Κυριακή 6 Αυγούστου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

3. Τα ρήματα σε -σσειν
(αττ.-βοιωτ. -ττειν)

§ 230. Η διάκριση υπερωικών και οδοντικόληκτων ρημάτων σε -σσειν (φυλάσσειν από το φυλακ-, αλλά κορύσσειν από το κορυθ-) δεν έχει νόημα για τους δικούς μας στόχους, καθώς για τα οδοντικόληκτα δεν έχει αποδειχθεί καμιά απολύτως περαιτέρω αναλογική εξάπλωση. Παρομοίως τα υπερωικά αρκέστηκαν συνολικά στην κληρονομημένη επικράτειά τους· αν εξαιρέσουμε μεμονωμένα παραδείγματα, όπως το ἐντυλίσσειν (κλασ.) 'τυλίγω', που είναι μια υποστασιοποίηση (§ 149) από το ἐν τύλῳ (τύλος 'εξόγκωμα') με τη βοήθεια της απόληξης του ἑλίσσειν 'στριφογυρίζω, περιβάλλω' (Όμ.), και το αἱμάσσειν (Πίνδαρος κτλ.) 'ματώνω', που αποτελεί ένα είδος σύντμησης του ομηρικού αἵματι παλάσσειν 'κηλιδώνω με αίμα', μόνο το -ώσσειν απέκτησε στην κλασική περίοδο αξιόλογη ιδιαίτερη υπόσταση με την έννοια 'είμαι επιβαρυμένος με μια αρρώστια'.

§ 231. Η αφετηρία βρίσκεται πιθανόν στο ἀμβλυώσσειν 'έχω αδύναμη όραση' (κλασ.), που ανήκει στο ἀμβλυωπ-εῖν, -ία, -ής (θέμα *oq u ̯ - 'μάτι', πρβ. τὼ ὄσσε, λατ. ο culus 'μάτι') [1]. Επειδή όμως τώρα πια η λέξη για το 'μάτι' είχε συσκοτιστεί στο -ώσσειν λόγω της φθογγικής μορφής της, μπόρεσε και το -ώσσειν να εγκαταλείψει αυτή την έννοια και να χρησιμοποιηθεί γενικά για να δηλώσει μια αρρώστια ή μια νοσηρή σωματική κατάσταση· έτσι προέκυψαν π.χ. τα καρδιώσσειν 'έχω στομαχόπονο' (κλασ.) από το καρδία, ὑπνώσσειν 'έχω υπνηλία' (κλασ.) από το ὕπνος, ἱδρώττειν 'ιδρώνω' (Γαληνός) από το ἱδρωτ-. Ο ανταγωνισμός των -(ι)ᾶν (§ 183 κεξ.) και -αίνειν (§ 221) στάθηκε εμπόδιο σε περαιτέρω εξάπλωση.
----------------------
[1] Κατά συνέπεια πρέπει να προϋποθέσουμε μια συζυγία -ώσσειν: -ῶψαι όπως πέσσειν : πέψαι 'μαγειρεύω'. Το υπερωικό θέμα εισχωρεί κατά πρώτον στις παραγωγές ἀμβλυωγμός κτλ.· γενικά εξωενεστωτικοί χρόνοι χρησιμοποιούνται μόνον αργότερα και τότε φυσικά με υπερωικό χαρακτήρα.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός 3. Από τους Περσικούς Πολέμους στον Πελοποννησιακό

3.4. Την ημέρα εκείνη άρχισαν μεγάλες συμφορές για τους Έλληνες


Το 431 η μεγάλη αναμέτρηση ανάμεσα στη Σπάρτη και την Αθήνα ήταν πλέον αναπόφευκτη. Σαράντα οκτώ χρόνια μετά τη μάχη των Πλαταιών, όταν οι δύο μεγάλες ελληνικές πόλεις είχαν αντιμετωπίσει τους Πέρσες πολεμώντας πλάι πλάι, πολλά πράγματα είχαν αλλάξει· ολόκληρος ο κόσμος έδειχνε να έχει αλλάξει. Το σημαντικότερο ίσως ήταν ότι οι Πέρσες δεν αποτελούσαν πλέον σημαντική απειλή και ότι το Αιγαίο ήταν αδιαφιλονίκητα μια Ελληνική θάλασσα.

Οι Σπαρτιάτες παρέμεναν, όπως πάντα, περιορισμένοι, όσο μπορούσαν, στην πόλη τους, χωρίς να διευρύνουν τους ορίζοντές τους και χωρίς να απομακρύνονται από την παραδοσιακή αγωγή, που τους καθιστούσε άριστους πολεμιστές. Ασπίδα τους ήταν η ανδρεία τους στη μάχη και οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοί τους. Οι Αθηναίοι, αντίθετα, είχαν επενδύσει στο ναυτικό τους. Ηγεμόνευαν σε μια πολύ μεγάλη συμμαχία και αισθάνονταν κυρίαρχοι των θαλασσών. Με την πολυπραγμοσύνη τους γίνονταν συνεχώς ισχυρότεροι. Κάθε νέο βήμα που πραγματοποιούσαν μείωνε την επιρροή και το κύρος της Σπάρτης. Είχαν αποκτήσει αυτοπεποίθηση σε τέτοιο βαθμό, ώστε αντιμετώπιζαν ακόμη και τους συμμάχους τους με υπεροψία. Σε ορισμένες περιπτώσεις φέρονταν περισσότερο ως δυνάστες και λιγότερο ως προστάτες. Όταν μάλιστα κάποια πόλη επιχειρούσε να αποστατήσει, την υποχρέωναν να συνετιστεί, επιδεικνύοντας συχνά υπέρμετρη σκληρότητα. Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους αποφάσισαν ότι έπρεπε να δράσουν. Εάν αδρανούσαν, η Αθήνα θα γινόταν ακαταμάχητη.

Πριν αρχίσει η μεγάλη σύγκρουση, οι δύο πλευρές μέτρησαν τις δυνάμεις τους και σχεδίασαν τη στρατηγική που όφειλαν να ακολουθήσουν. Ο επερχόμενος πόλεμος δεν επρόκειτο να κριθεί από μία μάχη στην ξηρά ούτε από μία ναυμαχία. Η Σπάρτη δεν κινδύνευε από εισβολή, και η Αθήνα ήταν καλά προστατευμένη από τα Μακρά Τείχη της. Πεδίο σύγκρουσης θα ήταν όλος ο κόσμος όπου κατοικούσαν Έλληνες, από την Ανατολή έως τη Δύση. Γι᾽ αυτό και οι διάφορες πόλεις έσπευδαν να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου. Τα προμηνύματα του πολέμου δεν συγκλόνισαν άλλωστε μόνο τους Έλληνες αλλά και ένα μέρος των βαρβάρων.

Ο Θουκυδίδης εκτίμησε ότι επρόκειτο για εξελίξεις με παγκόσμιο ενδιαφέρον, που άξιζε τον κόπο να καταγραφούν με κάθε δυνατή σχολαστικότητα. Χάρη στις οξυδερκείς του παρατηρήσεις, είναι γνωστές πολλές από τις λεπτομέρειες του πολέμου. Στην αρχή κιόλας της αφήγησής του ο ιστορικός βάζει στο στόμα του Σπαρτιάτη βασιλιά Αρχίδαμου Β' (περ. 469-427) μια γενική επισκόπηση της κατάστασης: Οι Σπαρτιάτες όφειλαν να συνειδητοποιήσουν ότι ο πόλεμος που αναλάμβαναν ήταν δύσκολος. Για έναν στρατό που μπορούσε να μετακινηθεί κυρίως διά ξηράς, η Αθήνα βρισκόταν μακριά. Επιπλέον, οι Αθηναίοι ήταν άριστα προετοιμασμένοι. Διέθεταν μεγάλο πλούτο (ιδιωτικό και δημόσιο), ναυτικό, ιππικό, όπλα, εφεδρείες και συμμάχους που κατέβαλλαν φόρους. Ακόμη και αν οι Σπαρτιάτες λεηλατούσαν τη γη τους με συχνές επιδρομές, αυτοί είχαν τον τρόπο να προμηθεύονται ό,τι χρειάζονταν από τη θάλασσα. Η λύση ίσως βρισκόταν στην αποστασία των συμμάχων τους, αλλά, για να επιτευχθεί αυτό, οι Σπαρτιάτες χρειάζονταν ισχυρό ναυτικό, το οποίο δεν διέθεταν. Εκτός από στόλο, οι Σπαρτιάτες έπρεπε να εξασφαλίσουν νέους συμμάχους, πέρα από τους Πελοποννήσιους, Έλληνες αλλά και βαρβάρους, δηλαδή Πέρσες. Ο Αρχίδαμος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι την έκβαση του συγκεκριμένου πολέμου θα καθόριζαν περισσότερο τα χρήματα και λιγότερο τα όπλα. Αυτό ήταν κάτι που έδινε ασφαλώς προβάδισμα στην Αθήνα.

Την ίδια γνώμη είχαν και οι Αθηναίοι. Στην Εκκλησία του Δήμου, όπου πήραν τις αποφάσεις τους, μίλησε, μεταξύ πολλών άλλων, και ο Περικλής. Ο Θουκυδίδης βάζει στο στόμα του μια γενική επισκόπηση της κατάστασης, η οποία επιβεβαιώνει τα λόγια του Αρχίδαμου. Ιδιαίτερο βάρος εμφανίζεται να αποδίδει ο Αθηναίος πολιτικός στην τροφοδοσία και γενικότερα σε οικονομικά θέματα. Στον τομέα αυτό οι Αθηναίοι υπερείχαν από κάθε άποψη. Άλλωστε, όπως εξήγησε, τον πόλεμο τον συντηρούσαν τα αποθέματα, όχι οι αναγκαστικές εισφορές, στις οποίες ήταν υποχρεωμένοι να καταφύγουν οι Πελοποννήσιοι. Σε άλλη ευκαιρία, ο Περικλής, για να εμψυχώσει τους Αθηναίους, απαρίθμησε με ακρίβεια το μέγεθος των αποθεμάτων τους, τον συμμαχικό φόρο, τα ιδιωτικά και τα δημόσια αφιερώματα στους θεούς, τους θησαυρούς των ναών - ακόμη και τον χρυσό στο άγαλμα της Αθηνάς που είχε φιλοτεχνήσει ο Φειδίας. Καμία άλλη ελληνική πόλη δεν είχε συγκεντρωμένο μέσα στα τείχη της ούτε ένα μικρό μέρος αυτού του πλούτου.

Ο Περικλής απέφυγε, όσο μπορούσε, να θυμίσει στους Αθηναίους ότι οι Σπαρτιάτες διέθεταν ένα πολύ επικίνδυνο όπλο: εμφανίζονταν ως απελευθερωτές των Ελλήνων. Οι πάντες γνώριζαν ότι η Αθηναϊκή Συμμαχία είχε εξελιχθεί σε ένα είδος τυραννίας. Αυτό το παραδεχόταν, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, και ο ίδιος. Εάν οι σύμμαχοι δέχονταν τους Σπαρτιάτες ως απελευθερωτές, τότε όλα τα μεγάλα πλεονεκτήματα της Αθήνας γίνονταν επισφαλή. Ο Περικλής αναγνώριζε ότι η τυραννία ήταν άδικη, αλλά προειδοποιούσε ότι η παραίτηση από αυτή ήταν επικίνδυνη.

Ο Πελοποννησιακός ή Αττικός Πόλεμος, όπως τον αποκαλούσαν οι Πελοποννήσιοι, κράτησε με διαλείμματα 27 χρόνια. Όπως είχε προβλέψει ο βασιλιάς Αρχίδαμος, αυτοί που τον ξεκίνησαν τον κληροδότησαν στα παιδιά τους. Η πρώτη δεκαετία έμεινε γνωστή ως Αρχιδάμειος Πόλεμος, με κύριο χαρακτηριστικό τις εισβολές των Πελοποννήσιων στην Αττική. Η λεηλασία της αττικής γης ήταν αναμενόμενη. Οι Αθηναίοι κλείστηκαν στα τείχη τους και απέφυγαν να δώσουν μάχη στο ανοιχτό πεδίο, όπου δεν είχαν ελπίδα να αντιπαρατεθούν με επιτυχία στους Σπαρτιάτες. Όταν έκλεισε ο πρώτος χρόνος του πολέμου, οι Αθηναίοι ανέθεσαν, όπως συνήθιζαν, σε έναν από τους επιφανέστερους πολίτες να εκφωνήσει τον επιτάφιο για τους πολεμιστές που είχαν σκοτωθεί. Ο Περικλής, που ανέλαβε αυτό το έργο, επέλεξε να τιμήσει τους νεκρούς εξυμνώντας τη δημοκρατία της πόλης για την οποία είχαν αγωνιστεί.

Εκείνο που κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί ήταν ο λοιμός που έπληξε την πόλη και εξολόθρευσε το ένα τρίτο του πληθυσμού της. Μέσα στον πανικό τους, οι Αθηναίοι αφαίρεσαν από τον Περικλή τη στρατηγία που κατείχε για 15 συνεχή χρόνια, αλλά το 429 τον εξέλεξαν και πάλι στρατηγό. Όμως, για κακή τους τύχη πέθανε από τον λοιμό λίγους μήνες αργότερα. Όπως πληροφορεί ο Πλούταρχος, η εξέλιξη της αρρώστιας του ήταν αργή και με πολλές διακυμάνσεις. Πεθαίνοντας, δεν παινεύτηκε για τις πολλές του νίκες, αλλά επειδή, όπως ισχυρίστηκε, κανένας δεν είχε φορέσει μαύρα εξαιτίας του - εννοώντας ότι δεν είχε προκαλέσει καμία θανατική καταδίκη.

Οι Αθηναίοι δεν υπέκυψαν. Αποκλεισμένοι στην πόλη τους έκαναν διαρκείς επιδρομές με τον στόλο τους στην Πελοπόννησο. Οι ενέργειές τους έφεραν αποτέλεσμα, καθώς οι σύμμαχοι των Σπαρτιατών δεν είχαν τη δική τους ευχέρεια στον ανεφοδιασμό. Το 425 πέτυχαν περιφανή νίκη στη Σφακτηρία, ένα μικρό νησί έξω από την Πύλο, σκοτώνοντας πολλούς και αιχμαλωτίζοντας 292 άνδρες, από τους οποίους οι 120 ήταν Σπαρτιάτες. Η σύλληψη τόσο πολλών οπλιτών μαζί ήταν κάτι πρωτοφανές που πανικόβαλε τη Σπάρτη και έδωσε την ευκαιρία σε πολυάριθμους είλωτες να λιποτακτήσουν. Στην επιχείρησή τους οι Αθηναίοι είχαν στρατηγό τον Δημοσθένη, αλλά το σχέδιο ήταν του Κλέωνα, που εξελισσόταν σε ηγετική μορφή στη θέση του Περικλή.

Οι δύο αντίπαλοι έστρεψαν επίσης την προσοχή τους στη Δύση. Η Σικελία ήταν ένας πλούσιος τόπος που μπορούσε να λύσει το πρόβλημα επισιτισμού των Πελοποννήσιων. Οι Αθηναίοι εκμεταλλεύτηκαν τις αντιθέσεις όσων κατάγονταν από τη Χαλκίδα και ήταν Ίωνες με τους απογόνους των Δωριέων και προσπάθησαν να επέμβουν. Αλλά οι κάτοικοι της Σικελίας αποδέχθηκαν τη πρόταση του Συρακούσιου πολιτικού Ερμοκράτη, που τους καλούσε να διαφυλάξουν το νησί για τον εαυτό τους, και κατάφεραν να ενωθούν.

Η αναμέτρηση μεταφέρθηκε στο βόρειο Αιγαίο. Τον στρατό των Σπαρτιατών διοικούσε ο ικανός στρατηγός Βρασίδας, που είχε στρατολογήσει εκατοντάδες απελευθερωμένους είλωτες. Εμφανίστηκε ως απελευθερωτής, με κύριο στόχο την αποστασία των Αθηναίων συμμάχων. Μολονότι διαπίστωσε με έκπληξη ότι οι περισσότεροι δεν ήταν πρόθυμοι να ελευθερωθούν, πέτυχε στρατιωτικές νίκες που έφεραν σε δύσκολη θέση τους Αθηναίους. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης απέτυχε να σώσει την Αμφίπολη, όπως είχε αναλάβει, και τιμωρήθηκε από τους Αθηναίους με εξορία. (Η αποτυχία αυτή του έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθεί συστηματικά με το ιστορικό του σύγγραμμα.) Σε μια κρίσιμη μάχη σκοτώθηκαν ο Κλέων αλλά και ο Βρασίδας.

Το 421, εξαντλημένες από τις συνεχείς αναμετρήσεις, οι δύο πλευρές συνομολόγησαν ειρήνη, που ονομάστηκε Νικίειος, επειδή από την πλευρά των Αθηναίων την πρωτοβουλία είχε πάρει ο στρατηγός Νικίας. Δεκαπέντε μόλις μέρες μετά την κύρωση της συνθήκης, ο εικοσιτριάχρονος τότε Αριστοφάνης ανέβασε στα Διονύσια την κωμωδία με τον σημαίνοντα τίτλο Ειρήνη. Σε αυτή ο ποιητής εμφανίζεται καταφανής υπέρμαχος της ανακωχής. Η επιλογή και πραγμάτευση του θέματος της ειρήνης αποσκοπούσαν προφανώς να μεταπείσουν τους φιλοπόλεμους συμπολίτες για τα οφέλη που θα αποκόμιζε η πόλη από την παύση της σύγκρουσης. Οι διαπραγματεύσεις με τους Σπαρτιάτες είχαν ξεκινήσει από το καλοκαίρι του προηγούμενου έτους και, ενόσω ο Αριστοφάνης δούλευε πάνω στην κωμωδία του, η έκβασή τους ήταν ακόμη αβέβαιη. Η επιλογή από τους άρχοντες να παρουσιαστεί το συγκεκριμένο έργο στο αθηναϊκό κοινό σχετιζόταν ασφαλώς με την πολιτική ειρήνης που υποστήριζε ο ποιητής. Ενδεικτικό, πάντως, του πολιτικού κλίματος της εποχής είναι το γεγονός ότι τελικά η κωμωδία δεν κατόρθωσε να αποσπάσει το πρώτο βραβείο, αλλά ήρθε δεύτερη. Όσον αφορά την ίδια τη συνθήκη με τους Σπαρτιάτες, προβλεπόταν ότι κάθε πλευρά έπρεπε να επιστρέψει στην άλλη ό,τι είχε κυριεύσει με τα όπλα. Αυτό σήμαινε ότι κερδισμένη έβγαινε η Αθήνα, αφού διατήρησε τη συμμαχία της.

Παρά τη συνθήκη, οι αναμετρήσεις στο Αιγαίο δεν σταμάτησαν. Το 417, σε μια από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις της περιόδου, οι Αθηναίοι υπέταξαν την ουδέτερη Μήλο, την οποία κατοικούσαν Δωριείς. Στις διαπραγματεύσεις, όπως παραδίδει ο Θουκυδίδης, οι Αθηναίοι ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Από ό,τι μπορεί κανείς να εικάσει για τους θεούς και από ό,τι είναι βέβαιο για τους ανθρώπους, πιστεύουμε ότι και οι θεοί και οι άνθρωποι ακολουθούν πάντα έναν απόλυτο νόμο της φύσης, να επιβάλλουν πάντα την εξουσία τους αν έχουν τη δύναμη να το επιτύχουν. Τον νόμο αυτόν ούτε τον θεσπίσαμε, ούτε τον εφαρμόσαμε πρώτοι. Τον βρήκαμε να ισχύει και τον ακολουθούμε, όπως θα τον ακολουθούν αιώνια όσοι μας διαδεχτούν.

Ισχυρότεροι καθώς ήταν, οι Αθηναίοι κατέλαβαν το νησί, σκότωσαν όλους τους ενήλικες και υποδούλωσαν τα γυναικόπαιδα. Στη θέση τους εγκατέστησαν δικούς τους αποίκους. Οι Σπαρτιάτες δεν αντέδρασαν, πιθανότατα επειδή τους ανησυχούσε η εχθρότητα του Άργους.

Ενθαρρυμένοι οι Αθηναίοι, έσπευδαν να αναμειχθούν σε υποθέσεις των Περσών, υποστηρίζοντας την εξέγερση ενός σατράπη. Ο βασιλιάς Δαρείος Β' (423-404), που είχε στο μεταξύ διαδεχθεί τον πατέρα του Αρταξέρξη Α', διαπίστωσε έτσι ότι μια συνεχιζόμενη ουδετερότητα μπορούσε να αποδειχθεί επιβλαβής για τα συμφέροντά του. Η ὕποπτος ἀνακωχή, όπως την αποκαλεί ο Θουκυδίδης, κράτησε έως το 415.

Το 415 οι Αθηναίοι αποφάσισαν ένα παράτολμο εγχείρημα. Με πολύ ισχυρές δυνάμεις οργάνωσαν μια εκστρατεία στη Σικελία. Στο νησί είχαν εκδηλωθεί νέες αντιθέσεις, που τους έδιναν μεγάλες ελπίδες επιτυχίας. Όπως ισχυρίζεται ο Θουκυδίδης, η πραγματική τους πρόθεση ήταν να κατακτήσουν ολόκληρο το νησί. Εκμεταλλεύτηκαν πάντως την πρόσκληση συμμάχων τους, που τους καλούσαν με πολύ πιο περιορισμένο στόχο. «Εάν δεν μας βοηθήσετε εναντίον των εχθρών μας», ισχυρίστηκαν οι Εγεσταίοι, «τότε σύντομα θα κυριεύσουν το νησί οι Συρακούσιοι, και αυτοί θα σπεύσουν να βοηθήσουν τους ομόφυλούς τους Σπαρτιάτες.» Οι Εγεσταίοι, που δεν ήταν Έλληνες (κάτι που λησμονεί να σημειώσει ο Θουκυδίδης), υπόσχονταν να χρηματοδοτήσουν την εκστρατεία.

Στο διπλωματικό πεδίο οι Αθηναίοι είχαν κινηθεί από νωρίς με δεξιότητα, κερδίζοντας τη συμμαχία πολλών πόλεων. Συνομίλησαν με τους Ετρούσκους, τους Καρχηδόνιους και τους μη ελληνικούς πληθυσμούς της Σικελίας. Οι διαβεβαιώσεις που έλαβαν φαίνονταν πειστικές. Το εγχείρημα προπαγάνδιζε έντονα και ο νέος πολιτικός Αλκιβιάδης, προστατευόμενος παλαιότερα του Περικλή και μαθητής του Σωκράτη. Αφού λοιπόν συζήτησαν το θέμα διεξοδικώς, όλους τους έπιασε σφοδρή επιθυμία να ξεκινήσουν την εκστρατεία. Μαζί με τον Αλκιβιάδη, την ηγεσία του αθηναϊκού στρατού ανέλαβαν ο Νικίας και ο Λάμαχος.

Οι Αθηναίοι διέπραξαν το σφάλμα να ανακαλέσουν, τελευταία στιγμή, τον Αλκιβιάδη. Το βάρος έπεσε έτσι στον Νικία, που δεν ενέκρινε το εγχείρημα. Αλλά το σοβαρότερό τους λάθος ήταν, καθώς φαίνεται, η ίδια η μεγάλη δύναμη που απέστειλαν. Οι σύμμαχοί τους στη Σικελία τρομοκρατήθηκαν και αρνήθηκαν τη βοήθεια που είχαν υποσχεθεί. Η εκστρατεία κατέληξε έτσι σε μια τραγική ήττα από την οποία γλίτωσαν ελάχιστοι. Ο Λάμαχος, ο Νικίας και ο Δημοσθένης σκοτώθηκαν, ενώ ο Αλκιβιάδης άρχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Σπάρτη. Λέγεται ότι οι ελάχιστοι Αθηναίοι που σώθηκαν από τις αποπνικτικές συνθήκες των λατομείων, στα οποία είχαν φυλακιστεί, ήταν όσοι γνώριζαν από στήθους χορικά του Ευριπίδη και προτιμήθηκαν ως οικόσιτοι δούλοι στα σπίτια πλούσιων Σικελιωτών.

Με την ήττα των Αθηναίων στη Σικελία το 413, η μεγάλη αναμέτρηση εισήλθε στην τελική της φάση, που ονομάστηκε από τους μεταγενέστερους Δεκελεικός Πόλεμος, επειδή οι Σπαρτιάτες, με αρχηγό τον βασιλιά Άγη Β' (περ. 427-400), γιο του Αρχίδαμου, ακολούθησαν τις συμβουλές του Αλκιβιάδη: κατέλαβαν και οχύρωσαν τη Δεκέλεια, από όπου απειλούσαν άμεσα την Αθήνα. Η ύπαιθρος ερημώθηκε, ενώ περισσότεροι από 20.000 δούλοι βρήκαν την ευκαιρία να δραπετεύσουν. Ο ίδιος πόλεμος ονομάστηκε και Ιωνικός, επειδή οι περισσότερες συγκρούσεις έγιναν στα ιωνικά παράλια. Για τη διεξαγωγή του και οι δύο πλευρές χρειάζονταν άνδρες και στόλο. Παρά τα προβλήματά τους, οι Αθηναίοι άρχισαν αμέσως να ναυπηγούν νέα πλοία. Οι Σπαρτιάτες, ωστόσο, διαπίστωναν ότι η μόνη αξιόμαχη δύναμη που διέθεταν ήταν ο στόλος των Συρακουσών. Στράφηκαν έτσι στους Πέρσες, οι οποίοι τους συνέδραμαν οικονομικά με προθυμία. Αλλά με την επιτυχία τους αυτή στερήθηκαν το βασικό ιδεολογικό τους όπλο. Ενώ είχαν αναλάβει να ελευθερώσουν τους Έλληνες από την τυραννία των Αθηναίων, έσπευδαν να παραδώσουν ελευθερωμένες πόλεις στους Πέρσες.

Η κατάσταση στην Αθήνα επιδεινώθηκε ραγδαία. Το 411, ενώ ο στόλος απουσίαζε στη Σάμο, η δημοκρατία ανατράπηκε και τη θέση της πήρε μια καταπιεστική τυραννία τετρακοσίων ανδρών. Οι άνδρες του στόλου αντέδρασαν και ανακάλεσαν τον Αλκιβιάδη, που βρισκόταν ήδη σε επαφή με τους Πέρσες. Στο μεταξύ την τυραννία διαδέχθηκε ένα μετριοπαθέστερο καθεστώς, που βασιζόταν σε 5.000 άνδρες, και σύντομα η δημοκρατία αποκαταστάθηκε πλήρως. Το ναυτικό, που παρέμενε ακόμη στη Σάμο, νικούσε συστηματικά τους Σπαρτιάτες. Ενωμένη πάλι και δημοκρατική, η Αθήνα άρχιζε να ελπίζει. Ο Αλκιβιάδης επέστρεψε στην Αθήνα και εξελέγη στρατηγός, αλλά σύντομα δυσαρέστησε ξανά τους Αθηναίους και κατέφυγε στην Περσία, όπου βρήκε τον θάνατο.

Το 406 οι Αθηναίοι, με νέο στόλο που ναυπήγησαν χάρη στη συνδρομή των Μακεδόνων, πέτυχαν μια μεγάλη νίκη στις Αργινούσες. Ωστόσο, παρά την επιτυχία τους καταδίκασαν σε θάνατο τους στρατηγούς τους, επειδή δεν είχαν περισυλλέξει ναυαγούς και νεκρούς. Εκλαμβάνοντας τον πόλεμο ως τρόπο ζωής, οι απλοί Αθηναίοι πολίτες, που διακινδύνευαν συνεχώς τη ζωή τους για την πόλη, απαιτούσαν τον μέγιστο σεβασμό από τους στρατηγούς τους: σεβασμό προς τους ζωντανούς, ναυαγούς και αιχμαλώτους, αλλά και προς τους νεκρούς. Μόνο ο σοφός Σωκράτης είχε το σθένος να αντιταχθεί σε αυτή την ακραία απόφαση. Για τις ανάγκες της ναυμαχίας οι Αθηναίοι είχαν απελευθερώσει ακόμη και δούλους. Αυτό που τους όφειλαν, το διατύπωσε ωραία ο Αριστοφάνης: Στους Βατράχους του, ο Χάρων απαξιούσε να παραλάβει με τη βάρκα του στον κάτω κόσμο δούλους, εκτός από εκείνους που είχαν ναυμαχήσει στις Αργινούσες - οι υπόλοιποι έπρεπε να περιδιαβούν τη λίμνη πεζή. Τέτοιου είδους στράτευση δούλων για τη σωτηρία των δεσποτών τους δεν ήταν συνήθης. Μια ακόμη πιο ακραία περίπτωση είχε συμβεί στην Κέρκυρα, όταν οι δημοκρατικοί πολεμούσαν εναντίον των ολιγαρχικών για τον έλεγχο της πόλης. Και οι δύο πλευρές έσπευσαν στην ύπαιθρο να στρατολογήσουν δούλους, με την υπόσχεση να τους απελευθερώσουν. Οι περισσότεροι δούλοι προτίμησαν, πάντως, να συνταχθούν με τους δημοκρατικούς.

Τον μεγάλο Πελοποννησιακό Πόλεμο έκρινε μια τελευταία ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς. Οι Σπαρτιάτες, με στρατηγό τον Λύσανδρο, συνέτριψαν το 405 τους Αθηναίους, που έχασαν έτσι τον τελευταίο τους στόλο και τους τελευταίους ικανούς άνδρες. Όταν η είδηση έφτασε στο άστυ από τον Πειραιά, κανείς δεν έκλεισε μάτι. Δεν πενθούσαν για τους σκοτωμένους (σημειώνει ο Ξενοφών, που ανέλαβε να συμπληρώσει το ημιτελές αφήγημα του Θουκυδίδη), αλλά τους ίδιους τους εαυτούς τους. Με μοναδική εξαίρεση τη Σάμο, οι πάντες εγκατέλειψαν την Αθήνα, που ήταν υποχρεωμένη να συνθηκολογήσει με τους πλέον ταπεινωτικούς όρους. Το 404, με μεγάλη πλειοψηφία, η Εκκλησία του Δήμου συμφώνησε να κατεδαφιστούν τα Μακρά Τείχη και να προσχωρήσει η πόλη στη συμμαχία της Σπάρτης. Στη θέση της δημοκρατίας την εξουσία ανέλαβαν τριάντα άνδρες, που έμειναν γνωστοί ως Τριάκοντα τύραννοι. Αυτοί διοίκησαν την πόλη με μνησικακία και σκληρότητα, θανατώνοντας περίπου 1.500 πολίτες. Πάντως, έναν χρόνο αργότερα, οι δημοκρατικοί ξεσηκώθηκαν και ανέτρεψαν τους τυράννους. Η νέα δημοκρατία επέδειξε τη μεγαλοψυχία της κηρύσσοντας γενική αμνηστία.

Στη Σικελία, εντωμεταξύ, οι ελληνικές πόλεις είχαν αρχίσει και πάλι τις διαμάχες τους. Οι Καρχηδόνιοι επενέβησαν και επιβλήθηκαν εύκολα. Μοναδική δύναμη ικανή να αντισταθεί απέμεναν οι Συρακούσες. Ενώπιον του κινδύνου, ο στρατηγός Διονύσιος ανέτρεψε τη δημοκρατία και επέβαλε την τυραννία του, που έμελλε να έχει μακρά διάρκεια.

Η Θεωρία της Απουσίας της Θείας Ουσίας

Η Θεωρία της Απουσίας της Θείας Ουσίας προτείνει μια νέα και βαθιά κατανόηση του θείου, υποδηλώνοντας ότι η αληθινή ουσία του Θεού δεν βρίσκεται σε άμεση αναζήτηση, αλλά μάλλον στην πλήρη απάρνηση όλων των εγκόσμιων περισπασμών και προσκολλήσεων. Αυτή η θεωρία υποστηρίζει ότι το θείο είναι η απόλυτη πραγματικότητα, που στηρίζει όλη την ύπαρξη, και ότι ο αγώνας μας να το εντοπίσουμε και να το κατανοήσουμε εμποδίζεται από την ενασχόλησή μας με το απτό, το χρονικό και το παροδικό.

Απουσία ως Παρουσία

Η θεωρία προτείνει ότι ενώ ο Θεός εκδηλώνεται σε οτιδήποτε γύρω μας, παραμένει «Απουσία» σε όλες τις προσπάθειές μας να Τον βρούμε. Αυτή η παράδοξη κατανόηση υποδηλώνει ότι ο Θεός δεν είναι ένα ον που πρέπει να αναζητηθεί, αλλά μάλλον μια αλήθεια που πρέπει να πραγματοποιηθεί. Η απουσία είναι ο χώρος που καταλαμβάνει ο Θεός, όχι επειδή ο Θεός λείπει ή είναι απόμακρος, αλλά επειδή ο Θεός υπερβαίνει τις συνηθισμένες μας κατηγορίες παρουσίας και απουσίας.

Η παραίτηση ως μονοπάτι προς την αναγνώριση

Σε αντίθεση με πολλά πνευματικά μονοπάτια που πρεσβεύουν την αναζήτηση και τον αγώνα, η Θεωρία της Απουσίας ενθαρρύνει την παραίτηση από όλα όσα δεν είναι Θεός. Αυτό δεν είναι ένα κάλεσμα για σωματικό ασκητισμό ή στέρηση του εαυτού μας, αλλά μάλλον μια ψυχολογική και πνευματική απαλλαγή από προσκολλήσεις, παρανοήσεις και εγωιστικές αναζητήσεις. Είναι μέσω αυτής της απάρνησης που δημιουργούμε χώρο για να εκδηλωθεί το θείο και να αναγνωρίσουμε αυτή την εκδήλωση.

Το ίσιο μονοπάτι της αρετής

Η θεωρία τονίζει τη σημασία της «Ευθείας Οδού της Αρετής» ως οδηγού για να ζεις σε ευθυγράμμιση με τη θεία αλήθεια. Αυτός ο δρόμος απαιτεί ηθική ακεραιότητα, ταπεινοφροσύνη και δέσμευση στην αλήθεια. Όσοι παρεκκλίνουν από αυτό το μονοπάτι, εκτιμώντας τις χαράδρες του λάθους, λέγεται ότι παραπλανούνται από τις δικές τους λανθασμένες αντιλήψεις και προσκολλήσεις.

Η ψευδαίσθηση της λύτρωσης

Η Θεωρία της Απουσίας αμφισβητεί τις παραδοσιακές έννοιες της πτώσης και της λύτρωσης. Προτείνει ότι αυτές οι έννοιες είναι εφευρέσεις του ανθρώπινου μυαλού, που χρησιμοποιούνται για να κατανοήσουν τις εμπειρίες και τις πράξεις μας. Αντίθετα, υποδηλώνει ότι υπάρχει μόνο η ύπαρξη και η ελευθερία μέσα σε αυτήν. Αυτή η ελευθερία μας επιτρέπει είτε να παραμείνουμε μπλεγμένοι στις ψευδαισθήσεις μας είτε να αναγνωρίσουμε τη θεϊκή ουσία που βρίσκεται κάτω από κάθε πραγματικότητα.

Συμπερασματικά, η Θεωρία της Απουσίας της Θείας Ουσίας προτείνει μια μυστικιστική κατανόηση του Θεού που τονίζει την άφατη φύση του θείου, τη σημασία της ηθικής αρετής και τη μεταμορφωτική δύναμη της απάρνησης. Μας ενθαρρύνει να μην αναζητήσουμε τον Θεό, αλλά να ανοίξουμε το δρόμο για την αναγνώριση του θείου σε όλα τα πράγματα, συνειδητοποιώντας έτσι την εγγενή μας ενότητα με τη θεία ουσία.

Εδώ είναι μερικές πνευματικές ιδέες γύρω από την αληθινή ουσία του Θεού:

• Ενότητα - Η βαθύτερη ουσία του Θεού είναι η ενότητα και η μοναδικότητα. Όλη η δημιουργία πηγάζει από αυτή τη μοναδική θεϊκή πηγή. Ο χωρισμός είναι μια ψευδαίσθηση.

• Αγάπη - Στον πυρήνα του θεϊκού είναι η απεριόριστη, άνευ όρων αγάπη για όλη τη δημιουργία. Η αγάπη είναι η υψηλότερη δόνηση και ουσία του θείου.

• Είναι - Αντί να αναζητούμε τον Θεό μέσω πράξεων ή σκέψεων, η αληθινή ουσία βρίσκεται απλώς στο Είναι. Η απλή ύπαρξη στην παρούσα στιγμή μας συνδέει με το θείο.

• Κενότητα - Η απόλυτη θεϊκή ουσία είναι το κενό. Είναι το κενό από το οποίο προκύπτουν όλες οι μορφές. Ο Θεός βιώνεται μέσω της αφαίρεσης μορφών και εννοιών.

• Ελευθερία - Η αληθινή θεϊκή ουσία είναι η απόλυτη ελευθερία και η απελευθέρωση από τους περιορισμούς της μορφής, του εγώ και της δυαδικότητας. Η σύνδεση με το θείο μας απελευθερώνει από τις ψευδαισθήσεις.

• Παρουσία - η βαθύτερη φύση του Θεού είναι απλώς η παρουσία - μια παντοδύναμη δύναμη που ζωντανεύει και συνδέει όλα τα όντα. Βιώνουμε τον Θεό μέσω της επίγνωσης αυτής της θεϊκής παρουσίας.

• Ειρήνη - Η ουσία του Θεού είναι η εσωτερική ειρήνη που υπερβαίνει κάθε σκέψη, επιθυμία και δραστηριότητες του νου. Η σύνδεση σε αυτό το ακίνητο σημείο μέσα φέρνει βαθιά γαλήνη.

Αυτές είναι μόνο μερικές πνευματικές ιδέες γύρω από το ποια μπορεί να είναι η αληθινή ουσία του Θεού. Τελικά, είναι πέρα από όλα τα ονόματα, τις μορφές και τις έννοιες. Η θεϊκή ουσία μπορεί να βιωθεί άμεσα μόνο με την αφαίρεση του νου και το άνοιγμα της καρδιάς.

Ιδέες και Συμβουλές

1. Ο Θεός είναι μέσα. Ο Θεός υπάρχει σε όλα τα πράγματα και κατοικεί μέσα στον καθένα μας. Για να βρούμε τον Θεό, πρέπει να κοιτάξουμε προς τα μέσα. Η εξωτερική αναζήτηση είναι μάταιη.

2. Η απάρνηση ελευθερώνει. Μόνο αφήνοντας τις επιθυμίες, τις προσκολλήσεις και το εγώ μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι να συνειδητοποιήσουμε την εγγενή ένωσή μας με το θείο. Η απάρνηση ανοίγει τον δρόμο προς τη φώτιση.

3. Η πνευματική φώτιση είναι αβίαστη. Η αληθινή φώτιση έρχεται φυσικά μέσω της παράδοσης και της χάρης, όχι μέσω του αγώνα και της προσπάθειας. Όταν χαλαρώνουμε στην ύπαρξη, η συνειδητοποίηση ξημερώνει.

4. Η δυαδικότητα είναι ψευδαίσθηση. Η διάκριση μεταξύ υψηλών και χαμηλών, κοντινών και μακρινών, σημαντικών και ασήμαντων είναι νοητικές κατασκευές. Η πραγματικότητα είναι μη δυαδική - ένα αλληλένδετο σύνολο.

5. Ο Θεός είναι απουσία και παρουσία. Ο Θεός κατοικεί σε όλα όσα υπάρχουν αλλά και υπερβαίνει την εκδήλωση. Η απόλυτη θεϊκή ουσία είναι πέρα από τη δυαδικότητα - τόσο έμφυτη μέσα στη δημιουργία όσο και υπερβατική πέρα από τη μορφή.

6. Δραστηριότητα στην ελευθερία. Μόλις απελευθερωθούν, οι φωτισμένοι ζουν ελεύθερα μέσα στον κόσμο της δραστηριότητας αλλά αποκομμένοι από τις επιθυμίες και τα αποτελέσματα. Ενεργούν αυθόρμητα από την πραγματική τους φύση.

7. Όλα τα μονοπάτια οδηγούν στο σπίτι. Πολλοί αναζητούν την αλήθεια μέσα από διαφορετικές παραδόσεις και διδασκαλίες, αλλά ο στόχος είναι ο ίδιος - συνειδητοποίηση της ενότητάς μας με το θείο. Η μορφή του μονοπατιού έχει μικρή σημασία.

Μια ματιά στα άδυτα των αναγκών της γυναίκας

Γενετικά πιο πολύπλοκες από τους άνδρες, οι γυναίκες είναι αλήθεια ότι οι περισσότερες αν όχι όλες αντιμετωπίζουν μια δυσκολία στο καταλήξουν σε αυτό που πραγματικά θέλουν. Η βιολογική βάση της γυναικείας πολυπλοκότητας μεταφέρεται σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας της με ένα μοναδικό τρόπο για κάθε γυναίκα, πράγμα που την κάνει ξεχωριστή και αναντικατάστατη.

Έτσι εξηγείται γιατί οι γυναίκες θέλουν να κάνουν και να έχουν ταυτόχρονα πολλά διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα και ρόλους.

Κάθε γυναίκα χτίζει εφαρμόζει το δικό της προσωπικό κώδικα αρχών, επιλογών, αξιών και επικοινωνίας. Κι αυτό είναι που δυσκολεύει όποιον προσπαθεί να καταλάβει μια γυναίκα με όσα ξέρει από τις άλλες. Καμιά γυναίκα δεν ίδια με καμία. Ακόμα και η ίδια η γυναίκα αποτελεί στα πλαίσια της ζωής της, πολλές διαφορετικές εκδοχές του εαυτού της.

Υπάρχουν ωστόσο κάποια πράγματα που μια γυναίκα θέλει πάντα ανεξάρτητα από την ηλικία, την προσωπικότητα, την καταγωγή ή το επάγγελμα της. Με μια αφαιρετική λογικη στο πάνθεον των γυναικείων αναγκών βρίσκονται διαχρονικά τουλάχιστον οι πέντε παρακάτω ανάγκες!

Σεβασμός

Πάνω από όλα κάθε γυναίκα έχει ανάγκη να τη σέβονται! Να σέβονται τις αρχές, τις απόψεις και τα θέλω της. Ακόμα κι αν δε το δείχνει δεν παύει να το αναζητά.

Αποδοχή

Είναι πολύ σημαντικό να ξέρει ότι την αποδέχονται για αυτό που πραγματικά είναι. Για το μυαλό της, το σώμα της, το παρελθόν της, το επάγγελμα της, τους φίλους της, την οικογένεια της κτλ. Κάθε γυναίκα αποζητά την αποδοχή σε κάθε φάση της ζωής της.

Χρόνο

Ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος σύμμαχος και ο χειρότερος εχθρός μιας γυναίκας. Κάθε γυναίκα θέλει το χρόνο της για να προσαρμοστεί, να εργαστεί, να αποδεχτεί, να δημιουργήσει και να μεγαλουργήσει. Αν θέλεις να χαρίσεις κάτι σημαντικό σε μια γυναίκα, τότε σίγουρα δώσε της χρόνο! Αυτός που έχει δε της φτάνει ΠΟΤΕ!

Επικοινωνία

Οι γυναίκες λατρεύουν να μιλούν, να αναλύουν και να επικοινωνούν. Θέλουν να αναλύουν και να εκφράζουν αυτό που νοιώθουν και αυτό τους συμβαίνει. Με αυτό τον τρόπο κατανοούν, αποδέχονται και διαχειρίζονται καλύτερα την πραγματικότητα τους είτε είναι θετική είτε αρνητική η εκάστοτε φάση. Λατρεύουν να έχουν κάποιον να τις καταλαβαίνει, να τροφοδοτεί το συναίσθημα τους και κυρίως να τις ακούει.

Απόλαυση

Το πάνθεον των γυναικείων αναγκών θα ήταν ελλιπές χωρίς τη βασική ανάγκη όλων των απανταχού γυναικών, για απόλαυση! Κι όταν λέμε απόλαυση εννοούμε απόλαυση για τα πάντα! Σχεδόν «γενετικά» ο γυναικείος εγκέφαλος είναι προγραμματισμένος να αποζητά την απόλαυση και την ικανοποίηση! Ποτέ και τίποτα δεν είναι αρκετό για να σταματήσει αυτό τον ατέρμονα προσανατολισμό της γυναικείας συμπεριφοράς στην κατεύθυνση της ικανοποίησης. Ένα καλό φαγητό, ένα γευστικό γλυκό, ένα δυνατό ποτό, ένα γεμάτο οκτάωρο ποιοτικού ύπνου σε καθαρά και μυρωδάτα σεντόνια, ένα νέο ζευγάρι παπούτσια, μια καινούρια τσάντα, μια ωραία ταινία, μια ερωτική φαντασίωση, ένας μυστηριώδης και γοητευτικός άνδρας, μια νύχτα ή μια ζωή μαζί του… όλα μπορούν να αποτελούν μέρος στο κυνήγι της απόλαυσης.

Είναι αλήθεια πως κάθε γυναίκα θέλει να απολαμβάνει όλα όσα αγαπά όσο γίνεται περισσότερο και μπορεί για να τα καταφέρει να κάνει τα πάντα! Δε φταίει αυτή, φταίει η φύση της….

Παιδεία και κοινωνία Ο ρόλος της παιδείας

Η παιδεία, όπως έχει ειπωθεί από πολλούς, αποτελεί το μέσον για ένα καλλίτερο κόσμο. Θα πρέπει φυσικά να στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε ότι με τον όρο καλλίτερο δεν εννοούμε πιο παραγωγικό, αυτό είναι θέμα της γνώσης και των δεξιοτήτων των ανθρώπων.

Με τον όρο καλλίτερο εννοούμε εκείνο τον κόσμο που παρουσιάζει ελάχιστες (και γιατί όχι μηδενικές) οικονομικές ανισότητες, μηδενικές κοινωνικές διακρίσεις, κατανόηση της έννοιας των δικαιωμάτων (τα δικαιώματα αφορούν τους πάντες και κύρια τις μειοψηφίες) και κατοχύρωση τους, ίσες ευκαιρίες για όλους στην ζωή ανεξάρτητα, θρησκείας, χρώματος και κοινωνικής ή οικονομικής θέσης, κλπ. Είναι όμως η παιδεία εργαλείο για ένα καλλίτερο κόσμο; Μπορεί να αποτελέσει η παιδεία εργαλείο για καλλίτερη υγεία; Μπορεί να αποτελέσει η παιδεία εργαλείο για να συνεννοηθούμε αποτελεσματικότερα και να λύσουμε προβλήματα που βασανίζουν την ανθρωπότητα (πολέμους, οικονομικές κρίσεις, φτώχεια, κλπ); Ας προσπαθήσουμε όμως να προσεγγίσουμε την έννοια της παιδείας και τον ρόλο της στην διαμόρφωση της κοινωνικής και παραγωγικής μας ζωής πριν καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα.

Αρχικά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η λέξη παιδεία χρησιμοποιείται πολύ συχνά σήμερα στην θέση της λέξης εκπαίδευση και, κατά την άποψη μας, δικαιολογημένα ισχυρίζονται πολλοί ότι προκαλείται σύγχυση τόσο ανάμεσα στις λέξεις παιδεία και εκπαίδευση, όσο και ανάμεσα στις λέξεις αγωγή, μόρφωση, κουλτούρα και παιδεία. Με αφορμή αυτό το γεγονός, θα πρέπει να πούμε ότι η λέξη παιδεία είναι αρχαιοελληνική λέξη με την οποία χαρακτηρίζονταν η αγωγή των παιδιών. Από την εποχή της κλασικής αρχαιότητας η λέξη αυτή, με την ευρύτερη έννοια, σήμαινε τον πολιτισμό, την εκπαίδευση, τον ανθρωπισμό ως διακριτικό χαρακτηριστικό μάλιστα των Ελλήνων έναντι των βαρβάρων. Από κάποιο χρονικό σημείο και μετά η έννοια της λέξης παιδείας ταυτίστηκε με την γενική μόρφωση και αυτή την σημασία διατηρεί ο όρος μέχρι και σήμερα. Τελικά η παιδεία είναι κάτι διαφορετικό από την γνώση, την μόρφωση ή τον πολιτισμό; Αν ναι, υπάρχουν αλληλεπιδράσεις και σχέσεις μεταξύ των παραπάνω εννοιών και πόσο η παιδεία έχει επηρεάσει τον πολιτισμό και την γνώση ή το αντίστροφο;

Στην προσπάθεια μας να φωτίσουμε την έννοια της λέξης παιδεία, θα ανατρέξουμε σε διάφορες βιβλιογραφικές πηγές. Έτσι, σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Larouce-Britanica» στον 18ο τόμο στην θέση του λήμματος εκπαίδευση διαβάζουμε τα παρακάτω για την παιδεία: «Ο όρος παιδεία δηλώνει την σκόπιμη και συνειδητή προσπάθεια για ατομική τελείωση και κοινωνική ένταξη ενός ανθρώπου οποιασδήποτε ηλικίας». Αναφέρεται μάλιστα στην συγκεκριμένη εγκυκλοπαίδεια ότι, η προσπάθεια αυτή (της παιδείας) συντελείται δυναμικά, στα πλαίσια της κοινωνίας, όχι από ένα και μοναδικό άτομο, αλλά από τη λειτουργία των θεσμών, τον καθημερινό βίο, την πολιτιστική παράδοση, την πολιτική ζωή και την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» γενικότερα». Αναγνωρίζεται δηλαδή στο συγκεκριμένο κείμενο ότι η παιδεία είναι κάτι πολύ ευρύτερο από την γνώση ενός αντικειμένου και συνδέεται πολύ περισσότερο με την συμπεριφορά των ατόμων μιας συγκεκριμένης κοινωνίας στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, παρά με τις γνώσεις των ατόμων αυτής της κοινωνίας γύρω από διάφορα θέματα, όπως η φύση, το ανθρώπινο σώμα, το διάστημα, το υπέδαφος, κλπ. Επίσης θα πρέπει να υπογραμμίσουμε τις λέξεις «συνειδητή και σκόπιμη προσπάθεια», που υποδηλώνουν ότι πίσω από την εκπαίδευση υπάρχουν συγκεκριμένοι στόχοι της εκάστοτε κοινωνίας. Το πρώτο ερώτημα που γεννάται εδώ είναι: αυτοί που αποφασίζουν τον χαρακτήρα της παιδείας αντιπροσωπεύουν το σύνολο μιας κοινωνίας ή μέρος αυτής; Λίγο παρακάτω, στην συγκεκριμένη πάντα εγκυκλοπαίδεια αναφέρεται ότι ο όρος παιδεία εμφανίστηκε στην χώρα μας από τον 5ο π.Χ. αιώνα και σημαίνει άλλοτε την ανατροφή του παιδιού, άλλοτε την διδασκαλία και άλλοτε τα αποτελέσματα της ανατροφής και της εκπαίδευσης.

Σύμφωνα με τον Ντυρκάιμ, που ασχολήθηκε συστηματικά με το θέμα αυτό, εκπαίδευση είναι: «η δράση που κατευθύνεται από τις γενιές των ενηλίκων στις γενιές εκείνες που δεν είναι ακόμα αρκετά ώριμες για την κοινωνική ζωή. Η δράση αυτή σκοπό έχει να προκαλέσει και να αναπτύξει στο παιδί ορισμένες φυσικές, πνευματικές και ηθικές καταστάσεις που απαιτούν από αυτό τόσο η πολιτική κοινωνία στο σύνολο της, όσο και το ιδιαίτερο κοινωνικό περιβάλλον, για το οποίο προορίζεται το παιδί». Ο συγκεκριμένος ορισμός του Ντυρκάιμ απαντά εν μέρει στο πρώτο ερώτημα που θέσαμε, αφού αποδέχεται ότι η εκπαίδευση του παιδιού έχει σαν στόχο να το προετοιμάσει έτσι ώστε να προσαρμόζεται στο ιδιαίτερο κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο προορίζεται να δράσει το παιδί. Υπάρχει φυσικά μια στενότητα σε αυτό τον ορισμό που περιορίζει την εκπαίδευση μόνο στην παιδική ηλικία.

Επίσης η λέξη αγωγή δηλώνει την σκόπιμη μορφωτική ενέργεια που ασκείται από ένα παιδαγωγό σε ένα παιδαγωγούμενο, κυρίως κατά την παιδική ηλικία του τελευταίου. Η λέξη μόρφωση είναι αποτέλεσμα της αγωγής και της παιδείας, ενώ η έννοια της λέξης πολιτισμός (πολλοί την ταυτίζουν απόλυτα με την λέξη κουλτούρα) είναι ευρύτερη και δηλώνει την πνευματική παράδοση, τις ιδέες, τις ιδέες, τις αξίες και του τρόπου ζωής ενός έθνους. Με τις έννοιες αυτές όμως θα ασχοληθούμε περισσότερο στην συνέχεια αυτής της προσπάθειας..

Θα έλεγα ότι και οι παραπάνω ορισμοί που αναφέραμε (φυσικά υπάρχουν και άλλοι) απαντούν ίσως σε ορισμένα ερωτήματα, ταυτόχρονα όμως δημιουργούν και άλλα. Για παράδειγμα, γιατί πρέπει ένα άτομο να προσπαθήσει να αναπτυχθεί ατομικά προκειμένου να ενταχθεί στην κοινωνία; Ποιος ορίζει την σκόπιμη και συνειδητή προσπάθεια αυτής της ατομικής τελείωσης και γιατί; Επίσης δεδομένου ότι το κοινωνικό περιβάλλον μεταβάλλεται στον χώρο και τον χρόνο, ποιες είναι εκείνες οι δυνάμεις που ορίζουν το ποιες φυσικές, πνευματικές και ηθικές καταστάσεις πρέπει να αποκτήσει ένα άτομο κάθε φορά για να μπορέσει να ενταχθεί μέσα στην κοινωνία; Τέλος το ζήτημα της παιδείας και της εκπαίδευσης αφορά συγκεκριμένο χρονικό διάστημα της ζωής ενός ανθρώπου ή είναι ένα ζήτημα που αφορά όλη την ζωή του και γιατί;

Στην ιατρική το ιστορικό ενός ασθενούς είναι σημαντικό προκειμένου να καταλήξει ένας γιατρός σε σωστή διάγνωση. Το ίδιο συμβαίνει, κατά την προσωπική μου άποψη, και με πολλά άλλα θέματα. Είναι απαραίτητο, αν θέλουμε να εξάγουμε σωστά συμπεράσματα, να αναζητήσουμε τις ιστορικές ρίζες της παιδείας και της εκπαίδευσης, τις αιτίες που γέννησαν την ανάγκη της, αλλά και τους σκοπούς που αυτή κλήθηκε να υπηρετήσει. Φυσικά δεν έχουμε τον χώρο να κάνουμε μια σε βάθος ιστορική αναδρομή, νομίζω όμως ότι μπορούμε να σκιαγραφήσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά της ιστορίας της εκπαίδευσης και να αναζητήσουμε απάντηση σε ορισμένα από τα ερωτήματα που θέσαμε.

Γυρίζοντας πολύ πίσω στον χρόνο, στα πρώτα βήματα της ανθρώπινης κοινωνίας παρατηρούμε ότι μια από τις βασικότερες διαφορές των ανθρώπων από τα ζώα, είναι ότι σχηματίζουν συνεχόμενες κοινωνίες με υλικό πολιτισμό που ανοίγει νέους ορίζοντες στις ικανότητες της απλής βιολογικής τους ύπαρξης, όπως λέει ο καθηγητής John D. Bernal, ένας επιστήμονας που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ιστορία της επιστήμης και τις σχέσεις της τελευταίας με την κοινωνία. Αυτές οι πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες που ανέπτυξαν μεθόδους πορισμού της τροφής και προστασίας πολύ πιο αποτελεσματικές από όλα τα άλλα ζώα, ανέπτυξαν ταυτόχρονα και τα μέσα και τις μεθόδους για την διατήρηση, μεταβίβαση και ανάπτυξη αυτών μεθόδων με την μορφή της παράδοσης που αποτελούσε και την πρώτη μορφή εκπαίδευσης. Στις παλαιότερες εποχές λοιπόν, και πριν την εμφάνιση και ανάπτυξη των πρώτων πολιτισμών, τόσο οι τέχνες όσο και οι πατροπαράδοτες ιδέες για την θρησκεία μαθαίνονταν μέσα από την οικογένεια, την φυλή και τους «τεχνίτες». Η διδασκαλία αυτή ήταν προφορική και οι μαθητές μάθαιναν και μετέφεραν στους άλλους ότι μπορούσαν να απομνημονεύσουν. Επίσης σημαντικό ρόλο έπαιζε η απόκτηση της γνώσης μέσα από την εμπειρία, δηλαδή στην πράξη, από τον μαθητή που θήτευε δίπλα στον «δάσκαλο», είτε αυτός ήταν «τεχνίτης», είτε το αρχαιότερο μέλος της οικογένειας, κλπ. Σκοπός της εκπαίδευσης ήταν να μεταφερθούν οι απαραίτητες γνώσεις από τους προγόνους στους απογόνους, έτσι ώστε να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος, η ομάδα, η φυλή με επιτυχία τις αντιξοότητες της καθημερινότητας στην «μάχη» για επιβίωση. Αργότερα, φαίνεται ότι η εξέλιξη της εκπαίδευσης επηρεάστηκε σημαντικά από την ανάπτυξη της γραφής και των γραπτών κειμένων.

Στο βιβλίο του Bruce G. Trigger «Understanding Early Civilizations» (κατανοώντας τους πρώιμους πολιτισμούς) αναφέρεται ότι σκοπός της εκπαίδευσης ήταν η μεταφορά εξειδικευμένης γνώσης από την μια γενιά στην άλλη. Κατά τον συγκεκριμένο συγγραφέα αυτό αφορούσε ιδιαίτερα την μεταβίβαση των γνώσεων ανάμεσα στις ανώτερες και τις διοικούσες τάξεις της κοινωνίας και ποίκιλε από πολιτισμό σε πολιτισμό. Έτσι οι Ίνκας, για παράδειγμα, έδιναν μεγάλη προσοχή στην εκπαίδευση των ανδρών που ανήκαν στην αριστοκρατική τάξη και επιλεγμένων γυναικών. Η εκπαίδευση αυτή αφορούσε το πώς να κρατούν και να χειρίζονται τα όπλα, να μαθαίνουν τους νόμους, το πώς να κυβερνούν, αλλά και πώς να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την τάξη τους. Οι Αζτέκοι, από την άλλη πλευρά, μας ενημερώνει ο συγγραφέας, απαιτούσαν όλα τα αγόρια να παρακολουθούν δύο ειδών σχολεία. Οι γιοι των ευγενών και ορισμένων «απλών» πολιτών παρακολουθούσαν σχολεία που ήταν στενά συνδεδεμένα με τους κυριότερους ναούς και ο στόχος της εκπαίδευσης ήταν να βγουν από αυτά τα σχολεία ιερείς, ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι και αντιγραφείς χειρογράφων.

Επίσης σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Larouce-Britanica» στην Αρχαία Αίγυπτο, η εκπαίδευση βρισκόταν αποκλειστικά στα χέρια των ιερέων. Στην Μεσοποταμία η εκπαίδευση ετοίμαζε ιερείς και γραφείς. Στην Βόρεια Κίνα ο κυριότερος στόχος της εκπαίδευσης ήταν να αναπτύξει την ηθική ευαισθησία του παιδιού απέναντι στον συνάνθρωπο και στο κράτος. Στην αρχαία Ινδία η κινητήρια δύναμη κάθε εκπαιδευτικής δραστηριότητας ήταν η θρησκεία και ποίκιλε ανάλογα με την «κάστα» στην οποία ανήκε ο κάθε άνθρωπος. Στην Ελλάδα η εκπαίδευση, στα δυο σημαντικά κέντρα της αρχαιότητας, την Σπάρτη και την Αθήνα, διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο.

Στην Σπάρτη η εκπαίδευση περιελάμβανε παρελάσεις, χορούς αγώνες και τραγούδια και από το 550 π.Χ. περιορίζεται σε στρατιωτικά καθήκοντα. Φαίνεται πως οι Σπαρτιάτες είχαν αρκετό χρόνο στην διάθεση τους. Απελευθερωμένοι από το άγχος της εργασίας (αυτή την είχαν αναλάβει οι δούλοι και οι είλωτες) αφιερώνονταν στην εκπαίδευση τους που βασίζονταν στα ιδεώδη τους. Έτσι αυτοί ασχολούνταν με την φυσική εξάσκηση, την στρατιωτική εκπαίδευση, το κυνήγι και τις αποκαλούμενες «λέσχες» στις οποίες οι συζητήσεις γίνονταν γύρω από ότι εθεωρείτο ευγενές και φυσικά όχι για δουλειά. Αυτή όπως είπαμε αφορούσε τους δούλους και τους είλωτες. Και ποια παιδιά πήγαιναν στα σχολεία της εποχής; Εκείνα των οποίων οι γονείς είχαν την δυνατότητα να συνεισφέρουν κάθε μήνα ένα μέδιμνο κριθάρι, οκτώ χοές οίνου, πέντε μνας τυρί και μισή μνα σύκα. Αν οι γονείς ήταν φτωχοί και δεν είχαν αυτές τις δυνατότητες, τότε έχαναν τα δικαιώματα τους ως πολίτες και τα παιδιά τους δεν ήταν δυνατόν να εκπαιδευτούν στο Σπαρτιάτικο σύστημα. Με άλλα λόγια τα σπαρτιάτικα σχολειά αφορούσαν μόνο τους ομοίους, δηλαδή τους κατέχοντες.

Στην αρχαία Αθήνα στόχος της εκπαίδευσης ήταν να κάνει το νέο άνθρωπο «καλόν κάγαθόν» και γι’ αυτό το κύριο μέλημα της εκπαίδευσης ήταν η εξισορρόπηση ανάμεσα στην άσκηση του σώματος και την καλλιέργεια του πνεύματος. Η εκπαίδευση της αρχαίας Αθήνας, όπως και εκείνη πολλών άλλων πόλεων, διαιρείται σε τρία στάδια: Το Πρωτοβάθμιο, αφορούσε τις ηλικίες έξι έως δέκα τέσσερα, το Δευτεροβάθμιο τις ηλικίες από τα δέκα τέσσερα έως τα δέκα οκτώ και το τριτοβάθμιο από τα δέκα οκτώ έως τα είκοσι. Από τα τρία αυτά στάδια, το τρίτο ήταν υποχρεωτικό, και το παρείχε η πόλη-κράτος, ενώ το δεύτερο ήταν εντελώς προαιρετικό και αφορούσε μάλλον τους εύπορους πολίτες. Στην αρχαία Αθήνα, και στην αρχαία Ελλάδα γενικότερα, οι φτωχοί καλούνταν να στρέψουν την προσοχή τους στην παραγωγή, δηλαδή την γεωργία και το εμπόριο, ενώ οι πλουσιότεροι στην μουσική, την ιππασία, την γυμναστική, το κυνήγι και την φιλοσοφία.

Προσπαθήσαμε να μεταφέρουμε, μέσα στον περιορισμένο χώρο και χρόνο που έχουμε, ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά που αφορούσαν την εκπαίδευση σε διάφορες χαρακτηριστικές περιόδους της αρχαιότητας σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Πριν προσπαθήσουμε να εξάγουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα όμως, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι εκτός από τις παραπάνω κυρίαρχες τάσεις που αναπτύχθηκαν, υπήρχαν και άλλες τάσεις όσο αφορά την εκπαίδευση, ιδιαίτερα όσο αφορά την πατρίδα μας. Να αναφέρουμε λοιπόν ότι ιδιαίτερη σπουδαιότητα είχαν αποκτήσει οι σχολές επαγγελματικής φύσεως που δημιουργήθηκαν βαθμιαία για την διατήρηση και διάδοση των κειμένων διάφορων κατηγοριών όπως, για παράδειγμα, των επικών ποιητών (Ομηρίδαι), των ιατρών (Ασκληπιεια), των φιλοσόφων και μαθηματικών (Πυθαγόριοι), κλπ. Επίσης στον πρώιμο πολιτισμό που ανέπτυξαν οι Ίωνες βρίσκουμε ένα τύπο εκπαίδευσης, γνωστό ήδη στα Ομηρικά έπη, που ήταν ενδιάμεσος μεταξύ της οικογενειακής και σχολικής διδασκαλίας και που αναλαμβάνονταν από ένα παιδαγωγό μισθωμένο από ιδιώτες. Παράλληλα υπήρχαν και οι πραγματικές σχολές όπου η εκπαίδευση στην παλαίστρα αποτελούσε αρχικά το κύριο χαρακτηριστικό.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω μπορούμε να βγάλουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα όσο αφορά τον ρόλο της παιδείας σε αυτή την χρονική περίοδο της ανθρωπότητας. Ορισμένα από αυτά τα συμπεράσματα είναι τα ακόλουθα:

1. Η εκπαίδευση ξεκίνησε σαν ανάγκη να μεταβιβαστούν δεξιότητες και γνώσεις που αφορούν την επιβίωση των ανθρώπινων κοινωνιών από την μια γενιά στην άλλη. Φυσικά ο υλικός πολιτισμός (με αυτή την έννοια θα ασχοληθούμε αργότερα) της εκάστοτε κοινωνίας διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ίδιας της κοινωνίας και φυσικά της εκπαίδευσης.

2. Η εκπαίδευση αποτελεί πράγματι, από κάποια χρονική στιγμή και μετά, σκόπιμη και συνειδητή προσπάθεια των κυριάρχων τάξεων προκειμένου να διατηρήσουν την εξουσία τους. Αυτός εξ’ άλλου είναι και ο λόγος που η εκπαίδευση αποτελεί προνόμιο τους. Μπορούμε να πούμε δηλαδή ότι η εκπαίδευση αποτελεί βασική μορφή κοινωνικοποίησης των ατόμων σε μια δεδομένη κοινωνία, σε ένα δεδομένο χρονικό διάστημα.

3. Οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται έχουν σχέση κύρια με τις διαφορές στον τρόπο οργάνωσης της συγκεκριμένης κοινωνίας και του τρόπου άσκησης της εξουσίας παρά σε κάποιο άλλο γεγονός. Για παράδειγμα το κύριο χαρακτηριστικό της Σπάρτης ήταν η στρατιωτική εκπαίδευση, γιατί αυτό διευκόλυνε καλλίτερα την άσκηση της εξουσίας από την συγκεκριμένη ελίτ των «ομοίων» που είχε την εξουσία σε αυτή την πόλη-κράτος.

4. Τι είναι όμως αυτό που ανάγκασε την κοινωνία να περάσει από τις απλές μορφές εκπαίδευσης στις πιο πολύπλοκές και σύνθετες, όπως αυτές που περιγράψαμε παραπάνω. Φαίνεται ότι
πρωταρχικό ρόλο έπαιξε η αλλαγή στην οργανωτική δομή της κοινωνίας, που έγινε πιο πολύπλοκη και απαιτούσε για την διατήρηση της περισσότερες γνώσεις. Αίτιο της πολυπλοκότερης οργανωτικής δομής ήταν η ανάπτυξη και εξέλιξη του τρόπου παραγωγής και του καταμερισμού της εργασίας που απαιτούσε με την σειρά του άλλες οργανωτικές δομές. Με άλλα λόγια, ο τρόπος και το επίπεδο παραγωγής, ή η ανάπτυξη, των παραγωγικών συντελεστών (εργασία, γη, τεχνικά μέσα) σε αυτές τις κοινωνίες διευκόλυνε μια τέτοια οργάνωση της κοινωνίας. Δηλαδή από την μια πλευρά αυτή που είχαν ελάχιστη εκπαίδευση και ήταν υπεύθυνοι για να παράγουν μέσα από την εργασία τους τα υλικά αγαθά, και από την άλλη αυτοί που καλούνται να διαχειριστούν αυτή την παραγωγή και να την αναδιανείμουν με συγκεκριμένο τρόπο μέσα στην κοινωνία. Ο είλωτας ή ο δούλος, σε οποιοδήποτε από τους πρώιμους ή αρχαίους πολιτισμούς, δεν ήταν ανάγκη να έχει ιδιαίτερες γνώσεις για να παράγει. Το μόνο που ήταν αναγκαίο ήταν να μπορεί να εργάζεται, να χρησιμοποιεί την μυϊκή του δύναμη και να ακούει τον αφέντη του. Επίσης η επικοινωνία και οι σχέσεις αφορούσαν κατά κύριο λόγο αυτούς που έπρεπε να διαχειριστούν τον πλούτο. Αυτοί λοιπόν έπρεπε να μάθουν τους νόμους, τους καλούς τρόπους συμπεριφοράς, την μουσική, την γραφή, κλπ. Αυτοί έπρεπε να καλλιεργήσουν το πνεύμα τους περισσότερο προκειμένου να εξυπηρετούν καλλίτερα τους ηγέτες τους και να αποδεικνύουν σε αυτούς την χρησιμότητα τους.

Στο σημείο αυτό, και έχοντας σαν στόχο να «εξηγηθούμε» και όχι να παρεξηγηθούμε, θα πρέπει να διευκρινίσουμε δύο σημεία:

1. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν μπορούμε και δεν πρέπει να κρίνουμε τις συγκεκριμένες ενέργειες εκείνης της εποχής με βάση τις αξίες που έχουν επικρατήσει (;) σήμερα στις σύγχρονες κοινωνίες των αναπτυγμένων κρατών. Για να κρίνουμε εκείνες τις κοινωνίες θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τις συνθήκες εκείνης της εποχής με το συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών συντελεστών, όπου η δεισιδαιμονία, η άγνοια έναντι σε απλά φαινόμενα, και ο φόβος έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσης του ανθρώπου. Η επιβίωση με τα συγκεκριμένα τεχνικά μέσα και γνώσεις εκείνης της εποχής ήταν πράγματι πολύ σκληρή υπόθεση και η καθημερινή μάχη για τα «προς το ζην», κάτω από αυτές τις συνθήκες, συνέβαλε με την σειρά της σημαντικά στην δημιουργία ενός πιο «άγριου», σε όρους καθημερινής συμπεριφοράς, κόσμου.

2. Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι περιγράφοντας τα γεγονότα δεν σημαίνει ότι περιγράφουμε, σε αυτή την φάση, όλες τις διαστάσεις της έννοιας παιδεία. Για παράδειγμα, περιγράφουμε, σε αυτή πάντα την χρονική περίοδο, την επίδραση της καθημερινής ζωής στην εξέλιξη της παιδείας και της γνώσης, δεν έχουμε όμως αναφερθεί στην επίδραση της γνώσης και της παιδείας στην εξέλιξη της κοινωνίας και των σχέσεων. Θα πρέπει με αφορμή αυτή ακριβώς την τελευταία παρατήρηση, να υπογραμμίσουμε ότι, σαφώς συγκεκριμένες δυνάμεις και παράμετροι καθοδηγούν την εξέλιξη της παιδείας και της γνώσης.

Από την άλλη πλευρά όμως, η ανάπτυξη της παιδείας και της γνώσης δημιούργησε νέες συνθήκες, συνέβαλε στην αναδιάταξη των δυνάμεων, προσέθεσε νέες και σε τελευταία ανάλυση επηρέασε την πορεία της εξέλιξης.

Μετά και από αυτές τις διευκρινήσεις μπορούμε νομίζω να συνεχίσουμε το ταξίδι μας στον χρόνο προσπαθώντας να διερευνήσουμε τα όρια και τις δυνατότητες της παιδείας.

Έτσι λοιπόν, τα επόμενα χρόνια που κύλησαν ή για να ήμαστε πιο ακριβείς, οι επόμενοι αιώνες που κύλησαν δεν, είχαν να επιδείξουν σημαντικές αλλαγές όσο αφορά την εξέλιξη της γνώσης ή της κοινωνίας. Υπάρχει όμως μια σημαντική αλλαγή και αυτή είναι η δημογραφική αλλαγή. Αυτή έλαβε χώρα κύρια κατά την περίοδο που ορίζεται από τον 11ο έως τον 13ο αιώνα.

Τα στοιχεία φυσικά δεν είναι πολλά, αλλά σύμφωνα με αυτά που υπάρχουν έχουν επιτρέψει στους ιστορικούς να υπολογίσουν ότι η Αγγλία, για παράδειγμα, είχε στα 1086 μόνο 1.100.000 κατοίκους στο σύνολο της, ενώ λίγο πριν την φοβερή πανώλη του 1348 ο αριθμός αυτό θα φτάσει τα 3.700.000. Παρατηρείτε επίσης μια αύξηση του πληθυσμού των πόλεων, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι οι πόλεις εκείνης της εποχής έμοιαζαν με τις σημερινές μεγαλουπόλεις.

Μπορούμε λοιπόν να σημειώσουμε ότι υπήρξε μια επέκταση των πόλεων που είναι συνέπεια της δημογραφικής αύξησης και έτσι παρατηρείται και μια τροποποίηση της ισορροπίας ανάμεσα στις πόλεις και την ύπαιθρο που οφείλεται σε παράγοντες όπως η αύξηση της παραγωγής. Επίσης παρατηρείται ότι ζώνες που μέχρι χθες ήταν ανεκμετάλλευτες τώρα καλλιεργούνται.

Στην Γαλλία μάλιστα πραγματοποιείται η μεγαλύτερη επέκταση καλλιεργήσιμης γης που έγινε ποτέ μέχρι τότε, όπως αναγνωρίζει και ο Γάλλος μεσαιωνοδίφης ιστορικός Μάρκος Μπλοκ (1886-1944). Αυτή η αύξηση της καλλιεργήσιμης γης, μέσω των εκχερσώσεων εξασφάλισε και αύξηση της γεωργικής παραγωγής.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο κυριότερος παράγοντας αύξησης της παραγωγής ήταν η επέκταση της καλλιεργήσιμης γης και όχι η αύξηση της παραγωγικότητας ή η εντατικοποίηση της παραγωγής. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν πραγματοποιήθηκε πρόοδος όσον αφορά την βελτίωση της παραγωγικότητας. Ο άνθρωπος σε αυτό το διάστημα έμαθε να χειρίζεται καλλίτερα την δύναμη των ζώων, των τρεχούμενων νερών και των ανέμων.

Οι μεσαιωνικοί αιώνες της Ευρώπης δεν είχαν καμία σχέση με τον ρυθμό της τεχνικής και επιστημονικής εξέλιξης του σύγχρονου κόσμου, σημαδεύονται ωστόσο από πλήθος μικρές τελειοποιήσεις που στο σύνολο τους αποτελούν μια αξιόλογη συνεισφορά για τα δεδομένα της εποχής. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι έγινα βελτιώσεις τόσο στα εργαλεία όσο και στα συστήματα καλλιέργειας. Υπήρξε για παράδειγμα σημαντική βελτίωση του άροτρου που βοήθησε στο να πραγματοποιούνται δυνατά βαθιά οργώματα. Η άρδευση επίσης, εξασφάλισε την αξιοποίηση ξερικών εδαφών και όλα αυτά την εξασφάλιση αφθονότερης και σε μεγαλύτερη ποικιλία διατροφής.

Έτσι έχουμε πρόοδο που επιτυγχάνεται από την απόκτηση περισσότερων δεξιοτήτων από τεχνίτες που δημιουργήθηκαν μέσα από οικογενειακές παραδόσεις και που πλουτίζονταν από γενιά σε γενιά και από μια μαθητεία που γίνονταν όλο και πιο συστηματική. Συνέπεια όλων αυτών ήταν να απελευθερωθούν χέρια από την γεωργία και να στραφούν προς τις τέχνες και προς τις πόλεις. Έχουμε δηλαδή ένα νέο καταμερισμό της εργασίας που προκάλεσε ακριβώς και την μετατόπιση πληθυσμών από την ύπαιθρο προς τις πόλεις. Αναπτύσσεται ακόμα παραπέρα το εμπόριο και η υφαντουργία. Η ανάπτυξη του εμπορίου έθεσε προβλήματα που η λύση τους απαιτούσε πιο «πρακτικό» πνεύμα και φυσικά κάποιες γνώσεις. Κάτω από αυτούς τους όρους η λογιστική πραγματοποιεί τις πρώτες της προόδους. Ο έμπορος αρχικά καταγράφει σε ένα σημειωματάριο κατά χρονολογική σειρά τα έσοδα και τα έξοδα. Αργότερα όμως η ανάπτυξη της πίστεως καθώς και η δημιουργία εταιρειών στις οποίες συνεργάζονται κεφάλαια διαφορετικής προέλευσης, κάνουν τους λογαριασμούς πιο πολύπλοκους.

Οι σχέσεις που ορίζει αυτή η παραγωγική διαδικασία όμως δεν φαίνεται να έχει αλλάξει δραματικά σε σχέση με 1000 χρόνια πίσω. Ο άνθρωπος του 11ου αιώνα είναι είτε ιππότης, θεληματικά υποταγμένος στην υπηρεσία κάποιου, ή χωρικός, ελεύθερος μισθωτής αγροτικού χώρου ή τεχνίτης στην πόλη ή δούλος που ανήκει από την κοιλιά της μάνας του στον αφέντη.

Φαίνεται πως η ανάπτυξη της οικονομίας και των παραγωγικών συντελεστών δεν είναι ικανή για να ταράξει την σταθερότητα αυτών των κοινωνιών. Όμως δεν πρέπει να υποτιμούμε τις αλλαγές. Για παράδειγμα το χρήμα αποκτά δύναμη καθώς μέσω αυτού καθιερώνεται η πώληση των αγροτικών προϊόντων στους κατοίκους των πόλεων. Επίσης μέσα στις πόλεις η ελευθερία των ατόμων είναι μεγαλύτερη γι’ αυτό και μια Γερμανική παροιμία της εποχής έλεγε ότι «ο αέρας της πόλεως δίνει ανεξαρτησία». Θα πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε ότι σε αυτόν τον αγώνα κατακτήσεων ελευθερίων το μεγάλο όπλο των πολιτών ήταν το πνεύμα συνεργασίας που είχαν μεταξύ τους. Όπως αναφέρεται στην Ιστορία της ανθρωπότητας της UNESCO, «παντού ο σχηματισμός επαγγελματικών συνεταιρισμών, συντεχνιών, «πανεπιστημίων» κάθε είδους ερμηνεύει το νέο πνεύμα που ενώνει τους ανθρώπους της ίδιας τάξεως». Υπάρχουν «ανεπαίσθητες», αλλά όχι ανύπαρκτες κοινωνικές εξελίξεις και ως γνωστό η κοινωνική εξέλιξη συνεπάγεται και ανακατανομή της πολιτικής εξουσίας.

Φυσικά όλα αυτά γίνονται με μια βραδύτητα που σίγουρα δεν μπορεί να την αντιληφθεί ή να την κατανοήσει κανείς εύκολα, όταν έχει μάθει να χρησιμοποιεί σαν μέτρο τον ανθρώπινο και όχι τον ιστορικό χρόνο. Εξ’ άλλου δεν είχαν ακόμη αναπτυχθεί ικανοποιητικά εκείνες οι δυνάμεις καταλύτες που θα επιτάχυναν σημαντικά την ιστορική εξέλιξη και θα αύξαναν την ταχύτητα των κοινωνικών εξελίξεων.

Και η εκπαίδευση αυτά τα χρόνια; Θεωρώ ότι αξίζει και οφείλουμε να αρχίσουμε από τα δικά μας, το Βυζάντιο δηλαδή. Να σημειώσουμε λοιπόν ότι τόσο η Κωνσταντινούπολη, όσο και η Θεσσαλονίκη ήταν πόλεις με μεγάλη ζωτικότητα και αυτό μεταφέρονταν και στον τομέα της παιδείας. Υπήρχε στο Βυζάντιο και στις δύο αυτές πόλεις ιδιαίτερα, ένα κοινό που μεριμνούσε για την παιδεία με πάθος, μια παιδεία που ήταν τόσο απαραίτητη για να επιτύχει κανείς στο εμπόριο και την διοίκηση. Έτσι υπήρξε ένας σημαντικός αριθμός ανδρών που μπόρεσε να σταδιοδρομήσει στην εκπαίδευση, από τους επιφανείς σοφούς έως τους εργαζόμενους σαν οικοδιδάσκαλοι στις αριστοκρατικές οικογένειες. Φυσικά αυτό δεν αφορούσε και τις αγροτικές περιοχές του Βυζαντίου όπου η αμάθεια ήταν γενικευμένη. Κατά την Βυζαντινή περίοδο φαίνεται ότι υπήρξαν περίοδοι που η παιδεία έλαβε ευρύτερες διαστάσεις. Έτσι, σύμφωνα με όσα γράφει η Ιστορία της Ανθρωπότητας της UNESCO, το 1045 ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Θ΄ ο μονομάχος, «θέλοντας να στηριχθεί στους λόγιους προκειμένου να αντιμετωπίσει την στρατιωτική αριστοκρατία ανέλαβε μια πλήρη αναδιοργάνωση του πανεπιστημίου», ενώ φρόντισε να γίνονται οι σπουδές δωρεάν και να βελτιωθούν οι σπουδές.

Την ίδια περίοδο, στον μεσαίωνα, η παιδεία στην Ευρώπη βρίσκονταν σε γενική οπισθοδρόμηση. Τα αντίγραφα ήταν κακής ποιότητας και οι ημιμαθείς μοναχοί με τα λάθη τους καθιστούσαν ολόκληρα κείμενα ακατανόητα και κατέστρεψαν σημαντικά διαθέσιμα έργα, όπως ήταν οι πραγματείες του Βοήθιου. Ο Καρλομάγνος, προκειμένου να ανυψώσει το πνευματικό και ηθικό επίπεδο του κλήρου, έτσι ώστε να μπορέσει να δράσει καλλίτερα μέσα στο σύνολο του πληθυσμού, διέταξε να ανοιχθούν στις έδρες των επισκοπών σχολεία που να δίνουν κάποια στοιχειώδη μόρφωση. Έτσι ο μεταφραστής και ο αντιγραφέας έγιναν κατά την περίοδο αυτή οι στυλοβάτες του Ευρωπαϊκού πνευματικού πολιτισμού. Περνώντας τα χρόνια και πλησιάζοντας στον 12ο και 13ο αιώνα η ανάπτυξη των σχολείων και ο ρόλος του γραπτού στην τότε κοινωνική ζωή, γίνονταν όλο και πιο σημαντικός και απαιτούσε την δημιουργία περισσότερων αξιόπιστων γραφέων. Φυσικά είναι εύκολο να κατανόηση κανείς ότι τα βιβλία απαιτούσαν πολύ εργασία για να παραχθούν και γι’ αυτό κόστιζαν ακριβά. Αυτό καθιστούσε ακόμα και για πλούσιους ιδιώτες πολύ δύσκολο να έχουν μια αξιόλογη βιβλιοθήκη. Οι βιβλιοθήκες ήταν προνόμιο των πλούσιων μοναστηριών και των μεγάλων και περιορισμένων σε αριθμό πανεπιστημίων της εποχής. Θεωρώ ότι στο έργο του Ουμπέρτο Έκο «το όνομα του ρόδου» περιγράφεται με πολύ γραφικό τρόπο το πώς διαφυλάσσονταν η γνώση στα μοναστήρια.

Η ανάπτυξη των πόλεων και του εμπορίου που επεκτείνεται κατά τα τέλη του 12ου και 13ου αιώνα κατέστησε τον κοσμικό αστικό κλήρο το πιο μορφωμένο στοιχείο της Εκκλησίας, σύμφωνα πάντα με την Ιστορία της Ανθρωπότητας της UNESCO. Ο εμπλουτισμός αυτός της πνευματικής κληρονομιάς γίνεται η αιτία να κινδυνεύει να καταστραφεί η ισορροπία του μοναχικού κανόνος. Παρατηρούμε δηλαδή πως η ανάπτυξη, ακόμα και αυτή η στοιχειώδη, ενός πλατύτερου και πλουσιότερου πνευματικού διαλόγου και γνώσης δημιουργεί συνθήκες ανατροπής των κοινωνικών δεδομένων.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και πριν τα μέσα του 12ου αιώνα, στην καρδιά της Ευρώπης, στο Παρίσι ο Αβελάρδος λαμπρύνει με την παρουσία του την πνευματική ζωή διδάσκοντας Αριστοτελική λογική, την διαλεκτική η οποία όμως ήταν έξω από την επισκοπική σχολή και εναντίον της. Φυσικά καταδικάστηκε πολλές φορές μετά το 1121 και στο τέλος αναγκάστηκε να αποτραβηχτεί σε ένα μοναστήρι. Όλες αυτές οι τάσεις της εποχής δημιουργούν αντιφάσεις στις οποίες περικλείονται σπέρματα ανατροπής. Έτσι για παράδειγμα, η συσσώρευση δασκάλων και φοιτητών στα αστικά κέντρα προκαλεί το αδιαχώρητο (για τα δεδομένα της εποχής) και τα παλιά επισκοπικά σχολεία δεν αρκούν πια για να συγκρατήσουν τον κόσμο που συρρέει σε αυτά. Δημιουργείτε έντονη η ανάγκη να διευρυνθούν οι γνώσεις και διοργανωθούν σε συγκεκριμένους κύκλους σπουδών που θα ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες. Μην φανταστούμε φυσικά ότι αυτό αφορούσε τα πλατύτερα στρώματα του πληθυσμού. Από την άλλη πλευρά το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να υποτιμήσουμε την επίδραση που θα έχουν αυτές οι τάσεις στην δημιουργία της αναγέννησης αργότερα.

Η απάντηση του επίσημου κράτους σε όλα αυτά έρχεται κατά τον 13ο αιώνα με την εμφάνιση των πανεπιστημιακών θεσμών και την εμφάνιση των επαιτών μοναχών ή των «Ταγμάτων του Ελέους», όπως ήταν η άλλη τους ονομασία. Έτσι ο Φίλιππος Αύγουστος αναγνωρίζει στην Εκκλησία το δικαίωμα να δικάζει τους φοιτητές (1200) και ο πάπας Ινοκέντιος ο Γ΄ παραχωρεί στο πανεπιστήμιο ευρεία αυτονομία απέναντι στον επίσκοπο (βλέπεται υπήρχαν και ενδο-θρησκευτικές κόντρες).

Θα πρέπει ακόμα να επισημάνουμε ότι πέρα από τις διαφοροποιήσεις που υπήρχαν τόσο ανάμεσα στις πόλεις και προέρχονταν από τον όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων που έπαιρναν μέρος στην διαδικασία της εκπαίδευσης και των διαφορετικών πολιτικών τάσεων που έρχονταν στην επιφάνεια, υπήρχαν και εκπαιδευτικά ιδρύματα στις πόλεις όπου οι αστοί και οι έμποροι λάμβαναν κάποια στοιχειώδη εκπαίδευση και την διεύθυνση αυτών των σχολείων διεκδικούσαν οι δημαρχίες από την εκκλησία.

Για να καταλάβουμε τις εξέλιξης θα πρέπει επίσης να αναφερθούμε, ακροθιγώς, και στην μεθοδολογία της εκπαίδευσης. Η βάση λοιπόν, της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης της εποχής εκείνης (δηλαδή 12ο και 13ο αιώνα) αποτελούσε ο κύκλος των επτά ελευθέριων τεχνών βαθμιαία εμπλουτισμένος. Η σημαντικότερη παράμετρος που επέδρασε αργότερα και στην ανατροπή της αναγέννησης και του διαφωτισμού, ήταν το γεγονός ότι η διαλεκτική απέκτησε ανάμεσα τους εξέχουσα θέση. Το γεγονός αυτό είναι απόρροια της εμβάθυνσης των Αριστοτελικών έργων. Αυτό με την σειρά του απαιτούσε την ανάλυση της κρίσεως και των μεθόδων της σκέψης, αφού μας διδάσκει να αναλύουμε τις έννοιες, να τις αποσυνθέτουμε και να την ανασυνθέτουμε αναγνωρίζοντας την πραγματικότητα υπό διαφορετικούς όρους. Δεν ήταν λοιπόν ο Αβελάρδος ένα τυχαίο περιστατικό αλλά ένα αποτέλεσμα μια συγκεκριμένης διαδικασίας, αφού «η εξέλιξη των μεθόδων εκπαιδεύσεως αντανακλά την προοδευτική χειραφέτηση της γνώσης σε σχέση με την αρχαία κληρονομιά που της χρησίμευσε σαν βάση», όπως πολύ σωστά σημειώνεται στην Ιστορία της Ανθρωπότητας της UNESCO. Επίσης δεν ήταν τυχαίο γεγονός ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης (1182-1226) που εξέφρασε με την ζωή και το κήρυγμα του τις ανησυχίες και εξεγέρσεις των φτωχών στρωμάτων των πόλεων ενάντια στον υπερβολικό πλούτο της τότε αριστοκρατίας. Το κήρυγμα του, όπως μας ενημερώνει ο καθηγητής John Bernal (Η Επιστήμη στην Ιστορία) ήταν «επικίνδυνα λαϊκό» και επιστρατεύτηκε όλη η διπλωματική ικανότητα του πάπα για να το συγκρατήσει και να μην μετατραπεί σε αίρεση και σε πολιτικό κίνημα.

Τέλος και πριν προσπαθήσουμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα για αυτή την χρονική περίοδο (6ος – 12ος αιώνας) θα πρέπει να παραθέσουμε εν συντομία ορισμένα ακόμα σημαντικά γεγονότα:
– Ο πανεπιστημιακός κόσμος δεν αποτελούσε κατά τον 13ο αιώνα παρά μια μικρή μειονότητα ακόμα και ανάμεσα στον κλήρο. Στο Παρίσι, την πόλη του φωτός και σημαντικό κέντρο των κοινωνικών εξελίξεων της εποχής, το σύνολο των μαθητών και πανεπιστημιακών δασκάλων δεν αριθμούσε πάνω από 1500 άτομα. Λιγότερα από ότι τα πανεπιστήμια μικρών Ελληνικών πόλεων σήμερα, αλλά σημαντικός αριθμός για εκείνη της εποχή. Επίσης τα πανεπιστήμια ήταν κατά κύριο λόγο ιδρύματα για την μόρφωση του κλήρου και ορισμένων ανώτατων κρατικών λειτουργών.
– Ο 13ος αιώνας φαίνεται να αποτελεί περίοδο γοργής ανάπτυξης του γραπτού. Την λέξη γοργή φυσικά, δεν θα πρέπει να την ερμηνεύουμε με την σημερινή της έννοια.
– Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Ευρώπης ήταν και παρέμεινε αγράμματη.
– Ως τον 12ο αιώνα κάθε παιδεία είναι λατινική, και η γνώση της λατινικής γλώσσας αποτελεί το κριτήριο της μόρφωσης.
– Η σχετική ανάπτυξη του εμπορίου και η εξέλιξη της τεχνικής των επιχειρήσεων απαιτεί να υπάρχει σε ικανοποιητικό βαθμό η γνώση της γραφής και της γλώσσας, καθώς και των μεθόδων του υπολογισμού (εμπορική αλληλογραφία και λογιστική).
– Δεν πρέπει να υποτιμούμε τις άλλες μορφές μετάδοσης της εκπαίδευσης και της γνώσης που την αποτελούσαν τα λαϊκά και οικογενειακά έθιμα, τα στοιχεία αγωγής που μετάδιδαν οι μάστορες στους μαθητές, κύρια μέσα στα εργαστήρια και την εκπαίδευση που μετάδιδαν οι έμποροι. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι οι μικρές πρόοδοι που έγιναν στην γεωγραφία και την χαρτογραφία, πραγματοποιήθηκαν, κατά την διάρκεια του μεσαίωνα, έξω από την «σχολική» εκπαίδευση.
– Το επίπεδο της Βυζαντινής παιδείας ήταν υψηλότερο από εκείνο της Δύσης άσχετα από το αν και εκεί η εκπαίδευση περιορίστηκε σε μια πολύ μικρή μειονότητα. Η πορεία όμως του βυζαντίου για τους γνωστούς ιστορικούς λόγους, είχε πληγεί τόσο από τους «Φράγκους» πριν τον 15ο αιώνα, όσο και από τους Τούρκους μετά. Έτσι την κρίσιμη για την υπόλοιπη Ευρώπη χρονική περίοδο ο Ελληνισμός είχε αποκοπεί από τα κέντρα των εξελίξεων. Ένα συμπέρασμα που υπάρχει, έστω και αν δεν είναι στενά συνδεδεμένο με την παιδεία, είναι ότι τόσο η Βυζαντινή, όσο και η Ρωμαϊκή αλλά και Ισλαμική αυτοκρατορία στάθηκαν ανίκανες να διατηρήσουν την οργάνωση που ήταν απαραίτητη για τον έλεγχο ενός τόσο εκτεταμένου κράτους.

Τα συμπεράσματα από αυτή την χρονική περίοδο δεν διαφέρουν κατά την ταπεινή μας άποψη από τα συμπεράσματα που είχαμε βγάλει για την παιδεία και τον ρόλο της στην αρχαιότητα.

Η εκπαίδευση όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει σχέση με την παραγωγική διαδικασία και δεν είναι διαδεδομένη, γιατί η παραγωγική διαδικασία δεν χρειάζεται για να λειτουργήσει ακόμα ιδιαίτερες γνώσεις, πέρα από τις δεξιότητες των τεχνικών. Οι συνθήκες της παραγωγής στην περίοδο της φεουδαρχίας, αλλά και προγενέστερα, περιόριζαν στο ελάχιστο τις απαιτήσεις για επιστήμη και δεν είναι τυχαίο ότι οι απαιτήσεις σε επιστήμη θα επανεμφανίζονταν τότε που το εμπόριο και η ναυσιπλοΐα δημιούργησαν νέες ανάγκες περί τα τέλη του μεσαίωνα. Η παιδεία και κατά την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αφορά τα ανώτερα στρώματα και έχει σχέση με την άσκηση της εξουσίας, έστω και αν υπάρχουν και σπέρματα αμφισβήτησης του τρόπου άσκησης αυτής της εξουσίας. Όλο αυτό το σκηνικό δημιουργούσε και το ανάλογο κοινωνικό περιβάλλον, όπου η θρησκεία (με την μορφή που είχε εκείνη την περίοδο) και η δεισιδαιμονία συνεχίζουν να αποτελούν την σημαντικότερη συνιστώσα του πολιτισμικού γίγνεσθαι.

Στο σημείο αυτό, και πριν «μπούμε» σε πιο «κοντινούς» για εμάς αιώνες, κρίνουμε σκόπιμο να προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε και διευκρινίσουμε την έννοια του πολιτισμού. Θεωρώ ότι είναι χρήσιμο, πριν προχωρήσουμε στους νεότερους χρόνους, να παραθέσουμε ορισμένες σκέψεις για την σχέση μεταξύ παιδείας και πολιτισμού, προκειμένου να διερευνήσουμε τον ρόλο της παιδείας στην κοινωνία και τις σχέσεις της με την εκπαίδευση, την γνώση, τον τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης και τον τρόπο συμπεριφοράς των ανθρώπων γενικότερα. Για να το επιτύχουμε αυτό θα ζητήσουμε την βοήθεια ενός κορυφαίου ιστορικού, του Fernard Braudel. Την βοήθεια αυτή θα την πάρουμε μέσα από το εξαιρετικό βιβλίο του «Γραμματική Πολιτισμών» που εκδόθηκε από το «Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης».

Αυτό που ονομάζουμε πολιτισμό σήμερα, φαίνεται να συνδέεται στενά με την εξέλιξη της επιστήμης και της γνώσης.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πολιτισμός μιας συγκεκριμένης κοινωνίας χαρακτηρίζεται από την υλικό-τεχνική της βάση και το επίπεδο των σχέσεων των ανθρώπων σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Με τον όρο υλικό-τεχνική βάση εννοούμε την υλικό-τεχνική υποδομή της κοινωνίας, δηλαδή τα τεχνικά μέσα που η κοινωνία χρησιμοποιεί προκειμένου να παράγει τα αναγκαία για την κοινωνία προϊόντα στην δεδομένη χρονική στιγμή. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι κατά την διάρκεια των αιώνων τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιούν οι κοινωνίες για να τραφούν, ντυθούν, επικοινωνήσουν, μετακινηθούν, διασκεδάσουν, παράγουν ενέργεια, κλπ., χαρακτηρίζουν την υλικοτεχνική υποδομή αυτών των κοινωνιών, αλλά και τον υλικό πολιτισμό τους.

Με τον όρο επίπεδο σχέσεων εννοούμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των σχέσεων που ορίζουν τις μεταξύ των ανθρώπων προσωπικές ή και επαγγελματικές επαφές – συναλλαγές.

Όπως λοιπόν μας ενημερώνει ο Fernard Braudel, η λέξη πολιτισμός (civilization) έχει Γαλλική προέλευση και εμφανίστηκε τον 18ο αιώνα. Η Ελληνική λέξη είναι αρχαία και προέρχεται από την λέξη πολίτης. Η λέξη σήμαινε την διακυβέρνηση του κράτους (Liddell – Scott). Η λέξη με την σημερινή της σημασία γεννήθηκε και αυτή στην Γαλλία χάρη στον Αδαμάντιο Κοραή (1748 – 1833).
Σύμφωνα λοιπόν πάντα με την «Γραμματική Πολιτισμών» του Fernard Braudel (σελίδα 54), η έννοια του πολιτισμού έχει διπλό περιεχόμενο αφού αναφέρεται συγχρόνως σε υλικές και σε ηθικές αξίες. Αυτός ήταν και ο λόγος, σύμφωνα πάντα με τον κορυφαίο ιστορικό, που πολλοί συγγραφείς αισθάνθηκαν την ανάγκη να κάνουν διάκριση ανάμεσα στις λέξεις πολιτισμός και κουλτούρα. Με την πρώτη λέξη αναφέρονται κύρια στον υλικό πολιτισμό και με την δεύτερη στις ηθικές αξίες αυτού του πολιτισμού.

Η Ελληνική γλώσσα πάντως έχει τακτοποιήσει το θέμα αυτό κάνοντας διάκριση ανάμεσα στον πνευματικό και υλικό πολιτισμό (Νεώτερο εγκυκλοπαιδικό λεξικό του «Ηλίου»). Σύμφωνα με τον Αλφρεντ Βέμπερ τέλος, ο πολιτισμός δεν είναι παρά ένα σύνολο τεχνικών και πρακτικών γνώσεων και δεξιοτήτων, που επιτρέπουν στον άνθρωπο να δρα πάνω στην φύση, ενώ κουλτούρα είναι οι κανονιστικές αρχές, οι αξίες, τα ιδεώδη, με άλλα λόγια το πνεύμα» («Γραμματική Πολιτισμών» σελίδα 54-55).

Μετακινούμενοι μέσα στο χώρο και τον χρόνο μπορούμε να δούμε την διαχρονική εξέλιξη πολιτισμών, με βάση τα όσα παραπάνω είπαμε. Έτσι «όταν περνάει κανείς από την μια ακτή της Μάγχης στην άλλη, όταν φτάνει στην Μεσόγειο, μετακινούμενος από τον Βορρά» θα διαπιστώσει πόσοι διαφορετικοί πολιτισμοί υπάρχουν μέσα στον χώρο της Ευρώπης και μόνο. Το ίδιο, και μάλιστα σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό, θα διαπιστώσει κανείς αν μετακινηθεί με τον ίδιο τρόπο από την Ευρώπη προς την «αχανή» Ασία.

Υπάρχει όμως ένα κοινό στοιχείο, το οποίο εμφανίστηκε τους τελευταίους αιώνες, που εξάγει κατά κανόνα (και μέχρι τώρα) η Δύση, και το συγκεκριμένο αυτό στοιχείο δέχεται ο υπόλοιπος κόσμος στο σύνολο του σχεδόν. Το στοιχείο αυτό είναι ο «βιομηχανικός πολιτισμός». Πρέπει να παραδεχτούμε, όπως πολύ σωστά σημειώνει ο Braudel στο βιβλίο του, ότι «για πρώτη φορά ένα τόσο σημαντικό στοιχείο ενός συγκεκριμένου πολιτισμού θέλουν να το δανειστούν όλοι οι άλλοι λαοί της υφηλίου, και ότι η ταχύτητα των σύγχρονων επικοινωνιών ευνοεί τη γοργή και αποτελεσματική διάδοση του». Επίσης θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το στοιχείο αυτό ασκεί ισχυρή επίδραση σε όλες τις άλλες συνιστώσες-χαρακτηριστικά ενός πολιτισμού, μεταβάλλοντας τις σχέσεις, τον τρόπο παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων, αλλά και κατανάλωσης και τρόπου ζωής των ανθρώπων.

Είναι λοιπόν φυσικό να υποθέσουμε ότι μεταξύ της υλικό-τεχνικής υποδομής και του επιπέδου των σχέσεων υπάρχει στενή αλληλεξάρτηση. Έτσι είναι φυσικό να υπάρχουν τελείως διαφορετικές σχέσεις μεταξύ αφεντικού και δούλου από την μία πλευρά και εργοδότη εργαζομένου από την άλλη. Είναι φυσιολογικό ακόμη να υπάρχει τελείως διαφορετική αντίληψη για τον χρόνο και την απόσταση μεταξύ του ανθρώπου της αρχαιότητας, που ήθελε 1 ώρα για να μετακινηθεί σε απόσταση 3 περίπου χιλιομέτρων, και του σημερινού ανθρώπου που χρειάζεται περίπου 1 ώρα για να μετακινηθεί 100 χιλιόμετρα. Άρα είναι και φυσικό να υποθέσουμε ότι η εξέλιξη της γνώσης και της επιστήμης υπήρξε αποφασιστικός παράγοντας για την αναμόρφωση ολόκληρου του πρότυπου της ανθρώπινης σκέψης, όπως δηλώνει ο καθηγητής John Bernal.

Τέλος, γνωρίζουμε ότι η εξέλιξη της επιστήμης και της γνώσης συνδέεται στενά με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Συνδέεται όμως αυτόματα και με την ανάπτυξη της ανθρώπινης ευημερίας; Λογικά, η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα θα έπρεπε να ήταν πολύ εύκολη, αφού η τεχνολογία μας βοήθησε να μετακινούμαστε τάχιστα και να κερδίζουμε χρόνο, σε σχέση με το παρελθόν, ή να μπορούμε να εκτελούμε εργασίες χρονοβόρες μέχρι χθες, σε σύντομο χρονικό διάστημα ή και χωρίς την δική μας φυσική παρουσία πολλές φορές. Για παράδειγμα μπορούμε να βάλουμε το πλυντήριο πιάτων ή ρούχων να πλένει και εμείς να κάνουμε κάτι άλλο πιο παραγωγικό η πιο ευχάριστο. Φυσικά το θέμα αυτό είναι πολύ μεγάλο και συνδέεται άμεσα με την υγεία των ανθρώπων (ιδιαίτερα ην ψυχική υγεία), γι’ αυτό και θα προσπαθήσουμε να ασχοληθούμε πιο ολοκληρωμένα με αυτό στο άμεσο μέλλον.

Προς το παρόν αρκεί να σημειώσουμε ότι, τα αποτελέσματα της επιστήμης και της εργασίας των επιστημόνων ξεφεύγουν ολοκληρωτικά από τα χέρια τους και μετατρέπονται σε εμπορικά προϊόντα ή εργαλεία άσκησης πολιτικής (βλέπε πυρηνική ενέργεια) στα χέρια εκείνων των μελών της κοινωνίας που την ορίζουν και θέτουν και τους κανόνες της λειτουργία της. Οι στόχοι μάλιστα αυτών των μελών της κοινωνίας είναι τελείως διαφορετικοί ή και αντιφατικοί πολλές φορές μεταξύ τους. Αυτό φυσικά δεν γίνεται ερήμην της πλειοψηφίας των υπολοίπων μελών της κοινωνίας. Αντίθετα γίνεται με την συγκατάθεση τους, την ανοχή τους ή την αδιαφορία τους. Με άλλα λόγια, την χρήση της επιστήμης δεν την καθορίζει πλέον ο επιστήμονας που εφηύρε την καινοτομία, αλλά το πολιτισμικό επίπεδο των μελών αυτής της κοινωνίας συλλογικά και ο καθένας από τα μέλη της ατομικά. Πολιτισμικό επίπεδο που αντανακλά φυσικά και στο επίπεδο οργάνωσης της κοινωνίας και της εξουσίας. Δεν ορίζει ο επιστήμονας της χρήση των μέσων επικοινωνίας, για παράδειγμα, αλλά ο ιδιοκτήτης των καναλιών (καναλάρχες) ή η εκάστοτε κυβέρνηση και φυσικά όσοι από εμάς κρατάνε το τηλεκοντρόλ. Η τηλεόραση αυτή καθ’ εαυτή είναι πραγματικά καινοτομία τεράστιας σημασίας, όπως είναι και το internet και άλλες επιστημονικές καινοτομίες.

Νομίζω ότι μετά από αυτή την μικρή διερεύνηση της σημασίας της έννοιας πολιτισμός, αλλά και τους προβληματισμούς που θέσαμε, μπορούμε να βγάλουμε τουλάχιστο ένα συμπέρασμα και αυτό είναι ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η επίδραση που άσκησε η εξέλιξη της επιστήμης, της γνώσης, το περιβάλλον και η ανθρώπινη εργασία στις σχέσεις των ανθρώπων ήταν καθοριστική. Ο άνθρωπος προσπαθεί να δώσει απαντήσεις στα καθημερινά του προβλήματα. Αυτές οι απαντήσεις δεν κάνουν τίποτα άλλο, «παρά να τον ελευθερώνουν από το περιβάλλον του και να τον υποδηλώνουν συνάμα στις λύσεις που επινόησε», λεει χαρακτηριστικά ο Braudel στο βιβλίο του. Αυτό ακριβώς έλεγε και Albert Einstein με άλλα λόγια όταν δήλωνε ότι «δεν μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματα του σήμερα με τον τρόπο σκέψης που είχαμε όταν τα δημιουργούσαμε».

Επίσης ένα άλλο συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι μέχρι και τα χρόνια που έχουμε εξετάσει, τουλάχιστο, τα επιτεύγματα της γνώσης, της τέχνης και οι οικονομικές ανέσεις «είναι προνόμιο μιας κοινωνικής μειονότητας, ενός υπερκείμενου πολιτισμού. Κάτω από αυτόν, ο πολιτισμός της καθημερινής, φτωχικής, ζωής δεν συμμετέχει σχεδόν καθόλου σε αυτήν. Όμως το «ισόγειο» ενός πολιτισμού δείχνει συχνά και το πραγματικό του πρόσωπο. Τι μπορεί να σημαίνει ελευθερία; Τι μπορεί να σημαίνει καλλιέργεια του ατόμου, όταν αυτό το άτομο στερείτε ακόμη και τα προς το ζην;» (Γραμματική Πολιτισμών – σελίδα 74-75).

Τέλος θα πρέπει νομίζω να συμφωνήσουμε ότι οι παράμετροι που ορίζουν τον πολιτισμό μιας κοινωνίας (υλικό-τεχνική υποδομή, κανονιστικές αρχές και αξίες, παιδεία, τρόπος συμπεριφοράς, κλπ) βρίσκονται σε μια δυναμική ισορροπία μεταξύ τους και ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται αυτή η ισορροπία καθορίζει τον δεδομένο πολιτισμό μιας κοινωνίας σε μια χρονική περίοδο. Επίσης ένα σημαντικό συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική συνεισφορά της τεχνολογίας στην ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού αν αυτό δεν συνοδεύεται με ταυτόχρονη εξέλιξη, όχι μόνο της γνώσης γενικά και αφηρημένα, αλλά και της διάδοσης της γνώσης στα ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού μιας κοινωνίας και αν δεν συνοδεύεται με επέκταση και αναδιοργάνωση του τρόπου σκέψης που θα καθιστά τον άνθρωπο ικανό να εκμεταλλευτεί προς το συμφέρον του της εξελίξεις της επιστήμης και της γνώσης. Για να το πούμε με ένα απλό παράδειγμα.

Δεν υπάρχει πιθανότητα να μπορέσουμε να απολαύσουμε την μετακίνηση με το αυτοκίνητο μας (η την χαρά της οδήγησης σε ένα ταξίδι με αυτοκίνητο) αν οδηγούμε έχοντας το μυαλό του «κομπλεξικού» που «γκαζάρει» για να καλύψει τα κενά της προσωπικότητας του. Δεν πρόκειται ποτέ να μετατρέψουμε την γνώση σε επαναστατική, δημιουργική και αναπλαστική δράση αν πιστεύουμε ότι η γενική και αφηρημένη αντίδραση σε στυλ «τσαμπουκά» αποτελεί απάντηση στην «βία της εξουσίας». Απλά θα αναπαράγουμε μια άλλη μορφή βίας που στο τέλος θα πλήττει πάντα τα ίδια κοινωνικά στρώματα. Τέλος δεν πρόκειται ποτέ να μετατρέψουμε τα επιτεύγματα της ιατρικής και φαρμακευτικής επιστήμης καθώς και την γνώση που έχουμε αποκτήσει για το ανθρώπινο σώμα και την λειτουργία του, σε «υγεία», αν συνεχίσουμε να αυξάνουμε το φυσικό και ψυχολογικό στρες στον οργανισμό μας με αυτούς τους ρυθμούς.

Θεωρώ όμως ότι όσα παραπάνω αναπτύξαμε θέτουν και ορισμένα σημαντικά ερωτήματα που συνδέονται με την εξέλιξη και ανάπτυξη της γνώσης και της επιστήμης από την μια πλευρά, αλλά και την ανάπτυξη του πολιτισμού και της κουλτούρας από την άλλη και γι’ αυτό χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Τέτοια ερωτήματα είναι τα ακόλουθα:

Ερώτημα 1: Η γνώση διαχέεται ομοιόμορφα ανάμεσα στους ανθρώπους η υπάρχουν σημαντικές ανισότητες στην γνώση (πολύ μεγαλύτερες μάλιστα από τις οικονομικές ανισότητες) ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας; Επίσης ποιες είναι συνιστώσες της γνώσης;

Ερώτημα 2: οι ανισότητες που υπάρχουν ανάμεσα στα μέλη μιας δεδομένης κοινωνίας, όσο αφορά την γνώση συνεπάγονται ή συνδέονται με οικονομικές ανισότητες;

Ερώτημα 3: τα αποτελέσματα της γνώσης και της εξέλιξης της επιστήμης (για παράδειγμα τις προόδους που έχουν γίνει στην υγεία) τις απολαμβάνουν το ίδιο όλα τα μέλη μιας κοινωνίας ή όχι; Και αν όχι γιατί;

Ερώτημα 4: ποια σχέση υπάρχει μεταξύ γνώσης και συμπεριφοράς ενός ατόμου ή αν το θέλετε πόσο και πως μπορεί να επηρεάσει η γνώση και η εξέλιξη της επιστήμης την συμπεριφορά των μελών μιας κοινωνίας;

Μετά από όλα αυτά νομίζω ότι μπορούμε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας στον χρόνο «εξερευνώντας» τον ρόλο, τις σχέσεις και τις επιδράσεις της γνώσης και της παιδείας στην διαμόρφωση των κοινωνιών.
Παιδεία και Αναγγέννηση

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι μέχρι την χρονική περίοδο που εξετάσαμε (μέχρι το 1300 ΜΧ) ο πολιτισμός και η γνώση, όπως ανέφερε και ο Fernand Braudel, αφορούσε μόνο μια μικρή μερίδα του πληθυσμού και ήταν στενά συνδεδεμένη με την εξουσία και την εκκλησία. Επίσης η παραγωγική διαδικασία της εποχής δεν φαίνονταν να έχει ανάγκη την επιστήμη και την ανάπτυξη της γνώσης προκειμένου να επιτελέσει αποτελεσματικά το έργο της. Η εκπαίδευση αφορούσε τα «ανώτερα» μέλη της κοινωνίας και η κοινωνικοποίηση των μελών μιας κοινωνίας, δηλαδή η «παιδεία» των ατόμων, ήταν μέλημα των μελών των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και φυσικά της παράδοσης.

Ο 19ος αιώνας, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι ο αιώνας κατά τον οποίο θριάμβευσαν οι αστικές ιδέες. Ήταν η εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, αλλά και η εποχή των έντονων πολιτικών αναταραχών.

Η καθημερινή ζωή χαρακτηρίζονταν και αυτή την περίοδο από τραχύτητα, όπως εξ’ άλλου και στην προηγούμενη χρονική περίοδο, αλλά εμφανίζονται και νέες τάσεις που δίνουν ένα σημαντικό τόνο (τέλος του 18ου αιώνα), όπως είναι ο ρομαντισμός με έμφαση στο άτομο και φυσικά η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση.

Η Γαλλική Επανάσταση (1789) έφερε στο προσκήνιο, δηλαδή στις πλατιές μάζες, τις ιδέες της ελευθερίας και της ισότητας, της λαϊκής κυριαρχίας, της κοινωνικής κινητικότητας και της μαζικής εκπαίδευσης. Ανάτρεψε στην Γαλλία βίαια την «παλιά τάξη πραγμάτων» και δημιούργησε συνθήκες ευρύτερων αλλαγών σε όλη την Ευρώπη. Φυσικά στις υπόλοιπες χώρες, ιδιαίτερα αυτές της κεντρικής Ευρώπης, οι αλλαγές έλαβαν χώρα με βραδύτερο ρυθμό, αφού ο χωρικός ήταν «προσκολλημένος προσωπικά σαν δούλος στον φεουδαρχικό του άρχοντα ή σαν μέλος στην κοινότητα του χωριού του» και «όφειλε να ανοίξει δρόμο προς τον ελεύθερο αγρότη παίρνοντας την θέση του στην οικονομία της αγοράς, η οποία γίνονταν όλο και ευρύτερη καθώς αύξαινε ο πληθυσμός και οι πόλεις μεγάλωναν»¹ . Η χειραφέτηση των χωρικών στην Δυτική Γερμανία, για παράδειγμα ήταν βραδύτερη και βαθμιαία και ήταν αποτέλεσμα μεταρρυθμίσεων που εισήχθησαν κατά διαδοχικά στάδια και πραγματοποιήθηκαν από «φωτισμένες» εξουσίες, κάτω φυσικά από τον αντίκτυπο της Γαλλικής επανάστασης, αλλά και των εξεγέρσεων που έλαβαν χώρα τα προηγούμενα χρόνια στην χώρα αυτή.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι από τα πανάρχαια χρόνια οι άνθρωποι αυτό που επιδίωκαν με την παραγωγική τους δραστηριότητα ήταν να εξασφαλίσουν τα τρόφιμα, να φυλάγονται από τις απότομες αλλαγές των καιρικών συνθηκών που θα μπορούσαν να απειλήσουν την ζωή τους, να χτίσουν καταλύματα, να κατασκευάζουν ενδύματα, κλπ. Για χιλιάδες χρόνια αυτή η διαδικασία γίνονταν με παρόμοιο, πάνω-κάτω τρόπο, «Ο ελληνικός αργαλειός (της εποχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου) και ο φλωρεντινός αργαλειός (της εποχής του Μεσαίωνα) δεν είχαν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους»² . Και οι δύο πολιτισμοί βασίζονταν στην τάξη των δουλών ή των χωρικών, «και ένας Έλληνας δούλος θα μπορούσε να ανταλλάξει την θέση του με ένα Ιταλό χωρικό χωρίς καμία σχεδόν αλλαγή στον τρόπο της ζωής του»³ . Στα χρόνια όμως της βιομηχανικής επανάστασης τα πάντα άλλαξαν από τεχνολογικής άποψης.

Αυτό που είναι ιδιαιτέρα χαρακτηριστικό και αξίζει να του δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή, βρίσκεται στο γεγονός ότι η επανάσταση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε (στα πρώτα της στάδια τουλάχιστο) μέσα στα επίσημα κέντρα εκπαίδευσης της εποχής, τα πανεπιστήμια, αλλά έξω από αυτά. Έτσι οι αλλαγές αυτές ξεκίνησαν σε περιοχές όπως το Μάντσεστερ και το Μπέρμιγχαμ, αφήνοντας τα πανεπιστήμια του Λονδίνου, του Κέμπριτζ και της Οξφόρδης στην καθημερινή τους ρουτίνα. Δεν την προκάλεσαν οι μεγάλοι στοχαστές, ούτε απέβλεπε, αυτή η επανάσταση, στην ανατροπή του καθεστώτος που υπήρχε ή αν θέλετε δεν στρέφονταν ανοικτά ενάντια στις κρατούσες τάξεις. Με λίγα λόγια η πραγματική παραγωγική διαδικασία και οι ανάγκες της είναι αυτές που προκάλεσαν τις αλλαγές και διαμόρφωσαν την νέα οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Η τεχνολογική επανάσταση ήταν απόρροια της φιλοπονίας και ευστροφίας κάποιων «μαστόρων», όπως ο Τζέημς Βαττ (James Watt) ή επιχειρηματιών όπως ο Μάθιου Μπώλτον (Mathew Boulton) ή βιοτέχνες όπως ο Τζωρτζ Στήβενσον και Χένρυ Μώντσλεϋ. Θα ήταν πράγματι ωραίο να παρακολουθήσει κανείς λεπτομερέστερα την εξέλιξη αυτών των τεχνολογικών ανακαλύψεων και βελτιώσεων που μας έφεραν την νέα εποχή της σύγχρονης επιστήμης, αλλά φυσικά δεν είναι αυτό το θέμα μας.

Αυτό που είναι σημαντικό να σημειώσουμε είναι ότι για αιώνες οι μόνες δυνάμεις που είχε στην διάθεση του ο άνθρωπος, προκειμένου εκτελέσει τις παραγωγικές του διαδικασίες, ήταν αυτές που προέρχονταν από την ανθρώπινη και ζωική ενέργεια, κατά κύριο λόγο, και από τον άνεμο και το νερό (υδρόμυλος) δευτερευόντως. Μορφές ενέργειας που ήταν από την φύση τους ασταθείς και ασυνεχείς και είχαν περιορισμένη και όχι σταθερή απόδοση. Έτσι μπορούμε να ορίσουμε την βιομηχανική επανάσταση σαν την εποχή εκείνη που οι μηχανές άρχισαν να κάνουν την δουλειά που μέχρι τότε έκανε ο άνθρωπος.

Αυτή φυσικά η διαδικασία άλλαξε το τοπίο, αφού απελευθέρωσε τεράστιες δυνάμεις, αλλά άρχισε να φέρνει πλέον στην επιφάνεια την αξία των νοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου σε σχέση με τις άλλες του δυνατότητες.

Φυσικά η τεχνολογική επανάσταση και οι αλλαγές που αυτή έφερε, δεν περιορίστηκαν μόνο στον τομέα της κατασκευής των μηχανών. Ήταν φυσικό η βιομηχανική επανάσταση και η άνθηση της παραγωγής να απαιτεί, για παράδειγμα βελτίωση του συγκοινωνιακού δικτύου. Έτσι έγιναν σημαντικές βελτιώσεις και αλλαγές όσο αφορά τις μεταφορές με κατασκευή δρόμων και διωρύγων, ενώ η πανάρχαια ιδέα της μεταφοράς υλικών και εμπορευμάτων πάνω σε τροχιές (χρονολογείται από την εποχή των Βαβυλωνίων) έγινε πραγματικότητα. Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει την εξέλιξη στον τομέα αυτό, σε όλο τον κόσμο, από τις αρχές του 19ου αιώνα έως τις αρχές του 20ου αιώνα.

Βλέπουμε λοιπόν, ότι η βιομηχανική επανάσταση παρέσυρε όλες τις πλευρές της παραγωγικής δραστηριότητας σε σημαντικές αλλαγές που άρχισαν να μεταβάλλουν κάθε πλευρά της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Αξίζει όμως και πάλι να επιμείνουμε στο γεγονός ότι όλοι αυτοί οι τεχνολογικοί άθλοι, εκείνων των πρώτων χρόνων έγιναν από ανθρώπους που δεν είχαν καμία σχέση με την τότε επίσημη εκπαίδευση. Αυτό δεν τονίζεται για να υποβαθμιστεί ο ρόλος της τότε ή της σημερινής εκπαίδευσης, αλλά για να υπογραμμίσουμε το γεγονός που ήδη έχουμε δει να συμβαίνει όλα τα χρόνια που εξετάσαμε, δηλαδή ότι η εκπαίδευση αποτελεί εργαλείο άσκησης της εκάστοτε εξουσίας και ότι η πραγματική πρόοδος ελάμβανε χώρα όταν φωτισμένα μυαλά, με ή χωρίς επίσημη εκπαίδευση, ηγούνταν στους τομείς τους , για θέματα κοινωνικά, τεχνικά, πολιτικά, κλπ.

Θα αναφέρουμε ορισμένες ακόμη σημαντικές ανακαλύψεις που έλαβαν χώρα κατά τον 19ο αιώνα προσπαθώντας να δείξουμε ότι τον αιώνα αυτό άνοιξαν πραγματικά οι «ασκοί» της τεχνολογίας που έμελλαν να αλλάξουν δραματικά την ζωή μας, αλλά έδρασαν ταυτόχρονα και σαν καταλύτης που επιτάχυνε αφάνταστα την εξέλιξη του τρόπου ζωής σε όλα τα επίπεδα. Θα πρέπει επίσης να συνειδητοποιήσουμε ότι από το 1800 έως σήμερα, το 2023, έχουν περάσει 223 χρόνια. Αυτά τα χρόνια αποτελούν το 2,09% του συνολικού χρόνου του ανθρώπινου πολιτισμού, ο οποίος άρχισε πριν 10.000 χρόνια με την γεωργική επανάσταση.

Μια λοιπόν από αυτές τις σημαντικές ανακαλύψεις του 19ου αιώνα είναι ο ηλεκτρισμός. Η πρώτη μπαταρία, η στήλη του Βόλτα, κατασκευάστηκε το 1800. Οι Ερστεντ και Αμπέρ έκαναν σημαντικές παρατηρήσεις σχετικά με την συμπεριφορά των ηλεκτρικών ρευμάτων το 1820. Το 1831 ο Michael Faraday ανακάλυψε ότι μπορεί να παραχθεί ο ηλεκτρισμός. Η πρώτη μηχανή εσωτερικής καύσεως λέγεται ότι ήταν αυτή που κατασκεύασε ο Γάλλος μηχανολόγος J.E. Lenoir το 1860. Δεν ήταν επίσης τυχαίο που η λέξη βιολογία έκανε για πρώτη φορά την εμφάνιση της το 1802 (την χρησιμοποίησαν οι Lamarck στην Γαλλία και Treviranus στην Γερμανία). Το 1838 κάνει την εμφάνιση της η κυτταρική θεωρία που δείχνει ότι όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί είναι όμοιοι στην βασική τους δομή, ενώ το 1859 κάνει την εμφάνιση ένα από τα αριστουργήματα της επιστημονικής σκέψης, η καταγωγή των ειδών του Κάρολου Δαρβίνου.

Όλες αυτές οι τεχνολογικές αλλαγές που συντελέστηκαν έφεραν στην επιφάνεια και μια σειρά από οικονομικές-κοινωνικές αλλαγές. Έτσι η πορεία της εργασίας αποκτούσε τα χαρακτηριστικά μιας τεχνικής εξειδικεύσεως η οποία μάλιστα ενισχύονταν από την βελτίωση του τεχνικού εξοπλισμού. Για να αντιμετώπιση τις αυξημένες ανάγκες σε μηχανολογικό εξοπλισμό η βιομηχανία, χρειάζεται χρήματα που βρίσκει συνάπτοντας μακροχρόνια δημόσια δάνεια, ενώ παρουσιάζονται νέες μορφές πολυμετοχικών εταιρειών. Έτσι δημιουργείται ο «αστός» της εποχής εκείνης, ο άνθρωπος δηλαδή που προσπαθούσε να αντλήσει πλεονεκτήματα μέσα από το οικονομικό κέρδος που μπορούσε να έχει από την χρησιμοποίηση των μέσων παραγωγής που είχε στην διάθεση του σε συνδυασμό με την αγορά «εργατικής» δύναμης που του παρείχαν οι ελεύθεροι εργάτες που συσσωρεύονταν στα αστικά κέντρα αναζητώντας καλλίτερη μοίρα.

Ποιες είναι όμως οι δυνάμεις πίσω από αυτές τις σημαντικές επιστημονικές εξελίξεις; Για να γίνει πιο κατανοητό το μέγεθος των αλλαγών αυτών θα πρέπει να θυμίσουμε στους αναγνώστες μας ότι, όπως γράφει και ο Fernand Braudel, «το σύστημα του κόσμου έτσι όπως το ανέπτυξε ο Αριστοτέλης κυριάρχησε στην Ευρώπη από την αρχαιότητα έως τον 17ο, ακόμη και έως τον 18ο αιώνα».

Η σημαντικότερη δύναμη πίσω από αυτή την επιστημονική επανάσταση σε όλους τους τομείς οφείλονταν στην οικονομική άνθηση του 16ου αιώνα. Τι έγινε όμως τα χρόνια της καμπής (1780 – 1820) που οδήγησε στην πραγματικά νεότερη επιστήμη; Σύμφωνα με τον Fernand Braudel, ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα–εμπόδια προς την σύγχρονη εποχή ήταν «ο διαχωρισμός της επιστήμης σε τομείς τελείως ανεξάρτητους μεταξύ τους, που όλοι αναπτύσσονται γοργά: τα μαθηματικά, χημεία, θερμοδυναμική, γεωλογία, οικονομία, ενώ άλλοι καθυστερούν και πολλές φορές αποτελματώνονται, ιατρική, βιολογικές επιστήμες…». Η άνευ προηγούμενου όμως οικονομική άνθηση του 18ου αιώνα σε συνδυασμό με την βιομηχανική επανάσταση που θα ακολουθήσει, θα αναγκάσουν την επιστήμη και την υλική και τεχνική εξέλιξη να «συνεργαστούν» στενότερα.

Όπως πολύ σωστά σημειώνει ο Fernand Braudel «η Κίνα κατείχε πολύ νωρίς, πολύ νωρίτερα από την Δύση, μιαν επιστήμη, κάποιες απαρχές επιστήμης, αρκετά εκλεπτυσμένης και αρκετά προηγμένης. Αλλά προκειμένου να κάνει το τελευταίο αποφασιστικό βήμα, της έλλειψε εκείνη η οικονομική ορμή που έδωσε την μεγάλη ώθηση στην Ευρώπη, εκείνη η «καπιταλιστική» ένταση που της επέτρεψε, φτάνοντας στο τέλος του αγώνα ή ακόμη και στα μισά του δρόμου, να υπερπηδήσει το εμπόδιο, ένταση, που οι παροτρύνσεις της είχαν ήδη γίνει αισθητές από την εποχή της ανάπτυξης των μεγάλων εμπορικών πόλεων του Μεσαίωνα, και κυρίως από τον 16ο αιώνα». Θα άξιζε φυσικά τον κόπο να αφιερώσει κανείς πολύ περισσότερο χρόνο και ακόμα περισσότερο «μελάνι», για να περιγράψει βήμα, βήμα την εξέλιξη αυτή. Όπως όμως έχουμε ξαναπεί δεν είναι αυτό το αντικείμενο αυτής της «μελέτης».

Προσωπικότητες των επιστημών που επηρέασαν την εξέλιξη του κόσμου

Θα επικαλεστούμε όμως και πάλι τον κορυφαίο ιστορικό (Fernand Braudel) προκειμένου να περιγράψουμε (με τα δικά του λόγια) το πως και γιατί εξελίχτηκε αυτός ο «γάμος» μεταξύ επιστήμης και οικονομίας που εκτίναξε και τις δύο στα επίπεδα που όλοι γνωρίζουμε σήμερα μέσα σε λιγότερο από 200 χρόνια, αλλάζοντας από τα θεμέλια του τον κόσμο.

«Ο δυναμισμός της οικονομίας έδωσε ώθηση στον άλφα ή στον βήτα προνομιούχο βιομηχανικό τομέα», μας λέει ο Fernand Braudel και συνεχίζει: «Η τεχνολογία απαντά στις νέες απαιτήσεις, ενώ όλα αυτά συντελούνται με τρόπο εμπειρικό και αυθόρμητο». «Στην συνέχεια, η τεχνολογία απευθύνεται στην επιστήμη, η οποία με την σειρά της, ανταποκρίνεται εξίσου αυθόρμητα στο αίτημα». «Εκατοντάδες είναι οι περιπτώσεις, όπου η επιστήμη προσφέρει τέτοιου είδους στήριξη στην νεογέννητη βιομηχανία» και όπως λέει ο κορυφαίος ιστορικός ένα από τα πιο σημαντικά παραδείγματα είναι αυτό της λεύκανσης των υφασμάτων».

Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που να αμφισβητεί σήμερα ότι ο μοχλός που ώθησε την επιστήμη να δραστηριοποιηθεί δυναμικά και να εμπλακεί στα καθημερινά προβλήματα της παραγωγής και της οικονομίας, ήταν η ανάπτυξη της βιομηχανίας, η βιομηχανική επανάσταση, όπως είθισται να λέγετε. Μια επανάσταση που είχε και οικονομικά και κοινωνικά αίτια.

Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πολλά για να δείξει τις τεράστιες αλλαγές που η επανάσταση της βιομηχανίας και της παραγωγής έφερε στην επιστήμη και την κοινωνία. Εμείς θα αρκεστούμε, προκειμένου να δείξουμε το μέγεθος αυτών των αλλαγών, στην αναφορά κάποιων σημαντικών ονομάτων από τον χώρο της επιστήμης και της φιλοσοφίας που «σημάδεψαν» όχι μόνο την εποχή τους, αλλά και την εποχή μας. Ο πίνακας που ακολουθεί θεωρούμε ότι είναι χαρακτηριστικός των συνταρακτικών αλλαγών, που έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου, αλλαγών που οδήγησαν στις ανατροπές εκείνες που μας έφεραν στο σήμερα.

Ο κατάλογος αυτός θα μπορούσε να ήταν πολύ μεγαλύτερος αν αποφασίζαμε να καταγράψουμε όλους εκείνους τους ανθρώπους που συνέβαλαν στην αλλαγή του κόσμου σε όλα τα επίπεδα (οικονομία, πολιτική, θετικές επιστήμες) και δείχνει ακριβώς το μέγεθος του σεισμού που έφερε η βιομηχανική επανάσταση.

Έτσι λοιπόν ακολουθεί ο 20ος αιώνας ο οποίος δεν θα έχει τίποτα το κοινό με τους προηγούμενους αιώνες, ενώ η ταχύτητα των αλλαγών γίνεται πλέον δραματική. Με αυτά όμως θα ασχοληθούμε σε επόμενο άρθρο μας.

Παιδεία και Kοινωνία – Ο 20ος Αιώνας

Αν θελήσουμε να κάνουμε μια περίληψη όλων όσων είπαμε σχετικά με την κοινωνία και την παιδεία από την αρχαιότητα μέχρι και τον 19ο αιώνα, με στόχο να εξάγουμε κάποια βασικά συμπεράσματα, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε όλα όσα γράφτηκαν μέχρι τώρα στα ακόλουθα βασικά σημεία:

1. Η παραγωγική διαδικασία καθ’ όλη την προαναφερόμενη διάρκεια στηρίζονταν κύρια στην πρωτογενή παραγωγή και αυτή βασίζονταν στην ενέργεια που παρείχαν τα εργατικά χέρια, η ενέργεια των ζώων και η φύση (ανεμόμυλοι, υδρόμυλοι, κλπ). Η βιοτεχνία αποτελούσε μικρό μέρος της συνολικής παραγωγής και η πρόοδος της ήταν πολύ αργή.

2. Οι αλλαγές σε όλα τα επίπεδα (κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό, κλπ) καθ’ όλη την προαναφερόμενη διάρκεια ήταν πραγματικά αργές και ελάμβαναν χώρα όχι από την μία γενιά στην άλλη, αλλά ανάμεσα σε περισσότερες γενιές. Δεν είναι τυχαίο αυτό που αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο μας ότι, «το σύστημα του κόσμου έτσι όπως το ανέπτυξε ο Αριστοτέλης κυριάρχησε στην Ευρώπη από την αρχαιότητα έως τον 17ο, ακόμη και έως τον 18ο αιώνα» (Fernand Braudel). Επίσης δεν είναι τυχαίο αυτό το οποίο καταγράφεται στην Ιστορία της Ανθρωπότητας της UNESCO, ότι δηλαδή για χιλιάδες χρόνια αυτή η παραγωγική διαδικασία γίνονταν με παρόμοιο, πάνω-κάτω τρόπο, «Ο ελληνικός αργαλειός (της εποχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου) και ο φλωρεντινός αργαλειός (της εποχής του Μεσαίωνα) δεν είχαν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους»¹ . Και οι δύο πολιτισμοί βασίζονταν στην τάξη των δούλων ή των χωρικών, «και ένας Έλληνας δούλος θα μπορούσε να ανταλλάξει την θέση του με ένα Ιταλό χωρικό χωρίς καμία σχεδόν αλλαγή στον τρόπο της ζωής του»² . Σε όλη αυτή την διάρκεια δεν υπήρξε μαζική παραγωγή ούτε μαζική κατανάλωση.

3. Η παραγωγική διαδικασία κατά την διάρκεια όλων αυτών των χρόνων «εξυπηρετούνταν» θαυμάσια από την συγκεκριμένη οργάνωση της κοινωνίας και των θεσμών της, ανεξάρτητα από το τι σήμαινε αυτό (σε όρους ποιότητας ζωής) για τα άτομα που ανήκαν στις διαφορετικές τάξεις.

4. Οι κοινωνίες αυτές (θα τις ονομάσουμε προβιομηχανικές) ήταν απλές, όσο αφορά την σύνθεση τους και την δομή τους. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι όσο πιο απλή είναι η σύνθεση μιας κοινωνίας τόσο πιο απλή είναι και η δομή της, αφού τα στοιχεία που την αποτελούν είναι λιγότερα και οι αλληλεξαρτήσεις τους, αλλά και οι αντιφάσεις και αντιθέσεις μεταξύ τους, λιγότερες (ανεξάρτητα από την ένταση αυτών των αντιθέσεων). Ο πολιτισμός αυτών των κοινωνιών, με την έννοια των γνώσεων, πεποιθήσεων, ηθών, εθίμων, έννοιας δικαίου και κάθε άλλης ικανότητας και συνήθειας που αποκτά ένας άνθρωπος ως μέλος μιας κοινωνίας, αποτελούσε την κοινωνική κληρονομιά τους που μεταδίδονταν από γενιά σε γενιά μέσα από τους υπάρχοντες θεσμούς.

5. Στο σημείο αυτό θεωρώ ότι είναι αναγκαίο να συμφωνήσουμε ότι ο βασικός στόχος του κοινωνικού θεσμού είναι «η επιδίωξη ενός κοινωνικά σημαντικού σκοπού με κοινωνικά παραδεκτούς και παγιωμένους τρόπους ατομικής η συλλογικής συμπεριφοράς»³ , που καθορίζεται από εκείνες τις τάξεις που ασκούν την εξουσία στην κάθε δεδομένη χρονικά περίοδο. Οι βασικότερες κατηγορίες θεσμών είναι: (I) η Οικογένεια και συγγένεια, (II) οι Οικονομικοί θεσμοί, (III) οι Πολιτικοί θεσμοί, (IV) οι θεσμοί της εκπαίδευσης και της κοινωνικοποίησης και τέλος (V) οι Θρησκευτικοί θεσμοί.

6. Οι κοινωνικές θέσεις, οι δράσεις και οι ρόλοι των μελών μιας κοινωνίας, καθ’ όλη την χρονική διάρκεια που εξετάζουμε, ήταν προκαθορισμένες και αμετάβλητές για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα και το περιεχόμενο αυτών των ρόλων καθορίζονταν είτε από τους κανόνες της κοινωνικής πρακτικής που αποτελούν τους άτυπους ρόλους (ήθη, έθιμα, συνήθειες), είτε από τους τυπικούς ρόλους που αποτελούνται από γραπτούς κανόνες συμπεριφοράς (νόμους, καταστατικά, κανονισμούς εργασίας, κλπ). Και οι δύο ρόλοι (άτυποι και τυπικοί) όπως είδαμε ορίζονταν είτε από την εκκλησία, είτε από το κράτος των «κρατούντων». Δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα ότι η οικογένεια προσανατόλιζε με απόλυτο τρόπο την κοινωνικοποίηση του παιδιού με άξονα την κοινωνική του θέση και φυσικά το ίδιο γίνονταν και με τα ήθη και τα έθιμα. Επίσης να τονίσουμε ότι οι επιδράσεις αυτές ήταν κυρίως Εθνικού χαρακτήρα και ο αντίκτυπος των επιδράσεων από το ένα Έθνος στο άλλο απαιτούσε την πάροδο πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματος.

7. Ακριβώς για αυτό τον λόγο η εκπαίδευση καθ’ όλη την διάρκεια των χρόνων από την αρχαιότητα μέχρι και τον 18ο αιώνα ήταν προνόμιο μόνο των μελών που ανήκαν στις ανώτερες τάξεις και εξυπηρετούσε την εξουσία. Η εκπαίδευση των ανώτερων τάξεων για παράδειγμα αφορούσε την εξάσκηση και την μάθηση των μελών της στα όπλα, αλλά και την πνευματική καλλιέργεια των «γόνων» αυτών μελών στην μουσική, την ποίηση, την φιλοσοφία ή τα νομικά θέματα αργότερα. Οι άνθρωποι με εκπαίδευση αποτελούσαν ένα ελάχιστο ποσοστό του συνόλου μιας κοινωνίας. Η παραγωγική διαδικασία της εποχής δεν είχε ανάγκη από εκπαιδευμένα άτομα. Αυτό που είχαν ανάγκη οι κοινωνίες εκείνης της εποχής ήταν η διατήρηση της «τάξης» και αυτό αναλάμβαναν να κάνουν οι θεσμοί που έχουν σχέση με την κοινωνικοποίηση των ατόμων κάθε τάξης.

8. Όλα αυτά τα χρόνια η εκπαίδευση συνδέονταν με τα καθήκοντα εκείνα που απορρέανε από τις ευθύνες της κάθε τάξης και που φυσικά ορίζονταν από την τάξη που είχε την εξουσία. Το ίδιο συνέβαινε με την παιδεία. Οι τάξεις που είχαν την εξουσία και τον ελεύθερο χρόνο μαθαίνανε την ποίηση, το θέατρο, τα νομικά και τους «καλούς» τρόπους και οι τάξεις των δούλων ή των δουλοπάροικων, πως να καλλιεργούν τα χωράφια και να υπηρετούν σωστά, υπακούοντας φυσικά, τον κύριο τους, τον άρχοντα τους. Θα μπορούσαμε να πούμε, κάνοντας μια προσπάθεια σύγκρισης με την σημερινή εποχή, ότι το κέρδος αυτών που ήταν οι προνομιούχοι της εποχής ήταν η πολυτέλεια του ελεύθερου χρόνου, αλλά και η δυνατότητα τους να καλύπτουν τις βασικές τους ανάγκες με σχετική ευκολία. Η κατανάλωση με την έννοια την σημερινή δεν αφορούσε ίσως κανένα. Το μεγάλο πρόβλημα για τις κατώτερες τάξεις ήταν η επιβίωση και η διασκέδαση τους πραγματοποιούνταν μέσα από τις συλλογικές γιορτές και τις παραδόσεις.

9. Επειδή φυσικά όλα αυτά δεν γίνονται μηχανικά μέσα σε μια κοινωνία, αλλά ούτε και στο φυσικό περιβάλλον, κάθε πρόοδος δημιουργούσε τις αντιθέσεις εκείνες που υπονόμευαν το υπάρχον σύστημα και έθεταν τις βάσεις για το πέρασμα στο επόμενο στάδιο ή στο επόμενο σύστημα. Η εκπαίδευση (γνώση) και αυτό που ονομάζουμε κλασσική παιδεία διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο σε αυτή την διαδικασία. Δεν είναι πάλι τυχαίο ότι οι ιδέες που «δηλητηρίαζαν» το «status quo» κάθε φορά προέρχονταν από φωτεινά μυαλά που είχαν την εκπαίδευση αλλά και το ανοικτό μυαλό που απαιτούνταν και φυσικά το θάρρος, την πίστη και την θέληση να συγκρουστούν με την κάθε φορά «καθεστηκυία τάξη». Να θυμίσουμε τον Γαλιλαίο, τον Λούθηρο, τον Φουριέ, τον Μάρξ, και άλλους.

Ποια είναι η μεγάλη αλλαγή που έφερε η βιομηχανική επανάσταση και άλλαξε τα δεδομένα στην εκπαίδευση; Η πρώτη και μεγάλη αλλαγή ήταν η ανάγκη για όλο και πιο εκπαιδευμένο προσωπικό και αυτό αφορούσε τόσο τον αριθμό των εκπαιδευμένων που απαιτούσε το σύστημα για να λειτουργήσει, όσο και το πλήθος των ειδικών γνώσεων που ήταν αναγκαίες και «ξεφύτρωναν» σαν μανιτάρια όσο προχωρούσε η εξέλιξη. Όλοι σήμερα ξέρουμε ότι το πέρασμα από την βιομηχανική στην σύγχρονη επιστημονική επανάσταση ήταν ταχύτατο, σε σύγκριση με το παρελθόν. Τα τελευταία 30 χρόνια μάλιστα θα λέγαμε ότι η εξειδίκευση της εργασίας έχει περάσει τα όρια της φαντασίας. Σκεφτείτε για παράδειγμα ένα γιατρό της αρχαιότητας ή του 17ου αιώνα σε σύγκριση με τις «αμέτρητες» ειδικότητες γιατρών που υπάρχουν σήμερα. Σχεδόν κάθε όργανο (μάτι, αυτί, καρδιά, σκελετός, κλπ) έχει και τον ειδικό γιατρό του. Αν σε αυτό προσθέσουμε και τους πυρηνικούς γιατρούς και γενικά τους γιατρούς που ασχολούνται με τις εργαστηριακές εξετάσεις τότε κινδυνεύουμε να ζαλιστούμε και να χαθούμε.

Αυτή όμως, και μόνο αυτή η εξειδίκευση μπορεί και υπηρετεί την μαζική παραγωγή και μαζική κατανάλωση των σύγχρονων κοινωνιών. Η ανάπτυξη ταυτίζεται με την επέκταση και αύξηση της κατανάλωσης σχεδόν σε κάθε επίπεδο και αυτό με την σειρά του απαιτεί περισσότερους «εκπαιδευμένους», ειδικούς και φυσικά λιγότερους γεωργούς ή κτίστες, Εξ’ άλλου η τεχνολογία (και η ρομποτική) έχει αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας με δραματικούς ρυθμούς. Αυτό ακριβώς τον ρόλο κλήθηκε να φέρει σε πέρας και η σύγχρονη εκπαίδευση, με την εκμάθηση των νέων συγκεκριμένων ρόλων που αντιστοιχούν σε νέες συγκεκριμένες θέσεις. Αυτές οι αλλαγές, με την σειρά τους, έχουν προκαλέσει και αύξηση της πολυπλοκότητας και των αλληλεξαρτήσεων ανάμεσα στους διάφορους «ειδικούς». Σήμερα η επίλυση τόσο των παραγωγικών προβλημάτων όσο και των κοινωνικών απαιτούν μεγαλύτερη συνεργασία και μεγαλύτερη υπευθυνότητα σε σύγκριση με το παρελθόν. Απαιτούν άτομα που να μπορούν να κατανοήσουν όχι μόνο το πρόβλημα του δικού τους πεδίου γνώσης, αλλά και τις επιπτώσεις των ενεργειών τους στους άλλους τομείς και στην κοινωνία στο σύνολο της.

Για να γίνουμε πιο σαφείς θα αναφερθούμε σε ένα παράδειγμα. Ο ανθρώπινος οργανισμός αποτελείται μεν από διαφορετικά όργανα, δεν είναι όμως άθροισμα οργάνων, αλλά ένα δυναμικό και ενιαίο σύνολο. Όταν λοιπόν πάσχει η καρδιά μας, αυτό μπορεί να οφείλεται και σε παράγοντες ανεξάρτητους με την καρδιά αυτή καθ’ αυτή. Αυτό σημαίνει ότι η θεραπεία δεν είναι μόνο έργο του καρδιολόγου, αλλά απαιτεί την συνεργασία και άλλων ειδικοτήτων και ίσως ενός συντονιστή που θα μπορεί να αξιολογεί το ανθρώπινο σώμα στο σύνολο του, αλλά και τον τρόπο ζωής του πάσχοντα, που οδήγησε στην ασθένεια, και να μας παραπέμπει στον εκάστοτε ειδικό κάθε φορά. Εδώ λοιπόν απαιτείται μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ των μελών μιας ομάδας ειδικών προκείμενου να αξιοποιηθεί καλλίτερα το σύνολο των γνώσεων και να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα. Το ίδιο συμβαίνει και σε μια επιχείρηση. Για να λειτουργήσει καλά μια επιχείρηση δεν χρειάζεται να έχει ένα καλό οικονομικό διευθυντή για παράδειγμα, αλλά μια ομάδα ανθρώπων που θα έχει, πέρα από τις εξειδικευμένες γνώσεις, και τις δεξιότητες εκείνες που απαιτούνται, ώστε τα μέλη της ομάδας να επικοινωνούν και να συνεργάζονται αποτελεσματικά μεταξύ τους. Επίσης προκειμένου να μην δημιουργούνται προβλήματα της κατηγορίας «η εγχείρηση ήταν απολύτως επιτυχής, αλλά ο ασθενής απέθανε», απαιτείται ο κάθε ειδικός να μπορεί να ξεπερνά τα στενά όρια της εξειδίκευσης του και να μπορεί να δει όλο το τοπίο, το δάσος και όχι μόνο το δέντρο.

Τέλος θα πρέπει να δούμε ότι η παραγωγική διαδικασία και η λατρεία της οικονομικής ανάπτυξης έφεραν στην επιφάνεια αντιθέσεις που μέχρι χθες ήταν άγνωστες. Ενδεικτικά θα αναφέρω την αντίθεση ανάμεσα στην οικονομική και χωρίς όρους ανάπτυξη και εκμετάλλευση των φυσικών πόρων από την μια πλευρά και τα περιβαλλοντολογικά προβλήματα από την άλλη.

Επίσης η ανάπτυξη της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων των πολιτών που κατακτήθηκε μέσα από τις ανακατατάξεις που έφεραν οι επαναστατικές αλλαγές του 18ου, 19ου, και 20ου αιώνα στο πολιτικό επίπεδο κινδυνεύουν και υπονομεύονται μέσα από την πορεία της συγκεκριμένης παγκοσμιοποίησης (τρομοκρατία, μετανάστευση, ρατσισμός, συνδικαλιστικό κίνημα, κλπ). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που νέες έννοιες ήλθαν στην επιφάνεια, όπως η «εταιρική κοινωνική ευθύνη», αλλά και η απαίτηση των πολιτών για προστασία του περιβάλλοντος από τις επιχειρήσεις, κλπ.

Τα σημερινά κράτη όμως, όπως είπαμε και παραπάνω, (στην συντριπτική τους πλειοψηφία) έχουν αναπτύξει την εκπαίδευση μόνο όσο αφορά την διάσταση εκείνη που καλύπτει τις ανάγκες σε εξειδικευμένο προσωπικό. Αυτή του είδους όμως η εκπαίδευση δεν καλύπτει τις ανάγκες για «ολοκληρωμένα» άτομα που με υπευθυνότητα θα μπορούν να συνεργαστούν, αλλά και να αντιληφθούν τις σχέσεις του όλου με το μέρος, του αιτίου και του αιτιατού. Η άλλη διάσταση της εκπαίδευσης που ενοποιεί την γνώση, η «παιδεία» δηλαδή, στην ουσία έχει υποβαθμιστεί τα τελευταία χρόνια. Ο απαίδευτος όμως, εξειδικευμένος επιστήμονας, που δεν μπορεί να δει το δάσος άλλα μόνο το δέντρο μπορεί να είναι και αντιπαραγωγικός (αφού δεν μπορεί να κατανοήσει το σύνολο των προβλημάτων και να επικοινωνήσει αποτελεσματικά με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας), αλλά και επικίνδυνος για την κοινωνία στο σύνολο της. Εδώ όμως το πρόβλημα ξεκινάει από τις αντιφάσεις του ίδιου του συστήματος που καλλιεργεί όχι τον συντονισμό και την συνεργασία, αλλά τον ανταγωνισμό που έχει σαν στόχο την μεγιστοποίηση του κέρδους μέσα από την ανάπτυξη. Θα μου επιτρέψετε στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσω ότι άλλο πράγμα η τάση μεγιστοποίησης του κέρδους «πάση θυσία», που μετατρέπει την οικονομική δραστηριότητα σε αυτοσκοπό, και άλλο η επιδίωξη κέρδους που επιτρέπει την διατήρηση, συνέχιση και επέκταση της παραγωγικής δραστηριότητας. Μιας παραγωγικής δραστηριότητας που υπηρετεί την κοινωνία και τις ανάγκες της και δεν είναι πάνω από την κοινωνία.

Ο Αλβέρτος Αϊνστάιν, όντας μεγάλος επιστήμονας, αλλά και ολοκληρωμένη προσωπικότητα, είχε κατανοήσει πολύ καλά αυτό το πρόβλημα όταν δήλωνε: «Δεν μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματα του σήμερα με τον τρόπο σκέψης που είχαμε όταν τα δημιουργούσαμε».

Αυτό όμως θα αποτελεί και το θέμα που θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε στα επόμενα βήματα αυτού του «οδοιπορικού».

Παιδεία, εκπαίδευση και σύγχρονη κοινωνία

Στα προηγούμενα άρθρα αυτού του γραπτού «οδοιπορικού» για την εκπαίδευση και την παιδεία, προσπαθήσαμε, μέσα στα περιθώρια του χρόνου μας και του «χώρου» μας, να σκιαγραφήσουμε την εξέλιξη τους και να περιγράψουμε έστω και αδρά τα όρια της εκπαίδευσης και της παιδείας, αλλά και τις αλληλεξαρτήσεις τους.

Στο τελευταίο κείμενο αυτού του οδοιπορικού είχαμε καταλήξει με την ρήση του Albert Einstein που δήλωνε: «Δεν μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματα του σήμερα με τον τρόπο σκέψης που είχαμε όταν τα δημιουργούσαμε».

Θεωρώ κορυφαία αυτή την ρήση του Einstein γιατί πιστεύω ότι αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην εκπαίδευση, που έχει σχέση με την παραγωγική διαδικασία αυτή καθ’ αυτή, και την παιδεία που ορίζει το πως η κοινωνία μπορεί να χειριστεί αυτή την πραγματικότητα χωρίς να δημιουργεί μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται ότι λύνει. Για να γίνει κατανοητό αυτό που λεω θα χρησιμοποιήσω το αγαπημένο μου παράδειγμα με τα αυτοκίνητα. Για να οδηγήσεις λοιπόν ένα σύγχρονο αυτοκίνητο, χρειάζεσαι να μάθεις να οδηγείς και φυσικά τα σήματα οδικής κυκλοφορίας και τους βασικούς περιορισμούς που συνδέονται με την οδήγηση του αυτοκινήτου στις σύγχρονες μεγαλοπούλεις και τους σύγχρονους αυτοκινητόδρομους. Απαιτείται δηλαδή εκπαίδευση. Για να μάθεις όμως να οδηγείς με κοινωνική ευθύνη, έτσι ώστε να μην σκοτώνεις τον ταλαίπωρο πεζό που είναι αφηρημένος, ή τον άνθρωπο που οδηγεί μηχανάκι ή ακόμα να προστατεύεις τον εαυτό σου από τον κίνδυνο να μείνεις παράλυτος σε ένα κρεβάτι ή να καταλήξεις στο πλησιέστερο νοσοκομείο, απαιτείται άλλος τρόπος σκέψης. Η παιδεία είναι αυτή που έχει σχέση με τον τρόπο σκέψης είναι αυτή που μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να κατανοήσει τις πραγματικές του διαστάσεις και όχι αυτές που τα δημιουργήματα του παρήγαγαν στο φαντασιακό του κόσμο. Με άλλα λόγια δεν είμαστε θεοί επειδή έχουμε ένα σπορ αυτοκίνητο που τρέχει με πολλαπλάσια ταχύτητα από τις πραγματικές μας δυνατότητες.

Μετά από αυτή την μακρά εισαγωγή θα προσπαθήσω να εισέλθω στο κυρίως θέμα και να καταθέσω τις απόψεις μου σχετικά με τις αλλαγές στο πεδίο της παραγωγής και της εκπαίδευσης, αλλά και την ανάγκη για ακόμα μεγαλύτερη παιδεία προκειμένου να διατηρηθεί, τόσο η αποτελεσματικότητα της σύγχρονης παραγωγικής διαδικασίας, όσο και η κοινωνική συνοχή και η κοινωνία στις σύγχρονες πλέον συνθήκες. Στην προσπάθεια μου αυτή θα επικαλεστώ τις απόψεις και τις σκέψεις γνωστών «γκουρού» του χώρου των επιχειρήσεων.

Θα ξεκινήσουμε λοιπόν παρουσιάζοντας τις απόψεις που αφορούν τα αίτια του προβλήματος, έτσι όπως τα παρουσιάζουν οι άνθρωποι εκείνοι που θεωρούνται ειδικοί, και είναι διεθνώς αναγνωρισμένοι σαν τέτοιοι, στον τομέα της διοίκησης των επιχειρήσεων. Την παρουσίαση των ονομάτων που θα αναφέρουμε μπορεί ο αναγνώστης να την δει στο τέλος του άρθρου προκειμένου να έχει γνώση το τι αυτοί οι άνθρωποι αντιπροσωπεύουν στον κόσμο των επιχειρήσεων.

«ήταν η ίδια η βιομηχανική επανάσταση που εισήγαγε την ιδέα του ηλίθιου εργαζόμενου, του εργαζόμενου που δεν είχε ούτε αίσθηση υπευθυνότητας ούτε ικανότητα λήψης αποφάσεων, αλλά που θα έπρεπε να εκτελεί εργασιακά καθήκοντα που δεν απαιτούσαν σκέψη και μάλιστα κάτω από το άγρυπνο μάτι του επιστάτη».

Σύμφωνα με τον Michael Hammer «θα πρέπει να επιστρέψουμε στην ιδέα που συνάδει με την άποψη ότι οι άνθρωποι πρέπει να επικεντρώνονται όχι σε μεμονωμένες δραστηριότητες και εργασιακά καθήκοντα, αλλά στο τελικό αποτέλεσμα. Και τι είναι αυτό που δημιουργεί το τελικό αποτέλεσμα; Μια διαδικασία. Όχι ένα μεμονωμένο εργασιακό καθήκον, αλλά ένα σύνολο καθηκόντων» . «Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να εκτελούν διευρυμένα και όχι μεμονωμένα και αποσπασματικά εργασιακά καθήκοντα. Και αυτό απαιτεί περισσότερο καλλιεργημένα άτομα», μας λεει ο συγκεκριμένος «γκουρού» του μάνατζμεντ.

Αυτό που επισημαίνει ο Michael Hammer είναι το γεγονός ότι το σημερινό παραγόμενο προϊόν είναι περισσότερο από ποτέ αποτέλεσμα ομαδικής εργασίας, δηλαδή περισσότερο κοινωνικό σε σχέση με το παρελθόν. «Η πραγματική εργασία, η τέχνη, η προστιθέμενη αξία, εντοπίζονται στην εργασία που εκτελεί μια ομάδα επαγγελματιών». Για να εξηγήσει καλλίτερα την άποψη του μας δίνει το εξής παράδειγμα:

«Αν αναλογιστείτε μια ομάδα εργασίας στον τομέα της υγείας» μας λεει, «ο στόχος του γιατρού δεν είναι να προαχθεί από γιατρός σε επιβλέποντα των υπόλοιπων γιατρών και στην συνέχεια να γίνει ο επιβλέπων των άλλων επιβλεπόντων. Ο στόχος του είναι να εξελιχθεί από νέος γιατρός, ο οποίος μπορεί να αντιμετωπίσει μόνο απλά περιστατικά, σε ώριμο γιατρό ο οποίος θα μπορεί να αντιμετωπίσει πολυπλοκότερα περιστατικά και τέλος να γίνει πρώτος στον τομέα του, ικανός να χειρίζεται τις πολυπλοκότερες καταστάσεις». Και συνεχίζει: «Η φύση της δουλειάς του δεν αλλάζει. Η φύση της θέσης του δεν αλλάζει. Αυτό που αλλάζει είναι η προσωπική του ικανότητα και ο βαθμός ωριμότητας που έχει και μπορεί να χρησιμοποιήσει στην εκτέλεση της αποστολής του. Παράλληλα αυξάνει η πολυπλοκότητα των καταστάσεων τις οποίες είναι σε θέση να αντιμετωπίσει».

Θα μου επιτρέψετε στο σημείο αυτό να δηλώσω, προσθέτοντας τις δικές μου σκέψεις, ότι πράγματι τα προϊόντα σήμερα, σε σχέση με το παρελθόν, είναι περισσότερο αποτέλεσμα συλλογικής δουλειάς παρά μεμονωμένων ενεργειών ορισμένων ανθρώπων. Αυτό πράγματι απαιτεί περισσότερο καλλιεργημένα άτομα που να μπορούν να συνεργάζονται προκειμένου να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Στην σημερινή κοινωνία όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Έτσι ο γιατρός θα έπρεπε να έχει ως στόχο του αυτό που λεει ο Michael Hammer. Στην πραγματικότητα όμως οι στόχοι πολλών ανθρώπων, και φυσικά και γιατρών είναι τελείως διαφορετικοί. Σε αυτό το σημείο ο συγκεκριμένος συγγραφέας δεν μας διαφωτίζει το γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο (τουλάχιστο σε αυτό το άρθρο του).

«Τα χαρακτηριστικά που απαιτεί η μεταβιομηχανική εποχή είναι, από την μια μεριά, ο προσανατολισμός προς την καινοτομία, την αλλαγή, την προσωπική ευθύνη, και από την άλλη μεριά η συνεργασία των ομάδων, ένα βαθμός ανιδιοτέλειας ώστε ο πελάτης να καταστεί το επίκεντρο των διαδικασιών, και πραγματικές ικανότητες – κυρίως ικανότητες μάθησης – ώστε να μπορεί κανείς να διεκπεραιώσει πολυπλοκότερα εργασιακά καθήκοντα» καταλήγει ο συγγραφέας.

Θα μπορούσα προσωπικά να προσυπογράψω το παραπάνω κείμενο αντικαθιστώντας την λέξη πελάτης με την λέξη πολίτης. Υπάρχουν όμως μερικά ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν προκειμένου να διευκρινιστούν τα παραπάνω. Για παράδειγμα, η ανιδιοτέλεια είναι κάτι που έχει σχέση με εκπαίδευση η με πολιτισμό και παιδεία; Η ικανότητα της συνεργασίας και της συμμετοχής σε ομαδική εργασία έχει σχέση με εκπαίδευση η με παιδεία και πολιτισμό; Πως μπορούμε σε μια κοινωνία που τα μέλη της έχουν μάθει στον άκρατο ατομισμό και στο να κλείνουν τα αυτιά τους σε κάθε διαφορετική άποψη να προωθήσουμε την ομαδική εργασία; Τα παραπάνω μας οδηγούν στο να διερευνήσουμε περισσότερο τις ικανότητες μάθησης που απαιτούνται προκειμένου να επιτευχθούν τα όσα ωραία περιγράφει ο συγγραφέας στο άρθρο του.

Τι συμβαίνει όμως και αντί να εφαρμόζονται αυτά που οι «γκουρού» του μάνατζμεντ διδάσκουν, φτάνουμε στο σημείο να αποτελούν οι σύγχρονες επιχειρήσεις περιβάλλοντα μέσα στα οποία βρίθουν τα εσωτερικά «πολιτικά» παιχνίδια και οι άνθρωποι να φροντίζουν πρωτίστως να καλύψουν τα νώτα τους. «Θα ντρεπόμουν να φέρω στην δουλειά τον εξάχρονο γιο μου, που πηγαίνει τώρα στο νηπιαγωγείο, να δει πως δουλεύουμε. Διότι όλα εκείνα τα ωραία πράγματα που του μαθαίνουν στο νηπιαγωγείο, να σέβεται τον εαυτό του, να ακούει τους συνανθρώπους του με προσοχή και να μοιράζεται τα παιχνίδια του, είναι ψιλά γράμματα για εμάς εδώ», εξομολογείται ένα στέλεχος στον Peter M. Senge.

Η πρώτη παρατήρηση που προσωπικά θα είχα να κάνω σε σχέση με τα παραπάνω είναι, ότι ακόμα και αν το επίσημο κράτος προσπαθεί να παιδεύσει και όχι να εκπαιδεύσει τα νέα μέλη της κοινωνίας έρχεται η παραγωγική διαδικασία, μέσα από το περιβάλλον των σύγχρονων εταιρειών, να το γκρεμίσει δημιουργώντας τον αντίθετο χαρακτήρα ανθρώπων από αυτόν που η σύγχρονη παραγωγική διαδικασία απαιτεί. Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι υπάρχει μια αντίφαση η οποία δεν είναι απόρροια ούτε των σύγχρονων παραγωγικών διαδικασιών, ούτε της θέλησης της κοινωνίας συνολικά. Τότε από που προέρχεται αυτή η τάση; Προσωπικά προσχωρώ στην άποψη που υποστηρίζει ότι αυτή η αντίφαση είναι συνυφασμένη με τον τρόπο παραγωγής που υποτάσσει στον στόχο της μεγιστοποίησης του κέρδους κάθε άλλη ανάγκη.

Σε τι όμως συνίσταται αυτός ο τρόπος παραγωγής; Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε αυτό το θέμα μέσα από τις απόψεις ενός άλλου μεγάλου «γκουρού» του κόσμου των επιχειρήσεων, του Charles Handy. Ο καπιταλισμός, μας λέει ο Charles Handy, «στηρίζεται σε ανθρώπους που εργάζονται εξαντλητικά ώστε κάποιοι άλλοι να πλουτίσουν, με την ελπίδα, που είναι συχνά άτοπη, ότι θα γίνουν και οι ίδιοι πλούσιοι. Στο καπιταλιστικό σύστημα η ανάπτυξη εξαρτάται από το ότι κάποιοι άνθρωποι ζηλεύουν κάποιους άλλους και θέλουν να αποκτήσουν ότι έχουν και εκείνοι».

Συνεχίζοντας να περιγράφει ο Charles Handy την κοινωνία στην οποία ζούμε, γράφει στο συγκεκριμένο άρθρο: «όμως επίσης είπε (o Adam Smith) ότι η απεριόριστη ανάπτυξη μπορεί να οδηγήσει σε μια οικονομία «άχρηστων αγαθών». Έτσι πιστεύω ότι οδηγούμαστε σε αδιέξοδο όσο επιδιώκουμε την οικονομική ανάπτυξη σαν να ήταν το μόνο σημαντικό πράγμα. Πολλές φορές η επιτυχία συνεπάγεται πολύ μεγάλο κόστος». Και παρακάτω: «ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν εξασφαλίζει, αυτομάτως, τις προϋποθέσεις για μια καλλίτερη κοινωνία». Να υπενθυμίσω στο σημείο αυτό ότι ο «δικός» μας κορυφαίος οικονομολόγος και πρώην πρωθυπουργός Ξενοφών Ζολώτας έχει ήδη από το 1982 γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Οικονομική ανάπτυξη και φθίνουσα κοινωνική ευημερία», ενώ σήμερα υπάρχει μια πληθώρα πανεπιστημιακών διεθνώς, που έχει μελετήσει το φαινόμενο αυτό (της φθίνουσας κοινωνικής ευημερίας).

Ας επιστρέψουμε όμως στον Charles Handy ο οποίος περιγράφοντας τον σύγχρονο τρόπο παραγωγής σημειώνει ότι, «στην πορεία, οι άνθρωποι δουλεύουν τόσο σκληρά που σχεδόν χάνουν την ανθρώπινη διάσταση τους. Η ζωή είναι για να την ζούμε. Φυσικά, η εργασία είναι μέρος της ζωής, αλλά δεν είναι το παν», και συμπληρώνει: «Σε τελική ανάλυση, ποιος θα ήθελε να είναι πλούσιος σε μια κοινωνική έρημο, ή να γεράσει σε ένα τέτοιο σκουπιδότοπο»; Η δική μου απάντηση σε αυτή την ερώτηση έρχεται αυθόρμητα και είναι η ακόλουθη: με τα σημερινά δεδομένα, δυστυχώς, πολλοί είναι αυτοί που ούτε αντιλαμβάνονται τον σκουπιδότοπο και φυσικά είναι έτοιμοι να ζήσουν σε αυτόν, αρκεί να μη βλέπουν «έξω από το σπίτι τους» τα σκουπίδια.

Ο Charles Handy πιστεύει ότι το σημαντικό πρόβλημα στον τρόπο με τον οποίο ζούμε, είναι ότι δεν υπάρχει σκοπός και ενδιαφέρον για την ζωή. «…για πολλούς η ζωή έχει γίνει κάτι προσωρινό, κάτι που έχει να κάνει μόνο με την ύπαρξη τους, με την εγωιστική τους ύπαρξη, και το μόνο που κάνουν είναι να ζουν το παρόν. Δεν υπάρχει σκοπός πια». Και καταλήγει: « Το μεγαλύτερο και πλέον ικανοποιητικό πράγμα στην ζωή είναι, θαρρώ, η αίσθηση ενός σκοπού ο οποίος αφορά σε κάτι πέρα από το ίδιο το άτομο. Αν ο σκοπός αφορά μόνο στο ατομικό συμφέρον, γρήγορα εξανεμίζεται. Δεν είναι άσχημο να πιεις ένα ποτήρι κρασί μόνος σου. Αν όμως αποφασίσεις να πιεις ένα μπουκάλι μόνος σου, στο τέταρτο ποτήρι θα έχεις ήδη βαρεθεί γιατί δεν θα έχεις να κουβεντιάσεις με κανένα. Πιστεύω ότι αν ο άνθρωπος δεν έχει κάποιο σκοπό που να αφορά σε κάτι πέρα από τον εαυτό του, στο τέλος απογοητεύεται».

Μιλώντας για τον τρόπο ζωής που επιβάλει ο σύγχρονος τρόπος παραγωγής, ένας άλλος γνωστός «γκουρού» του κόσμου των επιχειρήσεων, ο Peter Senge λεει: «Πάντα θέλουμε να κάνουμε τα πράγματα λίγο γρηγορότερα. Από μια άποψη, αυτό είναι κάπως τρελό, διότι δεν προσπαθούμε με τον ίδιο ζήλο να βελτιώσουμε εξίσου γρήγορα την ποιότητα της ζωής μας. Συνήθως τα πράγματα που θα βελτίωναν την ποιότητα της ζωής μας είναι ακριβώς εκείνα τα πράγματα που απαιτούν να μειώσουμε την ταχύτητα με την οποία ζούμε και όχι να την αυξήσουμε. Αλλά φυσικά, οι επιλογές μας είναι επακόλουθο του γεγονότος ότι επικεντρωνόμαστε στην ποσότητα και όχι στην ποιότητα της ζωής, και αυτός είναι ο λόγος που κάνει την έννοια της ταχύτητας τόσο δελεαστική»,

Αυτό που θα ήθελα εγώ να προσθέσω στα όσα παραπάνω αναφέρει ο Peter Senge είναι ότι, σήμερα έχουμε στην διάθεση μας άπειρες επιδημιολογικές μελέτες που επιβεβαιώνουν ότι οι ρυθμοί της ζωής σχετίζονται άμεσα με το σύνολο σχεδόν των «σύγχρονων» ασθενειών και την έξαρση που αυτές παρουσιάζουν τα τελευταία 20 χρόνια. Μπορούμε όμως να διαχειριστούμε τα πολύπλοκα συστήματα και τις πολύπλοκες σχέσεις που αυτά δημιουργούν χωρίς βαθύτερη κατανόηση του συνόλου των πραγμάτων και όχι μόνο μέρους της πραγματικότητας; Μπορούμε να δημιουργήσουμε ολοκληρωμένους πολίτες μόνο εκπαιδεύοντας και χωρίς να παιδεύουμε τα μέλη της κοινωνίας;

Ας επιστρέψουμε όμως στον Peter Senge και τις απόψεις του. «Δεν υπάρχει μηχανικός που να επιδιώκει να κατασκευάσει ένα αεροπλάνο το οποίο δεν θα υπόκειται στους νόμους της αεροδυναμικής, που θα έχει αρνητική ανύψωση, για παράδειγμα, ή να σχεδιάσει ένα διυλιστήριο το οποίο θα αναιρεί τους νόμους διατήρησης μάζας και ενέργειας», μας λεει ο Senge. «Εν τούτοις, το οικονομικό σύστημα στο οποίο όλοι από κοινού συμμετέχουμε, παραβιάζει τους βασικούς νόμους των φυσικών συστημάτων, και απλώς ελπίζουμε ότι μπορούμε να συνεχίσουμε με τον ίδιο τρόπο μέχρι να βρεθεί κάποιος που θα λύσει το πρόβλημα». Και συνεχίζει: «…το οικονομικό μας σύστημα, όμως, είναι στην πραγματικότητα ένα σύστημα που παράγει κυριολεκτικά άχρηστα προϊόντα – ορατά ή αόρατα παραπροϊόντα των βιομηχανικών διεργασιών, τα οποία δεν μπορούν να ανακυκλωθούν – τα οποία συσσωρεύονται».

Με άλλα λόγια ο Senge υποστηρίζει αυτό που και πολλοί άλλοι λένε, ότι δηλαδή η οικονομική δραστηριότητα έχει αυτονομηθεί από την υπόλοιπη κοινωνία και αντί να την υπηρετεί την καταδυναστεύει. Αυτό είναι πολύ εμφανές στον τομέα της υγείας όπου χωρίς καμία υπερβολή θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ζούμε για να αρρωσταίνουμε και μετά αναζητούμε να επιλύσουμε το πρόβλημα αυτό εμπορευματοποιώντας τα προϊόντα και τις υπηρεσίες υγείας και εκτοξεύοντας τις σχετικές δαπάνες σε δυσθεώρητα ύψη.

Ο Senge πιστεύει ότι ανάμεσα στις ικανότητες μάθησης συμπεριλαμβάνεται και «η ικανότητα των ανθρώπων να έχουν αίσθηση σκοπού και να δημιουργούν κοινώς αποδεκτά οράματα (αυτό προϋποθέτει ανθρώπους που ο καθένας ξεχωριστά γνωρίζει ποια είναι τα πιο σημαντικά ζητήματα) η ικανότητα των ανθρώπων να αντιλαμβάνονται τα ευρύτερα μοτίβα και να κατανοούν την αλληλεξάρτηση – αναπτύσσοντας αυτό που ονομάζουμε συστημική σκέψη, μια αναπτυγμένη ικανότητα αναστοχασμού, που δίνει την δυνατότητα στους ανθρώπους να συνειδητοποιούν τις παραδοχές στις οποίες στηρίζονται».

Όπως καταλαβαίνεται αυτό απαιτεί παιδεία που δεν παρέχεται ούτε από το σχολείο, ούτε από την κοινωνία. Ιδιαίτερα στην χώρα μας θα έλεγα ότι η κοινωνία και οι θεσμοί της αντιπαλεύουν όσα αναφέραμε παραπάνω και επειδή, όπως πολύ σωστά υπογραμμίζει ο Senge, η διαδικασία της μάθησης είναι βαθιά κοινωνική και συλλογική, τα αποτελέσματα είναι αυτά που βλέπουμε.

Μετά από χρόνια έρευνας μας λεει ο Senge, σχετικά με το πως μαθαίνουν οι άνθρωποι, «καταλάβαμε αυτό που ήδη ξέρουμε ως γονείς – ότι, δηλαδή, η μάθηση είναι δυνατή μόνο όταν υπάρχει μια αίσθηση ασφάλειας. Χωρίς κάποια ελάχιστη αίσθηση ασφάλειας, η διαδικασία της μάθησης είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη». Και σε ένα άλλο σημείο του κειμένου του γράφει: «Το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότερες σχέσεις που αναπτύσσονται στον επιχειρηματικό κόσμο μοιάζουν με τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στα μέλη των δυσλειτουργικών οικογενειών… κανένας δεν ενδιαφέρεται να δημιουργήσει πραγματικές σχέσεις».

Θα μπορούσε το κομμάτι αυτό του «οδοιπορικού» που αφορά την παιδεία και την εκπαίδευση να πάρει τεράστιο χώρο παραθέτοντας απόψεις διαφόρων «γκουρού» σχετικά με τα σύγχρονα προβλήματα που αφορούν τον τρόπο σκέψης και τις αντιφάσεις που δημιουργεί ο «σύγχρονος» τρόπος παραγωγής. Θα ήθελα όμως να κλείσω τις αναφορές μου με ένα άρθρο των Brook Manville και Josian Ober στο Harvard Business Review, που είχε τίτλο η «εταιρεία των πολιτών» (υπάρχει και σε βιβλίο και έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά). Τόσο στο άρθρο τους, όσο και στο βιβλίο τους οι δύο εξέχοντες πανεπιστημιακοί αναλύουν κύρια τους λόγους που οδήγησαν στην επιτυχία την πόλη των Αθηνών κύρια την περίοδο του Περικλή. «Οι Αθηναίοι έδιναν έμφαση σε τρεις κεντρικές αξίες: την ατομικότητα, την κοινότητα και την ηθική αμοιβαιότητα» τονίζουν οι συγγραφείς και αναπτύσσουν το γιατί σήμερα είναι απαραίτητη η ανάπτυξη της κουλτούρας, αλλά και η μελέτη της ιστορίας, για την επιβίωση των επιχειρήσεων.

Το ερώτημα είναι γιατί αφού τόσο σημαντικοί άνθρωποι από τον κόσμο των επιχειρήσεων, αλλά και ακαδημαϊκοί θεωρούν απαραίτητο ένα άλλο τρόπο σκέψης η παιδεία έχει εξοστρακιστεί από την εκπαιδευτική διαδικασία και την κοινωνία. Αυτό το ερώτημα μπορεί κανείς να το απαντήσει αναζητώντας τις αιτίες που διέπουν όχι τόσο την παραγωγική διαδικασία και την εξέλιξη της, αλλά τον τρόπο παραγωγής και φυσικά είναι άλλης τάξης θέμα που δεν έχουμε τον χρόνο και τον χώρο να το απαντήσουμε τώρα. Πριν όμως κλείσω αυτή την ενότητα νοιώθω την ανάγκη να καταθέσω περιληπτικά την άποψη μου σχετικά με το θέμα αυτό. Πιστεύω λοιπόν, ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας και της πολυπλοκότητας στην οργάνωση των επιχειρήσεων, και κατ’ επέκταση της παραγωγικής διαδικασίας, έφερε πράγματι στην επιφάνεια την ανάγκη για μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ των μελών μιας επιχείρησης, αλλά και της κοινωνίας γενικότερα. Ταυτόχρονα όμως οι στόχοι των επιχειρήσεων που επικεντρώνονται κυρίως στην βραχυπρόθεσμη μεγιστοποίηση του κέρδους, πάση θυσία, έφεραν στην επιφάνεια τρομακτικές αντιφάσεις, όξυναν τον ανταγωνισμό μεταξύ των ανθρώπων, ενδυνάμωσαν τα εγώ και τις εγωιστικές συμπεριφορές, ενώ ταυτόχρονα υποβάθμισαν τον ρόλο της παιδείας που «υπονομεύει» τους στενά οικονομικούς τους στόχους.

Τέλος για να εξηγηθούμε και να μη παρεξηγηθούμε, αυτό δεν σημαίνει ότι όλα είναι μαύρα. Σίγουρα υπάρχουν διαβαθμίσεις του γκρίζου. Τόσο ανάμεσα στα κράτη, όσο και ανάμεσα στις επιχειρήσεις υπάρχουν παραδείγματα που δείχνουν την δυναμική που μπορεί να απελευθερώσει η ενότητα της παιδείας και της εκπαίδευσης. Σίγουρα όμως αυτό το θέμα δεν μπορεί να «κλείσει» μέσα από μια σειρά άρθρων, αντίθετα είναι θέμα που αφορά την δυναμική της ανάπτυξης και της εξέλιξης της κοινωνίας και του μέλλοντος της.