Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (14.418-14.456)

Ὣς ἄρα φωνήσας κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ
οἱ δ᾽ ὗν εἰσῆγον μάλα πίονα πενταέτηρον.
420 τὸν μὲν ἔπειτ᾽ ἔστησαν ἐπ᾽ ἐσχάρῃ· οὐδὲ συβώτης
λήθετ᾽ ἄρ᾽ ἀθανάτων· φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾽ ἀγαθῇσιν·
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἀπαρχόμενος κεφαλῆς τρίχας ἐν πυρὶ βάλλεν
ἀργιόδοντος ὑός, καὶ ἐπεύχετο πᾶσι θεοῖσι
νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε.
425 κόψε δ᾽ ἀνασχόμενος σχίζῃ δρυός, ἣν λίπε κείων·
τὸν δ᾽ ἔλιπε ψυχή. τοὶ δὲ σφάξάν τε καὶ εὗσαν·
αἶψα δέ μιν διέχευαν· ὁ δ᾽ ὠμοθετεῖτο συβώτης,
πάντων ἀρχόμενος μελέων, ἐς πίονα δημόν.
καὶ τὰ μὲν ἐν πυρὶ βάλλε, παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇ,
430 μίστυλλόν τ᾽ ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ᾽ ὀβελοῖσιν ἔπειραν,
ὤπτησάν τε περιφραδέως ἐρύσαντό τε πάντα,
βάλλον δ᾽ εἰν ἐλεοῖσιν ἀολλέα· ἂν δὲ συβώτης
ἵστατο δαιτρεύσων· περὶ γὰρ φρεσὶν αἴσιμα ᾔδη.
καὶ τὰ μὲν ἕπταχα πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων·
435 τὴν μὲν ἴαν νύμφῃσι καὶ Ἑρμῇ, Μαιάδος υἱεῖ,
θῆκεν ἐπευξάμενος, τὰς δ᾽ ἄλλας νεῖμεν ἑκάστῳ·
νώτοισιν δ᾽ Ὀδυσῆα διηνεκέεσσι γέραιρεν
ἀργιόδοντος ὑός, κύδαινε δὲ θυμὸν ἄνακτος·
καί μιν φωνήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
440 «αἴθ᾽ οὕτως, Εὔμαιε, φίλος Διὶ πατρὶ γένοιο
ὡς ἐμοί, ὅττι με τοῖον ἐόντ᾽ ἀγαθοῖσι γεραίρεις.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
«ἔσθιε, δαιμόνιε ξείνων, καὶ τέρπεο τοῖσδε,
οἷα πάρεστι· θεὸς δὲ τὸ μὲν δώσει, τὸ δ᾽ ἐάσει,
445 ὅττι κεν ᾧ θυμῷ ἐθέλῃ· δύναται γὰρ ἅπαντα.»
Ἦ ῥα καὶ ἄργματα θῦσε θεοῖς αἰειγενέτῃσι,
σπείσας δ᾽ αἴθοπα οἶνον Ὀδυσσῆϊ πτολιπόρθῳ
ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν· ὁ δ᾽ ἕζετο ᾗ παρὰ μοίρῃ.
σῖτον δέ σφιν ἔνειμε Μεσαύλιος, ὅν ῥα συβώτης
450 αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος,
νόσφιν δεσποίνης καὶ Λαέρταο γέροντος·
πὰρ δ᾽ ἄρα μιν Ταφίων πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν.
οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
455 σῖτον μέν σφιν ἀφεῖλε Μεσαύλιος, οἱ δ᾽ ἐπὶ κοῖτον,
σίτου καὶ κρειῶν κεκορημένοι ἐσσεύοντο.

***
Είπε, κι ευθύς με το χαλκό, ανελέητο τσεκούρι του έσχισε ξύλα
κι οι παραγιοί του φέρνουν μέσα πεντάχρονο, τετράπαχο γουρούνι,
420 που το ᾽στησαν στη σχάρα. Εκείνος όμως δεν λησμόνησε
το χρέος του στους αθανάτους — ήταν η φύση του αγαθή.
Το πρώτο που έκανε, έκοψε τρίχες απ᾽ την κεφαλή
του ασπροδόντη χοίρου, τις έριξε στη φλόγα και σ᾽ όλους τους θεούς ευχήθηκε
του συνετού Οδυσσέα τον νόστο, σπίτι του να γυρίσει.
Μετά κατέβασε με ορμή τη δρύινη σχίζα
(την είχε ξεχωρίσει απ᾽ τα κομμένα ξύλα),
και με το χτύπημα παρέλυσε ο χοίρος και ξεψύχησε.
Τότε πήραν οι άλλοι να τον σφάζουν, ξεχώριζαν τα μέλη του, για να τον ψήσουν.
Στο μεταξύ ο χοιροβοσκός κομμάτια ωμά από κάθε μέλος τα τύλιξε
σε πλούσιο ξίγκι, τα πασπαλίζει με ψιλό κριθάλευρο
και τα αποθέτει στη φωτιά.
430 Τα υπόλοιπα τα λιάνισαν, τα πέρασαν στις σούβλες, τ᾽ άφησαν να ψηθούν καλά,
μετά τα τράβηξαν, κι όλα μαζί τ᾽ ακούμπησαν στα κρεατόξυλα.
Όρθιος τότε ανέλαβε ο χοιροβοσκός τη μοιρασιά —
αυτός τα πρέποντα τα γνώριζε καλά.
Χώρισε όλο το ψημένο κρέας σ᾽ επτά μερίδες· την πρώτη την ξεχώρισε
και προσευχήθηκε στις Νύμφες και στον γιο της Μαίας,
τον Ερμή, ενώ τις άλλες τις εμοίρασε στους άλλους. Αλλά τον Οδυσσέα
τον τίμησε με σπάλα απ᾽ τη σπονδυλωτή ράχη του ασπροδόντη χοίρου,
κι ευφράνθηκε η ψυχή του κύρη του.
Αμέσως τον προσφώνησε ο Οδυσσέας μιλώντας, εύστροφος κι έξυπνος:
440 «Εύμαιε, είθε ο Δίας πατέρας να σου δείξει τόση αγάπη,
όση κι εσύ σ᾽ εμένα, αφού στο χάλι αυτό με τ᾽ αγαθά σου με τιμάς.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Τρώγε, ξένε παράξενε, απολαμβάνοντας το φαγητό που έχεις μπροστά σου.
Κι όσο για τον θεό, το ένα δίνει, το άλλο αφήνει,
κατά τη θέλησή του, αφού μπορεί τα πάντα.»
Τέλειωσε, και τις απαρχές του ζώου θυσίαζε στους αιωνίους θεούς,
σταλάζοντας κόκκινο σαν τη φλόγα το κρασί, ύστερα την κούπα δίνει
στα χέρια του πολιορκητή Οδυσσέα, τέλος πήρε κι αυτός τη θέση του.
Ψωμί τούς μοίραζε ο Μεσαύλιος — τον είχε μόνος του αποκτήσει
450 ο χοιροβοσκός, όταν ο κύρης του έφυγε στα ξένα·
χώρια απ᾽ τη δέσποινά του κι από τον γέροντα Λαέρτη,
με χρήματα δικά του τον αγόρασε απ᾽ τους Ταφίους.
Κι ευθύς τα χέρια τους απλώνουν στο έτοιμο τραπέζι·
όταν εκόρεσαν την όρεξή τους με το φαΐ και το πιοτό,
σήκωσε ο Μεσαύλιος αμέσως τ᾽ αποφάγια, κι εκείνοι κίνησαν
να κοιμηθούν, χορτάτοι από ψωμί και κρέας.

Αντέχεις να βρεις το παιδί μέσα σου;

Ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνεις με τον χρόνο, είναι τον τρόπο με τον οποίο μπορείς να έρθεις ξανά σε επαφή, με το αθώο παιδί που κρύβεις μέσα σου.

Αυτό γίνεται για να θυμηθείς την ευαίσθητη τρυφερή πλευρά του εαυτού σου, η οποία σε χαρακτηρίζει, μέχρι την στιγμή της ενηλικίωσης.

Σου λένε λοιπόν, πως για να το πετύχεις αυτό, θα πρέπει να ψάξεις βαθιά μέσα στην ψυχή σου, αλλά και τις αναμνήσεις σου, για να δεις ξανά από ψηλά, αυτό το παιδί που κοιμάται πια τον ύπνο του δικαίου, καθώς οι υποχρεώσεις, οι ευθύνες αλλά και οι ρυθμοί, τον έχουν κοιμίσει για τα καλά.

Και εκεί ακριβώς, είναι η στιγμή που συνειδητοποιείς πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά με όλη αυτή την ενδοσκόπηση που επιχειρείς να πετύχεις.

Γιατί αυτό που σε κάνει να ανατριχιάζεις και σου κόβει την ανάσα δεν είναι άλλο από…
Αντίστροφη μέτρηση και πάμε στα βαθιά 3…2…1…

Είναι το γεγονός πως θα αντιληφθείς περίτρανα, ότι τα χρόνια περνάνε σαν νερό που τρέχει ορμητικά προς την θάλασσα, και δημιουργεί έναν ποταμό αλυσιδωτών καταστάσεων που παρασέρνει τα πάντα στο πέρασμα του, χωρίς κανένα γυρισμό, και εσύ απλά στέκεσαι ψηλά στην γέφυρα της ασφάλειας που έχεις φτιάξει και κάνεις πως ψαρεύεις στιγμές χαράς.

Είναι το γεγονός πως θα μετρήσεις στα δάχτυλα ίσως του ενός χεριού, τους ανθρώπους που πάλεψαν, μόχθησαν και επιβίωσαν όλα αυτά τα χρόνια καρτερικά δίπλα σου, και κάποιοι συνεχίζουν να σε στηρίζουν σε όλα όσα σκέπτεσαι, θέλεις και πράττεις στην ζωή σου, ακόμα και σήμερα, και δυστυχώς αρκετοί από αυτούς δεν είναι καν στην ζωή για να τους πεις ένα “σε αγαπώ” και ένα “ευχαριστώ”.

Είναι το γεγονός, της λυπητερής διαπίστωσης, ότι έχασες τελείως τον στόχο που είχες τόσο περίτεχνα δημιουργήσει στο μυαλό σου, χρόνια πριν, όταν σε ρωτούσαν οι μεγαλύτεροι “τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;” και εσύ γέλαγες και τους ανέλυες με απίστευτη προσήλωση και πειθώ τα όσα είχες σκεφτεί.

Είναι το γεγονός πως όλα αυτά τα χρόνια, ο άνθρωπος που κοιτάζεις στον καθρέπτη καθημερινά και το είδωλο που αντικατοπτρίζει, η μυρωδιά που βγάζεις καθώς η ύπαρξη σου ιδρώνει με όλα όσα σκέπτεσαι, τα λόγια που ξεστομίζεις και οι σκέψεις που σου τρώνε το μυαλό, δεν θυμίζουν σε τίποτα, αυτό το είδωλο που αμυδρά πλέον προσπαθείς να ανασύρεις από τα χαλάσματα του χρόνου.

Και εδώ ακριβώς έρχεται το κρίσιμο ερώτημα… “αντέχεις να βρεις το παιδί μέσα σου;”
Θα σου απαντήσω λοιπόν, πως επιβάλλεται να βρεις το παιδί μέσα σου.

Όχι όμως για όλα όσα έχασες η ξέχασες στο πέρασμα των χρόνων, αυτά φύγανε πια και αφήσαν μέσα σου το στίγμα τους και την όποια διδαχή τους, αλλά για την δύναμη που μπορεί να σου δώσει αυτό το παιδί, για όλα όσα έρχονται μπροστά σου.

Γιατί καλώς η κακώς σε μία κοινωνία όπου οι άνθρωποι πρέπει να είναι σκληροί για να μπορέσουν να επιβιώσουν ανάμεσα στα θηρία, μόνο ένα παιδί μπορεί να σου δώσει την χαρά που ψάχνεις να βρεις και την ανιδιοτέλεια που πρέπει να έχεις σαν άνθρωπος, που μπορεί και θέλει να πάρει αγάπη.
Και αυτό το παιδί κρύβεται μέσα σου, μέσα μας, μέσα σε όλους.

Η Μοναξιά των Ανθρώπων

Ας ξεκινήσουμε με μία λεξιλογική διάκριση: Αυτή ανάμεσα στις έννοιες της μοναξιάς και της μοναχικότητας.

Η μοναχικότητα αναφέρεται στο να είναι κανείς μόνος, χωρίς συντροφιά, συνήθως με την θέλησή του, επειδή επιλέγει να ζει μόνος του, χωρίς παρέα, η τάση απομόνωσης από το κοινωνικό περιβάλλον...

Από την άλλη η έννοια της μοναξιάς είναι περισσότερο αναφορική μιας εσωτερικής κατάστασης. Είναι μία αίσθηση για το πως νοιώθουμε, πως βιώνουμε τον εσωτερικό μας κόσμο. Γι' αυτό και μπορεί να νιώθουμε μοναξιά ακόμα κι αν έχουμε σχέσεις (φίλους, σύζυγο, παιδιά, συνεργάτες..).

Η μοναξιά μας αποξενώνει. Γινόμαστε σιωπηλοί θεατές της ζωής μας και της ζωής των άλλων, σκιές μιας καθημερινότητας που εξελίσσεται μέσα μας και δίπλα μας. Μοναξιά έχει το πένθος, ο φόβος, η χαμηλή αυτοπεποίθηση, η απόρριψη, το bullying. Μοναξιά επιφέρει η έλλειψη αγάπης και πάνω απ' όλα η γονεϊκή απόρριψη.

Τα παιδιά, ακόμα και όταν γίνονται ενήλικες, ενήλικες που μεγάλωσαν χωρίς αγάπη και αποδοχή από τους γονείς τους, βιώνουν ένα έντονο συναίσθημα μοναξιάς που συνήθως καταφέρνουν να το ξεπεράσουν μόνο όταν αγαπήσουν και αγαπηθούν πραγματικά σε κάποια φάση της ζωής τους.

Αυτό ακριβώς είναι το φάρμακο για τη μοναξιά: Η αγάπη! Tα υπόλοιπα, όπως χρήματα, επαγγελματική καταξίωση, αναγνώριση, όλα, λειτουργούν ως παρηγορητική αγωγή. Χρήσιμη πολύ και αυτή αλλά ανεπαρκής για να “γιατρευτούν” οι πληγές. Γιατί το τραύμα της μοναξιάς είναι βαθύ, βαθαίνει μέσα στο χρόνο, ριζώνει στο παρελθόν, αντιστέκεται γεμάτο αμφιβολία στο δώρο της αλλαγής.

Το ίδιο βλέπουμε να συμβαίνει και στους ανθρώπους που πενθούν. Αυτοί συναντούν τη μοναξιά κατά τη διάρκεια της ζωής τους, συνήθως απότομα, απρόσκλητα, απρόσμενα. Χάνοντας ένα αγαπημένο πρόσωπο, έναν άνθρωπο που έχεις μάθει να ζεις μαζί του, να τον αγαπάς και να σε αγαπάει, η ζήση μας φτωχαίνει και σε μεγάλο βαθμό χάνει το νόημα της- τουλάχιστον όπως το είχαμε γνωρίσει μέχρι τότε.

Θέλει χρόνο και υπομονή απ' αυτόν που πενθεί (και κατανόηση απ΄το περιβάλλον του, προκειμένου να κάνει υπομονή και να του δώσουν το χρόνο που χρειάζεται...) μέχρι το τραύμα σιγά σιγά να επουλωθεί, μέχρι καινούρια νοήματα να διαμορφωθούν και να τοποθετηθούν δίπλα στα παλαιότερα.

Η αναλυτική σκέψη προάγει σκεπτικισμό & αθεΐα

Η αναλυτική σκέψη μπορεί να μειώσει τη θρησκευτική και μεταφυσική πίστη ακόμα και σε αφοσιωμένους πιστούς, σύμφωνα με νέα έρευνα Καναδών ψυχολόγων, η οποία επιβεβαιώνει ότι ο λογικός τρόπος σκέψης υποσκάπτει τη θρησκευτικότητα και προάγει τον σκεπτικισμό και την αθεΐα.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή κοινωνικής ψυχολογίας Άρα Νορενζαγιάν του Τμήματος Ψυχολογίας του πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας στο Βανκούβερ, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό «Science», ανέφεραν ότι πολλοί παράγοντες επηρεάζουν την πνευματικότητα του καθενός και η τάση για περισσότερη ή λιγότερη αναλυτική σκέψη είναι ένας από αυτούς.

Οι ψυχολόγοι έκαναν διάφορα τεστ και πειράματα με 650 εθελοντές, συσχετίζοντας τον βαθμό αναλυτικής σκέψης του καθενός με την ένταση των θρησκευτικών και άλλων μεταφυσικών πεποιθήσεών του (π.χ. πίστη σε αγγέλους), διαπιστώνοντας ότι αυτά τα δύο πράγματα είναι γενικά αντιστρόφως ανάλογα. Όσο περισσότερο οι εθελοντές ανέπτυσσαν αναλυτικούς συλλογισμούς και έκαναν λογικές σκέψεις, τόσο έτεινε να μειώνεται η θρησκευτική πίστη τους και, αντίθετα, αυξανόταν ο αθεϊσμός ή έστω ο αγνωστικισμός και ο σκεπτικισμός τους σχετικά με τα θρησκευτικά ζητήματα.

Η έρευνα δείχνει ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις σχετίζονται όχι τόσο με το πιο αργό και αναλυτικό σύστημα λειτουργίας του νου, όσο με το διαισθητικό – συναισθηματικό, που είναι πιο γρήγορο και αυτόματο. Όταν ενεργοποιείται περισσότερο το αναλυτικό σύστημα, τότε «σκεπάζει» το διαισθητικό και αντίστροφα. Αυτό εξηγεί γιατί οι περισσότεροι (αν και όχι όλοι) επιστήμονες, που καλλιεργούν την αναλυτική σκέψη, τείνουν να είναι άθεοι ή αγνωστικιστές.

Με πιο απλά λόγια, όσοι άνθρωποι τείνουν να λειτουργούν ενστικτωδώς, είναι πιο πιθανό να πιστεύουν στον Θεό, σε σχέση με όσους σκέφτονται πιο πολύ και είναι λιγότερο ενστικτώδεις και αυτό γιατί η πίστη είναι περισσότερο συναίσθημα παρά σκέψη.

Μελλοντικές έρευνες από τους ίδιους ψυχολόγους θα μελετήσουν κατά πόσον είναι πρόσκαιρη, ή διαρκής, η επίδραση της αναλυτικής σκέψης στη θρησκευτική πίστη και αν αυτή η επίδραση ισχύει σε όλους τους πολιτισμούς της Γης και όχι μόνο στη Δύση.

Οι πιο πρόσφατες έρευνες της κοινής γνώμης αποκαλύπτουν ότι η μεγάλη πλειονότητα της ανθρωπότητας πιστεύει στον Θεό, αν και οι αγνωστικιστές και οι άθεοι είναι αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια.

Οι ερευνητές ξεκαθάρισαν, πάντως, ότι δεν αρκεί η αναλυτική σκέψη για να μετατρέψει έναν πιστό σε άπιστο. Άλλοι ισχυροί υποσυνείδητοι παράγοντες, όπως ο φόβος του θανάτου και η επιθυμία για διαιώνιση της ζωής, παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανατροφοδότηση της πίστης στη θρησκεία και σε άλλες πνευματικές παραδόσεις.

Οι ερευνητές, επίσης, φρόντισαν να διευκρινίσουν ότι η μελέτη τους δεν έχει να κάνει με την ίδια την αξία της θρησκείας, αλλά με τους γνωσιακούς – νοητικούς μηχανισμούς, που την υποσκάπτουν ή την ενισχύουν.

Ο διάσημος νομπελίστας ψυχολόγος Ντάνιελ Κάνεμαν, του πανεπιστημίου Πρίνστον, δήλωσε ότι «αυτό ουσιαστικά που δείχνει η νέα έρευνα, είναι πως όταν κανείς σκέφτεται με πιο κριτικό τρόπο, απορρίπτει πεποιθήσεις που αλλιώς θα τις υιοθετούσε. Δείχνει ότι υπάρχουν ορισμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις που οι άνθρωποι πιστεύουν και τις οποίες δεν θα υιοθετούσαν, αν σκέφτονταν πιο κριτικά»

Οι άνθρωποι γίνονται θηρία χωρίς το φως και το χάδι της αγάπης

Τ’ αγρίμια εκεί έξω δεν γνώρισαν τι είναι η αγάπη.

Εκτός από τις πρώτες μέρες της ζωής τους στην μητρική αγκαλιά.

Δεν γνώρισαν ούτε έμαθαν.
Στηρίχτηκαν μόνο στο ένστικτό τους γι’ αυτοσυντήρηση κι έτσι το μόνο που κατάφεραν ήταν να παραμείνουν αγρίμια.
Να καλύπτουν τις βασικές τους ανάγκες και τίποτ’ άλλο.

Υπάρχουν και οι άνθρωποι – αγρίμια που δεν γεννήθηκαν τέτοιοι αλλά έγιναν στην πορεία του χρόνου.
Άνθρωποι που ξέχασαν την αγάπη, γιατί πρώτη τους ξέχασε αυτή.
Άνθρωποι που δεν βγαίνουν από τις σπηλιές τους παρά μόνο για λόγους επιβίωσης.

Άνθρωποι μόνοι.

Στο φως μισοκλείνουν τα μάτια.
Δεν έχουν συνηθίσει τόση λάμψη γύρω τους.
Η ζεστασιά που απορρέει από αυτό, τους θερμαίνει τα κόκκαλα κι εκείνοι δεν έχουν γνωρίσει παρά μόνο υγρασίες και κακουχία.

Παραξενεύονται μα δεν φεύγουν.
Κοντοστέκονται να νιώσουν αυτό το φως που σαν κύμα σκάει κι εξαπλώνεται μέσα τους.
Αυτό το φως που λύνει όλους τους κόμπους, οι οποίοι σφιχτά τούς κρατούσαν κοντά στα κλουβιά τους.

Γιατί οι άνθρωποι γίνονται θηρία χωρίς το φως.
Χωρίς την αγάπη.
Χάνοντας την επαφή μαζί της, χάνουν την ταυτότητά τους.

Ξεχνάνε.
Ξεχνάνε πώς είναι ν’ αγαπιέσαι.
Πώς είναι να χωράς ολόκληρος στην ύπαρξη του άλλου και να μην σου περισσεύει τίποτα.
Πώς είναι να υπάρχεις για να ζει ο άλλος κι όχι μόνο ο εαυτός σου.

Και σκοτώνουν.
Σκοτώνουν το παιδί μέσα τους.
Σκοτώνουν την αθωότητα και την εμπιστοσύνη.
Σκοτώνουν την χαρά κι όλες τις στιγμές που κάποτε αγαπήθηκαν.

Σαν παιδιά απροστάτευτα.
Σαν προσευχές που εισακούστηκαν.
Σαν άγγελοι θεόσταλτοι.

Οι άνθρωποι ημερεύουν μόνο όταν αγαπιούνται.

Κρύβουν βαθιά τα νύχια τους για να μπορούν, χωρίς να τραυματίσουν, να επιστρέψουν χάδια.
Λούζονται στο φως κι εξαγνίζουν την ψυχή τους.
Δεν διψάνε πια για αίμα ούτε πεινάνε για σάρκα.

Το μόνο που θέλουν είναι να γευματίζουν από το πιάτο της αγάπης κι αυτό τώρα το μοιράζονται μ’ ευγνωμοσύνη.
Γιατί το θηρίο μέσα τους εξοντώθηκε.
Γιατί σώθηκαν από την εξορία.

Γιατί τώρα επέστρεψαν σπίτι τους.

Σου αξίζει οι άνθρωποι που σε περιβάλλουν, να σε κάνουν να ανθίζεις μέρα με τη μέρα

Τίποτα δεν είναι τυχαίο στις συναντήσεις μας με τους ανθρώπους, τίποτα δεν συμβαίνει απλά για να συμβεί, υπάρχει λόγος. Οι επιλογές μας είναι αυτές, συνειδητές ή υποσυνείδητες που μας κάνουν να πλαισιώνουμε ανθρώπους και να μας πλαισιώνουν.

Η έλξη για τους ανθρώπους , αυτή που μας κάνει να αισθανόμαστε μια οικειότητα, αυτή μας φανερώνει πως υπάρχουν πράγματα στον άλλον, που θέλουμε για τον ίδιο μας εαυτό και για την επέκταση μας. Μπορεί να είναι φαινομενικά κάτι που δεν μας ταιριάζει, κάτι που δεν είναι «σωστό», όμως το έχουμε επιλέξει για συγκεκριμένους λόγους, που είτε τους γνωρίζουμε, είτε υπάρχουν καλά κρυμμένοι και ριζωμένοι στο υποσυνείδητο μας.

Να θυμάσαι..

Σου αξίζει να περιβάλλεσαι από ανθρώπους που σε κάνουν να νιώθεις πως είσαι άτρωτος, σπουδαίος, καλύτερος μέρα με τη μέρα, μοναδικός, όμορφος, σημαντικός για την ανθρωπότητα.

Γιατί είσαι!

Να μπορείς να εκφράζεσαι χωρίς να κρίνεσαι, να μπορείς να νιώθεις άνετα για την παραμικρή χαζομάρα που θα σου έρθει στο μυαλό, να μπορείς να μιλήσεις σοβαρά, γι αυτά που σε βασανίζουν, για τα σχέδια σου, για το παρόν σου, γι' αυτό που φοβάσαι, να μπορείς να εκφράζεις την αλήθεια σου και να γίνεται δεκτή, να σου δίνεται ο χωροχρόνος για την προσωπική σου άνθιση. Σου αξίζει οι άνθρωποι που είναι γύρω σου να σε κάνουν να ανθίζεις μέρα με τη μέρα.

Γι αυτό στο τέλος, επέλεξε τους σοφά ποιοι θα είναι αυτοί. Αν δεν αισθάνεσαι χαρούμενος και πως κάτι σε φθείρει στην αλληλεπίδραση αυτή, έπρεπε να έρθουν στη ζωή σου για να σε διδάξουν κάτι, συνειδητοποίησε τι είναι αυτό και λάβε το, κι ύστερα αποδεσμεύσου.

Ύψιστη σημασία έχει το να γίνεσαι η καλύτερη δυνατή εκδοχή του εαυτού σου. Κάντο! Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να ποτίζουν καθημερινά την ύπαρξη σου. Που μπορούν να καταλάβουν τι είναι αυτό που πραγματικά είσαι και να καταλάβεις τι πραγματικά είναι. Μείνε κοντά τους. Όχι μόνο για εσένα αλλά ασφαλώς και γι αυτούς γιατί και με αυτόν τον τρόπο φαίνεται η συμβατότητα. Μέσα απ την άνθιση.

Είναι απόλυτα αναγκαίο να αγαπάει κανείς τον εαυτό του, με υγιή αγάπη, για να μπορεί να τον υπομένει και να μην περιπλανιέται

Είναι απόλυτα αναγκαίο να αγαπάει κανείς τον εαυτό του, με υγιή αγάπη, για να μπορεί να τον υπομένει και να μην περιπλανιέται.

Ζήσε για σένα, όχι για τον κόσμο. Τα άτομα που δεν ξέρουν να αγαπούν τον εαυτό τους αναζητούν μονίμως την επιβεβαίωση στους άλλους και υποφέρουν στην ιδέα της απόρριψης . Για να σπάσουμε την εθιστική αυτή δυναμική, πρέπει να αποδεχτούμε ότι δε γίνεται να τους ικανοποιήσουμε όλους.

Απόφευγε τις συγκρίσεις. Είναι μια σημαντική πηγή δυστυχίας. Πολλοί άνθρωποι έχουν ιδιότητες και προτερήματα που λείπουν από εσένα, όμως κι εσύ έχεις αρετές που λείπουν από τους άλλους. 

Πάψε να κοιτάζεις πλάι, δεξιά κι αριστερά, και χάραξε ίσια μπροστά τη μοίρα σου. Μην αναζητάς την τελειότητα. Μην την αναζητάς ούτε στους άλλους ούτε στον εαυτό σου, γιατί η τελειότητα δεν υπάρχει. Αυτό που όντως υπάρχει είναι ένα απέραντο περιθώριο για βελτίωση.

Συγχώρα στον εαυτό σου τα λάθη. Ειδικά τα λάθη του παρελθόντος, αφού πια δεν γίνεται να αλλάξουν ούτε έχουν κάποια χρησιμότητα. Απλώς μάθε από αυτά, ώστε να μην τα επαναλάβεις.

Σταμάτα να αναλύεις. Αντί να κοιτάς τι πήγε άσχημα, είναι πολύ καλύτερα να ενεργείς, αφού αυτό σου επιτρέπει να τελειοποιήσεις τις αρετές σου. Η κίνηση είναι ζωή και επομένως εξέλιξη.

Η Φύση, η μητέρα των πάντων, στέλνει ανέμελα τα παιδιά της να εκτεθούν σε χίλιους κινδύνου

Για μας τους ανθρώπους, φυσικά, το πιο μεγάλο ρίσκο το έχει το παιχνίδι της ζωής και του θανάτου, και κάθε σχετική απόφαση τη βλέπουμε με έντονη αγωνία, φόβο και πάθος. Γιατί για μας η ζωή είναι το παν. Από την άλλη μεριά, η φύση, η οποία ποτέ δε λέει ψέματα, αλλά είναι πάντα ντόμπρα και ειλικρινής, μιλάει εντελώς διαφορετικά σε σχέση μ’ αυτό το θέμα, όπως ακριβώς μιλάει o Κρίσνα στην Μπαγκαβάτ Γκίτα. Μας λέει δηλαδή ότι η ζωή ή ο θάνατος του ατόμου δεν έχουν καμία απολύτως βαρύτητα. Και το εκφράζει αυτό θυσιάζοντας τη ζωή κάθε ζώου, ακόμα και του ανθρώπου, στις πιο ασήμαντες συγκυρίες χωρίς να προστρέχει σε βοήθεια. 

Σκεφτείτε το έντομο στο δρόμο που περπατάτε˙ μια μικρή μετακίνηση του ποδιού σας είναι αποφασιστική στο ζήτημα της ζωής ή του θανάτου του. Σκεφτείτε τον γυμνοσάλιαγκα που δεν έχει τρόπους διαφυγής, ούτε άμυνας, ούτε παραλλαγής, ούτε απόκρυψης, που είναι εκτεθειμένος στην επιβουλή όλων των άλλων. Δείτε το ψάρι που παίζει αμέριμνο στο ανοιχτό ακόμα δίχτυ˙ τον βάτραχο, που η νωθρότητά του τον εμποδίζει να διαφύγει και να σωθεί˙ το πουλί που αγνοεί, ότι πάνω απ’ το κεφάλι του περιφέρεται ένα γεράκι˙ το πρόβατο, που το ορέγεται πίσω απ’ τον θάμνο o λύκος. 

Προικισμένα με ελάχιστη προνοητικότητα, όλα αυτά τα πλάσματα περιφέρονται ανέμελα ανάμεσα στους κινδύνους που κάθε στιγμή απειλούν τη ζωή τους. Αφού λοιπόν η φύση εγκαταλείπει ανενδοίαστα οργανισμούς δικούς της, κατασκευασμένους με άπειρη επιδεξιότητα, όχι μόνο στα αιμοβόρα ένστικτα του ισχυρότερου, αλλά ακόμα και στα καπρίτσια της τύχης ή του οποιουδήποτε ανόητου, στη μοχθηρία κάποιου παιδιού, είναι σαν να θέλει να μας πει ότι η εξόντωση αυτών των οργανισμών της είναι αδιάφορη, δεν την βλάπτει καθόλου, δεν έχει καμία απολύτως σημασία γι’ αυτήν, κι ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι το ίδιο αδιάφορο με το αίτιο. 

Η φύση το δηλώνει αυτό ξεκάθαρα και δε λέει ποτέ ψέματα˙ αρνείται μάλιστα να σχολιάσει τις ενέργειές της και περιορίζεται να τις εκφράζει με τη λακωνικότητα ενός μαντείου. Αν λοιπόν τώρα, η μητέρα των πάντων στέλνει ανέμελα τα παιδιά της χωρίς καμία προστασία, να εκτεθούν σε χίλιους κινδύνους, αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει παρά μόνο επειδή γνωρίζει ότι όταν θα πέσουν, θα επιστρέψουν στη μήτρα της, όπου θα είναι και πάλι ασφαλή. Τον άνθρωπο δεν τον αντιμετωπίζει διαφορετικά. Η τακτική της επεκτείνεται και σ’ αυτόν: η ζωή ή o θάνατος του ατόμου την αφήνουν αδιάφορη. Γι’ αυτό και θα ‘πρεπε και για μας, υπό κάποια έννοια, να είναι επίσης αδιάφορα˙ γιατί στην πραγματικότητα είμαστε κι εμείς οι ίδιοι μέρος της φύσης. Αν μπορούσαμε να δούμε τα πράγματα πιο βαθιά, σίγουρα θα συμφωνούσαμε με τη φύση και θα βλέπαμε τη ζωή ή τον θάνατο το ίδιο αδιάφορα μ’ εκείνη.

Είναι πολύ λίγοι εκείνοι που ξέρουν να σκέφτονται πραγματικά

Είναι πολύ ενδιαφέρον, ξέρετε, ν’ ανακαλύψει κανείς τι είναι μάθηση. Μαθαίνουμε από κάποιο βιβλίο ή από κάποιο δάσκαλο μαθηματικά, γεωγραφία, ιστορία- μαθαίνουμε πού βρίσκονται το Λονδίνο, η Μόσχα ή η Νέα Υόρκη- μαθαίνουμε πώς λειτουργεί κάποιο μηχάνημα, πώς χτίζουν τις φωλιές τους τα πουλιά και πώς φροντίζουν τα μικρά τους. Μαθαίνουμε μελετώντας και παρατηρώντας. Αυτός είναι ο ένας τρόπος μάθησης.

Υπάρχει, όμως, κι ένας άλλος τρόπος μάθησης: Η μάθηση που έρχεται μέσα από την εμπειρία. Όταν βλέπουμε ένα καΐκι στο ποτάμι, με τα πανιά του να καθρεφτίζονται στα ήσυχα νερά, αυτό δεν είναι μια εκπληκτική εμπειρία; Και τι συμβαίνει μετά; Το μυαλό μας αποθηκεύει αυτή την εμπειρία ακριβώς όπως αποθηκεύει τη γνώση, και το επόμενο απόγευμα πηγαίνουμε πάλι στο ίδιο μέρος για να δούμε το καΐκι, ελπίζοντας ότι θα νιώθουμε το ίδιο πράγμα – χαρά και γαλήνη, που έρχονται τόσο σπάνια στη ζωή μας. Έτσι, το μυαλό μας αποθηκεύει επιμελώς εμπειρίες, και αυτή η αποθήκευση εμπειριών με τη μορφή μνήμης είναι που δημιουργεί τη σκέψη, έτσι δεν είναι; Αυτό που ονομάζουμε σκέψη είναι αντίδραση της μνήμης.

Βλέπετε, είναι πολύ λίγοι εκείνοι που ξέρουν να σκέφτονται πραγματικά. Οι περισσότεροι από εμάς απλώς επαναλαμβάνουμε ό,τι έχουμε διαβάσει σε κάποιο βιβλίο ή ό,τι μας έχει πει κάποιος άλλος, ή η σκέψη μας είναι αποτέλεσμα της δικής μας πολύ περιορισμένης εμπειρίας. Ακόμη κι αν ταξιδέψουμε σε ολόκληρο τον κόσμο και αποκτήσουμε αμέτρητες εμπειρίες, ακόμη κι αν συναντήσουμε πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους και ακούσουμε τι έχουν να μας πουν, ακόμη κι αν μελετήσουμε τα έθιμά τους, τη θρησκεία τους, τις συνήθειές τους, εκείνο που θα συγκρατήσουμε θα είναι η ανάμνηση όλων αυτών, στην οποία βασίζεται αυτό που ονομάζουμε σκέψη. Συγκρίνουμε, κατακρίνουμε, επιλέγουμε, και από αυτή τη διαδικασία ελπίζουμε να βρούμε κάποια λογική στάση ζωής. Αλλά αυτού του είδους οι σκέψεις είναι πολύ περιορισμένες, είναι κλεισμένες μέσα σε μια πολύ μικρή περιοχή. Έχουμε κάποια εμπειρία, όπως όταν βλέπουμε μια βάρκα στο ποτάμι ή κάποιο σώμα που το μεταφέρουν για να το κάψουν ή μια χωριάτισσα που κουβαλάει ένα βαρύ φορτίο, όλες αυτές οι εμπειρίες είναι εκεί, μπροστά στα μάτια μας, αλλά είμαστε τόσο αναίσθητοι που δεν μπαίνουν βαθιά μέσα μας για να ωριμάσουν. Αλλά μόνο μέσα από την ευαισθησία για τα πάντα γύρω μας μπορεί ν’ αρχίσει να υπάρχει ένας διαφορετικός τρόπος σκέψης που δεν θα είναι περιορισμένος από τη διαμόρφωσή μας.

Αν προσκολληθείτε σε κάποια θρησκεία ή σε μια ιδεολογία, θα βλέπετε τα πάντα μέσα από το πρίσμα των αντίστοιχων πιστεύω ή παραδόσεων και δεν θα έχετε καμία επαφή με την πραγματικότητα. Έχετε προσέξει ποτέ τις γυναίκες του γειτονικού χωρίου την ώρα που κουβαλάνε κάποιο βαρύ φορτίο στο κεφάλι τους για να το πάνε στην πόλη; Όταν το κάνετε, τι συμβαίνει μέσα σας, τι νιώθετε; Ή εκείνο που συμβαίνει είναι ότι έχετε δει αυτές τις γυναίκες τόσο πολλές φορές που δεν νιώθετε τίποτα πια, επειδή απλώς έχετε συνηθίσει το θέαμα; Αλλά ακόμη κι όταν παρατηρείτε κάτι για πρώτη φορά, τι συμβαίνει; Αυτομάτως ερμηνεύετε αυτό που βλέπετε σύμφωνα με τα πιστεύω σας, έτσι δεν είναι; Βιώνετε αυτό που βλέπετε σύμφωνα με τις ιδέες στις οποίες πιστεύετε, είστε κομμουνιστής, σοσιαλιστής, καπιταλιστής ή οτιδήποτε άλλο σε “-ιστής”. Αντιθέτως, αν δεν είστε τίποτε από όλα αυτά κι έτσι δεν αντιλαμβάνεστε την πραγματικότητα μέσα από κάποιο φίλτρο ιδεών ή πιστεύω, αλλά έχετε πραγματικά άμεση επαφή με αυτή, τότε θα δείτε τι εξαιρετική σχέση υπάρχει ανάμεσα σε εσάς και σε ό,τι παρατηρείτε. Αν δεν είσαι προκατειλημμένος και είσαι ανοιχτός σε όλα, τότε τα πάντα γύρω σου αποκτούν εξαιρετικό ενδιαφέρον, είναι απίστευτα ζωντανά.

Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό, όσο είναι νέος κανείς, να παρατηρεί τα πάντα: τη βάρκα που κυλάει στο ποτάμι, το τρένο που περνάει, τη γυναίκα που κουβαλάει κάποιο βαρύ φορτίο, την αναίδεια του πλούσιου, την υπεροψία των υπουργών, των «μεγάλων», εκείνων που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα. Πρέπει απλώς να παρατηρείς χωρίς να κάνεις κριτική, επειδή από τη στιγμή που κάνεις κριτική παύεις να έχεις επαφή με τους άλλους, έχεις ήδη σηκώσει έναν τοίχο ανάμεσα σε σένα και σ’ εκείνους. Αν όμως παρατηρείς απλώς, τότε έχεις άμεση επαφή με τους ανθρώπους και με τα πράγματα. Αν μπορείς να παρατηρείς διαρκώς, με οξυδέρκεια, αλλά χωρίς να κρίνεις, χωρίς να βγάζεις συμπεράσματα, θα ανακαλύψεις ότι η σκέψη σου θα γίνει εντυπωσιακά ακριβής. Τότε δεν σταματάς να μαθαίνεις.

Παντού γύρω σας υπάρχουν η γέννηση και ο θάνατος, το κυνήγι του χρήματος, κάποιας θέσης, της εξουσίας, όλα αυτά τα πράγματα που εμείς ονομάζουμε ζωή. Αναρωτιέστε καμιά φορά, ακόμη κι εσείς που είστε πολύ νέοι, για ποιο λόγο γίνονται όλα αυτά; Οι περισσότεροι από εμάς, βλέπετε, ζητάμε κάποια απάντηση, θέλουμε να μας πει κάποιος για ποιο λόγο γίνονται όλα αυτά, κι έτσι διαβάζουμε βιβλία -πολιτικά ή θρησκευτικά- ή περιμένουμε από κάποιον «φωτισμένο» να μας απαντήσει. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να το κάνει αυτό, επειδή η ζωή δεν είναι κάτι που μπορεί να κατανοηθεί μέσα από κάποιο βιβλίο, ούτε μπορείς να βρεις το νόημά της ακολουθώντας κάποιον ή κάνοντας προσευχές. Εσείς κι εγώ πρέπει να την κατανοήσουμε από μόνοι μας, πράγμα που μπορούμε να κάνουμε μόνο αν είμαστε γεμάτοι ζωντάνια, πολύ σβέλτοι, προσεκτικοί, παρατηρητικοί, δείχνοντας ενδιαφέρον για τα πάντα γύρω μας, και τότε θα ανακαλύψουμε τι σημαίνει να είσαι πραγματικά ευτυχισμένος.

Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι, και είναι δυστυχισμένοι επειδή δεν υπάρχει αγάπη στην καρδιά τους. Η αγάπη γεννιέται μέσα στην καρδιά σου όταν δεν υπάρχει τοίχος ανάμεσα σε σένα και τον άλλο- όταν τους ανθρώπους που συναντάς τους παρατηρείς χωρίς να τους κρίνεις· όταν κοιτάς μια βάρκα μ’ ανοιχτά πανιά να κυλάει στο ποτάμι και απλώς θαυμάζεις την ομορφιά της. Μην αφήνετε τις προκαταλήψεις σας να σας εμποδίζουν να παρατηρείτε τους ανθρώπους και όσα συμβαίνουν. Απλώς να παρατηρείτε, και θα ανακαλύψετε ότι με αυτού του είδους την απλή παρατήρηση, των δέντρων, των πουλιών, των ανθρώπων- που περπατάνε, που δουλεύουν, που χαμογελάνε, κάτι γίνεται μέσα σας. Χωρίς να γίνεται αυτό το εξαιρετικό πράγμα μέσα σας, χωρίς την εμφάνιση δηλαδή της αγάπης στην καρδιά σας, η ζωή έχει πολύ λίγη σημασία.

Ο αυτοκράτορας φοβόταν τόσο πολύ την ανθρώπινη επαφή

Ο Τσιν Σι Χουάνγκ Τι, ο πρώτος αυτοκράτορας της Κίνας (221-210 (π.Χ.), ήταν ο ισχυρότερος άνθρωπος της εποχής του. Η αυτοκρατορία του απέραντη και πιο δυνατή από αυτήν του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Είχε κατακτήσει όλα τα βασίλεια γύρω από το βασίλειό του, της Τσιν, και τα είχε ενώσει για να σχηματίσει ένα τεράστιο βασίλειο, το οποίο αποκαλούσε Κίνα. Αλλά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ελάχιστοι τον είδαν, ίσως και κανένας.

Ο αυτοκράτορας ζούσε στην πρωτεύουσα Χσιέν Γιανγκ, στο πιο μεγαλόπρεπο παλάτι που είχε χτιστεί μέχρι τότε. Είχε 270 πτέρυγες και όλες ενώνονταν μεταξύ τους με μυστικά υπόγεια περάσματα, τα οποία επέτρεπαν στον αυτοκράτορα να κινείται στο παλάτι χωρίς να τον αντιλαμβάνεται κανείς. Κοιμόταν σε διαφορετικό δωμάτιο κάθε βράδυ και όποιος άθελά του τον κοιτούσε, αποκεφαλιζόταν εκείνη τη στιγμή. Μόνο μια χούφτα άντρες ήξεραν πού βρισκόταν και αν το αποκάλυπταν σε κανέναν, θα εκτελούνταν και αυτοί.

Ο πρώτος αυτοκράτορας φοβόταν τόσο πολύ την ανθρώπινη επαφή ώστε όταν έπρεπε να φύγει από το παλάτι ταξίδευε ινκόγνιτο αφού μεταμφιεζόταν προσεκτικά. Σε κάποιο τέτοιο ταξίδι στις επαρχίες πέθανε ξαφνικά. Το σώμα του μεταφέρθηκε πίσω στην πρωτεύουσα στην άμαξα του αυτοκράτορα, με μια καρότσα γεμάτη παστά ψάρια να την ακολουθεί, για να καλύπτει τη μυρωδιά του πτώματος που βρισκόταν σε κατάσταση αποσύνθεσης – κανείς δεν έπρεπε να μάθει για το θάνατό του. Πέθανε μόνος, μακριά από τις συζύγους του, την οικογένειά του, τους φίλους του και τους αυλικούς του, συνοδευόμενος μόνο από έναν υπουργό και λίγους ευνούχους.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Ο Σι Χουάνγκ Τι, ένας ατρόμητος πολεμιστής αχαλίνωτης φιλοδοξίας, ξεκίνησε ως βασιλιάς της Τσιν. Οι συγγραφείς της εποχής του τον περιγράφουν ως έναν άντρα με «γαμψή μύτη, σχιστά μάτια, φωνή τσακαλιού και καρδιά τίγρης ή λύκου». Μερικές φορές ήταν ευσπλαχνικός, αλλά συχνότερα «καταβρόχθιζε τους ανθρώπους χωρίς κανένα δισταγμό». Κατάκτησε τις επαρχίες γύρω από τη δική του και δημιούργησε την Κίνα, ένα πολυπολιτισμικό έθνος, με τεχνάσματα και με βίαια μέσα. Διέλυσε το φεουδαρχικό πολυάριθμα μέλη των σύστημα και παρακολουθούσε στενά τα πολυάριθμα μέλη των βασιλικών οικογενειών που ήταν διασκορπισμένα στα διάφορα βασίλεια. Έφερε 120.000 απ’ αυτά στην πρωτεύουσα και στέγασε τα πιο σημαντικά στο τεράστιο παλάτι της Χσιέν Γιανγκ. Ενίσχυσε τα τείχη στα σύνορα και τα ένωσε για να χτίσει το Μεγάλο Τείχος της Κίνας. Τυποποίησε τους νόμους της χώρας, τη γραπτή της γλώσσα, ακόμη και το μέγεθος της ρόδας των κάρων. Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας ενοποίησης, ο πρώτος αυτοκράτορας κήρυξε παράνομα τα γραπτά και τις διδασκαλίες του Κομφούκιου, του φιλοσόφου του οποίου οι ιδέες γύρω από τις αρχές της ηθικής ζωής είχαν γίνει κυριολεκτικά μια θρησκεία. Με διαταγές του Σι Χουάνγκ Τι, χιλιάδες βιβλία που είχαν σχέση με τον Κομφούκιο κάηκαν και όποιος παρέθετε από τον Κομφούκιο αποκεφαλιζόταν. Οι ενέργειες αυτές προκάλεσαν την εχθρότητα πολλών και ο αυτοκράτορας φοβόταν διαρκώς, μέχρι σημείου παράνοιας. Οι εκτελέσεις αυξήθηκαν. Ένας σύγχρονος, ο συγγραφέας Χαν Φέι Τζου, σχολίασε ότι ενώ «η Τσιν κέρδιζε τους πολέμους εδώ και τέσσερις γενιές, ωστόσο ζούσε μέσα σε διαρκή τρόμο και μ’ ένα προαίσθημα επικείμενης καταστροφής».

Καθώς ο αυτοκράτορας αποσυρόταν όλο και βαθύτερα μέσα στο παλάτι για να προστατευτεί, σταδιακά έχασε τον έλεγχο του βασιλείου του. Οι ευνούχοι και οι υπουργοί θέσπιζαν νόμους και χάραζαν πολιτικές γραμμές χωρίς την έγκρισή του ή ακόμα και τη γνώση του. Επίσης συνωμοτούσαν εναντίον του. Στο τέλος, ήταν αυτοκράτορας μόνο στο όνομα και ήταν τόσο απομονωμένος ώστε σχεδόν κανένας δεν ήξερε ότι πέθανε. Πιθανόν να δηλητηριάστηκε από τους ίδιους τους συνωμότες υπουργούς που ενθάρρυναν την απομόνωσή του.

Ιδού τι φέρνει η απομόνωση: Αν αποτραβηχτείς σ’ ένα κάστρο θα χάσεις την επαφή με τις πηγές της δύναμής σου. Θα χάσεις την αίσθηση του τι συμβαίνει γύρω σου, όπως και κάθε αίσθηση ισορροπίας.

Η Ατονία του Πνεύματος

Η ατονία του πνεύματος συνδέεται σταθερά με την ατονία της αισθαντικότητας και της διεγερσιμότητας, ένα ποιόν που καθιστά κάποιον λιγότερο δεκτικό για πόνους και θλίψεις κάθε είδους κι έντασης.

Από την άλλη πλευρά, ακριβώς απ’ αυτήν την ατονία του πνεύματος προέρχεται εκείνη η εσωτερική κενότητα που αποτυπώνεται σε αμέτρητα πρόσωπα και που προδίδεται από την διαρκώς ζωηρή προσοχή για όλα, ακόμη και για τα πιο ασήμαντα συμβάντα του εξωτερικού κόσμου, κενότητα που αποτελεί την πηγή της ανίας και ποθεί διακαώς να θέσει σε κίνηση το πνεύμα και το θυμικό με οποιοδήποτε μεσοαστών δε εκλογή του μέσου δεν είναι καθόλου απαιτητική, όπως πιστοποιείται από την ευτέλεια των διασκεδάσεων στις όποιες οι άνθρωποι καταφεύγουν, ομοίως δε από το είδος της κοινωνικότητας και των συζητήσεων τους κι εξίσου και από το πλήθος των ανθρώπων που στέκονται στην πόρτα τους η στο παράθυρό τους χαζεύοντας.

Απ’ αυτήν την κενότητα, εκπηγάζει η μανία για συντροφιά, διασκέδαση, ψυχαγωγία και πολυτέλεια κάθε είδους, η όποια παρασύρει πολλούς στην σπατάλη και κατόπιν στην ένδεια. Από τούτο το παραστράτημα, τίποτε δεν προφυλάσσει καλύτερα απ’ ότι ο εσωτερικός πλούτος, ο πλούτος του πνεύματος, καθώς αυτός αφήνει τόσο λιγότερο χώρο στην ανία όσο περισσότερο έκτακτος είναι.

Η αστείρευτη μάλιστα ικμάδα των σκέψεων, το παιχνίδισμά τους το διαρκώς ανανεούμενο από τα ποικίλα φαινόμενα του εσωτερικού κι εξωτερικού κόσμου, η δύναμη και η ορμή για νέους και διαφορετικούς πάντα συνδυασμούς σκέψεων τοποθετούν το εκτατό μυαλό, εξαιρουμένων στιγμών χαλάρωσης, εκτός της επικράτειας της ανίας.

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η υψηλή ευφυΐα έχει ως άμεση προϋπόθεση της μία αυξημένη ευαισθησία και ως ρίζα της μία σφοδρή βούληση, άρα και πάθος. Από την σύζευξη της με τις ιδιότητες αυτές, προκύπτει μία πολύ μεγαλύτερη ένταση όλων των συγκινήσεων και μία αυξημένη ευαισθησία για τους ψυχικούς, ακόμη και για τους σωματικούς πόνους, καθώς μάλιστα και μία μεγαλύτερη επίσης ανυπομονησία σχετικά με όλα τα εμπόδια και προσκόμματα- στην δε επίταση των χαρακτηριστικών αυτών συνεισφέρει τα μέγιστα η οφειλόμενη στην ισχυρή φαντασία ζωηρότητα όλων των νοητικών παραστάσεων, ακόμη και των αποκρουστικών.

Τα λεχθέντα -τηρουμένων των αναλογιών- ισχύουν για όλες τις διαβαθμίσεις πού καλύπτουν το αχανές διάστημα ανάμεσα στον πιο αποχαυνωμένο ηλίθιο και στην πιο έκτακτη μεγαλοφυΐα.

Κατά συνέπεια, ο καθένας βρίσκεται, αντικειμενικά όπως επίσης και υποκειμενικά, τόσο κοντά στην μία πηγή των δεινών τού ανθρώπινου βίου όσο μακριά βρίσκεται από την άλλη- κι επομένως, η φυσική του ροπή τον καθοδηγεί απ’ αυτή την άποψη να προσαρμόζει το αντικειμενικό στο υποκειμενικό, να λαμβάνει, άρα, τις μεγαλύτερες προφυλάξεις κατά της πηγής εκείνης των δεινών στην οποία είναι περισσότερο επιρρεπής.

Ό άνθρωπος με πλούσιο πνεύμα πασχίζει προφανώς γι’ αναλγησία, αταραξία, ηρεμία και σχόλη, επιζητεί άρα έναν βίο ήσυχο, ολιγαρκή, όμως απαρακώλυτο και, κατά συνέπεια, αφού γνωρίσει αρκετά αυτούς πού καλούνται «άνθρωποι», θα επιλέξει τον αποτραβηγμένο βίο, και μάλιστα, σε περίπτωση ιδιαίτερης ευφυΐας, την μοναχικότητα- και τούτο επειδή, βέβαια, όσο περισσότερα έχει κανείς καθ’ εαυτόν τόσο λιγότερα χρειάζεται έξωθεν και τόσο λιγότερα μπορούν να σημαίνουν οι άλλοι γι’ αυτόν.

Για τον λόγο τούτο, τα έκτακτα πνευματικά χαρίσματα οδηγούν στην αντικοινωνικότητα. ’Εάν η ποιότητα της συντροφιάς μπορούσε να υποκατασταθεί από την ποσότητά της, τότε θ’ άξιζε τον κόπο να ζει κανείς σ’ ευρύ κοινωνικό κύκλο. Όμως, δυστυχώς, ένας σωρός εκατό ελεεινών παλιάτσων δεν ισοδυναμεί μ’ έναν γνωστικό άνθρωπο.

Ό άνθρωπος, αντίθετα, του άλλου άκρου, μόλις η ένδεια του επιτρέψει να πάρει μία ανάσα, θ’ αναζητήσει πάση θυσία διασκέδαση και συντροφιά αρκούμενος σ’ οτιδήποτε και μη αποφεύγοντας τίποτε άλλο περισσότερο απ’ ότι τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς στην μοναχικότητα, ως την κατάσταση εκείνη στην όποια ο καθένας έχει αποσυρθεί στον εαυτό του, γίνεται εμφανές τι έχει ο καθένας καθ’ εαυτόν και τότε ο περιβεβλημένος με πορφυρά βλάξ, βαριαναστενάζει υπό το αφόρητο βάρος της ατομικότητας του, ενώ ο υπερχαρισματικός γεμίζει και ζωντανεύει με το πνεύμα του και το πιο έρημο και πληκτικό μέρος.

Για τον λόγο αυτόν, είναι αληθής η ρήση του Σενέκα: “Κάθε ηλιθιότητα υποφέρει από υπερκορεσμό για τον εαυτό της” όπως, επίσης, αληθεύει και το απόφθεγμα του Ιησού Σειράχ: “Ο βίος του μωρού είναι δεινότερος από τον θάνατο”

Συνολικά, λοιπόν, καταλήγει κανείς στην διαπίστωση ότι ο βαθμός κοινωνικότητας κάθε ανθρώπου βρίσκεται σε ευθεία αναλογική σχέση με το πόσο πνευματικά ενδεής και γενικά φαύλος είναι, καθώς στην ζωή δεν έχει κανείς και πολλές επιλογές πέραν από εκείνη μεταξύ μοναχικότητας και φαυλότητας.

Arthur Schopenhauer, Αφορισμοί για την πρακτική σοφία της ζωής

Επίκουρος: Ηθική – Η θεραπεία της ψυχής

Σκέψεις για το μέλλον και το παρελθόν μας απορροφούν συχνά, με αποτέλεσμα να χάνουμε τα όμορφα, απλά, μικρά και καθημερινά πράγματα που βιώνουμε. Η εκτίμηση των μικρών καθημερινών πραγμάτων συμβάλλει σημαντικά στη προσωπική μας ευτυχία.

Ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο-η, ένα ηλιοβασίλεμα, η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού, ένα αγαπημένο μουσικό κομμάτι, ένα ωραίο βιβλίο, μπορούν να αποτελέσουν αφορμές βίωσης θετικών συναισθημάτων. Με τα θετικά συναισθήματα, οι άνθρωποι είναι περισσότερο ανθεκτικοί απέναντι στις αντιξοότητες της ζωής και της οικονομικής ανέχειας και βιώνουν λιγότερο άγχος.

Εμείς οι Έλληνες είχαμε κτίσει μικρούς παραδείσους μέσα στους οποίους απολαμβάναμε μια πρωτόγνωρη υλιστική ευτυχία. Δηλώναμε ευτυχισμένοι, αφού οι τραπεζικές κάρτες ήταν γεμάτες με χρήματα δανεικά και καταναλώναμε με μανία και απληστία.

Σήμερα όλοι ζούμε στο μείον. Μείον οι μισθοί, η εργασία, οι συντάξεις, η ευτυχία, η ζωή.

Πολλοί τώρα επιστρέφουν στις συμβουλές ευζωίας του Επίκουρου (341-270 π.Χ.).

Η ηθική και η ευτυχία του ανθρώπου βασίζονται στη θεωρία ότι «χωρίς τη γνώση της φύσης είναι αδύνατον να επιτευχθούν οι καρποί της απόλαυσης». Κατά τη γνώμη του, το ύψιστο αγαθό είναι η τέρψη. Λέγοντας αυτό δεν αναφερόταν στις χυδαίες απολαύσεις των ακόλαστων, ούτε στα γαστρονομικά όργια, αλλά εννοούσε κυρίως στην εξάλειψη του σωματικού πόνου και της ψυχικής αναστάτωσης. Η επίτευξη της ψυχικής ηρεμίας στηρίζεται σε φυσικά και σε ατομικά θεμέλια.

Ο καθένας να κατευθύνει τις επιθυμίες του εντός των ορίων των σωματικών αναγκών. Η φιλία, η ελευθερία, η σκέψη, το φαγητό, το κατάλυμα είναι απολύτως απαραίτητα για την ευτυχία του ατόμου. Αντιθέτως για τον Επίκουρο, δεν είναι απαραίτητα η φήμη, η εξουσία, τα μεγάλα σπίτια, τα συμπόσια, το κρέας.

Η ομορφιά της ζωής κρύβεται σε μικρές καθημερινές ανέξοδες απολαύσεις και κυρίως σε μεγάλες πανανθρώπινες αξίες.

Αρχές του 341 π.Χ. γεννήθηκε ο Επίκουρος στη Σάμο. Το 307 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Λίγο αργότερα, αγόρασε ένα οικόπεδο στα όρια της πόλης, κατάλληλο για περιδιάβαση μέσα στη φύση και ίδρυσε φιλοσοφική σχολή, που ονομάστηκε «Κήπος».

Δεν έγραψε ο Επίκουρος κείμενα εφάμιλλα των πλατωνικών διαλόγων και των αριστοτελικών αναλύσεων, απέφυγε τους πολιτικούς τεχνικούς όρους και τις περίτεχνες εκφράσεις, απαξίωσε τη λογική και τη ρητορική. Έδωσε πρωτοκαθεδρία στην ηθική φιλοσοφία και επί 35 χρόνια μέσα στον Κήπο οργάνωσε τη διδασκαλία και τη ζωή του, ώστε να φανεί πως η φιλοσοφία είναι τέχνη που κάνει τη ζωή μας ευτυχισμένη και ότι μόνο τότε έχει αξία, όταν μας βοηθά να το πετύχουμε. Ο Επίκουρος έγραφε απλά και είχε τους λόγους του. Αν μπορείς και θέλεις να βοηθήσεις όσο περισσότερους ανθρώπους γίνεται, θα σκεφτόταν, πρέπει η θεραπεία που τους προτείνεις να είναι απλή για να την καταλάβουν, εύκολη για να την εφαρμόσουν και, ασφαλώς , αποτελεσματική. Πρώτα πρώτα σαν γιατρός των ψυχών οφείλεις να διαβεβαιώσεις ότι η θεραπεία είναι εφικτή, ότι δεν απαιτείται ιδιαίτερη προσπάθεια ή ειδικές γνώσεις αλλά και οφείλεις να αποδείξεις στους ασθενείς σου ότι η θεραπεία έχει δοκιμαστεί με επιτυχία, φέρνοντας το δικό σου παράδειγμα και των άλλων συμφιλοσόφων σου. Το σημείο που σχολιάστηκε κυρίως από τη φιλοσοφία του Επίκουρου είναι η ηθική του.

Σκοπός της φιλοσοφίας του ήταν να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα πάθη της ψυχής και να κάνει τη ζωή του ευτυχισμένη.

Το κέντρο της ηθικής του ήταν :ευδαιμονία, κριτήριο του καλού και του κακού, θάνατος, αγαθό, ηδονή, επιθυμίες, αρετές, φιλία.

Τα πάθη της ψυχής: ο φόβος και οι επιθυμίες. Όμως από ποιους φόβους και από ποιες επιθυμίες πρέπει να απαλλαγούμε; Και με ποιόν τρόπο; Την ανθρώπινη ζωή τυραννούν φόβοι για τον θάνατο (και την μετά από αυτόν ζωή), για τους θεούς (που τιμωρούν), για το κακό (που είναι ανυπόφορο), για τα φυσικά φαινόμενα (που προκαλούν δέος και μένουν ανεξήγητα). Επιθυμίες προς αποφυγήν είναι όλες εκείνες που μας προξενούν πόνο, όταν επιμένουμε να τις ικανοποιήσουμε, οι μη αναγκαίες: λ.χ. ο πόθος της αθανασίας, η αναρρίχηση στα δημόσια αξιώματα.

Πώς θα λυτρωθούμε από αυτά τα εσωτερικά δεσμά; Τους (ανυπόστατους) φόβους τους διαλύει η φυσική επιστήμη, ενώ αρκεί να ακολουθήσουμε τη φύση για να επιθυμούμε πράγματα φυσικά και αναγκαία. Αυτές είναι οι ελάχιστες προϋποθέσεις για την κατάκτηση της μακάριας ζωής: η εξασφάλιση τροφής, στέγης, ενδυμασίας, στοιχειώδους ιατρικής φροντίδας. Για να επιτύχουμε την ευτυχισμένη ζωή θα πρέπει να απαλλαγούμε από τον πόνο και να απολαύσουμε την ηδονή. Στην τελευταία θεμελιώνεται το ευπόριστο αγαθό και προς την κατάκτηση της ενεργοποιούνται οι αρετές. Η κατάσταση αυτής της αταραξίας διασφαλίζεται κατεξοχήν στον έλλογο βίο του σοφού. Ο σοφός μπορεί μα μην είναι αθάνατος θεό, αλλά είναι αυτός που κατακτά το είδος της αθανασίας που ταιριάζει στον άνθρωπο: «ζει σαν αθάνατος ανάμεσα στους θνητούς». Το κράτος, η αρχαία πόλις δεν μπορούν πλέον να προστατεύσουν την ήσυχη ζωή του φιλοσοφημένου ανθρώπου. Ο Κήπος είναι ο τόπος όπου η φιλοσοφική επικούρεια παιδεία (αγωγή) είναι τρόπος ζωής (διαγωγή). Είναι μια δημοκρατική κοινότητα, τα μέλη της οποίας δεν συνδέονται με δεσμούς θρησκευτικούς, κοινωνικούς ή πολιτικούς, η κατεξοχήν αρετή σε αυτή την κοινωνία είναι η φιλία.

Όλες οι επιθυμίες μας δεν είναι αναγκαίες. Δεν αξίζει να πονάμε σωματικά ή ψυχολογικά για πράγματα που δεν συμβάλλουν στον τελικό μας στόχο, που είναι μια ευτυχισμένη ζωή. Τέτοια πράγματα είναι μη αναγκαίες επιθυμίες που οφείλονται σε λανθασμένες πεποιθήσεις, δικές μας ή της κοινωνίας, και αποτελούν τα συχνότερα εμπόδια για τη ζωή κάθε ανθρώπου. Πρέπει, να αναζητήσουμε άλλες ηδονές, πιο μόνιμες στο σώμα και στην ψυχή, που αφορούν το παρελθόν (ευχάριστες αναμνήσεις) και το μέλλον (βεβαιότητα για το τι θα συμβεί). Όταν ικανοποιούμε τις φυσικές και αναγκαίες επιθυμίες μας και δεν έχουμε άλλες ανικανοποίητες επιθυμίες, ζούμε μια σταθερή κατάσταση, την πιο ηδονική από όλες. Ο Επίκουρος το έλεγε ξεκάθαρα: «Η ηδονή είναι η αρχή και ο σκοπός της ευτυχισμένης ζωής».

Το ίδιο συμβαίνει και με τους φόβους μας. Επιθυμούμε να ζήσουμε για πάντα ταυτόχρονα φοβόμαστε επειδή θα πεθάνουμε. Η επιθυμία της αιωνιότητας δεν μας αφήνει να χαρούμε τα όσα ζούμε τώρα σε αυτήν την ζωή, γιατί αγωνιούμε αν θα τα έχουμε πάντα ή αγωνιζόμαστε διαρκώς να τα αυξήσουμε. Και ο φόβος του τέλους δεν μας αφήνει να χαρούμε, γιατί αγωνιούμε ότι ο θάνατος θα είναι φρικτός. Αυτοί οι φόβοι για το κακό που είναι ανυπόφορο, για τους θεούς που παρεμβαίνουν στους ανθρώπους και τιμωρούν στη ζωή και μετά τον θάνατο είναι για τον Επίκουρο τα μεγαλύτερα εμπόδια για την απόλαυση της ευχαρίστησης.

Πώς όμως θα διαλυθούν αυτοί οι φόβοι; Και εδώ αναλαμβάνει ο λόγος, ο νηφάλιος στοχασμός, η φρόνησης, η πρακτική σοφία, η φιλοσοφία. Αυτή θα απελευθερώσει τον άνθρωπο από ανυπόστατους φόβους αλλά και μάταιες ελπίδες, και θα τον κάνει να κατανοήσει την αληθινή φύση των επιθυμιών του και της ηδονής. Όπως ο Σωκράτης πίστευε ότι η γνώση είναι αναγκαία για την αρετή, έτσι και ο Επίκουρος πίστευε ότι η γνώση είναι αναγκαία για την ευτυχία, την ευδαιμονία.

Δεν υποσχόταν ότι μπορούν οι άνθρωποι να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά ότι μπορούν αλλάξουν τον εαυτό τους…

Να μην φοβόμαστε τον θάνατο διότι δεν μας αφορά, να μην φοβόμαστε τη ζωή μετά τον θάνατο, γιατί δεν υπάρχει, να μην φοβόμαστε τον ακραίο πόνο πριν από τον θάνατο, γιατί θα κρατήσει λίγο, να φεύγουμε από τη ζωή με ευγνωμοσύνη για όσα ζήσαμε, γιατί τα ευχάριστα υπερισχύουν σε σύγκριση με τα δυσάρεστα. Τι γίνεται όμως με αυτούς που αφήνουμε πίσω; Μόνο αυτό νικά τον θάνατο έλεγε: «η γλυκιά ανάμνηση» των όσων ζήσαμε και των όσων είπαμε μαζί με τους φίλους μας.

Η τετραφάρμακος του Επίκουρου είναι :

O θεός δεν εμπνέει φόβο

ο θάνατος δεν φέρνει ταραχή,

το αγαθό αποκτιέται εύκολα

και το κακό υποφέρεται εύκολα.

Ο μόνος τρόπος που οδηγεί στην ευτυχία είναι ο φιλοσοφικός. Δεν είναι μια ζωή χαμένη στην ερημική γαλήνη των μελετών, αλλά μια άσκηση των αρετών στην χαρούμενη κοινότητα των φίλων. Ανάμεσα στους φίλους ο άνθρωπος λυτρώνεται από επίμονες και επίπονες επιθυμίες, ηρεμεί η τρικυμία της ψυχής και ζει σε μια κατάσταση που συναγωνίζεται τη θεϊκή μακαριότητα. Μέσα στις επικούρειες κοινότητες ο φιλόσοφος δεν έχει ανάγκη από νόμους, γιατί τα πάντα είναι γεμάτα δικαιοσύνη και φιλία. Ο Επίκουρος θεωρούσε τη φιλία ύψιστη αρετή. Η κατάκτηση της ευτυχίας είναι εφικτή σε αυτήν τη ζωή, όσο σύντομη κι αν είναι. Απόδειξη αποτελεί ο σοφός. Ο σοφός, ακριβώς επειδή έχει κατανοήσει τη φύση και έχει κατακτήσει τον πλούτο της αυτάρκειας, χρειάζεται ελάχιστα πράγματα. Και επειδή χρειάζεται ελάχιστα, μπορεί και να τα απολαύσει καλύτερα…

Αυτά που δίδαξε με τα έργα του και τα λόγια ο Επίκουρος στον Κήπο τα διαφύλαξαν ευλαβικά οι διάδοχοί του για έξι σχεδόν αιώνες. Όπως είπε ο ίδιος ο Επίκουρος στους φίλους του προτού αφήσει την τελευταία του πνοή στον Κήπο το 270 π.Χ.: «να είστε καλά και να θυμάστε τις διδασκαλίες μου». Όσο για τις παρεξηγήσεις της διδασκαλίας και του χαρακτήρα του, ο Επίκουρος επαναλάμβανε με το μειλίχιο ύφος του: «Οι βλάβες που προξενούν οι άνθρωποι οφείλονται στο μίσος, στον φθόνο ή στην περιφρόνηση, πράγματα που ο σοφός ξεπερνά χάρη στο λογικό»…

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 1.66.1–1.71.7

Οι Κορίνθιοι στη Σπάρτη

Ο Θουκυδίδης εξέθεσε τα γεγονότα, που, κατά τη γνώμη του, αποτέλεσαν τις αφορμές του Πελοποννησιακού πολέμου: λίγο μετά την πρώτη αφορμή, τα "Κερκυραϊκά", οι Κορίνθιοι ήρθαν ξανά αντιμέτωποι με τους Αθηναίους, όταν επενέβησαν υπέρ της Ποτίδαιας, που είχε αποστατήσει από την αθηναϊκή συμμαχία. Και συνεχίζει:


[1.66.1] Τοῖς δ’ Ἀθηναίοις καὶ Πελοποννησίοις αἰτίαι μὲν αὗται
προὐγεγένηντο ἐς ἀλλήλους, τοῖς μὲν Κορινθίοις ὅτι τὴν
Ποτείδαιαν ἑαυτῶν οὖσαν ἀποικίαν καὶ ἄνδρας Κορινθίων
τε καὶ Πελοποννησίων ἐν αὐτῇ ὄντας ἐπολιόρκουν, τοῖς δὲ
Ἀθηναίοις ἐς τοὺς Πελοποννησίους ὅτι ἑαυτῶν τε πόλιν
ξυμμαχίδα καὶ φόρου ὑποτελῆ ἀπέστησαν, καὶ ἐλθόντες
σφίσιν ἀπὸ τοῦ προφανοῦς ἐμάχοντο μετὰ Ποτειδεατῶν.
οὐ μέντοι ὅ γε πόλεμός πω ξυνερρώγει, ἀλλ’ ἔτι ἀνοκωχὴ
ἦν· [1.67.1] ἰδίᾳ γὰρ ταῦτα οἱ Κορίνθιοι ἔπραξαν. πολιορκουμένης
δὲ τῆς Ποτειδαίας οὐχ ἡσύχαζον, ἀνδρῶν τε σφίσιν ἐνόντων
καὶ ἅμα περὶ τῷ χωρίῳ δεδιότες· παρεκάλουν τε εὐθὺς ἐς
τὴν Λακεδαίμονα τοὺς ξυμμάχους καὶ κατεβόων ἐλθόντες
τῶν Ἀθηναίων ὅτι σπονδάς τε λελυκότες εἶεν καὶ ἀδικοῖεν
τὴν Πελοπόννησον. [1.67.2] Αἰγινῆταί τε φανερῶς μὲν οὐ πρε-
σβευόμενοι, δεδιότες τοὺς Ἀθηναίους, κρύφα δὲ οὐχ ἥκιστα
μετ’ αὐτῶν ἐνῆγον τὸν πόλεμον, λέγοντες οὐκ εἶναι αὐτόνομοι
κατὰ τὰς σπονδάς. [1.67.3] οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι προσπαρακαλέ-
σαντες τῶν ξυμμάχων τε καὶ εἴ τίς τι ἄλλο ἔφη ἠδικῆσθαι
ὑπὸ Ἀθηναίων, ξύλλογον σφῶν αὐτῶν ποιήσαντες τὸν εἰω-
θότα λέγειν ἐκέλευον. [1.67.4] καὶ ἄλλοι τε παριόντες ἐγκλήματα
ἐποιοῦντο ὡς ἕκαστοι καὶ Μεγαρῆς, δηλοῦντες μὲν καὶ ἕτερα
οὐκ ὀλίγα διάφορα, μάλιστα δὲ λιμένων τε εἴργεσθαι τῶν
ἐν τῇ Ἀθηναίων ἀρχῇ καὶ τῆς Ἀττικῆς ἀγορᾶς παρὰ τὰς
σπονδάς. [1.67.5] παρελθόντες δὲ τελευταῖοι Κορίνθιοι καὶ τοὺς
ἄλλους ἐάσαντες πρῶτον παροξῦναι τοὺς Λακεδαιμονίους
ἐπεῖπον τοιάδε.

[1.68.1] «Τὸ πιστὸν ὑμᾶς, ὦ Λακεδαιμόνιοι, τῆς καθ’ ὑμᾶς αὐτοὺς
πολιτείας καὶ ὁμιλίας ἀπιστοτέρους ἐς τοὺς ἄλλους ἤν τι
λέγωμεν καθίστησιν· καὶ ἀπ’ αὐτοῦ σωφροσύνην μὲν ἔχετε,
ἀμαθίᾳ δὲ πλέονι πρὸς τὰ ἔξω πράγματα χρῆσθε. [1.68.2] πολλάκις
γὰρ προαγορευόντων ἡμῶν ἃ ἐμέλλομεν ὑπὸ Ἀθηναίων
βλάπτεσθαι, οὐ περὶ ὧν ἐδιδάσκομεν ἑκάστοτε τὴν μάθησιν
ἐποιεῖσθε, ἀλλὰ τῶν λεγόντων μᾶλλον ὑπενοεῖτε ὡς ἕνεκα
τῶν αὑτοῖς ἰδίᾳ διαφόρων λέγουσιν· καὶ δι’ αὐτὸ οὐ πρὶν
πάσχειν, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐν τῷ ἔργῳ ἐσμέν, τοὺς ξυμμάχους
τούσδε παρεκαλέσατε, ἐν οἷς προσήκει ἡμᾶς οὐχ ἥκιστα
εἰπεῖν, ὅσῳ καὶ μέγιστα ἐγκλήματα ἔχομεν ὑπὸ μὲν Ἀθη-
ναίων ὑβριζόμενοι, ὑπὸ δὲ ὑμῶν ἀμελούμενοι.

[1.68.3] «Καὶ εἰ μὲν ἀφανεῖς που ὄντες ἠδίκουν τὴν Ἑλλάδα,
διδασκαλίας ἂν ὡς οὐκ εἰδόσι προσέδει· νῦν δὲ τί δεῖ
μακρηγορεῖν, ὧν τοὺς μὲν δεδουλωμένους ὁρᾶτε, τοῖς δὲ
ἐπιβουλεύοντας αὐτούς, καὶ οὐχ ἥκιστα τοῖς ἡμετέροις ξυμ-
μάχοις, καὶ ἐκ πολλοῦ προπαρεσκευασμένους, εἴ ποτε ἄρα
πολεμήσονται; [1.68.4] οὐ γὰρ ἂν Κέρκυράν τε ὑπολαβόντες βίᾳ
ἡμῶν εἶχον καὶ Ποτείδαιαν ἐπολιόρκουν, ὧν τὸ μὲν ἐπι-
καιρότατον χωρίον πρὸς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης ἀποχρῆσθαι, ἡ δὲ
ναυτικὸν ἂν μέγιστον παρέσχε Πελοποννησίοις. [1.69.1] καὶ τῶνδε
ὑμεῖς αἴτιοι, τό τε πρῶτον ἐάσαντες αὐτοὺς τὴν πόλιν μετὰ
τὰ Μηδικὰ κρατῦναι καὶ ὕστερον τὰ μακρὰ στῆσαι τείχη,
ἐς τόδε τε αἰεὶ ἀποστεροῦντες οὐ μόνον τοὺς ὑπ’ ἐκείνων
δεδουλωμένους ἐλευθερίας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὑμετέρους ἤδη
ξυμμάχους· οὐ γὰρ ὁ δουλωσάμενος, ἀλλ’ ὁ δυνάμενος μὲν
παῦσαι περιορῶν δὲ ἀληθέστερον αὐτὸ δρᾷ, εἴπερ καὶ τὴν
ἀξίωσιν τῆς ἀρετῆς ὡς ἐλευθερῶν τὴν Ἑλλάδα φέρεται.
[1.69.2] μόλις δὲ νῦν γε ξυνήλθομεν καὶ οὐδὲ νῦν ἐπὶ φανεροῖς.
χρῆν γὰρ οὐκ εἰ ἀδικούμεθα ἔτι σκοπεῖν, ἀλλὰ καθ’ ὅτι
ἀμυνούμεθα· οἱ γὰρ δρῶντες βεβουλευμένοι πρὸς οὐ διεγνω-
κότας ἤδη καὶ οὐ μέλλοντες ἐπέρχονται. [1.69.3] καὶ ἐπιστάμεθα
οἵᾳ ὁδῷ οἱ Ἀθηναῖοι καὶ ὅτι κατ’ ὀλίγον χωροῦσιν ἐπὶ τοὺς
πέλας. καὶ λανθάνειν μὲν οἰόμενοι διὰ τὸ ἀναίσθητον ὑμῶν
ἧσσον θαρσοῦσι, γνόντες δὲ εἰδότας περιορᾶν ἰσχυρῶς ἐγκεί-
σονται. [1.69.4] ἡσυχάζετε γάρ, μόνοι Ἑλλήνων, ὦ Λακεδαιμόνιοι,
οὐ τῇ δυνάμει τινά, ἀλλὰ τῇ μελλήσει ἀμυνόμενοι, καὶ μόνοι
οὐκ ἀρχομένην τὴν αὔξησιν τῶν ἐχθρῶν διπλασιουμένην δὲ
καταλύοντες. [1.69.5] καίτοι ἐλέγεσθε ἀσφαλεῖς εἶναι, ὧν ἄρα ὁ
λόγος τοῦ ἔργου ἐκράτει. τόν τε γὰρ Μῆδον αὐτοὶ ἴσμεν
ἐκ περάτων γῆς πρότερον ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον ἐλθόντα ἢ
τὰ παρ’ ὑμῶν ἀξίως προαπαντῆσαι, καὶ νῦν τοὺς Ἀθηναίους
οὐχ ἑκάς, ὥσπερ ἐκεῖνον, ἀλλ’ ἐγγὺς ὄντας περιορᾶτε, καὶ
ἀντὶ τοῦ ἐπελθεῖν αὐτοὶ ἀμύνεσθαι βούλεσθε μᾶλλον ἐπι-
όντας, καὶ ἐς τύχας πρὸς πολλῷ δυνατωτέρους ἀγωνιζόμενοι
καταστῆναι, ἐπιστάμενοι καὶ τὸν βάρβαρον αὐτὸν περὶ αὑτῷ
τὰ πλείω σφαλέντα, καὶ πρὸς αὐτοὺς τοὺς Ἀθηναίους πολλὰ
ἡμᾶς ἤδη τοῖς ἁμαρτήμασιν αὐτῶν μᾶλλον ἢ τῇ ἀφ’ ὑμῶν
τιμωρίᾳ περιγεγενημένους, ἐπεὶ αἵ γε ὑμέτεραι ἐλπίδες ἤδη
τινάς που καὶ ἀπαρασκεύους διὰ τὸ πιστεῦσαι ἔφθειραν.
[1.69.6] καὶ μηδεὶς ὑμῶν ἐπ’ ἔχθρᾳ τὸ πλέον ἢ αἰτίᾳ νομίσῃ τάδε
λέγεσθαι· αἰτία μὲν γὰρ φίλων ἀνδρῶν ἐστὶν ἁμαρτανόντων,
κατηγορία δὲ ἐχθρῶν ἀδικησάντων.

[1.70.1] «Καὶ ἅμα, εἴπερ τινὲς καὶ ἄλλοι, ἄξιοι νομίζομεν εἶναι
τοῖς πέλας ψόγον ἐπενεγκεῖν, ἄλλως τε καὶ μεγάλων τῶν
διαφερόντων καθεστώτων, περὶ ὧν οὐκ αἰσθάνεσθαι ἡμῖν γε
δοκεῖτε, οὐδ’ ἐκλογίσασθαι πώποτε πρὸς οἵους ὑμῖν Ἀθη-
ναίους ὄντας καὶ ὅσον ὑμῶν καὶ ὡς πᾶν διαφέροντας ὁ
ἀγὼν ἔσται. [1.70.2] οἱ μέν γε νεωτεροποιοὶ καὶ ἐπινοῆσαι ὀξεῖς
καὶ ἐπιτελέσαι ἔργῳ ἃ ἂν γνῶσιν· ὑμεῖς δὲ τὰ ὑπάρχοντά
τε σῴζειν καὶ ἐπιγνῶναι μηδὲν καὶ ἔργῳ οὐδὲ τἀναγκαῖα
ἐξικέσθαι. [1.70.3] αὖθις δὲ οἱ μὲν καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ
παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες· τὸ
δὲ ὑμέτερον τῆς τε δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι τῆς τε γνώμης
μηδὲ τοῖς βεβαίοις πιστεῦσαι τῶν τε δεινῶν μηδέποτε οἴεσθαι
ἀπολυθήσεσθαι. [1.70.4] καὶ μὴν καὶ ἄοκνοι πρὸς ὑμᾶς μελλητὰς
καὶ ἀποδημηταὶ πρὸς ἐνδημοτάτους· οἴονται γὰρ οἱ μὲν τῇ
ἀπουσίᾳ ἄν τι κτᾶσθαι, ὑμεῖς δὲ τῷ ἐπελθεῖν καὶ τὰ ἑτοῖμα
ἂν βλάψαι. [1.70.5] κρατοῦντές τε τῶν ἐχθρῶν ἐπὶ πλεῖστον ἐξέρ-
χονται καὶ νικώμενοι ἐπ’ ἐλάχιστον ἀναπίπτουσιν. [1.70.6] ἔτι δὲ
τοῖς μὲν σώμασιν ἀλλοτριωτάτοις ὑπὲρ τῆς πόλεως χρῶνται,
τῇ δὲ γνώμῃ οἰκειοτάτῃ ἐς τὸ πράσσειν τι ὑπὲρ αὐτῆς. [1.70.7] καὶ
ἃ μὲν ἂν ἐπινοήσαντες μὴ ἐπεξέλθωσιν, οἰκείων στέρεσθαι
ἡγοῦνται, ἃ δ’ ἂν ἐπελθόντες κτήσωνται, ὀλίγα πρὸς τὰ
μέλλοντα τυχεῖν πράξαντες. ἢν δ’ ἄρα του καὶ πείρᾳ σφα-
λῶσιν, ἀντελπίσαντες ἄλλα ἐπλήρωσαν τὴν χρείαν· μόνοι
γὰρ ἔχουσί τε ὁμοίως καὶ ἐλπίζουσιν ἃ ἂν ἐπινοήσωσι διὰ
τὸ ταχεῖαν τὴν ἐπιχείρησιν ποιεῖσθαι ὧν ἂν γνῶσιν. [1.70.8] καὶ
ταῦτα μετὰ πόνων πάντα καὶ κινδύνων δι’ ὅλου τοῦ αἰῶνος
μοχθοῦσι, καὶ ἀπολαύουσιν ἐλάχιστα τῶν ὑπαρχόντων διὰ
τὸ αἰεὶ κτᾶσθαι καὶ μήτε ἑορτὴν ἄλλο τι ἡγεῖσθαι ἢ τὸ τὰ
δέοντα πρᾶξαι ξυμφοράν τε οὐχ ἧσσον ἡσυχίαν ἀπράγμονα
ἢ ἀσχολίαν ἐπίπονον· [1.70.9] ὥστε εἴ τις αὐτοὺς ξυνελὼν φαίη
πεφυκέναι ἐπὶ τῷ μήτε αὐτοὺς ἔχειν ἡσυχίαν μήτε τοὺς
ἄλλους ἀνθρώπους ἐᾶν, ὀρθῶς ἂν εἴποι.

[1.71.1] «Ταύτης μέντοι τοιαύτης ἀντικαθεστηκυίας πόλεως, ὦ Λακε-
δαιμόνιοι, διαμέλλετε καὶ οἴεσθε τὴν ἡσυχίαν οὐ τούτοις τῶν
ἀνθρώπων ἐπὶ πλεῖστον ἀρκεῖν οἳ ἂν τῇ μὲν παρασκευῇ δίκαια
πράσσωσι, τῇ δὲ γνώμῃ, ἢν ἀδικῶνται, δῆλοι ὦσι μὴ ἐπι-
τρέψοντες, ἀλλ’ ἐπὶ τῷ μὴ λυπεῖν τε τοὺς ἄλλους καὶ αὐτοὶ
ἀμυνόμενοι μὴ βλάπτεσθαι τὸ ἴσον νέμετε. [1.71.2] μόλις δ’ ἂν
πόλει ὁμοίᾳ παροικοῦντες ἐτυγχάνετε τούτου· νῦν δ’, ὅπερ
καὶ ἄρτι ἐδηλώσαμεν, ἀρχαιότροπα ὑμῶν τὰ ἐπιτηδεύματα
πρὸς αὐτούς ἐστιν. [1.71.3] ἀνάγκη δὲ ὥσπερ τέχνης αἰεὶ τὰ ἐπι-
γιγνόμενα κρατεῖν· καὶ ἡσυχαζούσῃ μὲν πόλει τὰ ἀκίνητα
νόμιμα ἄριστα, πρὸς πολλὰ δὲ ἀναγκαζομένοις ἰέναι πολλῆς
καὶ τῆς ἐπιτεχνήσεως δεῖ. δι’ ὅπερ καὶ τὰ τῶν Ἀθηναίων
ἀπὸ τῆς πολυπειρίας ἐπὶ πλέον ὑμῶν κεκαίνωται. [1.71.4] μέχρι
μὲν οὖν τοῦδε ὡρίσθω ὑμῶν ἡ βραδυτής· νῦν δὲ τοῖς τε
ἄλλοις καὶ Ποτειδεάταις, ὥσπερ ὑπεδέξασθε, βοηθήσατε
κατὰ τάχος ἐσβαλόντες ἐς τὴν Ἀττικήν, ἵνα μὴ ἄνδρας τε
φίλους καὶ ξυγγενεῖς τοῖς ἐχθίστοις προῆσθε καὶ ἡμᾶς τοὺς
ἄλλους ἀθυμίᾳ πρὸς ἑτέραν τινὰ ξυμμαχίαν τρέψητε. [1.71.5] δρῷμεν
δ’ ἂν ἄδικον οὐδὲν οὔτε πρὸς θεῶν τῶν ὁρκίων οὔτε πρὸς
ἀνθρώπων τῶν αἰσθανομένων· λύουσι γὰρ σπονδὰς οὐχ οἱ
δι’ ἐρημίαν ἄλλοις προσιόντες, ἀλλ’ οἱ μὴ βοηθοῦντες οἷς ἂν
ξυνομόσωσιν. [1.71.6] βουλομένων δὲ ὑμῶν προθύμων εἶναι μενοῦμεν·
οὔτε γὰρ ὅσια ἂν ποιοῖμεν μεταβαλλόμενοι οὔτε ξυνηθεστέ-
ρους ἂν ἄλλους εὕροιμεν. [1.71.7] πρὸς τάδε βουλεύεσθε εὖ καὶ τὴν
Πελοπόννησον πειρᾶσθε μὴ ἐλάσσω ἐξηγεῖσθαι ἢ οἱ πατέρες
ὑμῖν παρέδοσαν.

***
[1.66.1] Αυτές λοιπόν τις αιτίες για παράπονα είχαν ο ένας ενάντια στον άλλο, οι Αθηναίοι και οι Πελοποννήσιοι· οι Κορίνθιοι από τη μια μεριά κατηγορούσαν τους Αθηναίους ότι πολιορκούσαν την Ποτείδαια που ήταν δική τους αποικία και που σ' αυτήν κατοικούσαν Κορίνθιοι και άλλοι Πελοποννήσιοι, κι από την άλλη οι Αθηναίοι τους Κορινθίους πως παρέσυραν την Ποτείδαια, που ήταν συμμαχική τους πόλη και υπόχρεη σε φόρο, ν' αποστατήσει, και πήγαν κι αυτοί και τους πολέμησαν φανερά μαζί με τους Ποτειδαιάτες. Μ' όλον τούτο, δεν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος με τα όλα του, αλλά ήταν ακόμα ανακωχή· [1.67.1] γιατί αυτά τα έκαμαν οι Κορίνθιοι με ιδιωτικό στράτευμα και χωρίς τη σύμπραξη των άλλων Πελοποννησίων.

Ενόσω όμως ήταν πολιορκημένη η Ποτείδαια, δεν μπορούσαν να μείνουν άπραχτοι, αφού και δικούς τους άντρες είχανε μέσα στην πολιτεία, και φοβούνταν για τον τόπο· και γρήγορα προσκάλεσαν τους συμμάχους σε σύναξη στην Λακεδαίμονα, και πήγαν και οι ίδιοι και κατηγορούσαν σφοδρά τους Αθηναίους, πως έχουν καταλύσει τη συνθήκη και αδικούν την Πελοπόννησο. [1.67.2] Οι Αιγινήτες πάλι δεν έστειλαν επίσημη αντιπροσωπεία, επειδή φοβούνταν τους Αθηναίους, κρυφά όμως δεν παρακινούσαν για πόλεμο λιγότερο από τους Κορινθίους, λέγοντας πως δεν ήταν αυτόνομοι, σύμφωνα με τη συνθήκη. [1.67.3] Οι Λακεδαιμόνιοι προσκάλεσαν μαζί με τους Κορινθίους και τους συμμάχους, κι όποιον άλλον είχε να υποστηρίξει πως αδικήθηκε σε κάτι από τους Αθηναίους, και κάνοντας τη συνειθισμένη δική τους σύναξη, είπαν να μιλήσει όποιος θέλει. [1.67.4] Και πολλοί άλλοι ανέβηκαν στο βήμα κ' έκανε ο καθένας τα παράπονά του, και οι Μεγαρίτες που έδειξαν κι άλλες, όχι λίγες διαφορές τους με τους Αθηναίους, αλλά το κυριότερο πως αποκλείονταν από τα λιμάνια που ήσαν στην εξουσία των Αθηναίων και από τις αγορές της Αττικής, παρά τη συνθήκη. Τελευταίοι ανέβηκαν στο βήμα οι Κορίνθιοι, κι αφού άφησαν τους άλλους να εξεγείρουν τους Λακεδαιμονίους, μίλησαν απάνω–κάτω έτσι:

[1.68.1] «Η εμπιστοσύνη που δείχνετε σεις, Λακεδαιμόνιοι στην πολιτική σας ζωή και στις σχέσεις μεταξύ σας, σας κάνει να μην πιστεύετε εμάς τους άλλους όταν κατηγορούμε κανένα· κι από τούτο έχετε βέβαια γίνει γνωστικοί, αλλά είστε πιο άμαθοι ως για τις εξωτερικές υποθέσεις. [1.68.2] Γιατί πολλές φορές ενώ σας προλέγαμε τι μέλλαμε να πάθομε από τους Αθηναίους, δε θέλατε να καταλάβετε αυτά που σας διδάσκαμε κάθε φορά, αλλά υποψιαζόσαστε αυτούς που σας τα 'λεγαν, πως τάχα μιλούσαν αποκλειστικά για δικές τους διαφορές. Και γι' αυτό το λόγο προσκαλέσατε εδώ τούτους τους συμμάχους, όχι πριν πάθουν, αλλά μόνο τώρα, που βρισκόμαστε κι όλας μεσ' στη φωτιά· και ανάμεσά τους εμείς ταιριάζει να μιλήσομε περισσότερο που έχομε τα πιο βαρειά παράπονα, αφού οι μεν Αθηναίοι μας προσβάλλουν, εσείς όμως μας αψηφάτε.

[1.68.3] »Κι αν έκαναν τ' άδικα στην Ελλάδα χωρίς να το φανερώσουν, αλλά με κρυφό τρόπο, ίσως θα χρειαζόταν να σας τα μάθομε, γιατί δε θα τα ξέρατε· τώρα όμως τι χρειάζονται τα πολλά λόγια, αφού βλέπετε άλλους μεν υποδουλωμένους, ενώ για άλλους πλέκουν αυτοί τα δολερά τους σχέδια, κι όχι λιγότερο για τους συμμάχους μας, και προετοιμάζονται από καιρό, αν παρουσιαστεί η ευκαιρία να πολεμήσουν; [1.68.4] Γιατί αλλιώς δε θα εξουσίαζαν τώρα την Κέρκυρα, που μας την πήραν με δόλο ενάντια στη θέλησή μας, και δε θα πολιορκούσαν τώρα την Ποτείδαια. Κι αυτά, ενώ η δεύτερη έχει θέση στρατηγική πολύ χρήσιμη για τα μέρη της Θράκης, και η πρώτη θα έδινε μεγάλη ναυτική δύναμη στους Πελοποννησίους.

[1.69.1] »Και για όλ' αυτά φταίτε σεις, που τους αφήσατε, πρώτα να δυναμώσουν την πολιτεία τους μετά τους Περσικούς πολέμους, και ύστερα να χτίσουν τα μακρά τείχη κι ως τη στιγμή τούτη στερήσατε κάθε φορά τη λευτεριά όχι μόνο από κείνους που έχουν υποδουλώσει αυτοί, αλλά και απ' όσους είναι δικοί σας πια σύμμαχοι· γιατί το κάνει αυτό πιο αληθινά όχι κείνος που υποδούλωσε, αλλά κείνος που μπορούσε να το σταματήσει και το παραμέλησε, αν μάλιστα αξιώνει κι ως τη μεγαλύτερη αρετή του πως αυτός ελευτέρωσε την Ελλάδα. [1.69.2] Και με πολλά βάσανα κάναμε τούτη τη σύναξη, και πάλι όχι για καθαρά ορισμένο σκοπό. Γιατί δε θα 'πρεπε να εξετάζομε πια αν μας αδικούν, αλλά με ποιον τρόπο θα διαφεντέψομε τα δίκια μας· ενώ αυτοί ενεργούν τώρα, αφού σκέφτηκαν και πήραν τις αποφάσεις τους, αντίθετα προς εμάς, που δε διαγνώσαμε ακόμα το κακό, κι έρχονται να μας χτυπήσουν τώρα, κι όχι αναβάλλοντας για άλλοτε. [1.69.3] Και ξέρετε πολύ καλά με τι τρόπο προχωρούν οι Αθηναίοι ενάντια στους γείτονές τους λίγο–λίγο. Κι όσο νομίζουν πως δεν τους παίρνετε είδηση επειδή δε νιώθετε τι γίνεται γύρω σας, δε θα ξεθαρρευτούν εντελώς, άμα όμως καταλάβουν πως τα ξέρετε και δε δίνετε σημασία, θά 'ρθουν καταπάνω μας με περισσότερη δύναμη. [1.69.4] Και μόνοι απ' όλους τους Έλληνες εσείς οι Λακεδαιμόνιοι μένετε αδρανείς, αποκρούοντας τον εχτρό όχι με δύναμη, αλλά με αναβολές, και μόνον εσείς δεν πολεμάτε όταν αρχίζει ν' αυξαίνει η δύναμη των εχτρών, αλλά θέλετε να τη σπάσετε όταν κοντεύει να 'χει διπλασιαστεί. [1.69.5] Αν και θα μπορούσε κανείς να πει πως βρίσκεστε σε ασφάλεια εκεί που τα λόγια είναι δυνατότερα από τα έργα. Γιατί ξέρομε από την πείρα μας πως και οι Μήδοι ήρθαν από τα πέρατα της γης, κ' έφτασαν στην Πελοπόννησο πριν βγείτε να τους αντικρύσετε με αντάξια δύναμη, και τώρα δε δίνετε σημασία στους Αθηναίους, που δεν είναι μακρυά σαν εκείνους, αλλά πολύ κοντά μάλιστα, κι αντί να τους επιτεθείτε, σεις προτιμάτε ν' αμύνεστε όταν έρχονται πια καταπάνω σας και να παίζετε την τύχη σας πολεμώντας προς εχτρό πολύ δυνατότερο, ενώ ξέρετε πως και ο βάρβαρος νικήθηκε περισσότερο από δικά του σφάλματα, και ότι υπερισχύσαμε από τους Αθηναίους σε πολλά σημεία περισσότερο από τις δικές τους παρατιμονιές, παρά από τη δική σας ισχυρή επικουρία· αφού και oι ελπίδες που είχανε στηρίξει σε σας, κατέστρεψαν ήδη μερικούς, επειδή ήταν ανέτοιμοι και σας είχαν εμπιστοσύνη. [1.69.6] Κι ας μη νομίσει κανείς από σας πως τα λέμε αυτά μάλλον από έχτρα, παρά σαν παράπονο· γιατί παραπονιέται κανείς προς τους φίλους του όταν σφάλλουν, κατηγορεί όμως εχτρούς που τον έχουν αδικήσει.

[1.70.1] »Και περισσότερο από κάθε άλλον πιστεύομε πως έχομε το δικαίωμα να επιτιμήσομε τους συμμάχους μας, και για άλλους λόγους, και γιατί πρόκειται για πολύ μεγάλα συμφέροντα, και μας φαίνεται πως δεν έχετε συναίσθηση πόσα μεγάλα είναι, και δε συλλογιστήκατε ποτέ σας ως τις τελευταίες του συνέπειες τι λογής άνθρωποι είναι οι Αθηναίοι, και ως ποιο σημείο, ή καλύτερα πόσο σ' όλα τα σημεία διαφέρουν από σας, αυτοί που θ' αγωνιστείτε ενάντιά τους. [1.70.2] Αυτοί λοιπόν καινοτομούν σε πολλά κ εφευρίσκουνε με οξύ μυαλό και γρήγορα βάζουνε σ' εφαρμογή ό,τι σκεφτούν, εσείς όμως μόλις είστε ικανοί να διατηρείτε όσα έχετε και δεν μπορείτε ούτε κατόπιν εορτής να καταλάβετε τίποτα, ούτε η πράξη σας φτάνει να εκτελέσει το απαραίτητο. [1.70.3] Ακόμη αυτοί τολμούν και περ' από τη δύναμή τους, και κιντυνεύουν περ' από το λογικό, και ελπίζουν κι όταν ακόμα βρίσκονται σε βάσανα· δικό σας ιδίωμα είναι να κάνετε λιγότερα απ' ό,τι μπορείτε, και να μην έχετε εμπιστοσύνη ούτε σε κείνα που σας λέει η γνώση σας πως είναι σίγουρα, όπως και να νομίζετε πως ποτέ δε θα λυτρωθείτε από τα βάσανα. [1.70.4] Επίσης ειν' αυτοί ακούραστοι, ενώ εσείς όλο αναβάλλετε την πράξη, και ξενητεύονται εύκολα, περισσότερο από κάθε άλλον, ενώ εσείς δεν το κουνάτε από τον τόπο σας· γιατί αυτοί νομίζουν πως κάτι μπορούν να κερδίσουν από το ταξίδι, εσείς πως αν ξεμυτίσετε θα ζημιώσετε κι αυτά που έχετε. [1.70.5] Όταν πάλι επικρατούν απέναντι στους εχτρούς τους, βγαίνουν να τους κυνηγήσουν σε μεγάλη απόσταση, κι όταν χάνουν, υποχωρούν όσο γίνεται λιγότερο. [1.70.6] Ακόμη για την πολιτεία τους μεταχειρίζονται τα σώματα και τη ζωή τους σα να 'ταν ξένα, αλλά τη γνώση τους σα ν' ανήκει στην πολιτεία όταν πρόκειται να πράξουν κάτι για χατήρι της· [1.70.7] κι όταν σοφιστούνε κάτι, αν δεν επιδιώξουν να το βάλουνε σ' εφαρμογή, νομίζουν πως έχασαν κάτι που είχαν κι όλας, κι όσα πάλι βγουν και τα κυνηγήσουν και τα πετύχουν, θαρρούν πως κατόρθωσαν μηδαμινά πράματα σχετικά μ' ό,τι τους μέλλεται να πετύχουν, κι αν πάλι δοκιμάσουν κάτι και σφάλουνε, βάζουνε στη θέση του άλλες ελπίδες, και συμπληρώνουν την έλλειψη· γιατί μόνοι αυτοί κατέχουν συγχρόνως κ' ελπίζουν όσα βάλουνε στο νου τους, επειδή γρήγορα επιχειρούν να εφαρμόσουν όσα σκεφτούν. [1.70.8] Και μοχτούνε για τούτα με βάσανα και κιντύνους όλη τους τη ζωή, και πολύ λίγα χαίρονται απ' όσα έχουν, επειδή πάντοτε αποχτούν καινούργια, και νομίζουν πως γιορτή δεν είναι άλλο παρά να πράξουν ό,τι πρέπει, την ησυχία δε χωρίς δράση τη θαρρούνε συμφορά περισσότερο από την κουραστική ενέργεια. [1.70.9] Ώστε αν έλεγε κανείς γι' αυτούς μ' ένα λόγο πως γεννήθηκαν για να μην αφήσουν ήσυχους ούτε τους εαυτούς τους, ούτε κανέναν άλλον άνθρωπο, θα μιλούσε σωστά.

[1.71.1] »Αφού λοιπόν έχετε αντίπαλη αυτή την πολιτεία, που είναι όπως την περιγράψαμε, σεις οι Λακεδαιμόνιοι χρονοτριβείτε και νομίζετε πως είναι σε θέση να μένουν αδρανείς, όχι οι άνθρωποι που κάνουν ό,τι πρέπει για τον εξοπλισμό τους και φανερώνουν το φρόνημά τους έτσι που να ξέρουν όλοι πως δε θα επιτρέψουν σε κανένα να τους αδικήσει, αλλά κάθεστε και διοικείστε με ισότητα, με το σκοπό ούτε να φέρετε συμφορές σε άλλους, ούτε σεις οι ίδιοι να ζημιωθείτε όταν υπερασπίζετε την πόλη σας. [1.71.2] Αλλά μετά βίας θα το πετυχαίνατε αυτό αν είχατε απέναντι σας όμοια πολιτεία· τώρα, όπως σας αποδείξαμε με τα λόγια μας, οι συνήθειές σας είναι παλαιικές αν συγκριθείτε μ' αυτούς. [1.71.3] Κατ' ανάγκη όμως, όπως και σε μια τέχνη, επικρατούν τα καινούργια. Κι όταν κανείς δεν ενοχλεί μια πολιτεία, καλό είναι να μένουν ανάλλαχτοι οι θεσμοί, όταν όμως αναγκάζεται αυτή να καταπιαστεί με πολλές υποθέσεις, χρειάζονται και πολλοί νεωτερισμοί στις μεθόδους. Και γι' αυτό οι θεσμοί των Αθηναίων μεταβάλλονται γρήγορα, γιατί δοκιμάζουν πάντα πολλά καινούργια.

[1.71.4] »Βάλετε λοιπόν ένα όριο στην αργοπορία σας, και το όριο να είναι η τωρινή στιγμή· βοηθείστε και τους άλλους και τους Ποτειδαιάτες, όπως τους το υποσχεθήκατε, εισβάλλοντας στην Αττική όσο μπορείτε γρηγορότερα, για να μην εγκαταλείψετε στο έλεος των πιο μισητών εχτρών, ανθρώπους φίλους και συγγενικούς στην καταγωγή, και για να μη μας αναγκάσετε, εμάς τους άλλους, να γυρέψομε από απόγνωση άλλες συμμαχίες. [1.71.5] Κι αν το κάναμε, δε θα κάναμε ούτε τίποτα ανόσιο απέναντι στους θεούς, που επικαλεστήκαμε στους όρκους μας, ούτε άδικο απέναντι στους ανθρώπους που έχουνε μυαλό να καταλάβουν γιατί παραβαίνουν τις συνθήκες όχι όσοι πηγαίνουν προς άλλους γιατ' είναι μόνοι κ' έρημοι, άλλα όσοι δε βοηθούν αυτούς που ορκίστηκαν μαζί να βοηθιούνται αναμεταξύ τους. [1.71.6] Αν όμως θελήσετε να δείξετε προθυμία, θα μείνομε μαζί σας· γιατί τότε δε θα κάναμε το σωστό αν αλλάζαμε φίλους, ούτε θα βρίσκαμε άλλους πιο κοντινούς και δικούς· [1.71.7] συλλογιστείτε τα λοιπόν καλά απ' αυτή την άποψη και προσπαθείστε να φανείτε αρχηγοί μιας Πελοποννήσου, που δε θα ξεπέσει σε δύναμη υπό την ηγεσία σας κάτω απ' όσην είχε όταν σας την παρέδωσαν οι πατέρες σας.»