Χ. ΓΕ. ταῦτ᾽ οὖν οὐχ ὕβρις τὰ πράγματ᾽ [στρ.]
ἐστὶ πολλή; κἀπιδώσειν
660 μοι δοκεῖ τὸ χρῆμα μᾶλλον.
ἀλλ᾽ ἀμυντέον τὸ πρᾶγμ᾽ ὅστις γ᾽ ἐνόρχης ἔστ᾽ ἀνήρ.
ἀλλὰ τὴν ἐξωμίδ᾽ ἐκδυώμεθ᾽, ὡς τὸν ἄνδρα δεῖ
ἀνδρὸς ὄζειν εὐθύς, ἀλλ᾽ οὐκ ἐντεθριῶσθαι πρέπει.
ἀλλ᾽ ἄγετε λευκόποδες, οἵπερ ἐπὶ
665 Λειψύδριον ἤλθομεν ὅτ᾽ ἦμεν ἔτι,
νῦν δεῖ, νῦν ἀνηβῆσαι πάλιν κἀναπτερῶσαι
670 πᾶν τὸ σῶμα κἀποσείσασθαι τὸ γῆρας τόδε.
εἰ γὰρ ἐνδώσει τις ἡμῶν ταῖσδε κἂν σμικρὰν λαβήν,
οὐδὲν ἐλλείψουσιν αὗται λιπαροῦς χειρουργίας,
ἀλλὰ καὶ ναῦς τεκτανοῦνται, κἀπιχειρήσουσ᾽ ἔτι
675 ναυμαχεῖν καὶ πλεῖν ἐφ᾽ ἡμᾶς, ὥσπερ Ἀρτεμισία.
ἢν δ᾽ ἐφ᾽ ἱππικὴν τράπωνται, διαγράφω τοὺς ἱππέας·
ἱππικώτατον γάρ ἐστι χρῆμα κἄποχον γυνή,
κοὐκ ἂν ἀπολίσθοι τρέχοντος. τὰς Ἀμαζόνας σκόπει,
ἃς Μίκων ἔγραψ᾽ ἐφ᾽ ἵππων μαχομένας τοῖς ἀνδράσιν.
680 ἀλλὰ τούτων χρῆν ἁπασῶν εἰς τετρημένον ξύλον
ἐγκαθαρμόσαι λαβόντας τουτονὶ τὸν αὐχένα.
Χ. ΓΥ. εἰ νὴ τὼ θεώ με ζωπυ- [ἀντ.]
ρήσεις, λύσω τὴν ἐμαυτῆς
ὗν ἐγὼ δή, καὶ ποήσω
685 τήμερον τοὺς δημότας βωστρεῖν σ᾽ ἐγὼ πεκτούμενον.
ἀλλὰ χἠμεῖς, ὦ γυναῖκες, θᾶττον ἐκδυώμεθα,
ὡς ἂν ὄζωμεν γυναικῶν αὐτοδὰξ ὠργισμένων.
νῦν πρὸς ἔμ᾽ ἴτω τις, ἵνα μήποτε φά-
690 γῃ σκόροδα, μηδὲ κυάμους μέλανας.
ὡς εἰ καὶ μόνον κακῶς ἐρεῖς, —ὑπερχολῶ γάρ, —
695 αἰετὸν τίκτοντα κάνθαρός σε μαιεύσομαι.
οὐ γὰρ ὑμῶν φροντίσαιμ᾽ ἄν, ἢν ἐμοὶ ζῇ Λαμπιτὼ
ἥ τε Θηβαία φίλη παῖς εὐγενὴς Ἰσμηνία.
οὐ γὰρ ἔσται δύναμις, οὐδ᾽ ἢν ἑπτάκις σὺ ψηφίσῃ,
ὅστις, ὦ δύστην᾽, ἀπήχθου πᾶσι καὶ τοῖς γείτοσιν.
700 ὥστε κἀχθὲς θἠκάτῃ ποιοῦσα παιγνίαν ἐγὼ
ταῖσι παισὶ τὴν ἑταίραν ἐκάλεσ᾽ ἐκ τῶν γειτόνων,
παῖδα χρηστὴν κἀγαπητὴν ἐκ Βοιωτῶν ἔγχελυν,
οἱ δὲ πέμψειν οὐκ ἔφασκον διὰ τὰ σὰ ψηφίσματα.
κοὐχὶ μὴ παύσησθε τῶν ψηφισμάτων τούτων, πρὶν ἂν
705 τοῦ σκέλους ὑμᾶς λαβών τις ἐκτραχηλίσῃ φέρων.
***
ΧΟΡ. ΓΕΡ. Είδατε τί θράσος έχουν! [στρ.]
Και, θαρρώ, θα πάει το πράμα
660 όλο και χειρότερα.
Όλοι μπρος ν᾽ αντισταθούμεν όσ᾽ είν᾽ άντρες με σακούλια!
Και πετάχτε τα σκουτιά σας να λευτερωθούν τα μπράτσα.
Όχι παστωμένοι! Ο άντρας πρέπει να μυρίζει αντρίλα.
Μπρός, ξυπόλυτοι, όπως τότε
που μας μπλόκαρεν ο Ιππίας
στο βουνό παλικαρούδια.
Ξανανιώστε, κάνετε φτερά,
670τα γεράματα τινάχτε απ᾽ την ψυχή!
ΚΟΡ. ΓΕΡ.
Την παραμικρή λαβή να μην τους δώσουμε, γιατί
πάει χαθήκαμε. Όσα ο νους δε βάζει, τα τολμάνε οι στρίγγλες.
Και καράβια θ᾽ αρματώσουν, να μας κάνουν ναυμαχία
και να μας τρακάρουν, όπως η λυσσάρ᾽ Αρτεμισία.
Κι αν θελήσουνε να φκιάσουν ιππικό, πάει το δικό μας!
Άφταστες είν᾽ οι γυναίκες στο καβάλημα. Ποτέ τους,
άμα τρέχουνε με φόρα, δε σκοντάφτουν, Αμαζόνες!
Έτσι ο Μίκων ο ζωγράφος τις παράστησε: καβάλα
680 να σκοτώνουνε τους άντρες. Απ᾽ το σβέρκο αρπάχνοντάς τες
θαν τους σφίξω το κεφάλι μες στο ξυλομάγγανο.
ΧΟΡ. ΓΥΝ.
Μά τις δυο θεές, σου λέγω [αντ.]
λίγο ακόμ᾽ αν με ξανάψεις,
λύνω το ζουνάρι μου
και σε κάμνω να φωνάζεις: «βοήθα κόσμε», όταν βαράω.
Ας γδυθεί κάθε γυναίκα τώρα. Πρέπει να μυρίζει
γυναικίλα, όντας λυσσάει και δαγκώνεται μονάχη!
Λέξη αν πεις, (μ᾽ έπνιξε η φούρκα)
690 σου ᾽σπασα τ᾽ αβγά σου, μαύρε,
όπως κάποτες του μύθου
το σκαθάρι στην ψηλή φωλιά
κατατσάκισε τ᾽ αβγά του χρυσαϊτού.
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Όβολο για σας δε δίνουμε, όσο ζουν η Λαμπιτώ
κι η Θηβαία αριστοκράτα, του Ισμηνού η ομορφοπαίδα.
Δε θα σας περάσει, ακόμα κι αν εφτά ψηφίστε νόμους.
Σας μισούνε οι αγαθοί πολίτες κι οι γειτόνοι. Εχτές
700 έδινα για την Εκάτη μια γιορτή· των κοριτσιών μου
κάλεσα μια φιλενάδ᾽ από τη γειτονιά, κοπέλα
καθώς πρέπει, αγαπημένη σαν της Κωπαΐδας χέλι,
μα οι γονιοί της αρνηθήκαν για τους άθλιους νόμους πὄχετε.
Κι όλο τέτοιους θα ψηφίζετε, όσο εγώ να σας αρπάξω
από τα κανιά και σβάρν᾽ απ᾽ τον γκρεμό να σας τινάξω!
ἐστὶ πολλή; κἀπιδώσειν
660 μοι δοκεῖ τὸ χρῆμα μᾶλλον.
ἀλλ᾽ ἀμυντέον τὸ πρᾶγμ᾽ ὅστις γ᾽ ἐνόρχης ἔστ᾽ ἀνήρ.
ἀλλὰ τὴν ἐξωμίδ᾽ ἐκδυώμεθ᾽, ὡς τὸν ἄνδρα δεῖ
ἀνδρὸς ὄζειν εὐθύς, ἀλλ᾽ οὐκ ἐντεθριῶσθαι πρέπει.
ἀλλ᾽ ἄγετε λευκόποδες, οἵπερ ἐπὶ
665 Λειψύδριον ἤλθομεν ὅτ᾽ ἦμεν ἔτι,
νῦν δεῖ, νῦν ἀνηβῆσαι πάλιν κἀναπτερῶσαι
670 πᾶν τὸ σῶμα κἀποσείσασθαι τὸ γῆρας τόδε.
εἰ γὰρ ἐνδώσει τις ἡμῶν ταῖσδε κἂν σμικρὰν λαβήν,
οὐδὲν ἐλλείψουσιν αὗται λιπαροῦς χειρουργίας,
ἀλλὰ καὶ ναῦς τεκτανοῦνται, κἀπιχειρήσουσ᾽ ἔτι
675 ναυμαχεῖν καὶ πλεῖν ἐφ᾽ ἡμᾶς, ὥσπερ Ἀρτεμισία.
ἢν δ᾽ ἐφ᾽ ἱππικὴν τράπωνται, διαγράφω τοὺς ἱππέας·
ἱππικώτατον γάρ ἐστι χρῆμα κἄποχον γυνή,
κοὐκ ἂν ἀπολίσθοι τρέχοντος. τὰς Ἀμαζόνας σκόπει,
ἃς Μίκων ἔγραψ᾽ ἐφ᾽ ἵππων μαχομένας τοῖς ἀνδράσιν.
680 ἀλλὰ τούτων χρῆν ἁπασῶν εἰς τετρημένον ξύλον
ἐγκαθαρμόσαι λαβόντας τουτονὶ τὸν αὐχένα.
Χ. ΓΥ. εἰ νὴ τὼ θεώ με ζωπυ- [ἀντ.]
ρήσεις, λύσω τὴν ἐμαυτῆς
ὗν ἐγὼ δή, καὶ ποήσω
685 τήμερον τοὺς δημότας βωστρεῖν σ᾽ ἐγὼ πεκτούμενον.
ἀλλὰ χἠμεῖς, ὦ γυναῖκες, θᾶττον ἐκδυώμεθα,
ὡς ἂν ὄζωμεν γυναικῶν αὐτοδὰξ ὠργισμένων.
νῦν πρὸς ἔμ᾽ ἴτω τις, ἵνα μήποτε φά-
690 γῃ σκόροδα, μηδὲ κυάμους μέλανας.
ὡς εἰ καὶ μόνον κακῶς ἐρεῖς, —ὑπερχολῶ γάρ, —
695 αἰετὸν τίκτοντα κάνθαρός σε μαιεύσομαι.
οὐ γὰρ ὑμῶν φροντίσαιμ᾽ ἄν, ἢν ἐμοὶ ζῇ Λαμπιτὼ
ἥ τε Θηβαία φίλη παῖς εὐγενὴς Ἰσμηνία.
οὐ γὰρ ἔσται δύναμις, οὐδ᾽ ἢν ἑπτάκις σὺ ψηφίσῃ,
ὅστις, ὦ δύστην᾽, ἀπήχθου πᾶσι καὶ τοῖς γείτοσιν.
700 ὥστε κἀχθὲς θἠκάτῃ ποιοῦσα παιγνίαν ἐγὼ
ταῖσι παισὶ τὴν ἑταίραν ἐκάλεσ᾽ ἐκ τῶν γειτόνων,
παῖδα χρηστὴν κἀγαπητὴν ἐκ Βοιωτῶν ἔγχελυν,
οἱ δὲ πέμψειν οὐκ ἔφασκον διὰ τὰ σὰ ψηφίσματα.
κοὐχὶ μὴ παύσησθε τῶν ψηφισμάτων τούτων, πρὶν ἂν
705 τοῦ σκέλους ὑμᾶς λαβών τις ἐκτραχηλίσῃ φέρων.
***
ΧΟΡ. ΓΕΡ. Είδατε τί θράσος έχουν! [στρ.]
Και, θαρρώ, θα πάει το πράμα
660 όλο και χειρότερα.
Όλοι μπρος ν᾽ αντισταθούμεν όσ᾽ είν᾽ άντρες με σακούλια!
Και πετάχτε τα σκουτιά σας να λευτερωθούν τα μπράτσα.
Όχι παστωμένοι! Ο άντρας πρέπει να μυρίζει αντρίλα.
Μπρός, ξυπόλυτοι, όπως τότε
που μας μπλόκαρεν ο Ιππίας
στο βουνό παλικαρούδια.
Ξανανιώστε, κάνετε φτερά,
670τα γεράματα τινάχτε απ᾽ την ψυχή!
ΚΟΡ. ΓΕΡ.
Την παραμικρή λαβή να μην τους δώσουμε, γιατί
πάει χαθήκαμε. Όσα ο νους δε βάζει, τα τολμάνε οι στρίγγλες.
Και καράβια θ᾽ αρματώσουν, να μας κάνουν ναυμαχία
και να μας τρακάρουν, όπως η λυσσάρ᾽ Αρτεμισία.
Κι αν θελήσουνε να φκιάσουν ιππικό, πάει το δικό μας!
Άφταστες είν᾽ οι γυναίκες στο καβάλημα. Ποτέ τους,
άμα τρέχουνε με φόρα, δε σκοντάφτουν, Αμαζόνες!
Έτσι ο Μίκων ο ζωγράφος τις παράστησε: καβάλα
680 να σκοτώνουνε τους άντρες. Απ᾽ το σβέρκο αρπάχνοντάς τες
θαν τους σφίξω το κεφάλι μες στο ξυλομάγγανο.
ΧΟΡ. ΓΥΝ.
Μά τις δυο θεές, σου λέγω [αντ.]
λίγο ακόμ᾽ αν με ξανάψεις,
λύνω το ζουνάρι μου
και σε κάμνω να φωνάζεις: «βοήθα κόσμε», όταν βαράω.
Ας γδυθεί κάθε γυναίκα τώρα. Πρέπει να μυρίζει
γυναικίλα, όντας λυσσάει και δαγκώνεται μονάχη!
Λέξη αν πεις, (μ᾽ έπνιξε η φούρκα)
690 σου ᾽σπασα τ᾽ αβγά σου, μαύρε,
όπως κάποτες του μύθου
το σκαθάρι στην ψηλή φωλιά
κατατσάκισε τ᾽ αβγά του χρυσαϊτού.
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Όβολο για σας δε δίνουμε, όσο ζουν η Λαμπιτώ
κι η Θηβαία αριστοκράτα, του Ισμηνού η ομορφοπαίδα.
Δε θα σας περάσει, ακόμα κι αν εφτά ψηφίστε νόμους.
Σας μισούνε οι αγαθοί πολίτες κι οι γειτόνοι. Εχτές
700 έδινα για την Εκάτη μια γιορτή· των κοριτσιών μου
κάλεσα μια φιλενάδ᾽ από τη γειτονιά, κοπέλα
καθώς πρέπει, αγαπημένη σαν της Κωπαΐδας χέλι,
μα οι γονιοί της αρνηθήκαν για τους άθλιους νόμους πὄχετε.
Κι όλο τέτοιους θα ψηφίζετε, όσο εγώ να σας αρπάξω
από τα κανιά και σβάρν᾽ απ᾽ τον γκρεμό να σας τινάξω!