Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονοσ Δεν υπάρχει σχολείο της ζωής, ούτε δάσκαλοι που διδάσκουν πώς να ζεις3.5.Γ. Δραματική ποίηση

Μέσα στους δύο κλασικούς αιώνες η δραματική ποίηση αναπτύχτηκε, μεσουράνησε και έγειρε να δύσει. Τα κεφάλαια που ακολουθούν εκθέτουν σε γενικές γραμμές ολόκληρη την εξέλιξή της· όμως κυρίαρχη θέση κατέχουν, όπως είναι φυσικό, τα δεδομένα της εποχής της ακμής, όπως κυρίαρχη θέση κατέχει και η Αθήνα, που την εποχή αυτή σχεδόν μονοπωλούσε την πνευματική κίνηση.

3.5.Γ.i. Γενικά[1]

Το 535 π.Χ., με τον πρώτο θεατρικό αγώνα που οργάνωσε ο Πεισίστρατος, οι δραματικές παραστάσεις καθιερώθηκαν ως αναπόσπαστο μέρος της διονυσιακής λατρείας· και τρεις δεκαετίες αργότερα, το 508 π.Χ., οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη οδήγησαν στην εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Στη συνέχεια, ο 5ος π.Χ. αιώνας είναι ο αιώνας της ακμής τόσο του αττικού δράματος όσο και της αθηναϊκής δημοκρατίας· και στους αιώνες που ακολούθησαν, η ποιοτική υποβάθμιση, ο μαρασμός, η μεταλλαγή και το ξέφτισμα του δημοκρατικού πολιτεύματος από τη μια, και των θεατρικών φαινομένων από την άλλη, συμβαδίζουν. Αυτή η παράλληλη πορεία της δημοκρατίας με τις θεατρικές εκδηλώσεις δεν είναι συμπτωματική: το αρχαίο θέατρο ως τέχνη και ως θεσμός έχει πολλά που το συνδέουν με τη δημοκρατία.

Από τα κύρια χαρακτηριστικά της δημοκρατίας είναι η δυνατότητα που έχει καθένας να εκφράσει τη γνώμη του και ο συνακόλουθος διάλογος ανάμεσα στις διάφορες απόψεις. Αντίστοιχα, στο θέατρο κυριαρχούν η πολυφωνία και ο διάλογος: ο διάλογος των υποκριτών μεταξύ τους, αλλά και ο διάλογος των υποκριτών με τον Χορό. Καθώς μάλιστα τα πρόσωπα που υποδύονται οι υποκριτές είναι στην πλειονότητά τους επώνυμοι αξιωματούχοι, ενώ ο Χορός απαρτίζεται από ανώνυμο πλήθος, ο διάλογος του Χορού με τους υποκριτές αποκτά πρόσθετη κοινωνική σημασία.

Οι υποκριτές συνομιλούν με απαγγελτικούς, ιαμβικούς συνήθως, στίχους που προσεγγίζουν τους τρόπους της καθημερινής ομιλίας· ο Χορός εκφράζεται με τραγούδια, με χορευτικές κινήσεις και επιφωνήματα. Η διαφορά έχει σημασία, καθώς σε όλες τις εποχές οι επώνυμοι διατυπώνουν τη γνώμη τους με συγκροτημένο λόγο (ομιλίες, διαγγέλματα, δημόσιες συζητήσεις κ.τ.ό.), ενώ το πλήθος εκφράζεται με πορείες, συνθήματα, ρυθμικές κινήσεις και τραγούδια. Έτσι, στο αρχαίο δράμα, όπως και στο δημοκρατικό πολίτευμα, τόσο οι προσωπικές απόψεις των λίγων και ξεχωριστών, όσο και η κοινή γνώμη των πολλών, μπορούσαν να εκφραστούν ελεύθερα και με τον τρόπο τους.

Οι δραματικοί αγώνες αποτελούσαν κοινωνικό θεσμό. Οργανώνονταν από την πολιτεία· όμως η πραγματοποίησή τους βασιζόταν στη συμμετοχή των πολιτών, που χρηματοδοτούσαν τις παραστάσεις, επάνδρωναν τους Χορούς, αποτελούσαν το ακροατήριο, αποφάσιζαν για την απονομή των βραβείων, και μετά το τέλος των εκδηλώσεων έκριναν στην εκκλησία του δήμου την οργανωτική επιτυχία ή αποτυχία των αγώνων.

Θεατρικές παραστάσεις γίνονταν μόνο στις γιορτές του Διονύσου, δύο φορές τον χρόνο, στα Μεγάλα Διονύσια (Μάρτη/Απρίλη) και στα Λήναια (Γενάρη/Φλεβάρη).[2] Τα Μεγάλα Διονύσια άρχιζαν όταν οι ιερείς μεταφέραν το ξόανο του θεού στο θέατρο και το εγκαθιστούσαν στην πρώτη σειρά, για να μετέχει στις εκδηλώσεις. Ακολουθούσαν οι διθυραμβικοί αγώνες, όπου έπαιρναν μέρος και οι δέκα φυλές, οι πέντε με αντρικό και οι άλλες πέντε με παιδικό Χορό. Το πρόγραμμα ολοκληρωνόταν με τους δραματικούς αγώνες: τρεις μέρες για τις τραγωδίες, μία για κάθε ποιητή, που έπρεπε να παρουσιάσει ολόκληρη τετραλογία (τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα), και μία μόνο μέρα για τις κωμωδίες, όπου σε αυτήν πέντε ποιητές, ένας μετά τον άλλον, παρουσίαζαν από μία κωμωδία ο καθένας. Στα Λήναια το πρόγραμμα ήταν πιο περιορισμένο, όπως πιο περιορισμένο ήταν και στα Μεγάλα Διονύσια όταν η πολιτεία αντιμετώπιζε δυσκολίες.

Υπεύθυνος για την οργάνωση των αγώνων ήταν από τη μεριά της πολιτείας ο επώνυμος άρχοντας κάθε χρονιάς. Αυτός με τους βοηθούς του όριζαν τους χορηγούς, πλούσιους Αθηναίους που θα αναλάβαιναν καθένας τα έξοδα μιας παράστασης, τους ποιητές που θα παρουσίαζαν τα έργα τους, και τους υποκριτές που θα κρατούσαν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Ο χορηγός ήταν υποχρεωμένος να επιλέξει, να συντηρήσει και να αποζημιώσει τα μέλη του Χορού όσο κρατούσαν οι δοκιμές, και ακόμα να φροντίσει για τους μουσικούς και για όσα ακόμα πρόσωπα και υλικά (ρούχα, προσωπεία, όπλα κλπ.) ήταν απαραίτητα στην παράσταση. Τα έξοδά του ήταν μεγάλα, αλλά μεγάλη ήταν και η ηθική του ανταμοιβή σε περίπτωση διάκρισης, οπότε ο χορηγός βραβευόταν μαζί με τον ποιητή και είχε δικαίωμα να στήσει μνημείο θυμητικό της νίκης του.

Οι χορευτές ήταν ερασιτέχνες, νέοι καλλίφωνοι και καλογυμνασμένοι που το θεωρούσαν τιμή και πολιτική τους υποχρέωση να πάρουν μέρος στις παραστάσεις. Το έργο τους εύκολο δεν ήταν, ιδιαίτερα στους τραγικούς Χορούς, όπου τα ίδια πρόσωπα έπαιρναν μέρος και στα τέσσερα δράματα της ημέρας, αλλάζοντας σκευή και παριστάνοντας διαδοχικά (π.χ. στην Ορέστεια του Αισχύλου) γέροντες Μυκηναίους, θεραπαινίδες του παλατιού, Ευμενίδες και Σατύρους.

Ερασιτέχνες ήταν αρχικά και οι υποκριτές· με τα χρόνια όμως, όταν οι απαιτήσεις μεγάλωσαν και καθιερώθηκε ειδικό βραβείο για τους πρωταγωνιστές, οι προικισμένοι, λαμπρόφωνοι και εκφραστικοί ηθοποιοί έγιναν περιζήτητοι επαγγελματίες, και πια τον 4ο π.Χ. αιώνα οι περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῖται οργανώθηκαν σε συντεχνίες, που φρόντιζαν να επανδρώνουν τις δραματικές παραστάσεις σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Και των υποκριτών το έργο δεν ήταν εύκολο, καθώς έπρεπε σε κάθε παράσταση να ενσαρκώνουν, αλλάζοντας σκευή, πολλά και διαφορετικά πρόσωπα, αντρικά και γυναικεία.

Το κοινό των παραστάσεων δεν το αποτελούσαν μόνο αστοί κάτοικοι της Αθήνας αλλά και αγρότες από τις πιο μακρινές κώμες της Αττικής, όχι μόνο Αθηναίοι πολίτες αλλά και ξένοι επισκέπτες[3] και μέτοικοι, όχι μόνο άντρες αλλά και γυναίκες, όχι μόνο πλούσιοι, κοσμικοί και φιλότεχνοι αλλά και κάθε απλός άνθρωπος - όλοι το θεωρούσαν δικαίωμα και ευχαρίστησή τους να βρεθούν στο θέατρο από το ξημέρωμα, να παρακολουθήσουν ώρες ολόκληρες τις παραστάσεις, να εκδηλώσουν με επιδοκιμασίες και αποδοκιμασίες την κρίση τους.

Γρήγορα ο θεατρικός χώρος αποδείχτηκε μικρός, και το πρόβλημα όχι μόνο δε λύθηκε όταν καθιερώθηκε εισιτήριο (σύμβολον), αλλά έγινε πιο πολύπλοκο, καθώς οι εύποροι Αθηναίοι αγόραζαν πολλά καθένας εισιτήρια, να τα μοιράσουν στους ανθρώπους τους. Για να αποφύγει παρόμοια φαινόμενα, ο Περικλής καθιέρωσε τα θεωρικά, επίδομα που έδινε στους άπορους τη δυνατότητα να αγοράσουν μόνοι τους εισιτήρια.

Οι κριτές που απονέμαν τα βραβεία δεν ήταν ειδικοί τεχνοκρίτες αλλά απλοί πολίτες, εκπρόσωποι της κοινής γνώμης. Καθεμιά από τις δέκα φυλές της Αττικής πρότεινε δέκα, και από τους εκατό συνολικά υποψήφιους κληρώνονταν την πρώτη μέρα των αγώνων δέκα που με την ψήφο τους ανάδειχναν τους νικητές.

Ο ποιητής, τραγωδοδιδάσκαλος, δεν ήταν μόνο συγγραφέας και σκηνοθέτης της παράστασης: δική του ήταν και η μουσική και η χορογραφία, ο ίδιος κρατούσε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο - στις αρχές, γιατί πάλι με τα χρόνια οι απαιτήσεις μεγάλωναν, οι ανάγκες πολλαπλασιάζονταν, και οι ποιητές χρειάστηκε να ζητούν βοήθεια από ειδικούς μουσικούς, χοροδιδασκάλους κ.ά.
---------------------------------
1. Για τη διδακτική λειτουργία του θεάτρου, που προβλημάτιζε, διαφώτιζε, ως ένα σημείο και καθοδηγούσε το αθηναϊκό πλήθος σε θέματα ηθικής, κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας.

2. Στα Μικρά ή κατ᾽ αγρούς Διονύσια οι ίδιες παραστάσεις περιόδευαν στους διάφορους δήμους της Αττικής.

3. Τα Μεγάλα Διονύσια γιορτάζονταν την εποχή που οι σύμμαχοι της Αθήνας έπρεπε να καταβάλουν τις εισφορές τους, και βέβαια οι αντιπροσωπείες τους παρακολουθούσαν με ευχαρίστηση και θαυμασμό τις εκδηλώσεις.. 

Ο Ξενοφώντας και η λεηλασία της σπαρτιατικής γης

Μετά τη μάχη στα Λεύκτρα οι Σπαρτιάτες διαπίστωσαν ότι παρά τη συντριβή δεν είχε κλονιστεί η εμπιστοσύνη των συμμάχων προς το μέρος τους κι ήταν ακόμη πρόθυμοι να τους ακολουθούν στις εκστρατείες, γεγονός που τους αναπτέρωσε το ηθικό και τους έδωσε την εντύπωση ότι ήταν σε θέση να αναλάβουν πρωτοβουλίες χαράζοντας και πάλι το πεδίο των διαπραγματεύσεων.

Στο κάτω – κάτω δεν είχαν φτάσει στην κατάσταση που είχαν έρθει οι Αθηναίοι, όταν στη λήξη του πελοποννησιακού είχαν χάσει όλες τους τις δυνάμεις κι έμειναν ανυπεράσπιστοι μέσα στην πόλη τους χωρίς κανένα σύμμαχο. Από την άλλη όμως γνώριζαν καλά ότι δεν είχαν την ισχύ του παρελθόντος κι ότι μια συμφωνία ειρήνης ήταν ό,τι καλύτερο: «συγκάλεσαν λοιπόν σε διάσκεψη όσες πόλεις ήθελαν να μετάσχουν στη συνθήκη ειρήνης που είχε προτείνει ο Βασιλεύς». (6,5,1).

Η ειρήνη του Ανταλκίδα φαίνεται το τελευταίο αποκούμπι των Σπαρτιατών, αφού μόνο αυτή θα εξασφάλιζε την παύση του πολέμου, που τόσο είχαν ανάγκη. Το ότι ήταν αυτοί που την υπονόμευσαν (στην ουσία ακύρωσαν) καταλαμβάνοντας τη Θήβα δε φαίνεται να έχει και μεγάλη σημασία. Οι συμφωνίες της ειρήνης ερμηνεύονται μόνο κατά τα συμφέροντα του καθενός και επικαλούνται μόνο όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν.

Η μετατροπή της ειρήνης από συμφιλίωση σε εξασφάλιση χρόνου προς ανασύσταση των δυνάμεων είναι η αντίληψη που την υποβιβάζει σε πολεμικό ελιγμό. Κι αυτή είναι η οριστική ματαίωσή της. Υπό αυτούς τους όρους, ο αγώνας της ισχύος είναι το κύριο διαπραγματευτικό χαρτί, αφού ο καθένας πρέπει να φοβάται την ισχύ του άλλου για να κάνει ειρήνη. Αν πάψει να τη φοβάται – κρίνοντας ότι μπορεί να κυριαρχήσει – θα επιτεθεί.

Αν όμως δεν μπορεί κάποιος να έχει την αδιαπραγμάτευτη υπεροχή για να υποτάξει τους άλλους, οφείλει τουλάχιστον να διατηρεί τις ισορροπίες, ώστε να μην έρθει στη θέση του υποταγμένου. Κι αυτό τώρα προσπαθεί να εξασφαλίσει η Σπάρτη φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο την ειρήνη του Ανταλκίδα: «Στη διάσκεψη αποφάσισαν να ορκιστούν, μαζί με όσους ήθελαν να πάρουν μέρος στη συμφωνία, τον ακόλουθο όρκο: ”Θα συμμορφωθώ με τη συνθήκη που πρότεινε ο Βασιλεύς και με τα ψηφίσματα των Αθηναίων και των συμμάχων. Κι αν κανένας εκστρατεύσει εναντίον μιας από τις πόλεις που ορκίστηκαν τούτο τον όρκο, θα τη βοηθήσω μ’ όλες μου τις δυνάμεις”». (6,5,2).

Είναι φανερό ότι οι Σπαρτιάτες ψάχνουν περισσότερο για συμμάχους παρά για ειρηνευτική συμφωνία. Επί της ουσίας επιχειρούν να συγκεντρώσουν ξανά τα κομμάτια της πληγωμένης τους ισχύος περνώντας το μήνυμα στη Θήβα. Η προσπάθεια ανασύστασης των δυνάμεων είναι η ύστατη προστασία της πόλης.

Κι αλήθεια, πότε ένιωσε η Σπάρτη μεγαλύτερη σιγουριά από την περίοδο της απόλυτης κυριαρχίας με την υποταγή της Αθήνας και το γκρέμισμα των τειχών; Και κατ’ επέκταση, πότε ένιωσε πιο ελεύθερη; Από αυτή την άποψη μόνο η ισχύς εξασφαλίζει την ελευθερία.

Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η στρέβλωση, που μετατρέπει τον άνθρωπο σε αγρίμι ρίχνοντάς τον ξανά και ξανά μέσα στο ίδιο δόκανο. Η αντίληψη που ερμηνεύει την καταπίεση του άλλου σε πηγή της προσωπικής ελευθερίας – γιατί αυτό είναι το κυνήγι της ισχύος – είναι ο φαύλος κύκλος της ιστορίας, που επαναλαμβάνεται διαρκώς, καθώς ο άνθρωπος παλεύοντας να εξασφαλίσει τις συνθήκες της γαλήνης (ασφάλεια, ανεξαρτησία, ευημερία) δημιουργεί ακριβώς τις προϋποθέσεις για το αντίθετο.

Καμία ισχύς δεν μπορεί να είναι αιώνια. Οι στάσεις, οι επαναστάσεις, η αναζήτηση συμμαχιών, η διαρκής πολεμική εγρήγορση, η αιώνια προάσπιση των κατεχόμενων ζωνών επιρροής, η μέριμνα για την αποδυνάμωση οποιουδήποτε άλλου μπορεί να μπει ανταγωνιστικά στο παιχνίδι της κυριαρχίας συνθέτουν το πορτρέτο της φθοράς που θα οδηγήσει στην τελική πτώση. Η διαρκής άσκηση βίας στο όνομα της ασφάλειας δεν είναι παρά η διαιώνιση της ανασφάλειας.

Τα προβλήματα της νέας συμμαχίας των «ανεξάρτητων» πόλεων φάνηκαν από την αρχή. Οι Ηλείοι «υποστήριζαν ότι δεν έπρεπε να γίνουν ανεξάρτητοι ούτε οι Μαργανείς, ούτε οι Σκιλλούντιοι, ούτε οι Τριφύλιοι, επειδή αυτές οι πόλεις τους ανήκαν». (6,5,2). Φυσικά, αυτό δεν έγινε δεκτό ούτε από τους Αθηναίους, που κόπτονταν για την ανεξαρτησία όλων των πόλεων, μικρών και μεγάλων, για να στοχοποιήσουν τους Θηβαίους και τη Βοιωτική συμμαχία.

Τελικά ορκίστηκαν όλοι εκτός από τους Ηλείους. Όμως, αμέσως μετά άρχισαν άλλα προβλήματα: «οι Μαντινείς, θεωρώντας πως ήταν ολωσδιόλου ανεξάρτητοι, έκαναν γενική συνέλευση και ψήφισαν να ενοποιήσουν ξανά τη Μαντίνεια και να οχυρώσουν την πόλη». (6,5,3). Τη διάσπαση της Μαντινείας την είχε επιβάλει με εκστρατεία ο Αγησίλαος και, όπως φαίνεται δεν είναι εύκολο να αποποιηθεί κανείς τα κεκτημένα: «Οι Λακεδαιμόνιοι, από την πλευρά τους, έκριναν ότι θα ‘ταν μειωτικό για κείνους να γίνει τέτοιο πράγμα δίχως τη συγκατάθεσή τους». (6,5,4).

Με άλλα λόγια, οι «ανεξάρτητοι» Μαντινείς δεν έπρεπε να κάνουν του κεφαλιού τους. Πήγε μάλιστα ο ίδιος ο Αγησίλαος εκεί προσπαθώντας να τους αποτρέψει, πράγμα που δεν κατόρθωσε κι έφυγε θυμωμένος: «Μολοντούτο οι Λακεδαιμόνιοι έκριναν πως δεν ήταν δυνατόν να εκστρατεύσουν εναντίον των Μαντινέων, αφού η ανεξαρτησία αποτελούσε βασικό όρο της συνθήκης αυτής». (6,5,5).

Οι Μαντινείς εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη της Σπάρτης γι’ αυτή τη συνθήκη ενώνουν κι οχυρώνουν την πόλη τους. Αν δεν υπήρχε αυτή η ανάγκη, η εκστρατεία των Σπαρτιατών ήταν σίγουρη. Είναι ο φόβος του επερχόμενου θηβαϊκού κινδύνου που τους γλυτώνει κι όχι το κύρος της ειρηνευτικής συμφωνίας, που έτσι κι αλλιώς θα μεταφραζόταν κατά τη βούληση του ισχυρού.

Και σαν να μην έφταναν αυτά έχουμε και το διχασμό των Τεγεατών: «η μερίδα του Καλλιβίου και του Προξένου προωθούσε μιαν ομοσπονδιακή ένωση όλης της Αρκαδίας, όπου όποια γνώμη επικρατούσε στην ομοσπονδιακή συνέλευση θα δέσμευε και την καθεμιά πόλη». (6,5,6). Από την άλλη μεριά «η μερίδα του Στασίππου υποστήριζε τη διατήρηση της πόλης όπως ήταν, με το πατροπαράδοτο πολίτευμά της». (6,5,6). Όπως ήταν φυσικό, σφάχτηκαν.

Όταν στη συνέλευση η πρόταση του Καλλίβιου και του Προξένου μειοψήφησε, θεώρησαν καλό να πάρουν τα όπλα και να καλέσουν τους οπαδούς τους να αναλάβουν δράση. Το δυστύχημα ήταν ότι βγήκαν με τα όπλα και οι οπαδοί του Στασίππου, που αποδείχτηκαν και πάλι πλειοψηφούντες, τους κυνήγησαν και σκότωσαν αρκετούς, μαζί τους και τον Πρόξενο. Ο Στάσιππος, αν και θα μπορούσε να σκοτώσει πολύ περισσότερους και να τους εκδιώξει οριστικά από την πόλη, τους άφησε έξω από τα τείχη, χωρίς να στείλει δυνάμεις να τους εξοντώσουν.

Ο Καλλίβιος, που επέζησε, έστειλε πρέσβεις στους Μαντινείς ζητώντας βοήθεια και η Μαντίνεια ανταποκρίθηκε με χαρά, καθώς όλοι θέλουν να διαιτητεύουν τα εσωτερικά του άλλου προωθώντας τα δικά τους συμφέροντα. Με επίθεση που έκαναν, κατέλαβαν την πόλη, συνέλαβαν και καταδίκασαν το Στάσιππο σε θάνατο.

Πού αλλού θα μπορούσαν να καταφύγουν οι οχτακόσιοι οπαδοί του Στασίππου, οι οποίοι κατάφεραν να γλυτώσουν και ήταν αδύνατο να γυρίσουν στην πόλη τους, αν όχι στη Σπάρτη; «Ύστερα απ’ αυτό οι Λακεδαιμόνιοι έκριναν ότι σύμφωνα με τη συνθήκη ειρήνης έπρεπε να πάρουν το μέρος των Τεγεατών εκείνων που είχαν σκοτωθεί κι εξοριστεί· αποφάσισαν λοιπόν να εκστρατεύσουν εναντίον των Μαντινέων με τη δικαιολογία ότι τούτοι, με την επίθεσή τους κατά των Τεγεατών, είχαν παραβιάσει τη συνθήκη». (6,5,10).

Η ξαφνική αυτονομία των μικρών πόλεων οδηγεί συχνά σε αιματηρά παρατράγουδα για τη διεκδίκηση της εξουσίας. Είναι οι καλύτερες ευκαιρίες για τους ισχυρότερους προκειμένου να ανακατευτούν προφασιζόμενοι την προάσπιση του δικαίου, αλλά με μοναδικό σκοπό την εδραίωση των συμφερόντων τους εκεί. Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό και να που η Σπάρτη βρίσκει επιτέλους την ευκαιρία να ορμήσει στη Μαντίνεια.

Μια εκστρατεία μικρού μεγέθους, που δε θα διαταράξει τις ισορροπίες με τη Θήβα, είναι μια καλή ευκαιρία να δουν και οι υπόλοιποι «ανεξάρτητοι» στην Πελοπόννησο ότι καλό είναι να ακούν τις συμβουλές των ισχυρότερων. Ο Αγησίλαος εφορμά, αν και είναι χειμώνας, καταλαμβάνοντας την Εύταια, όπου βρίσκει μόνο γυναικόπαιδα (την οποία όχι μόνο δεν καταστρέφει, αλλά της επισκευάζει και τα τείχη δείχνοντας τον πρέποντα σεβασμό στους αμάχους) και παρακολουθεί τις εξελίξεις για να αποφασίσει πώς θα κινηθεί.

Οι Μαντινείς επιτίθενται στον Ορχομενό, τον οποίο αδυνατούν να καταλάβουν. Ο Αγησίλαος εξορμά στην Αρκαδία και λεηλατεί τη γη. Κυριολεκτικά ρημάζει τον τόπο. Οι Μαντινείς αναγκάζονται να οχυρωθούν στην πόλη τους κι ο Αγησίλαος τους αφήνει ώστε να οχυρωθούν μαζί τους όλες οι δυνάμεις της Αρκαδίας, που ήταν με το μέρος τους.

Τώρα πια όλα είναι ξεκάθαρα. Ο Αγησίλαος είναι έξω από την πόλη κι όλοι αυτοί που τον πολεμούν είναι σε πλήρη συσπείρωση μέσα. Τους έχει ήδη προκαλέσει έχοντας κάψει όλη την ύπαιθρο κι ενώ μένει εκεί τρεις μέρες, κανείς δεν βγαίνει να του επιτεθεί. Τελικά μαζεύει το στρατό του και φεύγει, αφού δεν είναι διατεθειμένος να κάνει πολιορκία μέσα στην καρδιά του χειμώνα: «Μ’ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν θα μπορούσε να ονομάσει την αποχώρησή του φυγή· κατά τ’ άλλα έμοιαζε να ‘χει συντελέσει σε κάποιαν αναπτέρωση του πεσμένου ηθικού των συμπολιτών του, αφού εισέβαλε στην Αρκαδία και λεηλάτησε τη χώρα χωρίς κανένας να θελήσει να αναμετρηθεί μαζί του σε μάχη». (6,5,21).

Το μόνο που έμενε ήταν η εμπλοκή των Θηβαίων. Οι Ηλείοι, που από την αρχή δε δέχτηκαν τη συνθήκη των Λακεδαιμονίων, όχι μόνο τάχθηκαν με τους Μαντινείς, αλλά είχαν προλάβει να στείλουν και δέκα τάλαντα στη Θήβα εξασφαλίζοντας τη βοήθειά της. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που δεν επιτέθηκαν οι Μαντινείς, που ήταν μέσα στην πόλη, αφού δεν είχαν κανένα λόγο να ριψοκινδυνέψουν μόνοι τους, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή τις θηβαϊκές ενισχύσεις. Όταν έφτασαν οι Θηβαίοι, βλέποντας ότι πια δεν υπάρχει εχθρός άρχισαν τις ετοιμασίες της επιστροφής: «Οι Αρκάδες όμως, καθώς και οι Αργείοι και οι Ηλείοι, τους έλεγαν να μπουν επικεφαλής τους και δίχως να χάσουν καιρό να εισβάλουν στο έδαφος της Λακωνίας». (6,5,23).

Οπωσδήποτε μια τέτοια απόφαση δεν ήταν εύκολη. Οι Θηβαίοι υπολόγιζαν το δυσπρόσιτο έδαφος της Λακωνίας, αλλά και τη μαχητικότητα των Σπαρτιατών, που πλέον θα αγωνίζονταν για τη γη τους: «Ήρθαν ωστόσο οι άνθρωποι από τις Καρυές, περιέγραψαν τη λειψανδρία που επικρατούσε» (στη Σπάρτη εννοείται) «και υποσχέθηκαν να κάνουν οι ίδιοι τους οδηγούς, λέγοντας ότι δέχονται να τους σφάξουν οι Θηβαίοι αν φανούν ότι τους ξεγελούν στο παραμικρό». (6,5,25).

Και σαν να μην έφτανε αυτό άρχισαν να καταφτάνουν και περίοικοι λέγοντας ότι, αν οι Θηβαίοι εισβάλλουν, θα επαναστατήσουν κι αυτοί, αφού ήδη αρνούνταν να δώσουν στη Σπάρτη τη βοήθεια που ζητούσε, πράγμα αδιανόητο ως τότε: «Ακούγοντας λοιπόν οι Θηβαίοι όλα τούτα να υποστηρίζονται με τέτοια ομοφωνία, πείστηκαν να εισβάλουν οι ίδιοι από τις Καρυές, ενώ οι Αρκάδες από τον Οιό της Σκιρίτιδος». (6,5,25).

Η αλήθεια είναι ότι το δύσκολο σημείο της εισβολής το άφησαν στους Αρκάδες, καθώς στον Οιό το πέρασμα ήταν στενό και ορεινό και βρισκόταν εκεί η φρουρά του Ισχολάου με σημαντικές δυνάμεις, ενώ στις Καρυές τα πράγματα ήταν πολύ ευκολότερα και ο κίνδυνος ελάχιστος.

Όταν οι Αρκάδες κατάφεραν να περάσουν από τον Οιό διαλύοντας τους αντιπάλους – ο ίδιος ο Ισχόλαος σκοτώθηκε εκεί – οι Θηβαίοι κατάλαβαν ότι τέτοια ευκαιρία δε θα μπορούσε να πάει χαμένη: «μαθαίνοντας την επιτυχία των Αρκάδων, πήραν πολύ θάρρος· κατέβηκαν αμέσως στη Σελλασία, την έκαψαν και τη λεηλάτησαν. Όταν έφτασαν στην πεδιάδα στρατοπέδευσαν στο τέμενος του Απόλλωνος, και την άλλη μέρα εξακολούθησαν την προέλασή τους. Ειν’ αλήθεια ότι δεν δοκίμασαν καν να διαβούν τη γέφυρα και να χτυπήσουν τη Σπάρτη αλλά έχοντας στα δεξιά τους τον Ευρώτα προχώρησαν, καίγοντας και λεηλατώντας σπίτια γεμάτα από άφθονα πλούτη». (6,5,27).

Αν οι Θηβαίοι επιτίθονταν στην πόλη, η Σπάρτη θα κινδύνευε σοβαρά: «Μέσα στην πόλη οι γυναίκες, που ποτέ τους δεν είχαν δει εχθρό, έβρισκαν ανυπόφορη ακόμα και τη θέα του καπνού· οι Σπαρτιάτες πάλι – που ήταν αλλά και φαίνονταν, πολύ λίγοι – είχαν τοποθετηθεί φρουροί σ’ αραιά διαστήματα, μια και η πόλη ήταν ανοχύρωτη». (6,5,28).

Οι Λακεδαιμόνιοι επιστράτευσαν και τους είλωτες υποσχόμενοι ελευθερία. Η Σπάρτη σώθηκε κυρίως γιατί οι Θηβαίοι δεν πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να την καταλάβουν. Προτίμησαν να προελάσουν μέχρι τις Αμύκλες κι από κει να διαβούν τον Ευρώτα. Στο σημείο αυτό έδωσε μάχη το ιππικό των Λακεδαιμονίων, αν και μειονεκτούσε κατά πολύ αριθμητικά. Την κατάσταση έσωσαν οι τριακόσιοι περίπου νεαροί οπλίτες, που εξόρμησαν αιφνιδιαστικά την ώρα που έκανε επέλαση το ιππικό: «Οι εχθροί δεν μπόρεσαν να αντισταθούν και λύγησαν· βλέποντας αυτό, πολλοί πεζοί το ‘βαλαν στα πόδια. Όταν όμως έπαψε η καταδίωξή τους, και καθώς ο στρατός των Θηβαίων διατήρησε τις θέσεις του, έστησαν ξανά στρατόπεδο». (6,5,31).

Η επιτυχία αυτή ήταν που απέτρεψε οριστικά την πολιορκία της πόλης, καθώς οι Θηβαίοι (μετά απ’ αυτό) προχώρησαν προς το Γύθειο: «τις ανοχύρωτες πόλεις τις έκαψαν, και στο Γύθειο – όπου ήταν ο ναύσταθμος των Λακεδαιμονίων – έκαναν επιθέσεις τρεις μέρες. Βρέθηκαν και μερικοί περίοικοι που πήραν μέρος στις επιθέσεις και στην εκστρατεία, μαζί με τους συμμάχους των Θηβαίων». (6,5,32).

Από την πλευρά τους, οι Αρκάδες έκαναν πλιάτσικο χωρίς προηγούμενο. Σιγά – σιγά άρχισαν να εγκαταλείπουν την εκστρατεία, όπως και οι Ηλείοι και οι Αργείοι, για να γυρίσουν στην πατρίδα «σέρνοντας ή κουβαλώντας μαζί τους ό,τι είχαν αρπάξει». (6,5,50).

Τώρα πια ήταν η σειρά της Σπάρτης να καταφύγει για βοήθεια στην Αθήνα. Όμως, ό,τι κι αν είπαν, ό,τι κι αν υποσχέθηκαν στον αθηναϊκό λαό οι Λακεδαιμόνιοι πρέσβεις, ήταν αδύνατο να κερδίσουν τη συμπαράσταση. Η δυσπιστία που υπήρχε ανάμεσα στις δύο πόλεις έκανε την προσέγγιση ανέφικτη. Εξάλλου, και η πρόσφατη εκστρατεία των Σπαρτιατών στη Μαντίνεια δεν ήταν αρεστή στην πλειοψηφία των Αθηναίων.

Μόνο όταν ξεκίνησε ο πρέσβης της Κορίνθου, ο Κλειτέλης, άρχισε να κερδίζεται η εύνοια των ακροατών. Προσπερνώντας το ζήτημα της Μαντινείας, που κρίθηκε αμφισβητούμενο, εστίασε στη συμφωνία της ειρήνης, που έπρεπε να τηρηθεί: «Εμάς όμως, από τότε που έγινε ειρήνη, μπορεί κανείς να μας κατηγορήσει ότι κινήσαμε να χτυπήσουμε καμιά πόλη ή ότι αρπάξαμε περιουσίες αλλωνών ή ότι καταστρέψαμε ξένο έδαφος; Να όμως που οι Θηβαίοι ήρθαν στον τόπο μας και κόψαν δέντρα, κατέκαψαν σπίτια, άρπαξαν περιουσίες και κοπάδια. Πώς λοιπόν να μην αποτελεί παραβίαση της συνθήκης αν δεν μας βοηθήσετε, την ώρα που μας γίνεται τέτοια ολοφάνερη αδικία; Και μάλιστα όταν πρόκειται για τη συνθήκη που εσείς οι ίδιοι μας βάλατε να ορκιστούμε ότι θα τηρήσουμε όλοι εμείς απέναντι σε όλους εσάς;» (6,5,37).

Ωστόσο, αν ο Κλειτέλης προλείανε το έδαφος για την μεταστροφή του κοινού, εκείνος που έβαλε τα πράγματα στη θέση τους επηρεάζοντας καθοριστικά την απόφαση των Αθηναίων ήταν ο Προκλής από τη Φλιασία: «Είναι ολοφάνερο, υποθέτω, Αθηναίοι, ότι αν βγουν από τη μέση οι Λακεδαιμόνιοι, οι πρώτοι που θα χτυπήσουν οι Θηβαίοι είστε σεις – γιατί απ’ όλους τους άλλους μόνο εσάς βλέπουν σαν ενδεχόμενο εμπόδιο στην πανελλήνια ηγεμονία τους». (6,5,38).

Για να συνεχίσει: «Ίσως να φοβούνται μερικοί από σας ότι αν γλιτώσουν τώρα οι Λακεδαιμόνιοι, κάποτε θα σας δημιουργήσουν ξανά προβλήματα. Σκεφτείτε ωστόσο ότι εκείνοι που πρέπει να φοβόμαστε, μην τυχόν αποκτήσουν ποτέ μεγάλη δύναμη, είναι εκείνοι που αδικούμε κι όχι εκείνοι που ευεργετούμε». (6,5,40).

Ο Προκλής φαίνεται να ξέρει καλά ποιο είναι το κριτήριο που θα καθορίσει τις αποφάσεις της Αθήνας. Γι’ αυτό και εστιάζει στο φόβο. Η στάση των Αθηναίων θα είναι καταλυτική για το μέλλον τους. Πρέπει να ξέρουν ότι ο κίνδυνος είναι η Θήβα κι όχι η Σπάρτη. Αυτούς έχουν να φοβηθούν. Το ότι οι Σπαρτιάτες, ως ευεργετούμενοι, δε θα δημιουργήσουν ποτέ ξανά πρόβλημα στην Αθήνα, ακόμη κι αν αλλάξουν οι περιστάσεις, κρίνεται αμφισβητούμενο. Το ότι, όμως, μετά τη Σπάρτη η Αθήνα είναι ο επόμενος στόχος της Θήβας είναι αναμφισβήτητο. Κι αυτό το ξέρουν καλά και οι Αθηναίοι. Κι αν αυτό δεν είναι αρκετό, θα συμπληρώσει: «Εκτός απ’ αυτά, σκεφτείτε και τούτο: αν ποτέ κινδυνέψει ξανά η Ελλάδα από τους βαρβάρους, σε ποιους μπορείτε να ‘χετε περισσότερη εμπιστοσύνη από τους Λακεδαιμονίους;» (6,5,43).

Τα πράγματα είναι απλά: η Θήβα προκαλεί το φόβο και η Σπάρτη την ασφάλεια, που θα συνδράμει ακόμη κι απέναντι στην περσική απειλή. Κι εδώ δεν έχουμε μόνο μια έμμεση αναφορά στην απογοητευτική στάση της Θήβας κατά τους περσικούς πολέμους – που ούτε το πρόστιμο της δεκάτης δεν πλήρωσε – ή στον ηρωισμό των Λακεδαιμονίων που επάξια κερδίζουν την εμπιστοσύνη, αλλά και την προσθήκη ενός ακόμη φόβου, που πρέπει να εξουδετερωθεί. Η Σπάρτη είναι η εγγύηση για όλα. Αν θέλετε να μη φοβάστε στηρίξτε τη Σπάρτη.

Κατόπιν αυτών, η τελική επιλογή πάρθηκε μάλλον εύκολα. Η Αθήνα μπαίνει στο παιχνίδι στο πλευρό της Σπάρτης κι ετοιμάζει εκστρατεία με στρατηγό τον Ιφικράτη. Είναι η ώρα της Θήβας να γνωρίσει τις περιπέτειες της ισχύος. Όμως, ενώ ο κόσμος φαινόταν ένθερμος κι ο στρατός πολύ πρόθυμος να ακολουθήσει, ο Ιφικράτης έχασε πολύτιμο χρόνο καθυστερώντας στην Κόρινθο και κάνοντας άσκοπες κινήσεις.

Από την άλλη, οι Θηβαίοι ανυπομονούσαν να φύγουν από την Πελοπόννησο κι έψαχναν διέξοδο για τη Βοιωτία. Ο Ξενοφώντας σχολιάζει για τον Ιφικράτη: «όλες του οι ενέργειες εκείνο τον καιρό βρίσκω πως ήταν είτε περιττές, είτε κι ασύμφορες. Έτσι, ενώ ανέλαβε να φρουρήσει το Όνειο για να μην μπορέσουν οι Βοιωτοί να γυρίσουν στον τόπο τους, άφησε αφύλαχτο τον θαυμάσιο δρόμο που περνούσε από τις Κεγχρειές». (6,5,51).

Είναι φανερό ότι ο Ιφικράτης δεν ήθελε να συγκρουστεί με τους Θηβαίους, γι’ αυτό κι έκανε τα πάντα να το αποφύγει. Οι συγκρούσεις, όμως δε θα αργήσουν καθόλου. Προς το παρόν «οι Θηβαίοι έφυγαν, όπως ήθελαν». (6,5,52).

Ξενοφώντος, Ελληνικά

Η Ιερή Κοινότητα

Η ΙΕΡΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ είναι Πνευματική Κατάσταση

Είναι το ΙΕΡΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ που Βίωσαν και Περιέγραψαν όλοι οι Μεγάλοι Άνθρωποι της Γης (ο Ορφέας, ο Λάο Τσε, οι Δάσκαλοι των Ουπανισάδ, ο Βούδας, ο Ιησούς…): Είναι το Βασίλειο της Αλήθειας, το Βασίλειο της Πραγματικότητας, το Βασίλειο της Αιωνιότητας, το Βασίλειο των Ουρανών.

Η ΙΕΡΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ είναι η Πνευματική Κατάσταση στην Οποία Μπορεί να Εισέλθει κάθε άνθρωπος, όταν απελευθερωθεί από τον κατώτερο ψυχισμό, από το εγώ, τον «διαμορφωμένο νου» κι Αντιλαμβάνεται με Ελεύθερο Νου (Μη-νου) την Πραγματικότητα, σαν Μια Ενότητα, όπου όλα Συνδέονται Μεταξύ τους, και με το ΟΛΟΝ.

Η ΙΕΡΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ είναι (αποτελείται, εκδηλώνεται και εκφράζεται) από τα Ελεύθερα Όντα που Βιώνουν την Παγκόσμια Συνείδηση, είτε έχουν μια μοναχική πορεία, είτε συγκροτούνται σε (μη-οργανωμένες) ομάδες.

Τα «όμοια» είναι «όμοια» και λειτουργούν σαν «όμοια» ακόμα κι αν δεν επικοινωνούν.

Η ΙΕΡΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ είναι ο Κοινός Τόπος Βίωσης της Ζωής σαν ΜΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ. Μια Ανοιχτή Κοινωνία Ελευθερίας – Ισότητας – Αδελφοσύνης – Αγάπης – Προσφοράς.

Στην ΙΕΡΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ δεν Υπάρχουν Διδάσκαλοι, Καθοδηγητές, δεν υπάρχει Διδασκαλία, Θεωρίες, Μέθοδοι Σωτηρίας, Πρακτικές Φώτισης, μαθήματα, κανενός είδους συναλλαγή, ψυχολογική, πρακτική, οικονομική… Υπάρχει μόνο Κοινή Βίωση της Ζωής, συνοδοιπόροι, αδέλφια, τίποτα περισσότερο… Υπάρχει Ανοιχτή Ανθρώπινη Επικοινωνία μόνο.

Ο Αληθινός Κόσμος κι ο κόσμος των ανθρώπων

Υπάρχει Μια Άλλη, Διαφορετική Πραγματικότητα, από την πραγματικότητα που αντιλαμβάνονται και βιώνουν οι άνθρωποι.

Υπάρχει Μια Κοινότητα Ανθρώπων (που είναι Αληθινοί Άνθρωποι, Αυθεντικοί Άνθρωποι) που Αντιλαμβάνονται την Πραγματικότητα τελείως διαφορετικά από αυτό που αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι.

Υπάρχει Ένας Αληθινός Κόσμος, πέρα από τον κόσμο των ανθρώπων. Είναι Ένας Κόσμος Φωτός, Ένας Κόσμος Αγάπης, Ένας Κόσμος Πιο Πραγματικός από τον πραγματικό κόσμο που βιώνουν οι άνθρωποι, καθημερινά, στον πλανήτη.

Είναι Ένας Κόσμος Όπου τα Φυσικά Περιστατικά Ονομάζονται με το Όνομά τους. Το Αληθινό Είναι Αληθινό. Το Δίκαιο Είναι Δίκαιο. Η Ομορφιά Είναι Ομορφιά, η Ζωή Είναι Ζωή.

Οι άνθρωποι δεν Ζουν στον Αληθινό Κόσμο, ζουν σε ένα ψεύτικο κόσμο, σε ένα κατασκευασμένο κόσμο (από την διανόηση και τον ψευτοπολιτισμό τους) σύμφωνα με τα συμφέροντα λίγων…

Οι άνθρωποι ζουν σε μια φυλακή που φτιάχνει το μυαλό τους, η κοινωνία, οι περιστάσεις.

Οι άνθρωποι ζουν σε ένα μαντρί, ιδεολογικό-οικονομικό-πολιτικό-κοινωνικό, που θέλουν να ονομάζουν κοινωνία και πολιτισμένο κόσμο. Ο κόσμος τους είναι ένα μαντρί κι ο πολιτισμός τους είναι «πολιτισμός της σαβούρας».

Στο κόσμο των ανθρώπων η Αλήθεια δεν είναι Αλήθεια (αλήθεια είναι ό,τι μας συμφέρει).

Το Δίκαιο είναι δίκαιο όταν στηρίζει τα δικά μας συμφέροντα.

Η Ομορφιά επιβάλλεται από την κοινωνία κι από «εταιρείες».

Όλα είναι «συναλλαγή» - κι όλα, ψυχές, αισθήματα, ζωή, επιβίωση, όλα είναι εμπορεύσιμα.

Ο Κόσμος μας, το «Βασίλειο της Φύσης» όπως έλεγε παλιά ο Λάο Τσε, το «Βασίλειο της Αλήθειας» όπως έλεγε παλιά ο Σιντάρτα, το «Βασίλειο των Ουρανών» όπως έλεγε παλιά ο Ιησούς, είναι πιο αληθινός από τον κόσμο των ανθρώπων.

Αντιλαμβανόμαστε τα Φυσικά Περιστατικά, «αυτά που είναι», «αυτά που συμβαίνουν» και τα ονομάζουμε με το όνομά τους. Δεν κρυβόμαστε πίσω από ιδεολογήματα και λέξεις.

Λατρεύουμε τον Ζωντανό Θεό, όχι τον θεό της σκέψης ή των θεσμοποιημένων θρησκειών που είναι ένα «είδωλο». Είμαστε Ένα με τον Θεό, με όλα, με όλους, με τον κόσμο – γιατί Όλα Είναι Ένα.

Δεν οχυρωνόμαστε σε ένα εγώ, δεν κηρύσσουμε πόλεμο στους άλλους και στο σύμπαν, για προσωπικά συμφέροντα.

Ζούμε «χωρίς εγώ» και συμπορευόμαστε με όλα, ακόμα και με ο κακό που κυριαρχεί στον κόσμο. Το βλέπουμε, ούτε το αγνοούμε, ούτε το πολεμάμε, απλά το αποφεύγουμε, ακολουθώντας τον Δικό μας Δρόμο.

Δεν ζούμε σε μυστικιστικούς κόσμους, απορροφημένοι σε προσωπικά υποκειμενικά βιώματα (που όλα είναι φαντασία). Ζούμε στον Αντικειμενικό Κόσμο.

Ζούμε με Ελεύθερο Νου (από τις προκαταλήψεις που τον φορτώνει η περιοριστική φύση του, η κοινωνία, οι περιστάσεις).

Ζούμε με Ελεύθερες Αισθήσεις.

Είμαστε Ένα με τον Κόσμο, την Φύση, τον Ουρανό, τη Θάλασσα, τους Ανθρώπους, την Ζωή, την Γη. Συμπορευόμαστε με το Ρεύμα της Ζωής

Ασφαλώς αγαπητέ αδελφέ (που είσαι εδώ αυτή την στιγμή) έχεις κάθε δικαίωμα να νομίζεις ότι ζούμε σε ένα κόσμο φαντασίας (που ίσως φτιάξαμε από αδυναμία να ζήσουμε και να αγωνιστούμε στον πραγματικό κόσμο)… κι ότι ο δικός σου κόσμος της καθημερινής ζωής είναι ο πραγματικός κόσμος.

Λάθος!

Είχαμε το θάρρος να πάμε «πέρα από την σκέψη», να εγκαταλείψουμε το εγώ… για να Ενωθούμε με το Παγκόσμιο, με Όλα.

Έχουμε Αιώνιες Αξίες που τις Βιώνουμε και τις Υπερασπιζόμαστε.

Την Αλήθεια, την Ελευθερία, την Γνώση,

την Ενότητα των Πάντων, την Ισότητα Όλων,

την Αδελφοσύνη των Όντων,

την Αγάπη Χωρίς Όρια,

την Ταπεινή Προσφορά.

Θέλει Δύναμη, κόπο, για να τα Υπερασπιστείς αυτά. Έχεις απογοητεύσεις – είναι ο τεθλιμμένος δρόμος – ο δρόμος που Οδηγεί στην Ζωή, στην Αληθινή Ζωή.

Ο κόσμος των ανθρώπων σε τι είναι πραγματικός; Τον έχτισαν με την σκέψη που παραπλανά, έφτιαξαν ένα πολιτισμό φυλακή… Φύλακες και φυλακισμένοι όλοι στην ίδια φυλακή…

Σε τι είναι πραγματικός ο κόσμος των ανθρώπων; Στον εγωισμό; Στην αδικία; Στην σκλαβιά; Στη σύγκρουση; Στο πόλεμο; Στην δυστυχία;

Όχι αδελφέ! Όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας – και τα αφήνουμε να συμβαίνουν – είναι όλα λάθος.

Η Αληθινή Ζωή

Η Ζωή Είναι Εδώ, Τώρα, Αυτοεκπληρώνεται κάθε στιγμή… Η Ζωή δεν εξελίσσεται προς κάποιο σκοπό, κάποια κατεύθυνση – ο χρόνος, η ιστορία, η τεχνολογική εξέλιξη, ούτε προσθέτουν, ούτε αφαιρούν τίποτα στην Καθαυτό Ζωή, στην Αίσθηση της Ζωής (σαν Ζωής – όχι σαν «τρόπου» ζωής μέσα από τα φαινόμενα).

Κάθε Συνείδηση, κάθε Άνθρωπος, έχει την Δυνατότητα και την Ευκαιρία να Δει την Πραγματικότητα Όπως Είναι, να Βιώσει την Ζωή που Αυτοεκπληρώνεται κάθε στιγμή και να Νοιώσει Ολοκληρωμένος, Πλήρης, Ήσυχος, Ευτυχισμένος, στην Ίδια την Ζωή κι όχι στα φαινόμενα της ζωής – που είναι έτσι κι αλλιώς παροδικά.

Συνήθως όμως η «Συνείδηση» (οι άνθρωποι) δεν Αρκούνται σε «Αυτό που είναι», στην Πραγματικότητα, που Είναι Μια και Αδιαίρετη κι Ολοκληρωμένη καθώς Ρέει μέσα από τα φαινόμενα – οι άνθρωποι δραστηριοποιούνται, βλέπουν κι αντιλαμβάνονται μέσα από την παραμορφωτική δράση του εγώ και ζουν την πραγματικότητα που φτιάχνουν με την σκέψη, με την φαντασία τους. Θεωρούν τον κόσμο κομματιασμένο, νομίζουν ότι η ζωή εξελίσσεται, ότι αυτοί εξελίσσονται, ότι πραγματοποιούν – κι όλα αυτά είναι αληθινά, αλλά μόνο στον φανταστικό χώρο που βιώνουν. Όλοι οι άνθρωποι «ονειρεύονται» και ζουν το «όνειρο» σαν να είναι αληθινό.

Το «πως» ζει κάποιος είναι θέμα προσωπικών επιλογών, προσωπικής ευθύνης κι αφορά αυτόν τον ίδιο σε τελευταία ανάλυση και κανέναν άλλον.

Υπάρχουν Άνθρωποι που Βιώνουν την Πραγματικότητα, την Ενότητα της Πραγματικότητας, την Παγκόσμια Συνείδηση, που Είναι Ένας Ενιαίος Χώρος Αντίληψης Όπου Συμπεριλαμβάνονται Όλα – ο Εαυτός, η Αντίληψη, η Δράση, τα Αντικείμενα, ο Κόσμος – σαν Μια Αλληλένδετη Ροή Φαινομένων.

Σε Αυτή την Πλήρη Αντίληψη ή το Πλήρες Βίωμα της Ζωής, η Ζωή Εκπληρώνεται στην Ίδια την Ζωή κι όχι στις δραστηριότητες, όχι στα περαστικά φαινόμενα.

Η Ζωή Είναι Εδώ, Τώρα, για Πάντα. Αυτό το Εδώ Περιλαμβάνει τα Πάντα, την Απόλυτη Πραγματικότητα, τον Θεό, τους Κόσμους, την δράση της αντίληψης, την σκέψη, τις αισθήσεις, το σώμα και τον υλικό κόσμο – Όλα.

Η Ζωή (η Αντίληψη της Παρουσίας, της Ύπαρξης) Είναι Εδώ, Τώρα, για Πάντα, ακόμα κι όταν οι κόσμοι εξαφανίζονται – ο υλικός κόσμος κι οι αόρατοι κόσμοι – κι Απομένει η Αιώνια Αδειοσύνη της Ζωής.

Και πάλι Όλα αυτά που Αναδύονται στο Εδώ, το Τώρα, το Πάντα ούτε Αλλοιώνουν, ούτε Επηρεάζουν την Πραγματικότητα – Είναι σαν τα περαστικά σύννεφα στον Απέραντο Ουρανό.

Υπάρχουν Άνθρωποι που Βιώνουν την Πραγματικότητα με Αυτόν τον Τρόπο, που Βιώνουν την Ζωή στο Πλήρες Άνθισμά της, στην Πλήρη Εκπλήρωσή της Κάθε Στιγμή – ανεξάρτητα από τα παροδικά φαινόμενα.

Μια Τέτοια Ζωή Ζούμε, μια Τέτοια Ζωή Θέλουμε να ζούμε.

Όλη η Παγκόσμια Θρησκευτική και Φιλοσοφική Παράδοση σε μια Τέτοια Ζωή Δείχνουν. Γι’ Αυτό το Βασίλειο της Πραγματικότητας Μίλησαν Όλοι.

Από την άλλη μεριά οι περισσότεροι άνθρωποι γλιστράνε στην αυταπάτη του εγώ (στην αυταπάτη της «διαχωρισμένης» από την Ουσία της «Συνείδησης») και επιλέγουν να ζήσουν την αυταπάτη τους (που χτίζουν με την σκέψη τους). Θέλουν να είναι Κάτι στον κόσμο, να κατακτήσουν τον κόσμο, να κατέχουν δύναμη, εξουσία, ανθρώπους, αντικείμενα. Οι άνθρωποι χτίζουν μεγάλες ή μικρές αυτοκρατορίες, στον πλανήτη ή στην τοπική κοινωνία ή στην οικογένειά τους, ή μόνο με τον εαυτό τους.

Ο κόσμος σήμερα μοιάζει (ίσως να το βλέπουμε εμείς έτσι) σαν μια ατέλειωτη «Γιορτή των Τρελών» (σαν τις γιορτές του Ευρωπαϊκού Μεσαίωνα) όπου ο καθένας είναι ό,τι δηλώνει, όπου ο καθένας έχει δικαίωμα στην αυθαιρεσία, στον παραλογισμό, στην αδικία, στην διαμάχη, στον πόλεμο. Τι όμορφος κόσμος!

Ειλικρινά, δεν μας ενδιαφέρει τι κάνουν οι άνθρωποι – όσο σκληρό κι αν ακούγεται αυτό. Καθένας έχει την Ευθύνη των Επιλογών του. Ναι την Έχει. Κανένας δεν μπορεί να επικαλεστεί άγνοια, αδυναμία ή οτιδήποτε – όλα αυτά είναι παιδιάστικα.

Η Αλήθεια Είναι Εδώ. Μας Μιλάει με χιλιάδες φωνές, με χιλιάδες μηνύματα, να δούμε, να καταλάβουμε, να Ζήσουμε Αληθινά – όχι στην φαντασία μας. Ακούει κανένας;

Θέλουν οι άνθρωποι την Αλήθεια; την Ευτυχία; Καλά! Τότε γιατί δεν αφήνουν όλες τις ανοησίες, τις διαμάχες, γιατί δεν ζουν ήσυχα, σαν απλοί άνθρωποι;

Όσο πιο Σοφός είναι ένας άνθρωπος τόσο πιο Άδειος (από ανοησία) είναι, τόσο πιο Απλός (χωρίς περίπλοκες σκέψεις) είναι, τόσο πιο Άνθρωπος είναι.

Μα οι άνθρωποι δεν θέλουν να είναι Σοφοί, θέλουν να είναι Άρχοντες του κόσμου. Δεν τους εμποδίζει κανένας. Τους χαρίζουμε τον κόσμο τους γιατί είναι ένας ψεύτικος κόσμος.

Όλοι οι Μεγάλοι Άνθρωποι, ο Λάο Τσε, οι Δάσκαλοι των Ουπανισάδ, ο Βούδας, ο Ορφέας, ο Ιησούς, γύρισαν την πλάτη στον ψεύτικο κόσμο και στην εξουσία στον ψεύτικο κόσμο.

Ο Αληθινός Άνθρωπος Είναι Ένα με Όλα, Είναι Αγάπη, Ζει με Αγάπη, δεν νοιάζεται για τον ψεύτικο κόσμο των ανθρώπων.

Έτσι καθένας είναι Υπεύθυνος για τις επιλογές του.

Κι όλα αυτά Αγαπητέ Αδελφέ γράφτηκαν από Μέσα μας, Βαθιά, από την Απέραντη Σιωπή της Ύπαρξης, Μέσα από την Γαλήνη της Αιωνιότητας, Μέσα από την Αγάπη που είναι Πάντα Ενεργή, μόνο για ένα λόγο: Για να καταλήξουμε σε ένα Ουσιαστικό, Θεμελιώδες, Σημαντικό Ερώτημα:

ΕΣΥ! ΠΟΙΑ ΖΩΗ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΖΕΙΣ;

Μπορείς να Ψάξεις Μέσα σου, Βαθιά και να Δώσεις μια Πραγματική Απάντηση; Μια Απάντηση που θα είναι Αυθεντική, Γνήσια, Ζωντανή, που θα είναι ταυτόχρονα Ολοκληρωμένη Γνώση κι Ολοκληρωμένη Δράση.

ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΖΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΚΟΣΜΟ; ή στον κόσμο της σκέψης, της φαντασίας;

Είναι το μόνο Ερώτημα που Χρειάζεται να Απαντήσουμε στην ζωή μας, Ειλικρινά, Τίμια, Εδώ, Τώρα.

Αλλιώς, αδελφέ, άφησέ το! Πήγαινε να κατακτήσεις τον κόσμο σου, τους γαλαξίες, το σύμπαν και πιο μακριά από το σύμπαν… Κι εσύ με «άδεια χέρια» θα «φύγεις», όπως όλοι μας.

Η Επίτευξη της Εγρήγορσης

Στις παραδοσιακές πρακτικές συγκέντρωσης (όπου υπάρχει ακόμα, τουλάχιστον στην αρχή, η διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου), πραγματική συγκέντρωση του υποκειμένου, είναι πλήρης, ολοκληρωτική, προσοχή, προς το αντικείμενο.

Όσο βαθαίνει η συγκέντρωση (δηλαδή όσο σταθεροποιείται η προσοχή κι απομακρύνονται οι διασπάσεις, οι ενοχλήσεις, οι διακοπές) η συγκέντρωση μετατρέπεται σε καθαρή προσληπτικότητα (να «κοιτάζουμε απλώς», «γυμνή προσοχή») γεμάτη από το αντικείμενο. Στην πραγματικότητα η επίγνωσή μας έχει μετατοπιστεί από το αντικείμενο στην διαδικασία πρόσληψης, που αγκαλιάζει το αντικείμενο.

Όσο βαθαίνει ακόμα περισσότερο η διαδικασία πρόσληψης γίνεται αντιληπτό ότι μέσα μας επικρατεί απόλυτη ακινησία, σιωπή δραστηριότητας, κενό, «ανυπαρξία», που όμως είναι ζωντανή παρουσία κι όχι το τίποτα: μια ζωντανή παρουσία και μόνο επίγνωση του αντικειμένου. Δεν υπάρχει πλέον υποκείμενο (εγώ) να αντιλαμβάνεται αλλά ένα ζωντανό κενό επίγνωσης που αγκαλιάζει το αντικείμενο. Είμαστε εδώ, χωρίς δραστηριότητα, χωρίς ιδιότητες, απόλυτη σιωπή, και μόνο το αντικείμενο υπάρχει, σαν φαινόμενο. Στην πραγματικότητα η επίγνωσή μας έχει μετατοπιστεί ακόμα βαθύτερα, στο Πραγματικό Κέντρο Ύπαρξης, στον Εαυτό, που είναι κενό από ιδιότητες, αλλά είναι ζωντανό και πλήρες επίγνωσης, αφού αντιλαμβάνεται το αντικείμενο ολοκάθαρα.

Αυτή η «κατάσταση» - σαν κατάληξη της παραδοσιακής διαλογιστικής διαδικασίας – είναι το σαμάντι, η θεωρία των αρχαίων Ελλήνων, και της χριστιανικής παράδοσης των χριστιανών πατέρων.

Στην πραγματικότητα, το να είμαστε σε πλήρη εγρήγορση, τοποθετημένοι στο Κέντρο της Ύπαρξής μας, σε ακινησία και σιωπή δραστηριότητας, ζωντανοί αλλά κενοί από ιδιότητες, με πλήρη επίγνωση που αντιλαμβάνεται ό,τι συμβαίνει, είναι ο φυσικός τρόπος όρασης. Τότε ζούμε στον πραγματικό χρόνο, αντιλαμβανόμαστε αυτό που συμβαίνει, ζούμε την αληθινή ζωή. Όταν μέσα μας υπάρχει δραστηριότητα, σκέψη, αναδύεται το υποκείμενο, ο διαχωρισμός από όλα τα άλλα… Θα χρειαστεί να επαναλάβουμε, μέσω της παραδοσιακής διαλογιστικής πρακτικής την υπέρβαση της δυαδικότητας, και την ενοποίηση της επίγνωσης.

Αν έχουμε εγρήγορση και προσέχουμε, φυσιολογικά θα πρέπει να είμαστε σιωπηλοί… αλλιώς δεν υπάρχει προσοχή. Πρέπει να μην υπάρχει δραστηριότητα της σκέψης μέσα μας για να υπάρξει αληθινή προσοχή. Όταν υπάρχει δραστηριότητα δεν υπάρχει προσοχή αλλά άσκοπη περιπλάνηση στη σκέψη, στο διαχωρισμό, στα φαινόμενα. Αν όμως κρατηθούμε στην προσοχή, που προϋποθέτει την σιωπή (αν κατανοήσουμε ότι πρέπει να «σωπάσουμε» για να υπάρξει προσοχή), μπορούμε να ελέγξουμε την ανάδυση της δραστηριότητας μέσα μας, της σκέψης, κι όλων των αποτελεσμάτων της. Μπορούμε να την απορρίψουμε, και να παραμείνουμε σε ησυχία, στο παρόν, στην στιγμή που ρέει, στον πραγματικό χρόνο, στην αληθινή ζωή. Αν γλιστρήσουμε στην σκέψη, δεν είμαστε πλέον στο παρόν, αλλά μέσα στην φαντασία μας. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να είμαστε Εδώ, παρόντες, σιωπηλοί, αλλά σε πλήρη εγρήγορση. Κι αυτό είναι το βαθύτερο περιεχόμενο του Πραγματικού Διαλογισμού.

Σε μια τέτοια στάση ζωής, όταν είμαστε σε εγρήγορση, η αντίληψη είναι ζωντανή, είναι Αληθινή Δράση κι οτιδήποτε πηγάζει από αυτό, σαν εξωτερική δραστηριότητα, βρίσκεται στον χώρο του πραγματικού, της αληθινής ζωής.

Αν αφήσουμε την σκέψη να αναπτυχθεί παύουμε να ζούμε στο παρόν και βυθιζόμαστε στην εικονική πραγματικότητα της σκέψης. Η σκέψη ανήκει στο παρόν, στην αληθινή ζωή, μόνο σαν διαδικασία σκέψης (τώρα «σκεφτόμαστε»). Όμως το περιεχόμενο της σκέψης δεν ανήκει στο παρόν, στην αληθινή ζωή, ανήκει στον χώρο της σκέψης, στον φανταστικό χώρο (που «αναφέρεται» στην πραγματικότητα, αλλά δεν ταυτίζεται με την πραγματικότητα). Είναι σαν τον άνθρωπο που ονειρεύεται. Το όνειρο, σαν διαδικασία, ανήκει, εκδηλώνεται, στο παρόν, στην αληθινή ζωή. Το περιεχόμενο όμως του ονείρου δεν ανήκει στο παρόν, στην αληθινή ζωή, ανήκει στο χώρο της φαντασίας.

Ασφαλώς, κι αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό, η εγρήγορση, έτσι όπως την προσδιορίσαμε πιο πάνω, δεν είναι παρά η Αρχή της Εσωτερικής Αφύπνισης, που μέσα από την Εσωτερική Εμπειρία μπορεί να μας Ανυψώσει Ως το Αληθινό Είναι.

Το Αληθινό Είναι Ήδη Ελεύθερο: Αποκαλύπτοντας την Ψευδαίσθηση της Σκέψης

Στην απέραντη έκταση της ύπαρξης, υπάρχει μια βαθιά Αλήθεια που υπερβαίνει τα επιφανειακά στρώματα της αντίληψης και της σκέψης. Ο Αληθινός Παράδεισος έχει ένα Άπειρο Βάθος, πέρα από τα εφήμερα σύννεφα. Ο Αληθινός Ωκεανός έχει μια Πραγματική Ουσία, κάτω από τα διαρκώς μεταβαλλόμενα κύματα. Ομοίως, ο Αληθινός Άνθρωπος ενσαρκώνει την Πραγματική Φύση, πέρα από τους περιορισμούς και τα νοητικά κατασκευάσματα που διαμορφώνουν την εγκόσμια ύπαρξή μας.

Ωστόσο, οι περισσότεροι άνθρωποι μπερδεύουν τις υποκειμενικές τους αντιλήψεις για την Αλήθεια. Προσκολλώνται στις εικόνες και τις ιδέες που κατασκευάζουν με τη σκέψη τους, πιστεύοντας ότι αυτές είναι η ουσία της πραγματικότητας. Αυτή η θεμελιώδης παρεξήγηση είναι η ρίζα του ανθρώπινου πόνου. Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι το περιεχόμενο των σκέψεών μας αλλά η ίδια η λειτουργία της σκέψης. Η σκέψη διαστρεβλώνει την πραγματικότητα, οδηγώντας μας σε μια ονειρική κατάσταση όπου μπερδεύουμε τις ψευδαισθήσεις με την πραγματικότητα.

Η ψευδαίσθηση της σκέψης

Η σκέψη, από τη φύση της, είναι ένα δίκοπο μαχαίρι. Μας δίνει τη δυνατότητα να περιηγηθούμε στον κόσμο, αλλά μας παγιδεύει επίσης σε έναν ιστό ψευδαισθήσεων. Η πράξη της σκέψης δημιουργεί έναν διαχωρισμό μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρούμενου, μια δυαδικότητα που είναι θεμελιωδώς ψευδής. Μας οδηγεί να πιστεύουμε σε ένα εγώ που είναι διαφορετικό από την υπόλοιπη ύπαρξη, καλλιεργώντας μια αίσθηση απομόνωσης και δυσαρέσκειας.

Οι άνθρωποι συχνά παγιδεύονται στο περιεχόμενο των σκέψεών τους, προσπαθώντας να σώσουν ή να μεταρρυθμίσουν τις ψευδαισθήσεις τους. Κυνηγούν όνειρα ελευθερίας, εξέλιξης και απελευθέρωσης, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι και αυτά είναι προϊόντα της ίδιας ονειρικής λειτουργίας της σκέψης. Ό,τι περιεχόμενο έχει ένα όνειρο, παραμένει όνειρο. Η Αληθινή Ελευθερία και η Αληθινή Λύτρωση δεν βρίσκονται στο περιεχόμενο της σκέψης αλλά στην υπέρβαση του ονείρου της σκέψης συνολικά.

Η Φύση της Αληθινής Ελευθερίας

Η Αληθινή Ελευθερία, η Αληθινή Λύτρωση, δεν είναι κάτι που πρέπει να επιτευχθεί ή να πραγματοποιηθεί. Δεν είναι ένας στόχος που επιτυγχάνεται με προσπάθεια ή αγώνα. Το Αληθινό είναι ήδη Ελεύθερο. δεν χρειάζεται να ελευθερωθεί. Η ελευθερία είναι η φυσική μας κατάσταση, που κρύβεται μόνο από τις ψευδαισθήσεις που δημιουργεί η σκέψη. Για να το συνειδητοποιήσει κανείς, πρέπει να απορρίψει την ονειρική λειτουργία της σκέψης, όχι να προσπαθήσει να διασώσει τις ψευδαισθήσεις που δημιουργεί.

Στο βασίλειο της σκέψης, υπάρχει το εγώ, η σκλαβιά, η εξέλιξη, η απελευθέρωση και η ελευθερία. Αλλά αυτές οι έννοιες είναι απλά φαντάσματα, προϊόντα της φαντασίας του νου. Το όνειρο, όσο ζωντανό ή επιτακτικό κι αν είναι, είναι απλώς ένα όνειρο.

Πέρα από το όνειρο: Αγκαλιάζοντας το Πραγματικό

Για να ξυπνήσει κανείς από το όνειρο της σκέψης, πρέπει να αγκαλιάσει μια κατάσταση καθαρής επίγνωσης, μια άμεση επαφή με την Πραγματικότητα όπως είναι. Αυτό περιλαμβάνει μια βαθιά μετατόπιση στην αντίληψη, μετάβαση πέρα από το δυϊστικό πλαίσιο του νου σε μια κατάσταση ενότητας και ολότητας. Σε αυτή την κατάσταση, οι διακρίσεις και οι διαχωρισμοί διαλύονται, αποκαλύπτοντας το απέραντο βάθος του Αληθινού Ουρανού και την πραγματική ουσία του Αληθινού Ωκεανού.

Αυτή η αφύπνιση δεν είναι μια διαδικασία γίγνεσθαι αλλά ύπαρξης. Είναι μια αναγνώριση της εγγενούς μας φύσης, μια επιστροφή στον Αληθινό Εαυτό που είναι πάντα ελεύθερος. Αυτός ο Αληθινός Εαυτός είναι πέρα από το εγώ, πέρα από τις κατασκευές του νου και πέρα από τις ψευδαισθήσεις της σκέψης. Είναι η αιώνια, αμετάβλητη ουσία που βρίσκεται κάτω από κάθε ύπαρξη.

Το μονοπάτι του αληθινού διαλογισμού

Ο Αληθινός Διαλογισμός είναι η πύλη προς αυτήν την συνειδητοποίηση. Δεν είναι μια δραστηριότητα ή μια πρακτική που στόχο έχει να πετύχει κάτι. Μάλλον, είναι μια κατάσταση καθαρής ύπαρξης, μια άμεση συνάντηση με την Πραγματικότητα. Στον Αληθινό Διαλογισμό, η αδιάκοπη φλυαρία του νου σταματάει και μπαίνουμε σε μια κατάσταση βαθιάς σιωπής και ακινησίας. Αυτή η σιωπή δεν είναι η απουσία ήχου αλλά η παρουσία του Απείρου, του Αιώνιου, του Πραγματικού.

Σε αυτήν την κατάσταση διαλογισμού, υπερβαίνουμε το όνειρο της σκέψης και αφυπνίζουμε στην Αληθινή Ελευθερία που είναι το εκ γενετής δικαίωμα μας. Βλέπουμε καθαρά την απατηλή φύση του εγώ και των κατασκευών του και αναπαυόμαστε στην απέραντη ειρήνη και ολότητα του Αληθινού Εαυτού.

Συμπέρασμα: Αγκαλιάζοντας το Άπειρο

Το ταξίδι προς το Αληθινό δεν είναι ένα ταξίδι γίγνεσθαι αλλά αφύπνισης. Είναι μια επιστροφή στη φυσική μας κατάσταση της ελευθερίας, μια κατάσταση που είναι πάντα παρούσα, πάντα προσβάσιμη. Απορρίπτοντας την ονειρική λειτουργία της σκέψης και αγκαλιάζοντας την πραγματικότητα της καθαρής ύπαρξης, διαλύουμε τις ψευδαισθήσεις που μας δένουν και αφυπνιζόμαστε στο άπειρο βάθος και την ουσία της ύπαρξης.

Το Αληθινό είναι ήδη Ελεύθερο. Είναι καθήκον μας να το συνειδητοποιήσουμε αυτό, να αφυπνιστούμε από το όνειρο της σκέψης και να αγκαλιάσουμε την απέραντη έκταση της Αλήθειας. Σε αυτή τη συνειδητοποίηση, δεν βρίσκουμε μόνο ελευθερία αλλά και βαθιά γαλήνη, ολότητα και την αληθινή ουσία της ίδιας της ζωής.

Είσοδος στον Ιερό Ναό της Πραγματικότητας: Ένα ταξίδι πέρα από την αντίληψη

Για να μπει κάποιος στον Ιερό Ναό της Πραγματικότητας, πρέπει να εγκαταλείψει το όνειρο της σκέψης και να αγκαλιάσει τον Αληθινό Χώρο της Πραγματικότητας – μια Ζωντανή Παρουσία που αποκαλύπτει τη Ροή της Στιγμής. Σε αυτήν την ιερή πράξη εισόδου, αφήνουμε πίσω τον ακατάστατο λαβύρινθο των νοητικών προβολών και παραμορφώσεων, αφυπνιζόμενοι στην παρθένα διαύγεια του τι πραγματικά συμβαίνει εδώ και τώρα. Αυτός ο Πρωταρχικός Χώρος της Πραγματικότητας μας προσκαλεί σε ένα βαθύτερο καταφύγιο, σε μια Ιερή Κατάσταση Διαδικασίας και Αντίληψης, όπου η πράξη της Απλής Παρατήρησης γίνεται μια βαθιά προσφορά.

Μέσα σε αυτόν τον Ιερό Χώρο, βρίσκουμε το Καταφύγιο της Ύπαρξης. Εδώ, κάνουμε την Υπέρτατη Θυσία Όλης Δραστηριότητας, βυθιζόμενοι στην Απόλυτη Σιωπή και συγχωνευόμενοι με την Ουσία χωρίς Ιδιότητες. Αυτή η Ουσία, που συχνά αναφέρεται ως ΑΥΤΟ, υπερβαίνει όλους τους ορισμούς και τα όρια. Σε αυτή την ένωση με το Υπέρτατο, συναντάμε μια εμπειρία που αψηφά την αντίληψη και τη δραστηριότητα. Δεν είναι ένας χώρος αλλά ένα ΕΙΝΑΙ—μια κατάσταση καθαρής ύπαρξης.

Ο Θεός, ή αυτό που πολλοί αποκαλούν Θεό, αποκαλύπτεται μέσω αυτής της άμεσης συνάντησης με την Πραγματικότητα. Είναι στην εγκατάλειψη του Κόσμου των Φαινομένων, και στην παράδοση της ίδιας της Διαδικασίας της Αντίληψης, που βυθιζόμαστε στην Ουσία πίσω από όλα τα πράγματα. Αυτή είναι η Άμεση Επαφή με ΤΟ ΕΙΝΑΙ, μια κοινωνία με τη θεμελιώδη φύση της ύπαρξης που βρίσκεται πέρα από κάθε μορφή και εμπειρία.

Σε αυτή την υπερβατική εμπειρία, δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά η πράξη του είναι. Δεν υπάρχει εμπειρία με τη συμβατική έννοια — ούτε αποθήκη μνήμης, ούτε συσσωρευμένη γνώση, ούτε εικόνες ή έννοιες. Είναι μια κατάσταση ζωντάνιας, που ανανεώνεται διαρκώς σε κάθε στιγμή, χωρίς να αφήνει ίχνη του παρελθόντος. Είναι πάντα νέο, πάντα φρέσκο και αιώνια παρόν.

Αυτή η κατάσταση χωρίς χαρακτηριστικά δεν μπορεί να αποτυπωθεί στη μνήμη ή να περιγραφεί με λέξεις. Ξεφεύγει από την αλήθεια όπως την καταλαβαίνουμε, αψηφά τον λόγο και αντιστέκεται στη διδασκαλία. Οποιαδήποτε προσπάθεια να μεταδοθεί η ουσία της δεν είναι παρά μια απέλπιδα προσπάθεια να δείξεις το δρόμο, μια ταπεινή προσπάθεια να καθοδηγήσεις τους άλλους προς αυτή την άφατη πραγματικότητα.

Το να μπεις στον Ιερό Ναό της Πραγματικότητας σημαίνει να αγκαλιάζεις τη Ροή της Στιγμής με ένα ήσυχο μυαλό. Είναι να αντιλαμβάνεσαι χωρίς το πέπλο της σκέψης, να ασχολείσαι με τη ζωή στην πιο αυθεντική της μορφή. Σε αυτήν την ιερή δέσμευση, ανακαλύπτουμε μια βαθιά αλήθεια: ότι η Πραγματικότητα δεν είναι κάτι που πρέπει να συλληφθεί ή να κατανοηθεί, αλλά κάτι που πρέπει να βιωθεί άμεσα και πλήρως.

Στα βάθη αυτής της εμπειρίας, διαπιστώνουμε ότι δεν είμαστε ξεχωριστοί από τον κόσμο που παρατηρούμε. Είμαστε αναπόσπαστο μέρος της Ζωντανής Παρουσίας, διασυνδεδεμένα με ό,τι είναι. Αυτή η συνειδητοποίηση διαλύει την ψευδαίσθηση του χωρισμού και μας φέρνει σε αρμονία με τη ροή της ύπαρξης. Είναι μια κατάσταση καθαρής ύπαρξης, όπου είμαστε σε ειρήνη με τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας.

Έτσι, το ταξίδι στον Ιερό Ναό της Πραγματικότητας δεν είναι για την επίτευξη μιας νέας κατάστασης, αλλά για την απόρριψη των στρωμάτων σκέψης και άγνοιας που συσκοτίζουν την αληθινή μας φύση. Πρόκειται για την επιστροφή στην απλότητα και την αγνότητα της παρούσας στιγμής, όπου η ζωή βιώνεται στην πληρέστερη, πιο ζωντανή της μορφή.

Και έτσι, με Ήσυχο Μυαλό, μπαίνουμε στον Ιερό Ναό της Πραγματικότητας. Κάνοντας αυτό, ανακαλύπτουμε ξανά τη βαθιά αλήθεια που ήταν πάντα εκεί — περιμένοντας να τη δούμε. Είναι η αλήθεια της Ενότητας, της Άπειρης Ειρήνης και της Απεριόριστης Αγάπης. Είναι η Αιώνια Πραγματικότητα που υποστηρίζει και συντηρεί τα πάντα, και στην οποία βρίσκουμε την τελική μας εκπλήρωση.

Αμπιντάρμα (Abhidharma)

Οι πρώτοι αιώνες μετά το θάνατο του Βούδα Σακιαμούνι είδαν ότι η άνοδος πολλαπλών σχολών σκέψης και γενεαλογιών δασκάλων μέσα η βουδιστική κοινότητα καθώς εξαπλώθηκε σε όλη την ινδική Υποήπειρο. Αυτές οι νέες μορφές ακαδημαϊκών μοναστικών κοινοτήτων είχαν διακριτά θεωρητικά και πρακτικά ενδιαφέροντα και, στην προσπάθειά τους να Οργανώστε, ερμηνεύστε και επανεξετάστε τους διασκορπισμένους του Βούδα διδασκαλίες, ανέπτυξαν ένα συγκεκριμένο σύστημα σκέψης και μεθόδου έκθεση που ονομάζεται Abhidharma (Pali, Abhidhamma). Ο σανσκριτικός όρος abhidharma φαίνεται να προέρχεται από την έκφραση «σχετικά με (abhi) τις διδασκαλίες (Skt., dharma, Pali, dhamma)». Για τον βουδιστή Εξηγητική παράδοση, ωστόσο, ο όρος σημαίνει περίπου "ανώτερη" ή "περαιτέρω" διδασκαλία, και αναφέρεται Τόσο στις δογματικές έρευνες του νέου σχολαστικού κινήματος και στο σώμα των κειμένων που προκύπτουν από τη συστηματική έκθεση του Βουδιστική σκέψη. Αυτό το σώμα της βιβλιογραφίας περιλαμβάνει το τρίτο από τα «τρία καλάθια» (Skt., tripiṭaka, Pali, tipiṭaka) του βουδιστικού κανόνα, δηλαδή το Abhidharma-piṭaka (Pali, Abhidhamma-piṭaka), τα σχόλιά του και αργότερα εξηγητικά κείμενα.

Τόσο ως ανεξάρτητο λογοτεχνικό είδος όσο και ως κλάδος σκέψης και έρευνα, το Abhidharma πρέπει να αντιπαραβληθεί με το Sūtrānta, το σύστημα των ομιλιών του Βούδα (Skt., sūtras, Pali, suttas). Σε αντίθεση με τις προηγούμενες βουδιστικές ομιλίες που είναι καθομιλουμένης φύσης, η μέθοδος Abhidharma παρουσιάζει το Οι διδασκαλίες του Βούδα με τεχνικούς όρους που ορίζονται προσεκτικά για να εξασφαλιστεί η αναλυτική ακρίβεια. Στο περιεχόμενο, το Abhidharma είναι διακριτικό στις προσπάθειές του να παράσχει το θεωρητικό αντίστοιχο του βουδιστικού πρακτική του διαλογισμού και, ευρύτερα, μια συστηματική περιγραφή αισθανόμενη εμπειρία. Το κάνει αυτό αναλύοντας συνειδητά εμπειρία – και με αυτή την έννοια κάποιος «κόσμος» – στο συστατικό του ψυχικό και σωματικό εκδηλώσεις (Skt., dharmā, Pali, dhammā, εφεξής dharmas/dhammas αντίστοιχα). Το γενικό Διερεύνηση που εντάσσει τόσο την ανάλυση του Ντάρμα σε πολλαπλά κατηγορίες και τη σύνθεσή τους σε μια ενιαία δομή μέσω Οι πολλαπλές σχέσεις αιτιώδους προετοιμασίας τους αναφέρονται ως Η «θεωρία του Ντάρμα». Η εξαντλητική Οι έρευνες για τη φύση και την αλληλεπίδραση του Ντάρμα επεκτάθηκαν στους τομείς της μεταφυσικής, της επιστημολογίας και της οντολογίας, και δημιούργησε δογματικές αντιπαραθέσεις μεταξύ διαφορετικών βουδιστών σχολεια. Η ανάλυση του Abhidharma και οι μέθοδοι επιχειρηματολογίας σχετικά με Αυτές οι αντιπαραθέσεις παρείχαν το πλαίσιο αναφοράς και καθόρισαν την ημερήσια διάταξη για τα σχολεία Mahāyāna της Madhyamaka και Yogācāra. Ως ξεχωριστό δογματικό κίνημα, λοιπόν, το Abhidharma είχε αξιοσημείωτη επίδραση στη μεταγενέστερη βουδιστική σκέψη και προκάλεσε στη βουδιστική συστηματική φιλοσοφία και ερμηνευτική.

1. Abhidharma: η προέλευση και τα κείμενά του
1.1 Λογοτεχνικό στυλ και είδος
1.2 Ερμηνεία Abhidharma: από το Ντάρμα στο Ντάρμα
2. Η ταξινόμηση του Ντάρμα: μια μεταφυσική της εμπειρίας
3. Χρόνος: από την παροδικότητα στη στιγμιαία
4. Εγγενής φύση: μεταξύ κατηγοριοποίησης και οντολογίας
5. Αιτιώδης συνάφεια: η ύπαρξη ως λειτουργούσα
6. Επιστημολογία: Αντίληψη και θεωρία της διαδικασίας συνείδησης

1. Abhidharma: η προέλευση και τα κείμενά του

Η πρώιμη ιστορία του Βουδισμού στην Ινδία είναι αξιοσημείωτα ελάχιστα γνωστή και Η προσπάθεια κατασκευής μιας συνεπούς χρονολόγησης αυτής της ιστορίας εξακολουθεί να είναι απορροφά το μυαλό των σύγχρονων μελετητών. Α γενικά αποδεκτό Η παράδοση λέει ότι κάποια στιγμή γύρω στις αρχές του τρίτου αιώνα π.Χ., η πρωτόγονη βουδιστική κοινότητα χωρισμένη σε δύο μέρη ή αδελφότητες: οι Sthaviras (Pali, Theriyas) και οι Mahāsāṅghikas, καθένα από τα οποία έκτοτε είχε το δικό του παραδόσεις χειροτονίας. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο αιώνων περίπου, Δογματικές διαφορές προέκυψαν μεταξύ αυτών των δύο μερών, με αποτέλεσμα την σχηματισμός διαφόρων σχολών σκέψης (vāda; ācariyavāda) και γενεαλογίες δασκάλων (ācariyakula) (Βιν 51–54. MHV V 12–13. Βλέπε Cousins 1991, 27–28. Frauwallner 1956, 5ff & 130ff; Lamotte 1988, 271ff; Wynne 2019, 269–283).

Σύμφωνα με τις παραδοσιακές βουδιστικές αφηγήσεις, από τη στιγμή που η Τα δόγματα Mahāyāna προέκυψαν, περίπου τον πρώτο αιώνα π.Χ., υπήρχαν δεκαοκτώ υπο-αιρέσεις ή σχολές του Sthaviras, η παράδοση πρόγονος του Theravāda ("υποστηρικτές του δόγματος του οι πρεσβύτεροι»). Ο αριθμός δεκαοκτώ, όμως, έγινε συμβατικός στη βουδιστική ιστοριογραφία για συμβολικούς και μνημονικούς λόγους (Obeyesekere 1991) και, στην πραγματικότητα, διαφορετικές βουδιστικές πηγές διατηρούν αποκλίνοντες κατάλογοι σχολείων που αθροίζονται σε περισσότερα από δεκαοκτώ. Ο Η πιθανότητα είναι ότι η πρώιμη διαμορφωτική περίοδος του βουδιστή Η κοινότητα δημιούργησε πολλαπλούς πνευματικούς κλάδους που αναπτύχθηκαν αυθόρμητα λόγω της γεωγραφικής επέκτασης της κοινότητας πάνω από ολόκληρη την ινδική υποήπειρο και με την επιφύλαξη των ιδιαίτερων προβλημάτων που αντιμετώπιζε κάθε μοναστική κοινότητα (saṅgha). Κάθε saṅgha έτεινε να ειδικεύεται σε έναν συγκεκριμένο κλάδο μάθηση, είχε τα δικά της πρακτικά έθιμα και σχέσεις με λαϊκούς κύκλους, και επηρεάστηκε από τα συγκεκριμένα εδάφη, οικονομία, και τη χρήση της γλώσσας και της διαλέκτου που επικρατεί στο περιβάλλον της. Πράγματι Τα ονόματα των «δεκαοκτώ σχολείων» είναι ενδεικτικά την προέλευσή τους σε χαρακτηριστικά δόγματα, γεωγραφικές τοποθεσίες, ή Η κληρονομιά συγκεκριμένων ιδρυτών: για παράδειγμα, Sarvāstivāda ("υποστηρικτές του δόγματος ότι όλοι τα πράγματα υπάρχουν»), Sautrāntikas («αυτοί που βασίζονται στα sūtras»)/Dārṣṭāntikas («Αυτοί που απασχολούν παραδείγματα"),[1] και Pudgalavāda ("εκείνοι που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του άτομο"); Χαϊμαβατάς («αυτοί των χιονισμένων βουνά"); ή Vātsīputrīyas ("εκείνοι συνδεδεμένη με Vātsīputra") αντίστοιχα. Όπως σημειώνεται από Gethin (1998, 52), παρά αιρέσεις ή δόγματα όπως στο Χριστιανισμός, «τουλάχιστον μερικές από τις σχολές που αναφέρονται αργότερα Η βουδιστική παράδοση είναι πιθανό να ήταν άτυπες σχολές σκέψης με τον τρόπο των «καρτεσιανών», «βρετανών» Εμπειριστές» ή «Καντιανοί» για την ιστορία του σύγχρονος φιλοσοφία».[2]

Συνήθως θεωρείται ότι οι πολλαπλές αρχαίες βουδιστικές σχολές μετέδωσαν τις δικές τους εκδοχές των συλλογών Abhidharma, αλλά μόνο δύο Διατηρούνται πλήρεις κανονικές συλλογές, που αντιπροσωπεύουν δύο σχολεία: η Sarvāstivāda, η οποία αναδείχθηκε ως ανεξάρτητη σχολείο μέσα από τους Sthaviras γύρω στο δεύτερο ή πρώτο αιώνα π.Χ., έγινε κυρίαρχη στη βόρεια, ιδιαίτερα στη βορειοδυτική Ινδία, και εξαπλώθηκε στην Κεντρική Ασία. και η Σινχαλέζικη Theravāda, κλάδος του Sthaviras που εξαπλώθηκε στη νότια Ινδία και σε μέρη της νοτιοανατολικής Ασίας. Αυτές οι δύο σωζόμενες συλλογές αποτελούν την τρίτη από τις «τρεις» καλάθια» (Skt., tripiṭaka, Pali, tipiṭaka) του βουδιστικού κανόνα. Η ερμηνευτική οι παραδόσεις των Sarvāstivāda και Theravāda καταλαβαίνουν το αντίστοιχο κανονικό τους Abhidharma να αποτελείται από ένα σύνολο επτά κείμενα, αν και κάθε σχολείο καθορίζει ένα διαφορετικό σύνολο κειμένων. Ο Το Sarvāstivādin Abhidharma-piṭaka αποτελείται από: το Saṅgītiparyāya (Ομιλία για την Συλλογική Απαγγελία), η Dharmaskandha (Επιτομή του Ντάρμας), η Prajñaptiśāstra (Εγχειρίδιο του Έννοιες), η Vijñānakāya (Επιτομή της Συνείδησης), η Dhātukāya (Επιτομή των Στοιχείων), η Prakaraṇapāda (Λογοτεχνική Έκθεση) και η Jñānaprasthāna (Το Θεμέλιο της Γνώσης). Αυτά τα επτά κείμενα σώζονται στο πλήρης μόνο στις αρχαίες κινεζικές μεταφράσεις τους. Το Theravādin Abhidhamma-piṭaka περιλαμβάνει το Dhammasaṅgaṇi (Απαρίθμηση του Dhammas), το Vibhaṅga (Ανάλυση), το Dhātukathā (Λόγος για τα Στοιχεία), το Puggalapaññatti (ονομασία πρόσωπα), το Kathāvatthu (σημεία συζήτηση), το yamaka (ζεύγη) και το paṭṭhāna (αιτιώδεις συνθήκες). Αυτοί επτά κείμενα σώζονται στο Pali και όλα εκτός από το Yamaka έχουν έχει μεταφραστεί στα αγγλικά.

Οι μεταγενέστερες γενιές συνέταξαν σχόλια για το κανονικό Abhidharma και εισήγαγε μια ποικιλία ερμηνευτικών εγχειριδίων που εξηγούν το βασικά στοιχεία των κανονικών συστημάτων. Αυτά τα μετακανονικά κείμενα είναι: Τα προϊόντα των μεμονωμένων συγγραφέων και την οθόνη πλήρως ανεπτυγμένη πολεμική θέσεις και σεχταριστικές κοσμοθεωρίες των αντίστοιχων σχολών τους. Μεγάλο μέρος του το σύστημα Theravāda Abhidhamma περιέχεται στο Το περιεκτικό Visuddhimagga (Το Μονοπάτι) του Buddhaghosa του Εξαγνισμού, πέμπτος αιώνας μ.Χ.). Πιο άμεση εισαγωγή Τα εγχειρίδια Abhidhamma είναι το Abhidhammāvatāra του Buddhadatta (Εισαγωγή στο Abhidhamma, πέμπτος αιώνας μ.Χ.) και Anuruddha's Abhidhammatthasaṅgaha (Επιτομή των Θεμάτων του Abhidhamma, δωδέκατος αιώνας μ.Χ.). Η Sarvāstivāda Η παράδοση διατηρεί σε κινεζική μετάφραση τρεις διαφορετικές αναθεωρήσεις ενός έγκυρου σχολίου Abhidharma ή vibhāṣā που χρονολογείται στον πρώτο ή τον δεύτερο αιώνα CE, το τελευταίο και πιο γνωστό από τα οποία ονομάζεται Mahāvibhāṣā. Το έγγραφο vibhāṣā compendia αρκετούς αιώνες ακαδημαϊκής δραστηριότητας που αντιπροσωπεύει πολλαπλές Sarvāstivāda υποκαταστήματα, κυρίως οι Sarvāstivādins του Κασμίρ, οι οποίοι είναι γνωστή ως Sarvāstivāda-Vaibhāṣika. Ο Sarvāstivāda εγχειρίδιο με τη μεγαλύτερη επιρροή για αργότερα κινέζικα και Ο Θιβετιανός Βουδισμός, ωστόσο, είναι ο Abhidharmakośa του Vasubandhu (Θησαυρός του Abhidharma, πέμπτος αιώνα μ.Χ.). Ο αυτόματος σχολιασμός του Abhidharmakośa περιέχει ουσιαστική κριτική της ορθόδοξης Sarvāstivāda θέσεις, οι οποίες αργότερα Sarvāstivāda-Vaibhāṣika Οι πλοίαρχοι προσπάθησαν να αντικρούσουν. Ιδιαίτερα διάσημο σε αυτή την κατηγορία είναι το Nyāyānusāra (Συμμόρφωση με τη Διόρθωση) Αρχή) του Saṅghabhadra, σύγχρονου του Vasubandhu. Αυτή η περιεκτική πραγματεία αποκαθιστά την ορθοδοξία Sarvāstivāda απόψεις και θεωρείται μία από τις τελικές Sarvāstivāda εργάζεται για να έχει Επέζησε.[3]

Εν ολίγοις, τα κείμενα Abhidharma/Abhidhamma είναι σε μεγάλο βαθμό συνθέσεις σύγχρονη με τη διαμορφωτική περίοδο στην ιστορία της πρώιμης Βουδιστικές σχολές, που παρέχουν τα μέσα με τα οποία μια ομάδα θα μπορούσε να ορίσει τον εαυτό της και να υπερασπιστεί τη θέση της έναντι των αποκλινουσών ερμηνειών και επικρίσεις άλλων κομμάτων. Αν και μεγάλο μέρος του Abhidharma νοοτροπία και κάτι από τη μέθοδό της αντλούν από το Āgamas/Nikāyas, δηλαδή οι συλλογές sūtras (Pali, suttas), το κύριο σώμα του Η λογοτεχνία περιέχει ερμηνείες των ομιλιών του Βούδα ειδικά για κάθε σχολή σκέψης και φιλοσοφικές επεξεργασίες Επιλεκτικά τονισμένα δογματικά ζητήματα. Αυτά συνέχισαν να βελτιώνονται από τις επόμενες γενιές μοναχών που συνέβαλαν στην ενοποίηση των δύο επιζώντων Theravāda και Σχολεία Sarvāstivāda.

1.1 Λογοτεχνικό στυλ και είδος

Η επιστημονική γνώμη έχει γενικά χωριστεί σε δύο εναλλακτικές λύσεις ερμηνείες του όρου abhidharma, οι οποίες και οι δύο εξαρτώνται κατά τη δήλωση του προθέματος abhi. Πρώτον, λαμβάνοντας το abhi με την έννοια του «σε σχέση με», το abhidharma νοείται ως μια πειθαρχία της οποίας το αντικείμενο είναι το Ντάρμα, οι διδασκαλίες του Βούδα. Δεύτερον, χρησιμοποιώντας το abhi με την έννοια της υπεροχής και της διάκρισης, το abhidharma έχει επίσης θεωρηθεί μια ξεχωριστή, ανώτερη διδασκαλία. την ουσία των διδασκαλιών του Βούδα ή αυτό που πηγαίνει πέρα αυτό που δίνεται στις ομιλίες του Βούδα, κατά μία έννοια κάπως που θυμίζει τον όρο «μεταφυσική» (π.χ., Dhs-a 2-3; Χόρνερ 1941; von Hinüber 1994). Η ίδια η βουδιστική παράδοση κάνει διάκριση μεταξύ των Sūtrānta και Abhidharma μέθοδοι διδασκαλίας των διδασκαλιών αντιπαραβάλλοντας τον τρόπο τοποθέτησης Sūtrānta " πράγματα» με μερικούς, μεταφορικούς όρους που απαιτούν περαιτέρω διευκρίνιση, έναντι της έκθεσης Abhidharma και της κατήχησης που να εξηγούν πλήρως τις διδασκαλίες, με μη μεταφορικούς όρους (A IV 449–456; Dhs-α 154). Αυτό συμπίπτει με επιπλέον Διακρίσεις που κάνει η παράδοση μεταξύ κειμένων που έχουν σιωπηρά έννοια (Skt., neyārtha, Pali, neyyattha) έναντι εκείνων που έχουν ρητή σημασία (Skt., nītārtha, Pali nītattha) (A I 60; ΥΓ I 18), και κείμενα που εκφράζονται σε συμβατικά όροι (Skt., saṃvṛti, Pali, sammuti) έναντι άλλων που εκφράζονται με απώτερους όρους (Skt., paramārtha, Pali, paramattha) (Vibh 100–101; Μρ Εγώ 94–97).[4] Από την οπτική γωνία του Abhidharma, οι σούτρες μεταφέρθηκαν με συμβατικούς όρους των οποίων το τελικό νόημα απαιτούσε περαιτέρω ερμηνεία.

Τα κείμενα του κανονικού Abhidharma είναι έργα που εξελίχθηκαν δεκαετίες, αν όχι αιώνες, από υλικά που υπάρχουν ήδη στο Sūtra και Vinaya τμήματα του κανόνα. Αυτό αποδεικνύεται σε δύο χαρακτηριστικά του είδους που μπορούν να εντοπιστούν σε προγενέστερους βουδιστές λογοτεχνία. Το πρώτο είναι το αναλυτικό ύφος των κειμένων, το οποίο Προσπαθήστε να συνοψίσετε σχολαστικά τα σημαντικά σημεία του Ντάρμα και παρέχουν μια ολοκληρωμένη ταξινόμηση της ψυχικής και σωματικής παράγοντες που συνιστούν αισθανόμενη εμπειρία. Αυτή η αναλυτική Η επιχείρηση περιλαμβάνει τη διάταξη σημαντικών τμημάτων του υλικού γύρω από λεπτομερείς καταλόγους παραγόντων και συνδυασμών συνόλων των κατηγορίες που δίνουν πίνακες (Skt., mātṛkā, Pali, mātikā) δογματικών θεμάτων. Ήδη στο συλλογές των ομιλιών του Βούδα, ορισμένα κείμενα είναι διατεταγμένα σύμφωνα με ταξινομικούς καταλόγους, παρέχοντας τυποποιημένη θεραπεία δογματικών στοιχείων που αναπτύσσονται αλλού. Οι κατάλογοι ήταν σαφώς ισχυρές μνημονικές συσκευές και η επικράτησή τους στην πρώιμη βουδιστική Η βιβλιογραφία μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει ως συνέπεια της ύπαρξής της συνέθεσε και για μερικούς αιώνες διατηρήθηκε προφορικά.[5] Για παράδειγμα, ένα από τα τέσσερα κύρια Āgamas/Nikāyas, το Συλλογή "ομαδοποιημένων" ρήσεων (saṃyukta/saṃyutta), ομαδοποιεί τους Βούδες διδασκαλίες σύμφωνα με συγκεκριμένα θέματα, συμπεριλαμβανομένων των τεσσάρων ευγενών Αλήθειες, οι τέσσερις τρόποι εδραίωσης της ενσυνειδητότητας, οι πέντε Τα Συσσωματώματα, οι Έξι Αισθητηριακές Ικανότητες, τα Επτά Συστατικά του Αφύπνιση, το ευγενές οκταπλό μονοπάτι, οι δώδεκα κρίκοι της εξάρτησης προέλευση, και άλλα. Παρόμοιοι ταξινομικοί κατάλογοι αποτελούν τον πίνακα περιεχόμενο των Vibhaṅga και Puggalapaññatti της Theravāda και των Saṅgītiparyāya και Dharmaskandha του τα Sarvāstivāda, τα οποία είναι δομημένα ως σχόλια τους καταλόγους αυτούς.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας Abhidharma είναι η κλίση της για Ερμηνευτική του λόγου μέσω κατηχητικής έκθεσης. Τα κείμενα φαίνεται να είναι τα προϊόντα συζητήσεων σχετικά με το δόγμα εντός του πρώιμη βουδιστική κοινότητα. Και πάλι, τέτοιες συζητήσεις βρίσκονται ήδη στο τις συλλογές Āgama/Nikāya (π.χ. M I 292–305, Γ ́ 202–257): συχνά αρχίζουν με ένα δογματικό σημείο που πρέπει να διευκρινιστεί και να προχωρήσει στην ανάπτυξη του θέματος που διακυβεύεται χρησιμοποιώντας μια παιδαγωγική μέθοδος ερωτήσεων και απαντήσεων. Τα κείμενα καταγράφουν επίσης πιο επίσημες μέθοδοι επιχειρηματολογίας και διάψευσης αντίπαλων θεωριών που ρίχνουν φως στην εξέλιξη του Αμπιντάρμα ως απάντηση τις απαιτήσεις ενός ολοένα και πιο πολεμικού περιβάλλοντος. Η διαδικασία της θεσμοθέτηση που υπέστη η βουδιστική σκέψη εκείνη την εποχή και η εξάπλωση της βουδιστικής κοινότητας σε όλη την ινδική υποήπειρο συνέπεσε με τη μετάβαση από προφορικές σε γραπτές μεθόδους κειμένου μετάδοση και με την άνοδο των μοναστικών συζητήσεων σχετικά με την δόγμα μεταξύ των διαφόρων βουδιστικών σχολών. Πνευματική αφομοίωση και δογματικές διαμάχες υπήρχαν επίσης μεταξύ των βουδιστών μοναστών κοινότητα και οι σύγχρονοι σανσκριτικοί γραμματικοί, τζαϊνιστές και Βραχμανικές σχολές με την εξελισσόμενη σχολική και αναλυτική τους κινήματα, τα οποία πρέπει επίσης να συνέβαλαν στο Abdhidharma διαλογική ερμηνευτική και επιχειρηματολογικό ύφος. Η διαλεκτική μορφή και την επίδειξη επίγνωσης των διαφορών στη δογματική ερμηνεία είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Kathāvatthu και το Vijñānakāya. Αργότερα, μετα-κανονική Τα κείμενα Abhidharma έγιναν πολύπλοκες φιλοσοφικές πραγματείες χρησιμοποιώντας εξελιγμένες μέθοδοι επιχειρηματολογίας και ανεξάρτητες έρευνες Αυτό οδήγησε σε δογματικά συμπεράσματα αρκετά μακριά από τα δικά τους κανονικά προηγούμενα.

Η λογοτεχνία Abhidharma, λοιπόν, προέκυψε από δύο προσεγγίσεις στη συζήτηση το Ντάρμα μέσα στην πρώιμη βουδιστική κοινότητα: το πρώτο που προοριζόταν να να συνοψίσει και να αναλύσει τα σημαντικά σημεία του Βούδα διδασκαλίες, η δεύτερη να επεξεργαστεί και να ερμηνεύσει τα δόγματα με μέσα μοναστικών διαφωνιών (Bronkhorst 2016, 29-46; Ξαδέρφια 1983, 10; Dessein 2016, 4-7. Gethin 1992β, 165; Gethin 2022, 227–242).

1.2 Ερμηνεία Abhidharma: από το Ντάρμα στο Ντάρμα

Οι ομιλίες του Βούδα συγκεντρώθηκαν στο Οι Āgamas/Nikāyas αναλύουν την αισθανόμενη εμπειρία από διαφορετικές απόψεις: όσον αφορά το όνομα και τη μορφή (nāma-rūpa), τα πέντε αδρανή (Skt., skandha, Pali, khandha), Τα Πεδία των Δώδεκα Αισθήσεων (Αγιατάνα), ή η Δεκαοχτώ Αίσθηση στοιχεία (dhātu). Όλοι αυτοί οι τρόποι ανάλυσης παρέχουν περιγραφές της αισθανόμενης εμπειρίας ως διαδοχής φυσικών και ψυχικές διαδικασίες που προκύπτουν και παύουν να υπόκεινται σε διάφορες αιτίες και συνθήκες. Μια εντυπωσιακή διαφορά μεταξύ της Sūtrānta και της Οι κοσμοθεωρίες του Abhidharma είναι ότι το Abhidharma μειώνει το χρόνο κλίμακα αυτών των διαδικασιών, έτσι ώστε να θεωρούνται πλέον ότι λειτουργούν από τη στιγμή στη στιγμή. Για να το θέσουμε διαφορετικά, το Abhidharma επανερμηνεύει τους όρους με που οι σούτρα απεικονίζουν διαδοχικές διαδικασίες ως εφαρμόζεται σε διακριτά, στιγμιαία γεγονότα (Cousins 1983, 7; Ronkin 2005, 66–78).

Αυτά τα γεγονότα αναφέρονται ως ντάρμα (Πάλι, ντάμμα), διαφορετικά από το μοναδικό ντάρμα/ντάμμα που σημαίνει τη διδασκαλία του Βούδα. Οι Āgamas/Nikāyas χρησιμοποιούν τη μορφή dharmas για να μεταφέρουν ένα πλουραλιστική αναπαράσταση των συναντώμενων φαινομένων, δηλαδή όλων των αισθητηριακών φαινόμενα οποιασδήποτε φύσης όπως τα βιώνουμε μέσα από τα έξι Ικανότητες αίσθησης (οι πέντε συνηθισμένες φυσικές αισθήσεις συν το νου [μάνας]). Οι κανονικές πραγματείες Abhidharma, ωστόσο, αντλούν λεπτές διακρίσεις στο πλαίσιο του ψυχικού και περιθωριοποιούν το διαφορές μεταξύ πολλαπλών ποικιλιών ψυχικών ικανοτήτων. Εντός Σε αυτό το πλαίσιο, τα Ντάρμα θεωρούνται ως αντικείμενα ενός συγκεκριμένου νοητική ικανότητα που ονομάζεται νοητική γνωστική επίγνωση (Skt., manovijñāṇa, Pali, manoviññāṇa) που θεωρείται η κεντρική γνωστική λειτουργία στη διαδικασία της αισθητηριακής αντίληψης. Η νοητική γνωστική επίγνωση είναι ένας ιδιαίτερος τύπος συνείδησης που διακρίνει μεταξύ των ερεθισμάτων που προσκρούουν στις αισθητηριακές ικανότητες και Αυτό προκύπτει όταν συνδυάζονται οι απαιτούμενες συνθήκες. Τα Ντάρμα δεν είναι απλώς νοητικά αντικείμενα όπως ιδέες, έννοιες, ή αναμνήσεις. Αντίθετα, ως αντικείμενα της νοητικής γνωστικής επίγνωσης, τα ντάρμα μπορούν να γίνουν αντιλήψεις: γρήγορες Τύποι συνείδησης (citta) που προκύπτουν και παύουν σε διαδοχικές ροές, καθεμία από τις οποίες έχει το δικό της αντικείμενο και αλληλεπιδρούν με τις πέντε εξωτερικά κατευθυνόμενες αισθητηριακές μορφές (οπτική, ακουστική, κ.λπ.) της γνωστικής επίγνωσης. Τα κανονικά κείμενα Abhidharma απεικονίζουν τα ντάρμα, λοιπόν, ως ψυχο-σωματικά γεγονότα με ποικίλα ικανότητες μέσω των οποίων ο νους ενώνει και αφομοιώνει ένα ιδιαίτερη αντίληψη, ειδικά μία που παρουσιάστηκε πρόσφατα, σε ένα μεγαλύτερο σύνολο ή μάζα ιδεών που ήδη κατέχονται, κατανοώντας έτσι και Αντιληφθεί αυτό.[6]

Τελικά, τα ντάρμα είναι το μόνο που υπάρχει: όλα τα βιωματικά Τα γεγονότα θεωρούνται ότι προκύπτουν από την αλληλεπίδραση του Ντάρμα. Ενώ η αναλογία των ατόμων μπορεί να είναι χρήσιμη εδώ, τα ντάρμα περιλαμβάνουν κυρίως τόσο φυσικά όσο και διανοητικά φαινόμενα, και γενικά νοούνται ως φευγαλέα συμβάντα, περιστατικά, ή δυναμικές ιδιότητες αντί για διαρκείς Ουσίες.[7] Η εξήγηση του Abhidharma επιχειρεί έτσι να παράσχει μια εξαντλητική Απολογισμός κάθε πιθανού τύπου εμπειρίας – κάθε είδους περιστατικό που μπορεί ενδεχομένως να παρουσιαστεί στο συνείδηση – από την άποψη του συστατικού της Ντάρμα. Αυτό Η επιχείρηση περιλαμβάνει τη διάσπαση των αντικειμένων της συνηθισμένης αντίληψης στα συστατικά τους, διακριτά ντάρμα και αποσαφηνίζοντας τα σχέσεις αιτιώδους συνάφειας. Η γενική έρευνα που περιλαμβάνει Τόσο η ανάλυση του Ντάρμα σε πολλαπλές κατηγορίες όσο και τη σύνθεσή τους σε μια ενοποιημένη δομή μέσω της πολλαπλότητάς τους Οι σχέσεις αιτιώδους συνάφειας αναφέρονται ως «Θεωρία του Ντάρμα».

2. Η ταξινόμηση του Ντάρμα: μια μεταφυσική της εμπειρίας

Το Abhidharma προσπαθεί να εξατομικεύσει και να προσδιορίσει το μοναδικό Η ταυτότητα κάθε Ντάρμα αποδίδει πολύπλοκες διασταυρούμενες ταξινομίες του Ντάρμα οργανωμένο με πολλαπλά κριτήρια ή σύνολα Ιδιότητες. Κείμενα Abhidharma διαφορετικών σχολών πρότειναν διαφορετικές ταξινομίες του Ντάρμα, απαριθμώντας έναν περισσότερο ή λιγότερο πεπερασμένο αριθμό των κατηγοριών του Ντάρμα. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε, όμως, ότι ο όρος Ντάρμα σημαίνει τόσο οποιαδήποτε κατηγορία που αντιπροσωπεύει έναν τύπο περιστατικού καθώς και οποιοδήποτε από τα ιδιαίτερα μάρκες ή παρουσίες. Η Theravāda εισήγαγε ένα σύστημα ογδόντα δύο κατηγορίες ντάμμα, που σημαίνει ότι υπάρχουν ογδόντα δύο πιθανούς τύπους εμφάνισης στον βιωματικό κόσμο, όχι ογδόντα δύο περιστατικά. Αυτά οργανώνονται σε τέσσερις κατηγοριοποίηση. Οι τρεις πρώτες κατηγορίες περιλαμβάνουν το γυμνό φαινόμενο της συνείδησης (citta) που περιλαμβάνει έναν μόνο τύπο ντάμμα και της οποίας το βασικό χαρακτηριστικό είναι η γνώση ενός αντικειμένου. Συνδεδεμένη νοοτροπία (cetasika) που περιλαμβάνει πενήντα δύο ντάμμα και υλικότητα ή φυσική Φαινόμενα (rūpa) που περιλαμβάνουν είκοσι οκτώ ντάμμα που αποτελούν όλα τα φυσικά περιστατικά (Abhidh-av 1). Όλοι οι ογδόντα ένας τύποι ντάμμα στο Αυτές οι τρεις ευρείες κατηγορίες εξαρτώνται (saṅkhata). Τα εξαρτημένα ντάμμα προκύπτουν και παύουν να υπόκεινται σε πολυάριθμες αιτίες και προϋποθέσεις και συνιστούν αισθαντική εμπειρία σε όλα τα βασίλεια του κύκλου της αναγέννησης (Saṃsāra).[8] Το ογδοηκοστό δεύτερο ντάμμα που περιλαμβάνει την τέταρτη κατηγορία είναι άνευ όρων (asaṅkhata): δεν προκύπτει ούτε παύει μέσω αιτιώδους αλληλεπίδρασης. Η μοναδική εμφάνιση σε αυτό τέταρτη κατηγορία είναι η νιρβάνα (Pali, nibbāna).

Η Sarvāstivāda υιοθέτησε ένα σύστημα εβδομήντα πέντε βασικών Τύποι Ντάρμα οργανωμένοι σε μια πενταπλή κατηγοριοποίηση. Οι τέσσερις πρώτες κατηγορίες περιλαμβάνουν όλες τις εξαρτημένες (saṃskṛta) ντάρμα και περιλαμβάνουν, πάλι, συνείδηση (citta, ένα μόνο ντάρμα). Σχετίζονται νοοτροπία (caitta, περιλαμβάνει σαράντα έξι ντάρμα). και φυσικά φαινόμενα (rūpa, έντεκα ντάρμα). αλλά και παράγοντες αποκομμένοι από τη σκέψη (Cittaviprayuktasaṃskāra, δεκατέσσερα ντάρμα). Η τελευταία κατηγορία δεν αναφέρεται ούτε στις σούτρες ούτε στους καταλόγους Theravāda, αλλά βρίσκεται κυρίως στη βόρεια Ινδία κείμενα Abhidharma όλων των περιόδων. Ο Συγκεκριμένα Ντάρμα που περιλαμβάνονται σε αυτό ποικίλλουν, αλλά είναι όλα νοείται ως εξήγηση μιας σειράς βιωματικών γεγονότων, που είναι Οι ίδιοι αποσυνδέθηκαν τόσο από την υλική μορφή όσο και από τη σκέψη. Το πέμπτο κατηγορία στην ταξινόμηση Sarvāstivāda, αυτή της Το Unconditional (asaṃskṛta), περιλαμβάνει τρία Ντάρμα, δηλαδή, το διάστημα και δύο καταστάσεις παύσης (nirodha), ο τελευταίος είναι ένας όρος που υποδηλώνει το αποκορύφωμα του βουδιστικού μονοπατιού (Cox 1995; 2004A, 553–554).

Το Abhidharma αναλύει με μεγάλη λεπτομέρεια κάθε μία από αυτές τις κατηγορίες, έτσι δημιουργώντας σχεσιακά σχήματα όπου κάθε αναγνωρισμένη εμπειρία, Το φαινόμενο ή η εμφάνιση μπορεί να προσδιοριστεί και να προσδιοριστεί από Ιδιαίτερος ορισμός και λειτουργία. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το ανάλυση της συνείδησης ή citta, στην οποία μεγάλο μέρος της Η δογματική σκέψη του Abhidharma είναι χτισμένη. Εξετάστε το Theravāda ανάλυση της συνείδησης, της οποίας οι βασικές αρχές είναι κοινές με το άλλα συστήματα Abhidharma.

Η επιτομή της λειτουργίας της συνείδησης είναι citta ως έμπειρος στη διαδικασία της αισθητηριακής αντίληψης ότι, στο Abhidharma (όπως και στον Βουδισμό γενικά), θεωρείται το παράδειγμα του αισθανόμενου εμπειρία. Η Citta δεν μπορεί ποτέ να βιωθεί ως γυμνή Η συνείδηση στη δική της αρχική στιγμή, γιατί η συνείδηση είναι πάντα σκόπιμη, κατευθυνόμενη σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο που είναι γνωστό μέσω ορισμένων ψυχικών παραγόντων. Citta, επομένως, πάντα εμφανίζεται που σχετίζεται με την κατάλληλη cetasikas ή ψυχική παράγοντες που εκτελούν ποικίλες λειτουργίες και που αναδύονται και παύουν μαζί με αυτό, έχοντας το ίδιο αντικείμενο (είτε αισθησιακό είτε ψυχικό) και θεμελιωμένη με την ίδια έννοια ικανότητα. Οποιαδήποτε δεδομένη συνείδηση Η στιγμή – που σηματοδοτείται επίσης από τον ίδιο τον όρο Citta – είναι Έτσι, μια μοναδική συνάθροιση της citta και της συνδεδεμένης ψυχικής της παράγοντες όπως το συναίσθημα, η σύλληψη, η βούληση ή η προσοχή, Ονομάστε αρκετές από αυτές που απαιτούνται σε οποιαδήποτε διαδικασία σκέψης. Κάθε συναρμολόγηση έχει συνείδηση ενός μόνο αντικειμένου, αναδύεται για μια σύντομη στιγμή και στη συνέχεια πέφτει, ακολουθούμενος από έναν άλλο συνδυασμό citta που επιλέγει επάνω ένα διαφορετικό αντικείμενο μέσω της ιδιαίτερης συνδεδεμένης νοητικής του Παράγοντες.

Το κλασικό σχέδιο Abhidhamma όπως σταχυολογήθηκε από το πρώτο βιβλίο του Abhidhamma-piṭaka, το Dhammasaṅgaṇi, και όπως οργανώθηκε από το Η σχολιαστική παράδοση περιγράφει ογδόντα εννέα βασικούς τύπους στιγμές συνείδησης, δηλαδή συναθροίσεις citta και cetasika (Dhs Book I; Βισμός XIV 81–110; Abhidh-av 1-15. Abhidh-s 1-5). Ταξινομεί περισσότερο αυτούς τους βασικούς τύπους citta σε γενικές γραμμές ανάλογα με τον τόπο εμφάνισής τους, αρχίζοντας από το Σφαίρα αισθήσεων (kāmāvacara) που περιλαμβάνει σαράντα πέντε τύπους citta, κυρίως εκείνους που αφορούν το μηχανική της αντίληψης αισθησιακών αντικειμένων. Ακολουθούν δεκαοκτώ μορφή-σφαίρα (rūpāvacara) συνειδήσεις ότι αφορούν το νου που έχει επιτύχει διαλογιστική απορρόφηση (jhāna); ακολουθούμενη από οκτώ άμορφες σφαίρες (arūpāvacara) συνειδήσεις που αποτελούν το Νους που έχει φτάσει σε περαιτέρω διαλογιστικά επιτεύγματα γνωστά ως άμορφα κράτη · Τέλος, υπάρχουν δεκαοκτώ που υπερβαίνουν τον κόσμο (lokuttara) συνειδήσεις που αποτελούν το μυαλό στο Στιγμή της ίδιας της αφύπνισης: Αυτά έχουν τη Νιρβάνα ως αντικείμενό τους. Εντός Αυτές οι τέσσερις ευρείες κατηγορίες πολλές άλλες ταξινομήσεις λειτουργούν. Για Για παράδειγμα, μερικά ντάμμα είναι υγιεινά, άλλα ανθυγιεινά. Μερικά είναι προκύπτοντα, άλλα δεν είναι. Μερικοί έχουν κίνητρα, άλλοι είναι χωρίς κίνητρα. Αυτοί οι πίνακες χαρακτηριστικών, γράφει ο Cox (2004A, 552), αποτελούν «έναν αφηρημένο ιστό όλων των πιθανών συνθηκών και Χαρακτηριστικά που εκδηλώνονται από τα πραγματικά εμφανιζόμενα Ντάρμα. Ο Ο ατομικός χαρακτήρας οποιουδήποτε συγκεκριμένου Ντάρμα μπορεί τότε να είναι καθορίζεται σύμφωνα με κάθε ταξινομική δυνατότητα, με αποτέλεσμα Μια πλήρης αξιολόγηση του εύρους αυτού του Ντάρμα πιθανά περιστατικά».

Διάφοροι μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι αυτό το σύστημα αντικατοπτρίζει μια δυναμική Αντίληψη του Ντάρμα: ότι ο Αμπιντάρμα αντιλαμβάνεται το Ντάρμα ως ιδιότητες, δραστηριότητες ή πρότυπα διασύνδεση που κατασκευάζει τον κόσμο κάποιου, όχι τόσο στατική ουσίες (π.χ., Cox 2004A, 549ff; Gethin 1992A, 149–150. Karunadasa 2010, Ch. 4; Nyanaponika 1998, Ch. 2 &; 4; Ronkin 2005, Κεφ. 4; Waldron 2002, 2-16). Οι κατάλογοι του Αμπιντάρμα των ντάρμα είναι: "ρητά ανοιχτό" και αντικατοπτρίζει "μια ορισμένη απροθυμία και δισταγμός να πει κατηγορηματικά ότι αυτό και αυτό είναι το οριστικός κατάλογος των ντάρμα» (Gethin 2017, 252), αφήνοντας χώρο για Συνεχείς συζητήσεις σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι Ντάρμα. Για το Abhidharma, όπως και για τον Βουδισμό γενικά, τα όρια του ατόμου Ο κόσμος καθορίζεται από τα όρια της βιωμένης εμπειρίας κάποιου, και η Αιτιώδες θεμέλιο για τη βιωμένη εμπειρία είναι η λειτουργία του ατόμου γνωστική συσκευή. Σύμφωνα με το βουδιστικό μονοπάτι, η φύση του Η βιωμένη εμπειρία όπως βασίζεται στη γνωστική συσκευή κάποιου πρέπει να είναι στοχάζεται διερευνώντας την ίδια τη φύση του νου κάποιου μέσα από την πρακτική του διαλογισμού. Από αυτή την άποψη, το Abhidharma αντιπροσωπεύει το θεωρητικό αντίστοιχο της πρακτικής του διαλογισμού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της βουδιστικής πρακτικής, τα ντάρμα είναι διακριτές (αλλά αλληλένδετες) λειτουργίες, ενέργειες ή αιτιωδώς σημαντικές πτυχές - με αυτή την έννοια «συστατικά» – των στιγμών συνείδησης.

Η κατηγορική ανάλυση του ντάρμα είναι επομένως διαλογιστική Πρακτική διάκρισης του Ντάρμα: δεν προορίζεται ως Κλειστός κατάλογος όλων των υπαρχόντων Ντάρμα "έξω" εκεί» στο σύνολό τους, αλλά μάλλον «έχει μια διπλή σωτηριολογικό σκοπό που περιλαμβάνει δύο ταυτόχρονες διαδικασίες" (Cox 2004A, 551). Πρώτον, ως «αξιολογική» ανάλυση, η τυπολογία του ντάρμα χαρτογραφεί τα συστατικά και τη λειτουργία του διάνοια και λογοδοτεί για ό,τι αποτελεί τη συνηθισμένη υγιή συνείδηση σε αντίθεση με το αφυπνισμένο μυαλό. Για παράδειγμα, τύποι συνείδησης που προκύπτουν σε ένα νου που έχει επιτύχει διαλογιστική απορρόφηση γίνονται όλο και πιο εκλεπτυσμένο και μπορεί ποτέ να μην περιλαμβάνει ορισμένες τάσεις ή Μολύνσεις που ενδέχεται να συμβούν σε συνηθισμένες (ακόμη και υγιεινές) συναίσθηση. Για να παρακολουθήσετε τα ντάρμα ως ντάρμα, γράφει Gethin (2004, 536), "περιλαμβάνει την παρακολούθηση του τρόπου με τον οποίο προκύπτουν και εξαφανίζονται, πώς οι ιδιαίτερες ιδιότητες που κάποιος θέλει να εγκαταλείψει μπορούν να εγκαταλειφθεί, και πώς οι ιδιαίτερες ιδιότητες που κάποιος θέλει να ανάπτυξη μπορεί να αναπτυχθεί. Παρακολουθώντας τα ντάμμα με αυτόν τον τρόπο ένα αρχίζει να καταλαβαίνει ορισμένες αλήθειες (sacca)—τέσσερις για την ακρίβεια— σχετικά με αυτά τα ντάμμα: τη σχέση τους με τον πόνο, την εμφάνισή του, την παύση και ο δρόμος προς την παύση της. Και βλέποντας αυτές τις τέσσερις αλήθειες Συνειδητοποιεί κανείς την υπέρτατη αλήθεια – το Ντάμμα – για το κόσμο».[9]

Η δεύτερη, «περιγραφική» σωτηριολογική διαδικασία που περιλαμβάνει Στην κατηγοριοποίηση του Ντάρμα αποκαλύπτεται η ρευστή φύση του αισθανόμενη εμπειρία και επικυρώνει τη θεμελιώδη βουδιστική διδασκαλία του μη-εαυτός (Skt., anātman, Pali, anatta). Ο Όλο και πιο λεπτομερείς απαριθμήσεις του Ντάρμα δείχνουν ότι καμία ουσία ή ανεξάρτητος εαυτός δεν θα μπορούσε να βρεθεί σε κανένα φαινόμενο ή τα συστατικά της, δεδομένου ότι όλες οι πτυχές της εμπειρίας είναι παροδικές, που προκύπτουν και πεθαίνουν υπό πολλές αιτίες και συνθήκες. Ακόμη και τα λίγα ντάρμα που κατηγοριοποιούνται ως άνευ όρων (δηλαδή, χωρίς αιτία και χωρίς αποτέλεσμα) αποδεικνύονται μη-εαυτός. Η πρακτική της διάκρισης του ντάρμα έτσι υπονομεύει τον φαινομενικά συμπαγή κόσμο που συναισθηματικά και διανοητικά συλλάβετε ότι είναι γεμάτο με αντικείμενα επιθυμίας και κατάσχεση. «Προσπαθήστε να συλλάβετε τον κόσμο του Dhammasaṅgaṇi, ή του Paṭṭhāna», σημειώνει ο Gethin (1992B, 165), «Και τρέχει μέσα από τα δάχτυλά κάποιου».

Παρ' όλα αυτά, η ίδια η έννοια του πλουραλισμού του ντάρμα ως τα δομικά στοιχεία ή τις τελικές μονάδες ανάλυσης του αισθανόμενου Η εμπειρία σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή στο βουδιστικό Κατανόηση του Ντάρμα. Η σκέψη του Abhidharma ήταν σταδιακά Παρασυρμένος στην υιοθέτηση μιας νατουραλιστικής εξήγησης του Ντάρμα ως τα θεμελιώδη συστατικά του φαινομενικού κόσμου, όλο και περισσότερο Συσχετίζοντας τα Ντάρμα ως πρωταρχικές υπαρκτές. Η κατηγορία του Χωρίς όρους εντός της ταξινομίας του Ντάρμα υποστήριξε επίσης το δυνατότητα διαρκούς ή μόνιμου ντάρμα, σε αντίθεση με όλα τα άλλα ντάρμα που προκύπτουν και παύουν μέσω αιτιώδους συνάφειας αλληλεπίδραση. Η εξήγηση του Abhidharma, λοιπόν, προκάλεσε μεταξύ των βουδιστών κύκλους δογματικών αντιπαραθέσεων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οντολογικές γύρω από θέματα όπως ποια είναι η φύση του Ντάρμα. Τι Στην εσωτερική σύσταση ενός Ντάρμα, το καθιστά το ίδιο ιδιαίτερο είναι? τον τρόπο ύπαρξης του Ντάρμα, το δυναμική της αιτιώδους αλληλεπίδρασής τους · και τη φύση της πραγματικότητας αποτελούν. Οι διακριτές αρχές και οι επακόλουθες οντολογικές ερμηνείες που κατασκευάστηκαν από τις βουδιστικές σχολές ήταν Σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνεται από μια ριζοσπαστική ερμηνεία της παροδικότητας ως στιγμιαία.

3. Χρόνος: από την παροδικότητα στη στιγμιαία

Τόσο η Sarvāstivāda όσο και η μετα-κανονική Theravāda κατασκεύασε ένα ριζοσπαστικό δόγμα στιγμιαίας (Skt., kṣāṇavāda, Pali, khāṇavāda) που εξατομικεύει τα φαινόμενα χρονικά αναλύοντάς τα σε μια διαδοχή διακριτών, στιγμιαίων γεγονότων που παύουν να υπάρχουν μόλις προέλθουν. Αν και όχι ένα θέμα από μόνο του στις ομιλίες του Βούδα, το Το δόγμα της στιγμιαίας στιγμής φαίνεται να προέρχεται από συνδυασμό με την αρχή της παροδικότητας (Skt., anitya, Pali, anicca). Αυτή η ιδέα είναι βασική για τον Βούδα Εμπειρικά προσανατολισμένη διδασκαλία σχετικά με τη φύση της αισθανόμενης εμπειρίας: Όλα τα φυσικά και διανοητικά φαινόμενα βρίσκονται σε μια συνεχή διαδικασία κλιματιζόμενη κατασκευή και διασυνδέονται, εξαρτώνται (π.χ. A I 286· Μ Ι 230, 336, 500· S II 26, III 24-5, 96-9, IV 214). Η Suttanta Η επεξεργασία αυτών των τριών αλληλένδετων ιδεών οδηγεί σε έναν τύπο (A I 152) που δηλώνει ότι τα εξαρτημένα φαινόμενα (Skt., saṃskārā, Pali, saṅkhārā) είναι της φύσης της προέλευσης (uppāda), "αλλαγή αυτού που υπομένει" (ṭhitassa aññathatta), και διάλυση ή παύση (vaya). Αυτός ο τύπος είναι γνωστός ως "τρία χαρακτηριστικά αυτού που εξαρτάται" (tisaṅkhatalakkhaṇa). Ο Sarvāstivāda-Vaibhāṣika εισήγαγε τέσσερις χαρακτηριστικά των εξαρτημένων φαινομένων: προέλευση, αντοχή, αποσύνθεση και διάλυση. Αυτοί ταξινομούνται στην κατηγορία του Ντάρμα των «παραγόντων που αποσυνδέονται από τη σκέψη».

Οι βουδιστικές σχολές χρησιμοποιούσαν τα χαρακτηριστικά των εξαρτημένων φαινομένων ως ερμηνευτικό εργαλείο με το οποίο επανερμηνεύεται η παροδικότητα με όρους της στιγμιαίας. Η Sarvāstivāda-Vaibhāṣika πρότεινε ένα πλήρες δόγμα της στιγμιαίας στιγμής, σύμφωνα με το οποίο: Όλα τα φυσικά και ψυχικά φαινόμενα είναι στιγμιαία. Ο Οι Sarvāstivādins χρησιμοποιούν τον όρο "στιγμή" (kṣaṇa) με μια εξαιρετικά τεχνική έννοια όπως το μικρότερη, καθορισμένη μονάδα χρόνου που δεν μπορεί να υποδιαιρεθεί, το μήκος εκ των οποίων εξισώθηκε με τη διάρκεια των ψυχικών γεγονότων ως συντομότερες πιθανές οντότητες. Δεν υπάρχει Sarvāstivādin συναίνεση σχετικά με τη διάρκεια μιας στιγμής, αλλά τα κείμενα δείχνουν αριθμούς μεταξύ 0,13 και 13 χιλιοστών του δευτερολέπτου με σύγχρονους όρους (Gethin 1998, 221; φον Ρόσπατ 1995, 94–110). Αυτή η χρήση προϋποθέτει μια ατομιστική Η αντίληψη του χρόνου, γιατί ο χρόνος δεν υπολογίζεται επ' αόριστον διαιρετός. Πράγματι, ο όρος kṣaṇa συζητείται συχνά στο Αντιπαράθεση με τις έννοιες των υλικών ατόμων και συλλαβών, οι οποίες κατανοούνται επίσης ως αδιαίρετα.

Στο πλαίσιο της Sarvāstivāda, η υλική πραγματικότητα (rūpa-dharma) ανάγεται σε διακριτά στιγμιαία άτομα, και μεγάλη προσοχή εφιστάται στην οντολογική και επιστημολογική ερωτήσεις όπως εάν τα αντικείμενα αίσθησης είναι πραγματικά ανά πάσα στιγμή, ή εάν τα άτομα συμβάλλουν χωριστά ή συλλογικά στη δημιουργία της αντίληψης. Η ατομική πραγματικότητα θεωρείται ότι αλλάζει συνεχώς: αυτό που μας φαίνεται ως ένας κόσμος που αποτελείται από διαρκείς ουσίες με Η αλλαγή των ιδιοτήτων είναι, στην πραγματικότητα, μια σειρά στιγμών που προκύπτουν και χάνονται σε γρήγορη διαδοχή. Αυτή η διαδικασία δεν είναι τυχαία, αλλά λειτουργεί σύμφωνα με την ειδική ικανότητα και λειτουργία κάθε ατόμου. Το πνεύμα αυτής της ατομικιστικής ανάλυσης της υλικής πραγματικότητας ισχύει Εξίσου με τη διανοητική πραγματικότητα: η συνείδηση νοείται ως διαδοχή διακριτών στιγμών συνείδησης που προκύπτουν και παύουν εξαιρετικά γρήγορα.[10] Έτσι, η αναλογία της αλλαγής μεταξύ υλικών και ψυχικών φαινομένων σε Κάθε δεδομένη στιγμή είναι ένα προς ένα: συμβαίνουν σε τέλειο συγχρονισμό (Kim 1999, 54). Σε αυτό το σημείο η Sautrāntika συμφώνησε με το Sarvāstivāda.

Οι Sarvāstivādins («υποστηρικτές του δόγματος ότι όλα τα πράγματα υπάρχουν») ήταν μοναδικοί στη στάση τους ότι η Τα χαρακτηριστικά των εξαρτημένων φαινομένων υπάρχουν ξεχωριστά ως πραγματικά οντότητες μέσα σε κάθε στιγμή. Ο ισχυρισμός τους, λοιπόν, είναι ότι όλα Εξαρτημένα Ντάρμα – είτε παρελθόν, παρόν ή μέλλον—υπάρχουν ως πραγματικές οντότητες (dravyatas) μέσα στο εύρος οποιασδήποτε δεδομένης στιγμής. Αυτό προκάλεσε μια σειρά από προβλήματα, ένα από τα οποία που είναι ότι ο ορισμός της στιγμής από τη Sarvāstivāda είναι δύσκολο να συμβιβαστεί με τη σύλληψή του ως τη συντομότερη μονάδα χρόνος (von Rospatt 1995, 44–46 &; 97–98). Ο Η Sarvāstivāda απαντά στην κριτική αυτή δηλώνοντας ότι η Δραστηριότητες (kāritra) των τεσσάρων χαρακτηριστικών του Τα εξαρτημένα φαινόμενα είναι διαδοχικά: τα όρια μεταξύ της γέννησης και της γέννησης Η διάλυση οποιουδήποτε γεγονότος αναφέρεται ως μία στιγμή. Αυτή η λύση, Ωστόσο, συνεπάγεται ότι ένα μεμονωμένο γεγονός υφίσταται τέσσερις φάσεις εντός ενός δεδομένη στιγμή, η οποία αναπόφευκτα παραβιάζει τη στιγμιαία φύση της (Cox 1995, 151; von Rospatt 1995, 52ff).

Οι Theravādins δημιούργησαν τη δική τους ξεχωριστή εκδοχή του Δόγμα της στιγμιαίας. Δεν φαίνεται να ανησυχούσαν τόσο πολύ όπως οι Sarvāstivādins με την οντολογία και την επιστημολογία του υλικές και διανοητικές πραγματικότητες αυτές καθαυτές. Αντίθετα, ήταν περισσότερο απασχολημένοι με τον ψυχολογικό μηχανισμό που διέπει τη διαδικασία της γνώση των δεδομένων αίσθησης, και ως εκ τούτου με τη μεταβαλλόμενη αναλογία μεταξύ υλικά και ψυχικά φαινόμενα. Η Yamaka του κανονικού Το Abhidhamma προσφέρει αυτό που είναι ίσως η πρώτη κειμενική εμφάνιση του Όρος «στιγμή» (khaṇa) με την έννοια ενός πολύ σύντομο χρονικό διάστημα που χωρίζεται σε προέλευση και στιγμές διακοπής (Kim 1999, 60–61). Στηριζόμενοι στα τρία χαρακτηριστικά των εξαρτημένων φαινομένων, σχολιάζει αργότερα ο Pali παρουσιάζουν ένα σχήμα όπου κάθε στιγμή κάθε φαινομένου υποδιαιρείται σε τρεις διαφορετικές στιγμές δημιουργίας (uppādakkhaṇa), αντοχή (ṭhitikkhaṇa) και παύση (bhaṅgakkhaṇa) (Spk II 266· Μρ ΙΙ 252). Αυτές είναι τρεις φάσεις μιας ενιαίας στιγμιαίας φαινόμενο που ορίζεται ως ένα μόνο ντάμμα ή συνείδηση στιγμή. Ένα ντάμμα εμφανίζεται στην πρώτη υπο-στιγμή, διαρκεί στο το δεύτερο, και παύει στο τρίτο (Karunadasa 2010, 234ff). Ο Έτσι, η σχολιαστική παράδοση αναλύει τα φαινόμενα χρονικά με αναλύοντάς τα σε μια διαδοχή διακριτών, στιγμιαίων γεγονότων που πέφτουν μακριά μόλις έχουν προέλθει από τη συνείδηση. Ως ένα γεγονός έχει εξαντληθεί, καθορίζει ένα νέο γεγονός του είδους του που προχωρά αμέσως μετά. Το αποτέλεσμα είναι μια αδιάκοπη, Ρέον συνεχές (santāna) αιτιωδώς συνδεδεμένου στιγμιαία γεγονότα. Αυτά διαδέχονται το ένα το άλλο τόσο γρήγορα που συλλαμβάνουμε τα φαινόμενα που συνιστούν ως χρονικά εκτεταμένα.

Οι Theravādins χρησιμοποιούν τον όρο khaṇa ως έκφραση για μια σύντομη στιγμή, η διάσταση της οποίας δεν είναι σταθερή αλλά μπορεί να καθορίζεται από το πλαίσιο. Για παράδειγμα, η cittakkhaṇa αναφέρεται στη στιγμή που λαμβάνεται από κάποιον ψυχικό γεγονός. Με αυτή τη βασική έννοια, όπως υποδηλώνει μια πολύ σύντομη έκταση χρόνο, ο όρος "στιγμή" δεν συνεπάγεται ατομιστική σύλληψη μιας καθορισμένης και τελικής, μικρότερης μονάδας χρόνου, αλλά αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ο χρόνος να είναι απείρως διαιρετός (von Rospatt 1995, 59–60 &; 94–95). Εδώ οι τρεις στιγμές της προέλευσης, της αντοχής και της παύσης δεν αντιστοιχούν σε τρία διαφορετικές οντότητες. Αντίθετα, αντιπροσωπεύουν τρεις φάσεις ενός ενιαίου στιγμιαίο φαινόμενο και ορίζονται ως μία ενιαία συνείδηση Στιγμή: ένα Ντάμμα συμβαίνει στην πρώτη υπο-στιγμή, διαρκεί σε τη δεύτερη υπο-στιγμή και χάνεται στην τρίτη. Με τον τρόπο αυτό, η Οι Theravādins απέφυγαν ορισμένες από τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Sarvāstivāda-Vaibhāṣikas, για το πώς να συμπιέσετε το Χαρακτηριστικά του ρυθμισμένου σε μία μόνο αδιαίρετη ροπή και του τρόπου με τον οποίο να εξηγηθεί η οντολογική τους κατάσταση. Ο Οι Theravādins ισχυρίστηκαν επίσης ότι μόνο τα ψυχικά φαινόμενα είναι στιγμιαία, ενώ υλικά φαινόμενα (π.χ. αντικείμενα κοινής λογικής) υπομένουν για ένα χρονικό διάστημα. Ο σχολιασμός του Theravādin Η παράδοση στη συνέχεια επεξεργάστηκε αυτή την πρόταση και παρήγαγε μια μοναδική άποψη της αναλογίας μεταξύ υλικών και ψυχικών φαινομένων, ισχυρισμός ότι ένα υλικό φαινόμενο διαρκεί δεκαέξι ή δεκαεπτά στιγμές συνείδησης (Kv 620; Vibh-α 25-28. Βισμός XX 24-26. Κιμ 1999, 79–80 & §3.1).

Παρά τις διαφορετικές ερμηνείες της έννοιας του στιγμιαία, οι πρώτες βουδιστικές σχολές απέκτησαν όλες αυτή την έννοια Από την ανάλυση της παροδικότητας από την άποψη της δυναμικής του Ντάρμα ως σωματικών και διανοητικών γεγονότων. Η εξίσωση ενός στιγμή με τη διάρκεια αυτών των παροδικών γεγονότων ως εξαιρετικά σύντομη Περιστατικά –ακόμη και τα συντομότερα που μπορεί να φανταστεί κανείς– οδήγησαν στην Άμεσος προσδιορισμός της στιγμής όσον αφορά αυτά τα περιστατικά. Ακόμα Το δόγμα της στιγμιαίας φύσης γέννησε πλήθος προβλημάτων για το Βουδιστικές σχολές, ιδίως όσον αφορά το καθεστώς του στιγμή αντοχής και στην εξήγηση της συνέχειας και της προετοιμασίας αλληλεπίδραση μεταξύ των Ντάρμα (βλ. παράγραφο 5 παρακάτω). Αν τα ντάρμα περάσουν από μια φάση αντοχής ή υπάρχουν ως αληθινά οντότητες εντός του εύρους οποιασδήποτε δεδομένης στιγμής, πώς μπορούν να είναι στιγμιαίος? Και αν η εμπειρία είναι μια σειρά από αυστηρά στιγμιαία ντάρμα, πώς μπορεί να είναι η συνέχεια και η αιτιώδης προετοιμασία δυνατός?

Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η εννοιολογική μετατόπιση από Η «παροδικότητα» στην «αντοχή» είναι αποτέλεσμα σχολαστική κυριολεξία και μαρτυρεί την τάση Abhidharma προς πραγμοποίηση και υποστασιοποίηση του ντάρμα (Gombrich 1996, 36–37, 96–97 &; 106–107). Ωστόσο, η Αντικείμενο του δόγματος της στιγμιαίας δεν είναι τόσο η ύπαρξη στο ο χρόνος ή το πέρασμα του χρόνου αυτό καθαυτό, αλλά μάλλον, στην επιστημολογική όρους και μια κάπως μπεργκσονική έννοια, η κατασκευή του χρονικού εμπειρία. Αντί μιας υπερβατικής μήτρας τάξης που επιβάλλεται φυσικά φαινόμενα Από έξω, ο χρόνος θεωρείται ως εγγενές χαρακτηριστικό του Η λειτουργία του Ντάρμα. Το δόγμα της στιγμιαίας Αναλύει τα Ντάρμα όπως αυτά διαδραματίζονται μέσα στο χρόνο: όπως ψυχοσωματικά γεγονότα που προκύπτουν και παύουν στη συνείδηση και, με Η δυναμική της ανόδου και της πτώσης τους, κατασκευάζει το χρόνο. Η ακολουθία του Επομένως, οι τρεις φορές είναι δευτερεύουσες, που παράγονται μέσα και από το Διαδικασία εξαρτημένων και εξαρτημένων ντάρμα. Στην πραγματικότητα, το εννοιολογική μετατόπιση από την αρχή της παροδικότητας στη θεωρία της Η στιγμιαία είναι μια μετατόπιση στις χρονικές κλίμακες. Ενώ η Sūtrānta Η κοσμοθεωρία ερμηνεύει τις τρεις φορές ως αναφερόμενες στο παρελθόν, το παρόν, και τις μελλοντικές ζωές, το Abhidharma τις βλέπει ως φάσεις που οποιαδήποτε Το εξαρτημένο Ντάρμα υφίσταται κάθε στιγμή. Η παροδικότητα σηματοδοτεί το ντάρμα για μια χρονική περίοδο, αλλά είναι επίσης ενθυλακωμένο σε κάθε στιγμή συνείδησης (Vibh-a 7-8; Sv 991; Βισμός XIV 191; Collins 1992, 227).

4. Εγγενής φύση: μεταξύ κατηγοριοποίησης και οντολογίας

Να διατηρήσει την αρχή της παροδικότητας και να εξηγήσει τη συνέχεια και αιτιώδης προετοιμασία στη συνηθισμένη εμπειρία, οι βουδιστικές σχολές εισήγαγε νέες ερμηνείες της φύσης του Ντάρμα. Σε Η καρδιά αυτών των ερμηνειών είναι η έννοια της εγγενούς φύσης (Skt., svabhāva, Pali, sabhāva) που παίζει ένας σημαντικός ρόλος στη συστηματοποίηση της σκέψης Abhidharma, είναι στενά σχετίζεται με την εδραίωση της θεωρίας του Ντάρμα, και είναι θεωρείται ως αυτό που έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη του Abhidharma Ενασχόληση με την οντολογία.

Ο όρος svabhāva/sabhāva δεν εμφανίζεται στα sūtras/suttas και οι σπάνιες αναφορές του σε άλλα Τα κανονικά κείμενα Sarvāstivāda και Theravāda δεν προσφέρουν Ο λογαριασμός του Ντάρμα όπως ορίζεται από μια σταθερή εγγενή φύση που επαληθεύει την πραγματική του ύπαρξη.[11] Αυτή η κατάσταση αλλάζει σημαντικά στο μετα-κανονικό λογοτεχνία, στην οποία η svabhāva γίνεται μια τυπική έννοια Χρησιμοποιείται εκτενώς στην εξήγηση του Ντάρμα. Μια επαναλαμβανόμενη ιδέα στο Η εξηγητική λογοτεχνία Abhidharma από την περίοδο των πρώιμων επιτομών vibhāṣā και μετά είναι ότι τα ντάρμα ορίζονται λόγω της svabhāva τους. Για παράδειγμα, ένας ορισμός που μεταδίδεται στο Abhidharmakośabhāṣya αναφέρει: «Ντάρμα σημαίνει 'υποστηρίζω', [δηλαδή], υποστηρίζοντας την εγγενή φύση (svabhāva)», και το Mahāvibhāṣā δηλώνει ότι «εγγενής Η φύση είναι σε θέση να διατηρήσει τη δική της ταυτότητα και να μην χάσει την. Όπως στην περίπτωση των άνευ όρων Ντάρμα που είναι σε θέση να υποστηρίζουν τη δική τους ταυτότητα» (Cox 2004A, 558-559). Ομοίως, ένας ορισμός που επικρατεί στο Theravādin Abhidhamma Τα σχόλια είναι: «Τα ντάμμα ονομάζονται έτσι επειδή φέρουν την εγγενή φύση τους, ή επειδή φέρουν αιτιώδη συνάφεια συνθήκες» (π.χ., Dhs-a 39-40; Paṭis-a Ι 18· Vism-mhṭ Ι 347). Τα σχόλια επίσης τακτικά Εξισώστε το Ντάμμα με την εγγενή φύση τους, χρησιμοποιώντας τους όρους Ντάμμα και Σαμπάβα εναλλακτικά. Για παράδειγμα, ο Visuddhimagga διακηρύσσει ότι «Ντάμμα σημαίνει αλλά εγγενής φύση» (Vism VIII 246), και ο υπο-σχολιασμός στο Dhammasaṅgaṇi δείχνει ότι «δεν υπάρχει Άλλο πράγμα που ονομάζεται Ντάμμα εκτός από την εγγενή φύση που βαρύνει αυτό» και ότι «ο όρος sabhāva υποδηλώνει το απλό γεγονός ότι είσαι ντάμμα» (Dhs-mṭ 28 &; 94; βλ. επίσης Karunadasa 2010: Ch. 1).

Αυτοί οι σχολιαστικοί ορισμοί του ντάρμα ως φέροντες τους Οι εγγενείς φύσεις δεν πρέπει να ερμηνεύονται οντολογικά ως υπονοούμενες Ότι τα Ντάρμα είναι ουσίες που έχουν έμφυτη ύπαρξη. Ο Τα σχόλια Pali, προειδοποιεί ο Gethin (2004, 533), «είναι συχνά θεωρείται πάρα πολύ υπό το φως των μεταγενέστερων αντιπαραθέσεων σχετικά με την ακριβή οντολογική κατάσταση του ντάρμας και η κριτική του Madhyamaka Η έννοια του Svabhāva με την έννοια του «εγγενούς» ύπαρξη"». Στην πραγματικότητα, ο ορισμός του ντάρμα ως ρουλεμάν Η εγγενής φύση τους μεταφέρει την ιδέα ότι δεν υπάρχει διαρκής πράκτορας πίσω τους. Προσθέτοντας ότι τα ντάρμα βαρύνουν την αιτιώδη συνάφεια Οι συνθήκες αντιτίθενται στην ιδέα των εγγενών φύσεων που φέρουν οι υποκείμενες ουσίες διαφορετικές από αυτές. Ακριβώς όπως είναι τα ντάρμα ψυχο-σωματικά γεγονότα που συμβαίνουν ανάλογα με την κατάλληλη συνθήκες και ιδιότητες, η εγγενής φύση τους προκύπτει εξαρτώμενη από άλλες συνθήκες και ιδιότητες παρά σε ένα υπόστρωμα πιο πραγματικό από ό, τι είναι (αυτόθι; Καρουνάδα 1996, 13–16. Nyanaponika 1998, 40-41).

Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι το πλαίσιο μέσα στο οποίο βρίσκονται τα ντάρμα που αποδίδονται από την άποψη της εγγενούς φύσης τους είναι αυτή κατηγοριοποίηση, όπου εφαρμόζονται πολλαπλά κριτήρια και ποιότητες Δημιουργήστε ένα ολοκληρωμένο ταξινομικό σύστημα που διακρίνει το Ιδιαίτερος χαρακτήρας οποιουδήποτε δεδομένου Ντάρμα. Cox (2004Α: 559-561) έχει δείξει ότι στην πρώιμη περίοδο της βόρειας Ινδίας Κείμενα Abhidharma, όπως αντιπροσωπεύονται από το Śāriputrābhidharmaśāstra και τμήματα του Mahāvibhāṣā, η έννοια εγγενούς φύσης αναπτύσσεται στο πλαίσιο της μεθόδου συμπερίληψη (saṃgraha), δηλαδή η διαδικασία με την οποία η Η ένταξη του Ντάρμα σε μια συγκεκριμένη κατηγορία πρέπει να είναι εφαρμοσμένος. Τα Ντάρμα καθορίζονται (pariniṣpanna) από την εγγενή φύση που τα καθορίζει και, ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι έχουν χωριστά υπάρχουσα εγγενή φύση. «Ο "προσδιορισμός" συνεπάγεται δύο επιπλέον χαρακτηριστικά του ντάρμα. Πρώτον, ακριβώς όπως οι κατηγορίες σε ένα Τα καλά δομημένα ταξινομικά σχήματα είναι διακριτά και δεν υπόκεινται σε Διακύμανση, έτσι και το Ντάρμα, ως «καθορισμένο», υφίστανται σαφείς και αμετάβλητες διακρίσεις: υφίστανται μοναδικές διακρίσεις Εξατομικευμένα και ως τέτοια δεν υπόκεινται σε σύγχυση με άλλα Ντάρμα. [Δεύτερον,] προσδιορισμός από την εγγενή φύση δεν υφίσταται καμία παραλλαγή ή τροποποίηση, και ως εκ τούτου, το Ντάρμα, τα οποία είναι στην πραγματικότητα τύποι ή κατηγορίες εγγενούς φύσης, είναι καθιερώθηκε ως σταθερή και αμετάβλητη» (ό.π., 562). Μέσα τα πρώιμα ερμηνευτικά κείμενα της Sarvāstivāda, τότε, το svabhāva χρησιμοποιείται ως αχρονικό, αμετάβλητο κριτήριο Καθορίζοντας τι είναι ένα Ντάρμα, όχι απαραίτητα ότι υπάρχει ένα Ντάρμα. Η ανησυχία εδώ είναι πρωτίστως με αυτό που κάνει τους κατηγορικούς τύπους του Ντάρμα μοναδικούς, μάλλον παρά με την οντολογική υπόσταση του Ντάρμα.

Ωστόσο, από την προηγούμενη κατηγορική θεωρία, η ώριμη Ο Abhidharma έβγαλε οντολογικά συμπεράσματα σχετικά με την πραγματικότητα του ντάρμα. Αυτή η μετάβαση στην αντίληψη του ντάρμα συνέπεσε με μια εγγενή ασάφεια στον όρο svabhāva, ο οποίος βασίζεται λογικά και ετυμολογικά Στον όρο bhāva που κατέληξε να υποδηλώνει "τρόπο λειτουργίας ύπαρξη» (αυτόθι, 565-568). Στις συλλογές vibhāṣā και στα σύγχρονα κείμενα, «Η ρητή έμφαση στην κατηγοριοποίηση αυτή καθαυτή υποχωρεί σε σημασία καθώς η εστίαση μετατοπίζεται στην αποσαφήνιση του χαρακτήρα και τελικά η οντολογική κατάσταση των ατομικών ντάρμα. Κατά συνέπεια, ο όρος svabhāva αποκτά το κυρίαρχο Αίσθηση της «εγγενούς φύσης» που προσδιορίζει τα ατομικά Ντάρμα. Και ο προσδιορισμός των ατομικών ντάρμα μέσω της μοναδικής εγγενούς φύσης συνεπάγεται επίσης επιβεβαιώνοντας την ύπαρξή τους, ως φυσική λειτουργία τόσο των Ετυμολογική έννοια του όρου svabhāva και του ρόλου του Ντάρμα ως τα θεμελιώδη συστατικά της εμπειρίας. Αυτό στη συνέχεια οδηγεί στην ανάδειξη ενός νέου όρου που το εξέφραζε αυτό οντολογική εστίαση: δηλαδή, dravya" (ibid, 569). Dravya σημαίνει "πραγματική ύπαρξη" και, μέσα το πλαίσιο Sarvāstivāda, τα ντάρμα που είναι που καθορίζονται από την εγγενή φύση υπάρχουν ως πραγματικές οντότητες (dravyatas), σε αντίθεση με τα σύνθετα αντικείμενα του συνηθισμένου πείρα που υπάρχει προσωρινά και σε σχετικές έννοιες, ή απρόοπτα του χρόνου και του τόπου που υπάρχουν σχετικά. Η παρουσία Η εγγενής φύση δείχνει ότι το Ντάρμα είναι πρωταρχικό υφίσταται, ανεξάρτητα από τη χρονική του κατάσταση, δηλαδή αν πρόκειται για παρελθόν, παρόν ή μελλοντικό Ντάρμα, και ως εκ τούτου το Sarvāstivāda δήλωση ότι "όλα τα πράγματα υπάρχουν».

Η Theravāda απέρριψε την οντολογική Sarvāstivāda μοντέλο, υποστηρίζοντας ότι τα ντάμμα υπάρχουν μόνο στο παρόν. Αλλά το Theravāda Abhidhamma μοιράζεται με το Sarvāstivāda Οι ίδιες αρχές της ανάλυσης του Ντάμμα ως κατηγορική θεωρία που εξατομικεύει την αισθανόμενη εμπειρία. Και εδώ, η ταξινομική Η λειτουργία του sabhāva δημιούργησε οντολογικά Συνειρμοί ύπαρξης στον χαρακτηρισμό των ντάμμα. Ως τελικές μονάδες ανάλυσης του Abhidhamma, τα ντάμμα είναι υπολόγιζε τα υπέρτατα συστατικά της εμπειρίας. «Υπάρχει τίποτα άλλο, είτε πρόκειται για ένα ον, είτε για μια οντότητα, είτε για έναν άνθρωπο ή έναν άνθρωπο πρόσωπο», διακηρύσσει ένα διάσημο σχολιαστικό απόσπασμα της Πάλι (Dhs-a 155).[12] Ενώ αυτή η δήλωση έχει σκοπό να αντικρούσει τον αντίπαλο Pudgalavāda θέση της πραγματικότητας του ατόμου επιμένοντας ότι δεν υπάρχει Όντας ή άτομο εκτός από τα ντάμμα, αναδύεται η ιδέα ότι ο φαινομενικός κόσμος είναι, κατά βάθος, ένας κόσμος ντάμμα: ότι μέσα στα όρια της αισθανόμενης εμπειρίας δεν υπάρχει άλλος πραγματικότητα εκτός από τα ντάμμα και ότι αυτό που συνιστά οποιοδήποτε Δεδομένου ότι το Ντάμμα ως διακριτό, εξατομικευμένο ιδιαίτερο είναι εγγενή φύση. Η Theravāda επεξεργάζεται την έννοια της sabhāva σε αντιπαράθεση με τη θεωρία της στιγμιαίας, Και αποκτά την αίσθηση του τι κρύβεται πίσω από το Ντάμμα στιγμή αντοχής και ως σημείο αναφοράς στις στιγμές της δημιουργία και παύση. Πριν από ένα ντάμμα τελικά, το κάνει δεν έχει ακόμη αποκτήσει εγγενή φύση και, όταν παύει, απογυμνώνεται Αυτή η εγγενής φύση. Ως παρόν περιστατικό, όμως, ενώ κατέχοντας την εγγενή του φύση, υπάρχει ως υπέρτατη πραγματικότητα και η εγγενής φύση του αποτελεί απόδειξη της πραγματικής ύπαρξής του ως τέτοιου (Dhs-α 45; Βισμός VIII 234, XV 15). Ένας σχολιασμός Ο Passage φτάνει στο σημείο να ονομάσει αυτή τη στιγμή «Η απόκτηση ενός εαυτού» (Vism-mhṭ I 343).

5. Αιτιώδης συνάφεια: η ύπαρξη ως λειτουργούσα

Οι οντολογικές έρευνες του Abhidharma προκάλεσαν πλήθος δογματικά προβλήματα που έγιναν αντικείμενο συνεχιζόμενης συζήτησης μεταξύ τις βουδιστικές σχολές. Μια κύρια διαμάχη επικεντρώθηκε στο Αρχή της παροδικότητας: αν όλα τα φαινόμενα είναι παροδικά, η Η Sautrāntika αμφισβήτησε τη Sarvāstivāda και την Theravāda, τότε το ντάρμα πρέπει να αλλάζει συνεχώς και δεν μπορεί ούτε να υπάρξει στο παρελθόν και στο μέλλον ούτε να αντέξει για οποιαδήποτε περίοδο του χρόνου, όσο σύντομος κι αν είναι, στο παρόν. Από την άλλη, το Η συστηματική ανάλυση της εμπειρίας από την άποψη του στιγμιαίου Ντάρμα απαιτούσε από το Αμπιντάρμα να παρέχει μια αυστηρή περιγραφή των διαδικασιών που διέπουν την ψυχολογική και σωματική συνέχεια. Αυτό που τροφοδοτεί αυτές τις διαδικασίες είναι η αιτιώδης αλληλεπίδραση, αλλά η ίδια η έννοια της αιτιώδους συνάφειας φέρεται να διακυβεύεται από τη θεωρία της στιγμιαίας. Εάν οι αιτίες, οι συνθήκες και τα αποτελέσματά τους είναι όλα στιγμιαία γεγονότα, πώς Μπορεί ένα γεγονός που έχει λήξει να έχει αποτέλεσμα; Πώς μπορεί ένα γεγονός που υφίσταται διακριτά στάδια προέλευσης, αντοχής και παύσης σε Μια σύντομη στιγμή έχουν αιτιώδη αποτελεσματικότητα; Παρά τη δογματική τους διαφορές, τόσο η Sarvāstivāda όσο και η Theravāda Ο Abhidhamma έπρεπε να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις, και το έκανε με διατύπωση σύνθετων θεωριών άμεσης γειτνίασης που παρέχουν αιτιώδη συνάφεια αποτελεσματικότητα.

Η Sarvāstivāda ανέπτυξε μια ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας προετοιμασία από την άποψη των περίπλοκων αλληλεπιδράσεων μεταξύ τεσσάρων τύπων κατάσταση (pratyaya) και έξι τύποι αιτίας (hetu). Όπως τεκμηριώνεται στο Abhidharmakośabhāṣya (AKB 2.49) βασισμένο σε κανονικά κείμενα, συμπεριλαμβανομένων των Vijñānakāya, Prakaraṇapāda και Jñānaprasthāna, οι τέσσερις προϋποθέσεις είναι: 1) Η βασική αιτία (κυριολεκτικά «αιτία ως κατάσταση», hetupratyaya), υπολόγισε τον κύριο στην υποκίνηση της διαδικασίας καρποφορίας και προέλευσης· 2) άμεσο προηγούμενο, το οποίο ισχύει μεταξύ μιας στιγμής συνείδησης και της αμέσως προηγούμενης στιγμής της στο αυτή η σειρά συνείδησης. 3) Υποστήριξη αντικειμένων, η οποία ισχύει για όλα τα Ντάρμα στο βαθμό που είναι σκόπιμα αντικείμενα συναίσθηση; και 4) υπεροχή, η οποία διευκολύνει την αισθητηριακή διακριτική επίγνωση, π.χ. η ικανότητα της όρασης υπεροχή έναντι της οπτικής γνωστικής επίγνωσης. Οι έξι αιτίες είναι: 1) Όργανο (kāraṇahetu), που θεωρείται το πρωταρχικό παράγοντας στην παραγωγή ενός αποτελέσματος · 2) ταυτοχρονισμός ή συνύπαρξη, που συνδέει φαινόμενα που προκύπτουν ταυτόχρονα. 3) ομοιογένεια, Εξηγώντας την ομοιογενή ροή του Ντάρμα που θυμίζει το φαινομενική συνέχεια των φαινομένων. 4) σωματείο, το οποίο λειτουργεί μόνο μεταξύ νοητικών ντάρμα και εξηγεί γιατί τα στοιχεία της Η συνείδηση εμφανίζεται πάντα ως συναθροίσεις ψυχικών παραγόντων. 5) κυριαρχία, η οποία διαμορφώνει τη συνήθη γνωστική και συμπεριφορική εμπειρία κάποιου Διαθέσεις; και 6) καρποφορία, αναφερόμενη σε ό, τι είναι το αποτέλεσμα Ενεργά υγιεινά ή ανθυγιεινά ντάρμα. Οι τέσσερις Οι συνθήκες και οι έξι αιτίες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους για να εξηγήσουν Φαινομενική εμπειρία: για παράδειγμα, κάθε στιγμή συνείδησης δρα τόσο ως ομοιογενής αιτία όσο και ως άμεσο προηγούμενο κατάσταση της ανόδου της συνείδησης και των συνακόλουθων της σε ένα ακόλουθος στιγμή.[13]

Πίσω από αυτή την ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας βρίσκεται η έννοια της Η ύπαρξη ως αποτελεσματική δράση ή κάρμα. Κάρμα, ένα θεμελιώδες αρχή στη βουδιστική σκέψη από την έναρξή της, είναι αυτό που τροφοδοτεί το Επαναλαμβανόμενη εμπειρία στη Saṃsāra, τον γύρο του αναγέννηση.[14] Στην εξήγηση του Abhidharma, η αποτελεσματική δράση ή διακριτικό Η λειτουργία του Ντάρμα νοείται κυρίως ως αιτιώδης Λειτουργία. Για τους ορθοδόξους Sarvāstivāda-Vaibhāṣika, καθορίζεται η ύπαρξη των ντάρμα ως πραγματικές οντότητες (dravyatas) τόσο από την εγγενή φύση τους όσο και από την ιδιαίτερη αιτιώδη λειτουργία τους. Η εγγενής φύση, ωστόσο, είναι ένας χρονικός καθοριστικός παράγοντας της πραγματικής ύπαρξη. Τι καθορίζει το χωροχρονικό ενός ντάρμα Η ύπαρξη είναι η χαρακτηριστική αιτιώδης λειτουργία της: τα παρελθοντικά και μελλοντικά Ντάρμα έχουν την ικανότητα (sāmarthya) λειτουργούν, ενώ τα παρόντα ντάρμα ασκούν επίσης ένα διακριτικό δραστηριότητα (kāritra). Η παρούσα δραστηριότητα είναι εσωτερική Αιτιώδης αποτελεσματικότητα που βοηθά στην παραγωγή ενός αποτελέσματος μέσα στη σειρά συνείδησης του ίδιου του Ντάρμα. Είναι αυτή η δραστηριότητα που καθορίζει την παρούσα ύπαρξη ενός Ντάρμα και ορίζει τα όρια του εύρους της παρούσας στιγμής του. Ικανότητα, από αντίθεση, είναι μια αποτελεσματικότητα προετοιμασίας που κατευθύνεται εξωτερικά προς Μια άλλη σειρά συνείδησης: αποτελεί μια κατάσταση που βοηθά ένα άλλο ντάρμα στην παραγωγή του δικού του αποτελέσματος (Cox 2004Α, 570–573· Ουίλιαμς 1981, 240–243). Η παρούσα δραστηριότητα του Ντάρμα αναδύεται και καταρρέει, αλλά Το παρελθόν και το μέλλον του Ντάρμα έχουν όλα τη δυνατότητα για αιτιώδη συνάφεια λειτουργούν και υπάρχουν ως πραγματικές οντότητες λόγω της εγγενούς φύσης τους. Για τη Sarvāstivāda, αυτό το μοντέλο – το οποίο επιμένει συνεχής αλλαγή εντός των ορίων της παρούσας στιγμής και συνεπάγεται Η ύπαρξη του Ντάρμα στους τρεις καιρούς περίοδοι - διατηρεί τόσο την αρχή της παροδικότητας όσο και εξηγεί τη συνέχεια και την αιτιώδη αποτελεσματικότητα.

Η διάκριση Sarvāstivāda-Vaibhāṣika μεταξύ της δραστηριότητας και της ικανότητας ενός ντάρμα υποδηλώνει ότι κάθε στιγμή ντάρμα ή συνειδητότητα επηρεάζει την επόμενη στιγμή μέσα τη σειρά του, αλλά μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως προϋπόθεση που συμβάλλει στην παράγοντας ένα διαφορετικό είδος αποτελέσματος. Η δραστηριότητα γεννά το επόμενο Στιγμή μέσα στη σειρά ενός Ντάρμα, ενώ η ικανότητα Δημιουργεί ένα διαφορετικό αποτέλεσμα και εξηγεί την αιτιώδη αποτελεσματικότητα των προηγούμενων Ντάρμα. Ο Ουίλιαμς (1981, 246-247) σημειώνει ότι Μπορούμε να το καταστήσουμε "οριζόντιο" και "κάθετο" αιτιότητα, μέσα σε μια σειρά συνειδήσεων και υπέρβασή της αντίστοιχα. Για παράδειγμα, μια στιγμή οπτικής επίγνωσης οριζόντια παράγει την επόμενη στιγμή οπτικής επίγνωσης και μπορεί ή όχι, Ανάλογα με άλλους παράγοντες όπως το φως και ούτω καθεξής, κάθετα παράγουν όραμα του αντικειμένου. ́ ́Επομένως, το να είσαι παρών σημαίνει να έχεις οριζόντια αιτιότητα, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει ή να μην περιλαμβάνει κάθετη αιτιότητα – ένα γεγονός που χρησιμεύει για να μας υπενθυμίσει ότι έχουμε να κάνουμε εδώ με πρωταρχικές υπάρξεις, οι οποίες συχνά τοποθετούνται μέσα στο σύστημα όσον αφορά το τι κάνουν» (ibid). Έτσι, δραστηριότητα ή οριζόντια αιτιότητα – η λειτουργία του Ντάρμα κατακρημνίζοντας την επόμενη στιγμή της δικής του συνείδησης Σειρά—Εξατομικεύει αυτό το Ντάρμα ως ένα συγκεκριμένο γεγονός του είδους του. Η ικανότητα ενός ντάρμα ή κάθετη Η αιτιότητα, με την οποία διευκολύνει την εμφάνιση άλλων Ντάρμα έξω από τη σειρά της συνείδησής της, την τοποθετεί μέσα της το δίκτυο των αλληλεπιδράσεων που το συνδέει με την αδιάκοπη άνοδο και πτώση άλλων ντάρμα, και ως εκ τούτου το εξατομικεύει περαιτέρω ως Αυτό το πολύ ιδιαίτερο Ντάρμα εκδηλώνοντας τη μοναδική του ποιότητα και ένταση λειτουργίας.

Η Saturāntika και η Theravāda ανέπτυξαν εναλλακτική λύση θεωρίες αιτιώδους προετοιμασίας σε συνδυασμό με την απόρριψή τους το οντολογικό μοντέλο Sarvāstivāda και τον ισχυρισμό τους ότι τα ντάρμα υπάρχουν μόνο στο παρόν. Η Sautrāntika Εξηγήθηκε η αιτιώδης αλληλεπίδραση μεταξύ του παρελθόντος και του μελλοντικού Ντάρμα από αναφορά στην ιδέα των "σπόρων" (bīja), ή Τροποποιήσεις στις επόμενες σειρές του Ντάρμα. Ο Η θεωρία Sautrāntika των σπόρων είναι ο πρόδρομος δύο εξαιρετικά σημαντικές έννοιες της μεταγενέστερης βουδιστικής σκέψης Mahāyāna, δηλαδή, οι έννοιες του Yogācāra για το "κατάστημα" συνείδηση» (ālayavijñāna) και της Βουδιστική φύση (tathāgatagarbha) (Cox 1995, 94–95; Γκεθίν 1998, 222). Η θεωρία Theravāda της αιτιώδους συνάφειας, όπως ορίζεται έξω στην Paṭṭhāna, προτείνει ένα σύνολο Είκοσι τέσσερις σχέσεις υπό όρους (paccaya) που αντιπροσωπεύουν όλους τους πιθανούς τρόπους με τους οποίους ένα φαινόμενο μπορεί να λειτουργήσει στην προετοιμασία Η άνοδος ενός άλλου φαινομένου. Οι εικοσιτέσσερις σχέσεις υπό όρους είναι: 1) βασική αιτία (hetupaccaya); 2) υποστήριξη αντικειμένου. 3) Υπεροχή; 4) εγγύτητα· 5) γειτνίαση· 6) ταυτοχρονισμός· 7) αμοιβαιότητα; 8) υποστήριξη. 9) αποφασιστική υποστήριξη· 10) προϋπάρχουσα 11) μετα-ύπαρξη; 12) συνήθης καλλιέργεια· 13) κάρμα. 14) καρποφορία· 15) τροφή; 16) ελεγκτική σχολή. 17) jhāna – α σχέση ειδικά για τα επιτεύγματα του διαλογισμού. 18) Μονοπάτι – Α σχέση ειδικά με τα στάδια του βουδιστικού μονοπατιού. 19) ένωση· 20) αποσύνδεση· 21) παρουσία· 22) απουσία· 23) εξαφάνιση· 24) μη εξαφάνιση.[15] Η πλειοψηφία των είκοσι τεσσάρων συνθηκών Theravāda έχουν ομόλογα στη θεωρία Sarvāstivāda και τα δύο συστήματα δείχνουν διάφορα άλλα παράλληλα ενδιαφέροντα και σημεία ομοιότητας. Ο Η πιθανότητα, λοιπόν, είναι ότι τα δύο συστήματα δημιουργήθηκαν πριν από τα δύο Τα σχολεία διαχωρίστηκαν και συνέχισαν να εξελίσσονται μετά τον διαχωρισμό τους (Conze 1962, 152–153; Kalupahana 1961, 173).

Παρά τις διαφορές τους, τόσο η Sarvāstivāda όσο και η οι θεωρίες Theravāda της αιτιώδους προετοιμασίας βασίζονται στο Αντιλήψεις ότι τα Ντάρμα είναι ψυχο-σωματικά γεγονότα που εκτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες, και ότι για να ορίσετε τι είναι ένα ντάμμα απαιτεί από κάποιον να καθορίσει τι κάνει (Gethin 1992A, 150). Γυρίζει Έξω, λοιπόν, ότι η σχετική τοποθέτηση κάθε Ντάρμα μέσα σε ένα δίκτυο αιτιών και συνθηκών είναι, πρώτα και κύρια, μια μέσα για την εξατομίκευση του. Μόνο επικουρικά είναι αυτό δίκτυο ανάλυση της αιτιώδους αποτελεσματικότητας. Αυτό που επανεμφανίζεται εδώ είναι το Κατηγορική διάσταση της ανάλυσης του Ντάρμα qua a Μεταφυσική θεωρία των ψυχικών γεγονότων από την άποψη της ομοιότητας του σχέσεις υπό όρους. Ανάλογο με το χωροχρονικό σύστημα συντεταγμένων που επιτρέπει σε κάποιον να αναγνωρίσει και να περιγράψει υλικά αντικείμενα, το Το δίκτυο σχέσεων υπό όρους μπορεί να θεωρηθεί ως σύστημα συντεταγμένων που εντοπίζει μέσα του κάθε δεδομένο Ντάρμα, υπονοώντας ότι είναι Ένα Ντάρμα πρέπει να είναι ένα γεγονός που έχει μια θέση σε αυτό το δίκτυο σχέσεις – μια ιδέα που θυμίζει εκείνη του Ντόναλντ Ντέιβιντσον Αρχή της ομοιότητας αιτίων και αποτελεσμάτων ως προϋπόθεση ταυτότητας των γεγονότων (2001, 119–120 &; 154–161). Δύο περιπτώσεις ντάρμα του ίδιου τύπου θα ταίριαζαν στον ιστό του αιτιώδεις συνθήκες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, αλλά τότε θα ήταν διακρίνονται ως μεμονωμένες περιπτώσεις λόγω των μοναδικών τους βαθμοί και τρόποι αιτιώδους αποτελεσματικότητας.

6. Επιστημολογία: Αντίληψη και θεωρία της διαδικασίας συνείδησης

Στην προσπάθεια να εξηγήσουμε τι αποτελέσματα απελευθερώνει τη διορατικότητα και τι συνθέτει τον αφυπνισμένο νου, οι έρευνες του Abhidharma επεκτείνονται στο πεδίο της επιστημολογίας. Έχουμε δει ότι το Abhidharma του Η ανάλυση της αισθανόμενης εμπειρίας αποκαλύπτει ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως Η χρονικά εκτεταμένη, αδιάκοπη ροή των φαινομένων είναι, στην πραγματικότητα, μια Ταχέως εμφανιζόμενη αλληλουχία αιτιωδώς συνδεδεμένων στιγμών συνείδησης ή cittas (δηλαδή, σύνολα citta και caitta/cetasika), το καθένα με το ιδιαίτερο αντικείμενό του. Ο ώριμος Το Abhidharma αφομοιώνει έτσι την ανάλυση του φαινόμενα-σε-το-χρόνο-ως-συνιστάται-από-συνείδηση με ένα υψηλό σύνθετη περιγραφή της διαδικασίας συνείδησης, διαλύοντας το Αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ διατεταγμένων στιγμών συνείδησης στη δραστηριότητα της αντίληψης. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως στο τμήμα 2, για το Abhidharma, όπως και στη βουδιστική επιστημολογία γενικά, αισθητηριακό Η αντίληψη είναι το παράδειγμα της αντιληπτικής, αισθανόμενης εμπειρίας. Αγαπώ κάθε περίπτωση συνείδησης, αισθητηριακής αντίληψης είναι σκόπιμη, Ενθυλακωμένο στην αλληλεπίδραση μεταξύ των αισθητηρίων ικανοτήτων, τους αντίστοιχους τύπους διακριτικής συνείδησης και τους κατάλληλα αντικείμενα αίσθησης. Διαφορετικές βουδιστικές σχολές, ωστόσο, πραγματοποιήθηκαν διαφορετικές θέσεις σχετικά με τη διακριτική φύση της αντίληψης εμπειρία, και σχετικά με τους ειδικούς ρόλους των ικανοτήτων αίσθησης και κατάσταση των αντικειμένων αίσθησης σε αυτό. Η Theravāda Abhidhamma και η Η Sarvāstivāda-Vaibhāṣika ασπάζεται και οι δύο την άποψη ότι προτείνει μια άμεση επαφή μεταξύ της αντιληπτικής συνείδησης και της αντικείμενα αίσθησης, τα τελευταία νοούνται ως sensibilia, για Αυτό που αντιλαμβανόμαστε δεν είναι αντικείμενα κοινής λογικής, αλλά τα λογικά τους Ιδιότητες. Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αυτή την άποψη ως φαινομενικό ρεαλισμό (Dreyfus 1997, 331 &; 336).

Η Theravāda Abhidhamma εκθέτει τη θεωρία της για τη συνείδηση διαδικασία (citta-vīthi) στα σχόλια και τα εγχειρίδιά της, κυρίως στα έργα του Buddhaghosa, Buddhadatta (5ος αιώνας μ.Χ.), και Anuruddha (10ος ή 11ος αιώνας μ.Χ.), με βάση προηγούμενες περιγραφές στο το Dhammasaṅgaṇi και το Paṭṭhāna (Vism XIV 111–124, XVII 126-145. Dhs-α 82–106 &; 267–287; Βιμπ-α 155–160. Abhidh-s 17-21). Ο Η θεωρία δεν είναι ξεχωριστή από την ταξινόμηση του Ντάμμα και την Ανάλυση της CITTA όπως περιγράφηκε προηγουμένως στην ενότητα 2. Μάλλον, σύμφωνα με την έννοια της ύπαρξης (είτε κατηγορική ή οντολογική) ως λειτουργική, αναλύει την αισθητηριακή αντίληψη ως που προκύπτουν από συγκεκριμένες λειτουργίες που εκτελούνται από το Ογδόντα εννέα τύποι citta που αποκαλύφθηκαν από την προηγούμενη ταξινόμηση. Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, οι ειδικές λειτουργίες του Η ροή της συνείδησης συμβαίνει σε συγκεκριμένες στιγμές αυτού του συνεχούς, όπως Η κανονική ροή της συνείδησης περιλαμβάνει το μυαλό να πάρει και καταγράφοντας αντικείμενα αίσθησης μέσω διαδοχικών συνόλων συνδεδεμένων ψυχικούς παράγοντες. Το αποτέλεσμα είναι ένας αρκετά στατικός απολογισμός της ψυχικής και υλικά φαινόμενα όπως αναδύονται στη συνείδηση κατά τη διάρκεια μιας σειράς συναίσθηση Στιγμές.[16]

Περιορισμός του λογαριασμού στη διαδικασία συνείδησης του συνηθισμένου Όντα, περιγράφονται δύο τύποι διαδικασιών: διαδικασίες πέντε αισθήσεων-θυρών (pañcadvāra) και διαδικασίες mind-door (Manodvāra). Αυτά μπορεί να συμβούν διαδοχικά, ή διανοητικά Οι διαδικασίες μπορεί να προκύψουν ανεξάρτητα. Λογαριασμός διαδικασιών πέντε θυρών για αισθητηριακή αντίληψη, καθώς οι πληροφορίες λαμβάνονται απευθείας από το πεδία των πέντε φυσικών αισθητηριακών ικανοτήτων. Διαδικασίες πόρτας μυαλού εσωτερικεύουν τις πληροφορίες που λαμβάνονται μέσω των ικανοτήτων αίσθησης και χαρακτηρίζουν το μυαλό που απορροφάται στη σκέψη ή τη μνήμη. Αντικείμενα στην «πόρτα» του νου, η οποία αντιμετωπίζεται στα βουδιστικά θεωρείται ως ικανότητα έκτης αίσθησης, μπορεί να είναι παρελθόν, παρόν ή μέλλον, καθαρά εννοιολογικό ή ακόμα και υπερβατικό. Κανονικά, ωστόσο, το αντικείμενο Στην πόρτα του νου θα υπάρχει είτε μια ανάμνηση του παρελθόντος είτε μια έννοια. Εάν υπάρχει δεν είναι αντιληπτική δραστηριότητα, όπως συμβαίνει στον βαθύ, χωρίς όνειρα ύπνο, Ο νους βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας που ονομάζεται ανενεργή κατάσταση (bhavaṅga). Καθ 'όλη τη διάρκεια της ζωής κάποιου, ο ίδιος τύπος της citta εκτελεί αυτή τη λειτουργία του αδρανούς νου που είναι Ο φυσικός τρόπος με τον οποίο επανέρχεται ο νους. Ο νους αλλάζει από το ανενεργή λειτουργία σε μια απλή διαδικασία πόρτας μυαλού όταν μια έννοια ή μνήμη συμβαίνει και καμία προσοχή δεν κατευθύνεται στα άλλα πέντε πεδία αισθήσεων. Η απλούστερη διαδικασία mind-door είναι μια διαδοχή από τα ακόλουθα Λειτουργίες: 1) Διαφήμιση στο αντικείμενο της σκέψης: μια λειτουργία που διαρκεί μια στιγμή και εσωτερικεύεται ως υποστήριξη αντικειμένου. 2) Ώθηση: συμβαίνει για έως και επτά στιγμές και εκτελεί τη λειτουργία του ο νους ανταποκρίνεται ενεργά στο αντικείμενο με ωφέλιμο ή ανθυγιεινό κάρμα. 3) διατήρηση: διατήρηση του αντικειμένου του διαδικασία συνείδησης για μία ή δύο στιγμές.

Ο νους μεταβαίνει από την ανενεργή λειτουργία του σε οποιαδήποτε από τις πόρτες των πέντε αισθήσεων διεργασίες όταν ένα αντικείμενο εμφανίζεται στην "πόρτα" του κατάλληλη ικανότητα αίσθησης. Αυτή η διαδικασία αισθητηριακής αντίληψης περιλαμβάνει Ένας μεγαλύτερος αριθμός λειτουργιών: 1) Διαταραγμένος ανενεργός νους: μια λειτουργία Αυτό προκύπτει λόγω του ερεθίσματος του αντικειμένου αίσθησης. Διαρκεί για δύο στιγμές, κατά τις οποίες λαμβάνει χώρα αισθητηριακή επαφή, δηλαδή μια φυσική επίδραση του αισθητηριακού αντικειμένου στη φυσική ύλη του κατάλληλου ικανότητα αίσθησης. 2) διαφήμιση: διαρκεί μία στιγμή, κατά την οποία το μυαλό στρέφεται προς το αντικείμενο με την κατάλληλη έννοια "πόρτα." 3) αντίληψη: διαρκεί μία στιγμή και είναι η καθαρή αντίληψη του αντικείμενο αίσθησης με ελάχιστη ερμηνεία. 4) λήψη: διαρκεί ένα στιγμή και επιτελεί τον ενδιάμεσο ρόλο της διευκόλυνσης της διαμετακόμισης προς και από την κατάλληλη διακριτική συνείδηση, είτε οπτική, ακουστική κ.λπ. 5) διερεύνηση: διαρκεί μία στιγμή και εκτελεί το Ρόλος του καθορισμού της φύσης του αντικειμένου της αίσθησης και του προσδιορισμού Η ανταπόκριση του νου σε αυτό το αντικείμενο που μόλις έγινε Προσδιορίζονται; 6) παρόρμηση: όπως και στη διαδικασία της πόρτας του νου. 7) Διατήρηση: Όπως και στη διαδικασία της πόρτας του νου. Για παράδειγμα, η απεικόνιση Η αντίληψη περιλαμβάνει όχι μόνο να βλέπει τον εαυτό της, αλλά και μια διαδοχή στιγμές καθορισμού του οπτικού αντικειμένου στο μυαλό, αναγνώριση του γενικά χαρακτηριστικά και προσδιορισμός της φύσης του. Και στις δύο Mind-door και διαδικασίες πόρτας πέντε αισθήσεων, η ικανότητα αίσθησης και η Αισθητηριακή κατάσταση αντικειμένου: η εμφάνιση μιας παρούσας στιγμής ενός Η αντίστοιχη αντίληψη της συνείδησης, δηλαδή η αντίληψη εδώ είναι Με πρότυπο την ταυτόχρονη προετοιμασία. Και τόσο στην πόρτα του νου όσο και διαδικασίες πόρτας πέντε αισθήσεων, όταν παύει η λειτουργία συγκράτησης, το Ο νους ξαναμπαίνει στην ανενεργή του κατάσταση.

Οι τύποι συνείδησης που εκτελούν τις περισσότερες από τις λειτουργίες που κάνουν επάνω η πόρτα του νου και οι διαδικασίες των πέντε αισθήσεων πέφτουν στο κατηγορία των προκύπτοντων cittas, δηλαδή εκείνων που είναι οι αποτέλεσμα παρελθούσας ενεργά υγιούς ή ανθυγιεινής συνείδησης. Αυτό σημαίνει ότι η εμπειρία των δεδομένων αίσθησης που παρουσιάζονται σε κάποιον Ο νους καθορίζεται από τις προηγούμενες πράξεις κάποιου και είναι πέρα από τον άμεσο έλεγχο κάποιου. Όποτε κάποιος θυμάται ή συλλαμβάνει, βλέπει, ακούει, μυρίζει, γεύεται ή αγγίζει κάτι που είναι επιθυμητό ή ευχάριστο, κάποιος βιώνει ένα αποτέλεσμα προηγούμενων υγιής συνείδηση. Και αντίστροφα με αντικείμενα που είναι ανεπιθύμητη ή δυσάρεστη και προηγούμενη ανθυγιεινή συνείδηση αντίστοιχα. Μόνο στο τελικό στάδιο της διαδικασίας της συνείδησης, όταν ο νους έχει επιλέξει να ανταποκριθεί ενεργά στο αντικείμενό του σε μερικούς τρόπος, ενεργά παρούσα υγιής ή ανθυγιεινή συνείδηση λειτουργεί και αποτελεί κάρμα που θα φέρει μελλοντικά αποτελέσματα. Το Abhidhamma Έτσι, "παρέχει μια ακριβή ανάλυση μικρής κλίμακας της διαδικασίας εξαρτώμενη προκύπτουσα» (Gethin 1998, 216).

Η Sarvāstivāda-Vaibhāṣika προτείνει μια παρόμοια περιγραφή της αισθητηριακής αντίληψης, αλλά υποστηρίζει ότι το αισθητηριακό αντικείμενο υπάρχει ως πραγματική οντότητα. Η θεωρία της αντίληψης Sautrāntika, Ωστόσο, είναι μάλλον διαφορετική. Στηρίζεται στη ριζοσπαστική Sautrāntika άποψη της στιγμιαίας, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει πραγματική διάρκεια αλλά μόνο μια διαδοχή απειροελάχιστων στιγμών, και κατά την άποψή του αιτιώδης συνάφεια, σύμφωνα με την οποία τα αίτια παύουν να υφίστανται όταν τα αποτελέσματά τους έρχονται σε ύπαρξη. Η εφαρμογή αυτών των αρχών στην αισθητηριακή Η αντίληψη καθιστά δύσκολο να εξηγηθεί πώς η αντίληψη άμεσα Αντιλαμβάνεται τα αντικείμενα των αισθήσεων, γιατί υπονοεί ότι τα αντικείμενα έχουν πάψει όταν Αναδύεται η συλληφθείσα συνείδησή τους. Η απάντηση της Sautrāntika είναι Ότι η συνείδηση δεν έχει άμεση πρόσβαση στα αισθητηριακά της αντικείμενα. Σε αντίθεση με τον φαινομενικό ρεαλισμό, η άποψη του Sautrāntika Η αντιληπτική συνείδηση μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναπαραστατικότητα: Βλέπει την αντίληψη ως αντίληψη των αντικειμένων της έμμεσα, μέσω του Διαμεσολάβηση των πτυχών (ākāra) εκπρόσωπος του τα αντικείμενά τους (Dreyfus 1997, 335 &; 380–381).

Τι είναι κοινό και στα τρία κύρια Abhidharma παραδόσεις—Theravāda, Sarvāstivāda, και Sautrāntika - είναι ότι εκδηλώνουν μια κάπως παρόμοια Αλλαγή παραδείγματος προς τη μείωση του φαινομενικού, αιτιωδώς εξαρτημένου κόσμο στη δραστηριότητα της νόησης και της συνείδησης. Αυτή η μετατόπιση ήταν μέρος ενός ευρύτερου κινήματος στην ινδική φιλοσοφία στο οποίο ο ινδουιστής, Jain, και οι βουδιστές στοχαστές απομακρύνθηκαν από την παραδοσιακή μεταφυσική ερωτήσεις σχετικά με τη φύση του εξωτερικού κόσμου και του εαυτού, και επικεντρώθηκε αντ 'αυτού στη μελέτη της επιστημολογίας, της λογικής και της γλώσσας. Σκοπός τους ήταν να παρέχουν συστηματικές περιγραφές της φύσης και μέσα έγκυρης γνώσης. Μέσα στους βουδιστικούς κύκλους, αυτό Η επιστημολογική στροφή είδε την άνοδο στοχαστών όπως ο Asaṅga και ο Vasubandhu, οι ιδρυτές της Yogācāra (400-480 μ.Χ.), και, κυρίως, Dignāga και Dharmakīrti (γύρω στο 500 μ.Χ.) που ανέπτυξαν εξελιγμένα λογικά και φιλοσοφικά συστήματα (ό.π., 15-19). Το Abhidharma, λοιπόν, θέτει τις βάσεις για Αυτή η επιστημολογική στροφή. Η νέα έμφαση γίνεται κυρίαρχη από το περίοδος της επιτομής vibhāṣā και μετά και είναι εμφανής σε μια αλλαγή στην ορολογία που χρησιμοποιείται από το Abhidharma για να Περιγράψτε τη φύση του Ντάρμα. Αυτή η ορολογική μετατόπιση είναι που υποδεικνύεται με τους όρους "ιδιαίτερη εγγενής χαρακτηριστικό» (Skt., svalakṣaṇa, Pali, salakkhaṇa) και «γενικό χαρακτηριστικό» (Skt., sāmānyalakṣaṇa, Pali, sāmānyalakkhaṇa).

Ο όρος lakṣaṇa/lakkhaṇa σημαίνει σημάδι, ή ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό που διακρίνει ένα υποδεικνυόμενο αντικείμενο από άλλοι. Οι Λογικοί χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο με την έννοια του "ορισμός" μιας έννοιας ή λογικής κατηγορίας. Ο Το Abhidharma το εφαρμόζει στην πρακτική της διάκρισης του ντάρμα, κάνοντας διάκριση μεταξύ πολλαπλών γενικών Χαρακτηριστικά που μοιράζεται ένα Ντάρμα με άλλα Ντάρμα και (τουλάχιστον) ένα συγκεκριμένο εγγενές χαρακτηριστικό που ορίζει ένα Ντάρμα ως εκείνο το πολύ ατομικό περιστατικό διαφορετικό από οποιοδήποτε άλλες περιπτώσεις του τύπου του. Το μετα-κανονικό Abhidharma έτσι εξομοιώνει την έννοια του ιδιαίτερου εγγενούς χαρακτηριστικού με εγγενούς φύσης. «Ντάμμας», το Η σχολιαστική βιβλιογραφία Theravādin δηλώνει, "ονομάζονται έτσι επειδή φέρουν τα ιδιαίτερα εγγενή χαρακτηριστικά τους» (Vibh-a 45; Vibh-mṭ 35; Paṭis-a Ι 79· Βισμός XV 3), και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό "είναι την εγγενή φύση που δεν έχουν κοινά άλλα ντάμμα» (Vism-mhṭ II 137). Χρησιμοποιείται σε σε συνδυασμό ή εναλλακτικά με την εγγενή φύση, το συγκεκριμένο Εγγενές χαρακτηριστικό αποτελεί το μοναδικό του Ντάμμα ορισμός (Vism VI 19, 35). Είναι μια επιστημολογική και Γλωσσικός καθοριστικός παράγοντας ενός Ντάμμα ως γνωστού παραδείγματος Αυτό ορίζεται από μια ξεχωριστή λεκτική περιγραφή.

Το Mahāvibhāṣā του Η Sarvāstivāda-Vaibhāṣika διακρίνει ομοίως μεταξύ του ιδιαίτερου έμφυτου και γενικού του Ντάρμα χαρακτηριστικά και ταυτίζει τα πρώτα με την εγγενή φύση, έτσι διακρίνοντας «επίπεδα στην αντίληψη ή τη διάκριση των Ντάρμα που χρησιμεύουν για να αποσαφηνίσουν την ασάφεια που συναντάται στο την εφαρμογή του όρου svabhāva τόσο σε μεμονωμένα ντάρμα όσο και σε κατηγορικές ομάδες» (Cox 2004A, 575). Ο Διαφορά μεταξύ της αναλυτικής περιγραφής του Ντάρμα στο όρους της εγγενούς φύσης τους ή των χαρακτηριστικών τους, σημειώνει ο Cox (ό.π., 576), είναι ότι «ενώ η εγγενής φύση αποκτά την ιδιαίτερη σημασία του στο πλαίσιο της εξηγητικής κατηγοριοποίησης, Το σημείο εκκίνησης για τα χαρακτηριστικά βρίσκεται στην προοπτικιστική γνώση. Η οντολογία είναι μια ανησυχία και για τα δύο συστήματα, αλλά η μετατόπιση στο Η ορολογία από την εγγενή φύση έως τα χαρακτηριστικά αντικατοπτρίζει μια ταυτόχρονη μετάβαση από μια αφηρημένη οντολογία βασισμένη σε κατηγορίες σε μια επιστημολογική οντολογία που είναι βιωματική ή γνωστική αποφασισμένος». Αυτή η νέα επιστημολογική έμφαση προβάλλει μέσα από Ένας τροποποιημένος ορισμός της ύπαρξης που προτείνεται από τους ώριμους Sarvāstivāda εξήγηση που βλέπει την αιτιώδη αποτελεσματικότητα Υποβόσκουσα κάθε ύπαρξη ως γνωστική. Αντιπροσωπεύοντας αυτή την εξέλιξη στην ιστορία της σκέψης Sarvāstivāda είναι Saṅghabhadra (πέμπτος αιώνας μ.Χ.), ο οποίος δηλώνει στο έργο του Nyāyānusāra: «να είναι ένα αντικείμενο-πεδίο που παράγει νόηση (buddhi) είναι το πραγματικό χαρακτηριστικό του ύπαρξη» (ό.π.). Αυτό σημαίνει ότι το ντάρμα ως Τα συστατικά του βιωματικού μας κόσμου είναι αντικειμενικά αναγνωρίσιμη μέσω της γνώσης.

Εν ολίγοις, το σχέδιο Abhidharma, όπως φαίνεται από τη θεωρία του Ντάρμα και τα υποστηρικτικά δόγματά της, είναι, κατά βάθος, επιστημολογικά Προσανατολισμό. Ωστόσο, το έργο σκοπεύει επίσης να εξακριβώσει ότι κάθε συστατικό του εμπειρικού κόσμου είναι γνωστό και κατονομαζόμενο, και ότι οι λέξεις και οι έννοιες που χρησιμοποιούνται στον λόγο που αναπτύσσεται γύρω από Η διάκριση αυτών των συστατικών καθορίζει μοναδικά τους αντίστοιχες αναφορές. Επομένως, η ανάλυση του Ντάρμα ανοίγει το δρόμο Ο δρόμος για τον εννοιολογικό ρεαλισμό: μια κοσμοθεωρία που βασίζεται στο Η έννοια της αλήθειας συνίσταται σε μια αντιστοιχία μεταξύ των εννοιών μας και δηλώσεις, αφενός, και τα χαρακτηριστικά ενός ανεξάρτητου, Από την άλλη πλευρά, προσδιορίστε την πραγματικότητα. Ο εννοιολογικός ρεαλισμός δεν το κάνει έχουν αναγκαστικά επιπτώσεις στην οντολογική κατάσταση αυτού Η πραγματικότητα ως εξωτερικά υπάρχουσα. Αλλά το να ενστερνίζεσαι μια τέτοια θέση είναι να κάνουν μια σημαντική απομάκρυνση από την πρώτη βουδιστική διδασκαλία που παρουσιάζει την άποψη του Βούδα για τη γλώσσα ως συμβατικός.[17]
-------------------------------
1. Εμφανίζονται οι Sautrāntikas και Dārṣṭāntikas να εκπροσωπεί το ίδιο δογματικό κόμμα εντός του Sarvāstivāda που επέκρινε την ορθόδοξη Sarvāstivāda οντολογία (βλ. παράγραφο 5 παρακάτω). Σχετικά με τις ομάδες εντός του Κλάδος Sarvāstivāda βλέπε Cox 2004B, 505.

2. Για την ιστορία των βουδιστικών σχολών βλέπε, π.χ., Cousins 2001; Κοξ 1995, 29; Gethin 1998, 50–53; Λαμότ 1988, 520–521. Επί τη σχέση μεταξύ της εξελισσόμενης πρακτικής της εξήγησης και της εμφάνιση των πρώιμων βουδιστικών σχολών βλέπε Cox 2009, 53–63.

3. Για επισκοπήσεις της υπάρχουσας βιβλιογραφίας Abhidharma βλέπε Hinüber 1996, 64–75, 149–153 και 160–165· Kragh 2002; Norman 1983, 96–107 και 151–153.

4. Με βάση αυτές τις διακρίσεις, η σχολιαστική παράδοση αποτελεί Ερμηνευτική τεχνική διάκρισης μεταξύ δύο επιπέδων αλήθειας: Προσωρινό και απόλυτο. Βλέπε Jayatilleke 1963, 361–368.

5. Σχετικά με την προφορική φύση της πρώιμης βουδιστικής λογοτεχνίας και τον ρόλο της μνημονικοί κατάλογοι σε αυτό βλέπε Cousins 1983; Gethin 1992Β.

6. Για λεπτομερέστερες συζητήσεις σχετικά με τις αλλαγές στο βουδιστικό κατανόηση του ντάρμας / ντάμμα βλέπε Gethin 2004; Ρόνκιν 2005, 35–42; Γουόλντρον 2003, 28–33 &; 50–52.

7. Οι διάφορες βουδιστικές σχολές, ωστόσο, αμφισβήτησαν τη φύση των ντάρμα και την αλληλεπίδρασή τους, και ορισμένες ερμηνείες στρώθηκαν Ο δρόμος για οντολογικά συμπεράσματα σχετικά με την ύπαρξη του Ντάρμα – βλέπε τμήματα 3 και 4 παρακάτω.

8. Σύμφωνα με τις βασικές αρχές της βουδιστικής κοσμολογίας, υπάρχει είναι μια ιεραρχία πολλών διαφορετικών πεδίων ύπαρξης: το κατώτερο βασίλεια των όντων της κόλασης, των ζώων, των πεινασμένων φαντασμάτων, των ανθρώπων, διαφόρων ειδών θεϊκών όντων συλλογικά γνωστών ως κατώτεροι θεοί, και πάνω από τα διάφορα ουράνια βασίλεια των θεϊκών όντων που είναι γνωστά ως Brahmās. Τα όντα (όχι μόνο τα ανθρώπινα) αναγεννιούνται συνεχώς σε αυτά βασίλεια σύμφωνα με τις ενέργειές τους. Σχετικά με τη βουδιστική κοσμολογία βλ. Gethin 1997, esp. σελίδες 186–187.

9. Βλέπε, επίσης, Gethin 1992A, 151–152 και 1998, 209.

10. Η θεωρία της διαδικασίας συνείδησης συζητείται στο τμήμα 6 κάτω.

11. Στην περίπτωση της παράδοσης Pali, ο όρος sabhāva εμφανίζεται σε πέντε κανονικά ή παρακανονικά κείμενα (Paṭis ΙΙ 177–183. BV ΙΙ 167· Μιλ 149, 185, 241. Peṭ 104; Νετ 78–79). Αυτά τα περιστατικά Δώστε μόνο μια πολύ ευρεία έννοια της Sabhāva ως φύσης των συμπλεγμάτων του Ντάμμα, αλλά δεν είναι καθόλου σαφές ότι ένα Ντάμμα υπάρχει δυνάμει αυτής της φύσης ή ότι αναγκαστικά ορίζει τι είναι το ντάμμα.

12. Βλέπε επίσης Dhs-mṭ 25. Vism-mhṭ I 347 σχετικά με Vism VIII 246.

13. Σχετικά με τις θεωρίες Sarvāstivāda των αιτιών και των συνθηκών βλ. Cox 1995, 90ff; Willemen et. al. 1998, 28–31.

14. Η "μάζα του κάρμα" που αποτελεί την αισθανόμενη εμπειρία είναι διέπονται από μη τυχαίες αλληλουχίες συντονισμένων παραγόντων. Ο Η σχέση μεταξύ αυτών των ακολουθιών ονομάζεται εξαρτημένη προέλευση (Skt., pratītyasamutpāda, Pali, paṭiccasamuppāda) και αρθρώνεται από το απόθεμα δωδεκαπλάσια αλυσίδα κρίκων που οδηγούν από την άγνοια στη γήρανση και το θάνατο, που συμβολίζουν οποιαδήποτε είδη μη ικανοποίησης υπάρχουν.

15. Για μια συζήτηση της θεωρίας Theravāda της αιτιώδους προετοιμασίας και την ερμηνεία της στο πλαίσιο της θεωρίας του ντάμμα βλέπε Ronkin 2005, Ch. 5.

16. Η ακόλουθη συνοπτική περίληψη της θεωρίας βασίζεται στην διευκρίνιση στο Cousins 1981 και Gethin 1994, 17–22.

17. Σχετικά με την άποψη του Βούδα για τη γλώσσα βλέπε Gombrich 2009, Ch. 10, esp. σελίδες 144–155· Ρόνκιν 2005, 244–250.