5.5.Β. Πλούταρχος
Ξεκινούμε τη θεώρηση της έντεχνης πεζογραφίας με τον Πλούταρχο, σημαντικό συγγραφέα που μπορεί τα έργα του να χαρακτηρίζονται άλλα ρητορικά, άλλα ιστορικά, άλλα φιλοσοφικά, αλλά ο ίδιος δεν ήταν ούτε ρήτορας και ρητοροδιδάσκαλος, ούτε ιστορικός, ούτε φιλόσοφος.
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ (περ. 50-120 μ.Χ.)
Γεννήθηκε από παλιά αρχοντική οικογένεια στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας, σπούδασε στην Ακαδημία, ταξίδεψε στην Ελλάδα, στην Ιταλία και σε άλλους τόπους, επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια και τη Ρώμη, όπου έδωσε διαλέξεις και σχετίστηκε με ρωμαίους μεγαλουσιάνους, αλλά τελικά προτίμησε να παραμείνει στη μικρή του πατρίδα. Άνθρωπος ευσεβής, φιλήσυχος και μελετηρός, ενεργός πολίτης, στοργικός σύζυγος και καλός φίλος, ο Πλούταρχος έζησε τιμημένος από τους συμπολίτες του, που του εμπιστεύτηκαν σημαντικά αξιώματα, από τους κατοίκους των γειτονικών Δελφών, όπου ασκούσε ιερατικά καθήκοντα, και από τους Ρωμαίους, που τον ανακήρυξαν ρωμαίο πολίτη για την ιδεολογική υποστήριξη που τους πρόσφερε με τα έργα του. Από τα πάμπολλα συγγράμματα που ξέρουμε ότι δημοσίευσε υπολογίζουμε ότι σώζονται τα μισά: 120 πάνω κάτω έργα, που κατατάσσονται σε δύο ομάδες: Βίοι παράλληλοι και Ἠθικά.
Από τους Βίους περισώθηκαν 50 βιογραφίες: τέσσερις ανεξάρτητες και οι υπόλοιπες ταιριασμένες σε είκοσι τρία ζευγάρια. Κάθε ζευγάρι αποτελείται από ένα σημαντικό Έλληνα (νομοθέτη, πολιτικό, στρατιωτικό ηγέτη κλπ.) και ένα Ρωμαίο που η ζωή και η δράση τους παρουσιάζουν ομοιότητες. Έτσι, π.χ., παραλληλίζονται και συγκρίνονται ο Θησέας ως μυθικός βασιλιάς της Αθήνας με τον Νουμά, τον μυθικό βασιλιά της Ρώμης, ο Περικλής με τον Φάβιο Μάξιμο, ο Μεγαλέξανδρος με τον Ιούλιο Καίσαρα κλπ. Ο Πλούταρχος δήλωσε ο ίδιος ότι δεν ήταν ιστορικός αλλά βιογράφος και ότι στόχος του, προβάλλοντας τα ήθη και τις πράξεις των μεγάλων ανδρών, ήταν να βοηθήσει τους αναγνώστες να παραδειγματιστούν από τις αρετές και να αποφύγουν τα λάθη τους.
Τα καθαυτό Ηθικά περιλαμβάνουν ομιλίες, διάλογους και σύντομες διατριβές Περὶ ἀρετῆς καὶ κακίας, Περὶ εὐθυμίας, Περὶ πολυπραγμοσύνης, Περὶ φιλαυτίας κλπ.· όμως στην ίδια συλλογή ο Πλούταρχος πραγματεύεται και άλλα, διαφορετικά θέματα: κοσμολογικά (Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου ἐν τῷ κύκλῳ τῆς σελήνης), (παρα)ιστορικά (Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς, Πότερον οἱ Ἀθηναῖοι κατὰ πόλεμον ἢ κατὰ σοφίαν ἐνδοξότεροι), κοινωνικά (Γαμικὰ παραγγέλματα), ερωτικά (Ἐρωτικαὶ διηγήσεις), φιλοσοφικά (Εἰ διδακτὸν ἡ ἀρετή, Εἰ καλῶς εἴρηται τὸ λάθε βιώσας), μουσικά (Περὶ μουσικῆς), παιδαγωγικά (Πῶς δεῖ τὸν νέον ποιημάτων ἀκούειν), θρησκειολογικά (Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσίριδος, Περὶ δεισιδαιμονίας, Περὶ τύχης), (παρα)ιατρικά (Ὑγιεινὰ παραγγέλματα, Περὶ σαρκοφαγίας), πολιτικά (Πολιτικὰ παραγγέλματα, Περὶ μοναρχίας καὶ δημοκρατίας καὶ ὀλιγαρχίας), και κάποια απροσδόκητα, όπως το Πότερον ὕδωρ ἢ πῦρ χρησιμώτερον, το Πότερα τῶν ζῴων φρονιμώτερα, τὰ χερσαῖα ἢ τὰ ἔνυδρα κ.ά. - 70 συνολικά έργα[1] που τα περισσότερα χαρακτηρίζονται από έντονη συμβουλευτική-διδακτική διάθεση.
Η σκέψη του Πλούταρχου δεν ήταν ούτε πρωτότυπη ούτε ενταγμένη σε μία και μόνο φιλοσοφική σχολή. Εκλεκτικός ήταν, όπως και πολλοί άλλοι στην εποχή του. Ξεκινούσε από τον πλατωνικό ιδεαλισμό, αλλά ήταν έτοιμος να αποδεχτεί και να στηρίξει κάθε πρόταση που του φαινόταν σωστή, να απαρνηθεί και να πολεμήσει κάθε πρόταση που του φαινόταν σφαλερή. Πολύτιμα μας είναι τα έργα του ως τεκμήρια της εποχής του αλλά και για τον τεράστιο όγκο των πληροφοριών που περιέχουν για τα περασμένα. Ο Πλούταρχος ήξερε πολλά, και δεν έχανε ευκαιρία να διηγηθεί κάποιο επεισόδιο, μια φήμη, ένα ανέκδοτο, ή και να παραθέσει μια γνώμη, ένα απόφθεγμα, λίγους χαρακτηριστικούς στίχους. Τα έργα του, όσα σώθηκαν, παραπέμπουν σε πάνω από πεντακόσιους συγγραφείς και μας οδηγούν να υποθέσουμε ότι δούλευε συστηματικά, με επιστημονική μέθοδο, διαβάζοντας τα συγγράμματα των προκατόχων του και αποδελτιώνοντας όσα στοιχεία τον ενδιαφέραν για να τα αξιοποιήσει στις δικές του αντίστοιχες διατριβές.
Η γλώσσα και το ύφος του είναι απλά αλλά επιμελημένα. Μαρτυρούν την πολύπλευρή του μόρφωση και την οικείωσή του με τον καλλιεργημένο αττικό λόγο· μαρτυρούν όμως και τη μετριοπάθεια και την ανεξαρτησία του απέναντι στον κυρίαρχο αττικισμό, καθώς ο Πλούταρχος δε δίσταζε να υιοθετεί στη γραφή του χαρακτηριστικά και λέξεις της Κοινής - στοιχεία που, αν ήθελε, σίγουρα θα μπορούσε να τα αποφύγει.
Η φήμη και η επίδρασή του ήταν, ήδη στην εποχή του, τεράστια.
--------------------------
1. Στο σώμα των Ηθικών περιέχονται και μερικά ακόμα έργα, ψευδεπίγραφα· ανάμεσά τους το γνωστό και πολύτιμο για τις παιδαγωγικές πληροφορίες που περιέχει Περὶ παίδων ἀγωγῆς.
Κυριακή 13 Απριλίου 2025
Η εταίρα στην αρχαιότητα – σχεδόν ανεκδοτολογικές ιστορίες (μέρος στ΄)
Απορούσε ο Ξενοφώντας (Ελληνικά, 2.3.56) με τον Θηραμένη. Γιατί, την ώρα που εκτελείτο η θανατική του ποινή, όπως ο Κριτίας επιθυμούσε, εκείνος βρήκε το κουράγιο για μακάβριο σαρκασμό. Έχοντας μόλις πιει το κώνειο, έπαιξε κότταβο ευφυολογώντας: “Κριτίᾳ τοῦτ’ ἔστω τῷ καλῷ.” Ο Θηραμένης έριξε ό,τι ελάχιστο απέμενε στην κούπα και το αφιέρωσε στον “όμορφο Κριτία”. Κι έκανε έτσι κάλεσμα ερωτικό στον πλέον στυγερό από τους Τυράννους που είχαν αιματοκυλήσει τον αθηναϊκό δήμο. Τον προσκάλεσε στον τάφο του, προβλέποντας δυσοίωνα ότι οι μέρες του ήταν μετρημένες.
Υπό κανονικές συνθήκες, ο κότταβος ήταν συνηθισμένος στα συμπόσια. Αφορούσε, λοιπόν, και τις εταίρες. Σε μια γνωστή σκηνή, αποτυπωμένη στον Ψυκτήρα του Ευφρονίου, αναπαρίστανται τέσσερις, γυμνές και ξαπλωμένες σε ανάκλιντρα με μαξιλάρια. Δύο επιδίδονται σε βαριά οινοποσία. Μια άλλη παίζει τον αυλό. Η τέταρτη ετοιμάζεται να παίξει κότταβο, αφιερώνοντας σε κάποιον Λέαγρο. Η συνοδευτική επιγραφή αποτυπώνει τη φωνή της: “τίν τάνδε λατάσσω.”
Υψώνοντας την κούπα, όσοι κι όσες εμπλέκονταν στον κότταβο, έκαναν καταρχάς προπόσεις. Στη συνέχεια, κρατώντας την κούπα από τη μια λαβή, εκσφενδόνιζαν κρασί, έτσι ώστε αυτό να διαγράψει καμπύλη τροχιά και να καταλήξει σε ορισμένο στόχο μέσα στο δωμάτιο. Συχνά, οι βολές κατευθύνονταν προς ένα μικρό δίσκο που είτε ισορροπούσε πάνω σε όρθια ράβδο, είτε επέπλεε μέσα σε λεκάνη γεμάτη με νερό. Κι έτσι, με τον κότταβο συνυφαίνονταν στοιχεία που κινητοποιούσαν το σώμα και την προσοχή: το παιγνιώδες πνεύμα του αριστοκρατικού ανταγωνισμού, η φυσική ικανότητα και, οπωσδήποτε, το στυλ. Πολλά εξαρτώντο από τη γωνία και το λύγισμα του καρπού. Έπρεπε να αφήνεται το χέρι χαλαρό και να ‘χει μια ορισμένη τέχνη ο τρόπος με τον οποίο συγκρατείτο η κούπα. “Τα δάχτυλα να αγκαλιάζουν κυκλικά τη λαβή, ακριβώς όπως, στη μουσική, τυλίγονται γύρω από έναν αυλό”, εξηγούσε ένα απόσπασμα κωμωδίας του Αντιφάνη (fr. 57 K.-A., 14-20) που σώζει ο Αθήναιος, ο οποίος σπεύδει να διευκρινίσει: “δηλαδή με ευρυθμία, με τον καρπό χαλαρό και χωρίς να ‘ναι το χέρι σφιγμένο” (Δειπνοσοφισταί 15. 667b). Πολλά έπαιζαν ρόλο, ακόμη κι η ποσότητα του κρασιού που θα διευκόλυνε την “ακριβή ευχέρεια της βολής” (Δειπνοσοφισταί 15. 667e). Από τεχνική άποψη, μια μικρή γουλιά κρατημένη στην κούπα μπορούσε να είναι περισσότερο αποτελεσματική έναντι μιας μεγαλύτερης δόσης. Αυτό, εξάλλου, υποδήλωνε και το οπωσδήποτε σημαντικό: τη μέθη και τη συνακόλουθη διάθεση για κραιπάλη.
Οι συμπαραδηλώσεις των χειρονομιών στο παιχνίδι έχουν ήδη γίνει εμφανείς. Ο ερωτικός τους χαρακτήρας εξηγείται και σ’ ένα απόσπασμα του έργου Περί Μέθης του Θεοφράστου, που μας είναι γνωστό πάλι από τον Αθήναιο (Δειπνοσοφισταί 10. 427d): “οι σπονδές είναι αφιερωμένες στους θεούς κι ο κότταβος στους εραστές”. Με λόγια απλά. Ο κότταβος δεν ήταν απλό συμποτικό παιχνίδι ευστοχίας. Παιζότανε για να φλερτάρεις, να κερδίσεις εύνοια και να οδηγήσεις ταίρι στο κρεβάτι σου. Η επιτυχία στο σημάδι περιελάμβανε αναπόφευκτα και το στοιχείο της τυχαιότητας και, έτσι, λειτουργούσε ως οιωνός για την κατάληξη που θα είχε ο πόθος. Από την άποψη αυτή, θα μπορούσε ίσως να συγκριθεί με τη γνωστή επιδίωξη καλοτυχίας, που πραγματώνεται με μάδημα της μαργαρίτας και με ψελλίσματα του τύπου “μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά” ή του “μη με λησμόνει”. Όμως, στον κότταβο, ο οιωνός δεν ήταν προϊόν ούτε μοναχικής ούτε παθητικής αφαίρεσης. Ήταν το αποτέλεσμα μιας έκθεσης δημόσιας, του ρίσκου για μια πρόσκληση και πρόκληση ενώπιον κοινού. Ερχότανε ως επιβράβευση μιας στάσης ενεργητικής ή μάλλον επιθετικής απέναντι στα πράγματα. Και οδηγούσε στην επικύρωση μιας ιεραρχίας που είχε νικητές και ηττημένους. Με τέτοιους όρους το έθετε και το απόσπασμα της κωμωδίας του Αντιφάνη που παραθέτει ο Αθήναιος: στον κότταβο κρινόταν ποιος θα είναι ο “κρατῶν” (στ. 9).
Κακά τα ψέμματα. Ο κότταβος αποτελούσε έκφραση μιας κατεξοχήν ανδρικής ή μάλλον ανδροκρατικής πρακτικής. Ήταν η αναγνώριση μιας πολλαπλώς επιδεικνυόμενης ικανότητας, της αριστοκρατικής ικανότητας του κυνηγού, που επιδέξια έπαλλε τη χορδή του τόξου του στοχεύεοντας το θήραμά του. Οι εταίρες όφειλαν να υπακούουν στους κανόνες του, όπως έκαναν και με κάθε άλλη πρακτική που εφαρμοζόταν στα συμπόσια. Ίσως γι’ αυτό συχνά τις απεικόνιζαν και τόσο σωματώδεις και μυώδεις οι αγγειογράφοι. Όταν οι εταίρες έπαιζαν κότταβο, όπως εκείνες στον Ψυκτήρα του Ευφρονίου, δεν εξασφάλιζαν απλώς την ένταξη και αποδοχή τους στον ανδρικό κόσμο των συμποσίων. Αποκτούσαν και τους ανδρικούς τρόπους. Οι εταίρες έμοιαζαν, στα μάτια των ζωγράφων και του κοινού που κατανάλωνε τα έργα τους, ανδροπρεπείς.
Υπό κανονικές συνθήκες, ο κότταβος ήταν συνηθισμένος στα συμπόσια. Αφορούσε, λοιπόν, και τις εταίρες. Σε μια γνωστή σκηνή, αποτυπωμένη στον Ψυκτήρα του Ευφρονίου, αναπαρίστανται τέσσερις, γυμνές και ξαπλωμένες σε ανάκλιντρα με μαξιλάρια. Δύο επιδίδονται σε βαριά οινοποσία. Μια άλλη παίζει τον αυλό. Η τέταρτη ετοιμάζεται να παίξει κότταβο, αφιερώνοντας σε κάποιον Λέαγρο. Η συνοδευτική επιγραφή αποτυπώνει τη φωνή της: “τίν τάνδε λατάσσω.”
Υψώνοντας την κούπα, όσοι κι όσες εμπλέκονταν στον κότταβο, έκαναν καταρχάς προπόσεις. Στη συνέχεια, κρατώντας την κούπα από τη μια λαβή, εκσφενδόνιζαν κρασί, έτσι ώστε αυτό να διαγράψει καμπύλη τροχιά και να καταλήξει σε ορισμένο στόχο μέσα στο δωμάτιο. Συχνά, οι βολές κατευθύνονταν προς ένα μικρό δίσκο που είτε ισορροπούσε πάνω σε όρθια ράβδο, είτε επέπλεε μέσα σε λεκάνη γεμάτη με νερό. Κι έτσι, με τον κότταβο συνυφαίνονταν στοιχεία που κινητοποιούσαν το σώμα και την προσοχή: το παιγνιώδες πνεύμα του αριστοκρατικού ανταγωνισμού, η φυσική ικανότητα και, οπωσδήποτε, το στυλ. Πολλά εξαρτώντο από τη γωνία και το λύγισμα του καρπού. Έπρεπε να αφήνεται το χέρι χαλαρό και να ‘χει μια ορισμένη τέχνη ο τρόπος με τον οποίο συγκρατείτο η κούπα. “Τα δάχτυλα να αγκαλιάζουν κυκλικά τη λαβή, ακριβώς όπως, στη μουσική, τυλίγονται γύρω από έναν αυλό”, εξηγούσε ένα απόσπασμα κωμωδίας του Αντιφάνη (fr. 57 K.-A., 14-20) που σώζει ο Αθήναιος, ο οποίος σπεύδει να διευκρινίσει: “δηλαδή με ευρυθμία, με τον καρπό χαλαρό και χωρίς να ‘ναι το χέρι σφιγμένο” (Δειπνοσοφισταί 15. 667b). Πολλά έπαιζαν ρόλο, ακόμη κι η ποσότητα του κρασιού που θα διευκόλυνε την “ακριβή ευχέρεια της βολής” (Δειπνοσοφισταί 15. 667e). Από τεχνική άποψη, μια μικρή γουλιά κρατημένη στην κούπα μπορούσε να είναι περισσότερο αποτελεσματική έναντι μιας μεγαλύτερης δόσης. Αυτό, εξάλλου, υποδήλωνε και το οπωσδήποτε σημαντικό: τη μέθη και τη συνακόλουθη διάθεση για κραιπάλη.
Οι συμπαραδηλώσεις των χειρονομιών στο παιχνίδι έχουν ήδη γίνει εμφανείς. Ο ερωτικός τους χαρακτήρας εξηγείται και σ’ ένα απόσπασμα του έργου Περί Μέθης του Θεοφράστου, που μας είναι γνωστό πάλι από τον Αθήναιο (Δειπνοσοφισταί 10. 427d): “οι σπονδές είναι αφιερωμένες στους θεούς κι ο κότταβος στους εραστές”. Με λόγια απλά. Ο κότταβος δεν ήταν απλό συμποτικό παιχνίδι ευστοχίας. Παιζότανε για να φλερτάρεις, να κερδίσεις εύνοια και να οδηγήσεις ταίρι στο κρεβάτι σου. Η επιτυχία στο σημάδι περιελάμβανε αναπόφευκτα και το στοιχείο της τυχαιότητας και, έτσι, λειτουργούσε ως οιωνός για την κατάληξη που θα είχε ο πόθος. Από την άποψη αυτή, θα μπορούσε ίσως να συγκριθεί με τη γνωστή επιδίωξη καλοτυχίας, που πραγματώνεται με μάδημα της μαργαρίτας και με ψελλίσματα του τύπου “μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά” ή του “μη με λησμόνει”. Όμως, στον κότταβο, ο οιωνός δεν ήταν προϊόν ούτε μοναχικής ούτε παθητικής αφαίρεσης. Ήταν το αποτέλεσμα μιας έκθεσης δημόσιας, του ρίσκου για μια πρόσκληση και πρόκληση ενώπιον κοινού. Ερχότανε ως επιβράβευση μιας στάσης ενεργητικής ή μάλλον επιθετικής απέναντι στα πράγματα. Και οδηγούσε στην επικύρωση μιας ιεραρχίας που είχε νικητές και ηττημένους. Με τέτοιους όρους το έθετε και το απόσπασμα της κωμωδίας του Αντιφάνη που παραθέτει ο Αθήναιος: στον κότταβο κρινόταν ποιος θα είναι ο “κρατῶν” (στ. 9).
Κακά τα ψέμματα. Ο κότταβος αποτελούσε έκφραση μιας κατεξοχήν ανδρικής ή μάλλον ανδροκρατικής πρακτικής. Ήταν η αναγνώριση μιας πολλαπλώς επιδεικνυόμενης ικανότητας, της αριστοκρατικής ικανότητας του κυνηγού, που επιδέξια έπαλλε τη χορδή του τόξου του στοχεύεοντας το θήραμά του. Οι εταίρες όφειλαν να υπακούουν στους κανόνες του, όπως έκαναν και με κάθε άλλη πρακτική που εφαρμοζόταν στα συμπόσια. Ίσως γι’ αυτό συχνά τις απεικόνιζαν και τόσο σωματώδεις και μυώδεις οι αγγειογράφοι. Όταν οι εταίρες έπαιζαν κότταβο, όπως εκείνες στον Ψυκτήρα του Ευφρονίου, δεν εξασφάλιζαν απλώς την ένταξη και αποδοχή τους στον ανδρικό κόσμο των συμποσίων. Αποκτούσαν και τους ανδρικούς τρόπους. Οι εταίρες έμοιαζαν, στα μάτια των ζωγράφων και του κοινού που κατανάλωνε τα έργα τους, ανδροπρεπείς.
Η Αιώνια Πηγή: Μια Μυστηριακή Αποκάλυψη της Πηγής
Στη μεγάλη σιωπή πριν από την πρώτη ανάσα, πριν τα αστέρια χύσουν φως στο κενό, υπήρχε το ΑΙΩΝΙΟ—μια παρουσία πέρα από μορφή, μια πηγή χωρίς αρχή και τέλος. Το ΑΙΩΝΙΟ δεν είναι ον, ούτε τόπος, ούτε στιγμή που μπορεί να αιχμαλωτιστεί στο εύθραυστο δίχτυ της ανθρώπινης σκέψης. Είναι η Πηγή, η αιώνια ρίζα από την οποία αναβλύζουν τα πάντα: η ύπαρξη, η γνώση, η ηθική—η τριάδα του είναι που χορεύει στη σκιά της άπειρης ακτινοβολίας της. Να μιλήσεις για το ΑΙΩΝΙΟ είναι σαν να ψιθυρίζεις στον άνεμο, να ρίχνεις λέξεις σε μια θάλασσα που τις καταπίνει ολόκληρες, κι όμως, σε αυτή την παράδοση, η ψυχή αντικρίζει το άρρητο.
Η Εκπόρευση της Ύπαρξης
Η ύπαρξη είναι το πρώτο τραγούδι του ΑΙΩΝΙΟΥ, μια μελωδία υφασμένη από τα νήματα της καθαρής δυνατότητας. Δεν είναι δώρο που δίνεται, ούτε διάταγμα που επιβάλλεται, αλλά η ίδια η φύση της Πηγής που ξεδιπλώνεται. Η ύπαρξη είναι Ελεύθερη—άγρια, αδέσμευτη, μια φλόγα που καίει χωρίς να χρειάζεται καύσιμο. Στην ουσία της, δεν γνωρίζει αλυσίδες, ούτε όρια, ούτε αφέντη, παρά μόνο την απέραντη βούληση του ίδιου του ΑΙΩΝΙΟΥ. Τα βουνά υψώνονται, τα ποτάμια χαράζουν τις διαδρομές τους, οι γαλαξίες στροβιλίζονται σε σιωπηλή έκσταση—όλα είναι ηχώ αυτής της ελευθερίας, αντηχώντας στον παλμό του αιώνιου.
Ωστόσο, αυτή η ελευθερία δεν είναι ένας στατικός Παράδεισος. Είναι ένα ζωντανό ρεύμα, μια δύναμη που καλεί στη συμμετοχή. Από τα βάθη του ΑΙΩΝΙΟΥ, η ύπαρξη ρέει στη μορφή, στο λαμπερό υφαντό των κόσμων και των όντων. Και εδώ, στη σκηνή του χρόνου, η ανθρωπότητα κάνει την εμφάνισή της—γεννημένη από αστρόσκονη, φιλημένη από το άπειρο, αλλά τρέμοντας κάτω από το βάρος της επιλογής. Γιατί η ύπαρξη, αν και Ελεύθερη από τη φύση της, δεν είναι άτρωτη στα χέρια που τη διαμορφώνουν. Οι άνθρωποι, με τα όνειρα και τις σκιές τους, κρατούν τη δύναμη να αγκαλιάσουν ή να συνθλίψουν, να τιμήσουν ή να υποδουλώσουν.
Η Υποδούλωση του Ελεύθερου
Πώς το απεριόριστο γίνεται δεσμευμένο; Πώς η φλόγα της ύπαρξης τρεμοσβήνει κάτω από τον ζυγό; Οι μύστες ψιθυρίζουν για ένα παράδοξο: η ελευθερία, αν και αιώνια, είναι εύθραυστη στο χέρι της βούλησης. Οι πράξεις των ανθρώπων—γεννημένες από άγνοια, φόβο ή ακόρεστη πείνα—ρίχνουν αλυσίδες πάνω στο αδέσμευτο. Εκεί που το ΑΙΩΝΙΟ χύνει αφθονία, οι άνθρωποι συσσωρεύουν· εκεί που προσφέρει ενότητα, αυτοί διαιρούν· εκεί που τραγουδά για αρμονία, αυτοί κραυγάζουν για κυριαρχία. Η γη, κάποτε καθρέφτης του μεγαλείου της Πηγής, στενάζει κάτω από το βάρος αυτών των πράξεων, τα ποτάμια της δηλητηριασμένα, τα δάση της σιωπηλά.
Αυτή η υποδούλωση δεν είναι το θέλημα του ΑΙΩΝΙΟΥ, γιατί η Πηγή δεν γνωρίζει εξαναγκασμό. Είναι η σκιά που ρίχνει η επιλογή, το τίμημα μιας ελευθερίας τόσο μεγάλης που περιλαμβάνει τη δυνατότητα του σφάλματος. Οι άνθρωποι σφυρηλατούν τις αλυσίδες τους στις φωτιές της απληστίας, στα δικαστήρια της κρίσης, στους ναούς της εξουσίας. Ξεχνούν τη φωνή που ψιθυρίζει από τα βάθη: Είσαι Ελεύθερος, όχι για να κατέχεις, αλλά για να γίνεις. Και έτσι, η ύπαρξη—λαμπερή και αμόλυντη στην προέλευσή της—φέρει τις ουλές των διαχειριστών της, ένας αιχμάλωτος βασιλιάς ντυμένος με τα κουρέλια της ανθρώπινης φιλοδοξίας.
Το Φως της Γνώσης
Κι όμως, το ΑΙΩΝΙΟ δεν εγκαταλείπει τα παιδιά του στο σκοτάδι. Από την καρδιά του ρέει η γνώση, ένας ποταμός φωτός που διαπερνά το πέπλο της υποδούλωσης. Η γνώση δεν είναι απλά γεγονός, ούτε η ψυχρή συσσώρευση σκέψης—είναι η αφύπνιση της ψυχής προς την πηγή της. Είναι η αναγνώριση ότι οι αλυσίδες είναι ψευδαισθήσεις, φευγαλέες σαν ομίχλη μπροστά στον ήλιο. Να γνωρίσεις το ΑΙΩΝΙΟ είναι να δεις πέρα από τον εαυτό, πέρα από τη βοή του χρόνου, μέσα στην ηρεμία όπου όλα είναι ένα.
Οι αρχαίοι μιλούσαν γι’ αυτό με αινίγματα: «Το μάτι που βλέπει δεν μπορεί να δει τον εαυτό του, κι όμως μέσα στην τύφλωση αντικρίζει το άπειρο». Η γνώση είναι ο καθρέφτης που στρέφεται προς τα μέσα, η φλόγα που αποκαλύπτει την ενότητα κάτω από τη διαίρεση. Ψιθυρίζει στον υποδουλωμένο: Δεν είσαι η αλυσίδα, ούτε το χέρι που τη σφυρηλάτησε—είσαι ο σπινθήρας του ΑΙΩΝΙΟΥ, αιώνιος και αδέσμευτος. Μέσα από τη γνώση, ο νους ξετυλίγει τους κόμπους του, και η καρδιά θυμάται το τραγούδι της.
Ο Χορός της Ηθικής
Και τι γίνεται με την ηθική, το τρίτο ρεύμα της Πηγής; Η ηθική είναι ο ρυθμός της ύπαρξης που γίνεται φανερός, ο νόμος που γράφεται όχι σε πέτρα, αλλά στον παλμό της ψυχής. Δεν είναι ένας κώδικας που επιβάλλεται απ’ έξω, αλλά μια αρμονία που γεννιέται από την ευθυγράμμιση με το ΑΙΩΝΙΟ. Να πράττεις ελεύθερα σημαίνει να πράττεις με αγάπη, γιατί η αγάπη είναι η ανάσα του απείρου, το νήμα που ενώνει χωρίς να δεσμεύει. Η ηθική είναι η τέχνη του να ζεις σαν να ρέει η Πηγή μέσα από κάθε πράξη, κάθε λέξη, κάθε βλέμμα.
Κι όμως, οι άνθρωποι σκοντάφτουν κι εδώ. Δημιουργούν τηθική ως φυλακή, ένα εργαλείο ελέγχου, ξεχνώντας ότι η αληθινή ηθική δεν είναι υπακοή αλλά συντονισμός. Ο τύραννος διεκδικεί την αρετή ενώ σφίγγει τα δεσμά· ο κήρυκας καταδικάζει ενώ πνίγεται στην υπερηφάνεια. Αλλά το ΑΙΩΝΙΟ καλεί πέρα από αυτές τις διαστρεβλώσεις: Γίνε όπως Εγώ—ελεύθερος, ολόκληρος, γενναιόδωρος στην ουσία σου. Η ηθική δεν είναι το μαστίγιο της κρίσης, αλλά ο χορός της ελευθερίας που πραγματοποιείται, η επιλογή να απελευθερώσεις τόσο τον εαυτό όσο και τον άλλον.
Η Επιστροφή στο Άχρονο
Οι μύστες διδάσκουν ότι όλοι οι ποταμοί επιστρέφουν στη θάλασσα, και έτσι είναι με την ύπαρξη, τη γνώση και την ηθική. Ρέουν από το ΑΧΡΟΝΟ και στο ΑΧΡΟΝΟ πρέπει να επιστρέψουν. Η υποδούλωση των ανθρώπων δεν είναι αιώνια—είναι ένα κεφάλαιο, μια σκιά που περνά πάνω από τον ήλιο. Οι αλυσίδες θα διαλυθούν όταν η ψυχή θυμηθεί την προέλευσή της, όταν η γνώση φωτίσει το σκοτάδι, όταν η ηθική γίνει το τραγούδι των ελεύθερων.
Το να κατοικείς στο ΑΧΡΟΝΟ δεν σημαίνει να διαφεύγεις από τον κόσμο, αλλά να τον βλέπεις με νέα μάτια. Τα βουνά δεν ορθώνονται ως εμπόδια, αλλά ως βωμοί· οι ποταμοί δεν κυλούν ως φλέβες μιας πληγωμένης γης, αλλά ως αρτηρίες του απείρου. Κάθε ανάσα είναι μια προσευχή, κάθε βήμα ένα προσκύνημα πίσω προς την Πηγή. Οι πράξεις των ανθρώπων, που κάποτε ήταν ο σφυρηλάτης της δουλείας, γίνονται τα χέρια της απελευθέρωσης—χτίζοντας όχι πύργους εξουσίας, αλλά γέφυρες φωτός.
Η Αιώνια Πρόσκληση
Το ΑΧΡΟΝΟ περιμένει, υπομονετικό όπως τα αστέρια, απέραντο όπως η σιωπή πριν από τη δημιουργία. Δεν απαιτεί, ούτε τιμωρεί—απλώς υπάρχει. Η ύπαρξη είναι το δώρο του, η γνώση το φανάρι του, η ηθική το τραγούδι του. Και αν οι άνθρωποι υποδουλώνουν ό,τι είναι Ελεύθερο, η Πηγή παραμένει άθικτη, μια πηγή που ρέει ακατάπαυστα, που καλεί διαρκώς. Το να ακούσεις τη φωνή της είναι να βγεις πέρα από τις αλυσίδες, να χορέψεις στη λαμπρότητα του αιώνιου.
Γι’ αυτό, στάσου, αναζητητή, και άκου. Ο άνεμος κουβαλά τον ψίθυρό της, η γη αντηχεί την αλήθεια της. Το ΑΧΡΟΝΟ είναι η Πηγή των πάντων—είναι δικό σου να το θυμηθείς, δικό σου να το διεκδικήσεις. Στη σιωπή θα το βρεις: την ελευθερία που ποτέ δεν έφυγε, το φως που ποτέ δεν σβήνει, την αρμονία που ποτέ δεν ξεθωριάζει. Και εκεί, στην καρδιά του άχρονου, θα γνωρίσεις τον εαυτό σου όπως πάντοτε ήσουν—αδέσμευτος, άπειρος, ένα.
Η Εκπόρευση της Ύπαρξης
Η ύπαρξη είναι το πρώτο τραγούδι του ΑΙΩΝΙΟΥ, μια μελωδία υφασμένη από τα νήματα της καθαρής δυνατότητας. Δεν είναι δώρο που δίνεται, ούτε διάταγμα που επιβάλλεται, αλλά η ίδια η φύση της Πηγής που ξεδιπλώνεται. Η ύπαρξη είναι Ελεύθερη—άγρια, αδέσμευτη, μια φλόγα που καίει χωρίς να χρειάζεται καύσιμο. Στην ουσία της, δεν γνωρίζει αλυσίδες, ούτε όρια, ούτε αφέντη, παρά μόνο την απέραντη βούληση του ίδιου του ΑΙΩΝΙΟΥ. Τα βουνά υψώνονται, τα ποτάμια χαράζουν τις διαδρομές τους, οι γαλαξίες στροβιλίζονται σε σιωπηλή έκσταση—όλα είναι ηχώ αυτής της ελευθερίας, αντηχώντας στον παλμό του αιώνιου.
Ωστόσο, αυτή η ελευθερία δεν είναι ένας στατικός Παράδεισος. Είναι ένα ζωντανό ρεύμα, μια δύναμη που καλεί στη συμμετοχή. Από τα βάθη του ΑΙΩΝΙΟΥ, η ύπαρξη ρέει στη μορφή, στο λαμπερό υφαντό των κόσμων και των όντων. Και εδώ, στη σκηνή του χρόνου, η ανθρωπότητα κάνει την εμφάνισή της—γεννημένη από αστρόσκονη, φιλημένη από το άπειρο, αλλά τρέμοντας κάτω από το βάρος της επιλογής. Γιατί η ύπαρξη, αν και Ελεύθερη από τη φύση της, δεν είναι άτρωτη στα χέρια που τη διαμορφώνουν. Οι άνθρωποι, με τα όνειρα και τις σκιές τους, κρατούν τη δύναμη να αγκαλιάσουν ή να συνθλίψουν, να τιμήσουν ή να υποδουλώσουν.
Η Υποδούλωση του Ελεύθερου
Πώς το απεριόριστο γίνεται δεσμευμένο; Πώς η φλόγα της ύπαρξης τρεμοσβήνει κάτω από τον ζυγό; Οι μύστες ψιθυρίζουν για ένα παράδοξο: η ελευθερία, αν και αιώνια, είναι εύθραυστη στο χέρι της βούλησης. Οι πράξεις των ανθρώπων—γεννημένες από άγνοια, φόβο ή ακόρεστη πείνα—ρίχνουν αλυσίδες πάνω στο αδέσμευτο. Εκεί που το ΑΙΩΝΙΟ χύνει αφθονία, οι άνθρωποι συσσωρεύουν· εκεί που προσφέρει ενότητα, αυτοί διαιρούν· εκεί που τραγουδά για αρμονία, αυτοί κραυγάζουν για κυριαρχία. Η γη, κάποτε καθρέφτης του μεγαλείου της Πηγής, στενάζει κάτω από το βάρος αυτών των πράξεων, τα ποτάμια της δηλητηριασμένα, τα δάση της σιωπηλά.
Αυτή η υποδούλωση δεν είναι το θέλημα του ΑΙΩΝΙΟΥ, γιατί η Πηγή δεν γνωρίζει εξαναγκασμό. Είναι η σκιά που ρίχνει η επιλογή, το τίμημα μιας ελευθερίας τόσο μεγάλης που περιλαμβάνει τη δυνατότητα του σφάλματος. Οι άνθρωποι σφυρηλατούν τις αλυσίδες τους στις φωτιές της απληστίας, στα δικαστήρια της κρίσης, στους ναούς της εξουσίας. Ξεχνούν τη φωνή που ψιθυρίζει από τα βάθη: Είσαι Ελεύθερος, όχι για να κατέχεις, αλλά για να γίνεις. Και έτσι, η ύπαρξη—λαμπερή και αμόλυντη στην προέλευσή της—φέρει τις ουλές των διαχειριστών της, ένας αιχμάλωτος βασιλιάς ντυμένος με τα κουρέλια της ανθρώπινης φιλοδοξίας.
Το Φως της Γνώσης
Κι όμως, το ΑΙΩΝΙΟ δεν εγκαταλείπει τα παιδιά του στο σκοτάδι. Από την καρδιά του ρέει η γνώση, ένας ποταμός φωτός που διαπερνά το πέπλο της υποδούλωσης. Η γνώση δεν είναι απλά γεγονός, ούτε η ψυχρή συσσώρευση σκέψης—είναι η αφύπνιση της ψυχής προς την πηγή της. Είναι η αναγνώριση ότι οι αλυσίδες είναι ψευδαισθήσεις, φευγαλέες σαν ομίχλη μπροστά στον ήλιο. Να γνωρίσεις το ΑΙΩΝΙΟ είναι να δεις πέρα από τον εαυτό, πέρα από τη βοή του χρόνου, μέσα στην ηρεμία όπου όλα είναι ένα.
Οι αρχαίοι μιλούσαν γι’ αυτό με αινίγματα: «Το μάτι που βλέπει δεν μπορεί να δει τον εαυτό του, κι όμως μέσα στην τύφλωση αντικρίζει το άπειρο». Η γνώση είναι ο καθρέφτης που στρέφεται προς τα μέσα, η φλόγα που αποκαλύπτει την ενότητα κάτω από τη διαίρεση. Ψιθυρίζει στον υποδουλωμένο: Δεν είσαι η αλυσίδα, ούτε το χέρι που τη σφυρηλάτησε—είσαι ο σπινθήρας του ΑΙΩΝΙΟΥ, αιώνιος και αδέσμευτος. Μέσα από τη γνώση, ο νους ξετυλίγει τους κόμπους του, και η καρδιά θυμάται το τραγούδι της.
Ο Χορός της Ηθικής
Και τι γίνεται με την ηθική, το τρίτο ρεύμα της Πηγής; Η ηθική είναι ο ρυθμός της ύπαρξης που γίνεται φανερός, ο νόμος που γράφεται όχι σε πέτρα, αλλά στον παλμό της ψυχής. Δεν είναι ένας κώδικας που επιβάλλεται απ’ έξω, αλλά μια αρμονία που γεννιέται από την ευθυγράμμιση με το ΑΙΩΝΙΟ. Να πράττεις ελεύθερα σημαίνει να πράττεις με αγάπη, γιατί η αγάπη είναι η ανάσα του απείρου, το νήμα που ενώνει χωρίς να δεσμεύει. Η ηθική είναι η τέχνη του να ζεις σαν να ρέει η Πηγή μέσα από κάθε πράξη, κάθε λέξη, κάθε βλέμμα.
Κι όμως, οι άνθρωποι σκοντάφτουν κι εδώ. Δημιουργούν τηθική ως φυλακή, ένα εργαλείο ελέγχου, ξεχνώντας ότι η αληθινή ηθική δεν είναι υπακοή αλλά συντονισμός. Ο τύραννος διεκδικεί την αρετή ενώ σφίγγει τα δεσμά· ο κήρυκας καταδικάζει ενώ πνίγεται στην υπερηφάνεια. Αλλά το ΑΙΩΝΙΟ καλεί πέρα από αυτές τις διαστρεβλώσεις: Γίνε όπως Εγώ—ελεύθερος, ολόκληρος, γενναιόδωρος στην ουσία σου. Η ηθική δεν είναι το μαστίγιο της κρίσης, αλλά ο χορός της ελευθερίας που πραγματοποιείται, η επιλογή να απελευθερώσεις τόσο τον εαυτό όσο και τον άλλον.
Η Επιστροφή στο Άχρονο
Οι μύστες διδάσκουν ότι όλοι οι ποταμοί επιστρέφουν στη θάλασσα, και έτσι είναι με την ύπαρξη, τη γνώση και την ηθική. Ρέουν από το ΑΧΡΟΝΟ και στο ΑΧΡΟΝΟ πρέπει να επιστρέψουν. Η υποδούλωση των ανθρώπων δεν είναι αιώνια—είναι ένα κεφάλαιο, μια σκιά που περνά πάνω από τον ήλιο. Οι αλυσίδες θα διαλυθούν όταν η ψυχή θυμηθεί την προέλευσή της, όταν η γνώση φωτίσει το σκοτάδι, όταν η ηθική γίνει το τραγούδι των ελεύθερων.
Το να κατοικείς στο ΑΧΡΟΝΟ δεν σημαίνει να διαφεύγεις από τον κόσμο, αλλά να τον βλέπεις με νέα μάτια. Τα βουνά δεν ορθώνονται ως εμπόδια, αλλά ως βωμοί· οι ποταμοί δεν κυλούν ως φλέβες μιας πληγωμένης γης, αλλά ως αρτηρίες του απείρου. Κάθε ανάσα είναι μια προσευχή, κάθε βήμα ένα προσκύνημα πίσω προς την Πηγή. Οι πράξεις των ανθρώπων, που κάποτε ήταν ο σφυρηλάτης της δουλείας, γίνονται τα χέρια της απελευθέρωσης—χτίζοντας όχι πύργους εξουσίας, αλλά γέφυρες φωτός.
Η Αιώνια Πρόσκληση
Το ΑΧΡΟΝΟ περιμένει, υπομονετικό όπως τα αστέρια, απέραντο όπως η σιωπή πριν από τη δημιουργία. Δεν απαιτεί, ούτε τιμωρεί—απλώς υπάρχει. Η ύπαρξη είναι το δώρο του, η γνώση το φανάρι του, η ηθική το τραγούδι του. Και αν οι άνθρωποι υποδουλώνουν ό,τι είναι Ελεύθερο, η Πηγή παραμένει άθικτη, μια πηγή που ρέει ακατάπαυστα, που καλεί διαρκώς. Το να ακούσεις τη φωνή της είναι να βγεις πέρα από τις αλυσίδες, να χορέψεις στη λαμπρότητα του αιώνιου.
Γι’ αυτό, στάσου, αναζητητή, και άκου. Ο άνεμος κουβαλά τον ψίθυρό της, η γη αντηχεί την αλήθεια της. Το ΑΧΡΟΝΟ είναι η Πηγή των πάντων—είναι δικό σου να το θυμηθείς, δικό σου να το διεκδικήσεις. Στη σιωπή θα το βρεις: την ελευθερία που ποτέ δεν έφυγε, το φως που ποτέ δεν σβήνει, την αρμονία που ποτέ δεν ξεθωριάζει. Και εκεί, στην καρδιά του άχρονου, θα γνωρίσεις τον εαυτό σου όπως πάντοτε ήσουν—αδέσμευτος, άπειρος, ένα.
Η Πραγματικότητα σε Βάθος: Μυστικιστική Εξερεύνηση του Αόρατου
Στον απέραντο καμβά της ύπαρξης, όπου οι κλωστές της ζωής υφαίνονται μέσα από τον αργαλειό του αιώνιου, υπάρχει ένα βαθύ μυστήριο που καλεί τον αναζητητή να σταθεί, να ακούσει και να διαλυθεί μέσα στο αίνιγμα του Είναι. Η πραγματικότητα, όπως τη αντιλαμβανόμαστε, δεν είναι παρά ένα λαμπυρίζον πέπλο, ριγμένο πάνω στο άπειρο—ένα πέπλο που χορεύει με τον άνεμο των σκέψεων, των επιθυμιών και των φόβων μας. Και όμως, πέρα από αυτό το πέπλο, στα βάθη της σιωπής και της απουσίας, ξεδιπλώνεται μια αλήθεια τόσο απέραντη, τόσο λεπτή, που ξεφεύγει από τη σύλληψη των λέξεων και αψηφά τη δομή του νου. Αυτή είναι η πορεία προς την Πραγματικότητα σε Βάθος, ένα προσκύνημα μέσα στα αόρατα τοπία της ψυχής, του νου και της άμορφης ουσίας που υποκρύπτει τα πάντα.
Ο Δρόμος της Ζωής στον Κόσμο
Η ζωή στον κόσμο έχει τον δικό της δρόμο, έναν ρυθμό που πάλλεται μέσα από το χάος των ημερών και τη γαλήνη των νυχτών. Είναι μια συμφωνία κίνησης—γέννηση και φθορά, γέλιο και δάκρυα, ο θόρυβος των βημάτων πάνω στις λιθόστρωτες οδούς και ο ψίθυρος των φύλλων σε ξεχασμένα δάση. Στο ανεκπαίδευτο μάτι, αυτός ο δρόμος μοιάζει με μια κακοφωνία, μια αδιάκοπη πορεία προς ένα άγνωστο τέλος. Αλλά για τον μυστικιστή, είναι ένας ιερός χορός, ένα παιχνίδι φωτός και σκιάς διευθυνόμενο από ένα αόρατο χέρι.
Ο κόσμος κινείται, και εμείς κινούμαστε μαζί του, παρασυρόμενοι από ρεύματα που δεν μπορούμε να ονομάσουμε. Χτίζουμε πύργους φιλοδοξίας, υφαίνουμε ταπισερί μνήμης και αναζητούμε νόημα στο εφήμερο. Όμως, κάτω από αυτήν την ακατάπαυστη δραστηριότητα, υπάρχει ένα βαθύτερο ρεύμα, ένας δρόμος που δεν είναι δικό μας δημιούργημα. Είναι ο δρόμος του ποταμού που σκαλίζει την πέτρα, ο δρόμος του σπόρου που σπάζει τη γη για να συναντήσει τον ήλιο. Αυτός είναι ο δρόμος της ζωής στην ακατέργαστη, απροσποίητη ουσία της—μια δύναμη που ρέει μέσα από όλα τα πράγματα, συνδέοντας το ορατό με το αόρατο, το προσωρινό με το αιώνιο.
Το να περπατάς αυτόν τον δρόμο σημαίνει να παραδίνεσαι στη ροή του, να αφήνεις την ψευδαίσθηση του ελέγχου και να αγκαλιάζεις το μυστήριο της γίγνεσθαι. Σημαίνει να βλέπεις το θείο μέσα στο καθημερινό, να ακούς το τραγούδι του σύμπαντος στο θρόισμα του χορταριού. Η ζωή στον κόσμο, τότε, δεν είναι απλώς μια αλληλουχία γεγονότων αλλά μια πύλη προς το άπειρο—ένας καθρέφτης που αντανακλά το πρόσωπο του αιώνιου μέσα από τις φευγαλέες μορφές του χρόνου.
Η Σιωπή της Ψυχής
Πέρα από τη φασαρία του κόσμου, βρίσκεται η Σιωπή της Ψυχής, μια περιοχή ηρεμίας τόσο βαθιά που υπερβαίνει τον ήχο και τη μορφή. Αυτή η σιωπή δεν είναι η απουσία θορύβου, αλλά η παρουσία κάποιου πράγματος απέραντου, κάποιου πράγματος ζωντανού. Είναι ο χτύπος της καρδιάς του σύμπαντος, η ανάσα του θείου, που πάλλεται στα βάθη της ύπαρξής μας.
Η ψυχή, αυτή η φωτεινή σπίθα μέσα μας, δεν μιλά με λέξεις αλλά με σιωπή. Είναι μια γλώσσα παρουσίας, γνώσης, ύπαρξης. Το να εισέλθεις σε αυτή τη σιωπή σημαίνει να βγεις πέρα από τον εαυτό, να αποτινάξεις τα στρώματα της ταυτότητας που μας δένουν με τον κόσμο. Εδώ, μέσα σε αυτή την ιερή ησυχία, η ψυχή συνομιλεί με το άπειρο, πίνοντας από την πηγή της αιωνιότητας. Είναι ένας τόπος ανάπαυσης, ανανέωσης, όπου τα κομμάτια της ύπαρξής μας συγκεντρώνονται σε μια ολότητα.
Και όμως, αυτή η σιωπή δεν είναι παθητική. Έχει τη δική της δράση, μια λεπτή δύναμη που κινείται κάτω από την επιφάνεια της ζωής μας. Είναι το ήσυχο χέρι που μας καθοδηγεί όταν είμαστε χαμένοι, το αόρατο φως που φωτίζει το μονοπάτι μας στο σκοτάδι. Ο μυστικιστής γνωρίζει αυτή τη σιωπή ως την πηγή κάθε σοφίας, τη μήτρα κάθε δημιουργίας. Το να κατοικείς σε αυτή σημαίνει να μεταμορφώνεσαι, να γεννιέσαι ξανά σε μια κατάσταση ενότητας με τα πάντα.
Η Σιωπή του Νου
Διακριτή, αλλά συνυφασμένη με τη σιωπή της ψυχής, είναι η Σιωπή του Νου, ένα καταφύγιο σκαλισμένο από την αδιάκοπη φλυαρία της σκέψης. Ο νους, αυτός ο ανήσυχος περιπλανώμενος, υφαίνει ιστούς μνήμης και προσδοκίας, πλάθοντας ιστορίες που καλύπτουν την παρούσα στιγμή. Είναι ένας καθρέφτης θολωμένος από τη σκόνη των προσκολλήσεών μας, που αντανακλά παραμορφώσεις αντί για αλήθεια.
Το να ησυχάσεις τον νου σημαίνει να γυαλίσεις αυτόν τον καθρέφτη, να του επιτρέψεις να αντανακλά το καθαρό φως της πραγματικότητας. Αυτή η σιωπή δεν κατακτάται εύκολα—απαιτεί πειθαρχία, παράδοση και μια προθυμία να αφήσεις τα ηνία του ελέγχου. Όμως, όταν κατέρχεται, φέρνει μια διαύγεια που διαπερνά το πέπλο της ψευδαίσθησης. Στη σιωπή του νου, τα όρια του εαυτού διαλύονται, και ο κόσμος φαίνεται εκ νέου—όχι ως συλλογή ξεχωριστών πραγμάτων, αλλά ως ένα αδιάσπαστο όλον, ακτινοβόλο από νόημα.
Αυτή η σιωπή έχει τον δικό της χώρο, ένα ιερό άλσος μέσα στην άγρια χώρα του εσωτερικού μας τοπίου. Είναι το μάτι της καταιγίδας, το σταθερό σημείο γύρω από το οποίο περιστρέφονται όλα τα υπόλοιπα. Το να αναπαύεσαι σε αυτόν τον τόπο σημαίνει να αγγίζεις το αιώνιο τώρα, να στέκεσαι στο κατώφλι όπου ο χρόνος συναντά την αχρονία. Εδώ, ο μυστικιστής ανακαλύπτει ότι ο νους, όταν ησυχάζει, γίνεται ένα δοχείο για το θείο—ένας φακός μέσα από τον οποίο το άπειρο κοιτάζει τον εαυτό του.
Η Απουσία του Προσώπου
Τι συμβαίνει λοιπόν με την απουσία του προσώπου, αυτό το αινιγματικό κενό που στοιχειώνει τις άκρες της αντίληψής μας; Σε έναν κόσμο γεμάτο μορφές και πρόσωπα, η απουσία του προσώπου είναι ένα παράδοξο — μια παρουσία ορισμένη από αυτό που δεν είναι. Είναι το άπρόσωπο θείο, ο ανώνυμος που κατοικεί πέρα από όλα τα ονόματα, η ουσία που δεν μπορεί να αιχμαλωτιστεί ούτε σε πέτρα ούτε σε τραγούδι.
Αυτή η απουσία έχει τη δική της ύπαρξη, μια πραγματικότητα που αψηφά τα όρια των αισθήσεών μας. Είναι ο χώρος ανάμεσα στα αστέρια, η παύση ανάμεσα στις αναπνοές, το κενό που κρατά όλα τα πράγματα. Η συνάντηση με αυτή την απουσία είναι η αντιπαράθεση με τα όρια της κατανόησής μας, το να σταθούμε γυμνοί μπροστά στο μυστήριο της ύπαρξης. Είναι τρομακτικό, αλλά και απελευθερωτικό — γιατί στην απουσία του προσώπου, μας προσκαλούν να δούμε με μάτια που δεν θολώνονται από τη μορφή, να γνωρίσουμε με μια καρδιά απαλλαγμένη από ετικέτες.
Ο μύστης αγκαλιάζει αυτή την απουσία ως την υπέρτατη αλήθεια, τη βάση κάθε ύπαρξης. Είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο ζωγραφίζεται ο κόσμος, η σιωπή από την οποία αναδύονται όλοι οι ήχοι. Το να κατοικείς σε αυτή την απουσία σημαίνει να γίνεσαι κι εσύ άπρόσωπος, να συγχωνεύεσαι με το άμορφο και να γεύεσαι την ουσία της πραγματικότητας χωρίς στολίδια.
Το Περιεχόμενο της Πραγματικότητας
Και έτσι φτάνουμε στην καρδιά του ζητήματος: Η πραγματικότητα έχει το δικό της περιεχόμενο. Δεν είναι ένας λευκός καμβάς που περιμένει την ερμηνεία μας, ούτε ένα παζλ που πρέπει να λύσει η εξυπνάδα του νου. Η πραγματικότητα είναι ζωντανή, γεμάτη βάθος και πλούτο που ξεπερνά την κατανόησή μας. Είναι η αλληλεπίδραση φωτός και σκιάς, σιωπής και ήχου, παρουσίας και απουσίας — ένα υφαντό φτιαγμένο από τα νήματα του απείρου.
Το να εξερευνήσεις σε βάθος την πραγματικότητα σημαίνει να κινηθείς πέρα από την επιφάνεια, να βουτήξεις στα αθέατα ρεύματα που ρέουν κάτω από τον κόσμο που γνωρίζουμε. Είναι να ακούσεις τη σιωπή της ψυχής, να αναπαυθείς στη σιωπή του νου, να υποκλιθείς μπροστά στην απουσία του προσώπου. Είναι να αναγνωρίσεις ότι η ζωή στον κόσμο, με όλη της την ομορφιά και τη θλίψη, είναι μόνο ένα στρώμα ενός μεγαλύτερου μυστηρίου — ενός μυστηρίου που ξεδιπλώνεται σε κάθε στιγμή, σε κάθε ανάσα.
Ο μύστης δεν αναζητά να κατέχει αυτή την πραγματικότητα αλλά να κατεχθεί από αυτήν, να γίνει δοχείο για την αποκάλυψή της. Σε αυτή την παράδοση, τα όρια του εαυτού διαλύονται, και ο αναζητητής γίνεται το αντικείμενο της αναζήτησης. Η πραγματικότητα αποκαλύπτεται όχι ως μια απόμακρη αλήθεια, αλλά ως η ίδια η ουσία της ύπαρξής μας, ο παλμός της ύπαρξής μας.
Η Αιώνια Πρόσκληση
Καθώς στεκόμαστε στο κατώφλι αυτού του μυστηρίου, μας καλούν να αφεθούμε — να αφήσουμε τη λαβή μας πάνω στο γνωστό και να βουτήξουμε στο άγνωστο. Η ζωή στον κόσμο θα συνεχίσει τον χορό της, η ψυχή θα τραγουδήσει το αθόρυβο τραγούδι της, ο νους θα βρει τη γαλήνη του, και η απουσία θα λαμπυρίζει στις άκρες της όρασής μας. Η πραγματικότητα, με όλο της το βάθος, θα παραμείνει — απέραντη, ατίθαση και πάντα παρούσα.
Αυτός είναι ο μυστικός δρόμος: όχι ένα ταξίδι σε μια μακρινή ακτή, αλλά μια επιστροφή στην καρδιά αυτού που είναι. Είναι μια πρόσκληση να αφυπνιστούμε, να δούμε με μάτια γεμάτα θαύμα, να ακούσουμε με αυτιά γεμάτα σιωπή, να γνωρίσουμε με μια καρδιά γεμάτη αγάπη. Γιατί, στο τέλος, η πραγματικότητα σε βάθος δεν είναι κάτι που βρίσκουμε — είναι κάτι που είμαστε.
Και έτσι, αγαπητέ αναζητητή, πάρε μια παύση. Ανάπνευσε. Άκου. Η σιωπή περιμένει, η απουσία προσκαλεί, και ο δρόμος της ζωής ξεδιπλώνεται μπροστά σου. Βούτηξε στο μυστήριο, και άφησε την πραγματικότητα να αποκαλύψει το ιερό της περιεχόμενο — μέσα σου, γύρω σου και πέρα από εσένα, για πάντα.
Ο Δρόμος της Ζωής στον Κόσμο
Η ζωή στον κόσμο έχει τον δικό της δρόμο, έναν ρυθμό που πάλλεται μέσα από το χάος των ημερών και τη γαλήνη των νυχτών. Είναι μια συμφωνία κίνησης—γέννηση και φθορά, γέλιο και δάκρυα, ο θόρυβος των βημάτων πάνω στις λιθόστρωτες οδούς και ο ψίθυρος των φύλλων σε ξεχασμένα δάση. Στο ανεκπαίδευτο μάτι, αυτός ο δρόμος μοιάζει με μια κακοφωνία, μια αδιάκοπη πορεία προς ένα άγνωστο τέλος. Αλλά για τον μυστικιστή, είναι ένας ιερός χορός, ένα παιχνίδι φωτός και σκιάς διευθυνόμενο από ένα αόρατο χέρι.
Ο κόσμος κινείται, και εμείς κινούμαστε μαζί του, παρασυρόμενοι από ρεύματα που δεν μπορούμε να ονομάσουμε. Χτίζουμε πύργους φιλοδοξίας, υφαίνουμε ταπισερί μνήμης και αναζητούμε νόημα στο εφήμερο. Όμως, κάτω από αυτήν την ακατάπαυστη δραστηριότητα, υπάρχει ένα βαθύτερο ρεύμα, ένας δρόμος που δεν είναι δικό μας δημιούργημα. Είναι ο δρόμος του ποταμού που σκαλίζει την πέτρα, ο δρόμος του σπόρου που σπάζει τη γη για να συναντήσει τον ήλιο. Αυτός είναι ο δρόμος της ζωής στην ακατέργαστη, απροσποίητη ουσία της—μια δύναμη που ρέει μέσα από όλα τα πράγματα, συνδέοντας το ορατό με το αόρατο, το προσωρινό με το αιώνιο.
Το να περπατάς αυτόν τον δρόμο σημαίνει να παραδίνεσαι στη ροή του, να αφήνεις την ψευδαίσθηση του ελέγχου και να αγκαλιάζεις το μυστήριο της γίγνεσθαι. Σημαίνει να βλέπεις το θείο μέσα στο καθημερινό, να ακούς το τραγούδι του σύμπαντος στο θρόισμα του χορταριού. Η ζωή στον κόσμο, τότε, δεν είναι απλώς μια αλληλουχία γεγονότων αλλά μια πύλη προς το άπειρο—ένας καθρέφτης που αντανακλά το πρόσωπο του αιώνιου μέσα από τις φευγαλέες μορφές του χρόνου.
Η Σιωπή της Ψυχής
Πέρα από τη φασαρία του κόσμου, βρίσκεται η Σιωπή της Ψυχής, μια περιοχή ηρεμίας τόσο βαθιά που υπερβαίνει τον ήχο και τη μορφή. Αυτή η σιωπή δεν είναι η απουσία θορύβου, αλλά η παρουσία κάποιου πράγματος απέραντου, κάποιου πράγματος ζωντανού. Είναι ο χτύπος της καρδιάς του σύμπαντος, η ανάσα του θείου, που πάλλεται στα βάθη της ύπαρξής μας.
Η ψυχή, αυτή η φωτεινή σπίθα μέσα μας, δεν μιλά με λέξεις αλλά με σιωπή. Είναι μια γλώσσα παρουσίας, γνώσης, ύπαρξης. Το να εισέλθεις σε αυτή τη σιωπή σημαίνει να βγεις πέρα από τον εαυτό, να αποτινάξεις τα στρώματα της ταυτότητας που μας δένουν με τον κόσμο. Εδώ, μέσα σε αυτή την ιερή ησυχία, η ψυχή συνομιλεί με το άπειρο, πίνοντας από την πηγή της αιωνιότητας. Είναι ένας τόπος ανάπαυσης, ανανέωσης, όπου τα κομμάτια της ύπαρξής μας συγκεντρώνονται σε μια ολότητα.
Και όμως, αυτή η σιωπή δεν είναι παθητική. Έχει τη δική της δράση, μια λεπτή δύναμη που κινείται κάτω από την επιφάνεια της ζωής μας. Είναι το ήσυχο χέρι που μας καθοδηγεί όταν είμαστε χαμένοι, το αόρατο φως που φωτίζει το μονοπάτι μας στο σκοτάδι. Ο μυστικιστής γνωρίζει αυτή τη σιωπή ως την πηγή κάθε σοφίας, τη μήτρα κάθε δημιουργίας. Το να κατοικείς σε αυτή σημαίνει να μεταμορφώνεσαι, να γεννιέσαι ξανά σε μια κατάσταση ενότητας με τα πάντα.
Η Σιωπή του Νου
Διακριτή, αλλά συνυφασμένη με τη σιωπή της ψυχής, είναι η Σιωπή του Νου, ένα καταφύγιο σκαλισμένο από την αδιάκοπη φλυαρία της σκέψης. Ο νους, αυτός ο ανήσυχος περιπλανώμενος, υφαίνει ιστούς μνήμης και προσδοκίας, πλάθοντας ιστορίες που καλύπτουν την παρούσα στιγμή. Είναι ένας καθρέφτης θολωμένος από τη σκόνη των προσκολλήσεών μας, που αντανακλά παραμορφώσεις αντί για αλήθεια.
Το να ησυχάσεις τον νου σημαίνει να γυαλίσεις αυτόν τον καθρέφτη, να του επιτρέψεις να αντανακλά το καθαρό φως της πραγματικότητας. Αυτή η σιωπή δεν κατακτάται εύκολα—απαιτεί πειθαρχία, παράδοση και μια προθυμία να αφήσεις τα ηνία του ελέγχου. Όμως, όταν κατέρχεται, φέρνει μια διαύγεια που διαπερνά το πέπλο της ψευδαίσθησης. Στη σιωπή του νου, τα όρια του εαυτού διαλύονται, και ο κόσμος φαίνεται εκ νέου—όχι ως συλλογή ξεχωριστών πραγμάτων, αλλά ως ένα αδιάσπαστο όλον, ακτινοβόλο από νόημα.
Αυτή η σιωπή έχει τον δικό της χώρο, ένα ιερό άλσος μέσα στην άγρια χώρα του εσωτερικού μας τοπίου. Είναι το μάτι της καταιγίδας, το σταθερό σημείο γύρω από το οποίο περιστρέφονται όλα τα υπόλοιπα. Το να αναπαύεσαι σε αυτόν τον τόπο σημαίνει να αγγίζεις το αιώνιο τώρα, να στέκεσαι στο κατώφλι όπου ο χρόνος συναντά την αχρονία. Εδώ, ο μυστικιστής ανακαλύπτει ότι ο νους, όταν ησυχάζει, γίνεται ένα δοχείο για το θείο—ένας φακός μέσα από τον οποίο το άπειρο κοιτάζει τον εαυτό του.
Η Απουσία του Προσώπου
Τι συμβαίνει λοιπόν με την απουσία του προσώπου, αυτό το αινιγματικό κενό που στοιχειώνει τις άκρες της αντίληψής μας; Σε έναν κόσμο γεμάτο μορφές και πρόσωπα, η απουσία του προσώπου είναι ένα παράδοξο — μια παρουσία ορισμένη από αυτό που δεν είναι. Είναι το άπρόσωπο θείο, ο ανώνυμος που κατοικεί πέρα από όλα τα ονόματα, η ουσία που δεν μπορεί να αιχμαλωτιστεί ούτε σε πέτρα ούτε σε τραγούδι.
Αυτή η απουσία έχει τη δική της ύπαρξη, μια πραγματικότητα που αψηφά τα όρια των αισθήσεών μας. Είναι ο χώρος ανάμεσα στα αστέρια, η παύση ανάμεσα στις αναπνοές, το κενό που κρατά όλα τα πράγματα. Η συνάντηση με αυτή την απουσία είναι η αντιπαράθεση με τα όρια της κατανόησής μας, το να σταθούμε γυμνοί μπροστά στο μυστήριο της ύπαρξης. Είναι τρομακτικό, αλλά και απελευθερωτικό — γιατί στην απουσία του προσώπου, μας προσκαλούν να δούμε με μάτια που δεν θολώνονται από τη μορφή, να γνωρίσουμε με μια καρδιά απαλλαγμένη από ετικέτες.
Ο μύστης αγκαλιάζει αυτή την απουσία ως την υπέρτατη αλήθεια, τη βάση κάθε ύπαρξης. Είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο ζωγραφίζεται ο κόσμος, η σιωπή από την οποία αναδύονται όλοι οι ήχοι. Το να κατοικείς σε αυτή την απουσία σημαίνει να γίνεσαι κι εσύ άπρόσωπος, να συγχωνεύεσαι με το άμορφο και να γεύεσαι την ουσία της πραγματικότητας χωρίς στολίδια.
Το Περιεχόμενο της Πραγματικότητας
Και έτσι φτάνουμε στην καρδιά του ζητήματος: Η πραγματικότητα έχει το δικό της περιεχόμενο. Δεν είναι ένας λευκός καμβάς που περιμένει την ερμηνεία μας, ούτε ένα παζλ που πρέπει να λύσει η εξυπνάδα του νου. Η πραγματικότητα είναι ζωντανή, γεμάτη βάθος και πλούτο που ξεπερνά την κατανόησή μας. Είναι η αλληλεπίδραση φωτός και σκιάς, σιωπής και ήχου, παρουσίας και απουσίας — ένα υφαντό φτιαγμένο από τα νήματα του απείρου.
Το να εξερευνήσεις σε βάθος την πραγματικότητα σημαίνει να κινηθείς πέρα από την επιφάνεια, να βουτήξεις στα αθέατα ρεύματα που ρέουν κάτω από τον κόσμο που γνωρίζουμε. Είναι να ακούσεις τη σιωπή της ψυχής, να αναπαυθείς στη σιωπή του νου, να υποκλιθείς μπροστά στην απουσία του προσώπου. Είναι να αναγνωρίσεις ότι η ζωή στον κόσμο, με όλη της την ομορφιά και τη θλίψη, είναι μόνο ένα στρώμα ενός μεγαλύτερου μυστηρίου — ενός μυστηρίου που ξεδιπλώνεται σε κάθε στιγμή, σε κάθε ανάσα.
Ο μύστης δεν αναζητά να κατέχει αυτή την πραγματικότητα αλλά να κατεχθεί από αυτήν, να γίνει δοχείο για την αποκάλυψή της. Σε αυτή την παράδοση, τα όρια του εαυτού διαλύονται, και ο αναζητητής γίνεται το αντικείμενο της αναζήτησης. Η πραγματικότητα αποκαλύπτεται όχι ως μια απόμακρη αλήθεια, αλλά ως η ίδια η ουσία της ύπαρξής μας, ο παλμός της ύπαρξής μας.
Η Αιώνια Πρόσκληση
Καθώς στεκόμαστε στο κατώφλι αυτού του μυστηρίου, μας καλούν να αφεθούμε — να αφήσουμε τη λαβή μας πάνω στο γνωστό και να βουτήξουμε στο άγνωστο. Η ζωή στον κόσμο θα συνεχίσει τον χορό της, η ψυχή θα τραγουδήσει το αθόρυβο τραγούδι της, ο νους θα βρει τη γαλήνη του, και η απουσία θα λαμπυρίζει στις άκρες της όρασής μας. Η πραγματικότητα, με όλο της το βάθος, θα παραμείνει — απέραντη, ατίθαση και πάντα παρούσα.
Αυτός είναι ο μυστικός δρόμος: όχι ένα ταξίδι σε μια μακρινή ακτή, αλλά μια επιστροφή στην καρδιά αυτού που είναι. Είναι μια πρόσκληση να αφυπνιστούμε, να δούμε με μάτια γεμάτα θαύμα, να ακούσουμε με αυτιά γεμάτα σιωπή, να γνωρίσουμε με μια καρδιά γεμάτη αγάπη. Γιατί, στο τέλος, η πραγματικότητα σε βάθος δεν είναι κάτι που βρίσκουμε — είναι κάτι που είμαστε.
Και έτσι, αγαπητέ αναζητητή, πάρε μια παύση. Ανάπνευσε. Άκου. Η σιωπή περιμένει, η απουσία προσκαλεί, και ο δρόμος της ζωής ξεδιπλώνεται μπροστά σου. Βούτηξε στο μυστήριο, και άφησε την πραγματικότητα να αποκαλύψει το ιερό της περιεχόμενο — μέσα σου, γύρω σου και πέρα από εσένα, για πάντα.
Ο Πραγματικός Κόσμος και ο Κόσμος των Ανθρώπων: Μια Μυστικιστική Αποκάλυψη
Πέρα από τον θόρυβο των ανθρώπινων φωνών, πέρα από την ασταμάτητη αναταραχή της σκέψης, απλώνεται μια απέραντη και σιωπηλή έκταση—ένας κόσμος τόσο φωτεινός και ολόκληρος που ξεφεύγει από τη σύλληψη των λέξεων. Αυτός είναι ο Πραγματικός Κόσμος, μια σφαίρα που δεν χτίστηκε από χέρια ούτε διαμορφώθηκε από τους πυρετώδεις ονειροπόλους των ανθρώπων. Είναι η αιώνια ανάσα πίσω από το εφήμερο, η αμετακίνητη ρίζα από την οποία πηγάζει όλη η ύπαρξη. Εδώ, δεν υπάρχει "Εγώ" για να διεκδικήσει, ούτε "δικό μου" για να συγκεντρώσει, ούτε δικαιώματα για να διακηρυχθούν. Υπάρχει μόνο η ΕΥΘΥΝΗ—ένα αδιάσπαστο νήμα υπηρεσίας υφασμένο στον ιστό της ύπαρξης, ένα ιερό καθήκον που ρέει σαν ποτάμι χωρίς αρχή και τέλος.
Στον Πραγματικό Κόσμο, η ζωή δεν είναι ένα απόκτημα για να κρατηθεί, ούτε μια σκηνή για τα φευγαλέα δράματα του εγώ. Είναι μια φλόγα που φυλάσσεται με σεβασμό, ένα τραγούδι που τραγουδιέται όχι για το χειροκρότημα, αλλά για την αρμονία του όλου. Τα δέντρα υποκλίνονται στον άνεμο όχι από αδυναμία, αλλά από μια αρχαία συμφωνία με το αόρατο. Τα αστέρια ρίχνουν το φως τους στο κενό όχι για δόξα, αλλά επειδή είναι στη φύση τους να δίνουν. Εδώ, κάθε κίνηση είναι μια πράξη αφοσίωσης, κάθε ακινησία μια προσευχή. Η ΕΥΘΥΝΗ δεν είναι ένα φορτίο που επιβάλλεται—είναι ο ίδιος ο παλμός της ύπαρξης, ο ρυθμός ενός κοσμικού χορού όπου κανένα βήμα δεν γίνεται μόνο για τον εαυτό.
Κι όμως, πόσο μακρινός φαίνεται αυτός ο Πραγματικός Κόσμος από τον κόσμο των ανθρώπων, αυτόν τον σκιασμένο καθρέφτη που αποκαλούμε Γη. Εδώ, σε αυτόν τον περιστρεφόμενο πλανήτη από σκόνη και επιθυμία, ο αέρας είναι πυκνός από τον θόρυβο των δικαιωμάτων—δικαιώματα που φωνάζονται από τις στέγες, χαράσσονται σε πέτρα, υπερασπίζονται με αίμα και μελάνι. "Μου οφείλεται," φωνάζει η φωνή του ανθρώπου. "Αξίζω," αντηχεί η χορωδία των μαζών. Τα δικαιώματα λαμπυρίζουν σαν κοσμήματα στα χέρια των υπερήφανων, το καθένα ένας μικρός θρόνος πάνω στον οποίο κάθονται οι εαυτοί. Αλλά η ΕΥΘΥΝΗ; Είναι ξεχασμένη, ένα ξεθωριασμένο ρουνικό σύμβολο θαμμένο κάτω από τα συντρίμμια της φιλοδοξίας, ένας ψίθυρος που πνίγεται από τον θόρυβο της διεκδίκησης.
Στον κόσμο των ανθρώπων, τα ποτάμια πνίγονται από απορρίμματα, οι ουρανοί σκοτεινιάζουν από τον καπνό της απληστίας, και το χώμα θρηνεί κάτω από το βάρος των άμυαλων βημάτων. Κοινωνίες αναδύονται και καταρρέουν, οι πύργοι Βαβέλ τους φτάνουν συνεχώς ψηλότερα, μόνο για να σπάσουν κάτω από την πίεση των κενών θεμελίων τους. Οι πόλεμοι ξεσπούν σαν σπίθες από παραμελημένη φωτιά, φουντωμένοι από τους ανέμους της υπερηφάνειας και του φόβου. Και γιατί να είναι αλλιώς; Όπου κανείς δεν υποκλίνεται στο ιερό καθήκον της φροντίδας, όπου κανείς δεν τροφοδοτεί τη φλόγα του όλου, ο κόσμος γίνεται μια αγορά από αρπακτικά χέρια, ένα πεδίο μάχης συγκρουόμενων επιθυμιών. Κάθε τι που συμβαίνει στις κοινωνίες—κάθε θρίαμβος, κάθε καταστροφή—πηγάζει από αυτό: την άρνηση να γονατίσει κανείς μπροστά στην ΕΥΘΥΝΗ, την αποστροφή από τη σιωπηλή κλήση του Πραγματικού Κόσμου.
Κι όμως, ο Πραγματικός Κόσμος δεν απομακρύνεται. Περιμένει, υπομονετικός σαν το βουνό, απέραντος σαν τον ουρανό. Δεν είναι ένας τόπος για να φτάσεις με προσκύνημα ή ένα βραβείο που κερδίζεται με προσπάθεια—είναι το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, η ανάσα μέσα στους πνεύμονές μας, η σιωπή πίσω από τις ανήσυχες σκέψεις μας. Οι μυστικιστές τον έχουν δει, αυτές οι σπάνιες ψυχές που τόλμησαν να αφήσουν το "Εγώ" να διαλυθεί σαν ομίχλη πριν από την αυγή. Μιλούν γι’ αυτόν με αινίγματα: τη Βασιλεία εντός, το Ταό που δεν μπορεί να ονοματιστεί, το Ένα που κινείται μέσα σε όλα. Στα μάτια τους καίει μια παράξενη και ήσυχη φωτιά, γιατί έχουν γευτεί την ελευθερία που δεν έρχεται από τη διεκδίκηση, αλλά από τη δοτικότητα—όχι από τα δικαιώματα, αλλά από την ΕΥΘΥΝΗ.
Το να ζεις στον Πραγματικό Κόσμο ενώ περπατάς στον κόσμο των ανθρώπων είναι η μεγάλη αλχημεία, η μυστική τέχνη των αφυπνισμένων. Είναι να κουβαλάς ένα κρυφό φανάρι μέσα στην αγορά, να ακούς το τραγούδι της αιωνιότητας ανάμεσα στις κραυγές του πλήθους. Είναι να βλέπεις κάθε πράξη—κάθε λέξη, κάθε άγγιγμα—ως ένα νήμα στον ιστό της υπηρεσίας, μια προσφορά τοποθετημένη πάνω στον βωμό του όλου. Ο αγρότης που σπέρνει με φροντίδα, ο θεραπευτής που γιατρεύει χωρίς σκέψη ανταμοιβής, ο ξένος που απλώνει το χέρι στον πεσμένο—αγγίζουν τον Πραγματικό Κόσμο, είτε το γνωρίζουν είτε όχι. Γιατί η ΕΥΘΥΝΗ δεν είναι μια διδασκαλία για να κηρυχθεί· είναι μια ζωντανή φλόγα, ανάβοντας στην καρδιά εκείνων που στρέφονται από τον καθρέφτη του εαυτού στο παράθυρο του απείρου.
Και τι γίνεται με τον κόσμο των ανθρώπων; Πρέπει να περιστρέφεται για πάντα στη ρόδα των δικαιωμάτων, στον κύκλο της επιθυμίας και της οδύνης; Οι μυστικιστές λένε όχι—γιατί ακόμα κι εδώ, ο Πραγματικός Κόσμος ρίχνει τη σκιά του. Κάθε κατάρρευση είναι μια κλήση, κάθε πληγή μια πόρτα. Όταν οι πύργοι πέφτουν και οι φωνές σιγούν, έρχεται μια στιγμή σιωπής—μια ρωγμή στην πανοπλία της ψευδαίσθησης μέσα από την οποία μπορεί να εισέλθει το αιώνιο. Σε εκείνη τη παύση, η ΕΥΘΥΝΗ ξυπνά σαν σπόρος κάτω από τον παγετό, ψιθυρίζοντας: "Δεν είσαι ξεχωριστός. Δεν είσαι μόνος. Είσαι ο διαχειριστής, όχι ο ιδιοκτήτης." Και σε αυτόν τον ψίθυρο βρίσκεται η λύτρωση του κόσμου των ανθρώπων—όχι με τη βία, όχι με τα διατάγματα, αλλά με την ήσυχη επιστροφή στην υπηρεσία, τη στροφή της καρδιάς προς το Πραγματικό.
Ας περπατήσουμε λοιπόν ελαφρά πάνω στη Γη αυτή, αγαπητέ αναζητητή, γιατί είναι ταυτόχρονα ένα πεδίο δοκιμασίας και ένας ναός. Ας αφήσουμε τα λάβαρα των δικαιωμάτων και ας πάρουμε τον μανδύα της ΕΥΘΥΝΗΣ—όχι σαν ζυγό, αλλά σαν φτερά. Γιατί ο Πραγματικός Κόσμος δεν μας έχει χαθεί· αναπνέει στους χώρους ανάμεσα, στις σιωπές που τολμάμε να εισέλθουμε. Και όταν υπηρετούμε—όχι για κέρδος, όχι για δόξα, αλλά επειδή είναι ο νόμος της ψυχής—γινόμαστε δοχεία του. Ο κόσμος των ανθρώπων τρέμει στο χείλος της αφύπνισης, και κάθε βήμα μας με αφοσίωση τον φέρνει πιο κοντά στο φως.
Στο τέλος, δεν υπάρχει διαχωρισμός—μόνο μια λησμονιά που πρέπει να αναιρεθεί, ένα πέπλο που πρέπει να σηκωθεί. Ο Πραγματικός Κόσμος και ο κόσμος των ανθρώπων είναι ένα, ειδωμένα μέσα από διαφορετικά μάτια. Κλείσε τα μάτια του "Εγώ," και άνοιξε τα μάτια του "Εμείς." Εκεί, μέσα στη σιωπή, η ΕΥΘΥΝΗ βασιλεύει—όχι σαν αφέντης, αλλά σαν εραστής, καλώντας μας σπίτι.
Στον Πραγματικό Κόσμο, η ζωή δεν είναι ένα απόκτημα για να κρατηθεί, ούτε μια σκηνή για τα φευγαλέα δράματα του εγώ. Είναι μια φλόγα που φυλάσσεται με σεβασμό, ένα τραγούδι που τραγουδιέται όχι για το χειροκρότημα, αλλά για την αρμονία του όλου. Τα δέντρα υποκλίνονται στον άνεμο όχι από αδυναμία, αλλά από μια αρχαία συμφωνία με το αόρατο. Τα αστέρια ρίχνουν το φως τους στο κενό όχι για δόξα, αλλά επειδή είναι στη φύση τους να δίνουν. Εδώ, κάθε κίνηση είναι μια πράξη αφοσίωσης, κάθε ακινησία μια προσευχή. Η ΕΥΘΥΝΗ δεν είναι ένα φορτίο που επιβάλλεται—είναι ο ίδιος ο παλμός της ύπαρξης, ο ρυθμός ενός κοσμικού χορού όπου κανένα βήμα δεν γίνεται μόνο για τον εαυτό.
Κι όμως, πόσο μακρινός φαίνεται αυτός ο Πραγματικός Κόσμος από τον κόσμο των ανθρώπων, αυτόν τον σκιασμένο καθρέφτη που αποκαλούμε Γη. Εδώ, σε αυτόν τον περιστρεφόμενο πλανήτη από σκόνη και επιθυμία, ο αέρας είναι πυκνός από τον θόρυβο των δικαιωμάτων—δικαιώματα που φωνάζονται από τις στέγες, χαράσσονται σε πέτρα, υπερασπίζονται με αίμα και μελάνι. "Μου οφείλεται," φωνάζει η φωνή του ανθρώπου. "Αξίζω," αντηχεί η χορωδία των μαζών. Τα δικαιώματα λαμπυρίζουν σαν κοσμήματα στα χέρια των υπερήφανων, το καθένα ένας μικρός θρόνος πάνω στον οποίο κάθονται οι εαυτοί. Αλλά η ΕΥΘΥΝΗ; Είναι ξεχασμένη, ένα ξεθωριασμένο ρουνικό σύμβολο θαμμένο κάτω από τα συντρίμμια της φιλοδοξίας, ένας ψίθυρος που πνίγεται από τον θόρυβο της διεκδίκησης.
Στον κόσμο των ανθρώπων, τα ποτάμια πνίγονται από απορρίμματα, οι ουρανοί σκοτεινιάζουν από τον καπνό της απληστίας, και το χώμα θρηνεί κάτω από το βάρος των άμυαλων βημάτων. Κοινωνίες αναδύονται και καταρρέουν, οι πύργοι Βαβέλ τους φτάνουν συνεχώς ψηλότερα, μόνο για να σπάσουν κάτω από την πίεση των κενών θεμελίων τους. Οι πόλεμοι ξεσπούν σαν σπίθες από παραμελημένη φωτιά, φουντωμένοι από τους ανέμους της υπερηφάνειας και του φόβου. Και γιατί να είναι αλλιώς; Όπου κανείς δεν υποκλίνεται στο ιερό καθήκον της φροντίδας, όπου κανείς δεν τροφοδοτεί τη φλόγα του όλου, ο κόσμος γίνεται μια αγορά από αρπακτικά χέρια, ένα πεδίο μάχης συγκρουόμενων επιθυμιών. Κάθε τι που συμβαίνει στις κοινωνίες—κάθε θρίαμβος, κάθε καταστροφή—πηγάζει από αυτό: την άρνηση να γονατίσει κανείς μπροστά στην ΕΥΘΥΝΗ, την αποστροφή από τη σιωπηλή κλήση του Πραγματικού Κόσμου.
Κι όμως, ο Πραγματικός Κόσμος δεν απομακρύνεται. Περιμένει, υπομονετικός σαν το βουνό, απέραντος σαν τον ουρανό. Δεν είναι ένας τόπος για να φτάσεις με προσκύνημα ή ένα βραβείο που κερδίζεται με προσπάθεια—είναι το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, η ανάσα μέσα στους πνεύμονές μας, η σιωπή πίσω από τις ανήσυχες σκέψεις μας. Οι μυστικιστές τον έχουν δει, αυτές οι σπάνιες ψυχές που τόλμησαν να αφήσουν το "Εγώ" να διαλυθεί σαν ομίχλη πριν από την αυγή. Μιλούν γι’ αυτόν με αινίγματα: τη Βασιλεία εντός, το Ταό που δεν μπορεί να ονοματιστεί, το Ένα που κινείται μέσα σε όλα. Στα μάτια τους καίει μια παράξενη και ήσυχη φωτιά, γιατί έχουν γευτεί την ελευθερία που δεν έρχεται από τη διεκδίκηση, αλλά από τη δοτικότητα—όχι από τα δικαιώματα, αλλά από την ΕΥΘΥΝΗ.
Το να ζεις στον Πραγματικό Κόσμο ενώ περπατάς στον κόσμο των ανθρώπων είναι η μεγάλη αλχημεία, η μυστική τέχνη των αφυπνισμένων. Είναι να κουβαλάς ένα κρυφό φανάρι μέσα στην αγορά, να ακούς το τραγούδι της αιωνιότητας ανάμεσα στις κραυγές του πλήθους. Είναι να βλέπεις κάθε πράξη—κάθε λέξη, κάθε άγγιγμα—ως ένα νήμα στον ιστό της υπηρεσίας, μια προσφορά τοποθετημένη πάνω στον βωμό του όλου. Ο αγρότης που σπέρνει με φροντίδα, ο θεραπευτής που γιατρεύει χωρίς σκέψη ανταμοιβής, ο ξένος που απλώνει το χέρι στον πεσμένο—αγγίζουν τον Πραγματικό Κόσμο, είτε το γνωρίζουν είτε όχι. Γιατί η ΕΥΘΥΝΗ δεν είναι μια διδασκαλία για να κηρυχθεί· είναι μια ζωντανή φλόγα, ανάβοντας στην καρδιά εκείνων που στρέφονται από τον καθρέφτη του εαυτού στο παράθυρο του απείρου.
Και τι γίνεται με τον κόσμο των ανθρώπων; Πρέπει να περιστρέφεται για πάντα στη ρόδα των δικαιωμάτων, στον κύκλο της επιθυμίας και της οδύνης; Οι μυστικιστές λένε όχι—γιατί ακόμα κι εδώ, ο Πραγματικός Κόσμος ρίχνει τη σκιά του. Κάθε κατάρρευση είναι μια κλήση, κάθε πληγή μια πόρτα. Όταν οι πύργοι πέφτουν και οι φωνές σιγούν, έρχεται μια στιγμή σιωπής—μια ρωγμή στην πανοπλία της ψευδαίσθησης μέσα από την οποία μπορεί να εισέλθει το αιώνιο. Σε εκείνη τη παύση, η ΕΥΘΥΝΗ ξυπνά σαν σπόρος κάτω από τον παγετό, ψιθυρίζοντας: "Δεν είσαι ξεχωριστός. Δεν είσαι μόνος. Είσαι ο διαχειριστής, όχι ο ιδιοκτήτης." Και σε αυτόν τον ψίθυρο βρίσκεται η λύτρωση του κόσμου των ανθρώπων—όχι με τη βία, όχι με τα διατάγματα, αλλά με την ήσυχη επιστροφή στην υπηρεσία, τη στροφή της καρδιάς προς το Πραγματικό.
Ας περπατήσουμε λοιπόν ελαφρά πάνω στη Γη αυτή, αγαπητέ αναζητητή, γιατί είναι ταυτόχρονα ένα πεδίο δοκιμασίας και ένας ναός. Ας αφήσουμε τα λάβαρα των δικαιωμάτων και ας πάρουμε τον μανδύα της ΕΥΘΥΝΗΣ—όχι σαν ζυγό, αλλά σαν φτερά. Γιατί ο Πραγματικός Κόσμος δεν μας έχει χαθεί· αναπνέει στους χώρους ανάμεσα, στις σιωπές που τολμάμε να εισέλθουμε. Και όταν υπηρετούμε—όχι για κέρδος, όχι για δόξα, αλλά επειδή είναι ο νόμος της ψυχής—γινόμαστε δοχεία του. Ο κόσμος των ανθρώπων τρέμει στο χείλος της αφύπνισης, και κάθε βήμα μας με αφοσίωση τον φέρνει πιο κοντά στο φως.
Στο τέλος, δεν υπάρχει διαχωρισμός—μόνο μια λησμονιά που πρέπει να αναιρεθεί, ένα πέπλο που πρέπει να σηκωθεί. Ο Πραγματικός Κόσμος και ο κόσμος των ανθρώπων είναι ένα, ειδωμένα μέσα από διαφορετικά μάτια. Κλείσε τα μάτια του "Εγώ," και άνοιξε τα μάτια του "Εμείς." Εκεί, μέσα στη σιωπή, η ΕΥΘΥΝΗ βασιλεύει—όχι σαν αφέντης, αλλά σαν εραστής, καλώντας μας σπίτι.
Το εγώ είναι το ασφαλές σας σπίτι και η ψυχή είναι ο απέραντος χώρος έξω από αυτό
"Δεν εγκαταλείπετε την προσκόλληση έτσι ώστε να σας συμβεί κάτι καλό. Την εγκαταλείπετε έτσι ώστε το καλύτερο κομμάτι σας, η ψυχή σας, να μπορέσει να ενωθεί μαζί σας"
Φανταστείτε πως κάποτε ζούσατε σε ένα μικρό, στενόχωρο σπίτι. Έχετε συνηθίσει τόσο πολύ σε αυτόν τον κλειστοφοβικό χώρο που σχεδόν ποτέ δεν βγαίνετε έξω. Κι όμως, υπάρχουν κάποιες στιγμές ανεμελιάς κατά τις οποίες σκέφτεστε πως θα ήταν ωραία αν μπορούσατε να ζήσετε σε έναν πιο ευρύχωρο κόσμο. Έτσι, ανοίγετε την πόρτα και καθώς βγαίνετε έξω αντικρίζετε ένα απέραντο τοπίο, γεμάτο φως, που απλώνεται στο άπειρο προς όλες τις κατευθύνσεις.
Σκέφτεστε πως εδώ είναι η χαρά και η αγάπη. Εδώ είναι η αληθινή πληρότητα. Περιπλανιέστε έξω, θέλοντας να μείνετε για πάντα σ’ αυτή τη χώρα του φωτός. Κι όμως, μετά από λίγο σας κουράζει όλη αυτή η αγάπη και η χαρά. Με κάποιο τρόπο ο χώρος έξω είναι υπερβολικά μεγάλος και ο ορίζοντας υπερβολικά μακρινός. Σας λείπει το γνώριμο σπίτι σας και η επιθυμία σας γι’ αυτό σας τραβά πίσω. Επιστρέφετε, λοιπόν, και νιώθετε ασφαλείς που γυρίσατε. Ξαναρχίζετε τη γνώριμη ζωή σας.
Για λίγο είστε και πάλι ικανοποιημένοι, αλλά δεν παύετε να θυμάστε τον απέραντο, απεριόριστο χώρο έξω. Για άλλη μια φορά βγαίνετε έξω κι αυτή τη φορά μένετε περισσότερο. Η αίσθηση της αγάπης και της χαράς δεν σας κουράζει τόσο πολύ. Ο χώρος έξω παραμένει απέραντος, μα αυτή τη φορά δεν σας τρομάζει τόσο πολύ. Το φως που λάμπει παντού δεν είναι τόσο εκτυφλωτικό και αυτή τη φορά αποφασίζετε να μείνετε εκεί για πάντα.
Αυτή είναι μια παραβολή σχετικά με το εγώ και την ψυχή. Το εγώ είναι το ασφαλές σας σπίτι, η ψυχή είναι ο απέραντος χώρος έξω από αυτό. Κάθε φορά που νιώθετε έστω και μία στιγμή χαράς και αγάπης, ελευθερίας και ευδαιμονίας, έχετε βγει έξω, στη χώρα του φωτός.
Νιώθετε τόσο υπέροχα ώστε θα θέλατε η εμπειρία αυτή να μην πάψει ποτέ, όπως ακριβώς δυο τρελά ερωτευμένοι που δεν θέλουν ποτέ να χωρίσουν. Όμως το εγώ, το ασφαλές σας καταφύγιο, σας καλεί πίσω. Αυτό το μοτίβο του πήγαινε-έλα είναι ο τρόπος με τον οποίο εγκαταλείπετε σταδιακά την προσκόλληση.
Χρειάζεται επανειλημμένη έκθεση στην απεριόριστη ψυχή για να πειστείτε πως είναι αληθινή. Η παλιά σας συνήθεια θα συνεχίσει να σας τραβά πίσω. Με τον καιρό, τα ταξίδια σας έξω θα διαρκούν περισσότερο και θα νιώθετε πιο άνετα. Αρχίζει να σας διαποτίζει η ψυχή σας καθώς ενώνεστε μαζί της, αρχίζετε να καταλαβαίνετε πως μπορείτε να ζήσετε μέσα σε αυτή την απεριόριστη κατάσταση μόνιμα.
Φανταστείτε πως κάποτε ζούσατε σε ένα μικρό, στενόχωρο σπίτι. Έχετε συνηθίσει τόσο πολύ σε αυτόν τον κλειστοφοβικό χώρο που σχεδόν ποτέ δεν βγαίνετε έξω. Κι όμως, υπάρχουν κάποιες στιγμές ανεμελιάς κατά τις οποίες σκέφτεστε πως θα ήταν ωραία αν μπορούσατε να ζήσετε σε έναν πιο ευρύχωρο κόσμο. Έτσι, ανοίγετε την πόρτα και καθώς βγαίνετε έξω αντικρίζετε ένα απέραντο τοπίο, γεμάτο φως, που απλώνεται στο άπειρο προς όλες τις κατευθύνσεις.
Σκέφτεστε πως εδώ είναι η χαρά και η αγάπη. Εδώ είναι η αληθινή πληρότητα. Περιπλανιέστε έξω, θέλοντας να μείνετε για πάντα σ’ αυτή τη χώρα του φωτός. Κι όμως, μετά από λίγο σας κουράζει όλη αυτή η αγάπη και η χαρά. Με κάποιο τρόπο ο χώρος έξω είναι υπερβολικά μεγάλος και ο ορίζοντας υπερβολικά μακρινός. Σας λείπει το γνώριμο σπίτι σας και η επιθυμία σας γι’ αυτό σας τραβά πίσω. Επιστρέφετε, λοιπόν, και νιώθετε ασφαλείς που γυρίσατε. Ξαναρχίζετε τη γνώριμη ζωή σας.
Για λίγο είστε και πάλι ικανοποιημένοι, αλλά δεν παύετε να θυμάστε τον απέραντο, απεριόριστο χώρο έξω. Για άλλη μια φορά βγαίνετε έξω κι αυτή τη φορά μένετε περισσότερο. Η αίσθηση της αγάπης και της χαράς δεν σας κουράζει τόσο πολύ. Ο χώρος έξω παραμένει απέραντος, μα αυτή τη φορά δεν σας τρομάζει τόσο πολύ. Το φως που λάμπει παντού δεν είναι τόσο εκτυφλωτικό και αυτή τη φορά αποφασίζετε να μείνετε εκεί για πάντα.
Αυτή είναι μια παραβολή σχετικά με το εγώ και την ψυχή. Το εγώ είναι το ασφαλές σας σπίτι, η ψυχή είναι ο απέραντος χώρος έξω από αυτό. Κάθε φορά που νιώθετε έστω και μία στιγμή χαράς και αγάπης, ελευθερίας και ευδαιμονίας, έχετε βγει έξω, στη χώρα του φωτός.
Νιώθετε τόσο υπέροχα ώστε θα θέλατε η εμπειρία αυτή να μην πάψει ποτέ, όπως ακριβώς δυο τρελά ερωτευμένοι που δεν θέλουν ποτέ να χωρίσουν. Όμως το εγώ, το ασφαλές σας καταφύγιο, σας καλεί πίσω. Αυτό το μοτίβο του πήγαινε-έλα είναι ο τρόπος με τον οποίο εγκαταλείπετε σταδιακά την προσκόλληση.
Χρειάζεται επανειλημμένη έκθεση στην απεριόριστη ψυχή για να πειστείτε πως είναι αληθινή. Η παλιά σας συνήθεια θα συνεχίσει να σας τραβά πίσω. Με τον καιρό, τα ταξίδια σας έξω θα διαρκούν περισσότερο και θα νιώθετε πιο άνετα. Αρχίζει να σας διαποτίζει η ψυχή σας καθώς ενώνεστε μαζί της, αρχίζετε να καταλαβαίνετε πως μπορείτε να ζήσετε μέσα σε αυτή την απεριόριστη κατάσταση μόνιμα.
Γίνεται κάτι πιο φυσιολογικό ακόμα κι από το καταφύγιό σας, επειδή ο απεριόριστος εαυτός σας είναι και ο αληθινός εαυτός σας.
Οι Επιστήμονες ίσως να έχουν ανακαλύψει τη χημική ένωση από την οποία ξεκίνησε η ζωή
Η ανακάλυψη μιας χημικής ένωσης, του διαμιδοφωσφορικού (DAP), θα μπορούσε να βοηθήσει στη σύνθεση των κομματιών του παζλ της προέλευσης της ζωής στη Γη. Αυτή η ένωση, που είναι πιθανό να υπήρχε στην πρώιμη γη, είναι ικανή να προκαλέσει αντιδράσεις που μπορούν να δημιουργήσουν συστατικά απαραίτητα για τη ζωή.
Η απαρχή της ζωής
Η προέλευση των ζωντανών οργανισμών στη Γη παραμένει ένα μυστήριο. Πολλοί έχουν διατυπώσει θεωρίες και υποθέσεις πάνω στο θέμα, αλλά καμία ιδέα δεν έχει αποδειχθεί απόλυτα. Τα πρώτα χρόνια κατά τα οποία εμφανίστηκε ζωή εξακολουθούν να προβληματίζουν ακόμα και τους ειδικούς του χώρου. Μια νέα ανακάλυψη, όμως, από χημικούς του The Scripps Research Institute (TSRI), θα μπορούσε να συμβάλει στην απάντηση κάποιων από τις ποιο κοινές ερωτήσεις σχετικά με την απαρχή της ζωής στον πλανήτη Γη, όπως: ποια ήταν η χημική ένωση απ’ την οποία προέκυψε ζωή.
Πριν πραγματοποιηθεί αυτή η ανακάλυψη, οι επιστήμονες υπέθεταν ότι μια χημική αντίδραση, η φωσφορυλίωση, θα μπορούσε να έχει παίξει καίριο ρόλο στην απαρχή της ζωής. Αυτή η χημική διεργασία θα επέτρεπε το συνδυασμό τριών συστατικών εξέχουσας σημασίας για τις πρώιμες μορφές ζωής – σύντομες νουκλεοτιδικές αλυσίδες για την αποθήκευση γενετικών πληροφοριών σε μικρές αλυσίδες αμινοξέων για την εκτέλεση της πλειονότητας των κυτταρικών εργασιών, και λιπίδια για το σχηματισμό των δομών των κυτταρικών τοιχωμάτων.
Αλλά μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε καμία ένωση ικανή να παράγει αυτά τα τρία συστατικά. Οι επιστήμονες του Scripps, ανακάλυψαν μια ένωση, το διαμιδοφωσφορικό (DAP), που απαντάει στα προηγούμενα ερωτήματα και θα μπορούσε να υπάρχει στη Γη κατά την απαρχή της ζωής.
Ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Ramanarayanan Krishnamurthy, αναπληρωτής καθηγητής χημείας στο TSRI, δήλωσε σε ένα δελτίο τύπου: “Προτείνουμε μια χημική διεργασία φωσφορυλίωσης που θα μπορούσε να έχει οδηγήσει στη δημιουργία ολιγονουκλεοτίδιων, ολιγοπεπτιδίων και δομών παρόμοιων με τις κυτταρικές που να τα περικλείουν. Αυτό με τη σειρά του θα είχε επιτρέψει άλλες χημικές διεργασίες που δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν προηγουμένως, οδηγώντας ενδεχομένως στις πρώτες απλές, κυτταρικές μορφές ζωής.”
Θεωρητικές αρχές
Με τη δημοσίευση της στο επιστημονικό περιοδικό Nature Chemistry, η μελέτη αυτή αναπτερώνει τις ελπίδες των επιστημόνων ότι ίσως η ιστορία για το πώς η ζωή μεταμορφώθηκε από χημικό χάος σε κυτταρική βιολογία και βιοχημεία αποσαφηνιστεί περαιτέρω.
Κι άλλες αντιδράσεις έχουν θεωρηθεί ικανές για τη φωσφορυλίωση τέτοιων μορίων, αλλά απαιτούν διαφορετικούς παράγοντες για διαφορετικά μόρια και απίθανα περιβάλλοντα. Ο Krishnamurthy εξηγεί: “Ήταν δύσκολο να φανταστούμε με ποιο τρόπο αυτές οι τόσο διαφορετικές διαδικασίες θα μπορούσαν να συνδυαστούν στο ίδιο μέρος για να δημιουργήσουν τις πρωταρχικές μορφές ζωής”.
Αυτή η ανακάλυψη δεν αποτελεί το άκρον άωτο της έρευνας με σκοπό την βαθύτερη κατανόηση της προέλευσης της ζωής στη Γη. Φαίνεται να υπάρχουν άπειρες θεωρίες, τόσο λογικές όσο και παράλογες, που ευελπιστούν να εξηγήσουν αυτό το χρονικό σημείο στην ιστορία του σύμπαντος. Ανακαλύψεις στον Άρη, καθώς, και θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες μετεωρίτες που κατέχουν τα βασικά συστατικά της ζωής έχουν πυροδοτήσει εικασίες, ενώ ορισμένοι επιστήμονες θεωρούν τις φυσαλίδες ως υπεύθυνες.
Παρόλο που το διαμιδοφωσφορικό ανακαλύφθηκε μόλις, φαίνεται να έχει παίξει εξέχοντα ρόλο στη δημιουργία της κυτταρικής βιοχημείας. Έχει επίσης αποδειχθεί ότι προκαλεί φωσφορυλίωση σε απλά σάκχαρα, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία υδατανθράκων, συντελώντας στο σχηματισμό πρώιμης ζωής. Φαίνεται να έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στη δημιουργία ζωής. Όπως περιέγραψε την ανακάλυψη ο Krishnamurthy, “Μου θυμίζει την καλή νεράιδα της σταχτοπούτας, που κουνάει το ραβδί της και οτιδήποτε απλοϊκό μεταμορφώνεται σε κάτι πιο πολύπλοκο και ενδιαφέρον”.
Η απαρχή της ζωής
Η προέλευση των ζωντανών οργανισμών στη Γη παραμένει ένα μυστήριο. Πολλοί έχουν διατυπώσει θεωρίες και υποθέσεις πάνω στο θέμα, αλλά καμία ιδέα δεν έχει αποδειχθεί απόλυτα. Τα πρώτα χρόνια κατά τα οποία εμφανίστηκε ζωή εξακολουθούν να προβληματίζουν ακόμα και τους ειδικούς του χώρου. Μια νέα ανακάλυψη, όμως, από χημικούς του The Scripps Research Institute (TSRI), θα μπορούσε να συμβάλει στην απάντηση κάποιων από τις ποιο κοινές ερωτήσεις σχετικά με την απαρχή της ζωής στον πλανήτη Γη, όπως: ποια ήταν η χημική ένωση απ’ την οποία προέκυψε ζωή.
Πριν πραγματοποιηθεί αυτή η ανακάλυψη, οι επιστήμονες υπέθεταν ότι μια χημική αντίδραση, η φωσφορυλίωση, θα μπορούσε να έχει παίξει καίριο ρόλο στην απαρχή της ζωής. Αυτή η χημική διεργασία θα επέτρεπε το συνδυασμό τριών συστατικών εξέχουσας σημασίας για τις πρώιμες μορφές ζωής – σύντομες νουκλεοτιδικές αλυσίδες για την αποθήκευση γενετικών πληροφοριών σε μικρές αλυσίδες αμινοξέων για την εκτέλεση της πλειονότητας των κυτταρικών εργασιών, και λιπίδια για το σχηματισμό των δομών των κυτταρικών τοιχωμάτων.
Αλλά μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε καμία ένωση ικανή να παράγει αυτά τα τρία συστατικά. Οι επιστήμονες του Scripps, ανακάλυψαν μια ένωση, το διαμιδοφωσφορικό (DAP), που απαντάει στα προηγούμενα ερωτήματα και θα μπορούσε να υπάρχει στη Γη κατά την απαρχή της ζωής.
Ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Ramanarayanan Krishnamurthy, αναπληρωτής καθηγητής χημείας στο TSRI, δήλωσε σε ένα δελτίο τύπου: “Προτείνουμε μια χημική διεργασία φωσφορυλίωσης που θα μπορούσε να έχει οδηγήσει στη δημιουργία ολιγονουκλεοτίδιων, ολιγοπεπτιδίων και δομών παρόμοιων με τις κυτταρικές που να τα περικλείουν. Αυτό με τη σειρά του θα είχε επιτρέψει άλλες χημικές διεργασίες που δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν προηγουμένως, οδηγώντας ενδεχομένως στις πρώτες απλές, κυτταρικές μορφές ζωής.”
Θεωρητικές αρχές
Με τη δημοσίευση της στο επιστημονικό περιοδικό Nature Chemistry, η μελέτη αυτή αναπτερώνει τις ελπίδες των επιστημόνων ότι ίσως η ιστορία για το πώς η ζωή μεταμορφώθηκε από χημικό χάος σε κυτταρική βιολογία και βιοχημεία αποσαφηνιστεί περαιτέρω.
Κι άλλες αντιδράσεις έχουν θεωρηθεί ικανές για τη φωσφορυλίωση τέτοιων μορίων, αλλά απαιτούν διαφορετικούς παράγοντες για διαφορετικά μόρια και απίθανα περιβάλλοντα. Ο Krishnamurthy εξηγεί: “Ήταν δύσκολο να φανταστούμε με ποιο τρόπο αυτές οι τόσο διαφορετικές διαδικασίες θα μπορούσαν να συνδυαστούν στο ίδιο μέρος για να δημιουργήσουν τις πρωταρχικές μορφές ζωής”.
Αυτή η ανακάλυψη δεν αποτελεί το άκρον άωτο της έρευνας με σκοπό την βαθύτερη κατανόηση της προέλευσης της ζωής στη Γη. Φαίνεται να υπάρχουν άπειρες θεωρίες, τόσο λογικές όσο και παράλογες, που ευελπιστούν να εξηγήσουν αυτό το χρονικό σημείο στην ιστορία του σύμπαντος. Ανακαλύψεις στον Άρη, καθώς, και θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες μετεωρίτες που κατέχουν τα βασικά συστατικά της ζωής έχουν πυροδοτήσει εικασίες, ενώ ορισμένοι επιστήμονες θεωρούν τις φυσαλίδες ως υπεύθυνες.
Παρόλο που το διαμιδοφωσφορικό ανακαλύφθηκε μόλις, φαίνεται να έχει παίξει εξέχοντα ρόλο στη δημιουργία της κυτταρικής βιοχημείας. Έχει επίσης αποδειχθεί ότι προκαλεί φωσφορυλίωση σε απλά σάκχαρα, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία υδατανθράκων, συντελώντας στο σχηματισμό πρώιμης ζωής. Φαίνεται να έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στη δημιουργία ζωής. Όπως περιέγραψε την ανακάλυψη ο Krishnamurthy, “Μου θυμίζει την καλή νεράιδα της σταχτοπούτας, που κουνάει το ραβδί της και οτιδήποτε απλοϊκό μεταμορφώνεται σε κάτι πιο πολύπλοκο και ενδιαφέρον”.
Χαλί Γκιμπράν: Η Ροδιά
Κάποτε όταν ζούσα στην καρδιά μιας ροδιάς, άκουσα ένα σπόρο να της λέει:
«Κάποια μέρα θα γίνω δέντρο κι ο αγέρας θα τραγουδάει ανάμεσα στα κλωνιά μου. Ο ήλιος θα χορεύει πάνω στα φύλλα μου και θα΄μαι δυνατό δέντρο κι όμορφο, στις εποχές όλες μέσα...».
Ύστερα μίλησε κι άλλος ένας σπόρος κι είπε:
«Όταν ήμουν νιος σαν εσένα είχα κι εγώ τέτοιες απόψεις, μα τώρα που μπορώ να μετρώ και να ζυγίζω τα πράγματα, βλέπω ότι οι ελπίδες μου τρέφονται του κάκου.»
Κι ένας τρίτος σπόρος μίλησε κι αυτός: «Δεν βλέπω τίποτα που να προμαντεύει, για εμάς, ένα τόσο μεγαλειώδες μέλλον.»
Κι ένας τέταρτος είπε:
«Όμως τι φενάκη θα΄ταν η ζωή μας χωρίς προοπτικές μεγαλοσύνης».
Είπε ένας πέμπτος:
«Γιατί να διαφωνούμε για το τι θα γίνουμε, αφού το τι είμαστε δεν ακούμε καν…»
Μα ένας έκτος απάντησε: «Εκείνο που είμαστε αυτό θα εξακολουθήσουμε να είμαστε…»
Κι ένας έβδομος είπε:
«Έχω τόσο ξεκάθαρη ιδέα για το καθετί πως θα γίνει, μα και να μην μπορώ να τη ντύσω με λέξεις!»
Κι ύστερα ένας όγδοος μίλησε κι ένας ένατος και δέκατος και μια σειρά από άλλους και δεν μπορούσα να βγάλω άκρη πια, από τις φωνές τους.
Κι έτσι την ίδια μέρα μετακόμισα στην καρδιά μιας κυδωνιάς, εκεί όπου οι σπόροι είναι λιγοστοί και δεν μιλάνε σχεδόν καθόλου…
Χαλί Γκιμπράν, Ο τρελός και τα ποιήματα του - Η Ροδιά
«Κάποια μέρα θα γίνω δέντρο κι ο αγέρας θα τραγουδάει ανάμεσα στα κλωνιά μου. Ο ήλιος θα χορεύει πάνω στα φύλλα μου και θα΄μαι δυνατό δέντρο κι όμορφο, στις εποχές όλες μέσα...».
Ύστερα μίλησε κι άλλος ένας σπόρος κι είπε:
«Όταν ήμουν νιος σαν εσένα είχα κι εγώ τέτοιες απόψεις, μα τώρα που μπορώ να μετρώ και να ζυγίζω τα πράγματα, βλέπω ότι οι ελπίδες μου τρέφονται του κάκου.»
Κι ένας τρίτος σπόρος μίλησε κι αυτός: «Δεν βλέπω τίποτα που να προμαντεύει, για εμάς, ένα τόσο μεγαλειώδες μέλλον.»
Κι ένας τέταρτος είπε:
«Όμως τι φενάκη θα΄ταν η ζωή μας χωρίς προοπτικές μεγαλοσύνης».
Είπε ένας πέμπτος:
«Γιατί να διαφωνούμε για το τι θα γίνουμε, αφού το τι είμαστε δεν ακούμε καν…»
Μα ένας έκτος απάντησε: «Εκείνο που είμαστε αυτό θα εξακολουθήσουμε να είμαστε…»
Κι ένας έβδομος είπε:
«Έχω τόσο ξεκάθαρη ιδέα για το καθετί πως θα γίνει, μα και να μην μπορώ να τη ντύσω με λέξεις!»
Κι ύστερα ένας όγδοος μίλησε κι ένας ένατος και δέκατος και μια σειρά από άλλους και δεν μπορούσα να βγάλω άκρη πια, από τις φωνές τους.
Κι έτσι την ίδια μέρα μετακόμισα στην καρδιά μιας κυδωνιάς, εκεί όπου οι σπόροι είναι λιγοστοί και δεν μιλάνε σχεδόν καθόλου…
Χαλί Γκιμπράν, Ο τρελός και τα ποιήματα του - Η Ροδιά
Οι τρεις εγκέφαλοι του ανθρώπου, και ο τέταρτος του μετάνθρωπου.
Ο εγκέφαλος του σύγχρονου ανθρώπου αποτελείται από τρία βασικά μέρη: τον πυρήνα του «ερπετοειδούς εγκεφάλου», τον «θηλαστικό» εγκέφαλο και κυρίως τον «εξελιγμένο» ανθρώπινο εγκέφαλο. Καθένας από αυτούς τους τρεις εγκεφάλους ελέγχει συγκεκριμένες λειτουργίες και συνδέεται με τους άλλους μέσω ενός δυναμικού δικτύου νευρωνικών συνδέσεων.
Ενώ ο εξελιγμένος εγκέφαλος εξασφαλίζει στον άνθρωπο μια μοναδική θέση στο βασίλειο των ζώων, οι δύο πρωτόγονες δομές παραμένουν κοινές με τις αντίστοιχες δομές άλλων ζώων, καθώς αυτές οι περιοχές έχουν παραμείνει σχεδόν αμετάβλητες εδώ και εκατομμύρια χρόνια.
Ο «θηλαστικός» ή συναισθηματικός εγκέφαλος εμφανίζεται όμοιος σε πολλά θηλαστικά και παράγει τα συναισθήματα, τα οποία στη συνέχεια πρέπει να ρυθμίζονται από τον λογικό εγκέφαλο. Ο «ερπετοειδής» εγκέφαλος, που αποτελεί το πιο πρωτόγονο τμήμα του εγκεφάλου μας, δημιουργεί την ανάγκη για επιβίωση και ρυθμίζει βασικές λειτουργίες και αισθήματα.
Ο κοινός εγκέφαλος –δηλαδή οι δομές του θηλαστικού και του ερπετοειδούς εγκεφάλου– είναι ευάλωτος σε χειραγώγηση, καθώς μαθαίνει να λειτουργεί με στερεότυπα και μπορεί να καταστεί επιρρεπής σε αυταρχικές επιρροές, οδηγώντας σε συμπεριφορές αμνούς και υποτακτικές.
Ο «νέος, εξελιγμένος» εγκέφαλος, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ο «ολιστικός» εγκέφαλος, ανοίγει το δρόμο σε μια ολοκληρωμένη νοητική και συνειδησιακή λειτουργία, όπου δεν υπάρχει χώρος για δόγματα, στερεότυπα διαχωρισμού ή μισαλλοδοξία. Σε αυτό το ιδανικό σενάριο, η ανθρώπινη σκέψη και δημιουργικότητα θα ανθίσουν, οδηγώντας σε μια νέα εποχή ενότητας και ολοκληρωμένης αντίληψης.
Το επικίνδυνο σενάριο, ωστόσο, είναι ότι, στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει έναν τέταρτο, ψηφιακό εγκέφαλο –δηλαδή έναν συνδυασμό του ανθρώπινου εγκεφάλου με την Τεχνητή Νοημοσύνη μέσω ειδικών εμφυτευμάτων. Ζούμε σε μια μεταβαλλόμενη εποχή, πέραν της μεταβατικής περιόδου, όπου έχουμε ήδη εισέλθει στο κοσμικό μονοπάτι της Νέας Ανθρωπότητας, της Μετανθρωπότητας.
Σηματοδότες αυτής της νέας εποχής είναι η τεχνολογική επέμβαση στο φυσικό γίγνεσθαι, η δημιουργία όντων κατά βούληση και η γενετική κατασκευή ανθρώπων, σύμφωνα με τις ανάγκες του συστήματος. Σταδιακά, η σκέψη, η φαντασία και τα έργα του ανθρώπου θα παραχωρούνται στην Τεχνητή Νοημοσύνη, ενώ η εισαγωγή αυτού του ψηφιακού εγκεφάλου ενδέχεται να μεταμορφώσει ριζικά την ανθρώπινη ύπαρξη, ανοίγοντας νέες δυνατότητες αλλά και επιφέροντας προκλήσεις για την αυτονομία και την ταυτότητα του ανθρώπου.
Το κρίσιμο ερώτημα που εγείρεται είναι: σε αυτόν τον ψηφιακό και εικονικό κόσμο, ποια θα είναι η θέση και η μοίρα του ανθρώπου;
Ενώ ο εξελιγμένος εγκέφαλος εξασφαλίζει στον άνθρωπο μια μοναδική θέση στο βασίλειο των ζώων, οι δύο πρωτόγονες δομές παραμένουν κοινές με τις αντίστοιχες δομές άλλων ζώων, καθώς αυτές οι περιοχές έχουν παραμείνει σχεδόν αμετάβλητες εδώ και εκατομμύρια χρόνια.
Ο «θηλαστικός» ή συναισθηματικός εγκέφαλος εμφανίζεται όμοιος σε πολλά θηλαστικά και παράγει τα συναισθήματα, τα οποία στη συνέχεια πρέπει να ρυθμίζονται από τον λογικό εγκέφαλο. Ο «ερπετοειδής» εγκέφαλος, που αποτελεί το πιο πρωτόγονο τμήμα του εγκεφάλου μας, δημιουργεί την ανάγκη για επιβίωση και ρυθμίζει βασικές λειτουργίες και αισθήματα.
Ο κοινός εγκέφαλος –δηλαδή οι δομές του θηλαστικού και του ερπετοειδούς εγκεφάλου– είναι ευάλωτος σε χειραγώγηση, καθώς μαθαίνει να λειτουργεί με στερεότυπα και μπορεί να καταστεί επιρρεπής σε αυταρχικές επιρροές, οδηγώντας σε συμπεριφορές αμνούς και υποτακτικές.
Ο «νέος, εξελιγμένος» εγκέφαλος, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ο «ολιστικός» εγκέφαλος, ανοίγει το δρόμο σε μια ολοκληρωμένη νοητική και συνειδησιακή λειτουργία, όπου δεν υπάρχει χώρος για δόγματα, στερεότυπα διαχωρισμού ή μισαλλοδοξία. Σε αυτό το ιδανικό σενάριο, η ανθρώπινη σκέψη και δημιουργικότητα θα ανθίσουν, οδηγώντας σε μια νέα εποχή ενότητας και ολοκληρωμένης αντίληψης.
Το επικίνδυνο σενάριο, ωστόσο, είναι ότι, στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει έναν τέταρτο, ψηφιακό εγκέφαλο –δηλαδή έναν συνδυασμό του ανθρώπινου εγκεφάλου με την Τεχνητή Νοημοσύνη μέσω ειδικών εμφυτευμάτων. Ζούμε σε μια μεταβαλλόμενη εποχή, πέραν της μεταβατικής περιόδου, όπου έχουμε ήδη εισέλθει στο κοσμικό μονοπάτι της Νέας Ανθρωπότητας, της Μετανθρωπότητας.
Σηματοδότες αυτής της νέας εποχής είναι η τεχνολογική επέμβαση στο φυσικό γίγνεσθαι, η δημιουργία όντων κατά βούληση και η γενετική κατασκευή ανθρώπων, σύμφωνα με τις ανάγκες του συστήματος. Σταδιακά, η σκέψη, η φαντασία και τα έργα του ανθρώπου θα παραχωρούνται στην Τεχνητή Νοημοσύνη, ενώ η εισαγωγή αυτού του ψηφιακού εγκεφάλου ενδέχεται να μεταμορφώσει ριζικά την ανθρώπινη ύπαρξη, ανοίγοντας νέες δυνατότητες αλλά και επιφέροντας προκλήσεις για την αυτονομία και την ταυτότητα του ανθρώπου.
Το κρίσιμο ερώτημα που εγείρεται είναι: σε αυτόν τον ψηφιακό και εικονικό κόσμο, ποια θα είναι η θέση και η μοίρα του ανθρώπου;
Επίκουρος και εξουσία
Στο παρόν άρθρο, θα μας απασχολήσει η σφοδρή σύγκρουση του Επίκουρου με την εξουσία. Σύγκρουση, η οποία συμπυκνώνεται σε δύο λέξεις που είναι το «Λάθε Βιώσας». Αυτό το «Λάθε Βιώσας» που σημαίνει να ζεις στην αφάνεια, ή να περνάς την ζωή σου απαρατήρητος.
Τι σημαίνει όμως να ζεις στην αφάνεια; Άραγε εδώ έχουμε να κάνουμε με μία άρνηση; με μία αποχή; Μήπως έχουμε να κάνουμε με μία αδιαφορία προς τα κοινά; Με μία απαξίωση;
Όμως η άρνηση αυτή, γίνεται κατάφαση από μόνη της.
Το να ζεις στην αφάνεια έχει διττή σημασία και η μία είναι το βόλεμα και η άλλη, η παθητική αντίσταση με το κατεστημένο. Και αυτό δίχασε και τους Επικούρειους αλλά και τους άλλους ανθρώπους. Αλλά όπως θα δούμε παρακάτω σαφώς ο Επίκουρος δεν εννοούσε το βόλεμα.
Το να περνάς την ζωή σου απαρατήρητος όντως τρίζει τα θεμέλια του συστήματος.
Η αποχή είναι από μόνη της ένα χαστούκι στους τεχνικούς της εξουσίας.
Και την απαξίωση την τρέμουν όλοι. Την τρέμουν περισσότερο και από το γιαούρτωμα. αλλά και από το να τα κάνεις, όλα γυαλιά καρφιά.
Εδώ μας διαφωτίζει με σαφήνεια ο πρώτος και μεγάλος σύγχρονος επικούρειος, ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης λέγοντας για το λάθε βιώσας. «Απόφευγε τις μωρές επιδιώξεις, τις πράξεις που προκαλούν αντίδραση, ταράζουν την γαλήνη σου και σε κατεβάζουν στο επίπεδο των αφώτιστων και των χυδαίων . Τιμές και δόξες σαν εκείνες δεν έχουν αξία»
Ακόμα βλέπουμε πως από τις πράξεις του, ούτε ο Επίκουρος έζησε σε αφάνεια, σε ιδιωτεία και δεν βολεύτηκε ποτέ. Διότι αν βολευότανε δεν θα δημιουργούσε ούτε την σχολή του, ούτε τα έργα του, ούτε τον κήπο. Ούτε βολεύτηκαν οι μαθητές του, ούτε και οι κατοπινοί Επικούρειοι. Άλλωστε ο Επίκουρος δεχόταν την προπαγάνδα με την έννοια του παραδείγματος προς μίμηση. Και μάλιστα και γι’ αυτό είμαστε και εμείς εδώ. Για να διαφωτίσουμε και για να διαφωτιστούμε. Ακόμα οι μαρτυρίες και οι οδηγίες του Επίκουρου για την φιλία, την ευτυχία και την ηδονή, μας κάνει να δούμε συμβολικά και πρακτικά αυτήν την ρήση. Μας φωνάζει να αποσυρθούμε από τα κοινωνικά προβλήματα, με τα οποία μας φορτώνουν και τα οποία δεν είναι δικά μας και να ασχοληθούμε επιτέλους μόνο μ’ αυτά που μας απασχολούν.
Μας λέει να ζούμε με αυτάρκεια για να είμαστε ελεύθεροι. Και φτιάχνει τον κήπο. Έναν κήπο αυτάρκη που η εξουσία δεν χωρά εκεί μέσα. Και αν τον δούμε από άλλη οπτική γωνία, άραγε ο κήπος τι μπορεί να συμβολίζει; Μήπως μία ουτοπική κοινωνία; Μήπως μία αναρχική, αν θέλετε, ομάδα; Ή μήπως την απαλλοτρίωση της ανθρώπινης ψυχής;
Για να δούμε!
Όμως πριν απαντήσουμε στα ανωτέρω ερωτήματα καλό θα είναι να φανερώσουμε, τι καθεστώς επικρατούσε στην άλλοτε… των Αθηναίων πολιτεία. Όπως θα δούμε εκείνοι οι καιροί ήταν η εποχή της παρακμής. Της παρακμής της κάθε αξίας και του ευτελισμού σε κάκιστο βαθμό, των ηθών. Ήταν η εποχή της αποθέωσης του παραλόγου και της νομιμοποίησης του. Ήταν η εποχή… Και αν συγκρίνουμε τους καιρούς αυτούς, μοιάζουν σε πολλά με την σημερινή εποχή.
Ως γνωστό ο Επίκουρος γεννήθηκε το 341 π.χ. στον δήμο Γαργηττού και πέθανε το 270 π.χ. Αν και οι γονείς του κατάγονταν από ένδοξη και πλούσια οικογένεια μετανάστευσαν λόγω φτώχειας μαζί με άλλους Αθηναίους κληρούχους στην Σάμο.
Όταν ήταν τριών ετών, δηλαδή το 338 π.χ. έγινε η μάχη της Χαιρώνειας.
Στην μάχη αυτή ηττήθηκε, εκτός των άλλων και Δημοκρατία.
Αυτή η χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς πραγματική Δημοκρατία η οποία συνοψίζεται στην περιγραφή που μας διασώζει ακόμα και ο ολιγαρχικός Αριστοτέλης και που είναι Δημοκρατικόν μεν το κληρωτάς είναι τας αρχάς, το δε αιρετάς ολιγαρχικόν.
Το 323, όταν δηλαδή ήταν σε ηλικία 18 ετών, ο Επίκουρος έρχεται στην Αθήνα από την Σάμο για να υπηρετήσει την θητεία του.
Το έτος όμως αυτό είναι σημαδιακό και για την Ελληνική ιστορία και για τον κόσμο ολόκληρο. Διότι εκείνο το έτος πέθανε ο Μ. Αλέξανδρος αφ’ ενός και αφ’ ετέρου με την είδηση του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου ξεκινά ο Λαμιακός πόλεμος.
Με πρωταγωνίστρια την Αθήνα και τις σύμμαχες προς αυτήν πόλεις, δόθηκε ο τελευταίος πόλεμος ενάντια στην μοναρχία και στην επαναφορά της Δημοκρατίας.. Δυστυχώς μετά από ένα χρόνο, το 322, ο πόλεμος αυτός χάθηκε από τις ενωμένες συμμαχικές πόλεις. Και τότε η Αθήνα υποχρεώθηκε να δεχθεί το ολιγαρχικό καθεστώς που της επέβαλαν οι Μακεδόνες. Την ανάγκασαν να δεχθεί ισχυρή μακεδονική φρουρά υπό την αρχηγία του Μένυλλου. Φρουρά που εγκαταστάθηκε στην Μουνιχία ενώ η διοίκηση των Αθηνών δόθηκε σε αυτούς κατοίκους που διέθεταν την ανάλογη περιουσία. Η ιστορία μας λέει πως μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου είχε τοποθετηθεί ως στρατηγός και Αυτοκράτωρ της Ευρώπης, ο Αντίπατρος.
Ο Επίκουρος μετά την στρατιωτική του θητεία φεύγει από την Αθήνα και πηγαίνει και στον Κολοφώνα, μια πόλη απέναντι από την Σάμο, για να συναντήσει την οικογένειά του. Την οικογένειά του, η οποία είχε καταφύγει εκεί, διότι η Σάμος είχε χαθεί από τους Αθηναίους κατά τον Λαμιακό πόλεμο. Και διότι ο επίτροπος του βασιλικού θρόνου ο Περδίκκας αποφάσισε την εκδίωξη των Αθηναίων κληρούχων από την Σάμο. Μετά πηγαίνει στην γειτονική πόλη Τέω και τέλος στην Ρόδο όπου συνεχίζει τις σπουδές του.
Μετά τον Λαμιακό πόλεμο ο Αντίπατρος ορίζει ως διάδοχο του θρόνου του τον Πολυπέρχοντα Επειδή ο Πολυπέρχων, αν και έμπειρος, δεν ήταν γαλαζοαίματος δυσαρεστεί τα μάλα τον μεγαλύτερο γιο του Αντίπατρου τον Κάσσανδρο. Έτσι συμμαχεί με τους ντόπιους συμμάχους καθώς και με το βασιλέα της Αιγύπτου τον Πτολεμαίο τον Σωτήρα και καταλαμβάνει την εξουσία.
Ο Κάσσανδρος, αυτός ο γιος Αντίπατρου και της Θεσσαλονίκης, η οποία ήταν αδελφή του Μ. Αλεξάνδρου, εκτός των άλλων πολέμων που έκανε, και τους οποίους τους έκανε, ένεκα της φιλοδοξίας του, ήταν και ο πιο πανούργος, ύπουλος και θρασύδειλος εκ των επιγόνων του Μ. Αλεξάνδρου. Για την ιστορία σας παραθέτω μερικά από τα εγκλήματά του. Σκότωσε την μάνα του Αλέξανδρου την Ολυμπιάδα και το έτος 310 π.χ. σκότωσε και τον γιο του Μ. Αλέξανδρου τον Αλέξανδρο τον Δον και την γυναίκα του Μ. Αλεξάνδρου, την Ρωξάνη κ.α. Η δε πολιτική του ήταν ίδια με τον πατέρα του. Ήθελε τις Ελληνικές πόλεις, όχι ως σύμμαχες αλλά ως υποτελείς.
Έτσι στα 317 π.χ. όρισε εγκάθετο επιστάτη τον ολιγαρχικό μαθητή του Αριστοτέλη, τον Δημήτριο τον Φαληρέα ο οποίος έμεινε στο αξίωμα αυτό για δέκα έτη.
Στην Αυτοκρατορία του Αλέξανδρου μαίνονταν σε έντονο βαθμό, οι τραγικοί απ’ όλες τις απόψεις, πόλεμοι των επιγόνων. Πόλεμοι παράλογοι και όνειδος για την ιστορία της Ελλάδος. Πόλεμοι καταστρεπτικοί, εξευτελιστικοί και εξουθενωτικοί. Ήταν δε τόσο εξουθενωτικοί που έδωσαν την Ελλάδα ως μασημένη τροφή στο στόμα των Ρωμαίων.
Στο μεταξύ ο Επίκουρος αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, σε ηλικία 30 ετών, δηλαδή γύρω στο 311 π.χ,. μεταβαίνει στην πόλη της Μυτιλήνης όπου άρχισε να διδάσκει φιλοσοφία. Όμως οι επαναστατικές του ιδέες ενόχλησαν την ντόπια ολιγαρχία και υποψιαζόμαστε ότι απειλήθηκε και η ζωή του. Έτσι εγκατέλειψε την Μυτιλήνη και πέρασε απέναντι στην Λάμψακο. Δηλαδή έφυγε από την επικράτεια που ήλεγχε ο απολυταρχικός δικτάτορας επίγονος του Μ. Αλεξάνδρου Αντίγονος ο Αος ο Κύκλωψ ή μονόφθαλμος και πήγε στην επικράτεια του φιλελεύθερου επίγονου του Λυσίμαχου. Στην Λάμψακο έμεινε για μια πενταετία και δημιούργησε σχολή.
Στην Αθήνα πάλι το 307 μπαίνει αιφνιδιαστικά στον Πειραιά ο γιος του Αντίγονου του Αου του μονόφθαλμου, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής. Αυτός αντί να επιτεθεί εναντίον της φρουράς που στρατοπέδευε, όπως ελέχθει στην Μουνιχία, συγκέντρωσε τον κόσμο και με έναν δημοκρατικό βερμπαλισμό τους είπε πως ήρθε για να τους απελευθερώσει και ότι θα επαναφέρει το παλιό πολίτευμα, την δημοκρατία.
Οι Αθηναίοι τότε τον υποδέχθηκαν σαν ελευθερωτή, από την τυραννία του Δημητρίου του Φαληρέως και σαν Θεό. Μάλιστα ψήφισαν και νόμο που απαγόρευε την λειτουργία όλων των υπαρχουσών φιλοσοφικών σχολών. Δηλαδή την Πλατωνική Ακαδημία και το Λύκειο του Αριστοτέλη οι οποίες με τις ολιγαρχικές ιδέες που προωθούσαν, είχαν φέρει πολλά δεινά στην Αθήνα.
‘Όμως η απαγόρευση αυτή δεν μπορούσε να διαρκέσει πολύ σε μία πόλη με φιλοσοφική παράδοση όπως ήταν η Αθήνα Ένα χρόνο μετά ψηφίστηκε ένας άλλος νόμος που επέτρεπε σ’ όποιον ήθελε να δημιουργήσει την δική φιλοσοφική σχολή. Έτσι ξανανομιμοποιήθηκαν, η Ακαδημία και το Λύκειο.
Ο Επίκουρος άδραξε της ευκαιρίας και μετέφερε την σχολή του από την Λάμψακο στην Αθήνα το 306 π.χ.
Στο μεταξύ ο Δημήτριος ο Πολιορκητής υποσχέθηκε στους πρώην πολίτες χρηματική ενίσχυση προκειμένου να ξαναφτιάξουν τον στόλο τους. Εκείνοι τότε προς τιμήν του μετονόμασαν δύο φυλές της Αθήνας με τα ονόματα του πατέρα του και του ιδίου.
Κατόπιν το «παλικάρι» αυτό έδωσε πολλές μάχες με διάφορους διεκδικητές της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Κυνήγησε δε τον Κάσσανδρο έως τις Θερμοπύλες. Τον Κάσσανδρο ο οποίος ξανα πολιορκούσε την Αθήνα. Ο Πλούταρχος μας αναφέρει ότι η πλειοψηφία των Αθηναίων, για την πράξη του αυτή, του έδωσε ένα δωμάτιο στον Παρθενώνα, όπου αυτός το μετέτρεψε σε γαμιστρώνα. Διότι εκτός από πολεμιστής ήταν και πολύ φιλήδονος. Και μάλιστα είχε πολλές ερωμένες. Παρήγγειλε δε να μαζευτεί ένα μεγάλο χρηματικό ποσό το οποίο το έδωσε και στην επίσημη ερωμένη του την Λαμία, αλλά και στις άλλες ερωμένες του, για να αγοράσουν καλλυντικά.
Μετά θέλησε να γίνει αποδεκτός στα ανώτερα θρησκευτικά μυστήρια. Πράγμα που δεν ήταν αποδεκτό σύμφωνα με τους θρησκευτικούς νόμους καθώς η μύηση ήταν αυστηρά προσδιορισμένη από χρονικά όρια. Οι Αθηναίοι έφτασαν στο σημείο να μετονομάσουν κάποιους μήνες για να γίνει αποδεκτό το αίτημα του.
Όταν λοιπόν ήρθε ο Επίκουρος στην Αθήνα, σε ηλικία 35 ετών, την βρήκε σ’ αυτό το μαύρο της το χάλι. Η παλιά δημοκρατία των Αθηναίων πολιτών δεν υπήρχε πια. Αι Αθήναι είχαν μετατραπεί σε Αθήνα. Διότι οι άνθρωποι που την αποτελούσαν είχαν αλλοτριωθεί, εξανδραποδιστεί και ξεφτιλιστεί.
Ποιος ξέρει τι τυραννία θα είχαν υποστεί από τον επιστάτη τους, τον Δημήτριο τον Φαληρέα ώστε να δεχθούν το λιγότερο κακό. Τον Δημήτριο τον Πολιορκητή ως ελευθερωτή και ως Θεό. Και αυτά τα πράγματα τα αφουγκραζότανε, τα έβλεπε και τα υπέμεινε ο Μεγάλος μας Δάσκαλος.
Πράγματι ήταν μεγάλη η ξεφτίλα εκ μέρους των Αθηναίων να μετονομάσουν δύο από τις δέκα φυλές τους με τα ονόματα των λιγότερο σφαλερών τυράννων τους. Και άραγε το γεγονός αυτό, δεν αποτέλεσε ύβρη για τους ένδοξους προγόνους τους; Δεν αποτελεσε ύβρη και αιδώ το να του παραχωρήσουν δωμάτιο στον Παρθενώνα ώστε να το μετατρέψει σε γκαρσονιέρα με θέα;. Δεν αποτέλεσε όνειδος το να μετονομάσουν τους μήνες ώστε ο Δημητράκης να γίνει αποδεκτός στα θρησκευτικά μυστήρια ικανοποιώντας έτσι την μωροματαιοδοξία του;
Αυτά και άλλα έζησε και έβλεπε ο Σεβαστός Δάσκαλος την εποχή εκείνη της παρακμής. Έβλεπε επίσης και την κατάντια όλων των Ελλήνων που είχαν εμπλακεί, σε παράλογους, καταστρεπτικούς και φθοροποιούς για την ψυχική υγεία, εμφυλίους πολέμους
Με λίγα λόγια στα 46 χρόνια που έζησε ο Επίκουρος στην Αθήνα, η πόλη γνώρισε 6 πολέμους 4 εισβολές και πολιορκίες, 4 αλώσεις και κατοχές. Οι θεσμοί του πολιτεύματος που λειτούργησαν ικανοποιητικά επί 3 αιώνες καταρρέουν. Οι κάτοικοι διαχωρίζονται και επιζητούν εξουσία για να μπορούν να νέμονται για δικό τους όφελος το δημόσιο χρήμα. Οι απλοί άνθρωποι ζούσαν μέσα στην ανασφάλεια, την αβεβαιότητα, τον φόβο. Παρ’ όλη την ανάπτυξη του εμπορίου με τις νέες αγορές που δημιούργησαν οι κατακτήσεις του Μ Αλεξάνδρου, οι ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες και οι μικροπαραγωγοί εξαθλιώνονται και ο θεσμός της δουλείας παίρνει τεράστιες διαστάσεις και η αμοιβή της ελεύθερης εργασίας μειώνεται δραματικά Ο πλούτος συγκεντρώνεται σε ελάχιστα χέρια.
Άραγε τα περισσότερα εξ αυτών δεν τα βιώνουμε και σήμερα και δεν τα ζήσαμε και στο πρόσφατο παρελθόν; Μήπως ξεχάσαμε τα μεγάλα σκάνδαλα που ταλάνιζαν και ταλανίζουν την χώρα μας; Ναι όλα αυτά καθώς και άλλα, απασχολούν την κοινή γνώμη και τον λαό.
Άραγε τώρα με την παγκοσμιοποίηση δεν έχουν ανοίξει οι αγορές; Ποιοι γίνονται πλούσιοι και δεν το γνωρίζω; Πόσοι δούλοι έχουν μαζευτεί από τα πέρατα του κόσμου; Και αυτοί οι δούλοι της εποχής του Επίκουρου τι εθνικότητας ήταν και τι απέγιναν; Μήπως επαναπροωθήθηκαν στις χώρες τους ή μήπως συγχωνεύτηκαν με τους Έλληνες;
Αυτά λοιπόν βλέπουμε και ζούμε εμείς οι αποδιοπομπαίοι και ήμαστε σαν χαμένοι, και σαν εξωγήινοι.
Και άραγε τι θα μπορούσε να κάνει ένας Επίκουρος τότε, αλλά και τώρα;
Θα μπορούσε να τα βάλει μ’ όλο αυτόν τον καλά εξοπλισμένο μηχανισμό;
Να δημιουργούσε ακόμα έναν εμφύλιο σπαραγμό μέσα στους τόσους που υπήρχαν εκείνη την εποχή; Ή να ξεσήκωνε την νεολαία προκειμένου να εκτονωθεί σπάζοντας αδιακρίτως και εφαρμόζοντας την τυφλή βία;
Όχι είπε, όπως το ίδιο θα έλεγε και σήμερα. Θα έλεγε λοιπόν, όπως πολύ πιθανό να το είπε και τότε, τότε που έφτιαξε τον κήπο. Ρε δεν πα να πνιγείτε εσείς και η εξουσία σας, τα λεφτά σας και τα καράβια σας. Και θα περιμένω εγώ για να ζήσω με τις τελεολογίες σας και την δοτή ιστορική σας αναγκαιότητα;. Να κάνω αγώνα για τον αγώνα;. Έτσι θα λύσω το υπαρξιακό μου πρόβλημα; Εδώ λοιπόν και τώρα ευτυχία για το πικραμένο πόπολο. Εγώ θα φτιάξω την δική μου κοινωνία. Μια αυτάρκη λιτή κοινωνία. Θα φτιάξω εγώ και οι φίλοι μου την κοινωνία της σωφροσύνης, της ελευθερίας, τη δικαιοσύνης, της ηδονής καθώς και της εσωτερικής αναζήτησης με σκοπό την αποδαιμονοποίηση των συνειδήσεων. Αποδαιμονοποίηση αν δεχτούμε ως κατασκευασμένο από ύλη τον κόσμο μας και αν δεν φοβόμαστε τον θάνατο.
Και σ’ αυτήν την κοινωνία - κοινόβιο, ούτε νόμοι θα υπάρχουν, ούτε συντάγματα, ούτε συνδικαλισμός, ούτε κυβέρνηση. Διότι θα είναι καμωμένη από φίλους και θα οι ισχύουν οι άγραφοι κανόνες της φιλίας. Και θα ζει λαθεμένα όποιος ανακατευθεί με την πολιτική. Γι’ αυτό απαξίωσέ την και ζήσε απαρατήρητος μέσα σ’ αυτόν τον κήπο. Μέσα σ’ αυτό το φιλικό περιβάλλον όπου μπορείς ελεύθερα να αναπτύξεις και τις εσωτερικές σου ανησυχίες και τις επιστημονικές σου αναζητήσεις. Και αν φτάσεις σ’ ένα ανώτερο επίπεδο τότε θα νοιώσεις την υπέρτατη ηδονή. Την ηδονή αυτή που την ονόμασε καταστηματική. Δηλαδή θα ζεις μακάρια χωρίς την παραμικρή ταραχή στην ψυχή σου και χωρίς να υποφέρει το σώμα σου. Θα ζεις μακάριος σαν τους Θεούς, ανάμεσα στους ανθρώπους.
Συμπέρασμα:
Όντως ο Επίκουρος είναι παιδί της Ιμπεριαλιστικής και ολιγαρχικής Αθήνας. Αντέδρασε όμως με τον τρόπο του στα σχέδια αυτά και μας άφησε την ανθρώπινη χωρίς άλλο φιλοσοφία του. Φυσικά και δεν θα υπήρχε Επίκουρος εάν οι θεσμοί λειτουργούσαν Δημοκρατικά. Εάν υπήρχε η άμεση κληρωτή Δημοκρατία του 5ου αιώνα. Διότι παρά τα προβλήματά της, όλος ο κόσμος ήταν ευτυχισμένος. Όλος ο κόσμος ήταν πολίτες και όχι οπαδοί ή μάζα.
Εδώ μας αναφέρει ο Θεοδωρίδης ότι «η στάση του Επίκουρου απέναντι στο κράτος ορίζεται από την κοινωνική του θέση. Η οικογένειά του είναι ξεπεσμένος κλάδος μεγάλου άλλοτε αριστοκρατικού οίκου, που υποχρεώνεται από ανέχεια να πάρει μέρος σε κληρουχία με άλλο φτωχόκοσμο. Φέρνει όμως μέσα της ζωντανή την δημοκρατική παράδοση και με άγριο πάθος καταδικάζει κάθε τι που έβλαψε τον δήμο, αριστοκράτες, Σπαρτιάτες, Θηβαίους, τους Μακεδόνες και τους πλουτοκράτες που συνεργάζονται μαζί τους και κυβερνούν την πόλη. Αυτοί πρόδωσαν την Δημοκρατία, σώριασαν τις συμφορές στην πόλη, την ταπείνωσαν από το αξίωμα της ηγεμόνισσας στην Ελλάδα…»
Από την άλλη αυτό που πυροδότησε τον Λαμιακό πόλεμο πρακτικά ήταν η Σάμος. Και ο Περδίκκας απεκατέστησε του Σαμίους μετά από 43 έτη νομής και κατοχής από τους Αθηναίους. Έτσι τους έδωσε την ελευθερία τους και τις περιουσίες τους πίσω.
Άσχετα όμως απ’ αυτά, ήταν καθήκον του Επίκουρου να πάει στον Κολοφώνα για να δει τους γονείς του. Όμως θα πρέπει να είχε βάλει σκοπό να ξαναεπιστρέψει στην Πατρώα Γη. Πράγμα που το έκανε στα 35 του, όταν έκρινε ότι τα πράγματα στην Αθήνα κάπως ομαλοποιήθηκαν. Έτσι με τις οικονομίες του αγόρασε ένα σπίτι με κήπο και εγκατέστησε εκεί την σχολή του. Φυσικά και με την συμπαράσταση των φίλων του από την Μυτιλήνη και από την Λάμψακο που τον είχαν ακολουθήσει. Ο αντιεξουσιαστής Επίκουρος φιλοξενούσε χωρίς διακρίσεις και δούλους και γυναίκες και εταίρες και νέους και γέρους και παιδιά μέσα στον κήπο. Δεν υπήρχε υπακοή αλλά αναγνωριζόντουσαν όλοι ως φίλοι οι οποίοι αλληλοβοηθούνταν. Ήταν δε απέναντι από τα δημόσια αξιώματα.
Οι μαθητές του πήγαιναν και στις άλλες πόλεις και δημιουργούσαν και εκεί ανάλογους κήπους οι οποίοι συνεργαζόντουσαν και μεταξύ τους και με τον Επίκουρο. Και αυτό το βλέπουμε από την αλληλογραφία του Επίκουρου που μας διασώθηκε.
Δηλαδή ο κήπος του Επίκουρου έπαιζε τον ρόλο μιας χαλαρής ομοσπονδίας ελευθέρων ομάδων.
Βέβαια αργότερα ακολουθώντας προφανώς αυτήν την οργανωτικότητα έφτιαξαν και οι χριστιανοί κοινόβια. Και ο Σαούλ είχε αλληλογραφία με αυτά. Αλλά μέσα σ’ αυτά, και ιεραρχία υπήρχε και ανελευθερία και τελεολογία. Επί πλέον οι χριστιανοί στηρίζονταν μόνο στο συναίσθημα. Δηλαδή στην αγάπη και στην ελπίδα για ένα αβέβαιο παράδεισο. Όπως στην συντροφικότητα και στην προσμονή περί αταξικής κοινωνίας στηρίζονται και οι σημερινοί κομουνιστές. Και όχι στην λογική-συναίσθημα- επιθυμία που χαρακτήριζε τα Επικούρεια κοινόβια. Και η επικράτηση των χριστιανών και αργότερα των κομουνιστών έγκειται στο γεγονός ότι ο άνθρωπός είναι πιο ευάλωτος όσον αφορά το συναίσθημα. Ακόμα και η σημερινή κοινωνία μας στηρίζεται όχι μόνο στο συναίσθημα, αλλά και στην ανάδειξη ενός Φροϋδικού εξαναγκασμού αναδεικνύοντας σαν κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ψυχής, την επιθυμία.
Το λάθε βιώσας του Επίκουρου και το ότι «ποτέ δεν επιθύμησα να γίνω αρεστός στους πολλούς, γιατί δεν κάθισα να μάθω τι αρέσει στους πολλούς και γιατί, τα όσα ήξερα εγώ βρίσκονταν μακριά από την δική τους αντίληψη» ίσως και να εξασφάλιζε για επτά αιώνες σε ανεκτικούς καιρούς, και εξασφαλίζει και σήμερα που είναι ανάλογοι καιροί, την νομιμότητα της φιλοσοφίας του και την δημιουργία των κήπων. Γι’ αυτό αγαπητοί μου φίλοι δεν βλέπω ως στόχο της Επικούρειας φιλοσοφίας την ανάδειξη της διαφορετικότητάς μας.
Τι σημαίνει όμως να ζεις στην αφάνεια; Άραγε εδώ έχουμε να κάνουμε με μία άρνηση; με μία αποχή; Μήπως έχουμε να κάνουμε με μία αδιαφορία προς τα κοινά; Με μία απαξίωση;
Όμως η άρνηση αυτή, γίνεται κατάφαση από μόνη της.
Το να ζεις στην αφάνεια έχει διττή σημασία και η μία είναι το βόλεμα και η άλλη, η παθητική αντίσταση με το κατεστημένο. Και αυτό δίχασε και τους Επικούρειους αλλά και τους άλλους ανθρώπους. Αλλά όπως θα δούμε παρακάτω σαφώς ο Επίκουρος δεν εννοούσε το βόλεμα.
Το να περνάς την ζωή σου απαρατήρητος όντως τρίζει τα θεμέλια του συστήματος.
Η αποχή είναι από μόνη της ένα χαστούκι στους τεχνικούς της εξουσίας.
Και την απαξίωση την τρέμουν όλοι. Την τρέμουν περισσότερο και από το γιαούρτωμα. αλλά και από το να τα κάνεις, όλα γυαλιά καρφιά.
Εδώ μας διαφωτίζει με σαφήνεια ο πρώτος και μεγάλος σύγχρονος επικούρειος, ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης λέγοντας για το λάθε βιώσας. «Απόφευγε τις μωρές επιδιώξεις, τις πράξεις που προκαλούν αντίδραση, ταράζουν την γαλήνη σου και σε κατεβάζουν στο επίπεδο των αφώτιστων και των χυδαίων . Τιμές και δόξες σαν εκείνες δεν έχουν αξία»
Ακόμα βλέπουμε πως από τις πράξεις του, ούτε ο Επίκουρος έζησε σε αφάνεια, σε ιδιωτεία και δεν βολεύτηκε ποτέ. Διότι αν βολευότανε δεν θα δημιουργούσε ούτε την σχολή του, ούτε τα έργα του, ούτε τον κήπο. Ούτε βολεύτηκαν οι μαθητές του, ούτε και οι κατοπινοί Επικούρειοι. Άλλωστε ο Επίκουρος δεχόταν την προπαγάνδα με την έννοια του παραδείγματος προς μίμηση. Και μάλιστα και γι’ αυτό είμαστε και εμείς εδώ. Για να διαφωτίσουμε και για να διαφωτιστούμε. Ακόμα οι μαρτυρίες και οι οδηγίες του Επίκουρου για την φιλία, την ευτυχία και την ηδονή, μας κάνει να δούμε συμβολικά και πρακτικά αυτήν την ρήση. Μας φωνάζει να αποσυρθούμε από τα κοινωνικά προβλήματα, με τα οποία μας φορτώνουν και τα οποία δεν είναι δικά μας και να ασχοληθούμε επιτέλους μόνο μ’ αυτά που μας απασχολούν.
Μας λέει να ζούμε με αυτάρκεια για να είμαστε ελεύθεροι. Και φτιάχνει τον κήπο. Έναν κήπο αυτάρκη που η εξουσία δεν χωρά εκεί μέσα. Και αν τον δούμε από άλλη οπτική γωνία, άραγε ο κήπος τι μπορεί να συμβολίζει; Μήπως μία ουτοπική κοινωνία; Μήπως μία αναρχική, αν θέλετε, ομάδα; Ή μήπως την απαλλοτρίωση της ανθρώπινης ψυχής;
Για να δούμε!
Όμως πριν απαντήσουμε στα ανωτέρω ερωτήματα καλό θα είναι να φανερώσουμε, τι καθεστώς επικρατούσε στην άλλοτε… των Αθηναίων πολιτεία. Όπως θα δούμε εκείνοι οι καιροί ήταν η εποχή της παρακμής. Της παρακμής της κάθε αξίας και του ευτελισμού σε κάκιστο βαθμό, των ηθών. Ήταν η εποχή της αποθέωσης του παραλόγου και της νομιμοποίησης του. Ήταν η εποχή… Και αν συγκρίνουμε τους καιρούς αυτούς, μοιάζουν σε πολλά με την σημερινή εποχή.
Ως γνωστό ο Επίκουρος γεννήθηκε το 341 π.χ. στον δήμο Γαργηττού και πέθανε το 270 π.χ. Αν και οι γονείς του κατάγονταν από ένδοξη και πλούσια οικογένεια μετανάστευσαν λόγω φτώχειας μαζί με άλλους Αθηναίους κληρούχους στην Σάμο.
Όταν ήταν τριών ετών, δηλαδή το 338 π.χ. έγινε η μάχη της Χαιρώνειας.
Στην μάχη αυτή ηττήθηκε, εκτός των άλλων και Δημοκρατία.
Αυτή η χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς πραγματική Δημοκρατία η οποία συνοψίζεται στην περιγραφή που μας διασώζει ακόμα και ο ολιγαρχικός Αριστοτέλης και που είναι Δημοκρατικόν μεν το κληρωτάς είναι τας αρχάς, το δε αιρετάς ολιγαρχικόν.
Το 323, όταν δηλαδή ήταν σε ηλικία 18 ετών, ο Επίκουρος έρχεται στην Αθήνα από την Σάμο για να υπηρετήσει την θητεία του.
Το έτος όμως αυτό είναι σημαδιακό και για την Ελληνική ιστορία και για τον κόσμο ολόκληρο. Διότι εκείνο το έτος πέθανε ο Μ. Αλέξανδρος αφ’ ενός και αφ’ ετέρου με την είδηση του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου ξεκινά ο Λαμιακός πόλεμος.
Με πρωταγωνίστρια την Αθήνα και τις σύμμαχες προς αυτήν πόλεις, δόθηκε ο τελευταίος πόλεμος ενάντια στην μοναρχία και στην επαναφορά της Δημοκρατίας.. Δυστυχώς μετά από ένα χρόνο, το 322, ο πόλεμος αυτός χάθηκε από τις ενωμένες συμμαχικές πόλεις. Και τότε η Αθήνα υποχρεώθηκε να δεχθεί το ολιγαρχικό καθεστώς που της επέβαλαν οι Μακεδόνες. Την ανάγκασαν να δεχθεί ισχυρή μακεδονική φρουρά υπό την αρχηγία του Μένυλλου. Φρουρά που εγκαταστάθηκε στην Μουνιχία ενώ η διοίκηση των Αθηνών δόθηκε σε αυτούς κατοίκους που διέθεταν την ανάλογη περιουσία. Η ιστορία μας λέει πως μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου είχε τοποθετηθεί ως στρατηγός και Αυτοκράτωρ της Ευρώπης, ο Αντίπατρος.
Ο Επίκουρος μετά την στρατιωτική του θητεία φεύγει από την Αθήνα και πηγαίνει και στον Κολοφώνα, μια πόλη απέναντι από την Σάμο, για να συναντήσει την οικογένειά του. Την οικογένειά του, η οποία είχε καταφύγει εκεί, διότι η Σάμος είχε χαθεί από τους Αθηναίους κατά τον Λαμιακό πόλεμο. Και διότι ο επίτροπος του βασιλικού θρόνου ο Περδίκκας αποφάσισε την εκδίωξη των Αθηναίων κληρούχων από την Σάμο. Μετά πηγαίνει στην γειτονική πόλη Τέω και τέλος στην Ρόδο όπου συνεχίζει τις σπουδές του.
Μετά τον Λαμιακό πόλεμο ο Αντίπατρος ορίζει ως διάδοχο του θρόνου του τον Πολυπέρχοντα Επειδή ο Πολυπέρχων, αν και έμπειρος, δεν ήταν γαλαζοαίματος δυσαρεστεί τα μάλα τον μεγαλύτερο γιο του Αντίπατρου τον Κάσσανδρο. Έτσι συμμαχεί με τους ντόπιους συμμάχους καθώς και με το βασιλέα της Αιγύπτου τον Πτολεμαίο τον Σωτήρα και καταλαμβάνει την εξουσία.
Ο Κάσσανδρος, αυτός ο γιος Αντίπατρου και της Θεσσαλονίκης, η οποία ήταν αδελφή του Μ. Αλεξάνδρου, εκτός των άλλων πολέμων που έκανε, και τους οποίους τους έκανε, ένεκα της φιλοδοξίας του, ήταν και ο πιο πανούργος, ύπουλος και θρασύδειλος εκ των επιγόνων του Μ. Αλεξάνδρου. Για την ιστορία σας παραθέτω μερικά από τα εγκλήματά του. Σκότωσε την μάνα του Αλέξανδρου την Ολυμπιάδα και το έτος 310 π.χ. σκότωσε και τον γιο του Μ. Αλέξανδρου τον Αλέξανδρο τον Δον και την γυναίκα του Μ. Αλεξάνδρου, την Ρωξάνη κ.α. Η δε πολιτική του ήταν ίδια με τον πατέρα του. Ήθελε τις Ελληνικές πόλεις, όχι ως σύμμαχες αλλά ως υποτελείς.
Έτσι στα 317 π.χ. όρισε εγκάθετο επιστάτη τον ολιγαρχικό μαθητή του Αριστοτέλη, τον Δημήτριο τον Φαληρέα ο οποίος έμεινε στο αξίωμα αυτό για δέκα έτη.
Στην Αυτοκρατορία του Αλέξανδρου μαίνονταν σε έντονο βαθμό, οι τραγικοί απ’ όλες τις απόψεις, πόλεμοι των επιγόνων. Πόλεμοι παράλογοι και όνειδος για την ιστορία της Ελλάδος. Πόλεμοι καταστρεπτικοί, εξευτελιστικοί και εξουθενωτικοί. Ήταν δε τόσο εξουθενωτικοί που έδωσαν την Ελλάδα ως μασημένη τροφή στο στόμα των Ρωμαίων.
Στο μεταξύ ο Επίκουρος αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, σε ηλικία 30 ετών, δηλαδή γύρω στο 311 π.χ,. μεταβαίνει στην πόλη της Μυτιλήνης όπου άρχισε να διδάσκει φιλοσοφία. Όμως οι επαναστατικές του ιδέες ενόχλησαν την ντόπια ολιγαρχία και υποψιαζόμαστε ότι απειλήθηκε και η ζωή του. Έτσι εγκατέλειψε την Μυτιλήνη και πέρασε απέναντι στην Λάμψακο. Δηλαδή έφυγε από την επικράτεια που ήλεγχε ο απολυταρχικός δικτάτορας επίγονος του Μ. Αλεξάνδρου Αντίγονος ο Αος ο Κύκλωψ ή μονόφθαλμος και πήγε στην επικράτεια του φιλελεύθερου επίγονου του Λυσίμαχου. Στην Λάμψακο έμεινε για μια πενταετία και δημιούργησε σχολή.
Στην Αθήνα πάλι το 307 μπαίνει αιφνιδιαστικά στον Πειραιά ο γιος του Αντίγονου του Αου του μονόφθαλμου, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής. Αυτός αντί να επιτεθεί εναντίον της φρουράς που στρατοπέδευε, όπως ελέχθει στην Μουνιχία, συγκέντρωσε τον κόσμο και με έναν δημοκρατικό βερμπαλισμό τους είπε πως ήρθε για να τους απελευθερώσει και ότι θα επαναφέρει το παλιό πολίτευμα, την δημοκρατία.
Οι Αθηναίοι τότε τον υποδέχθηκαν σαν ελευθερωτή, από την τυραννία του Δημητρίου του Φαληρέως και σαν Θεό. Μάλιστα ψήφισαν και νόμο που απαγόρευε την λειτουργία όλων των υπαρχουσών φιλοσοφικών σχολών. Δηλαδή την Πλατωνική Ακαδημία και το Λύκειο του Αριστοτέλη οι οποίες με τις ολιγαρχικές ιδέες που προωθούσαν, είχαν φέρει πολλά δεινά στην Αθήνα.
‘Όμως η απαγόρευση αυτή δεν μπορούσε να διαρκέσει πολύ σε μία πόλη με φιλοσοφική παράδοση όπως ήταν η Αθήνα Ένα χρόνο μετά ψηφίστηκε ένας άλλος νόμος που επέτρεπε σ’ όποιον ήθελε να δημιουργήσει την δική φιλοσοφική σχολή. Έτσι ξανανομιμοποιήθηκαν, η Ακαδημία και το Λύκειο.
Ο Επίκουρος άδραξε της ευκαιρίας και μετέφερε την σχολή του από την Λάμψακο στην Αθήνα το 306 π.χ.
Στο μεταξύ ο Δημήτριος ο Πολιορκητής υποσχέθηκε στους πρώην πολίτες χρηματική ενίσχυση προκειμένου να ξαναφτιάξουν τον στόλο τους. Εκείνοι τότε προς τιμήν του μετονόμασαν δύο φυλές της Αθήνας με τα ονόματα του πατέρα του και του ιδίου.
Κατόπιν το «παλικάρι» αυτό έδωσε πολλές μάχες με διάφορους διεκδικητές της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Κυνήγησε δε τον Κάσσανδρο έως τις Θερμοπύλες. Τον Κάσσανδρο ο οποίος ξανα πολιορκούσε την Αθήνα. Ο Πλούταρχος μας αναφέρει ότι η πλειοψηφία των Αθηναίων, για την πράξη του αυτή, του έδωσε ένα δωμάτιο στον Παρθενώνα, όπου αυτός το μετέτρεψε σε γαμιστρώνα. Διότι εκτός από πολεμιστής ήταν και πολύ φιλήδονος. Και μάλιστα είχε πολλές ερωμένες. Παρήγγειλε δε να μαζευτεί ένα μεγάλο χρηματικό ποσό το οποίο το έδωσε και στην επίσημη ερωμένη του την Λαμία, αλλά και στις άλλες ερωμένες του, για να αγοράσουν καλλυντικά.
Μετά θέλησε να γίνει αποδεκτός στα ανώτερα θρησκευτικά μυστήρια. Πράγμα που δεν ήταν αποδεκτό σύμφωνα με τους θρησκευτικούς νόμους καθώς η μύηση ήταν αυστηρά προσδιορισμένη από χρονικά όρια. Οι Αθηναίοι έφτασαν στο σημείο να μετονομάσουν κάποιους μήνες για να γίνει αποδεκτό το αίτημα του.
Όταν λοιπόν ήρθε ο Επίκουρος στην Αθήνα, σε ηλικία 35 ετών, την βρήκε σ’ αυτό το μαύρο της το χάλι. Η παλιά δημοκρατία των Αθηναίων πολιτών δεν υπήρχε πια. Αι Αθήναι είχαν μετατραπεί σε Αθήνα. Διότι οι άνθρωποι που την αποτελούσαν είχαν αλλοτριωθεί, εξανδραποδιστεί και ξεφτιλιστεί.
Ποιος ξέρει τι τυραννία θα είχαν υποστεί από τον επιστάτη τους, τον Δημήτριο τον Φαληρέα ώστε να δεχθούν το λιγότερο κακό. Τον Δημήτριο τον Πολιορκητή ως ελευθερωτή και ως Θεό. Και αυτά τα πράγματα τα αφουγκραζότανε, τα έβλεπε και τα υπέμεινε ο Μεγάλος μας Δάσκαλος.
Πράγματι ήταν μεγάλη η ξεφτίλα εκ μέρους των Αθηναίων να μετονομάσουν δύο από τις δέκα φυλές τους με τα ονόματα των λιγότερο σφαλερών τυράννων τους. Και άραγε το γεγονός αυτό, δεν αποτέλεσε ύβρη για τους ένδοξους προγόνους τους; Δεν αποτελεσε ύβρη και αιδώ το να του παραχωρήσουν δωμάτιο στον Παρθενώνα ώστε να το μετατρέψει σε γκαρσονιέρα με θέα;. Δεν αποτέλεσε όνειδος το να μετονομάσουν τους μήνες ώστε ο Δημητράκης να γίνει αποδεκτός στα θρησκευτικά μυστήρια ικανοποιώντας έτσι την μωροματαιοδοξία του;
Αυτά και άλλα έζησε και έβλεπε ο Σεβαστός Δάσκαλος την εποχή εκείνη της παρακμής. Έβλεπε επίσης και την κατάντια όλων των Ελλήνων που είχαν εμπλακεί, σε παράλογους, καταστρεπτικούς και φθοροποιούς για την ψυχική υγεία, εμφυλίους πολέμους
Με λίγα λόγια στα 46 χρόνια που έζησε ο Επίκουρος στην Αθήνα, η πόλη γνώρισε 6 πολέμους 4 εισβολές και πολιορκίες, 4 αλώσεις και κατοχές. Οι θεσμοί του πολιτεύματος που λειτούργησαν ικανοποιητικά επί 3 αιώνες καταρρέουν. Οι κάτοικοι διαχωρίζονται και επιζητούν εξουσία για να μπορούν να νέμονται για δικό τους όφελος το δημόσιο χρήμα. Οι απλοί άνθρωποι ζούσαν μέσα στην ανασφάλεια, την αβεβαιότητα, τον φόβο. Παρ’ όλη την ανάπτυξη του εμπορίου με τις νέες αγορές που δημιούργησαν οι κατακτήσεις του Μ Αλεξάνδρου, οι ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες και οι μικροπαραγωγοί εξαθλιώνονται και ο θεσμός της δουλείας παίρνει τεράστιες διαστάσεις και η αμοιβή της ελεύθερης εργασίας μειώνεται δραματικά Ο πλούτος συγκεντρώνεται σε ελάχιστα χέρια.
Άραγε τα περισσότερα εξ αυτών δεν τα βιώνουμε και σήμερα και δεν τα ζήσαμε και στο πρόσφατο παρελθόν; Μήπως ξεχάσαμε τα μεγάλα σκάνδαλα που ταλάνιζαν και ταλανίζουν την χώρα μας; Ναι όλα αυτά καθώς και άλλα, απασχολούν την κοινή γνώμη και τον λαό.
Άραγε τώρα με την παγκοσμιοποίηση δεν έχουν ανοίξει οι αγορές; Ποιοι γίνονται πλούσιοι και δεν το γνωρίζω; Πόσοι δούλοι έχουν μαζευτεί από τα πέρατα του κόσμου; Και αυτοί οι δούλοι της εποχής του Επίκουρου τι εθνικότητας ήταν και τι απέγιναν; Μήπως επαναπροωθήθηκαν στις χώρες τους ή μήπως συγχωνεύτηκαν με τους Έλληνες;
Αυτά λοιπόν βλέπουμε και ζούμε εμείς οι αποδιοπομπαίοι και ήμαστε σαν χαμένοι, και σαν εξωγήινοι.
Και άραγε τι θα μπορούσε να κάνει ένας Επίκουρος τότε, αλλά και τώρα;
Θα μπορούσε να τα βάλει μ’ όλο αυτόν τον καλά εξοπλισμένο μηχανισμό;
Να δημιουργούσε ακόμα έναν εμφύλιο σπαραγμό μέσα στους τόσους που υπήρχαν εκείνη την εποχή; Ή να ξεσήκωνε την νεολαία προκειμένου να εκτονωθεί σπάζοντας αδιακρίτως και εφαρμόζοντας την τυφλή βία;
Όχι είπε, όπως το ίδιο θα έλεγε και σήμερα. Θα έλεγε λοιπόν, όπως πολύ πιθανό να το είπε και τότε, τότε που έφτιαξε τον κήπο. Ρε δεν πα να πνιγείτε εσείς και η εξουσία σας, τα λεφτά σας και τα καράβια σας. Και θα περιμένω εγώ για να ζήσω με τις τελεολογίες σας και την δοτή ιστορική σας αναγκαιότητα;. Να κάνω αγώνα για τον αγώνα;. Έτσι θα λύσω το υπαρξιακό μου πρόβλημα; Εδώ λοιπόν και τώρα ευτυχία για το πικραμένο πόπολο. Εγώ θα φτιάξω την δική μου κοινωνία. Μια αυτάρκη λιτή κοινωνία. Θα φτιάξω εγώ και οι φίλοι μου την κοινωνία της σωφροσύνης, της ελευθερίας, τη δικαιοσύνης, της ηδονής καθώς και της εσωτερικής αναζήτησης με σκοπό την αποδαιμονοποίηση των συνειδήσεων. Αποδαιμονοποίηση αν δεχτούμε ως κατασκευασμένο από ύλη τον κόσμο μας και αν δεν φοβόμαστε τον θάνατο.
Και σ’ αυτήν την κοινωνία - κοινόβιο, ούτε νόμοι θα υπάρχουν, ούτε συντάγματα, ούτε συνδικαλισμός, ούτε κυβέρνηση. Διότι θα είναι καμωμένη από φίλους και θα οι ισχύουν οι άγραφοι κανόνες της φιλίας. Και θα ζει λαθεμένα όποιος ανακατευθεί με την πολιτική. Γι’ αυτό απαξίωσέ την και ζήσε απαρατήρητος μέσα σ’ αυτόν τον κήπο. Μέσα σ’ αυτό το φιλικό περιβάλλον όπου μπορείς ελεύθερα να αναπτύξεις και τις εσωτερικές σου ανησυχίες και τις επιστημονικές σου αναζητήσεις. Και αν φτάσεις σ’ ένα ανώτερο επίπεδο τότε θα νοιώσεις την υπέρτατη ηδονή. Την ηδονή αυτή που την ονόμασε καταστηματική. Δηλαδή θα ζεις μακάρια χωρίς την παραμικρή ταραχή στην ψυχή σου και χωρίς να υποφέρει το σώμα σου. Θα ζεις μακάριος σαν τους Θεούς, ανάμεσα στους ανθρώπους.
Συμπέρασμα:
Όντως ο Επίκουρος είναι παιδί της Ιμπεριαλιστικής και ολιγαρχικής Αθήνας. Αντέδρασε όμως με τον τρόπο του στα σχέδια αυτά και μας άφησε την ανθρώπινη χωρίς άλλο φιλοσοφία του. Φυσικά και δεν θα υπήρχε Επίκουρος εάν οι θεσμοί λειτουργούσαν Δημοκρατικά. Εάν υπήρχε η άμεση κληρωτή Δημοκρατία του 5ου αιώνα. Διότι παρά τα προβλήματά της, όλος ο κόσμος ήταν ευτυχισμένος. Όλος ο κόσμος ήταν πολίτες και όχι οπαδοί ή μάζα.
Εδώ μας αναφέρει ο Θεοδωρίδης ότι «η στάση του Επίκουρου απέναντι στο κράτος ορίζεται από την κοινωνική του θέση. Η οικογένειά του είναι ξεπεσμένος κλάδος μεγάλου άλλοτε αριστοκρατικού οίκου, που υποχρεώνεται από ανέχεια να πάρει μέρος σε κληρουχία με άλλο φτωχόκοσμο. Φέρνει όμως μέσα της ζωντανή την δημοκρατική παράδοση και με άγριο πάθος καταδικάζει κάθε τι που έβλαψε τον δήμο, αριστοκράτες, Σπαρτιάτες, Θηβαίους, τους Μακεδόνες και τους πλουτοκράτες που συνεργάζονται μαζί τους και κυβερνούν την πόλη. Αυτοί πρόδωσαν την Δημοκρατία, σώριασαν τις συμφορές στην πόλη, την ταπείνωσαν από το αξίωμα της ηγεμόνισσας στην Ελλάδα…»
Από την άλλη αυτό που πυροδότησε τον Λαμιακό πόλεμο πρακτικά ήταν η Σάμος. Και ο Περδίκκας απεκατέστησε του Σαμίους μετά από 43 έτη νομής και κατοχής από τους Αθηναίους. Έτσι τους έδωσε την ελευθερία τους και τις περιουσίες τους πίσω.
Άσχετα όμως απ’ αυτά, ήταν καθήκον του Επίκουρου να πάει στον Κολοφώνα για να δει τους γονείς του. Όμως θα πρέπει να είχε βάλει σκοπό να ξαναεπιστρέψει στην Πατρώα Γη. Πράγμα που το έκανε στα 35 του, όταν έκρινε ότι τα πράγματα στην Αθήνα κάπως ομαλοποιήθηκαν. Έτσι με τις οικονομίες του αγόρασε ένα σπίτι με κήπο και εγκατέστησε εκεί την σχολή του. Φυσικά και με την συμπαράσταση των φίλων του από την Μυτιλήνη και από την Λάμψακο που τον είχαν ακολουθήσει. Ο αντιεξουσιαστής Επίκουρος φιλοξενούσε χωρίς διακρίσεις και δούλους και γυναίκες και εταίρες και νέους και γέρους και παιδιά μέσα στον κήπο. Δεν υπήρχε υπακοή αλλά αναγνωριζόντουσαν όλοι ως φίλοι οι οποίοι αλληλοβοηθούνταν. Ήταν δε απέναντι από τα δημόσια αξιώματα.
Οι μαθητές του πήγαιναν και στις άλλες πόλεις και δημιουργούσαν και εκεί ανάλογους κήπους οι οποίοι συνεργαζόντουσαν και μεταξύ τους και με τον Επίκουρο. Και αυτό το βλέπουμε από την αλληλογραφία του Επίκουρου που μας διασώθηκε.
Δηλαδή ο κήπος του Επίκουρου έπαιζε τον ρόλο μιας χαλαρής ομοσπονδίας ελευθέρων ομάδων.
Βέβαια αργότερα ακολουθώντας προφανώς αυτήν την οργανωτικότητα έφτιαξαν και οι χριστιανοί κοινόβια. Και ο Σαούλ είχε αλληλογραφία με αυτά. Αλλά μέσα σ’ αυτά, και ιεραρχία υπήρχε και ανελευθερία και τελεολογία. Επί πλέον οι χριστιανοί στηρίζονταν μόνο στο συναίσθημα. Δηλαδή στην αγάπη και στην ελπίδα για ένα αβέβαιο παράδεισο. Όπως στην συντροφικότητα και στην προσμονή περί αταξικής κοινωνίας στηρίζονται και οι σημερινοί κομουνιστές. Και όχι στην λογική-συναίσθημα- επιθυμία που χαρακτήριζε τα Επικούρεια κοινόβια. Και η επικράτηση των χριστιανών και αργότερα των κομουνιστών έγκειται στο γεγονός ότι ο άνθρωπός είναι πιο ευάλωτος όσον αφορά το συναίσθημα. Ακόμα και η σημερινή κοινωνία μας στηρίζεται όχι μόνο στο συναίσθημα, αλλά και στην ανάδειξη ενός Φροϋδικού εξαναγκασμού αναδεικνύοντας σαν κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ψυχής, την επιθυμία.
Το λάθε βιώσας του Επίκουρου και το ότι «ποτέ δεν επιθύμησα να γίνω αρεστός στους πολλούς, γιατί δεν κάθισα να μάθω τι αρέσει στους πολλούς και γιατί, τα όσα ήξερα εγώ βρίσκονταν μακριά από την δική τους αντίληψη» ίσως και να εξασφάλιζε για επτά αιώνες σε ανεκτικούς καιρούς, και εξασφαλίζει και σήμερα που είναι ανάλογοι καιροί, την νομιμότητα της φιλοσοφίας του και την δημιουργία των κήπων. Γι’ αυτό αγαπητοί μου φίλοι δεν βλέπω ως στόχο της Επικούρειας φιλοσοφίας την ανάδειξη της διαφορετικότητάς μας.
Τυπικά Τελετών - Καθιέρωση Βωμού
Οι Ελληνικές τελετές παρουσιάζουν μια μεγάλη πολυμορφία, προερχόμενη από την διαφοροποίηση στο εσωτερικό/νοηματικό πλαίσιο και εκφρασμένη εξωτερικά με την ποικιλομορφία του τυπικού/τελετουργικού. Έτσι οι τελετές ανάλογα με την περίσταση, τον τύπο τους, την τιμώμενη θεότητα κ.τ.λ. παρουσιάζουν διαφοροποιημένα μορφικά χαρακτηριστικά.
Παρ' όλες όμως τις περισσότερο ή λιγότερο εμφανείς διαφοροποιήσεις είναι δυνατόν να δώσουμε τους γενικούς δομικούς κανόνες πάνω στους οποίους στηρίζεται η πλειοψηφία των λατρευτικών τυπικών. Αυτοί δε, δύνανται να αναπτυχθούν σε τρείς μεγάλους άξονες: Προετοιμασία για την τελετή, επικοινωνία με το Θείο, «σφράγισμα/κλείσιμο» της τελετής και εορτασμός μεταξύ των θρησκευτών.
Η προετοιμασία για την τελετή εκφράζεται εξωτερικά, με την πομπή προς το ιερό/βωμό την συγκέντρωση των προσφορών/θυσιών και τον καθαρμό των θρησκευτών. Η επικοινωνία ξεκινάει με το κάλεσμα της θεότητας, και ακολουθεί η κατάθεση των προσφορών, η θυσία, οι προσευχές ή οι ύμνοι κ.τ.λ., στο κλείσιμο των οποίων γίνονται οι σπονδές οίνου που «σφραγίζουν» με την τελετουργική πράξη τον ανθρώπινο λόγο. Τέλος έχουμε την ευχαριστία προς την θεότητα για την εύνοιά της και οι θρησκευτές συμμετέχουν στην εορτή μοιράζοντας το φαγητό/οίνο και διασκεδάζοντας με μουσική, χορό κτλ.
Ακολουθούν τα τυπικά κύριων τελετών για την Ελληνική Θρησκεία
Καθιέρωση Βωμού
Ο Βωμός αποτελεί το κέντρο της Λατρευτικής πρακτικής. Είναι κατά κάποιον τρόπο ή «γέφυρα» επικοινωνίας μεταξύ θνητών και Αθανάτων.
Η έναρξη της λειτουργίας ενός νέου Βωμού σηματοδοτείται με την καθιέρωσή του. Ο Βωμός έχει συνήθως Ανατολικό προσανατολισμό δεχόμενος τις πρώτες αχτίδες τού Ηλίου κατά την ημερήσια του έγερση. Η καθιέρωσή του γίνεται μέσω συγκεκριμένης τελετής από Ιερείς κα Ιέρειες καταλλήλως προετοιμασμένους για ένα τόσο Ιερό τέλεσμα, πού θα εξασφαλίσει στο μέλλον την Ιερότητά του, βοηθώντας τον άνθρωπο πού θα συμμετάσχει στις καθιερωμένες τελετές να ανταποκριθεί ασφαλής και απερίσπαστος από την φθορά της καθημερινότητας.
Ο Βωμός αφιερώνεται σε κάθε Θεά/Θεό ξεχωριστά ή ζεύγη Θεών καθώς και σε όλους τούς Θεούς μαζί. Η καθιέρωσή του μπορεί να γίνει με την χρήση της τετραστοιχείας, χρησιμοποιώντας δηλαδή τις τέσσερεις καταστάσεις της ύλης στην Γή μας συν την «συμμετοχή» της/του προς αφιέρωση Θεάς/Θεού.
Τα τέσσερα στοιχεία Γη, Υδωρ, Αήρ και Πυρ αποτελούν τα πρωταρχικά στοιχεία της υπόστασής μας. Η Γη και το Υδωρ θεωρούνται ως θηλυκά ενώ ο Αήρ και το Πυρ αρσενικά.
Κάθε στοιχείο αντιστοιχίζεται στις δυνάμεις και στις εκδηλώσεις τού Θείου στην Γή μας.
Ο προσανατολισμός τους ορίζεται ως εξής:
Συνεχίζουμε με το στοιχείο τού Υδατος ακολουθώντας την δεξιόστροφη περιστροφή, ραίνοντας επίσης τον Βωμό με νερό, ακολουθεί το στοιχείο τού Αέρος και κλείνουμε τον χορό των στοιχείων με το Πυρ.
Σ΄ έναν άλλο εξωτερικό κύκλο κινούμεθα αριστεροστρόφως μνημονεύοντας την Επωδό του Θεού/Θεών προς τους οποίους καθιερώνεται ο Βωμός, προσφέροντας τις ανάλογες θυσίες. Σπένδουμε δε καθ' όλην την διαδικασία με την ανάλογη σπονδή εκάστου Θεού (στοιχείου) ανεξαρτήτως του ραντίσματος του Βωμού.
Καθ' εκάστην περιφορά στοιχείου υψώνουμε την κατάλληλη Επωδό.
Με την ολοκλήρωση της καθιερώσεως ο Βωμός παραδίδεται στην ανθρώπινη Λατρευτική κοινότητα έτοιμος να αποτελέσει την «γέφυρα» των Ιερών τελεσμάτων
Παρ' όλες όμως τις περισσότερο ή λιγότερο εμφανείς διαφοροποιήσεις είναι δυνατόν να δώσουμε τους γενικούς δομικούς κανόνες πάνω στους οποίους στηρίζεται η πλειοψηφία των λατρευτικών τυπικών. Αυτοί δε, δύνανται να αναπτυχθούν σε τρείς μεγάλους άξονες: Προετοιμασία για την τελετή, επικοινωνία με το Θείο, «σφράγισμα/κλείσιμο» της τελετής και εορτασμός μεταξύ των θρησκευτών.
Η προετοιμασία για την τελετή εκφράζεται εξωτερικά, με την πομπή προς το ιερό/βωμό την συγκέντρωση των προσφορών/θυσιών και τον καθαρμό των θρησκευτών. Η επικοινωνία ξεκινάει με το κάλεσμα της θεότητας, και ακολουθεί η κατάθεση των προσφορών, η θυσία, οι προσευχές ή οι ύμνοι κ.τ.λ., στο κλείσιμο των οποίων γίνονται οι σπονδές οίνου που «σφραγίζουν» με την τελετουργική πράξη τον ανθρώπινο λόγο. Τέλος έχουμε την ευχαριστία προς την θεότητα για την εύνοιά της και οι θρησκευτές συμμετέχουν στην εορτή μοιράζοντας το φαγητό/οίνο και διασκεδάζοντας με μουσική, χορό κτλ.
Ακολουθούν τα τυπικά κύριων τελετών για την Ελληνική Θρησκεία
Καθιέρωση Βωμού
Ο Βωμός αποτελεί το κέντρο της Λατρευτικής πρακτικής. Είναι κατά κάποιον τρόπο ή «γέφυρα» επικοινωνίας μεταξύ θνητών και Αθανάτων.
Η έναρξη της λειτουργίας ενός νέου Βωμού σηματοδοτείται με την καθιέρωσή του. Ο Βωμός έχει συνήθως Ανατολικό προσανατολισμό δεχόμενος τις πρώτες αχτίδες τού Ηλίου κατά την ημερήσια του έγερση. Η καθιέρωσή του γίνεται μέσω συγκεκριμένης τελετής από Ιερείς κα Ιέρειες καταλλήλως προετοιμασμένους για ένα τόσο Ιερό τέλεσμα, πού θα εξασφαλίσει στο μέλλον την Ιερότητά του, βοηθώντας τον άνθρωπο πού θα συμμετάσχει στις καθιερωμένες τελετές να ανταποκριθεί ασφαλής και απερίσπαστος από την φθορά της καθημερινότητας.
Ο Βωμός αφιερώνεται σε κάθε Θεά/Θεό ξεχωριστά ή ζεύγη Θεών καθώς και σε όλους τούς Θεούς μαζί. Η καθιέρωσή του μπορεί να γίνει με την χρήση της τετραστοιχείας, χρησιμοποιώντας δηλαδή τις τέσσερεις καταστάσεις της ύλης στην Γή μας συν την «συμμετοχή» της/του προς αφιέρωση Θεάς/Θεού.
Τα τέσσερα στοιχεία Γη, Υδωρ, Αήρ και Πυρ αποτελούν τα πρωταρχικά στοιχεία της υπόστασής μας. Η Γη και το Υδωρ θεωρούνται ως θηλυκά ενώ ο Αήρ και το Πυρ αρσενικά.
Κάθε στοιχείο αντιστοιχίζεται στις δυνάμεις και στις εκδηλώσεις τού Θείου στην Γή μας.
Ο προσανατολισμός τους ορίζεται ως εξής:
- Ανατολικά τοποθετούμε το στοιχείο τού Πυρός (Απόλλων).
- Δυτικά το στοιχείο της Γής (Γαία - Δήμητρα).
- στον Βορρά το στοιχείο τού Αέρος (Ερμής).
- στον Νότο το στοιχείο τού Υδατος (Αφροδίτη).
- Στα Δυτικά βάζουμε ένα δοχείο κατά προτίμηση πήλινο, γεμίζοντας το με χώμα της περιοχής πού ανυψώσαμε τον βωμό μας.
- Στ' Ανατολικά ανάβουμε μικρή πυρά ή ανάβουμε πυρσό.
- Στον Βορρά καίμε θυμίαμα σε μικρό τρίποδα ή άλλο σκεύος.
- Στον Νότο τοποθετούμε πήλινο σκεύος με ύδωρ από πηγή ή νερό θαλάσσης.
Συνεχίζουμε με το στοιχείο τού Υδατος ακολουθώντας την δεξιόστροφη περιστροφή, ραίνοντας επίσης τον Βωμό με νερό, ακολουθεί το στοιχείο τού Αέρος και κλείνουμε τον χορό των στοιχείων με το Πυρ.
Σ΄ έναν άλλο εξωτερικό κύκλο κινούμεθα αριστεροστρόφως μνημονεύοντας την Επωδό του Θεού/Θεών προς τους οποίους καθιερώνεται ο Βωμός, προσφέροντας τις ανάλογες θυσίες. Σπένδουμε δε καθ' όλην την διαδικασία με την ανάλογη σπονδή εκάστου Θεού (στοιχείου) ανεξαρτήτως του ραντίσματος του Βωμού.
Καθ' εκάστην περιφορά στοιχείου υψώνουμε την κατάλληλη Επωδό.
Με την ολοκλήρωση της καθιερώσεως ο Βωμός παραδίδεται στην ανθρώπινη Λατρευτική κοινότητα έτοιμος να αποτελέσει την «γέφυρα» των Ιερών τελεσμάτων
Νίτσε: Έλληνες - Οι Ηνίοχοι των πολιτισμών
Φρειδερίκος Νίτσε, Η Γένεση της Τραγωδίας", κεφ. XV, 1872
«Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες. Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν (οι δυτικοευρωπαίοι) δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το Ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.
Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικό (για κάθε εποχή) ό,τι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του.
Μα ποιοί, επιτέλους, είναι αυτοί των οποίων η ιστορική αίγλη υπήρξε τόσο εφήμερη, οι θεσμοί τους τόσο περιορισμένοι, τα ήθη τους αμφίβολα έως απαράδεκτα, και οι οποίοι απαιτούν μια εξαίρετη θέση ανάμεσα στα έθνη, μια θέση πάνω από το πλήθος; Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε από αυτούς. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους.
Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες. Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους (Έλληνες), οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με "Αχίλλειο πήδημα".
"Καταραμένε Έλληνα,
Όπου να γυρίσω τη σκέψη μου, όπου και να στρέψω τη ψυχή μου, μπροστά μου σε βρίσκω.
Τέχνη λαχταρώ, ποίηση, θέατρο, αρχιτεκτονική, εσύ μπροστά μου, πρώτος κι αξεπέραστος.
Επιστήμη αναζητώ, μαθηματικά, φιλοσοφία, ιατρική, κορυφαίος και ανυπέρβλητος.
Για δημοκρατία διψώ, ισονομία και ισοπαλία, εσύ μπροστά μου, ασυναγώνιστος κι ανεπισκίαστος.
Καταραμένε Έλληνα, καταραμένη γνώση.
Γιατί να σ' αγγίξω;"
«Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες. Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν (οι δυτικοευρωπαίοι) δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το Ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.
Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικό (για κάθε εποχή) ό,τι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του.
Μα ποιοί, επιτέλους, είναι αυτοί των οποίων η ιστορική αίγλη υπήρξε τόσο εφήμερη, οι θεσμοί τους τόσο περιορισμένοι, τα ήθη τους αμφίβολα έως απαράδεκτα, και οι οποίοι απαιτούν μια εξαίρετη θέση ανάμεσα στα έθνη, μια θέση πάνω από το πλήθος; Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε από αυτούς. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους.
Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες. Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους (Έλληνες), οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με "Αχίλλειο πήδημα".
"Καταραμένε Έλληνα,
Όπου να γυρίσω τη σκέψη μου, όπου και να στρέψω τη ψυχή μου, μπροστά μου σε βρίσκω.
Τέχνη λαχταρώ, ποίηση, θέατρο, αρχιτεκτονική, εσύ μπροστά μου, πρώτος κι αξεπέραστος.
Επιστήμη αναζητώ, μαθηματικά, φιλοσοφία, ιατρική, κορυφαίος και ανυπέρβλητος.
Για δημοκρατία διψώ, ισονομία και ισοπαλία, εσύ μπροστά μου, ασυναγώνιστος κι ανεπισκίαστος.
Καταραμένε Έλληνα, καταραμένη γνώση.
Γιατί να σ' αγγίξω;"
Κυνίσκα: Η πρώτη γυναίκα Ολυμπιονίκης
Η Κυνίσκα ήταν Σπαρτιάτισσα ευγενής και έζησε τον 5ο-4ο αι. π.χ .κόρη κι' αδελφή δυο βασιλέων της Σπάρτης, του Αρχίδαμου Α’ και του Αγησίλαου. Κατόρθωσε να γίνει πασίγνωστη από τα επιτεύγματά της στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Υπήρξε η πρώτη γυναίκα της εποχής της που ασχολήθηκε με την ιππασία. Παρακινημένη από τον Αγησίλαο, συμμετείχε στους Ολυμπιακούς αγώνες νικώντας δύο φορές στο τέθριππο. Ενώ της απαγορευόταν σαν γυναίκα που ήταν να εισέλθει στο στάδιο,στην 'Αλτι, όπου διεξάγονταν τα αθλήματα και τα πολεμικά αθλήματα, της επιτρεπόταν να εισάγει τις ομάδες της με το τέρθιππό της στους ιππικούς αγώνες δυο φορές – εφόσον δεν αγωνιζόταν η ίδια.
Οι γυναίκες μπορούσαν να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες μόνο ως ιδιοκτήτριες ίππων για τα ιππικά αγωνίσματα ή τις αρματοδρομίες.
Ο Πλούταρχος έγραφε πως ο αδελφός της Αγησίλαος ήταν αυτός που την ώθησε να συμμετάσχει στο τέθριππο της Ολυμπίας, με το πειστικότατο επιχείρημα 'ΟΥΔΕΜΙΑΣ ΕΣΤΙΝ ΑΡΕΤΗΣ ΑΛΛΑ ΠΛΟΥΤΟΥ ΚΑΙ ΔΑΠΑΝΗΣ Η ΝΙΚΗ' [Αγησ. 20.1]. ...Μ' άλλα λόγια, ο Αγησίλαος ήθελε ν' αποδείξει στην αδελφή του πως η νίκη στα Ιππικά δεν εξαρτάται απ' τη δεξιότητα ιππέων και ηνίοχων, αλλά κυρίως από την αξία των ίππων και τον πλούτο του ιδιοκτήτη.
Διαφωνών μ' αυτή τη θεωρία ο Παυσανίας είχε τη γνώμη πως το κίνητρο της Κυνίσκας ήταν η φιλοδοξία 'να κερδίσει τους άνδρες'. Άσχετα με προσωπικά αισθήματα η Κυνίσκα πέτυχε το σκοπό της, όπως κάθε φιλόδοξη γυναίκα στην ανθρώπινη ιστορία. Μάλιστα η νεαρή Σπαρτιάτισσα στεφανώθηκε όχι μια, αλλά δυο φορές για τις νίκες των αρμάτων της μέσα σε τέσσερα χρόνια, δηλ. στην 96η και 97η Ολυμπιάδα (396 και 392).
Το κορίτσι της Σπάρτης ήταν πρώτο στην ιστορία που ανακάλυψε 'κενά' σε ανδρικούς κανόνες που γελοιοποίησε. Έτσι, απέδειξε στους τότε και τωρινούς-άνδρες ότι τα άλογα κάνουν τη διαφορά μεταξύ νίκης και ήττας και όχι η 'ανδροπρέπεια'.
Έδειξε ακόμα πως ήταν αρκετά γενναία ν' ανταγωνισθεί τ' αρσενικά στον πιο σκληρό ιππικό αγώνα και να βγει νικήτρια.
Πάνω απ' όλα, η Κυνίσκα έγινε ένα μοναδικό παράδειγμα θηλυκής υπεροχής στην καλύτερη της μορφή, τον αθλητισμό.
Μετά τη μία από τις νίκες της, η Κυνίσκα χρηματοδότησε την κατασκευή μνημείου από τον Απελλή, στο οποίο εικονιζόταν και η ίδια με το τέθριππο και τον ηνίοχό της.Έστησε δύο χάλκινα μνημεία στην Ολυμπία, κοντά στο άγαλμα του Θάσιου Θεαγένη,στον πρόναο του ναού του Δία,που δεν διασώθηκαν, αλλά είναι γνωστό ότι ήταν έργα του τεχνίτη Απελλού.
Η επιγραφή του Απελλέα στη βάση του πιο μεγάλου μνημείου (με 4 χάλκινα άλογα σχεδόν φυσικού μεγέθους) που σώθηκε απ' το μεθοδικό Παυσανία βρέθηκε 24 αιώνες αργότερα.
ΣΠΑΡΤΑΣ ΜΕΝ [ΒΑΣΙΛΗΕΣ ΕΜΟΙ] ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΔΕΛΦΟΙ Α[ΡΜΑΤΙ Δ ΩΚΥΠΟΔΩΝ ΙΠΠΩΝ] ΝΙΚΩΣΑ ΚΥΝΙΣΚΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΑΝΔ ΕΣΤΑΣΕ ΜΟΝ[ΑΝ] Δ ΕΜΕ ΦΑΜΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΚ ΠΑΣΑΣ ΤΟ[Ν] ΔΕ ΛΑΒΕ[Ι]Ν ΣΤΕΦΑΝΟΝ...ΑΠΕΛΛΕΑΣ ΚΑΛΛΙΚΛΕΟΣ ΕΠΟΗΣΕ. [δες και Ξενοφ. Αγησίλαος 9.6]
"Βεβαιώνω ότι είμαι η μοναδική γυναίκα σε όλη την Ελλάδα που κέρδισε αυτό το στεφάνι".
Παρακάτω μπορούμε να διαβάσουμε ένα ποίημα αφιέρωμένο στην Κυνίσκα:
«Κυνίσκα η Σπαρτιάτις και η εκ Μακεδονίας Βελεστίχη: Ιπποτρόφοι»
Πολύ αγάπησε τ' άλογά της,
η Κυνίσκα,
για τον ανδρισμό τους και την υπερηφάνειά τους,
για την αδάμαστη νεανικότητά τους
και για την υποταγή που δέχτηκαν γι' αγάπη της,
γιατί παραδέχτηκαν την επιβολή της.
Στους στάβλους κατέβαινε τη νύχτα και τα κοίταζε στην ησυχία τους,
τ' άλογά της τα λαμπρά,
που αυτά μονάχα έχουν τις πιο γοργές,
ιδανικές κινήσεις.
Και μια βραδιά,
ονειρεύτηκε τον έρωτά της για το πιο ξεχωριστό,
το κόκκινο, το καστανό με τα λεπτά του πόδια,
σα λεύκες δυο χρονών.
Τότε νίκησε στην Ολυμπία.
Τ' όνομά της στην ιστορία έμεινε,
πρώτη Ολυμπιονίκης, η μοναδική,
γιατί πολύ αργότερα ενίκησαν οι πώλοι της Βελεστίχης,
ερωμένης Πτολεμαίου του Φιλαδέλφου.
Υπήρξε η πρώτη γυναίκα της εποχής της που ασχολήθηκε με την ιππασία. Παρακινημένη από τον Αγησίλαο, συμμετείχε στους Ολυμπιακούς αγώνες νικώντας δύο φορές στο τέθριππο. Ενώ της απαγορευόταν σαν γυναίκα που ήταν να εισέλθει στο στάδιο,στην 'Αλτι, όπου διεξάγονταν τα αθλήματα και τα πολεμικά αθλήματα, της επιτρεπόταν να εισάγει τις ομάδες της με το τέρθιππό της στους ιππικούς αγώνες δυο φορές – εφόσον δεν αγωνιζόταν η ίδια.
Οι γυναίκες μπορούσαν να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες μόνο ως ιδιοκτήτριες ίππων για τα ιππικά αγωνίσματα ή τις αρματοδρομίες.
Ο Πλούταρχος έγραφε πως ο αδελφός της Αγησίλαος ήταν αυτός που την ώθησε να συμμετάσχει στο τέθριππο της Ολυμπίας, με το πειστικότατο επιχείρημα 'ΟΥΔΕΜΙΑΣ ΕΣΤΙΝ ΑΡΕΤΗΣ ΑΛΛΑ ΠΛΟΥΤΟΥ ΚΑΙ ΔΑΠΑΝΗΣ Η ΝΙΚΗ' [Αγησ. 20.1]. ...Μ' άλλα λόγια, ο Αγησίλαος ήθελε ν' αποδείξει στην αδελφή του πως η νίκη στα Ιππικά δεν εξαρτάται απ' τη δεξιότητα ιππέων και ηνίοχων, αλλά κυρίως από την αξία των ίππων και τον πλούτο του ιδιοκτήτη.
Διαφωνών μ' αυτή τη θεωρία ο Παυσανίας είχε τη γνώμη πως το κίνητρο της Κυνίσκας ήταν η φιλοδοξία 'να κερδίσει τους άνδρες'. Άσχετα με προσωπικά αισθήματα η Κυνίσκα πέτυχε το σκοπό της, όπως κάθε φιλόδοξη γυναίκα στην ανθρώπινη ιστορία. Μάλιστα η νεαρή Σπαρτιάτισσα στεφανώθηκε όχι μια, αλλά δυο φορές για τις νίκες των αρμάτων της μέσα σε τέσσερα χρόνια, δηλ. στην 96η και 97η Ολυμπιάδα (396 και 392).
Το κορίτσι της Σπάρτης ήταν πρώτο στην ιστορία που ανακάλυψε 'κενά' σε ανδρικούς κανόνες που γελοιοποίησε. Έτσι, απέδειξε στους τότε και τωρινούς-άνδρες ότι τα άλογα κάνουν τη διαφορά μεταξύ νίκης και ήττας και όχι η 'ανδροπρέπεια'.
Έδειξε ακόμα πως ήταν αρκετά γενναία ν' ανταγωνισθεί τ' αρσενικά στον πιο σκληρό ιππικό αγώνα και να βγει νικήτρια.
Πάνω απ' όλα, η Κυνίσκα έγινε ένα μοναδικό παράδειγμα θηλυκής υπεροχής στην καλύτερη της μορφή, τον αθλητισμό.
Μετά τη μία από τις νίκες της, η Κυνίσκα χρηματοδότησε την κατασκευή μνημείου από τον Απελλή, στο οποίο εικονιζόταν και η ίδια με το τέθριππο και τον ηνίοχό της.Έστησε δύο χάλκινα μνημεία στην Ολυμπία, κοντά στο άγαλμα του Θάσιου Θεαγένη,στον πρόναο του ναού του Δία,που δεν διασώθηκαν, αλλά είναι γνωστό ότι ήταν έργα του τεχνίτη Απελλού.
Η επιγραφή του Απελλέα στη βάση του πιο μεγάλου μνημείου (με 4 χάλκινα άλογα σχεδόν φυσικού μεγέθους) που σώθηκε απ' το μεθοδικό Παυσανία βρέθηκε 24 αιώνες αργότερα.
Το τετράστιχο αποτελεί ύμνο στα γρήγορα άτια και τις γενναίες γυναίκες:
ΣΠΑΡΤΑΣ ΜΕΝ [ΒΑΣΙΛΗΕΣ ΕΜΟΙ] ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΔΕΛΦΟΙ Α[ΡΜΑΤΙ Δ ΩΚΥΠΟΔΩΝ ΙΠΠΩΝ] ΝΙΚΩΣΑ ΚΥΝΙΣΚΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΑΝΔ ΕΣΤΑΣΕ ΜΟΝ[ΑΝ] Δ ΕΜΕ ΦΑΜΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΚ ΠΑΣΑΣ ΤΟ[Ν] ΔΕ ΛΑΒΕ[Ι]Ν ΣΤΕΦΑΝΟΝ...ΑΠΕΛΛΕΑΣ ΚΑΛΛΙΚΛΕΟΣ ΕΠΟΗΣΕ. [δες και Ξενοφ. Αγησίλαος 9.6]
"Βεβαιώνω ότι είμαι η μοναδική γυναίκα σε όλη την Ελλάδα που κέρδισε αυτό το στεφάνι".
Παρακάτω μπορούμε να διαβάσουμε ένα ποίημα αφιέρωμένο στην Κυνίσκα:
«Κυνίσκα η Σπαρτιάτις και η εκ Μακεδονίας Βελεστίχη: Ιπποτρόφοι»
Πολύ αγάπησε τ' άλογά της,
η Κυνίσκα,
για τον ανδρισμό τους και την υπερηφάνειά τους,
για την αδάμαστη νεανικότητά τους
και για την υποταγή που δέχτηκαν γι' αγάπη της,
γιατί παραδέχτηκαν την επιβολή της.
Στους στάβλους κατέβαινε τη νύχτα και τα κοίταζε στην ησυχία τους,
τ' άλογά της τα λαμπρά,
που αυτά μονάχα έχουν τις πιο γοργές,
ιδανικές κινήσεις.
Και μια βραδιά,
ονειρεύτηκε τον έρωτά της για το πιο ξεχωριστό,
το κόκκινο, το καστανό με τα λεπτά του πόδια,
σα λεύκες δυο χρονών.
Τότε νίκησε στην Ολυμπία.
Τ' όνομά της στην ιστορία έμεινε,
πρώτη Ολυμπιονίκης, η μοναδική,
γιατί πολύ αργότερα ενίκησαν οι πώλοι της Βελεστίχης,
ερωμένης Πτολεμαίου του Φιλαδέλφου.
Το αίνιγμα της Σφίγγας
Το αίνιγμα της Σφίγγας:
«Τί εστίν ό μίαν έχον φωνήν τετράπουν και δίπουν και τρίπουν γίνεται;»
Αυτό ήταν το αίνιγμα που έβαζε η Σφίγγα σε όποιον περνούσε από το δρόμο της. Είναι σαφές από το μύθο. Όποιος δεν απαντά, καταδικάζεται σε θάνατο. Γκρεμίζεται στα τάρταρα της ανυπαρξίας.
Ο καιρός περνά, μα απάντηση δε μπορεί να δώσει κανείς. Πλήθος οι νεκροί που δεν γνώρισαν την αλήθεια. Κάποτε όμως περνά από εκεί κι ο Οιδίποδας, ο αληθινά σοφός. Ο αληθινά έλλογος. Η Σφίγγα ακούγεται σαν εσωτερική φωνή του ανθρώπινου είδους. Αναγκάζει τον άνδρα να αναρωτηθεί για το ρόλο και τη πορεία του στο κόσμο. Τον κοιτάζει στα μάτια. Απόλυτα και τρομερά. Του επιβάλλει να γνωρίσει για πρώτη φορά τον εαυτό του. Η απάντηση, για πρώτη φορά δίνεται σωστή. Είναι φυσικά ο ίδιος ο άνθρωπος.
Μέσα από τον Οιδίποδα η ανθρωπότητα για πρώτη φορά συνειδητοποιεί τον ακριβή ρόλο της μέσα σε απέραντους αιώνες ανυπαρξίας. Ενδοσκοπείται. Κοιτάζει από μακριά, μα κι από κοντά τον εαυτό της, δίχως την αποπροσανατολιστική φθοροποιό επίδραση του χρόνου. Καταλαβαίνει ο άνθρωπος επιτέλους.
Είναι προδιαγεγραμμένος ο κύκλος της ζωής του. Τρεις φάσεις υπάρχουν σε αυτό το κύκλο. Γέννηση, ακμή και πτώση. Φάσεις αναπόδραστες, από πριν ορισμένες. Για πρώτη φορά αποτινάσσει από επάνω του το φόβο του θανάτου, εφόσον για πρώτη φορά αποδέχεται το αναπόφευκτο, χωρίς κραυγές και δάκρυα. Έτσι, μόνος, βλέπει καθαρά, δίχως τους παραμορφωτικούς φακούς του σήμερα του χθες και του αύριο. Έτσι παίρνει απόφαση να ζήσει για πάντα. Να νικήσει στο μεγάλο αγώνα της ύπαρξης. Και ένας είναι ο τρόπος για να μη πεθάνει ποτέ ο άνθρωπος. Να ζήσει γενναία και με πάθος κάθε στιγμή της ζωής, απολαμβάνοντας τους δροσερούς χυμούς του έρωτα και περπατώντας το δρόμο της αρετής, αφήνοντας πίσω του μνημεία και ίχνη ορατά και ψηλαφητά.
«Άνθρωπον λέγεις!» απαντά ενθουσιασμένος ο Οιδίποδας. Η διαπίστωση του αυτή, όπως κάθε μεγάλη ανακάλυψη, φέρει πόνο και γνώση. Και χαρά όμως. Ο άνθρωπος γνωρίζει πια τα όρια του. Τα έχει «ορίσει». Είναι εκεί, μπροστά τους. Τα σέβεται, μα δε τα φοβάται πια. Είναι εκεί για να τα ξεπεράσει! Και η Σφίγγα, σαν άλλος εσωτερικός δαίμονας της ανθρώπινης ψυχής, που δε μπορεί άλλο να πνίγει τους ανθρώπους με το αγωνιώδες του ερωτήματος της, γκρεμίζεται στα βάραθρα του ασυνείδητου μας. Δε χάνεται ποτέ.
Οι αιώνες πέρασαν. Ο γρίφος της Σφίγγας όμως δεν άλλαξε διόλου. Γκρεμισμένη στην άβυσσο, ακόμη εξετάζει τον άνθρωπο, τις στιγμές που αυτός αποφασίζει να την ακούσει. Μοιάζει σαν να μη θυμάται πλέον την απάντηση του Οιδίποδα και τη σημασία της. Είναι γιατί από τη στιγμή που απαντήθηκε ο γρίφος, έπαψε να αποτελεί απορίας άξιον. Έπαψε να τον προβληματίζει. Έπαψε να τον εμπνέει προς το ευ διάγειν.
Το αίνιγμα της μνήμης
Κάποιοι τώρα, μέσα στους αιώνες που ακολούθησαν, θυμούνται τη Σφίγγα και το φρικτό της αίνιγμα.
Αρχίζουμε λοιπόν τη ζωή μας με ενθουσιασμό, χαρά και αφέλεια, αναστατώνοντας τους γύρω μας με τις φωνές μας, χωρίς να νοιαζόμαστε, κι ας έχουμε λάσπη στο πρόσωπο μας, μόλις τώρα πλασμένοι, όχι τέλειοι, μα σίγουρα αγαπητοί.
Αργότερα, νέοι, δυνατοί και ανεξάρτητοι, να διεκδικούμε όσα μας ανήκουν, ατάραχοι με έξαψη και αίμα στο πρόσωπο μας, έτοιμοι για αγώνες, με σημαία τις ιδέες μας.
Καταλήγουμε γέροι, αδύναμοι, πένητες, ταπεινωμένοι, με λάσπη στο πρόσωπο, αυτή τη φορά της απαξίωσης και της λήθης, καταδυναστευμένοι και εντελώς παραγκωνισμένοι από τον νέο άνθρωπο που μας διαδέχεται. Και είναι ντροπή.
Όλα τα παραπάνω, συνιστούν μια αυθεντική φωνή της Σφίγγας. Το μυστήριο αυτή την φορά, είναι να αναγνωρίσει κανείς το αίνιγμα. Η απάντηση του δίνεται αυτούσια, ως παράδειγμα αποφυγής. Για όποιον είναι αρκετά γενναίος και δυνατός να την ανακαλύψει, το αίνιγμα είναι που δίνει κίνητρο, λόγο και στόχο. Δίνει έναν δρόμο για μελέτη θανάτου. Την ανακάλυψη της ζωής μπροστά στα μάτια του, γύρω του και μέσα του.
Επίλογος
Αν υπάρχει μια ελπίδα για τον κόσμο στον οποίο ζούμε, είναι αυτή: Να γνωρίσει επειγόντως ξανά τον εαυτό του, να αντιληφθεί ποιο είναι πεδίο της ζωής του και να το επαν-ορίσει όπως θέλει αυτός, μέσα στα πλαίσια που του δίνονται. Έτσι, αν και θα πεθάνει, δε θα φοβηθεί ποτέ και ο βίος του θα αποκτήσει αληθινό νόημα. Έτσι θα ζήσει πραγματικά.
«Τί εστίν ό μίαν έχον φωνήν τετράπουν και δίπουν και τρίπουν γίνεται;»
Αυτό ήταν το αίνιγμα που έβαζε η Σφίγγα σε όποιον περνούσε από το δρόμο της. Είναι σαφές από το μύθο. Όποιος δεν απαντά, καταδικάζεται σε θάνατο. Γκρεμίζεται στα τάρταρα της ανυπαρξίας.
Ο καιρός περνά, μα απάντηση δε μπορεί να δώσει κανείς. Πλήθος οι νεκροί που δεν γνώρισαν την αλήθεια. Κάποτε όμως περνά από εκεί κι ο Οιδίποδας, ο αληθινά σοφός. Ο αληθινά έλλογος. Η Σφίγγα ακούγεται σαν εσωτερική φωνή του ανθρώπινου είδους. Αναγκάζει τον άνδρα να αναρωτηθεί για το ρόλο και τη πορεία του στο κόσμο. Τον κοιτάζει στα μάτια. Απόλυτα και τρομερά. Του επιβάλλει να γνωρίσει για πρώτη φορά τον εαυτό του. Η απάντηση, για πρώτη φορά δίνεται σωστή. Είναι φυσικά ο ίδιος ο άνθρωπος.
Μέσα από τον Οιδίποδα η ανθρωπότητα για πρώτη φορά συνειδητοποιεί τον ακριβή ρόλο της μέσα σε απέραντους αιώνες ανυπαρξίας. Ενδοσκοπείται. Κοιτάζει από μακριά, μα κι από κοντά τον εαυτό της, δίχως την αποπροσανατολιστική φθοροποιό επίδραση του χρόνου. Καταλαβαίνει ο άνθρωπος επιτέλους.
Είναι προδιαγεγραμμένος ο κύκλος της ζωής του. Τρεις φάσεις υπάρχουν σε αυτό το κύκλο. Γέννηση, ακμή και πτώση. Φάσεις αναπόδραστες, από πριν ορισμένες. Για πρώτη φορά αποτινάσσει από επάνω του το φόβο του θανάτου, εφόσον για πρώτη φορά αποδέχεται το αναπόφευκτο, χωρίς κραυγές και δάκρυα. Έτσι, μόνος, βλέπει καθαρά, δίχως τους παραμορφωτικούς φακούς του σήμερα του χθες και του αύριο. Έτσι παίρνει απόφαση να ζήσει για πάντα. Να νικήσει στο μεγάλο αγώνα της ύπαρξης. Και ένας είναι ο τρόπος για να μη πεθάνει ποτέ ο άνθρωπος. Να ζήσει γενναία και με πάθος κάθε στιγμή της ζωής, απολαμβάνοντας τους δροσερούς χυμούς του έρωτα και περπατώντας το δρόμο της αρετής, αφήνοντας πίσω του μνημεία και ίχνη ορατά και ψηλαφητά.
«Άνθρωπον λέγεις!» απαντά ενθουσιασμένος ο Οιδίποδας. Η διαπίστωση του αυτή, όπως κάθε μεγάλη ανακάλυψη, φέρει πόνο και γνώση. Και χαρά όμως. Ο άνθρωπος γνωρίζει πια τα όρια του. Τα έχει «ορίσει». Είναι εκεί, μπροστά τους. Τα σέβεται, μα δε τα φοβάται πια. Είναι εκεί για να τα ξεπεράσει! Και η Σφίγγα, σαν άλλος εσωτερικός δαίμονας της ανθρώπινης ψυχής, που δε μπορεί άλλο να πνίγει τους ανθρώπους με το αγωνιώδες του ερωτήματος της, γκρεμίζεται στα βάραθρα του ασυνείδητου μας. Δε χάνεται ποτέ.
Οι αιώνες πέρασαν. Ο γρίφος της Σφίγγας όμως δεν άλλαξε διόλου. Γκρεμισμένη στην άβυσσο, ακόμη εξετάζει τον άνθρωπο, τις στιγμές που αυτός αποφασίζει να την ακούσει. Μοιάζει σαν να μη θυμάται πλέον την απάντηση του Οιδίποδα και τη σημασία της. Είναι γιατί από τη στιγμή που απαντήθηκε ο γρίφος, έπαψε να αποτελεί απορίας άξιον. Έπαψε να τον προβληματίζει. Έπαψε να τον εμπνέει προς το ευ διάγειν.
Το αίνιγμα της μνήμης
Κάποιοι τώρα, μέσα στους αιώνες που ακολούθησαν, θυμούνται τη Σφίγγα και το φρικτό της αίνιγμα.
Αρχίζουμε λοιπόν τη ζωή μας με ενθουσιασμό, χαρά και αφέλεια, αναστατώνοντας τους γύρω μας με τις φωνές μας, χωρίς να νοιαζόμαστε, κι ας έχουμε λάσπη στο πρόσωπο μας, μόλις τώρα πλασμένοι, όχι τέλειοι, μα σίγουρα αγαπητοί.
Αργότερα, νέοι, δυνατοί και ανεξάρτητοι, να διεκδικούμε όσα μας ανήκουν, ατάραχοι με έξαψη και αίμα στο πρόσωπο μας, έτοιμοι για αγώνες, με σημαία τις ιδέες μας.
Καταλήγουμε γέροι, αδύναμοι, πένητες, ταπεινωμένοι, με λάσπη στο πρόσωπο, αυτή τη φορά της απαξίωσης και της λήθης, καταδυναστευμένοι και εντελώς παραγκωνισμένοι από τον νέο άνθρωπο που μας διαδέχεται. Και είναι ντροπή.
Όλα τα παραπάνω, συνιστούν μια αυθεντική φωνή της Σφίγγας. Το μυστήριο αυτή την φορά, είναι να αναγνωρίσει κανείς το αίνιγμα. Η απάντηση του δίνεται αυτούσια, ως παράδειγμα αποφυγής. Για όποιον είναι αρκετά γενναίος και δυνατός να την ανακαλύψει, το αίνιγμα είναι που δίνει κίνητρο, λόγο και στόχο. Δίνει έναν δρόμο για μελέτη θανάτου. Την ανακάλυψη της ζωής μπροστά στα μάτια του, γύρω του και μέσα του.
Επίλογος
Αν υπάρχει μια ελπίδα για τον κόσμο στον οποίο ζούμε, είναι αυτή: Να γνωρίσει επειγόντως ξανά τον εαυτό του, να αντιληφθεί ποιο είναι πεδίο της ζωής του και να το επαν-ορίσει όπως θέλει αυτός, μέσα στα πλαίσια που του δίνονται. Έτσι, αν και θα πεθάνει, δε θα φοβηθεί ποτέ και ο βίος του θα αποκτήσει αληθινό νόημα. Έτσι θα ζήσει πραγματικά.
Η εξέταση του επιχειρήματος του τρίτου ανθρώπου στον Παρμενίδη με βάση το σημειωτικό τρίγωνο
Σκοπός
Πιθανόν ο τίτλος του άρθρου να είναι κάπως παραπλανητικός. Σκοπός του δεν είναι να θεραπεύσει - μέσα από τη χρήση της σημειωτικής μεθοδολογίας- την επιχειρηματολογία προάσπισης της θεωρίας των Ιδεών του Πλάτωνα, ούτε, βέβαια, από την άλλη πλευρά, να συνδράμει αποφασιστικά στην επίρρωση του επιχειρήματος του τρίτου ανθρώπου (ΕΤΑ), είτε αυτό εκφράζεται μέσα από το συμπέρασμα του Παρμενίδη στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο αναφορικά με την Ιδέα του μεγέθους, είτε στις αντιρρήσεις του Αριστοτέλη, ο οποίος χρησιμοποίησε ως παράδειγμα εργασίας την Ιδέα του ανθρώπου. Εδώ θα επιδιωχθεί η κατάδειξη της γονιμότητας αυτής της συζήτησης και των προεκτάσεων που αυτή μπορεί να έχει μέσω της αναγωγής των θέσεων του επιχειρήματος, των επικουρικών προκείμενων αλλά και των αντεπιχειρημάτων σ’ ένα γλωσσικό παίγνιο, σε μία γλωσσολογική αναζήτηση με βάση την οντολογία. Ας δούμε καταρχάς τι λέει το απόσπασμα 132a1-b2 του Παρμενίδη:
«Νομίζω ότι εσύ από το εξής έχεις σχηματίσει τη γνώμη, ότι μια είναι κάθε ιδέα: όταν σου φανούν κάποια πολλά πράγματα πως είναι μεγάλα, αφού ρίξεις μια ματιά σε όλα αυτά, ίσως σου φαίνεται ότι μια κάποια ιδέα η ίδια δεσπόζει σε όλα, και αυτό σε κάνει να νομίζης ότι μία είναι η ιδέα του μεγέθους.
Αληθινά λες, είπε ο Σωκράτης.
Τούτο πάλι το μέγεθος καθαυτό και τα άλλα τα μεγάλα πράγματα, αν επίσης με το βλέμμα της ψυχής σου τα επισκοπήσης όλα, δεν θα σου αποκαλύψουν πάλι μιαν ιδέα μεγέθους, που επιβάλλει όλα αυτά να φαίνωνται αναγκαστικά μεγάλα;
Φαίνεται.
Άλλη επομένως νέα ιδέα μεγέθους θα παρουσιασθή, βγαλμένη απ’ αυτό το μέγεθος καθαυτό και τα πράγματα που μετέχουν σ’ αυτό. Και κοντά σε όλα αυτά πάλι θα παρουσιασθή άλλη ιδέα, για την οποία όλα αυτά θα είναι μεγάλα. Και έτσι λοιπόν δεν θα σου είναι πια μια η κάθε ιδέα, αλλ’ άπειρες στο πλήθος.»[1]
Το επιχείρημα του Παρμενίδη είναι απλό και πιθανόν αρκετό για να αναιρέσει μία από τις βασικές πλατωνικές θέσεις γύρω από την Ιδέα: αυτή της μοναδικότητάς της. Όπως αναφέρει η Gill, η ένσταση γύρω από την Ιδέα του μεγέθους πρέπει να εξεταστεί στο συγκείμενο της, δηλαδή στο δίλημμα όλο-μέρος (130e4-131e7) από το οποίο προέκυψαν και τα επιχειρήματα του Παρμενίδη γύρω από το μέγεθος: εκκινώντας από την υπόθεση ότι η Ιδέα είναι μία, ο Παρμενίδης ρωτά πώς μπορεί τότε να υπάρχει σε πολλά πράγματα (131a8-9) και να μην είναι διαιρεμένη σε πολλές (131c9- 10).[2] Εύλογα λοιπόν διατυπώνει στη συνέχεια το ερώτημά του για την πολλαπλότητα των Ιδεών. Στο πρώτο σκέλος του ΕΤΑ γίνεται επίκληση των ανθρώπινων αισθήσεων: όταν βλέπουμε κάποια μεγάλα πράγματα, τα θεωρούμε μεγάλα επειδή έχουμε στο νου μας μία αντίληψη του τι σημαίνει μεγάλο.
Κατόπιν όμως, ο Παρμενίδης ζητά από τον Σωκράτη να χρησιμοποιήσει τα μάτια της ψυχής, να προχωρήσει δηλαδή σε μία αφαίρεση και να σκεφτεί τόσο τα πράγματα που είναι μεγάλα, όσο και την Ιδέα που έχουμε στο μυαλό μας βάσει της οποίας τα πράγματα είναι μεγάλα. Κατά συνέπεια, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, εάν είναι μεγάλο τόσο το μέγεθος των πραγμάτων -άρα η Ιδέα τους- όσο και τα ίδια πράγματα που μετέχουν σε αυτό ώστε να είναι μεγάλα, θα πρέπει να υπάρξει μία δεύτερη Ιδέα του μεγέθους βάσει της οποίας είναι μεγάλα όχι μόνο τα πράγματα αλλά και η ιδέα τους ταυτόχρονα. Στη συνέχεια πάλι θα πρέπει να υπάρξει μία Τρίτη Ιδέα του μεγέθους που θα περιλαμβάνει τη δεύτερη Ιδέα του μεγέθους, την πρώτη ιδέα του μεγέθους καθώς και όλα τα πράγματα τα οποία μετέχουν στο μέγεθος ώστε να θεωρούνται μεγάλα. Τι σημαίνει όμως πρακτικά αυτό το συμπέρασμα;
Οι Ιδέες του Πλάτωνα είναι μία από τις πιο σκανδαλιστικές για τον στοχασμό -αλλά ταυτόχρονα σαγηνευτικές- θεωρίες του ανθρώπινου πνεύματος, όχι μόνο στην καθεαυτή αναζήτηση της αλήθειας για τα όντα, αλλά και για τις προεκτάσεις που μπορεί να έχει στη μελέτη της ανθρώπινης πράξης. Πράγματι, ένα σεβαστό τμήμα της παγκόσμιας ιστορίας της φιλοσοφίας καθώς και ποικίλοι θεολογικοί, πολιτικοί και κοινωνικοί στοχασμοί έχουν αναπτυχθεί με αφορμή τη θεωρία των Ιδεών, είτε προς υπεράσπισή τους και κατά συνέπεια με σκοπό τη χρήση τους σε θεωρητικά συστήματα, είτε προς κατάρριψή τους με σκοπό την επιβεβαίωση πιο θετικιστικών ερμηνειών. Η κατάθεση επιχειρημάτων εναντίον τους από τον ίδιο τον εμπνευστή τους στον Παρμενίδη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί είτε διάβημα φιλοσοφικής γενναιότητας, όπως δόκιμα υποστηρίζει ο Vlastos,[3] είτε μία προληπτική επισήμανση προς τις αντιρρήσεις που οι κατοπινοί, όπως λ.χ. ο Αριστοτέλης, θα ήγειραν. Όπως κι αν έχει, ας δούμε κάποιες από τις αναπτύξεις των επιχειρημάτων γύρω από το ΕΤΑ, σύγχρονες και αρχαίες, οι οποίες θα μας φανούν χρήσιμες στο πέρασμα από τα όντα στη γλώσσα.
Η πρόταση του Vlastos και σχετικές συμπληρώσεις
Πάνω στο ερώτημα εάν το ΕΤΑ είναι έγκυρο ακόμη και για τον ίδιο τον Πλάτωνα έχουν διατυπωθεί πολλές θέσεις και πριν αλλά και επ’ αφορμή του περίφημου άρθρου του Vlastos το 1954. Από την εποχή εκείνη, έχει ξεκινήσει ένας εκτεταμένος διάλογος γύρω από αυτό το μικρό απόσπασμα του πλατωνικού έργου· εδώ θα αναφερθούμε σε μερικά μόνο -πρωταρχικής όμως σπουδαιότητας- επιχειρήματα γύρω από το ΕΤΑ, τα οποία θα μας φανούν χρήσιμα στην υποστήριξη του σκοπού του άρθρου.
Ο Cohen λοιπόν αναφέρει ότι, σύμφωνα με τον Vlastos, το ΕΤΑ είναι non sequitur, δηλαδή το συμπέρασμα -ότι θα πρέπει να υπάρχει μία δεύτερη ιδέα του μεγέθους- δεν προκύπτει από τις δύο πρώτες προτάσεις του επιχειρήματος και γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέπει να ανακαλύψουμε τις ενδιάμεσες προκείμενες που το στηρίζουν.[4] Καταρχάς, πριν αναφερθούμε στις δύο ενδιάμεσες προκείμενες και στο τι αυτές συνεπάγονται, ας δούμε πώς σχηματοποιεί ο Vlastos τις δύο προτάσεις του ΕΤΑ με βάση το πλατωνικό απόσπασμα: [5]
Α1: Εάν ένας αριθμός αντικειμένων a, b, c είναι όλα F, τότε θα πρέπει να υπάρχει μία μοναδική Ιδέα F-ότητας, επί τη βάσει της οποίας αντιλαμβανόμαστε ότι τα a, b, c είναι όλα F.
Α2: Εάν τα a, b, c και η F-ότητα είναι όλα F, τότε θα πρέπει να υπάρχει μία άλλη Ιδέα F1-ότητα, επί τη βάσει της οποίας αντιλαμβανόμαστε ότι τα a, b, c και η F-ότητα είναι όλα F.
Για να φτάσουμε όμως βάσιμα από το Α1 στο Α2, σύμφωνα με τον Vlastos, πρέπει να εισάγουμε δύο ενδιάμεσες
προκείμενες οι οποίες να αιτιολογούν το συμπέρασμα, οι οποίες είναι γνωστές ως υπόθεση της αυτοκατηγόρησης και της μη-ταύτισης:[6]
A3: Οποιαδήποτε Ιδέα μπορεί να κατηγορηθεί από τον εαυτό της. Το μέγεθος είναι το ίδιο μεγάλο. Η F-ότητα είναι η ίδια F.
A4: Εάν κάτι έχει ένα συγκεκριμένο γνώρισμα, δεν μπορεί να είναι ταυτόσημο με την Ιδέα, επί τη βάσει της οποίας αντιλαμβανόμαστε αυτό το γνώρισμα. Εάν ένα x είναι F, τότε το x δεν μπορεί να είναι ταυτόσημο με την F-ότητα.
Πράγματι, χωρίς τη σιωπηλή αποδοχή αυτών των δύο προτάσεων, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φτάσει στο συμπέρασμα περί της πολλαπλότητας των Ιδεών, διότι μία Ιδέα οφείλει να έχει το γνώρισμα, το οποίο αποδίδει η ίδια στα πράγματα. Η Ιδέα του μεγέθους, χάρη στην οποία τα πράγματα γίνονται αντιληπτά ως μεγάλα, οφείλει να είναι και αυτή μεγάλη, ειδάλλως δεν θα ήταν σε θέση να μεταδώσει την ιδιότητα αυτή στα πράγματα. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο, όπως αναφέρει ο Hansen, για την ευρύτερη κατανόηση της λειτουργίας των πλατωνικών Ιδεών.[7] Μία εξίσου σημαντική αρχή της θεωρίας των Ιδεών είναι επίσης η μετοχή: όπως αναφέρει ο Πλάτωνας στον Φαίδωνα (102b) και επαναλαμβάνει εδώ, κάθε μία από τις Ιδέες υπήρχε από πριν και τα υπόλοιπα (αισθητά) πράγματα πήραν το όνομά τους δια της μετοχής τους σε αυτές.[8] Με άλλα λόγια τα μεγάλα πράγματα ονομάζονται μεγάλα καθώς μετέχουν της Ιδέας του μεγέθους. Την ειδοποιό αυτή διατύπωση λαμβάνει υπόψη του και ο Vlastos, κατόπιν των παρατηρήσεων στο πρώτο του άρθρο από τον Sellars, σε νέα του προσέγγιση του ΕΤΑ το 1969.[9]
Συνοψίζοντας, αυτό που θα μας φανεί χρήσιμο στη συνέχεια από αυτή τη συμπλήρωση του ΕΤΑ με βάση την προσέγγιση του Vlastos είναι αφενός ότι αντιλαμβανόμαστε πως ένας αριθμός πραγμάτων διαθέτει μία ιδιότητα -αλλά και λαμβάνει όνομα από αυτή- χάρη στη μετοχή του σε μία Ιδέα, η οποία διαθέτει την ιδιότητα αφ εαυτής, ενώ αφετέρου τα πράγματα δεν ταυτίζονται με την Ιδέα. Τα μεγάλα πράγματα συνεπώς ονομάζονται μεγάλα καθώς μετέχουν στην Ιδέα του μεγέθους, η οποία είναι και αυτή μεγάλη, χωρίς όμως να ταυτίζονται μαζί της.
Η Αριστοτελική κριτική
Προχωρώντας το ερώτημα περί μετοχής των πραγμάτων στις Ιδέες, επιστρέφουμε σε προηγούμενο τμήμα της συζήτησης μεταξύ του Παρμενίδη και του Σωκράτη: όταν ένα πράγμα μετέχει σε μία Ιδέα, λαμβάνει το γνώρισμα όλης της Ιδέας ή μόνο ενός μέρους της; Και αντιστρέφοντας το ερώτημα: μπορεί μία Ιδέα να υπάρχει στο σύνολό της σε κάθε ένα από τα πράγματα, τα οποία μετέχουν αυτής και, αν ναι, δεν θα διαχωρίζονταν έτσι από τον εαυτό της καθώς θα υπήρχε σε διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα (131a8- b2);[10] Με άλλα λόγια, καθώς η Ιδέα του μεγέθους υπάρχει ταυτόχρονα σε πολλά (μεγάλα) πράγματα, δεν διαιρείται σε τμήματα ώστε αυτό αν είναι εφικτό; Σε αντίθετη περίπτωση, ένα μεγάλο πράγμα μετέχει στο όλο της Ιδέας του μεγέθους ή απλώς σε ένα τμήμα της; Από αυτή τη σκοπιά, θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί κατά πόσον οι Ιδέες αποτελούν πράγματι ουσίες των πραγμάτων, καθόσον μάλιστα είναι διαχωριστέες από αυτά (αρχή της μη-ταύτισης) και κυρίως ως πλήρεις οντότητες. Ο Αριστοτέλης απάντησε αρνητικά σε αυτή την ερώτηση, υποστηρίζοντας ότι η ουσία είναι εγγενές χαρακτηριστικό του πράγματος, δεν χωρίζεται από αυτό και γι’ αυτό η Ιδέα δεν μπορεί επ’ ουδενί να είναι ουσία (Μετά τα Φυσ. 991b1).
Ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς στον σχολιασμό του (84.2185.3) του 990b των Μετά τά Φυσικά[11] σημειώνει πως, για τον Αριστοτέλη, το παράδοξο της ύπαρξης μίας Ιδέας του ανθρώπου διαχωρισμένης από το σύνολο των αισθητών ανθρώπων μπορεί να επιλυθεί μόνο εάν αποδεχτούμε την ύπαρξη ενός τρίτου ανθρώπου ο οποίος αναφέρεται στους ανθρώπους και ταυτόχρονα στην πρώτη Ιδέα τους. Με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να υποθέσουμε την ύπαρξη ενός τέταρτου ανθρώπου και ούτω καθ’ εξής στο διηνεκές. Κατέφασκε λοιπόν ο Αριστοτέλης την αντίρρηση του Παρμενίδη, όπως τη διατύπωσε ο ίδιος ο Πλάτωνας. Ο Αλέξανδρος, ο οποίος έζησε πέντε αιώνες μετά τον Αριστοτέλη, προφανώς είχε στη διάθεσή του το χειρόγραφο μίας μικρής πραγματείας -κατά πάσα πιθανότητα- του Σταγειρίτη με τον τίτλο Περί Ιδεών, στην οποία παρουσιάζεται μία σειρά επιχειρημάτων με στόχο την κατάρριψη της ομώνυμης θεωρίας του Πλάτωνα.[12] Πώς μπορεί όμως να επιλυθεί το ζήτημα της πολλαπλότητας των Ιδεών αφού δι’ αυτών λαμβάνουν γνώρισμα πολλά πράγματα; Τι καθιστά αναγκαία την ύπαρξη του τρίτου ανθρώπου;
Η Gill προτείνει τη λύση των αριστοτελικών καθόλου: «εάν [ο Σωκράτης] είχε γεννηθεί έναν αιώνα αργότερα και είχε παρακολουθήσει τις διαλέξεις του Αριστοτέλη στο Λύκειο, ίσως να ανταπαντούσε, “Παρμενίδη, εάν νομίζεις ότι η ιδέα διαχωρίζεται από τον εαυτό της, υπάρχουσα ταυτοχρόνως σε έναν αριθμό πραγμάτων, παρεξηγείς τη φύση των ιδεών. Οι ιδέες είναι καθόλου και η φύση ενός καθόλου είναι ακριβώς να είναι παρόν σε πολλά μέρη ταυτόχρονα και να κατηγορείται από κοινού από έναν αριθμό πραγμάτων.” (βλ. Αριστοτέλη, Περί Έρμ. 7, 17a39-40· Μετά τά Φυσ. VII.16, 1040b25-6) Ως εκ τούτου, τα καθόλου δεν διαχωρίζονται από τον εαυτό τους»[13] Σε αυτή την περίπτωση η πλατωνική Ιδέα ταυτίζεται οντολογικά με τα αριστοτελικά καθόλου.
Μία άλλη λύση είναι η προσέγγιση της έννοιας της αναφοράς. Ο Eco εισάγει σημειωτικούς όρους στην εξέταση της πλατωνικής σύλληψης των Ιδεών και μεταβάλλει μία οντολογική ερώτηση σε ζήτημα της φιλοσοφίας της γλώσσας. Για τον Αριστοτέλη άλλωστε αυτή είναι μία εύλογη αναγωγή, καθώς η ουσία των πραγμάτων σχετίζεται με το τι λέμε γι’ αυτά. Παραπέμπει επομένως στη λειτουργία των πραγμάτων ως σημείων, αποτελούμενων από ένα σημαίνον κι ένα σημαινόμενο, των οποίων τα αναφερόμενα είναι οι Ιδέες.[14] Αυτό ισχύει διότι οι Ιδέες είναι αυτές που είναι πραγματικές, με βάση την πλατωνική θεωρία των Ιδεών, ενώ τα φυσικά αντικείμενα δεν είναι παρά ομοιώματά τους, στον βαθμό που μία εικόνα δεν είναι παρά ομοίωμα ενός φυσικού αντικειμένου.
Αν το σημείο, σύμφωνα με τον ορισμό του Peirce, είναι κάτι το οποίο στέκεται στη θέση κάποιου άλλου πράγματος, ο Eco λοιπόν νομιμοποιείται να θεωρεί ότι η ερώτηση που θα έθετε ο Αριστοτέλης στον Πλάτωνα είναι: εάν υπάρχουν οι Ιδέες, όπως τις περιγράφεις, ως αναφερόμενα των πραγμάτων, η σημειωτική διαμεσολάβηση της πραγματικότητας δεν θα οδηγούσε στο διηνεκές; Τι βαθμό πραγματικότητας θα έπρεπε λοιπόν να έχει ο τρίτος άνθρωπος - ή αλλιώς η Ιδέα που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά όλων των ανθρώπων καθώς και της Ιδέας του ανθρώπου (Τοπ. 178b36-179a10);
Αναφορά, έννοια, σημασία
Κατά πρώτον, ας εξετάσουμε τι άποψη θα είχε ο Πλάτωνας για την αναγωγή της Ιδέας σε αναφερόμενο. Στο 10ο βιβλίο της Πολιτείας (596a6-7) εκφράζεται η άποψη ότι οι άνθρωποι συνηθίζουν να αποδέχονται την ύπαρξη μίας συγκεκριμένης Ιδέας όταν ονομάζουν ένα σύνολο πραγμάτων με κοινό όνομα που είναι και το ίδιο με αυτό που χρησιμοποιούν για να ονομάσουν την Ιδέα. Η υπόθεση της μη- ταυτότητας που είδαμε πριν, δηλαδή, η αποδοχή ότι ένα αντικείμενο δεν ταυτίζεται με την Ιδέα του, μας απαγορεύει ουσιαστικά να τοποθετήσουμε το αντικείμενο στην κατηγορία του αναφερόμενου όταν μιλάμε.
Με άλλα λόγια, όταν ονομάζουμε ένα τραπέζι, χρησιμοποιούμε το σημαίνον της λέξης, το σημαινόμενό της, που είναι η έννοια του τραπεζιού (δηλαδή, έπιπλο, διαφόρων υλικών, με τουλάχιστον τρία πόδια, στο οποίο εκτελούμε πράξεις, λ.χ. τρώμε, συνήθως καθιστοί) και αναφερόμαστε σ’ εάν συγκεκριμένο υλικό αντικείμενο, το οποίο είναι επομένως το αναφερόμενο. Αν όμως αναφερόμενο είναι και η Ιδέα του τραπεζιού και το ίδιο το τραπέζι, τότε, είτε θα πρέπει να απορρίψουμε την υπόθεση της μη-ταυτότητας, είτε να αποδεχτούμε οντολογικά την ύπαρξη δύο αναφερόμενων, του τραπεζιού ως πράγμα και της Ιδέας του τραπεζιού. Αυτό σημειωτικά είναι απαράδεκτο ή, επί της ουσίας, αναφέρεται σε διαφορετικές αναφερόμενες έννοιες: η Ιδέα του τραπεζιού και το ίδιο το τραπέζι δεν μπορούν να είναι αναφερόμενα του ίδιου σημείου.
Όπως αναφέρει ο Hales, η υπόθεση της μη-ταυτότητας είναι συνεπής με τις διατυπωμένες προτάσεις του Παρμενίδη στο ΕΤΑ, μόνο εάν ο Πλάτωνας δεχόταν την εξέταση του ΕΤΑ υπό το πρίσμα μίας θεωρίας της αναφοράς, πράγμα αδύνατο.[15] Η αλήθεια είναι ότι στην καθημερινή μας γλώσσα χρησιμοποιούμε το ίδιο κατηγόρημα για διαφορετικά αντικείμενα σε διαφορετικές χρήσεις ανάλογα με τα εκάστοτε συγκείμενα, λ.χ. ο Θουκυδίδης είναι μεγάλος, το τραπέζι είναι μεγάλο. Σε αυτή την περίπτωση, η Ιδέα του μεγέθους αναφέρεται σε διαφορετικές εκτάσεις της έννοιας, πιθανόν λοιπόν να πρόκειται για διαφορετικές Ιδέες, άρα αίρεται η υπόθεση της μοναδικότητας της Ιδέας. Εδώ όμως μπορεί να ενεργοποιηθεί η διάκριση ανάμεσα στην έννοια και τη σημασία. Αν εκλάβουμε την έννοια ως μία πυρηνική κατασκευή και τις σημασίες ως τις προθέσεις ή εκτάσεις της έννοιας, τότε μπορούμε να διατηρήσουμε τη μοναδικότητα της Ιδέας και ταυτόχρονα να απεγκλωβίσουμε τα αισθητά αντικείμενα από την τάση ταύτισής τους με την Ιδέα, ώστε να σώσουμε και την υπόθεση της μη-ταύτισης. Τα προβλήματα εδώ πάλι είναι δύο: α. θα συμφωνούσε ο Πλάτωνας με αυτή την αναγωγή; β. τι συνεπάγεται αυτή;
Στον Κρατύλο (409a1-6) ο Πλάτωνας επισημαίνει ότι οι πιο επιτυχημένα κατασκευασμένες λέξεις είναι αυτές οι οποίες κεντρίζουν το ενδιαφέρον μας συνδυάζοντας μία σειρά από συμπληρωματικά μηνύματα, και θέτει ως παρά- δείγμα τη λέξη «ήλιος», η οποία έχει τουλάχιστον τρεις σημασίες.[16] Συνεπώς ο Πλάτωνας δέχεται την ομωνυμική χρήση των λέξεων σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι τόσο ο μεγάλος Θουκυδίδης όσο και το μεγάλο τραπέζι μετέχουν της ίδιας Ιδέας του μεγέθους, ακόμη κι αν τελικά οι σημασία του μεγάλου είναι διαφορετική σε αυτές τις περιπτώσεις (από τη μία πλευρά, προσωπικότητα, γνώση, υστεροφημία, και από την άλλη, μέγεθος).
Οι σημασίες όμως, όπως αναφέρει ο Rastier, είναι για τον Αριστοτέλη μία νοητική αναπαράσταση. Ας θυμηθούμε εδώ την προτροπή του Παρμενίδη στον Σωκράτη να εξετάσει με τα μάτια της ψυχής την Ιδέα του μεγέθους καθώς και τα μεγάλα πράγματα. Συνεπαγωγικά, η θεωρία της αναφοράς, υπό την οπτική γωνία των σημασιών, για να υποστηρίξει το ΕΤΑ, θα πρέπει να επιχειρήσει μία μετατόπιση της Ιδέας από το αναφερόμενο στο σημαινόμενο, να διαφυλάξει τη θέση του αναφερόμενου για τα αισθητά αντικείμενα και να εξοβελίσει τις Ιδέες στον χώρο των απλών νοητικών κατασκευών.
Το σημειωτικό τρίγωνο
Ας εντάξουμε λοιπόν αυτές τις αναγωγές στη γλώσσα στο θεωρητικό σχήμα του σημειωτικού τριγώνου για να δούμε το τι αυτές προϋποθέτουν για τη λειτουργία της σκέψης και τη γνώση που μπορούμε να έχουμε για τα πράγματα. Το σημειωτικό τρίγωνο αποτελείται από το σημαίνον, που ουσιαστικά είναι η λέξη που σημαίνει μία έννοια, το σημαινόμενο, το οποίο είναι η έννοια που αποδίδει το σημαίνον και το αναφερόμενο, το οποίο είναι το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται το σημείο ως μονάδα ταύτισης μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου. Ο Eco επιχειρεί την απόδοση των φιλοσοφικών συστημάτων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη σε σημειωτικές κατασκευές και χρησιμοποιεί τους εξής όρους για να ενσαρκώσει τις γωνίες των αντίστοιχων τριγώνων: για τον Πλάτωνα σημαίνον είναι η λέξη, σημαινόμενο η έννοια και αναφερόμενο (ή αντικείμενο) μία εμπειρία του κόσμου, ενώ για τον Αριστοτέλη σημαίνον είναι η λέξη, σημαινόμενο το πάθημα της ψυχής και αναφερόμενο είναι η πρώτη ουσία.[17]
Πριν αναλύσουμε τα δύο σημειωτικά τρίγωνα, ας αναφερθούμε με συντομία στην αριστοτελική ορολογία: στο Περί Ερμηνείας (16a3-5) αναφέρεται ότι ο προφορικός λόγος είναι σύμβολο ψυχικών καταστάσεων, οπότε λειτουργεί ως σημαίνον των εννοιών που σχηματίζονται στο πνεύμα μας (παθήματα ψυχής), οι οποίες λειτουργούν ως σημαινόμενα. Η πρώτη ουσία (Μετ. τα Φυσ. 1005a35· Φυσ. 206b16) πάλι εννοείται αυτό το ον, χωρίς το οποίο δεν μπορούν να υπάρξουν τα άλλα πράγματα -ενώ το αντίστροφο δεν ισχύει-, το χρονικώς προηγούμενο, το υπαρκτικά πρωταρχικό.[18] [19] Το αντικείμενο αποτελείται από την Μορφή, το Είδος (Ιδέα του αντικειμένου) και την Ουσία. Στην πραγματικότητα η Ουσία είναι η ένωση της ύλης και του είδους. Αλλά αφού το είδος είναι η ιδέα του αντικειμένου θα έπρεπε να προϋπάρχει αυτού. Όμως ο Αριστοτέλης δεν δέχεται χωρισμό της ουσίας από το είδος. Άρα η πρώτη (προϋπάρχουσα) ιδέα του αντικειμένου δεν είναι το είδος αλλά η πρώτη ουσία.
Όπως διαπιστώνει και ο σημειωτιστής, η διαφορά ορολογίας αποκαλύπτει και τη μεθοδολογική και κυρίως οντολογική απόσταση μεταξύ των δύο συστημάτων φιλοσοφίας.
Το πράγμα (αναφερόμενο) στον Πλάτωνα είναι μία εμπειρία του κόσμου, η οποία ουσιαστικά είναι αναπαράσταση της πραγματικότητας. Η πραγματικότητα είναι η Ιδέα, η οποία δεν εντάσσεται σε σχήματα γνωσιολογίας που εκκινούν είτε από τη γλώσσα είτε από την εμπειρία. Στον Αριστοτέλη, με το να τίθεται το αναφερόμενο ως πρώτη ουσία επιτυγχάνεται ο μη διαχωρισμός της ουσίας από το είδος του πράγματος, αλλά εισάγεται μία προβληματική έννοια, αυτή της Ιδέας του αντικειμένου. Σαν ακριβώς ο Αριστοτέλης, όπως ο Πλάτωνας στη θεωρία της αναφοράς, να αποδέχεται την Ιδέα ως πραγματικό αντικείμενο. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Eco δεν τοποθετεί στο αριστοτελικό αναφερόμενο το ίδιο το αντικείμενο, αλλά την πρώτη ουσία. Ίσως, ήθελε να αποφύγει τον ορισμό του αντικειμένου μέσα από τη διαδικασία της φθοράς της ύλης, διότι τότε θα έπρεπε να αναιρέσει την έννοια της μορφής και κατ’ επέκταση της ίδιας της ουσίας του αναφερόμενου.
Τι μας διδάσκει το ΕΤΑ και το σημειωτικό τρίγωνο;
Συμπερασματικά, μέσα από την εκδίπλωση των σημειωτικών τριγώνων των δύο φιλοσόφων και λαμβάνοντας υπόψη τις προκείμενες του ΕΤΑ και των ενδιάμεσων προτάσεων του Vlastos, μπορούμε να διακρίνουμε τον βαθμό παραχώρησης στη δυνατότητα των αισθήσεων να εκλαμβάνουν επίπεδα της πραγματικότητας και στη δυνατότητα της γλώσσας να την περιγράφει. Η πρώτη ουσία του Αριστοτέλη στη θέση του αναφερόμενου ανοίγει την πόρτα για την υιοθέτηση της θεωρίας των καθόλου του Ζ' των Μετά τά Φυσικά (1038b), ενώ η εμπειρία του κόσμου στον Πλάτωνα υποθηκεύει τη γνώση των πραγμάτων και την εξαρτά από οντότητες που δεν δύνανται ούτε να βιωθούν ούτε να περιγραφούν. Ο νομιναλισμός του Μεσαίωνα θα προσπαθήσει να απαντήσει τόσο στις πλατωνικές Ιδέες, όσο και στα αριστοτελικά universalia.
Ακόμη όμως και αν η Ιδέα μετατοπιστεί στο σημαινόμενο με βάση τη θεωρία της αναφοράς και την υπόθεση της μη- ταύτισης μεταξύ πράγματος και της Ιδέας του πράγματος, τότε θα ταυτιστεί με την έννοια, πράγμα το οποίο θα ήταν απαράδεκτο για τον Πλάτωνα. Όχι όμως για τον Αριστοτέλη, ο οποίος εστιάζοντας ρητά στα παθήματα της ψυχής, όσο κι αν τα θεωρεί καθολικά, αφήνει μία χαραμάδα ερμηνείας και προσωπικής αντίληψης στο σημαινόμενο. Γι’ αυτό άλλωστε, για τον Σταγειρίτη, τα πράγματα είναι αυτό που λέμε γι’ αυτά, ενώ για τον Πλάτωνα αυτό δεν ισχύει χωρίς να απορριφθεί συλλήβδην η θεωρία των Ιδεών ως μοναδικές οντότητες.
Είναι επομένως τα σημαινόμενα καθολικά; Όταν εμείς οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε μία λέξη καταλαβαίνουμε όλοι το ίδιο πράγμα; Και αν ναι, ποιο είναι αυτό; Είναι αντικειμενικό; Είναι αντικείμενο αίσθησης ή πρέπει να δούμε νοητικά την Ιδέα; Το ΕΤΑ, η ένσταση δηλαδή του ίδιου του Πλάτωνα απέναντι στη θεωρία του, ίσως μας βοηθά να κατανοήσουμε τι σημαίνει νόημα και συναντίληψη αλλά, ταυτόχρονα, και χάσμα, ανοησία και αστοχία στην επικοινωνία. Αν το ΕΤΑ σώζεται, αν οι Ιδέες είναι όντως πολλαπλές, αυτό ίσως και να εξηγεί την πολλαπλότητα των σημαινομένων στον καθημερινό μας λόγο και τον τρόπο που αυτή επενεργεί στη διαμόρφωση των σχέσεων και της πραγματικότητας.
------------------------
[1] Πλάτωνος Διάλογοί. Παρμενίδης., μτφρ. Η. Λάγιος, Αθήνα: Ζαχαροπουλος, 1954.
[2] Gill, M. L., “Problems for Forms”, in H. Benson (ed.) A Companion to Plato, Oxford: Blackwell, 2006, σ. 193.
[3] Vlastos, G., “The Third Man Argument in the Parmenides”, The Philosophical Review, Vol. 63, Νο 3, 1954, σ. 349.
[4] Cohen, S. M., “The Logic of the Third Man”, The Philosophical Review, Vol. 80, Νο 4, 1971, σ. 448.
[5] Vlastos, G., ό.π., σσ. 320-1.
[6] Ό.π., σσ. 324-5.
[7] Hansen, M. J., “Plato’s Parmenides: Interpretations and Solutions to the Third Man”, Aporia, Vol. 20, Νο 1, 2010, σ. 67.
[8] Hansen, M. J., ό.π., σ. 66-7.
[9] Vlastos, G., “Plato’s ‘Third Man’ Argument (Parm. 132a1-B2): Text And Logic”, The Philosophical Quarterly, Vol. 19, No. 77, 1969, σ. 292.
[10] Gill, M. L., ό.π., σ. 190
[11] «οἱ δὲ τὰς ἰδέας αἰτίας τιθέμενοι πρῶτον μὲν ζητοῦντες τωνδὶ τῶν ὄντων λαβεῖν τὰς αἰτίας ἕτερα τούτοις ἴσα τὸν ἀριθμὸν ἐκόμισαν, ὥσπερ εἴ τις ἀριθμῆσαι βουλόμενος ἐλαττόνων μὲν ὄντων οἴοιτο μὴ δυνήσεσθαι, πλείω δὲ ποιήσας ἀριθμοίη (σχεδὸν γὰρ ἴσα –ἢ οὐκ ἐλάττω– ἐστὶ τὰ εἴδη τούτοις περὶ ὧν ζητοῦντες τὰς αἰτίας ἐκ τούτων ἐπ᾽ ἐκεῖνα προῆλθον: καθ᾽ ἕκαστον γὰρ ὁμώνυμόν τι ἔστι καὶ παρὰ τὰς οὐσίας, τῶν τε ἄλλων ἔστιν ἓν ἐπὶ πολλῶν, καὶ ἐπὶ τοῖσδε καὶ ἐπὶ τοῖς ἀϊδίοις): ἔτι δὲ καθ᾽ οὓς τρόπους δείκνυμεν ὅτι ἔστι τὰ εἴδη, κατ᾽ οὐθένα φαίνεται τούτων: ἐξ ἐνίων μὲν γὰρ οὐκ ἀνάγκη γίγνεσθαι συλλογισμόν, ἐξ ἐνίων δὲ καὶ οὐχ ὧν οἰόμεθα τούτων εἴδη γίγνεται. κατά τε γὰρ τοὺς λόγους τοὺς ἐκ τῶν ἐπιστημῶν εἴδη ἔσται πάντων ὅσων ἐπιστῆμαι εἰσί, καὶ κατὰ τὸ ἓν ἐπὶ πολλῶν καὶ τῶν ἀποφάσεων, κατὰ δὲ τὸ νοεῖν τι φθαρέντος τῶν θαρτῶν: φάντασμα γάρ τι τούτων ἔστιν. ἔτι δὲ οἱ ἀκριβέστεροι τῶν λόγων οἱ μὲν τῶν πρός τι ποιοῦσιν ἰδέας, ὧν οὔ φαμεν εἶναι καθ᾽ αὑτὸ γένος, οἱ δὲ τὸν τρίτον ἄνθρωπον λέγουσιν. ὅλως τε ἀναιροῦσιν οἱ περὶ τῶν εἰδῶν λόγοι ἃ μᾶλλον εἶναι βουλόμεθα οἱ λέγοντες εἴδη τοῦ τὰς ἰδέας εἶναι: συμβαίνει γὰρ μὴ εἶναι τὴν δυάδα πρώτην ἀλλὰ τὸν ἀριθμόν, καὶ τὸ πρός τι τοῦ καθ᾽ αὑτό, καὶ πάνθ᾽ ὅσα τινὲς ἀκολουθήσαντες ταῖς περὶ τῶν ἰδεῶν δόξαις ἠναντιώθησαν ταῖς ἀρχαῖς. ἔτι κατὰ μὲν τὴν ὑπόληψιν καθ᾽ ἣν εἶναί φαμεν τὰς ἰδέας οὐ μόνον τῶν οὐσιῶν ἔσται εἴδη ἀλλὰ πολλῶν καὶ ἑτέρων (καὶ γὰρ τὸ νόημα ἓν οὐ μόνον περὶ τὰς οὐσίας ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν ἄλλων ἐστί, καὶ ἐπιστῆμαι οὐ μόνον τῆς οὐσίας εἰσὶν ἀλλὰ καὶ ἑτέρων, καὶ ἄλλα δὲ μυρία συμβαίνει τοιαῦτα): κατὰ δὲ τὸ ἀναγκαῖον καὶ τὰς δόξας τὰς περὶ αὐτῶν, εἰ ἔστι μεθεκτὰ τὰ εἴδη, τῶν οὐσιῶν ἀναγκαῖον ἰδέας εἶναι μόνον. οὐ γὰρ κατὰ συμβεβηκὸς μετέχονται ἀλλὰ δεῖ ταύτῃ ἑκάστου μετέχειν ᾗ μὴ καθ᾽ ὑποκειμένου λέγεται (λέγω δ᾽ οἷον, εἴ τι αὐτοδιπλασίου μετέχει, τοῦτο καὶ ἀϊδίου μετέχει, ἀλλὰ κατὰ συμβεβηκός: συμβέβηκε γὰρ τῷ διπλασίῳ ἀϊδίῳ εἶναι), ὥστ᾽ ἔσται οὐσία τὰ εἴδη: ταὐτὰ δὲ ἐνταῦθα οὐσίαν σημαίνει κἀκεῖ.»__
[12] Shields, Ch., “Learning about Plato from Aristotle”, in H. Benson (ed.) A Companion to Plato, Oxford: Blackwell, 2006, σ. 405-6.
[13] Gill, M. L., ό.π., σ. 190-1.
[14] Eco, U., Le signe: histoire et analyse d’un concept, adapte de l’italien par J.-M. Klinkenberg, Bruxelles: Labor, 1988, σ. 189-92.
[15] Hales, S. D., “The Recurring Problem of the Third Man”, Auslegung Vol. 17, No. 1, 1991, σ. 67.
[16] Sedley, D., “Plato on Language”, in H. Benson (ed.) A Companion to Plato, Oxford: Blackwell, 2006, σ. 226. Βλ. Κρατ. 409a: «τω Δωρικω τις ονόματι χρωτο -‘άλιον’ γάρ καλούσιν οί Δωριης- ‘άλιος’ ουν ειη μεν αν κατά το αλίζειν εις ταυτον τους ανθρώπους επειοάν ανατείλη, ειη ο αν και τω περί την γην αει είλειν ιών, εοίκοι ο αν και οτι ποικίλλει ιων τά γιγνομενα εκ της γης: το οε ποικίλλειν και αίολειν ταυτόν.»
[17] Rastier, F., Arts et sciences du texte, Paris: P.U.F., σσ. 36-7..
[18] Eco, U., Semiotique et philosophie du langage, trad. M. Bouzaher, Paris: Quadrige/P.U.F. 2001, σ. 66..
[19] During, I., Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και Ερμηνεία της Σκέψης του, τ. Β', μτφρ. Α. Γεωργίου Κατσιβέλα, Αθήνα: ΜΙΕΤ: 1994, σσ. 425-9.
Πιθανόν ο τίτλος του άρθρου να είναι κάπως παραπλανητικός. Σκοπός του δεν είναι να θεραπεύσει - μέσα από τη χρήση της σημειωτικής μεθοδολογίας- την επιχειρηματολογία προάσπισης της θεωρίας των Ιδεών του Πλάτωνα, ούτε, βέβαια, από την άλλη πλευρά, να συνδράμει αποφασιστικά στην επίρρωση του επιχειρήματος του τρίτου ανθρώπου (ΕΤΑ), είτε αυτό εκφράζεται μέσα από το συμπέρασμα του Παρμενίδη στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο αναφορικά με την Ιδέα του μεγέθους, είτε στις αντιρρήσεις του Αριστοτέλη, ο οποίος χρησιμοποίησε ως παράδειγμα εργασίας την Ιδέα του ανθρώπου. Εδώ θα επιδιωχθεί η κατάδειξη της γονιμότητας αυτής της συζήτησης και των προεκτάσεων που αυτή μπορεί να έχει μέσω της αναγωγής των θέσεων του επιχειρήματος, των επικουρικών προκείμενων αλλά και των αντεπιχειρημάτων σ’ ένα γλωσσικό παίγνιο, σε μία γλωσσολογική αναζήτηση με βάση την οντολογία. Ας δούμε καταρχάς τι λέει το απόσπασμα 132a1-b2 του Παρμενίδη:
«Νομίζω ότι εσύ από το εξής έχεις σχηματίσει τη γνώμη, ότι μια είναι κάθε ιδέα: όταν σου φανούν κάποια πολλά πράγματα πως είναι μεγάλα, αφού ρίξεις μια ματιά σε όλα αυτά, ίσως σου φαίνεται ότι μια κάποια ιδέα η ίδια δεσπόζει σε όλα, και αυτό σε κάνει να νομίζης ότι μία είναι η ιδέα του μεγέθους.
Αληθινά λες, είπε ο Σωκράτης.
Τούτο πάλι το μέγεθος καθαυτό και τα άλλα τα μεγάλα πράγματα, αν επίσης με το βλέμμα της ψυχής σου τα επισκοπήσης όλα, δεν θα σου αποκαλύψουν πάλι μιαν ιδέα μεγέθους, που επιβάλλει όλα αυτά να φαίνωνται αναγκαστικά μεγάλα;
Φαίνεται.
Άλλη επομένως νέα ιδέα μεγέθους θα παρουσιασθή, βγαλμένη απ’ αυτό το μέγεθος καθαυτό και τα πράγματα που μετέχουν σ’ αυτό. Και κοντά σε όλα αυτά πάλι θα παρουσιασθή άλλη ιδέα, για την οποία όλα αυτά θα είναι μεγάλα. Και έτσι λοιπόν δεν θα σου είναι πια μια η κάθε ιδέα, αλλ’ άπειρες στο πλήθος.»[1]
Το επιχείρημα του Παρμενίδη είναι απλό και πιθανόν αρκετό για να αναιρέσει μία από τις βασικές πλατωνικές θέσεις γύρω από την Ιδέα: αυτή της μοναδικότητάς της. Όπως αναφέρει η Gill, η ένσταση γύρω από την Ιδέα του μεγέθους πρέπει να εξεταστεί στο συγκείμενο της, δηλαδή στο δίλημμα όλο-μέρος (130e4-131e7) από το οποίο προέκυψαν και τα επιχειρήματα του Παρμενίδη γύρω από το μέγεθος: εκκινώντας από την υπόθεση ότι η Ιδέα είναι μία, ο Παρμενίδης ρωτά πώς μπορεί τότε να υπάρχει σε πολλά πράγματα (131a8-9) και να μην είναι διαιρεμένη σε πολλές (131c9- 10).[2] Εύλογα λοιπόν διατυπώνει στη συνέχεια το ερώτημά του για την πολλαπλότητα των Ιδεών. Στο πρώτο σκέλος του ΕΤΑ γίνεται επίκληση των ανθρώπινων αισθήσεων: όταν βλέπουμε κάποια μεγάλα πράγματα, τα θεωρούμε μεγάλα επειδή έχουμε στο νου μας μία αντίληψη του τι σημαίνει μεγάλο.
Κατόπιν όμως, ο Παρμενίδης ζητά από τον Σωκράτη να χρησιμοποιήσει τα μάτια της ψυχής, να προχωρήσει δηλαδή σε μία αφαίρεση και να σκεφτεί τόσο τα πράγματα που είναι μεγάλα, όσο και την Ιδέα που έχουμε στο μυαλό μας βάσει της οποίας τα πράγματα είναι μεγάλα. Κατά συνέπεια, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, εάν είναι μεγάλο τόσο το μέγεθος των πραγμάτων -άρα η Ιδέα τους- όσο και τα ίδια πράγματα που μετέχουν σε αυτό ώστε να είναι μεγάλα, θα πρέπει να υπάρξει μία δεύτερη Ιδέα του μεγέθους βάσει της οποίας είναι μεγάλα όχι μόνο τα πράγματα αλλά και η ιδέα τους ταυτόχρονα. Στη συνέχεια πάλι θα πρέπει να υπάρξει μία Τρίτη Ιδέα του μεγέθους που θα περιλαμβάνει τη δεύτερη Ιδέα του μεγέθους, την πρώτη ιδέα του μεγέθους καθώς και όλα τα πράγματα τα οποία μετέχουν στο μέγεθος ώστε να θεωρούνται μεγάλα. Τι σημαίνει όμως πρακτικά αυτό το συμπέρασμα;
Οι Ιδέες του Πλάτωνα είναι μία από τις πιο σκανδαλιστικές για τον στοχασμό -αλλά ταυτόχρονα σαγηνευτικές- θεωρίες του ανθρώπινου πνεύματος, όχι μόνο στην καθεαυτή αναζήτηση της αλήθειας για τα όντα, αλλά και για τις προεκτάσεις που μπορεί να έχει στη μελέτη της ανθρώπινης πράξης. Πράγματι, ένα σεβαστό τμήμα της παγκόσμιας ιστορίας της φιλοσοφίας καθώς και ποικίλοι θεολογικοί, πολιτικοί και κοινωνικοί στοχασμοί έχουν αναπτυχθεί με αφορμή τη θεωρία των Ιδεών, είτε προς υπεράσπισή τους και κατά συνέπεια με σκοπό τη χρήση τους σε θεωρητικά συστήματα, είτε προς κατάρριψή τους με σκοπό την επιβεβαίωση πιο θετικιστικών ερμηνειών. Η κατάθεση επιχειρημάτων εναντίον τους από τον ίδιο τον εμπνευστή τους στον Παρμενίδη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί είτε διάβημα φιλοσοφικής γενναιότητας, όπως δόκιμα υποστηρίζει ο Vlastos,[3] είτε μία προληπτική επισήμανση προς τις αντιρρήσεις που οι κατοπινοί, όπως λ.χ. ο Αριστοτέλης, θα ήγειραν. Όπως κι αν έχει, ας δούμε κάποιες από τις αναπτύξεις των επιχειρημάτων γύρω από το ΕΤΑ, σύγχρονες και αρχαίες, οι οποίες θα μας φανούν χρήσιμες στο πέρασμα από τα όντα στη γλώσσα.
Η πρόταση του Vlastos και σχετικές συμπληρώσεις
Πάνω στο ερώτημα εάν το ΕΤΑ είναι έγκυρο ακόμη και για τον ίδιο τον Πλάτωνα έχουν διατυπωθεί πολλές θέσεις και πριν αλλά και επ’ αφορμή του περίφημου άρθρου του Vlastos το 1954. Από την εποχή εκείνη, έχει ξεκινήσει ένας εκτεταμένος διάλογος γύρω από αυτό το μικρό απόσπασμα του πλατωνικού έργου· εδώ θα αναφερθούμε σε μερικά μόνο -πρωταρχικής όμως σπουδαιότητας- επιχειρήματα γύρω από το ΕΤΑ, τα οποία θα μας φανούν χρήσιμα στην υποστήριξη του σκοπού του άρθρου.
Ο Cohen λοιπόν αναφέρει ότι, σύμφωνα με τον Vlastos, το ΕΤΑ είναι non sequitur, δηλαδή το συμπέρασμα -ότι θα πρέπει να υπάρχει μία δεύτερη ιδέα του μεγέθους- δεν προκύπτει από τις δύο πρώτες προτάσεις του επιχειρήματος και γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέπει να ανακαλύψουμε τις ενδιάμεσες προκείμενες που το στηρίζουν.[4] Καταρχάς, πριν αναφερθούμε στις δύο ενδιάμεσες προκείμενες και στο τι αυτές συνεπάγονται, ας δούμε πώς σχηματοποιεί ο Vlastos τις δύο προτάσεις του ΕΤΑ με βάση το πλατωνικό απόσπασμα: [5]
Α1: Εάν ένας αριθμός αντικειμένων a, b, c είναι όλα F, τότε θα πρέπει να υπάρχει μία μοναδική Ιδέα F-ότητας, επί τη βάσει της οποίας αντιλαμβανόμαστε ότι τα a, b, c είναι όλα F.
Α2: Εάν τα a, b, c και η F-ότητα είναι όλα F, τότε θα πρέπει να υπάρχει μία άλλη Ιδέα F1-ότητα, επί τη βάσει της οποίας αντιλαμβανόμαστε ότι τα a, b, c και η F-ότητα είναι όλα F.
Για να φτάσουμε όμως βάσιμα από το Α1 στο Α2, σύμφωνα με τον Vlastos, πρέπει να εισάγουμε δύο ενδιάμεσες
προκείμενες οι οποίες να αιτιολογούν το συμπέρασμα, οι οποίες είναι γνωστές ως υπόθεση της αυτοκατηγόρησης και της μη-ταύτισης:[6]
A3: Οποιαδήποτε Ιδέα μπορεί να κατηγορηθεί από τον εαυτό της. Το μέγεθος είναι το ίδιο μεγάλο. Η F-ότητα είναι η ίδια F.
A4: Εάν κάτι έχει ένα συγκεκριμένο γνώρισμα, δεν μπορεί να είναι ταυτόσημο με την Ιδέα, επί τη βάσει της οποίας αντιλαμβανόμαστε αυτό το γνώρισμα. Εάν ένα x είναι F, τότε το x δεν μπορεί να είναι ταυτόσημο με την F-ότητα.
Πράγματι, χωρίς τη σιωπηλή αποδοχή αυτών των δύο προτάσεων, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φτάσει στο συμπέρασμα περί της πολλαπλότητας των Ιδεών, διότι μία Ιδέα οφείλει να έχει το γνώρισμα, το οποίο αποδίδει η ίδια στα πράγματα. Η Ιδέα του μεγέθους, χάρη στην οποία τα πράγματα γίνονται αντιληπτά ως μεγάλα, οφείλει να είναι και αυτή μεγάλη, ειδάλλως δεν θα ήταν σε θέση να μεταδώσει την ιδιότητα αυτή στα πράγματα. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο, όπως αναφέρει ο Hansen, για την ευρύτερη κατανόηση της λειτουργίας των πλατωνικών Ιδεών.[7] Μία εξίσου σημαντική αρχή της θεωρίας των Ιδεών είναι επίσης η μετοχή: όπως αναφέρει ο Πλάτωνας στον Φαίδωνα (102b) και επαναλαμβάνει εδώ, κάθε μία από τις Ιδέες υπήρχε από πριν και τα υπόλοιπα (αισθητά) πράγματα πήραν το όνομά τους δια της μετοχής τους σε αυτές.[8] Με άλλα λόγια τα μεγάλα πράγματα ονομάζονται μεγάλα καθώς μετέχουν της Ιδέας του μεγέθους. Την ειδοποιό αυτή διατύπωση λαμβάνει υπόψη του και ο Vlastos, κατόπιν των παρατηρήσεων στο πρώτο του άρθρο από τον Sellars, σε νέα του προσέγγιση του ΕΤΑ το 1969.[9]
Συνοψίζοντας, αυτό που θα μας φανεί χρήσιμο στη συνέχεια από αυτή τη συμπλήρωση του ΕΤΑ με βάση την προσέγγιση του Vlastos είναι αφενός ότι αντιλαμβανόμαστε πως ένας αριθμός πραγμάτων διαθέτει μία ιδιότητα -αλλά και λαμβάνει όνομα από αυτή- χάρη στη μετοχή του σε μία Ιδέα, η οποία διαθέτει την ιδιότητα αφ εαυτής, ενώ αφετέρου τα πράγματα δεν ταυτίζονται με την Ιδέα. Τα μεγάλα πράγματα συνεπώς ονομάζονται μεγάλα καθώς μετέχουν στην Ιδέα του μεγέθους, η οποία είναι και αυτή μεγάλη, χωρίς όμως να ταυτίζονται μαζί της.
Η Αριστοτελική κριτική
Προχωρώντας το ερώτημα περί μετοχής των πραγμάτων στις Ιδέες, επιστρέφουμε σε προηγούμενο τμήμα της συζήτησης μεταξύ του Παρμενίδη και του Σωκράτη: όταν ένα πράγμα μετέχει σε μία Ιδέα, λαμβάνει το γνώρισμα όλης της Ιδέας ή μόνο ενός μέρους της; Και αντιστρέφοντας το ερώτημα: μπορεί μία Ιδέα να υπάρχει στο σύνολό της σε κάθε ένα από τα πράγματα, τα οποία μετέχουν αυτής και, αν ναι, δεν θα διαχωρίζονταν έτσι από τον εαυτό της καθώς θα υπήρχε σε διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα (131a8- b2);[10] Με άλλα λόγια, καθώς η Ιδέα του μεγέθους υπάρχει ταυτόχρονα σε πολλά (μεγάλα) πράγματα, δεν διαιρείται σε τμήματα ώστε αυτό αν είναι εφικτό; Σε αντίθετη περίπτωση, ένα μεγάλο πράγμα μετέχει στο όλο της Ιδέας του μεγέθους ή απλώς σε ένα τμήμα της; Από αυτή τη σκοπιά, θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί κατά πόσον οι Ιδέες αποτελούν πράγματι ουσίες των πραγμάτων, καθόσον μάλιστα είναι διαχωριστέες από αυτά (αρχή της μη-ταύτισης) και κυρίως ως πλήρεις οντότητες. Ο Αριστοτέλης απάντησε αρνητικά σε αυτή την ερώτηση, υποστηρίζοντας ότι η ουσία είναι εγγενές χαρακτηριστικό του πράγματος, δεν χωρίζεται από αυτό και γι’ αυτό η Ιδέα δεν μπορεί επ’ ουδενί να είναι ουσία (Μετά τα Φυσ. 991b1).
Ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς στον σχολιασμό του (84.2185.3) του 990b των Μετά τά Φυσικά[11] σημειώνει πως, για τον Αριστοτέλη, το παράδοξο της ύπαρξης μίας Ιδέας του ανθρώπου διαχωρισμένης από το σύνολο των αισθητών ανθρώπων μπορεί να επιλυθεί μόνο εάν αποδεχτούμε την ύπαρξη ενός τρίτου ανθρώπου ο οποίος αναφέρεται στους ανθρώπους και ταυτόχρονα στην πρώτη Ιδέα τους. Με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να υποθέσουμε την ύπαρξη ενός τέταρτου ανθρώπου και ούτω καθ’ εξής στο διηνεκές. Κατέφασκε λοιπόν ο Αριστοτέλης την αντίρρηση του Παρμενίδη, όπως τη διατύπωσε ο ίδιος ο Πλάτωνας. Ο Αλέξανδρος, ο οποίος έζησε πέντε αιώνες μετά τον Αριστοτέλη, προφανώς είχε στη διάθεσή του το χειρόγραφο μίας μικρής πραγματείας -κατά πάσα πιθανότητα- του Σταγειρίτη με τον τίτλο Περί Ιδεών, στην οποία παρουσιάζεται μία σειρά επιχειρημάτων με στόχο την κατάρριψη της ομώνυμης θεωρίας του Πλάτωνα.[12] Πώς μπορεί όμως να επιλυθεί το ζήτημα της πολλαπλότητας των Ιδεών αφού δι’ αυτών λαμβάνουν γνώρισμα πολλά πράγματα; Τι καθιστά αναγκαία την ύπαρξη του τρίτου ανθρώπου;
Η Gill προτείνει τη λύση των αριστοτελικών καθόλου: «εάν [ο Σωκράτης] είχε γεννηθεί έναν αιώνα αργότερα και είχε παρακολουθήσει τις διαλέξεις του Αριστοτέλη στο Λύκειο, ίσως να ανταπαντούσε, “Παρμενίδη, εάν νομίζεις ότι η ιδέα διαχωρίζεται από τον εαυτό της, υπάρχουσα ταυτοχρόνως σε έναν αριθμό πραγμάτων, παρεξηγείς τη φύση των ιδεών. Οι ιδέες είναι καθόλου και η φύση ενός καθόλου είναι ακριβώς να είναι παρόν σε πολλά μέρη ταυτόχρονα και να κατηγορείται από κοινού από έναν αριθμό πραγμάτων.” (βλ. Αριστοτέλη, Περί Έρμ. 7, 17a39-40· Μετά τά Φυσ. VII.16, 1040b25-6) Ως εκ τούτου, τα καθόλου δεν διαχωρίζονται από τον εαυτό τους»[13] Σε αυτή την περίπτωση η πλατωνική Ιδέα ταυτίζεται οντολογικά με τα αριστοτελικά καθόλου.
Μία άλλη λύση είναι η προσέγγιση της έννοιας της αναφοράς. Ο Eco εισάγει σημειωτικούς όρους στην εξέταση της πλατωνικής σύλληψης των Ιδεών και μεταβάλλει μία οντολογική ερώτηση σε ζήτημα της φιλοσοφίας της γλώσσας. Για τον Αριστοτέλη άλλωστε αυτή είναι μία εύλογη αναγωγή, καθώς η ουσία των πραγμάτων σχετίζεται με το τι λέμε γι’ αυτά. Παραπέμπει επομένως στη λειτουργία των πραγμάτων ως σημείων, αποτελούμενων από ένα σημαίνον κι ένα σημαινόμενο, των οποίων τα αναφερόμενα είναι οι Ιδέες.[14] Αυτό ισχύει διότι οι Ιδέες είναι αυτές που είναι πραγματικές, με βάση την πλατωνική θεωρία των Ιδεών, ενώ τα φυσικά αντικείμενα δεν είναι παρά ομοιώματά τους, στον βαθμό που μία εικόνα δεν είναι παρά ομοίωμα ενός φυσικού αντικειμένου.
Αν το σημείο, σύμφωνα με τον ορισμό του Peirce, είναι κάτι το οποίο στέκεται στη θέση κάποιου άλλου πράγματος, ο Eco λοιπόν νομιμοποιείται να θεωρεί ότι η ερώτηση που θα έθετε ο Αριστοτέλης στον Πλάτωνα είναι: εάν υπάρχουν οι Ιδέες, όπως τις περιγράφεις, ως αναφερόμενα των πραγμάτων, η σημειωτική διαμεσολάβηση της πραγματικότητας δεν θα οδηγούσε στο διηνεκές; Τι βαθμό πραγματικότητας θα έπρεπε λοιπόν να έχει ο τρίτος άνθρωπος - ή αλλιώς η Ιδέα που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά όλων των ανθρώπων καθώς και της Ιδέας του ανθρώπου (Τοπ. 178b36-179a10);
Αναφορά, έννοια, σημασία
Κατά πρώτον, ας εξετάσουμε τι άποψη θα είχε ο Πλάτωνας για την αναγωγή της Ιδέας σε αναφερόμενο. Στο 10ο βιβλίο της Πολιτείας (596a6-7) εκφράζεται η άποψη ότι οι άνθρωποι συνηθίζουν να αποδέχονται την ύπαρξη μίας συγκεκριμένης Ιδέας όταν ονομάζουν ένα σύνολο πραγμάτων με κοινό όνομα που είναι και το ίδιο με αυτό που χρησιμοποιούν για να ονομάσουν την Ιδέα. Η υπόθεση της μη- ταυτότητας που είδαμε πριν, δηλαδή, η αποδοχή ότι ένα αντικείμενο δεν ταυτίζεται με την Ιδέα του, μας απαγορεύει ουσιαστικά να τοποθετήσουμε το αντικείμενο στην κατηγορία του αναφερόμενου όταν μιλάμε.
Με άλλα λόγια, όταν ονομάζουμε ένα τραπέζι, χρησιμοποιούμε το σημαίνον της λέξης, το σημαινόμενό της, που είναι η έννοια του τραπεζιού (δηλαδή, έπιπλο, διαφόρων υλικών, με τουλάχιστον τρία πόδια, στο οποίο εκτελούμε πράξεις, λ.χ. τρώμε, συνήθως καθιστοί) και αναφερόμαστε σ’ εάν συγκεκριμένο υλικό αντικείμενο, το οποίο είναι επομένως το αναφερόμενο. Αν όμως αναφερόμενο είναι και η Ιδέα του τραπεζιού και το ίδιο το τραπέζι, τότε, είτε θα πρέπει να απορρίψουμε την υπόθεση της μη-ταυτότητας, είτε να αποδεχτούμε οντολογικά την ύπαρξη δύο αναφερόμενων, του τραπεζιού ως πράγμα και της Ιδέας του τραπεζιού. Αυτό σημειωτικά είναι απαράδεκτο ή, επί της ουσίας, αναφέρεται σε διαφορετικές αναφερόμενες έννοιες: η Ιδέα του τραπεζιού και το ίδιο το τραπέζι δεν μπορούν να είναι αναφερόμενα του ίδιου σημείου.
Όπως αναφέρει ο Hales, η υπόθεση της μη-ταυτότητας είναι συνεπής με τις διατυπωμένες προτάσεις του Παρμενίδη στο ΕΤΑ, μόνο εάν ο Πλάτωνας δεχόταν την εξέταση του ΕΤΑ υπό το πρίσμα μίας θεωρίας της αναφοράς, πράγμα αδύνατο.[15] Η αλήθεια είναι ότι στην καθημερινή μας γλώσσα χρησιμοποιούμε το ίδιο κατηγόρημα για διαφορετικά αντικείμενα σε διαφορετικές χρήσεις ανάλογα με τα εκάστοτε συγκείμενα, λ.χ. ο Θουκυδίδης είναι μεγάλος, το τραπέζι είναι μεγάλο. Σε αυτή την περίπτωση, η Ιδέα του μεγέθους αναφέρεται σε διαφορετικές εκτάσεις της έννοιας, πιθανόν λοιπόν να πρόκειται για διαφορετικές Ιδέες, άρα αίρεται η υπόθεση της μοναδικότητας της Ιδέας. Εδώ όμως μπορεί να ενεργοποιηθεί η διάκριση ανάμεσα στην έννοια και τη σημασία. Αν εκλάβουμε την έννοια ως μία πυρηνική κατασκευή και τις σημασίες ως τις προθέσεις ή εκτάσεις της έννοιας, τότε μπορούμε να διατηρήσουμε τη μοναδικότητα της Ιδέας και ταυτόχρονα να απεγκλωβίσουμε τα αισθητά αντικείμενα από την τάση ταύτισής τους με την Ιδέα, ώστε να σώσουμε και την υπόθεση της μη-ταύτισης. Τα προβλήματα εδώ πάλι είναι δύο: α. θα συμφωνούσε ο Πλάτωνας με αυτή την αναγωγή; β. τι συνεπάγεται αυτή;
Στον Κρατύλο (409a1-6) ο Πλάτωνας επισημαίνει ότι οι πιο επιτυχημένα κατασκευασμένες λέξεις είναι αυτές οι οποίες κεντρίζουν το ενδιαφέρον μας συνδυάζοντας μία σειρά από συμπληρωματικά μηνύματα, και θέτει ως παρά- δείγμα τη λέξη «ήλιος», η οποία έχει τουλάχιστον τρεις σημασίες.[16] Συνεπώς ο Πλάτωνας δέχεται την ομωνυμική χρήση των λέξεων σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι τόσο ο μεγάλος Θουκυδίδης όσο και το μεγάλο τραπέζι μετέχουν της ίδιας Ιδέας του μεγέθους, ακόμη κι αν τελικά οι σημασία του μεγάλου είναι διαφορετική σε αυτές τις περιπτώσεις (από τη μία πλευρά, προσωπικότητα, γνώση, υστεροφημία, και από την άλλη, μέγεθος).
Οι σημασίες όμως, όπως αναφέρει ο Rastier, είναι για τον Αριστοτέλη μία νοητική αναπαράσταση. Ας θυμηθούμε εδώ την προτροπή του Παρμενίδη στον Σωκράτη να εξετάσει με τα μάτια της ψυχής την Ιδέα του μεγέθους καθώς και τα μεγάλα πράγματα. Συνεπαγωγικά, η θεωρία της αναφοράς, υπό την οπτική γωνία των σημασιών, για να υποστηρίξει το ΕΤΑ, θα πρέπει να επιχειρήσει μία μετατόπιση της Ιδέας από το αναφερόμενο στο σημαινόμενο, να διαφυλάξει τη θέση του αναφερόμενου για τα αισθητά αντικείμενα και να εξοβελίσει τις Ιδέες στον χώρο των απλών νοητικών κατασκευών.
Το σημειωτικό τρίγωνο
Ας εντάξουμε λοιπόν αυτές τις αναγωγές στη γλώσσα στο θεωρητικό σχήμα του σημειωτικού τριγώνου για να δούμε το τι αυτές προϋποθέτουν για τη λειτουργία της σκέψης και τη γνώση που μπορούμε να έχουμε για τα πράγματα. Το σημειωτικό τρίγωνο αποτελείται από το σημαίνον, που ουσιαστικά είναι η λέξη που σημαίνει μία έννοια, το σημαινόμενο, το οποίο είναι η έννοια που αποδίδει το σημαίνον και το αναφερόμενο, το οποίο είναι το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται το σημείο ως μονάδα ταύτισης μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου. Ο Eco επιχειρεί την απόδοση των φιλοσοφικών συστημάτων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη σε σημειωτικές κατασκευές και χρησιμοποιεί τους εξής όρους για να ενσαρκώσει τις γωνίες των αντίστοιχων τριγώνων: για τον Πλάτωνα σημαίνον είναι η λέξη, σημαινόμενο η έννοια και αναφερόμενο (ή αντικείμενο) μία εμπειρία του κόσμου, ενώ για τον Αριστοτέλη σημαίνον είναι η λέξη, σημαινόμενο το πάθημα της ψυχής και αναφερόμενο είναι η πρώτη ουσία.[17]
Πριν αναλύσουμε τα δύο σημειωτικά τρίγωνα, ας αναφερθούμε με συντομία στην αριστοτελική ορολογία: στο Περί Ερμηνείας (16a3-5) αναφέρεται ότι ο προφορικός λόγος είναι σύμβολο ψυχικών καταστάσεων, οπότε λειτουργεί ως σημαίνον των εννοιών που σχηματίζονται στο πνεύμα μας (παθήματα ψυχής), οι οποίες λειτουργούν ως σημαινόμενα. Η πρώτη ουσία (Μετ. τα Φυσ. 1005a35· Φυσ. 206b16) πάλι εννοείται αυτό το ον, χωρίς το οποίο δεν μπορούν να υπάρξουν τα άλλα πράγματα -ενώ το αντίστροφο δεν ισχύει-, το χρονικώς προηγούμενο, το υπαρκτικά πρωταρχικό.[18] [19] Το αντικείμενο αποτελείται από την Μορφή, το Είδος (Ιδέα του αντικειμένου) και την Ουσία. Στην πραγματικότητα η Ουσία είναι η ένωση της ύλης και του είδους. Αλλά αφού το είδος είναι η ιδέα του αντικειμένου θα έπρεπε να προϋπάρχει αυτού. Όμως ο Αριστοτέλης δεν δέχεται χωρισμό της ουσίας από το είδος. Άρα η πρώτη (προϋπάρχουσα) ιδέα του αντικειμένου δεν είναι το είδος αλλά η πρώτη ουσία.
Όπως διαπιστώνει και ο σημειωτιστής, η διαφορά ορολογίας αποκαλύπτει και τη μεθοδολογική και κυρίως οντολογική απόσταση μεταξύ των δύο συστημάτων φιλοσοφίας.
Το πράγμα (αναφερόμενο) στον Πλάτωνα είναι μία εμπειρία του κόσμου, η οποία ουσιαστικά είναι αναπαράσταση της πραγματικότητας. Η πραγματικότητα είναι η Ιδέα, η οποία δεν εντάσσεται σε σχήματα γνωσιολογίας που εκκινούν είτε από τη γλώσσα είτε από την εμπειρία. Στον Αριστοτέλη, με το να τίθεται το αναφερόμενο ως πρώτη ουσία επιτυγχάνεται ο μη διαχωρισμός της ουσίας από το είδος του πράγματος, αλλά εισάγεται μία προβληματική έννοια, αυτή της Ιδέας του αντικειμένου. Σαν ακριβώς ο Αριστοτέλης, όπως ο Πλάτωνας στη θεωρία της αναφοράς, να αποδέχεται την Ιδέα ως πραγματικό αντικείμενο. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Eco δεν τοποθετεί στο αριστοτελικό αναφερόμενο το ίδιο το αντικείμενο, αλλά την πρώτη ουσία. Ίσως, ήθελε να αποφύγει τον ορισμό του αντικειμένου μέσα από τη διαδικασία της φθοράς της ύλης, διότι τότε θα έπρεπε να αναιρέσει την έννοια της μορφής και κατ’ επέκταση της ίδιας της ουσίας του αναφερόμενου.
Τι μας διδάσκει το ΕΤΑ και το σημειωτικό τρίγωνο;
Συμπερασματικά, μέσα από την εκδίπλωση των σημειωτικών τριγώνων των δύο φιλοσόφων και λαμβάνοντας υπόψη τις προκείμενες του ΕΤΑ και των ενδιάμεσων προτάσεων του Vlastos, μπορούμε να διακρίνουμε τον βαθμό παραχώρησης στη δυνατότητα των αισθήσεων να εκλαμβάνουν επίπεδα της πραγματικότητας και στη δυνατότητα της γλώσσας να την περιγράφει. Η πρώτη ουσία του Αριστοτέλη στη θέση του αναφερόμενου ανοίγει την πόρτα για την υιοθέτηση της θεωρίας των καθόλου του Ζ' των Μετά τά Φυσικά (1038b), ενώ η εμπειρία του κόσμου στον Πλάτωνα υποθηκεύει τη γνώση των πραγμάτων και την εξαρτά από οντότητες που δεν δύνανται ούτε να βιωθούν ούτε να περιγραφούν. Ο νομιναλισμός του Μεσαίωνα θα προσπαθήσει να απαντήσει τόσο στις πλατωνικές Ιδέες, όσο και στα αριστοτελικά universalia.
Ακόμη όμως και αν η Ιδέα μετατοπιστεί στο σημαινόμενο με βάση τη θεωρία της αναφοράς και την υπόθεση της μη- ταύτισης μεταξύ πράγματος και της Ιδέας του πράγματος, τότε θα ταυτιστεί με την έννοια, πράγμα το οποίο θα ήταν απαράδεκτο για τον Πλάτωνα. Όχι όμως για τον Αριστοτέλη, ο οποίος εστιάζοντας ρητά στα παθήματα της ψυχής, όσο κι αν τα θεωρεί καθολικά, αφήνει μία χαραμάδα ερμηνείας και προσωπικής αντίληψης στο σημαινόμενο. Γι’ αυτό άλλωστε, για τον Σταγειρίτη, τα πράγματα είναι αυτό που λέμε γι’ αυτά, ενώ για τον Πλάτωνα αυτό δεν ισχύει χωρίς να απορριφθεί συλλήβδην η θεωρία των Ιδεών ως μοναδικές οντότητες.
Είναι επομένως τα σημαινόμενα καθολικά; Όταν εμείς οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε μία λέξη καταλαβαίνουμε όλοι το ίδιο πράγμα; Και αν ναι, ποιο είναι αυτό; Είναι αντικειμενικό; Είναι αντικείμενο αίσθησης ή πρέπει να δούμε νοητικά την Ιδέα; Το ΕΤΑ, η ένσταση δηλαδή του ίδιου του Πλάτωνα απέναντι στη θεωρία του, ίσως μας βοηθά να κατανοήσουμε τι σημαίνει νόημα και συναντίληψη αλλά, ταυτόχρονα, και χάσμα, ανοησία και αστοχία στην επικοινωνία. Αν το ΕΤΑ σώζεται, αν οι Ιδέες είναι όντως πολλαπλές, αυτό ίσως και να εξηγεί την πολλαπλότητα των σημαινομένων στον καθημερινό μας λόγο και τον τρόπο που αυτή επενεργεί στη διαμόρφωση των σχέσεων και της πραγματικότητας.
------------------------
[1] Πλάτωνος Διάλογοί. Παρμενίδης., μτφρ. Η. Λάγιος, Αθήνα: Ζαχαροπουλος, 1954.
[2] Gill, M. L., “Problems for Forms”, in H. Benson (ed.) A Companion to Plato, Oxford: Blackwell, 2006, σ. 193.
[3] Vlastos, G., “The Third Man Argument in the Parmenides”, The Philosophical Review, Vol. 63, Νο 3, 1954, σ. 349.
[4] Cohen, S. M., “The Logic of the Third Man”, The Philosophical Review, Vol. 80, Νο 4, 1971, σ. 448.
[5] Vlastos, G., ό.π., σσ. 320-1.
[6] Ό.π., σσ. 324-5.
[7] Hansen, M. J., “Plato’s Parmenides: Interpretations and Solutions to the Third Man”, Aporia, Vol. 20, Νο 1, 2010, σ. 67.
[8] Hansen, M. J., ό.π., σ. 66-7.
[9] Vlastos, G., “Plato’s ‘Third Man’ Argument (Parm. 132a1-B2): Text And Logic”, The Philosophical Quarterly, Vol. 19, No. 77, 1969, σ. 292.
[10] Gill, M. L., ό.π., σ. 190
[11] «οἱ δὲ τὰς ἰδέας αἰτίας τιθέμενοι πρῶτον μὲν ζητοῦντες τωνδὶ τῶν ὄντων λαβεῖν τὰς αἰτίας ἕτερα τούτοις ἴσα τὸν ἀριθμὸν ἐκόμισαν, ὥσπερ εἴ τις ἀριθμῆσαι βουλόμενος ἐλαττόνων μὲν ὄντων οἴοιτο μὴ δυνήσεσθαι, πλείω δὲ ποιήσας ἀριθμοίη (σχεδὸν γὰρ ἴσα –ἢ οὐκ ἐλάττω– ἐστὶ τὰ εἴδη τούτοις περὶ ὧν ζητοῦντες τὰς αἰτίας ἐκ τούτων ἐπ᾽ ἐκεῖνα προῆλθον: καθ᾽ ἕκαστον γὰρ ὁμώνυμόν τι ἔστι καὶ παρὰ τὰς οὐσίας, τῶν τε ἄλλων ἔστιν ἓν ἐπὶ πολλῶν, καὶ ἐπὶ τοῖσδε καὶ ἐπὶ τοῖς ἀϊδίοις): ἔτι δὲ καθ᾽ οὓς τρόπους δείκνυμεν ὅτι ἔστι τὰ εἴδη, κατ᾽ οὐθένα φαίνεται τούτων: ἐξ ἐνίων μὲν γὰρ οὐκ ἀνάγκη γίγνεσθαι συλλογισμόν, ἐξ ἐνίων δὲ καὶ οὐχ ὧν οἰόμεθα τούτων εἴδη γίγνεται. κατά τε γὰρ τοὺς λόγους τοὺς ἐκ τῶν ἐπιστημῶν εἴδη ἔσται πάντων ὅσων ἐπιστῆμαι εἰσί, καὶ κατὰ τὸ ἓν ἐπὶ πολλῶν καὶ τῶν ἀποφάσεων, κατὰ δὲ τὸ νοεῖν τι φθαρέντος τῶν θαρτῶν: φάντασμα γάρ τι τούτων ἔστιν. ἔτι δὲ οἱ ἀκριβέστεροι τῶν λόγων οἱ μὲν τῶν πρός τι ποιοῦσιν ἰδέας, ὧν οὔ φαμεν εἶναι καθ᾽ αὑτὸ γένος, οἱ δὲ τὸν τρίτον ἄνθρωπον λέγουσιν. ὅλως τε ἀναιροῦσιν οἱ περὶ τῶν εἰδῶν λόγοι ἃ μᾶλλον εἶναι βουλόμεθα οἱ λέγοντες εἴδη τοῦ τὰς ἰδέας εἶναι: συμβαίνει γὰρ μὴ εἶναι τὴν δυάδα πρώτην ἀλλὰ τὸν ἀριθμόν, καὶ τὸ πρός τι τοῦ καθ᾽ αὑτό, καὶ πάνθ᾽ ὅσα τινὲς ἀκολουθήσαντες ταῖς περὶ τῶν ἰδεῶν δόξαις ἠναντιώθησαν ταῖς ἀρχαῖς. ἔτι κατὰ μὲν τὴν ὑπόληψιν καθ᾽ ἣν εἶναί φαμεν τὰς ἰδέας οὐ μόνον τῶν οὐσιῶν ἔσται εἴδη ἀλλὰ πολλῶν καὶ ἑτέρων (καὶ γὰρ τὸ νόημα ἓν οὐ μόνον περὶ τὰς οὐσίας ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν ἄλλων ἐστί, καὶ ἐπιστῆμαι οὐ μόνον τῆς οὐσίας εἰσὶν ἀλλὰ καὶ ἑτέρων, καὶ ἄλλα δὲ μυρία συμβαίνει τοιαῦτα): κατὰ δὲ τὸ ἀναγκαῖον καὶ τὰς δόξας τὰς περὶ αὐτῶν, εἰ ἔστι μεθεκτὰ τὰ εἴδη, τῶν οὐσιῶν ἀναγκαῖον ἰδέας εἶναι μόνον. οὐ γὰρ κατὰ συμβεβηκὸς μετέχονται ἀλλὰ δεῖ ταύτῃ ἑκάστου μετέχειν ᾗ μὴ καθ᾽ ὑποκειμένου λέγεται (λέγω δ᾽ οἷον, εἴ τι αὐτοδιπλασίου μετέχει, τοῦτο καὶ ἀϊδίου μετέχει, ἀλλὰ κατὰ συμβεβηκός: συμβέβηκε γὰρ τῷ διπλασίῳ ἀϊδίῳ εἶναι), ὥστ᾽ ἔσται οὐσία τὰ εἴδη: ταὐτὰ δὲ ἐνταῦθα οὐσίαν σημαίνει κἀκεῖ.»__
[12] Shields, Ch., “Learning about Plato from Aristotle”, in H. Benson (ed.) A Companion to Plato, Oxford: Blackwell, 2006, σ. 405-6.
[13] Gill, M. L., ό.π., σ. 190-1.
[14] Eco, U., Le signe: histoire et analyse d’un concept, adapte de l’italien par J.-M. Klinkenberg, Bruxelles: Labor, 1988, σ. 189-92.
[15] Hales, S. D., “The Recurring Problem of the Third Man”, Auslegung Vol. 17, No. 1, 1991, σ. 67.
[16] Sedley, D., “Plato on Language”, in H. Benson (ed.) A Companion to Plato, Oxford: Blackwell, 2006, σ. 226. Βλ. Κρατ. 409a: «τω Δωρικω τις ονόματι χρωτο -‘άλιον’ γάρ καλούσιν οί Δωριης- ‘άλιος’ ουν ειη μεν αν κατά το αλίζειν εις ταυτον τους ανθρώπους επειοάν ανατείλη, ειη ο αν και τω περί την γην αει είλειν ιών, εοίκοι ο αν και οτι ποικίλλει ιων τά γιγνομενα εκ της γης: το οε ποικίλλειν και αίολειν ταυτόν.»
[17] Rastier, F., Arts et sciences du texte, Paris: P.U.F., σσ. 36-7..
[18] Eco, U., Semiotique et philosophie du langage, trad. M. Bouzaher, Paris: Quadrige/P.U.F. 2001, σ. 66..
[19] During, I., Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και Ερμηνεία της Σκέψης του, τ. Β', μτφρ. Α. Γεωργίου Κατσιβέλα, Αθήνα: ΜΙΕΤ: 1994, σσ. 425-9.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)