Σάββατο 28 Αυγούστου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (1211-1248)

ΧΟ. ὅστις τοῦ πλέονος μέρους [στρ.]
χρῄζει τοῦ μετρίου παρεὶς
ζώειν, σκαιοσύναν φυλάσ-
σων ἐν ἐμοὶ κατάδηλος ἔσται.
1215 ἐπεὶ πολλὰ μὲν αἱ μακραὶ
ἁμέραι κατέθεντο δὴ
λύπας ἐγγυτέρω, τὰ τέρ-
ποντα δ᾽ οὐκ ἂν ἴδοις ὅπου,
ὅταν τις ἐς πλέον πέσῃ
1220 τοῦ δέοντος· ὁ δ᾽ ἐπίκουρος ἰσοτέλεστος,
Ἄϊδος ὅτε μοῖρ᾽ ἀνυμέναιος
ἄλυρος ἄχορος ἀναπέφηνε,
θάνατος ἐς τελευτάν.

μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νι- [αντ.]
1225 κᾷ λόγον· τὸ δ᾽, ἐπεὶ φανῇ,
βῆναι κεῖσ᾽ ὁπόθεν περ ἥ-
κει πολὺ δεύτερον ὡς τάχιστα.
ὡς εὖτ᾽ ἂν τὸ νέον παρῇ
1230 κούφας ἀφροσύνας φέρον,
τίς πλάγχθη πολὺ μόχθος ἔ-
ξω; τίς οὐ καμάτων ἔνι;
φθόνος, στάσεις, ἔρις, μάχαι
1235 καὶ φόνοι· τό τε κατάμεμπτον ἐπιλέλογχε
πύματον ἀκρατὲς ἀπροσόμιλον
γῆρας ἄφιλον, ἵνα πρόπαντα
κακὰ κακῶν ξυνοικεῖ.

ἐν ᾧ τλάμων ὅδ᾽, οὐκ ἐγὼ μόνος· [επωδ.]
1240 πάντοθεν βόρειος ὥς τις ἀκτὰ
κυματοπλὴξ χειμερία κλονεῖται,
ὣς καὶ τόνδε κατ᾽ ἄκρας
δειναὶ κυματοαγεῖς
ἆται κλονέουσιν ἀεὶ ξυνοῦσαι,
1245 αἱ μὲν ἀπ᾽ ἀελίου δυσμᾶν,
αἱ δ᾽ ἀνατέλλοντος,
αἱ δ᾽ ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖν᾽,
αἱ δ᾽ ἐννυχιᾶν ἀπὸ Ῥιπᾶν.

***
Όποιος ορέγεται να ζήσει
κι άλλο, κι άλλο, και δεν του φτάνει
η μετρημένη του ζωή,
αυτόν εγώ, μα την αλήθεια,
τον έχω για πολύ μωρό.
1215 Γιατί οι πολλές ημέρες που μακραίνουν
φέρνουν τις λύπες πιο κοντά·
χαρές δεν πρόκειται να δεις
όπου η ζωή τραβάει σε μάκρος,
πέρα απ᾽ το θεμιτό της μέτρο.
1220 Λυτρωτικός, μ᾽ όλους ισότιμος,
όταν σημάνει η ώρα του Άδη,
προβάλλει ο θάνατος,
και γράφει τέλος σε γάμους,
μουσικές, χορούς.

Το να μην έχεις γεννηθεί,
1225 αυτό είναι το καλύτερο·
το δεύτερο καλό, αν έχεις
γεννηθεί, να πας το γρηγορότερο
εκεί απ᾽ όπου βγήκες.
Γιατί, μόλις περάσει η πρώτη νιότη,
1230 με την ανέμελή της αφροσύνη,
ποιός, πες μου, ποιός μόχθος απέξω μένει;
ποιός κάματος δεν μπαίνει στη ζωή μας;
Φθόνος και στάσεις, μαλώματα και μάχες,
1235 φόνοι, και τελευταίο εκείνο το επονείδιστο,
τα γηρατειά· άνευρα, άφιλα, ασυντρόφευτα,
όπου του κόσμου τα χειρότερα
κακά συγκατοικούν.

Μοίρα κι αυτού του δύστυχου
τα γηρατειά, όχι δική μου μόνο.
1240 Πώς βορινό ακρωτήρι, ανεμικές 
και κύματα από παντού το δέρνουν,
έτσι κι αυτόν, αδιάκοπες
οι φοβερές του συμφορές,
τον συγκλονίζουν κυματόπληκτες
και κατακόρυφες.
1245 Άλλες από τη δύση, άλλες
απ᾽ την ανατολή, άλλες από τον νότο,
κι άλλες απ᾽ τα Ριπαία όρη κατεβαίνουν
του βορρά.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 9. Ιλιάδα

9.7. Οπλοποιία - Μήνιδος ἀπόρρησις


Η δέκατη όγδοη ραψωδία συνδέει το ξόδι του νεκρού Πατρόκλου με την είσοδο του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης, η οποία θα εξελιχθεί σε πρωτεύουσα αριστεία του ήρωα και του έπους, για να καταλήξει στον εκδικητικό φόνο και στον φριχτό διασυρμό του Έκτορα. Το μήνυμα του Αντίλοχου για τον θάνατο του αγαπημένου εταίρου προκαλεί παράφορο θρήνο στον Αχιλλέα, που τον συμμερίζεται, ανεβαίνοντας από τον βυθό της θάλασσας, η Θέτις με σαράντα εννέα Νηρηίδες. Για να αναπληρωθούν τα συλημένα από τον Έκτορα όπλα του γιου της, η Θέτις αναλαμβάνει, μεταβαίνοντας στον Όλυμπο, να ζητήσει από τον Ήφαιστο μια δεύτερη ηφαιστότευκτη πανοπλία, την οποία ο τεχνίτης θεός την κατασκευάζει και τη διακοσμεί μέσα στη νύχτα (η διεξοδική περιγραφή της ασπίδας καλύπτει το τελευταίο μέρος της δέκατης όγδοης ραψωδίας: Σ 468-617).

Στο μεταξύ, ο Αχιλλέας, εξοπλισμένος από την Αθηνά (κροσσωτή ασπίδα προστατεύει ώμους και στήθος, χρυσή νεφέλη το κεφάλι, στην κορφή λάμπει θεήλατη φλόγα), στέκει στην τάφρο, όπου (σμίγοντας τη βροντερή κραυγή του με τη φοβερή φωνή της θεάς) απωθεί τους Τρώες. Έτσι οι Αχαιοί σώζουν το σώμα του Πατρόκλου, το αποθέτουν σε νεκρώσιμο κλινάρι, και το μοιρολογούν, με εξάρχοντα τον Αχιλλέα. Μεσολαβεί, καθώς πέφτει η νύχτα, αγορά των Τρώων, όπου, παρά τη σύσταση του Πολυδάμαντα, ο Έκτορας επιβάλλει την απόφασή του να δειπνήσει και να διανυκτερεύσει ο στρατός έξω από την τειχισμένη πόλη, έτοιμος το άλλο πρωί για νέα έφοδο στα πλοία των Αχαιών. Την ίδια ώρα στο στρατόπεδο των Μυρμιδόνων, με εντολή του Αχιλλέα, τελείται: επικήδειος λουτρός, μύρωμα και παννύχιος γόος για τον νεκρό Πάτροκλο.

Ο Δίας εποπτεύει αλλά δεν εμπλέκεται στα δρώμενα αυτής της ραψωδίας. Η Θέτις ωστόσο ανταποκρίνεται στο φονικό μένος του γιου της για τον Έκτορα, προλέγοντας στο δίστιχο 95-96 τον δικό του αφανισμό. Στο αρχαίο κείμενο ορίζεται ο Αχιλλέας ὠκύμορος· λέξη σημαδιακή που ακούστηκε από το στόμα της Θέτιδας ήδη στην πρώτη ραψωδία (417), όταν της ανατίθεται από τον γιο της εκείνη η αποστολή στον Όλυμπο, με την οποία εκμαιεύεται η προγραμματική βουλή του Δία για αποχή του Αχιλλέα από το πεδίο της μάχης, ωσότου οι Αργείοι φτάσουν στο όριο της συντριβής τους. Εκεί η Θέτις, με δάκρυα στα μάτια, ομολογεί ότι ο γιος της είναι ὠκύμορος. Η μοίρα αυτή σκιάζει τον Αχιλλέα σ᾽ όλη την έκταση του έπους. Εδώ ωστόσο συνάπτεται επιπλέον το επικείμενο τέλος του ήρωα με το τέλος του Έκτορα, συνειρμός που εφεξής επανέρχεται και δραματοποιείται. Έτσι δένονται μεταξύ τους οι τρεις φονικοί κρίκοι: Πάτροκλος-Έκτωρ-Αχιλλέας. Μολονότι ο τρίτος φόνος (μείζονος σημασίας για τα συμφραζόμενα του τρωικού πολέμου) επισυμβαίνει πέραν της Ιλιάδας, εδώ ριζώνει.

Η επόμενη, δέκατη ένατη, ραψωδία, που εγκαινιάζει την τέταρτη και τελευταία μάχιμη μέρα του έπους, φέρει την αλεξανδρινή επιγραφή «Μήνιδος ἀπόρρησις» που πάει να πει: απόρριψη, κατάργηση της οργής του Αχιλλέα, τραγικό παρεπόμενο της οποίας υπήρξε και ο θάνατος του Πατρόκλου. Η όψιμη συμφιλίωση του ήρωα με τον Αγαμέμνονα τελείται τώρα μπροστά σε όλους τους Αχαιούς και εξελίσσεται σε αμοιβαίο διάλογο, που τον ανοίγει αποφασιστικά ο Αχιλλέας, ομολογώντας το μερίδιο του δικού του λάθους. Ενώ ο Αγαμέμνων, αναγνωρίζοντας την προσωπική του τύφλωση, την αποδίδει στην Άτη, θυγατέρα του Δία, που ο ύπατος θεός αναγκάστηκε κάποτε να την εξορίσει από τον Όλυμπο.

Στο μεταξύ, μεταφέρονται και αποδίδονται διακριτικά στον Αχιλλέα τα υπεσχημένα δώρα του Αγαμέμνονα, μεταξύ των οποίων ανέπαφη και η Βρισηίδα. Η οποία, για πρώτη και τελευταία φορά, μιλά μέσα στο έπος, θρηνώντας τον Πάτροκλο και ομολογώντας την ιδιαίτερη συμπάθεια που της έδειχνε εκείνος όσο ζούσε. Την επίμονη πρόταση του Οδυσσέα για δείπνο, πριν από την αναμενόμενη σφοδρή μάχη, ο Αχιλλέας την απορρίπτει για τον εαυτό του, επιμένοντας στο πένθος και στον θρήνο του για τον αφανισμένο εταίρο. Τότε ο Δίας παρεμβαίνει, ελεεί τον σπαραγμένο γιο της Θέτιδας, και παρωθεί την Αθηνά να του σταλάξει νέκταρ και αμβροσία στο στήθος, για να τα βγάλει πέρα στον μόχθο της επικείμενης μάχης.

Αμέσως μετά ο Αχιλλέας φορεί τη νέα ηφαιστότευκτη πανοπλία με τα εξαρτήματά της, ο Αμφιμέδων και ο Άλκιμος ζεύουν τον Ξάνθο και τον Βαλίο, εκείνος επιβαίνει στο άρμα λαμπρός σαν άλλος Υπερίων, και απευθύνεται στα αθάνατα άλογα, επικαλούμενος για τον εαυτό του τύχη καλύτερη από εκείνη που επεφύλαξαν αυτά στον Πάτροκλο. Οπότε ο Ξάνθος, με φωνή δοσμένη προσώρας από την Ήρα, ανταποκρίνεται αμφίσημα: διαβεβαιώνει τον κύριό του για την παρούσα σωτηρία του, αποδίδει τον θάνατο του αγαπημένου εταίρου στον Απόλλωνα, συνάμα όμως προλέγει στον Αχιλλέα τη μέλλουσα μοίρα του δικού του θανάτου από θεό κι από θνητό (υπονοούνται ο Απόλλων και ο Πάρις). Ο Αχιλλέας βρίσκει περιττή την προειδοποίηση του Ξάνθου· ξέρει και ο ίδιος πως δεν πρόκειται να ξαναδεί, γυρίζοντας στη Φθία, μάνα και πατέρα, όμως αυτό δεν αλλάζει τώρα σε τίποτε το εκδικητικό μένος του. Εφάρματος δίνει το σύνθημα να κινήσουν τα άλογα.

Όλη η ζωή είναι επιλογές

Όλη η ζωή είναι επιλογές, μόνο στη μοναχικότητα δεν υπάρχει επιλογή. Επιλογή, οποιουδήποτε είδους, σημαίνει σύγκρουση. Στην επιλογή υπάρχουν αναπόφευκτα αντιθέσεις. Αυτές οι αντιθέσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, γεννάνε σύγχυση και δυστυχία. Για να ξεφύγει κανείς από αυτή τη δυστυχία, κάνει να μοιάζουν οι θεοί, τα πιστεύω, ο εθνικισμός και η αφοσίωση σε διάφορα μοντέλα δραστηριότητας, σαν πραγματικές ανάγκες.

Ξεφεύγοντας με αυτές τις κάνεις να αποκτήσουν πολύ μεγάλη σημασία, αλλά η φυγή είναι ο δρόμος της ψευδαίσθησης και τότε εμφανίζονται ο φόβος κι η ανησυχία. Ο δρόμος της επιλογής είναι ο δρόμος της θλίψης όπου ο πόνος δεν έχει τέλος. Η επιλογή, η εκλογή, θα υπάρχει πάντα όσο υπάρχει εκείνος που επιλέγει -που είναι η συσσωρευμένη μνήμη πόνου και ευχαρίστησης- και κάθε εμπειρία επιλογής, το μόνο που κάνει είναι να δυναμώνει τη μνήμη, που η αντίδρασή της γίνεται σκέψη και συναίσθημα.

Η μνήμη έχει μόνο μερική σημασία, καθώς είναι φτιαγμένη για να αντιδρά μηχανικά κι αυτή η αντίδραση είναι η επιλογή.

Δεν υπάρχει ελευθερία στην επιλογή. Διαλέγεις σύμφωνα με τον τρόπο που έχεις ανατραφεί, σύμφωνα με την κοινωνική, οικονομική και θρησκευτική διαμόρφωσή σου. Η επιλογή δυναμώνει, χωρίς εξαίρεση, αυτή τη διαμόρφωση. Δεν υπάρχει φυγή από αυτή τη διαμόρφωση που μόνο γεννάει όλο και περισσότερα βάσανα.

Η επιλογή γεννάει πάντα δυστυχία. Παρακολούθησέ την και θα δεις να καραδοκεί, να απαιτεί, να επιμένει, να εκλιπαρεί και πριν το καταλάβεις, θα βρίσκεσαι πιασμένος στο δίχτυ των αναπόφευκτων υποχρεώσεων, ευθυνών και απογνώσεων που φέρνει.

Παρακολούθησέ την και θα έχεις επίγνωση αυτού που πραγματικά συμβαίνει. Έχε επίγνωση αυτού που συμβαίνει, δε μπορείς να αλλάξεις αυτό που συμβαίνει, μπορείς να το κουκουλώσεις, να το βάλλεις στα πόδια, αλλά δε μπορείς να το αλλάξεις. Είναι εκεί. Αν το αφήσεις ήσυχο χωρίς να παρεμβαίνεις με τις απόψεις σου και τις ελπίδες σου, τους φόβους σου και τις απελπισίες σου, με τις υστερόβουλες και πανούργες κρίσεις σου, θα ανθίσει και θα φανερώσει όλη τη δαιδαλώδη μορφή του, όλες τις λεπτές κινήσεις του -και υπάρχουν πολλές- τη φαινομενική σημασία και ηθική του, τα κρυμμένα του κίνητρα και τις κρυμμένες φαντασιώσεις του.

Αν αφήσεις εκείνο που πραγματικά συμβαίνει ήσυχο, θα σου δείξει όλα αυτά και περισσότερα. Αλλά πρέπει να έχεις μια χωρίς επιλογές επίγνωσή του, περπατώντας ήσυχα. Τότε θα δεις ότι η επιλογή, έχοντας ανθίσει, πεθαίνει και μένει η ελευθερία, όχι ότι είσαι ελεύθερος, αλλά υπάρχει ελευθερία.

Εσύ είσαι εκείνος που κάνει τις επιλογές, εσύ είσαι εκείνος που σταμάτησε να τις κάνει. Δεν υπάρχει τίποτα να επιλέξεις. Μέσα από αυτήν την χωρίς επιλογές κατάσταση ανθίζει η μοναχικότητα. Ο θάνατος της επιλογής δεν είναι ποτέ το τέλος της. Πάντοτε ανθίζει και πάντοτε είναι καινούρια. Το να πεθαίνεις για το γνωστό σημαίνει να είσαι μόνος. Κάθε επιλογή βρίσκεται στο πεδίο του γνωστού. Η δράση σε αυτό το πεδίο φέρνει πάντα θλίψη.

Τέλος της θλίψης υπάρχει στη μοναχ(δ)ικότητα.

Καχυποψία: Πόσο παρανοϊκοί είμαστε;

Η καχυποψία είναι ένα χρήσιμο χαρακτηριστικό, που μας βοηθά να μην πέφτουμε θύματα εκμετάλλευσης και να μην είμαστε καλοπροαίρετοι και ανοιχτοί με όλους τους ανθρώπους γύρω μας.

Τι γίνεται όμως όταν η καχυποψία αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό και δεν μας επιτρέπει να αναπτύξουμε σχέσεις, γιατί κάθε φορά περιμένουμε τη στιγμή που ο άλλος θα μας κοροϊδέψει ή θα μας εκμεταλλευτεί;

Πόσο κακοπροαίρετους μπορούμε να θεωρήσουμε τους άλλους και πόσο δυσκολευόμαστε να αξιολογήσουμε αντικειμενικά τις καταστάσεις που βιώνουμε;

Υψηλά επίπεδα δυσπιστίας και καχυποψίας εμφανίζουν τα άτομα με παρανοϊκή διαταραχή προσωπικότητας, τα οποία σχεδόν πάντα θεωρούν ότι τα κίνητρα των άλλων ανθρώπων είναι ύποπτα ή κακόβουλα.

Πρόκειται για άτομα που διαρκώς θεωρούν ότι οι άλλοι άνθρωποι θα τα εκμεταλλευτούν, θα τα βλάψουν ή θα τα υποτιμήσουν, ακόμη και αν δεν έχουν καμία τέτοιου είδους ένδειξη.

Τα έντονα και ακραία χαρακτηριστικά της καχυποψίας μπορεί να μην μας αφορούν, αλλά μέσα από αυτά μπορούμε να δούμε λίγο πιο ξεκάθαρα τις καταστάσεις που προκαλεί η καχυποψία και ας αναλογιστούμε τις επιπτώσεις που προκαλεί. Σε μεγάλο ή μικρό βαθμό, η καχυποψία μας οδηγεί σε παρανοϊκά στοιχεία, καθώς μπαίνουμε στη διαδικασία να κάνουμε υποθέσεις και να προσπαθούμε να προβλέψουμε τι κακό μπορεί να μας κάνουν οι άλλοι.

Εύκολα μπορούμε να μετατρέψουμε ουδέτερες ή θετικές καταστάσεις σε αρνητικές, προκαλώντας αρνητικά συναισθήματα σε εμάς και στους γύρω μας. Και οι επιπτώσεις της καχυποψίας, τουλάχιστον εδώ, δεν μας ενδιαφέρουν για αυτά που προκαλούμε στους γύρω μας, αλλά σε εμάς τους ίδιους.

Για αρχή, ας δούμε πόσο καχύποπτοι είμαστε με τους ανθρώπους γύρω μας...

Πόσο συχνά πιστεύουμε ότι φίλοι, γνωστοί ή άγνωστοι μας αντιμετωπίζουν εχθρικά ή κάνουν πράγματα πίσω από την πλάτη μας ή μας κοροϊδεύουν;

Πόσο συχνά προσπαθούμε να βρούμε την αλήθεια, πιστεύοντας ότι μας εξαπατούν ή μας εκμεταλλεύονται;

Πόσο δύσκολο μας είναι να εμπιστευτούμε ανθρώπους γύρω μας, να τους γνωρίσουμε και να δούμε τα θετικά τους στοιχεία;

Όταν όλα αυτά είναι για εμάς ένα καθημερινό βίωμα και μας οδηγεί συχνά σε αμφισβήτηση των άλλων και σε συγκρούσεις με το περιβάλλον, θα πρέπει να εξετάσουμε τι ρόλο παίζει σε αυτό η καχυποψία που μας χαρακτηρίζει και μας καθοδηγεί;

Η καχυποψία μας οδηγεί σε μια διαρκή αρνητική κατάσταση, αφού προσανατολιζόμαστε συνεχώς σε οτιδήποτε αρνητικό που μας φαίνεται ύποπτο, έτσι ώστε να προλάβουμε διάφορα αρνητικά που μπορεί να μας συμβούν.

Σε οποιαδήποτε αμφιλεγόμενη κατάσταση, σε οποιοδήποτε δίλημμα εστιάζουμε στην αρνητική οπτική των πραγμάτων, προσπαθώντας να δώσουμε μια εξήγηση, μια ερμηνεία.

Το κακό που κάνει η καχυποψία σε εμάς τους ίδιους είναι το γεγονός ότι βιώνουμε διαρκώς μια κατάσταση αστάθειας και αμφιβολίας, μια έντονη απειλή.

Νιώθουμε ότι έχουμε ανάγκη να προστατεύσουμε τον εαυτό μας και βρισκόμαστε συνεχώς σε κατάσταση επαγρύπνησης.

Δεν μπορούμε να ηρεμήσουμε, δεν μπορούμε να αφεθούμε μέσα σε σχέσεις, δεν μπορούμε να γνωρίσουμε ανθρώπους και να επιτρέψουμε σε άλλους ανθρώπους να μας γνωρίσουν.

Ας αφιερώσουμε λίγο χρόνο να σκεφτούμε γιατί δεν εμπιστευόμαστε τους ανθρώπους γύρω μας και κυρίως τους ανθρώπους που θεωρούμε σημαντικούς στη ζωή μας.

Πώς βιώσαμε την προδοσία ή την έλλειψη εμπιστοσύνης στην παιδική και εφηβική ηλικία;

Τι παραδείγματα και διδαχές πήραμε από την οικογένειά μας;

Πόσο εύκολα οι γονείς μας εμπιστεύονταν άλλους ανθρώπους;

Μήπως μεγαλώσαμε ότι δεν θα πρέπει να εμπιστευόμαστε κανέναν πέρα από την οικογένειά μας;

Μήπως μας πέρασαν με πολλαπλούς τρόπους το μήνυμα ότι όλοι θέλουν το κακό μας εκτός από τους γονείς μας;

Ποιες είναι οι αρνητικές εμπειρίες που καλλιέργησαν την καχυποψία μας;

Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι που έχουμε καλλιεργήσει τόσο την καχυποψία ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς μας, ας δούμε τι κάνουμε τώρα...

Τι μπορούμε, λοιπόν, να κάνουμε για να είμαστε λιγότερο καχύποπτοι;

Προσπαθούμε να γνωρίσουμε περισσότερο τους άλλους ανθρώπους, αντιμετωπίζοντάς τους πιο καλοπροαίρετα, δίνοντας έμφαση στα θετικά τους στοιχεία.

Εστιάζουμε περισσότερο στα πραγματικά στοιχεία και στις καταστάσεις που παρατηρούμε, παρά στα σενάρια και στις υποθέσεις που κάνουμε.

Προσπαθούμε να μειώσουμε την αίσθηση του ελέγχου που θέλουμε να έχουμε για όλα και για όλους. Δεν θα προστατεύσουμε τη σχέση μας μέσα από τον συνεχή έλεγχο του άλλου και δεν μπορούμε να καθοδηγήσουμε τη συμπεριφορά των άλλων.

Δεν θέλουν όλοι το κακό μας και δεν σκέφτονται όλοι πώς να μας εκμεταλλευτούν ή να μας εξαπατήσουν.

Δεν μας βοηθάει σε κάτι η υπερανάλυση των καταστάσεων που βιώνουμε και των σχέσεων που δομούμε.

Δεν μπορούμε να ζούμε διαρκώς περιμένοντας τη στιγμή που θα ανακαλύψουμε ότι ο άλλος δεν αξίζει την εμπιστοσύνη μας.

Δεν γίνεται να θυμώνουμε με υποθετικά σενάρια και δεν μπορούμε να ζούμε αναζητώντας όλους τους εναλλακτικούς τρόπους που μπορεί ο άλλος να μας πληγώσουμε. Θα καταστρέψουμε τη σχέση πριν προλάβει ο άλλος να κάνει οτιδήποτε και μπορεί να επιβεβαιώνουμε στον εαυτό μας ότι μας προδίδουν, αγνοούμε όμως ποιος το προκάλεσε όλο αυτό...

Δεν μας προσφέρει κάτι η προσπάθεια αναζήτησης όλων των αρνητικών στοιχείων των άλλων. Δεν είναι όλοι γύρω μας κακοπροαίρετοι και δεν θέλουν το κακό μας. Ας στηριχτούμε λίγο περισσότερο στη λογική...

Καλό είναι να θέλουμε να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, αλλά ας προσπαθήσουμε να μην φτάσουμε στο σημείο του να στερήσουμε από τον εαυτό μας σχέσεις και ανθρώπους.

Μακριά από όλους και από όλα δεν κινδυνεύουμε να μας βλάψουν ή να μας κοροϊδέψουν, όμως, θα χάσουμε την ευκαιρία να έρθουμε πιο κοντά με κάποιους ανθρώπους... να μπορέσουμε να τους γνωρίσουμε και να δομήσουμε κοντινές -ειλικρινείς- πραγματικές σχέσεις.

Το ταξίδι του χαμένου εαυτού

Σε ένα από τα αφοριστικά του αποφθέγματα, ο Νίτσε είχε πει: «Να χάνεις τον εαυτό σου. Όταν κανείς έχει βρει τον εαυτό του, πρέπει να ξέρει από καιρό σε καιρό να τον χάνει - κι έπειτα να τον ξαναβρίσκει, εφόσον βέβαια είναι στοχαστής. Γιατί γι' αυτόν αποτελεί μειονέκτημα να είναι διαρκώς δεμένος με ένα πρόσωπο».

Το οχυρό του εαυτού είναι απρόσιτο και απομακρυσμένο σε μία μυστική και ζοφερή γωνιά. Αποτελεί μεγάλο ψυχικό επίτευγμα η προσπάθεια ανακάλυψης των κρυφά κωδικοποιημένων διόδων του και αυτή είναι, μονάχα, η αρχή. Η ζωή είναι ένας διαρκής αγών αναζήτησης, εύρεσης, απομάκρυνσης, αποκάλυψης, επαναπροσδιορισμού, γνώσης, ελέγχου και συνείδησης. Όλα προς χάριν της δόξας του ενός του εαυτού.

Όλα με σκοπό το αρχαίο και ψυχικά επενδυμένο ρητό: "Κατά τον δαίμονα εαυτού". Στην ελληνική αρχαιότητα, ο "Δαίμων" ήταν ο προστάτης που κατένειμε την μοίρα. "Δαίμων εαυτού" αποκαλούταν η θεότητα, η οποία ζούσε στην ψυχή των ανθρώπων από την γέννηση μέχρι και τον θάνατο και μεριμνούσε για την προσωπική εξέλιξη και ευημερία του ανθρώπου. Η φράση "Πράττω κατά τον δαίμονα εαυτού" αναφέρεται στην επιλογή από το άτομο σκέψεων και πράξεων που η συνείδησή του θεωρεί σωστές και του τις υπαγορεύει, ακόμα και εάν έρχονται σε σύγκρουση με τις κοινωνικές επιταγές. Την φράση αυτή επικρότησαν και υιοθέτησαν οι Στωικοί φιλόσοφοι.

Συνείδηση, λοιπόν...μία λέξη φαινομενικά απλή, αλλά με τόσα αποκρυφιστικά νοηματοδοτήματα και συσχετιζόμενη με τόσες άλλες συγγενικής φύσεως λέξεις...υποσυνείδητο, ασυνείδητο...Το ταξίδι, μόλις, ξεκίνησε.

Μακρύ το ταξίδι γεμάτο άγριες φουρτούνες και τρομακτικές χίμαιρες. Χάνεσαι, ξαναβρίσκεις το δρόμο ή δεν τον βρίσκεις ή νομίζεις πως δεν έχεις χαθεί ποτέ. Ναι…υπάρχει και η τελευταία περίπτωση και είναι η πιο αηδιαστική. Αντικρύζεις εσένα και σε σιχαίνεσαι. Έπειτα, διακρίνεις τον σωσία σου και τον βροντοφωνάζεις. Όταν, όμως, πλησιάζει…τρομάζεις. Παραδομένος στις πλάνες σου, απορείς τί είναι αληθινό και τί οφθαλμαπάτη. Καμιά φορά, όμως, βυθίζεσαι στη μέθη…εκεί είναι όλα πιο όμορφα. Μετά ξυπνάς, αλλά οι περιηγήσεις συνεχίζουν και τα ερωτηματικά είναι πολλά.

Ανακάλυψες ποτέ αντιφατικά στοιχεία στη σκέψη και στη συμπεριφορά σου, τόσο δυνάμεων και αρετών, όσο και αδυναμιών και καταστροφικών διασυρμών; Άραγε...θύμωσες με τον εαυτό σου και αισθάνθηκες τόσο ευάλωτος και άλλο τόσο ένοχος; Καμιά φορά, εγώ απορώ με την μορφή και τις διαστάσεις της σκέψης μου. Φοβάμαι μήπως η υπερτροφοδότηση και η συνεπαγόμενη υπερλειτουργία της μου κάνουν κακό.

Και όλα αυτά τα ερωτηματικά...τόσο έντεχνα και μαεστρικά αναδύουν μυστηριακές ψυχόρμητες διαδιακασίες που διστάζω να αποδεχτώ και να βιώσω. Μπορεί να δρα η φοβία...αυτή της απομάκρυνσης από αυτό που αποκαλούμε "πραγματικότητα". Μα, και η πραγματικότητα τί είναι τελικά; Όλοι ζούμε σε αυτήν, όλοι την μνημονεύουμε, αλλά...έχουμε καταλάβει ακριβώς τί είναι; Μήπως, αυτή είναι η αιτία της ενοχής μου για τα πάντα...για τα καλά μου, για τα κακά μου, για τους άλλους ανθρώπους, για την ίδια την μυστηριώδη φύση; Άραγε, αυτή η λεγόμενη πραγματικότητα και οι νόμοι της με κάνουν να αισθάνομαι πως πράττω εσφαλμένα, ενώ εγώ μπορεί να έχω άλλη γνώμη; Η φύση τί άποψη να έχει για αυτό;

Είναι φορές που νιώθω να επιλέγω, κάθε πρωί, μια μάσκα και άλλες φορές, συνήθως βράδυ...που νιώθω τα ουρλιαχτά της συνείδησής μου να ξεπερνούν τους στενούς τοίχους της ψυχής μου. Μα, τί είναι η συνείδηση; Όχι, δεν μπορεί και δεν θέλω να είναι το ίδιο με την πραγματικότητα. Δεν θυμάμαι, όμως, εάν επιτρέπω να τα ακούσει κανείς όλα αυτά. Δεν γνωρίζω ποιό είναι το σωστό. Αποδιοργανωμένες σκέψεις, αντιφατικές πράξεις, υπέρμετρη δειλία, μανιώδης φοβία...ακυβερνησία και λύπη...πολλή λύπη.

Η λύπη λένε πως είναι ο σωματοφύλακας του θυμού. Ε ναι, λοιπόν, έχω μέσα μου πολύ θυμό και απέραντη λύπη…για εμένα, για εσάς, για αυτόν τον κόσμο. Νιώθω πως δεν μου ανήκει ο εαυτός μου. Ξέρω...πως από εμένα και τον καθένα ξεχωριστά ξεκινούν το παραμύθι, το όνειρο, η ίδια η ζωή...η πραγματική ζωή...η ευτυχισμένη ζωή…το ιδεώδες. Δεν είναι πως ονειροπολώ. Δεν είναι πως οι άλλοι…οι πολλοί…γνωρίζουν την πραγματική ζωή και την αληθινή ευτυχία. Δεν ξέρουν και δεν καταλαβαίνουν τίποτα.

Γι' αυτό έχουμε φτάσει εδώ…δεσμώτες των φυλακών που οι ίδιοι φτιάξαμε. Αλλοτριωμένοι στο σάπιο βασίλειό μας. Του το κρατάω αυτού του κόσμου. Τον μισώ και ξέρω το γιατί… Σε αυτόν τον κόσμο, όλα αγοράζονται. Πάντα, όμως, θα υπάρχουν κάποιοι που δεν θα πουλήσουν τη ψυχή τους στον βωμό της δουλικής δειλίας, παρά τις συγκρούσεις που θα κληθούν να έρθουν αντιμέτωποι.

Ο Freud εισήγαγε στην ιστορία της ψυχανάλυσης τις θεμελιώδεις συγκρούσεις μεταξύ του πολιτισμού και του ατόμου, μιλώντας για τον πολιτισμό ως πηγή δυστυχίας. Αναγνώρισε ως πρωταρχικό πρόβλημα την αντιφατικότητα ανάμεσα στην επιθυμία του ατόμου για ελευθερία και τις επιταγές του πολιτισμού και της κοινωνίας για κομφορμισμό και καταπάτηση των ενστίκτων. Ας απαντήσουμε, εν μέρει, στο παραπάνω ερώτημα για το τί είναι η πραγματικότητα. Η πραγματικότητα ή η κοινωνία ή ο πολιτισμός φέρονται να λειτουργούν ως κατασταλτικοί μηχανισμοί της ψυχικής ισορροπίας του ατόμου, καθώς φαίνεται να καταπιέζουν τις πρωταρχικές και ασυνείδητες ενορμήσεις του.

Μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα, τα ένστικτα ζωής, αλλά και η φύσει επιθετικότητα/ένστικτα θανάτου απωθούνται σε μεγάλο βαθμό. Το άτομο αισθάνεται περιορισμένο ψυχικά και πρακτικά, αδυνατώντας να διαχειριστεί την εσωτερική του πίεση και την αντιφατικότητα της ίδιας του της φύσης. Άλλωστε... ποιός νομίζει πως η φύση του ανθρώπου είναι μόνο ενάρετη; Η φύση του ανθρώπου είναι και ζωώδης και καταστροφική και πολύ σκοτεινή.

Ας ανοίξουμε τα μάτια και ας δούμε καθαρά ποιά είναι η φύση μας. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στα αιματηρά γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας. Θα πω, όμως, πως όσο εμμονικά κατασταλτική και να είναι η κοινωνική πραγματικότητα, κάποια στιγμή θα πραγματοποιηθούν η έκρηξη της εσωτερικής πίεσης και η βίαιη εξωτερίκευση και προβολή των καταστροφικών ορμών. Αρνούμαι, πια, να πειστώ στην σημαντικότητα των επίκτητων ψευδαισθητικών αναγκών και της παραληρηματικής ελεύθερης βούλησης. Είναι προκαθορισμένο και ασφυκτικά περικυκλωμένο το πλαίσιο των επιλογών. Το ξέρεις...το βιώνεις καθημερινώς, αλλά αρνείσαι να το δεις...διστάζεις να το παραδεχτείς...αρνείσαι, αρνείσαι συνεχώς. Το υποσυνείδητο, όμως, είναι δυνατό.

Τα προβολικά παιχνίδια του μίσους και η διαστροφή των κατασκευασμένων αισθήσεων σε έχουν κατακτήσει ολοκληρωτικά, όμως...ποτέ δεν είναι αργά. Ο ψυχικός και συμπεριφορικός μας παροξυσμός ενισχύεται από την ψυχαναγκαστική λογική και την νομιμοποιημένη ανηθικότητα που κατακλύζουν την εποχή μας, αλλά για να είμαι ακριβής...δομούν την εποχή μας...αποτελούν την εποχή μας. Οι ενορμήσεις, όμως, είναι καταρχήν ατομικές και, εν συνεχεία, κοινωνικές. Σκέψου το. Μη σταματήσεις ποτέ να εξερευνείς την φύση σου: την φαντασία, την καταστροφικότητα, την ζωική δυναμικότητα, την συνείδηση, το ασυνείδητο, την προσωπικότητα, την ατομική θέληση και μοναδικότητα.

Το βρώμικο κρησφύγετο θα έχει, πάντοτε, ευκολότερη πρόσβαση. Βλέπεις...επουλώνει ψευδαισθησιακά τις πληγές και έπειτα σε κατακυριεύει ολοκληρωτικά. Όλα...φαντασιακά. Τί θα γινόταν, όμως, εάν το κρυστάλλινο παλάτι του πραγματικού εαυτού έπαυε να είναι αιώνια απαραβίαστο; Αχ ξεχασιάρα συνείδηση...βρες τα κλειδιά...βρίσκονται, πάντα, τόσο κοντά.

Ο Ντοστογιέφσκι, ο αριστουργηματικός αυτός συγγραφέας και περίτεχνος καταδύτης στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και τον μυστηριώδη λυρικό μας βυθό, είχε πει: «Πείτε μου: ένας άνθρωπος που έχει νιώσει βαθιά τον εαυτό του, μπορεί να τον σέβεται;». Μεγάλο το ερώτημα...βίαιη η δράση του και...τρομακτική η κινητήρια δύναμή του. Η εκβατήρια κατεύθυνσή του, όμως, ανήκει σε σένα και μόνο σε σένα...μην την αφήνεις σε κανέναν άλλον...βγάλε τις μάσκες και αφέσου στην γύμνια της φύσης. Αυτή...δεν θα σε προδώσει ποτέ. Μην το κάνεις ούτε κι εσύ.

Θα αρχίσεις
να ζεις

ή

απλά θα υπάρχεις;

Δεν αλλάζεις τον κόσμο απλά κοιτώντας τον. Αλλάζεις τον κόσμο με τον τρόπο που ζεις

Πολλά είπες.

Πολλά είπα και εγώ.

Πολλά είπαμε πως θα κάναμε.

Πολλά θέλαμε να αλλάξουμε.

Και τι καταφέραμε;

Κοιτάξαμε τους εαυτούς μας σε χίλιους καθρέφτες.

Ξοδευτήκαμε ατενίζοντας τους..

Πόσοι από εμάς ξεφύγαμε από την παροδικότητα της εικόνας μας;

Πόσοι από εμάς κρύψαμε τα λάθη μας κάτω από το δέρμα μας, να ξεγελάσουμε και εμάς τους ίδιους;

Πόσοι από εμάς είδαμε σε βάθος τον εαυτό μας;

Κοιτάξαμε ξάστερα την ψυχή μας;

Δίχως τρόμο για το τι θα αντικρίσουμε..

Κάποια στιγμή κουράστηκα να λέω ΘΑ. Κοίταξα με τόλμη την αντανάκλαση μου..

Και είπα ΚΑΝΩ. Όχι ΘΑ κάνω. Και έτσι έπραξα.

Έπλασα τα όνειρα μου με ιδρώτα και αίμα και τα άφησα στις πύλες του αύριο. Και κάθε φορά που τα παιδιά της φαντασίας μου έπαιρναν ζωή, κάτι μέσα μου άλλαζε.

Σώπαινα με δέος μπροστά στην μακαριότητα της στιγμής.

Αντιλαμβανόμουν πως τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Κι όμως όλα παραμένουν ζωντανά. Κάπου εκεί σε κάποιες κρυμμένες διαστάσεις που ίσως κάποτε τα συναντήσουμε ξανά.

Κι όταν είδα την δύναμη της δράσης, ενάντια στην αδράνεια. Τα θαύματα που η θέληση και η πράξη πραγματώνει..

Τότε κατάλαβα πως και τον κόσμο πρέπει εγώ να τον αλλάξω.

Ξεκινώντας από μέσα μου.

Ότι δεν μου αρέσει.

Ότι πόνο προκαλεί.

Ότι θλίψη χαρίζει.

Σ´ εμένα, σ´ εσένα..

Εγώ. Εσύ. Ο κάθε ένας…

Όλοι μπορούμε!

Βήμα βήμα, μέρα με την μέρα. Οδεύοντας όλο και πιο κοντά στο φως.

Έτσι μονάχα θα αλλάξουμε..

Ζήσε με αγάπη. Μην κανείς τίποτα για το οποίο θα ντραπείς. Να είσαι περήφανος για όλα όσα σκέφτεσαι, πράττεις και λες.

Να ενεργείς το ίδιο όταν είσαι μόνος και όταν σε περιβάλλει κόσμος.. να είσαι καθαρός και ακέραιος!

Η ευτυχία, η αλήθεια και η αγάπη δεν είναι κάτι που πρέπει να αναζητάς έξω από εσένα. Αλλά μονάχα μέσα σου. Κι όταν ανακαλύψεις την πηγή τους. Το ποσό απλά μπορούν να λάμψουν, τότε θα μπορέσεις να φωτίσεις και τους άλλους γύρω σου, με το παράδειγμα σου..

Μια νύχτα, θυμάμαι, ξάπλωσα στην άμμο, ακούγοντας τα κύματα της θάλασσας και κοίταξα τον ουρανό.. τόσα χιλιάδες άστρα… Τι απεραντοσύνη!

Εκείνη τη στιγμή συλλογίστηκα…

Ποσό μικρό μέρος στο σύμπαν αυτό καταλαμβάνει ο κάθε ένας από εμάς.. Πόσο ταπεινοί θα πρέπει να είμαστε! Συνάμα πόσο υπεύθυνοι για το στίγμα που θα αφήσουμε.. και τι διαφορά μπορούμε να κάνουμε!

Έπειτα οι λέξεις αυτές μου ήρθαν στον νου…

Δεν αλλάζεις τον κόσμο απλά κοιτώντας τον. Αλλάζεις τον κόσμο με τον τρόπο που ζεις.

ARTHUR SCHOPENHAUER: Το μέτρο της δυνατής ευτυχίας του καθενός είναι καθορισμένο εκ των προτέρων

Επάνω στη σκηνή κάποιος παίζει τον πρίγκιπα, ένας άλλος τον συμβουλάτορα, ένας τρίτος τον υπηρέτη ή τον στρατιώτη ή τον στρατηγό κ.λπ. Αλλά αυτές οι διαφορές υπάρχουν μόνο εξωτερικά, από μέσα, σαν πυρήνας μιας τέτοιας εμφάνισης, βρίσκεται σε όλους το ίδιο: ένας φτωχός θεατρίνος με τα βάσανά του και τις ανάγκες του. Στη ζωή είναι επίσης έτσι· οι διαφορές της κοινωνικής θέσης και του πλούτου δίνουν σε καθέναν τον ρόλο που θα παίξει, αλλά αυτός δεν αντιστοιχεί διόλου σε μια εσωτερική διαφορά της ευτυχίας και του ευάρεστου συναισθήματος, παρά και εδώ μέσα σε καθέναν βρίσκεται ο ίδιος φτωχός φουκαρατζίκος με τα βάσανά του και τις ανάγκες του, οι οποίες βέβαια στη σύνθεσή τους μπορεί να είναι διαφορετικές στον καθέναν, αλλά στη μορφή τους, στη βασική τους ουσία, είναι σε όλους αρκετά ίδιες, αν και με διαφορές στον βαθμό, οι οποίες όμως δεν εξαρτώνται καθόλου από την κοινωνική θέση και τα πλούτη, δηλαδή από τον ρόλο. Γιατί όλα όσα για τον άνθρωπο υπάρχουν και συμβαίνουν στο παρόν, υπάρχουν και συμβαίνουν άμεσα πάντα μόνο στη συνείδησή του.

Έτσι, η υφή της ίδιας της συνείδησης είναι προφανώς το καταρχήν ουσιαστικό, και στις περισσότερες περιπτώσεις η υφή αυτή μετράει πιο πολύ απ’ ό,τι οι μορφές που παριστάνονται εκεί. Όλες οι λαμπρότητες και οι απολαύσεις αντικατοπτρισμένες στην αμβλυμένη συνείδηση ενός ανόητου, είναι πολύ φτωχές απέναντι στη συνείδηση του Θερβάντες, όταν σε μιαν άβολη φυλακή έγραφε τον Δον Κιχώτη του. – Το αντικειμενικό μισό του παρόντος και της πραγματικότητας βρίσκεται στα χέρια της μοίρας και επομένως μπορεί να είναι μεταβλητό’ το υποκειμενικό είμαστε εμείς οι ίδιοι, γι’ αυτό στην ουσία του είναι αμετάβλητο. Έτσι η ζωή κάθε ανθρώπου, παρ’ όλες τις έξωθεν εναλλαγές, διατηρεί συνέχεια τον ίδιο χαρακτήρα και μπορεί να παρομοιαστεί με μια σειρά παραλλαγές επάνω σε ένα μουσικό θέμα. Έξω από την ατομικότητά του δεν μπορεί να βγει κανένας. Και όπως το ζώο σε όποιο περιβάλλον κι αν το βάλεις μένει πάντα μέσα στον στενό κύκλο που αμετάκλητα έχει χαράξει η φύση για το είδος του – κάτι που εξηγεί, για παράδειγμα, το ότι οι προσπάθειές μας να χαροποιήσουμε ένα αγαπημένο ζώο, εξαιτίας εκείνων των ορίων της συνείδησής του, παραμένουν πάντοτε περιορισμένες σε στενά πλαίσια – , έτσι συμβαίνει και με τον άνθρωπο: μέσα από την ατομικότητά του, το μέτρο της δυνατής ευτυχίας του είναι καθορισμένο εκ των προτέρων. Ιδιαίτερα τα όρια των πνευματικών του δυνάμεων έχουν μια για πάντα καθορίσει την ικανότητά του για υψηλού επιπέδου απόλαυση.

Εάν είναι στενά, όλες οι προσπάθειες απ’ έξω, όλα όσα κι αν κάνουν οι άνθρωποι και η μοίρα γι’ αυτόν, δεν θα μπορέσουν να τον οδηγήσουν πιο πέρα από το μέτρο μιας συνηθισμένης μισο-ζωώδους ανθρώπινης ευτυχίας και ευαρέσκειας: απόλαυση των αισθήσεων, σπιτική ατμόσφαιρα και χαρές της οικογενειακής ζωής, κατώτερη συντροφικότητα και ανούσιες ασχολίες για να περνάει την ώρα του. Ακόμα και η μόρφωση, αν και μπορεί να προσφέρει κάτι για τη διεύρυνση εκείνων των ορίων, πολλά δεν μπορεί. Γιατί οι πιο μεγάλες και πολυποίκιλες και διαρκέστερες απολαύσεις είναι οι πνευματικές, όσο κι αν ξεγελιόμαστε σχετικά στη νεότητά μας. Αυτές όμως εξαρτώνται από την έμφυτη δύναμη του πνεύματος. Έτσι λοιπόν γίνεται φανερό το πόσο πολύ η ευτυχία μας εξαρτάται από το τι είμαστε, από την ατομικότητά μας, ενώ συνήθως σημασία δίνεται μόνο σε όσα σχετίζονται με τη μοίρα μας, στο τι έχουμε και στο πώς φαντάζουμε στους άλλους. Η μοίρα μας όμως μπορεί να καλυτερέψει, και επιπλέον, όταν υπάρχει εσωτερικός πλούτος, δεν ζητάει κανένας πολλά από αυτή. Αντίθετα, ένας ανόητος θα μείνει ανόητος, ένας αναίσθητος χοντράνθρωπος αναίσθητος χοντράνθρωπος μέχρι το τέλος του, κι ας ήταν να ‘ναι στον παράδεισο και περιτριγυρισμένος από ωραίες κόρες.

ARTHUR SCHOPENHAUER, Το ασήμαντο αιώνια επαινούν

Ο μύθος του Σίσυφου

Οι θεοί είχαν καταδικάσει τον Σίσυφο να κυλάει αδιάκοπα ένα βράχο ως την κορυφή ενός βουνού απ’ όπου η πέτρα, με το βάρος της, ξανάπεφτε. Είχαν σκεφτεί, κάπως δικαιολογημένα, πως δεν υπάρχει πιο φοβερή τιμωρία απ’ τη χωρίς όφελος κι ελπίδα εργασία.

Εάν πιστέψουμε τον Όμηρο, ο Σίσυφος ήταν ο πιο ήσυχος κι συνετότερος των θνητών. Μια άλλη, όμως, παράδοση τον παρουσιάζει σα ληστή. Οι γνώμες διαφέρουν πάνω στα αίτια που τον ανάγκασαν να γίνει ο χωρίς κέρδος εργάτης του Άδη. Κατ’ αρχάς του καταλογίζουν κάποια αστοχασιά με τους θεούς. Αποκάλυψε τα μυστικά τους. Η Αίγινα, κόρη του Ασωπού, αρπάχτηκε από τον Δία. Ο πατέρας ταράχτηκε από την απαγωγή και απευθύνθηκε στον Σίσυφο. Αυτός, που ήξερε για την αρπαγή, υποσχέθηκε στον Ασωπό να τον βοηθήσει, με τον όρο πως θα έδινε νερό στον Ακροκόρινθο. Για τους ουράνιους κεραυνούς, θα δεχθεί την ευλογία του νερού. Τιμωρήθηκε στον Άδη. Ο Όμηρος μας διηγείται επίσης ότι ο Σίσυφος αλυσόδεσε το Θάνατο. Ο Πλούτων δεν μπόρεσε να ανεχτεί το θέαμα της έρημης και σιωπηρής αυτοκρατορίας του. Έσπευσε να στείλει το θεό του πολέμου που ελευθέρωσε το Θάνατο από τα χέρια του νικητή του. Λένε ακόμα πως όταν ήταν ετοιμοθάνατος θέλησε να δοκιμάσει ανόητα την αγάπη της γυναίκας του. Τη διέταξε ν’ αφήσει άταφο το πτώμα του στη μέση της δημόσιας πλατείας. Ο Σίσυφος ξαναβρέθηκε στον Άδη. Κι εκεί, θυμωμένος εξ αιτίας μιας υπακοής τόσο αντίθετης στην ανθρώπινη αγάπη, πήρε άδεια από τον Πλούτωνα να επιστρέψει στη γη για να τιμωρήσει τη γυναίκα του. Μα όταν ξανάδε την όψη αυτού του κόσμου … , δεν ήθελε να γυρίσει στην καταχθόνια σκιά. … Χρειαζόταν η επέμβαση των θεών. Ο Ερμής τον ξανάφερε με τη βία στον Άδη όπου ο βράχος του ήταν έτοιμος.

Έχουμε ήδη καταλάβει πως ο Σίσυφος είναι ο παράλογος ήρωας. Τα πάθη του τον συνιστούν περισσότερο απ’ το μαρτύριό του. Η περιφρόνησή του για τους θεούς, το μίσος του για τον θάνατο και το πάθος του για ζωή του στοίχισαν αυτό το ανείπωτο μαρτύριο, να δίνει όλο του το είναι χωρίς ανταμοιβή. Είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για τα γήινα πάθη. Δεν μας αφηγούνται τίποτα για τον Σίσυφο στον Άδη. Οι μύθοι φτιάχνονται για να τους ζωογονεί η φαντασία. Σ’ αυτόν βλέπουμε μόνο όλη την προσπάθεια ενός τεντωμένου κορμιού ν’ ανασηκώσει την πελώρια πέτρα, να τη γυρίσει και να την κάνει ν’ αναρριχηθεί σε μια πλαγιά που έχει ανεβοκατέβει εκατό φορές …

Εάν αυτός ο μύθος είναι τραγικός, είναι γιατί ο ήρωάς του έχει συνείδηση. Πράγματι, που θα βρισκόταν ο πόνος του, εάν σε κάθε βήμα τον ενθάρρυνε η ελπίδα της επιτυχίας; Ο σύγχρονος εργάτης όλες τις μέρες της ζωής του κάνει την ίδια δουλειά κι αυτή η μοίρα δεν είναι λιγότερο παράλογη. Αλλά δεν είναι τραγικός παρά στις σπάνιες στιγμές που αποκτά συνείδηση. Ο Σίσυφος, προλετάριος των θεών, ανίσχυρος κι επαναστατημένος, ήξερε όλη την έκταση της άθλιας ύπαρξής του: είναι εκείνη που σκέφτεται όσο διαρκεί η κατάβασή του. Η σύνεση με την οποία δέχεται το μαρτύριό του συμπληρώνει την ίδια στιγμή τη νίκη του. Δεν υπάρχει μοίρα που να μην νικιέται με την περιφρόνηση.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (5.1.1-5.2.4)

ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ

[5.1.1] Ἐν δὲ τῇ χώρᾳ ταύτῃ, ἥντινα μεταξὺ τοῦ τε Κωφῆνος καὶ τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ ἐπῆλθεν Ἀλέξανδρος, καὶ Νῦσαν πόλιν ᾠκίσθαι λέγουσι· τὸ δὲ κτίσμα εἶναι Διονύσου· Διόνυσον δὲ κτίσαι τὴν Νῦσαν ἐπεί τε Ἰνδοὺς ἐχειρώσατο, ὅστις δὴ οὗτος ὁ Διόνυσος καὶ ὁπότε ἢ ὅθεν ἐπ᾽ Ἰνδοὺς ἐστράτευσεν· [5.1.2] οὐ γὰρ ἔχω συμβαλεῖν εἰ ὁ Θηβαῖος Διόνυσος [ὃς] ἐκ Θηβῶν ἢ ἐκ Τμώλου τοῦ Λυδίου ὁρμηθεὶς ἐπὶ Ἰνδοὺς ἧκε στρατιὰν ἄγων, τοσαῦτα μὲν ἔθνη μάχιμα καὶ ἄγνωστα τοῖς τότε Ἕλλησιν ἐπελθών, οὐδὲν δὲ αὐτῶν ἄλλο ὅτι μὴ τὸ Ἰνδῶν βίᾳ χειρωσάμενος· πλήν γε δὴ ὅτι οὐκ ἀκριβῆ ἐξεταστὴν χρὴ εἶναι τῶν ὑπὲρ τοῦ θείου ἐκ παλαιοῦ μεμυθευμένων. τὰ γάρ τοι κατὰ τὸ εἰκὸς ξυντιθέντι οὐ πιστά, ἐπειδὰν τὸ θεῖόν τις προσθῇ τῷ λόγῳ, οὐ πάντῃ ἄπιστα φαίνεται.
[5.1.3] Ὡς δὲ ἐπέβη τῇ Νύσῃ Ἀλέξανδρος, ἐκπέμπουσι παρ᾽ αὐτὸν οἱ Νυσαῖοι τὸν κρατιστεύοντα σφῶν, ὄνομα δὲ ἦν αὐτῷ Ἄκουφις, καὶ ξὺν αὐτῷ πρέσβεις τῶν δοκιμωτάτων τριάκοντα, δεησομένους Ἀλεξάνδρου ἀφεῖναι τῷ θεῷ τὴν πόλιν. [5.1.4] παρελθεῖν τε δὴ ἐς τὴν σκηνὴν τὴν Ἀλεξάνδρου τοὺς πρέσβεις καὶ καταλαβεῖν καθήμενον κεκονιμένον ἔτι ἐκ τῆς ὁδοῦ ξὺν τοῖς ὅπλοις τοῖς τε ἄλλοις καὶ τὸ κράνος [αὐτῷ] περικείμενον καὶ τὸ δόρυ ἔχοντα· θαμβῆσαί τε ἰδόντας τὴν ὄψιν καὶ πεσόντας ἐς γῆν ἐπὶ πολὺ σιγὴν ἔχειν. ὡς δὲ ἐξανέστησέ τε αὐτοὺς Ἀλέξανδρος καὶ θαρρεῖν ἐκέλευσε, τότε δὴ τὸν Ἄκουφιν ἀρξάμενον λέγειν ὧδε.
[5.1.5] Ὦ βασιλεῦ, δέονταί σου Νυσαῖοι ἐᾶσαι σφᾶς ἐλευθέρους τε καὶ αὐτονόμους αἰδοῖ τοῦ Διονύσου. Διόνυσος γὰρ ἐπειδὴ χειρωσάμενος τὸ Ἰνδῶν ἔθνος ἐπὶ θάλασσαν ὀπίσω κατῄει τὴν Ἑλληνικήν, ἐκ τῶν ἀπομάχων στρατιωτῶν, οἳ δὴ αὐτῷ καὶ βάκχοι ἦσαν, κτίζει τὴν πόλιν τήνδε μνημόσυνον τῆς αὑτοῦ πλάνης τε καὶ νίκης τοῖς ἔπειτα ἐσόμενον, καθάπερ οὖν καὶ σὺ αὐτὸς Ἀλεξάνδρειάν τε ἔκτισας τὴν πρὸς Καυκάσῳ ὄρει καὶ ἄλλην Ἀλεξάνδρειαν ἐν τῇ Αἰγυπτίων γῇ, καὶ ἄλλας πολλὰς τὰς μὲν ἔκτικας ἤδη, τὰς δὲ καὶ κτίσεις ἀνὰ χρόνον, οἷα δὴ πλείονα Διονύσου ἔργα ἀποδειξάμενος. [5.1.6] Νῦσάν τε οὖν ἐκάλεσε τὴν πόλιν Διόνυσος ἐπὶ τῆς τροφοῦ τῆς Νύσης καὶ τὴν χώραν Νυσαίαν· τὸ δὲ ὄρος ὅ τι περ πλησίον ἐστὶ τῆς πόλεως καὶ τοῦτο Μηρὸν ἐπωνόμασε Διόνυσος, ὅτι δὴ κατὰ τὸν μῦθον ἐν μηρῷ τῷ τοῦ Διὸς ηὐξήθη. καὶ ἐκ τούτου ἐλευθέραν τε οἰκοῦμεν τὴν Νῦσαν καὶ αὐτοὶ αὐτόνομοι καὶ ἐν κόσμῳ πολιτεύοντες· τῆς δὲ ἐκ Διονύσου οἰκίσεως καὶ τόδε σοι γενέσθω τεκμήριον· κιττὸς γὰρ οὐκ ἄλλῃ τῆς Ἰνδῶν γῆς φυόμενος παρ᾽ ἡμῖν φύεται.
[5.2.1] Καὶ ταῦτα πάντα Ἀλεξάνδρῳ πρὸς θυμοῦ ἐγίγνετο ἀκούειν καὶ ἤθελε πιστὰ εἶναι τὰ ὑπὲρ τοῦ Διονύσου τῆς πλάνης μυθευόμενα· καὶ κτίσμα εἶναι Διονύσου τὴν Νῦσαν ἤθελεν, ὡς ἤδη τε ἥκειν αὐτὸς ἔνθα ἦλθε Διόνυσος καὶ ἐπέκεινα ‹ἂν› ἐλθεῖν Διονύσου· οὐδ᾽ ἂν Μακεδόνας τὸ πρόσω ἀπαξιῶσαι συμπονεῖν οἱ ἔτι κατὰ ζῆλον τῶν Διονύσου ἔργων. [5.2.2] καὶ δίδωσιν ἐλευθέρους τε εἶναι τοὺς οἰκήτορας τῆς Νύσης καὶ αὐτονόμους. ὡς δὲ καὶ τοὺς νόμους ἐπύθετο αὐτῶν καὶ ὅτι πρὸς τῶν ἀρίστων τὸ πολίτευμα ἔχεται, ταῦτά τε ἐπῄνεσε καὶ ἠξίωσε τῶν τε ἱππέων οἱ ξυμπέμψαι ἐς τριακοσίους καὶ τῶν προεστώτων τοῦ πολιτεύματος, ἦσαν δὲ καὶ αὐτοὶ τριακόσιοι, ἑκατὸν τοὺς ἀρίστους ἐπιλεξαμένους· Ἄκουφιν δὲ εἶναι τὸν ἐπιλεγόμενον, ὅντινα καὶ ὕπαρχον τῆς χώρας τῆς Νυσαίας κατέστησεν αὐτός. [5.2.3] τὸν δὲ Ἄκουφιν ταῦτα ἀκούσαντα ἐπιμειδιᾶσαι λέγεται τῷ λόγῳ· καὶ Ἀλέξανδρον ἐρέσθαι ἐφ᾽ ὅτῳ ἐγέλασεν· ὑποκρίνασθαι δ᾽ Ἄκουφιν· καὶ πῶς ἄν, ὦ βασιλεῦ, μία πόλις ἑκατὸν ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἐρημωθεῖσα ἔτι καλῶς πολιτεύοιτο; ἀλλὰ σύ, εἴ σοι μέλει Νυσαίων, τοὺς ἱππέας μὲν ἄγεσθαι τοὺς τριακοσίους καὶ εἰ βούλει ἔτι τούτων πλείονας, ἀντὶ δὲ τῶν ἑκατόν, οὕστινας τοὺς ἀρίστους ἐπιλέξαι σὺ κελεύεις, διπλασίους τῶν ἄλλων τῶν κακῶν ἄγεσθαι, ἵ‹να› σοι καὶ αὖθις ἀφικομένῳ δεῦρο ἐν τῷ αὐτῷ τούτῳ κόσμῳ φανείη ἡ πόλις. [5.2.4] ταῦτα λέγοντα, λέγειν γὰρ δόξαι φρόνιμα, πεῖσαι Ἀλέξανδρον. καὶ τοὺς μὲν ἱππέας ξυμπέμπειν οἱ ἐκέλευσε, τοὺς δὲ ἑκατὸν τοὺς ἐπιλέκτους μηκέτι αἰτῆσαι, ἀλλὰ μηδὲ ἀντ᾽ αὐτῶν ἄλλους· τὸν δὲ παῖδα ἄρα τοῦ Ἀκούφιος καὶ τῆς θυγατρὸς τὸν παῖδα ξυμπέμψαι αὐτῷ Ἄκουφιν.

***
[5.1.1] Στη χώρα αυτή που υπέταξε ο Αλέξανδρος και βρισκόταν ανάμεσα στον Κωφήνα και τον Ινδό ποταμό είχε ιδρυθεί, όπως λένε, και η πόλη Νύσα, κτίσμα του Διονύσου· την έχτισε, όταν υπέταξε τους Ινδούς, όποιος βέβαια και αν ήταν αυτός ο Διόνυσος και όποτε ή από όποιο μέρος και αν εξεστράτευσε κατά των Ινδών. [5.1.2] Γιατί δεν μπορώ να καταλήξω αν αυτός είναι ο Θηβαίος Διόνυσος, ο οποίος ξεκινώντας από τη Θήβα ή από τον Τμώλο της Λυδίας έφθασε εδώ οδηγώντας τον στρατό του εναντίον των Ινδών, υπέταξε τόσο σημαντικά πολεμικά έθνη, άγνωστα στους τότε Έλληνες, αλλά δεν κατέκτησε στρατιωτικά κανένα άλλο από αυτά εκτός από τους Ινδούς. Δεν πρέπει όμως να είναι κανείς βέβαια αυστηρός κριτής σε αυτά που αναφέρουν οι αρχαίοι μύθοι για τους θεούς. Γιατί όσα δεν είναι πιστευτά, αν τα κρίνεις σύμφωνα μόνο με την ευλογοφάνειά τους, δεν φαίνονται τελείως απίστευτα αν προσθέσεις στη λογική και το θείο στοιχείο.
[5.1.3] Όταν ο Αλέξανδρος πλησίασε στη Νύσα, οι Νυσαίοι απέστειλαν προς αυτόν τον επιφανέστερο άνδρα τους, που ονομαζόταν Άκουφης, και τριάντα πρέσβεις μαζί με αυτόν από τους διαπρεπέστερους συμπολίτες τους, για να παρακαλέσουν τον Αλέξανδρο να αφήσει την πόλη τους για χάρη του θεού. [5.1.4] Οι πρέσβεις μπήκαν στη σκηνή του Αλεξάνδρου και τον βρήκαν να κάθεται σκονισμένος ακόμη από τον δρόμο, να φορεί μαζί με όλα τα άλλα όπλα και το κράνος και να κρατεί το δόρυ του. Ξαφνιασμένοι από το θέαμα, έπεσαν στη γη και έμειναν για πολλή ώρα σιωπηλοί. Όταν τους σήκωσε ο Αλέξανδρος και τους συνέστησε να έχουν θάρρος, τότε ακριβώς άρχισε ο Άκουφης να λέει τα εξής:
[5.1.5] «Βασιλιά μου, οι Νυσαίοι σε παρακαλούν να δείξεις σεβασμό προς τον Διόνυσο και να τους αφήσεις ελεύθερους και ανεξάρτητους. Γιατί ο Διόνυσος, αφού υπέταξε το ινδικό έθνος και επέστρεψε πίσω στην Ελληνική θάλασσα, ίδρυσε αυτήν εδώ την πόλη από τους απόμαχους στρατιώτες του που συγχρόνως ήταν και βάκχοι του, για να θυμίζει στους μεταγενέστερους τις περιπλανήσεις και αυτή τη νίκη του, όπως ακριβώς και συ ίδρυσες Αλεξάνδρεια κοντά στο όρος Καύκασο και άλλη Αλεξάνδρεια στη γη των Αιγυπτίων, καθώς και πολλές άλλες που έχεις ήδη χτίσει και άλλες που θα χτίσεις με την πάροδο του χρόνου παρέχοντας έτσι απόδειξη περισσοτέρων κατορθωμάτων από τον Διόνυσο.
[5.1.6] Ο Διόνυσος, λοιπόν, ονόμασε την πόλη μας Νύσα από το όνομα της τροφού του Νύσας και την περιοχή μας Νυσαία, ενώ το βουνό που είναι κοντά στην πόλη μας το επονόμασε Μηρό, επειδή, σύμφωνα βέβαια με τον μύθο, μεγάλωσε μέσα στον μηρό του Δία. Από τότε κατοικούμε τη Νύσα ελεύθερη και είμαστε οι ίδιοι ανεξάρτητοι και διοικούμε με ευπρέπεια την πόλη μας. Και απόδειξη για σένα της ίδρυσής της από τον Διόνυσο ας είναι και το εξής, ότι ο κισσός, αν και δεν φυτρώνει σε καμιά άλλη περιοχή της ινδικής γης, φυτρώνει όμως στη δική μας».
[5.2.1] Ο Αλέξανδρος άκουε όλα αυτά με ευχαρίστηση και ήθελε να είναι πιστευτοί οι μύθοι οι σχετικοί με την περιπλάνηση του Διονύσου. Ήθελε επίσης να είναι η Νύσα κτίσμα του Διονύσου, επειδή ο ίδιος είχε ήδη φθάσει εκεί όπου έφθασε ο Διόνυσος και μπορούσε να προχωρήσει ακόμη πιο πέρα και από τον Διόνυσο. Νόμιζε ότι ούτε και οι Μακεδόνες θα αρνούνταν να υποστούν μαζί του και στο μέλλον άλλες ταλαιπωρίες ανταγωνιζόμενοι τα κατορθώματα του Διονύσου. [5.2.2] Και επέτρεψε στους κατοίκους της Νύσας να είναι ελεύθεροι και αυτόνομοι. Όταν ενημερώθηκε σχετικά με τους νόμους τους και έμαθε ότι το πολίτευμά τους ήταν αριστοκρατικό, επαίνεσε όλα αυτά και αξίωσε να του στείλουν αμέσως τριακόσιους περίπου ιππείς και από τους άρχοντες της κυβέρνησής τους, που ήταν και αυτοί τριακόσιοι, τους εκατό καλύτερους με επιλογή. Όρισε τον Άκουφη για να τους επιλέξει και τον διόρισε ύπαρχο για την περιοχή της Νύσας. [5.2.3] Λένε ότι χαμογέλασε ο Άκουφης, όταν άκουσε τους λόγους του Αλεξάνδρου, και ότι τον ρώτησε ο Αλέξανδρος, γιατί γέλασε. Και ο Άκουφης απάντησε «πώς είναι δυνατό, βασιλιά μου, να διοικείται καλά μια πόλη που στερήθηκε εκατό αξίων ανδρών της; Αλλά εσύ, αν ενδιαφέρεσαι για τους Νυσαίους, πάρε τους τριακόσιους ιππείς και ακόμη πιο πολλούς από αυτούς, αν θέλεις. Αντί όμως για τους εκατό άριστους πολίτες που με διατάζεις να επιλέξω, πάρε μαζί σου διπλάσιους από τους άλλους, τους κακούς. Έτσι, όταν θα ξανάρθεις εδώ, η πόλη μας θα σου φανεί πάλι ότι είναι στην ίδια καλή κατάσταση». [5.2.4] Επειδή αυτά που είπε φάνηκαν συνετά, πείσθηκε ο Αλέξανδρος και τον διέταξε να του στείλει τους ιππείς, ενώ δεν του ζήτησε πλέον τους εκατό επίλεκτους πολίτες, αλλά ούτε και άλλους στη θέση τους. Διέταξε όμως τον Άκουφη να του στείλει ακόμη τον γιο του και τον γιο της κόρης του.