Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Ὄρνιθες (1410-1469)

ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
1410 ὄρνιθες τίνες οἵδ᾽ οὐδὲν ἔχοντες πτεροποίκιλοι,
τανυσίπτερε ποικίλα χελιδοῖ;
ΠΙ. τουτὶ τὸ κακὸν οὐ φαῦλον ἐξεγρήγορεν.
ὅδ᾽ αὖ μινυρίζων δεῦρό τις προσέρχεται.
1415 ΣΥ. τανυσίπτερε ποικίλα μάλ᾽ αὖθις.
ΠΙ. εἰς θοἰμάτιον τὸ σκόλιον ᾄδειν μοι δοκεῖ,
δεῖσθαι δ᾽ ἔοικεν οὐκ ὀλίγων χελιδόνων.
ΣΥ. τίς ὁ πτερῶν δεῦρ᾽ ἐστὶ τοὺς ἀφικνουμένους;
ΠΙ. ὁδὶ πάρεστιν· ἀλλ᾽ ὅτου δεῖ χρὴ λέγειν.
1420 ΣΥ. πτερῶν, πτερῶν δεῖ· μὴ πύθῃ τὸ δεύτερον.
ΠΙ. μῶν εὐθὺ Πελλήνης πέτεσθαι διανοεῖ;
ΣΥ. μὰ Δί᾽, ἀλλὰ κλητήρ εἰμι νησιωτικὸς
καὶ συκοφάντης— ΠΙ. ὦ μακάριε τῆς τέχνης.
ΣΥ. καὶ πραγματοδίφης. εἶτα δέομαι πτερὰ λαβὼν
1425 κύκλῳ περισοβεῖν τὰς πόλεις καλούμενος.
ΠΙ. ὑπὸ πτερύγων τι προσκαλεῖ σοφώτερον;
ΣΥ. μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ἵν᾽ οἱ λῃσταί τε μὴ λυπῶσί με,
μετὰ τῶν γεράνων τ᾽ ἐκεῖθεν ἀναχωρῶ πάλιν,
ἀνθ᾽ ἕρματος πολλὰς καταπεπωκὼς δίκας.
1430 ΠΙ. τουτὶ γὰρ ἐργάζει σὺ τοὔργον; εἰπέ μοι,
νεανίας ὢν συκοφαντεῖς τοὺς ξένους;
ΣΥ. τί γὰρ πάθω; σκάπτειν γὰρ οὐκ ἐπίσταμαι.
ΠΙ. ἀλλ᾽ ἔστιν ἕτερα νὴ Δί᾽ ἔργα σώφρονα,
ἀφ᾽ ὧν διαζῆν ἄνδρα χρῆν τοσουτονὶ
1435 ἐκ τοῦ δικαίου μᾶλλον ἢ δικορραφεῖν.
ΣΥ. ὦ δαιμόνιε, μὴ νουθέτει μ᾽, ἀλλὰ πτέρου.
ΠΙ. νῦν τοι λέγων πτερῶ σε. ΣΥ. καὶ πῶς ἂν λόγοις
ἄνδρα πτερώσειας σύ; ΠΙ. πάντες τοι λόγοις
ἀναπτεροῦνται. ΣΥ. πάντες; ΠΙ. οὐκ ἀκήκοας,
1440 ὅταν λέγωσιν οἱ πατέρες ἑκάστοτε
τὸ μειράκιον ἐν τοῖσι κουρείοις ταδί;
«δεινῶς γέ μου τὸ μειράκιον Διειτρέφης
λέγων ἀνεπτέρωκεν ὥσθ᾽ ἱππηλατεῖν.»
ὁ δέ τις τὸν αὑτοῦ φησιν ἐπὶ τραγῳδίᾳ
1445 ἀνεπτερῶσθαι καὶ πεποτῆσθαι τὰς φρένας.
ΣΥ. λόγοισι τἄρα καὶ πτεροῦνται; ΠΙ. φήμ᾽ ἐγώ.
ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς ‹τε› μετεωρίζεται
ἐπαίρεταί τ᾽ ἄνθρωπος. οὕτω καὶ σ᾽ ἐγὼ
ἀναπτερώσας βούλομαι χρηστοῖς λόγοις
1450 τρέψαι πρὸς ἔργον νόμιμον. ΣΥ. ἀλλ᾽ οὐ βούλομαι.
ΠΙ. τί δαὶ ποήσεις; ΣΥ. τὸ γένος οὐ καταισχυνῶ.
παππῷος ὁ βίος συκοφαντεῖν ἐστί μοι.
ἀλλὰ πτέρου με ταχέσι καὶ κούφοις πτεροῖς
ἱέρακος ἢ κερχνῇδος, ὡς ἂν τοὺς ξένους
1455 καλεσάμενος κᾆτ᾽ ἐγκεκληκὼς ἐνθαδὶ
κατ᾽ αὖ πέτωμαι πάλιν ἐκεῖσε. ΠΙ. μανθάνω.
ὡδὶ λέγεις· ὅπως ἂν ὠφλήκῃ δίκην
ἐνθάδε πρὶν ἥκειν ὁ ξένος. ΣΥ. πάνυ μανθάνεις.
ΠΙ. κἄπειθ᾽ ὁ μὲν πλεῖ δεῦρο, σὺ δ᾽ ἐκεῖσ᾽ αὖ πέτει
1460 ἁρπασόμενος τὰ χρήματ᾽ αὐτοῦ. ΣΥ. πάντ᾽ ἔχεις.
βέμβικος οὐδὲν διαφέρειν δεῖ. ΠΙ. μανθάνω
βέμβικα. καὶ μὴν ἔστι μοι νὴ τὸν Δία
κάλλιστα Κορκυραῖα τοιαυτὶ πτερά.
ΣΥ. οἴμοι τάλας, μάστιγ᾽ ἔχεις. ΠΙ. πτερὼ μὲν οὖν,
1465 οἷσί σε ποήσω τήμερον βεμβικιᾶν.
ΣΥ. οἴμοι τάλας. ΠΙ. οὐ πτερυγιεῖς ἐντευθενί;
οὐκ ἀπολιβάξεις, ὦ κάκιστ᾽ ἀπολούμενος;
πικρὰν τάχ᾽ ὄψει στρεψοδικοπανουργίαν.
ἀπίωμεν ἡμεῖς ξυλλαβόντες τὰ πτερά.

***
Ο ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ
Ω, τί πουλιά να ᾽ναι αυτά τα φτωχά,
1410 τα παρδαλόφτερα;
Πες, χελιδόνι μου εσύ, παρδαλό μακροφτέρουγο.
ΠΙΣ., παρακολουθώντας με το βλέμμα τον Κινησία που φεύγει.
Κακός μπελάς μάς έχει ξεφυτρώσει.
Βλέπει τον καταδότη.
Νά κι άλλος· μουρμουρίζοντας ζυγώνει.
ΚΑΤ. Το ξαναλέω: Παρδαλό μακροφτέρουγο.
ΠΙΣ. Για τη στολή του αυτός θα τραγουδάει·
πολλά θα του χρειαστούνε χελιδόνια.
ΚΑΤ. Ποιός δίνει εδώ φτερά στους επισκέπτες;
ΠΙΣ. Εγώ· μονάχα λέγε τί σου λείπει.
1420 ΚΑΤ. Φτερά, φτερά· και μη ρωτήσεις άλλο.
ΠΙΣ. Λες να πετάξεις ίσια στην Πελλήνη;
ΚΑΤ. Όχι, καλέ· σπιουνάρω τους νησιώτες
και τους κάνω μηνύσεις... ΠΙΣ. Μωρέ μπράβο
επάγγελμα! ΚΑΤ. και δίκες ξεψαχνίζω.
Θέλω λοιπόν φτερά, να τρέχω γύρω
στις πόλεις και να κάνω τις μηνύσεις.
ΠΙΣ. Τη μήνυση την κάνεις πιο επιδέξια
με τα φτερά; ΚΑΤ. Καλέ όχι, μα ξεφεύγω
τους πειρατές· και πίσω θα γυρίζω
παρέα με γερανούς, με το στομάχι
γεμάτο πλήθος δίκες για σαβούρα.
1430 ΠΙΣ. Αυτή λοιπόν είν᾽ η δουλειά σου; Πες μου,
σπιουνάρεις τους συμμάχους; Τόσο νέος!
ΚΑΤ. Τί να κάνω; Δεν έμαθα να σκάβω.
ΠΙΣ. Υπάρχουν δουλειές τίμιες για ένα νέο
να βγάζει το ψωμί του, μ᾽ έναν τρόπο
πιο δίκιο, αντί να υφαίνει τέτοιες δίκες.
ΚΑΤ. Άσε τις συμβουλές και φτέρωνέ με.
ΠΙΣ. Μα σε φτερώνω με όσα τώρα λέω.
ΚΑΤ. Με λόγια εσύ φτερώνεις τους ανθρώπους;
ΠΙΣ. Ναι, με τα λόγια αναφτερώνονται όλοι.
1440ΚΑΤ. Όλοι; ΠΙΣ. Μα ναι. Οι πατέρες στα κουρεία
δεν ακούς πώς μιλούν για τα παιδιά τους;
«Το νου του γιου μου ο τάδε με τα λόγια
τον έχει αναφτερώσει για ιππασία.»
Και κάποιος άλλος λέει για το δικό του:
«Ο νους του αναφτερώθηκε, πετάει
στη σύνθεση δραμάτων.» ΚΑΤ. Με τα λόγια
λοιπόν αναφτερώνονται; ΠΙΣ. Και βέβαια·
τα λόγια ξεσηκώνουνε τη σκέψη
κι εξυψώνουν τον άνθρωπο· με λόγια
καλά θέλω κι εγώ να σε φτερώσω
1450 προς ένα τίμιο επάγγελμα. ΚΑΤ. Δε θέλω.
ΠΙΣ. Τί θες λοιπόν; ΚΑΤ. Το σόι μου δεν ντροπιάζω.
Πάππου προς πάππου απ᾽ τη σπιουνιά εμείς ζούμε.
Με αψιές λαφριές φτερούγες φτέρωσέ με
πετρίτη ή γερακιού, να καταγγέλλω
συμμάχους, να πετώ να υποστηρίζω
τη μήνυσή μου εδώ, και να πετάω
ξανά για κει. ΠΙΣ. Μπαίνω στο νόημα· θέλεις,
πριν ο νησιώτης φτάσει στην Αθήνα,
να καταδικαστεί. ΚΑΤ. Στο νόημα μπήκες.
ΠΙΣ. Αυτός για δω αρμενίζει, στο νησί του
πετάς εσύ κι αρπάζεις τα λεφτά του.
1460ΚΑΤ. Αυτό ειναι· πρέπει να ᾽μαι τέλεια σβούρα.
ΠΙΣ. Σε νιώθω, σβούρα. Κι έχω, αλήθεια, κάτι
πανέμορφες της Κέρκυρας φτερούγες.
Βγάζει ένα μαστίγιο με δυο λουριά.
ΚΑΤ. Οχ, βούρδουλας! ΠΙΣ. Καθόλου· είναι φτερούγες·
μ᾽ αυτές αμέσως θα σε κάμω σβούρα.
ΚΑΤ. Οχ οχ. ΠΙΣ. Κάμε φτερά και στρίβε· χάσου,
γκρεμίσου. Θα σου βγει ξινή, κι αμέσως,
αυτή σου η στρεψοδικοπανουργία.
Στους δούλους, αφού ο καταδότης έφυγε δαρμένος.
Μαζεύτε τα φτερά και πάμε μέσα.
Φεύγουν.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΕΛΑΪΔΑ

ΕΛΑΪΔΑ
(λευκό περιστέρι)
 
Ο βασιλιάς της Δήλου Άνιος, δισέγγονος του Διόνυσου παντρεύτηκε τη Δωρίππη, με την οποία απέκτησε πολλά παιδιά. Μεταξύ των παιδιών του αναφέρονται οι τρεις Νύμφες της Δήλου, επονομαζόμενες Οινοτρόποι ή Οινοτρόφοι.
 
Τα ονόματά τους, Σπερμώ, Οινώ, Ελαΐς, παραπέμπουν στα βασικά στοιχεία της διατροφής, το κρασί, το λάδι, το σιτάρι· από τον προ-προπάππου τους Διόνυσο πήραν το χάρισμα να τα κάνουν όλα να αναπηδούν από τη γη.
 
Ο Άνιος, χάρη στις μαντικές ικανότητες που διέθετε από τον πατέρα του Απόλλωνα, ήξερε ότι ο πόλεμος στην Τροία θα διαρκούσε δέκα χρόνια, γι' αυτό έθεσε στη διάθεση των Ελλήνων τις ικανότητες των θυγατέρων του.
 
Οι Έλληνες δεν πίστεψαν τις προφητείες του Άνιου και αρνήθηκαν την προσφορά του· όμως αργότερα, καθώς ο πόλεμος τραβούσε σε μάκρος, έστειλαν πρεσβεία στη Δήλο, αποτελούμενη από τον Μενέλαο και τον Οδυσσέα, για να ζητήσουν από τις κόρες τον ανεφοδιασμό του στρατού.
 
Οι τρεις κοπέλες πήγαν στην Τροία αλλά γρήγορα βαρέθηκαν, οι Έλληνες τις καταδίωξαν και εκείνες ζήτησαν από τον Διόνυσο να τις μεταμορφώσει σε λευκά περιστέρια. Γι' αυτό στη Δήλο απαγορευόταν να σκοτώνουν περιστέρια.

Ενοχές: όπλο στα χέρια των χειριστικών ανθρώπων

Η ενοχή δεν είναι μια πραγματικότητα. Την έχουν επινοήσει οι χειριστικοί άνθρωποι, ως έναν εύκολο τρόπο για να μπορούν να κρίνουν, να κατακρίνουν και να θέτουν τους δικούς τους νόμους, μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικής συμβίωσης. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνουν να εξουσιάζουν τους άλλους.

Η ενοχή, λοιπόν, ως ένα συναίσθημα, μπορεί να βοηθήσει έτσι ώστε να μην επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη. Μετά από μια επιλήψιμη πράξη (που είναι απόλυτα φυσιολογικό στη διάρκεια της ζωής μας να διαπράξουμε), η θετική χροιά της ενοχής βοηθάει ώστε να αποτρέψουμε στο μέλλον την επανάληψή της.

Στην προσπάθεια να ‘ναι όλοι ευχαριστημένοι από εμάς, να ‘μαστε συνεπείς παντού, να μην απογοητεύσουμε κανέναν, γεννιούνται οι ενοχές. Συνήθως, στο άτομο που θέλει να συντηρήσει τον τίτλο του «καλού παιδιού», εντοπίζεται μια έντονη τάση ενοχικής συμπεριφοράς. Είναι άτομο που έχει (συνήθως) χαμηλή αυτοεκτίμηση και δεν έχει καλή εικόνα του εαυτού του. Ο ενοχικός άνθρωπος είναι εξαιρετικά ευάλωτος και δεκτικός στις διαθέσεις κι επιθυμίες των γύρω του (άτομα απ’ το άμεσο περιβάλλον του που τον εκμεταλλεύονται) με αποτέλεσμα να γίνεται αντικείμενο στα χέρια τους.

Το «πρέπει» έχει κεντρική θέση στη ζωή του, ενώ το «θέλω» είναι δαιμονοποιημένο σαν κάτι κακό και παραβατικό. Δεν μπορεί το ενοχικό άτομο να ‘χει αληθινές σχέσεις. Στην εξουθενωτική προσπάθεια να ικανοποιήσει όλους όσοι είναι γύρω του, φοβάται μην αποτύχει και χάσει την εκτίμηση και την αποδοχή. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος που είναι πατέρας και φέρει τον τίτλο του «καλού πατέρα», θεωρεί πως θα πρέπει να κάνει τα πάντα προκειμένου να συντηρήσει τον τίτλο αυτό. Με την πρώτη ευκαιρία που δε θα πληροί τα προαπαιτούμενα, που έχουν θέσει οι γύρω του ώστε να συντηρηθεί αυτή η φωτεινή επιγραφή, τότε αυτός θα νιώθει ενοχές, που θα προκύπτουν απ’ τον φόβο της απόρριψης. Δηλαδή, μια χειριστική σύζυγος (νυν ή και πρώην), μια χειριστική μητέρα, μπορούν κάλλιστα να οδηγήσουν στη δημιουργία ενός ενοχικού ανθρώπου, με απίστευτη επιτυχία.

Το πιο δύσκολο απ’ όλα είναι πως όλη αυτή η κακοποιητική κατάσταση γίνεται δίχως το θύμα να την αντιλαμβάνεται, αφού θεωρεί πως όλη αυτή η συμπεριφορά προέρχεται απ’ τον ίδιο και κινείται στη σφαίρα του σωστού!

Η ενοχή φέρνει ψυχικό βάρος, αρνητικά συναισθήματα, θυμό κι άγχος. Η πηγή της βρίσκεται στην πρώιμη παιδική ηλικία, στο πώς μεγαλώσαμε, στις ελλειμματικές συναισθηματικές σχέσεις με τη μητέρα. Με τον χρόνο, οι εμπειρίες μας βιώνονται κάτω απ’ τον φόβο του να μην πάψουν οι άλλοι να μας αγαπούν. Ο ενοχικός άνθρωπος τρέχει για όλους, κάνει τα πάντα για να διευκολύνει τη ζωή των άλλων. Οι «άλλοι», όμως, γίνονται ακόρεστοι, δεν ικανοποιούνται και διαρκώς επικρίνουν. Κάπου εκεί εμφανίζονται οι ψυχοσωματικές ασθένειες.

Είναι πολλές οι περιγραφές για το προφίλ του ενοχικού ατόμου. Το ζητούμενο είναι να μιλήσουμε για τρόπους –έστω κι ενδεικτικούς– αντιμετώπισης και βοήθειας των ατόμων που τους έχουν ποτίσει με ενοχές. Πώς μπορούν να ξεφύγουν από αυτή την κατάσταση;

Αρχικά, λοιπόν, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να δούμε από πού πηγάζει αυτό το συναίσθημα. Χωρίς ωραιοποίηση καταστάσεων ή επιπόλαιη προσέγγιση. Μέσα από ένα ταξίδι αυτογνωσίας να ενδυναμώσουμε την αυτοεκτίμησή μας και να επεξεργαστούμε, αναλύοντας, τα αρνητικά βιώματα. Να αποβάλουμε τον φόβο της απόρριψης, να δούμε τα λάθη μας και να ‘χουμε θετική σκέψη με ειλικρίνεια.

Είναι σημαντικό να προχωράμε σε πράξεις κι ενέργειες δίχως να θεωρούμε πως εμείς είμαστε για τα πάντα υποχρεωμένοι. Πρέπει να μάθουμε να εκφραζόμαστε, να πλαισιώνουμε και να οριοθετούμε. «Σε αγαπώ, θέλω να ‘σαι καλά, αλλά κι εσύ πρέπει να σέβεσαι τα δικά μου “θέλω”, για να ‘μαστε όλοι καλά. Όχι, δεν είμαι κακός, αν κάτι δεν το κάνω όπως μου ορίζουν έμμεσα ή άμεσα οι γύρω μου. Απλά σέβομαι τον εαυτό μου κι αρνούμαι να ‘μαι ενοχικός κι εξαρτώμενος.»

Αυτό στο οποίο αντιστέκεστε, επιμένει

«Αυτό στο οποίο αντιστέκεστε, επιμένει» – Carl Jung

Τις περισσότερες φορές αυτό το οποίο παλεύουμε να μειώσουμε, μεγεθύνεται. Αυτό το οποίο προσπαθούμε να καταπολεμήσουμε, το κάνουμε πιο δυνατό. Γιατί μέσα μας εμείς οι ίδιοι του δίνουμε περισσότερη δύναμη, γιατί μας αγχώνει, γιατί μας φοβίζει, γιατί μας προκαλεί αρνητικά συναισθήματα.

Να το αφήσουμε; Η απάντηση είναι αρνητική. Να μην το αφήσουμε, αλλά να του δείξουμε ότι μπορούμε να συνυπάρξουμε μαζί του.

Τι υπέροχη λέξη: Συνύπαρξη. Γιατί μέσα της κρύβει την αποδοχή έμμεσα του ίδιου μας του εαυτού και των αδυναμιών μας. Μπορεί αυτό που παλεύουμε, να είναι ένα αγχογόνο ερέθισμα.

Μπορεί να είναι μία σχέση την οποία θέλει κάποιος να τελειώσει. Μπορεί να είναι μία κρίση πανικού. Μπορεί να είναι κάτι που μας φοβίζει. Όσο παλεύεις όμως συνέχεια, προκαλείς εξάντληση στο σώμα και στον ψυχισμό σου, ένα αίσθημα μόνιμης κόπωσης.

Καταλήγεις να αμφισβητείς τον εαυτό σου και να νιώθεις ότι δεν τα κατάφερες. Και αυτό πλήττει την αυτο-εικόνα σου. Προσπάθησε λοιπόν. Προσπάθησε να καθιερώσεις όμορφες συνήθειες. Προσπάθησε να χτίσεις μία όμορφη καθημερινότητα.

Μην αφήσεις το αίσθημα των ωραίων στιγμών της ζωής σου να εξασθενεί τόσο γρήγορα. Κράτα τις όμορφες εικόνες και προσπάθησε να χτίσεις μικρές στιγμές ευτυχίας, οι οποίες θα σε ανακουφίζουν καθημερινά.

Οι ρυθμοί μας είναι φρενήρεις, οπότε η πρόκληση είναι μπροστά μας. Καθιέρωσε τις όμορφες στιγμές. Μην αφήνεις τις διακοπές να συμβαίνουν μόνο μία φορά το χρόνο και εσύ να νιώθεις τρομερή εξάντληση μέχρι να έρθουν και να νιώθεις ότι τελείωσαν τόσο γρήγορα.

Αποδέξου ότι είναι δύσκολη η καθημερινότητα, αλλά ότι είναι στο χέρι μας να αλλάξουμε την οπτική μας και να προσφέρουμε στον εαυτό μας μικρές βοήθειες, που θα μας βοηθήσουν να εξελιχθούμε, να νιώθουμε πιο ήρεμα, να ανακουφιστούμε. Κι αν δεν μπορείς μόνος σου, μόνη σου, μην φοβάσαι να ζητήσεις βοήθεια.. Οι σύμμαχοι είναι πολύτιμοι, όπως και η ίδια μας η ζωή.

Γιατί έχει σημασία ποιους ανθρώπους επιλέγουμε να έχουμε δίπλα μας

Λένε ότι είμαστε το μέσο όρο από τους πέντε ανθρώπους με τους οποίους περνάμε τον περισσότερό μας χρόνο. Είναι μια εκπληκτικά δυνατή και αγχωτική συνάμα σκέψη: μας κάνει να σκεφτόμαστε ποιοι είναι οι άνθρωποι που έχουμε γύρω μας και πώς μας επηρεάζουν.

Αυτό που δεν εκτιμούν οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ο βαθμός στον οποίο οι άνθρωποι μας επηρεάζουν συναισθηματικά. Αυτό εξαπλώνεται σε όλους τους τομείς της ζωής μας, οικογένεια, φίλους, συναδέλφους. Αυτοί που δομούν το περιβάλλον μας επηρεάζουν πέρα από συμπεριφορές και συνήθειες – μπορεί να επηρεάσει σωματικά ακόμα και το πώς νιώθουμε.

Σκεφτείτε το: Έχετε ποτέ κάνει παρέα με ένα ενθουσιώδες και εμπνευστικό άτομο; Με ένα άτομο που πάντα γκρινιάζει και παραπονιέται για τα πάντα; Νιώσατε ότι αρχίζετε να γίνεστε ευερέθιστοι και έτοιμοι να γκρινιάξετε κι εσείς; Μήπως είχατε σχέση με κάποιον οκνηρό τύπο ανθρώπου, αλλά αγαπητού που σας τράβηξε σε μέρες, μήνες, ακόμα και χρόνια οκνηρίας, απραξίας και αναβλητικότητας;

Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται «συναισθηματική μεταδοτικότητα» και σχεδόν 30 χρόνια έρευνας έχουν αποδείξει την εγκυρότητά του. Η μετάδοση συναισθημάτων είναι σοβαρό ζήτημα, ειδικά αν μας αρέσει να χτίζουμε σχέσεις και να βοηθάμε τους άλλους.

Η επιστήμη της συναισθηματικής μεταδοτικότητας

Η Elaine Hatfield, πρωτοπόρος στον τομέα των Επιστημών των σχέσεων, ορίζει την συναισθηματική μεταδοτικότητα ως: «Την τάση να μιμούμαστε αυτόματα και να συγχρονίζουμε εκφράσεις, εκφορά λόγου, στάση του σώματος και κινήσεις του άλλου και συνεπώς να αλλάζουμε συναισθηματικά».

Μια επαναστατική έρευνα που διεξήχθη το 1992 από τον Guacomo Rizzolatti ανακάλυψε ότι τα εγκεφαλικά κύτταρα ανταποκρίνονταν το ίδιο όταν εκτελούσαμε μια πράξη και όταν γινόμαστε μάρτυρες της ίδιας πράξης. Στην νευροεπιστήμη, αυτά τα κύτταρα λέγονται «κατοπτρικοί νευρώνες» και αποτελούν βασικό στοιχείο της μελέτης των συναισθημάτων. Σύμφωνα με την έρευνα, η διαδικασία της συναισθηματικής μεταδοτικότητας επηρεάζει αυτούς τους νευρώνες μέσα από τρία στάδια:

– Μίμηση: Οι άνθρωποι τείνουν να μιμούνται τις εκφράσεις του προσώπου, τη φωνή, τη στάση του σώματος, ακόμα και τις τελετουργικές συμπεριφορές των ανθρώπων γύρω μας.

– Feedback (ανατροφοδότηση): Οι άνθρωποι νιώθουν μια απαλή αντανάκλαση των συναισθημάτων των άλλων ως συνέπειας της ανατροφοδότησης.

– Μεταδοτικότητα: Το αποτέλεσμα είναι ότι οι άνθρωποι τείνουν να βιώνουν τα συναισθήματα των άλλων.

Όταν σκεφτόμαστε τα παραπάνω στοιχεία, γίνεται φανερό πόσο σημαντικό είναι να προσέχουμε από ποιους ανθρώπους πλαισιωνόμαστε στη ζωή και φυσικά στην καθημερινότητά μας. Η επιλογή είναι δική σας.

Να έρθει ένας «άνθρωπος»

Οι άνθρωποι φεύγουν. Σαν ένας άγραφος νόμος μιας άλλης φυσικής που ορίζει τη λογική αυτού του νόμου το μυαλό μας. Οι άνθρωποι φεύγουν όταν σταματούν να νιώθουν την ευτυχία. Όταν σταματούν να βρίσκουν τροφή για το μυαλό και την καρδιά τους. Φεύγουν όταν μονόπλευρα προσπαθούν και παλεύουν για ένα άλλο άνθρωπο και μια κατάσταση αδιέξοδη.

Μάθαμε να γενικεύουμε τα πάντα. Να λέμε “παραμύθι” τον έρωτα και “λόγια εφήμερα” όσα διψούσε η καρδιά να ακούσει. Λούσαμε με λογική το πιο παράλογο συναίσθημα που λαχταρούμε να νιώσουμε. Κι εκείνα τα βράδια που σιγάει η βουή κι ζωή, αναρωτιόμαστε μέσα μας και λέμε «Να έρθει ένας άνθρωπος».

Να έρθει ένας συνοδοιπόρος σε αυτή τη μονοτονία που θα σηκώσει λίγο απ’ το βάρος της ωμότητας της ζωής μας. Να έρθει μια ανάσα σε ό,τι επιβάλαμε τον εαυτό μας.

Να έρθει ένας άνθρωπος να κάνει όλα τα κομμάτια μας ολόκληρα. Να βρει από μόνη της τη λογική η καρδιά να καταλάβει γιατί δεν ήταν σωστό τίποτα πριν από αυτό που ζει Να σφίγγει ένα χέρι και να το νιώθει δικό της. Να μη φοβάται άλλο τη μοναξιά και τα σκοτάδια.

Αν έρθει ένας άνθρωπος, αμήχανα θυμάσαι τη μορφή που είχε ο έρωτας. Το καρδιοχτύπι της συνάντησης, την γλυκιά αναμονή. Τη μυρωδιά που έχει η επιθυμία του «μαζί». Όσο κι αν νόμιζες πως ξέχασες, να έρθει αυτός ο άνθρωπος να στα θυμίσει.

Μα αν δεν έρθει ένας άνθρωπος, να είσαι πάλι ευγνώμων που έζησες ότι ένιωσες. Να έχεις το κεφάλι ψηλά και να έχεις το θάρρος να απλώνεις το χέρι το βράδυ στα αστέρια και να κλείνεις το μάτι για να τα φέρνεις πιο κοντά σου.

Η ζωή δεν σηκώνει αναβολές. Κι αν δεν έρθει ένας άνθρωπος, όσο κτυπά αυτή η τσακισμένη καρδιά στα πνευμόνια μας, θα είναι πάντα πιο πλούσια από το καθετί. Γιατί η ζωή είναι όμορφη όταν τη μοιράζεσαι, μα είναι ακόμα πιο όμορφη σαν δεν τη χαραμίζεις πίσω από κλειστά δωμάτια, λουσμένη μέσα στην αναβολή και τη μιζέρια.

Και να θυμάσαι: Η ευτυχία δεν έρχεται ποτέ στο διάβα μας κατά παραγγελία. Έρχεται απρόσκλητη, λαμπερή, γεμάτη ζεστασιά έτοιμη να την σκορπίσει γύρω σου. Μα μην ξεχάσεις ποτέ το θόρυβο που κάνει φεύγοντας. Γι’ αυτό ας ζήσουμε τη κάθε στιγμή χωρίς αναβολές και πρέπει. Μας το χρωστάμε.

Το μυαλό μας έχει την τάση να εντοπίζει ό,τι μπορεί να αποτελεί απειλή, ενώ δύσκολα συλλαμβάνει πως όλα πάνε καλά

Το μυαλό μας είναι ένα μηχάνημα που κατασκευάστηκε, δοκιμάστηκε και (κυρίως) ολοκληρώθηκε εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πριν, σε ένα πολύ διαφορετικό περιβάλλον, με πολύ διαφορετικές απαιτήσεις. Στοιχεία που κάποτε ήταν ωφέλιμα τώρα μας εμποδίζουν να είμαστε ευτυχισμένοι. Λόγω των απαρχών του, ο κόσμος τον οποίο αντιμετωπίζει το μυαλό σας είναι αρχαίος, θολός και τρομακτικός. Το ίδιο και οι στρατηγικές του. Αν θέλουμε να χρησιμοποιούμε σωστά αυτό το μηχάνημα, πρέπει να προσαρμόσουμε το πρόγραμμά του στο νέο του περιβάλλον. Πρώτα, όμως, ας δούμε πώς ξεκίνησαν όλα.

Στις απαρχές των τυφλών σημείων

Ένα κλαδί ίου θάμνου λίγο πιο πέρα από τον πρωτόγονο κυνηγό κουνιέται ελαφρά. Ο ήχος τραβάει την προσοχή του επιδέξιου κυνηγού. Κουνάει το χέρι στην ομάδα του, τους δείχνει ότι πρέπει να σκύψουν και να μη μιλάνε μέχρι να ερευνήσει την πηγή του θορύβου. Μισοκλείνει τα μάτια, οξύνει την ακοή του και αγνοεί οτιδήποτε άλλο εντοπίζουν οι αισθήσεις του. Αυτός ο θάμνος έχει την αμέριστη προσοχή του. Όλα τα υπόλοιπα χάνονται στο φόντο.

Ο άνεμος φυσάει από πίσω του με κατεύθυνση τον θάμνο. Συνειδητοποιεί ότι αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορεί να μυρίσει το θηρίο που φοβάται. Αυτό το σχέδιο ακολουθούν τα θηρία όταν επιτίθενται. Προφανώς είναι ένας έξυπνος θηρευτής, μια τίγρη ίσως, και από το ύψος του κλαδιού που κουνήθηκε συμπεραίνει πως πρέπει να είναι μεγάλη.

Μέσα στη σιωπή, οι κυνηγοί κρατούν την ανάσα τους. 0 θάμνος σταματάει να κουνιέται, ένδειξη πως το θηρίο ξέρει ότι το αντιλήφθηκαν. Στο μυαλό του, ο κυνηγός της Εποχής του Λίθου προβλέπει μια επικείμενη μάχη. Φαντάζεται με ακρίβεια τη γωνία και την ταχύτητα της επίθεσης. Η επίθεση απέχει μόλις μερικά δευτερόλεπτα, είναι σίγουρος, έτσι κάνει νόημα στους φίλους του να κάνουν μερικά βήματα πίσω.

Η επιφυλακτικότητά του βασίζεται σε προηγούμενες επώδυνες εμπειρίες. Από την πρώτη φορά που βγήκε στη ζούγκλα να κυνηγήσει μαζί με τον πατέρα του, πολλοί καλοί κυνηγοί έπεσαν θύματα κάποιου άγριου θηρίου σε στιγμές που δεν πρόσεχαν ιδιαίτερα. Αν και έχουν περάσει πολλά φεγγάρια από τότε, θυμάται πώς επιτέθηκε το θηρίο, πώς έριξε τα θύματά του στο έδαφος και ξέσκισε τους μυς από τα κόκαλά τους. Ζει την ανάμνηση σαν να συμβαίνει μπροστά στα μάτια του και η καρδιά του αρχίζει να χτυπάει δυνατά.

Δεν υπάρχει λεπτό για χάσιμο. Η επεξεργασία της παραμικρής λεπτομέρειας για να αναλύσει περαιτέρω την κατάσταση θα του στερήσει την ευκαιρία να το σκάσει. Ο κίνδυνος είναι πολύ μεγάλος. Πρέπει να πάρει μια απόφαση γρήγορα, έτσι ορίζει την κατάσταση ως ξεκάθαρο και άμεσο κίνδυνο. Όταν εξαρτάται η ζωή του από κάτι τέτοιο, η ταχύτητα έχει μεγαλύτερη σημασία κι από την πιο ενδελεχή έρευνα.

Νιώθει ένα αίσθημα πανικού να τον πνίγει. Το μυαλό του επιβάλλει αυτή την κατάσταση πλημμυρίζοντας το σώμα του με αδρεναλίνη που θα τον προετοιμάσει να αντιδράσει.

Καθώς τον κυριεύει ο πανικός, το μυαλό του υπερβάλλει, βλέποντας κάθε πιθανό σενάριο ως πιο επικίνδυνο απ’ ό,τι πραγματικά είναι. Μπορεί να είναι ολόκληρη αγέλη, σκέφτεται. Μπορεί να είμαστε περικυκλωμένοι. Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσουμε να το σκάσουμε. Θα πεθάνουμε όλοι. Περισσότερα κλαδιά κινούνται βίαια. Μέσα σε μια στιγμή, στρέφει ενστικτωδώς την πλάτη στον θάμνο και ετοιμάζεται να τρέξει – ήταν απλώς δυο πουλιά που πέταξαν μακριά. Ο κυνηγός κοιτάζει με αφέλεια τον ουρανό και συνειδητοποιεί ότι η τίγρη δεν είναι παρά ένα σμήνος πουλιών. Ποιος νοιάζεται αν τα προηγούμενα λεπτά ήταν γεμάτα αγωνία, σκέφτεται το μυαλό του. Τουλάχιστον είμαστε ακόμα ζωντανοί.

Για χιλιετίες, οι εγκέφαλοί μας εξοπλίστηκαν με τα επτά απίστευτα στοιχεία που μόλις σας επισήμανα: φίλτρα, εικασίες, προβλέψεις, αναμνήσεις, ταμπέλες, συναισθήματα και υπερβολές. Ναι, αυτές οι τάσεις έχουν εξασφαλίσει την επιβίωση του είδους μας εδώ και χρόνια. Και οι πρόγονοί μας δεν γκρίνιαζαν για τα δυσάρεστα αυτά στοιχεία, γιατί ζούσαν σε ένα πολύ εχθρικό περιβάλλον. Γι’ αυτούς, είχε νόημα να φαντάζονται το χειρότερο, γιατί το χειρότερο συνέβαινε πολύ συχνά.

Καθώς αναπτύχθηκε ο πολιτισμός μας και διώξαμε τις τίγρεις από τις πόλεις μας, ανταλλάξαμε τη ζούγκλα με τον εργασιακό μας χώρο, με κλαμπ και εμπορικά κέντρα, συνεχίσαμε να βασιζόμαστε – τη επτά χαρακτηριστικά. Κι όμως, σπάνια σταματάμε για να αναρωτηθούμε πόσο αποτελεσματικά είναι σε αυτό το “ξένο” περιβάλλον. Ακριβώς όπως ένα κατσαβίδι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να σφίξει μια βίδα αλλά και για να μας βγάλει το μάτι, αυτά τα στοιχεία που μας βοηθούν να επιβιώνουμε μπορούν να μετατραπούν σε τυφλά σημεία που λειτουργούν εις βάρος μας και μας κάνουν δυστυχισμένους, ειδικά όταν συνδυάζονται με κάποια άλλη αρχαία τάση που είναι το βασικό χαρακτηριστικό του εγκεφάλου μας.

Ένα πρόσωπο για τον πρόγονο της Lucy – Το πρόσωπο του αρχαιότερου συγγενή του ανθρώπου;

Διεθνής ομάδα ερευνητών ανακάλυψε στην Αιθιοπία το κρανίο ενός ανθρωποειδούς η ηλικία του οποίου καθορίστηκε στα 3,8 εκατομμύρια έτη. Ανήκει σε ένα αυστραλοπίθηκο, τον Australopithecus anamensis, το αρχαιότερο είδος αυστραλοπιθήκων που πιστεύεται ότι είναι απευθείας πρόγονος της περίφημης «Λούσι», του αρχαιότερου μέλους που έχει εντοπιστεί από τον αυστραλοπίθηκο Australopithecus afarensis ο οποίος θεωρείται ο κρισιμότερος κρίκος στην αλυσίδα της εξέλιξης του ανθρώπου. Πιστεύεται ότι ο τελευταίος ήταν το πρώτο είδος που πέρασε από το περπάτημα στα τέσσερα πόδια στην όρθια στάση.

Έχουν εντοπιστεί στο παρελθόν και ορισμένα ακόμη απολιθώματα του Australopithecus anamensis που ζούσε στην ίδια περιοχή με τον Α.afarensis. Ωστόσο, το κρανίο που βρέθηκε όχι μόνο είναι το αρχαιότερο αλλά βρέθηκε σε τόσο καλή κατάσταση ώστε κατέστη εφικτή η ανασύνθεση του προσώπου του κατόχου του δίνοντας μας έτσι μια εικόνα από τον πιθανότατα αρχαιότερο πρόγονο μας. Το κρανίο ανήκει σε ένα ενήλικο αρσενικό το οποίο οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμη… βαφτίσει και του έχουν δώσει το κωδικό όνομα MRD. «Είναι πολύ καλό που ο κάτοχος του κρανίου εκτός από όνομα απέκτησε και ένα πρόσωπο» δήλωσε η Στέφανι Μελίλο (Stephanie Melillo), του Ινστιτούτου Εξελικτικής Ανθρωπολογίας του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ που ήταν μέλος της ερευνητικής ομάδας.

Ο MRD είχε μικρό εγκέφαλο, περίπου 75% μικρότερο από τον δικό μας, αλλά είχε ήδη αρχίσει να χάνει ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των πιθήκων. Πολύ σημαντικό εύρημα από την μελέτη του κρανίου είναι ότι φαίνεται πως για ένα διάστημα περίπου 100 χιλιάδων ετών ο Australopithecus anamensis συνυπήρξε με τον Australopithecus afarensis γεγονός που αλλάζει τα δεδομένα στην κρατούσα θεωρία ότι κατά την διαδικασία της εξέλιξης ένα νέο είδος αντικαθιστά το προηγούμενο που έχει εξαφανιστεί. Εικάζεται ότι τα δύο είδη βρίσκονταν συχνά αντιμέτωπα και ανταγωνίζονταν για την τροφή και τα εδάφη διαμονής.

«Η ανακάλυψη αυτή μεταβάλλει δραστικά τα όσα πιστεύαμε για την εξέλιξη του ανθρώπου στο τέλος του Πλειόκαινου» δηλώνει ο Γιοχάνες Χάιλε Σελασιέ (Yohannes Haile-Selassie), του Μουσείου Φυσικής Ιστορία του Κλίβελαντ και του Πανεπιστημίου Case Western Reserve University, εκ των επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας. Ο Σελασιέ θεωρείται από τις μεγαλύτερες αυθεντίες στον τομέα της παλαιοανθρωπολογίας και πραγματοποιεί εδώ και περίπου τρεις δεκαετίες ανασκαφές και έρευνες κυρίως στην περιοχή Αφάρ της Αιθιοπίας όπου έχουν εντοπιστεί πολύ σημαντικά ευρήματα τα οποία αποτελούν κομμάτια του παζλ της εξέλιξης του ανθρώπου.

Πρέπει να σημειωθεί ότι έχουν εντοπιστεί και απολιθώματα από κάποια αρχαιότερα ακόμη είδη ανθρωποειδών, όπως το είδος Ardipithecus [*], αλλά οι επιστήμονες διαφωνούν αν αυτά τα είδη τοποθετούνται στο δέντρο της εξέλιξης του ανθρώπου ή ήταν αρχαία είδη πιθήκων. Οπότε, προς το παρόν τουλάχιστον, ο MRD καταχωρείται ως ο αρχαιότερος πρόγονος μας.
----------------------
* Οικογένεια: Hominidae (Ανθρωπίναι), Φυλή: Hominini (Ανθρωπίνοι)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1106a-1107a)

[VI] Δεῖ δὲ μὴ μόνον οὕτως εἰπεῖν, ὅτι ἕξις, ἀλλὰ καὶ ποία τις. ῥητέον οὖν ὅτι πᾶσα ἀρετή, οὗ ἂν ᾖ ἀρετή, αὐτό τε εὖ ἔχον ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ εὖ ἀποδίδωσιν, οἷον ἡ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀρετὴ τόν τε ὀφθαλμὸν σπουδαῖον ποιεῖ καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ· τῇ γὰρ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀρετῇ εὖ ὁρῶμεν. ὁμοίως ἡ τοῦ ἵππου ἀρετὴ ἵππον τε σπουδαῖον ποιεῖ καὶ ἀγαθὸν δραμεῖν καὶ ἐνεγκεῖν τὸν ἐπιβάτην καὶ μεῖναι τοὺς πολεμίους. εἰ δὴ τοῦτ᾽ ἐπὶ πάντων οὕτως ἔχει, καὶ ἡ τοῦ ἀνθρώπου ἀρετὴ εἴη ἂν ἡ ἕξις ἀφ᾽ ἧς ἀγαθὸς ἄνθρωπος γίνεται καὶ ἀφ᾽ ἧς εὖ τὸ ἑαυτοῦ ἔργον ἀποδώσει. πῶς δὲ τοῦτ᾽ ἔσται, ἤδη μὲν εἰρήκαμεν, ἔτι δὲ καὶ ὧδ᾽ ἔσται φανερόν, ἐὰν θεωρήσωμεν ποία τίς ἐστιν ἡ φύσις αὐτῆς. ἐν παντὶ δὴ συνεχεῖ καὶ διαιρετῷ ἔστι λαβεῖν τὸ μὲν πλεῖον τὸ δ᾽ ἔλαττον τὸ δ᾽ ἴσον, καὶ ταῦτα ἢ κατ᾽ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἢ πρὸς ἡμᾶς· τὸ δ᾽ ἴσον μέσον τι ὑπερβολῆς καὶ ἐλλείψεως. λέγω δὲ τοῦ μὲν πράγματος μέσον τὸ ἴσον ἀπέχον ἀφ᾽ ἑκατέρου τῶν ἄκρων, ὅπερ ἐστὶν ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πᾶσιν, πρὸς ἡμᾶς δὲ ὃ μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει· τοῦτο δ᾽ οὐχ ἕν, οὐδὲ ταὐτὸν πᾶσιν. οἷον εἰ τὰ δέκα πολλὰ τὰ δὲ δύο ὀλίγα, τὰ ἓξ μέσα λαμβάνουσι κατὰ τὸ πρᾶγμα· ἴσῳ γὰρ ὑπερέχει τε καὶ ὑπερέχεται· τοῦτο δὲ μέσον ἐστὶ κατὰ τὴν ἀριθμητικὴν ἀναλογίαν. τὸ δὲ πρὸς ἡμᾶς οὐχ οὕτω ληπτέον· οὐ γὰρ

[1106b] εἴ τῳ δέκα μναῖ φαγεῖν πολὺ δύο δὲ ὀλίγον, ὁ ἀλείπτης ἓξ μνᾶς προστάξει· ἔστι γὰρ ἴσως καὶ τοῦτο πολὺ τῷ ληψομένῳ ἢ ὀλίγον· Μίλωνι μὲν γὰρ ὀλίγον, τῷ δὲ ἀρχομένῳ τῶν γυμνασίων πολύ. ὁμοίως ἐπὶ δρόμου καὶ πάλης. οὕτω δὴ πᾶς ἐπιστήμων τὴν ὑπερβολὴν μὲν καὶ τὴν ἔλλειψιν φεύγει, τὸ δὲ μέσον ζητεῖ καὶ τοῦθ᾽ αἱρεῖται, μέσον δὲ οὐ τὸ τοῦ πράγματος ἀλλὰ τὸ πρὸς ἡμᾶς. εἰ δὴ πᾶσα ἐπιστήμη οὕτω τὸ ἔργον εὖ ἐπιτελεῖ, πρὸς τὸ μέσον βλέπουσα καὶ εἰς τοῦτο ἄγουσα τὰ ἔργα (ὅθεν εἰώθασιν ἐπιλέγειν τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις ὅτι οὔτ᾽ ἀφελεῖν ἔστιν οὔτε προσθεῖναι, ὡς τῆς μὲν ὑπερβολῆς καὶ τῆς ἐλλείψεως φθειρούσης τὸ εὖ, τῆς δὲ μεσότητος σῳζούσης, οἱ δ᾽ ἀγαθοὶ τεχνῖται, ὡς λέγομεν, πρὸς τοῦτο βλέποντες ἐργάζονται)· ἡ δ᾽ ἀρετὴ πάσης τέχνης ἀκριβεστέρα καὶ ἀμείνων ἐστὶν ὥσπερ καὶ ἡ φύσις, τοῦ μέσου ἂν εἴη στοχαστική. λέγω δὲ τὴν ἠθικήν· αὕτη γάρ ἐστι περὶ πάθη καὶ πράξεις, ἐν δὲ τούτοις ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον. οἷον καὶ φοβηθῆναι καὶ θαρρῆσαι καὶ ἐπιθυμῆσαι καὶ ὀργισθῆναι καὶ ἐλεῆσαι καὶ ὅλως ἡσθῆναι καὶ λυπηθῆναι ἔστι καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον, καὶ ἀμφότερα οὐκ εὖ· τὸ δ᾽ ὅτε δεῖ καὶ ἐφ᾽ οἷς καὶ πρὸς οὓς καὶ οὗ ἕνεκα καὶ ὡς δεῖ, μέσον τε καὶ ἄριστον, ὅπερ ἐστὶ τῆς ἀρετῆς. ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τὰς πράξεις ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον. ἡ δ᾽ ἀρετὴ περὶ πάθη καὶ πράξεις ἐστίν, ἐν οἷς ἡ μὲν ὑπερβολὴ ἁμαρτάνεται καὶ ψέγεται καὶ ἡ ἔλλειψις, τὸ δὲ μέσον ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται· ταῦτα δ᾽ ἄμφω τῆς ἀρετῆς. μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή, στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου. ἔτι τὸ μὲν ἁμαρτάνειν πολλαχῶς ἔστιν (τὸ γὰρ κακὸν τοῦ ἀπείρου, ὡς οἱ Πυθαγόρειοι εἴκαζον, τὸ δ᾽ ἀγαθὸν τοῦ πεπερασμένου), τὸ δὲ κατορθοῦν μοναχῶς (διὸ καὶ τὸ μὲν ῥᾴδιον τὸ δὲ χαλεπόν, ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῦ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν)· καὶ διὰ ταῦτ᾽ οὖν τῆς μὲν κακίας ἡ ὑπερβολὴ καὶ ἡ ἔλλειψις, τῆς δ᾽ ἀρετῆς ἡ μεσότης·
ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί.

Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα

[1107a] τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν. μεσότης δὲ δύο κακιῶν, τῆς μὲν καθ᾽ ὑπερβολὴν τῆς δὲ κατ᾽ ἔλλειψιν· καὶ ἔτι τῷ τὰς μὲν ἐλλείπειν τὰς δ᾽ ὑπερβάλλειν τοῦ δέοντος ἔν τε τοῖς πάθεσι καὶ ἐν ταῖς πράξεσι, τὴν δ᾽ ἀρετὴν τὸ μέσον καὶ εὑρίσκειν καὶ αἱρεῖσθαι. διὸ κατὰ μὲν τὴν οὐσίαν καὶ τὸν λόγον τὸν τὸ τί ἦν εἶναι λέγοντα μεσότης ἐστὶν ἡ ἀρετή, κατὰ δὲ τὸ ἄριστον καὶ τὸ εὖ ἀκρότης. οὐ πᾶσα δ᾽ ἐπιδέχεται πρᾶξις οὐδὲ πᾶν πάθος τὴν μεσότητα· ἔνια γὰρ εὐθὺς ὠνόμασται συνειλημμένα μετὰ τῆς φαυλότητος, οἷον ἐπιχαιρεκακία ἀναισχυντία φθόνος, καὶ ἐπὶ τῶν πράξεων μοιχεία κλοπὴ ἀνδροφονία· πάντα γὰρ ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα λέγεται τῷ αὐτὰ φαῦλα εἶναι, ἀλλ᾽ οὐχ αἱ ὑπερβολαὶ αὐτῶν οὐδ᾽ αἱ ἐλλείψεις. οὐκ ἔστιν οὖν οὐδέποτε περὶ αὐτὰ κατορθοῦν, ἀλλ᾽ ἀεὶ ἁμαρτάνειν· οὐδ᾽ ἔστι τὸ εὖ ἢ μὴ εὖ περὶ τὰ τοιαῦτα ἐν τῷ ἣν δεῖ καὶ ὅτε καὶ ὡς μοιχεύειν, ἀλλ᾽ ἁπλῶς τὸ ποιεῖν ὁτιοῦν τούτων ἁμαρτάνειν ἐστίν. ὅμοιον οὖν τὸ ἀξιοῦν καὶ περὶ τὸ ἀδικεῖν καὶ δειλαίνειν καὶ ἀκολασταίνειν εἶναι μεσότητα καὶ ὑπερβολὴν καὶ ἔλλειψιν· ἔσται γὰρ οὕτω γε ὑπερβολῆς καὶ ἐλλείψεως μεσότης καὶ ὑπερβολῆς ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις ἐλλείψεως. ὥσπερ δὲ σωφροσύνης καὶ ἀνδρείας οὐκ ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις διὰ τὸ τὸ μέσον εἶναί πως ἄκρον, οὕτως οὐδ᾽ ἐκείνων μεσότης οὐδ᾽ ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις, ἀλλ᾽ ὡς ἂν πράττηται ἁμαρτάνεται· ὅλως γὰρ οὔθ᾽ ὑπερβολῆς καὶ ἐλλείψεως μεσότης ἔστιν, οὔτε μεσότητος ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις.

***
[6] Δεν πρέπει όμως να το πούμε μόνο έτσι, ότι η αρετή είναι έξη· πρέπει να πούμε και τί λογής έξη είναι. Ας κάνουμε λοιπόν την παρατήρηση πως κάθε αρετή κάνει το πράγμα του οποίου είναι αρετή α) να βρίσκεται στην τελειότερη κατάστασή του, και β) να εκτελεί καλά το έργο του· π.χ. η αρετή του ματιού: και το ίδιο το μάτι το κάνει τέλειο, αλλά επίσης και το έργο του, αφού η αρετή του ματιού είναι που κάνει να βλέπουμε καλά. Όμοια η αρετή του αλόγου: α) κάνει το ίδιο το άλογο τέλειο, και β) το κάνει ικανό να τρέξει, να κρατήσει τον αναβάτη και να σταθεί αντιμέτωπο με τον εχθρό. Αν λοιπόν έτσι έχει το πράγμα σε κάθε περίπτωση, τότε και του ανθρώπου η αρετή θα είναι, λέω, η έξη από την οποία ξεκινά και το ότι ο άνθρωπος γίνεται καλός και το ότι θα μπορέσει να εκτελέσει καλά το έργο που του ανήκει.

Πώς θα γίνει αυτό, ήδη το έχουμε πει, μπορεί όμως και με τον ακόλουθο τρόπο να γίνει φανερό, αν εξετάσουμε δηλαδή να δούμε την ιδιαίτερη φύση της. Διαιρώντας κάτι που έχει για γνωρίσματά του τη συνέχεια και τη διαιρετότητα μπορούμε να έχουμε ή δύο άνισα μεταξύ τους μέρη (ένα μικρότερο και ένα μεγαλύτερο) ή δύο ίσα μέρη, και αυτό είτε σε σχέση προς το ίδιο το πράγμα είτε σε σχέση προς εμάς. Ίσο θα πει: κάτι που βρίσκεται ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη. Όταν λέω «μέσον σε σχέση προς το πράγμα», εννοώ «αυτό που απέχει εξίσου από καθένα από τα δύο άκρα»· αυτό, φυσικά, είναι ένα, και το ίδιο για όλους· όταν, πάλι, λέω «μέσον σε σχέση προς εμάς», εννοώ «αυτό που δεν είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο», κάτι που, βέβαια, δεν είναι ούτε ένα ούτε το ίδιο για όλους. Παράδειγμα: Αν τα δέκα είναι πολλά και τα δύο λίγα, μέσον σε σχέση προς το πράγμα λέμε πως είναι το έξι, αφού αυτό υπερέχει και υπερέχεται κατά τον ίδιο αριθμό μονάδων. Αυτό βέβαια είναι το μέσον όπως το διδάσκει η αριθμητική. Το μέσον όμως το σε σχέση προς εμάς δεν θα το ορίσουμε έτσι· γιατί

[1106b] αν για ένα άτομο είναι πολύ το να φάει δέκα «μερίδες» και λίγο το να φάει δύο, δεν θα πει πως ο προπονητής θα ορίσει έξι «μερίδες», γιατί και αυτή η ποσότητα μπορεί να είναι πολλή γι᾽ αυτόν που θα τη φάει ή λίγη: λίγη για έναν Μίλωνα, πολλή για τον αρχάριο στη γύμναση. Το ίδιο ισχύει και στο τρέξιμο ή την πάλη. Συμπέρασμα: Ο ειδήμονας αποφεύγει την υπερβολή ή την έλλειψη και ψάχνει να βρει το μέσον· αυτό είναι η τελική του προτίμηση — φυσικά όχι το μέσον το σε σχέση προς το πράγμα, αλλά το σε σχέση προς εμάς.

Αν λοιπόν η κάθε τέχνη επιτελεί σωστά το έργο της με αυτόν τον τρόπο, έχοντας στραμμένο το βλέμμα της προς το μέσον και κατευθύνοντας προς αυτό όλα τα έργα της (εξού και ο λόγος που συνοδεύει όλα τα πετυχημένα έργα, πως τίποτε δεν έχουμε να προσθέσουμε σ᾽ αυτά ή να τους αφαιρέσουμε, δεδομένου ότι η υπερβολή και η έλλειψη φθείρουν το σωστό, ενώ η μεσότητα το διασώζει — και οι καλοί τεχνίτες εργάζονται, όπως λέμε, με το βλέμμα τους στραμμένο προς αυτό) και αν η αρετή είναι, όπως και η φύση, ακριβέστερη και ανώτερη από κάθε τέχνη, τότε η αρετή έχει, λέω, ως στόχο της το μέσον. Φυσικά, μιλώ για την ηθική αρετή, γιατί αυτή είναι που αναφέρεται στα πάθη και στις πράξεις: σ᾽ αυτά υπάρχει υπερβολή, έλλειψη και το μέσον. Παραδείγματος χάριν μπορεί κανείς να φοβηθεί ή να δείξει θάρρος, να επιθυμήσει, να οργισθεί ή να σπλαχνισθεί, γενικά να νιώσει ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια, και σε μεγαλύτερο και σε μικρότερο βαθμό, και ούτε το ένα ούτε το άλλο από τα δύο αυτά είναι καλό· να τα αισθανθεί όμως όλα αυτά τη στιγμή που πρέπει, ενσχέσει με τα πράγματα που πρέπει, ενσχέσει με τους ανθρώπους που πρέπει, για τον λόγο που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει, αυτό είναι, κατά κάποιον τρόπο, το μέσον και το άριστο — αυτό το δεύτερο έχει, βέβαια, άμεση σχέση με την αρετή. Όμοια και στις πράξεις υπάρχει υπερβολή, έλλειψη και το μέσον — η αρετή αναφέρεται στα πάθη και στις πράξεις: σ᾽ αυτά η υπερβολή αποτελεί λάθος και ψέγεται, το ίδιο και η έλλειψη, ενώ το μέσον επαινείται και είναι το ορθό· φυσικά, τα δύο αυτά, ο έπαινος και η επιτυχία του ορθού, πάνε μαζί μαζί με την αρετή. Ένα είδος μεσότητας είναι λοιπόν η αρετή, έτσι που έχει για στόχο της το μέσον.

Κάτι ακόμη: Το λάθος γίνεται με πολλούς τρόπους (γιατί το κακό και το άπειρο πάνε μαζί, όπως δίδασκαν οι Πυθαγόρειοι, ενώ το καλό πάει μαζί με το πεπερασμένο), το σωστό όμως γίνεται με έναν μόνο τρόπο (γι᾽ αυτό και το πρώτο είναι εύκολο, ενώ το άλλο είναι δύσκολο: είναι εύκολο, πράγματι, να αποτύχεις στον στόχο σου και είναι δύσκολο να τον πετύχεις)· νά γιατί η υπερβολή και η έλλειψη είναι χαρακτηριστικά της κακίας και η μεσότητα της αρετής:

 «καλοί με έναν μόνο τρόπο, κακοί με χίλιους τόσους τρόπους».

Η αρετή λοιπόν είναι μια έξη, που α) επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο, β) βρίσκεται στο μέσον,

[1107a] στο μέσον όμως το «σε σχέση προς εμάς»· το μέσον αυτό καθορίζεται από τη λογική — πιο συγκεκριμένα, από τη λογική, πιστεύω, που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος· είναι μεσότητα μεταξύ δύο κακιών, που η μία βρίσκεται από την πλευρά της υπερβολής και η άλλη από την πλευρά της έλλειψης· και ακόμη, με το νόημα ότι ορισμένες κακίες αποτελούν έλλειψη και άλλες πάλι υπερβολή σε σχέση με αυτό που πρέπει, είτε στα πάθη είτε στις πράξεις, ενώ η αρετή και βρίσκει και επιλέγει το μέσον. Από την άποψη λοιπόν της ουσίας της, και όσο μας ενδιαφέρει ο ορισμός της φύσης της, η αρετή είναι μεσότητα, από την άποψη όμως του σωστού και του άριστου είναι, ασφαλώς, κάτι που βρίσκεται στο ψηλότερο σκαλί.

Εν πάση περιπτώσει η θεωρία αυτή της μεσότητας δεν βρίσκει εφαρμογή σε κάθε πράξη και σε κάθε πάθος· υπάρχουν, πράγματι, πάθη που ήδη η λέξη που τα δηλώνει φέρνει στο μυαλό μας κάτι αρνητικό και τιποτένιο, π.χ. επιχαιρεκακία, αδιαντροπιά, φθόνος, και στην περίπτωση πράξεων: μοιχεία, κλεψιά, φόνος· γιατί όλα αυτά —και όσα άλλα τέτοια— τα λέμε με τη βεβαιότητα ότι είναι αρνητικά και τιποτένια τα ίδια και όχι η υπερβολή ή η έλλειψή τους. Δεν υπάρχει λοιπόν περίπτωση να κάνει ποτέ κανείς το σωστό ενσχέσει με αυτά· αυτά είναι πάντοτε λάθος. Ούτε υπάρχει περίπτωση να συμπεριφέρεται κανείς ενσχέσει με αυτά καλά ή κακά με το να κάνει τη μοιχεία του με τη γυναίκα με την οποία πρέπει να την κάνει, τη στιγμή που πρέπει να την κάνει και με τον τρόπο που πρέπει να την κάνει· και μόνο το ότι κάνει οτιδήποτε από αυτά είναι λάθος. Παρόμοιο επομένως είναι και το να περιμένουμε να υπάρχει μεσότητα, υπερβολή και έλλειψη στην αδικία, τη δειλία και την ακολασία, αφού τότε θα υπάρχει μεσότητα στην υπερβολή και στην έλλειψη, υπερβολή στην υπερβολή, έλλειψη στην έλλειψη. Όπως όμως δεν υπάρχει υπερβολή και έλλειψη στις περιπτώσεις της σωφροσύνης και της ανδρείας επειδή το μέσον στις περιπτώσεις αυτές είναι κατά κάποιον τρόπο άκρον, έτσι ακριβώς δεν υπάρχει μέσον, ούτε υπερβολή ή έλλειψη, και στις περιπτώσεις που αναφέραμε πρωτύτερα: με όποιον τρόπο και αν ενεργήσει κανείς στις περιπτώσεις αυτές, πρόκειται πάντοτε για λανθασμένη, για όχι σωστή συμπεριφορά. Γενικά δεν υπάρχει μέσον στην υπερβολή και στην έλλειψη, ούτε υπερβολή και έλλειψη στο μέσον.