Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (16.60-16.134)

60 Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, τέκνον, ἀληθέα πάντ᾽ ἀγορεύσω.
ἐκ μὲν Κρητάων γένος εὔχεται εὐρειάων,
φησὶ δὲ πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστεα δινηθῆναι
πλαζόμενος· ὣς γάρ οἱ ἐπέκλωσεν τά γε δαίμων.
65 νῦν αὖ Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν παρὰ νηὸς ἀποδρὰς
ἤλυθ᾽ ἐμὸν πρὸς σταθμόν, ἐγὼ δέ τοι ἐγγυαλίξω·
ἔρξον ὅπως ἐθέλεις· ἱκέτης δέ τοι εὔχεται εἶναι.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«Εὔμαι᾽, ἦ μάλα τοῦτο ἔπος θυμαλγὲς ἔειπες·
70 πῶς γὰρ δὴ τὸν ξεῖνον ἐγὼν ὑποδέξομαι οἴκῳ;
αὐτὸς μὲν νέος εἰμὶ καὶ οὔ πω χερσὶ πέποιθα
ἄνδρ᾽ ἀπαμύνασθαι, ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ·
μητρὶ δ᾽ ἐμῇ δίχα θυμὸς ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζει,
ἢ αὐτοῦ παρ᾽ ἐμοί τε μένῃ καὶ δῶμα κομίζῃ,
75 εὐνήν τ᾽ αἰδομένη πόσιος δήμοιό τε φῆμιν,
ἦ ἤδη ἅμ᾽ ἕπηται Ἀχαιῶν ὅς τις ἄριστος
μνᾶται ἐνὶ μεγάροισιν ἀνὴρ καὶ πλεῖστα πόρῃσιν.
ἀλλ᾽ ἦ τοι τὸν ξεῖνον, ἐπεὶ τεὸν ἵκετο δῶμα,
ἕσσω μιν χλαῖνάν τε χιτῶνά τε, εἵματα καλά,
80 δώσω δὲ ξίφος ἄμφηκες καὶ ποσσὶ πέδιλα,
πέμψω δ᾽ ὅππῃ μιν κραδίη θυμός τε κελεύει.
εἰ δ᾽ ἐθέλεις, σὺ κόμισσον ἐνὶ σταθμοῖσιν ἐρύξας·
εἵματα δ᾽ ἐνθάδ᾽ ἐγὼ πέμψω καὶ σῖτον ἅπαντα
ἔδμεναι, ὡς ἂν μή σε κατατρύχῃ καὶ ἑταίρους.
85 κεῖσε δ᾽ ἂν οὔ μιν ἐγώ γε μετὰ μνηστῆρας ἐῷμι
ἔρχεσθαι· λίην γὰρ ἀτάσθαλον ὕβριν ἔχουσι·
μή μιν κερτομέωσιν, ἐμοὶ δ᾽ ἄχος ἔσσεται αἰνόν.
πρῆξαι δ᾽ ἀργαλέον τι μετὰ πλεόνεσσιν ἐόντα
ἄνδρα καὶ ἴφθιμον, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτεροί εἰσι.»
90 Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς·
«ὦ φίλ᾽, ἐπεί θήν μοι καὶ ἀμείψασθαι θέμις ἐστίν,
ἦ μάλα μευ καταδάπτετ᾽ ἀκούοντος φίλον ἦτορ,
οἷά φατε μνηστῆρας ἀτάσθαλα μηχανάασθαι
ἐν μεγάροις, ἀέκητι σέθεν τοιούτου ἐόντος.
95 εἰπέ μοι ἠὲ ἑκὼν ὑποδάμνασαι, ἦ σέ γε λαοὶ
ἐχθαίρουσ᾽ ἀνὰ δῆμον, ἐπισπόμενοι θεοῦ ὀμφῇ,
ἦ τι κασιγνήτοις ἐπιμέμφεαι, οἷσί περ ἀνὴρ
μαρναμένοισι πέποιθε, καὶ εἰ μέγα νεῖκος ὄρηται.
αἲ γὰρ ἐγὼν οὕτω νέος εἴην τῷδ᾽ ἐπὶ θυμῷ,
100 ἢ πάϊς ἐξ Ὀδυσῆος ἀμύμονος ἠὲ καὶ αὐτὸς
ἔλθοι ἀλητεύων· ἔτι γὰρ καὶ ἐλπίδος αἶσα·
αὐτίκ᾽ ἔπειτ᾽ ἀπ᾽ ἐμεῖο κάρη τάμοι ἀλλότριος φώς,
εἰ μὴ ἐγὼ κείνοισι κακὸν πάντεσσι γενοίμην
ἐλθὼν ἐς μέγαρον Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος.
105 εἰ δ᾽ αὖ με πληθυῖ δαμασαίατο μοῦνον ἐόντα,
βουλοίμην κ᾽ ἐν ἐμοῖσι κατακτάμενος μεγάροισι
τεθνάμεν ἢ τάδε γ᾽ αἰὲν ἀεικέα ἔργ᾽ ὁράασθαι,
ξείνους τε στυφελιζομένους δμῳάς τε γυναῖκας
ῥυστάζοντας ἀεικελίως κατὰ δώματα καλά,
110 καὶ οἶνον διαφυσσόμενον, καὶ σῖτον ἔδοντας
μὰψ αὔτως, ἀτέλεστον, ἀνηνύστῳ ἐπὶ ἔργῳ.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾽ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
οὔτε τί μοι πᾶς δῆμος ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει,
115 οὔτε κασιγνήτοις ἐπιμέμφομαι, οἷσί περ ἀνὴρ
μαρναμένοισι πέποιθε, καὶ εἰ μέγα νεῖκος ὄρηται.
ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων·
μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτε,
μοῦνον δ᾽ αὖτ᾽ Ὀδυσῆα πατὴρ τέκεν· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
120 μοῦνον ἔμ᾽ ἐν μεγάροισι τεκὼν λίπεν οὐδ᾽ ἀπόνητο.
τῷ νῦν δυσμενέες μάλα μυρίοι εἴσ᾽ ἐνὶ οἴκῳ.
ὅσσοι γὰρ νήσοισιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι,
Δουλιχίῳ τε Σάμῃ τε καὶ ὑλήεντι Ζακύνθῳ,
ἠδ᾽ ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσι,
125 τόσσοι μητέρ᾽ ἐμὴν μνῶνται, τρύχουσι δὲ οἶκον.
ἡ δ᾽ οὔτ᾽ ἀρνεῖται στυγερὸν γάμον οὔτε τελευτὴν
ποιῆσαι δύναται· τοὶ δὲ φθινύθουσιν ἔδοντες
οἶκον ἐμόν· τάχα δή με διαρραίσουσι καὶ αὐτόν.
ἀλλ᾽ ἦ τοι μὲν ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται·
130 ἄττα, σὺ δ᾽ ἔρχεο θᾶσσον, ἐχέφρονι Πηνελοπείῃ
εἴφ᾽ ὅτι οἱ σῶς εἰμι καὶ ἐκ Πύλου εἰλήλουθα.
αὐτὰρ ἐγὼν αὐτοῦ μενέω, σὺ δὲ δεῦρο νέεσθαι,
οἴῃ ἀπαγγείλας· τῶν δ᾽ ἄλλων μή τις Ἀχαιῶν
πευθέσθω· πολλοὶ γὰρ ἐμοὶ κακὰ μηχανόωνται.»

***
60 Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Και βέβαια θα σου πω, παιδί μου, όλη την αλήθεια.
Για τη γενιά του από τη μεγάλη Κρήτη καμαρώνει·
λέει πως περιπλανώμενος γνώρισε παραδέρνοντας
πολλών ανθρώπων πολιτείες, γιατί ένας δαίμονας του όρισε τη μοίρα αυτή·
πως τώρα ξέφυγε από καράβι Θεσπρωτών — έτσι πως έφτασε
στη στάνη μου. Εγώ σ᾽ τον παραδίδω, και κάμε τον εσύ ό,τι θελήσεις —
ομολογεί πως είναι ικέτης σου.»
Ο συνετός Τηλέμαχος αντιμιλώντας είπε:
«Εύμαιε, δάγκωσε αλήθεια την ψυχή μου ο λόγος σου·
70 γιατί πώς θα μπορούσα εγώ τον ξένο να δεξιωθώ στο σπίτι μου;
Είμαι ακόμη νέος πολύ, δεν εμπιστεύομαι τα χέρια μου,
για ν᾽ αποκρούσω κάποιον, αν πρώτος αγριέψει.
Κι η μάνα μου, μοιράζεται στα δύο ο νους της:
να μείνει αμετακίνητη, φροντίζοντας το σπίτι, και να σταθεί
στο πλάι μου, σεβόμενη και το συζυγικό κρεβάτι της και τη φωνή του κόσμου;
ή να πάρει το κατόπι όποιο Αχαιό φαντάζει σπουδαιότερος
και μέσα στο παλάτι τής γυρεύει γάμο, προσφέροντας τα πιο πολλά;
Τον ξένο ωστόσο που έφτασε στο υποστατικό σου εδώ
υπόσχομαι πως θα τον ντύσω με χλαίνη και χιτώνα, ωραία ρούχα,
80 πως θα του δώσω ξίφος δίκοπο και πέδιλα στα πόδια του —
μετά θα τον ξεπροβοδίσω όπου η ψυχή κι η όρεξή του θέλουν.
Αν πάλι προτιμάς, λέω να τον κρατήσεις στο καλύβι σου
κι εσύ να τον φροντίζεις· εγώ θα στείλω ρούχα εδώ
και το απαραίτητο ψωμί για την τροφή του, να μη σου γίνει βάρος,
εσένα και της συντροφιάς σου.
Όμως εκεί, με τους μνηστήρες, δεν θα τον άφηνα εγώ
να ᾽ρθει. Είναι το θράσος τους μεγάλο και ξεδιάντροπο,
μην τον χλευάσουν, οπότε η λύπη μου θα γίνει ασήκωτη.
Δύσκολα κάποιος να τα βγάλει πέρα, ένας με τους πολλούς,
έστω γενναίος, αφού είναι αυτοί πιο δυνατοί.»
90 Πήρε τον λόγο τώρα και του μίλησε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Φίλε, θαρρώ πως επιτρέπεται να πω κι εγώ τον λόγο μου.
Σ᾽ ακούω αλήθεια κι η καρδιά μου γίνεται κομμάτια,
με τις ξεδιαντροπιές που λέτε των μνηστήρων, όσα μες στο παλάτι
μηχανεύονται και δεν σε λογαριάζουν, ας είσαι αυτός που είσαι.
Πες μου, θέλεις και σ᾽ έχουν από κάτω; μήπως από φωνή θεού
σ᾽ εχθρεύεται ο λαός; ή πικραμένος κατηγορείς
τ᾽ αδέλφια σου; Κι όμως σ᾽ αυτά στηρίζεται
όποιος συναγωνίζεται μαζί τους, αν έχει σηκωθεί φιλονικία μεγάλη.
Νέος ας ήμουνα κι εγώ, αν είχα το κουράγιο σου,
100 να ᾽μουνα ο γιος του άψογου Οδυσσέα· ή, και μετά την τόση περιπλάνησή του,
να ᾽φτανε εδώ ο Οδυσσέας ο ίδιος — υπάρχει ακόμη ελπίδα·
τότε επιτόπου να μου κόψει το κεφάλι ο κάθε ξένος,
αν δεν γινόμουνα σ᾽ όλους αυτούς η συμφορά τους,
φτάνει να μπω στου Οδυσσέα το σπίτι, που τον εγέννησε ο Λαέρτης.
Αν πάλι, έναν εμένα, οι πολλοί με δάμαζαν,
καλύτερα μες στο παλάτι μου νεκρός να πέσω χτυπημένος,
παρά να βλέπουν συνεχώς τα μάτια μου τα ανόσια έργα τους·
ξένους να τους προπηλακίζουν, δούλες γυναίκες να τις σέρνουν άσχημα
σ᾽ ωραία δώματα, κρασί να το στραγγίζουν ως τον πάτο,
110 ψωμί που με το έτσι θέλω να το τρων, άκοπα κι άσκοπα —
υπόθεση που τελειωμό δεν έχει.»
Ανταποκρίθηκε στα λόγια του ο φρόνιμος Τηλέμαχος:
«Ξένε, ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές θα σου μιλήσω.
Μήτε ο λαός μ᾽ εχθρεύεται κι είναι βαρύς μαζί μου,
μήτε τ᾽ αδέλφια μου κατηγορώ, που όποιος συναγωνίζεται μαζί τους,
βρίσκει σ᾽ αυτά πράγματι στήριγμα, αν σηκωθεί φιλονικία μεγάλη.
Γιατί ο Κρονίδης τη γενιά μας μονόκληρη την έκαμε·
μοναχογιό τον γέννησε ο Αρκείσιος τον Λαέρτη,
μοναχογιό ο Λαέρτης τον πατέρα μου Οδυσσέα·
κι ο Οδυσσέας πάλι μόνο εμένα έσπειρε και μ᾽ άφησε
120 σε τούτο το παλάτι, αλλά δεν πρόλαβε το όφελος να δει.
Και να στο σπίτι τώρα χιλιάδες οι κακόβουλοι ξεφύτρωσαν·
όσοι ξεχωριστοί αφεντεύουν τα νησιά τριγύρω,
τη Σάμη, το Δουλίχιο, τη δασωμένη Ζάκυνθο —
αλλά κι αυτοί που κάνουνε κουμάντο στη βραχώδη Ιθάκη,
τόσοι της μάνας μου οι μνηστήρες, τόσοι λυμαίνονται το βιος μου.
Κι εκείνη μήτε αρνείται τον μισητό της γάμο μήτε μπορεί
να βάλει τέλος στην υπόθεση· στο μεταξύ τρων κι αφανίζουν
οι μνηστήρες τ᾽ αγαθά μου· ακόμη λίγο, θα με φαν κι εμένα ολόκληρο —
όμως αυτά το ξέρω πως είναι στο χέρι των θεών.
130 Και τώρα, γέροντά μου, όσο μπορείς πιο γρήγορα, πήγαινε
στη συλλογισμένη Πηνελόπη, το νέο να πεις πως είμαι σώος,
πως έφτασα καλά από την Πύλο. Εγώ προς το παρόν θα μείνω εδώ.
Εσύ γύρισε πάλι πίσω, αφού μόνο σ᾽ εκείνην
αναγγείλεις το μήνυμά μου·
από τους Αχαιούς άλλος κανείς μην πάρει είδηση,
αφού πολλοί θέλουν και μελετούνε το κακό μου.»

Τα παιδιά των ουσιών

Πρόταση προς τους γονείς

Μια τέτοια συνθήκη σε οποιοδήποτε σπίτι είναι στενάχωρη και αποκαρδιωτική για τον κάθε γονέα. Το ζήτημα όμως είναι να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος δράσης μέσα στην οικογένεια, ώστε το νεαρό αυτό πλάσμα να βοηθηθεί και όχι να βυθιστεί περισσότερο.

Ψυχολογικά Αίτια

Αναφέρω εντελώς επιγραμματικά χωρίς να μπω σε ανάλυση ότι ένα παιδί το οποίο στρέφεται στις ουσίες έχει κατά πλειοψηφία βιώσει ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω γεγονότα, τα οποία αργότερα έδρασαν ως καταλυτικός παράγοντας για να αναζητήσει όμοιούς του και να βρεθεί κοντά σε ουσίες: 
  • Εθιστική συμπεριφορά από τον έναν ή και από τους δυο γονείς, σε κάποια περίοδο της ζωής τους.
  • Υπερβολικός έλεγχος από γονέα, αυξημένες απαιτήσεις, υποτίμηση ή υπερπροστατευτικότητα προς το παιδί.
  • Επικριτικός, παρεμβατικός γονέας που δεν κάνει χώρο για να αναδυθούν οι επιθυμίες του παιδιού του.
  • Γονέας που έχει χτίσει τη ζωή του και την αξία του γύρω από το παιδί του - ζει για το παιδί του, αυτό νοηματοδοτεί τη ζωή του.
  • Γονέας ο οποίος δεν φροντίζει τον εαυτό του και βάζει πρώτα τους άλλους.
Είναι σημαντικό εδώ να ενημερώσουμε τους γονείς ότι το παιδί τους δεν το έμπλεξαν οι παρέες ούτε το παρέσυραν. Το παιδί αυτό έκανε τη συνειδητή ή ασυνείδητη επιλογή να πλησιάσει άτομα που κουβαλούσαν παρόμοιο πόνο με εκείνο, έτσι ώστε να συσπειρωθούν ως ομάδα και να μειώσουν μαζί τον εσωτερικό τους πόνο.

Γι’ αυτόν τον λόγο οι παρέες που δημιουργούνται από χρήστες ουσιών είναι πολύ δύσκολο να σπάσουν. Ο ένας έχει μια βαθιά κατανόηση για τον άλλον και όλοι τους έχουν την ανάγκη να ακουμπήσουν κάπου, να αλληλοϋποστηριχτούν.

Η σκέψη ότι η οικογένεια δεν με αποδέχεται όπως είμαι, ή ότι δεν βλέπει τη δική της «τρέλα» παρά κυνηγάει εμένα που είμαι ο μόνος λογικός και γι’ αυτό πονάω τόσο, τους χαρακτηρίζει. Εν μέρει, έχουν δίκιο.

Τα παιδιά των ουσιών είναι παιδιά ευαίσθητα στις ανάγκες των γονέων τους από μικρή ηλικία. Αντιλαμβάνονται και καταγράφουν τα λάθη που γίνονται επιμελώς. Συσσωρεύουν πόνο αν καταλάβουν ότι κάποιος ή και οι δυο γονείς δεν φροντίζουν τον εαυτό τους και τον γάμο τους και ο πόνος αυτός στην εφηβεία μετατρέπεται σε οργή.

Στην πορεία της ζωής του το παιδί αυτό θα στραφεί στη ζεστασιά των αδερφών του στην παρέα και θα αφοσιωθεί στην προσπάθεια να ντροπιάσει τους γονείς του εκφράζοντας έτσι την οργή και την απογοήτευση που έχει συσσωρεύσει, ευχόμενο μέσα του βαθιά μήπως επιτέλους κοιτάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη.

Και ποιος καλύτερος και άμεσος τρόπος να ντροπιάσει κανείς την οικογένεια του και να καταστήσει τις προσπάθειες ανατροφής των γονέων του ως άχρηστες, από το να στραφεί σε ουσίες κι αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές.

Μέσα από τον εαυτό του τιμωρεί τους γονείς του. Και μέσα του βαθιά πονάει από την τόση αγάπη που τους έχει και που δεν αντέχει να τους βλέπει έτσι. Έτσι αποφασίζει να λειτουργήσει αμφιθυμικά, αγαπώντας και μισώντας τους γονείς του ταυτόχρονα, καθώς καταστρέφει τον εαυτό του από τον πόνο και το άγχος που δεν μπορεί να διαχειριστεί.

«Πότε θα αποφασίσουν οι γονείς μου να κάνουν κάτι για τον εαυτό τους»; Γονική Aντιμετώπιση

Οι γονείς θα κάνουν καλά αρχικά να πάρουν ένα βήμα πίσω και να ελευθερώσουν το παιδί από τη δίκη τους ανάγκη να είναι αυτό καλά.

Αυτή η ανάγκη είναι που τους δένει.

Αν το παιδί έχει γίνει πλέον ενήλικας, θα πρέπει να το αφήσουν να βρει το δρόμο του ακόμη και αν αυτός ο δρόμος οδηγεί σε δυσάρεστα μονοπάτια. Οι γονείς θα πρέπει να αναζητήσουν βοήθεια ώστε να μπορέσουν να διαχειριστούν την αγωνία τους και τον πόνο τους καθώς πραγματοποιούν αυτήν την απελευθέρωση.

Η καλύτερη ευκαιρία που έχουν είναι να μπουν οι ίδιοι σε ψυχοθεραπεία ευελπιστώντας να δουν πια τον εαυτό τους και να φροντιστούν, στρέφοντας πια τον προβολέα μακριά από το παιδί. Η εργασία που έχουν να κάνουν - και είναι δύσκολη - είναι να φροντίσουν βαθιά τον εαυτό τους και τις σχέσεις τους μαζί με όσα κουβαλούν για τόσα χρόνια, και να επιτρέψουν έτσι στα παιδιά τους να πάρουν τις δικές τους αποφάσεις για τη ζωή.

Η διαδικασία αυτή θέλει μόχθο και χρόνο, αλλά η εναλλακτική της είναι πολύ πιο επίπονη, με το να κυνηγούν οι γονείς εμμονικά τα παιδιά τους και να οδηγούνται σε επικούς καυγάδες και απαγορεύσεις.

Οι παραπάνω προτάσεις απευθύνονται σε οικογένειες όπου το παιδί είναι ενήλικας και συμμετέχει σε ουσίες οι οποίες δεν απειλούν άμεσα τη ζωή του και δεν είναι συντριπτικά εθιστικές. Αν υπάρχει εθισμός σε ουσίες όπως η ηρωίνη, τότε προτείνεται προσπάθεια για εισαγωγή σε πρόγραμμα αποτοξίνωσης, παράλληλα με τη συμπαράσταση των γονέων και τη δική τους απόφαση να ξεκινήσουν ψυχοθεραπεία.

Το παιδί ουρλιάζει: «Γονείς, δείτε τον εαυτό σας, έχω ανάγκη να γίνετε επιτέλους καλά για να μπορέσω να προχωρήσω»ι.

Οι γονείς, θα απαντήσουν;

Λιαντίνης: Ο έρωτας είναι γνώση. Ο έρωτας είναι ευγένεια και αρχοντιά

«Να χαίρεσαι τη ζωή σου τη σύντομη και την ανεπίστροφη. Αλλά μέσα στο ρυθμό και την τάξη. Φυσική και ελεύθερη, να κρατάς την εμορφιά των παθών, ένα κύπελλο στο χέρι σου από αγνό ασήμι. Αλλά με γνώση και με πειθαρχία. Εκείνο που θα σε κρίνει δεν είναι η ηθική σου πτώση, αλλά η βούληση για δύναμη που θα βρίσκει το δρόμο να σε ανεβάζει ξανά στην καθαρή σου αρχικότητα.»

«Ο έρωτας είναι γνώση. Ο έρωτας είναι ευγένεια και αρχοντιά. Είναι το μειδίαμα της σπατάλης ενός φρόνιμου Άσωτου, πως η φύση ορίζει το αρσενικό να γίνεται ατέλειωτη προσφορά και θεία στέρηση για το θηλυκό. Το θηλυκό να κυνηγάει τις τύψεις του. Στον έρωτα όλα γίνονται για το θηλυκό. Η μάχη και η σφαγή του έρωτα έχει το νόημα να πεθάνεις το θηλυκό, και να το αναστήσεις μέσα στα λαμπρά ερείπια των ημερών σου. Πάντα σου μελαγχολικός και ακατάδεχτος...»

«Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό. Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο. Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ζωντανό το νόμο της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου.»

«Κάθε φορά που ερωτεύονται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι γεννιέται ένας αστέρας με όλους τους πρωτοπλανήτες του. Και κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος, πεθαίνει το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος στη γη, στον ουρανό εκρήγνυται ένας αστέρας supernova.»

«Μια είναι η αιτία που κάνει το θάνατο την πικρότερη πίκρα μας. Είναι η γνώση πως το ασώματο ταξίδι μας δεν έχει πηγαιμό. Αλλά ούτε και γυρισμό. Με το θάνατο για στερνή φορά και πρώτη ο άνθρωπος περνά στην πατρίδα του πάντα και του πότε. Το τι θα σε καλωσορίσει εκεί που θα πας είναι ιδέα μηδενική, μπροστά στην άπειρη ιδέα του τι αποχαιρετάς εδώ που φεύγεις. Στο αναποδογύρισμα αυτού του διαλεκτικού σχήματος οι θρησκείες στηρίξανε την πανουργία της κυριαρχίας τους.»

«Το γεγονός του θανάτου είναι για τον καθένα από μας το ατομικό όριο του απόλυτου. Είναι ο βαθμό μείον 273 όχι στην κλίμακα της θερμότητας, αλλά στην κλίμακα του ανθρωπολογικού Μηδέν. Από τη στιγμή που θα πεθάνω περιέρχομαι αστραπιαία στην ίδια κατάσταση, που βρίσκεται εκείνος που δεν εγεννήθηκε ποτές.»

«Νέκυια σημαίνει να ζήσεις ζωντανός σε όλη τη ζωή σου τη γνώση και τη λύπη του θανάτου σου εδώ στον απάνω κόσμο. Νέκυια σημαίνει να στοχαστείς και να ζήσεις τη ζωή σου όχι μισή αλλά ολόκληρη. Με την απλή, δηλαδή και τη βέβαιη γνώση ότι ενώ υπάρχεις ταυτόχρονα δεν υπάρχεις. Ότι ενώ ζεις αυτό που είσαι, δηλαδή ζωντανός του σήμερα, ταυτόχρονα ζείς κι αυτό που δεν είσαι δηλαδή το νεκρός του αύριο. Η ζωή σου στην ουσία της είναι η δυνατότητα και η δικαιοδοσία της φαντασίας σου. Όχι άλλο.»

Δ. Λιαντίνης, Γκέμμα

Νευροεπιστήμη: Η πολυπλοκότητα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας

Οι άνθρωποι λατρεύουν την απλότητα. Με κάθε δεκαετία που περνά, τα μότο του μάρκετινγκ γίνονται όλο και πιο μινιμαλιστικά, τα ποπ τραγούδια χρησιμοποιούν ακόμα πιο απλές μελωδίες, και οι καλές τέχνες δίνουν χώρο σε απλούστερες συνθέσεις, καθώς ο Μονέ δίνει τη θέση του στον Πικάσο και ο Πικάσο στον Rothko.

Αυτή η τάση που συνοψίζεται στη φράση «η απλότητα είναι η καλύτερη επιλογή» διαμορφώνει τις αντιλήψεις μας για το ανθρώπινο σώμα με ενδιαφέροντες τρόπους. Ο ρυθμός της καρδιάς συχνά γιορτάζεται ως ο όμορφα απλούστερος ρυθμός της φύσης. Κι όμως, ο πολύ απλός χτύπος της καρδιάς μπορεί να αποτελεί και σημάδι προβλήματος υγείας.

Ίσως η καρδιά να αποτελεί εξαίρεση, θα πει κανείς. Αλλά αν στρέψουμε το βλέμμα μας από την καρδιολογία στη νευρολογία, οι επιληπτικές κρίσεις εμφανίζονται στον εγκέφαλο ως μια υψηλά οργανωμένη ηλεκτρική δραστηριότητα σε αντίθεση με τα χαοτικά ηλεκτρικά μοτίβα ενός υγιούς εγκεφάλου. Συνεχίζοντας στην ψυχιατρική, νέες έρευνες δείχνουν ότι τα άτομα με αυτισμό διαθέτουν πολλά αυστηρά μοτίβα ομιλίας σε σύγκριση με τα υγιή.

Η ζωή είναι περίπλοκη, αλλά γιατί η πολυπλοκότητα είναι υγιής – και γιατί η τάξη συνιστά παθολογία στον εγκέφαλο; Μία έννοια που ονομάζεται αυτο-οργανωμένη κρισιμότητα (SOC), περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1987 από τους φυσικούς Per Bak, Chao Tang και Kurt Wiesenfeld από το Εθνικό Εργαστήριο στη Νέα Υόρκη και θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε. Για να κατανοήσετε τι σημαίνει, φανταστείτε έναν λόφο άμμου στην παραλία.

Αν προσθέτουμε άμμο στο λόφο μέχρι η πλαγιά να γίνει αρκετά απότομη για να αντέξει περισσότερη άμμο, ξεκινά η κατολίσθηση, που κυμαίνεται από λίγους κόκκους μέχρι μια μεγάλη ποσότητα του λόφου.

Αυτές οι κατολισθήσεις συμβαίνουν μέσω μια αργής διαδικασίας (την προσθήκη άμμου) που συσσωρεύει ενέργεια και μέσω μιας γρήγορης διαδικασίας (τη δύναμη της βαρύτητας) που διασκορπίζει ενέργεια. Η αστάθεια του αμμόλοφου αποτελεί μια περίπλοκη κατάσταση που είναι γνωστή ως κρισιμότητα. Όσο για την περίπλοκη εγκεφαλική δραστηριότητα, οι κατολισθήσεις υπάρχουν σε όλες τις χωρικές και χρονικές κλίμακες και δεν μπορούν να κατανοηθούν απλά και μόνο μελετώντας τα συστατικά μέρη του συστήματος.

Όπως και ο αμμόλοφος, έτσι και ο εγκέφαλος λειτουργεί στην άκρη αυτής της κρισιμότητας. Και αν και οι κατολισθήσεις του αμμόλοφου δεν επεξεργάζονται πληροφορίες με κανένα ουσιαστικό τρόπο, οι νευρωνικές κατολισθήσεις οι διαδοχικές περίπλοκες εγκεφαλικές δραστηριότητες που έχουν περιγραφεί από τόσους επιστήμονες – μπορεί να είναι ζωτικής σημασίας για έναν εγκέφαλο που μεταβαίνει γρήγορα ανάμεσα σε γνωστικές πληροφορίες και κινητικές εντολές και πράξεις

Με άλλα λόγια, σε ένα ζωντανό σύστημα όπως ο εγκέφαλος, το SOC δεν είναι μια διαταραχή αλλά περισσότερο ένας μηχανισμός μεταφοράς γρήγορων υπολογισμών, όχι πολύ διαφορετικός από την αυτο-οργανωμένη συμπεριφορά των αγορών που με ιλιγγιώδεις ρυθμούς «καθορίζουν» τιμές. Για τον εγκέφαλο, η απώλεια της κρισιμότητας – και συνεπώς της περίπλοκης συμπεριφοράς – είναι παθολογική.

Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν το γεγονός ότι η περίπλοκη συμπεριφορά που παρατηρείται στην ηλεκτρική εγκεφαλική δραστηριότητα μπορεί να εξυπηρετεί ως ένας χρήσιμος βιοδείκτης ή προβλεπτικός παράγοντας εμφάνισης κάποιας πάθησης. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι ένα τρελό, ασταθές εγκεφαλικό σήμα είναι υγιές.

Ένας χρήσιμος ορισμός της πολυπλοκότητας είναι η ισορροπία ανάμεσα στις αντιτιθέμενες τάσεις όπως η τάξη και η αταξία, η σταθερότητα και η αστάθεια. Χρησιμοποιώντας μαθηματικά εργαλεία που ποσοτικοποιούν την πολυπλοκότητα, οι ερευνητές σπουδαίων πανεπιστημίων σε όλο τον κόσμο έχουν ήδη εντοπίσει πιθανούς βιοδείκτες ψυχιατρικών διαταραχών, όπως ο αυτισμός και η σχιζοφρένεια.

Αν και η αυτο-οργανωμένη κρισιμότητα είναι ένας πολύ αφηρημένος μηχανισμός για να εξηγήσουμε την περίπλοκη συμπεριφορά, μία πιο πλήρης εξήγηση για την νευρωνική πολυπλοκότητα μπορεί να εντοπιστεί στη φυσική αρχιτεκτονική των εγκεφαλικών δικτύων. Φανταστείτε τις ανατομικές εγκεφαλικές περιοχές σαν φίλους στο Facebook που συνδέονται μέσω ανατομικών ινών. Όπως και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι εγκεφαλικές περιοχές διαμορφώνουν πυκνά αλληλοσυνδεόμενες κλίκες, μίνι δίκτυα που βρίσκονται ενσωματωμένα σε μεγαλύτερα δίκτυα.

Αυτές οι κλίκες είναι συχνά μέρος μεγαλύτερων κλικών. Στο Facebook, οι κοντινότεροι φίλοι σας είναι μέρος μιας μεγαλύτερης συλλογής φίλων, που με τη σειρά της είναι κι αυτή μέρος μιας μεγαλύτερης κοινότητας, όπως μιας πόλης ή ενός πανεπιστημίου. Τόσο στα κοινωνικά δίκτυα, όσο και στον εγκέφαλο, υπάρχουν περίπλοκες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε μέρη που γεννούν φαινόμενα σε κάθε επίπεδο. Και τα δύο μοιάζουν κατά κάποιο τρόπο σαν μια αποικία μυρμηγκιών: οργανωμένες δραστηριότητες συμβαίνουν σε όλα τα επίπεδα και τους χώρους και δεν μπορούμε ταυτόχρονα να παρατηρήσουμε την αποικία.

Αν και δεν είναι ξεκάθαρο ακριβώς ποιοι μηχανισμοί είναι αυτοί που συνδέουν την νευρωνική περιπλοκότητα με την υγιή συμπεριφορά, η διατήρηση της πολυπλοκότητας στη ζωή είναι σημαντική. Όσο σημαντική είναι και η κατανόησή της για τη μελέτη διαταραχών όπως ο αυτισμός, η επιληψία και η σχιζοφρένεια.

Η μελέτη και αποκωδικοποίηση της πολυπλοκότητας της εγκεφαλικής δραστηριότητας θα μπορούσε σύντομα να μας βοηθήσει να προβλέψουμε ποια βρέφη θα αναπτύξουν αυτισμό και πώς τα άτομα με σχιζοφρένεια θα ανταποκριθούν στη φαρμακευτική αγωγή. Όπως έχει πει και ο φυσικός Emerson Pugh: «Αν ο εγκέφαλός μας ήταν αρκετά απλός για να τον καταλάβουμε, δεν θα το καταφέρναμε».

Η ευτυχία δεν είναι στόχος, είναι τρόπος

Η ευτυχία δεν είναι ένας σταθμός στον οποίο φτάνεις, αλλά ένας τρόπος να ταξιδεύεις.
Margaret Lee Runbeck

Ευτυχία είναι να ξέρεις τα όριά σου και να σου αρέσουν.
Romain Rolland

Και μόνο το γεγονός ότι υπάρχεις είναι αληθινή ευτυχία.
Blaise Cendrars

Η ευτυχία έχει γίνει η συλλογική ψευδαίσθηση με την οποία ζει η εποχή μας.
Pascal Bruckner

Η ευτυχία είναι μια κατεύθυνση, δεν είναι μέρος.
Sydney J. Harris

«You can’t always get what you want
But if you try sometime you find
You get what you need».
Rolling Stones

Υπάρχουν δυο δρόμοι για την ευτυχία.

Ο πρώτος είναι να βελτιώσεις τις εξωτερικές συνθήκες.
Ο δεύτερος είναι να βελτιώσεις τις εσωτερικές συνθήκες.

Στην πρώτη οδό υπάρχει η σπάνια περίπτωση της τυχαίας βελτίωσης. Αυτή μπορεί να είναι οικονομική (το τζόκερ, μια απροσδόκητη κληρονομιά), αισθηματική (να «πέσεις» πάνω στο άλλο σου μισό), κοινωνική (να τύχουν όλες οι συγκυρίες ώστε η χώρα-πόλη-γειτονιά όπου ζεις, να αναβαθμιστεί -χωρίς να χρειαστεί να εξεγερθεί και να πεθάνει κανένας).

Στην περίπτωση της τυχαίας βελτίωσης είσαι απλώς τυχερός, αν και συνήθως δεν γίνεσαι τόσο ευτυχισμένος όσο νομίζεις ότι θα γινόσουν. Γιατί δεν έχεις προσπαθήσει για τίποτα, οπότε δεν σου «αξίζει» αυτή η βελτίωση. Και το νιώθεις.

Έρευνες που έκαναν νευροψυχολόγοι έδειξαν ότι μετά από μια τέτοια σπάνια τύχη το επίπεδο ευτυχίας ανεβαίνει για λίγο καιρό, αλλά μετά επιστρέφει στα προηγούμενα επίπεδα (Το ίδιο συμβαίνει με τραγικούς τραυματισμούς και απώλειες συγγενικών προσώπων: Μετά την αρχική άνοδο της δυστυχίας το άτομο επιστρέφει στο προηγούμενο επίπεδο).

Πιο συνηθισμένο και πιο αποτελεσματικό είναι να αλλάξεις εσύ τις εξωτερικές συνθήκες. Αυτό απαιτεί πρώτα απ’ όλα θάρρος. Θάρρος να αντιμετωπίσεις την αλήθεια.

Να αναρωτηθείς: «Γιατί δεν είμαι αρκετά ικανοποιημένος με όσα ζω;» Ή «γιατί είμαι δυστυχισμένος;»

Αν κατηγορείς μόνο τους άλλους, τότε δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τίποτα. Γιατί περιμένεις ν’ αλλάξουν εκείνοι, ενώ πιστεύεις ότι εσύ ποτέ δεν έκανες κάποιο λάθος.

Αν κατηγορείς μόνο τον εαυτό σου, πάλι κάνεις λάθος. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάς ότι γεννιέσαι μέσα σε κάποια ready made κοινωνία -και είναι μερικώς προκαθορισμένος ο ρόλος που «πρέπει» να παίξεις.

Για ν’ αλλάξουν οι εξωτερικές συνθήκες, για να βελτιωθεί η ζωή σου (όχι τυχαία) πρέπει ν’ αγωνιστείς, να παλέψεις.

Δεν γίνεται να περιμένεις απ’ τους πολιτικούς να φτιάξουν μια πιο δίκαιη κοινωνία.

Ούτε μπορείς να γίνεις σπουδαίος καλλιτέχνης-επιστήμονας-επαγγελματίας-γονιός-άνθρωπος, ενώ ξοδεύεις τις μέρες σου άσκοπα, χωρίς κόπο, πιστεύοντας ότι το αδιάφορο σύμπαν θα συνομωτήσει για να πάνε όλα καλά.

Δεν μπορείς να είσαι το «άλλο μισό» ενός ανθρώπου χωρίς να κάνεις τίποτα γι’ αυτόν. Ο έρωτας χρειάζεται αυταπάρνηση, όπως κι η τέχνη, όπως κι η επανάσταση.

Για ν’ αλλάξεις τις εξωτερικές συνθήκες πρέπει να τα δώσεις όλα. Αλλά και πάλι, αυτό δεν αρκεί.

Ποτέ δεν θα καταφέρεις να φτιάξεις μια τέλεια κοινωνία, ένα τέλειο έργο, να ζήσεις για πάντα έναν τέλειο έρωτα.

Δεν υπάρχει «τελειότητα», είναι μία ακόμα ανθρώπινη λέξη -δίχως νόημα πέρα από αυτό που της δίνουμε.

Ο δεύτερος δρόμος προς την ευτυχία περνάει από μέσα μας.

Δεν θα τον αποκαλέσω αυτογνωσία, γιατί αυτή είναι μια λέξη που έχει κοσμήσει -και διακοσμήσει- πολλούς «Οδηγούς Ευτυχίας σε Πέντε Βήματα».

Ας τον πούμε καλύτερα συνειδητότητα.

Ο άνθρωπος που κατέχει υψηλό βαθμό συνειδητότητας αντιλαμβάνεται καλύτερα τις δυνάμεις του. Ξέρει τι μπορεί να κάνει και τι δεν μπορεί, τι μπορεί ν’ αλλάξει -πόσα μπορεί ν’ αλλάξει. Και προσπαθεί να αγαπήσει, να αποδεχτεί τουλάχιστον, αυτό που ήδη έχει.

Δεν αλλάζει τον κόσμο, αλλάζει τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο.

Ψάχνει αιτίες και λόγους που θα κάνουν πιο ενδιαφέρουσες τις ήδη υπάρχουσες εξωτερικές συνθήκες. Αλλάζοντας το υποκειμενικό πρίσμα βελτιώνει τη θέση του.

Αντί να ψάχνει για κάποια καλύτερη δουλειά, εστιάζει στα πλεονεκτήματα της δουλειάς που έχει. Αντί να προσπαθεί για μια τέλεια κοινωνία δίνει τον εαυτό του στην κοινωνία όπου ζει. Αντί να γυρεύει το «άλλο μισό», απολαμβάνει τη σχέση που ήδη έχει -με όλα τα προβλήματά της.

Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πρώτος δρόμος προς την ευτυχία είναι ο δρόμος της εξωστρέφειας, ενώ ο άλλος της εσωστρέφειας.

Το σίγουρο είναι ότι για να φτάσεις όσο γίνεται πιο κοντά στην πολυπόθητη ευτυχία πρέπει να περπατάς και στους δύο δρόμους. (Ή μήπως η ευτυχία είναι ο ίδιος ο δρόμος;)

Αν ξεχαστείς στον δρόμο της εξωστρέφειας, και παλεύεις διαρκώς για ν’ αλλάξεις τις εξωτερικές συνθήκες, θα κουραστείς πολύ γρήγορα. Όχι γιατί «αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει ποτέ», αλλά γιατί ποτέ οι αλλαγές δεν θα είναι ικανοποιητικές.

Αν ξεχαστείς στο δρόμο της εσωστρέφειας ίσως να νιώσεις περισσότερο ικανοποιημένος. Χαμένος στη στωική αποδοχή των πάντων νομίζεις ότι είσαι ευτυχισμένος, ότι είσαι ελεύθερος ίσως.

Μαθαίνεις να αρκείσαι σε όσα έχεις-είσαι-κάνεις, και επαναπαύεσαι.

Oι σχέσεις σου είναι εντάξει-μωρέ, η ζωή σου είναι εντάξει-μωρέ, κι είσαι εντάξει (μωρέ) που έζησες άλλη μια μέρα, ακόμα και στο κάτεργο.

Αν θέλαμε να προσωποποιήσουμε τους δύο δρόμους στην υπερβολή τους θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πρώτος είναι του «αγωνιστή» που ποτέ δεν χαίρεται τίποτα, γιατί ποτέ αυτό δεν είναι αρκετό.

Η Καζαντζακική ρήση «φτάσε όπου δεν μπορείς» έχει καταστρέψει πολλές ζωές.

Ο κατά Καζαντζάκη αγωνιστής θέλει λίγη περισσότερη ελευθερία, λίγη παραπάνω ευθύνη, λίγο παραπάνω χρήμα, λίγη πιο πραγματική δημοκρατία, περισσότερους θαυμαστές, περισσότερους αναγνώστες, περισσότερους αγοραστές, περισσότερη διασκέδαση, περισσότερα επιτεύγματα, περισσόττερη δικαιοσύνη, περισσότερη αναγνώριση, περισσότερο έρωτα-σεξ, όλο και κάτι περισσότερο.

Από την άλλη έχουμε τον εκνευριστικά γαλήνιο άνθρωπο (αναφερόμαστε πάντα στην υπερβολή της) που ενώ τριγύρω ο κόσμος μας καταρρέει πίνει το φρέντο του και σφυρίζει αδιάφορα, περιμένοντας ν’ ανθίσουν οι γαρδένιες.

Αυτόν τον τύπο ανθρώπου ας τον πούμε «think positive whatever happens».

Η Παουλοκοελική ρήση «αν θέλεις κάτι πραγματικά…» έχει καταστρέψει ακόμα περισσότερες ζωές.

Αν η κοινωνία μας αποτελούνταν μόνο από τα δύο αυτά άκρα τύπων, θα είχαμε ήδη εξαλειφθεί ως είδος.

Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει ευτυχία δίχως αγώνα για τελειότητα ούτε όμως δίχως αποδοχή της ατέλειας.

Ο συνειδητοποιημένος άνθρωπος ευτυχεί και προσφέρει περισσότερα. Δίνεται σ’ αυτό που αγαπάει, αλλά ξέρει μέχρι πού μπορεί να φτάσει η προσφορά του. Παίρνει όσα μπορεί να πάρει, αλλά αποδέχεται και την αβαρία -ως μέρος της πραγματικότητας όπου ζει.

Ο άνθρωπος που περπατάει σαν σχοινοβάτης, ξέρει πότε πρέπει να σταματήσει την προσπάθεια για ν’ αγναντεύσει το ηλιοβασίλεμα.

Μια ζωή χωρίς απολαύσεις είναι μισή ζωή ή -έστω- βαρετή ζωή («Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος», έγραφε ο ατομικός Δημόκριτος).

Οι εμμονές βλάπτουν την ψυχική υγεία και την κοινωνία.

Ένας άνθρωπος δογματικός, προσκολλημένος στο στόχο του, ακόμα κι αν θεωρείται ευγενής στόχος, θ’ αφήσει πολλά πτώματα πίσω του, αφού ο σκοπός (του) αγιάζει τα μέσα (του).

Το τελευταίο πτώμα θα είναι το δικό του.

Κι εκείνος που αποδέχεται τον κόσμο στωικά, έτσι όπως έρχεται, βλέποντας όμορφα αστέρια στο κίτρινο Αστέρι του Δαυίδ που τον ανάγκασαν να φοράει, θα συναντήσει στωικά τον δημιουργό του στα κρεματόρια.

Βασιλική οδός για τη γεωμετρία δεν υπάρχει, είχε πει ο Ευκλείδης σε κάποιον βασιλιά. Αν θες να εξελιχτείς, σε οποιονδήποτε τομέα σε ενδιαφέρει, πρέπει να αγωνιστείς.

Όσο όμως αγωνίζεσαι θυμήσου να σταματάς για λίγο, να πηγαίνεις στο πανδοχείο του Δημόκριτου, και να απολαμβάνεις αυτό που ήδη έχεις.

Η ευτυχία βρίσκεται στη μέση οδό. Ανάμεσα στο τέλειο και στο ατελές, ανάμεσα στο όλα και στο τίποτα, ανάμεσα στο για πάντα και το τώρα.

Όπως είπε κι ένας πυγμάχος στον συγγραφέα Φίλιπ Ροθ: «Κάνε ό,τι μπορείς, με ό,τι έχεις.»

Αλλά μη σκας και πολύ, είσαι περαστικός, όχι ιδιοκτήτης αυτού του κόσμου -μπορείς ν’αφήσεις και λίγα νοίκια απλήρωτα όταν μετοικήσεις.

Όπως φαίνεται απ’ την εποχή του Θαλή του Μιλήσιου μέχρι σήμερα οι άνθρωποι ψάχνουν κι αναρωτιούνται για την Ευτυχία.

Κι ακόμα δεν έχουν καταλήξει κάπου.

Αν ένα αγαπημένο σας πρόσωπο σας προδώσει, κάντε μια παύση, σταθείτε μια στιγμή

Όταν η εμπιστοσύνη γκρεμίζεται, όταν η ελπίδα διαλύεται, όταν ένα αγαπημένο σας πρόσωπο σας αφήνει, πριν κάνετε οτιδήποτε, κάντε μια παύση και σταθείτε μια στιγμή.

Εάν μπορείτε, μαζέψτε γύρω σας καλούς φίλους, φάτε και πιείτε μαζί, κι αφήστε τον εαυτό σας να αφηγηθεί σιγά σιγά τις καταπιεσμένες ιστορίες της προδοσίας, της απογοήτευσης και του πόνου.

Πηγαίνετε σινεμά, μόνοι ή με τον καλύτερό σας φίλο. Διαλέξτε την πιο φαιδρή ταινία, ακόμα κι αν δεν βλέπετε ποτέ κωμωδίες, και γελάστε δυνατά μέχρι να πονέσετε, και κλάψτε μέχρι τα δάκρυα να κυλήσουν, σαν να μη σας έβλεπε κανείς, σαν ανέμελος έφηβος.

Διαλέξτε ένα τραγούδι που να σας αγγίζει. Ακούστε το ξανά και ξανά, τραγουδήστε το ξανά και ξανά, σαν να το κάνατε για όλες τις πληγωμένες ψυχές.

Εάν τίποτε από όλα αυτά δεν βοηθήσει, πάρτε μια αναρρωτική άδεια και κάντε ένα ταξίδι. Πηγαίνετε εκεί που πάντα θέλατε να πάτε – στο Γκραν Κάνυον, στον Άγιο Ιάκωβο της Κομποστέλα, στο Μάτσου Πίτσου.

Ολομόναχοι. Εσείς και ο δρόμος που ανοίγεται μπροστά σας.

Αφού περάσετε λίγο χρόνο με τον εαυτό σας, αποσυρθείτε στο «καταφύγιό» σας. Κλείστε τα μάτια και καθαρίστε τον νου σας.

Ακόμα κι αν δεν είστε πνευματικοί άνθρωποι, φέρτε στην επιφάνεια τη συμπόνια που κρύβεται μέσα στην καρδιά σας και νιώστε την αγκαλιά της αποδοχής.

Συντετριμμένοι και στενοχωρημένοι: κάποτε βρισκόμουν και εγώ στη θέση σας κι εσείς στη δική μου.

Αγαπήστε τον εαυτό σας παρά τα ελαττώματά του. Δεν μπορείτε να δείξετε κατανόηση στον εαυτό σας που αγωνίζεται καθημερινά;

Βοηθάτε τους φίλους σας με μεγάλη προθυμία, αλλά αντιμετωπίζετε τον εαυτό σας με περιφρόνηση. Πού και πού βάλτε το χέρι στην καρδιά και πείτε στον εαυτό σας «Σ’ αγαπώ».

Γράψτε σε ένα χαρτί όλα όσα σας αγχώνουν. Σημειώστε αυτά που πρέπει να γίνουν, ακόμα και τα πιο ασήμαντα – να ποτίσετε τα λουλούδια ή να στείλετε ένα e-mail.

Αυτά που σας δημιουργούν ένταση είναι πια σημειωμένα στο χαρτί, μακριά από τις σκέψεις σας, γι αυτό απόψε ξεκουραστείτε.

Πείτε στον εαυτό σας ότι αύριο θα αναλάβετε δράση, ένα προς ένα, ξεκινώντας με το ευκολότερο.

Το επόμενο πρωί που θα ανοίξετε τα μάτια σας, νους και σώμα θα βρίσκονται σε ετοιμότητα.

Μπορώ να σας το εγγυηθώ.

Ευτυχία δεν σημαίνει απαραίτητα να ξοδεύετε υπερβολική ενέργεια για να φτάσετε κάπου αλλού. Αντίθετα, χαλαρώστε στο τώρα και δείτε τη ζωή από την κωμική της πλευρά.

Το χιούμορ κάνει τη ζωή ανάλαφρη κι ανέμελη.

Το γέλιο πάντα επαναφέρει τους ανθρώπου; στο παρόν.

Το χιούμορ ανοίγει τις κλεισμένες καρδιές. Απαγκιστρώνει τις σκέψεις μας.

Όταν χαμογελάμε, νιώθουμε ότι είναι ευκολότερο να δεχτούμε κάποια πράγματα- και ότι μπορούμε να συγχωρέσουμε αυτούς που μας έβλαψαν.

Το χιούμορ είναι απαραίτητο στοιχείο της ζωής.

Όταν είμαστε χαρούμενοι, ανοίγουμε την καρδιά μας σε νέα πράγματα.
Όταν έχουμε κακή διάθεση, δεν είμαστε δεκτικοί σε νέα πράγματα, όσο όμορφα κι αν είναι.

Χωρίς ευτυχία, η ζωή προχωρά αργά και αδιάφορα.

Νιώθετε αναστατωμένοι ή μελαγχολικοί; Τότε δείτε, για ένα λεπτό, ένα παιδικό προσωπάκι να κοιμάται.

Πολύ σύντομα θα πλημμυρίσετε με γαλήνη.

Απασχολεί κάτι το μυαλό σας;
Περπατήστε στον ήλιο.
Κάτω από τις ζεστές ακτίνες του
το μυαλό θα απελευθερώσει σεροτονίνη,
που ηρεμεί τον νου.

Αν αφήσετε το ερώτημα να πλανάται
χωρίς να προσπαθείτε τόσο σκληρά να βρείτε λύση,
η απάντηση θα έρθει από μόνη της.

Όσο πιο ευγνώμονες είμαστε,
τόσο πιο ευτυχείς νιώθουμε.
Η ευγνωμοσύνη μάς βοηθά να καταλάβουμε
ότι είμαστε όλοι συνδεδεμένοι.
Δεν νιώθει κανείς απομονωμένος
όταν νιώθει ευγνωμοσύνη.
Η ευγνωμοσύνη φωτίζει την αλήθεια
της αλληλεξαρτώμενης φύσης μας.

Εάν πραγματικά ενδιαφέρεστε για τους άλλους
και θέλετε να τους βοηθήσετε να πετύχουν,
δεν χρειάζεται να φτιάξετε τη διάθεσή σας.
Μια ανιδιοτελής και ευγενική καρδιά
ανοίγει την πόρτα στην ευτυχία.

Εάν περνάτε μια δύσκολη μέρα,
βρείτε κάποιον να σας βοηθήσει.
Ακόμα και μια μικρή βοήθεια θα σας κάνει
να νιώσετε καλύτερα.

Μην επιτρέπεις στις νευρώσεις της κοινωνίας να γίνονται και δικές σου

Θέλεις να έχεις τον απόλυτο έλεγχο της ζωής σου. Είναι πολύ πιθανόν να έχεις τελειώσει κάποια πανεπιστημιακή σχολή που να σου εγγυάται το επαγγελματικό σου μέλλον. Να δουλεύεις για μια επιχείρηση με σύμβαση αορίστου χρόνου. Να έχεις πάρει δάνειο από τράπεζα για να αγοράσεις και να έχεις ένα ιδιόκτητο διαμέρισμα. Κι επίσης ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα για να μη χρειαστεί να ανησυχείς όταν φτάσει η μέρα της συνταξιοδότησής σου. Τελικά, σίγουρα θα έχεις ακολουθήσει κατά γράμμα αυτό που το σύστημα σου έχει πει να κάνεις για να έχεις μια φυσιολογική ζωή. Δηλαδή, πλήρως προγραμματισμένη και, πρωταρχικά, σίγουρη και χωρίς κανέναν κίνδυνο. Με κάθε απόφαση που παίρνεις λαχταράς να έχεις τη βεβαιότητα ότι πρόκειται για τη σωστή επιλογή, προλαμβάνοντας σφάλματα και λάθη. Ωστόσο, αυτός ο τύπος συμπεριφοράς δηλώνει πασιφανώς ότι αισθάνεσαι ανυπεράσπιστος και ανασφαλής. Κι αυτό, με τη σειρά του, αποκαλύπτει ότι γενικά δεν ξέρεις να συμβιώνεις με την αβεβαιότητα, αναπόσπαστη από την ύπαρξή σου. Παραδόξως, αν η προσπάθεια να έχεις τον έλεγχο σου προκαλεί ένταση, η αποποίησή του σου προκαλεί ακόμα μεγαλύτερο άγχος. Γι’ αυτό αισθάνεσαι παγιδευμένος.

Η μόνη βεβαιότητα που υπάρχει είναι ότι αργά ή γρήγορα θα πεθάνεις. Κι εν τω μεταξύ, είσαι καταδικασμένος να παίρνεις αποφάσεις. Ωστόσο, η έλλειψη θάρρους σε εμποδίζει να κάνεις χρήση της ελευθερίας σου να επιλέξεις. Όσο μεγαλύτερες είναι οι αβεβαιότητες σου, τόσο περισσότερο αφήνεσαι να σε οδηγεί η γνώμη της πλειοψηφίας, αρνούμενος τη δυνατότητα ν’ ακούσεις τον εαυτό σου. Κι έτσι επιτρέπεις στις νευρώσεις της κοινωνίας να γίνονται και δικές σου. Σε πολλές περιπτώσεις βιώνεις φόβο χωρίς να απειλείσαι από κάποιον πραγματικό και επερχόμενο κίνδυνο. Το νοσηρό της υπόθεσης είναι ότι για να δικαιολογήσεις και να διατηρήσεις τον φόβο σου, συνηθίζεις να επινοείς αυτά τα απειλητικά σενάρια μες στο μυαλό σου. Πόσες φορές δε φοβήθηκες ότι θα έχανες κάτι χωρίς να υπάρχει καμιά επιστημονική εκτίμηση που να υποστηρίζει ότι πράγματι ήσουν σε σημείο να το χάσεις; Αυτή η γνωστική στρέβλωση είναι γνωστή στην καθομιλουμένη ως «αν-ησυχία». Και το ίδιο με το «άγχος», τον «φόβο» και την «ανασφάλεια», δηλώνει πασιφανώς έλλειμμα «εμπιστοσύνης». Το χάρισμα αυτό ασκείται και αναπτύσσεται όταν αρχίζεις ν’ ακούς την εσωτερική σου φωνή, τολμώντας να παίρνεις αποφάσεις από μόνος σου, αποδεχόμενος τις συνέπειες των πράξεών σου. Και σου επιτρέπει να διακρίνεις το κάρμα που εσύ ο ίδιος δημιουργείς κάθε φορά που διαλέγεις τη μία ή την άλλη επιλογή, όσο μικρή κι ασήμαντη και να νομίζεις πως είναι.

Υποφέρεις επειδή σκέφτεσαι το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί, πιστεύοντας πως έτσι, σε περίπτωση που σου συμβεί θα είσαι περισσότερο προετοιμασμένος να το αντιμετωπίσεις. Επίσης, υποφέρεις επειδή φοβάσαι να χάσεις αυτό που έχεις, πιστεύοντας πως σε περίπτωση που το χάσεις, δε θα μπορείς να είσαι ευτυχισμένος.

Αντιλαμβάνεσαι το παράλογο της δοκιμασίας σου; Ο φόβος σου δεν είναι καθόλου πραγματικός· Είναι παντελώς φανταστικός. Υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό σου. Για να ξεπεράσεις τους φόβους σου οφείλεις να κατανοήσεις ότι η αναζήτηση εξωτερικής σιγουριάς είναι μια μάχη προκαταβολικά χαμένη. Η αληθινή σιγουριά δεν έχει σχέση με τις εξωτερικές συνθήκες, οι οποίες διέπονται από συμπαντικούς νόμους που δεν μπορείς να ελέγξεις. Πρόκειται για μια εσωτερική ψυχική κατάσταση η οποία σου επιτρέπει να ζεις με εμπιστοσύνη, θάρρος και γενναιότητα, απελευθερώνοντάς σε από τη ριζωμένη εμμονή σου να σκέφτεσαι δυνητικές απειλές και μελλοντικούς κινδύνους. Μάθε να πιστεύεις πως, ό,τι και να συμβεί, κάποιο όφελος θα έχεις. Και προπαντός, βρες τη βεβαιότητα μέσα σου ότι ποτέ δε θα σου λείψει το αναγκαίο για να μπορείς να είσαι ευτυχισμένος. Η εμπιστοσύνη στη ζωή είναι το φάρμακο που χρειάζεσαι για να θεραπεύσεις τους φόβους και τις ανασφάλειές σου.

FERNANDO PESSOA: Η μανία μου να δημιουργώ έναν κόσμο ψεύτικο με συνοδεύει ακόμα

Αυτό ήταν, και μόνο αυτό, το νόημα της ζωής μου.

Ποτέ δεν είχα άλλη πραγματική ενασχόληση πέρα από την εσωτερική μου ζωή.

Οι μεγαλύτερες συμφορές της ζωής μου σβήνουν όταν ανοίγοντας το παράθυρο μέσα μου μπορώ και τις ξεχνώ κοιτάζοντας την αδιάλειπτη κίνηση εντός μου. Ποτέ δεν θέλησα να είμαι τίποτα άλλο πέρα από ονειροπόλος.

Σε όποιον μου είπε να ζήσω δεν έδωσα ποτέ σημασία. Ανήκα ανέκαθεν σ’ αυτό που δεν είναι όπου είμαι και σ’ αυτό που ποτέ δεν μπόρεσα να είμαι.

Ό,τι δεν είναι δικό μου, όσο ταπεινό και να είναι, είχε πάντα ποίηση για μένα. Ποτέ δεν αγάπησα άλλο από το τίποτα. Ποτέ δεν επιθύμησα άλλο από αυτό που δεν μπορούσα να φανταστώ.

Από τη ζωή τίποτα άλλο δεν ζήτησα πέρα από το να περάσει από μέσα μου χωρίς να την αισθανθώ. Από την αγάπη το μόνο που ζήτησα ήταν να μείνει για πάντα ένα όνειρο μακρινό. Από τα εσωτερικά μου τοπία, όλα τους μη πραγματικά, αυτό που με είλκυε ήταν το μακρινό, και τα τοξωτά γεφύρια που έσβηναν, σχεδόν στην απόσταση των τοπίων των ονείρων μου, είχαν μια γλυκύτητα ονείρου σε σχέση με άλλα μέρη του τόπου -μια γλυκύτητα που μ’ έκανε να τ’ αγαπώ.

Η μανία μου να δημιουργώ έναν κόσμο ψεύτικο με συνοδεύει ακόμα, και μόνο με τον θάνατό μου θα μ’ εγκαταλείψει».

FERNANDO PESSOA, Το βιβλίο της ανησυχίας

Ατέλειωτες ανησυχίες προκαλούν μόνον οι ματαιοδοξίες

Ο Επίκουρος υπαγορεύει μια πιο μελετημένη προσέγγιση των ηδονών, τέτοια που να μην παραγνωρίζει τις ενδεχόμενες αρνητικές τους συνέπειες. Μας υπενθυμίζει σε μια «δόξα» του: «Καμιά ηδονή δεν είναι από μόνη της κάτι κακό. Αλλά κάποιες ηδονές παράγονται με τρόπους και μέσα που επιφέρουν διαταραχές, οι οποίες ξεπερνούν κατά πολύ τις ίδιες τις ηδονές».

Κατηγορίες απολαύσεων

Με βάση τις αρχές της φιλοσοφίας του ο Επίκουρος εξειδίκευσε τις προτάσεις του για την αναζήτηση της ευτυχίας. Αντιλήφθηκε ότι οι άνθρωποι αποφεύγουν να μπαίνουν σε σύνθετες διαδικασίες λήψης αποφάσεων και προτιμούν έτοιμες συνταγές. Γι' αυτό σύστηνε να επιδιώκουν συγκεκριμένες απολαύσεις, που ικανοποιούν τις βασικές τους επιθυμίες και απομακρύνουν τις ανησυχίες τους και παράλληλα να αποφεύγουν τις απολαύσεις, που προκαλούν περισσότερους πόνους από ότι χαρές.

Ι. Φυσικές Απολαύσεις

α) Αναγκαίες ή υποχρεωτικές: Αυτές ικανοποιούν εκείνες τις φυσικές επιθυμίες, που αν παραμείνουν ανεκπλήρωτες, οδηγούν κατ’ ανάγκη σε μεγαλύτερο πόνο. Οι σημαντικότερες είναι:

1. Η τροφή
2. Η στέγη
3. Η υγεία
4. Η ασφάλεια και
5. Η φιλία

Σε κανονικές συνθήκες μπορούν να ικανοποιηθούν μάλλον εύκολα. Έλεγε μια «δόξα» (δηλαδή «γνώμη», από το ρήμα δοκώ= νομίζω): «Ας ευγνωμονούμε την ευλογημένη φύση, που όλα τα αναγκαία τα έκανε εύκολο- απόκτητα και τα μη αναγκαία δύσκολο- απόκτητα». Τις φυσικές και αναγκαίες ηδονές θα τις αναπτύξουμε στο τρίτο μέρος.

β) Μη Αναγκαίες ή Προαιρετικές: Είναι εκείνες οι φυσικές επιθυμίες, που ακόμα κι αν δεν ικανοποιηθούν, δεν οδηγούν αναγκαστικά σε μεγαλύτερο πόνο. Τέτοιες συνήθως είναι οι επιθυμίες για ψυχαγωγία, οι αισθητηριακές απολαύσεις, οι αισθησιακές, οι δραστηριότητες στη φύση, η άθληση, οι τέχνες, κ.λ.π. Τα’ ακριβά φαγητά, τα ποτά, οι καφέδες και τα παρόμοια, καλύπτουν τις φυσικές ανάγκες της πείνας της δίψας και της ψυχαγωγίας, για αυτό οι σύγχρονοι επικούρειοι δεν τα απορρίπτουν. Τα θεωρούν όμως μη αναγκαία και προτείνουν να τα απολαμβάνουμε, εάν είναι εύκολα διαθέσιμα, σε καμιά περίπτωση όμως δεν θα πρέπει να τα συνηθίσουμε και να εξαρτάμε την ευτυχία μας από αυτά. Οι ανάγκες που καλύπτουν είναι μεν πραγματικές, αλλά δεν είναι απαραίτητες για την επιβίωση και την ισορροπία της ψυχής μας.

Μια άλλη σύγχρονη ομάδα μη αναγκαίων φυσικών επιθυμιών έχει να κάνει με τη φροντίδα της εξωτερικής εμφάνισης. Τα στερεότυπα της τέλειας ομορφιάς ωθούν πολλούς ανθρώπους, κυρίως τους νέους και τις γυναίκες σε επικίνδυνες διατροφικές συνήθειες, υπερβολική προσωπική φροντίδα και δαπάνη. Η επικούρεια άποψη, που εκφράζεται από τον Λουκρήτιο, είναι να αποδεχθούμε το σώμα μας όπως είναι και να προστατεύσουμε την υγεία μας. Η εξωτερική μας εμφάνιση δεν είναι σημαντική, γιατί κατά τον Λουκρήτιο, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εξ ίσου ωραίοι με εμάς, οι ωραίοι δεν συμπεριφέρονται καλύτερα από τους άσχημους και επί πλέον, ζούμε μια χαρά όπως είμαστε μέχρι σήμερα. Δεν χρειάζεται ομορφιά για να είναι κανείς ευτυχισμένος. Η εμμονή στη φυσική ομορφιά είναι παθολογική, γιατί επικεντρώνεται σε ένα μόνο μέρος της ανθρώπινης φύσης, που μάλιστα δεν δείχνει το χαρακτήρα του και για αυτό μπορεί ναι είναι απατηλή.

ΙΙ. Γνωστικές απολαύσεις

α) Απολαύσεις απαλλαγής από πόνους, που προκαλούν οι υπέρμετρες υπαρξιακές φοβίες: Πηγή ηδονής για τον Επίκουρο είναι το ξαλάφρωμα από φόβους. Ο τρομερότερος από τους φόβους είναι ο φόβος του θανάτου και ακολουθούν οι φόβοι της τιμωρίας του Θεού και των φυσικών φαινομένων. Τους φόβους αυτούς τους αντιμετώπιζαν οι επικούρειοι ακολουθώντας την τετραφάρμακο: 

«Ο θεός δεν είναι επίφοβος, ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία. Το καλό αποκτάται εύκολα και το κακό αντέχεται εύκολα».

β) Απολαύσεις απαλλαγής από πόνους, που προκαλούν οι υπέρμετρες ανησυχίες της καθημερινότητας: Απαλλαγμένοι από τους εφιάλτες που προκαλούν οι υπαρξιακές φοβίες, οι επικούρειοι τιθάσευσαν στη συνέχεια τις αδικαιολόγητες καθημερινές ανησυχίες, που προέρχονται από μη φυσικές και μη αναγκαίες επιθυμίες. Έλεγαν ότι μόνον οι παράλογες επιθυμίες ταράζουν τον άνθρωπο. Ατέλειωτες ανησυχίες προκαλούν μόνον οι ματαιοδοξίες. Είναι λυπηρό που οι άνθρωποι δεν χαίρονται όσα έχουν, παρά θρηνούνε για όσα δεν έχουν. Τη φύση δεν πρέπει να τη βιάζουμε, αλλά να την υπακούμε. Υπακοή στη φύση σημαίνει να απολαμβάνουμε πρώτα τις φυσικές αναγκαίες ηδονές και τις μη αναγκαίες στη συνέχεια, αν δεν βλάφτουν.

ΙΙΙ. Μη φυσικές και μη αναγκαίες απολαύσεις

Είναι εκείνες οι απολαύσεις, που δεν είναι εύκολα πραγματοποιήσιμες, απαιτούν βαρύ αντίτιμο για να τις αποκτήσουμε και δεν οδηγούν κατ’ ανάγκη σε μεγαλύτερη ηδονή. Η φήμη, η κοινωνική θέση, η πολιτική εξουσία, ο πλούτος και άλλες υπέρμετρες φιλοδοξίες για την απόκτηση γοήτρου, ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Έλεγε ο Επίκουρος: «Την ευδαιμονία και τη μακαριότητα δεν τη φέρνουν τα μεγάλα πλούτη, ούτε η πληθωρική δραστηριότητα, ούτε οι εξουσίες, ούτε η ισχύς, αλλά η αλυπία, η πραότης των συναισθημάτων και η ψυχική διάθεση, που αναγνωρίζει τα όρια που έχει θέσει η φύση».

ΚΟΑΛΕΜΟΣ: Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΒΛΑΚΕΙΑΣ

«Των γαρ ηλιθίων απείρων γένεθλα».
(Άπειρη η γενιά των ηλιθίων).
Σιμωνίδης ο Κείος.

Έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά για την ανθρώπινη βλακεία. Εγχειρίδια, οδηγοί, αναλύσεις προσπάθησαν να εξηγήσουν την ανθρώπινη ηλιθιότητα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.

Οι πρόγονοι μας είχαν δώσει σε μια θεότητα, έναν δαίμονα, όλη την ευθύνη της βλακείας που επισκέπτεται τον άνθρωπο και τον καθιστά ανήμπορο να ισορροπήσει την νόηση του προς όφελος του.

Το όνομα του Κοάλεμος.

Ο Κοάλεμος είναι το πνεύμα της ηλιθιότητας, ο θεός της βλακείας. Ο Κοάλεμος είναι ένας δαίμονας, ο οποίος χαρακτηριζόταν ως «αιματοπότης», «απαιτητικός» και «ηλίθιος». Είναι το προσωποποιημένο πνεύμα της βλακείας και της ανοησίας.

Είναι πολύ πιθανό ο δαίμονας αυτός να έχει κάποια σχέση με τους Κοβάλους, δαίμονες της ακολουθίας του θεού Διονύσου. Αναφέρθηκε από τον Αριστοφάνη και επίσης στους Παράλληλους Βίους του Πλούταρχου.

{Ελάτε, κάντε παράκληση και προσφέρετε μια σπονδή στον Κοάλεμο τον θεό της βλακείας και φροντίστε να πολεμήσετε δυναμικά.}
Αριστοφάνης

{Αυτός [ένας άνδρας] είχε το κακό όνομα ότι ήταν διαλυμένος και δοσίλογος, και ότι κυνηγά τον παππού του Κίμωνα, ο οποίος, λένε, λόγω της απλότητάς του, ονομαζόταν Κοάλεμος, ο Ηλίθιος.}
Πλούταρχος

Ο Πλούταρχος γράφει για τον Κίμωνα ότι αρχικά ζούσε στην Αθήνα κάνοντας άσωτη ζωή, καθώς ήταν ζωηρός και μέθυσος, όμοιος στον χαρακτήρα με τον παππού του Κίμωνα, που του είχαν δώσει το όνομα Κοάλεμος χαρακτηρισμός του ανόητου, του ηλιθίου.

Ο Κοάλεμος δεν εγκατέλειψε ποτέ την ανθρωπότητα. Δεν χρειαζόταν να κτιστούν ναοί ούτε να αφιερωθούν γιορτές προς τιμήν του γιατί ο άνθρωπος τον τιμά συνεχώς μέσα από πράξεις ανοησίας. Έτσι βλέπουμε πως ουδέποτε ξεχάστηκε αυτός ο θεός. Συνεχίζει να κρατά τα πρωτεία και το ανθρώπινο γένος είναι πραγματικά δεμένο μαζί του.

Είθε να αποκτήσουμε την συνείδηση πως στον βωμό του θεού Κοάλεμου προσφέρουμε καθημερινά όλη την δύναμη μας, και να τον σβήσουμε από κάθε πράξη μας δια παντός.

Ο Επίκουρος, ο Νίτσε και η τέχνη του ηδέως ζην

Ο Επίκουρος παραμένει ένας από τους λιγότερο προβεβλημένους φιλοσόφους του αρχαίου κόσμου. Από μια τεράστια σε όγκο και σημασία πνευματική παραγωγή έφτασαν μέχρι τις μέρες μας σχετικά λίγα έργα και αυτά θρυμματισμένα, καθώς τα περισσότερα βιβλία χάθηκαν, για διάφορους λόγους. Από τους αρχαίους στοχαστές περισσότερο γνωστοί έγιναν άλλοι, όπως λ.χ. ο Πλάτων, ενώ πολλοί έμειναν συστηματικά στην αφάνεια ή συκοφαντήθηκαν σε όλες τις εποχές.

Κατά τον καθηγητή Χαράλαμπο Θεοδωρίδη, Πλάτων και Επίκουρος είναι οι δύο πόλοι της συναισθηματικής και διανοητικής ζωής, η πιο βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη φύση αντίθεση, καθρέφτισμα της οικονομικής και κοινωνικής αντίθεσης. Ο Πλάτων είναι ο τυπικός αντιπρόσωπος του ιδεαλισμού, ο Επίκουρος του συστηματικότερου υλισμού που γνώρισε η Αρχαιότητα. Η αντίθεση είναι χαρακτηριστική για την ζωή και την κίνηση των ιδεών, για την ιστορία της φιλοσοφίας, που είναι η πάλη του ιδεαλισμού και του υλισμού. Η πρώτη, η παλαιότερη και πρωτογονότερη θεώρηση του κόσμου, είναι η ιδεαλιστική. Ο Σωκράτης είχε ιδιαίτερη μεταχείριση, καθώς ή περίφημη ρήση του για τον επερχόμενο σωτήρα ερμηνεύτηκε ως προαναγγελία της άφιξης του Ιησού:«καθεύδοντες διατελοίτε αν, ει μη τινά άλλον ο θεός υμίν επιπέμψειεν κηδόμενος υμών», όλον τον καιρό θα εξακολουθείτε να κοιμάσθε, ώσπου να σας λυπηθεί ο θεός και σας στείλει άλλον κανέναν. Ο Πλάτων πέρασε για θεόπνευστος προφήτης με προαισθήματα για το σωτήριο κήρυγμα. Το πλούσιο έργο του Επίκουρου, σημειώνει παρακάτω ο Θεοδωρίδης, παραμελήθηκε, χάθηκε και στην τύχη χρωστάμε τα λίγα πολύτιμα κομμάτια που σώθηκαν. Κρυμμένα αιώνες σα σπίθα στη στάχτη χρησίμευσαν προσάναμμα, όταν έφτασε το πλήρωμα άλλων καιρών. Η έρευνα και η κατανόηση αναστήλωσαν τη φωτεινή φυσιογνωμία του, την γνήσια ελληνική και οδηγημένοι από τη φεγγοβολία της αναστηλώνουμε κι εμείς την Αρχαιότητα όπως ήταν στην πραγματικότητα.

Η διδασκαλία για τη μοίρα και το πεπρωμένο έχει κεντρική θέση σε ολόκληρο το φιλοσοφικό ρεύμα του ιδεαλισμού. «Ουκ έστιν αλλάξαι ανθρώποις, ό,τι Μοίρα κακά κλωστήρος επείγει, δεν μπορούν οι άνθρωποι να ξεφύγουν απ’ ό,τι η μοίρα τούς γράφει, λέει ο Θεόκριτος, ενώ σύμφωνα με τον Αρχίλοχο «όλα η τύχη και η μοίρα τα δίνει στους ανθρώπους», πάντα τύχη και μοίρα ανδρί δίδωσι. Κατά τον Λεύκιππο, «τα πάντα γίνονται κατ’ αναγκαιότητα, αυτήν την αναγκαιότητα ονομάζουμε ειμαρμένη», πάντα κατ’ ανάγκην, την δ’ αυτήν ειμαρμένην. Στη ίδια γραμμή βρίσκεται και ο ποιητής Όμηρος: «Σε τίποτα δεν ωφελούν τα κλαψουρίσματα. Οι Θεοί έκλωσαν έτσι το νήμα της ζωής των δυστυχισμένων ανθρώπων, που αυτοί ζούνε μέσα στα βάσανα, ενώ εκείνοι μένουν αμέριμνοι. Δύο δοχεία βρίσκονται κοντά στην πόρτα του Δία: το ένα γεμάτο από κακά δώρα και το άλλο γεμάτο από δώρα καλά. Αυτά ο κεραυνοβόλος Δίας τ’ ανακατώνει και δίνει σ’ άλλον κακά και σ’ άλλον καλά. Σ’ όποιον δώσει κακά δώρα, τον καθιστά πραγματικά δυστυχισμένο κι αληθινό βάρος της γης, πάνω στην οποία περιπλανιέται κι όπου περιφρονιέται κι από τους Θεούς κι από ανθρώπους». Οι άνθρωποι είναι σαν τα φύλλα των δέντρων: «Φύλλα τα μεν τα’ άνεμος χαμάδις χέει, άλλα δε θ’ ύλη τηλεθοώσα φύει», τα φύλλα άλλα ο αγέρας τα σκορπάει χάμω, κι άλλα βγάζουν τ αμάραντα δάση.

Η φιλοσοφία του Επίκουρου απορρίπτει όλες τις ιδεαλιστικές κατασκευές, τις κοσμογονίες και τους μύθους που έχουν σχέση με τη Μοίρα και το Πεπρωμένο, όπως ορίστηκαν από επιφανείς εκπροσώπους των ιδεαλιστών και συχνά είναι κοινές με πολλές δοξασίες που εισήχθησαν στον ελληνικό χώρο από την Ανατολή, τους αιώνες που ακολούθησαν την κατάρρευση του αρχαίου ελληνικού κόσμου της κλασικής εποχής. Ο Φιλόδημος, Επικούρειος του 1ου π.Χ. αιώνα, γράφει ανήσυχος για τις ιδέες και τα έθιμα που κουβαλούσαν οι Ασιάτες: «Κοιμούνται σε ναούς, θεοπαρμένοι θυσιάζουν σε πέτρες αντί σ’ αγάλματα, με τύμπανα και άγρια μουσική. Τους θεούς αυτούς τους έχουν γι’ αδέκαστους και αλύγιστους, τον Άδη άμαχο και αδάμαστο», και τους μεν (θεούς) νομίζειν ατρέπτους και απαραιτήτους, τον δ’ Άδην άμαχον και αδάμαστον κατά τινα των εθνών Ασίας. (Φιλόδημος, Περί Θεών Ι, 18,22). Γράφει ο Θεοδωρίδης σχετικά: «Η ελληνική παιδεία δέχτηκε βαρβαρική επιδρομή. Η ανατολική θρησκοληψία και θεοσοφική διάθεση, που κουβάλησαν σ’ αυτήν οι ξένοι, Σύροι, Αιγύπτιοι, Εβραίοι, διαμετρικά αντίθετες και ασυμβίβαστες με την ουσία του ελληνισμού, ήταν φυσικό να αγκιστρωθούν στον Πυθαγόρα και στον Πλάτωνα. Ο Ιουδαίος Φίλων, που έζησε στα χρόνια του Χριστού, υποστήριξε πως ο Πλάτων τη σοφία του την άντλησε από τα ιερά βιβλία των Εβραίων, ενώ εκείνα βαστούν από “θεϊκή” έμπνευση. Κανένα αιώνα αργότερα ο Νουμήνιος από την Απάμεια της Συρίας (γύρω στα 160 μ.Χ.) έλεγε πως ο Πλάτων είναι ο ίδιος ο Μωϋσής που μιλάει ελληνικά, “Μωϋσής αττικίζων”. Ο αραβικός και ο δυτικοευρωπαϊκός Μεσαίωνας αγιοποίησαν τον Αριστοτέλη σαν φύλακα άγγελο της μωαμεθανικής και της καθολικής ορθοδοξίας.»

Ο Επίκουρος ξεκινάει από τις αισθήσεις οι οποίες αποκαλύπτουν τη μεγαλοπρέπεια και τη λαμπρότητα της ζωής. Αυτές είναι το κριτήριο της αλήθειας και τίποτα δεν υπάρχει έξω απ” αυτές. Οι Επικούρειοι ελέγχουν και απορρίπτουν συστηματικά οτιδήποτε προκαλεί φόβο στην ψυχή του ανθρώπου και κυρίως τον κυρίαρχο τρόμο του θανάτου (κενόν φόβον) και της αιώνιας τιμωρίας. Οι θεοί, ως τέλεια όντα, δεν ενδιαφέρονται για τη ζωή των βροτώνούτε για το θάνατό τους. Η θεία πρόνοια απορρίπτεται έτσι μαζί με τη θεία τιμωρία. Ο κόσμος είναι αΐδιος (αιώνιος), δεν τον έφτιαξε κανένας από μηχανής θεός ή άνθρωπος, αλλ” ην αιεί και έστιν και έσται:

«Εκείνος (ο Επίκουρος) μας έχει διδάξει ότι ο κόσμος υπήρξε δημιούργημα της φύσης και ότι δεν χρειάστηκε να τον οικοδομήσει κανένας πλάστης, και ότι η διαδικασία της δημιουργίας, που σύμφωνα μ’ εσάς δεν είναι δυνατό να υπάρξει χωρίς θεία επιδεξιότητα, είναι τόσο εύκολη, που η φύση θα δημιουργήσει, δημιουργεί και έχει δημιουργήσει αναρίθμητους κόσμους. Εσείς, αντίθετα, δεν μπορείτε να δείτε πώς τα κατορθώνει όλα αυτά η φύση χωρίς τη βοήθεια κάποιας διάνοιας, κι έτσι, σαν τους τραγικούς ποιητές που δεν μπορούν να φέρουν την πλοκή του δράματος σε μια κατάληξη, καταφύγατε σ’ έναν από μηχανής θεό, που την παρέμβασή του δεν θα την είχατε ανάγκη, αν αναλογιζόσασταν την δίχως όρια έκταση του διαστήματος που απλώνεται προς κάθε κατεύθυνση στό άπειρο όπου, ταξιδεύοντας ο νους, δεν βρίσκει άκρη να σταθεί.

Οι μαθητές του Κήπου αρνούνται κάθε θεία παρέμβαση στη δημιουργία του κόσμου και κάθε τελολογική ερμηνεία:

«Λοιπόν, μέσα σ’ ετούτο το αχανές μήκος και πλάτος και ύψος, υπάρχει χώρος για την άπειρη ποσότητα ατόμων που -παρ” ότι τα χωρίζει το κενό- συνδέονται μεταξύ τους και σχηματίζουν τις ενώσεις από τις οποίες αποτελούνται οι μορφές όλων των πραγμάτων που εσείς νομίζετε πως δεν μπορούν να δημιουργηθούν παρά μόνο με τη βοήθεια φυσερών και αμονιών, και μας φορέσατε σαμάρι έναν Αιώνιο Αφέντη που πρέπει μέρα νύχτα να τον φοβόμαστε· γιατί ποιος δεν θα φοβόταν έναν θεό που ανακατεύεται παντού, που προβλέπει, προνοεί και παρατηρεί τα πάντα, και κρίνει πως τον αφορά το κάθε τι; Συνέπεια της θεολογίας αυτής, πριν απ” όλα υπήρξε το δόγμα σας της Αναγκαιότητας ή της Ειμαρμένης· η θεωρία σας ότι κάθε συμβάν είναι αποτέλεσμα μιας αιώνιας αλήθειας και ότι αποτελεί μέρος μιας αδιάσπαστης αλυσίδας αιτιοτήτων. Όμως τι αξία μπορεί να έχει μια φιλοσοφία που νομίζει ότι το κάθε τι συμβαίνει γιατί έτσι είναι γραμμένο από τη μοίρα; Αυτά τα πιστεύουν οι γριές, και μάλιστα οι αμόρφωτες γριές! Δεύτερη συνέπεια είναι οι ιδέες σας περί θείας έμπνευσης και μαντικής, που αν τις παίρναμε στα σοβαρά, θα γινόμασταν τόσο προληπτικοί πουθα καταλήγαμε στους προφήτες, τους οιωνοσκόπους, στους αγύρτες, τους οραματιστές και τους ονειροκρίτες. Όμως ο Επίκουρος μάς λύτρωσε από την αιχμαλωσία και μας απελευθέρωσε από αυτές τις δεισιδαιμονίες• δεν έχουμε λοιπόν να φοβηθούμε τίποτα από τις υπάρξεις εκείνες που, όπως ξέρουμε, δεν προκαλούν ενοχλήσεις ούτε στον εαυτό τους ούτε και σε κανέναν άλλο• και ταυτόχρονα, λατρεύουμε με σεβασμό και ευλάβεια το υπέρτατο μεγαλείο της φύσης τους.»

Θα έφτιαχναν ποτέ οι θεοί έναν κόσμο με τόση δυστυχία, θλίψη και οδύνη; Κι αν το τέλος, με τη μορφή της απώλειας, είναι καθημερινό φαινόμενο, μήπως ολόκληρη η φιλοσοφία δεν είναι παρά ένα ευφυές σχόλιο στο αμετάκλητο γεγονός του θανάτου; Κι αν ήθελαν οι θεοί να φτιάξουν τον κόσμο, γιατί δεν τον έφτιαξαν τέλειο; Ή λοιπόν ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν να εκτοπίσουν το κακό από την ανθρωπότητα, ή μπορούσαν αλλά δεν ήθελαν, ή ούτε ήθελαν ούτε μπορούσαν ή και ήθελαν και μπορούσαν να το κάνουν. Κατά τον Επίκουρο, οι τρεις πρώτες περιπτώσεις είναι αδιανόητες για τους Θεούς, αφού είναι αντίθετες στη θεϊκή φύση τους. Αν λοιπόν ήθελαν και μπορούσαν, γιατί δεν έφτιαξαν τον κήπο του Παράδεισου αλλά μια κοιλάδα των δακρύων για εκατομμύρια θνητούς;

Οι παραστάσεις των ανθρώπων για τους θεούς προέρχονται από αμάθεια, φόβο και δεισιδαιμονία· άθεος και ασεβής είναι για τον Επίκουρο όποιος αποδίδει εγκληματικές προθέσεις στους θεούς, οι οποίοι υπάρχουν άφθαρτοι και αδιάφοροι για τις ατέλειες του κόσμου και τις περιπέτειες των πολιτισμού. Είναι πάντως προτιμότερο οι άνθρωποι να πιστεύουν τον μύθο για τους θεούς, παρά να υποδουλώνονται στο πεπρωμένο, όπως λένε οι φυσικοί φιλόσοφοι, γιατί ο μύθος αφήνει τουλάχιστον την ελπίδα να μαλακώσουμε την θέληση και την οργή τους με τιμές, ενώ η αναγκαιότητα είναι νόμος αμείλικτος και με τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Ως βάση λοιπόν της θρησκείας μπαίνει το ζήτημα του φόβου. Η Ιφιγένεια θυσιάστηκε από τον ίδιο της τον πατέρα για να φυσήξει ούριος άνεμος στα ελληνικά πλοία. Θα ήθελαν ποτέ οι θεοί κάτι τέτοιο ή μήπως όλα αυτά είναι έργα των ανθρώπων; Οι θεοί του Επίκουρου έχουν αιθέρια φύση, είναι μακάριοι και αθάνατοι, φτιαγμένοι από ψιλά άτομα, μιλούν Ελληνικά, έχουν φύλο και εμφανίζονται με τη μορφή του ανθρώπινου σώματος, το οποίο είναι ωραιότερο από κάθε άλλο. Στην επιστολή προς Μενοικέα διαβάζουμε: ΘΕΟΙ ΜΕΝ ΓΑΡ ΕΙΣΙΝ. ΕΝΑΡΓΗΣ ΓΑΡ ΑΥΤΩΝ ΕΣΤΙΝ Η ΓΝΩΣΙΣ, (οι θεοί βέβαια υπάρχουν διότι η γνώση που έχουμε γι' αυτούς είναι εναργής και ολοφάνερη). Στη διαθήκη που παραθέτει ολόκληρη ο Διογένης Λαέρτιος φαίνονται η ευσέβεια του Επίκουρου προς τους θεούς.

Ο Ρωμαίος φιλόσοφος Σενέκας έχει τις αντιρρήσεις του: «Ο Θεός, αφού ζει απομονωμένος ανάμεσα στο δικό μας και κάποιον άλλο κόσμο, τίποτα δεν μπορεί να πράττει, παρά να αποφεύγει κάθε φορά τους κόσμους που καταστρέφονται γύρω του, χωρίς να δίνει προσοχή στις ικεσίες και να φροντίζει για μας. Τέτοιον Θεό λατρεύεις εσύ, Επίκουρε, όπως μου φαίνεται, και μάλιστα με ευγνώμονα καρδιά. Αν ουδεμία υποχρέωση έχεις να λατρεύεις τον Θεό, αφού οφείλεις τα πάντα στα άτομα και τα στοιχεία για τα οποία μιλάς, τότε γιατί τον λατρεύεις;»

Βάλσαμο της ψυχής

Ο Επίκουρος (341 π.Χ. – 270 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή, εν ονόματι Κήπος του Επίκουρου, η οποία θεωρείται από τις πιο γνωστές σχολές της Ελληνικής φιλοσοφίας.

Ο Νίτσε επισημαίνει την παρηγορητική δύναμη της φιλοσοφίας του δασκάλου: «Ο Επίκουρος, αυτός που καθησύχασε τις ψυχές της αρχαιότητας, είχε την αντίληψη που σήμερα συναντούμε σπάνια, ότι δηλαδή για να γαληνέψει η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι αναγκαίο να λύσουμε τα ύψιστα θεωρητικά προβλήματα. Έτσι, αντί να προβαίνει σε άκαρπες συζητήσεις, τού ήταν αρκετό να λέει σ’ εκείνον που βασανιζόταν από το φόβο ότι και σε περίπτωση που υπάρχουνε θεοί, δεν αναμειγνύονται στις υποθέσεις του κόσμου. Η άποψη αυτή είναι ευνοϊκότερη και ασφαλέστερη. Δίνονται εκ των προτέρων κάποια προοδευτικά βήματα στον ακροατή, ο οποίος έτσι γίνεται πιο πρόθυμος να ακούει και να αποδέχεται. Αλλά αν επιχειρήσει να αποδείξει το αντίθετο -ότι δηλαδή οι θεοί μεριμνούν για τις ανθρώπινες υποθέσεις-, σε ποιους λαβύρινθους και δάση σπαρμένα με αγκάθια δεν πέφτει από μόνος του, ο δυστυχής, χωρίς να χρειάζεται την πονηριά του συνομιλητή του, ο οποίος οφείλει τότε να έχει αρκετή φιλανθρωπία και λεπτότητα, ώστε να κρύψει τον οίκτο του. Στο τέλος, καταλαμβάνεται από ισχυρότατη αηδία για κάθε επιχείρημα που διατυπώνεται με λόγια. Καταλαμβάνεται από αηδία για τους ίδιους τους ισχυρισμούς του και αποχωρεί με τη διάθεση που θα είχε κι ένας γνήσιος αθεϊστής: Τι με ενδιαφέρουν οι θεοί; Ας πάνε στο διάβολο!» 

Άφοβον ο θεός,
ανύποπτον ο θάνατος•
και ταγαθόν μεν εύκτητον,
το δε δεινόν ευκαρτέρητον.

Φιλόδημος, Προς σοφιστάς, IV 10-14

Και στη συνέχεια: «Σε άλλες περιπτώσεις, όσες φορές ταλαιπωρούσε το μυαλό του συνομιλητή του μια υπόθεση κατά το ήμισι φυσική και ηθική κατά το άλλο μισό, ο Επίκουρος δεν την ανασκεύαζε, αλλά ομολογούσε ότι ενδεχομένως μπορούσε να είναι ορθή, ίσως όμως να υπάρχει κι άλλη υπόθεση, η οποία ερμηνεύει αυτό το φαινόμενο. Το πλήθος των υποθέσεων αρκεί για να σκορπίσει απ” την ψυχή μας τα σύννεφα που γεννιούνται από τη μία και μόνη λεπτολόγο ανάλυση, η οποία επειδή είναι η μόνη ορατή, υπερτιμάται εκατό φορές περισσότερο· αυτό ακριβώς συμβαίνει για παράδειγμα όταν εξετάζουμε την προέλευση των τύψεων της συνείδησης και τις αντιλήψεις που έχουμε γι’ αυτές. Όποιος λοιπόν επιθυμεί να χύσει βάλσαμο παρηγοριάς στους δυστυχείς, τους κακοποιούς, τους υποχονδριακούς ή αυτούς που πεθαίνουν, ας ανακαλεί στη μνήμη τους τις δυο καθησυχαστικές αποστροφές του Επίκουρου που ισχύουν σε πλείστες περιπτώσεις: α) Είναι νόμος. Έτσι έχει το πράγμα. Λοιπόν δεν ενδιαφερόμαστε. β) Το πράγμα είναι δυνατόν να είναι έτσι. Μπορεί όμως να είναι κι αλλιώς.»

Η μεσημβρία του αρχαίου κόσμου

Για τον Γερμανό φιλόσοφο, η διδασκαλία του Επίκουρου είναι το μεσημέρι της αρχαιότητας: «Είμαι ευτυχής, διότι συναισθάνομαι το χαρακτήρα του Επίκουρου με τρόπο διαφορετικό από κάθε άλλον και, παρά τα όσα ακούω και διαβάζω γι’ αυτόν, είμαι ικανός να δοκιμάσω την αίσθηση της μεσημβρίας του αρχαίου κόσμου. Βλέπω τη ματιά του στραμμένη προς μια μακρά, απλωμένη, υπόλευκη θάλασσα, προς παράκτιους βράχους που πάνω τους ξαπλώνει ο ήλιος, ενώ μικρά ζώα παίζουν ήσυχα και με ασφάλεια μέσα στις λάμψεις του, όπως ήσυχο και ασφαλές είναι το φως της μέρας και το βλέμμα του δασκάλου. Τέτοια ευδαιμονία μπορεί να αισθανθεί μόνον όποιος υποφέρει εις το διηνεκές. Είναι ευδαιμονία για τα μάτια, μπροστά στα οποία η θάλασσα της ύπαρξης γαληνεύει, κι αυτά δεν μπορούν να ικανοποιηθούν πλέον βλέποντας την επιφάνεια και την πολύχρωμη, τρυφερή και φρικιαστική επιδερμίδα της. Ουδέποτε άλλοτε υπήρξε τέτοια μετριοφροσύνη της ηδονής.»

Πλάνη δεινή!

Στους ισχυρισμούς των Κυρηναϊκών ότι οι σωματικοί πόνοι είναι σφοδρότεροι και δριμύτεροι από τους ψυχικούς, ο Επίκουρος απαντά: «Πλάνη δεινή! Το σώμα πάσχει μόνο από τα παρόντα κακά ενώ η ψυχή υποφέρει από τις συμφορές του παρόντος, του παρελθόντος και του μέλλοντος.» Εξάλλου, οι αισθησιακές ηδονές και οι σαρκικές απολαύσεις ποτέ δεν μπορούν να ικανοποιηθούν πλήρως σε μια τόσο σύντομη ζωή. Μόνο η νόηση μπορεί να μας εξασφαλίσει αρμονικό και τέλειο βίο, γιατί δεν έχει ανάγκη την απεριόριστη διάρκεια του χρόνου. Στις ωραίες επιστολές του προς τον Λουκρήτιο, ο Σενέκας λέει: «Οποιοσδήποτε καταφεύγει στον Επίκουρο για να βρει επικάλυψη για τις ακόλαστες διαθέσεις του απογοητεύεται ευθύς εξαρχής. Εισέλθετε στον κήπο μου και διαβάστε το επίγραμμά μου: Ξένε, η διαμονή εδώ είναι ευχάριστη. Ως ύψιστο αγαθό θεωρούμε την ηδονή. Ο φύλακας αυτού του χώρου (ενδιαιτήματος) είναι πρόθυμος και αξιέραστος. Θα σε φιλέψει κρίθινο άρτο, θα σου προσφέρει άφθονο νερό και θα σου απευθύνει την ερώτηση: είσαι ευχαριστημένος από την υποδοχή που σου έκαμα; Όχι! Ο κήπος αυτός δεν ερεθίζει την όρεξη, τουναντίον καταστέλλει την πείνα. Δεν αυξάνει τη δίψα με την πόση, αλλά τη σβήνει με φυσικά μέσα, τα οποία, εκτός των άλλων, έχουν το πλεονέκτημα να είναι πολύ φθηνά. Στην απόλαυση αυτή γέρασα κι εγώ.»

Ενώ οι Στωικοί θεωρούν ύψιστο αγαθό την Αρετή, ο Επίκουρος την εκλαμβάνει αποκλειστικά ως ένα μέσο που βοηθάει τους ανθρώπους να αποκτήσουν την ύψιστη ευδαιμονία, δηλαδή την ηδονή. Αν οι ωραίες και θαυμάσιες αρετές δεν μπορούν να μας οδηγήσουν σε καμιά ευχαρίστηση, κανένας δε θα τις λογαριάσει ως ελκυστικές και άξιες επαίνου. Η τέχνη του γιατρού εκτιμάται για τα ευεργετικά αποτελέσματα της και η τέχνη του ναυκλήρου δεν επαινείται καθ” αυτήν αλλά επειδή είναι χρήσιμη στη ναυσιπλοΐα· έτσι και η φιλοσοφία εκείνη, την οποία πρέπει να θεωρήσουμε ως τέχνη του ζην, δεν έχει καμιά αξία αν δεν προσφέρει κάποιο θετικό και ευεργετικό αποτέλεσμα. Ποθούμε το Αγαθό όχι επειδή έχει αξία από μόνο του, όπως έλεγε ο Σωκράτης, αλλά γιατί είναι παράγοντας που οδηγεί στην ευτυχία. Για τον ίδιο λόγο επιδιώκονται και οι άλλες τέσσερις θεμελιώδεις αρετές της αρχαιότητας, η εγκράτεια, η ανδρεία, η δράση και η δικαιοσύνη. Η εγκράτεια θέτει τη δράση υπό τον έλεγχο της νόησης και μας βοηθάει να απολαμβάνουμε με μέτρο τις ηδονές, ώστε να μην προκαλούν οδύνη. Είμαστε ανδρείοι για να μπορούμε να ζούμε χωρίς αγωνίες και φόβους, πράττοντας δίκαια, γιατί η ατιμία βασανίζει την ψυχή και μόνο με την απλή παρουσία της (Ο δίκαιος αταρακτότατος, ὁ δ” αδικος πλείστης ταραχής γέμων). Ωστόσο, δεν μπορεί οποιοσδήποτε να εξυψωθεί στην ύψιστη βαθμίδα της σοφίας. Χρειάζεται ευφυΐα και άσκηση, αλλά αυτός που κατορθώσει άπαξ να ανέλθει μέχρι εκεί, κατέχει πλέον τη σοφία ως άφθαρτη ιδιότητα και μαζί μ” αυτή την ευδαιμονία και την ατάραχη ζωή. Ο σοφός δεν εκλιπαρεί αξιώματα και τιμές, ούτε ενδιαφέρεται πολύ για τη γνώμη που έχουν οι άλλοι γι” αυτόν· του αρκεί να μην τον περιφρονούν, επειδή σε τέτοια περίπτωση θα κινδύνευε η ασφάλεια και η ηρεμία του. Ο σοφός αντιμετωπίζει με ήρεμη σκέψη (νήφωνα λογισμό) κάθε κατηγορία και μομφή εναντίον του. Αν και το αίσθημα της αδικίας του προκαλεί δυσαρέσκεια, τα συναισθήματά του δεν εκφυλίζονται σε αγανάκτηση και οργή, η οποία θα έβλαπτε την αοχλησίαν του σώματος. Στην Επίκουρου Προσφώνησι σώζεται ένα απόσπασμα που ανήκει στον Μητρόδωρο: «Να θυμάσαι ότι αν και είσαι θνητός σύμφωνα με τη φύση και έχεις λάβει μια περιορισμένη διάρκεια ζωής, ανέβηκες με τους διαλογισμούς περί της φύσης τόσο στην απειρία της όσο και στην αιωνιότητά της και είδες καθαρά τα τωρινά, τα μελλούμενα και τα παρελθόντα.» Ο Έλληνας άνθρωπος της δημοκρατικής εποχής, απαλλαγμένος από τις μεταφυσικές μυστικιστικές θολούρες, περιγελά το Πεπρωμένο και δεν το δέχεται ως απόλυτο κυρίαρχο των πάντων: από τα πράγματα κάποια γίνονται από ανάγκη κάποια άλλα από τύχη και κάποια άλλα τέλος από τη δική μας βούληση. Η τύχη είναι απλώς μια ευκαιρία: «Την τύχη όμως ούτε θεό την θεωρεί, όπως πιστεύουν οι πολλοί άνθρωποι, – αφού τίποτα δεν γίνεται από τον θεό χωρίς τάξη – , ούτε πάλι την θεωρεί ως αβέβαιη αιτία, δεν πιστεύει ότι από την τύχη δίνεται το καλό ή το κακό στους ανθρώπους για μια ευτυχισμένη ζωή, αλλά όμως παρέχει την ευκαιρία και την αρχή για μεγάλα καλά ή μεγάλα δεινά.»

Τα προηγούμενα δεν σημαίνουν ότι ο θνητός που κατέχει τέτοια σοφία είναι απαλλαγμένος από τα ανθρώπινα πάθη, ούτε ζει αλώβητος, αμέτοχος στα παιχνίδια της εξουσίας και τις αναμετρήσεις που μαίνονται σε όλο το φάσμα της κοινωνικής σχέσης. Λόγω αυτής της πραγματικότητας δημιουργήθηκαν άλλωστε πλήθος οργανωμένες φιλοσοφικές Σχολές σε πολλές πόλεις του αρχαίου κόσμου. Οι αλληλέγγυες κοινότητες των Επικούρειων συμμετείχαν στις ιδεολογικές διαμάχες της εποχής τους, είχαν δηλαδή εν τέλει πολιτική λειτουργία, ανεξαρτήτως από τις προθέσεις και τις επιδιώξεις των ιδρυτών τους. Οι ιδέες των Επικουρισμού θα επιβιώσουν στη συναρπαστική ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης, θα ενταχθούν σε μεταγενέστερες κοσμοαντιλήψεις και θα ανακαλυφθούν ξανά την περίοδο των αστικών επαναστάσεων στην Ευρώπη. Ο Επίκουρος υπήρξε το σκάνδαλο της αρχαιότητας και ταυτόχρονα ο πρώτος που ανέδειξε μέσα σε ένα ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα την αξία της προσωπικότητας και της φιλίας, την πίστη στο λογικό, την ανεξάρτητη διανόηση, την ικανότητα του ανθρώπου να εξουσιάσει τη Φύση και να δαμάσει τη Μοίρα του. Ανάμεσα σε άλλα, η επικούρεια φιλοσοφία καταδεικνύει πόσο μάταιες και γελοίες είναι οι προσπάθειες των ανθρώπων να αποκτήσουν όλο και περισσότερα υλικά αγαθά, θυσιάζοντας πολλές φορές πράγματα πολύ πιο σημαντικά για τη ζωή τους, χωρίς καν να το συνειδητοποιούν. Στο σπουδαίο και ανεπανάληπτο συμπόσιο της ζωής αξίζει λοιπόν να πάρουμε μέρος χαρούμενοι, δηλαδή γενναίοι και ατρόμητοι μπροστά στον θάνατο: «Το φρικωδέστερον ουν των κακών,ο θάνατος ουθέν προς ημάς επειδήπερ όταν μεν ημείς ώμεν, ο θάνατος ου πάρεστιν, όταν δε ο θάνατος παρή, τοθ’ ημείς ουκ εσμέν», το φριχτότατο λοιπόν κακό, ο θάνατος, δεν πρέπει να μας σκοτίζει, γιατί όσο εμείς υπάρχουμε, ο θάνατος δεν υπάρχει, κι άμα έρθει ο θάνατος, εμείς δεν υπάρχουμε. Η φύση μας προσφέρει γενναιόδωρα και χωρίς πολλούς κόπους όσα χρειαζόμαστε για να ζήσουμε ευτυχισμένοι. Ο γλυκός καρπός της επικούρειας αυτάρκειας είναι η ελευθερία.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 2.59.1–2.64.6

(ΘΟΥΚ 2.59.1–2.65.13: Το "κύκνειο άσμα" του Περικλή – Η προσωπικότητά του) 

Απάντηση του Περικλή στους επικριτές του

Ενώ η Αθήνα μαστιζόταν από τον λοιμό (βλ. ΘΟΥΚ 2.47.1–2.54.5), οι Πελοποννήσιοι εισέβαλαν για δεύτερη φορά στην Αττική και προχωρώντας νότια λεηλάτησαν την περιοχή του Λαυρίου. Οι Αθηναίοι με τη σειρά τους λεηλάτησαν την Επίδαυρο και παραλιακές πόλεις της Πελοποννήσου, απέτυχαν, ωστόσο, να βοηθήσουν ουσιαστικά όσους πολιορκούσαν την Ποτίδαια, καθώς οι στρατιώτες που στάλθηκαν εκεί μετέδωσαν στους συμπολεμιστές τους την ασθένεια. Σε αυτό το σημείο ο ιστορικός αφηγείται το "κύκνειο άσμα" του Περικλή.


[2.59.1] Μετὰ δὲ τὴν δευτέραν ἐσβολὴν τῶν Πελοποννησίων οἱ
Ἀθηναῖοι, ὡς ἥ τε γῆ αὐτῶν ἐτέτμητο τὸ δεύτερον καὶ ἡ
νόσος ἐπέκειτο ἅμα καὶ ὁ πόλεμος, ἠλλοίωντο τὰς γνώμας,
[2.59.2] καὶ τὸν μὲν Περικλέα ἐν αἰτίᾳ εἶχον ὡς πείσαντα σφᾶς
πολεμεῖν καὶ δι’ ἐκεῖνον ταῖς ξυμφοραῖς περιπεπτωκότες,
πρὸς δὲ τοὺς Λακεδαιμονίους ὥρμηντο ξυγχωρεῖν· καὶ
πρέσβεις τινὰς πέμψαντες ὡς αὐτοὺς ἄπρακτοι ἐγένοντο.
πανταχόθεν τε τῇ γνώμῃ ἄποροι καθεστηκότες ἐνέκειντο
τῷ Περικλεῖ. [2.59.3] ὁ δὲ ὁρῶν αὐτοὺς πρὸς τὰ παρόντα χαλε-
παίνοντας καὶ πάντα ποιοῦντας ἅπερ αὐτὸς ἤλπιζε, ξύλ-
λογον ποιήσας (ἔτι δ’ ἐστρατήγει) ἐβούλετο θαρσῦναί τε
καὶ ἀπαγαγὼν τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης πρὸς τὸ ἠπιώ-
τερον καὶ ἀδεέστερον καταστῆσαι· παρελθὼν δὲ ἔλεξε
τοιάδε.

[2.60.1] «Καὶ προσδεχομένῳ μοι τὰ τῆς ὀργῆς ὑμῶν ἔς με γεγέ-
νηται (αἰσθάνομαι γὰρ τὰς αἰτίας) καὶ ἐκκλησίαν τούτου
ἕνεκα ξυνήγαγον, ὅπως ὑπομνήσω καὶ μέμψωμαι εἴ τι μὴ
ὀρθῶς ἢ ἐμοὶ χαλεπαίνετε ἢ ταῖς ξυμφοραῖς εἴκετε. [2.60.2] ἐγὼ
γὰρ ἡγοῦμαι πόλιν πλείω ξύμπασαν ὀρθουμένην ὠφελεῖν
τοὺς ἰδιώτας ἢ καθ’ ἕκαστον τῶν πολιτῶν εὐπραγοῦσαν,
ἁθρόαν δὲ σφαλλομένην. [2.60.3] καλῶς μὲν γὰρ φερόμενος ἀνὴρ
τὸ καθ’ ἑαυτὸν διαφθειρομένης τῆς πατρίδος οὐδὲν ἧσσον
ξυναπόλλυται, κακοτυχῶν δὲ ἐν εὐτυχούσῃ πολλῷ μᾶλλον
διασῴζεται. [2.60.4] ὁπότε οὖν πόλις μὲν τὰς ἰδίας ξυμφορὰς οἵα
τε φέρειν, εἷς δ’ ἕκαστος τὰς ἐκείνης ἀδύνατος, πῶς οὐ χρὴ
πάντας ἀμύνειν αὐτῇ, καὶ μὴ ὃ νῦν ὑμεῖς δρᾶτε· ταῖς κατ’
οἶκον κακοπραγίαις ἐκπεπληγμένοι τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας
ἀφίεσθε, καὶ ἐμέ τε τὸν παραινέσαντα πολεμεῖν καὶ ὑμᾶς
αὐτοὺς οἳ ξυνέγνωτε δι’ αἰτίας ἔχετε. [2.60.5] καίτοι ἐμοὶ τοιούτῳ
ἀνδρὶ ὀργίζεσθε ὃς οὐδενὸς ἥσσων οἴομαι εἶναι γνῶναί τε
τὰ δέοντα καὶ ἑρμηνεῦσαι ταῦτα, φιλόπολίς τε καὶ χρημάτων
κρείσσων. [2.60.6] ὅ τε γὰρ γνοὺς καὶ μὴ σαφῶς διδάξας ἐν ἴσῳ
καὶ εἰ μὴ ἐνεθυμήθη· ὅ τε ἔχων ἀμφότερα, τῇ δὲ πόλει
δύσνους, οὐκ ἂν ὁμοίως τι οἰκείως φράζοι· προσόντος δὲ
καὶ τοῦδε, χρήμασι δὲ νικωμένου, τὰ ξύμπαντα τούτου ἑνὸς
ἂν πωλοῖτο. [2.60.7] ὥστ’ εἴ μοι καὶ μέσως ἡγούμενοι μᾶλλον ἑτέρων
προσεῖναι αὐτὰ πολεμεῖν ἐπείσθητε, οὐκ ἂν εἰκότως νῦν τοῦ
γε ἀδικεῖν αἰτίαν φεροίμην.

[2.61.1] «Καὶ γὰρ οἷς μὲν αἵρεσις γεγένηται τἆλλα εὐτυχοῦσι,
πολλὴ ἄνοια πολεμῆσαι· εἰ δ’ ἀναγκαῖον ἦν ἢ εἴξαντας
εὐθὺς τοῖς πέλας ὑπακοῦσαι ἢ κινδυνεύσαντας περιγενέσθαι,
ὁ φυγὼν τὸν κίνδυνον τοῦ ὑποστάντος μεμπτότερος. [2.61.2] καὶ
ἐγὼ μὲν ὁ αὐτός εἰμι καὶ οὐκ ἐξίσταμαι· ὑμεῖς δὲ μετα-
βάλλετε, ἐπειδὴ ξυνέβη ὑμῖν πεισθῆναι μὲν ἀκεραίοις,
μεταμέλειν δὲ κακουμένοις, καὶ τὸν ἐμὸν λόγον ἐν τῷ
ὑμετέρῳ ἀσθενεῖ τῆς γνώμης μὴ ὀρθὸν φαίνεσθαι, διότι
τὸ μὲν λυποῦν ἔχει ἤδη τὴν αἴσθησιν ἑκάστῳ, τῆς δὲ
ὠφελίας ἄπεστιν ἔτι ἡ δήλωσις ἅπασι, καὶ μεταβολῆς
μεγάλης, καὶ ταύτης ἐξ ὀλίγου, ἐμπεσούσης ταπεινὴ ὑμῶν
ἡ διάνοια ἐγκαρτερεῖν ἃ ἔγνωτε. [2.61.3] δουλοῖ γὰρ φρόνημα τὸ
αἰφνίδιον καὶ ἀπροσδόκητον καὶ τὸ πλείστῳ παραλόγῳ ξυμ-
βαῖνον· ὃ ὑμῖν πρὸς τοῖς ἄλλοις οὐχ ἥκιστα καὶ κατὰ τὴν
νόσον γεγένηται. [2.61.4] ὅμως δὲ πόλιν μεγάλην οἰκοῦντας καὶ ἐν
ἤθεσιν ἀντιπάλοις αὐτῇ τεθραμμένους χρεὼν καὶ ξυμφοραῖς
ταῖς μεγίσταις ἐθέλειν ὑφίστασθαι καὶ τὴν ἀξίωσιν μὴ ἀφα-
νίζειν (ἐν ἴσῳ γὰρ οἱ ἄνθρωποι δικαιοῦσι τῆς τε ὑπαρχούσης
δόξης αἰτιᾶσθαι ὅστις μαλακίᾳ ἐλλείπει καὶ τῆς μὴ προσ-
ηκούσης μισεῖν τὸν θρασύτητι ὀρεγόμενον), ἀπαλγήσαντας δὲ
τὰ ἴδια τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας ἀντιλαμβάνεσθαι.

[2.62.1] «Τὸν δὲ πόνον τὸν κατὰ τὸν πόλεμον, μὴ γένηταί τε
πολὺς καὶ οὐδὲν μᾶλλον περιγενώμεθα, ἀρκείτω μὲν ὑμῖν
καὶ ἐκεῖνα ἐν οἷς ἄλλοτε πολλάκις γε δὴ ἀπέδειξα οὐκ
ὀρθῶς αὐτὸν ὑποπτευόμενον, δηλώσω δὲ καὶ τόδε, ὅ μοι
δοκεῖτε οὔτ’ αὐτοὶ πώποτε ἐνθυμηθῆναι ὑπάρχον ὑμῖν μεγέ-
θους πέρι ἐς τὴν ἀρχὴν οὔτ’ ἐγὼ ἐν τοῖς πρὶν λόγοις· οὐδ’
ἂν νῦν ἐχρησάμην κομπωδεστέραν ἔχοντι τὴν προσποίησιν,
εἰ μὴ καταπεπληγμένους ὑμᾶς παρὰ τὸ εἰκὸς ἑώρων. [2.62.2] οἴεσθε
μὲν γὰρ τῶν ξυμμάχων μόνων ἄρχειν, ἐγὼ δὲ ἀποφαίνω δύο
μερῶν τῶν ἐς χρῆσιν φανερῶν, γῆς καὶ θαλάσσης, τοῦ
ἑτέρου ὑμᾶς παντὸς κυριωτάτους ὄντας, ἐφ’ ὅσον τε νῦν
νέμεσθε καὶ ἢν ἐπὶ πλέον βουληθῆτε· καὶ οὐκ ἔστιν ὅστις
τῇ ὑπαρχούσῃ παρασκευῇ τοῦ ναυτικοῦ πλέοντας ὑμᾶς οὔτε
βασιλεὺς οὔτε ἄλλο οὐδὲν ἔθνος τῶν ἐν τῷ παρόντι κωλύσει.
[2.62.3] ὥστε οὐ κατὰ τὴν τῶν οἰκιῶν καὶ τῆς γῆς χρείαν, ὧν μεγά-
λων νομίζετε ἐστερῆσθαι, αὕτη ἡ δύναμις φαίνεται· οὐδ’
εἰκὸς χαλεπῶς φέρειν αὐτῶν μᾶλλον ἢ οὐ κηπίον καὶ ἐγ-
καλλώπισμα πλούτου πρὸς ταύτην νομίσαντας ὀλιγωρῆσαι,
καὶ γνῶναι ἐλευθερίαν μέν, ἢν ἀντιλαμβανόμενοι αὐτῆς δια-
σώσωμεν, ῥᾳδίως ταῦτα ἀναληψομένην, ἄλλων δὲ ὑπακούσασι
καὶ τὰ προκεκτημένα φιλεῖν ἐλασσοῦσθαι, τῶν τε πατέρων
μὴ χείρους κατ’ ἀμφότερα φανῆναι, οἳ μετὰ πόνων καὶ οὐ
παρ’ ἄλλων δεξάμενοι κατέσχον τε καὶ προσέτι διασώσαντες
παρέδοσαν ὑμῖν αὐτά (αἴσχιον δὲ ἔχοντας ἀφαιρεθῆναι ἢ
κτωμένους ἀτυχῆσαι), ἰέναι δὲ τοῖς ἐχθροῖς ὁμόσε μὴ φρονή-
ματι μόνον, ἀλλὰ καὶ καταφρονήματι. [2.62.4] αὔχημα μὲν γὰρ καὶ
ἀπὸ ἀμαθίας εὐτυχοῦς καὶ δειλῷ τινὶ ἐγγίγνεται, καταφρό-
νησις δὲ ὃς ἂν καὶ γνώμῃ πιστεύῃ τῶν ἐναντίων προὔχειν,
ὃ ἡμῖν ὑπάρχει. [2.62.5] καὶ τὴν τόλμαν ἀπὸ τῆς ὁμοίας τύχης ἡ
ξύνεσις ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος ἐχυρωτέραν παρέχεται, ἐλπίδι
τε ἧσσον πιστεύει, ἧς ἐν τῷ ἀπόρῳ ἡ ἰσχύς, γνώμῃ δὲ ἀπὸ
τῶν ὑπαρχόντων, ἧς βεβαιοτέρα ἡ πρόνοια. [2.63.1] τῆς τε πόλεως
ὑμᾶς εἰκὸς τῷ τιμωμένῳ ἀπὸ τοῦ ἄρχειν, ᾧπερ ἅπαντες
ἀγάλλεσθε, βοηθεῖν, καὶ μὴ φεύγειν τοὺς πόνους ἢ μηδὲ
τὰς τιμὰς διώκειν· μηδὲ νομίσαι περὶ ἑνὸς μόνου, δουλείας
ἀντ’ ἐλευθερίας, ἀγωνίζεσθαι, ἀλλὰ καὶ ἀρχῆς στερήσεως
καὶ κινδύνου ὧν ἐν τῇ ἀρχῇ ἀπήχθεσθε. [2.63.2] ἧς οὐδ’ ἐκστῆναι
ἔτι ὑμῖν ἔστιν, εἴ τις καὶ τόδε ἐν τῷ παρόντι δεδιὼς ἀπραγμο-
σύνῃ ἀνδραγαθίζεται· ὡς τυραννίδα γὰρ ἤδη ἔχετε αὐτήν, ἣν
λαβεῖν μὲν ἄδικον δοκεῖ εἶναι, ἀφεῖναι δὲ ἐπικίνδυνον. [2.63.3] τάχιστ’
ἄν τε πόλιν οἱ τοιοῦτοι ἑτέρους τε πείσαντες ἀπολέσειαν καὶ
εἴ που ἐπὶ σφῶν αὐτῶν αὐτόνομοι οἰκήσειαν· τὸ γὰρ ἄπραγμον
οὐ σῴζεται μὴ μετὰ τοῦ δραστηρίου τεταγμένον, οὐδὲ ἐν ἀρ-
χούσῃ πόλει ξυμφέρει, ἀλλ’ ἐν ὑπηκόῳ, ἀσφαλῶς δουλεύειν.

[2.64.1] «Ὑμεῖς δὲ μήτε ὑπὸ τῶν τοιῶνδε πολιτῶν παράγεσθε
μήτε ἐμὲ δι’ ὀργῆς ἔχετε, ᾧ καὶ αὐτοὶ ξυνδιέγνωτε πολεμεῖν,
εἰ καὶ ἐπελθόντες οἱ ἐναντίοι ἔδρασαν ἅπερ εἰκὸς ἦν μὴ
ἐθελησάντων ὑμῶν ὑπακούειν, ἐπιγεγένηταί τε πέρα ὧν
προσεδεχόμεθα ἡ νόσος ἥδε, πρᾶγμα μόνον δὴ τῶν πάντων
ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον. καὶ δι’ αὐτὴν οἶδ’ ὅτι μέρος
τι μᾶλλον ἔτι μισοῦμαι, οὐ δικαίως, εἰ μὴ καὶ ὅταν παρὰ
λόγον τι εὖ πράξητε ἐμοὶ ἀναθήσετε. [2.64.2] φέρειν δὲ χρὴ τά τε
δαιμόνια ἀναγκαίως τά τε ἀπὸ τῶν πολεμίων ἀνδρείως·
ταῦτα γὰρ ἐν ἔθει τῇδε τῇ πόλει πρότερόν τε ἦν νῦν τε μὴ
ἐν ὑμῖν κωλυθῇ. [2.64.3] γνῶτε δὲ ὄνομα μέγιστον αὐτὴν ἔχουσαν
ἐν ἅπασιν ἀνθρώποις διὰ τὸ ταῖς ξυμφοραῖς μὴ εἴκειν,
πλεῖστα δὲ σώματα καὶ πόνους ἀνηλωκέναι πολέμῳ, καὶ
δύναμιν μεγίστην δὴ μέχρι τοῦδε κεκτημένην, ἧς ἐς ἀΐδιον
τοῖς ἐπιγιγνομένοις, ἢν καὶ νῦν ὑπενδῶμέν ποτε (πάντα γὰρ
πέφυκε καὶ ἐλασσοῦσθαι), μνήμη καταλελείψεται, Ἑλλήνων
τε ὅτι Ἕλληνες πλείστων δὴ ἤρξαμεν, καὶ πολέμοις μεγίστοις
ἀντέσχομεν πρός τε ξύμπαντας καὶ καθ’ ἑκάστους, πόλιν τε
τοῖς πᾶσιν εὐπορωτάτην καὶ μεγίστην ᾠκήσαμεν. [2.64.4] καίτοι
ταῦτα ὁ μὲν ἀπράγμων μέμψαιτ’ ἄν, ὁ δὲ δρᾶν τι καὶ αὐτὸς
βουλόμενος ζηλώσει· [2.64.5] εἰ δέ τις μὴ κέκτηται, φθονήσει. τὸ
δὲ μισεῖσθαι καὶ λυπηροὺς εἶναι ἐν τῷ παρόντι πᾶσι μὲν
ὑπῆρξε δὴ ὅσοι ἕτεροι ἑτέρων ἠξίωσαν ἄρχειν· ὅστις δὲ ἐπὶ
μεγίστοις τὸ ἐπίφθονον λαμβάνει, ὀρθῶς βουλεύεται. μῖσος
μὲν γὰρ οὐκ ἐπὶ πολὺ ἀντέχει, ἡ δὲ παραυτίκα τε λαμπρότης
καὶ ἐς τὸ ἔπειτα δόξα αἰείμνηστος καταλείπεται. [2.64.6] ὑμεῖς δὲ
ἔς τε τὸ μέλλον καλὸν προγνόντες ἔς τε τὸ αὐτίκα μὴ
αἰσχρὸν τῷ ἤδη προθύμῳ ἀμφότερα κτήσασθε, καὶ Λακε-
δαιμονίοις μήτε ἐπικηρυκεύεσθε μήτε ἔνδηλοι ἔστε τοῖς
παροῦσι πόνοις βαρυνόμενοι, ὡς οἵτινες πρὸς τὰς ξυμφορὰς
γνώμῃ μὲν ἥκιστα λυποῦνται, ἔργῳ δὲ μάλιστα ἀντέχουσιν,
οὗτοι καὶ πόλεων καὶ ἰδιωτῶν κράτιστοί εἰσιν.»

***
[2.59.1] Μετά τη δεύτερη εισβολή των Πελοποννησίων, καθώς και η γη τους ήταν ρημαγμένη και η αρρώστεια τούς θέριζε μαζί με τον πόλεμο, είχε αλλάξει η διάθεση των Αθηναίων [2.59.2] κι από τη μια μεριά κατηγορούσαν τον Περικλή γιατί τους έκανε να μπούνε στον πόλεμο, κ' έφταιγε αυτός για τις συμφορές που είχαν πέσει, κι από την άλλη έκλιναν να κάνουν υποχωρήσεις προς τους Λακεδαιμονίους· και τους έστειλαν κάτι αντιπροσώπους, αλλά δεν έφεραν αποτέλεσμα. Και μη βρίσκοντας διέξοδο από πουθενά καθώς τα συλλογίζονταν όλ' αυτά, εχτρεύονταν τον Περικλή περισσότερο. [2.59.3] Αυτός, βλέποντάς τους ν' αγαναχτούνε και να βαρυγκομούν για όλα όσα είχε ο ίδιος υπόψη του πως θα συνέβαιναν, κάλεσε σύναξη του λαού (γιατί ήταν ακόμα στρατηγός) θέλοντας να τους εγκαρδιώσει και να μαλακώσει την οργισμένη τους διάθεση, και συνάμα να τους βγάλει από την ψυχή τους το μεγάλο τους φόβο· και πρόβαλε στο βήμα και είπε απάνω–κάτω τα ακόλουθα.

[2.60.1] «Περίμενα τα αισθήματα του θυμού σας ενάντιά μου (γιατί νιώθω καλά τις αιτίες), και γι' αυτό το λόγο κάλεσα τη σύναξη για να σας θυμίσω και να σας μαλώσω αν είτε άδικα αγαναχτείτε μαζί μου, είτε υπερβολικά σας λύγισαν οι συμφορές. [2.60.2] Εγώ δηλαδή θεωρώ πως όταν η πολιτεία στο σύνολό της βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ωφελεί κάθε πολίτη περισσότερο παρά όταν ευημερεί σχετικά με τον κάθε πολίτη της, όμως η πολιτεία όλη μαζί παίρνει τον κατήφορο. [2.60.3] Γιατί ένας άντρας ευκατάστατος σχετικά με τις δικές του υποθέσεις, αν καταστραφεί η πατρίδα του, δε χάνεται λιγότερο κι ο ίδιος· αν όμως κακοτυχήσει σε πολιτεία που ακμάζει, είναι πολύ πιο πιθανό να σωθεί. [2.60.4] Αφού λοιπόν η πολιτεία μεν μπορεί ν' ανεβαστάξει τις δυστυχίες του κάθε πολίτη, ο καθένας όμως χωριστά δεν μπορεί ν' ανεβαστάξει τις δικές της, πώς μπορεί να μην το θεωρήσουν όλοι χρέος τους να τη συντρίψουν, και να μην κάνουν ό,τι κάνετε τώρα σεις, που, χτυπημένοι από τις συμφορές του σπιτιού σας είστε έτοιμοι να παρατήσετε τη σωτηρία του συνόλου, και ρίχνετε την αιτία, τόσο σε μένα που σας ορμήνεψα να πολεμήσετε, όσο και στον εαυτό σας, που συμφωνήσατε μαζί μου, και πήρατε την απόφαση; [2.60.5] Κι όμως τα βάζετε με μένα, άντρα παράξιο, που, νομίζω, δεν είμαι χειρότερος από κανένα τόσο στο να διακρίνω τι χρειάζεται σε κάθε περίσταση, όσο ανώτερος από κάθε πειρασμό κέρδους και να σας τα αναπτύξω καθώς πρέπει, και είμαι αφοσιωμένος στην πολιτεία και απολύτως αδέκαστος. [2.60.6] Γιατί εκείνος που τα καταλαβαίνει και δεν μπορεί να τα εξηγήσει καθαρά είναι στην ίδια μοίρα με όσους ούτε τα βάζουνε στο νου τους· κι όποιος, έχοντας και τις δυο ικανότητες, όμως δεν έχει καλή προαίρεση προς την πολιτεία δε θα μιλήσει με την ίδιαν έγνοια για τις δουλειές της σα να 'τανε δικές του· αλλ' αν έχει ακόμα κι αυτό, αν αγαπάει δηλαδή την πολιτεία, αλλά δεν μπορεί ν' αντισταθεί στον πειρασμό του κέρδους, θα πουληθούν απ' αυτόν όλα για το ένα τούτο. [2.60.7] Ώστε αν, νομίζοντας πως έχω ολ' αυτά τα προσόντα περισσότερο από άλλους έστω και σε μέτριο βαθμό, πειστήκατε στα λόγια μου κι αποφασίσατε να πολεμήσετε, δε θα ήτανε λογικό να 'χω τώρα την κατακραυγή πως έπραξα άδικα.

[2.61.1] »Γιατί όσοι μπορούν να διαλέξουν ενώ πηγαίνουν όλα τ' άλλα καλά, θα ήταν ανόητοι αν διάλεγαν τον πόλεμο· αφού όμως ήταν ανάγκη ή ευθύς να υποχωρήσομε στους ξένους και να τους υποδουλωθούμε, ή να αναλάβομε τον κίντυνο και να νικήσομε, όποιος θέλει ν' αποφύγει τον κίντυνο αξίζει να κατηγορηθεί περισσότερο από κείνον που στέκεται να τον αντιμετωπίσει. [2.61.2] Όσο για μένα, είμαι πάντα ο ίδιος, και δεν το κουνώ από την άποψή μου· εσείς όμως αλλάξατε, γιατί έτυχε, όταν δεχτήκατε τα λόγια μου να μην έχετε πάθει ακόμα τίποτα, αλλ' άμα κακοπάθατε μετανιώσατε και τα επιχειρήματά μου, τώρα που εξασθένησε το φρόνημά σας δε σας φαίνονται πια σωστά. Γιατί κείνο που σας βασανίζει είναι αδιάκοπα αισθητό, αλλά την καθαρή απόδειξη της ωφέλειας από τον πόλεμο δεν μπορεί να την πιστέψει κανείς, κ' επειδή άλλαξαν τα πράματα πολύ προς το χειρότερο, και μάλιστα σε μικρό χρονικό διάστημα, έχει καταπέσει η ψυχική σας διάθεση να εξακολουθήσετε να υπομένετε για κείνα που αποφασίσατε. [2.61.3] Γιατί το ξαφνικό και απροσδόκητο κακό, και κείνο που συμβαίνει ενάντια σε κάθε λογική εικασία, υποδουλώνει το νου των ανθρώπων. Κι αυτό ακριβώς σας προκάλεσε κοντά στ' άλλα, και κατά μεγάλο μέρος, η αρρώστεια. [2.61.4] Όμως εσείς, πολίτες μιας μεγάλης πολιτείας, κι αναθρεμμένοι με συνήθειες ανάλογες μ' αυτήν, χρέος έχετε και πρόθυμοι να είστε να υπομένετε τις πιο μεγάλες συμφορές, και να μην εξευτελίσετε την αξίωση του μεγαλείου της, (γιατί το ίδιο φαίνεται να καταφρονούν οι άνθρωποι τόσο εκείνον που από νωθρή δειλία πέφτει πιο κάτω από τη φήμη που επικρατεί γι' αυτόν, όσο και να μισούν όποιον ορέγεται με αναίδεια μεγαλύτερη φήμη απ' ό,τι του ταιριάζει), αλλά παραμερίζοντας τον πόνο για τις προσωπικές σας συμφορές, να καταπιαστείτε να σώσετε την πολιτεία.

[2.62.1] »Όσο τώρα για τους μόχτους και τις θυσίες του πολέμου, μην παραπληθύνουν και πάλι δεν ωφελήσουν για να νικήσομε, θα 'πρεπε να σας φτάνουν οι αποδείξεις που πολλές φορές προτήτερα σας έδωσα πως δεν είναι σωστό να υποψιάζεστε κάτι τέτοιο. Θα σας πω όμως τώρα και το εξής σχετικά με το μεγαλείο της ηγεμονίας μας, που μου φαίνεται πως ούτε σεις οι ίδιοι το βάλατε ποτέ, ως τώρα στο νου σας πως το έχετε, ούτ' εγώ το ανέφερα στους περασμένους μου λόγους, κι ούτε τώρα θα το μεταχειριζόμουν, γιατί μοιάζει πολύ ρητορικό και καυχησιάρικο, αν δε σας έβλεπα τόσο καταθλιμμένους, πέρ' απ' όσο δικαιολογείται λογικά. [2.62.2] Εσείς δηλαδή νομίζετε βέβαια πως είστε άρχοντες μόνο των συμμάχων σας· εγώ όμως ισχυρίζομαι ― και αποδείχνω πως από τα δυο μέρη του κόσμου πού είναι μπορετό να χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος, δηλαδή τη γη και τη θάλασσα, είστε σεις απόλυτοι κύριοι του ενός, σε όσην έκταση την εκμεταλλεύεστε τώρα, κι αν θελήσετε, ακόμα μακρύτερα και δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να σας εμποδίσει, με το ναυτικό που έχομε τώρα, να πάτε οπουδήποτε, ούτε ο Μεγάλος Βασιλιάς, ούτε κανένα άλλο κράτος απ' όσα υπάρχουν σήμερα, [2.62.3] ώστε η δύναμη αυτή δεν αναμετριέται με τη χρεία των σπιτιών και των χτημάτων σας, που τώρα νομίζετε πως χάσατε μεγάλα πράματα που τα στερηθήκατε· ώστε δεν είναι λογικό να βαρυγκομάτε γι' αυτά τώρα, παρά να τ' αψηφίσετε, θεωρώντας τα σα κηπαράκι, ή μικρό στολίδι του πλούτου μας αν τα συγκρίνετε μ' αυτή τη δύναμη· και να καταλάβετε πως η ελευθερία, αν τη σώσομε με την αφοσίωσή μας σ' αυτήν, εύκολα θα σας τα ξαναποχτήσει ολ' αυτά, για κείνους όμως που υποδουλώνονται σε ξένους, εύκολα ξεπέφτουν και χάνονται και όσα είχαν προτήτερα. Αποφασίστε λοιπόν να μη φανείτε κατώτεροι, κι από τις δυο πλευρές, από τους πατέρες σας, που τ' απόχτησαν αυτά με κόπους και θυσίες και δεν τα βρήκαν έτοιμα από άλλους, κι ακόμα τα διατήρησαν και σας τα κληροδότησαν (γιατί είναι μεγαλύτερη ντροπή να του παίρνουν κανενός αυτά που έχει, παρά ν' αποτύχει στην προσπάθεια ν' αποχτήσει καινούργια πλεονεχτήματα) και να πολεμήσετε τους εχτρούς όλοι μαζί όχι μόνο με υψηλό το φρόνημα, μα και με καταφρόνεση γι' αυτούς από την ανωτερότητά σας. [2.62.4] Γιατί κ' ένας άναντρος ακόμα, αν τυχόν πετύχει η βλακεία του, μπορεί να το καυχηθεί, καταφρονεί όμως τον εχτρό όποιος έχει ενσυνείδητη πεποίθηση πως είναι ανώτερός του, πράμα που αληθεύει για σας. [2.62.5] Κι όταν οι πιθανότητες είναι ίσες, η συναίσθηση της αξίας του που κάνει τον άνθρωπο περήφανο του στερεώνει την τόλμη, και στηρίζεται λιγότερο στην αόριστην ελπίδα που παίρνει δύναμη όταν λείπει κάθε άλλη διέξοδος, παρά στην έγκυρη γνώση των όσων έχει, που απ' αυτή μπορεί πιο σίγουρα να προβλέψει το μέλλον.

[2.63.1] »Και είναι φυσικό να θέλετε να διαφεντέψετε τις τιμές που έχει η πολιτεία σας, αρχόντισσα των άλλων, και που τις χαίρεστε όλοι, και να μην αποφεύγετε τις θυσίες, ειδ' άλλως να μην επιδιώκετε και τις τιμές. Και μη νομίζετε πως αγωνίζεστε για ένα πράμα μόνο, την ελευθερία ή την υποδούλωση, αλλά και για τη στέρηση της ηγεμονίας σας, και για τους κιντύνους που θα φέρει το μίσος που προελκύσατε εξ αιτίας της εξουσίας αυτής. [2.63.2] Κι ούτε μπορείτε πια να παραιτηθείτε απ' αυτήν, αν τυχόν κανείς από το φόβο του, την κρίσιμη τούτην ώρα, κάνει το σπουδαίο προτείνοντάς το από δειλία, για ν' απαλλαγεί από τις ευθύνες. Γιατί κρατείτε τώρα την ηγεμονία σας σαν τυραννίδα, που φαίνεται άδικο να την πάρει κανείς, να την αφήσει όμως είναι επικίντυνο. [2.63.3]Τέτοιοι άνθρωποι, πολύ γρήγορα παρασύροντας και άλλους, θα έχαναντην πολιτεία τους, ακόμη κι αν είχαν κάπου αλλού αυτόνομη διοίκηση μόνοι τους· γιατί όσοι διστάζουνε μπρος στη δράση, δε σώζονται αν δε βρεθούνε δίπλα τους άλλοι, ενεργητικοί άνθρωποι, κι ούτε συμφέρει η απραξία σε πολιτεία ηγεμονική, παρά μόνο σε σκλαβωμένη, που μένει ασφαλισμένη στη δουλεία της.

[2.64.1] »Σεις όμως δεν πρέπει ούτε να παρασύρεστε από τέτοιους πολίτες ούτε να είστε αγαναχτισμένοι μαζί μου, αφού και σεις οι ίδιοι συμφωνήσατε με τη γνώμη μου ν' αναλάβετε τον πόλεμo, επειδή τώρα ήρθαν οι εχτροί κ' έπραξαν ό,τι ήταν επόμενο να πράξουν μια και δε θελήσατε να τους προσκυνήσετε, κ' επειδή προστέθηκε σ' αυτά και περ' απ' ό,τι περιμέναμε, τούτη η αρρώστεια, το μόνο πράμα απ' όλα που ξεπέρασε τις λογικές εικασίες μας. Και ξέρω πως εξ αιτίας της κατά μέγα μέρος με μισήσατε περισσότερο, άδικα, εξόν αν, κι όταν ευτυχήσετε σε κάτι χωρίς να το περιμένετε, το αποδώσετε κι αυτό σε μένα. [2.64.2] Χρέος έχομε όμως να υπομένομε με καρτερία κατ' ανάγκη όσα στέλνουν οι θεοί, και με παλληκαριά όσα μας κάνουν oι εχτροί. Γιατί έτσι συνειθίζει κι άλλοτε να φέρνεται η πολιτεία τούτη, κι ας μη σταματήσει τώρα από σας. [2.64.3] Συλλογιστείτε πως είναι πολυδοξασμένη σ' όλον τον κόσμο, γιατί δε λυγίζει από τις συμφορές, κ' έχει ξοδέψει πολλές ζωές και βάσανα στον πόλεμο κι απόχτησε την πιο μεγάλη δύναμη που στάθηκε ποτέ, που η θύμησή της θα μείνει αιώνια στους κατοπινούς, έστω κι αν κάποτε από δω κ' εμπρός υποστούμε κάποια μείωση (γιατί όλα όσα υπάρχουν έρχεται ώρα που ξεπέφτουν). Και θα θυμάται ο κόσμος πως Έλληνες εμείς, εξουσιάσαμε τους περισσότερους Έλληνες από κάθε άλλον, κι ανεβαστάξαμε τους πιο μεγάλους πολέμους και προς όλον τον κόσμο και προς πολλούς χωριστά, και πως φτιάξαμε και κατοικήσαμε την πιο μεγάλη και πλούσια σ' όλα πολιτεία. [2.64.4] Αν και σ' όλα τούτα, θα βρει ψεγάδι ο μισερός κι οκνός· μα όποιος θέλει κι αυτός κάτι να κατορθώσει θα επιδιώξει να κάνει το ίδιο, [2.64.5] κι όποιος δεν τα 'χει, θα τα φθονήσει. Κι' άλλοι πολλοί, όσοι θέλησαν να εξουσιάσουν άλλους ανθρώπους, έγιναν μισητοί και βαρείς στους άλλους· όποιος όμως σηκώνει το βάρος του φθόνου για τα πιο μεγάλα επιτεύγματα, αυτός στοχάζεται κι αποφασίζει σωστά. Γιατί το μίσος δεν κρατάει πολύ, αλλά το τρανό μεγαλείο τώρα και η δόξα στο μελλούμενο χρόνο μένουν να τα θυμούνται για πάντα. [2.64.6] Εσείς λοιπόν, ξέροντας πως και το μέλλον θα είναι λαμπρό, κι αποφασίζοντας να μην ντροπιαστείτε στην τωρινή στιγμή, κερδίστε και τα δυο με το άμεσο θαρρετό σας φρόνημα, και μη στέλνετε πια αντιπροσώπους ζητώντας να συνάψετε ειρήνη με τους Λακεδαιμονίους, και μη δείχνετε πως σας βασανίζουν οι τωρινές συμφορές, γιατί εκείνοι που ελάχιστα επηρεάζεται το ηθικό τους από τις εξωτερικές ταλαιπωρίες και που με δύναμη αντιστέκονται με τις πράξεις τους σ' αυτές, αυτοί είναι οι καλύτεροι και σαν πολιτεία όλοι μαζί απ' όλες,τις πολιτείες του κόσμου, και σαν άτομα από κάθε άλλον άνθρωπο».