Δευτέρα 9 Μαΐου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (23.482-23.538)

Τὸν δὲ χολωσάμενος Κρητῶν ἀγὸς ἀντίον ηὔδα·
«Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδές, ἄλλα τε πάντα
δεύεαι Ἀργείων, ὅτι τοι νόος ἐστὶν ἀπηνής.
485 δεῦρό νυν, ἢ τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος,
ἴστορα δ᾽ Ἀτρεΐδην Ἀγαμέμνονα θείομεν ἄμφω,
ὁππότεραι πρόσθ᾽ ἵπποι, ἵνα γνώῃς ἀποτίνων.»
Ὣς ἔφατ᾽, ὄρνυτο δ᾽ αὐτίκ᾽ Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας
χωόμενος χαλεποῖσιν ἀμείψασθαι ἐπέεσσι·
490 καί νύ κε δὴ προτέρω ἔτ᾽ ἔρις γένετ᾽ ἀμφοτέροισιν,
εἰ μὴ Ἀχιλλεὺς αὐτὸς ἀνίστατο καὶ φάτο μῦθον·
«μηκέτι νῦν χαλεποῖσιν ἀμείβεσθον ἐπέεσσιν,
Αἶαν Ἰδομενεῦ τε, κακοῖς, ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε.
καὶ δ᾽ ἄλλῳ νεμεσᾶτον, ὅτις τοιαῦτά γε ῥέζοι.
495 ἀλλ᾽ ὑμεῖς ἐν ἀγῶνι καθήμενοι εἰσοράασθε
ἵππους· οἱ δὲ τάχ᾽ αὐτοὶ ἐπειγόμενοι περὶ νίκης
ἐνθάδ᾽ ἐλεύσονται· τότε δὲ γνώσεσθε ἕκαστος
ἵππους Ἀργείων, οἳ δεύτεροι οἵ τε πάροιθεν.»
Ὣς φάτο, Τυδεΐδης δὲ μάλα σχεδὸν ἦλθε διώκων,
500 μάστι δ᾽ αἰὲν ἔλαυνε κατωμαδόν· οἱ δέ οἱ ἵπποι
ὑψόσ᾽ ἀειρέσθην ῥίμφα πρήσσοντε κέλευθον.
αἰεὶ δ᾽ ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον,
ἅρματα δὲ χρυσῷ πεπυκασμένα κασσιτέρῳ τε
ἵπποις ὠκυπόδεσσιν ἐπέτρεχον· οὐδέ τι πολλὴ
505 γίγνετ᾽ ἐπισσώτρων ἁρματροχιὴ κατόπισθεν
ἐν λεπτῇ κονίῃ· τὼ δὲ σπεύδοντε πετέσθην.
στῆ δὲ μέσῳ ἐν ἀγῶνι, πολὺς δ᾽ ἀνεκήκιεν ἱδρὼς
ἵππων ἔκ τε λόφων καὶ ἀπὸ στέρνοιο χαμᾶζε.
αὐτὸς δ᾽ ἐκ δίφροιο χαμαὶ θόρε παμφανόωντος,
510 κλῖνε δ᾽ ἄρα μάστιγα ποτὶ ζυγόν· οὐδὲ μάτησεν
ἴφθιμος Σθένελος, ἀλλ᾽ ἐσσυμένως λάβ᾽ ἄεθλον,
δῶκε δ᾽ ἄγειν ἑτάροισιν ὑπερθύμοισι γυναῖκα
καὶ τρίποδ᾽ ὠτώεντα φέρειν· ὁ δ᾽ ἔλυεν ὑφ᾽ ἵππους.
Τῷ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ Ἀντίλοχος Νηλήϊος ἤλασεν ἵππους,
515 κέρδεσιν, οὔ τι τάχει γε, παραφθάμενος Μενέλαον·
ἀλλὰ καὶ ὧς Μενέλαος ἔχ᾽ ἐγγύθεν ὠκέας ἵππους.
ὅσσον δὲ τροχοῦ ἵππος ἀφίσταται, ὅς ῥα ἄνακτα
ἕλκῃσιν πεδίοιο τιταινόμενος σὺν ὄχεσφι·
τοῦ μέν τε ψαύουσιν ἐπισσώτρου τρίχες ἄκραι
520 οὐραῖαι· ὁ δέ τ᾽ ἄγχι μάλα τρέχει, οὐδέ τι πολλὴ
χώρη μεσσηγύς, πολέος πεδίοιο θέοντος·
τόσσον δὴ Μενέλαος ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο
λείπετ᾽· ἀτὰρ τὰ πρῶτα καὶ ἐς δίσκουρα λέλειπτο,
ἀλλά μιν αἶψα κίχανεν· ὀφέλλετο γὰρ μένος ἠῢ
525 ἵππου τῆς Ἀγαμεμνονέης, καλλίτριχος Αἴθης·
εἰ δέ κ᾽ ἔτι προτέρω γένετο δρόμος ἀμφοτέροισι,
τῶ κέν μιν παρέλασσ᾽ οὐδ᾽ ἀμφήριστον ἔθηκεν.
αὐτὰρ Μηριόνης, θεράπων ἐῢς Ἰδομενῆος,
λείπετ᾽ ἀγακλῆος Μενελάου δουρὸς ἐρωήν·
530 βάρδιστοι μὲν γάρ οἱ ἔσαν καλλίτριχες ἵπποι,
ἤκιστος δ᾽ ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ᾽ ἐν ἀγῶνι.
υἱὸς δ᾽ Ἀδμήτοιο πανύστατος ἤλυθεν ἄλλων,
ἕλκων ἅρματα καλά, ἐλαύνων πρόσσοθεν ἵππους.
τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτειρε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς,
535 στὰς δ᾽ ἄρ᾽ ἐν Ἀργείοις ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευε·
«λοῖσθος ἀνὴρ ὤριστος ἐλαύνει μώνυχας ἵππους·
ἀλλ᾽ ἄγε δή οἱ δῶμεν ἀέθλιον, ὡς ἐπιεικές,
δεύτερ᾽· ἀτὰρ τὰ πρῶτα φερέσθω Τυδέος υἱός.»

***
Ευθύς ο άρχος των Κρητών τού αντείπε χολωμένος:
«Αία φιλονικότατε, κακόγνωμε και στα άλλα
μες στους Αργείους ύστερος, ότ᾽ είναι ωμός ο νους σου.
485 Κι έλ᾽, ας στοιχηματίσομεν ή τρίποδα ή λεβέτι
και ποιο ζευγάρι τρέχει εμπρός κριτής ας μαρτυρήσει
ο Αγαμέμνων· τότε συ πλερώνοντας θα μάθεις».
Είπε κι ευθύς πετάχθηκεν ο φτεροπόδης Αίας
και θυμωμένος έμελλε κακά να του απαντήσει·
490 και θ᾽ άναφτε χειρότερη σ᾽ αυτούς φιλονικία,
αν δεν σηκώνετ᾽ ο Αχιλλεύς ο ίδιος, που τους είπε:
«Τα λόγια τούτα τα κακά να παύσουν μεταξύ σας,
Αίας συ και Ιδομενεύς, ότι δεν είναι πρέπον,
που σ᾽ άλλον αν το εβλέπετε θα σας αγανακτούσε·
495 αλλά στον κύκλον ήσυχοι τους ίππους θεωρείτε,
και δεν θ᾽ αργήσουν τώρα εδώ να φθάσουν, ως τους βιάζει
ζήλος της νίκης· τότ᾽ εσείς θέλει γνωρίσετ᾽ όλοι
των ίππων τίνες ύστεροι και τίνες είναι πρώτοι».
Τον λόγον δεν απόειπε κι έφθασεν ο Τυδείδης
500 τους ίππους του κατάπλατα ραβδίζοντας κι εκείνοι
εκόφταν με ανάερα διάσκελα τον δρόμον.
Και από την σκόνη ευφραίνονταν επάν᾽ ο κυβερνήτης,
και οπίσω στα φτερόποδα πουλάρια ροβολούσε
τ᾽ αμάξι χρυσοκόλλητο με δίπλες κασσιτέρου·
505 και τα στεφάνια των τροχών μικρόν αυλάκι αφήκαν
στο λεπτό χώμα οπίσω τους κι εκείνα εμπρός πετούσαν.
Στον κύκλον μέσα εστάθηκε και ίδρωτες στο χώμα
ρονιές τα στήθη εστάλαζαν και οι κεφαλές των ίππων·
και αυτός από τ᾽ ολόλαμπρον επήδησε θρονί του
510 και στον ζυγόν απόθεσε την μάστιγα και αμέσως
ο ανδρειωμένος Σθένελος επήρε το βραβείον
και με τον καλόν τρίποδα παράδωσε την κόρην
εις τους συντρόφους και άρχισε τους ίππους να ξεζέψει.
Κατόπιν ήλθ᾽ ο Αντίλοχος αυτός που τον Ατρείδην
515 μ᾽ επιβουλήν του επέρασε και όχι με ορμήν των ίππων.
Και όμως τούτος πολύ εγγύς εράβδιζε τους ίππους
και όσον απέχει απ᾽ τον τροχόν πουλάρι οπού στο σιάδι
μ᾽ όλο τ᾽ αμάξι τανυστά τραβά τον κύριόν του,
που εγγίζουν μόλις τον τροχόν οι τρίχες της ουράς του·
520 κι εκείνο τρέχει κολλητά στ΄ αμάξι και δεν μένει
τόπος πολύς ανάμεσα όσον κι αν πάρουν δρόμον·
τόσον απ᾽ τον Αντίλοχον έμενε οπίσω ο Ατρείδης.
Αλλά και δυο δισκοβολές έμεν᾽ οπίσω πρώτα,
αλλά γοργά τον πρόφθασε με την καλήν ανδρείαν
525 της Αίθης, της καλότριχης φοράδας του αδελφού του·
και ακόμη αν αγωνίζονταν παρέκει τον περνούσε
ο Ατρείδης και δεν θ᾽ άφηναν αμφίβολην την νίκην.
Κι έμενε απ᾽ τον Μενέλαον μιαν κονταριάν οπίσω
ο Μηριόνης, οπαδός λαμπρός του Ιδομενέως,
530 ότ᾽ ήσαν αργοκίνητα τα εύμορφα άλογά του
και κείνος πάλι αδύνατος πολύ να κυβερνήσει.
Και απ᾽ όλους ήλθε υστερινός ο Εύμηλος κι ετράβα
τ᾽ όμορφο αμάξι κι έμπροσθεν κεντούσε τ᾽ άλογά του.
Τον είδε κι εσυμπόνεσεν εκείνον ο Πηλείδης
535 και αυτούς τους λόγους είπ᾽ ευθύς στην μέσην των Αργείων:
«Ύστερος ο καλύτερος με τ᾽ άλογό του φθάνει
αλλ᾽ όπως πρέπει, ας του δοθεί το δεύτερο βραβείον
και του Τυδέως ο υιός ας λάβει τα πρωτεία».

«Επίκτητη αδυναμία»: Συνηθίζεις στον πόνο και μαθαίνεις να τον περιμένεις

O Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στο «αυγό του φιδιού» μας καλεί να «κοιτάξουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους. Ανίκανους για επανάσταση, πολύ ταπεινωμένους, πολύ φοβισμένους, πολύ εξαθλιωμένους». Κάποιος ίσως θα έλεγε να δούμε και τον εαυτό μας σε διάφορες στιγμές της ζωής μας ανάμεσά τους. Υπάρχουν περιπτώσεις, περιστάσεις κι άνθρωποι στην πορεία μας, όπου μας καθηλώνουν σ’ έναν βάλτο, μας αναγκάζουν να υπομείνουμε μια αρνητική κατάσταση και μετά αναγκάζουμε εμάς τους ίδιους να ζήσουμε όλη αυτή την οδύνη γιατί πιστεύουμε πως δεν υπάρχει άλλη λύση.

Θεωρούμε πως, λόγω μιας παρελθοντικής, παρόμοιας, τραυματικής εμπειρίας ή εξαιτίας της πεποίθησής μας πως αξίζουμε αυτή τη μεταχείριση, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Είμαστε έρμαια της επιλογής, διάθεσης και προαίρεσης άλλων. Συμπεριφερόμαστε κάπως σαν να ξέρουμε εκ των προτέρων πως δεν υπάρχει καμία πιθανότητα διαφυγής από τη συνθήκη που βρισκόμαστε, οπότε και δε δρούμε καθόλου. Σαν να έχουμε μάθει να είμαστε αδύναμοι κι αβοήθητοι, ενώπιον ενός οδυνηρού γεγονότος. Αυτό εκφράζει την ψυχική κατάσταση που ο ψυχολόγος M. Seligman ονόμασε «επίκτητη αδυναμία» ή «μαθημένη αβοηθησία» (learned helplessness).

Για να το αποδείξει αυτό, διεξήγε το 1967 ένα πείραμα στο πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια με δύο ομάδες σκυλιών, όπου τους χορηγούσε μικρές δόσεις ηλεκτροσόκ με την εξαίρεση πως στην ομάδα Α έδωσε τη δυνατότητα με το πάτημα ενός μοχλού να το σταματούν, κάτι που έμαθαν να το κάνουν γρήγορα. Στη δεύτερη φάση, έδωσε τον ίδιο μοχλό στην ομάδα Β αλλά εκείνοι δεν προσπάθησαν καν να το πατήσουν γιατί είχαν συνηθίσει τον πόνο. Με παρόμοιο τρόπο, θα μπορούσαμε να πούμε πως λειτουργούμε κι εμείς οι άνθρωποι. Μπορεί να μη μας προκαλούν άμεσα ηλεκτροσόκ- όχι πως δεν είχε γίνει μέχρι την πρόσφατη ιστορική πραγματικότητα- αλλά με διάφορους τρόπους, τόσο η κοινωνία, όσο κι οι άνθρωποι μεμονωμένα, μας εξωθούν ή μας τοποθετούν οι ίδιοι, σε καταστάσεις όπου βιώνουμε έντονο πόνο.

Από τη μη αποδοχή της κοινωνίας, της οικογένειας και του περίγυρου μας για τον σεξουαλικό μας προσανατολισμό, για την επαγγελματική μας καριέρα, για τα «πιστεύω» μας μέχρι και για τον τρόπο που ντυνόμαστε ή δρούμε, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να κληθούμε ν’ αντιμετωπίσουμε ένα πολύ δυσάρεστο γεγονός. Ανάλογα βέβαια και με την προσωπικότητά μας, τις καταβολές μας και την ψυχική μας ετοιμότητα, μπορεί να το εκλάβουμε διαφορετικά, άλλες φορές πιο ήπια, άλλες πιο έντονα. Αλλά εάν αισθανόμαστε ήδη αρνητικά για κάτι κι οι γύρω μας το επισημάνουν συνεχώς και συμπεριφέρονται εχθρικά προς εμάς, τότε είναι πολύ πιθανόν να πάψουμε κι εμείς να «παλεύουμε» εναντίον τους. Όπως συμβαίνει και βιολογικά στο σώμα μας, αν ακούμε κάθε μέρα έναν συγκεκριμένο ήχο ή (για παράδειγμα) εάν χτυπάμε πολλές φορές το χέρι μας σε συγκεκριμένο σημείο, δε μας κάνει μετά από λίγο εντύπωση. Αυτό το αίσθημα πως έχουμε «μουδιάσει» μπορούμε να το αισθανόμαστε και μέσα μας.

Σαν να έχουμε ήδη παραιτηθεί από οποιαδήποτε σκέψη προσπάθειας, πόσο μάλλον την ίδια τη δραστική πράξη, αφήνουμε τον άλλον -όσο απλό κι εάν ακούγεται- να μας κάνει ό,τι θέλει. Μπορεί όταν το το ακούμε αυτό ως τρίτοι να εναντιωνόμαστε και να πιστεύουμε πως το ένστικτο της επιβίωσης του ανθρώπου θα τον ανάγκαζε να βρεθεί ενάντια στον κακοποιητή του, αλλά η πραγματικότητα είναι πως μπορεί όλοι μας να «παγώσουμε». Να μην ξέρουμε τι να κάνουμε, να πανικοβληθούμε, να μη θέλουμε να κοπιάσουμε ώστε ν’ αλλάξει μια κατάσταση ήδη τετελεσμένη στο μυαλό μας και ν’ αποφασίσουμε να υπομείνουμε απλώς την όποια συμπεριφορά. Κάποιοι επιστήμονες φάνηκε να συγχέουν αυτή την ψυχική συνθήκη με την κατάθλιψη, λόγω του αισθήματος της ανημποριάς και της αβοηθησίας, που μπορεί ναι μεν να είναι σύμπτωμα αλλά δε σημαίνει απαραίτητα πως αυτή είναι και η ψυχολογική βεβαίωση.

Απέναντι στην μαθημένη αβοηθησία, ο Seligman τοποθετεί την οπτική της «μαθημένης αισιοδοξίας». Εφόσον μπορούμε να μάθουμε να μη θέλουμε να πονάμε άλλο, μπορούμε αντίστοιχα να διδαχτούμε πώς να είμαστε αισιόδοξοι. Είναι όμως ένας τρόπος ζωής, μια νοοτροπία που εάν δεν την έχουμε, σημαίνει πως είμαστε καταδικασμένοι στη μιζέρια; Σύμφωνα με την οπτική του ψυχολόγου, όχι. Αντίθετα, μας καλεί να «δώσουμε τα χέρια» με το παρελθόν μας, να συμφιλιωθούμε μαζί του, να νοηματοδοτήσουμε τις πράξεις των άλλων αλλά και τη δική μας συμπεριφορά ώστε να κατανοήσουμε το γεγονός. Οφείλουμε στον εαυτό μας να ξεπεράσουμε οποιοδήποτε στερεότυπο που θα μπορούσε να επιδρά αρνητικά στην αντιμετώπισή του, ακόμα κι εάν αρχικά δεν είμαστε εντελώς σίγουροι.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Seligman ισχυρίζεται πως θα έχουμε τον έλεγχο της κατάστασης, όπου έχουμε χάσει προηγουμένως. Ουσιαστικά, δε θα στραφούμε απλώς σε θεωρητικές θετικές σκέψεις αλλά είναι σημαντικό να εμβαθύνουμε στον εαυτό μας και στο πώς εμείς οι ίδιοι θα τον αλλάξουμε δίχως να περιμένουμε κάποιον εξωγενή σωτήρα. Καλούμαστε να δημιουργήσουμε τον δικό μας μοχλό που θα σταματά το ηλεκτροσόκ, αφού καταλαβαίνουμε στο τέλος πως ο μόνος που μπορεί να μας σώσει, είναι ο εαυτός μας.

Η σημασία του ζωτικού χώρου στις διαπροσωπικές σχέσεις

Για να έχουν οι διαπροσωπικές σχέσεις μας, νόημα, ουσία και ισορροπία είναι απαραίτητο να σεβόμαστε το ζωτικό χώρο των άλλων, να μην τους κάνουμε να ασφυκτιούν, να μην μαντεύουμε και ερμηνεύουμε συστηματικά τις προθέσεις, τις διαθέσεις και τα συναισθήματά τους ή να προσδοκούμε να συντονιστούν και να συμφωνήσουν οπωσδήποτε μαζί μας.

Αυτό σημαίνει πως είναι αναγκαία η ύπαρξη ενός ενδιάμεσου χώρου ανάμεσα στα άτομα και σε κάθε είδους διαπροσωπική σχέση, που να δημιουργεί μια ισορροπία στην αλληλεπίδραση, δίνοντας τον απαραίτητο χώρο που χρειάζεται ο καθένας μας ώστε να μπορεί να εκφράζεται αβίαστα, δηλαδή να υφίστανται οι προϋποθέσεις ενός διαλόγου.

Αυτό προϋποθέτει με τη σειρά του μία βαθιά συνειδητοποίηση και αποδοχή επί της ουσίας πως ο καθένας μας είναι μοναδικός και πως μπορεί να έχει διαφορετική θεώρηση γύρω από ουσιαστικά θέματα που αφορούν τη ζωή.

Για να μπορέσει να υπάρξει μια αυθεντική συνάντηση ανάμεσα σε εμάς και τους άλλους, θα πρέπει να ελαχιστοποιήσουμε τις διαπροσωπικές σχέσεις που βλέπουν τους άλλους ως αντικείμενα χρήσης ή κατάχρησης και ικανοποίησης προσωπικών μας αναγκών ή ανεπαρκειών.

Ακριβώς αυτό, δηλαδή η θεώρηση του άλλου ως αντικειμένου, είναι που βρίσκεται πίσω από την προσπάθεια πολλών ατόμων να κάνουν, πάση θυσία και με οποιονδήποτε τρόπο, «καλή εντύπωση» στους άλλους, να επιβάλουν την άποψή τους ή να εμμένουν σ΄αυτήν με έναν ατέρμονα και ψυχαναγκαστικό τρόπο, να παίζουν το ρόλο του παντογνώστη ή του αλάθητου κριτή των πάντων, και όλα αυτά χωρίς την παραμικρή επίγνωση της υπερβολής τους πους τους εκθέτει στα μάτια των άλλων...

Μία διαπροσωπική σχέση που σέβεται τον απαραίτητο ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στον εαυτό και τους άλλους δίνει τη δυνατότητα για μια πραγματική συνάντηση ανάμεσα στα δύο μέρη που μπορεί να γίνει γόνιμη και δημιουργική.

Σε μια τέτοια περίπτωση, απευθυνόμαστε στο άτομο που έχουμε τη συγκεκριμένη στιγμή απέναντί μας, αποδεχόμενοι και προσπαθώντας να κατανοήσουμε τη μοναδικότητα και την όποια διαφορετικότητά του, και όχι ως έναν απρόσωπο άλλον απέναντι στον οποίο θα πρέπει οπωσδήποτε να υπερασπιστούμε και να επιβάλουμε με κάθε τρόπο την άποψη και τα θέλω μας.

Είναι πάρα πολύ δύσκολο να έχουμε σε κάθε σχέση μας την παραπάνω στάση.

Είναι, όμως, πολύ σημαντικό η μεγάλη πλειοψηφία τους να χαρακτηρίζεται από αυτήν γιατί διαφορετικά η ζωή μας θα στερείται το θεμελιακό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή την επικοινωνία που βασίζεται στην αμοιβαιότητα.

Αυτός ακριβώς ο ενδιάμεσος χώρος θα πρέπει να υπάρχει και στη σχέση γονέα-παιδιού από την αρχή της ζωής, για να οδηγήσει στην εξέλιξη και των δύο και όχι στην ανακύκλωση των αναγκών και των «θέλω» του «αφέντη γονιού».

Ο ενδιάμεσος αυτός χώρος είναι ο κοινός τόπος όπου οι ζωτικοί χώροι των δύο τέμνονται, συναντώνται αλλά δεν εφάπτονται πλήρως.

Εάν δεν συμβεί αυτό, τότε ο γονιός δεν δίνει στο παιδί τον απαραίτητο ζωτικό χώρο που χρειάζεται ώστε να εξελίξει τη διαφορετικότητα και τη μοναδικότητά του, αλλά προσπαθεί να πλάσει ένα παιδί «κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωσίν» του, με αποτέλεσμα την εξέλιξη ενός ψευδούς εαυτού που δεν αντιπροσωπεύει τίποτα άλλο παρά την ανάγκη και την απεγνωσμένη προσπάθεια του παιδιού να αγαπηθεί, έστω και με αντίτιμο τη θυσία του αληθινού του εαυτού...

Γεννιόμαστε με μια πρωτογενή ανάγκη για στενές και αμοιβαίες σχέσεις από την πρώτη στιγμή της ζωής. Για το σκοπό αυτό, είμαστε εφοδιασμένοι με ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων και με μια σταδιακά εξελισσόμενη ικανότητα να «διαβάζουμε» τις συναισθηματικές διαθέσεις των άλλων ώστε να μπορούμε να επικοινωνούμε και να τρεφόμαστε ψυχικά ουσιαστικά σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας.

Σε μια κοινωνία, όμως, όπου αυτό που αξιολογείται υπερβολικά δεν είναι παρά η προβολή μιας «σωστής» και όσο το δυνατόν πιο αψεγάδιαστης εικόνας μας προς τα έξω, ο κίνδυνος υιοθέτησης μιας άκαμπτης και στατικής στάσης και εικόνας εαυτού είναι άμεσος, στερώντας μας τη δυνατότητα του προσωπικού φτερουγίσματος, του «παιχνιδιού», της φαντασίας και της αληθινής ευχαρίστησης και ελευθερίας.

Χωρίς την ύπαρξη αυτού του ενδιάμεσου χώρου, κινδυνεύουμε να μεταβληθούμε -χωρίς να το συνειδητοποιούμε- σε αντικείμενα προς αξιολόγηση από τους άλλους.

Αποκτούμε μία είδους ταυτότητα και «αποδοχή», αλλά στην ουσία είμαστε έντρομοι μπροστά στο ενδεχόμενο μιας αληθινής συνάντησης και επαφής με τους άλλους.

Κινούμαστε συνεχώς ανάμεσα σε ένα πλήθος κόσμου εν είδει ζωντανής διαφήμισης σύγχρονων προτύπων και αψεγάδιαστων ατομικών προφίλ. Φαινομενικά, μπορεί να έχουμε πολλές «σχέσεις» με άλλους , αλλά, κατά παράξενο λόγο, νιώθουμε μόνοι και άδειοι από αληθινή ευχαρίστηση, παρ΄ ότι κάνουμε «ευχάριστα» πράγματα.

Εάν συμβαίνει αυτό, τότε έχουμε χάσει ένα μεγάλο κομμάτι του αληθινού μας εαυτού, τον αναγκαίο ενδιάμεσο χώρο απέναντι στους άλλους, και μια υφέρπουσα κατάθλιψη έχει κτυπήσει, φαινομενικά απρόσκλητη, την πόρτα μας...

Τα «ζιζάνια» των πεποιθήσεών μας

Υπάρχουν ποιότητες που καταναλώνουν τεράστια ποσά ενέργειας, δημιουργούν μπλοκαρίσματα και δεν μας επιτρέπουν να λάβουμε και να νιώθουμε ευημερία.

Τα «ζιζάνια» είναι πράγματα που εμφανίζονται εκεί που δεν είναι επιθυμητά και χρήσιμα, και μένουν ανεξέλεγκτα, με αποτέλεσμα να μας δημιουργούν προβλήματα. Ο «κήπος» είναι το εσωτερικό μας περιβάλλον, που ως επί το πλείστον, καθορίζεται από τις πεποιθήσεις μας.

Κάποια τέτοια ζιζάνια είναι:

Ο διαχωρισμός

Η αίσθηση και η πίστη στο διαχωρισμό είναι η μεγαλύτερη πηγή του πόνου μας. Όταν θεωρούμε ότι όλα είναι διαχωρισμένα από οτιδήποτε άλλο, τότε εμφανίζεται ο φόβος, η αντιπαλότητα, ο ανταγωνισμός, η επιθυμία επικράτησης, η απληστία, κι ένα σωρό άλλες επιβλαβείς ενέργειες. Όταν πιστεύω στο διαχωρισμό, είμαι εγώ ενάντια στον άλλο, εγώ ενάντια στον κόσμο, εγώ ενάντια στη ζωή.

Η έλλειψη

Η αίσθηση και η πίστη στην έλλειψη είναι που δεν μας επιτρέπει να διευρυνθούμε. Όταν πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει αρκετό από το ένα ή το άλλο, βιώνουμε διαρκή ανησυχία και άγχος και πιθανότατα κατάθλιψη. Το να θεωρώ ότι για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες ενός ατόμου ή μιας ομάδας, άλλοι πρέπει αναγκαστικά να μείνουν ανικανοποίητοι, έρχεται σε αντίθεση με τη συμπαντική πρόνοια και την αφθονία της φύσης.

Η θυσία

Η αίσθηση και η πίστη στη θυσία πάει χεράκι-χεράκι με την πικρία και τη μνησικακία. Όταν στις σχέσεις μας κάνουμε «θυσίες» το αποτέλεσμα είναι να βιώνουμε αυξανόμενο θυμό, δυσαρέσκεια και απογοήτευση, επειδή οι πράξεις «θυσίας» μας περνούν απαρατήρητες και δεν εκτιμώνται από εκείνους που επωφελούνται από αυτές. Στην πραγματικότητα, αρνούμαι να αναλάβω την ευθύνη μιας δικής μου απόφασης και αφήνομαι στο αφήγημα του εγώ μου.

Η σκληρή προσπάθεια

Η αίσθηση και η πίστη στη σκληρή προσπάθεια (με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα καταφέρεις να …) μας αποδυναμώνει, επειδή στηρίζεται στην ιδέα ότι μπορούμε να ελέγξουμε τη ζωή. Το μυαλό έχει πολλές αμφιβολίες για την επιβίωσή του και φοβάται να δείξει εμπιστοσύνη σε μια αόρατη δύναμη όπως η ροή της ζωής. Αν κοιτάξουμε γύρω μας, παντού βλέπουμε την απίστευτη ευφυία της φύσης. Ποια είναι η δύναμη που επιτρέπει στο σύμπαν και κάθε μορφή ζωής να ζουν και να εξελίσσονται; Όταν αφήνω την πίστη μου στην σκληρή προσπάθεια, τα στοιχεία που δεν είναι ευθυγραμμισμένα με την ευημερία μου εξαφανίζονται. Κι αυτό δεν είναι απώλεια, είναι όφελος.

Έτσι έχτισαν τις φυλακές του νου μας… και μεις τις μεταδίδουμε από γενιά σε γενιά

Όλοι οι ενήλικες έχουμε μεγαλώσει σε διαφορετικές οικογένειες ο καθένας με διαφορετικούς γονείς, σε διαφορετικές πόλεις, κάτω από διαφορετικά συστήματα εκπαίδευσης, συνθήκες διαβίωσης, ήθη και έθιμα. Όλοι μας όμως έχουμε περάσει από “εκπαίδευση” που δεν είναι τίποτα άλλο από έναν υποταγμένο τρόπο να σκεφτόμαστε. Να αναπαράγουμε συστήματα αξιών και απόψεις κάποιων άλλων που είναι όμως κοινά αποδεκτές από την κοινωνία. Τα κοινά λεγόμενα “κουτάκια” ή τα “κουστούμια” που τα φοράς ανεξάρτητα εάν είναι το νούμερο σου ή όχι.

Αυτό είναι η προσωπικότητα που μας χτίζουνε μέρα την ημέρα, χρόνο με το χρόνο. Ένα κουστούμι που σου φτιάξανε οι άλλοι και θέλεις δεν θέλεις θα το φοράς. Ανεξάρτητα εάν σου είναι άνετο και ευχάριστο ή αν σε κάνει να θέλεις να σκάσεις γιατί είναι τρία νούμερο μικρότερο και δεν σου αρέσει καν το χρώμα!

Αυτό μας δείχνει με ακρίβεια τον ελεγχόμενο τρόπο “εκπαίδευσης” των ανθρώπων σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Και αυτή δεν είναι άλλη από τον επιφανειακό τρόπο ζωής που βασίζεται στον υλισμό. Οι άνθρωποι βασίζουν την αξία τους στα πτυχία που έχουν αποκτήσει, στην μόρφωση τους, στην κοινωνική του καταξίωση, στα υλικά τους αποκτήματα, στο περιβάλλον τους, και εν τέλει κατά πόσο είναι πετυχημένοι στην ζωή και ποιά είναι η θέση που κατέχουν από την κοινωνία.

Για να μπορέσουμε να ξεφύγουμε από αυτό χρειάζεται να κάνουμε μια ριζική αποδόμηση όλων αυτών των απόψεων και των πεποιθήσεων που απαρτίζουν την προσωπικότητα μας. Είναι όλα τα νοητικά σκουπίδια που μας έχουν φορτώσει και αναγκαζόμαστε να ζούμε με αυτά για μια ζωή. Να ζούμε μέσα στο εγώ μας αποκομμένοι από την θεία φύση μας.

Ήρθαμε στην ζωή σαν άγραφοι πίνακες, καθαρές ψυχές, μαλακοί σαν τα ζυμαράκια και αφήσαμε τους άλλους να μας λερώσουν. Να μας πλάσουν κατά το δοκούν σαν εκτρώματα, έτσι όπως ταίριαζε στον δικό τους τρόπο ζωής και στα δικά τους θέλω. Και κυρίως οι γονείς μας, που συχνά για να απαλύνουμε τον πόνο αυτής της κακοποίησης, γιατί για κακοποίηση πρόκειται, τους δικαιολογούμε λέγοντας ότι αυτό ήξεραν αυτό έκαναν. Ή ακόμα χειρότερα ήθελαν απλά το “καλό” μας.

Και ποιός είναι ο ρόλος του γονιού εάν δεν είναι να περάσει τις γνώσεις των προηγούμενων γενεών στις επόμενες, θα ρωτούσε κάποιος; Θα απαντήσω με την γνωστή ρήση “αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα”.

Αντί λοιπόν να σεβαστούν οι προηγούμενοι τα παιδιά που είναι το μέλλον της ανθρωπότητας, τα τσαλαπατούν σαν ψυχές και αυτά και την χιλιοειπωμένη “ελεύθερη βούληση ” που είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ύπαρξης.

Σεβασμός στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, είναι να του δείξεις σαν παιδί, το δρόμο που οδηγεί στην αυτογνωσία. Να του δείξεις πως να ράψει τα κουστούμια των πεποιθήσεων του, μόνο του. Αυτά που θα το κάνουν να αισθάνεται άνετα, χαρούμενα, ελεύθερα και εν τέλει ευτυχισμένα. Αντί αυτού όμως θέλουν οι γονείς σώνει και καλά να τα κάνουν στρατιωτάκια, αμίλητα, αγέλαστα και καλά υποταγμένα, αναπαράγωντας μέσα από αυτά την δική τους ζωή. Που στο τέλος πιο αποτέλεσμα φέρνει;

Οι άνθρωποι γενιά μετά την γενιά, να ζουν τα ίδια λάθη, χωρίς να έχει μεσολαβήσει καμιά επίγνωση για την εμπειρία της ζωής. Καμιά συνείδηση δεν γίνεται κτήμα του ανθρώπου. Ούτως ώστε ο καθένας να δώσει το δικό του στίγμα στην ζωή και να ακολουθήσει την δική του πορεία προς την αυτοπραγμάτωση.

Έτσι λοιπόν κάποιοι έχτισαν την φυλακή μας πέτρα πέτρα και εμείς καθόμαστε από μέσα και κοιτάζουμε τον κόσμο έξω. Μέσα από το μικρό οπτικό μας πεδίο, την περιορισμένη μας συνείδηση θέλουμε να ζούμε μια ελεύθερη ζωή . Αυτό δεν μπορεί να γίνει μέσα από την φυλακή. Για αυτό όσο συνεχίζεις να κοιτάζεις από το παραθυράκι της φυλακής, όσα βιβλία και να διαβάσεις, όλων των σοφών της γης τα λόγια και να αναπαράγεις στον εαυτό σου, πάλι μικρή θα είναι η εικόνα που έχεις για τον κόσμο.

Αυτό που θα σου δώσει την ελευθερία σου είναι να γκρεμίσεις τους τοίχους της φυλακής σου.

Αργά και μεθοδικά όπως στην έχτισαν οι άλλοι για λογαριασμό σου. Έτσι και εσύ θα την γκρεμίσεις, πέτρα πέτρα, μέρα με την ημέρα, για να μπορείς να βλέπεις όλη την εικόνα του κόσμου σου και με τα δικά σου μάτια.

Να ζωγραφίσεις την ζωή με τα δικά σου χρώματα.

Να ζήσεις ελεύθερα, με αυτοσυνείδηση γαλήνη και ευδαιμονία!

Σπάσε τα δεσμά !

Αμφισβήτησε όσα ξέρεις για να μάθεις εσένα

Έτυχε κάπου να διαβάσω την εξής ιστορία. Αν βάλεις ένα μπουκάλι με τον πάτο προς το φως και το ανοικτό στόμιο προς το σκοτάδι, και ρίξεις μέσα μία μύγα και μία μέλισσα, θα συμβεί το εξής παράδοξο:

Η μέλισσα, υπάκουη, απ’ τη φύση της, στους κανόνες και γνωρίζοντας απ’ το μελίσσι της ότι η έξοδος βρίσκεται εκεί που είναι το φως, προσπαθεί να βγει απ’ το μπουκάλι πηγαίνοντας προς τον πάτο του. Παλεύει με όποιο τρόπο μπορεί να τρυπήσει το τείχος που της στερεί την ελευθερία. Μάταια όμως κι έτσι καταλήγει νεκρή. Δεν αναρωτήθηκε στιγμή αν υπάρχει άλλη λύση, δε σκέφτηκε δευτερόλεπτο να αμφισβητήσει τους κανόνες που ξέρει, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα ακόμα και το ένστικτο της επιβίωσης.

Η μύγα απ’ την άλλη, που γνωρίζει κι εκείνη ότι η έξοδος βρίσκεται εκεί που είναι το φως, θα κάνει την ίδια απόπειρα, πηγαίνοντας προς τον πάτο του μπουκαλιού. Μόλις όμως αντιληφθεί ότι δεν τα καταφέρνει, θα ξεκινήσει να γυρίζει γύρω-γύρω, προσπαθώντας να διαφύγει. Αναιρεί τους κανόνες που της έχουν επιβληθεί και πασχίζει να ζήσει. Και κάπως έτσι θα καταλήξει να βρει την έξοδο. Συνεπώς η μύγα, που για πολλούς αποτελεί ένα αφελές έντομο, ίσως και να ‘ναι τελικά υποστηρικτής της φράσης του Σωκράτη «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα» (Ένα γνωρίζω ότι δε γνωρίζω τίποτα).

Πάρε τη φράση αυτή, καν’ την ίσως τον μόνο κανόνα που ποτέ δε θα αναιρέσεις όσο ζεις και ξεκίνησε με την αμφισβήτηση του εαυτού σου. Άρχισε με την παραδοχή ότι όλα όσα ξέρεις για ‘σένα δεν ισχύουν και γκρέμισε το εγώ σου ώστε να το χτίσεις απ’ την αρχή, με γερά θεμέλια. Αποδέξου κάτι βασικό, ότι οι ταμπέλες –που ο ίδιος κι οι υπόλοιποι σου κρέμασαν– είναι περιττές. Βρες τα ελαττώματά σου, αποδέξου τα κι αγάπησέ τα ένα-ένα. Τότε μόνο θα πετύχεις να τα διαχειριστείς, τουλάχιστον ως ένα μεγάλο βαθμό, και να βελτιωθείς, για ‘σένα και μόνο. Τόλμησε ν’ αγαπήσεις τον εαυτό σου όπως ακριβώς είναι και τότε θα καταφέρεις να εξελιχθείς και να φτάσεις εκεί που επιθυμείς.

Διερωτήσου αν είσαι πραγματικά ευτυχισμένος. Είσαι; Βρίσκεις την ευτυχία στη δουλειά σου, στη σχέση σου, στις φιλίες σου; Να απαντήσεις όμως ειλικρινά, αφήνοντας στην άκρη την αρνητικότητα και τη μιζέρια που μας οδηγούν σε συμβιβασμούς αλλά ίσως και σε αγνωμοσύνη. Να αφήσεις απ’ έξω τους κανόνες της κοινωνίας που μας θέλουν όλους σε αποδεκτές –για αυτούς– ταμπέλες, μας θέλουν δούλους με όλες τις έννοιες, παντρεμένους πριν απ’ την τάδε ηλικία, καλούς μαθητές, με πτυχία, με πολλά χρήματα για να καταναλώνουμε σε άχρηστους εντυπωσιασμούς κι η λίστα συνεχίζεται και διαρκώς κάτι νέο προστίθεται. Η κοινωνία δυστυχώς μας θέλει σκλάβους στις ζωές των άλλων. Μα εσύ βρες τον τρόπο να ‘σαι σκληρός εργάτης αποκλειστικά στη δική σου ζωή.

Αμφισβήτησε τα πάντα, όλα όσα σου έχουν περάσει απ’ την παιδική σου ηλικία, κι έχουν ποτίσει το μυαλό, την καρδιά και τη συμπεριφορά σου. Δεν ταιριάζουμε όλοι με όλα. Κάποιοι στριμωχτήκαμε μέσα σε καλούπια κι ασφυκτιούμε. Δεν προοριζόμαστε όλοι να πάρουμε πτυχίο, να κάνουμε οικογένεια, να ‘χουμε πολλά χρήματα ή να γευτούμε πολυτέλειες. Ψάξε τις δικές σου συντεταγμένες σ’ αυτόν τον κόσμο, δες πού ταιριάζεις κι εκεί να πας.

Μόνο όταν αμφισβητήσεις τα πάντα και κυρίως εσένα, θα ‘σαι σε θέση να καταλάβεις πραγματικά ποιος είσαι, τι θέλεις και πώς θα γίνεις ευτυχισμένος. Μόνο τότε θα ‘σαι έτοιμος να εξελιχθείς ουσιαστικά ως άνθρωπος και να ζήσεις αληθινά. Δεν είναι εύκολο να αποτινάξεις τον ζυγό αυτό, ο οποίος σε βαραίνει χρόνια, κι ούτε κανείς θα σου εγγυηθεί ότι δε θα αποτύχεις μέχρι να βρεις τον δρόμο σου.

Θυμήσου όμως, η μύγα δε φοβήθηκε την αποτυχία μπροστά στον κίνδυνο του να χάσει την ελευθερία ή ακόμα και τη ζωή της. Άκουσε το ένστικτό της κι έπειτα από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες βρήκε την έξοδο. Η αποτυχία, λοιπόν, δεν είναι εμπόδιο αλλά στάδιο στον δρόμο της επιτυχίας.

Ό,τι βιώνεις στις σχέσεις σου είναι ένα καθρέφτισμα της σχέσης σου με τον εαυτό σου

«Επιλέγω να είμαι σε σχέση, γιατί με συμφέρει» σε άκουσα να λες… «Το συμφέρον μου είναι να αγαπώ και να αγαπιέμαι, να κερδίζω από την επαφή, το μοίρασμα, τη σχέση…»

«Συμφέρον και Κέρδος» κάτι σαν «Ζυγίζω και Μετρώ»…
Αναλύω τα υπέρ και τα κατά και αποφασίζω…
Ελέγχω τα ζύγια και ανάλογα ανταποκρίνομαι…
Υπολογίζω και δίνω. Και περιμένω να είσαι κι εσύ δίκαιος στη μοιρασιά. Να δίνεις όσα παίρνεις. Μπορεί, και λίγο παραπάνω… Ε! ναι, γιατί αξίζω το λίγο παραπάνω. Eίμαι τόσο ευαίσθητη ψυχή εγώ!… έχω τόσο μεγάλη καρδιά Εγώ!… Εγώ! Εγώ!

Και με τέτοια παραμύθια γεμίζεις τις σκέψεις σου, χτίζεις τις μέρες σου, ντύνεις τα όνειρα σου…

Από πότε η αγάπη, ο έρωτας, έχει πλαίσια και περιορισμούς; Από πότε η ανασφάλεια, η έλλειψη αυτοαγάπης, ο φόβος της μοναξιάς ντύνονται με την στολή του έρωτα και της αγάπης; Από πότε ο έλεγχος και οι υπολογισμοί έγιναν καταστάσεις καρδιάς; Από πότε ο έρωτας και η αγάπη απέκτησαν τεφτέρια;

Όταν είσαι ένας άνθρωπος ολοκληρωμένος, όταν έχεις αντικρύσει το φως και τα σκοτάδια σου, όταν αγαπάς τον εαυτό σου και δεν έχεις ανάγκη κάποια σχέση για να βρεις χαρά, για να νιώσεις πληρότητα, όταν περπατάς στα αχαρτογράφητα μονοπάτια της καρδιάς σου με εμπιστοσύνη, χωρίς να σε νοιάζει το αύριο, όταν ρέεις με τη ζωή τότε δεν έχεις ανάγκη ούτε κομπιουτεράκια ούτε ζυγαριές… Ζεις στο σήμερα… Αγαπάς τον Εαυτό σου… και με τον ίδιο τρόπο αγαπάς και ότι υπάρχει γύρω σου…

Έχεις σκεφτεί πως ότι βιώνεις στις σχέσεις σου είναι ένα καθρέφτισμα της σχέσης σου με τον εαυτό σου; Αν η σχέση σου μαζί του είναι δοσοληψία τότε σίγουρα θα κρατάς τεφτεράκια σε ότι κι αν κάνεις. Και οι άνθρωποι που θα συναντάς θα κρατούν τα ίδια τεφτέρια… Μπορεί να αλλάζουν τα χρώματά τους, τα εξώφυλλά τους… όμως μετρούν, υπολογίζουν, ζυγιάζουν, αναλύουν και δίνουν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.

Αν αυτό σου παρέχει σιγουριά, ασφάλεια, κι αν είναι αυτό που χρειάζεσαι, τότε, καλά κάνεις. Όμως, μη ντύνεις με τα χρώματα της αγάπης αυτές σου τις σχέσεις. Και μη περιμένεις μέσα σε τέτοιες σχέσεις να βιώσεις την αγάπη. Γιατί σε τέτοιου είδους επαφές-συναλλαγές, προχωρά το μυαλό σου και αναγκαστικά αυτό που θα συναντήσει είναι ένα άλλο μυαλό.

Πως μπορούν δυο μυαλά να αγαπηθούν; Μόνο οι καρδιές αγαπιούνται. Τα μυαλά απλά σχετίζονται. Αναγνωρίζονται και αρχίζουν τα «παιχνίδια κυριαρχίας και εξουσίας».

Είσαι δικός/η μου και πρέπει να σκέφτεσαι “έτσι” και να μου φέρεσαι “έτσι”. Δεν δέχομαι τίποτε άλλο από εσένα. Και δεν μπορείς να φύγεις, απλά “πρέπει” να αλλάξεις…
Να γίνεις όπως θέλω και χρειάζομαι ΕΓΩ!!

Έχεις σκεφτεί ότι ο άλλος είναι ακριβώς όπως χρειάζεται να είναι για να ανοίξεις Εσύ τα μάτια της ψυχής σου, να δεις τον εαυτό σου και να σταματήσεις πια τις συμβάσεις και τις εκπτώσεις με σένα;
Έχεις σκεφτεί ότι η Ζωή, σου καθρεφτίζει με τον καλύτερο τρόπο, μέσα από τις σχέσεις, το πώς είσαι, για να δεις το πώς Μπορείς να Είσαι;

Η αγάπη δεν έχει ανάγκη να περπατά πάνω σε κατασκευασμένους, από το μυαλό δρόμους. Μπορεί να είναι παντού, όχι μόνο σε γνωστές αλλά και σε άγνωστες διαδρομές, γιατί φορά τα φτερά της Ελευθερίας. Κάτι, που σίγουρα φοβάται το μυαλό.

Κι αν συνεχίζεις μετά από όλα αυτά να πιστεύεις ότι ο έρωτας και η αγάπη χρειάζονται ¨τεφτέρια¨ τότε άρχισε να λες τραγουδιστά: Λάθος δρόμο πήραμε καρδιά! Ίσως έτσι η καρδιά σου ξυπνήσει και σου τραγουδήσει κι αυτή με τη σειρά της: Λάθος δρόμο πήραμε μυαλό!!!

“Απλώς περπάτα δίπλα μου”: Όλη η ουσία των ανθρώπινων σχέσεων από τον Αλμπέρ Καμύ

Καταρχάς, ας κάνουμε μία μικρή εισαγωγή στη φιλοσοφία του Αλμπέρ Καμύ (παρότι ο ίδιος σε καμία περίπτωση δεν θα αυτοαποκαλούνταν φιλόσοφος, αλλά καλλιτέχνης). Έχουμε να κάνουμε με τον «πιο ευγενικό, τον πιο πράο, τον πιο καλοσυνάτο άνθρωπο του κόσμου. Τον ονειροπόλο, τον ευαίσθητο, τον ποιητή, τον φιλόσοφο, που βρήκε ευθύς τον δρόμο της καρδιάς μας…», όπως τον χαρακτήρισε η Λητώ Κατακουζηνού όταν τον γνώρισε. Προκαλούν σίγουρα ευχάριστη εντύπωση οι εν λόγω χαρακτηρισμοί για τον άνθρωπο που έγραψε τον «Επαναστατημένο Άνθρωπο», και που ανέδειξε την ελευθερία ως το αιθέριο έλαιο της ανθρώπινης ύπαρξης.

Συγγραφέας, ηθοποιός, σκηνοθέτης, φιλόσοφος, πολιτικοποιημένος (με ουσιαστικό τρόπο), ο Καμύ αποτελεί σίγουρα ένα από τα μεγαλύτερα πνεύματα του 20ου αιώνα. Άφησε πίσω του αριστουργήματα, μεταξύ των οποίων είναι ο «Ξένος», η «Πανούκλα» και η «Πτώση», και με κάθε του έργο κλόνισε κάθε λογής στερεότυπα, είτε προσωπικού είτε κοινωνικού επιπέδου – ή, μάλλον, και των δύο ταυτοχρόνως. Η επαφή με τα έργα του θέτουν τον αναγνώστη αντιμέτωπο με προσωπεία και είδωλα του εαυτού του, τον αναγκάζουν να αντικρίσει κατάματα την υποκρισία του, μέσα από τα κύματα ειλικρίνειας με τα οποία λούζει ο Αλμπέρ κάθε γράμμα, λέξη και παράγραφό του.

Τώρα θα έρθουμε σε επαφή με ένα από τα πιο σημαντικά και ενδιαφέροντα αποφθέγματά του, και θα επενδύσουμε πάνω σε αυτό:

«Μην περπατάς πίσω μου· δεν πρόκειται να ηγηθώ. Μην περπατάς μπροστά μου· δεν πρόκειται να ακολουθήσω. Απλώς περπάτα δίπλα μου, σαν φίλος μου».

Πόσο ιδιαίτερη και πρωτάκουστη σκέψη σε μία εποχή όπου οι διαπροσωπικές σχέσεις έχουν καταντήσει ολότελα σχέσεις εξουσίας, χρηστικότητας, επαγγελματικού ενδιαφέροντος και «συγγενικής αδιαφορίας». Σε μία εποχή σαν τη δική μας, όπου η προσωπική επαφή είναι εξολοκλήρου επιφανειακή και συσχετισμένη με ένα πυραμιδικά συστήματα δύναμης και επιρροής. Στην εποχή που βοηθάς για να βοηθηθείς, που δίνεις για να λάβεις, που θέλεις για να σε θέλουν και που είσαι για να είναι.

«Μη περπατάς πίσω μου΄ δεν πρόκειται να ηγηθώ».

Όλοι λίγο πολύ φαντασιωνόμαστε την εξουσία· άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο. Όχι φυσικά την εξουσία πάνω στον εαυτό μας ―κάτι που κατάντησε να μας είναι τόσο σκοτεινό και άγνωστο― αλλά την εξουσία πάνω σε πρόσωπα, καταστάσεις και συνθήκες της εξωτερικής μας πραγματικότητας. Κατά κάποιο τρόπο, έχουμε φτάσει στο σημείο να συσχετιζόμαστε και να αυτοπροσδιοριζόμαστε εντός της ζωής μας μέσω της επιρροής που ασκούμε, μέσω της δυνατότητάς μας δηλαδή να επιβάλλουμε τα θέλω μας και να καλύψουμε τις επιθυμίες μας. «Είμαι αυτός που είμαι επειδή επιβάλλω το θέλω μου»· ιδού η πιο ηχηρή άποψη του σύγχρονου εγώ, που πλάθεται και δίνει μορφή στον εαυτό του χάρις στον πηλό της καταπίεσης και της παρέμβασης. Όπως ανέφερε και ο Νίτσε:

«Η ζωή η ίδια είναι θέληση για δύναμη»

Ο Φρίντριχ φυσικά, με το απαράμιλλη ψυχική ευαισθησία του, απλώς αντιλήφθηκε αυτή την αρρώστια της ανθρώπινης ψυχής και την παρουσίασε, σε καμία περίπτωση όμως δεν την υποστήριξε ― ή μάλλον, πράγματι την «υποστήριξε», αλλά σε ένα πλαίσιο που δύσκολα αντιλαμβανόμαστε με τον τρόπο που έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε. Ο Ζαρατούστρα του κηρύσσει την εξουσία πάνω στον εαυτό μας, τον αγώνα ενάντια στις αυτοκαταστροφικές τάσεις μας, τη μάχη της προσωπικής χαράς κατά της αρρώστιας ― ο Νίτσε ήταν καθολικά υποκειμενικός και όλη του η φιλοσοφία «χορεύει» μέσα στα έγκατα του πιο προσωπικού μας «είναι». Αν την πάρουμε από εκεί, από τη φυσική της θέση, και την εφαρμόσουμε σε συλλογικό/κοινωνικό επίπεδο, όπως αυτό των διαπροσωπικών σχέσεων, τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά.

Είμαστε λοιπόν σε θέση να πούμε όχι στην ―παραδόξως, εθελημένη― υποταγή των άλλων στο εγώ μας; Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα είναι χαμένοι, μπλοκαρισμένοι, μετέωροι, άγνωστοι ως προς τον εαυτό τους, κι ως εκ τούτου μία ζωή ψάχνουν για δασκάλους, για σοφούς και για αυθεντίες. Έχουμε άραγε την απαραίτητη δύναμη να αντισταθούμε στον πειρασμό αυτής της υποτιθέμενης εξουσίας πάνω στους άλλους; Να πούμε όχι στα παρακάλια τους και να γελάσουμε μπροστά στα προσκυνήματά τους;

Έχουμε τη δύναμη να είμαστε κύριοι του εαυτού μας;

«Μην περπατάς μπροστά μου· δεν πρόκειται να ηγηθώ»

Επενδύοντας πάνω στη τελευταία παράγραφο της προηγούμενης ενότητας, είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε το χάος, καθώς και τη ―μη εποικοδομητική― σύγχυση, ως το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της συντριπτικής πλειοψηφίας της σημερινής κοινωνίας. Παντού άνθρωποι χαμένοι, σε ένα ατελείωτο κυνήγι νοήματος, σε διαρκή αναζήτηση ενός «ανώτερου» και «αληθινού» εαυτού, που ψάχνουν με τρεμάμενα πόδια και απαράμιλλο άγχος τη θέση τους μέσα σε αυτόν τον κόσμο. Άνθρωποι που δεν ξέρουν τι είναι, και που αντί να επωφεληθούν της άγνοιάς τους, καταφέρνουν να μετατρέψουν αυτό το μοναδικό εργαλείο της συνείδησης στη γκιλοτίνα που αποκεφαλίζει καθημερινά το «είναι» τους.

«Το νόημα της ζωής είναι απλώς να είσαι ζωντανός. Είναι τόσο καθαρό και τόσο αυτονόητο και τόσο απλό. Αλλά, παρόλα αυτά, όλοι τρέχουν τριγύρω μέσα στον πανικό, λες και χρειάζεται να επιτύχουν κάτι πέρα από αυτό που είναι»

Αυτό είναι ένα απόφθεγμα του Άλαν Γουάτς, ενός σπουδαίου δυτικού φιλοσόφου του εικοστού αιώνα, που «μετέφρασε» αποτελεσματικά στο πλαίσιο σκέψης του δυτικού ανθρώπου μερικές από τις σημαντικότερες ιδέες και έννοιες της Ανατολίτικης φιλοσοφίας (κυρίως από τον χώρο του Ζεν και του Ταοϊσμού). Προφανώς και δεν έχουμε να κάνουμε με μία ολοκληρωτική εκμηδένιση της ζωής, δεν εννοεί απλώς ο Γουάτς πως: «Τίποτα δεν υπάρχει, δεν είσαι τίποτα, άραξε…». Αυτή η ακραία κυνική (με τον σύγχρονο ορισμό του «κυνικού»), αυτή η ηλιθιωδώς σκεπτικιστική άποψη για τη ζωή, προφανώς και δεν οδηγεί πουθενά. Δεν υπάρχει λόγος να εξοστρακιστεί κάθε νόημα από τη ζωή και την ύπαρξη, αλλά το πρόβλημα είναι πως έχουμε αρπάξει με μανία το «είναι» μας με λύσσα, και προσπαθούμε ξεζουμίζοντάς το να αντλήσουμε από αυτό ολόκληρους ωκεανούς υποτιθέμενης «αξίας» και «ουσίας». Ψάχνουμε τον Θεό, το «μυστικό», τον «ανώτερο εαυτό» μας, τον «Πλατωνικό Έρωτα», τον «Ιδεατό Κόσμο», την ανυπέρβλητη σοφία, κι άλλες λοιπές μπούρδες που απορρέουν είτε από αστεία βιβλία αυτοβοήθειας, είτε από καταστροφικά θρησκευτικά δόγματα που απευθύνονται σε ανθρώπους που έχουν πνευματικότητα αμοιβάδας και τσεκαρισμένη ολόκληρη τη λίστα των σύγχρονων ψυχικών νοσημάτων.

Όλοι ξεχάσαμε το μέτρο. Δεν χρειάζεται να είναι η ζωή ανούσια για να μη σε βασανίζει, και δεν χρειάζεται να υπάρχει Θεός που να σε κρίνει για να έχεις αξία. Υπάρχει αρκετή ομορφιά, αρκετή χαρά, λύπη (όχι, δε χρειάζεται να τη ξορκίζουμε τη λύπη) και μπόλικα πράγματα να είσαι και να πράττεις. Το να «είναι κανείς αυτό που είναι», το να σκαλίζει δειλά―δειλά το γλυπτό του «είναι» του – αυτό όχι απλώς αρκεί, αλλά είναι μοναδικό.

Και μόνο έτσι κάποιος μπορεί να ξεφύγει από τη φυλακή των ανθρώπων του. Μόνο έτσι κάποιος παύει να είναι υπόδουλος, αλλά ίσος με τους γύρω του. Μόνο έτσι δύναται να γίνει φίλος.

«Απλώς περπάτα δίπλα μου, σαν φίλος μου»

Κάπως έτσι φτάνουμε στο τελευταίο σκέλος του αποφθέγματος του Καμύ. Η ιδέα του φίλου έχει συζητηθεί πολλάκις από τεράστιους στοχαστές (π.χ. Αριστοτέλης, Νίτσε), όμως εδώ ο Αλμπέρ τη χρησιμοποιεί στην πιο ελεύθερη μορφή της.

Ο φίλος για τον Καμύ είναι πρωτίστως ελεύθερος. Ελεύθερος από την εξωγενή εξουσία πάνω στους άλλους και την ενδογενή υποδούλωση του εγώ του στους άλλους. Δεν διατάζει και δεν υπακούει· είναι επαναστάτης, με όλη τη σημασία της λέξεως – σε κάθε λέξη του ζευγαρώνει φυσικά το μεγαλύτερο Ναι και το μεγαλύτερο Όχι. Δεν αποδέχεται, μα δεν αρνείται κιόλας. Απλώς είναι. Όπως είπε ο Διογένης της Σινώπης στον Μέγα Αλέξανδρο, όταν ο φοβερός κατακτητής προσφέρθηκε να ικανοποιήσει οποιαδήποτε επιθυμία του:

«Φύγε απλώς από μπροστά μου, μου κρύβεις τον ήλιο»

Δεν μπορεί να περπατήσει μπροστά σου, γιατί δεν βρίσκει λόγο να σου κρύψει τον ήλιο. Δεν μπορεί να περπατήσει πίσω σου, γιατί του κρύβεις εσύ τον ήλιο. Δίπλα σου, κοντά σου, μαζί σου, αυτή μονάχα είναι η θέση που ξέρει, η μόνη που δεν νιώθει άβολα, η μόνη συνθήκη στην οποία αυτός δύναται να είναι ο εαυτός του και η μόνη στην οποία εσύ είσαι ο εαυτός σου.

Η έννοια της «φιλίας» ωστόσο έχει «βιαστεί» νοηματικά από τη σύγχρονη κοινωνία, μέχρι που στο πλαίσιο των συναισθηματικών σχέσεων αποτελεί πλέον προσβολή. Ο άνθρωπος έφτασε να ακούει τον σύντροφό του να τον αποκαλεί «φίλο» και να αισθάνεται άβολα, λες και μειώνεται η υπόστασή του εντός της σχέσης, μιας και νιώθει ότι υποβιβάζεται το συναισθηματικό επίπεδό της. Έχουμε πιστέψει σε έναν τόσο αρρωστημένο, ιδεατό και ενστικτώδη έρωτα, μέσα στον οποίο δεν υπάρχει χώρος για τον σεβασμό και την ουσιώδη επικοινωνία, για τη βαθιά κατανόηση και ειλικρινή επαφή που προσφέρει η φιλία.

«Δεν είναι η έλλειψη αγάπης, αλλά η έλλειψη φιλίας που κάνουν τους γάμους αποτυχημένους» Νίτσε

Είναι όμως πολύ εύκολο να μπερδευτούμε με όλες αυτές τις έννοιες και τους ορισμούς και να χάσουμε το νόημα. Ο Αλμπέρ Καμύ όμως είναι αφοπλιστικά απλός και δεν μας αφήνει περιθώρια να δουλεύουμε τον εαυτό μας (παρότι φυσικά μπορούμε να το κάνουμε, το δικαίωμα στη βλακεία είναι από τα πιο θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου).

Μην ψάχνεις δούλους. Μη ζητάς δασκάλους. Δεν υπάρχουν ― στη καλύτερη των περιπτώσεων να καταντήσεις εσύ δούλος του εγώ σου ή φαντασμένος δάσκαλος μερικών ανίδεων.

Να είσαι ο εαυτός σου, και να είσαι απλώς αυτός που είσαι με τους άλλους. Αυτή είναι η ουσία των ανθρώπινων σχέσεων.

IMMANUEL KANT: Η καλή θέληση ως το μοναδικό κριτήριο της έντιμης συμπεριφοράς

Από όλα όσα μπορούν να νοηθούν μέσα στον κόσμο ή και έξω απ ’ αυτόν δεν υπάρχει τίποτε άλλο, που να μπορεί να θεωρηθεί ως καλό χωρίς περιορισμό, εκτός από μια καλή θέληση. Ο νους, η οξυδέρκεια, η κριτική ικανότητα και όπως αλλιώς λέγονται τα ταλέντα του πνεύματος, ή το θάρρος, η αποφασιστικότητα, η επιμονή στην απόφαση, ως ιδιότητες της ιδιοσυγκρασίας, είναι αναμφίβολα από πολλές απόψεις καλές και επιθυμητές· μπορούν όμως να γίνουν κι εξαιρετικά κακές και βλαβερές, εάν δεν είναι καλή η θέληση που πρόκειται να τις χρησιμοποιήσει και που μέσα σ’ αυτή την ιδιοτυπία της ονομάζεται χαρακτήρας.

Το ίδιο συμβαίνει και με τις δωρεές της τύχης. Η δύναμη, ο πλούτος, η δόξα, ακόμα και η υγεία, η ευημερία, οι απολαύσεις, και γενικά οτιδήποτε ονομάζεται ευτυχία, εμπνέουν περηφάνια συχνά μάλιστα και έπαρση εάν απουσιάζει η καλή θέληση που θα βάλει μέτρο στην επίδρασή τους πάνω στο πνεύμα, θα υποτάξει τις πράξεις σε ένα γενικό αξίωμα και θα τις εναρμονίσει με τους γενικούς σκοπούς- ένας λογικός και αμερόληπτος θεατής που βλέπει την αδιάκοπη ευημερία ενός όντος, το οποίο δεν είναι κοσμημένο με μια καθαρή και καλή θέληση, δεν μπορεί ποτέ να ευχαριστηθεί- η καλή θέληση φαίνεται λοιπόν να είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι κανείς άξιος ευτυχίας.

Μερικές ιδιότητες υποβοηθούν αυτή την καλή θέληση και διευκολύνουν το έργο της, ωστόσο δεν έχουν καμιά δική τους απόλυτη αξία, αλλά προϋποθέτουν πάντα μια καλή θέληση- αυτό περιορίζει τη μεγάλη εκτίμηση που δίκαια τρέφουμε γι αυτές τις ιδιότητες, και δεν τους επιτρέπει να θεωρούνται απόλυτα καλές. Η εγκράτεια στις ορμές και στα πάθη, η αυτοκυριαρχία και η νηφάλια σκέψη δεν είναι μόνο πολλαπλά καλές, αλλά και φαίνονται να αποτελούν ένα μέρος της εσωτερικής αξίας του προσώπου εντούτοις τους λείπουν πολλά για να θεωρηθούν απεριόριστα καλές (όσο και αν τις επαινούσαν οι αρχαίοι). Γιατί χωρίς τα αξιώματα μιας καλής θέλησης αυτές οι ιδιότητες μπορούν να γίνουν εξαιρετικά κακές- η ψυχραιμία ενός κακούργου τον καθιστά όχι μόνο πιο επικίνδυνο, αλλά και πιο αποτρόπαιο στα μάτια μας, από όσο θα τον θεωρούσαμε χωρίς αυτή την ψυχραιμία.

Η καλή θέληση δεν είναι καλή εξαιτίας όσων πετυχαίνει ή δημιουργεί, και ούτε εξαιτίας της ικανότητάς της να πραγματοποιεί έναν προτιθέμενο σκοπό, αλλά μόνο με το ότι θέλει, δηλαδή με το ότι είναι καθ’ εαυτήν καλή- και εάν ιδωθεί καθαυτή, είναι ασύγκριτα πολυτιμότερη από κάθε τι που θα μπορούσε ποτέ η ίδια να πετύχει για να ικανοποιήσει κάποια ροπή, ή έστω ακόμα και όλες μαζί τις ροπές. Αν από κάποια μεγάλη δυσμένεια της τύχης ή από ελαττωματική φυσική διάπλαση έλειπε εντελώς από αυτή τη θέληση η ικανότητα να πετύχει τους σκοπούς της· αν ακόμα και με τις πιο μεγάλες της προσπάθειες δεν κατόρθωνε τίποτα, κι έμενε μόνο η καλή θέληση (όχι βέβαια ως απλή επιθυμία, αλλά ως επιστράτευση όλων των μέσων που βρίσκονται στη διάθεσή μας): ακόμα και τότε η καλή θέληση θα έλαμπε σαν διαμάντι, που έχει μέσα του ολόκληρη την αξία του. Το εάν είναι χρήσιμη ή άκαρπη, δεν μπορεί ούτε να προσθέσει ούτε να αφαιρέσει κάτι από αυτή την αξία.

IMMANUEL KANT, Τα θεμέλια της Μεταφυσικής των ηθών

Οι κοινωνικές αξίες αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την κοινωνική συμβίωση

Χωρίς αμφιβολία, οι κοινωνικές αξίες και οι κανόνες συνιστούν τον βασικό πυλώνα στις διαδικασίες της αγωγής και της κοινωνικοποίησης και, γενικά, στους θεσμούς κάθε κοινωνικού συστήματος.

Είναι γνωστό, τουλάχιστον, στους ειδικούς, ότι η κοινωνική συμβίωση προϋποθέτει έναν ελάχιστο βαθμό συναίνεσης ανάμεσα στα μέλη που απαρτίζουν το κοινωνικό σύστημα. Προϋποθέτει, δηλαδή, επίγνωση πώς πρέπει να συμπεριφέρεται κανείς σε κάθε περίσταση. Το συνεκτικό και ρυθμιστικό αυτόν ρόλο τον παίζουν, σε όλα τα κοινωνικά συστήματα, οι κοινωνικές αξίες, οι οποίες, συνεπικουρούμενες από τους κανόνες, προσδιορίζουν και προσανατολίζουν την κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων, συμβάλλοντας έτσι στη συνέχιση και τη διάρκεια των σχέσεών τους. Με άλλα λόγια, οι κοινωνικές αξίες αποτελούν «ύψιστα κοινωνικά αγαθά», τα οποία η κάθε κοινωνική ομάδα, αλλά και το ίδιο το άτομο, ταξινομούν και ιεραρχούν με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με το πολιτισμικό και μορφωτικό τους επίπεδο, καθώς και τις χωροχρονικές και λοιπές περιστάσεις.

Στον πυρήνα των αποκαλούμενων οικουμενικών αξιών ανήκουν η ζωή, η δημοκρατία, η ειρήνη, η ψυχική ηρεμία, η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη, η παιδεία κ.ο.κ., οι οποίες χαρακτηρίζουν τις εκπαιδευτικές διαδικασίες και τους σκοπούς του σχολείου, τουλάχιστον σε θεωρητική βάση. Επομένως, ο ρόλος της αγωγής και της κοινωνικοποίησης στο θέμα αυτό αναδεικνύεται καθοριστικός για τη διαμόρφωση της κοινωνικής συμπεριφοράς του μαθητή και, συνολικά, της συγκρότησης της προσωπικότητάς του.

Αναμφίβολα, η ανθρώπινη συμπεριφορά και οι κοινωνικές σχέσεις βρίσκονται στην καρδιά της οικογενειακής ζωής, της σχολικής εκπαίδευσης και της κοινωνικής συμβίωσης. Εκεί αποκτούν οι άνθρωποι την κουλτούρα της συμπεριφοράς τους, μέσα από τις πρακτικές και τις εμπειρίες που βιώνουν καθημερινά, περισσότερο ως προϊόν καθημερινού βιώματος και λιγότερο ρητορικής διδασκαλίας και διακήρυξης.

Το σχολείο διακηρύσσει και διδάσκει τις αξίες της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης στις εκπαιδευτικές του διαδικασίες. Ωστόσο, και σύμφωνα με τις έρευνες, στην πράξη μονοπωλούν το εκπαιδευτικό κέντρο βάρους οι ατομικές διαδικασίες μάθησης, εξέτασης και βαθμολόγησης, ενώ μειονεκτούν οι ομαδικές και συλλογικές διαδικασίες που προάγουν τη συνεργασία και την ομαδικότητα ανάμεσα στους μαθητές. Και αυτό φανερώνεται από το γεγονός ότι ο μαθητής ενεργεί και εξετάζεται ατομικά: ατομικά μαθαίνει, ατομικά γράφει, ατομικά επιλύει τις ασκήσεις, αναπτύσσει τις σκέψεις του και, γενικά, διαχειρίζεται όλες τις μαθησιακές διαδικασίες και, τελικά, ατομικά «λογοδοτεί» σε όλα. Με άλλα λόγια, ο μαθητής διαπαιδαγωγείται και κοινωνικοποιείται να δρα και να λειτουργεί με ατομικιστικό τρόπο. Οι εμπειρίες αυτές εκπαίδευσης και μάθησης συμπληρώνουν αυτές που ο μαθητής βιώνει, επίσης, καθημερινά στο οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο κυριαρχεί, κατά κανόνα, η υπερπροστατευτική αγωγή, με το παιδί να απολαμβάνει, χωρίς οριοθετημένους κανόνες, την ικανοποίηση των περισσότερων επιθυμιών του. Για παράδειγμα, του δίνεται η δυνατότητα να οδηγεί, χωρίς κανένα μέτρο ασφάλειας και εκπαίδευσης, ακόμη και δίτροχη μηχανή σε ηλικία μόλις 12 ετών, μια παραχώρηση με την οποία εξοικειώνεται «εγκαίρως» στην παραβατικότητα, έτσι, με την ενηλικίωσή του, να έχουν εδραιωθεί (sic) πρακτικές και νοοτροπίες παραβατικότητας ως αυτονόητες και φυσιολογικές πράξεις.

Επιπλέον, ζήτημα εμπειριών και νοοτροπιών είναι η συμπεριφορά, σύμφωνα με την οποία ο Έλληνας, συνήθως, έχει άποψη επί παντός του επιστητού, με μία απόλυτη ισχυρογνωμοσύνη. Επίσης, σπάνια κάνει λάθος (sic), γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να ζητήσει συγγνώμη, η οποία, εξάλλου, εκλαμβάνεται από τον ίδιο και ως υποτιμητική ενέργεια. Χαρακτηριστικό γνώρισμα ατομικισμού αποτελεί η στάση του ότι το δίκιο είναι σχεδόν πάντα με το μέρος του και ότι οι οποιεσδήποτε ευθύνες πρέπει να αναζητηθούν στους άλλους, και με μία επιρρέπεια να ασκεί αβάσιμη κριτική σε όλους και σε όλα. Αυτή η συμπεριφορά αποτελεί, δυστυχώς, στέρεο γνώρισμά του, ενεργώντας χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες των πράξεών του. Γι’ αυτό και εκδηλώνεται με παρορμητισμό, επιθετικότητα και έλλειψη ορθολογικής διαχείρισης σε οποιαδήποτε προστριβή, οδηγούμενος με ευκολία σε αμετροέπειες και σε πλήγματα κατά της αξιοπρέπειας του άλλου.

Κλείνοντας, θα υποστηρίζαμε ότι η πολιτεία οφείλει να αναβαθμίσει το σχολείο ως προς τον παιδευτικό του ρόλο, αποδίδοντας την δέουσα παιδαγωγική σημασία στις εκπαιδευτικές του διαδικασίες και να περιορίσει αποφασιστικά τον γνωσιοκεντρικό, εξετασιοκεντρικό και βαθμοθηρικό του ρόλο, ο οποίος προάγεται και ενισχύεται από την εφαρμοζόμενη εκπαιδευτική πολιτική. Επομένως, και οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να αξιοποιούν τις δικές τους δυνατότητες στην κατεύθυνση προαγωγής και ενίσχυσης των διαδικασιών συλλογικότητας και συνεργασίας ανάμεσα στους μαθητές τους. Το παιδί και ο νέος είναι απαραίτητο να διαπαιδαγωγηθούν και κοινωνικοποιηθούν, τόσο στο οικογενειακό όσο και στο σχολικό περιβάλλον, με αξίες, στις οποίες κυρίαρχο ρόλο θα παίζουν πραγματικά η συλλογικότητα, η συνεργασία, ο σεβασμός στον άλλο, στο περιβάλλον και στο διαφορετικό. Αυτό συνεπάγεται, πρωτίστως, ότι και το ίδιο το σχολείο, το οποίο ασκεί πιο συστηματική αγωγή, πρέπει να αναβαθμίσει το ρόλο του στις παιδευτικές διαδικασίες που προάγουν και ενισχύουν την πληρότητα επικοινωνίας και πράξης και, τελικά, τη συγκρότηση της προσωπικότητας του μαθητή. Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να συμβάλλουν, βεβαίως, τα ΜΜΕ και το στενότερο και ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα.

8 πράγματα που μάθαμε από τον Stephen Hawking

Διαβάζοντας το βιβλίο του φυσικού Stephen Hawking, «Το μεγάλο σχέδιο», το οποίο συνέγραψε μαζί με τον φυσικό Leonard Mlodinow, κρατήσαμε τα 8 πιο σοκαριστικά πράγματα που διατυπώνουν οι δύο επιστήμονες. Το βιβλίο καλύπτει σημαντικά ερωτήματα γύρω από τη φύση και την προέλευση του σύμπαντος.

1. Το παρελθόν είναι πιθανότητα

Σύμφωνα με τους Hawking και Mlodinow, μία συνέπεια της θεωρίας της κβαντικής μηχανικής είναι πως τα γεγονότα του παρελθόντος, τα οποία δεν παρατηρούμε άμεσα, δεν έχουν συμβεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Αντιθέτως, έγιναν με κάθε πιθανό τρόπο. Αυτό σχετίζεται με την πιθανολογική φύση της ύλης και της ενέργειας, που διαπιστώνονται από την κβαντική μηχανική: Εάν δεν υποχρεώνονται να επιλέξουν μία συγκεκριμένη κατάσταση μέσω της άμεσης παρέμβασης από την εξωτερική παρατήρηση, τότε τα γεγονότα θα ταλαντεύονται σε μία κατάσταση αβεβαιότητας. Για παράδειγμα, εάν το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι ένα μόριο ταξίδεψε από ένα σημείο Α σε ένα σημείο Β, τότε δεν αληθεύει ότι το μόριο ακολούθησε μία συγκεκριμένη οδό. Αντιθέτως, το μόριο αυτό διένυσε ταυτόχρονα κάθε πιθανή οδό που μπορεί να συνδέσει τα δύο σημεία. Οι συγγραφείς συνοψίζουν την άποψή τους στο ακόλουθο: «Ανεξαρτήτως του πόσο εξονυχιστική μπορεί να είναι η παρατήρησή μας για το παρόν, το παρελθόν -όπως και το μέλλον- είναι αόριστα και υπάρχουν μόνο ως πεδίο των πιθανοτήτων.»

2. Η δύναμη του φωτός

Ένας λαμπτήρας νυκτός 1 watt εκπέμπει ένα δισεκατομμύριο δισεκατομμυρίων φωτόνια το δευτερόλεπτο. Τα φωτόνια είναι τα στοιχειώδη μόρια της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Παραδόξως, όμως, όπως συμβαίνει με όλα τα μόρια, συμπεριφέρονται και ως μόρια και ως κύματα.

3. Η θεωρία των πάντων

Εάν υπάρχει μία «θεωρία των πάντων», που να μπορεί να περιγράψει όλο το σύμπαν, τότε αυτή είναι η Θεωρία Μ, σύμφωνα με τους δύο επιστήμονες. Το συγκεκριμένο μοντέλο είναι μία εκδοχή της θεωρίας των χορδών, η οποία θεωρεί πως στις πιο μικροσκοπικές διαστάσεις, όλα τα μόρια είναι ουσιαστικά μικρές καμπύλες χορδών, που πάλλονται σε διαφορετικές συχνότητες. Εάν ισχύει, όλη η ύλη και η ενέργεια ακολουθεί κανόνες που προκύπτουν από τη φύση αυτών των χορδών. «Η θεωρία Μ είναι το μοναδικό μοντέλο που έχει όλα τα χαρακτηριστικά που πιστεύουμε ότι θα έπρεπε να έχει η τελική θεωρία,» αναφέρουν οι συγγραφείς. Μία συνέπεια της θεωρίας αυτής είναι πως το σύμπαν μας δεν είναι το μοναδικό -υπάρχει αδιευκρίνιστος αριθμός εξάδελφων συμπάντων, με διαφορετικούς φυσικούς νόμους και χαρακτηριστικά.

4. Γενική σχετικότητα

Εάν κάποιος σκέφτεται τη γενική σχετικότητα, υποθέτει πως αυτή η λαμπρή ιδέα του Αϊνστάιν βρίσκει εφαρμογή μόνο σε πάρα πολύ μεγάλα αντικείμενα, εντελώς εκτός της καθημερινής πραγματικότητας, όπως στους γαλαξίες και τις μαύρες τρύπες. Ουσιαστικά, όμως, η παραμόρφωση του χρόνου στο διάστημα επηρεάζει και πράγματα που γνωρίζουμε και χρησιμοποιούμε, όπως τονίζουν οι δύο επιστήμονες. Εάν η γενική σχετικότητα δεν ληφθεί υπόψη στα δορυφορικά συστήματα πλοήγησης GPS, τότε προκύπτουν σφάλματα στις παγκόσμιες τοποθεσίες, της τάξης των 10 χιλιομέτρων την ημέρα. Αυτό συμβαίνει γιατί η γενική σχετικότητα περιγράφει πως ο χρόνος κυλάει αργότερα όσο πιο κοντά βρίσκεται το αντικείμενο σε μία μεγάλη μάζα. Έτσι, αναλόγως της απόστασης των δορυφόρων από τη Γη, τα ρολόγια που διαθέτουν λειτουργούν με ελαφρώς διαφορετική ταχύτητα, γεγονός που θα μπορούσε να αλλοιώσει τους υπολογισμούς των τοποθεσιών, εκτός και αν ληφθεί υπόψη η γενική σχετικότητα.

5. Περιορισμένο ψάρι

Πριν από λίγα χρόνια, το δημοτικό συμβούλιο της Μόντζα, στην Ιταλία, απαγόρευσε στους ιδιοκτήτες κατοικίδιων να έχουν χρυσόψαρα σε γυάλες. Ο νόμος αυτός είχε ως σκοπό να προστατεύσει τα ψάρια από την διαστρεβλωμένη φύση της πραγματικότητας, δεδομένου ότι το κυρτό φως τα κάνει να βλέπουν παραμορφωμένο τον περιβάλλοντα χώρο τους. Οι Hawking και Mlodinow φέρνουν στην επιφάνεια το γεγονός αυτό για να τονίσουν πως είναι αδύνατον να γνωρίζουμε την αληθινή φύση της πραγματικότητας. Θεωρούμε πως έχουμε μία ακριβή εικόνα των γεγονότων. Πως θα ήταν όμως δυνατόν αυτό εάν ζούσαμε μεταφορικά σε μία γιγάντια γυάλα και δεν μπορούσαμε να δούμε πέραν της δικής μας άποψης για να συγκρίνουμε;

6. Ο Πυθαγόρας έκλεψε τα εύσημα

Στο παρελθόν, κάποιοι συγγραφείς υποστήριξαν πως ο μεγάλος Έλληνας μαθηματικός Πυθαγόρας δεν ανακάλυψε το Πυθαγόρειο Θεώρημα. Μετά από κάποια έρευνα βρέθηκε πως ο τύπος (α2 + β2 = γ2 , που περιγράφει τη σχέση μεταξύ τριών πλευρών ενός ορθογωνίου τριγώνου) ήταν στην πραγματικότητα προγενέστερος του Πυθαγόρα. Οι Βαβυλώνιοι, για παράδειγμα, φαίνεται να έχουν καταγράψει τη βασική ιδέα σε αρχαίες μαθηματικές πλάκες, πριν ο Πυθαγόρας να βρεθεί στο προσκήνιο, το 570 π.Χ.

7. Τα κουάρκ δεν είναι ποτέ μόνα

Τα κουάρκ, τα στοιχειώδη δηλαδή σωματίδια των πρωτονίων και νετρονίων, είναι πάντα σε ομάδες και ποτέ μόνα τους. Προφανώς, η δύναμη που συγκρατεί τα κουάρκ μεταξύ τους αυξάνει με την απόσταση, άρα όσο πιο μακριά προσπαθήσει να φύγει κάποιο, τόσο πιο δυνατά έλκεται προς τα πίσω. Συνεπώς, δεν υπήρξαν ποτέ στη φύση ελεύθερα κουάρκ. Τα πρωτόνια και τα νετρόνια αποτελούνται εξίσου από τρία κουάρκ. (Τα πρωτόνια περιέχουν δύο «άνω» κουάρκ και ένα «κάτω», ενώ τα νετρόνια έχουν δύο «κάτω» και ένα «άνω» κουάρκ.)

8. Το σύμπαν είναι αυτοδημιούργητο

Ένας από τους πιο πολυσυζητημένους ισχυρισμούς σε όλο το βιβλίο είναι πως δεν χρειαζόμαστε την ιδέα του Θεού για να εξηγήσουμε τι προκάλεσε τη δημιουργία του σύμπαντος. «Δεν χρειάζεται η επίκληση στο Θεό για να εξηγήσουμε τη δημιουργία του σύμπαντος, υποστηρίζουν οι δύο επιστήμονες. Αντιθέτως, από μόνοι τους οι νόμοι της επιστήμης μπορούν να εξηγήσουν το πώς ξεκίνησε το σύμπαν. Ο σύγχρονος τρόπος κατανόησης του χρόνου δηλώνει πως είναι απλά μια άλλη διάσταση, όπως το διάστημα, επομένως δεν έχει αρχή. «Επειδή υπάρχει ένας κανόνας όπως η βαρύτητα, το σύμπαν μπορεί και δημιουργεί τον εαυτό του από το τίποτα,» συμπληρώνουν. «Η αυτοδημιουργία είναι ο λόγος που υπάρχει κάτι αντί για το τίποτα, για την ύπαρξη του σύμπαντος και για τη δική μας ύπαρξη.»

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

11.4. Ισπανία: Λαοκόων και από τον Γρέκο


Στην Ισπανία του Ριμπέρα, του Θουρμπαράν, του Βελάσκεθ, του Μουρίγιο επικρατεί ο ρεαλισμός στην έκφραση μακριά από την ιταλική κλασική καθαρότητα. Και εδώ, ωστόσο, δεν απουσιάζει ο Λαοκόων, μάλιστα εμφανίζεται στον πιο ιδιόρρυθμο ζωγράφο που έζησε στην Ισπανία στα τέλη του 16ου αιώνα, στον Ελ Γκρέκο, τον δικό μας Δομήνικο Θεοτοκόπουλο (1541-1614), που στον δικό του Λαοκόοντα διαλύει τη σχέση των μορφών μεταξύ τους και εξαφανίζει σχεδόν ολοκληρωτικά την ομοιότητα με το αρχαίο πρότυπο. 

Ο Γκρέκο δοκίμασε να αποδώσει με τον δικό του τρόπο Το παιδί που φυσάει τη φωτιά, περίφημο έργο του Απελλή, γνωστό μόνο από γραπτές πηγές. Η αδέσμευτη ματιά του επηρέασε τον Βελάσκεθ (1599-1660). Στον Θρίαμβο του Βάκχου, στο πρώτο έργο του Βελάσκεθ με αρχαίο θέμα, γίνεται φανερή η επίδραση από τον Βάκχο του Καραβάτζιο και τον Ρούμπενς, ο οποίος το 1628 βρισκόταν με διπλωματική αποστολή στην Ισπανία. Το αρχαίο θέμα μεταβάλλεται σε μια ρεαλιστική σκηνή με σύγχρονους πότες ως συνοδούς του Βάκχου, πρόσωπα της καθημερινότητας του Βελάσκεθ. 

Μετά την πρώτη του επίσκεψη στην Ιταλία το 1629, όπου γνωρίζει το έργο του Τιτσιάνο, ο Βελάσκεθ θα ζωγραφίσει περισσότερα θέματα από την Αρχαιότητα, όπως το Εργαστήριο του Ηφαίστου (1630) που βρίσκεται σήμερα στο Πράδο. Στο έργο του Η Αφροδίτη στον καθρέφτη (περ. 1648-1650) δημιουργεί ένα από τα πιο διάσημα γυναικεία γυμνά στην ιστορία της τέχνης, που ξεφεύγει από τα ιταλικά και αρχαία πρότυπα: η Αφροδίτη ανακεκλιμένη με την πλάτη στον θεατή (μια σειρά από αρμονικές καμπύλες) κοιτάζει σε έναν καθρέφτη που κρατάει ένας Ερωτιδέας. Είναι ένα σύγχρονο αισθησιακό γυναικείο γυμνό που δεν θυμίζει πλέον αρχαίο άγαλμα.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΑΡΙΣΤ Πολ 1281a11–1281a39

(ΑΡΙΣΤ Πολ 1281a11–1284b34: Ποιοι πρέπει να ασκούν εξουσία στην πόλη) 

Αξιολόγηση των προσώπων ή ομάδων που ενδέχεται να αναλάβουν την εξουσία στην πόλη

Ἔχει δ’ ἀπορίαν τί δεῖ τὸ κύριον εἶναι τῆς πόλεως.
ἢ γάρ τοι τὸ πλῆθος, ἢ τοὺς πλουσίους, ἢ τοὺς ἐπιεικεῖς, ἢ
τὸν βέλτιστον ἕνα πάντων, ἢ τύραννον. ἀλλὰ ταῦτα πάντα
ἔχειν φαίνεται δυσκολίαν. τί γάρ; ἂν οἱ πένητες διὰ τὸ
(15) πλείους εἶναι διανέμωνται τὰ τῶν πλουσίων, τοῦτ’ οὐκ ἄδικόν
ἐστιν; «ἔδοξε γὰρ νὴ Δία τῷ κυρίῳ δικαίως.» τὴν οὖν ἀδικίαν
τί χρὴ λέγειν τὴν ἐσχάτην; πάλιν τε πάντων ληφθέντων,
οἱ πλείους τὰ τῶν ἐλαττόνων ἂν διανέμωνται, φανερὸν ὅτι
φθείρουσι τὴν πόλιν. ἀλλὰ μὴν οὐχ ἥ γ’ ἀρετὴ φθείρει τὸ
(20) ἔχον αὐτήν, οὐδὲ τὸ δίκαιον πόλεως φθαρτικόν· ὥστε δῆλον
ὅτι καὶ τὸν νόμον τοῦτον οὐχ οἷόν τ’ εἶναι δίκαιον. ἔτι καὶ
τὰς πράξεις ὅσας ὁ τύραννος ἔπραξεν ἀναγκαῖον εἶναι πά-
σας δικαίας· βιάζεται γὰρ ὢν κρείττων, ὥσπερ καὶ τὸ
πλῆθος τοὺς πλουσίους. ἀλλ’ ἆρα τοὺς ἐλάττους δίκαιον ἄρχειν
(25) καὶ τοὺς πλουσίους; ἂν οὖν κἀκεῖνοι ταῦτα ποιῶσι καὶ διαρπά-
ζωσι καὶ τὰ κτήματα ἀφαιρῶνται τοῦ πλήθους, τοῦτ’ ἐστὶ
δίκαιον· καὶ θἄτερον ἄρα. ταῦτα μὲν τοίνυν ὅτι πάντα
φαῦλα καὶ οὐ δίκαια, φανερόν· ἀλλὰ τοὺς ἐπιεικεῖς ἄρ-
χειν δεῖ καὶ κυρίους εἶναι πάντων; οὐκοῦν ἀνάγκη τοὺς ἄλλους
(30) ἀτίμους εἶναι πάντας, μὴ τιμωμένους ταῖς πολιτικαῖς ἀρ-
χαῖς· τιμὰς γὰρ λέγομεν εἶναι τὰς ἀρχάς, ἀρχόντων δ’
αἰεὶ τῶν αὐτῶν ἀναγκαῖον εἶναι τοὺς ἄλλους ἀτίμους. ἀλλ’
ἕνα τὸν σπουδαιότατον ἄρχειν βέλτιον; ἀλλ’ ἔτι τοῦτο ὀλι-
γαρχικώτερον· οἱ γὰρ ἄτιμοι πλείους. ἀλλ’ ἴσως φαίη τις
(35) ἂν τὸ κύριον ὅλως ἄνθρωπον εἶναι ἀλλὰ μὴ νόμον φαῦλον,
ἔχοντά γε τὰ συμβαίνοντα πάθη περὶ τὴν ψυχήν. ἂν οὖν
ᾖ νόμος μὲν ὀλιγαρχικὸς δὲ ἢ δημοκρατικός, τί διοίσει
περὶ τῶν ἠπορημένων; συμβήσεται γὰρ ὁμοίως τὰ λεχθέντα
πρότερον.

***
Τίθεται δε ήδη το ζήτημα τίνες πρέπει να κατέχουν την κυρίαρχον της πόλεως εξουσίαν· ούτοι δε δυνατόν να είναι ή ο λαός ή οι πλούσιοι, ή οι έγκριτοι ή είς ο πάντων βέλτιστος, ή τύραννος. Αλλά πάντα ταύτα συνεπάγονται ωρισμένας και ουχί ομαλάς συνεπείας. Επί παραδείγματι, εάν οι πένητες, διά τον λόγον ότι (15) είναι πλείονες, διανέμωνται τα υπάρχοντα των πλουσίων, δεν είναι άδικον τούτο; Διόλου, μα τον Δία, θα απήντα τις, διότι κατά το κρατούν δίκαιον απεφάσισεν η κυρίαρχος της πόλεως εξουσία. Εξ άλλου, μετά την δήμευσιν πάντων, το να διανείμουν οι πλείονες τα των ολιγοτέρων, είναι φανερόν ότι πρόκειται περί έργου φθείροντος την πόλιν· αλλ' όμως η αρετή βεβαίως δεν φθείρει το (20) έχον αυτήν, ουδέ το δίκαιον είναι στοιχείον φθαρτικόν της πόλεως, ώστε φανερόν είναι ότι ο νόμος ούτος δεν είναι δυνατόν να είναι δίκαιος. Επί πλέον και αι πράξεις όσας ο τύραννος έπραξε, κατ' ανάγκην άπασαι είναι δίκαιαι, διότι ισχυρότερος ων επιβάλλει την βίαν, ως ακριβώς και το πλήθος επί των πλουσίων. Αλλ' αφ' ετέρου είναι άραγε δίκαιον να άρχουν οι ολίγοι (25) και οι πλούσιοι; Αν λοιπόν εκείνοι τα αυτά πράττουν και διαρπάζουν και αφαιρούν τα κτήματα του πλήθους, είναι τούτο δίκαιον; Άρα ούτε το εν ούτε το άλλο είναι δίκαιον. Και ταύτα λοιπόν, ότι πάντα φαύλα και ουχί δίκαια είναι, φανερόν. Αλλά πρέπει να άρχουν οι έγκριτοι και αυτοί να είναι κύριοι πάντων; Αλλ' εις την περίπτωσιν αυτήν κατ' ανάγκην (30) πάντες οι άλλοι θα είναι εστερημένοι τιμής, μη τιμώμενοι διά των πολιτικών αξιωμάτων· διότι τιμαί λέγομεν ότι είναι τα αξιώματα, όταν δε άρχουν πάντοτε οι αυτοί κατ' ανάγκην οι άλλοι είναι εστερημένοι τιμής. Είναι λοιπόν καλύτερον να άρχη είς, ο σπουδαιότατος; Αλλά τούτο είναι έτι ολιγαρχικώτερον, διότι περισσότεροι είναι ενταύθα οι εστερημένοι τιμής. Αλλ' ίσως θα προσέθετε τις (35) ότι δεν είναι ορθόν είς άνθρωπος έχων τα συνήθως συμβαίνοντα περί την ψυχήν πάθη να είναι απόλυτος κύριος και όχι ο νόμος. Αλλ' εάν ο νόμος είναι ολιγαρχικός ή δημοκρατικός, κατά τι θα διευκολύνη την λύσιν των αποριών μας; Διότι όμοια προς τα ανωτέρω αναφερθέντα θα συμβούν και ενταύθα.