Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (863-910)

ΧΟ. εἴ μοι ξυνείη φέροντι μοῖρα τὰν [στρ. α]
εὔσεπτον ἁγνείαν λόγων
865 ἔργων τε πάντων, ὧν νόμοι πρόκεινται
ὑψίποδες, οὐρανίᾳ ᾽ν
αἰθέρι τεκνωθέντες, ὧν Ὄλυμπος
πατὴρ μόνος, οὐδέ νιν
θνατὰ φύσις ἀνέρων
870 ἔτικτεν, οὐδὲ μήποτε λά-
θα κατακοιμάσῃ·
μέγας ἐν τούτοις θεός, οὐδὲ γηράσκει.

ὕβρις φυτεύει τύραννον· ὕβρις, εἰ [ἀντ. α]
πολλῶν ὑπερπλησθῇ μάταν,
875 ἃ μὴ ᾽πίκαιρα μηδὲ συμφέροντα,
ἀκρότατα γεῖσ᾽ ἀναβᾶσ᾽
ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν
ἔνθ᾽ οὐ ποδὶ χρησίμῳ
χρῆται. τὸ καλῶς δ᾽ ἔχον
880 πόλει πάλαισμα μήποτε λῦ-
σαι θεὸν αἰτοῦμαι.
θεὸν οὐ λήξω ποτὲ προστάταν ἴσχων.

εἰ δέ τις ὑπέροπτα χερ- [στρ. β]
σὶν ἢ λόγῳ πορεύεται,
885 Δίκας ἀφόβητος, οὐδὲ
δαιμόνων ἕδη σέβων,
κακά νιν ἕλοιτο μοῖρα,
δυσπότμου χάριν χλιδᾶς,
εἰ μὴ τὸ κέρδος κερδανεῖ δικαίως
890 καὶ τῶν ἀσέπτων ἔρξεται,
ἢ τῶν ἀθίκτων ἕξεται ματᾴζων.
τίς ἔτι ποτ᾽ ἐν τοῖσδ᾽ ἀνὴρ βέλη θεῶν
ἔρξεται ψυχᾶς ἀμύ-
895 νων; εἰ γὰρ αἱ τοιαίδε πράξεις τίμιαι,
τί δεῖ με χορεύειν;

οὐκέτι τὸν ἄθικτον εἶ- [ἀντ. β]
μι γᾶς ἐπ᾽ ὀμφαλὸν σέβων,
οὐδ᾽ ἐς τὸν Ἀβαῖσι ναόν,
900 οὐδὲ τὰν Ὀλυμπίαν,
εἰ μὴ τάδε χειρόδεικτα
πᾶσιν ἁρμόσει βροτοῖς.
ἀλλ᾽, ὦ κρατύνων, εἴπερ ὄρθ᾽ ἀκούεις,
Ζεῦ, πάντ᾽ ἀνάσσων, μὴ λάθοι
905 σὲ τάν τε σὰν ἀθάνατον αἰὲν ἀρχάν.
φθίνοντα γὰρ Λαΐου παλαιὰ
θέσφατ᾽ ἐξαιροῦσιν ἤ-
δη, κοὐδαμοῦ τιμαῖς Ἀπόλλων ἐμφανής·
910 ἔρρει δὲ τὰ θεῖα.

***
ΧΟΡ. Ας μ᾽ αξιώσει η μοίρα μου [στρ. α]
ο σεπτός Σεβασμός να στεριώσει
τα έργα και τους λόγους μου για πάντα.
Νόμοι βαθύρριζοι τα θέμελά τους,
τέκνα των ουρανών αιθερογέννητα,
έχουν μοναδική πατρίδα τους τον Όλυμπο·
φύση θνητή δεν τους εγέννησε
870 και δεν βυθίζονται ποτέ
στης λησμονιάς τον ύπνο.
Μέγας θεός, αγέραστος, τους εμψυχώνει.

Ύβρις φυτεύει τύραννον. [αντ. α]
Αν όμως σαν τον ποταμό
η έπαρση σηκώνει ματαιότητα,
αν κατεβάσει φέρνοντας παράκαιρα δεινά
κι αν ανεβεί στην κορυφή της στέγης,
απότομα γκρεμίζεται στα βάθη
της ανάγκης και με το πόδι στο κενό
παραπατά· το θεό παρακαλώ
880 να μην πάψει να παλεύει για της πόλης το καλό.
Θεός ας είναι πάντα ισχύς μου και σκέψη μου.

Αν κάποιος πράττοντας και λέγοντας [στρ. β]
πορεύεται τον υπερόπτη δρόμο,
όποιος τη Δίκη δε φοβάται
κι όποιος δε σέβεται τα ιερά τεμένη των θεών,
ας λάβει μοίρα δεινή
για την ανόσια χλιδή της έπαρσής του.
Αν κερδίζει παράνομα κέρδη
890 κι αν δεν ξορκίζει την ασέβεια
κι αν βεβηλώνει μανιακός τ᾽ ανέγγιχτα,
πώς θα το καυχηθεί πως θα γλιτώσει
την ψυχή απ᾽ των θεών τα βέλη;
Αν είναι να τιμούν ανόσιες πράξεις,
γιατί να σέρνω το χορό στην ιερά πανήγυρη;

Ποτέ προσκυνητής να μην κινήσω [αντ. β]
για των Δελφών τον ιερό τον ομφαλό
900 ούτε για το μαντείο των Αβών
ούτε και για την Ολυμπία,
αν οι χρησμοί δεν συνταιριάξουν με τα πράγματα
μπροστά στα μάτια των ανθρώπων.
Αλλ᾽, ω παντοκράτορα Ζευ, αν αληθεύει
τ᾽ όνομά σου, του σύμπαντος κόσμου δυνάστη,
να μη νοθεύσεις την αθάνατη ισχύ σου.
Αμφισβητούν το κύρος των χρησμών
που παλαιόθεν δόθηκαν στον Λάιο·
ο Απόλλων φανερά πουθενά δεν τιμάται·
910 ρημάξανε τα θεία.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 12. Το κλέος

12.3.2. Το κλέος του Οδυσσέα: δόλος και τίσις


Στη μεταπολεμική Οδύσσεια το κλέος του νικητή στον πόλεμο έχει και αυτό την ιδιαίτερη σημασία του. Ακούγεται ως περιφερειακό και απόμακρο παρελθόν των ένδοξων κατορθωμάτων των Αχαιών στην Τροία και συνδέεται κυρίως με τον άθλο της άλωσης του ιερού κάστρου του Ίλιου από τον Οδυσσέα. Το πολεμικό κλέος του Οδυσσέα αναφέρεται στο παραδοσιακό προσωπείο του ως πορθητή (πτολιπόρθου) ήρωα της Τροίας, όπως το έχουν ακούσει πρώτα οι δικοί του στην Ιθάκη: ο Τηλέμαχος, επιστρέφοντας από την Πελοπόννησο, όπου ακούει τα ένδοξα κατορθώματα του πατέρα του στην Τροία, δηλώνει ότι γνωρίζει το μέγα κλέος (το μεγαλείο της φήμης του) στην πολεμική τέχνη και στη λήψη καίριων αποφάσεων (π 241-242) - ενώ στο ανά την Ελλάδα κλέος ἐσθλόν και εὐρύ του εξαφανισμένου στο μεταξύ άντρα της αναφέρεται επίσης και η Πηνελόπη (α 344 = δ 726 = 816).

Ωστόσο, όταν ο Οδυσσέας αποκαλύπτει την ταυτότητά του στους ξενιστές του Φαίακες, προσθέτει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στη φήμη του (ι 19-20):

Είμαι λοιπόν ο Οδυσσεύς, γιος του Λαέρτη, όλοι καλά με ξέρουν
για τους δόλους μου, η φήμη μου έχει φτάσει ψηλά στον ουρανό [κλέος … οὐρανὸν ἵκει].


Η αποκάλυψη του ονόματος του ήρωα, στη σύζευξή του με τους διάσημους δόλους και το κλέος του, που έχει φτάσει μέχρι τον ουρανό, αποτελεί εξαιρετική αφηγηματική συνθήκη ως προς τα εξής δύο σημεία:

Ο Οδυσσέας αποδίδει στον εαυτό του ένα κλέος, σε πρώτο ενικό πρόσωπο, που το έχει ο ίδιος ήδη κατακτήσει· όταν σε άλλες περιπτώσεις, ακόμη και στην περίπτωση που κάποιος ήρωας στην Ιλιάδα, λ.χ. ο Έκτορας (Ζ 446) ή ο Αχιλλέας (1413) μιλάει για το δικό του κλέος, αναφέρεται σ᾽ ένα μελλοντικό κλέος, που πρόκειται να αποδοθεί από τους άλλους. Εξάλλου, η κάπως εγωκεντρική φήμη που διαφημίζει στους Φαίακες ο Οδυσσέας δεν συνδέεται άμεσα με την τέλεση μιας πολεμικής πράξης, όπως συμβαίνει κατά κύριο λόγο στην Ιλιάδα, αλλά με το τραγούδι που επαινεί αυτή την πολεμική πράξη, στην οποία πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο ήρωας: ο αοιδός Δημόδοκος, που ψάλλει με την υποστήριξη της Μούσας τα κλέα ἀνδρῶν (θ 73), δοξάζει με το πρώτο τραγούδι του μέρος από μια φιλονικία ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Οδυσσέα, που η δόξα του έφτανε στα ύψη του ουρανού (κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε, θ 74). Η αοίδιμη αυτή ἔρις υποστηρίζεται από μερικούς ερμηνευτές ότι μπορεί να υπαινίσσεται τη διένεξη ανάμεσα στους δύο άριστους των Αχαιών για το αν η Τροία θα κυριευτεί με την πολεμική ανδρεία του Αχιλλέα ή με τη μῆτιν (την πολύτροπη ευφυΐα) του Οδυσσέα. Αμέσως μετά, ο τυφλός αοιδός ψάλλει (θ 494 κ.ε.), κατά παραγγελία του ανώνυμου ακόμη Οδυσσέα, τον λόχον (ενέδρα, θ 515) με τον δούρειο ίππο, με τον οποίο κυριεύτηκε η Τροία, προκαλώντας στον μέτοχο της αοίδιμης ιστορίας ακροατή της ἐλεεινότατον ἄχος (θ 531) και στους αμέτοχους στην ιστορία Φαίακες τέρψη (θ 542). Σημασία έχει ότι τα δύο τραγούδια του Δημοδόκου υμνούν τον θρίαμβο του πρωταγωνιστή της Οδύσσειας στον τρωικό κύκλο (πριν από την άλωση και κατά την άλωση της Τροίας).

Αμέσως μετά την αυτοσύστασή του στους Φαίακες, ο επώνυμος πλέον φιλοξενούμενος τους, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Δημόδοκο, θα διηγηθεί με τους εκτενείς «Απολόγους» του τα προσωπικά του, μεταπολεμικά του βάσανα και πάθη (μετά την άλωση). Ο Οδυσσέας έτσι από ακροατής του δικού του πολεμικού (τρωικού) κλέους, ως πορθητής της Τροίας (ἔργων πρηκτήρ «στο έργο άξιος»), που του προκαλεί ἄχος, αναδεικνύεται σε γοητευτικό αφηγητή (μύθων ρητήρ «στον λόγο ικανός», I 443) του μεταπολεμικού του «κλέους», θέλγοντας ως επαγγελματίας, ἐπισταμένος αοιδός τους Φαίακες (λ 367-369). Στο ουτοπικό περιβάλλον της Σχερίας ο Οδυσσέας, επικαλούμενος το κλέος του μαζί με το αποκαλυπτικό του όνομα, δεν πρόκειται να δώσει κάποια μάχη, όπως συμβαίνει με τους πολεμιστές στην Ιλιάδα· αλλά με τους επόμενους «Απολόγους» του βρίσκεται στην εξαιρετική θέση του ήρωα-αοιδού του δικού του κλέους.

Το προσωπικό επομένως κλέος του Οδυσσέα έχει, εκτός από υποκειμενική, και αντικειμενική διάσταση, καθώς ανακλάται τόσο στα δύο τραγούδια του Δημοδόκου όσο και κυρίως στο έργο του ίδιου του ποιητή: ο ήρωας έχει κλέος, επειδή ακριβώς είναι ο πολύτροπος πρωταγωνιστής, τα κατορθώματα του οποίου μετά την άλωση της Τροίας διηγείται ο ποιητής στο προοίμιο της Οδύσσειας (α 1 κ.ε.). Ο αυτοέπαινος του ήρωα στους Φαίακες, τη στιγμή μάλιστα που αποκαλύπτει την ταυτότητά του, είναι συγχρόνως έπαινος του ποιητή για τον πρωταγωνιστή του αλλά και για το δικό του έργο που τον δοξάζει.

Στη Σχερία ο Οδυσσέας αναφέρεται σ᾽ ένα κλέος που δεν συνδέεται με τα κατορθώματα των ηρώων στην πρώτη γραμμή της μάχης, αλλά με μια ιδιότητα κατά κανόνα αμφίσημη και ίσως αντιηρωική, τον δόλο. Αν στην πολεμική Ιλιάδα η κατάκτηση του κλέους προϋποθέτει τη χρήση βίας και την αποφασισμένη ετοιμότητα του πολεμιστή να αντιπαρατεθεί σώμα με σώμα με τον αντίπαλό του, στη μεταπολεμική Οδύσσεια ο δόλος, ως φανέρωση της μήτιος, επιτρέπει τη χρήση πλάγιων μέσων, όπως είναι η απόκρυψη της ταυτότητας, η πονηριά και η εξαπάτηση, ενόψει της επιβίωσης και του νόστου. Ως προς το χαρακτηριστικό της μήτιος, ο πολυμήχανος Οδυσσέας συγγενεύει με την πολύβουλη Αθηνά, με την υποστήριξη της οποίας σχεδιάζεται, πραγματοποιείται και εδραιώνεται ο νόστος. Στη δέκατη τρίτη ραψωδία, όπου καταστρώνεται το σχέδιο της μνηστηροφονίας, η θεά, στην ανωτερότητα του προστατευόμενου ήρωά της ως προς το πολύστροφο μυαλό του ανάμεσα στους θνητούς συμπαρατάσσει τη δική της αξεπέραστη φήμη ως προς την εξυπνάδα και την πανουργία ανάμεσα στους θεούς (ν 297-299):

αν είσαι εσύ μες στους θνητούς πρώτος στις αποφάσεις και στα πλάνα λόγια,
εγώ φημίζομαι [κλέομαι] πως ξεχωρίζω σ᾽ όλους τους θεούς
και για το ξύπνιο μου μυαλό και για την πανουργία.


Η φήμη του δόλου, που διαφημίζει στους Φαίακες ο Οδυσσέας, διαφοροποιείται όχι μόνο από το ιλιαδικό αλλά ακόμη και από το παραδοσιακό του, τρωικό μέγα κλέος και εὐρύ, που ακούν οι δικοί του στην Ιθάκη. Η Πηνελόπη και ο Τηλέμαχος μπορεί να γνωρίζουν εξ ακοής το διάσημο κλέος του άρχοντα της Ιθάκης με τον δούρειο ίππο, αγνοούν όμως τις μετατρωικές περιπλανήσεις του Οδυσσέα, που τον ανάγκασαν να προσθέσει στην πολεμική αρετή της βίας τη μῆτιν προκειμένου να επιβιώσει. Αυτήν ακριβώς την ιδιότητά του ο Οδυσσέας συνειδητοποιεί ότι χρειάζεται περισσότερο να αποκαλύψει στη Σχερία, για να μπορέσει να γυρίσει ζωντανός στο σπίτι του.

Ο Οδυσσέας εξάλλου έχει μάθει τουλάχιστον από την αφιλόξενη συνάντηση του με τον πρώην γείτονα των Φαιάκων Πολύφημο, την οποία διηγείται στους Φαίακες, ότι η πολεμική δύναμη, μόνη της, είναι αναποτελεσματική και ότι απαιτούνται επιπρόσθετα τα πλανερά λόγια και η μῆτις για να μπορέσει να απεγκλωβιστεί από τα δεσμά της βίας του τερατόμορφου γίγαντα. Στην πρώτη συνάντησή του με τον Κύκλωπα ο ήρωας συστήνεται ως πολεμιστής της Τροίας, υπό τη σκέπη του κλέους του βασιλιά Αγαμέμνονα, που μαζί με τους συντρόφους του αναζητούν τον δρόμο του γυρισμού (ι 259-266):

Εμείς, από την Τροία μισεύοντας, είμαστε Αχαιοί περιπλανώμενοι,
που μας εχτύπησαν κάθε λογής ανέμοι, το μέγα κύμα περνώντας
της θαλάσσης· γυρεύοντας να πάμε σπίτι μας, πέσαμε σ᾽ άλλη οδό
και σ᾽ άλλους δρόμους - έτσι ασφαλώς το θέλησε ο Δίας αποφασίζοντας.
Κι όμως ανήκουμε, και το καυχιόμαστε [εὐχόμεθα], στο μέγα στράτευμα
του Ατρείδη Αγαμέμνονα, που τώρα απέραντη δεσπόζει η δόξα του [μέγιστον κλέος]
κάτω από κάθε ουρανό [ὑπουράνιον]· αφού εκείνος πάτησε μεγάλη, τειχισμένη πόλη
κι αφάνισε τόσους και τόσους.


Εγκλωβισμένος μέσα στη σπηλιά ο Οδυσσέας, ως ξένος/ικέτης, μεταθέτει, με χαρακτηριστική ιλιαδική έπαρση (εὐχόμεθα), το δικό του, προοιμιακό κατόρθωμα της άλωσης της Τροίας (πρβ. «αφού της Τροίας | πάτησε το κάστρο το ιερό», α 2) στον Αγαμέμνονα («αφού εκείνος πάτησε μεγάλη, τειχισμένη πόλη», ι 265).

Προς το παρόν ο Οδυσσέας δεν έχει αντιληφθεί ότι βρίσκεται μπροστά σ᾽ ένα α-πολίτιστο τέρας, που τοποθετεί τον εαυτό του πέρα από την ηθική τάξη του ηρωικού κόσμου· αν και «πολύφημο», δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει κλέος. Αν εξάλλου ο ήρωας χρησιμοποιήσει το πολεμικό του κλέος, εξοντώνοντας τον Κύκλωπα, θα αυτοεγκλωβιστεί μαζί με τους εταίρους του μέσα στη σπηλιά. Αναπόφευκτα, η μετάθεση του δικού του πολεμικού κλέους στου αρχιστρατήγου των Αχαιών αποδεικνύεται αρνητική και ανίσχυρη, υποχρεώνοντας τον ήρωα να αντιμετωπίσει την ανθρωποφαγική βία του γίγαντα με τη χρήση πρώτα δολίων ἐπῶν (ι 282). Επικαλείται έτσι το ξακουστό του (κλυτόν), όπως λέει, όνομα Οὔτις («Κανένας», ι 364-367) - αποτελεσματική ανωνυμία που θα μπορούσε να εκτιμηθεί το λεξιπαίγνιο της πανουργίας του (μῆτις-οὔτις).

Όταν η έξοδος από τη σκοτεινή σπηλιά του Κύκλωπα περατώνεται με επιτυχία, ο Οδυσσέας, παρά την αντίθετη προτροπή των εταίρων, θέλοντας να κατοχυρώσει το κλέος του, διεκδικεί την αυτουργία της πράξης και συστήνεται στον τυφλωμένο Πολύφημο, όπως λίγο πολύ στο προοίμιο του έπους και στην Ιλιάδα, ως πτολιπόρθιος/πτολίπορθος (ι 504, πρβ. 530), προκαλώντας όμως τώρα ο ίδιος την οργή του Ποσειδώνα, που θα έχει ως αποτέλεσμα τον καθυστερημένο και μοναχικό του νόστο.

Σε αντίθεση προς την Ιλιάδα, όπου ο πόλεμος εντοπίζεται αποκλειστικά στα ξένα (την Τροία), στην Οδύσσεια μεταφέρεται και στην πατρίδα (την Ιθάκη). Το πολεμικό θέμα στην Οδύσσεια συνδέεται με την εκδίκηση (τίσιν) που παίρνει ο Οδυσσέας στο πλαίσιο του εσωτερικού του νόστου εξοντώνοντας τους αλαζονικούς μνηστήρες. Ως προέκταση του άθλου με τον δούρειο ίππο, με τον οποίο ο πτολίπορθος Οδυσσέας κατέκτησε το πολεμικό του κλέος, η μνηστηροφονία εκτελείται στον κλειστό χώρο του βασιλικού οίκου ως ενέδρα (λόχος, υ 49) - στρατήγημα με το οποίο βρήκε τον θάνατο ο Αγαμέμνονας, και εφαρμόζεται ανεπιτυχώς εναντίον του Τηλεμάχου από τους μνηστήρες.

Όμως, κατά ειρωνικό τρόπο, το κλέος της πιο σημαντικής αριστείας της Οδύσσειας συγκαλύπτεται από τον πρωταγωνιστή της παρά αποκαλύπτεται. Σε αντίθεση προς την Ιλιάδα, όπου το κλέος του πολεμιστή, μαζί με το όνομα ή τη γενεαλογία του, ενταγμένο στη ρητορική της επηρμένης συχνά θριαμβολογίας (εὔχους) διατυμπανίζεται, στην Ιθάκη η αποκάλυψη της μήτιος επιβάλλει τη συγκάλυψη του κλέους μαζί με την ταυτότητα του Οδυσσέα. Ο ήρωας μαθαίνει από τα προηγούμενα πάθη του (πρβ. τη θριαμβική αποκάλυψη της ταυτότητάς του στον Πολύφημο, που προκάλεσε την οργή του Ποσειδώνα, ι 262, 502 κ.ε.), δείχνοντας ασυνήθιστη αυτοσυγκράτηση ακόμη και απέναντι στους εξοντωμένους καταχραστές του οίκου του (χ 412). Αργότερα, προκειμένου να αποφευχθεί η άμεση αντεκδίκηση των συγγενών των εξοντωμένων μνηστήρων, ο Οδυσσέας, αντιδρώντας στην επιφυλακτικότητα της Πηνελόπης να τον αναγνωρίσει ως σύζυγο, δίνει τις ακόλουθες εντολές: με εξάρχοντα τον αοιδό Φήμιο, να οργανωθεί γιορτή μέσα στο παλάτι, ώστε να δοθεί η εντύπωση σε όσους βρίσκονται έξω ότι η Πηνελόπη δεν άντεξε και παντρεύεται τελικά τον άριστο μνηστήρα της. Η είδηση του φόνου θα πρέπει να μείνει κρυφή, μέχρις ότου ο Οδυσσέας έρθει στο κτήμα του Λαέρτη (ψ 135-140):

Έτσι που κάποιος ακούγοντας απέξω να πει:
«Γίνεται γάμος» - περαστικός στον δρόμο
αλλά κι οι γύρω γείτονες.
Να μην κυκλοφορήσει κι απλωθεί στην πόλη η φήμη [κλέος εὐρύ]
του μεγάλου φονικού με τους μνηστήρες, προτού βρεθούμε εμείς
πέρα στο χτήμα το πολύδεντρο - εκεί θα στοχαστούμε
ό,τι καλύτερο ο Ολύμπιος μας χαρίσει.


Ο πολυμήχανος ήρωας χρησιμοποιεί τον πολύφημο αοιδό (χ 376) της Ιθάκης και το τραγούδι του ως μέσο παραπλάνησης των συγγενών των μνηστήρων. Το κλέος-είδηση της μνηστηροφονίας έχει αμφίσημη λειτουργία: οι έξω θα νομίσουν ότι τελικά η Πηνελόπη, που μέχρι τώρα υπολόγιζε τη «φωνή του κόσμου» (δήμοιο φῆμις, π 75 = τ 527), δεν άντεξε και τελικά παντρεύτηκε τον άριστο μνηστήρα της. Μέσα ωστόσο στο παλάτι ο θάνατος των καταχραστών της περιουσίας του Οδυσσέα γιορτάζεται ως γεγονός, που καλύπτει την επανένωση των αναγνωρισμένων συζύγων στη μορφή ενός δεύτερου «γάμου».

Τελικά, στον βαθμό που το κλέος προϋποθέτει τον πρώιμο θάνατο του πολεμιστή ήρωα, όπως τον εγκωμιάζουν τόσο η Ιλιάδα όσο και στον επίλογό της η Οδύσσεια (ω 93-94), φαίνεται ότι θα αποτελούσε σκάνδαλο να το ιδιοποιηθεί ένας βασιλιάς που επιστρέφει σώος και θριαμβευτής στο σπίτι του. Γι᾽ αυτό τα θέματα του νόστου και της τίσεως, άμεσα συνδεδεμένα με τους δόλους και τη μῆτιν του Οδυσσέα, δεν προσαρτώνται ρητά στο κλέος του ήρωα μέσα στην κύρια αφηγηματική δράση της Οδύσσειας. Το τραγούδι του Φήμιου σκεπάζει το κλέος-φήμη της μνηστηροφονίας, σε σημείο που να υποστηρίζεται ότι το μεταπολεμικό έπος δεν εγκωμιάζει τόσο τα κλέα ἀνδρῶν (που θεωρούνται υλικό της ιλιαδικής κυρίως ποίησης) όσο το κλέος της αοιδής. Αυτό προκύπτει και από ένα επιπρόσθετο σημείο.

Το «γαμήλιο» τραγούδι του Φήμιου και ο χορός μέσα στο παλάτι της Ιθάκης καλύπτει τη διαδικασία του αναγνωρισμού των συζύγων, που απολήγει στην ερωτική τους ένωση στον ιδιαίτερο θάλαμό τους. Το ευφρόσυνο αυτό σκηνικό είναι εντελώς αντίθετο με ό,τι συμβαίνει στην αρχή του έπους (α 325-344). Εκεί ο περικλυτός Φήμιος ψάλλει τον πικρό (λυγρόν) νόστο των Αχαιών προκαλώντας την τέρψη των μνηστήρων, κατ᾽ εντολή των οποίων ο αοιδός εκτελεί το τραγούδι του. Όμως, για την Πηνελόπη, που επιμένει να αναθυμάται την απέραντη δόξα (κλέος ευρύ, α 344) του Οδυσσέα, ο λυγρός νόστος εκλαμβάνεται ως λυγρή ἀοιδή, ενισχύοντας το ἄλαστον πένθος της για τον αγνοούμενο άντρα της (α 342-344):

σπαράζει την καρδιά μου
μες στα στήθη, αφότου με κατοίκησε πένθος μεγάλο κι αλησμόνητο [πένθος ἄλαστον].
Τέτοιο το πρόσωπο που εγώ ποθώ, και συνεχώς τη μνήμη μου πληγώνει
η μορφή του αντρός μου, με δόξα απέραντη [κλέος εὐρύ], απλωμένη στην Ελλάδα
και μέσα στο Άργος.


Γι᾽ αυτό ο αοιδός καλείται από τη βασίλισσα της Ιθάκης να αντικαταστήσει το θλιβερό τραγούδι του με ένα πιο θελκτήριο, ηρωικό και ένδοξο, από αυτά με τα οποία οι αοιδοί δοξάζουν (κλείουσιν) τα έργα των θεών και των ανθρώπων (α 337-340). Στην εικοστή τρίτη ραψωδία της Οδύσσειας ο Φήμιος, αποτρέποντας τη διάδοση τους κλέους της μνηστηροφονίας, μετατρέπει την αρχική τέρψη των μνηστήρων σε στόνον ἀεικέα («βόγγο βαρύ, πανάσχημο», ω 184), που μόλις διαδοθεί ως φήμη (ὄσσα, ω 413) στους συγγενείς τους θα προκαλέσει ἄχος (ω 420) και ἄλαστον πένθος (ω 423). Μέσα ωστόσο στο παλάτι η αοιδή του σκορπίζει στους ενοίκους του παλατιού τέρψη. Επιβεβαιώνεται έτσι η πρώιμη απάντηση του Τηλεμάχου στη μητέρα του (α 351-352) ότι οι άνθρωποι τιμούν και προτιμούν (μᾶλλον ἐπικλείουσιν) το τελευταίο τραγούδι, που θα μπορούσε να είναι η ίδια η Οδύσσεια.

Η αδυναμία της Ηθικής

«Τίποτα δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό, τέτοια τα κάνει η σκέψη» -Άμλετ

«Τις θεμελιώδεις ηθικές αρχές μου, μου τις παρέχει ο σεβασμός για τη ζωή» -Άλμπερτ Σβάιτσερ

Το 1929 ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν έδωσε μια διάλεξη για την Ηθική, ένα θέμα το οποίο έχει, κατά κοινή ομολογία, αποφύγει να αναλύσει με ακρίβεια. Οι ορισμοί που δίνει για την ηθική είναι: η αναζήτηση του τι είναι καλό ή πολύτιμο, ή πραγματικά σημαντικό, ή του νοήματος της ζωής ή αυτού που κάνει τη ζωή να αξίζει να τη ζεις ή του σωστού τρόπου να ζεις. Εν τέλει, η ηθική αφορά το πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσμος.

Υπάρχει η υποκειμενική οπτική του τι είναι καλό, και η απόλυτη. Η υποκειμενική συνίσταται στο να αποφανθούμε ότι, για παράδειγμα, «αυτός ο πιανίστας είναι καλός», δηλαδή ότι αυτός ο πιανίστας ικανοποιεί τα κριτήρια τα οποία προκαθορίσαμε ότι πρέπει να τηρεί για να είναι καλός. Αυτό όμως πλησιάζει την ταυτολογία. Δεν μας προσφέρει μια αντικειμενική, απόλυτη αξία που να την ονομάσουμε καλή αξία, άρα δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος ενός συστήματος Ηθικής. Φράσεις όπως η παραπάνω αποτελούνται από γεγονότα, και τα γεγονότα τα ίδια δεν έχουν ηθική αξία. Απλά συμβαίνουν, με τον ίδιο τρόπο που τα αντικείμενα απλά υπάρχουν. Καλός πιανίστας είναι αυτός που μπορεί να παίξει κάποια μουσικά κομμάτια μιας κάποιας δυσκολίας με κάποιο βαθμό επιδεξιότητας. Αυτό δεν είναι ηθική αξία, είναι μια εννοιολογική περιγραφή. Αν δηλαδή πούμε στον πιανίστα ότι δεν είναι καλός, επειδή θεωρούμε ότι δεν είναι αρκετά επιδέξιος, αυτός (ακόμα κι αν συμφωνήσει) μπορεί κάλλιστα να πει ότι δεν τον ενδιαφέρει να είναι καλύτερος από όσο ήδη είναι, και τότε εμείς δεν μπορούμε παρά να υποχωρήσουμε. Αν όμως πούμε σε κάποιον ότι είναι κλέφτης (επειδή όντως έχει κλέψει) και αυτός μας απαντήσει «το ξέρω ότι συμπεριφέρομαι άσχημα, αλλά δεν με ενδιαφέρει να συμπεριφερθώ καλύτερα», έχουμε κάθε δικαίωμα να πούμε «θα έπρεπε να συμπεριφέρεσαι καλύτερα». Προσπαθούμε δηλαδή να του αποδώσουμε κάποια απόλυτη έννοια ηθικής, την ίδια στιγμή που αυτός δεν τη δέχεται ή δεν την γνωρίζει καν.

Η διαφορά έγκειται στην γλώσσα που χρησιμοποιούμε. Στην πρώτη περίπτωση, η δήλωσή μας στον πιανίστα θα μπορούσε να εκφραστεί εναλλακτικά, για παράδειγμα, ως εξής: «Δεν είσαι αρκετά καλός πιανίστας ώστε να μπορέσεις να κάνεις σόλο καριέρα». Η απάντησή του ότι δεν τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο δεν μπορεί να προκαλέσει αντικειμενικές αντιρρήσεις από μέρους μας, αφού αυτός θεωρεί ότι είναι αρκετά καλός στο πιάνο ώστε, π.χ., να ψυχαγωγεί τον εαυτό του. Τα κριτήρια που έχει προκαθορίσει ο ίδιος για το παίξιμό του ικανοποιούνται, άρα είναι καλός πιανίστας, από τη δικιά του οπτική. Συνεχίζουμε όμως να μιλάμε για γεγονότα. «Θέλω να ψυχαγωγώ τον εαυτό μου παίζοντας πιάνο, κατάφερα να φτάσω σε αυτό το επίπεδο, άρα είμαι καλός πιανίστας» – όλα αυτά είναι γεγονότα. Και μπορεί και ο κλέφτης να αποφασίσει ότι δεν τον πειράζει να κλέβει, ακόμα και να τον πιάσουν, αλλά δεν μπορεί να πει «είμαι καλός άνθρωπος», με την ίδια ευκολία που ο πιανίστας λέει «είμαι καλός πιανίστας». Θα μπορούσε να πει μόνο «είμαι καλός κλέφτης» (όχι βέβαια αν τον πιάσουν), αλλά σίγουρα δεν μπορεί να πει «είμαι ηθικός άνθρωπος», αν θέλουμε να έχει κάποια σημασία η λέξη «ηθική».

«Τα όρια της γλώσσας μου, είναι τα όρια του κόσμου μου»

Ποια είναι λοιπόν η σημασία της λέξης «ηθική»; Πρέπει οπωσδήποτε να μην εξαρτάται από το καπρίτσιο του καθενός που θα την επανακαθορίσει για να ταιριάζει στην συμπεριφορά του, πρέπει να είναι απόλυτη. Πρέπει, με τη χρήση της λογικής και μόνο, να μπορούμε όλοι να καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα όταν κρίνουμε ηθικά κάποια πράξη. Ποια είναι λοιπόν η γλώσσα που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε για να περιγράψουμε μια τέτοια απόλυτη έννοια; Οι λέξεις, και ο τρόπος που τις χρησιμοποιούμε, μπορούν να περιγράψουν μόνο τη φυσική κατάσταση των πραγμάτων, δηλαδή γεγονότα. Από τη στιγμή όμως που τα γεγονότα από μόνα τους δεν περιέχουν ηθική αξία (η πτώση ενός μήλου και το πάτημα μιας σκανδάλης είναι εξίσου αμοραλιστικά συμβάντα, πέραν της ηθικής), η γλώσσα δεν είναι ικανή να δώσει ηθικές απαντήσεις, και άρα η ηθική εκπίπτει στον χώρο έξω από τη γλώσσα και τον κόσμο που αυτή περιγράφει, μεταφέρεται δηλαδή στον χώρο της μεταφυσικής.

«Για τα πράγματα που δεν μπορείς να μιλήσεις, πρέπει να σωπαίνεις»

Στο βιβλίο του Tractatus Logicο-Philosophicus γράφει ο Βίτγκενσταϊν: “Είναι φανερό ότι η ηθική δεν μπορεί να αποτυπωθεί στον λόγο. Η ηθική είναι υπερβατική.» (TLP 6.421) Ο Βίτγκενσταϊν πλησιάζει εδώ τον Χιουμ που είπε ότι μπορούμε να αποφανθούμε μόνο για το πώς είναι ο κόσμος, όχι για το πώς θα έπρεπε να είναι («Δεδομένης της γνώσης του πώς είναι το σύμπαν, με ποια έννοια μπορούμε να πούμε πώς θα έπρεπε να είναι;»). Ο Βίτγκενσταϊν λέει ότι φράσεις όπως «τι εξαιρετικό το γεγονός της ύπαρξης» ή «η ύπαρξη του κόσμου μου φαίνεται θαυμάσια» αποτελεί κακομεταχείριση της γλώσσας. Κι αυτό γιατί μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάτι σαν θαυμάσιο, μόνο αν έχουμε κάτι για να το συγκρίνουμε. Η φράση «αυτό το σκυλί είναι μεγάλο» σημαίνει μόνο ότι αυτό το σκυλί είναι μεγαλύτερο από άλλα που έχουμε δει της ίδιας ράτσας. Με τι θα μπορούσαμε όμως να συγκρίνουμε την ύπαρξη; Γνώση της μη ύπαρξης δεν έχουμε, άρα είναι αδύνατο να αποφανθούμε κριτικά για την ύπαρξη του κόσμου. Μπορούμε δηλαδή να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα μόνο όταν μιλάμε για κάτι που είναι επαληθεύσιμο.

Η μεταφυσική στην οποία εναποθέτει ο Βίτγκενσταϊν τις ελπίδες του για τον εντοπισμό της ηθικής, δεν είναι η μεταφυσική της θρησκείας, καθώς προς το τέλος της «Διάλεξης Περί Ηθικής» λέει ότι οι προσπάθειές του αλλά και «όλων όσων προσπάθησαν να μιλήσουν για την Ηθική ή τη Θρησκεία, προσκρούσανε στα όρια της γλώσσας», δηλαδή λέγανε «ανοησίες» (δηλώσεις χωρίς νόημα). Αυτοί που μιλάνε για τον θεό, στην ουσία χρησιμοποιούν παρομοιώσεις: η αίσθηση ενοχής υποδηλώνει ότι ο θεός δεν εγκρίνει τη συμπεριφορά μας, και όταν αισθανόμαστε ασφάλεια, εννοούμε ότι αισθανόμαστε ασφάλεια στα χέρια του θεού. Μια παρομοίωση όμως πρέπει να αντιστοιχεί σε κάτι. Και εφόσον μπορούμε να μιλάμε με παρομοιώσεις, θα έπρεπε να μπορούμε να μιλήσουμε για τα ίδια πράγματα και χωρίς την παρομοίωση. Αυτοί που το επιχειρούν αυτό, εφόσον χρησιμοποιούν λέξεις που μπορούν να περιγράψουν μόνο φυσικά γεγονότα και πράγματα, δεν μπορούν να αποφανθούν για μετα-φυσικές έννοιες, και άρα επίσης λένε ανοησίες.

«Τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο από το να μην αυταπατάσαι»

Το να χαρακτηρίσει ο Βίτγκενσταϊν κάτι σαν «ανοησία» δεν είναι ισοπεδωτικό. Τελειώνει την ομιλία του λέγοντας ότι «δεν μπορώ παρά να σέβομαι βαθύτατα αυτήν την τάση της ανθρώπινης σκέψης και ποτέ δεν θα την γελοιοποιούσα». Αργότερα, στο «Κοινωνία και Αξία» γράφει: «προς θεού, μην φοβάστε να πείτε ανοησίες! Αλλά πρέπει να δώσετε προσοχή στις ανοησίες σας». Δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να αναζητάμε συνέχεια δικαιολόγηση και εξήγηση. Η ασφάλεια της ψεύτικης σιγουριάς για τις εντυπώσεις μας του κόσμου, μας απομακρύνουν από την κριτική στάση προς τις εικασίες μας για αυτόν. Οι εικασίες αυτές, λέει, είτε φιλοσοφικές είτε επιστημονικές, είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, και δεν πρόκειται να λύσουν κανένα πρόβλημα. Δεν υπάρχει απάντηση στο πρόβλημα της ζωής. Λύση έχουμε όταν εξαφανίζεται το πρόβλημα.

Εφόσον λοιπόν, οι υποθέσεις μας θα είναι πάντα λανθασμένες, εφόσον κάθε ηθική θέση πρέπει να έγκειται στη μεταφυσική, εφόσον η ίδια η γλώσσα δεν είναι ικανή να περιγράψει το πώς θα έπρεπε να πράξουμε, σύμφωνα με τον Βίτγκενσταϊν, όσον αφορά την ηθική -το πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσμος-, οφείλουμε να σιωπούμε, ή να αναγνωρίζουμε ότι λέμε ανοησίες.

Είναι δυνατόν όμως να είναι έτσι τα πράγματα; Είναι σωστό να παραιτηθούμε από την αναζήτηση του σωστού τρόπου ζωής; Συνεχώς ερχόμαστε αντιμέτωποι με ηθικά προβλήματα, είτε στην προσωπική μας ζωή είτε στις πολιτικές μας υποχρεώσεις, και το σκεπτικό του Βίτγκενσταϊν δεν φαίνεται να μας προσφέρει τίποτα σε αυτούς τους προβληματισμούς.

«Οι θρησκευτικές ιδέες για το καλό και το κακό τείνουν να εστιάζουν στο πώς να αποκτήσεις ευημερία στην επόμενη ζωή, και αυτό τις κάνει κάκιστους οδηγούς για το πώς να την εξασφαλίσεις στην παρούσα»

Αυτό που ίσως να διαφεύγει από τον Βίτγκενσταϊν είναι ότι και οι ηθικές αξίες είναι, κάποιου είδους, γεγονότα, κάτι που θα του επέτρεπε να μην θεωρεί ανοησία το να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να τις περιγράψουμε. Για παράδειγμα, ο λόγος που νοιαζόμαστε για τα ζώα περισσότερο από όσο νοιαζόμαστε για τα έντομα, είναι το ότι θεωρούμε πως τα πρώτα είναι εκτεθειμένα σε μεγαλύτερο εύρος ευτυχίας-δυστυχίας από ότι τα δεύτερα. Τα ζώα έχουν μεγαλύτερη ικανότητα να αισθανθούν πόνο ή ευχαρίστηση από τα έντομα. Αυτό είναι μια κυριολεκτική, ειλικρινής δήλωση. Για την ακρίβεια, είναι ένα γεγονός. Είναι κάτι που θα μπορούσε να είναι σωστό ή λάθος˙ είναι δηλαδή, κάτι επαληθεύσιμο. Η επιστήμη συνεχώς αποφαίνεται για γεγονότα που περιγράφουν το είδος των εμπειριών που μπορεί να έχουν τα συνειδητά όντα.

Σύμφωνα με τον Βίτγκενσταϊν, η φιλοσοφία οδηγεί το πολύ σε ταυτολογίες, οι θρησκευτικές διδαχές φαντάζουν πλέον αυθαίρετες, και είναι έτσι κι αλλιώς ασαφείς, και η επιστήμη έχει μπει στο περιθώριο όσον αφορά τη συζήτηση περί ηθικής. Θα έπρεπε όμως να είναι έτσι; Θα προσπαθήσω να δείξω εδώ ότι η αξίωση πως η επιστήμη είναι ανίκανη να αποφανθεί για ηθικά προβλήματα, είναι μια αυταπάτη.

Ο Σαμ Χάρις προτείνει μια πραγματιστική προσέγγιση στο πρόβλημα. Τι είναι μια ηθική πράξη, λέει, αν όχι μια πράξη που αυξάνει την ευημερία κάποιου ή κάποιων; Ποια πράξη που δεν κάνει αυτά, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ηθική»; Ας κάνουμε ένα θεωρητικό πείραμα. Ας φανταστούμε το χειρότερο δυνατό σύμπαν, όπου όλοι οι άνθρωποι είναι απόλυτα δυστυχισμένοι, και δεν υπάρχει καμία ελπίδα για βελτίωση. Αντίστοιχα, μπορούμε να φανταστούμε το καλύτερο δυνατό σύμπαν. Ο πραγματικός κόσμος, αυτός που εμείς βιώνουμε, βρίσκεται κάπου στο ενδιάμεσο. Οποιαδήποτε πράξη που θα μας οδηγούσε προς το ένα ή το άλλο άκρο θα χαρακτηριζόταν, αναλόγως, σαν «ηθική» ή «ανήθικη». Οποιαδήποτε άλλη πράξη θα ήταν πέραν της ηθικής. Αν σε κάποιο μέρος του κόσμου θανατωθεί ένα παιδί, ποιος δεν θα μπορούσε να παραδεχτεί ότι αυτή είναι μια αντικειμενικά ανήθικη πράξη; Πως θα μας οδηγούσε δηλαδή προς το χειρότερο δυνατό σύμπαν;

Από τη στιγμή που θα δεχτούμε ότι το χειρότερο δυνατό είναι μια κατάληξη που δεν είναι προτιμητέα, αναγκαστικά πρέπει να δεχτούμε ότι υπάρχουν άλλα δυνατά σύμπαντα, που είναι προτιμότερα. Παρουσιάζεται μπροστά μας έτσι ένα συνεχές, όπου μας μένει να πλοηγηθούμε. Εφόσον το βίωμα κάθε όντος με συνείδηση θα εξαρτηθεί με κάποιο τρόπο από τους νόμους της φύσης, θα υπάρχει κάποιος σωστός και κάποιος λάθος τρόπος να κινηθούμε μέσα σε αυτό το συνεχές. Εφόσον η ευημερία εξαρτάται από φυσικούς παράγοντες, από πράξεις που επενεργούν στο άτομο, και οι φυσικοί παράγοντες μελετώνται από την επιστήμη, άρα η ευημερία είναι αντικείμενο της επιστήμης. Μένει λοιπόν στην επιστήμη να μας οδηγήσει προς αυτήν.

Το πρόβλημα εδώ, θα μπορούσε να πει κάποιος, είναι η φευγαλέα έννοια της ευημερίας. Ο ίδιος ο ορισμός της ευημερίας δεν είναι ξεκάθαρα διατυπωμένος. Επιπλέον, πώς θα απομονώσουμε την υποκειμενικότητα από τις αποφάνσεις σχετικά με αυτήν; Άραγε είναι αρκετό να κάνουμε ένα εγκεφαλογράφημα για να μάθουμε αν κάποιος αισθάνεται καλά ή όχι; Η απάντηση είναι: ναι. Η χαρτογράφηση του εγκεφάλου, μας δίνει μια αρκετά ακριβή εικόνα του πότε κάποιος αισθάνεται ευχάριστα και πότε όχι, του τι τον κάνει να χαίρεται και τι του προκαλεί απέχθεια. Φυσικά, δεν μπορούμε να πούμε ότι η ευημερία είναι μετρήσιμη ή ότι υπάρχει κάτι σαν «τέλεια», ή «πλήρης» ευημερία. Αλλά τα ίδια δεν ισχύουν και για την υγεία; Η υγεία δεν είναι μετρήσιμη, ούτε υπάρχει κάποιος προκαθορισμένος στόχος όταν ελέγχουμε τη φυσική κατάσταση κάποιου. Για κανέναν δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι «τελείως υγιής» κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Αυτό δε μας σταματάει από το να αντιμετωπίζουμε την υγεία σαν επιστημονικό αντικείμενο και να μιλάμε για αυτήν με επιστημονικούς όρους και με λογικές εκφράσεις. Μπορούμε, για παράδειγμα, να πούμε ότι κάποιος που πάσχει από τον ιό της γρίπης είναι λιγότερο υγιής από κάποιον που δεν πάσχει. Όπως μπορούμε να αποδείξουμε ότι η παθολογική έλλειψη της ευχαρίστησης (pleasure) στις περιπτώσεις των ψυχιατρικών διαταραχών της ανηδονίας (anhedonia) ή της δυσφορίας (dysphoria), συνιστά εμπόδιο στην ευημερία.

«Πώς έχουμε πείσει τους εαυτούς μας ότι κάθε γνώμη μετράει;»

Όντως, είναι πιθανό να πιστεύει κάποιος ότι κινείται προς το καλύτερο πιθανό σύμπαν και, απλά, να κάνει λάθος. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αισθάνεται ευημερία όταν σκοτώνει, π.χ., αλλόθρησκους, γιατί πιστεύει ότι αυτό θα τον οδηγήσει στον παράδεισο. Για αυτόν, είναι καλό να πεθάνουν οι αλλόθρησκοι. Θα πρέπει αυτό να μας κάνει να εγκαταλείψουμε την έννοια της αντικειμενικότητας του τι είναι καλό; Θα επανέλθω στην αντιπαραβολή με την υγεία, και θα πάρω ένα αντίστοιχο παράδειγμα κάποιου που λέει ότι θέλει να αισθάνεται ισχυρούς πόνους ημικρανίας, ότι αυτό του φέρνει κάποιου είδους ευχαρίστηση. Μπορούμε να παρουσιάσουμε ένσταση σε αυτό; Ενδεχομένως όχι -μάλλον θα έπρεπε να αποδεχτούμε και το αίτημά του να μην δεχτεί καμία θεραπεία- αλλά σίγουρα δεν θα αποφανθούμε ότι είναι υγιής. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν θα σηκώσουμε τα χέρια ψηλά όταν κληθούμε να κρίνουμε ηθικά αυτόν που του προκαλεί ευχαρίστηση η δολοφονία. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε την περίπτωσή του, μπορούμε να κατανοήσουμε του λόγους που τον οδηγούν σε αυτήν, αλλά σίγουρα δεν χρειάζεται κλονιστούμε στη θέση μας για το τι είναι καλό και κακό, επειδή αυτός έχει την «δική του ηθική», τάχα εξίσου βάσιμη με οποιουδήποτε άλλου. Εξάλλου, θα έπρεπε να υπολογίσουμε και την ευημερία των θυμάτων του, των συγγενών τους, κλπ, κλπ. Οι πράξεις του προφανώς μας οδηγούν προς το χειρότερο δυνατό σύμπαν.

Κατά τον ίδιο τρόπο, είναι δύσκολο να οριστεί η έννοια της ευημερίας, όπως και η έννοια της υγείας. Πολλά χρόνια πριν, το προσδόκιμο της ηλικίας δεν ξεπερνούσε τα 30 χρόνια. Αυτός που τότε θα βαπτιζόταν «υγιής» στα 25 του, σήμερα θα ήταν δέκτης φιλανθρωπικών δωρεών. Αυτή η αδυναμία ακριβούς προσδιορισμού της υγείας και η ρευστότητα του ποιος θεωρείται υγιής και ποιος όχι, δεν κάνει την έννοια της υγείας κενή περιεχομένου.

Μια άλλη πιθανή ένσταση ίσως είναι η εξής: Πώς μπορούμε να μιλάμε για αντικειμενικότητα και απολυτότητα στην ηθική, τη στιγμή που υπάρχουν πολλές εναλλακτικές στο χειρισμό ενός προβλήματος, και όχι μόνο δύο˙ ηθική-ανήθικη; Η πληθώρα εναλλακτικών στην προσέγγιση της ευημερίας δεν χρειάζεται να μας προκαλεί σύγχυση στο αν μια πράξη είναι απόλυτα ηθική ή όχι. Με τον ίδιο τρόπο, το ότι μπορεί να υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι να αντιμετωπιστεί μια ασθένεια, δεν μας προκαλεί σύγχυση όσον αφορά το αν η χορήγηση δηλητηρίου είναι ένας δόκιμος τρόπος αντιμετώπισης μιας ασθένειας ή όχι. Δηλαδή, μπορεί να υπάρχει διαφωνία στο αν θα πρέπει να χορηγηθεί το φάρμακο Α ή το φάρμακο Β, για να έχουμε τα καλύτερα αποτελέσματα, αλλά σίγουρα η χορήγηση κάποιου καρκινογόνου είναι απόλυτα λάθος. Αντίστοιχα, μπορεί να συζητηθεί το αν ένα παιδί θα πρέπει να ανατραφεί με πειθαρχικές μεθόδους ή με τη μέθοδο της επιβράβευσης, αλλά σίγουρα το μαστίγωμα για κάθε παράπτωμά του είναι αντικειμενικά κακό.

«Είναι απλά λάθος το ότι η θρησκεία παρέχει το μόνο πλαίσιο για μια καθολική ηθική» -Σαμ Χάρις.

Βλέπουμε σε κάποιες περιοχές του κόσμου οι γυναίκες να αντιμετωπίζονται σαν υπόδουλες. Με ποια έννοια δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό είναι αντικειμενικά κακό; Ό,τι ξέρουμε για την ανθρώπινη κατάσταση μας λέει ότι οι άνθρωποι γεννιούνται ισότιμοι. Και είναι η επιστήμη της βιολογίας που το επαληθεύει, που μας δείχνει ότι δεν υπάρχει αξιολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων. Γιατί το θεωρούμε δεδομένο ότι κάθε κουλτούρα έχει και μια άποψη για κάποιο ηθικό θέμα που πρέπει αναγκαστικά να πάρουμε στα σοβαρά; Πώς έχουμε πειστεί ότι μια απόφανση για κάποιο ηθικό πρόβλημα αποκλείεται να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από κάποια άλλη; Γιατί νομίζουμε ότι δεν είμαστε ικανοί να κατακρίνουμε πράξεις που δεν θα θεωρούσαμε ανεκτές στην Ελλάδα ή στην Ελβετία, απλά και μόνο επειδή λαμβάνουν τόπο σε μια άλλη, ξένη χώρα; Είναι μια υποτιθέμενη ταπεινοσύνη και ένας κακώς νοούμενος πολιτισμικός σχετικισμός (αλληλένδετος με το αίσθημα της λευκής ενοχής) που μας αποτρέπει από το να υπερασπιστούμε αυτά που ήδη ξέρουμε. Από το να υποστηρίξουμε τις κεκτημένες «δυτικές» αξίες, που είναι παγκόσμιες αξίες (επειδή είναι αντικειμενικές αξίες), απέναντι σε συμπεριφορές που γνωρίζουμε πως προκαλούν τόση αναταραχή σε μια ανοικτή κοινωνία, όσο ο ιός του AIDS σε έναν υγιή οργανισμό.

Η ηθική δεν είναι μεταφυσικό ζήτημα, είναι πρακτικό, καθημερινό πρόβλημα, και οι αποφάσεις περί ηθικής έχουν πραγματικές επιπτώσεις στον υλικό κόσμο γύρω μας. Η γλώσσα έχει φτιαχτεί για να περιγράφει αυτόν τον φυσικό κόσμο, και άρα, νομίζω, μπορούμε να μιλάμε για την ηθική.

S. Freud: Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό

Η έρευνά μας για την ευτυχία δεν μας έχει μάθει προσώρας τίποτα που δεν είναι ευρέως γνωστό. Ακόμη κι όταν τη συνεχίζουμε με το ερώτημα γιατί είναι τόσο δύσκολο για τους ανθρώπους να είναι ευτυχισμένοι, η προοπτική να μάθουμε κάτι καινούργιο δεν είναι τόσο μεγάλη.

Έχουμε ήδη δώσει την απάντηση, αφού ήδη μνημονεύσαμε τις τρεις πηγές από τις οποίες προέρχονται τα βάσανά μας: την υπεροχή της φύσης, την αδυναμία του σώματός μας, και τις ατέλειες των θεσμών που ρυθμίζουν τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων στην οικογένεια, το Κράτος και την κοινωνία.

Σε σχέση με τις δύο πρώτες, η κρίση μας δεν μπορεί να ταλαντεύεται περισσότερο· μας αναγκάζει να αναγνωρίσουμε αυτές τις πηγές πόνου και να παραδοθούμε στο αναπότρεπτο. Δεν θα κυριαρχήσουμε ποτέ ολότελα πάνω στη φύση, ο οργανισμός μας, κομμάτι κι ο ίδιος αυτής της φύσης, θα παραμείνει πάντα ένα πρόσκαιρο, ένα περιορισμένης προσαρμογής και απόδοσης μόρφωμα.

Η επίγνωση αυτή δεν λειτουργεί παραλυτικά· τουναντίον, κατευθύνει τη δραστηριότητά μας. Δεν μπορούμε να εξαλείψουμε όλα τα βάσανά μας, αλλά μπορούμε να εξαλείψουμε πολλά από αυτά, ενώ κάποια άλλα να τα ανακουφίσουμε- η εμπειρία χιλιάδων χρόνων μάς το έχει αποδείξει. Διαφορετικά συμπεριφερόμαστε με την τρίτη πηγή, την κοινωνική πηγή του πόνου.

Δεν θέλουμε να την παραδεχτούμε, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί οι θεσμοί που οι ίδιοι δημιουργήσαμε δεν θα έπρεπε να μας προστατεύουν και να μας ωφελούν περισσότερο. Εξάλλου, όταν σκεφτόμαστε πόσο άσχημα έχει λειτουργήσει το ζήτημα της πρόληψης του πόνου, εγείρεται η υποψία ότι πίσω του μπορεί, επίσης, να κρύβεται ένα κομμάτι της ακατανίκητης φύσης, δηλαδή της δικής μας ψυχικής κατασκευής.

Καθώς ασχολούμαστε με τούτη την πιθανότητα, συναντάμε μια τόσο εκπληκτική άποψη, στην οποία θα θέλαμε να σταματήσουμε για λίγο. Σύμφωνα με αυτήν ένα μεγάλο μέρος ευθύνης για την αθλιότητά μας φέρει ο αποκαλούμενος πολιτισμός, που, αν τον αρνούμασταν και επιστρέφαμε στις πρωτόγονες σχέσεις, θα ήμασταν πιο ευτυχισμένοι.

Τη λέω εκπληκτική, διότι – όπως και αν θέλουμε να ορίσουμε την έννοια πολιτισμός – όλα αυτά με τα οποία προσπαθούμε να προστατευτούμε από την απειλή που εκπέμπουν οι πηγές του πόνου ανήκουν στον ίδιο ακριβώς τον πολιτισμό.

Έχουμε εδώ έναν ακόμη παράγοντα απογοήτευσης. Τα τελευταία χρόνια οι άνθρωποι έκαναν εξαιρετικές προόδους στις φυσικές επιστήμες και στις τεχνικές τους εφαρμογές, η κυριαρχία τους επί της φύσεως εδραιώθηκε σε έναν αδιανόητο προηγουμένως βαθμό.

Τα καθέκαστα αυτών των προόδων είναι κοινώς γνωστά, και περιττεύει να τα απαριθμήσουμε. Οι άνθρωποι περηφανεύονται γι’ αυτά τα επιτεύγματα, και όχι αδίκως. Όμως φαίνεται πως έχουν αντιληφθεί ότι η νεοαποκτηθείσα εξουσία επί του χώρου και του χρόνου, η υποταγή των φυσικών δυνάμεων, εκπλήρωση χιλιόχρονων πόθων, δεν αυξάνει τον βαθμό ικανοποίησης της απόλαυσης που προσδοκούν από τη ζωή, δεν τους προσφέρει περισσότερο ευτυχισμένα συναισθήματα.

Έτσι, από τη διαπίστωση αυτή καλό θα ήταν να αντλήσουμε απλώς και μόνο το συμπέρασμα ότι η εξουσία επί της φύσεως δεν είναι η μοναδική προϋπόθεση της ανθρώπινης ευτυχίας, όπως ακριβώς δεν είναι ο μοναδικός σκοπός των πολιτισμικών επιδιώξεων, αλλά όχι και να συναγάγουμε από αυτήν ότι οι τεχνικές πρόοδοι δεν έχουν αξία για την οικονομία της ευτυχίας μας.

Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς: δεν αποκομίζω ένα θετικό κέρδος απόλαυσης, δεν αυξάνεται το συναίσθημα της χαράς μου, όταν μπορώ να ακούσω όσο συχνά θέλω τη φωνή του παιδιού μου που ζει χιλιόμετρα μακριά μου, όταν μπορώ να μάθω από τον φίλο μου, αμέσως μετά την άφιξή του, ότι το μακρύ, κουραστικό ταξίδι του πήγε καλά;

Δεν σημαίνει τίποτα ότι η ιατρική κατόρθωσε να μειώσει εντυπωσιακά τη θνησιμότητα των μικρών παιδιών, ότι ο κίνδυνος μόλυνσης για τις λεχώνες έχει υποχωρήσει τόσο σημαντικά, ώστε να επιμηκυνθεί για αρκετά χρόνια ο μέσος όρος ζωής των πολιτισμένων ανθρώπων; Και θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε μια μεγάλη σειρά ευεργετημάτων που οφείλουμε στην τόσο κακολογημένη εποχή των τεχνικών και επιστημονικών επιτευγμάτων.

Όμως, αφήνουμε την φωνή της απαισιόδοξης κριτικής να ακουστεί και να μας προτρέψει ότι οι περισσότερες από τις απολαύσεις αυτές είναι κατά το πρότυπο εκείνης της «φτηνής απόλαυσης» που εγκωμιάζεται σε κάποιο ανέκδοτο.

Η απόλαυση εκείνου, με άλλα λόγια, που βγάζει το πόδι του από το σκέπασμα μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα, για να το ξαναβάλει μέσα.

Αν δεν υπήρχε τρένο για να μειώσει τις αποστάσεις, δεν θα υπήρχε και παιδί για να απομακρυνθεί από τον πατέρα του, και δεν θα χρειαζόταν τηλέφωνο για να ακούσει ο τελευταίος τη φωνή του. Αν δεν υπήρχαν πλοία να διασχίζουν τον ωκεανό, κανείς δεν θα έκανε ένα τέτοιο ταξίδι, και δεν θα χρειαζόταν τηλέγραφος για να ανακουφίσει την έγνοιά μου για το πώς έφτασε ο φίλος μου.

Ποιο το όφελος από τον περιορισμό της παιδικής θνησιμότητας, όταν μας επιβάλλει έναν υπερβολικό περιορισμό των γεννήσεων, με αποτέλεσμα να μη μεγαλώνουμε στο σύνολο περισσότερα παιδιά από όσα κατά την εποχή πριν από την επικράτηση της υγιεινής, ενώ έχουμε δυσχεράνει τη σεξουαλική μας ζωή μέσα στο γάμο και έχουμε πιθανόν δουλέψει αντίθετα σε σχέση με την ευεργετική τάση της φυσικής επιλογής;

Και, τέλος, τι να την κάνουμε τη μακροζωία, όταν ταλαιπωρούμαστε, όταν δεν έχουμε φίλους, όταν ο πόνος μάς φέρνει στο σημείο να καλοδεχόμαστε τον θάνατο σαν λύτρωση;

Φαίνεται βέβαιο ότι δεν νιώθουμε καλά μέσα στον σημερινό πολιτισμό μας, αλλά είναι πολύ δύσκολο να κρίνουμε αν και σε ποιον βαθμό οι άνθρωποι προηγούμενων εποχών αισθάνονταν ευτυχέστεροι και κατά πόσο συνέβαλλαν σ’ αυτό οι πολιτισμικές συνθήκες.

Θα έχουμε πάντα την τάση να αντιλαμβανόμαστε την αθλιότητα αντικειμενικά, δηλαδή να μεταφερόμαστε με την ευαισθησία και τις απαιτήσεις μας σ’ εκείνες τις συνθήκες και, κατόπιν, να αναζητούμε τις αφορμές που θα βρίσκαμε σ’ αυτές για συναισθήματα ευτυχίας ή δυστυχίας.

Τούτος ο τρόπος παρατήρησης, που φαίνεται αντικειμενικός, διότι παραβλέπει τις παραλλαγές της υποκειμενικής ευαισθησίας, είναι φυσικά, και ο πλέον υποκειμενικός που μπορεί να υπάρξει, εφόσον κάποιος τοποθετεί στη θέση όλων των άλλων άγνωστων ψυχικών ιδιοσυγκρασιών τη δική του.

Όμως, η ευτυχία είναι κάτι τελείως υποκειμενικό. Τρομάζουμε ακόμη απέναντι σε ορισμένες καταστάσεις, όπως αυτή του αρχαίου σκλάβου της γαλέρας, του αγρότη κατά τον Τριακονταετή πόλεμο, του θύματος της Ιεράς Εξέτασης, του Εβραίου που περίμενε το πογκρόμ.

Αλλά μας είναι αδύνατον να προσεγγίσουμε εσωτερικά αυτούς τους ανθρώπους, να μαντέψουμε τις μεταβολές που η αρχική απάθεια, η σταδιακή άμβλυνση, η αναστολή των προσδοκιών, οι τραχύτεροι ή λεπτότεροι τρόποι νάρκωσης της ευαισθησίας τους για συναισθήματα ευχαρίστησης ή δυσαρέσκειας έχουν επιφέρει.

Σε περίπτωση ακραίας πιθανότητας πόνου ενεργοποιούνται και κάποιοι προστατευτικοί ψυχικοί μηχανισμοί. Μου φαίνεται άσκοπο να συνεχίσουμε παραπέρα τούτη την πλευρά του ζητήματος.

S. Freud, Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό

Όταν τα γεγονότα συγκρούονται με τα πιστεύω μας

Η ''θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας'' δημοσιεύτηκε το 1957 από τον καθηγητή της ψυχολογίας στο ΜΙΤ Λίον Φέστινγκερ, ο οποίος έδειξε ότι οι άνθρωποι, κάτω από ορισμένες συνθήκες, αντί να προσαρμόζουν την συμπεριφορά τους έτσι ώστε να ταιριάζει στις πεποιθήσεις τους, αυτοί προσαρμόζουν τις πεποιθήσεις τους έτσι ώστε να ταιριάζουν στη συμπεριφορά τους και αυτό ενάντια στην λογική σειρά των πραγμάτων.

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Στο Λέικ Σίτι της Μινεάπολις ζούσαν η Μάριον Κιτς με τον σύζυγο της Δρ. Άρμστρονγκ, ευυπόληπτο και με κύρος, γιατρό σε κοντινό πανεπιστήμιο. Η Μάριον έλαβε ένα μήνυμα, μετά από μια παράξενη δόνηση, από ένα ον με το όνομα Σανάντα.

''Θα σηκωθεί ο πυθμένας του Ατλαντικού και θα βυθίσει τα παράλια του. Η Γαλλία θα βουλιάξει, η Ρωσία θα γίνει μια μεγάλη θάλασσα...Ένα μεγάλο κύμα θα κατακλύσει τα Βραχώδη Όρη...για να εξαφανιστεί η Γη από τα πλάσματα της και να δημιουργηθεί η νέα τάξη.'' Και όλα αυτά θα συνέβαιναν τα μεσάνυχτα της 21ης Δεκεμβρίου.

Η ιστορία της καταστροφής συμπληρώνονταν με το σύμφωνο σωτηρίας: θα σώζονταν οι πιστοί στη θεότητα Σανάντα.

Ο Λίον Φέστινγκερ, 31 χρονών, ήταν τότε νεαρός ψυχολόγος στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα. Αναρωτήθηκε τι θα συνέβαινε όταν την 21η Δεκεμβρίου, τίποτα από την προφητεία δεν θα συνέβαινε και οι πιστοί δεν θα χρειάζονταν να σωθούν με το αναμενόμενο διαστημόπλοιο.

Έτσι, οργάνωσε μια ομάδα συνεργατών και διείσδυσε στην ομάδα των πιστών του Σανάντα για να παρακολουθήσει, πως οι άνθρωποι θα αντιδράσουν, όταν βρεθούν αντιμέτωποι με τη διάψευση της προφητείας και των προσδοκιών τους.

Αφήνω τις λεπτομέρειες και τα τραγελαφικά της βραδιάς, που αναμένετο, η άφιξη του διαστημόπλοιου για να σώσει τους πιστούς και η συνακόλουθη καταστροφή του κόσμου.

Όταν οι χτύποι του ρολογιού σήμαναν 12 μεσάνυχτα και οι μόνοι θόρυβοι που έσπαζαν τη σιωπή της νύκτας ήταν οι θόρυβοι από τα τηλεοπτικά συνεργεία και τα μόνα φώτα που διέκοπταν το σκοτάδι της νύχτας ήταν οι προβολείς των συνεργείων που έκαναν τη νύχτα μέρα και κανένα σημάδι δεν προέρχονταν από τα διαστημόπλοια που αναμένονταν για να παραλάβουν τους πιστούς, για λίγο μόνο απλώθηκε παγωμάρα.

Οι πιστοί μετά το πρώτο μούδιασμα, με άμετρο ενθουσιασμό, άνοιξαν πόρτες και παράθυρα, κάλεσαν τα συνεργεία να περάσουν μέσα, ετοίμασαν τσάι να κεράσουν και άρχισαν τις δηλώσεις.

Η σιωπή των προηγούμενων ημερών και η άρνηση δηλώσεων στα ΜΜΕ τώρα, μετά τη διάψευση της προφητείας αντικαταστάθηκε από μια μανία υποστήριξης των πιστεύω που μόλις... διαψεύστηκαν. ''Ο κόσμος σώθηκε γιατί εμείς προσευχηθήκαμε...''. Η προφητεία ουδόλως προέβλεπε κάτι τέτοιο.

Αυτό όμως δεν έχει σημασία. Η διάψευση, προκαλεί ένα τέτοιας ισχύος αμυντικό μηχανισμό που τα άτομα, αντί να σταθούν στη λογική της διάψευσης και να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους, κάνουν ακριβώς το αντίθετο.

Αλλάζουν τη λογική των πραγμάτων και αρχίζουν με μεγαλύτερο ζήλο τον προσηλυτισμό στα πιστεύω που διαψεύστηκαν. Η θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας δείχνει ότι οι αντιδράσεις στην καταφανή αποτυχία επαλήθευσης της πίστης στο προσδοκόμενο, προκαλεί μεγαλύτερη ακόμα ενίσχυση αυτής της πίστης, παρά το ότι συγκρούεται με κάθε έννοια λογικής.

Όταν τα πιστεύω ενός ατόμου συγκρούονται λοιπόν με τις απτές αποδείξεις της πραγματικότητας, η δυσφορία που προκαλείται είναι τόσο μεγάλη, που σαν αποτέλεσμα έχει την ενεργοποίηση τέτοιων μηχανισμών άμυνας που αντί να οδηγούν στην αλλαγή συμπεριφοράς την ενισχύουν.

Μετά από σειρά πειραμάτων ο Λίον Φέστινγκερ μας παρέδωσε μαζί με τη θεωρία του περί της ''γνωστικής ασυμφωνίας'' και τον αφορισμό: ''Τα ανθρώπινα όντα ΣΚΕΦΤΟΝΤΑΙ.

Επιδίδονται στην πλέον θαυμαστή πνευματική άσκηση, κι όλα αυτά μόνο και μόνο για να δικαιολογήσουν την υποκρισία τους.'' (L. Slater, Το κουτί της ψυχής 2009).

Παραπληροφόρηση: Πώς καθορίζεται η πραγματικότητά μας από τον τρόπο που «φιλτράρουμε» τα γεγονότα

Η παραπληροφόρηση συνήθως αποτελείται από ψευδείς πεποιθήσεις. Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι όμως ισχυρίζονται ότι και τα συναισθήματα μπορούν επίσης να αποτελούν πληροφορίες και όχι μόνο οι πεποιθήσεις.

Το ερώτημα που εγείρεται λοιπόν είναι αν τα συναισθήματα προκαλούν ορισμένες φορές παραπληροφόρηση και αν ναι, πότε. Οι επιστήμονες αναφέρουν ότι το άγχος, η αγάπη και η θλίψη μπορούν να λειτουργούν παραπλανητικά.

Ο Norbert Schwarz (2012) ανέπτυξε τη σπουδαία θεωρία ότι οι πληροφορίες δεν αποτελούνται μόνο από πεποιθήσεις, αλλά επίσης από διαθέσεις, συναισθήματα, σωματικές αισθήσεις και εμπειρίες σχετικά με τη γνώση. Αυτά τα συναισθήματα συνεισφέρουν σημαντικά στις κρίσεις, στις αποφάσεις και στην αξιολόγηση των καταστάσεων. Όμως, ο Schwarz τόνισε επίσης ότι τα συναισθήματα μπορούν επίσης να μας μπερδέψουν, όπως στα παρακάτω σενάρια:

– Η αγάπη μπορεί να υποδεικνύει έναν πολύτιμο δεσμό με έναν καλό άνθρωπο, αλλά ο έρωτας που βασίζεται στον ενθουσιασμό μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να παραβλέψουν τοξικά μειονεκτήματα σε μια σχέση.

– Το άγχος και ο φόβος είναι χρήσιμα όταν ενεργοποιούν τους ανθρώπους σε επικίνδυνες καταστάσεις όπως στην πανδημία, αλλά μπορεί να αποδειχθούν προβληματικά όταν οι ψευδείς πεποιθήσεις και οι υπερβολικές αντιδράσεις παράγουν φοβίες που θέτουν σε κίνδυνο ζωές.

– Ο θυμός ορισμένες φορές λειτουργεί ως ένα σημάδι ότι κάποιος εμποδίζει τους σημαντικούς μας στόχους, αλλά μπορεί επίσης να μας αποτρέπει από το να επιλύουμε κρίσιμα προβλήματα.

– Η θλίψη συχνά υποδεικνύει μια πραγματική απώλεια, αλλά μπορεί να εξελιχθεί σε σοβαρή κατάθλιψη που αποτυγχάνει να αναγνωρίσει ότι η ζωή έχει ακόμη αξία και ελπίδα.

– Η χαρά μπορεί να σηματοδοτεί ότι οι βασικές μας ανάγκες ικανοποιούνται, αλλά μπορεί να είναι ριψοκίνδυνη και πλασματική όταν προέρχεται από κατάχρηση αλκοόλ και χρήση ναρκωτικών ουσιών.

– Η αποστροφή προστατεύει φυσικά τους ανθρώπους από τις ακατάλληλες τροφές, αλλά μπορεί να αποδειχθεί κοινωνικά καταστροφική όταν κατευθύνεται για πολιτισμικούς λόγους σε κοινωνικές ομάδες και μη συνηθισμένες συμπεριφορές.

Για να κατανοήσουμε πώς τα συναισθήματα μπορούν να μας παραπληροφορήσουν, χρειάζεται να συνδέσουμε μια θεωρία συναισθημάτων με μια θεωρία πληροφόρησης. Οι ψυχολογικές θεωρίες δεν είναι απλώς στατιστικές συσχετίσεις ανάμεσα σε μεταβλητές, αλλά μπορούν να μας αποκαλύψουν συγκεκριμένους νοητικούς και νευρωνικούς μηχανισμούς.

Μια νέα θεωρία συναισθημάτων τους εξηγεί μέσω νευρωνικών μηχανισμών που συνδυάζουν τις αναπαραστάσεις των καταστάσεων, τις αξιολογήσεις εκείνων των καταστάσεων που αφορούν στη σχέση με προσωπικούς στόχους και τις φυσιολογικές αλλαγές, όπως τον καρδιακό παλμό και τον ρυθμό της αναπνοής. Τα συναισθήματα είναι κατατοπιστικά όταν οι αξιολογήσεις εκτιμούν με ακρίβεια την επίδραση των καταστάσεων στους προσωπικούς στόχους. Για παράδειγμα, αν μια κατάσταση που παράγει άγχος είναι πραγματικά επικίνδυνη.

Επιπροσθέτως, οι φυσιολογικές αλλαγές πρέπει επίσης να είναι ανάλογες της κατάστασης παρά το αποτέλεσμα ελλειμματικών γενετικών παραγόντων ή ναρκωτικών ουσιών. Η παραπληροφόρηση των συναισθημάτων συμβαίνει λόγω ελλειμματικών αξιολογήσεων, διαστρεβλωμένης φυσιολογίας ή λόγω και των δύο.

Αυτή η ανάλυση ταιριάζει με μια νέα θεωρία πληροφόρησης που το εξηγεί ως αποτέλεσμα 8 νευρωνικών μηχανισμών: της αναπαράστασης, συλλογής, αποθήκευσης, ανάσυρσης, αξιολόγησης, μεταμόρφωσης, αποστολής και παραλαβής. Η παραπληροφόρηση εμφανίζεται όταν αυτοί οι μηχανισμοί καταρρεύσουν, όπως όταν μια ασθένεια εκδηλώνεται όταν οι βιολογικοί μηχανισμοί που μας στηρίζουν επίσης καταρρέουν.

Τα συναισθήματα ως πληροφορίες αποτυγχάνουν κυρίως μέσω της κατάρρευσης των μηχανισμών αξιολόγησης. Για παράδειγμα, το πένθος που προκαλείται από την απώλεια μιας σημαντικής σχέσης συνιστά ένα σύστημα πληροφόρησης επειδή βασίζεται σε φυτικές φυσιολογικές αλλαγές και στη ρεαλιστική εκτίμηση της απώλειας. Όμως η κλινική κατάθλιψη είναι συνήθως παραπλανητική επειδή προκαλείται από ψευδείς εκτιμήσεις απόγνωσης και από ψευδείς φυσιολογικά στοιχεία όπως νευροδιαβιβαστικά προβλήματα.

Ο καλύτερος τρόπος να μετατρέψουμε την παραπληροφόρηση των συναισθημάτων σε αξιόπιστη πληροφόρηση είναι να στοχαζόμαστε συνειδητά πάνω στις υποβόσκουσες πηγές. Οι πληροφορίες που έχουμε συλλέχθηκαν από αξιόπιστες διεργασίες ή από διαστρεβλωμένες αντιλήψεις; Αξιολογήθηκαν προσεκτικά οι πληροφορίες ή απλώς έγιναν υποθέσεις;

Υπήρξαν λάθη στη φυσιολογία; Μήπως η πληροφορία αποκτήθηκε μέσω παραπλανητικών κοινωνικών διαδικασιών όπως προπαγάνδα; Δεδομένου του τρόπου που λειτουργεί ο εγκέφαλος, τα συναισθήματα πάντα θα είναι πηγές πληροφόρησης, έτσι χρειάζεται να προσέχουμε για λάθη στους μηχανισμούς που μπορεί να καταλήξουν σε παραπληροφόρηση.

Omer B. Washington: Έμαθα ότι...

Χρειάζεται πολύς χρόνος για να γίνεις αυτός που θέλεις να είσαι…

Έμαθα ότι παίρνει χρόνια να οικοδομήσεις εμπιστοσύνη, και αρκούν μερικά δευτερόλεπτα για να την καταστρέψεις.

Έμαθα ότι δεν μπορείς να κάνεις κάποιον να σε αγαπήσει. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να είσαι άξιος να αγαπηθείς. Τα υπόλοιπα επαφύονται σ’ αυτόν.

Έμαθα ότι ανεξαρτήτως πόσο καλός φίλος είναι κάποιος, κάποιες φορές θα σε πληγώσει, και εσύ θα πρέπει να τον συγχωρήσεις.

Έμαθα ότι δεν έχει σημασία τι έχεις στη ζωή σου, αυτό που μετράει είναι ποιους έχεις στη ζωή σου.

Έμαθα ότι δεν πρέπει ποτέ να καταστρέφεις μια συγγνώμη με μία δικαιολογία.

Έμαθα ότι δεν πρέπει να συγκρίνεις τον εαυτό σου, με ότι καλύτερο μπορούν οι άλλοι να κάνουν.

Έμαθα ότι αρκεί μια στιγμή για να κάνεις κάτι που θα σε στενοχωρεί όλη σου τη ζωή.

Έμαθα ότι χρειάζεται πολύς χρόνος για να γίνεις αυτός που θέλεις να είσαι.

Έμαθα ότι θα πρέπει πάντα να αποχωρίζεσαι τα αγαπημένα πρόσωπα με λόγια αγάπης. Μπορεί να είναι η τελευταία φορά που τα βλέπεις.

Έμαθα ότι είμαστε υπεύθυνοι για αυτό που κάνουμε, δεν έχει σημασία το πώς αισθανόμαστε για αυτό που κάνουμε.

Έμαθα ότι είτε μπορείς να ελέγχεις τη συμπεριφορά σου είτε θα σ’ ελέγχει αυτή.

Έμαθα ότι ανεξάρτητα από το πόσο θερμή είναι μια σχέση στην αρχή, το πάθος εξασθενίζει και πρέπει να υπάρχει κάτι άλλο να πάρει τη θέση του.

Έμαθα ότι ήρωες είναι αυτοί που κάνουν αυτό που πρέπει να γίνει, όταν χρειάζεται να γίνει, ανεξάρτητα από τις συνέπειες.

Έμαθα ότι τα χρήματα είναι ένας άθλιος τρόπος να αξιολογείς την ζωή σου.

Έμαθα ότι μερικές φορές οι άνθρωποι που περιμένεις να σε κλωτσήσουν όταν είσαι στα κάτω σου, είναι αυτοί που θα σε βοηθήσουν να πάρεις τα πάνω σου.

Έμαθα ότι όταν είμαι θυμωμένος έχω το δικαίωμα να το δείχνω, αλλά αυτό δεν μου δίνει το δικαίωμα να γίνομαι σκληρός με τους άλλους.

Έμαθα ότι η αληθινή φιλία διατηρείται ακόμα και όταν υπάρχει μεγάλη απόσταση. Το ίδιο ισχύει και για την αληθινή αγάπη.

Έμαθα ότι μόνο και μόνο επειδή κάποιος δεν σε αγαπάει με τον τρόπο που θέλεις, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σε αγαπάει όσο περισσότερο μπορεί.

Έμαθα ότι η ωριμότητα σχετίζεται περισσότερο με τις εμπειρίες που είχες καθώς και από τι έχεις μάθει από αυτές, και λιγότερο από το πόσα γενέθλια γιόρτασες.

Έμαθα ότι δεν πρέπει ποτέ να λες σ’ ένα παιδί ότι τα όνειρά του είναι εξωπραγματικά. Τι τραγωδία θα ήταν αν σε πίστευε.

Έμαθα ότι δεν είναι πάντα αρκετό να σε συγχωρέσουν οι άλλοι. Αρκετές φορές πρέπει να μπορούμε να συγχωρούμε οι ίδιοι τον εαυτό μας.

Έμαθα ότι δεν έχει σημασία πόσο άσχημα ράγισε η καρδιά σου, η ζωή δεν σταματά για να ξεπεράσεις τη θλίψη σου.

Έμαθα ότι οι περιστάσεις και οι συνθήκες μπορεί να έχουν επηρεάσει το ποιοι είμαστε, όμως είμαστε υπεύθυνοι για αυτό που έχουμε γίνει.

Έμαθα ότι πλούσιος δεν είναι αυτός που έχει τα περισσότερα, αλλά αυτός που χρειάζεται τα λιγότερα.

Έμαθα ότι μόνο και μόνο επειδή δύο άτομα μαλώνουν, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αγαπούν ο ένας τον άλλο. Ισχύει και το αντίθετο, επειδή δεν μαλώνουν δεν σημαίνει ότι αγαπούν ο ένας τον άλλο.

Έμαθα ότι δεν πρέπει να είμαστε τόσο πρόθυμοι να μάθουμε ένα μυστικό. Θα μπορούσε να αλλάξει τη ζωή μας για πάντα.

Έμαθα ότι δύο άνθρωποι μπορούν να κοιτούν ακριβώς το ίδιο πράγμα και να βλέπουν κάτι εντελώς διαφορετικό.

Έμαθα ότι τα διαπιστευτήρια στον τοίχο, δεν σε κάνουν αξιοπρεπή άνθρωπο.

Έμαθα ότι οι άλλοι θα ξεχάσουν τι τους είπες, θα ξεχάσουν τι τους έκανες, αλλά δεν θα ξεχάσουν ποτέ πώς τους έκανες να αισθάνονται.

Omer B. Washington

Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο

Σε έναν ιδανικό κόσμο, ο διάλογος και η αντιπαράθεση θα είχαν ως σκοπό την αποκάλυψη της αλήθειας ή τουλάχιστον τη σύγκλιση των απόψεων. Σʼ έναν τέτοιο κόσμο, η επιθυμία κάθε καλοπροαίρετου ανθρώπου θα ήταν να θέτει άξιους στόχους και να υιοθετεί τα καλύτερα μέσα για να τους πετύχει, ενώ θα προσπαθούσε να δώσει λύση στα προβλήματα με τη συνεργασία, ξεπερνώντας τις διαφωνίες και τις διαμάχες.

Όμως ο πραγματικός κόσμος κάθε άλλο παρά ιδανικός είναι και οι άνθρωποι δεν επιδιώκουν να φτάσουν στην αλήθεια, αλλά να επικρατήσουν στις διάφορες αντιπαραθέσεις. Ούτε επιζητούν το καλύτερο για τους πολλούς, αλλά το καλύτερο για τους εαυτούς τους. Για τη μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου, η ιδιοτέλεια είναι ισχυρότερο κίνητρο από τον αλτρουισμό, κι ως εκ τούτου ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί για να υπερισχύσει στον ανταγωνισμό της καθημερινής ζωής.

Τόσο επιτακτική είναι η ανάγκη του ανθρώπου για επικράτηση, που σχεδόν αμέσως μόλις οι Έλληνες φιλόσοφοι της κλασικής αρχαιότητας άρχισαν να διερευνούν σε βάθος τη φύση των πραγμάτων, ξεκίνησε και η τέχνη της ρητορικής, η τεχνική δηλαδή που χρησιμοποιεί κάποιος προκειμένου να επιβληθεί σε μια αντιπαράθεση ανεξάρτητα από την αλήθεια ή την ουσία του εκάστοτε ζητήματος.

Τίποτε δεν έχει αλλάξει από τότε. Τόσο στο Κοινοβούλιο όσο και στον Τύπο, το καθεστώς της αντιπαράθεσης, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο κάποιος προκαλεί, κατηγορεί, υπεραμύνεται της θέσης του και αντεπιτίθεται, απαιτεί από όλους τους εμπλεκόμενους στο δημόσιο βίο να κατέχουν πλήρως την τέχνη της ρητορικής. Είναι αδιανόητο να αποδεχτεί κανείς μια κατηγορία πολιτικής φύσης ή να παραδεχτεί τη λασπολογία του σκανδαλοθηρικού Τύπου. Επομένως, όλα τα διαθέσιμα τεχνάσματα στρεψοδικίας πρέπει να επιστρατευτούν προκειμένου να υπερασπιστεί κάποιος τον εαυτό του, ξεγλιστρώντας από τη δύσκολη θέση, αποφεύγοντας τις ερωτήσεις, απαντώντας με ευλογοφανείς αοριστίες, εκτρέποντας και διαστρεβλώνοντας το θέμα ελισσόμενος, προσπαθώντας πάντα να φαίνεται ειλικρινής ενώ είναι το αντίθετο. Αυτή είναι η φύση των αντιπαραθέσεων στο μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής και δημόσιας ζωής, η οποία ως εκ τούτου δεν αποτελεί κονίστρα διαλόγου αλλά εξευτελισμού.

Εκείνοι που επινόησαν την αμφιλεγόμενη τέχνη της επικράτησης σε μια αντιπαράθεση, ακόμη κι αν αυτό ήταν μια προσπάθεια να κάνουν τη χειρότερη περίπτωση να φαίνεται ως η καλύτερη, ήταν οι σοφιστές της αρχαίας Αθήνας, τους οποίους ο Σωκράτης και ο εξίσου διάσημος μαθητής του, Πλάτωνας, απεχθάνονταν διότι δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον για την αλήθεια και (ακόμη χειρότερα κατά τον Σωκράτη) αμείβονταν για να διδάξουν τα τεχνάσματά τους.

Οι σοφιστές είχαν πάρα πολλούς πελάτες διότι η επιτυχία στις πολιτείες του αρχαίου κόσμου εξαρτιόταν από τη ρητορική δεινότητα. Κάθε ανήλικος άνδρας ήταν μέλος του κυβερνητικού σώματος και έπρεπε να αναλαμβάνει τις δικές του νομικές υποθέσεις όταν υπήρχε ανάγκη. Μια τάξη γραφιάδων δημιουργήθηκε, που παρείχε επʼ αμοιβή ομιλίες για κάθε περίσταση. Αυτό όμως δεν υποβάθμισε την αξία της ρητορικής, που γρήγορα συστηματοποιήθηκε ως επιστήμη από τους πρώτους δασκάλους της.

Ο Άρτουρ Σοπενχάουερ, ένας απʼ τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του 19ου αιώνα, αναγνώρισε όλα τα τεχνάσματα και τους ανειλικρινείς τρόπους της ρητορικής που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας, διότι είχε βαθιά γνώση της κλασικής ρητορικής παράδοσης. Εξάλλου, τα είχε συναντήσει όλα αυτά στους δικολαβισμούς των πολιτικών και των διάφορων άλλων υποκριτών, και σαν απάντηση έγραψε το οξύ έργο του «Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο».

Αυτή η ανατρεπτική μικρή πραγματεία παρουσιάζεται ως εγχειρίδιο επικράτησης έναντι οποιουδήποτε αντιπάλου σε μια αντιπαράθεση. «Εριστική διαλεκτική» έγραψε ο ίδιος ο Σοπενχάουερ, συγκαλύπτοντας έτσι κάθε ειρωνικό τόνο, «είναι η τέχνη του να λογομαχεί κανείς με τέτοιο τρόπο ώστε να υπερασπίζεται επαρκώς τις θέσεις του, είτε έχει δίκιο είτε άδικο». Και σαν να ήθελε να διαβεβαιώσει τους αναγνώστες του ότι το εννοούσε ειλικρινά αυτό, πρόσθεσε: «Σε μια αντιπαράθεση, πρέπει να αγνοήσουμε την αντικειμενική αλήθεια, ή μάλλον να την εκλάβουμε ως μια τυχαία συγκυρία, και να επικεντρωθούμε μόνο στην υπεράσπιση της θέσης μας και στην αντίκρουση της θέσης του αντιπάλου». Διότι κάποιος μπορεί να έχει αντικειμενικά δίκιο και εν τούτοις οι ακροατές ή και ο ίδιος ακόμη, να σχηματίσουν την εντύπωση ότι υστερεί.

Για παράδειγμα, καθώς προχωρώ στην απόδειξη ενός ισχυρισμού, μπορεί ο αντίπαλός μου να διαψεύσει την απόδειξη και να φανεί έτσι ότι διαψεύδει και τον ίδιο τον ισχυρισμό μου. Ενδέχεται ωστόσο να υπάρχουν κι άλλες αποδείξεις. Στην περίπτωση αυτή, ο αντίπαλός μου κι εγώ αλλάζουμε θέσεις: εκείνος φαίνεται σαν να έχει δίκιο, παρόλο που αντικειμενικά έχει άδικο.

Ασφαλώς, η αληθινή πρόσθεση του Σοπενχάουερ ήταν να επιστήσει την προσοχή των αναγνωστών του στα τεχνάσματα που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι υπόλοιποι, είτε πρόκειται για πολιτικούς είτε για δημοσιογράφους, διαφημιστές ή εμπόρους. Προφασιζόμενος ότι διδάσκει τη «στρεψοδικία» (όπως χαρακτήρισε αργότερα ο ίδιος τη ρητορική), στην πραγματικότητα δίδαξε πώς να την αναγνωρίζει κανείς και, κατʼ επέκταση, πώς να την αντιμετωπίζει. Αυτό το δηκτικό μικρό έργο παραμένει ακόμα και σήμερα ένα πολύτιμο εργαλείο για το σκοπό αυτό.

Τα τεχνάσματα που περιγράφει ο Σοπενχάουερ είναι ποικίλα. Εκνεύρισε τον αντίπαλό σου, κάνε προσωπική επίθεση στον ίδιο αντί στα επιχειρήματά του, κάνε του τόσο πολλές ερωτήσεις ώστε να τον μπερδέψεις, εάν αρνείται μια θέση, διατύπωσε την αλλιώς ώστε να φαίνεται πως την δέχεται, χρησιμοποίησε λεπτούς διαχωρισμούς και εξειδικευμένους ορισμούς προκειμένου να συσκοτίσεις το ζήτημα, κάνε τον αντίπαλό σου να συμφωνήσει με αρκετές αληθείς θέσεις κι ύστερα παρέμβαλε μεταξύ αυτών και τη θέση που θέλεις να παραδεχτεί, απόσπασε γρήγορα την προσοχή του αντιπάλου σου από οποιοδήποτε επιχείρημα με το οποίο θα μπορούσε να σε νικήσει, εισηγούμενος εναλλακτικούς τρόπους προσέγγισης –κ.ο.κ., με δεκάδες υπόλοιπα κόλπα για να επικρατήσει σε μια αντιπαράθεση πάση θυσία.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Ο Σοπενχάουερ πιστεύει ότι οφείλεται στην εγγενή ποταπότητα της ανθρώπινης φύσης. Αν η ανθρώπινη φύση δεν ήταν ποταπή, αλλά απόλυτα έντιμη, θα έπρεπε σε κάθε αντιπαράθεση να αποβλέπουμε μόνο στην αποκάλυψη της αλήθειας. Δεν θα έπρεπε να μας απασχολεί ούτε στο ελάχιστο αν η αλήθεια θα αποδειχτεί υπέρ της άποψης που εκφράσαμε αρχικά ή υπέρ της άποψης του αντιπάλου μας. Αυτό δεν θα έπρεπε να θεωρείται σημαντικό ζήτημα ή, εν πάση περιπτώσει, θα έπρεπε να θεωρείται δευτερεύουσας σημασίας.

Όμως, όπως έχουν τα πράγματα, αποτελεί πρωταρχικό μέλημα. Η έμφυτη ματαιοδοξία μας, που είναι ιδιαίτερα εύθικτη όταν πρόκειται για τη νοητική μας ικανότητα, δεν επιτρέπεται να δεχτούμε πως η αρχική μας τοποθέτηση ήταν εσφαλμένη και ότι η θέση του αντιπάλου μας ήταν η σωστή.

Η λύση σʼ αυτή τη δύσκολη κατάσταση θα ήταν να μπαίνουμε πάντα στον κόπο να σχηματίζουμε σωστές απόψεις.

Γιʼ αυτό και θα έπρεπε κανείς να σκέφτεται προτού μιλήσει. Όμως, στους περισσότερους ανθρώπους η έμφυτη ματαιοδοξία συνοδεύεται από φλυαρία και εγγενή ανειλικρίνεια. Οι περισσότεροι άνθρωποι μιλούν προτού σκεφτούν, και μάλιστα, αν αργότερα αντιληφθούν πως έχουν άδικο, επιθυμούν να αποδειχτεί το αντίθετο. Το ενδιαφέρον για την αλήθεια, που υποτίθεται ότι ήταν το μοναδικό τους κίνητρο όταν άρχισαν να αναπτύσσουν την άποψη που θεωρούσαν ορθή, παραχωρεί πλέον τη θέση του στη ματαιοδοξία.

Ο πειρασμός της ματαιοδοξίας είναι μεγάλος. Η αδυναμία της σκέψης συμπληρώνει τη διαστροφή της βούλησης. Γιʼ αυτό, κατά κανόνα, κάθε συζητητής δεν αγωνίζεται για την αλήθεια, αλλά για την άποψή του σαν να ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Αγωνίζεται ανεξάρτητα από το δίκιο ή το άδικο. Από την καθημερινή εμπειρία αποδεικνύεται ότι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, κάθε άνθρωπος επιμένει στον αρχικό του ισχυρισμό, ακόμη κι αν προς στιγμήν τον θεωρήσει λανθασμένο ή αβέβαιο. Κι αυτό δεν φέρνει τίποτα άλλο στο νου από τις συμβουλές του Μακιαβέλι στον Πρίγκιπά του.

Η διαφορά της ελευθερίας με την αυθαιρεσία

Από την ώρα που οι αρχές και οι κανόνες, τα παραγγέλματα και οι εντολές μας έρχονται απ’ έξω και οι κυρώσεις, θετικές ή αρνητικές, έπαινος ή ψόγος, αμοιβή ή ποινή επιβάλλονται πάλι απ’ έξω, από την ώρα που δεν κρίναμε εμείς και δεν αναδεχτήκαμε εμείς ολόκληρο το βάρος της εκλογής και της πράξης μας, δεν επήραμε μόνοι και ακέραια την απόφασή μας, η ευθύνη μας είναι περιορισμένη. Άλλο αν είναι και για το θετό Δίκαιο η ευθύνη μας στην περίπτωση αυτή πλήρης ή όχι. Εγώ μιλώ για την ηθική ευθύνη. Πλήρης είναι η ευθύνη μόνο στις πράξεις της αυτόνομης βούλησης. Πλήρως υπεύθυνος είμαι κατά το μέτρο που η πράξη είναι δ ι κ ή μου, κατά το μέτρο που η πράξη απέρρευσε από μένα τον ίδιο. Όσο δεν είναι δική μου με το νόημα αυτό, άλλο τόσο δεν υπέχω κι εγώ την πλήρη ευθύνη για τη σύλληψη και την εκτέλεσή της.

Ελευθερία όμως ηθική δεν θα πει αυθαιρεσία. Να μια παρεξήγηση που πρέπει να την αποφύγουμε. Άλλο ελευθερία και άλλο αναρχία. Επομένως και η ηθική αυτονομία αντιδιαστέλλεται ριζικά και σαφώς προς την αυθαιρεσία. Αυθαίρετη είναι η αναρχούμενη, όχι η ελεύθερη βούληση. Αυτονομούμενη είναι η βούληση που προστάζεται από το δικό της νόμο, όχι εκείνη που δεν αναγνωρίζει κανένα νόμο. Τέτοια είναι η αυθαίρετη, η αναρχούμενη βούληση. Η αυτονομούμενη βούληση ενεργεί σύμφωνα με τη δική της αξιοθεσία, με τη δική της ιεράρχηση των αξιών, πέρα από κάθε δέσμευση. Ενεργεί πέρα από κάθε δέσμευση, εκτός από μία. Όλες τις άλλες δεσμεύσεις μπορεί να τις αγνοήσει. Να τις καταλύσει. Μιαν όμως δέσμευση δεν μπορεί η αυτονομούμενη βούληση να την αρνηθεί ή να την αναιρέσει: τον αυτοσεβασμό. Να η διαφορά μεταξύ της αυθαίρετης και της ελεύθερης βούλησης. 

Η αυθαίρετη βούληση δεν πειθαρχεί πουθενά, δεν σέβεται κανένα νόμο, και κατά τούτο ακριβώς είναι αυθαίρετη ότι δεν πειθαρχεί στον εαυτό της. Δεν έχει καμιά δυσκολία να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Ή να μη σας δώσει κανένα λόγο. «Έκανα άλλοτε έτσι, αυτό τώρα το κάνω αλλιώς». Γιατί; «Γιατί έτσι θέλω». Ούτε αυτοσεβασμός, ούτε αυτοπειθαρχία. Ελευθερία όμως δεν θα πει να ενεργείς από καπρίτσιο ή ελεύθερα. Ελευθερία θα πει να ενεργείς από σεβασμό προς ένα νόμο που έχεις δώσει ο ίδιος στον εαυτό σου και να αισθάνεσαι την υποχρέωση πρώτος εσύ να τον τηρήσεις. Όχι κατά σύμπτωση. Όχι κατ’ εξαίρεση. Αλλά ως σταθερό και αμετακίνητο κανόνα βίου. Γι’ αυτό λέμε : ελεύθερη βούληση είναι εκείνη που δεν δεσμεύεται από τίποτα εκτός από τον ίδιο τον εαυτό της. Να σέβεται τον εαυτό της και να πειθαρχεί σ’ αυτόν είναι η αρχή της.

MARCUS AURELIUS: Όλ’ αυτά όμως είναι καλά για τους απαίδευτους

Μοναξιές γυρεύουν οι άνθρωποι, εξοχές και παραθαλάσσια και βουνά και συ πολλάκις τυχαίνει να τα λαχταράς. Όλ’ αυτά όμως είναι καλά για τους απαίδευτους αφού μπορείς, όποια στιγμή θελήσεις ν’ αποτραβηχθείς στον εαυτό σου. Γιατί πουθενά ησυχότερα κι αμεριμνότερα δεν αποτραβιέται ο άνθρωπος παρά μέσα στην ψυχή του.

Και μάλιστα εκείνος που έχει τακτοποιημένα τα εσωτερικά του έτσι που, όταν τα βλέπει, καταλαμβάνεται από τέλεια καλή διάθεση. Και καλή διάθεση εννοώ την αρμονική διάθεση. Συχνά λοιπόν δίνε του εαυτού σου του είδους τούτου απομόνωση και ανανέωνέ τον.

Σύντομες να είναι και βασικές oι αρχές εκείνες που, άμα τις συλλογισθείς, αρκούν για να σου πλύνουν την ψυχή και να σε στείλουν πίσω τέτοιον που να μην αγανακτείς μ’ εκείνα στα οποία επιστρέφεις.

Ας δούμε όμως με τι αγανακτείς. Με την κακία των ανθρώπων; Ξανασκέψου την αρχή ότι τα λογικά ζώα έγιναν το ένα χάριν του άλλου και ότι η ανεκτικότης είναι μέρος της δικαιοσύνης και ότι άθελα αμαρτάνουν οι άνθρωποι και ότι τόσους που εχθρεύθηκαν, υποπτεύθηκαν, μίσησαν, τους πήρε ο χάρος κι έγιναν στάχτη και τότε παύσε v’ αγανακτείς.

Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν

ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ: Δεν αρκεί να σας χτυπήσουν, να σας προσβάλουν ή να σας κάνουν κακό, πρέπει να πιστέψετε ότι σας κάνουν κακό

Ο Αρριανός αναφέρει μια συνάντηση ανάμεσα στον Επίκτητο και σε έναν άντρα που επισκεπτόταν τn σχολή του στη Νικόπολη, που δείχνει ακόμα περισσότερο την ενασχόλησή του με το θέμα του ελέγχου. Ο άντρας ρωτά τον Επίκτητο τι μπορεί να κάνει με τον αδελφό του, που είχε θυμώσει μαζί του. Τι μπορεί να κάνει ο άντρας για τον θυμό του αδελφού του; Η συνήθως εύστοχη απάντηση του Επίκτητου είναι: «Τίποτα. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα». Δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων, γιατί συγκαταλέγονται στην κατηγορία των πραγμάτων που δεν εξαρτώνται από μας. Ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να κάνει κάτι για τον θυμό του αδελφού του είναι ο ίδιος ο αδελφός του. 

Ο Επίκτητος, όμως, δεν σταματάει εκεί. Στρέφει την προσοχή τον άντρα σε αυτό που μπορεί να ελέγξει, δηλαδή στη δική του αντίδραση απέναντι στον θυμό του αδελφού του. Ο άντρας είναι αναστατωμένος από τον θυμό του αδελφού του και ο Επίκτητος υπονοεί ότι αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα, αλλά ότι είναι και κάτι που μπορεί ο άντρας να λύσει μόνος του. Ο άντρας προχώρησε σε μια κρίση για τον θυμό του αδελφού του, και αυτή η κρίση του προκάλεσε ένα συναίσθημα που τον αναστάτωσε. Το άμεσο πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι ο αδελφός, αλλά ο άνθρωπος που ήρθε να παραπονεθεί.

Αυτή η μικρή ιστορία αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο τα συναισθήματα —τόσο των άλλων όσο και τα δικά μας— μπορούν να διαμορφώσουν και να επηρεάσουν την αλληλεπίδρασή μας με τους ανθρώπους γύρω μας. Στα σύγχρονα αγγλικά, η λέξη «stoic» σημαίνει απαθής και αναίσθητος, και αυτό συνήθως θεωρείται κάτι αρνητικό. Τα συναισθήματα σήμερα συνήθως εκλαμβάνονται ως κάτι θετικό: η αγάπη, η συμπόνια, η ενσυναίσθηση είναι σίγουρα πράγματα που ο κόσμος έχει ανάγκη. Αυτή η ιστορία, ωστόσο, τονίζει άλλα συναισθήματα —θυμό, πικρία, ανυπομονησία—, που δεν είναι τόσο γοητευτικά. Όταν οι αρχαίοι Στωικοί έλεγαν ότι ο κόσμος πρέπει να αποφεύγει τα συναισθήματα, είχαν στο μυαλό τους κυρίως τα αρνητικά συναισθήματα.

Η αναφορά των Στωικών στα συναισθήματα είναι, από τη μία, πολύ εύκολο να γίνει κατανοητή, αλλά υπάρχει κι ένας αριθμός σημαντικών ιδιοτήτων πού πρέπει να προσθέσουμε για να την αντιληφθούμε πλήρως. Η βασική άποψη είναι απλώς το εξής: τα συναισθήματά μας είναι το προϊόν των κρίσεών μας. Κατά συνέπεια, ελέγχουμε απόλυτα τα συναισθήματά μας και είμαστε υπεύθυνοι γι αυτά. Ο άντρας είναι αναστατωμένος για τον θυμό του αδελφού του λόγω της στάσης του απέναντι στο γεγονός. Αν το έβλεπε διαφορετικά, δεν θα ήταν αναστατωμένος. Οι Στωικοί υποστηρίζουν —και αυτό είναι σημαντικό— ότι δεν πρέπει να αρνούμαστε ή να καταπιέζουμε τα συναισθήματά μας. Απλώς πρέπει να προσπαθούμε να μην έχουν την πρωτοκαθεδρία. Ένα δεύτερο σημαντικό σημείο είναι ότι οι Στωικοί δεν πιστεύουν πως κάποιος μπορεί απλώς να χτυπήσει τα δάχτυλά του και να κάνει τα συναισθήματα να εξαφανιστούν. Δεν μπορείτε να πείτε «Θα το σκεφτώ διαφορετικά» και να δείτε τον θυμό ή τον πόνο να εξαφανίζονται μαγικά.

Ο Χρύσιππος συνέκρινε τα συναισθήματα με το να τρέχει κάποιος πολύ γρήγορα. Μόλις αποκτήσεις αρκετή φόρα, δεν μπορείς να σταματήσεις. Η κίνησή σου είναι ανεξέλεγκτη, κάτι που συμβαίνει και όταν σε πλημμυρίζει κάποιο συναίσθημα Έτσι, δεν μπορείς να διώξεις ένα ανεπιθύμητο συναίσθημα όποτε θέλεις, αλλά μπορείς να προσπαθήσεις να αποφύγεις να ξεφύγει από τον έλεγχό σου η επόμενη επίθεσή του.

Αυτό είναι ξεκάθαρο στην περίπτωση του θυμού. Όταν καποιος είναι θυμωμένος,πολύ θυμωμένος,το συναίσθημα τον κυριεύει και δεν μπορείς πια να μιλήσεις λογικά μαζί του. Ένας άνθρωπος που το ήξερε αυτό πολύ καλά ήταν ο Λεύκιος Ανναίος Σενέκας, με καταγωγή από την Ισπανία. Η καριέρα του ως συμβούλου στους εσωτερικούς κύκλους της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής αυλής περιλάμβανε συχνές αντιπαραθέσεις με ανθρώπους παρασυρμένους από καταστροφικά συναισθήματα, που προέκυπταν από το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς -όπως οι αυτοκράτορες Καλιγούλας, Κλαύδιος και Νέρων- κυριολεκτικά είχαν τη δύναμη να ορίζουν τη ζωή και τον θάνατο αμέτρητων ατόμων,
αλλά και του ίδιου του Σενέκα. Ο Καλιγούλας ζήλευε τόσο τα πολλά ταλέντα του Σενέκα, που διέταξε να τον σκοτώσουν κάποια στιγμή, αν και τελικά τον απέτρεψαν οι στενοί του συνεργάτες λόγω της κακής υγεία του Σενέκα.

Στο δοκίμιό του Περί Οργής, ο Σενέκας περιγράφει συναισθήματα όπως ο θυμός και η ζήλια ως προσωρινή τρέλα. Υιοθετώντας την εικόνα του Χρύσιππου για το γρήγορο τρέξιμο, ο Σενέκας συγκρίνει τον θυμό με το να πέφτεις εντελώς ανεξέλεγκτα από τηv κορυφή ενός κτιρίου. Μόλις επικρατήσει ο θυμός, επηρεάζει ολόκληρο το μυαλό. Οι Στωικοί προειδοποιούν για αυτήν ακριβώς τηv κατάσταση στην οποία παίρνει τον έλεγχο ο θυμός. Το να ενοχλείται κάποιος κατά καιρούς αποτελεί απλώς κομμάτι της ζωής και δεν κάνει κακό. Ο τόσο μεγάλος θυμός, που σε κάνει να νιώθεις την ανάγκη να χτυπήσεις κάποιον, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, και αυτόν θέλουν να αποφύγουν οι Στωικοί.

Ο Σενέκας επιμένει ότι δεν χρειαζόμαστε τον θυμό για να απαντήσουμε σε πράξεις που γίνονται εναντίον μας ή εναντίον των αγαπημένων μας. Πάντα είναι καλύτερο να λειτουργείς ήρεμα, παρακινημένος από το αίσθημα της αφοσίωσης, του καθήκοντος ή της δικαιοσύνης, παρά από τον θυμό σου και τn δίψα για εκδίκηση. Αν, κατά καιρούς, ο θυμός μπορεί να μας παρακινεί να πολεμήσουμε εναντίον κάποιας μεγάλης αδικίας, ας πούμε, ο Σενέκας λέει ότι θα ήταν καλύτερο να κάνουμε το ίδιο πράγμα καθοδηγούμενοι από τις αρετές του θάρρους και της δικαιοσύνης.

Ο Θυμός, όπως όλα τα συναισθήματα, είναι προϊόν μιας κρίσης που έχει γίνει στο μυαλό. Αυτό σημαίνει πως είναι κάτι που μπορούμε να ελέγξουμε, ή έστω είναι κάτι που μπορούμε να αποφύγουμε στο μέλλον. Μόλις, όμως, συμβεί μια κρίση, ο θυμός σύντομα γίνεται κάτι απτό και σωματικό. Ο Σενέκας περιγράφει τον θυμό ως μια ασθένεια του σώματος, που χαρακτηρίζεται από το οίδημα. Όποιο κι αν είναι το συναίσθημα, μπορούμε πιθανότατα να σκεφτούμε δεκάδες σωματικά συμπτώματα: ταχυκαρδία, αύξηση της θερμοκρασίας, τρέμουλο, εφίδρωση και ούτω καθεξής. Μόλις προστεθούν στην εξίσωση, δεν μπορούμε να τα διώξουμε, μπορούμε μόνο να περιμένουμε.

Σε αντίθεση με τη διαδεδομένη εικόνα τούς, οι Στωικοί δεν υπονοούν ότι οι άνθρωποι μπορούν ή Θα έπρεπε να γίνουν αναίσθητα κομμάτια πέτρας. Όλοι οι άνθρωποι Θα βιώσουν αυτό πού ο Σενέκας αποκαλεί «πρώτες κινήσεις». Αυτές προκύπτουν όταν μας συγκινεί κάποια εμπειρία, και μπορεί να νιώσουμε εκνευρισμένοι, σοκαρισμένοι, τρομαγμένοι, ή μπορεί ακόμα και να κλάψουμε. Όλες αυτές είναι απολύτως φυσιολογικές αντιδράσεις. Είναι αντιδράσεις που σχετίζονται με τη φυσιολογία του ανθρώπινου σώματος, αλλά δεν είναι συναισθήματα, με την έννοια που αποδίδουν στη λέξη οι Στωικοί. Κάποιος που είναι εκνευρισμένος και προσωρινά σκέφτεται να πάρει εκδίκηση, αλλά δεν κάνει τίποτα γι’ αυτό, δεν είναι θυμωμένος κατά τον Σενέκα, γιατί διατηρεί τον έλεγχο. Το να φοβάσαι προσωρινά κάτι, αλλά μετά να μένεις αμετακίνητος, δεν είναι φόβος. Για να γίνουν συναισθήματα αυτές οι «πρώτες κινήσεις», πρέπει το μυαλό να κρίνει ότι έχει συμβεί κάτι φρικτό και έπειτα να δράσει. Σύμφωνα με τον Σενέκα, «ο φόβος οδηγεί στη φυγή, ο θυμός στην επίθεση».

Υπάρχουν, λοιπόν, τρία στάδια στη διαδικασία, σύμφωνα με τον Σενέκα: Πρώτον, μια ακούσια πρώτη κίνηση, που είναι μια φυσική αντίδραση της οποίας δεν έχουμε τον έλεγχο. Δεύτερον, μια κρίση ως απάντηση στην εμπειρία, την οποία μπορούμε να ελέγξουμε. Τρίτον, ένα συναίσθημα που, αφού δημιουργηθεί, είναι έξω από τον έλεγχό μας. Μόλις προκύψει το συναίσθημα, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να κάνουμε πέρα από το να περιμένουμε να υποχωρήσει.

Γιατί προχωράμε στις κρίσεις που προκαλούν αυτά τα επιβλαβή συναισθήματα; Αν νομίζετε ότι έχετε πληγωθεί με κάποιον τρόπο από έναν άλλον άνθρωπο, μπορεί να φαίνεται απόλυτα φυσικό να θυμώσετε μαζί του. Ο Σενέκας λέει πως ο θυμός είναι συνήθως το προϊόν ενός αισθήματος αδικίας. Αυτό που πρέπει να αμφισβητήσουμε είναι η εντύπωση ότι έχει προκύψει κάποιο τραύμα, που ήδη εμπεριέχει μέσα της μια κρίση.

Ο Επίκτητος το θέτει ως εξής:

Μην ξεχνάτε, δεν αρκεί να σας χτυπήσουν, να σας προσβάλουν ή να σας κάνουν κακό, πρέπει να πιστέψετε ότι σας κάνουν κακό. Αν κάποιος καταφέρει να σας προκαλέσει, συνειδητοποιήστε πως το μυαλό σας είναι συνένοχο στην πρόκληση.

Η αποστολή του BepiColombo φτάνει στον Ερμή

Για πρώτη φορά Ιαπωνία και Ευρώπη προχωρούν σε κοινή αποστολή με προορισμό τον Ερμή, με την BepiColombo να φθάνει απόψε (στις 02:34 του Σαββάτου ώρα Ελλάδας) στον κοντινότερο στον Ήλιο πλανήτη.

Όμως, επειδή κινείται πολύ γρήγορα θα προσπεράσει τον Ερμή, ο οποίος θα επιβραδύνει κάπως την ταχύτητα του σκάφους. Θα χρειαστούν και άλλες κοντινές διελεύσεις του BepiColombo πριν καταφέρει να τεθεί σε σταθερή και ελεγχόμενη τροχιά γύρω από τον πλανήτη προς το τέλος του 2025.

Κατά την αποψινή πρώτη προσέγγιση το σκάφος θα περάσει σε απόσταση περίπου 200 χιλιομέτρων από τον Ερμή, τον οποίο θα φωτογραφήσει, αν και όχι με τις κάμερες υψηλής ανάλυσης που διαθέτει, κάτι που θα συμβεί τα επόμενα χρόνια. Ένα μέρος του σκάφους έχει κατασκευαστεί από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Διαστήματος (ESA) και ένα άλλο από την Ιαπωνική Διαστημική Υπηρεσία (JAXA). Αυτά τα δύο ξεχωριστά τμήματα έχουν «παντρευτεί» για να δημιουργήσουν μία ενιαία διαστημοσυσκευή, αλλά θα διαχωριστούν όταν αυτή τεθεί στην τελική τροχιά της το 2025. Τότε θα τεθούν το καθένα σε ξεχωριστή τροχιά και θα ακολουθήσουν διαφορετικούς επιστημονικούς ρόλους.

Το ευρωπαϊκό Mercury Planetary Orbiter (MPO) θα έχει ως προτεραιότητα να χαρτογραφήσει τη γεμάτη κρατήρες επιφάνεια του πλανήτη (που θυμίζει τη Σελήνη) και να συλλέξει στοιχεία για τη δομή και σύνθεση της επιφάνειάς του, καθώς και του υπεδάφους του. Το ιαπωνικό Mercury Magnetospheric Orbiter (MM) θα μελετήσει το μαγνητικό πεδίο του Ερμή και την αλληλεπίδρασή του με τον ηλιακό «άνεμο», τη μάζα φορτισμένων σωματιδίων που ο Ήλιος εκτοξεύει στο διάστημα.

Η επόμενη κοντινή βαρυτική διέλευση θα γίνει τον Ιούνιο του 2022, επιβραδύνοντας περαιτέρω το σκάφος. Θα ακολουθήσουν νέες διελεύσεις τον Ιούνιο του 2023, τον Σεπτέμβριο του 2024, τον Δεκέμβριο του 2024 και τον Ιανουάριο του 2025. Το σκάφος αναμένεται να αρχίσει την πλήρη λειτουργία των επιστημονικών οργάνων του το 2026.

Η νέα αποστολή ελπίζεται ότι θα φωτίσει περισσότερο τα μυστήρια του Ερμή, όπως τον υπερμεγέθη σιδερένιο πυρήνα του, που εκτιμάται ότι αποτελεί περίπου το 60% της μάζας του πλανήτη. Το σκάφος φέρει το όνομα του Ιταλού επιστήμονα και μηχανικού Τζιουζέπε «Μπέπι» Κολόμπο (1920-1984), ο οποίος υπήρξε πρωτοπόρος στη μελέτη του Ερμή και οι υπολογισμοί του επέτρεψαν στο σκάφος Mariner 10 της Αμερικανικής Διαστημικής Υπηρεσίας (NASA) να φθάσει στον πλανήτη το 1974-75. Ακολούθησε η αποστολή του Messenger της NASA που τέθηκε σε τροχιά γύρω από τον Ερμή το 2011-15.

Έλλειψη και Ανάγκη της Πολιτικής

Ο ΠΡΩΤΑΓΟΡΕΙΟΣ ΜΥΘΟΣ

Ήταν κάποτε χρόνος, όταν θεοί μεν υπήρχαν, γένη δε θνητών δεν υπήρχαν. Και αφού ήρθε ο πεπρωμένος χρόνος για τη γένεση και αυτών, οι θεοί τα διαπλάσσουν εντός της γης με την ανάμιξη χώματος και φωτιάς και όσων προσφέρονται να συγκεραστούν με τη φωτιά και το χώμα. Όταν έμελλαν να τα φέρουν προς το φως, έδωσαν προσταγή στον Προμηθέα και στον Επιμηθέα να τα εφοδιάσουν άρτια και να διανείμουν στο καθένα τις πρέπουσες ιδιότητες. Ζητάει δε από τον Προμηθέα ο Επιμηθεύς να επιτελέσει τη διανομή αυτός· και αφού διανείμω εγώ, του είπε, να επιθεωρήσεις. Και, αφού τον έπεισε με αυτά, επιτελεί τη διανομή.

Καθώς λοιπόν δεν ήταν και πολύ σοφός ο Επιμηθεύς, του διέλαθε και ανάλωσε τις δυνάμεις όλες στα ζώα. Του απόμενε αδιευθέτητο ακόμη το γένος των ανθρώπων, και απορούσε τι να χρησιμοποιήσει προς διευθέτησή του.

Ενώ δε απορούσε, έρχεται ο Προμηθεύς για να επιθεωρήσει τη διανομή, και βλέπει τα μεν άλλα ζώα να είναι πρόσφορα στα πάντα εφοδιασμένα, τον δε άνθρωπο να είναι γυμνός και ανυπόδητος, δίχως στρωμνή και δίχως όπλα· και ήταν ήδη η ορισμένη από την Μοίρα ημέρα να εξέλθει και ο άνθρωπος από τη γη στο φως. Κατεχόμενος, λοιπόν, από την απορία ο Προμηθεύς ποια σωτηρία να εύρει για τον άνθρωπο, προβαίνει στην κλοπή της τεχνολογικής σοφίας του Ηφαίστου και της Αθηνάς, μαζί και της φωτιάς –γιατί δεν υπήρχε τρόπος δίχως τη φωτιά να γίνει αυτή αποκτήσιμη από κάποιον, ή χρήσιμη-, και ούτω παρέχει δώρο στον άνθρωπο.

Με τον τρόπο λοιπόν αυτόν απόκτησε ο άνθρωπος τη βιοποριστική σοφία, δεν είχε όμως την πολιτική· Γιατί αυτή κατεχόταν από τον Δία· και στον Προμηθέα δεν ήταν δυνατόν πια να εισέλθει στην ακρόπολη κατοικία του Διός· επιπλέον και η φρουρά του Διός ήταν φοβερή. Αλλά εισέρχεται κρυφά στο κοινό οίκημα της Αθηνάς και του Ηφαίστου, όπου οι δυό τους εφιλοτεχνούσαν, και, αφού έκλεψε τη σύμφυτη με τη φωτιά ιδιαίτερη τέχνη του Ηφαίστου, και την άλλη, την ιδιαίτερη της Αθηνάς, τις δίνει στον άνθρωπο. Και από το γεγονός αυτό απόκτησε μεν ο άνθρωπος ευχέρεια βιοπορισμού, ο Προμηθέας δε, καθώς λέγεται εξαιτίας του Επιμηθέως, δικάστηκε ύστερα για κλοπή.

Αφού ο άνθρωπος μετέσχε στη θεϊκή μοίρα, πρώτον, επίστευσε αυτός μόνος από τα ζώα σε θεούς, και πρόβαινε στην ίδρυση βωμών και αγαλμάτων θεών· έπειτα, πολύ ενωρίς διάρθρωσε με την τέχνη γλώσσα και λέξεις και εφεύρε χώρους για οίκηση και φορέματα και υποδήματα και στρωμνές και από τη γη τροφές. Με τέτοιο εφοδιασμό, οι αρχέγονοι άνθρωποι κατοικούσαν διασπαρμένοι, και δεν υπήρχαν πόλεις· εξοντώνονταν, λοιπόν, από τα θηρία, καθώς ήταν πανταχώς πιο αδύνατοι από αυτά, και η παραγωγική τέχνη επαρκούσε μεν ως αρωγός τους για την τροφή, αλλά δεν παρείχε καμία βοήθεια στον πόλεμο προς τα θηρία· γιατί δεν είχαν πολιτική τέχνη, που μέρος της είναι η πολεμική. Επιδίωκαν λοιπόν να συναθροίζονται και να σώζονται με δημιουργία πόλεων· όποτε όμως συναθροίζονταν, αδικοπραγούσαν προς αλλήλους, γιατί δεν είχαν την πολιτική τέχνη, με συνέπεια να διασκορπίζονται πάλιν και να εξοντώνονται. Φοβήθηκε λοιπόν για το γένος μας ο Ζευς μη αφανισθεί ολόκληρο, και στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδημοσύνη και τη δικαιοσύνη, για να είναι συντελέστριες αρμονίας και συνοχής των πόλεων, ώστε και να συνεπιφέρουν φιλία. Και ο Ερμής ερωτά τον Δία με ποιον τρόπο να δώσει τη δικαιοσύνη και την αιδημοσύνη στους ανθρώπους. «Να διανείμω και αυτές όπως οι τέχνες είναι διανεμημένες; Είναι δε ως εξής διανεμημένες: ένας που έχει την ιατρική επαρκεί για πολλούς ιδιώτες, καθώς και οι άλλοι τεχνίτες· με τον τρόπο αυτόν λοιπόν να διαθέσω επίσης τη δικαιοσύνη και την αιδημοσύνη μεταξύ των ανθρώπων, ή να τις διανείμω σε όλους;». «Σε όλους» είπε ο Ζευς, «και όλοι να μετέχουν· γιατί· αν ολίγοι μετέχουν σ’ αυτές, όπως στις άλλες τέχνες, είναι αδύνατον να υπάρξουν πόλεις».

Έτσι, λοιπόν, Σωκράτη, και δια ταύτα οι Αθηναίοι, καθώς και οι άλλοι, όταν μεν ο λόγος είναι για την ικανότητα οικοδόμου, ή κάποιου άλλου τεχνίτη, πιστεύουν ότι ολίγοι έχουν το δικαίωμα να εκφέρουν γνώμη, και, αν κάποιος εκτός από τους ολίγους αυτούς εκφέρει γνώμη, δεν τον ανέχονται, όπως λέγεις εσύ· όταν δε προβαίνουν σε διαβούλευση για ζήτημα πολιτικής αξιοσύνης, διεξακτέα με γνώμονα ως προς όλα τη δικαιοσύνη και τη σωφροσύνη, εύλογα τότε ανέχονται κάθε άνδρα, γιατί σε κάθε άνδρα, πιστεύουν, εμπρέπει να μετέχει της αρετής αυτής, ειδάλλως δεν υπάρχουν πόλεις.
(ΠΛΑΤΩΝΟΣ Πρωταγόρας, 320c – 323a)

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.20.2-6.21.5)

[6.20.2] Αὐτὸς δὲ κατὰ τὸ ἕτερον στόμα τοῦ Ἰνδοῦ κατέπλει αὖθις ἐς τὴν μεγάλην θάλασσαν, ὡς καταμαθεῖν, ὅπῃ εὐπορωτέρα ἡ ἐκβολὴ τοῦ Ἰνδοῦ ἐς τὸν πόντον γίγνεται· ἀπέχει δὲ ἀλλήλων τὰ στόματα τοῦ ποταμοῦ τοῦ Ἰνδοῦ ἐς σταδίους μάλιστα ὀκτακοσίους καὶ χιλίους. [6.20.3] ἐν δὲ τῷ κατάπλῳ ἀφίκετο τῆς ἐκβολῆς τοῦ ποταμοῦ ἐς λίμνην μεγάλην, ἥντινα ἀναχεόμενος ὁ ποταμός, τυχὸν δὲ καὶ ἐκ τῶν πέριξ ὑδάτων ἐμβαλλόντων ἐς αὐτήν, μεγάλην τε ποιεῖ καὶ κόλπῳ θαλάσσης μάλιστα ἐοικυῖαν· καὶ γὰρ ἰχθύες ἤδη ἐν αὐτῇ τῶν ἀπὸ θαλάσσης ἐφαίνοντο, μείζονες τῶν ἐν τῇδε τῇ ἡμετέρᾳ θαλάσσῃ. προσορμισθεὶς οὖν κατὰ τὴν λίμνην ἵναπερ οἱ καθηγεμόνες ἐξηγοῦντο, τῶν μὲν στρατιωτῶν τοὺς πολλοὺς καταλείπει σὺν Λεοννάτῳ αὐτοῦ καὶ τοὺς κερκούρους ξύμπαντας, [6.20.4] αὐτὸς δὲ ταῖς τριακοντόροις τε καὶ ἡμιολίαις ὑπερβαλὼν τὴν ἐκβολὴν τοῦ Ἰνδοῦ καὶ προελθὼν καὶ ταύτῃ ἐς τὴν θάλασσαν εὐπορωτέραν τε κατέμαθεν τὴν ἐπὶ τάδε τοῦ Ἰνδοῦ ἐκβολὴν καὶ αὐτὸς προσορμισθεὶς τῷ αἰγιαλῷ καὶ τῶν ἱππέων τινὰς ἅμα οἷ ἔχων παρὰ θάλασσαν ᾔει σταθμοὺς τρεῖς, τήν τε χώραν ὁποία τίς ἐστιν ἡ ἐν τῷ παράπλῳ ἐπισκεπτόμενος καὶ φρέατα ὀρύσσεσθαι κελεύων, ὅπως ἔχοιεν ὑδρεύεσθαι οἱ πλέοντες. [6.20.5] αὐτὸς μὲν δὴ ἐπανελθὼν ἐπὶ τὰς ναῦς ἀνέπλει ἐς τὰ Πάταλα μέρος δέ τι τῆς στρατιᾶς τὰ αὐτὰ ταῦτα ἐργασομένους κατὰ τὴν παραλίαν ἔπεμψεν, ἐπανιέναι καὶ τούτοις προστάξας ἐς τὰ Πάταλα. αὖθις δὲ ὡς ἐπὶ τὴν λίμνην καταπλεύσας ἄλλον ναύσταθμον καὶ ἄλλους νεωσοίκους ἐνταῦθα κατεσκεύασε, καὶ φυλακὴν καταλιπὼν τῷ χωρίῳ σῖτόν τε ὅσον καὶ ἐς τέτταρας μῆνας ἐξαρκέσαι τῇ στρατιᾷ ἐσηγάγετο καὶ τἆλλ᾽ ὅσα [ἐν] τῷ παράπλῳ παρεσκεύαζεν.
[6.21.1] Ἦν δὲ ἐν μὲν τῷ τότε ἄπορος ἡ ὥρα ἐς τὸν πλοῦν· οἱ γὰρ ἐτησίαι ἄνεμοι κατεῖχον, οἳ δὴ τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ οὐ καθάπερ παρ᾽ ἡμῖν ἀπ᾽ ἄρκτου, ἀλλ᾽ ἀπὸ τῆς μεγάλης θαλάσσης κατὰ νότον μάλιστα ἄνεμον ἵστανται. [6.21.2] ἀπὸ δὲ τοῦ χειμῶνος τῆς ἀρχῆς τὸ ἀπὸ Πλειάδων δύσεως ἔστε ἐπὶ τροπάς, ἃς ἐν χειμῶνι ὁ ἥλιος ἐπιστρέφει, πλόϊμα εἶναι ταύτῃ ἐξηγγέλλετο. τότε γὰρ κατὰ γῆν μᾶλλον οἷα δὴ πολλῷ ὕδατι ἐξ οὐρανοῦ βεβρεγμένην αὔρας ἵστασθαι μαλθακὰς καὶ ἐς τὸν παράπλουν ταῖς τε κώπαις καὶ τοῖς ἱστίοις ξυμμέτρους.
[6.21.3] Νέαρχος μὲν δὴ ἐπιταχθεὶς τῷ ναυτικῷ προσέμενε τὴν ὥραν τοῦ παράπλου, αὐτὸς δὲ ἄρας ἐκ Πατάλων ἔστε μὲν ἐπὶ τὸν ποταμὸν τὸν Ἀράβιον ξὺν τῇ στρατιᾷ πάσῃ προὐχώρει. ἐκεῖθεν δὲ ἀναλαβὼν τῶν ὑπασπιστῶν τε καὶ τῶν τοξοτῶν τοὺς ἡμίσεας καὶ τῶν πεζεταίρων καλουμένων τὰς τάξεις καὶ τῆς ἵππου τῆς ἑταιρικῆς τό τε ἄγημα καὶ ἴλην ἀφ᾽ ἑκάστης ἱππαρχίας καὶ τοὺς ἱπποτοξότας ξύμπαντας ὡς ἐπὶ τὴν θάλασσαν ἐς ἀριστερὰ ἐτράπετο, ὕδατά τε ὀρύσσειν, ὡς κατὰ τὸν παράπλουν ἄφθονα εἴη τῇ στρατιᾷ τῇ παραπλεούσῃ, καὶ ἅμα ὡς τοῖς Ὠρείταις τοῖς ταύτῃ Ἰνδοῖς αὐτονόμοις ἐκ πολλοῦ οὖσιν ἄφνω ἐπιπεσεῖν, ὅτι μηδὲν φίλιον αὐτοῖς ἐς αὐτόν τε καὶ τὴν στρατιὰν ἐπέπρακτο. τῆς δὲ ὑπολειφθείσης δυνάμεως Ἡφαιστίων αὐτῷ ἀφηγεῖτο. [6.21.4] Ἀραβῖται μὲν δή, ἔθνος καὶ τοῦτο αὐτόνομον τῶν περὶ τὸν Ἀράβιον ποταμὸν νεμομένων, οὔτε ἀξιόμαχοι δόξαντες εἶναι Ἀλεξάνδρῳ οὔτε ὑποδῦναι ἐθελήσαντες, ὡς προσάγοντα ἐπύθοντο Ἀλέξανδρον, φεύγουσιν ἐς τὴν ἔρημον. Ἀλέξανδρος δὲ διαβὰς τὸν Ἀράβιον ποταμὸν στενόν τε καὶ ὀλίγου ὕδατος καὶ διελθὼν ἐν νυκτὶ τῆς ἐρήμου τὴν πολλὴν ὑπὸ τὴν ἕω πρὸς τῇ οἰκουμένῃ ἦν· καὶ τοὺς μὲν πεζοὺς ἐν τάξει ἐκέλευσεν ἕπεσθαι, τοὺς δὲ ἱππέας ἀναλαβὼν αὐτὸς καὶ ἐς ἴλας κατανείμας, ὅπως ἐπὶ πλεῖστον τοῦ πεδίου ἐπέχοιεν, ἐπῄει τὴν χώραν τῶν Ὠρειτῶν. [6.21.5] ὅσοι μὲν δὴ ἐς ἀλκὴν αὐτῶν ἐτράποντο κατεκόπησαν πρὸς τῶν ἱππέων, πολλοὶ δὲ καὶ ζῶντες ἑάλωσαν. ὁ δὲ τότε μὲν κατεστρατοπέδευσε πρὸς ὕδατι οὐ πολλῷ, ὡς δὲ καὶ οἱ περὶ Ἡφαιστίωνα αὐτῷ ὁμοῦ ἤδη ἦσαν, προὐχώρει ἐς τὸ πρόσω. ἀφικόμενος δὲ εἰς κώμην, ἥπερ ἦν μεγίστη τοῦ ἔθνους τοῦ Ὠρειτῶν, Ῥαμβακία ἐκαλεῖτο ἡ κώμη, τόν τε χῶρον ἐπῄνεσε καὶ ἐδόκει ἂν αὐτῷ πόλις ξυνοικισθεῖσα μεγάλη καὶ εὐδαίμων γενέσθαι. Ἡφαιστίωνα μὲν δὴ ἐπὶ τούτοις ὑπελείπετο.

***
[6.20.2] Ο ίδιος ο Αλέξανδρος άρχισε να πλέει πάλι προς τη μεγάλη θάλασσα από τον άλλο βραχίονα του Ινδού, για να εξακριβώσει από ποιό μέρος ήταν η ευκολότερη έξοδος από τον Ινδό στη θάλασσα. Τα δύο στόμια του Ινδού ποταμού απέχουν μεταξύ τους το πολύ χίλιους οκτακόσιους περίπου σταδίους. [6.20.3] Κατά την κάθοδο έφθασε σε μια μεγάλη λίμνη των εκβολών του ποταμού, στην οποία χύνεται ο ποταμός και ίσως συρρέουν νερά από τις γύρω περιοχές· γίνεται έτσι μεγάλη και όμοια με θαλάσσιο κόλπο, αφού φαίνονταν μέσα στη λίμνη ακόμη και ψάρια της θάλασσας που ήταν μεγαλύτερα από εκείνα που υπάρχουν σε αυτήν εδώ, τη δική μας θάλασσα. Αφού, λοιπόν, αγκυροβόλησε στη λίμνη, στο μέρος ακριβώς όπου τον οδήγησαν οι πλοηγοί, άφησε εκεί τους περισσότερους στρατιώτες με τον Λεοννάτο, όπως και όλους τους κερκούρους. [6.20.4] Ο ίδιος με τις τριακοντόρους και τις ημιολίες πέρασε την εκβολή του Ινδού, προχώρησε από αυτήν στη θάλασσα και ανακάλυψε ότι η εκβολή του Ινδού που ήταν στην από δω μεριά ήταν πιο κατάλληλη για πλεύση. Αφού αγκυροβόλησε στην ακτή και πήρε μαζί του μερικούς ιππείς, πορευόταν επί τρεις ημέρες κατά μήκος της παραλίας εξετάζοντας ποιά είναι η φύση της περιοχής κατά μήκος της ακτής και διατάζοντας να ανοίξουν πηγάδια, ώστε να μπορούν να υδρεύονται όσοι έπλεαν. [6.20.5] Μετά επέστρεψε ο ίδιος στα πλοία του και άρχισε να πλέει αντίθετα με το ρεύμα προς τα Πάταλα, ενώ ένα μέρος των ανδρών του έστειλε στην παραλία και τους διέταξε να εκτελέσουν την ίδια εργασία και να επιστρέψουν και αυτοί στα Πάταλα. Κατέπλευσε ξανά στη λίμνη και κατασκεύασε εκεί άλλο ναύσταθμο και άλλα υπόστεγα. Άφησε φρουρά στον τόπο εκείνο, αποθήκευσε σιτάρι αρκετό για να επαρκέσει στον στρατό μέχρι και τέσσερις μήνες και έκαμε όλες τις άλλες προετοιμασίες, όσες ήταν απαραίτητες για το ταξίδι.
[6.21.1] Τότε όμως η εποχή του έτους δεν ήταν κατάλληλη για ταξίδι, γιατί επικρατούσαν τα μελτέμια, τα οποία κατά την εποχή αυτή δεν πνέουν από τον βορρά, όπως σε μας, αλλά από τη μεγάλη θάλασσα και κυρίως από τον νότο. [6.21.2] Ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε ότι η ναυσιπλοΐα στα μέρη εκείνα ήταν δυνατή από την αρχή του χειμώνα, δηλαδή από τη δύση των Πλειάδων μέχρι τις χειμερινές τροπές του ηλίου. Τότε, επειδή η γη έχει διαποτισθεί με άφθονο νερό που πέφτει από τον ουρανό, πνέουν μάλλον από την ξηρά ελαφρές αύρες κατάλληλες για παράκτια πλεύση και με κουπιά και με πανιά.
[6.21.3] Ο Νέαρχος, λοιπόν, που διορίσθηκε αρχηγός του ναυτικού, περίμενε την κατάλληλη εποχή για να ταξιδεύσει, ενώ ο Αλέξανδρος ξεκινώντας από τα Πάταλα προχωρούσε με όλο τον στρατό του μέχρι τον Αράβιο ποταμό. Από εκεί πήρε μαζί του τους μισούς από τους υπασπιστές και τους τοξότες, τα τάγματα των λεγομένων πεζεταίρων, από το ιππικό των εταίρων το άγημα και μία ίλη από κάθε ιππαρχία, καθώς και όλους τους ιπποτοξότες και στράφηκε στα αριστερά προς τη θάλασσα και για να ανοίξει πηγάδια, ώστε να υπάρχει άφθονο νερό στον στρατό του όσο θα έπλεε κοντά στην παραλία και συγχρόνως να μπορεί να επιτεθεί ξαφνικά κατά των Ωρειτών, που ήταν Ινδοί της περιοχής εκείνης από πολύ χρόνο ανεξάρτητοι, επειδή αυτοί δεν είχαν εκδηλώσει καμία φιλική διάθεση προς τον Αλέξανδρο και τον στρατό του. Στον στρατό που έμεινε πίσω όρισε αρχηγό τον Ηφαιστίωνα. [6.21.4] Οι Αραβίτες, λοιπόν, που ήταν και αυτοί ένας λαός ανεξάρτητος, από εκείνους που κατοικούσαν γύρω από τον Αράβιο ποταμό, επειδή νόμισαν ότι ούτε ήταν ικανοί να πολεμήσουν εναντίον του Αλεξάνδρου ούτε θέλησαν να υποταγούν σε αυτόν έφυγαν στην έρημο, μόλις πληροφορήθηκαν ότι πλησίαζε ο Αλέξανδρος. Ο Αλέξανδρος, αφού πέρασε τον ποταμό Αράβιο, που ήταν στενός και με λίγο νερό, και διέτρεξε κατά τη νύχτα το μεγαλύτερο μέρος της ερήμου, βρέθηκε με τα χαράματα κοντά στην κατοικημένη περιοχή. Διέταξε τους πεζούς του στρατιώτες να ακολουθούν με κανονικό βηματισμό, ενώ ο ίδιος πήρε μαζί του το ιππικό και το διαμοίρασε σε ίλες, ώστε να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της πεδιάδας, και άρχισε να διατρέχει λεηλατώντας τη χώρα των Ωρειτών. [6.21.5] Όσους πρόβαλαν αντίσταση τους κατέκοψαν οι ιππείς και συνέλαβαν πολλούς αιχμαλώτους. Ο Αλέξανδρος τότε στρατοπέδευσε κοντά σε έναν τόπο που δεν είχε πολύ νερό, όταν όμως ενώθηκαν μαζί του και οι άνδρες του Ηφαιστίωνα, άρχισε να προχωρεί. Όταν έφθασε σε ένα χωριό, που ήταν το μεγαλύτερο του λαού των Ωρειτών —το χωριό ονομαζόταν Ραμβακία— επαίνεσε τη θέση του και νόμισε ότι αν εκεί ιδρυόταν πόλη, θα γινόταν μεγάλη και πλούσια· άφησε λοιπόν, εκεί τον Ηφαιστίωνα για τον σκοπό αυτό.