Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

ΑΙΓΕΣ, ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΛΙΚΝΟ ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ

Στη νότια άκρη του Μακεδονικού κάμπου, σκαρφαλωμένες στους πρόποδες των Πιερίων, βρίσκονται οι Αιγές, «ο τόπος με τα πολλά κοπάδια«, η πρώτη πόλη των Μακεδόνων. Ένας χρησμός που λέγεται ότι δόθηκε στον Περδίκκα Α΄ αναφέρεται στην ίδρυση τους, συσχετίζοντας το όνομα της πόλης με τα κοπάδια των γιδιών: »..όπου θα δεις χιονόλευκες γίδες με λαμπερά κέρατα να κοιμούνται, στα χώματα εκείνης της γης, θυσίασε στους τρισμακάριστους θεούς και χτίσε το άστυ μιας πόλης». Tο πρώτο Μακεδονικό αστικό κέντρο βρίσκεται στα νότια του Αλιάκμονα, στην καρδιά της περιοχής που ήταν για τον Ηρόδοτο η »Μακεδονίς Γη», η κοιτίδα των Μακεδόνων.
Το ποτάμι προστάτευε σαν φυσικό οχυρό την πόλη από τους κινδύνους του βορά και συγχρόνως εξασφάλιζε την άμεση επικοινωνία με τη θάλασσα που τότε βρισκόταν πολύ πιο κοντά, ενώ στο σημείο όπου βρισκόταν η πόλη, συναντιόταν ο κύριος οδικός άξονας που, διασχίζοντας τα Πιέρια, συνέδεε τη λεκάνη της Μακεδονίας με τη νότια Ελλάδα με τον δρόμο που, ξεκινώντας από τα λιμάνια της Πιερίας και παρακολουθώντας τις υπώρειες των βουνών, οδηγούσε στο βορά και στην ανατολή. Η πρώτη εγκατάσταση έγινε στον κάμπο την τρίτη προχριστιανική χιλιετία.
Στο τέλος της εποχής του χαλκού ο οικισμός, ακολουθώντας τη γενικότερη τάση που επέβαλαν οι νέες συνθήκες, μετακινήθηκε προς τις υπώρειες του βουνού. Όπως δείχνει το αχανές νεκροταφείο με τους εκατοντάδες τύμβους που απλώνεται σε έκταση πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων εντυπωσιάζοντας τον επισκέπτη ακόμη και σήμερα, στην πρώιμη εποχή του σιδήρου, (11ος – 7ος αιώνας π.Χ.) είχε ήδη αναπτυχθεί εδώ ένα εξαιρετικά σημαντικό, πλούσιο και πολυάνθρωπο κέντρο.
Κομψά γεωμετρικά αγγεία τεκμηριώνουν τις επαφές με τον υπόλοιπο Ελληνικό κόσμο, ενώ τα πλούσια, κυρίως χάλκινα κοσμήματα, προϊόντα της ιδιαίτερα ανεπτυγμένης τοπικής μεταλλοτεχνίας, που ξεχωρίζουν όχι μόνον για τον πλούτο, αλλά και για την ποιότητα τους υπογραμμίζουν τον κεντρικό ρόλο και τη σημασία του συγκεκριμένου χώρου από τα πρώιμα αυτά χρόνια. Οικισμοί και νεκροταφεία διάσπαρτα στον κάμπο και κυρίως στους λόφους επιβεβαιώνουν αυτήν την διαπίστωση και μαρτυρούν την πυκνή κατοίκηση και χρήση της περιοχής που θα συνεχιστεί και στους αμέσως επόμενους αιώνες.
Στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. ο Περδίκκας Α΄, απόγονος του μυθικού βασιλιά του Άργους Τήμενου καταφέρνει να αναρριχηθεί στον Μακεδονικό θρόνο. Με τους Τημενίδες στην εξουσία οι Μακεδόνες θα επεκτείνουν την κυριαρχία τους και θα γίνουν κύριοι της πλούσιας χώρας που θα πάρει από αυτούς το όνομά της. Οι Αιγές, η καθέδρα των βασιλέων, η πόλη που η μοίρα της συνδέεται άρρηκτα με την τύχη της δυναστείας, όντας το κέντρο ενός από τα πιο ισχυρά κράτη της περιοχής, γνωρίζουν τον 6ο και τον 5ο αιώνα π.Χ. περίοδο μεγάλης ακμής και πλούτου που ανιχνεύεται κυρίως μέσα από τα εντυπωσιακά ευρήματα της νεκρόπολης.
Την εποχή αυτή οι Αιγές είναι πραγματικά η πρώτη πόλη της Μακεδονίας, αφού εδώ χτυπά η καρδιά της εξουσίας, και η ζωή αγγίζει πρωτοφανή επίπεδα εκζήτησης και πολυτέλειας. Για τις ανάγκες του στρατού, για το ανάκτορο και τα νοικοκυριά των εκλεκτών, για τις κυρίες της αυλής οι ντόπιοι μεταλλουργοί και χρυσοχόοι παράγουν όπλα, πολύτιμα μετάλλινα σκεύη και κοσμήματα που συχνά είναι μικρά κομψοτεχνήματα, ενώ έμποροι και προϊόντα φτάνουν από όλες τις γωνίες του κόσμου.
Στα χρόνια του Αρχέλαου (413 – 399 π.Χ.) η αυλή των Αιγών θα γίνει κέντρο παραγωγής πολιτισμού, αφού θα τη λαμπρύνουν με την παρουσία τους μερικοί από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες και διανοητές της εποχής, ανάμεσά τους ο Ζεύξις, ο μέγιστος των ζωγράφων, οι ποιητές Χοιρίλος, Τιμόθεος και Αγάθων και ο ίδιος ο Ευριπίδης που θα γράψει και θα παρουσιάσει εδώ τις τελευταίες τραγωδίες του. Το πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. οι γενικότερες πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις θα οδηγήσουν στην μετατόπιση του διοικητικού κέντρου προς τη θάλασσα, στην Πέλλα.
Ωστόσο οι Αιγές παραμένουν το πατροπαράδοτο κέντρο, όπου τελούνται οι κρίσιμες ιερές τελετές και γιορτάζονται οι μεγάλες γιορτές, ο τόπος όπου θάβονται οι βασιλιάδες. Στα χρόνια του Φίλιππου Β΄ (359 – 336 π.Χ.) η παλιά ιερή πρωτεύουσα γνωρίζει και πάλι μεγάλη ακμή που ανιχνεύεται παντού και συνοδεύεται από έντονη οικοδομική δραστηριότητα, η οποία συνεχίζεται και ολοκληρώνεται πριν από το τέλος του αιώνα. Το θέρος του 336 π.Χ. ο βασιλιάς αποφασίζει να γιορτάσει την παντοδυναμία του. Άοπλος, λευκοντυμένος, με το στεφάνι της γιορτής στο κεφάλι ακολουθεί την ιερή πομπή.
Στο θέατρο των Αιγών θα συναντήσει τη μοίρα του. Χτυπημένος από το μαχαίρι του δολοφόνου ο Φίλιππος πέφτει νεκρός μπροστά στα μάτια των θεατών βάφοντας με το αίμα του το χώμα της ορχήστρας. Στον ίδιο τόπο ο Μέγας Αλέξανδρος ανακηρύσσεται βασιλιάς και ξεκινάει την πορεία που θα τον οδηγήσει στο θρύλο. Στην εποχή των Διαδόχων το ενδιαφέρον μετατοπίζεται και η Πέλλα είναι πια το αδιαφιλονίκητο κέντρο. Μην έχοντας καίρια θέση στον γεωπολιτικό χάρτη του Ελληνιστικού κόσμου, οι Αιγές περνούν στο περιθώριο. Μετά την ήττα του τελευταίου Μακεδόνα βασιλιά Περσέα από τους Ρωμαίους, το 168 π.Χ. η παλιά βασιλική πόλη καταστρέφεται.
Τα τείχη ισοπεδώνονται, το ανάκτορο, το θέατρο και άλλα δημόσια και ιδιωτικά κτήρια καίγονται και γκρεμίζονται. Η παλιά ιεραρχία καταλύεται όμως η ζωή συνεχίζεται. Σπίτια χτίζονται στα ερείπια του τείχους και των παλιών δημόσιων κτηρίων χρησιμοποιώντας συχνά σαν δομικό υλικό τα μέλη τους. Μερικά ιερά επισκευάζονται, όμως το παλάτι, κέντρο και σύμβολο της καταλυμένης πια εξουσίας των μακεδόνων βασιλέων, και το γειτονικό του θέατρο απομένουν ερείπια για πάντα. Οι Αιγές φυτοζωούν δίπλα στη Βέροια που είναι η ευνοούμενη της νέας εξουσίας.
Τον 1ο αιώνα μ.Χ. ύστερα από μια ξαφνική καταστροφή οι κάτοικοι μετακινούνται στον κάμπο στα βορειοανατολικά της νεκρόπολης σε έναν οικισμό που ως το τέλος της αρχαιότητας ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής, όπως δείχνει η παλαιοχριστιανική βασιλική με βαπτιστήριο που χτίστηκε εδώ τον 5ο αιώνα μ.Χ.. Στο μεταξύ το όνομα των Αιγών έπαψε να υπάρχει. Το λίκνο των Τημενιδών παραδόθηκε στη λήθη των αιώνων και απόμεινε μόνον η ανάμνηση του παλατιού των Μακεδόνων βασιλιάδων να στοιχειώνει στο μεσαιωνικό όνομα ενός μικρού χωριού, τα »Παλατίτσια», που ζει ως τις μέρες μας και η Μεγάλη Τούμπα στην άκρη του κάμπου να φυλάγει στα σπλάχνα της το ακριβό μυστικό της.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ 
Η πόλη των ιστορικών χρόνων που απλωνόταν στους λόφους δεν είναι ακόμη καλά γνωστή, αφού μόνον ένα μικρό ποσοστό της συνολικής έκτασης της έχει ανασκαφεί. Το κέντρο των Αιγών με το ανάκτορο και τα ιερά, το »άστυ» δηλαδή της πόλης που αναφέρει και ο χρησμός, καταλαμβάνει μια έκταση περίπου 800 στρεμμάτων και αναπτύσσεται σε επτά άνδηρα, στην πλαγιά, στα νότια του νεκροταφείου των τύμβων.
Η διαφοροποίηση των αξόνων των οικοδομικών συγκροτημάτων που έχουν αποκαλυφθεί δείχνει ότι στις Αιγές, όπως και στην Αθήνα, αλλά και σε όλες τις παλιές πόλεις, δεν υπήρχε ορθολογικά οργανωμένο πολεοδομικό σύστημα με κανονικά οικοδομικά τετράγωνα και κάθετους οδικούς άξονες. Στο δυτικό τμήμα της πόλης, σε ψηλό, περίοπτο σημείο ήταν χτισμένο το ανάκτορο που, ορατό από παντού, δέσποζε απόλυτα στην εικόνα της. Δίπλα του, στην πλαγιά που κατηφορίζει μαλακά προς το βορά, βρίσκονταν το θέατρο και τα σημαντικότερα ιερά, μαζί με τα υπόλοιπα δημόσια κτίρια της πόλης.
Το άστυ των Αιγών προστατευόταν από τείχος, ωστόσο ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού κατοικούσε έξω από το τειχισμένο κέντρο σε πολλούς μικρούς συνοικισμούς, που ξεκινούν δίπλα από τα τείχη και απλώνονται σε ολόκληρη την περιοχή, διάσπαρτοι στους χαμηλούς λόφους, αλλά και στον κάμπο, σημαδεύοντας με την παρουσία τους την πορεία των αρχαίων δρόμων. Ακολουθώντας το αρχαιότροπο μοντέλο οργάνωσης του χώρου που εκφράζει μια κοινωνία στηριγμένη στην αριστοκρατική δομή των γενών με σημείο αναφοράς και πόλο συνοχής τη βασιλική εξουσία.
Οι Αιγές αναδύονται από την αχλύ της προϊστορίας σαν μια πόλη »κατά κώμας», ένα ανοιχτό πολεοδομικό μόρφωμα με μικρούς και μεγαλύτερους συνοικισμούς, διάσπαρτους γύρω από έναν κεντρικό πυρήνα, που εξελίσσεται οργανικά, χωρίς αυστηρά προκαθορισμένο σχέδιο και συγκροτείται στο χώρο με άξονα τη βασιλική παρουσία και εξουσία, τη σχέση με το θείο και την ανάγκη επιβολής και άμυνας, με άλλα λόγια, το ανάκτορο, τα ιερά και την οχυρή ακρόπολη.
Στα πλαίσια ενός μεγάλου οικοδομικού προγράμματος που υλοποιείται στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Φιλίππου Β΄ χτίζεται το νέο μεγαλοπρεπές ανάκτορο των Αιγών, το θέατρο που βρίσκεται δίπλα του και διαμορφώνεται το γειτονικό ιερό της Εύκλειας με τα βασιλικά αναθήματα.Τα κτίσματα αυτά, για τα οποία χρησιμοποιήθηκε ο ακριβός πωρόλιθος, ακολουθούν αυστηρά τον ίδιο άξονα, ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται σοβαρά κατασκευαστικά προβλήματα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του θεάτρου.
Είναι προφανές ότι πίσω από τις κατασκευές αυτές υπάρχει ένας συγκεκριμένος σχεδιασμός που εμπνέεται από μια σαφή ιδεολογική τοποθέτηση: το κέντρο της πολιτικής και της θρησκευτικής εξουσίας που συγκεράζεται στο πρόσωπο του βασιλιά συνδυάζεται με το θέατρο, το κέντρο της τέχνης και του πολιτισμού. Συνεχίζοντας ό,τι ξεκίνησε ο πρόγονός του Αρχέλαος, ο Φίλιππος Β΄ γίνεται βασιλιάς Μαικήνας, »πεφωτισμένος δεσπότης» κατά το πλατωνικό πρότυπο. Εγκαινιάζει στις Αιγές μια παράδοση που θα σφραγίσει την εικόνα των βασιλικών πόλεων της ελληνιστικής εποχής, της Περγάμου, της Αντιόχειας, της Σελεύκειας.
Και θα φτάσει στο αποκορύφωμά της στην Αλεξάνδρεια με την ίδρυση της θρυλικής Βιβλιοθήκης και του Μουσείου, του πρώτου Πανεπιστημίου που γνώρισε ο κόσμος. Στον κάμπο, στα βόρεια της πόλης, απλώνεται η αχανής νεκρόπολη των Αιγών, ο τόπος όπου θάβονταν οι βασιλιάδες των Μακεδόνων. Με κέντρο το νεκροταφείο των τύμβων της πρώιμης εποχής του σιδήρου (11ος – 7ος αιώνας π.Χ.) η νεκρόπολη επεκτάθηκε προς τα νότια στα αρχαϊκά χρόνια (6ος – 5ος αιώνας π.Χ., προς τα δυτικά στα κλασικά (5ος – 4ος αιώνας. π.Χ.) και προς τα ανατολικά στα Ελληνιστικά (3ος – 1ος αιώνας π.Χ.).
Επίκεντρο της ανασκαφικής έρευνας η νεκρόπολη έχει δώσει πλούσια ευρήματα που τεκμηριώνουν όχι μόνον τις μεταθανάτιες πίστεις, αλλά αυτόν καθαυτό τον πολιτισμό των Μακεδόνων, του ακριτικού Ελληνικού φύλου που μένοντας έξω από τις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις του νότου διατήρησε μέχρι τα Ελληνιστικά χρόνια δομές, ήθη και παραδόσεις που ανακαλούν τον κόσμο του Ομηρικού έπους.
Ανάμεσα στα ανασκαμμένα τμήματα της νεκρόπολης ξεχωρίζουν οι τρεις βασιλικές ταφικές συστάδες, η συστάδα του Φιλίππου Β΄ στα δυτικά (Μουσείο βασιλικών τάφων των Αιγών), η συστάδα του Δημαρχείου στα νότια και η συστάδα των βασιλισσών με τον τάφο της Ευρυδίκης και τον ιωνικό τάφο, τον λεγόμενο »Τάφο του Ρωμαίου» από το όνομα του ανασκαφέα δίπλα στην βορειοδυτική πύλη της πόλης. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η ταφική συστάδα Heuzey – Μπέλλα στα ανατολικά, όπου αποκαλύφθηκαν τέσσερις μνημειακοί Μακεδονικοί και τρεις κιβωτιόσχημοι τάφοι της Ελληνιστικής εποχής.

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ
Η συζήτηση για την αρχαία πόλη στη Βεργίνα απέκτησε ενδιαφέρον μετά το εντυπωσιακό εύρημα της Μεγάλης Τούμπας από τον καθηγητή Μ. Ανδρόνικο (1976 – 1980), ο οποίος με τα νέα δεδομένα της ανασκαφής του επιβεβαίωσε μια παλιότερη πρόταση του ιστορικού N. Hammond και μπόρεσε να ταυτίσει την πόλη με την πρώτη πρωτεύουσα των Μακεδόνων, τις Αιγές (1976). Ήταν φυσικό το θέμα να προκαλέσει ένα έντονο ενδιαφέρον, ενώ παράλληλα η συζήτηση πήρε μεγάλες διαστάσεις, χωρίς όμως το αποτέλεσμα να είναι ανάλογο.
Σήμερα φαίνεται ότι η αποδοχή της ταύτισης της πόλης με την αρχαία πρωτεύουσα των Μακεδόνων, τις Αιγές, είναι σχεδόν καθολική, δεδομένου ότι η έρευνα δεν έχει προσκομίσει καμιά πειστική περί του αντιθέτου απόδειξη. Είναι βέβαια αξιοσημείωτο ότι οι περισσότερες σκέψεις και οι ενστάσεις στην πρόταση του ανασκαφέα στηρίχθηκαν σε αποσπασματικές πληροφορίες για την ανασκαφή και κυρίως στην ερμηνεία των σχετικών αρχαίων γραπτών πηγών, ενώ αντίθετα το αρχαιολογικό υλικό, και μάλιστα το πρόσφατο, δεν αξιοποιήθηκε όσο θα ήταν δυνατόν, εκτός από ευδιάκριτες εξαιρέσεις.
Πιθανώς -και τούτο είναι αυτονόητο- τα πολύ σημαντικά ευρήματα της Μεγάλης Τούμπας συγκέντρωσαν το μεγάλο ενδιαφέρον προς στιγμή και «εμπόδισαν» τη συνολική παρατήρηση της πόλης ως μία εξελισσόμενη ενότητα, ως τον οργανισμό που ξεκινά από το μύθο και καταλήγει στην ιστορική σκηνή ως αστική πολιτική οντότητα. Όπως είναι γνωστό, η ανασκαφική δραστηριότητα στην περιοχή της αρχαίας πόλης κατά τα τελευταία χρόνια, μολονότι υπήρξε σχετικά περιορισμένη σε σύγκριση με την έκτασή της, απέφερε όμως πολλά νέα στοιχεία και χρήσιμες για το θέμα ενδείξεις.
Η αξιοποίηση των νέων αυτών αρχαιολογικών δεδομένων της Βεργίνας φωτίζει τις παλιότερες γνώσεις και παράλληλα οδηγεί στις επόμενες ενδιαφέρουσες σκέψεις που πρέπει βέβαια να θεωρηθούν περισσότερο ως υποθέσεις εργασίας παρά ως οριστικές λύσεις των ερωτημάτων, καθώς μπορούν να θεμελιώσουν μία πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα για τη διαμόρφωση της αρχαίας πόλης και μάλιστα στη Μακεδονία και κάτω από το καθεστώς της βασιλείας. Ποιος είναι ο αρχικός πυρήνας των πόλεων στην αρχαία Μακεδονία, πότε τειχίζονται, πώς διοικούνται με δεδομένο το καθεστώς της βασιλείας, είναι ορισμένα από τα ερωτήματα αυτής της έρευνας.
Τα ερωτήματα αυτά είναι πιθανώς ιστορικά, όμως φαίνεται πλέον ότι χρειάζονται την αρχαιολογική στήριξη και πρέπει να απασχολήσουν και τους αρχαιολόγους. Οι όροι που συνιστούν την οντότητα, αλλά και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα αυτής της πόλης, είναι αρκετοί, άμεσοι ή έμμεσοι, και αναγνωρίζονται κυρίως στα μνημεία και μέσα από το αρχαιολογικό υλικό. Τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της θέσης της πόλης και ο τρόπος που διαμορφώθηκαν πρέπει να συνέβαλαν αποφασιστικά στην εικόνα της πόλης, και όχι μόνο.
Οι λατρείες που έχουν επισημανθεί σε σχέση προς τα ανασκαφέντα μνημεία συνδέονται σαφώς με τα κυριότερα δημόσια οικοδομήματα, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι πολιτικοί θεσμοί συνδέονται με χαρακτηριστικό τρόπο με τις θρησκευτικές έννοιες. Τα ίδια τα δημόσια οικοδομήματα και η πολεοδομική τους οργάνωση στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης υποβάλλουν με βεβαιότητα μια προγραμματική πολιτική αντίληψη και σχέση ως προς τη βασιλική εξουσία. Το τρίτο συνθετικό στοιχείο της αρχαίας πόλης στη Βεργίνα συνιστούν τα ταφικά μνημεία και ό,τι συνδέεται με αυτά.
Η μακραίωνη χρήση του νεκροταφείου, η τεράστια έκτασή του, τα εντυπωσιακά ταφικά μνημεία και κτερίσματα, υπογραμμίζουν τη σημασία, τον πλούτο, τις εποχές της ακμής, αλλά εκφράζουν και τις αρχές που διέπουν την κοινωνία αυτής της πόλης. Τα χρονολογικά στοιχεία που παρέχουν τα ταφικά μνημεία δε βρίσκονται σε πλήρη αντιστοιχία προς το χρονικο-ιστορικό της πόλης, ωστόσο δημιουργούν σε συνδυασμό με τα παραπάνω σοβαρές έμμεσες ενδείξεις για την ύπαρξή της και αβίαστα εναρμονίζονται προς την πρόταση των Ν. Hammond και Μ. Ανδρόνικου.
Η πρόσφατη ανασκαφή στην αρχαία πόλη (1982 και εξής) διενεργήθη μόνο σε ορισμένα επιλεγμένα σημεία της περιοχής της, είναι όμως φανερό ότι το κέντρο βάρους του ενδιαφέροντος της έρευνας, αλλά και της πραγματικότητας, βρίσκεται πάντοτε στο μεγάλο οικοδόμημα του ανακτόρου, μαζί με το οποίο τα μνημεία που αποκαλύφθηκαν στον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο του, δημιούργησαν ένα πολύ ενδιαφέρον αλλά και αποκαλυπτικό πολεοδομικό σύνολο, που ουσιαστικά προσδιορίζει και τη συζήτηση για την αρχαία πόλη.
Παράλληλα όμως μικρά ευρήματα, συνήθως κινητά, υπογραμμίζουν με χαρακτηριστικό τρόπο τις παρατηρήσεις μας και συμπληρώνουν το πολιτικό και κοινωνικό ψηφιδωτό του αστικού συνόλου, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Το γεγονός ότι τα περισσότερα μνημεία της πόλης παραμένουν αδημοσίευτα καθιστά δυστυχώς αδύνατη την ολοκληρωμένη εποπτεία ειδικών πληροφοριών, στατιστικών κ.λ.π., έτσι ώστε δεν είναι δυνατόν να συνδεθεί το σύνολο των ειδήσεων σε μια καθολική σύνθεση.
Το σχήμα και η μορφή μιας αρχαίας πόλης αποδίδονται κατά κανόνα με τα τείχη της, ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο της οντότητάς της, όπου μάλιστα είναι δυνατόν να καταγράφεται ακόμη και η χρονική επαλληλία των φάσεων στην ιστορία του αντίστοιχου οικιστικούаαστικού συνόλου. Ως προς τη Μακεδονία το θέμα γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι υφίσταται έντονο το ερώτημα της αρχικής δημιουργίας της πόλης ως αστικού κέντρου και μάλιστα σε σχέση προς τη φάση της ατείχιστης κώμης.
Στην περίπτωση ωστόσο της Βεργίνας δε θα συζητηθούν εδώ τα τείχη της, διότι δεν υπάρχουν επαρκή δημοσιευμένα στοιχεία, εκτός από το παλιό τοπογραφικό των L. Heuаzey και H. Daumet και τις πρόσφατες αποσπασματικές πληροφορίες, οι οποίες αφορούν κυρίως την περιοχή της ακρόπολης καθώς ακόμη και τη βεβαιότητα ότι η πόλη κατά τον 4ο προχριστιανικό αιώνα είναι ήδη τειχισμένη.

Στην προκείμενη έρευνα στόχος είναι η αξιοποίηση και ενδεχομένως η σύνθεση των δημοσιευμένων ανασκαφικών δεδομένων των γνωστών μνημείων, αφού αυτά αποδεικνύονται οι καλύτερες μαρτυρίες της ανάπτυξης και της εξέλιξης της αρχαίας πόλης, με το νόημα μιας ενότητας τόσο τοπογραφικής, όσο και χρονολογικής. Είναι φανερό ότι τούτο το θέμα αναδεικνύεται ως εξαιρετικά ενδιαφέρον, δεδομένου ότι εγγίζει το πρόβλημα της δημιουργίας των αστικών κέντρων του βασιλείου των Μακεδόνων και συνεπώς της οργάνωσής του, αλλά και της ουσιαστικής σύστασής του.
Το φυσικό περιβάλλον και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά αποτελούν, εκτός από το βασικό κεφάλαιο της οικονομικής ζωής της, ένα από τα κύρια στοιχεία και της διαμόρφωσης της πόλης. Από την άλλη πλευρά, ως προς τη μορφή του οικισμού η διάκριση του νεκροταφείου από το οικιστικό τμήμα, όπως προκύπτει από την ανασκαφική εμπειρία, έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς σηματοδοτεί κατά κάποιο τρόπο τη θέση της πόλης, τα όρια της χώρας των ζωντανών και των νεκρών, ως ένα πολύ χρήσιμο τοπογραφικό αλλά και «πολεοδομικό» δεδομένο και όχι μόνο.
Παράλληλα βέβαια η μακρόχρονη και πυκνή χρήση του νεκροταφείου εμπεριέχει πολύ χρήσιμες πληροφορίες για τους θεσμούς, τις προτιμήσεις και τις τάσεις της αντίστοιχης κοινωνίας των ζωντανών, και συγχρόνως σημαδεύει τη χρήση της θέσης στη διάρκεια των αιώνων. Η αρχαία πόλη στη Βεργίνα ταυτίστηκε με τις αρχαίες Αιγές κυρίως μετά την ανασκαφή της Μεγάλης Τούμπας με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, όπως η χρησιμοποίηση επιτύμβιων στηλών και άλλων υλικών από κατεστραμμένους τάφους, καθώς και την ανακάλυψη του μεγάλου ασύλητου μακεδονικού τάφου ΙΙ στη Μεγάλη Τούμπα από τον Μ. Ανδρόνικο, γεγονός που επιβεβαίωσε την παλιότερη, τολμηρή τότε, πρόταση του N. G. Hammond.
Ωστόσο όμως από την αρχή της συζήτησης έλειψε η ανάλυση των συστατικών της πόλης -όσων είχε αποκαλύψει η ανασκαφική έρευνα-, όπως προαναφέρθηκε, τα οποία μπορούσαν να δώσουν χρήσιμες πληροφορίες και συμπεράσματα, και βέβαια η εξέταση των φυσικών όρων της. Η αρχαία πόλη, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα από τα σωζόμενα λείψανα, απλώνεται σε μια χαμηλή πλαγιά στη βόρεια πλευρά των Πιερίων και αντικρίζει στα βόρεια τον ποταμό Αλιάκμονα και τη μεγάλη πεδιάδα του.
Στην πραγματικότητα η πλαγιά αυτή είναι στραμμένη προς τα βορειοανατολικά με εξαίρεση το δυτικό τμήμα της που σχηματίζει μια διακριτή μικρή ράχη με κλίση προς τα βορειοδυτικά και προς το βαθύ χείμαρρο της Παλαιοπαναγιάς, που χωρίζει το σύγχρονο χωριό της Βεργίνας από τον αρχαιολογικό χώρο. Τη χαμηλή πλαγιά της πόλης διασχίζουν μικροί χείμαρροι οι οποίοι και δημιουργούν μέσα στην πόλη φυσικές ενότητες «νησίδες».
Η διακριτή και τειχισμένη περιοχή της ακρόπολης αποτελεί το ψηλότερο σημείο της έκτασης της πόλης πάνω από τη δυτική πλευρά και την περιοχή του ανακτόρου, ενώ η υπόλοιπη πόλη απλώνεται κυρίως βόρεια και ανατολικά του μεγάλου αυτού οικοδομήματος κατηφορίζοντας προς την πεδιάδα. Η πόλη αντικρύζει τον ποταμό Αλιάκμονα, τον κύριο φυσικό δρόμο της κύριας Μακεδονίας, που φέρνει από τα βορειοανατολικά της Πίνδου και οδηγεί στα νότια μέσα από το στενό πέρασμα ανάμεσα στο Βέρμιο και τα Πιέρια στην εύφορη πεδιάδα για να καταλήξει στο Θερμαϊκό κόλπο, όπως ακριβώς βορειότερα ο Αξιός και ο Λουδίας.
Ο χώρος που απλώνεται ανάμεσα στην πόλη με το νεκροταφείο της και τον ποταμό, αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδιαφέρων και πολύτιμος, καθώς φαίνεται και από τις μεταγενέστερες μετακινήσεις του πληθυσμού της πόλης προς τα βόρεια και ανατολικά (λείψανα οικοδομημάτων της Ρωμαιοκρατίας και της ύστερης αρχαιότητας φέρνουν στο φως μικρές ανασκαφικές έρευνες κατά μήκος του Αλιάκμονα στο τμήμα μεταξύ Βεργίνας και Παλατιτσίων).
Η ανασκαφική έρευνα έδειξε ότι η φυσική κλίση της πλαγιάς υπήρξε μεγαλύτερη από όσο φαίνεται σήμερα, ο τεράστιος ερειπιώνας της αρχαίας πόλης αλλά και η ίδια η φύση του εδάφους δημιούργησαν μια μεγάλη επίχωση στην αρχική πλαγιά, έτσι ώστε σήμερα να μειώνεται η παλιότερη μεγάλη κλίση. Κύριο όμως γνώρισμα είναι φυσικά ακόμη και σήμερα -και υποθέτουμε πολύ εντονότερα στην αρχαιότητα- η διαμόρφωση των φυσικών βαθμιδωτών ανδήρων, ένα γνώρισμα που αποτέλεσε αναγκαστικά και το βασικό όρο δόμησης της πόλης.
Τα διαφορετικά και άνισα φυσικά επίπεδα επέβαλαν λ.χ. στο Ελληνιστικό οικοδομικό συγκρότημα του Μητρώου τη δόμηση σε δύο επίπεδα, στοιχείο το οποίο ίσως προσπάθησε να αποφύγει το αντίστοιχο οικοδόμημα ίδιου ιερού του 4ου αιώνα π.Χ., τουλάχιστον όσο είναι σήμερα ορατό. Άνδηρα, και μάλιστα οικοδομημένα αναλήμματα με κατεύθυνση Α-Δ στο χώρο της αγοράς και του ιερού της Εύκλειας βόρεια του θεάτρου, έτσι ώστε να δημιουργούνται αρκετά μεγάλες οριζόντιες εκτάσεις-βαθμίδες για τα αναγκαία στο χώρο οικοδομήματα (τους ναούς, τις στοές, τους βωμούς κ.λ.π.).
Είναι αξιοσημείωτο ότι στην περιοχή αυτή η βαθμιδωτή διαμόρφωση του εδάφους ορίζει και την πορεία των δρόμων που συνδέουν το ιερό και την αγορά με το συγκρότημα του ανακτόρου και του θεάτρου στα νότια και ψηλότερα, όπως θα συζητηθεί στη συνέχεια. Το συγκρότημα του ανακτόρου και του θεάτρου αποτελεί στο πλαίσιο της πόλης το καλύτερο παράδειγμα προσαρμογής και οργάνωσης της φυσικής θέσης για την οικοδόμηση των δύο αυτών μεγάλων εγκαταστάσεων.

Μολονότι λείπουν από τη γνώση μας πολλά πολεοδομικά στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου του συγκροτήματος τόσο στη νότια πλευρά, όσο και στη βόρεια και την ανατολική, είναι φανερό ότι στη χαμηλή αυτή πλαγιά των Πιερίων το ψηλότερο ευρύ επίπεδο χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση του ανακτόρου, το οποίο προστατεύουν στα νότια η ακρόπολη και στα δυτικά το βαθύ ρέμα της Παλαιοπαναγιάς.
Ο περίφημος εξώστης της βόρειας πλευράς του μεγάλου οικοδομήματος, μήκους 104,50 μ. και πλάτους 88,50 μ., έχει προκύψει προφανώς από την ανάγκη μιας ισχυρής κρηπίδας-ανδήρου για τη στήριξη του μεγάλου πλατώματος, όπως προδίδει το μεγάλο πλάτος του θεμελίου αυτής της κρηπίδας. Άλλωστε ο μακρύς διάδρομος του εξώστη φαίνεται ότι εξαιρείται από το συμμετρικό βασικό σχέδιο του υπόλοιπου κτηρίου με τη μεγάλη κεντρική περίστυλη αυλή.
Το γεγονός είναι ότι εξασφαλίζεται ένα ενιαίο επίπεδο έκτασης 8.300 τ.μ. περίπου για το ανάκτορο, στο οποίο προσαρμόζονται όλα τα συστήματα υδροδότησης και αποχέτευσής του και διασφαλίζεται μια άνετη ανάπτυξη των λειτουργιών του. Εξίσου ισχυρός φαίνεται ότι είναι ο εξωτερικός δυτικός τοίχος του συγκροτήματος (δυτικά της μικρής δυτικής οικίας), ο οποίος θεμελιώνεται βαθμιδωτά σύμφωνα με την κλίση του εδάφους καθώς εκτείνεται προς βορρά. Η οργάνωση των χώρων σε μικρές ενότητες στο εσωτερικό του ανακτόρου και η λειτουργία τους αποδίδει ένα χωριστό και πολύ ενδιαφέρον θέμα «χώρου-χρήσης», το οποίο δεν μπορεί να συζητηθεί εδώ.
Μολονότι έχει υιοθετηθεί προφανώς ο πλέον ενδεδειγμένος τύπος κτηρίου για δημόσια οικοδομήματα στον 4ο αιώνα π.Χ., ο τύπος δηλ. με κεντρική περίστυλη αυλή, αναγνωρίζονται ωστόσο ιδιαιτερότητες, που πρέπει να σχετίζονται με τις λειτουργίες και τη ζωή της βασιλικής αυλής και της βασιλικής οικογένειας. Η δυτική οικία, η οποία έπεται χρονολογικά, δημιουργεί αρκετά ερωτήματα ως προς τη χρήση και τη σημασία της ως βασιλικής οικίας μολονότι η οικοδόμησή της είχε πιθανώς προβλεφθεί ήδη στον αρχικό προγραμματισμό.
Αν προηγήθηκε κάποιο άλλο οικοδόμημα στον ίδιο χώρο με την ίδια λειτουργία, δεν είναι γνωστό και πιθανώς απαιτείται ανασκαφική έρευνα τόσο στο ανάκτορο όσο και στην ευρύτερη περιοχή του. Παράλληλα η εξέταση της οργάνωσης των διάφορων χώρων σε ενότητες, γεγονός που προδίδει εξειδικευμένες και συγκεκριμένες λειτουργίες οι οποίες πρέπει να διέπουν τη ζωή των κατοίκων του «βασιλικού οίκου», είναι δυνατόν να φωτίσει το σύνθετο πρόβλημα του ανακτόρου (πβ. το θρησκευτικό χαρακτήρα της θόλου δίπλα στη μνημειακή είσοδο του ανακτόρου ή τους ειδικούς χώρους των συμποσίων).
Η οικοδόμηση του θεάτρου σε απόσταση περίπου 50 μ. βόρεια της βόρειας πλευράς του ανακτόρου στον ίδιο οικοδομικό άξονα, αλλά σε ένα χαμηλότερο επίπεδο, φανερώνει την προγραμματισμένη πολεοδομική οργάνωση της περιοχής ήδη στον 4ο αιώνα π.Χ., όπου πλέον χρονολογούνται τα δύο αυτά οικοδομήματα. Ως προς το τελευταίο και σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες η χρονολογική αυτή αξιολόγηση μπορεί να οριστεί πριν από το τέλος του αιώνα, πιθανότατα στους χρόνους της βασιλείας του Φιλίππου Β’.
Ο σχηματισμός του θεάτρου με τη μεγάλη ορχήστρα, το χωμάτινο κοίλο και την οικοδομημένη, αλλά πολύ απλή σκηνή αποδίδει μια πολύ πρώιμη μορφή θεατρικής εγκατάστασης, η οποία μάλιστα φαίνεται ότι δεν ολοκληρώθηκε, παρά το μεγαλεπήβολο σχεδιασμό της. Όπως ήδη ειπώθηκε ως προς το θέμα της χρονολόγησης, είναι βέβαιο πλέον ότι η ίδρυση του θεάτρου πρέπει να προηγείται της βασιλείας του Αλεξάνδρου και να συμπίπτει με εκείνη της ίδρυσης του ανακτόρου.
Αν οι χρονολογικές εκτιμήσεις αποδειχθούν ακριβείς, το γεγονός της προγραμματισμένης πολεοδομικής διαμόρφωσης της δυτικής περιοχής της πόλης για το δημόσιο συμφέρον ακόμη πριν από το τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ. πρέπει να εκτιμηθεί ως ένα πολύ σημαντικό βήμα για την αρχιτεκτονική οργάνωση του αστικού πολεοδομικού ιστού, ένα φαινόμενο που θα ολοκληρωθεί για την πολεοδομία στους ελληνιστικούς χρόνους. Η θέση του θεάτρου ανάμεσα στο ανάκτορο και την αγορά εκφράζει με σαφήνεια και τον πολιτικό ρόλο του, γεγονός που επιβεβαιώνει τις μαρτυρίες των γραπτών πηγών, των σχετικών με τη χρήση των θεάτρων.
Είναι γνωστό με πολλά παραδείγματα από τον αρχαίο κόσμο ότι το θέατρο εξυπηρέτησε πολιτικούς σκοπούς και δραστηριότητες, κυρίως συνελεύσεις πολιτικών σωμάτων. Άλλωστε και στο θέατρο των Αιγών ο βασιλιάς Φίλιππος με αφορμή τους γάμους της κόρης του κάλεσε και συγκέντρωσε τους καλεσμένους αντιπροσώπους των Ελληνικών πόλεων με σκοπό να επιδείξει τη δύναμη και το μεγαλείο της βασιλείας του. Ωστόσο ο σαφής σχεδιασμός της εγκατάστασης ως θέατρο αποδίδει με βεβαιότητα τη μαρτυρία των πηγών για τη σημασία του θεάτρου στη Μακεδονία.
Δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο ότι και τα πρώιμα οικοδομήματα στο ιερό της Εύκλειας (4ος αιώνας π.Χ.), οικοδομημένα λίγο χαμηλότερα και βορειοδυτικά από το θέατρο, ακολουθούν τον ίδιο πολεοδομικό άξονα (Ν-Β) προς το συγκρότημα του ανακτόρου-θεάτρου. Πρόκειται κυρίως για το ναό, τη γειτονική στοά του, το βωμό, καθώς και ένα τετράπλευρο οικοδόμημα με κεντρική αυλή και επιπλέον τις βάσεις αγαλμάτων από τα οποία οι σωζόμενες αναθηματικές επιγραφές ορισμένων αποδεικνύουν και επιβεβαιώνουν τη σχέση της βασιλικής οικογένειας με το ιερό, το ενδιαφέρον των Μακεδόνων βασιλέων για την «πολιτική» θεά Εύκλεια και τη λατρεία της.
Προς τα κύρια αυτά κτήρια εναρμονίζονταν και όλα τα οικοδομήματα ή άλλες κατασκευές του ιερού και φανερώνουν την οργάνωσή του. Στο χώρο της αγοράς ήδη μαρτυρείται η λατρεία του Διός και άλλων ίσως ακόμη θεών, ενώ η ποικιλία των οικοδομημάτων και των μνημείων, και η παράλληλη παρουσία των λατρειών που προαναφέρθηκαν, συνηγορούν με την άποψη της ανασκαφέως, ότι το μεγάλο αυτό σύνολο ανήκει στην αγορά της πόλης, ένα σύνθετο και πλούσιο συγκρότημα κτηρίων όπου καταγράφονται πολλές λειτουργίες και χρονολογικές επαλληλίες, ιδιαίτερα χρήσιμες για την κατανόηση της πόλης, και το οποίο πιθανώς κατείχε μεγαλύτερη έκταση από όση σήμερα φαίνεται.
 
Ο δημόσιος χαρακτήρας των προαναφερθέντων οικοδομικών συγκροτημάτων είναι προφανής, χαρακτήρας που πιθανώς ισχύει για ολόκληρη την περιοχή αυτή της μικρής προς τα Β-Δ πλαγιάς στο δυτικό τμήμα της πόλης. Λίγο βορειότερα και ανατολικά στην ίδια περιοχή ακόμη ανήκουν οπωσδήποτε και τα λείψανα των οικοδομημάτων του 4ου αιώνα π.Χ. που έχουν αποκαλυφθεί στον αγρό Εφραιμίδη κάτω από επικτίσματα ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Σύμφωνα με την Α. Κοτταρίδη πρόκειται για δημόσια οικοδομήματα, αλλά στην περίπτωση αυτή είναι οικοδομημένα με διαφορετικό πολεοδομικό άξονα.
Η ανασκαφέας ερμηνεύει την αλλαγή αυτή με την παρουσία ενός σημαντικού, αλλά σήμερα άγνωστου στοιχείου, στο οποίο βεβαίως θα μπορούσε κανείς να προσθέσει και τους όρους της φυσικής διαμόρφωσης της περιοχής. Τελικά βέβαιο είναι ότι τα δεδομένα της ανασκαφής επιβεβαιώνουν την άποψη για την ακανόνιστη πολεοδομική εικόνα της πόλης, όπως τη διατύπωσε πολύ σύντομα το 1993 η Α. Κοτταρίδη, άποψη που μπορεί να διευρυνθεί περαιτέρω. Η πόλη εμφανίζει προφανώς μια οικοδομική έξαρση και μάλιστα ιδιαίτερα στο δημόσιο τομέα, κατά το Β′ μισό του 4ου αιώνα π.Χ.
Παράλληλα αναφέρονται σαφείς ενδείξεις οικοδομημάτων του 5ου και του πρώιμου 4ου αιώνα π.Χ. στην ίδια περιοχή. Τα οικοδομήματα είτε κοσμικού, είτε θρησκευτικού χαρακτήρα είναι δημόσια και προφανώς συνιστούν μια μεγάλη πολεοδομική ενότητα, η οποία καλύπτει την επιμήκη δυτική πλευρά της πόλης. Στα κτήρια αυτά δεν εφαρμόζονται οι ίδιοι πολεοδομικοί άξονες και τούτο επιβεβαιώνει την παρατήρηση της Α. Κοτταρίδη ότι η πόλη διαμορφώνεται κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. με τον ακανόνιστο παραδοσιακό τρόπο των παλιών πόλεων, μολονότι σ’ ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο και στην ίδια τη Μακεδονία υπάρχει ήδη η εμπειρία του «ιπποδάμειου» πολεοδομικού συστήματος (βλ. την Όλυνθο).
Τούτο σημαίνει ίσως ότι η πόλη των Αιγών διατήρησε ακόμη και στους χρόνους της ακμής την αρχική μορφή και διάταξη ενός παλιότερου πυρήνα αλλάζοντας μόνο τα δημόσια οικοδομήματα. Οι λόγοι επιλογής και ανάπτυξης αυτής της δυτικής περιοχής ως πολιτικό κέντρο είναι στην πραγματικότητα άγνωστοι. Ωστόσο δεν μπορεί να είναι εκεί τυχαία η έντονη παρουσία τόσων θρησκευτικών-λατρευτικών οντοτήτων, όπως του Ηρακλή στο ανάκτορο, του Διός ή της Εύκλειας στην αγορά της πόλης, όταν μάλιστα συνδυάζονται με θέσεις και οικοδομήματα που εξυπηρετούν πολιτικούς σκοπούς.
Μολονότι από τη θέση αυτή δεν είναι δυνατόν να αναλυθούν, αξίζει ωστόσο να υπογραμμιστεί ο «πολιτικός»-πατρογονικός χαρακτήρας αυτών των λατρειών, στοιχείο το οποίο μπορεί να προσανατολίσει την έρευνα ως προς τη δημιουργία της πόλης από έναν αρχικό πυρήνα στην περιοχή αυτή. Στο ανατολικό τμήμα της αρχαίας πόλης η οικοδόμηση φαίνεται ότι υπήρξε πολύ πυκνή, όπως προδίδουν τα επιφανειακά ευρήματα, μολονότι αυτά ανήκουν κατά κύριο λόγο στα Ελληνιστικά χρόνια.
Αν και η ανασκαφική έρευνα στην περιοχή αυτή είναι πολύ περιορισμένη, είναι βέβαιη η χρήση της ως πόλης ήδη στον 4ο αιώνα π.Χ., σύμφωνα με τα παλιότερα λείψανα του Μητρώου και της γειτονικής αρχαίας οικίας στον αγρό Τσιρέλα, αλλά και με άλλα ευρήματα, όπως η κλασική κεραμική στην περιοχή νοτιοανατολικά του Μητρώου και της προαναφερθείσης αρχαίας οικίας. Ας σημειωθεί ότι από την ίδια περιοχή (αγρός Κωτσιόπουλου) προέρχεται και το αργυρό νόμισμα των Αιγών του πρώιμου 5ου αιώνα π.Χ., στοιχείο που απαιτεί ιδιαίτερη συζήτηση και αξιολόγηση.
Το Μητρώο στη Βεργίνα είναι ένα ξεχωριστό σε σημασία μνημείο, επειδή διασώζει μεγάλο αριθμό στοιχείων της παμπάλαιης Μητραϊκής λατρείας και των μυστηρίων της Μητέρας των Θεών. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για τη συζήτηση αυτή δύο κυρίως στοιχεία του. Από τα θεμέλια του παλιότερου οικοδομήματος (4ος αιώνα π.Χ.) σώζονται πολύ λίγα τμήματα, που φανερώνουν έναν πολύ διαφορετικό πολεοδομικό άξονα από εκείνον του Ελληνιστικού κτηρίου, αλλά και από εκείνον των κλασικών κτηρίων της δυτικής πλευράς της πόλης (Ν-Β).
Πιθανώς στον άξονα του ανακτόρου προσαρμόστηκε το Ελληνιστικό Μητρώο, το οποίο γνωρίζει και πολλές ακόμη αλλαγές ως προς τη ρύθμιση των χώρων του. Ένα άλλο στοιχείο για την ανατολική πλευρά της πόλης αποτελεί η βέβαιη διαπίστωση ότι η Μητραϊκή λατρεία διενεργείται στην πόλη στο σημείο αυτό τουλάχιστον από τον 4ο αιώνα π.Χ. Ως προς τούτο πρέπει να υπογραμμιστεί ιδιαίτερα αυτή η ίδια λατρεία της Μητέρας των θεών Κυβέλης και ο ξεχωριστός χαρακτήρας της τυμπανοφόρου θεάς. Η ανασκαφή ανέδειξε με πολύ ανάγλυφο τρόπο το χθόνιο χαρακτήρα της θεάς και συγχρόνως απέδειξε το μυστηριακό, αλλά και το λαϊκό περιεχόμενο της λατρείας της.
Όλα αυτά τα γνωρίσματα καθιστούν την παρουσία της Μητραϊκής λατρείας στην περιοχή αυτή της πόλης των Αιγών ένα αξιοπρόσεκτο θέμα και πιθανώς συστατικό στοιχείο της δημιουργίας της, με ιστορικό ίσως περιεχόμενο. Αν η λατρεία της Μητέρας των θεών Κυβέλης συνδέεται με τους παλιότερους κατοίκους της περιοχής ή ακόμη αν ο χθόνιος χαρακτήρας της δηλώνει επίσης και μια διαφορετική αρχική χρήση του τμήματος αυτού της πόλης, είναι κύρια ερωτήματα που πρέπει να ερευνηθούν σε μία ιδιαίτερη ανασκαφική έρευνα.
Οπωσδήποτε όμως πρέπει να θυμίσει κανείς ότι λατρείες με ανάλογο περιεχόμενο δεν μετακινούνται εύκολα παρά μόνο με τις μετακινήσεις ομάδων πληθυσμού. Ίσως τα Μητραϊκά μυστήρια εκφράζουν ακόμη την παλαιότητα της χρήσης της περιοχής, μαρτυρία του λαού που συνάντησαν οι Μακεδόνες. Είναι επομένως πιθανόν η λατρεία της Μητέρας να συνιστά έναν από τους όρους διαμόρφωσης της αρχαίας πόλης, αν το θρησκευτικό αυτό γεγονός εκφράζει ή συνδέεται με ένα ορισμένο μέρος του πληθυσμού της ή -το πιθανότερο- με ένα σημαντικό γεγονός όπως ο θάνατος και τα μυστήρια.
Με όλες τις παραπάνω παρατηρήσεις προκύπτει το συμπέρασμα ότι η αρχαία πόλη στη Βεργίνα κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. αναπτύσσεται κατά τον παραδοσιακό ακανόνιστο πολεοδομικό τρόπο σε μια εκτεταμένη περιοχή στα χαμηλά των Πιερίων εξασφαλίζοντας τους δρόμους από την ορεινή ενδοχώρα και προς τη θάλασσα και διασφαλίζοντας τον έλεγχο της πλούσιας πεδιάδας του Αλιάκμονα. Η σύνδεση των λατρειών με τους πολιτικούς θεσμούς -στην περίπτωση αυτή με τη βασιλεία- φαίνεται στενή, τουλάχιστον στα οικοδομήματα και τους χώρους όπου έχουν αναγνωριστεί.
Πολεοδομικά και χωρταξικά η σχέση αυτή παίζει αποφασιστικό ρόλο, ενώ συγχρόνως τα ανασκαφικά δεδομένα (ευρήματα εντός των χώρων αλλά και παλιότεροι τάφοι) επιτρέπουν την έμμεση ανίχνευση της παλιότερης φάσης αυτής της πόλης, από αυτή της περιόδου των μεγάλων δημόσιων κτηρίων του 4ου αιώνα π.Χ. Στους Ελληνιστικούς χρόνους οι πολεοδομικοί άξονες των νέων οικοδομημάτων αλλάζουν, μολονότι οι αλλαγές αυτές δεν πρέπει να προσγραφούν σε ένα νέο γενικό πολεοδομικό σύστημα της πόλης, αλλά στις κατά τόπους νέες συνθήκες και τις ανάγκες των οικοδομημάτων.
Φαίνεται ότι η εικόνα της πόλης δεν αλλάζει ως προς την ακανόνιστη παραδοσιακή μορφή της, αφού και τα νέα οικοδομήματα δεν υπακούουν σ’ ένα ενιαίο πολεοδομικό σύστημα. Αξιοσημείωτη είναι ωστόσο η προσπάθεια εναρμόνισης ορισμένων κτηρίων, όπως λ.χ. το ελληνιστικό Μητρώο, προς τον άξονα του ανακτόρου. Το σύστημα των δρόμων της πόλης είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της εικόνας της, ουσιαστικά της οργάνωσής της. Όπως είναι γνωστό, στην αρχαιολογική πρακτική το καλύτερο μέσο ανίχνευσης των δρόμων θεωρείται το τείχος και οι πύλες του, επειδή όμως το θέμα αυτό παραμένει για την έρευνα αυτή προς το παρόν κλειστό, σημασία αποκτούν άλλα ευρήματα.
Η μνημειακή είσοδος του ανακτόρου στην ανατολική πλευρά παρέχει μια έμμεση ένδειξη για την ύπαρξη μιας οδού προς βορρά, προς το θέατρο και την αγορά με το ιερό της Εύκλειας. Είναι αναμενόμενο ότι το ανάκτορο θα είχε πρόσβαση και προς την ακρόπολη, μολονότι λείπουν τα αρχαιολογικά στοιχεία. Η πλέον βέβαιη περίπτωση δρόμου είναι αυτός που οδηγεί από το ιερό της Εύκλειας προς το θέατρο, όπως έδειξε η ανασκαφή στο ιερό και η φυσική διαμόρφωση της θέσης. Στο ανατολικό τμήμα της πόλης, αμέσως δυτικά του Μητρώου διαπιστώθηκε η ύπαρξη ενός δρόμου από Ν. προς Β., προς τα χαμηλότερα.
Δρόμος επικοινωνίας με τα Πιέρια αναφέρεται στα ανατολικά με βάση την ύπαρξη μιας ανατολικής πύλης του τείχους και πιθανότατα ένας άλλος δρόμος ή δρόμοι οδηγούσαν στο νεκροταφείο, βόρεια της πόλης. Όπως ήδη προαναφέρθηκε, θέμα μεγάλης σημασίας για την κατανόηση της εξέλιξης της πόλης πρέπει να θεωρηθεί ο σχηματισμός και η ανάπτυξη του πλούσιου νεκροταφείου σε μια μεγάλη έκταση στη βόρεια πλευρά της. Όπως είναι φυσικό, τα όρια των ταφικών συνόλων κάθε μεγάλης χρονολογικής ενότητας δεν είναι αυστηρά διακριτά, φαίνεται όμως ότι υπάρχουν τμήματα που εκπροσωπούν ορισμένες χρονικές περιόδους.
Με βάση τα γνωστά ως σήμερα δεδομένα, το σύνολο των αρχαιοτέρων («προϊστορικών») τύμβων με τις πολυάριθμες ταφές σχηματίζει μια πυκνή ζώνη στη βόρεια πλευρά, εκεί όπου αυτή διασταυρώνεται με την επαρχιακή οδό Βέροιας – Μελίκης, χωρίς να λείπουν βέβαια αντίστοιχα παραδείγματα τάφων από την ευρύτερη περιοχή, όπως δηλώνει λ.χ. η προϊστορική ταφή εντός των ορίων της Μεγάλης Τούμπας. Αντιστοίχως οι περισσότεροι αρχαϊκοί και κλασικοί τάφοι συγκεντρώνονται στα βορειοδυτικά της πόλης, ενώ οι ελληνιστικοί τάφοι είναι διάσπαρτοι σε ολόκληρη την περιοχή.
Η γειτνίαση των αρχαϊκών και κλασικών τάφων προς την πόλη, και ιδιαίτερα στη δυτική πλευρά της με το προαναφερθέν πολιτικό κέντρο, φαίνεται ότι σχηματίζει μια εξέχουσα αλλά και πραγματική ενότητα, η οποία ισχύει ως μία σημαντική ένδειξη για την παρούσα εξέταση. Οι Αρχαϊκοί και Κλασικοί τάφοι -ιδιαίτερα οι περισσότερο πλούσιοι- δηλώνουν με τη μορφή και τα κτερίσματά τους τις μεγάλες αλλαγές στην πόλη με την οικονομική, εμπορική και καλλιτεχνική ακμή που εκφράζουν.
Γίνονται ορατές οι σχέσεις με τον υπόλοιπο Ελληνικό κόσμο, δηλώνεται ο πλούτος αυτής της κοινωνίας, κυρίως όμως προδίδονται με τις νέες μορφές των μνημείων στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. οι νέες ιδεολογικές τάσεις της άρχουσας τάξης, της οποίας ο χαρακτήρας διαγράφεται σαφώς. Όλα αυτά φαίνεται ότι θα οδηγήσουν κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. στη δημιουργία του τύπου του «Μακεδονικού» τάφου, του μεγάλου υπόγειου ταφικού οικοδομήματος με την εντυπωσιακή διακόσμηση και την ιδιαίτερη σύνθεση της πρόσοψης.
Ο παλιότερος γνωστός σήμερα μακεδονικός τάφος, ο λεγόμενος τάφος «της Ευρυδίκης», βρίσκεται στη Βεργίνα, στην περιοχή του Μακεδονικού τάφου του «Ρωμαίου» και των άλλων μεγάλων κλασικών τάφων. Στην αρχιτεκτονική μορφή του μνημείου αυτού είναι ορατή η πρωιμότητά του, η προσπάθεια του αρχιτέκτονα να πετύχει με την τέχνη του τις νέες απαιτήσεις της ταφικής διαδικασίας (ημικυκλική καμάρα, μεγάλοι χώροι, ξεχωριστή πολυτέλεια). Δεν είναι τυχαία η παρουσία αυτού του μνημείου με τον πειραματικό χαρακτήρα στην κατασκευή και τη μορφή του στη Βεργίνα, που φανερώνει μαζί με τον πλούτο συγχρόνως και τις απαιτήσεις για μια ξεχωριστή προβολή του νεκρού, στην περίπτωση αυτή μιας σημαντικής νεκρής.
Εκτός από το πρώιμο αυτό παράδειγμα Μακεδονικού τάφου έχει έρθει στο φως στη Βεργίνα ένας ικανός αριθμός μακεδονικών τάφων. Μετριούνται ως σήμερα δεκατρείς και μάλιστα με αξιοσημείωτη ποικιλία στη μορφή τους. Κύριο γνώρισμά τους φαίνεται ότι είναι ο σχηματισμός συστάδων που καλύπτουν συχνά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Στα βορειοδυτικά ξεχωρίζει η ομάδα της Μεγάλης Τούμπας με μνημεία μεγάλης σημασίας (4ος αιώνας π.Χ.). Ο τάφος με την Ιωνική πρόσοψη (περί το 300 π.Χ.) στην περιοχή του Δημαρχείου της Βεργίνας (πρώην «Πνευματικού Κέντρου») περιβάλλεται από αρκετούς παλιότερους μικρότερους τάφους.
Ο δεύτερος τάφος με ιωνική πρόσοψη, ο τάφος του «Ρωμαίου», οικοδομήθηκε περίπου μια γενιά και πλέον αργότερα από το γειτονικό τάφο της «Ευρυδίκης». Στην ανατολική περιοχή του νεκροταφείου, πιθανώς πέραν του «προϊστορικού» τμήματος, οι ομάδες των τάφων «Μπέλλα» και «Heuzey», από το Β’ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. και τον 3ο αιώνα π.Χ., δηλώνουν την προς ανατολάς επέκταση του νεκροταφείου μετά την περίοδο της μεγάλης ακμής του τύπου κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. Η κατανομή των μεγάλων προαναφερθέντων ταφικών μνημείων στον ευρύτερο χώρο του νεκροταφείου είναι αξιοσημείωτη.
Ενώ τα παλιότερα παραδείγματα του 6ου, του 5ου και εν μέρει του 4ου αιώνα π.Χ. σε ένα μεγάλο μέρος τους βρίσκονται κοντά στην πόλη και κυρίως στη δυτική πλευρά της, στη συνέχεια οικοδομούνται οι Ελληνιστικοί τάφοι γύρω από την πόλη γενικά στη βόρεια ζώνη, όπως δείχνει η ομάδα των τάφων «Μπέλλα», ενώ οι γειτονικοί τάφοι «Heuzey» (4ος αιώνας π.Χ.) αλλάζουν και πάλι την τάξη. Σύμφωνα με αυτά αναφέρονται στην ανατολική πλευρά του σύγχρονου χωριού της Βεργίνας κατά καιρούς πρώιμα ταφικά ευρήματα, αν και όχι και πόσο πλούσια όσο οι Μακεδονικοί τάφοι.
Στην περιοχή αυτή η A. Κοτταρίδη ανέσκαψε κατά τη διάρκεια σωστικής ανασκαφής ένα μεγάλο οικοδόμημα του 4ου αιώνα π.Χ., ενώ αναφέρονται σύγχρονες του ταφές. Από την ίδια περίπου περιοχή και από τάφο του 4ου αιώνα π.Χ., προέρχεται ένα σημαντικό ταφικό γλυπτό, το σύμπλεγμα του κυνηγού και του κάπρου στο Μουσείο της Βέροιας. Είναι φανερό ότι η έκταση βόρεια του ανακτόρου στο δυτικό τμήμα της πόλης και ευρύτερα η περιοχή κατά μήκος του μεγάλου χειμάρρου της Παλαιοπαναγιάς, που χωρίζει το σύγχρονο χωριό από τον αρχαιολογικό χώρο, ανταποκρίνεται σε μία σπουδαία περίοδο της πόλης, πιθανώς την πρώτη φάση της δημιουργίας της.
Η ανάπτυξη του πολιτικού κέντρου με τις σπουδαίες θρησκευτικές οντότητες και λατρείες, αλλά και πολιτικές δραστηριότητες, και παράλληλα η συγκέντρωση τάφων των 6ου και 5ου αιώνα π.Χ. καθώς και των πρώιμων Μακεδονικών τάφων στην περίμετρο αυτής της περιοχής δεν πρέπει να είναι τυχαία. Ίσως δεν απέχει της αλήθειας, αν τα αρχαιολογικά ευρήματα αυτά συνδεθούν με την παλιότερη, την πρότερη του 4ου αιώνα π.Χ. περίοδο της αρχαίας πρωτεύουσας των Μακεδόνων.
Δεν υπάρχει σαφής εικόνα της παλιότερης αυτής εποχής, ούτε φαίνονται ακόμη οι λόγοι της επιλογής της θέσης για την ίδρυση της πόλης, ωστόσο, τόσο στο οικοδομικό συγκρότημα της αγοράς και του ιερού της Εύκλειας, όσο και σ’ εκείνο του αγρού Εφραιμίδη, σημειώνονται ανασκαφικά ευρήματα που χρονολογούνται στον 5ο αιώνα π.Χ. Επομένως φαίνεται ορθή η σκέψη ότι η πόλη του 5ου αιώνα π.Χ. υφίσταται και μάλιστα πρέπει να περιλαμβάνει με βεβαιότητα την ίδια περιοχή του προαναφερθέντος πολιτικού κέντρου του 4ου αιώνα π.Χ.
Πολύ δυσκολότερη φαίνεται η αναζήτηση της θέσης του οικισμού των Αρχαϊκών ή και των «Προϊστορικών» χρόνων (σύμφωνα με τις περιόδους του νεκροταφείου). Αξίζει να αναφερθούν τα Προϊστορικά όστρακα που βρέθηκαν βόρεια του ανακτόρου σύμφωνα με το Μ. Ανδρόνικο. Είναι πιθανό και λογικό η θέση αυτή να ταυτίζεται με έναν αρχικό πυρήνα-οικισμό, ο οποίος στην εξέλιξή του έδωσε την πόλη, όπως ήδη προαναφέρθηκε. Όμως το θέμα απαιτεί έρευνα περαιτέρω. Σύμφωνα με τα σωζόμενα αρχαιολογικά ευρήματα και μνημεία η ανάπτυξη της πόλης κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. είναι σαφής και βέβαιη.
Το τέλος της μεγάλης ακμής φαίνεται ότι συμπίπτει με το τέλος του 4ου ή τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Η διαπίστωση αυτή βέβαια μόνο γενικά μπορεί να συνδεθεί με τα γνωστά ιστορικά γεγονότα, ωστόσο φαίνεται ότι η δολοφονία του Φιλίππου Β’ και η εκστρατεία του Αλεξάνδρου παίζουν έναν οριακό ρόλο για την τύχη της πόλης. Στον 3ο αιώνα π.Χ. χρονολογούνται λ.χ. οι τάφοι «Μπέλλα» και άλλα τμήματα της πόλης, όμως η εικόνα παραμένει ακόμη ασαφής και για την Ελληνιστική πόλη, παρά το γεγονός ότι τα Ελληνιστικά ευρήματα είναι ευάριθμα.
Περί τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. γνωρίζει η πόλη μια εκτεταμένη αναστάτωση και καταστροφή, όπως δηλώνουν τα ανασκαφικά δεδομένα των περισσότερων τομέων και μνημείων. Ορισμένα οικοδομήματα εγκαταλείπονται, όπως το Μητρώο, ή άλλες περιοχές αλλάζουν χρήση, όπως η ακρόπολη, η οποία χάνει το στρατιωτικό ρόλο της και μετατρέπεται σε βιοτεχνική περιοχή. Ήδη έχει προηγηθεί η βαριά ήττα του Μακεδόνα βασιλιά στη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) και η επιβολή των Ρωμαίων στη Μακεδονία με την κατάληψη ή την παράδοση των κυριότερων πόλεων.
Τι ακριβώς συνέβη στις Αιγές δεν είναι γνωστό και μόνο η γενική κατάσταση και η πολιτική των Ρωμαίων επιτρέπει την υπόθεση για καταστροφή των τειχών ή την παράδοση της πόλης. Αντίθετα η καταστροφή, που τεκμηριώνεται με τη βοήθεια των ανασκαφικών ευρημάτων περί τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., πρέπει να συνδεθεί με την αναταραχή εξαιτίας της στάσης του Ανδρίσκου (148 π.Χ.) και των βαρβαρικών επιδρομών, χωρίς βέβαια να λείπουν τα ερωτήματα. Πρόβλημα λ.χ. θέτει η καταστροφή του Μητρώου κατά την περίοδο αυτή, πράγμα που σημαίνει ότι στο σημείο αυτό δεν ασκείται πλέον η Μητραϊκή λατρεία, γεγονός πολύ περίεργο για την πανάρχαιη αυτή λατρεία.
Πιθανώς γενικότερες αλλαγές στην περιοχή να προκάλεσαν και τη μετακίνηση του τόπου της λατρείας σε άλλη περιοχή. Αξίζει να αναφερθεί ότι στο ανατολικό τμήμα της πόλης έχουν βρεθεί ταφές που χρονολογούνται στη ρωμαιοκρατία, γεγονός που αποδεικνύει ότι η περιοχή δεν ανήκε πλέον στο οικοδομικό συγκρότημα της πόλης, η οποία πιθανώς είχε συρρικνωθεί προς τα δυτικά. Οι προαναφερθείσες παρατηρήσεις προκύπτουν από την προσπάθεια να αξιοποιηθούν τα ευρήματα και οι ανασκαφικές ενδείξεις στα μνημεία της Βεργίνας.
Οδηγούν σε ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις που αφήνουν να διαγράφεται η πορεία της αρχαίας πόλης και υποστηρίζουν την ιδιαιτερότητα και τη σημασία της, έτσι ώστε να στηρίζουν την πρόταση των Μ. Ανδρόνικου και N. Hammond για τις Αιγές, την πόλη των Τημενιδών. Το θέμα, το οποίο συζητήθηκε ευρύτατα μετά την ανακάλυψη των ασύλητων Μακεδονικών τάφων στη Μεγάλη Τούμπα, έχει δύο σκέλη, την ερμηνεία των γραπτών πηγών και την αξιολόγηση των εντυπωσιακών αρχαιολογικών ευρημάτων.
Ο Μ. Ανδρόνικος έκανε ένα βήμα περαιτέρω και με βάση τα κτερίσματα των τάφων ταύτισε το νεκρό του μεγάλου μακεδονικού τάφου στη Μ. Τούμπα με το βασιλιά Φίλιππο Β’, μια πρόταση που σχετίζεται άμεσα και ευθέως με την ταυτότητα της πόλης, αφού ήταν παράδοση να θάβονται οι νεκροί της βασιλικής οικογένειας στις Αιγές. Καμιά αντίρρηση ή διαφορετική πρόταση έως σήμερα δεν υπήρξε πειστική ή οριστικά ικανή να ανατρέψει την άποψη των N. G. Hammond και M. Ανδρόνικου, η οποία είναι πλέον σήμερα γενικά αποδεκτή. Δεν είναι αναγκαίο να επανέλθει η αρχική συζήτηση για την ταυτότητα του νεκρού και της πόλης.
Η εξέταση όμως και η αξιολόγηση αυτής της ίδιας της πόλης, όπως αποτυπώνεται στην ανασκαφή, αποδίδει συγχρόνως μια ενδιαφέρουσα και καθόλου τυχαία εικόνα της πόλης και της πορείας της. Η σχέση των λατρειών με πολιτικούς-κοινωνικούς θεσμούς αποτυπώνεται στα οικοδομήματα του 4ου αιώνα π.Χ., όμως είναι φανερό ότι απαιτούν και αιτιολογούν προηγούμενες και πρώιμες φάσεις, ακριβώς αυτές που εκπροσωπούν τα πρώιμα ταφικά μνημεία, η ταφική διαδικασία και η ιδεολογία τους.
Η αναφορά στη βασιλική οικογένεια των Τημενιδών είναι προφανής, είτε με πατρογονικές λατρείες, είτε με τα επώνυμα αναθήματα, αλλά παράλληλα και απτή ήδη κατά την περίοδο της βασιλείας του Φιλίππου Β′, αν οι χρονολογήσεις μας ισχύουν. Τα ερωτήματα που δημιουργούνται από τις γενικές αυτές διαπιστώσεις είναι πολλά: η οργάνωση του πληθυσμού της πόλης, η σχέση του με τη βασιλική αυλή και το στρατό, η οικονομική ζωή και οι πόροι της πόλης, η μορφή της και η διοίκησή της είναι κεντρικά θέματα της μακεδονικής πόλης και απαιτούν ακόμη πολύ περισσότερες πληροφορίες.
Οι ενεπίγραφες επιτύμβιες στήλες λ.χ., οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν στην επίχωση της Μ. Τούμπας μετά τη λεηλασία και την καταστροφή των τάφων κατά την κατάκτηση της πόλης από τον Πύρρο (274 ή 273 π.Χ.), μπορούν να προσφέρουν με τα ονόματα των επιγραφών τους ένα πολύ χρήσιμο δείγμα αυτού του πληθυσμού από το β’ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. και τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Θα χρειαζόταν μια ιδιαίτερη έρευνα για να αξιολογηθεί ιστορικά και καλλιτεχνικά η ταφική τέχνη και τα έργα που εμπεριέχονται στους μεγάλους μνημειακούς τάφους, αλλά και στους παλιότερους με τα χαρακτηριστικά κτερίσματα, τα οποία συγχρόνως μπορούν να ισχύουν και ως ενδείξεις της κοινωνικής δομής αυτής της πόλης.
Η σύνθεση όλων των παραπάνω φανερώνει μια πόλη που δεν αναπτύχθηκε στη θέση αυτή τυχαία, όσο και αν η αρχή της χάνεται στο μύθο. Ο Ν. G. Hamаmond υπολογίζει ότι η πόλη των Αιγών διαμορφώνεται οριστικά στον 7ο προχριστιανικό αιώνα. Στον 4ο αιώνα π.Χ. οι πολιτικοί και οι θρησκευτικοί όροι, οι καλλιτεχνικές σχέσεις και οι οικονομικοί θεσμοί αποτυπώνονται πλέον στην πολεοδομία και τη μορφή της πόλης και ανταποκρίνονται με χαρακτηριστικό τρόπο στην εικόνα της γραπτής παράδοσης των Αιγών, για μια ξεχωριστή για τους μακεδόνες πόλη, με σεβαστή παράδοση και σημασία.
Η μακροχρόνια ανασκαφική έρευνα στη Βεργίνα δεν έχει φέρει στο φως μόνο μεγάλα έργα και μνημεία ή πολύτιμα ευρήματα που οδήγησαν άλλωστε στη γνωστή ευρύτατη συζήτηση. Παράλληλα προς αυτά συναντά στη Βεργίνα ο αρχαιολόγος στην καθημερινή του εργασία πολλά άλλα μικρά, συνήθως ευτελή αντικείμενα, που παρά το μικρό τους μέγεθος ή την κακή διατήρησή τους αποδεικνύονται σημαντικά, αφού αποκτούν σε ορισμένες περιπτώσεις την αξία ισχυρών ενδείξεων ή λαλούντων σημάτων.
Ανάμεσα σ’ αυτά ξεχωρίζουν ορισμένα: το αργυρό αρχαϊκό νόμισμα λ.χ. με την παράσταση της προτομής της αίγας -νόμισμα Αιγών- είναι ένα τυχαίο εύρημα από την περιοχή αμέσως βόρεια του Μητρώου και απαιτεί μεγαλύτερη και ξεχωριστή νομισματική έρευνα. Αντίθετα, τρία ακόμη μικρά ευρήματα με σαφή ανασκαφική ένδειξη αποκτούν εδώ ξεχωριστή σημασία. Το πήλινο σφράγισμα από την ταινία που έκλεινε τον κύλινδρο ενός παπύρου βρέθηκε δίπλα στην πυρά του μεγάλου δίδυμου χώρου του Μητρώου και φέρει την παράσταση της κεφαλής του Ηρακλή με τη λεοντοκεφαλή, μια εικόνα που μπορεί να προσγραφεί στη μεγάλη ομάδα ενδείξεων της λατρείας του ξεχωριστού πατρογονικού ήρωα στις Αιγές.
Δεν έχει βρεθεί άλλο παρόμοιο σφράγισμα στο χώρο του Μητρώου και φαίνεται δύσκολο να συνδεθεί το σφράγισμα με ένα αρχείο ή με τυχόν θρησκευτικά βιβλία, ωστόσο δεν μπορεί να είναι η επιλογή του θέματος τυχαία και άσχετη προς την ίδια την πόλη και τις λατρείες της. Το χρυσό Καρικό νόμισμα του δυνάστη Πιξώδαρου ανήκει στα ολιγάριθμα κτερίσματα που σώθηκαν από τη λεηλασία του μικρού και ιδιόμορφου τάφου «Heuzey». Πρόκειται για το νόμισμα που φαίνεται σύμφωνα με την ανασκαφή ότι τόλμησε να οικειοποιηθεί ο ένας από τους κλέφτες του τάφου, αυτός που είχε και το ολέθριο τέλος να σκοτωθεί μπροστά στο συλημένο τάφο.

Το νόμισμα είναι σπάνιο και δε φαίνεται να κυκλοφόρησε κανονικά στον Ελληνικό χώρο, όσο μας είναι γνωστό. Τα λείψανα του τάφου καθώς και τα κτερίσματα του γειτονικού ασύλητου τάφου «Heuzey» b δείχνουν ότι το νόμισμα χρησιμοποιήθηκε ως ταφικό κτέρισμα λίγα χρόνια μετά το γνωστό επεισόδιο της πρότασης του Κάρα δυνάστη Πιξώδαρου προς τον Φίλιππο τον Β’ να παντρέψει την κόρη του με τον Φίλιππο τον Αρριδαίο, αξιοπρόσεκτα γεγονότα, που συμβαίνουν στη βασιλική αυλή των Μακεδόνων σύμφωνα με τη γραπτή ιστορική παράδοση.
Αν η Καρική αποστολή έφτασε στις Αιγές ή έμεινε στην Πέλλα είναι άγνωστο, όμως είναι πολύ πιθανό το μικρό νόμισμα να προέρχεται από εκείνη την αποστολή και να έφτασε στα χέρια της οικογένειας των Μακεδόνων που έχουν ταφεί στους τάφους «Heuzey». Το τελευταίο μικρό αντικείμενο που αξίζει να αναφερθεί είναι ένα μικρό εύρημα από την πρόσφατη ανασκαφή στον αγρό Γουλτίδη. Προέρχεται από τον καθαρισμό μιας ανασκαφικής τομής πριν ακόμη αναγνωριστούν στα ερείπια του τομέα αυτού τα κατεστραμμένα λείψανα του βόρειου τείχους της αρχαίας πόλης των Αιγών.
Πρόκειται για το θραύσμα μιας κεραμίδας με ένα σφράγισμα, όπου παριστάνεται η κεφαλή μιας αίγας, εύρημα ανάλογο προς τα ενσφράγιστα κεραμίδια του ανακτόρου με τις ποικίλες παραστάσεις. Μόνο που αυτή τη φορά η παράσταση θέτει ευθέως και αμέσως το ερώτημα της ταυτότητας της εικόνας με το όνομα της πόλης, ένα φυσικό ερώτημα, παρά τη μοναδικότητα του ευρήματος. Η εμμονή της ανασκαφικής τύχης να φέρνει στο φως δίπλα στα μεγάλα μνημεία μικρά σήματα -ενδείξεις της ταυτότητας της πόλης, έστω και αθροιστικά- δεν πρέπει να υποτιμηθεί.
Η διαμόρφωση πολεοδομικών τμημάτων της πόλης με βάση τις πολιτικές και τις σύγχρονες θρησκευτικές αρχές είναι θέμα που δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει για την αρχαία πόλη στη Βεργίνα. Το μεγάλο και επιβλητικό οικοδόμημα με τη δωρική περίστυλη αυλή είναι ο Βασίλειος οίκος, με μία μάλιστα αρχιτεκτονική μορφή απόλυτα σύγχρονη και αναμενόμενη για τον 4ο προχριστιανικό αιώνα. Η λατρεία του Ηρακλή και γενικά η παρουσία της στην πόλη είναι εντυπωσιακή αλλά και αυτονόητη για την οικογένεια των Τημενιδών και την παλιά πρωτεύουσά τους.
Ενώ στο νεκροταφείο οι μαρτυρίες για τους πρότερους αιώνες (5ος – 6ος αιώνας π.Χ.) είναι σαφείς, στην πόλη οι ενδείξεις είναι λίγες ακόμη, χωρίς όμως να λείπουν βεβαίως, έστω και ολιγάριθμες. Είναι άγνωστο τι προηγήθηκε του οικοδομήματος του ανακτόρου του 4ου αιώνα π.Χ., τούτο όμως ίσως θα έχει σχέση με τη μορφή της ίδιας της πόλης. Οι λατρείες που ανιχνεύονται στην αγορά και τα ιερά επαναλαμβάνουν την προβληματική, αφού δεν μπορεί να είναι τυχαία η παρουσία τους στις συγκεκριμένες θέσεις σε συνδυασμό με οικοδομήματα του 4ου αιώνας π.Χ. και θα πρέπει να δεχτεί κανείς την άσκηση αυτών των λατρειών και στους προηγούμενους αιώνες.
Η κατά καιρούς ανεύρεση στις περιοχές του ανακτόρου και της αγοράς παλιότερης (προϊστορικής, Αρχαϊκής ή Κλασικής) κεραμικής είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα ένδειξη της κατοίκησης της περιοχής σ’ αυτούς τους προηγούμενους αιώνες. Η μυστηριακή και χθόνια λατρεία της Μητέρας των θεών αποτελεί μια ιδιαίτερη ένδειξη για την αρχαία πόλη. Μολονότι οι μαρτυρίες φτάνουν μόνο μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ., ο χαρακτήρας της συνδέεται με μία παλιότερη φάση ασκούμενης λατρείας και επιτρέπει την υπόθεση ύπαρξής της και κατά τους παλιότερους χρόνους της πόλης. Όλα τα παραπάνω καθιστούν την αρχαία πόλη στη Βεργίνα ξεχωριστή.
Τα βασιλικά αναθήματα στο ιερό της Εύκλειας, οι λαμπροί και πλούσιοι τάφοι, η εικόνα της ίδιας της πόλης, μιλούν για μια σημαντική για τους Μακεδόνες θέση. Η καταστροφή τάφων στο νεκροταφείο της κατά το α′ τέταρτο του 3ου αιώνα π.Χ. συνδέθηκε σωστά με τη ληστρική επιδρομή των Γαλατών μισθοφόρων του Πύρρου στις Αιγές (274 /3 π.Χ.), σύμφωνα με ανασκαφικά δεδομένα. Το σύνολο των αποσπασματικών πληροφοριών, των ενδείξεων των μεγάλων μνημείων, αλλά και των μικρών ευρημάτων παρά τις δυσκολίες τους συνομολογούν για την παλιά πρωτεύουσα, τις Αιγές.
Η επεξεργασία όλων τούτων των δεδομένων μαζί με το εντυπωσιακό σύνολο των μεγάλων μνημείων, μπορούν να αποδώσουν το μέγεθος του ιστορικού και αρχαιολογικού θέματος και μάλιστα περισσότερο εύγλωττα από την ως τώρα συζήτηση. Είναι βέβαιο ότι στη Βεργίνα η ανασκαφή της αρχαίας πόλης συγκεντρώνει πολλά χαρακτηριστικά στοιχεία που υπογραμμίζουν και διαφωτίζουν με έναν ιδιαίτερο, συχνά λανθάνοντα τρόπο τις ολιγάριθμες πληροφορίες της γραπτής παράδοσης για τις Αιγές.
Παράλληλα όμως, δίπλα στο θέμα της ταυτότητας προσφέρει -και στο μέλλον θα προσφέρει ακόμη περισσότερο- αξιοπρόσεκτο υλικό για την κατανόηση της ζωής μιας παλιάς πόλης στην αρχαία Μακεδονία. Απομένει η συνέχιση της έρευνας, και το σπουδαιότερο, η προσεκτική σύνθεση των πληροφοριών, όσων προσφέρουν τα μνημεία, μεγάλα ή μικρά.

ΟΙ ΑΙΓΕΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ
Στα νότια του ποταμού Αλιάκμονα, στη «Μακεδονίδα Γη» του Ηροδότου, στους πρόποδες των Πιερίων, του αρχαίου «Μακεδονικού όρους», βρίσκονται αι Αιγεαί, η πρώτη πόλη των Μακεδόνων, που το όνομά της σημαίνει »ο τόπος με τα πολλά κατσίκια». «Αι Αιγεαί» ήταν μια πόλη «κατά κώμας», ένα ανοιχτό πολεοδομικό μόρφωμα με το «άστυ» στο κέντρο και πολλούς μικρούς και μεγάλους οικισμούς ολόγυρα, ο αριθμός των οποίων δικαιολογεί τον πληθυντικό του ονόματος, όπως συμβαίνει με πολλές άλλες αρχαίες πόλεις όπως αι Αθήναι, αι Θήβαι, αι Φεραί κ.λ.π.
Tο μόρφωμα αυτό που αναπτύχθηκε οργανικά στο χρόνο αποτυπώνει στο χώρο το αρχαιότροπο μοντέλο μιας κοινωνίας στηριγμένης στην αριστοκρατική δομή των γενών με σημείο αναφοράς και πόλο συνοχής τη βασιλική εξουσία. Στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. ο Περδίκκας Α΄, ένας Δωριέας από το Άργος, απόγονος σύμφωνα με την παράδοση της γενιάς του Ηρακλή, γίνεται βασιλιάς των Μακεδόνων. Οι Αιγές γίνονται το λίκνο των Τημενιδών, της δυναστείας που θα βασιλέψει για 3,5 αιώνες στη Μακεδονία και θα δώσει στην ανθρωπότητα τον Φίλιππο Β΄και τον Μέγα Αλέξανδρο, που ξεκινώντας από τις Αιγές άλλαξαν την ιστορία της Ελλάδας και του κόσμου.
Στις βασιλικές ταφικές συστάδες της πολύχρυσης νεκρόπολης των Αιγών που βρέθηκαν ως τώρα, τεκμηριώνεται η μεγάλη ακμή της πόλης. Όσο βασιλεύει ο Αλέξανδρος Α΄(498 – 454 π.Χ.) οι Αιγές γίνονται κέντρο του σημαντικότερου Ελληνικού κράτους του βορρά. Στα χρόνια του Αρχέλαου (413 – 399 π.Χ.) η αυλή των Αιγών αποδεικνύεται φιλόξενο λιμάνι για μεγάλους καλλιτέχνες που θα λαμπρύνουν με την παρουσία τους τη ζωή της πόλης. Ο σπουδαίος ζωγράφος Ζεύξις θα διακοσμήσει το νέο ανάκτορο του βασιλιά και ο Ευρυπίδης θα συνθέσει εδώ τις τελευταίες τραγωδίες του.
Η μεγάλη ώρα για τη Μακεδονία και τις Αιγές όμως θα σημάνει με την ανάρρηση στο θρόνο του Φιλίππου Β΄, που θα συγκεντρώσει γύρω του την αφρόκρεμα της διανόησης με αποτέλεσμα η αυλή του να γίνει μήτρα παραγωγής πολιτισμού, όπως η Αθήνα του Περικλή. Ο Φίλιππος Β΄ είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από το τεράστιο οικοδομικό πρόγραμμα, που εξωράΪσε τις Αιγές μεταμορφώνοντας ριζικά την εικόνα της πόλης.
Το πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. οι γενικότερες πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις αναγκάζουν τον Μακεδόνα βασιλιά και την οικογένειά του να μένει όλο και πιο συχνά στην Πέλλα, το λιμάνι στη βόρεια πλευρά του Θερμαϊκου που αναπτύσσεται γρήγορα σε μεγάλη πόλη Ωστόσο οι Αιγές παραμένουν το πατροπαράδοτο κέντρο, ο τόπος όπου βρίσκονται τα παλάτια και οι τάφοι των βασιλιάδων και εξακολουθούν να τελούνται οι κρίσιμες ιερές τελετές και οι μεγάλες γιορτές του βασιλείου.
Το καλοκαίρι του 336 π.Χ. ο Φίλιππος Β΄, εκλεγμένος ηγεμόνας και αρχιστράτηγος όλων των Ελλήνων, αποφάσισε να γιορτάσει στις Αιγές την παντοδυναμία του με μια πρωτοφανή σε λαμπρότητα γιορτή. Καθώς , ακολουθώντας την ιερή πομπή, έμπαινε στο θέατρο, συνάντησε το μαχαίρι του δολοφόνου και έπεσε νεκρός μπροστά στα μάτια των συγκεντρωμένων. Ο Αλέξανδρος ανακυρήχθηκε βασιλιάς και φρόντισε να θάψει τον πατέρα του στην βασιλική νεκρόπολη των Αιγών με τιμές που ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Στην αρχή της άνοιξης του 334 π.Χ. ο νεαρός βασιλιάς θα ξεκινήσει από τις Αιγές την μεγάλη εκστρατεία που θα τον κάνει κοσμοκράτορα.
Οι νέες τάσεις και τα ρεύματα που γεννήθηκαν στο περιβάλλον του Φιλίππου Β΄ θα μεταλαμπαδευτούν από τον Αλέξανδρο στην Ελληνιστική Οικουμένη και θα γίνουν τα θεμέλια του λαμπρού νέου κόσμου. Η ιστορία του κόσμου άλλαξε, όμως η παλιά βασιλική καθέδρα πέρασε στο περιθώριο. Ακολουθώντας τη μοίρα του βασιλείου οι Αιγές καταστράφηκαν μετά την ήττα του 168 π.Χ. από τους Ρωμαίους, ξέπεσαν και σιγά – σιγά ξεχάστηκαν. Ώσπου το 1977 η σκαπάνη του Μανόλη Ανδρόνικου χάρισε στον τόπο ξανά το όνομά του και η ιστορία της Μακεδονίας άρχισε να ξαναγράφεται.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Οι Μακεδνοί ή Μακεδόνες, το όνομα των οποίων παράγεται, όπως και το επίθετο μακρύς, από τη ρίζα μακ- και σημαίνει »ψηλός» ή πιο ελεύθερα »αυτός που έρχεται από ψηλά» ήταν, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ένα φύλο ταυτόσημο με τους Δωριείς, το οποίο αρχικά κατοικούσε στην Πίνδο. Στις αρχές της τελευταίας προχριστιανικής χιλιετίας οι Μακεδόνες που ήταν κατ’ εξοχήν κτηνοτρόφοι βρίσκονται εγκατεστημένοι στην βόρεια πλευρά του Ολύμπου και στις πλαγιές και τις κοιλάδες του Μακεδονικού όρος (σημερινά Πιέρια).
Εδώ, στα νότια του Αλιάκμονα, στην «Μακεδονίδα Γη» του Ηρόδοτου, στους πρόποδες του «Μακεδονικού όρους» βρίσκονται «αι Αιγεαί», ο «τόπος με τα πολλά κατσίκια», η πρώτη πόλη των Μακεδόνων. Χτισμένες στην αφετηρία του δρόμου που διασχίζοντας τα βουνά, οδηγούσε από την μακεδονική λεκάνη προς τον νότο, οι Αιγές ήταν ένα σημαντικότατο κέντρο με κυρίαρχο ρόλο στην περιοχή ήδη από τον 10ο – 8ο αιώνα π.Χ.
Απομονωμένοι στην αυτάρκεια που τους εξασφάλιζαν τα άφθονα κοπάδια, τα δασωμένα βουνά και οι εύφορες κοιλάδες, χωρίς λιμάνια και νησιά, χωρίς να αναγκαστούν να στραφούν στο εμπόριο, χωρίς να χρειαστεί να ανοιχτούν στον κόσμο ιδρύοντας αποικίες, οι Μακεδόνες, όπως και τα άλλα ακριτικά βόρεια και βορειοδυτικά Ελληνικά φύλα, έμειναν έξω από τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις του νότου που οδήγησαν στην δημοκρατία και διατήρησαν ως τον 4ο προχριστιανικό αιώνα το πατροπαράδοτο πολίτευμα της βασιλείας.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., ενώ στη νότια Ελλάδα η παλιά ιεραρχία κατέρρεε, ο Περδίκκας, ένας Δωριέας από το Πελοποννησιακό Άργος, γίνεται βασιλιάς των Μακεδόνων και εγκαθιδρύει την δυναστεία των Τημενιδών, που έχοντας σύμφωνα με τον θρύλο ως γενάρχη τον Ηρακλή, είναι όπως ακριβώς οι βασιλείς της Ιλιάδας εξ αίματος απόγονοι του ίδιου του Δία.
Στο ακριτικό φυλετικό βασίλειο των Μακεδόνων θεσμοί, ήθη και παραδόσεις που χαρακτηρίζουν την κοινωνία του Ομήρου, επιβιώνουν την ώρα που στις πόλεις του νότου εδραιώνεται η δημοκρατία, από την οποία ο μεγαλοφυής Φίλιππος Β΄θα δανειστεί ιδέες και θεσμούς ώστε, ενσωματώνοντας τους στα πατροπαράδοτα, να δημιουργήσει το νέο πολιτικό μοντέλο «της πεφωτισμένης ηγεμονίας» που θα γίνει το ιδεολογικό θεμέλιο των κρατών του Ελληνιστικού Κόσμου.
Στη Μακεδονία υπήρχαν κατά την αρχαιότητα πολλές σημαντικές και ισχυρές πόλεις, όπως η Πέλλα, οι Αιγές, το Δίον, η Αιανή, η Αμφίπολη, η Θέρμη κ.ά. Οι πιο σπουδαίες από αυτές ήταν οι Αιγές και η Πέλλα, οι δύο πόλεις όπου είχαν την έδρα τους οι Μακεδόνες βασιλείς. Οι Αιγές ήταν η πρώτη πόλη που ίδρυσαν οι Μακεδόνες με το βασιλιά Περδίκκα Α’, στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. Ο μύθος λέει, ότι σύμφωνα με ένα χρησμό του Μαντείου των Δελφών που δόθηκε στον Περδίκκα, η νέα πόλη θα έπρεπε να χτιστεί σε μέρος όπου θα υπήρχαν κοπάδια με γίδια:

«…όπου θα δεις χιονόλευκες γίδες με λαμπερά κέρατα να κοιμούνται, στα χώματα εκείνης της γης, θυσίασε στους τρισμακάριστους θεούς και χτίσε το άστυ μιας πόλης».
Η λέξη Αιγές ίσως να προέρχεται από τη λέξη αίγα, που σημαίνει γίδα. Αυτό το πρώτο Μακεδονικό αστικό κέντρο βρίσκεται στα νότια του Αλιάκμονα, στην καρδιά της περιοχής που για τον Ηρόδοτο ήταν η κοιτίδα των Μακεδόνων.
Το ποτάμι προστάτευε σαν φυσικό οχυρό την πόλη από τους κινδύνους του βορά και συγχρόνως εξασφάλιζε την άμεση επικοινωνία με τη θάλασσα που τότε βρισκόταν πολύ πιο κοντά, ενώ στο σημείο όπου βρισκόταν η πόλη, συναντιόταν ο κύριος οδικός άξονας που διέσχιζε τα Πιέρια και συνέδεε τη λεκάνη της Μακεδονίας με τη νότια Ελλάδα με τον δρόμο που, ξεκινώντας από τα λιμάνια της Πιερίας και παρακολουθώντας τις υπώρειες των βουνών, οδηγούσε στο βορά και στην ανατολή.
Η αρχαία λοιπόν πόλη που υπάρχει στις βόρειες υπώρειες των Πιερίων, νότια του ποταμού Αλιάκμονα, στον πλούσιο κάμπο της Μακεδονίας, ταυτίζεται με τις Αιγές, την αρχαία πρωτεύουσα του βασιλείου της Μακεδονίας. Ο χώρος κατοικείτο, σύμφωνα με τις ενδείξεις, συνεχώς από την πρώιμη Εποχή του Χαλκού και η πρώτη εγκατάσταση έγινε στον κάμπο την τρίτη χιλιετία π.Χ. Στο τέλος της Εποχής του Χαλκού ο οικισμός, ακολουθώντας τη γενικότερη τάση που επέβαλαν οι νέες συνθήκες, μετακινήθηκε προς τις υπώρειες του βουνού.
Όπως δείχνει το αχανές νεκροταφείο με τους εκατοντάδες τύμβους που απλώνεται σε έκταση πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων εντυπωσιάζοντας τον επισκέπτη ακόμη και σήμερα, στην πρώιμη εποχή του σιδήρου, (11ος – 7ος αιώνας π.Χ.) είχε ήδη αναπτυχθεί εδώ ένα εξαιρετικά σημαντικό, πλούσιο και πολυάνθρωπο κέντρο. Κομψά γεωμετρικά αγγεία τεκμηριώνουν τις επαφές με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο, ενώ τα πλούσια, κυρίως χάλκινα κοσμήματα, προϊόντα της ιδιαίτερα ανεπτυγμένης τοπικής μεταλλοτεχνίας, που ξεχωρίζουν όχι μόνον για τον πλούτο, αλλά και για την ποιότητά τους, υπογραμμίζουν τον κεντρικό ρόλο και τη σημασία του συγκεκριμένου χώρου από τα πρώιμα αυτά χρόνια.
Οικισμοί και νεκροταφεία διάσπαρτα στον κάμπο και κυρίως στους λόφους επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση αυτή και μαρτυρούν την πυκνή κατοίκηση και χρήση της περιοχής, που θα συνεχιστεί και στους αμέσως επόμενους αιώνες. Η εποχή όμως της μεγάλης ακμής και του πλούτου της πόλης ήταν τα αρχαϊκά (7ος – 6ος αιώνας π.Χ.) και τα κλασικά χρόνια (5ος – 4ος αιώνας π.Χ.), οπότε αποτελούσε το πιο σημαντικό αστικό κέντρο της περιοχής, έδρα των Μακεδόνων βασιλέων, πρωτεύουσα ενός από τα πιο ισχυρά κράτη της περιοχής και τόπο όπου συγκεντρώνονταν τα πιο σημαντικά πατροπαράδοτα τεμένη.
Στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. ο Περδίκκας Α’, απόγονος του μυθικού βασιλιά του Άργους Τήμενου (θεωρείται απόγονος του Ηρακλή), καταφέρνει να αναρριχηθεί στον Μακεδονικό θρόνο. Με τους Τημενίδες στην εξουσία οι Μακεδόνες θα επεκτείνουν την κυριαρχία τους και θα γίνουν κύριοι της πλούσιας χώρας που θα πάρει από αυτούς το όνομά της. Οι Αιγές, η έδρα των βασιλέων, η πόλη που η μοίρα της συνδέεται άρρηκτα με την τύχη της δυναστείας, όντας το κέντρο ενός από τα πιο ισχυρά κράτη της περιοχής, γνωρίζουν τον 6ο και τον 5ο αιώνα π.Χ. περίοδο μεγάλης ακμής και πλούτου που ανιχνεύεται κυρίως μέσα από τα εντυπωσιακά ευρήματα της νεκρόπολης.
Την εποχή αυτή, οι Αιγές είναι πραγματικά η πρώτη πόλη της Μακεδονίας, αφού εδώ χτυπά η καρδιά της εξουσίας, και η ζωή αγγίζει πρωτοφανή επίπεδα εκζήτησης και πολυτέλειας. Για τις ανάγκες του στρατού, για το ανάκτορο και τα νοικοκυριά των εκλεκτών, για τις κυρίες της αυλής οι ντόπιοι μεταλλουργοί και χρυσοχόοι παράγουν όπλα, πολύτιμα μετάλλινα σκεύη και κοσμήματα που συχνά είναι μικρά κομψοτεχνήματα, ενώ έμποροι και προϊόντα φτάνουν απ’ όλες τις γωνίες του κόσμου.
Στα χρόνια του βασιλιά Αρχέλαου (413 – 399 π.Χ.), η αυλή των Αιγών θα γίνει κέντρο παραγωγής πολιτισμού, αφού θα την λαμπρύνουν με την παρουσία τους μερικοί από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες και διανοητές της εποχής, ανάμεσά τους ο μεγάλος ζωγράφος Ζεύξις, οι ποιητές Χοιρίλος, Τιμόθεος και Αγάθων και ο ίδιος ο Ευριπίδης, που θα γράψει και θα παρουσιάσει εδώ τις τελευταίες τραγωδίες του. Την ίδια περίοδο, οι γενικότερες πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις θα οδηγήσουν στην μετατόπιση του διοικητικού κέντρου στην Πέλλα, που τότε ήταν ένας ασήμαντος παραθαλάσσιος οικισμός.
Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Πέλλα, από τον Αρχέλαο στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., η πόλη των Αιγών δεν έχασε τη σημασία της, αλλά παραμένει το πατροπαράδοτο κέντρο των Μακεδόνων, η πόλη όπου τελούνται οι κρίσιμες ιεροτελεστίες και γιορτάζονται οι μεγάλες γιορτές και ο τόπος όπου θάβονται οι βασιλιάδες. Στα χρόνια του Φίλιππου Β” (359 – 336 π.Χ.) η παλιά πρωτεύουσα γνωρίζει και πάλι μεγάλη ακμή που ανιχνεύεται παντού και συνοδεύεται από έντονη οικοδομική δραστηριότητα, που συνεχίζεται και ολοκληρώνεται πριν από το τέλος του αιώνα.
Το καλοκαίρι του 336 π.Χ., ο Φίλιππος γιορτάζει τους γάμους της κόρης του Κλεοπάτρας. Άοπλος, λευκοντυμένος, μ’ ένα στεφάνι στο κεφάλι εισέρχεται στο θέατρο των Αιγών, όπου δολοφονείται. Χτυπημένος από μαχαίρι πέφτει νεκρός μπροστά στα μάτια των θεατών βάφοντας με το αίμα του το χώμα της ορχήστρας. Μάρτυρας στη σκηνή και τιμωρός του δολοφόνου και των συνεργατών του, ήταν ο γιος του και διάδοχος του Μακεδονικού θρόνου, ο νεαρός Αλέξανδρος.
Ο στρατός, από την επόμενη κιόλας στιγμή, ανακηρύσσει τον εικοσάχρονο Αλέξανδρο βασιλιά της Μακεδονίας και από εδώ ξεκινάει την πορεία του που άλλαξε την ιστορία και τον οδήγησε στο θρύλο. Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., οι Αιγές σιγά – σιγά παρακμάζουν. Στην εποχή των Διαδόχων, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται και η Πέλλα είναι πια το αδιαφιλονίκητο κέντρο. Χωρίς να έχουν καίρια θέση στον γεωπολιτικό χάρτη του Ελληνιστικού κόσμου, οι Αιγές περνούν στο περιθώριο.
Μετά την ήττα του Περσέα, του τελευταίου Μακεδόνα βασιλιά και την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους (168 π.Χ.), η παλιά βασιλική πόλη καταστρέφεται. Τα τείχη, τα λαμπρά ανάκτορα, που είχε χτίσει ο Φίλιππος Β’, το θέατρο και άλλα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια καίγονται και γκρεμίζονται. Παρά την κατάλυση της παλιάς ιεραρχίας, η ζωή συνεχίζεται. Οι κάτοικοι προσπαθούν να επισκευάσουν μερικά τεμένη και χτίζουν σπίτια στα ερείπια του τείχους και των παλιών δημόσιων κτιρίων, χρησιμοποιώντας συχνά σαν δομικό υλικό τα μέλη τους.
Αλλά το παλάτι, κέντρο και σύμβολο κάποτε της εξουσίας των Μακεδόνων βασιλέων και το γειτονικό του θέατρο θα απομείνουν ερείπια για πάντα. Στην υποταγμένη από τους Ρωμαίους Μακεδονία, η παλιά πρωτεύουσα μαράζωσε. Αντίθετα με την Πέλλα, που φιλοξένησε κοντά στα ερείπιά της τη νέα Ρωμαϊκή αποικία, οι Αιγές, ίσως επειδή ήταν στενά δεμένες με την ένδοξη παράδοση, αφέθηκαν στην τύχη τους.
Τον 1ο αιώνα μ.Χ., ύστερα από μια ξαφνική καταστροφή οι κάτοικοι μετακινούνται στον κάμπο στα ΒΑ της νεκρόπολης, σε έναν άλλο οικισμό, που μέχρι το τέλος της αρχαιότητας ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής, όπως δείχνει η παλαιοχριστιανική βασιλική με βαπτιστήριο, που χτίστηκε εδώ τον 5ο αιώνα μ.Χ. Πάνω στα ερείπια των λαμπρών δημόσιων οικοδομημάτων χτίστηκαν εργαστήρια που διατηρήθηκαν μέχρι τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., ενώ μία επιγραφική μαρτυρία για την ύπαρξη Σεβαστείου (ναού των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων) στις Αιγές αποτελεί τη μόνη μνεία για την ύπαρξή της ως κώμης στον 3ο αιώνα μ.Χ.
Η πόλη και το όνομα των Αιγών έπαψε πια να υπάρχει. Το λίκνο των Τημενιδών παραδόθηκε στη λήθη των αιώνων και απόμεινε μόνον η ανάμνηση του παλατιού των Μακεδόνων βασιλιάδων να στοιχειώνει στο μεσαιωνικό όνομα ενός μικρού χωριού, τα «Παλατίτσια», που ζει ως τις μέρες μας και η Μεγάλη Τούμπα στην άκρη του κάμπου να φυλάγει στα σπλάχνα της το ακριβό μυστικό της. Για πολλούς αιώνες, μέχρι το 1977, κανείς δεν γνώριζε το πού βρισκόταν η πρώτη πόλη των Μακεδόνων, οι αρχαίες Αιγές.

Η ΖΩΗ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ Β’
Εν αρχή, λοιπόν, η ζωή στις Αιγές που ξεκινάει με το μυθικό αρχέτυπο των ηρώων, δηλαδή με το κυνήγι του κάπρου. Κάθε νεαρός Μακεδόνας για να θεωρηθεί άνδρας έπρεπε να σκοτώσει ένα αγριογούρουνο. Η άθληση ήταν μια αγαπητή ασχολία και όχι μόνο για τους νέους. Αγαπούσαν τη μουσική, το τραγούδι και το χορό. «Υπήρχαν χοροί ενόπλων και σε έναν τέτοιο δολοφονήθηκε ο νεαρός βασιλιάς Αλέξανδρος Β’». Απαραίτητο συστατικό κάθε δημόσιας ή ιδιωτικής γιορτής το συμπόσιο.
Από την εποχή των Ομηρικών επών, από τον 10ο μέχρι τον 7ο αιώνα π.Χ. τα συμπόσια των Μακεδόνων ήταν λιτά, όπως φαίνεται από τα πήλινα αγγεία, τους μικρούς αμφορείς και τις υδρίες για νερό και κρασί που έχουν βρεθεί. Στα Αρχαϊκά χρόνια όμως, «το συμπόσιο αποκτά την «κλασική» μορφή του: μετά το δείπνο οι συνδαιτυμόνες πλένονται, μυρώνονται, στεφανώνονται και ξαπλώνουν στα ανάκλιντρα για να απολαύσουν το κρασί, που είναι πάντα ανακατεμένο με νερό σε αναλογία που ορίζει ο συμποσίαρχος, ώστε να ελέγχεται ο χρόνος και ο βαθμός της μέθης».
Μην τους φανταστείτε στην ηρωική γυμνότητα που παρουσιάζονται στις αρχαίες απεικονίσεις. Έλληνες του Βορρά ήταν και ως εκ τούτου αναγκασμένοι να προσαρμόζονται στις καιρικές συνθήκες. Φορούσαν ένα χιτώνα ζωσμένο, ένα απλό μάλλινο φόρεμα με μανίκια ώς το γόνατο, μια χλαμύδα για πανωφόρι, ή μια βαριά μάλλινη κάπα σαν αυτή των βοσκών που έκλεινε με πόρπη στους ώμους ή στο στήθος, δερμάτινες μπότες ή ψηλά σανδάλια και μια τραγιάσκα από δέρμα ή τσόχα (η Μακεδονική καυσία). Απαραίτητο αξεσουάρ της ανδρικής περιβολής ήταν το μαχαίρι, κοφτερό σαν ξυράφι.

Μοναδικό στολίδι τους ένα λιτό δακτυλίδι χάλκινο ή σιδερένιο και όλο το καμάρι τους τα όπλα που ήταν πολύτιμα και ακριβά. Στο Μουσείο των Αιγών υπάρχουν αρκετά από αυτά. Ο κόσμος των γυναικών, από την άλλη πλευρά, ήταν εσωστρεφής. Η Μακεδόνισσα είναι βασίλισσα στο σπίτι της. Γι” αυτό και η μόρφωση θεωρείται περιττή πολυτέλεια. «Η ίδια η βασίλισσα Ευριδίκη έμαθε γράμματα ούσα ώριμη γυναίκα». Οι κοπέλες μετά τα 14 μπορούσαν να ακολουθήσουν το σύζυγο που επέλεγε για αυτές ο πατέρας τους. Ήταν υπεύθυνες για τα παιδιά, τους γέρους, αλλά και τη φροντίδα των νεκρών (πρόσφορα).
Έγνεθαν, έκλωθαν, ύφαιναν, έραβαν ρούχα και στρωσίδια, άλεθαν τα δημητριακά, μαγείρευαν, ζύμωναν και έψηναν ψωμί. Δεν εξαιρούνταν ούτε οι βασίλισσες από αυτές τις καθημερινές ασχολίες, γι” αυτό οι αρχόντισσες των Αιγών παίρνουν στον τάφο και τις ρόκες τους. Στις επίσημες γιορτές οι εμφανίσεις τους ήταν περιορισμένες, εκτός από τις τελετές της Δήμητρας και της Περσεφόνης που ήταν παραδοσιακά δικές τους όπως και η λατρεία του Διονύσου. Διέπρεπαν στους βακχικούς χορούς, ενώ είναι γνωστό ότι φανατική θιασώτις του Βάκχου ήταν η Ολυμπιάδα.
Οι ανασκαφές από το αχανές νεκροταφείο των Αιγών, μας δίνουν μια αρκετά πλήρη εικόνα της αμφίεσης των γυναικών τους τρεις πρώτους αιώνες της τελευταίας προχριστιανικής χιλιετίας. Φορούν ένα χοντρό μάλλινο πέπλο, ένα λιτό φόρεμα που πορπώνεται με τεράστιες περόνες σαν φονικά όπλα στους ώμους. Τα μπράτσα τους στόλιζαν πολύσπειρα βραχιόλια, περιδέραια από σάρδιο και βαριές χάλκινες χάντρες φορούσαν στο λαιμό, ενώ στα δάκτυλα οκτάσχημες σπείρες. Μοναδικά και σπάνια φαίνεται πως ήταν τα χρυσά κοσμήματα.
Κι αυτά ήταν κυρίως οι σφηκωτήρες που κρατούσαν τις μπούκλες των μαλλιών καθώς έπεφταν στην πλάτη και τους ώμους. Ασημένιες και χρυσές λεπτεπίλεπτες είναι και οι πόρπες, ενώ τα σκουλαρίκια πρωτοεμφανίζονται στις Αιγές τον 7ο αιώνα π.Χ. Οι γυναίκες της αυλής είναι στολισμένες με βαρύτιμα χρυσά ταινιωτά, με απλή έκτυπη ή εξαιρετικά περίτεχνη συρματερή ή κοκκιδωτή διακόσμηση. Οι γυναίκες του λαού ήταν λιτές, λίγα τα κοσμήματά τους, ενώ «οι βασίλισσες και αρχόντισσες κατέβαιναν στον Άδη πατώντας σε σόλες χρυσές ντυμένες από την κορφή ως τα νύχια στην πορφύρα και στο χρυσάφι».
Μια ακόμη ενδιαφέρουσα παρατήρηση της αρχαιολόγου είναι ότι «μολονότι δεν βρέθηκε ως τώρα ούτε ένας καθρέφτης, οι γυναίκες των Αιγών ήταν αρκετά φιλάρεσκες». Αγόραζαν, στα χρόνια του Περδίκκα Β” (454 – 413 π.Χ.) ιερό λάδι της Αθηνάς που διέθεταν οι νικητές των Παναθηναίων και με αυτό περιποιούνταν τα μαλλιά και το σώμα τους. Το μπουντουάρ τους ήταν γεμάτο πομάδες και αλοιφές, αρώματα και αρωματικά λάδια από την Κόρινθο, περίτεχνα μυροδοχεία, αλαβάστρινα σκεύη και αβγά στρουθοκαμήλου.

Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΤΩΝ ΑΙΓΩΝ
Η ΒΕΡΓΙΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΤΗΣ 
Γνωστός στους αρχαιολόγους ήδη από τον 19ο αιώνα, χάρη στη σύντομη αρχαιολογική έρευνα που διεξήγαγε στην περιοχή ο Γάλλος αρχαιολόγος Leon Heuzey, ο αρχαιολογικός χώρος στις βόρειες παρυφές των Πιερίων έγινε παγκόσμια γνωστός μόνον μετά τα εντυπωσιακά αποτελέσματα της πανεπιστημιακής ανασκαφής του Α.Π.Θ. στη Μεγάλη Τούμπα, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικου.
Η ταύτισή του με την παλιά πρωτεύουσα και βασιλική νεκρόπολη της δυναστείας των Τημενιδών, τις Αιγές, προσέδωσε και προσδίδει στο σύνολο των ευρημάτων μιαν ιδιαίτερη σημασία, επειδή σε αυτά αντανακλώνται στοιχεία για την ιστορία και τον πολιτισμό των αρχαίων Μακεδόνων. Στο εκτεταμένο νεκροταφείο που απαρτίζεται από χαμηλούς τύμβους καταγράφεται η παλαιότερη, μέχρις στιγμής, ανθρώπινη παρουσία στον χώρο, με έναρξη στις αρχές της πρώτης χιλιετίας π.Χ.
Στις ανδρικές και τις γυναικείες ταφές της πρώιμης φάσης του (1000 – 700 π.Χ.) διατηρούνται τα υλικά κατάλοιπα και τα ταφικά έθιμα μιας ακμαίας κοινωνίας που συνήθιζε να συνοδεύει τους νεκρούς της με σιδερένια όπλα ή βαριά χάλκινα κοσμήματα και λιγοστά ντόπια, κυρίως, αγγεία. Στα αρχαϊκά χρόνια (7ος – 6ος αιώνας π.Χ.), η έναρξη των οποίων συμπίπτει με την περίοδο ίδρυσης της πόλης των Αιγών, έχουμε πλούσιες ταφές όμοιες στα κτερίσματά τους με ανάλογα ευρήματα από τη Σίνδο και την Αιανή.
Στα κλασικά χρόνια (5ος – 4ος αιώνας π.Χ.) κυριαρχούν οι ενεπίγραφες επιτύμβιες στήλες, που βεβαιώνουν με σαφήνεια για το γλωσσικό ιδίωμα των αρχαίων Μακεδόνων, και οι κιβωτιόσχημοι τάφοι, ενώ παράλληλα με αυτούς εμφανίζεται για πρώτη φορά εδώ, γύρω στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., ένας νέος τύπος υπόγειου ταφικού οικοδομήματος, ο λεγόμενος Μακεδονικός τάφος, αρχικά για να καλύψει την ανάγκη της βασιλικής οικογένειας για μνημειακές ταφικές κατασκευές της βασιλικής αυλής, όπως και ο μακρινός του πρόγονος των Μυκηναϊκών χρόνων, και αργότερα για να ανταποκριθεί στις οικονομικές δυνατότητες της Μακεδονικής αριστοκρατίας των Ελληνιστικών χρόνων .
Σχεδιασμένοι, χάρη στην ημικυλινδρική στέγη τους, να αντέξουν τις πιέσεις των τύμβων που τους κάλυπταν, οι Μακεδονικοί τάφοι διατήρησαν μέσα στο χρόνο τη χρωματική τους διακόσμηση, διασώζοντας έτσι την ξεθωριασμένη εικόνα της πολυχρωμίας που χαρακτήριζε την αρχαία Ελληνική αρχιτεκτονική, αλλά και εντυπωσιακά δείγματα της μνημειακής ζωγραφικής των κλασικών χρόνων.

Συλημένοι στο μέγιστο ποσοστό τους ήδη από την αρχαιότητα, ελάχιστοι από τους 100 περίπου Μακεδονικούς τάφους που έχουν διασωθεί, κυρίως στην κοιτίδα των αρχαίων Μακεδόνων (τη σημερινή Κεντρική Μακεδονία), διέφυγαν τη σύληση ή την αρχαιοκαπηλία. Ανάμεσά τους, οι δύο βασιλικοί τάφοι της Μεγάλης Τούμπας, του Φιλίππου και του «Πρίγκηπα», διατήρησαν ένα πλήθος πολύτιμων κτερισμάτων και ένα τεράστιο σύνολο αρχαιολογικών δεδομένων που μας επιτρέπουν να αποκαταστήσουμε σχεδόν ταυτόσημες με τις Ομηρικές τις ταφικές πρακτικές στην κοιτίδα των αρχαίων Μακεδόνων.
Οχυρωμένη με εντυπωσιακά τείχη, που ενίσχυαν τη φυσικά οχυρή θέση της, η αρχαία πόλη ήταν χτισμένη σε πλατώματα, ακολουθώντας την έντονη φυσική κλίση του εδάφους. Στο μικρότερο πλάτωμα δεσπόζει ακόμη και σήμερα, ως ερείπιο, το εντυπωσιακό ανάκτορο συνολικής έκτασης έντεκα περίπου στρεμμάτων, που φιλοξένησε, σε όλη τη διάρκεια της ανεξαρτησίας του Μακεδονικού βασιλείου, μέλη των δύο δυναστειών που χειρίστηκαν τις τύχες του, των Τημενιδών και των Αντιγονιδών.
Χτισμένο στα χρόνια του Φιλίππου, μαζί με το παρακείμενο θέατρο, ζωντανεύει ως σκηνικό της δολοφονίας του Φιλίππου στα 336 π.Χ., που οδήγησε στην ανάρρηση στο Μακεδονικό θρόνο του εικοσάχρονου Αλέξανδρου. Λίγο χαμηλότερα από το θέατρο ανασκάπτεται τμήμα της αγοράς των Αιγών. Ναοί, βωμοί, στοές και μαρμάρινα αναθήματα, ανάμεσά τους εξαιρετικής τέχνης μαρμάρινα γλυπτά που αφιέρωσε η βασίλισσα Ευρυδίκη στην πανελλήνια θεότητα Εύκλεια, αντανακλούν τη σημασία του χώρου για τα μέλη της βασιλικής οικογένειας των Τημενιδών.
Ενώ δύο εντελώς αναπάντεχα ευρήματα από την ίδια περιοχή, δύο πολύτιμα ταφικά σύνολα που «τάφηκαν» εκτός νεκροταφείου, μπορούν, ενδεχομένως, να σχετιστούν με έναν από τους δύο γιους του Αλεξάνδρου, τον γιο της Βαρσίνης, την άγρια δολοφονία του και την απόκρυψη των οστών του κάτω από χώμα, κι όχι σε τάφο, διέταξε ο Κάσσανδρος, όπως αναφέρει ο Ιουστίνος.
Λίγο ανατολικότερα από την αγορά, το Ιερό της Μητέρας των Θεών έχει δώσει πολύ σημαντικά στοιχεία για τη λαϊκή λατρεία της Κυβέλης στην παλιά πρωτεύουσα των αρχαίων Μακεδόνων, ενώ χαμηλότερα δημόσια οικοδομήματα των κλασικών και Ελληνιστικών χρόνων, πολύ κατεστραμμένα ήδη από τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. βεβαιώνουν για την εκτεταμένη καταστροφή των Αιγών μετά την ήττα του Περσέα από τους Ρωμαίους στην Πύδνα, το 168 π.Χ.
Στην υποταγμένη από τους Ρωμαίους Μακεδονία , η παλιά πρωτεύουσα μαράζωσε. Αντίθετα με την Πέλλα, που φιλοξένησε κοντά στα ερείπιά της τη νέα Ρωμαϊκή αποικία, αλλά και το Δίον, που μετατράπηκε επίσης σε Ρωμαϊκή αποικία, υιοθετώντας τις αρχαίες Μακεδονικές λατρείες του Ολύμπιου Δία και του Ελληνικού Δωδεκάθεου, οι Αιγές, ίσως επειδή ήταν στενά δεμένες με την ένδοξη παράδοση, αφέθηκαν στην τύχη τους.
Πάνω στα ερείπια των λαμπρών δημόσιων οικοδομημάτων χτίστηκαν εργαστήρια που διατηρήθηκαν μέχρι τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., ενώ μία επιγραφική μαρτυρία για την ύπαρξη Σεβαστείου (ναού των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων) στις Αιγές αποτελεί τη μόνη μνεία για την ύπαρξή της ως κώμης στον 3ο αιώνα μ.Χ.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ
  • 1856: Ο Γάλλος αρχαιολόγος – περιηγητής Leon Heuzey επισκέπτεται για πρώτη φορά τον χώρο και το 1861, με τον αρχιτέκτονα Henry Daumet, επιχειρεί την πρώτη ανασκαφή στο Ανάκτορο και σε έναν Μακεδονικό τάφο.
  • 1861: Ανασκαφή στην ανατολική πλευρά του ανακτόρου από τον Leon Heuzey και τον αρχιτέκτονα Ηenry Daumet. Αποκάλυψη ενός Μακεδονικού τάφου δίπλα στα Παλατίτσια. Ορισμένα από τα ευρήματα μεταφέρονται στο Μουσείο του Λούβρου.
  • 1922: Στα δυτικά του αρχαίου άστεως ιδρύεται το προσφυγικό χωριό Βεργίνα. Τα αρχαία ερείπια του ανακτόρου των Αιγών χρησιμοποιούνται σαν νταμάρι για το χτίσιμο του καινούριου χωριού.
  • 1937 – 1940: Ο Κωνσταντίνος Ρωμαίος, καθηγητής αρχαιολογίας στο ΑΠΘ, ξαναρχίζει την ανασκαφή στο ανάκτορο και αποκαλύπτει έναν Μακεδονικό τάφο.
  • 1949 – 1960: Ο Μανόλης Ανδρόνικος σαν επιμελητής αρχαιοτήτων ερευνά το νεκροταφείο των Τύμβων. Με την συνεργασία του ΑΠΘ και της Εφορείας Αρχαιοτήτων συνεχίζεται η ανασκαφή του Ανακτόρου από τους Μ. Ανδρόνικο, Γ. Μπακαλάκη και Χ. Μακαρόνα.
  • 1961 – 1962: Σωστική ανασκαφή κατά μήκος της επαρχιακής οδού που διασχίζει την αρχαία νεκρόπολη από τον έφορο αρχαιοτήτων Φ. Πέτσα.
  • 1961 – 1970: Ολοκληρώνεται η ανασκαφή του ανακτόρου. Ο Άγγλος ιστορικός N.G.L. Hammond διατυπώνει την υπόθεση ότι η αρχαία πόλη ανάμεσα στην Βεργίνα και τα Παλατίτσια είναι οι Αιγές.
  • 1976: Αρχίζει η ανασκαφή της Μεγάλης Τούμπας από τον Μανόλη Ανδρόνικο.
  • 1977 – 1991: Τακτική Ανασκαφή Βεργίνας υπό την Διεύθυνση του Μανόλη Ανδρόνικου και υπό την αιγίδα του ΑΠΘ και της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Συντήρηση των μνημείων και των ευρημάτων από το Υπουργείο Πολιτισμού.
  • 1977: Η σκαπάνη του Μανόλη Ανδρόνικου συναντά την ιστορία στην μεγάλη Τούμπα των Αιγών. Ο τάφος του Φιλίππου Β΄ και οι θησαυροί του έρχονται και πάλι στο φως. Τα μέσα ενημέρωσης ξυπνούν το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινής γνώμης χαρακτηρίζοντας την ανακάλυψη εύρημα του αιώνα. Μια καινούρια σελίδα ανοίγει για την μελέτη της αρχαίας ελληνικής τέχνης και της ιστορίας.
  • 1978: Ανακάλυψη του ασύλητου τάφου του Αλέξανδρου Δ’. Έκθεση των θησαυρών στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης από την έφορο αρχαιοτήτων Αικατερίνη Ρωμιοπούλου. Αρχίζει η συντήρηση των τοιχογραφιών από την ομάδα του Φώτη Ζαχαρίου.
  • 1980 – 1986: Ανακάλυψη του θεάτρου, των ιερών της Εύκλειας και της Κυβέλης, 3 Μακεδονικών τάφων, ανασκαφή στην Ακρόπολη και σε οικοδομήματα της πόλης. Γίνονται οι πρώτες ενέργειες στερέωσης των οργανικών υλικών και συντηρείται η χρυσελεφάντινη ασπίδα από ομάδα συντηρητών υπό την επίβλεψη του Γ. Πετκούση.
  • 1987 – 1990 Ανακάλυψη του τάφου της βασίλισσας Ευρυδίκης, ανασκαφή στη συστάδα των βασιλισσών και στον βορειοδυτικό τομέα της πόλης
  • 1992: Θάνατος του Μανόλη Ανδρόνικου.
  • 1992 – 2013: H τακτική ανασκαφή του ΑΠΘ συνεχίζεται υπό την διεύθυνση των κ.κ. Σ. Δρούγου και Χ. Παλιαδέλη στα ιερά της Εύκλειας και της Κυβέλης, στην ακρόπολη και στο ανατολικό τείχος και ολοκληρώνεται στην περιοχή της ταφικής συστάδας Μπέλλα.
  • 1991 – 2013 και εξής: Η δράση του Υπουργείου Πολιτισμού και της ΙΖ΄ ΕΠΚΑ στην περιοχή των Αιγών.
  • 1991-2009: Η ΙΖ’ ΕΠΚΑ εντείνει τις επιφανειακές έρευνες και τις ανασκαφές σε ολόκληρη την περιοχή των Αιγών. Ανασκάπτονται περισσότεροι από χίλιους τάφους, νέοι συνοικισμοί, αγροικίες, νεκροταφεία, δρόμοι, ιερά και οχυρά εντοπίζονται, η ιστορία και η μορφή της πόλης αρχίζουν να αποσαφηνίζονται (υπεύθυνη Α. Κοτταρίδη).
  • 1993 – 1996: Ανακάλυψη της βασιλικής ταφικής συστάδας των Τημενιδών.
  • 2003 – 2004: Ανακάλυψη της βορειοδυτικής πύλης και του παλαιότερου τείχους της πόλης.
  • 2004 – 2009 Ανακάλυψη της Αρχαϊκής νεκρόπολης των Αιγών.
  • 1991-1993 Κατασκευή του κελύφους προστασίας της βασιλικής ταφικής συστάδας του Φιλίππου Β΄ (Διεύθυνση Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων – Ιορδάνης Δημακόπουλος)
  • 1994 – 1998 : Οργάνωση του εργαστηρίου συντήρησης της ΙΖ΄ ΕΠΚΑ στη Βεργίνα. Συστηματική τεκμηρίωση και συντήρηση των μνημείων και των ευρημάτων της ταφικής συστάδας του Φιλίππου Β΄ (έργο Β΄ ΚΠΣ, υπεύθυνη Α. Κοτταρίδη).
  • 1996: Συμπερίληψη των Αιγών στον κατάλογο των μνημείων της παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
  • 1997: Ανάταξη των χρυσελεφάντινων κλινών που βρέθηκαν στον τάφο του Φιλίππου Β΄ (Α. Κοτταρίδη, Χ. Μποκόρος, Μ. Τηλιοπούλου).
  • 1997: Α΄ Φάση της έκθεσης των θησαυρών στο κέλυφος προστασίας των βασιλικών τάφων. Οι χρυσές λάρνακες και τα στεφάνια επιστρέφουν από την Θεσσαλονίκη στις Αιγές. (Οργάνωση έκθεσης: Α. Κοτταρίδη).
  • 1998: όλοι οι υπόλοιποι θησαυροί των βασιλικών τάφων επιστρέφουν από την Θεσσαλονίκη στις Αιγές.
  • 2003: Β΄ Φάση και ολοκλήρωση της έκθεσης των θησαυρών (έργο Γ΄ ΚΠΣ, υπεύθυνη Α. Κοτταρίδη).
  • 2007 – 2009: έναρξη του έργου συντήρησης του ανακτόρου των Αιγών (έργο Γ΄ ΚΠΣ, υπεύθυνη Α. Κοτταρίδη).
  • 2009: Εκπόνηση της μελέτης (master plan) για την προστασία, ενοποίηση και ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών (Α. Κοτταρίδη).
  • 2010 – 2014: B’ φάση του έργου συντήρησης του ανακτόρου των Αιγών (έργο ΕΣΠΑ, υπεύθυνη Α. Κοτταρίδη, επιβλεψη: Ο. Φελεκίδου, Μ. Γώγου).
  • 2011 – 2014: Προστασία και ανάδειξη της βασιλικής ταφικής συστάδας των Τημενιδών και του νεκροταφείου των τύμβων (έργο ΕΣΠΑ, υπεύθυνη Α. Κοτταρίδη, επίβλεψη: Ι.Γραικός, Α. Σωτηροπούλου).
  • 2012 – 2013: ανακάλυψη έξι νέων βασιλικών τάφων στη συστάδα των Τημενιδών.
  • 2013: Ξεκινά η κατασκευή του κεντρικού μουσειακού κτηρίου του πολυκεντρικού μουσείου των Αιγών.
Σήμερα, το αρχαιολογικό έργο στις Αιγές συνεχίζεται υπό τη διεύθυνση της Δρ. Αγγελικής Κοτταρίδη, προϊσταμένης της ΙΖ” ΕΠΚΑ, εστιάζοντας στην αναστήλωση του ανακτόρου του Φιλίππου Β΄, στην δημιουργία πρότυπου οικολογικού – αρχαιολογικού πάρκου στο χώρο της Βασιλικής Νεκρόπολης των Αιγών, στο σχεδιασμό και την οργάνωση των εκθέσεων στο νέο μουσειακό κτήριο, αλλά και στη δημιουργία του ψηφιακού μουσείου «Μέγας Αλέξανδρος, από τις Αιγές στην Οικουμένη».

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΙΣ ΑΙΓΕΣ 
Ο αρχαιολογικός χώρος των Αιγών προστατεύεται από την UNESCO ως Mνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Kληρονομιάς και ως περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Ο ευρύτερος αρχαιολογικός χώρος των Αιγών αποτελείται από το Πολυκεντρικό Μουσείο, το Ανάκτορο, το άστυ, την ακρόπολη και την ευρύτερη περιοχή. Η περιήγηση στο χώρο τόσο στις επισκέψιμες εκθέσεις, όπως η Βασιλική Συστάδα Φιλίππου Β’ ή στις υπό κατασκευή.
Στο Νέο Κτήριο του Πολυκεντρικού Μουσείου, σε συνδυασμό με τις υπαίθριες ενότητες μνημείων (Ανάκτορο, Βασιλική Συστάδα των Τημενιδών που συντηρούνται και αναδεικνύονται, αλλά και το Ψηφιακό Μουσείο Μέγας Αλέξανδρος καθώς και το δίκτυο ψηφιακής περιήγησης στο αρχαίο βασίλειο των Μακεδόνων, που ή δημιουργούνται στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ και προβλέπεται στο τέλος του 2015 να είναι προσιτές στο κοινό, προσφέρουν μία συνολική και δυναμική άποψη της αρχαίας πρωτεύουσας των Μακεδόνων και του ιστορικού της βάρους.

ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΤΩΝ ΑΙΓΩΝ 
Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών Μια νέα, »ολιστική» και δυναμική προσέγγιση του ζητήματος της σχέσης αρχαιολογικού χώρου – μουσείου – επισκέπτη. «Πιστεύοντας ότι η διαλεκτική ανάμεσα στο συντηρητικό – «παραδοσιακό» και το ριζοσπαστικό – «μοντέρνο» αποτελεί την πεμπτουσία της συνεισφοράς των Μακεδόνων στον πολιτισμό, θεωρούμε ότι αυτή πρέπει να είναι η βασική ιδεολογική – αισθητική αρχή που θα διέπει κάθε προσπάθεια οργάνωσης – ανάταξης – ανάδειξης των Αιγών, της ξεχασμένης βασιλικής καθέδρας που η αρχαιολογική σκαπάνη πόντο – πόντο ανακαλεί από την λήθη.
Με αυτή την παραδοχή, παίρνοντας υπόψη τις ανάγκες προστασίας και τις ιδιαιτερότητες των μνημείων, αλλά και το πολεοδομικό μοντέλο της ίδιας της αρχαίας πόλης με την ευρύτατη οικιστική διασπορά στον χώρο, προχωρήσαμε σε μια νέα, »ολιστική» και δυναμική προσέγγιση του ζητήματος της σχέσης αρχαιολογικού χώρου – μουσείου – επισκέπτη με την δημιουργία του πολύμορφου, πολυδύναμου, ευέλικτου και συνεχώς εξελισσόμενου Πολυκεντρικού Μουσείου των Αιγών.
Που με «αίθουσες – ενότητες», διάσπαρτες στον πραγματικό – γεωγραφικό χώρο, θα αγκαλιάζει και θα ενσωματώνει το σύνολο του αρχαιολογικού χώρου και θα επεκτείνεται με την βοήθεια της τεχνολογίας στον υπερβατικό κόσμο της εικονικής πραγματικότητας και του διαδικτύου».

Το Ανάκτορο
Κτισμένο στα χρόνια του Φιλίππου Β΄ (359 – 336 π.Χ.), το ανάκτορο των Αιγών είναι όχι μόνον το μεγαλύτερο, αλλά μαζί με τον Παρθενώνα και το σημαντικότερο κτήριο της κλασικής Ελλάδας. Χτισμένο στο άστυ των Αιγών, σε ένα υπερυψωμένο σημείο της πλαγιάς, το τεράστιο κτήριο -το μεγαλύτερο της κλασικής Ελλάδας, τριπλάσιο από τον Παρθενώνα- ήταν ορατό από ολόκληρη των λεκάνη της Μακεδονίας, τοπόσημο δύναμης και ομορφιάς.
Κτήριο πρωτόφαντο, απολύτως επαναστατικό και πρωτοποριακό για την εποχή του, το ανάκτορο που ένας μεγαλοφυής αρχιτέκτονας (ίσως ο Πύθεος), γνωστός για την συμμετοχή του στην κατασκευή του Μαυσωλείου, αλλά και για την συνεισφορά του στην εξέλιξη της πολεοδομίας και της θεωρίας των αναλογιών- δημιούργησε για τον Φίλιππο στις Αιγές θα γίνει το αρχέτυπο όλων των «βασιλείων» δηλαδή των ανακτόρων της Ελληνιστικής οικουμένης και όχι μόνον.
Τοιχοποιίες και αρχιτεκτονικά μέλη, επεξεργασμένα όλα με εκπληκτική ακρίβεια, καλυφθήκαν με άριστης ποιότητας μαρμαροκονίες με λεία και στιλπνή επιφάνεια που υποβάλει την εντύπωση μαρμάρου και ανακαλεί την περιγραφή του Βιτρούβιου για τα κονιάματα του παλατιού του Μαύσωλου που έλαμπαν σαν να ήταν από γυαλί . Χιλιάδες κεραμίδια και ανάγλυφα ακροκέραμα εξαιρετικής ποιότητας, εκατοντάδες τετραγωνικά μέτρα μαρμαροθετήματα και ψηφιδωτά, μερικά από τα οποία είναι εξαίρετα έργα τέχνης.
Πανάκριβες χρωστικές, χαλκός και κάθε είδους πολυτελή υλικά επιστρατεύτηκαν για να δημιουργήσουν ένα σύνολο αντάξιο της φιλοδοξίας του ηγεμόνα. Ωστόσο πέρα από την πολυτέλεια των υλικών, την εφευρετικότητα και την τελειότητα της εκτέλεσης, τα απροσδόκητα επιτεύγματα της τεχνολογίας που ανιχνεύονται σε όλα τα επίπεδα, το πιο συναρπαστικό στοιχείο του μοναδικού αυτού κτηρίου παραμένει η μεγαλοφυής αρχιτεκτονική σύλληψη του.
Το μεγάλο τετράγωνο περιστύλιο -χωρίς αμφιβολία η καρδιά του κτηρίου- μαζί με τους χώρους που το περιβάλλουν αρμονικά και από τις τέσσερις πλευρές του και το εντυπωσιακό πρόπυλο με τις στοές που το πλαισιώνουν, αρθρώνοντας την πρόσοψη, αποτελούν τα βασικά στοιχεία του πρωτοποριακού για την εποχή του αρχιτεκτονήματος.

Περιγραφή του Ανακτόρου
Στα ριζά του λόφου της ακρόπολης, σε ένα υπερυψωμένο άνδηρο που δεσπόζει στο χώρο και σημαδεύεται από μια αιωνόβια βελανιδιά, σώζονται τα εντυπωσιακά ερείπια του ανακτόρου που σφραγίζουν με την επιβλητική παρουσία τους ακόμη και σήμερα την εικόνα των ερειπίων της πόλης. Το ανάκτορο των Αιγών που αποτελούσε βασικό πόλο του μεγάλου οικοδομικού προγράμματος του Φιλίππου Β΄ στην πόλη – λίκνο της δυναστείας, θα πρέπει να είχε ολοκληρωθεί πριν το 336 π.Χ., όταν ο βασιλιάς με πρόφαση τους γάμους της κόρης του με τον Αλέξανδρο της Ηπείρου γιόρτασε εδώ την παντοδυναμία του.
Με έκταση περίπου 9.250 τετρ. μ. στο ισόγειο, το κτήριο, μεγάλο τμήμα του οποίου ήταν διώροφο, είναι μεγαλύτερο από τα Ελληνιστικά ανάκτορα της Δημητριάδος και του Περγάμου, ενώ σώζεται πολύ καλύτερα και η μορφή του είναι πολύ περισσότερο σαφής και ευανάγνωστη από »τα βασίλεια» της Πέλλας που γνώρισαν πολλές επεκτάσεις και τροποποιήσεις. Ήταν το ενδιαίτημα που φιλοξένησε, σε όλη τη διάρκεια της ανεξαρτησίας του Μακεδονικού βασιλείου, μέλη των δύο δυναστειών που χειρίστηκαν τις τύχες του, των Τημενιδών και των Αντιγονιδών, όταν επέστρεφαν στην παλιά πρωτεύουσά τους για επίσημες τελετές.
Μορφολογικά, επαναλαμβάνει σε μεγάλη κλίμακα την κάτοψη της αρχαιοελληνικής οικίας, με εσωτερική περίστυλη αυλή και δωμάτια γύρω της. Το ανάκτορο είχε μήκος 78 μ. και ύψος 13,60 μ. και απλωνόταν σε έκταση 15 στρέμματα περίπου (χώρο μεγαλύτερο από αυτόν της σημερινής Βουλής), με δυνατότητα φιλοξενίας και στέγασης 4.000 ατόμων και συμποσίων με 500 καλεσμένους. Αρχιτέκτονας και κατασκευαστής του εικάζεται ότι ήταν ο περίφημος Πύθεος, που σχεδίασε το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού (355 – 350 π.Χ.), ένα από τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου, καθώς και το ναό της Αθηνάς Πολιάδος στην Πριήνη της Μ. Ασίας.Το σημαντικό αυτό μνημείο, που χρονολογείται στο Β’ μισό του 4ου αιώνα π.Χ., αποτελούσε βασικό πόλο του οικοδομικού προγράμματος του Φιλίππου Β’. Θα πρέπει να είχε ολοκληρωθεί πριν το 336 π.Χ., όταν ο βασιλιάς με πρόφαση τους γάμους της κόρης του Κλεοπάτρας με το βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Αλέξανδρο γιόρτασε εδώ την παντοδυναμία του. Για τη δόμησή του απαίτησε τη μεταφορά 13.000 κυβικών μέτρων πωρόλιθου, που φορτώθηκαν σε βοϊδάμαξες από τα λατομεία του γειτονικού Βερμίου, 12 χλμ. μακριά από τις Αιγές.
Μονάχα αυτοί οι πωρόλιθοι σε σημερινές τιμές, θα κόστιζαν περίπου 26 εκατομμύρια ευρώ! Χώρια τα άλλα δομικά και διακοσμητικά υλικά. Τα αρχιτεκτονικά μέλη του ανακτόρου καλύπτονταν από γαλάζια έως και κόκκινα λεπτότατα κονιάματα που έλαμπαν και θάμπωναν τις προσωπικότητες που έφταναν στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας. Το ανάκτορο οργανώνεται γύρω από μια μεγάλη περίστυλη αυλή και περιλαμβάνει τέμενος (Θόλο) αφιερωμένο στον Ηρακλή Πατρώο και πολυτελείς χώρους συμποσίων για τον βασιλιά και τους αξιωματούχους. Σε έναν από αυτούς σώζεται μωσαϊκό δάπεδο.
Με έκταση περίπου 9.250 τ.μ. στο ισόγειο, το κτίριο, μεγάλο τμήμα του οποίου ήταν διώροφο, είναι μεγαλύτερο από τα Ελληνιστικά ανάκτορα της Δημητριάδος και του Περγάμου, ενώ σώζεται πολύ καλύτερα και η μορφή του είναι πολύ πιο σαφής και ευανάγνωστη από «τα βασίλεια» της Πέλλας, που γνώρισαν πολλές επεκτάσεις και τροποποιήσεις. Ενταγμένο στην ίδια οικοδομική ενότητα με το θέατρο που βρίσκεται δίπλα του, το μεγάλο ορθογώνιο κτίριο είναι προσανατολισμένο σύμφωνα με τους γεωγραφικούς άξονες.
Εξοπλισμένο με όλες τις ανέσεις της εποχής το ανάκτορο διέθετε ένα άψογο σύστημα αποχέτευσης αλλά και ύδρευσης που έφερνε μέχρι εδώ το δροσερό νερό από τις πηγές του βουνού. Ενταγμένο στην ίδια οικοδομική ενότητα με το θέατρο που βρίσκεται δίπλα του, το μεγάλο ορθογώνιο κτήριο είναι προσανατολισμένο σύμφωνα με τους γεωγραφικούς άξονες. Η πρόσβαση γινόταν από την ανατολική πλευρά, όπου με τρόπο πρωτοποριακό για την εποχή διαμορφωνόταν η πρόσοψη με το μνημειακό πρόπυλο στο κέντρο μιας εντυπωσιακής δωρικής κιονοστοιχίας.
Τα μαρμάρινα κατώφλια της τριπλής βασιλικής εισόδου σώζονται ακόμη στη θέση τους, ενώ τα λίθινα αρχιτεκτονικά μέλη που μιμούνται παραθυρόφυλλα και τα χαριτωμένα ιωνικά κιονόκρανα που βρέθηκαν πεσμένα εδώ θα πρέπει να προέρχονται από την πρόσοψη του ορόφου. Ο συνδυασμός των ρυθμών, Δωρικού και Ιωνικού, τον οποίο βρίσκουμε ήδη στον Παρθενώνα, θα γίνει κυρίαρχη τάση για την Μακεδονική αρχιτεκτονική που φαίνεται να την χαρακτηρίζει ο »λειτουργικός εκλεκτικισμός».
Περνώντας το πρόπυλο φτάνει κανείς στην αυλή που παραδοσιακά αποτελούσε το κέντρο, γύρω από το οποίο αρθρώνονταν οι χώροι και οι λειτουργίες κάθε σπιτιού. Όπως η πρόσοψη έτσι και η αυλή που είναι ακριβώς τετράγωνη αποκτά εδώ μια απολύτως κανονική μνημειακή μορφή με ένα τεράστιο περιστύλιο, σε κάθε πλευρά του οποίου υπάρχουν 16 λίθινοι δωρικοί κίονες που επιστέφονται από την χαρακτηριστική δωρική ζωφόρο. Κατασκευασμένα από πωρόλιθο τα αρχιτεκτονικά μέλη καλύπτονταν από λεπτότατα κονιάματα που θα πρέπει να τα φανταστούμε να λάμπουν στο λευκό του μαρμάρου και να ποικίλλονται με ζωηρό γαλάζιο και κόκκινο.
Η αυλή που χωράει άνετα καθιστούς περισσότερο από δύο χιλιάδες ανθρώπους λειτουργούσε όχι μόνον σαν πνεύμονας του σπιτιού, αλλά κυρίως σαν χώρος όπου επικεντρωνόταν η πολιτική και κοινωνική ζωή του κράτους, Στην ανατολική πλευρά του ανακτόρου υπάρχει μία μεγάλη κυκλική αίθουσα, η λεγόμενη θόλος, στην οποία βρέθηκαν αναθηματικές επιγραφές που αναφέρουν τον »Πατρώο Ηρακλή», τον θεό που οι Μακεδόνες βασιλιάδες τιμούσαν σαν πρόγονό τους μαζί με τη βάση μιας κατασκευής που θα μπορούσε να είναι βωμός ή βάθρο.
Οι χώροι στην περιοχή αυτή φαίνονται στο σύνολο τους να έχουν »Ιερό» χαρακτήρα, εξυπηρετώντας τις αυξημένες λατρευτικές ανάγκες του βασιλιά που ήταν συγχρόνως και αρχιερέας. Χώροι συμποσίων, ανδρώνες, με δάπεδα στρωμένα με ψηφιδωτά από βότσαλα υπήρχαν στην ανατολική και την βόρεια πλευρά όπου δύο διάδρομοι οδηγούσαν από το περιστύλιο στον εξώστη, μια ευρύχωρη βεράντα με πανοραμική θέα στην πόλη και σε ολόκληρη τη μακεδονική λεκάνη που αποτελεί μία ακόμη καινοτομία του ανακτόρου των Αιγών.
Ιδιαίτερα επίσημο χαρακτήρα φαίνονται να έχουν οι πέντε χώροι της νότιας πλευράς, από τους οποίους οι τρεις σχηματίζουν κλειστό σύνολο με πρόσβαση από τον μεσαίο που δίνει την εντύπωση προθαλάμου, καθώς ανοίγεται προς την αυλή με ένα ιδιαίτερα μνημειακό πολύθυρο με τρεις Ιωνικούς αμφικίονες. Όλοι αυτοί οι χώροι είχαν ψηφιδωτά δάπεδα, ένα από τα οποία σώζεται σε καλή κατάσταση. Φτιαγμένο από μικροσκοπικά λευκά, μαύρα, γκρίζα, αλλά και κίτρινα και κόκκινα βότσαλα, το ψηφιδωτό αυτό θυμίζει χαλί με ένα εντυπωσιακό λουλούδι να ανθίζει στο κέντρο του, πλαισιωμένο από πολύπλοκα ελικωτά βλαστάρια και λουλούδια που εγγράφονται σε έναν κύκλο.
Ο πολλαπλός μαίανδρος και ο σπειρομαίανδρος που στολίζουν την περιφέρεια του κύκλου μοιάζουν πολύ με αυτούς που βρίσκουμε στη χρυσελεφάντινη ασπίδα του Φιλίππου Β΄. Ξανθές νεράιδες, μισές γυναίκες – μισά λουλούδια, φυτρώνουν στις γωνίες, ποικίλλοντας με μια ευχάριστη νότα ζωντάνιας και χάρης το σύνολο που παρά τη φαινομενική πολυπλοκότητά του υποτάσσεται στην καθαρή γεωμετρία της αυστηρής συμμετρίας.
Γύρω από το ψηφιδωτό υπάρχει ένα πλατύ σκαλοπάτι, επάνω στο οποίο τοποθετούνταν οι κλίνες των συνδαιτυμόνων για τα συμπόσια. Ανάλογες κατασκευές υπήρχαν και στα υπόλοιπα δωμάτια του ανακτόρου και βεβαιώνουν ότι όλοι χρησιμοποιούνταν σαν χώροι συμποσίων. Περισσότερο λιτές είναι οι τρεις τεράστιες αίθουσες της δυτικής πλευράς με τα μαρμαροθετήματα. Υπολογίζεται πως στο ανάκτορο υπήρχε χώρος συνολικά για 278 κλίνες. Ο Φίλιππος δηλαδή μπορούσε να παραθέσει συμπόσιο σε περισσότερους από 500 καλεσμένους συγχρόνως, αριθμός πρωτοφανής για τα Ελληνικά δεδομένα.
Εξοπλισμένο με όλες τις ανέσεις της εποχής το ανάκτορο διέθετε ένα άψογο σύστημα αποχέτευσης αλλά και ύδρευσης που έφερνε μέχρι εδώ το δροσερό νερό από τις πηγές του βουνού. Στον όροφο που υπήρχε στην ανατολική αλλά και στη δυτική πλευρά θα πρέπει να βρισκόταν, όπως συνήθως, τα διαμερίσματα των γυναικών και οι κοιτώνες. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή και πολυτελής ήταν η Κορινθιακού τύπου κεράμωση των στεγών.
Συγχωνεύοντας με τρόπο εξαιρετικά εφευρετικό στοιχεία δημόσιας και ιδιωτικής αρχιτεκτονικής ο μεγαλοφυής αρχιτέκτονας του ανακτόρου των Αιγών καταφέρνει να δημιουργήσει ένα κτίριο μοναδικό, λιτό και λειτουργικό και συγχρόνως απόλυτα μνημειακό και επιβλητικό, δίνοντας πραγματική μορφή και υπόσταση στην ιδέα του δεσπόζοντος κέντρου από όπου εκπορεύεται κάθε εξουσία. Έτσι η κατοικία του βασιλιά των Μακεδόνων, του ηγεμόνα και αρχιστράτηγου των Πανελλήνων, το μόνο ανάκτορο της κλασικής Ελλάδας που γνωρίζουμε.
Όντας η έδρα της πολιτικής εξουσίας και συγχρόνως το κέντρο της πνευματικής δημιουργίας, γίνεται ένα αληθινό μνημείο μεγαλοπρέπειας, λειτουργικότητας και μαθηματικής καθαρότητας, το οποίο μέσα από την απόλυτη συνέπεια της γεωμετρίας του συνοψίζει την πεμπτουσία του ευ ζην, υλοποιώντας το πρότυπο της ιδανικής κατοικίας και αποτελώντας το αρχέτυπο του οικοδομήματος με περιστύλιο που θα σφραγίσει την αρχιτεκτονική της Ελληνιστικής οικουμένης και θα επαναληφθεί χιλιάδες φορές σε ολόκληρο τον Ελληνιστικό κόσμο, χωρίς ωστόσο καμιά από τις επαναλήψεις να φτάσει τη σαφήνεια, την πληρότητα και την απόλυτη καθαρότητα του πρωτοτύπου
Στα χρόνια των Αντιγονιδών, τον 3ο αιώνα π.Χ. μια νέα πτέρυγα με περίστυλη αυλή χτίστηκε στα δυτικά του ανακτόρου για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες των ενοίκων. Μετά την κατάλυση του βασιλείου από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ. το ανάκτορο καταστρέφεται μαζί με την πόλη των Αιγών και δεν ξαναχτίζεται ποτέ. Ωστόσο, παρά την καταστροφή, ο χώρος φαίνεται πως κρατά στην συνείδηση των κατοίκων κάτι από την ιερότητά του και όχι μόνον δεν καταπατείται αλλά, όπως δείχνει ο βωμός και τα λείψανα των θυσιών των ύστερορωμαϊκών χρόνων που βρέθηκαν στο δωμάτιο με το ψηφιδωτό, γίνεται τόπος λατρείας.
Οι Αιγές εξαφανίζονται και ξεχνιούνται ωστόσο η ανάμνηση του βασιλικού οίκου εξακολουθεί να ζει στο βυζαντινό όνομα Παλατίτσια που στοιχειώνει τον τόπο ως σήμερα. Ακόμη και η λατρεία συνεχίζεται στο χώρο που στη συλλογική μνήμη καταγράφηκε σαν τόπος ιερός. Μετά τον Ρωμαϊκό βωμό ήρθε η μικρή εκκλησούλα της Αγίας Τριάδας: χτισμένη στη σκιά της αιωνόβιας βελανιδιάς στα χρόνια της Τουρκοκρατίας διαλύθηκε το 1961 για να προχωρήσει η ανασκαφή. Στο μεταξύ το ανάκτορο έγινε νταμάρι και χτίστηκαν με τις πέτρες του τα χωριά της περιοχής, τελευταία από όλα στη δεκαετία του είκοσι η ίδια η Βεργίνα.
 
Η Περίστυλη Αυλή του Ανακτόρου 
Στα χρόνια των Αντιγονιδών, τον 3ο αιώνα π.Χ. μια νέα πτέρυγα με περίστυλη αυλή χτίστηκε στα δυτικά του ανακτόρου για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες των ενοίκων. Δυστυχώς, όμως, μετά την κατάλυση του Μακεδονικού βασιλείου από τους Ρωμαίους, το 168 π.Χ., έπειτα από τη δραματική μάχη της Πύδνας (22 Ιουνίου 168 π.Χ.), ο Μακεδονικός στρατός διαλύθηκε κι οι κατακτητές έκαψαν, κατέστρεψαν και γκρέμισαν μαζί με την πόλη των Αιγών, τα τείχη και το θέατρο της και το λαμπρό και μοναδικό Ανάκτορο, που δεν ξαναχτίζεται ποτέ.
Όμως, παρά την καταστροφή, ο χώρος φαίνεται πως κρατά στην συνείδηση των κατοίκων κάτι από την ιερότητά του και όχι μόνον δεν καταπατείται αλλά, όπως δείχνει ο βωμός και τα λείψανα των θυσιών των Υστερορωμαϊκών χρόνων που βρέθηκαν στο δωμάτιο με το ψηφιδωτό, γίνεται τόπος λατρείας. Οι Αιγές εξαφανίζονται έκτοτε και ξεχνιούνται. Ωστόσο η ανάμνηση του θρυλικού Μακεδονικού βασιλικού οίκου εξακολουθεί να ζει στο Βυζαντινό όνομα «Παλατίτσια», που στέκει αδιάκοπα έως σήμερα, στο όνομα του γειτονικού με τις Αιγές χωριού (η Βεργίνα είναι άλλο, πολύ νεότερο χωριό, που κατοικήθηκε από πρόσφυγες της Μ. Ασίας και της Αν. Ρωμυλίας).
Ακόμη και η λατρεία συνεχίζεται στο χώρο, που στη συλλογική μνήμη καταγράφηκε σαν τόπος ιερός. Μετά τον ρωμαϊκό βωμό ήρθε η μικρή εκκλησούλα της Αγίας Τριάδας. Χτισμένη στα 1495, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στη σκιά της αιωνόβιας βελανιδιάς, εκεί πάνω στα παλάτια του Φίλιππου και του Αλέξανδρου, διαλύθηκε το 1961 για να προχωρήσει η ανασκαφή.
 
Ο Εξώστης του Ανακτόρου 
Η καταστραμμένη σήμερα βόρεια πτέρυγα του ανακτόρου της Βεργίνας αποτελείτο από σειρά τετράγωνων αιθουσών, μπροστά από τις οποίες διαμορφωνόταν πάνω στην κατωφέρεια του λόφου μια στενόμακρη ανοικτή βεράντα με χαμηλό προστατευτικό θωράκιο. Η κατασκευή αυτού του χώρου προσθέτει στο παραδοσιακό σχέδιο της κλειστής αρχαιοελληνικής οικίας ένα νέο στοιχείο που την ανοίγει προς τα έξω. Ταυτόχρονα δημιουργείται ένα πρότυπο που θα γνωρίσει μεγάλη διάδοση στην ιστορία της αρχιτεκτονικής.
Η ευρύχωρη βεράντα πρόσφερε στους ενοίκους του κτιρίου μια πανοραμική θέα στην πόλη και σε όλη την περιοχή του κάτω Αλιάκμονα, που αποτελεί μία ακόμη καινοτομία του ανακτόρου των Αιγών. Μπορούσε κανείς να θαυμάσει τη μεγάλη πεδιάδα με την Πέλλα στα βόρεια και την πόλη της Βέροιας στα δυτικά.

ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΙ ΤΑΦΟΙ
Οι τάφοι αυτοί, που σχηματίζουν μία ιδιαίτερη κατηγορία υπόγειων θαλαμοειδών οικοδομημάτων, συναντώνται κυρίως στη Μακεδονία. Ο Πλάτων, στους Νόμους του, δίνει τον παλιότερο κι ίσως ακριβέστερο ορισμό του λεγόμενου Μακεδονικού τάφου περιγράφοντας τον τάφο των «ευθύνων», δηλαδή των θείων αρχόντων των αρχόντων: Ο τάφος τους θα οικοδομηθεί σε σχήμα υπόγειας προμήκους καμάρας από πωρόλιθους όσο το δυνατό ανθεκτικούς και θα έχει κλίνες παράλληλες τη μία στην άλλη.
Εκεί θα εναποθέσουν το νεκρό, θα καταχώσουν τον τάφο σε κυκλικό τύμβο και γύρω του θα φυτέψουν άλσος εκτός από μία πλευρά ώστε να μπορεί να επεκτείνεται με την προσθήκη νέων ταφών. Οι νεότερες έρευνες επιβεβαιώνουν την πλατωνική περιγραφή. Οι Μακεδονικοί τάφοι, που σχηματίζουν μία ιδιαίτερη κατηγορία υπόγειων θαλαμοειδών οικοδομημάτων, συναντώνται κυρίως στη Μακεδονία. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η καμαρωτή οροφή. Αποτελούνται από έναν ευρύχωρο νεκρικό θάλαμο τετράγωνο ή ορθογώνιο στην κάτοψη.
Πολλές φορές έχουν και προθάλαμο που επικοινωνεί με τον κυρίως νεκρικό χώρο με θυραίο άνοιγμα. Η είσοδος βρίσκεται στην πρόσοψη και πλαισιώνεται συχνά από παραστάδες και υπέρθυρο. Όταν υπάρχουν θυρόφυλλα, είναι ξύλινα ή μαρμάρινα σε απομίμηση ξύλινων. Η πρόσοψη είναι συνήθως απλή, στους μεγαλύτερους όμως τάφους παρουσιάζει αρχιτεκτονική διαμόρφωση. Σχεδόν πάντα κυκλικός τύμβος καλύπτει τους μακεδονικούς τάφους, ενώ κτιστός δρόμος οδηγεί σε ορισμένους από αυτούς.
Οι Μακεδονικοί τάφοι κατασκευάζονταν συνήθως από πωρόλιθους. Οι επιφάνειες των τοίχων καλύπτονται με κονίαμα που σε ορισμένες περιπτώσεις φέρει και ζωγραφιστή διακόσμηση. Οι πρώτοι Μακεδονικοί τάφοι κατασκευάστηκαν λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. και οι τελευταίοι χρονολογούνται στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ.

Καταγωγή και Μορφολογική Εξέλιξη
Έντονες διαφωνίες μεταξύ των επιστημόνων έχει προκαλέσει η συζήτηση σχετικά με τη καταγωγή της καμάρας των Μακεδονικών τάφων. Φαίνεται ότι οι Μακεδονικοί τάφοι αποτελούν το προϊόν μιας μακράς εξελικτικής πορείας που είχε ως αφετηρία τους παραδοσιακούς κιβωτιόσχημους τάφους. Οι θαλαμοειδείς κιβωτιόσχημοι τάφοι της Αιανής και της Βεργίνας του 5ου αιώνα π.Χ. είναι τα πρώτα δείγματα ταφικών κτισμάτων που λόγω του μεγαλύτερου απ’ το κανονικό μεγέθους τους δημιουργούν προβλήματα ως προς τη στέγασή τους.
Ακολουθεί ο τάφος της Κατερίνης που χρονολογείται πριν τα μέσα του 4ου αιώνα και συνδυάζει την κάτοψη ενός διθάλαμου Μακεδονικού τάφου με την οριζόντια οροφή ενός κιβωτιόσχημου. Ο «τάφος της Περσεφόνης» των μέσων του 4ου αιώνα είναι ένας υπερμεγέθης κιβωτιόσχημος τάφος με οριζόντια στέγη από πωρολίθους που στηρίζονταν σε σανίδες. Αυτοί οι μεγάλοι κιβωτιόσχημοι τάφοι του 5ου και του 4ου αιώνα φανερώνουν τη διάθεση της ηγετικής τάξης των Μακεδόνων για κατασκευή μνημειακών ταφικών κτισμάτων.
Μετά από διάφορους πειραματισμούς που αποσκοπούσαν στην ανεύρεση ασφαλέστερων τρόπων στέγασης αυτών των μεγάλων χώρων, οι τεχνίτες κατέληξαν στη λύση της καμαρωτής οροφής. Ο αρχαιότερος Μακεδονικός τάφος, ο «τάφος της Ευρυδίκης», που χρονολογείται γύρω στο 340 π.Χ., στεγάζεται με καμάρα, αλλά ο τάφος είναι εγκιβωτισμένος μέσα σε μία παραλληλεπίπεδη κατασκευή, καθώς οι τεχνίτες δεν ήταν μάλλον αρκετά βέβαιοι για την ανθεκτικότητα της καμάρας.
Ένα άλλο στάδιο στην εξέλιξη των μακεδονικών τάφων αντιπροσωπεύει ο τάφος της Βεργίνας με την πρόστυλη τετράστυλη πρόσοψη. Πρόκειται για το μοναδικό Μακεδονικό τάφο με ελεύθερη κιονοστοιχία. Πλήρως αναπτυγμένος ο τύπος του Μακεδονικού τάφου παρουσιάζεται στον τάφο του Φιλίππου.

Η Διακόσμηση 
Οι Μακεδονικοί τάφοι έφεραν πλούσια διακόσμηση. Κοσμοφόροι με φυτικά μοτίβα, ζωφόροι με σκηνές κυνηγιού, μετόπες και μετακιόνια με πολεμιστές και κριτές του Κάτω Κόσμου, κοσμούσαν τις Ιωνικές ή Δωρικές προσόψεις των τάφων. Πολλές φορές υπήρχε γραπτός διάκοσμος και στους εσωτερικούς τοίχους: αρματοδρομίες, σκηνές μάχης, έντονα κινημένες μορφές καθώς και φυτικά μοτίβα και άψυχα αντικείμενα.
Ακόμη, στο θάλαμο, όπως και στον προθάλαμο, τοποθετούσαν λίθινες κλίνες σε απομίμηση συμποσιακών, κατάκοσμους θρόνους, μαρμάρινες σαρκοφάγους με τις λάρνακες των οστών των νεκρών. Σε άλλες περιπτώσεις στους τοίχους διαμορφώνονταν κτιστές τράπεζες, θρόνοι και βάθρα, ενώ στους οικογενειακούς τάφους υπήρχαν ειδικές κόγχες – θήκες για την εναπόθεση της τέφρας των νεκρών.

Ταφικά Έθιμα και Κτερίσματα
Στη Μακεδονία, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, ο τρόπος ταφής ήταν θέμα προσωπικής επιλογής κι οικονομικών δυνατοτήτων. Ο ενταφιασμός χρησιμοποιείτο παράλληλα με τη δαπανηρότερη καύση του σώματος. Η Αρχαϊκή μορφή της Μακεδονικής κοινωνίας και πολιτείας εξηγεί το μεγάλο μέγεθος των τάφων και τον πλούτο των κτερισμάτων τους, που τους διαφοροποιεί από τους σύγχρονούς τους των υπόλοιπων Ελληνικών περιοχών. Ειδικά κατασκευασμένες σαρκοφάγοι και πολύτιμα τεφροδόχα δοχεία δέχονταν τα σώματα και τα καμένα οστά των νεκρών αντίστοιχα.
Μέσα στον τάφο τοποθετούσαν αντικείμενα που χρησιμοποιούσε στη ζωή του ο νεκρός: όπλα και συμποσιακά σκεύη για τους άντρες και κοσμήματα για τις γυναίκες. Ειδώλια και λατρευτικά σκεύη ήταν οι προσφορές των οικείων για τη μεταθανάτια ζωή. Σε περίπτωση καύσης τα υπολείμματα των προσφορών έμπαιναν μετά τον ενταφιασμό πάνω από τον τάφο. Ίχνη από τις ενδεχόμενες τελετές που ακολουθούσαν ή επαναλαμβάνονταν σε τακτά διαστήματα προς τιμήν των νεκρών δεν έχουν σωθεί, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις όπως στους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας.

Τοπογραφία των Τάφων 
Οι «Μακεδονικοί» τάφοι που έχουν αποκαλυφθεί ως τώρα είναι 70 συνολικά. Από αυτούς οι 62 βρίσκονται στην περιοχή της Αρχαίας Μακεδονίας, 6 στη Ν. Ελλάδα και 2 στη Μικρά Ασία. Η γεωγραφική κατανομή δικαιολογεί το χαρακτηρισμό τους ως «Μακεδονικών» και βεβαιώνει ότι ανταποκρίνεται σε κοινωνικές δομές και ταφικά έθιμα των Μακεδόνων.
Το μεγαλύτερο ποσοστό τους το συναντούμε στο χώρο της «Κάτω Μακεδονίας» (κατά την αρχαία ορολογία), δηλαδή της σημερινής κεντρικής Μακεδονίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι σε δύο κυρίως θέσεις έχουν αποκαλυφθεί ως τώρα οι περισσότεροι και πιο επιβλητικοί «Μακεδονικοί» τάφοι: στη Βεργίνα 11 και στα Λευκάδια 7. Στην περιοχή της Πέλλας έχει επισημανθεί μόνον ένας Μακεδονικός τάφος ως τώρα, σε απόσταση 7 χλμ. από την πόλη.

ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΤΑΦΟΙ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΟΥΜΠΑΣ
Η τεχνητός λόφος που σκέπαζε μερικούς από τους βασιλικούς τάφους των Αιγών είναι γνωστός ως η Μεγάλη Τούμπα. Είχε ύψος 13 μ. και διάμετρο 100 μ. Αυτή η τούμπα είχε δημιουργηθεί στην αρχαιότητα για να προστατεύει τα ταφικά μνημεία, μετά τις λεηλασίες που είχαν υποστεί από τις επιδρομές του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου το 274 / 273 π.Χ. Ο μεγάλος τεχνητός λόφος σκέπασε τους τάφους και τις μικρές τούμπες 60 χρόνια μετά τη δημιουργία τους.
Το 1976, ο Μ. Ανδρόνικος, καθηγητής της Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ξεκινά τις ιστορικές ανασκαφές του στη Μεγάλη Τούμπα που βρίσκεται στην τεράστια σε έκταση νεκρόπολη των αρχαίων Αιγών, δίπλα στο χωριό Βεργίνα. Η ανακάλυψη των βασιλικών τάφων στη Μεγάλη Τούμπα, πρόσφερε μερικά από τα πιο σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα για τη μελέτη της ιστορίας της Μακεδονίας. Στην ομάδα αυτή περιλαμβάνονται τρεις Μακεδονικοί τάφοι κι ένας κιβωτιόσχημος.
Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται ο ασύλητος τάφος του Φιλίππου Β” (336 π.Χ.) και ένας συλημένος κιβωτιόσχημος τάφος που ανήκε πιθανότατα στον Αλέξανδρο Δ” (310 π.Χ.). Οι δύο αυτοί τάφοι κοσμούνται με λαμπρές τοιχογραφίες, έργα μεγάλων επώνυμων καλλιτεχνών.

Βασιλική Ταφική Συστάδα (Τάφος Βασιλέως Φιλίππου Β΄ Συστάδα Α΄)
Η κηδεία του Φιλίππου Β’, το 336 π.Χ., έγινε όπως όριζε η παράδοση, στις Αιγές, και υπήρξε η μεγαλοπρεπέστερη νεκρική τελετή που γνώρισε η Ελλάδα των ιστορικών χρόνων. Μέσα σε έναν μνημειώδη νεκρικό οίκο, ξαπλωμένος σε περίτεχνη χρυσελεφάντινη κλίνη, με το βαρύτιμο χρυσό στεφάνι βελανιδιάς στο κεφάλι ο βασιλιάς παραδόθηκε ως νέος Ηρακλής στην πυρά. Ο Αλέξανδρος είναι πια ο βασιλιάς των Μακεδόνων.
Αρχιερέας και μύστης, κυνηγός και συμποσιαστής, αρχηγός του στρατού και νομοθέτης, ο ήρωας Φίλιππος κατέρχεται στην αιώνια κατοικία του, που έχει τη μορφή του υπόγειου, καμαροσκέπαστου κτηρίου, με δύο θαλάμους και μνημειακά διαμορφωμένη πρόσοψη, στο οποίο οδηγεί κεκλιμένος δρόμος. Η ιδέα του »Μακεδονικού τάφου», ομόλογη της Πλατωνικής αντίληψης για την ταφή των ταγών της ιδανικής πολιτείας, είναι αυτή του παλατιού και του ναού. Οι προσωπογραφίες των δύο βασιλέων, πατέρα και γιου, αποτυπώνονται στη ζωγραφισμένη σκηνή του ιερού κυνηγιού στην πρόσοψη του τάφου και στη χρυσελεφάντινη κλίνη του θαλάμου.
Μαζί με τον Φίλιππο, στον προθάλαμο του τάφου, θάβεται η Θρακιώτισσα σύζυγός του Μήδα. Δίπλα του, λίγα χρόνια πριν, είχε ταφεί σε κιβωτιόσχημο τάφο, που δεν γλίτωσε τη σύληση, ένα άλλο διακεκριμένο μέλος της οικογένειάς του, πιθανώς η Νικησίπολη, συζύγου και αυτής του Φιλίππου. Η μοναδική τοιχογραφία από το εσωτερικό του τάφου, με την Αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άρχοντα του Κάτω Κόσμου, τη βουβή Δήμητρα και τις τρεις, αδέκαστες, Μοίρες, με τον Ερμή Ψυχοπομπό σε έντονη κίνηση και την τρομαγμένη νύμφη που μαρτυρεί το φοβερό γεγονός.
Είναι ένα μοναδικό επίτευγμα της αρχαίας ζωγραφικής τέχνης και μία σπάνια εικονογραφική μαρτυρία των αρχαίων μυστηριακών αντιλήψεων για τη μεταθανάτια ζωή. 25 χρόνια μετά τη δολοφονία του Φιλίππου, ο γιος του Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης, ο Αλέξανδρος Δ’, δολοφονημένος και αυτός, από τον Κάσσανδρο, βρίσκει την τελευταία κατοικία του δίπλα στον ήρωα παππού του. Τεκμήρια της καταστροφής που υπέστη η νεκρόπολη των Αιγών από του Γαλάτες μισθοφόρους του ηπειρώτη Πύρρου, τις πρώτες δεκαετίες του 3ου αι. π.Χ., είναι το βάναυσα λεηλατημένο ηρώο, κάποτε υπέργειο κτήριο, που προοριζόταν για τελετές μνήμης και λατρείας των ενδόξων νεκρών.
Ο μονοθάλαμος Μακεδονικός τάφος με την πρόσοψη των ελεύθερων δωρικών κιόνων, αλλά και οι δεκάδες σπασμένες επιτύμβιες στήλες που προέρχονταιο από τάφους απλών πολιτών και σώζουν τα ονόματα των Μακεδόνων της κλασικής εποχής. Στο σκοτεινό κέλυφος που καλύπτει υποβλητικά τη βασιλική συστάδα του Φιλίππου, εκτίθεται τα αντικείμενα που άγγιξαν ζώντες βασιλείς και άνθρωποι που έλαβαν μέρος στο κορυφαίο τελετουργικό της ηρωικής εξόδου τους από τον κόσμο των φαινομένων και της εισόδου τους στον χώρο της αιωνιότητας.
Ταυτόχρονα αποτελεί για τους επισκέπτες μία μοναδική μαρτυρία για να εποπτεύσουν το σύνολο σχεδόν της αρχαίας ελληνικής τέχνης των υστεροκλασικών χρόνων (αρχιτεκτονική, ζωγραφική, πλαστική μεταλλοτεχνία, οπλοποιία, κοσμηματοποιία) στην πιο υψηλή της έκφραση. Είναι ένας μεγάλος, διθάλαμος Μακεδονικός τάφος η πρόσοψη του οποίου θυμίζει ναό. Ημικίονες και παραστάδες υποβαστάζουν το χαρακτηριστικό δωρικό επιστύλιο και τη ζωφόρο με τα τρίγλυφα και τις μετόπες.
Όμως επάνω από αυτή δεν βρίσκεται αέτωμα, αλλά μια ασυνήθιστα ψηλή Ιωνική ζωφόρος που επιστέφεται από Ιωνικό γείσο με Δωρικό κυμάτιο και ψευδοσίμη. Η ανάμιξη των ρυθμών, που χαρακτηρίζει γενικά την μακεδονική αρχιτεκτονική εδώ υπαγορεύεται από την ανάγκη να κρυφτεί η καμάρα -λύση λειτουργικά αναγκαία, μορφολογικά όμως εντελώς ανοίκεια για την Ελληνική αρχιτεκτονική- χωρίς να ανατραπεί εντελώς η παραδοσιακή ισορροπία των μεγεθών των αρχιτεκτονικών μελών του μνημείου.
Η Ιωνική ζωφόρος που με τον όγκο της κυριαρχεί προσφέρει μια λαμπρή δυνατότητα για διακόσμηση που δεν έμεινε βέβαια ανεκμετάλλευτη, αφού ζωγραφίστηκε με την εξαιρετική τοιχογραφία του βασιλικού κυνηγιού. Αντίθετα με την παραδοσιακή αντίληψη της κλασικής αρχιτεκτονικής που θέλει τα επιμέρους στοιχεία να δηλώνουν με τη μορφολογία τους τη δομική και λειτουργική τους σκοπιμότητα, εδώ η ιωνική ζωφόρος και το διάζωμα με τα τρίγλυφα και τις μετόπες χρησιμοποιούνται για να κρύψουν την πραγματική μορφή του κτηρίου.
Οι ημικίονες, οι πεσσοί, το επιστύλιο και τα γείσα δεν ανταποκρίνονται στην αρχιτεκτονική δομή του μνημείου και δεν έχουν άλλη σκοπιμότητα από την παρουσία τους που θα δημιουργήσει την εντύπωση οικείας εικόνας. Ο υπόγειος θάλαμος κρυμμένος ολόγυρα από το χώμα, ορατός μόνο από την πλευρά της εισόδου, από όπου θα γίνει η ταφή, αποκτά πρόσοψη που τον κάνει να μοιάζει αυτό που δεν είναι. Φόρμες οικείες, αποσπασμένες από την πραγματική τους λειτουργία, επιστρατεύονται: ο τάφος θυμίζει παλάτι και ναό.
Μια νέα αρχιτεκτονική αντίληψη που θέλει την πρόσοψη σκηνικό, λίγο πολύ αυτόνομο και ανεξάρτητο από το ίδιο το κτίσμα, μια αντίληψη που θα γίνει πολύ δημοφιλής στα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια, βρίσκει εδώ και στους υπόλοιπους Μακεδονικούς τάφους που θα ακολουθήσουν μια από τις πιο πρώιμες διατυπώσεις της. Πραγματικό λειτουργικό στοιχείο απομένει η βαριά μαρμάρινη πόρτα, η πόρτα που κλείνοντας θα χωρίσει για πάντα τον ηρωοποιημένο νεκρό από τους ζωντανούς.
Ένας ιδιαίτερα μακρύς κατηφορικός δρόμος οδηγεί στην είσοδο του τάφου, όπου σχηματίζεται ένα μικρό πλάτωμα. Δύο τοίχοι από ωμά πλιθιά επιχρισμένοι με αδρό κονίαμα συγκρατούσαν στο σημείο αυτό τα χώματα στις πλευρές του σκάμματος του δρόμου και διαμόρφωναν το χώρο που θυμίζει αυλή. Με ωμά πλιθιά και αδρό κονίαμα είναι κατασκευασμένο και το στηθαίο που βρίσκεται πίσω από την πρόσοψη του τάφου για να συγκρατεί τις επιχώσεις με τα υπολείμματα της νεκρικής πυράς που είχαν καλύψει ολόκληρη την καμάρα. Η προσπάθεια να κρατηθεί καθαρός ο χώρος μπροστά στην είσοδο για τις τελετές που θα γίνονταν κατά τη διάρκεια της ταφής είναι φανερή.
Ο τάφος κατασκευάστηκε ολόκληρος από πωρόλιθο εκτός από τις δύο πόρτες και τα περίθυρα που είναι μαρμάρινα. Λευκά κονιάματα πολύ καλής ποιότητας που δίνουν την εντύπωση μαρμάρου καλύπτουν την πρόσοψη. Τα τρίγλυφα και οι ταινίες του διαζώματος διατηρούν το λαμπρό βαθυγάλαζο και το ζωηρό κόκκινο χρώμα τους και μας δίνουν μια εντύπωση της πολυχρωμίας των ελληνικών ναών. Κόκκινο και γαλάζιο, γκρι και λευκό έχουν χρησιμοποιηθεί για τη διακόσμηση των κυματίων και για την απόδοση της φωτοσκίαση που δημιουργεί την ψευδαίσθηση του ανάγλυφου.
Αντίθετα με την επιμελημένη κατασκευή της πρόσοψης, στο εσωτερικό του τάφου είναι προφανής η προχειρότητα που υπαγορεύτηκε από τη βιασύνη. Οι τοίχοι του θαλάμου είναι σοβατισμένοι πρόχειρα, όμως τα ίχνη που σώθηκαν επάνω στους σοβάδες δείχνουν ότι εδώ θα υπήρχαν πορφυρά υφασμάτινα παραπετάσματα που θα δημιουργούσαν αντάξιο πλαίσιο για τα πλούσια κτερίσματα. Ο προθάλαμος είναι περισσότερο φροντισμένος με καλά κονιάματα στους τοίχους, βαμμένα με σκούρο μπλε, λευκό και ζωηρό κόκκινο χρώμα.
Ο τάφος είχε δύο χώρους, τον κυρίως θάλαμο και τον ασυνήθιστα βαθύ προθάλαμο, σε καθέναν από τους οποίους υπήρχε μία μαρμάρινη θήκη. Στη θήκη του θαλάμου βρισκόταν η χρυσή λάρνακα με τα οστά του νεκρού βασιλιά, ενώ σε εκείνη του προθαλάμου η χρυσή λάρνακα με τα οστά της συζύγου του. Επάνω από τις θήκες ήταν στημένα τα ψηλά, ξύλινα ανάκλιντρα με την πλούσια χρυσελεφάντινη διακόσμηση που διαλύθηκαν και τα υπολείμματα τους βρέθηκαν σκορπισμένα στο δάπεδο.
Μπροστά στο ανάκλιντρο του θαλάμου, επάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι, ήταν τοποθετημένα τα ασημένια σκεύη για το συμπόσιο, που, όταν έλιωσαν τα ξύλα, κατρακύλισαν προς τα βόρεια, όπου βρέθηκαν και τα χάλκινα σκεύη των ιερών σπονδών, αλλά και τα πήλινα σκεύη που ήταν απαραίτητα για την ταφική τελετουργία. Στην άλλη πλευρά, στη νοτιοδυτική γωνία, είχαν αποθέσει ολόκληρη τη χάλκινη οικοσκευή που χρησιμοποιήθηκε για το λουτρό του νεκρού, αλλά και την λαμπρή χρυσοποίκιλτη πανοπλία του.
Το πρόβλημα της ασφαλούς στέγασης με ανθεκτική πέτρινη οροφή μιας πραγματικά ευρύχωρης υπόγειας αίθουσας θα λυθεί οριστικά στα χρόνια του Φιλίππου Β΄ με τη χρήση της λίθινης καμάρας, μιας κατασκευής ανοίκειας μορφολογικά ιδιαίτερα όμως αποτελεσματικής στατικά, που μπορεί να κρατήσει πραγματικά μεγάλα φορτία και λύνει τα χέρια των αρχιτεκτόνων, επιτρέποντας τους να κατασκευάσουν πραγματικά μνημειακά υπόγεια κτίρια.
Έτσι γεννιέται ο Μακεδονικός τάφος, το πιο χαρακτηριστικό προϊόν της Μακεδονικής αρχιτεκτονικής και συγχρόνως ο πιο γνήσιος καρπός της ταφικής αντίληψης των Μακεδόνων που στο ιδεολογικό επίπεδο αποτελεί τον άμεσο απόγονο των θολωτών τάφων της Μυκηναϊκής εποχής.
Ο καμαροσκέπαστος τάφος με το μνημειακό δρόμο που η εικόνα του θυμίζει παλάτι και ναό θα γίνει η υπόγεια άφθαρτη κατοικία του ηρωοποιημένου νεκρού και θα δώσει υπόσταση στην αντίληψη του Πλάτωνα για την ταφή των ταγών της ιδανικής πολιτείας όπως περιγράφεται στους Νόμους Και βέβαια δεν είναι τυχαίο ότι στη βασιλική νεκρόπολη των Αιγών συγκεντρώνονται τα περισσότερα και τα παλαιότερα μνημεία αυτού του είδους -βρέθηκαν ως τώρα 12- από οπουδήποτε αλλού.

Τάφος της Περσεφόνης
Χτισμένος με ιδιαίτερη προσοχή από μεγάλους πώρινους γωνιόλιθους ο κιβωτιόσχημος αυτός τάφος με διαστάσεις 3,0 x 4,5 μ. είναι ένα από τα μεγαλύτερα μνημεία του είδους του που έχουν βρεθεί, ωστόσο παρά το μέγεθός του το μνημείο δεν έχει πρόσοψη και κανονική είσοδο και εξακολουθούσε να λειτουργεί σαν υπόγεια θήκη, όπου η ταφή έγινε από πάνω. Ο τάφος είχε συληθεί πιθανότατα από τους Γαλάτες που λεηλάτησαν την βασιλική νεκρόπολη των Αιγών. Η λιγοστή κεραμική που βρέθηκε μέσα σ” αυτόν δείχνει πως χρονολογείται γύρω στο 350 π.Χ.
Το μνημείο ανήκε σε μια νεαρή γυναίκα περίπου 25 χρονών που πρέπει να πέθανε στη γέννα και θάφτηκε εδώ μαζί με το βρέφος της. Τα οστά ενός άντρα που υπήρχαν μέσα στα πεσμένα χώματα, από τον τρόπο και τη θέση που βρέθηκαν, φαίνονται να σχετίζονται με την μεταγενέστερη τυμβωρυχία, πράγμα όχι ασυνήθιστο στη νεκρόπολη των Αιγών. Η γειτνίαση του τάφου της με εκείνον του Φιλίππου Β΄ δείχνει πως η γυναίκα αυτή θα πρέπει να ήταν μια από τις επτά συζύγους του βασιλιά, πιθανότατα η Νικησίπολις από τις Φερές, η μητέρα της Θεσσαλονίκης.
Το εσωτερικό του μνημείου είναι εντελώς λιτό, χωρίς καμιά αρχιτεκτονική διαμόρφωση. Μια στενή ζωγραφιστή ζωφόρος με λουλούδια που τα πλαισιώνουν φτερωτές χίμαιρες και γρύπες, τα πλάσματα που φυλάγουν το πέρασμα στον Άλλο Κόσμο, περιτρέχει τους τοίχους στη μέση περίπου του ύψους τους. Το κάτω μέρος είναι βαμμένο με το χαρακτηριστικό βαθυκόκκινο χρώμα που θυμίζει αίμα. Το επάνω είναι λευκό. Εδώ στον βόρειο, ανατολικό και νότιο τοίχο αναπτύσσονται οι τοιχογραφίες, ένα από τα δύο σημαντικότερα πρωτότυπα αριστουργήματα της αρχαίας ζωγραφικής που μας σώθηκαν.
Επάνω στο ακόμη υγρό, λείο και στιλπνό λευκό κονίαμα της τελικής επιφάνειας ο ζωγράφος χάραξε ένα συνοπτικό προσχέδιο, επιμένοντας περισσότερο στα πιο σημαντικά σημεία της σύνθεσης. Στη συνέχεια με γρήγορες, δυνατές και εξαιρετικά εκφραστικές πινελιές σχεδίασε και ζωγράφισε τις μορφές του, ακολουθώντας και κάποτε αγνοώντας το προσχέδιό του με μια ελευθερία χαρακτηριστική για τον πρωτογενή δημιουργό και απολύτως ανοίκεια για τον αντιγραφέα. Παίρνοντας σα βάση το λευκό η παλέτα του είχε τα βασικά γαιώδη χρώματα της τετραχρωμίας, χοντροκόκκινο, ώχρες, μαύρο και άσπρο, αλλά και οργανικές λάκες για τα λαμπερά ρόδινα και τα πορφυρά.
Τα χρώματα που έχουν μια ιδιαίτερη διαφάνεια και ελαφράδα που θυμίζει ακουαρέλα .χρησιμοποιούνται καθαρά ή ανάμεικτα, ώστε να προκύπτουν οι απαραίτητες για τη φωτοσκίαση και το πλάσιμο των όγκων τονικές διαβαθμίσεις. Μολονότι ο ζωγράφος μας ήξερε πολύ καλά να δουλεύει το χρώμα και να αποδίδει με αυτό όγκο και κίνηση, όπως αποδεικνύει το πορφυρό ιμάτιο του Πλούτωνα, δεν υποκύπτει στη γοητεία του εκφραστικού πλούτου που θα μπορούσε αυτό το μέσο να του προσφέρει.
Περιορίζοντας αυστηρά τη χρωματικότητα σε επιλεγμένα σημεία συμπύκνωσης της δράσης, προτιμά το δύσκολο δρόμο, που του δίνει την ευκαιρία να αποδείξει την εκπληκτική σχεδιαστική του δεινότητα και δουλεύει χρησιμοποιώντας σαν κύριο εκφραστικό μέσο το περίγραμμα που όμως στα χέρια του δεν είναι καθόλου μια απλή γραμμή, αλλά πινελιά με όγκο, πλαστικότητα και κίνηση, ένας ολόκληρος εκφραστικός κόσμος που με το ελάχιστο μορφοποιεί το μέγιστο, χαρίζοντάς μας ένα από τα ωραιότερα έργα της αρχαίας τέχνης .
Στο βόρειο τοίχο του τάφου βρίσκεται το αποκορύφωμα της αφήγησης: Εδώ, στη μέση της εικόνας δεσπόζει το άρμα με τα τέσσερα λευκά άλογα. Ο Άδης, πιο μεγάλος από όλες τις άλλες μορφές, άρπαξε τη λεία του και πηδάει στο άρμα. Το αριστερό του πόδι πατάει κιόλας σταθερά επάνω στο δίφρο, το δεξί ακουμπάει ακόμη με τις μύτες των δαχτύλων στο έδαφος. Στο δεξί χέρι του ο βασιλιάς των νεκρών σφίγγει το σκήπτρο της εξουσίας και τα γκέμια των αλόγων, που τινάζονται με τα μπροστινά πόδια στον αέρα, ξεκινώντας ήδη τον ξέφρενο καλπασμό τους.
Ανάμεσα από τα πόδια του, φυλακισμένη στη σκοτεινή αγκαλιά του, ο Πλούτωνας κρατάει σφιχτά την Περσεφόνη που την έχει αρπάξει απ” το βυζί. Η Κόρη είναι γυμνή. Το φουστάνι της γλίστρησε και έπεσε. Έμεινε μόνο το κορδόνι που το κρατούσε στον ώμο της και το πορφυρό της ιμάτιο να κρύβει την ήβη, να γίνεται φόντο για τους μαλακούς γοφούς της και να χάνεται, σμίγοντας με το πορφυρό του ιματίου του Πλούτωνα. Σε μια ύστατη προσπάθεια να ξεφύγει, η Κόρη τινάζεται προς τα πίσω, το σώμα της τεντώνεται, τρυφερό σα μίσχος λουλουδιού, να ξεγλιστρήσει από τα σκέλια και το μπράτσο που το σφίγγουν σαν τανάλια.
Απόλυτα αδύναμη, απλώνει τα μπράτσα, ικετεύοντας απελπισμένα για τη βοήθεια που δε θα έρθει. Ο άνεμος παίρνει τα μαλλιά της, τα μάτια της βασιλεύουν, το πρόσωπο της γίνεται μάσκα απόγνωσης. Η άρνηση της Κόρης να δεχτεί τη Μοίρα της, η επιθυμία της να γαντζωθεί στον κόσμο που αναγκάζεται να αφήσει και η αποστροφή της για τον Άδη γίνεται ολοφάνερη μέσα από την κίνηση του σώματος της, που είναι ολότελα αντίθετη προς τη δική του και μέσα από την απομάκρυνση των κεφαλιών τους.
Με μια εξαιρετικά δυναμική και σχεδιαστικά ιδιαίτερα τολμηρή, ανοιχτή σύνθεση, που στηρίζεται στην ένταση, αλλά και στην ισορροπία που παράγουν δύο διαγώνιες που διασταυρώνονται, ένα εύρημα που μάλλον αυτός εισάγει στην παραδοσιακή εικονογραφία της Αρπαγής, ο καλλιτέχνης κατορθώνει να αποδώσει όλη τη δραματική ένταση της αντιπαράθεσης του κυνηγού με το θήραμα, του αρσενικού με το θηλυκό, της ζωής με το θάνατο.
Τη δραματικότητα και το πάθος που συμπυκνώνεται σε αυτό το σημείο της παράστασης υπογραμμίζει έντεχνα η χρήση μόνον εδώ του δυνατού και πλούσιου χρώματος με τα λαμπερά πορφυρά στα ιμάτια των θεών και το βαθύ κόκκινο στο άρμα, ενώ η αίσθηση της κίνησης και του βάθους τονίζεται με την πλάγια προοπτική απόδοση των τροχών που εξισορροπούν σχεδιαστικά το δυναμικό σχήμα του δίφρου και της διαγωνίου του σκήπτρου. Πίσω από το άρμα, στην ανατολική γωνία της εικόνας, μισογονατισμένη στο χώμα, μια φίλη της Περσεφόνης παρακολουθεί το δράμα, πετρωμένη από φόβο.
Το φόρεμά της γλίστρησε και το στήθος της είναι γυμνό, όμως το χρυσοκάστανο ιμάτιο της με τη φαρδιά μενεξελιά μπορντούρα την τυλίγει ακόμα, σχηματίζοντας ένα θερμό στεφάνι, μέσα στο οποίο προβάλλεται η σαγηνευτική λευκότητα του δέρματός της. Λυγισμένη στα δύο σηκώνει το χέρι να φυλαχτεί, μοιάζει να θέλει να φύγει και να μη μπορεί, παγωμένη σα σε εφιάλτη, ακούσιος μάρτυρας του αποτρόπαιου. Τα μάτια της σχεδιασμένα εντελώς λιτά, δυο γραμμούλες και μια βουλίτσα όλο κι όλο και όμως καταφέρνουν να εκφράσουν απόλυτα τον άφατο τρόμο…
Σαν μορφολογική, αλλά και εννοιολογική αντίστιξη στην παθητικότητα της συντρόφισσας της Κόρης, που με τρόμο αποδέχεται το μοιραίο, στην άλλη μεριά της παράστασης εμφανίζεται ο Ερμής. Με το κηρύκειο, το μαγικό ραβδί που γητεύει τις ψυχές των νεκρών, το μόνο παραδοσιακό και αναγνωρίσιμο σύμβολο της παράστασης, στο χέρι, ο ψυχοπομπός γίνεται εδώ νυμφοπομπός σκοτεινού Γάμου, και τρέχοντας, σχεδόν πετώντας στις μύτες των ποδιών του, οδηγεί το άρμα στη δύση, στη χώρα των νεκρών.
Αντί για τις δάδες του Υμεναίου, τον αθέλητο γάμο φωτίζει η τρομερή λάμψη του κεραυνού που αστράφτει μπροστά απ” τον Ερμή και καταυγάζει τη λευκή εικόνα, δίνοντας τη συναίνεση του ύψιστου Νόμου στο δράμα. Στην ανατολική πλευρά του τάφου, στη μεριά όπου φαίνεται να στρέφεται ζητώντας βοήθεια η Περσεφόνη, βρίσκεται μια βαριά, κάπως ώριμη γυναικεία φιγούρα που καθισμένη σε ένα βράχο, ολομόναχη και στραμμένη προς τη σκηνή της αρπαγής, μοιάζει να παρακολουθεί σκεπτική τον αθέλητο γάμο.
Ολόκληρη μια σύνθεση απόλυτα κλειστή, μια μορφή γκρίζα που συνεχίζει ουσιαστικά το σχήμα του βράχου, τυλιγμένη εντελώς στο ιμάτιό της, απομονωμένη στο πένθος της, αγέλαστη πέτρα η ίδια, δεν μπορεί να “ναι άλλη από την Δήμητρα, τη μάνα που αν και θεά δεν μπόρεσε παρ” όλη τη δύναμή της να αποτρέψει τη μοίρα του παιδιού της. Μορφολογικά συγγενείς και όμως ως προς το ήθος διαφορετικές από αυτήν εμφανίζονται οι τρεις γυναικείες μορφές που βρίσκονται στο νότιο τοίχο από τις οποίες η μεσαία έχει σχεδόν εντελώς εξαφανιστεί.
Ο Μανόλης Ανδρόνικος συσχέτισε εύστοχα τις μορφές αυτές με τις τρεις Μοίρες. Αν αυτή η σκέψη είναι σωστή, τότε μπορούμε να αναγνωρίσουμε με τη σειρά από τα ανατολικά προς τα δυτικά στην πρώτη, την Κλωθώ, που γνέθει το νήμα της ζωής, στη μεσαία τη Λάχεση που τραβάει τον κλήρο και στην τρίτη, την Άτροπο, αυτή που ορίζει το θάνατο, την πιο επικίνδυνη και πιο δυσάρεστη από τις τρεις.
Η παρουσία των Μοιρών που εικονογραφούν την έννοια του αδήριτου πεπρωμένου μέσα σε έναν τάφο σε συνάφεια με την εξιστόρηση του μύθου της Αρπαγής έχει εννοιολογική συνέπεια και, ακόμη και αν είναι μοναδική ή σπάνια, δεν αποτελεί κατ” ουσίαν ανατροπή της παράδοσης. Ο καλλιτέχνης μας που δεν αποκλείεται καθόλου να είναι ο Νικόμαχος, ένας ζωγράφος περίφημος στην αρχαιότητα για μια εικόνα του με την αρπαγή της Περσεφόνης, αποδεικνύεται πραγματικά ριζοσπαστικός και ανατρεπτικός στο τρόπο που χειρίστηκε το κεντρικό του θέμα.
Παρουσιάζοντας γυμνή και ανυπεράσπιστη την Κόρη στα χέρια του Αδυσώπητου σε μια εξανθρωπισμένη και άκρως τραγική εικόνα που τη διαπνέει ο τρόμος, η αγωνία, η απελπισία και το πάθος της θεάς ο καλλιτέχνης μας, όποιος και να είναι, τολμά να ανατρέψει ολόκληρη την εικονογραφική παράδοση της Δέσποινας των νεκρών και κατορθώνει με το χρωστήρα του να ζωντανέψει μια πραγματικότητα υπερβατική και όχι απλά εικονική, εξιστορώντας το μέγιστο δράμα της αρχαίας θρησκείας, και εικονοποιώντας με τρόπο έξοχα ποιητικό το ίδιο το μυστήριο του θανάτου.

Ο Τάφος με τους Ελεύθερους Κίονες
Στην παρυφή της Μεγάλης Τούμπας βρίσκονταν τα ερείπια του Μακεδονικού τάφου ΙV, ενός μονοθάλαμου μνημείου που χτίστηκε όπως φαίνεται τον 3ο αιώνα π.Χ. ίσως για να δεχτεί το λείψανο του Αντιγόνου Γονατά. Ο τάφος αυτός που δεν τον προστάτευαν οι τεράστιοι όγκοι χώματος της Μεγάλης Τούμπας, όχι μόνο συλήθηκε, αλλά και λιθολογήθηκε βάναυσα μέσα στους αιώνες με αποτέλεσμα να μη βρεθούν στη θέση τους παρά μόνο τα ίχνη από τους τοίχους και μερικά κομμάτια από τους κίονες και την ανωδομή της πρόσοψής του που ωστόσο επαρκούν για να αναπαρασταθεί με βεβαιότητα η μορφή του.
Οι τέσσερις ελεύθεροι Δωρικοί κίονες σχηματίζουν μια υποτυπώδη στοά στην πρόσοψη του μνημείου, αποτελώντας μια μοναδική και αξιοσημείωτη αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα, αφού σε όλους τους υπόλοιπους Μακεδονικούς τάφους είναι πακτωμένοι σε μορφή ημικιόνων στον τοίχο.
Η κιονοστοιχία επιστεφόταν από το χαρακτηριστικό δωρικό επιστύλιο και τη ζωφόρο με τα τρίγλυφα και τις μετόπες, αλλά αντί για αέτωμα υπήρχε και εδώ, όπως και στον τάφο του Φιλίππου Β΄ και του Αλεξανδρου Δ΄, μια Ιωνική ζωφόρος, μια ακόμη ιδιαιτερότητα που δείχνει πως ο κατασκευαστής του μνημείου συνεχίζει συνειδητά την αρχιτεκτονική παράδοση των γειτονικών βασιλικών τάφων της Μεγάλης Τούμπας, η ανάμνηση της μορφής των οποίων θα πρέπει να ήταν ζωντανή στην εποχή του.

Τάφος του Αλεξάνδρου Δ”
Όπως δείχνει η κεραμική που βρέθηκε στον εναγισμό του, τριάντα περίπου χρόνια μετά την ταφή του Φιλίππου κατασκευάσθηκε δίπλα στον τάφο του βασιλιά ένας άλλος μικρότερος για να δεχτεί τα οστά ενός άλλου μέλους της βασιλικής οικογένειας, ενός νεαρού έφηβου 13 – 15 χρονών. Μολονότι ο νεκρός είχε καεί, πουθενά δεν βρέθηκαν ίχνη από την ταφική πυρά, γεγονός που δείχνει ότι πρέπει να πέθανε και να αποτεφρώθηκε κάπου αλλού και τα οστά του να μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στις Αιγές, όπου και θάφτηκαν στον βασιλικό τύμβο.
Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στην ταύτιση του νεαρού νεκρού με τον Αλέξανδρο Δ΄ τον γιο του Μεγαλέξανδρου και της Ρωξάνης, ένα παιδί – βασιλιά που όντας αιχμάλωτος στην Αμφίπολη δολοφονήθηκε μαζί με την μητέρα του από τον Κάσσανδρο για να κάνει τόπο στη φιλοδοξία του σφετεριστή του θρόνου. Προφανώς ο ίδιος ο δολοφόνος, για να διασκεδάσει τις υποψίες των Μακεδόνων, έφερε, όπως όριζε το έθιμο, τον τελευταίο των Τημενιδών και τον έθαψε με τιμές στην πόλη που στάθηκε το λίκνο της γενιάς του.
Ο τάφος του αδικοχαμένου εφήβου είναι διθάλαμος και μοιάζει πολύ με εκείνον του ένδοξου προγόνου του, μολονότι έχει κάπως απλούστερη πρόσοψη. Οι ημικίονες λείπουν. Η μαρμάρινη πόρτα πλαισιώνεται από δύο παραστάδες που στηρίζουν το Δωρικό επιστύλιο και τη χαρακτηριστική Δωρική ζωφόρο με τα βαθυγάλαζα τρίγλυφα και τις λευκές ακόσμητες μετόπες. Επάνω από αυτήν υπάρχει και εδώ, όπως στον τάφο του Φιλίππου αντί για αέτωμα μια ιωνική ζωφόρος που κρύβει την καμάρα.
Ένα Ιωνικό γείσο διακοσμημένο με ζωγραφισμένα κυμάτια και μικρά εξάρματα τοποθετημένα σε κανονικές αποστάσεις που μιμούνται ακροκεράμους, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση στέγης, επιστέφει τη ζωφόρο και ολοκληρώνει την πρόσοψη του μνημείου. Στους τοίχους της πρόσοψης, ανάμεσα στην πόρτα και στις παραστάδες υπάρχουν δύο κυκλικά εξάρματα που δίνουν την εντύπωση κρεμασμένων ασπίδων. Στις ασπίδες που τις πλαισιώνουν γραπτά στεφάνια ήταν ζωγραφισμένα πρόσωπα, ίσως γοργόνεια που τώρα δεν διακρίνονται σχεδόν καθόλου.
Ζωγραφική παράσταση υπήρχε και στην Ιωνική ζωφόρο, όμως ο καλλιτέχνης, για λόγους που δεν γνωρίζουμε, προτίμησε, αντί να χρησιμοποιήσει την τεχνική της νωπογραφίας επάνω στο κονίαμα να ζωγραφίσει σε ξύλινο πίνακα που τον προσήλωσε με σιδερένια καρφιά στην επιφάνεια του μνημείου, με αποτέλεσμα εξ αιτίας της απώλειας του οργανικού φορέα της, από τον οποίο απόμειναν ελάχιστα μόνο ίχνη, να χαθεί και η ζωγραφιά. Στο εσωτερικό του τάφου οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με καλής ποιότητας κονιάματα με λευκά επιχρίσματα.
Τη μονοτονία του άσπρου διακόπτουν, μοναδικά διακοσμητικά στοιχεία, οι στενές ζωφόροι που περιτρέχουν τους τοίχους στο ύψος της γένεσης της καμάρας. Στον προθάλαμο η ζωφόρος που επιστέφεται από ζωηρή κόκκινη ταινία και ωραίο γραπτό Ιωνικό κυμάτιο, φωτοσκιασμένο με γκριζοκάστανες σκιές, ώστε να δίνεται η εντύπωση του ανάγλυφου, είναι διακοσμημένη με ζωγραφική παράσταση που διατηρείται σε καλή κατάσταση.
Το θέμα της παράστασης που ταιριάζει πολύ καλά στη μορφή της επιφάνειας που έπρεπε να καλυφθεί είναι μια αρματοδρομία, ίσως μια έμμεση αναφορά στους αγώνες με τους οποίους τιμούσαν τους νεκρούς ήρωες από την εποχή του έπους. Είκοσι ένα κόκκινα άρματα που τα σέρνουν λευκά άλογα και τα οδηγούν νεαροί ηνίοχοι με μακριούς, ανεμίζοντες χιτώνες κινούνται επάνω σε βαθυγάλαζο φόντο. Το τοπίο δηλώνεται μόνο με τις χαμηλές εξάρσεις του ανώμαλου εδάφους.
Ο ζωγράφος, ένας ικανός και έμπειρος τεχνίτης που έχει αφομοιώσει τα διδάγματα της μεγάλης ζωγραφικής, χρησιμοποιώντας σωστά την προοπτική και τη φωτοσκίαση, καταφέρνει με τρόπο λιτό και ωστόσο επιτυχημένο να δώσει την ψευδαίσθηση της τρίτης διάστασης και, ξεπερνώντας τα όρια του διακοσμητικού, αποφεύγει τη μονοτονία του θέματος με πολλά μικρά τεχνάσματα και διαφοροποιήσεις που δίνουν την εντύπωση του στιγμιαίου και υποβάλλουν την αίσθηση της αφήγησης ενός συγκεκριμένου περιστατικού.
Στο βάθος του θαλάμου, στη μέση, μπροστά στον τοίχο, βρισκόταν μια πέτρινη βωμόσχημη κατασκευή. Επάνω της, μέσα σε μια ρηχή κοιλότητα ήταν ακουμπισμένη η ασημένια υδρία-τεφροδόχος με τα οστά του νεκρού. Στο λαιμό του αγγείου έλαμπε το ολόχρυσο στεφάνι βελανιδιάς. Μπροστά από την τεφροδόχο είχαν τοποθετήσει την χρυσελεφάντινη κλίνη και ένα χαμηλό ξύλινο τραπέζι »στρωμένο» με ασημένια αγγεία, πιάτα και μπολάκια, μια εικόνα οικεία από τις παραστάσεις των συμποσίων της εποχής.
Τα γλυκά και οι καρποί που θα πρέπει να υπήρχαν στο τραπέζι διαλύθηκαν, τα ξύλινα μέρη των επίπλων αποσυντέθηκαν και απόμειναν μόνο τα ίχνη τους στο δάπεδο του τάφου, μαζί με τα μισολυωμένα θραύσματα από τον χρυσελεφάντινο διάκοσμο.

Το ΗΡΩΟΝ
Στα ΝΑ του τάφου του Φιλίππου, δίπλα στον «τάφο της Περσεφόνης» βρέθηκαν τα θεμέλια και τμήματα της μαρμάρινης ανωδομής ενός μικρού, ίσως ναόσχημου, κτιρίου αφιερωμένου στη λατρεία των επιφανών μελών της βασιλικής οικογένειας. Το «Ηρώον» κατασκευάστηκε λίγο μετά τον τάφο του Φιλίππου έξω από τον αρχικό τύμβο των τάφων.
Στέγαζε ίσως και το λατρευτικό άγαλμα του Φιλίππου που είχε παρουσιαστεί στο θέατρο των Αιγών μαζί με αυτά των δώδεκα θεών κατά τη διάρκεια της τελετής των γάμων της κόρης του Φιλίππου Κλεοπάτρας, όταν δολοφονήθηκε εκεί ο Φίλιππος (336 π.Χ.). Φαίνεται ότι το οικοδόμημα καταστράφηκε όταν συλήθηκε και ο «τάφος της Περσεφόνης» από τους Γαλάτες μισθοφόρους του Πύρρου το 274 / 3 π.Χ.

ΣΤΗΝ ΕΥΡΗΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΩΝ ΤΑΦΩΝ 
ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ 
Οι Αιγές ιδρύθηκαν νοτίως του ποταμού Αλιάκμονα, στη Μακεδονίδα γη του Ηροδότου και στους πρόποδες του Μακεδονικού όρους (Πιέρια). Όπως έδειξαν οι έρευνες των τελευταίων είκοσι χρόνων στην ευρύτερη περιοχή, oι Αιγές και η «χώρα» τους εκτείνονται σε μια περιοχή περ. 65.000 στρεμμάτων που ορίζεται στα δυτικά και βόρεια από τον Αλιάκμονα, στα ανατολικά από τον ποταμό Άσκορδο (σήμερα Κρασοπούλης) και στα νότια από την κορυφογραμμή των Πιερίων.
Σημαντικό κέντρο ήδη από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (10ος – 7ος αι. π.Χ.), όπως δείχνει το επιβλητικό Νεκροταφείο των Τύμβων, η πρωτεύουσα του Μακεδονικού κράτους αποτελεί από τα μέσα περίπου του 7ου αιώνα π.Χ. τον πυρήνα του βασιλείου και την κοιτίδα όπου ρίζωσαν οι μύθοι των βασιλέων της δυναστείας των Τημενιδών, απογόνων του Δία και του Ηρακλή που ήρθαν από το Άργος. Περιοχή πλούσια σε φυσικούς πόρους (νερό, ξυλεία) και αυτάρκης, στην αφετηρία του αρχαίου δρόμου που οδηγούσε στη νότιο Ελλάδα και στα κοντινά λιμάνια του Θερμαϊκού Κόλπου.
Οι Αιγές διατήρησαν μέχρι αργά στην ιστορία τους εμφανή τον χαρακτήρα που θα συνοδεύει όλες τις όψεις του μακεδονικού βίου: προσήλωση στην προγονική παράδοση μιας κοινωνίας οργανωμένης σε γένη, όπως η κοινωνία του Ομήρου, και ταυτόχρονα ανοιχτής και έτοιμης να συνομιλήσει με άλλες παραδόσεις και νεοτερικότητες. Ο ευρύτερος αρχαιολογικός χώρος των Αιγών προστατεύεται και αναδεικνύεται σήμερα ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO και ως περιοχή ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους.

ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΤΑΦΟΙ ΣΤΑ Β.Δ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Βόρεια του ανακτόρου προς την πεδιάδα, στις παρυφές της αρχαίας πόλης των Αιγών και κοντά στα ακραία σπίτια του χωριού της Βεργίνας έχουν αποκαλυφθεί δύο μνημειώδεις Μακεδονικοί τάφοι: ο λεγόμενος «Τάφος του Ρωμαίου» Ιωνικός, ναόσχημος, των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ., και ο «τάφος της Ευρυδίκης», που πιθανότατα ανήκει στη μητέρα του Φιλίππου Β” και χρονολογείται γύρω στο 340 π.Χ. Επίσης, τρεις κιβωτιόσχημοι του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. και 4 λακκοειδείς της Υστεροαρχαϊκής εποχής.

Ο Τάφος του Ρωμαίου
Ο κατασκευασμένος από πωρόλιθο διθάλαμος «τάφος του Ρωμαίου» οφείλει τη συμβατική ονομασία του στον ανασκαφέα του καθηγητή Κ. Ρωμαίο. Η πρόσοψή του διαμορφώνεται από μια δίφυλλη μαρμάρινη θύρα και τέσσερις Ιωνικούς ημικίονες που συγκρατούν διταινιωτό επιστύλιο, κοσμοφόρο και λιτό τριγωνικό αέτωμα. Σε αντίθεση με το διακοσμημένο προθάλαμο, στο λιτό νεκρικό θάλαμο δεσπόζει, εκτός από την πώρινη κλίνη για την εναπόθεση του νεκρού, ο πλούσια καλλιτεχνημένος μαρμάρινος θρόνος και το ξεχωριστό υποπόδιό του με τις ολόγλυφες σφίγγες και το γραπτό διάκοσμο.

Ο Τάφος της Ευρυδίκης
Λίγο ανατολικότερα από τον «Τάφο του Ρωμαίου» βρίσκεται ο ιδιόμορφος Μακεδονικός «Τάφος της Ευρυδίκης». Το διθάλαμο καμαροσκέπαστο κτίσμα, του οποίου η πρόσοψη δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί, είναι επιχρισμένο με υπόλευκο κονίαμα. Μια ψευδοθύρα και δύο ψευδοπαράθυρα πλαισιωμένα από τέσσερις Ιωνικούς ημικίονες που στηρίζουν Ιωνικό τριταινιωτό επιστύλιο και διακοσμημένη με λευκά ανθέμια ζωφόρο, διαμορφώνουν τη στενή πλευρά του θαλάμου σε ψευδοπρόσοψη.
Μοναδικό εύρημα αποτελεί ο μαρμάρινος θρόνος με τον πλούσιο γραπτό και γλυπτό διάκοσμο όπου ξεχωρίζει στο ερεισίνωτό του η επιβλητική παράσταση τεθρίππου με τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη. Ο πλούτος του συλημένου στην αρχαιότητα τάφου προδίδει βασιλική ταφή που βάσει των χρονολογικών δεδομένων αποδίδεται στη μητέρα του Φιλίππου Ευρυδίκη, της οποίας ενεπίγραφα αναθήματα έχουν βρεθεί στο ιερό της Εύκλειας στις Αιγές.

ΑΣΤΥ
Με έκταση περίπου 800 στρεμμάτων το τειχισμένο άστυ ήταν χτισμένο στο κέντρο της χώρας των Αιγών. Το άστυ χτίστηκε στο σημείο συνάντησης του πανάρχαιου άξονα που, διασχίζοντας τα βουνά, συνέδεε την λεκάνη της Μακεδονίας με την Θεσσαλία με τον δρόμο που οδηγούσε από την δυτική ακτή του Θερμαϊκού στο εσωτερικό του βασιλείου. Εδώ, στην πλαγιά που εκτείνεται ανάμεσα στα σημερινά χωριά Βεργίνα και Παλατίτσια, εκτός από την οχυρή ακρόπολη και τα ιερά, βρίσκονταν τα παλάτια και οι τάφοι των βασιλέων.
Οι συνοικισμοί, οι «κώμες» δηλαδή που με το πλήθος τους δικαιολογούν και τον πληθυντικό αριθμό του ονόματος «αι Αιγεαί», ξεκινούν δίπλα από τα τείχη και απλώνονται σε ολόκληρη την περιοχή, διάσπαρτοι στους χαμηλούς λόφους, αλλά και στον κάμπο, σημαδεύοντας με την παρουσία τους την πορεία των αρχαίων δρόμων. Στους κάπως πιο απομακρυσμένους από το κέντρο υπήρχαν μικρά αυτόνομα νεκροταφεία.
Η λέξη Αιγεαί προέρχεται από την ίδια ρίζα με τη λέξη αίγα και σημαίνει »ο τόπος με τα πολλά κοπάδια». Όπως μαρτυρά το όνομα της η οικονομία της πόλης στηριζόταν στην κτηνοτροφία. Το δάσος με τα πολλά θηράματα και την άφθονη ξυλεία, που στα χέρια του βασιλιά γινόταν κύριο επιχείρημα της εξωτερικής του πολιτικής, αλλά και το γειτονικό ποτάμι που λειτουργούσε σαν υδάτινος δρόμος για τη μεταφορά της ξυλείας, προσφέροντας συγχρόνως άφθονο ψάρεμα, συμπλήρωναν τον πλούτο, εξασφαλίζοντας την ευημερία της πόλης.
Η ανεξέλεγκτη εξάπλωση της νεκρόπολης στον κάμπο δείχνει ότι η γεωργία μάλλον δεν έπαιζε τον πρωτεύοντα ρόλο, ωστόσο μαζί με την αμπελουργία και τη δενδροκαλλιέργεια, για την οποία η λοφώδης αυτή περιοχή προσφέρει μέχρι σήμερα ιδανικές συνθήκες, εξασφάλιζαν την αυτάρκεια της παραγωγής.
Και ενώ η παλιά Μακεδονική πρωτεύουσα με τις αρχαιότροπες οικονομικές δομές που στηρίζονταν κατά κύριο λόγο στην κατοχή και τη νομή της γης δεν έγινε ποτέ ένα σημαίνον βιοτεχνικό και εξαγωγικό κέντρο, ήταν μέχρι τα Ελληνιστικά χρόνια, ακριβώς εξ αιτίας της γενικότερης ευημερίας των κατοίκων της και κυρίως εξ αιτίας της παρουσίας εδώ της πολυμελούς βασιλικής αυλής μια πολύ ενδιαφέρουσα αγορά για προϊόντα, αλλά και για υπηρεσίες περιωπής.

ΟΧΥΡΩΣΗ – ΑΚΡΟΠΟΛΗ
Το άστυ των Αιγών ήταν οπωσδήποτε τειχισμένο ήδη στην εποχή του Περδίκκα Β΄ (454 – 413 π.Χ.). Μια πύλη και ίχνη του τείχους του 5ου προχριστιανικού αιώνα έχουν εντοπιστεί στα βορειοδυτικά του άστεως δίπλα στην ταφική συστάδα των Βασιλισσών. Στην αρχή της βασιλείας του Φιλίππου Β΄ (359 – 336 π.Χ.) η οχύρωση ανακατασκευάστηκε, με το νέο τείχος να περιβάλλει την πλαγιά, όπου βρισκόταν το κέντρο της πόλης. Η οχύρωση περιέβαλε επίσης και τα δυο υψώματα στα νότια του ανακτόρου, όπου βρισκόταν η ακρόπολη.
Το τείχος είχε πάχος που έφτανε τα 3 μ. και ήταν ενισχυμένο με πύργους. Λίθινο, με μέτωπα από πώρινους γωνιόλιθους, υλικό που μεταφέρθηκε από τα λατομεία του Βερμίου (απόσταση μεγαλύτερη των 10 χλμ.) μέχρι ένα σημαντικό τμήμα του ύψους του, συνεχιζόταν προς τα επάνω με ωμά πλιθιά. Στο ανατολικό τμήμα του τείχους ανοιγόταν μια μεγαλοπρεπής πύλη. Μια μικρότερη υπήρχε στη ΒΔ γωνία του, κάτω από την οποία βρέθηκαν τα λείψανα μιας άλλης που ανήκε στο παλιότερο τείχος του 5ου αιώνα π.Χ.
Η ακρόπολη βρίσκεται στα νότια του οικισμού σε έναν αρκετά απόκρημνο λόφο. Το εντυπωσιακό τείχος, που ενίσχυε τη φυσικά οχυρή θέση της αρχαίας πόλης, εκτείνεται και προς τα ανατολικά. Η αρχαία πόλη ήταν χτισμένη σε πλατώματα, ακολουθώντας την έντονη φυσική κλίση του εδάφους. Από την Ακρόπολη έχουν ανασκαφεί τμήματα του περιβόλου και του εσωτερικού (οικίες της ελληνιστικής εποχής). Η οχύρωση των Αιγών χρονολογείται στα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια (τέλος 4ου αρχές 3ου αιώνα π.Χ.).

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΤΩΝ ΑΙΓΩΝ
Δίπλα ακριβώς στο ανάκτορο των Αιγών, εφαπτόμενα στη δυτική πλευρά του, ανακαλύφθηκαν τα θεμέλια ενός μεγάλου οικοδομήματος. Το κτίριο αποτελείται από μία μεγάλη κεντρική αυλή με περιστύλιο και δωμάτια που ανοίγονται στη βόρεια και στη δυτική πλευρά. Οι πολλές επεμβάσεις που δέχτηκε το κτίσμα και τα λιγοστά ερείπια που έφτασαν ως τις μέρες μας δεν επιτρέπουν την ακριβή χρονολόγηση. Οι επιστήμονες πιστεύουν σήμερα ότι πρόκειται για το παλιό ανάκτορο της πόλης που διατηρήθηκε από τους βασιλείς σε ένδειξη σεβασμού προς το παρελθόν τους.

ΘΕΑΤΡΟ
Το θέατρο στο οποίο δολοφονήθηκε ο Φίλιππος Β’ ιδρύθηκε στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., στη βάση του μεγάλου ανδήρου του Ανακτόρου και σε οργανική ενότητα με αυτό. Η ένταξη των δύο κτισμάτων στο ίδιο οικοδομικό σύνολο αποτελεί το πρότυπο της σύνδεσης του διοικητικού και πολιτικού κέντρου (ανάκτορο) με το κέντρο της πολιτιστικής και πνευματικής δραστηριότητας (θέατρο) που θα γίνει ο κανόνας στα μεγάλα Ελληνιστικά κέντρα (Αλεξάνδρεια). Το θέατρο που έχει καταστραφεί και λιθολογηθεί σχεδόν στο σύνολό του διαθέτει ένα διάζωμα, χωμάτινο σήμερα, ενώ λίθινα εδώλια σώζονται μόνον στην πρώτη σειρά.
Η ορχήστρα του στο κέντρο της οποίας σώζεται το λίθινο θεμέλιο της θυμέλης, του βωμού του Διονύσου έχει διάμετρο 28,40 μ.. Από την σκηνή που έκλεινε το θέατρο προς τα βόρεια σώθηκαν μόνον οι θεμελιώσεις. Τμήμα του ενιαίου αρχιτεκτονικού συνόλου των ανακτόρων το θέατρο, βρίσκεται μόλις 60 μ. στα βόρειά τους. Λίθινα ήταν μόνο η πρώτη σειρά των εδωλίων, τα αποχετευτικά ρείθρα, οι τοίχοι των παρόδων και τα θεμέλια της σκηνής, ενώ πάνω στην ομαλή κατωφέρεια διαμορφωνόταν το κοίλο από ξύλινα εδώλια και οκτώ λιθόστρωτους διαδρόμους.
Στο χώρο του θεάτρου, που κατασκευάστηκε στο Β” μισό του 4ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε ως το Β” τέταρτο του 2ου αιώνα π.Χ., παρουσιάστηκαν οι Βάκχες του Ευριπίδη. Το 336 π.Χ., εκεί δολοφονήθηκε ο Φίλιππος Β” στη διάρκεια των γάμων της κόρης του Κλεοπάτρας με το βασιλιά της Ηπείρου Αλέξανδρο. Λίγο χαμηλότερα από το θέατρο ανασκάπτεται τμήμα της αγοράς των Αιγών.
Λίγο ανατολικότερα από την αγορά, το ιερό της μητέρας των θεών έχει δώσει πολύ σημαντικά στοιχεία για τη λαϊκή λατρεία της Κυβέλης, στην παλιά πρωτεύουσα των αρχαίων Μακεδόνων, ενώ χαμηλότερα δημόσια οικοδομήματα των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, πολύ κατεστραμμένα ήδη από τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. βεβαιώνουν για την εκτεταμένη καταστροφή των Αιγών μετά την ήττα του Περσέα από τους Ρωμαίους στην Πύδνα, το 168 π.Χ.
 
ΙΕΡΟ ΕΥΚΛΕΙΑΣΚάτω από το μνημειακό σύνολο του Ανακτόρου και του θεάτρου των Αιγών βρίσκεται το ιερό της Εύκλειας. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από τις λέξεις »ευ» και »κλέος», και σημαίνει αυτήν που έχει καλή φήμη, υστεροφημία. Ο κυρίως ναος κατασκευάστηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. ενώ ένας δεύτερος προστέθηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. Το συγκρότημα του ιερού περιλαμβάνει επίσης ένα μεγάλο βωμό, μια μικρή στοά και ένα σχετικά μικρό περιστύλιο. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε εδώ στο φως βασιλικά αναθήματα στη θεά, με πιο χαρακτηριστικό εκείνο της βασίλισσας Ευρυδίκης, μητέρας του Φιλίππου Β’.

Σε μία εξέχουσα θέση βόρεια από το ανάκτορο και το θέατρο των Αιγών -με τα οποία αποτελεί άλλωστε μια ενιαία πολεοδομική ενότητα-, αλλά και πολύ κοντά στα δυτικά τείχη της αρχαίας πόλης, βρίσκεται το Ιερό της Εύκλειας, μιας θεότητας, η λατρεία της οποίας εντοπιζόταν στις αγορές των αρχαίων Ελληνικών πόλεων. Πρόκειται, επομένως, για έναν πολύ σημαντικό τομέα της πανεπιστημιακής ανασκαφής στη Βεργίνα, επειδή ταυτίζεται με τμήμα της Αγοράς της κοιτίδας του Μακεδονικού βασιλείου.
Στην περίοδο της μέγιστης ακμής του ιερού εντάσσονται ένας ναός, μία στοά δίπλα του, οι βάσεις από τρία μαρμάρινα αναθήματα και ό,τι απέμεινε από ένα μνημειακό βωμό, που χρονολογούνται στον 4ο π.Χ. αιώνα. Στην ίδια περίοδο ανήκει ένα εντυπωσιακό μαρμάρινο άγαλμα, αφιέρωμα της βασίλισσας Ευρυδίκης, μητέρας του Φιλίππου Β΄, προς την Εύκλεια.
Στα Ελληνιστικά χρόνια (3ος – 2ος αιώνα π.Χ.) ανάγονται ένας ακόμη μικρός ναός στα ανατολικά, μια ακόμη στοά στα νότια, αλλά και ένα μεγάλο περίστυλο κτίριο εντός του οποίου βρέθηκαν πρόσφατα δύο εντελώς αναπάντεχα βασιλικά ταφικά σύνολα που ανάγονται στην εποχή του Κασσάνδρου.

ΙΕΡΟ ΚΥΒΕΛΗΣ
Κοντά στο θέατρο έχει αποκαλυφθεί κτίσμα δύο χώρων (προφανώς χώροι μύησης των πιστών) με εστίες, βόθρους, βωμούς και οπές χοών. Στα κτίσματα που έχουν ερευνηθεί ως τώρα και είναι κατασκευασμένα με ευτελή υλικά, βρέθηκαν αναθήματα, πήλινα λατρευτικά αντικείμενα και κεφάλι από πήλινο άγαλμα της θεάς.
Tο Ιερό της Κυβέλης ή Ιερό της Μητέρας των Θεών είναι μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τη λατρεία στις Αιγές. Το ιερό ιδρύθηκε στο κέντρο του αρχαίου άστεως και είχε τη μορφή ενός μεγάλου οικοδομήματος, στον τύπο της αρχαίας οικίας, με ευρύχωρα δωμάτια που οργανώνονται γύρω από μία κεντρική αυλή. Το συνηθέστερο εύρημα από την κύρια φάση της χρήσης του χώρου στα ελληνιστικά χρόνια είναι τα πήλινα ειδώλια της ένθρονης Μητέρας των Θεών – Κυβέλης, με το τύμπανο και τα λιοντάρια.

ΝΕΚΡΟΠΟΛΙΣ
»Η πόλις των πολλών». Η πόλις των βασιλέων και των προγόνων. Η νεκρόπολη είναι ο υπόγειος χώρος της μνήμης όλων των Μακεδόνων και ο υπέργειος χώρος των μνημείων που στέκονται για να συνέχουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των ανθρώπων που έζησαν και έδρασαν στις Αιγές. Τα αρχαία νεκροταφεία της πρωτεύουσας των Μακεδόνων εκτείνονται εκτός του δομημένου χώρου που προορίζεται για τους εκάστοτε ζώντες, δηλαδή εκτός της πόλεως.
Στον τεράστιο χώρο πέρα από τα τείχη, που οριοθετείται φυσικά από τα ρέματα που κατέρχονται από τα Πιέρια όρη, κυριαρχεί η ομηρική μορφή του τύμβου, του σωρευμένου χώματος πάνω από τον τάφο και του σήματος που φέρει το όνομα και το πατρώνυμο του αφανισμένου σώματος.

ΟΙ ΤΑΦΟΙ ΤΩΝ ΠΑΛΑΤΙΤΣΙΩΝ
Μία ομάδα τεσσάρων Μακεδονικών τάφων έχει ανασκαφεί σε μικρή απόσταση δυτικά του χωριού Παλατίτσια. Πρόκειται για τον «τάφο του Heuzey» και τους τρεις τάφους στο αγροτεμάχιο των αδελφών Μπέλλα.

Ο Τάφος του HEUZEY – ΜΠΕΛΛΑ
Ο «τάφος του Ηeuzey» που χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., αποτελεί ένα από τα πρωιμότερα παραδείγματα Μακεδονικών τάφων. Την ενιαία επιφάνεια της πρόσοψης κοσμούσε Ιωνικό επιστύλιο που στηριζόταν σε δύο διακοσμητικά επίκρανα. Οι παραστάδες και το υπέρθυρο του θυραίου ανοίγματος ήταν μαρμάρινα (από το ίδιο υλικό είχαν κατασκευαστεί και τα δύο φύλλα της εξωτερικής θύρας που φυλάσσονται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου).
Οι εσωτερικοί τοίχοι του διθάλαμου καμαροσκέπαστου τάφου έφεραν χρωματιστά κονιάματα και στο θάλαμο υπήρχαν δύο χτιστές κλίνες από πωρόλιθο με έγχρωμη γραπτή διακόσμηση. Οι δύο γειτονικές ταφικές συστάδες καλύπτονταν αρχικά από δύο διαφορετικούς τύμβους και περιλαμβάνουν συνολικά πέντε μνημειακούς Μακεδονικούς τάφους και τρεις κιβωτιόσχημους. Στον μεταξύ τους χώρο λίθινοι περίβολοι οριοθετούν Υστεροελληνιστικές ταφές.
Οι ταφικές συστάδες βρίσκονται στο ανατολικό άκρο του νεκροταφείου των τύμβων, πολύ κοντά στο χωριό Παλατίτσια. Το ταφικό αυτό σύνολο είναι πιθανό να ανήκει σε μία διακεκριμένη οικογένεια των Αιγών που θάβει εκεί τα μέλη της από τον ύστερο 4ο έως και τον 2ο αιώνα π.Χ.
Στο κτήμα των αδελφών Μπέλλα ανακαλύφθηκαν τρεις συλημένοι Μακεδονικοί τάφοι καλυμμένοι με χαμηλό τύμβο. Τα τρία αυτά μνημεία που χρονολογούνται στον 3ο αιώνα π.Χ., σχηματίζουν ένα πολύτιμο σύνολο στη σειρά των μνημειακών μακεδονικών τάφων. Ο μεγαλύτερος, ο διθάλαμος Τάφος Α, διαθέτει χτιστό δρόμο και αρχιτεκτονικά διαμορφωμένη πρόσοψη. Ιδιορρυθμία αποτελεί η στέγαση του προθαλάμου με οριζόντια οροφή και πολύτιμο εύρημα είναι η λίθινη κλίνη – σαρκοφάγος του θαλάμου.
Η επιμέλεια στην κατασκευή χαρακτηρίζει το μονοθάλαμο Τάφο Β, που έχει λιτή πρόσοψη και μαρμάρινο θρόνο στο εσωτερικό. Την πρόσοψη κοσμεί τρίμορφη γραπτή παράσταση. Μόνο ένα μικρό αέτωμα διαμορφώνεται στην πρόσοψη του μικρού και λιτού Τάφου Γ, που διαθέτει μία τεράστια σαρκοφάγο στο εσωτερικό του.
 
ΤΟ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ Στα ανατολικά του χωριού της Βεργίνας εκτείνεται το προϊστορικό νεκροταφείο. Χρησιμοποιήθηκε από την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1000 – 700 π.Χ.) ως και τους Ελληνιστικούς χρόνους (ως το 2ο αιώνα π.Χ.). Πρόκειται για ένα εκτεταμένο νεκροταφείο (με έκταση περίπου 1.000 στρέμματα), που αποτελείται από πάνω από 300 χωμάτινους χαμηλούς τύμβους που καλύπτουν συστάδες τάφων με πλούσια κτερίσματα. Στους προϊστορικούς τύμβους οι ταφές γίνονταν κατευθείαν στο έδαφος ακτινωτά διατεταγμένες μέσα σε παραλληλόγραμμα σκάμματα:

Οι ανδρικές είχαν ως κτερίσματα όπλα ενώ οι γυναικείες πλούσια κοσμήματα και πολλά αγγεία. Πιθανόν οι συστάδες των τύμβων να ανήκαν σε διαφορετικά γένη, ενώ κάθε τύμβος χρησιμοποιούνταν από συγκεκριμένη οικογένεια. Στις ανδρικές και τις γυναικείες ταφές της πρώιμης φάσης του (1000 – 700 π.Χ.) διατηρούνται τα υλικά κατάλοιπα και τα ταφικά έθιμα μιας ακμαίας κοινωνίας που συνήθιζε να συνοδεύει τους νεκρούς της με σιδερένια όπλα ή βαριά χάλκινα κοσμήματα και λιγοστά ντόπια, κυρίως, αγγεία.
Στα Αρχαϊκά χρόνια (7ος – 6ος αιώνα π.Χ.), η έναρξη των οποίων συμπίπτει με την περίοδο ίδρυσης της πόλης των Αιγών, έχουμε πλούσιες ταφές όμοιες στα κτερίσματά τους με ανάλογα ευρήματα από τη Σίνδο και την Αιανή. Στα κλασικά χρόνια (5ος – 4ος αιώνα π.Χ.) κυριαρχούν οι ενεπίγραφες επιτύμβιες στήλες, που βεβαιώνουν με σαφήνεια για το γλωσσικό ιδίωμα των αρχαίων Μακεδόνων, και οι κιβωτιόσχημοι τάφοι.

ΣΥΣΤΑΔΑ ΒΑΣΙΛΙΣΣΩΝ (ΣΥΣΤΑΔΑ Β’)
Σε σημαντικό και περίοπτο τόπο δίπλα ακριβώς στη βορειοδυτική πύλη του αρχαίου τείχους, στο σημείο όπου η νεκρόπολη χωρίζεται με το ρέμα της Παλιοπαναγιάς από την πόλη των Αιγών, ερευνήθηκε μια συστάδα γυναικείων τάφων που ανήκαν σε εξέχοντα μέλη της δυναστείας των Τημενιδών. Η συστάδα περιλαμβάνει τέσσερις τεράστιους λακκοειδείς τάφους (ΛΙ 540 – 30 π.Χ., ΛΙΙ 500 – 490 π.Χ., ΛΙΙΙ περίπου 480 π.Χ. και ΛΙV 470 – 60 π.Χ.) και τρεις μνημειακούς λιθόκτιστους κιβωτιόσχημους (Κ1 430 – 20 π.Χ., Κ2 420 – 10 π.Χ., Κ3 350 – 330 π.Χ.).
Ασύλητος ήταν μόνον ένας από τους λακκοειδείς (ΛΙΙ) στον οποίο βρέθηκε η πλουσιώτερη γυναικεία ταφή αυτής της εποχής που γνωρίζουμε από την Μακεδονία: η πολύχρυση »Δέσποινα των Αιγών» που πέθανε στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. θα πρέπει να ήταν σύζυγος του Αμύντα Α΄. Δίπλα της θάφτηκε στα χρόνια των Περσικών πολέμων μια από τις συζύγους του Αλεξάνδρου Α’(498 – 454 π.Χ.) στην κηδεία της οποίας χρησιμοποιήθηκαν 26 τουλάχιστον ξόανα με πήλινα κεφάλια που απεικονίζουν τις δύο μεγάλες θεές, την Δήμητρα και την Κόρη.
Αλλά και δύο Δαίμονες, τα οποία μας δίνουν την εικόνα της ντόπιας καλλιτεχνικής παραγωγής στο κατώφλι της νέας εποχής, καθώς και της θρησκευτικής αντίληψης που συνοδεύει τη διακεκριμένη Μακεδόνισσα, σύζυγο – μητέρα – ιέρεια, στον Κάτω Κόσμο. Στην ίδια συστάδα το 344 / 43 π.Χ. τάφηκε η μητέρα του Φιλίππου Β’, η Ευρυδίκη, σε ένα μνημειακό ταφικό οικοδόμημα που αποτελεί την πρώτη αρχιτεκτονική έκφανση του »Μακεδονικού Τάφου».
Ο περίτεχνος θρόνος της βασίλισσας, με την έξοχη ζωγραφική απόδοση του άρματος, στο οποίο επιβαίνει το θεϊκό ζεύγος του Κάτω Κόσμου, ο Πλούτων και η Περσεφόνη, αποτελεί το σύμβολο της θέσης της στην αυλή και τη Μακεδονική κοινωνία και ταυτόχρονα την υπόμνηση για την εξέχουσα θέση της βασίλισσας στα Ηλύσια Πεδία της μεταθάνατον ζωής. Ο νεότερος (αρχές 3ου αιώνα π.Χ.) τάφος της ομάδας, ένας κομψός Μακεδονικός τάφος με Ιωνική πρόσοψη και μαρμάρινο θρόνο στο εσωτερικό του, πιθανότατα ανήκει στην κόρη του Φιλίππου Β΄, την βασίλισσα Θεσσαλονίκη.
 
ΣΥΣΤΑΔΑ ΤΗΜΕΝΙΔΩΝ (ΣΥΣΤΑΔΑ Γ’)Στην ταφική «συστάδα των Τημενιδών» βρέθηκαν 12 τάφοι: 5 λακκοειδείς, 6 μνημειακοί κιβωτιόσχημοι, 1 μακεδονικός, που χρονολογούνται από το 570 μέχρι το 300 π.Χ. Γύρω και δίπλα από τους δύο πρωιμότερους τάφους (570 – 550 π.Χ. και 550 – 330 π.Χ.) βρέθηκαν τα κατάλοιπα των δύο παλαιότερων γνωστών ταφικών πυρών των Αιγών:

Κομμάτια πήλινων και χάλκινων αγγείων, μισολυωμένα χάλκινα κράνη, ασημοκάρφωτα σπαθιά, όπως αυτά του Ομηρικού έπους, ξίφη με ελεφαντοστέϊνες λαβές και άλλα λυγισμένα, συμβολικά «νεκρωμένα», δόρατα και ακόντια, ακόμη και κομμάτια από χαλινάρι αλόγου, αντικείμενα εξαγνισμένα από το πυρ του ταφικού ολοκαυτώματος, μαρτυρούν τη συνέχεια ενός εθίμου που συνδέει άρρηκτα τους Μακεδόνες της Αρχαϊκής εποχής με τον κόσμο του έπους.

ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΥΜΒΩΝ
Ανάμεσα στα χωριά της Βεργίνας και των Παλατιτσίων, σε έκταση 500 περίπου στρεμμάτων, 540 ταφικοί τύμβοι συνθέτουν την καρδιά του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών και προσφέρουν στον επισκέπτη μία μοναδική άποψη για τη αυθεντική μορφή που είχε ένα Μακεδονικό νεκροταφείο στην αρχαιότητα.
Οι παλαιότεροι τύμβοι ανάγονται στον 11ο αιώνα π.Χ., ενώ η κύρια χρήση του τμήματος αυτού της νεκρόπολης χρονολογείται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (10ος – 7ος αιώνα π.Χ.), την εποχή που συντίθενται τα Ομηρικά έπη, αλλά και στον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. Ο χώρος οργανώνεται με αρχαίους δρόμους και μονοπάτια, στις δύο πλευρές των οποίων υψώνονται οι χαμηλοί τύμβοι που πολλές φορές σχηματίζουν ομάδες, δηλώνοντας ίσως συγγενικές ή ευρύτερες σχέσεις. Ορισμένοι τύμβοι επαχρησιμοποιούνται τον 4ο αιώνα π.Χ.

ΑΡΧΑΪΚΗ ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ 
Στα ΝΔ του νεκροταφείου των τύμβων εντοπίζεται η αρχαϊκή νεκρόπολη των Αιγών. Οι τάφοι χρονολογούνται από τις αρχές του 6ου μέχρι τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. Όλοι είναι απλοί, αρκετά ευρύχωροι λάκκοι, με ποικίλο μέγεθος και προσανατολισμό στον άξονα Β – Ν. Σχηματίζουν μικρές, πυκνές συστάδες, που πιθανότατα ανήκαν σε οικογένειες. Αυτές καλύπτονταν μάλλον από χαμηλούς χωμάτινους τύμβους, των οποίων την περιφέρεια όριζαν απλοί λίθινοι περίβολοι.
Πάνω στους τύμβους τοποθετούνταν λίθοι ως σήματα. Ευρήματα από το αρχαϊκό νεκροταφείο των Αιγών, πήλινα αγγεία και ειδώλια που εισάγονται από τα μεγάλα κέντρα διακίνησης και εμπορίου της αρχαιότητας (Κόρινθος, Αθήνα, Ιωνικά παράλια, κα) δείχνουν τις σχέσεις που ανέπτυξε το βασίλειο των Μακεδόνων με τις με τον κόσμο της Μεσογείου και της Ανατολής από πολύ νωρίς.

ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ
Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. το νεκροταφείο των Αιγών πυκνώνει και επεκτείνεται γύρω από τον πυρήνα της αρχαϊκής νεκρόπολης. Η εξέλιξη αυτή συνεχίζεται και στον 4ο αιώνα π.Χ., όμως τώρα η κυρίαρχη τάση επέκτασης οδηγεί προς τα ΒΔ, όπου το 336 π.Χ. θα χτιστεί ο τάφος του Φιλίππου Β΄.
Η ΑΓΟΡΑ ΤΩΝ ΑΙΓΩΝ 
Στο Ιερό της Εύκλειας στη Βεργίνα, έναν από τους σημαντικότερους ανασκαφικούς τομείς του αρχαιολογικού χώρου που ερευνά εδώ και χρόνια το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ασκώντας φοιτητές στην ανασκαφική πρακτική, συχνά βρεθήκαμε αντιμέτωποι με σημαντικά ευρήματα: πολύτιμες επιγραφές που το ταυτίζουν με τμήμα της αγοράς των Αιγών.
Εντυπωσιακά μαρμάρινα αφιερώματα της βασίλισσας Ευρυδίκης (μητέρας του Φιλίππου Β’) στην πανελλήνια θεότητα Εύκλεια, που προβάλλουν τη σημασία του για τη βασιλική οικογένεια, και ένα κολοσσικό, μαρμάρινο φίδι, ζωόμορφη απεικόνιση του Διός Μειλιχίου, που συμπληρώνει την εικόνα για τις λατρείες στην αγορά της οχυρωμένης πόλης. Όλα τούτα τα ευρήματα ήταν απολύτως συμβατά με τον χαρακτήρα του πολιτικού και θρησκευτικού κέντρου των Αιγών. Ένα εντελώς πρόσφατο εύρημα προσφέρει νέα στοιχεία και θέτει νέα ερωτήματα για την αγορά της παλιάς πρωτεύουσας του μακεδονικού βασιλείου.
Στις 26 Αυγούστου, ανάμεσα σε αρχαία μπαζώματα στα βαθύτερα στρώματα της ανασκαφής, ένα μεγάλο χάλκινο αγγείο, εντελώς πράσινο από την οξείδωση, αποκαλύφθηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια του νεαρού εργάτη: «Νάρκη», φώναξε. Το εντυπωσιακό για τις διαστάσεις του κυλινδρικό σκεύος περιείχε ένα λίγο μικρότερο, απείραχτο από το χρόνο, λόγω του πολύτιμου υλικού του. Στο εσωτερικό του, μέσα σε νερό, διακρίναμε ένα χρυσό στεφάνι βαλανιδιάς, πάνω σε ανθρώπινα οστά, ανάμεσα σε ρίζες.
Το εύρημα είναι πολύτιμο, καθώς το στεφάνι είναι σχεδόν εφάμιλλο σε ποιότητα και διαστάσεις με εκείνα από τους ασύλητους βασιλικούς τάφους της Μεγάλης Τούμπας, και το χρυσό αγγείο που δέχτηκε τα οστά (στο σχήμα μιας μεγάλης κυλινδρικής πυξίδας με κάλυμμα), μοναδικό απ’ όσο γνωρίζουμε. Η επέμβαση ήταν (και έπρεπε να είναι) άμεση: ειδικευμένος συντηρητής ανέλαβε τις πρώτες βοήθειες και επέβλεψε τη μεταφορά του συνόλου σε ασφαλές περιβάλλον, με κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και σκότους.
Θα πάρει καιρό μέχρι το πολύτιμο στεφάνι και τα δύο εντυπωσιακά μετάλλινα αγγεία επανακτήσουν την αρχική τους μορφή. Μέχρι τότε το εύρημα θα αποτελέσει αντικείμενο εξειδικευμένων ερευνών και συνεργασίας ανάμεσα σε συντηρητές και χημικούς, ανθρωπολόγους κλπ., προκειμένου να απαντηθούν ειδικά ερωτήματα σχετικά με τα υλικά και τη σύσταση των μετάλλινων σκευών, τα οστά και την ηλικία του νεκρού κ.ά.
Συντονίζοντας όλες αυτές τις δράσεις, οι αρχαιολόγοι θα πρέπει να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους ένα τέτοιο σύνολο (τόσο ταιριαστό για έναν τάφο) βρέθηκε εκτός των ορίων του εκτεταμένου νεκροταφείου της βασιλικής νεκρόπολης και να κατανοήσουμε την αιτία για την απόκρυψη των οστών ενός ανώνυμου (αλλά κάθε άλλο παρά τυχαίου νεκρού) στο πιο δημόσιο και το πιο ιερό από τα σημεία της οχυρωμένης πόλης.
Έχουν καταγραφεί με τη δέουσα προσοχή όλα τα ανασκαφικά δεδομένα. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα ακόμη πεδίο αρχαιολογικής έρευνας, ιδιαίτερα ελκυστικό, όχι λόγω των πολύτιμων υλικών του ευρήματος, αλλά εξαιτίας των ειδικών συνθηκών ανεύρεσής του. Σε κάθε περίπτωση, τα δεδομένα, αλλά και τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας θα τεθούν σύντομα υπόψη της επιστημονικής κοινότητας.

ΝΕΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ 
Ένα απολύτως απρόσμενο εύρημα ήρθε στο τέλος του Νοέμβρη του 2011 για να μας αποδείξει ότι στην αρχαιολογία τίποτε δεν είναι αδύνατο. Αφού απομακρύνθηκαν οι επιχώσεις των παλιών ανασκαφών που κάλυπταν την περιοχή στα δυτικά του βοηθητικού περιστυλίου του ανακτόρου των Αιγών, έγιναν δοκιμαστικές τομές για την διερεύνηση του πρανούς. Έτσι ήρθε στο φως ένας ευρύχωρος κιβωτιόσχημος τάφος που περιείχε μια ταφή και έξι ανακομιδές της παλαιοχριστιανικής εποχής.
Η μεγάλη έκπληξη εδώ δεν ήταν το περιεχόμενο, αλλά το υλικό κατασκευής του, αφού το μνημείο αυτό ήταν ολόκληρο φτιαγμένο από λίθινα ψευδοπαράθυρα – από ένα σε κάθε πλευρά, δύο στο δάπεδο και δύο ως καλυπτήρες. Συνολικά είχαν χρησιμοποιηθεί οχτώ παράθυρα, από τα οποία τα έξι σώζονται σε πάρα πολύ καλή κατάσταση και διατηρούν όλες τις λεπτομέρειες με τις αρμοκαλύπτρες και την απομίμηση των εφηλίδων στην εξωτερική πλευρά τους και την απομίμηση του ξύλινου σκελετού στην εσωτερική, σώζοντας ακόμη και κομμάτια από τα κονιάματα τους που ανακαλούν την εικόνα του μαρμάρου.
Οι διαστάσεις και οι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες κατασκευαστικές και δομικές λεπτομέρειες των οκτώ ψευδοπαράθυρων, βρίσκουν απόλυτη αντιστοιχία στο λίθινο παράθυρο, κομμάτια του οποίου είχαν βρεθεί στα ανατολικά του μνημείου και δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι αυτά τα σπανιότατα αρχιτεκτονικά μέλη προέρχονται από το σε κάθε επίπεδο πρωτοποριακό βασίλειο καθίδρυμα των Αιγών.
Ο μοναδικός και απροσδόκητος αρχιτεκτονικός θησαυρός που μόλις άρχισε η συστηματική συντήρηση και η μελέτη του είναι ένα εύρημα με τεράστια αξία, αφού μαζί με τους ιωνικούς αμφιπεσσοκίονες και τα επιστύλια τους μας επιτρέπει να αποκτήσουμε με τον πιο σαφή και χειροπιαστό τρόπο μια πραγματική εικόνα για τον άνω όροφο του κτηρίου, γεγονός απολύτως σπάνιο, αν όχι μοναδικό για μνημεία αυτής της εποχής.

ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΩΝ ΑΙΓΩΝ 
ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ ΤΑΦΩΝ ΑΙΓΩΝ
Με την αποκάλυψη των βασιλικών τάφων των Αιγών, το 1977, άρχισε αμέσως η συντήρηση των περίφημων τοιχογραφιών που τους διακοσμούσαν. Παράλληλα, δημιουργήθηκε επιτόπου εργαστήριο συντήρησης για την διάσωση και αποκατάσταση των εξαιρετικά σημαντικών κινητών ευρημάτων που περιείχαν. Για την προστασία των βασιλικών τάφων κατασκευάστηκε το 1993 υπόγειο κτίριο που εγκιβωτίζει και προστατεύει τα αρχαία μνημεία, διατηρώντας σταθερές τις συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας, πράγμα απαραίτητο για την διάσωση των τοιχογραφιών.
Το κτίσμα αυτό εξωτερικά έχει τη μορφή χωμάτινου τύμβου, ενώ στο εσωτερικό του εκτίθενται από το Νοέμβριο του 1997 οι θησαυροί που βρέθηκαν μέσα στους βασιλικούς τάφους. Υπηρετώντας το ουτοπικό όνειρο της «αιώνιας» διατήρησης, η σύγχρονη τεχνολογία επιστρατεύεται για να σταματήσει τη φυσική διαδικασία της φθοράς. Το αρχαίο αντικείμενο καθαρίζεται, συντηρείται, «αποκαθίσταται» και εκτίθεται στο κοινό αποξενωμένο από την πρωτογενή λειτουργία του. Ό,τι «πέθανε» και θάφτηκε, ακολουθώντας το νεκρό στον τάφο του, μπορεί ίσως να επιστρέψει κάποτε ξανά στο φως, όμως ποτέ πια δε θα είναι αυτό που ήταν.
Ο τρόπος έκθεσης οφείλει να σέβεται τη μορφή και το χαρακτήρα του, ωστόσο δεν μπορεί παρά να εκφράζει την αισθητική των συγχρόνων στις ιδεολογικές ανάγκες των οποίων απευθύνεται. Με γνώμονα αυτές τις σκέψεις επιλέχθηκαν για την έκθεση φόρμες αυστηρά λιτές, διαχρονικά γεωμετρικές και υλικά μοντέρνα και ουδέτερα που ανταποκρίνονται στις πιο αυστηρές προδιαγραφές συντήρησης: μέταλλο, κρύσταλλο, θαμπό αλουμίνιο, συνθετικό γυαλί.
Χρησιμοποιήθηκε ό,τι καλύτερο διαθέτει η σύγχρονη διεθνής τεχνολογία στον τομέα της μουσειογραφίας, μετάλλινες, στεγανές, αυτόνομα κλιματιζόμενες προθήκες, κρυστάλλινες οπτικές ίνες, μετάλλινα, ηχοαπορροφητικά πετάσματα, πολλαπλά ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου, ώστε να εξασφαλίσουμε τις καλύτερες δυνατές συνθήκες προστασίας και διαρκούς συντήρησης για τα ευρήματα, χωρίς ωστόσο να θυσιάσουμε την ατμοσφαιρικότητα που έπρεπε να έχει αυτή η έκθεση που θέλει να απευθύνεται όχι μόνο στη λογική αλλά και στο συναίσθημα.
Παίρνοντας ως αξίωμα την ιδέα ότι ο θάνατος, το παρελθόν, το χώμα και η λήθη είναι σκιά και απουσία χρώματος, ενώ η ζωή και η μνήμη είναι φως και χρώμα, οι εμπνευστές αυτής της έκθεσης δημιούργησαν έναν κόσμο σκιών, όπου πάμφωτα και θερμά βασιλεύουν τα αρχαία αντικείμενα και όπου, εκτός από τα μνημεία, το μόνο χρώμα είναι η πορφύρα, υπαινιγμός του αίματος των βασιλικών νεκρών. Το σκοτάδι που βασιλεύει στο χώρο γεννά δέος, κάνει τις φωνές να γίνονται ψίθυροι και υποβάλλει την ατμόσφαιρα της χώρας των νεκρών, όπου ο επισκέπτης πλανιέται ξετυλίγοντας το κουβάρι της μνήμης.

Ιστορικό Μουσείου
Για να σωθούν οι βασιλικοί τάφοι των Αιγών και οι θαυμάσιες τοιχογραφίες της αρπαγής της Περσεφόνης και του βασιλικού κυνηγιού, τα μοναδικά πρωτότυπα έργα μεγάλων ζωγράφων της κλασικής αρχαιότητας που έφτασαν ως εμάς, κατασκευάστηκε ένα τεράστιο υπόγειο κέλυφος προστασίας με ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου και κλιματισμού που εξασφαλίζει τις απαραίτητες σταθερές συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας στην περιοχή των τάφων, δίνοντας εξωτερικά την εντύπωση αρχαίου ταφικού τύμβου, καθώς είναι καλυμμένο με χώμα.
Στο υπόγειο κέλυφος, γύρω από τους χώρους όπου εγκιβωτίζονται οι τέσσερις τάφοι -τρεις Μακεδονικοί και ένας κιβωτιόσχημος- και τα θεμέλια του υπέργειου «ηρώου», υπάρχουν τέσσερις συνεχιζόμενες πολυγωνικές αίθουσες, η έκταση των οποίων φτάνει τα 1200 τετραγωνικά μέτρα. Οι θησαυροί δεν απομακρύνθηκαν από τον τόπο που βρέθηκαν, δίπλα στους τάφους που τους περιείχαν.
Το κέλυφος προστασίας σημαίνει τη θέση και προστατεύει τους τάφους, ανακαλώντας, με την εξωτερική μορφή του την εικόνα της Μεγάλης Τούμπας που έκρυβε και απομόνωνε τους οίκους των νεκρών, αποχωρίζοντας τους με τον όγκο των χωμάτων της από τους ζωντανούς.

Μόνιμη Έκθεση Μουσείου Βασιλικών Τάφων Αιγών
Μορφολογικά ιδιαίτερα λιτή και αυστηρή, θα έλεγε κανείς μινιμαλιστική, και ωστόσο έντονα ατμοσφαιρική η έκθεση των Θησαυρών των Βασιλικών Τάφων των Αιγών υποβάλλει τον επισκέπτη επιβάλλοντάς του μια αναγκαστική πορεία μέσα στο χώρο. Ο επισκέπτης που κατηφορίζει τον επιβλητικό πέτρινο «δρόμο», περνώντας την πόρτα του Μουσείου βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπος με το σκοτάδι.
Σοκαρισμένος αντικρίζει σαν σε όνειρο την εικόνα της Μεγάλης Τούμπας, του επιβλητικού μνημείου που δεν υπάρχει πια, και, ενώ σιγά – σιγά τα μάτια του συνηθίζουν, μαθαίνει την ιστορία και αποκτά μέσα από μια τρισδιάστατη μακέτα, μια συνολική εντύπωση του χώρου και των μνημείων, όπως ήταν θαμμένα μέσα στο χώμα. Το δέος μπροστά στο θάνατο, η αίγλη της βασιλικής λάμψης, η συγκίνηση που γεννά το τραγικό τέλος του βασιλικού οίκου των Τημενιδών, είναι ιδέες σύμφυτες με το χώρο των βασιλικών τάφων των Αιγών.
Οι ιδέες αυτές καθόρισαν το σενάριο της έκθεσης, ενώ οι βασικές αισθητικές επιλογές στηρίχτηκαν στην αντίληψη ότι σε ένα χώρο ουδέτερο και σκοτεινό πάμφωτα και θερμά πρέπει να κυριαρχούν μόνο τα αρχαία αντικείμενα. Ο επισκέπτης που κατηφορίζει στον υπόγειο χώρο των τάφων ξεκινά την περιήγησή του με την αναπαράσταση της Μεγάλης Τούμπας, του μνημείου που σημάδευε τη θέση των βασιλικών ταφών και δεν υπάρχει πια. Επιτύμβιες στήλες και ευρήματα από τάφους απλών Μακεδόνων, που μετά το θάνατό τους έγιναν γείτονες του βασιλιά, δίνουν το μέτρο σύγκρισης.
Ο κατεστραμμένος τάφος του 3ου αιώνα π.Χ.,το γκρεμισμένο ηρώο, τόπος νεκρικής λατρείας των βασιλιάδων, η γοητεία και η θλίψη που αποπνέει η αρπαγή της Περσεφόνης προετοιμάζουν τον επισκέπτη να προσεγγίσει το νεκρό βασιλιά. Τότε έρχεται στο προσκήνιο ο Φίλιππος. Τα λαμπρά όπλα δίνουν την αίσθηση της δύναμης του ηγεμόνα. Ο σωρός των υπολειμμάτων της νεκρικής πυράς που βρέθηκαν όλα μαζί ριγμένα επάνω στον τάφο θυμίζει το τραγικό ολοκαύτωμα και συγχρόνως υπαινίσσεται το πέρασμα σε μία άλλη διάσταση.
Ακολουθεί η χρυσή λάρνακα που περιείχε τα οστά του αφηρωισμένου βασιλιά Φιλίππου Β΄ και το στεφάνι βελανιδιάς που φορούσε ο νεκρός. Η χρυσή λάρνακα που ζύγιζε 11 κιλά είναι διακοσμημένη στο κάλυμμά της με το μακεδονικό αστέρι και στις πλευρές της με φυτικά κοσμήματα και επίθετους ρόδακες. Το χρυσό στεφάνι βελανιδιάς είναι το πιο βαρύτιμο στεφάνι που σώθηκε από την Ελληνική αρχαιότητα. Αποτελείται από 313 φύλλα και 68 βελανίδια. Ζυγίζει 714 γραμμάρια.
Στον ίδιο χώρο βρίσκεται η χρυσή λάρνακα με τα οστά της βασιλικής συζύγου και το χρυσοκέντητο ύφασμα που τα τύλιγε, και οι δυο χρυσελεφάντινες κλίνες, διαχρονικοί μάρτυρες των λαμπρών βασιλικών συμποσίων. Οι κλίνες, που ήταν χρηστικά αντικείμενα, είχαν σκελετό από ξύλο και ήταν πλούσια διακοσμημένες με ελεφαντόδοντο, γυαλί και χρυσό. Κατασκευασμένες από το χέρι σπουδαίων αρχαίων καλλιτεχνών, αποτελούν δύο μοναδικά αριστουργήματα της Ελληνικής μικροτεχνίας.
Στην κλίνη του θαλάμου, στη ζωφόρο της μακριάς πλευράς, υπάρχει ανάγλυφη παράσταση βασιλικού κυνηγιού, στο οποίο συμμετέχει ο ίδιος ο Φίλιππος και ο νεαρός γιος του Αλέξανδρος μαζί με Μακεδόνες αυλικούς. Στην κλίνη του προθαλάμου, που ήταν διακοσμημένη με ελεφαντοστέινα ανάγλυφα, σε όλες της τις πλευρές, στις μεγάλες ζωφόρους παριστάνονταν μάχες Ελλήνων και βαρβάρων. Με τη συμμετοχή ενός πολύ σημαντικού σύγχρονου ΄Έλληνα καλλιτέχνη, του Χρήστου Μποκόρου, τα αριστουργήματα αυτά που είχαν εντελώς διαλυθεί, ανασυντέθηκαν σε φυσικό μέγεθος και παρουσιάζονται στο κοινό.
Στην τελευταία ενότητα της έκθεσης συναντά κανείς τα ευρήματα από τον τάφο ΙΙΙ, που ανήκει πιθανότατα στον Αλέξανδρο Δ΄, τον γιο του Μεγαλέξανδρου και της Ρωξάνης, που δολοφονήθηκε από τον Κάσσανδρο το 310 π.Χ. Στο επίκεντρο βρίσκεται η ασημένια τεφροδόχος με τα οστά του νεαρού νεκρού, πλαισιωμένη από τα αριστουργηματικά ελεφαντοστέινα ανάγλυφα της κλίνης. Η έκθεση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικου, του αρχαιολόγου που έφερε στο φως τους θησαυρούς και είχε τη γνώση και την πνευματική εγρήγορση να τους αναγνωρίσει.
Στο τέλος της πορείας, σε ένα χώρο ειδικά διαμορφωμένο για το σκοπό αυτό, οι επισκέπτες θα έχουν την ευκαιρία να ακούν τον ίδιο τον ανασκαφέα να τους ξεναγεί στα μνημεία.

ΕΚΘΕΜΑΤΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ 
Χρυσή Λάρνακα Φιλίππου Β΄
Φτιαγμένη ολόκληρη από παχιά ελάσματα χρυσού 24 καρατίων που το συνολικό τους βάρος φτάνει σχεδόν τα 8 κιλά, η λάρνακα, στην οποία είχαν αποτεθεί τα οστά του νεκρού βασιλιά, είναι ένα από τα πολυτιμότερα αντικείμενα του αρχαίου κόσμου που έφτασαν ως εμάς.

Το μετάλλινο κιβώτιο που αντιγράφει με μεγάλη πιστότητα τα ξύλινα πρότυπά του είναι μια κατασκευή αρκετά απλή και συγχρόνως ιδιαίτερα ευρηματική και λειτουργική. Όπως μαρτυρούν διάφορα τεχνικά στοιχεία δεν έγινε για να τοποθετηθεί στο τάφο και να κλείσει άπαξ δια παντός, αλλά βρισκόταν σε χρήση, και όντας έργο ενός σπουδαίου χρυσοχόου αποτελούσε ένα ιδιαίτερα πολύτιμο σκεύος του βασιλικού θησαυροφυλακίου μέσα στο οποίο φυλάγονταν αντικείμενα εξίσου ή ακόμα περισσότερο πολύτιμα από αυτήν.
Η μεγάλη λάρνακα είναι πλούσια διακοσμημένη με φυτικά κοσμήματα και με λουλούδια τα πέταλα των οποίων γεμίζουν με γαλάζιο γυαλί, που ποικίλλουν ευχάριστα τη μονοχρωμία της χρυσής επιφάνειας, ενώ στο καπάκι της αναπτύσσεται ένα μεγάλο δεκαεξάκτινο αστέρι. Το χρυσό αστέρι που εμφανίζεται στην βασιλική νεκρόπολη των Αιγών ήδη από τον 5ο προχριστιανικό αιώνα, όντας ένα απλό διακοσμητικό μοτίβο στην αρχή, θα φτάσει να πάρει αξία συμβολική και μεταφορική, ώσπου να γίνει στο τέλος ο ήλιος – θυρεός των Μακεδόνων βασιλέων.
Η χρήση μιας λάρνακας σαν τεφροδόχου είναι μια πρακτική αρκετά συνηθισμένη, ωστόσο τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τη λάρνακα αυτή που δέχτηκε τα καμένα οστά του Φιλίππου Β΄, εκτός ίσως από τη μυθική εκείνη λάρνακα του Έκτορα που τραγούδησε ο Όμηρος «μάζεψαν τα άσπρα κόκκαλα και τα βάλαν σε λάρνακα χρυσή σκεπάζοντάς τα με μαλακά πέπλα πορφυρά…»

Το Χρυσό Στεφάνι Βελανιδιάς του Φιλίππου Β΄
Το στεφάνι βρέθηκε μέσα στη λάρνακα μαζί με τα καμένα οστά του Φιλίππου και επειδή, όπως φαίνεται, ο νεκρός το φορούσε, όταν το σώμα του παραδόθηκε στις φλόγες της ταφικής πυράς, έχει κακοπάθει αρκετά, ιδίως στο κεντρικό του τμήμα. Το εξαιρετικά εντυπωσιακό και πολυσύνθετο αυτό χρυσό αντικείμενο που μιμείται με ιδιαίτερα πειστικό τρόπο στεφάνι φτιαγμένο από κλαδιά βελανιδιάς, του ιερού δένδρου του Διός, είναι μια ιδιαίτερα πολυδαίδαλη κατασκευή, ένα πραγματικό επίτευγμα της τέχνης ενός σπουδαίου χρυσοχόου, που δεν μας σώθηκε το όνομά του.
Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Μανόλης Ανδρόνικος «Ίσως … η λάμψη του χρυσού μας εμποδίζει να εκτιμήσουμε ακριβοδίκαια την έξοχη επεξεργασία του τεχνίτη, που αποδίδει με πολλή σοφία και ευαισθησία όχι μονάχα την εξωτερική μορφή των φύλλων και των καρπών, αλλά την ουσιαστική τους υπόσταση. Περισσότερο από τη «φυσικότητα» ενδιαφέρεται για την αλήθεια των πραγμάτων που ξαναδημιουργεί.»
Το στεφάνι του Φιλίππου που έχει σήμερα 313 φύλλα και 68 βελανίδια, με σωζόμενο βάρος 717 γραμμάρια και αρχικό οπωσδήποτε μεγαλύτερο, είναι όχι μόνο το βαρύτερο χρυσό στεφάνι που μας σώθηκε, αλλά και ένα από τα πιο βαρύτιμα που κατασκευάστηκαν ποτέ. Το χρυσό στεφάνι που αφιερώθηκε στον νεκρό, να το φορά ο ήρωας – βασιλιάς στα αιώνια συμπόσια των Μακάρων στα Ηλύσια πεδία, ανακαλεί το σκοτεινό χρησμό που πήρε ο φιλόδοξος Μακεδόνας λίγο πριν το τέλος:
«ταύρος στεφανώθηκε. Θα πεθάνει. Υπάρχει ο θύτης»

Η Τεφροδόχος του Αλεξάνδρου Δ’
Μια αρκετά λιτή ασημένια υδρία χρησιμοποιήθηκε σαν τεφροδόχος για τα καμένα οστά του αδικοχαμένου νεαρού βασιλιά που θεωρητικά τουλάχιστον ως μοναδικός κληρονόμος του πατέρα του ήταν κύριος της οικουμένης. Το αγγείο είναι κλειστό στο στόμιο και κομμένο στον ώμο σε δύο κομμάτια που προσαρμόζονται μεταξύ τους με μεντεσέδες, ώστε να ανοιγοκλείνει. Αυτό δείχνει ότι κατασκευάσθηκε εξ αρχής για ταφική χρήση. Στο λαιμό της ασημένιας υδρίας βρέθηκε περασμένο το εντυπωσιακό χρυσό στεφάνι που μιμείται με αρκετή πειστικότητα στεφάνι από κλαδιά βελανιδιάς, του ιερού δένδρου του Διός.
Τα φύλλα έχουν το χαρακτηριστικό σχήμα με τους λοβούς, όμως οι χαράξεις που υπαινίσσονται τις νευρώσεις τους είναι ευθύγραμμες και εντελώς σχηματοποιημένες και τα μικρά βελανίδια είναι αρκετά σχηματοποιημένα. Η διάθεση απλούστευσης και σχηματοποίησης, φανερή στις λεπτομέρειες, αλλά και στη σύνθεση των επί μέρους στοιχείων, διαφοροποιεί το στεφάνι αυτό από τον αριστουργηματικό πρόγονό του που προσφέρθηκε στον Φίλιππο Β΄.
Άλλωστε, μολονότι το στεφάνι αυτό δεν ταλαιπωρήθηκε από τις φλόγες της νεκρικής πυράς και μας σώθηκε άριστα με τα 151 φύλλα και τα 27 βελανίδια του, το βάρος του είναι σημαντικά μικρότερο, πράγμα που σημαίνει πως και η αξία του θα ήταν χαμηλότερη. Ωστόσο και αυτό το στεφάνι δεν παύει να είναι ένα ιδιαίτερα ακριβό και -χάρη κυρίως στο πολύτιμο υλικό του- εντυπωσιακό αντικείμενο.
Το γεγονός ότι προσφέρθηκε στον νεαρό νεκρό ήρωα-βασιλιά, να το φορά στα συμπόσια των Ηλυσίων, παρά τη γενικότερη τάση οικονομίας που παρατηρείται στα κτερίσματα τα οποία ο σφετεριστής Κάσσανδρος τοποθέτησε στον τάφο του αδικοχαμένου, μαρτυρεί πως η παρουσία τέτοιων αντικειμένων στους τάφους των επιφανών και μάλιστα των μελών της βασιλικής οικογένειας είχε γίνει πια μέρος ενός τόσο καλά εδραιωμένου εθίμου, που δε θα μπορούσε να παραληφθεί χωρίς να δημιουργηθούν αρνητικά σχόλια.

Χρυσή Λάρνακα Προθαλάμου
Η χρυσή λάρνακα που λίγο υπολείπεται σε μέγεθος από εκείνη του Φιλίππου περιείχε το χρυσό διάδημα και τα καμένα οστά μιας νεαρής γυναίκας 22 – 23 χρονών, προφανώς σύζυγου του νεκρού βασιλιά. Αφού, όπως δείχνει η μελέτη της κατασκευαστικής δομής του τάφου, ο προθάλαμος ολοκληρώθηκε μαζί με το θάλαμο και αφού το μνημείο έκλεισε και δεν ξανάνοιξε ποτέ, είναι προφανές ότι και οι δύο νεκροί θάφτηκαν μαζί. Αυτό αποκλείει την ταύτιση της νεκρής του προθαλάμου με την τελευταία σύζυγο του Φιλίππου Β΄ την ανιψιά του Αττάλου, την Κλεοπάτρα που θα πρέπει να σκοτώθηκε κάπως αργότερα, μετά την εκτέλεση του ισχυρού συγγενή της.
Απομένει η Μήδα, η θυγατέρα του βασιλιά των Γετών Κοθήλα, η Θράκισσα πριγκίπισσα που ο Φίλιππος παντρεύτηκε, όταν γύριζε από την εκστρατεία στη Σκυθία, το 339 π.Χ. και την ώρα του θανάτου της θα ήταν 20 – 25 χρόνων. Υπακούοντας στο έθιμο της φυλής της που, όπως καταγράφει ο Ηρόδοτος, όριζε οι γυναίκες των επιφανών να συνοδεύουν τους συζύγους τους στον θάνατο, η νεαρή ξένη φαίνεται πως αυτοκτόνησε, όταν δολοφονήθηκε ο βασιλιάς.
Ακολουθώντας τον άντρα και κύριό της στις φλόγες της νεκρικής πυράς και στον τάφο, συντρόφισσα για πάντα της κλίνης του βασιλιά στον Άδη, έγινε για τους Μακεδόνες, που οπωσδήποτε δεν ήταν εξοικειωμένοι με τέτοια δείγματα αφοσίωσης, μια νέα Άλκηστη, πρότυπο συζυγικής αρετής και πίστης. Αυτός φαίνεται να είναι ο λόγος που ο Αλέξανδρος, ο νέος βασιλιάς, την τίμησε τόσο πολύ, δίνοντάς της στο ταξίδι χωρίς γυρισμό δώρα αμύθητης αξίας.

Το Χρυσό Διάδημα
Η Μήδα κατέβηκε στον Άδη, φορώντας στο κεφάλι το πιο ωραίο, ίσως και το πιο πολύτιμο, κόσμημα του αρχαίου κόσμου που έφτασε μέχρι τις μέρες μας. Λεπτά χρυσά βλαστάρια ελίσσονται και συμπλέκονται δημιουργώντας ένα εξαιρετικά κομψό και πολυδαίδαλο πλέγμα διακοσμητικών μοτίβων που σύμφωνα με το εκλεπτυσμένο γούστο της εποχής παντρεύουν την αυστηρή γεωμετρία με τη χυμώδη ζωντάνια της φύσης.
Λεπτά φυλλαράκια στολίζουν τους βλαστούς, κρύβοντας τα δεσίματα των επιμέρους στοιχείων και ζωντανεύοντας τη σύνθεση, ενώ δεκάδες λουλούδια κάθε λογής, πλασμένα με εξαιρετική φυσικότητα, ανθίζουν προς κάθε κατεύθυνση στερεωμένα σε σπείρες που θα τρεμόπαιζαν σε κάθε κίνηση του κεφαλιού της νεαρής γυναίκας. Χρυσές μέλισσες ρουφούν το νέκταρ των λουλουδιών και ένα πουλάκι καθισμένο στο μεσιανό βλαστάρι κελαηδάει ανέγγιχτο από το πέρασμα των αιώνων.
Οι πιο πολύπλοκες τεχνικές της χρυσοχοϊκής τέχνης επιστρατεύτηκαν για την δημιουργία αυτού του απαράμιλλου κομψοτεχνήματος, όπου την αντίστιξη στη θερμή λάμψη του χρυσού προσφέρει το γοητευτικό γαλάζιο της υαλόμαζας, χρώμα σπάνιο και αρχοντικό. Μολονότι το διάδημα κακόπαθε στις φλόγες της πυράς – η υαλόμαζα απολεπίστηκε σε πολλά σημεία και αρκετά λουλουδάκια χάθηκαν – εξακολουθεί ακόμη να μαγεύει με την ομορφιά του τον θεατή, μαρτυρώντας την ασύγκριτη δεξιοτεχνία του δημιουργού του.

Το Ύφασμα
Το προικιό της νεκρής βασιλικής συζύγου συμπληρώνει ό,τι σώθηκε από το αριστοτεχνικά υφασμένο χρυσοπόρφυρο ύφασμα που σκέπασε τα οστά της και ένα χρυσό στεφάνι μυρτιάς έργο σπουδαίου τεχνίτη που αποθανάτισε στο δημιούργημά του την πιο λαμπρή στιγμή της άνοιξης.
Το ύφασμα ήταν υφασμένο με εξαιρετικά λεπτό νήμα από μαλλί βαμμένο με πορφύρα, την πιο πολύτιμη χρωστική της αρχαιότητας, και χρυσοκλωστή και αποτελεί εντελώς μοναδικό και απροσδόκητο τεκμήριο της εξαιρετικής ποιότητας της αρχαίας υφαντικής, μιας τέχνης που, λόγω της φύσης των υλικών της που διαλύονται και χάνονται στο πέρασμα του χρόνου, μας είναι ουσιαστικά άγνωστη.

Η Πανοπλία του Προθαλάμου (Περιτραχήλιο, Γωρυτός, Θώρακας)
Η πανοπλία αυτή, που αποτελείται από το περιτραχήλιο, τον θώρακα και τις κνημίδες και συνοδεύεται από τον γωρυτό με το τόξο και τα βέλη και δύο δόρατα με χρυσοποίκιλτες αιχμές, ήταν τοποθετημένη στο κατώφλι της πόρτας που οδηγούσε από τον προθάλαμο στον θάλαμο του τάφου. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το λαμπρό περιτραχήλιο, ένα είδος κολάρου με όρθιο γιακά που προστάτευε τον τράχηλο του πολεμιστή, διακοσμημένο με ένα ασημένιο – επίχρυσο έλασμα και φοδραρισμένο με δέρμα.
Φτιαγμένος από οργανικά υλικά, ύφασμα και δέρμα, ο θώρακας που θα έμοιαζε αρκετά με εκείνον του θαλάμου διαλύθηκε, σώθηκαν όμως τα βαριά ολόχρυσα κουμπώματά του που θυμίζουν λουλούδια και τα δύο βαρύτιμα χυτά γοργόνεια που τον διακοσμούσαν, προστατεύοντας τον βασιλιά από το βάσκανο μάτι.
Το πρόσωπο της Γοργόνας Μέδουσας που η θωριά του πέτρωνε όποιον το αντίκριζε είναι ένα αρχαιότατο αποτροπαϊκό σύμβολο. Τυλιγμένο με φίδια το πρόσωπο, μάσκα της απόλυτης φρίκης, θα γίνει στα ύστερα κλασικά χρόνια εικόνα ύψιστης αρμονίας και τελειότητας. Λαμπρά δείγματα του έρωτα της ελληνικής τέχνης για το κάλλος τα γοργόνεια της βασιλικής πανοπλίας, δύο αληθινά αριστουργήματα μικρογλυπτικής, γοητεύουν τον θεατή με την απόκοσμη ομορφιά τους.
Το πιο εντυπωσιακό και ασυνήθιστο στοιχείο αυτής της πανοπλίας είναι ο χρυσοποίκιλτος γωρυτός, αντικείμενο τυπικό του Θρακοσκυθικού χώρου. Φτιαγμένος από δέρμα, ενισχυμένος με ξύλο στο κάτω μέρος του και στολισμένος με ασημένιο επίχρυσο έλασμα που σκεπάζει ολόκληρη την εμπρός και την κάτω πλευρά του ο γωρυτός δεν είναι τίποτα άλλο από μια θήκη που την κρεμούσαν στον ώμο σαν σάκκα, στην οποία φύλαγαν τα βέλη και το τόξο.
Το πολύτιμο έλασμα σώθηκε σε άριστη κατάσταση και μας επιτρέπει να θαυμάσουμε την πλούσια διακόσμησή του: ανάμεσα σε αγριόπαπιες και ένα πλήθος διακοσμητικά μοτίβα εκτυλίσσεται η συγκλονιστική ιστορία της άλωσης μιας πόλης, ίσως της Τροίας. Άντρες μάχονται μέχρι την τελευταία τους πνοή να σώσουν βωμούς και εστίες, γυναίκες τρέχουν αλαφιασμένες, μανάδες σφιχταγκαλιάζουν τα παιδιά τους να τα κρύψουν από τους εχθρούς και η ιέρεια ολοφύρεται απελπισμένη στα πόδια των θεϊκών αγαλμάτων.
Έξω και επάνω από την ανθρώπινη τραγωδία, στην επάνω δεξιά γωνία του γωρυτού, φανερώνεται γαλήνιος και επιβλητικός ο ίδιος ο θεός του πολέμου στο σχήμα αγέρωχου πολεμιστή. Έργα Ελλήνων καλλιτεχνών, τα σπάνια αυτά αντικείμενα κατασκευάζονταν στα εργαστήρια των πόλεων της Μαύρης για να πουληθούν στους ηγεμόνες των Σκυθών και των Θρακών, αφού οι Έλληνες οπλίτες και βέβαια οι Έλληνες στρατηγοί όχι μόνον δεν πολεμούσαν με τόξα και βέλη, αλλά και θεωρούσαν αυτή την μορφή πολέμου υποδεέστερη τακτική, κατάλληλη μόνον για βαρβάρους.
Το 359 π.Χ. ο Φίλιππος πραγματοποίησε μια εκστρατεία στη Σκυθία κατά τη διάρκεια της οποίας παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Μήδα, θυγατέρα του βασιλιά των Γετών, που όπως φαίνεται είναι η νεκρή του προθαλάμου. Ενθύμιο αυτής της νικηφόρας εκστρατείας είναι πιθανότατα αυτός ο γωρυτός, πράγμα που δικαιολογεί και την τοποθέτηση των όπλων στο κατώφλι ανάμεσα στους δύο θαλάμους.

Το Κράνος από την Χρυσοποίκιλτη Πανοπλία του Φιλίππου Β΄
Το σχήμα και η γενικότερη μορφή του κράνους του Φιλίππου αποτελούν τυπικά γνωρίσματα του κλασικού Αθηναϊκού κράνους, ένας συνειρμός που γίνεται ακόμη πιο έντονος με την παρουσία της προτομής της Αθηνάς, που λειτουργεί σα φυλαχτό και συγχρόνως σήμα κατατεθέν του κατόχου του. Όμως το ιδιότυπο ψηλό λοφίο που είναι φτιαγμένο από μέταλλο και όχι, όπως συνήθως από φτερά, αποτελεί μια πρωτοτυπία που το κάνει να ξεχωρίζει.

Κατασκευασμένο ολόκληρο από σιδερένια ελάσματα που σφυρηλατήθηκαν χωριστά και στη συνέχεια συγκολλήθηκαν, το κράνος ήταν φοδραρισμένο εσωτερικά με δέρμα και την ώρα της μάχης δενόταν στο σαγόνι με δερμάτινα κορδόνια που περνούσαν από τα κρικάκια που βρίσκονται στην άκρη των παραγναθίδων. Σιδερένιες είναι και οι παραγναθίδες με τις ανάγλυφες φολίδες, αλλά και η χυτή προτομή της Αθηνάς, της προμάχου θεάς που εξασφαλίζει με την παρουσία της τη σωτηρία του βασιλιά από θανατηφόρα χτυπήματα στη μάχη.
Η τελειότητα της κατασκευής και η ακρίβεια της επεξεργασίας αυτού του ιδιαίτερα σκληρού και δύσκαμπτου υλικού μαρτυρούν όχι μόνον το εξαιρετικά προηγμένο τεχνολογικό επίπεδο της Μακεδονικής μεταλλουργίας, αλλά και την καλλιτεχνική δεξιότητα του κατασκευαστή του. Αντικείμενα σαν αυτό ήταν οπωσδήποτε σπάνια και προκαλούσαν το θαυμασμό των συγχρόνων τους.
Είναι γνωστό ότι ο Μέγας Αλέξανδρος στη μάχη των Γαυγαμήλων (331 π.Χ.) φορούσε ένα σιδερένιο κράνος που «έλαμπε σαν καθαρό ασήμι». Το κράνος του Αλέξανδρου ήταν ένα σημαντικό επώνυμο δημιούργημα του Θεόφιλου, ενός διάσημου οπλοποιού της εποχής. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για την σιδερόφρακτη πανοπλία του πατέρα του και τίποτε δεν αποκλείει ο ίδιος διάσημος κατασκευαστής όπλων να εργαζόταν και για τον βασιλιά που προετοίμασε την εκστρατεία της Ασίας και το κράνος του Φιλίππου, αλλά και ολόκληρη η λαμπρή πανοπλία που βλέπουμε να είναι έργο δικό του…

Το Ξίφος από τη Χρυσοποίκιλτη Πανοπλία του Φιλίππου Β’
Το εξαιρετικά περίτεχνο ξίφος η πολυτέλεια του οποίου δεν έχει παράλληλο ήταν τοποθετημένο μέσα στην θήκη του, από το ξύλο της οποίας διασώθηκαν λιγοστά ίχνη εμποτισμένα από την οξείδωση του μετάλλου. Σε καλύτερη κατάσταση διατηρείται η πλούσια ελεφαντοστέινη διακόσμηση στα άκρα της, ενώ ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η σιδερένια λαβή που ενισχύεται και συγχρόνως διακοσμείται από ένα βαρύ συμπαγές χρυσό έλασμα που καταλήγει και στις δυο πλευρές σε λεπταίσθητα ανθέμια.
Δυο χρυσά δαχτυλίδια και ένα χρυσό κράνος διακοσμούν το μήλο της λαβής που θα πρέπει να ήταν ξύλινο και διαλύθηκε. Αξίζει να προσέξει κανείς τη φροντίδα και την ακρίβεια με την οποία είναι αποδοσμένες οι λεπτομέρειες του κράνους, η παραγναθίδα του οποίου διακοσμείται με ένα ανάγλυφο θηρίο, ενώ στη θόλο του κάθεται μια μικροσκοπική σφίγγα.
Η Χρυσοποίκιλτη Πανοπλία του Θαλάμου
Η χρυσοποίκιλτη πανοπλία που βρέθηκε στον θάλαμο του τάφου του Φιλίππου Β΄, μία από τις τέσσερις που ο Αλέξανδρος ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο πρόσφερε στο νεκρό προκάτοχό του, είναι όχι μόνον η πληρέστερη και καλύτερα σωζόμενη αρχαία Ελληνική πανοπλία που έφτασε ως εμάς, αλλά συγχρόνως και η λαμπρότερη και πολυτιμότερη, ίσως μάλιστα μια από τις πιο πολύτιμες που κατασκευάστηκαν ποτέ στον Ελλαδικό χώρο.
Αποτελούμενη από κράνος, περιτραχήλιο, θώρακα, κνημίδες, ξίφος και μεγάλη χρυσελεφάντινη ασπίδα, αρματωσιά βαριά, παλιομοδίτικη θα μπορούσε κανείς να πει, ανακαλεί την εικόνα των όπλων των μεγάλων στρατηγών του 5ου αιώνα και συγχρόνως την ξεπερνά με την πρωτοφανή πολυτέλεια της, όπως και ο κάτοχός της ξεπέρασε κάθε προσδοκία και από βασιλιάς ενός αδύναμου ακριτικού βασιλείου έγινε ο αδιαμφισβήτος πρωταγωνιστής στη σκηνή της ιστορίας. Δεν αποκλείεται λοιπόν καθόλου να ήταν αυτή η λαμπρή πανοπλία που φόρεσε ο Φίλιππος λίγο πριν το τραγικό τέλος του όταν ανακηρύχθηκε ηγεμόνας όλων των Ελλήνων στο συνέδριο της Κορίνθου.

Ο Θώρακας από τη Χρυσοποίκιλτη Πανοπλία του Φιλίππου Β΄
Παρόμοιος με αυτόν που φορά ο Αλέξανδρος στην περίφημη απεικόνιση της μάχης του με τον Δαρείο στο Μωσαϊκό της Νεάπολης, ο θώρακας ήταν επενδεδυμένος με ύφασμα στο χρώμα της πορφύρας, και σε πρώτη ματιά, αν εξαιρέσουμε την πολύτιμη διακόσμησή του, δεν θα διέφερε από τους συνηθισμένους στην κλασική Ελλάδα λινοθώρακες. Στην πραγματικότητα όμως είναι ένα βαρύς κατάφρακτος θώρακας, ενισχυμένος ολόκληρος με πλατιά σιδερένια ελάσματα, που έκανε ουσιαστικά άτρωτο το σώμα του κατόχου του.

Αποτελείται από επτά κομμάτια, τα οποία εφάρμοζαν μεταξύ του με μεντεσέδες, ώστε να μπορεί να ανοίγει και να φοριέται. Για μόνωση και μεγαλύτερη άνεση ο θώρακας ήταν φοδραρισμένος με δέρμα. Από δέρμα ήταν κατασκευασμένη και η διπλή χαρακτηριστική «φούστα» με τις πτέρυγες που προστάτευε το κάτω μέρος το σώματος. Χρυσά ελάσματα με έκτυπα κοσμήματα διακοσμούν όλες τις πτέρυγες, αλλά και τον θώρακα. Τα τελευταία μάλιστα είχαν και λειτουργικό χαρακτήρα, αφού με τη βοήθεια τους καρφώνονταν και στερεώνονταν μεταξύ τους τα αλλεπάλληλα στρώματα από τα διάφορα υλικά (ύφασμα, μέταλλο, δέρμα)
Τα βαριά χρυσά κεφαλάκια των λιονταριών που χρησίμευαν για το κούμπωμα του θώρακα είναι στολίδι, αλλά συγχρόνως και σύμβολο της ανδρείας και της βασιλικής αρετής του Ηρακλείδη ηγεμόνα, ενώ η χρυσή εικονίτσα της Προμάχου Αθηνάς, βοηθού και συντρόφου όλων των ηρώων, ραμμένη στη δεξιά πλευρά που έμενε ακάλυπτη από την ασπίδα είχε την έννοια του φυλαχτού.

Η Χρυσελεφάντινη Ασπίδα από τη Χρυσοποίκιλτη Πανοπλία του Φιλίππου Β’
Η αριστουργηματική χρυσελεφάντινη ασπίδα είναι το πιο εντυπωσιακό και οπωσδήποτε το πιο πολύτιμο όπλο του αρχαίου κόσμου που γνωρίζουμε. Ήταν κατασκευασμένη από ξύλο, δέρμα και ύφασμα που κάλυπτε την εσωτερική της επιφάνεια. Επίχρυσα, ασημένια ελάσματα, προσηλωμένα με πολλά μικροσκοπικά ασημένια καρφάκια στο εσωτερικό της, στερέωναν το σύστημα ανάρτησης -τη λαβή που περνούσε στο μπράτσο ο πολεμιστής και την αντιλαβή από όπου την έπιανε- και μαζί με τα στεφάνια και τα μικρότερα διάσπαρτα μετάλλινα στοιχεία συγκρατούσαν τα αλλεπάλληλα στρώματα.

Ανάγλυφα λιοντάρια και Νίκες που κρατούν ταινίες για να στεφανώσουν το νικητή διακοσμούν τα ελάσματα, θέματα με προφανείς συμβολισμούς που αναφέρονται στην ανδρεία και τις νίκες του κατόχου, ενώ το ρόπαλο του Ηρακλή, του θεϊκού προγόνου της δυναστείας, που εμφανίζεται επάνω σε ένα μικρό έλασμα φαίνεται πως ήταν το «φυλαχτό» του βασιλιά.
Εξαιρετικά εντυπωσιακός και απολύτως μοναδικός είναι ο διάκοσμος της εξωτερικής πλευράς της ασπίδας που ήταν ολόκληρη επιχρυσωμένη. Ένθετα μέσα στην επιχρύσωση, ώστε να σχηματίζουν ένα πολύπλοκο σύστημα μαιάνδρων και σπειρομαιάνδρων που καλύπτει την περιφέρεια της ασπίδας, βρίσκονται στοιχεία από ελεφαντόδοντο στα κενά των οποίων προσαρμόζονται πλακίδια από διάφανο, χυτό γυαλί -το μεγάλο τεχνολογικό επίτευγμα της εποχής- που πίσω του λαμπυρίζουν χρυσά ελάσματα.

Στο κέντρο, σαν επίσημα, υπάρχει το χρυσελεφάντινο ανάγλυφο σύμπλεγμα ενός Έλληνα πολεμιστή που κατατροπώνει μια Αμαζόνα, πιθανότατα μια παράσταση της τραγικής συνάντησης του Αχιλλέα με την Πενθεσίλεια, που διαπιστώνει ότι την ερωτεύεται την ώρα που την σκοτώνει. Ο χρόνος και η υγρασία του τάφου διάβρωσαν σε μεγάλο βαθμό το ελεφαντόδοντο των μορφών, ωστόσο η εξαιρετική ποιότητα του πλασίματος των λεπτομερειών και η τολμηρή σύνθεση των σωμάτων των δύο μορφών που εκφράζει με τρόπο απαράμιλλο όλη την ένταση και το πάθος της μοιραίας στιγμής μαρτυρούν την εξαιρετική ικανότητα του δημιουργού που θα πρέπει να ήταν σπουδαίος καλλιτέχνης.
Αντικείμενο χρηστικό που θα μπορούσε θεωρητικά να χρησιμοποιηθεί και στη μάχη η ασπίδα αυτή, όπως και ολόκληρη η χρυσοποίκιλτη πανοπλία, γίνεται ένα πραγματικό έργο τέχνης που δηλώνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την δύναμη και το κύρος του κατόχου της και μοιάζει να ξεπερνά το πρωτογενές επίπεδο της λειτουργίας αποκτώντας συμβολική αξία.

Οι Χρυσελεφάντινες Κλίνες
Περισσότερα από 4000 θραύσματα από χρυσό, γυαλί και ελεφαντόδοντο που βρέθηκαν πεσμένα ανάμεσα σε διάφορα οργανικά και άλλα υπολείμματα στο δάπεδο του θαλάμου και του προθαλάμου του τάφου καθαρίστηκαν, στερεώθηκαν, συντηρήθηκαν, ταυτίστηκαν, μελετήθηκαν και συσχετίστηκαν και εν τέλει με τη βοήθεια των συντηρητών της ΙΖ΄ ΕΠΚΑ «αναστήθηκαν» και έγιναν δύο λαμπρά ανάκλιντρα σύμφωνα με την πρόταση αναπαράστασης που προέκυψε από τη συνεργασία της αρχαιολόγου Αγγελικής Κοτταρίδη με τον ζωγράφο Χρήστο Μποκόρο.
Σήμερα αυτά τα δύο μοναδικά αριστουργήματα να λαμπρύνουν με την παρουσία τους το χώρο του μουσείου, θαυμαστά δείγματα πλούτου και μεγαλοπρέπειας, σιωπηλοί μάρτυρες των θρυλικών συμποσίων του Μακεδόνα βασιλιά. Εκ των »ων ουκ άνευ» για το αρχαίο συμπόσιο ήταν οι κλίνες: μεγάλα και αρκετά ψηλά ξύλινα ανάκλιντρα, κάτι ανάμεσα σε κρεβάτι και καναπέ, που προορίζονταν για έναν ή δύο ανακεκλιμένους συνδαιτημόνες και τοποθετούνταν η μια δίπλα από την άλλη κατά μήκος των τοίχων του δωματίου.

Στη μια ή και στις δύο πλευρές της κλίνης υπήρχαν κατά κανόνα υπερυψωμένα »προσκεφάλαια», ενώ στρώματα και μαξιλάρια με υφαντά και κεντημένα καλύμματα τις έκαναν πιο αναπαυτικές. Οι κλίνες ήταν ξύλινες διακοσμημένες με ζωγραφιές, ανάγλυφα, ενθέματα από άλλα υλικά (πολυτιμότερα ξύλα, κεχριμπάρι, ελεφαντόδοντο, γυαλί, χρυσό, ασήμι) ή μέταλλο. Στα χρόνια του Φιλίππου Β΄ στους ανδρώνες των ανακτόρων στις Αιγές και στην Πέλλα υπήρχαν χρυσελεφάντινες κλίνες σαν αυτές που βρέθηκαν στον τάφο του, οι οποίες χρησιμοποιούνταν στα βασιλικά συμπόσια.

Μετά την εκστρατεία του Μεγαλέξανδρου, όταν οι Μακεδόνες έγιναν κύριοι του Περσικού χρυσού και των χωρών από όπου προέρχονταν το ελεφαντόδοντο, η χρήση των λαμπρών αυτών επίπλων, όπως και των ναόσχημων Μακεδονικών τάφων επεκτάθηκε και στην ομάδα των Εταίρων. Στην ταφή του Φιλίππου προσφέρθηκαν τρεις αν όχι τέσσερις χρυσελεφάντινες κλίνες. Μία ή δύο από αυτές κάηκαν μαζί με το σώμα του βασιλιά και της συζύγου του όπως δείχνουν τα θραύσματα στα υπολείμματα της πυράς, ενώ δύο τοποθετήθηκαν μέσα στον τάφο.
Η πολυπλοκότητα της κατασκευής των επίπλων αυτών προϋποθέτει εργασία πολλών διαφορετικών τεχνιτών και καλλιτεχνών και απαιτεί πολύ χρόνο για την ολοκλήρωση της. Αυτό αποκλείει την πιθανότητα να είχαν κατασκευαστεί εξ αρχής για ταφική χρήση, αφού το τελευταίο που θα περίμενε ο Φίλιππος που ετοίμαζε τη νέα εκστρατεία ήταν ο θάνατος του. Οι χρυσελεφάντινες κλίνες, όπως και όλα τα υπόλοιπα κτερίσματα, ήταν πραγματικά και όχι συμβολικά αντικείμενα που χρησίμευαν στη ζωή και δόθηκαν στο νεκρό για να συνεχίσουν να τον υπηρετούν στην αιωνιότητα των Ηλυσίων πεδίων.
Άλλωστε είναι γνωστό πως τα ταφικά έπιπλα -όντας απομιμήσεις των πραγματικών- κατασκευάζονταν από πέτρα. Στο Μουσείο των Αιγών εκτίθενται θραύσματα τεσσάρων χρυσελεφάντινων κλινών, δύο από τον τάφο του Φιλίππου Β” (προθάλαμος – θάλαμος), μια από τον τάφο του Αλέξανδρου Δ” και μια από τον «τάφο με τους ελεύθερους κίονες».

Η Χρυσελεφάντινη Κλίνη του Θαλάμου
Η κλίνη του θαλάμου ήταν διακοσμημένη με ελεφαντόδοντο, γυαλί και χρυσό μόνο στην εμπρός πλευρά της. Στην πίσω και στις πλάγιες υπήρχαν χρυσωμένα ανάγλυφα και ζωγραφιές δουλεμένα επάνω στο ξύλο. Στα πόδια βρίσκουμε το τυποποιημένο σύστημα με τις πλάκες και τα ανάγλυφα από ελεφαντόδοντο και τις ενθέσεις από γυαλί και χρυσό. Τα χρυσά ελάσματα που βρίσκονται πίσω από τα πλακίδια των επικράνων είναι διακοσμημένα με κάπως βιαστικά χαραγμένες Νίκες που στήνουν τρόπαια. Αντίθετα με αυτά εξαιρετική είναι η ποιότητα των ελεφαντοστέϊνων ανάγλυφων που διακοσμούν το επάνω δοκάρι της κλίνης.
Μέσα σε ένα ιερό που ορίζεται από δύο Ερμαϊκές στήλες βρίσκεται η Αφροδίτη με τον Έρωτα, ο Διόνυσος και ο Σιληνός, μια Μούσα που παίζει κιθάρα και κάποιες γυναικείες μορφές που χορεύουν. Οι θεοί και οι ημίθεοι που απολαμβάνουν ξένοιαστοι τη χαρά της μουσικής και της συζήτησης είναι πρόσωπα που σχετίζονται άμεσα με το συμπόσιο και την ερωτική διαδικασία, θέματα ουσιαστικά συνυφασμένα με την λειτουργία του φέροντος, μερικά από τα οποία θα παγιωθούν και θα γίνουν τυπικά για το τμήμα αυτό των κλινών.
Σε αντίθεση με τη γαλήνη και την ακινησία των θεών που υπάρχουν στη στενή ζωφόρο έρχεται το πάθος και η κίνηση των ανθρώπων που δρουν στο τύμπανο της φαρδιάς ζωφόρου που βρίσκεται ακριβώς από κάτω. Εδώ, μπροστά σε μια χρυσωμένη σανίδα που χρησιμεύει σα φόντο κινούνται δεκατέσσερις ανδρικές μορφές, πεζοί και καβαλάρηδες αποδοσμένοι σε αρκετά ψηλό ανάγλυφο. Τα γυμνά μέλη και τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι από ελεφαντόδοντο. Το υπόλοιπο ήταν από ανάγλυφο ξύλο, χρυσωμένο και βαμμένο που στο μεγαλύτερο του μέρος διαβρώθηκε και χάθηκε. Από το ίδιο υλικό ήταν και τα άλογα.

Όπως φανερώνουν τα μοτίβα των μορφών, ο τρόπος που κινούν τα χέρια τους και εν τέλει η ίδια η σύνθεση της παράστασης οι άνθρωποι αυτοί δεν πολεμούσαν μεταξύ τους αλλά κυνηγούσαν ζώα που όντας κι αυτά ξύλινα χάθηκαν, έμειναν όμως και διακρίνονται ακόμη στην επιχρύσωση της φέρουσας επιφάνειας οι τρυπούλες των καρφιών που τα στερέωναν. Οι κυνηγοί φορούσαν κοντούς χιτώνες, χλαμύδες, μπότες και, όπως δείχνει ο τρόπος που είναι κομμένα τα κεφάλια όλων στο πάνω μέρος, καπέλα που μοιάζουν με πλατιούς μπερέδες, τις χαρακτηριστικές Μακεδονικές καυσίες.
Τα δέκα από τα δεκατέσσερα κεφαλάκια σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση: δουλεμένα με απόλυτη ακρίβεια, φροντίδα και προσοχή από το χέρι ενός πολύ σπουδαίου καλλιτέχνη που οπωσδήποτε δεν είναι ο ίδιος με το γλύπτη της ζωφόρου της άλλης κλίνης, αλλά είναι εξίσου μεγάλος μάστορας, απόλυτα μνημειακά παρά το μικροσκοπικό τους μέγεθος, τα κεφαλάκια αυτά συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία ανάμεσα στις πιο συναρπαστικές σπουδές της ανθρώπινης μορφής που ξέρουμε από την αρχαία τέχνη.
Η προσπάθεια και η συνειδητή πρόθεση του καλλιτέχνη να αποδώσει σε καθένα από τα πρόσωπα αυτά συγκεκριμένα εξατομικευμένα χαρακτηριστικά, που ξεφεύγουν πολύ από τα πλαίσια των γενικών εξιδανικευτικών τύπων, είναι προφανής, παρά την στιλιστική ενότητα που υπάρχει στις μορφές σαν σφραγίδα της ατομικότητας του καλλιτέχνη. Ο Φίλιππος, ο νεαρός διάδοχός του, ο Αλέξανδρος, και μια ντουζίνα ακόμη συγγενείς και εταίροι του βασιλιά επιδίδονται σε ένα βασιλικό κυνήγι.
Το θέμα είναι το ίδιο με αυτό που βρίσκουμε στην τοιχογραφία της πρόσοψης του τάφου όμως το πιο σπουδαίο είναι πως επάνω σε αυτήν την κλίνη βρίσκουμε το «τιμιώτατον», την εικόνα του ίδιου του Φιλίππου, -δεύτερος από αριστερά- σε ένα πορτραίτο εξαιρετικής πνοής και δύναμης που μπορεί να σταθεί επάξια ανάμεσα στα αριστουργήματα της παγκόσμιας τέχνης, πλαισιωμένο από τις εικόνες των Μακεδόνων που σημάδεψαν με τη δράση τους την ιστορία της οικουμένης και θεμελίωσαν τα κράτη του αχανούς Ελληνιστικού κόσμου.

Η Χρυσελεφάντινη Κλίνη του Αλεξάνδρου Δ΄
Τοποθετημένη στο θάλαμο του τάφου μπροστά από το λίθινο βάθρο με την τεφροδόχο η κλίνη αυτή έμοιαζε αρκετά με εκείνες του Φιλίππου, μολονότι η διακόσμησή της που περιοριζόταν στην εμπρός πλευρά ήταν λιγότερο πλούσια. Στις βαθιές ζωφόρους δεν υπάρχουν πολυπρόσωπες παραστάσεις αλλά το τυπικό θέμα του διασπαραγμού με γρύπες και άλλα αγρίμια που δεν διατηρούνται σε καλή κατάσταση με συνέπεια να μην είναι δυνατή η ανάπλασή τους.
Μια καινοτομία είναι η παρουσία ανάμεσα στις έλικες των επικράνων ανάγλυφων γενειοφόρων μορφών με την ανατολίτικη φορεσιά και τον φρυγικό σκούφο, που ίσως ταυτίζονται με τον θεό Σαβάζιο, μια Θρακική παραλλαγή του Διόνυσου. Ωστόσο το πιο σημαντικό στοιχείο είναι η παράσταση που αναπτυσσόταν στην στενή ζωφόρο στην επάνω τραβέρσα της κλίνης. Εδώ σε ένα εξαιρετικά κομψό ελεφαντοστείνο ανάγλυφο, ένα αληθινό μικροσκοπικό αριστούργημα στο οποίο αποτυπώνεται με μοναδικό τρόπο όλη η αβρότητα και η εκλέπτυνση της τέχνης των πρώιμων Ελληνιστικών χρόνων.
Εμφανίζεται χαμογελαστός και χρυσοστεφανωμένος ο Διόνυσος, γενειοφόρος, με τη δάδα στο ένα χέρι, αγκαλιάζοντας τρυφερά τη γοητευτική συντρόφισσά του από τον ώμο με το άλλο, να προχωρεί στο γλέντι. Ένας νεαρός Σάτυρος οδηγεί το Θεϊκό ζευγάρι παίζοντας το σουραύλι του, ενώ Σάτυροι και μαινάδες στροβιλίζονται εκστατικοί σε έναν τόπο ιερό που τον ορίζουν χορηγικοί τρίποδες.
Δυστυχώς οι περισσότερες μορφές χάθηκαν και αυτές που σώζονται είναι πολύ διαβρωμένες ωστόσο στο σύμπλεγμα του Διόνυσου που σαν από θαύμα μας σώθηκε σε εξαιρετική κατάσταση μπορούμε να αναγνωρίσουμε την απαράμιλλη ποιότητα και την εκπληκτική ακρίβεια της επεξεργασίας. Χαρακτηριστικό της προσοχής που δόθηκε και στην τελευταία λεπτομέρεια, αλλά και του επιπέδου τελειότητας στο οποίο είχε φτάσει η τεχνική της επεξεργασίας του ελεφαντόδοντου στα χρόνια αυτά είναι το γεγονός ότι ο λιλιπούτειος αυλός που έχει πάχος μόλις ένα χιλιοστό ήταν διάτρητος.

Χρυσελεφάντινη Κλίνη Τάφου IV
Στο μικρό κομμάτι του δαπέδου του τάφου που σώθηκε στη θέση του βρέθηκαν τα σπαράγματα μιας χρυσελεφάντινης κλίνης που ήταν πλούσια διακοσμημένη με μια τουλάχιστον ανάγλυφη ζωφόρου με πολυπρόσωπη παράσταση, όπως μαρτυρούν τα θραύσματα των ανθρώπινων μορφών.

Την εξαιρετική καλλιτεχνική ποιότητα αυτής της κλίνης φανερώνουν τα δύο αριστουργηματικά ελεφαντοστέϊνα κεφαλάκια μιας γυναικείας μορφής και ενός γενειοφόρου, μορφές Θεϊκές ή μυθικές, το εξιδανικευμένο πάθος των οποίων προοιωνίζεται το Ελληνιστικό μπαρόκ των γλυπτών του Περγάμου, δίνοντάς μας μια αμυδρή εντύπωση της χαμένης μεγαλοπρέπειας του συνόλου.

Η Χρυσελεφάντινη Κλίνη του Προθαλάμου
Η κλίνη του προθαλάμου, ήταν κατά πάσα πιθανότητα μία από τις εντυπωσιακότερες που κατασκευάστηκαν ποτέ και αυτό τόσο χάρη στη μεγάλη ποσότητα του πολύτιμου υλικού που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή της, όσο και χάρη στην εξαιρετική ποιότητα της καλλιτεχνικής επεξεργασίας και της σύνθεσης, την οποία στην αναστημένη πλευρά θέλουμε να ελπίζουμε πως την προσεγγίσαμε σε ικανό βαθμό
Εξαιρετικά εντυπωσιακή αλλά και εξαιρετικά πολύπλοκη ως προς την τεχνική της, ένα έργο τέχνης που θα κέρδιζε επάξια το χαρακτηρισμό «Πολυδαίδαλον» η κλίνη αυτή παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα να είναι στολισμένη ολόκληρη και από όλες τις πλευρές της με χρυσό και ελεφαντόδοντο, πράγμα που δεν συμβαίνει σε καμία άλλη περίπτωση. Τα στιβαρά πόδια, τα τέσσερα δοκάρια που αποτελούν το πλαίσιο της στρωμνής και οι οριζόντιες τραβέρσες που βρίσκονται λίγο χαμηλότερα και δένουν το σκελετό του επίπλου, δίνοντάς του ευστάθεια, ήταν ξύλινα.
Λεπτές πλάκες από ελεφαντόδοντο επένδυαν την επιφάνεια των δοκών, αλλά και των ποδιών δημιουργώντας την εντύπωση πως το έπιπλο ήταν ολόκληρο ελεφάντινο. Έλικες και ανάγλυφα από ελεφαντόδοντο στόλιζαν τα πόδια η διακόσμηση των οποίων συμπληρωνόταν με ένθετα στοιχεία, (οφθαλμούς, ανθέμια, πλακίδια) από διάφανο χυτό γυαλί, πίσω από τα οποία λαμπύριζαν λεπτά φύλλα χρυσού. Κάτω από τα γυάλινα πλακίδια που διακοσμούν τα επίκρανα υπάρχουν λεπτοδουλεμένα χρυσά ανάγλυφα.
Στη μια πλευρά βλέπουμε έρωτες που πετούν κρατώντας ίυγγες, μαγικές συσκευές δηλαδή που έχουν τη δυνατότητα να έλκουν κατ” επιταγήν το ποθητό πρόσωπο, και μαινάδες που χορεύουν με σάτυρους που παίζουν αυλούς, κρόταλα και τύμπανα. Στην άλλη υπάρχουν φτερωτές γυναίκες που βλασταίνουν από κάλυκες λουλουδιών και Νίκες που οδηγούν τέθριππα. Και στις τέσσερις πλευρές της κλίνης στο τύμπανο που σχηματίζεται ανάμεσα στα δοκάρια και έκλεινε πίσω με μια χρυσωμένη σανίδα, από την οποία έχουν σωθεί πολλά σπαράγματα, υπήρχαν ανάγλυφες ζωφόροι.
Στις δύο μακριές πλευρές υπάρχουν παραστάσεις μαχών. Οι μορφές ήταν ολόγλυφες ή σχεδόν ολόγλυφες με τα ντυμένα μέρη τους φτιαγμένα από ξύλο χρυσωμένο ή βαμμένο και τα γυμνά από ελεφαντόδοντο. Έλληνες με χλαμύδες μάχονται με βαρβάρους που φορούν αναξυρίδες (παντελόνια), μπλούζες με μακριά μανίκια και το χαρακτηριστικό κάλυμμα της κεφαλής που κλείνει σκεπάζοντας το πηγούνι. Από ελεφαντόδοντο είναι φτιαγμένα αρκετά από τα όπλα, ή τμήματα των όπλων, αλλά και ολόκληρα σχεδόν τα άλογα.
Μολονότι πολύ διαβρωμένες οι ελεφάντινες μορφές των πολεμιστών και των αλόγων μαρτυρούν ακόμη το άγγιγμα ενός πολύ σπουδαίου καλλιτέχνη που θα πρέπει να συγκαταλεγόταν στους άριστους της εποχής.

Χάλκινος Τρίποδας
Επάνω σε αυτόν τον εξαιρετικά κομψό τρίποδα, ένα αντικείμενο χρηστικό και συγχρόνως διακοσμητικό, είχαν ακουμπήσει τον χάλκινο κάδο με το σφουγγάρι που βρέθηκε πεσμένος δίπλα του. Κατασκευασμένος με ιδιαίτερη φροντίδα, ευρηματικότητα και προσοχή στη λεπτομέρεια, ο τρίποδας αυτός, με τη μνημειακότητα και την εξεζητημένη γεωμετρία του σχήματος του, καταφέρνει να συνδυάσει την απαραίτητη για τη χρήση του ευστάθεια με μια απροσδόκητη αίσθηση ελαφράδας.

Η επιγραφή που υπάρχει στη στεφάνη του τρίποδα φανερώνει την αξιοσημείωτη ιστορία αυτού του ιδιαίτερου αντικειμένου, προσφέροντας την απτή απόδειξη της καταγωγής και της ταυτότητας του νεκρού. Γραμμένο πολύ προσεκτικά με πυκνές στιγμές και μάλιστα πριν από τη συναρμολόγηση του αντικειμένου διαβάζουμε: « παρ” hέρας Αργείας εμί των αFέθλων», δηλ. «είμαι από τους αγώνες της Αργίτισσας Ήρας».
Ο πολύτιμος αυτός τρίποδας κατασκευάστηκε πριν το 410 π.Χ. και μάλλον μετά το 430 π.Χ. σε ένα εργαστήριο του Άργους, σαν έπαθλο που θα δινόταν στους νικητές των αγώνων, οι οποίοι τελούνταν προς τιμήν της θεάς Ήρας. Ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης βεβαιώνουν πως η οικογένεια των βασιλέων της Μακεδονίας, καταγόταν από τον βασιλιά του Άργους Τήμενο.

Στην προσπάθεια του να αντιμετωπίσει τις περιπέτειες του πελοποννησιακού πολέμου και τον επεκτατισμό των μεγάλων δυνάμεων της εποχής ο βασιλιάς της Μακεδονίας Περδίκκας Β΄ (454 – 413 π.Χ.) στράφηκε αναζητώντας συμμάχους προς το Άργος, επικαλούμενος προφανώς την αρχαία συγγένεια της οικογένειας του με την πόλη, σύμφωνα με την συνήθεια των Ελλήνων να χρησιμοποιούν το μύθο για την επίτευξη πραγματικών πολιτικών στόχων.
Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας ο ίδιος ο βασιλιάς ή κάποιο άλλο μέλος της Μακεδονικής δυναστείας έλαβε πιθανότατα μέρος στους αγώνες και κέρδισε τον τρίποδα αυτόν, που, τρεις γενιές αργότερα, ο Μέγας Αλέξανδρος πρόσφερε σαν οικογενειακό κειμήλιο στον τάφο του πατέρα του, του Τημενίδη βασιλιά που έγινε ηγεμόνας των Ελλήνων.

Ασημένια Αγγεία Συμποσίου από τον Τάφο του Φιλίππου Β΄
Το συμπόσιο, κεντρική εκδήλωση της επίγειας ζωής, γίνεται για τους ευγενείς Μακεδόνες η κορυφαία υπόσχεση των απολαύσεων της μεταθανάτιας ύπαρξης. Αυτό ισχύει φυσικά κατ” εξοχήν για τον ίδιο τον ήρωα – βασιλιά που σαν άλλος Ηρακλής θα συνεχίσει να απολαμβάνει την αιώνια ζωή, ευωχούμενος στα συμπόσια των Μακάρων στο ιλαρό φως των Ηλυσίων πεδίων. Έτσι στον τάφο του εκτός από τα χρυσελεφάντινα ανάκλιντρα τοποθετείται και μια ολόκληρη ασημένια σκευή συμποσίου που αποτελείται από 19 σκεύη και ξεχωρίζει κατά πολύ και ως προς τον πλούτο και, κυρίως, ως προς την ποιότητα από οτιδήποτε ανάλογο έχει βρεθεί ως τώρα.
Για τα σκεύη του συμποσίου το ασήμι χρησιμοποιήθηκε χωρίς φειδώ με αποτέλεσμα σχεδόν καθένα από αυτά να είναι βαρύτερο από οτιδήποτε ανάλογο έχει βρεθεί αλλού, μάλιστα το βάρος -που σημαίνει και η αξία τους- αναγράφεται στον πυθμένα καθενός από αυτά με έναν αριθμό που δηλώνει το αντίστοιχό τους σε ασημένιες δραχμές. Ωστόσο αυτό που κάνει αυτά τα σκεύη να ξεχωρίζουν δεν είναι μόνον η πολυτέλεια, αλλά η εξαιρετική ποιότητά τους, αφού εδώ η λιτότητα και η καθαρότητα της φόρμας συνδυάζονται με τη χάρη της λεπτομέρειας σε ένα σύνολο απαράμιλλης κομψότητας και αρμονίας, όπου όλα υποτάσσονται στη γοητεία του μέτρου.
Η διάθεση για μικρότερα σε σχέση με τα παλαιότερα μεγέθη, αλλά και για χρήση νέων εξεζητημένων μορφών και σχημάτων που παρατηρείται κατ” αρχήν εδώ, στη βασιλική οικοσκευή για να γίνει εν τέλει μόδα με καθολική ισχύ, δεν αποκλείεται καθόλου να δηλώνει κάποιες αλλαγές στη διαδικασία του συμποσίου και στο »τελετουργικό» της οινοποσίας που γίνεται τώρα περισσότερο πολύπλοκο και σοφιστικέ, με μια έντονη τάση για εκλέπτυνση. Στο βασιλικό συμπόσιο στο τραπέζι καθενός υψηλού συνδαιτημόνα ο εκλεκτός οίνος έρχεται από το κελάρι άκρατος μέσα σε κομψές οινοχόες, όπως και το δροσερό φρέσκο νερό.
Μαζί του καλά φυλαγμένα σαν ακριβά αρώματα μέσα σε ασημένιες μπουκάλες, όπως οι δύο αμφορίσκοι με τα ανάγλυφα κεφαλάκια του Ηρακλή και του Πάνα έρχονται και ακριβά, σπάνια, βαριά κρασιά, αλλά και μέλι, σμύρνα, μπαχαρικά και αρτύματα από αρωματικά φρούτα και λουλούδια. Όλα αυτά τα απαραίτητα για το βασιλικό κοκταίηλ υλικά αναμιγνύονται σύμφωνα με τους κανόνες της γευσιγνωσίας και τις επιθυμίες του συμπότη μέσα στον κάδο και στη συνέχεια το κρασί σερβίρεται με την κομψή κουτάλα στα ποτήρια, αφού περάσει από το σουρωτήρι.
Έτσι η οινοποσία γίνεται αληθινή ιεροτελεστία, διαδικασία υψηλής εξειδίκευσης που απευθύνεται στον εκλεπτισμένο ουρανίσκο ενός αληθινού γευσιγνώστη που ξέρει να απολαμβάνει την εκλεκτή γεύση του ποτού όσο και την αρμονία της μουσικής, την ομορφιά της μεγάλης τέχνης, τη γοητεία της υψηλής φιλοσοφίας…. Ας μην ξεχνάμε πως τα συμπόσια του Φιλίππου, όπως και του γιου του, διακρίνονταν όχι μόνον για τον πλούτο, την πολυτέλεια και την αφθονία των σκευών, των ποτών και των εδεσμάτων, αλλά και για τη συμμετοχή σε αυτά των σπουδαιότερων μουσικών, ηθοποιών, ποιητών και γενικότερα διανοητών της εποχής.
Όσον αφορά στην τεχνική της κατασκευής, τα σώματα των αγγείων σχηματίζονται από ένα αρκετά παχύ ενιαίο έλασμα που διαμορφώνεται με σφυρηλάτηση και με τη βοήθεια τροχού. Εκτός από το κουταλάκι, την κουτάλα και το σουρωτήρι που αποτελούνται από ένα κομμάτι μετάλλου, οι λαβές και οι βάσεις των υπόλοιπων αγγείων που είναι χυτές έχουν δουλευτεί χωριστά, όπως και οι διακοσμητικές ανάγλυφες κεφαλές. Η σφυρηλάτηση έχει γίνει με εξαιρετική ακρίβεια και προσοχή με αποτέλεσμα την αψεγάδιαστη γεωμετρική τελειότητα της φόρμας.
Το ίδιο ισχύει και για την διαπραγμάτευση των διακοσμητικών λεπτομερειών στις οποίες εκδηλώνεται όλη η μαεστρία και η δημιουργική φαντασία του καλλιτέχνη. Ιδιαίτερα χαριτωμένοι είναι οι δύο μικροσκοπικοί κάνθαροι με τα λουλούδια στις λαβές και οι δύο κάλυκες, τα κομψά μικρά κρασοπότηρα που θυμίζουν κάλυκα λουλουδιού, από τον πυθμένα ενός από τους οποίους αναδύεται προειδοποιητικά προς έκπληξη του πίνοντος το πρόσωπο ενός μεθυσμένου σάτυρου.

Ασημένιο Σουρωτήρι
Το σουρωτήρι της βασιλικής οικοσκευής από τον τάφο του Φιλίππου Β΄ είναι όχι μόνο ένα από τα παλιότερα του είδους του, αλλά και το πιο πολύτιμο, το πιο φινετσάτο και συγχρόνως το πιο πλούσια διακοσμημένο από όλα όσα μας σώθηκαν.
Ο κυκλικός δίσκος με τις εξεζητημένες λαβές είναι ένα ενιαίο κομμάτι πολύτιμου μετάλλου, που χυτεύθηκε εξ αρχής στο επιθυμητό σχήμα και στη συνέχεια με σφυρηλάτηση σχηματίσθηκε η κοιλότητα, όπου με πολλή μεγάλη προσοχή και ακρίβεια ανοίχθηκαν οι τρυπούλες, ενώ οι λεπτομέρειες των κοσμημάτων αποδόθηκαν με περισσότερο ή λιγότερο βαθιά χάραξη. Ένας θαυμάσιος πολυδαίδαλος πλοχμός, σχεδιασμένος με απαράμιλλη ακρίβεια και πλαστικότητα αιχμαλωτίζει το βλέμμα του θεατή, παίζοντας με το φως και τη σκιά στο αέναο ξετύλιγμα του στο χείλος του δίσκου, πριν το αφήσει να ακολουθήσει τη γοητευτική καμπύλη του κύκνου.
Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η ευρηματικότητα του καλλιτέχνη που, συνδυάζοντας το τερπνόν μετά του ωφελίμου, μετάπλασε την απαραίτητη για την ανάρτηση του σκεύους θηλιά σε απεικόνιση ενός από τα πιο ωραία πλάσματα της δημιουργίας, το κεφάλι του οποίου μιμήθηκε με απόλυτη φυσικότητα και πειστικότητα ως την τελευταία λεπτομέρεια των ρουθουνιών και του ράμφους, δίνοντας έτσι απροσδόκητη ζωή και κίνηση στη λεπτεπίλεπτη γεωμετρία του τριγώνου.
Που γεννιέται μέσα από την ένταση της καμπύλης και γίνεται με τη σειρά του ο τόπος, όπου θα βλαστήσουν φανταστικά βλαστάρια, πλεγμένα σε ένα αραβούργημα εξαιρετικής λεπτότητας, τρυφερότητας και ευαισθησίας. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, για να είναι ακόμη πιο λαμπρό το αποτέλεσμα και για να δοθεί η εντύπωση κάποιας πολυχρωμίας στα κεφάλια των πουλιών, στο φυτικό κόσμημα και στον πλοχμό προστέθηκε και επιχρύσωση. Στην πίσω επιφάνεια του χείλους, γραμμένα πολύ προσεκτικά με στιγμές, διαβάζουμε τα εξής: ΜΑΧΑΤΑ ΔΔΔΔΙ, δηλαδή Μαχάτα 41.
Ο αριθμός είναι υπολογισμένος σε αττικές δραχμές και αναφέρει το βάρος του αντικειμένου. Η λέξη Μαχάτα είναι η γενική του Μαχάτας, ενός αντρικού ονόματος όχι ασυνήθιστου στη Μακεδονία. Θα μπορούσε να είναι το όνομα του κατόχου και ο Μ. Ανδρόνικος το συνδύασε με έναν συνώνυμο που ήταν γυναικάδελφος του Φιλίππου. Όμως ο τρόπος που είναι γραμμένο το όνομα μαζί με την αξία του αντικειμένου κάνει πιο πιθανή την εκδοχή να πρόκειται για την υπογραφή του τεχνίτη, που θα είχε βέβαια κάθε λόγο να θέλει να διασώσει τη μνήμη και τη φήμη του επάνω σε αυτό το μικροσκοπικό αριστούργημα.

Χάλκινος Λυχνούχος

Το σκοτάδι του τάφου φώτιζε ο διάτρητος λυχνούχος, το περίτεχνο χάλκινο φανάρι μέσα στο οποίο βρισκόταν ένα λυχνάρι. Η ανάγλυφη μάσκα του Πάνα και η γιρλάντα με τα επάργυρα κισσόφυλλα μαρτυρεί πως ο αρχικός σκοπός του λυχνούχου ήταν να λαμπρύνει με το φως του τα συμπόσια του βασιλιά. Εξαιρετικά κομψό, το ασυνήθιστο αυτό σκεύος αποτελεί χωρίς αμφιβολία, ένα τυπικό δείγμα της εξεζητημένης και πολυτελούς παραγωγής των μακεδονικών εργαστηρίων που δούλευαν για τη βασιλική αυλή.

Ένα μόνον παράλληλο μας είναι γνωστό, ένας επίσης χάλκινος λυχνούχος που βρέθηκε σε έναν από τους τάφους του Δερβενιού. Η σύγκριση του με τον βασιλικό είναι διδακτική γιατί φανερώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τη διαφορά της ποιότητας της οικοσκευής της βασιλικής αυλής από εκείνες των σπιτιών των πλούσιων εταίρων.

Δύο Ασημένιες Οινοχόες από τον Τάφο του Φιλίππου Β΄
Απαραίτητες για τα βασιλικά συμπόσια οι δύο μοναδικές στο είδος τους οινοχόες αποτελούν αληθινά κομψοτεχνήματα της αρχαίας τορευτικής. Ολόκληρο το σώμα των αγγείων σχηματίζεται από ένα αρκετά παχύ ενιαίο έλασμα διαμορφωμένο με σφυρηλάτηση και με τη βοήθεια τροχού. Οι χυτές λαβές, το μικρό πηνίο, αλλά και τα ανάγλυφα κεφάλια των Σιληνών έχουν δουλευτεί χωριστά και στη συνέχεια στερεώθηκαν με ασημοκόλληση.
Την έντονη καμπύλη του σώματος με τη φουσκωτή, σχεδόν σφαιρική κοιλιά και τον λεπτό λαιμό, που επιτρέπει τη χρονολόγηση του αγγείου προς τα μέσα του 4ου προχριστιανικού αιώνα, εξισορροπεί το πλατύ οριζόντιο χείλος με το κομψό ανάγλυφο περιχείλωμα, μια λεπτομέρεια με αξία διακοσμητική, αλλά συγχρόνως και λειτουργική, αφού σε αυτό εφαρμόζει η λαβή που »προεκτείνοντας» με την καμπύλη της το χείλος, δίνει την εντύπωση ευστάθειας.
Το διακοσμητικό και το λειτουργικό στοιχείο συνδυάζονται άριστα στην εξαιρετικά κομψή και μελετημένη λαβή, που, για να αγκαλιάσει το χείλος, ανοίγεται προς τα επάνω με ένα διπλό ζευγάρι ελίκων και τελειώνει προς τα κάτω με ένα μπουκέτο φύλλων και βλαστών, εφαρμόζοντας έτσι τέλεια στη μαλακή καμπύλη του ώμου και σχηματίζοντας συγχρόνως το τόξο, μέσα στο οποίο θα προσαρμοστεί το κεφάλι του Σιληνού. Περισσότερο διακοσμητικό παρά λειτουργικό μοιάζει να είναι το πηνίο στον ώμο της μιας λαβής, ανάμνηση παλαιότερων προτύπων, στα οποία, όπως φαίνεται, εδώ θα αναρτούσαν κάποιο καπάκι.
Αξίζει να προσέξει κανείς την ιδιαίτερη προσοχή, τη φροντίδα, την ακρίβεια αλλά και την επιδεξιότητα, με την οποία έχει σχεδιαστεί και αποδοθεί σε χαμηλό ανάγλυφο η πλούσια διακόσμηση της λαβής που δεν παύει ωστόσο να προσαρμόζεται και να υπηρετεί το σχήμα και τη λειτουργία του φέροντος. Όμως σίγουρα το σημείο στο οποίο γίνεται φανερή η εξαιρετική μορφοπλαστική ικανότητα του καλλιτέχνη είναι το γοητευτικό πρόσωπο του Σιληνού, στο οποίο βρίσκουμε κάτι από την ευγένεια της μορφής του Σωκράτη, όπως την περιγράφει ο Πλάτωνας στο περίφημο Συμπόσιό του.
Για αυτές τις πανομοιότυπες μορφές των Σιληνών ο Μανόλης Ανδρόνικος (Βεργίνα, 1984,153) γράφει:
«Δεν γνωρίζω άλλους Σιληνούς με τέτοια πυκνή και αξεδιάλυτη κράση του ζωικού και του ανθρώπινου στοιχείου. Η σωκρατική εσωτερικότητα και ο ζωικός αισθησιασμός, ο στοχαστικός άντρας και η μόλις συγκρατημένη επιθυμία της σαρκικής ακολασίας, σπάνια μιλούν τόσο καθαρά, όσο με τα μάτια και τα χείλη των δύο αυτών Σιληνών – φιλοσόφων. Είναι πρόδηλο πως οι μορφές αυτές έχουν τις ρίζες τους βαθιά μέσα στην κλασική παράδοση και δεν έχουν ταραχτεί από τα βίαια ρεύματα του νέου κόσμου που θα δημιουργήσει την καινούρια τέχνη, αυτήν που θα ονομαστεί Ελληνιστική.»

Ασημένια Αγγεία Συμποσίου από τον Τάφο του Αλέξανδρου Δ’
Κοντά στη πόρτα, στη βορειανατολική γωνία του θαλάμου του τάφου, ήταν συγκεντρωμένα τα ασημένια αγγεία του συμποσίου:
Δύο κάδοι μέσα στους οποίους ανακάτευαν νερό και οίνο για να κάνουν κρασί, μια πολύ κομψή οινοχόη με χαρακτηριστικό για την εποχή σχήμα, τα ποτήρια, οι λιτοί κάνθαροι, οι κύλικες και οι πλούσια διακοσμημένοι κάλυκες με τα χαρακτηριστικά προσωπεία στον πυθμένα, το σουρωτήρι, η κουτάλα για την άντληση του κρασιού και δύο πολύ κομψά και σπάνια ασημένια μυροδοχεία, ενώ κάθε είδους πιάτα και μπολάκια, στα οποία σέρβιραν τις διάφορες λιχουδιές, βρέθηκαν πεσμένα μπροστά από την κλίνη, εκεί όπου ήταν το τραπέζι που τα είχαν ακουμπήσει.
Πολύτιμα και ιδιαίτερα κομψά όλα αυτά τα σκεύη μαρτυρούν μαζί με ολόκληρη την υπόλοιπη οικοσκευή την διάθεση για εκζήτηση που θα χαρακτηρίσει ολόκληρη την Ελληνιστική εποχή, υπολείπονται ωστόσο σημαντικά ως προς το βάρος -άρα και την αξία- αλλά και ως προς την τελειότητα του φινιρίσματος από εκείνα που βρέθηκαν στον τάφο του Φιλίππου Β΄.

Χάλκινος Λέβητας και Σιδερένιος Τρίποδας

Η συνήθεια να τοποθετείται στον τάφο ο λέβητας, το καζάνι δηλαδή που χρησιμοποιήθηκε για το ζέσταμα του νερού για το τελευταίο λουτρό είναι ένα παλιό έθιμο που το διαπιστώνουμε στις Αιγές στους τάφους των επιφανών νεκρών της αρχαϊκής εποχής. Στον τάφο του Φιλίππου Β΄ ωστόσο ξεπεράσθηκε κάθε προηγούμενο με μια ολόκληρη πολύτιμη χάλκινη οικοσκευή που πουθενά αλλού δεν βρίσκουμε παρόμοια της, ούτε ως προς την ποιότητα της επεξεργασίας αλλά ούτε και ως προς την ποσότητα και το βάρος των σκευών.

Απλός και απέριττος με μόνη διακόσμηση τις κομψές προσφύσεις των λαβών του σε σχήμα πουλιού ο λέβητας βρέθηκε στημένος επάνω στο σιδερένιο τριπόδι, την πυροστιά του, η εξαιρετικά απλή και συγχρόνως στιβαρή κατασκευή της οποίας υπαγορεύεται απόλυτα από τη χρήση της.

Στήλη Κλεωνύμου
Οι μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες εμφανίζονται στη νεκρόπολη των Αιγών ήδη τον 5ο προχριστιανικό αιώνα και μοιάζουν πολύ με αυτές που βρέθηκαν στην Αττική, στη Θεσσαλία και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Μια ιδιαιτερότητα των επιτύμβιων στηλών των Αιγών είναι η προτίμηση στις γραπτές παραστάσεις που είναι πιο συχνές από τις ανάγλυφες. Αυτό αντικατοπτρίζει πιθανότητα μια γενικότερη τάση, η οποία θα πρέπει να σχετίζεται με τη συνεχή παρουσία στην περιοχή σπουδαίων ζωγράφων που δουλεύουν για τη βασιλική οικογένεια.
Στο τύμπανο του χαρακτηριστικού αετώματος απεικονίζεται μια φτερωτή γυναικεία μορφή, μια νεράιδα που βλασταίνει από τον κάλυκα ενός λουλουδιού, ένα μοτίβο τυπικό για την εποχή που το ξαναβρίσκουμε στις γωνίες του ψηφιδωτού του ανακτόρου. Στην επιγραφή διαβάζουμε Κλεώνυμος Ακύλου, Άδυμος Κλεωνύμου, Πευκόλαος Αδύμου, Κρινώ Αδύμου, τα ονόματα των προσώπων που εμφανίζονται στη στήλη μέσα σε ένα πλαίσιο που θυμίζει στοά. Στα δεξιά καθισμένος είναι ο αρχηγός της οικογένειας ο Κλεώνυμος.

Μπροστά του ο γιος του, ο Άδυμος, σφίγγει το χέρι του πατέρα του σε έναν συγκινητικό χαιρετισμό, ενώ ο Πευκόλαος, ένα μικρό παιδάκι, παίζει με το αγαπημένο του κουτάβι. Όρθια πίσω από τον πεθερό της η Κρινώ απλώνει τρυφερά το χέρι προς το μέρος του άντρα της. Ο Κλεώνυμος που βρίσκεται στην τιμητική θέση πλαισιωμένος από τους αγαπημένους του, μοιάζει να είναι ο νεκρός, ωστόσο τοποθετημένη στον οικογενειακό τύμβο η στήλη αυτή θα σημαίνει τον τόπο όπου θα θαφτούν όλοι όταν έρθει η ώρα τους….
Τα χρώματα σώζονται αρκετά καλά και μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε τις βαριές χλαμύδες, τους κοντούς χειριδωτούς χιτώνες και τις ψηλές μπότες των ανδρών, τη χαρακτηριστική ενδυμασία των Μακεδόνων, αλλά και να εκτιμήσουμε την ικανότητα του τεχνίτη, ο οποίος έχει αφομοιώσει σε σημαντικό βαθμό τα διδάγματα της μεγάλης ζωγραφικής της εποχής του.

Έτσι μπορεί να αναμειγνύει με επιδεξιότητα τα βασικά χρώματα της παλέτας του για να πλάσει πειστικά τις μορφές και να χρησιμοποιεί με συνέπεια το φως που πέφτει από τα δεξιά για να αποδώσει με φωτοσκίαση τους όγκους, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση του τρισδιάστατου, μολονότι δεν ελέγχει απόλυτα την προοπτική.

Επανεξέταση των Οστών του Βασιλικού Τάφου ΙΙ στη Βεργίνα
Τα ανθρωπολογικά πορίσματα και η αρχαιολογική προσέγγιση.

Ο Στόχος
Η επιστροφή στην επανεξέταση του σκελετικού υλικού από τον τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας στη Βεργίνα, από το 2010 μέχρι σήμερα, αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης διεπιστημονικής έρευνας που αποσκοπεί στην επανεκτίμηση παλαιότερων ερευνών, με τη συνδρομή ιατρικών και φυσικοχημικών εξετάσεων. Στόχος είναι η δημιουργία μιας βάσης δεδομένων που θα υποστηρίζεται από τρισδιάστατη ηλεκτρονική σάρωση, και θα παράσχει στην ελληνική και τη διεθνή επιστημονική κοινότητα τη δυνατότητα να μελετήσει ένα ευαίσθητο και πολύτιμο υλικό χωρίς να διακινδυνεύσει τη φθορά του.
 
Η Μέθοδος
Η ανθρωπολογική έρευνα των δύο σκελετικών συνόλων από τον θάλαμο και τον προθάλαμο του τάφου ΙΙ , που κατέγραψε 350 οστά και θραύσματα, συνοδεύεται με 3.000 έγχρωμες ψηφιακές φωτογραφίες και υποστηρίχτηκε από αξονικές τομογραφίες, ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης (SEM) και φθορισμομετρία ακτίνων Χ (XRF) που εντόπισαν πάνω στα οστά και άλλα υλικά, όπως πορφύρα και χουντίτη, που ανήκουν σε άγνωστο μέχρι στιγμής αντικείμενο.Τα Αποτελέσματα
Για το νεκρό του θαλάμου τα νέα πορίσματα οδηγούν σε ακριβέστερο καθορισμό της ηλικίας του (41 – 49 ετών), και εντοπίζουν εκφυλιστικές αλλοιώσεις, χρόνιες παθήσεις και δείκτες δραστηριότητας που υποδεικνύουν μεσήλικο άνδρα με έντονη ιππευτική και πολεμική δραστηριότητα. Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με τις μορφολογικές αλλοιώσεις στα οστά του -που βεβαιώνουν πως ο νεκρός κάηκε αμέσως μετά το θάνατό του- αποδυναμώνουν τη θεωρία της ταύτισής του με τον Φίλιππο Γ’ Αρριδαίο και ενισχύουν, αντίθετα, την απόδοση του τάφου στον Φίλιππο Β΄.
Για τη νεκρή του προθαλάμου νέες παρατηρήσεις σε οστά που δεν είχαν εντοπιστεί στο παρελθόν προσδιορίζουν με ακρίβεια πλέον την ηλικία της (30 – 34 ετών), που αποκλείει οριστικά τρεις από τις πιθανές ταυτίσεις που έχουν μέχρις στιγμής προταθεί για την ταυτότητά της (Κλεοπάτρα και Μήδα, γυναίκες του Φιλίππου Β΄ και Αδέα / Ευρυδίκη, γυναίκα του Φιλίππου Γ΄ Αρριδαίου).
Μορφολογικές αλλοιώσεις βεβαιώνουν πως η νεκρή κάηκε, όπως κι ο νεκρός του θαλάμου, αμέσως μετά το θάνατό της, ενώ οι δείκτες ιππικής δραστηριότητας δηλώνουν πως ίππευε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ένα κάταγμα στο άνω άκρο της αριστερής κνήμης που προκάλεσε βράχυνση, ατροφία και χωλότητα στο αριστερό της πόδι, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ζεύγος των άνισων κνημίδων του προθαλάμου της ανήκει και πως το μεγαλύτερο μέρος του ανδρικού οπλισμού που βρέθηκε στο χώρο ταφής της είναι δικός της .
Τα δεδομένα αυτά ενισχύουν την παλιά υπόθεση του N.G.L.Hammond για την ταύτιση της νεκρής με μιαν άγνωστη Σκύθισσα, ίσως κόρη του βασιλιά Ατέα, χωρίς να αποκλείουν το ενδεχόμενο στη νεκρή του προθαλάμου να αναγνωρίσουμε την Αυδάτα, γυναίκα του Φιλίππου Β΄ από την Ιλλυρία. Κυρίως όμως υποστηρίζουν όχι μόνον από αρχαιολογική αλλά και από ανθρωπολογική άποψη την απόδοση του τάφου ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας στον Φίλιππο Β’ και τη χρονολόγησή του στα 336 π. Χ.
 
ΕΡΓΑ ΣΕ ΕΞΕΛΙΞΗ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΑΙΓΩΝ 
Τα έργα που βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη από την ΙΖ” ΕΠΚΑ περιλαμβάνονται στη συνολική πρόταση διαχείρισης και ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών και συνθέτουν την έννοια του Πολυκεντρικού Μουσείου. Εργο «Ανάπλαση – Ανάδειξη της Βασιλικής Νεκρόπολης και του Ανακτόρου των Αιγών. Φάση Γ». Συγχρηματοδοτούμενο από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΣΠΑ, ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας).
Στόχος των έργων σε εξέλιξη είναι να προσφέρουν στον επισκέπτη την εμπειρία μιας νέας σχέσης ανάμεσα στις αρχαιότητες που εκτίθενται στον πραγματικό ή ψηφιακό χώρο του μουσείου και στον γεωγραφικό, ιστορικό και μνημειακό χώρο από τον οποίο προέρχονται. Στις υπάρχουσες εκθέσεις (Βασιλική Συστάδα Φιλίππου Β’) σύντομα θα προστεθούν τα υπό κατασκευή έργα:
Το Εικονικό Μουσείο Μέγας Αλέξανδρος και το Νέο Κτήριο του Πολυκεντρικού Μουσείου, τα οποία σε συνδυασμό με υπαίθριες ενότητες μνημείων όπως το Ανάκτορο και η Βασιλική Συστάδα των Τημενιδών -οι οποίες αναδεικνύονται και σύντομα θα είναι προσιτές στο κοινό- θα προσφέρουν μία συνολική και δυναμική άποψη της αρχαίας πρωτεύουσας των Μακεδόνων και του ιστορικού της βάρους.
Κεντρικό Κτίριο
Η πύλη του Πολυκεντρικού Μουσείου των Αιγών
Το νέο κτήριο που κατασκευάζεται σε οικόπεδο έκτασης 140 στρεμμάτων στα δυτικά της Βεργίνας, αποτελεί την «είσοδο» του Πολυκεντρικού Μουσείου, αλλά και του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών, Εδώ πρόκειται να εκτεθούν σε μόνιμη ημιυπαίθρια έκθεση γλυπτά που προέρχονται από τα ιερά της πόλεως και να αναταχθεί ο άνω όροφος της πρόσοψης του ανακτόρου.
Ο μεγάλος, ενιαίος εκθεσιακός χώρος που θα κατασκευαστεί προορίζεται για την παρουσίαση περιοδικών θεματικών εκθέσεων που αφορούν στον βίο, τον πολιτισμό και την ιστορία των Αιγών. Η πρώτη έκθεση που θα ανοίξει για το κοινό το 2016 θα έχει τον τίτλο «ΑΙΓΩΝ ΜΝΗΜΗ» Παραλληλα στο κτήριο αυτό θα στεγάζεται η φυσική έδρα του ψηφιακού μουσείου «Μέγας Αλέξανδρος από τις Αιγές στην Οικουμένη», αλλά και του ψηφιακού δικτύου περιήγησης στο αρχαίο βασίλειο των Μακεδόνων.

ΑνάκτοροΣυντήρηση και ανάδειξη του ανακτόρου των ΑιγώνΣτο βασιλικό συγκρότημα που ίδρυσε ο Φίλιππος Β’ σε έκταση περίπου 12,5 στεμμάτων, στο ψηλότερο άνδηρο της πόλης, με στόχο να αποτελέσει το δημόσιο, θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο των Αιγών, βρίσκεται σε εξέλιξη η τρίτη φάση της συντήρησης και ανάδειξής του (πράξη ενταγμένη στο Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς). Ο χώρος θα είναι επισκέψιμος το 2014.

Νεκροταφείο Τύμβων
Ανάμεσα στα χωριά της Βεργίνας και των Παλατιτσίων, σε έκταση 900 περίπου στρεμμάτων, περισσότεροι από 500 ταφικοί τύμβοι συνθέτουν την καρδιά του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών. Οι τύμβοι προσφέρουν στον επισκέπτη μία μοναδική άποψη για τη αυθεντική μορφή που είχε ένα μακεδονικό νεκροταφείο στην αρχαιότητα. Οι παλαιότεροι τύμβοι ανάγονται στον 11ο αι. π.Χ., ενώ η κύρια χρήση του τμήματος αυτού της νεκρόπολης χρονολογείται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (10ος – 7ος αι. π.Χ.), την εποχή που συντίθενται τα Ομηρικά έπη.
Ο χώρος οργανώνεται με αρχαίους δρόμους και μονοπάτια, στις δύο πλευρές των οποίων υψώνονται οι χαμηλοί τύμβοι που πολλές φορές σχηματίζουν ομάδες, δηλώνοντας ίσως συγγενικές ή ευρύτερες σχέσεις.

Εικονικό Μουσείο Μέγας Αλέξανδρος
Ένα μουσείο αφιερωμένο στη γνωστότερη μορφή της ελληνικής και -ίσως- της παγκόσμιας ιστορίας
Στόχος του έργου αυτού είναι η δημιουργία ενός εικονικού μουσείου αφιερωμένου στον Μέγα Αλέξανδρο, το οποίο, επιστρατεύοντας όλα τα μέσα που προσφέρουν οι σύγχρονες τεχνολογίες της πληροφορικής, θα προχωρήσει σε μια συνθετική, επιστημονικά έγκυρη και συγχρόνως γλαφυρή και ελκυστική παρουσίαση της πορείας του ίδιου του ήρωα στην ιστορία και στο μύθο, αλλά και όλων εκείνων των διεργασιών που οδήγησαν στη δημιουργία του οικουμενικού πολιτισμού που ονομάζεται «Ελληνιστικός» και αποτέλεσε τη βάση των ιστορικών εξελίξεων, οι οποίες σφράγισαν καίρια την σύγχρονη κοσμοαντίληψη.

Δίκτυο Εικονικής Περιήγησης στο Αρχαίο Βασίλειο των Μακεδόνων
Ο ψηφιακός αυτός κόμβος θα περιλαμβάνει πολιτιστικές διαδρομές και επιλεγμένα σημεία ενδιαφέροντος του αρχαίου βασιλείου των Μακεδόνων. Με στόχο τη διεθνή προβολή των επισκέψιμων αρχαιολογικών χώρων και μουσείων της γεωγραφικής αυτής ενότητας, το Δίκτυο θα παρέχει, με σύγχρονες εφαρμογές, την πληροφόρηση που χρειάζεται τόσο ο εικονικός επισκέπτης του διαδικτύου, όσο και ο επισκέπτης του φυσικού γεωγραφικού χώρου, προκειμένου να διαμορφωθεί για την περιοχή μια διεθνούς εμβέλειας ταυτότητα πολιτιστικού προορισμού.
Οι Αιγές, η Πέλλα, η Βέροια και η Έδεσσα είναι ανάμεσα στα σημεία ενδιαφέροντος τα οποία, με τη βοήθεια βιωματικών ξεναγήσεων και ψηφιακών αποκαταστάσεων, θα γίνουν ευρύτερα προσβάσιμα στο κοινό, με εκπαιδευτικό και ταυτόχρονα ψυχαγωγικό τρόπο. Το έργο συγχρηματοδοτείται από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΣΠΑ 2007 – 2013, Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ψηφιακή Σύγκλιση»).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΗ ΒΟΥΛΗ … ΤΡΙΠΛΑΣΙΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ … ΕΦΑΜΙΛΛΟ ΤΗΣ ΚΝΩΣΟΥ
Ο Χώρος των Αιγών ή της Βεργίνας, επιλέχθηκε από τον βασιλιά Περδίκκα τον Α΄ για την πρωτεύουσά του. To ζήτημα αν η ΄Εδεσσα και οι Αιγαί ήταν μία πόλη, ή δύο διαφορετικοί οικισμοί, απασχολεί τους ερευνητές. Πιθανότερο φαίνεται να υπήρχαν δύο πόλεις παράλληλες και όχι δύο ονόματα για την ίδια πόλη. Με αφετηρία τις Αιγές οι επόμενοι βασιλείς, όπως καταγράφει ο Θουκυδίδης , επεκτείνουν την επικράτειά τους στις περιοχές της Μυγδονίας, της Βοττιαίας και της Πιερίας, περί τα τέλη του 6ου π.Χ αιώνα.
Περίπου στα τέλη του 5ου π.Χ αιώνα, η πρωτεύουσα μεταφέρεται από τον βασιλιά Αρχέλαο στην Πέλλα. Παρά το γεγονός αυτό, οι Αιγές δεν απώλεσαν την πρωτινή τους λάμψη και σπουδαιότητα. Το γεγονός τεκμαίρεται από την καταγραφή των αρχαίων πηγών, για τις σημαντικές δραστηριότητες που ελάμβαναν χώρα στις Αιγές και μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Πέλλα. Ο χώρος των Αιγών καθιερώνεται και σαν χώρος του βασιλικού κοιμητηρίου.
Tον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας συγκροτούν δύο διακριτές περιοχές, δηλαδή η περιοχή της αρχαίας πόλης προς τις παρυφές των Πιερίων βουνών, και το σπουδαίο κοιμητήριο προς την πεδιάδα και μέχρι τον Αλιάκμονα ποταμό. Η πρώτη ανασκαφική προσπάθεια έγινε το 1861 με τον Γάλλο αρχαιολόγο Leon Heuzey, συνεχίστηκε τον 20ο αιώνα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και τον καθηγητή αρχαιολογίας Κωνσταντίνο Α. Ρωμαίο και τους καθηγητές Γ. Μπακαλάκη και Μανώλη Ανδρόνικο.
Το 1969 ανακαλύφθηκε ο τάφος του αγρού Μπλούκα, το 1977 ο τάφος του Φιλίππου, το 1978 ο τάφος του Πρίγκηπα, το 1982 το θέατρο, το ιερό της Εύκλειας , ο τάφος στα Παλατίτσια, ο τάφος του αγροκτήματος Μπέλλα, το 1987 ο τάφος της Ευρυδίκης μητέρας του Φιλίππου, το 1990 το Μητρώον Α. Στην αρχαία πόλη περιλαμβάνονταν το τείχος με την πύλη και τον πύργο του, τα ανάκτορα, το θέατρο, η αγορά με το ιερό της Εύκλειας , το ιερό της Μητέρας των θεών Κυβέλης, οικοδομήματα, κτίρια, ιδιωτικές κατοικίες.
Στην ανατολική πλευρά των ανακτόρων μετά την είσοδο, υπάρχει ένας κυκλικός χώρος, τον οποίο ο Πλάτων ονομάζει Θόλο. Στον χώρο αυτό βρέθηκε επιγραφή με την φράση Ηρακλήι Πατρώιοι, δηλαδή στον Ηρακλή Πατρώο και στην νεοελληνική, στον Πατέρα Ηρακλή. Η κατασκευή παραπέμπει στην Εστία, ή στην Ορία Μήτηρ (όπως την αποκαλεί ο Αριστοφάνης στις Όρνιθες) ο φρουρός της ευτυχίας των ανθρώπων, η θεά με τα πρυτανεία της, τα κυκλικά δηλαδή ιερά της εντός των οποίων καιγόταν το ακοίμητον πυρ, που συμβολίζει το σχήμα του πλανήτη Γη.
Μία Εστία εγχαραγμένη με μαθηματική γνώση και επιστημονική σοφία, μία Εστία που διολισθαίνει στην θεωρία του επίκυκλου του Ηρακλείδη Ποντικού (390-330 π.Χ.) και των αστρονομικών μυστικών του τροχού του Ομήρου. Αυτή και μόνο η επιγραφή και ο συμβολισμός της, καταδεικνύουν την ελληνικότητα των Μακεδόνων. Σημαντικές επιστημονικές ανακοινώσεις για το ανάκτορο των Αιγών (Βεργίνας) έλαβαν χώρα στην Θεσσαλονίκη τον Νοέμβριο του 2008.
Ειδικότερα ανακοινώθηκε ότι, το ανάκτορο του Φιλίππου στην Βεργίνα (Αιγές), είχε έκταση αντίστοιχη με την έκταση 3 Παρθενώνων σε χώρο 15 στρεμμάτων (δηλαδή μεγαλύτερο χώρο από αυτόν της σημερινής Βουλής στο Σύνταγμα στην Αθήνα), με δυνατότητα φιλοξενίας και στέγασης 4.000 ατόμων και συμποσίων με 500 καλεσμένους. Η ανοικοδόμησή του άρχισε το 350 π.Χ περίπου και ολοκληρώθηκε σε 12 χρόνια. Αρχιτέκτων και κατασκευαστής του ήταν ο περίφημος Πύθεος, που έκτισε το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.
 
ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΗ ΒΟΥΛΗ, ΤΡΙΠΛΑΣΙΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ, ΕΦΑΜΙΛΛΟ ΤΗΣ ΚΝΩΣΟΥ
Τριπλάσιο από τον Παρθενώνα, επιβλητικό, πλούσιο και μεγαλόπρεπο, εφάμιλλο της Κνωσού και λαμπρό σαν τον Ήλιο των Μακεδόνων, ήταν το Ανάκτορο των Αιγών, που έκτισε ο Φίλιππος ο Β΄, ο πατέρας τους Μεγάλου Αλεξάνδρου, στο χώρο της σημερινής Βεργίνας πριν από 2.350 περίπου χρόνια.
Το χτίσιμο του Ανακτόρου, του «Παρθενώνα της Μακεδονίας» όπως το χαρακτήρισε η ίδια και χρονολογείται περί το 350 – 340 π.Χ. υπολογίζεται πως κράτησε 10 με 12 χρόνια και απαίτησε για τη δόμησή του, τη μεταφορά 13 χιλιάδων κυβικών μέτρων πωρόλιθου, που φορτώθηκαν σε βοϊδάμαξες από τα λατομεία του γειτονικού Βερμίου, 12 χιλιόμετρα μακριά από τις Αιγές. Μονάχα αυτοί οι πωρόλιθοι σε σημερινές τιμές, θα κόστιζαν περίπου 26 εκατομμύρια ευρώ. Χώρια τα άλλα δομικά και διακοσμητικά υλικά.
Τα αρχιτεκτονικά μάλιστα μέλη Ανακτόρου του Φιλίππου, καλύπτονταν από γαλάζια έως και κόκκινα λεπτότατα κονιάματα που έλαμπαν στον ήλιο της Μακεδονίας, όπως ακριβώς το δεκαεξάκτινο σύμβολό της και γέμιζαν με δέος και θαυμασμό τα μάτια των προσωπικοτήτων, που κατέφθαναν στην αυλή του ισχυρού Βασιλιά της Μακεδονίας και ταυτόχρονα Ηγέτη – Αρχιστράτηγου των Πανελλήνων.
Εκτιμάται μάλιστα, πως την ημέρα των γάμων της άλλης κόρης του Φιλίππου, της Κλεοπάτρας, με τον βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Αλέξανδρο στις Αιγές, τα Ανάκτορα ήταν πανέτοιμα για να δεξιωθούν και να θαμπώσουν του υψηλούς προσκεκλημένους. Δυστυχώς όμως την ίδια εκείνη ημέρα, το 336 π.Χ. έκλεισαν για πάντα τα μάτια του μεγαλόπνοου εμπνευστή τους, του πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθώς δολοφονήθηκε εκεί, στο παρακείμενο θέατρο, από τον Παυσανία…
Τα Ανάκτορα, που είχαν μήκος 78 μέτρα και ύψος 13,60 μ. και απλωνόταν σε έκταση συνολικά 12,5 στρεμμάτων, εικάζεται πως είναι έργο του κορυφαίου αρχιτέκτονα Πυθέου, ο οποίος σχεδίασε το περίφημο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού (355 – 350 π.Χ.), ένα από τα 7 θαύματα της αρχαιότητας, καθώς και το ναό της Αθηνάς Πολιάδος στην Πριήνη της Μικράς Ασίας.
Η πρόσβαση στο Ανάκτορο γινόταν από την ανατολική πλευρά, όπου υψωνόταν ένα πραγματικά μοναδικό μνημειακό πρόπυλο, στο κέντρο μιας εντυπωσιακής δωρικής κιονοστοιχίας! Σώζονται μάλιστα τα μαρμάρινα κατώφλια της τριπλής αυτής βασιλικής εισόδου. Περνώντας το πρόπυλο φτάνει κανείς στην αυλή που παραδοσιακά αποτελούσε το κέντρο, γύρω από το οποίο αρθρώνονταν οι χώροι και οι λειτουργίες κάθε σπιτιού.
Όπως η πρόσοψη έτσι και η αυλή που είναι ακριβώς τετράγωνη αποκτά εδώ μια απολύτως κανονική μνημειακή μορφή με ένα τεράστιο περιστύλιο, σε κάθε πλευρά του οποίου υπάρχουν 16 λίθινοι δωρικοί κίονες που επιστέφονται από την χαρακτηριστική δωρική ζωφόρο.
Η αυλή που χωράει άνετα περισσότερο από 2.000 καθιστούς ανθρώπους, λειτουργούσε κυρίως σαν χώρος όπου επικεντρωνόταν η πολιτική και κοινωνική ζωή του Μακεδονικού Βασιλείου, ενώ σε μια άλλη, μεγάλη, κυκλική αίθουσα της ανατολικής πλευράς, τον θόλο, είχαν βρεθεί αναθηματικές επιγραφές που αναφέρονταν στην ελληνική φυσικά γλώσσα, στον «πατρώο Ηρακλή», που οι Μακεδόνες βασιλιάδες τιμούσαν σαν πρόγονό τους, όπως και ο Αλέξανδρος.
Χώροι συμποσίων, ανδρώνες, με δάπεδα στρωμένα με ψηφιδωτά από βότσαλα, υπήρχαν στην ανατολική και τη βόρεια πλευρά του Παλατιού, όπου δύο διάδρομοι οδηγούσαν από το περιστύλιο στον εξώστη, μια ευρύχωρη βεράντα με πανοραμική θέα στην πόλη και σε ολόκληρη την περιοχή, που αποτελεί άλλη μία θαυμαστή καινοτομία του Ανακτόρου των Αιγών. Ιδιαίτερα εντυπωσιακά είναι όμως τα εξαίσια ψηφιδωτά, που καταλαμβάνουν έκταση 2.000. τ.μ. Δηλαδή δύο ολόκληρων στρεμμάτων συνολικά.
Ένα από αυτά σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση και είναι φτιαγμένο από μικροσκοπικά λευκά, μαύρα, γκρίζα, κίτρινα και κόκκινα βότσαλα. Το ψηφιδωτό αυτό θυμίζει χαλί με ένα εντυπωσιακό λουλούδι να ανθίζει στο κέντρο του, πλαισιωμένο από πολύπλοκα ελικωτά βλαστάρια και λουλούδια που εγγράφονται σε έναν κύκλο. Μάλιστα ο πολλαπλός μαίανδρος και ο σπειρομαίανδρος που στολίζουν την περιφέρεια του κύκλου, μοιάζουν πολύ με αυτούς που βρίσκουμε πάνω στη χρυσελεφάντινη ασπίδα του Φιλίππου Β΄, η οποία και εκτίθεται στο Μουσείο των Βασιλικών Τάφων.
Ακόμη, στη μία από δύο μεγάλες επίσημες αίθουσες των Ανακτόρων, που πιθανόν ήταν αίθουσες βασιλικών ακροάσεων και συμποσίων, θέμα του επιδαπέδιου ψηφιδωτού αποτελεί μια θάλασσα από σκούρα μπλε βότσαλα, που στη μέση της καλπάζει ένας ταύρος, ο οποίος έχει στην πλάτη του την Ευρώπη. Είναι η αρπαγή της Ευρώπης, της βασιλοπούλας της Φοινίκης από τον ταύρο – Δία, την οποία φέρνει στην Κρήτη και έτσι στην ήπειρο που παίρνει από αυτήν το όνομά της.
Ο Φίλιππος διάλεξε αυτό το θέμα για το πιο επίσημο δωμάτιο του Ανακτόρου του, διότι όπως φαίνεται αντιλαμβανόταν τον εαυτό του σαν Ευρωπαίο Ηγεμόνα, γεγονός που, λαμβανομένων υπόψη των μοναδικών χαρακτηριστικών της δυναμικής, στρατηγικής και πολιτικής του προσωπικότητας, αλλά και του μεγαλεπήβολου και τολμηρότατου οράματός του για συντριβή του πανίσχυρου Περσικού Κράτους, δικαιώνει τα λόγια που έγραψε για εκείνον ο Θεόπομπος, χαρακτηρίζοντάς τον ως τον σπουδαιότερο άνδρα της Ευρώπης:
«…Μηδέποτε ενηνοχέναι Ευρώπη τοιούτον άνδραν παράπαν οίον τον του Αμύντου Φίλιππον»
Περισσότερο λιτές, αλλά εξίσου εντυπωσιακές είναι και οι τρεις τεράστιες αίθουσες της δυτικής πλευράς με τα μαρμαροθετήματα, που υπογραμμίζουν και εδώ τη μεγάλη φροντίδα όλων των χώρων του Ανακτόρου, που υπολογίζεται πως συνολικά άφηνε χώρο για 278 κλίνες. Ο Φίλιππος δηλαδή μπορούσε να παραθέσει συμπόσιο σε περισσότερους από 500 καλεσμένους ταυτόχρονα, αριθμός πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα. Το Βασιλικό Ανάκτορο του Φιλίππου στις Αιγές, με την ποιότητα, τη διακόσμηση και την αρχιτεκτονική του τελειότητα, με τον πλούτο και τις εντυπωσιακές διαστάσεις του.
Με τη μεγαλοπρέπεια και τη λάμψη του στο ηλιακό φως, εξοπλισμένο με όλες τις ανέσεις της εποχής, με ένα άψογο σύστημα αποχέτευσης αλλά και ύδρευσης, που έφερνε μέχρι εκεί το δροσερό νερό των πηγών του βουνού, με τις τεράστιες αίθουσες, την πελώρια αυλή, το επιβλητικό πρόπυλο, την πρωτοποριακή διώροφη στοά του, κατασκευασμένη 200 χρόνια νωρίτερα από τη Στοά του Αττάλου, τους ανδρώνες, τα διαμερίσματα των γυναικών και τους κοιτώνες, θεωρείται πια δίκαια εφάμιλλο των πλουσίων βασιλικών Ανακτόρων της Κνωσού, τόσο που ίσως να μπορούσε –εάν υποθετικά τα γνώριζε– να αναφωνήσει ο Φίλιππος:
«Νενίκηκά σε Μίνωα»
Δυστυχώς όμως, μετά την κατάλυση του Μακεδονικού Βασιλείου από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ., έπειτα από τη δραματική μάχη της Πύδνας (22 Ιουνίου 168 π.Χ.),ο ηρωικός Μακεδονικός Στρατός, που μόνος του αντιστέκονταν ως λέων στην ανεμπόδιστη από τους υπόλοιπους Έλληνες επέλαση των Ρωμαίων, διαλύθηκε και οι κατακτητές εξάντλησαν τη βαρβαρότητά τους, καταστρέφοντας, καίγοντας και γκρεμίζοντας μαζί με την πόλη των Αιγών, τα τείχη και το θέατρο της και το περίφημο λαμπρό και μοναδικό Ανάκτορο, που περιμένει από τότε, εδώ και 2.177 χρόνια τη σωστική αναστήλωσή του.
Οι Αιγές εξαφανίζονται έκτοτε και ξεχνιούνται. Ωστόσο όμως η ανάμνηση του θρυλικού Μακεδονικού βασιλικού οίκου εξακολουθεί «να ζει και να βασιλεύει» στο Βυζαντινό όνομα Παλατίτσια, που στέκει αδιάκοπα στους αιώνες έως σήμερα, στο όνομα του γειτονικού με τις Αιγές χωριού (η Βεργίνα είναι άλλο, πολύ νεότερο χωριό, που κατοικήθηκε από πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και της Αν. Ρωμυλίας).
Στα κατοπινά πικρά χρόνια της Τουρκοκρατίας, στα 1495, μετά την άλωση της Πόλης, εκεί επάνω στα παλάτια του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, θα στήσουν οι Έλληνες το ταπεινό παλάτι του Υψίστου Βασιλέως, την Εκκλησούλα της Αγίας Τριάδας, χτισμένη στη σκιά της αιωνόβιας βελανιδιάς…
ΧΑΡΤΕΣ 
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ 
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)