Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (24.151-24.202)

ἔνθ᾽ ἦλθεν φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο,
ἐκ Πύλου ἠμαθόεντος ἰὼν σὺν νηῒ μελαίνῃ·
τὼ δὲ μνηστῆρσιν θάνατον κακὸν ἀρτύναντε
ἵκοντο προτὶ ἄστυ περικλυτόν, ἦ τοι Ὀδυσσεὺς
155ὕστερος, αὐτὰρ Τηλέμαχος πρόσθ᾽ ἡγεμόνευε.
τὸν δὲ συβώτης ἦγε κακὰ χροῒ εἵματ᾽ ἔχοντα,
πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι
σκηπτόμενον· τὰ δὲ λυγρὰ περὶ χροῒ εἵματα ἕστο·
οὐδέ τις ἡμείων δύνατο γνῶναι τὸν ἐόντα
160ἐξαπίνης προφανέντ᾽, οὐδ᾽ οἳ προγενέστεροι ἦσαν,
ἀλλ᾽ ἔπεσίν τε κακοῖσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῇσιν.
αὐτὰρ ὁ τῆος ἐτόλμα ἐνὶ μεγάροισιν ἑοῖσι
βαλλόμενος καὶ ἐνισσόμενος τετληότι θυμῷ·
ἀλλ᾽ ὅτε δή μιν ἔγειρε Διὸς νόος αἰγιόχοιο,
165σὺν μὲν Τηλεμάχῳ περικαλλέα τεύχε᾽ ἀείρας
ἐς θάλαμον κατέθηκε καὶ ἐκλήϊσεν ὀχῆας,
αὐτὰρ ὁ ἣν ἄλοχον πολυκερδείῃσιν ἄνωγε
τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον,
ἡμῖν αἰνομόροισιν ἀέθλια καὶ φόνου ἀρχήν.
170οὐδέ τις ἡμείων δύνατο κρατεροῖο βιοῖο
νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ᾽ ἐπιδευέες ἦμεν.
ἀλλ᾽ ὅτε χεῖρας ἵκανεν Ὀδυσσῆος μέγα τόξον,
ἔνθ᾽ ἡμεῖς μὲν πάντες ὁμοκλέομεν ἐπέεσσι
τόξον μὴ δόμεναι, μηδ᾽ εἰ μάλα πόλλ᾽ ἀγορεύοι,
175Τηλέμαχος δέ μιν οἶος ἐποτρύνων ἐκέλευσεν.
αὐτὰρ ὁ δέξατο χειρὶ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
ῥηϊδίως δ᾽ ἐτάνυσσε βιόν, διὰ δ᾽ ἧκε σιδήρου,
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ οὐδὸν ἰών, ταχέας δ᾽ ἐκχεύατ᾽ ὀϊστοὺς
δεινὸν παπταίνων, βάλε δ᾽ Ἀντίνοον βασιλῆα.
180αὐτὰρ ἔπειτ᾽ ἄλλοις ἐφίει βέλεα στονόεντα,
ἄντα τιτυσκόμενος· τοὶ δ᾽ ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον.
γνωτὸν δ᾽ ἦν ὅ ῥά τίς σφι θεῶν ἐπιτάρροθος ἦεν·
αὐτίκα γὰρ κατὰ δώματ᾽ ἐπισπόμενοι μένεϊ σφῷ
κτεῖνον ἐπιστροφάδην, τῶν δὲ στόνος ὄρνυτ᾽ ἀεικὴς
185κράτων τυπτομένων, δάπεδον δ᾽ ἅπαν αἵματι θῦεν.
ὣς ἡμεῖς, Ἀγάμεμνον, ἀπωλόμεθ᾽, ὧν ἔτι καὶ νῦν
σώματ᾽ ἀκηδέα κεῖται ἐνὶ μεγάροις Ὀδυσῆος·
οὐ γάρ πω ἴσασι φίλοι κατὰ δώμαθ᾽ ἑκάστου,
οἵ κ᾽ ἀπονίψαντες μέλανα βρότον ἐξ ὠτειλέων
190κατθέμενοι γοάοιεν· ὃ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων.»
Τὸν δ᾽ αὖτε ψυχὴ προσεφώνεεν Ἀτρεΐδαο·
«ὄλβιε Λαέρταο πάϊ, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
ἦ ἄρα σὺν μεγάλῃ ἀρετῇ ἐκτήσω ἄκοιτιν·
ὡς ἀγαθαὶ φρένες ἦσαν ἀμύμονι Πηνελοπείῃ,
195κούρῃ Ἰκαρίου· ὡς εὖ μέμνητ᾽ Ὀδυσῆος,
ἀνδρὸς κουριδίου. τῷ οἱ κλέος οὔ ποτ᾽ ὀλεῖται
ἧς ἀρετῆς, τεύξουσι δ᾽ ἐπιχθονίοισιν ἀοιδὴν
ἀθάνατοι χαρίεσσαν ἐχέφρονι Πηνελοπείῃ,
οὐχ ὡς Τυνδαρέου κούρη κακὰ μήσατο ἔργα,
200κουρίδιον κτείνασα πόσιν, στυγερὴ δέ τ᾽ ἀοιδὴ
ἔσσετ᾽ ἐπ᾽ ἀνθρώπους, χαλεπὴν δέ τε φῆμιν ὀπάσσει
θηλυτέρῃσι γυναιξί, καὶ ἥ κ᾽ εὐεργὸς ἔῃσιν.»

***
Έφτασε εκεί κι ο γιος του, που με τον θείο Οδυσσέα έσμιξε,
γυρίζοντας από τις αμμουδιές της Πύλου πάνω στο μελανό καράβι του.
Κι αφού οι δυο τους μηχανεύτηκαν για τους μνηστήρες άγριο χαλασμό,
προχώρησαν στην ξακουσμένη πόλη μας — ο Οδυσσέας
δεύτερος, μπροστά ο Τηλέμαχος ανοίγοντας τον δρόμο.
Αυτόν τον έφερε ο χοιροβοσκός, φτωχό ζητιάνο κουρελή, γέρο
μ᾽ ένα ραβδί στο χέρι, ζωσμένο με πανάθλια ρούχα.
Κανείς μας δεν τον αναγνώρισε, δεν μπόρεσε να καταλάβει
ποιος ήταν, έτσι που φάνηκε μπροστά μας ξαφνικά,
160μήτε κι οι πιο μεγάλοι ανάμεσά μας.
Τον βρίζαμε λοιπόν με λόγια αισχρά, βάναυσα τον χτυπούσαμε,
εκείνος όμως στην αρχή δεν αντιδρούσε· μέσα στο ίδιο του το σπίτι
δεχόταν με υπομονή και τις βρισιές και τα χτυπήματα.
Αλλ᾽ όταν πια τον στήριξε με τη βουλή του ο αιγίοχος Δίας,
τότε, μαζί με τον Τηλέμαχο, ξεσήκωσε τα ωραία όπλα, τ᾽ ασφάλισε
στην πίσω κάμαρη, τραβώντας την αμπάρα της.
Συνάμα, και με πονηριά, παρακινεί την Πηνελόπη να στήσει
στους μνηστήρες το τόξο εκείνο, με τα σκουρόχρωμα μαζί πελέκια,
αγώνισμα για μας τους δύσμοιρους, αρχή του φόνου μας.
170Κανείς μας όμως δεν κατόρθωσε σε τούτο το γερό δοξάρι να τεντώσει
τη νευρή του — μας έλειψε μια τέτοια δύναμη.
Όταν ωστόσο πήγε να περάσει στα χέρια του Οδυσσέα το τόξο,
βάλαμε όλοι τις φωνές, να μη δοθεί σ᾽ αυτόν, όσα κι αν έλεγε
αγορεύοντας. Αλλά ο Τηλέμαχος είπε το ναι και τον παρακινούσε,
οπότε αυτός, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος, δέχτηκε το τόξο,
εύκολα τη χορδή του τάνυσε, το βέλος στα πελέκια πέρασε,
και στο κατώφλι πια στημένος πήρε να ρίχνει
απανωτές τις γρήγορες σαΐτες, ψάχνοντας γύρω του μ᾽ αγριεμένο μάτι.
Πρώτον τοξεύει το ρηγάρχη Αντίνοο, ύστερα σημαδεύοντας στρέφει
180τα πολυστέναχτά του βέλη και στους άλλους, οπότε εκείνοι
έπεφταν νεκροί σωρός.
Ήτανε πια ολοφάνερο πως τους παράστεκε κάποιος θεός, κι αυτοί
χυμούν μ᾽ άγριο μένος στο παλάτι και πήραν ένα γύρο
να σκοτώνουν· βόγγος βαρύς, πανάσχημος σηκώθηκε
από κεφάλια που χτυπούσαν χάμω, το πάτωμα όλο άχνιζε στο αίμα.
Έτσι, Αγαμέμνονα, εμείς χαθήκαμε, και τώρα ακόμη τα νεκρά μας σώματα
κείτονται αφρόντιστα μέσα στου Οδυσσέα το σπίτι.
Γιατί οι δικοί μας δεν το πήραν είδηση, καθένας στο δικό του σπιτικό,
να ᾽ρθουν για να ξεπλύνουν τις πληγές μας από το μαύρο λύθρο,
να μας πλαγιάσουν και να μας θρηνήσουν — άλλη τιμή, το ξέρεις,
190δεν απομένει στους νεκρούς.»
Ανταποκρίθηκε του Ατρείδη η ψυχή αναφωνώντας:
«Καλότυχε γιε του Λαέρτη, Οδυσσέα πολύτεχνε,
είχες την τύχη εσύ ταίρι σου ν᾽ αποκτήσεις μ᾽ αρετή μεγάλη·
άψογη η Πηνελόπη, του Ικαρίου η κόρη, με φρόνημα αγαθό,
ποτέ τον Οδυσσέα δεν λησμόνησε, ομόκλινό της σύζυγο.
Γι᾽ αυτό και δεν θα σβήσει η ενάρετή της δόξα·
για τους θνητούς οι αθάνατοι τραγούδι ωραίο θα στήσουν,
τιμή στη μυαλωμένη Πηνελόπη.
Όχι όπως η δική μου, η κόρη του Τυνδάρεου, που έργα φριχτά
200μελέτησε, κι έσφαξε, όπως έσφαξε, τον νόμιμό της άντρα.
Αυτής της μέλλεται τραγούδι μισητό στο στόμα των ανθρώπων, που θα φορτώσει
και στο μέλλον φήμη βαριά στων γυναικών τη φύτρα,
ακόμη κι αν αποδειχτεί κάποια γυναίκα ενάρετη.»

Η απλότητα και η φυσικότητα είναι ο ύψιστος και τελικός σκοπός της καλλιέργειας

O Όσκαρ Ουάιλντ έλεγε ότι οι απλές χαρές ήταν το έσχατο καταφύγιο των περίπλοκων ανθρώπων.Ένας από τους πρόδρομους της αυτοβοήθειας, ο Χένρυ Ντέιβιντ Θορό, θέλησε να δοκιμάσει την απλή ζωή στη φύση, και για τον λόγο αυτό έζησε δύο χρόνια σε ένα δάσος κοντά στο Γουόλντεν Ποντ. Από την εμπειρία του αυτή βγήκε το βιβλίο του Γουόλντεν,όπου αφηγείται τη ζωή του στα δάση. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1854 και είχε μεγάλη επιρροή στις γενιές που ακολούθησαν.

Ιδού μερικά από τα συμπεράσματα που έβγαλε ο Θορό στην καταφυγή του στην ύπαιθρο:

Ο πλουσιότερος άνθρωπος είναι αυτός που οι χαρές του είναι οι πιο φτηνές.

Ο πολιτισμός μας αποτελείται από εκατομμύρια υπάρξεις που ζούνε μαζί, σε μικρό χώρο, σε απόλυτη μοναξιά.

H φύση είναι το μόνο μέρος όπου ο άνθρωπος μπορεί να καταφύγει για να βρει τον εαυτό του.

Δεν αλλάζουν τα πράγματα, εμείς αλλάζουμε.

Το να ακολουθεί κανείς το ίχνος των ονείρων του και να ζει τη ζωή που έχει φανταστεί είναι εγγύηση επιτυχίας.

H επένδυση στην καλοσύνη είναι η καλύτερη δουλειά που μπορείς να κάνεις στη ζωή σου.

Ο άνθρωπος επαναστάτης και ο επαναστατημένος άνθρωπος

Κάθε προορισμό μακρινό ή κοντινό, ορεινό ή πεδινό, θαλάσσιο ή εναέριο υπάρχουν πάντα δύο τρόποι για να τον προσεγγίσεις. Ο δρόμος και ο παράδρομος. Το σύνηθες και το αλλιώτικο – να σημειωθεί πως παρά το πλήθος των συνήθων και των αλλιώτικων, η επιλογή περιορίζεται στις δύο αυτές κατηγορίες- για να γενικεύσουμε και λίγο. Κατά αυτό το μοτίβο λοιπόν λειτουργεί ο κόσμος, η φύση εν ευρεία εννοία. Ο αέρας ή θα φυσήξει ή θα σιγήσει. Ο σκύλος ή θα κυνηγήσει την γάτα ή θα συζεί μαζί της. Ο παπαγάλος ή θα επαναλάβει αυτό που θα ακούσει ή θα σιωπήσει.

Και του ανθρώπου βέβαια η φύση δεν διαφοροποιείται από τον παραπάνω δίλημμα του άσπρου-μαύρου. Μόνο που εμείς οι άνθρωποι τείνουμε να υφαίνουμε αξιολογικά πουλόβερ σε συμπεριφορές, φαινόμενα και παραδρόμους. Έτσι λοιπόν έχουμε δύο λογής ανθρώπους, τον άνθρωπο που θα επαναστατήσει και τον άνθρωπο που θα επαναστατηθεί, τον επαναστατημένο άνθρωπο κατά Καμύ.

Προτού ξετυλίξουμε το κουβάρι, οφείλουμε όμως να ξεμπλέξουμε τα μπλεξίματα. Να εξαγνίσουμε τον όρο επανάσταση από την σχεδόν κακουργηματικής φύσεως ταύτιση του πρωτίστως με την πολιτική και δευτερευόντως με την συλλογικότητα. Αφενός ο όρος επανάσταση είναι μια αμιγώς προσωπική υπόθεση- η επανάσταση του ενός απέχει από την επανάσταση του άλλου στην καλύτερη των περιπτώσεων, όσο απέχει ο Πλούτωνας από τον Άρη- και αφετέρου η πολιτική δεν είναι παρά ένας προσωρινός ξενώνας για τον επαναστάτη. Ο άνθρωπος που επιλέγει να επαναστατήσει κατά κυριολεξία, δεν καλουπώνεται σε μια δήθεν ιδεοληψία του, ούτε και όμως προφασίζεται μια αντι-συνταγματική/λαϊκη/εθνική πολιτική για να κατασκευάσει δικαιολογητικά επί των πράξεων του.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με τον επαναστατημένο – επιλογή προβοκατόρικη, αναγκαία όμως για την μεθοδολογική πορεία της σκέψης -, τον άνθρωπο που εν ολίγοις εθίζεται στο να λέει ναι σε όσα του προκαλούν δυστυχία και όχι σε όσα του προκαλούν χαρά. Ας σκεφτούμε λοιπόν έναν άνθρωπο με χειροπέδες που ενώ έχει τα κλειδιά, συνεχίζει να περπατά με τα χέρια του δεμένα. Έτσι λοιπόν και ο επαναστατημένος άνθρωπος καθημερινά ενώ παραπονιέται ότι του λείπει ο ελεύθερος χρόνος, καταπνίγει τον εαυτό του με δουλειές που τον εξαντλούν. Ενώ ποθεί το πράσινο, επιλέγει συνειδητά να ζει στο άστυ. Δεν αγαπάει την γυναίκα του, όμως συνεχίζει να είναι μαζί της. Γκρινιάζει γιατί τον ενοχλούν τα στενά παντελόνια, αλλά αγοράζει μόνο τέτοια. και πάει λέγοντας… Η κατρακύλα δεν έχει τελειωμό. Ο άνθρωπος αυτός στερείται και στερεί. Στερεί από τον εαυτό του τις επιθυμίες του και συνάμα στερείται την ευτυχία. Ο άνθρωπος αυτός επαναστατήθηκε ολικά, καθώς υπόκυψε νοητικά αλλά και σωματικά σε μια ανώτερη από αυτόν θέληση, μονολεξί συμβιβάστηκε.

Τώρα στην άλλη πλευρά της όχθης συναντάμε έναν άνθρωπο τρομερό. Μια από τις φιγούρες που ενδέχεται κανείς να παρατηρήσει αν κοιτάξει προσεκτικά την κόλαση του Δάντη. Το αμάρτημα του εκδηλώνεται με την χρήση ενός επιθετικού προσδιορισμού και είναι από αυτά που καμία θρησκεία δεν τολμάει να συγχωρήσει. Ασυμβίβαστος. Με το επίθετο αυτό επιχειρούμε να περιγράψουμε τον άνθρωπο αυτόν. Περιφρονεί αλλά και οικτίρει τους πρεπισμούς και υποβιβάζει το προσήκον σε ανούσιο. Αρνείται συνειδητά να συμμετάσχει σε μια στυφνή πολιτική συζήτηση, ενώ ονειροπολεί παραλίες και ταξίδια με τα μάτια ανοικτά κατά την διάρκεια μιας βαρετής εργασιακής σύσκεψης. Λέει όχι από αίσθηση καθήκοντος στην τυπολογία του ‘’ευχαριστώ’’ και του ‘’συγγνώμη’’ και επιλέγει να μετουσιώνει τις λέξεις αυτές σε πράξεις. Το λεπτό που θα αντιληφθεί ότι η ζωή του ‘’ανιαριεύει’’ θα κινήσει γη και ουρανό για να το αποτρέψει. Άρχει και άρχεται. Άρχει επί της πραγματικότητας που τον περιλούζει ενώ άρχεται από την συνείδηση του. Αδιαφορεί για την κοινωνική κατακραυγή, την ώρα που υπερβαίνει το σύμπλεγμα της απραγίας. Ομοιάζει με τον υπεράνθρωπο του Νίτσε.

Τις δύο αυτές αντικρουόμενες προσωπικότητες, ένα κοινό στοιχείο της συνθέτει, μολονότι γίνεται δύσκολα ανιχνεύσιμο, ακόμα και αν χρησιμοποιήσεις μικροσκόπιο. Το στοιχείο αυτό ακούει στο όνομα ρίσκο. Ο πρώτος παίρνει το ρίσκο για τις παραλείψεις του και γίνεται υπόλογος της αδράνειας του, ενώ ο δεύτερος ρισκάρει για τις πράξεις του και κρίνεται περί της φυσιογνωμίας του.

Έκαστος χάνει και νικά ταυτόχρονα.

Να απολαμβάνεις την τελειότητα της στιγμής, όχι τους τέλειους ανθρώπους

Εγώ δεν γεννήθηκα τέλειαος, γεννήθηκα άνθρωπος. Τελειότητα σε άνθρωπο δεν θα βρεις γι’αυτό μην τη ψάχνεις σε μένα. Και να υπήρχε το τέλειο, πάλι δεν θα ήθελα με τίποτα να το φτάσω, γιατί με γουστάρω με τα ψεγάδια μου και τα ελαττώματα μου. Αγύριστο κεφάλι ανέκαθεν. Για μένα, η τελειότητα και ο άνθρωπος, είναι δύο έννοιες αντίθετες, ποτέ δεν τα βρίσκανε, γιατί να τα βρούνε τώρα; Η τελειότητα υπάρχει γύρω μας. Στιγμιαία θα έλεγε κανείς, μιας και η ζωή μας είναι στιγμές. Στιγμιαία, γιατί ανά πάσα στιγμή το τέλειο μπορεί να γίνει εχθρικό, άσχημο, όπως ένα μαύρο σύννεφο που σκεπάζει ξαφνικά ένα πεντακάθαρο, τέλειο ουρανό.

Εμείς απέχουμε πολύ από το τέλειο, γι’αυτό σας λέω. Τζάμπα κουράζεστε. Θα υπάρχουν πάντα αυτοί που θα λένε πως είναι η τελειότητα προσωποποιημένη, θα είμαστε και εμείς όμως που θα τους λέμε να κάνουν λίγο πάρα πέρα γιατί περνάμε με τα ελαττώματα και τις ατέλειες μας. Αγκαλιάστε το ατελές που είστε και επικεντρωθείτε στο να δημιουργείτε τέλειες στιγμές. Γιατί αυτές υπάρχουν και μάλιστα σε αφθονία αρκεί να τις ψυχανεμιστεί κανείς.

Η τελειότητα της στιγμής. Αυτή μάλιστα. Αυτές οι στιγμές υπάρχουν, αρκεί να καταφέρουμε να τις αδράξουμε. Η τέλεια στιγμή είναι εκείνη που μοιάζει με ένα ‘για πάντα’ ενώ διαρκεί μόνο ένα δευτερόλεπτο. Ένα φιλί, μια μυρωδιά, ένα χαμόγελο, ένα λυτρωτικό δάκρυ, μια βαθιά αναπνοή. Μια βόλτα χωρίς προορισμό, μια κουβέντα τα ξημερώματα, η αγκαλιά της μάνας, το βρεγμένο χώμα που το φίλησε η βροχή. Στιγμές, αλησμόνητες, καθημερινές, τέλειες.

Στιγμές τέλειες, μιας μη τέλειας ύπαρξης. Στιγμές δικές μου.

Ανεπαρκή στοιχεία για λογική απάντηση

Το έτος 2061 οι επιστήμονες κατασκευάζουν έναν υπερ-υπολογιστή και του θέτουν το πανάρχαιο ερώτημα: «Ποιος είναι ο σκοπός ύπαρξης του ανθρώπου και πως μπορεί να ‘χει δημιουργηθεί ο κόσμος;». Ο υπολογιστής επεξεργάζεται τα δεδομένα που έχει και απαντά: «Ανεπαρκή στοιχεία για λογική απάντηση».

Τα χρόνια περνούν, η ανθρωπότητα προοδεύει, νέα στοιχεία προστίθενται στον υπολογιστή που τώρα έχει διπλάσιες δυνατότητες ευφυίας και το ερώτημα του τίθεται ξανά. Ο υπολογιστής απαντά: «Ανεπαρκή στοιχεία για λογική απάντηση».

Τα χρόνια κυλούν και πάλι, η ανθρωπότητα εξαπλώνεται στο γαλαξία, βρίσκεται στην ακμή της και ένας υπερσύγχρονος υπολογιστής έχει αντικαταστήσει τους άλλους δύο, εγκατεστημένος στο κέντρο του γαλαξία. Οι επιστήμονες του υποβάλλουν την ίδια ερώτηση, κι εκείνος απαντά όπως και οι άλλοι: «Ανεπαρκή στοιχεία για λογική απάντηση».

Περνούν εκατομμύρια χρόνια, η ανθρωπότητα αρχίζει να εκφυλίζεται και να σβήνει. Λίγο πριν από το τέλος, ένας επιστήμονας, βλέποντας τα άστρα να σβήνουν ένα – ένα και τον υλικό κόσμο να διαλύεται, κάνει για τελευταία φορά την πανάρχαιη ερώτηση στο νέο υπολογιστή, που βρίσκεται πλέον εγκατεστημένος στο υπο-Διάστημα, στο κέντρο του κόσμου. Και πάλι ο υπολογιστής απαντά: «Ανεπαρκή στοιχεία για λογική απάντηση».

Η ανθρωπότητα και ο κόσμος, όπως τον ξέρουμε σήμερα, σβήνει. Μόνος στο υπο-Διάστημα, ο υπολογιστής συνεχίζει να επεξεργάζεται τα εκατομμύρια στοιχεία που υπάρχουν ήδη ή που προστίθενται στις μνήμες του από την γνώση και την εξέταση του κόσμου τριγύρω του. Ο χρόνος, χωρίς χώρο, έχει σταματήσει, και έτσι κανένας δεν ξέρει πόσο διάστημα έχει περάσει, όταν ο υπολογιστής προσθέτει το τελευταίο κομμάτι στο μυστηριώδες «παζλ» της δημιουργίας.

Και τότε, πλέον, μπορεί και απαντά στην πανάρχαια ερώτηση, γνωρίζοντας την αποστολή του: «Γεννηθήτω φως» και εγένετο φως.

Απουσία και Απώλεια: Ο δρόμος για την καθημερινή Ευτυχία

«Η απελπισία είναι το τίμημα που πληρώνει κανείς για να φτάσει στην αυτογνωσία.»

Αναλύοντας τη φράση αυτή θα φτάσουμε στο συμπέρασμα πως η ανθρώπινη ύπαρξη έχει ως προορισμό την ευτυχία, αλλά στη διαδρομή συναντά τη ματαίωση.

Οι συνειδητές και ασυνείδητες επιθυμίες μας αναζητούν συνεχώς ικανοποίηση και τις περισσότερες φορές δέχονται απόρριψη. Έτσι και η απουσία και η απώλεια, οι κυριότερες αιτίες της ματαίωσης, μας συντροφεύουν στην πορεία μας.

Ταυτόχρονα δε, παραμένουν τα ισχυρότερα κίνητρα για να ολοκληρωθούμε ως προσωπικότητες και αυτό διότι η συναισθηματική ωριμότητα των ανθρώπων έρχεται με τον πόνο.

Στην καθημερινότητά μας, αναζητούμε κυρίως δύο πράγματα. Το πρώτο και κύριο αίτημά μας είναι να αγαπηθούμε. Όμως, ακόμη και αν εισπράξουμε αγάπη, είναι σίγουρο πως θα ματαιωθούμε, επειδή οι άλλοι δεν θα μπορέσουν ποτέ να μας αγαπήσουν, όπως και όσο εμείς θέλουμε.

Εύκολα μπορούμε να το παρατηρήσουμε στους ερωτευμένους ανθρώπους.

Η πιο όμορφη και δημιουργική περίοδος της ζωής είναι η περίοδος του έρωτα και ταυτόχρονα η πιο αφελής, διότι περιμένουμε κάλυψη από το άλλο μισό.

Ενώ ξέρουμε ότι είναι ουτοπικό, αρνούμαστε να μην το ζήσουμε.

Ερωτευόμαστε ξανά και ξανά, θέλουμε να προσκολληθούμε, να αποκτήσουμε εκ νέου μια συμβιωτική σχέση, παρόλο που η απόρριψη των θέλω μας παραμονεύει.

Οι προδότες της ζωής μας είναι οι άνθρωποι που θα αγαπήσουμε και θα μας αγαπήσουν. Εάν είμαστε τυχεροί, θα αγαπηθούμε και ίσως και να αγαπήσουμε, αλλά το τίμημα της αγάπης είναι η προδοσία, με αποτέλεσμα η παρουσία του άλλου να γίνεται απουσία. Βεβαίως, προτιμούμε να είμαστε προδομένοι - κρατώντας μέσα μας μια μαζοχιστική γλυκύτητα - παρά προδότες.

Επιλέγουμε να νιώθουμε προδομένοι και όχι προδότες, για να μπορούμε να απαιτούμε τη δική μας ικανοποίηση.

Άλλωστε, πέρα από τον έρωτα, σχεδόν όλα τα ευτυχισμένα γεγονότα της ζωής συνοδεύονται από τη ματαίωση.

Καθόλου τυχαία ο λαός έχει τη ρήση «Σε καλό να μας βγει» κάθε φορά που κάτι καλό συμβαίνει, έστω και σε μια στιγμή γέλιου.

Σαν να μην πιστεύουμε πως μπορεί να έρθει ένα ευτυχές συμβάν, χωρίς να ακολουθήσει και κάτι κακό. Φοβόμαστε τη χαρά και την επιθυμία, γιατί η επιθυμία θα φέρει την απώλεια. Φοβόμαστε να φανερώσουμε τις επιθυμίες του ασυνειδήτου, γιατί αυτές μπορεί να απορριφθούν και πάλι.

Έτσι, το δεύτερο που αναζητούμε είναι η ικανοποίηση των επιθυμιών μας. Το ασυνείδητο εμπεριέχει όχι μόνο όσα οι άλλοι πρόδωσαν εις βάρος μας, τις απώλειες και τις απουσίες, επιθυμίες μας που ματαιώθηκαν αλλά και επιθυμίες των άλλων που εμείς ματαιώσαμε.

Απελευθερώνοντας δηλαδή το ασυνείδητο, διεκδικούμε τον ρόλο του προδότη προς τον άλλον σε ένα συνεχές παιχνίδι προδότη – προδομένου. Γινόμαστε και εμείς οι προδότες των άλλων.

Θα έλεγε κανείς πως από αυτήν τη σκοπιά το ασυνείδητο είναι η φυλακή μας. Από τη μια μεριά καταπιέζουμε το ασυνείδητό μας και αυτό καραδοκεί, καθώς έχει την ανάγκη να συνδεθεί με τον άλλον, ενώ από την άλλη η απελευθέρωσή του θα αποτελέσει την ματαίωση του άλλου. Το ασυνείδητο χαρακτηρίζεται από το δίπολο προδίδω και προδίδομαι. Καταπιέζει αλλά φέρνει στην επιφάνεια την ελπίδα, την παιδική μας πλευρά, τα καταπιεσμένα θέλω. Απελευθερώνει και μετά ματαιώνεται.

Προκύπτει τότε το εύλογο ερώτημα: «Τότε γιατί δεν μένουμε μόνοι; Γιατί να συνδεθώ με κάποιον, αφού πρόκειται να πονέσω;»

Αν φοβάμαι να συνδεθώ πραγματικά με τον άλλον, συνδέομαι με αυτό που φοβάμαι εξ αρχής: την απουσία του.

Το κενό δεν καλύπτεται ποτέ. Επειδή θα πονέσουμε, καταφεύγουμε σε αμυντικούς μηχανισμούς για την προσωπική μας ψυχική επιβίωση. Για παράδειγμα, ενώ έχουμε έναν άνθρωπο δίπλα μας, προετοιμαζόμαστε για την απώλειά του.

Το λάθος βρίσκεται στο γεγονός ότι αναζητούμε στον άλλον αυτό που θέλουμε και επιθυμούμε αυτό να κρατήσει για πάντα. Ο άλλος θα μας το δώσει προσωρινά. Ό,τι περιμένουμε να είναι αιώνιο και αποκλειστικό, θα μας απογοητεύσει.

Έτσι, ακολουθεί το πένθος, δηλαδή η συνειδητοποίηση απουσίας και νοσταλγία παρουσίας. Μέσα μας δημιουργούμε υποκατάστατα (ψυχικό σώμα) για να μπορέσουμε να αντέξουμε την απώλεια. Όταν χάσουμε τον άλλον, τον εσωτερικεύουμε και τον κρατάμε μέσα μας, μειώνοντας το κενό που νιώθουμε. Παραμένουμε, δηλαδή συνδεδεμένοι εσωτερικά με αυτό που έχουμε χάσει. Η απουσία ενδοβάλλεται και γίνεται εσωτερική παρουσία.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η ανθρώπινη ύπαρξη έχει γεννηθεί για την ευτυχία παρόλο που κάθε χαρά της ζωής μας την περιμένει μια απώλεια στη γωνία, μια ματαίωση.

Ο πόνος είναι η ευκαιρία της ζωής μας, καθώς η συναισθηματική ωριμότητα του ανθρώπου έχει σχέση με τον πόνο.

Μετά από κάθε απώλεια, απουσία και κάθε θλίψη πρέπει να βρούμε το δρόμο για την ευτυχία. Και αυτή πράγματι βρίσκεται. Ίσως να μην είμαστε τα ίδια άτομα με πριν, αλλά αυτός είναι ο σκοπός. Να βρούμε νέους τρόπους να αναζητούμε την ευτυχία.

Οι ανησυχίες των εφήβων σχετικά με την εικόνα τους

Η εφηβεία είναι μία περίοδος που οι νέοι διέπονται από πολλές ανησυχίες και άγχη. Μία από αυτές είναι και το θέμα της εξωτερικής εμφάνισης.

Τους απασχολεί πάρα πολύ πως νιώθουν οι ίδιοι με αυτή και πως φαίνονται στους τρίτους.

Μάλιστα, αρκετές φορές συμβαίνει να έχουν διαστρεβλωμένη εικόνα από αυτή που ισχύει στην πραγματικότητα.

Αυτό έχει να κάνει με την αυτοεκτίμησή που έχουν, δηλαδή ποια είναι τα πρότυπα τους και ποια κριτήρια έχουν υιοθετήσει μεγαλώνοντας.

Όμως, σημασία έχει πώς αισθάνονται οι ίδιοι αντικρίζοντας το είδωλο τους στον καθρέφτη.

Πρέπει να παρατηρήσουν αν η αίσθηση που έχουν για τον εαυτό τους ταιριάζει με τα λεγόμενα των περίγυρο τους.

Αν παρατηρήσουν πως είναι διαφορετικά, τότε θα πρέπει να εξετάσουν αν οι προσδοκίες τους είναι ρεαλιστικές για την εξωτερική τους εμφάνιση.

Σε αυτή την ηλικία επηρεάζονται με τα πρότυπα που προβάλλονται σε ΜΜΕ και σε social media, που συνήθως είναι φωτογραφίες καλαίσθητες αλλά επεξεργασμένες στην τελειότερη εικόνα.

Πολύ συχνά θα υποστηρίξει ένα όμορφο αγόρι «Η μύτη μου είναι χάλια... ντρέπομαι πολύ για αυτή. Μακάρι να είχα τη μύτη του Τάδε μοντέλου» ή ένα αδύνατο κορίτσι θα πει «Θεέ μου, πως πάχυνα έτσι. Μακάρι να ήμουν σαν την Τάδε ηθοποιό».

Προσοχή σε αυτές τις περιπτώσεις, υπάρχει ο κίνδυνος να παγιδευτούν σε έναν τρόπο ζωής που μπορεί να θέσουν την ζωής τους σε καταστάσεις καταστροφικές τόσο για την υγεία τους όσο και για την ψυχολογία τους.

Για παράδειγμα, αν τους δημιουργηθεί η εμμονή πως στερούνται ομορφιάς, η διάθεση τους θα είναι μόνιμα κακή, ανασφαλής και εσωστρεφής.

Αν τους δημιουργηθεί η εμμονή του πάχους θα οδηγηθούν σε εξαντλητικές δίαιτες.

Όλα αυτά θα έχουν ως αποτέλεσμα, να μην τους απομένει ενέργεια για να απολαύσουν στιγμές και δραστηριότητες που έχουν ανάγκη τη δεδομένη χρονική περίοδο της ζωής σου, όπως οι φιλίες και τα φλερτ.

Τέλος, δεν είναι κακό να μιλήσουν για τις όποιες ανασφάλειες τους ή προβληματισμούς έχουν για την εμφάνιση τους με τους γονείς τους ή με τους φίλους τους και γιατί όχι αν χρειάζεται να λάβουν ιατρική και ψυχολογική βοήθεια.

Πριν όμως φτάσουν σε αυτό το σημείο, ας σκεφτούν ότι όσο περισσότερο αποδεχόμαστε τον εαυτό μας όπως είναι εξωτερικά, καταβάλλοντας παράλληλα την κάθε δυνατή προσπάθεια για μια υγιεινή ζωή (δηλαδή σωστή διατροφή και άθληση) τόσο περισσότερο θα εκπέμπουν αυτοπεποίθηση και ομορφιά στους γύρω τους.

Η πηγή του κοινωνικού άγχους

Είναι γνωστά τα οφέλη που απέφερε ο δυτικός πολιτισμός τα τελευταία δυο χιλιάδες χρόνια: έχουν αυξηθεί σε πρωτοφανή βαθμό ο πλούτος, τα αποθέματα τροφίμων, οι επιστημονικές γνώσεις, τα καταναλωτικά αγαθά, η ασφάλεια του ατόμου, το προσδόκιμο επιβίωσης και οι δυνατότητες βιοπορισμού. Εκείνο όμως που παραμένει λιγότερο εμφανές και γεννά ερωτήματα είναι το ενδεχόμενο οι εντυπωσιακές αυτές πρόοδοι να συμπορεύονται με μια άνοδο της στάθμης του άγχους που νιώθουν οι κοινοί Δυτικοί πολίτες για τη θέση τους στον κόσμο, με άλλα λόγια μια έμφαση στην ενασχόλησή μας με ερωτήματα όπως τι σημαίνουμε για τους γύρω μας, τι έχουμε πετύχει στη ζωή μας και πόσα χρήματα κερδίζουμε.

Κατά παράδοξο τρόπο, η δραστική μείωση των στερήσεων δεν έχει καταργήσει την αίσθηση ότι στερούμαστε ούτε το φόβο μήπως στερηθούμε – ίσως μάλιστα να τα επιτείνει ολοένα και περισσότερο. Σε πληθυσμούς ολόκληρους που έχουν ευλογηθεί με πλούτη και με δυνατότητες κυριολεκτικά αδιανόητες για τους προγόνους τους, οι οποίοι καλλιεργούσαν την απρόβλεπτη γη της μεσαιωνικής Ευρώπης, παρατηρείται μια αξιοσημείωτη ευχέρεια του ατόμου να αισθάνεται ανεπάρκεια τόσο ως προς αυτό που είναι όσο και ως προς αυτά που κατέχει.

Πάντως, αυτή η αίσθηση της στέρησης δε φαίνεται ίσως τόσο παράξενη, αν τη δούμε με βάση το ψυχικό πλαίσιο στο οποίο αποφασίζουμε τι είναι «επαρκές». Όπως συμβαίνει γενικότερα με τον καθορισμό ορίων, κανείς μας δεν προσδιορίζει μόνος του ποιο είναι το ελάχιστα απαιτούμενο για να αισθάνεται φερ’ ειπείν πλούσιος ή ευυπόληπτος. Όλοι το συνάγουμε αφού πρώτα συγκρίνουμε τη θέση μας με την κατάσταση κάποιων που τους δεχόμαστε ως σημείο αναφοράς, αυτούς που θεωρούμε ίσους με εμάς.

Αδυνατούμε να εκτιμήσουμε τη θέση μας χωρίς αυτή τη σύγκριση ή με μια σύγκριση ανεπίκαιρη, όπως π.χ. σε σχέση με τη ζωή των προγόνων μας κατά το Μεσαίωνα. Το πόσο ευημερούμε ιστορικά ποσώς μας εντυπωσιάζει. Η μόνη περίπτωση να θεωρήσουμε ότι περνάμε μια χαρά είναι να έχουμε όσα –ή και λίγο περισσότερα- έχουν εκείνοι μαζί με τους οποίους μεγαλώνουμε, εκείνοι με τους οποίους εργαζόμαστε πλάι πλάι, εκείνοι που τους έχουμε για φίλους μας και με τους οποίους ταυτιζόμαστε στην κοινωνική ζωή.

Αν μας έβαζαν να μείνουμε σε μια ετοιμόρροπη τρώγλη και να δεχόμαστε τη βάναυση μεταχείριση κάποιου αριστοκράτη που ζει σ’ ένα ζεστό και στεγανό πύργο, η κατάστασή μας θα κατέληγε να μας φαίνεται φυσιολογική σε περίπτωση που βλέπαμε όλους τους όμοιούς μας να ζουν στις ίδιες συνθήκες μ’ εμάς – που θα ήταν μεν δυσάρεστες, όχι όμως και έδαφος για να ευδοκιμήσει ο φθόνος. Αν, ωστόσο, έχουμε ένα βολικό σπίτι και μια άνετη δουλειά, αλλά μάθουμε στήνοντας απερίσκεπτα το αυτί μας σε κάποια συνάντηση με τους πάλαι ποτέ συμμαθητές μας ότι κάποιοι από αυτούς (που είναι η ισχυρότερη «ομάδα αναφοράς») ζουν τώρα σε σπίτια μεγαλύτερα από το δικό μας, αγορασμένα με τα έσοδα από κάποια πολύ πιο γοητευτική απασχόληση, είναι πιθανόν στο γυρισμό ν’ αρχίσει να μας τυραννάει η αίσθηση ότι η ζωή μας έχει αδικήσει.

Επομένως, το άγχος και η δυσφορία πηγάζουν από μια αίσθηση ότι θα ήταν δυνατόν να έχουμε γίνει κάτι άλλο από αυτό που είμαστε – αίσθηση που προκύπτει όταν εκείνοι τους οποίους θεωρούμε ίσους μας διαθέτουν επιτεύγματα ανώτερα από τα δικά μας. Αν είμαστε μικρόσωμοι και ζούμε ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν όλοι ίσο ύψος μ’ εμάς, δεν πρόκειται ποτέ να μας απασχολήσει ιδιαίτερα το μπόι μας.

Αρκεί όμως κάποιοι από την ομάδα να ψηλώσουν ελάχιστα και τότε ρέπουμε ξαφνικά προς μια αίσθηση στενοχώριας, αρχίζουμε να δυσανασχετούμε και να ζηλεύουμε – κι ας μην έχουμε κοντύνει ούτε χιλιοστό εμείς οι ίδιοι.

Με δεδομένες τις μεγάλες ανισότητες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε καθημερινά, το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του φθόνου είναι μάλλον ότι καταφέρνουμε να μη ζηλεύουμε τους πάντες. Η ευημερία πολλών μας αφήνει ατάραχους – αλλά την ίδια στιγμή τα μικρά πλεονεκτήματα κάποιων άλλων μας τριβελίζουν διαρκώς και ανελέητα. Αιτία είναι ότι ζηλεύουμε μόνο εκείνους με τους οποίους νιώθουμε όμοιοι· φθονούμε μόνο τα μέλη της «ομάδας αναφοράς». Γι’ αυτό και ελάχιστες επιτυχίες είναι τόσο ανυπόφορες όσο οι επιτυχίες των στενών φίλων μας.

Παύεις να είσαι θύμα των περιστάσεων, μόλις αναλάβεις την ευθύνη της ζωής σου

Είναι πολύ εύκολο να αποτινάξουμε την ευθύνη από πάνω μας: Μπορούμε απλώς να συμφωνήσουμε πως για τα κακώς κείμενα της ζωής μας φταίνε μόνο οι άλλοι. Και τώρα τι περιμένουμε; Πάμε να δούμε πως εφαρμόζει η βολική θεωρία μας στην πράξη.

Πρώτη εφαρμογή: Για τα προβλήματα της σχέσης μας αποκλειστικός υπαίτιος αποδεικνύεται ο σύντροφός μας. Χρειάζεται να κάνει λίγο παραπάνω δουλειά με τον εαυτό του, να μάθει επιτέλους να ανοίγεται. Αν είναι δυνατόν, να γίνει και πιο κοινωνικός. Όχι πολύ. Τόσο ακριβώς όσο χρειάζεται για να κουμπώνει απόλυτα με το πρόγραμμα των κοσμικών εξόδων μας. Εμείς από την άλλη βρισκόμαστε στο ιδανικό σημείο, αδέκαστοι life coaches που υποδεικνύουν τα τρωτά σημεία του αδύναμου κρίκου μπας και αφυπνιστεί επιτέλους και επιταχύνει ρυθμό, προκειμένου να αγγίξει τα δυσθεώρητα επίπεδα της πνευματικής μας φώτισης.

Ένα λεπτό όμως, κάτι δεν βγαίνει στην εξίσωση: Γιατί καταλήξαμε με αυτόν ακριβώς τον σύντροφο; Άραγε η επιλογή μας δεν αποκαλύπτει το παραμικρό για τον δικό μας βαθμό συναισθηματικής ωριμότητας; Και πώς και ερχόμαστε αντιμέτωποι κάθε τόσο με τα ίδια ζητήματα; Δεν θα έπρεπε εμείς, ως η υγιής πλευρά της σχέσης, είτε να λάβουμε τη γενναία απόφαση του χωρισμού είτε θαρρετά να διεισδύσουμε στη ρίζα των συγκρούσεων; Ας προσποιηθούμε όμως πως δεν ακούσαμε τις παραπάνω ερωτήσεις και ας συνεχίσουμε ανενόχλητοι να συντηρούμε τον μύθο μας.

Επόμενη εφαρμογή: Δεν βρίσκουμε την αγάπη που ονειρευτήκαμε. Νιώθουμε τόσο μόνοι. Θα κερδίσουμε άραγε ποτέ στη ρουλέτα του έρωτα ό,τι ακριβώς αξίζουμε ή μήπως οι καλοί πάντα προδίδονται στο τέλος; Κουβαλώντας μέσα μας ένα διαρκές παράπονο, συνηθίζουμε να διατεινόμαστε σε φίλους και γνωστούς πως εξαιτίας της κακοδαιμονίας που μας συνοδεύει από τα πρώτα κιόλας βήματα της ενήλικης ζωής μας, προσελκύουμε συντρόφους ακατάλληλους και χειριστικούς, δύστροπους και ασταθείς.

Καθόλου δεν ευθυνόμαστε φυσικά εμείς γι’ αυτό- που κατά τα ψέματα είμαστε σωστά κελεπούρια- αλλά το άτιμο το πεπρωμένο, η λάθος εποχή και η χτυπημένη Αφροδίτη του αστρολογικού μας χάρτη. Και αν ψάχνοντας πιο βαθιά, ανακαλύψουμε πίσω από τις ορδές των ακατάλληλων ερώτων τη χαμηλή μας αυτοεκτίμηση, τα επιφανειακά κριτήρια επιλογής συντρόφων και τα άλυτα ζητήματα της παιδικής μας ηλικίας; Τότε καλύτερα να προσποιηθούμε πως τίποτα δεν είδαμε και με κλειστά τα μάτια να συνεχίσουμε να προχωράμε τον δρόμο που η άδικη η μοίρα χάραξε για λογαριασμό μας.

Τρίτη εφαρμογή: Στη δουλειά ασφαλώς και μας αδικούν. Απορώ μάλιστα πως δεν το βλέπεις. Διαθέτουμε ένα σωρό προσόντα και άστρο πιο λαμπρό από εκείνο της Βηθλεέμ, ωστοσο παραμένουμε εγκλωβισμένοι στην ίδια θέση ημιαπασχόλησης, με τον ίδιο χαμηλό μισθό. Και βέβαια κάνουμε ό,τι μπορούμε για να βρούμε κάτι καλύτερο. Λες και δεν ξέρεις όμως πως είναι η κατάσταση, καημένε μου. Η ανεργία εκτινάχτηκε στα ύψη. Όσο για εκείνον τον γείτονά που τον προσέλαβαν σε υψηλόμισθη δουλειά πριν κάνα μήνα, εξυπακούεται πως μεσολάβησε κάποιος γνωστός για να ανοίξει η τύχη του. Μην επαναλαμβάνουμε τα αυτονόητα.

Να αναζητήσουμε την ευκαιρία στο εξωτερικό; Όχι βέβαια, ποιος αποχωρίζεται το φαγητό της μανούλας, που μένει ακριβώς από πάνω και τσοντάρει κάθε τόσο και στους λογαριασμούς. Είπαμε, είμαστε ανεξάρτητοι αλλά με την ακρίβεια στα ύψη παραπάνω από καλοδεχούμενη η όποια γονεϊκή συνδρομή. Και εξάλλου αυτή την αίσθηση ζεστασιάς που αποπνέει η οικογενειακή πολυκατοικία δεν την αλλάζουμε με τίποτα. Είναι αληθινά υπέροχο στο κατώφλι των σαράντα να νιώθουμε ξανά έφηβοι κάθε φορά που ο μπαμπάς μπουκάρει απροειδοποίητα στον χώρο μας με τον μάστορα, τον υδραυλικό ή απλώς μόνος του, για να επιθεωρήσει την περιουσία του βρε αδερφέ.

Και τελικά η μέρα που θα αλλάξει η ζωή μας δεν θα είναι εκείνη που οι τρίτοι θα αρχίσουν να εξυπηρετούν τις αμέτρητες προσδοκίες μας αλλά αυτή που θα βαφτιστούμε οδηγοί του πεπρωμένου μας. Έτσι, την επόμενη φορά που θα πληγωθούμε συναισθηματικά από τους γύρω μας και θα γκρινιάσουμε για την άδικη στάση τους, ας πάρουμε μια απόσταση από το δράμα μας μπας και βρούμε το θάρρος να κοιτάξουμε επιτέλους κατάματα και τα δικά μας τρωτά σημεία. Μήπως τελικά αποδεικνύεται απείρως πιο εύκολη η θυματοποίηση από τη γενναία ανάληψη της ευθύνης;

Στην πραγματικότητα, κανένας δεν μας χρωστά τίποτε απολύτως. Και ναι, αξίζουμε! Όμως εκείνο που αξίζουμε μόνοι μας θα το συναντήσουμε. Εμείς θα φροντίσουμε την αφεντιά μας, εμείς θα την εξελίξουμε. Θα διαμορφώσουμε τις σχέσεις που επιθυμούμε, όταν συνειδητοποιήσουμε πως η ποιότητα τους έρχεται σε άμεση συνάρτηση με τον ψυχισμό μας. Θα κατακτήσουμε τα όνειρά μας μόλις σηκωθούμε από τον καναπέ του εφησυχασμού και με επιμονή τα κυνηγήσουμε. Θα οικοδομήσουμε μια δίκαιη κοινωνία μόνο εφόσον αρχίσουμε να εφαρμόζουμε τη δικαιοσύνη στην καθημερινότητά μας.

Πίσω από τη μάσκα του ιδανικού, γεμάτου ευαισθησία και αμεροληψία εαυτού μας κρύβεται κάποιος άλλος, που ανυπόμονα περιμένει να τον ξεσκεπάσουμε. Ας είμαστε ειλικρινείς λοιπόν: Πόσες φορές και εμείς οι ίδιοι, απορροφημένοι από τις σκοτούρες μας αδιαφορήσαμε για τους γύρω μας ή ακόμη και υπήρξαμε σκληροί απέναντί τους; Πόσες στιγμές οι ευκαιρίες ξεγλίστρησαν μέσα από τα χέρια μας γιατί απλώς από φόβο ή παθητικότητα δεν τις αδράξαμε;

Αποδεχόμενοι το μερίδιο ευθύνης που μας αναλογεί δεν βυθιζόμαστε στην άβυσσο των ενοχών αλλά, αντίθετα, αγγίζουμε για πρώτη φορά μια μοναδική αίσθηση παντοδυναμίας. Γιατί όταν παύουμε να απαιτούμε ξεκινάμε να κατακτούμε και το λεπτό που επωμιζόμαστε τις συνέπειες των πράξεών μας απεγκλωβιζόμαστε από τον φαύλο κύκλο τους. ‘Και αφού κανέναν πια δεν περιμένουμε να μας βγάλει από τη μιζέρια, στεφόμαστε αρχιτέκτονες του θριάμβου μας.

Αδύναμος άλλωστε δεν αποδεικνύεται εκείνος που υποπίπτει σε λάθη αλλά αυτός που εξωραΐζει τα λάθη του με αμέτρητες δικαιολογίες. Και αποτυχημένος δεν νοείται ο άνθρωπος που πέφτει και σηκώνεται αλλά όποιος πεσμένος στους έδαφος αξιώνει από τους γύρω του να τον σηκώσουν στην πλάτη τους, κατηγορώντας τους μάλιστα ακόμη και για έλλειψη ενσυναίσθησης, αν δεν υπακούσουν.

Τα θύματα των προσώπων και των περιστάσεων κυκλοφορούν ανάμεσα μας, στους δρόμους της πόλης. Αρέσκονται να μεμψιμοιρούν για τις αναποδιές που συνεχώς τους τυχαίνουν και να λιγοψυχούν στην πρώτη δυσκολία που συναντούν, να πληγώνονται συναισθηματικά από τους κακούς λύκους και να γυρεύουν τη νεράιδα νονά της Σταχτοπούτας να τους ραντίσει με τη χρυσόσκονη μιας εύκολης ζωής. Θα επιλέξουμε όμως τελικά ό,τι μας βολεύει ή εκείνο που μας εξελίσσει;

Σκληροί με τον εαυτό μας

Οι περισσότεροι αναγνωρίζουμε πότε ένα άλλο άτομο είναι συναισθηματικά κακοποιητικό: Ο τρόπος με τον οποίο μιλά έχει σκοπό να καταρρακώσει την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμησή μας με υποτιμήσεις.

Μπορεί όμως να είναι πολύ πιο δύσκολο να αναγνωρίσουμε αυτό το μοτίβο όταν ο θύτης είναι ο δικός μας εσωτερικός επικριτής. Αν μιλάτε στον εαυτό σας με σκληρό και επιζήμιο τρόπο, το να βρείτε νέους τρόπους να χρησιμοποιείτε τον εσωτερικό διάλογο υπέρ σας μπορεί να σας βοηθήσει να αποκτήσετε δύναμη, συναισθηματική ασφάλεια και αυτοπεποίθηση.

Γιατί προκαλούμε στον εαυτό μας συναισθηματικό πόνο;

Η εσωτερική μας φωνή μπορεί να προέρχεται από διάφορες πηγές, αλλά συνήθως ξεκινά από μικρή ηλικία. Αυτό ισχύει για όλους τους τύπους, συμπεριλαμβανομένων των επώδυνων και επιβλαβών. Πολλοί παράγοντες μπορούν να συμβάλουν στη συναισθηματική αυτο-κακοποίηση: η τελειομανία, οι προηγούμενες σχέσεις, η παιδική μας ηλικία, ψυχικές διαταραχές ψυχικής υγείας.

Παράλληλα, τα αποτελέσματα που συνδέονται με την επιβλαβή εσωτερική φωνή είναι συχνά σταθερά: Η έρευνα δείχνει ότι η χαμηλή αυτοεκτίμηση και η λιγότερη αυτοπεποίθηση συνήθως προκύπτουν από αυτή τη συμπεριφορά.

4 συναισθηματικά επιβλαβείς συνήθειες που χρειάζεται να αντικαταστήσουμε

Συγκεκριμένοι προσδιορισμοί/Ταμπέλες

Οι περιοριστικές ταμπέλες είναι μια συνήθεια που θα έπρεπε να έχουμε αποβάλει από το δημοτικό ακόμα. Γιατί λοιπόν μιλάμε στον εαυτό μας με τρόπους που διαφορετικά αναγνωρίζουμε ως κακοπροαίρετους; Η αυτοεκτίμηση μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Αν έχετε την τάση να θεωρείτε τον εαυτό σας λιγότερο σημαντικό από τους άλλους, το να τον υποτιμάτε μπορεί να μην σας φαίνεται τόσο σημαντικό σε σύγκριση με τη σκέψη ότι φέρεστε έτσι σε ένα άλλο άτομο.

Παραδείγματα: «Είμαι τόσο κακομαθημένος. Γιατί δεν μπορώ να έχω λίγο αυτοέλεγχο;», «Πώς μπόρεσα να είμαι τόσο ανεγκέφαλος; Όλοι πρέπει να ξέρουν ότι είμαι ανόητος».

Εναλλακτικά: «Μόλις έφαγα comfort food. Θα μπορούσε αυτό να σχετίζεται με το πώς αισθάνομαι τελευταία;». «Ήταν ντροπιαστικό, αλλά μπορεί να γελάω με αυτό μέχρι την επόμενη εβδομάδα».

Αυτο-αμφιβολία

Η αυτοαμφισβήτηση μπορεί να σημαίνει ότι αμφισβητούμε τον εαυτό μας ή ότι ανησυχούμε ότι δεν είμαστε σε θέση να ανταποκριθούμε στις συνθήκες ή στους στόχου. Έρευνα του 2020 υπογραμμίζει πώς η αυτοαμφιβολία συνδέεται με την τελειομανία και το σύνδρομο του απατεώνα. Εν ολίγοις, οι άνθρωποι που θέτουν απίστευτα υψηλούς στόχους για τον εαυτό τους μπορεί να είναι πιο πιθανό να αισθάνονται ότι έχουν αποτύχει όταν η απόδοσή τους δεν ανταποκρίνεται στα πρότυπα ή τους στόχους τους.

Παραδείγματα: «Αν κάνω αυτή την ερώτηση, όλοι θα καταλάβουν πόσο ανόητος είμαι», «Δεν πρέπει να προσπαθήσω να βοηθήσω γιατί είναι βέβαιο ότι θα τα κάνω όλα θάλασσα».

Εναλλακτικές: «Αισθάνομαι μπερδεμένος, αλλά το να κάνω αυτή την ερώτηση θα μπορούσε να βοηθήσει να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα»., «Φαίνεται ότι χρειάζονται τη βοήθειά μου. Ίσως θα έπρεπε να ρωτήσω τι χρειάζονται περισσότερο αυτή τη στιγμή.

Γνωστικές στρεβλώσεις

Οι γνωστικές διαστρεβλώσεις είναι δυσπροσαρμοστικές ή μη χρήσιμες συνήθειες σκέψης. Πολλές γνωστικές διαστρεβλώσεις συμβαδίζουν με τον συναισθηματικό αυτοτραυματισμό, επειδή τείνουν να δημιουργούν άκαμπτες νοοτροπίες που δεν αφήνουν χώρο για αποχρώσεις ή πολυπλοκότητα. Οι κοινές γνωστικές στρεβλώσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε καταχρηστική αυτο-ομιλία περιλαμβάνουν:

– Φιλτράρισμα: εστίαση μόνο στα αρνητικά μιας κατάστασης, ενώ αγνοούνται οι θετικές πτυχές.

– Πρέπει: εμμονή στο πώς θα έπρεπε να είμαστε και συνεχής απογοήτευση όταν δεν ανταποκρινόμαστε.

– Γενίκευση: Κρίνουμε τον εαυτό μας σε όλους τους τομείς με βάση ένα γεγονός.

– Πλάνη ελέγχου: Επιρρίπτετε ευθύνες στον εαυτό μας σε καταστάσεις που δεν είναι υπό τον έλεγχό μας

Παραδείγματα: «Κανείς δεν πρόκειται να με ξαναπάρει στα σοβαρά μετά από αυτό», «Εγώ φταίω που η οικογένειά μου έχασε αυτή την ευκαιρία. Είμαι άχρηστη για τα παιδιά μου», «Αν δεν είχα εμπλακεί σε αυτό, όλοι θα ήταν καλύτερα».

Εναλλακτικές: «Όλοι κάνουν λάθη. Τι μπορώ να μάθω από αυτό;», «Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι συνεχίζω να είμαι εδώ για την οικογένειά μου, ακόμα κι αν δεν τα κάνω πάντα όλα σωστά», «Είμαι υπεύθυνος για το δικό μου μέρος αυτού του έργου, αλλά και άλλοι παράγοντες που δεν μπορούσα να ελέγξω συνέβαλαν στο αποτέλεσμα».

Αυτοκαταστροφικός λόγος

Δεν είναι πάντα εύκολο να αναγνωρίσετε πότε ο εσωτερικός διάλογός σας γίνεται σκληρός. Μερικές ενδείξεις ότι η «αυτο-τρομοκρατία» ζει και βασιλεύει περιλαμβάνουν το να απειλείτε τον εαυτό σας ή να λέτε στον εαυτό σας ότι αξίζετε ένα κακό αποτέλεσμα ή μέλλον.

Παραδείγματα: «Είμαι αηδιαστική. Μου αξίζει να μείνω μόνη μου για πάντα», «Μπορώ κάλλιστα να παραιτηθώ – αν δεν μπορώ να κάνω ούτε αυτό, δεν αξίζω τίποτα καλό».

Εναλλακτικές: «Δεν αισθάνομαι καλά. Τι θα μπορούσε να με βοηθήσει να νιώσω καλύτερα αυτή τη στιγμή;», «Αυτή η θέση εργασίας είναι απογοητευτική. Ίσως θα έπρεπε να πω στον εργοδότη μου πώς μπορούμε να αλλάξουμε τις συνθήκες», «Δεν είναι πάντα εύκολο να εκτίθεμαι, αλλά συνεχίζω να κάνω την προσπάθεια και αυτό απαιτεί θάρρος».

Στη ζωή σου να κρατάς αυτούς που σε άκουσαν ενώ δεν είπες ούτε μία λέξη

Στη ζωή σου να κρατάς αυτούς που σε άκουσαν ενώ δεν είπες ούτε μία λέξη. Αυτούς που μίλησαν στην καρδιά σου. Που αφουγκράστηκαν τους χτύπους της και ψιθύρισαν στην ψυχή σου. Εκείνους που άκουσαν τις σιωπηλές κραυγές της ύπαρξης σου. Όσους τους κώφαιναν οι σιωπές σου και συγκλονίστηκαν από τις σιγές σου.

Να κρατήσεις αυτούς που έστρωσαν με ροδοπέταλα τον δρόμο σου για να περάσεις από τη ζωή τους. Που έκαναν θάλασσα τα συναισθήματα τους και σε έπνιξαν στα βαθιά. Αυτούς πουν έμαθαν ανάγνωση στο κρυφό σχολείο του είναι σου. Έμαθαν να διαβάζουν τον πόνο μέσα στα μάτια σου. Μιλάνε με το θλιμμένο σου βλέμμα. Συνδιαλέγονται με τις κρυφές χαρές σου. Ακούνε τον θόρυβο της απέραντης μοναξιάς σου και σε συντροφεύουν νοερά. Ταξιδεύουν μαζί σου στα απωθημένα σου χωρίς να τους τα έχεις εκμυστηρευτεί. Διακρίνουν την θλίψη πίσω από το πιο όμορφο χαμόγελο σου. Βλέπουν την απόγνωση πίσω από την πιο λαμπρή σου όψη. Την απελπισία κάτω από το στωικό σου ύφος.

Να κρατάς αυτούς που διαβάζουν πίσω από τις ανείπωτες λέξεις σου. Ακούνε το βουβό κλάμα σου πίσω από τις χαρούμενες φωνές σου. Χορεύουν μαζί με το τρελό χτυποκάρδι σου όταν ημερεύει η μορφή σου. Τους ξεκουφαίνει η φασαρία του μυαλού σου στην ηρεμία αυτού του κόσμου. Τα ουρλιαχτά από τον φόβο που σκεπάζουν τα έγκατα της ύπαρξης σου. Οι ακοές τους ακολουθούν τις θυμωμένες σου λέξεις όταν εσύ δεν τις ξεστομίζεις. Τραντάζονται από τις σιωπηλές κραυγές σου όταν ο πόνος σου σκίζει τα σωθικά. Συνταράζονται από το σπάσιμο της καρδιάς σου όταν εκείνη γίνεται χίλια κομμάτια.

Κράτησε αυτούς που σε θερμαίνουν με το χνώτο της καρδιάς τους όταν φυσάει κακία.Κάνουν ομπρέλα την αγκαλιά τους και σε σκεπάζουν όταν βρέχει αδιαφορία. Ανάβουν φωτιές να σε ζεστάνουν, όταν παγώνει από απόγνωση ο κόσμος σου. Στέκονται δίπλα σου αυτόβουλα, βράχοι ακλόνητοι στις καταιγίδες της απελπισίας σου. Μοιράζονται με δική τους θέληση και αγόγγυστα τις μπόρες της ζωής σου. Εκπληρώνουν τις ανάγκες σου πριν τις εκφράσεις και ικανοποιούν τις επιθυμίες σου πριν τις ξεστομίσεις. Ανεβαίνουν μαζί σου το Γολγοθά σου κρατώντας σου τρυφερά το χέρι όταν εσύ σωπαίνεις από την ταλαιπωρία.

Άφησε στη ζωή σου μόνο αυτούς που μπόρεσαν να εισχωρήσουν στα εσώψυχα σου.Αποκρυπτογράφησαν τις πιο απόκρυφες σκέψεις σου. Αποκωδικοποίησαν τις μεγαλύτερες αμφιβολίες και τρόμους που κλείνεις βαθιά μέσα σου. Ταξίδεψαν απροσκάλεστοι στο όνειρο σου. Άνοιξαν την πόρτα της ψυχής σου και μπήκαν ακάλεστοι. Διείσδυσαν μέσα σου και βρήκαν τον χαμένο θησαυρό που κρύβεις. Αντίκρισαν την αξία σου και την σεβάστηκαν. Ήρθαν αντιμέτωποι με την ποιότητα σου και την εκτίμησαν. Αναγνώρισαν την ποιότητα σου χωρίς να διαφαίνεται. Την μοναδικότητα σου χωρίς να ξεχωρίζει. Την μεγαλοψυχία σου χωρίς να διακρίνεται.

Κράτησε αυτούς που πνίγηκαν διασχίζοντας τους ωκεανούς της ψυχής σου. Που πάλεψαν με τα κύματα της σιωπής σου για να φτάσουν στην ακτή του πόνου σου. Κράτησε στην ζωή σου αυτούς που σε άκουσαν ενώ δεν είπες ούτε μία λέξη. Γιατί αυτή τη θέση την έχουν κερδίσει και τους ανήκει δικαιωματικά

Νίτσε: Μπορούμε να σεβόμαστε αληθινά μόνον εκείνον που δεν ψάχνει τον εαυτό του

Η ευγενής ψυχή δίνει όπως παίρνει, από το παθιασμένο και ευαίσθητο ένστικτο της ανταπόδοσης που έχει στα βάθη της.

Η έννοια «χάρις» δεν έχει inter pares [μεταξύ ίσων/ομοίων] κανένα νόημα ή καλή μυρωδιά· μπορεί να υπάρχει ένας εξαίσιος τρόπος να αφήνεις δώρα να πέφτουν από πάνω και να τα πίνεις διψασμένα σαν σταγόνες: αλλά γι’ αυτήν την τέχνη και συμπεριφορά η ευγενής ψυχή δεν έχει καμιά ικανότητα. Την εμποδίζει ο εγωισμός της: δεν της αρέσει να κοιτά «προς τα πάνω» — προτιμάει να κοιτά είτε μπροστά της, οριζόντια και αργά, ή προς τα κάτω — ξέρει πως βρίσκεται ψηλά.

«Μπορούμε να σεβόμαστε αληθινά μόνον εκείνον που δεν ψάχνει τον εαυτό του». — Ο Γκαίτε στον σύμβουλο Σλόσερ.

Έχουν μια παροιμία οι Κινέζοι που οι μητέρες τη διδάσκουν ήδη στα παιδιά τους: siao-sin «κάνε την καρδιά σου μικρή!» Αυτή είναι η χαρακτηριστική βασική τάση σε όψιμους πολιτισμούς: δεν αμφιβάλλω ότι το πρώτο πράγμα που θα παρατηρούσε ένας αρχαίος Έλληνας σε μας τους σημερινούς Ευρωπαίους θα ήταν η μείωση του εαυτού μας — μόνο και μόνο γι’ αυτό το πράγμα δεν θα ήμασταν του «γούστου» του.

Τι είναι τελικά ο κοινός χαρακτήρας; —- Οι λέξεις είναι ήχοι για έννοιες· οι έννοιες όμως είναι περισσότερο ή λιγότερο καθορισμένες εικόνες για συχνά επανερχόμενες και συνδεόμενες αισθήσεις και ομάδες αισθήσεων. Για να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, δέν αρκεί να χρησιμοποιούμε τις ίδιες λέξεις· πρέπει επίσης να χρησιμοποιούμε τις ίδιες λέξεις για το ίδιο είδος εσωτερικών βιωμάτων, πρέπει τελικά να έχουμε την εμπειρία μας από κοινού.

Γι’ αυτό το λόγο οι άνθρωποι ενός λαού καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον καλύτερα απ’ ό,τι μέλη διαφορετικών λαών, ακόμη κι όταν χρησιμοποιούν την ίδια γλώσσα· ή μάλλον, όταν άνθρωποι έχουν ζήσει επί μακρόν κάτω από όμοιες συνθήκες (κλίματος, εδάφους, κινδύνου, αναγκών, εργασίας), προκύπτει από δω μια ομάδα όπου «ο ένας καταλαβαίνει τον άλλο», ένας λαός.

Σε κάθε ψυχή της ομάδας αυτής ένας ίσος αριθμός συχνά επανερχόμενων βιωμάτων έχει κερδίσει το πάνω χέρι πάνω σ’ εκείνα που έρχονται σπανιότερα: λόγω αυτού του γεγονότος οι άνθρωποι καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο, γρήγορα και ολοένα και γρηγορότερα — η ιστορία της γλώσσας είναι η ιστορία μιας διαδικασίας συντόμευσης· πάνω στη βάση αυτής της γρήγορης κατανόησης οι άνθρωποι ενώνονται, σφικτά και ολοένα και πιο σφικτά. Όσο πιο μεγάλος είναι ο κίνδυνος, τόσο πιο μεγάλη είναι η ανάγκη να επιτευχθεί συμφωνία γρήγορα και εύκολα όσον αφορά αυτό που πρέπει να γίνει- το να μην παρανοεί ο ένας τον άλλο σε καταστάσεις κινδύνου είναι απόλυτη αναγκαιότητα στις ανθρώπινες σχέσεις.

Κάνει κανείς αυτή τη δοκιμή ακόμη και στην περίπτωση φιλιών ή ερωτικών υποθέσεων: τίποτε απ’ αυτά δεν έχει διάρκεια από τη στιγμή που θα ανακαλυφθεί ότι το ένα μέρος χρησιμοποιεί λέξεις που συνδέει με αισθήματα, προθέσεις, αντιλήψεις, επιθυμίες, φόβους διαφορετικούς από εκείνους με τους οποίους τις συνδέει το άλλο μέρος. (Ο φόβος για την «αιώνια παρεξήγηση»: αυτό είναι το αγαθοεργό πνεύμα που τόσο συχνά συγκρατεί πρόσωπα διαφορετικού φύλου από το να συνάπτουν βιαστικούς δεσμούς στους οποίους τους σπρώχνουν οι αισθήσεις και η καρδιά — και όχι κάποιο σοπεναουερικό «πνεύμα του είδους»!)

Ποιες ομάδες αισθήσεων στο εσωτερικό μιας ψυχής αφυπνίζονται, αρχίζουν να μιλούν, δίνουν διαταγές γρηγορότερα, αυτό το πράγμα αποφασίζει για όλη την ιεραρχία των αξιών της, αυτό καθορίζει τελικά τον πίνακα των αγαθών της. Οι εκτιμήσεις ενός ανθρώπου προδίδουν κάτι από τη δομή της ψυχής του, και πού βλέπει αυτή τις συνθήκες ζωής της, τις πραγματικές ανάγκες της.

Αν υποτεθεί τώρα ότι η ανάγκη συνένωνε ανέκαθεν μόνον ανθρώπους που μπορούσαν να δείξουν παρόμοιες απαιτήσεις, παρόμοια βιώματα μέσω παρόμοιων σημείων, το συμπέρασμα είναι ότι συνολικά η εύκολη ανακοινωσιμότητα της ανάγκης, δηλαδή τελικά η βίωση μόνο μέτριων και κοινών βιωμάτων, πρέπει να ήταν η πιο ισχυρή από όλες τις ισχυρές δυνάμεις που διέθετε ως σήμερα ο άνθρωπος.

Οι πιο όμοιοι, οι πιο συνηθισμένοι άνθρωποι είχαν και εξακολουθούν να έχουν το πλεονέκτημα, οι πιο διαλεκτοί, λεπτοί, σπάνιοι και δυσκολοκατανόητοι διατρέχουν τον κίνδυνο να μείνουν μόνοι, να υποκύψουν σε ατυχήματα μέσα στην απομόνωσή τους και σπάνια πολλαπλασιάζονται. Τρομερές αντίθετες δυνάμεις πρέπει να κληθούν για να εμποδίσουν αυτή τη φυσική, υπερβολικά/φυσική processus in simile, τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη του ανθρώπου προς το όμοιο, το. συνηθισμένο, το μέτριο, το αγελαίο — το κοινό!

Φρίντριχ Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό

Ο πνευματικός άνθρωπος

Πνευματικός άνθρωπος είναι ο φιλοσοφικά συγκροτημένος και καλλιεργημένος σε βάθος.

Ο άνθρωπος του πνεύματος θεωρείται ο αντίποδας του ανθρώπου της πράξης. Αυτό όμως δεν είναι αναγκαστικά απόλυτο. Ωστόσο είναι πραγματικότητα ότι ο θεωρητικός άνθρωπος των ιδεών και των φιλοσοφικών προβληματισμών διαφέρει ριζικά από τον πρακτικό άνθρωπο των συνεχών υποθέσεων και της βιομέριμνας.

Ο πνευματικός άνθρωπος δεν είναι εξωστρεφής και κοινωνικός (με πολλές διαπροσωπικές σχέσεις), αλλά αποξενωμένος κι απόμακρος, έχει μεγαλύτερη φήμη κα εκτίμηση, παρά όταν τον γνωρίσει κανείς από κοντά. Τότε ’’χάνει κάπως τα νερά’’ του και τα θέλγητρά του – εκτός βέβαια από κάποιες χτυπητές εξαιρέσεις που αφορούν συνήθως πολιτικά πρόσωπα.

Ο πνευματικός άνθρωπος έχει λεπτά κι ευγενικά αισθήματα, οξυδέρκεια και ψυχολογική ικανότητα, προσέχει τη λεπτομέρεια, ερευνά το βάθος και τις αιτίες των γεγονότων και διορθώνει με τη μελέτη και την κριτική του σκέψη την κοσμοθεωρία του.

Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον πνευματικό άνθρωπο και στον πνευματώδη. Αλλά ας παρακολουθήσουμε μερικές ιδέες σχετικές με το πνεύμα, την πνευματική καλλιέργεια, το πνευματικό έργο, τους διανοούμενους και τους πνευματώδεις.

Τα διαπιστευτήρια του πνευματικού ανθρώπου είναι η μετριοπάθεια και η διαλλακτικότητα, δηλαδή η ανοχή της διαφορετικότητας του άλλου (έστω κι αν αντιπαθεί τις ιδέες και τις πράξεις του). Πειθαρχεί στο στωϊκό: “ΑΝΕΧΟΥ ΚΑΙ ΑΠΕΧΟΥ”. Γιατί ξέρει πως ζει σε κοινωνία όπου ‘’Το λάθος των πολλών θεσμοθετεί Δίκαιον’’ (Error communis facit jus) κατά τον Ρωμαϊκό Κώδικα!…

Οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν ότι ερευνούν τους χώρους του πνεύματος, ενώ στην πραγματικότητα περιπλανιούνται μονάχα μέσα σ’ αυτούς. Ο πνευματικός άνθρωπος είναι ευγενικός, αλλά όχι εθιμοτυπικός. Συγχρωτίζεται με όλα τα κοινωνικά στρώματα, αλλά διατηρεί τον ατομικό ζωτικό του χώρο. Η γνώση και η εμπειρία αυξάνουν την ευφυΐα (I.Q) του ατόμου και αυτό έχει θετικές επιπτώσεις στον χαρακτήρα. Αλλά η συντήρηση και η ενίσχυση αυτού του φωτός γίνεται από την παιδεία με πρωτεργάτη το δάσκαλο.

Ο απαίδευτος είναι ο άνθρωπος που δεν ολοκλήρωσε τις προδιαγραφές του είδους του. Στο φως της ψυχαναλυτικής κριτικής, ο απαίδευτος παρουσιάζει παιδικές αντιδράσεις ακόμα και στην ηλικία της ωριμότητας. Και ιδιαίτερα οι αντιδράσεις του προσδιορίζονται από το εξωτερικό περιβάλλον. Δεν μπορεί να σκεφτεί και να μιλήσει σωστά` αλλά δεν μπορεί και να σιωπήσει με σύνεση. Μόνο μικρά νομίσματα έχει στην τσέπη του ο φτωχός` μόνο μικρές ιδέες έχει στο κεφάλι του ο απαίδευτος. Ωστόσο, υπάρχουν και πολλοί που είναι χειρότεροι απ’ τους απαίδευτους: αυτοί που χρειάστηκαν πολλές σπουδές για να μείνουν αμόρφωτοι…

Ο πεπαιδευμένος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος με την ώριμη λογική, αφού το λογικό αναπτύσσεται στο άτομο σύμφωνα με το ποσοστό των γνώσεών του. Παράλληλα όμως με την ωρίμανση της λογικής, η παιδεία πρέπει ν’ αποβλέπει και στην ωρίμανση του συναισθήματος. Γιατί δεν υπάρχει χειρότερο φαινόμενο από τον πολυμαθή που έχει συναισθήματα μικρού παιδιού. Η συναισθηματική ενηλικίωση δεν συμβαδίζει – δυστυχώς – με τη διανοητική ενηλικίωση. Κι αυτό είναι μια πηγή δυστυχίας στη ζωή. Η πολυμάθεια εξάλλου δεν προσφέρει τίποτε αν δεν έχει για εσωτερικό στόχο την ανάπτυξη της κρίσης και για εξωτερικό στόχο την ανθρωπιστική συμπαράσταση. Τελικά, όπως σωστά έχει ειπωθεί, μόρφωση είναι εκείνο που μένει, όταν ξεχάσει κανείς εκείνα που ξέρει.

Ο πνευματικός άνθρωπος (ο στοχαστής, ο επιστήμονας, ο φιλόσοφος, ο συγγραφέας, ο άνθρωπος των γραμμάτων και της τέχνης) βλέπει ως πράξη και αποστολή του τον ’’θεωρητικό βίο’’. Αναλίσκει τη ζωή του στην υπηρεσία της διάνοιας και του συναισθήματος. Όταν οι άλλοι άνθρωποι συναλλάσσονται πρακτικά μέσα στην αγορά ή διασκεδάζουν σε κέντρα και συγκεντρώσεις, όταν ακόμα αναπαύονται ή κοιμούνται, αυτός μέσα στη μοναξιά του γραφείου ή του εργαστηρίου του, δοσμένος στις σκέψεις του, στις εμπνεύσεις του, στα οράματά του και στη δημιουργική του φαντασία, πλάθει και διαμορφώνει το έργο του για να το προσφέρει στους συνανθρώπους του. Προσφορά τεράστια – σε ορισμένες περιπτώσεις – που οφείλεται στην εργατικότητα και τη θυσία μιας ολόκληρης ζωής. Δεν είναι εύκολος ο στοχασμός και ο λόγος` δεν είναι εύκολη η τέχνη και η δημιουργία` δεν είναι εύκολη η επιστήμη και η εφευρετικότητα. Ίσως είναι κάτι πιο δύσκολο απ’ την πολιτική πράξη. Και ίσως αυτού να οφείλεται η μεγάλη αριθμητική υπεροχή των ανθρώπων της πράξης και της πολιτικής (μαζί με τους πολιτικολογούντες) σε σύγκριση με τους γνήσιους πνευματικούς ανθρώπους (μαζί με τους φιλό-σοφους και φιλό-τεχνους).

Ο πνευματικός άνθρωπος έχει καλή παιδεία, αλλά γνωρίζει κιόλας ότι ‘’ η πολυμάθεια δεν σε κάνει και μυαλωμένο’’ (“ΠΟΛΥΜΑΘΙΗ ΝΟΟΝ ΕΧΕΙΝ ΟΥ ΔΙΔΑΣΚΕΙ” Ηράκλειτος, απ.40 ) και ότι ’’πουθενά δεν θεωρήθηκε ως μέγιστο κακό το να μη γνωρίζεις τα πάντα όσο η παντογνωσία και η πολυμάθεια που συνοδεύεται με κακή ανατροφή και κακό ήθος’’ (Πλάτων, Νόμοι Ζ΄ 819 a). Γιατί γνωρίζει ακόμα πως ‘’το ήθος είναι για τον άνθρωπο η μοίρα που τον προστατεύει’’ (“ΗΘΟΣ ΑΝΘΡΩΠΩ ΔΑΙΜΩΝ” Ηράκλειτος, απ. 119).

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΡΧΙΔΑΜΟΣ

ΙΣΟΚΡ 6.88–94

Η διατήρηση της δόξας και του γοήτρου της πόλης κίνητρο για τον πολεμικό αγώνα

Συνεχίζοντας την πίστιν του λόγου με τον οποίον πρότεινε στους συμπολίτες του να μην αποδεχτούν την ανεξαρτησία της Μεσσήνης, ο ομιλητής υποστήριξε ότι, ακόμα και στην περίπτωση που οι Σπαρτιάτες θα αγωνίζονταν χωρίς την υποστήριξη των υπόλοιπων Πελοποννησίων, θα ήταν δυνατή η επικράτησή τους. Πρότεινε, λοιπόν, να σταλούν τα γυναικόπαιδα και οι γέροι σε άλλες πόλεις και να αρχίσει ο στρατός επιδρομές εναντίον των εχθρικών δυνάμεων, ενώ τόνισε ότι η ειρήνη θα ήταν ασφαλής και διαρκής, μόνον αν αποτρεπόταν η ανεξαρτησία της Μεσσήνης.


[88] Ἡδέως δ’ ἂν αὐτῶν πυθοίμην, ὑπὲρ τίνων οἴονται
χρῆναι μαχομένους ἡμᾶς ἀποθνήσκειν· οὐχ ὅταν οἱ πολέ-
μιοι προστάττωσί τι παρὰ τὸ δίκαιον καὶ τῆς χώρας ἀπο-
τέμνωνται καὶ τοὺς οἰκέτας ἐλευθερῶσιν; καὶ τούτους μὲν
κατοικίζωσιν εἰς ταύτην ἣν ἡμῖν οἱ πατέρες κατέλιπον,
ἡμᾶς δὲ μὴ μόνον τῶν ὄντων ἀποστερῶσιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς
τοῖς ἄλλοις κακοῖς εἰς ὀνείδη καθιστῶσιν; [89] ἐγὼ μὲν γὰρ
ὑπὲρ τούτων οὐ μόνον πόλεμον ἀλλὰ καὶ φυγὰς καὶ θανά-
τους οἴομαι προσήκειν ἡμῖν ὑπομένειν· πολὺ γὰρ κρεῖττον
ἐν ταῖς δόξαις αἷς ἔχομεν τελευτῆσαι τὸν βίον μᾶλλον ἢ
ζῆν ἐν ταῖς ἀτιμίαις, ἃς ληψόμεθα ποιήσαντες ἃ προστάτ-
τουσιν ἡμῖν. εἰ δὲ δεῖ μηδὲν ὑποστειλάμενον εἰπεῖν, αἱρε-
τώτερον ἡμῖν ἐστιν ἀναστάτοις γενέσθαι μᾶλλον ἢ κατα-
γελάστοις ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν. τοὺς γὰρ ἐν ἀξιώμασι καὶ
φρονήμασι τηλικούτοις βεβιωκότας δυοῖν δεῖ θἄτερον, ἢ
πρωτεύειν ἐν τοῖς Ἕλλησιν, ἢ παντάπασιν ἀνῃρῆσθαι,
μηδὲν ταπεινὸν διαπραξαμένους ἀλλὰ καλὴν τὴν τελευ-
τὴν τοῦ βίου ποιησαμένους.

[90] Ἃ χρὴ διαλογισαμένους μὴ φιλοψυχεῖν, μηδ’ ἐπα-
κολουθεῖν ταῖς τῶν συμμάχων γνώμαις, ὧν ἡγεῖσθαι πρό-
τερον ἠξιοῦμεν, ἀλλ’ αὐτοὺς σκεψαμένους ἑλέσθαι μὴ τὸ
τούτοις ῥᾷστον, ἀλλ’ ὃ πρέπον ἔσται τῇ Λακεδαίμονι καὶ
τοῖς πεπραγμένοις ἡμῖν. περὶ γὰρ τῶν αὐτῶν οὐχ ὁμοίως
ἅπασι βουλευτέον, ἀλλ’ ὡς ἂν ἐξ ἀρχῆς ἕκαστοι τοῦ βίου
ποιήσωνται τὴν ὑπόθεσιν. [91] Ἐπιδαυρίοις μὲν γὰρ καὶ
Κορινθίοις καὶ Φλιασίοις οὐδεὶς ἂν ἐπιπλήξειεν, εἰ μηδε-
νὸς ἄλλου φροντίζοιεν ἢ τοῦ διαγενέσθαι καὶ περιποιῆσαι
σφᾶς αὐτούς· Λακεδαιμονίους δ’ οὐχ οἷόν τ’ ἐστὶν ἐκ
παντὸς τρόπου ζητεῖν τὴν σωτηρίαν, ἀλλ’ ἂν μὴ προσῇ τὸ
καλῶς τῷ σῴζεσθαι, τὸν θάνατον ἡμῖν μετ’ εὐδοξίας αἱρε-
τέον ἐστί. τοῖς γὰρ ἀρετῆς ἀμφισβητοῦσιν ὑπὲρ οὐδενὸς
οὕτω σπουδαστέον, ὡς ὑπὲρ τοῦ μηδὲν αἰσχρὸν φανῆναι
πράττοντας. [92] εἰσὶ δ’ αἱ τῶν πόλεων κακίαι καταφα-
νεῖς οὐχ ἧττον ἐν τοῖς τοιούτοις βουλεύμασιν ἢ τοῖς ἐν τῷ
πολέμῳ κινδύνοις. τῶν μὲν γὰρ ἐκεῖ γιγνομένων τὸ πλεῖ-
στον μέρος τῇ τύχῃ μέτεστι, τὸ δ’ ἐνθάδε γνωσθὲν αὐτῆς
τῆς διανοίας σημεῖόν ἐστιν. ὥσθ’ ὁμοίως ἡμῖν φιλονικη-
τέον ἐστὶν ὑπὲρ τῶν ἐνθάδε ψηφισθησομένων, ὥσπερ
ὑπὲρ τῶν ἐν τοῖς ὅπλοις ἀγώνων.

[93] Θαυμάζω δὲ τῶν ὑπὲρ μὲν τῆς ἰδίας δόξης ἀποθνή-
σκειν ἐθελόντων, ὑπὲρ δὲ τῆς κοινῆς μὴ τὴν αὐτὴν γνώμην
ἐχόντων· ὑπὲρ ἧς ὁτιοῦν πάσχειν ἄξιον, ὥστε μὴ καται-
σχῦναι τὴν πόλιν, μηδὲ περιιδεῖν τὴν τάξιν λιποῦσαν, εἰς
ἣν οἱ πατέρες κατέστησαν αὐτήν. πολλῶν δὲ πραγμάτων
ἡμῖν καὶ δεινῶν ἐφεστώτων, ἃ δεῖ διαφυγεῖν, [94] ἐκεῖνο
μάλιστα φυλακτέον, ὅπως μηδὲν ἀνάνδρως φανησόμεθα
διαπραττόμενοι μηδὲ συγχωροῦντες τοῖς πολεμίοις παρὰ τὸ
δίκαιον. αἰσχρὸν γὰρ τοὺς ἄρξαι τῶν Ἑλλήνων ἀξιωθέντας
ὀφθῆναι τὸ προσταττόμενον ποιοῦντας, καὶ τοσοῦτον ἀπο-
λειφθῆναι τῶν προγόνων, ὥστε τοὺς μὲν ὑπὲρ τοῦ τοῖς
ἄλλοις ἐπιτάττειν ἐθέλειν ἀποθνήσκειν, ἡμᾶς δ’ ὑπὲρ
τοῦ μὴ ποιεῖν τὸ κελευόμενον μὴ τολμᾶν διακινδυνεύειν.

***
Ευχαρίστως δε ήθελον πληροφορηθή από αυτούς διά ποίους νομίζουν ότι πρέπει ημείς μαχόμενοι να φονευώμεθα· ουχί όταν οι εχθροί μας μάς διατάσσουν να πράξωμεν κάτι παρά το δίκαιον και αφαιρούν μέρη της χώρας μας και τους δούλους απελευθερώνουν, και τούτους μεν εγκαθιστούν εις την χώραν την οποίαν οι πατέρες μας μάς άφησαν, ημάς δε όχι μόνον μας γυμνώνουν από τα αγαθά μας, αλλά, εκτός των άλλων κακών, μας ρίπτουν εις καταισχύνην; Εγώ βεβαίως προς υπεράσπισιν των δικαιωμάτων τούτων, νομίζω ότι πρέπει όχι μόνον τον πόλεμον, αλλά και εξορίαν και θάνατον ακόμη να υπομένωμεν· διότι είναι πολύ προτιμότερον να αποθάνωμεν μέσα εις την δόξαν που έχομεν τώρα παρά να ζώμεν μέσα εις την καταισχύνην που θα λάβωμεν εκτελούντες τας διαταγάς των εχθρών μας. Εν γένει δε, εάν πρέπει να ομιλήσω με πάσαν ειλικρίνειαν, είναι προτιμότερον εις ημάς να καταστραφώμεν μάλλον παρά να γίνωμεν καταγέλαστοι από τους εχθρούς μας. Διότι εκείνοι που έχουν ζήσει μέσα εις τόσας τιμάς και ευγενείς ιδέας έν εκ των δύο πρέπει ή να είναι επί κεφαλής των Ελλήνων ή να εξαφανιστούν καθ' ολοκληρίαν, χωρίς να διαπράξουν κανέν ταπεινόν, αλλά τουναντίον αφού δώσουν εις την ζωήν των ένδοξον τέλος.

Ταύτα λοιπόν αφού σκεφθώμεν, πρέπει να μη λυπούμεθα την ζωήν μας, ούτε να ακολουθώμεν τας γνώμας των συμμάχων μας, των οποίων προηγουμένως είχομεν την αξίωσιν να είμεθα αρχηγοί, αλλά, αφού σκεφθώμεν, να μη προτιμήσωμεν την πλέον εύκολον δι' αυτούς άποψιν, αλλ' εκείνο που αρμόζει διά την Λακεδαίμονα και τας μέχρι τούδε πράξεις μας. Διότι περί των αυτών υποθέσεων δεν πρέπει όλοι να σκέπτωνται κατά τον ίδιον τρόπον, αλλ' έκαστος οφείλει να οδηγήται από τας αρχάς που έθεσεν ως βάσιν εις την ζωήν του. Τους Επιδαυρίους μεν λοιπόν και τους Κορινθίους και Φλιασίους κανείς δεν ήθελεν επιτιμήσει, διότι δεν φροντίζουν διά τίποτε άλλο παρά διά να παρατείνουν και διατηρήσουν την ζωήν των· οι Λακεδαιμόνιοι όμως δεν είναι δυνατόν με πάντα τρόπον να ζητούν την σωτηρίαν των, αλλ' αν δεν υπάρχη μαζί με την σωτηρίαν και η τιμιότης, ο (μετά της τιμής) θάνατος αξίζει περισσότερον δι' ημάς. Διότι εκείνοι που διεκδικούν την αρετήν δεν πρέπει να φροντίζουν διά τίποτε άλλο παρά διά να μη φανούν ότι πράττουν κάτι αισχρόν. Αι δειλίαι των πόλεων φαίνονται και εις τας τοιαύτας σκέψεις και εν τω μέσω των κινδύνων του πολέμου. Διότι τα γεγονότα που συμβαίνουν εις τον πόλεμον οφείλονται κατά μέγιστον μέρος εις την τύχην, αι δε αποφάσεις που λαμβάνονται εδώ είναι απόδειξις αυτής ταύτης της νοοτροπίας μας. Ώστε πρέπει ημείς να επιζητώμεν την νίκην ομοίως και εις τας αποφάσεις που λαμβάνομεν εδώ, καθώς και εις τας μάχας που συνάπτομεν με τα όπλα ανά χείρας.

Παραξενεύομαι δι' εκείνους που θέλουν διά την προσωπικήν των μεν δόξαν να φονεύωνται, δεν έχουν δε την αυτήν γνώμην διά την δόξαν που είναι κοινή εις όλους· δι' αυτήν πρέπει να υποφέρωμεν οτιδήποτε διά να μη ταπεινώσωμεν την πατρίδα μας, πρέπει δε ακόμη να μη την αφήσωμεν να καταπέση από την θέσιν εις την οποίαν οι πατέρες μας την ετοποθέτησαν. Ενώ δε μας πιέζουν τόσον πολλαί και μεγάλαι δυσκολίαι που πρέπει να παραμερίσωμεν, από εκείνο προ πάντων πρέπει να φυλαχθώμεν, πώς δηλαδή δεν θα φανώμεν ότι επράξαμεν κάτι άνανδρον και δεν υποχωρούμεν εις τους εχθρούς μας παρά το δίκαιον. Διότι είναι αισχρόν εκείνοι που ηξιώθησαν να γίνουν ηγεμόνες των Ελλήνων, να φανούν ότι εκτελούν τας διαταγάς που λαμβάνουν και ότι μένουν τόσον πολύ οπίσω των προγόνων των, ώστε εκείνοι μεν να θέλουν να θυσιάζουν την ζωήν των διά να διατάσσουν τους άλλους, ημείς δε να μη τολμώμεν να κινδυνεύωμεν διά να μη εκτελώμεν τας υποχρεώσεις που μας επιβάλλουν.