Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΩΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ - Γράμματα από έναν νέο φιλόσοφο

Αποχαιρετώντας την Αλεξάνδρεια

Ο Μύρης στέλνει χαιρετισμό στον Λεύκιο.

Αγαπημένε φίλε μου, δεν πάνε πολλές ημέρες που στερηθήκαμε ο ένας την παρέα του άλλου, που τόσο ποθούσαμε, και πριν καλά καλά αφήσω τη γη της Αιγύπτου νιώθω την ανάγκη να σου γράψω. Κι αν δεν γνώρισα ακόμη πολιτείες πολλές και θαυμαστές, ίσως κι επειδή δεν τις γνώρισα ακόμη, στον νου μου γυροφέρνω την πόλη που άφησα, την αγαπημένη μας Αλεξάνδρεια, και τα πρόσωπα που άφησα - πάνω απ᾽ όλους εσένα. Προσπαθώ να αποδιώξω τις τόσο έντονες στιγμές της προετοιμασίας του ταξιδιού και του αποχαιρετισμού. Οι εικόνες τους όμως δεν μ᾽ αφήνουν. Μου φαίνεται πως αν δεν τις τακτοποιήσω κάπως στο μυαλό μου, αν δεν σου μιλήσω γι᾽ αυτές (έστω και μέσα από ένα γράμμα), δεν θα τις ξεπεράσω. Κι έχω τόσα πράγματα μπροστά μου να ζήσω, που δεν θέλω να κολλήσω στα παλιά.

Να ξεκινήσω από το τέλος, από το πώς ξεκίνησα και για πού. Το είχαμε συμφωνήσει να πάμε μαζί στην πρωτεύουσα, τη Ρώμη - να επισκεφθούμε τις φιλοσοφικές της σχολές, να μπούμε συστημένοι στον κύκλο του Κορνηλίου Βικτωρίνου για να γνωρίσουμε λόγιους και καλλιτέχνες, αλλά, μεταξύ μας, και για να πάρουμε μια γεύση από τη ζωή της Ρώμης. Όχι ότι η ζωή των Αλεξανδρινών έχει να ζηλέψει τίποτε! Χρήματα είχαμε (οι γονείς μας είχαν, αλλά πάντα έτσι δεν γίνεται;), είχαμε και χρόνο. Τέσσερα πόδια δυνατά και πολλή όρεξη για το μακρινό ταξίδι. Αυτό το σπάσιμο του ποδιού σε έριξε στο κρεβάτι και μας χάλασε τα κοινά σχέδια.

Εγώ έπρεπε όμως να φύγω: η ψυχή μου είχε ετοιμαστεί από καιρό για τον απόπλου. Είθε τον δεύτερο πλου, το δεύτερο ταξίδι, να το κάνουμε μαζί, σ᾽ ένα καράβι ή σε κάποιο διάλογο. Τώρα, αναγκαστικά θα κάνεις το δικό μου ταξίδι από το παράθυρο, διαβάζοντας, όσο μπορείς να σηκώνεσαι, τα γράμματα που υποσχέθηκα να σου στέλνω από κάθε σταθμό. Όπως θα έλεγε ο δάσκαλός μας ο Αρποκρατίων, κάποιος λόγος θα υπάρχει που εσύ έμεινες πίσω - ας ακολουθήσουμε το θέλημα της φύσης.

Θα αναρωτιέσαι, φίλε μου Λεύκιε, γιατί τελευταία στιγμή δεν μπάρκαρα με το πλοίο και προτίμησα τη στεριά. Είχαμε εξασφαλίσει την άδεια αναχώρησης από τον έπαρχο, κανονίσαμε την επιβίβαση, πληρώσαμε τον ναύλο (κατάστρωμα, όχι καμπίνα - ό,τι και να έλεγαν οι γονείς μας), μαζέψαμε και τις προμήθειες. Όταν έμεινα μόνος, σκέφτηκα: γιατί να κλειστώ καλοκαιριάτικα σ᾽ ένα εμπορικό καράβι χωρίς τον φίλο μου για δυο μήνες, ίσως και περισσότερο; Το καράβι θα πήγαινε στη Ρώμη κάνοντας μεγάλο κύκλο και με τον άνεμο κόντρα. Τη μοναξιά δεν τη συνήθισα, ούτε τα κύματα της θάλασσας. Κι έτσι αποφάσισα να ταξιδέψω από την ξηρά: έτσι κι αλλιώς, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη.

Χρειαζόμουν, πάντως, περισσότερες αποσκευές, ήδη το καταλαβαίνω όταν στρώνω να κοιμηθώ και νιώθω άβολα - μου λείπουν αρκετά πράγματα. Αλλά τόσο με συνεπήρε η λαχτάρα, που φόρτωσα στο δίτροχο ό,τι ήταν έτοιμο κι αποχαιρέτησα την Αλεξάνδρεια.

Κι έπειτα σκόρπισε η παρέα, κι εγώ κίνησα κατά την Ανατολή.

Με τη βοήθεια των θεών όλα θα πάνε καλά. Ξέχασα να σου πω (που σ᾽ αρέσουν αυτά και τους δίνεις σημασία) ότι είδα στον ύπνο μου προτού ξεκινήσω έναν γάιδαρο. Καλό σημάδι, έτσι; Σίγουρο το ταξίδι, αλλά αργό. Μα δεν βιάζομαι να φτάσω. Θα περάσω από την Ελλάδα: Αθήνα, Δελφοί, Κόρινθος, Ολυμπία· λέω κι από τη Ρόδο, την πατρίδα του αγαπημένου σου φιλοσόφου, του Παναίτιου. (Μα τι του βρήκες; Έστω να σ᾽ άρεσε ο Ζήνων - αλλά ο Παναίτιος; Νερό στον οίνο ρίχνουμε, δεν νερώνουμε όμως και τη γνήσια ηθική του ιδρυτή της Στοάς, όπως έκανε ο Ρόδιος.) Κι αν μπορέσω, θα φτάσω ως τη «Χώρα του Ομήρου», την Τροία. Σταματώ, μη με ζηλέψεις παραπάνω - εσύ που έχεις για αρετή την απάθεια.

Ώσπου να φτάσω στην Καισαρεία της Παλαιστίνης πρέπει να τα βγάλω πέρα μόνος μου. Η έρημος καίει και τα πανδοχεία σπανίζουν. Ευτυχώς έχω πολύ ψωμί και κρασί. Έχω και δυο τρία βιβλία μαζί. Όχι φιλοσοφικά. Υπάρχουν κι άλλες χαρές στη ζωή…

Ας γίνει αυτό το ταξίδι μου θεωρίης ένεκεν, χωρίς ανάγκη για δουλειά (να ᾽σαι καλά, πατέρα), μόνο προσκύνημα σε ιερά και μαντεία, γνωριμία με τους ανθρώπους και τις πόλεις, ένα οδοιπορικό στη φιλοσοφία - κι ας καταλήξω όποτε να ᾽ναι στη Ρώμη.

Να ᾽σαι ευτυχισμένος.

Η φιλοσοφική λίθος - Ανηφορίζοντας στα Οινόανδα

Ο Μύρης στέλνει χαιρετισμό στον Λεύκιο.

Φίλτατε φίλε μου, το ταξίδι μου πάει καλά· τα απρόοπτα λίγα, και συνήθως ευχάριστα. Πέρασαν πολλές μέρες από όταν σου έγραψα τελευταία φορά, αλλά δεν μου έμενε χρόνος: πούλησα το δίτροχο προτού φύγω από την Αντιόχεια και συνέχισα με δύο άλογα, το ένα για τις αποσκευές. Διέσχισα την Κιλικία, την Παμφυλία και τη Λυκία χωρίς πολλούς σταθμούς, και τώρα κάθομαι στις αποβάθρες της Ρόδου. Βρήκα κι ένα πλοίο που πάει Αλεξάνδρεια και είπα να σου στείλω στα γρήγορα ένα γράμμα για κάτι πραγματικά αναπάντεχο και φιλοσοφικά προκλητικό.

Βρισκόμασταν στα Πάταρα, ένα λιμάνι στις ακτές της Λυκίας, μια παρέα ταξιδιωτών που συνταιριάσαμε εδώ και μέρες. Αναρωτιόμασταν αν θα παίρναμε καράβι για τη Ρόδο ή θα επισκεπτόμασταν πρώτα την Ξάνθο, να βλέπαμε και το επιτάφιο μνημείο των Νηρηίδων - καθότι φιλότεχνοι. Ένας της παρέας, κάποιος Λάνης από την κοντινή Απολλωνία, έριξε την ιδέα να ανεβούμε σε μια μικρή πόλη προς το εσωτερικό της χώρας, τα Οινόανδα. «Αξίζει να θυσιάσετε μια μέρα από το ταξίδι. Ειδικά εσύ, Λεύκιε, που τόσο αγαπάς τη φιλοσοφία.»

Περάσαμε από την Ξάνθο και με το ομώνυμο ποτάμι στ᾽ αριστερά μας προχωρήσαμε στην ενδοχώρα. Μετά από ώρες φτάσαμε στους πρόποδες του βουνού και ανηφορίσαμε τον δρόμο για την κορυφή. Ήμασταν κατάκοποι, αλλά το θέαμα μας αντάμειψε: μια μικρή πόλη, με αγορά, δημόσια κτίρια, θέατρο ψηλά στο βουνό και κάπου στο κέντρο ένας μακρύς τοίχος, περισσότερο από 10 πόδια ψηλός. Πλησιάσαμε από περιέργεια, και δεν μπορείς να φανταστείς τι είχαν σκαλίσει στην πέτρα: μια σύνοψη της επικούρειας φιλοσοφίας! Πάνω στη βάση ήταν χτισμένες οι πέτρες σε εφτά ζώνες, η καθεμιά με άλλο θέμα: κάτω κάτω οι Κύριες δόξεςτου Επίκουρου και κείμενα για την ηθική, στη δεύτερη ζώνη η φυσική, και με τη σειρά επιστολές, φράσεις-αξιώματα και πάνω πάνω σκέψεις για τα γηρατειά.

Δεν ήταν τίποτε καινούργιο: ο ατομισμός, οι αδιάφοροι θεοί, η ηδονή, η φιλία. Όλα τους γνωστά, αν και πολλά δεν το αξίζουν. Αυτό δεν καταλαβαίνω με τους επικούρειους: έχουν μείνει απομονωμένοι από τις άλλες φιλοσοφικές Σχολές, σχεδόν δεν ασχολούμαστε μαζί τους (ο Πλούταρχος τους αποστόμωσε), και αυτοί συνεχίζουν απτόητοι! Έχουν ένα αξιοζήλευτο δέσιμο μεταξύ τους, όπου κι αν βρεθούν, ασάλευτη πίστη στα δόγματά τους και σεβασμό υπέρμετρο στον ιδρυτή της Σχολής, τον Επίκουρο. Οι κοινότητές τους επικοινωνούν τακτικά μεταξύ τους και συντρέχουν η μία την άλλη και οικονομικά. Αυτοί στα Οινόανδα έχουν επαφές όχι μόνο με τη Ρόδο, αλλά και με την Αθήνα, τη Χαλκίδα και τη Θήβα. Για μας, Λεύκιε, Πλατωνικούς ή Στωικούς, μπορεί να είναι απαράδεκτη η ηθική τους φιλοσοφία. Αν συγκρίνουμε όμως τον τρόπο (πες τον απλό και μονοκόμματο) που ζουν αρκετοί από τους Επικούρειους με τη ζωή πολλών Στωικών, πρέπει να ομολογήσουμε ότι η δική μας πλευρά άλλα λέει και άλλα κάνει.

Άραγε, θα μείνει όρθια στους αιώνες αυτή η πέτρα της φιλοσοφίας ή θα γκρεμιστεί με τον καιρό ή από κανένα σεισμό; Οι κακόπιστοι θα έλεγαν ότι έτσι αμετακίνητη που είναι εδώ και αιώνες η επικούρεια φιλοσοφία τής ταιριάζει που απολιθώθηκε σε ένα ξεχασμένο πόλισμα της Λυκίας. Εγώ οπαδός αυτών των αποσυνάγωγων ηδονιστών δεν είμαι - όλοι μας, Πλατωνικοί, Στωικοί, Έλληνες, Ιουδαίοι, χριστιανοί, τους περιφρονούμε. Αλλά δεν αρνούμαι ότι η πράξη αυτή του Διογένη, να σκαλίσει αυτή την τεράστια επιγραφή, με συγκίνησε.

Σ᾽ αφήνω με τα δικά του λόγια [απόσπ. 3], όπως τα θυμάμαι· λόγια που ο καθένας μας θα υπέγραφε: «Τώρα πια που βρίσκομαι στη δύση της ζωής μου και όπου να ᾽ναι θα πεθάνω από γηρατειά, θέλησα, μη με προλάβει ο θάνατος, να βοηθήσω ανθρώπους με νου και κρίση. Δεν είναι μόνον ένας ή δύο οι άνθρωποι που δυστυχούν, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν άρρωστοι με ψεύτικες ιδέες. Και το δίκαιο είναι να βοηθήσω όχι μόνο αυτούς αλλά και όσους ζήσουν μετά από μένα (γιατί κι εκείνοι δικοί μου άνθρωποι είναι, κι ας μην έχουν γεννηθεί ακόμη) καθώς και τους ξένους που έρχονται στα μέρη μας· είναι πράξη αγάπης να τους βοηθάς. Επειδή, λοιπόν, απευθύνομαι σ᾽ όλους αυτούς με το σύγγραμμά μου, εκμεταλλεύτηκα αυτόν εδώ τον χώρο για να εκθέσω στον κόσμο τα φάρμακα που φέρνουν τη σωτηρία, φάρμακα που έχω δοκιμάσει στη ζωή» - και εννοεί τη φιλοσοφία.

Είθε να υγιαίνεις και να ευτυχείς όσο γίνεται περισσότερο, ποθεινότατε φίλε Λεύκιε.

Ένας Αλεξανδρινός στη Ρώμη

Ο Μύρης στον Λεύκιο. Να περνάς χαλά.

Στο προηγούμενο γράμμα, Λεύκιε, σου είχα περιγράψει τον πνευματικό κύκλο του Βικτωρίνου, όπου πήγα συστημένος από τον αλεξανδρινό δάσκαλό μας. Τώρα που πέρασε ένας μήνας, θα σ᾽ το πω με δυο λέξεις: καμία σχέση μ᾽ εκείνο που περιμέναμε. Ο Παναίτιος ήταν στον κύκλο των Σκιπιώνων, ο μαθητής του Ποσειδώνιος συζητούσε με τον Κικέρωνα και τον Πομπήιο, κι εγώ ζω ανάμεσα σε κάτι παρακμασμένους Ρωμαίους, που τους έμεινε μόνο το παλιό καλό όνομα. Βέβαια, Παναίτιος εγώ δεν είμαι, αλλά και ο νέος μου κύκλος δεν συγκρίνεται με εκείνους τους παλιούς Ρωμαίους. Δεν λέω: έκαναν συστηματικές σπουδές, ξέρουν αρκετά πράγματα για τη φιλοσοφία, αλλά το μυαλό τους είναι στα θεάματα και στα συμπόσια, με ολίγη δόση ποίησης και φιλοσοφίας σαν κερασάκι στην τούρτα.

Πρέπει, ωστόσο, να δεχθώ ότι εδώ στη Ρώμη μπορείς να βρεις τα πάντα. Αφήνω τα άλλα, σ᾽ αφήνω να τα φανταστείς και ίσως επανέλθω σε άλλο γράμμα, και περνώ στη φιλοσοφία. Καυχιόμασταν για την Αλεξάνδρεια και τις σχολές της, αλλά το ομολογώ κι εγώ (που ξέρεις ότι δεν ήμουν ο πιο κοσμοπολίτης της παρέας) ότι εδώ είναι το κέντρο της πολιτικής εξουσίας, οι γνωριμίες παίζουν, όπως παντού και πάντα, ρόλο και όλοι προσπαθούν να μπουν σε κάποιο κύκλο, να αποκτήσουν κάποια δύναμη.

Δεν υπάρχει σημαντική φιλοσοφική κίνηση και οργανωμένη πνευματική ζωή. Υπάρχει όμως ένα κοινό ανοιχτό στους φιλοσόφους, οι μορφωμένοι γνωρίζουν ελληνικά - το θεωρούν αυτονόητο, για ν᾽ ασχοληθούν με τη φιλοσοφία. Έχουν περάσει από εδώ φιλόσοφοι σαν τον πυθαγόρειο Νουμήνιο και τον αριστοτελικό Αλέξανδρο Αφροδισιέα.

Νέα τζάκια αναδείχθηκαν, όπως τόσο παραστατικά έλεγε ένας πεπειραμένος πολιτικός. Όλα αυτά τα χρόνια που βασιλεύουν, οι Σεβήροι προώθησαν δικούς τους ανθρώπους στον στρατό και στις πολιτικές θέσεις - κυρίως από την Αφρική και τη Συρία. Ο στρατός ανέβηκε κοινωνικά και τα φτωχότερα στρώματα ζουν στην εξαθλίωση. Το πλήρες όνομα του τωρινού αυτοκράτορα είναι Αλέξανδρος Σεβήρος Μάρκος Αυρήλιος, αλλά μόνο στο όνομα μοιάζει με τον στωικό αυτοκράτορα-φιλόσοφο. Εκείνη η εποχή των φιλελλήνων αυτοκρατόρων, του Αδριανού και του Μάρκου Αυρήλιου, μοιάζει όνειρο· πάει και δεν γυρίζει.

Αγαπημένε και προσφιλή μου φίλε, να σ᾽ έχει καλά η θεία πρόνοια και να υγιαίνεις πολλά χρόνια.

Γνωριμία με τον ρωμαϊκό στωικισμό

Μύρης στον Λεύκιο. Εὐ πράττειν.

Σ᾽ ευχαριστώ που μου γράφεις τόσο συχνά, γιατί έτσι μου φανερώνεις τον πραγματικό σου εαυτό, μ᾽ αυτό τον μοναδικό τρόπο που ξέρεις. Δεν υπάρχει περίπτωση να λάβω γράμμα σου και να μη νιώσω αμέσως ότι είμαστε μαζί. Αν οι εικόνες των απόντων φίλων μας μάς ευχαριστούν, παρόλο που απλώς φρεσκάρουν τη μνήμη και ανακουφίζουν την επιθυμία με μια παρηγοριά ψεύτικη και κενή, πόσο πιο ευχάριστα είναι τα γράμματα, που μας φέρνουν ίχνη πραγματικά, σημάδια αληθινά των απόντων φίλων! Γιατί αυτό που είναι τόσο γλυκό όταν είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο, δίνεται με το αποτύπωμα του χεριού του φίλου πάνω στο γράμμα.

Φίλε μου αγαπημένε, τα λόγια αυτά δεν είναι δικά μου (όσο κι αν ασκούμαι στη γραφή, το ύφος δεν βελτιώνεται ούτε εύκολα ούτε γρήγορα), όμως εκφράζουν ακριβώς αυτά που νιώθω. Τα βρήκα σε μια επιστολή του Σενέκα, ενός παλιού φιλοσόφου που τον εκτιμούν πολύ εδώ στη Ρώμη. Τα λατινικά μου δεν είναι τόσο καλά, ώστε να τον διαβάζω άνετα. Θυμάμαι που με πείραζες στο σχολείο, όταν μάθαινα από στήθους τις συζυγίες και τα γερούνδια: «Νομίζεις ότι θα σου χρειαστούν; Μήπως θα γίνεις κρατικός υπάλληλος ή θα ζήσεις στη Ρώμη;» Τελικά, τα έμαθα μόνο για το σχολείο, και να που τώρα μου χρειάζονται… Τη μετάφρασή μου μην την κρίνεις αυστηρά λοιπόν.

Τώρα, η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πολυκαταλάβει γιατί εκτιμούν τόσο τον Σενέκα· σίγουρα όχι για το ύφος του: είναι πολύ κοφτό και βαρυφορτωμένο. Δεν λέει και κάτι καινούργιο - αν και λέει πάρα πολλά. Έγραψε ως και τραγωδίες: αλλά γιατί να διαβάσω τον δικό του Οιδίποδα κι όχι του Σοφοκλή, ή τη δική του Μήδεια κι όχι του Ευριπίδη; Οι φιλόλογοι ας βρουν, τώρα ή κάποτε, ομοιότητες και διαφορές.

Εμάς μας ενδιαφέρει η φιλοσοφία, κι ο Σενέκας είναι μάλλον από τους λίγους Ρωμαίους που είπαν έστω κάτι στη φιλοσοφία. Προσωπικά, προτιμώ τον Κικέρωνα - επειδή ίσως καταγράφει πολλές απόψεις ελλήνων φιλοσόφων. Από τον Σενέκα κάπως με τράβηξε μια πραγματεία του Για τη θεία πρόνοια(μου θύμισε την ομότιτλη του Παναίτιου) και δύο παρηγορητικοί λόγοι του σε ανθρώπους που έχασαν κάποιον δικό τους. Αφήνω στην άκρη τις επιστολές του στον Λουκίλιο, που είναι πολλές και τις διαβάζω αυτές τις ημέρες.

Η λογική και η μεταφυσική λείπουν ολότελα, και για τα ζητήματα της φυσικής έχει αφιερώσει ένα έργο, που διαβάζεται ακόμη πολύ. Το βάρος πέφτει στην ηθική, κάτι αναμενόμενο από έναν νεότερο στωικό. Μην περιμένεις όμως τίποτε ανώτερο από τα τετριμμένα μιας πρακτικής φιλοσοφίας: τίποτε δεν μπορεί να βλάψει τον σοφό, όπως γενικότερα κανένα κακό δεν μπορεί να προσβάλει τον καλό άνθρωπο. Αυτό που μας φαίνεται δυστυχία, στην πραγματικότητα είναι δοκιμασία για τον άνθρωπο. Όλο συμβουλές για να συγκρατούμε τον θυμό μας και οδηγίες για μια ευτυχισμένη ζωή, όπως τη θέλει η Στοά.

Στους «παραμυθητικούς» λόγους του θα μείνω λίγο, γιατί εκεί φαίνεται όλη η προσπάθεια της φιλοσοφίας να θεραπεύσει τον άνθρωπο από κάθε λογής δεινά, από τα συναισθήματα που του γεννούν δυστυχίες, όπως ο θάνατος, η αρρώστια, η φτώχια, η εξορία, τα γηρατειά.

Ο Σενέκας δεν είναι ο πρώτος που βλέπει τη φιλοσοφία σαν «οδηγό της ψυχής» και τον φιλόσοφο σαν καθοδηγητή των μαθητών του, που τους διδάσκει πώς να ζουν σωστά και όχι πώς να μιλούν όμορφα. Έχει πίσω του (και ίσως μπροστά του, πάνω στο γραφείο του) μια σειρά από ανάλογα κείμενα «παραμυθίας»: Κικέρωνα, Παναίτιο, Ποσειδώνιο, που τους επαναλαμβάνουν ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος και άλλοι. Ο Σενέκας συγκεντρώνει και συστηματοποιεί τα παλαιότερα επιχειρήματα και χρησιμοποιεί μια γλώσσα όχι αυστηρά φιλοσοφική. Κύριος σκοπός του δεν είναι να πείσει τον συνήθως καχύποπτο αναγνώστη, αλλά να παρηγορήσει αυτόν που υποφέρει.

Μια και σου μίλησα για τον Σενέκα, θα είναι αδικία να παραλείψω τον παλαιότερο και πολύ πιο σημαντικό Κικέρωνα· του πρέπει όμως ολόκληρη επιστολή.

Είθε οι θεοί να σου δίνουν ευημερία όλο τον χρόνο.

Ο φιλόσοφος μπροστά στην εξουσία και ο φιλόσοφος στην εξουσία: Σενέκας και Μάρκος Αυρήλιος

Ο Μύρης στον Λεύκιο.

Τώρα που τελείωσα τις επιστολές του Σενέκα, ώρα να στείλω τη δική μου σε σένα, φίλτατε Λεύκιε. Παραπονιέσαι ότι τα γράμματά μου είναι προχειρογραμμένα. Ποιος όμως μιλά τόσο προσεκτικά, παρά μόνο αν θέλει να ψιλολογεί; Προτιμώ να σου γράφω όπως θα σου μιλούσα, αν καθόμασταν μαζί ή αν περπατούσαμε - αυθόρμητα και άνετα. Τέτοια θέλω να είναι τα γράμματά μου, χωρίς επιτήδευση. Αν ήταν δυνατόν, θα προτιμούσα να δείχνω τα συναισθήματά μου, παρά να μιλώ γι᾽ αυτά.

Καλό; Ταιριάζει στην αρχή της επιστολής μου. Κι αυτό από τον Σενέκα το ξέκλεψα (ή από τον Κικέρωνα; Ξέχασα να το σημειώσω). Αντέγραψα μερικά ωραία, να τα έχω για κάθε περίσταση. Σε σένα τα χρησιμοποιώ με μέτρο, γιατί θα το καταλάβεις και θα με κοροϊδέψεις. Τα άλλα γράμματά μου είναι γεμάτα τέτοια παραθέματα. Κάνω καλή εντύπωση, και οι γονείς μου πείθονται ότι δεν πάνε χαμένα τόσα έξοδα για σπουδές στο εξωτερικό.

Στις επιστολές του, δημοσιευμένες με φροντίδα, ο Σενέκας καταπιάνεται με πολλά θέματα, χωρίς να λέει κάτι διαφορετικό από όσα ξέρουμε. Προσπαθεί να νουθετήσει τον αναγνώστη, για να ακολουθήσει τον δρόμο της φιλοσοφίας που οδηγεί στην ευδαιμονία. Αυτός ο δρόμος είναι πορεία αγωνιστική που θέλει θάρρος και ισχυρή θέληση, διαρκή αυτοέλεγχο και απόσταση από τα υλικά αγαθά. Ωραία λόγια, που ο Σενέκας δεν τα έκανε πράξη.

Συμβουλές γραπτές έδινε όχι μόνο στον Λουκίλιο, στον οποίο απευθύνει τις επιστολές, αλλά και στον αυτοκράτορα: πρόσφερε μια πραγματεία του στον Νέρωνα, λίγο μετά την άνοδό του στον θρόνο, και τον προέτρεπε να δείχνει μεγαλοψυχία!

Σαράντα κύματα πέρασε η ζωή του. Πίστευε ότι ο στωικός οφείλει να μετέχει στα δημόσια πράγματα και, συνεπής σ᾽ αυτό, επιδίωξε πολιτική σταδιοδρομία. Του έτυχαν αυτοκράτορες όπως ο Τιβέριος ή ο Κλαύδιος, αλλά και ο Καλιγούλας και ο Νέρωνας. Προσκολλήθηκε σε αυτοκράτορες φαύλους και τελικά απέκτησε μεγάλη δύναμη, ειδικά επί Νέρωνος. Πολλοί τον κατέκριναν τον Σενέκα και τους δίνω δίκιο: ποιος φιλόσοφος συναναστράφηκε και συνεργάστηκε με τέτοιους τυράννους, ώστε να αυξήσει την περιουσία του κατά 300.000.000 σηστέρτιους μέσα σε τέσσερα χρόνια;

Το μόνο αντάξιο της φιλοσοφίας του μου φαίνεται ότι ήταν ο θάνατός του. Μπλέχτηκε σε μια αποτυχημένη συνομωσία εναντίον του Νέρωνα· τον διέταξαν να αυτοκτονήσει και το έκανε. Είχε γράψει κάτι ανάλογο: «Το δρομολόγιο ενός ταξιδιού μένει ανολοκλήρωτο, αν σταματήσεις στα μισά του δρόμου σου ή προτού φτάσεις στον τόπο για τον οποίο ξεκίνησες. Η ζωή όμως σε καμιά στιγμή δεν μένει ανολοκλήρωτη, φτάνει μόνο να την έχεις ζήσει σωστά. Όπου και να τη σταματήσεις (αν τη σταματήσεις σωστά) η ζωή σου θα είναι ολοκληρωμένη. Δεν είναι μεγάλη υπόθεση η ζωή· όλοι οι δούλοι σου ζουν, όλα τα ζώα σου ζουν. Να πεθάνεις με αξιοπρέπεια, με σύνεση και με θάρρος - αυτό είναι το σπουδαίο.»

Αν ήταν να βάλω κάποιον δίπλα στον Σενέκα (ή μάλλον πιο πάνω), θα ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος. Ρωμαίοι και οι δύο, γόνοι ισχυρών οικογενειών, στωικοί φιλόσοφοι με λαμπρές σπουδές στη ρητορική και στη φιλοσοφία και με δασκάλους σαν τον Σωτίωνα και τον Ηρώδη τον Αττικό. Ο Σενέκας ξεκίνησε μια πολλά υποσχόμενη σταδιοδρομία στα πολιτικά πράγματα της Ρώμης και έγινε σύμβουλος του αυτοκράτορα, ενώ ο Μάρκος Αυρήλιος από μικρός προοριζόταν για υψηλά αξιώματα και τελικά έγινε ανώτατος άρχοντας.

Από δω και πέρα αρχίζουν οι διαφορές: Ο Μάρκος Αυρήλιος αναζωογόνησε τη φιλοσοφία στο παραδοσιακό της κέντρο, την Αθήνα, όταν ίδρυσε και όρισε να επιδοτούνται από το δημόσιο έδρες των τεσσάρων φιλοσοφικών Σχολών (πλατωνική, αριστοτελική, στωική, επικούρεια). Ενώ κατείχε το ανώτατο αξίωμα του αυτοκράτορα, έγραψε στοχασμούς προς τον εαυτό του, στα ελληνικά μάλιστα. Και έδειξε ότι η στωική διδασκαλία μπορεί στ᾽ αλήθεια να του προσφέρει ψυχική γαλήνη και παρηγοριά - ενώ χειριζόταν τις δύσκολες υποθέσεις μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Έβλεπε τον κόσμο, στωικός καθώς ήταν, σαν ένα σύνολο, και τον εαυτό του ως ένα μέλος που οφείλει να προσφέρει στο σύνολο. Και επιπλέον ως αυτοκράτορας έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατηθεί ενιαίο το σύνολο (αλλά και το βασίλειό του - μην ξεχνιόμαστε). Ταυτόχρονα, καθώς ο κόσμος γύρω του άλλαζε, αυτή η λαχτάρα (αλλά και η δυνατότητα) προσφοράς εναλλασσόταν με το αίσθημα της παραίτησης - αυτός, ένας αυτοκράτορας, να τα αφήσει όλα για να βρει τη γαλήνη.

Στοχαστικός αλλά και άνθρωπος της πράξης, ο Μάρκος ήξερε να μην χάνεται σε ατέλειωτες συζητήσεις. Το θυμίζει ξεκάθαρα στο Εις εαυτόν(10.16): «Μην κάθεσαι να συζητάς για το πώς είναι ο καλός άνθρωπος. Γίνε τέτοιος άνθρωπος.»Κι αυτός μάλλον τα κατάφερε.

Φίλε μου Λεύκιε. Πολλά μου ήρθαν στο μυαλό εκτός από αυτά που σου έγραφα, αλλά πρέπει να ταμιεύσω μερικά να σου τα πω από κοντά.

Εκλεκτικισμός ή αποκλειστικότητα;

Ο Μύρης στον Λεύκιο. Σου εύχομαι υγεία στο σώμα και στην ψυχή.

Δεν έχω τίποτε να σου πω, όμως σου γράφω τα ίδια, γιατί νιώθω σαν να σου μιλώ. Τι τα θες, Λεύκιε, τι τα θες; Καλά σ᾽ τα έλεγα εγώ. Ο αγαπημένος σου Παναίτιος και ο Ποσειδώνιος έφεραν τους Ρωμαίους των ανώτερων τάξεων κοντά στη φιλοσοφία και συγκεκριμένα στη Στοά. Η δημοφιλία αυτή είχε κόστος για τη φιλοσοφία.

Δεν με πειράζουν τα πλατωνικά στοιχεία που εισήγαγαν, που χώρισε ο Ποσειδώνιος την ψυχή σε δύο μέρη, ένα καλό κι ένα κακό. Ταιριάζει, εξάλλου, και στην εποχή μας ο χωρισμός του κόσμου σε δύο επίπεδα - δες μόνο τις λατρείες που κυριαρχούν σήμερα: όλοι αναζητούν τη σωτηρία της ψυχής τους. Ούτε νοιάζομαι που εγκατέλειψε ο Παναίτιος την άποψη ότι ο κόσμος τελικά εκπυρώνεται ή ότι υπάρχει μια συνεχής επανάληψη κοσμικών κύκλων.

Καλά έκαναν οι νέοι Στωικοί που έδωσαν τέτοια αξία στη γενική παιδεία και δεν έμειναν αποκλειστικά στη διδασκαλία των δικών τους δογμάτων, όπως οι Επικούρειοι. Κι εμείς χάρη σε μια τέτοια παιδεία μάθαμε και καταλάβαμε τόσα πράγματα: διδαχτήκαμε λογοτεχνία και μυθολογία, αλλά βρίσκαμε μέσα σ᾽ αυτές το βαθύτερο νόημά τους, χάρη στην αλληγορική ερμηνεία των κειμένων.

Το κλειδί όμως για τη διάδοση της Στοάς εδώ στη Ρώμη το βλέπω πια ξεκάθαρα: ήταν που ο Παναίτιος έκανε πιο προσιτό το ιδεώδες του σοφού, χαμήλωσε τον πήχυ που λέμε σήμερα. Χάθηκε η αυστηρότητα και υποστηρίχθηκε ότι ο ενάρετος βίος είναι δυνατός χωρίς μεγάλες θυσίες.

Εγώ αυτά, και συγχώρεσέ με, τα λέω συμβιβασμό. Σας φάνηκε δύσκολο να επιτευχθεί ο στωικός τρόπος ζωής και μειώσατε τις απαιτήσεις σας για να βρείτε οπαδούς, ή τέλος πάντων εκσυγχρονίσατε τη διδασκαλία σας ακολουθώντας τα αιτήματα των καιρών (αν σε ικανοποιεί περισσότερο η τελευταία διατύπωση). Και τι πετύχατε, κι εσείς αλλά και οι Κυνικοί; Οι φιλόσοφοί σας όχι απλώς συναναστράφηκαν με βασιλείς και τους έδωσαν συμβουλές (αυτό το έκανε και ο θεϊκός Πλάτων), αλλά έφτασαν στο σημείο να αποτελούν την αυλή των ηγεμόνων δίπλα στους γελωτοποιούς, τους χορευτές, τις παλλακίδες και (πού είσαι Πλάτωνα!) τους ποιητές.

Καταλαβαίνω ότι στις μέρες μας, και εδώ και στην Αθήνα και στην Αλεξάνδρεια, όλοι είναι όλα. Για να γίνεις φιλόσοφος παίρνεις ό,τι σου ταιριάζει από τον καθένα: λίγο Πλάτωνα, λίγη Στοά, λίγο Πυθαγόρα, λίγο (πιο λίγο) Αριστοτέλη, μια πινελιά από Κυνικούς - μόνο οι Επικούρειοι μένουν εκτός. Και μήπως αντλούν από πρώτο χέρι; Κάθε άλλο: όπως στο σχολείο, όλοι διαβάζουν συλλογές και ανθολόγια κειμένων, εγχειρίδια και συνόψεις. Με λίγο κόπο μαθαίνουν λίγα πράγματα για όλες τις φιλοσοφίες. Έτσι που πάμε, αύριο θα εκδίδουν βιβλία Ο Πλάτωνας σε τρεις ώρες, Ο Αριστοτέλης για όλους, ή Πώς να γίνεις καλός στωικός σε δέκα μαθήματα. Όλα συμβαίνουν μέσα στις σχολές και μέσα στα βιβλία. Όμως δεν ταιριάζουν όλα μεταξύ τους! Καλά τους τα έγραψε ο Αττικός στο έργο του Εναντίον όσων επιχειρούν να ερμηνεύσουν τον Πλάτωνα μέσω του Αριστοτέλη.

Κάτι λείπει, Λεύκιε, και αυτό το διαισθάνεσαι καλύτερα στη Ρώμη, όπου υπάρχουν τα πάντα: όλες οι φιλοσοφίες, όλες οι θρησκείες, όλες οι φυλές του κόσμου. Σε προλαβαίνω: δεν θεωρώ άχρηστη την περιπλάνησή μου, είδα κι έμαθα πολλά. Έκλεισε κιόλας ένας χρόνος· καιρός να γυρίσω. Αλλά ο νόστος μου δεν είναι τόσο στην πατρίδα, είναι ένας γυρισμός στον ίδιο μου τον εαυτό, μια στροφή στην ψυχή μου. Δεν ήμουν κοσμοπολίτης όταν ξεκίνησα, ούτε έγινα τώρα που γυρνώ. Ο δικός μου τόπος είναι το μέσα μου· εκεί θέλω να πάω, εκεί θέλω να μείνω. Καλό το ταξίδι που μου έδωσε η φιλοσοφία. Αλλά κακά τα ψέματα: θέλω να φτάσω και κάπου.

Άσχετο: άκουσα ότι στην Αλεξάνδρεια άνοιξε σχολή ένας Αμμώνιος (το Σακκάς τι σημαίνει;), μυστήριος άνθρωπος και δυναμικός. Γιατί δεν μου το έγραψες; Προφανώς δεν θα είναι του γούστου σου, για σκληρός πλατωνικός περνιέται, αλλά στα τόσα που μου γράφεις εντύπωση μου κάνει αυτή η παράλειψη.

Και μια και το ᾽φερε η κουβέντα: εγώ όλο για φιλοσοφία σού γράφω κι εσύ τίποτε, λέξη! Μόνο για την υγεία γνωστών και φίλων, τις γιορτές, τον σεισμό. Ούτε μπαίνεις στον κόπο να αντιπαρατεθείς μαζί μου στα φιλοσοφικά! Τι τρέχει, Λεύκιε; Βαρέθηκες τη φιλοσοφία; Βαρέθηκες εμένα; Βρήκες άλλα ενδιαφέροντα και μου τα κρύβεις;

Έγραψα βιαστικά αυτή την επιστολή στο φως του λυχναριού, γι᾽ αυτό αν κάτι μου ξέφυγε μην το κρίνεις αυστηρά. Υγίαινε, φίλτατε Λεύκιε.

Και το πλοίο φεύγει…

Ο Μύρης χαιρετά τον Λεύκιο.

Έσχισα, φίλε μου, πολλούς παπύρους για να σου γράψω. Ένας έμεινε, ο τελευταίος. Θα σου γράψω ό,τι χωρέσει.

Έχεις δίκιο ότι ήμουν πολύ αυστηρός με τους Στωικούς και τους Κυνικούς. Ίσως όμως αν έμενες κι εσύ στη Ρώμη, θα μου έδινες κάποιο δίκιο, βλέποντάς τους να νοιάζονται απλώς για να υιοθετήσουν ένα στυλ ντυσίματος και φερσίματος. Έχεις δίκιο ότι αυτοαναγορεύτηκα κριτής των πάντων και δείχνω (ξέρω ότι θα ήθελες να γράψω: επιδεικνύω) υπερβολική σιγουριά για τις κρίσεις και τις ιδέες μου. Αν είναι κάτι να αλλάξει, θα αλλάξει. Ήδη έχω μετριάσει την εκτίμησή μου για τη φιλοσοφία των Ρωμαίων· έμαθα να μην τη συγκρίνω με την πλατωνική και την αριστοτελική σκέψη και να προσπαθώ να την αξιολογώ για αυτό που είναι η ίδια. Και είναι ωραίο που το συνειδητοποιώ τώρα που το πλοίο διαπλέει τα στενά της Μεσσήνης και αποχαιρετώ την Ιταλία.

Αλήθεια, όταν μου είχες ζητήσει να σου επιστρέψω τις επιστολές σου, φαντάστηκα ότι θα ήθελες να τις δημοσιεύσεις - μια και σε προηγούμενο γράμμα μου σου είχα αναφέρει ότι μερικοί Ρωμαίοι το έχουν κάνει. Πίστευα, βέβαια, ότι εσύ, τόσο τυπικός που είσαι, θα κρατούσες ένα βιβλίο αντιγραφής των γραμμάτων που στέλνεις. Ας είναι! Έψαξα, αλλά δεν τα βρήκα. Θα τα βρω όμως. Θα έχω τουλάχιστον μια πρόφαση να έρθω σπίτι σου για να σ᾽ τα δώσω και έτσι να σε δω. Άραγε, εσύ κρατάς τα δικά μου γράμματα; Όχι ότι αξίζουν κάτι, αλλά θα ήθελα να πιστεύω ότι σου έδωσαν μια εικόνα του οδοιπορικού μου.

Εικάζω από τα λεγόμενά σου αλλά και από όσα αποσιωπάς ότι τώρα πια με αντιμετωπίζεις συγκαταβατικά. Δεν σχολιάζεις ούτε καν τα φιλοσοφικά ζητήματα που σου γράφω! Δεν θα ήθελα ούτε καν να σκεφτώ ότι όσο πλησιάζει η μέρα που θα γυρίσω τόσο απομακρύνεται η ελπίδα να σε δω. Οι μέρες στο πλοίο περνούν γρήγορα. Ο άνεμος φυσά ευνοϊκός από τον βορρά. Αλλά δεν έχω κέφι να μοιραστώ τίποτε και με κανέναν. Κρίμα, γιατί ταξιδεύω με ενδιαφέρουσα συντροφιά, από κάθε άποψη - καταλαβαίνεις τι εννοώ.

Πριν το τέλος, η σιωπή είναι βασανιστική. Και όσο τα σκεφτόμουν αυτά μια αλλόκοτη εντύπωση με κυρίευε. Αόριστα, αισθανόμουν σαν να ᾽φευγεν από κοντά μου ο Λεύκιος και που γένομουν ξένος εγώ. Κι όμως ήταν ένα ταξίδι όπως το είχαμε φανταστεί μαζί - κι ακόμη καλύτερο. Δεν ξέρω πώς να κλείσω. Θα δανειστώ λόγια ξένα, κάποιου Νικολάου, ναυτικού και ποιητή:

Λεύκιε, νιώθω τώρα πὼς σ᾽ ἐκούρασα

Μπορεῖ κιόλας νὰ σ᾽ ἔκαμα νὰ κλάψεις.

Δὲ θά ᾽βρεις, βέβαια, λόγια γιὰ μι᾽ ἀπάντηση.

Μὰ δὲ θὰ λάβεις κόπο νὰ μοῦ γράψεις.

Γράμμα τελευταίο και ανεπίδοτο

Μύρη, αδελφέ μου.

Τα γράμματά σου τα ᾽χω, φίλε πρώτε. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Πόσες φορές κατέβηκα στο λιμάνι να ψάξω κάποιο καράβι που να έχει προορισμό το μέρος που βρισκόσουν, για να σου στείλω το γράμμα μου. Κι όταν κατέφθαναν τα δικά σου γράμματα, τα διάβαζα αμέσως, ενώ των άλλων τα άφηνα για άλλη μέρα.

Για το χάσμα που αισθάνεσαι ότι άνοιξε μεταξύ μας δεν φταίει ο χρόνος και η απόσταση, δεν φταις εσύ! Καλά κι ωραία όλα όσα μου έγραφες. Πολλά δεν τα είχα υποψιαστεί. Σε ζήλεψα λίγο· πολύ. Όμως δεν μπορώ άλλη τέτοια φιλοσοφία. Όχι άλλους περιπλανώμενους Κυνικούς που ξεγελούν τον κόσμο και κολακεύουν τους ισχυρούς, όχι άλλους Στωικούς που φτιάχνουν περιουσίες και ζητούν από τους άλλους να υποταχθούν στη μοίρα, όχι άλλους Επικούρειους που ζουν στον δικό τους κόσμο όπως και οι θεοί τους. Τέσσερα χρόνια στη Σχολή και μετά στις φιλοσοφικές συντροφιές μάθαμε τόσα (και δεν γνωρίζουμε ακόμη περισσότερα). Τι λογική, τι φυσική, τι μαθηματικά! Κάναμε εισαγωγή στον Πλάτωνα, διαβάσαμε προσεκτικά τους πιο σημαντικούς του διάλογους.

Κάτοχος τῆς ἑλληνικῆς θαυμάσιος

(ξέρω καὶ παραξέρω Ἀριστοτέλη, Πλάτωνα·

τί ρήτορας, τί ποιητάς, τί ὅ,τι κι ἂν πεῖς).

Και για τον Αμμώνιο που με ρωτάς, έχεις δίκιο: σ᾽ το έκρυψα. Απορώ, πάντως, πού άκουσες γι᾽ αυτόν. Κάποιος με πήγε στη Σχολή του, σχεδόν από όταν έφυγες. Δεν είναι καθόλου γνωστός, είναι όμως εξαιρετικός δάσκαλος. Δεν είναι τόσο πλατωνικός όσο θα τον ήθελες· μελετά εξίσου τον Αριστοτέλη. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, γιατί δεν είναι δημοφιλής στην Αλεξάνδρεια, πόσο μάλλον «περιώνυμος» που έγραψε ένας ποιητής της πόλης μας (εκτός κι αν τον ειρωνεύεται, κατά πώς συνηθίζει). Μαθητές έχει αρκετούς, ανάμεσά τους τον Ερρένιο, τον Θεοδόσιο και τον Ωριγένη. Μην τον μπερδέψεις με έναν άλλο Ωριγένη που ζει στα μέρη μας. Εκείνος ήταν αληθινός φιλόσοφος, όμως έγινε χριστιανός και μας άφησε. (Τι έχουν πάθει μερικά από τα καλύτερα μυαλά μας; Τι έχω αρχίσει να παθαίνω κι εγώ;) Άνοιξε πριν από χρόνια δική του σχολή, αλλά πριν από λίγο καιρό ο αρχιερέας της θρησκείας του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια.

Εδώ κι έναν μήνα ήρθε ένας καινούργιος σπουδαστής, λίγο μεγαλύτερός μας. Δεν μας αποκαλύπτει την ηλικία του ούτε την καταγωγή του, αλλά πρέπει να είναι γύρω στα εικοσιοκτώ. Μου έκανε αμέσως εντύπωση. Τον λένε Πλωτίνο και κατέληξε στον Αμμώνιο, αφού γύρισε ανικανοποίητος τις άλλες Σχολές. Έχει κάτι το ξεχωριστό. Αν δεν βαρεθεί και τη φιλοσοφία και τον Αμμώνιο Σακκά, έχει να μας δώσει πολλά.

Εγώ λέω να φύγω από τη Σχολή του - αρχίζω να νιώθω περαστικός από όλα, παρεπίδημος. Αν δεν με βρεις στο πατρικό σπίτι, μη με ψάξεις. Θα έχω ξεκινήσει το δικό μου ταξίδι, από εκεί που σταματήσαμε το προηγούμενο.

Τα γράμματά σου τα φυλάω. Εσύ μάλλον έχασες τα δικά μου, αλλά δεν ήταν τίποτε το σημαντικό και δεν σε κακίζω: οι οδοιπόροι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχουσι. Μην ανησυχείς, δεν θα τα δημοσιεύσω. Θα τα κάνω ένα δέμα όλα (δυο τρία πρέπει να παράπεσαν), μαζί μ᾽ αυτό εδώ, το τελευταίο ανεπίδοτο γράμμα μου, και θα τα καταχώσω στην έρημο. Ποιος ξέρει; Μετά από χρόνια ίσως τύχει να τα βρει κάποιος, μονάκριβε Μύρη. Ας πιστέψουμε ότι θα τα διαβάσει, κι ας ελπίσουμε ότι δεν θα βαρεθεί ούτε θα γελάσει.

Ο Αριστοτέλης και η προστασία των πολιτευμάτων

Για τον Αριστοτέλη το ζήτημα της προστασίας των πολιτευμάτων δεν είναι παρά η αντίστροφη διαδικασία από τον εντοπισμό των παραγόντων που τα καταστρέφουν. Αν κάποιος γνωρίζει καλά τις αιτίες που φθείρουν τα πολιτεύματα, αυτομάτως γνωρίζει και τις μεθόδους της προστασίας, αφού προστασία για ένα πολίτευμα σημαίνει διατήρηση, δηλαδή καταπολέμηση των φθοροποιών αιτιών. Με δεδομένο ότι η κυριότερη αιτία που κλονίζει τα πολιτεύματα είναι η ατονία του νόμου (που σταδιακά μπορεί να φτάσει ως την οριστική κατάλυση) γίνεται αντιληπτό ότι το πολίτευμα που θέλει να παραμείνει στο χρόνο οφείλει πρωτίστως να μεριμνήσει για την εφαρμογή του νόμου: «Έτσι λοιπόν, στα πολιτεύματα με το σωστό συνδυασμό στοιχείων επιβάλλεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο να προσέχουν πώς να μη γίνονται καθόλου παρανομίες και κυρίως να εμποδίζουν τη μικρή παρανομία, γιατί η μικρή παρανομία εισχωρεί στο πολίτευμα ανεπαίσθητα σαν τις μικρές δαπάνες που, όταν επαναλαμβάνονται συχνά, εξανεμίζουν τις περιουσίες». (σελ. 131).

Υπό αυτή την έννοια η εφαρμογή του νόμου τίθεται ως σπουδαιότερη πολιτειακή προτεραιότητα, αφού ο νόμος είναι ο στυλοβάτης του πολιτεύματος. Ο λαός που ανέχεται και (από την πλευρά του) συμβάλλει στην απαξίωση του νόμου, όπως και ο πολιτικός αξιωματούχος που ακυρώνει το νόμο για προσωπικό όφελος (είτε προς ίδιο πλουτισμό είτε προς εξυπηρέτηση φίλων που στηρίζουν την εξουσία του) ουσιαστικά υπονομεύουν το πολίτευμα, όσο κι αν διατείνονται ότι το σέβονται ή το υπηρετούν. Γι’ αυτό ο νόμος πρέπει είναι ορθός αποσκοπώντας στο συνολικό όφελος κι όχι στα συμφέροντα μιας συγκεκριμένης κάστας που βρίσκει τον τρόπο να επιβληθεί. Ο μεροληπτικός νόμος είναι ο άδικος νόμος και αυτή είναι η απαρχή της ακύρωσής του, αφού ο κόσμος αποστασιοποιείται και τον παραβαίνει. Ο νομοθέτης που υποκύπτει σε συμφέροντα νομοθετώντας στρεβλά, πριν απ’ όλα βάζει σε κίνδυνο το πολίτευμα. Τα νομοθετικά σφάλματα που προκύπτουν από αμέλεια ή κακό υπολογισμό είναι αδύνατο να επιδράσουν το ίδιο αρνητικά, αφού, μόλις η πράξη καταδείξει το ανορθόδοξο ή ανεφάρμοστο του πνεύματός τους, οι νόμοι μπορούν να τροποποιηθούν (ή να αντικατασταθούν) εξασφαλίζοντας την κοινωνική αρμονία. Τελικά, όλα είναι ζήτημα προθέσεων και οι κακές προθέσεις που αντιμετωπίζουν το νόμο ως ευκαιρία κατοχύρωσης της ανισότητας είναι αυτές που θα δράσουν εμπρηστικά υποσκάπτοντας το πολίτευμα.

Όμως, σε τελική ανάλυση, το ζήτημα της ευθύνης του νομοθέτη εντάσσεται μέσα στην ίδια τη δομή του πολιτεύματος που οφείλει να εξισορροπεί τη δύναμη των αξιωματούχων, ώστε να μη γίνεται ανεξέλεγκτη. Η τεράστια χρονική διάρκεια ενός αξιώματος και ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας σε ελάχιστα άτομα ενισχύουν επικίνδυνα το ενδεχόμενο της πολιτικής αλαζονείας δίνοντας στον αξιωματούχο την αίσθηση του άτρωτου, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να υπερβεί το νόμο χωρίς κυρώσεις: «Εξάλλου κοινή πολιτική αρχή και στη δημοκρατία και στην ολιγαρχία και στη μοναρχία και σε κάθε πολίτευμα είναι να μην αποκτά κανείς πολύ μεγάλη υπεροχή διαταράσσοντας έτσι την ισορροπία των δυνάμεων, αλλά αντίθετα η επιδίωξη μάλλον να είναι να δίνονται αξιώματα μικρά σε δικαιοδοσία αλλά μεγάλα σε διάρκεια ή μικρά σε διάρκεια αλλά μεγάλα σε δικαιοδοσία… Κυρίως μάλιστα να γίνεται προσπάθεια να κατευθύνονται οι άνθρωποι σύμφωνα με τους νόμους έτσι, ώστε κανείς να μην εμφανίζεται με συγκεντρωμένη μεγάλη δύναμη στα χέρια του εξαιτίας είτε φίλων είτε πλούτου». (σελ. 139). Κι αν φαίνεται περίεργο ότι η μοναρχία πρέπει να προλαμβάνει την υπερβολική υπεροχή οποιουδήποτε πολίτη, τη στιγμή που η ίδια η φύση του πολιτεύματος επιβάλλει την υπερβολική υπεροχή του μονάρχη, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι το κάθε πολίτευμα οφείλει να μεριμνά για τη διατήρηση των ισορροπιών που το ίδιο καθορίζει. Για το μονάρχη, εκείνος που αποκτά τεράστια δύναμη, η οποία συνοδεύεται κι από ανάλογη λαϊκή απήχηση, δεν είναι τίποτε άλλο από επερχόμενη απειλή. Από την πλευρά της η ολιγαρχία οφείλει να προσέχει την υπερβολική ισχύ που αποκτά κάποιος, ακριβώς γιατί υπάρχει κίνδυνος να μετατραπεί σε μοναρχία (ή τυραννία). Όσο για τη δημοκρατία που επιτρέπει την ανάληψη των αξιωμάτων συνεχώς από τους ίδιους ανθρώπους, ο κίνδυνος της αλλοίωσης του πολιτεύματος είναι απολύτως ορατός, αφού η μονοπώληση της εξουσίας από συγκεκριμένα άτομα είναι πολύ πιθανό να γεννήσει τη διαφθορά: «… οι φορείς μεγάλων αξιωμάτων διαφθείρονται και δεν είναι γνώρισμα του καθένα να αντιμετωπίζει την καλή του τύχη χωρίς να διαφθείρεται». (σελ. 139). Εξάλλου, το μονοπώλιο της εξουσίας αφορά περισσότερο τα συγκεντρωτικά πολιτεύματα.

Σε κάθε περίπτωση, αναφορικά με τους ανθρώπους που ξεπερνούν τη δύναμη που επιβάλλουν οι εκάστοτε πολιτειακές ισορροπίες, ο Αριστοτέλης προτείνει «να απομακρύνονται στο εξωτερικό ευσχήμως». (σελ. 139). Θα λέγαμε ότι είναι σαν να φωτογραφίζει περιπτώσεις όπως του Αλκιβιάδη, που αποκτούν τεράστια ισχύ σε ατομικό επίπεδο ζημιώνοντας το πολίτευμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις (προφανώς) αναφέρεται κι όταν κάνει λόγο για την ιδιωτική ζωή που πρέπει να συμβαδίζει με το πολίτευμα: «Επειδή πάλι ορισμένοι προκαλούν επαναστάσεις ορμώμενοι από την ιδιωτική τους ζωή, πρέπει να καθιερωθεί μια εξουσία που να επιθεωρεί όσους ζουν με τρόπο ασυμβίβαστο προς το πολίτευμα, δηλαδή στη δημοκρατία ασυμβίβαστο προς τις δημοκρατικές αρχές, στην ολιγαρχία προς τις ολιγαρχικές αρχές και όμοια για καθένα από τα υπόλοιπα πολιτεύματα». (σελ. 139 – 141). [Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης στην περίπτωση της δημοκρατίας τάσσεται κατά των οικονομικών προσφορών από ιδιώτες προς την πόλη σε ζητήματα που επί της ουσίας είναι άχρηστα, αφού περισσότερο λειτουργούν ως μορφή επίδειξης παρά κοινωνικού ενδιαφέροντος: «Ακόμη καλύτερο είναι να εμποδίζονται όσοι θέλουν να αναλαμβάνουν δαπανηρές αλλά όχι χρήσιμες λειτουργίες, όπως χορηγίες, λαμπαδαρχίες και άλλες παρόμοιες». (σελ. 145)].

Φυσικά, το να πάρουμε τοις μετρητοίς μια τέτοια άποψη θα ήταν υπερβολικό. Ένα κρατικό σώμα, που θα ερευνά την ιδιωτική ζωή του καθενός, αν συμβαδίζει με το πολίτευμα, είναι ξεκάθαρη καταπίεση. Σε μια δημοκρατία η ύπαρξη και μόνο ενός τέτοιου σώματος θα ήταν η απόδειξη της αλλοίωσής της. (Τέτοιες μέθοδοι ταιριάζουν σε απολυταρχίες και σε ανελεύθερα καθεστώτα και καταδεικνύουν το φόβο των αρχών ότι δεν έχουν λαϊκό έρεισμα. Γι’ αυτό και θέλουν να ελέγχουν τα πάντα. Γιατί τα πάντα είναι ύποπτα. Στις δημοκρατίες η εφαρμογή του νόμου είναι αρκετή). Αυτό όμως που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι τελικά το πολίτευμα δεν είναι απλά ένας τρόπος κοινωνικής οργάνωσης στο πλαίσιο της διαχείρισης της εξουσίας, αλλά τρόπος ζωής, δηλαδή μια ολόκληρη αντίληψη. Δε χρειάζεται κάποιος να αυτοχαρακτηρίζεται δημοκρατικός, χρειάζεται να το αποδεικνύει. Εκείνος που συμπεριφέρεται αυταρχικά σε κάθε σχέση που του δίνεται η ευκαιρία είναι προφανές ότι δεν πείθει, όσο κι αν συστήνεται δημοκρατικός. Και είναι ζήτημα υψίστης σημασίας για ένα πολίτευμα να διαμορφώνει πολίτες που ασπάζονται και υιοθετούν εμπράκτως τις αρχές του. Γιατί αυτοί είναι και οι πολίτες που θα το υπερασπιστούν πραγματικά, αν ποτέ παρουσιαστεί κίνδυνος ή, για να το πούμε καλύτερα, ένα πολίτευμα που έχει διαμορφώσει τέτοιους πολίτες είναι δύσκολο να κινδυνεύσει. Κι αυτό είναι θέμα παιδείας.

Κάθε πολίτευμα που θέλει να διατηρηθεί οφείλει να διαφυλάξει τις αρχές του προσαρμόζοντας, αν αλλάξουν οι συνθήκες στην πόλη, τα νέα δεδομένα στη φιλοσοφία του κι όχι το αντίθετο. Το ότι το πολίτευμα δεν πρέπει να είναι άκαμπτο δε σημαίνει ότι θα αναπροσδιορίζεται σύμφωνα με τις εξελίξεις (ούτε βέβαια ότι και θα τις αρνείται σαν να μην υπάρχουν), αλλά ότι θα εντάσσει τους καινούργιους όρους που προκύπτουν στη δική του ιδεολογική πλατφόρμα. Το παράδειγμα που φέρνει ο Αριστοτέλης είναι εκείνο της ολιγαρχίας και της πολιτείας που κατανέμουν τα αξιώματα ανάλογα με την περιουσία. Αν οι οικονομικές συνθήκες αλλάξουν (για οποιοδήποτε λόγο) και ο κόσμος πλουτίσει, το πολίτευμα οφείλει να ανεβάσει το περιουσιακό όριο για να διατηρήσει το χαρακτήρα του, αφού, αν αφήσει το ίδιο, οι περισσότεροι θα πληρούν τις εισοδηματικές προϋποθέσεις και θα διεκδικούν τα αξιώματα μετατρέποντας το σε δημοκρατία. Στην αντίθετη περίπτωση που ο κόσμος φτωχύνει οφείλει να κατεβάσει το όριο αντίστοιχα, για να μη μετατραπεί σε δυναστεία: «Γιατί στις ολιγαρχίες και τις πολιτείες, όταν δε γίνεται αυτό, στην περίπτωση που τα εισοδήματα αποβούν μικρότερα του αρχικού, το αποτέλεσμα είναι να προκύπτουν ολιγαρχίες από πολιτείες και δυναστείες από ολιγαρχίες, ενώ στην περίπτωση που αποβούν μεγαλύτερα, η πολιτεία μεταβάλλεται σε δημοκρατία και η ολιγαρχία σε πολιτεία ή σε δημοκρατία». (σελ. 137 – 139).

Με άλλα λόγια, η πολιτειακή ακαμψία δεν μπορεί παρά να επιφέρει αλλοιώσεις. Τα πολιτεύματα οφείλουν να λαμβάνουν πολύ σοβαρά τις υποδείξεις των καιρών, αν θέλουν να διατηρήσουν το χαρακτήρα τους. Όποιος δεν προσαρμόζεται εξαφανίζεται. Όμως εδώ η προσαρμογή σε συνίσταται σε επανατοποθέτηση. Συνίσταται στην αλλαγή που θα διατηρήσει στο ακέραιο τις αρχικές αντιλήψεις. Αν οι εξελίξεις είναι τόσο σφοδρές που το πολίτευμα είναι αδύνατο να τις εντάξει στην κοσμοθεωρία του, τότε οφείλει το ίδιο να προσαρμοστεί σ’ αυτές κι αυτή είναι η ιδεολογική του χρεωκοπία. Το πολίτευμα αυτού του είδους κρίνεται εκ των πραγμάτων παρωχημένο και είναι αδύνατο να συνεχίσει να υφίσταται. Μοιραία, θα ενσωματώσει στοιχεία άλλων πολιτευμάτων αλλοιώνοντας ανεπανόρθωτα το χαρακτήρα του.

Όμως το μεγάλο μυστικό για τη διατήρηση όλων των πολιτευμάτων είναι η μετριοπάθεια. Με δεδομένο ότι όλα τα πολιτεύματα ενέχουν ξεκάθαρο ταξικό υπόβαθρο που καθορίζει την πρόσβαση στα αξιώματα, καθίσταται σαφής ο κίνδυνος αναταραχών ως εκδήλωση της αντιπαλότητας των κοινωνικών στρωμάτων. Κι αυτές τις πολωτικές καταστάσεις προσπαθεί να προλάβει ο Αριστοτέλης προτείνοντας προς πάσα κατεύθυνση σεβασμό και αμοιβαία αναγνώριση: «Αυτό θεραπεύεται με την ανάθεση πάντοτε των έργων και των αξιωμάτων στις αντίθετες παρατάξεις (εννοώ ότι οι επιφανείς είναι αντίθετοι προς το πλήθος και οι άποροι προς τους εύπορους) και με την επιδίωξη να συγκεραστεί το πλήθος των απόρων με εκείνο των ευπόρων ή να ενισχυθεί η μεσαία τάξη». (σελ. 141). Η πρόταση του συγκερασμού των κοινωνικών τάξεων είναι η πεποίθηση της πολιτειακής σταθερότητας που μόνο με τη σύμπλευση μπορεί να επιτευχθεί. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης δεν τάσσεται ούτε με τις σκληρές ολιγαρχίες ούτε με τις αδιάλλακτες δημοκρατίες που λειτουργούν απαξιωτικά απέναντι στους ικανούς που έχουν οικονομική επιφάνεια. Και οι δύο περιπτώσεις οδηγούν στην όξυνση δημιουργώντας κοινωνικά προβλήματα. Κι αυτός είναι και ο λόγος που διαρκώς τάσσεται υπέρ της μεσαίας τάξης, αφού η ισχυρή της παρουσία όχι μόνο εγγυάται την άμβλυνση των οικονομικών ανισοτήτων, αλλά μπορεί να δράσει και διαμεσολαβητικά απέναντι στις συγκρουόμενες αξιώσεις των άλλων δύο τάξεων: «… αυτή διαλύει τις επαναστάσεις που οφείλονται στην ανισότητα». (σελ. 141).

Με γνώμονα τη μετριοπάθεια προτείνει συγκεκριμένα μέτρα που θα λειτουργήσουν συμφιλιωτικά στο πλαίσιο της σύμπλευσης που πρέπει να επιτευχθεί για την εξασφάλιση της ομαλότητας: «Στην ολιγαρχία αντίθετα επιβάλλεται να λαμβάνεται μεγάλη μέριμνα για τους φτωχούς και σε αυτούς να ανατίθενται αρμοδιότητες για τις οποίες να αμείβονται. Αν μάλιστα κάποιος από τους ευπόρους διαπράξει αδικία σε βάρος τους, η τιμωρία του να είναι μεγαλύτερη απ’ ότι θα ήταν, αν αδικούσε έναν της τάξης του». (σελ. 145). Η επίδειξη του πλούτου και η μονοπώληση των αξιωμάτων δεν μπορούν παρά να δράσουν ως κοινωνική πρόκληση και γι’ αυτό πρέπει να αποφεύγονται. Κι αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που τάσσεται κατά των ιδιωτικών χορηγιών σε ανούσια ζητήματα όπως λαμπαδαρχίες κλπ. Γιατί περισσότερο λειτουργούν ως αυτοπροβολή παρά ως ευεργεσία κι ως εκ τούτου επισύρουν και την αγανάκτηση των μη προνομιούχων. Κι ως ένδειξη μετριασμού των αποκλεισμών από τα αξιώματα υποδεικνύει: «Τέλος σε καθεστώτα δημοκρατίας και ολιγαρχίας είναι συμφέρον να αποδίδεται ή ισότητα ή προεδρία σε όσους μετέχουν λιγότερο στην εξουσία από τους άλλους, δηλαδή στη δημοκρατία στους ευπόρους και στην ολιγαρχία στους απόρους». (σελ. 145).

Αυτό όμως δε σημαίνει ότι το κάθε πολίτευμα θα αρνηθεί την ταξική του υπόσταση προτάσσοντας απόλυτη ισοτιμία στα αξιώματα, αφού έτσι θα αλλοίωνε το χαρακτήρα του: «Εξαιρούνται βέβαια τα ανώτατα αξιώματα του πολιτεύματος, το οποία πρέπει να αναθέτονται μόνο σε πρόσωπα της κυρίαρχης τάξης μεμονωμένα ή σε περισσότερους». (σελ. 145). Ωστόσο, αυτοί που σε κάθε περίπτωση ασκούν τα ανώτατα αξιώματα πρέπει να δείχνουν ιδιαίτερη ευαισθησία στα ζητήματα που αφορούν τους πολίτες που δε μετέχουν στην εξουσία καθιστώντας σαφές ότι η πολιτεία δεν έχει καμία πρόθεση να τους αδικήσει κι ότι μπορούν να έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στη διακυβέρνηση. Τα πολιτεύματα (αναφέρεται εδώ κυρίως στην ολιγαρχία και την αριστοκρατία) διατηρούνται «επειδή οι άρχοντες συμπεριφέρονται σωστά και σε εκείνους που δε μετέχουν στην άσκηση της εξουσίας και σε εκείνους που μετέχουν, αποφεύγοντας να αδικούν τους πρώτους και αξιοποιώντας πολιτικά όσους από αυτούς έχουν ηγετικά προσόντα». (σελ. 133).

Ολοκληρώνοντας το ζήτημα της ορθής διαχείρισης εξουσίας και της καθολικής ισχύος του νόμου ως προϋπόθεση της πολιτειακής σταθερότητας, ο Αριστοτέλης κάνει ειδική αναφορά στο θέμα της διαφάνειας σχετικά με τη διευθέτηση των οικονομικών υποθέσεων της πόλης. Οι άρχοντες, ως διαχειριστές του δημόσιου πλούτου έχουν τεράστια ευθύνη απέναντι στους πολίτες: «Είναι πολύ σημαντικό κάθε είδος πολιτεύματος να οργανωθεί κατά τέτοιο τρόπο και με τους νόμους και με τους άλλους οικονομικούς θεσμούς, ώστε να μην είναι δυνατόν οι άρχοντες να αποκομίζουν υλικά κέρδη». (σελ. 141). Η καχυποψία απέναντι στις αρχές ότι αποκομίζουν πλούτο από τα αξιώματα κι ότι, σε τελική ανάλυση, αυτός είναι και ο κύριος λόγος της διεκδίκησής τους κατατάσσεται στους σπουδαιότερους λόγους των πολιτειακών ανατροπών. Ιδίως οι υπόνοιες της υπεξαίρεσης δημόσιου χρήματος, τη στιγμή που οι περισσότεροι ζουν σε συνθήκες φτώχειας, μπορούν να δυναμιτίσουν την κατάσταση ανεπανόρθωτα: «… οι πολλοί δεν αγανακτούν τόσο, επειδή αποκλείονται από την εξουσία, αντίθετα μάλιστα ευχαριστιούνται, εάν κάποιος τους αφήσει να ασχολούνται με τις δικές τους υποθέσεις, όσο αγανακτούν, αν νομίζουν ότι οι άρχοντες κλέβουν το δημόσιο ταμείο, διότι τότε τους δυσαρεστούν και τα δύο, γιατί αποκλείονται και από τα πολικά αξιώματα και από τα κέρδη». (σελ. 141).

Η εντιμότητα της οικονομικής διαχείρισης είναι το θεμέλιο της κοινωνικής συνοχής και της αποδοχής της εξουσίας. Το πολίτευμα που δε διασφαλίζει την εμπιστοσύνη δεν μπορεί παρά να γεννήσει τη δυσαρέσκεια. Ως εκ τούτου είναι ευάλωτο. Οι αξιωματούχοι που ασκούν την εξουσία δε διακυβεύουν μόνο την προσωπική τους ακεραιότητα, αλλά και την ακεραιότητα του πολιτεύματος που εκπροσωπούν. Ο πολιτικός που κλέβει ή που μοιράζει τα δημόσια λεφτά στους ισχυρούς πολιτικούς του συμμάχους δεν είναι μόνο άδικος και υπόλογος απέναντι στους πολίτες, αλλά κι απέναντι στην πολιτική ιδέα, στο όνομα της οποίας κατέλαβε το αξίωμα. Είναι ο άνθρωπος που διασύρει το κύρος της εξουσίας, αφού ευτελίζει τους θεσμούς, υποτιμά το νόμο, εξαπατά το λαό και προδίδει το δημόσιο συμφέρον, που δήθεν υπηρετεί, ισοπεδώνοντας τα στοιχεία που συνθέτουν τη δομή του πολιτεύματος. Τα πολιτεύματα που αναδεικνύουν τέτοιους ανθρώπους στην εξουσία δεν μπορεί παρά να είναι στρεβλά, αφού οι θεσμοί που οφείλουν να τα προστατεύουν αποδεικνύονται ανίσχυροι, δηλαδή αναξιόπιστοι, δηλαδή ευτελείς. Ο διεφθαρμένος κυβερνήτης δεν είναι ουρανοκατέβατος. Είναι το γέννημα της θεσμικής σαθρότητας που αναγκαστικά προϋπήρχε και τον ανέδειξε. Κι αυτή ακριβώς είναι η μαγιά όλων των επαναστάσεων: «Για να αποφευχθεί ακόμη η κατάχρηση της δημόσιας περιουσίας να παραδίδεται αυτή μπροστά σε όλους τους πολίτες και να κατατίθενται αντίγραφα των καταλόγων παράδοσης στα αρχεία των φατριών, των λόχων και των φυλών». (σελ. 143). Ο Αριστοτέλης δεν βρίσκει άλλη προοπτική από την απόλυτη διαφάνεια. Κι αυτή θα πρέπει να είναι η βασικότερη λαϊκή διεκδίκηση.

Και κάπως έτσι αρχίζουν να πλάθονται τα χαρακτηριστικά του ιδανικού πολιτεύματος. Δηλαδή οι προϋποθέσεις που θα εξασφαλίσουν την αποδοχή της πλειοψηφίας. Η ισχύς του νόμου, η θεσμική ακεραιότητα, η μετριοπάθεια, η έλλειψη φανατισμού, η εξουδετέρωση του δημαγωγού, η τόνωση της μεσαίας τάξης, η εξάλειψη των οικονομικών προκλήσεων που προκύπτουν απ’ τη χαοτική ανισότητα, η διαφάνεια, η αξιοκρατία, η πεποίθηση της συμμετοχής στο δημόσιο συμφέρον, διαμορφώνουν την εμπιστοσύνη ότι το πολίτευμα λειτουργεί ομαλά εκπληρώνοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αποστολή του. (Αργότερα θα προστεθεί ο καθοριστικότατος ρόλος της παιδείας). Υπό αυτούς τους όρους κι ο κάθε πολίτης ξεχωριστά μπορεί να αντιληφθεί τη δική του ατομική ευθύνη απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Να αντιληφθεί δηλαδή σε βάθος τη συνθήκη της συνδιαμόρφωσης.

Το μόνο που μένει είναι η επίτευξη της επαγρύπνησης από τους πολίτες για τη διασφάλιση του πολιτεύματος. Οι πολίτες, που παρακολουθούν αδιάκοπα εξαλείφοντας όλες τις πολιτειακές απειλές, είναι η μεγαλύτερη εγγύηση της πολιτικής σταθερότητας. Κι εδώ ο Αριστοτέλης φαίνεται πρόθυμος να αποκαλύψει μερικά μικρά μυστικά στην άσκηση της εξουσίας: «Διατηρούνται επίσης τα πολιτεύματα, όχι μόνο γιατί βρίσκονται μακριά απ’ ό,τι τα φθείρει, αλλά μερικές φορές και γιατί είναι κοντά, διότι από το φόβο της κατάλυσης οι πολίτες αγκαλιάζουν σφιχτότερα το πολίτευμα. Επομένως όσοι φροντίζουν για το πολίτευμα χρειάζεται να δημιουργούν αιτίες φόβου για να διαφυλάγουν άγρυπνα το πολίτευμα οι πολίτες και να είναι σε επαγρύπνηση σαν νυχτερινή φρουρά για την προστασία του πολιτεύματος κι έτσι να κάνουν τους μακρινούς κινδύνους να φαίνονται κοντινοί». (σελ. 135). Όμως, αυτού του είδους οι μεθοδεύσεις απευθύνονται κυρίως στις στρεβλές εξουσίες. Συσπειρώνουν τον κόσμο μπροστά στον πάντα επερχόμενο κίνδυνο και ταυτόχρονα τον αποπροσανατολίζουν από τα λάθη (ή τη διαφθορά) των αξιωματούχων. Ο εκφοβισμός λειτουργεί ως ύψιστη καταστολή. Γι’ αυτό και οι εχθροί κρίνονται απολύτως απαραίτητοι…

Αριστοτέλης: «Πολιτικά», τόμος 3ος

Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά

  1. Άλλα γράφουμε και άλλα προφέρουμε
Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε πιο συστηματικά για ένα ζήτημα που μας απασχόλησε και σε προηγούμενα κεφάλαια: το ζήτημα της προφοράς των αρχαίων ελληνικών. Τα αρχαία ελληνικά δεν προφέρονταν όπως τα νέα ελληνικά.
Με άλλα λόγια, η ελληνική γλώσσα και οι φθόγγοι της άλλαξαν μέσα στα δυόμισι χιλιάδες χρόνια που χωρίζουν τα αρχαία από τα νέα ελληνικά. Πώς το ξέρουμε αυτό; Πρώτα πρώτα, αν προσέξουμε τον τρόπο που γράφουμε τα ελληνικά σήμερα θα δούμε (το έχουμε ήδη πει) ότι άλλα γράφουμε και άλλα προφέρουμε. Γράφουμε παιδί, όμως δεν προφέρουμε [paiδi] αλλά [pεδί], Γράφουμε ίδιος, ήλιος, ύφος, είμαι, οίστρος, υιοθεσία, αλλά η αρχή των λέξεων αυτών, παρά τα διαφορετικά γράμματα, προφέρεται με τον ίδιο τρόπο: [i]. Λέγαμε νωρίτερα ότι αυτό συμβαίνει γιατί εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε έναν τρόπο γραφής που είναι ιστορικός, δηλαδή καταγράφει μια παλιότερη προφορά. Στα αρχαία ελληνικά τα γράμματα (ή οι συνδυασμοί γραμμάτων) ι, η, υ, ει, οι, οι αντιστοιχούν σε διαφορετικές προφορές, σε διαφορετικούς φθόγγους. Μέσα στην πορεία του χρόνου η προφορά άλλαξε: τα ι, η, υ, ει, οι, υι κατέληξαν να δηλώνουν τον ίδιο φθόγγο, το [ΐ]. Η προφορά άλλαξε, αλλά εξακολουθούμε να γράφουμε σαν να μην άλλαξε. Έτσι, άλλα γράφουμε και άλλα προφέρουμε.
Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στα ελληνικά αλλά και σε πολλές άλλες γλώσσες. Σκεφτείτε το αγγλικό I ‘εγώ’: γράφεται i και προφέρεται [ai]. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει, όπως στα ελληνικά, ότι η γραφή Ι ‘εγώ’ αντανακλά μια παλιότερη προφορά [ί] που άλλαξε: το i από [ϊ] έγινε [ai]. Η προφορά άλλαξε αλλά δεν άλλαξε η γραφή. Η προφορά, λοιπόν, αλλάζει, αλλά κρατιέται η παλιά γραφή, που αντανακλά μια παλιά προφορά. Αν αρνηθούμε να το δεχθούμε αυτό, τότε διαβάζοντας ένα αρχαίο ελληνικό κείμενο που περιγράφει το βέλασμα των προβάτων (βή βή) θα πρέπει να υποστηρίξουμε (όπως είπαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο) ότι τα πρόβατα βέλαζαν διαφορετικά στην αρχαιότητα απ’ ό,τι σήμερα: έκαναν [νί νί] (όπως προφέρονται το β και το η στα νέα ελληνικά) και όχι μπέε μπέε [bee bee].
Αλλά αυτό είναι παράδοξο. Τα πρόβατα βέλαζαν τότε με τον ίδιο τρόπο όπως και τώρα, έκαναν [bee bee]1 αυτό που άλλαξε είναι η σχέση γραμμάτων και φθόγγων: το β στα αρχαία ελληνικά προφερόταν |b] όπως το αγγλικό b και το η προφερόταν [ee], ήταν μακρό. Λέγαμε ότι αυτό είναι ένα παράδειγμα των στοιχείων που χρησιμοποιούμε για να «ανακαλύψουμε» πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά. Είχαμε δει και άλλα παρόμοια και θα τα ξαναθυμηθούμε σε λίγο. Αλλά υπάρχουν και άλλου είδους πληροφορίες που χρησιμοποιούμε για τον ίδιο λόγο: (α) οι πληροφορίες που μας δίνουν οι ίδιοι οι αρχαίοι όταν μιλούν για την προφορά της γλώσσας τους- (β) η μορφή που παίρνουν οι αρχαίες ελληνικές λέξεις όταν τις δανείζονται άλλοι, σύγχρονοι με τους αρχαίους, λαοί (π.χ. οι Ρωμαίοι). Θα τα δούμε αυτά πιο αναλυτικά σε λίγο.
Αλλά πριν μπούμε σε λεπτομέρειες, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τί εννοούμε όταν μιλάμε για το πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά. Για ποια εποχή μιλάμε και για ποια μορφή των αρχαίων ελληνικών. Μιλάμε για τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. και για τη διάλεκτο της Αθήνας, την αττική διάλεκτο. Στην αρχαία εποχή δεν υπήρχε μια κοινή γλώσσα, όπως υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα. Υπήρχε μια ποικιλία διαλέκτων. Κοινή γλώσσα θα αναπτυχθεί στην εποχή που αρχίζει με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, στην ελληνιστική, όπως λέμε, εποχή. Και η κοινή αυτή γλώσσα βασίστηκε στη διάλεκτο της Αθήνας, την αττική διάλεκτο, που είχε το μεγαλύτερο γόητρο, γιατί ήταν διάλεκτος που μιλιόταν, και γραφόταν, στην πιο ισχυρή πόλη-κράτος της αρχαίας Ελλάδας. Γι’ αυτό, μιλώντας για την προφορά των αρχαίων ελληνικών, μιλάμε κυρίως για την προφορά της αττικής διαλέκτου της κλασικής εποχής, του 5ου κυρίως αλλά και του 4ου αιώνα π.Χ.
  1. Φωνήεντα
2.1          Μακρά και βραχέα
Λυτό που έχει σημασία να θυμόμαστε είναι ότι τα φωνήεντα της αρχαίας ελληνικής είχαν ένα χαρακτηριστικό που απουσιάζει από τα νέα ελληνικά: χωρίζονταν σε μακρά και βραχέα, σε φωνήεντα δηλαδή «μακριά» και «σύντομα». Τί σημαίνουν αυτά τα επίθετα; Σημαίνουν ότι το βραχύ, «κοντό», φωνήεν είχε μικρότερη διάρκεια άρθρωσης από το μακρό. Όσοι ξέρουν αγγλικά, θα αναγνωρίσουν την ομοιότητα με αυτή τη γλώσσα. Στα αγγλικά οι δύο λέξεις shit και sheet διαφέρουν κατά το ότι η πρώτη προφέρεται με ένα «σύντομο», βραχύ [i] (και σημαίνει ‘κακά’), ενώ η δεύτερη προφέρεται με ένα μακρύ [ϊ], προφέρε-ται δηλαδή [shiit] (και σημαίνει ‘σεντόνι’). Επειδή δεν έχουμε τη διάκριση αυτή στα νέα ελληνικά, συνήθως δυσκολευόμαστε να προφέρουμε διαφορετικά τις δύο αυτές λέξεις, με αποτέλεσμα μια σύγχυση που μπορεί να μας βάλει σε μπελάδες. Το ίδιο συμβαίνει με τις αγγλικές λέξεις ship ‘πλοίο’ και sheep ‘πρόβατα’. Η πρώτη προφέρεται με ένα βραχύ, «σύντομο» [i] και η δεύτερη με ένα μακρύ [ί], δηλαδή με ένα [i] που η άρθρωσή του διαρκεί περισσότερο [shiip].
 
2.2          Η, Ε, ΕΙ
Κάπως έτσι γινόταν και στα αρχαία ελληνικά. Θυμηθείτε πάλι το παράδειγμα βή βή, που δηλώνει το βέλασμα των προβάτων. Το γράμμα η (στα κλασικά χρόνια χρησιμοποιούσαν μόνο κεφαλαία γράμματα, δηλαδή Η για την περίπτωση που συζητάμε) αντιστοιχεί σε ένα μακρύ [e], δηλαδή [ee]. Το βραχύ αντίστοιχό του είναι το ε (δηλαδή Ε). Στα αρχαία ελληνικά υπήρχε και ένα ακόμη μακρό [e], που γραφόταν ει (δηλαδή ΕΙ)· αρχικά προφερόταν όπως γραφόταν, αλλά αργότερα, στον 5ο αιώνα π.Χ., κατέληξε να προφέρεται σαν ένα μακρό [e]. Η διαφορά του από το άλλο μακρό [ej, το Η, είναι ότι προφερόταν πιο κλειστά, δηλαδή με μικρότερο άνοιγμα του στόματος. Έτσι, η διαφορά στην προφορά των δύο λέξεων ήδη και είδη ήταν ότι και οι δυο άρχιζαν με ένα μακρό [e] = [ee], αλλά στην πρώτη λέξη το [ee] = Η προφερόταν με πιο ανοιχτό το στόμα απ’ ό,τι στη δεύτερη λέξη, όπου [ee] - ΕΙ. Αυτό το κλειστό μακρό [e] (που γράφεται ως ΕΙ) θα συμπέσει αργότερα με το μακρό [ΐ] και έτσι θα προκόψει η νεοελληνική προφορά ει = [ί].
 
2.3          Ο, ΟΥ, Ω
Η διαφορά μεταξύ του όμικρον και του ωμέγα είναι, πάλι, ότι το πρώτο αντιστοιχεί σε έναν βραχύ φθόγγο, ενώ το δεύτερο σε έναν μακρό, έναν φθόγγο δηλαδή που διαρκεί περισσότερο, — [οο]. Πώς το ξέρουμε αυτό; Μια πηγή είναι λέξεις που δηλώνουν ήχους ζώων. Το ρήμα κρώζω (που αναφέρεται στον ήχο που κάνουν τα κοράκια) αλλά και το ρήμα βρωμώμαι (που αναφέρεται στον ήχο που βγάζουν τα γαϊδούρια) γράφονται με ω (με μακρό [ο]) ακριβώς για να αποδώσουν τη διάρκεια που έχουν αυτοί οι ήχοι στο στόμα των κοράκων και των γαϊδάρων.
Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, υπήρχε ακόμα ένα μακρό [ο], που γραφόταν ΟΥ. Αρχικά προφερόταν όπως γραφόταν ([ou]· θα μιλήσουμε σε λίγο για την προφορά του ύψιλον), αλλά στην αττική διάλεκτο του 5ου αιώνα έχει αλλάξει και δηλώνει ένα μακρό κλειστό [ο]. Η διαφορά του δηλαδή από το άλλο μακρό [ο] (δηλαδή αυτό που γράφεται με ω) είναι ότι, ενώ το Ω αντιστοιχεί σε ένα μακρό [ο] που είναι ανοιχτό, προφέρεται δηλαδή με το στόμα αρκετά ανοιχτό, το άλλο μακρό [ο] (που γράφεται ως ΟΥ) προφέρεται με το στόμα πιο κλειστό. Έτσι η διαφορά ανάμεσα στις δύο λέξεις πώς και πούς ‘πόδι’ είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μακρό [ο], με τη διαφορά ότι στην πρώτη λέξη το μακρό [ο] προφερόταν με πιο ανοιχτό το στόμα απ’ ό,τι στη δεύτερη λέξη. Αυτό το μακρό κλειστό [ο] που γραφόταν ως ΟΥ θα μετακινηθεί σχετικά νωρίς στην προφορά [ιι]. Από την προφορά αυτή θα προέλθει το σημερινό [u].
 
2.4          Άλλα φωνήεντα
Και τα [i], [a] είχαν μια «μακρά» και μια «βραχεία» προφορά. Αυτό όμως δεν δηλωνόταν με ξεχωριστά γράμματα. Η διαφορά μεταξύ του βραχέος [ί] και του μακρού [ΐ] ήταν ανάλογη με αυτή που βρίσκουμε στα σημερινά αγγλικά: bit ‘κομμάτι’, beat ‘χτυπώ’ (προφέρεται [biit]).
Μακρά και βραχεία προφορά είχε και ο φθόγγος που δηλωνόταν με το γράμμα ύψιλον (Υ). Εδώ όμως πρέπει να επισημάνουμε (το έχουμε ήδη κάνει σε προηγούμενο κεφάλαιο) ότι ο φθόγγος στον οποίο αντιστοιχούσε το γράμμα Υ τον 5ο αιώνα π.Χ. δεν ήταν το [ϊ], όπως σήμερα, αλλά ο φθόγγος [ϋ] (κάτι σαν ιου), όπως στο γαλλικό lune ‘φεγγάρι (προφέρεται [liin], λίουν). Πώς το ξέρουμε αυτό; Μια πηγή είναι τα αρχαία ρήματα που δηλώνουν ήχους που κάνουν διάφορα ζώα: μυκώμαι (για το μουγκανητό των βοοειδών), βρυχώμαι (για τον βρυχηθμό των λιονταριών)· πρβ. και κόκκυξ (το αρχαίο όνομα του κούκου). Η χρήση του γράμματος Υ στις λέξεις αυτές δεν μπορεί παρά να δηλώνει έναν φθόγγο που είναι κοντά στους πραγματικούς ήχους που κάνουν τα αντίστοιχα ζώα. Και αυτός είναι πιο κοντά σε αυτό που γράφουμε ως ου σήμερα (μουγκανητό, κούκος) και όχι στο [ΐ] στο οποίο αντιστοιχεί σήμερα το γράμμα ύψιλον. Αργότερα αυτός ο φθόγγος θα εξελιχθεί σε [ΐ] και θα συμπέσει με τον φθόγγο που αποδίδεται με το γράμμα I.
  1. Δίφθογγοι
Δυο λόγια τώρα για τις διφθόγγους. Η δίφθογγος αυ (όπως στη λέξη αυτός) προφερόταν όπως γραφόταν, [au] (θυμηθείτε τί είπαμε πριν λίγο για την προφορά του Υ), όπως περίπου προφέρεται η δίφθογγος στο αγγλικό how ‘πώς’. Η δίφθογγος ευ (όπως στη λέξη εύρημα) προφερόταν όπως γράφεται, [eu]. Αυτό που άλλαξε στις δυο αυτές διφθόγγους είναι ότι το δεύτερο φωνήεν τους (το υ) απέκτησε συμφωνική προφορά, έγινε τριβόμενο (θυμηθείτε τί λέγαμε γι’ αυτό το είδος φθόγγων στο δεύτερο κεφάλαιο): [av] (όπως στο αύριο), [af] (όπως στο . αυτός).
Η δίφθογγος αι προφερόταν όπως γράφεται, [ai], όπως στο αγγλικό high ‘ψηλός’. Μετά τα κλασικά χρόνια (5ος-4ος αιώνας π.Χ.) έπαψε να είναι δίφθογγος και στη συνέχεια συνέπεσε με το Ε (= [e]). Αυτό το καταλαβαίνουμε από τα ορθογραφικά λάθη που εμφανίζονται: π.χ. κερός αντί καιρός. Τί σημαίνουν αυτά τα ορθογραφικά λάθη; Σημαίνουν ότι αυτός που γράφει ακούει [keros] και όχι [kairos] (όπως παλιότερα) και γι’ αυτό γράφει τη λέξη με ε. Τα ορθογραφικά λάθη προκύπτουν πάντοτε όταν υπάρχει αναντιστοιχια προφοράς και γραφής. Όταν, με άλλα λόγια, προφέρουμε διαφορετικά απ’ ό,τι γράφουμε. Και αυτό συμβαίνει όταν η γραφή δεν παρακολουθεί τις αλλαγές που έχουν γίνει στην προφορά, δηλαδή δεν αλλάζει. Όλοι ξέρουμε τις δυσκολίες που είχαμε σαν μικροί μαθητές, και εξακολουθούμε να έχουμε, να μάθουμε την ορθογραφία. Και οι δυσκολίες αυτές οφείλονται στην αναντιστοιχια προφοράς και γραφής. Καθώς κυλάει ο χρόνος, η γραφή και η προφορά γίνονται ένα αταίριαστο ζευγάρι: οι αλλαγές που γίνονται στην προφορά δεν «περνούν» στη γραφή. Συγκρίνοντας τη σχέση προφοράς και γραφής, με βάση όσα είπαμε ως τώρα, ανάμεσα στα αρχαία ελληνικά και στα νέα ελληνικά, μπορείτε εύκολα να διαπιστώσετε πόσο πιο «κοντά» στην προφορά ήταν η αρχαία ελληνική γραφή.
Δυο λόγια τώρα για τη δίφθογγο οι. Και αυτή η δίφθογγος προφερόταν, στην κλασική εποχή, όπως γραφόταν, [οΐ]. Όπως προφέρεται λ.χ. η αγγλική λέξη toy ‘παιχνίδι’. Αυτό φαίνεται καθαρά από τη μορφή που παίρνουν στα λατινικά ελληνικές λέξεις με τη δίφθογγο οι, οι οποίες περνούν, ως δάνεια, στη γλώσσα αυτή. Έτσι η λέξη ποινή λ.χ. εμφανίζεται στα λατινικά ως poena. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική λέξη ακουγόταν με προφερόμενα και τα δύο στοιχεία ο [ο] και ι [ί]της διφθόγγου. Αργότερα, μετά την κλασική εποχή, φαίνεται ότι η δίφθογγος οι συνέπεσε με τον φθόγγο που αποδίδει το γράμμα ύψιλον (= [u], όπως στο γαλλικό lune ‘φεγγάρι’). Αυτό φαίνεται πάλι από τα ορθογραφικά λάθη που βρίσκουμε στις επιγραφές, π.χ. πύος αντί ποιος ‘ποιος’. Αυτό το λάθος σημαίνει ότι το υ και το οι προφέρονταν πια με τον ίδιο τρόπο. Η επόμενη εξέλιξη του οι (= [ϋ] πια) μέσα στον χρόνο ήταν να συμπέσει με το [ί], και έτσι θα γεννηθεί η νεοελληνική προφορά: π.χ. ποιμένας = [pimenas].
Είδαμε ως τώρα πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά, φωνήεντα και δίφθογγοι, στην Αθήνα του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. Οι περισσότερες αλλαγές που οδήγησαν στη νεότερη προφορά (η σύμπτωση του ε και του at, η σύμπτωση των ι, η, ει, η μετατροπή του δεύτερου στοιχείου των διφθόγγων αν, ευ σε σύμφωνα) έγιναν στους πρώτους αιώνες μ.Χ. (Η σύμπτωση των υ, οι με το ι έγινε μερικούς αιώνες αργότερα. Στους πρώτους αιώνες μ.Χ. χάνεται και η διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων. Ήδη γύρω στο 200 μ.Χ. είναι συχνή η εμφάνιση του ο (του βραχέος [ο]), εκεί που θα περίμενε κανείς το ω (το μακρό [ο]) και αντίστροφα.
Την ίδια περίπου εποχή αλλάζει και ο χαρακτήρας του τονισμού. Όπως έχουμε ήδη πει, ο τονισμός της αρχαίας ελληνικής ήταν μελωδικός, δηλαδή βασιζόταν στο ύψος της φωνής και όχι στην έντασή της, που συνδέεται με την αύξηση της μυϊκής προσπάθειας κατά την εκφώνηση. Ο τονισμός που βασίζεται στην ένταση ονομάζεται δυναμικός και τέτοιος είναι ο τονισμός της νέας ελληνικής - αλλά όχι της αρχαίας. Δεν αποκλείεται η κατάργηση της διάκρισης μακρών και βραχέων φωνηέντων (μια διάκριση που βασίζεται στη διάρκεια της άρθρωσης) να οφείλεται στην επικράτηση του δυναμικού τόνου, για τον οποίο η διάρκεια της άρθρωσης (στην οποία βασίζεται η διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων) δεν έπαιζε ρόλο.
  1. Σύμφωνα και ημίφωνα
Ήδη έχουμε μιλήσει σε προηγούμενα κεφάλαια για κάποια από τα σύμφωνα και τα ημίφωνα της αρχαίας ελληνικής. Θυμάστε ότι λέγαμε για το σύμφωνο β ότι προφερόταν [b], σαν το αγγλικό b (π.χ. στη λέξη baby ‘μωρό’), και όχι όπως προφέρεται σήμερα. Αυτό φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο οι αρχαίοι έγραφαν το βέλασμα των προβάτων: βή βή, που αρκεί για να μας πείσει ότι το β προφερόταν [b]. Το ίδιο δείχνουν και οι ελληνικές λέξεις που εμφανίζονται ως δάνεια στα λατινικά, τη γλώσσα των Ρωμαίων. Έτσι λ.χ. η αρχαία ελληνική λέξη βάρβαρος εμφανίζεται στα λατινικά ως barbarus και όχι varvarus. Το β λοιπόν προφερόταν ως ένα ηχηρό διχειλικό κλειστό σύμφωνο και όχι ως τριβόμενο, δηλαδή [ν], όπως στα νέα ελληνικά.
Αλλά και το δ και το γ προφέρονταν στα αρχαία ελληνικά όχι ως τριβόμενα αλλά ως κλειστά: οδοντικό το πρώτο (όπως στην αγγλική λέξη dear ‘αγαπητός’), ουρανικό το δεύτερο (όπως στην αγγλική λέξη group ‘ομάδα’). Γι’ αυτό οι Ρωμαίοι αποδίδουν στη γλώσσα τους, τα λατινικά, τις ελληνικές λέξεις δράκων ‘δράκος’ και γραμματική ως draco και grammatica. Η νεοελληνική προφορά των /3, δ, γ ως τριβόμενων χρονολογείται από τους πρώτους αιώνες μ.Χ., αν και σε ορισμένες αρχαίες διαλέκτους βρίσκουμε αυτή την αλλαγή, που γέννησε τη νεοελληνική προφορά, πολύ πιο νωρίς.
Στα αρχαία ελληνικά (και αυτό το έχουμε ήδη πει) υπήρχε ένας φθόγγος που προφερόταν όπως π.χ. το αγγλικό h στη λέξη house ‘σπίτι’. Έτσι η λέξη ιστορία προφερόταν στα αρχαία ελληνικά [historia]. Γι’ αυτό και, όταν οι Ρωμαίοι δανείστηκαν αυτή τη λέξη, την έγραφαν με τη μορφή historia. Και έτσι συνεχίστηκε να γράφεται μέχρι σήμερα στα αγγλικά, τα γαλλικά και σε άλλες γλώσσες: history, histoire. Σε μεταγενέστερα χρόνια αυτός ο φθόγγος δηλωνόταν με ένα σημάδι που ονομαζόταν δασεία ('): ιστορία. Το σημάδι αυτό χρησιμοποιούνταν μέχρι πολύ πρόσφατα. Έπαψε να χρησιμοποιείται με την αντικατάσταση του πολυτονικού συστήματος από το μονοτονικό.
Τα γράμματα φ, θ, χ αντιστοιχούν σήμερα σε τριβόμενους φθόγγους. Στα αρχαία ελληνικά όμως αντιστοιχούσαν, το καθένα, σε έναν «σύνθετο» φθόγγο: [ph], [th], [kh]. Το δεύτερο στοιχείο αυτού του σύνθετου φθόγγου ήταν αυτός που μόλις συζητήσαμε. Αλλά πώς το ξέρουμε αυτό; Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας (όπως στη Σαντορίνη, δηλαδή την αρχαία Θήρα) δεν χρησιμοποιούσαν τα γράμματα Φ, Θ, X (θυμηθείτε ότι οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν μόνο κεφαλαία), όπως στην Αθήνα και σε άλλες περιοχές, αλλά τα ΠΗ, ΤΗ, ΚΗ. Το δεύτερο γράμμα, αυτό που στην αρχαία Αθήνα δήλωνε το μακρό [e], εδώ δηλώνει τον φθόγγο [h], δηλαδή [ph], [th], [kh]. Έτσι η λέξη φόβος γραφόταν ΠΗΟΒΟΣ, η λέξη θεός ΤΗΕΟΣ, η λέξη χορός ΚΗΟΡΟΣ. Αυτό δείχνει καθαρά ότι τα γράμματα φ, θ, χ αντιστοιχούσαν σε έναν «σύνθετο» φθόγγο, [ph], [th], [kh], και όχι σε έναν «απλό» όπως σήμερα. Αλλά αυτό αποδεικνύεται και πάλι από τη μορφή που παίρνουν οι λέξεις με αυτά τα γράμματα, όταν τις δανείζονται τα λατινικά. Το αρχαίο ελληνικό όνομα Φίλιππος γράφεται στα λατινικά Philippus (και συνεχίζει να γράφεται έτσι μέχρι σήμερα στο αγγλικό Pin lip). Η αρχαία ελληνική λέξη θεωρία γράφεται στα λατινικά theoria. Η αρχαία ελληνική λέξη χάος γράφεται στα λατινικά chaos. Αυτά τα παραδείγματα αρκούν για να μας πείσουν ότι τα φ, θ, χ προφέρονταν στα αρχαία ελληνικά [ph], [th], [kh] και όχι όπως σήμερα.
Αυτό, βέβαια, επιβεβαιώνεται και από τις περιγραφές των ίδιων των αρχαίων. Όταν λοιπόν οι αρχαίοι μιλούν για τους φθόγγους στους οποίους αντιστοιχούν τα γράμματα φ, θ, χ, λένε ότι «προφέρονται βαθιά στο στόμα», «στον φάρυγγα». Δοκιμάστε να προφέρετε τους φθόγγους [ph], [th], [kh] και θα καταλάβετε, ιδίως όταν προφέρετε το [h], πόσο αυτή η περιγραφή ταιριάζει στους φθόγγους αυτούς και όχι στη σημερινή προφορά των γραμμάτων φ, θ, χ. Επιπλέον, οι αρχαίοι ονόμαζαν τους φθόγγους αυτούς «δασείς» σε αντίθεση με τους φθόγγους π, τ, κ, που τους ονόμαζαν «ψιλούς», δηλαδή «γυμνούς». Για τους αρχαίους λοιπόν οι φθόγγοι φ, θ, χ, δεν ήταν «γυμνοί» αλλά είχαν κάτι παραπάνω από τα π, τ, κ, και αυτό το κάτι ήταν το [h].
Πότε έγιναν αυτοί οι φθόγγοι τριβόμενοι, όπως στα νέα ελληνικά; Το πιο πιθανό είναι ότι αυτό έγινε στους πρώτους αιώνες μ.Χ, Καθώς χάνεται ο φθόγγος [h], τόσο ως ανεξάρτητος φθόγγος όσο και ως κομμάτι των [ph] (φ), [th] (0), [kh] (χ), τα φ, θ, χ αλλάζουν σε τριβόμενα, έτσι ώστε να εξακολουθούν να γίνονται διακρίσεις λέξεων. Ένα παράδειγμα: οι δύο λέξεις πόρος και φόρος (αρχαίες και οι δύο, η πρώτη σημαίνει ‘πέρασμα’ αλλά και ‘πηγή αγαθών’) διακρίνονταν ως προς τη σημασία τους από τα διαφορετικά σύμφωνα π, φ (= [ph]). Από τη στιγμή που χάνεται ο φθόγγος [h] στο [ph] (φ), οι δυο λέξεις γίνονται ίδιες: πόρος. Αυτό όμως δεν μπορεί να το «ανεχτεί» η γλώσσα, γιατί εξαφανίζεται η διαφορά σημασίας - δεν «υποστηρίζεται» από τη διαφορετική μορφή των αρχικών φθόγγων. Αυτός φαίνεται να ήταν ο λόγος που τα [ph] (φ), [th] (0), [kh] (χ) έγιναν τριβόμενα. Η διαφορά σημασίας μεταξύ των λέξεων πόρος - φόρος διατηρείται μέσα από μια νέα προφορά των αρχικών συμφώνων: [ρ], [f].
Δυο λόγια για την προφορά του ζ στα αρχαία ελληνικά. Η προφορά του ζ στα αρχαία ελληνικά δεν ήταν ίδια με την προφορά του στα νέα ελληνικά. Το γράμμα ζ «κρύβει» δύο φθόγγους - είναι [zd]. Πώς γο ξέρουμε αυτό; Το ξέρουμε από τις περιγραφές των ίδιων των αρχαίων, αλλά και από τη μορφή με την οποία αποδίδονται ξένες λέξεις (με τους φθόγγους [zd]) στα αρχαία ελληνικά. Έτσι τα περσικά ονόματα Auramazda, Artavazda αποδίδονται στα αρχαία ελληνικά ως Ώρομάζης, Άρτάοζος. 11 αλλαγή του [zd] σε [ζ], όπως στα νέα ελληνικά, φαίνεται ότι άρχισε νωρίς, ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ.
Ένας φθόγγος που θα πρέπει να συζητήσουμε ακόμη (έχουμε ήδη αναφερθεί σε αυτόν σε προηγούμενο κεφάλαιο) είναι αυτός που δηλωνόταν με το γράμμα δίγαμμα, που λεγόταν έτσι γιατί έμοιαζε με δυο κεφαλαία γάμα μαζί (f). Το γράμμα αυτό αντιστοιχούσε σε έναν φθόγγο παρόμοιο με αυτόν που βρίσκουμε στην αρχή των αγγλικών λέξεων was ‘ήταν’ ή woman ‘γυναίκα’. Ο φθόγγος αυτός χάθηκε σχετικά νωρίς από τις περισσότερες ελληνικές διαλέκτους.
Θα πρέπει, τέλος, να σημειώσουμε ότι, όταν οι αρχαίοι έγραφαν διπλά σύμφωνα (π.χ. άλλος, θάλασσα), αυτό αντιστοιχούσε σε διπλή προφορά, όπως γίνεται στα σημερινά κυπριακά.
  1. Η ερασμιακή προφορά
Κλείνοντας αυτή τη διαδρομή στην προφορά των αρχαίων ελληνικών (όπως μιλιούνταν στην Αθήνα τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ.) θα πρέπει να πούμε δυο λόγια για ένα ζήτημα που συζητιέται πολύ στην Ελλάδα. Οι ξένοι προφέρουν τα αρχαία ελληνικά με τη λεγάμενη ερασμιακή προφορά (από το όνομα του ολλανδού σοφού Έρασμου, του 16ου αιώνα). Η ερασμιακή προφορά είναι μια προσπάθεια προσέγγισης της αρχαίας προφοράς. Με άλλα λόγια, όταν προφέρουμε τα αρχαία ελληνικά με την ερασμιακή προφορά, δεν τα διαβάζουμε με τη νεοελληνική προφορά αλλά με τον τρόπο που υποθέτουμε ότι προφέρονταν στην αρχαιότητα. Για εμάς εδώ στην Ελλάδα αυτό ακούγεται παράξενα ή και ενοχλητικά, (α) γιατί δεν έχουμε συνηθίσει να ακούμε τα αρχαία ελληνικά με προφορά άλλη από τη νεοελληνική, και (β) γιατί ως μαθητές δεν μάθαμε ποτέ ότι η ελληνική γλώσσα άλλαξε σημαντικά μέσα στον χρόνο, τόσο στην προφορά όσο και σε άλλες όψεις της (σύνταξη, λεξιλόγιο κλπ.). Και αυτό το δεύτερο ευθύνεται για τις συχνά βίαιες αντιδράσεις στην ερασμιακή προφορά των ξένων. Εμείς μπορούμε να συνεχίσουμε να διαβάζουμε τα αρχαία ελληνικά με τη νεοελληνική προφορά, αρκεί να ξέρουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν τα πρόφεραν έτσι - ότι η γλώσσα άλλαξε μέσα στον χρόνο. Και αυτό δεν είναι καθόλου κακό. Όλες οι γλώσσες αλλάζουν μέσα στον χρόνο.
  1. Για να συνοψίσουμε
Όταν μιλάμε για την προφορά των αρχαίων ελληνικών, εννοούμε συνήθως την προφορά της διαλέκτου της Αθήνας (της αττικής διαλέκτου) κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ.
Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι στα αρχαία ελληνικά υπήρχαν διακρίσεις (μακρά/βραχέα φωνήεντα) και είδη φθόγγων (π.χ. το [h], το [w] (δίγαμμα), το [zd] (ζ), τα [ph] (φ), [th] (d), [kh] (χ)) που δεν υπάρχουν στη σημερινή ελληνική γλώσσα. Επίσης, ο τονισμός βασιζόταν στο ύψος της φωνής και ήταν μελωδικός, και όχι στην ένταση (δυναμικός τόνος, όπως στα νέα ελληνικά).
Διαβάζοντας τα αρχαία ελληνικά κείμενα με τη νεοελληνική προφορά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα αρχαία ελληνικά προφέρονταν διαφορετικά.
 
 
 
 


Ένας γάιδαρος φορτωμένος αλάτι!

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μικρέμπορος που είχε έναν γάιδαρο να τον βοηθάει για να μεταφέρει τα εμπορεύματά του. Μια μέρα λοιπόν ο έμπορός μας βρήκε φτηνό αλάτι και τ΄ αγόρασε σε τιμή ευκαιρίας, γι΄ αυτό και αγόρασε μπόλικο.

-Θα το μοσχοπουλήσω, γαϊδαράκο μου, και τότε θ΄ ανοίξουν οι δουλειές μας.

-Εμένα δε με σκέφτεται, μουρμούρισε ο γάιδαρος, που μ΄ έχει φορτώσει σαν γαϊδούρι.

Έτσι πως ήταν παραφορτωμένο το ζώο, γλιστρά χωρίς να το θέλει, στο ποτάμι που περνούσαν στο δρόμο τους και τότε λιώνει το αλάτι μέσα στο νερό κι ο γαϊδαράκος μας μια χαρά ελάφρυνε και σηκώθηκε και περπατούσε εύκολα.Ο έμπορος όμως, στεναχωρημένος για την ατυχία του, επέστρεψε στην πόλη κι αγόρασε κι άλλα σακιά αλάτι και φόρτωσε τον γάιδαρο περισσότερο από προηγουμένως.

-Άντε, γαϊδαράκο μου, κουράγιο και θα τα καταφέρουμε τώρα.

Αλλά ο γάιδαρος ο πονηρός, όταν περνούσαν το ποτάμι, πάλι γλίστρησε, επίτηδες τώρα, στο νερό και φυσικά ελάφρυνε το βάρος του, αφού έλιωσε πάλι το αλάτι στο νερό.

-Όχι θα κάτσω να σκάσω, σιγομουρμούρισε γκαρίζοντας με ικανοποίηση.

Ο έμπορος όμως βαστώντας το κεφάλι του μ΄ απελπισία, αποφάσισε να μη ξαναγοράσει αλάτι αλλά πηγαίνοντας στην πόλη, αγόρασε σφουγγάρια και φόρτωσε το ζώο.

-Ε, αυτή τη φορά δε θα γλιστρήσει το καημένο το γαϊδούρι μου από το βάρος, σκέφτηκε.

Έλα όμως που ο πονηρός ο γάιδαρος ξανάπεσε στο νερό για να ελαφρύνει… Όμως αυτή τη φορά γελάστηκε πανηγυρικά! Τα σφουγγάρια μόλις βράχηκαν, γίναν διπλάσια σε βάρος κι ο γαϊδαράκος μας αγκομαχούσε σ΄ όλο το δρόμο.

Έτσι αρκετοί άνθρωποι την παθαίνουν με τα τεχνάσματά τους και ρίχνουν τους εαυτούς τους σε συμφορές.
 
  Μύθος Αισώπου

Να καταλάβουμε την εποχή μας

Ο κόπος που καταβάλλουμε για να καταλάβουμε την εποχή μας, δηλαδή αυτό που συμβαίνει και μας συμβαίνει, γίνεται όλο και περισσότερο μια υποχρέωση, μια πρόκληση που δεν μπορούμε πλέον να αποφύγουμε. Δεν αναφέρομαι σ’ εκείνους που προσπαθούν να ξεπεράσουν αυτή την υποχρέωση με την αδιαφορία ή την αγάπη για την ήσυχη ζωή τους κι ούτε σ’ εκείνους που θα ήθελαν να καταλάβουν, αλλά δεν καταφέρνουν να βγουν απ’ το καβούκι τους και να απελευθερωθούν από τις απολιθωμένες ιδέες τους και τις ανεδαφικές προκαταλήψεις τους.

Αυτό που θα πρέπει να αναζητήσουμε σήμερα είναι το κουράγιο να κοιτάξουμε στα μάτια την πραγματικότητα χωρίς φόβο ή πάθος, με τέτοιο τρόπο ώστε να διαφυλάξουμε την απαραίτητη διαύγεια για να ανακαλύψουμε γιατί τόσες αξίες καταρρέουν κι όλα μας φαίνονται ανώφελα, βάρβαρα, χωρίς ελπίδα.

Ενα πρώτο σημείο που χρειάζεται σκέψη και προσοχή, και σε πολλούς διαφεύγει, είναι η αστραπιαία «επιτάχυνση της ιστορίας». Ολοι γνωρίζουμε πόση διαφορά υπάρχει ανάμεσα στον πραγματικό και τον εγκεφαλικό χρόνο. Ολοι γνωρίζουμε πως ορισμένες μέρες ανούσιας απραγίας, υποχρεωτικής απομόνωσης, φυσικής κατάπτωσης, ίσως μας φαίνονται ατέλειωτες, ενώ οι μέρες γιορτής, διασκέδασης, ευχάριστης ανάγνωσης περνάνε σαν αστραπή.

Ολοι εξάλλου δημιουργούμε εντυπώσεις μόνο επιφανειακά αντιφατικές, όταν ανακαλύπτουμε τη γοργή φυγή των ίδιων ημερών που ζήσαμε σύμφωνα με επαναλαμβανόμενες συνήθειες, σ’ ένα πλήθος από βδομάδες και μέρες άχρωμες, έτσι ώστε να λέμε «πέρυσι» και να μας φαίνεται «χτες».

Ή, αντίθετα, ξαναφέρνοντας στον νου μας ένα σύντομο ταξίδι, τις φευγαλέες διακοπές του καλοκαιριού. Αυτές οι μετρημένες μέρες παρουσιάζονται γεμάτες έντονες εμπειρίες, πυκνές αισθήσεις και αναμνήσεις, που μοιάζει να ανήκουν σ’ έναν χρόνο έντονο κι ατέλειωτο, πλούσιο και ζωτικό.

Στην πραγματικότητα, η ροή των «πληροφοριών» που ο έξω κόσμος αδιάκοπα μας μεταδίδει έχει μια σταθερή συμπεριφορά και η ικανότητα αφομοίωσης απ’ τη μεριά μας είναι της τάξης των 50.000 bit ή μονάδων το δευτερόλεπτο τουλάχιστον. Πολλά από αυτά τα σήματα ή ερεθίσματα βάζουν σε κίνηση αυτόματα αντανακλαστικά και πολλά άλλα περνούν απαρατήρητα λόγω της αυτοάμυνας από τον βομβαρδισμό των άχρηστων επισημάνσεων, που δεν είναι άλλο από την επίλεκτη προσοχή και την άρνηση αποθήκευσης του περιττού μηνύματος.

Στις μέρες μας, η ροή των διαφορετικών, επαναλαμβανόμενων πληροφοριών, συχνά περίεργων ή συγκλονιστικών, αυξήθηκε κατακόρυφα μέσα από τα οπτικο-ακουστικά εργαλεία, από την εξαφάνιση του αναλφαβητισμού, από το ανακάτεμα παλιών κλειστών κοινωνικών ομάδων, από τις πολύμορφες συναντήσεις της φάμπρικας ή της πόλης.

Δυστυχώς, αυτή η πρόοδος πληρώνεται με έναν αποπροσανατολισμό που φτάνει στο ντελίριο ή στην απόγνωση. Ενας κόσμος φτωχός αλλά ισορροπημένος, απομακρυσμένος από τη γνώση αλλά αγκυροβολημένος στις απλές βεβαιότητες, βρίσκεται στη μέση της φουρτουνιασμένης θάλασσας, δίχως στίγμα ούτε πολικό αστέρα.

Εχει στην κατοχή του αναρίθμητες ειδήσεις αλλά κανένα πλαίσιο για να τις εντάξει, κανένα κριτικό βοήθημα για να τις αξιολογήσει, να τις συγκρίνει, να τις εκμεταλλευτεί οργανικά. Κατέχει την πληροφορία, αλλά δεν έχει ακόμη την κουλτούρα, την ικανότητα να σκεφτεί με προοπτική και να κοιτάξει μακριά.

Αποτέλεσμα είναι η συμπίεση της ιστορίας στο λεπτό έλασμα της επικαιρότητας, στις μόδες που αλλάζουν, στην απλοϊκότητα του να πιστεύεις ότι το τελευταίο σύνθημα που ακούστηκε είναι και μια αιώνια αλήθεια.

Δεν θα πρέπει, λοιπόν, να παραξενευόμαστε αν κάποιοι, κάποτε, τραυματισμένοι από τις ίδιες τις ειδήσεις, ανίκανοι να τις εξουσιάσουν, καταρρέοντας, πυροβολούν το πλήθος.

Η κυκλώπεια κοινωνία και η στάση του Ομήρου

Το επεισόδιο των Κυκλώπων καταλαμβάνει αρκετούς στίχους από την ραψωδία I της Οδυσσείας (166 – 568). Ενταγμένη στην ευρύτερη ενότητα τεσσάρων ραψωδιών, γνωστών ως ‘’Αλκινόου Απόλογοι’’ η παρούσα ραψωδία αναφέρεται στις αρχικές περιπέτειες του Οδυσσέως και των συντρόφων του, όπως αυτές εξιστορούνται στον βασιλέα των Φαιάκων στην Σχερία από τον ίδιο τον ηγεμόνα της Ιθάκης.

Ο Οδυσσεύς σε ρόλο αοιδού, αφού εξιστορήσει την περιήγηση του στόλου του στο νησί των Λωτοφάγων και των Κικόνων στρέφεται στην διήγηση της περιπέτειας, που βίωσε μαζί με τους συντρόφους του δικού του καραβιού στο έρημο νησί των μυθικών τούτων τεράτων. Είναι γνωστός ο τρόπος, που η λανθασμένη απόφαση του Οδυσσέως να γνωρίσει τον Πολύφημο θα οδηγήσει στον χαμό των συντρόφων του, μιας και ο Κύκλωπας δεν γνωρίζει από ξένιους Νόμους, ούτε και από τις προσταγές των Θεών, ιδίως του Διός, για την προστασία των ικετών και των επισκεπτών. Είναι φανερό πως ο Οδυσσεύς θα αντιμετωπίσει μία εχθρική και αθέμιστη κοινωνική οντότητα.

Ήδη, από την αρχή η περιγραφή της κοινωνίας και του τόπου διαμονής των Κυκλώπων (ι, 166 – 193) έρχεται σε ευθεία αντίθεση με ανάλογες εικόνες, όπως εκείνη του νησιού των Λαιστρυγόνων ή της Αιολίας νήσου. Οι Κύκλωπες κατοικούν ο καθένας απομονωμένος μαζί με την οικογένεια του σε σπηλιές έχοντας ελάχιστες, εάν όχι μηδαμινές, επαφές ο ένας με τον άλλον (ι, 189-190). Ο κοινωνικός ιστός, που τους ενώνει είναι ανύπαρκτος και τούτο το στοιχείο επιβεβαιώνεται από την σαρκαστική αλλά συνάμα αδιάφορη στάση των υπολοίπων Κυκλώπων στην τύφλωση του Πολυφήμου από τον Κανένα (ι, 410 – 412). Παράλληλα στις περισσότερες οργανωμένες και συντεταγμένες ομηρικές πόλεις, οι διάφοροι οίκοι, συστατικά στοιχεία της πόλεως, βρίσκονται σε μία άλλοτε χαλαρή, άλλοτε πιο στενή σχέση μεταξύ τους, πάντως σε κάποιου είδους επαφή και αλληλεξάρτηση. 
 
Στην περίπτωση της κυκλώπειας κοινωνίας οι οίκοι δεν συνενώνονται σε μία ενιαία οντότητα μιας και ελλείπει το σημαντικό στοιχείο της Αγοράς, ως κοινός τόπος αποφάσεων και συναθροίσεως όλων των πολιτών. Πρόκειται για μία κοινωνία δίχως Νόμους, γραπτούς ή εθιμικούς και με προβληματικές σχέσεις μεταξύ των μελών της. Οι Νόμοι δε, τίθενται από τους αρχηγούς των οικογενειών, τους αρσενικούς Κύκλωπες σκιαγραφώντας, ούτως, μία τρόπον τινά αυτοθεσπιζόμενη και αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία δίχως κεντρική εξουσία, εκτελεστική ή νομοθετική. Στον αντίποδα κάτι τέτοιο δεν μοιάζει να συμβαίνει ούτε καν στην ‘’τηλέτυπον Λαιστρυγόνα’’ εκεί που ο ανθρωποφάγος ηγεμόνας Αντιφάτης καταφθάνει από την Αγορά θυμίζοντας στον ακροατή τις ελληνικές συνήθειες. Τέλος από αυτή την κοινότητα απουσιάζει η κοινή θρησκεία αλλά και οι θαλάσσιες επικοινωνίες ακόμη και με το απέναντι τους νησί. Είναι ξεκάθαρο πως στην περίπτωση των Κυκλώπων μπορούμε να μιλάμε για αυτόνομες οικογένειες και όχι για κοινωνία.

Εν τούτοις αποτελεί μία ευημερούσα κοινωνία σε οικονομικό και παραγωγικό επίπεδο, όπως μας φανερώνουν οι πρώτοι κιόλας στίχοι της ενότητος της περιπέτειας. Οι Θεοί φαίνεται να δείχνουν μία μεγάλη εύνοια προς αυτά τα περίεργα πλάσματα μιας και όλες οι γεωργικές εργασίες πραγματοποιούνται με την επίβλεψη τους και οι βροχές είναι συνεχείς σταλμένες από κείνους με αποτέλεσμα η γεωργική παραγωγή και η ποσότητα σιταριού, κριθαριού και διαφόρων χορταρικών να αφθονεί. Μονάχα τα κοπάδια τους οφείλουν να βοσκούν οι Κύκλωπες από κοινού με τις γαλακτοκομικές διεργασίες, που φαίνεται πως εκτελούν στις σπηλιές τους. Η εύνοια αυτή των Θεών δεν μπορεί να ερμηνευθεί εύκολα εν τούτοις βοηθητικό στοιχείο αποτελεί η συγγένεια πρώτου βαθμού –υιός- του Κύκλωπος Πολυφήμου με τον Ποσειδώνα, Θεό των θαλασσών. Το αν και οι υπόλοιποι Κύκλωπες συνδέονταν με τους Θεούς παραμένει άγνωστο από τις έμμεσες και άμεσες μυθολογικές πηγές.

Τα πλάσματα αυτά ακολουθούν μία παραδοσιακή τυπολογία στον τρόπο παρουσιάσεως τους αλλά και στον τρόπο, που εκτυλίσσεται η δράση γύρω από αυτά. Στις λαικές αφηγήσεις της προ-ομηρικής όπως και της μετα-ομηρικής εποχής το ανθρωποφάγο τέρας με το ένα μονάχα μάτι αποτελεί κοινό τόπο, αν και ο Όμηρος συνειδητά δεν αναφέρεται στην μονοφθαλμία των Κυκλώπων, όταν τους περιγράφει ψηλούς σαν βουνά (ι, 187 - 192). Επιπροσθέτως ο ανταγωνιστής πάντα ξεγελά τον τιτάνιο κτήνος δίνοντας του ένα ψεύτικο όνομα, όπως Κανένας (ούτις) με σκοπό να μην τον κυνηγήσουν οι σύντροφοι του τέρατος ζητώντας εκδίκηση ενώ τέλος διαφεύγει του κινδύνου κάτω από ένα κριάρι σχεδόν σε όλες τις παρόμοιες διηγήσεις. Η διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις λαικές δοξασίες και στην κυκλώπεια κοινωνία είναι η μεταιχμιακή υφή ανάμεσα στον πολιτισμό και τον πρωτογονισμό.

Με την μέθοδο της αντιδιαστολής η πολιτεία των Κυκλώπων μπορεί να λειτουργήσει ως δείκτης αντίθετος για τις υπόλοιπες πόλεις, που περιγράφονται στην Ομηρική Οδύσσεια. Με πιο απλά λόγια, ότι ελλείπει από την κοινωνία του Πολυφήμου και των άλλων Κυκλώπων υπάρχει για τον ποιητή σε όλες τις υπόλοιπες συντεταγμένες κοινωνικές πραγματικότητες. Ίσως μία ανάγνωση να μας επέτρεπε να συνδυάσουμε τον ατομικισμό των Κυκλώπων με την ευημερία τους και τις συνθήκες Χρυσού Αιώνος, που αυτοί απολαμβάνουν. Θα μπορούσε ο ποιητής να συνδυάζει την ευημερία με την έλλειψη Νόμων και κοινωνικής συνοχής εκεί, που ωφελιμιστικά ο καθείς φροντίζει τα του οίκου του; Μάλλον μία τέτοια εικασία πρέπει να απορριφθεί καθώς το γενικότερο συμφέρον της πόλεως υπερνικά το ατομικό ιδιωτικό συμφέρον ακόμη και για την ομηρική κοινωνία, που αποτελεί την κλασική της αναλογία σε σταδιακή διαμόρφωση. Τελικά, ο Όμηρος θέλει να αποδείξει πως η ζωή εκτός της πόλεως συνάδει με απομόνωση, έλλειψη πολιτισμού, πρωτογονισμό και απουσία Νόμων, ουσιαστικά στοιχεία για τις υπόλοιπες κοινότητες της Οδυσσείας.

Προσπαθήσαμε να αποδείξουμε τις περιορισμένες κοινωνιολογικές και πολιτειακές προεκτάσεις του ομηρικού μύθου όσον αφορά το επεισόδιο του Κύκλωπος Πολυφήμου. Αυτή η κοινωνία αποτελεί, πραγματικά, μοναδικό παράδειγμα ανάμεσα στις υπόλοιπες περιγραφόμενες κοινωνικές οντότητες με αποτέλεσμα να καταγράφεται το σαφές κίνητρο του ποιητή. Η περιπέτεια του Οδυσσέως στο άγριο αυτό νησί είναι καταλύτης για την εξέλιξη της δράσεως μα παράλληλα η περιγραφή των κοινωνικών συμπεριφορών των Κυκλώπων δείκτης αντιδιαστολής για τις λοιπές πόλεις της Οδυσσείας.

Δεν θέλω να γίνω καλύτερος άνθρωπος, θέλω απλά να Είμαι ο Εαυτός μου

 Διαβάζω συχνά «αγάπησε τον εαυτό σου»

Και ενώ είναι απλό, γίνεται κάτι πολύπλοκο, γιατί πως θα φτάσει κανείς στην αγάπη κάποιου που δεν γνωρίζει?

Πόσο σίγουροι είμαστε ότι αυτό που καλούμαστε να αγαπήσουμε είναι ο Εαυτός μας?

Ο άνθρωπος, μέσα από την εκπαίδευσή του, αποκτά την τακτική του χαμαιλέοντα. Προσαρμόζεται… Άλλος κοιμάται το βράδυ, άλλος ξυπνάει το πρωί… Και στο ενδιάμεσο διάστημα υιοθετεί διάφορες στάσεις και εικόνες που «καταπίνουν» τα συναισθήματά του και τις ανάγκες του και παρουσιάζεται σαν «κάτι» που προσπαθεί να επιβιώσει καλύπτοντας τις ανάγκες του συνόλου, ασυνείδητα, ενώ συνειδητά νομίζει ότι δεν τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο.

Οι περισσότεροι αγαπούν τον εαυτό τους με λάθος τρόπο, γιατί δεν ξέρουν ποιόν να αγαπήσουν σε έναν κόσμο που πάντα τους απειλεί με απόρριψη. Οι άμυνες και ο έλεγχος έγιναν «εαυτός» και πολλοί είναι υπερήφανοι γι’ αυτόν, αγνοώντας ότι αυτός ο εαυτός έχει διασπαστεί σε χιλιάδες μορφές που η μία πολεμάει την άλλη.

Πόσο συχνά ακούμε «είμαι τελειομανής»… Και πως μπορεί να αγαπήσει ο τελειομανής τον Εαυτό του? Συνήθως μισεί όσους του φαντάζουν ατελείς… Και αν ξεκινήσουμε από το «μίσος», τότε πώς να μιλήσουμε για Αγάπη?

Αν η Καρδιά μας γεμίσει με συγκρίσεις, τότε τα συναισθήματα θα πνίξουν κάθε καλοπροαίρετη πρόθεση μας να αγαπήσουμε τον Εαυτό μας και τους άλλους, επιδρώντας στον νου μας και στις πράξεις μας. Πολλοί νομίζουν ότι ο νους τους είναι απειθάρχητος και κυριαρχεί στις προθέσεις τους, αλλά δεν είναι αλήθεια… ελέγχεται κι αυτός από τα συναισθήματα, μόνο που δεν το παίρνουμε είδηση, γιατί ο εστιασμός μας δεν είναι στο «ποιος είμαι», αλλά στο «πως φαίνομαι στους άλλους» και αυτό το θεωρούμε φυσιολογικό. Και τότε βλέπουμε στους άλλους, αυτό που δεν βλέπουμε στον εαυτό μας. Ποιόν να αγαπήσεις μετά?

Πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να πειθαρχήσουν τον νου τους, αλλά δεν ρίχνουν ούτε μία ματιά στα συναισθήματά τους, που είναι εκείνα που τους κάνουν απειθάρχητους και ασεβείς προς την μεγαλειώδη τους Ύπαρξη.

Όμως δεν αρκεί να γνωρίζουμε νοητικά για τον Εαυτό μας και για τις ποιότητες που έχουμε σαν Άνθρωποι, γιατί είναι σαν να προσπαθούμε να φτάσουμε κάτι τέλειο, με συναισθήματα που καθορίζουν την επίγνωση της ατέλειάς μας. Και αυτήν την επίγνωση χρειάζεται να αλλάξουμε… επίγνωση που έχει φωλιάσει στον συναισθηματικό κόσμο μας και μπλοκάρει κάθε πνευματική έμπνευση που είναι απαραίτητη για την αυτοεπίγνωση μας.

Το να προσπαθούμε συνεχώς να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι είναι από μόνο του επικίνδυνο, γιατί δηλώνει εκ προοιμίου μια πεποίθηση που αποκτήσαμε από τα παιδικά μας χρόνια, ότι δεν είμαστε ποτέ αρκετά καλοί για τους γονείς μας…

Μα τώρα ήρθε ο καιρός να ωριμάσουμε σε όλα μας τα επίπεδα, χαράζοντας ο καθένας μας τον Δρόμο του. Το σίγουρο είναι ότι σ’ αυτόν τον Δρόμο θα μας «κατηγορήσουν» ότι αλλάξαμε και παρασυρθήκαμε από άλλους… Αυτή η «κατηγορία» είναι και η αιτία που η συναισθηματική ανωριμότητα μεταφέρεται από γενιά σε γενιά… Γιατί λίγοι την αντέχουν, χωρίς να τους δημιουργήσει τάσεις αυτοκαταστροφικές… Δυστυχώς μας έπνιξαν οι παραδόσεις…

Δεν θέλω να γίνω καλύτερος άνθρωπος, θέλω απλά να Είμαι ο Εαυτός μου και αυτό πάει ενάντια στην παράδοση, που περιέχει μια ηθική, η οποία μας έφτασε σ’ αυτά τα χάλια ενός «είδους», κάνοντάς μας διαρκώς φοβισμένους και υποτελείς.

7 υγιείς τρόποι για να αντιμετωπίσετε την ζήλεια

Η ζήλεια είναι ένας συνδυασμός συναισθημάτων που λίγο-πολύ όλοι βιώνουμε. Ένα φυσιολογικό και ανθρώπινο συναίσθημα που δεν είναι πάντα προβληματικό για τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους ή τον εαυτό μας. Εντούτοις, όταν συμπεριφερόμαστε με ένα συγκεκριμένο τρόπο λόγω ζήλειας ή αφήνουμε αυτό το συναίσθημα να μας καταβάλει, τότε μπορεί να μας επηρεάσει αρνητικά.

Ζηλεύουμε την επιτυχία κάποιου άλλου, ζηλεύουμε τον τρόπο ζωής ενός φίλου, τις σχέσεις, τα πλούτη. Ζηλεύουμε, όμως, και τον σύντροφό μας, φοβόμαστε την απιστία και αγχωνόμαστε με το ενδεχόμενο ότι η σχέση μας θα τελειώσει. Πως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την ζήλεια με υγιή τρόπο ώστε να μην λειτουργεί καταστροφικά για τη σχέση;

1.Εμπιστοσύνη: Ο καλύτερος τρόπος για να ξεπεράσετε τη ζήλεια είναι να αναρωτηθείτε αν η σχέση σας βασίζεται στην εμπιστοσύνη, τον σεβασμό και την αγάπη. Εάν αισθάνεστε ότι ο σύντροφός σας δεν είναι ειλικρινής τότε ίσως πρέπει να αναρωτηθείτε για το μέλλον της σχέσης. Διαφορετικά, δεν υπάρχει κανένας λόγος να νιώθετε ανασφάλεια

2. Αν έχετε μια σταθερή σχέση που σας παρέχει ασφάλεια αλλά παρ’όλα αυτά νιώθετε ζήλεια, τότε καλό είναι να ανατρέξετε σε παλιότερες εμπειρίες που σας έχουν πληγώσει ή σε προβλήματα αυτοπεποίθησης που μπορεί να έχετε.

3.Αναγνωρίστε το συναίσθημα: Όταν συνειδητοποιείτε ότι ζηλεύετε, η ζήλεια τρόπον τινά χάνει τη δύναμή της, γιατί δεν της επιτρέπεται να σας επηρεάσει ή να σας κάνει να νιώθετε ντροπή ή τύψεις.

4.Μάθετε από τα λάθη σας: Γιατί ζηλεύετε; Αν βρείτε την πραγματική αιτία τότε μπορείτε να εστιάσετε στον εαυτό σας και στο πως θα μπορέσετε να βελτιωθείτε αντί να επηρεάζεστε αρνητικά.

5.Ξεπεράστε το: Πάρτε μια βαθιά ανάσα και αποφασίστε να διώξετε αυτό το συναίσθημα από την καθημερινότητά σας.

6.Διαχειριστείτε τη ζήλεια: Προσπαθήστε να αποστασιοποιηθείτε από την κατάσταση που σας προκαλεί ζήλεια, να σκεφτείτε και να ηρεμήσετε. Μιλήστε με τον σύντροφό σας και βρείτε μαζί λύσεις στα προβλήματα που σας απασχολούν.

7. Εστιάστε στα θετικά: Κάθε φορά που ζηλεύετε κάτι που δεν έχετε, καλό είναι να εστιάζετε στα θετικά και να εκτιμάτε αυτά που έχετε.

Βουδιστική σοφία - Τα ζώα σύντροφοι στο πνευματικό μας ταξίδι

 Ο Βουδισμός είναι γνωστός ως παράδοση της εσωτερικής μεταμόρφωσης. Αλλά μεγάλοι βουδιστές όλων των εποχών έχουν επίσης τονίσει ότι η απελευθέρωση μας από τη δυστυχία εξαρτάται από άλλους. Η πρόοδος στην εσωτερική μας ανάπτυξη πηγαίνει χέρι-χέρι και με τη συμπεριφορά μας προς τα έξω. Δεν είναι τυχαίο ότι από τις έξι τελειότητες που διδάσκονται από τον Βούδα, ασκούμε τις τρείς πρώτες - γενναιοδωρία, ηθική και υπομονή - κυρίως σε σχέση με τους άλλους, και τις τρεις τελευταίες - χαρούμενη επιμονή, συγκέντρωση και σοφία - κυρίως σε σχέση με τον εαυτό μας.

Η εξασφάλιση της συνοχής μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής συμπεριφοράς είναι ένα σημαντικό, προκλητικό και συνεχές μέρος του ταξιδιού μας της μεταμόρφωσης. Για να φανεί με ένα ακραίο παράδειγμα, είναι απίθανο ότι ένας κακότροπος, τσιγκούνης, απατεώνας θα χαρεί μια κατάσταση αμέτρητη λάμψης και καλοσύνης όταν κάθεται να διαλογιστεί! Είναι επίσης αλήθεια ότι ένας διαλογιστής εξοικειωμένος με μια τέτοια κατάσταση είναι λιγότερο πιθανό να διακινδυνεύσει να την σαμποτάρει συμπεριφερόμενος με τρόπο ασυμβίβαστο με αυτό που έχει ανακαλύψει ότι είναι η δική του αληθινή φύση.

Η αποφυγή της βλαβερής συμπεριφοράς είναι ένα μέρος της διασφάλισης της συνοχής. Αλλά το ίδιο ισχύει και για το να κάνουμε το καλό. Στον Βουδισμό, η αρετή παρουσιάζεται με το να έχουμε μια ενεργητική παρουσία. Είναι ένα μέσο με το οποίο ωθούμε την εσωτερική ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης και της σταδιακής ανάπτυξης της συγκέντρωσης κατά τον διαλογισμού. Αν θέλουμε να βιώσουμε τις πιο βαθιές καταστάσεις ευημερίας εμείς οι ίδιοι, βοηθά πρώτα να δώσουμε ευτυχία στους άλλους.

Ποιους άλλους; Οι Λάμα συχνά τονίζουν τη σημασία του να αρχίσουμε με τους πιο κοντινούς μας. Τα όντα για τους οποίους αισθανόμαστε ήδη κάποια γνήσια αγάπη. Για πολλούς από εμάς, αυτό περιλαμβάνει τα κατοικίδιά μας.

Το γεγονός ότι ένα ον είναι σκύλος, γάτα ή παπαγάλος δεν το κάνει λιγότερο έγκυρο αποδέκτη της αγάπης και της συμπόνιας μας από έναν άνθρωπο. Με αυτόν τον τρόπο, τα ζώα μας μπορεί να είναι περισσότερο από πολύτιμοι σύντροφοι μας - μπορούμε να τους δούμε ως συντρόφους σε στο ταξίδι της μεταμόρφωσης, επειδή μας προσφέρουν αμέτρητες ευκαιρίες σε καθημερινή βάση για να ασκήσουμε τη γενναιοδωρία, την ηθική και την υπομονή.

Είναι χρήσιμο να αναγνωρίζουμε αυτές τις ευκαιρίες για αυτό που είναι. Αντί να ανοίγετε βιαστικά την κονσέρβα της σκυλοτροφής, είναι χρήσιμο να σκεφτείτε: «. Με αυτήν την πράξη γενναιοδωρίας, εύχομαι να επιτύχω τη φύση του Βούδα, προς όφελος όλων των όντων» Χαϊδεύοντας την κοιλιά της γάτας μας, μπορούμε να σκεφτούμε: «Με αυτήν την πράξη αγάπης , θα ήθελα να επιτύχουν τη φύση του Βούδα, προς όφελος όλων των όντων». Τέτοιες πρακτικές μπορεί να φαίνονται ψεύτικες για αρχή, αλλά χρησιμοποιούν κατάλληλη ψυχολογία: όσο περισσότερο εξοικειωνόμαστε με αυτό το κίνητρο, τόσο περισσότερο αυτό γίνεται φυσικό και αυθόρμητο μέρος της σκέψης μας, αρχίζοντας να μετατρέπει όλο και περισσότερη από την καθημερινή συμπεριφορά μας σε υπερβατική δράση. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να το διαδώσουμε παντού αυτό. Θα πρέπει να στοχεύουμε να είμαστε «μυστικoί Βουδιστές" και να εργαζόμαστε για την εσωτερική μας ανάπτυξη συνεχώς ενώ φαινόμαστε να συμμετέχουμε σε συνήθεις δραστηριότητες.

Η Βουδιστική άποψη της αιτιώδους συνάφειας, ή κάρμα, δηλώνει ότι το γεγονός ότι ένα κατοικίδιο ζώο είναι μέρος της ζωής σας δεν είναι τυχαίο. Αιτίες που δημιουργήθηκαν σε αυτή ή σε προηγούμενη ζωή σας έφεραν και πάλι μαζί. Πόσο υπέροχο είναι ότι, ως άνθρωπος, τώρα έχετε τη δύναμη να βοηθήσετε το πλάσμα που είναι σήμερα το κατοικίδιό σας - και όχι μόνο με τη φροντίδα των γήινων αναγκών του.

Εκθέτοντας το μυαλό του κατοικίδιου σας σε εικόνες των Βούδα, δίνοντάς του τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την τακτική άσκηση του διαλογισμού, και με την επανάληψη μάντρα, που συντονίζονται με μια βαθιά και διαχρονική δύναμη, μπορείτε να συμβάλετε στη δημιουργία των αιτιών για πολύ θετικές μελλοντικές επιπτώσεις στη ροή του νου του. Υπάρχουν μια σειρά από περιπτώσεις στο Θιβέτ ζώων που ξαναγεννήθηκαν σαν άνθρωποι και που κατάφεραν μεγάλα επιτεύγματα ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι άκουαν μάντρα να απαγγέλλονται μπροστά τους.

Τα ζώα όχι μόνο μας προσφέρουν μια πληθώρα ευκαιριών για να τροφοδοτήσουμε την εσωτερική μας ανάπτυξη μέσα από τις πρακτικές της γενναιοδωρίας, της ηθικής και της υπομονής. Μπορούμε επίσης να τα βοηθήσουμε. Με τον τρόπο αυτό, μπορούν να είναι οι κοντινοί και ιδιαίτεροι σύντροφοι μας στο πνευματικό μας ταξίδι.