Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (41.1-45.1)

41. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΚΥΩΝ [41.1] ἀλώπηξ εἰς ἀγέλην προβάτων εἰσελθοῦσα θηλαζόντων τῶν ἀρνίων ἓν ἀναλαβομένη προσεποιεῖτο καταφιλεῖν. ἐρωτηθεῖσα δὲ ὑπὸ κυνός· «τί τοῦτο ποιεῖς;» «τιθηνοῦμαι αὐτό», ἔφη, «καὶ προσπαίζω». καὶ ὁ κύων ἔφη· «καὶ νῦν, ἂν μὴ ἀφῇς τὸ ἀρνίον, τὰ κυνῶν σοι προσοίσω».
πρὸς ἄνδρα ῥᾳδιουργὸν καὶ μωροκλέπτην ὁ λόγος εὔκαιρος.

42. ΓΕΩΡΓΟΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΣ ΑΥΤΟΥ
[42.1] ἀνὴρ γεωργὸς μέλλων τελευτᾶν καὶ βουλόμενος τοὺς αὐτοῦ παῖδας ἐμπείρους εἶναι τῆς γεωργίας μετακαλεσάμενος αὐτοὺς ἔφη· «τεκνία, ἐν μιᾷ τῶν ἀμπέλων μου θησαυρὸς ἀπόκειται». οἱ δὲ μετὰ τὴν αὐτοῦ τελευτὴν ὕννας τε καὶ δικέλλας λαβόντες πᾶσαν αὐτῶν τὴν γεωργίαν ὤρυξαν. καὶ τὸν μὲν θησαυρὸν οὐχ εὗρον, ἡ δὲ ἄμπελος πολυπλασίως τὴν φορὰν αὐτοῖς ἀπεδίδου.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ὁ κάματος θησαυρός ἐστι τοῖς ἀνθρώποις.

43. ΒΑΤΡΑΧΟΙ
[43.1] βάτραχοι δύο ξηρανθείσης αὐτῶν τῆς λίμνης περιῄεσαν ζητοῦντες ποῦ καταμεῖναι. ὡς δὲ ἐγένοντο κατά τι φρέαρ, ὁ ἕτερος συνεβούλευεν ἀμελετήτως καθάλλεσθαι. ὁ δὲ ἕτερος ἔλεγεν· «ἐὰν οὖν καὶ τὸ ἐνθάδε ὕδωρ ξηρανθῇ, πῶς δυνησόμεθα ἀναβῆναι;»
ὁ λόγος ἡμᾶς διδάσκει μὴ ἀπερισκέπτως προσέρχεσθαι τοῖς πράγμασιν.

44. ΒΑΤΡΑΧΟΙ ΑΙΤΟΥΝΤΕΣ ΒΑΣΙΛΕΑ
[44.1] βάτραχοι λυπούμενοι ἐπὶ τῇ ἑαυτῶν ἀναρχίᾳ πρέσβεις ἔπεμψαν πρὸς τὸν Δία δεόμενοι βασιλέα αὐτοῖς παρασχεῖν. ὁ δὲ συνιδὼν αὐτῶν τὴν εὐήθειαν ξύλον εἰς τὴν λίμνην καθῆκε. καὶ οἱ βάτραχοι τὸ μὲν πρῶτον καταπλαγέντες τὸν ψόφον εἰς τὰ βάθη τῆς λίμνης ἐνέδυσαν, ὕστερον δέ, ὡς ἀκίνητον ἦν τὸ ξύλον, ἀναδύντες εἰς τοσοῦτο καταφρονήσεως ἦλθον ὡς καὶ ἐπιβαίνοντες αὐτῷ ἐπικαθέζεσθαι. ἀναξιοπαθοῦντες δὲ τοιοῦτον ἔχειν βασιλέα ἧκον ἐκ δευτέρου πρὸς τὸν Δία καὶ τοῦτον παρεκάλουν ἀλλάξαι αὐτοῖς τὸν ἄρχοντα. τὸν γὰρ πρῶτον λίαν εἶναι νωχελῆ. καὶ ὁ Ζεὺς ἀγανακτήσας κατ᾽ αὐτῶν ὕδραν αὐτοῖς ἔπεμψεν, ὑφ᾽ ἧς συλλαμβανόμενοι κατησθίοντο.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ἄμεινόν ἐστι νωθεῖς ἔχειν ἄρχοντας ἢ ταρακτικούς.

45. ΒΟΕΣ ΚΑΙ ΑΞΟΝΕΣ
[45.1] βόες ἅμαξαν εἷλκον. τοῦ δὲ ἄξονος τρίζοντος ἐπιστραφέντες οὗτοι ἔφασαν πρὸς αὐτόν· «ὦ οὗτος, ἡμῶν τὸ ὅλον βάρος φερόντων σὺ κέκραγας;»
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι ἑτέρων μοχθούντων αὐτοὶ προσποιοῦνται κάμνειν.

***
41. Η αλεπού και ο σκύλος.
[41.1] Μια φορά η αλεπού πήγε και τρύπωσε ανάμεσα σε ένα κοπάδι πρόβατα, την ώρα που οι προβατίνες θήλαζαν τα αρνάκια τους. Άρπαξε λοιπόν και αυτή ένα αρνάκι και προσποιούνταν ότι το χαϊδολογάει και το γεμίζει φιλιά. Το τσοπανόσκυλο τότε τη ρώτησε: «Τί είναι αυτά που κάνεις;». «Αχ καλέ, δεν βλέπεις», απάντησε εκείνη, «το βυζαίνω το κούτσικο και το κανακεύω». Όμως ο σκύλος τής γρύλισε: «Το καλό που σου θέλω, άσε κάτω το αρνί τώρα, αλλιώς θα σου δείξω τί θα πει σκυλίσια ζωή».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για άνθρωπο κουτοπόνηρο και κλέφτη της πεντάρας.

42. Ο αγρότης και τα παιδιά του.
[42.1] Ήταν ένας αγρότης που ζύγωνε στο τέλος της ζωής του και ήθελε να γίνουν και οι γιοι του πεπειραμένοι καλλιεργητές. Τους φώναξε, λοιπόν, κοντά του και τους ορμήνευσε: «Παιδάκια μου, να ξέρετε, σε ένα από τα αμπέλια μου είναι θαμμένος θησαυρός». Έτσι, μόλις πέθανε ο γέρος, οι νεαροί αδράξανε τσάπες και αλέτρια και κατέσκαψαν όλα τους τα χωράφια πέρα ώς πέρα. Δεν βρήκαν βέβαια κανέναν θησαυρό. Όμως με όλα αυτά το αμπέλι τούς χάρισε πολλαπλάσια συγκομιδή.
Το δίδαγμα του μύθου: Ο μόχθος είναι ο αληθινός θησαυρός για τους ανθρώπους.

43. Τα βατράχια.
[43.1] Ήταν δύο βατράχια που η λίμνη τους ξεράθηκε, και τριγυρνούσαν εδώ και εκεί ψάχνοντας μέρος για να μείνουν. Με τα πολλά φτάσανε σε κάποιο πηγάδι, και το ένα βατράχι πρότεινε να βουτήξουν μέσα χωρίς δεύτερη σκέψη. Το άλλο όμως έφερε αντίρρηση: «Και δεν μου λες, άμα ξεραθούν και εκεί κάτω τα νερά, πώς στην οργή θα καταφέρουμε εμείς να ξανανέβουμε πάνω;».
Το δίδαγμα του μύθου: Δεν πρέπει να καταπιανόμαστε με τίποτε δίχως περίσκεψη.

44. Τα βατράχια γυρεύουν βασιλιά.
[44.1] Μια φορά και έναν καιρό τα βατράχια δεν ήσαν ικανοποιημένα με την έλλειψη διακυβέρνησης στο έθνος τους. Γι᾽ αυτό έστειλαν πρεσβεία στον Δία και τον παρακάλεσαν να τους ορίσει βασιλιά. Ο θεός, βέβαια, αντιλήφθηκε αμέσως τη χαζομάρα τους και περιορίστηκε να πετάξει ένα ξύλο μέσα στη λίμνη τους. Οι βάτραχοι τρόμαξαν στην αρχή από τον παφλασμό και βούτηξαν στον πάτο. Στη συνέχεια, όμως, καθώς το κούτσουρο στεκόταν ακίνητο, ξεθάρρεψαν και βγήκαν πάλι στην επιφάνεια. Με τα πολλά, έφτασαν τελικά σε τέτοιο σημείο περιφρόνησης, ώστε να καβαλάνε κιόλας το μαραφέτι και να κουρνιάζουν πάνω του. Όπως ήταν επόμενο, σύντομα δυσανασχέτησαν με αυτήν την κατάσταση, θεωρώντας την ανάξιά τους: «Καλά, τί σόι βασιλιάς είναι τούτος;». Έστειλαν λοιπόν για δεύτερη φορά πρεσβευτές στον Δία και τον παρακάλεσαν να τους αλλάξει κυβερνήτη, διότι αυτός ο πρώτος ήταν, βρε παιδί μου, υπερβολικά νωθρός. Τότε ο θεός αγανάκτησε και τους έστειλε μια νεροφίδα, η οποία βάλθηκε ευθύς να τους αρπάζει και να τους τρώει.
Το δίδαγμα του μύθου: Καλύτερα οι ηγέτες να είναι αδρανείς παρά ανακατωσούρηδες.

45. Τα βόδια και ο άξονας.
[45.1] Ήταν κάτι βόδια που έσερναν ένα αμάξι. Έλα όμως που ο άξονας στις ρόδες έτριζε πολύ. Γι᾽ αυτό τα βόδια στράφηκαν τελικά προς το μέρος του και του τα έψαλαν: «Ρε αχαΐρευτε, εμείς τραβάμε όλο το βάρος και εσύ βάζεις τις φωνές;».
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Κάποιοι καμώνονται πως κουράζονται, έστω και αν είναι άλλοι εκείνοι που βγάζουν πέρα τη δουλειά.

Οι σχέσεις δεν έχουν manual

Προφανώς οι σχέσεις δεν έχουν, ούτε θα μπορούσαν να έχουν, ένα manual εγχειρίδιο το οποίο θα μας καθοδηγούσε στην σωστή διαχείριση τους. Είναι κατά συνέπεια αναπόφευκτο οι σχέσεις μας συχνά να έχουν προβλήματα, μερικές φορές ανυπέρβλητα.
 
Ωστόσο η εμπειρία, η κοινή λογική και πάνω απ’όλα η “χαμηλή περιεκτικότητα” σε εγωισμό είναι το πιθανότερο καλοί οδηγοί στο να αποφύγουμε ορισμένες σίγουρες κακοτοπιές!
 
Με γνώμονα τους 3 παραπάνω άξονες προτείνονται οι εξής βασικές κατευθύνσεις:
 
1. Δεν μπορεί να φταίνε πάντα/μόνο οι άλλοι... Αυτό δεν είναι σχέση! Η σχέση προϋποθέτει δύο μέρη, αλληλένδετα. Άρα κάπου εκεί βρισκόμαστε και εμείς... Χρειάζεται ο καθένας να αναλάβει την ευθύνη του, το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί και όχι να το φορτώνει στον/ην άλλον/η, όσο κι αν αυτό μας βολεύει...
 
2. Δεν μπορεί να περιμένουμε απ΄τον/την άλλον/η να κάνουν αυτοί το πρώτο βήμα-ούτε μπορούμε πάντα να κάνουμε το πρώτο βήμα εμείς! Μαζί ''τα κάνουμε'', μαζί πρέπει και να τα “μαζέψουμε”... («it makes two to tango!»). Η ανάληψη της πρωτοβουλίας σε μια κρίσιμη στιγμή της σχέσης είναι πολύ σημαντική και υπό μια έννοια τιμά αυτόν που την παίρνει, όμως και πάλι θα πούμε ότι δεν μπορεί αυτός/η που παίρνει την πρωτοβουλία να είναι πάντα ο/η ίδιος/α, γιατί προφανώς αυτό κάποια στιγμή κουράζει...
 
3. Αφήστε έξω από το πρόβλημα τους γονείς σας!.. Όσο πιο μακριά τόσο καλύτερα - όσο περισσότερο ανακατεύονται τόσο το χειρότερο! Διαφορετικά οι δύο γίνονται έξι, με κίνδυνο οι έξι να γίνουν δώδεκα μετά γινόμαστε από δύο χωριά χωριάτες! Ίσως μία συμβουλή ενός φίλου να μπορεί να βοηθήσει, όμως θα λέγαμε καλύτερα όχι ενός γονέα: Οι γονείς σπάνια μπορούν να μείνουν ουδέτεροι σε τέτοια θέματα και ακόμα σπανιότερα αντέχουν αυτό που τους λέμε... και έτσι (ίσως και) άθελα τους αντί να βοηθήσουν ρίχνουν λάδι στη φωτιά!
 
4. Αφήστε λίγο το "σίδερο να κρυώσει...". Οι πρώτες ώρες (κάποιες φορές και οι πρώτες μέρες) δεν είναι καλοί σύμβουλοι στις αντιδράσεις μας... Πάρτε λίγο χρόνο, «πάρτε μία ανάσα», συλλογισθείτε, αναλογισθείτε, συμβουλευθείτε... και ύστερα μιλήστε: ήρεμα, όσο γίνεται, αν θέλετε να τα βρείτε. Αλλιώς με τις άμεσες, συχνά σπασμωδικές αντιδράσεις, το μόνο εύκολο είναι να τσακωθείτε βαθαίνοντας την κρίση ακόμα περισσότερο.
 
Ομολογουμένως, "τι δύσκολες" που είναι οι σχέσεις... Δύσκολες και υπέροχες!
 
Και τι αδικία... Πόσο δύσκολα χτίζονται και πόσο εύκολα γκρεμίζονται!
 
Για αυτό προσοχή στα θεμέλια...

Το δεντράκι που μεγάλωσε

Μικρό και αδύναμο, χωρίς πίστη και εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Έτσι με θυμάμαι. Ζούσα στο μεγάλο δάσος περιτριγυρισμένο από ψηλά έλατα και θεόρατα κυπαρίσσια. Έτσι τουλάχιστον φάνταζαν μπροστά στα μάτια μου. Με ζάλιζε το ύψος και η δύναμη τους. Εγώ ένιωθα τις ρίζες μου ίσα να ακουμπούν στη γη.

Ήμουν ένα αδύναμο κλαράκι που το έσερνε ο άνεμος. Ακολουθούσα πιστά τις επιθυμίες των άλλων δέντρων και ξεχνούσα τα δικά μου όνειρα. Ήθελα να ταξιδέψω σε ένα άλλο δάσος μακρινό.

Που όλα τα δέντρα θα με υπολόγιζαν και θα με σέβονταν. Θα γινόμουν ένα δέντρο δυνατό με βαθιές ρίζες που θα άντεχε τις θύελλες, τις καταιγίδες και την βαρυχειμωνιά.

Πίστευα ότι τη δύναμη θα μου την χάριζαν οι άλλοι. Όμως όσο περνούσαν τα χρόνια έμαθα. Την είχα βαθιά κρυμμένη στη ψυχή και στο μυαλό μου. Ήταν η πίστη και η αγάπη στον εαυτό μου.

Η αποδοχή της ύπαρξης μου με όλες τις ατέλειες αλλά και τις δυνατότητες μου. Τα μάτια μου άρχισαν ν’ ανοίγουν διάπλατα όταν άρχισα να «με βλέπω». Να συνειδητοποιώ το ύψος μου, τις ρίζες και την αντοχή μου.

Έπαψαν πια τα άλλα δέντρα να με παρασύρουν στα δικά τους θέλω. Άρχισα να επιτρέπω στον εαυτό μου να ονειρεύεται. Να χαράζει την πορεία του χωρίς να φοβάται να πει όχι και να διαφωνήσει.

Ο τοίχος της αυτοεκτίμησής μου είχε πια αρχίσει να χτίζεται λιθαράκι – λιθαράκι. Και ας υπήρχαν μέρες που ένιωθα ότι θα καταρρεύσω από την αγωνία και το φόβο.

Η ψυχή μου είχε αρχίσει να μεγαλώνει και ήταν εκείνη που έδωσε ρίζες στα πόδια και στο μυαλό να αντέχω τα χιόνια και τους παγετούς. Και τότε ήρθε η ώρα των μεγάλων αποφάσεων.

Άρχισα να ακούω τον εαυτό μου. Να τον φροντίζω και να διώχνω από δίπλα μου όλα εκείνα τα δέντρα που τόσα χρόνια τρεφόταν από τις δικές μου ρίζες χωρίς εγώ να το αντιλαμβάνομαι.

Ένιωθα θυμό που δεν είχα ¨ξυπνήσει¨νωρίτερα αλλά καταλάβαινα όμως κιόλας ότι ήθελα χρόνο. Το δικό μου χώρο και χρόνο που θα συντονιζόταν με το μυαλό και την ψυχή μου για να αρχίσω το ταξίδι στα πιο κρυφά μου μονοπάτια.

Εκείνα όμως μου έδωσαν το φως όταν μπόρεσα να ξεκλειδώσω τα σεντούκια μου και να αφήσω τον εαυτό μου γυμνό από ψεύτικα περιτυλίγματα που περιστασιακά με γέμιζαν με χαρά και ικανοποίηση.

Τώρα πια έχω ξεκινήσει το ταξίδι μου σε ένα δάσος και μου έχω επιτρέψει να σκάψω βαθιά μέσα στα έγκατα της γης. Οι ρίζες μου καθημερινά αναπνέουν και εξελίσσονται.

Δεν τις σταματάει η φλυαρία και τα σχόλια των άλλων δέντρων αλλά είναι συντονισμένες με τα σχέδια της καρδιάς και του μυαλού μου. Μεγάλωσαν πια τα κλαδιά μου, θέριεψαν και άρχισα να βγάζω άνθη που καρποφόρησαν.

Είμαι ένα δέντρο γεμάτο ζουμερά κόκκινα ρόδια, έτοιμα να απολαύσουν τη ζωή που ξεδιπλώνεται μπροστά τους.

Διεκδικώντας τις επιθυμίες μας ξεχάσαμε τις ανάγκες μας

Θα έλεγε κανείς πως στην εποχή που διανύουμε συμβαίνει το αντίθετο. Πως δηλαδή, διεκδικώντας τις ανάγκες μας ξεχάσαμε τις επιθυμίες μας. Για να γίνει σαφές λοιπόν, ας διευκρινίσουμε τη διαφορά της ανάγκης από την επιθυμία.

Ανάγκη είναι η τροφή, γιατί τη χρειάζεσαι για να ζήσεις. Η πολλή τροφή όμως, η ακριβή τροφή, ή το εστιατόριο που θα επιλέξεις για να φας, είναι επιθυμία και όχι ανάγκη.

Ανάγκη είναι ο ρουχισμός, γιατί προστατεύει το σώμα σου. Ο ακριβός ή επώνυμος ρουχισμός όμως, ή η μόδα που υπαγορεύει τους κανόνες σε ρούχα παπούτσια και αξεσουάρ για λόγους καλλωπισμού, είναι επιθυμία και όχι ανάγκη.

Ανάγκη είναι η εργασία, γιατί σου δίνει τη δυνατότητα να παράξεις για το σύνολο και να νιώσεις χρήσιμος – κάτι που το χρειάζεσαι για να ζήσεις – ενώ παράλληλα ανταμείβεσαι γι’ αυτό.

Η εργασία που έχει άλλους στόχους όμως πέρα από αυτόν, είναι επιθυμία και όχι ανάγκη. Ανάγκη είναι η ασφαλής στέγαση. Οτιδήποτε πέρα από αυτό όμως, είναι επιθυμία και όχι ανάγκη.

Και τώρα που διευκρινίσαμε τα βασικά και αναγνωρίσαμε πως οι περισσότεροι τουλάχιστον καλύπτουμε αυτές τις ανάγκες μας, ας αναρωτηθούμε για εκείνες που παραμελούμε, προκειμένου να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας.

Γιατί πέρα από τις προφανείς ανάγκες, υπάρχουν κι άλλες εξίσου βασικές. Και μένουν δυστυχώς όλο και περισσότερο ακάλυπτες όσο εμείς εστιάζουμε στο να καλύψουμε αυτά που επιθυμούμε…

Η ανάγκη της ελευθερίας. Η ανάγκη της εσωτερικής ηρεμίας. Η ανάγκη της προσωπικής ανάπτυξης (συναισθηματικής , ψυχικής & πνευματικής). Η ανάγκη της αυθεντικότητας.

Η ανάγκη της προσφοράς. Η ανάγκη της δημιουργικότητας. Η ανάγκη της δικαιοσύνης. Η ανάγκη της γενναιοδωρίας. Της ανεξαρτησίας. Της ομαδικότητας. Της πίστης. Της αξιότητας. Της ειλικρίνειας. Της καλοσύνης. Της ελπίδας. Της ταπεινότητας. Και η λίστα δεν σταματάει εδώ.

Αλήθεια, πόσο αμελούμε αυτές τις ανάγκες προκειμένου να υπερκαλύψεις τις επιθυμίες μας; Το μέγεθος του σπιτιού μας, την αξία των πραγμάτων μας, την κοινωνική μας εικόνα;

Για χάρη της συντροφικότητας υπομένουμε σχέσεις δυσλειτουργικές. Για χάρη της οικονομικής ανεξαρτησίας δουλεύουμε αντί να εργαζόμαστε.

Για χάρη της κοινωνικής αποδοχής γινόμαστε έρμαια του life style χάνοντας την αυθεντικότητά μας. Για χάρη των προτύπων ομορφιάς αρνούμαστε την ωριμότητα.

Δεν είναι να απορεί κανείς που όσο περνάει ο καιρός, τα κρούσματα των ψυχικών ασθενειών και διαταραχών αυξάνονται συνεχώς.

«Ζούμε σε περίοδο κρίσης» ακούμε και αναπαράγουμε τα τελευταία χρόνια. Κι όμως. Οι επιθυμίες μας είναι αυτές που κοστίζουν περισσότερο.

Όχι οι ανάγκες μας. Ας εστιάσουμε σωστά λοιπόν, ας μετριάσουμε το κυνήγι των επιθυμιών κι ας διεκδικήσουμε αυτά που μας αξίζουν πραγματικά!

Πρώτον και κύριον, δεν υπάρχει τίποτα

Πρώτον και κύριον, δεν υπάρχει τίποτα· δεύτερον, ακόμη κι αν υπάρχει, ο άνθρωπος δεν μπορεί να το κατανοήσει· τρίτον ακόμη κι αν μπορεί να το κατανοήσει, αναμφίβολα δεν μπορεί να το εκφράσει ή να το εξηγήσει στον διπλανό του
ΓΟΡΓΙΑΣ Ο ΛΕΟΝΤΙΝΟΣ, ΕΛΛΗΝΑΣ ΡΗΤΟΡΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ (485 – 380 π.Χ.) ΣΟΦΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ (Όπως παραφράστηκε από τον ΣΕΞΤΟ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ [160 – 210 μ.Χ.] από το Περί του μη όντος του Γοργία, μη σωζόμενο έργο).

“Τίποτα στον κόσμο δεν έχει νόημα”. Ο γερο – Γοργίας μετέτρεψε το μηδενιστικό δόγμα σε ανέκδοτο που διηγούμαστε ανέκφραστα για να βγάλει περισσότερο γέλιο.

Η επιχειρηματολογία του Γοργία εξακολουθεί να με τσακίζει.
Ο Γοργίας, διάσημος ρήτορας, ξακουστός για τις σατιρικές μιμήσεις του, ήταν το αρχαιοελληνικό αντίστοιχο ψαγμένου κωμικού σταντ απ. Υποθέτω πως αν η δήλωση “Δεν υπάρχει τίποτα” ειπωθεί με ειρωνικό μειδίαμα μπορεί να αποδειχτεί ξεκαρδιστική. Ο Γοργίας πέθαινε τους αρχαίους Έλληνες στο γέλιο, από τους Δελφούς μέχρι την Ολυμπία, χρεώνοντας είσοδο για τις παραστάσεις του κι εξασφαλίζοντας πολύ άνετη ζωή. Ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι μεταφραστές και οι μελετητές του είναι το ότι δεν μπορούν ποτέ να είναι σίγουροι αν εννοούσε στ’ αλήθεια ό,τι έγραφε ή απλώς έσπαγε πλάκα.

Η τακτική του Γοργία να βγάζει γέλιο μέσα από μια μηδενιστική θεώρηση της ζωής εγείρει κάποια συναρπαστικά ερωτήματα γύρω από το χιούμορ – πώς μπορεί να μας βοηθήσει να ανταπεξέλθουμε στις δυσκολίες και πώς μερικές φορές κάνει ακριβώς το αντίθετο. Οι ψυχολόγοι πιστεύουν ότι το χιούμορ είναι ένας αμυντικός μηχανισμός για να αποστασιοποιούμαστε από αγχογόνες σκέψεις και συναισθήματα. Το σεξ μας προκαλεί άγχος, ιδίως το σεξ που συνιστά μοιχεία, εξού και τα αναρίθμητα αστεία γύρω από το σεξ και την ερωτική απιστία που υπάρχουν σε κάθε κοινωνία. Και, φυσικά, το υπέρτατο άγχος το προκαλεί η συνείδηση της θνητότητας – ειδικά της δικής μας -. οπότε έχουμε και πάλι σχετικά αστεία να φαν’ κι οι κότες.

Πριν από αρκετά χρόνια με ρώτησαν αν θεωρούσα ότι τα αστεία για τον θάνατο πιάνουν όντως, αν πιστεύω ότι καθιστούν τη συνειδητοποίηση της θνητότητας λιγότερο τρομακτική. Καλή ερώτηση. Το μόνο που μπόρεσα να απαντήσω ήταν “Μονάχα όταν πιάνουν”.

Υποθέτω πως το ίδιο μπορεί να πει κανείς για τις εξυπνάδες του Γοργία γύρω από την απουσία νοήματος της ζωής.

Εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα του Γοργία σχετικά με την ανυπαρξία των πάντων – από τον ίδιο τον φυσικό κόσμο μέχρι τις αποκαλούμενες κοινωνικές αξίες (χωρίς αυτό να σημαίνει, φυσικά, ότι υπάρχει κοινωνία) – πήγαζαν κατευθείαν από την κυνική καρδιά του. Πρόκειται για έναν από τους πρώτους καταγεγραμμένους μηδενιστές στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, από τους πρώτους διδάξαντες μιας μακράς παράδοσης φιλοσόφων που πέταξαν στον κάλαθο των αχρήστων τα πάντα, ειδικά εκείνη την παράλογη ιδέα ότι η ζωή έχει κάποιο νόημα. Πρώτον και κύριον, ας πούμε, τι νόημα να έχει οτιδήποτε από τη στιγμή που δεν υπάρχει τίποτα;

Ο Γοργίας, καθώς φαίνεται, διήγε ευχάριστο βίο, εντούτοις δεν ασπαζόταν καθόλου τον ηδονισμό ως φιλοσοφία, τουλάχιστον απ’ όσο γνωρίζουμε από τις καταγεγραμμένες διδαχές του. Υποθέτω πως ακόμη κι αν κάποιος στη θεωρία είναι μηδενιστής, μπορεί στην πράξη να είναι ηδονιστής· ένας ηδονικός βίος δεν έχει ανάγκη κανένα φιλοσοφικό νόημα, απλώς να είναι.

Δεν θα κρίνω ad hominem τον Έλληνα φιλόσοφο – πλακατζή με βάση το γεγονός ότι διήγε εξαιρετικά μακρύ κι ευτυχή βίο, κερδίζοντας δεκάδραχμα με το τσουβάλι καθώς περιόδευε από πόλη σε πόλη και κατέπλησσε τα ακροατήριά του. Όμως, δεν μπορώ να μη γελάσω με αυτό που ξεστόμισε στα τελευταία του: Σε ηλικία 104 ετών είπε στο φίλο του τον Αθηναίο ότι απέδιδε την μακροζωία του στο γεγονός ότι “δεν έκανα τίποτα μόνο για την ευχαρίστηση”.

Το παράδοξο του Θησέα

Το παράδοξο του Θησέα είναι ένα φιλοσοφικό ερώτημα που απασχόλησε τους ανθρώπους από τα αρχαία ακόμη χρόνια.

Βασίζεται στο ερώτημα: Αν σε ένα αντικείμενο αντικατασταθούν όλα του τα μέρη το αντικείμενο παραμένει το ίδιο;

Το φιλοσοφικό ερώτημα απασχόλησε τον Ηράκλειτο, το Σωκράτη, τον Πλάτωνα αλλά και σύγχρονους φιλοσόφους όπως ο Τόμας Χομπς και ο Τζον Λοκ. Αυτός όμως που το ανέδειξε περισσότερο είναι ο Πλούταρχος βασισμένος στον παρακάτω μύθο:
«Το πλοίο με το οποίο ο Θησέας και οι νέοι της Αθήνας επέστρεψαν από την Κρήτη (όπου αντιμετώπισαν το Μινώταυρο) είχε τριάντα κουπιά, και διατηρήθηκε από τους Αθηναίους μέχρι την εποχή του Δημητρίου του Φαληρέως (κυβέρνησε το διάστημα 317-307 π.Χ.), όταν και αντικαταστάθηκαν τα παλιά ξύλα που σάπισαν με καινούρια. Από τότε οι φιλόσοφοι άρχισαν να διαφωνούν σχετικά με την υπόσταση του αντικειμένου. Η μία πλευρά, υποστήριζε ότι το πλοίο παρέμενε το ίδιο ενώ η άλλη ότι δεν είναι το ίδιο
Αργότερα το θέμα επεκτάθηκε ακόμη περισσότερο από τον Τόμας Χομπς, που έθεσε ένα νέο προβληματισμό, αναρωτώμενος «Τί θα γινόταν αν μετά την αντικατάσταση όλα τα παλιά κομμάτι συγκεντρώνονταν και επανατοποθετούνταν ώστε να δημιουργήσουν ένα δεύτερο πλοίο; Ποιο από τα δύο πλοία θα ήταν αυτό του Θησέα;».

Όπως σε όλα τα φιλοσοφικά ερωτήματα αναπτύχθηκαν πολλές προσεγγίσεις για να απαντήσουν ωστόσο η απάντηση θα είναι πάντα υποκειμενική. Ο Ηράκλειτος εισήγαγε την έννοια της ποσοτικής και αριθμητικής ταύτισης. Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι υπάρχουν 4 αιτίες που χαρακτηρίζουν ένα αντικείμενο η μορφή, το υλικό, η χρήση και ο τελικός σκοπός.

Μια άλλη προσέγγιση είναι η έννοια του κρίσιμου στοιχείου. Όσο αυτό δεν αντικαθίσταται το αντικείμενο παραμένει το ίδιο αν αντικατασταθεί τότε το αντικείμενο αλλάζει.

Ο Αριστοτέλης και η σημασία της ευχαρίστησης και της δυσαρέσκειας

Από τη στιγμή που ευχαρίστηση ή η δυσαρέσκεια αποτελεί επισφράγιση για την ολοκλήρωση του εθισμού (έξις), ο οποίος εν τέλει γίνεται μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα, και με δεδομένο ότι η αρετή δεν είναι τίποτε άλλο από τον καθορισμό της ποιότητας των έξεων, γίνεται φανερό πως τα συναισθήματα της χαράς ή της λύπης σχετίζονται άμεσα με την άσκηση της αρετής: «αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι αρετές έχουν σχέση με τις πράξεις και με τα πάθη και ότι κάθε πάθος και κάθε πράξη συνοδεύονται από ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια, να άλλος ένας λόγος, σκέφτομαι, να πούμε ότι η αρετή βρίσκεται σε σχέση με την ευχαρίστηση και με τη δυσαρέσκεια». (1104b 3, 15-18).
 
Με άλλα λόγια, η ποιότητα του ανθρώπου είναι ανάλογη με την ποιότητα των πραγμάτων που του δίνουν ευχαρίστηση. Ως ψυχική έξη ορίζονται οι πράξεις που προσδίδουν χαρά. Η ευτέλεια αυτών των πράξεων δεν είναι παρά η ευτέλεια της ψυχής που μαθαίνει να χαίρεται με πράγματα που δεν αξίζουν. Κι όταν κανείς εγκλωβίζεται σε απολαύσεις ανάξιες λόγου, είναι αδύνατο να κατακτήσει την αρετή: «ο ιδιαίτερος χαρακτήρας κάθε ψυχικής έξης σχετίζεται με το (και προσδιορίζεται από το) είδος των πραγμάτων από τα οποία αυτή γίνεται χειρότερη ή καλύτερη – η ποιότητα των ανθρώπων ευτελίζεται ανάλογα με τη στάση τους απέναντι στα ευχάριστα και στα δυσάρεστα πράγματα, ανάλογα δηλαδή με το κυνήγι για την αποφυγή αυτών που δεν πρέπει, τη στιγμή που δεν πρέπει, με τον τρόπο που δεν πρέπει – και όσα άλλα λέμε σ’ αυτού του είδους τις περιπτώσεις». (1104b 3, 21-26).
 
Τα συμπληρωματικά στοιχεία «την στιγμή που δεν πρέπει» και «τον τρόπο που δεν πρέπει» καταδεικνύουν τη λεπτότητα της συμπεριφοράς, που δεν μπορεί να οριστεί με τρόπο απόλυτο, ώστε να προτείνεται κάτι ως αδιαπραγμάτευτα σωστό για κάθε στιγμή και κάθε περίσταση. Ο παράγοντας του τρόπου που προστίθεται αφορά και πάλι την τήρηση του μέτρου, αφού ο τρόπος της συμπεριφοράς θα καταδείξει την υπερβολή ή την έλλειψη. Δε φτάνει να λέμε ότι οι ποινές αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι για την εφαρμογή του νόμου. Πρέπει να καθοριστεί και ο τρόπος που θα ασκούνται, αν θέλουμε να έχουν θετική επίδραση. Οι απάνθρωπες – εξοντωτικές ποινές, προφανώς δεν κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση.
 
Κι ακριβώς αυτός ο καθορισμός του μέτρου, που αφορά και τον τρόπο και τη χρονική στιγμή που εκπληρώνεται μια πράξη, αποδεικνύει τη σημασία των ισορροπιών που πρέπει να τηρηθούν. Γιατί μόνο έτσι θα επέλθει η ευτυχία, που είναι και ο υπέρτατος σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης.
 
Όμως, αποδεχόμενοι ότι η ευτυχία είναι αδύνατο να νοηματοδοτηθεί αποκομμένη από τα συναισθήματα (και η ευτυχία συναίσθημα είναι), θα ήταν προβληματική μια πρόταση βασισμένη στην ιδέα της ψυχικής αταραξίας: «κάποιοι ορίζουν τις αρετές ως καταστάσεις απάθειας, κατά κάποιο τρόπο, και γαλήνιας αταραξίας· δεν τα λένε όμως σωστά, γιατί έτσι μιλούν απλά και γενικότροπα και δε λένε “με ποιο τρόπο πρέπει”, “με ποιο τρόπο δεν πρέπει”, “πότε” και όσα άλλα λέμε σχετικά». (1104b 3, 27-30).
 
Η αταραξία, ως συναισθηματική έλλειψη, είναι αδύνατο να εκπληρώσει τις αξίες του μέτρου, αφού τίθεται απόλυτα, χωρίς δηλαδή να συνυπολογίσει το χρόνο και τον τρόπο που πρέπει να επιτευχθεί. Η ίδια συναισθηματική αντίδραση σε όλες τις περιστάσεις δεν μπορεί παρά να ταυτιστεί με την απάθεια και η απάθεια είναι η απαξίωση του συναισθήματος. Κάτι τέτοιο όμως είναι αντίθετο με την ανθρώπινη φύση. Αυτό που μένει είναι η επιλογή του ανθρώπου να ενεργήσει σύμφωνα με τους κανόνες της αρετής: «Μένει λοιπόν ως θεμελιώδης πρόταση ότι αυτού του είδους η αρετή έχει τη δύναμη να πράττει το καλύτερο σε σχέση με τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα, ενώ η κακία (εν σχέσει με τα ίδια αυτά τα πράγματα) πράττει τα αντίθετα». (1104b 3, 30-32).
 
Κι αν πρέπει να διατυπωθεί κι αλλιώς, ο Αριστοτέλης είναι πρόθυμος: «Τρία είναι τα πράγματα που επιδιώκουμε, τρία και αυτά που κοιτάζουμε να αποφεύγουμε: το ωραίο, το συμφέρον, το ευχάριστο, και από την άλλη τα αντίθετά τους: το άσχημο, το επιζήμιο, το δυσάρεστο· σε όλα αυτά ο αγαθός άνθρωπος πετυχαίνει το σωστό, ενώ ο κακός αποτυχαίνει. Ιδίως σε ό,τι αφορά την ευχαρίστηση». (1104b 3, 33-38).
 
Η απόδοση του κακού ανθρώπου ως αποτυχημένου στο να θέσει τα ορθά κριτήρια προς την επίτευξη του ωραίου, του συμφέροντος και του ευχάριστου είναι η αμερόληπτη κρίση του φιλοσόφου, που κινείται αυστηρά στους κανόνες του ορθού λόγου. Θα έλεγε κανείς ότι η κακία παρουσιάζεται σαν ασθένεια, σαν ελάττωμα, σαν εσφαλμένη αντίληψη του ορθού κι ως εκ τούτου ο κακός είναι περισσότερο αξιολύπητος παρά μισητός.
 
Από αυτή την άποψη, ο κακός που αντλεί ευχαρίστηση από τα παθήματα των άλλων ή που προσπαθεί να βλάψει τους γύρω του γιατί έτσι κρίνει ότι θα ωφεληθεί ο ίδιος ή, έστω, δεν τους βοηθά (ενώ μπορεί) μόνο και μόνο για να χαρεί με τη συντριβή τους είναι ο πρώτος που θα δυστυχήσει, αφού υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να φτάσει στην ευτυχία. Η προτεραιότητα της συντριβής των άλλων (ή τουλάχιστον της μη προόδου) δεν είναι τίποτε άλλο από τον έσχατο ανταγωνισμό που εκλαμβάνει τη συνύπαρξη ως μέσο για την υπεροχή.
 
Είναι εύκολο να λυπάται κανείς αυτόν που υποφέρει, αλλά όχι να ανεχθεί την επιτυχία του. Γιατί η επιτυχία του άλλου υπονοεί την ανωτερότητα. Κι αυτός που εκλαμβάνει τις σχέσεις με τέτοιο τρόπο είναι ο αποδέκτης της κατωτερότητας. Σταδιακά γίνεται πρόθυμος να κάνει ό,τι μπορεί για να μην αισθάνεται έτσι. Κι αυτή είναι η επισφράγιση της δυστυχίας.
 
Ο κακός που συντρίβει τους άλλους για προσωπικό υλικό όφελος, αυτός δηλαδή που κλέβει ή που τσαλαπατά τους γύρω του για την απόκτηση περισσότερου πλούτου, νιώθει ευχαρίστηση από τις ηδονές που μπορεί να εξαγοράσει. Όμως, μια τέτοιου είδους κακία, είναι αδύνατο να διαιωνίζεται αποτελεσματικά χωρίς την ανεπάρκεια του νόμου ή των ανθρώπων που τον εκπροσωπούν. Μοιραία, το ζήτημα παίρνει κοινωνικές διαστάσεις. Η πόλη που επιτρέπει την ανομία και την αισχροκέρδεια των λίγων σε βάρος των περισσότερων είναι η πόλη που ζει με αντεστραμμένα πρότυπα.
 
Σε μια τέτοια πόλη η αρπακτικότητα και η απληστία μετατρέπονται σε αρετή, καθώς όχι μόνο δεν τιμωρούνται, αλλά δημιουργούν πλούτο και κοινωνικό κύρος. Ο νομοθέτης έχει αποτύχει παταγωδώς. Κι αυτός είναι ο ασφαλέστερος δρόμος της συλλογικής δυστυχίας. Η βία, η εγκληματικότητα, οι εξεγέρσεις και η ανασφάλεια είναι τα αναπόφευκτα συνακόλουθα.
 
Κι αν κάποιος ισχυριστεί ότι, ακόμη κι έτσι, ο άδικος μπορεί να μην πλήττεται στο ελάχιστο, καθώς είναι σε θέση να προστατεύσει τον εαυτό του, ο Αριστοτέλης θα απαντούσε ότι σε μια τέτοια περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για πόλη, αλλά για ζούγκλα, αφού ως πόλη νοείται η συνύπαρξη που έγκειται σε κανόνες για την επίτευξη της αυτάρκειας που θα φέρει την ευδαιμονία. Στην πόλη της ανομίας είναι αδύνατο να συμβεί αυτό. Η ανομία δεν μπορεί παρά να επιφέρει τον κυνισμό (ή την απάθεια).
 
Κι από εδώ ξεκινάν οι ευθύνες των πολιτών. Γιατί η τήρηση των νόμων και η πόλη δικαίου είναι συλλογική υπόθεση. Κι αν πρέπει να το πούμε αλλιώς, οι πολίτες πρέπει να νιώθουν ευχαρίστηση με την εφαρμογή των νόμων και δυσαρέσκεια με την καταπάτησή τους. Αν είναι αδιάφοροι, η πόλη της ανομίας είναι η πόλη που τους αξίζει. Κι αυτός είναι ο λόγος που δε θα ευτυχήσουν.
 
Για τον Αριστοτέλη η ευχαρίστηση και η δυσαρέσκεια που νιώθει κανείς είναι ζήτημα θεμελιώδες για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του: «Συνυπάρχει» (εννοείται η ευχαρίστηση) «μαζί μας από τη νηπιακή μας ηλικία· γι’ αυτό και είναι δύσκολο να διώξουμε από μέσα μας αυτό το πάθος, από το οποίο έχει διαποτισθεί η ζωή μας. Και τις πράξεις μας, άλλωστε, τις μετρούμε, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, με μέτρο το ευχάριστο και το δυσάρεστο» (1105a 3, 2-5).
 
Κι επειδή το μέτρο κάθε φιλοσοφικής διερεύνησης πρέπει να είναι ο άνθρωπος, ο Αριστοτέλης δεν μπορεί παρά να εστιάσει αναλόγως: «Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο όλη μας η φιλοσοφική έρευνα δεν μπορεί παρά να είναι γι’ αυτά, αφού δεν είναι καθόλου μικρή η σημασία που έχει για τις πράξεις μας το να αισθανόμαστε σωστά ή λανθασμένα τη χαρά και τη λύπη». (1105a 3, 6-8).
 
Από αυτή την άποψη, η πόλη της ανομίας είναι η συλλογική στρέβλωση των προτύπων της χαράς, που επιδιώκεται με εσφαλμένο τρόπο. Αν η προτεραιότητα που δίνεται στον πλούτο είναι αδιέξοδη για την ατομικότητα, δε θα μπορούσε να συμβεί κάτι άλλο και σε επίπεδο συλλογικό. Το μόνο που αλλάζει είναι η κλίμακα της δυστυχίας που θα επέλθει. Γι’ αυτό ο άνθρωπος πρέπει να κάνει συνείδηση τι είναι άξιο χαράς και όχι.
 
Και για να το καταστήσει απολύτως σαφές, ο Αριστοτέλης επικαλείται τον Ηράκλειτο: «για να χρησιμοποιήσουμε το λόγο του Ηράκλειτου, είναι δυσκολότερο να παλέψεις με την ηδονή παρά με το θυμό, η επιστήμη όμως και η αρετή έχουν πάντοτε να κάνουν με το δυσκολότερο, γιατί τότε το καλό γίνεται καλύτερο». (1105a 3, 9-11). Και καταλήγει: «γι’ αυτόν επομένως το λόγο όλη η συζήτηση για την αρετή και για την πολιτική τέχνη είναι συζήτηση για το ευχάριστο και για το δυσάρεστο, αφού αυτός που ξέρει να χειρίζεται σωστά το ευχάριστο και το δυσάρεστο θα γίνει καλός, ενώ αυτός που τα χειρίζεται άσχημα θα γίνει κακός». (1105a 3, 11-14).
 
Κι αυτός είναι ο ρόλος της παιδείας, που οφείλει να εθίσει τους νέους από μικρή ηλικία, ώστε να βρίσκουν ευχαρίστηση με την πραγμάτωση της αρετής. Κι εδώ συμφωνεί με τον Πλάτωνα: «Γι’ αυτό και είναι ανάγκη – όπως λέει ο Πλάτωνας – να έχει πάρει κανείς από μικρός εκείνη την αγωγή που θα τον κάνει να ευχαριστιέται και να δυσαρεστείται με αυτά που πρέπει· αυτή είναι η σωστή παιδεία». (1104b 3, 13-15).
 
Το Πλατωνικό παιδαγωγικό ιδεώδες συνίσταται στη σύνδεση των πράξεων της αρετής με τα συναισθήματα μέσω του επαίνου και της τιμωρίας. Με δυο λόγια, ο νέος, όταν ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της αρετής, πρέπει να επαινείται, ώστε να συνδέσει την επίτευξη της αρετής με το ευχάριστο συναίσθημα του επαίνου. Αντίθετα, όταν ενεργεί χωρίς αρετή πρέπει να τιμωρείται με σκοπό την ταύτιση της μη ενάρετης πράξης με το δυσάρεστο συναίσθημα της τιμωρίας. Το απαρέγκλιτο αυτής της στάσης και η συστηματική επανάληψη θα οδηγήσουν στον τελικό εθισμό, όπου ο νέος θα ασκεί την αρετή εισπράττοντας χαρά χωρίς να χρειάζεται την επιβεβαίωση του επαίνου.
 
Ο Πλάτωνας, ως ποινή δεν αποκλείει τη σωματική βία, καθώς θεωρεί ότι το παιδί με το ξύλο πρέπει να το «ισιώνουν» (ευθύνουσι) «σαν δέντρο που λυγίζει και γέρνει». Πέρα από την κριτική που μπορεί κανείς να του ασκήσει σήμερα (με την πολυτέλεια της απόστασης σχεδόν δυόμιση χιλιάδων χρόνων) τόσο για την αποδοχή της βίας, όσο και γιατί, επί της ουσίας, ποδηγετεί τους μαθητές στερώντας τους οποιαδήποτε συμμετοχή ή κριτική σκέψη υπό την απόλυτη καθοδήγηση του δασκάλου – παντογνώστη, είναι αδύνατο να μη διαγνώσει τη σημασία του ψυχολογικού συσχετισμού ανάμεσα στη μάθηση και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα.
 
Κι αυτό είναι το σημείο που επιμένει κι ο Αριστοτέλης αντιμετωπίζοντας τις τιμωρίες σαν μορφή θεραπείας: «Το πράγμα γίνεται φανερό και από τις τιμωρίες, που γίνονται μέσω αυτών·» (εννοείται της ευχαρίστησης και της δυσαρέσκειας). «οι τιμωρίες είναι, πράγματι, ένα είδος θεραπείας, και οι θεραπείες γίνονται, φυσικά, με τα αντίθετα». (1104b 3,18-20). Ο μεταφραστής Δημήτρης Λυπουρλής σημειώνει: «Ότι η θεραπεία των ασθενειών γίνεται “δια των εναντίων” ήταν ένας κοινός τόπος στην ιατρική της εποχής του Αριστοτέλη». (σχόλιο 37, σελ. 314).
 
Πρέπει, λοιπόν, να κάνει κανείς δίκαιες πράξεις, αν θέλει να γίνει δίκαιος, να κάνει ανδρείες, αν θέλει να γίνει ανδρείος και πάει λέγοντας. Το ζήτημα είναι πώς είναι δυνατό να κάνει κανείς δίκαιες πράξεις τη στιγμή που δεν είναι δίκαιος ή πώς θα συμπεριφέρεται ανδρεία, όταν δε γνωρίζει ποιες είναι οι πράξεις που χαρακτηρίζουν τον γενναίο άνδρα: «Μπορεί, βέβαια, να παραξενευτεί κανείς και να ρωτήσει τι εννοούμε όταν λέμε ότι – υποχρεωτικά – δίκαιοι γινόμαστε πράττοντας δίκαιες πράξεις, αφού οι άνθρωποι που πράττουν δίκαιες και σώφρονες πράξεις είναι ήδη δίκαιοι και σώφρονες, ακριβώς όπως είναι ήδη γραμματικοί και μουσικοί όσοι πράττουν τα γραμματικά και τα μουσικά». (1105a 4, 19-23).
 
Ο Αριστοτέλης – πέρα από την παρουσία του δασκάλου που θα καθοδηγήσει τον εθισμό προς τη σωστή κατεύθυνση – θα επιμείνει σε τρεις αδιαπραγμάτευτους παράγοντες που πρέπει να εκπληρώνονται οπωσδήποτε από εκείνον που μυείται στην αρετή: «πρώτα πρώτα αν ενεργεί έχοντας ακριβή γνώση· έπειτα αν οι πράξεις του είναι αποτέλεσμα επιλογής και προτίμησης, επιλογής μάλιστα και προτίμησης γι’ αυτές καθεαυτές τις πράξεις· τρίτον αν στον τρόπο με τον οποίο ενεργεί εμμένει σταθερά και αμετάβλητα». (1105a 4, 34-37).
 
Φυσικά, στις πολύ μικρές ηλικίες δεν μπορεί να γίνει λόγος για συνείδηση και γνώση αυτού που διδάσκεται την αρετή. Ο δάσκαλος είναι που φροντίζει και για την ποιότητα των πράξεων και για το αμετάβλητο της πραγμάτωσής τους. Η συνείδηση και η γνώση της διαδικασίας είναι δική του υπόθεση. Σε πιο μεγάλες ηλικίες όμως, όπως στην εφηβεία, ο νέος πρέπει να θέλει να συμμετέχει στην πραγμάτωση της αρετής. Πρέπει δηλαδή, να την επιλέγει και να την προτιμά. Να έχει πλήρη γνώση για ό,τι συμβαίνει. Ο Αριστοτέλης καθιστά σαφές ότι η άσκηση της αρετής είναι αδύνατη χωρίς την ελεύθερη βούληση. Γι’ αυτό πρέπει ο εθισμός να συνοδεύεται από την επιθυμία.
 
Όμως η ελεύθερη βούληση σημαίνει ευχάριστα συναισθήματα. Κι ερχόμαστε ξανά μπροστά στο ζήτημα της ευχαρίστησης και της δυσαρέσκειας. Ο έφηβος πρέπει ήδη να έχει διαμορφωμένα τα πράγματα που τον ευχαριστούν. Να θέλει να γίνει δίκαιος και σώφρων. Να έχει ως πρότυπο τις πράξεις αυτών των ανθρώπων. Να είναι διατεθειμένος να επαναλαμβάνει αυτές τις πράξεις, ώστε να γίνει κάτοχός τους.
 
Γι’ αυτό η παιδική ηλικία είναι καθοριστική. Γιατί αν δε δημιουργηθεί αυτό το υπόβαθρο, τα πράγματα είναι επίφοβα. Ο εθισμός ενδέχεται να πάρει λανθασμένη κατεύθυνση: «ο άνθρωπος γίνεται δίκαιος από τις επανειλημμένες πράξεις δικαιοσύνης ή γίνεται σώφρων από τις επανειλημμένες πράξεις σωφροσύνης· άνθρωπος που δεν κάνει επανειλημμένα τις πράξεις αυτές, δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσει αυτές τις αρετές». (1105b 4, 11-14).
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια