα και τα σιτηρά (το κουόρτερ του Λονδίνου) σε όλο το βασίλειο. Θα υπάρχει επίσης κοινό πλάτος για τα βαμμένα υφάσματα, τα υφάσματα και τους σιδερόπλεκτους θώρακες, συγκεκριμένα δύο πήχεις με τις ούγιες. Τα βάρη θα τυποποιηθούν παρόμοια.


36. Στο μέλλον καμία πληρωμή δεν θα καταβάλλεται ούτε θα γίνεται δεκτή για την έκδοση εντάλματος έρευνας για ζωή ή αρτιμέλεια. Θα δίδεται δωρεάν, και το αίτημα της έκδοσής της δεν θα απορρίπτεται.

37. Αν κάποιος κατέχει γη του Στέμματος με σταθερό ενοίκιο, ή με προσφορά άλλης υπηρεσίας του ιππότη, ή κατέχει γη του Στέμματος σε πόλεις έναντι ενοικίου, και ταυτόχρονα κατέχει γη κάποιου άλλου με προσφορά υπηρεσίας ιππότη, δεν θα αναλάβουμε την επιμέλεια του κληρονόμου του, ούτε την επιμέλεια της γης που ανήκει στο φέουδο του άλλου λόγω της κατοχής κτημάτων του Στέμματος, εκτός αν η γη του Στέμματος οφείλει υπηρεσία ιππότη. Δεν θα αναλάβουμε την επιμέλεια του κληρονόμου κάποιου ή της γης που κατέχει από κάποιον άλλο, λόγω οποιασδήποτε μικρής ιδιοκτησίας μπορεί να κατέχει από το Στέμμα για υπηρεσία μαχαιριών, βελών και τα παρόμοια.

38. Στο μέλλον κανένας αξιωματούχος δεν θα δικάσει άνθρωπο με βάση μόνο τη δική του δήλωση, χωρίς να παρουσιάσει αξιόπιστους μάρτυρες για την αλήθεια της.

39. Κανείς ελεύθερος άνθρωπος δεν θα συλληφθεί ή φυλακιστεί, ούτε θα του αφαιρεθούν τα δικαιώματα ή η περιουσία του, ούτε θα κηρυχθεί παράνομος, ούτε θα εξοριστεί, ούτε θα στερηθεί με οποιονδήποτε τρόπο τη θέση του, ούτε θα κινηθούμε εναντίον του, ούτε θα στείλουμε άλλους για αυτό τον σκοπό, παρά μόνο με βάση τη νόμιμη κρίση των ίσων του ή σύμφωνα με τον νόμο της χώρας.

40. Δεν θα πωλήσουμε, ούτε θα αρνηθούμε, ούτε θα καθυστερήσουμε σε κανέναν είτε οποιοδήποτε δικαίωμα είτε την απονομή δικαιοσύνης.

41. Όλοι οι έμποροι μπορούν να εισέρχονται ή να εξέρχονται από την Αγγλία με ασφάλεια και χωρίς φόβο, και μπορούν να μένουν ή να ταξιδεύουν σε αυτή, από στεριά και θάλασσα, για εμπορικούς σκοπούς, χωρίς παράνομα τέλη, σύμφωνα με τα αρχαία και νόμιμα έθιμα. Αυτό, όμως, δεν ισχύει σε καιρό πολέμου για τους εμπόρους της χώρας η οποία είναι σε πόλεμο μαζί μας. Τέτοιοι έμποροι που θα βρεθούν στη χώρα μας με την κήρυξη πολέμου θα συλληφθούν χωρίς να προκληθούν βλάβες στο πρόσωπο τους ή την ιδιοκτησία τους, μέχρι εμείς ή ο αρχιδικαστής μας διαπιστώσουμε τι μεταχείριση έχουν οι δικοί μας έμποροι στη χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο μαζί μας. Αν οι έμποροί μας είναι ασφαλείς, θα είναι και αυτοί ασφαλείς.

42. Στο μέλλον θα είναι νόμιμο για οποιονδήποτε άνθρωπο να αναχωρήσει από το βασίλειό μας και να επιστρέψει σε αυτό αβλαβής και χωρίς φόβο, από στεριά ή θάλασσα, διατηρώντας την αφοσίωση του σε εμάς, εκτός από καιρό πολέμου, για ένα μικρό διάστημα, για το κοινό καλό του βασιλείου. Εκείνοι που έχουν φυλακιστεί ή κηρυχθεί παράνομοι, σύμφωνα με τον νόμο της γης, εκείνοι που κατάγονται από χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο μαζί μας, και οι έμποροι-οι οποίοι θα αντιμετωπίζονται όπως αναφέρεται παραπάνω-εξαιρούνται από αυτό τον όρο.

43. Αν κάποιος κατέχει κτήματα οποιασδήποτε ξενοκληρίας (Η επιστροφή περιουσίας στον φεουδάρχη όταν εκείνος που την κατείχε πεθάνει χωρίς νόμιμους κληρονόμους.) όπως εκείνες του Γουάλινγκφορντ, του Νότιγχαμ, της Βουλόνης, του Λάνκαστερ, ή άλλες ξενοκληρίες της χώρας μας που είναι βαρονίες, με τον θάνατο του ο κληρονόμος του θα μας αποδώσει μόνο τον φόρο διαδοχής και την υπηρεσία που θα απέδιδε στον βαρόνο, αν η βαρονία ήταν στο χέρι του βαρόνου. Εμείς θα διατηρούμε την ξενοκληρία με τον ίδιο τρόπο που τη διατηρούσε ο βαρόνος.

44. Εκείνοι που ζουν έξω από το δάσος δεν υποχρεούνται στο μέλλον να εμφανίζονται ενώπιον των βασιλικών δασικών δικαστών κατόπιν γενικής κλήτευσης, εκτός αν είναι οι ίδιοι αναμεμειγμένοι στην αγωγή ή είναι εγγυητές για κάποιον που έχει συλληφθεί για δασικό αδίκημα.

45. Θα διορίζουμε σε θέσεις δικαστή, κοντόσταβλου, σερίφη ή άλλων αξιωμάτων μόνο ανθρώπους που γνωρίζουν τον νόμο του βασιλείου και επιθυμούν να τον τηρούν.


46. Όλοι οι βαρόνοι που έχουν ιδρύσει αβαεία, και έχουν προνόμια από Άγγλους βασιλείς ή αρχαία κατοχή ως απόδειξη για αυτό, μπορούν να έχουν την επιμέλεια των αβαείων όταν δεν υπάρχει ηγούμενος, όπως δικαιούνται.

47. Όλα τα δάση που δημιουργήθηκαν κατά τη βασιλεία μας θα κηρυχθούν αμέσως μη δασικές περιοχές. Το ίδιο θα γίνει με τις όχθες ποταμών που περικλείστηκαν κατά τη βασιλεία μας.

48. Όλα τα επαχθή τέλη που σχετίζονται με δάση και κυνηγότοπους, δασοφύλακες, θηροφύλακες, σερίφηδες και τους υπηρέτες τους, ή με τις όχθες ποταμών και τους επιμελητές τους, θα διερευνηθούν αμέσως σε κάθε κομητεία από δώδεκα ορκισμένους ιππότες της κομητείας, και μέσα σε σαράντα μέρες από την έρευνα τους τα επαχθή τέλη θα καταργηθούν ολοκληρωτικά και αμετάκλητα. Όμως εμείς, ή ο αρχιδικαστής μας, εάν δεν είμαστε στην Αγγλία, θα ενημερωθούμε πρώτα.

49. Θα επιστρέψουμε αμέσως όλους τους ομήρους και τα προνόμια που μας έχουν δοθεί από Άγγλους ως εγγύηση για ειρήνη ή για πιστή υπηρεσία.

50. Θα απομακρύνουμε ολοκληρωτικά από τα αξιώματά τους τούς συγγενείς του Τζέραρντ ντε Ατέ, και στο μέλλον δεν θα κατέχουν αξιώματα στην Αγγλία. Τα άτομα αυτά είναι ο Ένγκελαρντ ντε Σιγκονιέ, ο Πίτερ, ο Γκι και ο Άντριου ντε Σανσό, ο Γκι ντε Σιγκονιέ, ο Τζέφρι ντε Μαρτινί και οι αδελφοί του, ο Φίλιπ Μαρκ και οι αδελφοί του, με τον Τζέφρι τον ανιψιό του και όλους τους οπαδούς τους.

51. Αμέσως μόλις αποκατασταθεί ειρήνη, θα απομακρύνουμε από το βασίλειο όλους τους ξένους ιππότες, τοξότες, τους ακολούθους τους και τους μισθοφόρους που έχουν έλθει εδώ προς βλάβη του, με άλογα και όπλα.

52. Αν έχουμε στερήσει ή κατάσχει από οποιονδήποτε κτήματα, κάστρα, ελευθερίες ή δικαιώματα, χωρίς τη νόμιμη κρίση των ίσων του, θα του τα επιστρέψουμε αμέσως. Σε περιπτώσεις αντιδικίας το θέμα θα επιλύεται με την κρίση των είκοσι πέντε βαρόνων που αναφέρονται παρακάτω στον όρο για τη διασφάλιση της ειρήνης. Όμως, σε περιπτώσεις στις οποίες αφαιρέθηκε ή κατασχέθηκε από κάποιον κάτι χωρίς τη νόμιμη κρίση των ίσων του από τον πατέρα μας Βασιλιά Ερρίκο ή τον αδελφό μας Βασιλιά Ριχάρδο, και παραμένει στα χέρια μας ή στα χέρια άλλων υπό την εγγύηση μας, θα έχουμε αναστολή για το χρονικό διάστημα που συνήθως επιτρέπεται στους Σταυροφόρους, εκτός αν έχει αρχίσει αγωγή, ή έχει γίνει έρευνα με εντολή μας, πριν αναλάβουμε τον Σταυρό του Σταυροφόρου. Με την επιστροφή μας από τη Σταυροφορία, ή αν την εγκαταλείψουμε, θα αποδώσουμε αμέσως πλήρη δικαιοσύνη.

53. Θα έχουμε παρόμοια αναστολή στην απόδοση δικαιοσύνης σε σχέση με δάση που θα χαρακτηριστούν μη δασικές περιοχές ή που θα παραμείνουν δάση, όταν αυτά κηρύχθηκαν για πρώτη φορά δασικές περιοχές από τον πατέρα μας Ερρίκο ή τον αδελφό μας Ριχάρδο με την επιμέλεια κτημάτων που ανήκουν στο φέουδο κάποιου άλλου, όταν έως τώρα τα είχαμε χάρη σε φέουδο το οποίο κατείχε από μας τρίτο πρόσωπο έναντι υπηρεσίας ιππότη και με αβαεία που ιδρύθηκαν σε φέουδο άλλου, στα οποία ο κύριος του φέουδου ισχυρίζεται ότι έχει δικαιώματα. Κατά την επιστροφή μας από τη Σταυροφορία, ή αν την εγκαταλείψουμε, θα αποδώσουμε αμέσως πλήρη δικαιοσύνη σε καταγγελίες για τέτοια θέματα.

54. Κανείς δεν θα συλληφθεί ή φυλακιστεί μετά από προσφυγή γυναίκας για τον θάνατο οποιουδήποτε προσώπου εκτός από του συζύγου της.

55. Όλα τα πρόστιμα που μας έχουν καταβληθεί αδίκως και σε παράβαση του νόμου της χώρας, και όλα τα πρόστιμα που έχουμε αξιώσει αδίκως, θα επιστραφούν καθ’ ολοκληρία ή το θέμα θα αποφασιστεί από την πλειοψηφία των είκοσι πέντε βαρόνων που αναφέρονται παρακάτω στον όρο για τη διασφάλιση της ειρήνης μαζί με τον Στίβεν, αρχιεπίσκοπο του Κάντερμπερι, αν μπορεί να παραβρεθεί, και με όποιους άλλους επιθυμεί να έχει μαζί του. Αν ο αρχιεπίσκοπος δεν μπορεί να παραβρεθεί, η διαδικασία θα συνεχιστεί χωρίς αυτόν, με τον όρο ότι αν κάποιος από τους είκοσι πέντε βαρόνους εμπλέκεται ο ίδιος σε παρόμοια αγωγή, η κρίση του θα παραμεριστεί, και κάποιος άλλος θα επιλεχθεί και θα ορκιστεί στη θέση του, ως αντικαταστάτης του για αυτή μόνο την περίπτωση, από τους υπόλοιπους των είκοσι πέντε.


56. Αν έχουμε στερήσει ή κατάσχει από οποιονδήποτε Ουαλό κτήματα, ελευθερίες ή οτιδήποτε άλλο στην Αγγλία ή την Ουαλία, χωρίς τη νόμιμη κρίση των ίσων του, αυτά θα του επιστραφούν αμέσως. Οι αντιδικίες πάνω σε αυτό το θέμα θα αποφασίζονται στη Μεθόριο της Ουαλίας από την κρίση των ίσων του. Ο αγγλικός νόμος θα ισχύει για τα κτήματα στην Αγγλία, ο ουαλικός νόμος για εκείνα στην Ουαλία, και ο νόμος των Μεθορίων για εκείνα της Μεθορίου. Οι Ουαλοί θα αντιμετωπίζουν εμάς και την περιουσία μας με τον ίδιο τρόπο.

57. Στις περιπτώσεις όπου αφαιρέθηκε ή κατασχέθηκε από Ουαλό οτιδήποτε χωρίς τη νόμιμη κρίση των ίσων του από τον πατέρα μας Βασιλιά Ερρίκο ή τον αδελφό μας Βασιλιά Ριχάρδο, και παραμένει στα χέρια μας ή στα χέρια άλλων υπό την εγγύησή μας, θα έχουμε αναστολή για το χρονικό διάστημα που συνήθως επιτρέπεται στους Σταυροφόρους, εκτός αν έχει αρχίσει αγωγή, ή έχει γίνει έρευνα με εντολή μας, πριν αναλάβουμε τον Σταυρό του Σταυροφόρου. Με την επιστροφή μας από τη Σταυροφορία, ή αν την εγκαταλείψουμε, θα αποδώσουμε αμέσως πλήρη δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους της Ουαλίας και των προαναφερθέντων περιοχών.

58. Θα επιστρέψουμε αμέσως τον γιο του Λουέλιν, όλους τους Ουαλούς ομήρους, και τα προνόμια που μας δόθηκαν ως εξασφάλιση της ειρήνης.

59. Σε σχέση με την επιστροφή των αδελφών και των ομήρων του Αλέξανδρου, βασιλιά της Σκωτίας, των ελευθεριών και των δικαιωμάτων του, θα τον μεταχειριστούμε με τον ίδιο τρόπο όπως και τους άλλους βαρόνους της Αγγλίας, εκτός αν προκύπτει από τα προνόμια που διατηρούμε από τον πατέρα του Γουλιέλμο, πρώην βασιλιά της Σκωτίας, ότι πρέπει να έχει άλλη μεταχείριση. Αυτό το θέμα θα επιλυθεί από την κρίση των ίσων του στο δικαστήριο μας.

60. Όλα αυτά τα έθιμα και τις ελευθερίες που παραχωρήσαμε θα τηρούνται στο βασίλειο μας σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μας με τους υπηκόους μας. Και όλοι οι υπήκοοι μας, είτε κληρικοί είτε λαϊκοί, πρέπει να τα τηρούν παρομοίως στις σχέσεις τους με τους δικούς μας υπηκόους.

61. ΑΦΟΥ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΑΜΕ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ χάριν του Θεού, για την καλύτερη τάξη του βασιλείου μας, και για να επιλύσουμε τη διαφωνία που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα σε μας και τους βαρόνους μας, και αφού επιθυμούμε να τηρούνται καθ’ ολοκληρίαν, με μόνιμη ισχύ για πάντα, δίνουμε και παραχωρούμε στους βαρόνους την παρακάτω εγγύηση: Οι βαρόνοι θα εκλέγουν είκοσι πέντε από τις τάξεις τους για να τηρούν και να επιβάλλουν με όλη τους την ισχύ την ειρήνη και τις ελευθερίες που παραχωρούνται και επικυρώνονται προς αυτούς με αυτό το καταστατικό.
Αν εμείς, ο αρχιδικαστής μας, οι αξιωματούχοι μας, ή οποιοσδήποτε από τους υπηρέτες μας διαπράξει αδίκημα οποιουδήποτε είδους σε βάρος οποιουδήποτε ανθρώπου, ή παραβιάσει οποιαδήποτε από τα άρθρα της ειρήνης ή αυτής της εγγύησης, και το αδίκημα γίνει γνωστό σε τέσσερις από τους προαναφερθέντες είκοσι πέντε βαρόνους, θα προσέλθουν σε εμάς-ή σε περίπτωση απουσίας μας από το βασίλειο στον αρχιδικαστή μας-για να το δηλώσουν και να ζητήσουν άμεση επανόρθωση. 

Αν εμείς, ή σε περίπτωση απουσίας μας στο εξωτερικό ο αρχιδικαστής μας, δεν επανορθώσουμε μέσα σε σαράντα ημέρες, υπολογίζοντας από την ημέρα στην οποία δηλώθηκε το αδίκημα σε εμάς ή αυτόν, οι τέσσερις βαρόνοι θα παραπέμψουν το θέμα στους υπόλοιπους είκοσι πέντε βαρόνους, οι οποίοι μπορούν να διενεργήσουν κατάσχεση και να μας επιτεθούν με κάθε δυνατό τρόπο, με την υποστήριξη όλης της κοινότητας του βασιλείου, κατάσχοντας τα κάστρα μας, τα κτήματα, τα υπάρχοντα μας ή οτιδήποτε άλλο εκτός από το ίδιο το πρόσωπο μας και εκείνο της βασίλισσας και των παιδιών μας, μέχρι να εξασφαλίσουν την επανόρθωση την οποία έχουν αποφασίσει. Αφού εξασφαλίσουν την επανόρθωση, μπορούν κατόπιν να επανέλθουν στην κανονική τους υπακοή απέναντί μας.

Όποιος επιθυμεί μπορεί να ορκιστεί να υπακούει τις εντολές των είκοσι πέντε βαρόνων για την επίτευξη αυτών των σκοπών, και να τους βοηθήσει στην επίθεση τους εναντίον μας στο έπακρο της δύναμής του. Δίνουμε δημόσια και ελεύθερη άδεια σε όποιον το επιθυμεί να δώσει αυτό τον όρκο, και σε καμία περίπτωση δεν θα απαγορεύσουμε σε κανέναν να το δώσει. Πράγματι, θα εξαναγκάσουμε όποιον από τους υπηκόους μας δεν είναι πρόθυμος να δώσει αυτό τον όρκο, να τον δώσει κατ’ εντολή μας.

Αν ένας από τους είκοσι πέντε βαρόνους πεθάνει ή φύγει από τη χώρα ή εμποδίζεται με οποιονδήποτε άλλο τρόπο στην εκτέλεση των καθηκόντων του, οι υπόλοιποι θα επιλέξουν έναν άλλο βαρόνο στη θέση του, κατά την κρίση τους, ο οποίος θα δώσει τον δέοντα όρκο όπως έδωσαν και αυτοί.

Σε περίπτωση διαφωνίας ανάμεσα στους είκοσι πέντε βαρόνους σε οποιοδήποτε θέμα παραπεμφθεί σε αυτούς για απόφαση, η κρίση της πλειοψηφίας των παρόντων θα έχει την ίδια εγκυρότητα με μια ομόφωνη απόφαση και των είκοσι πέντε, είτε αυτοί ήταν όλοι παρόντες είτε μερικοί από τους κληθέντες δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να εμφανιστούν.

Οι είκοσι πέντε βαρόνοι θα ορκιστούν να υπακούν όλα τα παραπάνω άρθρα πιστά, και θα φροντίσουν να τα υπακούν και οι άλλοι στο μέγιστο των δυνάμεών τους.

Δεν θα επιδιώξουμε να εξασφαλίσουμε από κανέναν, είτε με δικές μας προσπάθειες είτε από προσπάθειες τρίτου προσώπου, οτιδήποτε με το οποίο οποιοδήποτε μέρος αυτών των εκχωρήσεων ή ελευθεριών θα μπορούσε να ανακληθεί ή να μειωθεί. Αν εξασφαλιστεί κάτι τέτοιο, θα είναι άκυρο και ανίσχυρο, και δεν θα το χρησιμοποιήσουμε σε καμία περίπτωση, είτε εμείς οι ίδιοι είτε μέσω τρίτου προσώπου.

62. Έχουμε συγχωρήσει και δώσει πλήρη χάρη σε όλους τους υπηκόους μας για οποιαδήποτε κακή θέληση, βλάβη ή έχθρα που μπορεί να έχει δημιουργηθεί μεταξύ ημών και των υπηκόων μας, κληρικών ή λαϊκών, από την αρχή της διένεξης. Έχουμε επιπλέον συγχωρήσει πλήρως, και από τη δική μας πλευρά έχουμε δώσει επίσης πλήρη χάρη, σε όλους τους κληρικούς και λαϊκούς για οποιαδήποτε αδικήματα διαπράχθηκαν ως αποτέλεσμα της προαναφερθείσας διένεξης από το Πάσχα του δέκατου έκτου έτους της βασιλείας μας (Το 1215.) και μέχρι της αποκατάστασης της ειρήνης.

Επιπλέον έχουμε συντάξει έγγραφα για τους βαρόνους, που καταμαρτυρούν αυτή την εξασφάλιση και τις παραχωρήσεις που αναφέρονται παραπάνω, με τις σφραγίδες του Στίβεν, αρχιεπισκόπου του Κάντερμπερι, Χένρι, αρχιεπισκόπου του Δουβλίνου, και των άλλων επισκόπων που κατονομάζονται παραπάνω, και του Δασκάλου Πάντουλφ.

63. ΕΙΝΑΙ ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΕΝΤΟΛΗ ΜΑΣ ότι η Αγγλική Εκκλησία θα είναι ελεύθερη, και ότι οι υπήκοοι του βασιλείου μας θα έχουν και τα διατηρήσουν όλες αυτές τις ελευθερίες, τα δικαιώματα και τις παραχωρήσεις, καλά και ειρηνικά, στην πληρότητα τους και την ολότητα τους για αυτούς και τους κληρονόμους τους, από εμάς και τους κληρονόμους μας, σε όλα τα πράγματα και όλα τα μέρη για πάντα.

Τόσο εμείς όσο και οι βαρόνοι έχουμε ορκιστεί ότι όλα αυτά θα τηρηθούν με καλή πίστη και χωρίς δόλο. Μάρτυρες είναι τα προαναφερθέντα άτομα και πολλοί άλλοι.

Δόθηκε από το χέρι μας στο λιβάδι που ονομάζεται Ρουνιμέντε, ανάμεσα στο Ουίνδσορ και το Στέινς, τη δέκατη πέμπτη μέρα του Ιουνίου κατά το δέκατο έβδομο έτος της βασιλείας μας (Το 1215, γιατί το βασιλικό έτος άρχιζε στις 28 Μαΐου.).
 

Ιστορικά Πρόσωπα 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ Ο ΑΚΤΗΜΩΝ

Ο Ιωάννης της Αγγλίας ή Ιωάννης ο Ακτήμων (Οξφόρδη, 1166 - 18 Οκτωβρίου 1216) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας, και δούκας της Ακουιτανίας (1199-1216), από τη δυναστεία των Πλανταγενετών και πέμπτος γιος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Β΄ και της Ελεονώρας της Ακουιτανίας. Διαδέχτηκε στο θρόνο της Αγγλίας τον αδελφό του, Ριχάρδο Α΄. Ονομάστηκε «Ακτήμων» γιατί έχασε την κληρονομιά των γαλλικών κτήσεων από τον πατέρα του, λόγω της συμμαχίας του με τον εχθρό.

Οι μεγαλύτεροι αδελφοί του σε συμπαράσταση με την μητέρα τους Ελεονώρα της Ακουιτανίας που ήταν αιχμάλωτη του Ερρίκου Β΄ από το 1173 εξεγέρθηκαν κατά του πατέρα τους. Σε μικρή ηλικία αρραβωνιάστηκε την Αλίκη, κόρη του Ουμβέρτου Γ΄ της Σαβοΐας, και ήλπιζε ότι με το γάμο αυτό θα αποκτούσε μεγάλη πρόσβαση στις Άλπεις, κληρονομώντας το Πεδεμόντιο και την Σαβοΐα. Ο βασιλιάς Ερρίκος του υποσχέθηκε τα κάστρα στη Νορμανδία, που είχε υποσχεθεί πριν στον άλλο του γιο, Γοδεφρείδο. Η Αλίκη ταξίδεψε στην Αγγλία προκειμένου να επισκεφτεί την αυλή του Άγγλου βασιλιά Ερρίκου Β΄, αλλά πέθανε πριν πραγματοποιηθεί ο γάμος.

Ο Γεράλδος της Ουαλίας περιγράφει ένα ζωγραφικό πίνακα που βρήκε στη σάλα του Ουίντσεστερ, παριστάνοντας έναν αετό να δέχεται επίθεση από τρεις νεοσσούς, ενώ ένας τέταρτος από πίσω παρακολουθούσε. Όταν ρώτησε τον Ερρίκο Β΄ ποιο είναι το νόημα της συγκεκριμένης τοιχογραφίας, ο βασιλιάς του είπε:

Oι τέσσερις νεοσσοί είναι οι τέσσερις γιοι μου που επιθυμούν να με καταδιώξουν ως το θάνατο μου. Ο τέταρτος που παρακολουθεί και δεν μετέχει είναι αυτός που θα μου δώσει το τελειωτικό χτύπημα.
 

Πραγματικά, ο τέταρτος νεοσσός ήταν ο μικρότερος γιος του, Ιωάννης ο Ακτήμων, ο έως τότε αγαπημένος γιος του πατέρα του, που δεν συμμετείχε στη συνωμοσία των αδελφών του. Όταν στράφηκε και εκείνος εναντίον του, ο βασιλιάς Ερρίκος Β΄ στενοχωρήθηκε τόσο πολύ που οδηγήθηκε στο θάνατο από μαρασμό.

Σχέσεις με τον Πατέρα του και τον Αδελφό του Ριχάρδο

Πριν στραφεί κατά του πατέρα του, είχε διαμάχη με τον αδελφό του Ριχάρδο σχετικά με το δουκάτο της Ακουιτανίας (1184). Το 1185 έγινε κυβερνήτης της Ιρλανδίας, αλλά οι κάτοικοι του είχαν τόσο υποτιμητική συμπεριφορά που αναγκάστηκε να φύγει σε οκτώ μήνες.

Κατά τη διάρκεια της απουσίας του Ριχάρδου στην Γ΄ Σταυροφορία (1190 - 1194), επιχείρησε να ανατρέψει τον Γουλιέλμο Λόνγκσαμπ, επίσκοπο του Έλι, τον οποίο ο Ριχάρδος είχε εγκαταστήσει κυβερνήτη της χώρας κατά τη διάρκεια της απουσίας του. Αυτό ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς να δημιουργήσουν το θρύλο του μεγάλου λαϊκού ήρωα Ρομπέν των Δασών.

Ο Ιωάννης ήταν περισσότερο δημοφιλής από τον Γουλιέλμο Λόνγκσαμπ. Το επαναστατημένο πλήθος εισέβαλε στην πόλη του Λονδίνου και έθεσε τον Γουλιέλμο υπό περιορισμό στον πύργο. Ο Ριχάρδος, επιστρέφοντας από την αποτυχημένη Τρίτη Σταυροφορία συνελήφθη από το δούκα της Αυστρίας Λεοπόλδο Ε΄ και αιχμαλωτίστηκε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Ερρίκο ΣΤ΄, που ζητούσε λύτρα για την απελευθέρωση του. Ο Ιωάννης, που επιζητούσε την εξουσία, έστειλε μυστικό γράμμα στον αυτοκράτορα Ερρίκο ζητώντας να κρατήσει φυλακισμένο τον Ριχάρδο για όλη του την ζωή.

Αντίθετα, οι υπερασπιστές του Ριχάρδου κατάφεραν να συγκεντρώσουν το ποσό των απαιτούμενων λύτρων, θέλοντας την απελευθέρωση του βασιλιά τους, αφού ο Ιωάννης είχε γίνει εξαιρετικά αντιπαθής. Μετά τις αψιμαχίες, τελικά ο Ριχάρδος συγχώρεσε τον Ιωάννη και τον όρισε διάδοχο του στον θρόνο.


Βίαιη Κατάληψη του Θρόνου

Όταν πέθανε ο Ριχάρδος, ο Ιωάννης δεν κέρδισε την αναγνώριση από το λαό ως βασιλιάς, καθώς οι περισσότεροι επιθυμούσαν τον Αρθούρο της Βρεττάνης (γιο Γοδεφρείδου, τέταρτου γιου του Ερρίκου Β΄ που είχε πεθάνει πριν τον πατέρα του).

Επακολούθησε πόλεμος ανάμεσα στον Ιωάννη και τον ανιψιό του Αρθούρο, που είχε και την υποστήριξη του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου Β΄ Αυγούστου. Τελικά ο Φίλιππος Β΄ ήρθε σε συμφωνία με τον Ιωάννη, αναγνωρίζοντας τον τελευταίο ως βασιλιά της Αγγλίας (1200) και παραχωρώντας τις περιοχές Νορμανδίας - Ακουιτανίας, υπό την προϋπόθεση ότι θα ήταν στην ψιλή κυριαρχία του Φιλίππου Β΄.

Στη διαμάχη που ξέσπασε με τους βαρόνους στο Πουατού, ζήτησαν την βοήθεια του βασιλιά της Γαλλίας. Ο Φίλιππος κάλεσε τον Ιωάννη στην αυλή του (1202) για να του ζητήσει τον λόγο που παντρεύτηκε την Ισαβέλλα της Ανγκουλέμης, αφού ήταν αρραβωνιασμένη με τον Γκυ των Λουζινιάν.

Ο Ιωάννης αρνήθηκε να τη χωρίσει και ο Φίλιππος τον κήρυξε έκπτωτο από τα εδάφη του σε Νορμανδία και σε Ακουιτανία λόγω της κακής του διοίκησης. Τα πρόσφερε ως δώρα στον ανιψιό του Αρθούρο, που τον αναγνώρισε ως βασιλιά της Αγγλίας, αρραβωνιάζοντας τον και με την κόρη του Μαρία. Εξοργισμένος ο Ιωάννης ο Ακτήμων (1203), παρήγγειλε την παρασκευή ναυπηγείου στο Πόρτσμουθ, ώστε να επισκευάσει τεράστιο στόλο. Το Πόρτσμουθ μετατράπηκε στο μεγαλύτερο ναυτιλιακό κέντρο της χώρας του, όπου μόλις μέσα στον πρώτο χρόνο είχε υπό την κατοχή του 45 μεγάλες γαλέρες, προσθέτοντας τέσσερις ετησίως. Κατασκεύασε επίσης τεράστιο ναυπηγείο, και τα πρώτα εμπορικά και μεταφορικά πλοία του. Γι' αυτό το λόγο, ο Ιωάννης ο Ακτήμων πιστώνεται με τον τίτλο του ιδρυτή της σύγχρονης Βρετανικής ναυτιλίας.

Στη συνέχεια άρχισε να επιζητεί συμμάχους και παντρεύτηκε την Ιωάννα, λαίδη της Ουαλίας, κόρη του Ουαλού πρίγκηπα Λιουέλιν του Μέγα. Συνέλαβε την μητέρα του Ελεονώρα της Ακουιτανίας, όπως και τον ανιψιό του Αρθούρο που τον φυλάκισε (1203). Τίποτα δεν έγινε γνωστό από τότε σχετικά με τον μικρό Αρθούρο. Σύμφωνα με τα χρονικά του Αββαείου Μάργκαμ, τον σκότωσε ο Ιωάννης με τα ίδια του τα χέρια και πέταξε το πτώμα του στον Τάμεση. Κατόπιν συνέλαβε και φυλάκισε για όλη της την ζωή και την ανιψιά του Ελεονόρα.


Σύγκρουση με τον Πάπα

Ήρθε σε μεγάλη σύγκρουση με τον πάπα (1205 - 1213) σχετικά με την διαδοχή του Ουμπέρτου Γουόλτερ, αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι, που πέθανε το 1205, και ο Ιωάννης ο Ακτήμων περιπλέχθηκε σε μακρόχρονη διαμάχη με τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄. Στην αρχή, το εκκλησιαστικό συμβούλιο του Καντέρμπουρι επέλεξε τον Ρέτζιναλντ, αλλά ο Ιωάννης επιθυμούσε τον Τζον Γκρέι, ο οποίος ήταν υποτακτικός του και εξελέγη τη δεύτερη φορά.

Οι δύο υποψήφιοι έφτασαν στην παπική αυλή προκειμένου ο ένας από τους δύο να πάρει από τον πάπα το χρίσμα του αρχιεπισκόπου. Ο πάπας παρουσίασε ως νέο αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι τον Στέφανο Λάνγκτον. Τόσο ο βασιλιάς όσο και πολλοί επίσκοποι και βαρόνοι αρνήθηκαν να τον αποδεχτούν. Ο Ιωάννης δήμευσε την εκκλησιαστική περιουσία ενώ ο Ιννοκέντιος έβλεπε ότι μόνο κακό κάνει η μακρόχρονη έλλειψη εκκλησιαστικών υπηρεσιών. Αφόρισε τον Ιωάννη (1209), ενώ αργότερα τον απείλησε (1213) με ακόμα βαρύτερα μέτρα. Ο Ιωάννης που ήταν απασχολημένος σε πόλεμο εναντίον των βαρώνων αναγκάστηκε να υποκύψει, και δέχτηκε να πληρώνει 1000 μάρκα ετησίως στον πάπα με τον όρο να τον υποστηρίξει στον πόλεμο κατά των βαρόνων.


Σύγκρουση με τους Βαρόνους

Οι βαρόνοι εξεγέρθηκαν εναντίον της αυταρχικής του διακυβέρνησης αναγκάζοντας τον να υπογράψει την Μάγκνα Κάρτα (15 Ιουνίου 1215) που αποτελούσε το πρώτο Σύνταγμα σε ολόκληρη την μοναρχική ιστορία. Στη συνέχεια ενθαρρύνθηκε από τον πάπα να καταπατήσει τον λόγο του και οι βαρόνοι προσκάλεσαν τον διάδοχο της Γαλλίας Λουδοβίκο να έρθει να τους βοηθήσει. Ο Ιωάννης άρχισε να περιφέρεται όλη την χώρα μόνος του, προσπαθώντας να αποφύγει να περάσει από περιοχές όπου βρίσκονταν επαναστατημένοι βαρόνοι. Ένα δυνατό παλιρροϊκό κύμα τον χτύπησε και προκάλεσε βλάβες στην υγεία και το μυαλό του. Αρρώστησε από δυσεντερία και πέθανε, ενώ σύμφωνα με φήμες δηλητηριάστηκε.

Τον διαδέχθηκε ο επτάχρονος γιος του, Ερρίκος Γ΄ της Αγγλίας, ενώ ο Λουδοβίκος εξακολουθούσε να διεκδικεί τον αγγλικό θρόνο.

Κληρονόμοι

Αφού αποκήρυξε την πρώτη σύζυγο του (1200) παντρεύτηκε αμέσως την μόλις 13 ετών τότε Ισαβέλλα της Ανγκουλέμης (1187 - 1246) και παιδιά τους ήταν:

- Ερρίκος Γ΄ της Αγγλίας
- Ριχάρδος, κόμης της Κορνουάλης (1209 - 1272)
- Ιωάννα της Σκωτίας
- Ισαβέλλα της Αγγλίας (1214 - 1241) σύζυγος του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄
- Ελεονώρα της Αγγλίας (1215 - 1275)


ΠΑΠΑΣ ΙΝΝΟΚΕΝΤΙΟΣ Ο Γ'

Ο Ιννοκέντιος Γ΄ (1160 - 16 Ιουλίου 1216) ήταν Πάπας (1198-1216) και κόμης του Σένι.
Γεννήθηκε το 1160 και το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Λοθάριος. Σπούδασε θεολογία στο πανεπιστήμιο Παρισίων και δίκαιο στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Το 1190 εκλέχτηκε καρδινάλιος. Εξελέγη Πάπας το 1198. Υποστήριξε τη Δ' Σταυροφορία και τη σταυροφορία εναντίον των Αλβιγηνών στη Γαλλία. Συγκάλεσε την Δ' Σύνοδο του Λατερανού, η οποία θεωρείται η σημαντικότερη των μεσαιωνικών Συνόδων για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, οι μοναχοί του Αγίου Όρους απευθύνθηκαν σε αυτόν, καθώς οι Σταυροφόροι τους κακομεταχειρίστηκαν. Ο Ιννοκέντιος τους πήρε υπό την προστασία του και στις επιστολές του (ΧΙΙΙ, 40 XVI, 168) αποτίει φόρο τιμής στις μοναστικές αρετές τους.


Πέθανε το 1216 από ελονοσία ενώ σχεδίαζε νέα σταυροφορία για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων.