Κυριακή 1 Αυγούστου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἠλέκτρα (1466-1510)

ΑΙ. ὦ Ζεῦ, δέδορκα φάσμ᾽ ἄνευ φθόνου μὲν οὐ
πεπτωκός· εἰ δ᾽ ἔπεστι νέμεσις οὐ λέγω.
χαλᾶτε πᾶν κάλυμμ᾽ ἀπ᾽ ὀφθαλμῶν, ὅπως
τὸ συγγενές γε κἀπ᾽ ἐμοῦ θρήνων τύχῃ.
1470 ΟΡ. αὐτὸς σὺ βάσταζ᾽· οὐκ ἐμὸν τόδ᾽, ἀλλὰ σόν,
τὸ ταῦθ᾽ ὁρᾶν τε καὶ προσηγορεῖν φίλως.
ΑΙ. ἀλλ᾽ εὖ παραινεῖς, κἀπιπείσομαι· σὺ δέ,
εἴ που κατ᾽ οἶκόν μοι Κλυταιμήστρα, κάλει.
ΟΡ. αὕτη πέλας σοῦ· μηκέτ᾽ ἄλλοσε σκόπει.
1475 ΑΙ. οἴμοι, τί λεύσσω; ΟΡ. τίνα φοβῇ; τίν᾽ ἀγνοεῖς;
ΑΙ. τίνων ποτ᾽ ἀνδρῶν ἐν μέσοις ἀρκυστάτοις
πέπτωχ᾽ ὁ τλήμων; ΟΡ. οὐ γὰρ αἰσθάνῃ πάλαι
ζῶντας θανοῦσιν οὕνεκ᾽ ἀνταυδᾷς ἴσα;
ΑΙ. οἴμοι, ξυνῆκα τοὔπος· οὐ γὰρ ἔσθ᾽ ὅπως
1480 ὅδ᾽ οὐκ Ὀρέστης ἔσθ᾽ ὁ προσφωνῶν ἐμέ.
ΟΡ. καὶ μάντις ὢν ἄριστος ἐσφάλλου πάλαι;
ΑΙ. ὄλωλα δὴ δείλαιος. ἀλλά μοι πάρες
κἂν σμικρὸν εἰπεῖν. ΗΛ. μὴ πέρα λέγειν ἔα,
πρὸς θεῶν, ἀδελφέ, μηδὲ μηκύνειν λόγους.
1485 τί γὰρ βροτῶν ἂν σὺν κακοῖς μεμειγμένων
θνῄσκειν ὁ μέλλων τοῦ χρόνου κέρδος φέροι;
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα κτεῖνε καὶ κτανὼν πρόθες
ταφεῦσιν ὧν τόνδ᾽ εἰκός ἐστι τυγχάνειν,
ἄποπτον ἡμῶν. ὡς ἐμοὶ τόδ᾽ ἂν κακῶν
1490 μόνον γένοιτο τῶν πάλαι λυτήριον.
ΟΡ. χωροῖς ἂν εἴσω σὺν τάχει· λόγων γὰρ οὐ
νῦν ἐστιν ἁγών, ἀλλὰ σῆς ψυχῆς πέρι.
ΑΙ. τί δ᾽ ἐς δόμους ἄγεις με; πῶς, τόδ᾽ εἰ καλὸν
τοὔργον, σκότου δεῖ, κοὐ πρόχειρος εἶ κτανεῖν;
1495 ΟΡ. μὴ τάσσε· χώρει δ᾽ ἔνθαπερ κατέκτανες
πατέρα τὸν ἀμόν, ὡς ἂν ἐν ταὐτῷ θάνῃς.
ΑΙ. ἦ πᾶσ᾽ ἀνάγκη τήνδε τὴν στέγην ἰδεῖν
τά τ᾽ ὄντα καὶ μέλλοντα Πελοπιδῶν κακά;
ΟΡ. τὰ γοῦν σ᾽· ἐγώ σοι μάντις εἰμὶ τῶνδ᾽ ἄκρος.
1500 ΑΙ. ἀλλ᾽ οὐ πατρῴαν τὴν τέχνην ἐκόμπασας.
ΟΡ. πόλλ᾽ ἀντιφωνεῖς, ἡ δ᾽ ὁδὸς βραδύνεται.
ἀλλ᾽ ἕρφ᾽. ΑΙ. ὑφηγοῦ. ΟΡ. σοὶ βαδιστέον πάρος.
ΑΙ. ἦ μὴ φύγω σε; ΟΡ. μὴ μὲν οὖν καθ᾽ ἡδονὴν
θάνῃς· φυλάξαι δεῖ με τοῦτό σοι πικρόν.
1505 χρῆν δ᾽ εὐθὺς εἶναι τήνδε τοῖς πᾶσιν δίκην,
ὅστις πέρα πράσσειν γε τῶν νόμων θέλοι,
κτείνειν· τὸ γὰρ πανοῦργον οὐκ ἂν ἦν πολύ.

ΧΟ. ὦ σπέρμ᾽ Ἀτρέως, ὡς πολλὰ παθὸν
δι᾽ ἐλευθερίας μόλις ἐξῆλθες
1510 τῇ νῦν ὁρμῇ τελεωθέν.

***
ΑΙΓ. Ω Δία, δίχως των θεών το φθόνο
δε θα ᾽γινε βέβαια αυτό που βλέπω·
μ᾽ αν προσβάλλω τη Νέμεση, σωπαίνω.
Σύρτε το σκέπασμα όλο, που τον κρύβει
απ᾽ τα μάτια μου, να του προσφέρω
τα δάκρυά μου κι εγώ σα συγγενής του.
1470 ΟΡΕ. Σήκω το εσύ, δεν είναι χρέος δικό μου,
αλλά δικό σου να το δεις αυτό
το λείψανο και να το χαιρετήσεις
με λόγια φιλικά. ΑΙΓ. Καλά το λες,
κι έτσι θα κάμω· μα εσύ κοίτα που ᾽ναι
η Κλυταιμνήστρα, να μου τη φωνάξεις.
ΟΡΕ. Εδώ ᾽ναι, νά, κι αλλού μην τη γυρεύεις.
ΑΙΓ. Συφορά μου, τί βλέπω; ΟΡΕ. Ποιόν φοβάσαι,
ποιόν δε γνωρίζεις; ΑΙΓ. Δυστυχία, σε τίνων
είμαι πεσμένος μέσα τις παγίδες;
ΟΡΕ. Κι είδηση δεν το πήρες τόσην ώρα,
ότι μιλάς με ζωντανούς σα να ᾽ναι
πεθαμένοι; ΑΙΓ. Κατάλαβα, οϊμένα,
τί θες να πεις· αδύνατο να είν᾽ άλλος,
1480 αυτός που μου μιλεί, απ᾽ τον Ορέστη.
ΟΡΕ. Κι ενώ εισαι μάντης άριστος, γελιόσουν
τόσην ώρα; ΑΙΓ. Το βλέπω, είμαι χαμένος,
μ᾽ άφησ᾽ με καν να πω δυο λόγια μόνο.
ΗΛΕ. Μην τον αφήνεις, στο Θεό σου, αδερφέ μου,
ακόμη να μιλεί και χάνομε ώρα·
γι᾽ άνθρωπο βουτηγμένο στην κακία,
μια πού ειναι να πεθάνει, τί το κέρδος
να παρατείνεται άδικα η ζωή του;
Σκότωνέ τον ευτύς, και το νεκρό του
παράτα τον σε κείνους που του αρμόζουν
τους νεκροθάφτες, να τονε φροντίσουν
μακριά απ᾽ τα μάτια μας· που αυτό για μένα
θά ηταν η μόνη ελάφρωση απ᾽ τα τόσα
1490 τα βάσανα που πέρασα ως τα τώρα.
ΟΡΕ. Γρήγορα μέσα· εδώ δεν πρόκειται
τώρα για λόγια, μα για την ψυχή σου.
ΑΙΓ. Και γιατί μέσα να με πας; Αν είναι
η πράξη σου καλή, προς τί το σκότος
και χέρι-χέρι εδώ δε με σκοτώνεις;
ΟΡΕ. Παύσε να ορίζεις· κι εμπρός, μέσα εκεί όπου
τον πατέρα μου σκότωσες, για νά βρεις
το θάνατο και συ στο ίδιο το μέρος.
ΑΙΓ. Είναι λοιπόν ανάγκη πάσα, αυτή η στέγη
να δει όλα τα κακά της γενεάς μας
κι όσα είχε ως τώρα κι όσα είναι να γίνουν.
ΟΡΕ. Τα δικά σου, ασφαλώς· κι όσο γι᾽ αυτό,
σου είμαι γω μάντης που έξω δε θα πέσει.
ΑΙΓ. Παινεύεσαι για τέχνη που δεν είναι
1500 κληρονομιά σου πατρική. ΟΡΕ. Πολλά
απαντάς· και πάει του μάκρου ο δρόμος. Τράβα.
ΑΙΓ. Γίνου οδηγός. ΟΡΕ. Εσύ μπροστά προχώρει.
ΑΙΓ. Μήπως σου φύγω; ΟΡΕ. Για να μην πεθάνεις
όπως σου αρέσει εσένα· του θανάτου
πρέπει να σου φυλάξω όλη την πίκρα.
[Και θα ᾽πρεπε όλοι να ᾽βρισκαν αμέσως
την τιμωρία αυτή, το θάνατο, όσοι
θέλουν να βγαίνουν έξω από το νόμο·
κι έτσι δε θα ᾽τανε πολλοί οι κακούργοι.]

ΧΟΡ. Ω σπέρμα του Ατρέα, μετά πόσα δεινά
τ᾽ αξιώθηκες τέλος να δεις λευτεριά
1510 με την τώρα σου ορμή στεριωμένο!

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 4. Μορφή και ρόλος του αοιδού

4. Μορφή και ρόλος του αοιδού

Ο αρχαϊκός όρος που απαντά στα ομηρικά έπη για τον παραδοσιακό αφηγητή είναι ἀοιδός. Ουσιαστικό που συγγενεύει με το ρήμα ἀείδω, το οποίο αρχικά σημαίνει «άδω», δηλαδή «τραγουδώ». Τούτο δηλώνει ότι ο αρχικός τρόπος εκφοράς της επικής αφήγησης ήταν μουσικός. Κάτι που επιβεβαιώνεται και από ξένα έπη της προφορικής ποίησης, όπου ο αοιδός συνοδεύει την αφήγησή του με κάποιο μουσικό όργανο αλλά και με τη φωνή του, τραγουδώντας η απαγγέλλοντας ρυθμικά. Όλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι στη ρίζα της επικής αφήγησης (επομένως και της επικής ποίησης, όπως την ξέρουμε από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια) βρίσκεται ο μουσικός λόγος, που τον εμπνέουν ως δώρο εύνοιας προς τον αοιδό οι Μούσες. Υπόθεση που επαληθεύεται στα προοίμια των ομηρικών επών και κυρίως στους επώνυμους αοιδούς που φιλοξενούνται στο εσωτερικό τους.

Ασφαλώς οι αοιδοί που εμφανίζονται στο εσωτερικό των ομηρικών επών είναι πλασματικοί, ανήκουν δηλαδή στη γενικότερη μυθοπλασία των επικών ποιημάτων. Ανακαλούν όμως πραγματικές μορφές αοιδών της προηγούμενης επικής παράδοσης, στους οποίους οφείλεται η πρωιμότερη σύνταξη και απαγγελία επικών αφηγήσεων τόσο του τρωικού μύθου όσο και άλλων μαρτυρημένων μυθολογικών κύκλων, όπως είναι η Οιδιπόδεια ή η Θηβαΐς. Φαίνεται πως οι αοιδοί αυτοί αποτελούσαν επαγγελματικό σινάφι, ταξίδευαν από πόλη σε πόλη και από νησί σε νησί και εξελίχθηκαν σε ραψωδούς. Η μυθοπλαστική πάντως εμφάνισή τους στο εσωτερικό των επών έδινε τη δυνατότητα στον επικό ποιητή να τους προβάλλει λίγο πολύ ως είδωλά του, κατά κανόνα θετικά, σπανιότερα αρνητικά· ως παραδείγματα δηλαδή ή αντιπαραδείγματα. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει ο μοναδικός επώνυμος αοιδός που παρενθετικά αναφέρεται στην Ιλιάδα.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 1. Τι ήταν αυτοί οι Ρωμαίοι;

1.5. Το παιχνίδι του κλεμμένου θησαυρού


Οι ρωμαίοι στρατιώτες, οι λεγεωνάριοι, ήταν πειθαρχημένοι και σκληροτράχηλοι. Οι περισσότεροι από αυτούς στρατολογούνταν από την ιταλική επαρχία, και οι πιο επίλεκτες στρατιωτικές μονάδες συγκροτούνταν από νέους που προέρχονταν από δύσβατα ορεινά μέρη με αγροτοκτηνοτροφικό πληθυσμό. Ελάχιστοι γνώριζαν κάτι περισσότερο από απλή γραφή και ανάγνωση, και κανένας δεν είχε πείρα από πράγματα που ήταν αυτονόητα στη ζωή μιας ελληνικής πύλης, ακόμη και της μικρότερης: δεν είχαν δει ποτέ θέατρο, δεν ήξεραν τι είναι το γυμνάσιο και, πολύ περισσότερο, το ωδείο, δεν είχαν βρεθεί ποτέ μπροστά σε ένα έργο γλυπτικής ή ζωγραφικής. Μόνο με μεγάλη προσπάθεια της ιστορικής φαντασίας μπορούμε να καταλάβουμε την απορία, την έκπληξη ή το δέος αυτών των ανθρώπων όταν έμπαιναν για πρώτη φορά στην Αθήνα, την Κόρινθο, την Αντιόχεια ή την Πέργαμο. Τι ήταν όλοι αυτοί οι περίτεχνοι ναοί με τους ιωνικούς, δωρικούς και κορινθιακούς κίονες; Τι παρίσταναν τα ανάγλυφα πάνω στις μετόπες και τα αετώματα; Τι έκαναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μαζεύονταν έξω από τα γυμνάσια; Τι υψηλές φιλοσοφίες αντάλλασσαν όλοι αυτοί που ήταν μαζεμένοι στον χώρο της Αγοράς;

Ήδη από παλιά οι Ρωμαίοι είχαν συναντήσει Έλληνες αποίκους στη Νότια Ιταλία και τη Σικελία και ήξεραν κάτι για τον ελληνικό τρόπο ζωής. Τώρα όμως οι λεγεώνες των νικητών είχαν βρεθεί στην καρδιά του ελληνισμού - και το κυριότερο, ο υλικός πλούτος και τα καλλιτεχνικά μνημεία των ελληνικών πόλεων ήταν στη διάθεσή τους. Μπορεί οι απλοί στρατιώτες να μην πολυκαταλάβαιναν, οι ανώτεροι αξιωματικοί τους όμως ήξεραν κάτι παραπάνω. Αυτό όμως δεν αποτελούσε αναγκαστικά λόγο για να σεβαστούν τα μνημεία· άλλωστε πολλοί από αυτούς είχαν «παραγγελίες» από πλούσιες και αριστοκρατικές οικογένειες της Ρώμης να μεταφέρουν στην Ιταλία ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί: πίνακες, αγάλματα, ακόμη και το περιεχόμενο ολόκληρων βιβλιοθηκών. Έτσι άρχισαν να κάνουν πολύ πριν τον Ελγίνο ακριβώς ό,τι έκανε αιώνες αργότερα και ο καλός εκείνος βρετανός λόρδος.

Ίσως ο μεγαλύτερος Ελγίνος της αρχαιότητας να ήταν μάλιστα ο γνωστός μας ύπατος Μόμμιος, που αφάνισε το 146 π.Χ. την πάμπλουτη Κόρινθο. Η Κόρινθος μετακόμισε στην Ιταλία, συσκευασμένη σε κιβώτια αμφίβολης ανθεκτικότητας που φορτώθηκαν σε πλοία. Ούτε ο Ελγίνος ούτε ο Μόμμιος χρησιμοποίησαν εξειδικευμένους συντηρητές αρχαιοτήτων για το πλιάτσικό τους· γι᾽ αυτό κατάφεραν να καταστρέφουν δυο μάρμαρα για καθένα που έπαιρναν. Η διαφορά ανάμεσα στον βρετανό λόρδο και τον ρωμαίο ύπατο είναι ένα ανέκδοτο: Ο Μόμμιος έβγαλε αυστηρή διαταγή σύμφωνα με την οποία όποιος έκανε ζημιά σε έργο τέχνης κατά τη μεταφορά ήταν υποχρεωμένος να το αντικαταστήσει - πιο φιλότιμος από τον Βρετανό ο Ρωμαίος, αλλά κι οι δυο τους έβλαπταν το ίδιο.

Η Φιλοσοφία του Βάθους

Η Αναζήτηση του ΕΙΝΑΙ από την Φιλοσοφία, στον δυτικό κόσμο, ή της Απώτερης Πραγματικότητας, από τα ανατολικά θρησκευτικά κινήματα, (που ορίζεται με διάφορους και διαφορετικούς τρόπους), δεν είναι μία δραστηριότητα (η οποία εξορισμού θα μας έφερνε έξω, στην επιφάνεια της ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ) αλλά το σταμάτημα της δραστηριότητας. Η εγκατάλειψη της αισθητηριακής δραστηριότητας μας οδηγεί στις εσωτερικές νοητικές διαδικασίες (που είναι όμως εξαρτημένες από την αντίληψη του εξωτερικού κόσμου και αναγκαστικά προσανατολισμένες προς τα έξω). Το ξεπέρασμα όλης αυτής της μάταιης νοητικής δραστηριότητας μας ανυψώνει ως την προσωπική αντίληψη της ύπαρξης. Η υπέρβαση ακόμα και αυτής της αντίληψης περί μίας προσωπικής ύπαρξης μας οδηγεί στο Απέραντο Βάθος του ΕΙΝΑΙ. Τελικά όλες οι πνευματικές προσπάθειες του ανθρώπου να βρει την Ύψιστη Αλήθεια, να Προσεγγίσει την Υπέρτατη Πραγματικότητα, να Βιώσει την Αληθινή Ύπαρξη, δεν είναι παρά μία άσκηση της Φιλοσοφίας του Βάθους.

Το τελικό συμπέρασμα σε όλες τις πνευματικές προσπάθειες και η Βασική Αρχή Μίας Φιλοσοφίας Του Βάθους είναι ότι η Πραγματική Ύπαρξη Είναι το Υπόβαθρο κάθε επιφανειακής ύπαρξης, μέσα στους κόσμους και μέσα στην ζωή. Για να Βιώσουμε Αυτό το Βάθος της Δεδομένης Ύπαρξης, δηλαδή την Αληθινή μας Ουσία, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε όλες τις επιφανειακές δραστηριότητες. Αυτό είναι μία τελείως απλή και φυσική πράξη, μολονότι η «φιλοσοφία» την κρύβει πίσω από την πολυπλοκότητα και η «θρησκεία» την καλύπτει με το πέπλο του μυστηρίου. Η Αλήθεια όμως είναι Εδώ, είναι τελείως απλή, τελείως φυσική. Δεν ανήκει σε κανέναν αποκλειστικά και δεν μπορεί κανείς να την χρησιμοποιεί για προσωπικούς σκοπούς ή για να εκμεταλλευτεί τους συνανθρώπους του.

Αυτό που εμπορεύονται δεν είναι η Υπέρτατη Αλήθεια αλλά αυτό που αυτοί αντιλαμβάνονται σαν υπέρτατη αλήθεια και, πραγματικά, αυτό είναι τελείως διαφορετικό.

Αυτοί που όντως έχουν εμπειρία της Υπέρτατης Πραγματικότητας κι όχι οι ανόητοι με το θρησκευτικό ένδυμα, έχουν βιώσει τον Εσωτερικό Δρόμο, τις εσωτερικές καταστάσεις, μέχρι την Αποκάλυψη του Αιώνιου και έχουν καταγράψει όλα αυτά σαν προσωπική εμπειρία. Αυτό που Βιώνουν είναι Μία Υποκειμενική Αντίληψη ΜΙΑΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ. Οδηγούνται έτσι σε μία διυποκειμενική αντίληψη της Απώτερης Πραγματικότητας. Στην πραγματικότητα βεβαίως, στο τελικό στάδιο του εσωτερικού δρόμου εγκαταλείπεται κάθε αντίληψη του εγώ. Αυτή είναι μία Εμπειρία που έχουν όλα τα υποκείμενα. Είναι η Υπέρτατη Αλήθεια που Ενοποιεί τα πάντα Μέσα Της. Είναι το «τελείως είναι» του Πλάτωνα, το «Ένα» του Πλωτίνου, το Απόλυτο Είναι, η Αληθινή Ύπαρξη, είναι το Βράχμαν, το Ασαμσκρίτα (το νιρβάνα), η Υπέρτατη Πραγματικότητα.

Όλα αυτά τα όντα (που μπορεί να βιώνουν την ύπαρξη σε διάφορους κόσμους) περιέγραψαν όλο το φάσμα της εμπειρίας της ύπαρξης, από το Απόλυτο μέχρι τους κατώτερους κόσμους. Αυτό που είναι αξιοσημείωτο είναι ότι η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ Είναι η Αρχή και το Τέλος κι ακόμα ότι ανάμεσα στην Δραστηριότητα της ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ, τους κόσμους, τις πνευματικές λειτουργίες, τις βαθμίδες του διαλογισμού και την εμπειρία της ύπαρξης στα διάφορα επίπεδα υπάρχει μια πλήρης αντιστοιχία. Έτσι ακόμα κι ένα ον που βιώνει την ύπαρξη στον υλικό κόσμο, όταν έχει μέσω του διαλογισμού μία εσωτερική εμπειρία στο νοητικό επίπεδο ή ακόμα ψηλότερα, στο υπαρξιακό επίπεδο, μπορεί να αντιληφθεί πως είναι η ύπαρξη στα αντίστοιχα πεδία. Αυτό που στον υλικό κόσμο βιώνει σαν επίπεδο του αποκαλύπτει το πραγματικό πεδίο. Έτσι αυτό που περιγράφουν σαν μεταφυσικούς κόσμους δεν είναι δημιούργημα της φαντασίας τους αλλά συμπεράσματα της προσωπικής εμπειρίας τους.

Η Αλήθεια είναι τελικά απλή κι έχει αποκαλυφθεί πολλές φορές μέσα στην ιστορία. Δεν χρειάζονται λοιπόν ούτε μύστες, ούτε σωτήρες, ούτε μεσάζοντες. Ο καθένας έχει στην διάθεσή του τις πληροφορίες που θέλει για να φτάσει στην Αλήθεια. Στην πραγματικότητα η ΑΛΗΘΙΝΗ ΥΠΑΡΞΗ που αποτελεί το Υπόβαθρο κάθε ύπαρξης περικλείνει μέσα της όλη την γνώση κι όλες τις εμπειρίες, ακόμα και την πιο παράλογη. Από αυτή την ανεξάντλητη πηγή δεδομένων η Δεδομένη Συνείδηση επιλέγει, επεξεργάζεται και χρησιμοποιεί μόνο τις πληροφορίες που θέλει αποκλείοντας κάποιες άλλες. Η Ύπαρξή μας δηλαδή λειτουργεί σε δύο επίπεδα. Ένα Βαθύτερο, Απόλυτο, Αιώνιο, Άπειρο, Αμετάβλητο και ένα τελείως επιφανειακό που εκδηλώνεται σαν νοητικός πυρήνας και προσωπική ύπαρξη. (Συμβαίνει όπως στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Τα δεδομένα ενός δίσκου εμφανίζονται αποσπασματικά και προσωπικά στην επιφάνεια εργασίας του χρήστη).

Η Εμπειρία του ΒΑΘΟΥΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ δεν είναι απλά η Αλήθεια, κι ο Προορισμός της Ύπαρξης, δεν είναι απλά το σημαντικότερο φιλοσοφικό, θρησκευτικό, πρόβλημα, δεν είναι απλά η πρώτιστη πράξη επιβίωσης της ύπαρξης, είναι η ΦΥΣΗ μας, είναι η Δυνατότητά μας, είναι η Αυτοδιάθεσή μας και η Ελευθερία μας. Μολονότι προβάλλεται από κάποιους ανόητους υπερασπιστές της Αλήθειας σαν κάτι ιερό και μυστικό κι άλλες ανοησίες στην πραγματικότητα είναι μία τελείως φυσική και απλή διαδικασία. Το μόνο που χρειάζεται είναι να τοποθετήσουμε το σώμα σε ασφαλή θέση (για να μην καταρεύσει όταν θα εγκαταλείψουμε την αισθητηριακή δραστηριότητα). Η εγκατάλειψη της αισθητηριακής δραστηριότητας γίνεται πιο εύκολα σε ένα ήσυχο τόπο. Έχοντας για χρόνια προσανατολισμό προς τα έξω ίσως στην αρχή να παρασυρόμαστε από αισθητήρια ερεθίσματα. Αυτό ξεπερνιέται γρήγορα. Η αντίληψη του σώματος υποχωρεί, υποβαθμίζεται και μεταφερόμαστε στο νοητικό επίπεδο. Καθώς έχουμε, κατά κανόνα, τοποθετήσει την αληθινή ζωή στον εξωτερικό κόσμο, η αντίληψή μας θα παρασύρεται συνεχώς προς τα έξω. Χρειάζεται λοιπόν ένας ριζικός επαναπροσδιορισμός για το τι είναι σημαντικό. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η Αυτογνωσία και η Βίωση της Αληθινής Ύπαρξης είναι το σημαντικότερο. Μόνο έτσι μπορούμε να ξεπεράσουμε την ακατάσχετη ροή προς τα έξω. Καθώς είμαστε εξαρχής Αυτό το ΕΙΝΑΙ, το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΙΝΑΙ, δεν χρειάζεται να σκεφτούμε τίποτα, να κάνουμε κάτι, ούτε να προβληματιζόμαστε, ούτε να αγωνιούμε, όλα αυτά είναι ανοησίες. Αυτό που πετυχαίνουμε τελικά είναι η αντίληψη μίας τελείως απλής ύπαρξης, αντίληψη κενή από προσδιορισμούς. Κι έτσι περνάμε στο πιο εσωτερικό επίπεδο της προσωπικής ύπαρξης. Καθώς έχει σταματήσει η αισθητηριακή δραστηριότητα (και δεν αισθανόμαστε πιά τα όρια του σώματος) και έχουμε ξεπεράσει την νοητική δραστηριότητα (που μας περιορίζει στην αντίληψη μίας συγκεκριμένης ύπαρξης) αντιλαμβανόμαστε ότι το Εγώ απλώνεται σε όλο τον χώρο, ως το άπειρο. Στην πραγματικότητα το ίδιο το Εγώ είναι άπειρο. Το ίδιο το εγώ, σαν απλή ύπαρξη, δεν διαφέρει από την μη ύπαρξη αφού δεν υπάρχουν πιά προσδιορισμοί. Πέρα από αυτή την αντίληψη απλώνεται το Άπειρο, το Αιώνιο. Στην πραγματικότητα όλες αυτές οι καταστάσεις είναι συνέχεια η μία της άλλης. Καθώς εγκαταλείπουμε με την σειρά την αισθητήρια δραστηριότητα και στην συνέχεια την νοητική δραστηριότητα, το ένα φέρνει το άλλο τελείως φυσικά. Μπαίνουμε δηλαδή σε μία «διαδικασία» που μας οδηγεί από μόνη της ως το «κατώφλι» του Απείρου.

Πιστεύουμε πως η Φιλοσοφία, σαν Διερεύνηση της Αλήθειας, έχει μέλλον. Οι θρησκείες όμως που προβάλλουν μέσα από την ομίχλη της άγνοιας, έχουν κλείσει τον ιστορικό τους κύκλο. Η μόνη ίσως θρησκεία που θα μπορούσε να επιβιώσει είναι ο βουδισμός, σαν απλή θεωρία όμως κι όχι σαν θρησκευτική ανοησία όπως εφαρμόζεται σε πολλές ανατολικές χώρες. Σε μία θεωρία Περί Της Αλήθειας που μπορεί να διατυπωθεί σήμερα ή στο μέλλον, η Αλήθεια θα πρέπει να διατυπώνεται απλά χωρίς παρερμηνείες. Δεν χρειάζονται ούτε οργανώσεις, ούτε τελετουργίες, ούτε τίποτα άλλο. Ο καθένας μπορεί να βρει την Αλήθεια για λογαριασμό του.

Παιδιά που δεν βλέπουν το άλλο μισό της ζωής

Κάποτε, σε παλαιότερες κοινωνίες, αλλά και σήμερα σε θύλακες στις σύγχρονες πόλεις και βέβαια σε μεγάλο κομμάτι του αναπτυσσόμενου κόσμου, η ζωή για τα παιδιά ήταν υπερβολικά, άδικα σκληρή. Παιδιά παλιά και σήμερα να πεθαίνουν από απλές αρρώστιες όπως πνευμονίες, να βιώνουν την στέρηση, την κακουχία, την αδικία, την δουλειά, την σωματική βία, τον πόνο.

Έπειτα οι κοινωνίες μας έδειξαν σημάδια προόδου. Δεν είναι ανεκτό πλέον να μην δίνεις παυσίπονα ή αναισθησία σε ένα μικρό παιδί «γιατί τα μικρά παιδιά δεν είναι άνθρωποι, δεν πονούν», δεν είναι ανεκτό να εκθέτεις παιδιά σε αναίτιο κίνδυνο ή πόνο.

Ωστόσο, στον σύγχρονο δυτικό κόσμο αυτή η υγιής αντίδραση στην κακή παιδική ηλικία του παρελθόντος φτάνει στιγμές σε δόσεις υπερβολής.

Ο πόνος, η σωματική κόπωση, η ψυχική προσπάθεια, οι στερήσεις, το κακό, ο θάνατος είναι αναπόσπαστα κομμάτια της ενήλικης ζωής μας, έτσι που τα παιδιά μας όσο μεγαλώνουν χρειάζεται να ανοίγονται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, να παίρνουν πρώτες γεύσεις και να προετοιμάζονται από τους γονείς τους με ασφαλή, ελεγχόμενο τρόπο σε κάθε ευκαιρία.

Είναι καλό το positive thinking, αλλά παρερμηνεύεται εάν δίνουμε στα παιδιά την εντύπωση ότι σκοπός κάθε τους μέρας είναι να αποφεύγουν πάση θυσία οτιδήποτε δυσάρεστο, επίπονο, επώδυνο, να κλείνουν τα μάτια στην άλλη πλευρά αυτού του κόσμου πάση θυσία.

Εκφάνσεις και παραδείγματα αυτής της διαδεδομένης αντίληψης γονεικής και μεγαλώματος των παιδιών:

Ευκολία. Να μην σηκωθούν να πάρουν το νερό από την κουζίνα, θα τους το φέρουμε εμείς. Να παραγγέλνουν κάθε μεσημέρι τι θέλουν να φάνε έτοιμοι στο τραπέζι, με τους γονείς σερβιτόρους από πάνω τους. Να μην συμμετέχουν στις δουλειές του σπιτιού.

Άρνηση ανίας. Να μην βαριούνται ούτε στιγμή, μια στιγμή πριν καθίσουν πραγματικά και πάνε προς το να βαρεθούν, να τα βομβαρδίζουμε με ερεθίσματα, παιχνίδια, δραστηριότητες. Να μην αισθανθούν έστω και για κλάσμα δευτερολέπτου άσχημα, ότι δεν ξέρουν τι να κάνουν, για αυτό να γεμίσουμε τη μέρα και τη νύχτα τους με παιδικούς, σχολεία, αγγλικά γερμανικά αθλήματα και κάθε είδους οργανωμένη από μεγάλους δραστηριότητα. Πάνε να βαρεθούν ή να γκρινιάξουν περιμένοντας το φαγητό στο εστιατόριο; Αστραπιαία προληπτική κίνηση να πάρουν το κινητό ή το τάμπλετ στο χέρι. Κάθε στιγμή τους πρέπει να είναι ευχαρίστηση, απαγορεύεται η πλήξη, η υποψία δυσαρέσκειας.

Άρνηση σωματικού πόνου. Να μην πονέσουν στο εμβόλιο, στην εξέταση του παιδιού στον παιδίατρο. Υπάρχουν γονείς που δεν πηγαίνουν σε παιδίατρο γιατί το παιδί «θα κλάψει», και η εμβολιοφοβία έχει σήμερα σε σημαντικό βαθμό από πίσω αυτόν τον ψυχολογικό μηχανισμό: Αδυνατώ να δω το παιδί για ταλαιπωρείται για λίγες στιγμές ώστε να αποφύγει μεγαλύτερη ταλαιπωρία αν αρρωστήσει, δεν μπορώ να δω την μεγάλη εικόνα, εστιάζω μόνο στο πως θα αποφύγω οποιονδήποτε πόνο του παιδιού μου πάση θυσία.

Άρνηση ταλαιπωρίας. Να μην περπατήσουν λίγο παραπάνω, να είναι συνέχεια σε ένα καρότσι. Να μην πάρουν φάρμακο, έστω με το ζόρι μετά από εξήγηση και σταθερότητα του γονιού, με αποτέλεσμα να υποθεραπεύονται. Να μην ταξιδέψουν με αεροπλάνο γιατί θα ταλαιπωρηθούν, να μην βγουν έξω γιατί θα κρυώσουν κα.

Άρνηση της όψης του θανάτου. Να μην δουν κηδεία, να μην δουν τον αγαπημένο τους παππού πεθαμένο, να μην ακούσουν την αλήθεια ότι πέθανε. Να μην λυπηθούν, να μην σκεφτούν τι είναι η ζωή, τα μεγάλα της διλήμματα, μόνο να παίζουν ρομποτικά, ξέφρενα, μηχανιστικά και αυτιστικά πέραν του πραγματικού κόσμου, στον δικό τους πλασματικό παιδικό κόσμο της ευμάρειας και ευχαρίστησης χωρίς διακοπή. Να τα κρατήσουμε μακριά από τα σοβαρά ερωτήματα της ζωής, μην έτσι σκεφτούν και πονέσουν.

«Και γιατί να δείξω στο παιδί μου προβλήματα, δυσάρεστες καταστάσεις και δυσκολίες, δεν θα τα βρει μπροστά του ούτως ή άλλως όταν μεγαλώσει;»

Όταν ένα παιδί μεγαλώνει σε γυάλα υπερβολικής ασφάλειας, απομόνωσης από τις κακές εκφάνσεις του κόσμου, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να έρθει κάποια στιγμή σε απότομη σύγκρουση με τον εξωτερικό κόσμο. Αν οποιαδήποτε υποψία βίας είναι παντελώς αποκλεισμένη στο σπίτι, τότε η βία μπορεί να γίνει απαγορευμένος καρπός, έτσι που αντί να βοηθήσουμε το παιδί να μάθει να διαχειρίζεται ένα δυσάρεστο αλλά συχνό φαινόμενο γύρω του, αντί να το βοηθήσουμε να την ενσωματώσει υγιώς και να την απομυθοποιήσει, εντείνουμε την αναζήτησή της ως μυστήριο, ως επανάσταση εφηβείας, ως εικονική πραγματικότητα μακριά από το σπίτι.

Μεγαλώνουμε μη ρεαλιστικά ανάπηρα άτομα που δεν βλέπουν το άλλο μισό της ζωής, έως ότου, όταν πια ο γονεικός έλεγχος του σπιτιού γκρεμίζεται και οι συνομίληκοι έρχονται στο πρώτο πλάνο, απομυθοποιούνται οι γονείς και ο τρόπος που ανέθρεψαν.

Και επειδή η ανάγκη υπάρχει, η ανάγκη να κοιτάξουμε τον θάνατο, τη βία, το κακό, όσο και να τα κρύψουμε, βγαίνει στην επιφάνεια κάποτε, ως ακαταμάχητη περιέργεια για τον πραγματικό σκληρό κόσμο ή ως μετωπική σύγκρουση με τραυματισμό, πολλά παιδιά και έφηβοι θα απολαύσουν με εμμονή και χωρίς ίχνος διαχείρισης από τους γονείς δεκάδες σκοτωμούς σε ταινίες, βιντεο-παιχνίδια κα.

Είναι εν πολλοίς χαρακτηριστικό των δυτικών, χριστιανικών κοινωνιών: μια ζωή μακριά από κάθε πόνο, δυστυχία, θάνατο. Έτσι όμως προστατεύουμε πραγματικά τα παιδιά μας;

Δεν είναι όλα ευχαρίστηση, υπάρχει και η αυτοθυσία, η συμμετοχή στον πόνο, η ενσυναίσθηση, η ανθρωπιά, τα τραγικά ερωτήματα της ζωής, το ρίσκο και ο κίνδυνος, που μπορούν όλα αυτά να έχουν παροδικά γεύση πίκρας πολλές φορές αλλά γεμίζουν τη ζωή μας και που πρέπει να τα δείξουμε σταδιακά στα παιδιά μας όσο περνούν στην σχολική ηλικία. Χωρίς αυτά διδάσκουμε μια ζωή που έχει μπει στον αποχυμωτή και έχει βγει καρικατούρα, ένα ανούσιο, ανόητο κυνήγι ευμάρειας.

Κανείς δεν θέλει να επιστρέψει στα επίπεδα παιδικής παραμέλησης και κακοποίησης που χαρακτήριζαν παλαιότερες κοινωνίες, ωστόσο το άλλο άκρο που παρατηρείται συχνά σήμερα παράγει παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς όρια, ευθύνες, χωρίς συμμετοχή, χωρίς ολοένα αυξανόμενες, ελεγχόμενες με ασφάλεια από τους γονείς δόσεις έκθεσης στον πραγματικό κόσμο εκεί έξω. Κι αυτό γιατί οι γονείς σε κάποιες περιπτώσεις δεν περνούν στο επόμενο στάδιο.

Στόχος του γονιού δεν είναι να αποφεύγει για το παιδί κάθε πόνο, κάθε δυσκολία, κόπωση, μικρές ταλαιπωρίες, εμπειρίες της κακής πλευράς της ανθρώπινης φύσης. Ανάμεσα στο ένα άκρο, να βομβαρδίζεται το παιδί από άθλιας ποιότητας παιδικά με ανθρωπόμορφα τέρατα ή παραμύθια με ανθρωποφάγους δράκους, και στο άλλο, σε παιδικά ή παραμύθια γλυκανάλατα με απουσία υποψίας κακού ήρωα, υπάρχει η σταδιακή έκθεση μέσα από βιβλία και ταινίες σε σύγχρονα προβλήματα της ανθρώπινης ζωής και κακές συμπεριφορές ή καταστάσεις. Δεν χρειάζεται το δεκάχρονο παιδί να βλέπει φυσικά κάθε μέρα το ενημερωτικό δελτίο των 8 με όλα τα δεινά του κόσμου σε ακατάλληλες συχνά εικόνες, αλλά και δεν χρειάζεται σε αυτό το παιδί να κρύβουμε οποιαδήποτε σκηνή δυστυχίας ή υποψίας βίας ή σεξουαλικότητας.

Στα πρώτα χρόνια της ζωής στη σχέση του γονιού με το μικρό προτεραιότητα έχει το χτίσιμο εμπιστοσύνης, η ανταπόκριση, η κατά απαίτηση φροντίδα. Έπειτα και μέχρι τα δώδεκα χρόνια περίπου μπαίνει στην εικόνα αναπόφευκτα το άνοιγμα στον έξω κόσμο, το χτίσιμο ενός γερού παιδιού, που μαθαίνει να κρατιέται όρθιο σε σωματικούς και ψυχικούς πόνους, που εκπαιδεύεται στο stamina και στο resilience, στο χτίσιμο ανθεκτικότητας, που μαθαίνει να κοιτάζει την μεγάλη εικόνα, big picture, πέρα από παροδικούς πόνους και κακουχίες, που χτίζει δυνάμεις για τα δύσκολα. Μετά τα 12, δυστυχώς ή ευτυχώς, ο γονιός παύει να επηρεάζει οτιδήποτε, ο έφηβος έχει ήδη ξεπεράσει τον γονιό, έχει ανοιχτεί στον κόσμο και επηρεάζεται κυρίως από τους συνομιλήκους, το σχολείο, το ίντερνετ. Εκεί το μόνο που μένει στον γονιό είναι το προσωπικό του παράδειγμα, η στάση ζωής του, όχι το τι λέει στο παιδί αλλά το τι κάνει.

Σκόρπιες σκέψεις, τροφή για περαιτέρω σκέψη, μα ίσως και να το’ χουμε παρακάνει.

Γιατί ένας άνθρωπος νοιώθει την ανάγκη να μειώσει κάποιον;

Δεν υπάρχει πάθος τόσο βαθιά ριζωμένο στην καρδιά, όσο ο φθόνος

Στην καθημερινότητά μας , όλοι έχουμε γίνει μάρτυρες , έχουμε βιώσει ή έχουμε και εμείς οι ίδιοι προσπαθήσει με λόγια και με πράξεις να μειώσουμε έναν άλλο άνθρωπο. Απαξιωτικά σχόλια για το βάρος μίας γυναίκας, «αθώα» γελάκια για την εμφάνιση κάποιου, υποτίμηση των δυνατοτήτων ενός ανθρώπου, ειρωνικά σχόλια για τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την καταγωγή κάποιου και άλλα τόσα παραδείγματα.

Λόγια και πράξεις που έχουν ως απώτερο σκοπό να μειώσουν την προσωπικότητα και την ψυχή εκείνου που είναι ο αποδέκτης. Και, φυσικά, η προσπάθεια μείωσης μπορεί πολύ εύκολα να ξεπεράσει μία απλή λεκτική επίθεση και να φτάσει και στο επίπεδο πρόκλησης σωματικών βλαβών.

Το βασικό όμως ερώτημα είναι:

Γιατί ένας άνθρωπος νοιώθει την ανάγκη να μειώσει κάποιον, τι κερδίζει από τη λεκτική ή τη σωματική βία ή τις όποιες απαξιωτικές συμπεριφορές;

Μειώνουμε τους άλλους ακριβώς για να νοιώσουμε εμείς καλύτερα με τον εαυτό μας, για να εξυψώσουμε το δικό μας εγώ και να νοιώσουμε ανώτεροι. Η γυναίκα που ειρωνεύεται μία άλλη γυναίκα με παραπανίσια κιλά μέσω αυτής της ειρωνείας προσπαθεί να νοιώσει εκείνη καλύτερα με το σώμα της και σιγουρεύει περισσότερο τον εαυτό της για τη θηλυκότητά της , μειώνοντας τη θηλυκότητα μίας άλλης γυναίκας. Με παρόμοιο τρόπο και ο άνδρας που κάνει άσχημα και ομοφοβικά σχόλια για έναν ομοφυλόφιλο με αυτό τον τρόπο μέσω του νοιώθει ακόμα πιο σίγουρος για τη δική του σ3ξουαλικότητα.

Η προσπάθεια μείωσης δεν αφορά βέβαια έναν άνθρωπο έξω από εμάς. Αφορά τη δική μας αυτοεκτίμηση, το πόσο καλά νοιώθουμε εμείς με τον εαυτό μας και το πόσο αγαπάμε και αποδεχόμαστε αυτό που είμαστε. Όσο πιο χαμηλή αυτοεκτίμηση έχει κάποιος, τόσο περισσότερο θα επιθυμεί να μειώνει άλλους ανθρώπους.

Στο κείμενό μου: Κανένας υγιής άνθρωπος δεν γίνεται βασανιστής, εξετάζω τους λόγους που ωθούν έναν άνθρωπο να ασκεί σχολικό εκφοβισμό σε άλλους μαθητές.

Η βασικότερη αιτία είναι η πρόκληση της ευχαρίστησης και το αίσθημα ανωτερότητας που νοιώθει ένα άτομο όταν ασκεί βία σωματική και λεκτική σε ένα άλλο άτομο.

Στα παιδιά αυτά διαπιστώνεται ένα μεγάλο πρόβλημα σε σχέση με την αυτοεκτίμησή τους. Η προσπάθεια μείωσης σχετίζεται με την αυτοεκτίμηση και την υγιή σχέση που έχουμε χτίσει με τον εαυτό μας. Όσο πιο καλά νοιώθει κάποιος με τον εαυτό του εκτιμά αυτό που είναι, τόσο λιγότερο θα προβαίνει σε λεκτική, σωματική επίθεση και προσπάθεια μείωσης.

Η σχέση με τον εαυτό μας αποτελεί τη σημαντικότερη σχέση που θα αποκτήσει ένας άνθρωπος, θα διαρκέσει όλη τη ζωή του και θα καθορίσει και τον τρόπο με τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρά και επικοινωνεί με τους άλλους ανθρώπους. Πολλές φορές η προσπάθεια μείωσης κρύβει μέσα ακόμα και ζήλεια ή φθόνο για το άτομο το οποίο προσπαθούμε να υποβιβάσουμε.

Όσο πιο μεγάλη αυτοεκτίμηση και αυτογνωσία διαθέτει ένα άτομο, τόσο λιγότερο θα προσπαθεί να μειώσει τους άλλους για να πείσει τον εαυτό του για την αξία του.

Λιαντίνης: Να μαθαίνεις στους νέους τη ζωή και να τους ξεμαθαίνεις τις δεισιδαιμονίες

Αυτά είναι δουλειές και καμώματα για τους Βουσμάνους φίλε. Αυτά και τα άλλα συναφή τους. Βασκανίες, ξεματιάσματα, αστρολογία, τσαρλατανιά και λωποδύτες.

Ευχές και κατάρες, θεοί, διαβόλοι, αγγέλοι και φαντάσματα. Τελώνια τούλπες και δαιμονικά, το χερικό και το ποδαρικό, η μυρωδιά, το θυμίαμα και το λιβάνι. Λιτανείες για την ανεβροχιά, σταυροκοπήματα και μετάνοιες, φυλαχτά γκόλφια, κόκαλα χάντρες νυχτερίδες κα το τετράφυλλο τριφύλλι.

Τέτοιας λογής είναι ο φέροντας σκελετός της πνευματικής οργάνωσης των παιδιών μας. Τα πέλματα και τα πέδιλα, οι κολόνες, τα συνάζια και οι δοκοί συνδέσεως της ζωής τους είναι οι δεισιδαιμονίες και οι προλήψεις.

Αγωνιζόμαστε να αφαιρέσουμε τη φύση μέσα από το παιδί, και την ανταλλάζουμε με την άρρωστη γνώμη μας.

Και δόστου οι παπάδες με τα θυμιατά στις γωνίες των κοιμητηρίων. Για να βουτάνε τα όβολα των πονεμένων. Σαν το φίδι κοιτάνε πώς να μαγνητίσουν το θύμα. 'Ασε πια όταν τύχει να τους ιδείς να πιάνονται σε πρόστυχο καβγά για τον πελάτη. Χάρμα.

Και βέβαια ημπορεί να εννοήσει κανείς τη λυσσαλέα τους αντίδραση, όταν χρόνια τώρα ζητούμε να καθιερωθεί και στην Ελλάδα το αποτεφρωτήριο και η προαιρετική καύση των νεκρών. Όπως είναι σε όλες τις φτασμένες χώρες.

Και δόστου οι αγύρτες με τα ωροσκόπια και τους ζωδιακούς σε εφημερίδες και περιοδικά και τελεβίζια.

Βλέπεις κάτι χοντρές κυρίες, που σαν αρχίσουν να σου μιλούν για τον Στάχυ της Παρθένου και για τις επιρροές του Αιγόκερου με τα κέρατα στα ερωτικά σου βουβαίνουν τον Πεντζίας και τον Ουίλσον (οι αστροφυσικοί Penzias και Wilson to 1963 παρατήρησαν την ακτινοβολία μικροκυμάτων 3Κ που γεμίζει το σύμπαν.

Είναι καθώς υποθέτουν ισχυρά το κατάλοιπο από τη θερμοκρασία της μεγάλης έκρηξης (big bang) που ήταν άπειρη τη στιγμή της πρώτης αρχής, πριν 15 δισεκατομμύρια χρόνια).

Στο άψε σβήσε σου μετρούν την απόσταση από τη Γη ως το νέφος του Μαγγελάνου. Τα έτη φωτός και τα πάρσεκ, και τα μεγαπάρσεκ και τον ηλιακό άνεμο και τις ηλιακές κηλίδες και το ηλιακό στέμμα τα παίζουν στα δάχτυλα πεντόβολα...

Και δόστου το τροπάρι για την καλή ψυχή και τα καλά στερνά.

Να γίνεις δίκαιος και να γίνεις καλός για τους άλλους. Να πηγαίνεις το δείλι στο παρεθύρι, και να διαβάζεις τη Θεία Γραφή και τη Χαλιμά, που έλεγε της θυγατρός της η Γυναίκα της Ζάκυθος.

Εσύ ν΄ αγιάσεις. Και να μην προσέχεις που οι άλλοι είναι λύκοι έτοιμοι να σε φάνε.

Και προπάντος αυτό: τα μάτια σου τέσσερα για τον Ουρανό και τη Βασιλεία του…

Δυο εντολές

Αυτές είναι οι δύο εντολές που πάνω τους κρέμουνται οι νόμοι και οι προφητείες της παιδείας. Να χτίζεις στο μάρμαρο της γνώσης και να γκρεμίζεις την αχεροπληθιά της πρόληψης.

Σωστή παιδεία θα ειπεί να μαθαίνεις στους νέους τη ζωή και να τους ξεμαθαίνεις τις δεισιδαιμονίες που από νήπια τους περνάει μια παράδοση άρρωστη μέσα από την οικογένεια, την κοινωνία, την πολιτεία, την εκκλησία, τα μέσα ενημέρωσης, και τους άλλους παράγοντες της αγωγής.

Το ένα λοιπόν είναι να ριζώσουμε το νέο στη ζωή, Το άλλο να ξεριζώσουμε από μέσα του την ψευτιά.

Δημήτρης Λιαντίνης, Τα Ελληνικά

Αν θέλεις να αγγίξεις το όνειρό σου, δούλεψε στην σιωπή κι άσε την επιτυχία σου να κάνει θόρυβο

Σε μια εποχή όπου η ζήλια κυριαρχεί και οι καλοί άνθρωποι είναι είδη προς εξαφάνιση, πολλές φορές μπαίνουμε στην διαδικασία να εκμυστηρευτούμε όνειρά μας που θα θέλαμε να υλοποιήσουμε.

Δυστυχώς όμως σπάνια θα συναντήσεις άνθρωπο εκτός βέβαια από τα μέλη της οικογένειας σου με τους οποίους σας συνδέουν ισχυροί δεσμοί αίματος, που θα σε παρακινήσουν, θα σε ενθαρρύνουν. Αντίθετα θα σε αποτρέψουν, θα σε απογοητεύσουν, θα σε πείσουν να εγκαταλείψεις την όποια προσπάθεια και να παραμείνεις στην ήδη υπάρχουσα καθημερινότητα η οποία σου παρέχει την απαραίτητη ασφάλεια. Κι αυτό γιατί η επιτυχία του πλησίον δύσκολα αντέχεται. Μόνο ένας καλός άνθρωπος απαλλαγμένος από το αίσθημα της ζήλιας μπορεί να το δεχτεί.

Η επιτυχία δοκιμάζει και διαλύει φιλίες. Να το θυμάσαι. Στην δυστυχία σου πολλοί θα είναι εκείνοι που θα σου σταθούν από λύπηση. Στην χαρά σου ακόμη λιγότεροι. Στην επιτυχία σου; Όταν έρθεις αντιμέτωπος με την σκληρή πραγματικότητα που θα σου προσφέρει η επιτυχία, θα εκπλαγείς. Κι αυτό γιατί τα άτομα που θα σε στηρίξουν θα είναι επί το πλείστον άγνωστα σε σένα μέχρι εκείνη την δεδομένη στιγμή.

Έπειτα να είσαι προετοιμασμένος ότι το ξεσκαρτάρισμα ανθρώπων που θα αποφασίσεις έπειτα να κάνεις στην ζωή σου, θα την αλλάξουν πλήρως. Μην στεναχωρηθείς. Η ζωή σου θα αλλάξει προς το καλύτερο. Διότι θα απομακρύνεις τους υποκριτές και θα παραμείνεις με άτομα που αξίζει πραγματικά να είναι κοντά σου.

Αν θέλεις λοιπόν να αγγίξεις το όνειρό σου, δούλεψε στην σιωπή… άσε την επιτυχία σου να κάνει θόρυβο… κι εκείνη θα επιλέξει τους πραγματικούς σου φίλους..

Οι νόμοι της αλήθειας και της μισής αλήθειας - Πώς η τυχαιότητα κυβερνά τη ζωή μας

Στην ιστορία των μαθηματικών οι αρχαίοι Έλληνες κατέχουν ξεχωριστή θέση επειδή επινόησαν τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται τα σύγχρονα μαθηματικά: μέσω αξιωμάτων, αποδείξεων, θεωρημάτων, περισσότερων αποδείξεων, περισσότερων θεωρημάτων κ.ο.κ. Κατά τη δεκαετία του 1930, ωστόσο, ο Αυστροαμερικανός μαθηματικός Κουρτ Γκέντελ -φίλος του Αϊνστάιν απέδειξε ότι αυτή η προσέγγιση είναι κάπως ανεπαρκής: οι περισσότερες μαθηματικές θεωρίες, όπως κατέδειξε, πρέπει είτε να είναι ασυνεπείς είτε να εμπεριέχουν αλήθειες που δεν μπορούν να αποδειχθούν. Παρόλα αυτά, η πορεία των μαθηματικών συνεχίστηκε με αμείωτο ρυθμό σύμφωνα με το ελληνικό πρότυπο, το πρότυπο του Ευκλείδη.

Οι Έλληνες, ιδιοφυείς γεωμέτρες, δημιούργησαν ένα μικρό σύνολο αξιωμάτων, δηλαδή προτάσεων που θα πρέπει να γίνουν αποδεκτές χωρίς να έχουν αποδειχθεί, και βάσει αυτών προχώρησαν στην απόδειξη πολλών όμορφων θεωρημάτων που περιγράφουν λεπτομερώς τις ιδιότητες των ευθειών, των επιπέδων, των τριγώνων και άλλων γεωμετρικών σχημάτων. Με αυτές τις γνώσεις αντιλήφθηκαν, για παράδειγμα, ότι η Γη είναι σφαιρική και μάλιστα υπολόγισαν και την ακτίνα της. Είναι σίγουρα αξιοπερίεργο γιατί ένας πολιτισμός που ήταν σε θέση να διατυπώσει ένα θεώρημα όπως η πρόταση υπ’ αριθμ. 29 του βιβλίου I των Στοιχείων του Ευκλείδη -«όταν μια ευθεία τέμνει δύο παράλληλες ευθείες, οι εντός εναλλάξ γωνίες που σχηματίζονται είναι ίσες, οι εντός, εκτός και επί τα αυτά γωνίες είναι ίσες, και οι εντός και επί τα αυτά γωνίες είναι ίσες με το άθροισμα δύο ορθών γωνιών»- δεν δημιούργησε και μια θεωρία που να αποδεικνύει ότι αν ρίξουμε δυο ζάρια δεν είναι και τόσο συνετό να στοιχηματίσουμε την Κορβέτ μας στο ενδεχόμενο να φέρουν και τα δύο έξι.

Οι Έλληνες βέβαια όχι μόνο δεν είχαν Κορβέτ, δεν είχαν ούτε ζάρια. Ωστόσο, είχαν ροπή προς τα τυχερά παιχνίδια. Διέθεταν επίσης άφθονα κουφάρια ζώων, κι έτσι έριχναν «αστραγάλους» από διάφορα ζώα, δηλαδή μικρά οστά από τη φτέρνα του ζώου. Ο αστράγαλος έχει έξι έδρες, όμως μόνο οι τέσσερεις είναι αρκετά ευσταθείς ώστε να μπορεί να σταθεί το οστό σε μία από αυτές. Σύγχρονοι ερευνητές επισημαίνουν ότι, λόγω της κατασκευής του οστού, η πιθανότητα να σταθεί σε καθεμία από τις τέσσερεις αυτές έδρες δεν είναι η ίδια: δύο από τις έδρες έχουν πιθανότητα περίπου 10% η καθεμιά και οι άλλες δύο έχουν πιθανότητα από 40%. Σ’ ένα συνηθισμένο παιχνίδι ρίχνονταν τέσσερεις αστράγαλοι. Το αποτέλεσμα που εθεωρείτο καλύτερο ήταν μεν σπάνιο, αλλά όχι το σπανιότερο: ήταν η περίπτωση όπου οι τέσσερεις αστράγαλοι στέκονταν σε διαφορετική έδρα ο καθένας. Ο συνδυασμός αυτός ονομαζόταν “βολή της Αφροδίτης” και είχε πιθανότητα περίπου 384 στις 10.000. Οι Έλληνες, ωστόσο, που δεν διέθεταν κάποια θεωρία της τυχαιότητας, δεν το γνώριζαν αυτό.
Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τους αστραγάλους και όταν έθεταν ερωτήσεις στα μαντεία τους. Από τα μαντεία οι ερωτώντες λάμβαναν απαντήσεις που υποτίθεται ότι ήταν τα λόγια των θεών. Πολλές σημαντικές επιλογές που έκαναν εξέχοντες Έλληνες βασίζονταν στις συμβουλές των μαντείων, όπως μαρτυρεί ο ιστορικός Ηρόδοτος, αλλά και συγγραφείς όπως ο Όμηρος, ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής. Ωστόσο, παρά τη σημασία της ρίψης αστραγάλων τόσο στα τυχερά παιχνίδια όσο και στη θρησκεία, οι Έλληνες δεν κατέβαλαν καμία προσπάθεια να κατανοήσουν τις κανονικότητες που διέπουν αυτές τις ρίψεις.

Γιατί οι Έλληνες δεν ανέπτυξαν κάποια θεωρία πιθανοτήτων; Μια εξήγηση είναι πως πολλοί Έλληνες πίστευαν ότι το μέλλον εκτυλίσσεται σύμφωνα με τη θεϊκή βούληση. Αν το αποτέλεσμα μιας ρίψης αστραγάλων σήμαινε «παντρέψου τη γεροδεμένη Σπαρτιάτισσα που σε έβαλε κάτω σ εκείνο τον αγώνα πάλης πίσω από το σχολείο», ο νεαρός Έλληνας δεν θα θεωρούσε το αποτέλεσμα της ρίψης το ευτυχές (ή ατυχές) προϊόν μιας τυχαίας διεργασίας· θα θεωρούσε ότι είναι η βούληση των θεών. Με δεδομένη μια τέτοια θεώρηση, η κατανόηση της τυχαιότητας δεν θα είχε νόημα. Κατά συνέπεια, η μαθηματική πρόβλεψή της θα φαινόταν αδύνατη. Μια άλλη εξήγηση μπορεί να βρίσκεται στην ίδια τη φιλοσοφική αντίληψη που έκανε τους Έλληνες τόσο μεγάλους μαθηματικούς: είχαν εμμονή με την απόλυτη αλήθεια, η οποία αποδεικνύεται μέσω της λογικής και των αξιωμάτων, και αντιπαθούσαν τις αβέβαιες αποφάνσεις. Στον Φαίδωνα του Πλάτωνα, για παράδειγμα, ο Σιμμίας λέει στον Σωκράτη ότι «τα επιχειρήματα που βασίζονται σε πιθανολογίες είναι παραπλανητικά» και ότι «εάν δεν χρησιμοποιηθούν με ιδιαίτερη προσοχή, ενδέχεται να εξαπατήσουν τόσο στη γεωμετρία όσο και σε άλλα». Στον Θεαίτητο, ο Σωκράτης λέει ότι ο μαθηματικός που «επιχειρηματολογεί σε θέματα γεωμετρίας βασιζόμενος σε πιθανότητες και εικοτολογίες δεν αξίζει τίποτα». Ωστόσο, ακόμα και οι Έλληνες που πίστευαν ότι όσοι ασχολούνταν με τις πιθανότητες άξιζαν κάτι ενδεχομένως να δυσκολεύονταν να συγκροτήσουν μια συνεπή θεωρία εκείνη την εποχή, προτού δηλαδή καθιερωθεί η συστηματική τήρηση αρχείων, διότι οι άνθρωποι έχουν, ως γνωστόν, εξαιρετικά φτωχή μνήμη όταν προβαίνουν σε εκτίμηση της συχνότητας -συνεπώς και της πιθανότητας συμβάντων του παρελθόντος.

Ποιες είναι περισσότερες: οι αγγλικές λέξεις με έξι γράμματα που το πέμπτο γράμμα τους είναι το n ή οι αγγλικές λέξεις με έξι γράμματα που τελειώνουν σε -ing; Οι περισσότεροι απαντούν ότι είναι οι λέξεις που τελειώνουν σε -ing. Γιατί; Επειδή είναι πιο εύκολο να σκεφτεί κανείς λέξεις με κατάληξη -ing παρά να βρει γενικώς και αορίστως λέξεις με έξι γράμματα που έχουν για πέμπτο γράμμα το n. Ωστόσο, δεν είναι ανάγκη να ψάξει κανείς στο λεξικό αγγλικής γλώσσας της Οξφόρδης -δεν χρειάζεται καν να ξέρει να μετρά-για να αποδείξει ότι αυτή η απάντηση είναι λανθασμένη: το σύνολο των λέξεων που έχουν έξι γράμματα με πέμπτο το n περιλαμβάνει όλες τις λέξεις που έχουν έξι γράμματα και τελειώνουν σε -ing. Οι ψυχολόγοι ονομάζουν αυτόν τον τύπο λάθους «μεροληψία διαθεσιμότητας», επειδή όταν ανασυνθέτουμε το παρελθόν δίνουμε αδικαιολόγητα μεγάλη σημασία σε αναμνήσεις που είναι ζωηρότερες και συνεπώς πιο διαθέσιμες προς ανάσυρση.

Το κακό με τη μεροληψία της διαθεσιμότητας είναι ότι διαστρεβλώνει με ύπουλο τρόπο την εικόνα μας για τον κόσμο επειδή διαστρεβλώνει την αντίληψή μας για τα παρελθόντα γεγονότα και για το περιβάλλον μας. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι έχουν την τάση να υπερεκτιμούν το ποσοστό των αστέγων που είναι ψυχικά ασθενείς, διότι όταν συναντούν έναν άστεγο που δεν συμπεριφέρεται περίεργα αυτό δεν τους κάνει εντύπωση, και δεν σπεύδουν να μιλήσουν σ’ όλους τους φίλους τους γι’ αυτόν τον μη αξιοπρόσεκτο άστεγο που συνάντησαν. Όταν όμως συναντούν έναν άστεγο που περπατάει χτυπώντας τα πόδια του και γνέφοντας με τα χέρια του σ’ έναν φανταστικό σύντροφό του ενώ τραγουδάει το «When the Saints Go Marching In», έχουν την τάση να συγκρατούν στη μνήμη τους το περιστατικό. Πόσο πιθανό είναι, από τις πέντε ουρές στα ταμεία του σούπερ-μάρκετ, να διαλέξετε αυτή που καθυστερεί περισσότερο; Αν δεν σας έχει καταραστεί κάποιος που κάνει μαύρη μαγεία, η απάντηση είναι ότι η πιθανότητα είναι περίπου 1 στις 5. Γιατί λοιπόν όταν ανατρέχετε στο παρελθόν έχετε την εντύπωση πως διαθέτετε ένα υπερφυσικό ταλέντο να διαλέγετε την ουρά που αργεί περισσότερο; Διότι όταν όλα πηγαίνουν καλά εστιάζετε την προσοχή σας σε πιο ενδιαφέροντα πράγματα, ενώ όταν η κυρία που βρίσκεται μπροστά σας και έχει ένα μόνο πράγμα στο καρότσι της αποφασίζει να κάνει φασαρία επειδή το κοτόπουλό της κοστίζει 1,50 δολάριο το κιλό παρότι είναι σίγουρη ότι στο τμήμα κρεάτων η ταμπέλα έγραφε 1.49, τότε το περιστατικό σάς κάνει εντύπωση.

Διαστρεβλώνοντας την αντίληψή μας για το παρελθόν, η μεροληψία διαθεσιμότητας περιπλέκει κάθε προσπάθειά μας να το κατανοήσουμε. Αυτό ίσχυε για τους αρχαίους Έλληνες όσο ισχύει και για μας σήμερα. Τότε όμως υπήρχε ακόμη ένα μεγάλο εμπόδιο στο να διαμορφωθεί μια πρώιμη θεωρία της τυχαιότητας, ένα εμπόδιο πρακτικής υφής: μολονότι η στοιχειώδης θεωρία πιθανοτήτων απαιτεί μόνο τη γνώση αριθμητικής, οι Έλληνες δεν γνώριζαν αριθμητική, τουλάχιστον όχι μια εύχρηστη μορφή της. Για παράδειγμα, στην Αθήνα του 5ου αιώνα πΧ, στο απόγειο του ελληνικού πολιτισμού, για να γράψει κανείς αριθμό χρησιμοποιούσε ένα είδος αλφαβητικού κώδικα. Τα πρώτα εννέα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου αντιστοιχούσαν στους αριθμούς που εμείς συμβολίζουμε με 1 ως 9. Τα επόμενα εννέα γράμματα αντιστοιχούσαν στους αριθμούς 10, 20, 30 και ούτω καθεξής.

Τέλος, τα τελευταία έξι γράμματα και τρία επιπλέον σύμβολα αντιστοιχούσαν στις εννέα εκατοντάδες (100, 200 κ.ο.κ. μέχρι το 900). Αν δυσκολεύεστε σήμερα με τις αριθμητικές πράξεις, φανταστείτε να έπρεπε να αφαιρέσετε το ΔΓΘ από το ΩΨΠ! Ακόμη χειρότερα, η σειρά με την οποία γράφονταν οι μονάδες, οι δεκάδες και οι εκατοντάδες δεν είχε ιδιαίτερη σημασία: μερικές φορές οι εκατοντάδες γράφονταν πρώτες, άλλοτε τελευταίες, ενώ σε άλλες περιπτώσεις δεν δινόταν καμία απολύτως σημασία στη σειρά. Τέλος, οι Έλληνες δεν διέθεταν μηδέν.

Η έννοια του μηδενός έφτασε στην Ελλάδα όταν ο Αλέξανδρος εισέβαλε στη Βαβυλωνιακή Αυτοκρατορία το 331 π.Χ. Ακόμα και τότε, παρόλο που οι Αλεξανδρινοί άρχισαν να το χρησιμοποιούν για να συμβολίσουν την απουσία αριθμού, το μηδέν δεν χρησιμοποιούνταν σαν καθαυτό αριθμός. Στα σύγχρονα μαθηματικά ο αριθμός 0 έχει δύο βασικές ιδιότητες: στην πρόσθεση είναι ο αριθμός που όταν προστίθεται σε οποιονδήποτε άλλο αριθμό τον αφήνει αμετάβλητο, ενώ στον πολλαπλασιασμό είναι ο αριθμός που όταν πολλαπλασιάζεται με οποιονδήποτε άλλο παραμένει ο ίδιος αμετάβλητος. Αυτή η έννοια εισήχθη μόλις τον 9ο μ.Χ. αιώνα από τον Ινδό μαθηματικό Μαχαβίρα.

Ακόμα και μετά την ανάπτυξη ενός εύχρηστου αριθμητικού συστήματος, χρειάστηκε να περάσουν πολλοί αιώνες μέχρι να φτάσουν οι άνθρωποι να αναγνωρίσουν ότι η πρόσθεση, η αφαίρεση, ο πολλαπλασιασμός και η διαίρεση αποτελούν θεμελιώδεις αριθμητικές πράξεις – και να αντιληφθούν σταδιακά ότι η υιοθέτηση κατάλληλων συμβόλων θα έκανε τον χειρισμό τους πολύ ευκολότερο. Έτσι, χρειάστηκε να φτάσουμε μέχρι τον 16ο αιώνα για να είναι ο δυτικός κόσμος πραγματικά έτοιμος να αναπτύξει μια θεωρία πιθανοτήτων. Ωστόσο, παρά το μειονέκτημα ενός δύσχρηστου συστήματος υπολογισμών, ο λαός που έκανε τα πρώτα βήματα προόδου για την κατανόηση της τυχαιότητας ήταν αυτός που κατέκτησε τους Έλληνες – οι Ρωμαίοι.

Οι Ρωμαίοι γενικά περιφρονούσαν τα μαθηματικά, ή τουλάχιστον τα μαθηματικά των Ελλήνων. Όπως αναφέρει ο Ρωμαίος πολίτικος Κικέρωνας, που έζησε από το 100 έως το 43 π.Χ., οι Έλληνες απέδιδαν τις υψηλότερες τιμές στον γεωμέτρη-κατά συνέπεια, σε τίποτα άλλο δεν σημείωσαν τόσο λαμπρή πρόοδο όσο στα μαθηματικά. Εμείς όμως ως όριο αυτής της τέχνης έχουμε θέσει τη χρησιμότητα της στη μέτρηση και την αρίθμηση”. Πράγματι, ενώ θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι ένα ελληνικό εγχειρίδιο θα εστίαζε στην απόδειξη της ομοιότητας αφηρημένων τριγώνων, ένα τυπικό ρωμαϊκό κείμενο επικεντρωνόταν σε προβλήματα όπως ο υπολογισμός του πλάτους ενός ποταμού όταν ο εχθρός κατέχει την απέναντι όχθη. Με τέτοιου είδους μαθηματικές προτεραιότητες, δεν προκαλεί έκπληξη ότι ενώ οι Έλληνες γέννησαν μαθηματικές αυθεντίες όπως ο Αρχιμήδης, ο Διόφαντος, ο Ευκλείδης, ο Εύδοξος, ο Πυθαγόρας και ο Θαλής, οι Ρωμαίοι δεν ανέδειξαν ούτε έναν μαθηματικό. Πρωτεύουσα θέση στη ρωμαϊκή κουλτούρα κατείχαν οι ανέσεις και ο πόλεμος, όχι η αλήθεια και η ομορφιά. Κι όμως, ακριβώς επειδή επικεντρώθηκαν σε πρακτικά ζητήματα, οι Ρωμαίοι θεώρησαν σημαντική την κατανόηση των πιθανοτήτων. Έτσι, ενώ απέδιδε μικρή αξία στη θεωρητική γεωμετρία, ο Κικέρωνας έγραψε ότι “οι πιθανότητες είναι ο κύριος οδηγός της ζωής”

Ο Κικέρωνας υπήρξε ίσως ο κορυφαίος υπέρμαχος των πιθανοτήτων κατά την αρχαιότητα. Τις χρησιμοποίησε για να αμφισβητήσει την κοινή πεποίθηση ότι η επιτυχία στα τυχερά παιχνίδια οφειλόταν σε θεϊκή παρέμβαση, γράφοντας ότι “αυτός που παίζει συχνά θα πετύχει αργά ή γρήγορα τη βολή της Αφροδίτης: ενίοτε, μάλιστα, θα την πετύχει δύο, ακόμη και τρεις, φορές στη σειρά. Είμαστε λοιπόν τόσο ελαφρόμυαλοι ώστε να λέμε με βεβαιότητα ότι κάτι τέτοιο συνέβη λόγω προσωπικής παρέμβασης της Αφροδίτης και όχι από καθαρή τύχη;”. Ο Κικέρωνας πίστευε ότι θα μπορούσε κανείς να προβλέψει και να προσδοκά ένα ενδεχόμενο ακόμη κι αν η πραγμάτωσή του θα οφειλόταν αποκλειστικά στην τύχη. Χρησιμοποίησε μάλιστα ακόμη και ένα στατιστικό επιχείρημα για να γελοιοποιήσει την πίστη στην αστρολογία. Ενοχλημένος από το γεγονός ότι, αν και απαγορευμένη δια νόμου στη Ρώμη, η αστρολογία ζούσε και βασίλευε, ο Κικέρωνας επισήμανε ότι το 216 π.Χ. στις Κάννες, ο Αννίβας, επικεφαλής ενός στρατεύματος 50.000 Καρχηδονίων και συμμαχικών δυνάμεων, κατατρόπωσε τον πολύ μεγαλύτερο ρωμαϊκό στρατό, κατασφάζοντας πάνω από 60.000 από τους 80.000 στρατιώτες του. “Είχαν όλοι οι Ρωμαίοι που σκοτώθηκαν στις Κάννες το ίδιο ωροσκόπιο;” αναρωτήθηκε. “Κι όμως, είχαν όλοι το ίδιο τέλος”. Αν ο Κικέρωνας γνώριζε ότι δύο χιλιάδες περίπου χρόνια αργότερα μια επιστημονική μελέτη για την εγκυρότητα των αστρολογικών προβλέψεων στο περιοδικό Nature θα συμφωνούσε με τα συμπεράσματα του, μάλλον θα ένιωθε περήφανος. Από την άλλη πλευρά, η εφημερίδα New York Post με συμβουλεύει σήμερα, ως Τοξότης που είμαι να αντιμετωπίσω με αντικειμενικότητα τις αρνητικές κριτικές και να κάνω όποιες αλλαγές φαίνονται απαραίτητες.

Τελικά, η σημαντικότερη κληρονομιά που μας άφησε ο Κικέρωνας όσον αφορά την τυχαιότητα είναι ο όρος probabilis που χρησιμοποίησε, από τον οποίο προέρχεται ο όρος probability (πιθανότητα) που χρησιμοποιούμε σήμερα. Το πρώτο κείμενο, όμως, στο οποίο η “πιθανότητα” χρησιμοποιείται ως καθιερωμένος τεχνικός όρος είναι ο κώδικας του ρωμαϊκού δικαίου, ο Πανδέκτης, τον οποίο συνέταξε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός τον 6ο αιώνα. Για να εκτιμήσουμε τον τρόπο με τον οποίο εφάρμοσαν οι Ρωμαίοι τη μαθηματική σκέψη στη νομική θεωρία, θα πρέπει να κατανοήσουμε την ιστορική συγκυρία: Το ρωμαϊκό δίκαιο των αρχών του Μεσαίωνα βασιζόταν στις πρακτικές των γερμανικών φυλών. Κι αυτές δεν ήταν ιδιαίτερα ωραίες. Ας πάρουμε για παράδειγμα τους κανόνες για την ένορκη κατάθεση. Η ειλικρίνεια, ας πούμε, ενός συζύγου που αρνιόταν ότι είχε σχέσεις με τη γυναίκα που έραβε τους χιτώνες της συζύγου του θα αποδεικνυόταν όχι από την ικανότητά του να αντέξει την πιεστική εξέταση του ευέξαπτου συνηγόρου της αντιδίκου, αλλά από το αν θα παρέμενε πιστός στην εκδοχή του ακόμη και μετά από βασανιστήρια – με πυρωμένο σίδερο. (Ας επανέλθει αυτός ο θεσμός και θα δείτε πολύ περισσότερα διαζύγια να διευθετούνται εξωδικαστικά.)

Αντικαθιστώντας, ή τουλάχιστον συμπληρώνοντας, την πρακτική της εκδίκασης μιας υπόθεσης μέσω μάχης, οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να θεραπεύσουν μέσω της μαθηματικής ακρίβειας τις ανεπάρκειες του παλαιού, αυθαίρετου συστήματος τους. Ιδωμένη υπό αυτό το πρίσμα, η ρωμαϊκή αντίληψη περί δικαίου χρησιμοποίησε διανοητικά προχωρημένες έννοιες. Αναγνωρίζοντας ότι τα αποδεικτικά στοιχεία και οι καταθέσεις των μαρτύρων παρουσιάζουν συχνά αντιφάσεις, και ότι ο καλύτερος τρόπος για να λυθούν τέτοιες αντιφάσεις είναι να ποσοτικοποιηθεί η αναπόφευκτη αβεβαιότητα, οι Ρωμαίοι επινόησαν την έννοια της ημιαπόδειξης, η οποία εφαρμοζόταν σε περιπτώσεις όπου δεν υπήρχαν αδιάσειστοι λόγοι για την αποδοχή ή απόρριψη των αποδεικτικών στοιχείων ή των μαρτυρούν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το ρωμαϊκό δόγμα περί αποδεικτικών στοιχείων περιελάμβανε ακόμη πιο λεπτές διαβαθμίσεις απόδειξης, όπως στο εκκλησιαστικό διάταγμα που όριζε ότι “ένας επίσκοπος δεν μπορεί να καταδικαστεί παρά μόνο αν υπάρχουν εβδομήντα δύο μάρτυρες… ένας καρδινάλιος δεν μπορεί να καταδικαστεί παρά μόνο αν υπάρχουν σαράντα τέσσερεις μάρτυρες, ένας καρδινάλιος διάκονος της Ρώμης εάν δεν υπάρχουν τριάντα έξι μάρτυρες, ένας υποδιάκονος, ένας ακόλουθος ιερέα, ένας εξορκιστής, ένας αναγνώστης ή ένας θυρωρός της εκκλησίας εάν δεν υπάρχουν επτά μάρτυρες”. Για να καταδικαστεί κανείς με βάση αυτούς τους κανόνες, θα έπρεπε όχι μόνο να έχει διαπράξει το έγκλημα αλλά να έχει πουλήσει και εισιτήρια για το θέαμα. Παρόλα αυτά, η αναγνώριση του ότι οι πιθανότητες να αληθεύει μια μαρτυρία ενδέχεται να ποικίλλουν κατά περίπτωση και ότι είναι
αναγκαίο να υπάρχουν κάποιοι κανόνες για τον συνδυασμό τέτοιων πιθανοτήτων ήταν μια αρχή. Έτσι, η αρχαία Ρώμη υπήρξε -αναπάντεχα- το μέρος όπου δημιουργήθηκε για πρώτη φορά ένα συστηματικό σύνολο κανόνων που βασίζονταν στην έννοια των πιθανοτήτων.

Δυστυχώς, είναι δύσκολο να χειριστεί κανείς επιδέξια αριθμητικές ποσότητες όταν έχει να κάνει με VΙΙΙ και XIV. Τελικά, παρόλο που το ρωμαϊκό δίκαιο ήταν ως έναν βαθμό νομικά ορθολογικό και συνεπές, υστερούσε σε μαθηματική εγκυρότητα. Για παράδειγμα, στο ρωμαϊκό δίκαιο δύο ημιαποδείξεις ισοδυναμούσαν με μια πλήρη απόδειξη· Αυτό ίσως να ακούγεται λογικό σε κάποιον που δεν έχει συνηθίσει να σκέφτεται σε ποσοτικό πλαίσιο, σήμερα όμως που είμαστε εξοικειωμένοι με τα κλάσματα η παραπάνω παραδοχή οδηγεί στο εξής ερώτημα: αν δύο ημιαποδείξεις συνιστούν μια πλήρη βεβαιότητα, τότε με τι ισοδυναμούν τρεις ημιαποδείξεις; Σύμφωνα με τον ορθό τρόπο σύνθεσης των πιθανοτήτων, όχι μόνο δύο ημιαποδείξεις δίνουν κάτι λιγότερο από πλήρη βεβαιότητα, αλλά επιπλέον, αν αθροίσουμε έναν πεπερασμένο αριθμό μερικών αποδείξεων, το αποτέλεσμα δεν θα ισούται ποτέ με πλήρη βεβαιότητα, διότι για να συνθέσουμε πιθανότητες δεν τις προσθέτουμε, αλλά τις πολλαπλασιάζουμε.

Αυτό μας οδηγεί στον επόμενο νόμο, που διέπει τη σύνθεση των πιθανοτήτων: Αν δύο ενδεχόμενα Α και Β είναι ανεξάρτητα, τότε η πιθανότητα, να. πραγματοποιηθούν και τα δύο ισούται με το γινόμενο των πιθανοτήτων να. πραγματοποιηθεί το καθένα από αυτά. Ας υποθέσουμε ότι ένα έγγαμο άτομο έχει, κατά μέσο όρο, 1 περίπου πιθανότητα στις 50 να πάρει διαζύγιο κάθε χρόνο. Από την άλλη, ένας αστυνομικός έχει περίπου 1 πιθανότητα στις 5000 να σκοτωθεί κατά την εκτέλεση του καθήκοντος κάθε χρόνο. Ποια είναι η πιθανότητα ένας έγγαμος αστυνομικός να πάρει διαζύγιο και να σκοτωθεί μέσα στον ίδιο χρόνο: Σύμφωνα με την παραπάνω αρχή, αν αυτά τα δύο ενδεχόμενα ήταν ανεξάρτητα, η πιθανότητα αυτή θα ήταν 1/50 Χ 1/5000, δηλαδή 1/250.000 · Φυσικά τα ενδεχόμενα δεν είναι ανεξάρτητα, αλλά συνδέονται μεταξύ τους: αν κάποιος πεθάνει, δεν μπορεί -διάολε- να πάρει μετά διαζύγιο. Συνεπώς, η πιθανότητα μιας τόσο μεγάλης κακοτυχίας είναι στην πραγματικότητα κάτι λιγότερο από 1 στις 250.000.

Γιατί όμως πολλαπλασιάζουμε αντί να προσθέτουμε; Ας υποθέσουμε ότι φτιάχνετε ένα πακέτο από κάρτες με τις φωτογραφίες των 100 ανδρών που έχετε γνωρίσει μέχρι σήμερα μέσω της ιστοσελίδας γνωριμιών στην οποία συμμετέχετε, δηλαδή τους άνδρες εκείνους που στη φωτογραφία που έχουν αναρτήσει στο διαδίκτυο συχνά μοιάζουν με τον Τομ Κρουζ. αλλά εκ του σύνεγγυς φέρνουν συχνότερα προς τον Ντάννυ ΝτεΒίτο. Ας υποθέσουμε ακόμη ότι στο πίσω μέρος της κάθε κάρτας έχετε καταγράψει ορισμένα στοιχεία γι’ αυτούς, δηλαδή χαρακτηριστικά όπως «έντιμος» (ναι ή όχι) και «ελκυστικός» (ναι ή όχι). Τέλος, ας υποθέσουμε ότι 1 στους 10 άνδρες, αυτές τις εν δυνάμει αδελφές ψυχές, έχει αξιολογηθεί με «ναι» σε ένα από τα δύο χαρακτηριστικά. Πόσα άτομα από τα 100 της συλλογής σας θα περάσουν επιτυχώς τη δοκιμασία και για τα δύο χαρακτηριστικά; Ας ξεκινήσουμε από το χαρακτηριστικό «έντιμος» (θα μπορούσαμε κάλλιστα να ξεκινήσουμε από το «ελκυστικός»).

Αφού 1 στις 10 κάρτες έχουν “ναι” όσον αφορά το χαρακτηριστικό «έντιμος», οι 10 από τις 100 κάρτες μάς κάνουν. Από αυτούς τους 10 άνδρες πόσοι είναι ελκυστικοί; Και πάλι 1 στους 10, άρα παραμένει μόνο 1 κάρτα. Το πρώτο 1 στα 10 μειώνει την πιθανότητα σε 1/10 – το ίδιο κάνει και το δεύτερο 1 στα 10, οπότε το τελικό αποτέλεσμα είναι 1 κάρτα στις 100. Αυτός είναι ο λόγος που πολλαπλασιάζουμε. Αν τώρα έχετε κι άλλες απαιτήσεις πέρα από την εντιμότητα και την ελκυστικότητα, θα πρέπει να συνεχίσετε να πολλαπλασιάζετε, οπότε… καλή τύχη.

Προτού συνεχίσουμε, θα πρέπει να τονίσουμε μια σημαντική λεπτομέρεια: τη φράση αν δύο ενδεχόμενα Α και Β είναι ανεξάρτητα.

Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η σύνθετη πιθανότητα ισούται με το γινόμενο των απλών μόνο στην περίπτωση που δεν υπάρχει κανενός είδους συνάφεια μεταξύ των δύο ενδεχομένων.

Υπάρχουν καταστάσεις στις οποίες οι πιθανότητες πρέπει να προστίθενται, και αυτό είναι το αντικείμενο του επόμενου νόμου μας. Ο νόμος αυτός αφορά την περίπτωση που θέλουμε να μάθουμε την πιθανότητα να πραγματοποιηθεί ένα ενδεχόμενο ή ένα άλλο ενδεχόμενο, σε αντίθεση με την προηγούμενη περίπτωση, όπου θέλαμε να μάθουμε ποια είναι η πιθανότητα να πραγματοποιηθούν δύο ενδεχόμενα ταυτόχρονα. Ο νόμος είναι ο εξής: Αν μια κατάσταση μπορεί να έχει πάνω από μία διαφορετικές και διακριτές μεταξύ τους πιθανές εκβάσεις Α, Β. Γ. κ.ο.κ.. τότε η πιθανότητα να πραγματοποιηθεί η έκβαση Α ή η έκβαση Β ισούται με το άθροισμα των μεμονωμένων πιθανοτήτων των εκβάσεων Α και Β, ενώ το άθροισμα των πιθανοτήτων όλων των πιθανών εκβάσεων (δηλαδή των A. Β, Γ, κ.ο.κ.) ισούται με 1 (δηλαδή με 100%). Όταν θέλετε να μάθετε ποια είναι η πιθανότητα να συμβούν αμφότερα δύο ανεξάρτητα ενδεχόμενα Α και Β, πολλαπλασιάζετε· όταν θέλετε να μάθετε ποια είναι η πιθανότητα να συμβεί οποιοδήποτε από δύο αμοιβαία αποκλειόμενα ενδεχόμενα Α και Β, προσθέτετε.

Αυτοί είναι οι τρεις νόμοι, (μαζί με τον πρώτο νόμο των πιθανοτήτων που είναι βασικός: Ή πιθανότητα να συμβούν δύο ενδεχόμενα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μεγαλύτερη από την πιθανότητα να συμβεί το καθένα από αυτά ξεχωριστά. Πώς εξηγείται αυτό; Είναι απλή αριθμητική: η πιθανότητα να συμβεί το ενδεχόμενο Α = η πιθανότητα να συμβούν τα ενδεχόμενα Α και Β + η πιθανότητα να συμβεί το Α και να μη συμβεί το Β), παρότι εξαιρετικά απλοί αποτελούν ουσιαστικά τη βάση της θεωρίας των πιθανοτήτων. Αν εφαρμοστούν σωστά, μπορούν να διαφωτίσουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο λειτουργίας της φύσης και της καθημερινής ζωής. Τους εφαρμόζουμε συνεχώς στις καθημερινές μας διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Όμως, όπως και οι Ρωμαίοι νομοθέτες, δεν τους εφαρμόζουμε πάντα σωστά.

Να κινείς τα δικά σου νήματα

Ποτέ δεν θα κερδίσεις αν έχεις ανάγκη να αποδεικνύεις ότι ανήκεις στους κερδισμένους. Aν πρέπει να εξηγείσαι στους άλλους, να τους κάνεις συνεχώς να σε καταλάβουν ή αν προσπαθείς πάντα ν’ αποδείξεις την αξία σου με τη συμπεριφορά και τα λόγια σου, τότε πάσχεις από την ασθένεια «έλλειψη αθόρυβης αποτελεσματικότητας».

Εάν έχεις χαμηλή αυτοπεποίθηση ή υπερανεπτυγμένη την ανάγκη να είσαι αποδεκτός από τους άλλους τότε ενσωματώνεις τον εαυτό σου στα «θέλω» των άλλων και όχι στα δικά σου

Αν θέλεις λοιπόν να είσαι αθόρυβα αποτελεσματικός προσέξτε τα εξής:

1. Να μην εκνευρίζεσαι όταν δεν καταφέρνεις να εξηγήσεις κάτι στους άλλους ή όταν δεν σε καταλαβαίνουν.

2. Να μην νιώθεις υποχρεωμένος να αναγγείλεις τα επιτεύγματά σου στους άλλους.

3. Να μην νιώθεις υποχρεωμένος να πεις στους άλλους ότι νίκησες κάποιον σε κάτι.

4. Να μην θίγεσαι εύκολα από τα λόγια και τη συμπεριφορά των άλλων.

5. Να μην δυσκολεύεσαι να κρύψεις κάτι, αν αυτό θα σε γλιτώσει από δύσκολες ερωτήσεις.

6. Να μην σου είναι δύσκολο να διεκδικήσεις το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, χωρίς να νιώθεις ενοχή.

7. Πρόσεξε, να μην σε παρασύρει η κακή διάθεση των άλλων.

8. Μην νιώθεις ότι ο πόνος είναι κάτι φυσικό, ή ότι πρέπει να υποφέρεις σ’ αυτή τη γη. Δεν ήρθαμε γι αυτό τον σκοπό στον κόσμο.

9. Να μην δυσκολεύεσαι ν’ απομακρυνθείς από ανθρώπους που θεωρείς ενοχλητικούς, όπως είναι οι μεθυσμένοι, οι φλύαροι , οι κουτσομπόληδες κ.λπ.;

10. Να μην υπεραναλύεις τα πράγματα συνεχώς, οπότε μην θυμώνεις υπερβολικά με τον εαυτό σου αν αρνείσαι να κάνεις κάτι που δεν θέλεις.

Αρνήσου λοιπόν να είσαι το θύμα, είναι κάτι που μπορείς να εξασκηθείς ώστε να είσαι αθόρυβα αποτελεσματικός. Να μη χρειάζεται να αναγγέλεις στους άλλους τις νίκες σου για να αποκτήσουν νόημα για σένα.

Όταν αρχίσεις να αναπτύσσεις την αυτοπεποίθηση σου, θα πάψεις να ζητάς από τους άλλους να ακούν πρόθυμα τις ιστορίες σου και θα βρίσκεις τη μοναξιά πιο παραδεκτή. Η προσωπική σου ζωή είναι σημαντικό μέρος της ύπαρξής σου και απαραίτητη για την αίσθηση της εσωτερικής σου ισορροπίας. Το να θέλεις να καταλαβαίνουν όλοι και να μοιράζονται οτιδήποτε σκέφτεσαι, νιώθεις, λες ή κάνεις, είναι μια αυτοθυματοποιητική στάση.

Επιπλέον, όταν δεν προσπαθείς πάντα να σε καταλαβαίνουν οι άλλοι και κρατάς κάποια πράγματα για σένα, αποφεύγεις να παρασύρεσαι από τους άλλους.

Αυτό που σε συμβουλεύουμε δεν είναι μια στάση ερημίτη· σας προκαλούμε μόνο να θυμηθείτε πως έχετε το δικαίωμα της προσωπικής ζωής, καθώς και να προσέξετε αυτούς που είναι έτοιμοι να σας θυματοποιήσουν, εισβάλλοντας στις προσωπικές σας περιοχές ή, ακόμα χειρότερο, αρνούμενοι το δικαίωμά σας σε μια ιδιωτική ζωή.

Arthur Schopenhauer: Τότε βλέπεις καθαρά ποιους ακρι­βώς είχες συναναστραφεί στη διάρκεια της ζωής σου

Κάθε προικισμένος άνθρωπος, κάθε άνθρωπος που δεν ανήκει στα θλιβερά 5/6 της ανθρωπότητας που είναι εκ φύσεως μειονεκτικά, όταν περάσει τα σαράντα είναι δύσκολο να μη δείξει κάποια στοιχεία μισανθρωπισμού. Γιατί κρίνοντας απ’ τον εαυτό του, έχει καταλήξει στα συμπεράσματά του σχετικά με τους άλλους κι έχει ανα­καλύψει πως σε ό,τι αφορά το κεφάλι αλλά και την καρ­διά, πολλές φορές μάλιστα και τα δύο, έχει φτάσει σ’ ένα επίπεδο που οι άλλοι αδυνατούν να φτάσουν, γι’ αυτό και αποφεύγει την οποιαδήποτε σχέση μαζί τους. Για τον ίδιο λόγο, ο καθένας αγαπάει ή μισεί τη μοναξιά του, με άλλα λόγια την παρέα με τον εαυτό του, ανάλογα με το πόσο αξίζει ο ίδιος.

Όταν είμαστε νέοι, ό,τι και να μας λένε οι άλλοι, θεωρούμε πως η ζωή είναι ατέλειωτη και χρησιμοποιούμε τον χρόνο μας απερίσκεπτα -όσο μεγαλώνουμε όμως, αρχίζουμε να κάνουμε οικονομία. Γιατί προς τα τέλη της ζωής μας, κάθε μέρα που ζούμε μας προκαλεί μια αίσθηση που μοιάζει μ’ αυτήν που έχει σε κάθε του βήμα ο εγκληματίας, όταν τον πάνε στο ικρίωμα.

Όσο περισσότερο ζούμε, τόσο λιγότερα γεγονότα μάς φαίνονται σημαντικά, ή αρκετά σπουδαία, για να θέλουμε να τα θυμόμαστε αργότερα, να τα κρατήσουμε δηλαδή σταθερά στη μνήμη μας: γι’ αυτό και μόλις περάσουν, τα ξεχνάμε. Περνάει λοιπόν ο χρόνος έτσι, χωρίς ν’ αφήνει ίχνη.

Όσο μεγαλώνουμε, ζούμε με όλο και λιγότερη συνείδηση. Τα πράγματα έρχονται και παρέρχονται χωρίς να μας κάνουν εντύπωση· σαν ένα έργο τέχνης που το έχουμε δει χιλιάδες φορές: κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε και μετά δεν ξέρουμε αν το έχουμε κάνει ή όχι. Και καθώς η ζωή γίνεται όλο και πιο ασυναίσθητη, επιταχύνεται και η γενικότερη ασυνειδησία, οπότε η ζωή περνάει όλο και πιο γρήγορα.

Γενικά μπορεί να πει κανείς, ότι τα πρώτα σαράντα χρό­νια της ζωής μάς δίνουν το κείμενο, τα επόμενα τριάντα τα σχόλια πάνω στο κείμενο, τα οποία μας επιτρέπουν να καταλάβουμε για πρώτη φορά σωστά το νόημα, τις ανα­φορές, τα ηθικά διδάγματα και τις λεπτές έννοιες του κει­μένου.

Προς τα τέλη της ζωής, συμβαίνει κάτι ανάλογο μ’ αυτό που γίνεται στο τέλος ενός χορού μεταμφιεσμένων: πέφτουν οι μάσκες. Τότε βλέπεις καθαρά ποιους ακρι­βώς είχες συναναστραφεί στη διάρκεια της ζωής σου. Γιατί τότε βγαίνουν οι χαρακτήρες των ανθρώπων πραγ­ματικά στο φως, οι πράξεις έχουν επιτέλους καρποφορή­σει, τα επιτεύγματα έχουν σωστά εκτιμηθεί και καθετί το ψεύτικο έχει γκρεμιστεί.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι γενικά, και ανεξάρτητα από τις επιμέρους συνθήκες και τις ιδιαιτερότητες, η νιότη χαρακτηρίζεται από μια κάποια μελαγχολία και θλίψη, ενώ τα γηρατειά αντίθετα χαρακτηρίζονται από μια σχε­τική ευθυμία: και ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι άλλος απ’ το γεγονός ότι ο νέος υπηρετεί δουλικά τον δαίμονα εκείνο, που δεν τον αφήνει ούτε στιγμή ήσυχο.

Στο ίδιο αίτιο μπορεί να αποδοθεί σχεδόν κάθε δυστυχία που καταδυνα­στεύει ή απειλεί τον άνθρωπο. Ο ηλικιωμένος όμως είναι χαρούμενος και γαλήνιος, μοιάζει με κάποιον που μετά από πολλά χρόνια έχει απαλλαγεί από τα δεσμά του και κινείται πια ελεύθερα. Από την άλλη μεριά ωστόσο πρέ­πει να ειπωθεί ότι, όταν σβήνει το σεξουαλικό ένστικτο, χάνεται ο πραγματικός πυρήνας της ζωής, και το μόνο που μένει είναι το κέλυφος· η ζωή δηλαδή μοιάζει με μια κωμωδία, που ξεκινάει με κανονικούς ηθοποιούς και μετά συνεχίζει να παίζεται μέχρι το τέλος από κούκλες που έχουν φορέσει τα ρούχα των ανθρώπων.

Arthur Schopenhauer, Η τέχνη να επιβιώνεις

Η λέξη-κλειδί είναι η αποδοχή

Πολλές φορές η συνειδητοποίηση κάποιων πραγμάτων είναι αρκετά επώδυνη και αρνούμαστε να τα δεχτούμε. Ο εγκέφαλός μας είναι περισσότερο εξοπλισμένος για την αποφυγή του πόνου παρά για την αντιστάθμισή του οπότε, όταν νιώθουμε ότι θα υποφέρουμε, σταματάμε απότομα και αμέσως αρχίζουμε να τρέχουμε.

Παρασυρόμενοι από το συναίσθημα, δύσκολα θα απαλλαγούμε από αυτό, αν δεν κατανοήσουμε τη ρίζα του συμβάντος. Oπότε, η λέξη-κλειδί είναι η αποδοχή, δηλαδή η συμφιλίωση με την πραγματικότητα. Θα ήθελα να επισημάνω ότι η αποδοχή δεν έχει καμία σχέση με την παραίτηση, μεταξύ άλλων διότι η παραίτηση ωθεί στην επώδυνη αδράνεια, σαν να νιώθουμε πως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να αλλάξουμε την κατάσταση.

Η αποδοχή κατορθώνει εκείνο που δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει η παραίτηση, αφού προτρέπει σε δράση, στην ανάληψη ευθύνης, στην απόλυτη επίγνωση πως μπορούμε να αντιδράσουμε στο συμβάν. Στην αποδοχή, η δράση δεν είναι επανάσταση ενάντια στο συμβάν, αλλά στην ιδέα πως δεν υπάρχει επιλογή αντίδρασης.

Καθώς ανοίγομαι στη δυνατότητα να αποδεχτώ κάτι, συμφωνώ και με τη σκέψη ότι μπορεί να υπάρχει μια κρυφή ευκαιρία στην κατάσταση που βιώνω και ότι μπορώ να αναζητήσω και την άλλη πλευρά του νομίσματος.

Αυτή η έλλειψη μέτρου μάς σαγηνεύει αλλά επίσης μας καταστρέφει

Εδώ και πενήντα χρόνια ζούμε μια παράξενη περιπέτεια των ηθών: μια χειραφέτηση που απελευθερώνει και ταυτοχρόνως καταπιέζει.

Πολλά ταμπού έχουν ξεπεραστεί, καινούργιες επιταγές και απαιτήσεις έχουν συσσωρευτεί. Αυτές χαρακτηρίζονται από το ότι δεν απαγορεύουν κάτι· εκβιάζουν όμως πολλά και δημιουργούν μια συνεχή τάση μεγιστοποίησης. Πρέπει να απολαμβάνουμε περισσότερο, να αγαπάμε περισσότερο, να κερδίζουμε περισσότερο, να καταναλώνουμε περισσότερο, να στοχαζόμαστε περισσότερο, να παίζουμε περισσότερο, να ζούμε περισσότερο χωρίς νεκρούς χρόνους.

Σε όλα αυτά τα πεδία, η υπερβολή οφείλεται σε μια λογική του κέρδους που είναι γνώρισμα του συστήματος της αγοράς.

Παντού οι θεωρητικοί του παροξυσμού μετράνε, θα έλεγε κανείς, με το “παροξυσμόμετρο”.

Παράξενη αυτή η ατυχία για τη γενιά μας, που παρασύρθηκε από το μυθιστορηματικό στοιχείο της ζωής, που αγάπησε τη δικαιοσύνη για να διαπιστώσει – λίγο αργά – ότι οι επαναστατικές λέξεις – ο πυρετός στο αίμα, η ένταση, η έκσταση – έγιναν διαφημιστικά συνθήματα και ότι ο ηδονισμός εξελίχθηκε στο έσχατο στάδιο του καπιταλισμού.

Αυτό που πρέπει να επινοήσουμε σήμερα είναι ένας ηδονισμός μη αγοραίος, που περικλείεει την έκπληξη, την ισορροπία, τη σκέψη και το μέτρο και που είναι κατ’ αρχήν μια τέχνη της ζωής ανάμεσα σε άλλες και όχι αυτοσκοπός.

Καλούμαστε λοιπόν διαρκώς να μην είμαστε ικανοποιημένοι από όσα αισθανόμαστε και να πρέπει να προχωρούμε πιο πέρα.

Αυτή η έλλειψη μέτρου μάς σαγηνεύει αλλά επίσης μας καταστρέφει, δηλητηριάζει τις μικρότερες χαρές μας, μας παραδίδει σε μια αχόρταγη αναζήτηση. Η αντίσταση σ’ αυτές τις πλάνες πρέπει να γίνει η φρόνηση του σήμερα.

Μια αχαλίνωτη απελευθέρωση αντιφάσκει εξαρχής και στήνει το σκηνικό της ίδιας της της ήττας: χρειάζονται λοιπόν όρια.

Στις εποχές της λογοκρισίας των ηθών πρέπει να υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα στην επιθυμία, στις εποχές της “επιτρεπτικότητας” πρέπει να υπερασπιζόμαστε την αρχή της ευγένειας και της ευπρέπειας.
Εφόσον η κοινωνία έπαψε να μας περιορίζει αλλά επιμένει να μας χειρίζεται, ο καθένας μας πρέπει να τοποθετήσει τους κανόνες του.

Τα καλύτερα όπλα μας είναι η επιείκεια και η αβρότητα: να συγχωρούμε τις αδυναμίες των άλλων και να μην πληγώνουμε εκείνους που αγαπάμε.

Ας τους αφήσουμε να ζουν τη ζωή τους κι ας μας δέχονται κι εκείνοι όπως είμαστε.

Αυτό σημαίνει γλυκύτητα της ζωής, τέχνη της διαβίωσης.

Η “φύση” του κόσμου πριν από την Οικονομική Επανάσταση

Η Οικονομική Επανάσταση ήταν η πιο σημαντική επανάσταση που έγινε ποτέ, από την άποψη της διαμόρφωσης της σύγχρονης κοινωνίας – μια επανάσταση κατ’ ουσίαν πολύ πιο ανατρεπτική από τη Γαλλική, την Αμερικανική ή ακόμα και τη Ρωσική. Για να εκτιμήσουμε τις διαστάσεις της, για να αντιληφθούμε το ταρακούνημα που προκάλεσε στην κοινωνία, πρέπει να μεταφερθούμε σ’ εκείνο τον αρχικό, εν πολλοίς λησμονημένο, κόσμο από τον οποίο αναδύθηκε η κοινωνία μας. Μόνο τότε θα καταλάβουμε γιατί οι οικονομολόγοι άργησαν τόσο πολύ να εμφανιστούν.

Πρώτη στάση: η Γαλλία. Το έτος: 1305.

Βρισκόμαστε σε μια εμποροπανήγυρη. Οι περιοδεύοντες έμποροι έχουν φτάσει απ’ το πρωί με την ένοπλη φρουρά τους, έχουν στήσει τις φανταχτερές τέντες τους κι έχουν αρχίσει τις συναλλαγές, είτε μεταξύ τους είτε με τους ντόπιους. Μια ποικιλία από εξωτικά προϊόντα διατίθενται προς πώληση: μεταξωτά και ταφτάδες, μπαχαρικά κι αρώματα, προβιές και γούνες. Κάποια απ’ αυτά έχουν έρθει από την Ανατολική Μεσόγειο, άλλα από τη Σκανδιναβία, κι άλλα από μέρη γειτονικά. Μαζί με τον απλό κοσμάκη, οι άρχοντες και οι αρχόντισσες της περιοχής επισκέπτονται τους πάγκους, ανυπόμονοι να διασκεδάσουν την ανία της άνετης αρχοντικής ζωής τους. Μαζί με τα αξιοπερίεργα είδη απ’ την Αραβία εμπλουτίζουν το λεξιλόγιό τους και με λέξεις απ’ αυτή την πολύ μακρινή χώρα: ντιβάνι, σιρόπι, ταρίφα, ταλκ, σπανάκι, ζαφορά.

Αλλά μέσα στις τέντες, αντικρίζουμε ένα παράξενο θέαμα. Τα λογιστικά βιβλία που είναι ανοιχτά πάνω στο τραπέζι, μερικές φορές δεν είναι παρά απλά τεφτέρια όπου γράφονται οι συναλλαγές. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα απ’ το τεφτέρι ενός εμπόρου λέει: «Άνδρας χρωστάει δέκα χρυσά φλορίνια από την Πεντηκοστή. Το όνομά του μου διαφεύγει». Οι υπολογισμοί γίνονται κυρίως με ρωμαϊκούς αριθμούς, και συχνά τα αθροίσματα είναι λάθος. Οι διαιρέσεις με διψήφιο διαιρέτη αποτελούν σκοτεινό μυστήριο, και η χρήση του μηδενικού δεν είναι απόλυτα κατανοητή. Όμως, παρ’ όλα τα φανταχτερά εκθέματα και τον ενθουσιασμό του κόσμου, το μέγεθος της εμποροπανήγυρης είναι κάτι το ασήμαντο. Ολόκληρη η ποσότητα των εμπορευμάτων που φθάνουν στη Γαλλία. στη διάρκεια ενός έτους, μέσα από το πέρασμα του Saint Gothard, δεν είναι αρκετά για να γεμίσουν ένα σύγχρονο φορτηγό τρένο. Το σύνολο των εμπορευμάτων που μεταφέρονται απ’ το μεγάλο ενετικό στόλο δεν θα έφταναν να γεμίσουν ένα σύγχρονο εμπορικό πλοίο.

Επόμενη στάση: η Γερμανία. Το έτος: 1550 περίπου.

Ο Αντρέας Ριφ, ένας γενειοφόρος έμπορος, ντυμένος τη γούνα του, γυρίζει στο σπίτι του στο Μπάντεν. Σ’ ένα γράμμα στη γυναίκα του, γράφει ότι επισκέφτηκε τριάντα αγορές και ότι έχει κάνει πληγή απ’ τη σέλα. Επίσης δείχνει να ενοχλείται από τα μικροπροβλήματα των καιρών. Καθώς ταξιδεύει τον σταματάνε κάθε δέκα μίλια για να πληρώσει διόδια. Στη διαδρομή μεταξύ Βασιλείας και Κολονίας πληρώνει τριάντα μία φορές.

Και δεν είναι μόνο αυτό. Κάθε κοινότητα που επισκέπτεται έχει το δικό της νόμισμα, τους δικούς της κανονισμούς και τη δική της έννομη τάξη. Μόνο στην περιοχή γύρω απ’ το Μπάντεν, υπάρχουν περίπου 112 διαφορετικά μέτρα μήκους, 92 διαφορετικά μέτρα μετρήσεως επιφάνειας, 65 διαφορετικά μέτρα όγκου στερεών, 163 μέτρα δημητριακών και 123 μέτρα υγρών, 63 ειδικά μέτρα για οινοπνευματώδη και 80 διαφορετικά ζύγια της μιας λίβρας.

Προχωράμε: βρισκόμαστε στη Βοστόνη το έτος 1639.

Μια δίκη βρίσκεται σε εξέλιξη. Κάποιος Ρόμπερτ Κιν, «ένας υπερήλικας διδάσκαλος του Ευαγγελίου, άνθρωπος επιφανής, πλούσιος και πατέρας ενός παιδιού, παραβαίνοντας τη συνείδησή του και το λόγο του Ευαγγελίου», κατηγορείται για ένα αποτρόπαιο έγκλημα: έβγαλε κέρδος πάνω από έξι πένες ανά σελίνι, κέρδος εξωφρενικό. Το δικαστήριο συνεδριάζει για ν’ αποφασίσει αν θα τον τιμωρήσει για το έγκλημά του με αφορισμό αλλά, λόγω του προτέρου εντίμου βίου του, οι δικαστές έδειξαν επιείκεια και τον απήλλαξαν βάζοντάς του πρόστιμο διακοσίων λιρών. Όμως ο κακομοίρης ο κύριος Κιν είναι τόσο αναστατωμένος ώστε ενώπιον των γερόντων της Εκκλησίας «με δάκρυα στα μάτια ομολογεί ότι έχει μια άπληστη και διεφθαρμένη ψυχή». Ο πάστορας της Βοστόνης δεν μπορεί να αντισταθεί σ’ αυτή τη μοναδική ευκαιρία να εκμεταλλευτεί το ζωντανό παράδειγμα ενός αμετανόητου αμαρτωλού, και χρησιμοποιεί την πλεονεξία του Κέιν ως παράδειγμα για να αστράψει και να βροντήξει από τον άμβωνα στο κήρυγμα που βγάζει την επόμενη Κυριακή σχετικά με κάποιες δόλιες αρχές που διέπουν το εμπόριο. Ανάμεσα σ’ αυτές είναι και οι ακόλουθες.

ί. Ότι ένας έμπορος μπορεί να πουλάει όσο πιο ακριβά μπορεί, και να αγοράζει όσο πιο φτηνά μπορεί.

ii. Ότι αν κάποιος έμπορος υποστεί ζημιά σε κάποια εμπορεύματα λόγω θαλασσίων μεταφορών κλπ., μπορεί να αυξήσει την τιμή των υπόλοιπων εμπορευμάτων του.

iii. Ότι μπορεί να πουλάει όσο αγόρασε, παρ’ όλο που πλήρωσε πολύ ακριβά…

Όλα αυτά είναι δόλια, δόλια, κραυγάζει ο πάστορας. Το να επιδιώκεις τα πλούτη για τα πλούτη και μόνο, σε κάνει δούλο της πλεονεξίας.

Επιστρέφουμε τώρα στην Αγγλία και τη Γαλλία.

Στην Αγγλία ένας μεγάλος εμπορικός οργανισμός, η «Εταιρία Ριψοκίνδυνων Εμπόρων», συνέταξε το καταστατικό της. Ανάμεσα στα άρθρα του περιλαμβάνονται και τα εξής που αφορούν εμπόρους μέλη της εταιρίας: Απαγορεύονται η μη κόσμια γλώσσα, οι καβγάδες μεταξύ των μελών, η χαρτοπαιξία, και οι κυνηγετικοί σκύλοι. Κανένας δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί μεταφέροντας ασουλούπωτους μπόγους. Πραγματικά, πρόκειται για μια περίεργη εταιρία, που μάλλον θυμίζει τεκτονική στοά.

Στη Γαλλία επιδεικνύεται έντονη νεοτεριστική δραστηριότητα στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας, κι ο Κολμπέρ αναγκάζεται το 1666 να εκδώσει μια διάταξη για να εμποδίσει αυτή την επικίνδυνη και διαλυτική τάση. Στο εξής λοιπόν τα υφάσματα της Ντιζόν και της Σελανζί θα διαθέτουν ακριβώς 1.408 κλωστές συμπεριλαμβανομένης και της ούγιας, ούτε περισσότερες ούτε λιγότερες. Στην Ωξέρρη (Auxerre) της Βουργουνδίας και σε άλλες δύο βιομηχανικές πόλεις, οι κλωστές πρέπει να είναι 1.376. Στη Σατιγιόν (Chatillon), 1.216. Οποιοδήποτε ύφασμα βρεθεί ακατάλληλο, θα δυσφημείται. Αν αυτό επαναληφθεί τρεις φορές, τότε θα διαπομπεύεται ο έμπορος.

Υπάρχει κάτι το κοινό σ’ όλα αυτά τα σκόρπια στιγμιότυπα αλλοτινών κόσμων. Και είναι το εξής: Πρώτον, η ιδέα της ευπρέπειας (για να μην πούμε της αναγκαιότητας) ενός συστήματος οργανωμένου στη βάση του προσωπικού κέρδους δεν έχει ακόμα παγιωθεί. Δεύτερον, ένας ξεχωριστός, ανεξάρτητος οικονομικός κόσμος δεν έχει ακόμα απαγκιστρωθεί απ’ το κοινωνικό του πλαίσιο. Ο κόσμος των πρακτικών υποθέσεων είναι αναπόσπαστα δεμένος με τον κόσμο της πολιτικής, κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής. Μέχρι να χωριστούν αυτοί οι δύο κόσμοι, τίποτα δεν θα θυμίζει το ρυθμό και την ατμόσφαιρα της σύγχρονης ζωής. Και για να χωριστούν αυτοί οι κόσμοι, πρέπει να μεσολαβήσει ένας μακροχρόνιος και σκληρός αγώνας.

Μπορεί να μας φαίνεται περίεργο ότι η ιδέα του κέρδους είναι σχετικά πρόσφατη. Διδασκόμαστε στο σχολείο ότι ο άνθρωπος είναι, κατά βάση, ον κτητικό κι ότι αν τον αφήναμε ελεύθερο, θα φερόταν όπως κάθε επιχειρηματίας που σέβεται τον εαυτό του. Μας λένε ότι το κίνητρο του κέρδους είναι τόσο παλιό όσο και ο ίδιος ο άνθρωπος.

Αλλά δεν είναι έτσι. Το κίνητρο του κέρδους, όπως το γνωρίζουμε, είναι μόνο τόσο παλιό όσο και ο «σύγχρονος άνθρωπος». Ακόμα και σήμερα, το κέρδος για το κέρδος είναι μια έννοια ξένη σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού της γης και η απουσία της είναι εμφανέστατη στο μεγαλύτερο κομμάτι της καταγεγραμμένης ιστορίας. Ο σερ Ουίλιαμ Πέττυ, ένας εκπληκτικός τύπος που έζησε το δέκατο έβδομο αιώνα (ο οποίος υπήρξε βοηθός καμαρότου, γυρολόγος, υφασματέμπορος, γιατρός, καθηγητής μουσικής και ιδρυτής μιας σχολής με την επωνυμία «Πολιτική Αριθμητική»), υποστήριζε ότι, όταν οι μισθοί ήταν ικανοποιητικοί, «ήταν δύσκολο να βρεις εργάτες, γιατί είναι τόσο ακόλαστοι, που δουλεύουν μόνο για να τρώνε ή μάλλον για να πίνουν». Και ο σερ Ουίλιαμ δεν εξέφραζε απλώς τις προκαταλήψεις των αστών των ημερών του. Επισήμαινε ένα γεγονός που μπορεί ακόμα να παρατηρηθεί ανάμεσα στους μη εκβιομηχανισμένους λαούς του κόσμου: μια αμάθητη εργατική δύναμη, ασυνήθιστη στη μισθωτή εργασία, άβολη στα πλαίσια της βιομηχανικής ζωής, ανεξοικείωτη με την ιδέα της συνεχούς βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου, δεν πρόκειται να δουλέψει σκληρότερα αν αυξηθούν οι αμοιβές: απλούστατα θα αυξήσει τη σχόλη της. Η έννοια του κέρδους, η ιδέα ότι κάθε εργαζόμενος όχι μόνο μπορεί αλλά και πρέπει να παλεύει διαρκώς για να βελτιώνει την υλική του κατάσταση, ήταν μια ιδέα άγνωστη στα πλατιά κατώτερα και μεσαία στρώματα της αιγυπτιακής, ελληνικής, ρωμαϊκής και μεσαιωνικής κουλτούρας και άρχισε να εμφανίζεται σποραδικά κατά την εποχή της Αναγέννησης και της Μεταρρύθμισης, ενώ ήταν λίγο πολύ άγνωστη στους περισσότερους πολιτισμούς της Ανατολής. Ως μόνιμο και πανταχού παρόν χαρακτηριστικό της κοινωνίας, είναι τόσο πρόσφατο όσο και η ανακάλυψη της τυπογραφίας.

Όχι μόνο δεν είναι η έννοια του κέρδους τόσο διαδεδομένη όσο πιστεύουμε, αλλά και η κοινωνική αποδοχή του κέρδους είναι μια εξέλιξη ακόμα πιο περιορισμένη και πρόσφατη. Στο Μεσαίωνα η Εκκλησία δίδασκε ότι ο Χριστιανός δεν μπορεί να είναι έμπορος, και πίσω απ’ αυτή τη διδασκαλία κρυβόταν η σκέψη ότι οι έμποροι είναι τα ζιζάνια στο φυτώριο της κοινωνίας. Την εποχή του Σαίξπηρ ο σκοπός στη ζωή του μέσου πολίτη -για την ακρίβεια, όλων εκτός από τους ευγενείς δεν ήταν η βελτίωση της θέσης του στη ζωή αλλά η διατήρησή της. Ακόμα και για τους πρώτους άποικους της Αμερικής, η σκέψη και μόνο ότι το κέρδος θα μπορούσε να είναι ένας αποδεκτός -ακόμα και χρήσιμος- σκοπός στη ζωή, ελάχιστα απείχε απ’ το να θεωρείται ως δίδαγμα του Σατανά.

Ο πλούτος, φυσικά, υπήρχε πάντα, και η απληστία υπάρχει καταγεγραμμένη από τους βιβλικούς χρόνους. Αλλά είναι τεράστια η διαφορά ανάμεσα στο φθόνο για τον πλούτο ολίγων ισχυρών και το γενικευμένο αγώνα για πλουτισμό που διακρίνει ολόκληρη την κοινωνία. Ριψοκίνδυνοι έμποροι υπήρχαν από την εποχή των Φοινίκων ναυτικών, και θα τους βρούμε σε ολόκληρο το φάσμα της ιστορίας: στους κερδοσκόπους της Ρώμης, στους εμπορευόμενους Ενετούς, στη Χανσεατική Ένωση και στους μεγάλους Πορτογάλους και Ισπανούς θαλασσοπόρους που αναζητούσαν νέους δρόμους προς την Ινδία και προς την προσωπική τους ευμάρεια. Όμως οι περιπέτειες των λίγων είναι πράγμα πολύ διαφορετικό απ’ το να εμφορείται ολόκληρη η κοινωνία από το πνεύμα του επιχειρηματικού κινδύνου.

Πάρτε, για παράδειγμα, την εκπληκτική οικογένεια των Φούγγερ (Fugger). των Γερμανών τραπεζιτών του δέκατου έκτου αιώνα. Στην εποχή της ακμής τους οι Φούγγερ είχαν στην κατοχή τους ορυχεία χρυσού και αργύρου, δικαιώματα εμπορικής εκμετάλλευσης, ακόμα και το δικαίωμα να εκδίδουν δικό τους νόμισμα. Το ενεργητικό τους ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο απ’ τα πλούτη βασιλέων και αυτοκρατόρων των οποίων τους πολέμους (καθώς και τα έξοδα διαβίωσης) χρηματοδοτούσαν. Όταν, όμως, πέθανε ο Αντόν Φούγγερ, ο μεγαλύτερος ανιψιός του Χανς-Τζακόμπ αρνήθηκε να αναλάβει την τραπεζική αυτοκρατορία, με τη δικαιολογία ότι οι εργασίες της πόλης και οι προσωπικές του υποθέσεις τον επιβάρυναν ήδη πολύ. Ο αδελφός του Χανς-Τζακόμπ, Τζορτζ, δήλωσε ότι προτιμά να έχει την ησυχία του. Ένας τρίτος ανιψιός, ο Κρίστοφερ. στάθηκε εξίσου αρνητικός. Κανένας απ’ τους πιθανούς κληρονόμους μιας αυτοκρατορίας του πλούτου δεν θεώρησε, προφανώς, ότι άξιζε τον κόπο. Εκτός απ’ τους βασιλείς (τους οικονομικά φερέγγυους) και μερικές διάσπαρτες οικογένειες, όπως οι Φούγγερ, οι πρώτοι καπιταλιστές δεν αποτελούσαν τους στυλοβάτες της κοινωνίας, αντίθετος ήταν συνήθως απόβλητοι και ανεπιθύμητοι. Πού και πού κάποιος δραστήριος νέος όπως ο Άγιος Γοδερίγος (Goderic) του Φίνκελ (Finchale) ξεκινούσε μαζεύοντας κομμάτια από ναυάγια που ξεβράζονταν στις ακτές, συγκέντρωνε αρκετά αντικείμενα για να κάνει τον έμπορο και, όταν πια είχε πλουτίσει, εγκατέλειπε τα εγκόσμια για να γίνει ερημίτης. Αλλά τέτοιοι άνθρωποι υπήρξαν ελάχιστοι. Εφόσον η επικρατούσα αντίληψη ήταν’ ότι η ζωή στη γη είναι το εξαγνιστικό προοίμιο της Αιώνιας Ζωής, το εμπορικό πνεύμα ούτε ενθαρρυνόταν ούτε κι έβρισκε αυθόρμητη υποστήριξη. Οι βασιλιάδες αποζητούσαν’ θησαυρούς κι έκαναν πολέμους γι’ αυτό το λόγο. Οι ευγενείς ήθελαν γη, κι επειδή κανένας ευγενής που σεβόταν τον εαυτό του δεν πουλούσε οικειοθελώς τα πατρογονικά του κτήματα, αυτό και πάλι σήμαινε πόλεμο. Ο περισσότερος κόσμος, όμως -δουλοπάροικοι, τεχνίτες, ακόμα και οι αρχιμάστορες των κατασκευαστικών συντεχνιών- ήθελαν να ζήσουν με τον τρόπο που έζησαν οι πατεράδες τους κι όπως θα ζούσαν οι γιοι τους μετά απ’ αυτούς.

Η απουσία της έννοιας του κέρδους ως κατευθυντήριας δύναμης της καθημερινής ζωής -στην πραγματικότητα η απόλυτη ανυποληψία που της απέδιδε η Εκκλησία- συνιστούσε την τεράστια διαφορά μεταξύ της κοινωνίας του δέκατου έως δέκατου έκτου αιώνα και της κοινωνίας που άρχιζε να μοιάζει με τη δική μας, ένα με δύο αιώνες πριν απ’ τον Άνταμ Σμιθ. Αλλά, υπήρχε και μια ουσιωδέστερη διαφορά. Η έννοια του «κερδίζω τα προς το ζην» δεν’ είχε ακόμα γεννηθεί. Οικονομική και κοινωνική ζωή ήταν ένα και το αυτό. Η εργασία δεν αποτελούσε ακόμα το μέσο για την επίτευξη κάποιου σκοπού- του σκοπού της απόκτησης χρημάτων και των πραγμάτων που αγοράζουν. Η εργασία ήταν αυτοσκοπός, ο οποίος φυσικά περιλάμβανε χρήματα και εμπορεύματα, αλλά ήταν κάτι που έκανε κανείς ως μέρος της παράδοσης, του φυσιολογικού τρόπου ζωής. Κοντολογίς, η μεγάλη κοινωνική ανακάλυψη της “αγοράς” δεν είχε γίνει ακόμα.

Φιλοσοφία της παιδείας στον Ηράκλειτο

Ξεκινώ με την υπόθεση ότι έχει πια παρέλθει η εποχή που με άκριτο τρόπο οι Προσωκρατικοί στοχαστές θεωρούνταν «φυσικοί» φιλόσοφοι, με το νόημα ότι ασχολήθηκαν αποκλειστικά ή κυρίως με τα φύσει όντα. Αυτή η προκατάληψη βασιζόταν στην πεποίθηση ότι εκείνοι που επικεντρώθηκαν για πρώτη φορά στα ανθρώπινα όντα ήταν οι Σοφιστές. Μετά από προσεκτικότερη και απροκατάληπτη ανάγνωση θα πρέπει να μας είναι πια ξεκάθαρο ότι και οι πριν από τους Σοφιστές φιλόσοφοι ενδιαφέρθηκαν έντονα για τα ανθρώπινα, μελέτησαν την ανθρώπινη ύπαρξη, ζωή, κοινωνία, συμπεριφορά, θρησκεία, ηθική κλπ. και μας κληροδότησαν ανεπανάληπτες διαπιστώσεις πάνω σ’ αυτά. Είναι λοιπόν εύλογο να διερευνηθεί εις βάθος και η προσωκρατική φιλοσοφία της παιδείας. Εάν, μάλιστα, προϋποτεθεί ότι οι Προσωκρατικοί ενδιαφέρθηκαν για το σύνολο των όντων, αφενός των φυσικών και των μεταφυσικών, αφετέρου των φυσικά και των τεχνητά παραγόμενων, μπορεί εκ προοιμίου να διατυπωθεί η υπόθεση ότι η παιδεία λειτούργησε μέσα στη σκέψη τους ως κομβικό σημείο ανθρώπινης τέχνης, στο οποίο διασταυρώνονται όχι μόνο οι (σημερινές) έννοιες της φύσης και της τέχνης αλλά επίσης οι (σημερινές) έννοιες της ανθρώπινης φύσης και της εκείθεν του ανθρώπου φυσικής ολότητας. Επιχειρώντας παρακάτω να ελέγξω αυτή την υπόθεση, θα ανιχνεύσω την ηρακλείτεια φιλοσοφία της παιδείας μέσα από μια τριπλή εννοιολόγηση.

1. Η πολεμική κατά των απαίδευτων και ανεπίδεκτων μάθησης

Από την πρώτη κιόλας διασωσμένη πρότασή του, το σύγγραμμα του Ηράκλειτου εκδηλώνει μια φανερή αγανάκτηση για τους απαίδευτους ανθρώπους. Αλλά και σε μια σειρά άλλων χωρίων ο Εφέσιος στοχαστής δεν χάνει ευκαιρία να εκδηλώνεται υποτιμητικά για τους ανθρώπους που δεν έχουν ικανοποιητική μόρφωση. Λέει αρχικά (απόσπ. Β 1 Diels-Kranz): «Τον λόγο, αυτό που είναι, πολλοί άνθρωποι εξακολουθητικά αδυνατούν να τον κατανοήσουν, είτε πριν τον ακούσουν είτε αφού πρώτα ακούσουν»1 . Σε ποιον «λόγο» αναφέρεται εδώ ο Ηράκλειτος; Έχουν πολλά ειπωθεί για την ηρακλείτεια έννοια του λόγου. Πολλοί ερμηνευτές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο λόγος είναι η ηρακλείτεια διδασκαλία. Αναφέρονται επίσης οι πολλές σημασίες που είχε αυτή η λέξη στην αρχαία Ελλάδα, κι επιχειρείται μια επιλογή μέσα από αυτή την πληθώρα σημασιών. Έτσι παραβλέπονται όμως τα συμφραζόμενα, με τα οποία πετυχαίνουμε μια επαρκή ιδέα του τι θα πρέπει να εννοούσε ο αρχαίος στοχαστής. Ας δούμε τα συμφραζόμενα.

Ο λόγος επεξηγείται αφενός ως «αυτό που είναι», αφετέρου ως κάτι που ακούγεται. Το ότι ο λόγος ταυτίζεται με αυτό που είναι, είναι μια πεποίθηση που συναντάται ήδη στον Παρμενίδη, ο οποίος ταυτίζει ρητά το λέγειν, το νοείν και το Είναι σε έναν από τους πιο βαρυσήμαντους στίχους φιλοσοφικής ποίησης2 κι έχει αναπτύξει εκτεταμένα το νόημα του «εόντος», αυτού που είναι. Από εκείνη την ανάπτυξη προκύπτει ότι το Είναι μέσα στη φιλοσοφική παράδοση δεν ήταν κάτι κοινότοπο, αλλά κάτι μεγαλοπρεπές και θεοπρεπές. Το λέγειν που αντιστοιχεί προς αυτό το Είναι θα πρέπει επίσης να φέρει κάποια ίχνη μεγαλοπρέπειας. Προφανώς δεν πρόκειται για κάποιες εκλαϊκευμένες γνώσεις που αναλαμβάνει να μεταδώσει στους μαθητές του ένας τυχαίος δάσκαλος. Ο λόγος συνίσταται σε ένα τόδε-Είναι (τούδε). Αυτό δηλώνει ότι ο λόγος ριζώνει στην πραγματικότητα, όσο υψηλά και αν βρίσκεται αυτή, και ότι αυτή η πραγματικότητα είναι δακτυλοδεικτούμενη για όποιον ξέρει να βλέπει. Ο λόγος δεν είναι κάτι μακρινό και «μεταφυσικό», αλλ’ αφορά τη φύση των όντων που βρίσκονται εγγύτατα. Αυτή τη φύση δεν αρκεί να τη βλέπει κανείς, χρειάζεται και να την ακούει. Πρόκειται αναμφισβήτητα για διδασκαλία, κατά την οποία ένας δάσκαλος μυεί τον μαθητή, και που αν έχει τα μάτια και τα αυτιά ανοιχτά, ο μαθητής θα πρέπει να μπορεί να ιδεί και να ακούσει. Μπορούν όμως όλοι; Ο Ηράκλειτος αρνείται στους πολλούς ανθρώπους αυτή τη δυνατότητα. Η διδασκαλία δεν είναι για τ’ αυτιά των πολλών, όχι επειδή ο δάσκαλος δεν καταδέχεται να την διαδώσει, αλλά επειδή αυτοί είναι ανεπίδεκτοι. Ας προσεχθεί το επίθετο που χρησιμοποιείται: «αξύνετοι». Σημαίνει ότι πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν3 και γι’ αυτό παραμένουν χωρίς σύνεση, φρόνηση και σοφία. Σε μια από τις ψευδεπίγραφες Επιστολές που αποδίδονται στον Ηράκλειτο (4, 2 έκδ. Tarán) λέγεται κάτι παρόμοιο: «Εάν εσείς δεν καταλαβαίνετε τα γράμματα, δεν είναι δικό μου φταίξιμο που είστε απαίδευτοι. Να κατανοήσετε τη σοφία και να συνετισθείτε»4 . Ο πιθανότατα μεταγενέστερος συγγραφέας, που έγραψε αυτή τη φράση βάζοντάς την στο στόμα του Ηρακλείτου, θεώρησε ότι η μη-κατανόηση, την οποία επιτιμά ο Ηράκλειτος, είναι αποτέλεσμα απαιδευσίας (απαίδευτον). Αλλά στο ηρακλείτειο απόσπ. Β 1 λέγεται κάτι ακόμα χειρότερο: ότι ακόμα και αφού ακούσουν τη σοφή διδασκαλία, πολλοί άνθρωποι παραμένουν ασύνετοι. Προς αυτούς τους ανεπίδεκτους ανθρώπους ο Ηράκλειτος έχει έτοιμο ένα ολόκληρο υβρεολόγιο: τους παρομοιάζει με σκυλιά (κύνες, απόσπ. Β 97), με γουρούνια (ύες, απόσπ. Β 13), με γαϊδάρους (όνους, απόσπ. Β 9), με νεκρούς (νέκυες, απόσπ. Β 96), με κτήνη (κτήνεα, απόσπ. Β 29), με κοιμισμένους (κοιμωμένων, απόσπ. Β 89). Ο άνθρωπος που φοβάται να ακούσει τη διδασκαλία αλλά και που οποτεδήποτε την ακούσει εξακολουθεί να φοβάται, είναι κατά τον Ηράκλειτο βλάκας (βλαξ, απόσπ. Β 87). Πώς δικαιολογεί ο Ηράκλειτος την τόσο περιφρονητική του στάση για τους απαίδευτους; Ας δούμε ένα βασικό του χωρίο (απόσπ. Β 34): «Οι ασύνετοι, ακόμα και αν ακούσουν, είναι σαν τους κουφούς· το λέει και η παροιμία: παρόντες απόντες»5 . Εδώ γίνεται φανερό ότι η κριτική που ασκεί ο Ηράκλειτος στους πολλούς απαίδευτους και ανεπίδεκτους μάθησης δεν αφορά τα αισθητήρια όργανά τους, γιατί αυτοί σίγουρα ακούν και διαθέτουν άφθονες αισθητηριακές εμπειρίες. Αλλά κι αφού ακούσουν μοιάζουν με κουφούς, προφανώς επειδή δεν επεξεργάζονται τα ακούσματα με τη νόησή τους. Η άκριτη πρόσληψη μαθημάτων δεν είναι μάθηση. Όσοι δεν σκέπτονται, παραμένουν «ασύνετοι». Η βασική μομφή του Ηρακλείτου αφορά λοιπόν την έλλειψη νοητικής επεξεργασίας και άρα κριτικής στάσης απέναντι στα προσλαμβανόμενα. Μήπως αναδεικνύεται εδώ μια υποτίμηση της αίσθησης (και μάλιστα της ακοής) ως διδακτικού μέσου; Μια τέτοια υποτίμηση δεν ήταν κάτι πρωτότυπο στην εποχή του Ηρακλείτου. Ήδη ο Επίχαρμος είχε πει ότι ο νους είναι αυτός που παίζει τον ουσιώδη ρόλο τόσο στα βλεπόμενα όσο και στα ακουγόμενα, ενώ από μόνα τους τα αυτιά και τα μάτια ούτε ακούν ούτε βλέπουν (απόσπ. 12: νους ορή και νους ακούει· τάλλα κωφά και τυφλά). Αυτή η διατύπωση περιέχει μια υπερβολή, διότι ασφαλώς ο νους δεν μπορεί ποτέ να υποκαταστήσει τα οπτικά και ακουστικά όργανα, ούτε αυτά τα όργανα – όσο είναι υγιή – μπορούν να εκληφθούν ως κουφά και τυφλά. Έτσι ο Ηράκλειτος δεν επιτίθεται ενάντια στα ίδια τα αισθητήρια όργανα, αλλά ενάντια στην κακή τους χρησιμοποίηση. Οι «ασύνετοι» του ηρακλείτειου αποσπ. Β 34 ακούν πολύ καλά, αλλά επειδή δεν εμβαθύνουν νοητικά, μοιάζουν με τους κουφούς. Αυτή η προσεκτική διατύπωση θέλει τελικά να πει ότι και η πιο λαμπρή αίσθηση, όπως είναι η ακοή, εξουδετερώνεται όταν δεν συνεργάζεται με τη νόηση. Κι αυτή η διαπίστωση επιτείνεται με αναφορά στην παροιμία: μολονότι παρόντες (ενν. σε μια διάλεξη, σε ένα μάθημα) οι ανεπίδεκτοι καταντούν απόντες, γιατί δεν ενεργοποιούν το κύριο μαθησιακό όργανο που είναι ο νους6 . Με ένα περαιτέρω πολεμικό χωρίο ο Ηράκλειτος θέτει στο στόχαστρο ολόκληρη τη μαθησιακή διαδικασία. Λέει στο απόσπ. Β 17: «Οι πολλοί δεν στοχάζονται πάνω σε όσα τους συμβαίνουν· ούτε κι αφού τα μάθουν τα γνωρίζουν, αλλά απλώς νομίζουν πως τα ξέρουν»7 . Σε τι συνίσταται η μαθησιακή διαδικασία; Το πρώτιστο θεμέλιό της είναι ασφαλώς εμπειρικό· αυτό επισημαίνει ο Ηράκλειτος με το ρήμα εγκυρέειν, που σημαίνει: συναντώ, τυγχάνω. Ένα δεύτερο θεμέλιο είναι όσα πληροφορούμαστε μέσω ακοής και διδασκαλίας· σ’ αυτές αναφέρεται το εδώ χρησιμοποιούμενο ρήμα μανθάνειν. Τι προκύπτει ως αποτέλεσμα αυτής της διττής πρόσληψης; Τρία ακόμα ρήματα περιγράφουν βασικά μαθησιακά στάδια: φρονείν, γινώσκειν, δοκείν. Το πρώτο ρήμα χαρακτηρίζει τη νοητική επεξεργασία και εμβάθυνση, το δεύτερο ρήμα την απόκτηση αληθινής γνώσης, το τρίτο ρήμα την απόκτηση υποκειμενικής πεποίθησης8 . Η πολεμική του Ηρακλείτου αμφισβητεί την εγκυρότητα της γνώσης που αποκτούν οι πολλοί. Αυτό σημαίνει ότι αμφισβητεί το αποτέλεσμα της μαθησιακής διαδικασίας και όχι τα θεμέλιά της. Πράγματι οι πολλοί συναντούν (εγκυρέουσιν) τα πράγματα, έχουν δηλαδή εμπειρικά βιώματα, και διαθέτουν ευκαιρίες να ακούσουν και να πληροφορηθούν τη γνώση (μανθάνουσι). Το σημείο που επιτιμά ο Ηράκλειτος είναι ότι οι πολλοί ούτε στοχάζονται ούτε αποκτούν τελικά γνώση, και αντ’ αυτού διαμορφώνουν υποκειμενικές πεποιθήσεις. Πώς οδηγείται ο Ηράκλειτος σ’ αυτή τη διαπίστωση;

2. Η επικριτική στάση κατά της πολυμάθειας

Ο Ηράκλειτος δεν στρέφει τα βέλη της κριτικής του μόνο ενάντια στους πολλούς, αλλά κι ενάντια στους λίγους. Από αυτό συμπεραίνω ότι δεν περιφρονεί τον λαό για να συνεταιρισθεί τους ελάχιστους πνευματικά ανώτερους – γι’ αυτό η στάση του δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί αριστοκρατική. Διότι δεν διστάζει να επιτεθεί ακόμα και στους εκλεκτότερους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του: στον Ησίοδο, στον Πυθαγόρα, στον Ξενοφάνη και στον Εκαταίο. Σε όλους αυτούς διαπιστώνει πολυμάθεια και τους επιλέγει ως αντιπροσωπευτικά δείγματα αυτού του «ελαττώματος». Λέει κατά λέξη (απόσπ. Β 40): «Η πολυμάθεια δεν διδάσκει, πώς να έχουμε νου· αλλιώς θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα, καθώς επίσης τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο»9 . Ο Ηράκλειτος προσφέρει αλλού περισσότερα στοιχεία για τον Ησίοδο, και μάλιστα νοούμενο ως «δάσκαλο» των Ελλήνων. Λέει στο απόσπ. Β 57: «Δάσκαλος των πλείστων ο Ησίοδος. Είναι γι’ αυτόν πεπεισμένοι πως ήξερε τα πλείστα, ενώ αυτός δεν γνώριζε τη μέρα και τη νύχτα· διότι υπάρχει το Ένα!»10 . Εδώ παρουσιάζεται μια αξιοπρόσεχτη αντίληψη περί δασκάλου. Δάσκαλος θεωρείται αυτός, για τον οποίο οι περισσότεροι είναι πεπεισμένοι ότι ξέρει πολλά. Αρκεί όμως να είναι πεπεισμένοι; Όχι, βέβαια! Αυτός οφείλει πράγματι να ξέρει. Εδώ εμφανίζεται πάλι το παιχνίδι του Ηράκλειτου με διαφορετικά συνώνυμα ρήματα: επίστασθαι, ειδέναι, γινώσκειν. Η έκφραση είναι όμως ειρωνική: Οι άνθρωποι δεν επίστανται, αλλά έχουν πεισθεί για κάτι που δεν ισχύει. Πρόκειται για εσφαλμένη πεποίθηση και όχι για γνώση. Ο Ησίοδος δεν κατέχει το ειδέναι. Ούτε λοιπόν η πεποίθησή τους είναι αληθινή, ούτε ο Ησίοδος είναι αληθινός δάσκαλος. Για να καταδείξει την άγνοια της πολυμάθειας, ο Ηράκλειτος δίνει ένα παράδειγμα από την ίδια την ησιόδεια διδασκαλία. Στη Θεογονία του ο Ησίοδος ισχυρίζεται (στίχοι 123-125 και 746-757) ότι η Ημέρα είναι κόρη της Νύχτας και αυτές οι δύο «θεές» ποτέ δεν συμβρίσκονται, διότι όταν η μία πατά το κατώφλι του παλατιού της μπαίνοντας, η άλλη το πατά βγαίνοντας. Αυτή η ριζική διαφορετικότητά τους είναι κατά τον Ηράκλειτο απατηλή. Σε αντιπαράθεση προς αυτή τη διαφορετικότητα ο Ηράκλειτος αναφέρει την ενότητα. Θέλει άραγε να πει απλά ότι μέρα και νύχτα αποτελούν ενότητα; Και πρόκειται για την επονομαζόμενη «ενότητα των αντιθέτων», την οποία συναντούμε τάχα και σε άλλα ηρακλείτεια χωρία;11 Η μυθολογική παρουσίαση του Ησιόδου στηρίζεται στην καθημερινή εμπειρία, και δεν χρειάζεται να είσαι Ησίοδος για να ξέρεις ότι μέρα και νύχτα διαφέρουν. Ακριβώς το γεγονός ότι ο Ησίοδος στηρίζεται σε ένα λαϊκό μύθο και στην καθημερινή εμπειρία, τον καθιστά αμφίβολο δάσκαλο. Παρόμοια μομφή επιρρίπτεται με το ηρακλείτειο απόσπ. Β 129 στον Πυθαγόρα. Μολονότι καταγράφεται η γενική πεποίθηση ότι ο Σάμιος σοφός επιδόθηκε περισσότερο από κάθε άλλον στην επιστημονική έρευνα (ιστορίην ήσκησεν ανθρώπων μάλιστα πάντων), αυτή η δραστηριότητα τίθεται υπό ριζική αμφισβήτηση με όσα ακολουθούν: Πρόκειται κι εδώ για μια πολυμάθεια που συνίσταται σε συρραφή ξένων συγγραμμάτων, από τα οποία ο Πυθαγόρας έκανε μια κακότεχνη επιλογή. Είναι ενδιαφέρον ότι σ’ αυτό το χωρίο η πολυμάθεια ερμηνεύεται από τον Ηράκλειτο ως «κακοτεχνία», αφού ο Πυθαγόρας έφτιαξε ένα συμπίλημα – θα λέγαμε σήμερα – από τα πολλά μεταποιώντας τα σε δική του φιλοσοφία (εωυτού σοφίην), αντί να αναχθεί στην αληθινή σοφία που είναι μια θεϊκή ενότητα.

3. Η παιδεία ως αυτοεξέταση-αυτοδιεύρυνση

Ένα από τα συντομότερα διασωσμένα αποσπάσματα του Ηρακλείτου, είναι αυτό που διαβεβαιώνει ότι ο Εφέσιος στοχαστής στράφηκε προς τον εαυτό του και τον εξέτασε εις βάθος (απόσπ. Β 101): εδιζησάμην εμεωυτόν (= «διερεύνησα τον εαυτό μου»). Η συντομία αυτού του χωρίου δεν το κάνει σαφέστερο από άλλα εκτενή. Με ποια αφορμή και για ποιο λόγο ισχυρίζεται ο Ηράκλειτος κάτι τέτοιο; Ο Πλούταρχος που μας διέσωσε αυτές τις λέξεις ισχυρίζεται πως πρόκειται για θετική αντίδραση στην προτροπή του μαντείου των Δελφών: γνώθι σαυτόν. Στη δίλεκτη προτροπή του μαντείου ο Ηράκλειτος απαντά με μια επίσης δίλεκτη διαβεβαίωση. Είναι όμως πράγματι μια θετική ανταπόκριση; Το νόημα της δελφικής προτροπής αφορά όχι μόνο τη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του αλλά και τη σχέση του προς τον θεό. Σημαίνει: «Γνώρισε τα ανθρώπινα όριά σου και μη συγχέεις τον εαυτό σου με τον θεό», ή αλλιώς: «Περιορίσου στον ανθρώπινο εαυτό σου διαπιστώνοντας τα πεπερασμένα του όρια». Ενδιαφέρεται άραγε και ο Ηράκλειτος για έναν αυτοπεριορισμό ή μήπως μάλλον για μια αυτοδιεύρυνση μέσω αυτοδιερεύνησης; Αντί να επαναλάβει το ρήμα της γνώσης, που χρησιμοποιήθηκε στη δελφική προτροπή, ο Ηράκλειτος προκρίνει το ρήμα δίζημαι, που σημαίνει: διερευνώ το κρυφό νόημα ενός διφορούμενου χρησμού12. Εδώ το ρήμα δεν αναφέρεται όμως σε ένα θεϊκό χρησμό, αλλά στον ανθρώπινο εαυτό. Είναι άραγε και αυτός διφορούμενος; Και μήπως η διερεύνηση μπορεί να οδηγηθεί σε δυσεύρετα όρια; Πράγματι ο Ηράκλειτος διαβεβαιώνει ότι όσο και αν προχωρήσει κανείς, δεν θα μπορέσει ποτέ να βρει τα πέρατα της ψυχής του (απόσπ. Β 45): «Τα πέρατα της ψυχής δεν θα μπορούσες να τα βρεις, ακόμα κι αν πορευόσουν όλο τον δρόμο· τόσο βαθύς είναι ο λόγος της»13 . Με αυτή την πρόταση ο Ηράκλειτος ισχυρίζεται ότι και η ψυχή έχει λόγο, όπως και ο θεός που χρησμοδοτεί. Άρα χρειάζεται κι εδώ μια αποκρυπτογράφηση. Αυτή περιγράφεται σαν μια πορεία σε κάθε ενδεχόμενη οδό και σε όλο το μήκος της, ώσπου να βρει κανείς τα βαθύτερα όριά της – μια «εξεύρεση» που κατά τον Ηράκλειτο είναι αδύνατη. Υπάρχει λοιπόν μέσα στην ψυχή του ανθρώπου μια απεραντοσύνη αντίστοιχη προς τη θεϊκή, κατά το μέτρο που τα πέρατα είναι ανέφικτα στην οσοδήποτε βαθιά διερεύνηση. Κάτω από αυτούς τους όρους η διαβεβαίωση του Ηρακλείτου ότι διερεύνησε τον εαυτό του δεν μπορεί να είναι μια καυχησιά, αλλά μια αναφορά σε μεγάλη και αξιοσέβαστη πράξη (ως μέγα τι και σεμνόν διαπεπραγμένος, λέει ο Πλούταρχος παραδίδοντας αυτό το δίλεκτο απόσπασμα). Ιδωμένη, ωστόσο, σε συνάρτηση προς το απόσπ. Β 45 η αυτοδιερεύνηση του Ηρακλείτου σημαδεύει μια αποτυχία. Δηλώνει ότι όση «οδόν» και αν πορεύτηκε, ο Εφέσιος δεν κατόρθωσε να βρει τα πέρατα της ψυχής του. Αυτό το αρνητικό αποτέλεσμα είναι άξιο απορίας. Πώς έφθασε ο Ηράκλειτος σ’ αυτό το αρνητικό συμπέρασμα; Πρέπει τούτο να εκληφθεί ως μια προσωπική αποτυχία, ή μήπως προδικάζει το αδιέξοδο όπου οδηγείται κάθε αυτοεξέταση;

Ενδεχομένως υφίσταται μέσα στη σκέψη του Ηρακλείτου κάποια εννοιολογική διαφορά ανάμεσα στον εαυτό μας και στην ψυχή μας. Αλλά δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η ψυχή αποτελεί ένα σημαντικό αν όχι το πιο σημαντικό μέρος του εαυτού μας. Προς αυτήν λοιπόν θα στραφεί πρώτιστα κάθε αυτοεξέταση. Πώς αντιλαμβάνεται ο Ηράκλειτος την ψυχή; Πρόκειται άραγε για κάτι αποκλειστικά ανθρώπινο, ή μήπως η ψυχή είναι κάτι που ιδιάζει σε όλα τα έμβια όντα και ακόμα πάρα πέρα στα μη ζωντανά; Αυτά τα ερωτήματα μας οδηγούν σε ένα δύσβατο κεφάλαιο της ηρακλείτειας σκέψης, που είναι η ψυχολογία του. Για να μην απομακρυνθούμε από την περιοχή της παιδείας, θα σταθούμε μόνο στο ηρακλείτειο απόσπ. Β 36, που μας δίνει μια παράδοξη αλλά ξεκάθαρη αντίληψη για την ψυχή. Λέει εκεί ο Ηράκλειτος: «Για τις ψυχές ο θάνατος έγκειται στο να γίνουν νερό, για το νερό ο θάνατος έγκειται στο να γίνει γη· από τη γη γίνεται το νερό και από το νερό η ψυχή»14 . Από αυτή την απαρίθμηση γίνεται ξεκάθαρο ότι η ψυχή εκλαμβάνεται ως ένα από τα λεγόμενα «στοιχεία» ή καλύτερα ως μία από τις «αρχές» των όντων. Ξεκάθαρο γίνεται τώρα και το αντικείμενο της ηρακλείτειας αυτοεξέτασης. Αυτή η αυτοεξέταση συνίσταται σε μια αναγωγή του χωροχρονικά πεπερασμένου εαυτού μας στις απέραντες και απέραντα δημιουργικές αρχές που ονομάζονται: ψυχή (δηλ. φωτιά) – νερό – γη. Η αυτοεξέταση είναι μια στροφή της προσοχής μας προς αυτές τις αρχές και μια διαπίστωση ότι αποτελούμε αναπόσπαστο μέρος των δυνάμεων που παράγουν το κάθε τι, υγρό ή στερεό, υλικό ή άυλο σώμα. Η αυτοεξέταση μας ενοποιεί με το σύμπαν από όπου προερχόμαστε και του οποίου θα συνεχίσουμε να αποτελούμε μέρος ακόμα και μετά θάνατον. Η αυτοεξέταση είναι λοιπόν μια πράξη εξαιρετικά συγκεκριμένη, έστω και αν σφραγισμένη με τη σφραγίδα του απέραντου και του ανεξερεύνητου. Μα είναι ικανοί όλοι οι άνθρωποι να κάνουν αυτή τη βαθύτατη αυτοεξέταση, ώστε να διαβλέψουν τον ομόλογο χαρακτήρα της πεπερασμένης τους ψυχής με τις αρχέγονες δυνάμεις του σύμπαντος; Σ’ αυτό το κρίσιμο ερώτημα ο Ηράκλειτος απαντά καταφατικά εξαφανίζοντας κάθε υποψία αριστοκρατικής περιφρόνησης των πολλών ανθρώπων. Λέει στο απόσπ. Β 116: «Σε όλους τους ανθρώπους υφίσταται η δυνατότητα να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να σκεφτούν σώφρονα»15 . Ίσως αυτή η αισιόδοξη άποψη για μια δυνατότητα βαθύτατης αυτογνωσίας και σωφροσύνης είναι η πιο σημαντική προτροπή για καθολική διεύρυνση της παιδείας, που έχει να μεταδώσει έως τις μέρες μας ο Ηράκλειτος.

-----------------------------

1 Του δε λόγου τούδ’ εόντος αιεί αξύνετοι γίνονται άνθρωποι και πρόσθεν ή ακούσαι και ακούσαντες το πρώτον. Για τις λεκτικές αμφισημίες αυτής της πρότασης παραπέμπω στο βιβλίο του Ευάγγελου Ρούσσου: Ηράκλειτος (Περί φύσεως). Νέα έκδοση, «Παπαδήμας», Αθήνα 1987, σελ. 25-30, έστω και αν δεν συμφωνώ με όλες τις εκτιμήσεις αυτού του συγγραφέα. Είναι πάντως γνωστό ότι ήδη ο Αριστοτέλης είχε προβληματιστεί πάνω στα σημεία στίξης που μπορούν να μπουν σ’ αυτό το χωρίο γράφοντας (Ρητορική 1407b 11-18): «Στα κείμενα του Ηρακλείτου είναι δύσκολο να μπουν σημεία στίξης, διότι δεν είναι φανερό σε τι πρόσκειται η κάθε λέξη, στην κατοπινή ή στην πρωτύτερη· όπως στην αρχή του συγγράμματος· διότι λέει ‘του δε λόγου τούδ’ εόντος αιεί αξύνετοι γίνονται άνθρωποι’. Δεν είναι φανερό με ποια λέξη πρέπει να συνταχθεί το ‘αιεί’».

2 Δες Παρμενίδη απόσπ. Β 6, 1: χρη το λέγειν τε νοείν τ’ εόν έμμεναι. (= «Ανάγκη ο λόγος και ο νους και το Είναι να είναι»).

3 Στο απόσπ. Β 51 ο Ηράκλειτος λέει σαφέστερα: ου ξυνιάσιν = «δεν καταλαβαίνουν».

4 Αν δε υμείς αξυνετείτε γράμματα, ουκ εμή ασέβεια το υμών απαίδευτον. Μανθάνετε σοφίην και συνίετε.

5 Αξύνετοι ακούσαντες κωφοίσιν εοίκασι· φάτις αυτοίσι μαρτυρεί παρεόντας απείναι.

6 Αυτό επαναλαμβάνει έξοχα σε δύο στίχους ο Αριστοφάνης (Ιππής 1119-1120): Ο νους δε σου | παρών αποδημεί.

7 Ου φρονέουσι τοιαύτα πολλοί οκοίοις εγκυρέουσιν, ουδέ μαθόντες γινώσκουσιν, εωυτοίσι δε δοκούσι.

8 Με αξιοπρόσεχτη ακριβολογία ο Ηράκλειτος υποδείχνει τον υποκειμενικό χαρακτήρα όσων «δοκούμε» με τη λέξη εωυτοίσι, αναφέροντάς τα στον εαυτό μας. Σε ένα συγγενικό χωρίο (απόσπ. Β 2) ονομάζει την υποκειμενική δοξασία: ιδίαν φρόνησιν.

9 Πολυμαθίη νόον έχειν ου διδάσκει· Ησίοδον γαρ αν εδίδαξε και Πυθαγόρην, αύτις τε Ξενοφάνεά τε και Εκαταίον.

10 Διδάσκαλος δε πλείστων Ησίοδος· τούτον επίστανται πλείστα ειδέναι, όστις ημέρην και ευφρόνην ουκ εγίνωσκεν· έστι γαρ εν. Για το ότι η έκφραση «έστι γαρ εν» δεν πρέπει να ερμηνευτεί με το επιπόλαιο νόημα: η μέρα και η νύχτα είναι ένα, δες M. Heidegger – E. Fink, Heraklit. Seminar Wintersemester 1966/67, Frankfurt a.M. 1970, S. 73-74.

11 Δες π.χ. «ζωντανό-πεθαμένο» (απόσπ. Β 88), «ζωή-θάνατος» (απόσπ. Β 48), «αρχή-πέρας» (απόσπ. Β 103), «αθάνατοι-θνητοί» (απόσπ. Β 62).

12 Δες Ηροδότου 7, 142.

13 Ψυχής πείρατα ιών ουκ αν εξεύροιο, πάσαν επιπορευόμενος οδόν· ούτω βαθύν λόγον έχει.

14 Ψυχήσιν θάνατος ύδωρ γενέσθαι, ύδατι δε θάνατος γην γενέσθαι, εκ γης δε ύδωρ γίνεται, εξ ύδατος δε ψυχή. 15 Ανθρώποισι πάσι μέτεστι γινώσκειν εωυτούς και σωφρονείν.