Κυριακή 22 Μαΐου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (24.389-24.467)

Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε διάκτορος Ἀργειφόντης·
390 «πειρᾷ ἐμεῖο, γεραιέ, καὶ εἴρεαι Ἕκτορα δῖον.
τὸν μὲν ἐγὼ μάλα πολλὰ μάχῃ ἔνι κυδιανείρῃ
ὀφθαλμοῖσιν ὄπωπα, καὶ εὖτ᾽ ἐπὶ νηυσὶν ἐλάσσας
Ἀργείους κτείνεσκε, δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ·
ἡμεῖς δ᾽ ἑσταότες θαυμάζομεν· οὐ γὰρ Ἀχιλλεὺς
395 εἴα μάρνασθαι, κεχολωμένος Ἀτρεΐωνι.
τοῦ γὰρ ἐγὼ θεράπων, μία δ᾽ ἤγαγε νηῦς εὐεργής·
Μυρμιδόνων δ᾽ ἔξ εἰμι, πατὴρ δέ μοί ἐστι Πολύκτωρ.
ἀφνειὸς μὲν ὅ γ᾽ ἐστί, γέρων δὲ δὴ ὡς σύ περ ὧδε,
ἓξ δέ οἱ υἷες ἔασιν, ἐγὼ δέ οἱ ἕβδομός εἰμι·
400 τῶν μέτα παλλόμενος κλήρῳ λάχον ἐνθάδ᾽ ἕπεσθαι.
νῦν δ᾽ ἦλθον πεδίονδ᾽ ἀπὸ νηῶν· ἠῶθεν γὰρ
θήσονται περὶ ἄστυ μάχην ἑλίκωπες Ἀχαιοί.
ἀσχαλόωσι γὰρ οἵδε καθήμενοι, οὐδὲ δύνανται
ἴσχειν ἐσσυμένους πολέμου βασιλῆες Ἀχαιῶν.»
405 Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής·
«εἰ μὲν δὴ θεράπων Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
εἴς, ἄγε δή μοι πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον,
ἢ ἔτι πὰρ νήεσσιν ἐμὸς πάϊς, ἦέ μιν ἤδη
ᾗσι κυσὶν μελεϊστὶ ταμὼν προὔθηκεν Ἀχιλλεύς.»
410 Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε διάκτορος Ἀργειφόντης·
«ὦ γέρον, οὔ πω τόν γε κύνες φάγον οὐδ᾽ οἰωνοί,
ἀλλ᾽ ἔτι κεῖνος κεῖται Ἀχιλλῆος παρὰ νηῒ
αὔτως ἐν κλισίῃσι· δυωδεκάτη δέ οἱ ἠὼς
κειμένῳ, οὐδέ τί οἱ χρὼς σήπεται, οὐδέ μιν εὐλαὶ
415 ἔσθουσ᾽, αἵ ῥά τε φῶτας ἀρηϊφάτους κατέδουσιν.
ἦ μέν μιν περὶ σῆμα ἑοῦ ἑτάροιο φίλοιο
ἕλκει ἀκηδέστως, ἠὼς ὅτε δῖα φανήῃ,
οὐδέ μιν αἰσχύνει· θηοῖό κεν αὐτὸς ἐπελθὼν
οἷον ἐερσήεις κεῖται, περὶ δ᾽ αἷμα νένιπται,
420 οὐδέ ποθι μιαρός· σὺν δ᾽ ἕλκεα πάντα μέμυκεν,
ὅσσ᾽ ἐτύπη· πολέες γὰρ ἐν αὐτῷ χαλκὸν ἔλασσαν.
ὥς τοι κήδονται μάκαρες θεοὶ υἷος ἑῆος
καὶ νέκυός περ ἐόντος, ἐπεί σφι φίλος περὶ κῆρι.»
Ὣς φάτο, γήθησεν δ᾽ ὁ γέρων, καὶ ἀμείβετο μύθῳ·
425 «ὦ τέκος, ἦ ῥ᾽ ἀγαθὸν καὶ ἐναίσιμα δῶρα διδοῦναι
ἀθανάτοις, ἐπεὶ οὔ ποτ᾽ ἐμὸς πάϊς, εἴ ποτ᾽ ἔην γε,
λήθετ᾽ ἐνὶ μεγάροισι θεῶν, οἳ Ὄλυμπον ἔχουσι·
τῶ οἱ ἀπεμνήσαντο καὶ ἐν θανάτοιό περ αἴσῃ.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ τόδε δέξαι ἐμεῦ πάρα καλὸν ἄλεισον,
430 αὐτόν τε ῥῦσαι, πέμψον δέ με σύν γε θεοῖσιν,
ὄφρα κεν ἐς κλισίην Πηληϊάδεω ἀφίκωμαι.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε διάκτορος Ἀργειφόντης·
«πειρᾷ ἐμεῖο, γεραιέ, νεωτέρου, οὐδέ με πείσεις,
ὅς με κέλεαι σέο δῶρα παρὲξ Ἀχιλῆα δέχεσθαι.
435 τὸν μὲν ἐγὼ δείδοικα καὶ αἰδέομαι περὶ κῆρι
συλεύειν, μή μοί τι κακὸν μετόπισθε γένηται.
σοὶ δ᾽ ἂν ἐγὼ πομπὸς καί κε κλυτὸν Ἄργος ἱκοίμην,
ἐνδυκέως ἐν νηῒ θοῇ ἢ πεζὸς ὁμαρτέων·
οὐκ ἄν τίς τοι πομπὸν ὀνοσσάμενος μαχέσαιτο.»
440 Ἦ, καὶ ἀναΐξας ἐριούνιος ἅρμα καὶ ἵππους
καρπαλίμως μάστιγα καὶ ἡνία λάζετο χερσίν,
ἐν δ᾽ ἔπνευσ᾽ ἵπποισι καὶ ἡμιόνοις μένος ἠΰ.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πύργους τε νεῶν καὶ τάφρον ἵκοντο,
οἱ δὲ νέον περὶ δόρπα φυλακτῆρες πονέοντο,
445 τοῖσι δ᾽ ἐφ᾽ ὕπνον ἔχευε διάκτορος Ἀργειφόντης
πᾶσιν, ἄφαρ δ᾽ ὤϊξε πύλας καὶ ἀπῶσεν ὀχῆας,
ἐς δ᾽ ἄγαγε Πρίαμόν τε καὶ ἀγλαὰ δῶρ᾽ ἐπ᾽ ἀπήνης.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ κλισίην Πηληϊάδεω ἀφίκοντο
ὑψηλήν, τὴν Μυρμιδόνες ποίησαν ἄνακτι
450 δοῦρ᾽ ἐλάτης κέρσαντες· ἀτὰρ καθύπερθεν ἔρεψαν
λαχνήεντ᾽ ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες·
ἀμφὶ δέ οἱ μεγάλην αὐλὴν ποίησαν ἄνακτι
σταυροῖσιν πυκινοῖσι· θύρην δ᾽ ἔχε μοῦνος ἐπιβλὴς
εἰλάτινος, τὸν τρεῖς μὲν ἐπιρρήσσεσκον Ἀχαιοί,
455 τρεῖς δ᾽ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῗδα θυράων,
τῶν ἄλλων· Ἀχιλεὺς δ᾽ ἄρ᾽ ἐπιρρήσσεσκε καὶ οἶος·
δή ῥα τόθ᾽ Ἑρμείας ἐριούνιος ᾦξε γέροντι,
ἐς δ᾽ ἄγαγε κλυτὰ δῶρα ποδώκεϊ Πηλεΐωνι,
ἐξ ἵππων δ᾽ ἀπέβαινεν ἐπὶ χθόνα φώνησέν τε·
460 «ὦ γέρον, ἤτοι ἐγὼ θεὸς ἄμβροτος εἰλήλουθα,
Ἑρμείας· σοὶ γάρ με πατὴρ ἅμα πομπὸν ὄπασσεν.
ἀλλ᾽ ἤτοι μὲν ἐγὼ πάλιν εἴσομαι, οὐδ᾽ Ἀχιλῆος
ὀφθαλμοὺς εἴσειμι· νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη
ἀθάνατον θεὸν ὧδε βροτοὺς ἀγαπαζέμεν ἄντην·
465 τύνη δ᾽ εἰσελθὼν λαβὲ γούνατα Πηλεΐωνος,
καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠϋκόμοιο
λίσσεο καὶ τέκεος, ἵνα οἱ σὺν θυμὸν ὀρίνῃς.»

***
Σ᾽ αυτόν απάντησε ο θεός: «Με δοκιμάζεις, γέρε,
390 και για τον θείον Έκτορα που μ᾽ ερωτάς, λογιάζω·
πολλές φορές στον πόλεμον, όπου δοξάζοντ᾽ άνδρες
τον είδα με τα μάτια μου, και οπόταν προς τα πλοία
εκυνηγούσε κι έσφαζε τα πλήθη των Αργείων.
Μακρόθεν τον θαυμάζαμεν ημείς ότι ο Πηλείδης
395 μας εκρατούσε απ᾽ τον καιρόν που εθύμωσε του Ατρείδη·
ότ᾽ είμαι εκείνου ακόλουθος φερμένος σ᾽ ένα πλοίον·
το γένος είμαι Μυρμιδών, μ᾽ εγέννησε ο Πολύκτωρ,
άνθρωπος είναι πάμπλουτος και αυτός, ως είσαι, γέρος·
κι εγώ είμαι ο νεότερος από τα εφτά παιδιά του.
400 Και νά ᾽λθω εδώ στον πόλεμον μου έλαχεν ο κλήρος·
στην πεδιάδα εκίνησα προτώρ᾽ από τες πρύμνες
ότ᾽ οι Αχαιοί το χάραμα την πόλιν θα κτυπήσουν.
Αγανακτούν που κάθονται και λαχταρούν την μάχην
και οι βασιλείς δεν δύνανται να τους κρατήσουν πλέον».
405 Σ᾽ αυτόν ο γέρος Πρίαμος απάντησεν ο θείος:
«Κι εάν εσύ ακόλουθος του Αχιλλέως είσαι,
ειπέ μου τώρα καθαρά να μάθω αν εις τες πρύμνες
ο υιός μου ακόμα σώζεται, ή αν κομματιασμένον
εις τα σκυλιά του σπάραγμα τον έριξε ο Πηλείδης; »
410 Και προς αυτόν ο μηνυτής απάντησε Αργοφόνος:
«Ω γέρε, μήτε όρνεα τον φάγαν μήτε σκύλοι,
ακόμη κείτεται σιμά στην πρύμνην του Αχιλλέως·
κι έφεξ᾽ η δωδεκάτη αυγή στο λείψανό του επάνω
και όμως αυτό δεν σέπεται, σκουλήκια δεν τον τρώγουν
415 που δαπανούν τα σώματα που έκαψεν ο Άρης.
Τον σέρνει, αλήθεια, ολόγυρα στου φίλου του τον τάφον
την κάθε αυγήν απόνετα και δεν τον ασχημίζει·
ο ίδιος αν τον έβλεπες, θα εθαύμαζες πώς είναι
δροσερός όλος καθαρός από το μαύρον αίμα·
420 παντού καλός, και θα ᾽βλεπες κλεισμένες τες πληγές του,
που ήσαν πολλές ότι πολλοί του εκέντησαν το σώμα·
τόσο πονούν οι μάκαρες θεοί για τον υιόν σου,
νεκρόν ακόμη, ότι πολύ τον αγαπούσαν όλοι».
Στα λόγια τούτα εχάρηκεν ο γέρος και αποκρίθη:
425 «Παιδί μου, ιδού πως ωφελεί τα δώρα οπού τους πρέπουν
εις τους θεούς να δίδομεν, ως έκανεν ο υιός μου,
που στην εστίαν του ποτέ δεν τους ελησμονούσε
και ιδού τον εθυμήθηκαν αυτοί και πεθαμένον
και τώρα δέξου, αν μ᾽ αγαπάς τ᾽ όμορφο αυτό ποτήρι·
430 σώσε με, και με των θεών το χέρι οδήγησέ με
απείρακτος εις την σκηνήν να φθάσω του Αχιλλέως».
Σ᾽ αυτόν απάντησε ο θεός: «Ω γέρε, εμέ τον νέον
να ξελογιάσεις προσπαθείς· αλλά δεν θα με πείσεις
δώρ᾽ από σένα να δεχθώ κρυφά ᾽πό τον Πηλείδην.
435 Φόβον τού έχει τρομερόν και σέβας η καρδιά μου
και αν λάβω δώρ᾽ απόκρυφα φοβούμαι μήπως πάθω.
Αλλά πιστός σου οδηγός στερεάς ή και θαλάσσης
και ως τ᾽ Αργος το εξακουστό θα γίνω αν είναι χρεία·
και αν μ᾽ έχεις εις το πλάγι σου μη φοβηθείς κανέναν».
440 Είπε και ανέβηκε ο θεός στ᾽ αμάξι του Πριάμου
στα χέρια του και μάστιγα και χαλινούς επήρε,
και εις τους ίππους έβαλεν ανδρειά και στα μουλάρια.
Και οπόταν εις τον χάντακα εφθάσαν και στους πύργους,
ήβραν τους νυκτοφύλακας, που ετοίμαζαν τον δείπνον
445 και όλους τους εβύθισεν στον ύπνον ο Αργοφόνος,
τους σύρτες έσπρωξ᾽ άνοιξε τες πύλες και τ᾽ αμάξι
έμπασε με τον Πρίαμον και τα λαμπρά του δώρα.
Κι ευθύς κατόπιν στην σκηνήν εφθάσαν του Αχιλλέως
την υψηλήν που μ᾽ έλατα σχισμένα οι Μυρμιδόνες
450 έφτιασαν του κυρίου των, κι επάνω την σκεπάσαν
με χνουδωτά καλάμια κομμέν᾽ από λιβάδι·
αυλήν τριγύρω απλόχωρην με πάλους περιφράξαν
κι ένας λοστός ελάτινος ασφάλιζε την θύραν,
και τρεις χρειάζοντο Αχαιοί να βάλουν εις την θύραν
455 το μέγα εκείνο μάνταλο και τρεις να το σηκώσουν
και ο Αχιλλεύς εδύνονταν να το σηκώσει μόνος.
Και τότε τ᾽ άνοιξε ο θεός του γέρου να περάσει
με τα λαμπρά που έφερνε του Αχιλλέως δώρα.
Κι έπειτα χάμου επήδησεν από τ᾽ αμάξι κι είπε:
460 «Άφθαρτος ήλθα εγώ θεός, ω γέρε, στο πλευρό σου,
ο Ερμής, τι μ᾽ έστειλε οδηγόν να μ᾽ έχεις ο πατέρας.
Αλλ᾽ εγώ τώρ᾽ αναχωρώ, κι εμπρός στον Αχιλλέα
να με ιδεί δεν έρχομαι, και άπρεπο θα ήταν
τόσον αντίκρυ αθάνατοι να σμίγουν τους ανθρώπους·
465 αλλ᾽ έμπα συ και πρόσπεσε να τον καθικετεύσεις
στον γέροντα πατέρα του, εις την θεάν μητέρα
και στο παιδί του, την καρδιά στα βάθη να του εγγίξεις».

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 8. Εγώ, ο Κλαύδιος

8.5. «Ρίξτε τον Τιβέριο στον Τίβερη»


Ορισμένοι γράφουν ότι η Ρώμη υποδέχτηκε με άφατη αγαλλίαση τα μαντάτα του θανάτου του Τιβέριου. Ήμουν εκεί και είδα. Όχι, δεν ήταν χαρά, αλλά αδιαφορία ανάμεικτη με απέραντη πίκρα - κι από κοντά ένας ύπουλος φόβος για τα μελλούμενα. Ποιος θα κληρονομούσε το αυτοκρατορικό δαχτυλίδι; Στην προσπάθειά του να καθαρίσει τον δρόμο προς τη δική του εξουσία, ο διαβόητος Σηιανός είχε φροντίσει να φύγει από τη μέση ο Δρούσος, δικός μου ανεψιός, γιος του αδερφού μου Γερμανικού, που θα μπορούσε να προβάλει ως υποψήφιος. Το κατηγορητήριο απευθύνεται και στον ίδιο τον Τιβέριο. Ο Γέμελλος, εγγονός του ίδιου του Τιβέριου από τον πρόωρα χαμένο γιο του τον Δρούσο, ήταν ανήλικος. Ο αυτοκράτορας είχε χρίσει διαδόχους του τον Γέμελλο μαζί με τον Γάιο, τον άλλο γιο του Γερμανικού, υπολογίζοντας ότι θα ζήσει αρκετά για να δει τον Γέμελλο να ενηλικιώνεται παραμερίζοντας τελικά τον Γάιο. Ο ανεψιός μου Γάιος έδρασε γρήγορα και, σε συνεννόηση με τον νέο αρχηγό των πραιτωριανών, ήταν αυτός μάλλον που επέσπευσε το τέλος του Τιβέριου για να εξασφαλίσει την εξουσία, πράγμα που τελικά πέτυχε.

Λένε ότι οι Ρωμαίοι μαθαίνοντας τον θάνατο του Τιβέριου βγήκαν στους δρόμους πανηγυρίζοντας με τη μυριόστομη κραυγή «ρίξτε τον Τιβέριο στον Τίβερη». Όπως είπα, αμφιβάλλω αν αυτό είναι αλήθεια. Ωστόσο, είτε είναι είτε όχι, θέλω να πω ότι αν γνώριζαν τι θα ακολουθούσε στη συνέχεια θα ζητούσαν τη σορό για να την κηδεύσουν με τις ύψιστες τιμές. Γνωρίζω καλά ότι ένας από τους σοβαρότερους λόγους που ο όχλος δεν εκτιμούσε τον Τιβέριο ήταν η αδιαφορία του τελευταίου για τα θεάματα, τον ιππόδρομο και τις μονομαχίες. Όντας αδιάφορος γι᾽ αυτά, ήταν εξαιρετικά φειδωλός με τα χρήματα που διέθετε το κράτος για τη χορηγία τέτοιων εκδηλώσεων. Κι αυτό ο κόσμος δεν του το συγχώρεσε. Έτσι έκρινε το θλιβερό και άκριτο προλεταριάτο της μητρόπολης· και γι᾽ αυτό του άξιζε ο επόμενος αυτοκράτοράς του, που ήταν φανατικός και λάτρης κάθε αρένας - αλλά που, όπως θα φαινόταν πολύ γρήγορα, έκανε αρένα ολόκληρη τη Ρώμη.

Ορισμένοι από τους αναγνώστες μου θα αναρωτιούνται ήδη γιατί εγώ, ο Κλαύδιος, γιος του εξοχότατου Δρούσου, από τη μεγάλη γενιά των Κλαυδίων, αδελφός του Γερμανικού, που ήταν το αγαπημένο παιδί του ρωμαϊκού λαού - γιατί δεν περιλήφθηκα στη λίστα των υποψηφίων καισάρων μετά τον θάνατο του θείου μου. Υποσχέθηκα να πω την αλήθεια χωρίς φόβο και πάθος, και δεν ξέχασα την υπόσχεσή μου.

ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, Η ΕΝΟΠΟΙΟΥΣΑ ΑΡΧΗ

Η ΕΝΟΠΟΙΟΥΣΑ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ, ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ, ΤΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ

Προοίμιο

Η Συνείδηση (σαν Δυνατότητα Επίγνωσης, Γνώσης και Κατανόησης κι όχι η συνείδηση σαν αντίληψη μέσα από όρους, περιορισμούς κι ιδιαίτερες καταστάσεις) Είναι η Ενοποιούσα Αρχή της Οντολογίας, της Γνωσιολογίας και της Ηθικής (της Δράσης, της Ορθής Δράσης, της Εμπειρίας). Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να Υπάρχει Κάτι χωρίς να έχει Επίγνωση ή Δραστηριότητα (γιατί η Ζωή Είναι Κίνηση). Ούτε μπορεί να Υπάρχει Επίγνωση χωρίς να Υπάρχει Αυτό που έχει Επίγνωση και Δραστηριότητα. Ούτε μπορεί να Υπάρχει Δράση χωρίς να Υπάρχει Αυτό που Υπάρχει και χωρίς να έχει Επίγνωση της Δράσης. Έτσι η Συνείδηση Υπάρχει, Έχει Επίγνωση και Δραστηριοποιείται. Η Συνείδηση σαν Ενοποιούσα Αρχή έχει Οντολογική, Γνωσιολογική και Ηθική (Δράση) διάσταση

Η Συνείδηση Απλά Είναι. Δεν μπορεί να διαγνωσθεί τι είναι, ούτε υπάρχουν νοητικοί όροι για να την μεταφέρουμε στο λογικό νοητικό επίπεδο που λειτουργούμε αυτή την στιγμή (ο γράφων την στιγμή που γράφει, ο αναγνώστης την στιγμή που διαβάζει). Η Συνείδηση Απλά Είναι. Κι η Συνείδηση επίσης Είναι η Βάση, το Θεμέλιο πάνω στο Οποίο στηρίζονται όλα, οποιοδήποτε φαινόμενο ύπαρξης, αντίληψης, ή «αντικειμενικής υπόστασης».

Η Συνείδηση Είναι Μία και Μόνο Μία και τα Περιλαμβάνει όλα. Έτσι, όπως θα δείξουμε πιο κάτω (μιλώντας οντολογικά) η Πραγματικότητα Είναι Μία και Περιλαμβάνει Ταυτόχρονα και την Βάση της Πραγματικότητας (δηλαδή την «Αντίληψη της Αντικειμενικής Ύπαρξης») και τον Χώρο (όχι με την Τοπική έννοια) και τον Χρόνο (ή πιο σωστά την Χωροχρόνο με την τοπική και την χρονική έννοια). Δεν υπάρχουν Πεδία ή Επίπεδα ή Διαβαθμίσεις της Πραγματικότητας, σαν ξεχωριστές καταστάσεις (αυτό είναι μια ψευδαίσθηση, μια λανθασμένη αντίληψη της «περιορισμένης συνείδησης»).

Επίσης (μιλώντας Γνωσιολογικά) η Συνείδηση (σαν Αντίληψη) Είναι Μία κι Αντιλαμβάνεται σαν Εσωτερικές Καταστάσεις Επίγνωσης, όλες τις «διαβαθμίσεις» της συνειδητότητας, που υπάρχουν Δυνητικά σαν δυνατότητες στην Συνείδηση. Δεν υπάρχουν ξεχωριστά επίπεδα συνειδητότητας, στα οποία «ενοικεί» ή μπορεί να «αναδυθεί» η Συνείδηση κι έτσι δεν υπάρχουν «φωτισμένες συνειδήσεις» και «πλανημένες συνειδήσεις». Με άλλα λόγια και η Κατάσταση της Φώτισης, και οι καταστάσεις της «άγνοιας», υπάρχουν στην Συνείδηση κι η Συνείδηση είναι στην μία ή την άλλη κατάσταση. Αυτό ισχύει για κάθε συνείδηση.

Κι ακόμα η Εμπειρία (της Ύπαρξης, της Ζωής, της Δράσης, της Ηθικής) Είναι Μία, Ένας Ενιαίος Χώρος Ύπαρξης όπου όλοι «οι «κόσμοι της ύπαρξης» υπάρχουν ταυτόχρονα, συνυπάρχουν. Στην ύπαρξη υπάρχει «συνέχεια» και δεν υπάρχουν «ξεχωριστοί κόσμοι».

Η Πραγματικότητα Είναι Μία

Η Συνείδηση σαν Οντολογική Αρχή, σαν Αυτό που Είναι, είναι η Βάση κάθε Φαινομένου Ύπαρξης, είναι Όλα τα Φαινόμενα Παρουσίας κι όλες οι Δραστηριότητες που «εξελίσσονται» στον Χρόνο. Με άλλα λόγια η Πραγματικότητα (η Ύπαρξη στην Απόλυτη Έννοια) είναι Ταυτόχρονα και το Πλαίσιο Ύπαρξης (η «Αντίληψη της Αντικειμενικής Ύπαρξης») και ο Χώρος Όπου Εκδηλώνονται Όλα και ο Χρόνος (ο Χωροχρόνος), οι Δραστηριότητες (κι οι «συνέπειές» τους), τα κοσμικά φαινόμενα, οι οντότητες, οι μεταβολές, η «εξέλιξη», κλπ.

Ασφαλώς, προσδιορίζονται ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε όλα αυτά που «συμβαίνουν. Μπορούμε να πούμε ότι «Προηγείται» το Υπαρξιακό Πλαίσιο που Περιλαμβάνει τον Χώρο, που Περικλείνει τον Χρόνο (η τον Χωροχρόνο όπου εδώ ο Χώρος αποκτά την έννοια του «Τόπου» κι ο χρόνος την έννοια της «μεταβολής»), τους «κόσμους», τις οντότητες, τα αντικειμενικά φαινόμενα. Όλα αυτά Εκδηλώνονται ή «Εμφανίζονται» με την διαρκή προσθήκη «περιορισμών» στην Συνείδηση, περισσότερων «περιορισμών» συνεχώς. Το «Ανώτερο» αποτελεί Προϋπόθεση και δεν «χρειάζεται» τα «κατώτερα», (τον Χώρο, τον Χρόνο, κλπ.). Αντίθετα τα «κατώτερα» χρειάζονται την «προϋπόθεση» του «ανώτερου».

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η «Προσθήκη» «Περιορισμών» στην Συνείδηση που δημιουργεί τα «Φαινόμενα» δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί παρά μόνον σαν «Δραστηριότητα». Δεν «προσθέτει» τίποτα περισσότερο, ούτε «αφαιρεί» κάτι. Είναι μια Δράση που υπάρχει όσο εκδηλώνεται και δεν αφήνει «ίχνη». Εξελίσσεται Εδώ, Τώρα, Ταυτόχρονα.

Όταν «θεωρούμε» (σαν Συνειδήσεις), όταν «αντιλαμβανόμαστε», από την «κατάσταση» της Ενσωμάτωσης στον Χρόνο (σε κάποιο από τους κατώτερους «κόσμους») τότε όλα αυτά υπάρχουν ταυτόχρονα (γιατί έχουν «προστεθεί» όλοι οι «οντολογικοί περιορισμοί» που μας έφεραν στην παρούσα κατάσταση). Είναι (Είμαστε) η Συνείδηση που Δρα στο «Αντικειμενικό Πεδίο», που Έχει Παρουσία η Οποία «δημιουργεί» αυτόματα τον Χώρο και «Περιορίζεται Τοπικά» πράγμα που προκαλεί» την δημιουργία της Ατομικότητας και της Τοπικότητας (της Τοπικής Παρουσίας) στους κατώτερους κόσμους του Χρόνου, που «αναδύονται» ακριβώς για να «φιλοξενήσουν» τις «οντότητες» (ο κόσμος της νόησης, ο κόσμος της ενέργειας, ο κόσμος των αντικειμενικών φαινομένων που αντιλαμβανόμαστε σαν υλικό σύμπαν).

Το Ενσωματωμένο Ον (ο άνθρωπος) Ζει σε Αυτή την Μία Πραγματικότητα που «Ξεδιπλώνεται» (με την «προσθήκη» «οντολογικών περιορισμών»:

Σαν Συνείδηση (η Αρχή της Ύπαρξης, της Επίγνωσης και της Δράσης),

Σαν Αντικειμενική Υπαρξιακή Βάση (Αντικειμενική Ουσία),

Σαν Χώρος,

Σαν Χρόνος (Χωροχρόνος της Νόησης, της Ενέργειας),

Σαν «Σώμα» (Υλικός φορέας).

Με άλλα λόγια «Υπάρχει», Ταυτόχρονα, Εδώ, Τώρα, σε όλα αυτά τα «επίπεδα» που διακρίνουμε χάριν της «περιγραφής».

Συνεπώς, η Συνείδηση, σαν Συνείδηση ενοικεί ταυτόχρονα σε όλα αυτά τα «επίπεδα». Δεν υπάρχουν ξεχωριστά πεδία ύπαρξης (ανεξάρτητα ή σχετιζόμενα), επίπεδα εκδήλωσης, κόσμοι. Είμαστε Εδώ, ταυτόχρονα μέσα σε όλους αυτούς τους «κόσμους».

Όταν η Συνείδηση Από-σωματώνεται δεν «αλλάζει» πεδίο ή επίπεδο ύπαρξης, ή κόσμο. Απλά αντιλαμβάνεται την πιο «εσωτερική κατάσταση» ύπαρξης (καθώς λειτουργούν οι πιο «εσωτερικοί οντολογικοί περιορισμοί»). Έτσι μπορεί να «ανυψωθεί πάνω από τον Χρόνο (τον «κύκλο της μετενσωμάτωσης») στον Άχρονο Χώρο, στον «Ορίζοντα της Δημιουργίας» και στην Πηγή.

Η Συνείδηση Είναι Μία

Όταν λέμε ότι η Συνείδηση Είναι Μία (θεωρώντας την Συνείδηση σαν Δυνατότητα Επίγνωσης, Αντίληψης) εννοούμε ότι η Συνείδηση Είναι Μία κι Εντός της Μίας Συνείδησης είναι Δυνατές κι εκδηλώνονται διάφορες καταστάσεις:

Επίγνωση της Ιδίας Ουσίας που Απλά Είναι,

Αντίληψη της Αντικειμενικής Υπαρξιακής Βάσης που τα Στηρίζει όλα,

Του Χώρου (σαν Παρουσίας στον Χώρο),

Του Χρόνου (σαν Περιορισμένης Τοπικής Παρουσίας, όπου έχουμε εμπειρία της ατομικότητας και της ατομικής ζωής στους διαφόρους «κόσμους» του Χρόνου).

Με άλλα λόγια όλες αυτές οι συνειδησιακές καταστάσεις είναι εσωτερικές εμπειρίες της Μιας Συνείδησης (κι η Ελευθερία κι οι Περιορισμοί κι οι εμπειρίες ζωής σε διάφορες καταστάσεις) κι όχι εξωτερικές καταστάσεις στις οποίες «μεταβαίνει» η Συνείδηση. Δεν υπάρχουν πολλά πεδία ή επίπεδα συνειδητότητας (ξεχωριστά κι έξω από την Συνείδηση) ούτε υπάρχουν συνειδήσεις διαφόρων κατηγοριών. Απλά η Συνείδηση έχει διάφορες εμπειρίες και μπορεί να βρίσκεται σε διάφορες καταστάσεις εσωτερικής συνειδητότητας.

Όταν η Συνείδηση δεν είναι Αφυπνισμένη στην Μία Πραγματικότητα αλλά «περιορίζεται» και λειτουργεί μέσα από τους «περιορισμούς» έχει μια λανθασμένη αντίληψη της Πραγματικότητας.

Η περιορισμένη συνείδηση διαπράττει τρία λογικά, αντιληπτικά σφάλματα:

1) Θεωρεί ότι η περιορισμένη κατάσταση που αντιλαμβάνεται είναι «όλη» η πραγματικότητα. Δηλαδή θεωρεί ότι αυτό που αντιλαμβάνεται είναι η πλήρης πραγματικότητα, οπότε απορρίπτει οτιδήποτε άλλο (οποιαδήποτε άλλη «κατανόηση» της πραγματικότητας).

2) Επειδή έχει «επίγνωση» του περιορισμού της (της μικρότητας και της αδυναμίας μέσα στην Ύπαρξη) θεωρεί ότι υπάρχουν πολλά επίπεδα συνειδητότητας (έξω από αυτήν). Υποθέτει έτσι ότι υπάρχει μια Ανώτερη Πραγματικότητα (διαφορετική από τον περιορισμό που βιώνει) την οποία τοποθετεί έξω από την κατάστασή της κι επιδιώκει να την «προσεγγίσει» με διάφορους τρόπους, πνευματικές πρακτικές, τεχνικές, πειθαρχίες, κλπ.

3) Προσπαθεί μέσω της περιορισμένης αντιληπτικότητας και της δράσης στα πλαίσια αυτής της κατανόησης της πραγματικότητας να υπερβεί την κατάστασή της. Αυτή η δραστηριότητα είναι μια αδιέξοδη δραστηριότητα. Όσο προσπαθεί να υπερβεί, να διαλογιστεί, να προσευχηθεί, να κάνει οποιαδήποτε πνευματική προσπάθεια ή άσκηση πάντα θα αποτυγχάνει. Γιατί; Επειδή προσπαθεί να προσεγγίσει μια πλαστή φανταστική κατάσταση, ένα ψεύτικο όραμα. Είναι φαντασία.

Προφανώς η έξοδος από την περιορισμένη κατάσταση είναι η κατανόηση του περιορισμού και η παραίτηση από την βουλητική ενέργεια που στηρίζει τον περιορισμό. Τότε μόνο Απελευθερώνεται η Συνείδηση, όταν διαλύει τους περιορισμούς και αναδύεται στην Απεραντοσύνη της Ελευθερίας. Αυτό ισχύει σε όποιο «επίπεδο» περιορισμού κι αν διαπιστώνουμε ότι λειτουργούμε. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος.

Η Εμπειρία Είναι Μία

Ο «Χώρος» της Εμπειρίας της Ύπαρξης είναι Ενιαίος. Η Απόλυτη Ύπαρξη, η Θεμελιώδης Αντικειμενική Ύπαρξη, ο Χώρος, ο Χωροχρόνος (όλοι οι κατώτεροι κόσμοι), Υπάρχουν Εδώ, Τώρα, Ταυτόχρονα. Το Ενσωματωμένο Ον (ο άνθρωπος) ζει ταυτόχρονα σε όλους τους «κόσμους». Όταν η Συνείδηση Εστιάζει «κάπου» προβάλλεται (στην στιγμιαία επίγνωση) η ύπαρξη σε αυτό το επίπεδο εμπειρίας, σε αυτόν τον «κόσμο». Το ότι βάζουμε σε «παρένθεση» τον υπόλοιπο υπαρξιακό χώρο δεν σημαίνει ότι παύει να υφίσταται. Έτσι η λειτουργεί η «Όραση». Είναι άλλο να βλέπουμε την συνολική εικόνα, άλλο να συγκεντρωνόμαστε κάπου παραβλέποντας τα άλλα κι άλλο να αποροφιόμαστε ολοκληρωτικά κάπου οπότε τα άλλα δεν «υπάρχουν».

Το ότι ζούμε ταυτόχρονα σε όλα αυτά τα «επίπεδα» ύπαρξης αποδεικνύεται στην πράξη από το γεγονός ότι έχουμε την δυνατότητα να ανυψωθούμε στα «ανώτερα» ή πιο «εσωτερικά» επίπεδα, να έχουμε εμπειρία του Άχρονου στον κόσμο, του Υπερβατικού Χώρου, της Αντικειμενικής «Διάφανης» Ύπαρξης, της Πηγής των Πάντων. Αν όλα αυτά δεν ήταν Εγγενή στην Φύση της Συνείδησης δεν θα ήταν δυνατές τέτοιες εμπειρίες. Αν όλα αυτά ήταν όχι εσωτερικές καταστάσεις αλλά εξωτερικά επίπεδα ύπαρξης (όπως φαντάζεται η περιορισμένη συνείδηση) θα έπρεπε να μεταλλαχθούμε οντολογικά για να προσεγγίσουμε όλα αυτά τα επίπεδα εμπειρίας. Στην πραγματικότητα η «μετουσίωση» της Συνείδησης είναι πάντα εσωτερική διεύρυνση της Επίγνωσης κι όχι εξωτερική μεταβολή της φύσης της.

Όταν το Ον από-σωματώνεται προβάλλονται αυτόματα εμπειρίες από τον αμέσως πιο εσωτερικό «κόσμο». Ο κατώτερος κόσμος που εγκαταλείψαμε δεν είναι πλέον προσιτός χωρίς φορέα εκδήλωσης. Έτσι το Ον «ανυψώνεται στους κόσμους (από τους οποίους προέρχεται). Στην πραγματικότητα επειδή ζούμε ταυτόχρονα σε όλα αυτά τα «επίπεδα» ύπαρξης, επειδή όλα είναι εδώ, τώρα, ταυτόχρονα, δεν πηγαίνουμε πουθενά. Είναι ψευδαίσθηση της περιορισμένης συνείδησης ότι πηγαίνουμε ή ερχόμαστε στους κόσμους.

Το Ένα και τα «πολλά»

Στην πραγματικότητα η Συνείδηση Είναι Μία. Ό,τι Προβάλλεται , μέσα από Περιορισμούς, σαν Διαφοροποιημένη Συνείδηση, Διαφορές Ύπαρξης, μια ιδιαίτερη εμπειρία ύπαρξης, δεν είναι παρά «Προβολή», «Εικόνα», «Πιστό Αντίγραφο» της Μιας Συνείδησης στον Χώρο της Δημιουργίας.

Κάθε Συνείδηση είναι η Μία Συνείδηση και Φέρνει μέσα της το Όλον και τους περιορισμούς της ταυτόχρονα. Δεν μπορούμε να πούμε αν η «Διαφοροποιημένη Συνείδηση» είναι κάτι περισσότερο από το Αρχικό Όλον ή κάτι λιγότερο, εξαρτάται πως το «κοιτάζει» κάποιος. Είναι απλά το Μυστήριο της Ύπαρξης.

Έτσι η Διαφοροποιημένη Συνείδηση είναι:

Το Όλον,

Διαφοροποιημένη Αντικειμενική Ύπαρξη,

Παρουσία στον Χώρο,

Ενσωματωμένο ον στον Χωροχρόνο (στους κατώτερους κόσμους).

Η Συνείδηση, κάθε συνείδηση (κάθε ον, κάθε άνθρωπος) είναι το Όλον, αλλά θα πρέπει να «περιοριστεί» για να εισέλθει στην Δημιουργία, στον Χώρο, στον Χωροχρόνο (και στην ιδιαίτερη ατομική ζωή στους κατώτερους κόσμους). Επειδή όμως κάθε συνείδηση είναι Εξαρχής και για πάντα το Όλον (που «Περιορίζεται») μπορεί αυθόρμητα και χωρίς προϋποθέσεις να «Επανέλθει» στην Αρχική Φυσική Κατάστασή της.

Η «Επάνοδος» είναι δυνατή μόνον με την διάλυση των «περιορισμών» κι όχι μέσω της δραστηριότητας της «περιορισμένης συνείδησης» (στα πλαίσια των περιορισμών της και της περιορισμένης αντιληπτικότητάς της). Αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό. Η «Οδός» σηματοδοτεί την Έξοδο από την περιορισμένη κατάσταση, όχι μια δραστηριότητα της περιορισμένης συνείδησης (στα πλαίσια του κλειστού συστήματος αντίληψής της). Για αυτό λέμε ότι στα πλαίσια της περιορισμένης δράσης δεν υπάρχει οδός. Η Αληθινή Οδός είναι άλλη. Είναι η Άπυλη Πύλη.

Έτσι, τελικά, η Σχέση που Υπάρχει Ανάμεσα στο Όλον και τις «Αντανακλάσεις» του Όλου μέσα στην Δημιουργία είναι η «Σχέση του Εαυτού». Όλα είναι Αυτό. Επίσης η Σχέση μεταξύ των «όντων» (των διαφοροποιημένων συνειδήσεων) είναι «Σχέση Εαυτού». Όλα είναι «Εικόνες» του Ενός, είμαστε «Εικόνες» Αυτού, είμαστε το «Ίδιο». Καμία άλλη σχέση δεν είναι αληθινή.

Η Οδός

Ας ανακεφαλαιώσουμε όσα είπαμε, κάνοντας μια προσπάθεια να τα διατυπώσουμε πιο απλά, πιο καθαρά και με μεγαλύτερη ακρίβεια:

Η Πραγματικότητα Είναι Μία, Ενιαία και Περιλαμβάνει τα Πάντα:

Την Ανέκφραστη Κατάσταση, την Πηγή, Χωρίς Ιδιότητες και «Περιεχόμενο»,

Την Θεμελιώδη Αντίληψη της Αντικειμενικής Ύπαρξης σαν ένα Υπερ-Χώρο,

Την Παρουσία στον Χώρο,

Την Τοπική Παρουσία στον Χωροχρόνο (στους κατώτερους κόσμους).

Όλα Υπάρχουν Εδώ, Ταυτόχρονα, Τώρα.

Η Συνείδηση Είναι Μία, Μια Ενιαία Αντίληψη που Περιλαμβάνει όλες τις Καταστάσεις Επίγνωσης (σαν Δυνατότητες ή σε λειτουργία):

Την Ελεύθερη Αντίληψη,

Την Αντίληψη της Αντικειμενικής Ύπαρξης,

Την Αντίληψη του Χώρου,

Την Αντίληψη της τοπικής παρουσίας στον Χωροχρόνο (στους κατώτερους κόσμους).

Όλα αυτά είναι Εσωτερικές Αντιλήψεις της Μιας Συνείδησης που είναι προσβάσιμα με την Κατανόηση, με την διεύρυνση της επίγνωσης. Δεν υπάρχουν έξω από την Συνείδηση επίπεδα συνειδητότητας στα οποία η Συνείδηση μπορεί να εξελιχθεί. Αυτό είναι ψευδαίσθηση της περιορισμένης συνείδησης.

Ο Χώρος της Εμπειρίας είναι Ενιαίος κι όλες οι «καταστάσεις» ύπαρξης υφίστανται ταυτόχρονα, εδώ, τώρα.

Τέλος η Συνείδηση Είναι Μία κι όχι πολλές. Οποιαδήποτε Συνείδηση εμφανίζεται σαν «Διαφοροποιημένη Συνείδηση» δεν είναι παρά «Προβολή» της Μιας Συνείδησης στον «Χώρο της Δραστηριότητας» και δεν περιέχει τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Οι «περιορισμοί» είναι «περιορισμοί δραστηριότητας», «περιορισμοί κίνησης», όχι περιορισμοί ουσίας. Γενικά οι «αντανακλάσεις» είναι σαν ένα όραμα, σαν μια ψευδαίσθηση, μια φαντασμαγορία.

Κάθε Συνείδηση είναι η Μία Συνείδηση.

Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι ότι η Συνείδηση Αποτελεί το Παν στο Οποίο Υπάρχουν Όλα και τα Ενοποιεί Όλα, σαν Πραγματικότητα, σαν Συνείδηση, σαν Εμπειρία, σαν Ύπαρξη (οντότητα).

Κι εφόσον κάθε Συνείδηση (που εμφανίζεται σαν «διαφοροποιημένη συνείδηση») είναι Αυτή η Μία Συνείδηση Εξαρχής και για Πάντα η Συνείδηση Είναι και Ελεύθερη και Φωτισμένη αλλά και περιορισμένη και σε σύγχυση και όλα. Ανάλογα με το που στρέφει την Προσοχή και την Βουλητική Ενέργεια η Συνείδηση είναι Ελεύθερη ή Δεσμευμένη σε περιορισμό. Είναι η Συνείδηση (η κάθε συνείδηση) που αποφασίζει που θα «διαμένει». Εφόσον η Ελευθερία, η Φώτιση, είναι Εγγενείς στην Φύση της Συνείδησης δεν χρειάζεται να κάνει κάτι, να πραγματοποιήσει κάτι, αρκεί να εγκαταλείψει τους περιορισμούς, τις περιοριστικές δραστηριότητές της.

Το να νομίζει μια περιορισμένη συνείδηση ότι κατανοεί, μέσα από την περιορισμένη αντιληπτικότητά της, την πραγματικότητα κι ότι με την δράση της μπορεί να πραγματοποιήσει την ελευθερία της είναι απλά μια ψευδαίσθηση.

Το μόνο που μπορεί να κάνει η Συνείδηση (κάθε άνθρωπος) είναι απλά να αποσύρει την βουλητική ενέργεια από τους περιορισμούς, τις περιοριστικές δραστηριότητες που η ίδια ακολουθεί, να εγκαταλείψει όλες τις περιοριστικές δραστηριότητες πραγματικά, για να Αναδυθεί απλά στην Ελευθερία. Αυτό είναι μία Δράση και μια Διαδικασία Εσωτερικής Κατανόησης και μια Φυσική Αλλαγή, όχι μια εξωτερική εξέλιξη, μια εξωτερική μεταβολή που θα οδηγήσει σε κάποια άλλη κατάσταση. Το Φως υπάρχει όταν εγκαταλείπεται το σκοτάδι, Το Φως ούτε πραγματοποιείται, ούτε κατακτιέται.

Η περιορισμένη συνείδηση έχει συνεχώς την τάση να νοητικοποιεί τα πάντα, να «αντικειμενικοποιεί» τα πάντα, να τα προβάλει έξω από τον εαυτό της. Είναι ένας λανθασμένος τρόπος αντίληψης και δράσης. Είναι συνηθισμένο λάθος της περιορισμένης συνείδησης να νομίζει ότι, μέσα από την περιορισμένη κατάστασή της (εγκλωβισμένη στους περιορισμούς της), με δραστηριότητες που κάνει, μπορεί να επιτύχει μια «αλλαγή» της κατάστασής της και να φτάσει στην ελευθερία. Ο φυλακισμένος όσο και να προσπαθεί μέσα στα όρια της φυλακής του δεν μπορεί να βγει έξω, Πρέπει απλά να «γκρεμίσει» τα τείχη και τότε είναι ελεύθερος.

Έτσι, όταν μιλάμε για την Οδό μιλάμε για την Αληθινή Οδό που είναι η Έξοδος από τους περιορισμούς, με την «παραίτηση», την εγκατάλειψη (βουλητική εγκατάλειψη που οδηγεί στην φυσική εγκατάλειψη). Αυτή η «διάλυση» των περιορισμών είναι «προϊόν» της Κατανόησης που Ανθίζει στην Άγρυπνη Προσοχή, στην Αντικειμενική Όραση, στην Ανεμπόδιστη Αίσθηση αυτού που συμβαίνει, στην παραίτηση από κάθε «συμμετοχή» (που σημαίνει «περιορισμό»). Όταν η Κατανόηση Βαθαίνει διαπιστώνουμε πως το μόνο που λειτουργεί είναι η Βούληση, η Βουλητική Ενέργεια. Δεν υπάρχουν εμπόδια. Σε μια τέτοια Κατανόηση η Συνείδηση Ελευθερώνεται κι Υψώνεται στην Πραγματικότητα, στην Πλήρη Αφύπνιση, στην Ανεμπόδιστη Ύπαρξη, στην Ολοκλήρωση. Τότε δεν υπάρχει εμπόδιο σε τίποτα. Δεν υπάρχει διαχωρισμός καταστάσεων. Έχουν Ενοποιηθεί Όλα μέσα στην Συνείδηση.

Η Έξοδος

Στην πραγματικότητα Αυτό που Υπάρχει Είναι η Μία Συνείδηση. Αυτή Είναι το Παν. Αυτή Είναι Όλα. Κι η Απέραντη Ελευθερία του Όλου και οι Περιορισμοί που Δημιουργούν τα διάφορα Υπαρξιακά Φαινόμενα.

Έτσι, οι «περιορισμοί» είναι εγγενείς, εσωτερικές δεσμεύσεις που προκαλούν τα διάφορα φαινόμενα. Οι «περιορισμοί» είναι μόνο «δραστηριότητες», μια «φευγαλέα κίνηση». Όλη η Δημιουργία είναι ένα φαινόμενο κίνησης, ένας «χορός φαινομένων».

Όλα αυτά ούτε Αναιρούν το Όλον (το Οποίο φαίνεται να «Περιορίζεται»), ούτε αποτελούν πραγματική αλλαγή της Ουσίας.

Επίσης όλα αυτά είναι Εσωτερικές Μεταβολές της Δραστηριότητας κι όχι πραγματικές αντικειμενικές αλλαγές. Μιλάμε για Εσωτερικές Διαβαθμίσεις της Πραγματικότητας, Παροδικές και χωρίς ουσιαστική ύπαρξη και σημασία κι όχι για Πραγματική Δημιουργία, για ξεχωριστούς κόσμους.

Εφόσον η Συνείδηση, με τον τρόπο που την περιγράψαμε Αποτελεί την Ενοποιούσα Αρχή των Πάντων (όσων Εμφανίζονται) δεν υπάρχει κανένας πραγματικός οντολογικός διαχωρισμός ούτε εμποδίζεται η Επάνοδος στην Ελευθερία του Όλου. Έτσι, όταν μιλάμε για Έξοδο από τους «περιορισμούς (και την περιορισμένη ύπαρξη) στην Ελευθερία της Πραγματικότητας μιλάμε για παραίτηση από τις «δεσμεύσεις» της Βούλησης σε καταστάσεις και δραστηριότητες που κατανοούμε ότι δεν «θέλουμε» πια.

Είναι λάθος της περιορισμένης συνείδησης (δεν θα κουραστούμε να το επαναλαμβάνουμε για να γίνει κατανοητό) να νομίζει ότι είναι μια ξεχωριστή οντότητα, ότι είναι κάπου δεσμευμένη κι ότι πρέπει να ελευθερωθεί, να ξεπεράσει την κατάστασή της με κάποιες προσπάθειες. Όλες αυτές οι λανθασμένες αντιλήψεις πρέπει να αναγνωρισθούν και να απορριφθούν.

Η Συνείδηση είναι Πάντα Ελεύθερη. Οι περιορισμοί, η δέσμευση, η λανθασμένη ζωή που προκύπτει από αυτό μοιάζει με μια ονειρική κατάσταση. Είτε έτσι, είτε αλλιώς η Συνείδηση που «βουτάει» μέσα στην Δημιουργία, στον Χώρο, στον Χωροχρόνο, στους κόσμους, στις ζωές, έρχεται μια στιγμή που «ωριμάζει» από την ζωή και νοιώθει την ανάγκη να «αποδεσμευθεί». Κι αργά ή γρήγορα βρίσκει την Αληθινή Οδό κι Αποδεσμεύεται. Από το Βάθος της Συνείδησης υπάρχει πάντα η Ανάγκη της Επανόδου, η Νοσταλγία της Επιστροφής στην Αρχική Κατάσταση που είναι η Πηγή από Όπου ξεκινούν Όλα και στην Οποία Καταλήγουν Όλα, γιατί όλα είναι «Κύκλος».

Τελικά, κανένας δεν γνωρίζει αν όλη τούτη η «Δημιουργία», οι κόσμοι, κι οι ζωές, δημιουργήθηκαν ποτέ, ή αν ζουν αδημιούργητοι μέσα στην «Σκέψη» Αυτού που Υπάρχει Πραγματικά.

Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

Από τη Δίκη του Ησιόδου στη σωκρατική δικαιοσύνη

Η ιδέα του δικαίου διατρέχει ολόκληρη την αρχαία ελληνική σκέψη και γραμματεία.[1] Οι πρώτες σχετικές αναφορές, κατά κοινή ομολογία, υπάρχουν στη μυθολογία,[2] κάτι που φαίνεται από την παρουσία θεοτήτων - προσωπο­ποιήσεων δικαιικών εννοιών.[3]


Με δεδομένο ότι ο μύθος αποτελεί βασικό αλλά και αναπόσπαστο στοι­χείο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, κρίναμε σκόπιμο, αλλά και μεθο­δολογικά αναγκαίο, να προτάξουμε στην ανάπτυξη του θέματός μας ένα πρώτο σύντομο μέρος, όπου θα παρουσιάσουμε πολύ συνοπτικά τις ιδιότητες και τη λειτουργία δικαιικών εννοιών στο χώρο της μυθολογίας.[4]

Α΄ Μέρος

Η πρώτη θεότητα της μυθολογίας που σχετίζεται με τη δικαιοσύνη είναι η Θέμις.[5] Η λέξη Θέμις παράγεται από το ρήμα τίθημι (πρβλ. θεσμός, θεμέλιο) και δηλώνει αυτό που έχει τεθεί, το ισχύον. Θέμις στη μυθολογία είναι αυτή που θεσμοθετεί. Την πρώτη σχετική αναφορά βρίσκουμε στα ομηρικά έπη: Η Θέμις συγκαλεί τις συνελεύσεις θεών και ανθρώπων και αποτελεί σύντρο­φο του Δία, τον οποίο συμβουλεύει σε θέματα απονομής δικαιοσύνης. Το γε­γονός αυτό υποδηλώνει ότι το δίκαιο που αντιπροσωπεύει είναι ιερό και ισχύει και για τους θεούς, είναι μάλιστα ανώτερο από τη βούλησή τους.

Το γεγονός ότι η Θέμις κυριαρχεί στις συνελεύσεις (αγορές) των πόλεων όπου ασκείται η δικαιοσύνη - συνεπάγεται ότι η θεότητα αυτή είναι εντε­ταλμένη για την προστασία της κοινωνικής ευταξίας, η οποία επιτρέπει στους ανθρώπους να ζούν σε οργανωμένες κοινότητες - γι’ αυτό και η ύπαρξη της Θέμιδος ξεκινά από την εποχή των πρώτων κοινοτήτων.[6]

Προσδιορίζοντας τόσο το θεϊκό όσο και το ανθρώπινο δίκαιο στον Όμηρο, η Θέμις μεσολαβεί στις σχέσεις ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους και τις κρατάει σε ισορροπία. Στην Οδύσσεια[7] οι Κύκλωπες ονομάζονται αθέμιστοι, επειδή τους λείπουν οι κανόνες δικαίου όπως επίσης και οι θεσμοί που υπάρχουν στις θεϊκές και ανθρώπινες κοινωνίες, γιατί περιφρονούν λ.χ. το δίκαιο της φιλοξε­νίας και γιατί χαρακτηρίζονται από ύβρη ενάντια σε θεούς και ανθρώπους.

Κόρη της Θέμιδας και του Δία είναι η Δίκη. Η λέξη δίκη προέρχεται από τη ρίζα δικ- (δεικν-) του ρήματος δείκνυμι. Εμπεριέχει, έτσι, την έννοια της οδηγίας και, κατ’ επέκταση, της εντολής, του κανόνα, και άρα του δικαίου. Έτσι, η Δίκη είναι αυτή που δείχνει τι είναι δίκαιο, είναι η προστάτιδα του δικαίου και της δικαιοσύνης.

Η Δίκη συνδέεται με το δίκαιο ως κοινωνικό αγαθό των ανθρώπων, το δί­καιο που ο Δίας έχει στείλει στους ανθρώπους, ενώ η Θέμις αντιπροσωπεύει πρωτίστως το θεϊκό δίκαιο.[8] Σύμφωνα με τον Ησίοδο, η αντίδραση της Δίκης όταν οι άνθρωποι την περιφρονούν και ενεργούν αντίθετα από το δίκαιο, εκ­δηλώνεται με δύο τρόπους: α) έρχεται στην πόλη τυλιγμένη σε ομίχλη για να τους πλήξει. και β) κάθεται πλάι στον πατέρα της, που τιμωρεί τους ανθρώ­πους εκ μέρους της.[9] Μάλιστα, ως αντίθετη της Δίκης δεν αναφέρεται τόσο η Αδικία, όσο η Ύβρη, που χαρακτηρίζει αποκλειστικά τους ανθρώπους, και η οποία μεταξύ άλλων οδηγεί και σε πράξεις άδικες.[10]

Συνδεόμενη με την ανθρώπινη κοινωνία, η Δίκη ήταν φυσικό να αρχίσει από την αρχαϊκή εποχή να αντικαθιστά βαθμιαία τη μητέρα της. κυρίως στην ποίηση, ως συνέπεια της αλλαγής του πολιτεύματος και της απομάκρυνσης από το (θεϊκό) εθιμικό δίκαιο της αριστοκρατικής κοινωνίας, το οποίο αντι­προσώπευε η Θέμις. Στη δημοκρατία, προστάτιδα του δικαίου είναι πλέον η Δίκη, που ενεργεί στον τομέα της πόλης.

Η θεϊκή Δίκη αντικαθίσταται βαθμιαία από τον όρο δικαιοσύνη,[11] ο οποίος εμφανίζεται τον 6ο αι. στον ποιητή Θέογνη.[12] Ως προσωποποιημένη θεά η δικαιοσύνη δεν απαντά στις γραπτές πηγές, παρά μόνο στους Ορφικούς Ύμνους. Η δικαιοσύνη διαφοροποιείται ελαφρώς από τη Δίκη: Και οι δύο ευνοούν τους δικαίους και τιμωρούν τους αδίκους, αλλά η Δίκη εμφανίζεται και ως πάρεδρος του Δία. ενώ η Δικαιοσύνη παρουσιάζεται ως αποκλειστικά δρώσα στην κοινωνία των ανθρώπων, όπου συμβαδίζει με την ειρήνη, τη σταθερό­τητα και την ισότητα.[13]

Η απονομή όμως της δικαιοσύνης στην αρχαιότητα δεν αφορούσε μόνο τον κόσμο των ζωντανών, αλλά και τον Κάτω Κόσμο. Έτσι, είναι φυσικό να μην απουσιάζουν από τον τόπο αυτό κάποιες μυθικές μορφές που θα εκτελούσαν τα καθήκοντα εκείνα τα οποία στον Επάνω Κόσμο είχαν οι δικαστές. Το ρόλο αυτό είχαν αναλάβει στον Άδη ο Μίνωας (γιός του Δία και της Ευρώ­πης), ο Αιακός και ο Ραδάμανθυς, οι λεγόμενοι κριτές των νεκρών.[14]

Τέλος, το γεγονός ότι η μυθολογία δεν αρκέστηκε στο πρόσωπο του Δία για να ενσαρκώσει την ιδέα της δικαιοσύνης, αλλά επινόησε και άλλες μορ­φές προκειμένου να εκφράσει ξεχωριστά κάθε τομέα της δικαιοσύνης και της απονομής της (όπως Ευνομία. Νέμεση. Μανία. Ποινή, Κράτος και Βία. Ερινύες - εκτός από τη Θέμιδα και τη Δίκη) πιθανότατα οφειλόταν ως ένα βαθμό στην ολοένα αυξανόμενη σημασία των αξιών αυτών στην ελληνική κοινωνία, στις αλλαγές των πολιτευμάτων, των κοινωνικών συνθηκών και των θεμάτων που αφορούσαν το δίκαιο, καθώς και στις συνακόλουθες αλλα­γές στις αντιλήψεις των ανθρώπων σχετικά με την απονομή του.

Οι περισσότερες από τις μορφές αυτές της μυθολογίας εμφανίζονται στις πρωιμότερες πηγές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, δηλ. στα έπη του Ομήρου και του Ησιόδου, ενώ μύθοι σχετικοί με την άσκηση της δικαιοσύ­νης από μέρους των θεών, και κυρίως σχετικοί με τις ποινές που επιβάλλουν οι θεοί, αποτελούν συχνά θεματικό πυρήνα της τραγωδίας.

Β' Μέρος

Η εξελικτική πορεία της ιδέας του δικαίου διαγράφεται και αποτυπώνεται στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Στα πλαίσια της εισήγησης αυτής, ενδει­κτικά και επιλεκτικά θα παρουσιάσουμε μόνο κάποιους σταθμούς που σημα­τοδοτούν την εξέλιξη αυτή.[15]

Με βάση τα δεδομένα των ομηρικών επών, μπορούμε να πούμε πως οι Έλληνες της εποχής αυτής δεν γνωρίζουν μια διακριτή έννοια δικαιοσύνης. Οι θεοί δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται για τη διανθρώπινη καλή συμπεριφο­ρά, όμως τιμωρούν τους ανθρώπους όταν αυτοί παραβαίνουν τα καθήκοντά τους απέναντι στους θεούς. Το πρόβλημα της αυθαιρεσίας των θεών έναντι του αιτήματος των θνητών για δικαιοσύνη απασχόλησε από πολύ νωρίς την ελληνική σκέψη.[16] Η Θέμις[17] (οι θεσμοί που δόθηκαν από τους θεούς) εξου­σιάζει τον αριστοκρατικό κόσμο, ρυθμίζει τη συμπεριφορά των ανθρώπων και βρίσκει την πραγμάτωσή της στις αποφάσεις των βασιλιάδων δικαστών. Το σκήπτρο ήταν το σύμβολο της εξουσίας και της «θέμιστος», δηλ. της νομι­κής διαδικασίας. Βέβαια, όπως σημειώνει ο Finley,[18] ο Όμηρος μιλούσε για την αριστοκρατία από τον πρώτο στίχο της Ιλιάδας ίσαμε την τελευταία πρό­ταση της Οδύσσειας, κι έτσι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πώς απένεμαν τη δι­καιοσύνη όταν σε μια υπόθεση εμπλέκονταν και απλοί πολίτες. Ωστόσο, μπορούμε να διακρίνουμε μια εξέλιξη στη σκέψη του ποιητή από το αρχαιό­τερο ποίημα, την Ιλιάδα. στο νεότερο, την Οδύσσεια. Στην Ιλιάδα η έκφραση της συμπάθειας ή αντιπάθειας κάθε θεού για τον ένα ή τον άλλο ήρωα είναι προσωπικό θέμα, ενώ στην Οδύσσεια στο προσωπικό στοιχείο έχουν προστε­θεί οι απαιτήσεις της δικαιοσύνης, που ακόμα ωστόσο δεν είχε ολοκληρωθεί και διαμορφωθεί. Ο Δίας φαίνεται να μεταμορφώνεται σταδιακά από βασιλιά της ηρωικής κοινωνίας σε μια αρχή παγκόσμιας δικαιοσύνης.[19] Ήδη στην Ιλιάδα[20] ο Όμηρος περιγράφει τη σκηνή μιας δίκης στην περίφημη περιγρα­φή της ασπίδας του Αχιλλέα, όπου δικαστές είναι οι γέροντες της πόλης. Περισσότερα στοιχεία της νέας αντίληψης απαντώνται στην Οδύσσεια. Οι θεοί της Οδύσσειας ενδιαφέροντα» για συνολική δικαιοσύνη ανάμεσα στους θνη­τούς κι όχι απλώς για τη διατήρηση της ηρωικής ευπρέπειας και της φυσικής τάξης, όπως στην Ιλιάδα. Ο Λαέρτης στο τέλος της Οδύσσειας αναφωνεί γεμά­τος ανακούφιση πως πρέπει να ζουν ακόμα οι θεοί, αφού οι μνηστήρες πλή­ρωσαν για τα κρίματά τους.[21] Σε άλλο σημείο ο ποιητής μάς λέει ότι οι θεοί περιπλανώνται στις πόλεις των θνητών, προκειμένου να μαθαίνουν τις αμαρ­τίες και τη δικαιοσύνη των ανθρώπων.[22] Ωστόσο, η απονομή της δικαιοσύνης παραμένει ως το τέλος μια καθαρά προσωπική υπόθεση. Η επιστροφή του Οδυσσέα στο θρόνο της Ιθάκης ήταν δίκαιη και σωστή, αλλά ήταν θέμα ιδιω­τικής δράσης για προσωπικά συμφέροντα και όχι θρίαμβος της δικαιοσύνης για χάρη του γενικού συμφέροντος.[23]

Η ιδέα ενός κόσμου οργανωμένου από τη θεϊκή δικαιοσύνη ανήκει όχι στον Όμηρο, αλλά στον Ησίοδο και το διδακτικό έπος. Ο Ησίοδος οργάνωσε τους θεούς σ’ ένα σύστημα θεογονίας και μετέτρεψε τη δικαιοσύνη σε κύριο πρόβλημα της ανθρώπινης και της θεϊκής αντίληψης.

Ο Λίας, λέει ο Ησίοδος, όρισε για τα ψάρια, τα αγρίμια και τα πουλιά τη μορφή της ζωής τους, να τρώγονται δηλαδή αναμεταξύ τους. Στον άνθρωπο όμως έδωσε ένα μέσο για να τον γλυτώσει απ’ αυτόν τον εξοντωτικό αγώνα εναντίον όλων, τη Δίκη. Με τη δύναμη μιας θρησκευτικής ιδέας προβάλλει η πεποίθηση για την ιερότητα, την αφθαρσία και τη σωτήρια δύναμη της Δί­κης. η οποία στο εξής γίνεται ένα βασικό θέμα της ελληνικής ποίησης και φιλοσοφίας. Μάλιστα, οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι πρέπει να αποφύγουμε να χαρακτηρίσουμε τη μορφή της Δίκης του Ησιόδου προσωπο­ποίηση: Πολύ περισσότερο αποτελεί η Δίκη «μια ανθρωπόμορφη έκφραση εκείνης της θεϊκής δύναμης που τη νοιώθουμε ότι ενεργεί μέσα σε κάθε δί­καιη απόφαση και μέσα στο Δίκαιο, νοημένο ως απόλυτη αξία».[24]

Η Δίκη που εξαγγέλλει ο Ησίοδος προέρχεται από μια διαφορετική κοι­νωνική περιοχή από εκείνη του Ομήρου. Εκφράζει το αίτημα των καταπιε­σμένων για δικαιοσύνη, αυτών που χτυπήθηκαν από την ύβρη των άλλων. Το ποίημά του Έργα και Ημέραι εκφράζει τον αγώνα της δικαιοσύνης ενάντια στην αδικία. Ο ποιητής διαμαρτύρεται για τις άδικες αποφάσεις των δικα­στών και τον τρόπο απονομής του δικαίου, που νομιμοποιεί την αυτοδικία.

Αφορμή για τη σύνθεση του έργου έδωσε μια προσωπική εμπειρία: Ο Ησίοδος είχε έναν αδελφό, τον Πέρση, ο οποίος μοίρασε άδικα την πατρική περιουσία και κατοχύρωσε δικαστικά την αυθαιρεσία του. Ο ποιητής μιλά με πίκρα για «δωροφάγους» δικαστές, και απευθυνόμενος στον Πέρση, τον παρα­κινεί στη δικαιοσύνη και την εργατικότητα.

Ο ποιητής όμως δεν στάθηκε στην προσωπική εμπειρία, αλλά προχώρησε στη συνείδηση της σημασίας του νόμου και την αναγκαιότητα της δικαιοσύ­νης.

Μέσω μιας γενεαλογίας του πολιτισμού που επιχειρεί, διακρίνει πέντε γέ­νη ανθρώπων που έζησαν διαδοχικά πάνω στη γη: το χρυσό, το ασημένιο, το χάλκινο, το γένος των ηρώων ή ημιθέων και το σιδερένιο, που ζει ο ίδιος. Σ' αυτό το γένος, σημειώνει, δεν υπάρχει αγάπη ανάμεσα σε αδέλφια ούτε τιμή στο γονιό. Το καλό και το δίκαιο δεν έχουν πέραση. Πιο πολύ προσέχουν τον θρασύ και τον άδικο. Το δίκαιο οι άνθρωποι το παίρνουν με το χέρι τους. Ο κακός βλάπτει τον καλύτερό του.[25] Και όλα αυτά, ώσπου ο θεός να εξαφανίσει και αυτό το γένος. Για πρώτη φορά οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους γίνονται αντικείμενο μελέτης και προβάλλεται μια κοινωνία που αποστρέφεται τον πό­λεμο, στρέφοντας έτσι τα νώτα στον Όμηρο.[26] Εκείνο που κυριαρχεί στην κοι­νωνική σκέψη της εποχής του Ησιόδου είναι το αίτημα της δικαιοσύνης.

Ο ποιητής αρνείται τη βία ως μέθοδο ενέργειας και προβάλλει το θεσμό του δικαίου. Η βία, διακηρύσσει, αρμόζει στα κτήνη. Στους ανθρώπους αρμό­ζει η δικαιοσύνη. Εισάγοντας την έννοια της δικαιοσύνης και ενσωματώνοντάς τη στην πορεία του ανθρώπου, επιχειρεί να αναχαιτίσει την απαισιοδο­ξία που εκφράζεται στη θεωρία του για τον πολιτισμό. Όπου επικρατεί η δι­καιοσύνη. οι πολιτείες ακμάζουν και οι λαοί ευημερούν. Ο πόλεμος, η πείνα και τα άλλα κακά μένουν μακριά και δεν βλάπτουν τους ανθρώπους. Η γη χα­ρίζει πλούσια τα αγαθά της. Παράλληλα, προβάλλεται η προσωπικότητα και η ευθύνη του άρχοντα. Ο ρόλος του είναι ρόλος ειρηνοποιού και δικαιοκρίτη. Αντίθετα, ένας άδικος άρχοντας είναι όλεθρος για το λαό του.

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο της σκέψης του ποιητή είναι η προσπά­θεια ιεράρχησης των δυνάμεων του κόσμου και των αξιών της ζωής. Οι φυσι­κές δυνάμεις και τα φαινόμενα της ζωής συσχετίζονται και αλληλοερμηνεύονται. Ο Δίας και η Θέμις γεννούν τη Δίκη, την Ευνομία και την Ειρήνη (τις τρεις Ώρες). Η ιδέα ότι από το Δίκαιο πηγάζουν η Ευνομία και η Ειρήνη στις σχέσεις των ατόμων και των κρατών προϋποθέτει μεγάλη ωριμότητα πολιτι­κής και κοινωνικής συνείδησης και. παράλληλα, εξαιρετική δύναμη συλλήψεως αφηρημένων εννοιών.

Η σύνδεση της δικαιοσύνης με τη λέξη δίκη και τα παράγωγά της, τα οποία ήδη στον Όμηρο συνδέονται με το χώρο της δικαστικής πράξης, καθι­στά για πρώτη φορά εφικτή τη διαμόρφωση κρίσεων για έννομη ή μη κοινω­νική συμπεριφορά, χωρίς μια άμεση αναφορά σε πράξη ή συνέπεια πράξης. Πρόκειται για την ολοκλήρωση της αντικειμενοποίησης του Δικαίου -σε μυθική βέβαια μορφή-, που αποτελεί ωστόσο την προϋπόθεση για μια δια- κριτή έννοια της δικαιοσύνης, η οποία, όπως σημειώθηκε, απουσιάζει στον Όμηρο. Η ενασχόληση του Ησιόδου με την ηθική και τη δικαιοσύνη του Δία είναι ένας ολόκληρος κόσμος μακριά από την παλιά αριστοκρατική αντίλη­ψη του θεϊκού δικαίου των βασιλέων, που είναι αδιαμφισβήτητο στην Ιλιάδα και ισχύει ακόμη σε μεγάλο βαθμό στην Οδύσσεια.

Το κοινωνικό αίτημα για δικαιοσύνη, που προβάλλει τόσο έντονα στο έρ­γο του ο Ησίοδος, βρήκε ανταπόκριση. Τον 7ο αι. ξεκινούν οι πρώτες προ­σπάθειες για κωδικοποίηση των νόμων και κατοχύρωση του δικαίου. Οι νομοθέτες και οι σοφοί της εποχής αρχίζουν να οραματίζονται τη δημιουργία ενός κράτους δικαίου που βασίζεται στην ιδέα της δικαιοσύνης ως ύψιστης πολιτικής αρετής. Ανάμεσα στα σημαντικότερα βήματα στην ιστορία του δι­καίου είναι η κατάργηση της αυτοδικίας, που αποδίδεται στον Ζάλευκο (660 π.Χ.) και αποδεικνύεται οριστικά σε κείμενα του Δράκοντα (624 π.Χ.),[27] και η πρώτη διάκριση ακούσιου και εκούσιου φόνου από τον τελευταίο. Η συμπε­ριφορά αρχόντων και αρχομένων αρχίζει βαθμιαία να ρυθμίζεται από την έν­νοια της πολιτικής αρετής.

Κληρονόμος του Ησιόδου αλλά και πνευματικός πατέρας του Αισχύλου είναι ο νομοθέτης και ποιητής Σόλων ο Αθηναίος. Όπως για τον Ησίοδο, έτσι και για τον Σάλωνα ανώτατος εγγυητής της δικαιικής τάξης είναι ο Δίας: Το δικαστήριο του Δία ορμά στα έργα της ύβρης όπως ο ανοιξιάτικος άνεμος, που ξεσηκώνει τη θάλασσα, ερημώνει τις πεδιάδες, ξεκαθαρίζει όμως τον ου­ρανό από τα σύννεφα, και ο ήλιος φωτίζει χαμηλά τη γη από τον αστραφτερό και γαλάζιο ουρανό.[28]

Το πόσο έντονη είναι στον Σόλωνα η αναζήτηση μιας θεοδικίας φαίνεται εκεί που ο ποιητής προσπαθεί να κατανοήσει την ευτυχία του άδικου ανθρώ­που. Συχνά ο Δίας τιμωρεί με καθυστέρηση και χτυπά πάντοτε τα παιδιά και τα εγγόνια. Και ο Ησίοδος συνθέτει με έντονα χρώματα την τύχη της δίκαιης και της άδικης κοινότητας.[29] Σ’ εκείνον όμως η ευτυχία και η καταστροφή έρ­χονται πέρα για πέρα απ’ έξω. Απεναντίας, στον Σόλωνα αιτία και αποτέλε­σμα προέρχονται από την εσωτερική ζωή της πόλης. Η απληστία και η αδι­κία σταδιακά την οδηγούν στην απώλεια της ελευθερίας και της ειρήνης. Εδώ αναγνωρίζεται η εσωτερική νομιμότητα της κρατικής κοινωνικής ζωής και προβάλλει μια σκέψη που ολοκληρώνεται με την Πολιτεία του Πλάτωνα.

Στο νομοθετικό έργο του Σόλωνα. αλλά και στις περίφημες ελεγείες του. διακρίνονται νέες αντιλήψεις περί δικαιοσύνης. Η Δίκη παρουσιάζεται για πρώτη φορά ως μια δύναμη της ιστορίας, ως έννοια περισσότερο πολιτική παρά θρησκευτική, και έρχονται στο προσκήνιο και άλλες έννοιες, όπως η Ευνομία και η Δυσνομία. καθώς ο νόμος τείνει να αντικαταστήσει πλήρως το θεσμό. Μάλιστα, η Ευνομία, την οποία εγκωμιάζει ο Σόλων, αποτελεί θεμε­λιακή έννοια της πολιτειακής του σκέψης και σημαίνει «δίκαιη τάξη».[30] Ο προσδιορισμός της έννοιας της δικαιοσύνης από τον Σόλωνα βρίσκεται σε συνάρτηση με τις δημοκρατικές προσπάθειες του τέλους του 6° αιώνα για μια επέκταση των πολιτικών δικαιωμάτων σε νέες ομάδες πληθυσμού, γεγο­νός που είχε ως συνέπεια νέες απαιτήσεις για ισονομία και ισηγορία.

Σε πλήρη αντίθεση με τους μύθους, στον Σόλωνα το μέγεθος και το είδος της τιμωρίας εξαρτώνται από τη συμπεριφορά του τιμωρούμενου και όχι από την αυθαιρεσία αυτού που τιμωρεί. Παράλληλα, η παρουσία της Ύβρεως, της Δίκης και της Άτης, αλλά και η πίστη στην ηθική τάξη που επιβάλλουν οι θεοί, δείχνουν ότι πλησιάζει το πνευματικό κλίμα της αττικής τραγωδίας.

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, όπως προαναφέρθηκε. η θεότητα Δίκη αντικαθίσταται στον Θέογνη (560-550 π.Χ.) από τη Δικαιοσύνη, η οποία είναι ανύπαρκτη στον Όμηρο και τον Ησίοδο και τίθεται στην υπηρεσία της πόλης ως νέα πολιτική αρετή.[31] Ο Πίνδαρος χαρακτηρίζει τη δικαιοσύνη «ασφαλές θεμέλιο των πόλεων».[32]

Ο ύστερος 7ος και ο 6ος αι. π.Χ. αποτελούν μια περίοδο αυξανόμενης θρη­σκευτικής ευαισθησίας και η θρησκευτική τεκμηρίωση του δικαίου εμβαθύνεται. Η εμφανιζόμενη πίστη σε μια περαιτέρω ζωή της ψυχής και στο ότι θα λάβει αμοιβή ή τιμωρία στο επέκεινα για τις πράξεις της επίγειας ζωής, κα­θώς και η διδασκαλία των Πυθαγορείων περί περιπλανήσεως της ψυχής, εξατομίκευσαν την ευθύνη και την ενοχή. Τη δίκαιη ανταπόδοση, η οποία συ­χνά αθετείται στη διάρκεια της ζωής του ατόμου και γι’ αυτό έπρεπε να αναζητηθεί στην κατάσταση της κοινότητας ή των απογόνων.[33] μπορεί κανείς τώρα να την προσδοκά πέραν των ορίων του φυσικού θανάτου. Η κίστη σε μια δίκη των νεκρών επιζητεί να καταστήσει υποφερτή την καθημερινή εμπειρία της αδικίας στην ανθρώπινη ζωή. Ο κατάλογος των μετανοούντων αμαρτω­λών στη Νέκυια της Οδύσσειας αποτελεί το αρχαιότερο δείγμα για μια τέτοιου είδους κατανόηση της δικαιοσύνης.[34]

Οι Ίωνες φιλόσοφοι, από την πλευρά τους, θα κάνουν τη Δίκη αρχή κο­σμική που κυβερνάει γη και ουρανό - τον κόσμο ολόκληρο. Ο Αναξίμανδρος έβλεπε τη γένεση των όντων κάτω από μια ηθική οπτική γωνία που συνάπτεται στενότατα με το πρόβλημα της Δίκης: «τα όντα, απ' όπου γεννιούνται, εκεί χρωστούν και να φθαρούν, γιατί πληρώνουν ποινή και τιμωρία το ένα στο άλλο για την αδικία τους, σύμφωνα με την τάξη του χρόνον».[35] Στον Παρμενίδη τα κλειδιά της πύλης απ΄ όπου περνούν η Μέρα και η Νύχτα, τα κρατάει η «πολύποινος Δίκη»·[36] αυτή κρατάει δεμένες και τη γένεση και τη φθορά των όντων.[37] Το ίδιο και στον Ηράκλειτο: Η κοσμική αναγκαιότητα, οι ουράνιοι φυσικοί νό­μοι, επιτροπεύονται από τη Δικαιοσύνη. Ο Ήλιος δεν μπορεί να ξεφύγει από την τροχιά του, αλλιώς οι Ερινύες, οι παραστεκάμενες της Δικαιοσύνης, θα τον ανακαλύψουν - και θα τον ξαναγυρίσουν φυσικά στο σωστό δρόμο.[38] Ο Ηράκλειτος αφήνει να εννοηθεί μια διαλεκτική θεωρία για τη δίκη και την αδικία, αφού η πρώτη είναι γνωστή χάρη στη δεύτερη:[39] Η δικαιοσύνη φανε­ρώνεται μέσα από τη σύγκρουση, είναι σύγκρουση. Η τελευταία λέξη της σκέψης του Ηράκλειτου σχετικά με την πόλη, επισημαίνει ένας μελετητής, δεν είναι οι νόμοι - οι οποίοι τρέφονται από τους θείους νόμους -[40] αλλά η δικαιοσύνη: II δικαιοσύνη είναι η δύναμη που εξασφαλίζει τη συνοχή και την κανονικότητα του κοσμικού γίγνεσθαι, μέσα από τον πόλεμο και τη διχό­νοια.[41] Έτσι, οι Ἰωνες φιλόσοφοι, απεξαρτώντας τα φυσικά φαινόμενα από τη θεϊκή βούληση, έφεραν σε σύγκρουση το μύθο με τον Λόγο.[42]

Η σύγκρουση όμως του θεϊκού με το ανθρώπινο δίκαιο και η αμφισβήτη­ση της αυθαιρεσίας των θεών θα παιχθεί επί σκηνής με τη γένεση της τραγω­δίας. Μέσα από τα έργα των τραγικών διαφαίνεται η σύγκρουση ανάμεσα στις κοσμικές αξίες του 5ου αιώνα και την αρχαιότερη θρησκευτική παράδο­ση. Εξαρχής πρέπει να επισημάνουμε ότι η διερεύνηση και ο προσδιορισμός της ακριβούς σημασίας των δικαιικών όρων και εννοιών και του τρόπου χρή­σης τους στο χώρο της τραγωδίας απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Οι τραγικοί ποιητές χρησιμοποιούν τις λέξεις και τις έννοιες του Δικαίου εντελώς δια­φορετικά απ’ ό,τι οι ρήτορες ή το δικαστήριο. Συχνά καταφεύγουν στους όρους αυτούς συνειδητά προκειμένου να εκφράσουν τις συγκρούσεις ανάμε­σα στις νομικές αξίες από τη μια μεριά και, από την άλλη, σε μια αρχαιότερη θρησκευτική παράδοση, καθώς και σ’ έναν ηθικό στοχασμό που γεννιέται. Στο ένα άκρο, το δίκαιο καθιερώνει την ντε φάκτο εξουσία και στηρίζεται στον καταναγκασμό, αποτελώντας, κατά κάποια έννοια, και τη συνέχειά του. Στο άλλο άκρο αναφέρεται το θρησκευτικό στοιχείο: Εισάγει και δεσμεύει ιερές δυνάμεις, δηλαδή την κοσμική τάξη, τη δικαιοσύνη του Διός. Θέτει επίσης ηθικά προβλήματα σχετικά με το βαθμό ευθύνης των προσώπων που ενεργούν. Από αυτή την άποψη, η θεϊκή δικαιοσύνη, που κάνει συχνά τα παι­διά να πληρώνουν για τα εγκλήματα του πατέρα τους, «μπορεί να φανεί τόσο σκοτεινή και αυθαίρετη, όσο και η βία ενός τυράννου».[43] Ωστόσο, όπως ση­μειώνει ο A. Lcsky, μπορεί οι θεοί να «χειρίζονται το πηδάλιο με σκληρό χέ­ρι. αλλά σ’ αυτούς ανήκει και η χάρις».[44]

Ειδικότερα ο Αισχύλος, στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα, έχοντας ως κέ­ντρο του στοχασμού του τον Δία. προβληματίζεται βαθιά για τη δικαιοσύνη και τη δικαίωση των θεών.[45] Θεωρείται ο πρώτος που έβαλε τους μύθους και την ερμηνεία τους στην υπηρεσία της δημοκρατίας.[46] Στον τραγικό αυτό ποιητή ο θεϊκός και ο ανθρώπινος παράγοντας ενεργούν ταυτόχρονα- η θεϊκή δικαιοσύ­νη εκπληρώνεται μέσα από την ανθρώπινη πράξη. Όσο βαριά κι αν είναι η κληρονομική ενοχή και η καθυστερημένη εκδίκηση, ένας βαθμός ευθύνης υπάρχει πάντα στον ανθρώπινο παράγοντα. Η Jacqueline dc Romilly. στο έργο της Αρχαία Ελληνική τραγωδία, επιγράφει χαρακτηριστικά το κεφάλαιο το σχε­τικό με τον Αισχύλο «Ο Αισχύλος ή η τραγωδία της θείας Δίκης».[47]

Οι θεοί, όπως και η θεία Δίκη, είναι παντού στον τραγικό κόσμο του Αι­σχύλου. Είναι παντού εμφανής η αναζήτηση μιας ανώτερης δικαιοσύνης. Έτσι, στην τραγωδία Πέραν; εκείνο που δίνει δύναμη στο δράμα που έζησαν οι ηττημένοι Πέρσες είναι η διαδοχική αποκάλυψη του ρόλου που διαδραμα­τίζει η θεία Δίκη.

Η δικαιοσύνη με τη μορφή της ανταπόδοσης των ίσων, ανθρώπινη και θε­ϊκή. είναι το βασικό θέμα της Ορέστειας. Η ένοχη Κλυταιμνήστρα σκοτώνει το σύζυγό της Αγαμέμνονα. ο αθώος Ορέστης φονεύει τη μητέρα του και η τριλογία κλείνει με μια δίκη στην οποία μετέχουν θεοί και άνθρωποι και όπου ο Ορέστης αθωώνεται με την «ψήφο» της Αθηνάς. Ο χορός αναφωνεί ότι το χτύπημα του Ορέστη εναντίον της μητέρας του προέρχεται υπό τη θεία δικαιοσύνη.[48] Βέβαια, φαίνεται αλλόκοτη αυτή η Δίκη.[49] που οδηγεί τον Ορέ­στη να μολυνθεί με το αίμα της μητέρας του και τέλος τον παραδίδει στις Ερινύες,[50] μια αντίφαση που τρόπον τινά αίρεται από την τελική αθώωση του Ορέστη. έκβαση που αποτελεί καινοτομία της τραγωδίας έναντι της προη­γούμενης σχετικής παράδοσης.[51]

Το θέμα της δικαιοσύνης και της αυθαιρεσίας των θεών επανέρχεται στον ΙΊρομηθέα Δεσμώτη. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι πρόκειται για το μόνο δράμα όπου «η αρχή της θείας δίκης ούτε βεβαιώνεται ούτε επιβεβαιώνεται».[52] Ο Προμηθέας παρουσιάζεται ως το θύμα ενός κυρίαρχου Δία, όχι δί­καιου. Το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς μια τέτοια θέση εντάσσεται στο υπόλοιπο έργο του Αισχύλου, όπου ο ποιητής κηρύττει την πίστη στη θεία δικαιοσύνη. Μια απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι ο ποιητής, φροντίζο­ντας πλάι στον όχι δίκαιο Δία να προβάλει την έπαρση του Προμηθέα, φαίνε­ται να διδάσκει ότι ακόμη και στους θεούς η δικαιοσύνη είναι καρπός εμπει­ρίας, μια σκέψη που βρίσκεται σε συνέχεια της εποχής των θεογονιών και των θεομαχιών.[53]

Ο Προμηθέας. γιός της Θέμιδας (ή της Γης) και του Τιτάνα Ιαπετού, είναι ο πιο γνωστός «αμαρτωλός» της ελληνικής μυθολογίας. Ο Ησίοδος[54] περι­γράφει τη φοβερή τιμωρία του ήρωα, που αποφάσισε να κλέψει τη φωτιά από το εργαστήριο του Ηφαίστου και της Αθηνάς και να την προσφέρει στους αν­θρώπους, ώστε μαζί με τις τέχνες και τις επιστήμες να επιβιώσουν, αφού οι φυσικές τους δυνάμεις δεν ήταν αρκετές. Με την πράξη αυτή γίνεται ο ευερ­γέτης και σωτήρας του ανθρώπινου γένους, αλλά προκαλεί την οργή του Δία. ο οποίος τον αλυσοδένει στον Καύκασο, όπου ένας αετός τού κατέτρωγε κα­θημερινά το συκώτι.

Η τιμωρία του Προμηθέα φαίνεται αυθαίρετη και άδικη[55] - εκτός από υπερβολικά σκληρή. Κανείς δεν φαίνεται να είχε προειδοποιήσει πως η φω­τιά ήταν αγαθό του οποίου η προσφορά στους ανθρώπους θα επέσειε τιμωρία (αντίθετα, οι πρωτόπλαστοι γνώριζαν τις συνέπειες σε περίπτωση παρα­κοής). Βασική ιδέα στην προκειμένη περίπτωση είναι η τιμωρία του επανα­στάτη και αμφισβητία της θεϊκής εξουσίας. Είναι εμφανής η αυθαιρεσία και η σκληρότητα στην οποία μπορεί να φθάσει ένας θεός όταν θεωρεί ότι έχει προσβληθεί αυτός ή η εξουσία του. Και ενώ είναι φανερό ότι η Δικαιοσύνη τραυματίζεται από την αυθαιρεσία των ίδιων των θεών, η Θέμις και η Δίκη, οι προσωποποιήσεις-θεότητες της δικαιοσύνης, που είναι πάρεδροι του Δία, αναδεικνύοντας τους Ολύμπιους θεούς σε προστάτες του Δικαίου, στο μύθο δεν εμφανίζονται πουθενά.

Ο Αισχύλος λοιπόν, στην ομώνυμη τραγωδία, παρουσίαζε τον Προμηθέα, δέσμιο στον Καύκασο, να παίρνει το λόγο και να υπερασπίζεται το δικό του δίκαιο απέναντι στο δίκαιο του Δία. Υποστηρίζει ότι ο αρχηγός των θεών, παρ΄ ἑαυτῷ τό δίκαιον ἔχων, κρατά το δίκαιο στα χέρια του και το διαμορφώνει κατά τη βούλησή του, ενώ διαμαρτύρεται ότι πάσχει «έκδικα».[56]

Μια άλλη τραγωδία με θέμα τη Δίκη, όπου όμως οι θεοί δεν παίζουν πρω­ταγωνιστικό ρόλο, είναι η Αντιγόνη, το «κατεξοχήν σχετικό με τη δικαιοσύ­νη δράμα του Σοφοκλή»,[57] αλλά παράλληλα, ίσως και ένα από τα πιο σκοτει­νά έργα του.[58] Ο Κρέων, άρχοντας της πόλης, έχει διατάξει να παραμείνει άταφο το πτώμα του Πολυνείκη, αδελφού της Αντιγόνης, επειδή πολέμησε εναντίον της πόλης του. Η Αντιγόνη, επικαλούμενη τον άγραφο νόμο, αρνείται να υπακούσει στην εντολή του. Τόσο ο Κρέοντας όσο και η Αντιγόνη πιστεύουν ότι ενεργούν δίκαια. Ο Κρέων είναι βασιλιάς και βασίζεται στο γεγονός ότι η δίκη τού έχει παραχωρηθεί από τον Δία («θεμιστοπόλος βασι­λεύς»), τον οποίο και σέβεται. Η Αντιγόνη επικαλείται και αυτή τον Δία και τη Δίκη, λέγοντας ότι η απόφαση του Κρέοντα δεν προέρχεται από τους θε­ούς και άρα δεν υποχρεούται να τη σεβαστεί. Υποστηρίζει ότι ακολουθεί μόνο τους άγραφους νόμους των θεών, στους οποίους αντιτίθεται ο Κρέων με την απαίτησή του. κάτι που δεν έχει δικαίωμα να κάνει. Δίνεται η εντύ­πωση ότι στο δράμα υπάρχει μια σύγκρουση του θεϊκού με το ανθρώπινο δί­καιο. Και οι δύο ήρωες χρησιμοποιούν το επιχείρημα ότι ενεργούν εκ μέ­ρους των θεών, και δείχνουν ότι το πιστεύουν πραγματικά, για να δικαιολο­γήσουν τη στάση τους. Kαι εκεί βρίσκεται η ύβρη και των δύο, ότι δηλαδή θέλησαν να ταυτιστούν με τη θεϊκή δίκη, κάτι το οποίο δεν τους επιτρεπό­ταν. Το ενδιαφέρον είναι ότι και οι δύο πλευρές επικαλούνται μεν το θεϊκό δίκαιο, αλλά η αντιπαράθεσή τους είναι μια αντιπαράθεση μεταξύ δύο αν­θρώπων. χωρίς την επέμβαση κάποιου θεού.[59] Έτσι, το δίκαιο στην τραγωδία αυτή δεν εμφανίζεται τόσο με τη θρησκευτική όσο με την πολιτική του διά­σταση. Ο Κρέων εμφανίζεται ως ο τύραννος που επιθυμεί να κάνει τη θέλη­σή του νόμο, και μάλιστα παρουσιάζει το νόμο αυτό ως θεϊκό. Είναι αποκα­λυπτικά τα λόγια του ότι αυτόν που κυβερνάει πρέπει να τον ακούμε και στα δίκαια και στα αντίθετα, δηλ. τα άδικα. Σ’ αυτή την τυραννία αντιτίθεται τε­λικά στο δράμα η Αντιγόνη.

Τέλος, ο Ευριπίδης, ο ποιητής του ελληνικού διαφωτισμού, παρόλο που είναι ένας θρησκευτικός σκεπτικιστής, αν όχι άθεος, πιστεύει στη θεϊκή πρόνοια, την τελική επικράτηση της δικαιοσύνης και της θεϊκής ανταπόδοσης, αν και συχνά υπομιμνήσκει ότι οι θεοί έπρεπε να έχουν υψηλότερα κρι­τήρια ηθικής από τους ανθρώπους.[60]

Όσο περνούν οι αιώνες, οι Έλληνες γνωρίζουν άλλους λαούς και αρχίζει να κλονίζεται η πίστη τους στους δικούς τους θεσμούς. Στη Θράκη, μαρτυρεί ο Ηρόδοτος, όταν αρχίσει να αστράφτει και να βροντά, συνήθιζαν να απει­λούν τον ουρανό, ακόμα και να τον σαγηνεύουν, μια ενέργεια από τις πιο ανόσιες για έναν Έλληνα. Ένα χρέος από τα πιο ιερά στην Ελλάδα είναι να γηροκομήσει ο γιός τον πατέρα, όμως στην Αίγυπτο -σύμφωνα πάλι με τον Ηρόδοτο- την υποχρέωση αυτή την έχουν οι κόρες και όχι οι γιοι.[61] Αναρω­τιούνται πού βρίσκεται το σωστό και τελικά μήπως ο νόμος, που πιστεύανε ως τώρα πως είναι δοσμένος από τους θεούς, δεν είναι παρά ένας θεσμός αν­θρώπινος. που μπορεί ν΄ αλλάξει ανάλογα με τις συνθήκες της ζωής.

Σ’ αυτές τις αμφιβολίες ριζώνει η σοφιστική του πέμπτου αιώνα, για να κηρύξει πως οι νόμοι, γραμμένοι και άγραφοι, είναι έργο ανθρώπινο, που αντιβαίνει μάλιστα στη φύση· γιατί στη φύση δεν βασιλεύει νόμος άλλος από την επιβολή του δυνατού πάνω στον αδύνατο. Με τον τρόπο αυτό, ο νόμος των ανθρώπων μεταβάλλεται τώρα σε τύραννο -είναι η λέξη που χρησιμο­ποιούν-, έναν τύραννο που βιάζει τη φύση, εκεί που άλλοτε ήταν βασιλιάς και κανόνιζε το ρυθμό όχι μόνο της γης, αλλά και του ουρανού ολόκληρου. Ο Πρωταγόρας αφαιρεί από τις λέξεις θέμις και Δίκη το θεϊκό τους χαρακτήρα και πιστεύει ότι το δίκαιο δεν είναι δεδομένο στους ανθρώπους, αλλά απο­κτάται από αυτούς και πρέπει να ανήκει σε όλους.[62] Ο Γοργίας δίνει πρωτεύ­ουσα θέση στην επιείκεια, υποστηρίζοντας ότι αυτή έπρεπε να έχει τον κυ­ρίαρχο ρόλο στο δίκαιο.[63]

Την κατακλείδα της εξέλιξης των διαφόρων περί δικαίου θεωριών αποτελεί κατά κοινή ομολογία η διδασκαλία του Σωκράτη, όπως αυτή διατυπώθηκε στα έργα του μαθητή του Πλάτωνα.[64] Στα χρόνια του Σωκράτη η δικαιοσύνη έχει χάσει πια κάθε ιερότητα, έχει καταντήσει ένας απλός ανθρώπινος θεσμός, έτσι που ο καθένας να παίρνει το δικαίωμα να τον κρίνει και να τον επικρίνει.

Στο διάλογο του Πλάτωνα Πολιτεία (ή Περί δικαίου)[65] ο Σωκράτης παρουσιάζεται να αποδεικνύει την απόλυτη αξία της δικαιοσύνης για την ψυχή του ανθρώπου. άσχετα με κάθε αναγνώριση ή παραγνώριση από τον άλλο κόσμο, και ότι στην άσκηση της δικαιοσύνης βρίσκεται όχι μόνο το χρέος αλλά και η ευδαιμονία του ανθρώπου. Για να στηρίξει το απόλυτο κύρος της δικαιοσύ­νης, ο Σωκράτης θα ακολουθήσει το δρόμο της διαλεκτικής. Είναι ένας δρό­μος μακρύς και κουραστικός. Στο τέλος όμως θα αποδειχθεί ότι ο τυραννικός άνθρωπος, αυτός που επιβάλλεται με την ισχύ του ανεξάρτητα από το δίκαιο, αυτός που συγκεντρώνει όλη τη δύναμη στα χέρια του και θα έπρεπε, σύμφω­να με το κήρυγμα των σοφιστών, να χαίρεται μια ευτυχία απεριόριστη, θα αποδειχθεί πως στην πραγματικότητα βρίσκεται μέσα σ’ ένα πέλαγος συμφο­ράς: φθονερός, άπιστος, άφιλος, δούλος των παθών του, με ψυχή αγαλήνευτη και αιώνια ακόρεστη.

Στο διάλογο αυτό διατυπώνονται διάφορες απόψεις περί του τι είναι δι­καιοσύνη. Ο Κέφαλος. που εκπροσωπεί την παλαιό γενιά, θεωρεί ότι δικαιο­σύνη είναι η εντιμότητα στις συναλλαγές. Ο Πολέμαρχος ισχυρίζεται ότι δι­καιοσύνη είναι να αποδίδεις τα ίσα: καλό στον φίλο και κακό στον εχθρό, παραβλέποντας ότι ο φίλος μπορεί να είναι άδικος και ο εχθρός δίκαιος. Ο σο­φιστής Θρασύμαχος καθορίζει ωμά ότι δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυ­ρού. Ο Γλαύκων θεωρεί τη δικαιοσύνη ως μια υποκριτική κοινωνική σύμβα­ση που επιβάλλεται από τους πολλούς και αδύναμους για την αυτοπροστασία τους. Όλοι αυτοί οι ορισμοί αποδεικνύεται ότι περιέχουν ένα μέρος αλήθει­ας. αλλά όχι ύλη την αλήθεια. Τελικά, γίνεται αποδεκτός ο ορισμός του Σω­κράτη «τό τά αὑτοῦ πράττειν», δηλαδή ότι ο καθένας οφείλει να πράττει για το κοινωνικό σύνολο εκείνο «εἰς δ΄ αὐτοῦ ἡ φύσις ἐπιτηδειοτάτη πεφυκυΐα εἴη».[66]

Παρουσιάζει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τη σχετική συζήτηση ανάμεσα στον Σωκράτη και σε δύο προικισμένους και αγαπημένους του μα­θητές. τους αδελφούς του ίδιου του Πλάτωνα, τον Γλαύκωνα και τον Αδείμαντο. Λίγο πριν, ο Σωκράτης έχει αποστομώσει και γελοιοποιήσει τον Θρασύμαχο τον σοφιστή, που υποστήριζε -όπως ήδη αναφέρθηκε- πως δικαιοσύνη απόλυτη δεν υπάρχει και πως ό,τι λέμε οι άνθρωποι δίκαιο δεν είναι παρά η άμυνα των αδύνατων ανθρώπων αντίκρυ στους δυνατούς· στην πραγματικότη­τα, οι δυνατοί είναι εκείνοι που εφαρμόζουν το μόνο που αληθινά αξίζει να λέγεται δίκαιο: την επιβολή του ισχυρού επάνω στον αδύνατο.

Ύστερα από την ήττα του Θρασύμαχου, η συζήτηση θα τελείωνε άδοξα αν δεν επενέβαινε ο Γλαύκωνας για να πάρει πάνω του την ευθύνη να παρου­σιάσει συστηματοποιημένες τις γνώσεις εκείνων που πίστευαν στη σχετικό­τητα της έννοιας της δικαιοσύνης, λέγοντας:

«Την επιχειρηματολογία του Θρασύμαχου θα την ανανεώσω. Εγώ δεν συμφωνώ με τον Θρασύμαχο, αλλά είναι αλήθεια ότι και μύριοι άλλοι επιχειρούν να με πεί­θουν ότι η ζωή του άδικου είναι καλύτερη υπό του δίκαιον. Της δικαιοσύνης όμως την υπεράσπιση, ότι είναι ανώτερη από την αδικία, αυτήν δεν την έχω ακούσει από κανέναν ως τώρα όπως τη θέλω. Πιστεύω πόες ένα τέτοιο εγκώμιο της δικαιοσύ­νης. μόνο υπό σένα. Σωκράτη. Θα μπορούσα να το ακούσω. Γι' αυτό, για να σου δεί­ξω με ποιον τρόπο θέλω να μου επαινέσεις τη δικαιοσύνη, θα βάλω όλη μου τη δύ­ναμη και θα επαινέσω τον άδικο βίο».[67]

Στην επιχειρηματολογία υπέρ της υπεροχής της αδικίας, μεταξύ άλλων, ακούμε τον Γλαύκωνα να λέει ότι αυτοί που ασκούν τώρα τη δικαιοσύνη την ασκούν άθελα τους, γιατί δεν έχουν τη δύναμη να αδικούν αυτό θα μπορού­σαμε να το καταλάβουμε αν κάναμε την ακόλουθη υπόθεση:

«Μι δίναμε και στους δύο. και στον δίκαιο και στον άδικο, την εξουσία να κά­νουν ό,τι θέλουν, κι έπειτα να τους παρακολουθούσαμε για να δούμε πού θα οδηγούσε τον καθένα η επιθυμία του. Θα βλέπαμε λοιπόν ότι ο δίκαιος θα ακολουθούσε ακριβώς τον ίδιο δρόμο με τον άδικο, από τον πόθο να αποκτήσει όσο γίνεται περισ­σότερα. Γιατί κάθε ύπαρξη από τη φύση της αυτό κυνηγάει για αγαθό, και μόνο επει­δή το θέλει ο νόμος, από ανάγκη, ξεστρατίσει και τιμάει την ισότητα.

Η εξουσία όμως που θα τους δίναμε να είναι σαν του ήρωα του παραμυθιού, που φορεί το μαγικό δαχτυλίδι και μόλις στρίψει την πέτρα του δαχτυλιδιού προς τα μέ­σα γίνεται αόρατος και μπορεί να εκπληρώσει όλες του τις επιθυμίες: να μπει σε πα­λάτια, να κλέψει, να σκοτώσει, να γίνει βασιλιάς – ό,τι θέλει. Αν λοιπόν τους χαρί­ζαμε από ένα τέτοιο δαχτυλίδι, ούτε και ο δίκαιος θα έβρισκε τη δύναμη να κρατηθεί πιστός στη δικαιοσύνη, την ώρα που θα μπορούσε να παίρνει άφοβα από την αγορά ό,τι θέλει και να μπαίνει στα ξένα σπίτια και να βλέπει όποιον θέλει και να σκοτώ­νει και να ελευθερώνει από τη φυλακή όποιον θέλει· με δυο λόγια: να κάνει τα πάντα - ίδιος θεός. Ποια μεγαλύτερη απόδειξη χρειάζεται. Σωκράτη, για να φανεί πως κα­νένας δεν εί\·αι δίκαιος γιατί το θέλει, παρά μόνο γιατί αναγκάζεται; αφού, όπου νο­μίζει πως είναι ελεύθερος να αδικήσει, αδικεί».

Μετά τον Γλαύκωνα. το λόγο παίρνει ο Αδείμαντος. για να τον συμπλη­ρώσει και να διαμαρτυρηθεί, με τη σειρά του. όχι πλέον για τα όσα διαλαλούν οι κήρυκες της αδικίας, αλλά για τα όσα διαλαλούν οι κήρυκες της ίδιας της δικαιοσύνης:

«Όλοι όσοι συμβουλεύουν τους νέους να είναι δίκαιοι, αντί να επαινέσουν την ίδια τη δικαιοσύνη, επαινούν το καλό όνομα και όσα αποκτούμε ασκώντας την. Αν όμως ο μόνος λόγος για να υπηρετούμε τη δικαιοσύνη είναι η επιτυχία στη ζωή. τι σημασία έχει τι είναι πραγματικά κανένας, αφού και αυτός που ασκεί την αδικία κάτω από το πρόσωπο της δικαιοσύνης χαίρεται τα ίδια οφέλη; Αφού σημασία έχει το τι πιστεύουν οι άλλοι για μας και όχι τι πραγματικά είμαστε και αφού όλα διορθώνονται με το χρήμα, το πιο καλό δεν είναι να κοιτάξουμε να φαινόμαστε μόνο δίκαιοι; Γιατί να προτιμήσουμε τη δικαιοσύνη και όχι την πιο μεγάλη αδικία, που. αν την αποχτήσουμε με την επίφαση της δικαιοσύνης, θα ζήσουμε και θα πεθάνουμε ευτυχι­σμένοι:

Από όλους εσάς που λέτε πως είστε υμνητές της δικαιοσύνης κανένας δεν κατη­γόρησε την αδικία ούτε παίνεσε τη δικαιοσύνη παρά μόνο για το όνομα που βγάζει κανείς γι’ αυτές και για τις τιμές και για τα χαρίσματα. Για την ίδια τη δικαιοσύνη όμως και για την ίδια την αδικία, όταν φωλιάζουν μέσα στην ψυχή μας. ακόμα κι όταν κρυβόμαστε μπροστά και στους θεούς και στους ανθρώπους, κανένας ποτέ ως τώρα ούτε ποιητής ούτε ιδιώτης δεν μας απόδειξε με τρόπο ικανοποιητικό ότι το ένα είναι το πιο μεγάλο από όσα κακά μπορεί να κλείσει η ψυχή του ανθρώπου, ενώ η δι­καιοσύνη το πιο μεγάλο από τα αγαθά».

Η πρόκληση για τον Σωκράτη είναι εμφανής, όμως το πιο καίριο σημείο στους λόγους των δύο αδελφών είναι όταν ο Γλαύκωνας προβάλλει το αξίωμα «οὐδείς ἑκών δίκαιος» (κανένας δίκαιος γιατί το θέλει), σε σκόπιμη αντίθεση με το δόγμα του Σωκράτη «οὐδείς ἑκών κακός» (κανένας κακός γιατί το θέλει).

Στο διάλογο αυτό συμβαίνει το εξής παράξενο: Για πρώτη και μοναδική φορά την υπεράσπιση της σοφιστικής θεωρίας ότι το δίκαιο είναι θετό και δεν αποτελεί παρά το καταφύγιο των αδύνατων ψυχών, όσων δεν είναι σε θέ­ση να αδικούν ατιμώρητα, την αναλαμβάνουν όχι οι οπαδοί της. αλλά δύο νέ­οι που δεν την παραδέχονται, δεν θέλουν να την παραδεχτούν. Και μάλιστα, στους λόγους τους βρίσκεται η πιο εμπεριστατωμένη ανάπτυξη της σοφιστι­κής θεωρίας. Ούτε ο Θρασύμαχος, ούτε ο I 'οργιάς στον ομώνυμο διάλογο, ού­τε κανένας άλλος σοφιστής δεν συγκεντρώνει τόσα επιχειρήματα για να υπο­στηρίξει αυτό που αποτελεί μάλιστα την πίστη του. Η πιο δυνατή επιχειρη­ματολογία συνδυασμένη με το πιο δυνατό πάθος ακούγεται από δύο νέους που δεν πιστεύουν.

Η συζήτηση, μέσα από το μακρύ δρόμο της διαλεκτικής, θα κλείσει μόνο στο ένατο βιβλίο της Πολιτείας, με τον Σωκράτη να διακηρύττει την απόλυτη αξία της δικαιοσύνης για την ψυχή.

Ο δικαιότατος είναι ο ευδαιμονέστατος και, κατά έναν παιγνιώδη συλ­λογισμό του Σωκράτη. 729 φορές πιο ευτυχισμένος. Ό,τι καλό και ωραίο κερ­δίζει ο άνθρωπος, γεννιέται όταν υποτάξουμε το θηριώδες στο λόγο, στο θείο στοιχείο που κλείνουμε μέσα μας· ό,τι κακό και άσχημο, όταν υποτάξουμε το ήμερο στοιχείο της ψυχής μας στο άγριο. Και αφού ο δίκαιος θεραπεύει το θεϊκό μέσα του στοιχείο, δεν μπορεί παρά αυτόν να αγαπούν οι θεοί. Το άδι­κο κέρδος δεν ωφελεί- γιατί την ίδια στιγμή παραδίνουμε το καλύτερο μέρος της ψυχής μας στην εξουσία του χειρότερου, τό βέλτιστον ταῷ μοχθηρωτάτῳ. Και το θείο φωλιάζει σε κάθε ανθρώπινη ψυχή. Έτσι, η αδικία δεν ωφελεί με κανέναν τρόπο, ακόμα λιγότερο αν κρυφτείς κάτω από το ρούχο της δικαιο­σύνης- γιατί μόνο αν είσαι φανερά άδικος, υπάρχει ελπίδα να διορθωθείς. Και καταλήγει: «Αλήθεια, είναι μεγάλος ο αγώνας αν θα γίνει κανείς χρηστός ή κακός. Ούτε της τιμής ο πόθος ούτε των χρημάτων ούτε της εξουσίας - τίποτα δεν αξίζει τόσο, ώστε να παραμερίσει κανείς τη δικαιοσύνη και την ά/Jjj αρετή. Όλα τα άλλα έχουν αξία για όσο μόνο διάστημα ζει κανείς πάνω σ' αυτή τη γη. η ψυχή όμως είναι αθάνατη και δεν χάνεται ποτέ».[68]

Όλος αυτός ο αγώνας του Σωκράτη να αποδείξει την ευδαιμονία του δίκαι­ου ανθρώπου δεν θα είχε ίσως τόση αξία. σημειώνει ο I. Κακριδής,[69] αν πίσω του δεν υψωνόταν η καταδίκη και ο θάνατός του. Ο ίδιος γυμνώθηκε απ’ όλα - εκτός από τη δικαιοσύνη. Προτίμησε να αδικηθεί παρά να αδικήσει. Πορεύ­τηκε αμετάστατος μέχρι θανάτου. Η δικαιοσύνη του βασανίστηκε και με τη θυσία του- αποδείχθηκε αληθινή.[70]

Από τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας προκύπτει ότι η ιδέα του δικαίου και της δικαιοσύνης δεν έπαυσαν ποτέ, και μετά την καθαίρεσή τους από το θεϊκό βάθρο, να αποτελούν αντικείμενο διερεύνησης και προ­βληματισμού αλλά και αντιτιθέμενων απόψεων. Ακόμη όμως και σήμερα, τό­σους αιώνες μετά, διατηρεί ιαίνεις την ίδια εκείνη αίσθηση που αποκομίζει διαβάζοντας τον Ησίοδο: ότι η δικαιοσύνη «είναι το μονοπάτι εκείνο που οδηγεί τον άνθρωπο στον μόνο δυνατό παράδεισο πάνω στη γη».[71]
----------------------------
[1] Οι αντιλήψεις περί δικαίου αποτελούν αντικείμενο διερεύνησης πρωτίστως αχό τη νο­μική. τη φιλοσοφία, τη φιλολογία, τη θεολογία, αλλά και την κοινωνιολογία. την ηθική και την τέχνη. Η σχετική βιβλιογραφία είναι πλουσιότατη και εστιάζεται στην οπτική γωνία και το ερευνητικό ενδιαφέρον του εκάστοτε μελετητή. Έτσι, κλασικό λ.χ. για την εξέταση της έν­νοιας του δικαίου, κυρίως ως φιλοσοφικής και νομικής έννοιας, παραμένει το έργο του Ε. Wolf, Griechisches Rechisdenken, τόμ. Ι-ΙΙ, Φρανκφούρτη a.Μ. 1947,1952' τις γενικές αρχές του αρχαίου ελληνικού δικαίου εκθέτει ο Ε. Weiss, Griechisches Privatrecht auf rechtsvergleichenden Grundlage, Allgenteiner Teil, Λειψία 1923. και ειδικότερα του αττικού δικαίου ο Η. J. Lipsius, Das attische Recht und Rechtsverfahren, Λειψία 1905-1915. Στη σύγχρονη βιβλιογραφία μια εξαιρετική εποπτική- διαχρονική και εννοιολογική - εικόνα της δικαιοσύνης βλ. στο λήμμα «Gerechtigkeit» του A. Dihle στο RLAC 10 (1978) 233-300. Όσον αφορά ειδικότερα τη δικαιο­σύνη στην αρχαία ελληνική σκέψη και γραμματεία, βλ. την ενδιαφέρουσα εκτενή μελέτη του Ε. A. Havelock, The Greek Concept of Justice: From its Shadow in Homer to its Substance in Plato, Καίμπριτζ Μασσ.. Λονδίνο 1978.

[2] N. Πανταζόπουλος. «Ιστορική εισαγωγή εις τας πηγάς του Ελληνικού Δικαίου», Επι­στημονική Επετηρ;iς της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών Α.Π.Θ., τόμ. ΙΘ. τεύχ. Α, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 3-132.

[3] Η έννοια της δικαιοσύνης συνδέθηκε αρχικά με την έννοια του θείου και έτσι εξηγείται το ότι η Θέμις και η Δίκη αποτελούν θεότητες της μυθολογίας· βλ. Α. Κυριακίδου-Νέστορος. «Η ερμηνεία των μύθων από την αρχαιότητα ως σήμερα». Ελληνική μυθολογία, Εκδοτική Αθη­νών. τόμ. I (1986), σελ. 244. Από την πρώιμη κλασική περίοδο διαπιστώνεται μια αυξανόμενη σημασία των προσωποποιήσεων θεοτήτων έναντι των γνωστών θεών του Ολύμπου. Για τους τραγικούς και τον Αριστοφάνη, η προσωποποίηση αποτέλεσε πολύτιμο μέσο ζωντανής ανα­παράστασης στο λόγο αλλά και ως σκηνική παρουσία. Η κριτική των σοφιστών και η ορθολογιστική σκέψη αποδυνάμωσαν την πίστη στους ολύμπιους θεούς και οδήγησαν στη χρήση προσωποποιήσεων που ενσάρκωναν έννοιες των οποίων η σπουδαιότητα δεν μπορούσε να αμ­φισβητηθεί. Τέλος, η κορύφωση της δημοτικότητας των προσωποποιήσεων παρατηρείται κα­τά την ελληνιστική εποχή, όταν απεξαρτώνται από τη σχέση του; με μεγάλες θεότητες και λατρεύονται αυτόνομα βλ F. Stobl. «Personifikationen». RE XIX. 1.1042-1058.

[4] Στις πρώιμες κοινωνίες η αρχή που διείπε τiς ανθρώπινες σχέσεις και υπέτρεπε τους αν­θρώπους υπό αντικοινωνικές, και κατά συνέπεια άδικες πράξεις, ήταν η Αιδώς. Στη συνέχεια, κατά την αρχαϊκή εποχή, ρυθμιστής της ανθρώπινης συμπεριφοράς γίνεται η Δικαιοσύνη, και έτσι συντελείται το πέρασμα από τον «πολιτισμό της Αιδούς» στον «πολιτισμό της Δίκης»· βλ. σχετικά Ε. R. Dodds. Οι Έλληνες και το Παρόλογο (μετάφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης). Αθήνα 1996. σελ. 17.37. Βλ. επίσης Ρ. Diel, Ο Συμβολισμός στην Ελληνική Μυθολογία (μετάφρ. I. Ράλλη - Κ. Χατζηδήμου). Αθήνα 1991

[5] Η θέμις είναι κόρη του Ουρανού και της Γαίας και ανήκει στο γένος των Τιτάνων (Ησίοδος, θεογονία 131 κ.ε.). Επίσης, γιος της φέρεται και ο Προμηθέας (Αισχύλος. Προμηθέ­ας Δεσμώτης 18.209.874). Βλ. R. Hirzel. Themis. Dike und Verwandecs. Ein Beitrag zur Gcschichte der Rechistdee bei der Griechen. Λειψία 1907 (Χιλντεσχάιμ 1966). και H. A. Shapiro. Personifications in Greek Art. Βέρνη 1993. σελ. 13.

[6]Αναλυτική παρουσίαση του θέματος και έκθεση των απόψεων που έχουν διατυπωθεί στην έρευνα, από τον Γ. Βλάχο. Πολιτικές κοινωνίες στον Όμηρο (μετάφρ. Μ. Παΐζη-Αποστο λοπούλου. Δ. Αποστολοπούλου). Αθήνα 198). και ιδιαίτερα το κεφάλαιο «θέμις και Δίκη». Για το πρόβλημα των ομηρικών «θεμίστρων» βλ. σελ. 191-203.

[7] Οδύσσεια ι 106.

[8] Όσον αφορά τις διαφορές θέμιδος και Δίκης βλ. Hirzel. όπ., σελ. 156.

[9] Ησίοδος. Έργα και Ημέραι 222-224.258-262.

[10]Ησίοδος. Έργα και Ημέραι 213-218. Χαρακτηριστικό της δίκης είναι γενικά η έλλειψη βίας (Ησίοδος. Έργα και Ημέραι 275): Όπου απαιτείται μια μορφή βίας αυτή είναι απλώς η δύ­ναμη που αποκαθιστά το δίκαιο και υπηρετεί την έμπρακτη εφαρμογή της δικαιοσύνης· βλ. Wolf. ό.π. τόμ. Ι. σελ. 133-135.

[11] Για την ιστορία του όρου δικαιοσύνη βλ. E. A. Havelock. «Dikaiosune», Phoenix 23 (1969). 49 κ.ε.

[12] Eλεγ. 1.147.

[13] Ύμν. 62.4 / 63.5-6 / 62.2. Δ. Π. Παπαδίτσα - Ε. Λαδιά. Ορφικοί Ύμνοι, Κείμενο, μετάφρα­ση. σχόλια. Αθήνα 2003.

[14] Βλ. Ν. Παπαχατζής. «Οι θεοί του Κάτω Κόσμου». Ελληνική Μυθολογία, Εκδοτική Αθη­νών, τόμ. 2(1987),σελ. 221 κ.ε. Η τιμωρία των ανιάτως εχόντων εις πονηρίαν είναι ορφική ή πυ­θαγόρεια πρβλ. Πίνδαρο. Πυθιόν. 2.21.

[15] Στην παρούσα εισήγηση, η οποία παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Biblicum του Τομέα Βιβλικής Γραμματείας και θρησκειολογίας και εντάσσεται στη θεματική ενότητα Η δικαιοσύ­νη στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. την Καινή και την Παλαιά Διαθήκη, κρίναμε σκόπιμο να εστιάσουμε την προσοχή μας στο πέρασμα της έννοιας της δικαιοσύνης από την περιοχή του μύθου και των θεών, τη Δίκη του Ησιόδου, σε μια έννοια καθημερινή και ανθρώπινη, τη δικαιο­σύνη του Σωκράτη, διαγράφοντας πολύ συνοπτικά την ενδιάμεση πορεία όπως αυτή ανιχνεύεται στα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.

[16] Το πρόβλημα αυτό συνδέεται με το γενικότερο πρόβλημα της ηθικότητας των ομηρι­κών θεών βλ. Μ. Ρ. Nilson, «Die Gricchcngottcr und die Gcrechtigkeit», Harv. Theol. Rev. 50 (1957)193 κ.ε.

[17] Για τη θέμιδα στον Όμηρο βλ. Μ. S. Ruipcrez. «Historia de θέμις en Homcro». Emerila 28(Ι960)99κ.ε.

[18] 1. M. Finley, Ο κόσμος του Οδνσσέα (μετάφρ. Σ. Μαρκιανού), Αθήνα 1966, σελ. 177.

[19] «Ο Δίας κανονίζει πώς θα εκκληρωθούν όλα τα πράγματα και τα διαθέτει κατά τη βούλησή του», λέει ο Σημωνίδης ο Αμοργίνος (1,1 Bergk)· βλ. Ε. R. Dodds. Οι Έλληνες και το Παράλογο, ό.π.. σελ. 38. Αναλυτικά για τη σχέση του Δία με τη Δικαιοσύνη βλ. Η. Lloyd - Jones. The Justice of Zeus. Μπέρκλεϋ - Λος Αντζελες 1971. και Η. Schwabl. «Zeus», RE Suppl. XV, 1026- 1030.

[20] Ιλιάδα Σ 497-508.

[21] Οδύσσεια ω 351

[22] Οδύσσεια ρ 485

[23] Έτσι και η τιμωρία, με την επιβολή κάποιας ποινής, στον ομηρικό κόσμο, «μπορεί να χρησιμοποιήσει τα όργανα της πολιτείας, αλλά τελικά παραμένει υπόθεση ιδιωτικής πρωτο­βουλίας»· Αιμ. Μιρώ. II καθημερινή ζωή στην εποχή του Ομήρου (μετάφρ. Κ. Παναγιώτου), Αθή­να 1971. σελ. 172.

[24] Λ. Lcsky. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας (μετάφρ. Α. Τσομπανάκης). Θεσσα­λονίκη 1964. σελ. 164. Ο τρόπος με τον οποίο ο Ησίοδος μιλά γι' αυτή τη μορφή, με εντυπω­σιακές εικόνες, που η μία διαδέχεται την άλλη, θυμίζει την περιγραφή για τη Λάρνακα του Κυψέλου. όπου η Δίκη παριστάνεται σαν ωραία γυναίκα με το ένα χέρι να χτυπά τη μισητή Αδικία και με το άλλο να τη χτυπά με ραβδί (Παυσ. 5,18,2).

[25] Το δόγμα της δικαιοσύνης του ισχυρότερου, της δικαιοσύνης που εφάρμοζαν οι Κύ­κλωπες της ομηρικής κοινωνίας, αποδίδεται από τον Ησίοδο με το μύθο του γερακιού με το αηδόνι (στ. 202-209), ο οποίος είναι ο πιο πρώιμος σωζόμενος μύθος στην αρχαία ελληνική γραμματεία.

[26] Ωστόσο οι πρώτοι υπαινιγμοί για την υπεροχή της ειρήνης βρίσκονται ήδη στον Όμηρο, κάτι που διαφαίνεται από την απεικόνιση των αγαθών της ειρήνης επάνω στην ασπίδα του Αχιλλέα- αναλυτική περιγραφή των σκηνών και σχετική βιβλιογραφία βλ. Μ. W. Edwards (επιμ. Αντ. Ρεγκάκος), Ομήροιι Ιλιάόα. τόμ. Ε. Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 339 κ.ε.


[27] Το σωζόμενο κείμενο του Δράκοντα, στον A. Biscardi. Αρχαίο Ελληνικό Δίκαιο (μετάφρ. Π. Λημάκης). Αθήνα 1996. σελ. 446-448.

[28] A. Lesley, Ιστορία τη; αρχαία; ύλ.ηντκή;λογοτεχνίας, ό.κ., σε).. 195.

[29] Ησίοδος, Έργα και Ημέραι 225.

[30] Βλ. W. Jaeger. «Solons Eunomie», Sintmgsbttichie dtr Akackmie Berlin. 1926. σε)., 69.

[31] ἐν δέ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσα ἀρετή ἐστινπι (Diehl. A LG. Thcognis A 147).

[32] βάθρον πόλιων ἀσφαλές δίκα (Ολυμπ. 13.6).

[33] Ησίοδος, Έργα και Ημέραι 230-247.

[34] A. Dihle, «Gerechtigkeit». σελ. 242.

[35]Αναξίμανδρος. Diels VS 12 |2| F 1.

[36] Παρμενίδης. Diels VS I.229.B. I. I4. Πρβλ. τους χαρακτηρισμούς ποίνιμος δίκη (Σοφο­κλής. Τραχίν. 808) και ὑστερόποινος Ἐρινύς (Αισχύλος, Αγαμ. 58).

[37]Παρμενίδης, Diels VS 28 [18] FI. 8.


[38]. Απόσπ. 94: Ἥλιος οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰ δέμή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν.

[39]. Απόσπ. 23: Δίκης ὄνομα οὐκ ἄχ ᾔδεσαν μη ἦν.

[40]. Απόσπ. 114: τρέφονται γάρ πάντες οἱ ἀνθρώπειοι νόμοι ὑπό ἑνός, τοῦ θείου.

[41]. Κ. Αξελός. Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία (μετάφρ. Δ. Δημητριάδης), εκδ. Εξάντας. Αθήνα 1974. σελ. 175.

[42]. Βλ. W. Nestle. Von Myhos zurm Logos, Στουτγάρδη 1968, και N. Ματσούκας, Λόγος και μύθος με βάση την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Θεσσαλονίκη 1990.

[43]. Ζαν Πιέρ Βκρνάν - Πιέρ Βιντάλ-Νακέ:. Μύθος και τραγωδία στην αρχαία Ελλάδα (μετάφρ. Στ. Γεωργιάδης). Αθήνα 1974, σελ. 42-43.

[44]. A. Lesley, Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων. Από τη γέννηση του είδους ως τον Σοφο­κλή (μετάφρ. Ν. X. Χουρμουζιάδη), τόμ. Α, Αθήνα 1990. σελ. 279.

[45]. Για τη σύγκρουση δικαίου και αδίκου στην τραγωδία του Αισχύλου βλ. G. Grossman. Promethie und Orestie, Χαϊδελβέργη 1970. σελ. 38 κ.ε.

[46]. Βλ. Λ. Κυριακίδου-Νέστορος. ό. π., τόμ. 1. σελ. 253.

[47]. Jacqueline dc Romilly. Αρχαία Ελληνική τραγωδία (μετάφρ. Ελ. Δαμιανού-Χαραλαμποπούλου), Αθήνα 1990. σελ. 47.

[48] στ. 935: ἔμολε μέν Δίκα (έφτασε η Δίκη).

[49] Οπως σημειώνει ο Wolf (ό.π.. τόμ. 1. σελ. 400). «μπορεί κάποιος να υποπέσει σε αδίκη­μα υπακούοντας στην προσταγή ενός θεού και δεν θα ήταν ακόμη πιο άδικος αν δεν είχε υπα­κούσει στη θεϊκή εντολή;».

[50] Οι Ερινύες αναφέρονται πολύ συχνά στον Αισχύλο και ο ποιητής φαίνεται να αναγνω­ρίζει σ' αυτές ένα σύμβολο μιας ανώτερης ποινικής δικαιοσύνης για σφάλματα ενός παρελθό­ντος που φαντάζει αμείλικτο- βλ. Ρ. Ε. Easterling - Β. Μ. W Knox. Ιστορία της Αρχαίας Ελληνι­κής Λογοτεχνίας (μετάφρ. Ν. Κονομή - Χρ. Γριμπά · Μ. Κονομή). Αθήνα 1999.σε).. 392.

[51] Ο μύθος του Ορέστη υπάρχει στην Οδύσσεια (α 298-300, γ 303-310. δ 91-92. λ 410-417) καθώς και στον Πίνδαρο (11ος Πυθιόν., 15-37). αλλά εκτείνεται μέχρι την καταδίωξη από τις Ερινύες.

[52]Jacqueline dc Romillv. Αρχαία Ελληνική τραγωδία. ό.π., σελ. 56.

[53] Jacqueline de Romilly, Αρχαία Ελληνική τραγωδία, ό.π., σκλ. 57.

[54] Θεογονία 521-525.

[55] Η αυθαιρεσία του Δία διατυπώνεται με ποικίλες Φράσεις στο δράμα. Ο Ωκεανός λέει για τον Δία: Τραχύς μόναρχος οὐδ΄ ὑπεύθυνος κρατεῖ (στ. 342). Για την κριτική του Αισχύλου στη θεϊκή δικαιοσύνη βλ. S. Ranulf. The Jealousy of the Gods and Criminal Law at Athens, Νέα Υόρκη 1974. τόμ. I. σελ. 21 κ.ε.

[56] στ. 1093

[57] Wolf. ό.π., τόμ. II. σελ. 248.

[58] R. Μ. Torrance. «Sophocles: some bearings». HSCPh 69 (1965) 300.

[59] Τα χαρακτηριστικά στοιχεία που διαφοροποιούν την Αντιγόνη από την υπόθεση του Ορέστη είναι ότι και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές είναι άνθρωποι και δεν εμφανίζεται κανέ­νας θεός, καθώς και ότι τελικά καμμιά από τις δύο πλευρές δεν επικρατεί.

[60] Βλ. P. E. Easterling - Β. Μ. W. Knox. Ιστορία τη; Αρχαία; Ελληνική; Λογοτεχνίας. ό.π., σελ. 431 κ.ε. (βιβλιογραφία, σελ. 985-987).

[61] Ηρόδοτος 2.35.4 και 4.94.4.

[62] Wolf. ό.π.. τόμ. II. σελ. 35-36. και Biscardi. ό.π., σελ. 472-473.

[63] Diels VS II 285. Fr. Β 6.15-16

[64] Η παρουσίαση που ακολουθεί και η μετάφραση των αποσπασμάτων από την Πολιτείας στηρίζεται στον I. β. Κακριδή. Σωκρατική δικαιοσύνη (Λόγος ρηθείς την 30ήν Ιaνουαρίου I959 επί τη εορτή των Τριών Ιεραρχών, ανάτυπο, Θεσσαλονίκη I960.

[65] Βλ. τη σχολιασμένη έκδοση του J. Adam. τόμ. II, Καίμπριτζ 1920-21 (και αναθεωρημέ­νη εκδ. D. Λ. Ron 1963).

[66] Πολιτεία 433a.

[67] Πολιτιία II 358 κ.ε.

[68] Ι. Κακριδής. ό.π., σελ. 16.

[69] Ι. Κακριδής.ό.π., σελ. 16.

[70] Η στάση αυτή του Σωκράτη συχνά συσχετίζεται με τη χριστιανική. Ωστόσο, υπάρχουν σαφώς διαφορές: Το να αφήνουμε ατιμώρητους τους εχθρούς μας δεν συνιστά μια στάση χρι­στιανικής επιείκειας, εφόσον έτσι είναι σαν να τους εκδικούμαστε με το να τους εγκαταλεί­πουμε στην ηθική αρρώστεια τους. Όταν αδικούμε ή ανταδικούμε, είναι σαν να προκαλούμε βλάβη στην ννχή μας από ηθική άπονη: Άρα δεν πρέπει να αδικούμε, από φροντίδα για τον εαυτό μας, ενώ. σύμφωνα με τη χριστιανική ηθική, δεν πρέπει να αδικούμε, από αγάπη προς τον πλησίον μας- βλ. Αυγ. Μπαγιώνα, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής ηθικής αχό τους προσωκρατικούς ως την αρχαία Ακαδημία. Θεσσαλονίκη 1974. σελ. 99.

[71] Ευ. Ρούσος, «Η ποίηση της γεωμετρικής εποχής». Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδο­τική Αθηνών, τόμ. Β (1971), σελ, 178.

Εσωτερικός κριτής και αυτοεκτίμηση

Αν έχετε χαμηλή αυτοεκτίμηση, τότε σας λείπει η εμπιστοσύνη στον εαυτό σας. Αν και έχετε ταλέντα σε κάποιους τομείς, διστάζετε να τα αξιοποιήσετε και να διεκδικήσετε αυτό που σας αξίζει πραγματικά είτε σε προσωπικό είτε σε εργασιακό επίπεδο.

Ενδεχομένως να έχετε συμβιβαστεί με μια εργασία κατώτερη των δυνατοτήτων σας ή με σχέσεις που δεν ανταποκρίνονται στα θέλω σας. Ίσως υποθέτετε ότι δεν έχετε αρκετή αξία, δεν είστε αρκετά σημαντικός ή ότι δεν θα έχετε επιτυχία σε τίποτα. Όταν έχετε μια τάση να επιδιώξετε κάτι, να δοκιμάσετε κάτι, νιώθετε μια αίσθηση κατάπτωσης στο στήθος, έναν κόμπο και εγκαταλείπετε την ιδέα. Μπορεί να πιστεύετε ότι δεν αξίζετε τίποτα ή δεν θα καταφέρετε τίποτα.

Αυτές οι υποθέσεις/σκέψεις ανήκουν σε μια εσωτερική επικριτική φωνή που σας κάνει τη ζωή δύσκολη. Ζει μέσα σας και σας λέει πράγματα όπως, «Δεν είσαι καθόλου καλός. Δεν μπορείς να το κάνεις. Μην το προσπαθήσεις καν.» Πιθανότατα υποθέτατε πάντα ότι αυτή είναι η αλήθεια για σας και δεν έχετε καταλάβει ότι αποτελεί ένα ξεχωριστό μέρος του εαυτού σας που σας δίνει αυτά τα βλαβερά μηνύματα. Αυτή η φωνή είναι τόσο κατηγορηματική που δεν μπαίνετε καν στη διαδικασία να επιδιώξετε κάτι που επιθυμείτε.

Αυτό το μέρος τους εαυτού σας αποκαλείται «εσωτερικός κριτής». Αν δεν τον γνωρίζετε, τότε δεν έχετε κανένα τρόπο να επικοινωνήσετε μαζί του. Οπότε δεν μπορείτε να αντιμετωπίσετε την πηγή των αρνητικών πεποιθήσεων για τον εαυτό σας.

Όταν αποκτήσετε επίγνωση του πώς αυτό το μέρος σας καταβάλλει και καταστρέφει τη ζωή σας, ίσως θυμώσετε πολύ και θελήσετε να απαλλαγείτε από αυτό. Σε μια συμβατικού τύπου θεραπεία, ενδεχομένως να ενθαρρύνονταν η προσπάθεια να το πείσετε να αλλάξει ή απλά να το ξεπεράσετε. Θα το βλέπατε ως εχθρό. Ωστόσο, αυτό δεν είναι πολύ αποτελεσματικό. Όταν μπαίνουμε σε διαμάχη με τον «εσωτερικό κριτή», αυτός μπορεί απλά να εδραιωθεί ακόμη περισσότερο.

Εναλλακτικά, χρησιμοποιώντας την προσέγγιση IFS (Internal Family Systems), μπορείτε να εξερευνήσετε τον εσωτερικό σας κόσμο και σταδιακά να γνωρίσετε τον «εσωτερικό κριτή». Τότε θα ανακαλύψετε ότι αυτό το μέρος στην πραγματικότητα προσπαθεί να σας βοηθήσει. Παρ’ όλο που σας προκαλεί απόγνωση και κατάθλιψη, το κάνει αυτό στα πλαίσια μιας στρεβλής προσπάθειας να σας προστατεύσει. Θέλει να σας κρατήσει μακριά από την αποτυχία και πιστεύει ότι ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να σας αποτρέπει από το να προσπαθείτε οτιδήποτε δύσκολο. Αυτό το πετυχαίνει μέσω συνεχούς κριτικής και αποθάρρυνσης.

ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΘΑ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΕΤΕ ΟΤΙ Ο «ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΡΙΤΗΣ» ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΣΑΣ ΒΟΗΘΗΣΕΙ, Ο ΘΥΜΟΣ ΣΑΣ ΘΑ ΜΑΛΑΚΩΣΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΑΡΧΙΣΕΤΕ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΕΙΤΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥ ΦΕΡΕΣΤΕ ΦΙΛΙΚΑ.

Στην προσέγγιση IFS, ποτέ δεν χρειάζεται να μπείτε σε διαμάχη με ένα μέρος σας ή να προσπαθήσετε να απαλλαγείτε από αυτό. Μπορείτε να αναπτύξετε μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί του και να το βοηθήσετε να σχετιστεί μαζί σας πιο εποικοδομητικά. Μέσα από τη σχέση σας με τον «κριτή» σας, αυτός θα μαλακώσει και θα γίνει λιγότερο σκληρός.

Όταν διερευνήσετε περαιτέρω την εσωτερική σας ζωή με τη χρήση του IFS, θα ανακαλύψετε ότι υπάρχει ένα διαφορετικό μέρος του εαυτού σας που παίρνει αυτά τα μηνύματα από τον «κριτή». Πρόκειται για το «επικριμένο παιδί» που πιστεύει αυτές τις επικρίσεις και νιώθει ασήμαντο, ανάξιο,, αποθαρρυνμένο και απελπισμένο. Είναι σκόπιμο να γίνετε φίλοι με αυτό το μέρος σας και να συνδεθείτε μαζί του μέσα από αγάπη και συμπόνια. Στη συνέχεια, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε αναμνήσεις από την παιδική σας ηλικία όπου εισπράξατε επίκριση και απόρριψη και νιώσατε άχρηστοι. Το «επικριμένο παιδί» είναι το μέρος που είχε πληγωθεί από αυτές τις επικρίσεις. Σε επόμενη φάση, θα μπορέσετε να θεραπεύσετε αυτό το παιδί μέσα από την αγάπη σας και βοηθώντας το να απελευθερώσει τα συναισθήματα της ντροπής και αναξιότητας. Ως αποτέλεσμα, ο «κριτής» θα υποχωρήσει στο παρασκήνιο και θα σας προκαλεί λιγότερα προβλήματα.

Μέσω αυτής της δουλειάς, θα ανακαλύψετε μια χρήσιμη πτυχή του Αυθεντικού Εαυτού σας, έναν «εσωτερικό υποστηρικτή» που έχει την ικανότητα να σας υποστηρίξει και να σας ενθαρρύνει έναντι των επιθέσεων του «κριτή». Θα μπορέσετε να αναπτύξετε και να ενισχύσετε αυτό το μέρος που νοιάζεται και θέλει το καλύτερο για σας. Ο «εσωτερικός υποστηρικτής» θα σας τονώσει λέγοντάς σας ότι έχετε πολλά ταλέντα και μπορείτε να πετύχετε σπουδαία πράγματα στον κόσμο. Θα μάθετε να τον επικαλείστε όταν είναι απαραίτητο και να παίρνετε την υποστήριξη του.

Ο «εσωτερικός υποστηρικτής» θα σας πει «Είσαι εντάξει, ακριβώς όπως είσαι. Μπορείς να τα καταφέρεις. Είμαι περήφανος για σένα.» Αυτό θα σας βοηθήσει να τολμήσετε να αναπτύξετε τα ταλέντα σας, να βγείτε προς τα έξω, να εξελιχθείτε επαγγελματικά στον τομέα που πραγματικά σας αρέσει και να αποκτήσετε μια προσωπική σχέση όπως την επιθυμείτε. Καθώς ο «εσωτερικός υποστηρικτής» σας υπερισχύει έναντι του «κριτή», θα αποκτήσετε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και περισσότερη χαρά σε πολλές πτυχές της ζωής σας.

Το πόσο ξένος είναι ο άλλος, στις πιο τρικυμισμένες ώρες των ερώτων μας το διαπιστώνουμε

Αν ο καιρός που περνά φθείρει τον ενθουσιασμό, σ αντάλλαγμα σου προσφέρει ζεστασιά κι ανθρώπινη έγνοια, κι είναι φορές που τίποτα δεν συγκρίνεται μ αυτά τα τελευταία.

Είναι οι λεπτομέρειες που δένουν ένα ζευγάρι που θέλει να δεθεί.

Η επιθυμία να μας καταλαβαίνουν είναι από τις πιο επιτακτικές και αβασάνιστες επιθυμίες μας.

Το κατά πόσο μας καταλαβαίνει κάποιος δεν είναι εύκολο να το κρίνουμε, αφού οι ίδιοι δύσκολα αντιλαμβανόμαστε τι μας γίνεται. Συνήθως λέμε πως μας καταλαβαίνουν όταν αυτό που καταλαβαίνουν μας κολακεύει.

Κι ύστερα είναι κι αυτά μέσα σ εκείνες τις ελαφρές παρεξηγήσεις που δένουν και ταιριάζουν δύο ανθρώπους πιο πολύ απ' τις συνεννοήσεις και τα ξεκαθαρίσματα. Η ομίχλη στον έρωτα, όπως κι η ομίχλη στα τοπία, ομορφαίνει και εξυψώνει τις εικόνες του, μπολιάζοντάς τες με χυμό ονείρου.

Τίποτα δεν είναι πιο ελκυστικό από το φευγαλέο και καμιά πραγματικότητα δε ριζώνει βαθύτερα από μια ψευδαίσθηση.

Καμιά πείρα στον έρωτα δεν ωφελεί τον έρωτα, μόνο ο τωρινός υπάρχει, υπήρξε και θα υπάρξει.

Έτσι ο ερωτευμένος με μια αφελή αλλά και συγκινητική αθωότητα θέλει, και επειδή το θέλει πολύ τα καταφέρνει να πιστεύει πως αυτό που σε τούτη τη ζωή αισθάνεται δε συγκρίνεται με τίποτα άλλο από όσα στην προηγούμενη ζωή του έχει αισθανθεί.

Αρνούμενος να ανατρέξει και να χρησιμοποιήσει οτιδήποτε παλιότερα έπαθε, επαναλαμβάνει τα ίδια σφάλματα και γλιστρά στις ίδιες ψευδαισθήσεις που πριν λίγο τον βασάνιζαν.

Δεν καταδέχεται να παραδεχτεί πως αυτό που σήμερα του συμβαίνει έχει σχέση με οτιδήποτε άλλο του έχεις συμβεί και ξεκινά άοπλος σαν γυμνό παιδί σε παρθένα ζούγκλα έναν περίπατο εκεί που όλοι βλέπουνε πως δεν είναι παρά ο συνηθισμένος δρόμος του σπιτιού του.

Αυτή η τρελή πίστη για τη μοναδικότητά της είναι ταυτόχρονα η ανοησία και το μεγαλείο της αγάπης.

Την κοιτά να 'ναι ξαπλωμένη πλάι του. Τόσο γνώριμη σαν κορυφογραμμή πατρίδας η γραμμή του γυρισμένου της κορμιού, πιο γνώριμη κι από ανάσα του η ανάσα της. Εκατοντάδες φορές την έχει αγγίξει, έχει περάσει μέσα της, έχει καθοδηγήσει τον βαθύτερο σπασμό της.

Ξέρει από πριν τι θα του πει όταν ξυπνήσει, όταν του τηλεφωνά, όταν αργήσει. Ξέρει πώς τον πίνει τον καφέ της και ποιες ταινίες την ενθουσιάζουν.

Ξέρει τόσα γι' αυτήν, κι όμως δεν την ξέρει, ποτέ δε θα τη μάθει όσους αιώνες κι αν ζήσουν μαζί κι η εικόνα της που πιστεύει πως απ' έξω κι ανακατωτά γνωρίζει δεν είναι παρά ένα ετοιμόρροπο τέμπλο που τον προστατεύει προσωρινά απ' τον ίλιγγο του πως καθόλου δεν τη γνωρίζει, πως με μια ξένη ζει, σε μιας ξένης τα σκοτάδια βυθίζει τα θεμέλια της κάθε μέρας του.

Κι αν για κάποιον λέμε πως πιο καλά κι εαυτό μας τον γνωρίζουμε, δεν είναι και πολύ ενθαρρυντικό αυτό, γιατί τίποτα χειρότερα απ' τον εαυτό μας δεν γνωρίζουμε.

Το πόσο ξένος είναι ο άλλος, στις πιο τρικυμισμένες ώρες των ερώτων μας το διαπιστώνουμε. Εκεί που πας να τον αρπάξεις για σωτήρια λέμβο, ανακαλύπτεις πως αυτός ακριβώς είναι η πιο μαύρη θάλασσα του κινδύνου σου.

Στις πιο αγριεμένες ώρες του ερωτά το διαπιστώνεις. Και τι να μάθει απ' το δίχως πέρατα σύμπαν του αλλού και του εαυτού του κανείς. Με το κεφάλι πέφτει στο κενό κι όπου τον βγάλουν οι νόμοι της φύσης, η ηλιθιότητα της σύμπτωσης κι εκείνη η τρεμάμενη διαίσθηση, η ανεξήγητη κι αστάθμητη, μαγνητική βελόνα που ψάχνει για τον πόλο.

Αν την ειλικρίνεια την έχουμε κατά περίσταση, είναι προστυχιά.

Η νίκη, η τελική νίκη είναι μία: να στέκεσαι ενώπιος ενωπίω με τον εαυτό σου και να αισθάνεσαι καλά. Δίχως αυτό το στήσιμο πουθενά δεν στέκεσαι. Αν στο πάτωμα του εαυτού σου μόνος σου δεν μπορείς να σταθείς, πώς να ισορροπήσεις στο τεντωμένο σχοινί της σχέσης.

Οι σπουδαίοι έρωτες, οι σπουδαίες μοναξιές, οι σπουδαίες ελευθερίες θέλουν αίμα.

Όλοι ονειρεύονται τη λάμψη τους αλλά τρέμουν και την παραμικρή αμυχή στο κορμί τους.

Ο κόσμος πηγαίνει το πρωί στη δουλειά ακούγοντας ρομαντικά τραγούδια στο κασετόφωνο, γράφει στιχάκια και τα κρύβει στα λογιστικά του κατάστιχα, ενθουσιάζεται με την κατάληψη της Βαστίλης καθισμένος μπροστά στην τηλεόραση του σαλονιού του και ξενυχτά για κάποια συγκλονιστική γυναίκα δίπλα στην κοιμισμένη σύζυγο.

Καλά κάνουν και δειλιάζουνε και δεν κάνουν ρούπι απ' το κασετόφωνο, απ' το γραφείο, απ' το σαλόνι, απ' το συζυγικό κρεβάτι. Η ελευθερία, όταν δεν είσαι καμωμένος από την ουσία της, όταν δεν γνωρίζεις τους χειρισμούς της, είναι στυγνή, αδέκαστη, σε στέλνει στη χειρότερη εξορία: στη μοναξιά σου στο υγρό δωμάτιο του αντίπαλου εαυτού σου.

Γιατί ο έρωτας είναι πιο απρόσωπος παρά προσωπικός, τον σφιχτοδένουμε μ ένα πρόσωπο γιατί έτσι έχουμε αποφασίσει να είναι. Όσα μαθαίνουμε, όσα μας επιβάλουνε, όσα ο δεδομένος ρομαντισμός της καρδιάς μας αποζητά, μας βάζουν να πιστεύουμε πως ο άλλος, ο μοναδικός, είναι που μας εμπνέει την αγάπη.

Αλλά ο έρωτας είναι μέσα μας, στοιχείο υγρό, παλλόμενο, εκρηκτικό, που πιέζει τα τοιχώματα του κορμιού μας.

Έρχεται κάποιος, μας αγγίζει με τη ματιά του, με το χέρι του, με το σώμα του, με τη φωνή του κι αναβρύζει σιντριβάνι.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟΥΣ ΕΛΕΑΤΕΣ


Τό Ὄν, νο­ού­με­νο σάν ἀν­τι­κει­με­νι­κή καί ὑ­περ­βα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί σάν ἀ­πό­λυ­το ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς το­ῦ ἐμ­πει­ρι­κά δε­δο­μέ­νου φυ­σι­κο­ῦ κό­σμου, εἶ­ναι ἡ ἔν­νοι­α πού γεν­νή­θη­κε μα­ζί μέ τούς Ἐ­λε­ά­τες φι­λο­σό­φους. Γύ­ρω ἀ­πό αὐτή τήν ἔν­νοι­α, τή δυ­να­τό­τη­τά της καί τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τά της, τή θε­με­λί­ω­σή της καί τήν ἀ­πο­σα­φή­νι­σή της, πλέχ­τη­κε ὁ­λό­κλη­ρη ἡ Ἐ­λε­α­τι­κή φι­λο­σο­φί­α, ἀ­πο­κρυ­σταλ­λώ­θη­κε ὁ προ­βλη­μα­τι­σμός της στό σύ­νο­λό του καί ἀ­πο­τέ­λε­σε τόν πυ­ρή­να τῆς κα­το­πι­νῆς ­Ὀν­το­λο­γί­ας σάν Με­τα­φυ­σι­κῆς.

Μι­λοῦ­με γι­ά Ὄν νο­ού­με­νο ἀ­πό τους Ἐ­λε­ά­τες σάν ἀν­τι­κει­με­νι­κή καί ὑ­περ­βα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί σάν ἀ­πό­λυ­το ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς τοῦ ἐμ­πει­ρι­κά δε­δο­μέ­νου φυ­σι­κοῦ κό­σμου, ἐ­πει­δή τό Ὄν, νο­ού­με­νο γε­νι­κά σάν ἀν­τι­κει­με­νι­κή, ὄ­χι ὅ­μως καί ὑ­περ­βα­τι­κή, πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί σάν σχε­τι­κό, ὄ­χι ὁ­μως καί ἀ­πό­λυ­το, ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς τοῦ ἐμ­πει­ρι­κά δε­δο­μέ­νου φυ­σι­κο­ϋ κό­σμου, προ­ῦπῆρ­χε τῆς Ἐλεατικῆς ὀν­το­λο­γί­ας, ὄ­χι μό­νο στή Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, ἀλ­λά καί στή Θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση. Ἐπίσης μι­λοῦ­με σχε­τι­κά γι­ά ­Ὀν­το­λο­γί­α με­τα­φυ­σι­κή, πού ἄρ­χι­ζει μέ τούς Ἐ­λε­ά­τες, ἐ­πει­δή ­Ὀν­το­λο­γί­α φυ­σι­κή, ἐν­δο­κο­σμι­κή, εἶ­ναι στήν οὐ­σί­α της ὁ­λό­κλη­ρη ἡ προ­η­γού­με­νη Φυ­σι­κή φι­λοσοφία και ὁλόκληρη ἡ προηγούμενη θεογονική ποίηση. Αὐτό ἰσχύει βέβαια για μᾶς σήμερα, με το ὑπεριστορικό κριτήριο, μολονότι στην περίοδο πρίν ἀπό τους Ἐλεάτες οὔτε το γνωστικό ἀντικείμενο εἶχε ὀνομαστεῖ Ὄν οὔτε ἡ ἀ­να­φε­ρό­με­νη σ’ αὐτό με­λέ­τη ­Ὀν­το­λο­γί­α.

Τό Ὄν ὡς εἰ­δι­κός φι­λο­σο­φι­κός ὅρος, μέ κα­θο­ρι­σμέ­νο ση­μα­σι­ο­λο­γι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο, εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­στι­κό δη­μι­ούρ­γη­μα τῶν Ἐ­λε­α­τῶν. Οἱ Ἐ­λε­ά­τες σχη­μά­τι­σαν αὐτό τόν ὅρο οὐ­σι­α­στι­κο­ποι­ών­τας τό οὐ­δέ­τε­ρό της με­το­χῆς τοῦ ρή­μα­τος εἰ­μί, τόν εἰ­ση­γή­θη­καν στή Φι­λο­σο­φί­α, καί ἀ­πό τό­τε ἔ­χει ἐ­πι­κρα­τή­σει σέ παγ­κό­σμι­α κλί­μα­κα. Ὡστόσο τό Ὄν, πο­λύ πρίν πλα­στεῖ ὡς εἰ­δι­κός φι­λο­σο­φι­κός ὅρος, εἶ­χε ἀ­να­ζη­τη­θεῖ ὡς γνω­σι­α­κό ἀν­τι­κεί­με­νο μέ­σα στόν ἐμ­πει­ρι­κά δε­δο­μέ­νο φυ­σι­κό κό­σμο ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τή Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α ἄλ­λα καί ἀ­πό τή θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση. Δη­λα­δή τό­σο ἡ Θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση ὁ­σο καί ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α στή θε­ώ­ρη­ση τοῦ ἀν­τι­κει­με­νι­κοῦ κό­σμου ἀ­να­γνώ­ρι­ζαν ὡς Ὄν­τα, γε­νε­σι­ουρ­γά αἴ­τι­α καί κέν­τρα ἀ­να­φο­ρᾶς τῶν φαι­νο­μέ­νων, τούς πρώ­τους θε­ούς, πού ἦ­ταν προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νες φυ­σι­κές δυ­νά­μεις, καί τά πρῶ­τα φυ­σι­κά σώ­μα­τα, πού ἦ­ταν νο­η­τά, ὁ­πως καί οἱ θε­οί, σάν ἀ­θά­να­τα καί ἄ­φθαρ­τα. Καί εἶ­ναι δι­α­φω­τι­στι­κό, γι­ά τήν ὀν­τι­κή θέ­ση τῶν άρ­χῶν τοῦ κό­σμου στή θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση, τό γε­γο­νός ὁ­τι οἱ πρῶ­τοι θε­οί, πού πο­τέ δέν ταυ­τί­ζον­ται μέ τούς με­γά­λους θε­ούς τῆς ἐ­πί­ση­μης λα­τρεί­ας, εἶναι κά­θε ἄλ­λο πα­ρά ὑ­περ­βα­τι­κά, ὑ­περ­φυ­σι­κά ἡ με­τά-φυ­σι­κά Ὄν­τα- εἶναι σύμβα-­τι­κά, ἐν­δο­κο­σμι­κά. φυ­σι­κά ὄν­τα, δέν ρυθ­μί­ζουν ἡ κα­τευ­θύ­νουν ἀ­πέ­ξω ἡ ἀ­πό πά­νω, σάν ἁρ­μό­δι­οι φο­ρεῖς κά­ποι­ας ἐ­ξου­σί­ας, τά φυ­σι­κά σώ­μα­τα καί τά φυ­σι­κά φαι­νό­με­να, ἀλ­λά εἶ­ναι αὐτοί οἱ ἴ­δι­οι τά φυ­σι­κά σώ­μα­τα καί τά φυ­σι­κά φαι­νό­με­να· τά φυ­σι­κά σώ­μα­τα καί φαι­νό­με­να εἶ­ναι τά σώ­μα­τα καί ἡ ἐ­πι­φά­νει­α τῶν ἴ­δι­ων τῶν θε­ῶν στόν κό­σμο· οἱ κο­σμο­γο­νι­κοί θε­οί εἶναι προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νες φυ­σι­κές δυ­νά­μεις. Ἔτ­σι στή θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση τά ἴ­δι­α τά φυ­σι­κά σώ­μα­τα, αὐ­τού­σι­α, ἡ Γῆ ἡ παμ­μή­τει­ρα, ὁ Ὠκεανός, θε­ῶν γέ­νε­σις, ὁ Ἥ­λι­ος, ἡ Σε­λή­νη, εἶναι θε­οί προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νοι. Καί ἔτ­σι στή συ­νέ­χει­α τῆς Θε­ο­γο­νι­κῆς ποί­η­σης, στή Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, τά ἀ­πο­μυ­θω­μέ­να φυ­σι­κά σώ­μα­τα ὡς ἀρ­χές τοῦ κό­σμου νο­ο­ῦν­ται, ὅ­πως ὡς τό­τε μό­νο οἱ θε­οί, ἄ­ει­ζω­α, ἀ­γέ­ρα­στα, ἀ­θά­να­τα, ἀ­νώ­λε­θρα, δη­λα­δή πραγ­μα­τι­κά ὄν­τα.

Τό Ὄν ὡς γνω­σι­α­κό ἀν­τι­κεί­με­νο εἶ­ναι ὁ κοι­νός στό­χος σέ κά­θε κο­σμο­λο­γι­κή σκέ­ψη, φι­λο­σο­φι­κή καί μή, ὡς τούς Ἐ­λε­ά­τες. Δε­δο­μέ­νη εἶναι ἡ κοι­νή ἐμ­πει­ρί­α ἀ­πέ­ναν­τι στή φύ­ση, πού, κα­τά τήν ἔκ­φρα­ση τοῦ Ἡ­ρά­κλει­του, κρύ­πτε­σθαι φι­λε­ῖ. Δε­δο­μέ­νη ἡ κοι­νή ἐμ­πει­ρί­α ἀ­πέ­ναν­τι στήν πο­λυ­μορ­φί­α καί στήν πο­λυ­μέ­ρει­α τοῦ ἀν­τι­κει­με­νι­κοῦ κό­σμου, ἀ­πέ­ναν­τι στή γέ­νε­ση καί στή φθο­ρά, στή με­τα­βλη­τό­τη­τα καί στήν ἀν­τι­θε­τι­κό­τη­τά του· ἐ­πί­σης δε­δο­μέ­νη εἶναι ἡ ἀ­νε­πάρ­κει­α τῶν αἰ­σθή­σε­ων καί τῆς κοι­νῆς ἐμ­πει­ρί­ας νά συλ­λά­βουν τή ση­μα­σί­α αὐ­τῆς της πρω­τε­ϊ­κῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς τοῦ ἀν­τι­κει­μένου, ὅ­πως δε­δο­μέ­νη εἶναι καί ἡ τά­ση το­ῦ ἀν­θρώ­που σώ­ζειν τά φαι­νό­με­να, δη­λα­δή νά τά ἐ­ξη­γή­σει καί νά τά αἰ­τι­ο­λο­γή­σει μέ τήν ἀ­να­γω­γή τους σέ κάποι­α ἀρ­χή. Στό­χος κοι­νός λοι­πόν εἶ­ναι ἡ ἐ­ξα­κρί­βω­ση τῆς ταυ­τό­τη­τας το­ῦ κό­σμου μέ­σα ἀ­πό τήν ἑ­τε­ρό­τη­τα τῶν φαι­νο­μέ­νων του, ἡ ἐ­πι­σή­μαν­ση τῆς στα­θε­ρῆς οὐ­σί­ας του μέ­σα ἀ­πό τήν πα­ρο­δι­κό­τη­τα τῶν μορ­φω­μά­των του, ἡ κα­τα­νό­η­ση τῆς ὁ­λό­τη­τάς του μέ­σα ἀ­πό τήν πο­λυ­μέ­ρει­ά του, ἡ σύλ­λη­ψη τῆς ἑ­νό­τη­τας καί τῆς ἁρ­μο­νί­ας τοῦ μέ­σα ἀ­πό τίς ἀν­τι­θέ­σεις καί τίς ἀν­τι­νο­μί­ες του. Τό ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς ἐ­ρευ­νᾶς πα­ρα­μέ­νει τό ἴ­δι­ο, καί γι­ά τούς θε­ολό­γους καί γι­ά τούς φυ­σι­ο­λό­γους καί γι­ά τούς ὀν­το­λό­γους· ἡ ἀ­νά­γνω­ση τοῦ ἀν­τικει­με­νι­κο­ῦ, ἡ ἀ­πο­κρυ­πτο­γρά­φη­ση τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ, εἶ­ναι κοι­νή ἐ­πι­δί­ω­ξη ὁ­λων τῶν με­γά­λων δα­σκά­λων τοῦ πρώ­ι­μου ἑλ­λη­νι­σμο­ῦ, ἀ­πό τόν Ἡ­σί­ο­δο, τόν ἐ­πι­ση­μό­τε­ρο ἐκ­πρό­σω­πο τῆς Θε­ο­γο­νι­κῆς ποί­η­σης, ὡς τόν Παρ­με­νί­δη, τόν ἀρ­χη­γό της Ἐ­λε­α­τι­κῆς ὀν­το­λο­γί­ας. Ἡ με­λέ­τη τοῦ ἀν­τι­κεί­με­νου γί­νε­ται χω­ρίς δι­α­κο­πές· μό­νο ἡ προ­σπέ­λα­σή του πα­ραλ­λάσ­σει κά­θε φο­ρᾶ· τά κρι­τή­ρι­α με­τα­βάλ­λον­ται, ἡ μέ­θο­δος καί τά μέ­σα τρο­πο­ποι­οῦν­ται καί ἀ­πό αὐτό κά­θε φο­ρᾶ προ­κύ­πτει δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­νά­γνω­ση το­ῦ ἀν­τι­κεί­με­νου- ἔτ­σι ἐ­σω­τερι­κές δι­ερ­γα­σί­ες ὁ­δη­γο­ῦν τή με­λέ­τη σέ ἐ­ξε­λι­κτι­κές φά­σεις, πού κά­πο­τε ἀ­πο­λή­γουν στή με­τά­βα­ση σέ κά­ποι­ο νέ­ο γέ­νος με­λέ­της. Ἔτ­σι μέ­σα ἀ­πό τό χῶ­ρο τῆς Θε­ο­γο­νι­κῆς ποί­η­σης ξε­προ­βάλ­λει στίς ἀρ­χές το­ῦ 6ου αἰ. π.Χ. ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α καί ἀ­πό τό χῶ­ρο τῆς Φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας πε­ρί­που ἕ­ναν αἰ­ώ­να ἀρ­γό­τε­ρα ἡ Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α.

Ἡ Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α φυ­τρώ­νει στό ἔ­δα­φος τῆς Φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας, ὁ­πως ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α φυ­τρώ­νει στό ἔ­δα­φος τῆς Θε­ο­γο­νι­κῆς ποί­η­σης. Τό κά­θε νέ­ο πνευ­μα­τι­κό μόρ­φω­μα γεν­νι­έ­ται ἀ­πό τό πα­λαι­ό­τε­ρό του, ὁ­ταν τό ἑ­νι­αῖ­ο γνω­σι­α­κό ἀν­τι­κεί­με­νο ἀρ­χί­ζει νά ἐ­ξε­τά­ζε­ται ἀ­πό δι­α­φο­ρε­τι­κή σκο­πι­ά, ὅ­ταν ὁ ἀ­να­φε­ρό­με­νος σ' αὐτό γε­νι­κός προ­βλη­μα­τι­σμός ἀ­να­το­πο­θετεῖΐ­ται σέ ἄλ­λο πε­δί­ο: ἀ­πό τό πε­δί­ο το­ῦ θρη­σκευ­τι­κο­ῦ τῆς Θε­ο­γο­νι­κῆς ποί­η­σης στό πε­δί­ο το­ῦ φυ­σι­κο­ῦ τῆς Φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας καί ἀ­πό τό πε­δί­ο τοῦ φυ­σι­κο­ῦ τῆς Φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας στό πε­δί­ο τοῦ με­τα­φυ­σι­κο­ῦ τῆς Ἐ­λε­α­τι­κῆς ὀν­το­λο­γί­ας. Ἐδῶ θά ση­μει­ώ­σο­με ὁ­τι αὐτή ἡ με­τά­βα­ση ἀ­πό τό ἕ­να πε­δί­ο στό ἄλ­λο συν­τε­λε­ῖ­ται μέ­σα ἀ­πό κά­ποι­α “αὐ­θαι­ρε­σί­α”: ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α πε­ρι­ο­ρί­ζει τό πε­δί­ο τοῦ θρη­σκευ­τι­κο­ῦ καί ἡ Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α πε­ρι­ο­ρί­ζει τό πε­δί­ο τοῦ φυ­σι­κο­ῦ. Καί τό στέ­νε­μα τῆς πε­ρι­ο­χῆς τοῦ πα­λαι­ότε­ρου εἶ­ναι μι­ά ἑρ­μη­νεί­α πού ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται ἀ­πό τό νε­ό­τε­ρο. Ἔτ­σι, κα­τά τή Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α βέ­βαι­α ἡ Θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση δέν πε­ρι­έ­χει φυ­σι­ο­γνω­σί­α καί κα­τά τήν Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α βέ­βαι­α ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α δέν πε­ρι­έ­χει Ὀν­το­γνω­σί­α. Ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α ἀρ­νεῖϊ­ται μέ πε­ρι­φρό­νη­ση τά πλά­σμα­τα τῶν προ­τέρων καί ἡ Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α ἀρ­νεῖ­ται μέ πε­ρι­φρό­νη­ση τάς βρο­τῶν δό­ξας, ὁ­πως ἡ ἴδι­α ἀ­πο­κα­λεῖ τά φυ­σι­κά φαι­νό­με­να, πού γι’ αὐτήν δέν εἶ­ναι ἀ­κό­μα οὔ­τε ὄψις ἀδήλων, ὅ­πως θά ἀ­να­γνω­ρι­στοῦν ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πό τόν Ἀναξαγόρα. Ὡ­στό­σο κά­θε νέ­ο κί­νη­μα ὀ­φεί­λει ὄ­χι καί λί­γα στό πα­λαι­ό­τε­ρό του, σάν ἀ­πό­το­κό του ἀ­πό τίς δυ­να­τό­τη­τες πού ἐ­κεῖ­νο δη­μι­ούρ­γη­σε καί ἀ­πό τίς δι­ερ­γα­σί­ες πού ἐ­κεῖϊ­νο πέ­τυ­χε. Γι­ά νά ἀ­πο­σα­φη­νι­στεῖ αὐ­τή ἡ ἱ­στο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα θά βο­η­θοῦ­σε ὁ­πωσ­δή­πο­τε μι­ά σύν­το­μη ἐ­πι­σκό­πη­ση τῆς δι­α­δρο­μῆς τοῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ ὡς τούς Ἐ­λε­ά­τες.

Ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α γεν­νή­θη­κε στήν Ἰ­ω­νί­α. Ὡς τή στιγ­μή πού οἱ Ἴ­ωνες ἔ­κα­ναν συ­νεί­δη­σή τους τό πρό­βλη­μα τοῦ κό­σμου, στόν ἑλ­λη­νι­κό, ὁ­πως καί στόν ἐ­ξω­ελ­λη­νι­κό, χῶ­ρο, ἡ κο­σμο­γνω­σί­α ἦ­ταν δι­α­τυ­πω­μέ­νη σέ ὁ­ρι­σμέ­νους μύ­θους, πού, προ­βάλ­λον­τας μι­ά γε­νε­α­λο­γί­α ἀ­πό θε­ϊ­κά ὄν­τα, ἐ­πι­χει­ροῦ­σαν νά ἐ­ξη­γή­σουν βα­σι­κά ὄ­χι τό­σο τήν οὐ­σί­α καί τή δο­μή τοῦ κό­σμου, ὁ­πως τά ἐν­νο­οῦ­με ἐ­μεῖς σή­με­ρα, ὅ­σο τήν κα­τα­γω­γή του καί τήν ἱ­ε­ραρ­χί­α τῶν ποι­κί­λων μορ­φῶν του. Σ’ αὐ­τούς τούς μύ­θους, πρῶ­τα ὄν­τα, πρίν ἀ­πό τήν κο­σμο­γέ­νε­ση, οἱ θε­ο­λό­γοι ἔ­βα­ζαν ὁ­ρι­σμέ­να φυ­σι­κά σώ­μα­τα ἤ φαι­νό­με­να, δυ­νά­μεις ἤ κα­τα­στά­σεις, πού τίς πρό­βαλ­λαν ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κά καί τίς πί­στευ­αν γι­ά ἀρ­χαι­ό­τε­ρες καί ἀ­πό τους με­γά­λους θε­ούς τῆς λα­τρεί­ας. Ἀ­πό αὐ­τά τά ὄν­τα καί τήν προ­τε­ραι­ό­τη­τά τους στή γέ­νε­ση τοῦ κό­σμου μπο­ροῦ­με νά μι­λοῦ­με γι­ά μύ­θο τοῦ Ὠ­κε­α­νο­ῦ, μύ­θο τῆς Νύχ­τας, μύ­θο τοῦ Χά­ους, μύ­θο τοῦ Ἀ­έ­ρα, μύ­θο τοῦ Ἔ­ρω­τα κλπ. Τέ­τοι­ους μύ­θους πῆ­ραν οἱ ποι­η­τές καί ἀ­νέ­πτυ­ξαν στίς Θε­ο­γο­νί­ες τους, δη­λα­δή στίς μυ­θι­κές κο­σμο­γο­νί­ες.

Κο­σμο­γο­νί­α τοῦ Ὠ­κε­α­νο­ῦ δι­α­φαί­νε­ται στόν Ὅ­μη­ρο, μέ τόν Ὠ­κε­α­νό στήν προ­βο­λή του σάν γεν­νή­το­ρα θε­ῶν. Κο­σμο­γο­νί­α τῆς Νύχ­τας ἐ­πί­σης στόν Ὅ­μη­ρο καί στούς ­Ὀρ­φι­κούς, πού προ­βάλ­λουν τή Νύχ­τα σάν ἀ­φέν­τρα τῶν θε­ῶν καί τῶν ἀν­θρώ­πων. Κο­σμο­γο­νί­α τοῦ Χά­ους, ἡ μό­νη πού ἔφ­τα­σε ἀ­κέ­ραι­η ὡς τίς μέ­ρες μας, εἶ­ναι ἡ Θε­ο­γο­νί­α τοῦ Ἡσίοδου. Σύμ­φω­να μέ αὐ­τήν πρῶ­τα ἔ­γι­νε τό Χά­ος, ἡ Γῆ καί ὁ Ἔ­ρω­τας.Ὕ­στε­ρα ἡ Γῆ γέν­νη­σε τόν Οὐ­ρα­νό, τά Ὅ­ρη καί τόν Πόν­το. Κο­σμο­γο­νί­α τοῦ Ἀ­έ­ρα ξέ­ρο­με ἀ­πό τόν Ἐ­πι­με­νί­δη καί κο­σμο­γο­νί­α τοῦ Ἔ­ρω­τα ἀ­πό τόν Παρ­με­νί­δη καί τόν Πλά­τω­να, πού ὀ­νο­μά­ζουν τόν Ἔ­ρω­τα πρώ­τι­στον θε­ό.

Κοι­νά γνω­ρί­σμα­τα στούς ποι­κί­λους τύ­πους τοῦ κο­σμο­γο­νι­κο­ῦ μύ­θου εἶ­ναι: ἡ ἰ­δέ­α ὄ­τι ἀρ­χι­κά οὐ­ρα­νός καί γῆ ἀ­πο­τε­λο­ῦ­σαν ἕ­νι­αῖ­ο σῶ­μα, πού χω­ρί­στη­κε ἤ μέ τήν πρω­το­βου­λί­α κά­ποι­ου δη­μι­ουρ­γι­κοῦ θε­ο­ῦ ἤ μέ τήν ἐ­πενέρ­γει­α κά­ποι­ας ἀ­πρό­σω­πης αἰ­τί­ας· ἐ­πί­σης ἡ ἰ­δέ­α τῆς δι­α­δο­χῆς στήν ἐ­ξουσί­α τοῦ κό­σμου, ὥ­σπου νά ἑ­δραιωθεῖϊ ὁ­ρι­στι­κό κα­θε­στώς, μέ κυ­βερ­νή­τη τόν με­γα­λύ­τε­ρο θε­ό τῆς ἐ­πί­ση­μης λα­τρεί­ας. Ἐκτός ἀ­πό τήν τε­κνο­γο­νί­α, σέ με­ρι­κούς μύ­θους οἱ δι­ερ­γα­σί­ες γι­ά τή δι­α­μόρ­φω­ση τῶν με­ρῶν τοῦ κό­σμου ἐκ­φρά­ζον­ται καί μέ ἄλ­λες βι­ο­λο­γι­κές πα­ρα­στά­σεις, ὁ­πως τό αὐ­γό καί τό δέν­τρο, ἀ­κό­μα καί μέ ἔρ­γα τέ­χνης, ὁ­πως ὁ πέ­πλος.

Οἱ μορ­φές τοῦ θε­ο­γο­νι­κο­ῦ μύ­θου, πρίν γί­νουν σύμ­βο­λα, σάρ­κω­ναν ἐμ­πει­ρί­ες τοῦ προ­ε­πι­στη­μο­νι­κο­ῦ ἄν­θρω­που. Γι­ά τήν ἀ­φε­τη­ρί­α τῆς κο­σμο­γο­νί­ας βα­σι­κές πα­ρα­στά­σεις ἦ­ταν ἡ πλημ­μύ­ρα καί ἡ θά­λασ­σα, ἡ νύχ­τα καί τό ξη­μέ­ρω­μα. Τό σκο­τά­δι καί ὁ κα­τα­κλυ­σμός τῶν πάν­των ἀ­πό τά νε­ρά πρό­σφε­ραν ἁ­πτή εἰ­κό­να ἀ­πό τό χά­ος σάν προ­εμ­πει­ρι­κή κα­τά­στα­ση τοῦ κό­σμου, καί ἡ με­τά­βα­ση ἀ­πό τή νύχ­τα στή μέ­ρα, μέ τήν ἀ­νά­δυ­ση τῶν μορ­φῶν μέ­σα στό φῶς, ἰ­δέ­α ἀ­πό τήν ἔ­ναρ­ξη τῆς γέ­νε­σης τοῦ κό­σμου. Ἥ γεν­νη­τι­κή δύ­να­μη τοῦ νε­ρο­ῦ καί τῆς γῆς, σάν δι­α­πί­στω­ση, ἐ­νί­σχυ­σε τίς πα­ρα­στά­σεις αὐ­τές, θε­με­λί­ω­σε τή ζω­ο­μορ­φι­κή καί τήν ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κή ἐ­πί­νοι­α κα­τά τήν πα­ρα­γω­γή καί τήν ἱ­ε­ράρ­χη­ση τῶν μορ­φῶν καί τῶν δυ­νά­με­ων τοῦ κό­σμου καί ὁ­δή­γη­σε στήν ἔν­νοι­α τῆς γε­νε­α­λο­γί­ας, πο­λύ πρί­ν οι “θε­ο­γέν­νη­τοι” βα­σι­λι­ά­δες, μέ προ­στα­τευ­ό­με­νους ποι­η­τές, τήν κά­νουν ὄρ­γα­νο πο­λι­τι­κῆς προ­πα­γάν­δας καί ἀρ­χή τῆς ἱ­στο­ρι­ο­γρα­φί­ας.

Ἥ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, στήν προ­σπά­θει­ά της νά ἑρ­μη­νεύ­σει τή φύ­ση στό σύ­νο­λο καί στά μέ­ρη της, ξε­κι­νᾶ ἀ­πό τίς δο­μές τοῦ θε­ο­γο­νι­κο­ῦ μύ­θου. Οἱ δο­μές αὐ­τές προσ­δι­ο­ρί­ζουν σέ με­γά­λο βαθ­μό τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη καί, ὅ­πως θά δι­α­πι­στώ­σου­με, τά μυ­θι­κά πρό­τυ­πα τοῦ κό­σμου, συ­νει­δη­τά ἀ­πο­μυθω­μέ­να ἀλ­λά καί ἀ­συ­νεί­δη­τα, λει­τουρ­γο­ῦν μέ­σα στίς θε­ω­ρί­ες τῶν ἀρ­χαί­ων φυ­σι­ολόγων, ἰ­δι­αί­τε­ρά της πρώ­της πε­ρι­ό­δου. Συγ­κε­κρι­μέ­να ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α πα­ρα­λα­βαί­νει ἀ­πό τή Θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση ἕ­τοι­μο τό ἀ­κό­λου­θο θε­μα­τι­κό σχῆ­μα:

ἀρ­χι­κή κα­τά­στα­ση > σπέρ­μα > χω­ρι­σμός τῶν με­ρῶν τοῦ κό­σμου > δι­α­μόρ­φω­ση τῶν οὐ­ρά­νι­ων σω­μά­των καί τῶν με­τε­ω­ρο­λο­γι­κῶν φαι­νο­μέ­νων > γέ­νε­ση τῆς ζω­ῆς.

Μέ τούς πρώ­τους θε­ω­ρη­τι­κούς της Φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας οἱ θε­ϊ­κές μορ­φές τοῦ κο­σμο­γο­νι­κο­ῦ μύ­θου με­τα­μορ­φώ­νον­ται σέ ἔν­νοι­ες καί μα­ζί μέ τίς θε­ω­ρί­ες κα­ταρ­τί­ζε­ται καί ἡ γλώσ­σα τῆς Φυ­σι­κῆς, πού δα­νεί­ζε­ται τά πρῶ­τα ἐκ­φρα­στι­κά της μέ­σα ἀ­πό τή θε­ο­λο­γί­α καί τήν πο­λι­τι­κή. Ἔτ­σι ἡ ἀ­φθαρ­σί­α τοῦ θε­ο­ῦ γί­νε­ται ἀ­φθαρ­σί­α τῆς “ὑ­λο­ζω­ι­κῆς” φυ­σι­κῆς οὐ­σί­ας καί ἡ ἔν­νοι­α τοῦ κό­σμου, πού ση­μαί­νει τήν τά­ξη καί τή νο­μο­τέ­λει­α, με­τα­φέ­ρε­ται ἀ­πό τήν πο­λι­τεί­α, γι­ά νά δη­λώ­σει τή φύ­ση σάν ὀρ­γα­νω­μέ­νο σύ­νο­λο.

Ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, στήν ἀρ­χι­κή φά­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς δι­α­δρο­μῆς της ὡς Ἰωνική φυ­σι­κή, γέν­νη­μα καί θρέμ­μα τοῦ μι­κρα­σι­α­τι­κο­ῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ στή ρω­μα­λέ­α κοι­νω­νί­α τοῦ 6ου αἰ. π.Χ., ἐκ­φρά­ζει τήν πρώ­τη προ­σπά­θει­α νά ἑρ­μηνευ­τεῖ ἡ φύ­ση με­τα­μυ­θι­κά. Ἀφετηρία τῆς Ἰωνικῆς φυ­σι­κῆς εἶ­ναι ἡ ἀ­φε­τη­ρί­α τῆς Φι­λο­σο­φί­ας γε­νι­κά, ἔτ­σι πού μπο­ρο­ῦμε νά πο­ῦ­με ὁ­τι ἡ Ἰωνική φυ­σι­κή εἶ­ναι τό πρό­σω­πο τῆς Φι­λο­σο­φί­ας στήν ἀρ­χι­κή φά­ση τῆς ἐ­ξέ­λι­ξής της.

Ὅ­ταν γεν­νι­έ­ται ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, ἡ ἑλ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α ἀ­να­πτύσ­σε­ται σέ ὁ­λους τους το­μεῖς. Ὕ­στε­ρα ἀ­πό τους σκο­τει­νούς με­τα­μυ­κη­να­ϊ­κούς χρό­νους, ὁ ἑλ­λη­νι­σμός ἔ­χει ἀ­να­συν­τα­χθεῖϊ σέ με­γά­λους ἐ­θνι­κούς καί κρα­τι­κούς σχη­μα­τι­σμούς καί ἐ­ξορ­μᾶ, γι­ά νά δώ­σει τήν κλα­σι­κή μορ­φή τῆς ἀρ­χαί­ας ζω­ῆς του. Οἱ Ἕλ­λη­νες ἔ­χουν ἀ­πλω­θεῖ στή Με­σό­γει­ο, ἔ­χουν ἐ­πι­βλη­θεῖ μέ τή ναυ­τι­λί­α καί τό ἐμ­πό­ρι­ο, ἔ­χουν βελ­τι­ώ­σει τή δι­α­βί­ω­σή τους, τήν κοι­νω­νι­κή καί πο­λι­τι­κή ὀρ­γά­νω­σή τους. Ἀνάμεσα στούς ἐ­λά­χι­στους πλού­σι­ους, τούς κυ­ρί­ους τῆς γής, καί τούς πολ­λούς φτω­χούς, τούς ἄ­κλη­ρους ἐρ­γά­τες τῆς στε­ρι­ᾶς καί τῆς θά­λασ­σας, ἡ ἀ­πό­στα­ση ὁ­λο­έ­να μει­ώ­νε­ται, κα­θώς πα­ρεμ­βάλ­λε­ται καί δι­ογ­κώ­νε­ται μι­ά με­σαί­α τά­ξη ἀ­πό τε­χνί­τες, ἐμ­πό­ρους καί ναυ­τι­κούς, πού ἀ­νε­βαί­νουν οἰ­κο­νο­μι­κά καί ρυθ­μί­ζουν ἡ καί προ­κα­λο­ῦν τίς κοι­νω­νι­κές καί πο­λι­τι­κές δι­ερ­γα­σί­ες. Μέ ἐ­πα­να­στά­σεις καί ἄλ­λες μα­κρο­χρό­νι­ες δι­α­δι­κα­σί­ες σέ πολ­λές πό­λεις κα­ταρ­γεῖ­ται ἡ μο­ναρ­χί­α καί ἡ ἀ­ρι­στο­κρα­τί­α καί ἐ­πι­βάλ­λον­ται εὐ­ρύ­τε­ρη συμ­με­το­χή στήν εὐ­θύ­νη γι­ά τά κοι­νά καί ἄ­σκη­ση τῆς ἐ­ξου­σί­ας μέ βά­ση δί­και­ο γρα­πτό.

Ὁ ἑλ­λη­νι­κός ἰ­δε­ό­κο­σμος, τήν ὥ­ρα πού γεν­νι­έ­ται ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, κα­θρεφ­τί­ζε­ται στήν ποί­η­ση, κυ­ρί­ως τή Λυ­ρι­κή, πού προ­βάλ­λον­τας τίς πρω­το­βου­λί­ες, τά ἔρ­γα καί τά βι­ώ­μα­τα, τίς προ­σω­πι­κές ἐμ­πει­ρί­ες τοῦ ἄ­το­μου, τοῦ ἐ­ξε­λισ­σό­με­νου σέ πο­λί­τη, βαθ­μι­αί­α ἀ­πο­δε­σμεύ­ε­ται ἀ­πό τήν τυ­ραν­νί­α τοῦ θε­ο­κρα­τι­κο­ϋ μύ­θου καί τοῦ φό­βου γε­νι­κά, ἐγ­και­νι­ά­ζει τά ἐ­ρω­τή­μα­τα γι­ά τή φύ­ση καί τό πνε­ῦμα, τή γνώ­ση καί τήν πρά­ξη, τήν κοι­νω­νί­α καί τό νό­μο, ἀ­να­πτύσ­σει μέ τή σύγ­κρι­ση τόν κρι­τι­κό λό­γο καί γί­νε­ται πρό­δρο­μος τῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης.

Τό ἄ­νοιγ­μα τῶν Ἑλ­λή­νων στόν κό­σμο, ὁ πλου­τι­σμός τους ὄ­χι μό­νο σέ οἰ­κο­νο­μι­κές ἀ­ξί­ες ἀλ­λά καί σέ γε­ω­γρα­φι­κές, με­τε­ω­ρο­λο­γι­κές καί κλι­μα­το­λο­γι­κές ἐμ­πει­ρί­ες, οἱ γνώ­σεις ἀ­πό ἀρ­χαι­ό­τε­ρους λα­ούς τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ἐ­πι­δό­σεις στήν ἀ­στρο­νο­μί­α καί τή με­τε­ω­ρο­λο­γί­α γι­ά τίς ἀ­νάγ­κες τίς σχε­τι­κές μέ τίς καλ­λι­έρ­γει­ες καί τά τα­ξί­δι­α, ἡ κα­τά­κτη­ση τοῦ κρι­τι­κοῦ λό­γου, τοῦ ἐκ­κο­λα­πτό­με­νου ἀ­πό τή δυ­να­τό­τη­τα γι­ά συγ­κρί­σεις ἀ­νά­με­σα σέ ποι­κί­λες δο­ξα­σί­ες καί ἡ­θη, ὁ­λα αὐ­τά μέ­σα στά πλαί­σι­α τῆς πο­λι­τι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, τῆς εὐ­η­με­ρί­ας καί τῆς νε­α­νι­κῆς ὁρ­μης, ὑ­πο­βα­στά­ζουν τή φυ­σι­ο­κρα­τι­κή ἐ­πα­νά­στα­ση τῆς Ἰωνικῆς φυ­σι­κῆς, πού, ἀ­πο­μυ­θώ­νον­τας τή φύ­ση στό σύ­νο­λο καί στά μέ­ρη της, πε­ρι­ο­ρί­ζει καί ἀ­πο­κρού­ει στα­θε­ρά τόν δαι­μο­νο­κρατι­κό καί τόν ἐν­στι­κτώ­δη φό­βο τῶν μα­ζῶν καί γί­νε­ται ὄρ­γα­νο ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί ἡ­θι­κης προ­α­γω­γῆς τοῦ ἀ­τό­μου.

Πρώ­τη ἔκ­φρα­ση τῆς Ἰωνικῆς φυ­σι­κῆς εἶ­ναι ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Νε­ρο­ῦ. Ὁ Θα­λής ὁ Μι­λή­σι­ος (πε­ρί­που 625 - 546), μέ ἐ­πι­δό­σεις σέ ἀ­στρο­νο­μι­κά, γε­ω­γρα­φι­κά, μα­θη­μα­τι­κά καί μη­χα­νι­κά προ­βλή­μα­τα, ἀ­φοῦ τα­ξί­δε­ψε καί οἰ­κειώθη­κε γνώ­σεις τῆς Ἀνατολῆς, ἀρ­χήν τῶν πάν­των ὕδωρ ὑπε­στή­σα­το, μαρ­τυ­ρί­α 1. Ἔτσι ἔ­πε­σε τό προ­σω­πεῖ­ο ἀ­πό πλῆ­θος ἑλ­λη­νι­κές καί ξέ­νες ὑ­δα­τογο­νι­κές πα­ρα­στά­σεις, καί στή θέ­ση τοῦ θε­ο­γο­νι­κο­ῦ Ὠ­κε­α­νο­ῦ, τοῦ Πόν­του, τοῦ Νη­ρέ­α, τοῦ Πρω­τέ­α καί τοῦ Τρί­τω­να ἀ­να­γνω­ρί­στη­κε τό νε­ρό, ἀ­πρό­σω­πο σάν φυ­σι­κό σῶ­μα καί σάν τμῆ­μα τοῦ κό­σμου. Ἡ ἰ­δι­ό­τη­τά του νά φέρ­νει μέ­σα τοῦ ζω­ή καί γε­νι­κά νά εὐ­νο­εῖ τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ζω­ῆς, ὅ­πως δι­α­πι­στώ­θη­κε προ­ε­πι­στη­μο­νι­κά καί ἐκ­φρά­στη­κε παγ­κό­σμι­α στούς μύ­θους καί τίς λα­τρεῖ­ες, ἀ­πό τό βε­δι­κό νε­ρό σάν πη­γή γι­ά κά­θε ὕ­παρ­ξη ὡς τό εὐ­αγ­γε­λι­κό ὕδωρ τό ζῶν καί τό “ἀ­θά­να­το νε­ρό” τοῦ πα­ρα­μυ­θι­ο­ῦ, προσ­δι­ό­ρι­σε τήν ὕ­λο­ζω­ι­στι­κή ἔν­νοι­α τοῦ νε­ρο­ῦ σάν ἔμ­βι­ου ἡ ἔμ­ψυ­χου. Πο­λυ­μορ­φί­α πραγ­μα­τω­μέ­νη ἀ­πό ἀρ­χι­κή μο­νο­μορ­φί­α μᾶς εἶ­ναι βέ­βαι­α γνω­στή, προ­ϋπο­τυ­πω­μέ­νη μυ­θι­κά στήν πρω­τε­ϊ­κό­τη­τα τοῦ θα­λάσ­σι­ου δαί­μο­να, ὡ­στό­σο δέν ξέ­ρο­με πῶς ὁ Θα­λής ἐν­νο­ο­ῦσε τήν πα­ρα­γω­γή τῶν μορ­φῶν τοῦ κό­σμου ἀ­πό τό νε­ρό σάν μο­να­δι­κό δο­μή­σι­μο ὑ­λι­κό. Ὑπαινιγμό στήν προ­τε­ραι­ό­τη­τα τοῦ σώ­μα­τος, πού, κα­τά τήν κο­σμο­γέ­νε­ση τοῦ Θα­λῆ, ἀ­να­δύ­ε­ται ἀ­πό τό ἀρ­χι­κό ὑ­γρό, ἀ­φή­νει ἡ μαρ­τυ­ρί­α 14, ὅ­τι κα­τά τόν Θα­λῆ “ἡ γῆ ἀ­κουμπᾶ πά­νω στό νε­ρό καί μέ­νει στήν ἐ­πι­φά­νει­α πλω­τή σάν ξύ­λο ἡ κά­τι τέ­τοι­ο”. Ἡ προ­ϊ­στο­ρί­α τῆς δι­δα­σκα­λί­ας αὐτῆς φαί­νε­ται στήν ἡ­σι­ό­δει­α Γῆ, πού πρώ­τη ἀ­να­δύ­ε­ται ἀ­πό τό Χά­ος, σέ μύ­θους γι­ά νη­σι­ά πλω­τά, ὁ­πως ἡ Αἰ­ο­λί­α, ἡ Δῆ­λος, ἡ Ρό­δος, ἡ Θή­ρα, στό μύ­θο τῆς ἀ­να­δυ­ό­με­νης Ἀφροδίτης, ἀ­κό­μα καί στόν βι­βλι­κό θε­ό, τῷ στε­ρε­ώ­σαν­τι τήν γῆν ἐ­πί τῶν ὑ­δά­των.

Συ­στη­μα­τι­κό­τε­ρος νο­ῦς, συμ­πο­λί­της καί σύγ­χρο­νος τοῦ Θα­λῆ, λί­γο νε­ό­τε­ρος στήν ἡ­λι­κί­α, μα­θη­τής καί φί­λος του, ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος (πε­ρί­που 610-546), μέ­α­φε­τη­ρι­α­κά δε­δο­μέ­να τίς θε­ο­γο­νι­κές, σχε­δόν ταυ­τό­ση­μες στήν προε­πι­στη­μο­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη, πα­ρα­στά­σεις βα­σι­κά τοῦ Χά­ους καί βο­η­θη­τι­κά τοῦ Οὐ­ρα­νο­ῦ, τῆς Νύχ­τας, τοῦ Ἀέρα καί τοῦ Ὠ­κε­α­νο­ῦ, σχε­τι­κά ἐ­πί­σης τοῦ νε­ρο­ϋ ἀ­πό τή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Θα­λῆ, πέ­τυ­χε νά κα­τα­νο­ή­σει τήν προ­κο­σμι­κή κα­τά­στα­ση τοῦ δο­μή­σι­μου ὑ­λι­κο­ῦ τοῦ κό­σμου καί νά συλ­λά­βει τήν ἔν­νοι­α τῆς ἄ­μορ­φης, τῆς ἀ­δι­α­μόρ­φω­της μά­ζας σάν ἀρ­χῆς τοῦ σύμ­παν­τος. Αὐ­τή τήν ἔν­νοι­α ὁ Ἀναξίμανδρος ἴ­σως τήν ὀ­νό­μα­σε ὁ ἴ­δι­ος μέ τόν ὅρο ἄ­πει­ρον, πού τόν εἰ­ση­γή­θη­κε στή φι­λο­σο­φί­α, οὐ­σι­α­στι­κο­ποι­ών­τας τό οὐ­δέ­τε­ρο τοῦ ἐ­πι­θέ­του ἄ­πει­ρος. Γι­ά τή γέ­νε­ση τοῦ κό­σμου ὁ Ἀναξίμανδρος, μάρτ. 10, δί­δα­σκε ὅ­τι αὐτή ἄρ­χι­σε ἀ­πό τήν ἀ­δι­α­μόρ­φω­τη μά­ζα τοῦ ἄ­πει­ρου, ὁ­ταν ξε­χώ­ρι­σε μέ ἔκ­κρι­ση τό γό­νι­μον, δη­λα­δή τό σπέρ­μα τοῦ θερ­μο­ῦ καί τοῦ ψυ­χρο­ῦ, πού κα­τά τήν ἐ­πο­χή πρίν ἀ­πό τόν Δη­μο­κρι­το τά ἐν­νο­οῦ­σαν γε­νι­κά ὡς οὐ­σί­ες, ὄ­χι ὡς ποι­ό­τη­τες. Ἔτ­σι, μέ πυ­ρή­να τό ψυ­χρό, πού ἀ­πο­τέ­λε­σε τή μά­ζα τῆς Γής, δι­α­μορ­φώ­θη­κε, ὡς τῷ δέν­δρῳ φλοι­όν, σφαί­ρα ἀ­πό τή μά­ζα τοῦ θερ­μο­ῦ, πού ἔ­σκα­σε καί τά κομ­μά­τι­α τῆς πε­ρι­κλεί­στη­καν μέ­σα σέ μι­κρό­τε­ρες σφαῖ­ρες καί ἀ­πο­τέ­λε­σαν τά οὐ­ρά­νι­α σώ­μα­τα.

Συμ­πο­λί­της καί ἴσως μα­θη­τής τοῦ Ἀναξίμανδρου, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης (πε­ρί­που 585 - 525) φαί­νε­ται ὁ­τι ξε­κί­νη­σε ἀ­πό τήν ἐ­πι­θυ­μί­α του νά κά­νει ἀ­με­σό­τε­ρα νο­η­τό τό ἄ­πει­ρον τοῦ Ἀναξίμανδρου. Ἔτ­σι, μέ βά­ση τήν ἐμ­πει­ρί­α τῆς γή­ι­νης ἀ­τμό­σφαι­ρας καί τίς κρα­τοῦ­σες ἀ­ε­ρο­γο­νι­κές πα­ρα­στά­σεις τοῦ μύ­θου, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ὑ­πέ­θε­σε ὁ­τι τό σύμ­παν ἀ­παρ­τί­ζε­ται ἀ­πο­κλει­στι­κά ἀ­πό τή μά­ζα τοῦ ἀ­έ­ρα καί δτί ἀ­πό τήν πύ­κνω­ση καί τήν ἀ­ραί­ω­ση του προ­έρ­χον­ται δλές οἱ οὐ­σί­ες, ὅλά τά φυ­σι­κά σώ­μα­τα καί φαι­νό­με­να. Ἡ χα­ο­τι­κή φύ­ση τοῦ ἄ­ε­ρα καί ἡ κι­νη­τι­κό­τη­τά του, πού προ­ϊ­δε­ά­ζει γι­ά τήν ἐ­νέρ­γει­α καί τήν αἰ­τί­α τῆς γέ­νε­σης καί κά­θε με­τα­βο­λῆς, ἴ­σως εἶ­ναι τά γνω­ρί­σμα­τα πού ὑ­πέ­βα­λαν στόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη τήν ἰ­δέ­α τῆς ἐ­κλο­γῆς αὔ­τοῦ τοῦ σώ­μα­τος σάν ἀρ­χῆς τοῦ κό­σμου. Ὁπωσδήποτε, σύμ­φω­να μέ πά­γι­α ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή ἀν­τί­λη­ψη, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ἐν­νο­ο­ῦσε τόν ἀέε­ρα σάν ὕλη καί ἐ­νέρ­γει­α μα­ζί, σάν ἕ­να σῶ­μα πάν­τα ζων­τα­νό ἡ κα­λύ­τε­ρα, μέ αὐ­θεν­τι­κούς ὑ­λο­ζω­ι­στι­κούς ὅ­ρους, ἀ­θά­να­τον, ὅ­πως πρω­τύ­τε­ρα τό ἄ­πει­ρο ὁ Ἀναξίμανδρος, καί ἀ­εί­ζω­ον, ὁ­πως ἀρ­γό­τε­ρα τό πῦρ ὁ Ἡράκλειτος. Ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης, σύμ­φω­να μέ τίς μαρ­τυ­ρί­ες 5-7, ἐ­ξη­γο­ῦσε τή δο­μή τοῦ σύμ­παν­τος ἀ­πό τους βαθ­μούς πυ­κνό­τη­τας τοῦ ἀ­έ­ρα. Ἔτ­σι, κα­τά τόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη, ὁ ἀ­έ­ρας, ὅ­ταν ἀ­ραι­ώ­νε­ται, γί­νε­ται φω­τι­ά, ὅ­ταν πυ­κνώ­νε­ται, γί­νε­ται ἄ­νε­μος, ὕ­στε­ρα νέ­φος, νε­ρό, χῶ­μα καί ἀ­πό αὐ­τά ὅ­λα τά ἄλ­λα. Κα­τά τή γέ­νε­ση τοῦ κό­σμου, σύμ­φω­να μέ αὐτή τή θε­ω­ρί­α, μέ τή συμ­πύ­κνω­ση τοῦ ἀέ­ρα δι­α­μορ­φώ­θη­κε πρῶ­τα ἡ Γῆ καί ὕ­στε­ρα, ἀ­πό τή μά­ζα της, μέ ἐ­ξα­τμί­σεις, ἀ­ραί­ω­σεις καί ἀ­να­φλέ­ξεις, τά οὐ­ρά­νι­α σώ­μα­τα. Παίρ­νον­τας αὐτή τή θέ­ση, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ἀ­πο­σα­φή­νι­σε τό γε­ω­κεν­τρι­κό κρι­τή­ρι­ο της ὡς τό­τε κο­σμο­λο­γί­ας, χω­ρίς νά πα­ρεκ­κλί­νει οὔ­τε ἀ­πό τή θέ­ση τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου, πού θε­ω­ροῦ­σε τά οὐ­ρά­νι­α σώ­μα­τα ἀ­πο­σπά­σμα­τα τῆς ἀρ­χέ­γο­νης μά­ζας μέ πυ­ρή­να τή Γῆ, ὕ­στε­ρα ἀ­πό ἔ­κρη­ξη, οὔ­τε ἀ­πό τίς κρα­τοῦ­σες θε­ο­γο­νι­κές ἀν­τί- λή­ψεις, πού πα­ρί­στα­ναν σάν ἀ­πο­γό­νους της παμ­μή­τει­ρας Γῆς τόν Οὐ­ρα­νό, τόν Ἥ­λι­ο, τή Σε­λή­νη καί τούς ἄλ­λους θε­ο­ποι­η­μέ­νους ἀ­στε­ρι­σμούς. Ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης μά­λι­στα, μέ αὐτή τή θέ­ση του, ἐ­πη­ρέ­α­σε ἄ­με­σα καί τόν λί­γο νε­ό­τε­ρό του Ξε­νο­φά­νη, πού δί­δα­σκε ὁ­τι τά οὐ­ρά­νι­α σώ­μα­τα εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἐ­φήμε­ρα προ­ϊ­όν­τα ἀ­πό τίς ἀ­να­θυ­μι­ά­σεις τῆς Γής. Ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀέ­ρα φαί­νε­ται ἁ­πλο­ϊ­κή, ὄ­χι μό­νο μέ τά ση­με­ρι­νά κρι­τή­ρι­α ἀλ­λά καί μέ τά κρι­τή­ρι­α τῆς ἐ­πο­χῆς της. Ὡστόσο ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης πέ­τυ­χε νά κά­νει ὁ­ρι­σμέ­να βή­μα­τα, πού ἀ­πο­δείχ­τη­καν κα­θο­ρι­στι­κά γι­ά τήν ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς Ἰωνικῆς φυ­σι­κῆς: δι­δά­σκον­τας ὁ­τι ὁ ἄ­ε­ρας εἶ­ναι ὄ­χι μό­νο πρίν ἀ­πό τή γέ­νε­ση τοῦ κό­σμου ἀλ­λά καί τώ­ρα καί πάν­τα ἡ μο­να­δι­κή οὐ­σία του, προ­ω­θο­ῦ­σε τό πρό­βλη­μα ἀ­πό τήν Κο­σμο­γο­νί­α στήν Κο­σμο­λο­γί­α, δη­λα­δή ἀ­πό τήν πε­ρι­γρα­φι­κή ἐ­ξή­γη­ση τῆς κα­τα­γω­γῆς τοῦ κό­σμου στή λο­γι­κή θε­ώ­ρη­ση τῆς δο­μῆς του κα­θαυ­τήν. Καί θε­ω­ρών­τας τό θερ­μό καί τό ψυ­χρό, τό ὑ­γρό καί τό ξη­ρό κα­τα­στά­σεις τοῦ ἄ­ε­ρα, ἔφ­τα­νε νά κα­τα­νο­ή­σει τίς ποι­ό­τη­τες, καί μά­λι­στα νά τίς ἐ­ξη­γή­σει ἀ­πό τίς πο­σό­τη­τες. Ἔτ­σι ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ὁ­δή­γη­σε τόν Μο­νι­σμό ὡς τήν ἄ­κρα συ­νέ­πει­ά του καί προ­ε­τοί­μα­σε τήν κο­ρυ­φαί­α ἔκ­φρα­σή του στόν Ἡ­ρά­κλει­το.

Ἡ ἐ­πι­βο­λή τοῦ ὑ­λο­ζω­ι­σμο­ῦ της Μι­λή­του στούς συγ­χρό­νους του καί στούς με­τα­γε­νε­στέ­ρους φαί­νε­ται ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τή συ­νέ­χει­α τῆς Ἰωνικῆς Φυ­σι­κῆς ἀλ­λά καί ἀ­πό τήν ἐ­πί­δρα­σή του σέ ἄλ­λα ρεύ­μα­τα, ὄχι μό­νο ἐ­πι­στη­μο­νι­κά ἀλ­λά καί μυ­στι­κι­στι­κά. Συγ­κε­κρι­μέ­να, ἀν­τί­θε­τα ἀ­πό τόν Ἡ­σί­ο­δο καί τούς ἄλ­λους θε­ο­γο­νι­κούς ποι­η­τές, πού εἶ­χαν πεῖ γι­ά τούς πρώ­τους θε­ούς ὅ­τι ἐ­γέ­νον­το, ὁ Φε­ρε­κύ­δης (ἀ­κμή πε­ρί­που 550), μέ τήν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή ἀ­φθαρ­σί­α τῆς ὕ­λης, θά μπο­ρέ­σει νά πεῖ ὅτι ἦ­σαν ἀ­εί. Καί, ἀν­τί­θε­τα ἀ­πό τήν ὡς τό­τε θε­ο­λο­γι­κή καί λα­τρευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση, ὁ Ξε­νο­φά­νης (πε­ρί­που 570 - 470) θά ὑ­πο­στη­ρί­ξει ὁ­τι ὁ θε­ός εἶ­ναι μο­να­δι­κός, χω­ρίς μορ­φή ἀν­θρώ­που καί ἐ­νερ­γεῖ ὄ­χι μέ ὄρ­γα­να ἄλ­λα μέ τό σύ­νο­λο τῆς οὐ­σίας του· ὁ­που ὁ μο­νο­θε­ϊ­σμός ἐ­ξη­γεῖ­ται ἀ­ποκλει­στι­κά ἀ­πό τόν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κό μο­νι­σμό, ὁ ἀν­τι­αν­θρω­πο­μορφι­σμός ἀ­πό τήν ἀ­πο­προ­σω­πο­ποί­η­ση τῶν φυ­σι­κῶν δυ­νά­με­ων καί ἡ ὁ­λο­κρα­τί­α ἀ­πό τήν ὁ­μοι­ο­γέ­νει­α τῆς μά­ζας καί τήν ὁ­λό­τη­τα τοῦ κό­σμου. Προσ­δι­ο­ρι­σμέ­νος ἀ­πό τήν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή τά­ση γι­ά ἀ­πο­μύ­θω­ση ὁ Ξε­νο­φά­νης, πο­λυ­τα­ξι­δε­μέ­νος, ἄ­ρα μέ εὐ­ρύ γνω­σι­α­κό φά­σμα, ἀ­να­πτύσ­σει τήν κρι­τι­κή του στά πλά­σμα­τα τῶν προ­τέ­ρων 1, 22. Ἡ ἀ­πο­μύ­θω­ση τῆς φύ­σης φαί­νε­ται ἀ­πό θέ­σεις ὁ­πως: “Καί τήν Ἴ­ρι­δα πού λέ­νε, σύν­νε­φο εἶ­ναι κι αὐτό”, 28. Στή Φυ­σι­κή τοῦ Ξε­νο­φά­νη ὁ γε­ω­κεν­τρι­σμός τῆς Μι­λή­του φτά­νει ὡς τή γε­ω­κρα­τί­α: “Ἀπ’ τή γῆ ἄρ­χι­ζουν ὁ­λα καί τε­λει­ώ­νου­νε στή γή”, 23. Ἡ γε­ω­γο­νι­κή κο­σμο­λο­γί­α ἐ­νι­σχύ­ε­ται στόν Ξε­νο­φά­νη μέ πα­λαι­ον­το­λο­γι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις, ἐν τῷ βά­θει τοῦ λί­θου, μέ ἀ­πο­λι­θώ­μα­τα ἀ­πό θα­λάσ­σι­ους ὀρ­γα­νι­σμούς. Μέ συ­νέ­πει­α πρός τό γε­ω­γο­νι­κό του κρι­τή­ρι­ο ὁ Ξε­νο­φά­νης ἐ­ξη­γεῖ τά οὐ­ράνια σώ­μα­τα καί τά με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά φαι­νό­με­να σάν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἐ­φή­με­ρα μορ­φώ­μα­τα ἀ­πό τίς ἀ­να­θυ­μι­ά­σεις τῆς γῆς καί τήν κα­τα­γω­γή τοῦ ἀν­θρώ­που σέ συ­νάρ­τη­ση μέ τόν ἀν­θρω­πο­γο­νι­κό μύ­θο, πού προ­ϋπο­θέ­τει τήν ἀ­να­κά­λυ­ψη τῆς κε­ρα­μι­κῆς.

Πά­νω στήν τρί­τη γε­νι­ά τοῦ ὑ­λο­ζω­ι­σμο­ῦ τῆς Μι­λή­του ἡ ἰ­ω­νι­κή φυ­σι­ο­κρατι­κή “ἐ­πα­να­στα­ση” βρέ­θη­κε ἀν­τι­μέ­τω­πη μέ­τη δω­ρι­κή μυ­στι­κι­στι­κή “ἀν­τε­πανά­στα­ση”. Στοι­χεῖ­α θε­ο­κρα­τι­κά, ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κά καί που­ρι­τα­νι­κά, συ­σπει­ρω­μέ­να κυ­ρί­ως γύ­ρω ἀ­πό τόν κα­τω­ι­τα­λι­κό ἑλ­λη­νι­σμό, ἐκ­φρά­στη­καν ὡς ­Ὀρ­φι­κοί καί Πυ­θα­γό­ρει­οι. Αὐτοί ἀ­πο­πει­ρά­θη­καν νά δι­α­γρά­ψουν ἡ, ὁ­πωσ­δή­πο­τε, νά μει­ώ­σουν τή ση­μα­σί­α τῆς κο­σμο­γνω­σί­ας πού πρό­σφε­ρε ἡ Ἰωνική φυ­σι­κή, καί με­θό­δε­ψαν τό ἐγ­χεί­ρη­μά τους, ὑ­πο­τάσ­σον­τας τόν φυ­σι­κό κό­σμο σέ μι­ά ὑ­περ­βα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί προ­βάλ­λον­τας πά­νω στήν ἔν­νοι­α τοῦ φυ­σι­κο­ῦ σώ­μα­τος δαι­μο­νο­κρα­τι­κές δο­ξα­σί­ες σχε­τι­κές μέ τήν ψυ­χή. Μέ αὐ­τούς ἡ ἑ­νό­τη­τα τοῦ κό­σμου δι­α­σπά­στη­κε σέ ἀν­τι­θε­τι­κά ζεύ­γη, ἡ ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή οὐ­σί­α χω­ρί­στη­κε σέ σῶ­μα καί ψυ­χή καί ἡ σχέ­ση τοῦ εἰ­δι­κο­ῦ μέ τό γε­νι­κό πα­ρου­σι­ά­στη­κε σάν σχέ­ση τοῦ φαι­νο­με­νι­κοῦ μέ τό πραγ­μα­τι­κό. Ἡ Ἰωνική φυ­σι­κή πέ­τυ­χε ἄ­με­σα προ­σβά­σεις στό στρα­τό­πε­δο τοῦ ἀν­τι­πάλου, ἀ­φοῦ οἱ Πυ­θα­γό­ρει­οι ἀν­τι­κει­με­νι­κά ἀ­δυ­να­τοῦ­σαν νά ξε­φύ­γουν ἀ­πό τους ὑ­λο­ζω­ι­στι­κούς προσ­δι­ο­ρι­σμούς. Στή με­λέ­τη τοῦ φυ­σι­κο­ῦ κό­σμου οἱ Πυ­θα­γό­ρει­οι προ­σε­χαν τούς ἀ­ριθ­μούς πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τά σώ­μα­τα, δη­λα­δή τίς σχέ­σεις πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τίς οὐ­σί­ες. Ἔτ­σι αὐτοί ἔ­δω­σαν στήν Ἰωνική κο­σμο­λο­γί­α τή δι­κή τους ἔκ­φρα­ση, τή μα­θη­μα­τι­κή καί μα­ζί τή μυ­στι­κι­στι­κή. Ὡ­στό­σο, ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δή ἡ “ἀν­τε­πα­νά­στα­ση” ἔ­μα­θε τή γλώσ­σα τῆς “ἐ­πα­να­στα­σης”, ἡ Ἰωνική φυ­σι­κή δι­έ­τρε­ξε τόν ἔ­σχα­το κίν­δυ­νο. Τό­τε στήν Ἰωνία, στό κο­σμο­πο­λί­τι­κο πε­ρι­βάλ­λον τῆς Ἐ­φέ­σου, ἀ­πό τή γε­νι­ά τῶν οἰ­κι­στῶν της, πα­ρου­σι­ά­στη­κε ἕ­να ἀ­πό τά με­γα­λο­φυ­έ­στε­ρα πνεύ­μα­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἱ­στο­ρί­ας, ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος (πε­ρί­που 540 - 480).

Μέ τή θε­ω­ρί­α τῆς Φω­τι­ᾶς, ἐ­νι­σχυ­μέ­νη ἀ­πό τήν πι­ό ἀ­μεί­λι­κτη ἀμ­φι­σβήτη­ση κά­θε μυ­θο­κρα­τι­κής ἀ­ξί­ας, ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος ἔ­φε­ρε τόν ὑ­λο­ζω­ι­σμό στήν κρι­τι­κό­τε­ρη ἔκ­φρα­σή του· ἔτ­σι ἔ­σω­σε τήν Ἰωνική φυ­σι­κή καί τήν κα­τέ­στη­σε βι­ώ­σι­μη, ἀ­κό­μα καί ὅταν, ἀρ­γό­τε­ρα, τά με­τα­φυ­σι­κά κι­νή­μα­τα γι­γαν­τώ­θη­καν καί ἁ­πλώ­θη­καν στήν Ἑλ­λά­δα μέ τούς Ἐ­λε­ά­τες, τούς Σω­κρα­τι­κούς καί τούς Πλα­τω­νι­κούς. Προ­ε­κτεί­νον­τας τά δι­δάγ­μα­τα τοῦ ὑ­λο­ζω­ι­σμοῦ τῆς Μι­λή­του, τῆς ἀ­ριθ­μο­λο­γί­ας τῶν ἀρ­χαι­ό­τε­ρων Πυ­θα­γο­ρεί­ων καί τοῦ δι­α­φω­τι­σμοῦ τοῦ Ξε­νο­φά­νη, ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος προ­σφέ­ρει δυ­να­μι­κή πα­ρά­στα­ση τοῦ σύμ­παν­τος, πεί­θον­τας μέ τήν ἀ­πο­δει­κτι­κή τοῦ πα­ρα­δείγ­μα­τος, γι­ά τήν ἑ­νι­αί­α καί μο­να­δι­κή πύ­ρι­νη οὐ­σία του, πού φα­νε­ρώ­νε­ται σέ πλῆ­θος μορ­φώ­μα­τα. Ἔτ­σι, “τόν κό­σμο τοῦ­το, τόν ἴ­δι­ο γι­ά ὁ­λους γε­νι­κά, οὔ­τε θε­ός οὔτ’ ἄν­θρω­πος τόν ἔ­κα­νε, μά ἦ­ταν πάν­τα καί εἶ­ναι καί θά ’­ναι πῦρ ἄ­ει­ζω­ο, πού ἄ­να­βει μέ μέ­τρο καί σβή­νει μέ μέ­τρο”, 51. Ἤ φω­τι­ά με­τα­τρέ­πε­ται πρῶ­τα σέ θά­λασ­σα, καί τῆς θά­λασ­σας τό μι­σό σέ γῆ καί τ’ ἄλ­λο μι­σό σέ ρεύ­μα­τα· ὁ­λα αὐ­τά μέ τή σει­ρά ξα­να­γί­νον­ται φω­τι­ά. Κά­θε με­τα­στοι­χεί­ω­ση γί­νε­ται εἰς τόν αὐ­τόν λό­γον, 53, πού ση­μαί­νει ὁ­τι τό στα­θε­ρό πο­σό τῆς μά­ζας καί ἡ αὐ­τορ­ρυθ­μι­ζόμε­νη ἰ­σορ­ρο­πί­α μέ­σα στή φύ­ση, ἴ­σως δι­α­πι­στω­μέ­να πρῶ­τα ἀ­πό τόν Ἀναξίμανδρο καί ἐκ­φρα­σμέ­να στή γλώσ­σα τῆς ἡ­θι­κης, βρί­σκουν στόν Ἡ­ρά­κλει­το τή μα­θη­μα­τι­κή δι­α­τύ­πω­σή τους. Τά πάν­τα με­τα­βάλ­λον­ται ἀ­δι­ά­κο­πα: “Ψυ­χρά θερ­μαί­νον­ται, θερ­μά ψύ­χον­ται, ὑ­γρά ξε­ραί­νον­ται, ξε­ρά νο­τί­ζουν”. “Γι­ά τίς ψυ­χές θά­να­τος εἶ­ναι νε­ρό νά γί­νουν, γι­ά τό νε­ρό θά­να­τος γῆ νά γί­νει, κι ἀ­πό τή γῆ νε­ρό γί­νε­ται κι ἄ­π’ τό νε­ρό ψυ­χή”, 66. “Τά πάν­τα ἀν­ταλ­λάσ­σον­ται μέ τή φω­τι­ά καί ἡ φω­τι­ά μέ τά πάν­τα”, 54. Ἡ φω­τι­ά, ἡ μό­νη ἀ­λη­θι­νή οὐ­σί­α εἶ­ναι ξέ­χω­ρη ἀ­πό τά πάν­τα, τά πο­λύ­μορ­φα φα­νε­ρώ­μα­τά της, 83. Τά ἀν­τίθε­τα δέν εἶ­ναι αὐ­θυ­πό­στα­τες οὐ­σί­ες ἀλ­λά δι­α­φο­ρε­τι­κά φα­νε­ρώ­μα­τα τῆς φω­τι­ᾶς. Τό Ὄν συμ­φω­νεῖ καί δι­α­φω­νεῖ μό­νο μέ τόν ἑ­αυ­τό του. Τό σύμ­παν εἶ­ναι δο­μη­μέ­νο μέ συ­ναρ­μο­γή ἀ­πό ἀν­τίρ­ρο­πες δυ­νά­μεις. Αὐτή εἶ­ναι ἡ πα­λίν­το­νος ἡ πα­λίν­τρο­πος ἁρ­μο­νί­η, 27. Μέ τέ­τοι­α ἔν­νοι­α τοῦ σύμ­παν­τος ἄ­νοι­γε πι­ά ὁ δρό­μος γι­ά νά με­λε­τη­θοῦν ἡ ταυ­τό­τη­τα καί ἡ ἑ­τε­ρό­τη­τα, ὁ χῶ­ρος καί ὁ χρό­νος, ἡ κί­νη­ση καί ἡ σχέ­ση, τό συ­νε­χές καί ἡ δι­αι­ρε­τό­τη­τα τῆς ὕ­λης σάν εἰ­δι­κά προ­βλή­μα­τα τῆς Φυ­σι­κῆς.

Πρώ­τη φω­νή τῆς ἀ­να­νε­ω­μέ­νης Ἰ­ω­νι­κῆς φυ­σι­κῆς στό χῶ­ρο τοῦ κα­τω­ι­ταλι­κο­ϋ ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ἀ­μέ­σως με­τά τόν Ἡράκλειτο, εἶ­ναι ὁ Ἀλ­κμαί­ων ὁ Κρο­το­νι­ά­της (ἀ­κμή πε­ρί­που 500), σύγ­χρο­νος καί συν­το­πί­της μέ τούς ἀρ­χαι­ό­τε­ρους Πυ­θα­γο­ρεί­ους, ἄ­σχε­τος ὅμως μέ αὐ­τούς. Μέ βά­ση τήν πυ­θα­γο­ρι­κή θε­ω­ρί­α τῶν ἀν­τι­θέ­των καί τήν ἡ­ρα­κλει­τι­κή της ἀν­τι­θε­τι­κῆς ἁρ­μο­νί­ας, ὁ Ἀλ­κμαί­ων, γνή­σι­ος φυ­σι­ο­λό­γος, καί μέ τήν ἀρ­χαί­α καί μέ τή ση­με­ρι­νή ση­μα­σί­α τοῦ ὅρου, κα­τα­κτᾶ γι­ά λο­γα­ρι­α­σμό τῆς Φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας τήν ἔν­νοι­α τῆς δι­πο­λι­κό­τη­τας καί κα­τα­λα­βαί­νει ὅ­τι οἱ δυ­ό πό­λοι τοῦ ὄν­τος συμ­πί­πτουν σέ κά­θε ση­μεῖ­ο τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, ἀ­φοῦ ἔ­χει δι­α­βά­σει στόν Ἡ­ρά­κλει­το 34 ὁ­τι εἶ­ναι “κοι­νό ἀρ­χή καί πέ­ρας στόν κύ­κλο”. Τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα τοῦ σύμ­παν­τος ὁ Ἀλ­κμαί­ων τήν ἀ­πέ­δι­δε στήν ἀ­ει­κι­νη­σί­α του, ἔν­νοι­α πού βέ­βαι­α γεν­νι­έ­ται ἀ­πό τήν ἡ­ρα­κλει­τι­κη ἔν­νοι­α τῆς κο­σμι­κῆς φω­τι­ᾶς μέ τίς ἀ­τε­λεί­ω­τες με­τα­μορ­φώ­σεις της. Αὐτή ἦ­ταν ἡ γε­νι­κή κα­τά­στα­ση τῆς Φι­λο­σο­φί­ας, ὁ­ταν οἱ Ἐ­λε­ά­τες ἔ­κα­ναν τήν ἐμ­φά­νι­σή τους στό προ­σκή­νι­ό της. Τή στιγ­μή πού πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἡ Ἐλεατική θε­ω­ρί­α, ἡ ἑλ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α ἔ­χει συμ­πλη­ρώ­σει ἤ­δη ἕ­ναν αἰ­ώ­να ζω­ῆς.

Ἡ Ἐ­λε­α­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α βα­σί­ζε­ται γε­νι­κά στίς κα­τα­κτή­σεις τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς κο­σμο­γνω­σί­ας, τό­σο στήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ὁ­σο καί στή μυ­στι­κι­στι­κή ἔκ­φρα­σή της. Πέ­ρα ὅ­μως ἀ­πό αὐτό τό γε­νι­κό κλί­μα, οἱ ἄ­με­σοι καί πραγ­μα­τι­κοί πρό­δρο­μοι τῶν Ἐ­λε­α­τῶν εἶ­ναι οἱ Πυ­θα­γό­ρει­οι, ὁ Ξε­νο­φά­νης καί ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος. Αὐτοί συν­τε­λοῦν στή γέ­νε­ση τοῦ ἐ­λε­α­τι­κοῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ, ἄλ­λος πε­ρισ­σό­τε­ρο θε­τι­κά καί ἄλ­λος πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀρ­νη­τι­κά. Οἱ Πυ­θα­γό­ρει­οι μέ τή μα­θη­μα­τι­κή σκέ­ψη τους ἀ­πό τή μι­ά καί μέ τή δαι­μο­νο­κρα­τί­α τους ἀ­πό τήν ἄλ­λη· ὁ Ξε­νο­φά­νης μέ τόν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κό καί ἀ­πρό­σω­πο θε­ό του· ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος μέ τό δυ­να­μι­κό σύμ­παν καί τό κο­σμι­κό πῦρ, τό πάν­των κε­χω­ρι­σμένον. Ἀρχηγός τῆς Ἐλεατικῆς φι­λο­σο­φί­ας εἶ­ναι ὁ Παρ­με­νί­δης (πε­ρί­που 515-440), ὄ­χι ὁ Ξε­νο­φά­νης, ὅ­πως πί­στευ­αν πολ­λοί, ἡ­δη ἀ­πό τήν ἀρ­χαιότη­τα. Ὁ Ξε­νο­φά­νης εἶ­ναι βα­σι­κά ὑ­λο­ζω­ι­στής ἀ­κό­μα καί ὡς θε­ο­λό­γος. Πρό­δρο­μος τῶν Ἐ­λε­α­τῶν εἶ­ναι βέ­βαι­α ὁ Ξε­νο­φά­νης, ὁ­πως ση­μει­ώ­σα­με ἡ­δη, ὄ­χι ὅ­μως μέ κά­ποι­ον τρό­πο πού νά τόν δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ ἀ­πό τους ἄλ­λους προ­δρό­μους, ἀ­πό τους Πυ­θα­γο­ρεί­ους καί τόν Ἠ­ρά­κλει­το. Ὁ Παρ­με­νί­δης ἦ­ταν γέν­νη­μα καί θρέμ­μα τῆς κα­τω­ι­τα­λι­κῆς Ἐ­λέ­ας, ὁ­που ἔ­δρα­σε καί πο­λι­τι­κά, κυ­ρί­ως ὡς νο­μο­θέ­της. Ἀ­πό τήν πα­τρί­δα τοῦ Παρ­με­νί­δη πῆ­ρε τό ὄνο­μά της ἡ Ἐ­λε­α­τι­κή φι­λο­σο­φί­α.

Ὁ Παρ­με­νί­δης στη­ρί­ζε­ται στήν ἐ­πα­να­στα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α τοῦ Ξε­νο­φά­νη καί στή μα­θη­μα­τι­κή σκέ­ψη τῶν Πυ­θα­γο­ρεί­ων ἀλ­λά ἡ θε­ω­ρί­α του ἐκ­δη­λώ­νε­ται κυ­ρί­ως ὡς ἀν­τί­δρα­ση στό γε­μά­το κι­νη­τι­κό­τη­τα σύ­στη­μα τοῦ Ἡ­ρά­κλει­του. Ὁ Ἡράκλειτος εἶ­χε ἀ­να­γνω­ρί­σει τό Ὄν στό ἀ­εί­ζω­ον πῦρ, πού με­τα­μορ­φώ­νε­ται ὁ­λο­έ­να καί παίρ­νει, αὐτό μό­νο του, ὅ­λες τίς μορ­φές πού φα­νε­ρώ­νον­ται μέ­σα στή φύ­ση. Ὁ Παρ­με­νί­δης ἀ­πο­δέ­χε­ται τή μο­να­δι­κό­τη­τα, τήν ἑ­νό­τη­τα καί τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα τοῦ ἠ­ρα­κλει­τι­κο­ῦ Ὄν­τος, ἀ­δυ­να­τεῖ ὅ­μως νά κα­τα­νο­ή­σει τήν κι­νη­τι­κό­τη­τα καί τή με­τα­βλη­τό­τη­τά του. Ἔτ­σι ὁ Παρ­με­νί­δης ὁ­ρί­ζει τό Ὄν ὡς ἀ­γέ­νη­τον, ἀ­νώ­λε­θρον, οὖλον, μου­νο­γε­νές, ἀ­τρε­μές, ὁ­μοῦϋ πᾶν, ἕν, συ­νε­χές, τε­τε­λε­σμέ­νον, ὁ­μοῖϊ­ον, ἔμ­πλε­ον, ἀ­κί­νη­τον, ἄ­ναρ­χον, ἀ­παυ­τόν, ταυ­τόν, ἔμ­πε­δον, ἴ­σον, ἰ­σο­πα­λές. Μέ μι­ά ἀρ­χέ­γο­νη συλ­λο­γι­στι­κή ὁ Παρ­με­νί­δης ἀ­πο­κλεί­ει τήν ἀρ­χή καί τό τέ­λος, τή γέ­νε­ση καί τό θά­να­το, τήν αὔ­ξη­ση καί τή φθο­ρά, τήν κί­νη­ση καί τή με­τα­βο­λή, τή δι­αι­ρε­τό­τη­τα καί τήν ἀ­συ­νέ­χει­α τοῦ ὄν­τος. Ἀ­πό αὐ­τή τή θέ­ση ὁ Παρ­με­νί­δης ἐ­ξη­γεῖ τόν φυ­σι­κό κό­σμο σάν φαι­νο­με­νι­κό, καί στή συ­νέ­χει­α ἐκ­θέ­τει τή δι­κή του φυ­σι­κή θε­ω­ρί­α, πού βά­ζει σάν κο­σμο­λο­γι­κές ἀρ­χές τό φῶς καί τή νύχ­τα.

Τό Ὄν τοῦ Παρ­με­νί­δη, στή σύλ­λη­ψή του γε­νι­κά σάν ἔν­νοι­α ὑ­περ­βα­τι­κῆς ἀρ­χῆς, ἔ­χει ρί­ζες στή γε­νι­κό­τε­ρη μυ­στι­κι­στι­κή, θε­ο­κρα­τι­κή καί δαι­μο­νοκρα­τι­κή, μο­ναρ­χι­κή καί ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κή, ὅ­πως καί στή μο­νι­στι­κή πα­ρά­δο­ση· ἀ­κό­μα στόν ἀν­τι­μυ­θι­κό καί ἀν­τι­λα­τρει­α­κό θε­ό τοῦ Ξε­νο­φά­νη καί στό σο­φόν τοῦ Ἠ­ρά­κλει­του, πού εἶ­ναι ὑ­πε­ρεμ­πει­ρι­κά, ὄ­χι ὁ­μως ἀ­κό­μα καί ὑ­περ­βα­τι­κά, πάν­των κε­χω­ρι­σμέ­νον. Στά εἰ­δι­κά γνω­ρί­σμα­τά του τό Ὄν τοῦ Παρ­με­νί­δη κα­τά­γε­ται, ὡς πε­ρι­γρα­φό­με­νο μέ ἔν­νοι­ες χώ­ρου, χρό­νου, ὄγ­κου, δο­μῆς, ἀ­πό τήν Ἰωνική φυ­σι­κή· ὡς τέ­λει­ο σφαι­ρι­κό σχῆ­μα, ὁ­μοι­ό­μορ­φο, ὅμοι­ον, ἴ­σον, ἰ­σο­πα­λές, τε­τε­λε­σμέ­νον, συ­νε­χές, ἔμ­πλε­ον, ἀ­πό τους Πυ­θα­γο­ρεί­ους· ὡς ἐν, μου­νο­γε­νές καί ἀ­νώ­λε­θρον, ἀ­πό τους ὑ­λο­ζω­ι­στές, μέ τήν ἀ­νώλε­θρον, ἑ­νι­αί­α ὕ­λο­ζω­ι­στι­κη οὐ­σί­α· ὡς ἄ­ναρ­χον, ἀ­παυ­τόν, ἀ­γέ­νη­τον, ἀ­νώ­λε­θρον, οὖ­λον καί ταὐ­τόν, ἀ­πό τόν ἡ­ρα­κλει­τι­κο κό­σμο καί τό ἀλ­λοι­ού­με­νο πῦρ· ὡς ἐν, οὖλον, ἀ­κί­νη­τον καί ἔμ­πε­δον, ἀ­πό τόν ξε­νο­φα­νι­κό θε­ό, τόν ἕ­να καί μέ­γι­στον, πού ἐ­νερ­γεῖ οὖ­λος καί πού αἰ­εί ἐν ταυ­τῷ μί­μνει κι­νεύ­με­νος οὐ­δέν. Στήν κα­θα­ρή φυ­σι­κή θε­ω­ρί­α τοῦ ὁ Παρ­με­νί­δης, βά­ζον­τας ἀρ­χές τοῦ κό­σμου τό φῶς καί τή νύχ­τα, συν­δέ­ε­ται τό­σο μέ τήν πυ­ρο­κρα­τι­κή κο­σμο­λο­γί­α τοῦ Ἡράκλειτου (φά­ος - φω­τι­ά) ὁ­σο καί μέ τίς φω­το­γο­νι­κές καί σκοτο­γο­νι­κές πα­ρα­στά­σεις τῶν ­Ὀρ­φι­κῶν (φά­ος - Φά­νης, κο­σμο­γο­νι­κός θε­ός, καί νύξ - Νύξ, κο­σμο­γο­νι­κή θε­ά).

Οἱ μα­θη­τές τοῦ Παρ­με­νί­δη, ὁ Ζή­νων ὁ Ἐ­λε­ά­της (πε­ρί­που 490 - 430) καί ὁ Μέ­λισ­σος ὁ Σά­μι­ος (ἀ­κμή πε­ρί­που 440), ὑ­πε­ρα­σπί­στη­καν τή θε­ω­ρί­α τοῦ δα­σκά­λου τους στήν ἐ­πι­μέ­ρους προ­βλη­μα­τι­κή της, ἀ­να­πτύσ­σον­τας κυ­ρί­ως τήν ἀρ­χέ­γο­νη συλ­λο­γι­στι­κή του, πού ἐ­πι­χει­ροῦ­σε νά κα­τα­δεί­ξει λο­γι­κά ἀ­δύ­να­τη τήν ἀρ­χή καί τό τέ­λος, τή γέ­νε­ση καί τό θά­να­το, τήν αὔ­ξη­ση καί τή φθο­ρά, τήν κί­νη­ση καί τή με­τα­βο­λή, τή δι­αι­ρε­τό­τη­τα καί τήν ἀ­συ­νέ­χει­α τοῦ Ὄντος. Ὁ Ζή­νων ἐ­πι­νό­η­σε γι’ αὐ­τό τό σκο­πό τήν ἔμ­με­ση ἀ­πό­δει­ξη, φα­νε­ρώ­νον­τας τά πα­ρά­δο­ξα σάν ἐ­πα­κό­λου­θά της ἐν­δε­χό­με­νης ἀ­πο­δο­χῆς τοῦ ὅ­τι τό Ὄν δέν εἶ­ναι ἕ­να, δέν εἶ­ναι ἀ­κί­νη­το κτλ. Αὐτή ὁ­μως ἡ ἐ­πέ­ξερ­γασί­α τοῦ παρ­με­νι­δι­κο­ῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ ἐ­πέ­φε­ρε καί κά­ποι­α τρο­πο­ποί­η­ση τῆς ἔν­νοι­ας τοῦ Ὄντος, ὅ­πως αὐτή εἶ­χε δι­α­τυ­πω­θεῖ ἀ­πό τόν ἀρ­χη­γό της Ἐ­λε­α­τι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας. Ἔτσι ὁ Ζή­νων μέ τήν ἐ­π’ ἄ­πει­ρον το­μήν πα­ρα­με­ρί­ζει τό οὐ­δέ δι­αι­ρε­τόν καί ὁ Μέ­λισ­σος, προ­σθέ­τον­τας στό Ὄν τά γνω­ρί­σμα­τα τοῦ ἄ­πει­ρου καί τοῦ ἀ­σώ­μα­του, ἐγ­κα­τα­λεί­πει τό τε­τε­λε­σμέ­νον ἑ­νός ἀ­παρ­τι­σμέ­νου καί συμ­με­τρι­κο­ϋ ὄγκου. Μέ τά πρό­σθε­τα γνω­ρί­σμα­τά του τό Ἐλεατικό Ὄν κα­ταν­τᾶ ἀ­κό­μα πι­ό ὑ­περ­βα­τι­κό.

Ἡ Ἐλεατική θε­ω­ρί­α προ­κά­λε­σε πολ­λα­πλές ἀν­τι­δρά­σεις σέ δι­α­φο­ρε­τι­κά πε­δί­α ἔ­ρευ­νας, πού ἀ­πό τό­τε ἀ­κρι­βῶς αὐ­το­νο­μή­θη­καν καί ἐ­ξε­λί­χθη­καν σέ εἰ­δι­κούς κλά­δους τῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης: στό γνω­σι­ο­θε­ω­ρη­τι­κό καί τό λο­γι­κό, στό ὀν­το­λο­γι­κό καί τό με­τα­φυ­σι­κό, στό φυ­σι­κό καί τό μα­θη­μα­τι­κό. Ση­μει­ώ­σα­με ἡ­δη ὅτι μέ τόν Ἡράκλειτο ἄ­νοι­γε ὁ δρό­μος γι­ά νά με­λε­τη­θοῦν ἡ ταυ­τό­τη­τα καί ἡ ἑ­τε­ρό­τη­τα, ὁ χῶ­ρος καί ὁ χρό­νος, ἡ κί­νη­ση καί ἡ σχέ­ση, τό συ­νε­χές καί ἡ δι­αι­ρε­τό­τη­τα τῆς ὕ­λης. Ἡ Ἐλεατική θέ­ση, πέ­ρα ἀ­πό τήν ἀ­πο­δο­χή ἡ τήν ἄρ­νη­ση, πού θά μπο­ροῦ­σε νά προ­κα­λέ­σει μέ τόν ὑ­περ­βα­τι­σμό της, ἔ­φε­ρε στήν ἐ­πι­φά­νει­α ὅ­λα αὐ­τά τά εἰ­δι­κά προ­βλή­μα­τα, ὄ­ξυ­νε τή φύ­ση τους στό ἔ­πα­κρο καί ἔ­κα­νε ἐ­πι­τα­κτι­κή τή­να­ναγ­κη γι­ά ἀν­ταπό­κρι­ση σ’ αὐ­τά, ἄν ἡ ἑλ­λη­νι­κή σκέ­ψη, φυ­σι­ο­κρα­τι­κή ἡ ὑ­περ­βα­τι­κή, δέν ἡ­θε­λε νά ὑ­πο­χω­ρή­σει στό μύ­θο. Ὁ δι­ά­λο­γος πού ἀ­κο­λού­θη­σε, κο­ρύ­φω­σε τή σύγ­κρου­ση τοῦ δω­ρι­κοῦ μέ τό ἰ­ω­νι­κό πνε­ῦμα, καί ἡ γι­γαν­το­μα­χί­α πε­ρί τῆς οὐ­σί­ας δέν ἦ­ταν πα­ρά μι­ά φά­ση τοῦ ἐμ­φύ­λι­ου σπα­ραγ­μοῦ, πού πῆ­ρε τό Ὄνο­μα τοῦ Πε­λο­πον­νη­σι­α­κο­ῦ πο­λέ­μου.

Στό πε­δί­ο τῆς γνω­σι­ο­λο­γί­ας καί τῆς λο­γι­κῆς πρῶ­τος ἀ­πό τήν πλευ­ρά τῆς Σο­φι­στι­κῆς ἐγ­και­νι­ά­ζει τόν ἀν­τί­λο­γο στήν Ἐ­λε­α­τι­κή θε­ω­ρί­α ὁ Γορ­γί­ας (483 - 376). Αὐτός στό ἔρ­γο τοῦ Μέ­λισ­σου Περί φύ­σε­ως ἡ πε­ρί τοῦ ὅντος ἀ­παν­ταᾶ μέ τό ἔρ­γο του Πε­ρί τοῦ μή ὄντος ἤ πε­ρί φύσεωις, πού βέ­βαι­α ἀ­πευ­θύνε­ται ἄ­με­σα στόν Μέ­λισ­σο, ἀλ­λά ἔμ­με­σα ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τήν Ἐ­λε­α­τι­κή φι­λο­σο­φί­α στό σύ­νο­λό της. Ὁ Γορ­γί­ας το­πο­θε­τεῖ κα­θε­μι­ά ἀ­πό τίς θέ­σεις τῆς Ἐλεατικῆς φι­λο­σο­φί­ας πά­νω στό τρι­α­δι­κό δυ­νη­τι­κό σχῆ­μα θέ­ση - ἄρ­ση - σύν­θε­ση καί, χρη­σι­μο­ποι­ών­τας τήν ἴδι­α συλ­λο­γι­στι­κή πού οἱ Ἐ­λε­ά­τες εἰση­γή­θη­καν, ἀν­τι­στρέ­φει τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τά τους καί κα­τα­λή­γει στό γε­νι­κό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι τό Ὄν οὔ­τε ὑ­πάρ­χει οὔ­τε νο­εῖ­ται οὔ­τε ἀ­να­κοι­νώ­νε­ται, γι­α­τί αὐτό πού ἀ­να­κοι­νώ­νο­με εἶ­ναι λό­γι­α, δέν εἶ­ναι τό ὄν.

Στό πε­δί­ο τῆς Φυ­σι­κῆς, πρίν ἀ­πό τή φυ­σι­ο­κρα­τι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς Ἐλεατικῆς ὀν­το­λο­γί­ας ἀ­πό τους Ἀτομικούς, ἐκ­δη­λώ­θη­καν τά­σεις συγ­κε­ρα­σμο­ῦ τοῦ δω­ρι­κο­ῦ καί τοῦ ἰ­ω­νι­κο­ῦ πνεύ­μα­τος καί τά­σεις ἐμ­μο­νῆς στήν ὑ­λο­ζω­ιστι­κή ὀρ­θο­δο­ξί­α. Ἡ ἀ­κραί­α θέ­ση τοῦ Παρ­με­νί­δη, ὅτι ὁ φυ­σι­κός κό­σμος εἶ­ναι μό­νο βρο­τῶν δό­ξαι, δη­λα­δή οὔ­τε κάν, ἐ­πι­τέ­λους, ὄψις ἀ­δή­λων, μο­λο­νό­τι αἰ­τι­ο­λο­γη­μέ­νη ἀ­πό τήν ἀ­νε­πάρ­κει­α τῶν αἰ­σθή­σε­ων καί τό ἀ­νε­ξή­γη­το τοῦ με­τα­βο­λι­σμοῦ τῆς ἐμ­πει­ρι­κά καί λο­γι­κά δε­δο­μέ­νης οὐ­σί­ας, δέν εἶ­χε ἀ­πο­δο­χή σέ κα­μι­ά ἀ­πό τίς τά­σεις πού ἐκ­δη­λώ­θη­καν ὡς ἀν­τι­δρά­σεις, θε­τι­κές ἡ ἀρ­νη­τι­κές, στήν Ἐλεατική φι­λο­σο­φί­α, ἀ­κό­μα οὔτε στήν πι­ό ἀ­κραί­α πνευμα­το­κρα­τι­κή, τήν πλα­τω­νι­κή. Αὐτό ἀ­κρι­βῶς ἔ­κα­νε ἐ­πι­τα­κτι­κό­τε­ρη τήν ἀ­νάγ­κη νά ἐ­ξη­γη­θεῖ ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κά ὁ κό­σμος τοῦ γί­γνε­σθαι, ἀ­κρι­βέ­στε­ρα τό ἴδι­ο τό γί­γνε­σθαι, τά φυ­σι­κά μορ­φώ­μα­τα καί ἡ γε­νε­σι­ουρ­γός αἰ­τί­α τους, ἡ σύν­θε­ση καί ἡ δι­ά­λυ­ση, ἡ αὔ­ξη­ση καί ἡ φθο­ρά, ἡ κί­νη­ση καί κά­θε με­τα­βο­λή.

Ἀ­πό τόν δω­ρι­κό κό­σμο ὁ Ἐμ­πε­δο­κλής ὁ Ἀ­κρα­γαν­τί­νος (492 - 432), κο­σμο­λό­γος μέ ἔκ­φρα­ση φυ­σι­κή καί μυ­στι­κή, ἐ­πι­χει­ρεῖ πρῶ­τος ἕ­να συγ­κε­ρα­σμό, προ­ε­κτεί­νον­τας τόν κο­σμο­λο­γι­κό πλου­ρα­λι­σμό τοῦ Παρ­με­νί­δη καί στό ὀν­το­λο­γι­κό πε­δί­ο. Αὐτό τό ἐγ­χεί­ρη­μα, πού κρα­τι­έ­ται γε­ρά ἀ­πό τήν ἑ­δραι­ω­μέ­νη πλου­ρα­λι­στι­κή συ­νεί­δη­ση τῆς δη­μο­κρα­τι­κῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ Ἐμ­πε­δο­κλῆ, ἔ­χει κα­τα­λυ­τι­κές συ­νέ­πει­ες καί γι­ά τά δυ­ό ἀν­τί­πα­λα στρα­τό­πε­δα καί ἐ­πι­φέ­ρει ἀ­με­τά­κλη­τα καί γε­νι­κά καί γι­ά τά δυ­ό, καί στό πε­δί­ο τῆς Φυ­σι­κῆς καί στό πε­δί­ο τῆς ­Ὀν­το­λο­γί­ας, τήν ὁ­ρι­στι­κή ἔκ­πτω­ση τοῦ μο­νι­σμοῦ, πού εἶ­χε τό πρό­τυ­πό του στό ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κό πα­ρελ­θόν. Γι­ά τόν Ἐμ­πε­δο­κλῆ τό σύμ­παν συν­τί­θε­ται καί ἀ­πο­συν­τί­θε­ται ἀ­πό τέσ­σε­ρις, αἰ­ώ­νι­ες καί ἀ­με­τά­βλητες, οὐ­σί­ες, πού τίς κα­τευ­θύ­νουν δυ­ό ἀ­κα­τά­λυ­τες δυ­νά­μεις: οἱ οὐ­σί­ες εἶ­ναι τό Νε­ρό, ὁ Ἀέρας, ἡ Γῆ, ἡ Φω­τι­ά· οἱ δυ­νά­μεις εἶ­ναι ἡ Ἀγάπη καί τό Μί­σος, ἡ ἕλ­ξη καί ἡ ἀ­πώ­θη­ση, θά λέ­γα­με σή­με­ρα. Εὐ­δι­ά­κρι­τα ἐ­δῶ τό Νε­ρό τοῦ Θα­λῆ, ὁ Ἀέρας τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη, ἡ Γῆ τοῦ Ξε­νο­φά­νη, ἡ Φω­τι­ά τοῦ Ἡ­ρά­κλει­του. Ἡ Ἀγάπη καί τό Μί­σος βγαί­νουν ἀ­πό τό συμ­φε­ρό­με­νον δι­α­φε­ρό­με­νον ἡ τόν πό­λε­μο καί τήν εἰ­ρή­νη τοῦ Ἡ­ρά­κλει­του. Τό σύμ­παν τοῦ Ἐμπεδοκλῆ εἶ­ναι ἀ­κί­νη­το στό σύ­νο­λό του, κα­τά τό ἐ­λε­α­τι­κό πρό­τυ­πο, καί κι­νού­με­νο στά μέ­ρη του, κα­τά τό ἡ­ρα­κλει­τι­κό πρό­τυ­πο. Ἡ θέ­ση τοῦ Ἐμπεδοκλῆ ἀ­κί­νη­τοι κα­τά κύ­κλον, 17, 14, εἶ­χε ἔ­ρει­σμα στό ἀ­ξί­ω­μα τοῦ Ἡ­ρά­κλει­του, 34, ξυ­νόν ἀρ­χή καί πέ­ρας ἐ­πί κύ­κλου, ἀ­ξί­ω­μα πού εἶ­χε γί­νει δε­κτό, χω­ρίς ἐ­πι­φύ­λα­ξη, καί ἀ­πό τόν Ἀλ­κμαί­ω­να, 2 καί ἀ­πό τόν Παρ­με­νί­δη, 5. Θε­σπί­ζον­τας ὁ Ἐμ­πε­δο­κλής οὐ­σί­ες καί δυ­νά­μεις, χώ­ρι­σε τό φυ­σι­κό στοι­χεῖ­ο ἀ­πό τήν κί­νη­ση καί ἔτ­σι πα­ρερ­μή­νευ­σε τήν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή οὐ­σί­α, πού ἦ­ταν ἀ­εί­ζω­ον, ὕ­λη καί ἐ­νέρ­γει­α μα­ζί. Μέ προ­η­γού­με­να τά ἀν­τι­θε­τι­κά ζεύ­γη τῶν Πυ­θα­γο­ρεί­ων ἀ­πό τή μι­ά, τό εἶ­ναι καί φαί­νε­σθ­αι τῶν Ἐ­λε­α­τῶν ἀ­πό τήν ἄλ­λη, ὁ Ἐμπεδοκλής, προσ­δι­ο­ρι­σμέ­νος ἀ­πό τή δαι­μο­νο­κρα­τί­α, εἰ­δι­κά τοῦ ὀρ­φι­κοπυ­θα­γο­ρι­κοῦ κύ­κλου, ἐ­πι­νο­εῖ τήν ἐ­πέμ­βα­ση τῆς ἐ­νέρ­γει­ας πά­νω στήν ὕλη μέ πρό­τυ­πο τό σῶ­μα τό κα­τε­χό­με­νο καί κα­τευ­θυ­νό­με­νο ἀ­πό τό δαί­μο­να. Αὐτό ἄ­νοι­ξε τό δρό­μο σέ κά­θε ἰ­δε­ο­κρα­τι­κή θε­ω­ρί­α ὡς τίς μέ­ρες μας. Ὕ­στε­ρα ἀ­πό τήν πρώ­τη “αὐ­θαι­ρε­σί­α” εἰς βά­ρος τῆ­ς ­Ἰ­ω­νι­κῆς φυ­σι­κῆς, ἀ­πό τόν Παρ­με­νί­δη, ἡ δεύ­τε­ρη ἀ­πό τόν Ἐμ­πε­δο­κλῆ: ὁ Παρ­με­νί­δης, πα­ρερ­μη­νεύ­ον­τας τήν ἡ­ρα­κλει­τι­κη δι­ά­κρι­ση μέ­ρους καί ὅ­λου, δι­έ­σπα­σε τήν ἑ­νι­αί­α ὕ­λο­ζω­ι­στι­κη οὐ­σί­α σέ Ὄν καί φαι­νό­με­να· ὁ Ἐμπεδοκλής, προ­σπα­θών­τας νά γε­φυ­ρώ­σει τό χά­σμα ἀ­νά­με­σα στό Ὄν καί στά φαι­νό­με­να, δι­έ­σπα­σε γι­ά δεύ­τε­ρη φο­ρά τήν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή οὐ­σί­α σέ ὕ­λη καί ἐ­νέρ­γει­α. Ἀλλά τό νε­κρό φυ­σι­κό στοι­χεῖ­ο ἦ­ταν κα­θα­ρή ἐ­πι­νό­η­ση, ἔ­στω καί δι­και­ο­λογ­ημ­έ­νη ἀ­πό τήν ἀ­δυ­να­μί­α νά ἐ­ξη­γη­θεῖ ὁ με­τα­βο­λι­σμός τῆς οὐ­σί­ας· κι αὐτό γι­α­τί κα­νείς, ἀ­πό­λυ­τα κα­νείς, ὄχι μό­νο ὑ­λο­ζω­ι­στής ἀλ­λά καί ποι­η­τής θε­ο­γο­νί­ας, δέν εἶ­χε πο­τέ φαν­τα­στεῖ φυ­σι­κό σῶ­μα στε­ρη­μέ­νο ἀ­πό ἐ­νέρ­γει­α ἡ ἐ­νέρ­γει­α ἔ­ξω ἀ­πό φυ­σι­κό σῶ­μα, ἀ­φοῦ καί οἱ θε­οί ἦ­ταν σω­μα­τι­κοί!

Ἀ­πό τόν ἰ­ω­νι­κό κό­σμο ὁ Ἀ­να­ξα­γό­ρας ὁ Κλα­ζο­μέ­νι­ος (πε­ρί­που 500-428), προ­σπα­θών­τας νά ἐ­πι­τύ­χει τό συγ­κε­ρα­σμό τῆς Φυ­σι­κῆς μέ τήν ­Ὀν­το­λο­γί­α, σκέφ­τη­κε ὄ­χι πο­λύ δι­α­φο­ρε­τι­κά ἀ­πό τόν Ἐμ­πε­δο­κλῆ. Ἔχοντας προ­η­γού­με­να τήν ἔν­νοι­α τοῦ Ξε­νο­φά­νη γι­ά τό θε­ό, πού νό­ου φρε­νί πάν­τα κρα­δαί­νει, 21, τήν γνώ­μην τοῦ Ἡράκλειτου, 85, ὁτέ­η ἐ­κυ­βέρ­νη­σε πάν­τα δι­ά πάν­των καί τήν ἱ­ε­ρήν φρῆ­να τοῦ Ἐμπεδοκλῆ, 134, 4, ὁ Ἀναξαγόρας ὑ­πέ­θε­σε ὡς αἴ­τι­ο γι­ά τήν κί­νη­ση τό Νο­ῦ, οὐ­σί­α ἐν­τε­λῶς ξε­χω­ρι­στή ἀ­πό τά συ­στα­τι­κά της ὕλης, πού εἶ­ναι ὁ­μοῦ πάν­τα. Ἔτ­σι ὅ­μως ὁ Ἀναξαγόρας ἔ­δω­σε συ­νέ­χει­α στή δι­ά­σπα­ση τῆς οὐ­σί­ας σέ ὕλη καί ἐ­νέρ­γει­α

Ἐπιστροφή στόν ὀρ­θό­δο­ξο ὑ­λο­ζω­ι­σμό δι­δά­σκει ὁ Δι­ο­γέ­νης ὁ Ἀ­πολ­λωνι­ά­της, ἀ­να­τρέ­χον­τας στόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη καί ἀ­να­νε­ώ­νον­τας τή θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀέρα: Καί μοί δο­κεῖ τό τήν νό­η­σιν ἔ­χον εἶ­ναι ὁ ἀ­ήρ κα­λού­με­νος ὑ­πό τῶν ἀν­θρώ­πων, καί ὑ­πό τοῦ­τον πάν­τα καί κυβερ­νᾶ­σθαι καί πάν­των κρα­τεῖν αὐτό γάρ μοί τοῦ­το θε­ός δο­κεῖ εἶ­ναι καί ἐ­πί πᾶν ἀ­φῖ­χθαι καί πάν­τα δι­α­τι­θέναι καί ἐν παν­τί ἐ­νεῖ­ναι, 5. Ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀέρα, ὅ­πως εἶ­ναι δι­α­τυ­πω­μέ­νη ἀ­πό τόν Δι­ο­γέ­νη, ἄν καί ἔ­χει ἐ­νι­σχύ­σει τήν ἀ­να­ξι­με­νι­κή ἔν­νοι­α μέ γνω­ρί­σμα­τα ξε­νο­φα­νι­κά, ἡ­ρα­κλει­τι­κα, ἐ­λε­α­τι­κά καί ἀ­να­ξα­γο­ρι­κά, προ­δί­δει ὁ­πισθο­δρό­μη­ση στίς πι­ό ἁ­πλο­ϊ­κές συλ­λή­ψεις, πού κά­τω ἀ­πό τή νέ­α προ­βλη­μα­τι­κή φαί­νον­ται σχε­δόν μυ­θι­κές καί φα­νε­ρώ­νουν τό μά­ται­ό της ἐμ­μο­νῆς στόν ὑ­λο­ζω­ι­σμό. Ὅ­μως ἡ θέ­ση τοῦ Δι­ο­γέ­νη πε­ρι­έ­χει τοῦ­το τό θε­με­λι­α­κά αὐ­θεν­τι­κό γι­ά τήν ἱ­στο­ρι­κή δι­καί­ω­ση τοῦ ὑ­λο­ζω­ι­σμο­ῦ: ἀρ­νεῖϊ­ται σάν αὐ­θαι­ρε­σί­α τή δι­ά­σπα­ση τῆς ὑ­λο­ζω­ι­στι­κῆς οὐ­σί­ας σέ ὕλη καί ἐ­νέρ­γει­α.

Στό πε­δί­ο τῆς Φυ­σι­κῆς οἱ Ἀτομικοί ἀ­νέ­λα­βαν τόν πραγ­μα­τι­κό ἀν­τί­λο­γο μέ τήν Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α, ὅ­πως στό πε­δί­ο τῆς γνω­σι­ο­θε­ω­ρί­ας καί τῆς λο­γι­κῆς τόν εἶ­χαν ἀ­να­λά­βει οἱ Σο­φι­στές. Οἱ Ἀτομικοί εἶ­δαν ἔγ­και­ρα ὁ­τι ἀ­πό τή δι­α­μά­χη τῆς Ἐλεατικῆς ὀν­το­λο­γί­ας μέ τήν Ἰωνική φυ­σι­κή εἶ­χαν βγεῖ στήν ἐ­πι­φά­νει­α γνή­σι­α καί κεν­τρι­κά προ­βλή­μα­τα οὐ­σί­ας, πού δέν μπο­ροῦ­σε νά τά ἐ­πι­λύ­σει πι­ά ἡ ρο­μαν­τι­κή ἐμ­μο­νή στόν ὑ­λο­ζω­ι­σμό. Ἔτ­σι οἱ Ἀτομικοί μα­θή­τε­ψαν στούς Ἐ­λε­ά­τες καί ἔ­μα­θαν νά τούς ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν μέ ὅ­πλα ἐ­λε­α­τι­κά. Ὁ Λεύ­κιπ­πος (ἀ­κμή πε­ρί­που 430) καί ὁ Δη­μο­κρι­τος (πε­ρί­που 460-370), δά­σκα­λος καί μα­θη­τής, φί­λοι καί συ­νερ­γά­τες, δέχ­τη­καν τό ἐ­λε­α­τι­κό δόγ­μα ὅ­τι τό Ὄν εἶ­ναι ἀ­γέν­νη­το καί ἄ­φθαρ­το, θέ­ση πού, ἐ­πι­τέ­λους, εἶ­χε τήν κα­τα­γω­γή της στό ἡ­ρα­κλει­τι­κο ἦν ἀ­εί καί ἔ­στιν καί ἔ­σται, 51· δέν δέχ­τη­καν ὅ­μως ὅ­τι τό Ὄν εἶ­ναι καί ἀ­κί­νη­το καί ἀ­δι­αί­ρε­το. Οἱ Ἐ­λε­ά­τες εἶ­χαν ἀρ­νη­θεῖ τή δυ­να­τό­τη­τα νά κι­νεῖ­ται καί νά δι­αι­ρεῖ­ται τό Ὄν, ἐ­πει­δή γι­’­αὐ­τούς ἐ­κτός ἀ­πό τό Ὄν δέν ὑ­πῆρ­χε τί­πο­τ’ ἄλ­λο. Οἱ Ἀ­το­μι­κοί πα­ρα­τή­ρη­σαν ὁ­τι μέ αὐτό τόν τρό­πο οἱ Ἐ­λε­ά­τες εἶ­χαν ἀρ­νη­θεῖ καί τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ κε­νο­ῦ, πού τό ταύ­τι­ζαν μέ τό μή ὄν. Ἀλλά τό κε­νόν, τό μή ὄν, ἀ­πέ­ναν­τι στό πλῆ­ρες, στό ὄν, μπο­ρε­ῖ νά τό λέ­με μή ὄν, εἶ­ναι ὅμως τό­σο πραγ­μα­τι­κό ὅσο καί τό ὄν. Μέ ἄλ­λα λό­γι­α ἡ ὕ­παρ­ξη τοῦ κε­νοῦ χώ­ρου ἔ­πρε­πε νά θε­ω­ρεῖ­ται τό­σο βέ­βαι­η δσό καί ἡ ὕ­παρ­ξη τοῦ ὄντος. Αὐτό ἦ­ταν τό πρῶ­το βῆ­μα γι­ά φυ­σι­ο­κρα­τι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς Ἐ­λε­α­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας. Στή συ­νέ­χει­α οἱ Ἀτομικοί ἀν­τι­με­τώ­πι­σαν τή θέ­ση τοῦ Ζή­νω­να γι­ά τήν ἐ­π’ ἄ­πει­ρον το­μήν καί ἔφ­τα­σαν στήν ἔν­νοι­α τοῦ Ἀτόμου, δη­λα­δή τοῦ ἄ­τμη­του μο­ρί­ου ὕ­λης. Ὕ­στε­ρα ἀ­πό αὐ­τά οἱ Ἀτομικοί δέν δυ­σκο­λεύ­τη­καν νά ἀ­πο­δώ­σουν στό ἄ­το­μο τά γνω­ρί­σμα­τα πού ὁ Παρ­με­νί­δης εἶ­χε δώ­σει στό ὄν: ἀ­γέν­νη­το, ἀ­κα­τά­λυ­το, ἀ­με­τά­βλη­το, ἁ­πλό καί μέ ὁ­ρι­σμέ­να ὅρι­α. Αὐτό ὁ­μως σή­μαι­νε ὅτι τό ἄ­το­μο εἶ­χε μό­νο ὄγκο, ὄχι ἄλ­λη ἰ­δι­ό­τη­τα. Ἔτ­σι, μέ βά­ση τήν Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α, οἱ Ἀτομικοί ἔφ­τα­σαν στήν ἔν­νοι­α τῆς ἀ­ποί­ου ὕλης καί ἐ­ξή­γη­σαν τίς ποι­ό­τη­τες ἀ­πό τούς τρό­πους συμ­πλο­κῆς τῶν ἀ­τό­μων κα­τά τή σύν­θε­ση τῶν σω­μά­των. Ἡ θε­τι­κι­στι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς ἐ­λε­α­τι­κῆς ὀν­το­λο­γί­ας εἶ­χε συμ­πλη­ρω­θεῖ.

Ἡ Ἐλεατική φι­λο­σο­φί­α εἶ­χε ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ ἀ­πό ἱ­στο­ρι­κή ἄ­πο­ψη ἔγ­και­ρα στήν ἀ­νάγ­κη νά ἐ­ξη­γη­θε­ῖ τό γί­γνε­σθαι, σέ ἀ­να­φο­ρά πρός τό εἶ­ναι. Μέ τήν προ­σπά­θει­ά της νά κα­τα­νο­ή­σει αὐτή τή σχέ­ση, ἔ­φε­ρε στήν ἐ­πι­φά­νει­α καί ἐγ­και­νί­α­σε ἡ ἴ­δι­α πλῆ­θος γνή­σι­α προ­βλή­μα­τα τῆς Φυ­σι­κῆς. Θέ­λον­τας ὅμως νά δώ­σει κά­ποι­α ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κή ἀ­πάν­τη­ση στό ἐμ­πει­ρι­κά ἀ­πρό­σι­το θέ­μα τοῦ με­τα­βο­λι­σμοῦ τῆς οὐ­σί­ας, χώ­ρι­σε τόν ἑ­νι­αῖ­ο κό­σμο σέ πραγ­μα­τι­κό καί φαι­νο­με­νι­κό. Ἔτ­σι εὐ­θύ­νε­ται ἱ­στο­ρι­κά γι­ά τή δι­ά­σπα­ση τῆς ὑ­λο­ζω­ι­στι­κης οὐ­σί­ας σέ ὕ­λη καί ἐ­νέρ­γει­α καί, στήν προ­έ­κτα­ση, γι­ά τή γέ­νε­ση τῆς πνευ­μα­το­κρα­τί­ας καί τοῦ ὑ­λι­σμο­ῦ. Μέ τή θε­τι­κι­στι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς Ἐ­λε­α­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας ἀ­πό τούς Ἀτομικούς, τό χά­σμα ἀ­νά­με­σα στήν πνευ­μα­το­κρα­τί­α καί τόν ὑ­λι­σμό ἡ ἀ­νά­με­σα στόν ὑ­περ­βα­τι­σμό καί τή φυ­σι­ο­κρα­τί­α ἔ­γι­νε ὁ­ρι­στι­κά ἀ­γε­φύ­ρω­το καί ξε­πέ­ρα­σε τά ὅρι­α τῆς Προ­σω­κρα­τι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας. Ὁ “ἐ­θνι­κός δι­χα­σμός” μπῆ­κε σέ νέ­α φά­ση στήν Ἀττική φι­λο­σο­φί­α, ὅταν οἱ Ἐ­λε­ά­τες πο­λι­το­γρα­φή­θη­καν στό κρά­τος τῶν ἰ­δε­ῶν καί ὁ ἀρ­χη­γός τους ἔ­γι­νε γι­ά τόν Πλά­τω­να ὁ πα­τήρ ἠ­μῶν Παρ­με­νί­δης καί ὁ Παρ­με­νί­δης ὁ μέ­γας.