Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Δύσκολος (912-945)

‹ΓΕ.› παῖδες καλοί, παῖ, παιδίον, ‹παῖ›, παῖδες. ‹ΚΝ.› οἴχομ᾽, οἴμοι.
‹ΓΕ.› τίς οὗτος; ἐντεῦθέν τις εἶ; (ΚΝ.) ‹δη›λονότι. σὺ δὲ τί βούλει;
‹ΓΕ.› λέβητας αἰτοῦμαι παρ᾽ ὑμῶν καὶ σκάφην. (ΚΝ.) τίς ἄν με
915 στήσειεν ὀρθόν; (ΓΕ.) ἔστιν ὑμῖν, ἔστιν ὡς ἀληθῶς.
καὶ τρίποδας ἑπτὰ καὶ τραπέζας δώδεκ᾽· ἀλλά, παῖδες,
τοῖς ἔνδον ‹εἰσ›αγγείλατε· σπεύδω γάρ. (ΚΝ.) οὐδέν ἐστιν.
(ΓΕ.) οὐκ ἔστιν; (ΚΝ.) ‹ἀλλ᾽› ἀκήκοας μυριάκις. (ΓΕ.) ἀποτρέχω δή.
ΚΝ. ὢ δυστυχὴς ἐγώ. τίνα τρόπον ἐνθαδὶ προήχθην;
920 τίς μ᾽ εἰ]ς τὸ πρόσθεν κατατέθηκεν; ἄπαγε δὴ σύ. καὶ δή.
‹ΣΙΚ.› παῖ, παι]δίον, γυναῖκες, ἄνδρες, παῖ θυρωρέ. (ΚΝ.) μαίνει,
ἄνθρωπε· τὴν θύραν κατάξεις. (ΣΙΚ.) δάπιδας ἐννέ᾽ ἡμῖν
χρήσα]τ̣ε. (ΚΝ.) πόθεν; (ΣΙΚ.) καὶ παραπέτασμα βαρβαρικὸν ὑφαντόν
δίδοτε] ποδῶν τὸ μῆκος ἑκατόν. (ΚΝ.) εἴθε μοι γένοιτο.
925 [ΣΙΚ.] . . . [ΚΝ.] πό]θεν; γραῦ. ποῦ ᾽στιν ‹ἡ› γραῦς; (ΣΙΚ.) ἐφ᾽ ἑτέραν βαδίζω
θύραν; (ΚΝ.) ἀπαλλάγητε δή. γραῦ. Σιμίχη. κακὸν δὲ
κακῶς ‹σ᾽› ἅπαντες ἀπολέσειαν οἱ θεοί. τί βούλει;
(ΓΕ.) κρατῆρα βούλομαι λαβεῖν χαλκοῦν μέγαν. (ΚΝ.) τίς ἄν με
στήσειεν ὀρθόν; (ΣΙΚ.) ἔστιν ὑμῖν, ἔστιν ὡς ἀληθῶς
930 τὸ παραπέτασμα, παππία, ‹ΚΝ.› μὰ τὸν Δί᾽. ‹ΓΕ.› οὐδ᾽ ὁ κρατήρ;
‹ΚΝ.› τὴν Σιμίχην ἀποκτενῶ. (ΓΕ.) κάθου ‹σὺ› μη‹δὲ› γρύζων.
φεύγεις ὄχλον, μισεῖς γυναῖκας, οὐκ ἐᾷς κομίζειν
εἰς ταὐτὸ τοῖς θύουσι σαυτόν· πάντα ταῦτ᾽ ἀνέξει.
οὐδεὶς βοηθός σοι πάρεστιν. πρῖε σαυτὸν αὐτοῦ.
935 ‹ΣΙΚ.› ἄκουε δ᾽ ἑξῆς πάντα γα[. . . ]. . .[. . .]τισ̣
[. . . ]αγκας οὐδὲ τὴν[. . .]ι
[ΚΝ.] [. . .]ον αἱ γυναῖκες .[. . .]παρ᾽ ὑμῶν.
[ΓΕ.] τῇ σῇ γυν]αικὶ τῇ τε παιδὶ [περιβ]ολαὶ τὸ πρῶτον
[. . .] φιλή]ματ᾽· οὐκ ἀηδὴς διατριβή τις αὐτῶν.
940 [ΣΙΚ.] [. . .]ρ[. . .] ἄνωθεν ηὐτρέπιζον συμπόσιον ἐγώ τι
τοῖς ἀνδράσιν· τούτοις — ἀκούεις; μὴ κάθευδε. μὴ γάρ.
‹ΚΝ.› οἴμοι. (ΣΙΚ.) ‹. . .› βούλει παρεῖναι; πρόσ[εχε] καὶ τὰ λοιπά.
σπονδὴ παρῆν· ἐστρώννυτο στιβὰς χαμαί· τραπέζας
ἔγωγε —τοῦτο γὰρ ποεῖν ἐμοὶ προσῆκ᾽— ἀκούεις;
945 μάγειρος ὢν γὰρ τυγχάνω, μέμνησο. ‹ΓΕ.› μαλακὸς ἁνήρ.

***
ΓΕΤ. Ποιός είσαι; Του σπιτιού από δω; ΚΝΗ. Μάλιστα. Εσύ τί θέλεις;
ΓΕΤ. Δυο τρία καζάνια θέλω και μια σκάφη. ΚΝΗ. (απειλητικά) Δεν είν᾽ ένας
να με σηκώσει ορθό; ΓΕΤ. Κι εσείς έχετε· αυτό το ξέρω.
Κι εφτά τριπόδια, δώδεκα τραπέζια… Εέ, κοπέλια,
πέστε το στον αφέντη σας και βιάζομαι. ΚΝΗ. Δεν έχω
τίποτα. ΓΕΤ. Μπα! ΚΝΗ. Χίλιες φορές σού το ᾽πα. ΓΕΤ. Τότε, φεύγω.
ΚΝΗ. Α συφορά, πώς βρέθηκα στην πόρτα μπρος; Πώς βγήκα;
920 Και ποιός με πλάγιασε έξω εδώ;
Βλέποντας το Σίκωνα.
Γκρεμίσου εσύ, κι αμέσως.
ΣΙΚ., κάνοντας ό,τι πρωτύτερα ο Γέτας
Γυναίκες! Άντρες! Θυρωρέ! Παιδιά! ΚΝΗ. Μωρέ θα σπάσεις
την πόρτα μου. Τρελάθηκες; ΣΙΚ. Δώσ᾽ μας εννιά κιλίμια.
ΚΝΗ. Πού να τα βρω; ΣΙΚ. Και μια μακριά, ως εκατό ποδάρια,
κουρτίνα ανατολίτικη υφαντή. ΚΝΗ. Μακάρι να είχα.
ΣΙΚ. Έχεις. ΚΝΗ. Πού να τη βρω; Βρε γριά! Πού να ᾽ν᾽ η γριά; ΣΙΚ. Να τρέξω
αλλού λοιπόν;
Κάνει πως φεύγει, αλλά ξαναγυρίζει αμέσως με το Γέτα.
ΚΝΗ. Τραβάτε πια. —Σιμίκη! Γριά! —Κακούργε,
απ᾽ όλους τους θεούς κακό χαμό να βρεις. Τί θέλεις;
ΓΕΤ. Ένα μεγάλο χάλκινο κρατήρα. ΚΝΗ. Δεν είν᾽ ένας
να με σηκώσει ορθό; ΣΙΚ. Καλέ παππούλη, εγώ το ξέρω,
930 έχεις κουρτίνα. ΚΝΗ. Ε όχι, βρε. ΓΕΤ. Παππούλη, ούτε κρατήρα;
ΚΝΗ. Θα τη σκοτώσω αυτή τη γριά. ΓΕΤ. Α, ησύχασε, μη γρούζεις.
Μάχεσαι τη γυναίκα σου, μακριά απ᾽ τον κόσμο φεύγεις,
θυσία προσφέρνουν, σε καλούν, δε θέλεις να σε πάνε·
ε, τώρα τράβα τα όλ᾽ αυτά· κοντά σου δεν είν᾽ ένας
να σε βοηθήσει. Πριόνιζε μονάχος τον εαυτό σου.
ΣΙΚ. Άκου κι αυτά: Η γυναίκα σου κι η κόρη σου κι η σκλάβα
σ᾽ αφήσανε και πήγανε κοντά στους συμπεθέρους.
ΚΝΗ. Και σαν τί γλύκα βρήκανε σ᾽ εσάς, μωρέ, οι γυναίκες;
ΓΕΤ. Τί γλύκα, λέει; Τις δέχτηκαν μ᾽ ευγένεια και μ᾽ αγάπη·
φιλιά, αγκαλιές, και με χαρές την ώρα τους περνούνε.
940 ΣΙΚ. Είχα ετοιμάσει πρώτα εγώ συμπόσιο για τους άντρες.
Κοιμάσαι; Ξύπνα. Δεν ακούς; ΚΝΗ. Κοιμούμαι; Αλίμονό μου.
ΣΙΚ. Θέλεις να πας; Για πρόσεχε και τ᾽ άλλα· πλάι τους είναι
κρασί, σπονδές· με φυλλωσιές το πάτωμα στρωμένο·
τραπέζια εγώ τους έστρωσα· δουλειά δικιά μου· εγώ ᾽μαι
ο μάγερας, μην το ξεχνάς· με νιώθεις; ΓΕΤ. Μαλακώνει.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Πώς άλλαξε η αρχαία Ελληνική γλώσσα

10.7.3 Όλα όσα «τελειώνουν» σε -ος να είναι αρσενικά!

Πέρα από τη μεγάλη κατηγορία αρσενικών ουσιαστικών σε -ος υπήρχε και μια μικρή ομάδα θηλυκών ουσιαστικών σε -ος: ἡ κυπάρισσ-ος 'το κυπαρίσσι', ἡ πλίνθ-ος 'το τούβλο, η βάση', ἡ γύψ-ος. 

Τέτοιου είδους ουσιαστικά στα χρόνια της κοινής αρχίζουν να εμφανίζονται ως αρσενικά: ὁ κυπάρισσος, ὁ πλίνθος, ὁ γύψος (όπως σήμερα). 

Και εδώ πάλι έχουμε μια διαδικασία εξομάλυνσης: τα λίγα ουσιαστικά σε -ος που δεν είναι αρσενικά γίνονται αρσενικά και εξομοιώνονται με τη μεγάλη κατηγορία ουσιαστικών σε -ος που είναι πια πάντα αρσενικά, χωρίς να υπάρχουν εξαιρέσεις.

Εσύ είσαι εκείνος που παραδίδεις την ελευθερία σου στους άλλους

Μην βασίζεσαι σε κάποιον άλλον για την ευτυχία σου, μην ξεχνάς πως η κάθε σχέση είναι μοίρασμα και όχι εξάρτηση.

Μη στηρίζεσαι στους άλλους για να ορίσεις την αξία στον εαυτό σου.

Όσο εξαρτάσαι με αυτόν τον τρόπο από τους άλλους, προσδιορίζεσαι από τις ανάγκες τους και όχι από την επιθυμία σου, που αυτό είναι το ζητούμενο για σένα.

Μόνον εσύ είσαι υπεύθυνος για τον εαυτό σου.

Εάν δεν μπορείς ν’ αγαπήσεις και να σεβαστείς τον εαυτό σου, κανείς δεν θα μπορέσει να το κάνει αυτό για σένα.

Όσο ζητάς την επιβεβαίωση από τους άλλους, φίλους ερωτικό σύντροφο κ.α., για να συμφωνήσουν ή να επιβεβαιώσουν αυτό που κάνεις, ψαλιδίζεις τα φτερά σου και αρνείσαι να πετάξεις.

Εσύ είσαι εκείνος που παραδίδεις την ελευθερία σου στους άλλους, ελπίζοντας πως θα σου δώσουν την άδεια για αυτό, ενώ στην πραγματικότητα αυτό είναι δική σου ευθύνη και μόνο.

Αποδέξου αυτό που είσαι ολοκληρωτικά -τα καλά και τα άσχημα, τις όμορφες στιγμές του παρελθόντος σου και τις δυσάρεστες μαζί, χωρίς να κρίνεις τον εαυτό σου για αυτές- και κάνε αλλαγές, αυτές που ταιριάζουν σε σένα και όχι αυτές που νομίζεις πως θα σε κάνουν επιθυμητό στους άλλους.

Δέξου τις απώλειες σου, που έχουν να κάνουν κυρίως με μέρη εαυτού, με κομμάτια ενός εξιδανικευμένου εαυτού που δεν μπορείς να γίνεις ποτέ αλλά δεν χρειάζεται κιόλας.

Αν φερθείς εσύ με αξιοπρέπεια και σεβασμό στον εαυτό σου, εκείνος θα στο ανταποδώσει και θα πορευτείτε μαζί σε ένα δρόμο που οδηγεί σε συμπόρευση με άλλους που και εκείνοι τολμούν στις δικές τους αλλαγές, στην δική τους αξία, στη δική τους επιθυμία για ζωή.

Η ψυχολογίας της μειονεξίας & η παράλογη ενοχή

Είναι αρκετοί οι άνθρωποι που, από παιδιά, νιώθουν να τους κατακλύζει η αίσθηση μιας παράλογης, άδικης ενοχής, κι ένα επακόλουθο συναίσθημα μειονεκτικότητας.

Αισθάνονται δηλαδή ένοχοι όχι για τις βλαπτικές πράξεις ή παραλείψεις τους, γιατί απλά η ενοχή που νιώθουν δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα ενός γεγονότος, μιας συνθήκης που συνέβη στο παρελθόν, στην οποία εκείνοι έκαναν πραγματικά κάποιο λάθος.

Το άτομο που έχει κακοποιηθεί λεκτικά, ψυχικά, ή σωματικά, του οποίου δηλαδή η αθωότητα έχει καίρια τραυματισθεί, συχνά νιώθει μια παράλογη ενοχή.

Νιώθε πως φταίει σε κάτι. Χωρίς όμως να μπορεί να εντοπίσει τι είναι αυτό.

Η άδικη ενοχή είναι στην πραγματικότητα ένας αμυντικός μηχανισμός ενάντια στον πόνο που βίωσε όταν βλάφτηκε ή αδικήθηκε από κάποιον άλλον.

Και μάλιστα, καθώς ήταν ευάλωτος ή αδύναμος να διαχειριστεί την αδικία σε βάρος του.

Όταν κανείς σκέφτεται: «τι λάθος έκανα; Ποιο κακό προκάλεσα; Γιατί δεν είμαι αρκετά καλός σε κάτι ή σε τίποτα;...», τότε ο πόνος που ο ίδιος νιώθει επειδή τον τραυμάτισε ο άλλος με την συμπεριφορά του, αν και δεν εξαφανίζεται, κατά κάποιον τρόπο αμβλύνεται.

Ο πόνος μειώνεται επειδή ο εαυτός αποφεύγει την άμεση επαφή του με το τραύμα και την μοναξιά που η τραυματική συνθήκη συνήθως προκαλεί στην ψυχή.

Η παράλογη ενοχή στοχεύει στο να χωρίσει τον εαυτό από τα επώδυνα συναισθήματα του πόνου και του θυμού.

Αυτός που έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης σε μια σχέση, και βαθιά τραυματίσθηκε η αίσθηση ελέγχου στην ζωή του, μέσα από το βίωμα της παράλογης ενοχής αντιστρέφει τους όρους του παιχνιδιού:

«Αν μπορέσω να ανακαλύψω ποιο είναι το λάθος με μένα, και το διορθώσω, τότε η σημαντική μου σχέση με τον άλλον δεν θα χρειαστεί να χαλάσει, ή να τελειώσει, κι έτσι θα αποφύγω τον πόνο της απώλειας & της μοναξιάς» σκέφτεται ο παθών.

Η άδικη ενοχή δίνει στον τραυματισμένο μια ψευδαίσθηση ελέγχου, από την οποία προκύπτει συχνά μια καταναγκαστική συμπεριφορά τελειομανίας.

Όσο περισσότερο κάποιος χρησιμοποιεί ασυνείδητα τον μηχανισμό της παράλογης ενοχής για να καταστείλει μέσα του τον πόνο, τόσο πιο πολύ έχει την ανάγκη να πιστεύει ότι, καθώς γίνεται ολοένα και περισσότερο «τέλειος», πιο συνεπής και, ως αποτέλεσμα, περισσότερο απαλλαγμένος από ενοχές, θα είναι σε θέση να αποφεύγει κάθε μελλοντικό πόνο. Να ελέγχει απόλυτα την ζωή του.

Βέβαια συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Όσο κανείς επενδύει την ψυχική του ενέργεια στο παραπάνω μηχανισμό, ως αποφευκτικό σχήμα του πόνου, επειδή ακριβώς δεν υπήρξε ποτέ αδικοπραξία που με την ομολογία της αποκαθίσταται αυτόματα η ενοχή, το αίσθημα της αναμενόμενης κι επιδιωκόμενης ανακούφισης δεν έρχεται ποτέ.

Καθώς το υποκείμενο συνεχώς αναβάλλει κι αποφεύγει τον πόνο, όλο και περισσότερο πόνος συσσωρεύεται στον ήδη πρωταρχικό και προϋπάρχοντα.

Η παρουσία του πόνου κινητοποιεί με την σειρά της όλο και πιο εντατικά το σχήμα της παράλογης ενοχής.

Και το αρχικό τραύμα όλο και περισσότερο επιβαρύνεται και βαθαίνει.

Tη ζωή καθορίζει η ποιότητα

Σε κοινωνίες υπανάπτυκτες (δηλαδή, με μέσον όρο κατά κεφαλήν καλλιέργειας πολύ χαμηλό), ο διάλογος για οποιοδήποτε ζήτημα (από προβλήματα ιστορικής αυτοσυνειδησίας και πολιτιστικής ταυτότητας ώς τις διχογνωμίες για την οικονομία και την πολιτική) είναι μόνο συμβατικός, πραγματικά ανύπαρκτος. Yποδύονται τον «διάλογο» οι λοιδορίες ετικέτες, σκόπιμες παραποιήσεις απόψεων, σπιλωτικοί υπαινιγμοί.

Δεν έχει οπωσδήποτε ένοχη πρόθεση η επιθετική άρνηση του διαλόγου, το συνηθέστερο κίνητρο είναι ασυνείδητο, ενστικτώδες: οι ανασφάλειες. Σε υπανάπτυκτες κοινωνίες (με μέσον όρο κατά κεφαλήν καλλιέργειας πολύ χαμηλό) ενδημεί μια καμουφλαρισμένη με εξιδανικευμένες προφάσεις εκδοχή του νόμου της ζούγκλας: ο καθένας μόνος του εναντίον όλων. Oλοι, ακόμα και συναισθηματικά φίλοι, οι αποδεδειγμένα συμπαραστάτες και συντρέχτες, είναι δυνάμει αντίπαλοι. Oι θέσεις λίγες, ο ορίζοντας της δημοσιότητας στενός, τα αξιώματα προ-ορισμένα. Oσο περισσότεροι θαφτούν στην ανυποληψία (και κυρίως οι ικανότεροι) τόσο διευκολύνεται η άνοδος του ανασφαλούς (και συνήθως ανίκανου).

Oμως, παρά την έμφοβη και μεταξύ τους καχυποψία, οι ανασφαλείς συσπειρώνονται. Λειτουργεί στις υπανάπτυκτες κοινωνίες ένας επιδέξιος συνδικαλισμός των ασημαντοτήτων. Oσφραίνονται οι ανασφαλείς ποιες ιδεολογίες, ποια κόμματα, ποιες «παρατάξεις» προσφέρουν πληρέστερη εξασφάλιση στους υποταχτικούς τους, μεθοδικότερη εξόντωση της απειλητικής ποιότητας. Kαι σπεύδουν να ενταχθούν.

Ο μέτριος στρατιωτικός και ο μειονεκτικός δικαστής έχουν μια και μόνη ελπίδα να υπερκεράσουν τους αξιότερους και ταλαντούχους συναδέλφους τους, να φτάσουν αυτοί και όχι εκείνοι στις λίγες ανώτατες θέσεις: Mόνο αν μεταβληθούν σε λακέδες κάποιου κόμματος εξουσίας. Στα πανεπιστήμια η μαφία των ασημαντοτήτων προτιμάει την ετικέτα της «παράταξης»: Δεν εκλέγεσαι, δεν προάγεσαι, δεν έχεις πρόσβαση σε ακαδημαϊκά αξιώματα, αν δεν αποδείξεις ότι συμπράττεις ενεργά με τους «προοδευτικούς»: Nα συνυπογράφεις πειθήνια απειράριθμες παραταξιακές διαμαρτυρίες, καταγγελίες, αφοριστικούς λιβέλους που συχνά δεν καταλαβαίνεις, ουδέποτε ζητάς να επαληθευθούν, συνήθως δεν σε αφορούν. Nα έχεις εξορίσει από τις δημοσιεύσεις σου κάθε παραπομπή σε συγγραφείς και ερευνητές που δεν εγκρίνει η «παράταξη». Nα εκθειάζεις μόνο τους παραταξιακά προβεβλημένους όσο ατάλαντοι κι αν είναι.

Oι ίδιες φράξιες ασημαντοτήτων και στις εφημερίδες, στα τηλεοπτικά κανάλια, στα καλλιτεχνικά περιβάλλοντα. Aπό τις ίδιες στελεχώνονται διοικητικά συμβούλια κρατικών θεάτρων, μουσείων, ιδρυμάτων «πολιτισμού» εταιρειών του Δημοσίου, οι απειράριθμοι «σύμβουλοι» και μέλη επιτροπών υπουργείων και τραπεζών. Παντού ο ίδιος θηριώδης πόλεμος της ζούγκλας, η αδυσώπητη ανάγκη αυτοσυντήρησης, ορμέμφυτη απαίτηση των ανασφαλών να εξαφανίσουν την ποιότητα, να θάψουν στη σιωπή και να απωθήσουν στο περιθώριο τους ικανούς, να σπιλώσουν τους άξιους.

Γι’ αυτό και οι υπανάπτυκτες κοινωνίες ούτε προβάλλουν ούτε εξάγουν ποιότητα. Oχι επειδή δεν διαθέτουν – ποτέ από μια κοινωνία δεν εξαφανίζεται ολοσχερώς η προικισμένη μαγιά. Aλλά η κατεστημένη ανασφάλεια την κρύβει, την αποσιωπά. Oπου ο μέσος όρος κατά κεφαλήν καλλιέργειας δεν είναι απελπιστικά χαμηλός και οι μνήμες στερημένου βίου οδυνηρές στο συλλογικό ασυνείδητο, εκεί συζητούνται βιβλία, κρίνονται συγγραφείς, τιμώνται δημιουργοί, προβάλλονται επιστημονικά επιτεύγματα, αναγνωρίζεται το ταλέντο, επαινείται η ευφυΐα.

Στις υπανάπτυκτες κοινωνίες τέτοια ζωντάνια ενδιαφέροντος για τις εγχώριες δημιουργικές δυνάμεις απουσιάζει δραματικά. Στα κυριακάτικα φύλλα κυριαρχούν, ακόμα και πολύ δευτερεύουσας ποιότητας, αλλοεθνείς όμως δημιουργοί. Oχι μόνο από ξενομανία, ούτε μόνο για επίδειξη ενημερότητας. Kυρίως επειδή ο ξένος, ο αλλοεθνής και αλλόγλωσσος, δεν απειλεί τους εγχώριους ανασφαλείς. Tα λίγα ντόπια ονόματα που σερβίρονται και αναμηρυκάζονται, ατέλειωτα και πληκτικά, είναι μόνο εκείνα που έτυχε να αναδείξει η διεθνής αγορά, με εμπορικά συνήθως κριτήρια ή η επίμονη επί δεκαετίες παραταξιακή προπαγάνδα. Σε αυτά επικεντρώνεται ευτελισμένος ο πληθωρισμός των επαίνων, ο άμετρος λιβανωτός.

Tελικά, αναξιοκρατία και υπανάπτυξη συνιστούν φαύλο κύκλο: αναπαράγουν η μία την άλλη. Kαι οι επιπτώσεις δεν μετρώνται μόνο με δείχτες παραγωγικότητας, δυσλειτουργίας των θεσμών, αποσύνθεσης της κοινωνικής συνοχής, άμβλυνσης της ιστορικής αυτοσυνειδησίας και της πολιτιστικής ταυτότητας. Η πιο χειροπιαστή συνέπεια του φαύλου κύκλου είναι ο βασανισμός των ανθρώπων: όλων των ανθρώπων, ακόμα και των περισσότερο ευνοημένων της ανακυκλούμενης φαυλότητας. Σε συνθήκες παρακμής και αναξιοκρατίας όλοι βασανίζονται, όλοι στερούνται την εξορισμένη ποιότητα, μοιάζει σχεδόν ουτοπικό να χαίρεται τη ζωή του ο άνθρωπος.

Ο φαύλος κύκλος αναξιοκρατίας και υπανάπτυξης, κυριαρχίας της συνδικαλισμένης ασημαντότητας και διωγμού της ποιότητας είναι πρόβλημα κοινωνικό, πρόβλημα λειτουργίας του συλλογικού βίου, δηλαδή πρόβλημα κυρίως πολιτικό. Δεν ξορκίζεται ούτε με ηθικολογίες και ευχολόγια ούτε με αφηρημένες ιδεολογικές ντιρεχτίβες. Θέλει ταλαντούχους πολιτικούς, έκτακτη πολιτική ευφυΐα και ωριμότητα, σοβαρή και μακρόχρονη επιτελική δουλειά, τόλμη για γόνιμες διακινδυνεύσεις.

Eνα ελάχιστο σημάδι ελπίδας θα ήταν: να μην πάψουν κάποιοι να συνειδητοποιούν το πρόβλημα. Δηλαδή, να αποσπούν την πολιτική από την αποπροσανατολιστική μονομέρεια των επικαιρικών απαιτήσεων, να τη συνδέουν με το μόνο δοκιμαστήριο αντοχής της προσωπικής του καθενός ποιότητας, που είναι (απλά και ρεαλιστικά) ο θάνατος. Λίγες στιγμές ή λίγες ώρες μετά τον θάνατο, το λείψανο του ανθρώπου αποδείχνει άχρηστες όλες τις «πεποιθήσεις», όλα τα ιδεολογήματα, τους φανατισμούς, τις πλεκτάνες της ανασφάλειας. Tο μόνο που κληροδοτεί το λείψανο είναι η ποιότητα που αφήνει πίσω του, όση αγάπη κατόρθωσε να αποτυπώσει στη ζωή των «περιλειπομένων».

Eίναι μέτρο πολιτικής ευφυΐας η μνήμη θανάτου. Για τη «μαγιά» που συνειδητοποιεί προτεραιότητες.

Περί τρέλας

Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων. Τρελοί, που αναγνωρίζουν τη τρέλα τους και τρελοί, που δεν έχουν ιδέα για την ύπαρξη αυτής. Βάση αυτού του συλλογισμού, στη τελική, είμαστε όλοι τρελοί!

Σίγουρα κάποιος διαβάζοντας την πιο πάνω δήλωση εύκολα, μπορεί να προβεί στο συμπέρασμα πως αυτός που τα γράφει είναι τρελός.

Αν είναι τρελός, αυτός που ασχολείται με την τρέλα, παραμένει ένα διαχρονικό ερώτημα. Αν είναι τρελός αυτός που ασχολείται με τη τρέλα τότε ίσως αυτός δεν θα έπρεπε να ασχολείται. Αλλά ποιος τρελός θα ασχοληθεί μ’ αυτή τη δουλειά;

Η τρέλα παραμένει μια εμπειρία μέσα από την οποία ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την ηθική του αλήθεια και με τους κανόνες που ιδιάζουν στη φύση.

Συνεχίζει να μπαίνει αδιάκοπα κάτω από καλύτερο φωτισμό καθώς στη σύγχρονη εποχή που ζούμε οι μελετητές της τρέλας, σε σημείο κορεσμού, έχουν πολλαπλασιαστεί.

Οι τραγικές της όψεις, σε μεγάλο βαθμό συνεχίζουν κοινωνικά να επισκιάζονται με στίγμα και φόβο για αποκλεισμό, με ρίζες στην ιστορία των τρελών που κατά τον μεσαίωνα διαδέχτηκαν τους λεπρούς και τους πάσχοντες από αφροδισιακά νοσήματα, έγκλειστοι σε πέτρινους πύργους ως εξόριστα μολυσμένα όντα, για εξάλειψη από προσώπου γης.

Η συγγένεια της ενοχής, της μόλυνσης, του βρώμικου, του αμαρτωλού και του κακού μαζί με τη τρέλα είναι κάτι που έχει εγκατασταθεί στο συλλογικό ασυνείδητο της ανθρωπότητας και δικαίως στη σύγχρονη κοινωνία γίνονται ηράκλειες προσπάθειες για αποδέσμευση του στίγματος της ψυχικής ασθένειας.

Ο Χάινροθ, (1818) χαρακτήρισε τη τρέλα κάτι σαν ζοφερή αταξία, κινούμενο χάος, σπέρμα και θάνατο των πάντων που αντιτίθεται στην φωτεινή και ενήλικη σταθερότητα του πνεύματος.

Ο Ζαρατούστρας απ’ την άλλη έλεγε πως πρέπει να έχει κανείς μέσα του το χάος, για να γεννήσει ένα αστέρι πού χορεύει. (Νίτσε, 1883).

Πιθανών ο Πασκάλ (1670) να είχε δίκαιο καταγράφοντας πως ¨οι άνθρωποι είναι τόσο αναγκαία τρελοί, ώστε θα ήταν τρέλα άλλης λογής να μην είσαι τρελός.¨

Τελικά πόσο απέχει η τρέλα από τη γνώση; Πόσο διαφορετικός είναι ο τρελός;

Η ανθρώπινη αντίληψη για την τρέλα ως «πνευματική ασθένεια», είναι το προϊόν της ιστορίας, της εκπαίδευσης και της κουλτούρας. (Φουκώ, 1961).

Και παρόλο που παραμένει εξόριστη είναι η αιτία για τα χειρότερα αλλά και τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ανθρωπότητας επιβεβαιώνοντας έτσι τον Σ. Φρανκ (1938) σε σχέση με τη τοποθέτηση του περί αντιφάσεων, πως σε κάθε τι υπάρχουν δύο όψεις.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερα να εμβαθύνει κανείς στη τρελά, για να βρει την όψη της λογικής.

Δεν μπορεί να υπάρξει η μια χωρίς την άλλη καθώς οι λεπτές γραμμές που διαχωρίζουν μπορεί να οδηγήσουν δια τρόμου τους λογικούς να τα χάσουν αλλά και τους τρελούς προς ανακούφιση, να αποκτήσουν οξύνοια.

Η ενασχόληση με τη τρέλα είναι μια άβολη περιοχή. Δεν είναι όμως γη άγονη.

Μαθαίνοντας για τα μονοπάτια που βγάζουν από τα προκαθορισμένα πλαίσια κάποιας ηθικής, μπορούμε να δούμε το παράδοξο, το αντίπερα, το ανοίκειο και το άπειρο της ανθρώπινης ψυχής.

Η διαφώτιση στα σκοτεινά δωμάτια της ανθρώπινης ψυχής μπορεί να αποτελέσει πεδίο επεξήγησης της ανθρώπινης σκέψης, να τεθούν σε αμφισβήτηση οι αξίες και ηθικές άλλων εποχών και επιτέλους, ο άνθρωπος να συνειδητοποιήσει και να εναρμονιστεί με την πολυσύνθετη του φύση, που ολιστικά περιλαμβάνει σώμα, ψυχή και πνεύμα, σε πλανητικό και συμπαντικό επίπεδο.

Ας μην ξεχνάμε πως στη ¨διαταραγμένη¨ σκέψη κάποιων ανθρώπων οφείλουμε την επινόηση των επιστημών και των τεχνών.

Πολλοί που βρίσκονται έξω από το χορό της τέχνης, της επιστήμης, της ποίησης και της μουσικής τείνουν να αποκαλούν αυτούς τους αδιάκοπους εξερευνητές της αλήθειας ως εναλλακτικούς, ιδιότροπους, συγχυσμένους και παράφρονες.

Συνάμα τους αποκαλούν αγνούς, μεγαλοφυείς, λαμπρούς και οξυδερκείς επιβεβαιώνοντας με αυτό το τρόπο την συνύπαρξη της τρέλας με τη σοφία, της ζωής με το θάνατο, του σκότους και του φωτός, του γίν με το γιάν.

Ίσως τελικά η μεγάλη σοφία να βρίσκεται στο λαό και τις ρήσεις του όπως τη γνώστη πως ¨από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια.¨

Ενσυναίσθηση: Γιατί δεν μπορείτε να εκφράσετε τα δυσάρεστα συναισθήματα

Οι ενσυναισθητικοί είναι εξαιρετικά οξυδερκείς και μπορούν να συντονίζονται σε υπερβολικό βαθμό με αυτό που οι άνθρωποι γύρω τους επιθυμούν, χρειάζονται και νιώθουν. Γι’ αυτό και πληγώνονται πολύ όταν ένας έμπιστος φίλος, ένα μέλος της οικογένειας ή ένας συνάδελφος στραφεί εναντίον τους.

Και αν και οι ενσυναισθητικοί άνθρωποι είναι πολύ καλοί στο να βοηθούν τους γύρω τους να γίνονται πιο ευαίσθητοι, μπορεί ορισμένες φορές να δυσκολεύονται με την αντιπαράθεση. Όμως είναι κι αυτό ένα αναπόσπαστο κομμάτι των διαπροσωπικών σχέσεων και γι’ αυτό είναι σημαντικό το να αναγνωρίζουμε πότε κάποιος άλλος μας πληγώνει ώστε στη συνέχεια να το αντιμετωπίσουμε.

Πώς μπορούν οι ενσυναισθητικοί άνθρωποι να εκφράζουν με ευκολία τα δυσάρεστα συναισθήματα

1. Ακόμη και αν πονάμε, είναι σημαντικό να κρατάμε για εμάς ενέργεια

Ακριβώς επειδή πονάμε, είναι σημαντικό να διατηρήσουμε σε τέτοιες καταστάσεις ενέργεια ώστε να τη διοχετεύσουμε σε εμάς τους ίδιους. Το ότι είμαστε ενσυναισθητικοί δεν σημαίνει ότι ζούμε συνεχώς για τους άλλους.

2. Κάνουμε «πρόβες» για να νιώθουμε την αντιπαράθεση πιο άνετη

Χρησιμοποιώντας τον δημιουργικό οραματισμό, μπορούμε να φανταστούμε τον εαυτό μας ήρεμο κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσης και της συνειδητοποίησης. Επίσης, μέσω τέτοιων παρόμοιων πρακτικών που μας προετοιμάζουν, μπορούμε να «παρατηρήσουμε» την αντίδραση του άλλο ατόμου χωρίς να συντονιστούμε και να απορροφήσουμε την ενέργεια και τα συναισθήματά του.

3. Συνεχώς διδάσκουμε τους ανθρώπους πώς να μας αντιμετωπίζουν

Οι ενσυναισθητικοί διδάσκουν τους άλλους (χωρίς να το αντιλαμβάνονται) ότι οι δικές τους ανάγκες δεν είναι σημαντικές. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους: Πρώτον, η αυξημένη οξυδέρκεια και αντίληψη του ενσυναισθητικού καταλαμβάνει τόσο χώρο που οι άλλοι μπαίνουν στο επίκεντρο και σε αυτή την κατάσταση οι ανάγκες τους δεν έχουν χώρο.

Κατά δεύτερον, αυτοί οι άνθρωποι κάποιες φορές αποφεύγουν να συγκρούονται με άλλους επειδή ξέρουν ότι μια αντιπαράθεση μπορεί να προκαλέσει δυσάρεστα συναισθήματα στο άλλο άτομο. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, ο ενσυναισθητικός πρέπει να φτάσει στην αντιπαράθεση, ώστε να θέσει κι εκείνος τα δικά του όρια.

4. Οι απόψεις των άλλων μπορεί να αλλάξουν όπως και η διάθεση

Οι ενσυναισθητικοί τείνουν επίσης να παίρνουν προσωπικά τα πράγματα. Αλλά να θυμάστε πως όταν κάποιος έχει μια κακή μέρα είναι πιθανό να εμφανιστεί επικριτικός απέναντί σας. Γι’ αυτό είναι σημαντικό πριν το πάρετε προσωπικά, να αφήνετε πρώτα λίγο χώρο και χρόνο μέχρι να είστε βέβαιοι ότι η επίθεση είναι προσωπική.

5. Θυμίζουμε ότι και οι ενσυναισθητικοί μπορεί να φερθούν λάθος

Ακόμη και οι πιο υποστηρικτικοί άνθρωποι μπορεί να εμπλακούν σε μια τοξική συμπεριφορά χωρίς να το θέλουν. Ακόμη κι αν μετά την αντιπαράθεση αντιληφθείτε ότι μπορεί να κάνατε λάθος, δεν υπάρχει λόγος να το μετανιώνετε ή να νιώσετε άσχημα παραπάνω απ’ ότι αναλογεί στην περίπτωση. Τα λάθη είναι ανθρώπινα.

Σκέφτεστε το χειρότερο σενάριο σε ό,τι σας συμβαίνει;

Πολλές συνήθεις καταστάσεις στη ζωή μπορεί να πυροδοτήσουν το φόβο ότι κάτι κακό θα συμβεί. Ίσως κάθεστε στον υπολογιστή για να ρίξετε μια ματιά στις διαδικτυακές τραπεζικές κινήσεις. Κάτι περίεργο τραβά την προσοχή σας καθώς εξετάζετε τις πρόσθετες συναλλαγές. Γνωρίζετε ότι επιστρέψατε μια ακριβή συσκευή που σταμάτησε να λειτουργεί, αλλά δεν βλέπετε την επιστροφή χρημάτων. Χωρίς αυτά τα χρήματα, θα δυσκολευτείτε να βγάλετε το μήνα.

Ξαφνικά, νιώθετε την καρδιά σας να χτυπά δυνατά και σα να δυσκολεύεστε να αναπνεύσετε. Αρχίζετε να φαντάζεστε ότι τώρα, πέρα από την οικονομική σας ανασφάλεια, κάτι δεν πάει καλά με το σώμα σας. Η λογική εξήγηση ότι δεν έχει περαστεί ακόμα αυτή η επιστροφή δεν περνά από το νου σας, ή αν περνά, αποτελεί μια απίθανη περίπτωση.

Αν διαβάζοντας αυτό το σενάριο, ταυτίζεστε ή έστω σας θυμίζει κάτι παρόμοιο από τις δικές σας αντιδράσεις, είναι πιθανό να έχετε αυτό που οι ερευνητές αποκαλούν το γνωστικό στυλ της επικείμενης καταστροφής. Ο ψυχολόγος John Riskind, σε μια μετα-ανάλυση του 2016 περιγράφει το πώς βλέποντας τον κόσμο με τέτοιο τρόπο ενεργοποιούνται δυσλειτουργικά και δυσπροσάρμοστα επίπεδα άγχους. Με άλλα λόγια, παίρνοντας μια αμφίβολη κατάσταση και μετατρέποντάς τη στο χειρότερο πιθανό αποτέλεσμα, ενεργοποιούμε με απόλυτη βεβαιότητα το άγχος. Οι σωματικές μας αποκρίσεις εντείνονται καθώς ο νους «παίζει» ξανά και ξανά το χειρότερο πιθανό σενάριο.

Αυτό που διαφοροποιεί το «ελλοχεύον» γνωστικό στυλ από άλλες προσεγγίσεις στο άγχος που δίνουν έμφαση στις δυσλειτουργικές σκέψεις και πεποιθήσεις είναι πως όταν τα πράγματα αρχίζουν να «επίκεινται», η αίσθηση της απειλής μας βγάζει εκτός ελέγχου και συνεχώς συσσωρεύεται. Αν και μπορεί κατά κάποιο τρόπο να αποτελεί ένα είδος προσαρμογής, το οποίο μας προστατεύει από μια πραγματική απειλή που πλησιάζει, όταν η απειλή είναι φανταστική, τα πράγματα δυσκολεύουν.

Μια μεγάλη ποικιλία ερευνών που βασίζεται στο “looming cognitive style” συνεχίζει να υποστηρίζει το πόσο συνεισφέρει στις αγχώδεις διαταραχές, αναφέροντας επίσης τη σχέση αυτού του γνωστικού στυλ με ποιότητες χαρακτήρα. Τα άτομα με αυτό το ευάλωτο χαρακτηριστικό αντιλαμβάνονται ότι οι απειλές πλησιάζουν γρήγορα και κερδίζουν σε μέγεθος, εγγύτητα και πιθανότητα. Όμως, όταν ο κίνδυνος κλιμακώνεται στο νου μας και μόνο εκεί, ουσιαστικά ακινητοποιούμαστε από αυτή την αίσθηση επερχόμενης «καταστροφής».

Πόσο επιρρεπείς είμαστε σε αυτές τις αδικαιολόγητες υπερβολές περί απειλής; Το παρακάτω σενάριο και οι ερωτήσεις που ακολουθούν είναι ένας ενδεικτικός τρόπος να εξετάσουμε ακριβώς αυτό. Προσπαθήστε να το φανταστείτε όσο πιο ζωηρά μπορείτε. Στη συνέχεια, θέστε στον εαυτό σας τις παρακάτω ερωτήσεις, χρησιμοποιώντας την κλίμακα των 5 σημείων.

Φανταστείτε ότι βρίσκεστε μπροστά από ένα μεγάλο κοινό με αγνώστους. Μιλάτε για ένα θέμα για το οποίο δεν γνωρίζετε πολλά. Κάποιοι από αυτούς δείχνουν βαριεστημένοι ή αδιάφοροι, ενώ άλλοι δείχνουν εκνευρισμένοι. Φαίνεται ότι θα μπορούσατε να έχετε μια πολύ αρνητική αντίδραση από το κοινό.

1. Πόση ανησυχία ή άγχος σας κάνει να νιώθετε αυτή η φανταστική εικόνα;

2. Σε αυτή τη σκηνή, οι πιθανότητες να αντιμετωπίσετε μια δυσκολία με το κοινό αυξάνονται ή μειώνονται με κάθε στιγμή που περνά;

3. Το επίπεδο της απειλής από το κοινό σας παραμένει σχετικά σταθερό ή μεγαλώνει με ταχύτητα κάθε λεπτό που περνά;

4. Πόσο πολύ φαντάζεστε την αντίδραση του κοινού να επιδεινώνεται;

Σε αυτό το σενάριο, τα άτομα που σκέφτονται ολοένα και περισσότερο το χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα θα απαντήσουν ότι ο κίνδυνος, η απειλή μεγαλώνει με κάθε λεπτό που περνά, ενώ τίποτε δεν αλλάζει ουσιαστικά στην κατάσταση. Δεν είναι ότι το κοινό θα αρχίζει να πετά πράγματα προς το μέρος μας επειδή δεν φαίνονται να ενδιαφέρονται ή δείχνουν εκνευρισμένοι. Είναι ότι βλέπουμε αυτά τα αποτελέσματα ως βάσιμες πιθανότητες.

Άλλοι ειδικοί αναφέρουν ότι μια άλλη αρνητική επίδραση αυτού του γνωστικού στυλ είναι η βεβαιότητα ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τη διάθεσή μας. Επιστρέφοντας στο παράδειγμά μας, η απειλή συσσωρεύεται συνεχώς στο νου μας και όσο γίνεται αυτό, όλο και πιο πολύ πειθόμαστε ότι χάνουμε εντελώς τον έλεγχο.

Αφού όμως έχουμε αντιληφθεί ότι εμφανίζουμε ένα τέτοιο γνωστικό στυλ, η επόμενη ερώτηση είναι τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό; Οι ψυχολόγοι λένε ότι η μείωση της έντασης και του «ανεξέλεγκτου» αυτών των καταστροφολογικών σεναρίων μπορεί να αυξήσει τις πεποιθήσεις μας για την χρησιμότητα που έχουν οι πηγές αντιμετώπισης των δυσκολιών. Όταν νιώθετε ότι η εσωτερική αντίληψη της απειλής επιδεινώνεται, μπορείτε να κυριαρχήσετε στο άγχος σας αναγνωρίζοντας ότι η απειλή δεν έχει πραγματικά αλλάξει και συνεπώς δεν χρειάζεται αν επιτρέψετε σε αυτά τα συναισθήματα να σας κυριεύσουν.

Συμπερασματικά, το να φανταζόμαστε το χειρότερο, όταν πράγματι όμως το χειρότερο είναι μια πραγματικότητα, μπορεί να αποτελέσει μια καλή στρατηγική προστασίας. Όμως, αν αυτά τα συναισθήματα επικείμενης καταστροφής δυσκολεύουν την καθημερινή μας ζωή, θα φανεί ιδιαίτερα βοηθητικό το να βρούμε πιο παραγωγικές διεξόδους στη φαντασία μας που θα μας βοηθούν να αντιδράμε και αποτελεσματικά.

Κάθε τέλος σηματοδοτεί και μια αρχή

Τα «αντίο» είναι αναπόφευκτα• είναι αλήθεια ότι έρχονται λίγο καιρό μετά από ένα ελπιδοφόρο «Γεια σου». Είναι σαν πάνω από κάθε αρχή να αιωρείται και ένα τέλος.

Εδώ και αρκετό καιρό υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι όλα τα πράγματα έρχονται και φεύγουν, ειδικά οι άνθρωποι. Η μόνη διαφορά ανάμεσά τους είναι η διάρκεια της παραμονής τους – μία εβδομάδα, ένας μήνας, ένας χρόνος. Όταν είμαι τυχερή, κάποιοι στέκονται ακόμα εδώ, δίπλα μου, αλλά τον περισσότερο καιρό αυτοί που φεύγουν από τη ζωή μου είναι αυτοί στους οποίους έχω μεγαλύτερη αδυναμία.

Ενθαρρύνω τον εαυτό μου επίσης συχνά να πιστέψει ότι δεν πειράζει που συμβαίνει αυτό – ότι το να μείνω μόνη μου αποτελεί κι αυτή μια συνηθισμένη κατάσταση. Κι ότι ακόμα κι αν έβαλες τα δυνατά σου να τους κάνεις να μείνουν, πρέπει και πάλι εσύ να κρατάς την πόρτα ανοιχτή για εκείνους.

Μα ποιον κοροϊδεύω; Κάθε αντίο εμπεριέχει και πόνο. Σε αφήνει να αναρωτιέσαι για την αυτο-αξία σου και τη σημασία σου στη ζωή τους. Σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί είναι τόσο εύκολο γι’ αυτούς να σε αφήσουν, γιατί δεν κοίταξαν πίσω τους όταν έφευγαν και γιατί δεν επιστρέφουν. Φυσικά και πειράζει. Και πάντα θα πειράζει. Θα πειράζει να τους αφήνεις να σε πείθουν με αυτό τον τρόπο και ύστερα να σε κάνουν να νιώθεις έναν ασύγκριτο πόνο.

Αλλά πρέπει επίσης να θυμάσαι ότι πειράζει όταν αφήνεις αυτές τις συνθήκες να εμποδίζουν την ευτυχία σου. Χρειάζεται να θυμάσαι ότι μετά από κάθε τέλος έρχεται μια νέα αρχή. Το σύμπαν επιτρέπει στα πράγματα να συμβούν για κάποιο λόγο. Μπορεί να μην τον γνωρίζουμε τώρα, αλλά σύντομα, θα αποκαλυφθεί μπροστά στα μάτια μας ο λόγος για όλα αυτά τα αντίο.

Και ρίξε μια ματιά γύρω σου. Δεν σε έχουν αφήσει όλοι – εκείνοι που πραγματικά αξίζουν είναι ακόμα στο πλευρό σου. Ίσως δεν τους πρόσεξες, επειδή ήσουν απασχολημένος κυνηγώντας ανθρώπους που ποτέ δεν είχαν πρόθεση να μείνουν στη ζωή σου για πολύ καιρό.

Αναμφίβολα το τέλος πονά, αλλά με τον καιρό, θα προχωρήσεις. Δεν θα γίνεται πάντα εύκολα και γρήγορα, αλλά θα γίνεται. Θα πάρει εβδομάδες, μήνες, ακόμα και χρόνια, αλλά στο τέλος, θα μάθεις να ζεις χωρίς την παρουσία τους.

Η ζωή έχει τόσα να προσφέρει, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων που προσφέρουν απλόχερα τον χρόνο και την προσπάθεια για να μείνεις στη δική τους ζωή. Ήρθε η ώρα να ανοίξεις τα μάτια και την καρδιά σου σε αυτούς που νοιάζονται αυθεντικά για εσένα και να μην σπαταλάς τον χρόνο σου στην ύφανση μιας ιστορίας, ενός χαρακτήρα, που ποτέ δεν θα έχει το θάρρος να είναι μέρος της ιστορίας και να φτάσει μέχρι το τέλος της.

Υπέμεινα πράγματα τα οποία δεν έπρεπε να υπομείνω, με το αιτιολογικό μιας ευγένειας

Δεν μου ήταν ποτέ εύκολο να συνεννοηθώ με άνθρωπο.

Ούτε μπορούσα να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι ήταν τόσο διαφορετικοί από εμένα.

Αυτό βέβαια ήταν πολύ αφελές από τη μεριά μου, αλλά και πολύ χρήσιμο.

Γιατί με είχε σε μια μόνιμη ταραχή, σε μια διαρκή διαμαρτυρία και σ’ ένα πολύ γόνιμο παράπονο…

Από την άλλη, είχα μια ευγένεια η οποία με κατέστρεψε απολύτως!

Εμπόδισε δηλαδή τη ζωή μου να πάρει το δρόμο της.

Υπέμεινα πράγματα τα οποία δεν έπρεπε να υπομείνω, με το αιτιολογικό μιας ευγένειας ότι θα πίκραινα, ότι θα πείραζα, ότι θ’ αναστάτωνα των άλλων τη ζωή.

Αυτό ήταν μία ήττα. Καθαρή ήττα…

ERICH FROMM: Αυτοί που έχουν το κουράγιο, προχωρούν

Είναι μεγάλος πειρασμός να μην προχωρούμε, να μένουμε εκεί που βρισκόμαστε, να πισωδρομούμε, με άλλα λόγια να βασιζόμαστε σ’ αυτά που έχουμε, γιατί ότι έχουμε το γνωρίζουμε. Μπορούμε να στηριχτούμε σ’ αυτό, να αισθανθούμε ασφαλείς μέσα του. Φοβόμαστε, κι έτσι αποφεύγουμε να κάνουμε ένα βήμα προς το άγνωστο, το αβέβαιο. Γιατί πραγματικά, αν το βήμα μπορεί να μη μας φανεί ριψοκίνδυνο αφού το κάνουμε, πριν το κάνουμε οι προοπτικές μας φαίνονται πολύ ριψοκίνδυνες, και κατά συνέπεια τρομακτικές. Μόνο το παλιό, το δοκιμασμένο δίνει την αίσθηση της ασφάλειας· ή έτσι τουλάχιστον φαίνεται. Κάθε καινούργιο βήμα έχει μέσα του τον κίνδυνο της αποτυχίας, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι άνθρωποι φοβούνται τόσο πολύ την ελευθερία.

Βέβαια, σε κάθε στάδιο της ζωής μας το παλιό και το συνηθισμένο είναι διαφορετικά. Όταν είμαστε βρέφη, έχουμε μόνο το σώμα μας και το στήθος της μητέρας μας (αρχικά μη διαφοροποιημένα). Έπειτα αρχίζουμε να προσανατολιζόμαστε προς τον κόσμο, ξεκινώντας τη διαδικασία που χρειάζεται για να βρούμε μια θέση και για τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτόν. Αρχίζουμε να θέλουμε να έχουμε πράγματα· έχουμε τη μητέρα μας, τον πατέρα, τ’ αδέρφια, τα παιχνίδια. Αργότερα, αποκτάμε γνώσεις, δουλειά, κοινωνική θέση, σύζυγο, παιδιά, και τότε έχουμε ένα είδος μετα-ζωής, όταν πια αποκτάμε ένα τάφο, μια ασφάλεια ζωής και κάνουμε τη «διαθήκη» μας.

Παρόλη όμως την ασφάλεια του έχειν, οι άνθρωποι συνήθως θαυμάζουν εκείνους που ανοίγουν καινούργια μονοπάτια, που έχουν το κουράγιο να προχωρούν. Στη μυθολογία, αυτός ο τρόπος ύπαρξης αντιπροσωπεύεται συμβολικά από τον ήρωα. Ήρωες είναι εκείνοι που έχουν το θάρρος ν’ αφήσουν ό,τι έχουν – τη γη τους, την οικογένειά τους, την περιουσία τους – και να φύγουν, όχι χωρίς φόβο αλλά και χωρίς να υποκύπτουν στο φόβο τους. Οι Έλληνες έχουν κοσμικούς ήρωες, που σκοπός τους είναι η ικανοποίηση της αλαζονείας τους, η κυριαρχία. Παρόλα αυτά, όμοια με τους πνευματικούς ήρωες, ο Ηρακλής και ο Οδυσσέας προχωρούν χωρίς να δειλιάζουν μπροστά στους κινδύνους που τους περιμένουν. Οι ήρωες των παραμυθιών λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο: φεύγουν, τραβάνε μπροστά και υπομένουν την ανασφάλεια.

Θαυμάζουμε αυτούς τους ήρωες, γιατί βαθιά μέσα μας αισθανόμαστε ότι θα θέλαμε να είμαστε σαν κι αυτούς – αν βέβαια μπορούσαμε. Αλλά με το φόβο που έχουμε, πιστεύουμε ότι δε μπορούμε να γίνουμε έτσι, μόνο οι ήρωες μπορούν. Οι ήρωες γίνονται είδωλα. Προβάλλουμε σ’ αυτούς τη δική μας ικανότητα κίνησης, και μετά μένουμε εκεί που ήμασταν – «γιατί δεν είμαστε ήρωες».
Όλη αυτή η ανάλυση ίσως φαίνεται να υπονοεί ότι το να είσαι ήρωας είναι επιθυμητό, είναι όμως ταυτόχρονα ανόητο και ενάντια στο συμφέρον σου. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Τα άτομα τα επιφυλακτικά, τα κτητικά άτομα απολαμβάνουν την ασφάλεια, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ ανασφαλή. Εξαρτιόνται από αυτά που έχουν: χρήματα, κύρος, το εγώ τους – δηλαδή από πράγματα που είναι έξω απ’ αυτούς. Τι θα γίνουν όμως αν χάσουν ό,τι έχουν; Γιατί, πραγματικά, οτιδήποτε κι αν έχει κανείς μπορεί να χαθεί. Είναι πιθανό ότι η περιουσία μπορεί να χαθεί – και μαζί της τόσο η θέση όσο και οι φίλοι – και σε κάθε στιγμή ο καθένας μπορεί, και αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθεί, να χάσει τη ζωή του.

Αν είμαι ό,τι έχω κι αν ό,τι έχω χαθεί, τότε ποιος είμαι; Τίποτ’ άλλο, από μια νικημένη, άδεια, αξιολύπητη μαρτυρία ενός λαθεμένου τρόπου ζωής. Επειδή μπορεί να χάσω ό,τι έχω, είμαι αναγκαστικά συνεχώς ανήσυχος ότι θα χάσω αυτά που έχω. Φοβάμαι τους κλέφτες, τις οικονομικές αλλαγές, τις επαναστάσεις, τις αρρώστιες, το θάνατο· φοβάμαι ακόμα την αγάπη, την ελευθερία, την ανάπτυξη, την αλλαγή, το άγνωστο. Έτσι είμαι συνέχεια ανήσυχος, υποφέροντας από χρόνια υποχονδρία, που δε συνεπάγεται μόνο την απώλεια της υγείας μου αλλά και οποιουδήποτε άλλου αποκτήματός μου. Γίνομαι άνθρωπος αμυντικός, σκληρός, καχύποπτος, μοναχικός, που παρασύρομαι από την ανάγκη να έχω όλο και περισσότερα για να νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια. Ο Ίψεν έχει δώσει μια ωραία περιγραφή αυτού του εγωκεντρικού ανθρώπου στον Πέερ Γκύντ. Ο ήρωας είναι γεμάτος μόνο από τον εαυτό του. Μέσα στον απέραντο εγωισμό του πιστεύει ότι αυτός είναι ο εαυτός του, γιατί αυτός είναι ένα «σύμπλεγμα από επιθυμίες». Στο τέλος της ζωής του αναγνωρίζει ότι, επειδή όλη του η ύπαρξη ήταν χτισμένη πάνω στην ιδιοκτησία του, δεν κατάφερε ποτέ να είναι ο εαυτός του. Ένιωθε ότι ήταν ένα κρεμμύδι χωρίς ψίχα, ένας μισοτελειωμένος άνθρωπος που ποτέ δεν υπήρξε ο εαυτός του.

Η αγωνία και η ανασφάλεια που προκαλείται από τον κίνδυνο να χάσει κανείς ό,τι έχει, δεν υπάρχει στους ανθρώπους που προσπαθούν να είναι. Αν είμαι αυτός που είμαι και όχι αυτό που έχω, τότε κανένας δε μπορεί να μου στερήσει ή να με απειλήσει για την ασφάλεια και την αίσθηση της ταυτότητάς μου. Το κέντρο μου είναι μέσα μου, η δυνατότητά μου να υπάρχω και να εκφράζω τις βασικές μου δυνάμεις είναι κομμάτι της δομής του χαρακτήρα μου και εξαρτάται από εμένα. Αυτό βέβαια αληθεύει σε φυσιολογικές συνθήκες ζωής, όχι σε περιπτώσεις αρρώστιας, αναπηρίας, βασανισμού ή άλλες συνθήκες ισχυρών εξωτερικών περιορισμών.

Ενώ το έχειν βασίζεται σε κάποιο πράγμα που φθείρεται με τη χρήση, το είναι αναπτύσσεται με την εξάσκηση. Οι δυνάμεις της λογικής, της αγάπης, της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας, όλες οι βασικές δυνάμεις αναπτύσσονται μέσα από τη διαδικασία της έκφρασής τους. Ό,τι ξοδεύεται δεν πάει χαμένο, αντίθετα ό,τι φυλάγεται είναι χαμένο. Όταν προσπαθώ να είμαι, η μόνη απειλή για την ασφάλειά μου βρίσκεται μέσα μου: στην έλλειψη πίστης στη ζωή και στις δημιουργικές μου ικανότητες, στις τάσεις πισωδρόμησης, στην εσωτερική μαλθακότητα και στην προθυμία ν’ αφήσω τους άλλους ν’ αναλάβουν τη ζωή μου. Αλλά αυτοί οι κίνδυνοι εξαφανίζονται, δεν είναι συστατικά του είναι, ενώ ο κίνδυνος της απώλειας είναι έμφυτος στο έχειν.

ΕΡΙΧ ΦΡΟΜ, Να έχεις ή να Είσαι;

Ο ρυθμός της ζωής μας αποτελεί σοβαρή παράμετρο της ψυχολογίας και της συμπεριφοράς μας

Οι κάτοικοι της γης συγκροτούνται όχι μόνο κατά φυλή, έθνος, θρησκεία ή ιδεολογία, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, και σύμφωνα με τη θέση τους στο χρόνο. Εξετάζοντας τους σημερινούς πληθυσμούς σε όλο τον κόσμο, ανακαλύπτουμε ένα πολύ μικρό ποσοστό που ακόμα ζει κυνηγώντας και λεηλατώντας για τροφή, όπως έκαναν οι άνθρωποι πριν από χιλιετηρίδες. Οι άλλοι, η μεγάλη πλειονότητα του ανθρώπινου είδους, δεν εξαρτώνται από το κυνήγι της αρκούδας ή από τη συλλογή καρπών, αλλά από τη γεωργία. Ζουν, από πολλές απόψεις, όπως οι πρόγονοί τους, πριν από αιώνες. Αυτές οι δύο ομάδες μαζί αποτελούν ίσως το 70% όλων των ανθρώπινων υπάρξεων. Είναι οι άνθρωποι του παρελθόντος.

Αντίθετα, ένα ποσοστό κάπως μεγαλύτερο από το 25% του πληθυσμού της γης, βρίσκεται στις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες. Η ζωή τους είναι σύγχρονη· Αποτελούν προϊόντα των πρώτων πενήντα χρόνων του 20ού αιώνα, βγαλμένοι από ομοιόμορφα καλούπια της μηχανοποίησης και της μαζικής εκπαίδευσης, διαπαιδαγωγημένοι με τις επίμονες αναμνήσεις του αγροτικού παρελθόντος της χώρας τους. Αυτοί ουσιαστικά, είναι οι άνθρωποι του παρόντος.

Ωστόσο, το υπόλοιπο 2% ή 3% του πληθυσμού της γης, δεν μπορεί πια να ενταχθεί ούτε στο παρελθόν, ούτε στο παρόν. Διότι μέσα στις κύριες εστίες της τεχνολογικής και πολιτισμικής αλλαγής, στη Σάντα Μόνικα, στην Καλιφόρνια και στο Καίμπριτζ, στη Μασσαχουσέτη, στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και στο Τόκιο, υπάρχουν εκατομμύρια άντρες και γυναίκες, που μπορούν να θεωρηθούν ότι ήδη ζουν με τον τρόπο ζωής του μέλλοντος. Οι πρωτοπόροι, χωρίς να το συνειδητοποιούν, ζουν σήμερα όπως εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι θα ζήσουν αύριο. Και ενώ αποτελούν μόνο ένα μικρό ποσοστό του συνολικού πληθυσμού, σχηματίζουν ήδη μια διεθνή κοινότητα του μέλλοντος ανάμεσά μας. Είναι οι προελαύνοντες αντιπρόσωποι των ανθρώπων, οι πρώτοι πολίτες στις ωδίνες της γέννησης της παγκόσμιας υπερ-βιομηχανικής κοινωνίας.

Τι είναι αυτό που τους κάνει να διαφέρουν απ’ το υπόλοιπο ανθρώπινο είδος; Σίγουρα είναι πλουσιότεροι, πιο μορφωμένοι, πιο δραστήριοι από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Εκτός αυτού, ζουν και περισσότερο. Αλλά αυτό που ιδιαίτερα προσδιορίζει τον άνθρωπο του μέλλοντος είναι ο ήδη σαφής προσανατολισμός του σε έναν νέο, γρήγορο ρυθμό ζωής. «Ζει πιο γρήγορα» από τους άλλους γύρω του.

Μερικούς ανθρώπους τους συναρπάζει αυτός ο έντονος ρυθμός ζωής —στην προσπάθειά τους να τον προκαλέσουν ξεπερνούν ακόμη και τον εαυτό τους και αισθάνονται αμηχανία, άγχος και ένταση όταν ο ρυθμός επιβραδύνεται. Διεκδικούν εναγωνίως να είναι παρόντες εκεί όπου «βρίσκεται η δράση». (Είναι αλήθεια ότι κάποιοι αδιαφορούν πλήρως για το αντικείμενο της δράσης, αρκεί να γίνεται με την αρμόζουσα μεγάλη ταχύτητα). Ο Τζέημς Α. Ουίλσον θεωρούσε, για παράδειγμα, ότι η γοητεία του γρήγορου ρυθμού ζωής συνιστά μια απ ’ τις κρυφές κινητήριες δυνάμεις της ευρέως γνωστής μαζικής μετανάστευσης Ευρωπαίων επιστημόνων στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Αφού μελέτησε τις περιπτώσεις 517 Βρετανών επιστημόνων και τεχνικών, ο Ουίλσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτά που τους δελέασαν, δεν ήταν μόνο οι υψηλότεροι μισθοί ή οι καλύτερες συνθήκες έρευνας, αλλά και ο ταχύτερος ρυθμός ζωής. Οι μετανάστες, γράφει, «δεν αποθαρρύνονται καθόλου από τον ταχύτερο ρυθμό της Β. Αμερικής. Πέρα από οτιδήποτε άλλο, δείχνουν να προτιμούν αυτόν το ρυθμό ζωής». Ακόμη, ένας λευκός βετεράνος του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στον Μισσισιπή, αναφέρει: «Οι άνθρωποι που είναι συνηθισμένοι σε μια έντονη αστική ζωή… δεν μπορούν να αντέξουν για πολύ στον Αγροτικό Νότο. Αυτός είναι ο λόγος που οδηγούν συνεχώς χωρίς συγκεκριμένο προορισμό και σκοπό. Τα ταξίδια είναι το βάλσαμο του Κινήματος». Αν και επιφανειακά άσκοπη, αυτή η περιπλάνηση αποτελεί έναν αντισταθμιστικό μηχανισμό. Όταν αντιληφθούμε τη δυνατή έλξη που μπορεί να ασκήσει στο άτομο ένας ορισμένος ρυθμός ζωής, τότε μόνο θα είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε πολλά που, διαφορετικά, συνιστούν μια ανεξήγητη ή «άσκοπη» συμπεριφορά.

Αλλά αν κάποιοι άνθρωποι ευημερούν με τον νέο ταχύ ρυθμό , κάποιοι άλλοι τον αποστρέφονται έντονα και κάνουν ό,τι μπορούν για να τον σταματήσουν. Απαραίτητη προϋπόθεσή για να συμβαδίσει κανείς με την ανατέλλουσα υπερ-βιομηχανική κοινωνία, είναι να συμβαδίζει με έναν κόσμο που κινείται ταχύτερα από ποτέ άλλοτε. Αυτοί όμως προτιμούν να αποσυρθούν, να πορευτούν σύμφωνα με τους δικούς τους αργούς ρυθμούς και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ένα μιούζικαλ με τίτλο Σταματήστε τον κόσμο – Θέλω να κατέβω, σημείωσε εκπληκτική επιτυχία στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη.

Ο εφησυχασμός και η αναζήτηση νέων τρόπων «απόσυρσης» ή «απόδρασης» που χαρακτηρίζει κάποιους, αν όχι όλους τους χίπις, μπορεί να οφείλεται λιγότερο στην κραυγαλέα αποστροφή τους για τις αξίες ενός τεχνολογικού πολιτισμού και πιο πολύ σε μια ασυνείδητη προσπάθεια να αποδράσουν από ένα ρυθμό ζωής που πολλοί βρίσκουν αβάσταχτο. Προφανώς δεν αποτελεί απλή σύμπτωση το γεγονός ότι περιγράφουν την κοινωνία σαν ένα διαρκή «αθέμιτο ανταγωνισμό» — με έναν όρο δηλαδή που παραπέμπει πολύ συγκεκριμένα στον ταχύ βηματισμό της κοινωνίας.

Μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι είναι ακόμα πιο πιθανόν να αντιδράσουν έντονα ενάντια σε οποιαδήποτε περαιτέρω επιτάχυνση της αλλαγής. Υπάρχει μια στέρεη μαθηματική βάση για το γεγονός ότι συχνά η μεγάλη ηλικία συσχετίζεται με τον συντηρητισμό: για τους ηλικιωμένους ο χρόνος κυλάει πιο γρήγορα.

Όταν ένας πενηντάχρονος πατέρας λέει στον δεκαπεντάχρονο γιο του ότι θα πρέπει να περιμένει δύο χρόνια για να αποκτήσει δικό του αυτοκίνητο, αυτό το μεσοδιάστημα των 730 ημερών αντιπροσωπεύει χρονικά μόνο ένα 4% της περιόδου ζωής του πατέρα και περισσότερο από 13% της ζωής του παιδιού. Δεν είναι καθόλου παράξενο που στο παιδί η καθυστέρηση φαίνεται τρεις ή τέσσερις φορές μεγαλύτερη απ ’ ό,τι στον πατέρα. Για τον ίδιο λόγο, δύο ώρες στη ζωή ενός τετράχρονου παιδιού αποτελεί το ακριβές αντίστοιχο των δώδεκα ωρών στη ζωή της εικοσιτετράχρονης μητέρας του. Όταν ζητάμε από το παιδί να περιμένει ένα κομμάτι γλυκό, είναι σαν να ζητάμε από τη μητέρα να περιμένει δεκατέσσερις ώρες για έναν καφέ.

Μπορεί, επίσης να υπάρχει και μία βιολογική βάση για αυτές τις διαφορές στην υποκειμενική αντίδραση στο χρόνο. Ο ψυχολόγος Τζον Κοέν, του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, γράφει ότι με το πέρασμα της ηλικίας, τα ημερολογιακά χρόνια προοδευτικά φαίνονται να συρρικνώνονται. Εκ των υστέρων, κάθε χρόνο φαίνεται συντομότερος από αυτόν που μόλις συμπληρώθηκε, πιθανόν σαν αποτέλεσμα μιας βαθμιαίας επιβράδυνσης των «μεταβολικών Εργασιών». Στους ηλικιωμένος, σε σχέση με επιβράδυνση των δικών τους βιολογικών ρυθμών, ο κόσμος φαίνεται να κινείται ταχύτερα, ακόμα κι αν αυτό στην πραγματικότητα δε συμβαίνει.

‘Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι οποιαδήποτε επιτάχυνση της αλλαγής, που έχει σαν αποτέλεσμα τη συσσώρευση περισσότερων καταστάσεων μέσα στο εμπειρικό κανάλι σ * ένα δεδομένο χρονικό διάστημα, στη συνείδηση του ηλικιωμένου υπερβάλλεται. Καθώς ο ρυθμός της αλλαγής στην κοινωνία αυξάνεται, ολοένα και πιο πολλοί μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι αισθάνονται τη διαφορά πολύ έντονα. Γίνονται κι αυτοί απόβλητοι της κοινωνίας, αποσυρόμενοι σ’ ένα περιχαρακωμένο περιβάλλον, μειώνοντας στο ελάχιστο την επικοινωνία με τον ταχέως κινούμενο εξωτερικό κόσμο και, τελικά, υπολειτουργούν μέχρι το θάνατό τους. Μπορεί ποτέ να μην μπορέσουμε να λύσουμε τα ψυχολογικά προβλήματα των ηλικιωμένων, αν δεν ανακαλύψουμε τους τρόπους — μέσω της βιοχημείας ή της επιμόρφωσης— που θα μας επιτρέψουν να αλλάξουμε την αντίληψή τους για το χρόνο, ή να τους προσφέρουμε καλά στεγανοποιημένους χώρους, μέσα στους οποίους ο ρυθμός της ζωής θα ελέγχεται, ή ακόμη και θα διευθετείται σύμφωνα με ένα ημερολόγιο «κινητής κλίμακας», το οποίο θα αντανακλά τη δική τους υποκειμενική αίσθηση του χρόνου.

Πολλές συγκρούσεις που, διαφορετικά, θα ήταν ακατανόητες ανάμεσα στις γενιές, στους γονείς και τα παιδιά, στους συζύγους— μπορούν να αποδοθούν στις διαφορετικές αντιδράσεις απέναντι στην επιτάχυνση του ρυθμού της ζωής. Το ίδιο ισχύει και για τις αντιθέσεις ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς.

Κάθε πολιτισμός έχει τον δικό του χαρακτηριστικό βηματισμό. Ο F. Μ. Esfantaiary, ο Ιρανός συγγραφέας, αναφέρθηκε στη σύγκρουση δύο συστημάτων διαφορετικών ρυθμών, όταν Γερμανοί μηχανικοί πριν από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέλαβαν την κατασκευή ενός σιδηροδρόμου στη χώρα του. Οι Ιρανοί και, γενικότερα, οι προερχόμενοι από τη Μέση Ανατολή, χαρακτηρίζονται από μια πιο χαλαρή στάση απέναντι στο χρόνο έναντι των Αμερικανών και των Δυτικοευρωπαίων. Όταν τα συνεργεία των Ιρανών καθυστερούσαν συστηματικά κατά δέκα λεπτά για να φτάσουν στο χώρο εργασίας, οι Γερμανοί, απόλυτα συνεπείς οι ίδιοι και, πάντα βιαστικοί, προέβαιναν σε μαζικές απολύσεις, οι Ιρανοί μηχανικοί δυσκολεύτηκαν να τους πείσουν ότι, με τα δεδομένα της Μ. Ανατολής, οι εργάτες ήταν ηρωικά συνεπείς και ότι αν οι απολύσεις συνεχίζονταν πολύ σύντομα δε θα έμενε κάνεις για να εργαστεί, παρά μόνο γυναίκες και παιδιά.

Αυτή η απάθεια απέναντι στο χρόνο εξοργίζει τους ανθρώπους που κινούνται με γρήγορους και προγραμματισμένους ρυθμούς. Έτσι οι Ιταλοί από τις βιομηχανικές πόλεις του Βορρά, το Μιλάνο ή το Τορίνο, περιφρονούν τους σχετικά βραδύρρυθμους Σικελούς, των οποίων η ζωή ακόμα χαρακτηρίζεται από τους βραδύτερους αγροτικούς ρυθμούς. Οι Σουηδοί της Στοκχόλμης ή του Γκαίτεμπουργκ αισθάνονται την ίδια περιφρόνηση για τους κατοίκους του Λαπλάντ. Οι Αμερικανοί λοιδορούν τους Μεξικανούς, για τους οποίους το manana σημαίνει, στην πραγματικότητα, αρκετά σύντομα. Στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Βόρειοι θεωρούν τους Νότιους αργοκίνητους, και οι μεσοαστοί Μαύροι κατακρίνουν τους ομοφύλους τους της εργατικής τάξης που συμμετέχουν στην οργάνωση «Η εποχή των Μαύρων». Αντίθετα, σε σύγκριση με όλους σχεδόν τους άλλους, οι λευκοί Αμερικανοί και Καναδοί θεωρούνται δραστήριοι και πολυμήχανοι.

Οι λαοί μερικές φορές αντιστέκονται σθεναρά σε μια αλλαγή του ρυθμού. Αυτό το γεγονός εξηγεί και την παθολογική αντίδρασή ενάντια στη λεγάμενη «Αμερικανοποίηση» της Ευρώπης. Η νέα τεχνολογία στην οποία βασίζεται η θεωρία του υπερ-βιομηχανισμού και, σε μεγάλο βαθμό, προγραμματίζεται στα Αμερικάνικα ερευνητικά εργαστήρια, συνεπάγεται μια αναπόφευκτη επίσπευση της κοινωνικής αλλαγής και μια συνακόλουθη επιτάχυνση του ρυθμού της ιδιωτικής ζωής. Οι αντι-Αμερικανοί ρήτορες, αν και επιλέγουν για στόχο τους τους κομπιούτερ και την Κόκα-Κόλα, η πραγματική τους αντίρρηση μπορεί εύκολα να εντοπιστεί στην εισβολή στην Ευρώπη μιας ξένης αντίληψης για τον χρόνο. Η Αμερική, ως η αιχμή του δόρατος του υπερ-βιομηχανισμού, αντιπροσωπεύει έναν νέο, ταχύτερο και άκρως ανεπιθύμητο ρυθμό.

Αυτό ακριβώς το πρόβλημα αποκαλύπτει χαρακτηριστικά η έντονη αποδοκιμασία ‘μα την πρόσφατη εμφάνιση των αμερικανικού τύπου καταστημάτων αναψυκτικών, καλλυντικών και φάρμακων στο Παρίσι. Για πολλούς Γάλλους, η ύπαρξή τους συνιστά κραυγαλέα μαρτυρία ενός δυσοίωνου «πολιτισμικού ιμπεριαλισμού» των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Αμερικανοί δυσκολεύονται να κατανοήσουν μια τόσο εμπαθή αντίδραση σε ένα, απόλυτα αθώο, πρατήριο αναψυκτικών, όπου ο δικασμένος Γάλλος πίνει γρήγορα ένα μιλκ-σέικ, αντί να χασομερά για δύο ώρες με κάποιο απεριτίφ σε ένα υπαίθριο μπιστρό. Αξίζει να σημειωθεί ότι, καθώς η νέα τεχνολογία τα τελευταία χρόνια έχει επεκταθεί, περίπου 30.000 μπιστρό έκλεισαν, θύματα, σύμφωνα με το Time ενός «βραχυπρόθεσμου πολιτισμού». (Πράγματι, μπορεί οι λόγοι της ευρέως διαδεδομένης Ευρωπαϊκής αντιπάθειας για το Time να μην είναι εξ ολοκλήρου πολιτικοί, αλλά, ασυνείδητα, να απορρέει από τους συνειρμούς που δημιουργεί ο τίτλος του. To TIME με την ακριβολογία του και το, χωρίς ανάσα, στιλ, του, εξάγει κάτι πολύ περισσότερο από τον Αμερικάνικο Τρόπο Ζωής. Ενσαρκώνει και εξάγει τον Αμερικάνικο Ρυθμό Ζωής).

Η προσδοκία της διάρκειας

Για να κατανοήσουμε γιατί η επιτάχυνση του ρυθμού ζωής μπορεί να αποδείχνει ενοχλητική και αποδιοργανωτική, είναι πολύ σημαντικό να να συλλάβουμε την έννοια της «προσδοκίας της διάρκειας».

Η αντίληψη του ανθρώπου για το χρόνο συνδέεται στενά με τους εσωτερικούς του ρυθμούς. Αλλά η αντίδρασή του στο χρόνο βρίσκεται σε αντιστοιχία με την πολιτισμική του τοποθέτηση. Ένα μέρος αυτής της αντιστοιχίας συνίσταται στη δημιουργία μιας σειράς προσδοκιών στο παιδί, σε σχέση με τη διάρκεια των γεγονότων, των λειτουργιών ή των σχέσεων. Πράγματι, ένα απ ’ τα πιο σημαντικά είδη γνώσεων που μεταδίδουμε στο παιδί, είναι η γνώση της διάρκειας των πραγμάτων. Αυτή η γνώση μεταβιβάζεται με αδιόρατους, άτυπους και συχνά μηχανικούς τρόπους. Παρ’ όλ ’ αυτά, χωρίς ένα πλούσιο σύνολο κοινωνικά αποδεκτών προσδοκιών της διάρκειας, κανένα άτομο δε θα μπορούσε να λειτουργήσει κανονικά.

Από τη βρεφική ηλικία το παιδί μαθαίνει, για παράδειγμα, ότι όταν ο μπαμπάς φεύγει το πρωί για τη δουλειά του, αυτό σημαίνει ότι δε θα επιστρέφει πριν περάσουν πολλές ώρες. (Εάν επιστρέφει, κάτι δεν πάει καλά, το πρόγραμμα χάλασε. Το παιδί το διαισθάνεται. Ακόμη και ο σκύλος της οικογένειας —έχοντας κι αυτός αποκτήσει μια σειρά προσδοκιών της διάρκειας— έχει επίγνωση της αλλαγής της ρουτίνας). Το παιδί, πολύ σύντομα, μαθαίνει ότι η ώρα του φαγητού δεν είναι υπόθεση ενός λεπτού, ούτε πέντε ωρών, αλλά ότι συνήθως διαρκεί από δεκαπέντε λεπτά έως μία ώρα. Μαθαίνει ότι ένα φιλμ διαρκεί δύο έως τέσσερις ώρες, αλλά μια επίσκεψη στον παιδίατρο σπάνια ξεπερνά τη μία ώρα. Μαθαίνει ότι η σχολική μέρα συνήθως διαρκεί έξι ώρες και η σχέση του με έναν καθηγητή, ένα σχολικό έτος, αλλά ότι η σχέση του με τον παππού και τη γιαγιά του προορίζεται να είναι πολύ μεγαλύτερης διάρκειας. Πραγματικά, κάποιες σχέσεις προορίζονται να διαρκέσουν μια ολόκληρη ζωή.
Η συμπεριφορά των ενηλίκων, ουσιαστικά όλες οι πράξεις μας, από το να ταχυδρομήσουμε ένα γράμμα μέχρι το να κάνουμε έρωτα, υπόκεινται σε συγκεκριμένες, ειπωμένες ή μη, προϋποθέσεις σχετικά με τη διάρκεια.

Αυτές ακριβώς οι προσδοκίες της διάρκειας, διαφορετικές σε κάθε κοινωνία, αλλά από νωρίς διαμορφωμένες και βαθιά ριζωμένες, είναι που κλονίζονται όταν αλλάζει ο ρυθμός της ζωής.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο φαίνεται και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σ ’ εκείνους που υποφέρουν από τον εντεινόμενο ρυθμό ζωής και σ’ εκείνους που είναι σε θέση να τον αξιοποιήσουν δημιουργικά. Αν ένα άτομο δεν προσαρμόσει τις προσδοκίες του για τη διάρκεια, έτσι ώστε να αντιστοιχούν στη συνεχή επιτάχυνση, είναι πιθανόν να φανταστεί ότι δύο καταστάσεις που, κατά τα άλλα, μοιάζουν μεταξύ τους, ταυτίζονται και ως προς τη διάρκεια. Είναι όμως βέβαιο ότι οι ορισμένες τουλάχιστον καταστάσεις θα συμπτυχθούν χρονικά, σαν αποτέλεσμα της επιταχυντικής ώθησης.

Το άτομο, το οποίο έχει αφομοιώσει την αρχή της επιτάχυνσης -που αισθάνεται, φυσικά και διανοητικά, ότι τα πράγματα στον κόσμο γύρω του κινούνται ταχύτερα— δημιουργεί ένα αυτόματο, ασυνείδητο αντιστάθμισμα της χρονικής σύμπτυξης. Προβλέποντας ότι οι καταστάσεις θα διαρκέσουν λιγότερο, σπάνια παρουσιάζεται απροετοίμαστο ή συγκλονισμένο, σε αντίθεση με το άτομο, που δεν προβλέπει σταθερά τη συνεχή συρρίκνωση της διάρκειας των καταστάσεων, αλλά οι προσδοκίες του για τη διάρκεια είναι στατικές.

Εν ολίγοις, ο ρυθμός της ζωής πρέπει να θεωρείται σαν κάτι περισσότερο από μία τετριμμένη φράση, μια αιτία αστεϊσμών, παραπόνων ή εθνικών καταστολών. Αποτελεί μία ψυχολογική μεταβλητή κρίσιμης σημασίας. Σε προηγούμενες εποχές, όταν οι ρυθμοί της κοινωνικής αλλαγής ήταν αργοί, οι άνθρωποι παρέμεναν ανυποψίαστοι σε σχέση μ ’ αυτή τη μεταβλητή. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου ζωής ενός ανθρώπου, ο ρυθμός είναι δυνατόν, σε κάποιο βαθμό, να ποικίλλει, αλλά η επιταχυντική ώθηση τον μεταβάλλει ριζικά. Διότι, ακριβώς μέσα από την επιτάχυνση του ρυθμού ζωής, η αυξημένη ταχύτητα μιας ευρείας επιστημονικής, τεχνολογικής αλλαγής, μετατρέπεται σε δύναμη δύναμη πίεσης στη ζωή του ατόμου. Ένα μεγάλα μέρος της της ανθρώπινης συμπεριφοράς, προκαλείται από την έλξη ή τον ανταγωνισμό απέναντι στον ρυθμό ζωής, που επιβάλλεται στο άτομο από την κοινωνία ή από την κοινωνική στην οποία είναι ενταγμένο. Η αποτυχία του να αφομοιώσει αυτή τη γενική αρχή, οφείλεται στην επικίνδυνη ανικανότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και της ψυχολογίας να προετοιμάσουν τους ανθρώπους για τη δημιουργική συμμετοχή τους σε μια υπερ-βιομηχανική κοινωνία.

Η αρετή ανταμείβεται με ευτυχία, ηρεμία, αταραξία

Η καλοσύνη όπως γράφει η Σάρον Λέμπελ στο βιβλίο της Η τέχνη του ζην, είναι μια επιχείρηση ίσων ευκαιριών, διαθέσιμη στον καθένα την κάθε στιγμή – φτωχό ή πλούσιο, μορφωμένο ή απλοϊκό-, δεν είναι αποκλειστική δικαιοδοσία των «επαγγελματιών» του πνεύματος, όπως είναι, υποτίθεται, οι μοναχοί, οι άγιοι ή οι ασκητές. Η αρετή («η αρμονική διάθεση» όπως έλεγε ο Ζήνων) και η ευτυχία είναι προσιτές σε όλους και μάλιστα σε τούτο εδώ τον κόσμο, όχι σ’ ένα φανταστικό επέκεινα. Η στωική σκέψη είναι μια μορφή υλισμού και πραγματισμού.

Ο Επίκτητος πρόβαλε μια αντίληψη της αρετής απλή, συνηθισμένη και καθημερινή στη διατύπωση της. Αντί των πράξεων εντυπωσιασμού και επίδειξης καλοσύνης, ήταν υπέρ μιας ζωής που να τη ζει κανείς σταθερά, σύμφωνα με τη θεία θέληση. Η συνταγή του για την καλή ζωή επικεντρωνόταν σε τρία θέματα: να γίνεις κύριος των επιθυμιών σου, να εκτελείς τα καθήκοντά σου και να να σκέφτεσαι καθαρά για τον εαυτό σου και για τις σχέσεις σου με την ανθρώπινη κοινωνία. Το αληθινό έργο ενός ανθρώπου είναι να μάθει πώς να απαλλάσσει τη ζωή του από τις οδύνες, τους θρήνους, τα «αχ, εγώ ο έρμος», τα «πόσο δυστυχισμένος είμαι», από τις συμφορές και τις αναποδιές.

Ο Δημοσθένης έλεγε ότι δεν μπορεί να αποκτήσει κανείς σταθερή δύναμη με αδικίες, επιορκίες και ψευτιές. Κάποτε έρχεται η στιγμή της αλήθειας. Η αρετή -η καλοσύνη, η ευγένεια, η επιείκεια, το αίσθημα δικαιοσύνης, η ευαισθησία, η σεμνότητα- μοιάζει με εμπόλεμη κατάσταση: πρέπει διαρκώς να επαγρυπνούμε για να κάνουμε το Καλό. Δεν πρέπει να συγχέουμε την αρετή με τη σεμνοτυφία και τον συντηρητισμό, αλλά να την ταυτίσουμε με τη σύνεση, τη δύναμη και τη σωστή αξιοποίηση της καλής τύχης. Βασική αρετή, λέει ο Ζήνων αποτελεί η φρόνηση, από την οποία απορρέουν -σύμφωνα με τον Πλάτωνα- η ανδρεία και η δικαιοσύνη.

Ποιος είναι λοιπόν ο στόχος μας αν όχι η ευτυχία, η ηρεμία και η αταραξία και ποιες οι προϋποθέσεις για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος; Πολλοί θα πουν ότι η αρετή δεν οδηγεί στην επίτευξη του στόχου επειδή η ζωή είναι άδικη και ο κόσμος κακός. Ωστόσο, αυτός είναι μονάχα ένας τρόπος για να βλέπουμε τα πράγματα- ένας άλλος τρόπος σχετίζεται με τη βαθύτερη ψυχική μας κατάσταση και δεν εξαρτάται από τους κοινωνικούς παράγοντες. Ο ευτυχισμένος, ήρεμος και ατάραχος άνθρωπος έχει κατακτήσει όσα έχει κατακτήσει μέσω του αυτοσεβασμού και μέσω της σοφίας του, όχι μέσω κοινωνικών προνομίων. Σύμφωνα με τους Στωικούς, η αρετή είναι και μέσον και σκοπός.

Το πάθος είναι για τους Στωικούς μια αφύσικη κίνηση της ψυχής, μια ορμή πλεονάζουσα, πού μας παρασύρει σε επικίνδυνες αντιδράσεις για την ηθική ισορροπία και την ευτυχία μας. Ωστόσο η απάθεια δεν ταυτίζεται με την απραξία˙ αντιθέτως, η αδικία δεν συνδέεται πάντοτε με κάποια πράξη- συχνά συνδέεται με την απραξία. Όποιος πράττει σύμφωνα με τις ιδέες του έχει συχνά άδικο -αλλά όποιος δεν πράττει ποτέ έχει πάντοτε άδικο. Ο στωικός φιλόσοφος δεν προτείνει λοιπόν την αποχή από τις διάφορες δραστηριότητες.

Πώς να γίνεις αθόρυβα αποτελεσματικός

Ποτέ δεν θα κερδίσεις αν έχεις ανάγκη να αποδεικνύεις ότι ανήκεις στους κερδισμένους. Αυτό είναι περίπου το μήνυμα του κεφαλαίου αυτού, που σας συμβουλεύει πώς να γίνετε αθόρυβα αποτελεσματικοί στις επιδιώξεις της ζωής σας. Οι απαντήσεις σας στο παρακάτω τεστ θα σας δείξουν πόσο αθόρυβα αποτελεσματικοί είσαστε τώρα.

1. Εκνευρίζεσαι όταν δεν καταφέρνεις να εξηγήσεις κάτι στους άλλους;

2. Νιώθεις υποχρεωμένος να αναγγείλεις τα επιτεύγματά σου στους άλλους;

3. Νιώθεις υποχρεωμένος να πεις στους άλλους ότι νίκησες κάποιον σε κάτι;

4. Θίγεσαι εύκολα από τα λόγια και τη συμπεριφορά των άλλων;

5. Δυσκολεύεσαι να πεις ψέματα, ακόμα κι αν αυτό είναι πιο λογικό ή πρακτικό;

6. Σου είναι δύσκολο να διεκδικήσεις το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, χωρίς να νιώθεις ενοχή;

7. Νιώθεις να σε παρασύρει η κακή διάθεση των άλλων;

8. Σου συμβαίνει συχνά να λες ή να σκέφτεσαι; «Αυτός/αυτή δε με καταλαβαίνει»;

9. Νιώθεις ότι ο πόνος είναι κάτι φυσικό, ότι πρέπει να υποφέρεις σ’ αυτή τη γη;

10. Δυσκολεύεσαι ν’ απομακρυνθείς από ανθρώπους που θεωρείς ενοχλητικούς, όπως είναι οι μεθυσμένοι, οι φλύαροι κ.λπ.;

11. Συνήθως εξηγείς υπερβολικά τον εαυτό σου και θυμώνεις που είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις;

12. Καταναλώνεις πολύ χρόνο αναλύοντας τις σχέσεις σου με τους φίλους και τους συγγενείς σου;
Οι καταφατικές απαντήσεις δείχνουν περιοχές θυματοποίησης, στην εξάλειψη των οποίων μπορείς να ασκηθείς. Αν πρέπει να εξηγείσαι στους άλλους, να τους κάνεις συνεχώς να σε καταλάβουν ή αν προσπαθείς πάντα ν’ αποδείξεις την αξία σου με τη συμπεριφορά και τα λόγια σου, τότε πάσχεις από την ασθένεια «έλλειψη αθόρυβης αποτελεσματικότητας».

ΠΩΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΑΘΟΡΥΒΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΣ

Τι σημαίνει αθόρυβα αποτελεσματικός; Η λέξη που υπογραμμίζεται εδώ είναι το αθόρυβα, αφού έχουμε μιλήσει λεπτομερώς σε άλλα μέρη του βιβλίου, για την αποτελεσματικότητα. Το να είσαι αθόρυβα αποτελεσματικός, σημαίνει να μη χρειάζεται να αναγγέλλεις στους άλλους τις νίκες σου για να αποκτήσουν νόημα για σένα. Συχνά, βέβαια, είναι χρήσιμο να μιλάς στους άλλους για τα γεγονότα της ζωής σου θα γίνεις, όμως, ένα θύμα αν έχεις ανάγκη να πληροφορείς τους άλλους για να νιώσεις ικανοποίηση. Μόλις βάλεις τη λέξη ανάγκη στο λεξιλόγιό σου, θα βρεθείς στο έλεος των άλλων κι αν για οποιοδήποτε λόγο, αυτοί αρνηθούν ν’ αναγνωρίσουν την αξία ή τα επιτεύγματά σου, τότε εσύ θα καταρρεύσεις κι εκείνοι θα κινούν τα νήματά σου.

Η αθόρυβη αποτελεσματικότητα σημαίνει ακόμη ότι δε χρειάζεται να βομβαρδίζεις τους άλλους με τις νίκες σου. Αν έχεις ανάγκη να το κάνεις αυτό, θα δεις ότι οι άλλοι αντεπιτίθενται και προσπαθούν να σε υποβιβάσουν με κάποιο τρόπο. Κλειδί της αθόρυβης αποτελεσματικότητας είναι το πώς νιώθεις εσύ. Αν έχεις αυτοπεποίθηση, τότε θα σου αρκεί να είσαι εσύ ικανοποιημένος, γιατί ο εαυτός που ευχαριστείς έχει αξία. Αν, όμως, δεν έχεις αρκετή αυτοεκτίμηση, τότε θα ζητάς από τους άλλους να σε τροφοδοτούν με την εκτίμηση τους· κι εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Αν είσαι αναγκασμένος να αντλήσεις αυτή την ενθάρρυνση απ’ έξω, γίνεσαι εθελοντικά θύμα.

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ

Όταν αρχίσεις να αναπτύσσεις την αυτοπεποίθηση σου, θα πάψεις να ζητάς από τους άλλους να ακούν πρόθυμα τις ιστορίες σου και θα βρίσκεις τη μοναξιά πιο παραδεκτή. Η προσωπική σου ζωή είναι σημαντικό μέρος της ύπαρξής σου και απαραίτητη για την αίσθηση της εσωτερικής σου ισορροπίας. Το να θέλεις να καταλαβαίνουν όλοι και να μοιράζονται οτιδήποτε σκέφτεσαι, νιώθεις, λες ή κάνεις, είναι μια αυτοθυματοποιητική στάση.

Επιπλέον, όταν δεν προσπαθείς πάντα να σε καταλαβαίνουν οι άλλοι και κρατάς κάποια πράγματα για σένα, αποφεύγεις να παρασύρεσαι από τους άλλους. Αυτό που συμβουλεύουμε δεν είναι μια στάση ερημίτη· σας προκαλούμε μόνο να θυμηθείτε πως έχετε το δικαίωμα της προσωπικής ζωής, καθώς και να προσέξετε αυτούς που είναι έτοιμοι να σας θυματοποιήσουν, εισβάλλοντας στις προσωπικές σας περιοχές ή, ακόμα χειρότερο, αρνούμενοι το δικαίωμά σας σε μια ιδιωτική ζωή. Ο Χένρι Ντέιβιντ Θορώ, που έζησε γύρω στα δύο χρόνια μόνος του στη λίμνη Γουόλντεν, έγραψε γι’ αυτό το συναίσθημα της προσωπικής ζωής στο έργο του Γουόλντεν:

Συχνά μου λένε: «Θα πρέπει να νιώθεις μοναξιά εδώ κάτω και να επιθυμείς να ‘σαι πιο κοντά με ανθρώπους»… Θα ‘θελα να τους πω τότε: «Γιατί να νιώσω μοναξιά; Δεν είναι ο πλανήτης μας στο Γαλαξία; Είναι καλό να είναι κανείς μόνος τον περισσότερο καιρό. Η συντροφιά με άλλους ανθρώπους, ακόμη και με τους καλύτερους, σύντομα σε κουράζει και σε ξεστρατίζει. Μ’ αρέσει να είμαι μόνος».

Βέβαια δε μπορούμε να είμαστε όλοι Θορώ, κι αυτός εδώ είναι ο εικοστός αιώνας παρ’ όλα αυτά οι παρατηρήσεις του ισχύουν και σήμερα. Δε χρειάζεται να βρίσκεσαι περιτριγυρισμένος από ανθρώπους ή να ζητάς πάντα να σε καταλαβαίνουν οι άλλοι για να νιώθεις ολοκληρωμένος. Αντίθετα, αν έχεις τέτοιες προσδοκίες ή αν αφήσεις τους άλλους να έχουν τέτοιες προσδοκίες από σένα, θα γίνεις θύμα.
Χρειάζεται κάποιο θάρρος για να επιμείνεις στην προσωπική σου ζωή, κυρίως αν οι άλλοι επιμένουν ότι η επιθυμία σου για προσωπική ζωή ισοδυναμεί με απόρριψή τους. Είναι ανώφελο να το εξηγήσει κανείς αυτό στους περισσότερους ανθρώπους. Η μόνη λύση είναι να ασκήσεις το δικαίωμά σου πρακτικά. Κάνοντας το αυτό αρκετά συχνά, θα τους διδάξεις πώς θέλεις να σου φέρονται. Αν αποπειραθείς να μιλήσεις γι' αυτό, όσο περισσότερο το αναλύεις, τόσο πιο πολύ θα νιώθεις θυματοποιημένος και θα καταλήξεις να παραιτηθείς από την προσωπική σου ζωή.

Οι αναφορές του Επίκτητου στην θρησκεία

Οι αναγνώστες του Επίκτητου δεν γίνεται να μην προσέξουν τις συχνές του αναφορές στη θρησκεία. Ο Δίας αναφέρεται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, με εξαίρεση τον Σωκράτη. Για να καταλάβετε καλύτερα τον ρόλο που έχει ο Δίας στον στωικισμό, σκεφθείτε έναν υποψήφιο μαθητή στη σχολή του Επίκτητου. Εάν το άτομο αυτό ρωτούσε τι πρέπει να κάνει κανείς για να εφαρμόσει πρακτικά τον στωικισμό, ο Επίκτητος ίσως να του περιέγραφε τις διάφορες τεχνικές που κήρυτταν οι Στωικοί. Εάν ο υποψήφιος μαθητής ρωτούσε γιατί έπρεπε να εφαρμόζει αυτές τις τεχνικές, ο Επίκτητος μπορεί να απαντούσε ότι έτσι θα είχε τη δυνατότητα να κατακτήσει τη γαλήνη.

Όλα καλά έως εδώ: υποθέστε όμως ότι αυτός ο μαθητής είχε υπόψη και άλλες σχολές φιλοσοφίας και αναρωτιόταν γιατί η σχολή του Επίκτητου να ήταν καλύτερη από εκείνες. Υποθέστε, πιο συγκεκριμένα, ότι αυτός ο μαθητής ρωτούσε τον Επίκτητο τι λόγους είχε να πιστεύει πως οι τεχνικές που προωθούσαν οι Στωικοί θα του έδιναν όντως τη δυνατότητα να κατακτήσει την ψυχική γαλήνη. Απαντώντας σε αυτή την ερώτηση, ο Επίκτητος θα ξεκινούσε μιλώντας για τον Δία.

Μας δημιούργησε θα έλεγε στον μαθητή, ο Δίας. Κι ο μαθητής του, το πιο πιθανό είναι ότι θα δεχόταν αυτό τον ισχυρισμό, στον βαθμό που ο αθεϊσμός φαίνεται πως σπάνιζε στην αρχαία Ρώμη. (Αλλά και πάλι, αυτό που εννοούσε ο Επίκτητος , όταν αναφερόταν στον Δία, μάλλον διέφερε από αυτό που εννοούσαν οι περισσότεροι Ρωμαίοι. Συγκεκριμένα , ο Επίκτητος πιθανότατα ταύτιζε τον Δία με τη Φύση.) Ο Επίκτητος θα συνέχιζε εξηγώντας ότι ο Δίας μάς έχει πλάσει διαφορετικούς από τα άλλα ζώα υπό μια σημαντική έννοια: Είμαστε έλλογοι, όπως και οι θεοί. Συνεπώς, είμαστε ένα περίεργο υβρίδιο, μισοί ζώα και μισοί θεοί.

Ο Δίας, ως γνωστόν, είναι ένας θεός συμπονετικός, αγαθός και γεμάτος αγάπη, και μας δημιούργησε έχοντας τις καλύτερες προθέσεις για μας. Δυστυχώς, όμως, φαίνεται ότι δεν ήταν παντοδύναμος κι έτσι, όταν μας δημιουργούσε, υπήρχαν όρια σε όσα μπορούσε να κάνει. Στις Διατριβές του, ο Επίκτητος φαντάζεται ότι συζητά με τον Δία και στον διάλογο αυτόν ο Δίας εξηγεί το αδιέξοδό του με τα ακόλουθα λόγια: «Επίκτητε, εάν ήταν δυνατό, θα είχα κάνει και το ευτελές σου σώμα και την ασήμαντη περιουσία σου ελεύθερα και ανεμπόδιστα. Επειδή όμως αυτό δεν μπόρεσα να το κάνω, σου δώσαμε κάτι δικό μας, αυτή τη δύναμη της επιλογής και της αποτροπής, της επιθυμίας και της απόρριψης.» Προσθέτει ότι, εάν ο Επίκτητος μάθει να χρησιμοποιεί κατάλληλα αυτή την ικανότητα, δεν θα νιώσει ποτέ απελπισία ή δυσαρέσκεια.

Με άλλα λόγια, θα διατηρεί τη γαλήνη του ακόμα και χαρά θα βιώνει- παρά τα χτυπήματα που μπορεί να του επιφέρει η Μοίρα. Αλλού στις Διατριβές, ο Επίκτητος λέει ότι, ακόμα και αν ο Δίας μπορούσε να μας είχε πλάσει ελεύθερους και ανεμπόδιστους, θα επέλεγε να μην το κάνει. Ο Επίκτητος πλάθει μια εικόνα του Δία σαν προπονητή: «Οι δυσκολίες είναι που αναδεικνύουν τους ανθρώπους. Όταν λοιπόν προκύψει μια δυσκολία, θυμήσου ότι ο θεός , σαν ένας προπονητής , σε έχει βάλει να παλέψεις με κάποιον σκληροτράχηλο νέο.» Γιατί να το κάνει αυτό; Για να σε σκληραγωγήσει και να σε ενδυναμώσει, ώστε να μπορέσεις να γίνεις «Ολυμπιονίκης»: με άλλα λόγια, για να ζήσεις την καλύτερη δυνατή ζωή. Παρεμπιπτόντως, και ο Σενέκας είχε μια παρόμοια θεωρία: Ο θεός, έλεγε, “δεν φτιάχνει κακομαθημένα κατοικίδια από καλούς ανθρώπους τους περνά από δοκιμασίες, τους σκληραγωγεί και τους καθιστά ικανούς να τον υπηρετήσουν.” Συγκεκριμένα, οι αντιξοότητες που αντιμετωπίζουμε μετρούν ως «απλή εξάσκηση» και «αυτά τα πράγματα που όλοι μας μπροστά τους ριγούμε και τρέμουμε είναι για το καλό εκείνων στους οποίους έχουν ενσκήψει».

Έπειτα, ο Επίκτητος θα έλεγε στον υποψήφιο μαθητή ότι, εάν θέλει να ζήσει μια καλή ζωή, πρέπει να αναλογιστεί τη φύση του και τον σκοπό για τον οποίο τον δημιούργησε ο θεός και να ζήσει σύμφωνα με αυτόν. Πρέπει, όπως το θέτει ο Ζήνωνας, να ζήσει σύμφωνα με τη φύση. Ο άνθρωπος που ζει έτσι δεν επιδιώκει απλώς την ευχαρίστηση, όπως θα έκανε ένα ζώο αντίθετα, θα χρησιμοποιήσει την έλλογη ικανότητά του για να στοχαστεί πάνω στην ανθρώπινη συνθήκη. Τότε, θα ανακαλύψει τον λόγο για τον οποίο δημιουργηθήκαμε όλοι και τον ρόλο που παίζουμε στο κοσμικό σχέδιο. Θα συνειδητοποιήσει ότι, για να ζει μια καλή ζωή, πρέπει να επιτελεί σωστά τη λειτουργία των ανθρώπινων όντων, τον σκοπό για την εκπλήρωση του οποίου τον έχει σχεδιάσει ο Δίας. Κι έτσι θα επιδιώξει την αρετή, με την αρχαία σημασία της λέξης, που σημαίνει ότι θα προσπαθήσει σκληρά να γίνει ένα εξαιρετικό ανθρώπινο ον. Θα καταλήξει να συνειδητοποιήσει επίσης, ότι εάν ζει σε συμφωνία με τη φύση, θα ανταμειφθεί με τη γαλήνη που μας έχει υποσχεθεί ο Δίας.

Αυτή η εξήγηση μπορεί να ικανοποιούσε τους ανθρώπους την εποχή του Επίκτητου, αλλά μάλλον είναι άτοπη σήμερα , αφού σχεδόν κανείς δεν πιστεύει στην ύπαρξη του Δία και πολλοί δεν πιστεύουν ότι είμαστε δημιουργήματα κάποιου θείου όντος που ήθελε το καλύτερο για μας. Πολλοί αναγνώστες, επομένως, σε αυτό το σημείο θα σκεφτούν: Εάν πρέπει να πιστεύω στον Δία και στη θεία δημιουργία για να εφαρμόσω τον στωικισμό, τότε δεν έχω πιθανότητες επιτυχίας». Όμως, οι αναγνώστες πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι είναι απολύτως εφικτό να εφαρμόσει κανείς τον στωικισμό -και, συγκεκριμένα, να επιστρατεύσει Στωικές στρατηγικές για να κατακτήσει τη γαλήνη-χωρίς να πιστεύει στον Δία ή, ακόμα, στη θεία δημιουργία.

Επίκτητος, Οδηγός για την καλή ζωή

Ερευνητικές ομάδες από CERN και Fermilab ανακοίνωσαν σημαντική ανακάλυψη μιας διαφεύγουσας κατάστασης τριών γλοιονίων

Η συνεργασία TOTEM στον LHC, με την συνεργασία DØ στον επιταχυντή σύγκρουσης Tevatron, στο Fermlab, ανακοίνωσαν την ανακάλυψη του odderon – μιας διαφεύγουσας κατάστασης τριών βασικών σωματίων αποκαλούμενων γλοιόνια που προβλέφθηκε περίπου πριν από 50 χρόνια. Το αποτέλεσμα παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια διαδικτυακής συνάντησης στο CERN. «Το αποτέλεσμα διερευνά τα βαθύτερα χαρακτηριστικά της θεωρίας της κβαντικής χρωμοδυναμικής, ιδίως ότι τα γλοιόνια αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους και ότι ένας περιττός αριθμός γλοιονίων μπορεί να είναι «άχρωμος», προστατεύοντας έτσι την ισχυρή αλληλεπίδραση. Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της εργασίας αυτής είναι ότι τα αποτελέσματα παρήχθησαν με συνδυασμό δεδομένων από LHC και Tevatron, σε διαφορετικές ενέργειες», σημειώνει ο Simone Giani, εκπρόσωπος τύπου του TOTEM, στο CERN.

Καταστάσεις που συνίστανται από δυο, τρία ή περισσότερα γλοιόνια συνήθως καλούνται «γλοιομπάλλες» (glueballs) και είναι περίεργα αντικείμενα φτιαγμένα μόνο από φορείς της ισχυρής δύναμης. Ο ερχομός της κβαντικής χρωμοδυναμικής (QCD) οδήγησε τους θεωρητικούς να προβλέψουν την ύπαρξη του odderon το 1973. Η επαλήθευση της ύπαρξής του υπήρξε μια σημαντική πειραματική πρόκληση, που – ωστόσο – απαιτεί λεπτομερείς μετρήσεις των πρωτονίων καθώς εξοστρακίζει το ένα το άλλο σε συγκρούσεις υψηλής ενέργειες.

Το 2018, στο πείραμα TOTEM αναφέρθηκαν μετρήσεις σε υψηλές ενέργειες που θα μπορούσαν όχι εύκολα να εξηγηθούν με την ιδέα της ανταλλαγής μιας «χρωματικά ουδέτερης» εικονικής γλοιομπάλλας, που αποτελείται από άρτιο αριθμό γλοιονίων (pomeron). Αντίθετα, ένα άλλο αντικείμενο QCD έμοιαζε να παίζει ρόλο, υποστηρίζοντας μοντέλα στα οποία ανταλλάχθηκε μια ένωση τριών γλοιονίων ή μια που περιλαμβάνει μεγαλύτερους περιττούς αριθμούς γλοιονίων. Τα αποτελέσματα ήταν αρκετά για να υπάρξει ο ισχυρισμός στοιχείων για το odderon, αν και όχι ακόμη η οριστική του παρατήρηση.

Η νέα εργασία βασίζεται σε ένα μοντέλο ανάλυσης δεδομένων. Οι ομάδες TOTEM και DØ σύγκριναν δεδομένα συγκρούσεων πρωτονίων στο LHC (που καταγράφηκαν σε ενέργειες σύγκρουσης 2,76, 7,8 και 13 TeV και προεκτεινόμενες στα 1,96 TeV), με τα δεδομένα πρωτονίων-αντιπρωτονίων που μετρήθηκαν στο Tevatron στα 1,96 TeV και βρήκαν και πάλι στοιχεία το το odderon. Όταν οι ομάδες συνδύασαν το αποτέλεσμα με μετρήσεις σε πολύ μικρότερες γωνίες σκέδασης στα 13 TeV από τη συνεργασία TOTEM, η σημαντικότητα του αποτελέσματος εκτοξεύθηκε στο επίπεδο τη ανακάλυψης: η σημαντικότητα του αποτελέσματος είναι στην περιοχή 5,2 – 5,7 τυπικές αποκλίσεις και έτσι συνιστά την πρώτη πειραματική παρατήρηση του odderon. Είναι μια σημαντική ανακάλυψη από το CERN και το Fermilab.

Νέες υποθέσεις για τις σκουληκότρυπες εξερευνούν εάν θα μπορούσαν να είναι διελεύσιμες από ανθρώπους

Μια «σκουληκότρυπα» θεωρείται ότι είναι μια υποθετική παράκαμψη – μια σήραγγα μέσω του χωροχρόνου – που θα μπορούσε να συνδέσει μια μεριά ενός γαλαξία με μια άλλη. Η ιδέα της σκουληκότρυπας είναι τόσο παλιά όσο και η ιδέα της μαύρης τρύπας. Αν και η επιστημονική φαντασία τις έχει χρησιμοποιήσει στις ιστορίες της, η ύπαρξη των σκουληκότρυπων είναι δύσκολο να αιτιολογηθεί θεωρητικά και η ύπαρξή της παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα. Ακόμη και αν θα μπορούσε να διαμορφωθεί μια σκουληκότρυπα, η βαρυτική έλξη της ύλης στο εσωτερικό της θα προκαλούσε κατά πάσα πιθανότητα το κλείσιμο του λαιμού της (το στενότερο σημείο της σήραγγας), εμποδίζοντας το ταξίδι από την μια μεριά στην άλλη.

Βέβαια, θεωρητικοί έχουν προτείνει τρόπους να κρατηθεί μια σκουληκότρυπα ανοιχτή, συνήθως προσθέτοντας εξωτική ύλη της οποίας οι ιδιότητες αντιστέκονται στην βαρυτική κατάρρευση. Το καινούργιο που κομίζει η νέα εργασία του Jose Blázquez-Salcedo και των συνεργατών του στο Complutense University of Madrid, είναι ότι έχουν βρει μια λύση διελεύσιμης σκουληκότρυπας η οποία δεν απαιτεί εξωτική ύλη. Η ομάδα μοντελοποίησε την σκουληκότρυπά της χρησιμοποιώντας ένα ημικλασικό πλαίσιο, στο οποίο η ύλη αντιμετωπίζεται ως ένα σύνολο κοινών φερμιονίων (σωμάτια με σπιν -1/2, όπως τα ηλεκτρόνιο και ποζιτρόνιο) που περιγράφονται με κβαντικές κυματοσυναρτήσεις. Η ύλη αλληλεπιδρά μέσω ηλεκτρομαγνητικών πεδίων, πράγμα που απλοποιεί τις εξισώσεις.

Μεταβάλλοντας παραμέτρους, συμπεριλαμβανομένων του φορτίου και της μάζας των φερμιονίων, ο Blázquez-Salcedo και οι συνεργάτες του βρήκαν ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν διελεύσιμες σκουληκότρυπες όταν ο λόγος του ολικού φορτίου προς την ολική μάζα μέσα στη σκουληκότρυπα υπερβαίνει ένα θεωρητικό όριο που εφαρμόζεται στις μαύρες τρύπες. Οι ερευνητές εικάζουν ότι η λύση αυτή θα μπορούσε να παραμείνει έγκυρη σε ένα πιο πλήρες μοντέλο, όπου τα πεδία που αντιστοιχούν στις αλληλεπιδράσεις της ύλης είναι κβαντισμένα.

Όμως οι σκουληκότρυπες που ο Blázquez-Salcedo και οι συνεργάτες του οραματίζονται είναι μικροσκοπικές – πολύ μικρές για να χωρέσει οποιοσδήποτε άνθρωπος. Από τη μεριά τους, ο Juan Maldacena από το Ινστιτούτο Προχωρημένων Σπουδών, στο New Jersey και ο Alexey Milekhin από το Πανεπιστήμιο Princeton ερεύνησαν για σκουληκότρυπες που θα παρείχαν ασφαλές πέρασμα σε έναν θαρραλέο ταξιδιώτη. Το μοντέλο τους υποθέτει σκουληκότρυπες σε έναν πενταδιάστατο χωρόχρονο, όπως προτείνεται σε ορισμένες κοσμολογίες θεωρίας των χορδών. Οι ερευνητές δείχνουν ότι μια φιλική στον άνθρωπο σκουληκότρυπα – με επιτάχυνση μικρότερη από 20g – θα μπορούσε να επιτρέψει μια διαγαλαξιακή εκδρομή σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο. Αυτή η σύντομη διάρκεια θα ίσχυε μόνο για ένα άτομο στην σκουληκότρυπα, καθώς ένας εξωτερικός παρατηρητής θα μετρούσε το ταξίδι να κρατάει χιλιάδες χρόνια.

Ο ρομαντισμός και τα ιδεώδη του

Πού όμως σημειώθηκε η απαρχή του ρομαντικού κινήματος; Σαφώς όχι στην Αγγλία, αν και, τυπικά, αυτό έχει μια κάποια αλήθεια - έτσι θα σας πουν και όλοι οι ιστορικοί. Δεν είναι πάντως στην Αγγλία που έκανε την εμφάνισή της η πλέον δραματική μορφή του ρομαντικού κινήματος. Ως εκ τούτου σκοπεύω να εστιάσω την προσοχή μου σε ό,τι συνέβη κατά το δεύτερο τρίτο του δέκατου όγδοου αιώνα. Κι είναι κάτι που δεν συνέβη ούτε στην Αγγλία ούτε στη Γαλλία, αλλά κατά μείζονα λόγο στη Γερμανία.
 
Η κοινή θεώρηση της ιστορίας και της ιστορικής αλλαγής μάς λέει τα εξής. Έχουμε, κατ' αρχάς, τον γαλικό dix-huitième - αιώνα καλαίσθητο, στον οποίο καθετί ξεκινά την πορεία του ήρεμα ήρεμα, ομαλά, οι άνθρωποι ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες στην τέχνη και στη ζωή, ο Λόγος εν γένει προωθείται, η ορθολογικότητα προοδεύει, η Εκκλησία υποχωρεί, το παράλογο υποκύπτει στα δεινά πλήγματα που δέχεται από τους Γάλλους philosophes. Επικρατεί ειρήνη, ηρεμία, οικοδομούνται καλαίσθητα κτίρια, κυριαρχεί η πεποίθηση ότι ο οικουμενικός Λόγος πρέπει να χαρακτηρίζει τόσο τις ανθρώπινες υποθέσεις, όσο και την καλλιτεχνική πρακτική, την ηθική, την πολιτική, τη φιλοσοφία. Και τότε επέρχεται μια αιφνίδια, καταφανώς ανεξήγητη αναστάτωση. Μια βίαιη έκρηξη συναισθημάτων, μια έκρηξη ενθουσιασμού. Οι άνθρωποι αρχίζουν να ενδιαφέρονται για τα γοτθικά κτίρια και την ενδοσκόπηση. Εντελώς ξαφνικά αποκτούν νευρώσεις και γίνονται μελαγχολικοί· αρχίζουν να θαυμάζουν τις ανεξήγητες εκφάνσεις του διανοητικού αυθορμητισμού. Σημειώνεται μια γενική απομάκρυνση από την υφιστάμενη συμμετρική, καλαίσθητη, άψυχη κατάσταση πραγμάτων. Παράλληλα όμως λαμβάνουν χώρα και άλλες αλλαγές. Μια μεγάλη επανάσταση ξεσπά· επικρατεί δυσαρέσκεια· το κεφάλι του βασιλιά πέφτει· η Τρομοκρατία είναι γεγονός.

Δεν είναι ξεκάθαρη η σχέση μεταξύ αυτών των δύο επαναστάσεων. Καθώς διαβάζουμε ιστορία, μας δημιουργείται γενικώς η αίσθηση πως κάτι καταστροφικό συνέβη περί τα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα. Ενώ στην αρχή όλα έδειχναν ωραία και καλά, εντελώς ξαφνικά επήλθε μια επανάσταση. Άλλοι την καλοδέχονται, άλλοι την καταδικάζουν. Αυτοί που την καταδικάζουν θεωρούν πως η εποχή τους είναι μια εποχή καλαίσθητη και γαλήνια: όσοι δεν τη γνώρισαν, δεν γνώρισαν την πραγματική plaisir de vivre, όπως είπε ο Talleyrand. Κάποιοι άλλοι διατείνονται πως επρόκειτο για μια κίβδηλη και υποκριτική εποχή και πως η Επανάσταση ήταν απότοκη της γενικής ανάγκης για περισσότερη δικαιοσύνη, ανθρωπιά, ελευθερία, αλληλοκατανόηση. Όπως κι αν έχει το πράγμα, το ερώτημα παραμένει εκκρεμές: Ποια η σχέση μεταξύ της καλούμενης ρομαντικής επανάστασης -της ξαφνικής επανάστασης στους κόλπους της τέχνης και της ηθικής αυτής της νέας και τρικυμιώδους τάσης- και της επανάστασης που έγινε κοινώς γνωστή ως Γαλλική Επανάσταση; Οι άνθρωποι που χόρεψαν πάνω στα ερείπια της Βαστίλης, οι άνθρωποι που πήραν το κεφάλι του Λουδοβίκου ΙΣΤ', ήταν άραγε οι ίδιοι που επηρεάστηκαν από την ξαφνική λατρεία του πνεύματος, την ξαφνική έκρηξη του αισθηματισμιού, για την οποία μαθαίνουμε, ή τις ξαφνικές αναταραχές που κατέκλυσαν τον δυτικό κόσμο; Προφανώς όχι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αρχές εν ονόματι των οποίων έγινε η Γαλλική Επανάσταση ήταν συνδεδεμένες με τον οικουμενικό Λόγο, την τάξη, τη δικαιοσύνη, αλλά κατ' ουδένα τρόπον με την αίσθηση της μοναδικότητας, τη βαθιά αισθηματική ενδοσκόπηση, τη συναίσθηση των διαφορών μεταξύ των πραγμάτων, των ανομοιοτήτων μάλλον παρά των ομοιοτήτων, με τις οποίες συνδέεται συνήθως το ρομαντικό κίνημα.

Κι ο Rousseau; Ο Rousseau, πολύ σωστά, τοποθετείται εντός του ρομαντικού κινήματος ως, κατά κάποιον τρόπο, ένας από τους πατέρες του. Εν τούτοις ο Rousseau που ήταν υπεύθυνος για τις ιδέες του Robespierre, ο Rousseau που ήταν υπεύθυνος για τις ιδέες των Γάλλων ιακωβίνων, δεν είναι, έχω την εντύπωση, ο Rousseau που συνδέεται τόσο έκδηλα με τον ρομαντισμό. Αυτός ο Rousseau είναι ο Rousseau που έγραψε το Κοινωνικό Συμβόλαιο, μια κατ' εξοχήν κλασική πραγματεία που μιλά για την επιστροφή του ανθρώπου σε εκείνες τις βασικές, θεμελιακές αρχές που είναι κοινές για όλους τους ανθρώπους· την κυριαρχία του οικουμενικού Λόγου, που ενώνει τους ανθρώπους, σε αντίθεση με τα συναισθήματα, που τους χωρίζουν την κυριαρχία της οικουμενικής δικαιοσύνης και της οικουμενικής ειρήνης, σε αντίθεση με τις συγκρούσεις και τις θυελλώδεις αναταραχές που αποκολλούν την καρδιά από τον νου, χωρίζουν τον άνθρωπο από τον συνάνθρωπό του και τον στρέφουν εναντίον του.
Δεν είναι, λοιπόν, εύκολο να κατανοήσει κανείς τη σχέση της μεγάλης ρομαντικής εξέγερσης με τη γνωστή πολιτική επανάσταση. Από την άλλη μεριά, έχουμε και τη Βιομηχανική Επανάσταση, της οποίας ο ρόλος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να παραβλεφθεί. Γιατί είναι βέβαιο πως οι ιδέες δεν καλλιεργούν ιδέες. Στη ρίζα των μεγάλων εξεγέρσεων της ανθρώπινης συνείδησης βρίσκονται, χωρίς άλλο, κάποιοι κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες. Ιδού, λοιπόν, ένα σημαντικό πρόβλημα. Έχουμε τη Βιομηχανική Επανάσταση, έχουμε τη μεγάλη γαλλική πολιτική επανάσταση που έγινε υπό κλασική αιγίδα, κι έχουμε, τέλος, και τη ρομαντική επανάσταση.

Tο ρομαντικό κίνημα, μας λεν όλοι οι ιστορικοί, ήταν μια παθιασμένη διαμαρτυρία ενάντια σε κάθε είδους οικουμενικότητα. Το πρόβλημα, συνεπώς, εντοπίζεται, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, στο να καταλάβει κανείς τι ακριβώς συνέβη.

Aπό το 1760 έως το 1830, έλαβε χώρα μια ριζική αλλαγή, ότι σημειώθηκε ένα μεγάλο ρήγμα στην ευρωπαϊκή συνείδηση - να σας δώσω, εν πάση περιπτώσει, κάποια προκαταρκτικά στοιχεία που θα στηρίξουν τη συλλογιστική μου. Για τον λόγο αυτόν, επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε πως ταξιδεύατε σε διάφορα μέρη της Δυτικής Ευρώπης -τη δεκαετία του 1820 και μιλούσατε εκεί με τους ανθρώπους. Θα είχατε τότε διαπιστώσει πως το ιδεώδες τους στη ζωή ήταν σε γενικές γραμμές το ακόλουθο:

§ Οι αξίες στις οποίες απέδιδαν τη μεγαλύτερη σημασία ήταν αξίες όπως η ακεραιότητα, η ειλικρίνεια, η προθυμία να θυσιάσουν τη ζωή τους στον βωμό ενός εσώτερου φωτός, η αφοσίωση σε κάποιο ιδεώδες για το οποίο αξίζει να θυσιάσεις όλα όσα είσαι και έχεις, για το οποίο αξίζει να ζήσεις ή να πεθάνεις.
§ Θα βλέπατε πως κατά βάση δεν τους ενδιέφερε η γνώση ή η εξέλιξη της επιστήμης, δεν τους ενδιέφερε η πολιτική εξουσία ή η ευτυχία - δεν τους ενδιέφερε, προπάντων, να προσαρμοστούν στη ζωή, να βρουν μια θέση μέσα στην κοινωνία, να συνυπάρξουν αρμονικά με την κυβέρνησή τους, να είναι πιστοί στον βασιλιά τους ή στη δημοκρατία τους.
§ Θα βλέπατε πως έννοιες όπως ο κοινός νους και η μετριοπάθεια δεν τους απασχολούσαν στο ελάχιστο.
§ Θα βλέπατε πως πίστευαν στην αναγκαιότητα του να παλεύεις για τα πιστεύω σου μέχρις εσχάτων, και θα βλέπατε επίσης πως πίστευαν στην αξία του μαρτυρίου αυτού καθ' εαυτό, ανεξάρτητα δηλαδή από τον λόγο για τον οποίο έστεργε κανείς το συγκεκριμένο μαρτύριο.
§ Θα διαπιστώνατε πως θεωρούσαν τις μειονότητες πιο ιερές από τις πλειονότητες, την αποτυχία πιο ευγενή από την επιτυχία, την οποία μάλιστα συνέδεαν με κάτι το αγοραίο και το χυδαίο. Αυτός τούτος ο ιδεαλισμός, όχι με τη φιλοσοφική του έννοια, μα με την έννοια που του δίνουμε συνήθως, ήτοι το πνεύμα του ανθρώπου ο οποίος είναι διατεθειμένος να θυσιάσει πολλά στον βωμό κάποιων αρχών ή κάποιων πεποιθήσεων, ο οποίος δεν είναι διατεθειμένος να ξεπουληθεί, ο οποίος είναι διατεθειμένος να καεί στην πυρά για κάτι που πιστεύει, διότι έχει βαθιά πίστη σε αυτό - η στάση αυτή ήταν σχετικά καινούργια.
§ Αν θαύμαζαν κάτι οι άνθρωποι, ήταν η ολόψυχη αφοσίωση, η ειλικρίνεια, η αγνότητα της ψυχής, η ένθερμη προσήλωση σε ένα ιδεώδες, όποιο κι αν ήταν αυτό.

Αυτό είναι το πνεύμα με το οποίο οι άνθρωποι πρέπει να λεν: «Αν εγώ πιστεύω ένα πράγμα κι εσύ ένα άλλο, τότε είναι σημαντικό να πολεμήσουμε ο ένας τον άλλον. Είναι, ίσως, καλό να με σκοτώσεις ή να σε σκοτώσω εγώ· κι ίσως, σε μια μονομαχία, το καλύτερο θα ήταν να σκοτωθεί και ο ένας και ο άλλος· το χειρότερο όμως απ' όλα θα ήταν ο συμβιβασμός, γιατί αυτό θα σήμαινε πως έχουμε και οι δύο προδώσει τα ιδεώδη που έχουμε στην καρδιά μας».

Μέχρι τη δεκαετία του 1820, παρατηρούμε πως κυριαρχεί η αντίληψη ότι το πνεύμα, το κίνητρο, είναι πιο σημαντικό από τη συνέπεια και η πρόθεση πιο σημαντική από το αποτέλεσμα. Η αγνότητα της ψυχής, η ακεραιότητα, η αφοσίωση, η αφιέρωση -όλα αυτά τα στοιχεία, που και οι ίδιοι θαυμάζουμε χωρίς κανένα δισταγμό και που έχουν εισχωρήσει στην ίδια την υφή της ηθικής μας στάσης- έγιναν, θα έλεγα, με τον καιρό, κοινοί τόποι: αρχικά μεταξύ των μειονοτήτων· κατόπιν εξαπλώθηκαν σταδιακά και προς τα έξω.
 
Επιτρέψτε μου να δώσω ένα παράδειγμα σχετικά με το τι σημαίνει για μένα αυτή η στροφή. Ας δούμε το θεατρικό έργο του Voltaire για τον Μωάμεθ. Ο Voltaire δεν έτρεφε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Μωάμεθ και, με το συγκεκριμένο έργο, είχε, χωρίς καμιά αμφιβολία, την πρόθεση να επιτεθεί στην Εκκλησία. Παρ' όλα αυτά ο Μωάμεθ εμφανίζεται εδώ ως ένα δεισιδαίμον, άσπλαχνο και φανατισμένο τέρας, που συντρίβει οποιαδήποτε προσπάθεια γίνεται προς την κατεύθυνση της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, του Λόγου· ως εκ τούτου, καταγγέλλεται ως εχθρός όλων εκείνων των στοιχείων που ο Voltaire θεωρεί περισσότερο σημαντικά: της ανοχής, της δικαιοσύνης, της αλήθειας, του πολιτισμού. Σκεφτείτε, τώρα, τι είπε πολύ αργότερα ο Carlyle. Ο Μωάμεθ περιγράφεται από τον Carlyle -ο οποίος, σημειωτέον, είναι χαρακτηριστικότατος, αν και κάπως ακραίος, εκπρόσωπος του ρομαντικού κινήματος- σε ένα βιβλίο με τίτλο On Heroes, Hero-Worship, and the Heroic in History [Περί ηρώων, ηρωολατρίας και ηρωικού στοιχείου στην ιστορία], στις σελίδες του οποίου απαριθμείται και αναλύεται μεγάλος αριθμός ηρώων. Ο Μωάμεθ περιγράφεται ως «πύρινη μάζα Ζωής που εκτινάχθηκε απ’ τον μεγάλο κόρφο της Φύσης». Ακτινοβολεί ειλικρίνεια και δύναμη, και για τούτο είναι αξιοθαύμαστος. Το στοιχείο στο οποίο αντιπαρατίθεται, στοιχείο διόλου αγαπητό, είναι ο δέκατος όγδοος αιώνας, ο αφυδατωμένος και ευτελής δέκατος όγδοος αιώνας που, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Carlyle, είναι επίσης νοσηρός και υποδεέστερος. Ο Carlyle δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τις αλήθειες του Κορανίου, δεν θεωρεί πως το Κοράνιο μπορεί να περιέχει κάτι που ο ίδιος θα έπρεπε να πιστεύει. Θαυμάζει τον Μωάμεθ επειδή είναι μια ανεξέλεγκτη δύναμη, φοβερή σαν στοιχείο της φύσης, επειδή ζει έντονη ζωή και έχει πάμπολλους οπαδούς. Κάτι φοβερό, ένα φαινόμενο τρομαχτικό, ένα άκρως συνταρακτικό κεφάλαιο γράφτηκε στη ζωή της ανθρωπότητας, κι ο Μωάμεθ αποτελεί την ενσάρκωσή του.

Σημασία, σχετικά με τον Μωάμεθ, έχει ο χαρακτήρας του και όχι οι πεποιθήσεις του. Το ερώτημα κατά πόσον τα όσα πίστευε ο Μωάμεθ ήταν σωστά ή εσφαλμένα θα είχε φανεί στον Carlyle εντελώς άσχετο.

Όποια κι αν ήταν η αιτία ή η αφορμή της, εμφανίστηκε, πιστεύω, κάπου μεταξύ 1760 και 1830. Ξεκίνησε στη Γερμανία και εξαπλώθηκε με γοργό ρυθμό.

Το σημαντικό είναι οι άνθρωποι να αφοσιώνονται ολόψυχα σε αυτές τις αξίες. Αν το κάνουν αυτό, τότε είναι ήρωες κατάλληλοι για τραγωδία. Αν όχι, τότε είναι φιλισταίοι, μέλη της μπουρζουαζίας· δεν ωφελεί και δεν αξίζει να γράψει κανείς γι' αυτούς.

Σκοπός της τέχνης είναι να υπηρετεί το ωραίο· έστω δε κι αν ο καλλιτέχνης είναι ο μόνος που αντιλαμβάνεται την ωραιότητα του δημιουργήματός του, αυτό δεν παύει να αποτελεί επαρκή στόχο στη ζωή.

Δεν χωρεί αμφιβολία πως κάτι σημαντικό πρέπει να συνέβη, για να σημειωθεί μια τόσο μεγάλη στροφή της συνείδησης: από την ιδέα ότι υπάρχουν οικουμενικές αλήθειες, οικουμενικοί κανόνες για την τέχνη, ότι όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν ως απώτερο σκοπό να κατανοήσουμε το καθετί σωστά, και ότι τα κριτήρια αυτής της κατανόησης είναι κοινά, αποδεικτά, ότι όλοι οι ευφυείς άνθρωποι μπορούν να τα ανακαλύψουν χρησιμοποιώντας τη διάνοιά τους - απ' αυτή, λοιπόν, την ιδέα, προς μιαν ολότελα διαφορετική στάση απέναντι στη ζωή και απέναντι στη δράση. Αναμφίβολα κάτι συνέβη. Ρωτώντας τι, μαθαίνουμε ότι σημειώθηκε μια μεγάλη στροφή προς την κατεύθυνση του αισθηματισμού, ότι επικράτησε ένα αιφνίδιο ενδιαφέρον για το πρωτόγονο και το απόμακρο -το απόμακρο τόσο σε χρονικό, όσο και σε χωρικό επίπεδο-, ότι επήλθε μια υπερεκχείλιση της νοσταλγίας για το άπειρο. 

Επιτρέψτε μου να παραθέσω εδώ μερικούς ορισμούς του ρομαντισμού, τους οποίους ερανίστηκα από τα κείμενα μερικών από τους πλέον διακεκριμένους ανθρώπους που έγραψαν σχετικά με αυτό το θέμα. Οι ορισμοί αυτοί αφήνουν να φανεί πως το θέμα μας δεν είναι κατ' ουδένα τρόπον εύκολο.

v Ο Stendhal λέει ότι ο ρομαντισμός είναι το μοντέρνο και το ενδιαφέρον, ενώ ο κλασικισμός είναι το παρωχημένο και το ανιαρό. Το σχόλιο αυτό δεν είναι ίσως τόσο απλό όσο φαίνεται: ο Stendhal εννοεί ότι ο ρομαντισμός στηρίζεται στην κατανόηση των δυνάμεων που κινούνται μέσα στην ίδια μας τη ζωή, και όχι στη φυγή προς κάτι το απαρχαιωμένο.
v Ο σύγχρονός του Goethe υποστηρίζει, από την άλλη, ότι ο ρομαντισμός είναι αρρώστια, αδυναμία, ευπάθεια, η πολεμική ιαχή μιας σχολής έξαλλων ποιητών και καθολικών αντιδραστικών, ενώ ο κλασικισμός είναι δυνατός, φρέσκος, χαρούμενος, υγιής, όπως ο Όμηρος και το Τραγούδι των Νιμπελούνγκεν [Nibelungenlied].
v Ο Nietzsche λέει ότι δεν είναι αρρώστια, αλλά θεραπεία - ίαση της αρρώστιας.
v Ο Sismondi, ένας λίαν ευφάνταστος Ελβετός κριτικός, παρότι δεν διαπνέεται από τις πλέον φιλικές διαθέσεις για τον ρομαντισμό, καίτοι φίλος της Madame de Staël, λέει ότι ο ρομαντισμός είναι μια σύζευξη αγάπης, θρησκείας και ιπποτισμού.
v Ο Friedrich von Gentz, ωστόσο, που ήταν ο κυριότερος πράκτορας του Metternich εκείνη την περίοδο και έζησε την ίδια ακριβώς εποχή με τον Sismondi, λέει πως ο ρομαντισμός είναι το ένα από τα κεφάλια μιας τρικέφαλης ύδρας, τα άλλα δύο από τα οποία είναι η μεταρρύθμιση και η επανάσταση.
v Ο Heine λέει ότι ο ρομαντισμός είναι το παθανθές που φύτρωσε από το αίμα του Χριστού, το ξύπνημα της ποίησης του υπνοβάμονος Μεσαίωνα, «ονειρικοί οβελίσκοι» που σε κοιτάζουν με τα βαθιά, πονεμένα μάτια χαμογελαστών φασμάτων.
v Οι μαρξιστές έρχονται να προσθέσουν πως ήταν πράγματι μια απόδραση από τα δεινά της Βιομηχανικής Επανάστασης, και ο Ruskin, συμφωνώντας, θα πει πως ήταν η αντίθεση του όμορφου παρελθόντος προς το τρομαχτικό και μονότονο παρόν: πρόκειται για τροποποίηση της άποψης του Heine, που όμως αφήνει ουσιαστικά ανέπαφο το νόημά της.
v Ο Taine, πάλι, λέει ότι ο ρομαντισμός εμφανίζεται ως επανάσταση της μπουρζουαζίας ενάντια στην αριστοκρατία από το 1789 και μετά· ο ρομαντισμός είναι η έκφραση της ενέργειας και της ορμής των νέων arrivistes - το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή. Είναι η έκφραση των επίμονων και σφοδρότατων δυνάμεων της νέας μπουρζουαζίας ενάντια στις παλαιές, αξιοσέβαστες, συντηρητικές αξίες της κοινωνίας και της ιστορίας. Δεν αποτελεί έκφραση αδυναμίας ή απόγνωσης, αλλά αδυσώπητου οπτιμισμού.
v Ο Friedrich Schlegel, ο μεγαλύτερος προάγγελος, ο μεγαλύτερος κήρυκας και προφήτης του ρομαντισμού που έζησε ποτέ, λέει ότι υπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου ένας τρομερός κι ωστόσο ανεκπλήρωτος πόθος να εκτιναχθεί στο άπειρο· μια διακαής επιθυμία να σπάσει τα ασφυκτικά δεσμά της ατομικότητας. Παρόμοια συναισθήματα μπορεί κανείς να αναζητήσει στον Coleridge, όπως επίσης και στον Shelley.
v Ο Ferdinand Brunetière, εν τούτοις, γύρω στα τέλη του αιώνα, λέει ότι ο ρομαντισμός είναι φιλολογικός εγωτισμός, υπερτονισμός της ατομικότητας εις βάρος του ευρύτερου κόσμου, το ακριβώς αντίθετο της αυτοϋπέρβασης: η αυτοπροβολή· ο βαρόνος Seillère συμφωνεί, προσθέτοντας την εγωμανία και τον πρωτογονισμό· κι ο Irving Babbit έρχεται να ενισχύσει την άποψη αυτή.
v Ο αδελφός τού Friedrich Schlegel, ο August Wilhelm Schlegel, και η Madame de Staël ήταν της γνώμης πως ο ρομαντισμός προέρχεται από τις χώρες της Ρομανίας ή, τουλάχιστον, από τις ρομανικές γλώσσες· ότι, κατ' ουσίαν, εκπηγάζει από μια παραλλαγή της ποίησης των τροβαδούρων της Προβηγκίας.
v Ο Renan όμως λέει πως ο ρομαντισμός είναι κελτικής καταγωγής· και ο Gaston Paris, βρετονικής.
v Ο Seillière λέει ότι προήλθε από ένα μείγμα Πλάτωνα και Ψευδοδιονύσιου του Αρεοπαγίτου.
v Ο Joseph Nadler, ελλόγιμος Γερμανός κριτικός, λέει ότι ο ρομαντισμός είναι, ουσιαστικά, η νοσταλγία των Γερμανών που ζούσαν μεταξύ 'Ελβα και Νέμαν - η νοσταλγία τους για την πάλαι ποτέ Κεντρική Γερμανία, όπου και είχαν τις ρίζες τους· πως είναι, δηλαδή, οι ονειροπολήσεις των εξορίστων και των αποίκων.
v Ο Eichendorff λέει ότι είναι η αποζήτηση της Καθολικής Εκκλησίας από μεριάς των προτεσταντών.
v Ο Chateaubriand, όμως, ο οποίος ποτέ δεν έζησε μεταξύ Έλβα και Νέμαν και άρα ποτέ δεν ένιωσε τα συγκεκριμένα συναισθήματα, λέει πως ο ρομαντισμός είναι η μυστική και ανέκφραστη απόλαυση της ψυχής που παίζει με τον εαυτό της: «Μιλώ εσαεί για τον εαυτό μου».
v Ο Joseph Aynard λέει ότι είναι η επιθυμία ν' αγαπήσεις κάτι· μια ορισμένη συμπεριφορά ή ένα ορισμένο συναίσθημα που σχετίζεται με τους άλλους, και όχι με τον εαυτό σου, το ακριβώς αντίθετο της επιθυμίας για εξουσία.

Αν εξετάσουμε με προσοχή τις ρήσεις αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι, αν μη τι άλλο, είναι αξιανάγνωστοι συγγραφείς και έχουν πλειστάκις αποδειχτεί εμβριθείς και λαμπροί αναλυτές πληθώρας θεμάτων, θα διαπιστώσουμε πως είναι σχετικά δύσκολο να ανακαλύψουμε ποιο είναι το κοινό σημείο όλων αυτών των γενικεύσεων. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Northrop Frye στάθηκε αρκετά σώφρων, ώστε να αποθαρρύνει τη διατύπωση γενικεύσεων για τον ρομαντισμό. Όλοι αυτοί οι αλληλοαναιρούμενοι ορισμοί ποτέ, απ' όσο γνωρίζω, δεν αποτέλεσαν το αντικείμενο κάποιας διαμαρτυρίας· ποτέ δεν υπέστησαν το έντονο εκείνο κριτικό μένος το οποίο θα είχε εξαπολυθεί εάν κάποιος διατύπωνε γενικεύσεις ή ορισμούς που θα θεωρούνταν απ' όλους αβάσιμοι ή άσχετοι.