Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (15.256-15.324)

Τοῦ μὲν ἄρ᾽ υἱὸς ἐπῆλθε, Θεοκλύμενος δ᾽ ὄνομ᾽ ἦεν,
ὃς τότε Τηλεμάχου πέλας ἵστατο· τὸν δ᾽ ἐκίχανε
σπένδοντ᾽ εὐχόμενόν τε θοῇ παρὰ νηῒ μελαίνῃ,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
260 «ὦ φίλ᾽, ἐπεί σε θύοντα κιχάνω τῷδ᾽ ἐνὶ χώρῳ,
λίσσομ᾽ ὑπὲρ θυέων καὶ δαίμονος, αὐτὰρ ἔπειτα
σῆς τ᾽ αὐτοῦ κεφαλῆς καὶ ἑταίρων, οἵ τοι ἕπονται,
εἰπέ μοι εἰρομένῳ νημερτέα μηδ᾽ ἐπικεύσῃς·
τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;»
265 Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾽ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί, πατὴρ δέ μοί ἐστιν Ὀδυσσεύς,
εἴ ποτ᾽ ἔην· νῦν δ᾽ ἤδη ἀπέφθιτο λυγρῷ ὀλέθρῳ.
τοὔνεκα νῦν ἑτάρους τε λαβὼν καὶ νῆα μέλαιναν
270 ἦλθον πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής·
«οὕτω τοι καὶ ἐγὼν ἐκ πατρίδος, ἄνδρα κατακτὰς
ἔμφυλον· πολλοὶ δὲ κασίγνητοί τε ἔται τε
Ἄργος ἀν᾽ ἱππόβοτον, μέγα δὲ κρατέουσιν Ἀχαιῶν.
275 τῶν ὑπαλευάμενος θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν
φεύγω, ἐπεί νύ μοι αἶσα κατ᾽ ἀνθρώπους ἀλάλησθαι.
ἀλλά με νηὸς ἔφεσσαι, ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα,
μή με κατακτείνωσι· διωκέμεναι γὰρ ὀΐω.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
280 «οὐ μὲν δή σ᾽ ἐθέλοντά γ᾽ ἀπώσω νηὸς ἐΐσης,
ἀλλ᾽ ἕπευ· αὐτὰρ κεῖθι φιλήσεαι, οἷά κ᾽ ἔχωμεν.»
Ὣς ἄρα φωνήσας οἱ ἐδέξατο χάλκεον ἔγχος,
καὶ τό γ᾽ ἐπ᾽ ἰκριόφιν τάνυσεν νεὸς ἀμφιελίσσης·
ἂν δὲ καὶ αὐτὸς νηὸς ἐβήσετο ποντοπόροιο.
285 ἐν πρύμνῃ δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα καθέζετο, πὰρ δὲ οἷ αὐτῷ
εἷσε Θεοκλύμενον· τοὶ δὲ πρυμνήσι᾽ ἔλυσαν.
Τηλέμαχος δ᾽ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν
ὅπλων ἅπτεσθαι· τοὶ δ᾽ ἐσσυμένως ἐπίθοντο.
ἱστὸν δ᾽ εἰλάτινον κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης
290 στῆσαν ἀείραντες, κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν,
ἕλκον δ᾽ ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι.
τοῖσιν δ᾽ ἴκμενον οὖρον ἵει γλαυκῶπις Ἀθήνη,
λάβρον ἐπαιγίζοντα δι᾽ αἰθέρος, ὄφρα τάχιστα
νηῦς ἀνύσειε θέουσα θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ.
295 βὰν δὲ παρὰ Κρουνοὺς καὶ Χαλκίδα καλλιρέεθρον.
Δύσετό τ᾽ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί·
ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλεν ἐπειγομένη Διὸς οὔρῳ,
ἠδὲ παρ᾽ Ἤλιδα δῖαν, ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί.
ἔνθεν δ᾽ αὖ νήσοισιν ἐπιπροέηκε θοῇσιν,
300 ὁρμαίνων ἤ κεν θάνατον φύγοι ἦ κεν ἁλώῃ.
Τὼ δ᾽ αὖτ᾽ ἐν κλισίῃ Ὀδυσεὺς καὶ δῖος ὑφορβὸς
δορπείτην· παρὰ δέ σφιν ἐδόρπεον ἀνέρες ἄλλοι.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
τοῖς δ᾽ Ὀδυσεὺς μετέειπε, συβώτεω πειρητίζων,
305 ἤ μιν ἔτ᾽ ἐνδυκέως φιλέοι μεῖναί τε κελεύοι
αὐτοῦ ἐνὶ σταθμῷ ἦ ὀτρύνειε πόλινδε·
«κέκλυθι νῦν, Εὔμαιε, καὶ ἄλλοι πάντες ἑταῖροι·
ἠῶθεν προτὶ ἄστυ λιλαίομαι ἀπονέεσθαι
πτωχεύσων, ἵνα μή σε κατατρύχω καὶ ἑταίρους.
310 ἀλλά μοι εὖ θ᾽ ὑπόθευ καὶ ἅμ᾽ ἡγεμόν᾽ ἐσθλὸν ὄπασσον,
ὅς κέ με κεῖσ᾽ ἀγάγῃ· κατὰ δὲ πτόλιν αὐτὸς ἀνάγκῃ
πλάγξομαι, αἴ κέν τις κοτύλην καὶ πύρνον ὀρέξῃ.
καί κ᾽ ἐλθὼν πρὸς δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο
ἀγγελίην εἴποιμι περίφρονι Πηνελοπείῃ,
315 καί κε μνηστήρεσσιν ὑπερφιάλοισι μιγείην,
εἴ μοι δεῖπνον δοῖεν ὀνείατα μυρί᾽ ἔχοντες.
αἶψά κεν εὖ δρώοιμι μετὰ σφίσιν ἅσσ᾽ ἐθέλοιεν.
ἐκ γάρ τοι ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο καί μευ ἄκουσον·
Ἑρμείαο ἕκητι διακτόρου, ὅς ῥά τε πάντων
320 ἀνθρώπων ἔργοισι χάριν καὶ κῦδος ὀπάζει,
δρηστοσύνῃ οὐκ ἄν μοι ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος,
πῦρ τ᾽ εὖ νηῆσαι διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι,
δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι καὶ οἰνοχοῆσαι,
οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες.»

***
Δικός του γιος λοιπόν, λεγόταν Θεοκλύμενος,
αυτός που φάνηκε και στάθηκε στο πλάι του Τηλεμάχου —
τον πέτυχε την ώρα της σπονδής, της προσευχής, πολύ κοντά
στο μελανό και γρήγορο καράβι.
Τότε τον φώναξε, και πέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά:
260 «Φίλε, αφού σε πέτυχα στην ώρα και στον τόπο της θυσίας,
σ᾽ αυτή την προσφορά σου πρώτα σ᾽ εξορκίζω και στη θεότητα που δέεσαι,
μετά στη σωτηρία σου και των συντρόφων που έρχονται μαζί σου.
Δώσε στο ερώτημά μου αληθινή απόκριση και μη μου κρύψεις τίποτε:
ποιος είσαι και από πού; ποια είναι η πόλη σου και ποιοι οι γονείς σου;»
Ευθύς ο συνετός Τηλέμαχος ανταποκρίθηκε:
«Ξένε, να ξέρεις, θα σου φανερώσω όλη την αλήθεια·
απ᾽ την Ιθάκη έρχεται η γενιά μου, πατέρας μου ο Οδυσσέας —
αν ήταν κάποτε, γιατί αφανισμένος άθλια επήγε του χαμού.
Γι᾽ αυτό κι εγώ σήκωσα τους συντρόφους και με το μελανό καράβι
270 γυρνώ να μάθω για την τύχη του πατέρα μου που τόσα χρόνια λείπει.»
Θεόμορφος ο Θεοκλύμενος μίλησε πάλι κι είπε:
«Όπως κι εσύ, έτσι κι εγώ άφησα την πατρίδα μου· έχω σκοτώσει
κάποιον της φυλής μου· πολλά τ᾽ αδέλφια του κι οι συγγενείς του
στο ιππότροφο Άργος, μεγάλη η δύναμή τους και στους Αχαιούς.
Για ν᾽ αποφύγω εγώ τον φόνο τους, τη μαύρη μοίρα μου,
πήρα τον δρόμο της φυγής — είναι γραφτό μου
να παραδέρνω πια στα ξένα και με ξένους.
Αλλά παρακαλώ σε, άφησε στο καράβι σου ν᾽ ανέβω, ένας εξόριστος εγώ
ικέτης. Μη με σκοτώσουν, γιατί πιστεύω πως με κυνηγούν.»
Κι ο συνετός Τηλέμαχος αμέσως αποκρίθηκε:
280 «Αφού το θες, δεν θα σε διώξω απ᾽ το ισόρροπο καράβι μου.
Έλα λοιπόν μαζί· θα φιλευτείς εκεί μ᾽ ό,τι μας βρίσκεται.»
Μιλώντας, του πήρε το χάλκινο κοντάρι και το πλαγιάζει
επάνω στο κατάστρωμα του αμφίκυρτου πλεούμενου.
Μετά ανέβηκε κι αυτός στο ποντοπόρο πλοίο, στην πρύμη
κάθησε κι έβαλε πλάι του τον Θεοκλύμενο.
Έλυσαν τότε τις πρυμάτσες, κι έδωσε εντολή ο Τηλέμαχος
να πιάσουν τ᾽ άρμενα οι σύντροφοί του. Εκείνοι υπάκουσαν,
και με σπουδή σηκώνουν το ελάτινο κατάρτι, το στήνουν
290 στο τρύπιο μεσοδόκι και το ᾽δεσαν στην πλώρη με σχοινιά·
ύψωσαν, τέλος, τα λευκά πανιά με τα καλοστριμμένα
από βοδίσιο δέρμα καραβόσχοινα.
Οπότε η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, τους έστειλε
τον ούριο άνεμο, που λάβρος εφορμούσε από τα αιθέρια ύψη,
για να μπορεί πετώντας το καράβι ν᾽ ανοίγει δρόμο
στο αλμυρό θαλάσσιο κύμα —
έτσι προσπέρασαν και τους Κρουνούς και την καλλίρροη Χαλκίδα.
Έδυσε ο ήλιος, ίσκιωσαν όλοι οι μεγάλοι δρόμοι,
όταν γοργά κινούμενο το πλοίο από τον ούριο άνεμο του Δία,
έπιασε Φεία, παρακάμπτοντας τη θεία Ήλιδα,
όπου κρατούν οι Επειοί.
Έβαλε τότε πλώρη για τα Αγκαθονήσια βαριά συλλογισμένος
ο Τηλέμαχος, αν απ᾽ τον θάνατο θα γλίτωνε
300 ή θα τον έπιανε ο θάνατος στα βρόχια του.
Την ίδια ώρα δειπνούσαν στο καλύβι ο Οδυσσέας
κι ο θείος χοιροβοσκός — μαζί τους έτρωγαν κι οι άλλοι παραγιοί.
Όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαΐ, για το πιοτό,
ο Οδυσσέας γύρισε τα λόγια του, να δοκιμάσει θέλοντας τον αγαθό χοιροβοσκό,
αν θα τον φίλευε ακόμη πρόθυμα, αν θα τον πίεζε να μείνει κι άλλο
μέσα στη μάντρα, ή θα τον έσπρωχνε να πάει στην πόλη:
«Ακούστε τώρα, Εύμαιε κι όλοι οι άλλοι σύντροφοι·
θέλω και λέω αύριο, μόλις θα ξημερώσει, να φύγω και να κατεβώ στην πόλη,
θα ζητιανέψω· να μη γίνομαι βάρος σ᾽ εσένα και στη συντροφιά σου.
310 Μόνο ζητώ μια συμβουλή καλή, και δώσε μου ένα συνοδό
που θα μπορούσε εκεί να με οδηγήσει. Όσο για μένα, που είμαι ζορισμένος,
θα περιπλανηθώ μετά κάτω στην πόλη, μήπως και κάποιος
μου προσφέρει, μ᾽ ένα καυκί κρασί, λίγο ψωμί.
Θα πήγαινα και στο παλάτι ακόμη του θεϊκού Οδυσσέα,
μήνυμα για να φέρω στη συλλογισμένη Πηνελόπη·
μπορεί να τρύπωνα ανάμεσα και στους περήφανους μνηστήρες,
μήπως μου δώσουν μια μερίδα φαγητό
από τα πάμπολλά τους γεύματα που γεύονται —
βέβαια θα τους δούλευα καλά, κάνοντας όλα τα θελήματά τους.
Έχω και κάτι άλλο να σου πω, άκουσε τώρα και στοχάσου.
Υπό την εύνοια του περατάρη Ερμή, θεού
320 που σ᾽ όλων των ανθρώπων τις δουλειές χαρά χαρίζει και τιμή,
άλλος κανείς θνητός δεν θα μπορούσε στη δούλεψη να παραβγεί μαζί μου·
ξέρω φωτιά να στήσω, ξύλα ξερά να σχίσω,
να κόψω και να ψήσω κρέας, να τους κεράσω το κρασί —
όλα όσα κάνουν οι κατώτεροι υπηρετώντας ανωτέρους.»

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 11. Διακοπές στις Βάιες

11.5. Ηλιοβασιλέματα, γεμάτα αναμνήσεις

Οι μεγάλοι ποιητές του Ρομαντισμού, όπως ο λόρδος Μπάιρον, αντλούσαν συχνά έμπνευση από τη θέα των ερειπίων της αρχαιότητας. Ένας μισογκρεμισμένος ναός, ένα σπασμένο επιτύμβιο μνημείο, μερικοί σπόνδυλοι από κάποιον αρχαίο κίονα ήταν αρκετά για να πυροδοτήσουν τη συναισθηματική νοσταλγία και την ιστορική φαντασία των Ρομαντικών. Η γοητεία των ερειπίων είναι μια ιδέα που τη συνδέουμε με τη διάθεση των Ρομαντικών. Μόνο που ερείπια δεν άφησαν μόνο οι Παρθενώνες, τα μαντεία και τα στάδια αλλά και οι Βάιες. Τι θα μπορούσε να στοχαστεί ένας ποιητής πάνω στα ερείπια της «αρχαίας ηδονής»; Ποιους ήχους, ποια χρώματα και ποια αρώματα θα μπορούσε να ανακαλέσει από το παρελθόν η πυρακτωμένη φαντασία του;

Εδώ κάποτε αναστέναζε η Ρώμη της μόδας και της χλιδής· εδώ φτερούγιζε τα καλοκαίρια το γλυκό πουλί της ρωμαϊκής νιότης· εδώ τα καλοκαιριάτικα δειλινά θα ακούστηκαν ψίθυροι αγάπης και θα ανταλλάχτηκαν όρκοι· στα νερά αυτά καθρεφτίζονταν οι νυκτόβιοι χαροκόποι που δεν άφησαν τον αυστηρό φιλόσοφο να κλείσει μάτι· εκεί μπορεί να ξάπλωνε μετά το λουτρό της η μακρινή αγαπημένη του Προπέρτιου· πιο πέρα, στη μαρίνα, ένας Ρωμαίος λιμοκοντόρος, που μπορεί να ήταν και «σκαφάτος», θα παραμόνεψε την ανυποψίαστη Λεβίνα. Γέλια, στεναγμοί, ψίθυροι, ερωτηματικά, ματαιοδοξία, ματαιότητα, η οσμή του χυμένου κρασιού και της αλοιφής που χρησιμοποιούνταν για αντηλιακό, και η ζωή ολόκληρη αυτών των ανθρώπων, σαν σύντομο καλοκαιράκι μέσα στον ατέλειωτο χρόνο που μας ταξιδεύει - όλα αυτά μπορεί να τα αφουγκραστεί και να τα οσμιστεί ο ποιητής καθώς βλέπει τα σημερινά ερείπια;

Ίσως τελικά οι διακοπές στις Βάιες να είναι κάτι ανάμεσα στη περιγραφή του ξεναγού και τη φαντασία του ποιητή.

Ο ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ

Ο Άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, έρχεται στον κόσμο σαν «ατομικότητα». Και αυτή η ατομικότητα, λογικά μιλώντας, θα πρέπει να έχει μεταφυσική προέλευση (αν και δεν γνωρίζουμε το βάθος της), αλλιώς δεν θα ερχόμασταν εδώ. Άσχετα από όλες τις μυθολογίες, επιστημονικές, θρησκευτικές ή φιλοσοφικές, ούτε την πραγματική φύση της αόρατης οντότητας (της ψυχής) γνωρίζουμε, ούτε όλες τις ιδιότητές της, ούτε τον ακριβή τρόπο σύνδεσης με την υλική μορφή (το σώμα). Όσα λέγονται είναι μόνο θεωρίες των ανθρώπων. Αυτό που γνωρίζουμε με την βεβαιότητα της άμεσης εμπειρίας μας είναι ότι είμαστε (εμείς, σαν συνείδηση, σαν επίγνωση, σαν ο «εσωτερικός άνθρωπος») συνδεδεμένοι με το σώμα, έχουμε ένα σώμα και λειτουργούμε μέσα από αυτό. Κι ότι, πέρα από το ότι είμαστε εδώ (να έχουμε φυσική και ενεργή παρουσία εδώ), επίσης σκεφτόμαστε, συναισθανόμαστε και συγκινούμαστε, νοιώθουμε αισθητηριακές εμπειρίες και δρούμε. Κι όλα αυτά που κάνουμε έχουν άμεση ανταπόκριση στο νευρικό σύστημα και στο σώμα και κατ’ επέκταση στον κόσμο γύρω μας. Όλα αυτά μπορεί κάποιος, οποιοσδήποτε, να τα διαπιστώσει από ίδια πείρα. Έτσι δεν χρειάζεται να επιμείνουμε εδώ.

Από την άλλη μεριά, αυτή η «ατομικότητα», η φυσική ύπαρξη, ο ψυχοσωματικός άνθρωπος που είμαστε, από βιολογικές καταβολές, είναι στραμμένη προς τον εξωτερικό κόσμο, με κύριο μέλημα την επιβίωσή μας στο κόσμο. Μάλιστα ο άνθρωπος, στην εξέλιξή του, ανέπτυξε λογική σκέψη κι έτσι μπόρεσε, όχι μόνο να έχει καλύτερη αυτεπίγνωση, γνώση της ύπαρξής του στον κόσμο, αλλά και να αναγνωρίζει καλύτερα τον κόσμο γύρω του. Έτσι μπορούμε να πούμε πως η ανάπτυξη του εγώ κι οι βασικές ιδιότητες και συμπεριφορές έχουν βιολογική-ανθρωπολογική βάση. Καθώς όμως ο άνθρωπος (όπως όλα τα ζώα άλλωστε) για να επιβιώσει οργανώνεται σε ομάδες, η ζωή του ανθρώπου στον κόσμο είναι «ζωή μέσα σε μια κοινωνία». Δεν ζούμε σαν άτομα που απλά, κάποια ιστορική στιγμή, φτιάχνουν κοινωνία. Εξαρχής γεννιόμαστε και ζούμε μέσα σε μια κοινωνία. Συνεπώς αυτό που ζούμε είναι όχι «ατομική» αλλά «κοινωνική» ζωή (η ζωή του ατόμου μέσα σε μια κοινωνία). Συνεπώς η ανάπτυξη του εγώ (της προσωπικότητας, που έχει βιολογική-ανθρωπολογική βάση, γεννιέται πάντα, εξαρχής, μέσα στην κοινωνία. Το εγώ γεννιέται, αναπτύσσεται και διαμορφώνεται μέσα στην κοινωνία. Στηριζόμαστε και κληρονομούμε την ομαδική γνώση και εμπειρία κι εξαρτιόμαστε σε μεγάλο βαθμό από την κοινωνική ζωή.

Καθώς όμως εξελισσόμαστε σαν είδος, μέσα στην ιστορία, γίνεται κατανοητό ότι σαν είδος, σαν κοινωνία, ούτε πλήρη αντίληψη της πραγματικότητας έχουμε, ούτε τα πάντα γνωρίζουμε, ανεξάρτητα από την γνώση που θεμελιώνουμε, σαν γνώση και σαν επιστήμη. Κι ακόμα, αυτά που θεωρεί η κοινωνία σαν καθιερωμένη γνώση και συμπεριφορά, με καμία έννοια δεν είναι απόλυτα. Και συχνά μέσα στην ιστορία κι αλλάζουν. Οι κοινωνίες αλλάζουν, αργά ίσως, αλλά αλλάζουν. Και συνεχώς η γνώση μας για τον άνθρωπο και τον κόσμο βαθαίνει και πλαταίνει. Όταν πριν 100 περίπου χρόνια, ο Richard Maurice Bucke έγραφε για την Κοσμική Συνείδηση (Cosmic Consciousness) πολλοί (πέρα από κάποιους ειδικούς σαν τον Erich Fromm, που κατανοούσαν), ακόμα και σήμερα, πίστευαν και πιστεύουν ότι διατύπωνε μια, πρωτοποριακή ίσως (αν όχι εξτρεμιστική), αλλά οπωσδήποτε αμφισβητούμενη, φιλοσοφική-ψυχολογική θεωρία. Δεν είναι όμως έτσι. Πραγματικά ο άνθρωπος εξελίσσεται προς μια Κοσμική Συνείδηση. Αυτό άρχισε πριν 3000 χρόνια, με την εμφάνιση κάποιων Μεγάλων Σοφών, σαν τον Ορφέα, τον Λάο Τσε, τον Βούδα κι είναι ακόμα στις αρχές του. Τους επόμενους αιώνες θα φανεί καλύτερα.

Στην πραγματικότητα όχι μόνο είναι μέσα στην οντολογική εξέλιξη του ανθρώπου μια τέτοια δυνατότητα και πορεία, αλλά αυτή είναι η αληθινή εξήγηση γιατί οι άνθρωποι αναζητούν την Αληθινή Γνώση, την Αληθινή Θρησκεία του Εσωτερικού Βιώματος, την Διαφώτιση και την Αφύπνιση στην Πραγματικότητα, την Σωτηρία, κλπ. Πέρα από θρησκείες και φιλοσοφίες και ορολογίες, ανθρωπολογικά μιλώντας, ο άνθρωπος δικαίως αναζητά τον Αληθινό Εαυτό του, την Αληθινή Ουσία του. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Δεν μπορεί να εξελιχθεί προς άλλη κατεύθυνση.

ΔΕΣ:

Θρησκεία ή βίωμα;

Πίστη, βίωμα και εμπειρία

Κοιτάξτε! Δείτε την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, στην οποία βρίσκεται ο άνθρωπος σήμερα, ο καθένας μας. Είμαστε «ατομικότητες», φυσικές υπάρξεις, παρουσίες (σαν συνείδηση, σαν επίγνωση) μέσα σε ένα σώμα, στραμμένοι εξολοκλήρου προς τον εξωτερικό κόσμο, διαμορφωμένοι από την κοινωνία, που ζούμε με την γνώση, την αντίληψη που «κληρονομήσαμε». Ποιοι είμαστε πραγματικά; Τι είμαστε; Καθώς όλοι μας (η ανθρωπότητα, οι άνθρωποι, όλοι γύρω μας, εμείς, ο καθένας) είμαστε «στραμμένοι» προς τα έξω, αναζητάμε την απάντηση έξω, με την εξωτερική λογική σκέψη, με τις γνώσεις, τις πληροφορίες που μας δίνει η κοινωνία, οι φιλοσοφίες, οι θρησκείες. Μπορούμε να βρούμε ολοκληρωμένη απάντηση; Ακόμα κι αυτοί που ακολουθούν τον Δρόμο της Αυτογνωσίας μέσα από κάποια θρησκεία ή διδασκαλία ή φιλοσοφία, με ποιο τρόπο το κάνουν; Τι κάνουν;

Τελικά, αν πραγματικά θέλουμε να κατανοήσουμε ποιοι είμαστε, τι είμαστε, τι πρέπει να κάνουμε; Πως πρέπει να το κάνουμε; Και γιατί αυτό κι όχι κάτι άλλο; Και που πρέπει να το κάνουμε; Εδώ, στην ζωή που ζούμε ή πρέπει να αλλάξουμε ζωή, να πάμε κάπου αλλού; Και πότε; Είμαστε μικροί ακόμα; Ίσως μεγάλοι; Στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι πολύ απλά. Αλλά μέσα στην σύγχυση και την ανθρώπινη άγνοια νομίζουμε ότι ερευνώντας, με πολλές ερωτήσεις, θα βρούμε την αλήθεια. Εξακολουθούμε να ψάχνουμε όπως και πριν. Αλλά δεν είναι αυτός ο δρόμος της πραγματικής έρευνας, που μπορεί πραγματικά να μας οδηγήσει στην Αλήθεια, στην Άμεση Επαφή με την Πραγματικότητα (κι όχι σε κάποια αλήθεια, σε κάποια αντίληψη για την πραγματικότητα).

Καταρχήν, είτε το θέλουμε είτε όχι, ανήκουμε στο Είναι, στην Ύπαρξη. Υπάρχουμε, Είμαστε Εδώ. Δεν χρειάζεται να γίνουμε αυτό που είμαστε. Χρειάζεται μόνο να κατανοήσουμε αυτό που είμαστε. Κι αυτό δεν θα το κάνουμε με την εξωτερική έρευνα της εξωστρεφούς, εξωτερικής λογικής σκέψης (που διερευνά τα πάντα σαν αντικείμενά της) αλλά με την Ήρεμη Ήσυχη Εσωτερική Ενατένιση του Είναι, με την στροφή όχι στο αφηρημένο υποκείμενο της λογικής σκέψης (που οδηγεί σε ένα παράλογο και στείρο νοητικά υποκειμενισμό) αλλά με την Στροφή Στο Αληθινό Ζωντανό Υποκείμενο που είμαστε εμείς οι ίδιοι, στην Αληθινή Ύπαρξη, σε Αυτό που Είναι Εδώ, Τώρα, στον Αληθινό Άνθρωπο, στην Αληθινή Εσωτερική Ουσία μας. Μόνο Κατανοώντας Αυτή την Εσωτερική Αληθινή Ουσία μπορούμε να δούμε πραγματικά γιατί Είμαστε εδώ, πως σχετιζόμαστε με το σώμα και την εξωτερική ζωή, ποιο είναι το νόημα της ζωής και της εξωτερικής εμπειρίας. Μόνο έτσι μπορούμε να δώσουμε κάποιο νόημα στην ύπαρξή μας.

Για τον Αληθινό Άνθρωπο, την Εσωτερική Ουσία, τον Ζωντανό Άνθρωπο, μιλούν οι Εσωτερικές Παραδόσεις αιώνες τώρα. Και στον χώρο της Φιλοσοφίας, τον περασμένο αιώνα, με το κίνημα του υπαρξισμού, ο άνθρωπος αναζητά, πέρα από την λογική σκέψη, την Αλήθεια, σαν Διαφώτιση της Ύπαρξης, σαν Πραγματική Ύπαρξη. Ο Γιάσπερς, ο Χάιντεγκερ, δεν ήταν απλά φιλόσοφοι. Ήταν άνθρωποι που Βίωναν την Πραγματικότητα, το Άπειρο Βάθος της Ύπαρξης (το Das Umgreifende, to Seyn, αντίστοιχα, που παραπέμπουν στο Gottheit του Έκχαρτ, στο Ungrund του Μπαίμε) κι έδειξαν πρακτικά πως πρέπει να ζει ο άνθρωπος (άσχετα πόσο μπόρεσαν οι ίδιοι να το βιώσουν ολοκληρωτικά).

Η Πραγματική Άμεση Εσωτερική Ενατένιση του Είναι (Αυτού που Είμαστε) αν και κρύβεται στο Μυστήριο του Διαλογισμού, του Μυστικού (Mystic) ή της Πραγματικής Διαφώτισης, είναι στην πραγματικότητα μια απόλυτα φυσική κι ανθρώπινη δράση. Απλά οι άνθρωποι δεν την καλλιέργησαν, δεν το έκαναν τρόπο ζωής και αντικείμενο αγωγής. Με λίγα λόγια μας έμαθαν να ζούμε με ένα μη-πλήρη, μη-ολοκληρωμένο τρόπο. Οι άνθρωποι τόσο γνώριζαν, τόσο μπορούσαν. Σε τελευταία ανάλυση όχι μόνο δεν είναι κάτι μυστικό ή μυστηριώδες αλλά είναι στην ευχέρεια του κάθε ανθρώπου να Γνωρίσει τον Αληθινό Εαυτό του. Άμεσα και Πραγματικά, όχι σαν αντικείμενο μέσω της διανοητικής έρευνας κι ανάλυσης. Να τον Γνωρίσει στην Αληθινή Ουσία του κι όχι στην εξωτερική εκδήλωσή του ή στις εξωτερικές διαμορφώσεις του που τις επιβάλλει η κοινωνία και για τις οποίες μιλά η εξωτερική επιστήμη της Ψυχολογίας. Η Αληθινή Ψυχολογία (η Αληθινή Γνώση της Ψυχής κι ο Αληθινός Λόγος Περί Ψυχής) είναι η Εσωτερική Ψυχολογία που Θεμελιώνεται στην Άμεση Επαφή με Αυτό που Είμαστε.

Από τα λεγόμενά μας έχουμε ήδη υποδείξει πολλές φορές τον «δρόμο» και τον «τρόπο» για να Οδηγηθούμε στην Αληθινή Αυτογνωσία. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι μιλάμε για Άμεση Ενατένιση του Είναι, για μια Άμεση Δράση, για μια εξωδιανοητική δράση, για μια Άμεση Όραση της Πραγματικότητας κι όχι μια παραμόρφωση αυτού που συμβαίνει μέσα από την σκέψη, την ανάλυση, τον σχολιασμό (που είναι εξωτερικές δραστηριότητες). Για τους ανθρώπους που έχουν μάθει να είναι στραμμένοι προς τα έξω (και δεν γνωρίζουν τίποτα άλλο, δεν έχουν άλλες εμπειρίες ύπαρξης) είναι δύσκολο να κατανοήσουν τι λέμε. Ό,τι γνωρίζουν το γνωρίζουν με εξωτερική δραστηριότητα. Κι όταν λέμε να περάσουμε πέραν της σκέψης, στην σιωπή της σκέψης, αυτό που νοιώθουν είναι το τίποτα, το «τίποτα». Αυτό είναι μια φυσιολογική αντίδραση της αντίληψης. Όπως όταν κινούμαστε με τεχνητό φως κι αναγνωρίζουμε την θέση μας και τον κόσμο και ξαφνικά σβήσει το φως ακινητοποιούμαστε γιατί δεν έχουμε πλέον πληροφορίες. Αν όμως έχουμε υπομονή η όραση «προσαρμόζεται» στις νέες συνθήκες κι αρχίζουμε σιγά-σιγά να διακρίνουμε. Κατανοούμε ότι ο Χώρος είναι Ένας κι ο Ίδιος, χωρίς φως ή με φως. Το ίδιο όταν κάποιος ηρεμεί, ησυχάζει κι εγκαταλείπει την σκέψη (κι επικρατεί απόλυτη σιωπή στην σκέψη, «ακινησία») αρχίζει (όπως στο σκοτάδι) να νοιώθει σιγά-σιγά την Πραγματική Ύπαρξη και την πραγματική υπόσταση των πραγμάτων κι αρχίζει να κατανοεί ότι ο Χώρος είναι Ίδιος, Ένας και Μοναδικός, χωρίς σκέψη και με σκέψη. Και καθώς «διαλύεται» το εγώ που έχτιζε η εξωτερική σκέψη κι οι διαμορφώσεις της κοινωνίας, νοιώθει ότι ο Αληθινός Εαυτός, η Αληθινή Ύπαρξη, είναι Απεριόριστο, που εμείς, με απόφασή μας, περιορίζουμε σε κάτι ή σε αυτό. Και καθώς ο παλιός άνθρωπος «σβήνει», «πεθαίνει», γεννιέται από τον ίδιο παλιό άνθρωπο ο νέος Παγκόσμιος Άνθρωπος. Αυτό είναι η Πνευματική Γέννηση (η Γέννηση Άνωθεν) για την οποία μιλούσε ο Ιησούς. Αυτή είναι η Παλιγγενεσία των Ερμητικών, η Αναγέννηση, η Γέννηση του Πνευματικού Ανθρώπου.

Μπορεί κάποιος να πει, όλα αυτά κι έτσι όπως τα περιγράφουμε, μπορεί να είναι ωραία και καλά αλλά πως γίνεται να υπερβούμε την σκέψη, να μην σκεφτόμαστε; Του φαίνεται αδιανόητο. Και είναι αδιανόητο. Δεν μπορείς να λες στην σκέψη (στο εγώ που χτίζεται με την σκέψη, που είναι αποτέλεσμα σκέψης, που είναι σκέψη) σταμάτα να υπάρχεις. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Προφανώς γιατί από άγνοια, από λάθος, γιατί έτσι έχει μάθει, ο άνθρωπος ταυτίζει την ύπαρξή του με την σκέψη. «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Είναι έτσι; Ή μήπως είναι «Υπάρχω κι έτσι μπορώ να σκέφτομαι» (και να κάνω κι άλλα πολλά πράγματα); Όταν λέμε ότι πρέπει κάποιος να αλλάξει τρόπο ζωής δεν εννοούμε να κάνει κάποια κοσμοϊστορική αλλαγή (αν και από μια άλλη άποψη είναι κοσμοϊστορική αλλαγή). Εννοούμε ότι πρέπει κάποιος να μάθει να «κάθεται ήσυχα», χωρίς να «κάνει» «τίποτα». Να μάθει να «ησυχάζει» από υπερβολικές αντιδράσεις σε αυτά που συμβαίνουν (κατακτώντας έτσι ένα βαθμό απάθειας). Και τελικά να μάθει να βλέπει, να αντιλαμβάνεται, χωρίς σκέψη, σχολιασμό, ανάλυση (παραμένοντας στο βασικό αντιληπτικό βίωμα), εκτός κι αν χρειάζεται, αν το απαιτεί η ζωή, οι καταστάσεις. Όλα αυτά είναι πράγματα που μαθαίνονται κι είναι τα προαπαιτούμενα για να αποκτήσουμε Αληθινή Αυτογνωσία. Όπως η προπαίδεια είναι απαραίτητη για να κάνουμε ανώτερες μαθηματικές πράξεις. Συνεπώς ούτε αδύνατο είναι, ούτε αδιανόητο, το να Αφυπνισθούμε και να αρχίσουμε να Νοιώθουμε Τι Είμαστε, Τι συμβαίνει γύρω μας. Όλα τα άλλα είναι φτηνές δικαιολογίες. Κι οι υπεύθυνοι άνθρωποι δεν μεταχειρίζονται φτηνές δικαιολογίες. Αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους. Όταν κάποιος κάθεται στο παράθυρο και κοιτάζει συνεχώς έξω και ρωτά τον εαυτό του ή τους ειδήμονες τι συμβαίνει μέσα στο σπίτι του, προφανώς συμπεριφέρεται ανόητα. Πρέπει αυτός ο ίδιος, ιδίοις όμμασι, να δει, να κατανοήσει. Και τότε μόνο μπορεί να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα και για το μέσα και για το έξω. Και μόνο τότε γνωρίζει που είναι, τι πρέπει να κάνει ή που να πάει.

Δεν ζούμε απλώς στην Γη, είμαστε η Γη

Κατά την διάρκεια της γέννησης του Σύμπαντος γεννήθηκαν δύο χημικά στοιχεία, το Υδρογόνο και το Ήλιο, ενώ όλα τα υπόλοιπα που υπάρχουν ελεύθερα στη φύση, γεννήθηκαν στο εσωτερικό των άστρων, στις θερμοπυρηνικές τους αντιδράσεις και στις επιθανάτιες αστρικές τους εκρήξεις. Χωρίς τις αστρικές εκρήξεις των σουπερνόβα δεν θα υπήρχαν πλανήτες και δορυφόροι. Χωρίς τις σουπερνόβα δεν θα υπήρχε η Γη, δεν θα υπήρχαν βράχια και βότσαλα, δεν θα υπήρχαν φυτά και ζώα. Χωρίς τις εκρήξεις των σουπερνόβα, δεν θα υπήρχε ο άνθρωπος.

Ολόκληρη η ύλη στα σώματά μας, όλα τα χημικά στοιχεία που το αποτελούν, φτιάχτηκε στην «κόλαση» τέτοιων αστρικών θανάτων. Είμαστε δηλαδή αστράνθρωποι που δημιουργηθήκαμε από χημικά στοιχεία φτιαγμένα στις θανατηφόρες εκρήξεις υπεργιγάντιων άστρων.

Είμαστε όλοι μας αστρόσκονη, και κάποια μέρα θα ξαναγυρίσουμε στα άστρα. Γιατί ακόμη κι όταν πεθάνουμε, τα χημικά στοιχεία των σωμάτων μας δεν πρόκειται να εξαφανιστούν, αλλά θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν στο Σύμπαν.

Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται από: 84 μεταλλικά στοιχεία, 23 χημικά στοιχείακαι πολύ νερό, καθώς αυτό καλύπτει το 65 % του σώματος μας. Οτιδήποτε βλέπουμε γύρω μας αποτελείται από τα χημικά στοιχεία που βρίσκονται ελεύθερα στη φύση, από το υδρογόνο έως το ουράνιο. Απ’ αυτά, τέσσερα αποτελούν το 99% των ατόμων του σώματος μας και είναι το υδρογόνο, ο άνθρακας, το άζωτο και το οξυγόνο.

Στο DNA μας υπάρχει το ίδιο υλικό που διαμορφώνει τα αστέρια, τα καταπληκτικά αυτά πράγματα που βλέπουμε στον νυχτερινό ουρανό. Έίμαστε στην πραγματικότητα κατασκευασμένοι από κοσμική και αστρική ύλη, με ένα σύνολο οδηγιών κρυμμένων στο DNA μας.

Ζούμε σε ένα αστρόπλοιο που λέγεται Γη, όπου τα πάντα εξελίσονται και ανακυκλώνονται. Τα χημικά στοιχεία ενός οργανισμού που πεθαίνει απορροφούνται από σκουλήκια ή φυτά και διασκορπίζονται στο περιβάλλον. Είμαστε θα μπορούσαμε να πούμε ανακυκλωμένα έντομα, φυτά, ορυκτά, υλικά που αποτελούν δομικά στοιχεία, όλων των έμβιων όντων. Δεν ζούμε απλώς στην Γη, είμαστε η Γη.

Όπως μας λένε σήμερα οι σύγχρονοι βιολόγοι, το πρώτο ζωντανό κύτταρο στη Γη εμφανίστηκε πριν από 4 περίπου δισεκατομμύρια χρόνια, και οι απ’ ευθείας απόγονοί του διατρέχουν σήμερα ολόκληρο το σώμα μας με την μορφή των κυττάρων του αίματος στις φλέβες και τις αρτηρίες μας. Όση ώρα διαβάζεται αυτές τις σελίδες, έχετε εισπνεύσει μερικές χιλιάδες μόρια που είχαν ίσως εισπνεύσει πριν από εσάς ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Βούδας, ο Χριστός;

Είμαστε αλληλένδετα δεμένοι μεταξύ μας και μ’ όλους όσους πέρασαν πριν από μάς. Καθένας μας περιλαμβάνει μέσα του ένα εκατομμύριο δισεκατομμύρια κύτταρα, εκ των οποίων το 90% δεν είναι ανθρώπινα κύτταρα. Τα σώματά μας αποτελούν μιαν ολάκερη κοινωνία, αλλά χωρίς όλους αυτούς τους άλλους μικροοργανισμούς δε θα μπορούσαμε να ζήσουμε ούτε μία στιγμή, ούτε ένα δευτερόλεπτο.

Ο αστρονόμος Carl Sagan είχε πει: «Είμαστε αστερόσκονη που σκέφτεται τα αστέρια. είμαστε ένας τρόπος για το σύμπαν να κατανοήσει τον εαυτό του.»

Χιλιάδες χρόνια πρίν από αυτον ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Ιάμβλιχος είχε πει («Περί των Αιγυπτίων Μυστηρίων», 4.12. 1 – 18):

«Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να κατανοήσουμε ότι το σύμπαν είναι όπως ένας ζωντανός οργανισμός και ότι ενώ τα μέρη του είναι διαχωρισμένα τοπικά, η μία του φύση πηγαίνει σε όλα. Η ολότητα, λοιπόν, που συνενώνει και η αιτία του συγκερασμού, έλκει αυθόρμητα τα μέρη στην μεταξύ τους ανάμιξη. Αλλά, είναι επίσης πιθανό αυτή η αυθόρμητη έλξη να διεγερθεί και να επεκταθεί, πέραν του δέοντος, και από την τέχνη.

Η ίδια, λοιπόν, η αιτία αυτής της μίξης, που εκτείνεται από τον εαυτό της σε όλο τον κόσμο, είναι το αγαθό και η αιτία της πληρότητα έχει τη δύναμη της συναρμογής στης κοινωνίας, της συμφωνία και της συμμετρίας και εισάγει δια της ένωσης της αδιάλυτη αρχή του έρωτα, που διατηρεί και προφυλάσσει τόσο αυτά που υπάρχουν όσο και αυτά που θα γίνουν.

Και στα μέρη, εξαιτίας της απόστασης που έχουν μεταξύ τους από την ολότητα, αλλά και εξαιτίας της φύσης τους που είναι ατελής, φτωχή και ασθενής, η αμοιβαία τους σύνδεση συνοδεύεται από το πάθος, δια του οποίου, στα πλείστα από αυτά ενυπάρχει η επιθυμία και η έμφυτη τάση.»

Είμαστε αστερόσκονη, αλλά κάποιες φορές ζούμε στο σκοτάδι... Έχουμε περιορίσει τον εαυτό μας με το να θεωρούμε τα αστέρια ως κάτι μακρινό ακόμα και ανώτερο από εμάς. Είναι καιρός να κατανοήσουμε πως είμαστε ένα σύνολο. Ότι αυτή η ουράνια ύλη βρίσκεται σε κάθε κομμάτι της ύπαρξης μας.

Αγνοείτε τα συναισθήματά σας;

Κανείς δεν ξέρει αν τα συναισθήματα είναι η μόνη γέφυρα ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον εαυτό ή εάν στη σκέψη ταιριάζει καλύτερα αυτός ο ρόλος.

Όμως σίγουρο είναι πως τα συναισθήματα, σε αντίθεση με τη λογική, δεν αναζητούν επιχειρήματα, για να αιτιολογηθούν, ούτε κάποιος, παρά μόνο ο εαυτός, μπορεί να τα αλλάξει.

Όμως...

Πόσες φορές υποκριθήκατε πως μια κατάσταση δεν υφίσταται σε μια προσπάθεια να καταπνίξετε τα συναισθήματα, που θα προέκυπταν από την επεξεργασία της;

Ποιοι από σας δεν πέσατε με τα μούτρα στη δουλειά, ώστε να αποφύγετε τη φόρτιση από σοβαρότερα και δυσεπίλυτα ζητήματα;

Πώς , ενώ είστε ήρεμοι άνθρωποι σε γενικές γραμμές, εξαίφνης εμφανίσατε ξεσπάσματα δι' ασήμαντον αφορμήν και εναντίον λάθος προσώπων;

Η εικόνα που δίνετε στους άλλους, αποκρύπτει σε μεγάλο βαθμό τις ευαισθησίες σας;

Γιατί, όταν συζητάτε, υπεραναλύετε τα συναισθήματα, μετατρέποντάς τα σε λογική, για να τα ερμηνεύσετε, ενώ αυτά απλώς βιώνονται, χωρίς πολλά λόγια;

Μήπως συνολικά μιλάτε για αόριστα και γενικά θέματα, χωρίς να δίνετε έμφαση στις συναισθηματικές αποχρώσεις;

Αισθάνεστε ασφάλεια πίσω από γραφειοκρατικές διαδικασίες, ιεροτελεστίες, τύπους και προσχήματα;

Μήπως οι ονειροπολήσεις σας παρασύρουν σε άλλα μέρη και καιρούς;

Σε πόσους ο θυμός, η θλίψη, η πίκρα αναστέλλεται, για να εκδηλωθεί μέρες αργότερα ακόμα και ως σωματικό σύμπτωμα;

Μήπως τρώγεστε με τα ρούχα σας και η παραμικρότερη υποχρέωση ή αλλαγή σας αναστατώνει;

Αγχώνεστε για θέματα που δεν εξαρτώνται από τον έλεγχό σας;

Παρατηρήσατε μια δυσκολία στη συγκέντρωση και εύκολη διάσπαση της προσοχής;

Μήπως τα κίνητρά σας για δράση έχουν ατονήσει;

Γιατί μερικοί από σας το ρίχνετε στο ποτό ή στο φαγητό, στα γλυκά, στη γυμναστική, που γίνεται εμμονή;

Ποιοι έχετε εξιδανικεύσει σκηνές από το παρελθόν ή από μέρη ουτοπικά, που ποτέ δεν θα καταφέρετε να κατακτήσετε;

Μήπως σταματήσατε να χαίρεστε με πράγματα, που παλιά σας προκαλούσαν ευχαρίστηση;

Είστε από εκείνους, που μονίμως ασχολούνται με τους άλλους και ξεχνούν να αναφερθούν στον εαυτό τους;

Αντιδράτε με υπερευαισθησία στα λόγια και το χιούμορ των υπολοίπων;

Έχετε καταγράψει ποτέ όσα σας πειράζουν ή πληγώνουν στις συμπεριφορές των άλλων, αλλά τα αγνοείτε συστηματικά, για να μην κάνετε ζήτημα;

Μπορείτε να θυμηθείτε πότε νιώσατε για τελευταία φορά ένα ισχυρό συναίσθημα, όπως έρωτα, ενθουσιασμό, πρόκληση για δράση, φόβο;

Τυχαίνει να έχετε ισχυρά προαισθήματα ανασφάλειας ή επικείμενου κακού;

Ανησυχείτε υπερβολικά για την υγεία των αγαπημένων σας και γίνεται βασανιστική η σκέψη της απώλειάς τους, χωρίς να υπάρχει προφανής αιτία ανησυχίας;

Μοιάζουν όλες οι μέρες να κυλούν με τον ίδιο μονότονο τρόπο, διαπίστωση, που τελικά φαίνεται να σας βολεύει;

Σας αρέσει να μηρυκάζετε καταστάσεις, συγκρούσεις, αναμνήσεις, που κάποτε σας στεναχώρησαν;

Η ερωτική σας ζωή είναι νεκρή ή γεμάτη σεξουαλικές εμπειρίες χωρίς δέσιμο;

Βάζετε συχνά τα κλάματα, ακόμα κι αν τα γεγονότα δεν συνηγορούν για κάτι τέτοιο;

Υπάρχει ασυμβατότητα ανάμεσα σε όσα λέτε και πράττετε;

Δυσκολεύεστε να αναγνωρίσετε θετικά σημεία στην προσωπικότητα ή στην εμφάνισή σας;

Αν σε πολλά από τα παραπάνω έχετε απαντήσει ΝΑΙ, είναι κατάλληλη η στιγμή, σχεδόν επιτακτικά, να ξεκινήσετε το μεγάλο ταξίδι της αυτογνωσίας...

Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ

1. Εισαγωγή

Το πρόβλημα της δουλείας στην Ελληνική Αρχαιότητα διατρέχει και απασχολεί την έρευνα της ιστορίας της ελληνικής οικονομίας. Στο θέμα αυτό υπάρχουν αρκετά δημοσιεύματα[1], ώστε να μη συ­ντρέχει λόγος εκτεταμένης αναλύσεως. Η εξέταση που ακολουθεί γί­νεται σε τρεις ενότητες:

Στην πρώτη ενότητα αφιερώνεται η θεώρηση και αξιολόγηση της δουλείας από τους Έλληνες στοχαστές, ως υποκατάστατο της τε­χνολογίας, στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζονται τα είδη των δούλων που απαντώνται σε διαφόρους τομείς της κοινωνικής και οικονομι­κής ζωής και στην τρίτη ενότητα καταγράφονται οι δραστηριότητες των δούλων ανάλογα με τον τομέα στον οποίο απασχολούνται.

2. Οι αντιλήψεις των Κλασικών για τη δουλεία

Το πρόβλημα της δουλείας και η ηθική αξιολόγησή του πάντο­τε απασχολούσαν την ελληνική διανόηση. Οι αντιλήψεις για τον θε­σμό της δουλείας είναι συνυφασμένες κατά το τέλος του Ε' και τις αρχές του Δ' αιώνα με την αξιολόγηση της ανθρώπινης εργασίας και, ειδικότερα, του εμπορίου, των χειροτεχνικών και χειρωνακτι­κών επαγγελμάτων[2].

Ο Αριστοτέλης πρώτος έθεσε και επιχείρησε να αναλύσει με συ­στηματικό τρόπο το πρόβλημα της δουλείας[3]. Οι συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το πρόβλημα της δουλείας, την εξέτασαν σε συνάρ­τηση με διαφόρους παράγοντες. Έτσι, ο Ξενοφών εξετάζει τη δου­λεία από απόψεως αυτάρκειας του Οίκου και ηθικής τελειώσεως του κυρίου, ενώ ο Πλάτων εξετάζει τη δουλεία από της απόψεως της αυτάρκειας και ηθικής τελειώσεως του κυρίου[4].

Ο Αντιφών ο Σοφιστής, ο Λυκόφρων και ο Αλκιδάμας αντιτίθενται στον θεσμό της δουλείας. Τούτο συνάγεται από την περίφημη ρήση του τελευταίου «ἐλευθέρους ἀφῆκε πάντας ὁ θεός, οὐδένα δοῦλον ἡ φύσις πεποίηκεν»[5]. Οι σοφιστές εξετάζουν τον θεσμό της δουλείας σε συνάρτηση προς τη σχέση φύσεως και νόμου, όχι καθ’ εαυτόν[6]. Ο Αριστοτέλης γνωρίζει τις απόψεις αυτές και τις μνημονεύει στα Πολιτικά[7]. Όπως αναφέρει, ορισμένοι υποστηρίζουν, ο θε­σμός της δουλείας είναι καθαρώς συμβατικός και τυχαίος, όταν στη­ρίζεται στη βία και όχι στην ηθική ή φυσική τάξη. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η άποψη αυτή δεν είναι εσφαλμένη, διότι πράγματι πολ­λοί «δουλεύουν»[8], ενώ είναι άξιοι καλυτέρας τύχης. Δεν είναι όμως δούλοι, διότι τέτοιος είναι μόνον ο φύσει δούλος.

2.1. Ορισμός και ανθρώπινος χαρακτήρας του δούλου

Η δουλεία σύμφωνα με την κλασική αντίληψη υπάρχει φύσει. Ο Πλάτων υποστηρίζει ότι ο λόγος της ψυχής υπερέχει του αλόγου αυ­τής στοιχείου, διότι ο λόγος κατέχει την επιστήμη των όσων είναι ωφέλιμα γι’ αυτή[9]. Κατά συνέπειαν, το έλλογο δίκαια και φύσει άρ­χει του αλόγου. Ο δούλος, ο οποίος εξ υποθέσεως είναι άλογο όν, οφείλει να υποτάσσεται στον κύριο, στο μέτρο και στον βαθμό που αυτός είναι πράγματι έλλογος[10]. Ο Πλάτων ασχολήθηκε με τη δου­λεία υπό την ευρεία έννοια του όρου της υποταγής του λογικώς και ηθικώς υποδεεστέρου σε εκείνο που υπερτερεί.

Ο Αριστοτέλης, επίσης, εκκινεί από την πλατωνική έννοια του φύσει δούλου, λέγοντας ότι κατά φύση οφείλει να διακριθεί το άρχον του αρχομένου: «Σε όλα τα όντα, κάθε ένα από τα οποία αποτελέσθηκε από περισσότερα μέρη, εκφαίνονται με σαφήνεια τα εν λόγω στοιχεία του άρχοντος και του αρχομένου και ενυπάρχει ο συνδυασμός αυτός σε όλα τα έμψυχα»[11]. Το υποδεέστερο όν που υπάρχει εκ φύσεως πρέπει να υπακούει στις επιταγές του υπερτέρου όντος προς επιτέλεση του έργου, το οποίο η φύση προέβλεψε και για τα δύο όντα. Η αρχή αυτή διέπει τη σχέση κυρίου και δούλου[12].

Ο δούλος δεν έχει ανεξάρτητη οντότητα, αλλά είναι όργανο του κυρίου του, όπως «ή ψυχή τού σώματος άρχει»[13]. Ταυτόχρονα, ο δούλος είναι «μόριον» του κυρίου του[14], ως όργανό του, διότι ο σκοπός της υπάρξεώς του ταυτίζεται με τον σκοπό της υπάρξεως του κυρίου του, την ηθική τελείωση που πραγματοποιείται με την απόλυτη αυτάρκεια.

Ο δούλος ορίζεται από τον Αριστοτέλη ως κτήμα ή όργανο προς ζωή του κυρίου: «Οὕτω καί τό κτῆμα ὄργανον πρός ζωήν ἐστί»[15]. Ο ορισμός του δούλου συμπληρώνεται με δύο ιδιότητες: Πρώτο, ο δούλος είναι έμψυχο όργανο του κυρίου σε αντιδιαστολή προς τα άψυχα όργανα, τα οποία αυτός πιθανώς να διαθέτει[16]. Δεύ­τερο, είναι όργανο πρακτικό και όχι ποιητικό: «Εκείνος, ο οποίος, όντας άνθρωπος, δεν ανήκει στον εαυτό του, αλλά σε άλλον, αυτός είναι φύσει δούλος· ανήκει δε σε άλλον, τότε είναι κτήμα τούτου (κτῆμα δέ ὄργανον πρακτικόν καί χωριστόν)»[17]. Ο όρος «κτήμα» χρησιμοποιείται από τον ανώνυμο Περιπατητικό συγγραφέα των Οικονομικών, ο οποίος παρουσιάζει όλα τα όντα αδιακρίτως: «Λέ­γοντας κτήματα εννοώ την τακτοποίηση των καρπών και του ρουχι­σμού, και για τους καρπούς, που πρέπει να τοποθετηθούν οι ξηροί και που οι υγροί· και για τα λοιπά που πρέπει να τοποθετηθούν τα έμψυχα και που τα άψυχα· ποιος είναι ο κατάλληλος χώρος για τους δούλους και τους ελευθέρους, τις γυναίκες και τους άνδρες, τους ξένους και τους πολίτες»[18]. Σύμφωνα με μία ερμηνεία, «ο κα­τασκευαστής της οικίας πρέπει να την προσαρμόζει όχι μόνον προς τους καρπούς και τα ενδύματα, αλλ’ επίσης και προς τα άλλα κτή­ματα, άψυχα ή έμψυχα, τους δούλους, τους ξένους και τους πολίτες»[19]. Το χωρίο δηλώνει ότι τα «κτήματα» οφείλουν να διατελούν κάτω από φροντίδα και προστασία[20].

Τον ορισμό του δούλου συνοψίζει ο χαρακτηρισμός του ως χειρός του κυρίου του[21]. Με τον χαρακτηρισμό αυτό, ο Αριστοτέλης θέ­λει να τονίσει ότι ο κύριος ενεργεί μέσω του δούλου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η βούλησή του[22]. Προς την αρχή άρχοντος-αρχομένου δεν αντιφάσκει το λεγόμενο ότι στη δεσποτική σχέση κυρίου και δούλου πρωτίστως ικανοποιείται το συμφέρον του κυρίου, και συμπτωματικά μόνον το συμφέρον του δούλου[23]. Δεν μπορεί να υπάρ­χει αντίφαση, διότι η σύμπτωση των συμφερόντων τους εξασφαλίζε­ται με την ταυτότητα του έργου τους. Αυτό διέπεται από μια κοινή σκοπιμότητα, η οποία δεν είναι άλλη από την ευδαιμονία του κυρί­ου. Με την επίτευξη των στόχων του κυρίου εξυπηρετείται και ο δούλος[24].

Ο δούλος ως έμψυχο όργανο δεν έχει ιδίαν βούληση, βούλευση ή προαίρεση[25]. Δεν μπορεί να αναπτύξει πρωτοβουλία σε οποιοδήποτε ζήτημα, και για τον λόγο αυτό ορθά χαρακτηρίσθηκε από τον R. Schlaifer ως ατελές ανθρώπινο όν, «Part Man»[26].

Πραγματική ανθρώπινη σχέση ή «κοινωνία» δεν μπορεί να αναπτυχθεί ανάμεσα στον κύριο και τον δούλο, διότι μια τέτοια σχέση προϋποθέτει δύο αυθύπαρκτα ανθρώπινα όντα. Ο δούλος εί­ναι όν ριζικώς ατελές από ηθικής απόψεως. Δεν είναι δεκτικός ηθι­κής τελειώσεως, διότι δεν μετέχει στην ευδαιμονία[27]. Αυτή είναι απρόσιτη στον δούλο, αφού αυτός δεν ζει κατά «προαίρεσιν»[28]. Στη σχέση κυρίου και δούλου έχουμε ένα ανθρώπινο όν, το οποίο είναι συνδεδεμένο με το εξάρτημά του[29].

Η σκέψη του Αριστοτέλους διΐσταται όσον αφορά το προς εξέ­ταση θέμα της σχέσεως κυρίου-δούλου, όπως παρατηρεί ο Α.-Κ. Μπαγιόνας (1931 -2005)[30]. Ειδικότερα, στα Ἠθικά Εὐδήμια τονίζεται το χάσμα ανάμεσα στον κύριο και στον δούλο: Η σχέση τους δεν μπορεί να ονομασθεί φιλία[31]. Στα Ἠθικά Νικομάχεια, «ἀφιστάμενα τῆς πλατωνικής περιόδου»[32] ο Σταγειρίτης είναι λιγότερο κατηγορη­ματικός: Αναφέρει φυσικά κι εδώ ότι δεν είναι δυνατό να υπάρξει φιλία, όμως μπορούμε να διαστείλουμε, υπογραμμίζει ο Αριστοτέ­λης, την υπηρετική λειτουργία του δούλου από την ανθρώπινη ιδιό­τητά του, πράγμα που υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρξει φιλία προς δούλο «ᾗ δ’ ἄνθρωπος»[33]. Στην δεσποτική σχέση προϋποθέτει ο Αριστοτέλης τόσο την αντίληψη για τον «φύσει» δούλο και την απορρέουσα απ’ αυτήν «οργανική» λειτουργία του δούλου, δηλαδή τη χρήση του δούλου ως οργάνου, όσο και την αναγνώριση της αν­θρώπινης ιδιότητας του δούλου[34]. Αυτό προκύπτει από τη μελέτη του δούλου ως μέλους του Οίκου.

2.2. Ο ρόλος του δούλου στην οικιακή οικονομία

Η Οικονομική έχει ως σκοπό την ίδρυση και συνετή διαχείριση του Οίκου[35]. Η διοίκηση του Οίκου ασκείται μόνον από έναν (μοναρχείται ο Οίκος). Ο Οίκος συστάθηκε από φυσική ανάγκη για την ικανοποίηση των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών[36]. Περιελάμβανε τόσο τα έμψυχα όντα —κύριος, σύζυγος, τυχόν τέκνα και δούλοι— όσο και το άψυχο υλικό —έπιπλα και σκεύη, κτήματα— και αποτελούσε εστία μεγάλης οικονομικής δραστηριότητος. Είχε ιδιάζουσα σημασία στην Κλασική Αρχαιότητα, διότι στον Οίκο δεν λάμβανε χώρα μόνο κατανάλωση, αλλά και παραγωγή[37].

Η οποιαδήποτε αναφορά στο περιεχόμενο της οικονομίας και του Οίκου χωρίς μια εμβριθέστερη ανάλυση των σχέσεων των ατό­μων που ανήκουν σ’ αυτόν, διαβιούν, παράγουν και καταναλώνουν, θα αποτελούσε ελλιπή αντιμετώπιση του θέματος[38]. Τόσο ο Ξενο­φών[39] όσο και ο Αριστοτέλης[40] και ο ανώνυμος περιπατητικός συγ­γραφέας των Οικονομικών[41] κάνουν λόγο για τριών ειδών σχέσεις ανάμεσα στους ζώντες οργανισμούς του Οίκου:

(α) Γαμική σχέση: Σχέση ανάμεσα στους συζύγους

(β) Τεκνοποιητική σχέση: Σχέση του πατέρα προς τα τέκνα

(γ) Δεσποτική σχέση: Σχέση κυρίου - δεσπότου προς τους οικιακούς δούλους, τους οικέτες.

Αναπόσπαστο στοιχείο του Οίκου αποτελεί ο οικέτης-δούλος. Πρόκειται για τον οικιακό δούλο, ο οποίος επικουρεί τον κύριό του στις εργασίες του Οίκου. Ο Ξενοφών κατανοεί τη σημασία της υπάρξεως δούλων στον Οίκο και για τον λόγο αυτό ασχολείται εκτενέστερα με το θέμα αυτό[42]. Στον διάλογο ανάμεσα στον Σωκρά­τη και τον Ισχόμαχο, στο δεύτερο μέρος του Οικονομικού, ο Ισχόμαχος παρατηρεί ότι τα πουλάρια μαθαίνουν να υπακούουν στους δαμαστές τους, διότι, όταν υπακούουν αμείβονται (λαμβάνουν κρι­θάρι), ενώ όταν δείχνουν ανυπακοή τιμωρούνται ώσπου να συνηθί­σουν[43]. Τους ανθρώπους όμως είναι δυνατό να τους κάμει κανείς υπάκουους μόνο με τα λόγια, χωρίς να αποκλείεται παρόμοια δια­παιδαγώγηση με εκείνη των ζώων[44].

Η στενή συσχέτιση δούλου και οικίας, ως οικονομικής, κοινω­νικής και πολιτικής ενότητας, επιτρέπει να λεχθεί ότι ο Αριστοτέλης και ο Ξενοφών αφίστανται, ως προς το σημείο αυτό, του Πλάτωνος. Όταν ο Πλάτων ομιλεί για τη δουλεία, εννοεί συνήθως τη σχέση υποταγής, η οποία πρέπει να συνδέει το ψυχολογικώς ή ηθικώς υποδεέστερο όν προς εκείνο που υπερτερεί[45]. Η «ἰδίωσις» σύμφωνα με τον Πλάτωνα είναι από ηθικής απόψεως η αρχή και η πηγή κάθε κακού και κάθε βλάβης και εντελώς ασυμβίβαστη προς την πολιτική τάξη[46]. Για τον λόγο αυτό ο Πλάτων δεν ευνοεί την ανάπτυξη «οικίας» και ο παραμερισμός της, με τον παράλληλο παραμερισμό του θεσμού της ιδιοκτησίας, αποτελούν τις απαραίτητες προϋπο­θέσεις για την πραγματοποίηση της αρχής της δικαιοσύνης και την ενότητα της πολιτείας[47].

Στην Πολιτεία, όπου δεν υπάρχει «οικία» υπό την ξενοφώντειο και αριστοτέλεια έννοια του όρου, οι «φύλακες» στερούνται κτημά­των, δεν έχουν ούτε ιδίαν κατοικία, αλλά κοινόχρηστη[48], σιτίζονται από κοινού και, κατ’ επέκταση, δεν κατέχουν δούλους. Στο έργο του Νόμοι, όπου προσδιορίζει τον αριθμό των 5040 οικιών[49] ως το άριστο μέγεθος του πληθυσμού, στο οποίο πρέπει να κρατηθεί η πόλη- πολιτεία[50], ανέχεται, αν και μετά δισταγμών, την ατομική ιδιοκτησία δούλων, και ορίζει τρόπους συμπεριφοράς τους[51] και προσπαθεί να περιορίσει με διάφορα μέσα τους ηθικούς κινδύνους που απορρέουν απ’ αυτούς για τον κύριο[52]. Επισημαίνει την απελευθέρωση του δού­λου σε περίπτωση που δείξει καλή διαγωγή[53].

Η λειτουργία του δούλου στην «οικία» έχει ως κύριο αντικει­μενικό σκοπό την ικανοποίηση των υλικών αναγκών της. Τόσο ο Ξενοφών όσο και ο Αριστοτέλης αποδέχονται τον θεσμό της δου­λείας και προσπαθούν να του αποδώσουν την πλήρη οικονομική του αξία: Ο δούλος είναι ένα αντικείμενο ιδιοκτησίας και εργαλείο παραγωγής, από το οποίο πρέπει να αντληθεί η μεγαλύτερη δυνα­τή απόδοση[54]. Τούτο είναι, άλλωστε, και το αντικείμενο της «δεσποτικής» επιστήμης: Η ατομική σχέση μεταξύ κυρίου και δούλου. Η επιστήμη αυτή επιτρέπει στον κύριο να γνωρίζει πώς να χρησι­μοποιήσει τους δούλους του και να αποκτήσει το μεγαλύτερο δυ­νατό όφελος με την μικρότερη δυνατή θυσία[55]. Η δεσποτική αποτελεί μέρος της «οικονομικής» επιστήμης, μέσω της οποίας ο κύριος, ως «ζῷον οἰκονομικόν»[56], εξασφαλίζει τους αναγκαίους όρους επιβιώσεως του Οίκου.

Πρέπει να αναφερθεί, ότι ο σύγχρονος του Ξενοφώντος, μαθη­τής του Σωκράτους και μέλος του σωκρατικού κύκλου, ο «κορυφαιώτατος τῶν λεγομένων Σωκρατικῶν»[57], Αντισθένης, ιδρυτής της Κυνικής Σχολής, συνέγραψε πραγματείες που ασχολούνται με το ζήτημα της δουλείας στον Οίκο[58], άρα τη «δεσποτική» επιστήμη. Το αντικείμενο αυτό πρέπει να το ανέλυσε και στο έργο του περί νίκης οικονομικός, που αποτελεί το πρώτο σύγγραμμα, εξ όσων γνωρί­ζουμε, στην ελληνική γραμματεία. Το έργο αυτό επηρέασε τον Ξενοφώντα στη συγγραφή του ομοτίτλου έργου του[59], ενώ δεν αποκλείε­ται να ήταν γνωστό και στον συγγραφέα των Οικονομικών[60].

Η «δεσποτική» είναι μέρος της «χρηματιστικής», η οποία νοεί­ται ως η επιστήμη της παραγωγής, κυκλοφορίας και διανομής των παραγομένων αγαθών[61], εφόσον ο δούλος δεν είναι μόνο όργανο, αλλά και κτήμα[62]. Όλες αυτές οι γνώσεις, συμπεριλαμβανομένης και της «δεσποτικής» ανήκουν, ως χρησιμοθηρικές, στον «ἄσχολον» και όχι στον κατά σχολή βίο, όπως η φιλοσοφική θεωρία ή η άσκηση πολιτικής δραστηριότητας. Είναι αναγκαίες για τον δεσπότη και, γε­νικώς για τον πολίτη, αλλά δεν είναι αγαθές, διότι δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά υπάρχουν χάρη του κατά σχολή βίου[63].

Η σχέση κυρίου και δούλου, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της «δεσποτικής» επιστήμης[64], έχει επιτακτική μορφή. Ο κύριος, ο οποίος διαθέτει βούληση και προαίρεση, συλλαμβάνει νοητικώς το προς εκτέλεση έργο, δίδει εντολές με βάση τη νοητική του αυτή σύλ­ληψη και ο δούλος τις εκτελεί με τα σωματικά του όργανα. Η θεω­ρία της επιταγής είναι συνυφασμένη με την αντίληψη για τον δούλο, «διότι εκείνο, το οποίο διαθέτει την ικανότητα να καταστρώνει με τη διάνοιά του σχέδια εν όψει των αναγκών είναι από τη φύση του άρχον και αρχόμενο, εκείνο το οποίο διαθέτει ως οικεία την ικανότη­τα να εκτελεί με τις σωματικές δυνάμεις αυτά είναι από τη φύση του αρχόμενο και δούλο- γι’ αυτό συνδυάζονται στο κοινό συμφέ­ρον κύριος και δούλος»[65]. Ο δούλος, ως «ὄργανον πρό ὀργάνων»[66] αντικαθιστά τα λοιπά όργανα και αποτελεί μοχλό, μέσω του οποίου ο κύριος τα χρησιμοποιεί.

Ο δούλος, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως το πλέον «ἀναγκαιότατον καί οἰκονομικώτατον»[67] από τα άλλα μέρη της κτήσεως, οφείλει να αντιμετωπίζεται με επιείκεια[68] και να διακρίνεται ο άδικος από τον δίκαιο[69]. Συνιστάται όπως οι κύριοι μεταχειρίζονται τους δού­λους με καλό τρόπο[70] και όπως επαινείται ο δούλος, αν επιδεικνύει τιμιότητα και ωφελεί τον κύριο[71]. Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζει η ελληνική γραμματεία την ύπαρξη κινήτρων για την απονομή τιμών στους πλέον εργατικούς[72].

2.3. Ο δούλος σε σχέση με την πόλη-πολιτεία

Ο δούλος, μετέχοντας της πόλεως ως «οικήσεως», συνυπάρχει από φυσικής και υλικής απόψεως με τους ελεύθερους πολίτες. Υπό το πρίσμα αυτό μελετάται ο δούλος σε σχέση με την πόλη- πολιτεία.

Κατά την περιγραφή της «πολιτείας τῆς ἀρίστης»[73], από τον Φαλέα τον Χαλκηδόνιο, ο οποίος σύμφωνα με τον Αριστοτέλη «πρῶτος εἰσήνεγκε»[74]«τό περί τάς οὐσίας εἶναι μέγιστον»[75], ουδα μού γίνεται αναφορά σε δούλους. Κάθε εργασία στην «ἀρίστη πολι­τεία» του Φαλέα θα ασκείται προς όφελος της πολιτείας και κάτω από την εποπτεία της. Όλοι οι τεχνίτες, γεωργοί και λοιποί χειρώνακτες θα καταστούν δημόσιοι υπηρέτες[76]. Οι εργαζόμενοι δεν θα γνωρίζουν οποιονδήποτε προϊστάμενο παρά μόνον την πολιτεία και την οποιαδήποτε ικανότητά τους θα τη διαθέτουν προς όφελος της πολιτείας. Με τον τρόπο αυτό η κοινωνία θα περιλαμβάνει δύο κα­τηγορίες πολιτών, τους ιδιοκτήτες ακινήτου πλούτου και τους εργα­ζομένους σε αυτόν[77].

Στην «ἀρίστη πολιτεία» που ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος «πρῶτος τῶν μή πολιτευομένων ἐνεχείρησε»[78], διακρίνεται ο πληθυσμός των δέκα χιλιάδων κατοίκων[79] σε τρία «μέρη»: τεχνίτες, γεωργοί και πο­λεμιστές[80]. Ουδεμία αναφορά γίνεται σε δούλους. Κατά παρόμοιο τρόπο, δεν έχουν θέση οι δούλοι στην πολιτεία του Ιπποδάμου του νεοπυθαγορείου[81], η οποία απαρτίζεται από τρία «μόρια»: Βουλευτικόν (πρόεδρον - ἀρχοντικόν - κοινοβουλευτικόν), ἐπίκουρον (ἀρχοντικόν - προμαχατικόν - ἀγελαῖον καί στρατιωτικόν) και βάναυσον (γεωπόνον - τεχνατικόν - μεταβατικόν καί ἐμπορικόν)[82]. Με τον τρό­πο αυτό προσδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ύπαρξη ομοιογενείας στον πληθυσμό της πολιτείας.

Κατά τον Πλάτωνα η πολιτεία γεννήθηκε με την αλληλοπρόσληψη των ανθρώπων, που είχε απώτερο σκοπό την αμοιβαία εξυ­πηρέτηση των αναγκών τους και την αυτάρκειά τους. Παράλληλα, η αυτάρκεια προϋποθέτει τη φιλία ανάμεσα στους ανθρώπους[83], η ύπαρξη της οποίας αναγνωρίζεται αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για την ύπαρξη της πόλεως[84].

Μετά την περιγραφή των βιοτικών αναγκών και των επαγγελ­μάτων, που κρίνονται απαραίτητα για τη βιωσιμότητα της πόλεως- πολιτείας, εισάγεται μια κατηγορία «διακόνων», ανθρώπων που κα­λούνται «μισθωτοί». «Ακόμη όμως φαίνεται ότι υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι, που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, όχι πολύ χρήσιμοι διανοητικώς στην κοινωνία (τά μέν τῆς διανοίας μή πάνυ ἀξιοκοινώνητοι), οι οποίοι όμως με τη σωματική τους δύναμη είναι ικανοί για τα βαρύτερα έργα. Πωλούν λοιπόν σε άλλους τη δύναμή τους και λαμβάνουν μισθό και γι’ αυτό τους λένε κι αυτούς μισθωτούς (οἱ δή πωλοῦντες τήν τῆς ἰσχύος χρείαν, τήν τιμήν ταύτην μισθόν καλοῦντες, κέκληνται ... μισθωτοί)»[85]. Το χωρίο αυτό της Πολιτείας, στο οποίο δίδεται ο ορισμός του μισθωτού, συγκρινόμενο με αντί­στοιχο χωρίο των Πολιτικών —«τό μέν γάρ δυνάμενον τῇ διανοίᾳ προορᾶν ἄρχον φύσει καί δεσπόζον φύσει, τό δέ δυνάμενον τῷ σώματι ταῦτα ποιεῖν ἀρχόμενον καί φύσει δοῦλον»[86]— είναι δηλωτικό της προσπάθειας του Πλάτωνος να μη περιλάβει τον θεσμό της δου­λείας στην ορθή πολιτεία[87]. Παράλληλα, δείχνει ότι ο ανθρώπινος τύπος που χαρακτηρίζεται από τον Αριστοτέλη «φύσει δούλος», αναγνωρίζεται από τον Πλάτωνα ως «μισθωτός», ελεύθερος, που πωλεί την «τῆς ἰσχύος χρείαν» με τίμημα τον «μισθόν»[88].

Ο Πλάτων δεν αναφέρεται στον θεσμό της δουλείας στην αδιά­φθορη και «όρθή» πόλη-πολιτεία[89]. Ο δούλος αποκλείεται στην πο­λιτεία, διότι η ύπαρξή του ενσαρκώνει επιβλητικά την άρνηση της δικαιοσύνης που εκφράζεται είτε με «τό τά αὐτοῦ πράττειν»[90] είτε με «ἡ τοῦ οἰκείου τε καί ἑαυτοῦ ἕξις τε καί πράξις»[91]. Ο τρόπος, άλ­λωστε, με τον οποίο περιγράφεται η δημιουργία της πολιτείας, η αλληλοπρόσληψη δηλαδή των ανθρώπων για την αμοιβαία εξυπηρέτη­ση των αναγκών τους, δεν περιέχει τη δυνατότητα να υπάρξει και άρα να ευδοκιμήσει ο θεσμός της δουλείας[92]. Ο δούλος δεν μετέχει στην «ἀλληλοπρόσληψη», ούτε στην αμοιβαία εξυπηρέτηση των ανα­γκών, διότι υπηρετεί χωρίς να υπηρετείται. Επιπροσθέτως, η ύπαρ­ξη φιλίας ως προαπαιτούμενου της συγκροτήσεως της πολιτείας δεν αφήνει περιθώρια για την ύπαρξη δούλων[93].

Στην πόλη-πολιτεία των Νόμων μνημονεύεται η ύπαρξη δούλων στις γεωργικές εργασίες[94], όπου επισημαίνεται ότι είναι δύσκολη η επιλογή των δούλων και γι’ αυτό πρέπει να τους μεταχειρίζεται ο κύριος με καλό τρόπο[95]. Η αξιολόγηση του δούλου και η θέση του εντός της πόλεως είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις απόψεις των Ελ­λήνων για τα «βάναυσα», χειρωνακτικά επαγγέλματα.

Ο Πρωταγόρας τιμά τις «δημιουργικές» εργασίες. Σύμφωνα με τη δοξογραφική παράδοση που ανάγεται στον Επίκουρο[96], ο Πρω­ταγόρας διατέλεσε κατά τη νεότητά του «φορμοφόρος»[97]. Οι «δημι­ουργικές» τέχνες ανταποκρίνονται προς τις ανάγκες ή χρείες των ανθρώπων[98]. Χωρίς αυτές δεν είναι δυνατό να υπάρξει πολιτικοκοι­νωνική οργάνωση[99]. Κατά συνέπεια, η πηγή και ο κύριος φορέας της πολιτιστικής προόδου είναι η «περί τόν βίον σοφία»[100]. Ασφαλώς, ο σοφιστής θα θεωρεί ως «μανίαν» την προς αυτήν περιφρόνηση[101]. Εί­ναι λογικό λοιπόν να δικαιούνται οι «χαλκεῖς» και οι «σκυκοτόμοι» ενεργού συμμετοχής στην Εκκλησία του Δήμου[102].

Ο Ξενοφών[103] και ο Ηρακλείδης ο Ποντικός[104] είχαν υποστηρί­ξει ότι η χειρωνακτική και τεχνική δραστηριότητα παραμορφώνει το σώμα και διαφθείρει την ψυχή, διότι την υποδουλώνει και της αφαιρεί τον προς «σχολήν» βίον. Για τον λόγο αυτό, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να ανατίθενται στους δούλους μόνο βά­ναυσα και «μισθαρνικά» έργα. Απήχηση των απόψεων αυτών υπάρ­χει και στον Αριστοτέλη, του οποίου, όμως, οι απόψεις έχουν δια­τυπωθεί κατά τρόπο λιγότερο κατηγορηματικό[105].

Η καθιερωμένη από το δίκαιο απόσταση ανάμεσα στους δού­λους και στους ελεύθερους πολίτες άγει τον Αριστοτέλη στο να το­νίσει τη διαφορά του τρόπου διαβιώσεως. Οι πολίτες οφείλουν να διάγουν τον παραπλήσιο προς τον θεωρητικό πολιτικό βίο και να μη ζουν τον βάναυσο, απολαυστικό και ανδραποδώδη βίο των δού­λων. Η αρετή των πολιτών, χωρίς να συμπίπτει με την αρετή του αρίστου ατόμου[106], είναι παντελώς διάφορος των «διακονικών» αρε­τών, εφόσον το έργο του πολίτη είναι διαφορετικό από το έργο των «διακόνων»[107]. Με τον τρόπο αυτό, ο πολίτης θα αγνοεί όσα γνωρί­ζει ο δούλος[108]. Η αντίληψη του Αριστοτέλους είναι απλώς ότι η λειτουργία του πολίτη είναι ασυμβίβαστη προς τον βάναυσο και απολαυστικό βίο του δούλου.

Τούτο εμφαίνεται από την, από κοινωνικής απόψεως, σύνθεση της πόλεως-πολιτείας, η οποία περιλαμβάνει τους γεωργούς —«τό περί τήν τροφήν πλῆθος», —το βάναυσον— «τό περί τάς τέχνας ὧν ἄνευ πόλιν αδύνατον οἰκεῖσθαι», τό ἀγοραῖον —«τό περί τάς ὠνάς καί τάς πράσεις καί τάς ἐμπορίας καί καπηλείας διατρίβον», —τους εργαζομένους χωρίς ατομική περιουσία —«τό θητικόν», —τους πο­λεμιστές —«τό προπολεμῆσον», εκείνους που ασκούν τη δικαστική εξουσία —«μετέχον δικαιοσύνης δικαστικῆς καί τό βουλευόμενον», —εκείνους που αναλαμβάνουν τα οικονομικά βάρη —«τό ταῖς οὐσίαις λειτουργοῦν, ὅ καλοῦμεν εὐπορους»— και τους άρχοντες —«τό δημιουργικόν καί τό περί τάς ἀρχάς λειτουργοῦν»[109]. Αποκλείονται οι δούλοι τόσο από γενικότερη κοινωνική όσο και από στενότερη οικονομική και παραγωγική σκοπιά.

Ο Αριστοτέλης δεν διαφοροποιείται ουσιωδώς κατά τη συγκρό­τηση των μερών της «ἀρίστης πολιτείας»[110], όταν ομιλεί για έξι πα­ραγωγικές τάξεις: γεωργοί, τεχνίτες, πολεμιστές, εύποροι, ιερείς, δι­καστές[111]. Οι «δούλοι ή βάρβαροι» εάν καταστεί «ἀναγκαῖον» μπο­ρούν να χρησιμοποιηθούν ως γεωργοί[112]. Επαναλαμβάνει στα συστα­τικά της αρίστης πόλεως ότι οι γεωργοί, οι τεχνίτες και εκείνοι που παρέχουν μισθωτή εργασία «ἀναγκαῖον ὑπάρχειν ταῖς πόλεσιν»[113]. Τα πραγματικά μέρη της πόλεως είναι «τό τε ὁπλιτικόν καί βουλευτικόν»[114]. Αυτό είναι απόρροια του γεγονότος ότι μόνο όσοι ασκούν την αρετή ως κύριο έργο μετέχουν της πόλεως, «τό γάρ βάναυσον οὐ μετέχει τῆς πόλεως»[115].

Κατά συνέπεια, τόσο οι δούλοι όσο και οι «βάναυσοι», τεχνί­τες πρέπει να αποκλεισθούν της «εὐνομουμένης πόλεως»[116]. Στην άποψη αυτή άγεται ο Αριστοτέλης από τη διαπίστωση ότι η συμ­μετοχή των βαναύσων τεχνιτών καθιστά την πόλη πολυάνθρωπο, αλλά η πολυάνθρωπος πόλη δεν είναι δυνατό να είναι «εὔνομος», διότι υπερβολικός αριθμός πολιτών και «εύνομος» τάξη δύσκολα συμβιβάζονται: «Ἴσως δ’ ἀδύνατον, εὐνομεῖσθαι τήν λίαν πολυάνθρωπον»[117].

2.4. Ο δούλος ως υποκατάστατο της τεχνικής

Ο Αριστοτέλης προσπαθεί να θεμελιώσει, κατά τρόπο φιλοσο­φικό, την οικονομική λειτουργία του δούλου, χωρίς όμως, όπως φαίνεται, ούτε ο ίδιος να έχει πεισθεί πλήρως για την ορθότητα της θεμελιώσεως αυτής. Και αυτό, διότι δέχεται: Πρώτο, ότι ως έσχατο κριτήριο περί του ποιος πρέπει τελικά να είναι ή να μην είναι δού­λος είναι η αρετή και όχι η καταγωγή[118] και, δεύτερο, ότι η ύπαρξη δούλων ούτε σε κάποια φυσική επιταγή ανταποκρίνεται ούτε ανα­γκαία προϋπόθεση της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου αποτελεί, αλ­λά απλώς και μόνο καλύπτει σε μια συγκεκριμένη εποχή την έλλει­ψη προηγμένης τεχνικής και τεχνολογίας[119]. Τη θέση του αυτή, δι­καιολογεί έχοντας στο νου του, προφανώς, αυτά που έλεγαν ορι­σμένοι κωμικοί ποιητές, όπως ο Κράτης[120], με τον ακόλουθο συλλο­γισμό: «Εἰ γάρ ἠδύνατο ἕκαστον τῶν ὀργάνων κελευσθέν ἤ προαισθανόμενον ἀποτελεῖν τό αὐτοῦ ἔργον, ὥσπερ τά Δαιδάλου φασίν[121] ἤ τούς τοῦ Ἡφαίστου τρίποδας, οὕς φησιν ποιητή[122] αὐτομάτους θεῖον δύεσθαι ἀγῶνα, οὕτως αἱ κερκίδες ἐκέρκιζον αὐταί καί τά πλήκτρα ἐκιθάριζεν, οὐδέν ἄν ἔδει οὔτε τοῖς ἀρχιτέκτοσιν ὑπηρετῶν οὔτε τοῖς δεσπόταις δούλων»[123].

Οι λόγοι αυτοί σημαίνουν κατ’ αρχήν το ανέφικτο της καταργήσεως του θεσμού της δουλείας και παραπέμπουν στον «χρυσό αι­ώνα», όπως τον περιγράφουν οι κωμικοί ποιητές, που, προφανώς, ο Αριστοτέλης γνωρίζει, όπου απουσιάζει ο θεσμός της δουλείας. Οι εργασίες στον Οίκο θα μπορούσαν να γίνουν και χωρίς την παρου­σία δούλων[124]. Το χωρίο όμως εισάγει τόσο τον αυτοματισμό —«οὕς φησιν ὁ ποιητής αὐτομάτους»— όσο και την ύπαρξη αρχιτέκτονα, ο οποίος λειτουργεί μετά «ὑπηρετῶν».

Αναφορικά με το πρώτο θέμα, αναγνωρίσθηκε ότι ο Αριστοτέ­λης ορθά διέβλεψε ότι μόνον η τεχνολογική πρόοδος θα καθιστούσε το θεσμό της δουλείας περιττό, με συνέπεια τη δυνατότητα καταργήσεώς του[125]. Σημαίνει ταυτόχρονα και στενή εξάρτηση του θεσμού της δουλείας από την τεχνική πρόοδο. Όπως επισημαίνει ο Κ. Γε­ωργούλης (1896-1968) «ο Αριστοτέλης κατώρθωσε να διαγνώση ότι μόνον η τελειοποίησις εις θαυμαστόν βαθμόν της τεχνικής θα ηδύνατο να καταργήση τον θεσμόν της δουλείας»[126]. Εκφράζει το χωρίο αυτό με τον καλύτερο τρόπο τον αυτοματισμό της εποχής μας[127], πράγμα που οδήγησε τον Άγγελο Θ. Αγγελόπουλο (1904-1995) να παρατηρήσει ότι «το όραμα του φιλοσόφου φαίνεται να επαληθεύε­ται στην εποχή μας»[128]. Με τον οραματισμό του αυτό αναγκάζεται ο Αριστοτέλης να αποδεχθεί τη δουλεία ως αναπόφευκτο υποκατάστα­το της τεχνικής εξελίξεως[129]. Αναγνωρίζεται, βέβαια, το ανέφικτο της εξαλείψεως του θεσμού[130].

Τούτο επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη του αρχιτέκτονα. Ο Αρι­στοτέλης, επηρεασμένος από τον Πλάτωνα[131], θα αναφερθεί και σε άλλα έργα του στον ρόλο και το έργο του αρχιτέκτονα[132]. Ο αρχιτέ­κτονας είτε συντάσσει τη «συγγραφή» είτε διευθύνει την κατασκευή και επιστατεί ουσιαστικά την εκτέλεση των εργασιών, οι οποίες λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τη «συγγραφή» άλλου[133]. Κατά συνέ­πεια απαιτείται η ύπαρξη «υπηρετών». Η απουσία τους αποτελεί ουτοπική σύλληψη ακόμη και για την εποχή μας, πολύ δε περισσό­τερο για την εποχή του Αριστοτέλους[134].

Ο Πλάτων αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα στον σχεδιασμό της «ορθής» πολιτείας. Η «ορθή» πολιτεία, με τη μη αποδοχή του θεσμού της δουλείας και την έλλειψη παράλληλα εξελιγμένης τεχνικής της παραγωγής, αντιμετωπίζει το απειλητικό πρόβλημα: Ποιοι από τους πολίτες θα υποστούν πραγματικά το άχθος του εξουθενωτικού μόχθου της παραγωγής, και ποια συμμετοχή θα μπορούν αυτοί να έχουν στην πολιτική εξουσία και στην ολική άρθρωση της πολιτείας; Ο Πλάτων δίνει την απάντηση: Η παραγωγική εργασία, η τόσο αναγκαία για το σύνολο της πολιτικής κοινωνίας, θα ανατεθεί σε εκείνους τους πολίτες, που ο φυσικός προικισμός τους δεν είναι ο πλέον πρόσφορος για να υποβληθούν σε βαριά παιδεία και δοκιμα­σία[135]. Με τον τρόπο αυτό επιλύει ο Πλάτων το πρόβλημα της δου­λείας στην «ορθή» πολιτεία, αναγνωρίζοντας στους πολίτες αυτούς την ύπαρξη, ως ένα βαθμό, των μικρών χαρών της καθημερινότητος, όπως είναι η περιορισμένη, έστω, ιδιοκτησία και η χωριστή οικογένεια[136].

3. Είδη δούλων

Οι δούλοι διακρίνονταν σε δύο βασικές κατηγορίες, στους δορύλατους και στους αργυρώνητους. Δορύλατοι ονομάζονταν οι δού­λοι που ήταν από μικρή ηλικία δουλωθέντες. Αυτοί ονομάζονταν «δμώς» και «δμώη», σε αντίθεση με τους άλλους που καλούνταν «δούλοι»[137]. Αργυρώνητοι καλούνταν αυτοί που προήρχοντο ως βάρβαροι από τη Φρυγία, Σκυθία, Συρία, Περσία, Μηδία κ.λπ.. Η χρήση του δούλου προσδιόριζε και τη διαφορετική ονοματοθεσία του[138]. Έτσι, απαντά ο δούλος ως «αἰχμάλωτος», «ἀνδράποδον», «θεράπων» και «θεράπαινα», «οἰκέτης» και «ἐπιστάτης».

Ο «αιχμάλωτος» είναι εκείνος, που αιχμαλωτίσθηκε στον πόλεμο και κατέστη δούλος[139], «ἀνδράποδον»[140] είναι είτε εκείνος που αιχμαλωτίσθηκε στον πόλεμο και πωλήθηκε ως δούλος[141], είτε εκεί­νος που ήταν εξ αρχής δούλος[142], κατέληξε να σημαίνει απλώς και μόνο τον δούλο, τον δουλοπρεπή[143]. Ο «ἀνδραποδώδης» [144]αντιβάλλεται με τον «ελευθέριο» βίο[145]. Με τον όρο «θεράπων»[146] χαρακτη­ριζόταν ο υπηρέτης, ως «θεράπαινα» η υπηρέτρια που εργαζόταν στον Οίκο[147].

Ο «οἰκέτης»[148], ο οικιακός δούλος, στον οποίο αναφέρεται ο Ξε­νοφών στον Οικονομικό του, ο Αριστοτέλης στο πρώτο βιβλίο των Πολιτικών, ο Πλάτων στους Νόμους και ο ανώνυμος περιπατητικός συγγραφέας των Οικονομικών στο πρώτο βιβλίο, βοηθά τον κύριό του στην εργασία του, εργάζεται είτε κάτω από την προσωπική επί­βλεψη του κυρίου του είτε του διαχειριστή του, τρέφεται, και του παρέχεται ρουχισμός και στέγη[149]. Δεν αποκλείεται ο οικέτης να επι­δίδεται σε κάποια επικερδή δραστηριότητα εκτός από τις οικιακές εργασίες[150].

Στην παραγωγή που λαμβάνει χώρα εντός των πλαισίων της οι­κιακής οικονομίας προβλέπεται η διάκριση του οικέτου από τον επίτροπο. Ο επίτροπος[151] αντικαθιστά τον κύριο στην επίβλεψη και επιστασία των εργασιών που εκπονούν οι εργάτες-δούλοι στους αγρούς[152]. Η εκπαίδευση του επιτρόπου-επιστάτη λαμβάνει χώρα από τον κύριο του Οίκου, ο οποίος του δείχνει και την αμέριστη εμπιστοσύνη του[153]. Το ρόλο του και τη δραστηριότητά του περιγρά­φει αναλυτικά ο Αριστοτέλης: «Ἀλλ’ ἴσως ἔχετε ὥσπερ ἐν οἰκείᾳ ὁ ἐπίτροπος: οὗτος γάρ πάντων κύριος καί πάντα διοικεῖ ἀλλ’ οὕπω οὗτος ἄρχει πάντων, ἀλλά παρασκευάζει τῷ δεσπότῃ σχολήν, ὅπως ἄν ἐκεῖνος μή κωλυόμενος ὑπό τῶν ἀναγκαίων ἐκκλείηται τοῦ τῶν καλών τι καί προσηκόντων πράττειν»[154]. Το χωρίο επιβεβαιώνει ότι ο επίτροπος διευκολύνει τον κύριο να «παρασκευάζει σχολήν».

Έχει υποστηριχθεί η άποψη[155] ότι ο Ξενοφών διατύπωσε θεωρία περί της διαφοροποιήσεως της αμοιβής της εργασίας. Η άποψη αυτή εδράζεται σε συγκεκριμένο χωρίο του Οἰκονομικοῦ[156], το οποίο, όμως, εντάσσεται στο κεφάλαιο που πραγματεύεται τον ρόλο του επιτρόπου-επιστάτη. Ο Ξενοφών μιλεί για δούλους-εργάτες και όχι για ελεύθερους εργάτες. Κατ’ αυτόν η ύπαρξη διαφορετικών τιμών και επαίνων στους δούλους, θα οδηγήσει και τους λιγότερο πρόθυ­μους για εργασία να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την απόκτηση υψηλότερων αμοιβών. Σημειωτέον ότι ως δημόσιοι δούλοι αναγνωρίζονται οι είλωτες της Σπάρτης. Δεν ανήκουν σε ιδιώτες, αλλά στην πόλη. Ο Ξενοφών προτείνει όπως η πόλη των Αθηνών αποκτήσει δημοσίους δούλους —«ἡ πόλις κτῶτο δημόσια ἀνδράποδα»[157]—, οι οποίοι θα πρέπει να είναι «σεσημασμένα τῷ δημοσίῳ σημάντρῳ»[158]. Η πρόταση, όμως, του Ξενοφώντος πρέπει να αξιολο­γηθεί σε σχέση με την αξιοποίηση των μεταλλείων του Λαυρίου και όχι μεμονωμένα. Τελικά, η πρόταση αυτή δεν υιοθετήθηκε από την Αθήνα.

4. Είδη παραγωγικής απασχολήσεως των δούλων

Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι η ανάπτυξη της δουλείας συνετέλεσε στην ενίσχυση των προκαταλήψεων έναντι της χειρωνα­κτικής εργασίας. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανταγωνισμό ανά­μεσα στην ελεύθερη και δουλοκτητική εργασία και τούτο διότι δεν υπήρχε ελεύθερη αγορά εργασίας. Η ελεύθερη εργασία συνυπήρχε ανέκαθεν με την εργασία των δούλων. Στην Ελλάδα, κατά την πε­ρίοδο που η δουλεία σημείωσε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη (Ε' και Δ' αιώνας) δούλοι και ελεύθεροι εργάζονταν στους αγρούς και στα ερ­γοτάξια των δημοσίων έργων[159].

Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι νόμοι κατά της απραξίας, η ηθική δικαίωση της χειρωνακτικής εργασίας και η καταδίκη της οκνηρίας, όπως αυτά απεικονίζονται στον ύμνο της εργασίας από τον Ησίοδο[160] και την απασχόληση για την καταπολέμηση της ανεργίας από τον Ξενοφώντα και τον Ισοκράτη[161], αντιστοιχούν είτε σε μια περίοδο, κατά την οποία η δουλεία βρισκόταν ακόμα σε εμβρυακό στάδιο είτε στην εποχή της παρακμής της, όταν η έλλει­ψη εργατικών χεριών και η άνοδος των τιμών έδιναν στην ελεύθε­ρη και ανεξάρτητη εργασία τη δέουσα σημασία[162]. Τέτοια είναι η περίπτωση του Αριστάρχου, ο οποίος κατά τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου βρίσκεται σε δυσμενή οικονομική κατάσταση και παραπονείται στον Σωκράτη ότι «ούτε από τους αγρούς λαμ­βάνουμε τίποτε, διότι οι αντίπαλοι τους κατέχουν, ούτε από τις οι­κίες, διότι ολιγανθρωπία τώρα υπάρχει στην πόλη»[163]. Εν τούτοις, η έκδηλη περιφρόνηση ορισμένων στοχαστών για τη χειρωνακτική εργασία δεν έπαυσε να έχει μεγάλο αντίκτυπο στις ίδιες τις συν­θήκες εργασίας.

Οι περιπτώσεις αυτές θέλουν να δηλώσουν ότι, πρώτο η δου­λεία δεν εξετόπισε ποτέ την ελεύθερη εργασία, δεύτερο, η εργασία των δούλων είναι αναμφισβήτητα φθηνότερη από την ελεύθερη ερ­γασία, όσον αφορά τη μεταποίηση και τρίτο, ο κίνδυνος της υπερ- βαλλούσης παραγωγής δεν υπάρχει στην αρχαία πόλη[164].

4.1. Η απασχόληση των δούλων στη γεωργία

Οι κωμωδίες του Αριστοφάνους, που συχνά έχουν ήρωες «αυτουργούς», αυτούς δηλαδή που καλλιεργούν μόνοι τους τον αγρό τους, μαρτυρούν ότι, οι καλλιεργητές αυτοί, στην πλειονότη­τά τους, παρά το περιορισμένο μέγεθος της ιδιοκτησίας τους και τις δυσκολίες της ζωής τους, είχαν τουλάχιστον ένα δούλο, αν όχι και περισσότερους[165]. Ο Χρεμύλος, ο οποίος παραπονείται για τη φτώχεια του, έχει τουλάχιστον ένα δούλο, ίσως μάλιστα και πε­ρισσότερους.

Το μόνο κείμενο στο οποίο περιγράφονται οι εργασίες ενός δούλου στη γεωργία είναι ο Οικονομικός του Ξενοφώντος. Ο Ξενο­φών σκιαγραφεί τον μεγαλοϊδιοκτήτη Ισχόμαχο, ως αντιπροσωπευ­τικό δείγμα της αθηναϊκής κοινωνίας του Δ' αιώνα, που γεννήθηκε από τις αναταραχές που ακολούθησαν τον Πελοποννησιακό Πόλε­μο[166]. Ο Ξενοφών δεν δίνει την ακριβή θέση των κτημάτων, δεν αναφέρει αν ήταν συνεχόμενα ή όχι, ή αν βρίσκονταν σε διαφορετι­κούς δήμους της Αττικής. Ο Ισχόμαχος κατορθώνει να διατρέξει μέ­σα σε μία ημέρα τις εκτάσεις του και να επιβλέψει από κοντά την πορεία των αγροτικών εργασιών[167].

Σε αντίθεση με τον μικροκαλλιεργητή, ο οποίος, παρόλον ότι κατέχει έναν ή δύο δούλους και συμμετέχει στην καλλιέργεια των αγρών, ο μεγαλοϊδιοκτήτης αρκείται στο να επιβλέπει την εργασία των δούλων του. Ο Ξενοφών δεν κάνει λόγο για τον ακριβή αριθμό τους. Από το γεγονός όμως ότι κρίνεται απαραίτητη η παρουσία επιτρόπου-επιστάτη, συνάγεται ότι ο αριθμός τους δεν ήταν μικρός. Ο επίτροπος εκπροσωπεί τον κύριό του παντού όπου εκείνος δεν μπορεί να είναι παρών. Ο Ισχόμαχος χρειάζεται συχνά να μεταβαί­νει στην πόλη για τις υποθέσεις του ή για να λάβει μέρος σε συνέ­λευση της Εκκλησίας ή του δικαστηρίου[168].

Όπως προείπαμε, οι επίτροποι-επιστάτες είναι δούλοι, ικανοί να κατανέμουν τις εργασίες στους δούλους και να επιβλέπουν την εκτέλεσή τους. Ρόλο επιτρόπων-επιστατών μπορούσε να παίξουν και ελεύθεροι πολίτες, οι οποίοι απώλεσαν τις περιουσίες τους με­τά από πολέμους και μίσθωσαν τους εαυτούς τους ως επιστάτες στη γη κάποιων πλούσιων γαιοκτημόνων. Στα Ἀπομνημονεύματα του Ξενοφώντος ο Σωκράτης καλεί έναν από τους συνομιλητές του, που παραπονείται για τη φτώχεια του, να ακολουθήσει το παρά­δειγμα αυτών των επιστατών[169]. Το σημαντικότερο από τα καθήκο­ντα του επιτρόπου ήταν η οργάνωση, κατά ορθολογικότερο τρόπο, της εργασίας των δούλων και η παρακολούθηση της επιτελέσεως των εργασιών τους.

4.2. Η απασχόληση των δούλων στη βιοτεχνία

Ο κόσμος των τεχνιτών κατέχει στην αρχαία πόλη κατώτερη θέ­ση από εκείνη των αγροτών. Αυτό ισχύει στην «ὀρθή πολιτεία» της Πολιτείας του Πλάτωνος[170], στην «ἀρίστη» πολιτεία του Αριστοτέλους[171] και στην πολιτεία που σχεδιάζει ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος[172] και ο Ιππόδαμος ο νεοπυθαγόρειος[173].

Για μεγάλο χρονικό διάστημα η βιοτεχνική παραγωγή δεν ξε­χώριζε από την οικιακή παραγωγή. Ο κόσμος του Ομήρου γνώρι­ζε τους «δημιεργούς»[174], (που σημαίνει «αυτούς που εργάζονται για το λαό»)[175] οι οποίοι εργάζονταν όμως στα πλαίσια μιας ανακτορικής οικονομίας[176]. Στα ομηρικά έπη εμφανίζονται ο ξυ­λουργός, ο σιδηρουργός[177], ο αγγειοπλάστης, αυτός που κτίζει οι­κίες ή κατασκευάζει πλοία ή όπλα, ο βυρσοδέψης[178]. Η παραγωγή παραμένει τυπική, καλύπτει, δηλαδή, τις ανάγκες των κατοίκων της πόλεως.

Το αποικιοκρατικό ρεύμα του Η' και Ζ' αιώνα δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη ανταλλαγών, οι οποίες επέτρεπαν στις μητροπόλεις να προμηθεύονται πρώτες ύλες και είδη διατροφής που είχαν ανάγκη, και παράλληλα να διαθέτουν τα προϊόντα που παράγονταν στα εργαστήριά τους σε νέες αγορές[179].

Η αθηναϊκή οικονομία του Ε' και Δ' αιώνα, παρέχει στοι­χεία για την οργάνωση ορισμένων βιοτεχνικών κλάδων, όπως η με­ταλλουργία, οι κατασκευές, η αγγειοπλαστική, η βυρσοδεψία[180]. Στους κλάδους αυτούς πρέπει να προστεθεί η οικιακή βιοτεχνία, η οποία έχει μεγάλη σημασία: στην οικία του Ισχομάχου οι οικέτες γνέθουν και υφαίνουν τα ρούχα όλων των ενοίκων[181]. Μολονότι η οικιακή βιοτεχνία διατηρεί ένα ρόλο διόλου αμελητέο, οι μαρτυρίες της εποχής αποδεικνύουν ότι η βιοτεχνία έγινε αυτόνομη δραστη­ριότητα, η οποία απασχολούσε όλο και μεγαλύτερο εργατικό δυνα­μικό. Μας είναι γνωστό το χωρίο της Πολιτείας του Πλάτωνος, στο οποίο ο Σωκράτης εκθέτει στον συνομιλητή του τα πλεονεκτή­ματα του καταμερισμού της εργασίας στο εσωτερικό της πόλεως και το χωρίο της Κύρου Παιδείας του Ξενοφώντος, στο οποίο εκτίθενται τα αποτελέσματα του καταμερισμού της εργασίας σε ένα υποδηματοποιείο.

Για την εκμετάλλευση των μεταλλείων του Λαυρίου σημαντικές πληροφορίες παρέχει ο Ξενοφών στους Πόρους, όπου το μεγαλύτε­ρο τμήμα του έργου αυτού ασχολείται με την καλύτερη απόδοσή τους. Οι πληροφορίες αυτές δείχνουν πώς γινόταν η εργασία στα ορυχεία. Την εργασία ασκούσαν δούλοι, παρόλο που δεν αποκλειό­ταν ένας ελεύθερος άνθρωπος να εργάζεται ο ίδιος, όπως υπαινίσ­σεται ένας ρητορικός λόγος του Δ' αιώνα. Είναι δύσκολο να καθορισθεί ο ακριβής αριθμός των απασχολουμένων δούλων. Ο Θουκυ­δίδης διηγείται ότι 20.000 δούλοι που εργάζονταν στο Λαύριο δραπέτευσαν κατά την κατάληψη της Δεκελείας από τους Σπαρτιάτες στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου[182].

Τα ορυχεία ήταν ιδιοκτησία της πολιτείας, η οποία τα εκμίσθω­νε σε ιδιώτες. Άλλη κατηγορία ιδιωτών εκμίσθωνε τους δούλους στους μισθωτές των μεταλλείων. Με το σύστημα αυτό, ο μεν μισθω­τής που ανελάμβανε την εργολαβία της εκμεταλλεύσεως ενός κοιτά­σματος είχε τη δυνατότητα να προμηθευθεί εργατικά χέρια χωρίς να καταβάλει από την αρχή ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για την αγορά δούλων, ο δε ιδιοκτήτης των δούλων εξασφάλιζε ένα σταθερό εισό­δημα[183]. Η αγορά δούλων που προορίζονταν για τα ορυχεία αποτελούσε ένα είδος επενδύσεως, που ο Ξενοφών συνιστούσε στο αθη­ναϊκό κράτος, για να αυξήσει τα έσοδά του. Το σχέδιο αυτό θεω­ρούσε ο Ξενοφών εφικτό[184], αν και ο ίδιος δεν το είδε ποτέ να τίθε­ται σε εφαρμογή. Σημειωτέον ότι οι δούλοι που απασχολούνταν στα ορυχεία του Λαυρίου ήταν εξειδικευμένοι, όπως προκύπτει από την πληροφορία του Ηροδότου, σύμφωνα με την οποία ο Πεισίστρατος μετέφερε δούλους από τα μεταλλεία της Μαρωνείας στη Θράκη[185], οι οποίοι γνώριζαν την τεχνική εξορύξεως του μεταλλεύματος[186].

Ενδιαφέρουσες πληροφορίες δίνουν οι επιγραφές για το νομικό καθεστώς των εργατών που εργάζονταν στην ανέγερση κτηρίων. Το 409 π.Χ. στους 71 εργάτες του Ερεχθείου οι είκοσι ήταν Αθηναίοι πολίτες και οι υπόλοιποι δούλοι ή μέτοικοι. Στα έξι συνεργεία που εμφανίζονται στους καταλόγους του ίδιου ναού και που απασχολήθηκαν στο σκάλισμα των κιόνων βρίσκουμε επτά Αθηναίους πολί­τες, από τους οποίους τρεις ήταν επικεφαλής συνεργείου, έξι μέτοικοι, από τους οποίους δύο επικεφαλής συνεργείου και είκοσι ένας δούλοι[187]. Το 329 π.Χ. στους λογαριασμούς της Ελευσίνος, 21 από τους 94 ειδικευμένους εργάτες, 9 από τους 27 εργολάβους και 11 από τους 41 εμπόρους ήταν Αθηναίοι πολίτες[188]. Όλοι οι εργάτες, δούλοι, πολίτες ή μέτοικοι, λάμβαναν τον ίδιο μισθό. Ο δούλος όμως είχε περισσότερες επιλογές. Είτε εργαζόταν στο πλευρό του κυρίου του είτε ανήκε σε κάποιον που τον εκμίσθωνε απευθείας στον εργολάβο (πράγμα που φαίνεται πιθανότερο) είτε μπορούσε να διαλέξει μόνος του πού θα «μισθωθεί». Ο δούλος δεν κρατούσε ολόκληρο τον μισθό του, αλλά ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει στον κύριό του ένα τμήμα του.

Μία τέτοια περίπτωση ήταν «οἱ χωρίς οἰκοῦντες δοῦλοι»[189]. Πρόκειται για τους δούλους που ζούσαν έξω από την οικία του κυ­ρίου τους και μπορούσαν να ασκούν το επάγγελμα του τεχνίτη ή να κατασκευάζουν εργαλεία. Το τμήμα του μισθού που κατέβαλαν οι δούλοι στους κυρίους καλείται «ἀποφορά»[190]. Συχνά όμως ο όρος αυτός δεν αναφέρεται, παρόλον που γίνεται λόγος για οικονομικά αυτοδύναμους δούλους.

Η επεξεργασία του μετάλλου είχε από καιρό διαφοροποιηθεί από την οικιακή εργασία. Η αναγκαιότητα του πολέμου, η τελειο­ποίηση του οπλισμού, ο εξοπλισμός του μισθοφορικού στρατού εξη­γούν τη σημαντική θέση αυτού του κλάδου. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η μεγαλύτερη συγκέντρωση δούλων σε ένα εργαστήριο συναντάται ακριβώς στο χώρο της κατασκευής όπλων. Πρόκειται για το εργαστήριο του Κεφάλου, πατέρα του ρήτορα Λυσία, στο οποίο εργάζονταν 120 δούλοι[191] και για το εργαστήριο του πατέρα του Δημοσθένους, που απασχολούσε 30 δούλους για την κατασκευή όπλων και μαχαιριών[192]. Το εργαστήριο βρισκόταν συνήθως κοντά στο σπίτι του ιδιοκτήτη[193]. Οι εργάτες, όλοι δούλοι, εργάζονταν κά­τω από την καθοδήγηση ενός επιστάτη, επίσης δούλου, που κατένειμε τις αρμοδιότητες και ασχολείτο με τη διατροφή και τη φρο­ντίδα των λοιπών δούλων. Υπήρχαν όμως και ελεύθεροι πολίτες μεταξύ των εργατών των σιδηρουργείων. Ο Πιστίας, κατασκευαστής πανοπλιών, που συζητά με τον Σωκράτη[194] για την ποιότητα της ερ­γασίας του, δεν αρκείτο στο να επιβλέπει από μακριά την εργασία του δούλων του, όπως ο Κέφαλος ή ο πατέρας του Δημοσθένους. Συμμετείχε και ο ίδιος στην παραγωγή των προϊόντων του εργα­στηρίου του, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι δεν χρησιμοποιούσε και δούλους για εργάτες.

Η βυρσοδεψία υπήρξε ένας άλλος βιοτεχνικός κλάδος που πα­ρουσίασε άνθηση κατά τον Ε' και Δ' αιώνα και συνδέθηκε με σημαίνοντες πολιτικούς, όπως ο Κλέων, ο δημαγωγός του τέλους του Ε' αιώνα, ο Άνυτος, ο κατήγορος του Σωκράτη και ένας από εκεί­νους που συνέβαλαν στην παλινόρθωση της δημοκρατίας στην Αθή­να στις αρχές του Δ' αιώνα και ο Τίμαρχος, ο φίλος του Δημοσθέ­νους. Ο Κλέων κληρονόμησε από τον πατέρα του το μεγάλο βυρσο­δεψείο του, στο οποίο παρατηρείται ένας προηγμένος καταμερισμός της εργασίας —σελλοποιοί, υποδηματοποιοί και υποδηματοποιοί για μπαλώματα— και στο οποίο απασχολούνται δούλοι. Τα εργα­στήρια του Κλέωνος[195] και του Ανύτου[196] ήταν βυρσοδεψεία που κατεργάζονταν το δέρμα στην πρώτη του μορφή. Αντίθετα, οι 9 ή 10 δούλοι που εργάζονταν στο εργαστήριο του Τιμάρχου, ήταν υποδη­ματοποιοί, που τελούσαν υπό την καθοδήγηση ενός αρχιμάστορα, επίσης δούλου.

Γενικά, μπορεί να λεχθεί ότι η βιοτεχνική επιχείρηση παραμένει μια ατομική υπόθεση και ότι τα εργαστήριά της δεν είναι συγκε­ντρωμένα. Στις επιχειρήσεις αυτές υπάρχει καταμερισμός των έργων και απασχολείται ένας σημαντικός αριθμός δούλων, οι οποίοι διευ­θύνονται από άλλους δούλους-επιστάτες.

Κατά τους Ελληνιστικούς Χρόνους η εργασία στον δευτερογε­νή τομέα της οικονομίας δεν στηριζόταν στην ύπαρξη δούλων, πα­ρόλο που δεν μπορεί να αποκλεισθεί η παρουσία τους σε μεμονω­μένα εργαστήρια ή σε συγκεκριμένους ιδιοκτήτες-παραγωγούς[197]. Ει­δικότερα, στην κεραμευτική περιγράφεται η παραγωγή ενός «κεραμέως», ο οποίος χρησιμοποιεί συγκεκριμένη τεχνολογία και την ικα­νότητά του, που έχει αποκτήσει από τον καταμερισμό των έργων στην παραγωγή κεραμικών προϊόντων[198].

Στην μεταλλοτεχνία περιγράφει ο Πολύβιος τις συνήθειες και «τάς πράξεις» του Αντιόχου του Επιφανούς[199], με μια «παράξενη αναφορά όρων»[200]: «μάλιστα δέ πρός τοῖς ἀργυροκοπείοις εὑρίσκετο καί χρυσοχοείοις, εὑρησιλογῶν καί φιλοτέχνων πρός τούς το- ρευτάς καί τούς ἄλλους τεχνίτας»[201]. Σε περίπτωση που οι «τορευ- ταί» και οι «ἄλλοι τεχνῖται» διαφοροποιούνται από τους «ἀργυροκόπους» και «χρυσοχόους», τότε πρόκειται σαφώς για μια οργανωμένη επιχείρηση, στην οποία παρατηρείται ένας καταμερισμός των έργων και οι «τορευταί» και οι «ἄλλοι τεχνῖται» εργάζονταν έναντι αμοιβής. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί και η περίπτωση κατά την οποία οι «ἀργυροκόποι» και «χρυσοχόοι» ταυτίζονται με τους «τορευτάς» και «ἄλλους τεχνίτας», πράγμα που δηλώνει στην περίπτω­ση αυτή ότι πρόκειται για ατομική επιχείρηση, όπου ο επιχειρημα­τίας ταυτίζεται με τον εργάτη.

Για την ύπαρξη πολλών βαφείων στην Τύρο, εξειδικευμένων στην παραγωγή πορφύρας, κάνει λόγο ο Στράβων[202]. Ο Στράβων υπογραμμίζει την ποιότητα της πορφύρας, αποτέλεσμα του καταμε­ρισμού των έργων και της τεχνογνωσίας, η οποία κάνει την πόλη «πλουσίαν»202.

5. Τελικές παρατηρήσεις

Η δουλεία υπήρξε ένας θεσμός διαδεδομένος σε όλους τους αρχαίους λαούς και παραδεκτός απ’ όλους. Συνδεδεμένος με την οικονομία τους και με την εν γένει δομή τους. Κανείς δεν τη διαμφισβητούσε ως θεσμό. Το πρόβλημα της δουλείας, όπως παρατηρεί ο Γ. Βλάχος (1913-1996)[203], δεν αναφέρεται μόνο στο κατ’ αρχήν παραδεκτό ή μη του θεσμού, αλλά κυρίως στον τρόπο κατά τον οποίο ένας κύριος όφειλε να συμπεριφέρεται στους δούλους του. Τούτο υπήρξε κεντρικό σημείο στην ανάλυση των Κλασικών για τη δουλεία. Αναγνωρίζεται σήμερα ότι η μεταχείριση των δούλων στην Αθήνα ήταν κατά πολύ περισσότερο ανθρωπιστική σε σύ­γκριση με άλλους συγχρόνους της λαούς[204]. Τούτο δηλώνει ο Δη­μοσθένης στον Κατά Μειδίου λόγο του: «Ακούσατε, άνδρες Αθη­ναίοι, από πόσον ανθρωπισμό διαπνέεται ο νόμος, ο οποίος δεν ανέχεται τη βία ακόμη και προς τους δούλους [,..]»[205] και καταλήγει «έχουν ήδη τιμωρηθεί με θάνατον πολλοί οι οποίοι παρέβησαν τον νόμο τούτο»[206].

Οι δούλοι γίνονται δεκτοί ως ανθρώπινα όντα και όχι ως res, όπως συνήθιζαν να τους θεωρούν οι Ρωμαίοι, γι’ αυτό άλλωστε δη­λώνεται το έμψυχο των δούλων, όπως αναφέραμε. Δεν είναι, κατά συνέπεια, περίεργο ότι οι δούλοι ασκούσαν τα ίδια επαγγέλματα με τους πολίτες ή εργάζονταν στον ίδιο χώρο εργασίας. Οι δούλοι αναγνωρίζονται ως υποκατάστατα της τεχνολογίας και των μηχα­νών, όπως άλλωστε το δηλώνει ο Αριστοτέλης στο γνωστό χωρίο των Πολιτικῶν, όπως αναλύσαμε πρωτύτερα.
------------------------------------
[1] Πρβ. την πρόσφατη βιβλιογραφία περί δουλείας στο έργο με τον τίτλο:

Bibliographie zur antiken Sklaverei. Im Auftrag der Kommission fur Geschichte des Altertums der Akademie der Wissenschaften und der Literatur Mainz. Herausgegeben von H. Bellen (+) und H. Heinen. Neu bearbeitet von Dorothea Schafer und J. Deissler auf Grundlage der von Elis. Hermann in Verbindung mit N. Brockmeyer erstellten Ausgabe. Bochum 1983. Wiesbaden: F. Steiner Verlag, 2003, σσ. XIII+VIII, 805. Βλ. τα παλαιότερα μελετήματα των J. Vogt, Sklaverei und Humanitat im klassischen Griechentum. Wiesbaden: F. Steiner, 1965, 19722 [Historia: Einzelschriften, 8]. Μ. I. Finley, Ancient Slavery and Modem Ideology. London 1980. N. Brockmeyer, Antike Sklaverei. Darmstadt: Wissenschaftliche Buchgesellschaft, 19872. Y. Garlan, Slavery in Ancient Greece, transl. by J. Lloyd. Ithaca - London 1988.

[2] Α. - Κ. Μπαγιόνα, «Η Αρχαία Σοφιστική και ο θεσμός της δουλείας», Αθηνά 68 (1965) 115-168, εδώ σ. 155.

[3] Α. - Κ. Μπαγιόνα, «Η περί δουλείας θεωρία του Αριστοτέλους», Αθη­νά 67 (1963/64) 47-86 [=Α.-Κ. Μπαγιόνα, Ελευθερία και Δουλεία στον Αριστο­τέλη. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2003, σσ. 79-124, εδώ σ. 79, έκδοση στην οποία πα­ραπέμπουμε], Schiitrumpf, Politik I, σσ. 234-235, όπου συνολική βιβλιογραφία της αριστοτελείου θεωρίας περί δουλείας.

[4]4Πλάτωνος, Νόμοι ΣΤ' 776A-778D. ΙΑ 930 D-E. Πρβ. G. Morrow, Plato’s Laws of Slavery in its relation to Greek Law. Illinois: Illinois Studies in Language and Literature, vol. 26, No 3, 1939.

[5]Σχόλια σε Αριστοτέλους, Ῥητορική A 13, 1373 b 18. F. Blass, Die attische Beredsamkeit, τόμ. B'. Leipzig 1887 [ανατ. Hildesheim: G. Olms, 1962], σ. 360.

[6]Τις απόψεις των σοφιστών για το θεσμό της δουλείας έχει εξετάσει κα­τά τρόπο ενδελεχή και λίαν συστηματικό ο Α - Κ. Μπαγιόνας, «Η Αρχαία Σο­φιστική και ο θεσμός της δουλείας», Αθηνά 68 (1965) 115-168.

[7] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 6, 1255 a5-10.

[8] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 6, 1255 a25-26.

[9]Πλάτωνος, Πολιτεία Θ 690c-d· Πολιτικός 309a.

[10] Πλάτωνος, Νόμοι Δ 720 b-d.

[11] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 4, 1254 a 28-32.

[12] Αριστοτέλους, Πολιτικά Η 2, 1324 b35-40.

[13] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 6, 1254 b5-6.

[14] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 4, 1254 a8-ll· Ηθικά Εύδήμεια Η 8, 1241 b23. Πρβ. P. Camus, «L’ esclave en tant qu’ όργανον chez Aristote», Maria Capozza, ed., Schiavitu, Manomissione e classi dipendenti nel mondo Antico. Roma: Bretschneider, 1979, σσ. 99-104 [Universita degli Studi di Padova. Pubblicazioni dell’ Istituto di Storia Antica XIII].

[15] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 4, 1253 b 31-32.

[16] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 4, 1253 b 33: «καί ὁ δοῦλος κτῆμά τι ἔμψυ­χον»· Ηθικά Νικομάχεια Β 11, 1161 b 1-8.

[17] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 4, 1254 al6-18.

[18] Οἰκονομικῶν A VI, 1345 a 24-30.

[19] Ερμηνεία του A. Wartelle εις Aristote, tconomique. Texte etabli par B. A. van Groningen et A. Wartelle. Traduit et annote par A. Wartelle. Paris: Les Belles Lettres, 1968, o. 8.

[20] Πλάτωνος, Φαίδων 62B. Κυριάκου-Μπέη Δ. Λιβαδά, Η περί ελευθε­ρίας θεωρία του Αριστοτέλους. Αθήναι 1986, σ. 65.

[21] Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια Ε 9, 1136 b 30· Του Ιδιου, Περί ζώ­ων μορίων 687 a 10-15.

[22] Α. Κ. Μπαγιόνα, Ελευθερία καί Δουλεία στον ..., ένθ’ αν., σσ. 84-85.

[23] Αριστοτέλους, Πολίτικά Γ 3, 1278 b 32-38.

[24]X. Μπαλόγλου, Η Οικονομική σκέψη των Αρχαίων Ελλήνων... ένθ’ αν., σ. 288.

[25] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 13, 1260a 13-14: «ὁ μέν γάρ δοῦλος ὅλως οὐκ ἔχει τό βουλευτικόν ...»

[26] R. Schlaifer, «Greek Theories of Slavery from Homer to Aristotle», HSCPh 47 (1936) 202 [= Μ. I. Finley, ed., Slavery in Classical Antiquity. London 1964],

[27] Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια A 6, 1177 a 8: «εὐδαιμονίας δ’ οὐδείς ἀνδραπόδῳ μεταδίδωσιν».

[28] Βλ. Αριστοτέλους, Πολιτικά Γ 5, 1280 a31-33.

[29] Αριστοτέλους, ’Ηθικά Εὐδήμια Η 8, 1241 b 15-20: «Ἐπεί δ’ ὁμοίως ἔχει ψυχή πρός σῶμα καί τεχνίτης πρός ὄργανον καί δεσπότης πρός δοῦλον, τούτων μέν οὐκ ἔστι κοινωνία· οὐ γάρ δύ’ ἐστίν, ἀλλά τό μέν ἕν, τό δέ τοῦ ἑνός οὐδ’ ἕν».

[30]Α. - Κ. Μπαγιόνα, «Η περί δουλείας ...», ένθ' αν., σσ. 64-67.

[31]Αριστοτέλους, Ηθικά Εύδήμια Η 10, 1242 a28-32: «δεσπότου μέν οὖν καί δούλου ἥπερ καί τέχνης καί ὀργάνων καί ψυχῆς καί σώματος, αἱ δέ τοιαῦται οὔτε φιλίαι ούτε δικαιοσύναι...».

[32] Λαμβάνεται από Α.-Κ. Μπαγιόνα, Ελευθερία και δουλεία ..., ένθ’ αν., α. 99.

[33] Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια ©11, 1161 b 1-6.

[34] Α. - Κ. Μπαγιόνα, «Η περί ...», ένθ’ αν., σσ. 67-68. Πρβ. A. Baruzzi, «Der Freie und der Sklave in der Ethik und Politik des Aristoteles», PhJb 77 (1) (1970) 15-28.

[35] Ξενοφώντος, Οικονομικός I 1-2. Οικονομικών A I 1343 a8-9.

[36] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 2, 1252 b 13-14.

[37] Κ. Αρκουδογιάννη, Ο Ξενοφών ως Οικονομολόγος. Θεσσαλονίκη 1960, σσ. 48-50.

[38] X. Μπαλόγλου, Η Οικονομική Σκέψη των..., ένθ’ αν., σ. 176.

[39] Πρβ. X. Μπαλόγλου, Η Οικονομική..., ένθ’ αν., σσ. 176-179.

[40] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 3, 1253 b 6-11, 13-15: «πρῶτα δέ καί ἐλάχιστα μέρη οἰκίας δεσπότης καί δοῦλος, καί πόσις καί ἄλοχος, καί πατήρ καί τέκνα, [...] ταῦτα δ’ ἐστί δεσποτική καί γαμική [...] καί τρίτον τεκνοποιητική...».

[41] Χ.Μπαλόγλου, «Η περί δουλείας θεωρία στο έργο «Οικονομικά» του Ψευδο-Αριστοτέλους», Παρν. MB' (2000) 97-102.

[42]Ξενοφώντος, Κύρου Παιδεία II 2,26.

[43] Ξενοφώντος, Οικονομικός XIII 6-7.

[44] Ξενοφώντος, Οικονομικός XIII 9.

[45] Πλάτωνος, Πολιτεία Η 549α. Θ 590d.

[46] Πλάτωνος, Πολιτεία Ε 464 d-e· Νόμοι Γ 699d. 701c.

[47] Κ. Δεσποτοπούλου, Πολιτική Φιλοσοφία τον Πλάτωνος... ένθ’ αν., σ. 50.

[48] Πλάτωνος, Πολιτεία Ε 464b.

[49] Πλάτωνος, Νόμοι ΣΤ 777 c 1-8.

[50] Πλάτωνος, Νόμοι, Ε 737 e 1.

[51]Πλάτωνος, Νόμοι Β 674 a5-b2.

[52]Πλάτωνος, Νόμοι ΣΤ 776a-778a. Για τους ηθικούς κυρίως κινδύνους για τον κύριο 777D.

[53] Πλάτωνος, Νόμοι Θ 88lc2-3. ΙΑ 914 a 8-9.

[54] Πρβ. Claude Mosse, Το τέλος της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ένθ’ αν., σ. 257.

[55] Δ. Καλιτσουνάκι, Ιστορία Οικονομικού Βίου. Παραδόσεις. Αθήναι: Παπαζήσης, 1943, σ. 1. Κ. Αρκουδογιάννη, Ο Ξενοφών ..., ενθ’ αν., σα. 68-69.

[56] Αριστοτέλους, Ηθικά Ενδήμια Η 10, 1242 a 22-26: «ὁ γάρ ἄνθρωπος οὐ μόνον πολιτικόν ἀλλά καί οἰκονομικόν ζῷον».

[57] Διογ. Λαερτ. VI 15.

[58] Διογ. Ααεςτ. VI 15-18 = Αρχαίοι Κυνικοί σσ. 46-47, No 49: «φέρονται δ’ αὐτοῦ (sc. Αντισθένους) συγγράμματα τόμοι δέκα· [...] Τόμος τρίτος ἐν ᾦ [...] Περί ελευθερίας καί δουλείας, Περί πίστεως, Περί επιτρόπου ἤ περί τοῦ πείθεσθαι, Περί νίκης οἰκονομικός».

[59] Κ. Joel, Der echte und der Xenophontische Sokrates, τόμ., A'. Berlin 1893, σ. 389.

[60] Για το θέμα αυτό πρβ. U1. Victor, [Aristoteles] Οικονομικός. Konigstein i. Ts. 1983, σ. 192.

[61] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 8, 1256 a 11-13: «ὅτι μέν οὖν οὐχ ἡ αὐτή ἡ οικονομική τῇ χρηματιστικῇ, δῆλον (τῆς μέν γάρ τό πορίσασθαι, τῆς δέ τό χρήσασθαι ...».

[62] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 8, 1256 a 1-3.

[63] Αριστοτέλους, Πολιτικά Η 3, 1325 a 25-28: «τοῦτο γάρ ἀληθές, οὐθέν γάρ τό γε δούλῳ, ἤ δοῦλος, χρῆσθαι σεμνόν, ἤ γάρ ἐπίταξις ἡ περί τῶν ἀναγκαίων οὐδενός μετέχει τῶν καλῶν».

[64] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 7, 1255 b 32-34: «δεσποτική δ’ ἐπιστήμη ἐστίν ἡ χρηστική δούλων· ὁ γάρ δεσπότης οὐκ ἐν τῷ κτᾶσθαι τούς δούλους, ἀλλ’ ἐν τῷ χρῆσθαι δούλους».

[65] Αριστοτέλους, Πολιτικά Α2, 1252 a 31 - 1252 bl.

[66] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 4, 1253 b 33-34.

[67]Οικονομικών A V 1344 a 23-24. Αριστοτέλους, Πολιτικά A 8, 1256 a3.

[68]Οικονομικών A V 1344 a 29-31.

[69] Ξενοφώντος, Οικονομικός IX 13.

[70] Οικονομικών A V 1344 b 15-17, αλλά και Πλάτωνος, Νόμοι ΣΤ 744 d4-6.

[71] Ξενοφώντος, Οικονομικός XIII 10. XIV 9. Οικονομικών A V 1344 b5. Πρβ. X. Μπαλόγλου, «Η περί δουλείας θεωρία ...», ένθ’ αν., σσ. 101-102.

[72] Α. Καραγιάννη, Ιστορία Οικονομικής... ένθ’ αν.

[73] Αριστοτέλους, Πολίτικά Β 8, 1267 b31.

[74] Αριστοτέλους, Πολιτικά Β 7, 1266 a40.

[75] Αριστοτέλους, Πολιτικά Β 7, 1266 a38.

[76]Αριστοτέλους, Πολιτικά Β 7, 1267 a10-14.

[77] I. Lana, «Le teorie egalitarie di Falea di Calcedone», RCSF 5 (1950) 265-276. X. Μπαλόγλου, Η Οικονομική Σκέψη ..., ένθ’ αν., σσ. 198-200.

[78] Αριστοτέλους, Πολιτικά Β 8, 1267 b 32-34.

[79] Αριστοτέλους, Πολιτικά Β 8, 1267 b 31-32: «Κατεσκεύαζε δέ τήν πόλιν τῷ πλήθει μέν μυρίανδρον».

[80] Αριστοτέλους, Πολιτικά Β 8, 1267 b32-34.

[81] I. Lana, «I frammenti del pseudo-Ippodamo Pitagorico», RF XL (III) (1949) 315-331. C. Baloglou, «The politeia of Hippodamus the Neopythagorean: A contribution to Hellenistic Economic Thought», JNSt VIII(1)(2001). X. Μπα­λόγλου, «Η οικονομική φιλοσοφία των Νεοπυθαγορείων», ΝΚοιν. τχ. 38ο, Ανοιξη 2004, σσ. 157-164, εδώ σσ. 161-162, 164.

[82] Stob. IV 1, p. 29,10-30,17.

[83] Πλάτωνος, Λύσις XI 215Α-Β. Πρβ. Κ. Ν. Townsend, Platonic Eco­nomic Theory: The Economics of Moderation, Diss., Louisiana 1983, σσ. 212-14.

[84] Η προβληματική της αυταρκείας του ατόμου τίθεται από τον Πλάτω­να στον Γοργία 493Ε-494Α. Τη σύνδεση αυταρκείας ,και φιλίας για τη συγκρό­τηση της πόλεως αναλύσαμε στο έργο μας Η Οικονομική Σκέψη ..., σσ. 207- 208, 241.

[85] Πλάτωνος, Πολιτεία Β 371 d-e.

[86] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 2, 1252 a 31-33.

[87] Πρβ. την επισήμανση του Κ. I. Δεσποτοπούλου, Πολιτική Φιλοσοφία του Πλάτωνος, ένθ’ αν., σ. 30, σημ. 12.

[88] Την διάκριση «τήν τῆς ἰσχύος χρείαν» και «τιμήν ταύτην μισθόν» υι­οθετεί ο Κ. Marx, Das Kapital, Bd. I. 18904 [ανατ. Berlin: Dietz Verlag, 1953], Erstes Buch, Sechster Abschnitt, σσ. 560-568: Der Arbeitslohn, σε «Preis der Arbeitskraft» και «Preis der Arbeit».

[89] Τούτο έχει δείξει πειστικά κατά το παρελθόν ο Κ. I. Δεσποτόπουλος «Διόρθωσις χωρίου της Πολιτείας του Πλάτωνος», ΓΙΑΑ 27 (1952) [=Κ. I. Δεσποτοπούλου, Πολιτική Φιλοσοφία του Πλάτωνος. Αθήναι: Σεφερλή, 1957, σσ. 121-130· Μελετήματα Φιλολογίας και Φιλοσοφίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1998, σσ. 119-131], ο οποίος διόρθωσε το χωρίο της Πολιτείας Δ 433 c-d: «ἤ τοῦτο μάλιστα ἀγαθήν αὐτήν ποιεῖ ἑνόν καί ἐν παιδί καί ἐν γυναικί καί δούλῳ καί ἐλευθέρῳ καί δημιουργῷ καί ἄρχοντι καί ἀρχομένῳ» σε «...καί ἐν παιδί καί ἐν γυναικί καί ἐλευθέρῳ καί δημιουργῷ καί ἄρχοντι καί ἀρχομένῳ...»· Με­λετήματα ... ένθ’ αν., σ. 128· «Περί δούλων και άλλων παρανοήσεων. Ένα σχό­λιο για την έκδοση της «Πολιτείας» του Πλάτωνος από τον Ν. Σκουτερόπουλο», εφημ. Καθημερινή, Κυριακή 1-6-2003, σ. 6.

[90] Πλάτωνος, Πολιτεία Δ 433 b.

[91] Πλάτωνος, Πολιτεία Δ 433 e - 434 a.

[92] Πρβ. Gr. Vlastos, «Does Slavery exist in Plato’s Republic?» CP LXIII (4) (1968) 291-295, εδώ σσ. 292-293.

[93] Σε σχετική φιλολογία για το θέμα της υπάρξεως ή μη της δουλείας στην «ὀρθή», «ἀρίστη» πολιτεία του Πλάτωνος ανάμεσα στον Κ. Ε. Φραγκομίχαλο και στον I. Δ. Δεσποτόπουλο —πρβ. C. Ε. Fragomichalos, «The Question of the existence of Slaves in Plato’s Republic», Πλάτων 36 (1984) 77-96. Κ. I. Δεσποτοπούλου, «Η Αρίστη Πολιτεία του Πλάτωνος και ο θεσμός της δουλεί­ας», Πλάτων 37 (1985) 92-100, όπου η αναφορά στο παλαιότερο άρθρο του «La “cite parfaite” de Platon et l’esclavage (sur Republique 433D)», Ri.G LXXX 111(1970) 26-37, Κ. Ε. Φραγκομίχαλου, «Υπάρχει εις την αρίστην πολιτείαν του Πλάτωνος ο θεσμός της δουλείας;», Πλάτων 39(1987) 80-99— δεν γίνεται αναφορά στο προαναφερόμενο χωρίο του πλατωνικού Λύσις, XI 215 Α-Β, εκφραστικού, κατά την άποψή μας, για την ύπαρξη φιλίας, και άρα μη υπάρξεως δούλων.

[94] Πλάτωνος, Νόμοι Ζ 806d. Ο Κ. Ε. Φραγκομίχαλος, «Υπάρχει εις την αρίστην πολιτείαν ...», ένθ’ αν., επιχειρηματολογεί ότι και στην πόλη-πολιτείας της Πολιτείας θα ασκούν τις γεωργικές εργασίες δούλοι, βοηθώντας τους γε­ωργούς. Ουδαμού γίνεται μία τέτοια αναφορά από τον Πλάτωνα.

[95] Πλάτωνος, Νόμοι ΣΤ 777d.

[96] Διογ. Λαερτ., ’Επικούρου βίος 8.

[97] Αθηναίου, Δειπνοσοφισταί VIII 50,13 = Δημόκριτος, απ. LXX. Ο Η­σύχιος, εν DK 80 A3 χρησιμοποιεί τον όρο «φορτοβαστάκτης».

[98] Πλάτωνος, Πρωταγόρας 32Id, 322a. Ο A. Kleingiinther, «Πρώτος ευρετής», Philologus, Supplementband 26 (1) (1933), σ. 104, υποστηρίζει ότι οι τέ­χνες που αφορούν την τροφή, στέγη και ενδυμασία είναι οι ίδιες, όπως η γλώσ­σα και η λατρεία των θεών, απόρροια της «θείας μοίρας» του ανθρώπου.

[99] Πλάτωνος, Πρωταγόρας 322b.

[100] Πλάτωνος, Πρωταγόρας 32Id.

[101] Α. Κ. Μπαγιόνα, «Η Αρχαία Σοφιστική και ο ...», ένθ’ αν., σ. 157.

[102] Πλάτωνος, Πρωταγόρας 324c.

[103] Ξενοφώντος, Οικονομικός IV 2-3.

[104] Αθηναίου, Λειπνοσοφισταί IB 512b.

[105] Αριστοτέλους, Πολιτικά Θ 2, 1337 b 8-12.

[106] Αριστοτέλους, Πολιτικά Γ 4, 1276 b34-36.

[107] Αριστοτέλους, Πολιτικά Γ 4, 1277 b 1-18.

[108] Αριστοτέλους, Πολιτικά Γ 4, 1277 b 5-7.

[109] Αριστοτέλους, Πολίτικά Δ 4, 1290 b40-1291a7, 1291a27-29, 34-36. Η.- J.Gehrke, «Die klassische Polisgesellschaft in der Perspektive griechischer Philoso­pher!», Saeculum 36 (1985) 133-150, εδώ σ. 137.

[110] Αριστοτέλους, Πολιτικά Η 9, 1326b 34-35.

[111] Αριστοτέλους, Πολιτικά Η 8, 1328 b 6-15, 20-23. Πρβ. Κ. Αρκουδο­γιάννη, Οι παραγωγικοί κλάδοι και αι παραγωγικοί τάξεις εις τα Πολιτικά του Αριστοτέλους, διδ. διατριβή. Θεσσαλονίκη 1955. X. Μπαλόγλου, Το πρόγραμ­μα δημοσιονομικής και κοινωνικής πολιτικής του Αριστοτέλη (Συμβολή στην οικονομική σκέψη και πρακτική των μέσων του 4ου αιώνα π.Χ.). Αθήνα: Ελεύθερη Σκέψις, 1998, σ. 45· «Η έννοια και ο σκοπός της δημοσιονομικής πο­λιτικής κατά τον Αριστοτέλη», Ο Αριστοτέλης και η Σύγχρονη Εποχή. Πρακτι­κά του ΣΤ' Πανελληνίου Συνεδρίου (Ιερισσός, 19-21 Οκτωβρίου 2001). Επιμ. Ιω. Καλογεράκος. Πρόλογος Βασ. Πάππας. Χαλκιδική: ΙΛΕΧ, 2004, σσ. 287- 297, εδώ σσ. 287-288.

[112] Αριστοτέλους, Πολιτικά Η 9, 1329 a25-27.

[113] Αριστοτέλους, Πολιτικά Η 9, 1329 a36-37.

[114] Αριστοτέλους, Πολιτικά Η 9, 1329 a37-38.

[115] Αριστοτέλους, Πολιτικά Η 9, 1329 a20-21.

[116] Αριστοτέλους, Πολίτικά Η 4 1326a25 9, 1329a20. Πρβ. Ed. Levy, «L’ artisan dans la Politique d’ Aristote», Ktema 4 (1979) 31-46, εδώ σσ. 33-35.

[117] Αριστοτέλους, Πολιτικά Η 4, 1326 a27-28.

[118] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 6, 1255 a25-26, 1255a39-b5.

[119] Δ. Παπαδή, «Η πολιτική ιδεολογία του Αριστοτέλη», Παρν. ΛΓ (1991) 101-118, εδώ σσ. 112-113.

[120] Κράτητος, Τα Θήρια, εις CGF Fr. 14. Πρβ. Αθηναίου, Δειπνοσοφισταί VI 267e.

[121] Για την μυθική του μορφή Διοδ. Σικ. IV 76,2. Αναφέρεται από τον Πλάτωνα, Ευθύφρων 1 lb9- Μένων 97d6. Δίωνος Χρυσοστόμου, Or. 37, 9. Ευριπίδου, TGF F.373. Αλλά και Αριστοτέλους, Περί ψυχής I 3, 406 b 18.

[122] Ομήρου, Ἰλιάς Σ 373-376.

[123] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 4, 1253 b34-54al.

[124] Newman II, σ. 138.

[125] Ο. Gigon, «Die Sklaverei bei Aristoteles», Entretiens sur Γ Antiquite classique XI, Vandoeuvres-Geneve 1965, σσ. 247-276, εδώ σ. 252, η δουλεία εί­ναι μια «βοήθεια ανάγκης». Schutrumpf, Politik I, σ. 246.

[126] Κ. Γεωργούλη, Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης. Θεσσαλονίκη: ΙΛΕΧ, 1962 [ανατ. μετά Προλόγου Κ. Δεσποτοπούλου και Βιβλιογραφικού Επιμέτρου Ιω. Καλογεράκου. Θεσσαλονίκη: ΙΛΕΧ, 2001], σ. 364.

[127] W. Roscher, Ansichten der Volkswirthschaft. Leipzig und Heidelberg 1861,2 σ. 19. J. Kautz, Die geschichtliche Entwicxelung der National - Oekonomik und ihrer Literatur. Wien 1860 [αναστ. έκδ. Glashiitten i.T., 1970], σ. 136. B. Schefold, «Platon (428/27 - 348/47) und Aristoteles (384-322)», J. Starbatty, επιμ., Klassiker des okonomischen Denkens, τόμ. A'. Mlinchen: C. H. Beck, 1989, σσ. 19-55, εδώ σ. 36.

[128] Α. Θ. Αγγελοπούλου, Ένα παγκόσμιο σχέδιο για την απασχόληση. Κεννσιανισμός σε διεθνή κλίμακα. Πρόλογος L. Klein. Αθήνα: Electra Press, 1984, σ. 21.

[129] Ε. Ch. Welskopf, «Die Analyse von Herrschafts - und Knechtschafts- formen durch Aristoteles», Acta Antiqua Philippopolitana. Studia historica et philologica. Actes de la Vl€ Conference Internationale d’ Etudes classiques des pays socialistes. Sofia 1963, σσ. 11-16, εδώ σ. 15.

[130] R. Weil, «Deux notes sur Aristote et Γ esclavage», RPhil. 2(1982) 339- 344, εδώ σ. 340. Schlitrumpf, Politik I, o. 246.

[131] Πλάτωνος, Πολιτικός 259 e 8.

[132] Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά A 1, 980a30· Πολιτικά Η 3, 1325b21- 23· Ηθικά Μεγάλα I 24, 1198a34-36.

[133] A. Burford, The Greek Temple Builders at Epidauros. A social and economic study of building in the Asklepian sanctuary during the fourth and early third centuries B.C., Liverpool 1969, σσ. 138-145. H. Lauter, Zur gesellschaft- lichen Stellung des bildenden Klinstlers in der griechischen Klassik. Erlangen 1974, σσ. 28-31. [Erlanger Forschungen. Reihe A, τόμ. 23].

[134] Y. Garlan, Slavery in Ancient Greece, transl. by J. Lloyd. Ithaca - London 1988, σσ. 135-137.

[135] Πλάτωνος, Πολιτεία Ε 474 b-c. Πρβ. Πολιτεία 590c-d.

[136] Κ. I. Δεσποτοπούλου, Πολιτική Φιλοσοφία ..., ένθ’ αν., σσ. 56-57.

[137] Ομήρου, Ἰλιάς I 658. Σ 28. Τ 333. Ζ 323· Ὀδύσσεια α 147, 398. Πρβ. Γ. Ζώρζου, Περί δούλων διαλεγόμενοι. Κυνοσάργους: Γεωργιάδης, 1997, σ. 25.

[138] Elisabeth Charlotte Welskopf, «Probleme der Sklaverei als Privatei- gentumsvehaltnis in der Antike», SB der AdW der DDR, 6G/1977, σσ. 5-27, σσ. 5-6. U. Kastner, «Bezeichnungen flir Sklaven», E. Ch. Welskopf, επιμ., Soziale Typenbegriffe im alien Griechenland und ihr Fortleben in den Sprachen der Welt, τόμ. 3ος, Berlin 1981, σσ. 282-318.

[139] Ηροδότου, Ἱστορίαι ΣΤ' 79,134. Θουκυδίδου, Ἱστοριῶν Γ 70,,. Ξενοφώντος, Κύρου Παιδεία Γ I 37. Δ IV 1: «αἰχμάλωτον λαμβάνειν, ἄγειν, συλλαμβάνειν αἰχμάλωτον». Γ I 7: «αἰχμάλωτον γίγνεσθαι, συλλαμβάνεσθαι».

[140] Suda s.v. ἀνδραποδίζω, ἀνδραποδισμός: αἰχμαλωσία, ἀνδραποδοκάπηλος: μεταβολεύς ἀνδραπόδων ἀνδραποδώδεις: δουλοπρεπεῖς, δουλογνώμονας.

[141] Ηροδότου, Ἱστορίαι Γ 125, 129. Ε 31. Θουκυδίδου, Ἱστοριῶν Η 28,4.

[142] Ξενοφώντος, Ἑλληνικά A VI 15.

[143] Πλάτωνος, Γοργίας 483Β. Ξενοφώντος, Ἀπομνημονεύματα Δ II 39.

[144] Ομήρου, Ἰλιάς Η 475.

[145] Πλάτωνος, Φαίδων 69Β. Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια Δ' 8,5.

[146] LSJ, τόμ. II, σσ. 475-476.

[147] Ηροδότου, Ἱστορίαι A 30,,. Ε 105. Αριστοφάνους, Πλοῦτος 3,5. Ενίο­τε οι «θεράποντες» ταυτίζονταν με τους «οἰκέτας», συνήθως οι «οἰκέται» ήταν όρος ευρύτερος πρβ. Suda, s.v. οἰκέται· οὐ μόνον οἱ θεράποντες, ἀλλά καί πάντες οἱ κατά τήν οικίαν.

[148] LSJ III, σ. 275: οἰκέω, δοῦλος τῆς οἰκίας, ὑπηρέτης. Ηροδότου, Ἱστορίαι ΣΤ' 137. Ζ' 170. Αισχύλου, Χοηφόροι 737. Θουκυδίδου, Ἱστοριῶν Β 4. Η 40,2.

[149] Οἰκονομικῶν A V 1344 b3-7. Ξενοφώντος, Οἰκονομικός XIII 10. Δη­μοσθένους, Κατ’ Ἀφόβου A' 25.

[150] Όπως συμβαίνει με τον δούλο του Τιμάρχου. Πρβ. Αισχίνου, Κατά Τιμάρχου 99.

[151] Πρβ. Ξενοφώντος, Οἰκονομικός I 17. IX 11-12. XIV 10. Οἰκονο­μικῶν A V 1344a30. Αριστοτέλους, Πολιτικά Ε 1317 bl3. Η 1337 b 18-21. Αριστοφάνους, Ἱππῆς 47 κ.έξ. Πλάτωνος, Νόμοι 763a, 777a, 853e.

[152] Οἰκονομικῶν A V 1344 a25-26.

[153] Ξενοφώντος, Οἰκονομικός XII 4.

[154] Αριστοτέλους, ’Ηθικά Μεγάλα I 35, 1198b 12-17.

[155] Κ. Αρκουδογιάννη, Ο Ξενοφών ως... ένθ’ αν., σσ. 94-95.

[156] Ξενοφώντος, Οικονομικός XIII 11-12: «Πάνυ γάρ μοί δοκεῖ, ἔφη, ὡς Σώκρατες, ἀθυμίᾳ ἐγγίγνεσθαι τοῖς ἀγαθοῖς, ὅταν ὁρῶσι τά μέν ἔργα δι’ αὐτῶν καταπραττόμενα, τῶν δέ ὁμοίων τυγχάνοντας ἑαυτοῖς τούς μήτε πονεῖν μήτε κινδυνεύειν ἐθέλοντας, ὅταν δέη. Αὐτός τε οὖν οὐδ’ ὅπως τι οὖν τῶν ἴσων ἀξιῶ τούς ἀμείνους τοῖς κακίοσι τυγχάνειν, τούς τε ἐπιτρόπους, ὅταν μέν ἴδω διαδεδωκότας τοῖς πλείστου ἀξίοις τά κράτιστα, ἐπαινῶ, ἤν δέ ἴδω ἤ κολακεύμασί τινα προτιμώμενον ἤ καί άλλη τινί ἀνωφελεῖ χάριτι, οὐκ ἀμελῶ ἀλλ’ ἐπιπλήττω καί πειρῶμαι διδάσκειν, ὦ Σώκρατες, ὅτι οὐδ’ αὐτῷ σύμφορα ταῦτα ποιεῖ».

[157]Ξενοφώντος, Πόροι IV 17.

[158]Ξενοφώντος, Πόροι, IV 21.

[159] Τέτοια είναι η περίπτωση των δημοσίων έργων για την κατασκευή του Παρθενώνος, σύμφωνα με την επιγραφή του Ερεχθείου IJ I2: 374. Elisabeth -Charlotte Welskopf, «Probleme der Sklaverei als Privateigentumsverhaltnis in der Antike», ένθ’ αν., σ. 11, σ. 25, σημ. 15.

[160] Ησιόδου, Έργα καί Ήμέραι 311: «ἔργον οὐδέν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ’ ὄνειδος». Αναγνωρίζεται η εργασία ως πηγή του πλούτου. Ησιόδου, ένθ’ αν. στιχ. 381-82. X. Μπαλόγλου, Η Οικονομική Σκέψη, ένθ’ αν., σ. 14.

[161] Ισοκράτους, Ἀρεοπαγιτικός 31-33, 35. Ο Ισοκράτης παρουσιάζει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής που στοχεύει στην αξιοποίηση των παραγωγικών πόρων της Αθήνας για την καταπολέμηση της φτώχειας και της ανεργίας. Την ίδια περίοδο συντάσσει ο Ξενοφών το έργο του Πόροι, όπου προτείνει ανάλογα μέτρα. Για μια συγκριτική παρουσίαση των προτάσεων των δύο συγγραφέων πρβ. Ε. Schiitrumpf, Xenophon. Vorschlage zur Beschaffung von Geldmitteln oder iiber die StaatseinkUnfte. Darmstadt: Wissenschaftliche Buchgesellschaft, 1982. X. Μπαλόγλου, Η οικονομική σκέψη, ένθ’ αν., σσ. 390-393.

[162] Claude Mosse, Η εργασία στην Ελλάδα και τη Ρώμη, μτφ. Αλεξάν­δρας Δήμου. Αθήνα: Δαίδαλος - I. Ζαχαρόπουλος, n.d., σσ. 54-55.

[163]Ξενοφώντος, ’Απομνημονεύματα Β VII 2. Πρβ. X. Μπαλόγλου, «Οι οι­κονομικές αντιλήψεις του Σωκράτους», Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου «Ο Σω­κράτης σήμερα» (Αθήνα - Δελφοί, 29.9. - 1.10.2001). Αθήνα 2003, σσ. 239-240.

[164] Τις διαπιστώσεις αυτές του ιερού Αυγουστίνου, De Civitate Dei VII 4 αναγνωρίζει ο A. Rehm, ένθ’ αν., σ. 154.

[165] Claude Mosse, Η εργασία ..., ένθ’ αν., σ. 64.

[166] Ξενοφώνιος, Οἰκονομικός VI 17.

[167] Ξενοφώντος, Οἰκονομικός XXI 6-7.

[168] Ξενοφώντος, Οικονομικός XII 1-3.

[169] Ξενοφώντος, Άπομνημονεύματα.

[170] Πλάτωνος, Πολιτεία Β 369-370.

[171] Αριστοτέλους, Πολιτικά Δ 4, 1290 b40-1291 a7, 1291a27-29, a34-36. H8, 1328 b 19-23.

[172] Αριστοτέλους, Πολιτικά Β 8, 1267 b32-34.

[173] Stob. IV 1, p. 29,l0-30,17

[174] Ομήρου, Ὀδύσσεια β 385-389.

[175] Μ. I. Finley, Ο κόσμος του Οδυσσέα, μτφ. Σοφ. Μαρκιανού. Αθήνα: I. Σιδέρης, 1965, σ. 25.

[176] Α. Δ. Σίδερι, Ιστορία του Οικονομικού Βίου, τόμ. Α'. Αθήναι: Πα- παζήσης, 195 03, σ. 108. J. Andreev, «Die homerische Gesellschaft», Klio 70 (1988) 5-85, εδώ σ. 10. Λ. Θ. Χουμανίδη, Οικονομική Ιστορία της Ελλάδος, τόμ. Α'. Αθήνα: Παπαζήσης, 1990, σ. 23.

[177] Ομήρου, Ἰλιάς Σ 468-482. Στο απόσπασμα αυτό περιγράφει ο Όμη­ρος το πλέον φημισμένο εργαστήριο ενός σιδηρουργού της Αρχαιότητος, του Ηφαίστου.

[178] Ομήρου, Ίλιάς Ρ 389-393. Πρβ. Λ. Θ. Χουμανίδη, Οικονομική Ιστο­ρία ..., ένθ’ αν., σ. 28 για μια αναφορά στα επαγγέλματα.

[179] Claude Mosse, Η εργασία στην Ελλάδα ..., ένθ’ αν., σσ. 91-92.

[180] G. Glotz, Η Εργασία στην Αρχαία Ελλάδα, μτφ. Α. Βαγενά. Επιμ. Μ. Κωνσταντίνου. Αθήνα: Δίφρος, 1982, Μέρος Τρίτο, Κεφ. Θ'.

[181] Ξενοφώντος, Οἰκονομικός VII 41-42.

[182] Θουκυδίδου, Ἱστοριῶν ΣΤ' 91,7·

[183] Ξενοφώντος, Πόροι IV 17.

[184] Ξενοφώντος, Πόροι IV 19.

[185] Ηροδότου, Ἱστορίαι Ζ' 109,,. Αντίστοιχη είναι η Μαρώνεια του Λαυρίου, στην οποία βρίσκονταν τα πλέον προσοδοφόρα μεταλλεία. «Ὡς ἐφάνη τά μέταλλα τά ἐν Μαρωνείᾳ». Αριστοτέλους, ’Αθηναίων Πολιτεία XXII 7. Πρβ. Rhodes, Commentary, σ. 278.

[186] Πρβ. J. Η. Young, «Studies in South Attica», Hesperia X (1941) 163- 191, εδώ σ. 182. R. J. Hopper, «The Laurion Mines: A Reconsideration», ένθ’ αν., ο. 313, σημ. 60. Για τη διαφορετική περιγραφή των δούλων που απασχο­λούνταν στο Λαύριο, βλ. S. Lauffer, Die Bergwerksslaven von Laureion. Abhandlungen der Akademie der Wissenschaften und Literatur in Mainz, Geistes - und Sozialwissenschaftliche Klasse 1956, σσ. 1, 5-7.

[187] Μ. Ν. Tod, «Some unpublished “catalogi paterarum argentearum”», ABSA 8 (1901-1902) 197-230. IG2 I 329 και 1553-1578. D. M. Lewis, «Attic Manumissions», Hesperia 28 (1959) 208-238 και 37 (1968) 368-380.

[188] G. Glotz, ένθ’ αν., σ. 197.

[189] G. Glotz, ένθ’ αν., σσ. 217-18. Iza Biezufiska - Malowist, «Probleme der Sklaverei in der Krisenperiode Athens», σε Elizabeth- Charlotte Welskopf, επιμ., Hellenische Poleis. Krise-Wandlung-V/irkung, τόμ. A'. Berlin: Akademie Verlag, 1974, σσ. 27-45, εδώ σ. 37.

[190] [Ξενοφώντος], ’Αθηναίων Πολιτεία 111: «ἀπό χρημάτων ἀνάγκη τοῖς ἀνδραπόδοις δουλεύειν, ἵνα λαμβάνωμεν <ὧν> πράττη τάς ἀποφοράς». Θεοφράστου, Χαρακτῆρες XXX 15. Πρβ. Ε. Rupprecht, Die Schrift vom Staat der Athener, 1939 [Aalen: Scientia Verlag, 1962], σσ. 60-68.

[191] Λυσίου, Κατά Ερατοσθένους 19.

[192] Δημοσθένους, Κατ’ Αφόβου I 9.

[193] Δημοσθένους, Κατ’ Αφόβου I 10. Πρβ. P. Oliva, «Formen der Arbeit im antiken Griechenland», Eirene VIII (1970) 57-70.

[194] Ξενοφώντος, Ἀπομνημονεύματα Γ X 9-15.

[195] Κλέων Κλεαινέτου Κυδαθηνεύς. J. Κ. Davies, Athenian Propertied Families 600-300 B.C.. Oxford: At the Clarendon Press, 1971, σσ. 318-320, No 8674.

[196] Ξενοφώντος, Ἀπολογία Σωκράτους 29-30. Δίωνος Χρυσοστόμου, Περί Ὁμηρου καί Σωκράτους 22. J. Κ. Davies, Athenian Propertied... ένθ’ αν., σσ. 40-42, No 1324.

[197] Η. Kreissig, «Versuch liber den Status der Lohnarbeiter im hellenistischen Orient (Seleukidenreich)», Maria Capozza, ed., Schiavitii, Manomissione e classi dipendenti nel mondo Antico. Roma: Bretschneider, 1979, σσ. 105-113, εδώ σ. 105.

[198] Ιησού Σειράχ, 38, 29-30, παράθεση από Η. Kreissig, ένθ’ αν., σ. 106.

[199] Πολυβίου, Ιστοριών ΚΣΤ' 1.

[200] Έτσι χαρακτηρίζει το χωρίο ο Η. Kreissig, ένθ’ αν., σ. 109, ο οποίος το σχολιάζει.

[201] Πολυβίου, Ἱστοριῶν ΚΣΤ' 1,2 }.

[202] Στράβωνος, Γεωγραφικῶν ΙΣΤ' II 23 (C. 757).

[203] Γ. Κ. Βλάχου, Η ιδέα του ελευθέρου ανθρώπου στη δημοκρατία των Αθηναίων. Αθήνα 1992, σ. 31, σημ. 19.

[204] Π. Δημάκη, «Εκδηλώσεις δημοκρατικού πνεύματος στους θεσμούς του Αττικού Ιδιωτικού Δικαίου», Η Αθηναϊκή Δημοκρατία. Μελέτες για το πο­λίτευμα καί την ιδεολογία των Αθηναίων. Αθήνα 1995, σσ. 114-149, εδώ σ. 125 [Ακαδημία Αθηνών. Δημοσιεύματα της Επιτροπής Ερευνών, τόμ. 2].

[205] Δημοσθένους, Κατά Μειδίου 47.

[206] Δημοσθένους, Κατά Μειδίου 49.