Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Χοηφόροι (691-733)

ΚΛ. οἲ ᾽γώ, κατ᾽ ἄκρας εἶπας ὡς πορθούμεθα.
ὦ δυσπάλαιστε τῶνδε δωμάτων Ἀρά,
ὡς πόλλ᾽ ἐπωπᾷς κἀκποδὼν εὖ κείμενα,
τόξοις πρόσωθεν εὐσκόποις χειρουμένη.
695 φίλων ἀποψιλοῖς με τὴν παναθλίαν.
καὶ νῦν—Ὀρέστης ἦν γὰρ εὐβούλως ἔχων,
ἔξω κομίζων ὀλεθρίου πηλοῦ πόδα—
νῦν δ᾽ ἥπερ ἐν δόμοισι † βακχίας καλῆς
ἰατρὸς ἐλπὶς ἦν, παροῦσαν ἐγγράφει.†
700 ΟΡ. ἐγὼ μὲν οὖν ξένοισιν ὧδ᾽ εὐδαίμοσι
κεδνῶν ἕκατι πραγμάτων ἂν ἤθελον
γνωτὸς γενέσθαι καὶ ξενωθῆναι· τί γὰρ
ξένου ξένοισίν ἐστιν εὐμενέστερον;
πρὸς δ᾽ εὐσεβείας ἦν ἐμοὶ τόδ᾽ ἐν φρεσίν,
705 τοιόνδε πρᾶγμα μὴ καρανῶσαι φίλοις,
καταινέσαντα καὶ κατεξενωμένον.
ΚΛ. οὔτοι κυρήσεις μεῖον ἀξίως σέθεν,
οὐδ᾽ ἧσσον ἂν γένοιο δώμασιν φίλος.
ἄλλος δ᾽ ὁμοίως ἦλθεν ἂν τάδ᾽ ἀγγελῶν.
710 ἀλλ᾽ ἔσθ᾽ ὁ καιρὸς ἡμερεύοντας ξένους
μακρᾶς κελεύθου τυγχάνειν † τὰ πρόσφορα.
ἄγ᾽ αὐτὸν εἰς ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων,
ὀπισθόπους τε τούσδε καὶ ξυνεμπόρους·
κἀκεῖ κυρούντων δώμασιν τὰ πρόσφορα.
715 αἰνῶ δὲ πράσσειν ὡς ὑπευθύνῳ τάδε.
ἡμεῖς δὲ ταῦτα τοῖς κρατοῦσι δωμάτων
κοινώσομέν τε κοὐ σπανίζοντες φίλων
βουλευσόμεσθα τῆσδε συμφορᾶς πέρι.

ΧΟ. εἶἑν, φίλιαι δμωίδες οἴκων,
720 πότε δὴ στομάτων
δείξομεν ἰσχὺν ἐπ᾽ Ὀρέστῃ;
ὦ πότνια χθὼν καὶ πότνι᾽ ἀκτὴ
χώματος, ἣ νῦν ἐπὶ ναυάρχῳ
σώματι κεῖσαι τῷ βασιλείῳ,
725 νῦν ἐπάκουσον, νῦν ἐπάρηξον·
νῦν γὰρ ἀκμάζει Πειθὼ δολίαν
ξυγκαταβῆναι, χθόνιον δ᾽ Ἑρμῆν
καὶ τὸν νύχιον τοῖσδ᾽ ἐφοδεῦσαι
ξιφοδηλήτοισιν ἀγῶσιν.
730 — ἔοικεν ἁνὴρ ὁ ξένος τεύχειν κακόν·
τροφὸν δ᾽ Ὀρέστου τήνδ᾽ ὁρῶ κεκλαυμένην.
ποῖ δὴ πατεῖς, Κίλισσα, δωμάτων πύλας;
λύπη δ᾽ ἄμισθός ἐστί σοι ξυνέμπορος.

***
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Οϊμέ, ποιό κατακέφαλα χαμό μας φέρνεις!
ω ανίκητη των παλατιών αυτών Κατάρα,
πόσο έχεις μάτι οξύθωρο, αφού κι όσα ήταν
στα σίγουρα, έξω απ᾽ τη βολή, συ με δοξάρι
κι από μακριάθε αλάθευτο, τα παίρνεις κάτω
κι έρμη από τους δικούς μ᾽ αφήνεις την τρισάθλια!
και τώρα ο Ορέστης, που ᾽χε την καλή την γνώση
να πάρει πόδι απ᾽ την κατάρατη αυτή λάσπη,
η μόνη ελπίδα να μας γιάτρευε από τούτο
το καλό χαροκόπι — γράφε την χαμένη!
ΟΡΕΣΤΗΣ
700 Εγώ μ᾽ ανθρώπους τόσο καλοτυχισμένους,
από καλύτερη αφορμή να γνωριζόμουν
θα ᾽θελα και στο σπίτι τους να φιλευόμουν·
γιατί ποιός το καλό του ξένου του δε θέλει;
Μα όμως θα το ᾽χα στην ψυχή μου γι᾽ αμαρτία
ν᾽ αφήσω ατέλειωτο για φίλους τέτοιο πράμα,
μια που το πήρ᾽ απάνω μου και με φιλεύουν.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Δε θα ᾽χεις από μας πιο λίγο απ᾽ ό,τι αξίζεις
κι ουδέ πιο λίγο φίλος του σπιτιού θα γίνεις·
τ᾽ όμοιο ένας άλλος θα ᾽ρχονταν τα νέα να φέρει.
710 Μα είναι καιρός οι ξένοι, που όλη την ημέρα
σε δρόμο πέρασαν μακρύ, ν᾽ αναπαυθούνε.
Οδήγησέ τον στο φιλόξενο ανδρωνίτη
κι αυτούς που τον ακολουθούν και σύντροφούς του
και να φροντίσεις τίποτε να μην τους λείψει,
γιατί με μένα, ξέρε το, θα ᾽χεις να κάμεις.
Και ᾽γω στον κύριο του σπιτιού μας θενα φέρω
την είδηση· και, δόξα ο θεός, έχουμε φίλους
για να σκεφθούμε όσο γι᾽ αυτά που μας εβρήκαν.

ΧΟΡΟΣ
Λοιπόν, σκλάβες πιστές αυτών των σπιτιών,
720 των ευχών μας τη δύναμη πότε κι εμείς
για τον ήρωα θα δείξομ᾽ Ορέστη;
Ω Γη σεβαστή και χώμα ιερό
του τύμβου, που τώρα βαθιά το κορμί
του βασιλιά του ναυάρχου σκεπάζεις,
τώρ᾽ απάκουσε, τώρα βοήθεια να ᾽ρθεις
κι είναι τώρα καιρός να κατέβουν μαζί
η Πειθώ η δολερή και της νύχτας ο θεός
ο κατωκοσμίτης Ερμής,
να επιβλέψουν σ᾽ αυτές
των σπαθιών τις σκληρόψυχες μάχες.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
730 Κάτι κακό μου φαίνεται ετοιμάζει ο ξένος·
βλέπω του Ορέστη τη βυζάστρ᾽ αυτή κλαμένη·
για πού πηγαίνεις, Κίλισσα, έξω απ᾽ το σπίτι
με ακάλεστη μαζί τη λύπη συνοδειά σου;

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΗΡΩΟΛΑΤΡΕΙΑ

Κάθε τόπος διαμόρφωνε τη δική του μυθική γενεαλογία. Στην κορυφή του γενεαλογικού δέντρου -ή πολύ κοντά στην κορυφή- βρίσκεται κάποιος θεός, συνήθως ο Δίας, ο οποίος εμπλέκεται σε μια ιστορία έρωτα με θνητή γυναίκα, με οδυνηρές συνέπειες για την ίδια, είτε γιατί ο πατέρας της δεν πιστεύει ότι υπαίτιος της εγκυμοσύνης είναι ένας θεός, είτε γιατί φοβάται ότι ο εγγονός θα του πάρει την εξουσία ή θα τον σκοτώσει. Από την ένωση αυτή συνήθως προκύπτει ένας γιος, ο οποίος πολλές φορές φυγαδεύεται από τη μητέρα, προκειμένου να σώσει το παιδί, ή φεύγει και η ίδια μαζί του ή τη διώχνει ο πατέρας της. Το παιδί μεγαλώνει μακριά, συνήθως στην ύπαιθρο και συνήθως από άνθρωπο που ανήκει στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (Ο Οιδίποδας αποτελεί την πιο γνωστή εξαίρεση, καθώς μεγαλώνει στο παλάτι της Κορίνθου θεωρώντας γονείς του το βασιλικό ζευγάρι). Μεγαλώνοντας διακρίνεται για τα χαρίσματά του, περιπλανιέται, κινδυνεύει, διαπράττει σπουδαία κατορθώματα και, στη συνέχεια, με κάποιο τρόπο, είτε άθελα και από βούληση των θεών ή τυχαία, είτε σκόπιμα, γνωρίζοντας ή έχοντας γνωρίσει την ταυτότητά του, φτάνει στον τόπο της καταγωγής του. Άλλοτε παίρνει την εξουσία που του ανήκει μετά από μια διαδικασία αναγνώρισης, άλλοτε υποβάλλεται σε δοκιμασίες, άλλοτε ηγείται μιας ομάδας και φεύγει, οπότε και ιδρύει μια νέα πόλη ή ηγείται μιας την οποία βοηθά να ξεπεράσει κάποια κρίση -οι ντόπιοι δείχνουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σε έναν ξένο που δεν γνωρίζει το παρελθόν της πόλης και δεν εμπλέκεται στις αντιπαλότητες φατριών. Άλλοτε πάλι, επιστρέφοντας στον τόπο της καταγωγής του διαπράττει φόνο, οπότε και εξορίζεται προκειμένου να καθαρθεί. Και φυσικά, επειδή πρόκειται για σημαίνον πρόσωπο, η κάθαρση θα πρέπει να τελεστεί επίσης από σημαίνοντα, συνήθως τον βασιλιά μιας πόλης. Σε αυτήν ενίοτε παραμένει, παντρεύεται την κόρη του βασιλιά και ηγείται.
 
Οι άνθρωποι ορκίζονται και προσεύχονται σε θεούς και ήρωες. Τους τελευταίους τους αισθάνονται πιο κοντά απ' ό,τι τους θεούς, τους θεωρούν προστάτες και διαμεσολαβητές ανάμεσα στον κόσμο των θνητών και των θεών, γι' αυτό και αναπτύσσουν μαζί τους μια πιο στενή και προσωπική σχέση. Στα αττικά συμπόσια η πρώτη σπονδή γίνεται για τους θεούς και η δεύτερη για τους ήρωες, κυρίως αυτούς που μετά τον θάνατό τους θεοποιούνται, όπως ο Ηρακλής, οπότε και λατρεύονται, συνήθως στον τόπο της ταφής τους. Αυτό είναι ένα στοιχείο για την ξεχωριστή θέση που επιφυλάσσει η θρησκεία της πόλεως στους ήρωες, στους νεκρούς εκείνους που από τον τάφο τους δρουν ευεργετικά ή καταστρεπτικά (Ο Λάιος, ο πατέρας του Οιδίποδα, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αδικαίωτου δολοφονημένου. Οι καταστροφές που προκαλούνται στη Θήβα θα οδηγήσουν στην αναζήτηση του δολοφόνου και στην αποκατάσταση της λησμονημένης δικαιοσύνης).
 
Κάποτε ο τόπος ταφής τους μένει κρυφός, διότι από την ασφάλειά του εξαρτάται η σωτηρία της πόλεως. Άλλοτε πάλι ο ήρωας είναι υπερτοπικός και δείχνονται πολλοί τάφοι σε διάφορα μέρη· τότε το πρόβλημα -ποιος τάφος είναι αυθεντικός- λύνεται με την αποδοχή ομώνυμων ηρώων, οπότε κάθε τάφος είναι αυθεντικός. Μερικοί υποτιθέμενοι τάφοι ηρώων ήταν κενοτάφια στημένα εκεί όπου παλαιότερα ήταν τόποι χθόνιας λατρείας. Αυτό δείχνει ότι η λατρεία των ηρώων είναι στενά συνδεδεμένη με τη γη και τους νεκρούς, κάτι που προδηλώνεται στα έργα των τεχνών είτε με την παρουσία φιδιού, είτε γιατί οι ήρωες στέκονται μπροστά από σπηλιά -είσοδος στον κάτω κόσμο και τόπος προσφορών προς τις χθόνιες θεότητες και τους νεκρούς του κάτω κόσμου-, είτε από το άλογο, μια και οι ήρωες παριστάνονται συχνά ως ιππείς. Σημειωτέον ότι το άλογο ήταν από παλιά συνδεδεμένο με τον θάνατο και τον κάτω κόσμο, είτε σε σχέση με κάποιον θεό του κάτω κόσμου, είτε ανεξάρτητα ως δαίμονας του θανάτου που προσωρινά μόνο τιθασεύεται από θνητούς ήρωες (Οι θεοί με τους οποίους συνδεόταν το άλογο, κυρίως γονεϊκά, ήταν ο Ποσειδώνας και η Αθηνά, δύο θεοί που διεκδίκησαν την κυριαρχία της Αθήνας:

α) Ο Ποσειδώνας δεν ήταν ο περιορισμένος μόνο στη θάλασσα κυρίαρχος θεός αλλά και κοσμοσείστης και θεός των γλυκών υδάτων. Επιπλέον, το επίθετο Ίππιος με το οποίο λατρευόταν τον συνδέει με το δαιμονικό άλογο του θανάτου. Στη Θέλπουσα, σε ιερό κοντά στον Λάδωνα ποταμό, στα σύνορα της Αρκαδίας προς την Ηλεία, λατρευόταν με πάρεδρο την Ερινύ που στα ιστορικά χρόνια ταυτίστηκε με τη Δήμητρα, από την οποία απέκτησε ένα γιο, το άλογο Αρείονα ή Ερίονα, γνωστό και στην Ιλιάδα (Ψ 346 κ.ε.). Και στη Φιγάλεια, πάλι στην Αρκαδία, στα σύνορα προς τη Μεσσηνία, η σύζυγός του ταυτίστηκε με τη Δήμητρα που λατρευόταν με το επίθετο μέλαινα σε ιερό μέσα σε σπηλιά. Στη σπηλιά υπήρχε αρχαϊκό άγαλμα που την παρίστανε σαν καθιστή γυναίκα με κεφάλι αλόγου (Παυσανίας 8, 25, 4 και 42, 1). Ως Ίππιος ο Ποσειδώνας τιμώνταν στο ιερό της κόρης, που απέκτησε από τη Δήμητρα, στη Λυκόσουρα, και η οποία λατρευόταν ως αυστηρή χθόνια θεά, ενώ το όνομά της γνωστοποιούνταν μόνο στους μυημένους, οι οποίοι από φόβο δεν το κοινοποιούσαν, ενώ οι αμύητοι την αποκαλούσαν απλώς Δέσποινα.

β) Το άλογο συνδεόταν και με την Αθηνά, η οποία έδειξε στον Βελλερεφόντη τον τρόπο να δαμάσει τον Πήγασο, το φτερωτό άλογο, γιο του Ποσειδώνα (Πίνδ., Ολυμπιόν. 13, 63 κ.ε.). Ο ήρωας έκανε στη συνέχεια θυσία ευχαριστήρια στον Γαιήοχο και την Ιππία Αθηνά. Οι δυο μαζί ήταν προστάτιδες θεότητες των αλόγων στον Ίππιο Κολωνό στην Αθήνα. Η παραλλαγή που θέλει τον Ποσειδώνα να τιθασεύει το άλογο (Σοφ., Οιδ. Κ., 714 κ.ε.) και να δωρίζει στην Αθήνα την κυριαρχία των θαλασσών είναι αττική και μάλλον παραχώρηση στον θεό που ηττήθηκε στη διαμάχη με την Αθηνά, ώστε να αποτρέψουν την οργή του. Από την άλλη, αν ο Ποσειδώνας δέσποζε στη θάλασσα, στην ευφυΐα της Αθηνάς αποδίδεται η ναυπήγηση της Αργούς, του πρώτου πλοίου). Χαρακτηριστικοί μύθοι που συνδέουν το άλογο με τον θάνατο είναι του Φαέθοντα και του Ιππόλυτου. Ο πρώτος, γιος του Απόλλωνα, δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα άλογα που μετέφεραν στο στερέωμα τον ηλιακό δίσκο, τα άλογα του δεύτερου αφήνιασαν μπροστά στη θέα ενός ταύρου που έβγαινε από τη θάλασσα και οδήγησαν τον αναβάτη τους στον θάνατο. Ακριβώς λόγω της σύνδεσης του ίππου με τον θάνατο ο ίππος βρίσκεται συχνά μέσα σε τάφους και ως επιτύμβιο, ενώ στην αγγειογραφία ήδη από τη γεωμετρική τέχνη άλογα συνοδεύουν την εκφορά του νεκρού (λ.χ. στον κρατήρα του ζωγράφου του Hirschfeld). Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήρωα-ιππέα στον χώρο της Μακεδονίας είναι η περίπτωση του Ηφαιστίωνα, ο οποίος μετά τον θάνατό του λατρεύτηκε ως ήρωας.
 
Όμως η λατρεία των ηρώων, που μπορεί να είναι και υποβιβασμένοι θεοί, αφού πεθαίνουν, δεν έχει μόνο θρησκευτική σημασία. Έχει και πολιτική, γιατί οι ήρωες συνενώνουν τα μέλη μιας ομάδας γύρω από τη λατρεία τους και λειτουργούν ως σύμβολα δόξας και προστασίας της κοινότητας. Σε ήρωα ανακηρύσσεται, λ.χ., ο ιδρυτής μιας αποικίας και ενταφιάζεται στην Αγορά, το κέντρο της νέας αρχής, ενώ δεν λείπουν οι μεταφορές «οστών» από μία πόλη σε άλλη, ώστε να αυξηθεί το κύρος της πόλης που φιλοξενεί τον νεκρό. Ο Κλεισθένης, όταν δημιούργησε τις δέκα φυλές της Αθήνας, ίδρυσε και δέκα ηρώα στην Αγορά και η κάθε φυλή πήρε το όνομά της από έναν από τους δέκα ήρωες· η Σπάρτη, τον 6ο αι. π.Χ., στη διαμάχη της με την Τεγέα, μετέφερε τα οστά του Ορέστη στη Σπάρτη· το 475 π.Χ. ο Κίμωνας μετέφερε τα οστά του Θησέα από τη Σκύρο στην Αθήνα προς δόξα της πόλης και του ίδιου. Γνωστές ακόμη είναι οι μεταφορές των οστών του Αρκάδα από το Μαίναλο στη Μαντίνεια, του Τεισαμενού από την Ελίκη στη Σπάρτη, του Λίνου από τη Θήβα στη Μακεδονία -πραγματοποιήθηκε από τον Φίλιππο μετά τη νίκη του στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.), ύστερα από όνειρο που είδε, όπως και η επαναφορά των οστών στον αρχικό τόπο ταφής τους-, του Ορφέα από τα Λείβηθρα στο Δίον. Και βέβαια ήταν τιμή για μια πόλη να συνδεθεί με κάποιον από τους ήρωες του έπους, τους ήρωες που βρήκαν τον θάνατο στους πολέμους για τη Θήβα και την Τροία, ή άλλους ήρωες άλλων κύκλων, γιατί αυτό προσέδιδε πολιτικό κύρος στην πόλη. Ενώ, δηλαδή, πιστευόταν ότι οι ήρωες είχαν ζήσει στην εποχή του μύθου, απόγονοι τους έφταναν μέχρι τα ιστορικά χρόνια.
Ποια είναι τελικά η σημασία των γενεαλογιών; Ποια είναι η σημασία της ένταξης του ατόμου σε ένα σύνολο, σε μια ομάδα;
 
Ήδη αναφερθήκαμε στη διαδοχή των γενεών, στη δημιουργία μιας αδιάσπαστης αλυσίδας που δημιουργεί τη βεβαιότητα μιας συνέχειας και την ασφάλεια που προκύπτει από αυτήν.
 
Γενεαλογίες βρίσκουμε στα ομηρικά έπη, που καλύπτουν συνήθως τρεις γενιές: τον ήρωα, τον πατέρα του και τον γιο του. Το πιο εκτενές γενεαλογικό δέντρο είναι του Αινεία, που καλύπτει έξι γενιές σε είκοσι έξι στίχους:
 
«Μ᾿ αν να τα μάθεις τώρα θα 'θελες κι αυτά, για να κατέχεις
ποια 'ναι η γενιά μου, όσοι την ξέρουνε πολλοί θαρρώ λογιούνται.
Ο Δίας το Δάρδανο ο αστραπόχαρος γεννά, που κεφαλάρι
εστάθη της γενιάς μας, κι έχτισε τη Δαρδανία· τι ακόμα
στον κάμπο η πόλη η Τροία δε βρίσκουνταν με το άγιο ψυχομέτρι,
μόνο στης Ίδας της πολύπηγης τα πλάγια εζούσαν τότε.
Και πάλε ο Δάρδανος εγέννησε το βασιλιά Έριχθόνιο,
που απ' τους ανθρώπους όλους στάθηκεν ο πιο τρανός στα πλούτη
δικές του τρεις χιλιάδες έβοσκαν φοράδες στο λιβάδι,
και καμάρωναν τα νιογέννητα τρογύρα τους πουλάρια.
Κι ως ο Βοριάς τις είδε που 'βοσκαν, του ξάναψεν ο πόθος,
και γίνηκε άτι γαλαζόχαιτο καί σμίγει ευτύς μαζί τους·
κι αυτές γκαστρώθηκαν και δώδεκα του γέννησαν πουλάρια·
κι αυτά ως χοροπηδούσαν παίζοντας στην πλούσια γης απάνω,
πα στις κορφές τα στάχυα ετρέχανε, χωρίς να τα λυγίζουν
κι ως εσκιρτούσαν πα στης θάλασσας την απλωμένη ράχη,
έτρεχαν στο ψαρί το πέλαγο, ψηλά όπου σπάει το κύμα.
Γιος του Έριχθόνιου ο Τρώας ακούστηκε, μέσα στους Τρώες ρηγάρχης,
κι ο Τρώας τρείς πάλε υγιούς ασύγκριτους έγέννησε, τον Ίλο
και τον Ασσάρακο, τον έμνοστο στερνά το Γανυμήδη,
που για τα κάλλη του ξεχώριζε μες στους ανθρώπους όλους·
κι ως ήταν όμορφος, τον άρπαξαν ψηλά οι θεοί στα ουράνια
για κεραστή του Δία, να βρίσκεται στους αθανάτους μέσα.
Το Λαομέδοντα τον άψεγο γέννησε ο Ίλος πάλε,
κι ο Λαομέδοντας εγέννησε τον Τιθωνό, το Λάμπο,
τον Ικετάονα τον πολέμαρχο, τον Πρίαμο, τον Κλυτίο.
κι ο Ασσάρακος τον Κάπη εγέννησε, κι εκείνος τον Αγχίση·
και πάλε εγώ του Αγχίση, κι ο Έχτορας του Πρίαμου γιος λογιέται.
Τέτοια η γενιά μου εμένα πέτομαι πως είναι, τέτοια η φύτρα.»
(Όμ., Ιλ., Υ 215-241)
 
Σε αυτό το γενεαλογικό δέντρο καλύπτεται η ιστορία της Τροίας και επιμέρους μυθικά επεισόδια (όπως του Γανυμήδη). Αναφέρονται, ακόμη, ο Ίλος, ο Τρως (επώνυμοι ήρωες που φαίνεται ότι επινοήθηκαν για να αιτιολογηθούν οι ονομασίες Ίλιο και Τροία), ο Δάρδανος. Έτσι, δημιουργείται μια χρονολογική σειρά από τον Δία μέχρι τον Έκτορα και τον Αινεία.
 
Ποιο συμπέρασμα προκύπτει από αυτό το γενεαλογικό δένδρο για τους επικούς αοιδούς; Μήπως ο ρόλος τους είναι σημαντικός σε πολλά επίπεδα; Στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορούμε να πούμε ότι συνέλεγαν και οργάνωναν μεμονωμένους μύθους, τους συστηματοποιούσαν, οργάνωναν ιστορικά τα μυθικά στοιχεία, με αποτέλεσμα η μυθική διήγηση να διακρίνεται για την ορθολογικότητά της. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι πρώτοι ιστορικοί που έγραψαν σε πεζό λόγο ασχολήθηκαν με γενεαλογίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Εκαταίος, ο οποίος στο έργο του Γενεαλογίαι επιχείρησε να βάλει σε χρονολογική σειρά την τεράστια μυθική παράδοση, βλέποντας τον κάθε ήρωα, αλλά και τον κάθε μύθο ως κρίκο μιας αλυσίδας. Αυστηρότητα και ακρίβεια είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία των γενεαλογιών που διακρίνονται και από την προσπάθεια να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στο τέλος της μυθικής περιόδου -των γιων εκείνων που πολέμησαν στην Τροία- και στην αρχή της ιστορικής μνήμης.
 
Παράδειγμα: Παρατηρήστε το γενεαλογικό δέντρο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας.
 
 
Γόνος τους υπήρξε, ανάμεσα σε άλλους, ο Έλληνας από τον οποίο προήλθαν ο Αίολος, ο Δούρος, ο Ξάνθος, πρόγονοι των τριών κύριων εθνικών και διαλεκτικών ομάδων της Ελλάδας. Τι επιτυγχάνεται μέσα από αυτή τη γενεαλογική ταξινόμηση; Η ταξινόμηση ομάδων που συνδέονταν γλωσσικά και πολιτιστικά κατά την αρχαϊκή εποχή και η νομιμοποίηση των συνόρων τους. Φυσικά, κάθε όνομα συνεπάγεται και μια ιστορία που περιλαμβάνει φόνους, αρπαγές, κανιβαλισμούς (Θυέστης), έρωτες, γάμους, φιλίες.

Αργότερα, αριστοκρατικοί οίκοι προσπάθησαν να συνδέσουν την ιστορική μνήμη με τη γενιά των γιων όσων πολέμησαν στην Τροία, να αποκτήσουν δηλαδή μυθολογική νομιμοποίηση (Η ίδια μυθολογική νομιμοποίηση επιδιωκόταν και κατά την ίδρυση νέων πόλεων και αποικιών. Αγελάδες, κοράκια, σκυλιά, γλάροι, αετοί, αλεπούδες, αρουραίοι, φώκιες οδηγούν τους ιδρυτές αποικιών. Ο Βύζας έπρεπε να πολεμήσει με έναν ταύρο, ο Κάδμος να εξουδετερώσει τον δράκο που φυλούσε την πηγή στη Βοιωτία).
 
Παρατηρήστε τους απογόνους του Ξάνθου και του Αίολου. Αναζητήστε το γενεαλογικό δέντρο του Μακεδόνα, γενάρχη των Μακεδόνων.

Η «ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ» του Ηρακλείτου

Στον Ηράκλειτο, ο Λόγος είναι αυτό που συνιστά, φω­τίζει χι εκφράζει την τάξη και τη ροή του κόσμου. Ο λό­γος του Ηράκλειτου - ο λόγος του στοχαστή που στοχά­ζεται τον κόσμο - δεν μπορεί να συλληφθεί αν δεν ανοί­ξουμε μαζί του διάλογο. Ο λόγος θεμελιώνει το λόγο και το διάλογο, κι είναι η ψυχή της διαλεκτικής. Αυτό που - με πολλή ασάφεια - ονομάζουμε διαλεκτική, - είναι ο ρυθμός του ηρακλειτικού λόγου, και για να μπορέσουμε να κάνουμε διάλογο με τον Ηράκλειτο πρέπει ν’ ακολου­θήσουμε αυτό το ρυθμό. Η διαλεκτική προϋποθέτει τo λόγο, πρώτη όμως αυτή θα μελετήσουμε, γιατί αυτή μας δείχνει το δρόμο που ακολουθεί η σκέψη του Εφέσιου: η διαλεκτική είναι μια οδός, μια μέθοδος. Η διαλεκτική όμως δεν είναι μια απλή μεθοδολογική εκκίνηση˙ αυτή διαρθρώνει τις δομές της διαίσθησης που συλλαμβάνει τη δομή του κόσμου. Το δικό μας δίχτυ τη συλλαμβάνει μό­νον όταν κάνουμε δικό μας το ρυθμό της˙ αυτή μας δεί­χνει τη μετατροπή του μύθου σε λόγο. Με τη διαλεκτική, η ποίηση του οράματος και του ρήματος ανταμώνει τη σκέψη του λόγου και της σύλληψης του κόσμου. Ο Αρι­στοτέλης, έχοντας κατά νου τη λογική που λειτουργεί με σύστημα και μ’ έννοιες, θεωρεί ιδρυτή της διαλεκτικής το Ζήνωνα τον Ελεάτη (*). Ο Χέγκελ όμως είναι αυτός που πρώτος κατανόησε ότι ο Ηράκλειτος συνέλαβε «την ίδια τη διαλεκτική σαν αρχή» ([1]). Με το κεφάλαιο που έγραψε για τον Ηράκλειτο στα Μαθήματα πάνω στην Ιστορία της φιλοσοφίας, ο Χέγκελ αρχίζει το διάλογο. Μεταφράζει όμως στη γλώσσα της δικής του διαλεκτικής κι οντολογι­κής λογικής τη σκέψη του Ηράκλειτου' ο Χέγκελ κατα­νοεί μεγαλοφυώς τον Ηράκλειτο, αυτή όμως η κατανόηση επιτυγχάνεται στα πλαίσια της δικής του αφηρημένης ιδεαλιστικής σκέψης. Γράφει ότι «ο Ηράκλειτος συλλαμ­βάνει τώρα το ίδιο το απόλυτο σαν διαδικασία, σαν δια­λεκτική... Σ' αυτόν βρίσκουμε για πρώτη φορά στη φιλο­σοφική της μορφή την ιδέα της αφηρημένης σκέψης... Αυτός αποτελεί την αποτελείωση της προγενέστερης συ­νείδησης, μια αποτελείωση της Ιδέας που οδηγεί στην Ολότητα (που είναι και η αφετηρία της φιλοσοφίας), ή η ουσία της ιδέας που εκφράζει το απεριόριστο, το τι είναι το απεριόριστο... Το απόλυτο είναι η ενότητα του είναι και του μη είναι... Το αληθινό είναι το γίγνεσθαι κι όχι το είναι... Η νόηση (Verstand) χωρίζει το είναι από το μη είναι, ο νους (Vernuft) αναγνωρίζει το ένα στο άλλο... κι έτσι το Όλο, το απόλυτο, μπορεί να οριστεί ως γίγνε­σθαι... Το απεριόριστο το είναι καθεαυτό και δι' εαυτό, είναι η ενότητα των αντιθέτων... Στον Ηράκλειτο, η στιγ­μή της αρνητικότητας είναι ενυπάρχουσα... Ο χρόνος εί­ναι το καθαρό γίγνεσθαι... η καθαρή έννοια» ([2]). Η ηρακλειτική διαλεκτική όμως δεν είναι εννοιολογική. Είναι μια διαλεκτική που ενεργοποιεί μια θεμελιακή διαίσθηση των αντιθέτων. Αργότερα θα οικοδομηθεί η διαλεκτική λογική που λειτουργεί με τις αντιθέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στις έννοιες και που κλείνει την τυπική λογική της μη αντίφασης μέσα στη συνθετική λογική. Ο διάλογος του Ηράκλειτου με τον Κόσμο εκφράζεται μέσ' από λογι­σμούς που είναι μεγάλες εξισώσεις.

Οι τρεις Μιλήσιοι, μολονότι συλλαμβάνουν ορισμένες αντιθέσεις που φανερώνονται μέσα στον κόσμο, δεν επεξεργάζονται μια σκέψη διαλεκτική˙ η αντίθεση ανάμεσα στο ζεστό και στο κρύο που υπάρχει στον Αναξίμανδρο, δείχνει ένα συλλογισμό που συλλαμβάνει τις αντιθέσεις που υπάρχουν στη δομή του κόσμου, πρόκειται όμως για ένα στοχασμό που δε φτάνει στο ύψος του ρυθμού μια διαρθρωμένης σκέψης που προσπαθεί ν’ ανταμώσει το ρυθμό του κόσμου. Οι Πυθαγόρειοι, συνδυάζοντας το μυστικισμό με τα μαθηματικά, στοχάζονται την αρμονία και τις αντιθέσεις, αλλά ούτε κι αυτών ο στοχασμός κατα­φέρνει να φτάσει στο σημείο να οραματιστεί την αρμονία των αντιθέτων. Ο Ηράκλειτος κάνει το αποφασιστικό βήμα.

Τό ἀντίξουν συμφέρον καί ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίαν καί πάντα κατ' ἔριν γίνεσθαι. (Το αντίθε­το (είναι) σύμφωνο, απ' τις διαφορές (γεννιέται) η πιο ωραία αρμονία και τα πάντα γίνονται με τη διχόνοια (απ. 6). Η θεμελιακή σκέψη αρθρώθηκε. Ο λόγος της διαλεκτι­κής είναι ένας και ενωτικός· όλα τον μιλούν, σ’ όλα ανα­κλάται και διαθλάται. Αρμονία και έρις αντιτίθενται και συντίθενται, όπως και τα αντίθετα εναρμονίζονται. Αυτή η πρώτη αλήθεια μπορεί να έχει ποικίλες εκφάνσεις: φυ­σικές, ιατρικές, μουσικές, πολιτικές. Όλες αυτές οι συ­γκεκριμενοποιήσεις της πρώτης αλήθειας δεν είναι τέ­τοιες παρά μόνο μέσα στο ένα και μοναδικό φως που τις φωτίζει.

Συνάψιες ὅλα καί οὐχ ὅλα, συμφερόμενον διαφερόμενον, συνᾷδον διᾷδον, καί ἐκ πάντων ἕν καί ἐξ ἑνός πά­ντα. — Οὐ ξυνιᾶσιν ὅκως διαφερόμενον ἑωυτῷ ὁμολονγέει· παλίντροπος ἁρμονίη ὅκωσπερ τόξου καί λύρης. [(Συνδέσεις όλα κι όχι όλα), ομόνοια διχόνοια, συμφωνία ασυμφωνία· απ’ όλα (γεννιέται) το ένα κι από το ένα όλα (απ. 10). Δεν καταλαβαίνουν πως το διαφορετικό συνο­μολογεί με τον εαυτό του˙ αρμονία αντίθετων εντάσεων όπως του τόξου και της λύρας (απ. 51)). Το βίαιο τέντωμα του πολεμικού τόξου και το μελωδικό τέντωμα της μουσι­κής λύρας απεικονίζουν και φανερώνουν τη θεμελιακή αλήθεια της ενότητας των αντιθέτων, όπως στην ιατρική το φάρμακο που δίνουμε σαν αντίδοτο κάνει καλό στον οργανισμό. Ο ρυθμός είναι ένας δεσμός, ένα δέσιμο που κρατάει ενωμένα τα αντίθετα πράγματα (*). Ο ρυθμός της σκέψης πρέπει να δένει τις σκέψεις τη μια με την άλλη και να τις συνδέει με τα πράγματα, αφού πράγματα και σκέψεις δεν είναι καθόλου χωρισμένα.

Αν η τυπική λογική διακρίνει δυο τύπους αντίθεσης των εννοιών - αντίθετες έννοιες (άσπρο-μαύρο) κι αντι­φατικές (άσπρο — μη άσπρο) - ο Ηράκλειτος δε στοχά­ζεται μέσα στα πλαίσια της τυπικής κι εννοιοκρατικής λο­γικής που το ρεύμα της, ξεκινώντας απ’ τις αναζητήσεις του Ζήνωνα, καταλήγει στη δημιουργία αξιωμάτων απ' τον Αριστοτέλη. «Η αρμονία των αντιθέτων: μάλλον αυτό ήταν που γύρευε ο Ηράκλειτος κι όχι η ταυτότητα των αντιφατικών, που αυτά καθεαυτά του ήταν άλλωστε άγνωστα», τονίζει ο Leon Robin ([3]). Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να μιλάμε για την ενότητα των αντιθέτων κι όχι για την ταυτότητα ή τη σύνθεσή τους. Η θεώρηση που κάνει ο Ηράκλειτος είναι σαν του γλύπτη και βγάζει στην επιφάνεια ανάγλυφους όγκους· οι διάφορες πλευρές της ενώνονται και η ταυτότητά τους δεν είναι λογικά η ουσια­στικά εξακριβωμένη. Η διαλεκτική του Ηράκλειτου δεν είναι ούτε η διαλεκτική της ταυτότητας ούτε εκείνη της σύγχυσης είναι μια διαλεκτική που διαπλάθει έναν περιέχοντα λογισμό. Διαμορφώνει μια σκέψη που δημιουρ­γεί έννοιες, και δε μεταχειρίζεται έννοιες ήδη επεξεργα­σμένες· ο τρόπος που κινείται (ανάμεσα στο «εικονικό» και στο «ανεικονικό» γεννάει και νοητική σύλληψη που αργότερα θα μπει στο δρόμο της νοηματοποίησης. Ο Ηράκλειτος δε διακρίνει ακόμα ούτε και τις λογικές αντι­θέσεις από τις πραγματικές διπολικές αντιθέσεις: η δική του πορεία κατευθύνεται ακατάπαυστα από τα συγκεκρι­μένα φαινόμενα που συλλαμβάνει η σκέψη προς την αφαιρετική σκέψη που φανερώνεται με κάθε τι που υπάρ­χει — κι αντίστροφα. Αυτές οι αντιθέσεις του κάνουν ολόκληρη την πραγματικότητα, κι όχι μόνο τη λογική μορφή, να μπει στο παιχνίδι. Δεν υπάρχει αυτόνομο βασίλειο της Λογικής, και η Πραγματικότητα δεν είναι ένας απ' τους χώρους της ολότητας.

Τα τρία αποσπάσματα που ακολουθούν μας δείχνουν καθαρά πως η σκέψη του Ηράκλειτου δεν είναι προσκολλημένη ούτε στην υλική ουσία των πραγμάτων ούτε στις ιδεατές μετουσιώσεις τους, αλλά στην αλήθεια που θεμε­λιώνει τη σύλληψη αυτού που είναι.

Ξυνόν γάρ ἀρχή καί πέρας ἐπί κύκλον περιφερείας. - Ὁδός ἄνω κάτω μία καί ὡυτή. — Γναφείῳ ὁδός εὐθεῖα καί σκολιή μία ἐστί καί ἡ αὐτή. (Στην περιφέρεια του κύ­κλου αρχή και πέρας συμπίπτουν (απ. 103). Ο δρόμος που ανεβαίνει κι ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ο ίδιος δρόμος (απ. 60). Ευθύς και λοξός δρόμος στο γναφαριό είναι ένας κι ο ίδιος (απ. 59).)

Εδώ δεν έχουμε να χάνουμε με μια αιτιολογική ή με μια χρονολογική ή τοπολογική περιγραφή μεμονωμένων φαι­νομένων που έχουν επιλεγεί σαν παραδείγματα. Ο Ηράκλειτος μας χαράζει το δρόμο της δικής του μεθόδου που συνενώνει άνοδο και κάθοδο χι εκφράζει το ρυθμό του εν γίγνεσθαι είναι της ολότητας. Ο δρόμος που ακολουθεί έχει το δικό του προσανατολισμό και μας ζητάει να τον διατρέξουμε μ' ανοιχτά μάτια. Αυτό που βλέπουν τα μά­τια μας, μας χάνει ήδη να σκεφτούμε πως η αρχή και το τέλος ενός κύκλου συμπίπτουν. Η διαλεκτική σκέψη, που είναι από την ουσία της κυκλική, συλλαμβάνει τον κύκλο διαλεκτικά. Είναι φανερός ο οπτικός κι οραματικός χα­ρακτήρας της ηρακλειτικής διαίσθησης: «τα πράγματα» που βλέπουμε και σκεφτόμαστε έχουν τη δική τους λάμψη που τα οδηγεί ως το σημείο της έκλαμψής τους. Η απορία μπρος στα πράγματα του κόσμου αφυπνίζει το θεωρητικό πνεύμα που μέσ’ απ’ την ποικιλία τους συλλαμβάνει την ενότητά τους. ενότητα που τα περιέχει και τα συνέχει.

Τα αντίθετα, η αντίθεσή τους και η ένωσή τους. εκδη­λώνονται με μια συνεχή κίνηση, κι αυτό που τα κινεί είναι το γίγνεσθαι.

Ποταμοῖς τοῖς αὐτοῖς ἐμβαίνομέν τε καί οὐχ ἐμβαίνομεν, εἶμέν τε καί οὐχ εἶμεν. – Ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα και ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῖ-καί ψυχαί δέ ἀπό ταν ὑγρῶν ἀναθυμιῶνται. – Ποταμῷ γάρ οὐχ ἔστιν ἐμβῆναι δίς τῷ αὐτῷ... (θνητή οὐσία) σκίδνησι καί πάλιν συνάγει... και πρόσεισι καί ἄπεισι. (Στα ίδια ποτάμια μπαίνουμε χαι 6εν μπαίνουμε, είμαστε και δεν είμαστε (απ. 49α). Στα ίδια ποτάμια μπαίνουν συνεχώς άλλα χι άλλα νερά· χι απ' τα υγρά βγαίνουν οι ψυχές σαν αναθυ­μιάσεις (απ. 12). Δεν μπορούμε να μπούμε δυο φορές στο ίδιο ποτάμι... (Κάθε τι θνητό) σκορπίζεται και πάλι μα­ζεύεται, πλησιάζει χι απομακρύνεται (απ. 91).

Όλ’ αυτά τα θέματα εκτοξεύουν τις αχτίνες τους ξεκι­νώντας από το ίδιο κέντρο της ηρακλειτικής διαλεκτικής. Τα «υπαρξιακά» προβλήματα: είμαστε και δεν είμαστε, τα «ανθρωπολογικά»: οι ψυχές και η υγρασία, τα «γνωσιολογικά»: η κίνηση και η γνώση της κίνησης, θα ερευνηθούν παρακάτω. Εδώ, το προβάδισμα έχει η αλλαγή, η κίνηση, το γίγνεσθαι' η διαισθητική εικόνα αυτής της ροής είναι το ποτάμι. Ωστόσο, η αλλαγή, η κίνηση, το γί­γνεσθαι και η ροή - όλα όσα ονόμασαν μομπιλισμό του Ηράκλειτου - διαφυλάσσουν τη διάρκεια του (εν γίγνε­σθαι) είναι. Το γίγνεσθαι του είναι δε συνίσταται σ' ένα απλό απροσδιόριστο κύλισμα - που κατευθύνεται προς το απεριόριστο.

Ο Burnet παρατηρεί πως «αυτή η θεωρία συνοψίζεται συνήθως με τη φράση «πάντα ρει», και πρόκειται για μια αρκετά ακριβολόγα σύνοψη, αν και τύχη παράδοξη δεν μας επιτρέπει ν’ αποδείξουμε ότι αυτή η φράση είναι του Ηράκλειτου» ([4]). Πράγματι, η φράση «πάντα ρει» δεν υπάρχει στα πρωτότυπα και σωσμένα αποσπάσματα. Αυ­τό που αντίθετα έχουμε είναι οι διατυπώσεις του κειμέ­νου που παραθέσαμε πιο πάνω. Ο Πλάτων στον Κρατύλο (402α) γράφει: «Ο Ηράκλειτος λέει κάπου ότι όλα περ­νούν και τίποτα δε μένει, και παρομοιάζοντας τα πράγ­ματα με το ρεύμα τον ποταμού, προσθέτει ότι δε θα μπο­ρούσαμε να μπούμε δυο φορές στο ίδιο ποτάμι». Αφού νόμισαν στην αρχή ότι συνέλαβαν όλη την ουσία της ηρακλειτικής "φιλοσοφίας» θεωρώντας την απλώς και μόνο σαv μια δοξασία του συμπαντικού μομπιλισμού, μετά θέ­λησαν να μελετήσουν τον Ηράκλειτο σαν να μην ήταν δι­κή του η μεγάλη εικόνα της κίνησης ([5]), Η εικόνα όμως του ποταμού δεν είναι μόνο ένα σύμβολο που χαλκεύτηκε επειδή το χρειαζόταν ο πλατωνισμός στον αγώνα που έδι­νε εναντίον του σοφιστικού ηρακλειτισμού, και γι' αυτό αμφισβητείται η αξία του. Η εικόνα αυτή είναι μια κεντρική διαίσθηση της αρχέγονης σκέψης του Εφέσιου. Η αλλαγή κυριαρχεί στη φύση και στον κόσμο και προσφέρεται σαν το πιο συγκεκριμένο όραμα, επιβάλλεται στην αντίληψη. Κάτι παραπάνω: αισθανόμαστε πάνω στο δέρ­μα μας τα καινούρια ρεύματα του ποταμού και το ίδιο μας το σώμα είναι γεμάτο απ' τα σημάδια τους. Η κίνηση είναι κίνηση του κόσμου με τον οποίο συνταιριάζεται η κινούμενη σκέψη. Η σκέψη δε διεκδικεί λογικά την κίνη­ση, γιατί δεν υπάρχει κίνηση ανεξάρτητη απ’ τον Κόσμο και τη Σκέψη. Δεν υπάρχει παρά ένας ρυθμός, ο μοναδικός ρυθμός που εναρμονίζει τις κινήσεις των ποικιλόμορ­φων εκδηλώσεων, και με το ρυθμό αυτό σκέψη και κό­σμος είναι δεμένα· ο ρυθμός αυτός είναι ο ρυθμός της διαλεκτικής που συλλαμβάνει το εν γίγνεσθαι είναι της ενότητας των αντιθέτων. Η διαλεκτική σκέψη, σαν ανοι­χτή σκέψη που είναι, σκέφτεται τη διαλεκτική της ολότη­τας. Το ποτάμι είναι μια έκφραση αυτού που είναι: το βλέπουμε αλλά δεν το κυριαρχούμε. «Μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε στα ίδια ποτάμια...». Εδώ δεν υπάρχει υπερο­χή του εικονικού και του αισθητού (το ποτάμι) ούτε του αφηρημένου και του ανεικονικού (η αρχή).Και τα δύο συγχέονται, δεν είναι με κανέναν τρόπο χωρισμένα, και συνιστούν συντροφικά τη στάση του στοχαστή που στο­χάζεται το ποτάμι και ζει τη μεταμόρφωση. Ας μην ξε­χνάμε ότι ο σημερινός στοχαστής βρίσκεται σε μια ιστορι­κή κατάσταση που έχει έρθει έπειτα από πολλές κοπερνίκιες επαναστάσεις: επανάσταση χριστιανική, καρτεσια­νή. καντιανή, χεγκελιανή, μαρξιστική. Η καντιανή τοποθέτηση του προβλήματος — υποκείμενο της γνώσης κι αν­τικείμενο της γνώσης - δεν έχει επιπτώσεις στην αρχαϊκή σκέψη τον Ηράκλειτου To δικό της γίγνεσθαι δεν είναι ούτε το βιβλικό - χριστιανικό γίγνεσθαι, ούτε το χεγκελιανό, ούτε, πολύ λιγότερο, η ορθολογιστική εξέλιξη και μεταβολή. Ο Ηράκλειτος δεν καταλύει την Ολότητα. Η ουσία ίου είναι συνεπάγεται την εξαφάνιση, χι αυτή η εξαφάνιση, αντί να καταλύεται και να διασπείρεται, εί­ναι το Είναι. Στον Ηράκλειτο, το γίγνεσθαι εντάσσεται χι εκφράζεται με μια σκέψη (που ονομάζεται) διαλεκτική, που πάλλεται ακόμη από βαθείς και μακρινούς μυθολογικούς απόηχους.

Η μεταγενέστερη δοξογραφία του Αέτιου, που της χρωστάμε τόσες πληροφορίες για το έργο του Ηράκλει­του, απλουστεύοντας αναφέρει στο Γνώμες των Φιλοσό­φων (1.23, 7-D. Α6): «Ο Ηράκλειτος στερούσε απ’ όλα τα πράγματα την ανάπαυση καθώς και την ακινησία, που είναι μια κατάσταση που ανήκει στους πεθαμένους, και σ' όλα πρόσδινε μια κίνηση που είναι αιώνια για τους αιώνιους και πρόσκαιρη για τους πρόσκαιρους». Ακραία απλοποίηση, απόρροια της πρώτης — Ακαδημαϊκής - δι­δασκαλία; της ιστορίας και της συστηματικής μεθόδου των δοξασιών, και εξαιρετικά επιρρεπής στο να δημιουρ­γεί σχηματικές συγγένειες κι αντιθέσεις. Δε μεταφέρει πια τίποτα απ’ το ρυθμό, το μόνο αληθοφανή, της αρχι­κής σκέψης.

Τα αντίθετα, μέσα στο ακατάπαυστο γίγνεσθαι όπου βρίσκονται, είναι σε σύγκρουση. Τα αντίθετα είναι απο­τέλεσμα μιας σύγκρουσης, αυτά προκαλούν τη σύγκρουση.

Πόλεμος πάντων μέν πατήρ ἐστι, πάντων δέ βασιλεύς, καί τούς μέν θεούς ἔδειξε τούς δέ ἀνθρώπους, τούς μέν δούλους ἐποίησε τούς δέ ἐλεύθερους. – Εἰδέναι δέ χρή τόν πόλεμον ἐόντα ξυνόν, καί δίκη ἔριν, καί γινόμενα πάντα κατ’ ἔριν καί χρεών. (Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων, όλων βασιλιάς' άλλους ανέδειξε θεούς άλλους ανθρώπους, άλλους έχανε δούλους άλλους ελεύθερους (απ. S3) Πρέπει να ξέρουμε ότι ο πόλεμος είναι κοινός και η διχόνοια δικαιοσύνη, χι ότι τα πάντα γίνονται με τη διχόνοια κι από ανάγκη (*) (an. 80). Ο πόλεμος κι η διχόνοια επιβάλλονται στο συμπαντικό και στο κοινό επίπεδο. Αυτά θεμελιώνουν και ξεπερνούν κάθε «φυσι­κή», «κοινωνική» κι «ανθρώπινη» εκδήλωση του ανταγω­νισμού. Η διχόνοια κάνει αντίθετα τα αντίθετα κι είναι δίκαιη. Αυτή η αναγκαιότητα δεν είναι εκείνη της ακινη­σίας, αλλά του γίγνεσθαι. Η αναγκαιότητα δεν είναι σε καμιά περίπτωση μονότονη, είναι ασύμφωνη, και η ασυμ­φωνία είναι αναγκαία και μάλιστα αρμονική. Το νερό του ποταμού, η φωτιά της φλόγας, ο πόλεμος της πόλης, είναι συγκεκριμενοποιήσεις, δηλαδή αφετηρίες κι απολήξεις της διαλεκτικής σκέψης. Η ηρακλειτική θεώρηση, συλλαμβάνοντας την αδέκαστη και διαρκή ροή και τη διάρ­κεια που ενυπάρχει στην ανεπίστρεπτη ροή, τη διχόνοια και τη σύγκρουση, δεν είναι ούτε αισιόδοξη ούτε απαι­σιόδοξη αλλά τραγική. Μέσ’ απ' όλες τις αλλαγές, ο κό­σμος παραμένει Κόσμος, η δικαιοσύνη είναι Δικαιοσύνη, δηλαδή δεσμός αναγκαίος με την ύπαρξη και τη σκέψη του καθενός που υπάρχει. Ο ρυθμός ενώνει κι αντιθέτει τα αντίθετα ως ρυθμός. Αυτή η διαλεκτική δεν είναι γέν­νημα μιας υποκειμενικής ευαισθησίας που έχει πληγωθεί από την κίνηση του κόσμου1 δεν είναι καθόλου μια ψυχι­κή διάθεση που αναγορεύεται σ’ ορθολογιστική θεωρία. Η διαλεκτική είναι ένα ράμμα κι ένα δράμα, ένας ρυθμός με τον οποίο είναι δεμένος ο άνθρωπος από το ίδιο του το είναι, που αποτελεί απόσπασμα του συνόλου είναι.

Ο Ηράκλειτος έχει τη σοφία να συμμαχεί με τη διχό­νοια. Ο νεοπυθαγόρειος Νουμίνιος απ’ την Απάμεια της Συρίας (απ. 16, THEDINGA, στον Χαλκίδιο, C. 297 · D.A. 22) σχολιάζει θετικά, αν και σε μια γλώσσα πολύ αλλοιωμένη, κι «εγκωμιάζει τον Ηράκλειτο που προσά­πτει στον Όμηρο ότι προτίμησε το θάνατο και την εκμηδένιση απ’ τις δυστυχίες της ζωής· δε συναισθανόταν ότι αυτό σήμαινε παραδοχή της καταστροφής του κόσμου αφού η ύλη, που είναι η πηγή των συμφορών, θα καταστρεφόταν». Οι ευχές του Ομήρου (Ιλιάδα, Σ 107): «μα­κάρι χανόταν να η διχόνοια απ' τους θεούς κι απ' τους ανθρώπους», καταδικάζονται επειδή είναι παιδαριώδεις χι εξωπραγματικές. Ο Όμηρος αγαπούσε τον ηρωικό αγώνα στα πλαίσια ενός σύμπαντος που το ευχόταν ειρη­νικό, ενώ ο Ηράκλειτος διαπιστώνει την υπέρτατη κυ­ριαρχία της διχόνοιας και δεν μπορεί να διανοηθεί την κατάπαυσή της επειδή δεν μπορεί να διανοηθεί τον συμπαντικό θάνατο να προκαλείται από στασιμότητα. Φυσικά, η φράση του Νουμίνιου: «η ύλη είναι η πηγή των συμ­φορών», δεν είναι ηρακλειτική αλλά γνωστική. Για τον Ηράκλειτο, το Σύμπαν είναι το τόπος του πολέμου, που ξετυλίγεται σ' όλα τα πεδία και είναι πηγή του καλού και του κακού που είναι άρρηκτα δεμένα.

Ο ρυθμός της συμπαντικής κίνησης που ενώνει κι αντιθέτει τα αντίθετα, μέσα στην αρμονία του γίγνεσθαι, αυ­τός ο ρυθμός που συλλαμβάνει η διαλεκτική σκέψη, είναι ο Χρόνος.

Αἰών παῖς ἐστί παίζων, πεσσεύων παιδός ἡ βασιλίη. (Ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει, ρίχνοντας ζάρια· ενός παιδιού η βασιλεία (απ. 52).) Η ολότητα του είναι βρίσκεται σε κίνηση χι αυτή η κίνηση είναι ο χρόνος. Ο χρόνος αποτελεί το γίγνεσθαι της ολότητας, χι όταν η σκέψη τον συλλαμβάνει, μοιάζει με το παιχνίδι που παί­ζει ένα παιδί. Ο Χρόνος όμως είναι το παιχνίδι ενός παι­διού που συνεχώς χτίζει και ξεχτίζει, κι αυτό το παιχνίδι παίζεται χωρίς κινδύνους, κινδύνους που ο στοχαστής δεν μπορεί και δεν πρέπει ν’ αποκλείσει αλλά να τους δε­χτεί. Έτσι, οι στιγμές του χρόνου έχουν δύο «αντιτιθέμενα» πρόσωπα: είναι βασιλικές (επιτακτικές) και παιδικές (οιστρηλατημένες). Αν ο χρόνος είναι ένα παιδί που παί­ζει, τότε η διαλεκτική του σοφού είναι η διαλεκτική ενός παιδιού που έχει καταλάβει το Παιχνίδι. Ο ενήλικος το­ποθετείται μέσα στο χρόνο και με την ατάραχη σοφία του αντιμετωπίζει τις στιγμές του χρόνου με ειρωνεία και θλίψη. Αν η βασιλική δύναμη του χρόνου είναι η δύναμη ενός παιδιού, τότε η δύναμη που εμείς έχουμε πάνω στο χρόνο είναι επίσης δύναμη ενός παιδιού. Ο χρόνος είναι ειρωνικός επειδή ξεπερνάει τ' ανθρώπινα πλάσματα και τα σχέδιά τους. Και θλίβονται οι άνθρωποι γιατί δεν εί­ναι παρά μονάχα μια στιγμή του χρόνου. Ο χρόνος είναι το θεμέλιο της διαλεκτικής που συλλαμβάνεται απ' τη σκέψη που αφυπνίζεται. Μόλις γεννιέται η απορία, στρέφουμε το βλέμμα μας προς τις στιγμές του χρόνου, κι ενώ τις ζούμε, ανοίγουμε μ' αυτές διάλογο. Η απορία πρέπει να οδηγεί στο πάθος της αταραξίας για να μπορέ­σει να γεννηθεί η σκέψη. Στον Ηράκλειτο παρακολου­θούμε τη γέννηση της σκέψης, βρισκόμαστε στο αρχέγονο σημείο και διαλεγόμαστε με μια ιδιοφυή παιδική ηλικία - με τη γέννηση ενός παιδιού.

Τα δύο «αντίθετα» αιωνιότητα και χρονικότητα, τα χω­ρίζει διχόνοια και προκαλούν μεταβολές, συνάμα όμως εναρμονίζονται. Ο χρόνος είναι αιώνιος και η αιωνιότη­τα φανερώνεται με το χρόνο. Δεν μπορούμε ν' ανατρέ­ξουμε πέρα απ' το Χρόνο: αυτή είναι η θεμελιακή ανακά­λυψη της διαλεκτικής. Η ομόνοια κι η διχόνοια, ο πόλε­μος κι η ειρήνη, η δικαιοσύνη και η έρις, η ροή του ποτα­μού κι η μελωδία της λύρας, συμβαίνουν μέσα στο Χρόνο. Ο χρόνος είναι ενσωματωμένος σε κάθε διαλεκτική. Ο Jean Wahl (Ανθρώπινη ύπαρξη και υπέρβαση), θέτοντας το πρόβλημα: «ο χρόνος απορρέει απ’ τη διαλεκτική ή η διαλεκτική απ’ το χρόνο;», απαντάει: «στην πραγματικό­τητα, η διαλεκτική προϋποθέτει το χρόνο κι ο χρόνος γί­νεται αισθητός από ένα είδος διαλεκτικής» ([6]). Ο Ηρά­κλειτος συμπεριλαμβάνει στη διαλεκτική του σκέψη το χώρο και το χρόνο, δίνοντας την υπεροχή στο δεύτερο. Η χρονική αλλαγή μας φέρνει κοντά στην αλλαγή που γί­νεται από τη φωτιά, που είναι η κορυφαία δύναμη του κοσμικού γίγνεσθαι. Ο Αέτιος (II 4,3, - D.A.10) θεωρεί τον εαυτό του εξουσιοδοτημένο να μας διδάξει ότι για τον Ηράκλειτο «ο κόσμος γεννιέται όχι όπως ορίζει ο χρόνος αλλά όπως ορίζει η σκέψη». Για τον Ηράκλειτο όμως ο κόσμος δεν είναι κάτι που γεννιέται, χρόνος και σκέψη δεν είναι χωρισμένα. Η σκέψη είναι μια σκέψη πάνω στο χρόνο, γιατί ο χρόνος είναι παρών από την πρώτη κιόλας στιγμή κι από τότε είναι και χρόνος βιωμένος και χρόνος που η σκέψη μας τον σκέφτεται. Η σκέψη είναι αυτό πέρα από το οποίο δεν μπορούμε να πάμε και το φανέρωμά της γίνεται μέσα στο χρόνο.

Η ηρακλειτική διαλεκτική δεν μπορεί να συλληφθεί χω­ρίς τη θεωρία του λόγου που την κάνει λαμπερή. Η διαλε­κτική σκέψη αναπτύσσεται μέσα στον ορίζοντα του λόγου που ζωογονεί την ανοιχτή σκέψη της ολότητας, σκέψη που γονιμοποιεί τη γνώση. Παρουσιάσαμε τη διαλεκτική του Ηράκλειτου πριν απ' την άποψή του για το λόγο, επειδή αυτή η διαλεκτική είναι ένας δρόμος που πρέπει κανείς να τον διατρέξει για να μπορέσει να καταλάβει το λόγο Σ' αυτόν το δρόμο ανταμώνονται η σύγκρουση και η αρμονία των αντιθέτων, το ποτάμι χι ο πόλεμος. Η πο­ρεία μας πάνω ο' αυτή την οδό, η μεθοδική εκκίνηση, μας κάνει να δούμε ότι το Ένα και το Όλο είναι αλληλένδετα κι ότι η Ενότητα και Πολλαπλότητα έχουν μια σχέση διαλογική. Η διαλεκτική δεν αναγορεύει τον εαυτό της από­λυτο κύριο. Τοποθετείται στο κέντρο της Ολότητας και ξέρει πως είναι διαρκώς αποσπασματική και πως περιέχεται μέσα σ' εκείνο που τη θεμελιώνει και την ξεπερνάει. Ενυπάρχει χαραγμένη σ' όλους τους χώρους. Η σκέψη του Ηράκλειτου δεν είναι ούτε σκέψη ενός φιλοσόφου της φύσης ή ενός φυσικού, ούτε ενός θεολόγου ούτε ενός λογοκράτη˙ η σκέψη αυτή, εκφράζοντας το ρυθμό του συμπαντικού είναι, μας οδηγεί προς την ενότητα, μια ενότητα που δεν είναι ποτέ ολοκληρωτική. Η αμέριστη δύναμή της που τα καλύπτει όλα, δεν είναι ένα δοσμένο αποτέλεσμα αλλά οφείλεται στον πρωταγωνιστικό ρόλο που παίζει στο δράμα του γίγνεσθαι. Η σκέψη αυτή τολμάει να κοι­τάξει τους τραγικούς σπαραγμούς που κάνουν κάθε πα­ρουσία αποσπασματική, κι επειδή δε γυρεύει την ησυχία αλλά την αταραξία, αποδέχεται τις αντιφάσεις και δεν ξεχωρίζει το συμπαντικό απ’ το συγκεκριμένο.

Ο διάλογος που ο πρώτος μεγάλος στοχαστής αρχίζει με τον κόσμο — κάνοντας έτσι φανερή την παρουσία του μέσα στον κόσμο — δεν είναι ούτε ρητορικός ούτε αυθαί­ρετος. Ο διάλογος που έχει με τον κόσμο δεν επιδιώκει να καταλήξει οε μια συνολική ερμηνεία ούτε σε μια αποσπασματική δογματική θέση: παραμένει ανοιχτός και μετατρέπεται με τη σειρά τον σε μια έκκληση. Η ηρακλειτική διαλεκτική αγκαλιάζει τη φύση και το πνεύμα, τον άν­θρωπο και τον κόσμο, τη σκέψη και την ολότητα, ανοίγει το χρόνο στη σκέψη. Το προφητικό τον βάθος δεν εξημε­ρώνεται με τίποτα, και μας διδάσκει να ξεπεράσουμε την ιεροεξεταστική ερώτηση ή το ένα... ή το άλλο... υπερπη­δώντας, πριν τεθεί ιστορικά και συστηματικά, τη λογική αρχή τον αποκλεισμού παντός τρίτον. Έχουμε να χάνου­με πολύ περισσότερο με το ξεπέρασμα της παραδεγμένης αντίφασης παρά με τη διάλυσή της. Ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς μας δίνει δίκιο που θεωρούμε τη διαλεκτική σαν τη θεμελιακή ανακάλυψη του Ηράκλειτου: «Πάνθ’ ὅσα ἐν κόσμῳ σχεδόν ἐναντία εἶναι πέφυκεν· οὐ τοῦτο ἐστίν, ὅ φασιν Ἕλληνες τόν μέγαν και ἀοίδιμον παρ' αὐτοῖς Ἡ­ράκλειτον κεφάλαιον τῆς αὑτοῦ προστησάμενον φιλοσοφίας αὐχεῖν ὡς ἐφ' εὑρέσει καινῆ;» (—UIS RERUM DIVINARUM HERES SIT, 43, 214) ([7]).
-------------------- 
*  Ο Αριστοτέλης στον Σοφιστή του (κατά τον DL IX. 25) ανακήρυξε εφευρέτη της διαλεκτικής τον Ζήνωνα τον Ελεάτη.
[1] Μαθήματα πάνω στην ιστορία της Φιλοσοφίας Jubilaumsausgabe, Τ. Ι. 2η έκδοση, Στουτγάρδη, 1940, σελ. 344
[2] Μαθήματα πάνω στην Ιστορία της Φιλοσοφίας, σελ. 344, 348-351, 354.
* (') Στον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, ο Προμηθέας μιλώντας για την κατάσταση του λέει (241). ὠδ’ ερρύθμισμαι , είμαι πιασμένος, δεμένος, αλυσοδεμένος απ’ αυτόν τον ρυθμό
[3] Leon Robin, Η ελληνική σκέψη και η καταγωγή του ελληνικού πνεύματος, εκδ. Albin Michel, Paris, 1948, σελ. 93
[4] John Burnet, Η αυγή της ελληνικής σκέψης, 1919
[5] E. Weerts, Herakleit und Herakleiteer, Klass, Philol. Studien  Fasc. 7. Berlin 1926. Platon und der Herakleitismus, Philologus, συμπλ. Τομ. 23, 1931. Βλ. και του Victor Goldschmidt, Essais sur le «Cratyle», Paris, 1940.
* Το «χρή εἰδέναι» συγγενεύει ετυμολογικά, στο κείμενο, με το «γινόμενα παντά κατά χρεών»  
[6] Jean Wahl, Existence humaine et transcedance, Neuchatel, 1944, σελ. 71
[7] Βλ. Burnet. Αυγή…, σελ. 161 και Diels-Kranz, 8η έκδ., Ι τομ., σελ. 491, (Α9α)

Φοβάμαι τους ανθρώπους

Ασχολούμαστε διαρκώς με τις φοβίες που έχουμε, με τις φοβίες που έχουν οι άλλοι γύρω μας… τις συζητάμε, τις αναλύουμε, τις σχολιάζουμε, προσπαθούμε να τις αντιμετωπίσουμε. Υπάρχουν, όμως, και φοβίες που δεν τις ομολογούμε ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό…

Πόσες φορές έχεις πει στον εαυτό σου ότι φοβάσαι τους ανθρώπους; Ότι προτιμάς να παραμείνεις μακριά τους γιατί στη σκέψη και μόνο νιώθεις την απειλή να έρχεται προς το μέρος σου;

Αν το σκεφτούμε λίγο, μπορεί να είμαστε ένας από αυτούς που φοβάται τους ανθρώπους…

Φοβάμαι τους ανθρώπους. Τι ακριβώς φοβάμαι; Φοβάμαι μήπως με πληγώσουν, μήπως με κοροϊδέψουν, μήπως με προδώσουν. Φοβάμαι ότι θα με απογοητεύσουν. Φοβάμαι ότι θα με εγκαταλείψουν… Φοβάμαι ότι θα παίξουν μαζί μου…

Ο φόβος για τους ανθρώπους μας οδηγεί σε μια απομάκρυνση από αυτούς. Για να προστατευτούμε από αυτό που φοβόμαστε τείνουμε να τρέχουμε να κρυφτούμε, για να γλιτώσουμε, για να επιβιώσουμε. Όμως, με αυτό τον τρόπο σίγουρα δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτό το φόβο που μπορεί να εξελιχθεί σε μια φοβία –ανθρωποφοβία- δεν ξέρουμε αν υπάρχει ή αν υφίσταται, το θέμα είναι πως εμείς έτσι νιώθουμε.

Ας σκεφτούμε, όμως, πρώτα πως νιώθουμε εμείς απέναντι σ’ αυτό τον φόβο που μας προκαλούν οι άνθρωποι. Και πώς αντιδρούμε; Φοβάμαι τους ανθρώπους και… πώς συμπεριφέρομαι; Μένω απαθής και συνεσταλμένος; Παραμένω απόμακρος και τρέχω να κρυφτώ; Μένω κοντά στους άλλους, αλλά συναισθηματικά είμαι πολύ αμυντικός και απόμακρος;

Πώς συμπεριφέρομαι απέναντι στους ανθρώπους; …με ένα διαρκές άγχος και μια συνεχή αμηχανία; Νιώθω διαρκώς ένταση και ντροπή; Νιώθω τόσο διαφορετικός, που φοβάμαι πως θα σκεφθούν αρνητικά οι άλλοι για μένα;

Και τι ακριβώς φοβάμαι; Φοβάμαι την απόρριψη, την αποδοκιμασία, τη συναναστροφή, την αλληλεπίδραση, την επένδυση, το συναισθηματικό δέσιμο, την επαφή, την έκθεση, την εγκατάλειψη; Φοβάμαι τους άλλους ή φοβάμαι εμένα απέναντι στους άλλους;

Και που καταλήγω κάθε φορά; Όσο φοβάμαι, τόσο πιο πολύ απομακρύνομαι… από τους ανθρώπους. Με αποτέλεσμα να μου φαίνονται ακόμα πιο «επικίνδυνοι», απόμακροι και περίεργοι. Και τότε… φοβάμαι ακόμη περισσότερο να τους προσεγγίσω και να τους γνωρίσω.

Και τι μπορώ να κάνω; Σίγουρα θα πρέπει να ακολουθήσω το βασικό τρόπο αντιμετώπισης ενός φόβου: να έρθω αντιμέτωπος με αυτόν.

Ας πείσω, λοιπόν, τον εαυτό μου να αρχίσει να προσεγγίζει τους ανθρώπους ή να επιτρέπω στους άλλους να με προσεγγίσουν, ας τους παρατηρήσω και ας προσπαθήσω να τους κατανοήσω. Σε αυτή τη νέα γνωριμία και αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους, το βασικό στοιχείο που καλούμαι να αντιμετωπίσω είναι τα ίδια μου τα συναισθήματα. Πώς νιώθω όταν περπατάω ανάμεσα στους ανθρώπους, πόσο τους παρατηρώ, πόσο με αγχώνει αυτή η αλληλεπίδραση; Πόσο κοντά στους άλλους μπορώ να έρθω χωρίς να νιώσω ντροπή, άγχος και αμηχανία;

Δεν μπορούμε ξαφνικά να σταματήσουμε να φοβόμαστε τους ανθρώπους, μπορούμε όμως να είμαστε πιο πρόθυμοι να γνωρίσουμε άλλους ανθρώπους γύρω μας, χωρίς να είμαστε υπερβολικά καχύποπτοι ή αγχωμένοι, απορριπτικοί ή αμυντικοί. Σταδιακά, μέσα από μια πιο χαλαρή αλληλεπίδραση και επαφή μπορούμε να γνωρίσουμε περισσότερο κάποιους ανθρώπους και να αρχίσουμε να ερχόμαστε σε πιο στενή επαφή και να αναπτύσσουμε εμπιστοσύνη.

Σε όλη αυτή την πορεία, στόχος είναι να αρχίσουμε να έχουμε μια πιο μεγάλη συναίσθηση της κατάστασης και των συναισθημάτων μας. Όσο πιο πολύ αναγνωρίζουμε το πώς νιώθουμε τόσο πιο εύκολα μπορούμε να βρούμε τρόπους διαχείρισης. Κι ας μην ξεχνάμε ότι οι αρνητικές εμπειρίες του παρελθόντος δεν αξίζει να καταδικάζουν το παρόν και το μέλλον μας.

Κρατάμε μυστικά γιατί φοβόμαστε την αντίδραση του άλλου

Σχετική εικόναΈνα πράγμα που μαθαίνουμε μέσα απ’ τις σχέσεις είναι η αξία του να συζητάμε. Έτσι κι αλλιώς, οι περισσότερες επαφές μας βασίζονται στο διάλογο. Τι πιο ανθρώπινο απ’ το να μιλάς για κάτι που σε απασχολεί σε εκείνους που έχεις επιλέξει; Κι όταν κολλάμε με κάποιον είναι επειδή βρίσκουμε στα μάτια του αυτήν την κατανόηση κάθε φορά που θέλουμε να μιλήσουμε για κάτι -σημαντικό ή ασήμαντο. Αν μας απασχολεί, αυτομάτως τον νοιάζει κι εκείνον.

Γιατί εκεί βασίζονται οι σχέσεις, σ’ αυτήν την επικοινωνία που ψάχνουμε με νύχια και με δόντια να βρούμε, αφού έχουμε ανοίξει συζητήσεις με τοίχους και ντουβάρια και, δυστυχώς, δεν έχουμε πάρει απάντηση. Αλλά και με τους ανθρώπους δε βρήκαμε καλύτερη τύχη. Γιατί κάποια στιγμή συνειδητοποιούμε πως δεν είναι όλοι για όλους κι η επικοινωνία, όσο εύκολη κι αυτονόητη κι αν ακούγεται, στην πραγματικότητα, είναι τόσο δυσεύρετη σχεδόν όσο κι η χαμένη Ατλαντίδα.

Και περνάμε χρόνια και σχέσεις και ψάχνουμε ασταμάτητα. Γιατί θέλουμε να πάρουμε τηλέφωνο το φίλο μας, τη σχέση μας, τον αδερφό μας και να του πούμε ό,τι μας βασανίζει. Δε θέλουμε απαραίτητα λύση. Τις περισσότερες φορές, ίσως, θέλουμε απλώς κάποιον να μας ακούσει, χωρίς να μας δώσει απάντηση. Με τη στάση του να μας δείξει πως είναι εδώ για ό,τι γίνει. Πως όλα θα πάνε καλά, ακόμα κι αν εμείς τα βλέπουμε χάλια.

Βέβαια, όσο δυνατές κι αν ακούγονται αυτές οι σχέσεις, σίγουρα θα περάσουν κι εκείνες τις άσχημες φάσεις τους, με σκαμπανεβάσματα και διαφωνίες. Γιατί όλοι έχουμε βρει ανθρώπους που αγαπάμε και δεν μπορούμε να φανταστούμε τη ζωή μας χωρίς αυτούς, κάπου όμως το χάσαμε κι εμείς και φτάσαμε στο σημείο να τους κρατάμε μυστικά, γιατί ο φόβος της απόρριψης είχε τρυπώσει μέσα μας κι οι λέξεις δε γλιστρούσαν εύκολα απ’ το στόμα μας. Βρεθήκαμε έτσι να κολυμπάμε στις τύψεις μας, μέχρι που στο τέλος πνιγήκαμε μέσα σ’ αυτές.

Γιατί αισθάνεσαι πως δεν έχεις αέρα όταν θέλεις να πεις κάτι που σε τρώει και δεν αντέχεις να το κρατάς άλλο. Βασανίζεσαι στην προσπάθειά σου να ξεστομίσεις δέκα λέξεις, αλλά εκείνες επιμένουν να μουλαρώνουν και να μη βγαίνουν. Λες κι ο εγκέφαλός σου αρνείται να τις βάλει σε μία σειρά και να τις εκφράσει. Κατά πόσο, όμως, φταίμε εμείς και ποια είναι η ευθύνη των άλλων;

Σε καμία περίπτωση δε σε τιμά να κρύβεις πράγματα απ’ τους ανθρώπους που σε ξέρουν καλύτερα κι απ’ την παλάμη του χεριού τους. Κι αν κατάφερες να τους ξεγελάσεις, τότε πρέπει να ανησυχείς διπλά για το υποκριτικό σου ταλέντο. Λογικά ξεπέρασες τον εαυτό σου για να καταφέρεις να εξαπατήσεις ανθρώπους που σε ‘χουν ζήσει στις πιο φωτεινές και σκοτεινές ώρες σου και σου έχουν αποδείξει πως αξίζουν την εμπιστοσύνη σου.

Κάτι, όμως, θα πρέπει να πήγε στραβά και με εκείνους. Κάπου θα έχουν φταίξει και δεν το ξέρουν. Γιατί δεν ξυπνάς μια μέρα με την απόφαση να κρύψεις μυστικά και ντοκουμέντα από φίλους, συντρόφους κι οικογένεια. Τις περισσότερες φορές θα σ’ έχουν οδηγήσει οι ίδιοι σ’ εκείνη την ένοχη σιωπή χωρίς καν να το έχουν καταλάβει. Με μια κουβέντα παραπάνω που κάποια στιγμή είπαν, με μια γνώμη που δε συμφώνησε με τη δική σου, με μια ακραία αντίδραση για τη συμπεριφορά κάποιου άλλου που μοιάζει με τη δική σου. Κάπως έτσι γεννιέται κι ο φόβος. Γιατί σε αγχώνει και σε τρομάζει η ιδέα να μάθει ο άλλος αυτό που εσκεμμένα του κρύβεις. Κι αν όταν αποκαλυφθεί η αλήθεια αλλάξει η γνώμη του για εσένα; Κι αν απογοητευτεί τόσο πολύ που δε θέλει να είστε όπως ήσασταν; Κι αν αυτό γίνει η αιτία να χάσεις εκείνον τον άνθρωπο;

Είναι κρίμα, όμως. Γιατί όταν αναγκάζεσαι να κρύψεις κάτι από κάποιον που αγαπάς, όσο κατακριτέο κι αν ήταν αυτό που έκανες, το ότι του το κρατάς μυστικό είναι πολύ χειρότερο. Όσο απόλυτος κι αν φαίνεται μερικές φορές, όσο αντίθετος με τις απόψεις σου, οφείλεις να ‘σαι αληθινός απέναντί του.

Είναι χαζό να πιστεύουμε πως οι άνθρωποι που έχουμε δίπλα μας δεν ξέρουν τι χαρακτήρες είμαστε και δεν κατανοούν πόσα είναι ικανός ο καθένας μας να κάνει όταν οι συνθήκες το προκαλούν. Λες και περιμένουν να μας κρίνουν από απερίσκεπτες πράξεις ή από αδύναμες στιγμές μας. Μήπως κι εκείνοι είναι περήφανοι για όλα όσα έχουν κάνει στη ζωή τους; Όσοι μας αγαπούν δε θα παρίσταναν τους δικαστές, γιατί έχουν υπάρξει κι εκείνοι θύτες.

Ο φόβος κρύβει ανασφάλειες, ικανές να σε κάνουν να χάσεις ακόμη και τον εαυτό σου και να χαλάσεις μια σχέση που είχε πολλά ακόμα να αντέξει. Άσε τις αμφιβολίες πίσω και ξεκίνα με τις αλήθειες. Γιατί αυτές κρατάνε τους ανθρώπους κοντά σου.

Αντρέ Μπρετόν: Τι είναι η απελπισία

Γνωρίζω την απελπισία σε γενικές γραμμές. Η απελπισία δε διαθέτει φτερά, δεν κάθεται απαραιτήτως σε ένα ξεστρωμένο τραπέζι, σε μια βεράντα, στην ακροθαλασσιά. Είναι η απελπισία και όχι η επιστροφή μιας ποσότητας ασήμαντων γεγονότων όπως οι σπόροι που αφήνουν κατά το σούρουπο ένα σκαμμένο αυλάκι για ένα άλλο.

Δεν είναι τα βρύα κάτω από μια πέτρα ή το ποτήρι από το οποίο πίνουμε. Είναι ένα πλοίο διάτρητο από χιόνι, εάν θέλετε, σαν τα πουλιά που πέφτουν και το αίμα τους δεν έχει την παραμικρή πυκνότητα. Γνωρίζω την απελπισία σε γενικές γραμμές. Ένα πολύ μικρό σχήμα οριοθετημένο από κοσμήματα στα μαλλιά.

Αυτό είναι η απελπισία.

Ένα μαργαριταρένιο περιδέραιο για το οποίο δε μπορούμε να βρούμε κάποιο κούμπωμα και η ύπαρξη του οποίου δεν κρέμεται ούτε από μια κλωστή, να τι είναι η απελπισία. Για τα υπόλοιπα ούτε που θέλουμε να γίνεται λόγος. Έτσι και αρχίσουμε δε μπορούμε να πάψουμε να απελπιζόμαστε. Εγώ απελπίζομαι από το αμπαζούρ γύρω στις 4 ή ώρα, απελπίζομαι από τη βεντάλια γύρω στα μεσάνυχτα, απελπίζομαι από το τσιγάρο που καπνίζουν οι καταδικασμένοι σε θάνατο. Γνωρίζω την απελπισία σε γενικές γραμμές.

Η απελπισία δεν έχει καρδιά, το χέρι μου όμως μένει πάντα πάνω στη λαχανιασμένη απελπισία, στην απελπισία οι καθρέφτες της οποίας δε μας λένε ποτέ εάν είναι πεθαμένη. Βιώνω αυτή την απελπισία που με γοητεύει. Μου αρέσει αυτή η γαλάζια μύγα που πετά στον ουρανό την ώρα που τα αστέρια σιγοτραγουδούν. Γνωρίζω σε γενικές γραμμές την απελπισία με μακριές λεπτές εκπλήξεις, την απελπισία της υπερηφάνειας, την απελπισία της οργής.

Σηκώνομαι κάθε μέρα όπως όλος ο κόσμος και απλώνω τα χέρια μου πάνω σε μια ταπετσαρία με λουλούδια, δε θυμάμαι τίποτα και ανακαλύπτω, πάντοτε με απελπισία, τα ωραία ξεριζωμένα δέντρα της νύχτας. Ο αέρας της νύχτας είναι ωραίος σαν τυμπανόξυλα.

Κάνει έναν καιρικό καιρό. Γνωρίζω την απελπισία σε γενικές γραμμές. Είναι σαν τον άνεμο της κουρτίνας που μου δίνει την ευκαιρία να επανορθώσω. Μπορείς να σκεφθείς κάποια παρόμοια απελπισία! Φωτιά! Α πάλι ξαναέρχονται… Βοήθεια! Νάτοι που πέφτουν από τη σκάλα.. Και η αγγελίες της εφημερίδας και οι φωτεινές διαφημίσεις κατά μήκος του καναλιού.

Σωρός από άμμο, άντε από κει, παλιοσωρέ από την άμμο! Σε γενικές γραμμές η απελπισία δεν έχει καμία σημασία. Είναι μια αγγαρεία από δέντρα που πάνε πάλι να σχηματίσουν ένα δάσος, είναι μια αγγαρεία από αστέρια που πάνε πάλι να δημιουργήσουν μια μέρα λιγότερη, είναι μια αγγαρεία από όλο και λιγότερες μέρες που πάνε πάλι να αποτελέσουν τη ζωή μου.

Αντρέ Μπρετόν, Γαιόφως και άλλα ποιήματα (1916-1936)

Οι ιστορίες που πλάθουμε διαμορφώνουν το ποιοι είμαστε

Μπορεί να μην είμαστε βέβαιοι για το αν ορίζουμε πλήρως την ίδια μας τη ζωή, όμως είμαστε σίγουροι πως εμείς ορίζουμε την ιστορία της ζωής μας. Για κάποιους, αυτή η ιστορία είναι ξεκάθαρη και συνειδητή, γίνεται αυτή που τους καθοδηγεί, που καθορίζει πώς ξοδεύουν το χρόνο και την ενέργειά τους.

Για κάποιους άλλους, η ιστορία είναι λιγότερο ξεκάθαρη, κατακερματισμένη ή φαινομενικά εκτός της συνειδητής τους επίγνωσης, αλλά συχνά εύκολα ιδωμένη από τους άλλους (η Μαρία πάντα θεωρεί τον εαυτό της θύμα, ο Κώστας πάντα πιστεύει ότι τα πράγματα τελικά θα πάνε καλά κλπ.).

Η ιστορία μας επίσης διαμορφώνεται από τις ιστορίες των άλλων, των σημαντικών άλλων, από το πόσο τους θαυμάζουμε μέχρι το πόσο υιοθετούμε τη φιλοσοφία και στάση ζωής τους. Και φυσικά, υπάρχουν οι εμπειρίες και οι αξίες μας. Η ιστορία μας γίνεται ο φακός μέσα από τον οποίο βλέπουμε τα γεγονότα της ζωής, τις σχέσεις μας με τους άλλους· καθορίζει αυτό που προσδοκάμε από εμάς και τη ζωή μας.

Ποια είναι λοιπόν η ιστορία σας και πώς καθορίζει την ψυχολογία σας; Οι παρακάτω ερωτήσεις θα σας βοηθήσουν να προσδιορίσετε τη δική σας. Καθώς τις απαντάτε, προσπαθήστε να μη σκέφτεστε πώς θα ήταν ιδανικά τα πράγματα, αλλά περισσότερο πώς πραγματικά σκέφτεστε και συμπεριφέρεστε στην καθημερινότητα.

Πόσο ασφαλής είναι ο κόσμος και οι άλλοι άνθρωποι;

Αυτή η ερώτηση σχετίζεται με την εμπιστοσύνη, το άγχος και το φόβο. Για παράδειγμα, άσχημα πράγματα συμβαίνουν ξαφνικά, οι άλλοι υπάρχουν για να μας εξαπατούν; Οι κοινωνικές μας αλληλεπιδράσεις καθορίζονται κατά πολύ από το πώς τις νοηματοδοτούμε.

Πώς συμπεριφερόμαστε στους άλλους;

Αυτή η απάντηση τροφοδοτείται άμεσα από την προηγούμενη. Αν ο κόσμος δεν είναι ασφαλής, αν δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τους άλλους, αυτό σημαίνει ότι κρατάμε τις αποστάσεις μας ή είμαστε κατά βάση επιθετικοί ή/και αμυντικοί. Αν θεωρούμε ότι ο κόσμος είναι η οικογένειά μας, είμαστε ανοιχτοί και δεκτικοί σε κάθε μορφή κοινωνικοποίησης.

Πώς μετράμε την ευτυχία ή την επιτυχία;

Για κάποιους, μετρούνται με την επίτευξη των στόχων – καριέρα, οικονομικές απολαβές, επαγγελματικό κύρος. Για άλλους, είναι η ευχαρίστηση και παρηγοριά στην αγκαλιά της οικογένειας ή των φίλων. Για τους γονείς καθορίζονται από την ευτυχία των παιδιών τους. Για άλλους επιτυγχάνονται μέσα από την τέχνη, μέσα από το έργο τους. Για τι παλεύουμε στην καθημερινότητά μας; Τι είναι αυτό που μας κινητοποιεί;

Γιατί συμβαίνουν άσχημα πράγματα;

Απλά συμβαίνουν; Μας βοηθούν να δούμε και να εκτιμήσουμε το καλό; Ή μήπως δεν υπάρχει κακό, αλλά μόνο αυτό που αποφασίζουμε εμείς να αποκαλέσουμε κακό; Είναι η μοίρα, το θέλημα του Θεού, ένα τεστ για το πώς θα ανταπεξέλθουμε; Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση αποκαλύπτει το πώς διαχειριζόμαστε τα εμπόδια που εμφανίζονται στη ζωή μας και κατ’ επέκταση τη σημασία που τους δίνουμε.

Έχουμε μετανιώσει για κάτι στη ζωή μας; Έχουμε νιώσει τύψεις; Κι αν ναι, πώς επηρέασαν τη στάση ζωής μας, την εικόνα μας;

Οι τύψεις και οι ενοχές μας διδάσκουν μαθήματα, αλλά συχνά μας πληγώνουν με ανεπανόρθωτο τρόπο. Κάποιες από αυτές είναι μικρές, τις ξεπερνάμε και συνεχίζουμε τη ζωή μας, κάποιες άλλες όμως μπορούν μας καταδιώξουν και να επηρεάσουν δραστικά τις αποφάσεις που παίρνουμε στη ζωή μας και τη συνολική μας στάση απέναντι στην ευτυχία.

Έχεις πάρει λάθος τρένο

Τη στιγμή που επιθυμείς την ευτυχία, έχεις απομακρυνθεί από το παρόν. Έχεις απομακρυνθεί από το υπαρξιακό, έχεις ήδη μετακινηθεί προς το μέλλον, το οποίο δεν βρίσκεται πουθενά, το οποίο δεν έχει έρθει ακόμη.
Έχεις μετακινηθεί μέσα σε ένα όνειρο. Τώρα, τα όνειρα δεν μπορούν ποτέ να εκπληρωθούν.
Η επιθυμία σου για ευτυχία είναι ένα όνειρο και το όνειρο είναι κάτι μη πραγματικό. Μέσα από το μη πραγματικό, κανένας δεν μπορεί ποτέ να φτάσει στο πραγματικό. Έχεις πάρει λάθος τρένο.
Η επιθυμία για ευτυχία δείχνει απλώς ότι δεν είσαι ευτυχισμένος αυτήν εδώ τη στιγμή. Η επιθυμία για ευτυχία δείχνει απλώς ότι είσαι ένας άνθρωπος δυστυχισμένος. Και ο δυστυχισμένος άνθρωπος προβάλλει στο μέλλον, ότι κάποτε, κάποια μέρα, θα είναι ευτυχισμένος. Η προβολή σου βγαίνει από τη δυστυχία. Κουβαλάει τον ίδιο σπόρο της δυστυχίας. Αφού βγαίνει από σένα, δεν μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό από σένα. Είναι δικό σου παιδί, δικό σου αίμα, δική σου συνέχεια.
Ασφαλώς, όταν είσαι ακόμη πιο δυστυχισμένος, θα επιθυμείς ακόμη περισσότερη ευτυχία για το μέλλον. Τότε παγιδεύεσαι μέσα σε ένα φαύλο κύκλο. Όσο πιο δυστυχισμένος γίνεσαι, τόσο περισσότερο επιθυμείς την ευτυχία. Όσο περισσότερο επιθυμείς την ευτυχία, τόσο πιο δυστυχισμένος γίνεσαι. Τώρα είσαι σαν το σκύλο που κυνηγάει την ίδια του την ουρά.
Έτσι, το πρώτο πράγμα είναι το να μην ονειρεύεσαι, να μην προβάλλεις.
Το πρώτο πράγμα είναι να βρίσκεσαι στο εδώ και τώρα.
Ό,τι κι αν συμβαίνει, εσύ απλώς να βρίσκεσαι στο εδώ και τώρα. Και σε περιμένει μια τρομερή αποκάλυψη. Η αποκάλυψη είναι ότι κανένας δεν μπορεί να είναι δυστυχισμένος στο εδώ και τώρα.
Έχεις δει ποτέ δυστυχισμένο άνθρωπο στο εδώ και τώρα;
Είναι ποτέ δυνατόν να είσαι δυστυχισμένος αυτή τη στιγμή;
Μπορείς να σκεφτείς το χθες και μπορείς να νιώσεις δυστυχισμένος. Μπορείς να σκεφτείς το αύριο και μπορείς να νιώσεις δυστυχισμένος.
Αυτήν εδώ τη στιγμή όμως, αυτή τη στιγμή που δονείται και πάλλεται, αυτήν εδώ την πραγματική στιγμή, μπορείς να είσαι δυστυχισμένος αυτή τη στιγμή;
Μπορείς να φέρεις τη δυστυχία από το παρελθόν, από τη μνήμη σου. Κάποιος σε πρόσβαλε χθες κι εσύ ακόμη κουβαλάς την πληγή και αισθάνεσαι δυστυχισμένος γι’ αυτό.
Ή μπορείς να είσαι δυστυχισμένος για το αύριο. Αύριο μπορεί να τελειώσουν τα χρήματα σου και τότε που θα πας να μείνεις; Τι θα τρως; Αύριο μπορεί να τελειώσουν τα χρήματά σου – τότε έρχεται η δυστυχία.
Έρχεται είτε από το χθες είτε από το αύριο, ποτέ όμως δεν είναι στο εδώ και τώρα. Αυτήν εδώ τη στιγμή, η δυστυχία είναι ανέφικτη.
Αν το έχεις μάθει αυτό, μπορείς να γίνεις σοφός.
Τότε, κανένας δεν κλείνει το δρόμο σου.
Η ευτυχία βρίσκεται εκεί που είσαι – όπου κι αν βρίσκεσαι, η ευτυχία βρίσκεται εκεί. Σε περιβάλλει, είναι ένα φυσικό φαινόμενο. Είναι σαν τον αέρα, σαν τον ουρανό. Η ευτυχία δεν είναι κάτι που χρειάζεται να το αναζητήσεις.
Είναι το ίδιο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο το σύμπαν.
Η χαρά είναι το ίδιο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο το σύμπαν.
Πρέπει όμως να κοιτάξεις ευθεία μπροστά σου.
Αν κοιτάξεις στο πλάι, τότε τη χάνεις.
Χάνεις εξαιτίας του εαυτού σου. Χάνεις επειδή έχεις λανθασμένη προσέγγιση.
Το να επιθυμείς την ευτυχία σε κάνει να κοιτάζεις κάπου αλλού και τότε τη χάνεις.
Η ευτυχία δεν είναι κάτι που χρειάζεται να δημιουργήσεις. Η ευτυχία είναι κάτι που χρειάζεται να το δεις. Είναι ήδη παρούσα.
Αυτήν εδώ τη στιγμή, μπορείς να γίνεις ευτυχισμένος, τρομερά ευτυχισμένος.

Τα Μαγικά Δέντρα

Τα δέντρα κινούνται.

Ποια είναι αυτή η αόρατη παρουσία που κατοικεί μέσα στα δάση της νύχτας; Έχουν τα δέντρα χέρια που λυγίζουν σαν κλαδιά για ν’ αρπάξουν τον ανύποπτο ταξιδιώτη; Ποιος θα αποκρυπτογραφήσει την μουσική του θροΐσματος των φυλλωμάτων των δέντρων; Τα δέντρα κινούνται. Προς τα πάνω. Οδηγούν στον ουρανό και σε διαφορετικές σφαίρες ανάλογα με το κλαδί πάνω στο οποίο ταξιδεύεις. Υπάρχει κι ένα δέντρο ανάποδο, που οδηγεί στον Κάτω Κόσμο. Τα δέντρα μιλούν, φτιάχνουν άνεμο, παντρεύονται, κρύβουν τις ψυχές των προγόνων, είναι φύλακες-άγγελοι, γεννούν μέσα από τα πουλιά, και μετρούν τον χρόνο με ομόκεντρους κύκλους στον κορμό τους. Τα δέντρα είναι μαγικά.

Πίσω από τους σκελετούς των κλαδιών αιωρούνταν μια περίεργη σκιά. Όλα έπαυαν μετά το δειλινό. Πέρα από τον άνεμο, που φυσώντας παρέσυρε τα φυλλώματα των δέντρων κάνοντάς τα να μοιάζουν με μαλλιά που ανεμίζουν, δεν ακουγόταν τίποτα. Κανένα ίχνος ζωής, εκτός από το τρεχούμενο νερό, που κυλούσε στο ρυάκι και ήταν το μόνο προσιτό πράγμα αυτήν την ώρα, που όλο και σκοτείνιαζε, όλο και σκοτείνιαζε. Το δειλινό χανόταν μέσα στο πυκνό σκοτάδι που κατάπινε κάθε μπλε ή κόκκινη απόχρωση ψηλά στον ουρανό, ενώ λιγότερο ψηλά, πλησιάζοντας, άρχιζαν αργά να κάνουν την εμφάνισή τους οι σκελέτινοι κορμοί του δάσους. Υπήρχε ή δεν υπήρχε κίνηση, δεν θα μπορούσες να διακρίνεις στα σίγουρα.

Οι φωτεινές εκλάμψεις της Σελήνης γίνονταν παράξενες ανταύγειες σ’ αυτό το τοπίο, χαράζοντας το χλωμό περίγραμμα του δάσους, δημιουργόντας χιλιάδες σκιές. Η σκελετώδης ύπαρξή του αιωρούνταν στο διάφανο άνεμο σε μαύρο φόντο. Η διάφανη λύκαινα νανούριζε τα μικρά της. Έτσι ακουγόταν ο άνεμος την νύχτα σε εκείνο το δάσος. Σαν λύκος που νηφάλιος αντάλλαζε βλέμματα με τη σκιά που φυλούσε τα μικρά του.

Ένα ακόμη νυχτερινό ταξίδι στην αγκαλιά του ρηχού βάλτου, ξετύλιγε την ιστορία του στην επιφάνεια του νερού, όπου τα άστρα στόλιζαν τη μαύρη χαίτη της αιωρούμενης μορφής που αντανακλούσε ένα τρομακτικό και αβυσσαλέο βάθος, πιο απόμακρο από το βάθος του αφέγγαρου, αξαστέρωτου, μεταμεσονύκτιου ουρανού, πιο υστερόβουλο κι από τις λεπτότερες κόρες δύο ματιών. Έτσι αργοβάδιζε η κάθε νύχτα για πολλούς αιώνες, όταν τα δέντρα χάρη στην κατάρα του κεραυνού Σδέορ, ενώνονταν μεταξύ τους και σαν φάντασμα όλων των φαντασμάτων μαζί, αιωρούνταν ψελλίζοντας τον αποτρόπαιο θρήνο του, άπλωνε το σκελέτινο κορμί του στον ουρανό ενώ οι ορμητικές σκιές το τύλιγαν και το ξετύλιγαν με τις κάπες τους σαν αρπαχτικά μέχρι να ξημερώσει.

Την ίδια εποχή κάπου στη Βοημία μια ομάδα μικρών παιδιών έχουν φτιάξει μια κούκλα που έχουν ονομάσει «θάνατο», την οποία ρίχνουν στο νερό. Έπειτα φτιάχνουν ακόμη μια κούκλα και αφού πρώτα τη ντύσουν στα λευκά σαν ασπροφορεμένη γυναίκα, την δένουν σε ένα μικρό δεντράκι που έχουν κόψει τα κορίτσια από το δάσος. Κρατώντας αυτό το δεντράκι και την κούκλα, τα μικρά παιδιά πηγαίνουν από πόρτα σε πόρτα τραγουδώντας κι επαναλαμβάνοντας: «Παρασύρουμε το Θάνατο έξω από το χωριό! Φέρνουμε το Καλοκαίρι!»

Στους παλιούς καιρούς, υπήρχε και στην Ελλάδα αυτό το παράξενο έθιμο. Είναι η τέταρτη Κυριακή της Τεσσαρακοστής, κι αυτό το τραγούδι των παιδιών είναι ένα κάλεσμα για την εποχή της καρποφορίας, το καλοκαίρι που αρχίζει με την άνοιξη. Η λευκοφορεμένη κούκλα επεξηγεί το συμβολισμό του δέντρου, στο οποίο είναι δεμένη, δηλαδή την αγνότητα της νέας άνοιξης και την ανθοφορία.

Μια από τις αρχαιότατες αρμοδιότητες των δέντρων ήταν να δρουν ως μάντεις.

Στην Παλαιά Διαθήκη γίνονται πολλές αναφορές σε δέντρα που μιλούν. Ο Μωϋσής άκουσε την φωνή του Θεού από τον καιγόμενο θάμνο, η Δεββώρα προφήτευε κάτω από έναν φοίνικα κοντά στην πόλη Βέθελ (Μπεθ-Ελ, «Οίκος Θεού») και ο Δαβίδ πήρε σημάδι από μια αχλαδιά ή μουριά για την επίθεση κατά των Φιλισταίων. Το μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς κτίστηκε στο μέρος όπου η νύμφη Δάφνη μεταμορφώθηκε σε μια δάφνη, ωστόσο αυτό το μέρος ήταν αρχικά μια ρωγμή στο έδαφος απ’ όπου έβγαιναν καπνοί αφιερωμένοι στην Θεά της Γης, την Γαία. Κάτω από την επιρροή αυτών των αναθυμιάσεων η Πυθία έδινε τον χρησμό. Το μαντείο της Δωδώνης, στα Ηπειρωτικά βουνά, στηριζόταν σε μια γέρικη βελανιδιά, ενώ το μήνυμα το έπαιρναν από τους ήχους που έκαναν διάφορα όπλα που είχαν αναρτήσει πάνω στα κλαδιά. Οι «περιστερές» ή οι ιέρειες της λατρείας, ερμήνευαν τους ήχους αυτούς…

Είναι γνωστή η λατρεία της βελανιδιάς των Κελτών, μεταξύ των Δρυίδων της αρχαίας Βρετανίας, Ιρλανδίας και Γαλλίας. Η ρίζα της λέξης «Νέμους» (Nemus) που σήμαινε «άσυλο» για τους Δρυίδες, είναι ίδια στην προφορά και την ερμηνεία με αυτή που στα Λατινικά σημαίνει «δασώδης κοιλάδα» ή «άλσος», ενώ σήμερα από τους σύγχρονους προφέρεται «Νέμι» (Nemi). Στη Γερμανία υπάρχει ακόμη η λατρεία των δέντρων, ενώ παλαιότερα τα ιερά άλση ήταν τόποι τρομερής σπουδαιότητας για τον αρχαίο λαό.

Στην Ουψάλα, την παλαιά θρησκευτική πρωτεύουσα της Σουηδίας, υπήρχε ένα άλσος όπου κάθε δέντρο θεωρούνταν θεϊκό, και όποιος έκοβε ακόμη και ένα μικρό κλαράκι από εκεί, ήταν καταδικασμένος σε απροσδόκητο ή ξαφνικό θάνατο…

«Λένε πως οι πρωτόγονοι άνθρωποι δεν ζούσαν ευτυχισμένα διότι η προκατάληψή τους δεν σταματούσε στα ζώα αλλά έφτανε μέχρι και στα φυτά. Γιατί η σφαγή ενός βοδιού ή ενός πρόβατου να θεωρείται μικρότερο κακό από το κόψιμο μιας φτέρης η μια βελανιδιάς, ενώ πιστεύεται ότι η ψυχή ενυπάρχει και στα δέντρα;» γράφει ο Πορφύριος.

Για τους παλιούς μελετητές του αποκρυφισμού, τα «στοιχειώδη» ή τα «στοιχειά» είναι οι σκιές των νεκρών, των οποίων το αθάνατο πνεύμα καθυστερεί λίγο μέχρι να περάσει σε έναν ή περισσότερους ανώτερους χώρους ύπαρξης. Είναι τα γνωστά «φαντάσματα» που στοιχειώνουν τα νεκροταφεία και τα παλιά σπίτια. Τα «στοιχειακά», αντιθέτως, είναι τα πνεύματα της φύσης και ανήκουν σε μια χαμηλότερη τάξη από αυτήν των αγγέλων. Δεν είναι αθάνατα όπως οι άγγελοι, όμως μπορούν να γίνουν αν συζούν με ανθρώπους.

Υπάρχουν έξη κατηγορίες: οι Καλικάντζαροι (τα πνεύματα της Γης), οι Νηρηίδες (τα πνεύματα του ύδατος), οι Συλφίδες (τα πνεύματα του αέρα), οι Σαλαμάνδρες (τα πνεύματα της φωτιάς), οι Δρυάδες (τα πνεύματα της βλάστησης), και οι Φαύνοι (τα πνεύματα της ζωικής ζωής).

Οι Δρυάδες επίσης περιλάμβαναν τα ομαδικά πνεύματα των φυτών και πιθανότατα τις Ορεάδες που δέσποζαν στα βουνά, και τις Ναπαίες που δέσποζαν σε λόφους και κοιλάδες. Οι Αμαδρυάδες ήταν οι νύμφες ή τα πνεύματα που ήταν συνδεδεμένα με κάθε δέντρο, και όταν πέθαινε αυτό πέθαιναν μαζί του.

Οι άνθρωποι της φυλής Νταήρι της Κεντρικής Αυστραλίας πιστεύουν ότι η ψυχή ενός ανθρώπου μπορεί να κατοικήσει σ’ ένα δέντρο, και πολλές φορές βλέπουν ένα δέντρο ως την μεταμόρφωση ενός προγόνου τους. Φροντίζουν να μιλούν για αυτό με σεβασμό και το προστατεύουν από κάθε πιθανή καταστροφή. Όταν εμφανιστεί κάποια ομάδα ανθρώπων που θέλει να κόψει αυτά τα δέντρα, τους εμποδίζουν με κάθε τρόπο διότι οι πρόγονοί τους θα τους εκδικηθούν για την όποια αμέλεια τους.

Στην εξαίσια κινηματογραφική ταινία “Εκεί που Ονειρεύονται τα Πράσινα Μυρμήγκια” του Βέρνερ Χέρτζοκ, εξιστορείται η αληθινή ιστορία της μεγάλης διαμαρτυρίας μιας φυλής των Αμπορίτζιν, εναντίον της μετατόπισης του εδάφους από τους λευκούς για το χτίσιμο εγκαταστάσεων στην περιοχή τους. Οι Αυστραλιανοί ιθαγενείς μπορούσαν να διακρίνουν μια ιδιαίτερη οντότητα στα δέντρα, στις πέτρες και στο έδαφος, την οποία δεν ήθελαν να παρενοχλήσουν.

Στις Φιλιππίνες επίσης, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι συγκεκριμένα δέντρα φέρουν τις ψυχές των προγόνων τους. Όταν ο άνεμος κάνει τα φύλλα τους να θροΐζουν είναι για τους αυτόχθονες η φωνή της ψυχής που κατοικεί εκεί, και ποτέ δεν περνούν από δίπλα δίχως να υποκλιθούν με σεβασμό, και δίχως να ζητήσουν συγνώμη για την ενόχληση. Παρόμοιες πεποιθήσεις υπάρχουν σε όλον τον κόσμο, και είναι χαρακτηριστικές για τον σεβασμό και τον μαγικό χαρακτήρα που αποδιδόταν στα δέντρα. Ο άνεμος παρασύρει τη γύρη των δέντρων σε άλλους τόπους, και συχνά η γύρη, η ουσία της αναπαραγωγής τους, σχετίζεται με τη ψυχή των δέντρων.

Πολλοί ποιητές έχουν γράψει για τη ψυχή των δέντρων που ταξιδεύει με τον άνεμο και παρασύρεται σε νέους τόπους, όπου θα εμφυσήσει νέα ζωή. Μέσα από πολλές πανανθρώπινες παραδόσεις εκτυλίσσεται η πεποίθηση ότι τα δέντρα είναι νοήμονα όντα και ότι έχουν ψυχή. Πολλές φορές συναντούμε και το πνεύμα του ίδιου του ξύλου να «κατοικεί σε σπίτια», με το όχημα του επίπλου, όπως πιστεύεται από διάφορους λαούς. Σε πολλούς τόπους, σ’ αυτήν την περίπτωση, οι κάτοικοι του σπιτιού απλώνουν αίμα σε σημεία του ξύλου για να φέρουν το πνεύμα του σε χιουμοριστική διάθεση, ώστε να μην τους βλάψει!

Οι κάτοικοι του νησιού Σιάου στις Ανατολικές Ινδίες πιστεύουν ότι υπάρχει το πνεύμα του δάσους το οποίο έχει ένα μεγάλο κεφάλι, πολύ μακριά πόδια και χέρια, πολύ βαρύ σώμα και φανερώνεται κατά την πανσέληνο. Οι κάτοικοι του νησιού Νίας πιστεύουν ότι όταν πεθαίνει ένα δέντρο το πνεύμα που απελευθερώνεται είναι δαίμονας, και μπορεί να προκαλέσει θάνατο στα παιδιά, ενώ συγκεκριμένα δέντρα που μπορεί να κατοικούνται από δαιμονικά πνεύματα, αν καταστραφούν θα τα απελευθερώσουν, και αυτά θα αρχίσουν τα πιο διαβολικά κατορθώματα. Στην κινεζική παράδοση είναι διαδεδομένο το έθιμο να φυτεύουν ένα δέντρο δίπλα από έναν τάφο, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται δύναμη για την ψυχή του πεθαμένου και όσο το δυνατόν λιγότερη φθορά στο σώμα του.

Μπορεί όλα αυτά να δημιουργούν την εντύπωση της δεισιδαιμονίας, ωστόσο δεν αρκεί μια επιφανειακή μελέτη για να κατοχυρώσει την εκβαθυμένη γνώση πολλών συνδέσεων και αινιγματικών φαινομένων. Με άλλα λόγια μπορεί να έχει κάποιος την επίγνωση της ανακύκλωσης της ατμόσφαιρας διαμέσου των φυτών, αλλά είναι σχετικό αν θα αντιλαμβάνεται συγχρόνως ότι η ανακύκλωση του εδάφους είναι επίσης τμήμα της ίδιας λειτουργίας. Όταν ένας φυτικός οργανισμός εφοδιάζεται με τα συστατικά της γης, για να συνεχίσει με την ανταλλαγή αυτών με την ατμόσφαιρα, συμβαίνει να συνδέει αυτό που είναι ορατό σ’ εμάς και αυτό που δεν είναι.

Για παράδειγμα, ο αέρας που αναπνέουμε και το έδαφος στο οποίο πατάμε είναι φαινομενικά άσχετα και ασύνδετα μεταξύ τους. Όταν αντιλαμβανόμαστε ότι το οξυγόνο είναι παράγωγο της φωτοσύνθεσης, που για την συγκεκριμένη διαδικασία το κάθε φυτό έχει τροφοδοτηθεί από το έδαφος της γης με συγκεκριμένα συστατικά, η εικόνα γίνεται πολύπλοκη και συγχρόνως περισσότερο αποκαλυπτική.

Έτσι προκύπτει το ερώτημα: ο αέρας που αναπνέουμε είναι παράγωγο της γης; Όταν ο ήλιος και η χλωροφύλλη είναι όσο απόμακρα μεταξύ τους όσο η ανατολή και η δύση, η γη και ο ουρανός, τότε πού ακριβώς συνδέονται όλα αυτά; Δηλαδή ποιο είναι το σημείο επαφής μεταξύ ουρανού και γης; Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι ίσως τα δέντρα ως υψηλότερες υποστάσεις του φυτικού βασιλείου είναι ο κατεξοχήν συνδετικός τους κρίκος. Αν ναι, τότε οι ρίζες τους που συνδέονται με άγνωστους και παράξενους υπόγειους, μη ορατούς, τόπους, έχουν άμεση σχέση επίσης…

Σύμφωνα με τις παραδόσεις, οι Καλικάντζαροι ζουν κάτω από τη γη, σε κάποιον μυστικό υπόγειο κόσμο. Σε κάποιο σημείο μέσα σε μια υπόγεια γεωγραφία, υπάρχει ένα δέντρο το «Δέντρο του Κόσμου» ή αν θέλετε το «Δέντρο της Ζωής» το οποίο στηρίζει τον κόσμο σαν ένας άξονας. (Ίσως αυτό το Δέντρο να είναι το χριστουγεννιάτικο δέντρο, με τις μπάλες του που συμβολίζουν τους κόσμους στον ουρανό). Οι Καλικάντζαροι προσπαθούν συνεχώς να κόψουν αυτό το δέντρο σιγά-σιγά, αλλά όταν έχουν φτάσει πια στο τέλος και λίγο πριν να το γκρεμίσουν, κάτι συμβαίνει και αφήνουν τις στοές τους και βγαίνουν για λίγο στην επιφάνεια για να γλεντήσουν και να παρενοχλήσουν τους ανθρώπους.

Για κάποιον παράξενο λόγο αυτή η «εισβολή» τους διαρκεί 13 ημέρες. Τότε οι Άγγελοι του Θεού βρίσκουν την ευκαιρία να κατεβούν στον υποχθόνιο κόσμο όπου και «αναζωογονούν» ή «επιδιορθώνουν» το Δέντρο. Λίγες μέρες αργότερα, πάλι κάτι συμβαίνει, κάτι που στην δική μας παράδοση ονομάζουμε «Φώτα» και ενώ γίνεται ταυτόχρονα κι ένας γενικός εξορκισμός στην επιφάνεια, οι Καλικάντζαροι φοβισμένοι και καταδιωγμένοι επιστρέφουν στο υπέδαφος, όπου και βρίσκουν το Δέντρο του Κόσμου ανέπαφο. Κι έτσι αρχίζουν πάλι τις προσπάθειες από την αρχή, ώσπου να ξανασυμβούν τα ίδια την επόμενη χρονιά… Αυτά με δυο λόγια υποστηρίζει η γνωστή μας παράδοση από τα πολύ παλιά χρόνια.

Το Δέντρο αυτό, ο «Άξονας της Γης», συχνότερα παρουσιάζεται ως Βελανιδιά (Δρυς), γι’ αυτό και στους αρχαιότερους χρόνους οι Καλικάντζαροι ονομάζονταν και «Δρυοκολάπτες», ένα όνομα που παραδόξως αργότερα πήρε το γνωστό συμπαθητικό πουλί.

Η λατρεία της «Μεγάλης Βελανιδιάς» (της «Μεγάλης Δρυός», αλλά βλέπε και την «Στοά της Μεγάλης Δρυός») παρουσιάζεται σε όλα τα φυλετικά παρακλάδια των Αρίων στην Ευρώπη (που σύμφωνα με τους επιστήμονες μετανάστευσαν από την Ινδία). Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, συσχέτιζαν την Βελανιδιά με τον ανώτερο Θεό τους, τον Δία ή Jupiter, την θεότητα του Ουρανού, της Βροχής και του Κεραυνού. Όπως είπαμε παραπάνω, το μαντείο της Δωδώνης στηριζόταν πάνω σε μια βελανιδιά…

Στη ραβινική παράδοση, το Δέντρο της Γνώσης του οποίου τον καρπό έδωσε ο Όφις στον Αδάμ και την Εύα, κρατούσε την γνώση του καλού και του κακού, τις απολαύσεις των υλικών αισθήσεων. Ήταν το απαγορευμένο δέντρο και έκτοτε οι πρωτόπλαστοι ήταν καταραμένοι από τον Θεό. Μήπως οι πρωτόπλαστοι εκδιώχθηκαν από τον παράδεισο και μεταφέρθηκαν στην γνωστή γη μέσω ενός δέντρου; Και, άραγε, πού βρίσκεται ο παράδεισος; Στην εποχή μας μπορούμε να ελπίζουμε ότι κάποτε θα υπάρξει κάποιο είδος τηλεμεταφοράς, αλλά γιατί να μην υπήρχε κάποια άλλη μέθοδος τον καιρό των πρωτόπλαστων;

Κατά μια άλλη προσέγγιση της βιβλικής παράδοσης, ο παράδεισος δεν βρίσκεται κάπου αλλού, οι πρωτόπλαστοι δεν εκδιώχθηκαν κυριολεκτικά, αλλά ο παράδεισος μεταμορφώθηκε τελικά στον νέο τόπο για τους πρωτόπλαστους, εξαιτίας του καρπού των απολαύσεων των υλικών αισθήσεων. Η νόηση του καλού και του κακού θα μπορούσε κατά πολλούς τρόπους να είναι ο παράγοντας της δυαδικής αντίφασης και του ατέρμονου κύκλου του Υπαρξιακού Ανεκπλήρωτου, αλλά, άραγε, θα μπορούσε ένα μόνο δέντρο να επιφέρει τέτοιες σοβαρές κοσμικές αλληλουχίες;

Σίγουρα αν ο Θεός έδωσε την εντολή της απαγόρευσης για αυτό εντός του παραδείσου, ήξερε την ίδια αντίφαση εξαρχής. Ένα δέντρο διεκδικούσε το καλό και το κακό στον παράδεισο, όσο αντιφατικό και αν ακούγεται για την χριστιανική σκέψη το στοιχείο του κακού να ενυπάρχει στον παράδεισο !!! Το «προπατορικό αμάρτημα» προήλθε από ένα δέντρο! Όταν οι πρωτόπλαστοι γεύτηκαν τον καρπό του «Δέντρου της Γνώσης του Καλού και του Κακού», ο Θεός φοβήθηκε μήπως ανακατευτούν και με το «Δέντρο της Ζωής», δηλαδή μήπως γίνουν αθάνατοι, και τους έδιωξε από τον παράδεισο. Από τότε, έχουμε συνδέσει τον παράδεισο με μια ειδυλλιακή εικόνα με όμορφα δέντρα και ηλιόλουστα κατάφυτα λιβάδια…

Ίσως γι’ αυτό οι Μουσουλμάνοι, που απαγορεύουν την απεικόνιση του Θείου, του Προφήτη, και των Αγγέλων, σε όλους τους χριστιανικούς ναούς που έπεσαν στα χέρια τους οι οποίοι διαθέτουν απεικονίσεις αγγέλων, όπως το έχουν κάνει και στην Ροτόντα της Θεσσαλονίκης, μετατρέπουν τους αγγέλους σε δέντρα, ζωγραφίζοντάς τα από πάνω τους και πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ροτόντας όπου σε εικόνες διακρίνει κανείς δέντρα με ανθρώπινα πόδια, που είναι τα πόδια των αγγέλων που προεξέχουν, σαν να θέλουν τα δέντρα να θυμίσουν το αγγελικό παρελθόν τους.

Η αρχαία και η μεσαιωνική πνευματιστική επιστήμη αναπαριστάνει το σύμπαν και την πνευματική Ολότητα σαν έναν ναό, ένα δέντρο ή ένα βουνό, και πολλές φορές σαν ένα συνδυασμό αυτών των τριών. Το δέντρο αυτό φύτρωσε στον Όλυμπο, την κατοικία των Θεών, ενώ όπως οι Έλληνες, οι Αιγύπτιοι, οι Εβραίοι, οι Φοίνικες, οι Πέρσες, οι Δρυίδες, οι Ινδοί, οι Κινέζοι, οι Γιαπωνέζοι, οι Σκανδιναβοί, οι Μαορί της Νέας Ζηλανδίας, οι Αζτέκοι του Μεξικού, οι Μάγιας του Γιουκατάν και οι Ίνκας του Περού, όλοι είχαν αυτό το Δέντρο.

Για τους Εβραίους το δέντρο αναπτύχθηκε κι έγινε το Καββαλιστικό διάγραμμα του Δέντρου της Ζωής, από το οποίο κρέμονται τα δέκα σεφιράτ (ή σεφιρόθ, στον ενικό σεφιρά ή σεφίρα), τα οποία αντιπροσωπεύονταν το καθένα με ένα ρόδι διαφορετικού χρώματος. Το ίδιο Δέντρο αντεστραμμένο παίρνει άλλο νόημα, όπως ξέρουν όσοι έχουν ασχοληθεί με τη λογοτεχνία της Καββάλα.

Σε πολλούς μύθους θεωρήθηκε ότι τα κλαδιά αυτού του δέντρου έφταναν μέχρι τα όρια του Σύμπαντος. Στο Ισλανδικό μεσαιωνικό έπος Έδδα, το «δέντρο του κόσμου», όπως επίσης ονομάζεται, είναι μια γιγάντια φλαμουριά, στο μέσο του βουνού πάνω στο οποίο συναθροίζονται και συνεδριάζουν οι Θεοί. Έχει τρεις μεγάλες ρίζες από τις οποίες η μια πηγαίνει στο Νεφελχάιμ (αυτό ίσως θυμίζει και τους περιβόητους «Νεφιλίμ»), ένα είδος κρύας, υγρής, σκοτεινής κόλασης όπου ζει ο λύκος Φενρίρ (αυτός που θα φέρει το Ράγκναροκ, το τέλος του κόσμου, και θα φάει τον Οντίν) και κάτω από τη ρίζα βρίσκεται μια πηγή που λέγεται Χέβρεγκέλμιρ, όπου πάντα κατοικεί ο όφις Νίντχογκ μασώντας την ρίζα. Η δεύτερη ρίζα πηγαίνει στη χώρα των γιγαντιαίων παγετώνων, την Γιότουνχάιμ, και κάτω από αυτή την ρίζα υπάρχει η πηγή της σοφίας, την οποία φυλάει ο γίγαντας Μίμιρ. Η τρίτη ρίζα πηγαίνει στην χώρα των Θεών κάτω από την οποία βρίσκεται η ιερή πηγή Ουρντ που κατοικείται από τις Τρεις Μοίρες.

Πάνω στα κλαδιά του δέντρου τέσσερα αρσενικά ελάφια μασούν τους βλαστούς και αντιπροσωπεύουν τους τέσσερις ανέμους ή πνεύματα. Στην κορυφή του δέντρου στέκεται ένας αετός και ανάμεσα στα μάτια του εμφανίζεται ένα γεράκι. Ένας σκίουρος ανεβοκατεβαίνει το δέντρο, μεταφέροντας μηνύματα που προξενούν συγκρούσεις μεταξύ του αετού και του φιδιού που βρίσκεται κάτω από την πρώτη ρίζα. Το δέντρο ονομάζεται Υγκντρασίλ που σημαίνει «κρεμάλες του Υγκ», ο οποίος είναι ο Βασιλιάς των Θεών, ο μονόφθαλμος Οντίν, που κρεμάστηκε σ’ αυτό το δέντρο για εννιά μέρες, για να πάρει την Γνώση και να μάθει το μυστικό των Ρούνων. (Αυτή είναι και η καταγωγή της κάρτας του Κρεμασμένου στην τράπουλα Ταρώ).

Κατά μια άλλη εκδοχή, (όπως επίσης αναπαρίσταται σε μια εικόνα πάνω από την Αγία Τράπεζα σε μια εκκλησία στο Λέηντεν της Ολλανδίας), όταν ο Αδάμ και η Εύα εκδιώχθηκαν από τον Κήπο της Εδέμ, έστειλαν τον τρίτο γιο τους τον Σηθ, στις πύλες του Κήπου για να αποκτήσει τρεις σπόρους από το Δέντρο της Ζωής. Υποτίθεται ότι από αυτούς τους σπόρους φύτρωσαν τα δέντρα που έδωσαν το ξύλο για την ράβδο του Μωυσή, για την οικοδόμηση του ναού του Σολομώντα, για την κατασκευή του πάγκου του Ιησού, για το σταυρό του, αλλά και για το κλαδί που χρησιμοποιήθηκε για να γλυκάνουν τα νερά του Μαράχ!

Ένας αρχαίος Ιρλανδικός θρύλος εξιστορεί ότι κάπου στις αρχές του πρώτου μ.κ.ε. αιώνα εμφανίστηκε ένας γίγαντας στην Ιρλανδία. Κρατούσε στο δεξί του χέρι ένα κλαδί από τον Λίβανο με τρία είδη καρπών, φουντούκια, μήλα και βελανίδια, τα οποία τον συντηρούσαν παρέχοντάς του τροφή και ποτό. Είπε στους ανθρώπους πως όταν ρώτησε τον Ήλιο τι ήταν αυτό που τον είχε στενοχωρήσει εκείνη την ημέρα στην Ανατολή, έμαθε ότι αυτός δεν είχε λάμψει διότι ένας πολύ σημαντικός άντρας (Ιησούς) είχε σταυρωθεί. Καθώς ο γίγαντας τράβηξε το δρόμο του, μερικοί από τους καρπούς έπεσαν στην Ανατολική Ιρλανδία και αμέσως φύτρωσαν πέντε δέντρα, τα πέντε δέντρα των αισθήσεων…

Στην Βίβλο, οι λάτρεις του Ιερού Δέντρου, οι επονομαζόμενοι «Δενδρίτες», αντιμετωπίζονται ως σατανικοί μάγοι και είναι καταραμένοι από τον Θεό. Οτιδήποτε σχετικά με το «Δέντρο» είναι απαγορευμένο και αποτελεί γνώση που προορίζεται μόνο για τους εκλεκτούς, ενώ κάθε νέο ιερατείο διεκδικεί από το παλαιότερο τα μυστικά αυτών των λειτουργικών δοξασιών.

Η Ψυχή του Ορυκτού Κόσμου

Το Δέντρο-Άξονας της Γης διαπερνά τον ορυκτό κόσμο και κρατά σε συνοχή τα πετρώματα που στηρίζουν τη Γη. Οποιαδήποτε ανεπίτρεπτη επέμβαση πάνω στο Δέντρο θα σήμαινε αστάθεια, σεισμούς, πλημμύρες, καταστροφή. Εξαιτίας αυτού του Αξονικού «Δέντρου της Ζωής», οι πέτρες και τα βουνά έχουν τις δικές τους ζωικές δυνάμεις.

Για τους ανθρώπους της γνώσης και τους σοφούς των παλαιών προ-τεχνολογικών πολιτισμών, ο ορυκτός κόσμος δεν ήταν άψυχος και χωρίς ζωή. Οι πολύτιμοι λίθοι και τα μεταλλεύματα ήταν τα «φρούτα της Γης». Ένα ρουμπίνι ή ένας σβώλος χρυσού αναπτυσσόταν μέσα στην «μήτρα της Γης», με τον ίδιο τρόπο που ένα μήλο ή ένα καλαμπόκι ωρίμαζε στην επιφάνειά της.

Το σανσκριτικό βιβλίο Jawahernameh (Το Βιβλίο των Πολύτιμων Λίθων), αναφέρεται στο διαμάντι ως «ώριμο λίθο» σαν ένα φρούτο ώριμο και έτοιμο για την συγκομιδή από το μεταλλωρύχο, ενώ ένας απλός κρύσταλλος θεωρείται «πράσινος» ή ανώριμος. Στην αρχαία και μεσαιωνική Ευρώπη και στην Αφρική, οι είσοδοι σε «εξαντλημένα» μεταλλεία συχνά σφραγίζονταν με πέτρες για δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια, κι έπειτα τα σφραγίσματα άνοιγαν και τα μεταλλεία λειτουργούσαν και πάλι. Οι μεταλλωρύχοι πίστευαν -όχι χωρίς λόγο- ότι αν η γη αφηνόταν για λίγο καιρό στην ησυχία της, θα έβγαζε νέα φρούτα-πολύτιμους λίθους, ή θα έστελνε από τα βάθη προς την επιφάνεια καινούργιες φλέβες πολύτιμων μετάλλων, όπως ένα δέντρο που βγάζει καινούργια κλαδιά. Και μ’ αυτό τον τρόπο, έπειτα από ένα χρονικό διάστημα το ορυχείο γινόταν πάλι γόνιμο και επικερδές.

Η γνώση ότι η Γη παράγει πολύτιμους λίθους και μέταλλα από ένα τιτάνιο υπόγειο δέντρο, κράτησε μέχρι και το 17ο αιώνα. Ένα σύγγραμμα γνωστό στους ειδικούς που δημοσιεύτηκε στην Γερμανία το 1665, δήλωνε ότι «οι πέτρες γεννιούνται όπως τα φυτά» και πως «κάθε οικογένεια ορυκτών αναπαράγει και πολλαπλασιάζει τον εαυτό της». Οι Αλχημιστές της Αναγέννησης, καθώς και οι μεταλλωρύχοι από τους οποίους έπαιρναν τις πληροφορίες τους, πίστευαν ότι στο κέντρο της Γης μεγάλωνε ένα «Χρυσό Δέντρο». Όλες οι φλέβες χρυσού μέσα στην γη, έλεγαν, είναι κλαδιά ενός τεράστιου ζωντανού δέντρου από χρυσό, που μεγαλώνει προς την επιφάνεια μέσα από σχισμές των υποχθόνιων βράχων.

Ο Γερμανός Αλχημιστής Johann Gottlob Lehman έγραψε για το Χρυσό Δέντρο το 1735: «Οι φλέβες των ορυκτών που ανακαλύπτονται στα ορυχεία, δεν είναι παρά παραφυάδες από έναν αχανή κορμό που φτάνει μέχρι τα βάθη της Γης, ο οποίος δεν μπορεί να γίνει προσιτός από τους μεταλλωρύχους, εξαιτίας της τεράστιας απόστασης που τον χωρίζει από την επιφάνεια. Οι μεγάλες φλέβες μετάλλων είναι μεγάλα κλαδιά αυτού του δέντρου, το οποίο είναι ζωντανό και χωρίς αυτό κανένα μετάλλευμα και κανένας πολύτιμος λίθος δεν θα υπήρχε…»

Οι γερμανικοί μύθοι (αλλά και αυτοί των άλλων βόρειων λαών) μιλούν για τους «Dwarf», τους Νάνους, αυτούς τους κοντόχοντρους καφετιούς υποχθόνιους μεταλλωρύχους, που οι περισσότεροι τους ξέρουν από το παραμύθι του Γκριμ για την Χιονάτη ή από τα βιβλία του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν. Οι νάνοι όλο τούνελ άνοιγαν και τούνελ θα συνέχιζαν ν’ ανοίγουν. Ίσως αυτοί να είναι που δημιουργούν τις κουφάλες στα δέντρα, και ίσως αυτοί να τις κατοικούν. Οι Θεοί τους διέταξαν να κατοικούν στα έγκατα της Γης και τους επέτρεψαν να ανεβαίνουν στην επιφάνεια μόνο όταν πέφτει η νύχτα. Αν ένας Dwarf παρέμενε στην επιφάνεια μετά την ανατολή του ηλίου, πέτρωνε επιτόπου.

Στο δρυιδικό «δεντροαλφάβητο» το κάθε γράμμα αντιπροσωπεύει την ονομασία ενός δέντρου. Είναι το πιο μυστικό μαγικό αλφάβητο, και σε αυτό ο Ρόμπερτ Γκρέηβς έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος της φημισμένης μελέτης του για τη «Λευκή Θεά»… Στην Κελτική μυθολογία ο κάθε Θεός είχε το αντίστοιχο δέντρο του, και έτσι εξηγείται επική «η μάχη των δέντρων» που εξιστορείται σε πολλά αρχαία γραπτά, αλλά δεν υπήρχε μόνο αυτή. Πολλές παραδόσεις αποκαλύπτουν τον «γάμο» των δέντρων, και ένα καλό παράδειγμα είναι το γερμανικό έθιμο να δένουν τα κλαδιά δύο δέντρων μεταξύ τους με άσπρες κορδέλες.

Ένα άλλο μαγικό έθιμο είναι ότι ξεχωρίζοντας ορισμένα δέντρα σε αρσενικά και θηλυκά, κόβουν τα άνθη και τα τινάζουν πάνω από τα άνθη των θηλυκών για να γονιμοποιηθούν και να αναπαραχθούν. Ένας άλλος τρόπος αναπαραγωγής είναι η μεταφορά του σπόρου μέσω του πεπτικού συστήματος των πουλιών, και ίσως ο μύθος του πελαργού που φέρνει την νέα ζωή στον κόσμο να σχετίζεται κατά κάποιο τρόπο μ’ αυτό.

Γενικότερα θα μπορούσαμε να συσχετίσουμε την ανθρώπινη ύπαρξη με αυτή ενός δέντρου, εφόσον και οι δύο έχουν εποχές και κύκλο. Οι τέσσερις εποχές του κύκλου των δέντρων και γενικότερα των φυτών φαίνεται να έχουν αντικατοπτρίσει το κύκλο της ανθρώπινης ζωής με ξεκίνημα την άνοιξη. Η διαφορά είναι ότι στα δέντρα επαναλαμβάνονται οι εποχές αφήνοντας πίσω τους ίχνη ετών με σχήμα ομόκεντρων κύκλων στο εσωτερικό του κορμού τους. Ενώ οι τέσσερις εποχές του ανθρώπου αρχίζουν με την γέννηση του και τελειώνουν με τον θάνατό του.

Τα δέντρα έχουν επίσης τις ώρες τους, όπως ένας άνθρωπος που περνά από την ξεκούραση στην εγρήγορση, μετά σε ώρα ησυχίας και ενεργοποίησης του μεταβολισμού. Τα πάνω άκρα είναι τα κλαδιά του και τα κάτω άκρα του οι ρίζες. Θα μπορούσαμε να συσχετίσουμε το κεφάλι του ανθρώπου με το θαμνώδες μέρος του δέντρου. Έτσι θα έλεγε κανείς ότι τα δέντρα είναι «εγκεφαλικά» όντα δεδομένου ότι η φωτοσύνθεση είναι δραστηριότητα των φυλλωμάτων, της αντίστοιχης κεφαλής.

Ίσως οι καρποί του παραδείσιου δέντρου της αθανασίας να ήταν πάντα απαγορευμένοι, ωστόσο κάθε εποχή μυριάδες δέντρα καρποφορούν, είναι στη διάθεσή μας, και σίγουρα πολλά για αυτά μας είναι ακόμη άγνωστα.