Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Ἐκκλησιάζουσαι (147-188)

ΠΡ. ἔσθ᾽ ἥτις ἑτέρα βούλεται λέγειν; ΓΥ. Α’ ἐγώ.
ΠΡ. ἴθι δὴ στεφανοῦ· καὶ γὰρ τὸ χρῆμ᾽ ἐργάζεται.
ἄγε νυν ὅπως ἀνδριστὶ καὶ καλῶς ἐρεῖς
150 διερεισαμένη τὸ σχῆμα τῇ βακτηρίᾳ.
ΓΥ. Α’ «ἐβουλόμην μὲν ἕτερον ἂν τῶν ἠθάδων
λέγειν τὰ βέλτισθ᾽, ἵν᾽ ἐκαθήμην ἥσυχος·
νῦν δ᾽ οὐκ ἐάσω, κατά γε τὴν ἐμήν, μίαν
ἐν τοῖς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῖν
155 ὕδατος. ἐμοὶ μὲν οὐ δοκεῖ, μὰ τὼ θεώ,—»
ΠΡ. μὰ τὼ θεώ, τάλαινα; ποῦ τὸν νοῦν ἔχεις;
ΓΥ. Α’ τί δ᾽ ἐστίν; οὐ γὰρ δὴ πιεῖν γ᾽ ᾔτησά σε.
ΠΡ. μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ἀνὴρ ὢν τὼ θεὼ κατώμοσας,
καίτοι τά γ᾽ ἄλλ᾽ εἰποῦσα δεξιώτατα.
160 ΓΥ. Α’ ὢ νὴ τὸν Ἀπόλλω— ΠΡ. παῦε τοίνυν· ὡς ἐγὼ
ἐκκλησιάσουσ᾽ οὐκ ἂν προβαίην τὸν πόδα
τὸν ἕτερον, εἰ μὴ ταῦτ᾽ ἀκριβωθήσεται.
ΓΥ. Α’ φέρε τὸν στέφανον· ἐγὼ γὰρ αὖ λέξω πάλιν·
οἶμαι γὰρ ἤδη μεμελετηκέναι καλῶς.
165 «ἐμοὶ γάρ, ὦ γυναῖκες αἱ καθήμεναι,—»
ΠΡ. γυναῖκας αὖ, δύστηνε, τοὺς ἄνδρας λέγεις;
ΓΥ. Α’ δι᾽ Ἐπίγονόν γ᾽ ἐκεινονί· βλέψασα γὰρ
ἐκεῖσε πρὸς γυναῖκας ᾠόμην λέγειν.
ΠΡ. ἄπερρε καὶ σὺ καὶ κάθησ᾽ ἐντευθενί.
170 αὐτὴ γὰρ ὑμῶν γ᾽ ἕνεκά μοι λέξειν δοκῶ
τονδὶ λαβοῦσα. «τοῖς θεοῖς μὲν εὔχομαι
τυχεῖν κατορθώσασι τὰ βεβουλευμένα.
ἐμοὶ δ᾽ ἴσον μὲν τῆσδε τῆς χώρας μέτα
ὅσονπερ ὑμῖν· ἄχθομαι δὲ καὶ φέρω
175 τὰ τῆς πόλεως σαπέντα βαρέως πράγματα.
ὁρῶ γὰρ αὐτὴν προστάταισι χρωμένην
ἀεὶ πονηροῖς· κἄν τις ἡμέραν μίαν
χρηστὸς γένηται, δέκα πονηρὸς γίγνεται.
ἐπέτρεψας ἑτέρῳ,πλείον᾽ ἔτι δράσει κακά.
180 χαλεπὸν μὲν οὖν ἄνδρας δυσαρέστους νουθετεῖν,
οἳ τοὺς φιλεῖν μὲν βουλομένους δεδοίκατε,
τοὺς δ᾽ οὐκ ἐθέλοντας ἀντιβολεῖθ᾽ ἑκάστοτε.
ἐκκλησίαισιν ἦν ὅτ᾽ οὐκ ἐχρώμεθα
οὐδὲν τὸ παράπαν, ἀλλὰ τόν γ᾽ Ἀγύρριον
185 πονηρὸν ἡγούμεσθα· νῦν δὲ χρωμένων
ὁ μὲν λαβὼν ἀργύριον ὑπερεπῄνεσεν,
ὁ δ᾽ οὐ λαβὼν εἶναι θανάτου φήσ᾽ ἀξίους
τοὺς μισθοφορεῖν ζητοῦντας ἐν τἠκκλησίᾳ.»

***
ΠΡΑ. (στις άλλες)
Άλλη καμιά σας θέλει να μιλήσει;
Α’ ΓΥΝ. Εγώ! ΠΡΑ. Να βάλεις πρώτα το στεφάνι
και κατόπι να τα φουρνίσεις όμορφα,
150σαν άντρας, στηριγμένη στη μαγκούρα σου.
Α’ ΓΥΝ. (δημηγορεί)
Εγώ θα προτιμούσα κάποιος άλλος
από τους πετσωμένους σας ρητόρους
να υποστηρίξει τα συμφέροντά μας
κι εγώ να κάθομαι ήσυχα ν᾽ ακούω.
Ωστόσο θα σας πω τη γνώμη μου, ούτε
στάλα νερό στα κιούπια να μην έχουν
τα καπηλειά μας, μά το θείο ζευγάρι,
τη Δήμητρα και Κόρη. ΠΡΑ. Σουτ! Τρελάθηκες;
Στις δυο θεές ορκίστηκες; Α’ ΓΥΝ. Τί τρέχει
και θυμώνεις; Δε ζήτησα κρασί.
ΠΡΑ. Το ξέχασες πώς άντρας είσαι τώρα;
Οι γυναίκες αμόνουνε μονάχα
σε θηλυκούς θεούς... Όμως η γνώμη σου
160πολύ καλή. Α’ ΓΥΝ. Και ναι, μά τον Απόλλωνα!
ΠΡΑ. Κι εγώ δεν κάνω ρούπι από δω πέρα,
να πάω στη συνεδρίαση, αν δε γίνουν
όλα όσα σας ορμήνεψα ένα κι ένα.
(Κάνει να πάρει το στεφάνι από την Πρώτη Γυναίκα)
Α’ ΓΥΝ. Άσε μού το και θέλω να μιλήσω.
Είμαι καλά μελετημένη τώρα.
(στο πλήθος)
Ακούστε, εκκλησιάζουσες κυράδες...
ΠΡΑ. (τη διακόπτει)
Πάλε γυναίκες είπες; Άντρες είμαστε!
Α’ ΓΥΝ. (δείχνει πέρα)
Φταίει ο Τοτός εκεί. Καθώς τον είδα,
θάρρεψα πως μιλούσα σε γυναίκες.
ΠΡΑ. Τσακίσου, λέω, και τράβα να καθίσεις.
170Ανάγκη να μιλήσω εγώ για λόγου σας.
Δώσ᾽ μου εδώ το στεφάνι. Πρώτα πρώτα
θα κάνω προσευκή στους αθανάτους
καλά να πάνε τ᾽ αποφασισμένα μας.
Για την πατρίδα γνοιάζομαι κι εγώ,
όπως και σεις. Πονώ για τη σαπίλα της
και νιώθω μέγα βάρος στην ψυχή μου.
Βλέπω να ᾽χετε ηγέτες κατεργάρηδες
κι αν λάχαινε κανείς μια μέρα τίμιος,
γινότανε για δέκα απατεώνας.
Κι όσες φορές αλλάξατε μπροστάρη,
ο καινούριος πολύ χειρότερός του.
180Οι βλαμμένοι δεν παίρνουν από λόγια.
Που θέλουν το καλό σας τους φοβάστε,
που θέλουν το κακό τούς καλοπιάνετε.
Πολύν καιρό δεν κάναμε συνέλευση,
κι όμως τον λαοπλάνο τον Αγύρριο,
που τον είχαμε πρώτα για παλιόμουτρο,
σαν έκοψε μιστό για τους συνέδρους,
όσοι παρόντες παίρναν, τον παινούσανε
κι όσοι δεν παίρναν βρίζανε τους άλλους,
πως είναι άξιοι θανάτου οι πουλημένοι!

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΠΡΙΑΜΙΔΕΣ, ΠΡΙΑΜΟΣ

Καταγωγή
 
Οι γενεαλογίες στα ομηρικά έπη καλύπτουν συνήθως τρεις γενιές: τον ήρωα, τον πατέρα του και τον γιο του. Εξαίρεση αποτελεί το πολύ πιο εκτενές γενεαλογικό δέντρο του Αινεία, που καλύπτει έξι γενιές σε είκοσι έξι στίχους (Υ 215-241). Σε αυτό το γενεαλογικό δέντρο καλύπτεται η ιστορία της Τροίας και επιμέρους μυθικά επεισόδια (όπως του Γανυμήδη). Έτσι, δημιουργείται μια χρονολογική σειρά από τον Δία μέχρι τον Έκτορα και τον Αινεία, ενώ οι επώνυμοι ήρωες Ίλος και Τρως φαίνεται ότι επινοήθηκαν από τον ποιητή ή νωρίτερα από τους αοιδούς για να αιτιολογηθούν οι ονομασίες Ίλιο και Τροία.
 
Και μαθ', εάν το επιθυμείς, καλά να την γνωρίσεις
την ιδικήν μας γενεάν, αν και πολλοί την ξεύρουν·
πρώτον ο Ζευς τον Δάρδανον εγέννησε και κτίζει
την Δαρδανίαν, πριν εκεί στην πεδιάδα κάμουν
πάλιν οι θνητοί άνθρωποι την Ίλιον την αγίαν
και στες πολύβρυσες πλαγιές της Ίδης κατοικούσαν.
Τον Εριχθόνιον γέννησεν ο Δάρδανος εκείνον
τον βασιλέα ξακουστόν για τα πολλά του πλούτη
που τρεις χιλιάδες έβοσκαν στον βάλτον του φοράδες
περήφανες στα τρυφερά πουλάρια που εγεννήσαν.
Και κει που εβόσκαν άναψεν απ΄ έρωτα ο Βορέας
και, μαύρος ίππος στην μορφήν, εταίριασε μ' εκείνες·
και δώδεκα εγέννησαν πουλάρια του Βορέα.
Και όταν σκιρτούσαν ελαφρά στην γην την σιτοδότρα
στο στάχυ επάνω έτρεχαν χωρίς να το λυγίσουν·
και όταν εις τα διάπλατα σκιρτούσαν της θαλάσσης
στην κορυφήν του κύματος ξακρίζουν τον αφρόν της.
Και από τον Εριχθόνιον των Τρώων βασιλέας
ο Τρως γεννήθη και απ' αυτόν τρία λαμπρά βλαστάρια
ο Ίλος, ο Ασσάρακος και ο ισόθεος Γανυμήδης,
που εγεννήθη των θνητών ο πρώτος για το κάλλος,
που τον σηκώσαν οι θεοί για κείνα του τα κάλλη
να ζει μ΄ αυτούς αθάνατος και κεραστής του Δία.
Γεννά και ο Ίλος τον λαμπρόν Λαομέδοντα και τούτος
τον Τιθωνόν, τον Πρίαμον, τον Λάμπον, τον Κλυτίον,
ως και τον Ικετάονα κακό του Άρη θρέμμα·
τον Κάπυν ο Ασσάρακος, ο Κάπυς τον Αγχίσην,
τούτος εμέ [τον Αινεία] και ο Πρίαμος τον Έκτορα τον θείον·
την γενεάν, το αίμ' αυτό καυχόμ' εγώ πως έχω.
(Όμ., Ιλ. Υ 215-241)
 
Ο Πρίαμος είναι ο πιο γνωστός από τους γιους του Λαομέδοντα, επειδή ο Τρωικός πόλεμος έγινε στην εποχή του, όταν ήταν ήδη πολύ γέρος. Το όνομα της μητέρας του είναι ασαφές· άλλοτε είναι η κόρη του ποταμού Σκάμανδρου Στρυμώ, άλλοτε κάποια Πλακία ή Λευκίππη.
 
Παιδικά χρόνια - Βασιλεία
 
Τα παιδικά χρόνια του Πρίαμου σημαδεύτηκαν από την πρώτη άλωση της Τροίας από τον Ηρακλή.
 
[…] έπλευσε [ο Ηρακλής] εναντίον του Ιλίου με δεκαοκτώ πλοία, που το καθένα είχε πενήντα κουπιά, αφού πρώτα συγκέντρωσε στρατό από άριστους άνδρες, που αποφάσισαν να συμμετάσχουν εθελοντικά στην εκστρατεία. Όταν κατέπλευσε στο Ίλιο, εμπιστεύτηκε τη φύλαξη των πλοίων στον Οϊκλή και ο ίδιος με τα υπόλοιπα παλικάρια επιτέθηκε στην πόλη. Ο Λαομέδοντας, πλησιάζοντας στα πλοία με τον στρατό του, σκότωσε πάνω στη μάχη τον Οϊκλή, εκδιώχθηκε όμως από τους άνδρες του Ηρακλή και κλείστηκε μέσα στην πολιορκημένη πόλη. Στη διάρκεια της πολιορκίας ο Τελαμώνας προκάλεσε ρήγμα στο τείχος, μπήκε πρώτος στην πόλη και μετά από αυτόν ο Ηρακλής. Μόλις εκείνος είδε πρώτον τον Τελαμώνα να μπαίνει, τράβηξε το ξίφος από τη θήκη και όρμησε εναντίον του, επειδή δεν ήθελε κανένας να θεωρείται καλύτερός του. Ο Τελαμώνας, μόλις το αντιλήφθηκε αυτό, άρχισε να μαζεύει πέτρες από εκεί κοντά και, όταν εκείνος τον ρώτησε τι κάνει, απάντησε ότι κατασκευάζει ένα βωμό για να τιμήσει τον Ηρακλή τον καλλίνικο. Εκείνος τον επαίνεσε και, μόλις κυρίευσε την πόλη, αφού σκότωσε με τα βέλη του τον Λαομέδοντα και τα παιδιά του εκτός από τον Ποδάρκη, έδωσε ως έπαθλο στον Τελαμώνα την κόρη του Λαομέδοντα Ησιόνη, και σε εκείνη επέτρεψε να πάρει μαζί της όποιον από τους αιχμαλώτους ήθελε. Όταν αυτή διάλεξε τον αδελφό της τον Ποδάρκη, είπε ότι πρώτα πρέπει να γίνει δούλος και τότε μόνο θα τον έχει, αφού δώσει κάτι για να τον εξαγοράσει. Και αυτή, την ώρα της αγοροπωλησίας, έβγαλε κεφαλομάντιλό της και την έδωσε ως αντίτιμο· από αυτό το γεγονός ο Ποδάρκης ονομάστηκε Πρίαμος (Από το ρήμα πρίαμαι που σημαίνει αγοράζω. Ο Πρίαμος ανοικοδόμησε την γκρεμισμένη πόλη, ενώ ο Ηρακλής και ο Τελαμώνας με τον στρατό και την Ησιόνη γύρισαν στην Ελλάδα). (Απολλόδ. 2.6.4)
 
Ο Ηρακλής εμπιστεύτηκε την Τροία στον μόνο γιο του Λαομέδοντα που είχε επιζήσει, τον Πρίαμο, ο οποίος σταδιακά επεξέτεινε τα όρια της εξουσίας του σε ολόκληρη την περιοχή και στα νησιά κοντά στην ασιατική γη. Παραδίδεται ακόμη ότι πολέμησε στις όχθες του Σαγγάριου τις Αμαζόνες ως σύμμαχος του Φρύγιου Οτρέα,
 
[και στης Φρυγίας μια φορά τ' αμπελοφόρα μέρη
επήγα κι είδα πληθυσμόν Φρυγών των ιππομάχων,
που τότ' εστρατοπέδευαν στες όχθες του Σαγγάρου,
του θείου Μύγδονος λαοί συνάμα και του Οτρέως,
ότι βοηθός τους έφθασα κι εγώ να πολεμήσω,
όταν αυτοί τες ίσανδρες κτυπούσαν Αμαζόνες]
(Όμ., Ιλ. Γ 184-189).
 
Γάμοι - Απόγονοι
 
Από τον πρώτο του γάμο με την Αρίσβη, κόρη του Μέροπα, απέκτησε ένα γιο, τον Αίσακο. Την άφησε στον Υρταίο, για να παντρευτεί την Εκάβη με την οποία απέκτησε πολλά παιδιά, πρώτα τον Έκτορα, ύστερα τον Πάρη, μετά τις κόρες Κρέουσα, Λαοδίκη, Πολυξένη, Κασσάνδρα, τέλος τους γιους Έλενο, Πάμμονα, Πολίτη, Άντιφο, Ιππόνοο, Πολύδωρο, Τρωίλο, που θεωρούνταν και γιος του Απόλλωνα. Από άλλες παλλακίδες απέκτησε πολλά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, πενήντα ονόματα παραδίδονται, όχι όμως από μόνο έναν συγγραφέα. Πληρέστερος είναι ο κατάλογος του Απολλόδωρου με 47 ονόματα.
 
Πάντως, όλα τα παιδιά με τους/τις συζύγους τους ζουν στο παλάτι,

[Και ως έφθασε στο μέγαρο τ' ωραίο του Πριάμου,
με σκαλισμένες αίθουσες κτισμένο, κι ήσαν μέσα
θάλαμοι καλοσκάλιστοι μαρμάρινοι πενήντα,
όλοι κτισμένοι σύνεγγυς· και αυτού μέσα εκοιμόνταν
με τες μνηστές γυναίκες των οι παίδες του Πριάμου·
και απ' τ' άλλο μέρος στην αυλήν, αντίκρυς, εις τ' ανώγι,
θάλαμοι καλοσκάλιστοι μαρμάρινοι εκτισθήκαν
δώδεκα σύνεγγυς και αυτοί· και αυτού πάλι εκοιμόνταν
με τες σεβάσμιες κόρες του οι αγαπητοί γαμβροί του]
(Ιλ., Ζ 242-251),
 
σε ιδιαίτερο θάλαμο το κάθε ζευγάρι.
 
Δράση στον πόλεμο
 
Ο πραγματικός ηγέτης στον πόλεμο ήταν ο Έκτορας, ο οποίος είχε διάφορους συμβουλάτορες, όχι όμως και τον ηλικιωμένο πατέρα του που δεν έπαιρνε μέρος στις μάχες, προήδρευε μόνο στις συνελεύσεις, χωρίς να ακούγεται πάντα η γνώμη του και παρακολουθούσε τον πόλεμο ψηλά από τα τείχη μαζί με άλλους συνομήλικούς του δημογέροντες (Γ 145 κ.ε.).
 
Μάλλον γνώριζε τα σχέδια του Πάρη για την απαγωγή της Ελένης και δεν έφερε αντιρρήσεις. Ήταν φιλικός με την Ελένη (Γ 161 κ.ε.), άτολμος σε κρίσιμες αποφάσεις, ευγενής με εξαίρεση τη στιγμή που διώχνει οργισμένος* από θλίψη κάποιους Τρώες που ήλθαν να συμπαρασταθούν στη βασιλική οικογένεια για το πένθος τους. Είναι γενικά ευσεβής, αν και πατά τους όρκους** που έδωσε με τον Αγαμέμνονα ως εγγύηση ότι αυτός που θα νικούσε στη μονομαχία για την Ελένη, ο Πάρης ή ο Μενέλαος, θα την κέρδιζε οριστικά και ο πόλεμος θα σταματούσε.
 
Προς το τέλος της Ιλιάδας δραστηριοποιείται περισσότερο. Προστάζει να κρατηθούν οι πύλες ανοιχτές για να καταφύγουν μέσα στην πόλη οι κυνηγημένοι από τον Αχιλλέα Τρώες (Φ 526 κ.ε.). Βιώνει τον θάνατο πολλών παιδιών του, και του Έκτορα στο τέλος, τον οποίο εξόρκιζε να μην μονομαχήσει με τον Αχιλλέα. Προσπάθησε μάλιστα να τον συγκινήσει, προβλέποντας την καταστροφή της Τροίας, το μέγεθος και τις εκφάνσεις της, τις γενικότερες συνέπειες*** του πολέμου. Ο Έκτορας δεν πείσθηκε, και όταν σκοτώθηκε, η θεά Ίρις, σταλμένη από τον Δία, παρακίνησε τον Πρίαμο να πάει στο στρατόπεδο των Αχαιών για να ζητήσει το πτώμα του νεκρού γιου του. Αψήφησε τους φόβους της Εκάβης και τους δικούς του και πήγε νύχτα στο στρατόπεδο των Αχαιών, στη σκηνή του Αχιλλέα, για να δώσει λύτρα**** και να πάρει το σώμα του γενναίου παιδιού τους. Τον συνόδευε ο Ερμής μεταμφιεσμένος σε θνητό -και στην μορφήν ομοιώθη / με αγόρι γενεάς λαμπρής, πόχει το πρώτο χνούδι, / καιρός που η νιότη φαίνεται με όσην χάριν έχει (Ω 346-348).
 
Η ειρηνική αριστεία του Πριάμου, ανάμνηση της παλιάς πολεμικής του αριστείας, ξάφνιασε τον Αχιλλέα, καθώς ο γέροντας έδειξε ευγένεια και αρχοντιά, ψυχική δύναμη, εθαύμαζεν εκεί του Αχιλλέα / την πλάση και τ' ανάστημα που ωσάν θεού φαντάζαν (Ω 630-631), αναγνώρισε ότι ήταν ένας σπουδαίος αντίπαλος για τον γιο του. Εξάλλου, οι αρετές του Αχιλλέα δικαίωναν και τις αρετές του δικού του γιου που πέθανε από έναν τέτοιο εχθρό. Έτσι, οι δύο αντίπαλοι συντρώγουν σε ένα νεκρόδειπνο που περιλαμβάνει φαγητά και κρασί, ενώ ικανοποιείται και η ανάγκη για έκφραση σκέψεων και συναισθημάτων. Όλα αυτά, μαζί με τον ύπνο που επέρχεται, σηματοδοτούν επαναφορά στη σωματική κανονικότητα, δηλαδή η ικανοποίηση των σωματικών αναγκών που αναστέλλονται με το πένθος, και η επιστροφή του σώματος του Έκτορα στο στρατόπεδο των Τρώων σηματοδοτούν την επιστροφή στην τελετουργική ομαλότητα, καθώς αποκαθίστανται η ανταπόδοση, η ικεσία -τον ικέτη του θα σεβαστεί περίσσια, λέει ο Δίας για τον Αχιλλέα, και την ίδια φράση επαναλαμβάνει η Ίριδα στον Πρίαμο (Ω 158, 187· πρβ. 465-7, 478-9)- και η νεκρική τελετουργία. Κάτω από άλλες συνθήκες το γεγονός αυτό θα μπορούσε να σφυρηλατήσει ειρηνικούς δεσμούς μεταξύ των αντιμαχομένων. Κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, η νεκρική τελετουργία έβγαλε τον Αχιλλέα από την παρατεταμένη περίοδο της μεταιχμιότητάς του, Τρώες και Αχαιούς από μια παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας και αμηχανίας και ωθεί το δράμα στη λύση του.
 
Θάνατος του Πρίαμου
 
Με τον εχθρό μέσα στο παλάτι, ο Πρίαμος θέλησε να υπερασπιστεί τους δικούς του και ξαναπήρε ο ηλικιωμένος πολεμιστής τα όπλα που του ενεχείρισε η κόρη του Λαοδίκη. Όμως η Εκάβη τον τράβηξε πίσω στο παλάτι, για να προσπέσουν ικέτες σε βωμό των θεών δαφνοστεφανωμένοι. Εκεί βιώθηκε η μεγαλύτερη αγριότητα του πολέμου, καθώς καταπατήθηκαν όλοι οι νόμοι της ικεσίας και επαληθεύθηκαν οι προβλέψεις που είχε κάνει ο Πρίαμος (Χ 58-76). Είδε τον γιο του Πολίτη να σκοτώνεται στον βωμό από τον Νεοπτόλεμο, που έπιασε και τον γέροντα από τα μαλλιά, τον τράβηξε από τον βωμό και τον αποκεφάλισε. Το σώμα έμεινε άταφο. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή τον έσυρε μέχρι τον τάφο του Αχιλλέα έξω από την πόλη και εκεί τον σκότωσε. Στην Ιλιάδα Μικρά ο Πρίαμος φονεύεται από τον Νεοπτόλεμο «στην πόρτα του σπιτιού του» (πρβ. Χ 66), στην Ιλίου Πέρσιν πεθαίνει στον βωμό του ερκείου Διός, ενώ μυθολογείται και ο θάνατός του με όπλο το νεκρό σώμα του εγγονού του. Αλλά πώς θα ήταν δυνατόν οι θνητοί να μη φτάσουν σε μια τέτοια κατάσταση τη στιγμή που ο Δίας είχε κατηγορήσει την Ήρα ότι ευχαρίστως θα έτρωγε τον Πρίαμο ωμό (Δ 34-6);
-----------------------
*Η οργή του Πρίαμου
 
Κι έδιωχνε από την αίθουσαν όλους ομού τους Τρώας:
«Ω λώβες, σύρετ' από 'δω! Τα σπίτια σας δεν έχουν
λύπην και αυτά και ήλθετε να πλήξετε κι εμένα;
Μικρή σας φαίνεται η πληγή, που μου 'δωκε ο Κρονίδης,
να χάσω το καλύτερον απ' όλα τα παιδιά μου;
Θα το αισθανθείτε γρήγορα και σεις που αυτός εχάθη
όταν σας κόψουν εύκολα των Αχαιών οι λόγχες.
Αχ! να κλεισθούν τα μάτια μου προτού να ιδούν την πόλιν
να την πατήσουν οι εχθροί και να την ερημάζουν».
Είπε, και με το σκήπτρο του κτυπώντας τους ο γέρος
τους έβγαλε κι εφώναξε στα τέκνα του που εμείναν·
εννέα ήσαν· Έλενος και Πάρις και Αγάθων
και Πάμμων και Αντίφονος, Πολίτης, ο γενναίος
Δηίφοβος και Ιππόθοος και ο δοξασμένος Δίος.
Σ΄ όλους αυτούς εφώναζε: «Τι δεν με βοηθείτε,
κακά μου τέκνα, ελεεινά· να 'χετε όλοι αντάμα
αντί του Έκτορος χαθεί στες πρύμνες σκοτωμένοι·
οϊμένα τον βαριόμοιρον, δεν μόμεινε κανένα
απ' τα εξαίσια τέκνα μου που εδόξασαν την Τροίαν·
πού είναι ο Μήστωρ ο λαμπρός, ο ιππόμαχος Τρωίλος,
ο Έκτωρ, οπού εθέιζε μες στων θνητών τα γένη,
πόμοιαζε γέννημα θεού, και όχι θνητού στο θώρι,
και όλους τους αφάνισεν ο Άρης και απομείναν
οι αχρείοι, ψεύτες, στο χορό λαμπρότατοι τεχνίτες
και αρνιά κι ερίφια του κοινού ν' αρπάζουν μαθημένοι·
δεν πάτε να μου ζέψετε τ' αμάξι ευθύς και τούτα
επάνω του να θέσετε, να μη χρονοτριβήσω;»
(Όμ. Ιλ. 238-264)
 
**Θυσίες και όρκοι: Πρίαμος και Αγαμέμνων
 
Και οι κήρυκες τες προσφορές της ένορκης θυσίας,
δύο κριάρια κι έν' ασκί γλυκό κρασί γεμάτο,
μέσ' απ' την πόλιν έφερναν· και ο κήρυξ ο Ιδαίος
έναν κρατήρα ολόκληρον με τα χρυσά ποτήρια.
Κι εσίμωσε στον γέροντα και τον παρακινούσε:
« Σήκω», του είπε, « ω Πρίαμε, σε προσκαλούν οι πρώτοι
των Τρώων και των Αχαιών να κατεβείς να κάμεις
μ' αυτούς θυσίαν ένορκην· θα πολεμήσουν τώρα
ο Πάρις και ο Μενέλαος με τα μακριά κοντάρια·
και όποιος νικήσει από τους δυο θα λάβει την Ελένην
με όσους έχει θησαυρούς· κι εμείς οι άλλ' ειρήνην
θα ομόσωμεν ασάλευτην και θα χαρούν οι Τρώες
την κάρπιμη Τρωάδα τους κι εκείνοι οπίσω στ' Άργος
και στην ομορφοπάρθενην θα γύρουν Αχαΐαν».
Και ο γέροντας επάγωσε και των συντρόφων είπε
ευθύς να ζέψουν τ' άλογα και ανέβηκε μαζί του
ο Αντήνωρ εις την άμαξαν και ο Πρίαμος οπίσω
τα χαλινάρια ετέντωνε και τ' άλογα τους φέραν
από τες Πύλες τες Σκαιές στην πεδιάδα κάτω·
και άμ' έφθασαν εις τους στρατούς κατέβηκαν και οι δύο
κι εβάδιζαν ανάμεσα των Αχαιών και Τρώων.
Σηκώθη τότε ο κραταιός Ατρείδης και σιμά του
σηκώθη ο θείος Οδυσσεύς· οι κήρυκες εφέραν
των θείων όρκων τα σφαχτά και αφού μες στον κρατήρα
εσυγκεράσαν το κρασί, το νίψιμο κατόπι
εις τες παλάμες έχυναν των θείων βασιλέων·
κι έσυρ' ο Ατρείδης μάχαιραν που πάντοτ΄ εκρεμόταν
εις την λαβήν του ξίφους του και απόκοψε τες τρίχες
απ' των κριών τες κεφαλές, και αφού τες διαμοιράσαν
οι κήρυκες στους αρχηγούς των Αχαιών και Τρώων,
ψηλά τα χέρια σήκωσεν ο Ατρείδης κι εδεήθη:
«Δία πατέρα, δοξαστέ, μεγάλε, όπου δεσπόζεις
από την Ίδην, κι Ήλιε, που ακούς και βλέπεις όλα,
και ποταμοί, και γη, και σεις θεοί, που εκεί στον Άδη
κάθ' επιόρκου την ψυχήν ως πρέπει τιμωρείτε,
γίνεσθε τώρα μάρτυρες και φύλακες των όρκων·
ανίσως τον Μενέλαον ο Πάρις θανατώσει
με όλους της τους θησαυρούς θα έχει την Ελένην
κι εδώθ' εμείς θα φύγουμε με τα γοργά καράβια·
κι αν ο ξανθός Μενέλαος τον Πάριν θανατώσει
εκείνην με τους θησαυρούς οι Τρώες θ' αποδώσουν
και θα πληρώσουν πρόστιμον, ως πρέπει των Αργείων,
που και στες άλλες γενεές να φθάσει τ' άκουσμά του,
κι αν ύστερ' απ' τον θάνατον του Πάριδος δεν θέλουν
να το πληρώσει ο Πρίαμος και οι παίδες του Πριάμου,
θα μείνω εδώ τον πόλεμον ν' ακολουθήσ' ωσότου
μου πληρωθεί το πρόστιμο και βρω του αγώνος άκρην».
Είπε και με το αλύπητο μαχαίρι τα κριάρια
έσφαξε και σπαρταριστά ξαπλώθηκαν στο χώμα
χωρίς πνοήν, άμα ο χαλκός την δύναμιν τους πήρε·
και απ' τον κρατήρα παίρνοντας κρασί με τα ποτήρια
το χύναν και προσεύχονταν και Αχαιοί και Τρώες
και αυτές προφέρναν τες ευχές: «Ω ύψιστε Κρονίδη,
και όλοι οι αθάνατοι θεοί, των δολερών που πρώτοι
επιορκήσουν ο μυελός να ρεύσει καθώς ρέει
τούτ' οπού χύνω το κρασί, και αυτών και των παιδιών τους
και αγκάλες άλλων να χαρούν τα έρμα θηλυκά τους».
Είπαν, αλλ' όμως την ευχήν δεν έστερξε ο Κρονίδης.
Και ο Δαρδανίδης Πρίαμος εμπρός εις όλους είπε:
«Ακούσετέ με, Αχαιοί, ακούσετέ με, Τρώες,
θα γύρω εγώ στην Ίλιον την πολυανεμισμένην,
ότι η καρδιά δεν μου βαστά τον ποθητόν υιόν μου
να ιδώ με τον Μενέλαον στον φονικόν αγώνα·
μόν' οι αθάνατοι θεοί κι εξόχως ο Κρονίδης
γνωρίζ' εις ποίον διόρισε τον θάνατον η μοίρα».
(Οδ., Ιλ. Γ 245-309)
 
***Οι συνέπειες του πολέμου
 
Ο Πρίαμος απευθύνεται στον γιο του Έκτορα:
 
Εμένα καν τον κακορίζικο που ακόμα ζω σπλαχνίσου,
που μέσα στα βαθιά γεράματα του Κρόνου ο γιος μου γράφει
άραχλα τέλη, πλήθια ο δύστυχος σα δω κακά πιο πρώτα,
τους γιους να μου σκοτώνουν, σκλάβες τους τις κόρες να μου σέρνουν
και να κουρσεύουν το παλάτι μου· να σφεντονίζουν
κάτω στο χώμα τα παιδιά τ' ανήλικα μες στη σφαγή την άγρια,
και να τραβούν μεβιάς τις νύφες μου με τ' άνομά τους χέρια.
Στερνό και μένα μπρος στην ξώπορτα θα με τραβολογήσουν,
ωμό για να με φαν, οι σκύλοι μου, σύντας με κρούσει κάποιος
με το σπαθί για το κοντάρι του, και τη ζωή μου πάρει-
αυτοί που τάιζα στο τραπέζι μου, να μου φυλάν τις πόρτες·
και αφού ρουφήξουν πια το γαίμα μου με φρενιασμένα σπλάχνα,
θα ξαπλωθούν μπροστά στην ξώπορτα. Στο νιο ταιριάζουν όλα,
που ο κοφτερός χαλκός τον σπάραξε μες στη σφαγή και πέφτει,
κι ό,τι κι αν δείξει, είναι όλα του όμορφα, κι ας είναι σκοτωμένος.
Μα ενού γερόντου που σκοτώθηκεν οι σκύλοι σαν ντροπιάζουν
την άσπρη κεφαλή του, τ' άσπρα του γένια, τ' αχαμνά του,
χειρότερο κακό δε βρίσκεται για τους θνητούς τους έρμους!
(Χ 58-76)
 
****Τα λύτρα του Πρίαμο για τον σκοτωμένο Έκτορα
 
[…] από τ' αρμάρια του εσήκωσε τα ωραία
σκεπάσματα και δώδεκα πέπλους λαμπρούς επήρε.
Και χλαίνες δώδεκα μονές, και τάπητες ομοίως
και τόσα επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώνες
και δέκ' ακόμη τάλαντα χρυσάφι ζυγισμένο,
τέσσερους λέβητες και ομού δυο τρίποδες που ελάμπαν
κι ένα ποτήρι υπέρλαμπρο, βαρύτιμο που οι Θράκες
του είχαν δωρήσει τον καιρόν που επήγε απεσταλμένος·
και μηδ' εκείνο εκράτησεν ο γέρος, τόσην είχε
λαχτάραν το αγαπητό παιδί να ξαγοράσει.
(Όμ., Ιλ. Ω 228-237)

ΩΚΕΑΝΙΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ: Η μικρότητα και η μεγαλοσύνη του ανθρώπου

«Όταν κοιτάζω ψηλά προς τα αστέρια, καταλαβαίνω πως είμαι μικρός, αλλά επίσης πως είμαι μεγάλος. Είμαι μεγάλος επειδή είμαι συνδεδεμένος με το σύμπαν και το σύμπαν είναι συνδεδεμένο μαζί μου» -Νιλ ντεΓκρας Τάισον

            Κάποτε όλοι βρεθήκαμε καταμεσής του πελάγου, χαθήκαμε σε ένα δάσος που δεν ξεχωρίζαμε που αρχίζει και που τελειώνει, ξαπλώσαμε σε ένα απέραντο λιβάδι – πεδιάδα που τα χρώματα των λουλουδιών θόλωναν την όρασή μας, αφεθήκαμε μια φεγγαρόφωτη βραδιά στην αναζήτηση του πιο φωτεινού αστεριού και σίγουρα βρεθήκαμε κάποτε μαζί με πολλούς χιλιάδες συνανθρώπους μας και νιώσαμε τόσο δυνατοί αλλά και τόσο «μόνοι».

             Οι παραπάνω εμπειρίες συνοδεύτηκαν – ονται από αντικρουόμενα συναισθήματα και από έναν προβληματισμό για τη θέση μας στο σύμπαν. Σε αυτές τις περιπτώσεις ενεργοποιούμε τους νοητικούς μας μηχανισμούς για να προσδιορίσουμε με ευκρίνεια το περιεχόμενο των συναισθημάτων μας, που τείνουν να αυτονομηθούν και να απελευθερωθούν από τα δεσμά της λογικής. Πάντοτε τα συναισθήματα αυτά είναι δύσκολο να περιγραφούν, να ερμηνευτούν και να αποδοθούν με μια έννοια – λέξη που να τα καθιστά κατανοητά, τόσο από το υποκείμενο (Εγώ) όσο κι από το αντικείμενο (οι άλλοι…).

Η μικρότητα και η μεγαλοσύνη του ανθρώπου

            Αυτή η υπερβατική εμπειρία βίωσης συναισθημάτων που καταδεικνύουν τη μικρότητα αλλά και τη μεγαλοσύνη του ανθρώπου είναι μοναδική και συγκλονίζει συθέμελα την ύπαρξή του. Γιατί αναδεικνύει τόσο την ατομικότητά μας αλλά και την εξάρτηση σύνδεση με τον περίγυρο φυσικό – κοινωνικό (συλλογικότητα). Είναι ένα συναίσθημα απροσδιόριστο εννοιολογικά αλλά τόσο έντονο και βαθύ αφού διαχέεται και διαποτίζει κάθε πτυχή των υποστάσεων του ατόμου.

            Είναι το λεγόμενο «ωκεάνιο συναίσθημα» (oceanic feeling). Ένα συναίσθημα ηρεμίας και ευτυχίας. Ένα συναίσθημα πληρότητας και αγαλλίασης. Σε αυτό η αίσθηση του χρόνου και του χώρου χάνονται. Τα όρια μεταξύ της περατότητας της ανθρώπινης ύπαρξης και της απεραντοσύνης και αιωνιότητας του σύμπαντος δεν γίνονται κατανοητά. Το συναίσθημα αυτό μοιάζει ή βιώνεται ως ένα κύμα που μας γεμίζει με εσωτερική γαλήνη και ευφορία.

            Είναι, επίσης, ένα συναίσθημα ενός ισχυρού δεσμού με τον εξωτερικό κόσμο και το «όλον». Ταυτιζόμαστε με αυτό κι αδυνατούμε να υπάρξουμε βιολογικά και συναισθηματικά ως μονάδες. Συνειδητοποιούμε την απεραντοσύνη του «ωκεανού» που μας περιβάλλει τη στιγμή που ταυτιζόμαστε με αυτόν. Αυτός μας υπερβαίνει και μας περιέχει.

            Το μέγεθος αλλά και το περιεχόμενο αυτής της κοσμικής σύνδεσης αποτύπωσε με την ποιητική του γλαφυρότητα ο Ουίλιαμ Μπλέικ «Για να δεις τον κόσμο σ’ έναν κόκκο άμμου/ και τον παράδεισο σ’ ένα αγριολούλουδο/ κράτα το άπειρο στην παλάμη του χεριού σου/ και την αιωνιότητα σε μια ώρα».

Φρόιντ και Ωκεάνιο συναίσθημα

            Γεννήτορας του όρου «ωκεάνιου συναισθήματος» θεωρείται ο Ρομαίν Ρολάν. Πρώτος ο Φρόιντ στο έργο του «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας» περιγράφει το συναίσθημα αυτό ως «ένα συναίσθημα, που θα ήθελε να το ονομάσει αίσθηση της «αιωνιότητας», ένα αίσθημα σαν για κάτι απεριόριστο, άπειρο, θα λέγαμε «απέραντο».

            Ο Φρόιντ συνέδεσε το «ωκεάνιο συναίσθημα» με τη θρησκεία «πηγή θρησκευτικής ενέργειας». Προχωρώντας στα έσχατα της ανθρώπινης ψυχοδομής διαπίστωσε πως ο άνθρωπος αδυνατεί να συνειδητοποιήσει τα όρια του Εγώ προς το Αυτό (id) αλλά και προς εκείνο το πρόσωπο που συνιστά αντικείμενο του έρωτά του. «Στο ανώτατο σημείο του έρωτα τείνει να εξαλειφθεί το σύνορο ανάμεσα στο Εγώ και στο αντικείμενο. Παρά τις μαρτυρίες των αισθήσεων ο ερωτευμένος ισχυρίζεται πως το Εγώ και το Εσύ είναι ένα».

             Έτσι αυτή η συνειδητοποίηση της στενής σύνδεσης με το «όλον» καθιστά δυσδιάκριτα τα όρια του Εγώ με τον εξωτερικό κόσμο. Σύμφωνα με τους ειδικούς το συναίσθημα αυτό κατακλύζει τον άνθρωπο κατά τη βρεφική ηλικία, όπου καθίσταται δύσκολη η διάκριση εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου. Η σχέση του βρέφους με τη μητέρα είναι απόλυτη και ιδιαίτερα, το στήθος. Η σχέση Μητέρας – Βρέφους λειτουργεί ως μια «συμβιωτική μεμβράνη». Κι αυτή η εμπειρία συνοδεύει το άτομο σε όλη του τη ζωή, γιατί όπως είναι γνωστό δεν χάνεται κανένα ψυχικό στάδιο.

            Και όταν ο άνθρωπος αποκοπεί από το «μητρικό στήθος» νιώθει τόσο ανασφαλής που ασυνείδητα και με ποικίλους τρόπους αναζητά επιστροφή στην εστία, στο χαμένο παράδεισο. Έτσι κάθε ρήξη – αποδέσμευση από τη μητέρα αναζητά μια νέα σχέση – δεσμό (φύση, θεό, κοινωνία, ομάδα, ιδεολογία). Γιατί ο άνθρωπος όταν απουσιάζει η σύνδεσή του με κάτι ευρύτερο ή μεγαλύτερό του, νιώθει πως έχει χαθεί ένα κομμάτι της ψυχής του.

            «Ο μοναχός είναι ένας άνθρωπος που έχει αποκοπεί από τα πάντα και βρίσκεται σε αρμονία με τα πάντα» -Ευάγριος Σχολαστικός

            Αξίζει να σημειωθεί πως το «ωκεάνιο συναίσθημα» δεν έχει γίνει δεκτός ως όρος από όλες τις γλώσσες, άσχετα αν όλοι οι άνθρωποι το βιώνουν. Στην Ιαπωνία αντίστοιχος όρος είναι το amae και υποδηλώνει την «άνεση λόγω της απόλυτης αποδοχής μας εκ μέρους ενός άλλου ατόμου». Το κινέζικο ιδεόγραμμα «παρίστανε ένα μωρό να θηλάζει, πράγμα που υποδηλώνει μια απώλεια διαχωρισμού, μια επιστροφή στην αίσθηση ενότητας ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί» -Dylan Evans «Συναίσθημα»

            Η απουσία αντίστοιχου όρου στα Αγγλικά πιστοποιεί το διαφορετικό αξιακό σύστημα. Στον Αγγλόφωνο κόσμο δεσπόζει η αξία της ανεξαρτησίας, της αυτοπροβολής και της αυτονομίας – ατομικότητας, ενώ στην Ιαπωνία η συνύπαρξη και η συλλογικότητα.

Το Ωκεάνιο συναίσθημα και η θάλασσα

            Το «ωκεάνιο συναίσθημα», λοιπόν, «ως η απόλυτη αίσθηση αρμονίας με το σύμπαν, την απόλυτη αρμονία με έναν άλλο άνθρωπο» μόνο μια θαλασσινή λέξη θα μπορούσε να την περιγράψει, γιατί μόνον μέσα στη θάλασσα το σώμα μπορεί να θυμηθεί την αγαλλίαση που ένιωσε ως έμβρυο. Γιατί μόνο η θάλασσα σε αναγκάζει να βιώσεις το απέραντο και το συνεχές που σε εξουσιάζει αλλά και σε εμπνέει, σε κρατά αλλά και σε απελευθερώνει.

            Όσο κι αν ο σύγχρονος ναρκισσισμός μας εμποδίζει τη βίωση αυτού του συναισθήματος, τίποτα δεν μπορεί να μας αποκόψει από την απεραντοσύνη του σύμπαντος. Είμαστε τέκνα του συνεχούς χρόνου (Παρελθόν – Παρόν – Μέλλον) αλλά και του ενιαίου συμπαντικού χώρου.

«Τα ανθρώπινα πράγματα είναι ένα απειροελάχιστο σημείο στην απεραντοσύνη του σύμπαντος» -Πιέρ Σντό

            Εκείνος, όμως, που απέδωσε – περιέγραψε με ένα συγκλονιστικό τρόπο το «ωκεάνιο συναίσθημα» είναι ο εξερευνητής Τζον Μιούιρ, που εξερευνούσε το φιόρδ και τα βραχώδη τοπία του Εθνικού Πάρκου Γκλέισερ Μπέι κι ένιωσε ξαφνικά ένα πολύ δυνατό συναίσθημα.

            «Νιώθουμε τη ζωή και την κίνηση γύρω μας, όπως και την ομορφιά του σύμπαντος: οι παλίρροιες πάνε κι έρχονται με ακούραστη φιλοπονία, βρέχοντας τις όμορφες ακτές και κάνοντας τα σκουροκόκκινα φύκια στα ατέλειωτα λιβάδια της θάλασσας να χορεύουν ρυθμικά, εκεί όπου τα ψάρια βρίσκουν τροφή, τα άγρια ποτάμια καταλήγουν σε λευκούς καταρράκτες, πάντα σε άνθιση, πάντα τραγουδώντας, κι απλώνοντας τους χειμάρρους τους σε χίλια βουνά˙ τα τεράστια δάση τρέφονται από τις ηλιαχτίδες που πέφτουν πάνω τους, κάθε κύτταρο σε μια δίνη απόλαυσης˙ σμάρια από έντομα στροβιλίζονται στον αέρα, άγρια πρόβατα και κατσίκες στις καταπράσινες πλαγιές πάνω από τα δάση, αρκούδες χωμένες σε θάμνους με μούρα, μινκ και κάστορες και ενυδρίδες στο βάθος ενός ποταμού και μιας λίμνης˙ Ινδιάνοι και εξερευνητές που συνεχίζουν τον μοναχικό τους δρόμο˙ πουλιά που σκύβουν προσφέροντας τροφή στα μικρά τους – παντού, παντού ομορφιά και ζωή, και ευτυχισμένη, χαρούμενη δράση» -Ryan Holiday

            Αυτή η σύνδεση του εαυτού μας με τον κόσμο συνιστά και το βαθύτερο περιεχόμενο του «ωκεάνιου συναισθήματος» , αυτό που οι Στωικοί αποκαλούσαν «συμπάθεια» (η αλληλεπίδραση όλων των όντων του κόσμου).

OSWALD SPENGLER: Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ

Το θεμέλιο κάθε αληθινού κράτους είναι η Υπερβατικότητα της αρχής του, δηλαδή, της αρχής της κυριαρχίας, του κύρους και της νομιμότητας, μαζί με τη δικαιοσύνη, την ιεραρχία, τις λειτουργικές τάξεις, την υπεροχή της πολιτικής τάξης έναντι της οικονομικής. Αυτές οι κατευθύνσεις προσλαμβάνουν μία κανονιστική αξία που δεν συνδέεται με την εξέλιξη και την ιστορία. Αυτή η αξία πρέπει να μεταφράζεται σε έναν καθημερινό τρόπο δράσης, σε ένα λεγεωνάριο ύφος που πρέπει να χαρακτηρίζει, χωρίς καμία εξαίρεση, κάθε τομέα της ανθρώπινης ύπαρξής μας. Ως άτομα να παραμένουμε πάντα "όρθιοι ανάμεσα στα ερείπια".

Σε όλους τους ανεπτυγμένους πολιτισμούς επιβλήθηκε η πλανητική εικόνα της ιστορίας κι έτσι πραγματοποιείται η διάλυση της μέχρι τότε γοτθικής διαίρεσης της ιστορίας στις τρεις περιόδους Αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Νεώτεροι χρόνοι. Η πλανητική «Φαουστική» εικόνα της ιστορίας διαχωρίζει τις δύο έννοιες παγκόσμια και ανθρώπινη ιστορία, αρχή του κόσμου και του ανθρώπου, τέλος της ανθρωπότητας και του κόσμου και με μια άγνωστη μέχρι τότε επέκταση μετατρέπει την ιστορία του ανθρώπου σε ένα απλό επεισόδιο της παγκόσμιας ιστορίας και την Γη, που άλλοι πολιτισμοί έβλεπαν μόνο ένα μικρό κομμάτι της ως κόσμο, σε ένα αστέρι μέσα σε εκατομμύρια ηλιακά συστήματα. Τούτη η επέκταση της ιστορικής εικόνας του κόσμου μας οδηγεί στο να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στην στάση θεώρησης των ανθρώπων και την μέγιστη στάση που τα ανώτατα πνεύματα έχουν κάποιες στιγμές. Ο Φαουστικός χωρισμός της παγκόσμιας ιστορίας του ανθρώπου από την ευρύτερη παγκόσμια ιστορία που από τα τέλη του Μπαρόκ χαρακτηρίζει το κοσμοείδωλό μας, συνεπάγεται την ύπαρξη πολλών οριζόντων σε χωριστά στρώματα το ένα μετά το άλλο που για την διερεύνησή τους αναπτύχθηκαν επιμέρους επιστήμες με ρητό ιστορικό χαρακτήρα. Επιστήμες όπως η Αστρονομία η Γεωλογία η βιολογία η ανθρωπολογία παρακολουθούν με την σειρά τους τα πεπρωμένα του κόσμου των άστρων του φλοιού της Γης των έμβιων όντων του ανθρώπου και τότε μόνο αρχίζει αυτό που λέγεται παγκόσμια ιστορία των ανεπτυγμένων πολιτισμών με την οποία και συνδέεται η ανεπτυγμένη Βιογραφία. Αυτό που ολοκληρώνεται και είναι το τελευταίο επίτευγμα για την Φαουστική ιστορική σκέψη είναι η οργανική σύνδεση μεταξύ τους των επιμέρους στρωμάτων, που ονοματίσαμε παραπάνω και η ένταξή τους στην παγκόσμια ιστορία.

Ο αρχέγονος άνθρωπος είναι ένα περιπλανώμενο ζώο, μια ύπαρξη με οξείες και φοβισμένες αισθήσεις που έχει κατά νου να αρπάξει από την εχθρική φύση. Η αλλαγή άρχισε με την καλλιέργεια του εδάφους διότι όποιος σκάβει και οργώνει ,σε αντίθεση με τους βοσκούς και τους κυνηγούς, δεν λεηλατεί αλλά τροποποιεί την φύση. Ο άνθρωπος ριζώνει στο έδαφος που καλλιεργεί. Η γη γίνεται μητέρα γη και γεννιέται μια βαθιά συναισθηματική σχέση.

Όλοι οι μεγάλοι πολιτισμοί έχουν τον χαρακτήρα της πόλης και ο ανώτερος άνθρωπος του ανεπτυγμένου πολιτισμού είναι ένα ζώο που χτίζει πόλεις, αυτό άλλωστε είναι και το κριτήριο της παγκόσμιας ιστορίας που είναι η ιστορία του ανθρώπου της πόλης. Το πραγματικό θαύμα είναι η γέννηση της ψυχής μιας πόλης η οποία ξεχωρίζει την πόλη από το χωριό. Η ύπαρξη μιας αγοράς είναι εκείνη που κάνει τους κατοίκους να βιώνουν την ύπαιθρο ως περίγυρο. Ο άνθρωπος της πόλης και ο άνθρωπος της υπαίθρου είναι δυο διαφορετικά όντα. Η ψυχή της πόλης μιλά μια νέα γλώσσα που σύντομα θα είναι ταυτόσημη με την γλώσσα του πολιτισμού. Το πρόσωπο της πόλης είναι αυτό που η έκφρασή του έχει ιστορία και η μιμική του είναι η ψυχική ιστορία του πολιτισμού αφού οτιδήποτε παράγει ο άνθρωπος στο πεδίο της τέχνης της θρησκείας και της γνώσης γεννιέται σε τέτοιες πόλεις.

Εάν η πρώιμη περίοδος σημαίνει την γέννηση της πόλης από την ύπαιθρο και η όψιμη περίοδος τον αγώνα μεταξύ της πόλης και της υπαίθρου, τότε ο τεχνικός πολιτισμός είναι η νίκη της πόλης με την οποία απελευθερώνεται από το έδαφος και εξαιτίας της οποίας καταστρέφεται και η ίδια. Τώρα ποια η πόλη είναι χωρίς ρίζες , είναι αναισθητοποιημένη απέναντι στο κοσμικό και αμετάκλητα υποταγμένη στην πέτρα και το πνεύμα , έτσι αναπτύσσει μια μορφολογική γλώσσα που αποδίδει όλα τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της, δηλαδή τα γνωρίσματα όχι ενός γίγνεσθαι αλλά ενός αποτελέσματος του γίγνεσθαι , ενός γεγονότος,- ενός έτοιμου προϊόντος , το οποίο μεταβάλλεται μεν αλλά δεν εξελίσσεται. Κατά συνέπεια υπάρχει μόνο η αιτιότητα κι όχι ένα πεπρωμένο, υπάρχει μόνον έκταση κι όχι μια ζωντανή κατεύθυνση.

Σε αυτό το στάδιο έχει ολοκληρωθεί η μελέτη όλων των προβλημάτων της ζωής , δηλαδή της απολλώνιας, της μαγικής, της φαουστικής, φθάνοντας σε μια τελική κατάσταση γνώσης ή άγνοιας. Οι άνθρωποι δεν αγωνίζονται για ιδέες, η τελευταία ιδέα –του τεχνικού πολιτισμού- έχει διατυπωθεί σε γενικές γραμμές όπως επίσης η τεχνική και η οικονομία έχουν ολοκληρωθεί ως προβλήματα. Με αυτή την ολοκλήρωση αρχίζει η εργασία εκπλήρωσης όλων των απαιτήσεων και της πρακτικής εφαρμογής τους σε ολόκληρη την ύπαρξη πάνω στην Γη. Μόνο όταν θα έχει γίνει αυτή εργασία και ο τεχνικός πολιτισμός θα έχει καθοριστεί ως προς την μορφή και τον όγκο του τότε θα αρχίσει η διαδικασία απολίθωσης και στερεοποίησης της μορφής του. Τεχνοτροπία στους πνευματικούς πολιτισμούς είναι ο σφυγμός της αυτοεκπλήρωσης.

Παγκόσμια ιστορία είναι η ιστορία των μεγάλων πολιτισμών και οι λαοί είναι οι συμβολικές μορφές υπό τις οποίες ο άνθρωπος αυτών των πολιτισμών εκπληρώνει το πεπρωμένο του. Τους λαούς που αντιπροσωπεύουν έναν πολιτισμό τους αποκαλούμε έθνη, ξεχωρίζοντάς τους ήδη από τα μορφώματα πριν και μετά τον πολιτισμό. Εκείνο που συνέχει εσωτερικά αυτούς τους μεγάλους συνδέσμους είναι ότι στην βάση του έθνους βρίσκεται μια ιδέα με βαθιά σχέση με το πεπρωμένο τον χρόνο και την ιστορία. Τούτη η ιδέα είναι διαφορετική σε κάθε επιμέρους περίπτωση και καθορίζει επίσης τη σχέση ενός λαού με τη φυλή τη γλώσσα τη χώρα το κράτος τη θρησκεία. Αυτό που βιώνουν οι πρωτογενείς λαοί και οι φελλαχολαοί είναι το αναφερόμενο ζωολογικό πάνω κάτω, ένα απρογραμμάτιστο γίγνεσθαι, όπου χωρίς στόχο και χωρίς σχεδιασμένη διάρκεια, συμβαίνουν πολλά όμως τίποτε το σημαντικό. Ιστορικοί λαοί, δηλαδή λαοί που η ύπαρξή τους είναι παγκόσμια ιστορία, είναι μόνο τα έθνη. Έθνη όμως είναι και οι λαοί που ιδρύουν πόλεις και που δημιουργούνται μέσα στα κάστρα και που με την άνοδό τους ωριμάζουν κι αποκτούν συνείδηση του κόσμου και του προορισμού τους ενώ αντίθετα σβήνουν στις μεγαλουπόλεις.

Ένα ανεξιχνίαστο μυστικό των κοσμικών πλημμυρίδων που αποκαλούμε ζωή είναι η διαίρεσή τους σε δυο γένη. Το θηλυκό βρίσκεται πιο κοντά στο κοσμικό, συνδέεται βαθύτερα με την γη και είναι άμεσα ενταγμένο στους μεγάλους κύκλους της φύσης. Το αρσενικό είναι πιο ελεύθερο, πιο ζωικό, εν τέλει πιο ευκίνητο στην αίσθηση και την κατανόηση, πιο άγρυπνο και πιο τεταμένο. Ο άντρας δημιουργεί ιστορία, βιώνει το πεπρωμένο και κατανοεί την αιωνιότητα δηλαδή τη λογική του προϊόντος του γίγνεσθαι, ως προς τα αίτια και το αποτέλεσμα. Η γυναίκα όμως είναι ιστορία, είναι πεπρωμένο, είναι χρόνος, είναι η οργανική λογική του ίδιου του γίγνεσθαι. Η βαθιά της εξυπνάδα και η πολεμική της πανουργία στοχεύουν στον πατέρα του γιού της, ο άντρας όμως –που με την βαρύτητα του είναι του ανήκει στην άλλη ιστορία, θέλει να έχει τον γιό του ως κληρονόμο, ως φορέα των προγονικών χαρακτηριστικών του και της ιστορικής του παράδοσης. Με τον άντρα και την γυναίκα ανταγωνίζονται εδώ τα δύο είδη ιστορίας για την εξουσία. Η γυναίκα είναι δυνατή και εντελώς αυτό που είναι, βιώνει τον άντρα και τους γιούς της μόνο σε σχέση με τον εαυτό της και τον προορισμό της. Το είναι του άντρα είναι κάτι αμφίρροπο που η γυναίκα δεν το καταλαβαίνει και δεν το αναγνωρίζει Τούτος είναι ο κρυφός αρχέγονος πόλεμος των φύλων που διαρκεί αιώνια. Αυτό κάνει την γυναίκα να περιφρονεί αυτή την άλλη ιστορία την πολιτική του άντρα την οποία μάλιστα δεν κατανοεί και για την οποία ξέρει μόνο ότι της αρπάζει τους γιούς. Όμως όσα συμβαίνουν στην άλλη ιστορία γίνονται μόνο για να διατηρηθεί η αιώνια ιστορία της τεκνοποιίας και του θανάτου. Ο αγώνας μεταξύ των ανδρών διεξάγεται για το αίμα, για τη γυναίκα. Η ιστορία των κρατών υπάρχει για την γυναίκα ως χρόνο. Ο άντρας ανέρχεται στην δική του ιστορία και φτάνει να κρατάει στα χέρια του το μέλλον μίας χώρας, έπειτα έρχεται μια γυναίκα και τον γονατίζει κι έτσι είναι πιθανό να καταποντισθούν λαοί και κράτη μα η γυναίκα έχει νικήσει στην δική της ιστορία. Άλλωστε η πολιτική φιλοδοξία της γυναίκας –σε τελική ανάλυση- δεν έχει ποτέ άλλο στόχο.

Ο πολιτικός οφείλει να είναι παιδαγωγός του λαού με τις πράξεις του. Εκείνο που διακρίνει τον πολιτικό άντρα, είναι ότι μπορεί να ζητήσει θυσίες οι οποίες του προσφέρονται, διότι την αίσθησή του πως είναι αναγκαίος για την εποχή του και το έθνος του την συμμερίζονται χιλιάδες ανθρώπων, τους οποίους αναμορφώνει συνειδησιακά και τους κάνει ικανούς για πράξεις που διαφορετικά δεν θα κατόρθωναν.

Μην πληγώνεις επειδή πληγώθηκες

Φαντάσματα πρώην στοιχειώνουν νυν και δηλητηριάζουν το παρόν φέρνοντας στην επιφάνεια απωθημένα, εσωτερικευμένους, ανεπιτυχώς πνιγμένους, θυμούς κι αθεράπευτες ανασφάλειες.

Έφυγε όταν είχες την παρουσία ανάγκη περισσότερο από ποτέ και τώρα διψάς για εκδίκηση, θέλοντας να κάνεις εκείνο το πρόσωπο να πονέσει όπως ακριβώς πόνεσες κι εσύ. Δεν είναι πια στη ζωή σου. Άθελά σου πονάς και στην απελπισία σου εκδικείσαι, μα τον λάθος άνθρωπο. Βρήκες κάτι καινούργιο μετά από ένα διάστημα που δε θες να θυμάσαι, που θες να το σβήσεις από μέσα σου. Φοβάσαι να αφεθείς στη νέα σου σχέση, συγκρατείς τα συναισθήματά σου γιατί δε θέλεις να επαναλάβεις τα λάθη του παρελθόντος και καταλήγεις να αδικείς κατ’ επανάληψη τον άνθρωπο που βρίσκεται τώρα στη ζωή σου.

Το μεγαλύτερο απωθημένο σου είναι εκεί να σου θυμίζει πόσο πληγώθηκες, πόσο άδικα σου συμπεριφέρθηκαν. Είναι εκεί για να μπλοκάρει κάθε καινούργιο έρωτα, να απαγορεύει στην καρδιά να χτυπήσει ξανά σαν τρελή, κάνοντάς σε να παραιτείσαι από οτιδήποτε όμορφο, με τον φόβο μια ενδεχόμενης άσχημης κατάληξής του. Φέρεσαι απότομα κι υιοθετήσεις συμπεριφορές που σε κανέναν δεν αρμόζουν κι ύστερα απολογείσαι, λέγοντας ότι έχεις πληγωθεί στο παρελθόν κι εκείνο φταίει για τα τωρινά σου λάθη.

Ο νυν σύντροφός σου δε φταίει σε τίποτα από όσα προσπαθείς να του χρεώσεις. Είναι απλά ένας πελάτης στο εστιατόριό σου που απολαμβάνει ακόμα το φαγητό του κι εσύ γίνεσαι ένας αγενής σερβιτόρος που φέρνει τον λογαριασμό και τον χτυπάει στο τραπέζι χωρίς κανένας να τον έχει ζητήσει. Ένας λογαριασμός παραφουσκωμένος, χρεωμένος με πιάτα που ούτε καν δοκίμασε. Απογοητευμένος θα αναγκαστεί να φύγει. Και μάλλον δε θα ‘ρθει ξανά.

Μη χρεώνεις, λοιπόν, τίποτα και σε κανέναν. Δε φταίει το νυν ταίρι σου που δεν μπορείς εμπιστευτείς, γιατί το παρελθόν σου είπε ψέματα. Δε σε απάτησε επειδή καθυστέρησε να απαντήσει στο μήνυμα, γιατί ο πρώην σύντροφός σου ήταν άπιστος. Δεν μπορείς να ξεσπάς το θυμό σου για τα παλιά σπασμένα σου στο τώρα και να ‘χεις μάλιστα και την απαίτηση να στα μαζέψουν και να στα κολλήσουν άνθρωποι που δε σε ράγισαν.

Αν πληγώθηκες, αν πονάς ακόμα στη σκέψη, είναι δικαίωμά σου να μείνεις για λίγο στην άκρη του διαδρόμου. Είναι εντάξει να πάρεις τον χρόνο σου για να το ξεπεράσεις όλο αυτό. Μέχρι κι οι πιο δυνατοί αθλητές κάνουν στην άκρη όταν δε νιώθουν έτοιμοι να συνεχίσουν. Πάρε τον χρόνο και τον χώρο σου και μη βιαστείς να πηδήξεις σε μια καινούργια σχέση για να ξεχάσεις τα παλιά. Μείνε μόνος και βρες τα με τον εαυτό σου πριν κάνεις ακόμα ένα λάθος. Είναι άδικο για τον οποιονδήποτε να τον χρησιμοποιείς σαν παυσίπονο, προσπαθώντας να θεραπεύσεις πονοκεφάλους που προκάλεσαν άλλοι.

Σε αντίθεση με ‘κείνους που ‘φυγαν, η νέα σου σχέση είναι εδώ και πρέπει να της δώσεις όλην την προσοχή και τον σεβασμό που αξίζει. Μην την υποτιμήσεις, μην την συγκρίνεις με και μην ψάχνεις ομοιότητες που θα σου προκαλέσουν θυμό ή θα σου θυμίσουν τον πόνο που πάλεψες να ξεπεράσεις.

Αν δεν αφεθείς ολοκληρωτικά στο τώρα σου, τότε η σχέση αυτή θα αποτύχει και θα φταις εσύ. Εσύ που βιάστηκες να βγεις εκεί έξω και να φλερτάρεις, εσύ που θέλησες να δεις το επόμενο επεισόδιο χωρίς να ‘χεις τελειώσει το προηγούμενο. Αν, λοιπόν, δεν είσαι έτοιμος να μπεις σε μια καινούργια σχέση και να νιώσεις τη μαγεία της, τότε μην το κάνεις μόνο και μόνο επειδή οι φίλοι σου σού είπαν πως «ο έρωτας με έρωτα περνάει». Δεν είναι πάντα έτσι. Αν δεν πληρώσεις τους παλιούς λογαριασμούς, πώς να πας παρακάτω; Αν δε θεραπευτείς απ’ τις παλιές πληγές, πώς θα προχωρήσεις σε κάτι καινούργιο κι υγιές;

Ο χρόνος είναι πάλι εδώ. Να θεραπεύσει, να σε κάνει να σκεφτείς τι πραγματικά θέλεις απ’ την επόμενή σου σχέση, κι αν όντως θέλεις μια σχέση.

Υ.Γ.  Μην πληγώσεις κανέναν επειδή σε πλήγωσαν. Δεν είναι έτσι η αγάπη.

Ψυχοθεραπεία και μοντέλα της φυσικής πραγματικότητας

Η σημασία της εικόνας του κόσμου

Οι άνθρωποι έχουμε την ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε τόσο τον κόσμο όσο και εμάς τους ίδιους. Δημιουργούμε μοντέλα του κόσμου, σύμφωνα με τα οποία βλέπουμε τα πράγματα και ενεργούμε. Οπότε, τα πρίσματα μέσα από τα οποία βλέπουμε τον κόσμο, μοιραία καθορίζουν και το πώς βλέπουμε εμάς τους ίδιους, τον Άλλον και τη σχέση μας μαζί του (Spinelli, 2005).

Οπότε, ποια είναι η «εικόνα» του κόσμου επάνω στην οποία στηρίζεται οποιαδήποτε υπεύθυνα δομημένη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, είναι κάτι εξαιρετικά σημαντικό, γιατί ορίζει και την πράξη της. Από αυτήν την εικόνα απορρέουν και οι ευρύτερες αντιλήψεις των διαφόρων ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων για το «είμαι», το «υπάρχω», το «εγώ», το «εσύ», το «εμείς», το «αλλάζω», το «σχετιζόμαστε» το «μαζί», το «συναντιόμαστε». Οπότε, ψυχοθεραπείες που θεωρούν διαφορετικά την έννοια της «αλλαγής» ή τους τρόπους με τους αυτή επιτυγχάνεται, θα έχουν και διαφορετικούς στόχους, δομή και μεθοδολογία.

Για παράδειγμα, ψυχοθεραπείες που στηρίζονται σε αυστηρές σχέσεις αίτιου - αιτιατού (στον «μηχανιστικό ντετερμινισμό», για τον οποίο θα μιλήσουμε αμέσως παρακάτω), βλέπουν εντελώς διαφορετικά τον άνθρωπο και τον κόσμο από τις λεγόμενες «ανθρωπιστικές» ψυχοθεραπείες. Κάποια από τα κύρια και κοινά φιλοσοφικά γνωρίσματα των τελευταίων, είναι η «σχετικότητα» (ο σεβασμός στην υποκειμενική αντίληψη και την προσωπική πραγματικότητα του καθενός μας) καθώς και η «σχεσιακότητα» (η αναγνώριση της διαρκώς μεταβαλλόμενης σχέσης όλων με όλα).

Τα δύο αυτά γνωρίσματα αναφέρονται σε μία εντελώς νέα εικόνα του κόσμου, φιλοσοφικά, η οποία βασίστηκε στα συγκλονιστικά άλματα της Φυσικής από τις αρχές ακόμα του περασμένου αιώνα. Η εικόνα αυτή (ο λεγόμενος «δυναμικός ρεαλισμός), οδηγεί σε εντελώς άλλη ψυχοθεραπευτική πράξη από τις ψυχοθεραπείες που στηρίζονται στον »μηχανιστικό ρεαλισμό».

Αν λοιπόν η ψυχοθεραπεία ασχολείται με τον άνθρωπο «μέσα» στον κόσμο, γεννιέται για κάθε ψυχοθεραπευτική προσέγγιση το ερώτημα «ναι, ο άνθρωπος μέσα στον κόσμο, αλλά σε ποιον ακριβώς κόσμο;»

Προσωπικά, θεωρώ απολύτως αναγκαίο τόσο για τον ψυχοθεραπευτή όσο και για τον πελάτη (με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό βάθος) να είναι σαφώς ονομασμένη αυτή η νέα εικόνα της φυσικής πραγματικότητας, στην οποία στηρίζεται η κοινή τους δουλειά.

Για τον ψυχοθεραπευτή είναι σημαντικό, διότι οφείλει να γνωρίζει σε βάθος και στις ρίζες τους τις φιλοσοφικές παραδοχές επάνω στις οποίες κάνει ό,τι κάνει με τον πελάτη του, ώστε να γνωρίζει πάρα πολύ καλά και τα εργαλεία του: ποια είναι, γιατί και πώς και πότε τα χρησιμοποιεί και να μην κάνει εμπειρικές και τυχάρπαστες παρεμβάσεις. Είναι όμως σημαντικό και για τον πελάτη, ο οποίος, γνωρίζοντας ως κάποιον βαθμό ένα συνολικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί η ψυχοθεραπευτική διαδικασία, αποκτά μια ιδέα για τη φύση και τα όριά της. Έτσι, όχι μόνο γίνεται πιθανώς πιο συνεργάσιμος ο ίδιος αλλά και συνειδητοποιεί ότι μπορεί να ασκεί το δικαίωμά του να ρωτά τον ψυχοθεραπευτή του για την προσέγγιση με την οποία δουλεύει, την εκπαίδευσή του, τη φιλοσοφία του κλπ.

Υπενθυμίζω πως ό,τι έπεται είναι μόνο το 1ο Μέρος της πολύ γενικής εισαγωγής που συνιστούν δύο άρθρα μου για την τεράστια σημασία των μοντέλων της φυσικής πραγματικότητας, επάνω στα οποία στηρίζουν την ψυχοθεραπευτική τους πράξη οι διάφορες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις.

Η φυσική πραγματικότητα με το πρίσμα του ρεαλισμού και του μηχανιστικού ντετερμινισμού

Το είδος μας, λόγω του εξελικτικού δώρου της σκέψης και τη συνείδησης, το oποίο μας προσδίδει την ικανότητα να παρατηρούμε εμάς και τα πράγματα, βασανίζεται καθοριστικά από το ερώτημα αν αυτό που αντιλαμβανόμαστε να υπάρχει "εκεί έξω", όντως υπάρχει εκεί - δηλαδή, αν είναι «αντικειμενικά» πραγματικό (Spinelli, 2005).

Μέχρι τις αρχές (και για πολλούς, μέχρι σχεδόν τα μισά του 20ου αιώνα), οι προβληματισμοί μας για το σύμπαν και τη φυσική πραγματικότητα στηριζόταν στον πυρήνα μιας κοσμοαντίληψης, η οποία κατέστη για αιώνες ακλόνητη και αυτονόητη βεβαιότητα.

Τελικά, φάνηκε ότι δεν ήταν παρά ένα αμάλγαμα υποθέσεων τις οποίες αυθαίρετα μετατρέπαμε σε αξιώματα λόγω άγνοιας, έλλειψης τεχνολογικής υποδομής, αλλά και της ανάγκης να ξορκίζουμε τους βαθύτερους τρόμους μας μπροστά στο άγνωστο θεωρώντας ότι η γη μας και το είδος μας είναι το κέντρο του σύμπαντος. Ο πυρήνας αυτός, ως φιλοσοφικό σύστημα, ονομάστηκε γενικά «ρεαλισμός» και συνδέθηκε με το όλο πνεύμα των αναζητήσεων της τότε φυσικής (η οποία αποκαλείται συχνά «νευτώνεια φυσική» ή, για κάποιους και «κλασική φυσική»).

Οι βασικές πεποιθήσεις του ρεαλισμού θα μπορούσαν να συνοψιστούν, πολύ γενικά, στα ακόλουθα σημεία.

Πεποίθηση 1η: Ο κόσμος αποτελείται από πραγματικά στοιχεία που υπάρχουν ανεξάρτητα από τη γνώση μας γι’ αυτά. Στη δυαδική αυτή αντίληψη, εμείς και τα πράγματα υπάρχουμε ξεχωριστά, δηλαδή τα πράγματα υφίστανται αντικειμενικά και ανεξάρτητα από εμάς. Εμείς, στεκόμαστε απέναντί τους και μπορούμε να παρατηρούμε εξ αποστάσεως τις φυσικές τους ιδιότητες χωρίς να σχε¬τιζόμαστε με ό,τι παρατηρούμε. Επίσης, οι διαδικασίες με τις οποίες τα γνωρίζουμε δεν επιδρούν στο πώς τα μορφοποιούμε στο νου μας. Τα πράγματα είναι «υποστάσεις» (“substances” - Smerlak, 2006) που μας περι¬μένουν να τις ανακαλύψουμε. Κατά συνέπεια, ο Άλλος είναι επίσης κάτι που μπορούμε να βάλουμε στον πάγκο του εργαστηρίου μας, να τον εξερευνήσουμε από απόσταση και να τον γνωρίσουμε πλήρως, ως ουδέτεροι μελετητές του. «Εγώ ξέρω τι θέλεις να κάνεις... Μην επιμένεις, είναι φανερό... ναι, σ’ ακούω, αλλά εγώ σε ξέρω, πάντα έτσι κάνεις...»

Πεποίθηση 2η: Είμαστε σε θέση, με το νου, τις αισθήσεις και τα διαρκώς εξελισσόμενα εργαλεία μας, να έχουμε άμεση πρόσβαση σε αυτόν τον ανεξάρτητο από εμάς κόσμο. Οι υποθέσεις μας για τη φυσική πραγματικότητα δεν είναι απλά θεωρίες για τη φύση, αλλά προϋπάρχοντες «νόμοι» που εμείς καταφέραμε να ανακαλύψουμε, αποκαλύπτοντας την «αληθινή» ουσία των πραγμάτων (Πέτρος Καϊναδάς, 2016, προσωπική επικοινωνία). Μπορούμε συνεπώς να εισδύσουμε στα άδυτα της ψυχής του Άλλου και να γνωρίσουμε «αντικειμενικά» τι ακριβώς συμβαίνει εκεί μέσα.

Μία συνέπεια αυτής της θέσης, είναι να προσπαθήσουμε να του επιβάλλουμε αυτό που εμείς νομίζουμε ότι χρειάζεται, «για το καλό του» - εφόσον εμείς μπορούμε να γνωρίζουμε τον Άλλον καλύτερα από ό,τι ο ίδιος τον Εαυτό του. Ας θυμηθούμε τη ματιά πολλών ενηλίκων για τα παιδιά «μα σκέψου λίγο, δες τι γίνεται γύρω σου, αν πας σ’ αυτή σχολή θα πεινάσεις», «αυτός σε καταστρέφει, δεν κάνει για σένα» ή και τις προφάσεις της εισβολής πολλών μεγάλων δυνάμεων σε «υποανάπτυκτες» χώρες για «το καλό τους».

Πεποίθηση 3η: Ο ρεαλισμός έχει μία χαρακτηριστική θέση όσον αφορά τις σχέσεις αιτιότητας. Η «αρχή της αιτιότητας», γενικότερα, αναφέρεται στη σύνδεση δύο καταστάσεων όταν η δεύτερη προκύπτει λόγω της πρώτης, σχετίζοντας έτσι ένα φαινόμενο με τους παράγοντες που το προκαλούν. Ο όρος «αιτιοκρατία» («ντετερμινισμός») αναφέρεται στους τρόπους και τους νόμους σύμφωνα με τους οποίους εκφράζεται η αιτιακή σχέση.

Στο ρεαλισμό, από τη στιγμή που η φυσική πραγματικότητα είναι προδομημένη και αυτόνομη, για να προϋπάρχει αντικειμενικά, ανεξάρτητα από την παρατήρησή της από εμάς, τα πράγματα πρέπει να συνδέονται με απόλυτες σχέσεις αιτίου και αποτελέσματος («μηχανιστικός ντετερμινισμός»). Δηλαδή, ένα αίτιο μπορεί να φέρει πάντα ένα, ίδιο, συγκεκριμένο και μοναδικό αποτέλεσμα (αίτιο και αποτέλεσμα είναι ευθέως ανάλογα μεταξύ τους, συνεπώς, αν αλλάξει κατά ένα ποσοστό το αίτιο, αλλάζει κατά το ίδιο ποσοστό και το αποτέλεσμα). Λόγω αυτής της τόσο χαρακτηριστικής αρχής που χαρακτηρίζει τον ρεαλισμό, μπορούμε να πούμε ότι ο ρεαλισμός είναι μία καθαρά μηχανιστική επιστημολογία.

Όταν ένα φυσικό σύστημα προχωρά στη βάση του «μηχανιστικού ντετερμινισμού», λέγεται «γραμμικό» και, σε ένα σύστημα αυτού του είδους, το πέρασμα από κατάσταση σε κατάσταση είναι προβλέψιμο. Η αλυσιδωτή σχέση ισχύει ανεξάρτητα από τη φορά που ακολουθούμε: από το αίτιο προς το αποτέλεσμα ή από το αποτέλεσμα προς το αίτιο. Οπότε, αφού ο Άλλος ενεργεί «έτσι» (αποτέλεσμα) όταν συμβαίνει «αυτό» (αίτιο), εάν εμείς κάνουμε να συμβεί «αυτό», ο Άλλος θα ενεργήσει «έτσι». «Εφόσον φοβάσαι μη με χάσεις, όσο και αν σε ταπεινώσω και σε προσβάλλω, εσύ δεν θα αντιδράσεις, γιατί φοβάσαι μη με χάσεις». Ή, όποτε βλέπουμε μία κατάσταση, μπορούμε να τη θεωρήσουμε απολύτως ερμηνεύσιμη, ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων πάντα αιτίων. «Ο λόγος που αυτός φέρεται έτσι είναι ότι του συμβαίνει "αυτό", ας αλλάξουμε λοιπόν "αυτό" προς την κατεύθυνση που εμείς θέλουμε αυτός να φερθεί» - η πολύ γενική αρχή των ψυχοθεραπειών που βασίζονται στον συμπεριφορισμό.

Πεποίθηση 4η: Αν μία ολότητα, χωριστεί σε μέρη, αυτά υπάρχουν ανεξάρτητα μεταξύ τους. Αν μελετηθούν ξεχωριστά, τότε το άθροισμα των συμπερασμάτων για τα μέρη, μας δίνει τη γνώση για την ολότητα που τμήσαμε. Σύμφωνα λοιπόν με την πεποίθηση αυτή, θα γνωρίσω τι είσαι ως όλον, αν αθροίσω τις ενδείξεις που μου δίνεις καθημερινά. «Σε βλέπω να κάνεις αυτό κι αυτό κι αυτό, άρα ολόκληρη θα είσαι ‘αυτό+αυτό+αυτό’ και αποκλείεται να είσαι κάτι επιπλέον». Ή, ο ψυχοθεραπευτής μπορεί «αντικειμενικά» να έχει μία συνολική εικόνα του πελάτη του, αν κατατμήσει, αναλύσει, ερμηνεύσει την προσωπικότητά του και αν συρράψει τις παρατηρήσεις του.

Πεποίθηση 5η: Τα πράγματα μπορούν να ταξινομούνται σε κατηγορίες, οπότε αν κάτι συγκεκριμένο συγκεντρώνει γνωρίσματα μιας ευρύτερης κατηγορίας, αυτομάτως θα χαρακτηρίζεται και από τα άλλα γνωρίσματά της. «Επειδή η πόρνη συναναστρέφεται με πολλούς άντρες, αυτή εκεί που είχε δύο σχέσεις το τελευταίο εξάμηνο ή αυτή λίγο παραπέρα που είναι όλο χαμογελάκια και νάζια με τόσους αρσενικούς γύρω της, είναι πόρνες. Ενώ αυτός εκεί, που δεν αφήνει θηλυκό για θηλυκό, είναι άντρακλας, γιατί οι άντρες επιτρέπεται και επιβάλλεται να έχουν όσες ερωμένες θέλουν - αρκεί, αν είναι παντρεμένοι, να μην τις ερωτεύονται».

Η κακοποίηση του ρεαλισμού και της νευτώνειας φυσικής, και το τέλος της παλαιάς τάξης

Τέτοιες πεποιθήσεις, που συνθέτουν το πλαίσιο ενός «μηχανιστικού ρεαλισμού», υποβόσκουν και σήμερα σε παρά πολλές καθημερινές μας εκφράσεις και, άμεσα ή έμμεσα, εξακολουθούν να καθορίζουν σημαντικά τη συλλογική μας πραγματικότητα. Όχι πάντα και, σίγουρα όχι, όπως πριν από κάποιες δεκαετίες. Όμως σίγουρα υποβόσκουν ακόμα παντού γύρω μας.

Για παράδειγμα, συνηθίζουμε να λέμε «εγώ ΚΑΙ ο κόσμος», αντί να λέμε «εγώ ΜΕΣΑ στον κόσμο». Ή, ξεχνούμε ότι άλλο το πώς βιώνουμε εμείς τα πράγματα και άλλο το να θεωρούμε ότι τα πράγματα «είναι» όπως εμείς τα βιώνουμε, θεωρώντας ότι ο δικός μας τρόπος να βιώνουμε τα πράγματα αντιστοιχεί και στην αλήθεια της ζωής. Ή, τοποθετούμενοι απέναντι στον κόσμο και τον Άλλον, θεωρούμε συχνά τον Άλλον δεδομένο, αντικειμενικά υφιστάμενο, είτε εμείς το βλέπουμε ή αλληλεπιδρούμε μαζί του, είτε όχι - κι ακόμη, θεωρούμε ότι εμείς μπορούμε να τον γνωρίσουμε πλήρως και «αντικειμενικά» εάν, ως ουδέτεροι παρατηρητές του, διαθέτουμε τα κατάλληλα εργαλεία. «Όπως ακριβώς σε άφησα το πρωί βγαίνοντας από το σπίτι, έτσι ακριβώς θα σε βρω το βράδυ όταν γυρίσω, λες και τη στιγμή που σε άφησα από τα μάτια μου, έχει μυστηριωδώς πατηθεί κάποιο κουμπί ‘pause’ στη ζωή σου».

Κι ακόμη, ένα άλλο παράδειγμα πεποιθήσεων ρεαλιστικής προελεύσεως, οι οποίες διαποτίζουν την καθημερινότητά μας, είναι να θεωρούμε πως ό,τι αντιλαμβανόμαστε από εμάς τους ίδιους, «εδώ μέσα» (στον υποκειμενικό μας μικρόκοσμο), είναι όντως ολόκληρη η ύπαρξή μας - «πώς θα ήταν δυνατόν να μη γνωρίζω το ίδιο μου το σπίτι! - ελέγχω νου, συναισθήματα και ανάγκες μου, αφού δεν υπάρχουν όψεις μου που να είναι κρυμμένες από τα δικά μου μάτια».

Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν. Η γνώση μας προχώρησε. Στη νευτώνεια φυσική χρωστούμε αναμφίβολα την τεχνολογική μας πρόοδο. Αλλά, ενώ ήταν (και είναι) πολύτιμη μόνο για τη δική μας κλίμακα, εμείς, μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα, την αναγκάζαμε να ανακατεύεται «εκεί που δεν την σπέρνουν». Εννοώ ότι επιχειρήσαμε, με παταγώδη αποτυχία, να τη χρησιμοποιήσουμε για να γνωρίσουμε τις κλίμακες του μικρόκοσμου και του μεγάκοσμου - τις οποίες ούτως ή άλλως δεν μπορούν να συλλάβουν τα αισθητήριά μας, ο εγκέφαλος και οι αναπαραστατικές ικανότητές του.

Αυτό ήταν φυσικό επακόλουθο:

(α) της περιορισμένης γνώσης μας για τη φύση του είδους μας και το σύμπαν,
(β) των περιορισμένων τεχνολογικών μας μέσων και
(γ) της αλαζονείας που χαρακτήριζε το είδος μας για αιώνες (μετά τη θεμελίωση της επιστημονικής σκέψης) ως άμυνα.... ως άμυνα στην απόγνωση μπροστά στη μικρότητά μας σε σχέση με το μέγεθος και το ακατανόητο τόσο του σύμπαντος όσο και της κατασκευής μας.

Ασφαλώς, η ίδια η νευτώνεια φυσική δεν «φταίει» σε τίποτα - εμφανίστηκε ως ομαλή συνέχεια των κλασικών αντιλήψεων στη φυσική επιστήμη και δεν ισχύει καθόλου πως είναι εξ ολοκλήρου μηχανιστική (Axon, 1988). Είμαστε εμείς, οι άνθρωποι, που χρησιμοποιούμε τις επιστήμες και τις ιδέες κατά πώς μας ταιριάζει.

Οπότε, όταν ιδέες της κλασικής φυσικής (που κάποτε είχαν κάθε λόγο να υπάρχουν στο επιστημονικό πεδίο υπηρετώντας θετικότατα τις ανθρώπινες ανάγκες) αποσπάστηκαν από το πεδίο τους, συνδυάστηκαν με το φιλοσοφικό ρεύμα του ρεαλισμού δημιουργώντας καταλύτες κάποιων ιδεολογιών. Ιδεολογιών που στήριξαν αποπνικτικές στάσεις ζωής, ολοκληρωτικά κοινωνικά συστήματα, τα προπύργια του μικροαστικού συντηρητισμού, την απομόνωση πίσω από υποκριτικά κοινωνικά σχήματα, την εκμετάλλευση του συνανθρώπου, την άσκηση βίας και εξουσίας.

Φυσικά, ήταν επόμενο να μην εξαιρεθούν από αυτές τις επιδράσεις η ιατρική και η ψυχιατρική. Έτσι, έχουμε το παλαιότερο ρεαλιστικό ιατρικό μοντέλο, το οποίο, ανεξάρτητα από όσα προσέφερε στην εποχή του, τείνει να διαχωρίζει τον θεράποντα από τον πάσχοντα, απομονώνει την «ασθένεια» από την ολότητα του τελευταίου, ταξινομεί αυθαίρετα «υγιείς» και «αρρώστους», ορίζει αυθαίρετα κριτήρια λειτουργικότητας κοκ. Αντίστοιχα, η ψυχιατρική δεν αποτελούσε εξαίρεση και λειτουργούσε με ανάλογες αρχές - όπως το ίδιο συνέβαινε και με πολλά πεδία της ψυχολογίας. Κι ακόμη, τα πρώτα ψυχοθεραπευτικά συστήματα, σε άμεση συγγένεια με την ψυχιατρική, ήταν φυσικό να είναι επηρεασμένα, περισσότερο ή λιγότερο, από ανάλογες ιδέες - όπως συνέβαινε με τις παλαιότερες μορφές της ψυχανάλυσης και του συμπεριφορισμού.

Επίλογος: η αυλαία σε νέους ορίζοντες ήδη άνοιξε

Όμως, όπως ήδη σημείωσα, τα πράγματα στην ανθρώπινη σκέψη και γνώση άλλαξαν και αλλάζουν με τρομερούς πλέον ρυθμούς. Νέες ιδέες στη φυσική και νέα ρεύματα στη φιλοσοφία παράγουν νέα πεδία έρευνας και γνώσης και νέους συνδυασμούς ήδη υφισταμένων (ολισμός, θεωρία συστημάτων, φαινομενολογία, θεωρία πεδίου, νευροεπιστήμες, νευροβιολογία, νευροφαινομενολογία κ. ά) - άφθονος πλούτος νέας γνώσης και τρόπων θεώρησης του ανθρώπου, της ζωής, του σύμπαντος. Και καθώς εμφανίζονται οι σύγχρονες ψυχοθεραπείες, κυρίως οι λεγόμενες ανθρωπιστικές, δεν μπορεί παρά να λειτουργούν με τελείως άλλα μοντέλα της φυσικής πραγματικότητας στη βάση των φιλοσοφικών τους υποθέσεων.

Στη θεμέλιά τους, βρίσκεται η ήδη προ δεκαετιών ανατέλλουσα εποχή του «δυναμικού ντετερμινισμού» και του «δυναμικού ρεαλισμού» (σύμφωνα με τον Μπιτσάκη - όπως παραπέμπει ο Φαρμάκης, 2013), όπου:

(α) ναι μεν δεχόμαστε ότι όντως υπάρχει μία φυσική πραγματικότητα ως μία αδιάσπαστη ολότητα (με εμάς μέρος της), πέρα από τις αντιληπτικές δυνατότητες της ανθρώπινης συνείδησης (δηλαδή, τα πράγματα υπάρχουν ανεξάρτητα από το αν και πώς εμείς αλληλεπιδρούμε μαζί τους) αλλά, επίσης

(β) δεχόμαστε ότι δεν μπορούμε ποτέ να συλλάβουμε «αντικειμενικά» το πώς «είναι» η φύση, απλούστατα γιατί δεν μπορούμε να βγούμε «εκτός» - σε κάθε παρατήρηση ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο αλληλεπιδρούν.

Τα νεότερα μοντέλα ενός κόσμου, κόσμου σχέσεων - άρα και σχετικότητας

Από τα σημαντικότερα γνωρίσματα των νέων εικόνων του κόσμου τα οποία σκιτσάρισε η σύγχρονη φυσική και τα οποία επέδρασαν καθοριστικά στα θεμέλια της θεωρίας και της πράξης των σύγχρονων ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων, είναι η «σχεσιακότητα» και, ως άμεσο επακόλουθο, η «σχετικότητα».

Η «σχεσιακότητα» είναι η θεώρηση οποιουδήποτε πράγματος μέσω αλληλοεπηρεαζόμενων πλεγμάτων σχέσεων με οτιδήποτε άλλο (“relatedness”). Πρόκειται για μία αντίληψη του κόσμου που δεν αφήνει τίποτα «έξω» από τον κόσμο και ασύνδετο με ό,τι το περιβάλλει . Συνεπώς, αφού διαφορετικά και αλληλεπιδρώντα δίκτυα σχέσεων είναι το πρίσμα μέσω του οποίου βλέπουμε τα πράγματα, τίποτα δεν ορίζεται απόλυτα και αντικειμενικά και έτσι, αυτομάτως, προκύπτει το δεύτερο κύριο γνώρισμα του κόσμου: η «σχετικότητα» (“relativity” - η έλλειψη απόλυτης βεβαιότητας για την υπόσταση οποιουδήποτε πράγματος, αφού το κάθε τι καθορίζεται σχετιζόμενο όχι μόνο μ’ εμάς αλλά και με άπειρα άλλα πράγματα).

Η μετα-νευτώνεια φυσική μας δείχνει ότι ζούμε σε ένα σύμπαν αέναων μεταβολών, κίνησης, ροής, ενός αδιάκοπου «γίγνεσθαι», το οποίο χαρακτηρίζουν αδιανόητα πολύπλοκα για τον εγκέφαλό μας δυναμικά πλέγματα σχέσεων και αλληλεπιδράσεων. Έτσι, όλα όσα συγκροτούν τον κόσμο είναι μεν αυτόνομες οντότητες, αλλά χωρίς κάποια προκαθορισμένη παγιωμένη υπόσταση, αφού το κάθε πράγμα ορίζεται διαφορετικά από διαφορετικές οπτικές γωνίες - δηλαδή, ορίζεται ανάλογα με τις εκάστοτε σχέσεις του, οι οποίες το φανερώνουν από αυτήν ή την άλλη οπτική γωνία.

Όταν κοιτάζω κάτι που είναι διαθέσιμο και στα δικά σου και οποιαδήποτε άλλα μάτια, σχετίζομαι (αλληλεπιδρώ) μαζί του και αυτό μορφοποιείται (για μένα) με έναν συγκεκριμένο τρόπο - ανάλογα με το πώς το κοιτάζω. Όταν το κοιτάζεις εσύ, μορφοποιείται στον κόσμο σου, σύμφωνα με το πώς εσύ αλληλεπιδράς μαζί του. Όταν κάτι παύει να υπάρχει για μένα επειδή παύω να αλληλεπιδρώ μαζί του, συνεχίζει να υπάρχει στη φυσική πραγματικότητα ανεξάρτητα από τη δική μου αντίληψη, μόνο που πλέον ορίζεται από τις σχέσεις του με τα δικά σου μάτια και με τα άλλα πράγματα.

Είμαστε μετα-παρατηρητές μιας μετα-πραγματικότητας: «τι χρώμα είναι η κόκκινη μπλούζα μου»;

Στις μέρες μας έγινε φανερό πως φιλοσοφικές πεποιθήσεις (όπως ο ρεαλισμός) τις οποίες, για διάφορους λόγους, βασίσαμε με μεγάλη σιγουριά στη νευτώνεια φυσική, δεν ήταν παρά μόνο μύθοι που εμείς χρειαζόμασταν να πιστέψουμε ως βεβαιότητες - παρά την αδιαμφισβήτητη πολυτιμότητα και χρησιμότητα της νευτώνειας φυσικής στη δική μας, την ανθρώπινη κλίμακα.

Μια από αυτές τις βεβαιότητες - μύθους του ρεαλισμού, είναι η εξής: η φυσική πραγματικότητα υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς και τη γνώση μας γι’ αυτήν. Ωστόσο, επειδή εμείς μπορούμε να σταθούμε απέναντί της ως ουδέτεροι παρατηρητές, μπορούμε να τη γνωρίσουμε πλήρως και «αντικειμενικά», χωρίς οι διαδικασίες της παρατήρησής μας να επιδρούν στο πώς τη μορφοποιούμε στον νου μας. Με άλλα λόγια, η διαδικασία της παρατήρησης δεν επιδρά στο παρατηρούμενο και τα πράγματα είναι «υποστάσεις» (“substances” - Smerlak, 2006)) που μας περι¬μένουν να τις ανακαλύψουμε.

Σήμερα, η σχεσιακότητα και η σχετικότητα των πραγμάτων που έδειξε η φυσική, εκτοπίζει βεβαιότητες σαν την παραπάνω. Η ρεαλιστική σκέψη της νευτώνειας περιόδου ήθελε έναν κόσμο ξέχωρο από εμάς, σταθερό και ακίνητο, έτοιμο να παραδοθεί ολόκληρος στην αδυσώπητη διεισδυτικότητα της ανελέητης επιστημονικής μας ματιάς. Όμως, η ίδια η φυσική μας, φανέρωσε ότι μάλλον τίποτα δεν είναι αυτόνομο, ακίνητο και δεδο¬μένο, αλλά ορίζεται και νοείται μόνον σχετικά και όχι απόλυτα, μέσω της σχέσης του με κάτι άλλο (ή ορθότερα με άπειρα άλλα).

Από αυτήν την άποψη, θα λέγαμε ότι, ναι, από τη μία μεριά υπάρχει μία φυσική πραγματικότητα ανεξάρτητα από τη δική μας αντίληψη - κάτι που έλεγε και ο ρεαλισμός. Όμως, από την άλλη μεριά, ενώ τα πράγματα υπάρχουν ανεξάρτητα από τη δική μας αντίληψη γι’ αυτά, οι ιδιότητές τους δεν είναι ακριβώς δικές τους.

Αν το καλοσκεφτούμε, ανήκουν τόσο στα ίδια όσο και σε αυτόν που τα παρατηρεί και ως προς τον οποίο εμφανίζουν αυτές τις ιδιότητες, ως παράγωγα αλληλεπίδρασης μαζί του - το κόκκινο χρώμα της μπλούζας μου είναι «έτσι» κόκκινο μόνο για τα δικά μου μάτια. Οπότε, οι ιδιότητες των πραγμάτων δεν είναι πλέον κάτι αντικειμενικό. Αντίστοιχα, οι διάφορες όψεις και εκδηλώσεις ενός προσώπου δεν είναι πάγια και αναλλοίωτα χαρακτηριστικά του, αλλά γεννιούνται από την αλληλεπίδρασή του με τα πράγματα και τους Άλλους (οι ιδιότητές του ανήκουν τόσο στον ίδιο όσο και σε όποιον τον παρατηρεί - σχετίζεται μαζί του).

Γι’ αυτό, όσα βρίσκει ο φυσικός δεν θεωρούνται πλέον εκφράσεις κάποιας κοσμικής αλήθειας (δηλαδή «φυσικοί νόμοι») αλλά θεωρούνται απλώς «υποθέσεις» («θεωρίες») περί μιας φυσικής πραγματικότητας (Strassler, 2014, 2012, & Αντώνης Αρκάς - προσωπική επικοινωνία, 2016).

Με άλλα λόγια, άλλαξε τελείως ο ρόλος του φυσικού. Παλαιότερα, ο φυσικός ήταν κάποιος ουδέτερος παρατηρητής που φιλοδοξούσε να αποκαλύψει ποιες είναι οι «υποστάσεις» (“substances”) των δομικών υλικών ενός αντικειμενικά υφιστάμενου κόσμου, που βρισκόταν απέναντί του. Σήμερα, είναι κάποιος που εστιάζεται στο «πώς» λειτουργεί αυτός ο κόσμος, νιώθοντας αδιάσπαστο στοιχείο του. Όταν πλέον ο φυσικός περιγράφει μαθηματικά ένα πεδίο, μας λέει τι κάνει, πώς συμπεριφέρεται, πώς αλληλεπιδρά με άλλα πεδία, αλλά ΔΕΝ μας λέει κάτι για τη φύση, για την υφή του, για το πώς είναι «φτιαγμένο» (γιατί δεν μπορεί να μας πει τίποτα για όλα αυτά).

Ο Philippson (2001), σημειώνει ότι, στη γλώσσα μας, ακόμα τείνουμε να βλέπουμε τις ιδιότητες των αντικειμένων ως πάγιά τους χαρακτηριστικά, που ανήκουν αποκλειστικά σε αυτά. Θεωρούμε ότι τα επίθετα με τα οποία αποδίδονται στη γλώσσα μας οι ιδιότητες των πραγμά¬των, περιγράφουν αντικειμενικά τα προσδιοριζόμενα ουσιαστικά.

Όταν λέω ότι «η μπλούζα μου στο συρτάρι είναι κόκκινη», στην καθημερινή μας συνεννόηση, θεωρώ ότι το κόκκινο της μπλούζας μου είναι αυτονόητα ένα και μοναδικό. Όταν όμως ανοίξω το συρτάρι, το κόκκινο που θα δω είναι άλλο από την ακαθόριστη νοητική αφαίρεση που είχα στη μνήμη μου - και σίγουρα διαφορετικό από αυτό που αντιλαμβάνεσαι εσύ, δίπλα μου. Και αν έχω αναμμένο το κεντρικό φως ή το μικρό πορτατίφ, πάλι το κόκκινο θα είναι διαφορετικό στην εμπειρία μου. Και αν έχω χάσει τα γυαλιά μου, επίσης αλλιώτικο. Το κόκκινο χρώμα της μπλούζας μου δεν αντιστοιχεί σε μία πάγια ιδιότητά της, αλλά σε ένα γνώρισμά της που αποκτά κάποιο νόημα μόνον όταν αλληλεπιδρώ μαζί της, βλέποντάς την.

Το ίδιο ισχύει και για κάθε τι άλλο, για εσένα και τις ιδιότητες (και τους χαρακτηρισμούς) που σου αποδίδω, καθώς και για εμένα τον ίδιο και τις ιδιότητες που αποδίδω στον εαυτό μου. Οπότε η ερώτηση «τι χρώμα είναι η μπλούζα μου;» ενώ γραμματικά και συντακτικά στέκει, φαίνεται να μην έχει πλέον το ίδιο νόημα που είχε παλαιότερα, όταν το χρώμα της θεωρούνταν κάτι δεδομένο.

Φυσικά, το ίδιο ακριβώς ισχύει αν ρωτήσω «ποιος είσαι εσύ;», «ποιος είμαι εγώ;», «τι κάνουμε μαζί;» - όλα αυτά, όπως και το κόκκινο χρώμα της μπλούζας μου, εξαρτώνται από τη ματιά του καθενός μας και δεν είναι δεδομένες «υποστάσεις» και παγιωμένες καταστάσεις.

Στους καιρούς μας λοιπόν, μάλλον οφείλουμε να δεχτούμε ότι εκ των πραγμάτων, ενώ ζούμε σε έναν κόσμο που υπάρχει ούτως ή άλλως πέρα από τη δική μας αντίληψη γι’ αυτόν, η αντικειμενικότητά του σταματά εδώ, στο γεγονός της ύπαρξής του ανεξάρτητα από εμάς. Σταματά εδώ, γιατί από εδώ και πέρα δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα «αντικειμενικά», αφού όλα σχετίζονται δυναμικά μεταξύ τους και εμείς:

(α) θα γνωρίζουμε μόνο θραύσματα του κόσμου και ποτέ «ολόκληρη» την εικόνα του, ενώ

(β) θα γνωρίζουμε αυτά τα θραύσματα μόνον όπως αυτά μορφοποιούνται στη δική μας προσωπική αντίληψη.

Οπότε, θα ήταν βάσιμο να πούμε πως, εμείς οι άνθρωποι, μπορούμε να είμαστε μόνο μετα-παρατηρητές μιας μετα-πραγματικότητας (Smerlak, 2006).

Άλλωστε, αυτοί οι μετα-νευτώνειοι ορίζοντες της σύγχρονης φυσικής, που τάραξαν αμε¬τάκλητα τα νερά του απόλυτου ρεαλισμού, δικαιώνονται από την ίδια μας τη γνώση για τις λειτουργίες μας. Σήμερα, γνωρίζουμε πως οι δυνατότητές του εγκεφάλου μας δεν επαρκούν για να γνωρίσουμε τη φύση (και εμάς, εννοείται, ως μέρος της) όπως κάτι που κρατούμε στη χούφτα μας και το μελετούμε γυρνώντας το από δω κι από κει.

Οι θεωρίες της φυσικής είναι σίγουρα μία αδιανόητου μεγαλείου σύλληψη του ανθρώπινου νου μέσω των μαθηματικών. Αλλά είναι μαθηματικά μοντέλα του «πώς» λειτουργεί η φύση και κανένας φυσικός, στις μέρες μας, δεν ισχυρίζεται πως ανακάλυψε την «αληθινή» υπόσταση της φύσης. Όσο και να μην μας αρέσει, οι αναπαραστατικές δυνατότητες του εγκεφάλου μας ΔΕΝ επαρκούν για να μεταφράσουμε μαθηματικά στημένες φυσικές θεωρίες σε μη μαθηματική γλώσσα και σε εικόνες κατανοητές από το νου μας στον αισθητό μας κόσμο - ώστε να πούμε ότι «έτσι» είναι ο κόσμος, «αυτή» είναι η «πραγματική» του εικόνα.

Αν από τα μαθηματικά επιχειρήσουμε να φέρουμε κάτι με τη φαντασία μας στον δικό μας κόσμο αισθήσεων και εικόνων, μοιραία το παραμορφώνουμε, μοιραία κατασκευάζουμε ένα κουβάρι από παραδοξότητες, που απλώς βραχυκυκλώνουν το νου μας καθώς εμφανίζεται μία παράλογη καρικατούρα. Για παράδειγμα, είναι αδύνατον να συλλάβουμε με τον νου μας μία «εικόνα» του υποατομικού κόσμο ή των κβαντικών πεδίων. Είναι αστείο να πούμε ότι τα σωματίδια είναι μικρές μπαλίτσες ή το να φανταστούμε ένα πεδίο σαν ένα δίχτυ από πολύχρωμες κλωστίτσες, που στέκεται μετέωρο στο πουθενά και εκτείνεται στο άπειρο - κάτι τέτοιο μάλλον δεν σημαίνει καθόλου ότι συλλάβαμε την έννοια του πεδίου...

Φαίνεται πλέον ότι εμείς οι άνθρωποι, δεν είμαστε καθόλου το κέντρο ενός σύμπαντος που έγινε με μέτρο και σημαντικότερο σημείο αναφοράς εμάς και την κλίμακα στην οποία ζούμε... Στην πραγματικότητα, τα μάτια μας δεν μπορούν να χωρέσουν και να συλλάβουν το αχανές σύμπαν και η δική μας, η ανθρώπινη κλίμακα, αντιστοιχεί σε κάτι απειροελάχιστο σε σχέση με όλο το συνεχές, το οποίο απλώνεται από τον υποατομικό μικρόκοσμο μέχρι την απεραντοσύνη των γαλαξιών και τον μεγάκοσμο.

Τέλος, η αδυναμία μας να γνωρίσουμε κάποια υποτιθέμενη «πραγματική» ουσία - υπόσταση των πραγμάτων, δεν οφείλεται μόνον στον τρόπο που λειτουργεί αναπαραστατικά ο εγκέφαλός μας. Διάφορα πεδία γνώσης κατέδειξαν ότι, τη στιγμή που συλλαμβάνουμε κάτι με τις αισθήσεις μας για να το «σύρουμε» στη συνειδητή μας αντίληψη, έχουμε ήδη ξεκινήσει να το επεξεργαζόμαστε με βάση στοιχεία του δικού μας προσωπικού κόσμου. Το πώς τελικά εμφανίζονται τα πράγματα στη γνώση μας, έχει ήδη επηρεαστεί από την ίδια τη διαδικασία με την οποία επιχειρούμε να τα γνωρίσουμε (κάτι που συνιστά μία βασική ιδέα τόσο της κβαντομηχανικής όσο και του φιλοσοφικού ρεύματος της φαινομενολογίας - Spinelli, 2005 & Stern, 2004).

Η πιθανότητα στη θέση της βεβαιότητας: ο «δυναμικός ντετερμινισμός»

Η σχεσιακότητα και η σχετικότητα των πραγμάτων που μας φανέρωσε η μετα-νευτώνεια φυσική, τάραξε και άλλη μία πεποίθηση του ρεαλισμού, ο οποίος έχει μία πολύ χαρακτηριστική θέση όσον αφορά τις σχέσεις αιτιότητας. Καταρχάς, με την «αιτιότητα» αναφερόμαστε στον τρόπο και τους νόμους με τους οποίους συνδέονται δύο καταστάσεις, όταν η δεύτερη προκύπτει λόγω της πρώτης. Στον ρεαλισμό, οι σχέσεις ενός φαινομένου με τους παράγοντες που το προκαλούν, είναι απόλυτες σχέσεις αιτίου και αποτελέσματος («μηχανιστικός ντετερμινισμός»). Δηλαδή, ένα αίτιο ή ένα σύνολο αιτιακών παραγόντων επιφέρουν πάντα ένα, ίδιο, συγκεκριμένο και μοναδικό αποτέλεσμα και, όταν ένα φυσικό σύστημα προχωρά στη βάση του «μηχανιστικού ντετερμινισμού», λέγεται «γραμμικό».

Με άλλα λόγια, αν το Α προκαλεί το Β, τότε το Α πάντα ακολουθείται από το Β. Επιπλέον, η απόλυτη αιτιακή σχέση τους ισχύει το ίδιο, ανεξάρτητα αν τη διαβάζουμε από το Α προς το Β ή από το Β προς το Α, αντιστρέφοντας τους ρόλους αιτίου - αποτελέσματος. Γι’ αυτό, σύμφωνα με αυτήν την πεποίθηση του ρεαλισμού, εφόσον οι εγκέφαλοί μας είναι από ύλη (φτιαγμένοι από άτομα και μόρια), η μελλοντική και παρελθοντική μας συμπεριφορά είναι απολύτως αναγνώσιμη, εάν σε μία οποιαδήποτε στιγμή μπορούμε να έχουμε επαρκή στοιχεία για τις κινήσεις μας.

Ο ρεαλισμός, έχοντας στον πυρήνα του τον μηχανιστικό ντετερμινισμό, είναι μία μηχανιστική επιστημολογία σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να ερμηνευθεί από μία υποτιθέμενη ουδέτερη θέση παρατήρησης και να προγραμματιστεί απόλυτα αιτιοκρατικά. Στον ρεαλισμό ο άνθρωπος είναι προβλέψιμος, άρα και ελέγξιμος (είτε ως υποχείριο, είτε για να εξαγνίσουμε την κοινωνία από τα θεωρούμενα παράσιτα, είτε για το συλλογικό «καλό» των απλών πολιτών το οποίο αποφασίζεται από μία ελίτ με την κατάλληλη γνώση).

Λόγω όμως της σχεσιακότητας και της σχετικότητας των πραγμάτων, οι αιτιακές τους σχέσεις δεν μπορεί να είναι απόλυτες, γιατί η σχέση τους είναι μεταβαλλόμενη και αποτέλεσμα άπειρων παραγόντων. Αυτό που πλέον λέμε λοιπόν είναι ότι το Α μπορεί πιθανά να προκαλέσει το Β, όταν λόγω του πώς εμφανίζεται το Α αυξάνουν οι πιθανότητες να προκύψει το Β.

Για παράδειγμα, ας πούμε ότι σε μία δεδομένη στιγμή πάμε να μετρήσουμε την τιμή μιας ιδιότητας κάποιου πράγματος. Από τα στοιχεία που συγκεντρώνουμε, λέμε ότι υπάρχουν πιθανότητες να εμφανιστούν οι τιμές Α, Β ή Γ. Το ποια τιμή τελικά θα προκύψει, δεν μπορεί να είναι απολύτως σίγουρο. Σχηματικά και μόνον, αν η τιμή Α τη στιγμή της μέτρησης είχε 70% πιθανότητες να εμφανιστεί, η Β 20% και η Γ 10%, τότε, είναι πιθανότερο κατά τη μέτρησή μας να εμφανιστεί η Α. Όμως, με δεδομένο ότι η πιθανότητα δεν είναι βεβαιότητα, τελικά, ποια από τις τιμές Α, Β, Γ θα εμφανιστεί, είναι τυχαίο (με την έννοια της πιθανότητας).

Οπότε, το τι θα συμβεί ή τι θα κάνει κάποιος την επόμενη στιγμή δεν μπορεί ποτέ να είναι απολύτως προβλέψιμο, αλλά μόνο πιθανό. Στην πράξη λοιπόν, από τη μία μεριά, ισχύουν οι αιτιακές σχέσεις καθώς και η προβλεψιμότητα στη γενική της διάσταση. Από την άλλη όμως μεριά, επειδή οι σχέσεις αυτές είναι δυναμικές (εξαρτώνται από πολλούς μεταβαλλόμενους παράγοντες), το αποτέλεσμα ενός αιτίου δεν είναι βέβαιο, αλλά απλώς πιθανό.

Γι’ αυτό και ο μηχανιστικός ντετερμινισμός δίνει πλέον τη θέση του στην ευρύτερη έννοια του «δυναμικού ντετερμινισμού». Αλυσιδωτά, ένας ρεαλισμός που δεν έχει στον πυρήνα του τον μηχανιστικό ντετερμινισμό, παύει να είναι πια μια μηχανιστική επιστημολογία. Μάλλον, παίρνει τις αποχρώσεις ενός «δυναμικού ρεαλισμού» (Μπιτσάκης - όπως παραπέμπει ο Φαρμάκης, 2013).

Σ’ αυτό το νέο μοντέλο του κόσμου, καθώς η πιθανότητα γίνεται πυρηνικό γνώρισμα μιας φυσικής πραγματικότητας σχέσεων και σχετικότητας, φαίνεται ότι το σύμπαν παρέχει μεν στον άνθρωπο γενναίες δόσεις τυχαίου και αβεβαιότητας (για να θυμόμαστε τα όριά μας), αλλά και μπόλικες δόσεις αιτιότητας και σιγουριάς (για την ασφάλειά μας).

Η διασυνδεσιμότητα των πραγμάτων

Στα πλαίσια του δυναμικού ντετερμινισμού για έναν κόσμο πολλαπλών, μεταβαλλόμενων σχέσεων με πιθανά και όχι βέβαια αποτελέσματα (μέρος του οποίου είναι και ο οποιοσδήποτε παρατηρητής του), καταπίπτουν και άλλες πεποιθήσεις του ρεαλισμού.

Μία από αυτές είναι ότι αν χωρίσουμε κάτι σε μέρη, τα μελετήσουμε και συγκεντρώσουμε τα αποτελέσματα, θα έχουμε την πλήρη γνώση αυτού του «κάτι». Μία άλλη, σε άμεση σχέση με την προηγούμενη, είναι ότι τα πράγματα μπορούν να διαχωρίζονται και να ταξινομούνται σε κατηγορίες. Οπότε αν κάτι συγκεκριμένο συγκεντρώνει γνωρίσματα μιας ευρύτερης κατηγορίας, αυτομάτως θα χαρακτηρίζεται και από τα άλλα γνωρίσματά της («επειδή η πόρνη συναναστρέφεται με πολλούς άντρες, αυτή εκεί που είχε δύο σχέσεις το τελευταίο εξάμηνο είναι πόρνη»).

Όταν μιλούμε για δυναμικές σχέσεις των πραγμάτων μεταξύ τους, μιλούμε για τη διασυνδεσιμότητά τους. Άρα, μπορούμε κατά βούληση να βλέπουμε τα πράγματα, ακριβώς λόγω της διασυνδεσιμότητάς τους, να σχηματίζουν διαρκώς ολότητες, σύνολα, τα οποία να είναι μέρη άλλων ολοτήτων, οι οποίες να είναι επίσης μέρη άλλων ολοτήτων κοκ. Για παράδειγμα, δυο αδέλφια σε μία οικογένεια είναι ένα όλον και δυο γονείς ένα άλλο. Και τα τέσσερα μέλη (ή και τα δύο διμελή σύνολα) μαζί, σχηματίζουν το όλον της οικογένειας.

Επίσης, λόγω της διασυνδεσιμότητας όλων με όλα, σε κάθε όλον, τα συστατικά του αλληλεπιδρούν τόσο μεταξύ τους όσο και με το όλον το οποίο αποτελούν. Το κάθε μέρος της οικογένειας αλληλεπιδρά με όλα τα άλλα και με την οικογένεια ολόκληρη - τη διαμορφώνει και διαμορφώνεται από αυτήν. Τα επί μέρους διμελή σύνολα (τα δυο αδέλφια ή οι δυο γονείς) αλληλεπιδρούν τόσο μεταξύ τους όσο και με το σύνολο της οικογένειας.

Αυτή η πολλαπλότητα των σχεσιακών συνδέσεων μεταξύ των πραγμάτων, σημαίνει ότι κάθε επί μέρους όλον έχει και τη δική του αυτονομία σε σχέση με τα στοιχεία που το απαρτίζουν - άρα και το δικό του νόημα. Το όλον που λέγεται «το χέρι μου» είναι κάτι αυτόνομο και δεν ισούται μόνο με το αριθμητικό άθροισμα των πέντε δακτύλων και της παλάμης μου. Ως μία αυτόνομη οντότητα, έχει τις δικές του ιδιότητες - που δεν έχει μόνη της ούτε η παλάμη ούτε τα δάχτυλά μου. Η «οικογένεια», ως οντότητα, έχει τη δική της υπόσταση, η οποία δεν ισούται με το αριθμητικό άθροισμα των μελών της. Το ίδιο ισχύει για κάθε σύνολο, μία εταιρία, ένα κόμμα κλπ.

Αντίστοιχα εσύ, είσαι κάτι διαφορετικό από το αριθμητικό άθροισμα των συστατικών που σε αποτελούν. Αν δηλαδή κόψω σε κομμάτια το σώμα και το άυλο μέρος σου, τα μελετήσω και βάλω μαζί τα αποτελέσματα της μελέτης μου, αυτό που θα πάρω ΔΕΝ θα είναι το «εσύ» που εσύ είσαι ως ολότητα. Ή, το χέρι μου δεν σχετίζεται μόνο με τον κορμό μου, αλλά επίσης με το τι και πώς το κάνω μ’ αυτό: εξαρτάται από όλο μου το σώμα, γι’ αυτό και δεν μπορώ να μελετήσω το χέρι μου αν δεν μελετήσω και τη σχέση του με το σώμα μου.

Αυτός είναι και ο λόγος που στον δυναμικό ρεαλισμό δεν έχει νόημα να μένουμε στον διαχωρισμό των στοιχείων ενός πράγματος προκειμένου να το μελετήσουμε ως όλον. Αντιθέτως, οφείλουμε να το δούμε μελετώντας τόσο τις αλληλεπιδράσεις των στοιχείων του, όσο και το ίδιο ως μία αυτόνομη ολότητα με τις δικές της ιδιότητες. Επίσης, είναι άσκοπο να κατηγοριοποιούμε κάτι και να του προσδίδουμε αυτομάτως όλα τα γνωρίσματα της κατηγορίας στην οποία το βλέπουμε να ανήκει, γιατί αυτό το κάτι έχει τη δική του αυτόνομη και μοναδική οντότητα, καθώς καθορίζεται από διαφορετικά πλέγματα σχέσεων από ό,τι κάθε τι άλλο (όλοι οι μετανάστες δεν είναι κλέφτες).

Σ’ αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, αναπτύχθηκαν διάφορα πεδία γνώσης και συστήματα σκέψης, που σήμερα βρίσκονται στον πυρήνα της θεωρίας και της πράξης των σύγχρονων ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων. Για παράδειγμα, έχουμε τον ολισμό, τη θεωρία πεδίου, τη θεωρία συστημάτων, τη μετεξέλιξη της φαινομενολογίας και τον υπαρξισμό κ.ά.

Η συνύπαρξη δομής και ροής

Είδαμε ότι, στις μέρες μας, η κυριαρχία του στενού πλαισίου του απόλυτου ρεαλισμού και του μηχανιστικού ντετερμινισμού της νευτώνειας περιόδου έχει πλέον ξεπεραστεί, ενώ ανοίχτηκαν μπροστά μας άπειρες δυνατότητες νέων κατευθύνσεων σκέψης με βάση τη σχεσιακότητα και κατά συνέπεια τη σχετικότητα των πραγμάτων.

Όμως, αν «δυναμική σχέση» σημαίνει διαρκή μεταβολή, ροή, κίνηση, τότε, σε έναν μετα-νευτώνειο κόσμο, μήπως μας περισσεύει η έννοια της «δομής» - του σταθερού σχήματος, των σταθερών περιγραμμάτων και σαφών ορίων μεταξύ των πραγμάτων; Ο Yontef (1993), βλέπει τρεις κύριες κατευθύνσεις σκέψης, που εμφανίζονται στη μετα-νευτώνεια περίοδο των Δυτικών κοινωνιών, με βάση τις έννοιες της «δομής» και της «ροής».

(α) Όταν εστιάζουμε στον διαχωρισμό και στην ανεξάρτητη υπόσταση των πραγμάτων, στη διαφορά και στη δομή τους, έχουμε έναν τρόπο σκέψης τον οποίον ο Yontef ονομάζει «νεο-νευτώνεια γραμμική σκέψη» (“neo-Newtonian linear theorizing”). «Εγώ είμαι εγώ και εσύ είσαι εσύ και στεκόμαστε ο ένας αντίκρυ στον Άλλον, ξεχωριστοί και αυτόνομοι, με τα όριά μας, γνωρίζοντας πού τελειώνει ο ένας και πού αρχίζει ο Άλλος». Ο κόσμος εμφανίζεται με μία «σωματιδιακή» εικόνα: σύνολα στοιχείων με όρια μεταξύ τους.

(β) Όταν εστιάζουμε στις δυναμικές σχέσεις των πραγμάτων, δεν τα βλέπουμε οριοθετημένα. Βλέπουμε μόνο πλέγματα μεταβαλλόμενων σχέσεων μεταξύ τους (θα έλεγα ότι η προσέγγιση αυτή θυμίζει ιδέες Ανατολικών παραδόσεων, όπως είναι ο Ταοϊσμός και το Ζεν). Ο Yontef ονομάζει αυτόν τον τρόπο σκέψης «μη γραμμική σκέψη» (ή «καθολική διαδραστικότητα») - “non-linear theorizing” (“universal interactionism”). Εδώ, ο κόσμος εμφανίζεται με μία «κυματική» εικόνα.

Είναι φανερό πως καμία από τις δύο αυτές εικόνες δεν φαίνεται να καλύπτει τον πλούτο των τρόπων με τους οποίους εμφανίζεται σήμερα ο κόσμος στα μάτια μας. Αν μείνουμε μόνο στην πρώτη, κινδυνεύουμε να πλησιάσουμε υπερβολικά μία μηχανιστικά ρεαλιστική, νευτώνεια κοσμοαντίληψη, που θεωρούσε τα πράγματα εντελώς ανεξάρτητα και ασύνδετα. Όμως, από την άλλη μεριά, σε έναν κόσμο αδιάκοπης ροής, όπου μας ενδιαφέρουν αποκλειστικά και μόνον οι συνδέσεις και όχι αυτό το ίδιο το πράγμα το οποίο συνδέεται με ένα άλλο πράγμα, θα απουσίαζε παντελώς η δομή, η διαφορά, η εξατομικευμένη ύπαρξη, η δυνατότητα διάκρισης και η ατομική διαφορά θα εξαφανιζόταν σε μία ομοιογενή σούπα.

Έτσι, ο Yontef επισημαίνει ότι αναπτύχθηκε μία ενδιάμεση τάση, μία «ενοποιημένη προ¬σέγγιση» (“integrated theorising”), η οποία συνδυάζει τις δύο προηγούμενες. Αυτή η «ενοποιημένη προσέγγιση», είναι πληρέστερη καθώς δέχεται μεν τη σχεσιακότητα ως κύριο γνώρισμα των πραγμάτων (όλα συνδέονται με όλα - κύμα), αλλά επίσης δέχεται τη δομή και την αυτονομία τους (σωματίδιο) - στην ουσία πρόκειται για έναν τρόπο σκέψης που εμπνέει η έννοια του κβαντικού πεδίου.

Το σημαντικό στην ενοποιημένη προσέγγιση είναι πως:

(α) Τα πράγματα υπάρχουν ούτως ή άλλως σε μία φυσική πραγματικότητα πέρα από την αντίληψή μας και αλληλεπιδρούν μέσω διαρκώς μεταβαλλόμενων πλεγμάτων σχέσεων.

(β) Κάθε παρούσα ισχύουσα σχέση ορίζει και μία συγκεκριμένη στο «τώρα» υπόσταση και δομή για το κάθε πράγμα, ως προς τη σχέση αυτή. Άρα, η σχέση, αν και δηλώνει πάντα ρέουσες διαδικασίες, ορίζει επίσης πάντα και ένα παροντικό «σχήμα» κάθε πράγματος.

Άρα, οι σύγχρονες εικόνες της φυσικής πραγματικότητας αναφέρονται μεν σε ένα νέφος διάχυτων σχέσεων, αλλά εξίσου και στο γεγονός πως, στην κάθε παρούσα στιγμή, το κάθε τι αναδύεται μεγαλόπρεπα σε ένα πρόσκαιρο παρόν, ως κάτι συγκεκριμένο, δομημένο, απτό και διαφοροποιημένο από ό,τι το περιβάλλει, ανάλογα με το δίκτυο των σχέσεων από το οποίο παίρνει και το σχήμα του.

Τελικά, τόσο στο σύμπαν όσο και στα ανθρώπινα πράγματα, η διαδραστικότητα των σχέσεων και η συνεχής ροή διαδικασιών, φαίνεται να μην αποκλείουν καθόλου τη δομή και τη σταθερότητα. Ο King (όπως παρατίθεται από τον Yontef, 1993, σ. 362), τονίζει πως, για τη σύγχρονη φυσική, είναι η ύπαρξη δομής αυτή που στην πραγματικότητα δημιουργεί κίνηση. Συγκεκριμένα: η ύπαρξη δομής σημαίνει ανομοιομορφία, η οποία, με τη σειρά της, σημαίνει περιοχές συμπύκνωσης, άρα περιορισμούς και αντίσταση στην ελεύθερη ροή της ενέργειας. Οπότε, η διαφορά πυκνότητας των περιοχών συμπύκνωσης παράγει κίνηση και πολυρυθμία, γιατί η ενέργεια «αναγκάζεται» να κινείται αναζητώντας διαρκώς νέους τρόπους ροής, νέα σχεσιακά κανάλια, μέσω των οποίων θα μεταδοθεί. Και καθώς μεταδίδεται παράγει νέες δομές κοκ - δεν μπορεί να υπάρξει ζωή αν δεν υπάρχει ανομοιογένεια, δηλαδή αντίσταση λόγω διαφοράς, η οποία προκαλεί και την κίνηση της ενέργειας.

Από τα παραπάνω, φαίνεται πως το σύμπαν είναι η σκηνή ενός ασταμάτητου γίγνεσθαι μέσω διαδικασιών αλλαγής που εξελίσσονται, συναντιούνται, δημιουργούν πρόσκαιρες δομημένες μορφές οι οποίες στη συνέχεια διαλύονται κοκ. Και, για την ώρα, ένα καθόλου εύκολο στοίχημα για το είδος μας είναι να περάσει σε ένα πιθανό επόμενο αναπτυξιακό στάδιο, αποδεχόμενοι ότι είναι οι ίδιες μας οι ανακαλύψεις που μας φωνάζουν διαρκώς πως, αυτό που βλέπουμε, ΔΕΝ «είναι» έτσι όπως το βλέπουμε.

Λιαντίνης: Η επιστροφή και η καταφυγή στον εαυτό μας

Μιλάς για την ανθρώπινη αθλιότητα, που γεννιέται από την ευθύνη των μεγάλων, και μάλιστα κατονομάζεις και ορισμένους λαούς.
 
Δεν φταίνε οι λαοί, που σήμερα η ιστορική καλομοιριά τους τους έχει βάλει στην κορυφή της δύναμης. Αν δεν υπήρχαν αυτοί σήμερα, τα σύμβολα της αδικίας και της αθλιότητας, θάταν στη θέση τους κάποιοι άλλοι. Και θα τους κράζαμε Άγγλους, Ρωμαίους, Έλληνες, Μήδους, Σουμερίους, Ακκαδίους, Φοίνικες, Αιγυπτίους και ό,τι άλλο.
   
Ο ηθικός δείκτης των ατόμων και των λαών πάντοτε κυμάνθηκε μέσα στα περιθώρια ιδίων ενδείξεων. Καμία βελτίωση, κανένας εξευγενισμός.
 
Πάντοτε ο άνθρωπος ανοίγει και τραβάει το δρόμο της ιστορικής του προχώρησης με σημαιοφόρο και μπροσταροκριό την επιχρυσωμένη μάσκα του κακού και της αδικίας. Καθαρός κανίβαλος, με αυθεντικά τα διάσημα του πρωτογονισμού του.
 
Τότε έσφαζε με τα σπαθιά και τις κάμες και σήμερα σκοτώνει με τα πολυβόλα και την αναπνοή. Τότε είχε τους δούλους, σήμερα τους αντικατέστησε εξωραϊστικά με σένα και με μένα.
 
Καμία αλλαγή. Κι έτσι πάντα θα γίνεται.
 
Γίνανε προσπάθειες και εγχειρήματα πολύ σοβαρά για να καταργηθεί αυτό το τρισάθλιο καθεστώς.
 
Χριστιανισμός, Γαλλική Επανάσταση, Μπολσεβικισμός, για να σταματήσω σε χαρακτηριστικές κορυφές. Του κάκου όμως. Αντί για την ημέρωση, η αποθηρίωση.
 
Γιατί στην ουσία πρόκειται για ένα φυσικό νόμο, με δύναμη απόλυτη.
 
Πάσχει από αθεράπευτο ρομαντισμό, σπαρταριστή αφέλεια και ελαφρύνοια άμετρη εκείνος που νομίζει ότι ο κόσμος διορθώνεται ή ότι φταίει σήμερα ο Αμερικανός κι ο Ρούσος, ή όποιος άλλος, για το δικό μας κακό.
 
Αλλοίμονο στον άνθρωπο που πλάστηκε τέτοιος.
 
Μία μόνο υπάρχει δυνατότητα, που προσφέρεται και σαν μορφή λύσης. Η επιστροφή και η καταφυγή στον εαυτό μας.
 
Φαίνεται αυτό σαν καταδικάσιμος αριστοκρατισμός, στο βάθος όμως είναι η επιλογή του δυνατού μικρότερου κακού.
 
Αυτή η επιστροφή, η περιχαράκωση στο άτομο, πραγματοποιείται με την εφαρμογή δύο μόνον αξιωμάτων.
 
Το πρώτο είναι να κλείσεις τα μάτια στον πηχτό παραλογισμό που φουρτουνιάζει γύρω σου και ν' αποφεύγεις, όσο γίνεται, όσο σου επιτρέπει η φύση σου, και ν' αδικείς και να αδικείσαι.
 
Όταν ο άλλος σε προσβάλλει, ή σε «ρίχνει», απάντα όχι με μεγαλόσχημη και μεγαλόστομη διαμαρτυρία, αλλά με το γέλιο σου. Ένα γέλιο που νάχει μέσα του και σαρκασμό και πόνο.
Σα να λες στον αδικητή σου:
 
«Κακομοίρη, μ’ όλο σου το κέρδος, δε θα κοιμηθείς καλύτερα το βράδυ. Απάνω σου βλέπω τα σημάδια από ένα αρρωστιάρικο κορμί, που ύστερα από 30 ή 50 χρόνια θα διαλυθεί στο ανυπόμονο κύλισμα του χείμαρρου, για να βουλιάξει σ’ έναν άπατο βυθό. Κι εγώ, μ’ όλη μου τη βλάβη, δε θα κοιμηθώ χειρότερα το βράδυ. Γιατί ξέρω το δρόμο μου και το γέλιο μου και τον πόνο μου».
 
Λιαντίνης, Έζησα έρημος και ισχυρός

Πώς μπορούμε να διαχειριστούμε τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι δεν μας χρειάζονται

Μπορεί να εργάζεστε για, ή να βρίσκεστε κοντά σε κάποιον που πιστεύετε ότι έχει το «σύνδρομο του θεού». Ακόμα κι αν συμφωνείτε να μοιράζεστε την προσπάθεια σε μια σημαντική εργασία, συνειδητοποιείτε ότι αυτό το άτομο απλά παίρνει τον πλήρη έλεγχο και ολοκληρώνει την εργασία χωρίς να σας περιμένει.

Πρόκειται για μια απλή περίπτωση ναρκισσισμού; Η ιστορία δεν είναι και τόσο απλή, επειδή το άτομο είναι γενικά αρκετά φιλικό και δεν εκφράζει έντονο ανταγωνισμό για να πετύχει αναγνώριση. Αντιθέτως, ίσως, το άτομο αυτό έχει συνηθίσει να κάνει τα πάντα μόνο του, και αντί να έχει το σύνδρομο του θεού, νιώθει πιο άνετα να λειτουργεί μόνο του. Το πρόβλημα είναι ότι εσείς έρχεστε δεύτεροι και δεν θα έχετε ποτέ την ευκαιρία να γίνετε μέρος της διαδικασίας λήψης αποφάσεων.

Με κάποιους τρόπους, το να έχουμε έναν/μία σύντροφο ή έναν συνάδελφο που κάνει τα πάντα για εμάς μας επιτρέπει να περνάμε χρόνο κάνοντας άλλα πράγματα. Στην πραγματικότητα, όμως, θα θέλαμε να έχουμε λόγο στο τελικό «προϊόν» όποιο κι αν είναι αυτό.

Αν είναι στη δουλειά, ίσως δεν συμφωνούμε με τα βήματα που λαμβάνει ο συνάδελφος. Αν αυτό συμβαίνει στη σχέση, μπορεί να νιώθουμε τυχεροί γι’ αυτό, αλλά τελικά και πάλι δεν έχουμε καμία συμμετοχή και λόγο σε ό,τι συμβαίνει. Ίσως να είχαμε προτείνει να κάνουμε μια δουλειά στο σπίτι, αλλά μόλις γυρίσαμε είδαμε ότι αυτή έχει ήδη γίνει.

Το χειρότερο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι όταν αυτοί οι άνθρωποι, ενώ ζητούν τη βοήθεια και τη συνεισφορά μας, τελικά αναλαμβάνουν τα πάντα μόνοι τους. Αργότερα, μπορεί να παραπονεθούν για το ότι έκαναν τα πάντα μόνοι τους, οπότε σε αυτό το σημείο θυματοποιούνται. Αυτό μας προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη απόγνωση και εκνευρισμό.

Όσο συνηθισμένο κι αν είναι αυτό το πρόβλημα, θα εκπλαγείτε μαθαίνοντας ότι η ψυχολογία δεν το έχει εξετάσει σε βάθος· ούτε αυτό, αλλά ούτε και τις συνέπειες αυτής της συνήθειας στους ανθρώπους γύρω τους. Ωστόσο μια νέα έρευνα από την ψυχολόγο Cecilie Schou Andreassen (2019) στο Πανεπιστήμιο του Bergen μας παρέχει ορισμένες απαντήσεις.

Εστιάζοντας στην εργασιομανία, Οι Νορβηγοί επιστήμονες εξετάζουν γιατί οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να δράσουν περισσότερο απ’ όσο αναμένεται από εκείνους, να κάνουν έξτρα προσπάθεια και να πράττουν μόνοι τους τελικά.

Η αίσθηση ότι χρειάζεται να κάνετε τα πάντα μόνοι σας θα μπορούσε σίγουρα να συνδέεται με την τάση να πιέζουμε τον εαυτό μας. Ορισμένοι από τους παράγοντες προσωπικότητας που συνεισφέρουν στην εργασιομανία μπορεί να ενσωματώνουν κι αυτή την τάση για solo δράση, συμπεριλαμβανομένων του ναρκισσισμού, της τελειομανίας, του μοτίβου συμπεριφορά τύπου Α, ακόμα και του νευρωτισμού.

Το εργασιακό περιβάλλον μπορεί επίσης να εντείνει την εργασιομανία, αν υπάρχουν υψηλές απαιτήσεις και συστήματα ανταμοιβής, χτισμένα πάνω σε ένα μοντέλο ατομικής απόδοσης. Άλλα χαρακτηριστικά που μπορεί να συνεισφέρουν στην εργασιομανία περιλαμβάνουν τον τύπο ηγεσίας, και συγκεκριμένα αν ο εργοδότης δείχνει κακοποιητική συμπεριφορά προς τους εργαζομένους.

Στο δείγμα της έρευνας, σχεδόν το 7% ταίριαζε με τα κριτήρια της εργασιομανίας, αλλά ανάμεσα στους συμμετέχοντες, τα σκορ στην κλίμακα της εργασιομανίας συσχετίζονταν με αρνητικές εργασιακές συνθήκες. Ο εργασιομανής εθίζεται στην εργασία σε μια προσπάθεια να αποδράσει από το άβολο στρες. Ένα τοξικό εργασιακό κλίμα μπορεί να συνεισφέρει όπως προείπαμε στην εργασιομανία, αλλά ο εργασιομανής μπορεί να δημιουργήσει από μόνος του αυτό το κλίμα λόγω δυσκολιών στην επικοινωνία και στην κοινωνικοποίηση.

Επιστρέφοντας στη σχέση ανάμεσα στην εργασιομανία και στο πνεύμα της solo δράσης, η Νορβηγική έρευνα υποδεικνύει ότι οι άνθρωποι υιοθετούν αυτή την προσέγγιση στη ζωή, όταν δεν διαθέτουν ακριβή καθοδήγηση στο πώς αλλιώς μπορούν να συμπεριφερθούν όταν χρειάζεται να ολοκληρώσουν μια εργασία.

Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να νιώθουν, είτε σε μια ερωτική σχέση, είτε στην καριέρα τους, ότι για να πετύχουν, χρειάζεται να πιέσουν τον εαυτό τους και να παρακάμψουν όλους τους άλλους. Χωρίς να γνωρίζουν άλλο τρόπο, αναλαμβάνουν περισσότερα απ’ όσα θα έπρεπε, και όταν τα καταφέρνουν, λαμβάνουν αναγνώριση και ανταμοιβή για την αφοσίωσή τους.

Είναι μάλιστα πιθανό αυτή η συμπεριφορά να παίρνει μορφή νωρίς στη ζωή, όταν οι γονείς ή οι δάσκαλοι ενίσχυαν την πεποίθησή τους ότι για να λάβουν αναγνώριση, αγάπη και εκτίμηση, έπρεπε να δείχνουν ότι μπορούν μόνοι τους να τα καταφέρουν.

Για να μπορέσουμε να διαχειριστούμε τους ανθρώπους που πράττουν σαν να μην σας χρειάζονται, προσπαθήστε να βρείτε λίγο χρόνο για να κάνετε μια ειλικρινή συζήτηση για το πώς αυτό σας κάνει να νιώθετε. Προσπαθήστε να σπάσετε τον «εθιστικό» κύκλο του να κάνουν τα πάντα μόνοι τους, ώστε να σας συμπεριλάβουν στην επόμενη κίνηση. Άλλωστε, η πικρή αντίδραση δεν θα καταφέρει τίποτα, παρά ένα αρνητικό κλίμα μεταξύ σας.