Τετάρτη 23 Αυγούστου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Περὶ τοῦ στεφάνου (155-159)

[155] ΕΤΕΡΟΝ ΔΟΓΜΑ.
[Ἐπὶ ἱερέως Κλειναγόρου, ἐαρινῆς πυλαίας, ἔδοξε τοῖς πυλαγόροις καὶ τοῖς συνέδροις τῶν Ἀμφικτυόνων καὶ τῷ κοινῷ τῶν Ἀμφικτυόνων, ἐπειδὴ οἱ ἐξ Ἀμφίσσης τὴν ἱερὰν χώραν κατανειμάμενοι γεωργοῦσι καὶ βοσκήματα νέμουσι, καὶ κωλυόμενοι τοῦτο ποιεῖν ἐν τοῖς ὅπλοις παραγενόμενοι τὸ κοινὸν τῶν Ἑλλήνων συνέδριον κεκωλύκασι μετὰ βίας, τινὰς δὲ καὶ τετραυματίκασι, [καὶ] τὸν στρατηγὸν τὸν ᾑρημένον τῶν Ἀμφικτυόνων Κόττυφον τὸν Ἀρκάδα πρεσβεῦσαι πρὸς Φίλιππον τὸν Μακεδόνα, καὶ ἀξιοῦν ἵνα βοηθήσῃ τῷ τε Ἀπόλλωνι καὶ τοῖς Ἀμφικτύοσιν, ὅπως μὴ περιίδῃ ὑπὸ τῶν ἀσεβῶν Ἀμφισσέων τὸν θεὸν πλημμελούμενον· καὶ διότι αὐτὸν στρατηγὸν αὐτοκράτορα αἱροῦνται οἱ Ἕλληνες οἱ μετέχοντες τοῦ συνεδρίου τῶν Ἀμφικτυόνων.]

Λέγε δὴ καὶ τοὺς χρόνους ἐν οἷς ταῦτ᾽ ἐγίγνετο· εἰσὶ γὰρ καθ᾽ οὓς ἐπυλαγόρησεν οὗτος. λέγε.

ΧΡΟΝΟΙ.
[Ἄρχων Μνησιθείδης, μηνὸς ἀνθεστηριῶνος ἕκτῃ ἐπὶ δέκα.]

[156] Δὸς δὴ τὴν ἐπιστολὴν ἥν, ὡς οὐχ ὑπήκουον οἱ Θηβαῖοι, πέμπει πρὸς τοὺς ἐν Πελοποννήσῳ συμμάχους ὁ Φίλιππος, ἵν᾽ εἰδῆτε καὶ ἐκ ταύτης σαφῶς ὅτι τὴν μὲν ἀληθῆ πρόφασιν τῶν πραγμάτων, τὸ ταῦτ᾽ ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα καὶ τοὺς Θηβαίους καὶ ὑμᾶς πράττειν, ἀπεκρύπτετο, κοινὰ δὲ καὶ τοῖς Ἀμφικτύοσιν δόξαντα ποιεῖν προσεποιεῖτο· ὁ δὲ τὰς ἀφορμὰς ταύτας καὶ τὰς προφάσεις αὐτῷ παρασχὼν οὗτος ἦν. λέγε.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ.
[157] [Βασιλεὺς Μακεδόνων Φίλιππος Πελοποννησίων τῶν ἐν τῇ συμμαχίᾳ τοῖς δημιουργοῖς καὶ τοῖς συνέδροις καὶ τοῖς ἄλλοις συμμάχοις πᾶσι χαίρειν. ἐπειδὴ Λοκροὶ οἱ καλούμενοι Ὀζόλαι, κατοικοῦντες ἐν Ἀμφίσσῃ, πλημμελοῦσιν εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ ἐν Δελφοῖς καὶ τὴν ἱερὰν χώραν ἐρχόμενοι μεθ᾽ ὅπλων λεηλατοῦσι, βούλομαι τῷ θεῷ μεθ᾽ ὑμῶν βοηθεῖν καὶ ἀμύνασθαι τοὺς παραβαίνοντάς τι τῶν ἐν ἀνθρώποις εὐσεβῶν· ὥστε συναντᾶτε μετὰ τῶν ὅπλων εἰς τὴν Φωκίδα, ἔχοντες ἐπισιτισμὸν ἡμερῶν τετταράκοντα, τοῦ ἐνεστῶτος μηνὸς λῴου, ὡς ἡμεῖς ἄγομεν, ὡς δὲ Ἀθηναῖοι, βοηδρομιῶνος, ὡς δὲ Κορίνθιοι, πανήμου. τοῖς δὲ μὴ συναντήσασι πανδημεὶ χρησόμεθα †τοῖς δὲ συμβούλοις† ἡμῖν κειμένοις ἐπιζημίοις. εὐτυχεῖτε.]

[158] Ὁρᾶθ᾽ ὅτι φεύγει μὲν τὰς ἰδίας προφάσεις, εἰς δὲ τὰς Ἀμφικτυονικὰς καταφεύγει. τίς οὖν ὁ ταῦτα συμπαρασκευάσας αὐτῷ; τίς ὁ τὰς προφάσεις ταύτας ἐνδούς; τίς ὁ τῶν κακῶν τῶν γεγενημένων μάλιστ᾽ αἴτιος; οὐχ οὗτος; μὴ τοίνυν λέγετ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, περιιόντες ὡς ὑφ᾽ ἑνὸς τοιαῦτα πέπονθεν ἡ Ἑλλὰς ἀνθρώπου. οὐχ ὑφ᾽ ἑνός, ἀλλ᾽ ὑπὸ πολλῶν καὶ πονηρῶν τῶν παρ᾽ ἑκάστοις, ὦ γῆ καὶ θεοί·

[159] ὧν εἷς οὑτοσί, ὅν, εἰ μηδὲν εὐλαβηθέντα τἀληθὲς εἰπεῖν δέοι, οὐκ ἂν ὀκνήσαιμ᾽ ἔγωγε κοινὸν ἀλειτήριον τῶν μετὰ ταῦτ᾽ ἀπολωλότων ἁπάντων εἰπεῖν, ἀνθρώπων, τόπων, πόλεων· ὁ γὰρ τὸ σπέρμα παρασχών, οὗτος τῶν φύντων αἴτιος. ὃν ὅπως ποτ᾽ οὐκ εὐθὺς ἰδόντες ἀπεστράφητε θαυμάζω. πλὴν πολύ τι σκότος, ὡς ἔοικεν, ἐστὶν παρ᾽ ὑμῖν πρὸ τῆς ἀληθείας.

***
[155] ΑΛΛΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
[Επί ιερέως Κλειναγόρου, κατά το εαρινό συνέδριο, αποφασίστηκε από τους Πυλαγόρες και τους συνέδρους των Αμφικτιόνων, καθώς και από το κοινό των Αμφικτιόνων: επειδή οι Αμφισσείς έχουν κατανείμει την ιερή γη, την καλλιεργούν, βόσκουν τα κοπάδια τους και, όταν εμποδίστηκαν να κάνουν αυτό, παρουσιάστηκαν ένοπλοι, εμπόδισαν με βία την κοινή σύνοδο των Ελλήνων στο έργο της και μάλιστα τραυμάτισαν μερικούς, ο εκλεγμένος στρατηγός των Αμφικτιόνων, Κόττυφος ο Αρκάς, να πάει στον Φίλιππο τον Μακεδόνα ως πρεσβευτής και να του ζητήσει να σπεύσει να βοηθήσει τον Απόλλωνα και τους Αμφικτίονες, προκειμένου να μην επιτρέψει να προσβάλλεται ο θεός από τους ασεβείς Αμφισσείς· να του ανακοινώσει επίσης ότι οι Έλληνες που μετέχουν στο συνέδριο τον έχουν εκλέξει στρατηγό με απεριόριστη δικαιοδοσία].

Διάβασε τώρα και τις ημερομηνίες μέσα στις οποίες γίνονταν αυτά· είναι μέσα στα χρονικά πλαίσια στα οποία αυτός ήταν εκπρόσωπος στο συνέδριο των Θερμοπυλών. Διάβασε.

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ
[Επώνυμος άρχοντας ήταν ο Μνησιθείδης, την δέκατη έκτη ημέρα του Ανθεστηριώνα].

[156] Δώσε μου τώρα την επιστολή που έστειλε ο Φίλιππος στους συμμάχους του στην Πελοπόννησο, όταν οι Θηβαίοι δεν συμμορφώνονταν προς τις υποδείξεις του, για να βεβαιωθείτε απολύτως, ακόμη και από αυτή την επιστολή, ότι αυτός απέκρυπτε τους πραγματικούς λόγους των ενεργειών του, το ότι δηλαδή αυτές οι ενέργειές του στρέφονταν εναντίον της Ελλάδας και ιδιαίτερα εναντίον των Θηβαίων και εναντίον σας, αλλά προσποιούνταν ότι εκτελούσε τις κοινές αποφάσεις των Αμφικτιόνων. Αλλά ο άνθρωπος που του παρείχε αυτές τις αφορμές και τα προσχήματα ήταν ο Αισχίνης. Διάβασε.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ
[157] Ο Φίλιππος, ο βασιλιάς των Μακεδόνων, χαιρετίζει όλους τους αξιωματούχους, τους συνέδρους και τους υπόλοιπους συμμάχους του στην Πελοπόννησο. Επειδή οι Λοκροί, οι επονομαζόμενοι Οζόλες, που κατοικούν στην Άμφισσα, προσβάλλουν το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς και έρχονται ένοπλοι και λεηλατούν την ιερή γη, θέλω με τη δική σας συνδρομή να βοηθήσω τον θεό και να αποκρούσω αυτούς που παραβιάζουν κάποια από τις θρησκευτικές αρχές των ανθρώπων. Γι᾽ αυτό ελάτε να με συναντήσετε ένοπλοι στη Φωκίδα με εφόδια για σαράντα ημέρες, εντός του μηνός που διανύουμε τώρα, του επονομαζόμενου Λώου από εμάς, Βοηδρομιώνα από τους Αθηναίους, Πανήμου από τους Κορινθίους. Σε όσους δεν έρθουν να μας συναντήσουν με όλες τους τις δυνάμεις, θα επιβάλουμε τα πρόστιμα που καθορίζονται από τις συνθήκες μας. Ευτυχείτε.].

[158] Βλέπετε ότι αποφεύγει τις προσωπικές δικαιολογίες και καταφεύγει στις αμφικτιονικές. Ποιός λοιπόν ήταν εκείνος που τον βοήθησε να σκηνοθετήσει αυτά; Ποιός του παρείχε αυτές τις προφάσεις; Ποιός ήταν ο κύριος υπαίτιος για τις συμφορές που συνέβησαν; Όχι ο Αισχίνης; Μην τριγυρίζετε λοιπόν, Αθηναίοι, και λέτε ότι η Ελλάδα έπαθε τέτοιες συμφορές από έναν και μόνο άνθρωπο· όχι βέβαια από έναν μόνο αλλά από πολλούς και αχρείους, ω γη και θεοί, σε κάθε πόλη.

[159] Ένας από αυτούς ήταν αυτός εδώ, τον οποίο, αν πρέπει να πω την αλήθεια, χωρίς να κρύψω τίποτε από φόβο, δεν θα δίσταζα εγώ προσωπικά να τον αποκαλέσω κακό δαίμονα όλων, ανθρώπων, τόπων, πόλεων, που χάθηκαν ύστερα από αυτά. Γιατί αυτός που δίνει τον σπόρο, αυτός είναι και ο αίτιος των όσων φυτρώνουν. Εκπλήττομαι πώς δεν στρέψατε το βλέμμα σας αλλού, όταν τον είδατε. Εκτός και αν υπάρχει, όπως φαίνεται, πολύ σκοτάδι ανάμεσα σε σας και στην αλήθεια.

Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για μαγισσα κιρκηΗ διαχείριση της ερωτικής επιθυμίας απασχόλησε την ελληνική αρχαιότητα από τη λεγόμενη αρχαϊκή έως την ύστε­ρη εποχή. Με λιγοστές εξαιρέσεις, όπως τις περιπτώσεις που διάφορες υποθέσεις ακραίας ερωτικής συμπεριφο­ράς έφθαναν στα αθηναϊκά δικαστήρια, οι καλοί τρόποι δεν επέτρεπαν να τίθεται το ζήτημα με αναφορές στους ζώντες ή ακόμα και σε υπαρκτά πρόσωπα του παρελθόντος. O προβληματισμός γινόταν ευχερέστερος με όρους μυθολογικούς και με αναφορές σε μύθους. Οι περιπέτειες του Οδυσσέα, για παράδειγμα, γίνονταν συχνά αφορμή για σχολιασμό. Ιδιαίτερη έλξη ασκούσε το επεισόδιο της Κίρκης, το οποίο επικαλέστηκε αιώνες αργότερα και ο Πλούταρχος για να διατυπώσει τις απόψεις του γύρω από τις ηδονές και τους ερωτικούς πειρασμούς.
 
Η ομηρική αφήγηση αφήνει άλλωστε περιθώρια για διαφορετικές ερμηνείες. Από τη μια πλευρά παρουσιάζει την Κίρκη ως απειλητική μάγισσα που μεταμόρφωνε τους επισκέπτες της σε ζώα και που κράτησε δέσμιο τον Οδυσσέα με τον έρωτά της για ένα χρόνο, ενώ από την άλλη προσκαλεί σε μια σύγκριση με την Πηνελόπη. Η συμπεριφορά της Κίρ­κης παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά μιας οικοδέσποινας η οποία προσπαθεί να προστατέψει την τιμή της. Όσα φανερώνονται για την ερωτική της επιθυμία ενδέχεται να αντανακλούν αντιλήψεις για τις προβλεπόμενες συμπερι­φορές γυναικών. Η αναζήτηση μιας μόνιμης σχέσης και ενός γάμου αντιδιαστέλλεται προς τη λαγνεία και την ελευ­θεριότητα. Η προσφυγή στα μαγικά φίλτρα αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, στην ενδυνάμωση μιας σχέσης που την απει­λούσαν οι πειρασμοί του κόσμου.

Δεν έγινε ποτέ γνωστό τι ακριβώς εκμυ­στηρεύτηκε ο Οδυσσέας στην Πηνε­λόπη σχετικά με την Κίρκη. Είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι μετά τον βασανιστικό χωρισμό και τον περιπετειώδη αναγνωρισμό, είχαν χαρεί τον έρωτα και απολάμβαναν πια ο ένας τις διηγήσεις του άλλου, όταν ο Οδυσσέας αναφέρθηκε λεπτομερώς (κατά λέξη) στον πολυμήχανο δόλο της Κίρκης (ψ 321). Δυ­στυχώς ο ποιητής είχε ήδη αφηγηθεί όλα τα σχετικά στους λεγόμενους απολόγους και δεν θεώρησε αναγκαίο να καταγράψει τις διατυπώσεις που κρίθηκαν κατάλληλες για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Μπορούμε να υποθέσουμε πάντως ότι  ο Οδυσσέας παρέ­λειψε να αναφερθεί στον περίπλοκο κόμπο (δεσμόν ποικίλον) που του είχε μάθει να δέ­νει η Κίρκη και τον οποίο αξιοποίησε για να προφυλάξει τους θησαυρούς του επιστρέ­φοντας από τη Σχερία στην Ιθάκη (θ 447-8) – δεν υπάρχει άλλωστε κάποια ένδειξη ότι αντιλαμβανόταν τη συνάφεια της συγκεκριμένης τέχνης με τις άλλες ιδιότητες της όμορφης θεάς. Εφόσον ασφαλώς περιέγραψε τη μεταμόρφωση των συντρόφων του σε χοί­ρους, θα εξήγησε στην Πηνελόπη με ποιον τρόπο είχε υπο­χρεώσει την Κίρκη να τους αποδώσει την ανθρώπινη μορφή τους.
 
Η ιστορία είναι γνωστή (κ 133 κ.ε.). Φθάνοντας στη νήσο Αία, οι ταλαιπωρημένοι ταξιδιώτες ανακάλυψαν ανάμεσα σε δάση και πυκνούς δρυμούς ένα μέγαρο, το οποίο (όπως αποδείχτηκε) ήταν το παλάτι της Κίρκης. Υποψιασμένοι από τις πολλές συμφορές καθώς ήταν, χωρίστηκαν σε δύο ομά­δες, στέλνοντας τη μια για ανίχνευση. Ο ίδιος ο Οδυσσέας παρέμεινε με την άλλη. Πλησιάζοντας την κατοικία, οι ανι­χνευτές συναπάντησαν ορεσίβιους λύκους και λιοντάρια, που έδειχναν ωστόσο φιλική διάθεση, σαν εξημερωμένοι. Έντρομοι στάθηκαν στα πρόθυρα, απ’ όπου άκουσαν μια ωραία φωνή να τραγουδά. Μια καλλιπλόκαμη γυναίκα -αν ήταν θεά ή θνητή δεν ήξεραν να πουν- πήγαινε κι ερχόταν υφαίνοντας. Την κάλεσαν φωνάζοντας, κι αυτή, ανοίγοντας θυρόφυλλα λαμπρά, πρόβαλε και τους προσκαλούσε.
 
Ανυποψίαστοι την ακολούθησαν, εκτός από τον Ευρύλοχο που έμεινε πίσω, επειδή υποπτεύθηκε τι δόλος κρυβόταν. Εκείνη τους πήρε μέσα και τους κάθισε σε θρόνους και σκα­μνιά. Αμέσως τους ετοίμασε κρασί, στο οποίο ανακάτεψε τριμμένο τυρί, κριθάλευρο και μέλι. Αλλά και φαρμακερά βο­τάνια (φάρμακα λυγρά), να λησμονήσουν την πατρίδα τους για πάντα. Κι όπως τους έδινε να πιουν, τους χτύπησε με το ραβδί της και τους έκλεισε στο χοιροστάσι. Αλλάζοντας αυτοί, απέκτησαν κεφάλι γουρουνίσιο, ανάλογη φωνή, σώμα και τρί­χες, ο νους τους μόνο έμεινε όπως πρώτα. Ενώ θρηνούσαν, η Κίρκη τους έριχνε πρίνους, βαλανίδια και καρπούς κρανιάς.
 
Ο Ευρύλοχος επέστρεψε στους υπόλοιπους με τα δυσά­ρεστα νέα. Είχε δει τους συντρόφους του να μπαίνουν στο αρχοντικό και να εξαφανίζονται. Κανείς δεν επέστρεφε, μο­λονότι αυτός είχε καθίσει εκεί ώρα πολλή, προσμένοντας μή­πως φανούν. Προφανώς δεν γνώριζε τίποτα για το ποτό, το ραβδί ή τη μεταμόρφωση. Ακούγοντάς τα αυτά, ο Οδυσσέας πέρασε γύρω στους ώμους το μεγάλο και χάλκινο σπαθί με τ’ ασημένια του καρφιά και ξεκίνησε για το μέγαρο. Ήταν απο­φασισμένος αλλά, καθώς φαίνεται, ελλιπώς ενημερωμένος.
 
Στο δρόμο απαντήθηκε με τον Ερμή, που είχε τη μορφή εφήβου. Πληροφορήθηκε από αυτόν ότι οι σύντροφοί του εί­χαν γίνει χοίροι. Για να σωθεί έπρεπε να πάρει ένα καλό βό­τανο, δηλαδή ένα αντιφάρμακο που το έλεγαν μώλυ, και να το κρατά καθώς θα πατήσει το κατώφλι της Κίρκης. Τη στιγ­μή που η Κίρκη θα επιχειρούσε να τον χτυπήσει με το μακρύ ραβδί της, αυτός έπρεπε να χυμήξει καταπάνω της, σαν να ήθελε να τη σκοτώσει. Από τον τρόμο της εκείνη θα τον προ­σκαλούσε στο κρεβάτι και αυτός έπρεπε να συγκατατεθεί. Δεν ήταν συνετό να αρνηθεί την προσφορά μιας θεάς.
 
Όλα έγιναν όπως τα είχε ορίσει ο Ερμής. Χωρίς να έχει υποστεί την επίδραση του φαρμάκου, ο Οδυσσέας τράβηξε το σπαθί από το μηρό και χύμηξε πάνω στην Κίρκη. Εκείνη τότε, βγάζοντας φωνή μεγάλη, έπεσε στα γόνατά και ρώτα­γε να μάθει το όνομά του και γιατί ο νους του δεν είχε διατα­ραχτεί. (Στην πραγματικότητα θα έπρεπε να ρωτήσει γιατί δεν είχε μεταλλαχτεί το σώμα του, αφού τα φάρμακά της δεν επιδρούσαν στο νου.) Χωρίς να περιμένει απάντηση, θυμή­θηκε ότι ο Ερμής την είχε προειδοποιήσει για την άφιξη του Οδυσσέα. Ζητούσε λοιπόν από τον ξένο της να βάλει στη θή­κη το σπαθί και να δεθεί μαζί της με την αγάπη. (Με κόμπους του σώματος δηλαδή, χωρίς σχοινιά, όπως μπορούμε να υπο­θέσουμε.) Προειδοποιημένος ο Οδυσσέας απαίτησε πρώτα όρκο ότι δεν θα τον καταστήσει ανήμπορο κι ανίκανο μόλις τον δει γυμνό επάνω στο κρεβάτι. Απαιτούσε επίσης την απόδοση των συντρόφων του.
 
Ο ποιητής ισχυρίζεται ότι η Κίρκη είχε μαγέψει (έθελξε είναι το ρήμα που χρησιμοποιεί, και αν δεν ξέραμε τις ιδιότητές της, θα μπορούσαμε ίσως να το μεταφράσουμε «είχε γοη­τεύσει») τους επισκέπτες της, με σκοπό να λησμονήσουν την πατρίδα τους για πάντα. Δεν εξηγεί ωστόσο τι τα ήθελε τρι­γύρω της τόσα ζωντανά. Οι προσδοκίες της ασφαλώς πή­γαιναν πέρα από τη συντήρη­ση ζωολογικού κήπου. Αν σκοπός της ήταν να επωφελη­θεί από την παρουσία τους, όπως επωφελήθηκε τελικώς από την παρουσία του Οδυσ­σέα, τότε ασφαλώς είχε δια­λέξει λάθος φάρμακο. Οι χοί­ροι δεν ανεβαίνουν εύκολα στο κρεβάτι. Αλλά και απένα­ντι στον Οδυσσέα φέρθηκε με τρόπο αντιφατικό. Στην αρχή θέλησε να τον μεταμορφώσει. Όταν απέτυχε, προσέφερε τον έρωτά της. Κι ωστόσο, εξα­κολουθούσε να έχει στο νου της την αχρήστευση του γυ­μνωμένου πλέον Οδυσσέα. Τι να τον κάνει έναν γυμνό, ανή­μπορο άντρα; Και μόνο όταν υποχρεώθηκε να δώσει τον μέγα όρκο αφέθηκε στον έρω­τα. Δικαιούμαστε λοιπόν να αναρωτηθούμε εάν η Κίρκη ήξερε τι ακριβώς επιθυμούσε.
 
Η απάντηση δεν είναι εύ­κολη, διότι η ομηρική αφήγη­ση έχει πολλά κενά και πολλές αντιφάσεις – ηθελημένες ή αθέλητες. (Δεν είναι σαφές, για παράδειγμα, τι φοβήθηκε μια αθάνατη θεά από το σπαθί ενός θνητού. Ούτε πώς έ­δρασε το αντιφάρμακο, αφού ο Οδυσσέας απλώς το κρα­τούσε στο χέρι. Η σκηνή είναι άλλωστε περίεργη, καθώς τον παριστάνει να κρατά με το ένα χέρι το λουλούδι και με το άλλο το σπαθί.) Μπο­ρούμε ωστόσο να κάνουμε μια υπόθεση.
 
Στα προκαταρκτικά, η Κίρκη δεν είχε φερθεί ανάρμοστα. Χωρίς ανδρική προστασία καθώς ήταν, παρέμενε μέσα στο αρχοντικό της, όπως όφειλε κάθε ενάρετη δέσποινα, υφαί­νοντας και τραγουδώντας. Δέχτηκε τους απρόσκλητους και απρόκλητους ξένους με προθυμία, όπως προβλεπόταν να κάνει κάθε ευγενής οικοδέσποινα. Προσέφερε ποτό ιδιαιτέ­ρως φροντισμένο, όπως άρμοζε σε μουσαφιραίους. Εάν δεν έριχνε το φάρμακο και δεν κουνούσε το ραβδί της, θα θύμι­ζε πολύ την Πηνελόπη.
 
Η Πηνελόπη παρέμενε επίσης στο αρχοντικό της υφαίνο­ντας – και απολαμβάνοντας τα θελκτήρια, όπως τα χαρα­κτήριζε η ίδια, άσματα του α­οιδού (α 337). Καθώς ο άνδρας της απουσίαζε και ο πενθερός της ζούσε αποτραβηγμένος στην εξοχή, φερόταν με ευγένεια προς τους αυτόκλη­τους μνηστήρες που τη διεκ­δικούσαν σε γάμο, επιτρέποντάς τους να τρώνε και να πίνουν τα αγαθά της. Μπορεί να μην έριχνε φάρμακα στο ποτό τους και να μην χρησι­μοποιούσε ραβδί, έβρισκε ωστόσο τον τρόπο να τους κρατά μακριά από το κρεβάτι της για περισσότερα από τρία χρόνια. Τους ξεγελούσε και τους έδινε ελπίδες, στέλ­νοντας στον καθένα χωριστά υποσχέσεις και μηνύματα, ενώ στο νου της έκλωθε δόλο, υφαίνοντας και ξηλώνοντας το σάβανο του Λαέρτη (β 90­106). Ακόμα και όταν όλοι τη βεβαίωναν ότι ο Οδυσσέας ή­ταν πια μπροστά της, αυτή δίσταζε να τον προσκαλέσει στην κλίνη της. Μια ενάρετη γυναίκα έπρεπε να δείχνει πά­ντα επιφυλακτική. Ακολουθώ­ντας άλλωστε το πανούργο πλάνο και τις συμβουλές της Αθηνάς (όπως άλλωστε τις οδηγίες του Ερμή πριν συνα­ντηθεί με την Κίρκη), ο Οδυσ­σέας είχε παρουσιαστεί στο σπίτι του αγνώριστος (ν 303). Παραπλανημένοι οι μνη­στήρες είχαν εγκατασταθεί σε ξένο νοικοκυριό, λησμονώ­ντας σχεδόν το δικό τους σπίτι. Περνούσαν την ημέρα τους τρώγοντας και πίνοντας, σε μια κατάσταση μέθης – και ίσως κάπως αποκτηνωμένη. Εύχονταν ολοφάνερα να πλαγιάσουν στο κρεβάτι με την οικοδέσποινα και απαιτούσαν επίμονα να γίνουν δεκτοί ως γαμπροί (α 365-6). Όσο αυτό καθυστερού­σε, κοιμούνταν με τις δούλες του αρχοντικού.
 
Η Κίρκη θα πρέπει να φαντάστηκε τους επισκέπτες της κάπως σαν τους μνηστήρες. Είχαν εμφανιστεί απροειδοποί­ητα στο παλάτι της με τα όπλα στα χέρια. Η όψη τους, μετά από τα πολλά ταξίδια και τις περιπέτειες, ασφαλώς δεν θα έδειχνε ιδιαιτέρως φιλική. Μπορούμε μάλιστα να φαντα­στούμε το βλέμμα τους, όταν αντίκρισαν μια πανέμορφη και απροστάτευτη γυναίκα. Αν η πρώτη σκέψη της Κίρκης ήταν να τους κρατήσει μακριά από το κρεβάτι της, ασφαλώς δεν ήταν εντελώς αδικαιολόγητη. Για να το πετύχει, τους καλο­δέχτηκε και τους παραπλανούσε, αναζητώντας τον κατάλλη­λο τρόπο να τους εξουδετερώσει. Αντί να τους αφήσει να αποκτηνωθούν με την κραιπάλη, φρόντισε με το ποτό της να τους μεταμορφώσει σε χοίρους.
 
Η μέθοδος αυτή αποδείχτηκε ωστόσο ανεπαρκής για την αντιμετώπιση του Οδυσσέα και αυτό υποχρέωσε την Κίρκη να καταφύγει σε άλλα μέσα. Η ιδέα ήταν και πάλι να τον πα­ραπλανήσει με υποσχέσεις για έρωτα. Γυμνό και αφοπλισμέ­νο, ήλπιζε να τον εξουδετερώσει ερωτικά. Αλλά ο όρκος που της ζητήθηκε να δώσει ήταν κάτι το οποίο δεν μπορούσε να παραβεί. Στο κάτω κάτω ο Οδυσσέας εμφανιζόταν ως απροσδόκητος και ιδανικός σύζυγος.
 
Η Κίρκη μάγεψε τον Οδυσσέα δίχως φάρμακο και δίχως ραβδί. Με τα θέλγητρά της και με τις φροντίδες των θεραπαινίδων της (όλες ήταν γεννημένες σε πηγές, άλση κι αγνά ποτά­μια), που τον έλουζαν, τον άλειφαν με λάδια και τον φίλευαν, τον έκανε να λησμονήσει το γυρισμό στην Ιθάκη. Μέρες ατέλει­ωτες αφέθηκε ο Οδυσσέας στις περιποιήσεις της θεάς, ώσπου κύλησε χρόνος ολόκληρος. Και μόνο όταν οι σύντροφοι τον έψεξαν και του θύμισαν έντονα πα­τρίδα και σπίτι, συγκλονίστηκε η ψυ­χή του και αναζήτησε το νόστο του.
 
Βλέποντας ότι δεν είχε πλέον τρόπο να τον κρατήσει, η Κίρκη συγκατατέθηκε, βάζοντας ωστό­σο όρο σκληρό. Αν ήταν πρόθυ­μος από το θεϊκό κρεβάτι της να κατεβεί πρώτα στον Άδη, τότε ο δρόμος της επιστροφής ήταν α­νοικτός. Ο Οδυσσέας συμφώνησε. Έστω και χρονοτριβώντας, ήξερε τι ακριβώς επιθυμούσε: το σπίτι του και την Πηνελόπη. Είναι πά­ντως ενδιαφέρον ότι στο νησί του έφτασε μεταμφιεσμένος, όχι σε ζώο αλλά σε ζητιάνο. Και όταν επι­τέλους φανερώθηκε, είδε κι έπαθε να πείσει την Πηνελόπη να τον δε­χτεί στην κρεβατοκάμαρα που μό­νος του είχε κατασκευάσει.
 
Η ομηρική αφήγηση μοιάζει να θέτει, με τον τρόπο της, απλά και βαθιά ερωτήματα: τι είναι ο ερωτικός πόθος και πώς διαπλέκεται με την επιθυμία του γάμου και της πατρίδας. Ο άνθρωπος αντιδιαστέλλεται στο ζώο, είτε αυτό είναι λύκος και λιοντάρι, είτε γουρούνι, αλλά δια­κρίνεται επίσης από το θεό. Επιπλέον, είναι άνδρας ή γυναί­κα, όπως επίσης οικείος ή ξένος. Η σύγκριση με το ζώο είναι αποκαλυπτική. Στον ομηρικό κόσμο, όπως και σε όλη την αρχαιότητα, η διάκριση ήταν δεδομένη, αλλά όχι απόλυτη. Τα ζώα κάποτε θρηνούν, όπως τα άλογα του Αχιλλέα (Ρ 426 κ.ε.) ή ομιλούν, όπως στους μύθους του Αισώπου. Ανάμεσα στα ζώα και τον άνθρωπο υπάρχει συνέχεια. Πασίγνωστα είναι τα διάφορα ανθρωπόμορφα τέρατα που απειλούν αλλά επίσης θεραπεύουν, όπως ο κένταυρος Χείρων. Η μεταμόρ­φωση από άνθρωπο σε ζώο δεν περιορίζεται στο περιστα­τικό της Κίρκης. Ιδιαιτέρως δημοφιλής ήταν η ιστορία του Λούκιου (στην ελληνική και τη λατινική της παραλλαγή), που περιδιάβηκε τον κόσμο και μελέτησε τον άνθρωπο με τα μάτια και τη μορφή ενός όνου, έως ότου μυήθηκε στα μυστι­κά της θεάς Ίσιδας, βαπτίστηκε και εξανθρωπίστηκε. Η με­ταμφίεση του ανθρώπου σε ζώο ήταν συνήθης, τρομακτική αλλά και εορταστική. Σύμφωνα με τη λογική των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, η αποκτήνωση αναιρεί και ακυρώνει την ανθρώπινη ιδιότητα, αλλά το ζώο παραδίδει κάποτε μα­θήματα ανθρωπιάς και συμπόνιας, ενδεχομένως διδάσκει την ίδια την ανθρώπινη ηθική.
 
Η Κίρκη έγινε (μαζί με την ανιψιά της Μήδεια) πρότυπο μιας αναγνωρίσιμης μορφής. Γοητευτική και τρομακτική, με το ραβδί στο χέρι, με φαρμάκια και βότανα, τριγυρισμένη από περίεργα κατοικίδια, όπως η μαύρη γάτα ή η κουκουβά­για, έχοντας το νου της πάντα στο κακό, η μάγισσα μπορεί να μετατρέψει τον άνθρωπο σε ζώο. Έτσι την πάτησε άλλω­στε ο Λούκιος. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να μελετήσουμε τη μεταμόρφωση της ίδιας της Κίρκης και να δούμε πώς από θεά, που την παρουσιάζει ο ποιητής (το λεξιλόγιο του άλλω­στε δεν διέθετε κατάλληλο όρο να δηλώσει τη μάγισσα), με το παλάτι και το ιδιόκτητο νησί, κατέληξε να γίνει μάγισσα, να απειλήσει τον κόσμο και να υποστεί τόσες διώξεις. Αρκεί ίσως να θυμηθούμε ότι η μεταμόρφωση αυτή έγινε στην αρχή αργά, μέσα στην ίδια την αρχαιότητα, και ύστερα, γοργά και αποφασιστικά, στα χριστιανικά χρόνια. (Εκτός από θρησκευτικό, το ζήτημα ήταν επίσης πολιτικό. Η μοναρχία φοβάται τη μαγεία πολύ περισσότερο από ό,τι τη φοβάται η δημοκρατία.)
 
Όσο ο κόσμος των ζώων επικοινωνούσε ακόμα με τον κό­σμο των ανθρώπων, οι γυναίκες που θύμιζαν την Κίρκη κυ­κλοφορούσαν άνετα στους δρόμους των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων. Μαζί με τους οδηγούς μαγειρικής κληρονο­μούσαν συνταγές για φίλτρα και φάρμακα. Φάρμακα φαντα­στικά αλλά και υπαρκτά, κάποτε μάλιστα, αποτελεσματικά. Μια από τις ιδιότητές τους ήταν να δένουν τους ανθρώπους, να τους καθιστούν ανίκανους ή παθιασμένους για έρωτα.
 
Οι γυναίκες της αρχαιότητας είχαν διάφορους λόγους να καταφεύγουν σε τέτοιου είδους μέσα. Οι άνδρες τους ταξί­δευαν συχνά για να πολεμήσουν ή να εμπορευτούν, περνού­σαν μέρες πολλές σε ξένα σπίτια, συναναστρέφονταν εταίρες και πόρνες. Ο θε­σμός της δουλείας προσέ­φερε μεγάλη ποικιλία ερωτι­κών συντρόφων, χωρίς υπο­χρεώσεις και χωρίς μεγάλες δαπάνες. Ιδιαίτερη επιθυμία να κρατήσει έναν άνδρα κοντά της είχε κάποτε μια δούλη, που προσδοκούσε να κερδίσει την ελευθερία της και να αποκτήσει, ίσως, οικογένεια. Το ερωτικό φίλ­τρο πάντως μπορούσε να λειτουργήσει προς όλες τις κατευθύνσεις. Αξία δεν είχε μόνο στα χέρια μιας γυναί­κας αλλά και ενός απογοη­τευμένου εραστή. Μαζί με τις μάγισσες, άλλωστε, στην πυρά έμελλε να καούν πολ­λοί μάγοι, που θεωρήθηκαν πιο επικίνδυνοι για την κοινωνική τάξη και την επίσημη χριστιανική θρησκεία.
 
Γνωρίζουμε πολλά για τα φάρμακα και τα ερωτικά φίλ­τρα, όχι μόνο μέσα από μύθους και παραμύθια αλλά και από συνταγές, που καταγράφονταν με επιμέλεια επίσης από συστηματικές αναφορές σε όλα σχεδόν τα γραμματειακά είδη, τις ιστορικές αφηγήσεις και τους δικανικούς λόγους, αφού πολλές υποθέσεις έφθαναν στα δικαστήρια. Η βασική αιτία για την οποία μπορούσε να εκδικαστεί μια υπόθεση ερωτικής μαγείας ήταν, συχνά, τα λάθη στη δοσολογία ή τη συνταγή. Μια μεγάλη ποσότητα φαρμάκου μπορούσε να σκοτώσει ή να αποβλακώσει.
 
Ζώντας σε μια εποχή που τα φίλτρα κυκλοφορούσαν ακόμα ευρύτατα στην αγορά και που τα ξόρκια γνώριζαν μεγάλη διάδοση, ο Πλούταρχος θυμήθηκε την Κίρκη. Σοφός και πολυδιαβασμένος καθώς ήταν εξηγεί καθαρά τους βαθύ­τερους φόβους και τις ανησυχίες του.
 
Χωρίς σύνεση, ισχυριζόταν, η ηδονή και ο έρωτας κατα­στρέφουν τον άνθρωπο. Στο τέλος δεν απομένει ούτε ηδο­νή, ούτε έρωτας. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: «Η αλιεία με φάρμακα», δηλαδή με δηλητήρια, «είναι ένας γρήγορος και εύκολος τρόπος να πιάσει κανείς ψάρι, αλλά το καθιστά μη βρώσιμο και βλαβερό. Έτσι και οι γυναίκες που επινοούν φίλτρα και μάγια (γοητείας) για τους άνδρες και τους υπο­τάσσουν με την ηδονή που τους προσφέρουν, συμβιώνουν με αποβλακωμένους, ανόητους και αχρηστεμένους ανθρώ­πους. Άλλωστε ούτε στην Κίρκη πρόσφεραν κάποια υπηρε­σία αυτοί που έλαβαν υπερβολική δόση φίλτρου (καταφαρμακωθέντες), ούτε της χρησίμεψαν σε κάτι όταν έγιναν χοί­ροι και όνοι. Ενώ τον Οδυσσέα που είχε μυαλό και φέρθηκε με σύνεση, τον αγάπησε υπερβολικά. Οι γυναίκες που προ­τιμούν να κρατούν κοντά τους ανόητους άνδρες αντί να υπακούουν σε μυαλωμένους», συνεχίζει ο Πλούταρχος, «μοιάζουν με ανθρώπους που προτιμούν να καθοδηγούν στο δρόμο τυφλούς παρά να ακολουθούν αυτούς που έχουν γνώσεις και όραση» (139 Α). Τις ίδιες ιδιότητες άλλωστε με τα φίλτρα και την υπέρμετρη σαρ­κική ηδονή απέδιδε επίσης στις περίτεχνες τροφές που παρα­σκεύαζαν οι υπηρέτες. Με την απόλαυση που προκαλούσαν, μά­γευαν και φαρμάκωναν (126 Α).
 
Ο Πλούταρχος δεν αγνοούσε το πρόβλημα. Πολλές ήταν οι γυναίκες που δυσκολεύονταν να κρατήσουν τους άνδρες τους κοντά τους ή να κερδίσουν τους άνδρες που ποθούσαν. Αλλά, κατά τη γνώμη του, η χρήση φαρμάκων και η προσφορά υπέρμετρης ηδονής δεν ήταν κατάλληλες λύσεις. Ο αποβλα­κωμένος άνδρας δεν έχει τίποτα σημαντικό να προσφέρει. Ο Πλούταρχος πάντως αποσιωπά τελείως το μώλυ και ισχυρίζεται ότι ο Οδυσσέας γλίτωσε τα μάγια χρησιμοποιώντας το μυαλό του και τη σύνεση. Ίσως μάλιστα να μην είχε άδικο, αφού και ο ποιητής ξεχνά να μας πληροφορήσει αν ο Οδυσσέας έκανε, τελικώς, χρήση του αντιφαρμάκου. Αν όμως ήθελε να είναι απολύτως συνεπής, θα έπρεπε να συμπληρώσει ότι, έστω και χωρίς φάρμακο, ακόμα και ο συνετός Οδυσσέας ζαλίστηκε από την ηδονή που του προσέφερε η Κίρκη. Σύμφωνα με τη δική του ερμηνεία, θα έπρεπε να δεχτούμε ότι για ένα διάστημα είχε χάσει το μυαλό του.
 
Στο ζήτημα αυτό η ομηρική αφήγηση είναι σαφής. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δηλαδή με φίλτρα ή χωρίς φίλ­τρα, η Κίρκη ήξερε να δένει καλούς δεσμούς, δηλαδή κό­μπους (αργότερα θα γινόταν λόγος για καταδέσμους και φιλτροκαταδέσμους). Ίσως δεν ήταν τυχαίο ότι ο Οδυσσέας τους θυμήθηκε, όπως άλλωστε και τις φροντίδες της Καλυ­ψώς, ακριβώς τη στιγμή που αποχαιρετούσε τη Ναυσικά. Και αυτή είχε άλλωστε προσπαθήσει να τον κρατήσει κοντά της (θ 461-2).
 
Ο Οδυσσέας θαυμάστηκε όχι επειδή αρνήθηκε τελείως τους πειρασμούς, αλλά επειδή τους γνώρισε, τους διερεύ­νησε και κατάφερε να τους υπερνικήσει. Ανάμεσα σε πολλά άλλα υπερνίκησε τον πειρασμό της αθανασίας και της ατε­λεύτητης απόλαυσης. Ως νικητής είχε έτσι κάθε δικαίωμα να αφηγηθεί στην Πηνελόπη όλες του τις περιπέτειες, ακόμα και αυτήν που έζησε με την Κίρκη. Σημασία δεν είχε ποιες διατυπώσεις επέλεξε, αλλά το γεγονός ότι βρισκόταν πλέον στο συζυγικό κρεβάτι. Ο τελευταίος του άθλος ήταν να ξεκα­θαρίσει τον οίκο του από αυτούς που το απειλούσαν. Είχε σφάξει τους μνηστήρες, με τη βοήθεια μάλιστα ενός έμπει­ρου χοιροβοσκού.
 
Όσο για την Κίρκη, ήταν φανερό ότι θα χρειαζόταν ένας νέος μυθικός κύκλος για να αφηγηθεί την ιστορία της. Ορι­σμένοι πίστεψαν ότι η εκπλήρωση της επιθυμίας της με την παραμονή του Οδυσσέα στο παλάτι της απέδωσε καρπό -και ότι ο καρπός αυτός δεν ήταν δυνατόν να αφήσει ανεπη­ρέαστους τον Οδυσσέα και την Πηνελόπη.

Όταν δεν εκτιμούν αυτό που δίνεις, μάθε να φεύγεις!

Κάποιες φορές οι άνθρωποι δεν χρειάζονται τις συμβουλές σου. Χρειάζονται την κατανόησή σου. Χρειάζονται απλά να τους ακούσεις. Να μην βιαστείς να κρίνεις και να αποφανθείς υπέρ κάποιου πορίσματος εξαιτίας μιας δικής σου εμπειρίας.

Η ενσυναίσθηση αποτελεί σημαντική ένδειξη υψηλής συναισθηματικής νοημοσύνης. Δεν σημαίνει ταύτιση, αν και πολλοί έχουν παρεξηγήσει τις δύο αυτές έννοιες. Η διαφορά τους είναι πως η ενσυναίσθηση σε αντίθεση με την ταύτιση, αφήνει απ’ έξω την προσωπική συναισθηματική φόρτιση του αποδέκτη εξαιτίας ενός παρόμοιου βιώματος.

Κατανοείς και συναισθάνεσαι την θέση του άλλου διατηρώντας την προσωπικότητά σου. Είναι σημαντικό να κατανοήσεις την διαφορά, μιας και η προσωπική σου συναισθηματική φόρτιση σε συνδυασμό με την έλλειψη αυθεντικότητας πάνω σε ένα ζήτημα, μπορεί να βγάλει συμπεράσματα που είναι ανυπόστατα απέναντι στο πρόσωπο που θα σου μοιραστεί τους προβληματισμούς του.

Όλοι οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να λειτουργούν με ενσυναίσθηση, ωστόσο οι κοινωνικές καταστάσεις, η κουλτούρα, οι προσωπικές απογοητεύσεις, τα αρνητικά συναισθήματα, η πίεση της επιβίωσης, η έλλειψη μοναχικότητας και η ασθένεια της μοναξιάς, οδηγούν τον άνθρωπο στο να χτίζει τοίχους εναντίον της ίδιας του της ψυχής. Χωρίς ενσυναίσθηση βιώνουμε τον κόσμο εγωκεντρικά και μικροαστικά. Οι κοινωνίες παραπαίουν ηθικά με τον αφανισμό της.

Θα έλεγε λοιπόν κανείς πως η ενσυναίσθηση είναι μια υπερδύναμη στα χέρια ενός ατόμου. Οι ενσυναισθητικοί άνθρωποι είναι οι πνευματικοί θεραπευτές αυτού του κόσμου. Οι αισθήσεις τους έχουν την ικανότητα να αντιλαμβάνονται όλες τις διαφορετικές ενέργειες. Μπορούν να αντιληφθούν από που πηγάζει ο πόνος του άλλου. Αυτός είναι και ο λόγος που δυσκολεύονται να θυμώσουν. Κατανοούν.

Αυτό το υπέροχο δώρο κάνει πολλούς ανθρώπους να ανοίγονται απέναντι στα άτομα που λειτουργούν με ενσυναίσθηση. Οι άνθρωποι νιώθουν ασφάλεια και εμπιστοσύνη δίπλα τους. Ωστόσο το να είσαι άνθρωπος με υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη δεν είναι πάντα ευχάριστο. Βιώνεις τον πόνο, την αγωνία, το άγχος της εκάστοτε συνθήκης. Πολλές φορές, μπορεί να νιώσεις εξουθενωμένος από όλες τις ενέργειες που απορροφάς. Πολλές φορές, η δοτικότητά σου γίνεται στόχος από ανθρώπους με ναρκισσιστικές διαταραχές και έλλειψη συναισθηματικής νοημοσύνης.

Όπως και όλοι οι υπόλοιποι, θέλεις να νιώσεις πως σε αγαπούν και σε αποδέχονται γι’ αυτό που είσαι. Η γενναιοδωρία σου και η έλλειψη του εγώ σου, μπορούν να γίνουν υπέροχη τροφή από εκείνους που έχουν μάθει μόνο να παίρνουν. Ωστόσο αυτό μπορεί να συμβεί, μόνο αν το επιτρέψεις.

Μην ξεχνάς πως έχεις πάντα τον έλεγχο όσον αφορά τις διαπροσωπικές σου σχέσεις. Ακόμα και αν πρόκειται για μέλη της οικογένειας σου. Είσαι μια ανεξάρτητη οντότητα και μπορείς να βάλεις τα όρια σου όσο δύσκολο και αν σου φαίνεται κάποιες φορές. Θα χρειαστεί να περάσεις ένα διάστημα απομόνωσης μέχρι να βρεις την πνευματική σου οικογένεια. Μην το φοβηθείς. Ακολούθησε τα αρχέγονα σου ένστικτα και την διαίσθηση σου για να μπορείς να έχεις την δύναμη να συμπεριφέρεσαι με ανιδιοτέλεια στους ανθρώπους που θα μπορέσουν να δουν πιο βαθιά από την επιφάνεια.

Η ανιδιοτέλεια και ο αλτρουισμός στον ιδανικό κόσμο δεν έχουν όρια. Σε αυτόν έχουν. Και αν κάπου μέσα σου συνεχίζεις ακόμα να πιστεύεις πως η αγάπη σου θα γίνει γιατρικό, συνέχισε να το πιστεύεις. Κάποιοι που θέλουν την βοήθεια σου, θα το εκτιμήσουν. Δεν μπορείς όμως να βοηθήσεις κανέναν που δεν θέλει να βοηθήσει τον εαυτό του.

Εν κατακλείδι, Όταν δεν εκτιμούν την δοτικότητα σου, μάθε να φεύγεις.

Οι άνθρωποι που αγαπούν με την Καρδιά και οι άνθρωποι που αγαπούν με τα Χέρια

Έτσι ξεκινά η ζωή μας, ως νήπια. Ξεκινάμε αν-ίδεοι και σιγά διαμορφώνουμε το Είναι μας, περιστρεφόμενοι σαν περιδινούμενα ηλεκτρόνια, με σύμμαχο το Χρόνο στην τροχιά του Ατομικής Εξέλιξης, στην τροχιά της Συμπαντικής Εξέλιξης. Και όπως το φυσικό μας σώμα μπουσουλάει, πέφτει, μεγαλώνει, στερεώνεται, σταθεροποιείται και μοναχό του πια υψώνεται, έτσι και το συναισθηματικό και νοητικό μας σώμα περνά μέσα από τις δικές του μυήσεις και δοκιμασίες μέχρι να αποκτήσει εξ’ ατομικευμένη υπόσταση.

Περνάμε συνήθως τα πρώτα τριάντα χρόνια της ζωής μας επικρίνοντας, κατηγορώντας, συγκρίνοντας, ταξινομώντας τους άλλους και ειδικά τους συντρόφους μας, με αποκλειστικό κριτήριο τη δική μας ιδιοσυγκρασία. Ως ανίδεα νήπια, έχουμε την απαίτηση οι άλλοι άνθρωποι να σκέπτονται σαν εμάς, να ζουν σαν εμάς, να εκφράζονται, να διατρέφονται και να συμπεριφέρονται σαν εμάς και όταν εισπράττουμε τις αναπόφευκτες ματαιώσεις που συνοδεύουν τις μη-ρεαλιστκές μας προσδοκίες, αντί να συνειδητοποιήσουμε την αλήθεια της διαφορετικότητας όλων, ταμπουρωνόμαστε πίσω από τα τείχη του εγωισμού μας, θυμώνουμε, αγανακτούμε και πληγωνόμαστε που οι άλλοι δεν μας αγάπησαν πραγματικά.

Κάποτε πέρασα χρόνια ολόκληρα απ’ τη ζωή μου που η καρδιά μου δούλευε, μέρα-νύχτα υπερωρίες, αγκομαχώντας σαν θορυβώδες βουλκανιζατέρ, αποπειρούμενη δυο καρδιές, αντί για μια, μοναχή της να θρέψει. Ώσπου στράγγιξε μέσα μου και η τελευταία ικμάδα δύναμης, ξεράθηκε, στέρεψε, και ούτε το ίδιο το αίμα μου πια δεν άντεχε να θρέψει.

Κάποια στιγμή κατάλαβα πως υπάρχουν δύο κύριες κατηγορίες ανθρώπων: αυτοί που αγαπούν με την Καρδιά και αυτοί που αγαπούν με τα Χέρια. Και νομίζουν και οι δυο πως είναι μοναδική και χρήσιμη μόνο η δική τους αγάπη. Και πρέπει να θέλουν και οι δυο να διαβούν τα οδοφράγματα του νου, να περπατήσουν την ουδέτερη ζώνη. Να θέλει μόνο ο ένας, ποτέ δεν φθάνει. Συνήθως οι άνθρωποι που αγαπούν με την Καρδιά και οι άνθρωποι που αγαπούν με τα Χέρια, έλκουν ο ένας τον άλλον μέσα από μοναδική τρυφερότητα, γίνονται εστία και σπίτι ο ένας του άλλου. Μαθαίνουν ο ένας από τον άλλον, οι άνθρωποι που αγαπούν με την Καρδιά συνήθως μοιράζονται απλόχερα στοργή, χαρά, καλοσύνη, στοργή, τρυφερότητα, ευαισθησία, χαρά, γλύκα, πραότητα. Και αυτοί που Αγαπούν με τα Χέρια δίνουν απλόχερα σταθερότητα, ευημερία, ωριμότητα, ακεραιότητα, σοβαρότητα, υπευθυνότητα, γενναιοδωρία, προκοπή και ασφάλεια. Την πρώτη περίοδο της γνωριμίας τους και για όσο είναι ενεργό το χημικό placebo της ντοπαμίνης του «έρωτα», οι δύο σύντροφοι δημιουργούν μια κοινή ζώνη ύπαρξης όπου συνενώνονται και συνδυάζονται τα προτερήματα τους. Και όλα κυλούν όμορφα και αρμονικά.

Όταν αυτή η στιγμή της λήθης του πραγματικού Εαυτού αρχίσει να φθίνει και ο άνθρωπος βγαίνει από την γλυκιά «αιχμαλωσία» του αστρικού σώματος και των συναισθημάτων, τότε σιγά-σιγά φανερώνονται τα τραύματα, τα ελαττώματα, οι οδύνες, οι πληγές που όλοι ανεξαιρέτως κουβαλάμε. Και εκεί ξεκινά η πραγματική συντροφική σχέση. Αν δύο σύντροφοι βρίσκονται στο μονοπάτι της εξελικτικής συνείδησης, θα χρησιμοποιήσουν τη σχέση σαν μια πλατφόρμα κάθαρσης, αυτοθεραπείας, αλληλοβοήθειας και εμπιστοσύνης για να συνειδητοποιήσουν τις προβολές τους, τους φόβους, τις ανασφάλειες, τις ανεπάρκειες που κουβαλούν και να προχωρήσουν πέρα από εκεί, στην Ατραπό της ουσιαστικής εξέλιξης.

Αν δεν έχουν κατακτήσει αυτό το βαθμό εξατομικευμένης ωριμότητας, θα αρχίσουν να κατηγορούν ο ένας τα τρωτά σημεία του άλλου, ξεχνώντας ότι ήταν αυτές οι συμπληρωματικές, εγγενείς ελλείψεις που τους έφεραν μαζί. Οι άνθρωποι της Καρδιάς συνήθως αρχίζουν νιώθουν μόνοι, αποστραγγισμένοι από την έλλειψη τρυφερότητας, στοργής, ζεστασιάς και ανθρώπινης προσοχής. Μαραίνονται σαν λουλουδάκια που κάποιος απέθεσε άστοργα χωρίς νερό στο βάζο και κάθε μέρα που περνά αρχίζουν να απομακρύνονται αργά αλλά σταθερά από την αυτάρκεια του πραγματικού, καλού τους εαυτού. Διστάζουν να πάρουν απόσταση, να συνειδητοποιήσουν γιατί όλες οι ματιές, οι σκέψεις, τα χάδια και οι λέξεις του άλλου έχουν πάντα καλές προθέσεις, αλλά στερούνται πραγματικής ενέργειας, τρυφερότητας, θαυμασμού και ζωής που περνά μόνο μέσα από την ζώσα αγάπη και οφείλει να ζωοποιεί το καθετί που ανταλλάσουν και βιώνουν μαζί.

Οι άνθρωποι της πρακτικής προσφοράς από την άλλη αδυνατούν να καταλάβουν τα παράπονα και τη δυσφορία που εισπράττουν από το σύντροφο τους. Έχοντας μάθει να κλειδαμπαρώνουν την καρδιά τους κάθε φορά που βιώνουν πόνο, απώλεια ή απόρριψη, κλείνονται ακόμα πιο βαθιά στον εαυτό τους. Χωρίς να συνειδητοποιούν πως το να αποφεύγουμε την έκθεση μας στον πόνο μας λυτρώνει προσωρινά από την αίσθηση της απειλής, της ανασφάλειας, της οδύνης, της ευαλωτότητας. Ωστόσο αν παραμείνουμε προσκολλημένοι σε αυτή την αμυντική τακτική, μαζί με τα αρνητικά συναισθήματα στερούμε από την καρδιά μας τη δυνατότητα να βιώνει, να ανταλλάσει και να μοιράζεται και όλα τα υγιή και χαρούμενα συναισθήματα. Παραμένουμε ταμπουρωμένοι αιώνια στα καταφύγια και στα χαρακώματα του πόνου, ακόμα και όταν ο συναγερμός έχει λήξει, ακόμα και όταν η απειλή έχει προ πολλού παρέλθει και χαθεί, ακόμα και όταν τα μαχητικά του εχθρού έχουν αποσυρθεί.

Όταν ένας άνθρωπος για οποιοδήποτε λόγο έχει επιλέξει συνειδητά ή ασυνείδητα να κλείσει την καρδιά του και τον αγαπάς πραγματικά, μόνο μια επιλογή έχεις: να μη διστάσεις να αποδεχθείς ότι έχει έρθει η κρίσιμη ώρα της απόφασης. Πρέπει να είσαι έτοιμος να είσαι εκεί να βοηθήσεις το σύντροφο σου να καταλάβει, να προσεγγίσει και να θεραπεύσει ότι κρατά την καρδιά του αμπαρωμένη και κλειστή. Με την παρουσία, την κατανόηση, τη συμπαράσταση σου. Πρέπει όμως ταυτόχρονα να είσαι έτοιμος και να αποχωρήσεις με αξιοπρέπεια, συμπόνια, αυτάρκεια και γενναιότητα από τη σχέση, παρόλες τις προσδοκίες σου-αν ο άλλος άνθρωπος δεν είναι έτοιμος να θεραπεύσει τις πληγές του, αν επιθυμεί να εξακολουθήσει να ζει αρνούμενος την συναισθηματική του αναπηρία, όσο και αν μέσα του πραγματικά με το δικό του τρόπο σε αγαπά.

Πρέπει όλοι μας ανεξαιρέτως ως άνθρωποι και ως σύντροφοι, να είμαστε σε θέση να παραμένουμε ουδέτεροι, αμέτοχοι, να καταφέρνουμε να βαδίσουμε το μονοπάτι που ξεκινά από τη Συμπόνοια της Καρδιάς και οδηγεί στην Κατανόηση της Διάκρισης και από εκεί στην Ενότητα της Κορώνας, παρατηρητές της προσπάθειας που καταβάλλει ο σύντροφος μας να γνωρίσει πραγματικά τον Εαυτό του και να προχωρήσει, να θεραπεύσει ο ίδιος της πληγές του. Να μην αποπειραθούμε να λύσουμε οι ίδιοι το πρόβλημα του άλλου, να τον καθοδηγήσουμε στο δρόμο της θεραπείας, να εγγυηθούμε το αποτέλεσμα, κάτι τέτοιο πάντα αποδεικνύεται μάταιο.

Κανένας δεν μπορεί να θεραπεύσει κανέναν. Είναι η πιο μεγάλη πλάνη που κουβαλάμε στις ανθρώπινες σχέσεις. Το μόνο που μπορούμε κάνουμε είναι σταθούμε πλάι στον άλλον άνθρωπο με αγάπη, συμπόνοια και αλληλεγγύη, όσο δίνει τον ατομικό του αγώνα του. Δεν μπορούμε να περπατήσουμε το δρόμο κανενός άλλου, παρά μόνο το δικό μας. Μπορούμε όμως να παρασταθούμε στον άλλο με απόλυτη αγάπη και αφοσίωση, αν το επιθυμεί ο ίδιος, αν είναι έτοιμος, αν μας το ζητήσει. Αυτή είναι και η επιτομή της Συντροφικότητας, κατά τη ταπεινή μου άποψη.
«Να συντροφεύεις με την Αγάπη σου τον άλλο, να συνδημιουργείς μαζί του, όσο βαδίζει στο εξελικτικό μονοπάτι που έχει επιλέξει ως Ψυχή, χωρίς όμως να παρεκκλίνεις από το δικό σου.»
Βέβαια είναι αλήθεια που υπάρχουν και οι άνθρωποι που αγαπούν με τη Ψυχή.

Που δεν πιστεύουν πως η Αγάπη θέλει δύο για να ζεσταθεί, τα έχουν καταφέρει και μόνοι τους και ξέρουν πώς να αγαπούν χωρίς να απαιτούν την ανταπόδοση. Όχι θυματοποιημένα, εξαρτητικά και αδύναμα, αλλά συνειδητοποιημένα και συνειδητά. Και Αγαπούν τον σύντροφο, αγαπούν τα παιδιά και την οικογένεια, αγαπούν τον ξένο, τον μετανάστη, αγαπούν την Ανθρωπότητα, δεν εξαιρούν κανέναν. Ταυτόχρονα δεν γίνονται συναισθηματικά έρμαια κανενός. Δεν επιτρέπουν στην καρδιά τους να θολώνει την κρίση τους, ασκούν την πιο υψηλή διάκριση στην επιλογή των ανθρώπων που έχουν στο πλευρό τους. Τους αγαπούν όλους αλλά επιλέγουν λίγους για να σχετίζονται, να συνδέονται και να μοιράζονται τη ζωή και την καρδιά τους.

Και μην νομίζεις πως δεν υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι, είναι εδώ, βρίσκονται πάντα εδώ στην πορεία του χρόνου. Σε διαφορετικές χώρες, σε διαφορετικές εποχές, σε διαφορετικούς πολιτισμούς, στο ίδιο πάντα ωστόσο μετερίζι. Γνωρίστηκαν, αγαπήθηκαν, έκαναν οικογένειες, μεγάλωσαν παιδιά, πρόκοψαν. Μα πάνω απ’ όλα συνασπίστηκαν, συνενώθηκαν, συνεργάστηκαν, έθεσαν τη ζωή τους, το χρόνο τους και την ενέργεια τους στην υπηρεσία της ανθρωπότητας. Συν-τροφοί Αγάπης άλλης, εξελικτικής και μακρόθυμης. Αγάπης που θα κρατήσει αιώνια. Και θα χτίσει αξία αιώνια.

Να σου πω την απόλυτη Αλήθεια, εκεί ακόμα δεν έχω φθάσει. Δυσθεώρητα τα ύψη και για να ανέβεις εκεί πρέπει πολύ να καθαρίσεις, να παλέψεις, να κοπιάσεις και με φόβο μην πέσεις και τσακιστείς. Σαν να μου φαίνεται Ζωή, δίχως την άδεια μου να πάρεις, αύτη έχεις βάλει στο μάτι την αιθέρια πλώρη. Και εγώ, όπως πολύ καλά ξέρεις δεν σου χαλώ ποτέ το χατίρι..

Πνευματική έννοια, η αγάπη

Με την πνευματική έννοια, η αγάπη για κάποιον που ανακαλύπτουμε σ΄ αυτό το επίπεδο είναι η αναγνώριση μιας ψυχής που έρχεται να συμπληρώσει τη δική μας, κάτι έξωθεν που μας καλύπτει ή μας διαρρηγνύει φέρνοντας στην επιφάνεια τον καλύτερο εαυτό μας.

Διαθέτοντας την ανάλογη εμπειρία, δεν είναι περίεργο που κάποιοι περιγράφουν αυτό το συναίσθημα ως «το ιδίωμα της πλέον απόκρυφης θεότητας», ενώ άλλοι το προσδιορίζουν ως την «ανθρώπινη ηχώ της θεϊκής αγάπης». Αυτής της αγάπης που, καμιά φορά, δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε. Την ιστορία που ακολουθεί, εμπνευσμένη, μου την έστειλε μια μέρα ένας αναγνώστης σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Αφηγείται τη συνάντηση κάποιου με κάποιον δάσκαλο, στο τέλος της ζωής του.

«Δάσκαλε» του λέει, «διέτρεξα τη ζωή μου προς τα πίσω κι έφτασα ως την ακτή όπου σε συνάντησα κάποτε. Πάνω στην άμμο είδα χαραγμένα τα χνάρια τα δικά μου και δίπλα τα δικά σου. Συγκινήθηκα όταν θυμήθηκα όλες εκείνες τις στιγμές που βάδιζες πλάι μου. Ξαναβρήκα τις μεγάλες διαδρομές που αντιστοιχούσαν στις πιο δύσκολες στιγμές μου, όμως, προς μεγάλη μου απογοήτευση, είδα μοναχά δυο χνάρια στην άμμο. Γιατί με εγκατέλειψες ακριβώς όταν σε είχα πιο πολύ ανάγκη;»

Ο δάσκαλος του χαμογελάει και του λέει:
«Δεν είδες πως σ΄εκείνα τα σημεία τα ίχνη των ποδιών ήταν πιο βαθιά στην άμμο από πριν;»
«Ναι, δάσκαλε, κι αυτό έκανε τον πόνο μου μεγαλύτερο. Προφανώς, κουβαλούσα ένα βαρύ φορτίο στην πλάτη εκείνες τις στιγμές…»
«Μα… δεν το κατάλαβες; Τις στιγμές που εσύ, απελπισμένος, κρεμόσουν πάνω μου, εγώ πήρα την απόφαση να σε σηκώσω στην αγκαλιά μου…»

Αν δούμε έτσι την αγάπη, σαν μια βαθιά έκφραση αφοσίωσης και συμπόνιας, είναι προφανές ότι οι εγκόσμιες προσπάθειές μας να τη φέρουμε στη ζωή μας, απέχουν ακόμα πολύ από το επιθυμητό.

Συζητάμε για την ανάγκη μας γι΄ αγάπη με τους ίδιους όρους και την ίδια στάση με την οποία μιλάμε για ανάγκες όπως το φαγητό, ο ύπνος ή η αναπνοή. Ακόμη κι αν το κάνουμε για να ιεραρχήσουμε τη συναισθηματική μας ζωή, το ότι συγκρίνουμε την αγάπη με τις βασικές μας ανάγκες δεν οδηγεί σε ευχάριστα συμπεράσματα.

Όταν θεωρούμε την αγάπη ως μια ακόμη σωματική λειτουργία, δεν συνειδητοποιούμε ότι (ξανά) υποβιβάζουμε την έννοιά της σ΄ ένα επίπεδο φυσικοχημείας, ξεχνώντας ότι το νερό ή το φαγητό είναι υλικά στοιχεία απαραίτητα στη συντήρηση του σώματος, ενώ η αγάπη – τουλάχιστον αυτή που περιγράφω – φιλοδοξεί να είναι ένα πιο ουσιαστικό θρεπτικό στοιχείο, σχεδιασμένο για την τροφή της ψυχής. Αν η αγάπη ήταν μόνο μια ουσία, δεν θα μπορούσε να υπερβεί σε όγκο όσο χωράει μια ανθρώπινη καρδιά, ή θα αρκούσε ένα και μόνο συναίσθημα για να κορεστεί.

Εντούτοις, ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ξέρουμε ότι δεν παύουμε να αγαπάμε τους παλιούς μας φίλους όταν κάνει την εμφάνισή του ένας καινούργιος φίλος στη ζωή μας, ότι δεν εγκαταλείπουμε ένα παιδί επειδή μόλις αποκτήσαμε ένα άλλο, ότι μπορούμε να αγαπάμε με τρόπο υγιή και μεγαλειώδη τον εαυτό μας και συγχρόνως να αγαπάμε στον ίδιο – ή σχεδόν στον ίδιο – βαθμό έναν άλλο άνθρωπο.

Όσοι αντιμετωπίζουν την αγάπη σαν να ήταν κάτι υλικό, υποστηρίζουν ότι δεν είναι δυνατόν να αγαπάει κανείς αληθινά, άνευ όρων, για πάντα… και κάνουν λάθος. Αυτοί είναι που συχνότερα φτάνουν στον λάθος δρόμο της πνευματικότητας, που μπερδεύουν και συγχέουν την αγάπη και τον έρωτα πρώτα με το σεξ κι έπειτα με τις πιο πεζές ναρκισσιστικές επιδιώξεις, που θέλουν μόνο να αισθάνονται κολακευμένοι, επιθυμητοί, αναγνωρίσιμοι ή επιλεγμένοι.

Η αληθινή αγάπη για την οποία προσπαθώ να μιλήσω εδώ, είναι υπεράνω τέτοιων ματαιόδοξων επιδιώξεων και ξεπερνάει τους φραγμούς του χρόνου και του χώρου, συνδυάζοντας και προσθέτοντας στην καλύτερη αγάπη για τον εαυτό μας, την καλύτερη αγάπη για τους άλλους.

Γι΄ αυτό, η επιτακτική ανάγκη που εκφράζουμε όταν λέμε ότι είμαστε «στερημένοι από αγάπη» κι ότι «δεν θα μπορέσουμε να ζήσουμε χωρίς κάποιον να μας αγαπάει», είναι μόνο η μισή αλήθεια (βεβαίως και υπάρχει έλλειψη, αλλά η πραγματική ανάγκη είναι να μάθουμε πρώτα ν΄ αγαπάμε σωστά τον εαυτό μας, δηλαδή, να συνδεθούμε αρμονικά με την ίδια μας την ουσία).

Καλυμμένος, ικανοποιημένος παντοιοτρόπως από την ερωτική μου σχέση, μπορώ να ξεπεράσω το φόβο ότι κάποιος που είναι δίπλα μου θα πάψει να μ΄ αγαπάει ή θα μ΄ αφήσει. Μπορώ εύκολα να εγκαταλείψω τις πιο εγωιστικές, ελεγκτικές και κτητικές προθέσεις μου, αφού τώρα πια η σχέση μου με τους άλλους δεν εστιάζεται σ΄ αυτό που μπορώ να πάρω απ΄ αυτούς, αλλά σ΄ αυτό που έχω να τους δώσω

Αυτοί που αντέχουν τελικά έχουν πονέσει πολύ

Αυτοί που αντέχουν τελικά έχουν πονέσει πολύ.
Και μπορούν να σου κρατήσουν το χέρι.
Να σε ακούσουν.
Να σε καταλάβουν καλύτερα από άλλους.
Να σου μιλήσουν.
Να αντέξουν το φορτίο που κουβαλάς.
Αρκεί να σε κοιτάξουν και ξέρουν ότι κάτι συμβαίνει.
Και ξέρουν πως να διαχειριστούν τις σιωπές σου, το κλάμα σου, το θυμό σου.
Έχει ματώσει η ψυχή τους
με τα αγκάθια του πόνου
κι αφού τα έβγαλαν ένα ένα
με τα δάκρυα να τρέχουν βροχή
είναι εδώ και ατάραχοι στέκονται και συνομιλούν μαζί σου.
Επειδή κάποτε βρέθηκαν στην ίδια θέση με σένα.
Επειδή τους βρήκε μια στεναχώρια μεγάλη κι αβάσταχτη.
Επειδή δεν υπήρχε κανείς κι ήταν μόνοι και έρημοι.
Γι’ αυτό και είναι κάπου εδώ.
Για σένα.
Για σένα που κλαις, που δεν αντέχεις άλλο, που βασανίζεσαι, που όλα σου φταίνε, που η ζωή είναι άδικη.
Για σένα, λοιπόν.
Υπάρχουν!

Καρδιά από κρύσταλλο στα χέρια σου

Ήσουν ο καλύτερος της φίλος, έγινες ο έρωτας της ζωής της και πια είσαι για εκείνη ένα σημαντικό κομμάτι της δίχως όνομα.

Μπροστά σου στεκόταν πάντα γυμνή, αληθινή, χωρίς περιττά στολίδια. Ήθελε μόνο να την αφήσεις να σε αγαπήσει όπως εκείνη ήξερε. Δίνοντας της σταγόνες αγάπης εκείνη μπορούσε να σου δώσει ωκεανούς. Στεκόταν δίπλα σου όσο περισσότερο μπορούσε, σε φρόντισε, σε θαύμαζε και όταν την αγκάλιαζες ένιωθε πως της πρόσφερες τον κόσμο όλο.

Γιατί επιμένεις να την πονάς; Γιατί δεν την αφήνεις να σε ξεχάσει; Τι κι αν έχει περάσει καιρός πια που είστε μακριά; Τι σε κάνει να πιστεύεις πως δεν έχεις τη δύναμη να την κάνεις κομμάτια με μια ελπίδα, με μια σου λέξη;

Στα χέρια σου πάντα εύθραυστη θα είναι. Πρέπει να προσέχεις πολύ πως την μεταχειρίζεσαι γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί να σου γίνει χίλια κομμάτια. Ρωτάς αν αντέχει;

Μπροστά σου πάντα γυμνή θα είναι. Θα στέκει εκεί χωρίς άμυνες, χωρίς τίποτα να μπορεί να την προστατέψει, έτοιμη να σου συγχωρέσει το καθετί και να σε αγαπήσει ξανά. Νομίζεις αξίζει;

Της πήρε καιρό να πάρει την απόφαση να φύγει από το πλευρό σου. Δεν πίστευε ποτέ πως θα ήταν εκείνη που θα έδινε ένα τέλος στο παραμύθι που δεν ήταν γραφτό να ζήσετε εσείς καλύτερα. Όχι τουλάχιστον μαζί. Και ακόμα και τότε, την ύστατη στιγμή του χωρισμού δεν ήσουν εκεί να τη στηρίξεις. Μόνη της έφερε το βάρος της πράξης αυτής.

Γιατί επιμένεις να με πονάς; Γιατί δε με αφήνεις να σε ξεχάσω; Τι κι αν έχει περάσει καιρός που είμαστε μακριά; Τι σε κάνει να πιστεύεις πως δεν έχεις τη δύναμη να με κάνεις κομμάτια;

Περί του μείζονα είναι την παρ’ ημάς αιτίαν προς ευδαιμονίαν της εκ των πραγμάτων

Σχετική εικόναΑπέναντι στα γνήσια προσωπικά προτερήματα, το μεγάλο πνεύμα, τη μεγάλη καρδιά, φαίνονται όλα τα προτερήματα που απορρέουν από αξιώματα, καταγωγή, ακόμα και βασιλική, πλούτο και τα παρόμοια όπως οι βασιλείς που μας παρουσιάζει το θέατρο απέναντι στους πραγματικούς.

Ήδη ο Μητρόδωρος, ο πρώτος μαθητής του Επίκουρου, είχε τιτλοφορήσει ένα κεφάλαιο: Περί του μείζονα είναι την παρ’ ημάς αιτίαν προς ευδαιμονίαν της εκ των πραγμάτων [Όσον αφορά την ευδαιμονία οι εσωτερικές αιτίες είναι σπουδαιότερες από αυτές που συνδέονται με τις εξωτερικές περιστάσεις (Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς 2, 21, σ. 362).] Και σε κάθε περίπτωση, το σημαντικότερο για τη διάθεση του ανθρώπου, για τη γενικότερη ψυχική στάση της ύπαρξής του μάλιστα είναι προφανώς αυτό που υπάρχει και συμβαίνει μέσα του. Εδώ βρίσκεται άμεσα η ευχαρίστηση ή η δυσφορία που μπορεί να νιώθει, και οι οποίες καταρχήν είναι το αποτέλεσμα των αισθημάτων του, της βούλησής του και της σκέψης του, ενώ όλα όσα βρίσκονται έξω από αυτόν μόνο έμμεσα τις επηρεάζουν.

Γι’ αυτό οι ίδιες εξωτερικές καταστάσεις και γεγονότα επιδρούν εντελώς διαφορετικά στον καθένα, και μέσα στο ίδιο περιβάλλον, καθένας ζει σε έναν άλλο κόσμο. Γιατί μόνο με τις ιδέες του, τα αισθήματά του και τους στόχους της βούλησής του έχει κάποιος άμεση επαφή- τα εξωτερικά πράγματα τον επηρεάζουν μόνο έμμεσα στο μέτρο που επιδρούν στις ιδέες του, τα αισθήματά του και τη βούλησή του. Ο κόσμος στον οποίο ζει εξαρτάται καταρχήν από την αντίληψη που έχει αυτός για τον κόσμο, εξαρτάται από τη διαφορετικότητα της οπτικής του νου καθενός. Σύμφωνα με αυτή, ο κόσμος μπορεί να είναι φτωχός, άνοστος και ρηχός, ή πλούσιος, ενδιαφέρων και σημαντικός. Ενώ, για παράδειγμα, κάποιος ζηλεύει τον άλλον για τα ενδιαφέροντα πράγματα που του συνέβησαν στη ζωή του, θα έπρεπε πιο πολύ να τον ζηλεύει για την αντιληπτικότητα η οποία δίνει στα πράγματα αυτά τη σπουδαιότητα που τους αποδίδει εκείνος – γιατί το ίδιο συμβάν που σε ένα αναπτυγμένο πνεύμα παρουσιάζεται σαν ενδιαφέρον, ένα ρηχό κοινό μυαλό θα το έβλεπε σαν μια ανιαρή σκηνή από την καθημερινή ζωή.

Όλα αυτά βασίζονται στο γεγονός ότι κάθε πραγματικότητα, δηλαδή κάθε πλήρες παρόν, αποτελείται από δύο ξεχωριστά μισά, το υποκείμενο και το αντικείμενο, αν και σε τόσο αναγκαία και στενή σχέση μεταξύ τους όπως το οξυγόνο και το υδρογόνο στο νερό. Με εντελώς το ίδιο αντικειμενικό μισό, αλλά με διαφορετικό το άλλο μισό, το υποκειμενικό, όπως και αντίστροφα, η παρούσα πραγματικότητα είναι εντελώς άλλη: το πιο ωραίο και το πιο καλό αντικειμενικό μισό, σε συνάρτηση με ένα μη αισθαντικό, κακό υποκειμενικό, δίνει μόνο μια κακή πραγματικότητα, ένα κακό παρόν.

Γνωρίζοντας την Καρδιά του σκότους

Οι άνθρωποι χρόνια παιδευόμαστε με τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας.

Είναι δύσκολο να πηγαίνω βαθειά και να κυττώ την δική μου αλήθεια.

Πολύ δύσκολα μπορώ να διακρίνω που έχω εγώ το πρόβλημα και πότε μια παρεξήγηση ξεκινά από εμένα.

Σπάνια όταν γίνεται κάτι, εξετάζω πού εγώ λειτούργησα υστερόβουλα, πού ήθελα να ελέγξω, να κυριαρχήσω, να προσβάλλω, να επιπλήξω, να βολευτώ, να εξασφαλιστώ, να επιβληθώ…

Σε όλους μας ανεξαιρέτως συμβαίνει το ίδιο!

Ας σκεφτούμε τώρα τα άτομα ή τις ομάδες, που το έχει φέρει η ζωή να έχουν στα χέρια τους όλο τον πλούτο του πλανήτη, ή οποιεσδήποτε σημαντικές εξουσίες.

Και ας απαντήσουμε στην ερώτηση:

ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΟΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ; Αυτοί που επί πλέον έχουν και όλη την δύναμη στα χέρια τους.

Μήπως ανατράφηκαν σε άλλο πλανήτη; ΟΧΙ. Με άλλη νοοτροπία; ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ.

Τι κάνουμε λοιπόν αν παντού ισχύει το ίδιο;

Κατ αρχήν παύουμε να ρίχνουμε την ευθύνη δεξιά αριστερά, αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα του κόσμου μας και ταχτοποιούμε το σπίτι μας και τον εαυτό μας, τα μόνα που μπορούμε να αλλάξουμε πραγματικά.

Πάμε στο κέντρο μας και πάνω απ όλα επιμένουμε στην καλλιέργεια.

Όταν στο εξωτερικό οι σκοτεινές ποιότητες επικρατούν, το εσωτερικό φως του ατόμου χρειάζεται να υποχωρεί μέσα, όπου και να μένει προστατευμένο.

Σε κάθε περίπτωση που το σκοτάδι προωθείται, το φως χρειάζεται να φυλάσσεται, να συντηρείται, και να μην εκτίθεται.

Έτσι, σε σκοτεινούς καιρούς, ο σοφός κρύβει την λάμψη του, κάνοντας τους ανθρώπους γύρω του να τον νιώθουν σαν έναν από αυτούς.

Με αυτόν τον τρόπο τού δίνεται η δυνατότητα να επηρεάζει μυστικά τα πράγματα.

Συνδεδεμένος με τους ομοίους του, μέσα στον σκοτεινό ορίζοντα συμβάλλει με τρόπο αθέατο, στην επιστροφή και το μεγάλωμα του Ερεβοκτόνου φωτός

Είμαστε σκλάβοι της ενστικτώδους φύσης μας, των συνηθειών που έχουμε εσωτερικεύσει

Ο Οδυσσέας έφτασε κάποια στιγμή σε νησί και έστειλε τους μισούς άντρες του να το εξερευνήσουν. Οι άντρες βρήκαν μια πεδιάδα όπου δέσποζε λαμπερό παλάτι.

Η κυρία του παλατιού ήταν η Κίρκη και τους έβαλε στο παλάτι για να τους προσφέρει ένα συμπόσιο. 

Μόλις άρχισαν να γεύονται τα εδέσματα, η Κίρκη τους άγγιξε με ραβδί και τους μεταμόρφωσε σε ζώα. 

Άλλοι γουρούνια, άλλοι λιοντάρια, σκύλοι… καθένας έγινε ζώο που αναλογούσε στις βαθύτερες πτυχές της φύσης του. 

Έτσι η μάγισσα θα τους κρατούσε φυλακισμένους της ίδιας τους της ενστικτώδους φύσης για πάντα. 

Ο Οδυσσέας όμως τους ελευθέρωσε χάρη στο «μώλυ», ένα μαγικό φυτό που του έδωσε ο Ερμής προκειμένου να μην μπορεί να τον μεταμορφώσει η μάγισσα. 

Μόλις την έπιασε, με το ραβδί της να μην έχει αποτέλεσμα, έβγαλε το σπαθί του και την κανόνισε, αναγκάζοντάς τη να ελευθερώσει τους συντρόφους της και να γίνει ερωμένη του για κάποιο διάστημα.

Αυτός ο μύθος μας θυμίζει τις αδυναμίες που μας κρατάνε πίσω. 

Είμαστε σκλάβοι της ενστικτώδους φύσης μας, των συνηθειών που έχουμε εσωτερικεύσει. 

Λιοντάρια, γουρούνια, ύαινες, σκυλιά, γατιά, ότι χαρακτηρίζει περισσότερο την ενστικτώδη μας κατάσταση παραμένει ατελές και ευάλωτο στους πειρασμούς, στις εξωτερικές παρεμβολές που μπορούν να το πυροδοτούν και να το συντηρούν. 

Δεν θα μπορούσαμε πραγματικά, για παράδειγμα, να είμαστε σκλάβοι της απόλαυσης μιας ή ενός εραστή που θα έτρεφε «με καρότο και μαστίγιο» το λιοντάρι ή όποιο άλλο ζώο μπορεί να παρομοιαστεί με τον ψυχισμό μας, αν ο νους μας είχε σύνεση, γνώση και πειθαρχία.

Ο Οδυσσέας χρησιμοποίησε την πρόνοια για να αποφύγει τη σκλαβιά. Έτσι πήρε αυτό που ήθελε ενώ ταυτόχρονα απέφυγε αυτό που ελλόχευε και ήταν σκοτεινό. 

Ας βάλουμε στη ζωή μας την προετοιμασία.

Βρείτε τρόπους να προσχεδιάζετε και να προετοιμάζετε συνετά. Η καθυστέρηση της απόλαυσης οδηγεί σε ξεχωριστά μονοπάτια.

Ο θυμός που έχει θαφτεί μέσα μας

Ο θυμός είναι ένα έντονο συναίσθημα πάθους, προκαλείται συνήθως από κάποια ταραχή, προσβολή, άρνηση. Σπάνια νιώθουμε θυμό δίχως να νιώθουμε πληγωμένοι σε κάποιο βαθμό και σπάνια νιώθουμε πληγωμένοι ψυχικά χωρίς να νιώθουμε θυμό γι’ αυτό που προκάλεσε τον πόνο.

Το σίγουρο είναι πως ο θυμός, πάντα προκαλεί πόνο σε όποιον απευθύνεται, μα κυρίως σε αυτόν που είναι θυμωμένος.

Υπάρχουν μικρά γεγονότα της καθημερινότητας, που αν δεν τα ελέγξουμε και τα αφήσουμε να συσσωρεύονται, θα έρθει η στιγμή της έκρηξης και θα είναι οδυνηρή. Λειτουργεί όπως ακριβώς αναπτύσσεται το τριβόλι. Αν δεν το ξεριζώσεις νωρίς και το αφήσεις να καρπίσει, τότε σκορπά γύρω του τα αγκάθια και αλλοίμονο σε όποιον τα πατήσει.

Ο θυμός που έχει θαφτεί μέσα μας, είναι σαν το τριβόλι που σκεπάστηκε από την αγριάδα - εγωισμό. Δεν φαίνεται, όμως είναι εκεί και κάποια στιγμή θα το πατήσουμε και θα υποστούμε τις συνέπειες. Ο θυμός που εκδηλώνουμε ανεξέλεγκτα προς οποιονδήποτε θεωρούμε πως το προκάλεσε, δεν έχει συνέπειες μόνο για αυτόν, αλλά και για μας. Μέσα μας γίνεται μια έκρηξη, ο οργανισμός μας βρίσκεται σε επιφυλακή, αναβαίνει το αίμα στο κεφάλι μας και αδυνατούμε να ελέγξουμε τις πράξεις μας. Είναι σαν να πατάμε ξυπόλητοι σε κήπο γεμάτο τριβόλια.

Ο Ιπποκράτης έλεγε πως οι συγκινήσεις που είναι άμεσα συνδεδεμένες με τα συναισθήματα, επιδρούν στη λειτουργία του σώματος και είναι αφετηρία έναρξης πολλών ασθενειών. Από την αρχαιότητα λοιπόν μέχρι και σήμερα γνωρίζουμε πως η έκρηξη θυμού μπορεί να σκοτώσει. Η αδρεναλίνη πιάνει κόκκινο και δρα ανεξέλεγκτη.

Πώς να αναπτυχθεί και να καρπίσει, να ανθοφορήσει ο κήπος της αγάπης, αν αφεθεί ελεύθερα ο θυμός - τριβόλι να αναπτύσσεται ανεξέλεγκτα;

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε τη δυνατότητα να ξεριζώνουμε όλα τα τριβόλια σε νεαρή ηλικία, και πολλά από αυτά απλώνουν ακτινωτά τα κλαδιά τους γύρω μας, με τα πανέμορφα κίτρινα ανθάκια και τους μυτερούς πολύπλευρους ακάνθους σε απίστευτη ποσότητα. Μπορούμε να εστιάζουμε σε αυτό έγκαιρα, και αντί να τα πατάμε και να πληγώνουμε εαυτούς και αλλήλους, αθώους και ενόχους – πόσες φορές δεν ξεσπάμε στα παιδιά μας, στην οικογένειά μας, γιατί είμαστε εκνευρισμένοι από την δουλειά ή από τις δυσκολίες της ζωής; - να γνωρίζουμε πως βρίσκεται μπροστά μας, μέσα μας, να το συλλέγουμε και να το κάνουμε βοτάνι το ζιζάνιο.

Όπως το τριβόλι έτσι και ο θυμός, μπορεί να μας αναγεννήσει ερωτικά και να καταπολεμήσει την κατάθλιψη, αν το επεξεργαστούμε κατάλληλα. Αφού το συλλέξουμε, το πλύνουμε, το βράζουμε και πίνουμε το αφέψημα τρεις φορές την ημέρα. Θα μας θυμίζει πως στο χέρι μας είναι να ελέγξουμε τις αντιδράσεις μας και να εστιάσουμε σε αυτό που μας κάνει να θυμώνουμε δίχως να παίρνει η μπάλα τους πάντες.

Θυμός και εγωισμός πάνε χέρι – χέρι και διαφεντεύουν τις ζωές μας. Έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τον τρόπο που έχουμε κτίσει τον κοινωνικό μας ιστό και δομήσει την κοινωνία μας. Πίσω από κάθε δυσάρεστη είδηση του κοινού ποινικού δικαίου, που φτάνει μέσα από τα ΜΜΕ στα αυτιά μας, υπάρχει ένας θυμωμένος άνθρωπος.

Απαραίτητη προϋπόθεση λοιπόν, για μια ευχάριστη ευδαίμονα ζωή, να μπορούμε να έχουμε υπό έλεγχο το θυμό. Και πως μπορεί να γίνει αυτό;

Για την απάντηση θα δανειστώ τα λόγια του Αριστοτέλη: ‘Ο καθένας μπορεί να θυμώσει, αυτό είναι εύκολο. Αλλά το να θυμώνει κανείς με το σωστό άτομο, στο σωστό βαθμό και την σωστή στιγμή, για την σωστή αιτία και με το σωστό τρόπο, αυτό δεν είναι εύκολο’

Αυτό λοιπόν πρέπει να κάνουμε. Να γνωρίζουμε πάντα πως ο θυμός είναι τριβόλι που μπορούμε να ελέγξουμε και πριν ξεσπάσουμε κατά δικαίων και αδίκων, ας κάνουμε την ενσυνείδητη κίνηση να το ξεριζώσουμε, να κερδίσουμε το κατάλληλο χρόνο για να γίνει η αποσυμπίεση μέσα μας και να μπορέσουμε με λογική να στρέψουμε το βλέμμα προς τη βασική αιτία που προκάλεσε τον θυμό.

Η συγχώρεση είναι το μεγάλο φάρμακο κατά του θυμού. Λειτουργεί κατευναστικά και μακροχρόνια. Μια αγαπημένη φίλη έβαλε στο στόμα κάποιου ήρωα θεατρικού τα εξής λόγια: «Το ασυγχώρητο σε δένει με το παρελθόν. Η αδυναμία της συγχώρεσης δεν έχει παρόν, ούτε μέλλον, μόνο παρελθόν».

Σαν τα τριβόλια από το παρελθόν, παραμένει ο θυμός και υποσκάπτει το μέλλον μας. Μόνο αν μπούμε στη διαδικασία να μαζέψουμε τα αγκάθια του, θα συγχωρέσουμε και θα λυτρωθούμε. Θα αντικρίσουμε το σήμερα και το αύριο με καθαρό βλέμμα και ζεστή καρδιά.

Έτσι πάντα θα έχουμε τον κήπο της Αγάπης ολάνθιστο και καρπερό, να ομορφαίνει και να τροφοδοτεί την ζωή μας με άνθη και καρπούς.

Να ευτυχούμε εμείς και όσοι βρίσκονται γύρω μας.

Μην πιέζεις, μην ενοχλείς κανέναν

Άσε το παιδί σου, άσε τον άντρα σου, άσε τη γυναίκα σου, άσ' τους όλους ήσυχους να κάνουν τις επιλογές τους, να πάρουν τις αποφάσεις τους.

Μην πιέζεις κανέναν. Μην ενοχλείς τους άλλους. Το μεγάλο πρόβλημά σου είναι ακριβώς αυτό. Έχεις μεταθέσει το πρόβλημά σου στους άλλους και δεν κοιτάς μέσα σου. Δεν σου φταίει κανένας για την ευτυχία που δεν έχεις.

Δεν σου φταίει κανένας για τη μιζέρια που κουβαλάς. Δεν σου φταίει κανένας για το κενό που υπάρχει στην ψυχή σου. Διαρκώς λες: «Μου φταίει το ένα, μου φταίει το άλλο». Αν είναι δυνατόν να σου φταίει ο ένας κι ο άλλος. Εσύ σου φταις.

Μου φταίω εγώ. Το πρόβλημα είναι δικό μου. Κάτι δικό μου έχω, που με βασανίζει.

Αν είναι δυνατόν, η ευτυχία η δική μου να εξαρτάται από το τι θα κάνει το παιδί μου ή η γυναίκα μου ή ο άντρας μου ή ο γείτονάς μου. Δηλαδή, για να γίνω εγώ ευτυχισμένος, θα πρέπει ν' αλλάξουν οι άλλοι; Πιστεύω να καταλαβαίνεις τον παραλογισμό αυτής της απαίτησης.

Καθένας παίρνει τις δικές του αποφάσεις, κάνει τις δικές του επιλογές, έχει τη δική του ωριμότητα, τη δική του ώρα. Εσύ να 'σαι εντάξει με τον εαυτό σου και να το παραδέχεσαι. Να πεις: «Δεν φταίει το παιδί μου. Δεν φταίει ο άντρας μου. Δεν φταίει η γυναίκα μου. Εγώ φταίω που δεν έχω καλή σχέση με τον εαυτό μου, με την ψυχή μου, με τον Θεό μου».

Και έπειτα, για να 'μαι εγώ ευτυχισμένος, ζητώ απ' τους άλλους να αλλάξουν. «Κάνε αυτό, να σε δω να χαρώ». Θα χαρείς αν με δεις να αλλάζω με το ζόρι; Και τι θες να 'χεις δίπλα σου; Τι είναι ο άλλος; Ένα μπιμπελό; Ένα παιχνιδάκι που το παίρνεις από δω και το βάζεις εκεί, κι ευχαριστιέσαι; Μα το παιδί σου και ο άνθρωπός σου δεν είναι κτήματά σου. Έχουν τη δικής του προσωπικότητα, την ψυχή τους ανεξάρτητη και ζητούν τον δικό τους ζωτικό χώρο. Και ελευθερία.

Πάρ' το απόφαση: δεν μπορείς να ελέγχεις τους άλλους. Και μη γυρίσεις να μου πεις: «Ναι, εσύ τα λες αυτά επειδή δεν έχεις δικές σου τέτοιες υποχρεώσεις και γι' αυτό είσαι χαλαρός». Οχι, δεν το λέω γι' αυτό. Το λέω επειδή έχω δει πολλούς έγγαμους ανθρώπους, παντρεμένους, που ζουν φυσιολογικά. Εχω δει μάνες και πατέρες οι οποίοι αγαπούν πολύ τα παιδιά τους, θέλουν πολύ τη διόρθωσή τους, την επιστροφή κι αλλαγή τους. Μα σέβονται απεριόριστα τα παιδιά τους. Κι έχουν καταλάβει αυτοί οι γονείς ότι δεν μπορείς ν' αλλάξεις τον άλλον με φωνές. Πάρ' το απόφαση: δεν αλλάζει ο άλλος με τις φωνές σου. Αλλά και αν τον αλλάξεις, αυτή η αλλαγή θα 'ναι πρόσκαιρη και θα 'χει μέσα της κάτι το πιεστικό. Και η πίεση αυτή θα βγει κάπου αλλού. Δεν αλλάζει έτσι ο κόσμος.

Άσε το παιδί σου ήσυχο. Πες του το σωστό. Εννοείται. Θα το πεις μία, θα το πεις δύο, θα το πεις τρεις. Μετά; Τι θα κάνεις. «Οχι, εγώ θέλω να τον δω ν' αλλάζει τώρα». Αυτό είναι μια δική σου ανάγκη. Παραδέξου το. Είναι δική σου ανάγκη να κάνεις τον κόσμο όπως εσύ τον θέλεις. Αρα έχεις δικό σου θέμα.

Στο κέντρο της Γης, το ρολόι πάει 2,5 χρόνια πίσω

Τι ώρα είναι; Η απάντηση ποικίλλει ανάλογα με το βάθος: λόγω της Γενικής Σχετικότητας του Αϊνστάιν, το κέντρο της Γης είναι 2,5 χρόνια νεότερο από το έδαφος που πατάμε, δείχνουν οι τελευταίοι υπολογισμοί.

Όπως προέβλεψε πριν από έναν αιώνα ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο χρόνος τρέχει πιο αργά όταν η δύναμη της βαρύτητας μεγαλώνει. Και αυτό σημαίνει ότι στην κορυφή ενός βουνού ο χρόνος κυλά πιο γρήγορα από ό,τι στη βάση του, αφού η απόσταση της κορυφής από το κέντρο του πλανήτη είναι μεγαλύτερη και η βαρύτητα μικρότερη.

Το φαινόμενο έχει επιβεβαιωθεί πειραματικά και πρέπει μάλιστα να λαμβάνεται υπόψη στο σύστημα GPS -ο χρόνος κυλά πιο γρήγορα για τους δορυφόρους του συστήματος, και αν αυτή η διαφορά δεν λαμβανόταν υπόψη η απόκλιση στο γεωγραφικό στίγμα θα έφτανε τα πολλά χιλιόμετρα ανά ημέρα.

Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές της τελευταίας μελέτης, τη δεκαετία του 1960 ο αμερικανός κβαντικός φυσικός Ρίτσαρντ Φέινμαν είχε υπολογίσει ότι η χρονική απόκλιση ανάμεσα στην επιφάνεια και τον πυρήνα της Γης ήταν μία με δύο ημέρες.

Ο Δρ Ούλριχ Ούγκερχοφ του Πανεπιστημίου του Ώρχους στη Δανία είχε τη σωφροσύνη να διασταυρώσει την εκτίμηση του Φέινμαν πριν την συμπεριλάβει σε ένα σύγγραμμα που συνέτασσε για τους προπτυχιακούς φοιτητές του.

Υπολόγισε έτσι τη διαφορά στο βαρυτικό δυναμικό -ένα μέτρο του έργου που παράγει η βαρύτητα μετακινώντας ένα σώμα προς τα κάτω- ανάμεσα στο κέντρο και την επιφάνεια του πλανήτη. Οι υπολογισμοί έδειξαν ότι, για κάθε δευτερόλεπτο που περνάει στην επιφάνεια, ο χρόνος στο κέντρο της Γης υπολείπεται κατά 3 x 10-10 δευτερόλεπτα.

Στα τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια που έχουν περάσει από τον σχηματισμό του πλανήτη, η σωρευτική διαφορά φτάνει περίπου τον ενάμισι χρόνο.

Αυτό, όμως, ισχύει μόνο αν θεωρήσει κανείς ότι η Γη είναι ομοιογενής. Στην πραγματικότητα δεν είναι, αφού ο πυρήνας του πλανήτη αποτελείται κυρίως από σίδηρο και έχει μεγαλύτερη πυκνότητα από τον μανδύα και τον φλοιό. Λαμβάνοντας υπόψη αυτούς τους παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν το βαρυτικό πεδίο, ο Ούγκερχοφ καταλήγει στην εκτίμηση ότι ένα ρολόι στο κέντρο του πυρήνα θα πήγαινε 2,5 χρόνια πίσω σε σχέση με ένα ρολόι στην επιφάνεια της θάλασσας.

Στην περίπτωση του γιγάντιου Ήλιου, προσθέτει ο ερευνητής, η χρονική διαφορά ανάμεσα στο κέντρο και την επιφάνεια είναι ακόμα μεγαλύτερη, γύρω στα 40.000 χρόνια.

Παραμένει πάντως ασαφές αν ο Ρίτσαρντ Φέινμαν έκανε λάθος στις πράξεις, ή αν η εκτίμησή του μεταφέρθηκε αλλοιωμένη από «χρόνια» σε «μέρες» από άλλους επιστήμονες.

Όπως επισημαίνει ο Ούγκερχοφ στο περιοδικό New Scientist, «θα πρέπει κανείς να είναι πάντα προσεκτικός και να διασταυρώνει τα λεγόμενα ακόμα και των διάσημων ανθρώπων».

Από τον αρχαίο σκεπτικισμό

ΟΙ ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ

Εισαγωγικές υποτυπώσεις

Ο Σκεπτικισμός των ελληνιστικών χρόνων υποστήριζε ότι το μη προφανές δεν μπορεί να εξηγείται μέσα από το προφανές. Υπό ένα γενικότερο πνεύμα τούτο παραπέμπει στην απόρριψη κάθε προσπάθειας να εξηγείται το υφιστάμενο χωρίς διερεύνηση. Διερεύνηση όμως για τους Σκεπτικούς δεν σήμαινε μια συστηματική, δηλαδή λογοκρατική πλαισιοθέτηση του προς έρευνα αντικειμένου, αλλά μια κατ’ αρχήν απόσταση από αυτό, με την αίσθηση ότι αυτό που δεν γνωρίζω προς το παρόν θα επιδιώξω να το διαπιστώσω. Κύριο γνώρισμα του Σκεπτικού είναι ότι μιλά αποκλειστικά για λογαριασμό του εαυτού του και για τη δική του άγνοια. Αναλογικά προς αυτή τη στάση μιλά μόνο για το παρόν, άρα δεν ακινητοποιείται μέσα στην ομολογία της άγνοιάς του, θεωρώντας την μη αναιρέσιμη, αλλά στέκεται διερευνητικά απέναντι σ’ αυτή. Οι σχολές του σκεπτικισμού είναι δύο: Οι Ακαδημαϊκοί ή Ακαδημεικοί σκεπτικιστές και οι Πυρρωνιστές.

Οι δύο σχολές

Πέρα από τις γενικές ομοιότητες των δύο σχολών παρατηρείται μια αρκετά λεπτή διάκριση ανάμεσά τους: οι Ακαδημεικοί ως επί το πλείστον στηρίχτηκαν στο πνεύμα του σωκρατισμού, το οποίο αναζητούσαν στη ριζοσπαστική, ανατρεπτική πράξη του Σωκράτη. Οι Πυρρωνιστές, απεναντίας, στράφηκαν έξω από την ακαδημεική–σωκρατική παράδοση και αναζήτησαν τον ιδρυτή της σχολής τους στον Πύρρωνα από την Ηλεία, μια φυσιογνωμία που δεν έγραψε τίποτα και για την οποία δεν υπάρχει σαφής εικόνα για την ακριβή διάσταση του σκεπτικισμού του. 

Ι. Οι ακαδημαϊκοί σκεπτικιστές (3ος -1ος αι. π.Χ.)

            1. Ονομάστηκαν σκεπτικιστές γιατί εξέφρασαν το σκεπτικισμό τους, δηλαδή την αμφιβολία τους για τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τα πράγματα. Προέρχονται από την Ακαδημία του Πλάτωνα και γι’ αυτό αποκλήθηκαν ακαδημαϊκοί.

            2. Πίστευαν ότι οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να ζουν μέσα στο ψέμα και στην άγνοια. Τα επιχειρήματα υπέρ αυτής της άποψης είναι δύο και τα εισηγήθηκε ο Αρκεσίαλος (315–240 π.Χ.): α) ο αισθητός μας κόσμος κυριαρχείται από τη διαρκή μεταβολή. Οι αισθήσεις μας επομένως παρουσιάζουν τα πράγματα διαφορετικά κάθε φορά. Δεν μας δίνουν έγκυρες πληροφορίες και μας απομακρύνουν από την αλήθεια, δηλαδή δεν εξασφαλίζουν μια σαφή και αληθινή γνώση. Στο πρώτο αυτό επιχείρημα ουσιαστικά επανέλαβε ό,τι είχε υποστηρίξει ο Πλάτωνας. β) Ούτε ο νους ούτε οι συλλογισμοί του μπορούν να μας εξασφαλίσουν μια έγκυρη γνώση των πραγμάτων. Προς ενίσχυση αυτής του της άποψης επικαλείται επιχειρήματα ή παραδείγματα που τα ονομάζει «σωρείται». Π.χ. το παράδειγμα του κόκκου σταριού: στον κάθε κόκκο σταριού, εάν προσθέσουμε ένα άλλο ομοειδή κόκκο και έναν άλλο και έναν άλλο κ.ο.κ., ποτέ δεν πρόκειται να σχηματίσουμε ένα σωρό. Αντίστροφα επίσης από έναν σωρό, εάν αφαιρέσουμε ένα ομοειδή κόκκο και έναν άλλο κ.ο.κ., θα φτάσουμε σε ένα κόκκο και θα νομίζουμε ότι μπροστά μας έχουμε ακόμη ένα σωρό.

            3. Συμπέρασμα: Δεν υπάρχει αλήθεια και η αναζήτησή της είναι ματαιοπονία.

            4. Καρνεάδης (219–129 π.Χ.): Υποστηρίζει ότι είναι αδύνατη η γνώση της απόλυτης αλήθειας. Μπορούμε ωστόσο να διατυπώνουμε λιγότερο ή περισσότερο αληθινές κρίσεις για τον περιβάλλοντα κόσμο, δηλαδή για τα πράγματα που παρουσιάζουν μια αληθοφάνεια ή πιθανότητα.

            5. Φίλων ο Λαρισαίος (160–83 π.Χ.): Υποστήριζε ότι μπορούμε να διατυπώνουμε κρίσεις για τον κόσμο, οι οποίες διακρίνονται για την ενάργειά τους. Κατ’ αυτό το πνεύμα απομακρύνθηκε πολύ, πιο πολύ και από τον Καρνεάδη, από τη βασική αρχή των Σκεπτικών ότι πρέπει να απέχουν από κάθε κρίση.

            6. Τελικά η όλη θεωρία των ακαδημαϊκών σκεπτικιστών κλονίστηκε από την ίδια την αντίφαση που κλείνει μέσα της. Ενώ δηλαδή υποστήριζαν ότι δεν υπάρχει καμιά αλήθεια, με το να ισχυρίζονται ότι αυτό που λένε είναι αλήθεια αποδέχονται την ύπαρξη μιας τουλάχιστον αλήθειας. Έτσι καταργούν την ίδια τους τη θεωρία.

ΙΙ. Οι πυρρωνιστές

1. Ονομάστηκαν πυρρωνιστές από τον Πύρρωνα τον Ηλείο (4ος-3ος αι. π.Χ.)
2. Σέξτος ο Εμπειρικός (έδρασε γύρω στο 150 μ.Χ.): τα συγγράμματά του μας δίνουν πολλές πληροφορίες γι’ αυτό το είδος του σκεπτικισμού.

            -Επιχείρησε να διαχωρίσει τον πυρρώνειο σκεπτικισμό από τον ακαδημαϊκό σκεπτικισμό. Η βασική διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δύο είδη σκεπτικισμού είναι η εξής: οι ακαδημαϊκοί σκεπτικιστές απαντούν αρνητικά στο ερώτημα εάν υπάρχει αλήθεια και αν είναι εφικτή η γνώση, ενώ οι πυρρωνιστές δεν απαντούν ούτε θετικά ούτε αρνητικά.

            - Είτε θετική είναι είτε αρνητική είναι μια άποψη για την αλήθεια ή για ένα ζήτημα ανατρέπεται από μια άλλη άποψη και αυτή από μια άλλη κ.λπ. χωρίς να υπάρχει τέλος. Καθετί χαρακτηρίζεται από την ισοσθένεια των λόγων, δηλαδή λόγος και αντίλογος έχουν την ίδια δύναμη. Αυτό σημαίνει ότι κάθε επιχείρημα έχει τη δική του ισχύ και δεν μπορεί να απορρίπτεται το ένα και να υιοθετείται το άλλο, διότι δεν υπάρχει απόλυτο κριτήριο.

            - Η σωστή τοποθέτηση είναι να τηρεί κανείς μια στάση εποχής, δηλαδή αποχής. Κατ’ αυτό τον τρόπο παύουν οι άνθρωποι να ταλαιπωρούνται από πλάνες: από πεποιθήσεις ότι κάτι μπορεί να είναι αλήθεια ή ψέμα. Κατ’ επέκταση απαλλάσσονται από άγχη για την απόκτηση βέβαιης γνώσης και φτάνουν στην αταραξία της ψυχής.

            - Με τη θεωρία τους για στάση εποχής (=αποχής) απέφυγαν την αντίφαση των ακαδημαϊκών σκεπτικών. Αυτή όμως η θεωρία κατηγορήθηκε ότι είναι πρακτικά ανεφάρμοστη. Και τούτο διότι ουσιαστικά απαιτούσε από τον άνθρωπο να πάψει να σκέπτεται. Αυτό όμως αντίκειται στη φύση του ανθρώπου, η οποία έγκειται στο να σκεφτόμαστε, να κρίνουμε, να απορούμε, να ενεργοποιούμαστε ως λογικά όντα.

            - Μέσα στους κόλπους του πυρρωνισμού υπήρχαν και διαφοροποιήσεις. Ο Αινησίδημος π.χ. ακολούθησε απόψεις του Ηράκλειτου στην εξήγηση ορισμένων φυσικών φαινομένων.

            3. Συμπέρασμα: Παρά τις αδυναμίες του ο σκεπτικισμός απασχόλησε αρκετούς φιλοσόφους της νεότερης εποχής. Μεταξύ αυτών και τον Χέγκελ. Μάλιστα η ενασχόληση αυτών των φιλοσόφων με τον αρχαίο σκεπτικισμό δεν ήταν ιστοριογραφικής υφής, αλλά ουσιαστικής επικοινωνίας.
                                   
Αποσπάσματα
(Από τον Σέξτο τον Εμπειρικό)

1. «Ο ένας λόγος της φιλοσοφίας των Σκεπτικών ονομάζεται καθόλου, γενικός, ο άλλος ειδικός. Ο γενικός λόγος είναι αυτός, όπου παρουσιάζουμε τον χαρακτήρα του Σκεπτικισμού, εξηγώντας ποια είναι η έννοιά του, ποιες οι αρχές και ποια τα επιχειρήματα, αλλά και ποιο το κριτήριο, , ποιος ο τελικός σκοπός, ποιοι οι τρόποι της εποχής, με ποιο νόημα δεχόμαστε τις ρήσεις των Σκεπτικών και ακόμη πώς διακρίνεται ο Σκεπτικισμός από τις παραπλήσιες με αυτόν φιλοσοφίες. Ο ειδικός λόγος είναι αυτός, όπου εκφέρουμε τις αντιρρήσεις μας προς τον κάθε επί μέρους κλάδο εκείνου που αποκαλούμε φιλοσοφία».

2. «Τι είναι Σκεπτικισμός; Σκεπτικισμός είναι η δύναμη να αντιπαραθέτουμε φαινόμενα και νοούμενα με οιονδήποτε τρόπο· δύναμη με την οποία φτάνουμε λόγω ισοσθένειας (=ισοδυναμίας) των αντιτιθέμενων πραγμάτων και λόγων, πρώτα στην εποχή (=αποχή) και ακολούθως στην αταραξία. Την αποκαλούμε δε «δύναμη», όχι για λόγους λεπτολογίας, αλλά μόνο σε σχέση με το ότι κάποιος «δύναται» να αντιπαρατίθεται. Με τον όρο «φαινόμενα» εννοούμε εδώ τα αισθητά και γι’ αυτό τα αντιδιαστέλλουμε από τα νοητά».

3. «“Ισοσθένεια” (=ισοδυναμία) αποκαλούμε την ισότητα ως προς την αξιοπιστία και αναξιοπιστία, για να επισημάνουμε ότι κανένας από τους αλληλοσυγκρουόμενους λόγους δεν έχει το προβάδισμα ως πιο αξιόπιστος. “Εποχή” είναι η στάση της διάνοιας, δια της οποίας ούτε αρνούμαστε κάτι ούτε το βεβαιώνουμε. “Αταραξία” είναι η ανενόχλητη και γαλήνια κατάσταση της ψυχής».

4. «Η γενεσιουργός αιτία του Σκεπτικισμού είναι η ελπίδα ότι θα επιτύχουμε την αταραξία».

Περί της φιλοσοφίας του Dasein

Σχετική εικόναΑτομικότητα ή Συλλογικότητα
                                 
Εισαγωγικές παρατηρήσεις

· Η προβληματική γύρω από την ατομικότητα και συλλογικότητα, πολυσήμαντη και ποτέ μονοσήμαντη, είναι τόσο παλαιά όσο και ο ίδιος ο άνθρωπος. Γιατί; Επειδή σχετίζεται κατ’ εξοχήν με αυτόν, ως ον που δύναται να σκέπτεται το Είναι του, να μην θεωρεί καμιά αλήθεια ως οριστική και μοναδική, να εμβαθύνει στον πνευματικό πολιτισμό του παρελθόντος, να ακούει τις σύγχρονες θεωρήσεις, να είναι ανοικτός προς όλες τις δυνατότητες, να κρίνει και να διακρίνει ιδεολογικές περιχαρακώσεις ή διαφοροποιήσεις, να ξεχωρίζει τον κριτικό, διαλεκτικό Λόγο από τον ωφελιμιστικό ορθολογισμό κ.λπ. Αυτή η δυνατότητα του σκέπτεσθαι είναι ίδιον μόνο του ανθρώπου και όχι του ζώου. Γι’ αυτό, όπως τονίζει με έμφαση ο Χέγκελ, ο άνθρωπος μόνο έχει θρησκεία και όχι το ζώο. Μόνο αυτός δηλαδή μπορεί να σκέπτεται την περατότητά του, τη θνητή του συνθήκη σε συνάφεια με την αίσθηση της απεραντοσύνης και αναλόγως να ενεργεί. Συγχρόνως αυτή η δυνατότητά του είναι που τον καθιστά «αιώνιο» μαθητή στην αυτονομία, αλλά και στην επι-κοινωνία.

· Αυτονομία και επι-κοινωνία με την αρχέγονη σημασία: α. της ενδοσκόπησης της ιστορικότητας του ατόμου ως ενικού, αλλά και κοινωνικού όντος· β. της διεύρυνσής του, μέσω αυτής της ιστορικότητας, με τρόπο που να αποκτά επίγνωση της ιστορικότητας του ανθρώπου συνολικά και να καθίσταται έτσι πολίτης του κόσμου. Το ερώτημα που εγείρεται εδώ είναι: μπορεί το ανθρώπινο άτομο ως πολίτης του κόσμου να φιλοσοφεί, να καλλιεργεί την αυθεντικότητα της σκέψης, να αμφισβητεί την αυθεντία του κατασκευασμένου ειδώλου, να αντιμάχεται καιροσκοπικές «συλλογικότητες» των εποχών, να αρνείται το ρόλο του διαχειριστή αλλότριων ιδεολογιών που απεργάζονται την παντοτινή του ανεστιότητα, να αναζητεί πίσω από τη διάλυση της άμεσης πραγματικότητας κάποια αποκρυμμένη ουσία προς την κατεύθυνση μιας νέας πραγματικότητας; Ένα τέτοιο ερώτημα, ως εκ της φύσης του, βέβαια δεν απαντιέται, γιατί αλλιώς δεν θα ήταν ερώτημα, αλλά κουβεντιάζεται. Δείγμα και αφορμή προς μια τέτοια κουβέντα αποτελούν τα παρακάτω κείμενα:

Κείμενα

Ι. «Το εδωνά-Είναι [ο άνθρωπος (Dasein)] ως καθημερινή συναλληλία βρίσκεται στην υποτέλεια των άλλων. Δεν είναι αυτό το ίδιο· το Είναι του το έχουν αρπάξει οι Άλλοι. Οι καθημερινές δυνατότητες του Είναι του υπόκεινται στα γούστα των Άλλων. Αυτοί οι Άλλοι δεν είναι ορισμένοι Άλλοι. Κάθε Άλλος μπορεί να τους αντιπροσωπεύει. Αποφασιστική είναι μονάχα η απαρατήρητη κυριαρχία των Άλλων. Ο καθένας μας ανήκει στους Άλλους και στερεώνει τη δύναμή τους. Μέσα σ’ αυτή την αφάνεια και αδυναμία διάκρισης οι πολλοί εγκαθιδρύουν τη χαρακτηριστική τους δικτατορία. Απολαμβάνουμε και διασκεδάζουμε όπως πολλοί διασκεδάζουν· διαβάζουμε, βλέπουμε και κριτικάρουμε λογοτεχνία και τέχνη, όπως πολλοί βλέπουν και κριτικάρουν· αλλά και αποτραβιόμαστε από τον “πολύ σωρό”, όπως πολλοί αποτραβιούνται. Οι πολλοί, που δεν είναι κανένας ορισμένος, παρά είμαστε όλοι, αν και όχι ως άθροισμα, επιβάλλουν στην καθημερινότητα το είδος του Είναι τους» (M. Heidegger, Είναι και Χρόνος, μτφρ. Γιάννη Τζαβάρα, σσ. 213-214).

Σχόλιο: Ποιο πρόβλημα του ανθρώπου θίγει εδώ ο Χάιντεγκερ; Την «μετανάστευση» του ανθρώπινου Dasein από τη χώρα του αυθεντικού εαυτού σε μια μαζοποιημένη κοινωνία της αναυθεντικότητας. Όλα και όλοι συνθλίβονται κάτω από τη δικτατορία του μαζανθρώπου και του μαζικού του γούστου. Πάνω στο έδαφος αυτής της δικτατορίας στήνουν χορό οι πλανητικές ωραιοποιήσεις με τους εκάστοτε εγχώριους εντολοδόχους τους. Πίσω από τούτη την επίφαση ζωής στενάζει η ανθρώπινη ύπαρξη μονάχη, αλλά ανθεκτικά μονάχη. Ακριβώς τούτη την ύπαρξη θέλει να φέρει στη γλώσσα, σε κουβέντα ο φιλόσοφος. Και υπό το πνεύμα της συνολικής του φιλοσοφικής θεώρησης της αυθεντικότητας της ύπαρξης, ο Χάιντεγκερ κουβεντιάζει την τελευταία μέσα από τη διαμεσολάβησή της με τους άλλους σε μια εξίσου αυθεντική «λαϊκή κοινότητα». Το είδος και ο χαρακτήρας της είναι πάντοτε το διερευνώμενο.

ΙΙ. «Η ελευθερία επιλογής σχέσεων των ανθρώπων προς αλλήλους προϋποθέτει ότι το άτομο ξεχωρίζει από τη συλλογική ομάδα και κατ’ αυτόν τον τρόπο αναπτύσσεται ως προσωπικότητα. Όταν αναφερόμαστε στο γεγονός ότι το άτομο ξεχωρίζει από τη συλλογική ομάδα, δεν εννοούμε κατ’ ανάγκη τον ανταγωνισμό, μιαν εχθρότητα προς την ομάδα εκ μέρους του ατόμου. Εκείνο που επισημαίνουμε εδώ είναι το γεγονός ότι ο άνθρωπος δεν σχετίζεται προς την ομάδα ως ζώο, αλλά ως ένα ον που συνειδητοποιεί τη σύνδεσή του με τ’ άλλα άτομα, με τη συλλογική ομάδα, συνειδητοποιεί τον εαυτό του ως ικανό να προβεί σε διάφορες σκέψεις, αισθήματα και πράξεις στην όποια επικοινωνιακή συγκυρία. Το γεγονός ότι τα άτομα ξεχωρίζουν εντός της συλλογικής ομάδας ως προσωπικότητες, σημαίνει ότι αποκτούν την ικανότητα ελεύθερης επιλογής κατά την επικοινωνία, μιας επιλογής που θεμελιώνεται στην εγνωσμένη αναγκαιότητα, δηλαδή μιας επιλεκτικής επικοινωνίας, η οποία εδράζεται στη μεν ή στη δε γνώση των άλλων ανθρώπων, της ομάδας και του ίδιου του εαυτού του επιλέγοντος» (Β. Α. Βαζιούλιν: Η Λογική της Ιστορίας, μτφρ. Δημ. Πατέλης σ. 239).

Σχόλιο: Η σχέση του ατόμου προς τη συλλογική ομάδα είναι και παραμένει πάντοτε σχέση κοινωνική. Αλλά και οποιαδήποτε επί μέρους συμπεριφορά ή στάση του ατόμου απέναντι στον έναν ή τους πολλούς μεταφράζει στην πράξη την κοινωνική σχέση του ανθρώπου. Το ερώτημα είναι: ποια υφή και ποιο χαρακτήρα έχει ή πρέπει να έχει η κοινωνική σχέση, ώστε να υπερασπίζεται την ελευθερία του ατόμου κατά τη συλλογική του δράση και απέναντι στη δράση των συνανθρώπων του, με παράλληλη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της κοινωνίας; Η κοινωνική σχέση υπακούει σε ορισμένους νόμους ανάπτυξης της ανθρώπινης όντος ως προσώπου και απηχεί την καθολική του αλήθεια. Σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί μια τυχαία, αυθαίρετη σύμπτυξη ατομικών βουλήσεων και απροσδιόριστων καταστάσεων ή πραγμάτων· απεναντίας είναι προσδιοριστική και εξίσου δηλωτική των πραγματικών [οικονομικών, πολιτικών, πολιτισμικών, μορφωτικών κ.λπ.] εκδηλώσεων, μορφών, σχέσεων των ανθρώπων. Αναλογικά συνδέεται άμεσα με τον συνειδητό ρόλο του ατομικού και συλλογικού υποκειμένου στην ιστορική διαδικασία και αποτυπώνει την πολλαπλότητα, την πολυπλοκότητα και τη μη-γραμμικότητα της ανθρώπινης κοινωνίας στην εκάστοτε λογικο-ιστορική της διαμόρφωση. Στο πλαίσιο αυτής της μη-γραμμικότητας, το ανθρώπινο υποκείμενο καλείται, ανάλογα με το βαθμό κατανόησης αυτής της πραγματικότητας και την αντίστοιχη ανάπτυξη του συνειδητού-Είναι του, να μετασχηματίζει το «πράγμα καθεαυτό» σε «πράγμα για τον εαυτό του». Τούτο σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν είναι απόλυτο εξάρτημα των εξωτερικών περιστάσεων ή συνθηκών, δεν υπόκειται σε μια απόλυτα προκαθορισμένη αναγκαιότητα, αλλά δυνάμει της θέσης του μέσα στην ιστορία διαθέτει ένα ευρύ φάσμα αντικειμενικών δυνατοτήτων, οι οποίες του επιτρέπουν, σε συνδυασμό με μια διαρκώς κατακτώμενη ή ανακτώμενη γνωσιακή του αλήθεια, να θέτει σε λειτουργία το ερώτημα για το νόημα της ύπαρξής του και να καλλιεργεί τη λογική ικανότητα να επιλέγει ελεύθερα και σωστά.

M. Heidegger: Sein und Zeit

Είναι και Χρόνος

Ι. Προοιμιακές διασαφήσεις

· Ο Χάιντεγκερ ανήκει στους πιο χαρισματικούς διανοητές της σύγχρονης σκέψης. Σύμφωνα με τον Gadamer, το παρουσιαστικό του δεν προϊδέαζε τον παρατηρητή για το μέγεθος και το βάθος της σκέψης του. Έμοιαζε περισσότερο για μηχανικός ή τεχνικός παρά για φιλόσοφος. Με μια προσεκτική όμως ματιά ανακάλυπτε κανείς στο βλέμμα του τον στοχαζόμενο οραματιστή, ο οποίος όχι σπάνια έδινε την εντύπωση, όταν δίδασκε, πως έβλεπε όσα σκεπτόταν και καθιστούσε ορατά όσα διαλογιζόταν.

· Η πρώτη περίοδος της μεγάλης φιλοσοφικής δημιουργίας του Χάιντεγκερ εκτείνεται βασικά από το 1923 μέχρι και το 1927, έτος που δημοσίευσε το πρώτο μεγάλο του έργο: Είναι και Χρόνος. Καθ’ όλη βέβαια την περίοδο αυτή, με τις πανεπιστημιακές του παραδόσεις στο πανεπιστήμιο του Marburg (1923–1928) έχει ήδη στο ενεργητικό του ένα παραγωγικό έργο, ικανό να προετοιμάσει τον δρόμο προς το Είναι και Χρόνος. Οι παραδόσεις αυτές δημοσιεύτηκαν αργότερα και καλύπτουν τους τόμους 17–26 των απάντων του φιλοσόφου. Μπορούν να θεωρηθούν ως σημαντικό υλικό στο Είναι και Χρόνος.

· Η γλώσσα ή καλύτερα η «γραφή» του εν λόγω έργου εμφανίζει μια ιδιαίτερη δομή. Συγκεκριμένα, ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί ένα σύνολο λέξεων, όρων, εννοιών, που για να κατανοηθούν, να αποκρυπτογραφηθούν με νοηματική πληρότητα και ακρίβεια απαιτούν συνήθως μια ετυμολογική αναγωγή στην αρχέγονη ρίζα της λέξης. Επίσης ανασύρονται λέξεις από την καθημερινή κουβέντα για να αποδώσουν μονοσήμαντα νοήματα έναντι της καθημερινής τους πολυσημίας. Υπό ένα καθολικό πρίσμα, η επεξεργασία νοημάτων συνυφαίνεται καθοριστικά με τη γλωσσική επεξεργασία. Σε τούτη την γλωσσική ιδιαιτερότητα οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό η ανεπανάληπτη γοητεία του Είναι και Χρόνος. Γενικώς ειπείν, στην ιδιότυπη αυτή γλώσσα ανάγει τους πιο γευστικούς χυμούς του το συνολικό έργο του Χάιντεγκερ. Γλώσσα και Σκέψη αποτελούν ένα ενιαίο όλο και χωρίς την προϋπόθεση τούτης της ενότητας δεν μπορεί να κατανοήσει κανείς ούτε την πιο απλή γραμμή από τη σκέψη του μεγάλου γερμανού φιλοσόφου.

· Σε όλους τους μεγάλους στοχαστές από τον Ηράκλειτο και τους Προσωκρατικούς έως τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, και από εδώ ως τους νεώτερους και σύγχρονους: Καντ, Χέγκελ, Μαρξ, Νίτσε, Βιτγκενστάιν κ.λπ. η γλώσσα αποτελεί το πρόταγμα, την αυτό-αποκάλυψη της σκέψης και δεν είναι διόλου όργανο της τελευταίας, όπως αφελώς διδάσκουν τους φοιτητές τους ορισμένοι άτεχνοι προφεσόροι. 

· Έχει σημασία λοιπόν η ακριβής κατανόηση των χαϊντεγκεριανών φράσεων και εκφράσεων, στο πλαίσιο της κατευθυντήριας σκέψης του φιλοσόφου, και μια εύστοχη μεταφραστική αποκρυπτογράφηση της ιδιοσυστασίας αυτής της γλώσσας. Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται να μην αγνοούμε ότι η γλώσσα υποβαστάζει και συνάμα αναζωογονεί την ερωτηματική διάθεση της σκέψης που διατρέχει το Είναι και Χρόνος.

· Μια αξιοπρεπής ανάγνωση του παρόντος έργου δεν μπορεί να προκύψει από γενικόλογες, εγκυκλοπαιδικής φύσης εισαγωγές, που συναντούμε συνήθως σε πανεπιστημιακά εγχειρίδια, προορισμένα για καταναλωτική χρήση, αλλά από παρακολούθηση βήμα προς βήμα της εξέλιξης του στοχαστικού προβληματισμού του φιλοσόφου.

· Εξάλλου είναι γνωστό από μαρτυρίες φοιτητών του, όπως αυτές της Hannah Arendt, –αλλά και τα ίδια τα έργα του Χάιντεγκερ το αποδεικνύουν– ότι ο ίδιος δεν αναλωνόταν σε γενικόλογο κουβεντολόι για τους μεγάλους φιλοσόφους που ερμήνευε στα σεμινάριά του, αλλά εξέταζε το ένα ή το άλλο φιλοσοφικό κείμενο, λέξη προς λέξη, έτσι ώστε να παράγονται συγκεκριμένα νοήματα για το παρόν.

· Σε συνέχειες (αναρτήσεων), κατά εύλογα χρονικά διαστήματα, παρακολουθήσαμε τον βασικό φιλοσοφικό πυρήνα του Είναι και Χρόνος, έτσι όπως είναι δομημένο κατά παράγραφο. Προηγουμένως ωστόσο αξίζει να τονίσουμε ότι σε κάθε παράγραφο η σκέψη του φιλοσόφου αντιμάχεται τις ασαφείς στιγμές της βιωματικής ύπαρξης του ανθρώπου. Τούτο δεν σημαίνει ότι μεταφέρει το κέντρο της φιλοσοφικής του έγνοιας από το αισθητό παρόν σε έναν υπέργειο κόσμο του πνεύματος ή σε έναν υπόγειο κόσμο του μη-συνειδητού ή διαγράφει με μιας ό,τι φιλοσοφικό έχει ειπωθεί ως τώρα· απεναντίας προσηλώνει το ομιλείν, δηλαδή το συνομιλείν, στην επίτευξη της αυτοδιαύγασης του ανθρώπινου Είναι σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένου και του καθημερινού βίου. 

· Το μυστικό της χαιντεγκεριανής φιλοσοφίας είναι ακριβώς η διαύγαση σε συναρτήσεις διανοημάτων, σε αποφάνσεις και περιγραφές, σε ερμηνείες και αναλύσεις, σε αποτυπώσεις σχέσεων ζωτικής σημασίας· και όλη τούτη η διαδικασία εννοημένη ως αυτοδιαύγαση, που επιτρέπει στο ανθρώπινο άτομο να μην χάνεται μέσα στην άκαρδη ανεστιότητα των καιρών. Γι’ αυτό και το σύνολο σχεδόν των κειμένων του γερμανού φιλοσόφου δεν είναι απλώς ένας τμηματικός στοχασμός, απομακρυσμένος από το παρόν και άξιος μόνο για μια θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας, αλλά συνιστά μια ανεξάντλητη «παγά λαλαίουσα» (Ιουλιανός δια στόματος της Πυθίας), δηλαδή αστείρευτη ομιλητική πηγή. Με δικά του λόγια: Wege, nicht Werke (=οδοί, όχι έργα).

ΙΙ. Ανάλυση – Ερμηνεία

Η αναγκαιότητα μιας ρητής επανάληψης του ερωτήματος
για το Είναι

· Όπως λέει ο ίδιος ο φιλόσοφος ευθύς εξαρχής, πρέπει να τεθεί και πάλι το ερώτημα για το νόημα του Είναι. Γιατί πάλι; Επειδή έχει περιπέσει σε λήθη από τη μεταφυσική παράδοση. Όλη η ιστορία της Μεταφυσικής είναι η ιστορία της λήθης του Είναι. Τι σημαίνει όμως λήθη του Είναι; Για να κατανοήσουμε το ερώτημα και να βρεθούμε σε σωστό δρόμο απάντησης, χρειάζεται να επισταθμεύσουμε για λίγο στο ίδιο το Είναι. Ο Χάιντεγκερ συλλαμβάνει το Είναι ως την ύψιστη οντολογική (ontologisch), όχι οντική (ontisch) αρχή. Ποια η διαφορά οντικού και οντολογικού; Το οντικό σχετίζεται με την ύπαρξη των όντων, με αυτό που υπάρχει. Μια φιλοσοφική διερεύνηση, ας πούμε, που ασχολείται με ό,τι υπάρχει είναι οντική. Το οντολογικό είναι οντο-λογικό με το εξής νόημα: το λέγειν ως σκέψη που ενδημεί εντός εαυτού, εντός του εαυτού μου/μας και δεν γνωρίζει τίποτε άλλο παρά πώς να υπάρχει και να α-πορεί (Holzwege), δηλαδή να πορεύεται σε μονοπάτια, που δεν οδηγούν πουθενά και τα οποία ωστόσο αποτελούν «το γεφύρι από όπου χρωστάμε να περάσουμε το ρεύμα της ζωής μας» (Νίτσε). Αυτό το γεφύρι, μας λέει ο Νίτσε και με τον δικό του τρόπο ο Χάιντεγκερ, κανείς άλλος δεν μπορεί να το περάσει για λογαριασμό μας παρά μόνο εμείς οι ίδιοι, ήτοι Εγώ, Εσύ κ.λπ. Πώς μπορούμε να το περάσουμε; Ως ομιλητική σκέψη που εκπορεύεται από το ίδιο το Είναι εν γένει. Αυτή είναι που μας διανοίγει στο υπάρχον, όχι για να ασχοληθούμε αποκλειστικά μαζί του –γιατί τότε θα είχαμε ακινητοποιηθεί στην οντική περιοχή– αλλά για να καταστήσουμε το ομιλείν ερωτάν (για το νόημα του Είναι), θέτοντας το υπάρχειν υπό ερώτηση.

· Έτσι, το οντολογικό πρόβλημα δεν ορίζεται από το παρευρισκόμενο (Vorhanden) ως κάτι το αποπερατωμένο, τελειωμένο, ή από τον εαυτό μας ως ένα τέτοιο παρευρισκόμενο, αλλά από την οντολογική δυνατότητα κατανόησης του υπάρχειν, ήτοι από την κατανόηση ως δυνατότητα για Είναι ή, πράγμα που είναι το ίδιο, από τη δυνατότητα κατανόησης του Είναι μέσα από το υπαρκτικό του είδος: το Dasein. Ποιος όμως μας χορηγεί τη δυνατότητα τούτη; Ο χρόνος και η ερμηνεία του. Αυτός είναι ο δυνατός ορίζοντας για κατανόηση. Γι’ αυτό και ο τίτλος του έργου ηχεί: Είναι και Χρόνος. Και τώρα μπορούμε να ρωτήσουμε ξανά: τι σημαίνει λήθη του Είναι; Η απουσία ερμηνείας και κατανόησης του Είναι, εννοημένη ως απουσία της ερωτηματικής σκέψης γύρω από το νόημά του. Πώς εκδηλώθηκε τούτη η απουσία μέσα στη φιλοσοφική παράδοση; Ως σιωπή ή καλύτερα αποσιώπηση. Εκτός από ορισμένες γενναίες απόπειρες της αρχαίας ελληνικής σκέψης –και αυτές σπερματικές–, οι φιλόσοφοι αντίκρισαν το Είναι ως έννοια με προκαταλήψεις, ήγουν παρέκαμψαν μια ουσιώδη ενασχόληση μαζί του, περνώντας απ’ έξω. Ο Χάιντεγκερ τις αξιολογεί σε τρεις τις προκαταλήψεις:

· 1. Λένε: το «Είναι» είναι η πιο γενική έννοια, η οποία περιλαμβάνει όλα όντα που μπορούμε να σκεφτούμε. Κατά τον Χάιντεγκερ ωστόσο ή σκέψη ότι «το Είναι σχετίζεται με τα όντα ως η πιο γενική τους έννοια» απαιτεί διασάφηση, γιατί στην περίπτωση του Είναι έχουμε να κάνουμε με την πιο σκοτεινή έννοια. Όσο περισσότερο σκοτεινή είναι ή γίνεται η έννοια αυτή, τόσο σκοτεινιάζει ο ουρανός του υπαρκτού και υπαρκτικού μας κόσμου. 2. Λένε: δεν χρειάζεται να οριστεί η έννοια του «Είναι», στο μέτρο που είναι γενική και ως εκ τούτου μη-προσδιορίσιμη. Πράγματι, σημειώνει ο φιλόσοφος, το Είναι δεν μπορεί να συγκαταλέγεται στα όντα ούτε να ορισθεί, με το να παράγεται από ανώτερες, πιο γενικές έννοιες ή να επάγεται από κάποιες κατώτερες. Τούτο όμως, σε καμιά περίπτωση, δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείπουμε την προσπάθεια κατανόησής του. Αντίθετα επιτείνει την ανάγκη «να κοιτάξουμε το ερώτημα για το νόημά του κατάματα» (Είναι και Χρόνος: γερμ. έκδ., σ. 4, ελλην. μτφρ. Γ. Τζαβάρα, σ. 27). 3. Λένε: το «Είναι» είναι μια αυτονόητη έννοια: τη χρησιμοποιούμε συχνά και λίγο-πολύ καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτή. Όντως η καθημερινή χρήση του Είναι με διάφορες μορφές, όπως «ο ουρανός είναι γαλάζιος» ή «είμαι χαρούμενος» κ.α., συνιστούν μια σχετική βαθμίδα κατανόησης. Τούτο δείχνει ότι ζούμε εν μέρει ή εν πολλοίς μέσα σε μια κατανόηση του Είναι. Το γεγονός αυτό όμως δεν ακυρώνει τη «ριζική αναγκαιότητα μιας επανάληψης του ερωτήματος για το νόημα του Είναι» (ό.π.). Και τούτο γιατί, όπως σημειώνει ο Χέγκελ στη Φαινομενολογία του πνεύματος, ό,τι μας είναι οικείο και γνωστό, ακριβώς γι’ αυτό δεν είναι ακόμα εγνωσμένο.

· Τέτοιες προκαταλήψεις, παρατηρεί ο φιλόσοφος, δίνουν την εντύπωση πως το παραδοσιακό ερώτημα για το Είναι θεωρήθηκε πραγματικά περιττό, δηλαδή χωρίς νόημα, ανόητο. Στο βαθμό που δημιουργήθηκε αυτή η εντύπωση, στην ίδια και ακόμα μεγαλύτερη αναλογία προβάλλει η αναγκαιότητα να τίθεται το εν λόγω ερώτημα με άλλο τρόπο, δηλαδή ως έμπλεο νοήματος. Γιατί; Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, «κάθε φορά ζούμε ήδη μέσα σε μια κατανόηση του Είναι», ενώ την ίδια στιγμή «το νόημα του Είναι περιβάλλεται από σκοτάδι» (ό.π.). Εδώ ο φιλόσοφος τονίζει δύο τινά: α. δεν πρωτοτυπεί ο ίδιος, μιλώντας για την κατανόηση του Είναι, γιατί ιστορικά ήδη αυτή υπάρχει και βιώνεται ως τέτοια· δηλαδή η κατανόηση αυτή δεν είναι κάτι έξωθεν ερχόμενο σε μας, αλλά συνυφαίνεται με την ίδια την ιστορικότητα του Είναι (μας) και απαιτεί τη συλ-λογή της ως το Da (=εδωνά) του Sein (Είναι), ως Dasein (εδωνά-Είναι): να σκεφτούμε το Είναι μέσα στο Dasein και να φτάσουμε στην κατανόησή του μέσα από το τελευταίο. β. Το θέμα, ως προκύπτει, είναι η ρητή διασάφηση γύρω από τούτη την κατανόηση, δηλαδή η διάλυση του σκότους γύρω από την τελευταία τούτη. Η έγνοια λοιπόν για το Είναι (μας) είναι: τι κατανοούμε με τη μια ή την άλλη κατανόηση. Τούτο το τι εδώ είναι που διαρκώς μας προειδοποιεί: να θέτουμε σωστά το ερώτημα του Είναι (Seinsfrage), το ερώτημα για το νόημα του Είναι (die Frage nach dem Sinn des Seins). Αυτό επιδιώκει, ως άλλος Άτλας, ο φιλόσοφος, καθ’ όλη την πορεία του στοχαστικά δραματικού και δραματουργικού βίου του. Εδώ συμβαίνει ότι συνέβη και με τον Μαρξ που έλεγε ότι δεν ανακάλυψε αυτός την πάλη των τάξεων, γιατί προϋπήρχε· το θέμα είναι να την αντιμετωπίσουμε σωστά: τι κατανοούμε με ό,τι κατανοούμε, ώστε να πράξουμε διαφορετικά από ό,τι πράτταμε ως τώρα.