Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (12.142-12.221)

Ὣς ἔφατ᾽, αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος ἤλυθεν Ἠώς.
ἡ μὲν ἔπειτ᾽ ἀνὰ νῆσον ἀπέστιχε δῖα θεάων·
αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆα κιὼν ὄτρυνον ἑταίρους
145 αὐτούς τ᾽ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι.
οἱ δ᾽ αἶψ᾽ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῗσι καθῖζον.
ἑξῆς δ᾽ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.
ἡμῖν δ᾽ αὖ κατόπισθε νεὸς κυανοπρῴροιο
ἴκμενον οὖρον ἵει πλησίστιον, ἐσθλὸν ἑταῖρον,
150 Κίρκη ἐϋπλόκαμος, δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα.
αὐτίκα δ᾽ ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι κατὰ νῆα
ἥμεθα· τὴν δ᾽ ἄνεμός τε κυβερνήτης τ᾽ ἴθυνε.
δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἑτάροισι μετηύδων ἀχνύμενος κῆρ·
«Ὦ φίλοι, οὐ γὰρ χρὴ ἕνα ἴδμεναι οὐδὲ δύ᾽ οἴους
155 θέσφαθ᾽ ἅ μοι Κίρκη μυθήσατο, δῖα θεάων·
ἀλλ᾽ ἐρέω μὲν ἐγών, ἵνα εἰδότες ἤ κε θάνωμεν
ἤ κεν ἀλευάμενοι θάνατον καὶ κῆρα φύγοιμεν.
Σειρήνων μὲν πρῶτον ἀνώγει θεσπεσιάων
φθόγγον ἀλεύασθαι καὶ λειμῶν᾽ ἀνθεμόεντα.
160 οἶον ἔμ᾽ ἠνώγει ὄπ᾽ ἀκουέμεν· ἀλλά με δεσμῷ
δήσατ᾽ ἐν ἀργαλέῳ, ὄφρ᾽ ἔμπεδον αὐτόθι μίμνω,
ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ, ἐκ δ᾽ αὐτοῦ πείρατ᾽ ἀνήφθω.
εἰ δέ κε λίσσωμαι ὑμέας λῦσαί τε κελεύω,
ὑμεῖς δὲ πλεόνεσσι τότε ἐν δεσμοῖσι πιέζειν.»
165 Ἦ τοι ἐγὼ τὰ ἕκαστα λέγων ἑτάροισι πίφαυσκον·
τόφρα δὲ καρπαλίμως ἐξίκετο νηῦς εὐεργὴς
νῆσον Σειρήνοιϊν· ἔπειγε γὰρ οὖρος ἀπήμων.
αὐτίκ᾽ ἔπειτ᾽ ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο ἠδὲ γαλήνη
ἔπλετο νηνεμίη, κοίμησε δὲ κύματα δαίμων.
170 ἀνστάντες δ᾽ ἕταροι νεὸς ἱστία μηρύσαντο,
καὶ τὰ μὲν ἐν νηῒ γλαφυρῇ βάλον, οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ἐρετμὰ
ἑζόμενοι λεύκαινον ὕδωρ ξεστῇς ἐλάτῃσιν.
αὐτὰρ ἐγὼ κηροῖο μέγαν τροχὸν ὀξέϊ χαλκῷ
τυτθὰ διατμήξας χερσὶ στιβαρῇσι πίεζον.
175 αἶψα δ᾽ ἰαίνετο κηρός, ἐπεὶ κέλετο μεγάλη ἲς
Ἠελίου τ᾽ αὐγὴ Ὑπεριονίδαο ἄνακτος·
ἑξείης δ᾽ ἑτάροισιν ἐπ᾽ οὔατα πᾶσιν ἄλειψα.
οἱ δ᾽ ἐν νηΐ μ᾽ ἔδησαν ὁμοῦ χεῖράς τε πόδας τε
ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ, ἐκ δ᾽ αὐτοῦ πείρατ᾽ ἀνῆπτον·
180 αὐτοὶ δ᾽ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.
ἀλλ᾽ ὅτε τόσσον ἀπῆν ὅσον τε γέγωνε βοήσας,
ῥίμφα διώκοντες, τὰς δ᾽ οὐ λάθεν ὠκύαλος νηῦς
ἐγγύθεν ὀρνυμένη, λιγυρὴν δ᾽ ἔντυνον ἀοιδήν·
«Δεῦρ᾽ ἄγ᾽ ἰών, πολύαιν᾽ Ὀδυσεῦ, μέγα κῦδος Ἀχαιῶν,
185 νῆα κατάστησον, ἵνα νωϊτέρην ὄπ᾽ ἀκούσῃς.
οὐ γάρ πώ τις τῇδε παρήλασε νηῒ μελαίνῃ,
πρίν γ᾽ ἡμέων μελίγηρυν ἀπὸ στομάτων ὄπ᾽ ἀκοῦσαι,
ἀλλ᾽ ὅ γε τερψάμενος νεῖται καὶ πλείονα εἰδώς.
ἴδμεν γάρ τοι πάνθ᾽ ὅσ᾽ ἐνὶ Τροίῃ εὐρείῃ
190 Ἀργεῖοι Τρῶές τε θεῶν ἰότητι μόγησαν·
ἴδμεν δ᾽ ὅσσα γένηται ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ.»
Ὣς φάσαν ἱεῖσαι ὄπα κάλλιμον· αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ
ἤθελ᾽ ἀκουέμεναι, λῦσαί τ᾽ ἐκέλευον ἑταίρους,
ὀφρύσι νευστάζων· οἱ δὲ προπεσόντες ἔρεσσον.
195 αὐτίκα δ᾽ ἀνστάντες Περιμήδης Εὐρύλοχός τε
πλείοσί μ᾽ ἐν δεσμοῖσι δέον μᾶλλόν τε πίεζον.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τάς γε παρήλασαν, οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἔπειτα
φθόγγον Σειρήνων ἠκούομεν οὐδέ τ᾽ ἀοιδήν,
αἶψ᾽ ἀπὸ κηρὸν ἕλοντο ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι,
200 ὅν σφιν ἐπ᾽ ὠσὶν ἄλειψ᾽, ἐμέ τ᾽ ἐκ δεσμῶν ἀνέλυσαν.
Ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἐλείπομεν, αὐτίκ᾽ ἔπειτα
καπνὸν καὶ μέγα κῦμα ἴδον καὶ δοῦπον ἄκουσα·
τῶν δ᾽ ἄρα δεισάντων ἐκ χειρῶν ἔπτατ᾽ ἐρετμά,
βόμβησαν δ᾽ ἄρα πάντα κατὰ ῥόον· ἔσχετο δ᾽ αὐτοῦ
205 νηῦς, ἐπεὶ οὐκέτ᾽ ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον.
αὐτὰρ ἐγὼ διὰ νηὸς ἰὼν ὄτρυνον ἑταίρους
μειλιχίοις ἐπέεσσι παρασταδὸν ἄνδρα ἕκαστον·
«Ὦ φίλοι, οὐ γάρ πώ τι κακῶν ἀδαήμονές εἰμεν·
οὐ μὲν δὴ τόδε μεῖζον ἔπι κακὸν ἢ ὅτε Κύκλωψ
210 εἴλει ἐνὶ σπῆϊ γλαφυρῷ κρατερῆφι βίηφιν·
ἀλλὰ καὶ ἔνθεν ἐμῇ ἀρετῇ βουλῇ τε νόῳ τε
ἐκφύγομεν, καί που τῶνδε μνήσεσθαι ὀΐω.
νῦν δ᾽ ἄγεθ᾽, ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω, πειθώμεθα πάντες.
ὑμεῖς μὲν κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῖνα βαθεῖαν
215 τύπτετε κληΐδεσσιν ἐφήμενοι, αἴ κέ ποθι Ζεὺς
δώῃ τόνδε γ᾽ ὄλεθρον ὑπεκφυγέειν καὶ ἀλύξαι·
σοὶ δέ, κυβερνῆθ᾽, ὧδ᾽ ἐπιτέλλομαι· ἀλλ᾽ ἐνὶ θυμῷ
βάλλευ, ἐπεὶ νηὸς γλαφυρῆς οἰήϊα νωμᾷς.
τούτου μὲν καπνοῦ καὶ κύματος ἐκτὸς ἔεργε
220 νῆα, σὺ δὲ σκοπέλου ἐπιμαίεο, μή σε λάθῃσι
κεῖσ᾽ ἐξορμήσασα καὶ ἐς κακὸν ἄμμε βάλῃσθα.»

***
Τελειώνοντας τον λόγο της, φάνηκε πια στον ουρανό η Αυγή χρυσόθρονη.
Τότε μ᾽ αφήνει κι ανεβαίνει το νησί η ωραία θεά.
Όσο για μένα, γύρισα στο πλοίο ευθύς, παρακινώντας τους συντρόφους
να πάρουν θέση στο καράβι, να λύσουν τις πρυμάτσες.
Εκείνοι ανέβηκαν και κάθησαν όλοι τους στα ζυγά,
και καθισμένοι στη σειρά έπιασαν τα κουπιά, χτυπώντας
αφρισμένο το γκρίζο κύμα της θαλάσσης.
Κι αμέσως, πίσω στο καράβι μας με τη γαλάζια πλώρη,
για χάρη μας αμόλησε
πρίμο αγεράκι, που φουσκώνει τα πανιά, καλό μας σύντροφο,
150 η Κίρκη καλλιπλόκαμη, δαιμονική θεά, μ᾽ ανθρώπινη μιλιά.
Κι όπως με κόπο όλα του πλοίου τ᾽ άρμενα είχαμε φροντίσει,
καθήσαμε χαλαρωμένοι, γιατί το κυβερνούσε τώρα το καράβι
ο ούριος άνεμος κι ο τιμονιέρης.
Τότε κι εγώ στράφηκα στους συντρόφους, μιλώντας με βαριά καρδιά:
«Καλοί μου φίλοι, ένας δεν φτάνει μήτε δυο να ξέρουν
όσα η Κίρκη λέγοντας μου προφήτεψε, σεμνή θεά.
Γι᾽ αυτό κι εγώ θα σας μιλήσω, ώστε γνωρίζοντας ή να πεθάνουμε
ή να γλιτώσουμε τον θάνατο και να ξεφύγουμε τη μαύρη μοίρα.
Λοιπόν η πρώτη συμβουλή της ήταν πώς θα αποφύγουμε
το θείο τραγούδι των Σειρήνων και το ανθισμένο τους λιβάδι.
160 Μόνο σ᾽ εμένα επέτρεψε ν᾽ ακούσω τη φωνή τους· αλλά θα πρέπει
να με δέσετε σφιχτά, τόσο που να πονέσω, να μην μπορώ να κουνηθώ,
όρθιο πάνω στο κατάρτι, με τα σχοινιά πλεγμένα γύρω του.
Κι αν σας παρακαλώ, αν σας φωνάζω να με λύσετε,
εσείς θα πρέπει πιο σφιχτά να με τυλίξετε,
μ᾽ ακόμη περισσότερα δεσμά."
Κι ενώ μιλώντας εξηγούσα στους συντρόφους τα καθέκαστα,
πλησίαζε πια το καράβι, γερό σκαρί, στων δύο Σειρήνων
το νησί, γρήγορα όπως το έσπρωχνε πρίμο το αγέρι.
Τότε μεμιάς έπεσε ο άνεμος, η νηνεμία άπλωσε
γαλήνη, κοίμισε ο δαίμονας τα κύματα.
170 Ευθύς πετάχτηκαν επάνω οι σύντροφοι και μαϊνάρουν τα πανιά,
τα μάζεψαν στο κοίλωμα του πλοίου κι έσκυψαν στα κουπιά·
ξύλα καλοξυσμένα ελάτινα λευκαίνουν τώρα το νερό.
Την ίδια ώρα εγώ, με κοφτερό χαλκό, χωρίζω φέτα από κερί,
μεγάλη, στρόγγυλη, και στα γερά μου χέρια μάλαξα
τα κομμάτια της· γρήγορα το κερί ζεστάθηκε
απ᾽ τη δική μου τη μεγάλη δύναμη, αλλά κι από το πύρωμα του ήλιου,
οπού περνά σαν βασιλιάς τον ουρανό.
Με τούτο το κερί, όλους μου τους συντρόφους, τους βούλωσα τ᾽ αφτιά.
Αλλά κι εκείνοι μ᾽ έδεσαν στο πλοίο χέρια πόδια,
όρθιο πάνω στο κατάρτι, με τα σχοινιά σφιγμένα γύρω του.
Ύστερα καθισμένοι στα ζυγά, με τα κουπιά στο χέρι
180 χτυπούσαν το νερό της γκρίζας θάλασσας.
Κι όπως, κωπηλατώντας γρήγορα, σίμωσε τόσο το καράβι
στο νησί, που θα μπορούσε να ακουστεί η φωνή του ανθρώπου,
μας πήραν οι Σειρήνες είδηση, πως προσπερνούσε το σκαρί μας γοργοτάξιδο,
κι άρχισαν το ψηλόλιγνο τραγούδι τους:
«Έλα, Οδυσσέα περίφημε, δόξα των Αχαιών, πλησίασε,
άραξε εδώ το πλοίο, ν᾽ ακούσεις τη φωνή μας.
Αφού κανείς ποτέ δεν μας προσπέρασε στο μελανό καράβι του,
προτού να ακούσει από το στόμα μας τη μελιστάλακτη φωνή μας·
πρώτα ευφραίνεται κι ύστερα συνεχίζει το ταξίδι του,
κερδίζοντας καινούργια γνώση.
Γιατί τα πάντα εμείς γνωρίζουμε, όσα τραβήξανε στης Τροίας
190 τον κάμπο Αργείοι και Τρώες — θέλημα των θεών.
Κι ακόμη ξέρουμε τα όσα συμβαίνουν πάνω σ᾽ ολόκληρη τη γη
με τα πολλά γεννήματα.»
Έτσι μιλώντας, τραγουδούσαν με φωνή περίκαλλη, κι εμένα
μέσα μου η καρδιά μου λαχταρούσε να τις ακούσει, παρακαλούσα
τους συντρόφους να με λύσουν, έκανα νόημα γνέφοντας· αλλά εκείνοι
εκεί, σκυμμένοι στα κουπιά, κωπηλατούσαν.
Κι αυτοστιγμεί πετάχτηκαν ο Ευρύλοχος κι ο Περιμήδης,
μ᾽ έδεσαν μ᾽ άλλα, πρόσθετα σχοινιά, μ᾽ έσφιγγαν πιο γερά.
Τέλος, όταν τις ξεπεράσαμε, και δεν ακούγαμε
μήτε φωνή μήτε και το τραγούδι των Σειρήνων,
τότε οι καλοί μου εταίροι έβγαλαν το κερί, αυτό που εγώ
200 τους άλειψα στ᾽ αφτιά τους, με λύνουν κι εμένα απ᾽ τα δεσμά μου.
Είχαμε αφήσει πίσω το νησί, όταν μπροστά μου βλέπω
καπνό, κύμα μεγάλο κι άκουσα τον σάλο.
Εκείνοι τότε τρόμαξαν, τους φεύγουν τα κουπιά απ᾽ τα χέρια·
όλα τους, κρεμασμένα στο νερό, πλατάγιζαν, και το καράβι
έμενε εκεί σταματημένο, αφού δεν το οδηγούσαν πια
στα χέρια τους τα σπαθωτά κουπιά.
Οπότε εγώ φέρνω ένα γύρο το καράβι και τους συντρόφους αναθάρρυνα,
με λόγια όμως μαλακά, από κοντά και στον καθένα χωριστά:
«Ω φίλοι, άμαθοι δεν είμαστε θαρρώ στις τόσες συμφορές·
και σίγουρα δεν είναι αυτό το μεγαλύτερο κακό, όπως εκείνο
όταν ο Κύκλωπας, άγρια και βίαια, μας έκλεισε
210 μες στη βαθιά σπηλιά του.
Κι όμως, το ξέρετε, με τη δική μου αρετή, τη γνώση, το μυαλό,
γλιτώσαμε από κει — θα τα θυμόσαστε φαντάζομαι κι αυτά μια μέρα!
Λοιπόν, ελάτε τώρα, θάρρος, σ᾽ ό,τι σας πω ας δείξουμε όλοι υπακοή·
εσείς οι άλλοι πιάσετε πάλι τα κουπιά και, καθισμένοι στα ζυγά, χτυπάτε
βαθιά τα κύματα της θάλασσας, ανίσως δώσει ο Δίας
κι αυτόν τον όλεθρο αποφεύγοντας σωθούμε.
Όσο για σένα, κυβερνήτη, έχω εντολή ξεχωριστή, βάλ᾽ την
καλά στον νου σου, αφού είσαι εσύ που κυβερνάς
στο βαθουλό καράβι μας το δοιάκι:
βγάλε το πλοίο απ᾽ τον καπνό κι από το κύμα αυτό·
220 τράβα γυρεύοντας τον σκόπελο· μην ξεχαστείς κι αλλάξει
το καράβι δρόμο, που θα μας παρασύρεις τότε στον χαμό.»

You have to start to be great...

Και έρχεται εκείνη η στιγμή που δεν περίμενες ότι θα έρθει ποτέ για εσένα.. Η στιγμή που έβλεπες στους άλλους, η στιγμή για την οποία συμβούλευες τους άλλους.

Έρχεται εκείνη η στιγμή που σε ξάφνιασε, γιατί περίμενες ότι θα ήσουν πιο δυνατή, πιο δυνατός.

Έρχεται εκείνη η στιγμή που μέσα στο μυαλό σου την έχεις ως στιγμή αδυναμίας.

Η στιγμή του άγχους, η στιγμή του φόβου, η στιγμή του ψυχοσωματικού συμπτώματος, η στιγμή της απώλειας ελέγχου.

Μα πάνω από όλα μέσα στο μυαλό σου είναι η στιγμή που ένιωσες ότι δεν τα κατάφερες, όπως τα κατάφερνες πάντα, γιατί εσύ πάντα τα κατάφερνες... και τώρα νιώθεις το φόβο και την απογοήτευση να ξεχειλίζουν, μάλλον γιατί νιώθεις την κούραση, την κόπωση, την εξάντληση, τα ξενύχτια, τη θλίψη να ξεχειλίζουν.

Και ενώ θέλεις να βοηθηθείς, δεν ξέρεις πως να το κάνεις, γιατί εσύ ήσουν πάντα αυτή, εσύ ήσουν πάντα αυτός που βοηθούσες, που αναλάμβανες, που διαχειριζόσουν, εσύ ήσουν εκεί πάντοτε για όλους.

Όμως.... να σου πω κάτι;

Και αν όλο αυτό δεν είναι στιγμή αδυναμίας;

Και αν όλο αυτό που βιώνεις είναι μία υπενθύμιση από τον εαυτό σου ότι έχεις και εσύ ανάγκες και όρια;

Και αν όλο αυτό γίνεται για να σου υπενθυμίσει ότι πρέπει να φροντίσεις και εσύ τον εαυτό σου;

Και αν όλο αυτό γίνεται για να αρχίσεις να λες κάποια ναι σε εσένα και κάποια όχι στους άλλους;

Και αν όλο αυτό γίνεται γιατί πρέπει να αλλάξεις κουλτούρα και τρόπο σκέψης;

Είναι δύσκολη η συνειδητοποίηση ότι έχουμε και εμείς όρια, είναι δύσκολη η συνειδητοποίηση ότι δεν τα καταφέρνουμε ή τουλάχιστον ότι δεν τα καταφέρνουμε όπως είχαμε συνηθίσει να τα καταφέρνουμε...

Μα ακόμα πιο δύσκολο είναι να νιώθουμε κάθε μέρα πως ανεβαίνουμε ένα βουνό για να τα καταφέρουμε και πως κάνουμε υπομονή.

Γιατί άλλο υπομονή και άλλο υπομένω....

Μπορείς να αφήσεις το άγχος και το φόβο να σε διακατέχουν... όμως τι θα έλεγες αν ένιωθες τη δύναμή σου;

Νιώσε τη δύναμή σου, επειδή φοβήθηκες....

Νιώσε τη δύναμή σου, επειδή αγχώθηκες....

Νιώσε τη δύναμή σου, ακόμα και αν εμφάνισες ψυχοσωματικά....

Νιώσε το θάρρος σου, επειδή σε θυμάσαι να δείλιασες...

Νιώσε την εμπειρία σου, επειδή απέκτησες γνώση.....

Νιώσε τη σοφία σου, επειδή έκανες λάθη...

Σε έχεις μαλώσει, με έχω μαλώσει.

Σε έχεις τιμωρήσει, με έχω τιμωρήσει.

Σε έχεις θυμώσει, με έχω θυμώσει.

Σε έχεις αφήσει πίσω, με έχω αφήσει πίσω.

Σε έχεις αδικήσει, με έχω αδικήσει . . .

Όμως . . .

Έφτασε εκείνη η στιγμή, η υπέροχη στιγμή της αλλαγής, που όσο και αν τη φοβάσαι γιατί σηματοδοτεί αποφάσεις, έχεις ήδη ξεκινήσει να αλλάζεις, γιατί συνειδητοποιείς ότι δεν μπορείς άλλο να συνεχίσεις και οι αλλαγές ξεκινούν από την αυτό-παρατήρηση και από την επίγνωση

Η αλλαγή λοιπόν έχει ήδη ξεκινήσει, όσο και αν προσπάθησες να την καθυστερήσεις, όσο και αν σε αγχώνει.

Η αλλαγή έχει ξεκινήσει και μην προσπαθήσεις να ξεγελάσεις τον εαυτό σου, γιατί είναι αυτός που χτύπησε το καμπανάκι ότι δεν αντέχει άλλο και ότι έχεις ξεπεράσει τα όριά σου.

Και είναι τόσο υπέροχο να μας ακούμε, όσο και παράξενο, γιατί μάλλον δεν έχουμε συνηθίσει να το κάνουμε.

Να αλλάξεις λοιπόν και να καταλάβεις ότι εσύ είσαι αυτή, εσύ είσαι αυτός που είσαι ο μεγαλύτερος σου σύμμαχος.

Να αλλάξεις και να καταλάβεις ότι εσύ είσαι αυτή, εσύ είσαι αυτός που πρέπει να σε αγαπήσεις πάνω από όλα γι’ αυτό που βλέπεις στον καθρέφτη.

Και να αλλάξεις, χωρίς να περιμένεις να είσαι τέλεια, χωρίς να περιμένεις να είσαι τέλειος.

Και να αλλάξεις, χωρίς να περιμένεις να μην κάνεις άλλα λάθη.

Και να αλλάξεις, χωρίς να εγκλωβίζεσαι μέσα στο ανικανοποίητο.

Και να αλλάξεις, χωρίς να είσαι ανελέητη, χωρίς να είσαι ανελέητος με τον εαυτό σου.

Και να αλλάξεις αφήνοντας τον έλεγχο, που τόσο ψυχοφθόρος είναι (όσο και αν τον είχες συνηθίσει).

Και να αλλάξεις, ζητώντας βοήθεια και χτίζοντας συμμάχους, γιατί οι αγώνες κερδίζονται από τις ομάδες.

Και να αλλάξεις, συνειδητοποιώντας και κάνοντας τη μεγαλύτερη αποδοχή, ότι όλο αυτό έχει ξεκινήσει....και it’s ok not to be ok!

«You don’t have to be great to start, but you have to start to be great» έλεγε ένα quote που διάβασα στο διαδίκτυο και αποφάσισα να το καθιερώσω ως τη ρήση που θα με οδηγεί χρόνια...

Μην περιμένεις να είσαι ιδανικός, μην περιμένεις να είσαι ιδανική για να ξεκινήσεις, όμως δώσε στον εαυτό σου την ευκαιρία να γίνει ιδανικός, να γίνει ιδανική ξεκινώντας.

Τα τραύματα είναι αθάνατα

Ζώντας χτίζεις πληγές, μαζεύεις τραύματα.

Ό,τι δεν απορροφάται απ’ το δέρμα, θα μείνει για πάντα.

Μπορεί να μην έχει τη ζωντάνια της στιγμής της γέννησής του, αλλά θα είναι εκεί, στα μάτια σου μπροστά για να το βλέπεις.

Άλλες στιγμές θα αδιαφορείς, άλλες θα ξεσπάς σε κλάματα.

Όταν σε βρίσκει ευάλωτο ξυπνά, ανοίγει τα μάτια του και κοιτάζει τα δικά σου.

Η ώρα αυτή αποκαλύπτει με θράσος πως θα είστε για πάντα μαζί, αιώνια αγκαλιασμένοι στην ψευδαίσθηση του λάθους και της ανικανότητας για διόρθωση, μα φυσικά δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τίποτα.

Μιλάμε για παρελθόν.

Παρόλα αυτά, οι βαθιές πληγές θα φύγουν οριστικά όταν φύγεις εσύ, μάλλον καλύτερα, μόνο εσύ θα φύγεις.

Οι μνήμες θα μείνουν για να στοιχειώσουν κάποιον άλλον.

Μέχρι τότε θα είσαι έρμαιο των αποφάσεων τους.

Όσο πιο εξελιγμένος είναι ο άνθρωπος τόσο περισσότερο έχει ανάγκη την ησυχία

Το να είναι λοιπόν κάποιος θορυβώδης δεν είναι καλό σημάδι. Πόσοι άνθρωποι κάνουν θόρυβο για να τους προσέχουν!

Μιλάνε δυνατά, γελάνε δυνατά, μπαίνουν σε μια αίθουσα χωρίς προφυλάξεις ενώ όλοι οι άλλοι έχουν ήδη καθίσει στις θέσεις τους, κοπανάνε τις πόρτες, σκοντάφτουν στα αντικείμενα ή τα αναποδογυρίζουν απλά και μόνο για να προσελκύσουν την προσοχή των άλλων.

Το να κάνουν θόρυβο είναι γι’ αυτούς ένας τρόπος επιβεβαίωσης του εαυτού τους, ένας τρόπος για να δείχνουν ότι είναι εκεί.

Πρέπει λοιπόν να μάθουν ότι τα άδεια βαρέλια είναι αυτά που κάνουν τον πιο πολύ θόρυβο : ναι, καταλαβαίνουμε αμέσως την παρουσία τους! Πράγματι, πόσοι είναι οι άνθρωποι που είναι σαν τα άδεια βαρέλια : πηγαίνουν παντού κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο ο οποίος αποκαλύπτει την ανεπάρκεια και τη μετριότητά τους.

Παρατηρώ τους ανθρώπους και η συμπεριφορά τους αμέσως μου αποκαλύπτει την καλλιέργειά τους, το χαρακτήρα τους, την ιδιοσυγκρασία και τον βαθμό εξέλιξής τους.

Όλα γίνονται ξεκάθαρα μέσα από τον τρόπο που παρουσιάζονται και που μιλάνε. Ορισμένοι μιλάνε σαν να θέλουν να καλύψουν, να κρύψουν κάτι, σαν να υποψιάζονται ότι η σιωπή μπορεί να αποκαλύψει ακριβώς αυτό που θέλουν να κρύψουν.

Πριν καλά καλά τους γνωρίσετε, πρέπει να σας πουν αμέσως ένα σωρό ιστορίες για να επιβάλουν κάποια ιδέα για τον εαυτό τους, για τους άλλους ή για τα γεγονότα. Θα πείτε: ”Μα μιλάνε για να γνωριστούμε”

Εντάξει, σύμφωνοι, αλλά για να γνωριστούν οι άνθρωποι μερικές φορές η σιωπή είναι πιο εύγλωττη από τις κουβέντες. Ναι, αν ζήσουν μαζί για λίγα λεπτά μέσα στην σιωπή, γνωρίζονται καλύτερα παρά μέσα από μία μεγάλη και άχρηστη φλυαρία.

Ο θόρυβος κρατάει τον άνθρωπο μέσα στις κατώτερες ψυχικές περιοχές. Τον εμποδίζει να μπει μέσα σε αυτόν τον αιθέριο κόσμο όπου η κίνηση γίνεται πιο εύκολη, η θεώρηση των πραγμάτων πιο ξεκάθαρη και η σκέψη πιο δημιουργική. Βέβαια, ο θόρυβος είναι η έκφραση της ζωής, όχι όμως εκείνης των ανώτερων βαθμίδων.

Αποκαλύπτει μάλλον μία ατέλεια μέσα στην δομή η την λειτουργία των όντων και των αντικειμένων. Όταν μια μηχανή ή μια συσκευή αρχίσουν να έχουν διακοπές, τότε κάνουν ένα σωρό θορύβους.

Και το ότι οι κατασκευαστές φροντίζουν όλο και περισσότερο να κατασκευάζουν αθόρυβες συσκευές, είναι επειδή ξέρουν πολύ καλά τελειότητας.

Ο πόνος είναι ένας θόρυβος που μας προειδοποιεί ότι κάποιο από τα όργανά μας έχει αρχίσει να χαλάει. Μέσα σ’ ένα υγιές σώμα τα όργανα είναι σιωπηλά. Βεβαίως εφόσον είναι ζωντανά εκφράζονται, αλλά αθόρυβα.

Η ησυχία είναι το σημάδι ότι όλα λειτουργούν σωστά μέσα στον οργανισμό. Από την στιγμή που κάτι αρχίσει να τρίζει, προσοχή! αυτό είναι η αναγγελία κάποιας αρρώστιας.

Η σιωπή είναι η γλώσσα της τελειότητας, ενώ ο θόρυβος είναι η έκφραση κάποιου ελαττώματος, κάποιας ανωμαλίας ή μιας ζωής που ακόμα βρίσκεται σε αταξία και αναρχία και που χρειάζεται να κυριαρχηθεί και να επεξεργαστεί.

Για παράδειγμα, τα παιδιά είναι θορυβώδη επειδή μέσα τους ξεχειλίζουν η ενεργητικότητα και η ζωντάνια. Αντίθετα, οι ηλικιωμένοι είναι σιωπηλοί. Θα πείτε: ”Φυσικά, είναι ξεκάθαρο, οι ηλικιωμένοι αγαπούν την σιωπή επειδή έχουν λιγότερες δυνάμεις και ο θόρυβος τους ενοχλεί”.

Αυτό είναι λίγο αλήθεια, μπορεί όμως και να υπήρξε μέσα τους κάποια εξέλιξη, κι έτσι τώρα το πνεύμα τους είναι εκείνο που τους ωθεί να μπαίνουν στην σιωπή. Για ν’ αναθεωρήσουν την ζωή τους, να σκεφτούν, να πάρουν μαθήματα από αυτήν, χρειάζονται αυτήν την ησυχία μέσα στην οποία γίνεται ολόκληρη εργασία απόσπασης, υλοποίησης, σύνθεσης.

Η αναζήτηση της σιωπής είναι μια εσωτερική διαδικασία η οποία οδηγεί τα όντα προς το φως και την αληθινή κατανόηση των πραγμάτων.

Ο άνθρωπος που μετά από όλα αυτά, έχει μείνει όρθιος, μπορεί να κοιτάζει τους Θεούς του στα μάτια

Ο άνθρωπος που έχει υποφέρει, μπορεί να μάθει τη συμπόνια για τους άλλους.

Ο άνθρωπος που έχει πονέσει, μπορεί να μάθει να δίνει το χέρι του.

Ο άνθρωπος που έχει αρρωστήσει, μπορεί να κατανοήσει την ευτυχία του να είσαι υγιής.

Ο άνθρωπος που έχει πληγωθεί, μπορεί να μάθει τη δύναμη της αγάπης.

Ο άνθρωπος που έχει ταπεινωθεί, μπορεί διακρίνει τη ματαιοδοξία.

Ο άνθρωπος που έχει γνωρίσει τη φτώχια, μπορεί να μάθει την ελεημοσύνη.

Ο άνθρωπος που έχει εξαναγκαστεί σε φόνο, μπορεί να εκτιμήσει τη ζωή.

Ο άνθρωπος που έχει χάσει, μπορεί να μάθει την ευγνωμοσύνη.

Ο άνθρωπος που έχει μείνει μόνος, μπορεί να μάθει τη συντροφικότητα.

Ο άνθρωπος που έχει χτυπηθεί, μπορεί να μάθει την αλληλεξάρτηση.

Ο άνθρωπος που μετά από όλα αυτά, έχει μείνει όρθιος στη διαδρομή του, μπορεί να κοιτάζει τους Θεούς του στα μάτια.

Ναι, στη ζωή δεν θα μας έρθουν όλα ρόδινα. Θα βρούμε και τα άσχημα. Αλλά το τι θα αφήσουμε εμείς πίσω μας, είναι δική μας επιλογή.

Οι άνθρωποι που σε εξοργίζουν γίνονται αφέντες σου

Η διαχείριση του θυμού είναι μια ολόκληρη επιστήμη που πρέπει να μάθουμε.

Λέει ο Βούδας: «Το να είσαι θυμωμένος είναι σαν να κρατάς ένα αναμμένο κάρβουνο για να το πετάξεις σε κάποιον. Αυτός που καίγεται είσαι εσύ».

Πάνω στον θυμό μας λέμε και κάνουμε πράγματα ανόητα και καταστροφικά.

Υπάρχουν κάποιες συνταγές για να μην υποτασσόμαστε στον θυμό, για να μην αφήνουμε να μας εξουσιάζουν όσοι μας ενοχλούν.

Για παράδειγμα, όταν προσπαθούμε να συνεννοηθούμε με κάποιον που βρίσκεται σε έξαλλη κατάσταση, αντί να προσπαθούμε να τον πείσουμε ή να τον ηρεμήσουμε, προτιμότερο είναι να εγκαταλείψουμε τη συζήτηση.

Επίσης, όταν εξοργιζόμαστε, καλό είναι να ακολουθήσουμε τη συνταγή του Αθηνόδωρου: «Μην κάνετε τίποτα προτού πείτε από μέσα σας την αλφαβήτα». Και μάλιστα αργά.

Η δύναμη της αυτογνωσίας

Ξέρετε πόση δύναμη κρύβετε μέσα σας;

Πόσες φορές σας έχει τύχει να πείτε «Αχ! Πολύ θα ήθελα να κάνω αυτό, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ» ή έχετε ακούσει φίλους σας να λένε «Αυτά δεν είναι για εμάς, αν και θα θέλαμε πολύ να τα αποκτούσαμε». Πιθανότατα είναι πολύ οικίες οι φράσεις αυτές σ’ όλους. Ωστόσο, τι σας εμποδίζει από την υλοποίηση των πραγμάτων αυτών. Τι είναι αυτό που σταμάτα κάποιον από την προσπάθεια ή που κινητοποιεί αντίστοιχα κάποιον;

Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν πως έχουν μια «Α» προσωπικότητα, με κάποιες ικανότητες αλλά και κάποιες αδυναμίες, και ότι ο υπόλοιπος κόσμος είναι καλύτερος ή χειρότερος ή ίδιος μ’ εμάς. Έχετε αναρωτηθεί ποτέ αν αυτό είναι αλήθεια;

Ο καθένας μας είναι ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο δημιούργημα της φύσης, το όποιο για διάφορους λόγους, στο πέρασμα των αιώνων, έπεσε στην παγίδα της αφύσικης και διαστρεβλωμένης ζωής. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν ότι την επιτυχία την έχουν στα χέρια τους. Οι ίδιοι μπορούν να καθορίσουν τη ζωή τους από τις επιλογές που κάνουν.

Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς τον εαυτό του και τις πραγματικές του δυνατότητες. Είναι σημαντικό να ρώτα κανείς τον εαυτό του, ποια είναι τα κίνητρά του; τι στόχους έχει; γιατί τότε αντέδρασε παρορμητικά; τι τον οδήγησε να επιλέξει την οδό εκείνη; Δεν είναι πολύ εύκολα να απαντά κανείς στα ερωτήματα αυτά, αλλά πρέπει να το κάνει όσο δύσκολα και αν είναι. Ο δρόμος της αυτοβελτίωσης και της αυτογνωσίας είναι ο μόνος που βοηθά να γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι με αξιόλογη παρουσία. Είναι πολύ σημαντικό να ψάχνει κανείς μέσα του. Πώς έχουν διαμορφωθεί οι πεποιθήσεις του; Ποιες είναι οι δυνατότητές του; Αν διαφοροποιήσει κάποια άποψή του μήπως αλλάξει τελείως η ζωή του;

Ο δρόμος αυτός οδηγεί στη γνώση και στην αξιοποίηση της εσωτερικής μας δύναμης, της δύναμης εκείνης που με τη δική μας ικανότητα ενεργοποιείται και μας οδηγεί στην πραγμάτωση των ονείρων μας.

Αγαπάμε κάτι αληθινά μόνο αποδεχόμενοι αυτό που είναι

Πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να δείχνουν κάτι που δεν είναι, είτε γιατί νομίζουν πως αυτό θέλουν οι άλλοι είτε γιατί δεν τους αρέσει το πώς είναι. Είναι εξαρτημένοι από τη γνώμη των άλλων και χρειάζονται απελπισμένα την επιδοκιμασία τους.

Όμως η αληθινή αγάπη δε γεννιέται από τη στέρηση, με το να περιμένουμε να καλύψει ο άλλος τα εσωτερικά μας κενά ή να μας πει τι πρέπει να κάνουμε. Αγαπάμε κάτι αληθινά μόνο αποδεχόμενοι αυτό που είναι.

Μόνο αν αποδεχτούμε τον εαυτό μας όπως είναι, συμπεριλαμβανόμενων των πληγών μας, θα μπορέσουμε να είμαστε κύριοι της ζωής μας. Και γι’ αυτό πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Κι έτσι, οι άλλοι θα μπορέσουν να αγαπήσουν το πρόσωπο που πραγματικά είμαστε και όχι ένα προσωπείο που έχουμε δημιουργήσει. Ένα γνωστό τανγκό με στίχους του Κάρλος Άντρες Μπαρ λέει:

Δε θα μπορέσω να γίνω καλύτερος, αν και το θέλεις
αφού με παροτρύνεις ν’ αλλάξω,
δε θα μπορέσω να γίνω καλύτερος, αν και το θέλω,
και για τη δική σου αγάπη και για τη δική μου.
Αγάπα με όπως είμαι, με την αγάπη μου και τα πιστεύω μου,
αγάπα με όπως είμαι με την ενοχή μου και την μνησικακία μου,
μην περιμένεις από μένα για να μ’ αγαπήσεις να πάψω να είμαι εγώ.


Νίτσε

Έτσι προσπαθεί ο καθένας να ξεφύγει από τον εαυτό του

Αν μπορούσαν οι άνθρωποι, εκεί που νιώθουν ένα βάρος να τους πλακώνει την ψυχή και να τους εξουθενώνει, να συλλάβουν τα αίτιά του και να μάθουν από τι προέρχεται τούτος ο όγκος του κακού που τους έχει κάτσει στο στήθος, τότε δεν θα έκαναν τη ζωή που τόσο συχνά τους βλέπουμε να κάνουν τώρα, όπου δεν ξέρουν τι θέλουν, και πάντα αναζητούν ν’ αλλάξουν τόπο, θαρρείς και μπορούν έτσι να ρίξουν χάμω το φορτίο τους. 

Να, κάποιος που βαριέται να μένει μες στο σπίτι και βγαίνει έξω συχνά. Ξαφνικά κάτι τον πιάνει και ξαναγυρνάει σπίτι, γιατί έξω δε νιώθει καλύτερα. Ξεκινάει μετά για την εξοχική του βίλα, με την άμαξα και τα’ αλογάκια του, τρέχοντας σαν τρελός θαρρείς κι έχει πιάσει φωτιά η έπαυλη και πάει να προλάβει. Με το που φτάνει στο κατώφλι, αρχίζει να χασμουριέται ή πέφτει βαρύς να κοιμηθεί ζητώντας λησμονιά στον ύπνο ή πάλι, δεν βλέπει την ώρα να επιστρέψει στην πόλη.

Έτσι προσπαθεί ο καθένας να ξεφύγει από τον εαυτό του` μα παρά τις προσπάθειες, ξέρουμε ότι δεν κατορθώνει ποτέ να δραπετεύσει, μένει δεμένος με τον εαυτό του και τον μισεί` κι αυτό γιατί είναι ένας άρρωστος που δεν ξέρει την αιτία της αρρώστιας του.

Λουκρήτιος, Για τη φύση των πραγμάτων

Είναι μεγάλο προνόμιο να κάνουμε κάποιον που είναι λυπημένος να αισθανθεί καλύτερα

Όλοι μπορούμε να εκτιμήσουμε τις πράξεις καλοσύνης. Αλλά όταν πρόκειται να εξηγήσουμε γιατί τις κάνουμε, συχνά υποστηρίζουμε μία από τις δύο ακόλουθες ακραίες θέσεις. Κάποιοι πιστεύουμε ότι η καλοσύνη είναι κάτι εντελώς ανιδιοτελές που κάνουμε με αγάπη και φροντίδα, ενώ άλλοι πιστεύουμε ότι πρόκειται απλώς για ένα εργαλείο που χρησιμοποιούμε επιδέξια για να γίνουμε πιο δημοφιλείς και να κερδίσουμε από την πράξη μας.

Ωστόσο, οι έρευνες δείχνουν ότι η καλοσύνη προς τους άλλους, μπορεί να μας κάνει πραγματικά ευτυχισμένους με διάφορους τρόπους. Η απόφαση να είμαστε γενναιόδωροι ή να συνεργαζόμαστε με τους άλλους ενεργοποιεί μια περιοχή του εγκεφάλου που ονομάζεται ραβδωτό σώμα.

Είναι ενδιαφέρον ότι η περιοχή αυτή ανταποκρίνεται σε πράγματα που μας προσφέρουν ικανοποίηση, όπως το καλό φαγητό ακόμη και τα εθιστικά ναρκωτικά. Το συναίσθημα αυτό της ευχαρίστησης έχει ονομαστεί «ζεστή λάμψη» και η δραστηριότητα αυτή που βλέπουμε στο «ραβδωτό σώμα» είναι η πιθανή βιολογική βάση αυτού του συναισθήματος.

Φυσικά, δεν χρειάζεται να σαρώσουμε τους εγκεφάλους για να διαπιστώσουμε ότι η καλοσύνη έχει αυτό το είδος οφέλους. Ψυχολογικές έρευνες δείχνουν ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της καλοσύνης και της ευημερίας σε όλη τη ζωή μας, ξεκινώντας από πολύ νεαρή ηλικία. Στην πραγματικότητα, η διάθεση των εφήβων μπορεί να βελτιωθεί ακόμη και όταν θυμούνται πότε ήταν ευγενικοί με τους άλλους στο παρελθόν. Έρευνες έχουν επίσης φανερώσει ότι ένας ισχυρός παράγοντας για την αύξηση της ευεξίας σας είναι όταν ξοδεύετε περισσότερα χρήματα για τους ανθρώπους που ενδιαφέρεστε, παρά για τον εαυτό σας.

Όμως, γιατί και πώς η καλοσύνη μας κάνει τόσο ευτυχισμένους; Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί μηχανισμοί που εμπλέκονται και η δυναμική τους για την ευημερία μας εξαρτάται από τις προσωπικότητες μας.

Το χαμόγελο είναι μεταδοτικό

Η καλοσύνη σας είναι πιθανό να κάνει κάποιον να χαμογελάσει και αν δείτε να σας χαμογελούν πίσω, τότε αυτό μας ανεβάζει τη διάθεση. Μια βασική θεωρία της νευροεπιστήμης για την κατανόηση των άλλων, υποδηλώνει ότι όταν βλέπουμε κάποιον άλλο να μας δείχνει ένα συναίσθημα, ενεργοποιούνται αυτόματα οι ίδιες περιοχές του εγκεφάλου μας σαν να βιώνουμε αυτό το συναίσθημα και εμείς οι ίδιοι.

Μπορεί να θυμάστε τον εαυτό σας σε μια κατάσταση όπου αρχίσατε να γελάτε μόνο και μόνο επειδή κάποιος άλλος γελούσε. Γιατί λοιπόν να μην ενεργοποιήσετε αυτή την αλυσίδα των καλών συναισθημάτων κάνοντας μια ωραία έκπληξη σε κάποιον;

Διορθώνοντας ένα λάθος

Ο ίδιος μηχανισμός μας κάνει να συναισθανόμαστε τους άλλους όταν αισθάνονται άσχημα, ώστε να νιώθουμε και εμείς πεσμένοι ψυχολογικά. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους στενούς φίλους και την οικογένειά μας, καθώς οι αναπαραστάσεις τους στον εγκέφαλό μας αλληλεπικαλύπτονται με τις αναπαραστάσεις του εαυτού μας.

Προβαίνοντας σε μία πράξη καλοσύνης για να κάνουμε κάποιον που είναι λυπημένος να αισθανθεί καλύτερα, μπορεί επίσης να μας ανακουφίσει, εν μέρει επειδή αισθανόμαστε την ίδια ανακούφιση που νιώθει και αυτός και εν μέρει επειδή διορθώνουμε κάτι λάθος.

Αν και αυτό το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα ισχυρό για τους ανθρώπους που είμαστε κοντά, μπορεί να εφαρμοστεί και σε ανθρωπιστικά προβλήματα όπως η φτώχεια ή η κλιματική αλλαγή. Η συμμετοχή μας σε φιλανθρωπικές οργανώσεις που βοηθούν στην αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων, παρέχει τον τρόπο να έχουμε έναν θετικό αντίκτυπο, γεγονός που στη συνέχεια βελτιώνει τη διάθεσή μας.

Δημιουργία συνδέσεων

Η καλοσύνη μας ανοίγει πολλές διαφορετικές δυνατότητες για να αναπτύξουμε κοινωνικές συνδέσεις με άλλους. Κάποιες πράξεις καλοσύνης, όπως η προσφορά ενός δώρου ή ακόμα και μόνο το κέρασμα ενός καφέ, ενισχύει τις φιλίες και συνδέεται με τη βελτίωση της διάθεσής μας.

Ομοίως, οι φιλανθρωπικές οργανώσεις προσφέρουν την ευκαιρία να συνδεθούμε με ανθρώπους που ζουν στην άλλη πλευρά του κόσμου μέσω κάποιας δωρεάς για τη βελτίωση της ζωής τους. Ο εθελοντισμός ανοίγει επίσης νέους κύκλους ανθρώπων με τους οποίους μπορούμε να συνδεθούμε, όπως με άλλους εθελοντές αλλά και με εκείνους που βοηθάμε.

Δημιουργία ευγενικής ταυτότητας

Οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν τον εαυτό τους ευγενικό, οπότε οι πράξεις καλοσύνης μας βοηθούν να επιδείξουμε αυτή τη θετική ταυτότητά μας και μας κάνουν να νιώθουμε περήφανοι για τον εαυτό μας. Σε μια πρόσφατη μελέτη, ακόμη και παιδιά στο πρώτο έτος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αναγνώρισαν πως το να είμαστε καλοί με τους άλλους μπορεί να μας κάνει να αισθανόμαστε «καλύτεροι άνθρωποι και πιο ολοκληρωμένοι», που οδηγεί σε συναισθήματα ευεξίας.

Αυτή η επίδραση είναι ακόμα πιο ισχυρή όταν η πράξη καλοσύνης συνδέεται και με άλλες πτυχές της προσωπικότητάς μας, δημιουργώντας ίσως ένα πιο ουσιαστικό συναίσθημα. Για παράδειγμα, κάποιος που αγαπά τα ζώα θα μπορούσε να σώσει ένα πουλί, ένας λάτρης της τέχνης θα μπορούσε να κάνει μία δωρεά σε μια γκαλερί ή ένας συνταξιούχος δάσκαλος θα μπορούσε να προσφερθεί να εργαστεί εθελοντικά σε μια ομάδα μετά το σχολείο. Η έρευνα δείχνει ότι όσο περισσότερο κάποιος ταυτίζεται με την οργάνωση για την οποία προσφέρει εθελοντικά, τόσο πιο ικανοποιημένος είναι.

Η καλοσύνη επιστρέφει σε εμάς

Οι μελέτες για την ψυχολογία της καλοσύνης δείχνουν ότι ένα από τα πολλά πιθανά κίνητρα είναι η αμοιβαιότητα, η επιστροφή μιας χάρης. Αυτό μπορεί να συμβεί άμεσα ή έμμεσα. Κάποιοι μπορεί να θυμηθούν ότι τους βοηθήσατε στο παρελθόν και κατά συνέπεια είναι πιθανότερο να σας βοηθήσουν στο μέλλον.

Θα μπορούσε επίσης να σημαίνει ότι όταν ένα άτομο δείχνει καλοσύνη, κάνει και τους άλλους μέσα σε μία ομάδα να επιδεικνύουν καλοσύνη, γεγονός που ανυψώνει το ηθικό όλων. Φανταστείτε ότι μία μέρα το μήνα πηγαίνετε ένα γλυκό στο γραφείο βάσει μίας συμφωνίας ώστε όλοι οι συνάδελφοί σας να φέρνουν και αυτοί ένα γλυκό κάθε μήνα. Έτσι, θα απολαμβάνετε περισσότερα γλυκά από όσα προσφέρετε.

Η ιστορία όμως δεν τελειώνει έτσι. Οι πράξεις καλοσύνης μπορούν να ενισχύσουν τη διάθεσή μας, αλλά η έρευνα έχει επίσης δείξει ότι και η καλή διάθεση μπορεί να μας κάνει να γίνουμε περισσότερο καλοί με τους άλλους.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Και ποιους λες πλούσιους και ποιους φτωχούς Ευθύδημε;

Υπήρχε όμως ένας Έλληνας που του άρεσε να κάνει ερωτήσεις. Καλοπροαίρετος, συνεπής και λογικός. Καταλάβατε ήδη ότι μιλάμε για τον Σωκράτη.

Στις «Αναμνήσεις του Σωκράτη» του Ξενοφώντα υπάρχει ένα καταπληκτικό κεφάλαιο «Συζήτηση με τον Ευθύδημο για την Ανάγκη Μάθησης» ερωτήσεις που ο Σωκράτης έθεσε στον νεαρό πολιτικό Ευθύδημο για τη δικαιοσύνη και την ευημερία.

«Πες μου: είναι δίκαιο να λες ψέματα, να εξαπατάς, να κλέβεις, να αρπάζεις ανθρώπους και να τους πουλάς για σκλάβους;»

– “Φυσικά και είναι άδικο!”

– «Λοιπόν, αν ο διοικητής, αφού αποκρούσει την επίθεση των εχθρών, αιχμαλωτίσει τους αιχμαλώτους και τους πουλήσει για σκλάβους, θα είναι και αυτό άδικο;».

– «Όχι, ίσως είναι δίκαιο».

– «Και αν λεηλατεί και λεηλατεί τη γη τους;»

– «Επίσης δίκαιο».

– “Και αν τους ξεγελάσει με στρατιωτικά κόλπα;”

– «Ισχύει κι αυτό. Ναι, ίσως σας είπα ανακριβώς: τα ψέματα, η εξαπάτηση και η κλοπή είναι δίκαια για τους εχθρούς, αλλά άδικα για τους φίλους».

-“Εκπληκτικά! Τώρα κι εγώ φαίνεται να αρχίζω να καταλαβαίνω. Αλλά πες μου αυτό, Ευθύδημε, αν ένας διοικητής δει ότι οι στρατιώτες του είναι σε κατάθλιψη και τους πει ψέματα ότι τους πλησιάζουν σύμμαχοι, και αυτό θα τους φτιάξει τη διάθεση, θα είναι άδικο ένα τέτοιο ψέμα;»

– «Όχι, ίσως είναι δίκαιο».

– “Και αν ένας γιος χρειάζεται φάρμακο, αλλά δεν θέλει να το πάρει, και ο πατέρας τον ξεγελάσει με φαγητό και ο γιος αναρρώσει, – θα ήταν άδικη μια τέτοια εξαπάτηση;”

– «Όχι, επίσης δίκαιο».

– «Κι αν κάποιος, βλέποντας έναν φίλο σε απόγνωση και φοβούμενος ότι θα βάλει τα χέρια πάνω του, κλέψει ή του αφαιρέσει το σπαθί και το στιλέτο, – τι να πει κανείς για τέτοια κλοπή;»

«Και αυτό είναι αλήθεια. Ναι Σωκράτη αποδεικνύεται ότι σου είπα πάλι ανακριβώς. ήταν απαραίτητο να πούμε: ψέματα, δόλος και κλοπή – αυτό είναι δίκαιο σε σχέση με τους εχθρούς, αλλά σε σχέση με τους φίλους είναι δίκαιο όταν γίνεται για το καλό τους και άδικο όταν γίνεται για το κακό τους».

«Πολύ καλά, Ευθύδημε. Τώρα βλέπω ότι για να μπορέσω να αναγνωρίσω τη δικαιοσύνη, πρέπει να μάθω να αναγνωρίζω το καλό και το κακό. Αλλά το ξέρεις, φυσικά;»

– «Νομίζω ότι ξέρω, Σωκράτη, αν και για κάποιο λόγο δεν είμαι τόσο σίγουρος πια γι’ αυτό».

– “Οπότε, τι είναι;”

– «Λοιπόν, για παράδειγμα, η υγεία είναι καλή και η ασθένεια είναι κακή. Το φαγητό ή το ποτό που οδηγεί στην υγεία είναι καλό, και εκείνα που οδηγούν σε αρρώστια είναι κακά».

– «Πολύ καλά, κατάλαβα για φαγητό και ποτό. αλλά τότε, ίσως, είναι πιο σωστό να πούμε ότι αντίστοιχα με την υγεία έτσι με τον ίδιο τρόπο: οτιδήποτε οδηγεί στο καλό, τότε είναι καλό, και οτιδήποτε οδηγεί στο κακό, τότε είναι κακό;».

– «Τι λες, Σωκράτη; Πότε μπορεί η υγεία να είναι για κακό;».

-«Για παράδειγμα, ένας ανίερος πόλεμος ξεκίνησε και, φυσικά, τελείωσε με ήττα. Οι υγιείς πήγαν στον πόλεμο και πέθαναν, αλλά οι άρρωστοι έμειναν στο σπίτι και επέζησαν. τι ήταν η υγεία εδώ – καλή ή κακή;».

-«Ναι, βλέπω, Σωκράτη, ότι το παράδειγμά μου είναι ατυχές. Αλλά, ίσως, μπορούμε να πούμε ότι το μυαλό είναι μια ευλογία!».

– «Μα είναι πάντα; Εδώ ο Πέρσης βασιλιάς ζητά συχνά έξυπνους και επιδέξιους τεχνίτες από τις ελληνικές πόλεις στην αυλή του, τους κρατά μαζί του και δεν τους αφήνει σπίτι τους. Είναι καλό το μυαλό τους;»

– “Τότε – ομορφιά, δύναμη, πλούτος, δόξα!”

-«Αλλά οι όμορφοι σκλάβοι δέχονται επιθέσεις πιο συχνά από σκλάβους, επειδή οι όμορφοι σκλάβοι είναι πιο πολύτιμοι. Οι δυνατοί συχνά αναλαμβάνουν ένα έργο που ξεπερνά τις δυνάμεις τους και μπαίνουν σε μπελάδες. Οι πλούσιοι περιποιούνται τον εαυτό τους, γίνονται θύματα ίντριγκας και χάνονται. Η δόξα πάντα προκαλεί φθόνο, και από αυτό, επίσης, υπάρχει πολύ κακό».

-«Λοιπόν, αν είναι έτσι», είπε ο Ευθύδημος με θλίψη, «δεν ξέρω καν για τι να προσευχηθώ στους θεούς».

– “Μην ανησυχείς! Σημαίνει απλώς ότι ακόμα δεν ξέρετε τι θέλετε να πείτε στους ανθρώπους. Αλλά ξέρεις εσύ τους ανθρώπους;».

«Νομίζω ότι ξέρω, Σωκράτη».

– “Από ποιον είναι φτιαγμένος ο λαός;”

– «Από φτωχούς και πλούσιους».

– “Και ποιους λες πλούσιους και φτωχούς;”

– «Φτωχοί είναι εκείνοι που δεν έχουν αρκετά για να ζήσουν, και πλούσιοι είναι εκείνοι που έχουν τα πάντα σε αφθονία και σε περίσσεια».

– «Μα δεν συμβαίνει ο φτωχός να ξέρει να τα πάει καλά με τα μικρά του μέσα, ενώ ο πλούσιος να μην έχει αρκετά πλούτη;»

– «Μάλιστα, συμβαίνει! Υπάρχουν ακόμη και τύραννοι που δεν τους φτάνει ολόκληρο το ταμείο τους και χρειάζονται παράνομους εκβιασμούς».

– “Και λοιπόν; Δεν πρέπει να κατατάξουμε αυτούς τους τυράννους στους φτωχούς και τους οικονομικούς φτωχούς στους πλούσιους;».

– «Όχι, καλύτερα όχι, Σωκράτη. Βλέπω ότι εδώ, όπως αποδεικνύεται, δεν ξέρω τίποτα».

-“Μην απελπίζεστε! Θα σκεφτείτε τους ανθρώπους, αλλά φυσικά έχετε σκεφτεί τον εαυτό σας και τους μελλοντικούς συνομιλητές σας, και πολλές φορές. Πες μου λοιπόν το εξής: υπάρχουν τόσο κακοί ρήτορες που εξαπατούν τον λαό εις βάρος του. Κάποιοι το κάνουν άθελά τους και κάποιοι έστω και επίτηδες. Ποια είναι καλύτερα και ποια είναι χειρότερα;»

-«Νομίζω, Σωκράτη, ότι οι σκόπιμοι απατεώνες είναι πολύ χειρότεροι και πιο άδικοι από τους ακούσιους».

– «Πες μου: αν ο ένας διαβάζει και γράφει με λάθη επίτηδες, και ο άλλος όχι επίτηδες, τότε ποιος είναι πιο εγγράμματος;»

– «Μάλλον αυτός που το κάνει επίτηδες: άλλωστε αν θέλει μπορεί να γράφει χωρίς λάθη».

– «Μα δεν βγαίνει από αυτό ότι ένας σκόπιμος απατεώνας είναι καλύτερος και πιο δίκαιος από έναν ακούσιο: στο κάτω-κάτω, αν θέλει, μπορεί να μιλήσει με τον κόσμο χωρίς να εξαπατήσει!».

– «Μη, Σωκράτη, μη μου το λες αυτό, βλέπω τώρα και χωρίς εσένα ότι δεν ξέρω τίποτα και καλύτερα να κάτσω να σιωπήσω!».

Ένας άνθρωπος θα παραμείνει αδύναμος, άθλιος, και φουκαράς μόνο όταν αρνείται να ανυψώσει τις σκέψεις του

Όλα όσα ο άνθρωπος επιτυγχάνει
και όλα όσα αποτυγχάνει να επιτύχει είναι το άμεσο αποτέλεσμα των σκέψεών του.
Σε ένα δίκαια διευθετημένο σύμπαν, όπου η απώλεια ισορροπίας θα σήμαινε
ολοκληρωτική καταστροφή, η ατομική ευθύνη πρέπει να είναι απόλυτη.

Η αδυναμία και η δύναμη ενός
ανθρώπου, η εντιμότητα και η ανεντιμότητα, είναι δικές του ιδιότητες, και όχι
κάποιου άλλου. Αυτές τις αποκτά μόνος του και όχι μέσω κάποιου άλλου· και
μπορούν να μεταβληθούν μόνο από τον ίδιο, ποτέ από κάποιον άλλον. Η κατάστασή
του είναι επίσης δική του, και όχι κάποιου άλλου. Ο πόνος του και η ευτυχία του
εξελίσσονται από μέσα του. Όπως σκέφτεται, έτσι και είναι· όπως συνεχίζει να
σκέφτεται, έτσι παραμένει.

Ένας δυνατός άνθρωπος δεν
μπορεί να βοηθήσει έναν πιο αδύναμο εκτός και εάν ο πιο αδύναμος είναι πρόθυμος
να βοηθηθεί, αλλά ακόμα και τότε ο αδύναμος άνθρωπος πρέπει να επιβληθεί στον
εαυτό του. Αυτός πρέπει, με τις δικές του προσπάθειες, να αναπτύξει την δύναμη
την οποία θαυμάζει στον άλλον. Κανένας εκτός από τον εαυτό του δεν μπορεί να
αλλάξει την κατάστασή του.

Είναι συνηθισμένο για τους ανθρώπους να σκέφτονται
και να λένε, «Πολλοί άνθρωποι είναι σκλάβοι επειδή κάποιος είναι δυνάστης· ας
μισούμε τον δυνάστη».

Τώρα, όμως, υπάρχει σε μια
μικρή μερίδα ανθρώπων μια αυξανόμενη τάση να αντιστραφεί αυτή η κρίση και να
λένε, «Ένας άνθρωπος είναι δυνάστης επειδή πολλοί είναι σκλάβοι· ας
περιφρονούμε τους σκλάβους».

Η αλήθεια είναι ότι δυνάστης
και σκλάβος είναι συνεργάτες εν αγνοία, και, ενώ φαίνεται να αντιπαλεύει ο ένας
τον άλλον, στην πραγματικότητα αντιπαλεύουν τους εαυτούς τους. Μια τέλεια Γνώση

διακρίνει την επίδραση του δικαίου στην αδυναμία των καταπιεζόμενων και την
εσφαλμένη εφαρμογή της δύναμης του δυνάστη. Μια τέλεια Αγάπη, βλέποντας τον
πόνο που συνεπάγονται και οι δυο καταστάσεις, δεν αποδοκιμάζει καμία. Μια
τέλεια Ευσπλαχνία αγκαλιάζει και τον καταπιεστή και τον καταπιεζόμενο.

Εκείνος που έχει υπερνικήσει
την αδυναμία, και έχει αποβάλλει όλες τις εγωιστικές σκέψεις, δεν ανήκει ούτε
στον δυνάστη ούτε στον καταπιεζόμενο. Είναι ελεύθερος.

Ένας άνθρωπος μπορεί να
ανυψωθεί, να υπερνικήσει και να επιτύχει μόνο όταν ανυψώσει τις σκέψεις του.

Θα παραμείνει αδύναμος, και
άθλιος, και φουκαράς μόνο όταν αρνείται να ανυψώσει τις σκέψεις του.

Πολλή γνώμη, λίγη γνώση

Λέγεται πως υπάρχουν περισσότερες γνώμες απ’ ότι άνθρωποι, κι αυτό είναι αλήθεια. Από αυτό θα επινοήθηκε η ψήφιση κατά πλειοψηφία, γιατί όταν υπάρχουν περισσότερα από τρία άτομα, η συναίνεση είναι σχεδόν αδύνατη: πάντα υπάρχει κάποιος που θα έχει διαφορετική γνώμη και που δε θα είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει.

Οι άνθρωποι συνηθίζουμε να έχουμε γνώμη για όλα.

Για ό,τι γνωρίζουμε με βεβαιότητα, για ό,τι πιστεύουμε με κλειστά μάτια, για ό,τι σκεφτόμαστε χωρίς να το στριφογυρνάμε και πολύ στο μυαλό, ακόμα και για κάτι που δεν του έχουμε αφιερώσει ούτε δύο σκέψεις.

Επειδή προτιμάμε να λέμε κάτι παρά να σωπαίνουμε και να δείχνουμε ότι δεν ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε.

Δεν είχαμε την ευκαιρία να μάθουμε να σωπαίνουμε στην Ακαδημία του Πλάτωνα.

Όπως είπε ο Τζον Φ. Κέννεντυ στην εναρκτήρια ομιλία του:

«Ο μεγάλος εχθρός της αλήθειας πολύ συχνά δεν είναι το ψέμα, αποφασισμένο, κατασκευασμένο και ανέντιμο, αλλά ο μύθος, επίμονος, πειστικός και εξωπραγματικός».

Πολύ συχνά γραπωνόμαστε από τα κλισέ των προγόνων μας. Υποτάσσουμε όλα τα γεγονότα σε ένα σετ προκατασκευασμένων ερμηνειών.

Απολαμβάνουμε το βόλεμα της γνώμης χωρίς το ξεβόλεμα της σκέψης.

Πρόσφατες μελέτες αποδεικνύουν ότι εξαρτιόμαστε όλο και περισσότερο από το τι λένε οι άλλοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σε τέτοιο σημείο που ένα οποιοδήποτε σχόλιο μπορεί να κάνει κάποιον να περάσει όλη τη νύχτα ξάγρυπνος ή να πάθει κρίση άγχους.

Κι όλα αυτά γιατί είναι εύκολο να μιλάμε για να μιλάμε, να δίνουμε τη γνώμη μας και να προσπαθούμε να πείσουμε τους άλλους.

Αλλά, όπως τόνιζε ο Μπέρτραντ Ράσελ στα Σκεπτικιστικά δοκίμια:

“Οι γνώμες που διατηρούνται με πάθος είναι πάντα αυτές που δεν έχουν μια καλή βάση. Το πάθος είναι το μέτρο εκείνων που δεν έχουν μια λογική πεποίθηση”.

Έτσι, λοιπόν, πρέπει να στεκόμαστε και να σκεφτόμαστε τη γνώμη μας και να έχουμε επίγνωση του ότι τα λόγια μας θα τα ακούσουν ή θα τα διαβάσουν και, προπαντός, θα τα θυμούνται.

Αυτά είναι το σήμα κατατεθέν μας και μας προσδιορίζουν ως ανθρώπους.

Ασφάλεια: Ένα διαρκές αίτημα

«Ταράσσει τους ανθρώπους ου τα πράγματα, αλλά τα περί των πραγμάτων δόγματα» (Επίκτητος).

Το διαρκές και εναγώνιο αίτημα του ανθρώπου για ασφάλεια αδυνατίζει την κρίση του στο θέμα του σαφούς προσδιορισμού του περιεχομένου της. Σχηματικά, ωστόσο, θα μπορούσαν να καταγραφούν τα δυο είδη ασφάλειας. Στην πρώτη ομάδα εντάσσεται η ασφάλεια ως μια τελείως εσωτερική, υποκειμενική σταθερότητα ανεξάρτητα από το περιβάλλον και τις πιέσεις, τις επιταγές, τους κινδύνους και τα προβλήματα που γεννά.

Σε αυτό το πλαίσιο βρίσκει δικαίωση και η θέση του Επίκτητου που διακήρυξε πως ο άνθρωπος υποφέρει περισσότερο από τις δοξασίες του για τα πράγματα και λιγότερο από τα ίδια τα πράγματα «τούτον θλίβει ου το συμβεβηκός, αλλά το δόγμα το περί τούτου». Ο φόβος και η ανασφάλεια που αυτός προκαλεί συνιστά μια υποκειμενική κατάσταση – ευθύνη και όχι κάτι που απορρέει από την εξωτερική – αντικειμενική πραγματικότητα. Γι’ αυτό, «απαιδεύτου έργον το άλλοις εγκαλείν, εφ οις αυτός πράσσει κακώς» (Επίκτητος).

Με βάση το παραπάνω είδος ασφάλειας οι Στωικοί προκρίνουν την καρτερικότητα και την αταραξία απέναντι σε φαινόμενα που τείνουν να αποδιοργανώνουν την εσωτερική γαλήνη και ευρυθμία. Αυτό, ωστόσο, προϋποθέτει ένα υψηλό επίπεδο αυτοκυριαρχίας και εσωτερικής πειθαρχίας. Είναι σημαντικό, δηλαδή, να μένεις όρθιος κι ασάλευτος στους ανέμους του κόσμου.

«Μέσα στη γενικευμένη ανασφάλεια του κόσμου, πρέπει να διαφυλάξει την απόλυτη εσωτερική ασφάλεια» (Φρεντερίκ Γκρο).

Ο Επίκουρος συνδέει την αταραξία – ως προϋπόθεση της ασφάλειας – με την αποφυγή των κίβδηλων ηδονών και την άρνησή του να φθαρεί από τις κοινωνικές συναναστροφές. Το «Λάθε βιώσας» συνιστά την αντιπροσωπευτικότερη πρόταση ζωής για τη βίωση της αταραξίας και της εσωτερικής ασφάλειας.

Συναφείς με τα παραπάνω είναι και οι διαπιστώσεις του Πύρρωνα:

(1) τα πράγματα είναι εκ φύσεως αδιάφορα, ασταθή, αμφίβολα˙ 
(2) δεν πρέπει λοιπόν να διαμορφώσουμε καμία σταθερή άποψη γύρω από αυτά˙ 
(3) από εδώ προκύπτει η σιωπή (αφασία) και η ασφάλεια (αταραξία). Εδώ συνδέονται αυστηρά μεταξύ τους η σιωπή και η πνευματική ασφάλεια» (Φρεντερίκ Γκρο).

Η υποταγή, λοιπόν, στην αναγκαιότητα και η αναγνώρισή της ως τέτοιας συνιστά και το προοίμιο της ασφάλειας ως μιας εσωτερικής – υποκειμενικής στάσης.

Ακρότατη έκφραση αυτής της στάσης είναι η θεωρία του Επίκουρου για τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπίζει ο άνθρωπος το φόβο του θανάτου. Ειδικότερα τονίζει:

«Το φρικωδέστατο νουν των κακών ο θάνατος ουθέν προς ημάς, επειδήπερ όταν μεν ημείς ώμεν, ο θάνατος ου παρέστιν, όταν δε ο θάνατος παρή, τοθ’ ημείς ουκ εσμέν. Ούτε ουν προς τους ζώντάς έστιν ούτε προς τους τετελευτηκότας, επειδήπερ περί ους μεν ουκ έστιν, οι δε ουκέτι εισίν» (όταν εμείς υπάρχουμε – ζούμε ο θάνατος δεν είναι παρών. Όταν ο θάνατος είναι παρών, τότε δεν υπάρχουμε εμείς… Άρα ο θάνατος δεν υπάρχει).

Η ασφάλεια, ωστόσο, υφίσταται και ως μια αντικειμενική κατάσταση που διέπεται από την απουσία κινδύνων. Αυτό σημαίνει την προσδοκία μιας οριστικής εξάλειψης των κινδύνων που κυοφορεί η εξωτερική πραγματικότητα και τραυματίζει τον ψυχισμό του ανθρώπου. Αυτή η ασφάλεια, όμως, συνιστά μια ουτοπία που δρα θεραπευτικά στο φόβο και την αγωνία για το μέλλον. Ο τέλειος κόσμος κινείται στο χώρο της προσδοκίας και της ανθρώπινης φαντασίωσης.

Σε αυτό το πεδίο της ασφάλειας αναπτύχθηκαν οι πολλαπλές αποχρώσεις της Τελεολογίας και της Εσχατολογίας. Η περιγραφή ενός κόσμου όπου θα κυριαρχεί η αρμονία, το δίκαιο και το καλό θέρμαινε την ελπίδα των βασανισμένων και τόνωνε το ηθικό των κατατρεγμένων. Η «Αποκάλυψη» του Ιωάννη και ο Χιλιασμός αποτελούν τις πιο χειροπιαστές ενδείξεις για τη βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου να αισθάνεται ασφαλής σε έναν κόσμο που σπαράσσεται από το άδικο και το κακό. Όλοι ανέμεναν την περίοδο των Χιλίων Ετών κατά την οποία ο Διάβολος (το πνεύμα του Κακού) θα έμενε ανενεργός και το καλό θα κυριαρχούσε. Η επιστροφή του Χριστού θα σήμαινε και την τελική συντριβή του Αντίχριστου με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις δυνάμεις του Κακού.

Σε αυτό το πλαίσιο κινούνται και οι θέσεις του Καντ που προσπαθεί να ανιχνεύσει τις αφανείς διαδρομές μιας τελεολογικής πορείας του κόσμου:

«Η Ιστορία της ανθρωπότητας, αν τη δούμε συνολικά, μπορεί να θεωρηθεί διαδικασία πραγματοποίησης ενός κρυφού σχεδίου της φύσης να δημιουργήσει μια πολιτική κατάσταση των πραγμάτων, εσωτερικά και εξωτερικά τέλεια, ως τη μόνη κατάσταση στην οποία μπορούν να αναπτυχθούν πλήρως και να εκδηλωθούν όλες οι ικανότητες που εμφύτευσε στην ανθρωπότητα» (Όγδοη θέση, ‘’Ιδέα για μια καθολική ιστορία από κοσμοπολίτικη άποψη’’).

Σε αυτό το είδος της ασφάλειας κινήθηκε και ο Μεσσιανισμός με όλες τις αποχρώσεις του (θρησκευτικές, πολιτικές..) αλλά και κάποιες πολιτικές ιδεολογίες που προμήνυαν έναν κόσμο ειρηνικό, χωρίς εκμετάλλευση και κοινωνικές ανισότητες. Βασικός εκπρόσωπος αυτών των ιδεολογιών ο Αναρχισμός και ο Κομμουνισμός. Ο κόσμος της Μαρξιστικής ιδεολογίας περιέγραφε έναν κόσμο χωρίς αλλοτρίωση, έναν κόσμο ελευθερίας και δημιουργίας. Σε αυτόν τον κόσμο οι άνθρωποι θα ήταν ελεύθεροι να πλάσουν τον εαυτό τους συμφιλιωμένοι με τη φύση, με τους άλλους ανθρώπους και με τον εαυτό τους. Η Ρωσική επανάσταση (1917) για άλλους ήταν η αρχή ενός νέου κόσμου και για άλλους μια μεγάλη απογοήτευση και απάτη.

Τη σκυτάλη για τη φαντασίωση ενός άλλου κόσμου – και το τέλος του παλιού – πήρε ο Φουκουγιάμα με το βιβλίο του «Το τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος» (1992). Το κομμουνιστικό πείραμα μπορούμε να το αξιολογήσουμε – κρίνουμε αφού πέρασαν 100 χρόνια (1917-2017). Τις διακηρύξεις, όμως, και τις προβλέψεις του Φουκουγιάμα δυσκολευόμαστε να τις αξιολογήσουμε αντικειμενικά και ιδιαίτερα την πεποίθησή του πως «η φιλελεύθερη δημοκρατία αποτελεί το ακροτελεύτιο σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας».

Με οποιοδήποτε κριτήριο κι αν περιγράψουμε το σημασιολογικό φορτίο της ασφάλειας (ψυχική ηρεμία/ απουσία κινδύνων) πάντοτε οδηγούμαστε στα ίδια αναπάντητα ερωτήματα που σχετίζονται με τα πρωτογενή αίτιά της, τη σχέση της με την ελευθερία και τους τρόπους με τους οποίους ο άνθρωπος προσπαθεί να την κατακτήσει. Το θέμα της ασφάλειας δεν είναι αντικείμενο έρευνας μόνο των ψυχολόγων αλλά και τον φιλοσόφων, των κοινωνιολόγων και των πολιτικών.

Οι ψυχαναλυτές παρατηρούν πως το άτομο οδεύει προς την υποταγή στην εξουσία του ΥπερΕγώ (Ηθική συνείδηση) σε μια προσπάθεια να νιώθει σιγουριά και ασφάλεια. Ωστόσο, αυτή η υποταγή μπορεί να συνιστά ταυτόχρονα και πηγή ανασφάλειας στο βαθμό υπάρχει πάντα ο φόβος απόκλισης από τις εντολές του Υπερεγώ (συνείδηση – ηθικοί φραγμοί). Και όλα συμβαίνουν γιατί όπως τονίζει και ο Φρόιντ

«Το δύστυχο Εγώ βρίσκεται σε ακόμη πιο δύσκολη θέση. Υπηρετεί τρία αυστηρά αφεντικά και προσπαθεί να εναρμονίσει τις μεταξύ τους αξιώσεις. Οι αξιώσεις αυτές είναι πάντα διαφορετικές και συχνά φαίνονται να είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους…. Τα τρία αυστηρά αφεντικά είναι ο εξωτερικός κόσμος, το Υπερεγώ και το Αυτό…. Περιορίζεται από τρεις πλευρές, απειλείται από τρεις κινδύνους, στους οποίους αντιδρά σε περίπτωση μεγάλης πίεσης αναπτύσσοντας άγχος…. Η ζωή δεν είναι εύκολη!» (Νέα σειρά παραδόσεων για την εισαγωγή στην ψυχανάλυση).

Αντίδοτο στην πίεση που δέχεται το άτομο είναι η ανάπτυξη μιας τάσης διάλυσης του Εγώ και διάχυσής του στο σύνολο. Ο κομφορμισμός συμπυκνώνει όλα αυτά κι ανακουφίζει το άτομο παρέχοντας μια ψευδαίσθηση ασφάλειας. Σχετικά με αυτό ο Έριχ Φρομ επισημαίνει: «Αισθάνεται ασφαλής με το να είναι όσο το δυνατό όμοιος με το συνάνθρωπό του. Υπέρτατος σκοπός του είναι να γίνει δεκτός από τους άλλους… Το να είναι διαφορετικός, το να βρεθεί στην μειοψηφία, να οι κίνδυνοι που επαπειλούν την αίσθηση ασφάλειάς του. Απ’ αυτό προβάλλει μια επιθυμία για απεριόριστο κομφορμισμό. Είναι προφανές ότι η επιθυμία αυτή κομφορμισμού προκαλεί με τη σειρά της μια συνεχή, αν και κρυφή, αίσθηση ανασφάλειας. Κάθε παρέκκλιση από τα πρότυπα, κάθε κριτική, προκαλεί το φόβο και την ανασφάλεια…» (Η υγιής κοινωνία).

Κάθε πρόταση για την υπέρβαση της ανασφάλειας πρέπει να λαμβάνει υπόψη το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στις επιθυμίες – βλέψεις μας και αυτών που μπορούμε να πετύχουμε – διασώσουμε στο βραχύ χρόνο της ζωής μας. Απώτατος στόχος του ανθρώπου είναι η ελευθερία (πνευματική, κοινωνική….) χωρίς εκπτώσεις στο όνομα της ασφάλειας. Σχετικά με αυτό ο Πολωνός στοχαστής Ζίγκμουντ Μπάουμαν γράφει:

«Ελευθερία και ασφάλεια αντιπροσωπεύουν μάλλον την κύρια αντίφαση. Τις χρειαζόμαστε και τις δυο αλλά ταυτόχρονα δυσκολευόμαστε να τις συμφιλιώσουμε, έτσι ώστε να επωφελούμαστε και από τις δυο. Καμία τέλεια σύνθεση, καμία σωστή αναλογία μεταξύ τους δεν έχει βρεθεί ακόμα και φαίνεται πως είμαστε αναγκασμένοι να μετακινούμαστε από το ένα άκρο στο άλλο…».

Η ζωή του ανθρώπου συντίθεται από αναγκαιότητες, τις οποίες πρέπει να λαμβάνει ως προϋπόθεση της ελευθερίας του. Μόνον έτσι θα κατανικήσει τις ανασφάλειές του και θα νιώθει ασφαλής μέσα στην περατότητά του.

«Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν’ αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα. Η ανώτατη αρετή δεν είναι να σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία. / Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: «θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;» Πολέμα!» (Καζαντζάκη, «Ασκητική»).

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΛΑΚΡΙΤΟΥ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΝ

ΔΗΜ 35.36–43

Ο Λάκριτος παραπλανά τους δικαστές εκμεταλλευόμενος τη ρητορική του παιδεία

Στη διήγησιν ο Ανδροκλής αναφέρθηκε στον τρόπο με τον οποίο γνωρίστηκε με τον Λάκριτο, ο οποίος τον παρακάλεσε να δανείσει χρήματα στον αδελφό του, τον Αρτέμωνα. Κατόπιν ο ομιλητής σχολίασε διεξοδικά το συμβόλαιο, όπου καθορίζονταν επακριβώς οι υποχρεώσεις που αναλάμβαναν τόσο οι δανειολήπτες όσο και ο Λάκριτος ως εγγυητής, υποχρεώσεις τις οποίες τελικά αθέτησαν. Και συνεχίζει:


[36] κατεχόμενοι δὲ ὑφ’ ἡμῶν καὶ ἐλεγχόμενοι εἴ τι περιγένοιτο
τῶν χρημάτων ἐν τῷ Πόντῳ, ἀπεκρίνατο Λάκριτος οὑτοσί,
ὅτι ἑκατὸν στατῆρες Κυζικηνοὶ περιγένοιντο, καὶ τοῦτο
τὸ χρυσίον δεδανεικὼς εἴη ἁδελφὸς αὐτοῦ ἐν τῷ Πόντῳ
ναυκλήρῳ τινὶ Φασηλίτῃ, πολίτῃ καὶ ἐπιτηδείῳ ἑαυτοῦ, καὶ
οὐ δύναιτο κομίσασθαι, ἀλλὰ σχεδόν τι ἀπολωλὸς εἴη καὶ
τοῦτο. [37] ταῦτ’ ἐστὶν ἃ ἔλεγεν Λάκριτος οὑτοσί. ἡ δὲ συγ-
γραφὴ οὐ ταῦτα λέγει, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἀλλ’ ἀντιφορτι-
σαμένους ἀπάγειν κελεύει Ἀθήναζε, οὐ δανείζειν τούτους ὅτῳ
ἂν βούλωνται ἐν τῷ Πόντῳ τὰ ἡμέτερα ἄνευ ἡμῶν, ἀλλ’
Ἀθήναζε παρέχειν ἀνέπαφα ἡμῖν, ἕως ἂν ἡμεῖς ἀπολάβωμεν
τὰ χρήματα ὅσα ἐδανείσαμεν. καί μοι ἀναγίγνωσκε τὴν
συγγραφὴν πάλιν.

ΣΥΓΓΡΑΦΗ.

[38] Πότερον, ὦ ἄνδρες δικασταί, δανείζειν κελεύει τούτους ἡ
συγγραφὴ τὰ ἡμέτερα, καὶ ταῦτα ἀνθρώπῳ ὃν ἡμεῖς οὔτε
γιγνώσκομεν οὔθ’ ἑοράκαμεν πώποτε, ἢ ἀντιφορτισαμένους
κομίσαι Ἀθήναζε καὶ φανερὰ ποιῆσαι ἡμῖν καὶ ἀνέπαφα
παρέχειν; [39] ἡ μὲν γὰρ συγγραφὴ οὐδὲν κυριώτερον ἐᾷ εἶναι
τῶν ἐγγεγραμμένων, οὐδὲ προσφέρειν οὔτε νόμον οὔτε
ψήφισμα οὔτ’ ἄλλ’ οὐδ’ ὁτιοῦν πρὸς τὴν συγγραφήν· τούτοις
δ’ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς οὐδὲν ἐμέλησε τῆς συγγραφῆς ταύτης,
ἀλλὰ τοῖς χρήμασιν ἐχρῶντο τοῖς ἡμετέροις ὥσπερ ἰδίοις
οὖσιν αὑτῶν· οὕτως εἰσὶν οὗτοι κακοῦργοι σοφισταὶ καὶ
ἄδικοι ἄνθρωποι. [40] ἐγὼ δέ, μὰ τὸν Δία τὸν ἄνακτα καὶ τοὺς
θεοὺς ἅπαντας, οὐδενὶ πώποτε ἐφθόνησα οὐδ’ ἐπετίμησα,
ὦ ἄνδρες δικασταί, εἴ τις βούλεται σοφιστὴς εἶναι καὶ
Ἰσοκράτει ἀργύριον ἀναλίσκειν· μαινοίμην γὰρ ἄν, εἴ τί μοι
τούτων ἐπιμελὲς εἴη. οὐ μέντοι μὰ Δία οἶμαί γε δεῖν
ἀνθρώπους καταφρονοῦντας καὶ οἰομένους δεινοὺς εἶναι
ἐφίεσθαι τῶν ἀλλοτρίων, οὐδὲ ἀφαιρεῖσθαι, τῷ λόγῳ
πιστεύοντας· πονηροῦ γὰρ ταῦτ’ ἐστὶν σοφιστοῦ καὶ οἰμω-
ξομένου. [41] Λάκριτος δ’ οὑτοσί, ὦ ἄνδρες δικασταί, οὐ τῷ
δικαίῳ πιστεύων εἰσελήλυθε ταύτην τὴν δίκην, ἀλλ’ ἀκρι-
βῶς εἰδὼς τὰ πεπραγμέν’ αὑτοῖς περὶ τὸ δάνεισμα τοῦτο,
καὶ ἡγούμενος δεινὸς εἶναι καὶ ῥᾳδίως λόγους ποριεῖσθαι
περὶ ἀδίκων πραγμάτων, οἴεται παράξειν ὑμᾶς ὅποι ἂν
βούληται. ταῦτα γὰρ ἐπαγγέλλεται δεινὸς εἶναι, καὶ
ἀργύριον αἰτεῖ καὶ μαθητὰς συλλέγει περὶ αὐτῶν τούτων
ἐπαγγελλόμενος παιδεύειν. [42] καὶ πρῶτον μὲν τοὺς ἀδελφοὺς
τοὺς αὑτοῦ ἐπαίδευσεν τὴν παιδείαν ταύτην, ἣν ὑμεῖς αἰσθά-
νεσθε πονηρὰν καὶ ἄδικον, ὦ ἄνδρες δικασταί, δανείζεσθαι
ἐν τῷ ἐμπορίῳ ναυτικὰ χρήματα καὶ ταῦτ’ ἀποστερεῖν καὶ μὴ
ἀποδιδόναι. πῶς ἂν γένοιντο πονηρότεροι ἄνθρωποι ἢ τοῦ
παιδεύοντος τὰ τοιαῦτα ἢ αὐτῶν τῶν παιδευομένων; ἐπεὶ
δ’ οὖν δεινός ἐστιν καὶ πιστεύει τῷ λέγειν καὶ ταῖς χιλίαις
δραχμαῖς ἃς δέδωκεν τῷ διδασκάλῳ, [43] κελεύσατε αὐτὸν διδάξαι
ὑμᾶς, ἢ ὡς τὰ χρήματα οὐκ ἔλαβον παρ’ ἡμῶν, ἢ ὡς λαβόντες
ἀποδεδώκασιν, ἢ ὅτι τὰς ναυτικὰς συγγραφὰς οὐ δεῖ κυρίας
εἶναι, ἢ ὡς δεῖ ἄλλο τι χρήσασθαι τοῖς χρήμασιν ἢ ἐφ’ οἷς
ἔλαβον κατὰ τὴν συγγραφήν. τούτων ὅ τι βούλεται πεισάτω
ὑμᾶς. καὶ ἔγωγε καὶ αὐτὸς συγχωρῶ σοφώτατον εἶναι τοῦτον,
ἐὰν ὑμᾶς πείσῃ τοὺς περὶ τῶν συμβολαίων τῶν ἐμπορικῶν
δικάζοντας. ἀλλ’ εὖ οἶδ’ ὅτι οὐδὲν ἂν τούτων οἷός τ’
εἴη οὗτος οὔτε διδάξαι οὔτε πεῖσαι.

***
[36] Ότε δε επεμένομεν και τους ηρωτώμεν εάν είχε σωθή μέρος των εμπορευμάτων εις τον Πόντον, απεκρίθη αυτός εδώ ο Λάκριτος, ότι είχον περισωθή εκατόν στατήρες Κυζικηνοί, αλλά και τα χρήματα ταύτα είχε δανείσει ο αδελφός του εις τον Πόντον εις κάποιον ιδιοκτήτην πλοίου εκ Φασήλιδος, συμπολίτην και φίλον του, και ότι δεν ηδύνατο να λάβη ταύτα, αλλ' έπρεπε και αυτά να θεωρηθούν ως χαμένα. [37] Αυτά έλεγεν ο Λάκριτος. Η γραπτή όμως συμφωνία, δεν λέγει αυτά, άνδρες δικασταί, αλλ' οφείλουν να θέσουν εμπορεύματα εις το πλοίον διά να τα μεταφέρουν εις Αθήνας και να μη δανείζουν αυτοί τα ιδικά μας εις τον Πόντον εις όποιον θέλουν χωρίς την συγκατάθεσίν μας, αλλά να μεταφέρουν τα εμπορεύματα ανέπαφα εις τας Αθήνας χωρίς καμμίαν επιβάρυνσιν, έως ότου ημείς λάβωμεν οπίσω τα χρήματα που εδανείσαμεν. Παρακαλώ, διάβασε πάλιν την γραπτήν συμφωνίαν.

Γραπτή συμφωνία

[38] Ποίον εκ των δύο, άνδρες δικασταί, η γραπτή συμφωνία μας καθορίζει, να δανείζουν ούτοι τα ανήκοντα εις ημάς και μάλιστα εις άνθρωπον, τον οποίον ημείς ούτε γνωρίζομεν ούτε έχομεν ίδει ποτέ έως τώρα ή να φορτώσουν εις το πλοίον εμπορεύματα, να τα μεταφέρουν εις Αθήνας, να μας τα παρουσιάσουν και να τα παραδώσουν ελεύθερα παντός βάρους; [39] Πράγματι η γραπτή συμφωνία καθορίζει ότι ουδέν είναι εγκυρότερον των όρων αυτής και ότι δεν δύναται τις να επικαλεσθή ούτε νόμον, ούτε ψήφισμα, ούτε άλλο τι εναντίον της γραπτής ταύτης συμφωνίας· αυτοί όμως ευθύς εξ αρχής δεν έλαβον καθόλου υπ' όψιν των αυτήν την συμφωνίαν, αλλά μετεχειρίζοντο τα χρήματά μας ωσάν να ήσαν ιδικά των· τόσον κακούργοι σοφισταί και άδικοι άνθρωποι είναι ούτοι.

[40] Εγώ δε, μα τον άνακτα Δία και όλους τους θεούς, κανένα ποτέ έως τώρα δεν εφθόνησα, ούτε κατηγόρησα, εάν θέλη κάποιος να είναι σοφιστής και να πληρώνη χρήματα εις τον Ισοκράτη, διότι θα ήμην τρελλός, εάν ησχολούμην με τα ζητήματα αυτά. Δεν έχω όμως την γνώμην, μα τον Δία, ότι άνθρωποι, οι οποίοι καταφρονούν τους άλλους και θεωρούν εαυτούς ανωτέρους των άλλων, πρέπει να εποφθαλμιώσι τας περιουσίας των άλλων και να τας αφαιρούν από τους άλλους, έχοντες πεποίθησιν εις το ρητορικόν των τάλαντον· αυτά είναι έργα πονηρού σοφιστού και αξίου τιμωρίας. [41] Ο Λάκριτος δε αυτός εδώ, άνδρες δικασταί, απεδύθη εις τον δικαστικόν τούτον αγώνα, όχι διότι έχει πεποίθησιν εις το δίκαιον, αλλά γνωρίζων ακριβώς όλας τας μηχανορραφίας εν σχέσει με το δάνειον τούτο και νομίζων ότι είναι άνθρωπος επιδέξιος και ότι θα επινοήση ευκόλως δικαιολογίας διά τας κακάς του πράξεις, νομίζει ότι θα σας εξαπατήση και οδηγήση όπου αυτός θέλει. Εις αυτό το επάγγελμα διακηρύσσει ότι είναι ικανός και εισπράττει χρήματα και συναθροίζει μαθητάς υπισχνούμενος, ότι θα τους κάμη ικανούς εις αυτά. [42] Και πρώτον μεν έδωσε την μόρφωσιν ταύτην εις τους αδελφούς του, την οποίαν σεις θεωρείτε πονηράν και άδικον, άνδρες δικασταί, δηλαδή τους έμαθε να δανείζωνται εις την αγοράν χρήματα διά κατά θάλασσαν εμπόριον, να κατακρατούν όμως αυτά και να μη τα επιστρέφουν. Πώς ήθελον γίνει ανηθικώτεροι άνθρωποι από αυτόν τον παιδεύοντα τοιτουτοτρόπως τους ανθρώπους ή από αυτούς τους ιδίους τους παιδευομένους; Αφού λοιπόν είναι τόσον επιδέξιος και έχει πεποίθησιν εις την ευγλωττίαν του και εις τας χιλίας δραχμάς που έδωκεν εις τον διδάσκαλόν του, [43] διατάξατέ τον να σας αποδείξη ή ότι δεν έλαβον τα χρήματα παρ' ημών ή ότι, αφού τα έλαβον τα επέστρεψαν ή ότι δεν πρέπει να είναι έγκυροι αι γραπταί συμφωνίαι ή ότι πρέπει να μεταχειρίζωνται τα χρήματα δι' άλλον σκοπόν και όχι δι' εκείνον διά τον οποίον τα έλαβον. Δι' έν εκ των σημείων τούτων, όποιο θέλει, ας σας πείση. Και εγώ ο ίδιος θα παραδεχθώ ότι είναι ικανώτατος, εάν κατορθώση να πείση σας που δικάζετε διά τας εμπορικάς συμφωνίας. Αλλ' είμαι βέβαιος ότι δεν είναι ικανός να σας πείση ή να σας διαφωτίση εις κανέν εκ των σημείων τούτων.