Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Κύκλωψ (375-436)

375 ΟΔ. ὦ Ζεῦ, τί λέξω, δείν᾽ ἰδὼν ἄντρων ἔσω
κοὐ πιστά, μύθοις εἰκότ᾽ οὐδ᾽ ἔργοις βροτῶν;
ΧΟ. τί δ᾽ ἔστ᾽, Ὀδυσσεῦ; μῶν τεθοίναται σέθεν
φίλους ἑταίρους ἀνοσιώτατος Κύκλωψ;
ΟΔ. δισσούς γ᾽ ἀθρήσας κἀπιβαστάσας χεροῖν,
380 οἳ σαρκὸς εἶχον εὐτραφέστατον πάχος.
ΧΟ. πῶς, ὦ ταλαίπωρ᾽, ἦτε πάσχοντες τάδε;
ΟΔ. ἐπεὶ πετραίαν τήνδ᾽ ἐσήλθομεν †χθόνα†,
ἀνέκαυσε μὲν πῦρ πρῶτον, ὑψηλῆς δρυὸς
κορμοὺς πλατείας ἐσχάρας βαλὼν ἔπι,
385 τρισσῶν ἁμαξῶν ὡς ἀγώγιμον βάρος,
392 καὶ χάλκεον λέβητ᾽ ἐπέζεσεν πυρί.
386 ἔπειτα φύλλων ἐλατίνων χαμαιπετῆ
ἔστρωσεν εὐνὴν πλησίον πυρὸς φλογί.
κρατῆρα δ᾽ ἐξέπλησεν ὡς δεκάμφορον,
μόσχους ἀμέλξας, λευκὸν ἐσχέας γάλα,
390 σκύφος τε κισσοῦ παρέθετ᾽ εἰς εὖρος τριῶν
391 πήχεων, βάθος δὲ τεσσάρων ἐφαίνετο,
393 ὀβελούς τ᾽, ἄκρους μὲν ἐγκεκαυμένους πυρί,
ξεστοὺς δὲ δρεπάνωι τἄλλα, παλιούρου κλάδων,
395 †Αἰτναῖά τε σφαγεῖα πελέκεων γνάθοις†.
ὡς δ᾽ ἦν ἕτοιμα πάντα τῶι θεοστυγεῖ
Ἅιδου μαγείρωι, φῶτε συμμάρψας δύο
ἔσφαζ᾽ ἑταίρων τῶν ἐμῶν, ῥυθμῶι θ᾽ ἑνὶ
τὸν μὲν λέβητος ἐς κύτος χαλκήλατον
‹ . . . ›
400 τὸν δ᾽ αὖ, τένοντος ἁρπάσας ἄκρου ποδός,
παίων πρὸς ὀξὺν στόνυχα πετραίου λίθου
ἐγκέφαλον ἐξέρρανε· καὶ †καθαρπάσας†
λάβρωι μαχαίραι σάρκας ἐξώπτα πυρί,
τὰ δ᾽ ἐς λέβητ᾽ ἐφῆκεν ἕψεσθαι μέλη.
405 ἐγὼ δ᾽ ὁ τλήμων δάκρυ᾽ ἀπ᾽ ὀφθαλμῶν χέων
ἐχριμπτόμην Κύκλωπι κἀδιακόνουν·
ἅλλοι δ᾽ ὅπως ὄρνιθες ἐν μυχοῖς πέτρας
πτήξαντες εἶχον, αἷμα δ᾽ οὐκ ἐνῆν χροΐ.
ἐπεὶ δ᾽ ἑταίρων τῶν ἐμῶν πλησθεὶς βορᾶς
410 ἀνέπεσε, φάρυγος αἰθέρ᾽ ἐξανεὶς βαρύν,
ἐσῆλθέ μοί τι θεῖον· ἐμπλήσας σκύφος
Μάρωνος αὐτῶι τοῦδε προσφέρω πιεῖν,
λέγων τάδ᾽· Ὦ τοῦ ποντίου θεοῦ Κύκλωψ,
σκέψαι τόδ᾽ οἷον Ἑλλὰς ἀμπέλων ἄπο
415 θεῖον κομίζει πῶμα, Διονύσου γάνος.
ὁ δ᾽ ἔκπλεως ὢν τῆς ἀναισχύντου βορᾶς
ἐδέξατ᾽ ἔσπασέν ‹τ᾽› ἄμυστιν ἑλκύσας
κἀπήινεσ᾽ ἄρας χεῖρα· Φίλτατε ξένων,
καλὸν τὸ πῶμα δαιτὶ πρὸς καλῆι δίδως.
420 ἡσθέντα δ᾽ αὐτὸν ὡς ἐπηισθόμην ἐγώ,
ἄλλην ἔδωκα κύλικα, γιγνώσκων ὅτι
τρώσει νιν οἶνος καὶ δίκην δώσει τάχα.
καὶ δὴ πρὸς ὠιδὰς εἷρπ᾽· ἐγὼ δ᾽ ἐπεγχέων
ἄλλην ἐπ᾽ ἄλληι σπλάγχν᾽ ἐθέρμαινον ποτῶι.
425 ἄιδει δὲ παρὰ κλαίουσι συνναύταις ἐμοῖς
ἄμουσ᾽, ἐπηχεῖ δ᾽ ἄντρον. ἐξελθὼν δ᾽ ἐγὼ
σιγῆι σὲ σῶσαι κἄμ᾽, ἐὰν βούληι, θέλω.
ἀλλ᾽ εἴπατ᾽ εἴτε χρήιζετ᾽ εἴτ᾽ οὐ χρήιζετε
φεύγειν ἄμεικτον ἄνδρα καὶ τὰ Βακχίου
430 ναίειν μέλαθρα Ναΐδων νυμφῶν μέτα.
ὁ μὲν γὰρ ἔνδον σὸς πατὴρ τάδ᾽ ἤινεσεν·
ἀλλ᾽ ἀσθενὴς γὰρ κἀποκερδαίνων ποτοῦ
ὥσπερ πρὸς ἰξῶι τῆι κύλικι λελημμένος
πτέρυγας ἀλύει· σὺ δέ (νεανίας γὰρ εἶ)
435 σώθητι μετ᾽ ἐμοῦ καὶ τὸν ἀρχαῖον φίλον
Διόνυσον ἀνάλαβ᾽, οὐ Κύκλωπι προσφερῆ.

***
ΟΔΥ. (Βγαίνει από το σπήλαιο)
375 Για τ᾽ όνομα! Είμ᾽ άφωνος! Τί φοβερά κι απίστευτα
που είδανε τα ματάκια μου μες στη σπηλιά του Κύκλωπα!
Ούτε σε μυθιστόρημα…
ΧΟΡ. Τί ᾽ναι, Οδυσσεύ; Μην τους μαγείρεψε για δείπνο τους συντρόφους
τους γκαρδιακούς σου ο Κύκλωπας, ο τρισκαταραμένος;
ΟΔΥ. Δύο συντρόφους καλοκοίταξε, τους έπαιξε στο χέρι
380 αυτούς που ήταν απ᾽ όλους μας οι πιο παχιοί και τροφαντοί.
ΧΟΡ. Κακόμοιρε… ταλαίπωρε… Και πώς σας βρήκε το κακό;
ΟΔΥ. Σαν μπήκαμε στην στέγη του την πέτρινη από κάτω,
άναψε κείνος τη φωτιά, φαρδιά πλατιά σωριάζοντας
κορμούς ψηλής βαλανιδιάς στο παραγώνι το πλατύ
385 —βάρος που δεν το σήκωνες ούτε με τρία κάρα—
392 κι έβαλε πάνω στη φωτιά θεόρατο καζάνι.
386 Ύστερα έπιασε κι έστρωσε από έλατο κλαράκια
κατάχαμα, πλάι στη φωτιά, για στρωματσάδα κι ύπνο.
Άρμεξε τα γελάδια του και γέμισε άσπρο γάλα
καρδάρα που θα χώραγε ίσαμε δέκα στάμνες,
390 και στο τραπέζι απίθωσε γαβάθα από κισσόξυλο
391(τρεις πήχες, λέω, το φάρδος της, και τέσσερις το βάθος).
393 Πήρε και σούβλες πρίνινες, καλά πελεκημένες
395 καψαλισμένες στη φωτιά οι μυτερές τους άκρες.
Κι ως τα ᾽χεν όλα έτοιμα ο τρισκαταραμένος
του Κάτω Κόσμου ο μάγειρος, απ᾽ τους καλούς συντρόφους
δύο μου αρπάζει· τον πετσόκοψε μ᾽ αχόρταγο πελέκι
τον ένα, κι όμορφα όμορφα βαθιά μες στο καζάνι
(τί χάλκωμα πελώριο… για ποιά φριχτή θυσία!)
400 τον έριξε, κι αμέσως τότε αδράχνοντας τον άλλο
απ᾽ το ποδάρι, τονε λιάνισε σε κοφτερό λιθάρι,
και τα μυαλά του εχύθηκαν· τις σάρκες του με λαίμαργο λεπίδι
τις εκομμάτιασε και να ψηθούν τις έβαλε στη φλόγα,
και μες στη χύτρα έριξε χέρια, πόδια, να βράσουν.
405 Κι εγώ ο πολύπαθος, με δάκρυα να μου πλημμυρούν τα μάτια,
στεκόμουν πλάι στον Κύκλωπα και τον εδιακονούσα.
Οι σύντροφοί μου σαν πουλιά κουρνιάζαν μαζεμένοι,
κάτασπροι από τον φόβο τους, στου βράχου τις κρυψώνες.
Κι αφού κάποτε χόρτασε να τρώει τους συντρόφους,
έγειρε πίσω, ρεύτηκε
410 —βαρύς εβρόντησ᾽ από τα λαρύγγια του ο αέρας.
Τότε μου μπήκε ιδέα δαιμόνια: γεμίζω μια γαβάθα
γλυκό κρασί ευωδιαστό, και για να πιει του δίνω,
λέγοντας: «Κύκλωπα, γιε του θαλασσινού θεού,
κοίταξε θεϊκό ποτό που σου χαρίζει η Ελλάδα,
415 κρασάκι από τ᾽ αμπέλια της, χάρμα διονυσιακό.»
Ξέχειλος από το ξεδιάντροπο το φαγοπότι εκείνος
το καλοδέχτηκε, το τράβηξε κάτω δίχως ανάσα
κι όλο χαρά με παίνεψε: «Ξένε μου λατρεμένε,
ωραίο το ποτό που μου ᾽δωσες κι ωραίο κλείνει δείπνο.»
420 Σαν το ᾽νιωσα πως τ᾽ άρεσε, δεύτερο του ᾽δωσα να πιει.
Το ᾽ξερα βέβαια: θα τονε φάει όπου να ᾽ναι το κρασί,
και θά ᾽ρθει η πληρωμή του.
Άρχισε τότε τα τραγούδια· του ᾽χυνα κι εγώ το ᾽να ποτήρι
πάνω στο άλλο, και του ζέσταινα καλά τα σωθικά του.
425 Τραγούδαγε παράφωνα· οι υπόλοιποι βαριά μοιρολογούσαν,
κι αντιλαλούσεν η σπηλιά. Κι ωστόσο εγώ ξεγλίστρησα,
να σώσω το τομάρι μου — κι εσένανε, σαν θέλεις.
Πέστε λοιπόν: το θέλετε απ᾽ τον αντικοινωνικόν ετούτο
να γλιτώσετε, και του λοιπού να ζείτε
430 στ᾽ ανάκτορο του Διόνυσου, μαζί με τις Νεράιδες;
Ο πατέρας σου εκεί μέσα (δείχνει προς τη σπηλιά) είναι σύμφωνος σε όλα·
μα είναι ωστόσο αδύναμος κι άπληστα κολλημένος
στο κρασοπότηρο· φτεροκοπάει, πουλάκι απελπισμένο
που πιάστηκε στο ξόβεργο.
Μα εσύ (μια κι είσαι νέος) κοίτα να σωθείς μαζί μου,
435 στον παλιό σου να γυρίσεις φίλο, τον Διόνυσο,
που ᾽ναι η μέρα με τη νύχτα με τον Κύκλωπα ετούτον.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Τα μυστικά της γραφής

3.4.5. Η μόνιμη εγκατάσταση και ο γεωργικός τρόπος παραγωγής είναι οι βασικές συνθήκες


Την παλαιολιθική εποχή τη διαδέχεται (με τη μεσολάβηση μιας σύντομης σχετικά περιόδου, που ονομάζεται μεσολιθική) η νεολιθική εποχή. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι εξακολουθούν να είναι λίθινα, αλλά έχει γίνει μια τεράστια αλλαγή στην ανθρώπινη εργασία. Οι παλαιολιθικοί τροφοσυλλέκτες και κυνηγοί που μετακινούνται αναζητώντας την τροφή γίνονται γεωργοί, που κατοικούν σε μόνιμες εγκαταστάσεις και καλλιεργούν τη γη. Η μεγάλη αυτή αλλαγή συντελείται γύρω στο 9000-8000 π.Χ. στην Εγγύς Ανατολή, στην περιοχή ακριβώς από όπου προέρχονται οι μύθοι που αναφέραμε. Αλλά γιατί εκεί; Επειδή εκεί ευδοκιμούσαν, για λόγους κλιματολογικούς, σε άγρια κατάσταση τα φυτά που έδωσαν αυτά που ονομάζουμε δημητριακά: το σιτάρι και το κριθάρι. Η «εξημέρωση» αυτών των φυτών, και μαζί η εξημέρωση των ζώων που ονομάζουμε κατοικίδια, θα γεννήσει τη γεωργία. Από την Εγγύς Ανατολή ο γεωργικός τρόπος παραγωγής θα εξαπλωθεί σε ανατολή και δύση. Τί σήμαινε για τους ανθρώπους η τεράστια αυτή αλλαγή; Σήμαινε ότι το αδυσώπητο μεροδούλι μεροφάι του κυνηγού-τροφοσυλλέκτη της παλαιολιθικής εποχής γίνεται πολύ λιγότερο αδυσώπητο. Η καλή σοδειά (που δεν ήταν πάντοτε εξασφαλισμένη) σήμαινε πιο σίγουρη διατροφή και επιβίωση, σήμαινε ακόμη τη δυνατότητα δημιουργίας αποθεμάτων, δηλαδή αγαθών που περίσσευαν και μπορούσαν να αποθηκευτούν.

Η ύπαρξη αποθεμάτων (δηλαδή αγαθών που ξεπερνούν τις άμεσες ανάγκες των καταναλωτών) δημιούργησε, βέβαια, την κοινωνική ιεραρχία. Οι άρχοντες είναι το αποτέλεσμα της ύπαρξης πλεονάζοντος πλούτου, πλούτου που περισσεύει. Άρχοντες είναι αυτοί που οικειοποιούνται (κάνουν δικό τους) το πλεόνασμα που οφείλεται στη νέα οικονομική οργάνωση - στον γεωργικό τρόπο παραγωγής. Η κοινωνική ιεραρχία (άρχοντες, ιερείς, υπήκοοι, ελεύθεροι ή δούλοι) είναι η νέα σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα που γεννιέται σιγά σιγά με την εγκατάσταση και τη βελτίωση (για την οποία σημαντικό ρόλο θα παίξει αργότερα η ανακάλυψη και η χρήση των μετάλλων) του γεωργικού τρόπου παραγωγής. Η δημιουργία μόνιμων εγκαταστάσεων, που θα γίνουν αργότερα πόλεις, γεννά τις τέχνες τις οποίες αναφέρουν οι μύθοι που είδαμε: οικοδομική, μια και οι άνθρωποι δεν κατοικούν πια σε φυσικά καταφύγια αλλά χτίζουν καλύβες και σπίτια κοντά στα χωράφια τους· καλαθοπλεκτική· αγγειοπλαστική, που εξασφαλίζει την ασφαλή αποθήκευση των γεωργικών προϊόντων αλλά και άλλες καθημερινές χρηστικές ανάγκες των γεωργικών κοινοτήτων. Αργότερα θα προστεθεί και η μεταλλοτεχνία.

Μπορεί εύκολα να υποθέσει κανείς ότι μέσα σε αυτή την πολύ πιο σύνθετη κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα του γεωργικού τρόπου παραγωγής που εγκαινιάζει τη νεολιθική εποχή, η ανάγκη καταγραφής και διατήρησης της πληροφορίας θα ήταν πολύ εντονότερη απ' ό,τι στην παλαιολιθική εποχή. Τότε, όπως είδαμε, εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα διατήρησης της πληροφορίας μέσω της αρίθμησης. Στα νεολιθικά χρόνια η ανάγκη της αρίθμησης προϊόντων, που τώρα είναι περισσότερα και συχνά πλεονάζουν και αποθηκεύονται, είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη. Οι νεολιθικές θέσεις (τα νεολιθικά χωριά) της Ανατολής μάς δίνουν ήδη από το 8000 π.Χ. πληροφορίες γι' αυτό. Στις ανασκαφές βρέθηκαν μεγάλοι αριθμοί από μικρά πήλινα αντικείμενα διαφόρων σχημάτων: κωνικά, ωοειδή (σαν αβγά), σφαιρικά, κυλινδρικά, δισκοειδή. Αυτά αυξάνονται με τον χρόνο και, κάποτε, τα βρίσκουμε μαζεμένα μέσα σε ένα είδος πήλινου «φακέλου». Στην εξωτερική επιφάνεια αυτού του πήλινου «φακέλου» βρίσκονται συχνά «πατημένα» πάνω στον πηλό (αυτό γινόταν πριν στεγνώσει ή πριν ψηθεί ο πηλός) τα σχήματα αυτών των πήλινων αντικειμένων. Οι ειδικοί πιστεύουν ότι αυτά τα πήλινα μικροαντικείμενα αποτελούσαν ένα σύστημα αρίθμησης ποσοτήτων γεωργικών προϊόντων, λ.χ. λαδιού ή σιταριού. Έτσι, ένα ωοειδές πήλινο αντικείμενο σήμαινε ένα «κανάτι» λαδιού, ένα κωνικό αντικείμενο σήμαινε μικρή ποσότητα σιταριού, ένα σφαιρικό αντικείμενο σήμαινε μεγάλη ποσότητα σιταριού. Οι πήλινοι «φάκελοι» που περιείχαν αυτά τα αντικείμενα ήταν ένα σύστημα αρχειοθέτησης της πληροφορίας. Η μορφή των αντικειμένων που περιείχε ο «φάκελος» πιεζόταν ή πατιόταν, όπως είπαμε, πάνω στον μαλακό πηλό. Αν πατιόταν λ.χ. επτά φορές το ωοειδές σχήμα, αυτό σήμαινε ότι ο «φάκελος» περιέχει επτά ωοειδή αντικείμενα, που δήλωναν μια ποσότητα λαδιού, π.χ. επτά «κανάτια» λαδιού.

Οι πήλινες πινακίδες που θα εμφανιστούν πολύ αργότερα, και τις οποίες περιγράφει ο μύθος του Ενμερκάρ, είναι μια εξέλιξη αυτών των «φακέλων» με τα «πατημένα» σχέδια των πήλινων σφαιριδίων, κώνων, κυλίνδρων, δίσκων. Και πολλά από αυτά τα «πατημένα» σχέδια θα γίνουν σημεία της πρώτης γραφής (της σφηνοειδούς ) που θα εμφανιστεί στη Μεσοποταμία στο διάστημα μεταξύ 4000 και 3000 π.Χ..

Πολύ περισσότερο από τα παλαιολιθικά δείγματα, το νεολιθικό αυτό σύστημα καταγραφής δείχνει ότι πρόδρομος της γραφής ήταν η αρίθμηση. Στη νεολιθική εποχή, με την εγκατάσταση της γεωργίας αυξάνεται η ανάγκη να επινοηθεί ένα σύστημα για να καταγραφούν αριθμητικά διάφορα προϊόντα και αγαθά. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σε τέσσερις τουλάχιστον αρχαιολογικές θέσεις της Συρίας τα πήλινα αυτά αντικείμενα εμφανίζονται γύρω στο 8000-7000 π.Χ. μαζί με τα πρώτα δείγματα της γεωργικής δραστηριότητας: λεπίδες δρεπανιών, χώρους αποθήκευσης σιτηρών. Η γεωργική δραστηριότητα ήταν εκείνη που δημιούργησε την ανάγκη ενός λογιστικού συστήματος. Και αυτό το λογιστικό σύστημα είναι ο πρόγονος της γραφής.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: II ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 4. Από τα Κούναξα στη Χαιρώνεια

4.3. Κάθε πόλη αποτελείται από οικογένειες


Η πόλη είναι ένα πλήθος από οικογένειες και γη και ιδιόκτητες περιουσίες που παρέχει αυτάρκεια για την καλή ζωή.

Έτσι συνόψιζε ένας συγγραφέας του ύστερου 4ου αιώνα την κυρίαρχη πολιτική άποψη των αρχαίων Ελλήνων. Και διευκρίνιζε: «μέρη του οίκου είναι οι άνθρωποι και τα αποκτήματα». Οἰκονομία -κυριολεκτικά η διευθέτηση (νομή) του οἴκου- σήμαινε την επιστήμη της ορθής διαχείρισης του νοικοκυριού. Στην αρχαιότητα οἶκος ήταν το σύνολο των έμβιων και άψυχων όντων που συναπάρτιζαν μια οικογένεια και την περιουσία της. Αυτός ήταν ο βασικός πυρήνας της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Στην περιουσία περιλαμβάνονταν όχι μόνο το σπίτι (οἰκία), τα έπιπλα, τα καλλιεργημένα κτήματα και τα ζωντανά, αλλά επίσης οι οικόσιτοι δούλοι. Όλα αυτά υπήρχαν προς χάριν της καλής ζωής των ελεύθερων μελών. Ελεύθερα μέλη του οίκου ήταν οι σύζυγοι και τα τέκνα - και όποιος παππούς ή γιαγιά τυχόν ζούσε μαζί τους. Αδιαμφισβήτητος όμως αρχηγός της οικογένειας ήταν ο άνδρας-πατέρας, που ονομαζόταν κύριος (σε σχέση με όλα τα μέλη) και δεσπότης (σε σχέση ειδικά με τους δούλους).

Η χρηστή διαχείριση του οίκου απαιτούσε καταμερισμό των εργασιών μεταξύ των συζύγων, επίβλεψη των τέκνων και εποπτεία του υπόδουλου υπηρετικού προσωπικού. Απαιτούσε, επίσης, την καθημερινή συντήρηση όλων των μελών με τροφή και την προστασία τους κάτω από μια στέγη.

Γενικά, η διαφοροποίηση των ρόλων ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα σε μια αρχαιοελληνική οικογένεια ήταν μεγάλη. Αντικατοπτριζόταν μάλιστα στην ίδια την αρχιτεκτονική του σπιτιού. Τα δωμάτια της συζύγου και των λοιπών γυναικών (γυναικωνῖτις), όπου έμεναν και τα παιδιά κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, ήταν διαχωρισμένα από τους χώρους των ανδρών (τον ἀνδρῶνα), εκεί όπου μπορούσε ο κύριος του οίκου να δέχεται τους φίλους του και να οργανώνει συμπόσια. Η γυναίκα ήταν υπεύθυνη για όσα συνέβαιναν μέσα στο σπίτι και ο άνδρας πρωτοστατούσε στις εξωτερικές εργασίες. Αυτός εκπροσωπούσε την οικογένεια στην κοινωνία: έκανε τις αναγκαίες οικονομικές συναλλαγές, παρουσιαζόταν στο δικαστήριο και την Εκκλησία του Δήμου, καλλιεργούσε τα κτήματα, προμηθευόταν σκεύη και εργαλεία, έφερνε τις πρώτες ύλες της τροφής και της ένδυσης. Η γυναίκα ήταν αρμόδια για την παρασκευή του φαγητού (σιτίον, δηλαδή ξηρά τροφή) και των ρούχων. Το άλεσμα των δημητριακών και το ζύμωμα του -συχνότατα κριθαρένιου- ψωμιού, το μαγείρεμα της όποιας συνοδείας του (ὄψον, δηλαδή ό,τι τρώγεται μαζί με το ψωμί), η ύφανση χιτώνων και κλινοσκεπασμάτων στον αργαλειό, το συγύρισμα και η καθαριότητα του σπιτιού και η ανατροφή των παιδιών μέχρι την ηλικία των επτά ετών ήταν δικές της ευθύνες, που τις διεκπεραίωνε είτε με τη βοήθεια δούλων είτε μόνη της.

Στις σχετικά εύπορες οικογένειες, όπου ένας αριθμός δούλων αρκούσε για το μεγαλύτερο μέρος των χειρωνακτικών εργασιών, η πιο έμπιστη δούλη αναλάμβανε τον ρόλο της οικονόμου. Ονομαζόταν ταμία. Αυτή είχε την επιστασία των υπόλοιπων δούλων που έμεναν στο σπίτι, των οἰκετῶν -άλλοι ακολουθούσαν τον άνδρα στα κτήματα ή έμεναν μόνιμα εκεί- και αυτή φρόντιζε για την αποθήκευση και συντήρηση των προϊόντων στους χώρους της οικίας. Επιτηρήτρια της οικονόμου ήταν η σύζυγος. Αντίστοιχα, ο άνδρας μπορούσε να ορίσει κάποιον ἐπίτροπον ως επιστάτη των δούλων στα κτήματα.

Τα αγαθά έρχονται στο σπίτι, κατά κύριο λόγο, από του άντρα τις πράξεις, ενώ τα περισσότερα καταναλώνονται με τις μετρημένες ενέργειες της γυναίκας,

γράφει ο Ξενοφών στον Οἰκονομικόν του, το πρώτο σωζόμενο σύγγραμμα οικιακής οικονομίας.

Την έντονη διαφοροποίηση των ρόλων ανάμεσα στα φύλα ενδυνάμωνε η πεποίθηση ότι η κυριότερη κοινωνική λειτουργία της γυναίκας είναι η τεκνοποιία, ότι στον γάμο βρίσκει η ίδια την ολοκλήρωσή της και ότι η φύση την έχει φτιάξει έτσι, ώστε να προτιμά τον κλειστό και προφυλαγμένο χώρο του σπιτιού από την εκτεθειμένη σε κίνδυνους υπαίθρια χώρα. Ό,τι ήταν ο πόλεμος και η προετοιμασία του για τον άνδρα, ήταν για τη γυναίκα η εγκυμοσύνη, η γέννα και η ανατροφή των παιδιών. Ειδικά ο τοκετός, με τους σοβαρούς κινδύνους που περιλάμβανε λόγω της περιορισμένης τεχνικής γνώσης και της άγνωστης ακόμη καισαρικής τομής, αντιμετωπιζόταν ως το πεδίο όπου οι γυναίκες δίνουν τις δικές τους σπουδαίες μάχες. Ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό εγκύων πέθαινε κατά τη γέννα, ιδιαίτερα εξαιτίας της κακής θέσης του εμβρύου στη μήτρα. Στη Σπάρτη, αναγράφονταν στους τάφους μόνο τα ονόματα αυτών των γυναικών, όπως ακριβώς επιτρεπόταν η αναγραφή του ονόματος μόνο για όσους οπλίτες σκοτώθηκαν στη μάχη. Ο λεγόμενος «όμορφος θάνατος» των Σπαρτιατών πολεμιστών είχε το αντίστοιχό του στις βίαιες ωδίνες της γέννας. Οι φυσιολογικοί θάνατοι των υπολοίπων δεν είχαν τίποτε ένδοξο για να είναι άξιοι μνήμης.

Αναμφίβολα η σωματική άσκηση των κοριτσιών και το γεγονός ότι τεκνοποιούσαν σε μεγαλύτερη ηλικία μείωνε στη Σπάρτη τις περιπτώσεις θανάτου κατά τον τοκετό. Αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κόσμου, όπου η δημόσια γύμνωση και εκγύμναση ελεύθερων γυναικών ήταν αδιανόητη, τα αδύνατα σώματα αρκετών νεαρών συζύγων δεν άντεχαν τη δοκιμασία της γέννας. Η βοήθεια που μπορούσε να παράσχει μια έμπειρη μαία δεν ήταν πάντοτε αρκετή.

Στις περισσότερες πόλεις της Ελλάδας το δέρμα μιας ευυπόληπτης γυναίκας έπρεπε να είναι λευκό από τη σκιατραφία. Το ίδιο χαρακτηριστικό στον άνδρα ήταν δείγμα επονείδιστης θηλυπρέπειας και απολιτικής βαρβαρότητας. Στα αγγεία και στα επιζωγραφισμένα αγάλματα, η χρωματική διάκριση ήταν ιδιαίτερα τονισμένη: κατάλευκες οι γυναίκες (όπως και οι κάθε λογής βάρβαροι), μαυρισμένοι από την έκθεση στον μεσογειακό ήλιο οι άνδρες (και οι μεγάλοι ήρωες του παρελθόντος).

Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς θεώρησαν τον άνδρα και τη γυναίκα ως συμπληρωματικά αντίθετα, η σωστή εναρμόνιση των οποίων παράγει οικογενειακή σταθερότητα και πολιτική ισορροπία. Ο διαχωρισμός των σφαιρών δράσης για τα δύο φύλα υπήρξε σαφέστατος: το μέσα, το κλειστό, το περιορισμένο, προστατευμένο και ιδιωτικό ήταν ο χώρος του θηλυκού, ενώ το έξω, το ανοιχτό, το υπαίθριο, δημόσιο και εντέλει πολιτικό ήταν ο χώρος του αρσενικού.

Φυσικά η αντίθεση αυτή δεν ίσχυε πλήρως στην πραγματικότητα. Το ιδανικό της ελεύθερης γυναίκας που δεν βγαίνει από το σπίτι της παρά μόνο για να μετάσχει σε κάποια ιερά πανήγυρη ή εορτή μπορούσε να εφαρμόζεται μόνο στα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας. Οι πολλές άλλες γυναίκες, είτε πολίτιδες είτε μέτοικοι, ήταν αναγκασμένες να βοηθούν τους συζύγους τους στις αγροτικές και λοιπές εργασίες και να πωλούν διάφορα προϊόντα (λουλούδια, μέλι, οπωροκηπευτικά, άνθινα στεφάνια, κορδέλες) στη δημόσια αγορά. Οι γυναίκες αυτές υπολείπονταν από το πρότυπο της λευκής ομορφιάς, αλλά, αν πιστέψουμε τον Αριστοφάνη, δεν αισθάνονταν ιδιαίτερα μειονεκτικά. Από την άλλη μεριά, οι αστές των καλών οικογενειών, που μπορούσαν πράγματι να ανταποκρίνονται στο ιδανικό της κοινωνίας τους, είχαν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να εκλέγονται ιέρειες και να πρωτοστατούν στις θρησκευτικές τελετές των θηλυκών θεοτήτων.

Μετά την κριτική αποτίμηση της ιστορικής πραγματικότητας από τους σοφιστές, το ζήτημα της φύσεως τέθηκε με μεγαλύτερη οξύτητα. Κάποιοι είχαν αρνηθεί να δεχτούν ότι όλες οι παραπάνω διαφορές στους κοινωνικούς ρόλους ανδρών και γυναικών ή δούλων και ελευθέρων προέρχονταν από τη φύση. Ορισμένες ήταν το αποτέλεσμα σύμβασης (νόμου) και καταναγκασμού (βίας) - ισχυρίζονταν. Οι εθνογραφικές γνώσεις πολυταξιδεμένων ανθρώπων, όπως του Ηροδότου, μπορούσαν να κλονίσουν την εδραιωμένη πεποίθηση για τη φυσικότητα των ελληνικών θεσμών. Μέσα στον ίδιο τον ελληνικό χώρο υπήρχε επίσης το αντιπαράδειγμα της Σπάρτης: κορίτσια που χαίρονταν τον ήλιο και την άσκηση με μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων από οπουδήποτε αλλού. Ακόμη και αν οι γυναίκες ήταν, όπως κάποιοι άρχιζαν τώρα να πιστεύουν, ικανές για πολύ περισσότερα επιτεύγματα από όσα η πόλη συνήθως απαιτούσε από αυτές, η ίδια η βιολογική διαφοροποίηση των φύλων υποδείκνυε διαφορετικές λειτουργίες και, κατά συνέπεια, διακριτές αρετές. Η φυσική ανομοιότητα απέκλειε κάθε λόγο για κοινωνική εξομοίωση ή ισότητα:

Νομίζω ότι οι θεοί, γυναίκα μου, δημιούργησαν με περίσκεψη μεγάλη αυτό το ζεύγος που αποκαλούμε θηλυκό και αρσενικό, για να επωφελείται στον μέγιστο βαθμό από τη συνύπαρξη. Και εξηγούμαι. Τα φύλα υπάρχουν για να δίνουν απογόνους και να μην εκλείπει το είδος. Επίσης, ο άντρας και η γυναίκα αποκτούν με τον τρόπο αυτό μέλη ικανά για να τους φροντίσουν στα γεράματα. Μάλιστα, επειδή η ζωή των ανθρώπων δεν είναι, όπως των άλλων ζώων, στο ύπαιθρο αλλά χρειάζεται στέγη, ο θεός, νομίζω, έφτιαξε ευθύς εξαρχής τη φύση της γυναίκας κατάλληλη για τα εσωτερικά έργα, ενώ του άντρα για τα εξωτερικά. Με άλλα λόγια, ο θεός διευθέτησε έτσι το σώμα και την ψυχή του άντρα ώστε να αντέχει τα κρύα και τις ζέστες και τις πεζοπορίες και τις εκστρατείες και του ανέθεσε αυτές τις υπαίθριες δραστηριότητες, ενώ στη γυναίκα έδωσε ασθενέστερο σώμα, της επέβαλε τις εσωτερικές δουλειές και της χάρισε μεγαλύτερη στοργή και αγάπη για τα βρέφη και περισσότερο φόβο. Στον άντρα, αντίθετα, έδωσε ο θεός μεγαλύτερο θάρρος, επειδή γνώριζε ότι όποιος είναι υπεύθυνος για τα εξωτερικά έργα θα χρειαστεί να υπερασπιστεί το δίκιο του απέναντι σε αυτόν που τον αδικεί.

Με αυτά τα λόγια παρουσιάζει ο Ξενοφών έναν χρηστό Αθηναίο πολίτη να διαπαιδαγωγεί τη νεαρή σύζυγό του.

Τη φαινομενική ή ουσιαστική υποταγή της γυναίκας στον άνδρα της, που αποτελούσε το ιδανικό όλων των αρχαίων πόλεων, βοηθούσε η σημαντική διαφορά ηλικίας ανάμεσα στους συζύγους. Ιδανικά, ο γαμπρός ήταν τριάντα ετών και η νύφη δεκαπέντε, αλλά τα χρόνια που τους χώριζαν στην πραγματικότητα μπορούσαν να είναι πολύ περισσότερα. Ο ίδιος ο γάμος δεν ήταν παρά μια υπόθεση ανδρών. Ο επίδοξος σύζυγος ζητούσε από τον πατέρα της μελλόνυμφης την κόρη του, όταν αυτή βρισκόταν σε προεφηβική ηλικία. Οι δύο άνδρες συμφωνούσαν με μια αμοιβαία υπόσχεση (ἐγγύην) που επικυρωνόταν, όταν πλησίαζε η κόρη σε γόνιμη ηλικία, με την εγκατάστασή της στο σπίτι του συζύγου. Η εγκατάσταση ονομαζόταν συνοίκησις.

Οι παράγοντες που κυρίως καθόριζαν τον γάμο ήταν ο πλούτος και η κοινωνική θέση των δύο οικογενειών. Η ομορφιά του νεαρού κοριτσιού, όπως και οι συνθήκες ανατροφής του, είχαν οπωσδήποτε σημασία, αλλά δεν αποτελούσαν κυρίαρχο κριτήριο στην επιλογή. Σε μια ελεύθερη αγορά προσφοράς και ζήτησης οι δυνατότητες απότομης κοινωνικής ανόδου μέσω του γάμου ήταν μάλλον περιορισμένες και η ταξική συμβατότητα πρακτικά είχε τον πρώτο λόγο στη σύναψη της συμφωνίας. Ωστόσο, μαρτυρούνται μεμονωμένες περιπτώσεις ταξικά ασύμβατων γάμων, ιδίως όταν η νύφη παντρευόταν για δεύτερη φορά, λόγω διαζυγίου ή θανάτου του πρώτου συζύγου της.

Ο πατέρας της νύφης είχε την υποχρέωση να δώσει στην κόρη του προίκα. Συνήθως δίνονταν κινητά αγαθά (σκεύη, ρούχα, έπιπλα κτλ.), αλλά η προίκα μπορούσε να περιλαμβάνει και γη. Ο άνδρας αναλάμβανε την υποχρέωση να συντηρεί τη σύζυγό του και να συνευρίσκεται μαζί της για την απόκτηση νόμιμων τέκνων. Η διατήρηση της γενιάς και του ονόματος της οικογένειας, η μεταβίβαση της περιουσίας σε άρρενα τέκνα και η φροντίδα κατά τη γεροντική ηλικία από νόμιμα παιδιά ήταν οι κύριοι στόχοι του γάμου. Η ερωτική ζωή των καλῶν κἀγαθῶν, όπως αρέσκονταν να αυτοαποκαλούνται οι εύποροι και μορφωμένοι πολίτες, δεν περιοριζόταν στον οίκο. Εκτός από τους δούλους, υπήρχαν επίσης εταίρες, παλλακίδες και κοινές πόρνες. Βεβαίως, οι θρυλικές αντιδράσεις της Κλυταιμνήστρας και της «βάρβαρης» Μήδειας στις προκλητικές συμπεριφορές των συζύγων τους υπενθύμιζαν ότι υπήρχαν όρια τα οποία δεν ήταν συνετό να παραβιάζονται. Μέχρι και ο πανίσχυρος Δίας προσπαθούσε να προφυλαχθεί από την οργή της απατημένης Ήρας.

Η τελετή του γάμου διαρκούσε τρεις μέρες και ήταν ιδιωτική υπόθεση των δύο οικογενειών. Την πρώτη μέρα η νύφη αφιέρωνε τα παιδικά παιχνίδια της στην Άρτεμη, την παρθένα θεότητα των δασών. Από εδώ και στο εξής θα εγκατέλειπε οριστικά την άγρια θεά, μαζί με την παρθενία, για να βρεθεί κάτω από την προστασία της Ήρας Τελείας, θεάς του γάμου, της Εστίας, που προστάτευε την οικογενειακή φωτιά, και της Δήμητρας, που χάριζε γονιμότητα. Μόνο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και στους θηριώδεις πόνους του τοκετού θα ξανάβρισκε η παντρεμένη γυναίκα τη θεά της παιδικής της ηλικίας (που ονομαζόταν τώρα Άρτεμις Λοχία), μαζί με την Ειλείθυια, προστάτιδα των ωδίνων. Τη δεύτερη μέρα, ύστερα από το γαμήλιο γεύμα που παρέθετε ο πατέρας της νύφης στο σπίτι του, οδηγούσαν την κοπέλα, με το πρόσωπο καλυμμένο με πέπλο, στο σπίτι του γαμπρού και τελούσαν ενώπιόν του τα ἀποκαλυπτήρια. Την επόμενη και τελευταία μέρα της τελετής η νύφη δεχόταν στη νέα της κατοικία τα γαμήλια δώρα συγγενών και φίλων και προετοιμαζόταν για την επόμενη φάση της ζωής της. Ανάλογα με τη θέση του στην κοινωνία και την οικονομική επιφάνειά του, ο πατέρας της νύφης μπορούσε να παραθέσει γαμήλιο τραπέζι στον δῆμον όπου ανήκε.

Η τριήμερη τελετή του γάμου ήταν, εκτός από γιορτή, επίσης μια διαβατήρια τελετή για την ενηλικίωση της νύφης. Η κοπέλα δεν άλλαζε μόνο κύριον και τόπο κατοικίας. Άλλαζε πρωτίστως θέση στην κοινωνία. Από παρθένα και κόρη, που ήταν έως τότε, γινόταν τώρα γυναίκα, και σε λίγους μήνες θα φανέρωνε την ιδιότητα της μητέρας. Η στειρότητα ήταν η μεγαλύτερη μομφή για μια γυναίκα, γιατί σήμαινε αδυναμία να επιτελέσει τον κυριότερο ρόλο που της είχε αναθέσει η φύση και η πόλη.

Η γέννηση, όπως και ο θάνατος, αντιμετωπιζόταν με δέος. Μια έκφραση του σεβασμού απέναντι στην ακατάληπτη δύναμη που φέρνει στο φως νέες υπάρξεις ήταν η θεώρηση του τοκετού και της λοχείας ως φάσεων που προκαλούν μόλυνση - ιδίως σε όσους δεν συμμετέχουν άμεσα στη διαδικασία. Οι άνδρες χρειάζονταν μεγαλύτερη προφύλαξη, διότι ήταν ευκολότερα θύματα της δυναμικής αυτής έξαρσης της ζωής. Η επαφή τους με το νεογέννητο και τη λεχώνα σύζυγο απαιτούσε τελετουργικούς καθαρμούς. Την κλασική περίοδο έγιναν προσπάθειες να διαδοθεί η καινοφανής ιδέα ότι ο άνδρας είναι ο αληθινός γεννήτορας του βρέφους και ότι η γυναίκα παρέχει μόνο τον απαραίτητο τόπο για την ανάπτυξη του ανδρικού σπόρου με τροφή. Όμως η παλαιά (και φυσικότερη) πεποίθηση ότι το νεογνό ανήκει ουσιαστικά στη μητέρα παρέμενε ισχυρή. Η απόσπασή του από αυτή και το καλωσόρισμά του στον ευρύτερο χώρο του οίκου έπρεπε να γίνεται τελετουργικά.

Η ένταξη του νεογέννητου βρέφους στους κόλπους της οικογένειας ήταν μια ιδιωτική υπόθεση, που συνέβαινε με θρησκευτική σοβαρότητα. Την πέμπτη μέρα μετά τη γέννηση, ο πατέρας έτρεχε, με το βρέφος στην αγκαλιά και ίσως γυμνός, γύρω από την εστία του σπιτιού, ζητώντας την ευμένεια των θεών και παρακαλώντας την Εστία, θεά του οίκου, να το δεχτεί. Η μητέρα ήταν παρούσα και ίσως συμμετείχε τρέχοντας και αυτή. Η τελετή ονομαζόταν ἀμφιδρόμια, είχε τη μορφή υιοθεσίας και ήταν παρόμοια με αυτή που τελούσαν για να δεξιωθούν στο σπιτικό έναν νεοαποκτηθέντα δούλο. Το γεγονός σηματοδοτούσε την απόφαση των γονέων να αναθρέψουν το παιδί, αντί να το απορρίψουν εκθέτοντάς το στους δρόμους. Κατόπιν οι συγγενείς έφερναν γενέθλια δώρα. Σε μια άλλη ιδιωτική τελετή, που γινόταν πέντε μέρες μετά, οι γονείς έδιναν όνομα στο ανώνυμο νεογνό. Το πρώτο αγόρι της οικογένειας έπαιρνε κατά κανόνα το όνομα του παππού του. Έτσι έκλεινε ο τριμερής κύκλος φυσικής αναγέννησης (πατέρας-γιος-εγγονός), καθώς είχε αποδειχθεί η γονιμική δύναμη του γιου. Για τα επόμενα επτά χρόνια της ζωής του το παιδί θα συναναστρεφόταν σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες: τη μητέρα του, τη βάγια-τροφό (αν υπήρχε) και τις δούλες του σπιτιού.

Στις ιωνικές πόλεις η καταγραφή των αρρένων τέκνων στους καταλόγους της φρατρίας γινόταν μια φορά τον χρόνο, κατά την τρίτη μέρα της εορτής των Απατουρίων (Οκτώβριος-Νοέμβριος). Η μέρα ονομαζόταν κουρεῶτις. Όλα τα μέλη της φρατρίας, σε μια κοινή σύναξη, ανέφεραν στους επικεφαλής (φράτορας) τα νέα μέλη. Ο πατέρας ή ένας εκπρόσωπός του ορκιζόταν ότι το αγόρι ήταν νόμιμο τέκνο που είχε προέλθει από κανονικό γάμο με ελεύθερη πολίτιδα και, αν δεν εκφραζόταν αντίρρηση, το νέο μέλος εγγραφόταν στη φρατρία. Δεν είναι σαφές αν η ίδια διαδικασία ίσχυε για τα κορίτσια.

Όπως είναι αναμενόμενο για κοινότητες παραδοσιακού τύπου, όπου μόνο τα άρρενα τέκνα αποτελούν πλουτοπαραγωγικές μονάδες, ενώ τα κορίτσια απαιτούν προίκα για να παντρευτούν και ζημιώνουν οικονομικά την πατρική περιουσία, η έκθεση των θηλέων βρεφών ήταν ένα αρκετά συνηθισμένο φαινόμενο και αποτελούσε λύση ανάγκης για τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις. Προστατευμένα μέσα σε μια χύτρα, τα εκτεθειμένα βρέφη αφήνονταν στην τύχη τους κοντά στο σπίτι που γεννήθηκαν. Η έκθεσή τους ονομαζόταν χυτρισμός. Αν δεν πέθαιναν επιτόπου, το μέλλον τους καθοριζόταν από τον περαστικό. Μπορούσαν να καταλήξουν υιοθετημένα σε μια άτεκνη οικογένεια, να πουληθούν ως δούλοι ή να βρεθούν τελικά σε κάποιο πορνείο.

Στον χώρο του αγοραίου έρωτα η πλούσια Κόρινθος, με τη μεγάλη εμπορική κίνηση και τους πάμπολλους ξένους ναυτικούς, κρατούσε τα πρωτεία. Αλλά και του Πειραιά η φήμη δεν ήταν ευκαταφρόνητη. Από τις πόρνες, που συνήθως προστατεύονταν από κάποιον μαστροπό και ήταν εγκατεστημένες σε μια από τις κακόφημες και πολυσύχναστες συνοικίες, η πόλη εισέπραττε φόρο. Αν δεν ήταν, όπως συνέβαινε συχνά, δούλες, αλλά ελεύθερες ή απελεύθερες που είχαν μετοικήσει στην Αθήνα, η πόλη εισέπραττε επίσης τον νόμιμο ετήσιο φόρο που πλήρωναν όλοι οι μέτοικοι (μετοίκιον), και που ανερχόταν στις δώδεκα δραχμές για τους άνδρες και στις έξι για τις γυναίκες. (Μισή δραχμή ήταν το χαμηλότερο ημερομίσθιο στην Αθήνα της κλασικής εποχής.) Κανένας περιορισμός δεν επιβαλλόταν στην ελεύθερη αγορά της σωματικής ηδονής, όταν επρόκειτο για δούλους ή ξένους. Αλλά αν κάποιος οδηγούσε στην πορνεία το αρσενικό ή θηλυκό τέκνο μιας οικογένειας ελεύθερων πολιτών, τότε η τιμωρία του ενόχου ήταν βαρύτατη. Η πόλη ενδιαφερόταν, πάνω απ᾽ όλα, για την προστασία των πολιτών της. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στην περίπτωση της μοιχείας, που ήταν έγκλημα σε όλες τις ελληνικές πόλεις.

Αυστηρά μιλώντας, μοιχεία ήταν η ερωτική συνεύρεση με μια ελεύθερη παντρεμένη γυναίκα. Γενικότερα, όμως, κάθε μορφή γενετήσιας επαφής με την κόρη, μητέρα ή αδελφή ενός πολίτη, ακόμη και σε περίπτωση χηρείας της, αντιμετωπιζόταν με τον ίδιο αυστηρό τρόπο. Στην πραγματικότητα, η πράξη αποτελούσε βαρύτατη προσβολή κατά της τιμής του κυρίου της και εντασσόταν στα εγκλήματα αλαζονείας (ὑβριστικά), όπως ήταν και η χειροδικία προς ελεύθερο πολίτη. Στην Αθήνα, αν ο κύριος έπιανε τον εραστή τη στιγμή της πράξης μέσα στο ίδιο του το σπίτι, είχε το δικαίωμα να τον θανατώσει. Αυτή ήταν μία από τις λίγες περιπτώσεις αυτοδικίας που επέτρεπε, στο πνεύμα της παλαιάς νομοθεσίας του Δράκοντα, η νεότερη του Σόλωνα. Παρόμοια ήταν η εκτέλεση του διαρρήκτη που είχε πιαστεί επ᾽ αυτοφώρω. (Η τιμωρία ενός λωποδύτη που είχε δράσει σε δημόσιο χώρο ήταν ηπιότερη.) Τα εγκλήματα αυτά παραβίαζαν, με τον πλέον κατάφωρο τρόπο, τον ιδιωτικό χώρο των πολιτών. Η αδυναμία, λόγω αμέλειας ή δειλίας, να υποστηρίξει κάποιος αποτελεσματικά τον οίκο του επέφερε τη μείωση της υπόληψής του στα μάτια των συμπολιτών.

Η θανάτωση του μοιχού επιτρεπόταν, μόνο εφόσον ο ίδιος είχε ομολογήσει το έγκλημά του - πράγμα σχεδόν αυτονόητο όταν συλλαμβανόταν επ᾽ αυτοφώρω, δεδομένου ότι ο μόνος αποδεκτός τρόπος να καταπραΰνει τον θυμό του προσβληθέντος συζύγου ήταν να προτείνει αμέσως χρηματική αποζημίωση. Αν η πληγωμένη τιμή του συζύγου δεν έμενε ικανοποιημένη από την πρόταση, ο μοιχός μπορούσε να θανατωθεί επιτόπου. Λίγες τέτοιες θανατώσεις συνέβησαν στην Αθήνα της κλασικής εποχής. Από έναν λόγο του διάσημου ρήτορα Λυσία, που ήταν γιος πλούσιου μέτοικου από τις Συρακούσες, μαθαίνουμε ότι η εφαρμογή της αυτοδικίας μπορούσε κάποτε να οδηγήσει τον αυτουργό στο δικαστήριο με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας. Συνηθέστερη ήταν λοιπόν η παρουσίαση του μοιχού ενώπιον των αρχόντων, οι οποίοι, αν ομολογούσε, τον έδιναν αμέσως στον απατηθέντα σύζυγο για να τον κακοποιήσει όπως ήθελε, χωρίς όμως να χρησιμοποιεί αιχμηρά αντικείμενα. Στις άλλες περιπτώσεις ακολουθούσαν την κανονική διαδικασία της δίκης. Αυτά ίσχυαν στην Αθήνα, για την οποία οι σωζόμενοι δικανικοί λόγοι μάς πληροφορούν καλύτερα. Αλλού, όπως για παράδειγμα στη δωρική Γόρτυνα της Κρήτης, η χρηματική αποζημίωση του προσβληθέντος ήταν το μοναδικό νόμιμο τίμημα, ενώ στη Λοκρίδα ο μοιχός έπρεπε να τιμωρηθεί με τύφλωση.

Η παγιωμένη πεποίθηση ότι η γυναίκα ήταν κατώτερο ον με ενδιάθετη ροπή προς τη φιληδονία έριχνε όλη την ευθύνη για τη μοιχεία στον άνδρα που αποφάσισε να την αποπλανήσει, έχοντας επίγνωση της αδικίας που θα διέπραττε. Οι ελληνικές πόλεις εκτός από τη Σπάρτη αντιμετώπιζαν τις γυναίκες ως διά βίου ανήλικες, παιδιά που έχουν συνεχώς ανάγκη από επίβλεψη. Η τιμωρία ήταν, κατά συνέπεια, ηπιότερη για τη γυναίκα που είχε δεξιωθεί τον παράνομο εραστή. Η συνηθισμένη τιμωρία της ήταν η υποχρεωτική απαγόρευση της συμμετοχής της στις θρησκευτικές εορτές της πόλης και η αποπομπή της από τον οίκο, δηλαδή η διάζευξη. Όποιος πολίτης αρνιόταν να αποπέμψει τη σύζυγο που είχε προσβάλει την τιμή του μπορούσε να τιμωρηθεί ο ίδιος με ἀτιμίαν, δηλαδή με απώλεια των πολιτικών του δικαιωμάτων, ενώ κάθε πολίτης που έβλεπε μοιχαλίδα να παραβαίνει τη θρησκευτική απαγόρευση μπορούσε να επέμβει βίαια. Αιτία των πάντοτε αυστηρών κυρώσεων κατά της μοιχείας ήταν η αγωνία των ανδρών για τη γνησιότητα των τέκνων τους. Η μοιχεία διασάλευε τη θεσπισμένη νομιμότητα.

Από την πλευρά των ανδρών, ο γάμος μπορούσε να διαλυθεί τόσο εύκολα όσο είχε ξεκινήσει. Χωρίς καμία ιδιαίτερη αιτιολόγηση της στάσης του, ο σύζυγος μπορούσε να αποπέμψει τη γυναίκα του, με την υποχρέωση να επιστρέψει την προίκα που είχε λάβει. Αυτή ήταν η συνηθέστερη μορφή διαζυγίου και ονομαζόταν ἔκπεμψις. Αλλά και ο πατέρας της κόρης μπορούσε να ζητήσει πίσω τη θυγατέρα του για τρεις λόγους: αν ο σύζυγος τη μεταχειριζόταν άσχημα, αν έφθειρε αδικαιολόγητα την προίκα της ή αν (συνηθέστερα) ήταν η μοναδική κληρονόμος της πατρικής περιουσίας και η ίδια δεν είχε γιο. Αυτή η περίπτωση διαζυγίου ονομαζόταν ἀφαίρεσις. Δικαίωμα είχε και η ίδια η σύζυγος να εγκαταλείψει τον οίκο της, αφού πρώτα ζητούσε σχετική άδεια από τον επώνυμο άρχοντα. Η διαδικασία ονομαζόταν ἀπόλειψις. Η τελευταία δυνατότητα ήταν η πιο σπάνια και δεν κέρδισε την ανοχή της κοινωνίας. Η ανδρική νομοθεσία, πάντως, την είχε προβλέψει.

Οι οικονομικές προτεραιότητες του αρχαιοελληνικού και ιδιαίτερα του αθηναϊκού γάμου, για τον οποίο είμαστε πολύ καλύτερα πληροφορημένοι, φαίνονται στην περίπτωση της ἐπικλήρου, της μεγαλύτερης κόρης σε οικογένεια χωρίς άρρενα τέκνα. Η επίκληρος ήταν αναγκαστικά η κληρονόμος της πατρικής περιουσίας. Αν κατά τον θάνατο του πατέρα της ήταν ανύπαντρη, είχε την υποχρέωση να παντρευτεί τον πλησιέστερο συγγενή από την πλευρά του πατέρα της, συχνότατα τον θείο της, άλλοτε τον πρώτο εξάδελφό της. Αν ήταν ήδη παντρεμένη αλλά χωρίς αρσενικό παιδί, τότε ο ενδιαφερόμενος συγγενής μπορούσε, με τη διαδικασία της ἀφαιρέσεως, να ζητήσει τη διάζευξή της για να τη νυμφευτεί ο ίδιος. Μόνο εφόσον είχε ήδη αποκτήσει αγόρι διατηρούσε χωρίς αντεκδικήσεις τη συζυγική της κατάσταση. Στην αθηναϊκή νομοθεσία η γυναίκα μπορούσε να λειτουργήσει ως γέφυρα για τη μεταβίβαση της περιουσίας από τον πατέρα της σε κάποιο άλλο αρσενικό μέλος της οικογένειας, αλλά όχι ως ιδιοκτήτρια η ίδια. Η επίκληρος είχε, συνεπώς, πιο περιορισμένες δυνατότητες επιλογής στην προσωπική της ζωή από τις υπόλοιπες ελεύθερες γυναίκες.

Μια πολυσυζητημένη ρήση ενός ρήτορα επιχειρούσε να καθορίσει αυτάρεσκα τη λειτουργία των γυναικών στη ζωή ενός εύπορου πολίτη:

Τις εταίρες τις έχουμε για ξεχωριστές απολαύσεις, τις παλλακίδες για την καθημερινή φροντίδα του σώματός μας και τις συζύγους για να αποκτούμε νόμιμα τέκνα και να διαθέτουμε έμπιστη φύλαξη των σπιτικών μας.

Στο παραπάνω χωρίο, που αποτελεί μέρος ενός δικανικού λόγου, ο συγγραφέας επικαλείται το κοινό αίσθημα. Όλοι θα συμφωνούσαν για τον ρόλο των συζύγων. Οι εταίρες ήταν αρκετά καλλιεργημένες, ειδικά στη μουσική και τον χορό, και οι υπηρεσίες που πρόσφεραν, συνήθως σε πολύ υψηλές τιμές, δεν περιορίζονταν μόνο στη σωματική επαφή. Αλλά για όλους, εκτός από τους εξαιρετικά πλούσιους, μια βραδιά με εταίρες στον ανδρώνα του σπιτιού ενός φίλου αποτελούσε τη σπάνια εξαίρεση και όχι τον κανόνα της ερωτικής ζωής. Τα συμπόσια των εύπορων αστών, στα οποία εμφανίζονταν αυλητρίδες και ορχηστρίδες εταίρες αλλά ποτέ ελεύθερες γυναίκες, διοργανώνονταν για να εορταστεί μια νίκη ή κάποιο άλλο χαρμόσυνο γεγονός και δεν αποτελούσαν καθημερινότητα. Αντίθετα, καθημερινότητα μπορούσε να αποτελέσει η συνοίκηση ενός άνδρα με μια παλλακίδα μέσα στο ίδιο σπίτι όπου ζούσαν η νόμιμη σύζυγος και τα παιδιά του.

Ο αγοραίος έρωτας με πόρνες δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης στις ανώτερες τάξεις, εκτός αν επρόκειτο για μια εξαιρετικά σαγηνευτική εταίρα - και υπήρξαν αρκετές τόσο ονομαστές, ώστε η φήμη τους ξεπέρασε τα όρια της πόλης όπου εργάζονταν. Οι επισκέψεις στους οίκους ανοχής και οι επαφές με κοινές γυναίκες προορίζονταν για τους πολλούς. Άλλωστε κόστιζαν μόνο ένα ή δύο οβολούς. Οι ἄριστοι καταδίκαζαν τον λεγόμενο πάνδημον έρωτα όχι ως ηθικά μεμπτό αλλά ως αισθησιακά ανεπαρκή. Ο έρωτας των πορνείων λειτουργούσε στο επίπεδο της σωματικής εκτόνωσης και δεν μπορούσε να παράσχει ανώτερη ψυχοσωματική εξύψωση. Την πληρέστερη αυτή λειτουργία είχαν επωμιστεί οι εταίρες, που μπορούσαν να μισθωθούν για μια βραδιά, μια ολόκληρη βδομάδα ή έναν μήνα, ή ακόμη και να εξαγοραστούν διά βίου.

Λέγεται ότι η Φρύνη, μια διάσημη εταίρα από τις Θεσπιές που διέμενε στην Αθήνα, στο πλαίσιο της εαρινής προετοιμασίας για την ελευσίνια μύηση μπήκε στη θάλασσα γυμνή. Στο θέαμα του κορμιού της ο Κολοφώνιος Απελλής, ο διασημότερος ζωγράφος της εποχής, εμπνεύστηκε έναν πίνακα με θέμα την αναδυόμενη Αφροδίτη. Ο Αθηναίος Πραξιτέλης, ένας από τους μεγαλύτερους γλύπτες της αρχαιότητας, ήταν εραστής της ίδιας εταίρας και τη χρησιμοποιούσε ως μοντέλο. Φημολογείται, μάλιστα, ότι από αυτή εμπνεύστηκε το άγαλμα της Κνιδίας Αφροδίτης, ένα ονομαστό γλυπτό κατασκευασμένο περίπου το 350, που παρουσίαζε τη θεά γυμνή τη στιγμή του λουτρού της, και το οποίο είναι σήμερα γνωστό χάρη στα πολλά μεταγενέστερα αντίγραφα. Ο Αθηναίος ρήτορας Υπερείδης, για να πετύχει την αθώωση της ίδιας εταίρας από την κατηγορία της εισαγωγής νέων θεοτήτων στην Αθήνα -μια γραφὴν ἀσεβείας που είχε κατατεθεί από προηγούμενο εραστή της- τράβηξε, κατά τη διάρκεια του δικαστικού αγώνα, τον χιτώνα της πελάτισσάς του και έδειξε, ενώπιον του πολυπληθούς δικαστηρίου, το γυμνό στήθος της. Το τέχνασμα επέφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα, και η Φρύνη αθωώθηκε.

Οι ιστορίες αυτές, μεταγενέστερες και ενδεχομένως πλαστές, εκφράζουν την ελληνική στάση απέναντι στη σωματική ομορφιά: πέρα από τη σαρκική επιθυμία, αλλά με αυτή ως κινητήριο δύναμη, το έκπαγλο κάλλος δρούσε ανατατικά στην ψυχή του ορώντος, διότι κατά βάθος αποτελούσε ιδίωμα της ίδιας της θεότητας.

Το εγχείρημα του Πραξιτέλη ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπο. Όλες οι γυναικείες θεότητες, μετά το 600, παριστάνονταν ντυμένες. Κάποιες, όπως χαρακτηριστικά η Νίκη του Παιωνίου στην Ολυμπία, μπορούσαν να έχουν ενδύματα τόσο λεπτά και διάφανα, ώστε να διαγράφεται θελκτικά το σώμα πίσω από αυτά. Καμία όμως δεν ήταν ολόγυμνη. Η αιδημοσύνη των γυναικών είχε προβληθεί στις θεές - ακόμη και στη θεά του έρωτα. Αλλά με την Αφροδίτη της Κνίδου τα πράγματα άλλαξαν. Τώρα το γυναικείο σώμα μπορούσε να φανεί ακάλυπτο, όπως το ανδρικό. Η αλλαγή αυτή δεν σηματοδοτούσε βελτίωση της θέσης των γυναικών στην κοινωνία· αλλά υποδείκνυε μια μεγαλύτερη ευαισθησία για το καθαρά γυναικείο κάλλος. Οι αρχαϊκές κόρες βασίζονταν κυρίως στην ανδρική σωματική διάπλαση με την προσθήκη ορισμένων γυναικείων χαρακτηριστικών, όπως το στήθος. Στην αλλαγή που εγκαινίασε ο Πραξιτέλης οι καλλιεργημένες εταίρες, οι μόνες γυναίκες με πραγματική ελευθερία κινήσεων και επιλογών στην αρχαιότητα, πρέπει να συνέβαλαν ουσιαστικά. Η Φρύνη κατέληξε να θεωρείται επίγεια φανέρωση της ίδιας της Αφροδίτης.

Ενώ οι μύθοι ανέφεραν από παλαιά έρωτες θεών για νεαρά αγόρια (Δίας και Γανυμήδης, Ποσειδών και Πέλοψ, Απόλλων και Υάκινθος), η μορφή της λεγόμενης «ελληνικής παιδεραστίας» δεν είναι γνωστή στα ομηρικά έπη. Ορισμένες πηγές αποδίδουν στο ιδιότυπο αυτό φαινόμενο δωρική καταγωγή και εντοπίζουν τις απαρχές του στη Σπάρτη και την Κρήτη. Τον 6ο αιώνα παρουσιάζεται, πάντως, διαδεδομένο στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας - και όχι μόνο τις δωρικές. Στην αποδοχή του θεσμού συνέβαλαν η χαμηλή κοινωνική θέση της γυναίκας και το ιδανικό της πολεμικής αρρενωπότητας, που συνδύαζε σωματική λειτουργικότητα, δύναμη και καθαρές γραμμές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο έρωτας αυτός ήταν απαγορευμένος στους δούλους.

Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η φυσική έλξη προς το άλλο φύλο δεν αποτελεί πρόσκομμα για εκδήλωση ερωτικής επιθυμίας προς μέλη του ίδιου φύλου. Πίστευαν, επίσης, ότι η επιθυμία αυτή εκδηλωνόταν μονομερώς, από την πλευρά ενός ώριμου άνδρα προς έναν αρκετά νεότερο έφηβο και, αν προέκυπτε σχέση, αυτή δεν θα ήταν συναισθηματικά αμοιβαία - τουλάχιστον όχι με τον ίδιο τρόπο. Ο ώριμος άνδρας ονομαζόταν ἐραστής και ο νεότερος ἐρώμενος ή παιδικά. Την ερωτική επιθυμία βίωνε μόνο ο εραστής. Ο ερωμένος, ναρκισσευόμενος από το ερωτικό βλέμμα του εραστή, μπορούσε να θαυμάζει την ωριμότητα, την ανδρεία και τη σοφία του εραστή και να ανταποδίδει τον έρωτα με εκτίμηση και φιλία. Η διαφορά ηλικίας ανάμεσα στα μέλη, η συμβατότητα της σχέσης αυτής με τον γάμο και η συνηθισμένη διακοπή της μετά την ενηλικίωση του ερώμενου αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής παιδεραστίας.

Θεωρητικά, οι σχέσεις αυτές είχαν κυρίως παιδαγωγικό χαρακτήρα. Η κοινωνική αποδοχή τους βασιζόταν στη βοήθεια που παρείχαν για την ωρίμανση των νέων. Στην Κρήτη, χαρακτηριστικά, ο εραστής με τον ερώμενο απομακρύνονταν μέσα στην άγρια φύση των δασών και των ορέων για δύο μήνες και ζούσαν μαζί βίο απολίτιστο. Μετά την πάροδο του διμήνου και την επιτυχή λήξη της δοκιμασίας, ο νέος μπορούσε πλέον να ενταχθεί στο σώμα των πολιτών. Παρόμοιες μαρτυρίες υπάρχουν για τη Σπάρτη. Η παιδεραστία, όπως γινόταν αντιληπτή, εξομάλυνε τη μετάβαση από τον γυναικείο χώρο του σπιτιού και των γυναικών στον ανοιχτό χώρο των ανδρικών συγκρούσεων και της ωριμότητας.

Παρά την αποδοχή των παιδεραστικών σχέσεων, η διατήρηση του παθητικού ρόλου κατά την ωριμότητα και η αποφυγή του γάμου προς χάριν ομοφυλοφιλικού δεσμού ήταν, σε διάφορες πόλεις, αντικείμενα κριτικής. Ο Αριστοφάνης, που δεν χάνει ευκαιρία να διακωμωδήσει ως κιναίδους διάφορους νεωτερίζοντες συμπατριώτες του, απηχούσε το κοινό αίσθημα της εποχής για την κατακριτέα εκθήλυνση ορισμένων ανδρών. Η κατηγορία αφορούσε κυρίως την ηδυπάθεια. Από την πλευρά του νόμου, ο ελεύθερος ενήλικας που αποφάσιζε να εκπορνευτεί για χρηματικό όφελος διακινδύνευε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του (ἀτιμίαν), που ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τη θανατική. Στον αγοραίο έρωτα μπορούσαν να εργάζονται μόνο όσοι δεν ήταν κύριοι του εαυτού τους. Η σχέση των ερωτικών δεσμών με τον πόλεμο φανερώνεται άλλωστε και στον ἱερὸν λόχον της Θήβας.

Γενικά, οι διαβατήριες τελετές ενηλικίωσης των εφήβων ακολουθούν ένα τριμερές σχήμα (α) απόσπασης από την κοινότητα, (β) απομόνωσης για ορισμένο χρονικό διάστημα, και (γ) επανένταξης με νέα ιδιότητα. Η κεντρική φάση της απομόνωσης αποτελούσε τον συμβολικό θάνατο του παλαιού εαυτού, ώστε η ανάληψη του νέου ρόλου να ολοκληρώνεται δίχως ψυχικές παλινδρομήσεις και επιπλοκές.

Οι Αθηναίοι έφηβοι, όταν γίνονταν δεκαοκτώ ετών, υπηρετούσαν ένοπλοι για δύο χρόνια την πατρίδα τους μέσα στα σύνορα της Αττικής. Με το πέρας της περιόδου αποκτούσαν την ιδιότητα του πολίτη-οπλίτη, που μπορεί να συμμετάσχει στην Εκκλησία του Δήμου και να πολεμήσει εκτός συνόρων. Ο όρκος που σηματοδοτούσε τη μετάβαση στο νέο κοινωνικό καθεστώς έχει διασωθεί:

Δεν θα ντροπιάσω τα ιερά όπλα ούτε θα εγκαταλείψω τον παραστάτη της φάλαγγας σε όποια σειρά κι αν στοιχηθώ. Θα υπερασπιστώ τα ιερά και τα όσια και δεν θα παραδώσω την πατρίδα μου μικρότερη, αλλά μεγαλύτερη και ισχυρότερη, και μόνος μου και από κοινού με όλους τους άλλους. Θα υπακούω στις εντολές όσων διατάζουν με φρόνηση και θα υπηρετώ τους θεσπισμένους νόμους και όσους άλλους θεσπιστούν με φρόνηση στο μέλλον. Αν κάποιος τους παραβιάζει, θα αντιδράσω, και μόνος μου και από κοινού με όλους τους άλλους, και θα τιμώ τα πάτρια ιερά. Μάρτυρές μου οι θεοί Άγλαυρος, Εστία, Ενυώ, Ενυάλιος Άρης και Αθηνά Αρεία, Ζευς, Θαλλώ, Αυξώ, Ηγεμόνη, Ηρακλής, και όρια της πατρίδας μου το σιτάρι και το κριθάρι και τα αμπέλια και οι ελιές και οι συκιές.

Η εκτός του οίκου δραστηριότητα πλουτισμού ονομαζόταν γενικά χρηματισμός ή χρηματιστική (εννοείται: ἐπιστήμη). Όταν όμως κάποιος χρησιμοποιούσε το χρήμα ως αυταξία και αποσκοπούσε στην αύξηση του πλούτου, όχι ως μέσο για την καλή ζωή αλλά ως σκοπό, τότε η χρηματιστική επιστήμη ονομαζόταν καπηλική. Όλοι οι μεταπράτες, ανεξάρτητα από το βεληνεκές των δραστηριοτήτων τους, μπορούν να θεωρηθούν κάπηλοι, αλλά ο όρος αναφερόταν ειδικά στους μικροπωλητές της αγοράς. Όσοι αντίθετα ασχολούνταν με τη χονδρική μεταπώληση και τη διακίνηση των αγαθών σε μεγάλες αποστάσεις ονομάζονταν ἔμποροι.

Οι οικονομικές δραστηριότητες των Ελλήνων χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες. Πρώτη και καλύτερη ήταν η γεωργία. Σε μια κατά κύριο λόγο αγροτική οικονομία, κάτω από τον γενικό τίτλο της γεωργίας μπορούν να ενταχθούν δραστηριότητες που σχετίζονται με τη γη αλλά δεν είναι κυριολεκτικά γεωργικές. Τέτοιες ήταν η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία και η υλοτομία. Το κυνήγι, ιδίως των μεγάλων θηραμάτων, ήταν περισσότερο άθλημα των ευπόρων παρά καθημερινή ενασχόληση, και η αλιεία, αν και αυτόνομη δραστηριότητα για ορισμένους, μπορούσε επίσης να ασκείται ερασιτεχνικά. Η δεύτερη κατηγορία αφορούσε όλες τις χειρωνακτικές και βιοτεχνικές εργασίες, όπως ήταν η αγγειοπλαστική, η οπλοποιητική, τα εργαστήρια κατασκευής επίπλων, εργαλείων ή μουσικών οργάνων, τα ναυπηγεία και τα ορυχεία. Τελευταία κατηγορία ήταν αυτή των συναλλαγών. Οι διακινητές, οι μεταπράτες, οι ναυτικοί, οι μικροπωλητές και οι έμποροι ανήκαν σε αυτήν.

Η γεωργία και οι συναφείς ενασχολήσεις έχαιραν σχετικής εκτίμησης. Αντίθετα με τις χειρωνακτικές εργασίες των εργαστηρίων και των τεχνών, που χαρακτηρίζονταν βαναυσικαί και, τουλάχιστον στη θεωρία, δεν ταίριαζαν σε ελεύθερο πολίτη, η γεωργία κρατούσε τους αγρότες στο ύπαιθρο, γύμναζε ολόκληρο το σώμα και βελτίωνε το ψυχικό φρόνημα. Η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, μέχρι και το 80%, ασχολούνταν με τη γεωργία υπό την ευρεία της έννοια. Αυτή αποτελούσε το θεμέλιο της αρχαίας οικονομίας.

Τα τρία βασικά καλλιεργούμενα είδη της αρχαιότητας ήταν τα δημητριακά (σῖτος), τα αμπέλια και οι ελιές. Είτε ως σιτάρι (πυροί) είτε, συνηθέστερα, ως κριθάρι (κριθαί) τα δημητριακά παρείχαν τη βάση της καθημερινής διατροφής. Από αυτά παρασκευαζόταν όχι μόνο το ψωμί, αλλά και διάφοροι χυλοί και γλυκά (πλακοῦντες). Από τα σταφύλια έβγαινε το κρασί και από τις ελιές το λάδι, ως απαραίτητα διατροφικά συμπληρώματα. Όσπρια, οπωροκηπευτικά και καρποφόρα δέντρα (μηλιές, αχλαδιές, αμυγδαλιές, κερασιές, συκιές, ροδιές, κυδωνιές) καλλιεργούνταν επίσης. Τα εσπεριδοειδή ήταν άγνωστα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα αβγά και το μέλι πολύ διαδεδομένα, η κρεοφαγία σπάνια και εορταστική. Σε γενικές γραμμές, οι αρχαίοι είχαν διατροφικές συνήθειες υπαγορευόμενες από το περιβάλλον στο οποίο ζούσαν και ακολουθούσαν μια μεσογειακή δίαιτα που διατηρήθηκε για πολλούς αιώνες. Οι αγρότες εξαναγκάζονταν σε μόνιμη διαβίωση σε ορισμένο τόπο και το γεγονός αυτό έθεσε τις ρίζες της πολιτικής κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η καλλιέργεια των σιτηρών, δώρο της Δήμητρας, θεωρήθηκε ως απαρχή της πολιτισμένης ανθρωπότητας.

Ο μέσος κλήρος γης ενός οπλίτη στην Αθήνα του 5ου αιώνα υπολογίζεται γύρω στα 50 στρέμματα. Τα μεγάλα κτήματα δεν ξεπερνούσαν τα 300 στρέμματα. Φυσικά υπήρχαν σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάλογα με την πόλη και την ιστορική περίοδο. Πολλοί, λόγω κακής διαχείρισης, αμέλειας ή άσχημων καιρικών συνθηκών, κατέληξαν ακτήμονες, αλλά γενικά η απόσταση ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς ιδιοκτήτες γης δεν ήταν τεράστια. Οι μικροκαλλιεργητές φρόντιζαν τα χωράφια μόνοι τους (αὐτουργοί). Για τους άλλους η βοήθεια δούλων ήταν επιβεβλημένη, ιδιαίτερα στις περιόδους της συγκομιδής.

Οι λεγόμενες «βαναυσικές» τέχνες θεωρούνταν ανθυγιεινές. Έσχατο όριο εξαθλίωσης του ανθρώπου ήταν η εξόρυξη μεταλλεύματος μέσα σε σκοτεινές και υγρές σύραγγες. Ωστόσο, και άλλα επαγγέλματα, όπως αυτό του σιδερά, που αναγκαζόταν να εργάζεται σε κλειστό χώρο, δίπλα στη φωτιά και τον πυρακτωμένο σίδηρο -εδώ ο όρος βάναυσος κυριολεκτεί-, δεν αντιμετωπίζονταν πολύ καλύτερα. Η κύρια μομφή κατά των βαναυσικών (ή ἀναγκαίων) τεχνών δεν ήταν τόσο η χειρωναξία, όσο η καθιστική στάση και ο περιορισμός του σώματος σε ορισμένες μόνο κινήσεις.

Στην Αθήνα της κλασικής εποχής, που ήταν και εδώ η εξαίρεση στον γενικό κανόνα των ελληνικών πόλεων, το ποσοστό τεχνιτών ίσως άγγιξε το ένα τρίτο του πληθυσμού των πολιτών - πέρα από τους μέτοικους και τους δούλους. Κάποια εργαστήρια ήταν κανονικά εργοστάσια, με μηχανές τα χέρια του ανελεύθερου πληθυσμού. Το εργαστήριο ασπίδων του μέτοικου από τις Συρακούσες Κέφαλου, πατέρα του Λυσία, αριθμούσε 120 δούλους, ενώ ο πατέρας ενός μεταγενέστερου Αττικού ρήτορα, του Δημοσθένη, διέθετε δύο βιοτεχνίες (κρεβατιών και μαχαιριών) με 20 και 30 εργάτες αντίστοιχα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι, παρά τα όσα ισχυρίζονταν οι αριστοκράτες της εποχής, πολλοί χειρώνακτες ήταν υπερήφανοι για τα «βάναυσα» επιτεύγματα των χεριών τους.

Για τη διακίνηση των γεωργικών και βιοτεχνικών αγαθών και των πρώτων υλών (ξύλου, μετάλλου, λίθων) οι αρχαίοι χρησιμοποιούνταν υποζύγια στη στεριά και φορτηγά πλοία (ὁλκάδας) στη θάλασσα, που ακολουθούσαν παράκτιες (κυρίως) και διαπόντιες πορείες, καθορισμένες από την εμπειρία αιώνων (ὑγρὰ κέλευθα). Ο τύραννος Διονύσιος, για παράδειγμα, διέταξε να μεταφέρουν μεγάλη ποσότητα ξυλείας από τα δάση της Αίτνας και της Κάτω Ιταλίας στις Συρακούσες, χρησιμοποιώντας τους δύο αυτούς τρόπους. Τα ζωτικής σημασίας σιτηρά εισάγονταν στην ηπειρωτική Ελλάδα από τον Εύξεινο Πόντο, τη Σικελία και την Αίγυπτο, όταν οι διαθέσιμες ποσότητες τοπικής παραγωγής δεν επαρκούσαν.

Οι συναφείς με το εμπόριο δραστηριότητες είχαν το προσόν ότι μπορούσαν να κάνουν κάποιον πλούσιο μέσα σε λίγο χρόνο. Δεν δημιουργούσαν όμως νέα προϊόντα. Το γεγονός αυτό ήταν αιτία να θεωρούνται ενασχολήσεις που συγγενεύουν με την κλοπή. Ο Κερδώος Ερμής, εξάλλου, προστάτης των εμπόρων, είχε από παιδική ηλικία αποδείξει την επιτηδειότητά του κλέβοντας τα βόδια του Απόλλωνα. Από την άλλη, τα μεταπρατικά επαγγέλματα εξανάγκαζαν τον έμπορο να γίνει δέσμιος της πελατείας του. Η συμπεριφορά του όφειλε να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του αγοραστή, και ο ελεύθερος χρόνος του ήταν περιορισμένος. Ο έμπορος δεν είχε την αυτονομία και τη σχολήν (δηλαδή χρόνο διαθέσιμο για ελευθέριες δραστηριότητες) που ταίριαζε στον ελεύθερο πολίτη. (Οι παραγωγοί, πάντως, που πωλούσαν μόνοι τα προϊόντα τους, σε σπίτια, κτήματα ή την κεντρική αγορά της πόλης, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν έμποροι.)

Η αξιολογική διάκριση που έκαναν οι αρχαίοι της κλασικής εποχής στο ζήτημα της εργασίας ήταν αρκετά διαφορετική από τη σημερινή. Αντί να χωρίζουν τους ανθρώπους σε εργατικούς και φυγόπονους, εργαζόμενους και ανέργους, χώριζαν τις ίδιες τις δραστηριότητες ανάλογα με τον σκοπό που εξυπηρετούν. Πόνος ήταν κάθε μορφή εργασίας που είχε υπαγορευτεί από την ανάγκη επιβίωσης, ἔργον κάθε δραστηριότητα που αποσκοπούσε στην καλή ζωή. Γενικά, ο βιοπορισμός ήταν πόνος, ενώ η πολιτική, η προετοιμασία για τον πόλεμο, η γενική επίβλεψη καλλιεργειών και το ενδιαφέρον για τη γνώση χαρακτηριζόταν ως έργα. Ἄσχολοι ήταν όσοι δεν είχαν χρόνο για να ασχοληθούν με οτιδήποτε άλλο πέρα από τα αναγκαία προς το ζην. Σε ακραία διατύπωση, ο πόνος ταίριαζε στους δούλους και το ἔργον στους ελεύθερους πολίτες.

Οι Έλληνες αξιοποίησαν το νομισματικό σύστημα ως διεθνές μέσο εκτίμησης των αξιών και των εμπορικών συναλλαγών. Ενώ η ανταλλακτική οικονομία διατηρήθηκε σε πολλές πόλεις για τις μικρής κλίμακας καθημερινές συναλλαγές, το εμπόριο σταδιακά προσανατολίστηκε προς τη νομισματική οικονομία, που παρείχε περισσότερες δυνατότητες και μεγαλύτερη ευελιξία. Από τον πρώιμο 6ο αιώνα, ορισμένες ελληνικές πόλεις άρχισαν να σφραγίζουν μετρημένες ποσότητες ευγενούς μετάλλου με κάποιο έμβλημά τους και να δημιουργούν έτσι νομίσματα. Από τη διαδικασία αυτή κέρδιζαν τα δημόσια ταμεία, γιατί η πραγματική αξία του μετάλλου ήταν λίγο μικρότερη από την αγοραστική. Έβγαιναν, όμως, ωφελημένοι και οι ιδιώτες, διότι με τη χρήση νομισμάτων αποσοβούσαν τον κίνδυνο εξαπάτησης που μπορούσε να προκύψει από τη νόθευση του μετάλλου ή το σφαλερό ζύγισμα. Στο τέλος του ίδιου αιώνα οι περισσότερες πόλεις είχαν υιοθετήσει τη συνήθεια κοπῆς (χτυπήματος), και τα ελληνικά νομίσματα μπορούσαν να βρεθούν σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, όπως και σε μέρη της Εγγύς Ανατολής. Λόγω της πολυμορφίας των ελληνικών νομισμάτων προέκυψε η ανάγκη ανταλλαγής τους και κατά συνέπεια ένα νέο επάγγελμα, αυτό του τραπεζίτη.

Η επινόηση του νομίσματος ανήκει στους Λυδούς. (Προϋποτύπωσή της βρίσκουμε στα μεταλλικά σταθμά της Μεσοποταμίας, που όμως δεν έφεραν σφραγισμένες παραστάσεις.) Την ιδέα ακολούθησαν γρήγορα οι πόλεις της Μικράς Ασίας, καθώς και οι Πέρσες, που κατέκτησαν την αυτοκρατορία του Κροίσου. Αλλά η μεγάλη ανάπτυξη και διάδοση του νομισματικού συστήματος συνδέεται άρρηκτα με την άνθηση του εμπορίου, όπου οι Έλληνες, οι Φοίνικες και οι Ετρούσκοι διέπρεπαν ήδη.

Τα πρώτα ελληνικά νομίσματα ήταν φτιαγμένα από μείγμα χρυσού και αργύρου (ἥλεκτρον). Κατόπιν, τα δύο μέταλλα διαχωρίστηκαν στη νομισματοκοπία. Ο άργυρος, αν και ευτελέστερος, κατέληξε να αποτελεί το μέταλλο αναφοράς για τον καθορισμό των τιμών. Το ἀργύριον έγινε συνώνυμο του νομίσματος. Η σχέση του αργύρου με τον χρυσό ποίκιλλε ανάλογα με την περίοδο και μπορούσε να διακυμανθεί από 1/17 έως 1/10 (όπου και σταθεροποιήθηκε τον 3ο αιώνα). Τα χάλκινα νομίσματα, που πρωτοκυκλοφόρησαν τον 5ο αιώνα για μικρές συναλλαγές και χρήση μόνο εντός των συνόρων της πόλης, είχαν πολύ μεγαλύτερη αγοραστική αξία από την αξία του μετάλλου τους - όπως τα σημερινά χαρτονομίσματα. Έθεταν έτσι το ζήτημα της ανθρώπινης σύμβασης στις αξίες. Η λέξη νόμισμα δήλωνε ήδη σχέση με τον νόμον.

Από τον 4ο αιώνα τα αγαθά άρχισαν να υπολογίζονται αποκλειστικά με βάση τη νομισματική τους αξία και η οικονομία μπήκε στη φάση της νομισματοποίησης, ακόμη και όταν δεν γινόταν χρήση μετρητών. Η παλαιά μέθοδος των ανταλλαγών εξακολούθησε για καιρό, αλλά με αναφορά πλέον των τιμών προς το νόμισμα. Τα υλικά αντικείμενα, τα χρηστικά αγαθά και οι περιουσίες έπρεπε πλέον να μεταφράζονται σε αφηρημένες αξίες. Από την εξέλιξη αυτή προέκυψε η έννοια και η πρακτική της πίστωσης και το πρώτο τραπεζικό σύστημα. Όσοι είχαν συσσωρεύσει κινητή περιουσία σε μετρητά μπορούσαν να δανείζουν με τόκο, για να καλύψουν απροσδόκητα έξοδα ή τολμηρές επιχειρήσεις άλλων. Το επιτόκιο βρισκόταν γύρω στο 12%. Οι πρώτες αυτές τράπεζες ανήκαν σε ιδιώτες. (Από τον 3ο αιώνα, κάποια πανελλήνια ιερά με συσσωρευμένο πλούτο ακολούθησαν το παράδειγμα της τραπεζικής πίστωσης με χαμηλότερο επιτόκιο.) Στην ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος βρίσκουμε μια έκφραση των πολύπλοκων σχέσεων ανάμεσα στη δημόσια πολιτική απόφαση (κοπή νομισμάτων) και την ιδιωτική πρωτοβουλία (εμπόριο, τράπεζες).

Το πρώτο δημοσιονομικό σύγγραμμα που έχει διασωθεί από την αρχαιότητα είναι οι Πόροι του Ξενοφώντα. Για την ανόρθωση των οικονομικών της Αθήνας ο συγγραφέας προτείνει μια σειρά από τολμηρά μέτρα, όπως την κατάργηση του φόρου των μετοίκων και της υποχρέωσής τους να συστρατεύονται με τους οπλίτες, τη βελτίωση του κύρους των ξένων εμπόρων μέσα στην πόλη, τη διευκόλυνση των διαδικασιών φορολόγησης και εκφόρτωσης των εισαγόμενων αγαθών, την τόνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας με δέλεαρ το αμεσότερο κέρδος και την αγορά δημόσιων φορτηγών πλοίων και δούλων για εκμίσθωση σε ιδιώτες. Ο συγγραφέας αναγνωρίζει ότι η ευμάρεια μιας πόλης δημιουργεί μεγαλύτερη ανάγκη για ρευστό, καθώς αυξάνουν οι καταναλωτικές απαιτήσεις. Οι άνδρες -υπογραμμίζει- επιθυμούν όμορφα όπλα, γρήγορα άλογα και πολυτελείς κατοικίες, οι γυναίκες ακριβά φορέματα και κοσμήματα. Στο σύγγραμμα διατυπώνεται ευκρινώς ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης στον καθορισμό των τιμών της αγοράς.

ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ: Ελευθερία

Η Συνείδηση, είναι Ελεύθερη από κάθε νόμο αιτιότητας, και μπορεί, ανεξάρτητα προϋποθέσεων, να στραφεί προς τα Έσω, και να βιώσει το Καθαρό Είναι, το Απόλυτο, το Θεό... ή να στραφεί προς τα έξω…

Η Συνείδηση είναι εξ’ αρχής και για πάντα Ελεύθερη. Όταν η Συνείδηση στρέφεται προς τα Έσω, τότε Βιώνει το «Ίδιο Είναι», το Απόλυτο, μία Κατάσταση όπου δεν υπάρχει σχέση με εξωτερικό αντικείμενο. Είναι μία Κατάσταση Απόλυτης Ελευθερίας, αν θεωρήσουμε σαν Ελευθερία την Ανεξαρτησία από κάθε επίδραση... Σε Αυτή την Κατάσταση η Συνείδηση είναι Ελεύθερη και από τον υλικό εγκέφαλο... και Διαχέεται μέσα στην Παγκόσμια Συνείδηση (και μπορεί να «εκδηλωθεί» στον «μεταφυσικό χώρο»).

Όταν η Συνείδηση στρέφεται προς τα έξω, τότε, έχει μία ασαφή αντίληψη του «Ιδίου Είναι» μέσα σε ένα αντικειμενικό κόσμο... «Ταυτίζεται» με τους «μηχανισμούς της αντίληψης» (που έχουν «αντιστοιχία» στο νευρικό σύστημα), αντιλαμβάνεται με «προσωπικό» τρόπο τον κόσμο, και βιώνει μέσα από αυτή την προσωπική αντίληψη μία ατομική ύπαρξη στον «κόσμο»...

Η Συνείδηση, στην πραγματικότητα, είναι Ελεύθερη από κάθε νόμο αιτιότητας, και μπορεί, ανεξάρτητα προϋποθέσεων, να στραφεί προς τα Έσω, ή προς τα έξω. Είναι Αυτεξούσια... Η «επίγνωση», η επιλογή, κι η κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η Συνείδηση τελικά, εξαρτάται από την «εσωτερική ωρίμανσή» της (την «μεταφυσική ωρίμανσή» της), κι όχι από τις σχέσεις της με το «εξωτερικό»...

Η Συνείδηση, στην σχέση της με το «αντικείμενο», τον αντικειμενικό κόσμο, τις αντικειμενικές συνθήκες, και τις αντικειμενικές αλληλεπιδράσεις, δηλαδή στην δράση της μέσα στον αντικειμενικό κόσμο, είναι Ελεύθερη, και μπορεί να «δρα» προς όλες τις κατευθύνσεις. Μπορεί δηλαδή να δεχτεί ερεθίσματα από όλες τις κατευθύνσεις και να αντιδρά χωρίς να απορροφιέται πουθενά. Είναι δηλαδή Αυτόνομη στην δράση της, κινείται ελεύθερα, δρα με δικούς της κανόνες, χωρίς αλλότριες επιρροές ή επεμβάσεις. Βεβαίως είναι «υποχρεωμένη» να δρα μέσα στις αντικειμενικές συνθήκες και να αντιδρά για να επιτύχει ενδεχομένως την αντικειμενική διαφοροποίηση των καταστάσεων. Η Αυτονομία αναφέρεται, όπως είπαμε, στην δράση της, κι όχι στην αποφυγή των αντικειμενικών καταστάσεων μέσα στις οποίες είναι υποχρεωμένη να δράσει...

Όταν η Συνείδηση απορροφιέται σε μία αντιληπτική διαδικασία και δράση δεσμεύεται, περιορίζεται, χάνει την δυνατότητα να δράσει προς άλλες κατευθύνσεις, γίνεται αργή στις αντιδράσεις της, ως και «αναίσθητη» σε άλλους ερεθισμούς. Αυτή η κατάσταση είναι μία κατάσταση μη-ελευθερίας... Πρόκειται όμως για μία λειτουργία της «αντίληψης», που μπορεί να μεταβληθεί οποτεδήποτε... Θεωρητικά, από την άποψη της δυνατότητας, η Συνείδηση παραμένει Ελεύθερη... είναι στην δική της διάθεση να Ελευθερωθεί ή να παραμείνει «δέσμια»... Η εσωτερική ωρίμανση δεν εξαρτάται από τον χρόνο (τον αντικειμενικό χρόνο), ή τις αντικειμενικές συνθήκες...

Πώς να πεις “όχι” χωρίς να πληγώσεις και να πληγωθείς

Μήπως συνηθίζετε να λέτε «ναι» στους άλλους και να το μετανιώνετε πικρά αργότερα; Πιστεύετε ότι πρέπει να βοηθάτε τους άλλους και ότι συχνά πρέπει να δώσετε πρώτα, για να λάβετε; Δεν είστε μόνοι.

Πολλοί έχουμε αναπτύξει την πεποίθηση ότι πρέπει να είμαστε καλοσυνάτοι, ευχάριστοι ή και χρήσιμοι, καταστέλλοντας τα συναισθήματα και τις ανάγκες μας για να αξιωθούμε την αγάπη ή να χαίρουμε σεβασμού. Αυτή η αντίληψη, φυσικά, δεν είναι σωστή και αποτελεί ακόμα έναν στόχο που είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί. Όταν δίνουμε για να πάρουμε, καταλήγουμε συχνά να νιώθουμε θυμό και δεν θέτουμε υγιή όρια τόσο στην προσωπική όσο και στην επαγγελματική μας ζωή.

Στην αρχή του έτους είχα μια παρουσίαση σε μια ομάδα 100 εργαζομένων με θέμα την αύξηση της ανθεκτικότητας στο άγχος. Κατά τη διάρκεια του σεμιναρίου, ρώτησα τους υπαλλήλους τι προκαλούσε άγχος στη ζωή τους. Μια από τους υπαλλήλους, με το όνομα C, είπε: «Το αφεντικό μου, μου προκαλεί άγχος.» Όταν ζήτησα περισσότερες διευκρινίσεις, είπε στην ομάδα ότι αρκετές φορές την ημέρα το αφεντικό της συνήθιζε να της στέλνει αγχωτικά μηνύματα με διαταγές όπως: «Έλα στο γραφείο μου τώρα!». Η C είπε ότι όταν λάμβανε αυτά τα μηνύματα, πάγωνε και δεν ήξερε τι να κάνει ή να πει για αρκετά λεπτά. Δεν αισθανόταν ασφαλής να απευθυνθεί στο αφεντικό της για όσο διαρκούσε ο θυμός του και προτιμούσε να αποφεύγει τη σύγκρουση, οπότε δεν έκανε τίποτα.

Αυτό το πρότυπο αλληλεπίδρασης παγιώθηκε ανάμεσά τους: Μετά από κάθε προσταγή, η C «κατέβαζε το διακόπτη» αυτόματα και περίμενε μέχρι να αισθανθεί έτοιμη να απαντήσει. Αυτή η στάση της προκαλούσε ακόμα πιο επιθετικές εκρήξεις από την πλευρά του αφεντικού της και έτσι δημιουργήθηκε ένας φαύλος κύκλος: εκείνη πάγωνε και ο προϊστάμενος «έπαιρνε φωτιά». Και το πιο σημαντικό για τη C που δεν έβαζε υγιή όρια στην εργασία ήταν ότι επαναλάμβανε το ίδιο πρότυπο συμπεριφοράς όταν προέκυπτε κάποια σύγκρουση στο σπίτι.

Τι σημαίνει “συμπονετικό όριο”;

Το “συμπονετικό όριο” είναι μια έννοια που χρησιμοποιώ τα τελευταία χρόνια με τους μαθητές και τους πελάτες μου. Το ορίζω ως αντιμετώπιση της οποιασδήποτε δυσκολίας προκύπτει με συμπόνια και ενεργή ακρόαση της ανάγκης μου να είμαι συμπονετική τόσο με τον εαυτό μου όσο και με κάθε άλλο εμπλεκόμενο άτομο. Όταν ένα όριο καταπατάται, το πρώτο συναίσθημα που αισθανόμαστε συχνά είναι ο θυμός. Ο θυμός χρησιμεύει στο να μας προστατεύει από κινδύνους και να μας υπενθυμίζει ότι πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τα όριά μας, ώστε να αποκαταστήσουμε την αρμονία. Η πρακτική της καλλιέργειας συμπονετικών ορίων αποδείχτηκε εξαιρετικά ευεργετική στην προσωπική και επαγγελματική ζωή μου.

Πότε δεν βάζουμε συμπονετικά όρια;

  • Όταν λέμε «ναι», ενώ στην πραγματικότητα θέλουμε να πούμε όχι.
  • Όταν τα προβλήματα των άλλων ανθρώπων γίνονται προτεραιότητες για εμάς.
  • Όταν παραμελούμε σημαντικά ζητήματα που μας προκαλούν ανησυχία σχετικά με το σπίτι ή την εργασία.
  • Όταν υποφέρουμε σωματικά γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη συγκέντρωση στα εξωτερικά ερεθίσματα σε βαθμό που αγνοούμε τις ανάγκες μας όπως ο ύπνος, ο διαλογισμός, η άσκηση, οι διακοπές και γενικότερα τη μέριμνα για τον εαυτό μας.
  • Όταν ανεχόμαστε την κακοποίηση στις σχέσεις μας.
  • Όταν γινόμαστε υπερβολικά απολογητικοί και δεν εκφράζουμε αυτό που πραγματικά αισθανόμαστε και χρειαζόμαστε.

Ο θυμός στο χώρο εργασίας πυροδοτείται συχνά σε κοινωνικές περιστάσεις, όταν για παράδειγμα, ένας συνεργάτης δεν αναλαμβάνει το μερίδιο που του αναλογεί σε ένα πρότζεκτ, ο προϊστάμενος δεν αναγνωρίζει τους μόχθους σας ή όπως στο παραπάνω παράδειγμα, το αφεντικό είναι πολύ νευρικό και σας συμπεριφέρεται απαίσια. Στην περίπτωση της C, το άγχος του αφεντικού μετατρέπεται σε έκδηλο, ασυγκράτητο θυμό προς την υπάλληλό του.

Ο θυμός και ο καθορισμός ορίων συνδέονται άμεσα. Ο θυμός είναι ένα από τα συναισθήματα που αισθανόμαστε όταν αντιλαμβανόμαστε κάτι ως απειλή. Όταν απειλούμαστε, απελευθερώνουμε την ορμόνη επινεφρίνη, ακολουθούμενη από νορεπινεφρίνη (νοραδρεναλίνη). Αυτές οι ορμόνες προετοιμάζουν το σώμα μας ν’ αντιδράσει αυξάνοντας τον καρδιακό ρυθμό και την πίεση του αίματός μας και με σκοπό να αντιδράσουμε με πάλη, φυγή ή «πάγωμα».

Ένας πιο υγιής τρόπος ν’ αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες

Πολλοί έχουμε αναπτύξει σχεδόν αυτοματοποιημένες αντιδράσεις στις δύσκολες καταστάσεις. Με την πάροδο του χρόνου, όσο πιο συχνά ανταποκρίνεται κάποιος με έναν ορισμένο τρόπο, τόσο περισσότερο ισχυροποιούνται οι νευρώνες που μεταφέρουν πληροφορίες από και προς τον εγκέφαλο – καθιστώντας όλο και πιο δύσκολο να αλλάξουμε την άμεση αντίδραση όταν αντιλαμβανόμαστε κάτι ως απειλητικό. Ωστόσο, μια πρακτική τακτικού διαλογισμού μπορεί να μας βοηθήσει να επιλέξουμε να κάνουμε μια παύση πριν αντιδράσουμε, ώστε να έχουμε το χρόνο να διερευνήσουμε όλα τα συναισθήματα και τις ανάγκες μας.

Ο θυμός είναι ένα αίσθημα στο οποίο δεν είχα δώσει αρκετό χώρο στη ζωή μου, σε αντίθεση με το φόβο και τη θλίψη, που είχαν γίνει φίλοι μου. Καθώς το να εκφράζω το θυμό μου συνεπαγόταν μπελάδες τόσο όταν ήμουν έφηβη όσο και όταν ενηλικιώθηκα, έμαθα να τον καταπνίγω. Παρ’ όλα αυτά, ο θυμός έφτασε στο σημείο να εξωτερικεύεται με τρόπους βλαβερούς για εμένα και τους άλλους, γιατί δεν του επέτρεπα να εκφράζεται όταν ήταν δικαιολογημένος. Εάν δεν επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να βιώσουμε το θυμό μας με καλοσύνη και αποδοχή, δεν μπορούμε να θέσουμε υγιή όρια και αυτό μπορεί να βλάψει εμάς και τους άλλους.

Τώρα που είμαι μεγαλύτερη και σοφότερη, είμαι πιο ανοικτή στην έκφραση και αποδοχή του θυμού.

Οι δύο ερωτήσεις που απευθύνω στο θυμό όταν παρατηρώ ότι έρχεται είναι:

  1. Τι πρέπει να προστατευθεί;
  2. Τι πρέπει να αποκατασταθεί;

Αυτά τα ερωτήματα είναι χρήσιμα επειδή μου επιτρέπουν να ανακαλύψω και να αποκαταστήσω τα όριά μου με συμπόνια για τον εαυτό μου και τους άλλους. Έχω διαπιστώσει ότι ο θυμός είναι δώρο και έρχεται για να με προστατεύσει από κινδύνους. Ο θυμός ίσως είναι ένας ισχυρός σύμμαχος, και από αυτόματη αντίδραση μπορεί να μετατραπεί σε κινητήρια δύναμη που γεμίζει την καρδιά μας με θάρρος.

Πέντε βήματα για να σχεδιάσουμε τα συμπονετικά όριά μας

Εντοπίστε τη στιγμή κατά την οποία αισθάνεστε ότι έχει καταπατηθεί ένα όριο.

Ποιες σωματικές αισθήσεις αναδύονται στο σώμα σας; Σε ποιο σημείο του σώματός σας αισθάνεστε τα περισσότερα ερεθίσματα; Τι αισθάνεστε;

Είχα την ευκαιρία να δουλέψω με την C πάνω στο πώς να δημιουργήσει ένα συμπονετικό όριο. Παρατήρησε ότι τα περισσότερα σωματικά συμπτώματα προέρχονταν από τα χέρια και την κοιλιά της. Η C αυτό που ένιωθε ήταν θυμός, φόβος και κυρίως οργή.

2. Προσεγγίστε τα συναισθήματά σας με καλοσύνη.

Προκειμένου να παραμείνει στο δύσκολο συναίσθημα της οργής, ενθάρρυνα την C να του απευθυνθεί σαν να πρόκειται για ένα άτομο, με ευγενικό και δεκτικό τρόπο. Η C είπε: «Θυμέ, εκτιμώ ότι μου επισημαίνεις ότι τα όρια μου έχουν καταπατηθεί και με φροντίζεις». Ήταν σε θέση να επαναλαμβάνει αυτή τη δήλωση ξανά και ξανά για να ανακουφίζει τον εαυτό της όταν πραγματικά ήθελε να διώξει μακριά το θυμό.

3. Εντοπίστε ποιες ανάγκες σχετίζονται με τα συναισθήματά σας.

Στην περίπτωση της C, εκείνη αισθανόταν θυμό και με επίγνωση κατάφερε να τον παρατηρήσει, να τον διατηρήσει και να του απευθύνει το ερώτημα ανοικτά: «Τι είναι ανάγκη να προστατεύσουμε; Τι πρέπει να αποκατασταθεί;»

4. Αναγνωρίστε το δικό σας συμπονετικό όριο.

Η C αναγνώρισε την ανάγκη της να αισθάνεται ασφαλής στην εργασία και ειδικά σε σχέση με τις απαιτήσεις του αφεντικού της. Χρειαζόταν έναν πιο ήρεμο τρόπο επικοινωνίας και ήθελε να της απευθύνονται με σεβασμό, ώστε να μπορεί να είναι περισσότερο συγκεντρωμένη και παραγωγική.

5. Εκφράστε τα συμπονετικά όρια με λόγια.

Ξεκινήστε με μια θετική δήλωση (μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα παρακάτω παραδείγματα στην εργασία ή στο σπίτι):

Εκτιμώ όλα όσα έχεις συνεισφέρει στην ομάδα μας.
Εκτιμώ τη φιλία μας και δεν ξεχνώ πόσο με φροντίζετε και με υποστηρίζετε πάντα.C: Μου αρέσει να συνεργάζομαι με εσάς και να αναδεικνύουμε μαζί τις καινοτόμες δράσεις του τμήματος μας.

Να είστε άμεσοι και συγκεκριμένοι.
C: Θα ήθελα να βρούμε έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο επικοινωνίας σε σχέση με τα επείγοντα θέματα που προκύπτουν στη δουλειά. 

Ηγηθείτε με συμπόνια.
C: Καταλαβαίνω ότι έχετε πολλές προθεσμίες που σας πιέζουν και χρειάζεστε άμεσες λύσεις. Είμαι εδώ για να σας βοηθήσω. Αυτό θέλω. Εάν έχετε κάτι που είναι επείγον, παρακαλώ στείλτε μου ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σχετικά με αυτό, τι χρειάζεστε και το χρονοδιάγραμμα για το πότε πρέπει να το έχω φέρει εις πέρας. Δεν θα ήθελα να λαμβάνω μηνύματα από εσάς κάθε λίγο, γιατί αποσυντονίζομαι και δεν ξέρω πώς ν’ αντιδράσω, γεγονός που κάνει και τους δυο μας λιγότερο αποτελεσματικούς.

Συζητήστε με τον όποιον άλλο εμπλέκεται.
Ζητήστε την άποψη των άλλων: «Είστε ευχαριστημένοι με αυτό; Έχετε κάποια άλλη πρόταση που θα λειτουργούσε καλύτερα για σας;»

Μη μένετε προσκολλημένοι στο αποτέλεσμα.
Μπορεί να μην πάρετε αυτό που επιθυμείτε, αλλά είναι σημαντικό να μοιράζεστε την «αλήθεια» σας με καλοσύνη. Εάν δεν τιμούμε το αληθές, τότε τα όριά μας συνεχίζουν να παραβιάζονται και αδυνατούμε να δείξουμε συμπόνια στον εαυτό μας ή σε οποιονδήποτε άλλο.

Ο θυμός, όταν διοχετεύεται σωστά, μπορεί να θέσει υγιή όρια χωρίς να καταπατήσει τα όρια των άλλων. Αυτό σημαίνει να ζει κανείς θαρραλέα και με συμπόνια, κάτι που ο κόσμος μας χρειάζεται.

Έχω διαπιστώσει ξανά και ξανά ότι ένα πρόσωπο που ηγείται με συμπόνια στον εργασιακό του χώρο, μπορεί να ξεκινήσει μια πραγματική επανάσταση περισσότερης καλοσύνης και ευεξίας στους εργασιακούς χώρους. Θα ήθελες να γίνεις ένας τέτοιος άνθρωπος σήμερα; Ναι!

Παιδική ωριμότητα

Τώρα που αρχίζω και μεγαλώνω, συγκρίνω τις δυσκολίες της παιδικής μου ηλικίας, με τις δυσκολίες της τωρινής ζωής, γενικά αρχίζω να βλέπω καθαρά τη φοβερή προσπάθεια του ανθρώπου να προσαρμοσθεί συνεχώς σε νέες καταστάσεις για τις οποίες όλοι δεν είναι πλασμένοι.

Υπάρχουν παιδιά που με δυσανασχέτηση υποφέρουν την παιδική τους ηλικία, όντας ώριμοι άνδρες ήδη από πέντε χρονών, και τα ίδια αυτά παιδιά, όταν αρχίζουν να γερνάνε, βλέπουν με θυμό να τους αφαιρείται σιγά-σιγά κάτι τι που, από βρέφη, ήταν βέβαιοι πως θα τους ανήκει αιωνίως!

Η ανδρική ωριμότης και μεστότης, ειδική για τους ανθρώπους της δράσεως.

Μια ωριμότης πρόωρα αποχτημένη και κρατημένη με πείσμα όσο το δυνατόν πιο πολύ.

Πολλοί μπαίνουν στην ωριμότητα πολύ νωρίς, αλλά και βγαίνουν από πολύ νωρίς, γινωμένοι, ειρηνικοί γέροι.

Έχοντας ζήσει, έστω σε λίγο χρονικό διάστημα, αλλά τέλεια, την ωριμότητά τους.

Υπάρχουν και παιδιά που είναι εξαιρετικά έξυπνα και πρόωρα, με βαθύτητα όση θέλετε, και ευαισθησία άλλη τόση, αλλά που αργούν πολύ να φτάσουν στην ωριμότητα.

Τι δυστυχία η παιδική ηλικία γι’ αυτά τα παιδιά, και ακόμα μεγαλύτερη συμφορά η εφηβική τους ηλικία.

Η ηλικία της ωριμότητος, όσο πλησιάζει χωρίς αυτοί να είναι προετοιμασμένοι, και καταλαβαίνοντας ότι θ΄ αργήσουν να προετοιμαστούν, δεν είναι προσμονή καθαρή και αισιόδοξη, αλλά ένας τρόμος αβάσταχτος μιας άγνωστης καταστάσεως, που την περιμένουν με ταραχή, όπως άλλοι περιμένουν τα θάνατο απροετοίμαστοι.

Τα παιδιά αυτά φτάνουν στην ωριμότητα αργά, σε μια ωριμότητα απίστευτη, νεανική, ασυμβίβαστη με τη μεγάλη τους ηλικία, που συμπίπτει λόγω της ηλικίας τους με την προετοιμασία για το θάνατο.

Νομίζω, πως αυτά τα παιδιά τροφοδοτούν τις τέχνες και είναι αυτοί οι άνθρωποι που ονομάζουμε τραγικούς ή πνευματικούς, γιατί είναι υποχρεωμένοι να εκφράσουν εν πνεύματι μιαν ισορροπία, με μια μορφή τέχνης – ό,τι η ανωμαλία της ζωής τους δεν τους επιτρέπει να πραγματοποιήσουν στην πράξη.

ΝΥΞΕΙΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ

ΝΟΥΣ, ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΣΩΜΑ στον αρχαίο Ελληνικό στοχασμό

Το ψυχοσωματικό μοντέλο της ανθρώπινης ταυτότητας το βρίσκου­με στην επική ποίηση του Ομήρου. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, τα ζωντανά ανθρώπινα όντα είναι κατ’ ουσίαν εν­σώματα. Το μόνο που απομένει από τα πρόσωπα από τη στιγμή που θα έχουν αφήσει την τελευταία τους πνοή είναι ένα φασματώδες αντίγραφο του προηγουμένως ενσώματου προσώπου, απλώς ένα φάντασμα ή μια σκιά χωρίς ζωή. Στον Όμηρο δεν απαντά καμία έννοια μιας αθάνατης ψυχής όπως τη βρίσκουμε στον Πλάτωνα και την πλατωνική πα­ράδοση. Σε αντίθεση με τους αθάνατους θεούς (αθάνατοι), οι άνθρωποι του Ομήρου είναι βροτοί. Με αυτή την ελληνική λέξη συνδέεται ετυμολογικά η αγγλική λέξη mortal. Ενώ οι Ολύμπιοι θεοί τρέφονται με αμβροσία και νέκταρ, οι άνθρω­ποι είναι σιτοφάγοι. Είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν και να υπολείπονται των θεών από πολλές απόψεις. Όσον αφορά είτε την ομορφιά, τη γνώση, τη δύναμη ή την ευτυχία, οι ομηρικοί θεοί είναι πρότυπα τα οποία οι άνθρωποι μπορούν στην καλύτερη περίπτωση να μιμηθούν και να προσεγγί­σουν. Ο χαρακτηρισμός θεοείκελος (θεόμορφος) είναι ο υψη­λότερος έπαινος που μπορεί να δεχτεί ένας άνθρωπος στον επικό κόσμο του Ομήρου.

Αυτό το χάσμα ανάμεσα στους αθάνατους θεούς και στα θνητά ανθρώπινα όντα προσδίδει στην ομηρική ποίηση πολύ από το υποβλητικό της μεγαλείο. Οι θεοί ζουν «άνετο βίο». Μπορούν να γυρίσουν την πλάτη τους στον ανθρώπι­νο κόσμο οποτεδήποτε το θελήσουν για να γλεντούν και να παίζουν στον Όλυμπο. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους που μοχθούν, οι θεοί δεν διακινδυνεύουν τίποτε, ή τουλάχιστον τίποτε το οποίο μπορεί να επηρεάσει την αθανασία τους και τις ειδικές θεϊκές τους δυνάμεις. Η Ιλιάδα επανειλημμένα τονίζει το αμετάκλητο του θανάτου. Αυτό το αμετάκλητο δημιουργεί έντονα συναισθήματα, καθώς οι ομηρικοί ήρωες αγωνιούν για τη φήμη τους και με το τι θα λένε γι’ αυτούς μετά τον θάνατό τους. Το «αθάνατο κλέος» είναι η κινητή­ρια φιλοδοξία του ομηρικού πολεμιστή — η ελπίδα και ο στόχος το όνομά του και τα ανδραγαθήματά του να ζουν για πάντα στα χείλη των μελλοντικών γενεών. Η αθανασία της φήμης οδηγεί στην ανδρεία, σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αχιλλέας, ο σπουδαιότερος ήρωας, να προτιμά μια σύντομη και ένδοξη ζωή από μια μακροβιότητα που δεν θα τη θυμάται κανείς. Αλλά η αιώνια φήμη όχι μόνο δεν μετριάζει τη συγ­κίνηση του ομηρικού θανάτου αλλά υπογραμμίζει τον αμε­τάκλητο χαρακτήρα του. Ο θάνατος δηλώνει το γεγονός ότι εκείνοι που θα απαθανατιστούν στις επικές αφηγήσεις έχουν στην πραγματικότητα τελειώσει τον βίο τους μια για πάντα.

Αυτός ο αμετάκλητος χαρακτήρας συχνά δηλώνεται στον Όμηρο με περιγραφές της αναχώρησης της ψυχής από το σώμα. Ας δούμε εδώ μερικά παραδείγματα: «Ενός πο­λεμιστή η ψυχή τον άφησε, και η νύχτα χύθηκε πάνω από τα μάτια του»· «η ψυχή έφυγε απ’ τα μέλη του και κατέβη­κε στον Άδη»· «η ψυχή ενός άνδρα δεν μπορεί να ανακτηθεί από τη στιγμή που έχει φύγει από το φράγμα των δοντιών». Όταν ο Οδυσσέας συναντά τη σκιά της μητέρας του στον κάτω κόσμο, εκείνη του εξηγεί τις συνθήκες της θνητότη­τας (Οδύσσεια λ 215-222):

Τα νεύρα μας πια δεν συγκρατούν τη σάρκα και τα κόκκαλα, μα καταστρέφονται από την άγρια φωτιά μόλις ο θυμός [πνοή ζωής] φύγει από τα άσπρα μας κόκκαλα, και η ψνχή πετάξει μακριά σαν όνειρο.[1]

Η ομηρική ψυχή δεν επανέρχεται ποτέ στο νεκρό σώμα που προηγουμένως το ζωογονούσε η πνοή της ζωής, παρόλο που μπορεί να επιστρέφει σε ένα πρόσωπο που έχει απλώς λιποθυμήσει. Αυτό που μπορεί να κάνει η ψυχή, μετά θά­νατον, είναι να ξαναεπισκεφθεί τον ζωντανό, αλλά μόνο ως φάντασμα. Αυτή η οπτασία εμφανίζεται στην Ιλιάδα (Ψ 65-107) όταν η ψυχή του νεκρού Πατρόκλου επισκέπτεται τον Αχιλλέα σε ένα όνειρο και του απευθύνεται ζητώντας να του αποδοθούν ταφικές τιμές. Ο Πάτροκλος, επειδή δεν έχει ακόμη ταφεί, δεν μπορεί να γίνει δεκτός στον Άδη. Ο Αχιλλέας επιχειρεί να αγκαλιάσει τη σκιά, «αλλά αυτή χά­νεται σαν μια τολύπη καπνού βγάζοντας άναρθρες κραυγές και πηγαίνει στον κάτω κόσμο».[2] Ο Αχιλλέας αντιδρά σε αυτή τη φαντασματώδη εμπειρία παρατηρώντας ότι από τους αποθανόντες ανθρώπους επιβιώνει μια ψυχή και ένα φάντασμα (εἴδωλον), αλλά επίσης δηλώνει πως αυτό το φαντασματώδες αντίγραφο δεν σκέπτεται (στα ελληνικά, είναι χωρίς φρένας).

Ως ζώντες θνητοί, οι άνθρωποι στον Όμηρο χαρακτη­ρίζονται από ένα μεγάλο φάσμα ηθικών και πνευματικών ιδιοτήτων — γενναιότητα και δειλία, σοφία και ανοησία, εντιμότητα και δολιότητα, γενναιοδωρία και μικρότητα. Αλλά ως σκιές, αυτά τα ανθρώπινα όντα έχουν πάψει να είναι ζώντα πρόσωπα. 0 θάνατος ισοπεδώνει τους πάντες χωρίς διάκριση. Δεν υπάρχουν ούτε ανταμοιβές για να τις απολαύσουν οι καλοί ούτε τιμωρίες για να υποφέρουν οι κα­κοί. Καμιά σκιά δεν έχει νου ούτε υπόσταση. Ή, τουλάχι­στον, έτσι παρουσιάζονται οι σκιές στον Οδυσσέα έως ότου τις αναζωογονήσει θαυματουργικά με θυσιαστήρια ροφή­ματα αίματος, καθιστώντας τις ικανές να επικοινωνήσουν μαζί του, αλλά όχι και αναμεταξύ τους.

Αν αμέσως μετά την ανάγνωση του Ομήρου προχωρή­σουμε στον Πλάτωνα, θα ξαφνιαστούμε από την πολύ δια­φορετική μοίρα και την εσχατολογία που ο Πλάτων πα­ρουσιάζει στους μύθους τους οποίους περιλαμβάνει σε κά­ποιους από τους σπουδαιότερους διαλόγους του.[3] Σε αυτές τις ιστορίες, η μεταθανάτια ψυχή δεν είναι ένα αναίσθητο φάντασμα. Είναι το ασώματο αλλά πνευματικά και ηθικά πλήρες επιζών μέρος του προηγουμένως ενσώματου προ­σώπου. Οι πλατωνικές ψυχές, όταν αφήνουν το σώμα κατά τον θάνατο, διατηρούν τον νου και τον ηθικό τους χαρακτή­ρα χωρίς να χρειάζεται να αναζωογονηθούν με αίμα. Ενώ οι ομηρικές ψυχές, όταν αφήνουν μόνιμα το σώμα τους, είναι απλώς πρώην πρόσωπα, οι πλατωνικές ψνχές, σύμφωνα με αυτούς τους μύθους, εξακολουθούν να είναι πραγματικές· υπόκεινται σε μεταθανάτια κρίση, αναγέννηση, τιμωρία ή ανταμοιβή. Αυτές οι ψυχές, και όχι το σώμα που έχουν αφή­σει πίσω τους, περιέχουν ουσιαστική ανθρώπινη ταυτότη­τα. Στον Πλάτωνα, σε αντίθεση με τον Όμηρο, η ανθρώπινη ταυτότητα δεν είναι ψυχοσωματική αλλά ουσιωδώς «ψυχική», πράγμα που σημαίνει ότι είναι πνευματική και ηθική μάλλον παρά έντονα σωματική.

Όπως παρατήρησα στην Εισαγωγή μου και στο Κεφά­λαιο ι, αυτά τα αντιτιθέμενα μοντέλα της ανθρώπινης ταυτότητας απαιτούν εξήγηση. Η κύρια διαφορά ανάμεσα στον Όμηρο και τον Πλάτωνα δεν είναι, όπως έχει συχνά ειπωθεί, ότι από τον πρώτο απουσιάζει οποιαδήποτε ιδέα μιας ψυ­χής ή ενός πνευματικού και συναισθηματικού κέντρου για το ζωντανό πρόσωπο. Όπως υποστήριξα προηγουμένως, ο Όμηρος έχει στη διάθεσή του τις λέξεις και τις έννοιες που του επιτρέπουν να αναφερθεί σε αυτό το οποίο στις σύγχρο­νες γλώσσες αποκαλούμε νου ή ψυχή ή πνεύμα. Η πιο ση­μαντική διαφορά μεταξύ Ομήρου και Πλάτωνα είναι αυτή που μόλις ανέφερα — η διαφορά ανάμεσα στην άποψη πως η ψυχή ή το πνεύμα που έχει χωριστεί από το σώμα είναι μόνο ένα φασματικό αντίγραφο του ζωντανού προσώπου, και στην πλατωνική σύλληψη ότι η ψυχή συνεχίζει να ζει και μετά το σώμα επειδή αυτή, και όχι το σώμα, είναι η αληθινή έδρα του προσώπου, όχι μόνο κατά τον ενσώματο βίο αλλά ακόμη και πριν από τη γέννηση και μετά τον θάνατο.

Ο χριστιανισμός και άλλες θρησκείες μάς έχουν εξοι­κειώσει με κάτι παρόμοιο με την πλατωνική σύλληψη, του­λάχιστον με την έννοια ότι το ατομικό ανθρώπινο πνεύμα μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει μια ζωή η οποία συνεχίζεται πέρα από το θνητό σώμα του. Αυτή η εξοικείωση ίσως κά­νει την ομηρική αντίληψη του απόλυτα αμετάκλητου χαρα­κτήρα του θανάτου να προκαλεί έκπληξη ή απογοήτευση. Ωστόσο, αν αφήσουμε κατά μέρος την πίστη και την πνευ­ματικότητα, η ομηρική ψυχοσωματική ιδέα της ανθρώπι­νης ταυτότητας είναι από εμπειρική άποψη πειστική. Τι λόγους θα μπορούσαμε να έχουμε, εκτός από τους ευσεβείς μας πόθους, να πιστεύουμε ότι η ζωή μας συνεχίζεται για εμάς αφότου το σώμα έχει πάψει οριστικά να αναπνέει ή να κινείται, και αρχίζει να παγώνει; (Τονίζω το για εμάς προ- κειμένου να αφήσω χώρο για την ομηρική αναγνώριση ότι τα ανθρώπινα όντα μπορούν να έχουν μια προσωπικά συνε­χιζόμενη μεταθανάτια ζωή αν συνεχίσουν να μνημονεύονται ως ήρωες μετά θάνατον.) Προκειμένου να προσεγγίσουμε το τεράστιο ερώτημα γιατί να πιστεύουμε σε μια μεταθα­νάτια ζωή την οποία συνεχίζουμε να ζούμε ως πρόσωπα, επιστρέφω εν συντομία στην αρχική μου αντιπαραβολή ανάμεσα στην αθανασία και την υπεροχή των θεών και στη θνητότητα και τα όρια των ανθρώπων.

Οι ομηρικοί θεοί είναι ανώτεροι από τα ανθρώπινα όντα από πολλές απόψεις τις οποίες έχω ήδη αναφέρει, αλλά δεν είναι ηθικά ανώτεροι. Ακριβώς όπως οι άνθρωποι, συχνά ενεργούν με οργή ή σκληρά ή άδικα· ψεύδονται και εξαπα­τούν. Η ανωτερότητά τους, με άλλα λόγια, υπερβαίνει την ηθικότητα. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι που κέρδισε την επιδοκιμασία του Φρήντριχ Νίτσε εξαιτίας της βαθιάς του περιφρόνησης για τη χριστιανική ευλάβεια και τη θυσία. Ο Δίας, ο κύριος θεός της αρχαίας Ελλάδας, αποτελεί μια με­ρική εξαίρεση σε αυτή την ηθική αδιαφορία. Ο Δίας προσ­υπογράφει ηθικές αρχές όπως είναι η καλή μεταχείριση των ξένων, η υποχρέωση να τηρούνται οι όρκοι και ο σεβασμός προς τους ικέτες, αλλά ο ρόλος του από αυτές τις απόψεις δεν είναι κεντρικός για την επική δράση· ακόμη και ο Δίας, όπως οι θεοί γενικώς, ενδιαφέρεται μόνο περιστασιακά για τους ανθρώπους. Μπορεί οι θεοί, ή τουλάχιστον οι περισσό­τεροι από αυτούς, να αποδοκιμάζουν μια ανθρώπινη πρά­ξη, όπως όταν ο Αχιλλέας ατιμάζει το πτώμα του Έκτορα σέρνοντάς το γύρω από τα τείχη της Τροίας με το άρμα του. Αλλά ως επί το πλείστον, τουλάχιστον στην Ιλιάδα, η ανθρώπινη επιτυχία ή αποτυχία έχει ελάχιστη σχέση με τις αρετές ή τον χαρακτήρα κάποιου προσώπου. Ο Έκτορας, ο οποίος μάχεται για να υπερασπιστεί το σπίτι και την πατρίδα του, δεν αξίζει να σκοτωθεί από τον Αχιλλέα. Αν τον κρίνουμε με ηθικά κριτήρια, ο Έκτορας είναι κατά πολύ ο καλύτερος άνθρωπος. Αλλά ο Αχιλλέας, που η μητέρα του είναι θεά, έχει την υψηλότερη καταγωγή, και είναι ο πιο δυνατός άνδρας. Την ίδια ρεαλιστική έμφαση στη δύναμη παρά στη δικαιοσύνη βρίσκουμε και στην Οδύσσεια. Αλλά μ’ αυτό το οπωσδήποτε μεταγενέστερο έπος μάς δίνεται επίσης η έντονη αίσθηση ότι ο Οδυσσέας αξίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του και ότι οι μνηστήρες που τον έχουν υποκαταστήσει κατά την απουσία του αξίζει να τιμωρηθούν από το χέρι του.

Κανένα όμως από τα δύο έπη δεν προτείνει με κάποια βεβαιότητα πως η καλή ή κακή διαγωγή θα καταλήξει πράγματι στη θεϊκή εύνοια ή το αντίστροφο. Η ανθρώπινη επιτυχία ή αποτυχία στον Όμηρο έχει πολύ μεγαλύτερη σχέση με την τύχη ή τη θεϊκή μεροληψία παρά με την αξία I) με μια σαφή έννοια δικαιοσύνης. Ο Μενέλαος, ο οποίος απέχει αρκετά από το να είναι ο σπουδαιότερος ήρωας, όταν πεθάνει θα πάει στα Ηλύσια Πεδία, το ομηρικό ισοδύναμο ι ης αιώνιας ευδαιμονίας, παρόλο που δεν έχει κάνει τίποτα για να αξίζει αυτό το εξαιρετικό πεπρωμένο. Αυτό χαρίζε­ται στον Μενέλαο επειδή, ως σύζυγος της Ελένης, είναι εξ αγχιστείας συγγενής με τον Δία. Μπορούμε να είμαστε αρ­κετά βέβαιοι ότι τα Ηλύσια, όπως και οι αιώνιες τιμωρίες που απονεμήθηκαν στον Τάνταλο καθώς και σε άλλους με­γάλους αμαρτωλούς στον Άδη, είναι μια ιδέα ξένη προς τις κύριες προφορικές παραδόσεις από τις οποίες γεννήθηκε το ομηρικό έπος.

Ο Ησίοδος, που συνέθεσε τα ποιήματά του περίπου την ίδια χρονική περίοδο κατά την οποία καταγράφηκαν τα Ομηρικά Έπη, παρουσιάζει κάποιες αρκετά διαφορετικές ιδέες για τη ζωή και τον θάνατο, καθώς και για τις σχέσεις μεταξύ αριστείας και ευημερίας. Αυτές οι ιδέες έχουν πολ­λά κοινά με τους μύθους της Εγγύς Ανατολής όπως τους συναντάμε στο σουμερικό έπος του Γκιλγκαμές και στην εβραϊκή Βίβλο. Σε αντίθεση με τις αφηγήσεις του Ομή­ρου, όπου οι ήρωες ζουν κοντά στους Ολύμπιους θεούς, τα δύο κεντρικά θέματα του Ησιόδου είναι η καθημερινή ζωή ενός αγρότη της υπαίθρου και η θεϊκή προέλευση και οργάνωση του κόσμου. Εξαιτίας του ποιητικού μεγαλείου του Ομήρου, οι μελετητές έχουν την τάση να υποτιμούν τη σημασία του Ησιόδου για τη γενεαλογία των ιδεών της αρχαίας Ελλάδας σχετικά με την ανθρώπινη ταυτότητα και τον εαυτό. Ο Ησίοδος δεν μιλάει για μεγάλες μορφές όπως ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη. Οι αφηγήσεις του δεν δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ψυχολογία των αν­θρώπινων όντων. Δεν μας λέει τίποτα σχετικά με την ψυχή των ατόμων είτε στη διάρκεια του βίου είτε μετά θάνατον. Στο μοναδικό χωρίο όπου χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη λέξη (Έργα και Ημέραι 686), αυτή δηλώνει τη «ζωή» που οι «αξιοθρήνητοι θνητοί» θέτουν σε κίνδυνο όταν ταξιδεύουν στη θάλασσα για να κάνουν εμπόριο. Για τους λόγους αυ­τούς, ο Ησίοδος ίσως φαίνεται άσχετος με τούτο το βιβλίο.

Μια τέτοια εκτίμηση θα ήταν εσφαλμένη. Ο Ησίοδος διαθέτει έναν χαρακτήρα με ιδιαίτερα περίπλοκη ψυχολο­γία, και εννοώ τον Δία, την κυριότερη θεότητα του ελληνι­κού πανθέου. Ως αθάνατος, ο Δίας δεν έχει ψυχή, αλλά όπως οι Ολύμπιοι θεοί στον Όμηρο, ο Δίας του Ησιόδου είναι πλή­ρως εξοπλισμένος με όλες τις ιδιότητες που εξηγούν ανθρώ­πινες σκέψεις και συναισθήματα. Ο Ησίοδος ασχολείται με τον θεϊκό νου όταν περιγράφει με ποιον τρόπο ο Τιτάνας Προμηθέας προσπάθησε να ξεγελάσει τον Δία (Θεογονία 507-616). Εκεί μαθαίνουμε για τον θυμόν του Δία, και πως είναι αδύνατον για οποιονδήποτε να βάλει τρικλοποδιά στη νοημοσύνη του (νόος). Η διάνοια του Δία αποτελεί εξίσου δυνατό θέμα στο έργο του Ησιόδου Έργα και Ημέραι (105, 483,661).

Ο Ησίοδος είναι επίσης πολύ σημαντικός για τις «νύξεις αθανασίας», που είναι και ο τίτλος αυτού του κεφαλαίου. Για να εξηγήσω το γιατί, στρέφομαι σε τέσσερα από τα μεγάλα θέματα του Ησιόδου: τη Χρυσή Εποχή και τα επακόλουθά της, τον μύθο του Προμηθέα, τη δικαιοσύνη του Δία και την τιμωρία για όσους παραβαίνουν τους θεϊκούς όρκους.

Ο κόσμος του Ομήρου είναι μια εποχή χωρίς ισχυρές ιστορικές ή εξελικτικές όψεις. Τα ποιήματα του Ησιόδου, αντιθέτως, διαποτίζονται από ιδέες σχετικές με το παρελ­θόν και τον τρόπο με τον οποίο θα διαμορφωθεί το μέλλον από τις προηγούμενες και τις παροντικές πράξεις των αν­θρώπων. Αυτή η χρονική διάσταση επισημαίνεται σαφώς από την αφήγηση του Ησιόδου σχετικά με τις πέντε διαδο­χικές εποχές του ανθρώπου — τη Χρυσή, την Αργυρή, τη Χάλκινη, την Ηρωική και την Εποχή του Σιδήρου ('Έργα και Ημέραι 109-210). Παραλείποντας προς το παρόν την Ηρωι­κή Εποχή, η διαδοχή από τη Χρυσή Εποχή έως την Εποχή του Σιδήρου απεικονίζει έναν εκφυλισμό από το καλύτερο προς το χειρότερο, από μια εποχή αθωότητας σε μια εποχή εγκλήματος. Η Χρυσή Εποχή μάς πάει πίσω στην αρχέγονη εποχή του Κρόνου, πατέρα του Δία.

Ο Ησίοδος μας λέει ότι, πρώτα απ’ όλα, οι αθάνατοι Ολύμπιοι θεοί έφτιαξαν ένα χρυσό γένος ανθρώπινων όντων. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν εύκολη ζωή χωρίς βάσανα, «σαν θεοί». Έβρισκαν ήπιο θάνατο. Μετά θάνατον, μαθαίνουμε, «γίνονταν θεία πνεύματα \δαίμονες\, προστάτες των θνη­τών ανθρώπων ... και δωρητές πλούτου».[4] Άραγε αυτό το «πνευματικό» πεπρωμένο το είχαν κερδίσει με την αξία τους οι άνθρωποι της Χρυσής Εποχής; Ο Ησίοδος δεν μας λέει κάτι τέτοιο, αλλά το κείμενό μας συνδέει τον μεταθα­νάτιο, προστατευτικό τους ρόλο με την επίβλεψη των δικα­στικών κρίσεων και των κακών πράξεων. Φαίνεται, λοιπόν, ότι έχουμε την ιδέα μιας αρχικής ανθρώπινης φυλής (ή μάλ­λον ενός αρχικού γένους ανδρών) οι οποίοι όχι μόνο είχαν το προνόμιο μιας αδιάλειπτα ευτυχισμένης ζωής αλλά επίσης ήταν ηθικά καλοί ή τουλάχιστον αθώοι, και ως εκ τούτου κατάλληλοι, μετά θάνατον, να παίξουν ένα ρόλο άγρυπνου επιτηρητή της μελλοντικής ανθρώπινης κοινωνίας. Με αυτό το χρυσό γένος, τα μέλη του οποίου επιζούν μετά θάνατον ως θεϊκά πνεύματα, ο Ησίοδος απομακρύνεται εντυπωσι­ακά από την ομηρική ανθρωπολογία και εσχατολογία, η οποία έδινε έμφαση στον απόλυτα αμετάκλητο χαρακτήρα του θανάτου.

Ο Ησίοδος αναφέρεται ειδικά στο ομηρικό έπος με το τέταρτο γένος των ηρώων του, όπου περιλαμβάνονται «εκείνοι που πήγαν στην Τροία για χάρη της Ελένης». Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Ησίοδος συνεχίζει λέγοντας πως, «ενώ το αμετάκλητο του θανάτου κάλυψε κάποιους από αυτούς εκεί»,[5] ο Δίας έστειλε κάποιους άλλους στις Νήσους των Μακάρων, όπου συνεχίζουν να απολαμβάνουν τη χω­ρίς βάσανα ζωή την οποία είχε ζήσει το χρυσό γένος των ανθρώπων κατά την πρώτη από αυτή τη σειρά των πέντε εποχών. Στον Όμηρο, όπως είδαμε, ο Μενέλαος είχε εξα­σφαλίσει μια πολύ ξεχωριστή μεταθανάτια ζωή, αλλά στον Ησίοδο αυτό το προνόμιο επεκτείνεται και σε άλλους ανώ­νυμους ήρωες. Θα πρέπει να σημειώσουμε, επίσης, ότι ο Ησίοδος δεν λέει τίποτα σχετικά με τον λόγο για τον οποίο αυτοί οι προνομιούχοι ήρωες είχαν την ευλογία να μετα­φερθούν στα Ηλύσια Πεδία μάλλον παρά να ζουν σαν σκιές στον ζοφερό Άδη. Ο ίδιος ο Ησίοδος, ωστόσο, ζώντας στη θλιβερή Εποχή του Σιδήρου, δεν αναφέρει την προοπτική οποιασδήποτε μεταθανάτιας ζωής για τον εαυτό του ή για τους συμπατριώτες του, είτε αυτή θα σήμαινε μια περίοδο ευδαιμονίας είτε το αντίθετο.[6]

Αυτό που πράγματι οραματίζεται ο Ησίοδος, και πάλι σε έντονη αντίθεση με τον Όμηρο, είναι ότι οι θεοί ανταμεί­βουν τη δίκαιη συμπεριφορά χαρίζοντας ευημερία στην πα­ρούσα ζωή. Ο αγρότης που τηρεί τους όρκους του, που ερ­γάζεται σκληρά και δεν εξαπατά, θα ζήσει καλά: «Ούτε λι­μός ούτε καταστροφή βασανίζει ποτέ τους άνδρες οι οποίοι ασκούν την αληθινή δικαιοσύνη ... ευημερούν διαρκώς με αγαθά πράγματα» (στο ίδιο, 230-23 6).[7] Η ζωή του δίκαιου ανθρώπου μπορεί να συγκριθεί με τη ζωή των ανθρώπων της Χρυσής Εποχής, αλλά με τη διαφορά ότι οι δίκαιοι άν­θρωποι χρειάζεται να εργάζονται για να βγάλουν τα προς το ζην ώστε να αξίζουν πλήρως και ξεκάθαρα την ευημερία τους. Όσο γι’ αυτούς που διαπράττουν αδικίες, ο Ησίοδος τους απευθύνει αυστηρή προειδοποίηση: «Συχνά ακόμη και μια ολόκληρη πόλη υποφέρει εξαιτίας ενός κακού ανθρώ­που» (στο ίδιο, 239),[8] όπου οι άνθρωποι αναγκάζονται να υπομείνουν την πείνα και την πανούκλα. Αν ο ίδιος ο πα­ραβάτης διαφύγει την καταστροφή, η τιμωρία τελικά θα πλήξει τους απογόνους του. Είναι σαν να λες πως η θεϊκή τι­μωρία για την κακή πράξη, αν δεν θίξει άμεσα τον δράστη, θα μεταβιβαστεί στους απογόνους μέσω των γονιδίων του.

Σύμφωνα με τον Ησίοδο, η Δικαιοσύνη (Δίκη) είναι θεά, και μάλιστα η ίδια η κόρη του Δία. Έχει τον ειδικό ρόλο να αναφέρει τα ανθρώπινα παραπτώματα στον πατέρα της, με σκοπό να του δίνει τις πληροφορίες που μπορεί εκείνος να τις χρησιμοποιήσει για να τιμωρήσει τους παραβάτες ή να ανταμείψει τους αθώους. Ο λόγος του Ησιόδου είναι μυθι­κός, αλλά δεν είναι δύσκολο να δούμε ότι αυτή η έννοια της θεϊκά άγρυπνης Δικαιοσύνης εισάγει μια ισχυρή ηθική διά­σταση στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει τη βασική δομή του σύμπαντος. Ο Ησίοδος τονίζει αυτή την ηθική δομή κάνοντας την ακόλουθη διάκριση μεταξύ των ανθρώπινων όντων και όλων των άλλων πλασμάτων, μια διάκριση την οποία επιτάσσει μόνον ο Δίας. Ο τρόπος ζωής (ο Ησίοδος χρησιμοποιεί τη λέξη νόμος) που παραχωρήθηκε στα ζώα είναι «να τρώει το ένα το άλλο» (στο ίδιο, 276-278). Για τα ανθρώπινα όντα, αντιθέτως, ο σωστός τρόπος ζωής είναι η δικαιοσύνη (δίκη).

Από το έπος του Γκιλγκαμές, το βιβλίο της Γένεσης στην Παλαιά Διαθήκη, καθώς και από άλλο υλικό από την Εγγύς Ανατολή, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι πρόγονοι των Ελλήνων ήταν εξοικειωμένοι με διάφορους μύθους που αφο­ρούσαν την ανθρώπινη καταγωγή. Αυτοί οι μύθοι θα συμπεριλάμβαναν την ιδέα ενός χαμένου παραδείσου, ενός αρχέγονου αμαρτήματος, της θεϊκής ανταπόδοσης, της θνητό­τητας και της τουλάχιστον μερικής ανάκτησης της θεϊκής επιδοκιμασίας. Η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία εναλλάσ­σονται σε αυτές τις μακροσκελείς αφηγήσεις. Το βιβλίο της Γένεσης αρχίζει δοξάζοντας το μεγαλείο της δημιουργίας του ανθρώπινου γένους από τον Θεό. Αλλά, αμέσως μετά, ο Λδάμ και η Εύα στερούνται την αθανασία και τον παράδει­σο όταν με την ανυπακοή τους επιδιώκουν να αποκτήσουν Γη γνώση που θα τους θέσει στο ίδιο επίπεδο με τον Θεό τον ίδιο. Ο Ησίοδος, όπως και ο συγγραφέας της Γένεσης, προσ­φέρει την αισιοδοξία της Χρυσής Εποχής και την απαισιο­δοξία της Εποχής του Σιδήρου. Όπως ακριβώς η ιστορία της Γένεσης επιμένει πως η υπακοή στον Θεό είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι μετά την Εδέμ θα οδηγηθούν στην ευημερία, έτσι και ο Ησίοδος λέει στους διεφθαρμένους ηγε­μόνες στους οποίους απευθύνεται να τηρούν το δίκαιο.

Ήταν τα πρώτα ανθρώπινα όντα θεϊκά, και είναι οι άν­θρωποι του παρόντος εκπεσόντες θεοί; Τα ερωτήματα αυτά ο Ησίοδος και οι σύγχρονοί του δεν τα έθεταν με αυτούς τους συγκεκριμένους όρους. Τα θέτω εδώ επειδή πιστεύω πως στις καταφατικές απαντήσεις σ’ αυτά στηρίζεται εν πολλοίς ο τρόπος σκέψης που οδήγησε στην εμφάνιση της πίστης σε μια αθάνατη ψυχή της οποίας το πεπρωμένο, καλό ή κακό, έχει αμετάκλητα διαμορφωθεί από την ηθική συμπεριφορά του ατόμου. Αυτή, φυσικά, είναι η εσχατολογία που μας εί­ναι οικεία από τους μύθους του Πλάτωνα. Ο Πλάτων αποδί­δει στην ανθρώπινη ψυχή θεία καταγωγή, και υποθέτει πως αυτή είχε μια εξαιρετική γνωσιακή εμπειρία προτού ενσαρ­κωθεί, αλλά στη συνέχεια ξέχασε ό,τι είχε προηγουμένως γνωρίσει.

Ο Ησίοδος δεν λέει κάτι τέτοιο. Ωστόσο, σύμφωνα με την πιο εύλογη ερμηνεία του μύθου του για τον Προμηθέα, ο Ησίοδος οραματίστηκε μια φάση στην εξέλιξη του κόσμου όπου οι άνθρωποι (εννοώ τους άνδρες) και οι θεοί είχαν ζήσει μαζί (Θεογονία 535-6ι6). Εκείνη η φάση τελείωσε κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου στο οποίο συμμετείχαν από κοι­νού. Ο Προμηθέας επιχείρησε να ξεγελάσει τον Δία δίνον­τας στους ανθρώπους τις καλύτερες μερίδες από ένα βόδι το οποίο ο ίδιος είχε κόψει σε κομμάτια. Ο Δίας αντέδρασε στερώντας τη φωτιά από την κοινωνία των ανδρών. Ο Προ­μηθέας την έκλεψε για να τους την επιστρέψει, και τότε ο Δίας δημιούργησε τη γυναίκα ως τιμωρία. Οι λεπτομέρειες και η λογική αυτής της εντυπωσιακής ιστορίας παραμένουν σκοτεινές· μας βοηθάει όμως να καταλάβουμε καλύτερα την πεποίθηση του Ησιόδου σύμφωνα με την οποία ο ίδιος ζούσε σε μια εποχή όπου τα ανθρώπινα όντα είχαν χάσει την αρχική ευτυχισμένη τους κοινωνία με τους θεούς.

Λίγο πιο κάτω θα ασχοληθώ με τις πρώτες μας σαφείς νύξεις εκτός μυθολογίας για την προοπτική του ανθρώπου να αποκτήσει αθανασία και να ανακτήσει τη θειότητα. Πριν από αυτό, όμως, υπάρχει μια ακόμη ιστορία σχετικά με τους θεούς στον Ησίοδο την οποία αξίζει να προσέξουμε (Θεο­γονία 782-806). Όποιος Ολύμπιος θεός παραβεί έναν όρκο υποχρεούται για έναν ολόκληρο χρόνο να μη γευτεί ούτε νέκταρ ούτε αμβροσία. Το αποτέλεσμα είναι μια κατάστα­ση που μοιάζει με τον θάνατο, κατά τη διάρκεια της οποίας ο θεός κείται «χωρίς ανάσα ούτε ομιλία» [ἀνάπνενστος καί ἄναυδος] όπως ακριβώς μια ομηρική σκιά. Και αυτό δεν εί­ναι το τέλος της τιμωρίας του θεού. Για άλλα εννέα χρόνια, ο επίορκος θεός είναι αποκλεισμένος από τις διαβουλεύσεις και τα συμπόσια των θεών. Η ιστορία φέρει ένα βαρύ ηθι­κό φορτίο, με τον προσωρινό υποβιβασμό του αμαρτωλού θεού σε μια θνητή κατάσταση, την ιδέα ότι η παράβαση του όρκου αποτελεί έγκλημα εξαιρετικής βαρύτητας, και την αποπομπή ενός επίορκου θεού από τη θεϊκή συντροφιά. Όλες αυτές οι ιδέες έχουν μια θέση στις πιο πρώιμες αναφο­ρές μας σχετικά με το τι συμβαίνει μετά θάνατον στην ψυχή των ανθρώπων που έχουν διαπράξει αδίκημα.

Καθώς στρέφομαι τώρα σε αυτό το εσχατολογικό υλικό, ζητώ από τους αναγνώστες μου να έχουν στον νου τους τις παρατηρήσεις που έχω κάνει ώστε να αναδείξω τη διαφο­ρά του Ησιόδου από τη διαρκή έμφαση που δίνει ο Όμηρος στην ανθρώπινη θνητότητα, την αντίστοιχη απόσταση των ανθρώπινων όντων από τη θειότητα, καθώς και το γεγο­νός ότι στον Όμηρο απουσιάζει οτιδήποτε που να μοιάζει με τις ιστορίες του Ησιόδου σχετικά με τη δικαιοσύνη, το έγκλημα, την τιμωρία και την ανταμοιβή. Βέβαια, η Ιλιάδα ξεκίνησε με την αδικία που διέπραξε ο Πάρης απέναντι στο Μενέλαο, αποπλανώντας και κλέβοντας την Ελένη από τη Σπάρτη, όταν ήταν φιλοξενούμενος στον οίκο του Με­νέλαου. Στον Όμηρο όμως δεν υπάρχει τίποτα που να συγκρίνεται με τους παρακάτω στίχους του Ησιόδου και τις καταπληκτικές προσωποποιήσεις τους (Έργα και Ημέραι, 217-221):

Ο Όρκος τρέχει πλάι στις ανέντιμες κρίσεις... Η Δικαιοσύνη, δακρυσμένη, στοιχειώνει την πόλη και τους ανθρώπους που την έχουν εκδιώξει και κακοποιήσει.[9]

Το ομηρικό έπος διαθέτει πλούσιο υλικό για να προβαίνει σε ηθικές κρίσεις, αλλά ποτέ δεν προσωποποιεί τη δικαιοσύνη, ούτε ερμηνεύει την ανθρώπινη ταυτότητα με θεμελιωδώς ηθικούς όρους. Η ποίηση του Ησιόδου, αντιθέτως, βρίθει από ιστορίες εγκλήματος και τιμωρίας, και δίνει έμφαση στα αγαθά που απορρέουν από την καλή συμπεριφορά. Ο Ησίοδος δεν μπαίνει στον νου των χαρακτήρων του, αλλά τα θέματα που έχω αναδείξει προαναγγέλλουν σε μεγάλο βαθμό την ηθική ψυχολογία την οποία ο Πλάτων θα ανα­πτύξει και θα εμβαθύνει.

Αν η ανθρώπινη ταυτότητα είναι κατά βάση ηθική, και εάν τα ανθρώπινα όντα οφείλουν τη ζωή τους στην ψυχή τους, τότε και η ψυχή τους θα πρέπει να σηματοδοτείται θεμελιωδώς από τις ηθικές της κρίσεις και τον ηθικό της χαρακτήρα. Αν ισχύει αυτό, η δικαιοσύνη φαίνεται να αξιώ­νει μια καλή ψυχή να ευημερεί πιο πολύ απ’ ό,τι μια κακή. Εντούτοις, αυτό δεν το επιβεβαιώνει ισχυρά η εμπειρία της καθημερινής ζωής, τουλάχιστον αν η ευημερία συνίσταται σε όσα λέει ο Ησίοδος για εύφορα χωράφια, κοπάδια και οι­κογένειες που ανθούν.

Ένας τρόπος να συνδέσουμε την καλοσύνη της ψυχής με την ευτυχία είναι να αποσυνδέσουμε τελείως την ευτυχία από το υλικό όφελος και να ερμηνεύσουμε την ανθρώπινη πρόοδο ευρέως ή πλήρως με όρους ενάρετου χαρακτήρα. Αυτή ήταν η πορεία που ακολούθησε ο Σωκράτης (Πλάτων, Απολογία 29d) όταν στη δίκη του στην Αθήνα διακήρυξε πως στην καλοσύνη της ψυχής πρέπει να αποδίδεται πολύ μεγαλύτε­ρη αξία απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε σωματικά και εξωτερικά οφέλη όπως είναι η κοινωνική θέση και η φήμη. Αν αυτή η σωκρατική πρόταση ευσταθεί, μπορούμε να συμπεράνουμε πως η καλοσύνη της ψυχής είναι επιθυμητή καθαυτή, ή του­λάχιστον σε μεγάλο βαθμό, ανεξάρτητα από τις συνέπειές της. Αν, από την άλλη μεριά, θεωρούμε πως η δικαιοσύνη θα πρέπει να ανταμείβεται εν μέρει, αν όχι εξ ολοκλήρου, με πιο συμβατικά επιθυμητούς τρόπους, ίσως ελπίζουμε ότι μια καλή αλλά δυστυχής ζωή σε τούτο τον κόσμο θα έχει ως αντιστάθμισμα ένα ευτυχές πεπρωμένο μετά θάνατον, όπως η μετάθεση στις Νήσους των Μακάρων. Σε αυτή την περί­πτωση, ο δίκαιος αλλά άτυχος άνθρωπος θα χρειαστεί να έχει μια ψυχή η οποία εξασφαλίζει τη συνέχεια της ύπαρξης μετά θάνατον. Και έτσι φτάνουμε επιτέλους στη σημαντική ιδέα μιας αθάνατης ψυχής που συνεχίζει τη ζωή του προη­γουμένως ενσαρκωμένου προσώπου.

Στην αρχαία Ελλάδα, οι πρώτες αναφορές που έχουμε γι’ αυτή την πίστη χρονολογούνται περί το 500 π.Χ. Εκεί­νη περίπου την εποχή ο Πυθαγόρας ίδρυσε μια λατρεία που οι τελετουργικές πρακτικές της πιστευόταν ότι εξάγνιζαν τους οπαδούς του και τους βοηθούσαν να εξασφαλίσουν μια καλή μετά θάνατον ζωή. Ο Πυθαγόρας και οι οπαδοί του ήταν χορτοφάγοι. Η αποχή τους από την κατανάλωση κρέατος συνδεόταν με την πίστη πως η ανθρώπινη ψυχή, αφού αφήσει το παρόν σώμα της, ενδέχεται να μεταναστεύσει στο σώμα άλλων ειδών ζώων, με το είδος του ζώου να ταιριάζει στον χαρακτήρα που είχε ο άνθρωπος στην προηγούμενή του ενσάρκωση. Περίπου την ίδια εποχή άρχισαν να εξα­πλώνονται λατρείες που σχετίζονταν με τον θεό Διόνυσο και με τον θάνατο του μυθικού ποιητή Ορφέα. Αυτές οι λατρείες επίσης υπόσχονταν στους πιστούς τους μια ανώτερη μετα­θανάτια ζωή ως ανταμοιβή για την ορθή συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια της παρούσας ύπαρξής τους.[10]

Είναι πολύ δύσκολο να ερμηνεύσουμε τα υπάρχοντα στοιχεία σχετικά με τον Πυθαγόρα και τον ορφισμό. Εδώ χρειάζεται να τονίσω ότι κατά τη χρονική στιγμή που έχω υποδείξει, περίπου διακόσια χρόνια μετά τον Όμηρο και τον Ησίοδο, είχαν αρχίσει να διαδίδονται πεποιθήσεις που δέχονταν ότι όντως υπάρχει η μετά θάνατον ζωή — πεποι­θήσεις που δεν δέχονταν απλώς τη φασματική επιβίωση της ανθρώπινης ψυχής αλλά τη συνέχεια της ως πυρήνα του ζώντος προσώπου, η ποιότητα της μεταθανάτιας ζωής του οποίου εξαρτάται από την ηθική ποιότητα του προηγούμε­νου ενσώματου βίου του. Στις πεποιθήσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται η πίστη στη μετεμψύχωση, δηλαδή στην ιδέα ότι η ανθρώπινη ψυχή μπορεί να μεταναστεύει σε διαφορε­τικούς τύπους ζωντανών πλασμάτων· άλλες πεποιθήσεις δεν περιλάμβαναν αυτή τη διδασκαλία. Για τον σκοπό του δικού μου κειμένου σημασία δεν έχει αυτή καθαυτήν η μετενσάρκωση της ψυχής, όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι τούτη η ιδέα, αλλά η ξεκάθαρη τόλμη της ιδέας ότι τα ανθρώπινα όντα εξακολουθούν να έχουν πραγματική ζωή αφότου το παρόν σώμα τους παύει να υπάρχει. Αν αυτό ισχύει, η ουσία της ανθρώπινης ταυτότητας δεν είναι πλέον ψυχοσωματι­κή, όπως τη βρήκαμε στον Όμηρο, αλλά ψυχική. Θα επι­κεντρωθώ σε δύο συγγραφείς οι οποίοι μεταδίδουν τέτοιες απόψεις — τον Πίνδαρο και τον Εμπεδοκλή.

Ο Πίνδαρος έγραψε λυρικά ποιήματα που δόξαζαν τις νίκες σε έναν από τους ετήσιους αθλητικούς αγώνες των Ελλήνων. Αντανακλά σταθερά τις αριστοκρατικές αξίες των προστατών του, οι οποίοι τον είχαν προσλάβει για να υμνήσει την αγωνιστική τους ανδρεία και τις δόξες των προγόνων τους. Οι ωδές του, τις οποίες τραγουδούσαν και χόρευαν ομάδες χορωδών, εξυμνούν τη φήμη και τα επιτεύγματα των νικητών, παράλληλα με τον πλούτο και την τιμή που χάρη στη νίκη αποκτούν οι οικογένειές τους. Ο Πίνδαρος συνυφαίνει το ιστορικό γεγονός με τον μύθο και τη θρησκεία. Με τον τρόπο αυτό δημιουργεί ένα λυρι­κό πανόραμα το οποίο συνδυάζει τον εγκωμιασμό με τυ­πικά ελληνικές προειδοποιήσεις ενάντια στις ανθρώπινες υπερβολές και τη φιλοδοξία, η οποία μπορεί να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των θεών. Ως επί το πλείστον, οι ιδέες του Πινδάρου σχετικά με τον καλό βίο είναι εξ ολοκλήρου

παραδοσιακές. Κατά κανόνα αντιδιαστέλλει την ανθρώπινη θνητότητα με τη θεϊκή αθανασία, το μεγάλο ομηρικό θέμα στο οποίο έδωσα έμφαση στην αρχή αυτού του κεφαλαίου.

Όταν αναφέρεται στην ψυχή, γενικά είτε δηλώνει το γνωσιακό και συναισθηματικό κέντρο των ζώντων προσώπων, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που ο Όμηρος δηλώνει αυτά τα πράγματα με τις λέξεις θυμός ή φρένες, είτε κάνει νύξεις για τη σκιά που αφήνει το σώμα κατά τον θάνατο, και η οποία στη συνέχεια μεταβαίνει αμετάκλητα στον Άδη. Δεν υπάρ­ξει τίποτε καινούργιο στον τρόπο με τον οποίο ο Πίνδαρος μεταχειρίζεται την ταυτότητα και την ατομική υπόσταση, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του.

Σε μερικά χωρία, ωστόσο, ο Πίνδαρος κάνει κάποια αι­νιγματική αναφορά σε ένα αρκετά διαφορετικό σύστημα πεποιθήσεων.[11] Γράφει για ψυχές που επιστρέφονται στη ζωή πάνω στη γη αφού περάσουν κάποιον καιρό στον Άδη. Από αυτές τις ψυχές, λέει, προκύπτουν ευγενείς βασιλείς και ισχυροί άνδρες, φημισμένοι για τη δύναμη και τη σοφία τους — άνδρες οι οποίοι μετά θάνατον αποκαλούνται ιεροί ήρωες. Τα συμφραζόμενα αυτών των παρατηρήσεων εξη­γούν ελάχιστα τι ακριβώς έχει κατά νου ο Πίνδαρος, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως δέχεται ότι κάποιοι άνθρωποι ξαναγεννιούνται. Δεν λέει με πολλά λόγια ότι οι ψυχές αυ­τών των προσώπων είναι αθάνατες, αλλά θα πρέπει τουλά­χιστον να συναγάγουμε ότι οι ψυχές από τις οποίες προκύ­πτουν οι ευγενείς βασιλείς και οι ισχυροί άνδρες είχαν ήδη ενσαρκωθεί σε μια προηγούμενη ζωή και ότι στη συνέχεια κέρδισαν μια επιπλέον λαμπρή ζωή στον κάτω κόσμο. Σε ένα ακόμη κείμενο, και πάλι χωρίς ευρύτερα συμφραζόμε­να, ο Πίνδαρος μας μιλά για έναν ένδοξο υπόγειο κόσμο, ο οποίος φωτίζεται από τον δικό του ήλιο. Οι κάτοικοι αυτού του κόσμου χαίρονται με παιχνίδια και μουσική και κάθε άλλου είδους απόλαυση, φέρνοντας έτσι στον νου μας τη Χρυσή Εποχή του Ησιόδου.

Ο Πίνδαρος έχει και άλλα να πει σχετικά με αυτό το εί­δος εσχατολογίας στον δεύτερο Ολυμπιόνικό του. Έγραψε αυτό το ποίημα για να τιμήσει τις νίκες που κατήγαγε στις αρματοδρομίες ο Θήρων, ο οποίος ήταν κυβερνήτης του Ακράγαντα, της λαμπρής πόλης της Σικελίας. Ο Πίνδαρος ξεκινά επαινώντας τον Θήρωνα για τις αρετές του. Έπειτα αρχίζει να ανεβαίνει και να κατεβαίνει, ή μάλλον να κατε­βαίνει και να ανεβαίνει, το γενεαλογικό δέντρο του Θήρωνα. Μαθαίνουμε πως οι πρόγονοί του έφτασαν στο ναδίρ τους με τον Οιδίποδα και τους αδελφοκτόνους γιους του. Ωστόσο, οι μετέπειτα γενεές, χάρη στην ανδρεία τους, αποκατέστησαν την οικογενειακή ανωτερότητα του Θήρωνα. Ο Πίνδαρος στη συνέχεια αντλεί ένα ηθικό δίδαγμα από αυτές τις τρο­πές της γενεαλογικής ιστορίας. Ο πλούτος, λέει, δημιουρ­γεί σπουδαίες ευκαιρίες, αλλά η ευημερία δεν θα συνεχιστεί μακροπρόθεσμα αν εκείνοι οι οποίοι κατέχουν τον πλούτο δεν συμπεριφέρονται δίκαια. Αυτό φυσικά είναι το κυρίαρχο μήνυμα του Ησιόδου το οποίο έχω ήδη συζητήσει. Για να βεβαιωθεί ότι επισημαίνουμε τον υπαινιγμό στον Ησίοδο, ο Πίνδαρος μας λέει ότι οι άνθρωποι που τηρούν τους ηθικούς κανόνες, όπως για παράδειγμα εκείνοι που σέβονται τους όρκους τους, απολαμβάνουν μια ειδυλλιακή ζωή, ενώ οι πα­ραβάτες περνάνε πολύ άσχημα.

Αυτό ακούγεται αρκετά παραδοσιακό, πράγμα που όντως ισχύει όταν ο Πίνδαρος παρουσιάζει τις χαρές που απολαμβάνουν οι καλοί άνθρωποι. Αλλά ο Πίνδαρος, διαφο­ρετικά από τον Ησίοδο, επίσης συσχετίζει αυτά τα βάσανα και τις απολαύσεις με τη νέα εσχατολογία την οποία συνό­ψισα προ ολίγου. Τώρα μεταφράζω:

Όλοι όσοι έχουν αντέξει για να κρατήσουν την ψυχή τους απολύτως ελεύθερη από την αδικία, τρεις φορές από κάθε πλευ­ρά, ταξιδεύουν στον δρόμο του Δία προς την ακρόπολη του Κρόνου. Εκεί στο νησί των Μακάρων ...άνθη χρυσά λάμπουν μπροστά, και όσοι κατοικούν εκεί βιώνουν τον παράδεισο.[12]

Ο Κάδμος, ο μακρινός πρόγονος του Θήρωνα, είναι παρών σε αυτά τα Ηλύσια Πεδία. Έχει προφανώς κερδίσει τη θέση ίου εκεί. Ο Πίνδαρος επίσης παρατηρεί ότι εκεί βρίσκεται και ο Αχιλλέας (όχι στον Άδη, όπως συμβαίνει σύμφωνα με όσα λέει για τους νεκρούς ο Όμηρος). Στη δική του περί­πτωση, ωστόσο, δεν έπαιξε ρόλο καμιά αξία. Ο Αχιλλέας απολαμβάνει μια μακάρια μεταθανάτια ζωή επειδή η μητέ­ρα του η Θέτις έπεισε τον Δία με τις προσευχές της.

Κρίνοντας από την αναφορά του στο να κρατά κανείς την ψυχή του μακριά από την αδικία, ο Πίνδαρος φαίνεται να έχει σφυρηλατήσει μια εντυπωσιακή σύνδεση με τις αντα­μοιβές που κερδίζουν με την αξία τους οι ηθικά καλοί λόγω της καλοσύνης τους, ενώ οι κακοπραγούντες υποφέρουν με μεταθανάτια τιμωρία στον κάτω κόσμο. Στον Ησίοδο δεν συναντήσαμε κανένα ίχνος τέτοιων μεταθανάτιων ανταμοι­βών ή τιμωριών. Αλλά αν ο Αχιλλέας μπορεί να πάει στον παράδεισο, όπως ο Μενέλαος στον Όμηρο, απλώς χάρη στη θεϊκή εύνοια, είναι η αφήγηση που δημιούργησε ο Πίνδα­ρος μια συνεκτική ηθική αφήγηση; Η απάντηση είναι πως όχι. Στις ιδέες σχετικά με το τι περιμένει τους ανθρώπους μετά θάνατον υπάρχει μια ασυνέπεια, καθώς την ευδαιμο­νία μπορεί να τη βρει όχι μόνο αυτός που την αξίζει αλλά και ο ανάξιος· επιπλέον, ο Πίνδαρος είναι αρκετά σκοτει­νός σε πολλές λεπτομέρειες. Παραμένει εντελώς ασαφές τι εννοεί όταν αναφέρεται σε εκείνους που έχουν κρατήσει την ψυχή τους «ελεύθερη από την αδικία, τρεις φορές, από κάθε πλευρά». Μήπως αυτή η διαδοχή σημαίνει κάποια εναλλα­γή σε τρία ζεύγη καλών βίων, όπου κάθε ζεύγος συνίσταται σε μια γήινη ζωή ακολουθούμενη από μια ζωή στον Άδη; Αυτή είναι η πιο συνηθισμένη ερμηνεία, αλλά, αν είναι σω­στή, πώς θα έπρεπε να κατανοήσουμε την ψυχή; Σημαίνει η λέξη την «ψυχή» με τον τρόπο που ο Πλάτων μιλάει για την ψυχή η οποία είναι ξεχωριστή από το σώμα, ή θα πρέπει να τη μεταφράσουμε απλώς ως «ζωή» ή «εαυτό»; Ο Πίνδαρος θα πρέπει να έχει υπόψη του κάτι πολύ πιο ουσιώδες από τη φασματική ομηρική σκιά. Όπως είδαμε ήδη, ήταν εξοικειω­μένος με την ιδέα πως οι άνθρωποι δεν περιορίζονται σε μία μόνο ζωή. Ακόμη πιο σημαντικό, συνδυάζει αυτή την ιδέα με την άποψη ότι η ποιότητα της μελλοντικής ύπαρξης δια­μορφώνεται από την ποιότητα προηγούμενων βίων.

Μπορούμε τώρα να καταλάβουμε γιατί η ψυχή καθιε­ρώθηκε στην ελληνική γλώσσα ως λέξη για την ψυχή ή τον νου ή τον εαυτό, αντί της λέξης θυμός, η οποία μπορεί συχνά στον Όμηρο να αποδίδει τις έννοιες του νου ή του εαυτού. Και οι δύο λέξεις συνδέονται ετυμολογικά με την αναπνοή, καθώς, όπως έχουμε δει, η οριστική αναχώρησή τους από το σώμα σηματοδοτεί την αμετάκλητη απώλεια της ανα­πνοής και κατά συνέπεια τον θάνατο. Ωστόσο, ο θυμός νο­είται περισσότερο ως μέρος του ζωντανού προσώπου παρά ως το πλήρες πρόσωπο καθαυτό. Η ψυχή, αντιθέτως, είχε ήδη δηλώσει τη ζωή ενός προσώπου στην ολότητά της, όπως όταν λέγεται για τον Αχιλλέα πως έστειλε στον Άδη τις ψυχές πολλών ηρώων ή ότι διακινδύνευσε τη δική του ψυχή στο πεδίο της μάχης χωρίς να του αποδοθούν οι πρέ­πουσες τιμές. Από τη στιγμή που η ιδέα της μεταθανάτιας ζωής εδραιώθηκε, η αρχική χρήση του όρου ψυχή, με την έν­νοια της ζωής στην ολότητά της, την κατέστησε την πλέον κατάλληλη λέξη για να προσδιορίσει, επιπλέον τη μεταθανάτια ύπαρξη ενός προσώπου. Αυτό μπορεί να φαίνεται πολύ προωθημένο σε σχέση με τα φαντάσματα του Ομήρου που δεν σκέπτονται, αλλά, αν το επανεξετάσουμε, θα δούμε ότι ι ίναι αρκετά κατανοητό, παρά τους ισχυρισμούς των μελετητών για το αντίθετο.

Έχει εκφράσει, λοιπόν, ο Πίνδαρος μια σαφή αντίληψη για την αθανασία της ψυχής; Ελάχιστα. Για να ισχύει αυτό, ()α έπρεπε να γνωρίζουμε τι πίστευε για τη σχέση ανάμεσα στην ψυχή που συνεχίζει τη ζωή της και στα θνητά σώματα όπου αυτή ενοικεί περιστασιακά. Αντί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, ο Πίνδαρος έχει συνδυάσει παραδοσιακές ιδέες για τα Ηλύσια Πεδία με φαινομενικά νέες ιδέες σχετικά με έναν ηθικά προσδιοριζόμενο εαυτό ο οποίος ζει πολλαπλές ζωές και ανταμείβεται ή τιμωρείται αναλόγως. Αυτή η ιδέα είναι εντυπωσιακά διαφορετική από την ομηρική οριστικότητα του θανάτου. Αλλά ο Πίνδαρος δεν δείχνει να είχε ο ίδιος επίγνωση αυτής της βαρυσήμαντης διαφοράς.

Δεν ξέρω πώς να εξηγήσω αυτό τον περίεργο συνδυασμό παράδοσης και καινοτομίας. Ιδού ένα συναρπαστικό θέμα για περαιτέρω έρευνα. Τουλάχιστον μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ο Πίνδαρος δεν έχει απλώς επινοήσει την ιδέα ότι ο ίδιος εαυτός μπορεί να ζήσει πολλαπλές ζωές. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι την έμαθε στη Σικελία από τον Εμπεδο­κλή, που με τη σειρά του την έμαθε από τους οπαδούς του Πυθαγόρα, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν εκείνη την εποχή στην ακριβώς απέναντι ακτή της νότιας Ιταλίας. Ο Πίνδα­ρος, όπως ανέφερα, έγραψε τον δεύτερο Ολυμπιόνικό του προς τιμήν του κυβερνήτη του Ακράγαντα, γενέθλιας πόλης του πρώιμου φιλοσόφου Εμπεδοκλή. Ο Πίνδαρος ίσως να είχε εισαγάγει τις ιδέες της επαναγέννησης και των μεταθα­νάτιων ανταμοιβών και τιμωριών κυρίως για να ευαρεστή­σει τον Σικελό προστάτη του. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, από αυτό θα πρέπει να συναγάγουμε ότι σημαντικές αλλα­γές στην ανθρώπινη συνείδηση και πίστη, ή τουλάχιστον στη μαρτυρία που έχουμε για τέτοια πράγματα, μπορεί να οφείλονται εν πολλοίς στην τύχη καθώς και σε συνειδητή πρόθεση ή καλά διατυπωμένη φαντασία.

Ως εισαγωγή στον Εμπεδοκλή, παραθέτω αυτό το εξαι­ρετικό χωρίο από ένα από τα φιλοσοφικά του ποιήματα:

Υπάρχει ένας χρησμός της Ανάγκης, των θεών αρχαία και αιώνια βουλή, σφραγισμένος με βαρείς όρκους. Όποτε κάποιο από τα θεία πνεύματα, που του έχει δοθεί βίος μακρός, μολύνει τα ίδια του τα μέλη με αμαρτωλό φονικό, και παραβαίνοντας τον ίδιο του τον όρκο, εκδιώκεται από τους Μάκαρες για τριάντα χιλιάδες χρόνια. Γεννιέται με τη μορφή όλων των ειδών θνητών πλασμάτων, και η μια δύσκολη ζωή διαδέχεται την άλλη ... το παίρνει το ένα στοιχείο μετά το άλλο [γη, αέρας, φωτιά και νερό] και όλα μαζί το εχθρεύονται. Από αυτά τα πνεύματα ένα είμαι κι εγώ, ένας φυγάς από τους θεούς επειδή πίστεψα σε παράλογη διαμάχη.[13]

Αυτά τα εντυπωσιακά λόγια θυμίζουν τους θεούς του Ησι­όδου οι οποίοι εξορίζονται για μια μακρά περίοδο επειδή παρέβησαν τους όρκους τους. Ο Εμπεδοκλής επίσης επα­ναλαμβάνει την πινδαρική ιδέα μιας διαδοχής βίων για το ίδιο άτομο, περιπλέκοντάς την, ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό.

Οι βίοι μέσα στους οποίους ξαναγεννιούνται τα αμαρτωλά πνεύματα του Εμπεδοκλή δεν είναι μόνο ανθρώπινοι, αλλά καλύπτουν και όλο το φάσμα των πλασμάτων. Αυτό το πε­πρωμένο πρέπει να αντανακλά την επιρροή της πυθαγόρειας μετεμψύχωσης. Σε έναν από τους στίχους του ο Εμπεδοκλής περιλαμβάνει ακόμη και τον εαυτό του ως εξόριστο πνεύ­μα. Φαίνεται να μας λέει πως αυτός και ίσως όλα τα άλλα ανθρώπινα όντα έχουν μια γενεαλογία που περιλαμβάνει τη θεότητα. Από άλλους στίχους που εκείνος έγραψε, μπορού­με να επεκτείνουμε αυτή την παράξενη εσχατολογία.

Ο Εμπεδοκλής ανατρέχει σε μια εποχή απόλυτης ειρή­νης. Αυτή η περίοδος προηγήθηκε των Ολύμπιων θεών, ακόμη και της εποχής του αρχαιότερου Κρόνου. Ήταν μια παραδείσια εποχή κατά την οποία το σύμπαν το κυβερνούσε η θεία Φιλότης και μόνο. Το τέλος αυτής της εποχής το επέ­φερε το φονικό που μόλυνε τα πνεύματα, στο θλιβερό χωρίο που παρατέθηκε παραπάνω. Αυτό το φονικό ήταν η απαρ­χή της αιματηρής θυσίας. Συνεπώς, σήμανε το τέλος μιας προηγούμενης εξ ολοκλήρου χορτοφαγικής εποχής. Τα ανθρώπινα όντα, όπως μαθαίνουμε, είχαν κάποτε θεωρή­σει τον φόνο των ζώων ως το «μέγιστο μίασμα». Τώρα, ως αποτέλεσμα τέτοιου φονικού, οι άνθρωποι είναι καταδικα­σμένοι σε μια διαδοχή βίων με μια ακολουθία διαφορετικών θνητών μορφών, όπως περιγράψαμε. Ο κόσμος που κάποτε κυβερνιόταν από τη Φιλότητα βρίσκεται τώρα υπό το κρά­τος του αντιπάλου της, του Νείκους. Ωστόσο, δεν τελειώνει εδώ η μοίρα των εξόριστων πνευμάτων, ή τουλάχιστον δεν έρχεται το τέλος για κάποια από αυτά. Όπως ο Πίνδαρος, με τους ευγενείς βασιλείς και τους ήρωές του οι οποίοι ανα­πτύσσονται από ψυχές που έχουν επιστραφεί στη γη από τον Άδη, ο Εμπεδοκλής οραματίζεται την τελική ανάδυση μιας ξεχωριστής ομάδας όντων —προφητών, ιατρών και ηγετών—, τα οποία στην πραγματικότητα θα ευδοκιμή­σουν εξελισσόμενα σε θεούς, στους οποίους περιλαμβάνεται ήδη και ο ίδιος.

Ποιες είναι οι επιπτώσεις της εσχατολογίας του Εμπε­δοκλή για τη δική μας έρευνα πάνω στις ιδέες της ελληνικής Αρχαιότητας για τον ανθρώπινο εαυτό και την ανθρώπινη ταυτότητα; Ίσως βοηθήσει η διατύπωση αυτών των ιδεών με τη μορφή μιας σειράς αξιωμάτων:

1. Η ανθρώπινη ταυτότητα δρασκελίζει πολυάριθμους βίους και πολυάριθμες μορφές ζωής.

2. Η αφετηρία κάθε ανθρώπινης ταυτότητας ήταν ένας Χρυσός Αιώνας ειρήνης και αθωότητας, όταν τα αν­θρώπινα όντα ήταν θεοί ή έμοιαζαν με θεούς.

3. Οι άνθρωποι στερήθηκαν τη Χρυσή Εποχή επειδή έπαψαν να σέβονται τη ζωή των άλλων πλασμάτων.

4. Κάποιοι άνθρωποι μπορούν να ανακτήσουν το θείο ή ισόθεο καθεστώς τους.

Τα ερωτήματα που τίθενται από αυτά τα αξιώματα, χωρίς όμως και να παίρνουν απάντηση, περιλαμβάνουν τα εξής: Είναι τα επονομαζόμενα πνεύματα (δαίμονες) ό,τι ο Πίνδα­ρος αποκαλεί «ψυχές» (ψυχαί): Έχουν σωματική ή ορατή μορφή; Στην αρχική και στην ανακτηθείσα τους κατάστα­ση, τα πνεύματα ενοικούν σε σώματα που μοιάζουν με αν­θρώπινα όντα;

Ο Εμπεδοκλής φαίνεται πως ενδιαφέρθηκε για τα ερω­τήματα αυτά, αλλά δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια πώς οραματίστηκε τη σύσταση των πνευμάτων. Υπαινίσ­σεται τη μακροχρόνια επιβίωση κάποιου πράγματος που φαίνεται να είναι μια συγκεκριμένα ανθρώπινη ταυτότητα, αλλά στην πραγματικότητα δεν το ονομάζει ψυχή. Έχει αρ­κετά «μακρά ζωή» για να ονομαστεί θείο πνεύμα (δαίμων), αλλά αυτό δεν μας αρκεί για να πούμε πως είναι αθάνατο με την έννοια ότι θα ζει για πάντα.[14] Αυτό που κυρίως χα­ρακτηρίζει την ταυτότητα των εξόριστων πνευμάτων του Κμπεδοκλή (όπως εκείνο των εξόριστων από τον Παράδει­σο) είναι ακριβώς το τρομερό γεγονός της εξορίας τους — η ευδαιμονία που έχουν χάσει εξαιτίας της δολοφονικής και σαρκοβόρας τους συμπεριφοράς. Η ταυτότητά τους δεν βα­σίζεται ούτε στην καταγωγή τους ούτε στην κοινωνική τους θέση ούτε στις πράξεις τους κατά τη διάρκεια οποιωνδήπο- τε από τις διαδοχικές τους ζωές, ούτε στη γεωγραφική τους τοποθεσία. Τα εξόριστα πνεύματα είναι καταδικασμένα να αλλάζουν συνεχώς είδος σε κάθε βίο τους. Ο Εμπεδοκλής ακόμη ομολογεί σε όσους διαβάζουν το έργο του ότι ο ίδιος έχει υπάρξει πουλί, ψάρι, αλλά ακόμη και θάμνος! Πρόκει­ται για μια πολύ αποκαρδιωτική διαδοχή βίων. Ευτυχώς, η ιστορία δεν τελειώνει εδώ, τουλάχιστον για εκείνον. Επίσης διακηρύσσει στους συμπολίτες του ότι κυκλοφορεί ανάμεσά τους ως αθάνατος θεός, όχι πλέον ως θνητός.

Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί πως ο Εμπε­δοκλής πρέπει να ήταν τρελός αν αυτά που έλεγε τα εννο­ούσε απολύτως. Εδώ ας αφήσουμε κατά μέρος αυτή την κρίση. Προτιμώ να τον διαβάζω χωρίς να θεωρώ ότι μας προσφέρει μια παρανοϊκή αυτοβιογραφία, αλλά ως κά­ποιον που προοιωνίζεται ιδέες σχετικά με το προπατορικό αμάρτημα και πιθανόν την έσχατη λύτρωση. Λέγοντάς το αυτό, δεν προτίθεμαι για κανένα λόγο να τον παρουσιάσω σαν προάγγελο του Αυγουστίνου. Ισχυρίζομαι μάλλον ότι ο Εμπεδοκλής μάς προσφέρει νύξεις αθανασίας και μια ουσιαστικά ηθική βάση για την ανθρώπινη ταυτότητα. Όπως και οι υπαινιγμοί του Πινδάρου, αυτές οι νύξεις είναι εκ διαμέτρου αντίθετες από τον ψυχοσωματικό εαυτό του ομηρικού έπους.

«Αν κάποιος γνωρίζει τα μελλούμενα...» Ο Πίνδαρος αρχίζει την αφήγησή του σχετικά με την αναγέννηση, τις ανταμοιβές και τις τιμωρίες με τούτα τα επιβλητικά λό­για. Κανείς φυσικά δεν μπορεί ποτέ να γνωρίζει αληθινά τι συμβαίνει στην ενσώματη ταυτότητά μας μετά τον θάνατο. Αλλά είναι πιθανότατα απολύτως ανθρώπινο να ελπίζου­με πως ο θάνατος δεν είναι το οριστικό τέλος της ζωής την οποία βιώνουμε στην παρούσα ενσώματη κατάστασή μας. Βέβαια, δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς είναι να είναι κανείς νεκρός· γιατί σε μια τέτοια περίπτωση η φαντασία μας θα κάλπαζε αχαλίνωτη και θα αναιρούσε αυτό που υποτίθεται ότι φαντάζεται. Η σκιά του ομηρικού έπους, η οποία δεν έχει ούτε αίμα ούτε νου, είναι το όριο μέχρι το οποίο μπορούμε να φτάσουμε όταν περιγράφουμε το νεκρό απομεινάρι ενός ζώντος εαυτού, του οποίου η ταυτότητα εξακολουθεί να κατοικεί στο πτώμα που έχει αφήσει η σκιά. Έτσι, τα ομηρικά φαντάσματα χρησιμοποιούν αυτοαναφο- ρικές προσωπικές αντωνυμίες. Αν αναφέρονται στο σώμα τους, λένε «Σε παρακαλώ, θάψε με».

Το πτώμα δεν είναι εαυτός. Αν υπάρχει αθάνατη ψυχή, θα πρέπει να εγκαταλείψει το παρόν της σώμα προκειμένου να συνεχίσει την ύπαρξή της. Οι ιδέες τις οποίες διερεύνησα με τη βοήθεια του Ησιόδου, του Πινδάρου και του Εμπε­δοκλή θα επιστρέψουν με μεγάλη ένταση στους διαλόγους του Πλάτωνα. Αντί να προαναγγείλω εκείνα τα έργα, ολοκληρώνω αυτό το κεφάλαιο με μια επιλογή σκέψεων που έχουν προταθεί από τον Ηράκλειτο, έναν φιλόσοφο ο οποίος έζησε μετά τον Πυθαγόρα αλλά πριν από τον Πίν­δαρο και τον Εμπεδοκλή. Στον Ηράκλειτο αρμόζει ιδιαίτε­ρα η κατακλείδα αυτού του κεφαλαίου επειδή κάνει νύξεις και προτάσεις σχετικά με τον εαυτό και την ανθρώπινη φύση, ενώ αφήνει το ακροατήριό του να φανταστεί τις τελι­κές απαντήσεις.[15]

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εσκεμμένα αινιγματι­κής φιλοσοφίας του Ηρακλείτου είναι η ακόλουθη μυστη­ριώδης δήλωση: «Θνητοί αθάνατοι· αθάνατοι θνητοί· ζών- τες τον θάνατό τους· πεθαίνοντας τη ζωή τους».[16] Ο Όμηρος είχε τραβήξει μια σταθερή διαχωριστική γραμμή ανάμε­σα στους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους. Ο Ησίοδος, ο Πίνδαρος και ο Εμπεδοκλής κάποιες φορές θολώνουν τη διάκριση. Ο Ηράκλειτος προσφέρει μια τρίτη οπτική λέγοντας, στην υπέροχα συμμετρική δήλωσή του, ότι ο θάνατος και η ζωή, η θνητότητα και η αθανασία, κάθε άλλο παρά αποκλείουν το ένα το άλλο, αλλά αντίθετα είναι αλληλένδετα. Αν αυτό είναι σωστό, τίποτα δεν βρίσκεται απόλυτα σε μία από αυτές τις καταστάσεις ή στην άλλη: οι νεκροί είναι υπό μία έννοια ζωντανοί, και οι ζωντανοί είναι υπό μία έννοια νεκροί. Δεν θα περιμέναμε από τον συγγρα­φέα ενός τέτοιου γρίφου να διατυπώσει ένα ξεκάθαρο δόγμα όσον αφορά τη θνητότητα και την αθανασία, και πράγματι ο Ηράκλειτος δεν το κάνει. Αντί γι’ αυτό, μας προσφέρει προ­κλητικές και αινιγματικές δηλώσεις όπως οι ακόλουθες:

Απρόσμενα και αφάνταστα πράγματα περιμένουν τους αν­θρώπους όταν πεθαίνουν [ἀνθρώπονς μένει ἀποθανόντας, ἅσσα οὐκ ἔλπονται οὐδέ δοκέουσιν].

Αναζήτησα τον εαυτό μου [ἐδιζησάμην ἐμεωντόν].

Ο χαρακτήρας του ανθρώπου (ἦθος) είναι η μοίρα του/το θείο πνεύμα του (δαίμων) [ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων].

Δεν θα μπορούσες να ανακαλύψεις τα όρια της ψυχής προ­χωρώντας, ακόμη κι αν διέσχιζες κάθε δρόμο- τόσο βαθύ είναι το μέτρο της (λόγος) [ψυχής πείρατα ίων ονκ αν έξεύροιο πάσαν έπιπορευόμένος οδόν οντω βαθνν λόγον εχει].

Το μέτρο της ψυχής ή η σκέψη (λόγος) αυξάνει εαυτόν [ψυχῆς ἐστι λόγος ἐωυτόν αὔξων].[17]

Οι ψυχές που πεθαίνουν στη μάχη είναι πιο αγνές από εκεί­νες που πεθαίνουν από ασθένεια [ψυχαί ἀρηίφατοι καθαρώτεραι ἤ ἐνί νούσοις].

Τα πτώματα αξίζουν περισσότερο να πεταχτούν απ’ ό,τι η κοπριά [νέκυες γάρ κοπρίων ἐκβλητότεροι].

Μια ξηρή ψυχή είναι σοφότατη και άριστη [αὔη ψυχή σοφωτάτη καί ἀρίστη].

Ο Ηράκλειτος είναι ο μοναδικός φιλόσοφος πριν από τον Πλάτωνα από τον οποίο μπορούμε να ανασυνθέσουμε μια αληθινή θεωρία για τη φύση και την ταυτότητα της ψυ­χής κατά τη διάρκεια του ενσώματου βίου μας. Δεν αντι­διαστέλλει ρητά την ψυχή προς το σώμα, όπως θα κάνει ο Πλάτων, αλλά σαφώς τη θεωρεί ως την ουσία του ζώντος προσώπου. Όπως θα έλεγε ο Πίνδαρος, οι ψυχές μπορούν να διαφέρουν σε ποιότητα και αγνότητα, αλλά ο Ηράκλειτος ήταν εντυπωσιακά καινοτόμος όταν απέδιδε στην ψυχή την ιδιότητα του βάθους και κάτι σαν αυτονομία (αυξάνει έαν- τήν). Η αδυναμία, όπως το θέτει, να ανακαλύψουμε τα όρια της ψυχής μπορεί να ερμηνευτεί ως ένα δείγμα της εξαιρε­τικής διανοητικής ικανότητας του νου μας. Αντίθετα με τον Οδυσσέα, ο οποίος επικαλέστηκε τις σκιές των νεκρών τα­ξιδεύοντας στα πέρατα της γης, ο Ηράκλειτος υποστηρίζει πως η αυτεπίγνωση και η ψυχολογία δεν μπορούν να πα- ρομοιαστούν με γεωγραφική έρευνα. Για να ανακαλύψουμε ποιοι είμαστε, πρέπει να μάθουμε να καταλαβαίνουμε τις ενδείξεις των αισθήσεών μας, να διερευνούμε τη φύση των πραγμάτων, να ξεπερνάμε τις ξεχωριστές προσωπικές μας στάσεις και να ζητούμε να ανακαλύψουμε τη θέση μας στη γενική δομή του κόσμου.

Ο Ηράκλειτος τοποθέτησε τις εσκεμμένα αινιγματι­κές δηλώσεις του σε μια κοσμολογία ριζικής ροής διά της οποίας όλα τα πράγματα διαρκώς μεταμορφώνονται μέσα σε έναν κανονικό και ισορροπημένο κύκλο αλλαγών — από το ζεστό στο κρύο, από το υγρό στο ξηρό, από τον χειμώ­να στο καλοκαίρι, από τους ζωντανούς στους νεκρούς και ούτω καθεξής. Τπάρχει ένα μέτρο (λόγος) το οποίο ρυθμί­ζει αυτή τη διαδικασία, κάνοντάς τη λογικό σύστημα, το οποίο ο Ηράκλειτος ταύτισε με αυτό που αποκαλεί «θεό». Η συμμόρφωση με τον λόγο είναι ο κανόνας του Ηρακλείτου για μια ζωή με νόημα, το να διατηρεί κανείς τον εαυτό του σε αρμονία με τους ρυθμούς της φύσης. Πιθανόν πρότεινε, όπως θα πρότεινε και ο Πλάτων στον διάλογό του Φαίδων, ότι η ζωή και ο θάνατος δεν έχουν τελικά όρια, διότι οι ψυχές ανακυκλώνονται σε μια διαδοχή την οποία εμείς απλώς και μόνο ονομάζουμε ζην και θνήσκειν. Ο Ηράκλειτος θεωρούσε πρωταρχικό στοιχείο του κόσμου τη φωτιά, παρακινημένος από τις μεταμορφωτικές και ενεργοποιούσες δυνάμεις της θερμότητας. Συνεπώς, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί λέει ότι οι θερμές και ξηρές ψυχές είναι οι καλύτερες για τα ανθρώπινα όντα, συμπεριλαμβανομένων των ψυχών εκεί­νων που πεθαίνουν στον πυρετό της μάχης. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι κατά πόσο ο Ηράκλειτος οραματίστη­κε μια μετά θάνατον ζωή στην οποία τέτοιες ψυχές, ή ίσως όλες οι ψυχές, έχουν συνείδηση της προηγούμενης ύπαρξής τους. Ίσως άφησε σοφά αυτό το ερώτημα ανοιχτό, αφήνοντάς μας να συλλογιζόμαστε την αδιάψευστη δήλωσή του ότι «αφάνταστα και απρόσμενα πράγματα μας συμβαίνουν όταν πεθαίνουμε». Η πρόταση αυτή δεν συνιστά μια ρητή επιβεβαίωση της αθανασίας, αλλά οπωσδήποτε θέτει σε αμ­φισβήτηση το αμετάκλητο και τη συγκίνηση του ομηρικού θανάτου.

Ο Ηράκλειτος υπήρξε φιλόσοφος με την έννοια που αναγνωρίζουμε και σήμερα. Με αυτό εννοώ ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις απόψεις του χωρίς να πρέπει να προϋποθέτουμε τις μυθολογίες του Ησιόδου, του Πινδάρου και του Εμπεδοκλή. Μάλλον, με αξιοπρόσεκτους υπαινιγ­μούς και ιδέες σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο, καθώς και τις ψυχές και τα πτώματα, ο Ηράκλειτος μας προκαλεί να αναρωτηθούμε πώς μπορούμε να κατανοήσουμε λογικά την ατομική μας υπόσταση και ως ενσώματα ζώα αλλά και ως όντα με νου που μπορεί να ταξιδέψει πολύ μακρύτερα από τα σωματικά όρια και τους περιορισμούς μας. Με αυτούς τους τρόπους ο Ηράκλειτος εγκαινίασε το ιδεώδες του στο­χαστικού βίου.
------------------------------------
[1] [οὐ γάρ ἔτι σάρκας τε καί ὀστέα ἶνες ἔχουσιν,/ἀλλα τά μέν τε πυρός κρατερόν μένος αἰθομένοιο/δαμνᾷ, ἐπεί κε πρῶτα λίπῃ λεύκ’ ὀστέα θυμός,/ψυχή δ’ ἠύτ’ ὄνειρος ἁποπταμένη πεπότηται.]

[2] [ψυχή δέ κατά χθονός ἠύτε καπνός ᾤχετο τετριγυῖα. ]

[3] Οι μύθοι βρίσκονται στα συμπεράσματα των διαλόγων Γοργίας, Φαίδων και Πολιτεία, και στο μέσον του Φαίδρου.

[4] [ο»ι μέν δαίμονες ε’ισι Διός μεγάλου διά βουλάς/ἐσθλοί, ἐπιχθόνιοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων,/οἱ ῥα φυλάσσουσίν τε δίκας καί σχέτλια ἔργα/ἠέρα ἐσσάμενοι, πάντῃ φοιτῶντες ἐπ’ αἶαν, πλουτοδόται· Έργα και Ημέραι 121-126.] Αυτοί οι στίχοι επηρέασαν έντονα τον Πλά­τωνα, ο οποίος τους χρησιμοποίησε σε δύο από τους διαλόγους του (Κρατύλος 397d και Πολιτεία 469a).

[5] [ἔνθ’ ἦ τοι τους μέν θανάτου τέλος ἀμφεκάλυψεν· Έργα και Ημέραι 166.]

[6] Ο μύθος των μετάλλων του Ησιόδου επαρκεί για να διαψεύσει την κάποτε δημοφιλή άποψη ότι η ιδέα μιας μεταθανάτιας ζωής ήταν παντελώς ξένη στην Ελλάδα κατά την αρχαϊκή περίοδο.

[7] [οὐδέ ποτ’ ἰθυδίκῃσι μετ’ ἀνδράσι λιμός ὀπηόεῖ οὐδ’ ἄτη, θαλίῃς δε μεμηλότα ἔργα νέμονται.]

[8] [πολλάκι αί ξύμπασα πόλις κακόν ἀνδρός ἀπηύρα.]

[9] [αὐτίκα γάρ τρέχει Ὅρκος ἅμα σκολιῇσι δίκῃσιν,/τῆς δε Δίκης ... ἡ δ’ ἕπεται κλαίουσα πόλιν καί ἤθεα λαῶν, / ἠέρα ἐσσαμένη, κακόν ἀνθρώποισι φέρουσα / οἵ τε μιν ἐξελάσο...]

[10] Πριν από πενήντα χρόνια περίπου, σε έναν μακεδονικό τάφο ανα­καλύφθηκαν τα κατάλοιπα ενός παπύρου που περιείχε ένα ορφι­κό ποίημα το οποίο πραγματευόταν το μεταθανάτιο πεπρωμένο των ψυχών σε ένα τελετουργικό πλαίσιο· βλ. Betegh 2004. Ενώ συνεχίζεται η εργασία πάνω σε αυτό το αξιοσημείωτο κείμενο, η αρχαιότητα του συστήματος των πεποιθήσεων τις οποίες κατα­γράφει είναι σχεδόν βέβαιη.

[11] Βλ. Clarke 1999, σ. 305-312, για λεπτομερέστερη συζήτηση.

[12] [ὅσοί δ’ ἐτόλμασαν εστρις/εκατέρωθι μείναντες ἀπό πάμπαν ἀδίκων ἔχειν/ψυχάν, ἔτειλαν Διός ὁδόν παρά Κρόνον τύρσιν· ἔνθα μακάρων/νᾶσος .../ἄνθεμα δέ χρυσοῦ φλέγει.]

[13] [ἔστιν Ἀνάγκης χρῆμα, θεῶν ψήφισμα παλαιόν,/ἀίδιον, πλατέεσσι κατεσφρηγισμένον ὅρκοις·/εὖτέ τις ἀμπλακίῃσι φὸνῳ φίλα γυῖα μιήνῃ/«...» ὅς κ’ ἐπίορκον ἁμαρτήσας ἐπομόσςῃ,/δαίμονες οἵτε μακραίωνος λελάχασι βίοιο,/τρὶς μιν μυρίας ὥρας ἀπὸ μακάρων ἀλάλη- σθαι,/φυομένους παντοῖα διά χρόνου εἴδεα θνητῶν/ἀργαλέας βιότοιο μεταλλάσσοντα κελεύθους. /αἰθέριον μὲν γὰρ σφε μένος πόντονδε διώκει,/πόντος δ’ ἐς χθονὸς οὗδας ἀπέπτυσε, γαῖα δ’ ἐς αὐγὰς/ἠελίου φαέθοντος, ὁ δ’ αἰθέρος ἔμβαλε δίναις· ἄλλος δ’ ἐξ ἄλλου δέχεται, στυγέουσι δὲ πάντες. τῶν καὶ ἐγὼ νῦν εἰμι, φυγὰς θεόθεν καὶ ἀλήτης, Νεῖκεϊ μαινομένῳ πίσυνος.]

[14] Η αθανασία με την έννοια της αιώνιας ζωής πιθανώς αποκλείε­ται επειδή η κοσμολογία του Εμπεδοκλή είναι κυκλική, αδιάκοπα εναλλασσόμενη μεταξύ μιας κατάστασης τέλειας ενότητας και μιας κατάστασης πολλαπλότητας.

[15]Για τους αποσπασματικούς στίχους του Ηρακλείτου, βλ. Kahn 1979 και· McKirahan 2010. Ο Snell 1953 ολοκληρώνει το πρώτο του κεφάλαιο με μια επιτυχή αντιπαράθεση ανάμεσα στον Όμηρο και τον Ηράκλειτο.

[16] [Ἀθάνατοι θνητοί, θνητοί ἀθάνατοι, ζῶντες τόν ἐκείνων θάνατον τόν δέ εκείνων βίον τεθνεῶτες.]

[17] Ο λόγος στην πρώιμη ελληνική του χρήση καλύπτει τις έννοιες του μέτρου, του αριθμητικού υπολογισμού, της αναλογίας και της ιστορίας. Ο Ηράκλειτος χρησιμοποιεί τον όρο για να υποδηλώσει τόσο την αντικειμενική του περιγραφή για τον κόσμο όσο και τα μέτρα που καθιστούν το σύμπαν έναν κόσμο, δηλαδή μια εύτακτη δομή.