Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Δύσκολος (81-123)

ΠΥΡΡΙΑΣ
πάρες, φυλάττου, πᾶς ἄπελθ᾽ ἐκ τοῦ μέσου·
μαίνεθ᾽ ὁ διώκων, μαίνεται. (ΣΩ.) τί τοῦτο, παῖ;
(ΠΥ.) φεύγετε. (ΣΩ.) τί ἐστι; (ΠΥ.) βάλλομαι βώλοις, λίθοις·
ἀπόλωλα. (ΣΩ.) βάλλει; ποῖ, κακόδαιμον; (ΠΥ.) οὐκέτι
85 ἴσως διώκει; (ΣΩ.) μὰ Δία. (ΠΥ.) ἐγὼ δ᾽ ᾤμην. (ΣΩ.) τί δαὶ
λέγεις; (ΠΥ.) ἀπαλλαγῶμεν, ἱκετεύω σε. (ΣΩ.) ποῖ;
(ΠΥ.) ἀπὸ τῆς θύρας ἐντεῦθεν ὡς πορρωτάτω.
Ὀδύνης γὰρ ὑὸς ἦ‹ν›· κακοδαιμ‹ον›ῶν τις ἢ
μελαγχολῶν ἅνθρωπος οἰκῶ[ν ἐνθαδ]ὶ
90 τὴν οἰκίαν πρὸς ὅν μ᾽ ἔπεμπ̣[ες
μεγάλου κακοῦ· τοὺς δακτύλους [κατέαξα γὰρ
σχεδόν τι προσπταίων ἅπα[ντας
‹ΣΩ.› ἐλθών τί πεπαρῴνηκε δεῦ[ρο; [ΧΑΙ.] παραφρονῶν
εὔδηλός ἐστι. (ΠΥ.) νὴ Δί᾽, ἐξώλ[ης ἄρα,
95 Σώστρατ᾽, ἀπολο[ίμην· ἔχε] δέ πως φυλακτικῶς.
ἀλλ᾽ οὐ δύναμαι λ[έγειν, προ]σέστηκεν δέ μοι
τὸ πνεῦμα. κόψας τὴν θύραν τῆς οἰκίας
τὸν κύριον ζητεῖν ἔφην· προῆλθέ μοι
γραῦς τις κακοδαίμων, αὐτόθεν δ᾽ οὗ νῦν λέγων
100 ἕστηκ᾽ ἔδειξεν αὐτὸν ἐπὶ τοῦ λοφιδίου
ἐκεῖ περιφθειρόμενον ἀχράδας, ἦ πολὺν
κύφων᾽ ἑαυτῷ συλλέγοντα. ΣΩ. ὡς ὀργίλως.
‹ΠΥ.› τί, ὦ μακάριε; ἐγὼ μὲν εἰς τὸ χωρίον
ἐμβὰς ἐπορευόμην πρὸς αὐτὸν καὶ πάνυ
105 πόρρωθεν, εἶναί τις φιλάνθρωπος σφόδρα
ἐπιδέξιός τε βουλόμενος προσεῖπα καὶ
«ἥκω τι» φημί «πρός σε, πάτερ, ἰδεῖν τί σε
σπεύδων ὑπὲρ σοῦ πρᾶγμ᾽»· ‹ὁ δ᾽› εὐθύς, «ἀνόσιε
ἄνθρωπέ,» φησιν, «εἰς τὸ χωρίον δέ μου
110 ἥκεις ‹σύ;› τί μαθών;» βῶλον αἴρεταί τινα·
ταύτην ἀφίησ᾽ εἰς τὸ πρόσωπον αὐτό μου.
ΧΑΙ. ἐς κόρακας. (ΠΥ.) ἐν ὅσῳ δ᾽ «ἀλλά σ᾽ ὁ Ποσειδῶν—» λέγων
κατέμυσα, χάρακα λαμβάνει πάλιν τινά·
ταύτῃ μ᾽ ἐκάθαιρε, «σοὶ δὲ κἀμοὶ πρᾶγμα τί
115 ἐστιν;» λέγων, «τὴν δημοσίαν οὐκ οἶσθ᾽ ὁδόν;»
ὀξύτατον ἀναβοῶν τι. ΧΑΙ. μαινόμενον λέγεις
τελέως γεωργόν. (ΠΥ.) τὸ δὲ πέρας· φεύγοντα γὰρ
δεδίωχ᾽ ἴσως με στάδια πέντε καὶ δέκα,
περὶ τὸν λόφον πρώτιστον, εἶθ᾽ οὕτω κάτω
120 εἰς τὸ δασὺ τοῦτο, σφενδονῶν βώλοις, λίθοις,
ταῖς ἀχράσιν ὡς οὐκ εἶχεν οὐδὲν ἄλλ᾽ ἔτι.
‹ΧΑΙ.› ἀνήμερόν τι πρᾶγμα τελέως, ἀνόσιος
γέρων. ‹ΠΥ.› ἱκετεύω σ᾽, ἄπιτε. (ΣΩ.) δειλίαν λέγεις.

***
Έρχεται ο Πυρρίας τρεχάτος και κατατρομαγμένος.
ΠΥΡΡΙΑΣ
Βάρδα, φυλάξου, φύγετε απ᾽ τη μέση·
ένας τρελός με πήρε του κυνήγου.
ΣΩΣ. Τί ᾽ναι, μωρέ Πυρρία; ΠΥΡ. Φευγάτε! δρόμο!
ΣΩΣ. Τί τρέχει; ΠΥΡ. Είμαι χαμένος· με βαράνε
με βώλους και με πέτρες. ΣΩΣ. Σε βαράνε;
Πού τρέχεις, δόλιε;
Ο Πυρρίας σταματάει απότομα και κοιτάζει πίσω του.
ΠΥΡ. Δε με κυνηγάει,
φαίνεται, πια. ΣΩΣ. Κανείς δεν κυνηγάει.
ΠΥΡ. Θαρρούσα εγώ πως κυνηγούσε ακόμα.
ΣΩΣ. Τί νέα λοιπόν; ΠΥΡ. Ας φύγουμε, αφεντάκι·
θερμοπαρακαλώ. ΣΩΣ. Και πού να πάμε;
ΠΥΡ. Μακριά απ᾽ αυτή την πόρτα, όσο μπορούμε.
Αυτός που κατοικεί στο σπίτι τούτο,
90 ο άνθρωπος, λέω, που μ᾽ έστειλες να πάω,
είναι ένας γιος της συμφοράς, βλαμμένος,
θεοπάλαβος, κακού μεγάλου εργάτης·
έτσι όπως σκόνταφτα, όλα των ποδιών μου
τα δάχτυλα, εγώ λέω, θα τσακιστήκαν.
ΣΩΣ. (στο Χαιρέα) Ποιός ξέρει αυτός τί παλαβιά έχει κάμει;
ΧΑΙΡ. Φως φανερό. ΠΥΡ. Αχ, αφέντη, αν φταίω σε κάτι,
να μη σώσω· όχι, Σώστρατε· φυλάξου.
Μα να μιλήσω δεν μπορώ· η ανάσα
μού πιάνεται. — Τους χτύπησα την πόρτα·
είπα «θέλω να δω το νοικοκύρη».
Μια γριά, μια κακομοίρα, ήρθε κοντά μου,
κι από τη θέση αυτή όπου τώρα στέκω
100 μου ᾽δειξε τον αφέντη της αντίκρυ
σ᾽ εκείνον το λοφάκο· τριγυρνούσε
και μάζευε αγριάχλαδα, ίσως ξύλα.
ΣΩΣ. (ειρωνικά) Οργής μεγάλης έργα. ΠΥΡ. Ευλογημένε,
μη βιάζεσαι. Εγώ μπήκα στο χωράφι
και βάδιζα να πάω εκεί κοντά του·
κι από πολιτική, ποθώντας κιόλας
να του φερθώ καλά, πολιτισμένα,
τον χαιρετώ μακριάθε και του λέω:
«Έρχομαι εδώ σ᾽ εσένα, πατερούλη,
με την επιθυμία να σου μιλήσω
για κάτι που, θαρρώ, θα σ᾽ ενδιαφέρει».
«Αθεόφοβε» φωνάζει αυτός αμέσως·
«τί σου ᾽ρθε, βρε, και μπαίνεις στο δικό μου
110 το χτήμα;» Κι ένα βώλο ευθύς αρπώντας
μου τον πετάει κατάμουτρα. ΧΑΙΡ. Να πάρει
η οργή. ΠΥΡ. Και πριν καλά καλά προφτάσω
τα μάτια μου να κλείσω και να κράξω
«απ᾽ το θεό να τό ᾽βρεις», παίρνει εκείνος
ένα καμάκι, στύλο για τα δέντρα,
και μου ξυρίζει μια χαρά την κούτρα.
«Βρε, τί δοσοληψίες έχουμε οι δυο μας;»
μου λέει· «δεν ξέρεις το δημόσιο δρόμο;»
και ξεφωνούσε με σκληριές. ΧΑΙΡ. Έτσι όπως
τον περιγράφεις, είν᾽ ένας ξωμάχος
τέλεια τρελός. ΠΥΡ. Στα τελευταία, το βάζω
στα πόδια, αυτός με παίρνει το κατόπι,
με κυνηγάει ως δεκαπέντε στάδια,
στην αρχή γύρω γύρω στο λοφάκο,
ύστερα εδώ στο σύδεντρο που βλέπεις,
120 βώλους και πέτρες πάνω μου πετώντας,
και τέλος, σα δεν είχε τίποτ᾽ άλλο,
αγριάχλαδα. ΧΑΙΡ. Τί ανήμερο θηρίο!
Αθεόφοβο γερόντιο. ΠΥΡ. Τραβηχτείτε,
παρακαλώ από δω. ΣΩΣ. Θα ᾽ταν δειλία.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Η συνάντηση της αρχαίας Ελληνικής με άλλες γλώσσες

9.4 Και πάλι για τα μυστικά της γλωσσικής επαφής

Σήμερα ακούγεται συχνά η έκφραση τρέχω το πρόγραμμα με αναφορά στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Αυτή είναι μια καινούργια έκφραση όπου το ρήμα τρέχω αποκτά μια νέα χρήση. Πρόκειται, βέβαια, για μετάφραση από τα αγγλικά (to run theprogram) και αυτό γιατί από τα αγγλικά προέρχεται η ορολογία της πληροφορικής. Στην περίπτωση αυτή ο δανεισμός δεν είναι «φανερός» αλλά «κρυφός»: δεν μπαίνει στη γλώσσα μια ξένη λέξη αλλά μια ξένη χρήση και έκφραση. 

Τέτοιου είδους δάνεια λέγονται μεταφραστικά δάνεια. Τα «φανερά» δάνεια, όπως μπαρ, πάρτι κλπ., είναι λοιπόν η «κορυφή του παγόβουνου». Υπάρχουν και τα «κρυφά» δάνεια, όπως το παράδειγμα που είδαμε, που αφορούν μεταφράσεις στα νέα ελληνικά ξένων εκφράσεων και χρήσεων. Πάρα πολλές εκφράσεις, αλλά και λέξεις, μπήκαν στα νέα ελληνικά από αυτό τον δρόμο. Θυμηθείτε τη λέξη διαμέρισμα που συζητήσαμε σε ένα προηγούμενο κεφάλαιο: πρόκειται, όπως λέγαμε, για την ακριβή μετάφραση του γαλλικού όρου appartement.

Κρυφός και φανερός δανεισμός, λοιπόν, δείχνουν ότι οι γλώσσες δεν «φοβούνται» τις επαφές. Και δεν τις «φοβούνται» γιατί είναι αναπόφευκτες και αναγκαίες. Επιπλέον, οι γλώσσες έχουν τους μηχανισμούς με τους οποίους προσαρμόζουν και κάνουν δικά τους τα δάνεια. Πόσοι από εμάς αναγνωρίζουν μια «ξένη» λέξη στις λέξεις σπίτι, καβγάς, μεράκι, τάβλι, φούρνος, χατίρι, κέφι, γάιδαρος, κορδόνι, μαρούλι, μπουκιά, σουβλάκι, παπούτσι, ρούχο, λεμόνι και πλήθος άλλες;

Ποια κοινωνική επανάσταση;

Για ποια επανάσταση μιλάς; Η επανάσταση είναι μέσα σου αλλά καθυστερείς να την αναλάβεις.

Νομίζεις ότι μπορείς να αλλάξεις την κοινωνία αν δεν αλλάξεις πρώτα τον τρόπο που σκέφτεσαι για αυτήν; Νομίζεις ότι μπορεί πραγματικά να υπάρξει κοινωνική δικαιοσύνη αν δεν υπάρξει πρώτα ατομική ευθύνη; Νομίζεις ότι οι διάφορες πτυχές, τομείς, ρόλοι της ζωής σου είναι ανεξάρτητοι από την «επανάσταση» που θέλεις να κάνεις. Αλλά όλα, τα πάντα είναι απόλυτα συνδεδεμένα και σχετικά.

Δεν πείθουμε με τα λόγια μας, πολλές φορές ούτε με τις πράξεις μας. Γιατί; Γιατί τα λόγια σου δεν τα ακούνε όσοι δεν θέλουν να ακούσουν. Ακούμε αυτά που ήδη ξέρουμε. Τις πράξεις σου θα τις κρίνουν όπως συμφέρει τη «γνώση» που νομίζουν πως έχουν. Πώς αλλιώς θα δικαιολογήσουν την αμετανόητη στάση τους;

Τότε τι κάνουμε; Αλλάζουμε εμείς! Επιλέγουμε να ζούμε εμείς σύμφωνα με τη συνείδησή μας, σύμφωνα με τις ανώτερες αρχές μας, τα ιδανικά μας, χωρίς να μετράμε όφελος ή κόστος...
Αλλά δεν μπορείς να το κάνεις αυτό αν δεν έχεις αλλάξει ΠΡΩΤΑ τον ΤΡΟΠΟ που σκέφτεσαι.

Ο μεγαλύτερος εχθρός σου, κι ας μην το ξέρεις, είναι ο ίδιος σου ο νους, ΕΠΕΙΔΗ δεν τον ξέρεις. Επειδή δεν ξέρεις πώς σκέφτεσαι, τι προκαλεί τις σκέψεις σου, επειδή προσπαθείς αλλά δεν καταφέρνεις να ελέγχεις τα συναισθήματά σου, επειδή βρίσκεσαι εντελώς στο έλεος του νου σου…. Ακόμα κι αν τον έχεις εκπαιδεύσει να είναι ολιγαρκής, ταπεινός, συγκαταβατικός. Άλλα σκέφτεσαι, άλλα θέλεις κι άλλα κάνεις.

Γίνε ταπεινός πραγματικά, με την αληθινή σημασία της λέξης. Τόλμησε να δεις καθαρά και με ειλικρίνεια την ίδια σου τη ζωή, την καθημερινότητά σου, τον εαυτό σου. Δες τι σκέφτεσαι όλη μέρα… εκεί θα βρεις κρυμμένες τις πεποιθήσεις σου που συμβάλλουν τα μέγιστα σε αυτήν την κοινωνία που κατηγορείς και θέλεις να αλλάξεις. Δες τα συναισθήματά σου… εκεί θα βρεις κρυμμένες ανάγκες, επιθυμίες και τα πολλά εγώ που κρύβεις μέσα σου.

Ο προσηλυτισμός δεν λειτουργεί παρά μόνο για τους αδαείς και όσους θέλουν ακόμα να πλανούνται, να οδηγούνται από άλλους, να μην αναλαμβάνουν ευθύνη για τον ίδιο τους τον εαυτό. Η πειθώ είναι ενέργεια αδυναμίας και αυτό-αμφισβήτησης που χρησιμοποιεί εξουσιαστικά τη δύναμη του λόγου που όμως είναι ξύλινος και συχνά ψεύτικος (ενώ φαίνεται φυσικά αληθινός και "τεκμηριωμένος").

Οι ομάδες σε παγιδεύουν σε μια ασφαλή κοινωνία ομοϊδεατών που όμως κοιμίζουν την εσωτερική σου φωνή και τα ερωτήματα του Εαυτού σου που φοβάσαι να αγγίξεις. Τα δράματα είναι στημένα, η πολιτική ένα παιχνίδι εντυπώσεων και εξουσίας που εσύ παρακολουθείς υπνωτισμένος πιστεύοντας ότι υπάρχει αλήθεια στην ψήφο σου.

Πού υπάρχει η αλήθεια; Τι πρέπει να κάνεις; Ποιον ν’ ακούσεις; Τι να πιστέψεις; Τι να επιλέξεις; Προς τα πού να κατευθυνθείς; Ενόσω δεν έχεις βρει τον τρόπο να βρίσκεις μέσα από τον Εαυτό σου αυτές τις απαντήσεις, θα εξακολουθείς να παρασύρεσαι, να παλεύεις επαναστάσεις άσκοπες, να φοβάσαι, να δυστυχείς… χωρίς να συνειδητοποιείς, πόσους και πόσα τραβάς μαζί σου, με την πεισματική άγνοιά σου.

Αν βάζεις ΟΠΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ σε βάθρο… τότε πού στέκεσαι εσύ;

Ρίσκο: το Κλειδί για την Αλλαγή

Αν πλήττεις, αν φοβάσαι, αν δεν σ’ αρέσει το σκηνικό σου, άνοιξε την πόρτα και φύγε!

Ποιος είπε, ότι πρέπει να μείνεις εδώ; Όσο η καρδιά και το μυαλό σου δουλεύουν και το ηθικό είναι ακμαίο, μπορείς να μπεις σε όποιο σκηνικό θελήσεις.

Μπορείς να φτιάξεις το δικό σου. Να δημιουργήσεις ένα νέο. Από αύριο κιόλας τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Κάνε τα διαφορετικά γιατί μόνο η πράξη αλλάζει.

Οι κουβέντες είναι καλές μόνο στην αρχή. Η συνειδητοποίηση είναι μόνο η μισή λύση. Τα υπόλοιπα είναι πράξη...

Διάλεξε το δρόμο της ζωής.

Διάλεξε το δρόμο της αγάπης.

Διάλεξε τον δρόμο του ενδιαφέροντος.

Διάλεξε το δρόμο της ελπίδας.

Διάλεξε το δρόμο της πίστης στο αύριο.

Διάλεξε το δρόμο της εμπιστοσύνης.

Διάλεξε το δρόμο της καλοσύνης.

Από εσένα εξαρτάται. Εσύ θα διαλέξεις.

Μπορείς να διαλέξεις την απελπισία, την δυστυχία. Μπορείς να κάνεις τη ζωή δύσκολη για τους άλλους. Μπορείς να διαλέξεις την θρησκοληψία. Γιατί όμως; Δεν έχει νόημα. Είναι και πάλι αυτομαστίγωμα.

Σε προειδοποιώ όμως ότι, αν αποφασίσεις να πάρεις την πλήρη ευθύνη για τη ζωή σου, δεν πρόκειται να είναι εύκολο πράγμα και θα πρέπει να μάθεις ξανά να ρισκάρεις.

Το ρίσκο – αυτό είναι το κλειδί για την αλλαγή.

«Όταν γελάς, διακινδυνεύεις να περάσεις για ηλίθιος»

Και λοιπόν; Και λοιπόν; Συχνά λέω πως ο κόσμος βλέπει τον άλλον σαν ένα είδος τρελού. Είναι πραγματικά τρελό! Εγώ όμως το γλεντάω αφάνταστα, ενώ χιλιάδες γνωστικοί πεθαίνουν από ανία.

«Όταν κλαις, κινδυνεύεις να περάσεις για συναισθηματικός»

Δε φοβάμαι να κλάψω. Κλαίω συχνά. Κλαίω από απελπισία. Μερικές φορές κλαίω διαβάζοντας τις εργασίες των μαθητών μου. Κλαίω όταν βλέπω ευτυχισμένους ανθρώπους. Κλαίω όταν βλέπω ανθρώπους να αγαπιούνται. Δε με νοιάζει μήπως φανώ συναισθηματικός. Δεν πειράζει. Μ’ αρέσει. Μου καθαρίζει τα μάτια.

«Όταν ανοίγεσαι στους άλλους, κινδυνεύεις να μπλεχτείς»

Και τι πιο σημαντικό υπάρχει στην ζωή; Δεν έχω καμιά διάθεση να ζήσω μόνος μου σ’ ένα νησί. Το γεγονός ότι βρισκόμαστε μαζί εσείς και εγώ, σημαίνει πως έτσι είμαστε φτιαγμένοι. Ας βρούμε τρόπους να κάνουμε την κατάσταση αυτή μια ευκαιρία χαράς.

«Όταν δείχνεις τα συναισθήματα σου, κινδυνεύεις να αποκαλύψεις την ανθρωπιά σου»

Εγώ χαίρομαι να αποκαλύπτω την ανθρωπιά μου. Μπορείς να αποκαλύψεις πολύ χειρότερα πράγματα από την ανθρωπιά σου.

«Όταν εκθέτεις τις ιδέες και τα όνειρά σου στο κόσμο, κινδυνεύεις να τα χάσεις»

Τι να γίνει. Δεν μπορείς να κερδίζεις τα πάντα. Κι ούτε είναι δυνατόν να σε αγαπούν όλοι. Πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα πει «Είναι απατεώνας. Έλα, αρκετά ακούσαμε. Πάμε σπίτι ». Κι αυτό είναι πολύ καλό, ξέρετε, και σωστό. Δεν είναι δυνατόν να σε αγαπούν όλοι.

«Όταν αγαπάς, κινδυνεύεις να μην έχει ανταπόκριση η αγάπη σου»

Δεν είναι κακό αυτό. Αγαπάς για να αγαπάς, και όχι για να πάρεις ανταπόκριση – αυτό δεν είναι αγάπη.

«Όταν ελπίζεις, κινδυνεύεις να πονέσεις» και «’Όταν δοκιμάζεις, κινδυνεύεις να αποτύχεις»

Κι όμως πρέπει να ρισκάρεις, γιατί η μεγαλύτερη ατυχία στη ζωή είναι να μην ρισκάρεις τίποτε. Όποιος δεν ρισκάρει τίποτε δεν κάνει τίποτε, δεν έχει τίποτε και δεν είναι τίποτε. Μπορεί ν’ αποφεύγει τον πόνο και την λύπη, αλλά δεν μαθαίνει, δε νιώθει, δεν αλλάζει, δεν αναπτύσσεται, δεν ζει και δεν αγαπά.

Είναι δούλος αλυσοδεμένος με τις βεβαιότητες και τους εθισμούς του. Έχει ξεπουλήσει το μεγαλύτερο αγαθό του, την ατομική του ελευθερία. Μόνο ο άνθρωπος που ρισκάρει είναι ελεύθερος.

Το να κρατάς κρυμμένο τον εαυτό σου, να τον χάνεις με τις αυτομειωτικές σου ιδέες, είναι θάνατος. Μην αφήσεις να σου συμβεί αυτό.

Η μεγαλύτερή σου υποχρέωση είναι να γίνεις όλα όσα είσαι όχι μόνο για δικό σου όφελος, άλλα και για δικό μου...

H σιωπή πνίγει την ανάσα της σχέσης

Δεν είναι σπάνιες ή λίγες οι φορές που έχει διαπιστωθεί ότι τα ζευγάρια που δυσκολεύονται στις σχέσεις τους, συχνά καταλήγουν να επιλέγουν τη σιωπή ως μέσο διαχείρισης. Μερικές φορές, είναι το ένα άτομο που καταφεύγει στη σιωπή ενώ μερικές φορές είναι και τα δύο.

Σε κάθε περίπτωση, η σιωπή, η οποία δεν αποτελεί μια υγιής παύση ή ένα διάλειμμα για συλλογισμό, αφορά την απουσία της λεκτικής και συναισθηματικής οικειότητας.

Αν δεν υπάρχει επικοινωνία στα πλαίσια μιας υψηλής αισθητηριακής αντίληψης ή της γλώσσας του σώματος, οι λέξεις είναι τα μόνα εργαλεία που έχει κανείς στη διάθεσή του για να επικοινωνήσει, πόσο μάλλον να επιλύσει τα προσωπικά του ζητήματα. Όταν καταφεύγει κανείς στη σιωπή, χάνεται η ουσία της σχέσης εφόσον όχι μόνο σαμποτάρει τη σανίδα σωτηρίας μιας υγιούς σχέσης αλλά ταυτόχρονα πνίγει τις ανάγκες έκφρασης του ατόμου.

Όταν μπορεί κανείς να εκφράσει αυτό που αισθάνεται, τη στιγμή που το αισθάνεται, υπάρχει πολύ μικρότερη πιθανότητα ότι θα επαναφέρει αυτό το συναίσθημα σε ένα δεύτερο χρόνο. Τα συναισθήματα που δεν εκφράζονται είναι πολύ πιθανό κάποια στιγμή να διηθηθούν και να υπερχειλίσουν με αποτέλεσμα να πάρουν δική τους ενέργεια και υπόσταση.

Αυτό συχνά έχει ως αποτέλεσμα οι ακόλουθες ώρες σύγκρουσης ή οι ημέρες να έχουν μικρή σχέση με την αρχική συναισθηματική εμπλοκή. Όταν συμβεί αυτό υπάρχει μικρή πιθανότητα να έχει ισχύ, καθώς μπορεί να υπάρχει μικρή αντιστοιχία ανάμεσα στα πληγωμένα συναισθήματα του ατόμου και τη διατάραξη της στιγμής.

Εκφράζοντας στο άλλο άτομο το συναίσθημα θυμού και εξηγώντας το λόγο ύπαρξής του, πιθανότατα να εξασθενίσει η αντιδραστική κατάσταση του συναισθήματος του θυμού, αλλά και της συμπεριφοράς που συνδέεται με το συναίσθημα αυτό. Επιπρόσθετα, η μη λεκτικοποίηση και η καταστολή των συναισθημάτων του ατόμου, με την πάροδο του χρόνου, έχει ως αποτέλεσμα μια σημαντική δυσαρέσκεια και μια αντίστοιχη συμπεριφορά που θα μπορούσε κανείς να περιμένει.

Όταν δεν μοιράζονται τα προβληματικά ή δυσάρεστα συναισθήματα, υπάρχει μια μεγάλη πιθανότητα ότι το άτομο θα ενεργήσει επάνω σε αυτά, με ποικίλους τρόπους οι οποίοι ενδεχομένως να μην σχετίζονται και μεταξύ τους. Σε αυτήν την περίπτωση, το ίδιο το άτομο γίνεται το πρόβλημα στα μάτια του άλλου. Έτσι λοιπόν τα άτομα εισέρχονται σε μια κατάσταση ατέρμονης σιωπής και πάλης.

Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν σκέφτονται άτομα που ασκούν έλεγχο, έχουν συνήθως στο μυαλό τους εικόνες από άτομα που μιλάνε έντονα και δυνατά ή είναι επιθετικά. Μπορεί μάλιστα να φαίνεται να ασκούν εκφοβισμό για να ελέγχουν τους άλλους. Ωστόσο, είναι εμφανές το τι συμβαίνει. Δεν υπάρχουν εκπλήξεις. Υπάρχει ασυνείδητα ένα πιο ύπουλο είδος ελέγχου, που όμως στηρίζεται στη σιωπή.

Όταν δεν μοιράζεται κανείς τις σκέψεις του με τον άλλον, το κάνει γιατί ασυνείδητα με αυτόν τον τρόπο ελέγχει συχνά τις αντιδράσεις και τη συμπεριφορά του άλλου. Αν δεν γνωρίζει τι σκέπτεται, τότε δεν μπορεί ενδεχομένως και να απαντήσει. Κατά καιρούς, οι άνθρωποι που έχουν την τάση να ευχαριστήσουν τους άλλους ή να αποφύγουν την αντιπαράθεση παγιδεύονται σε αυτό το δίλημμα. Η τάση είναι να επιλέξουν τη σιωπή προκειμένου να διαταράξουν το άλλο άτομο.

Όταν προσφεύγει κανείς στη σιωπή, δημιουργεί έναν εσωτερικό μονόλογο, μέσα από τον οποίο συνήθως αποδίδει στον άλλον τη δική του προβολή για το πώς υποθέτει ότι θα απαντούσε το άλλο άτομο, εάν μοιραζόταν στην πραγματικότητα τις σκέψεις του μαζί του. Εν ολίγοις, παίζει ένα ολόκληρο σενάριο στο οποίο ο ρόλος του άλλου είναι προκαθορισμένος.

Με αυτόν τον τρόπο, το άτομα εγκλωβίζονται σε μια κατάσταση στασιμότητας, όπου η επικοινωνία αναβάλλεται και η σχέση έχει ελάχιστες πιθανότητες να εξελιχθεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις, συνήθως εξασθενεί και μαραίνεται. Δεν υπάρχει, εφόσον δεν δίνεται, καμία ευκαιρία για επίλυση των ζητημάτων, πόσο μάλλον για την ανάπτυξή της.

Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, η σιωπή ίσως χρησιμοποιηθεί ως μια μορφή τιμωρίας του άλλου ατόμου. Με το να αποσύρεται όμως κανείς από τη σχέση με τον τρόπο αυτό, η σιωπή γίνεται ένα μέσο για το θυμό που εμποδίζει την ευκαιρία για επίλυση.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, η σιωπή χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της συμπεριφοράς του άλλου. Βάζει στο αθόρυβο τις σκέψεις και τα συναισθήματά του ατόμου και στερεί τη δυνατότητα χρήσης οποιουδήποτε αυθεντικού διαλόγου. Δεν υπάρχει δυνατότητα επίλυσης. Η σιωπή σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πλήρως μη-συμμετοχική.

Εκτός από τη δημιουργία ενός ανασταλτικού παράγοντα μιας υγιούς σχέσης, η σιωπή συχνά μπορεί να οδηγήσει στην απελπισία και την κατάθλιψη. Όχι με την έννοια του στοχαστικού προβληματισμού, αλλά μιας χρόνιας πάλης που συχνά καταλήγουν τα άτομα όσον αφορά την έκφραση των συναισθημάτων τους. Η σιωπή πνίγει την ανάσα της σχέσης. Η χειριστική σιωπή πνίγει την ψυχή σε αντίθεση με την έκφραση της φωνής ενός ατόμου που επιβεβαιώνει τη ζωή.

Το άτομο που καταλήγει στη σιωπή ενδεχομένως να ισχυριστεί ότι το άλλο άτομο "Δεν θα ακούσει πραγματικά" ή "Θα το ρίξει πίσω σε μένα και δεν θέλω έρθω σε αντιπαράθεση και διαμάχη." Παρά το ότι αυτός ο τρόπος σκέψης μπορεί να είναι κατανοητός ως ένα βαθμό δεν παύει να είναι αυτο-τραυματικός.

Το ίδιο το άτομο ακυρώνει τον εαυτό του όταν εμποδίζει τη δική του έκφραση και λεκτική επικοινωνία. Εντούτοις, δεν χρειάζεται να παραμείνει βυθισμένο σε αυτή την πάλη με τη σιωπή καθώς μπορεί να βελτιώσει τις πιθανότητές να ακουστεί πραγματικά σε τέτοιες καταστάσεις. Το να μάθει κανείς τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να ακουστεί αποτελεί μια επίκτητη δεξιότητα.

Όσο πιο ρηχός είναι κάποιος τόσο πιο πιθανό είναι να ενδώσει στο κακό

Για μένα υπάρχει μια σημαντικότατη διαφορά: "κοινοτοπία" είναι ό,τι συμβαίνει συνήθως, κοινώς, παρ' όλα αυτά κάτι μπορεί να είναι αβαθές, και δίχως ακόμη να είναι κοινό…

Εννοώ ότι, αν πάμε μέχρι τη ρίζα, το κακό δεν είναι ριζικό, δεν έχει βαθύτητα, και είναι ακριβώς για το λόγο αυτό που είναι τόσο τρομερά δύσκολο να συλλάβουμε με τη σκέψη, γιατί σκέφτομαι εξ ορισμού, σημαίνει φτάνω μέχρι τις ρίζες.

Το κακό είναι ένα φαινόμενο της επιφάνειας, και αντί να είναι ριζικό, είναι απλώς ακραίο.

Αντιστεκόμαστε στο κακό όχι παρασυρόμενοι από την επιφάνεια των πραγμάτων, αλλά σταματώντας και ξεκινώντας να σκεφτόμαστε – δηλαδή προσεγγίζοντας μια διάσταση διαφορετική από εκείνη του ορίζοντα της καθημερινής ζωής.

Με άλλα λόγια, όσο πιο ρηχός είναι κάποιος τόσο πιο πιθανό είναι να ενδώσει στο κακό.

Σήμερα είμαι της άποψης πως το κακό δεν είναι ποτέ "ριζικό", αλλά μονάχα ακραίο, και ότι δεν έχει ούτε βαθύτητα ούτε κάποια δαιμονική διάσταση.

Το κακό δύναται να κατακυριεύει τα πάντα και να σαρώνει τον κόσμο ολόκληρο, ακριβώς γιατί διασπείρεται σαν μύκητας.

Το κακό "προκαλεί" τη σκέψη, όπως είπα, γιατί η σκέψη προσπαθεί να αγγίξει το βάθος, να φτάσει στις ρίζες του και από τη στιγμή που καταπιάνεται με το κακό, απογοητεύεται, το εγχείρημα αποβαίνει μάταιο, γιατί δεν βρίσκει τίποτε, γιατί δεν υπάρχει τίποτε να βρει.

Εδώ έγκειται η “ρηχότητα” του.

Μόνο το καλό έχει βαθύτητα και μόνο το αγαθό μπορεί να είναι ριζικό.

Να μαθαίνεις στους νέους τη ζωή και να τους ξεμαθαίνεις τις δεισιδαιμονίες

Αυτά είναι δουλειές και καμώματα για τους Βουσμάνους φίλε. Αυτά και τα άλλα συναφή τους. Βασκανίες, ξεματιάσματα, αστρολογία, τσαρλατανιά και λωποδύτες.

Ευχές και κατάρες, θεοί, διαβόλοι, αγγέλοι και φαντάσματα. Τελώνια τούλπες και δαιμονικά, το χερικό και το ποδαρικό, η μυρωδιά, το θυμίαμα και το λιβάνι. Λιτανείες για την ανεβροχιά, σταυροκοπήματα και μετάνοιες, φυλαχτά γκόλφια, κόκαλα χάντρες νυχτερίδες κα το τετράφυλλο τριφύλλι.

Τέτοιας λογής είναι ο φέροντας σκελετός της πνευματικής οργάνωσης των παιδιών μας. Τα πέλματα και τα πέδιλα, οι κολόνες, τα συνάζια και οι δοκοί συνδέσεως της ζωής τους είναι οι δεισιδαιμονίες και οι προλήψεις.

Αγωνιζόμαστε να αφαιρέσουμε τη φύση μέσα από το παιδί, και την ανταλλάζουμε με την άρρωστη γνώμη μας.

Και δόστου οι παπάδες με τα θυμιατά στις γωνίες των κοιμητηρίων. Για να βουτάνε τα όβολα των πονεμένων. Σαν το φίδι κοιτάνε πώς να μαγνητίσουν το θύμα. Ασε πια όταν τύχει να τους ιδείς να πιάνονται σε πρόστυχο καβγά για τον πελάτη. Χάρμα.

Και βέβαια ημπορεί να εννοήσει κανείς τη λυσσαλέα τους αντίδραση, όταν χρόνια τώρα ζητούμε να καθιερωθεί και στην Ελλάδα το αποτεφρωτήριο και η προαιρετική καύση των νεκρών. Όπως είναι σε όλες τις φτασμένες χώρες.

Και δόστου οι αγύρτες με τα ωροσκόπια και τους ζωδιακούς σε εφημερίδες και περιοδικά και τελεβίζια.

Βλέπεις κάτι χοντρές κυρίες, που σαν αρχίσουν να σου μιλούν για τον Στάχυ της Παρθένου και για τις επιρροές του Αιγόκερου με τα κέρατα στα ερωτικά σου βουβαίνουν τον Πεντζίας και τον Ουίλσον (οι αστροφυσικοί Penzias και Wilson to 1963 παρατήρησαν την ακτινοβολία μικροκυμάτων 3Κ που γεμίζει το σύμπαν.

Είναι καθώς υποθέτουν ισχυρά το κατάλοιπο από τη θερμοκρασία της μεγάλης έκρηξης (big bang) που ήταν άπειρη τη στιγμή της πρώτης αρχής, πριν 15 δισεκατομμύρια χρόνια).

Στο άψε σβήσε σου μετρούν την απόσταση από τη Γη ως το νέφος του Μαγγελάνου. Τα έτη φωτός και τα πάρσεκ, και τα μεγαπάρσεκ και τον ηλιακό άνεμο και τις ηλιακές κηλίδες και το ηλιακό στέμμα τα παίζουν στα δάχτυλα πεντόβολα...

Και δόστου το τροπάρι για την καλή ψυχή και τα καλά στερνά.

Να γίνεις δίκαιος και να γίνεις καλός για τους άλλους. Να πηγαίνεις το δείλι στο παρεθύρι, και να διαβάζεις τη Θεία Γραφή και τη Χαλιμά, που έλεγε της θυγατρός της η Γυναίκα της Ζάκυθος.

Εσύ ν΄ αγιάσεις. Και να μην προσέχεις που οι άλλοι είναι λύκοι έτοιμοι να σε φάνε.

Και προπάντος αυτό: τα μάτια σου τέσσερα για τον Ουρανό και τη Βασιλεία του…

Δυο εντολές

«Αυτές είναι οι δύο εντολές που πάνω τους κρέμουνται οι νόμοι και οι προφητείες της παιδείας. Να χτίζεις στο μάρμαρο της γνώσης και να γκρεμίζεις την αχεροπληθιά της πρόληψης.

Σωστή παιδεία θα ειπεί να μαθαίνεις στους νέους τη ζωή και να τους ξεμαθαίνεις τις δεισιδαιμονίες που από νήπια τους περνάει μια παράδοση άρρωστη μέσα από την οικογένεια, την κοινωνία, την πολιτεία, την εκκλησία, τα μέσα ενημέρωσης, και τους άλλους παράγοντες της αγωγής.

Το ένα λοιπόν είναι να ριζώσουμε το νέο στη ζωή, Το άλλο να ξεριζώσουμε από μέσα του την ψευτιά.»

Δημήτρης Λιαντίνης, Τα Ελληνικά

Γιατί μας εκνευρίζουν οι γονείς μας;

Πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι γονείς μας κάποιες φορές έχουν ένα ιδιαίτερο χάρισμα. Ξέρουν τι να πουν για να μας απογειώσουν και να μας σπάσουν τα νεύρα.

Ένα βλέμμα τους καμιά φορά αρκεί για να μας ανέβει το αίμα στο κεφάλι.

«Το κοίταξες αυτό στη δουλειά σου;» θα ρωτήσουν και εμείς θα τσατιστούμε.

«Πώς μιλάς έτσι στο παιδί σου. Εγώ έτσι σε μεγάλωσα;» θα ακούσουμε και θα εκραγούμε.

«Να πας να κάνεις τις εξετάσεις σου» θα μας θυμίσουν και θα νιώσουμε έντονη ενόχληση.

Γιατί συμβαίνει αυτό;

Εν αρχή ην ο νόμος

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όταν ήμαστε μικρά παιδιά, οι γονείς ήταν για εμάς οι τεράστιοι γίγαντες που τα ήξεραν όλα. Ήταν αυτοί που μας μάθαιναν τον κόσμο. Στα μάτια του παιδιού ο γονέας είναι κάτι το ιδανικό. Ένας παντογνώστης. Ό,τι λέει ο γονιός είναι Νόμος.

Αν ο γονέας λέει ότι τα καλά κορίτσια ξέρουν να ράβουν, αυτό για εμάς είναι Νόμος. Αν πει ότι οι άντρες δεν κλαίνε, αυτό για εμάς είναι Νόμος.

Όταν δε μας βγαίνει να κάνουμε αυτό που μας λένε νιώθουμε πολύ άσχημα. Αν τα καλά παιδιά δεν αντιμιλάνε και εμείς έχουμε αντίρρηση σε όσα μας λένε, νιώθουμε κακά παιδιά. Αν πει ο γονέας πρέπει να πας να φιλήσεις τη θεία σου, και εσύ δε τη συμπαθείς, θα είναι πολύ άβολο. Από τη μια η δική σου αίσθηση είναι ότι δε θέλεις και από την άλλη ο Νόμος λέει ότι πρέπει. Έχουμε αντικρουόμενα συναισθήματα.

Είναι τα πρότυπά μας και κανείς δε θέλει να πηγαίνει κόντρα στο πρότυπό του.

Η εφηβεία

Στην περίοδο της εφηβείας τα παιδιά αρχίζουν και αποκτούν άλλα πρότυπα. Η φύση έχει προβλέψει ώστε στην περίοδο αυτή, να αρχίσουμε να νοιαζόμαστε περισσότερο για το τι λένε οι συνομήλικοί μας και λιγότερο οι γονείς μας.

Σύμφωνα με την εξελικτική ψυχολογία, αυτό συμβαίνει γιατί πριν από χιλιάδες χρόνια όταν φτάναμε στα 13-14 έπρεπε να αφήσουν την ασφάλεια της σπηλιάς όπου μέναμε με την οικογένεια και να βγούμε έξω να κυνηγήσουμε. Έπρεπε να στηριζόμαστε πολύ περισσότερο στους άλλους για την επιβίωσή μας και λιγότερο στην οικογένεια.

Ο εγκέφαλος των εφήβων είναι υπερευαίσθητος στο να το έχουν την αποδοχή των άλλων εφήβων.

Αν όλα παν καλά, τότε η περίοδος της εφηβείας είναι μια περίοδος έντασης στο σπίτι. Οι έφηβοι αμφισβητούν τους γονείς τους, αμφισβητούν τον νόμο και φτιάχνουν νέους δικούς τους νόμους.

«Θα φορέσω σκουλαρίκι στη μύτη επειδή μου αρέσει».

«Θα φοράω μόνο μαύρα, γιατί γουστάρω».

«Δε θα την ξαναφιλήσω αυτή τη θεία!»

Αν όλα πάνε καλά ο έφηβος θα νιώθει ασφαλής να εκφράσει τις διαφορετικές του απόψεις και ο γονέας θα το αντέξει. Διότι θα κατανοεί πως έτσι δημιουργεί το παιδί του την δική του προσωπικότητα.

Όπως άκουσα πολύ πετυχημένα να λέγεται: «Αν όλα παν καλά ο γονέας θα βλέπει την πλάτη του παιδιού. Αν εξακολουθεί βλέπει το πρόσωπο του παιδιού, τότε μάλλον κάτι δεν πήγε πολύ καλά».

Τα καλά παιδιά

Δυστυχώς δεν πηγαίνουν πάντα όλα καλά, και μερικοί από εμάς γινόμαστε τα καλά παιδιά που δε θέλουμε να στεναχωρούμε τους άλλους. Και φυσικά όχι τους γονείς μας. Αυτό σημαίνει ότι για εμάς, αυτά που λένε οι γονείς μας εξακολουθούν να είναι ο Νόμος. Ταυτόχρονα, καθώς ενηλικιωνόμαστε, μαθαίνουμε τον κόσμο από πρώτο χέρι. Όχι πια μόνο μέσα από τα φίλτρα των γονιών μας.

Και εκεί δημιουργείται η σύγκρουση. Άλλα καταλαβαίνουμε ότι ισχύουν στον έξω κόσμο, άλλα μας λένε οι γονείς. Αλλά εμείς δε θέλουμε να τους στεναχωρήσουμε. Εξακολουθούμε και τους έχουμε στο εσωτερικό μας βάθρο.

Έτσι κάθε φορά που θα πουν κάτι εκνευριζόμαστε, γιατί για εμάς συγκρούεται ο Νόμος (τα λόγια τους) με τη δική μας αντίληψη του κόσμου. Δεν είναι απλά η άποψη κάποιου. Είναι ο Νόμος. Και όταν ο Νόμος λέει κάτι που θεωρούμε άδικο, τότε η αντίδραση είναι μεγάλη. Μας πνίγει.

Μη μου φέρεσαι σαν παιδί

Η ερώτηση: «Το κοίταξες αυτό στη δουλειά σου;» προκαλεί την αντίδραση: «Γιατί δεν μπορώ να το κοιτάξω εγώ; Εσύ πρέπει να μου πεις; Δεν είμαι παιδί».

Ακούγοντας: «Πώς μιλάς έτσι στο παιδί σου. Εγώ έτσι σε μεγάλωσα;» θα νιώσουμε όλη τη βαρύτητα της επίκρισης του Νόμου. Του Σωστού. Κάνουμε Λάθος. Μας μάλωσε η μαμά και εμείς είμαστε το παιδί.

Λένε: «Να πας να κάνεις τις εξετάσεις σου» Και μέσα μας σκεφτόμαστε «Δε θα μου πεις εσύ τι θα κάνω. Όλο να ανακατεύεσαι θέλεις. Κοίτα δουλειά σου. Δεν είμαι παιδί».
Θα μας πουν: «Πες κάτι στον αδερφό σου» και νιώθουμε την ίδια πίεση που νιώθαμε όταν έπρεπε να φιλήσουμε τη θεία μας.

Εν ολίγοις μας ενοχλεί όταν νιώθουνε ότι μας φέρονται σαν να είμαστε παιδιά. Γιατί μέσα μας νιώθουμε ακόμα παιδιά. Όσο μέσα μας θεωρούμε αυτά που μας λένε οι γονείς μας ως τον Νόμο, τόσο παραμένουμε παιδιά.

Τα καλά παιδιά καθυστερούν να περάσουν εφηβεία.

Το επόμενο βήμα

Το επόμενο βήμα για καλύτερες σχέσεις με τους γονείς μας είναι να περάσουμε την εφηβεία. Μπορεί να είμαστε 30, 40, 50 ή και 60 και να μην έχουμε περάσει την εφηβεία. Να μην έχουμε ενηλικιωθεί.

Περνάω την εφηβεία, στην πράξη, σημαίνει κατανοώ πως αυτά που μου λένε οι γονείς μου δεν είναι ο Νόμος. Είναι οι απόψεις του κυρίου Κώστα και της κυρίας Μαρίας. Είναι οι απόψεις δυο απλών ανθρώπων. Που έχουν τη δική τους ιστορία, τα δικά τους φίλτρα και έχουν ταλαιπωρηθεί και εκείνοι από τους δικούς τους γονείς. Δεν είναι ο Νόμος.

Όπως δεν παίρνουμε τόσο κατάκαρδα τα σχόλια ενός φίλου, επειδή έχει άλλη θέση στην εσωτερική μας ιεραρχία, έτσι δε θα παίρνουμε κατάκαρδα και τα σχόλια του κυρίου Κώστα και της κυρίας Μαρίας.

Η υιοθέτηση αυτής της στάσης, έχει δυο οφέλη. Πρώτον για εμάς. Σταματάμε να εκνευριζόμαστε τόσο από τα σχόλια και την κριτική τους, γιατί κατανοούμε πως είναι απλά άλλη μια γνώμη. Δεν της δίνουμε ιδιαίτερη βαρύτητα μέσα μας. Δεύτερον, για τους γονείς μας. Τους απελευθερώνουμε από την ανάγκη και το βάρος να είναι πάντα Σωστοί (γιατί ο Νόμος πρέπει να είναι Σωστός).

Μπορούν να χαλαρώσουν. Δε χρειάζονται να προσέχουν τα λόγια τους (αν τα πρόσεχαν δηλαδή…)

Οι σχέσεις μας γίνονται λιγότερο στενές με την έννοια της εξάρτησης και της προσκόλλησης, αλλά γίνονται περισσότερο στενές με την έννοια της πραγματικής εγγύτητας.

Γινόμαστε όλοι ενήλικες, που προσπαθούν να καταλάβουν ο ένας τον άλλον και όχι το παιδί και οι γονείς που πρέπει να διατηρούν τα δυναμικά της παιδικής ηλικίας. Σχετιζόμαστε πιο ισότιμα.

Χωρίς δυναμικά της εξουσίας.

Στην πράξη

Δεν είναι εύκολο να συμβεί αυτό στην πράξη. Συχνά οι γονείς αντλούν σημαντικότητα από το ρόλο τους ως γονείς. Αν δεν έχουν αναπτύξει άλλα ενδιαφέροντα στη ζωή τους, ίσως να το νιώθουν απειλητικό να μην έχουν ενεργό ρόλο στη ζωή των παιδιών τους. Ποιοι θα είναι αν δεν είναι οι γονείς;

Τα παιδιά, επίσης, ίσως νιώθουν μια ασφάλεια ότι ο γονέας είναι εκεί και θα τους προστατέψει, οπότε παραχωρούν κάποιες από τις ελευθερίες τους, επειδή φοβούνται να αναλάβουν τις ευθύνες του εαυτού τους και να ενηλικιωθούν. Είναι άχαρη η ενήλικη ζωή.

Έτσι αλληλοτρέφουν τις ανασφάλειές τους και ταυτόχρονα διατηρούν σχέση αγάπης και μίσους.

Η λύση είναι πάντα η κατανόηση. Κατανόηση πως ό,τι μας λένε οι γονείς μας είναι τα λόγια του Κυρίου Κώστα και της κυρίας Μαρίας, όχι ο Νόμος. Ας μην τα παίρνουμε τόσο προσωπικά.

Βασικότερο από όλα όμως, κατανόηση πως κι εμείς είμαστε πλέον ενήλικες με ευθύνες αλλά και δικαιώματα. Δεν είμαστε πια παιδιά.

Ίσως να έχει φτάσει ο καιρός να περάσουμε την εφηβεία μας.

Συνεξάρτηση: Η υπερβολική καλοσύνη που οδηγεί σε ψυχολογική καταρράκωση

Συνεξάρτηση είναι η κατάσταση στην οποία ένα άτομο αναλαμβάνει τα προβλήματα, τις ανάγκες, τις απαιτήσεις, τα θέλω των άλλων σα να είναι δικά του.

Ο συνεξαρτημένος βρίσκεται σε μία κατάσταση μόνιμου άγχους, τρέχει και αγωνιά συνεχώς για να εκπληρώσει και να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των άλλων με έναν τρόπο ο οποίος καταπιέζει τον ίδιο και τις δικές του ανάγκες και απαιτήσεις.

Το να κάνουμε θυσίες κάποιες φορές στη ζωή μας είναι αναγκαίο και απαραίτητο. Όμως η καταπίεση των δικών μας αναγκών και συναισθημάτων για μήνες στη χειρότερη περίπτωση ακόμα και για χρόνια, αυτό δεν είναι υγιές.

Ο συνεξαρτημένος βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση πανικού, αγωνιά διαρκώς για το αν δυσαρεστήσει ή απογοητεύσει τους άλλους και αδυνατεί να θέσει τα δικά του προσωπικά όρια ή να πει ‘’όχι’’.
Τα άτομα που είναι συνεξαρτημένα, συνήθως είναι άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση που προσπαθούν μέσα από το θαυμασμό ή την έγκριση των άλλων να επιβεβαιωθούν για την προσωπική τους αξία.

Η συνεξάρτηση οδηγεί σταδιακά τον άνθρωπο σε σωματική και ψυχολογική καταρράκωση και τις περισσότερες φορές αποτελεί την εύκολη οδό για τη δημιουργία ψυχικών παθήσεων, όπως κατάθλιψη, μελαγχολία, προβλήματα αυτοεκτίμησης.

Το ερώτημα που γεννάται είναι: ποια είναι τα αίτια της συνεξάρτησης; Όπως και στην περίπτωση της ενοχής , η συνεξάρτηση απορρέει συνήθως από τις ελλειμματικές συναισθηματικές σχέσεις με τους γονείς και στην προβληματική σχέση μαζί τους. Ως παιδιά, μαθαίνουμε ότι οι πράξεις μας πρέπει να έχουν την έγκριση των γονιών μας και προσπαθούμε πάντα για αυτό επειδή θεωρούμε ότι μόνο έτσι θα αξίζουμε την αγάπη τους.

Στην ουσία, καλλιεργείται στον άνθρωπο η πεποίθηση ότι πρέπει να αγωνιστεί για να κερδίσει την αγάπη και την εκτίμηση και ότι δεν την αξίζει επειδή είναι αυτό που είναι.

Έτσι δημιουργείται το υπόστρωμα για να υιοθετηθούν λανθασμένες αντιλήψεις, οι οποίες κυριαρχούνται από το φόβο ότι οι άλλοι θα πάψουν να μας αγαπούν και το άτομο ακολουθεί και εθίζεται από αυτή τη νοοτροπία και στην ενήλικη ζωή του και σε όλες του τις σχέσεις. Οι συνεξαρτημένοι άνθρωποι καταπιέζουν τον εαυτό και τα συναισθήματά τους, βρίσκονται συνεχώς σε αγωνία μήπως οι άλλοι τον χρειαστούν και εκείνους δεν είναι παρόν.

Η υπερβολική καλοσύνη όχι μόνο δε βελτιώνει τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά μπορεί τελικά να γίνει και η πηγή πολλών προβλημάτων.

Το να μη θέτουμε όρια και να είμαστε πάντα ‘’καλοί’’ με τους άλλους δε διευκολύνει τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά μπορεί πολλές – τις περισσότερες μάλιστα- φορές στην εκμετάλλευση, στην ανισότητα και τη συναισθηματική ανασφάλεια. Και αυτό διότι ο άνθρωπος που δεν εκτιμά τον εαυτό του , τελικά μαθαίνει και τους άλλους να μην τον εκτιμούν.

Η συνεξάρτηση είναι ένας τρόπος ζωής που σταδιακά μας οδηγεί στην απόλυτη εξουθένωση και καταπίεση των δικών μας αναγκών, το άτομο σταδιακά νοιώθει θυμό, κατάθλιψη, δυσφορία ακόμα και όταν δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος.

Όχι μόνο μας αποξενώνει από τον αληθινό εαυτό μας, αλλά δε δίνει τη δυνατότητα και στους άλλους να χτίσουν τη δική τους ζωή.

Τα συνεξαρτημένα άτομα πολλές φορές ακόμα και όταν υποφέρουν ψυχικά, νοιώθουν μέσα τους και μία μικρή ικανοποίηση , επειδή μπορούν και τα καταφέρνουν. Ο άνθρωπος μπορεί να διορθώσει τον εθισμό του στη συνεξάρτηση με το να θέσει τα δικά του προσωπικά όρια και να μάθει ότι μερικές φορές πρέπει να λέει και ‘’όχι’’ , χωρίς να νοιώθει ενοχές. Είναι σημαντικό να αντιληφθεί κάποιος ότι η αντίληψη ότι πρέπει να αποδείξουμε ότι αξίζουμε την αγάπη είναι λανθασμένη και ότι το να λέμε μερικές φορές και ‘’όχι’’ είναι υγιές και απαραίτητο.

Οι συνεξαρτημένοι νοιώθουν ότι αξίζουν μόνο όταν έχουν την προσοχή και την εκτίμηση των άλλων, για αυτό και η προσωπική ενασχόληση με τον εαυτό μας και η καλλιέργεια της αγάπης για αυτόν , θα μας βοηθήσει να απεγκλωβιστούμε από την προσκόλληση στη γνώμη των άλλων.

Ας σκεφτεί μόνο κάποιος πόσο σπουδαία πράγματα μπορούν να συμβούν στη ζωή κάποιου αν την ενέργεια που διαθέτει συνεχώς στους άλλους, τη διαθέσει στον εαυτό του!

ABRAHAM MASLOW: Πίσω από κάθε συνειδητή επιθυμία ικανοποιούνται άλλοι πιο βασικοί στόχοι του ατόμου

Το άτομο είναι ένα ενιαίο, οργανωμένο όλον. Στη θεωρία της παρώθησης, αυτή η εισήγηση σημαίνει πολλά συγκεκριμένα πράγματα. Για παράδειγμα, σημαίνει ότι μία επιθυμία κινητοποιεί ολόκληρο το άτομο και όχι απλώς ένα μέρος του. Δεν υφίστανται αυτοτελείς οντότητες όπως ανάγκη του στομάχου ή του στόματος ή των γεννητικών οργάνων. Υπάρχει μόνο μια ανάγκη του ατόμου. Ο Τζον Σμιθ είναι που θέλει τροφή, όχι το στομάχι του Τζον Σμιθ. Επιπλέον, η ικανοποίηση έρχεται σε ολόκληρο το άτομο και όχι μόνο σ’ ένα μέρος του. Η τροφή ικανοποιεί την πείνα του Τζον Σμιθ και όχι την πείνα του στομάχου του.

Η ενασχόληση των πειραματιστών με την πείνα ως απλώς μια λειτουργία της γαστρεντερικής οδού τούς έχει κάνει να παραβλέπουν το γεγονός ότι όταν οι άνθρωποι πεινούν, αλλάζουν όχι μόνον ως προς τις γαστρεντερικές τους λειτουργίες, αλλά και ως προς πολλές άλλες, ίσως ακόμη και ως προς τις περισσότερες άλλες λειτουργίες τους, Η αντίληψη αλλάζει (η τροφή γίνεται αντιληπτή πιο εύκολα απ’ ό,τι σε άλλες στιγμές). Οι αναμνήσεις αλλάζουν (είναι πιο πιθανό να θυμηθεί κάποιος ένα καλό γεύμα εκείνη τη στιγμή, παρά κάποια άλλη). Τα συναισθήματα αλλάζουν (υπάρχει περισσότερη ένταση και νευρικότητα απ’ ό,τι σε άλλες στιγμές) . Το περιεχόμενο της σκέψης αλλάζει (είναι πιο πιθανό να σκέφτεται το άτομο την εξασφάλιση τροφής, παρά τη λύση ενός αλγεβρικού προβλήματος). Κι αυτός ο κατάλογος μπορεί να επεκταθεί σχεδόν σε κάθε άλλη φυσική δυνατότητα, ικανότητα ή λειτουργία, τόσο σωματική όσο και ψυχική. Με άλλα λόγια, όταν οι άνθρωποι πεινούν, πεινούν ολόκληροι – είναι διαφορετικοί ως άτομα από αυτό που είναι σε άλλες στιγμές.

Ποιες είναι οι πιο κοινές άμεσες παρωθήσεις; Μπορούμε να τις βρούμε αρκετά εύκολα, παρατηρώντας τον εαυτό μας μια συνηθισμένη μέρα. Οι επιθυμίες που περνούν σαν αστραπή από τη συνείδησή μας είναι, πολύ συχνά, επιθυμίες για ρούχα, αυτοκίνητα, φιλικότητα, συντροφιά, έπαινο, γόητρο και τα παρόμοια. Συνήθως , οι ενορμήσεις αυτές διατυπώνονται ως δευτερεύουσες ή πολιτισμικές και θεωρείται ότι ανήκουν σε διαφορετική τάξη από αληθινά «αξιοσέβαστες» ή πρωταρχικές ενορμήσεις, δηλαδή τις βιολογικές ανάγκες. Στην πραγματικότητα όμως, είναι πολύ πιο σημαντικές για μας και πολύ πιο κοινές.

Εξετάζοντας προσεκτικά τις συνηθισμένες επιθυμίες που έχουμε στην καθημερινή ζωή, διαπιστώνουμε ότι οι επιθυμίες αυτές έχουν ένα τουλάχιστον σημαντικό χαρακτηριστικό: συνήθως, δεν είναι οι ίδιες σκοποί, αλλά μέσα για την επίτευξη ενός σκοπού. Θέλουμε χρήματα για να μπορέσουμε να αγοράσουμε αυτοκίνητο. Και θέλουμε αυτοκίνητο επειδή έχουν οι γείτονες και δεν θέλουμε να νιώθουμε κατώτεροί τους, έτσι ώστε να μπορέσουμε να διατηρήσουμε τον αυτοσεβασμό μας, κι έτσι οι άλλοι να μας αγαπούν και να μας σέβονται. Συνήθως, όταν αναλύουμε μια συνειδητή επιθυμία, διαπιστώνουμε ότι μπορούμε να πάμε πίσω απ’ αυτήν, σε άλλους, πιο βασικούς στόχους του ατόμου.

ABRAHAM MASLOW, Κίνητρα και προσωπικότητα

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ: Η αυτάρκεια

Θεωρούμε ότι η αυτάρκεια είναι μέγιστο αγαθό, όχι για να χρησιμοποιούμε πάντοτε τα λίγα, αλλά για να μπορούμε, όταν δεν έχουμε πολλά, να αρκούμαστε στα λίγα, πιστεύοντας στ’ αλήθεια ότι την πολυτέλεια την απολαμβάνουν ηδονικότερα εκείνοι που την έχουν μικρότερη ανάγκη και ότι κάθε τι φυσικό το αποκτούμε εύκολα, ενώ το μάταιο δύσκολα.

Γιατί, όταν έχει εξαλειφθεί ο πόνος της έλλειψης, η λιτή τροφή προσφέρει ίση ηδονή με τα πλούσια γεύματα·/και το ψωμί και το νερό φέρνουν υπέρτατη ηδονή, όταν προσφερθούν σε κάποιον που τα χρειάζεται.

Το να συνηθίζει, λοιπόν, κανείς στην απλή κι όχι στην πολυτελή διατροφή και βελτιώνει την υγεία και καθιστά τον άνθρωπο ακούραστο στις υποχρεώσεις της καθημερινής ζωής· και όταν πότε πότε προσερχόμαστε σε πολυτελή γεύματα, μας προδιαθέτει καλύτερα γι’ αυτά· και, επίσης, μας προετοιμάζει να αντιμετωπίζουμε χωρίς φόβο τις μεταστροφές της τύχης.

Όταν, λοιπόν, λέμε ότι η ηδονή είναι ο σκοπός της ζωής, δεν εννοούμε τις ηδονές των εκλύτων ούτε τις ηδονές που βρίσκονται στην αισθητηριακή απόλαυση, όπως νομίζουν κάποιοι που, επειδή μας αγνοούν, διαφωνούν μαζί μας ή που παρερμηνεύουν τις απόψεις μας· εννοούμε την απουσία σωματικού πόνου και ψυχικής ταραχής./Γιατί τη ζωή δεν την κάνουν ευχάριστη ούτε οι συνεχείς οινοποσίες και οι διασκεδάσεις ούτε η απόλαυση αγοριών και κοριτσιών ούτε ψαριών και όσων άλλων περιλαμβάνει ένα πολυτελές τραπέζι, αλλά ο νηφάλιος στοχασμός, ο οποίος αναζητεί τις αιτίες κάθε προτίμησης και κάθε αποστροφής και απομακρύνει τις δοξασίες που προκαλούν μεγάλη σύγχυση στην ψυχή.

ΑΙΣΩΠΟΣ: Ο αετός βεβήλωσε τη φιλία

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhcFY5TSKC0qDnF7JgTWzcEku15QaBwoqRkfB6vRSbo6Hk8JfSW_cIQJ4f9JXQctabpYWXqUv-OFSwYfVhI4-qRrv7VW3M60IufPc3pOVDzZpfazox2Y_f03SJ6IKyjwhsmsuoYiLg_dSY/s640/1016740__sunset-eagle_p.jpgΈνας αετός και μια αλεπού έδωσαν όρκο φιλίας και αποφάσισαν να φτιάξουν κοντά τις φωλιές τους, πιστεύοντας πως αυτό θα στερέωνε τη φιλία τους.

Ανέβηκε λοιπόν ο αετός σ’ ένα πανύψηλο δέντρο κι εκεί έκανε τα μικρά του, ενώ η αλεπού γέννησε τα δικά της στο θάμνο που βρισκόταν από κάτω.

Μια μέρα που η αλεπού βγήκε για κυνήγι, ο αετός, που δεν είχε βρει τροφή, όρμησε στο θάμνο, άρπαξε τα αλεπουδάκια και ύστερα τα καταβρόχθισαν ο ίδιος και τα αετόπουλά του. Μόλις γύρισε η αλεπού και κατάλαβε τι έγινε, δεν στενοχωρήθηκε τόσο για το θάνατο των παιδιών της, όσο γιατί δεν μπορούσε να πάρει εκδίκηση: όντας ζώο της γης, δεν είχε τη δυνατότητα να κυνηγήσει ένα πετούμενο. Στάθηκε λοιπόν κάπου μακριά κι έκανε το μόνο που απομένει στους ανίσχυρους: καταριόταν τον εχθρό της.

Κι όμως ο αετός σύντομα τιμωρήθηκε που βεβήλωσε τη φιλία. Κάποιοι σ’ ένα χωράφι θυσίαζαν μια κατσίκα, κι ο αετός όρμησε από ψηλά και άρπαξε ένα πυρωμένο σπλάχνο από το βωμό. Μόλις το έφερε στη φωλιά του, σηκώθηκε ορμητικός άνεμος, κι από ένα λεπτό ξερόκλαδο άναψε μεγάλη φωτιά. Έτσι τα αετόπουλα τυλίχτηκαν στις φλόγες (γιατί δεν ήταν ακόμα τέλεια πουλιά) κι έπεσαν στο χώμα. Έτρεξε τότε η αλεπού και τα έφαγε όλα μπροστά στα μάτια του αετού.

Ο μύθος δηλώνει ότι όσοι προδίδουν τη φιλία, έστω κι αν γλιτώσουν από την εκδίκηση αυτών που αδίκησαν, δεν θα ξεφύγουν από τη θεία τιμωρία.

ΑΙΣΩΠΟΣ, ΜΥΘΟΙ

Ο Όμηρος στην Ιλιάδα , εισάγει την έννοια της δικαιοσύνης στην λέξη ηπιότητα

Η ηπιότητα στην αρχαία Ελληνική σκέψη

Οι Έλληνες διέθεταν μια εγγενή ροπή προς την ηπιότητα: ήταν φυσικό η λέξη αυτή να τους χρησιμεύσει για τη δήλωση αυτής της επιδίωξης, και να τους επιτρέψει να εκφράσουν αυτό το κάτι παραπάνω, το οποίο δεν απαιτούσε η δικαιοσύνη, αλλά ήταν πολύτιμο γι’ αυτούς.

Άλλωστε, η ομηρική ευπρέπεια, εκφρασμένη διά του ρήματος ἔοικε, ερχόταν σε αντιδιαστολή προς κάθε μορφή βίας. Και ο Αχιλλέας, στη ραψωδία Ψ της Ιλιάδας, λέει στον Αίαντα και τον Ιδομενέα: «ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε». Η μετριοπάθεια, ο σεβασμός προς τον άλλο, που η δικαιοσύνη δεν προέβλεπε, μπορούσαν, με τον τρόπο αυτό, να περάσουν μέσα σ’ αυτή την ευπρέπεια.

Τέλος, στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε ότι η λέξη, ενδεδυμένη τη νέα της έννοια, κάλυπτε ένα αισθητό κενό στο σχετικό με την ηπιότητα λεξιλόγιο: αν το πράος προσδιορίζει διαδικασία και τρόπο ύπαρξης και το φιλάνθρωπος ένα συναίσθημα, το επιεικής αναφέρεται κυρίως σε μια συμπεριφορά αποδεκτή από την κοινωνία.

Στον Όμηρο, βλέπουμε, μία φορά μόνο αλλά σαφέστατα, πώς η λέξη θα ενδυόταν αυτή τη νέα σημασία της και πώς θα περνούσε στο αυλάκι της δικαιοσύνης. Αυτό συμβαίνει ακριβώς στη ραψωδία Ψ της Ιλιάδας, για την οποία μόλις έγινε λόγος, και η αναφορά αφορά μια αρματοδρομία, η οποία φαίνεται να θέτει ποικίλα προβλήματα σωστής επιβράβευσης. Στον αγώνα αυτό, πραγματικά, ο Διομήδης τερματίζει σαφέστατα πρώτος και αυτός θα πάρει το βραβείο. Πίσω του ακολουθούν ο Αντίλοχος και ο Μενέλαος, ο Μηριόνης και, τέλος, ο Εύμηλος, που είναι ο τελευταίος. Όμως γνωρίζουμε γιατί ο Εύμηλος είναι ο τελευταίος· βρισκόταν στην κεφαλή, μα ήρθε η Αθηνά και έσπασε το ζυγό του άρματός του κι εκείνος έπεσε! Οι θεατές αδυνατούν να πιστέψουν ότι δε βρίσκεται πια μπροστά. Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, ο Αχιλλέας «ώκτειρε». Αποφασίζει να τού δώσει το δεύτερο βραβείο λοιπόν παρότι τερμάτισε τελευταίος: «λοίσθος άνηρ ώριστος έλαύνει μώνυχας ‘ίππους·/άλλ’ άγειδή οι δώμεν άέθλιον ώς επιεικές».

Αυτή η απόδοση του δεύτερου βραβείου φαινόταν στον Αχιλλέα η “αρμόζουσα”, γιατί λειτουργούσε διορθωτικά ως προς την αυστηρή δικαιοσύνη, στο όνομα της κατανόησης και της ανθρωπιάς.

Όπως θα περιμέναμε, ωστόσο, προκαλεί αμέσως μια αντίδραση, η οποία βασίζεται επίσης στην αυστηρή δικαιοσύνη. Ο Αντίλοχος που τερματίζει δεύτερος διαμαρτύρεται: η ατυχία του Ευμήλου φαίνεται στα δικά του μάτια ως αποτέλεσμα του ότι αυτός, ο τελευταίος, δεν είχε επικαλεστεί τους θεούς (πράγμα που υποδηλώνει πως η ήττα του υπήρξε δίκαια). Κι αν ο Αχιλλέας νιώθει συμπόνια, αυτό συνιστά προσωπική του υπόθεση, που δεν πρέπει να επηρεάσει την απόδοση των βραβείων. Πραγματικά, ο Αχιλλέας αποδέχεται αυτή την αρχή και δίνει στον Εύμηλο μια ξεχωριστή ανταμοιβή, που προέρχεται από τη δική του περιουσία. Η επιείκεια επιστρέφει στον ιδιωτικό χώρο, το μόνο όπου έχει τη θέση της. Όμως, παράλληλα μ’ αυτή την επιφύλαξη, διαπιστώνουμε ότι ενεργοποιείται και διορθώνει με επιτυχία ότι η αυστηρή δικαιοσύνη αφήνει ανικανοποίητο.

Και πάλι δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα που θέτει εδώ η λανθάνουσα διαμάχη μεταξύ δικαιοσύνης και ευγενών συναισθημάτων. Το βραβείο που ο Αντίλοχος επιτυγχάνει τελικά να δοθεί σ’ αυτόν δεν έκαψε να αλλάζει χέρια. Η διαμαρτυρία του, η οποία εισακούστηκε, ακολουθείται, στην πραγματικότητα, από μια άλλη: αυτή του Μενελάου, τον οποίος ο Αντίλοχος προσπέρασε με δόλο, παίρνοντας θέση τέτοια, ώστε να τον εμποδίσει. Ο Αντίλοχος υποχωρεί, όταν αμφισβητείται, για να αποφύγει τον καβγά και δίνει στον Μενέλαο τη φοράδα που έχει μόλις κερδίσει. Στο σημείο αυτό, ο Μενέλαος, μπροστά στη χειρονομία αυτή, «Τοῖο δὲθυμος/ίάνθη ώσείτε περί σταχύεσσιν έέρση, «νυν αυτε νόον νίκησε νεοίη». Και, χωρίς να παραιτηθεί από τα δικαιώματα του επί της φοράδας, την επιστρέφει ως δώρο στον Αντίλοχο: «ΐνα γνώωσι καί οίδε/ώς έμός ον ποτέ θυμός υπερφίαλος καί απηνής». Ύστερα απ’ αυτή την ανταλλαγή ευγενικών χειρονομιών, συνεχίζεται η απονομή των βραβείων μέσα σε γενική ευφορία, εν μέσω αμοιβαίων φιλοφρονήσεων.

Οι φιλικοί διακανονισμοί αυτών των ομηρικών ηρώων σχετίζονται προφανώς με τα ευγενικά ήθη της εποχής. Όμως, ο πειρασμός να φανεί κανείς πιο γενναιόδωρος απ’ ό,τι η αυστηρή δικαιοσύνη δεν επρόκειτο να εξαφανιστεί μετά απ’ αυτούς τους ήρωες. Σιγά σιγά, επρόκειτο να αναγνωριστεί. Και, σύντομα, αντί να σημαίνει απλώς «αρμόζων», «κατάλληλος», η λέξη επιεικής θα φορτιστεί, στην πραγματικότητα, μ’ ένα νέο νόημα, που θα αντανακλά αυτή την τάση ή μάλλον, θα λάβει δύο έννοιες: θα δηλώνει την αληθινή δικαιοσύνη, δηλαδή ευθυκρισία, σε αντιδιαστολή προς την ωμή εφαρμογή των κανόνων και θα δηλώνει και τη μετριοπάθεια, ή την επιείκεια, που αποτελούν, στα μάτια των Ελλήνων, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα αυτής της ευθυκρισίας.

Τούτη η νέα σημασία του όρου φαίνεται πως εμφανίστηκε περίπου τη στιγμή που γεννήθηκαν και οι λέξεις πράος και φιλάνθρωπος. Σ’ ό,τι μας αφορά, αυτές οι νέες έννοιες συναντιόνται στα κείμενα από τον 5ο αιώνα και εξής και κερδίζουν έδαφος πολύ γρήγορα. Στον Ηρόδοτο, εμφανίζονται σε μία στις τέσσερις αναφορές, στον Αριστοφάνη, σε δύο στις τρεις, στον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη και τον Θουκυδίδη, σε όλες (δηλαδή, δύο, δύο και οκτώ αναφορές, αντίστοιχα). Μάλιστα, όλες αυτές οι πρώτες αναφορές εκφράζουν εύγλωττα τον τρόπο με τον οποίο η λέξη επιεικής αναπτύχθηκε στο περιθώριο της δικαιοσύνης, προκειμένου να τη διορθώσει και να τη συμπληρώσει. Αυτό που στον Όμηρο αποτελούσε ακόμα αόριστη παραίνεση, γίνεται τώρα ακριβής και σαφώς προσδιορισμένη απαίτηση. Πραγματικά, συναντούμε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό παραδειγμάτων, στα οποία η λέξη επιεικές προσεγγίζει το δίκαιον και προτιμάται έναντι αυτού.

Αυτό συμβαίνει στον Ηρόδοτο , όπου γίνεται λόγος για το γιο του Περίανδρου, ο οποίος δε θέλει να επιστρέψει στο σπίτι του, προκειμένου να διαδεχθεί σύντομα τον πατέρα του, για τον οποίο γνωρίζει ότι ευθύνεται για το θάνατο της μητέρας του. Η αδελφή του νεαρού άνδρα πηγαίνει να τον βρει και τον καλεί σε υπέρβαση: «Απιθιες ες τά οικία, παύσαι σεωυτόν ζημιών. Φιλοτιμίη κτήμα σκαιόν μή τω κακω τό κακόν ίώ. Πολλοί των/δικαίων τά επιεικέστερα προτιθείσι». Σύμφωνα με την αυστηρή δικαιοσύνη, ο νεαρός άνδρας δε θα μπορούσε να συγχωρήσει τον πατέρα του. Ωστόσο, οι συνθήκες ζητούν απ’ αυτόν περισσότερη ανεκτικότητα. Η επόμενη φράση, άλλωστε, διευκρινίζει σαφώς τι θα σήμαινε αυτή η αυστηρή δικαιοσύνη· εν συντομία, θα ήταν η ακολουθία των πράξεων εκδίκησης που γνώρισε ο οίκος των Ατρειδών: «Πολλοί δέ ήδη τά/μητρώια διζήμενοι τά πατρώια άπέβαλον». Με άλλα λόγια, η επιεικής στάση συνίσταται στο να κλείνει κανείς τα μάτια, προκειμένου να αποφύγει την ακολουθία των συμφορών που επισύρει, για τους ανθρώπους, η ανταπάντηση με κακό.

Την ίδια αντίθεση και την ίδια έκκληση για κάτι περισσότερο συμφιλιωτικό, σε σχέση με τη δικαιοσύνη, βρίσκουμε σε διάφορα κείμενα των τελών του αιώνα.

Ένα απ’ αυτά θα μπορούσε να αφήσει κάποιο περιθώριο αμφιβολίας. Γιατί, αν και η λέξη προβάλλει στο περιβάλλον της δικαιοσύνης, φαίνεται πως δύσκολα διακρίνεται απ’ αυτή. Πρόκειται για το παράδειγμα από τις Νεφέλες του Αριστοφάνη. Στους στίχους 1437-1438, ο Στρεψιάδης φέρεται όπως πολλοί από τους σύγχρονους γονείς: αποδέχεται, τελικά, την κακή μεταχείριση που του επιβάλλει ο γιος του: «Έμοί μέν, ώνδρες ήλικες, δοκεΐ λέγειν δίκαια». Αυτό μάλλον θα αρκούσε, όμως προσθέτει: «κάμοιγε συγχωρείν δοκεί τούτοισι τάπιεική». Το επιεικές μοιάζει, επομένως, να συγχέεται με τη δικαιοσύνη. Ωστόσο αυτό συμβαίνει φαινομενικά. Ο πατέρας έχει, φυσικά, δικαιώματα επάνω στο γιο του. Η ανεκτική στάση συνίσταται στο να ακούσει κανείς επιχειρήματα δικαίου εκεί όπου η αρχή της αυθεντίας θα έπρεπε να αποκλείει μια τέτοια πρακτική. Προϋποθέτει, εξάλλου, μια ευρύτερη αντίληψη, όπως αποδεικνύει ο πληθυντικός τούτοισι (στα παιδιά του). Κι αν δεν υφίσταται αντίθεση μεταξύ των δύο εννοιών, η μια από τις δύο -η νέα- είναι, λοιπόν, πολύ ευρύτερη και περιεκτική σε σχέση με την άλλη.

Κατά τα λοιπά, η διάκριση είναι πιο σαφής σε άλλα κείμενα της ίδιας εποχής.

Έτσι, ένα εδάφιο από το έργο του Ευριπίδη συνιστά την ίδια ανεκτικότητα, αποδίδοντάς τη στους θεούς: «τάπιεική πρόσθεν ηγούνται δίκης».

Αντίθετα, ο πιο σκληρός από τους θεούς, ο Άδης, δε γνωρίζει την ευθυκρισία, μόνο την απλή και καθαρή δικαιοσύνη: «ός ούτε τουπιεικές ούτε την χάριν ήδη μόνην δ’ έστεργε την απλώς δίκην.».

Αυτή η στάση ανεκτικότητας μπορεί να τηρείται από τους ανθρώπους ακόμα και σε ζητήματα δικαίου και ενώπιον των δικαστηρίων. Έτσι, ο Αντιφώντας, στην πρώτη Τετραλογία, βάζει τον κατηγορούμενό του να πει ότι, αν το θύμα ζούσε, θα μπορούσε να πει πολλά εναντίον του. Αλλά δε θα επωφεληθεί της κατάστασης: θα το αφήσει πατά μέρος αυτό, επιεικέστερου η δικαιότερου Με άλλα λόγια, θα είχε το δικαίωμα να το κάνει, όμως, θα επιδείξει πνεύμα ανεκτικότητας, για να πειθαρχήσει στην ευπρέπεια. Η επιεικής συμπεριφορά απαγορεύει, και εδώ, να φτάσει κανείς στα άκρα των δικαιωμάτων του.

Εντοπίστηκε τεράστιο «προϊστορικό» ψάρι σε μέγεθος αλιγάτορα

Ένας Βρετανός εντόπισε τερατώδες «προϊστορικό» ψάρι, στις όχθες του ταμιευτήρα της MacRitchie στη Σιγκαπούρη, που θεωρείται και ο παλαιότερος.

Το είδος έχει ονομαστεί ως «ζωντανό απολίθωμα» λόγω της βιολογίας του που παραπέμπει στους πρώτους προγόνους του και μπορεί να αναπνέει αέρα και νερό.

Το τεράστιο ψάρι με το μέγεθος αλιγάτορα αποτελεί μυστήριο. Οι ντόπιοι σοκαρίστηκαν από την ανακάλυψη.

Η 31χρονη Karen Lythgoe, που ασχολείται με το ντοκιμαντέρ, κατέγραψε τον εντοπισμό του τεράστιου ψαριού, που δεν ευδοκιμεί στην άγρια φύση της συγκεκριμένης περιοχής.

Πολλοί μπορούσαν να δουν το ψάρι, ωστόσο από μακριά δεν ήταν αντιληπτό περί τίνος επρόκειτο.

Στην αρχή, θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για κροκόδειλος. Όμως η Karen και η ομάδα της θεώρησαν ότι ένα τέτοιο σενάριο έδειχνε απίθανο, με αποτέλεσμα να βγουν από τον δρόμο τους για να δουν από πιο κοντά.

«Δεν ήταν κροκόδειλος! Ήταν σαν ένα είδος που θα μπορούσατε να δείτε σε ζωολογικό κήπο – φαινόταν προϊστορικό με τα μεγάλα σαγόνια και τα δόντια του», είπε.

Στην αρχή, όλοι σοκαρίστηκαν και προσπάθησαν να βρουν πώς κατέληξε στο συγκεκριμένο σημείο. Κάποιοι άλλοι θεώρησαν ότι επρόκειτο για αρπακτικό, αφού φαινόταν για αλιγάτορας.

Άστρα Νετρονίων, Βαρυτικά Κύματα και Σκοτεινή Ύλη – Συγχωνεύσεις, αποσβέσεις και ο ρόλος ενός υποθετικού ιξώδους

Οι βαρυτικές αλληλεπιδράσεις της σκοτεινής ύλης με τον εαυτό της και την κανονική ύλη είναι τόσο διάχυτες που καθορίζουν την εξέλιξη του σύμπαντος. Δυστυχώς για τους φυσικούς, οι μη-βαρυτικές αλληλεπιδράσεις της σκοτεινής ύλης – οι ενδείξεις που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν από τι αποτελείται η σκοτεινή ύλη – είναι τόσο αδύναμες που τα εργαστηριακά πειράματα για τη μέτρησή τους έχουν αποδώσει μόνο τα επάνω όρια. Επί πλέον, το κυρίαρχο κοσμολογικό μοντέλο, ΛCDM, μπορεί να εξηγήσει πολλές από μεγάλης κλίμακας δομές του σύμπαντος υποθέτοντας ότι τα σωμάτια της σκοτεινής ύλης αλληλεπιδρούν μόνο μέσω της βαρύτητας.

Ο εντοπισμός μιας ασθενούς αλληλεπίδρασης μερικές φορές συνεπάγεται τη δημιουργία μιας ισχυρής διαταραχής. Όπως προτείνουν ο Shuo Cao και οι συνάδελφοί του από το Beijing Normal University, σε μια νέα τους μελέτη, η διαταραχή που απαιτείται για να αποκαλύψει τη μη-βαρυτική συμπεριφορά της σκοτεινής ύλης θα μπορούσε να προέλθει από τη συγχώνευση δυο άστρων νετρονίων. Τα βαρυτικά κύματα, που παράγονται από την σπειροειδή περιδίνηση των άστρων νετρονίων, αναπόφευκτα περνάνε μέσω της άλω της σκοτεινής ύλης που περικλείει τον γαλαξία που περιβάλλεται από αυτή και εκείνης όποιων άλλων γαλαξιών βρίσκονται στη γραμμή του σήματος. Αν τα σωμάτια της σκοτεινής ύλης αλληλεπιδρούν μη-βαρυτικά μεταξύ τους, τα κύματα θα βιώσουν μια δύναμη παρόμοια με το ιξώδες. Αυτό το ιξώδες θα αποσβένει και θα καθυστερεί τα κύματα με έναν δυνητικά μετρήσιμο τρόπο.

Τα αποσβεννύμενα λόγω ιξώδους βαρυτικά κύματα από μια συγχώνευση άστρων νετρονίων θα φθάσουν σε έναν παρατηρητή μετά από οποιοδήποτε ξέσπασμα ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που παράγει η συγχώνευση. Μια άλλη πηγή καθυστέρησης προκύπτει μεταξύ των βαρυτικών κυμάτων που φθάνουν στον παρατηρητή άμεσα και εκείνων που ακολουθούν έναν μεγαλύτερο δρόμο λόγω ενός ενδιάμεσου γαλαξία, που δρώντας ως βαρυτικός φακός, τα εστίασε στον ορίζοντα.

Μπορούν αυτές οι καθυστερήσεις να μετρηθούν με ικανή ακρίβεια για να αποδώσουν το ιξώδες της σκοτεινής ύλης; Για να προσδιορίσουν την απάντηση, ο Cao και οι συνεργάτες του έπρεπε να υποθέσουν ευλογοφανείς τιμές για το επακόλουθο αποτέλεσμα. Το σημείο έναρξής τους είναι η δυσκολία που το ΛCDM αντιμετωπίζει στην αιτιολόγηση του αριθμού των νάνων γαλαξιών και του ποσού της σκοτεινής ύλης στα κέντρα των κανονικών γαλαξιών. Η πηγή της ασυμφωνίας δεν είναι γνωστή. Όμως αν αυτή είναι λόγω της μη-βαρυτικής αλληλεπίδρασης της σκοτεινής ύλης με τον εαυτό της, (τότε) το μέγεθος της ασυμφωνίας αποδίδει μια εκτίμηση του υποτιθέμενου ιξώδους της σκοτεινής ύλης. Ένα άλλο συστατικό στην συνταγή είναι ένας αληθοφανής ρυθμός συγχωνεύσεων άστρων νετρονίων με μια συγκεκριμένη μετατόπιση στο ερυθρό.

Το αναμενόμενο σήμα από τις χρονικές καθυστερήσεις που επάγονται από το ιξώδες είναι πολύ ασθενές για τους ανιχνευτές των βαρυτικών κυμάτων που τώρα βρίσκονται σε λειτουργία, τους LIGO και Virgo. Όμως μετά το τρέξιμο προσομοιώσεων κάτω από διάφορες συνθήκες, ο Cao και οι συνεργάτες του συμπέραναν ότι το σήμα είναι μέσα στο πεδίο των δυο προτεινόμενων νέων ανιχνευτών: του επίγειου Τηλεσκοπίου Einstein και του διαστημικού Παρατηρητή της Μεγάλης Έκρηξης.

Nietzsche: Γενεαλογία της ηθικής-μια ερμηνεία (3)

Φρ. Νίτσε: 1844–1900

Γενεαλογία της ηθικής: τι καταφάσκει και τι αρνείται;

§1

Μια συζήτηση για το έργο του Νίτσε: Γενεαλογία της ηθικής κυριολεκτικά μας προσφέρει ένα άνοιγμα στην πιο ακατάλυτη δύναμη εκείνων των ιδεών, που αποσυνθέτουν πλήρως το σαθρό οικοδόμημα της δυτικής ηθικής, ιδωμένης μάλιστα μέσα από όλες τις ιστορικές της παραλλαγές. Ως γνωστόν, το έργο γράφτηκε το 1887, σε διάστημα λίγων εβδομάδων, και έκτοτε έμελλε να αναδειχθεί σε «πολεμική» οβίδα της ανθρώπινης σκέψης. Ως εκ τούτου, αν εκ πρώτης όψεως απηχεί το πνευματικό περιβάλλον της εποχής που γράφτηκε, επί της ουσίας απαιτεί εκάστοτε, για να κατανοηθεί, μια σύγχρονη ανάγνωση. Απαιτεί στ’ αλήθεια μια ανάγνωση, ικανή να συντρίβει στη ρίζα τους τα τυποποιημένα και κατεψυγμένα σχήματα του επαγγελματικού ακαδημαϊσμού, που αποτελεί το αρνητικά μηδενιστικό ηθικό-πνευματικό προπύργιο του αδύνατου τύπου ανθρώπου, καθώς και οποιοδήποτε άλλο σχήμα που αντιπαλεύει ως θανάσιμο εχθρό τον ανώτερο τύπο ανθρώπου. Στη δική της ιστορική αναδρομή, η Γενεαλογία της ηθικής επιζητεί να διαγνώσει ως μορφές άρνησης της ζωής τις καθιερωμένες ηθικές παραδόσεις και τα αντίστοιχα συστήματά τους. Όλα αυτά τα συστήματα αποτιμούν ως «καλό» ακριβώς ό,τι αντιτίθεται στις πραγματικές συνθήκες ή όρους της φυσικής ζωής. Ωστόσο, με αυτό το έργο ο Νίτσε δεν προτείνει κάποιες «ανήθικες» ή «αμοραλιστικές» αρχές που προορίζονται να υπηρετήσουν μορφές ή δυνάμεις ζωής, εντελώς απαλλαγμένες από αξίες. Απεναντίας διερευνά νέες δυνατότητες των αξιών, που καταφάσκουν τη ζωή, σκάβοντας βαθιά σε ιστορικές πηγές, οι οποίες για τα παραδοσιακά ηθικά συστήματα συνιστούν «εστίες ανηθικότητας».

§2

Στην πραγματικότητα, τέτοιες πηγές μπορούν, κατά τον φιλόσοφο, να αποτελέσουν αντισταθμιστικό παράγοντα αξιών ζωής, ηθικά δικαιολογημένων· κατ’ επέκταση μια στέρεη βάση για να καθηλώνονται είδωλα, που περνούν για θεμελιώδη αρχέτυπα ζωής, να απομυθοποιούνται ψευδή-ανυπόστατα ιδεώδη, που συνθλίβουν κάθε είδους δημιουργική σκέψη, να αποκολλώνται τα μυαλά των ανθρώπων από έναν άγονο ιστορισμό, χωρίς να απεμπολείται η αναγκαία συμβολή του παρελθόντος στην απελευθέρωση της ενέργειας του παρόντος:

«‒Ή μήπως ολόκληρη ίσως η μοντέρνα ιστοριογραφία έδειξε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη ζωή, μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο ιδεώδες; Η ευγενέστερη αξίωσή της έφτασε τώρα στο σημείο να είναι καθρέφτης· απορρίπτει κάθε τελεολογία· δεν θέλει πια να «αποδείξει» τίποτε … καταφάσκει τόσο λίγο όσο και αρνείται, διαπιστώνει, «περιγράφει»... Όλα αυτά είναι σε μεγάλο βαθμό ασκητικά· συγχρόνως όμως είναι σε ακόμη πιο μεγάλο βαθμό μηδενιστικά, ας μη γελιόμαστε γι' αυτό! Βλέπει κανείς στον ιστορικό ένα θλιμμένο, σκληρό αλλά και αποφασιστικό βλέμμα ‒ένα μάτι, που κοιτάζει μακριά, όπως κοιτάζει το μάτι του μοναχικού εξερευνητή του Βορείου Πόλου (μήπως για να μην κοιτάζει μέσα του; για να μην κοιτάζει πίσω του;...) Εδώ υπάρχει χιόνι παντού, εδώ η ζωή είναι βουβή· … Όσο για εκείνο το άλλο είδος των ιστορικών, είναι ίσως ακόμη πιο «μοντέρνο» είδος, ένα είδος αισθησιακό, φιλήδονο, που ερωτοτροπεί και με τη ζωή και με το ασκητικό ιδεώδες … και που σήμερα έχει τον έπαινο της θεωρίας και περισυλλογής αποκλειστικά δικό του μονοπώλιο: ω πόσο μας κάνουν να λαχταράμε ακόμη και τους ασκητές και τα χειμωνιάτικα τοπία αυτοί οι γλυκανάλατοι πλούσιοι τω πνεύματι!. … Ο διάβολος να πάρει και να σηκώσει αυτό τον όχλο των “θεωρητικών”. … Δεν μπορώ να υποφέρω τους ασβεστωμένους τάφους που παρωδούν τη ζωή· δεν μπορώ να υποφέρω τους κουρασμένους και φθαρμένους, που τυλίγονται μέσα στη σοφία και βλέπουν τα πράγματα “αντικειμενικά”» (KSA 5, σσ. 405-6).

§3

Το εν λόγω έργο είναι «πολεμικό» με την έννοια ότι «πολεμά» τις αξίες που αρνούνται τη ζωή, για λογαριασμό των αξιών που καταφάσκουν τη ζωή. Εναντιώνεται λοιπόν στο αξιακό σύστημα της Δύσης –θρησκευτικό, ηθικό και φιλοσοφικό– ως ένα σύστημα που αιχμαλώτισε την ελευθερία του ανθρώπου, έφθειρε την αυθυπόστασή του και υπονόμευσε τη γνώση. Ορισμένως, επομένως, δεν πρόκειται για μια εναντίωση που ικανοποιεί για τον Νίτσε ένα ανικανοποίητο πάθος καταστροφής παρά για την πιο λεπτή ευαισθησία του πνεύματος ως τέτοιου, που επιχειρεί να σώσει ό,τι μπορεί να σωθεί μέσα στα συντρίμμια της νεωτερικότητας. Κατ’ αυτό το πνεύμα, η πολεμική του Νίτσε δεν εκτυλίσσεται μονοσήμαντα ενάντια στην ηθική της θρησκείας και πιο ειδικά του χριστιανισμού, αλλά ενάντια σε κάτι περισσότερο από την απλή θρησκεία. Ισχύει βέβαια πως το σύνολο σχεδόν των ηθικών αρχών της «κοσμικής» ζωής δεν έμεινε ανεπηρέαστο από τη χριστιανική ηθική. Όμως δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς, σύμφωνα με τον Νίτσε, πως ποικίλα ηθικά δόγματα, ηθικιστικές κρίσεις και παρόμοιες νοο-τροπίες μηδενισμού της φυσικής ζωής ευδοκιμούν όχι μόνο στη θρησκεία αλλά και σε όλες σχεδόν τις περιοχές της πνευματικής και πολιτισμικής ιστορίας: στην επιστήμη, τη φιλοσοφία, την ψυχολογία, την πολιτική, τη Λογική κ.λπ. Η Γενεαλογία της ηθικής, ως συνέχεια και ολοκλήρωση, κατά κάποιο τρόπο, του έργου: Πέραν του Καλού και του Κακού, χρειάζεται να διαβάζεται ως μια κριτική του σύγχρονου κόσμου και όλου του φάσματος των πνευματικών δομών, που συγκροτούν την καρδιά της σύγχρονης ζωής. Δεν χωράει καμιά αμφιβολία, πως στο επίκεντρο μιας τέτοιας κριτικής παραμένει για τον Νίτσε το ζήτημα της ηθικής, όπως και της πολιτικής. Αλλά μια τέτοια κριτική ο φιλόσοφος την εννοεί πολυδιάστατα ως τη διάνοιξη προς τα μέγιστα ζητήματα της Γνώσης, της Σημασίας ή του Νοήματος της ζωής, της Αλήθειας, της ελεύθερης, ολοκληρωμένης ανάπτυξης του ανθρώπου. Πώς λοιπόν πρέπει να αντιμετωπίζεται, ως προς τον φιλοσοφικό του χαρακτήρα, το υπό συζήτηση έργο; Όπως όλα τα έργα του Νίτσε· δηλ. όχι ως ένα απρόσωπο κείμενο, που κινείται σε έναν μαζικό χώρο αφηρημένων ιδεών, παρά ως μια εμπρόσωπη ομο-λογία της ίδιας της φιλοσοφικής σκέψης και συναφώς ως ανυπόθετη προσωπική μαρτυρία του ίδιου του δημιουργού σχετικά με αυτό τούτο το Είναι του.

ΠΛΑΤΩΝ: Συμπόσιον (189a-190c)

[189a] Ἐκδεξάμενον οὖν ἔφη εἰπεῖν τὸν Ἀριστοφάνη ὅτι Καὶ μάλ᾽ ἐπαύσατο, οὐ μέντοι πρίν γε τὸν πταρμὸν προσενεχθῆναι αὐτῇ, ὥστε με θαυμάζειν εἰ τὸ κόσμιον τοῦ σώματος ἐπιθυμεῖ τοιούτων ψόφων καὶ γαργαλισμῶν, οἷον καὶ ὁ πταρμός ἐστιν· πάνυ γὰρ εὐθὺς ἐπαύσατο, ἐπειδὴ αὐτῷ τὸν πταρμὸν προσήνεγκα.
Καὶ τὸν Ἐρυξίμαχον, Ὠγαθέ, φάναι, Ἀριστόφανες, ὅρα τί ποιεῖς. γελωτοποιεῖς μέλλων λέγειν, καὶ φύλακά με τοῦ [189b] λόγου ἀναγκάζεις γίγνεσθαι τοῦ σεαυτοῦ, ἐάν τι γελοῖον εἴπῃς, ἐξόν σοι ἐν εἰρήνῃ λέγειν.
Καὶ τὸν Ἀριστοφάνη γελάσαντα εἰπεῖν Εὖ λέγεις, ὦ Ἐρυξίμαχε, καί μοι ἔστω ἄρρητα τὰ εἰρημένα. ἀλλὰ μή με φύλαττε, ὡς ἐγὼ φοβοῦμαι περὶ τῶν μελλόντων ῥηθήσεσθαι, οὔ τι μὴ γελοῖα εἴπω —τοῦτο μὲν γὰρ ἂν κέρδος εἴη καὶ τῆς ἡμετέρας μούσης ἐπιχώριον— ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα.
Βαλών γε, φάναι, ὦ Ἀριστόφανες, οἴει ἐκφεύξεσθαι· ἀλλὰ πρόσεχε τὸν νοῦν καὶ οὕτως λέγε ὡς δώσων λόγον. [189c] ἴσως μέντοι, ἂν δόξῃ μοι, ἀφήσω σε.
Καὶ μήν, ὦ Ἐρυξίμαχε, εἰπεῖν τὸν Ἀριστοφάνη, ἄλλῃ γέ πῃ ἐν νῷ ἔχω λέγειν ἢ ᾗ σύ τε καὶ Παυσανίας εἰπέτην. ἐμοὶ γὰρ δοκοῦσιν ἅνθρωποι παντάπασι τὴν τοῦ ἔρωτος δύναμιν οὐκ ᾐσθῆσθαι, ἐπεὶ αἰσθανόμενοί γε μέγιστ᾽ ἂν αὐτοῦ ἱερὰ κατασκευάσαι καὶ βωμούς, καὶ θυσίας ἂν ποιεῖν μεγίστας, οὐχ ὥσπερ νῦν τούτων οὐδὲν γίγνεται περὶ αὐτόν, δέον πάντων μάλιστα γίγνεσθαι. ἔστι γὰρ θεῶν [189d] φιλανθρωπότατος, ἐπίκουρός τε ὢν τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰατρὸς τούτων ὧν ἰαθέντων μεγίστη εὐδαιμονία ἂν τῷ ἀνθρωπείῳ γένει εἴη. ἐγὼ οὖν πειράσομαι ὑμῖν εἰσηγήσασθαι τὴν δύναμιν αὐτοῦ, ὑμεῖς δὲ τῶν ἄλλων διδάσκαλοι ἔσεσθε. δεῖ δὲ πρῶτον ὑμᾶς μαθεῖν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ τὰ παθήματα αὐτῆς.
Ἡ γὰρ πάλαι ἡμῶν φύσις οὐχ αὑτὴ ἦν ἥπερ νῦν, ἀλλ᾽ ἀλλοία. πρῶτον μὲν γὰρ τρία ἦν τὰ γένη τὰ τῶν ἀνθρώπων, οὐχ ὥσπερ νῦν δύο, ἄρρεν καὶ θῆλυ, [189e] ἀλλὰ καὶ τρίτον προσῆν κοινὸν ὂν ἀμφοτέρων τούτων, οὗ νῦν ὄνομα λοιπόν, αὐτὸ δὲ ἠφάνισται· ἀνδρόγυνον γὰρ ἓν τότε μὲν ἦν καὶ εἶδος καὶ ὄνομα ἐξ ἀμφοτέρων κοινὸν τοῦ τε ἄρρενος καὶ θήλεος, νῦν δὲ οὐκ ἔστιν ἀλλ᾽ ἢ ἐν ὀνείδει ὄνομα κείμενον. ἔπειτα ὅλον ἦν ἑκάστου τοῦ ἀνθρώπου τὸ εἶδος στρογγύλον, νῶτον καὶ πλευρὰς κύκλῳ ἔχον, χεῖρας δὲ τέτταρας εἶχε, καὶ σκέλη τὰ ἴσα ταῖς χερσίν, καὶ πρόσωπα [190a] δύ᾽ ἐπ᾽ αὐχένι κυκλοτερεῖ, ὅμοια πάντῃ· κεφαλὴν δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφοτέροις τοῖς προσώποις ἐναντίοις κειμένοις μίαν, καὶ ὦτα τέτταρα, καὶ αἰδοῖα δύο, καὶ τἆλλα πάντα ὡς ἀπὸ τούτων ἄν τις εἰκάσειεν. ἐπορεύετο δὲ καὶ ὀρθὸν ὥσπερ νῦν, ὁποτέρωσε βουληθείη· καὶ ὁπότε ταχὺ ὁρμήσειεν θεῖν, ὥσπερ οἱ κυβιστῶντες καὶ εἰς ὀρθὸν τὰ σκέλη περιφερόμενοι κυβιστῶσι κύκλῳ, ὀκτὼ τότε οὖσι τοῖς μέλεσιν ἀπερειδόμενοι ταχὺ ἐφέροντο κύκλῳ.
Ἦν δὲ διὰ ταῦτα τρία [190b] τὰ γένη καὶ τοιαῦτα, ὅτι τὸ μὲν ἄρρεν ἦν τοῦ ἡλίου τὴν ἀρχὴν ἔκγονον, τὸ δὲ θῆλυ τῆς γῆς, τὸ δὲ ἀμφοτέρων μετέχον τῆς σελήνης, ὅτι καὶ ἡ σελήνη ἀμφοτέρων μετέχει· περιφερῆ δὲ δὴ ἦν καὶ αὐτὰ καὶ ἡ πορεία αὐτῶν διὰ τὸ τοῖς γονεῦσιν ὅμοια εἶναι. ἦν οὖν τὴν ἰσχὺν δεινὰ καὶ τὴν ῥώμην, καὶ τὰ φρονήματα μεγάλα εἶχον, ἐπεχείρησαν δὲ τοῖς θεοῖς, καὶ ὃ λέγει Ὅμηρος περὶ Ἐφιάλτου τε καὶ Ὤτου, περὶ ἐκείνων λέγεται, τὸ εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνάβασιν ἐπιχειρεῖν [190c] ποιεῖν, ὡς ἐπιθησομένων τοῖς θεοῖς. ὁ οὖν Ζεὺς καὶ οἱ ἄλλοι θεοὶ ἐβουλεύοντο ὅτι χρὴ αὐτοὺς ποιῆσαι, καὶ ἠπόρουν· οὔτε γὰρ ὅπως ἀποκτείναιεν εἶχον καὶ ὥσπερ τοὺς γίγαντας κεραυνώσαντες τὸ γένος ἀφανίσαιεν —αἱ τιμαὶ γὰρ αὐτοῖς καὶ ἱερὰ τὰ παρὰ τῶν ἀνθρώπων ἠφανίζετο— οὔτε ὅπως ἐῷεν ἀσελγαίνειν.

***
Λόγος του Αριστοφάνη

4. ΕΡΩΤΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
[189a] ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Συνεχίζοντας την αφήγησή του ο Αριστόδημος είπε ότι, παίρνοντας διαδοχικά το λόγο ο Αριστοφάνης, είπε: «Πέρασε και πάει, αφού όμως πρώτα, σύμφωνα με τη συνταγή σου, του πρόσφερα φτάρνισμα· κι έτσι παραξενεύτηκα που η ευεξία του σώματος θέλει τέτοιους θορύβους και γαργαλίσματα, καληώρα το φτάρνισμα· γιατί στη στιγμή, κυριολεκτικά μόλις του έδωσα το αντίδοτο, μου πέρασε».
Κι ο Ερυξίμαχος αποκρίθηκε: «Αριστοφάνη, καλέ μου, πρόσεχε τί πας να κάνεις. Τη στιγμή που παίρνεις το λόγο, το γυρίζεις στη γελοιοποίηση και μ᾽ αναγκάζεις ν᾽ αναλάβω [189b] την περιφρούρηση της ομιλίας σου, μήπως πεις καμιά σαχλαμάρα, την ώρα που είναι στο χέρι σου να μιλήσεις μ᾽ όλη σου την άνεση».
Κι ο Αριστοφάνης γελώντας είπε: «Δίκιο έχεις, Ερυξίμαχε, και παίρνω πίσω τα όσα είπα. Αλλά μη μου κάνεις λογοκρισία, γιατί, αν εγώ φοβάμαι για κάτι, για όσα είναι να πω, δεν είναι μήπως πω κάτι που θα μας κάνει να γελάσουμε —γιατί αυτό θα ήταν κέρδος και η Μούσα μου θα ᾽νιωθε σα να βρίσκεται στο σπίτι της— αλλά μήπως πω σαχλαμάρες».
«Αριστοφάνη, είπε ο Ερυξίμαχος, μου έριξες την πετριά και πας να γλιτώσεις απ᾽ τα χέρια μου, αλλά να ᾽σαι προσεχτικός κι όσο κρατήσει η ομιλία σου να ᾽χεις στο μυαλό σου ότι θα λογοδοτήσεις· [189c] δεν αποκλείεται όμως, αν το δω αλλιώς, να σ᾽ αφήσω ήσυχο».
Κι είπε ο Αριστοφάνης: «Εγώ λοιπόν, Ερυξίμαχε, λέω να μιλήσω κάπως διαφορετικά απ᾽ ό,τι αναπτύξατε εσύ κι ο Παυσανίας. Γιατί σχημάτισα την εντύπωση ότι οι άνθρωποι δεν αντιλήφτηκαν καθόλου, μα καθόλου, τη δύναμη του Έρωτα, γιατί, αν βέβαια την είχαν αντιληφτεί, θα ίδρυαν στη χάρη του τα μεγαλοπρεπέστερα λατρευτικά κέντρα και βωμούς και θα του τελούσαν τις πιο μεγάλες θυσίες, κι όχι όπως τώρα, που καμιά λατρεία δεν του αφιερώνεται, την ώρα που, αν ήταν κάτι να γίνει με απόλυτη προτεραιότητα, ήταν αυτό. Γιατί, περισσότερο από κάθε άλλο θεό, [189d] τρέφει τα πιο φιλάνθρωπα αισθήματα, καθώς παραστέκεται στον άνθρωπο και γιατρεύει όλα εκείνα, που με τη γιατρειά τους θα μπορούσε το ανθρώπινο γένος να χαρεί την πιο μεγάλη ευτυχία. Λοιπόν, εγώ θα βάλω τα δυνατά μου να σας εκθέσω τη δύναμή του, κι εσείς με τη σειρά σας θα τη διδάξετε στους άλλους. Αλλά πρώτα πρέπει να μάθετε ποιά είναι η φύση του ανθρώπου και τα όσα συμβαίνουν στη ζωή του.
Τον παλιότερο καιρό η ανθρώπινη φύση δεν ήταν όμοια με τη σημερινή, αλλά διαφορετική. Όταν δηλαδή πρωτοφάνηκαν στη γη τα φύλα των ανθρώπων ήταν τρία, όχι δυο (όπως τώρα, αρσενικό και θηλυκό), [189e] αλλά εκτός απ᾽ αυτά υπήρχε κι ένα τρίτο, που μέσα του είχε τα δυο άλλα ενωμένα· σήμερα κρατούμε τ᾽ όνομά του, το ίδιο όμως χάθηκε· τότε λοιπόν υπήρχε και φύλο με ξεχωριστή μορφή και όνομα, το αρσενικοθήλυκο, που το συναποτελούσαν και τα δυο, και το αρσενικό και το θηλυκό· τώρα απόμεινε μόνο το όνομα, που το τυλίγει η ντροπή. Που λες, το παρουσιαστικό τού κάθε τέτοιου ανθρώπου ήταν στρογγυλό· η ράχη σχημάτιζε περιφέρεια, το ίδιο και η μέση· χέρια τέσσερα, σκέλη όσα και τα χέρια και δυο πρόσωπα [190a] πάνω σε σβέρκο κυλινδρικό, το ᾽να ολόιδιο με τ᾽ άλλο· πάνω απ᾽ αυτά τα δυο πρόσωπα, που το καθένα τους αντίκριζε το αντίθετο σημείο του ορίζοντα, είχε ένα κεφάλι με τέσσερα αυτιά· είχε δυο γεννητικά όργανα κι όλα τα υπόλοιπα ανάλογα και όπως θα μπορούσε κανείς να τα φανταστεί σύμφωνα με τα παραπάνω. Μπορούσε να μετακινείται και όρθιο, προς όποια διεύθυνση ήθελε, όπως και σήμερα· όποτε όμως του ερχόταν να τρέξει γρήγορα —έχετε δει σαλτιμπάγκους να στριφογυρίζουν και να κάνουν ακροβατικά με τα πόδια όρθια επάνω; έτσι ακριβώς, μια και τότε είχε οχτώ άκρα, στηριζόταν σ᾽ αυτά και μετακινιόταν γρήγορα, σαν τροχός.
Τώρα, ποιός ο λόγος που τα ανθρώπινα φύλα [190b] ήταν τρία και τέτοιας λογής; Επειδή στην αρχή το αρσενικό ήταν βλαστάρι του ήλιου, το θηλυκό της γης κι εκείνο που τα ᾽χε ενωμένα μέσα του και τα δυο ήταν της σελήνης, γιατί και η σελήνη έχει πάρει κι απ᾽ τα δυο αυτά ουράνια σώματα· κι έτσι και το παρουσιαστικό και το βάδισμά τους ήταν κυκλικά, έπρεπε να μοιάζουν τα γονικά τους. Έτσι είχαν φοβερή δύναμη και ρώμη, τόσο που τα μυαλά τους πήραν αέρα και τα έβαλαν με τους θεούς· και τα όσα λέει ο Όμηρος για τον Εφιάλτη και τον Ώτο —που βάλθηκαν δηλαδή να σκαρφαλώσουν στον ουρανό [190c] για να πέσουν πάνω στους θεούς— τα λέει για κείνους. Τότε ο Δίας και οι άλλοι θεοί συσκέπτονταν πώς να τα βγάλουν πέρα μ᾽ αυτούς και λύση δεν έβρισκαν· γιατί δεν τους καλοφαινόταν ούτε να τους σκοτώσουν και κεραυνοβολώντας τους —όπως πρωτύτερα τους Γίγαντες— να τους αφανίσουν από το πρόσωπο της γης (γιατί τότε ποιός θα τους πρόσφερε λατρεία και θυσίες;) ούτε να τους αφήσουν στ᾽ αθεόφοβα καμώματά τους.