Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Βάκχαι (1329d-1351)

ΔΙ. . . . ›
‹ . . . ›
1330 δράκων γενήσηι μεταβαλών, δάμαρ τε σὴ
ἐκθηριωθεῖσ᾽ ὄφεος ἀλλάξει τύπον,
ἣν Ἄρεος ἔσχες Ἁρμονίαν θνητὸς γεγώς.
ὄχον δὲ μόσχων, χρησμὸς ὡς λέγει Διός,
ἐλᾶις μετ᾽ ἀλόχου βαρβάρων ἡγούμενος,
1335 πολλὰς δὲ πέρσεις ἀναρίθμωι στρατεύματι
πόλεις· ὅταν δὲ Λοξίου χρηστήριον
διαρπάσωσι, νόστον ἄθλιον πάλιν
σχήσουσι· σὲ δ᾽ Ἄρης Ἁρμονίαν τε ῥύσεται
μακάρων τ᾽ ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον.
1340 ταῦτ᾽ οὐχὶ θνητοῦ πατρὸς ἐκγεγὼς λέγω
Διόνυσος ἀλλὰ Ζηνός· εἰ δὲ σωφρονεῖν
ἔγνωθ᾽, ὅτ᾽ οὐκ ἠθέλετε, τὸν Διὸς γόνον
ηὐδαιμονεῖτ᾽ ἂν σύμμαχον κεκτημένοι.
ΚΑ. Διόνυσε, λισσόμεσθά σ᾽, ἠδικήκαμεν.
1345 ΔΙ. ὄψ᾽ ἐμάθεθ᾽ ἡμᾶς, ὅτε δ᾽ ἐχρῆν οὐκ ἤιδετε.
ΚΑ. ἐγνώκαμεν ταῦτ᾽· ἀλλ᾽ ἐπεξέρχηι λίαν.
ΔΙ. καὶ γὰρ πρὸς ὑμῶν θεὸς γεγὼς ὑβριζόμην.
ΚΑ. ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς.
ΔΙ. πάλαι τάδε Ζεὺς οὑμὸς ἐπένευσεν πατήρ.
1350 ΑΓ. αἰαῖ, δέδοκται, πρέσβυ, τλήμονες φυγαί.
ΔΙ. τί δῆτα μέλλεθ᾽ ἅπερ ἀναγκαίως ἔχει;

***
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Δεν ωφελεί πια ο θρήνος.
Ακούστε με.
Είμαι ο Διόνυσος,
ο υιός του Διός.
Τώρα γνωρίζετε. Σας δίδαξε η μοίρα του Πενθέα. (30)
Αυτός έπαθε ό,τι έπαθε δικαίως.
Έλαβε την τιμωρία που του άξιζε.
Έγινε θεομάχος.
Τόλμησε να με δέσει και να με χλευάσει.
Τον τύφλωσε η ύβρις. (35)
Γι᾽ αυτό και ο θάνατος ήρθε
από εκείνους που δεν έπρεπε.

Δεν θα κρύψω και όσα θα πάθουν οι Καδμείοι,
που ονείδισαν το πρόσωπό μου
και είπαν το ψέμα
πως η Σεμέλη με γέννησε με θνητό.
Ορδές βαρβάρων (40)
θα τους διώξουν από την πόλη τους.
Δαμασμένοι από δόρυ
θα πλανηθούν σε ξένους τόπους,
σηκώνοντας ζυγό δουλείας.
Η Αγαύη και οι αδελφές της θα φύγουν από την πόλη.
Θα πλερώσουν για το ανόσιο μίασμα.
Δεν πρέπει πια να κατοικούν στη γη των πατέρων τους, (45)
ότι ασεβές όσοι εφόνευσαν
να μένουν κοντά στους τάφους των νεκρών.

Άκουσε τώρα, Κάδμε, και τα πάθη τα δικά σου.
Και εσύ θα εγκαταλείψεις την πόλη που διψάει για φόνο.›

1330 Θα μεταμορφωθείς, θα γίνεις φίδι.
Και η Αρμονία, η γυναίκα σου, η κόρη του Άρη,
που την παντρεύτηκες εσύ, ένας θνητός,
ερπετό θα γίνει, φιδιού μορφή θα λάβει.
Αρχηγός βαρβάρων
θα οδηγήσεις μαζί της άμαξα μόσχων,
όπως ορίζει ένας χρησμός του Διός.
1335 Με τον αμέτρητο στρατό σου
θα κυριεύσεις πόλεις πολλές·
όταν όμως λεηλατήσουν το μαντείο του Απόλλωνος,
τους μέλλεται άθλιος νόστος.
Εσένα ωστόσο και την Αρμονία θα σας σώσει ο Άρης
και θα σας φέρει να ζήσετε στη γη των μακάρων.
1340 Αυτά σας τα λέω εγώ ο Διόνυσος,
που δεν με γέννησε θνητός πατέρας αλλά ο Ζευς.
Αν είχατε αποφασίσει να φανείτε σώφρονες,
τότε που δεν θέλατε,
θα ζούσατε ευδαίμονες,
έχοντας σύμμαχο τον υιό του Διός.
ΚΑΔΜΟΣ
Σε ικετεύουμε, Διόνυσε. Ήμαρτον!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
1345 Αργήσατε να καταλάβετε. Όταν έπρεπε, δεν με ξέρατε.
ΚΑΔΜΟΣ
Τώρα καταλάβαμε, όμως εκδικείσαι χωρίς έλεος.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Είμαι θεός και σεις μου προσφέρατε την ύβρη σας.
ΚΑΔΜΟΣ
Στην οργή τους οι θεοί δεν πρέπει να γίνονται όμοιοι με τους θνητούς.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Από παλιά ο Ζευς, ο πατέρας μου, τα επισφράγισε με το νεύμα του.
ΑΓΑΥΗ
1350 Αλίμονο, γέροντα. Έχει κριθεί: θλιβερή εξορία.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Γιατί, λοιπόν, καθυστερείτε το αμετάκλητο;

Μακεδονία εν μύθοις φθεγγομένη: Μύθοι τοπικοί - Ευρωπός

Η Ευρωπός, στα δυτικά του Αξιού, κατείχε μια θέση που της παρείχε τη δυνατότητα να έχει τον οικονομικό έλεγχο βορρά-νότου, ενδοχώρας-παραλίων. Εξάλλου, τα διάσπαρτα όστρακα αγγείων στην επιφάνεια του εδάφους της, ανάμεσά τους και μυκηναϊκά, αποδεικνύουν μια πρώιμη ανάπτυξη της θέσης στον τομέα του εμπορίου με τη νότια Ελλάδα. Για μια τέτοια πόλη είναι φυσικό η παράδοση να επιφυλάσσει μια μυθολογική απαρχή που να αναδεικνύει και την παλαιότητά της.

Σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο, ο Εύρωπος ήταν ένας από τους γιους του Μακεδόνα, τον οποίο απέκτησε από την Ωρείθυια, κόρη του Κέκροπα, του πρώτου και αυτόχθονα μυθικού βασιλιά των Αθηνών ή του γιου του ιδρυτή της Αθήνας Ερεχθέα.

Ο επώνυμος λοιπόν ιδρυτής της πόλης, γιος ενός αυτόχθονα της μακεδονικής γης, του Μακεδόνα, ή με στενούς συγγενικούς δεσμούς με την κάτω του Ολύμπου Ελλάδα, παντρεύεται την κόρη ενός άλλου αυτόχθονα, της αττικής γης αυτή τη φορά. Επομένως, η μυθολογική παράδοση για τις απαρχές της πόλης της Ευρωπού κινείται προς την κατεύθυνση της συγγένειας των Μακεδόνων με τους Έλληνες της Νότιας Ελλάδας.

Ο Στέφανος Βυζάντιος παραδίδει και το εθνικό όνομα των κατοίκων, «Ευρωπαίος» και όχι «Ευρώπιος».

Τζορτζ Μπέρναρντ Σω: Δε σταματάς να γελάς επειδή γερνάς. Γερνάς επειδή σταμάτησες να γελάς

Αν και οι ψυχολόγοι ερευνούν ακόμα τα πολυάριθμα οφέλη του γέλιου, εμείς δεν χρειαζόμαστε τους ειδικούς για να συνειδητοποιήσουμε πώς επιδρά το γέλιο στη συνολική διάθεσή μας. Πρόκειται κυριολεκτικά για την πιο οικονομική μορφή θεραπείας και φυσικά την πιο διασκεδαστική. Έχει τη δύναμη να θεραπεύσει όχι μόνο την ψυχή μας, αλλά και το σώμα μας.

Θυμάστε την τελευταία φορά που κάποιος σας έκανε να κλάψετε από τα γέλια; Αμέσως μετά από τέτοιες στιγμές έχουμε την τάση να βιώνουμε μια ιδιαίτερη μορφή ανακούφισης. Το σώμα μας ευγνωμονεί για μια τέτοια αίσθηση και μάλιστα το αποζητά με κάθε τρόπο.

12 αποφθέγματα που αποδεικνύουν τη «θεραπευτική» δύναμη του γέλιου

1. «Ο άνθρωπος που ξέρει να γελά με τον εαυτό του δεν θα πάψει ποτέ να διασκεδάζει» – Shirley MacLaine

2. «Δε σκοτώνει κανείς με την οργή, αλλά με το γέλιο» – Φρίντριχ Νίτσε

3. «Η πιο χαμένη από όλες τις μέρες είναι εκείνη που δεν γελάσαμε» – Νικολά Σαμφόρ

4. «Δεν σταματάς να γελάς επειδή γερνάς. Γερνάς επειδή σταματάς να γελάς» – Μπερναρντ Σω

5. «Το σώμα σου δεν μπορεί να θεραπευτεί χωρίς παιχνίδι. Ο νους σου δεν μπορεί να θεραπευτεί χωρίς το γέλιο. Η ψυχή σου δεν μπορεί να θεραπευτεί χωρίς χαρά» – C. Rippenger Fenwick
6. «Γέλα συχνά, πολύ και δυνατά. Γέλα μέχρι να μην μπορείς να ανασάνεις» – George Carlin

7. «Το πρόβλημα χτύπησε την πόρτα, αλλά, ακούγοντας γέλια, έφυγε μακριά» – Benjamin Franklin

8. «Πάντα να γελάς όταν μπορείς. Είναι ένα φθηνό φάρμακο» – Λόρδος Βύρων

9. «Το γέλιο είναι η πιο κοντινή απόσταση ανάμεσα σε δυο ανθρώπους» – Victor Borge

10. Για να γελάσεις αληθινά, πρέπει να μπορείς να πάρεις τον πόνο σου και να γελάσεις με αυτόν» – Τσάρλι Τσάπλιν

11. «Αν δεν μάθεις να γελάς με τα προβλήματά σου, δεν θα έχεις τίποτα για να γελάς όταν θα είσαι γέρος» – E. W. Howe

12. «Γέλα, καρδιά μου, γέλα. Βρες χρόνο να γελάς, αυτό είναι η μουσική της ψυχής» – Γιάννης Ρίτσος

Υ.Γ: Ο χριστιανισμός απαγορεύει το γέλιο! ΔΕΣ: Ψυχικές καταστάσεις και Εκκλησία

Ο έρωτας ως απάντηση στην κατάθλιψη και το θάνατο

Ο Επίκουρος έλεγε: “Όταν εμείς είμαστε εδώ και ζούμε, ο θάνατος είναι μακριά, όχι με την έννοια του να ξορκίσουμε το θάνατο ή να κάνουμε πως δεν υπάρχει, μιας και ο θάνατος είναι το μόνο σίγουρο και τετελεσμένο της ύπαρξης, αλλά συνειδητοποιώντας τη θνητότητά μας, να μπορέσουμε να απολαύσουμε και να ζήσουμε ευχάριστα και αγαπητικά τη ζωή μας. Η ζωή, όπως έλεγε και ο αείμνηστος Λιαντίνης, είναι ένας στίβος πιθανοτήτων, μια ανοιχτή δυνατότητα ότι τα πάντα μπορούν να συμβούν.

Συναντώ κάθε μέρα ανθρώπους που αποφεύγουν το θάνατο μέσω της αποφυγής δυσάρεστων καταστάσεων χωρίς επεξεργασία, της υπερκατανάλωσης αγαθών, όπου κανείς δεν χορταίνει εντελώς, μέσω της επίσκεψης στους πλαστικούς χειρουργούς και πολλών άλλων, μήπως και πείσουν τους εαυτούς τους ότι ο θάνατος δε θα τους αγγίξει. Αυτό που δε συνειδητοποιούν όμως είναι ότι αποφεύγοντας το θάνατο, αποφεύγουν και τη ζωή, γιατί πεθαίνουν λίγο λίγο κάθε μέρα. Χάνουν τη χαρά της έκπληξης, του απρόβλεπτου, τη χαρά ότι είναι υγιείς και γερνούν και μπορούν να απολαύσουν τις ρυτίδες τους ως κληρονομιά εμπειριών ζωής. Χάνουν τη δυνατότητα να μπορούν να χαίρονται τον εαυτό τους, όπως είναι, με τα καλά και τα δυσάρεστα της κάθε ηλικιακής φάσης, κατορθώνοντας έτσι ακόμα και από τα δυσάρεστα βιώματα να αποκομίσουν κάτι κάλο και γόνιμο για τους ίδιους.

Έτσι, με μαθηματική ακρίβεια, οδηγούνται στην κατάθλιψη και στη μοιραία παράδοση στο πεπρωμένο, μην παίρνοντας τα ηνία της ζωής τους.

Επομένως, η απάντηση στο θάνατο δεν είναι η μάταιη απάρνησή του. Η απάντηση που αντιστοιχεί στην κατάθλιψη και το θάνατο είναι ο έρωτας. Ο θάνατος είναι το μηδέν και ο έρωτας το είναι. Ο έρωτας με την έννοια του ερωτισμού, της ερωτικής στάσης απέναντι στη ζωή. Βάζω ερωτισμό στη σε ότι κάνω, στη δουλειά μου, στη σχέση μου με το παιδί μου, το σύντροφό μου, με το συνάδελφο, με το φίλο. Ερωτισμό βάζει η καλή μαγείρισσα στο φαγητό της, γιατί κανένα φαγητό δεν μπορεί να βγει νόστιμο, αν δεν υπάρξουν συστατικά όπως το μεράκι και το νοιάξιμο. Ζωή χωρίς ερωτισμό είναι πικρή, άγευστη, βαρετή. Ο θάνατος είναι αναμεμειγμένος με τη ζωή. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς θάνατο και θάνατος χωρίς ζωή. Όπως δεν υπάρχει πόνος χωρίς χαρά και το αντίστροφο. Ακόμα και στη φύση βλέπουμε αυτή την εναλλαγή, με τις σκοτεινές νύχτες και τα υπέρλαμπρα πρωινά. Άλλωστε, μέχρι να συναντήσουμε τον οριστικό, τον απόλυτο θάνατο, συναντάμε μικρούς θανάτους κατά την πορεία της ζωής μας. Όχι μόνο με την έννοια της απώλειας, άλλα με την ταχεία εναλλαγή κύκλων που κλείνουν και άλλων που ανοίγουν. Το παιδί που αφήνει την πατρική εστία για να πάει να σπουδάσει ή να ανοίξει το δικό του σπιτικό είναι μια απώλεια για το γονιό, το κλείσιμο ενός κύκλου ζωής. Είναι όμως και ένα μεγάλο ΝΑΙ στη ζωή, μια δέσμευση, μια εξέλιξη, ένα προχώρημα, ένα προσωπικό στοίχημα του νεαρού ενήλικα για να σταθεί μόνος στη ζωή και να τον καμαρώσουν και απολαύσουν οι γονείς του.

Το εφήμερο της ζωής είναι που προσκαλεί για βίωμα με αυθεντικά ερωτικό τρόπο. Οι θεοί του Ολύμπου προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ίντριγκες και παρουσιάζονται από τη μυθολογία ότι ζούσαν μια ζωή ανιαρή, διότι γνώριζαν πως είναι αθάνατοι. Αυτό το τέλος λοιπόν είναι που προστάζει να ζήσουμε τη ζωή μας με τέλος , δηλαδή με σκοπό. Μιας και το τέλος έχει διττή σημασία, σημαίνει το τέρμα, άλλα και το σκοπό.

Η απάντηση στην κατάθλιψη και το θάνατο είναι η επένδυση σε καλές και υγιείς σχέσεις, να φροντίζουμε τις σχέσεις μας , όπως φροντίζουμε τα λουλούδια στην αυλή μας για να μη μαραθούν, να μην πεθάνουν. Να βάζουμε ερωτισμό και αγάπη σε ό, τι κάνουμε, να αφουγκραζόμαστε ακόμα και τα δυσάρεστα συναισθήματά μας και να τα επεξεργαζόμαστε, γιατί είναι αυτά που υποδηλώνουν την ανθρώπινη μας διάσταση και τη θνητότητά μας και συνηγορούν στην ανάπτυξη και την ολοκλήρωση, να βρούμε ένα προσωπικό νόημα ζωής και να το υπηρετήσουμε. Όπως στα μεγάλα ναι και τα μεγάλα όχι του Καβάφη, ας πούμε ένα μεγάλο «ΝΑΙ» στη ζωή.

Στα μάτια να κοιτάς αν θες να βρεις την αλήθεια

Πέρα από τα την λογική, πέρα από τα πρέπει, βρίσκεται η βαθιά αλήθεια. Αυτή που εντοπίζεται μόνο στα μάτια. Αντανακλάει ένα φως που σε αφήνει εκτεθειμένο, αρκεί να βλέπεις με καθαρότητα τα μάτια που έχεις απέναντι σου.

Ίσως να υπάρχει πόνος, ίσως να υπάρχει πίκρα, να υπάρχει φόβος, μπορεί να βρίσκεται μια συγνώμη, ένα ειλικρινές χαμόγελο, μια βαθιά αθωότητα, ή μια πραγματική αγάπη.

Η καθαρότητα είναι συγκλονιστική όταν θέλεις πραγματικά να δεις τα μάτια που έχεις απέναντι σου.

Τα λόγια είναι τέχνη, είναι μια αμφίεση, μια εμπειρία.

Τα μάτια όμως είναι εκεί για να προδώσουν τη βαθιά αλήθεια σου.

Ζωγραφίζουνε την αύρα σου και την καλοσύνη σου.

Στάματα να δίνεις τόση σημασία στα λόγια, είναι ένα πέπλο για να θολώνουμε τον εαυτό μας. Μια άμυνα.

Σαφώς και υπάρχει αλήθεια μέσα σε αυτά. Όμως ποτέ δεν θα έχουν την ίδια βαθύτητα.

Στα μάτια συναντιούνται δύο κόσμοι, πλανήτες, πολλά ενωμένα κομμάτια που βρέθηκαν στο σύμπαν. Πολλά μετέωρα κομμάτια που φτιάξανε τον πολύπλοκο σου κόσμο, ο όποιος φέρει αυτό το ιδιαίτερο φως μέσα από τους πυρήνες των ματιών σου.

Δεν χρειάζεται να τριβελίζει το μυαλό σου μια κουβέντα, είναι μόνο μια κουβέντα.

Το άγγιγμα, η καθαρότητα της ψυχής, τα ιδιαίτερα κομμάτια του σύμπαντος που φτιάξανε ένα σώμα ήταν πολλά και αρκετά ακόμα και για να μείνεις στη σιωπή. Οι μεγαλύτερες συγκινήσεις είναι εκεί μέσα. Ριζωμένες βαθιά.

Μάθαμε να μεταμφιέζουμε και να κρύβουμε το βάθος και την δημιουργία μας, από φόβο ή ανασφάλεια. Κανείς όμως δεν βγαίνει κερδισμένος όταν πλέει αντίθετα από τη φύση του.

Αν θέλεις λοιπόν να καταλάβεις το σώμα και την ψυχή που αντικρίζεις. Πρέπει να κοιτάξεις βαθιά μέσα στα μάτια και πίσω από το σώμα, στην πραγματική ενέργεια που διαπερνάει το κορμί. Το άυλο πάντα θα είναι θεϊκό και πάντα θα έχει μεγαλύτερη ισχύ από το υπαρκτό και υλικό.

Έτσι πραγματικά έχει σημασία να συνδεθείς με τους ανθρώπους γύρω σου. Βαθιά και με ειλικρίνεια. Άυλα.

Έτσι προσπαθεί ο καθένας να ξεφύγει από τον εαυτό του

Αν μπορούσαν οι άνθρωποι, εκεί που νιώθουν ένα βάρος να τους πλακώνει την ψυχή και να τους εξουθενώνει, να συλλάβουν τα αίτιά του και να μάθουν από τι προέρχεται τούτος ο όγκος του κακού που τους έχει κάτσει στο στήθος, τότε δεν θα έκαναν τη ζωή που τόσο συχνά τους βλέπουμε να κάνουν τώρα, όπου δεν ξέρουν τι θέλουν, και πάντα αναζητούν ν’ αλλάξουν τόπο, θαρρείς και μπορούν έτσι να ρίξουν χάμω το φορτίο τους.

Να, κάποιος που βαριέται να μένει μες στο σπίτι και βγαίνει έξω συχνά. Ξαφνικά κάτι τον πιάνει και ξαναγυρνάει σπίτι, γιατί έξω δε νιώθει καλύτερα. Ξεκινάει μετά για την εξοχική του βίλα, με την άμαξα και τα’ αλογάκια του, τρέχοντας σαν τρελός θαρρείς κι έχει πιάσει φωτιά η έπαυλη και πάει να προλάβει. Με το που φτάνει στο κατώφλι, αρχίζει να χασμουριέται ή πέφτει βαρύς να κοιμηθεί ζητώντας λησμονιά στον ύπνο` ή πάλι, δεν βλέπει την ώρα να επιστρέψει στην πόλη.

Έτσι προσπαθεί ο καθένας να ξεφύγει από τον εαυτό του` μα παρά τις προσπάθειες, ξέρουμε ότι δεν κατορθώνει ποτέ να δραπετεύσει, μένει δεμένος με τον εαυτό του και τον μισεί` κι αυτό γιατί είναι ένας άρρωστος που δεν ξέρει την αιτία της αρρώστιας του.

Λουκρήτιος, Για τη φύση των πραγμάτων

ΞΕΝΟΦΩΝ: ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΞΕΝΟΦΩΝ: περ. 430-μετά 355 π.Χ.

Απομνημονεύματα Δ’, II, 36 κ.εξ.

— Επειδή ετοιμάζεσαι να κυβερνήσεις μια πόλη με δημοκρατικό πολίτευμα, είπε ο Σωκράτης, είμαι σίγουρος ότι ξέρεις τι είναι δημοκρατία.
— Οπωσδήποτε, απάντησε ο Ευθύδημος.
— Νομίζεις λοιπόν ότι είναι δυνατό να γνωρίζει κάποιος τι είναι δημοκρατία, χωρίς να ξέρει τι είναι λαός;
— Όχι βέβαια.
— Και τι νομίζεις ότι είναι λαός;
— Εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι είναι οι φτωχοί πολίτες.
— Γνωρίζεις λοιπόν τους φτωχούς;
— Πώς είναι δυνατόν να μην τους γνωρίζω;
— Ξέρεις, επομένως, και τους πλουσίους;
— Όσο και τους φτωχούς.
— Ποιους ονομάζεις λοιπόν φτωχούς και ποιους πλούσιους;
— Φτωχοί είναι, νομίζω, όσοι δεν έχουν αρκετά για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, και πλούσιοι όσοι έχουν περισσότερα από τα αρκετά.
— Ξέρεις όμως ότι μερικοί, ενώ έχουν πολύ λίγα, όχι μόνο τους είναι αρκετά αλλά και τους περισσεύουν, ενώ άλλοι έχουν πάρα πολλά που δεν τους είναι αρκετά;
— Μα τον Δία, είπε ο Ευθύδημος, σωστά μου το υπενθυμίζεις. Ξέρω και κάποιους τυράννους που από τη φτώχεια τους αναγκάζονται να διαπράττουν αδικίες, όπως οι πάμπτωχοι.
– Άρα, είπε ο Σωκράτης, αν βέβαια αυτά είναι έτσι, θα συμπεριλάβουμε και τους τυράννους στον λαό, ενώ όσους έχουν λίγα αλλά είναι οικονόμοι θα τους θεωρήσουμε πλούσιους;
Τότε ο Ευθύδημος απάντησε:
— Η μηδαμινότητά μου με αναγκάζει φανερά να συμφωνήσω και με αυτά. Σκέφτομαι μάλιστα μήπως είναι καλύτερο για μένα να μη μιλάω, γιατί είναι πιθανό να μη γνωρίζω απολύτως τίποτα.

ARTHUR SCHOPENHAUER: Ο πρώτος και σημαντικότερος παράγοντας στην ευτυχία μας είναι αυτό που είμαστε- η προσωπικότητά μας

To μέτρο της δυνατής ευτυχίας του καθενός είναι προκαθορισμένο από την ατομικότητά του. Ιδιαίτερα οι πνευματικές δυνάμεις του είναι εκείνες που καθορίζουν μια για πάντα την ικανότητά του για υψηλού επιπέδου απολαύσεις. Εάν η πνευματική του δυνατότητα είναι περιορισμένη, οποιαδήποτε προσπάθεια έξω από τον ίδιο, οτιδήποτε κι αν κάνουν οι άνθρωποι ή η μοίρα γι’ αυτόν, δεν θα καταφέρει να τον ανυψώσει πάνω από το συνηθισμένο επίπεδο της ανθρώπινης ευτυχίας και απόλαυσης – που έχει μέσα της και κάτι το ζωώδες. Το μόνο πράγμα που τον ευχαριστεί είναι η ικανοποίηση των αισθήσεων -στην καλύτερη περίπτωση μια άνετη και χαρούμενη οικογενειακή ζωή- χαμηλού επιπέδου παρέα και χυδαία διασκέδαση. Ακόμα και η εκπαίδευση, γενικά, λίγα μπορεί να προσφέρει -αν όχι τίποτα- για τη διεύρυνση των οριζόντων του. Διότι οι απολαύσεις που είναι ανώτερες, πιο ποικίλες και διαρκούν περισσότερο είναι οι πνευματικές, όσο και εάν τα νιάτα μάς οδηγούν παραπλανητικά προς άλλη κατεύθυνση.

Οι πνευματικές απολαύσεις όμως εξαρτώνται κυρίως, από τη δύναμη του πνεύματος. Επομένως, είναι σαφές ότι η ευτυχία μας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτό που είμαστε, από την ατομικότητά μας, ενώ η τύχη και η μοίρα μας, σε γενικές γραμμές, σηματοδοτούν μόνο αυτό που έχουμε, ή αυτό που είμαστε για τους άλλους. Με την έννοια αυτή, η τύχη μας μπορεί να βελτιωθεί· όμως δεν περιμένουμε και πολλά από αυτήν αν έχουμε εσωτερικό πλούτο. Από την άλλη, ένας ανόητος θα παραμείνει ανόητος και χοντροκέφαλος μέχρι το τέλος της ζωής του, ακόμη και εάν έζησε περιστοιχισμένος από ουρί του παραδείσου.

Η κοινή εμπειρία αποδεικνύει πως για την ευτυχία και την ικανοποίησή μας το υποκειμενικό στοιχείο στη ζωή είναι ασύγκριτα πιο σημαντικό από το αντικειμενικό – αυτό επιβεβαιώνεται. Η υγεία βαραίνει περισσότερο απ’ όλα τα άλλα αγαθά, σε βαθμό που μπορεί να πει κανείς πως ένας υγιής ζητιάνος είναι πιο ευτυχισμένος από έναν φιλάσθενο βασιλιά. Ένας ήσυχος και πρόσχαρος χαρακτήρας που χαίρεται και απολαμβάνει ένα εύρωστο σώμα, ένας καθαρός νους που διεισδύει στα πράγματα και τα προσλαμβάνει ως έχουν, μια μετρημένη και ευγενική βούληση, και συνεπώς μια καλή συνείδηση: αυτά είναι προνόμια που καμία κοινωνική θέση και καμία περιουσία δεν μπορούν να αναπληρώσουν ή να αντικαταστήσουν. Διότι αυτό που είναι ένας άνθρωπος μέσα του, αυτό που τον συνοδεύει ακόμη και όταν είναι μόνος του, αυτό που κανένας δεν μπορεί να του προσφέρει ή να του στερήσει είναι δίχως άλλο πιο σημαντικό για εκείνον από οτιδήποτε έχει σχέση με υλικά αγαθά, ακόμα και από το τι πιστεύουν οι άλλοι γι’ αυτόν. Ένας διανοούμενος σε πλήρη μοναξιά ψυχαγωγείται θαυμάσια με τη δική του σκέψη και φαντασία, τη στιγμή που καμία ποικιλία στην κοινωνική ζωή —τα θέατρα, οι εκδρομές και οι ψυχαγωγίες – δεν μπορούν να διώξουν την ανία από έναν αμβλύνου. Ένας καλός, ήπιος και ευγενικός χαρακτήρας μπορεί να είναι ικανοποιημένος ακόμα και σε δύσκολες συνθήκες, ενώ ένας άπληστος, ζηλόφθονος και κακεντρεχής άνθρωπος, ακόμα και με όλα τα πλούτη του κόσμου, θα είναι δυστυχισμένος.

Επομένως, ο πρώτος και σημαντικότερος παράγοντας στην ευτυχία μας είναι αυτό που είμαστε – η προσωπικότητά μας- καθώς έρχεται συνεχώς στο προσκήνιο υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Άλλωστε, η προσωπικότητά μας δεν είναι παιχνίδι της μοίρας, ούτε κανείς μπορεί να μας τη στερήσει. Έτσι, η αξία της είναι απόλυτη, και όχι σχετική. Συνεπώς, είναι πολύ πιο δύσκολο απ’ ό,τι φανταζόμαστε να επηρεαστεί ένας άνθρωπος από τις εξωτερικές συνθήκες. Εδώ, όμως, ο πανίσχυρος παράγοντας, ο Χρόνος, έρχεται να διεκδικήσει τα δικαιώματά του- υπό τη δική του επήρεια τα σωματικά και πνευματικά χαρίσματα αρχίζουν σταδιακά να φθίνουν. Μόνο ο ηθικός χαρακτήρας μένει απρόσβλητος από τον χρόνο.

ΑΡΤΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ, Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ: Αλέξανδρος & Φίλιππος

Όταν ο Φιλόνικος ο Θεσσαλός έφερε τον Βουκεφάλα, για να τον πουλήσει στον Φίλιππο στην τιμή των δεκατριών ταλάντων, κατέβηκαν λοιπόν όλοι στην πεδιάδα, για να δοκιμάσουν το άλογο, που φαινόταν να είναι ατίθασο και πολύ δύσκολο στη χειραγώγησή του και ούτε αναβάτη δεχόταν, ούτε υπέμενε τη φωνή κανενός από τους ανθρώπους του Φιλίππου, αλλά εναντιωνόταν σ’ όλους. Δυσαρεστήθηκε λοιπόν ο Φίλιππος και διέταξε να το οδηγήσουν μακριά ως εντελώς άγριο και αδάμαστο. Ο Αλέξανδρος όμως που ήταν παρών, είπε: «Τι θαυμάσιο άλογο χάνουν, γιατί από απειρία και έλλειψη υπομονής δεν μπορούν να το χειραγωγήσουν». Την πρώτη φορά λοιπόν ο Φίλιππος σώπασε. Επειδή όμως ο Αλέξανδρος πολλές φορές επαναλάμβανε τα ίδια και έδειχνε σφοδρή συγκίνηση, του είπε: «Εσύ κατηγορείς τους μεγαλυτέρους σου, σαν να ξέρεις ο ίδιος περισσότερα και σαν να μπορείς να χειραγωγήσεις καλύτερα ένα άλογο». «Αυτό το άλογο τουλάχιστο», αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος, «θα μπορούσα να το χειραγωγήσω καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον». «Κι αν δεν το χειραγωγήσεις, ποια ποινή θα πληρώσεις για την αυθάδειά σου;». «Εγώ», είπε «μα τον Δία θα πληρώσω την τιμή του αλόγου».

Τότε γέλασαν όλοι, έπειτα όμως συμφώνησαν για τα χρήματα, κι ο Αλέξανδρος έτρεξε κοντά στο άλογο κι αφού πήρε στα χέρια του τα ηνία, το έστρεψε προς τον ήλιο, επειδή, όπως φαίνεται, κατάλαβε πως εκείνο έβλεπε τη σκιά του να πέφτει και να σαλεύει μπροστά του και γι’ αυτό ταραζόταν. Αφού το παρατήρησε λίγο στον καλπασμό του και το χάιδεψε, μόλις το είδε να είναι γεμάτο από ψυχή και ορμή πέταξε κάτω ήσυχα ήσυχα τη χλαμύδα του και μ’ ένα σάλτο κάθισε πάνω στη ράχη του με ασφάλεια. Κατόπι μάζεψε λίγο τα ηνία κι έσφιξε το χαλινάρι, χωρίς να το χτυπήσει ούτε να το τρυπήσει με τα σπιρούνια του. Κι όταν είδε ότι το άλογο σταμάτησε ν’ αγριεύει και ήταν πρόθυμο να τρέξει, το άφησε και το οδηγούσε πια με δυνατότερη φωνή και το χτυπούσε με τα πόδια. Στον Φίλιππο και τους γύρω του στην αρχή επικρατούσε αγωνία και σιωπή. Όταν όμως εκείνος έκαμε στροφή και γύρισε, καβαλώντας σωστά, σοβαρός και γεμάτος χαρά, όλοι οι άλλοι ξέσπασαν σε αλαλαγμούς. Κι ο πατέρας του λένε ότι δάκρυσε κιόλας λίγο από τη χαρά του και, μόλις κατέβηκε εκείνος από το άλογο, τον φίλησε στο κεφάλι και είπε: «Παιδί μου, ζήτησε για τον εαυτό σου βασιλεία αντάξιά σου, γιατί η Μακεδονία δεν σε χωράει».

Όταν Φίλιππος ξεκίνησε την εκστρατεία του εναντίον των Βυζαντίων, ο Αλέξανδρος ήταν δεκάξι ετών, όμως τον άφησε πίσω στη Μακεδονία κύριο των πραγμάτων και της βασιλικής σφραγίδας. Κατέστρεψε τους Μαίδους που είχαν επαναστατήσει και κυρίεψε μια πόλη τους κι έδιωξε απ’ αυτήν τους βαρβάρους· κατόπιν έβαλε να κατοικήσει εκεί μεικτός πληθυσμός και την ονόμασε Αλεξανδρούπολη. Στη Χαιρώνεια ήταν παρών και συμμετείχε στη μάχη εναντίον των Ελλήνων και λέγεται μάλιστα ότι πρώτος αυτός εξόρμησε εναντίον του Ιερού Λόχου των Θηβαίων. Ακόμα κι ως τη δική μας εποχή μάλιστα έδειχναν κοντά στον Κηφισό μια γέρικη βαλανιδιά, που ονομαζόταν δρυς του Αλεξάνδρου, κοντά στην οποία τότε κατασκήνωσε. Και το νεκροταφείο των Μακεδόνων δεν είναι μακριά. Για όλα αυτά, όπως ήταν φυσικό ο Φίλιππος αγαπούσε εξαιρετικά τον γιο του, ώστε να χαίρεται, όταν οι Μακεδόνες ονόμαζαν τον Αλέξανδρο βασιλιά και τον Φίλιππο στρατηγό. Οι ταραχές στον βασιλικό του οίκο για τους γάμους και τους έρωτές του, που εξαιτίας τους κατά κάποιο τρόπο βρισκόταν σε κακή κατάσταση και η βασιλεία μαζί με τον γυναικωνίτη, παρείχαν αιτίες για πολλές κατηγορίες και μεγάλες φιλονικίες. Και τις έκανε ακόμη μεγαλύτερες η σκληρότητα της Ολυμπιάδας, που ήταν γυναίκα ζηλότυπη βαρύθυμη και παρόξυνε τον Αλέξανδρο. Ολοφάνερη όμως αφορμή φιλονικίας έδωσε ο Άτταλος στους γάμους της Κλεοπάτρας, την οποία πήρε γυναίκα του, νεαρή κοπέλα, ο Φίλιππος, γιατί την ερωτεύτηκε παρά την ηλικία της.

Ο Άτταλος ήταν θείος της και στο συμπόσιο πάνω στο μεθύσι του προσκαλούσε τους Μακεδόνες να ζητήσουν από τους θεούς να γεννηθεί από τον Φίλιππο και την Κλεοπάτρα γνήσιος διάδοχος της βασιλείας. Απ’ αυτό το συμβάν εξερεθίστηκε ο Αλέξανδρος και φωνάζοντας «Κι εμείς, κακοκέφαλε, σου φαινόμαστε νόθοι;», πέταξε καταπάνω του ένα ποτήρι. Ο Φίλιππος τότε σηκώθηκε και όρμησε εναντίον του Αλεξάνδρου τραβώντας το ξίφος του. Ευτυχώς όμως και για τους δύο, από το θυμό του και από το κρασί σκόνταψε κι έπεσε. Κι ο Αλέξανδρος βρίζοντας τον, είπε: «Αυτός λοιπόν άντρες, που ετοιμαζόταν να διαβεί από την Ευρώπη στην Ασία τώρα περνώντας από κρεβάτι σε κρεβάτι, έπεσε». Ύστερα απ’ αυτό το μεθύσι και τα παρεπόμενά του πήρε την Ολυμπιάδα και την εγκατέστησε στην Ήπειρο, ενώ εκείνος ζούσε κοντά στους Ιλλυριούς. Στο μεταξύ ο Δημάρατος ο Κορίνθιος, που είχε σχέσεις φιλοξενίας με την οικογένειά του και μπορούσε να του μιλάει ελεύθερα, ήρθε προς τον Φίλιππο. Κι ύστερα από τις πρώτες δεξιώσεις και φιλοφρονήσεις, όταν τον ρώτησε ο Φίλιππος, αν οι Έλληνες έχουν μεταξύ τους ομόνοια απάντησε: «Πολύ λοιπόν σου ταιριάζει, Φίλιππε, να νοιάζεσαι για την Ελλάδα, εσύ που το ίδιο σου το σπίτι το γέμισες από τόση διχόνοια και τόσα κακά». Έτσι λοιπόν ήρθε στα συγκαλά του ο Φίλιππος κι έστειλε και έφερε πίσω τον Αλέξανδρο, αφού τον έπεισε μέσω του Δημαράτου.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Ο Καρτέσιος, ο Λόγος περί της μεθόδου

Το 1637, ο Καρτέσιος εκδίδει τον Λόγο περί της μεθόδου που περιείχε την περίφημη γεωμετρία του, η γνωστή μας από το σχολείο αναλυτική γεωμετρία που επιλύει γεωμετρικά προβλήματα με χρήση άλγεβρας. Ο Καρτέσιος υπήρξε μια καθολική ευφυΐα καθώς στα πρώτα χρόνια της νεότητας του ασχολήθηκε με ποικίλες δραστηριότητες. Πώς τελικά οδηγήθηκε στα μαθηματικά. Πρόκειται για μια πολύ ωραία ιστορία.

Στις 10 Νοέμβριου 1619,ο Καρτέσιος είδε τρία όνειρα, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην επιλογή της μαθηματικής-φιλοσοφικής του πορείας. Ο ίδιος αναφέρεται στο περιστατικό γράφοντας στο σημειωματάριο του:

«Ήμουν γεμάτος ενθουσιασμό και ανακάλυψα τα θεμέλια μιας θαυμαστής επιστήμης».

Στο πρώτο όνειρο, ο Καρτέσιος βρέθηκε στην δίνη ενός άγριου ανεμοστρόβιλου που τον περίστρεφε με ταχύτητα στην αριστερή του φτέρνα(sic).Είχε την αίσθηση πως θα έπεφτε την επομένη στιγμή. Ένας γεράκος εμφανίστηκε και του πρότεινε ένα πεπόνι από μια μακρινή χώρα.(το πήρε δεν το πήρε, δεν γράφει τίποτα).Το δεύτερο όνειρο ήταν πιο τρομακτικό. Ήταν παγιδευμένος σε ένα δωμάτιο, με δυσοίωνα μπουμπουνητά και φλόγες να το κατακλύζουν. Το τρίτο όνειρο ήταν μια εικόνα γαληνής και διαλογισμού. Ο Καρτέσιος είδε βιβλία να εμφανίζονται και εξαφανίζονται σε ένα τραπέζι. Τα βιβλία ήταν μια ανθολογία ποίησης με τίτλο Corpus Poetarium και μια εγκυκλοπαίδεια. Άνοιξε τυχαία την ανθολογία και είδε φευγαλέα τον εισαγωγικό στίχο ενός ποιήματος του 4ου αιώνα, του Ρωμαίου ποιητή Αυσόνιου. Ο στίχος έλεγε «Ποιον δρόμο πρέπει να διαλέξω στην ζωή μου;» (Quod viate sectabor iter?).Ένας άνδρας εμφανίστηκε ως δια μαγείας και απήγγειλε έναν ακόμη στίχο:
«Είναι ή δεν είναι;» (Estet et non)

Ο Καρτέσιος ήθελε να δείξει τον στίχο του Αυσόνιου, αλλά το όραμά του χάθηκε. Τι καταλάβαμε εμείς από τα όνειρα του Καρτέσιου δεν έχει σημασία όσο το γεγονός ότι αυτός τα εξέλαβε ως μια προτροπή για την ενοποίηση της ανθρώπινης γνώσης μέσω της λογικής. Θεώρησε ότι τα Μαθηματικά –μολονότι είναι μία δημιουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου- είναι κατάλληλα για την περιγραφή του φυσικού Κόσμου. Παραιτείται από το στρατό και γράφει φιλοσοφικά όσο και αμιγώς μαθηματικά έργα: Τα πάθη της ψυχής, Αναζήτηση της Αλήθειας μέσω του φυσικού φωτός, οι αρχές της φιλοσοφίας Ι&ΙΙ, Λόγος περί της μεθόδου: Στο τελευταίο, υπήρχε μια υποσημείωση 106 σελίδων με τίτλο Η Γεωμετρία, η οποία στους αιώνες που ακολούθησαν επισκίασε το φιλόσοφο και ανέδειξε το μεγαλείο του μαθηματικού.

«Αν λοιπόν, θέλουμε να λύσουμε οποιοδήποτε πρόβλημα, πρώτα υποθέτουμε την λύση δεδομένη και ονομάζουμε όλα τα ευθύγραμμα τμήματα που βοηθούν στην κατασκευή του-γνωστά και άγνωστα. Μετά, χωρίς να κάνουμε διακρίσεις ανάμεσα σε γνωστά και άγνωστα ευθύγραμμα τμήματα, προσπαθούμε να αναλύσουμε τα δεδομένα μας με ένα τρόπο που να αναδεικνύει όσο πιο φυσικά γίνεται τις σχέσεις ανάμεσα σε αυτές τις ευθείες, ώσπου να μπορέσουμε να εκφράσουμε ένα μοναδικό μέγεθος με δυο τρόπους. Αυτό μας δίνει μια εξίσωση (με έναν άγνωστο),εφόσον οι όροι της μιας από τις δυο εκφράσεις είναι ίσοι με εκείνους της άλλης.»

Δρακόσπιτο Υμηττού: Αυτή είναι η άγνωστη αρχαιότερη κατοικία της Αττικής

Στις πλαγιές του Υμηττού βρίσκεται καλά κρυμμένη η αρχαιότερη κατοικία της Αττικής. Ένα δρακόσπιτο.

Η τοποθεσία που συναντά κανείς τα δρακόσπιτα, δεν παραπέμπει σε περιοχή που έχει και ανθρώπινες κατοικίες. Συνήθως είναι απόκρημνες πλαγιές βουνών και τα χτίσματα ξεχωρίζουν για την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική τους. Είναι αφομοιωμένα πλήρως στο περιβάλλον, καθώς έχουν οικοδομηθεί από τεράστιες πέτρες των βουνών και έχουν λαξευτεί σε ορθογώνιο σχήμα.

Ένα ακόμα στοιχείο που εντυπωσιάζει είναι ότι δεν έχουν θεμέλια και οι πλάκες των κτιρίων δεν συνδέονται μεταξύ τους με κάποιο υλικό. Η στέγη τους είναι πυραμιδωτή και είναι κατασκευασμένη με απόλυτη ακρίβεια, σύμφωνα με το εκφορικό σύστημα. Οι γιγαντιαίες πλάκες είναι τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη και για αντίβαρα έχουν χρησιμοποιηθεί μεγάλοι ογκόλιθοι. Ο τρόπος που τοποθετήθηκαν οι γιγαντιαίοι λίθοι δεν είναι γνωστός, όπως επίσης άγνωστη παραμένει και η χρονολόγηση τους.

Μέχρι σήμερα δεν έχει αποσαφηνιστεί από ποιους δημιουργήθηκαν τα πέτρινα κτίρια. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι κατασκευαστές ήταν γνώστες στατικής και της κυκλώπειας τεχνικής. Ίσως ήταν οι Κάρες σκλάβοι που εργαζόταν στα λατομεία της περιοχής ή οι Δρύοπες, πανάρχαια φυλή που εγκαταστάθηκε το 1.200 π.Χ. στο νότιο τμήμα της Εύβοιας και ίδρυσε πόλεις, μετά τον διωγμό της από την περιοχή του Παρνασσού. Ο ερευνητής Εμ. Έλριτς, ο οποίος ερεύνησε τα αρχαία κτίσματα θεωρούσε πως τα δρακόσπιτα οικοδομήθηκαν σίγουρα από τους Δρύοπες προς τιμήν του Δία και της γυναίκας του Ήρας. Το γεγονός πως βρίσκονται σε κοντινή απόσταση με τα αρχαία λατομεία της περιοχής προσθέτει μια ακόμα εκδοχή, σύμφωνα με την οποία κατασκευάστηκαν από τους λατόμους ως ιερά που προς τιμήν του Ηρακλή, που θεωρούταν ο προστάτης τους.

Το πιο πιθανό είναι ότι ποτέ δεν θα διαλευκανθεί το μυστήριο που περικλείει τα παράξενα κτίσματα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι είναι ένα ακόμα δείγμα της προχωρημένης γνώσης της στατικής κτιρίων και της μεγαλιθικής αρχιτεκτονικής που κατείχαν οι αρχαίοι λαοί.

Η ομάδα Up Stories δημιούργησε ένα υπέροχο drone video, παρουσιάζοντας ένα δρακόσπιτο στον Υμηττό από ψηλά.

Ευριπίδης: πώς φιλοσοφείται το τραγικό μας Είναι;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ: (484-406 π.Χ.)

ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ του τραγικού ανθρώπου

§1

Ο Ευριπίδης ανήκει στους τελευταίους από τους μεγάλους τραγικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας. Μαθητής ο ίδιος του Αναξαγόρα και αποδέκτης σοφιστικών επιδράσεων, είναι ανοικτός στους γόνιμους προβληματισμούς των φιλοσόφων και των σοφιστών της εποχής του, χωρίς να περιφέρεται εδώ και εκεί ως ανέκφραστος/άκριτος οπαδός του ενός ή του άλλου σοφιστή. Με αυτό το νόημα δεν έπαιξε ποτέ το ρόλο του ποιητή του ελληνικού διαφωτισμού, όπως τον θέλει ο Nestle (: Από τον Μύθο στο Λόγο)ˑ απεναντίας έρχεται σε επαφή με τις καινούριες ιδέες και τις προσλαμβάνει κριτικά: άλλες αφήνει κατά μέρος ως αταίριαστες στο ίδιον Είναι του και άλλες μετουσιώνει σε ποιητικό στοχασμόˑ π.χ. στην Εκάβη (στ.590 κ. εξ.) προβάλλει την ιδέα μιας καλής και έμφρονης εκπαίδευσης, στο γενικότερο πλαίσιο της διδασκαλίας της αρετής. Ως γνωστόν, το πρόβλημα της διδασκαλίας της αρετής απασχόλησε τον Σωκράτη-Πλάτωνα στη διαλεκτική του αντιπαράθεση με τους σοφιστές. Στην Άλκηστη μαθαίνουμε για την ιδέα και την εμπειρία του θανάτου, καθώς επίσης και για τη σύλληψη της ευφορίας της ζωής μέσα από μια τέτοια εμπειρία. Με μια έννοια, σε όλο του το έργο γίνεται εμφανές ένα ισχυρό τραγικό πνεύμα, στη βάση του οποίου συντίθεται μια μοναδική εικονογραφία παθών, ηρωικών ενσαρκώσεων, τολμηρών ή καλύτερα παράτολμων πράξεων, συνετών αυτοσυγκρατήσεων, συνειδητών εντάσεων και μετρημένων συνειρμών σε τύπους ερμηνειών, αναπάντεχων συνυπάρξεων φλογερού πάθους και κοφτερών ορθολογισμώνˑ γενικώς ισχυρών ασυμβατοτήτων ανάμεσα στα διάφορα ή διαφορετικά φαινόμενα της δραματουργικής πλοκής, που για να τα κατανοεί κανείς αξιόπιστα χρειάζεται να τα ομαδοποιεί με βάση κοινά χαρακτηριστικά και να προχωρεί με προσεκτικό βηματισμό στα ενδότερα του λαβυρινθώδους Τραγικού.

§2

Καθότι ποιητής με υψηλή φιλοσοφική παιδεία, ο Ευριπίδης βαδίζει στα χνάρια μιας ακαταμάχητης νεωτερικότητας με αναστατώσεις, αντιθέσεις, παραφωνίες, διαφωνίες, ασυμφωνίες, αναζητήσεις. Τουτέστιν δεν ακολουθεί τυφλά μια γραμμική ανανέωση μορφών, μύθων, νοημάτων, υφολογικών συναρμογών, ερήμην των παραδοσιακών και καθιερωμένων τοιούτωνˑ δεν χαράσσει μια απρονόητη πορεία προς ένα ευφάνταστο καινούριο, που βρίσκεται σε σύγκρουση με το παλαιόˑ δεν σέρνεται πίσω από κάποιο φαντασιακό κοσμοείδωλο, κατασκευασμένο από τον ίδιο ή ειλημμένο από άλλους. Απεναντίας παρεμβαίνει στην παράδοση, στο παραδοσιακό στοιχείο, και μάχεται να της/του δώσει νέα πνοή: δεν την/το νεκρανασταίνει, αλλά την/το ξανασκέπτεται, τη/το μεταστοχάζεται ποιητικά, για να πλέξει εν τέλει το εγκώμιο της σύνεσης, της σοφίας, όπως μαρτυρείται στη Μήδεια, αλλά και σε άλλα έργα του. Εκκινεί από το παρελθόν και αναζητεί το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στην ευειδία [=ομορφιά] ενός τιτάνιου πνευματικού αγώνα με τον τρόπο της ανύψωσης του Τραγικού στην κορυφή του ποιητικού θεωρείν, κατά το πρότυπο του δασκάλου του Αναξαγόρα: το ύψιστο νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης βρίσκεται στο θεωρείν του νου. Πρώτα συλλαμβάνει ο νους, έλεγε κατά παρόμοιο τρόπο ο μεγάλος Σολωμός, και μετά αισθάνεται η καρδιά.

§3

Έτσι συνάπτει δραματουργικά τις μετουσιωμένες ιδέες με την τραγικότητα των προσώπων και των πραγμάτων, καλλιεργεί μια βαθιά αίσθηση της πολύπλοκης πραγματικότητας και συνακόλουθα έναν άκρως καλοζυγισμένο χειρισμό του ποιητικού λόγου. Κατ’ αυτή τη γραμμή αντιμετωπίζει την πραγματικότητα όχι όπως θα όφειλε να είναι (Σοφοκλής), αλλά όπως είναι, όπως εμφανίζεται στην άμεση ζωή: με τα πάθη, τις αδυναμίες, τις αντιφάσεις, τα απρόσμενα, τις οδύνες, τις λύπες, τις χαρές, τα αδιέξοδα, τους αδόκητους συντριμμούς και τους μυρίους θανάτους. Τούτο υποδηλώνει πως ο ποιητής δεν κλείνει τα μάτια μπροστά σε έναν κόσμο, που μαστίζεται –τόσο κατά την εμπειρική του όσο και κατά την πνευματική του συνθήκη– από άλυτες αντινομίες. Γι’ αυτό και προσανατολίζει το νέο θέατρο με τρόπο, που να μην ορρωδεί μπροστά σε καμιά συντηρητική ακαμψία, αλλά να εισχωρεί στην τραγική αλληλο-σύγκρουση των φαινομένων και να μας παρουσιάζει μια Φαινομενολογία του τραγικού ανθρώπου, η οποία συνδυάζει ρεαλισμό και ιδεαλισμό: την ίδια στιγμή που εμφανίζεται εν κινήσει, εν εξελίξει η τραγωδία ενός φθαρμένου σύμπαντος και διεφθαρμένου κόσμου, ακριβώς αυτή τη στιγμή, ο ποιητικός λογισμός ρίχνει προς όλες τις πτυχές του ρεαλιστικού δράματος των ανθρώπων, το ακατάλυτο φως των μετουσιωμένων ιδεών.    

§4

Πρόκειται για μια μετουσίωση, η οποία περιέχει και ουκ ολίγο σκεπτικισμό. Ο σκεπτικισμός αυτός του ποιητή πρέπει να αναγιγνώσκεται ως μια ενεργητική αντί-Δραση απέναντι σε έναν παθητικό, α-νοήμονα, ελώδη ορθολογισμό: απέναντι σε ένα αδιέξοδο, βαλτωμένο παρόν. Με σύγχρονους νιτσεϊκούς όρους: ο θετικός μηδενισμός ενάντια στον αρνητικό μηδενισμό. Υπό μια τέτοια οπτική, το έργο του Ευριπίδη αναδεικνύεται ως ένα πολυδύναμο κέντρο υπονόμευσης των αντιπνευματικών φραγμάτων της εποχής του, ανάμεσα στα οποία κατέχει περίβλεπτη θέση και το φράγμα της μαζικής κουλτούρας, ένα άκρως εχθρικό στρατόπεδο κάθε πρωτότυπου, αντισυμβατικού ποιητικού ιδεαλισμού. Αυτό το κέντρο ήταν ουσιωδώς συνδεδεμένο με την τραγικότητα της ιστορικής συγκυρίας, που λέγεται Πελοποννησιακός πόλεμος και με μια αντίστοιχα απρόβλεπτη ως προς την οντολογική της σύσταση επικαιρότητα. Στη συνάφεια τούτη φαντάζει παράξενο, εκ πρώτης όψεως, το γεγονός ότι ένα τόσο πρωτοποριακό έργο παραγνωρίστηκε σχεδόν όσο ζούσε ο ποιητής και αναγνωρίστηκε περίλαμπρα μετά το θάνατό του. Γιατί; Επειδή αντιπαρατέθηκε με τα απόνερα της μαζικής κουλτούρας. Για τη μαζική κουλτούρα της εποχής του, αναπαραγόμενη μεταξύ άλλων και από κωμικούς ποιητές, με πρώτο τον Αριστοφάνη, ο Ευριπίδης θεωρούνταν ανατρεπτικός αγνωστικιστής, περίπου κατά το πνεύμα του αγνωστικισμού του Πρωταγόρα, ένας μοναχικός διανοητής, δυσνόητος, αντι-μαζικός και αποτραβηγμένος από τα κοινά. Ιδωμένο βαθύτερα το ως άνω γεγονός της παραγνώρισης εξηγείται από το ότι το συνολικό δραματουργικό επίτευγμα του ποιητή έβλεπε πολύ πιο μπροστά από την εποχή του και ξεπερνούσε το πνευματικό επίπεδο της αθηναϊκής μάζας, στην οποία απευθυνόταν. Κι όμως! Ο Ευριπίδης, ακολουθώντας τον δικό του μοναδικό και γι’ αυτό μοναχικό, για τους αδαείς, δρόμο έθετε ως πρώτιστο μέλημά του «τη μελέτη του ίδιου του ανθρώπου» (J.de Romilly). Μια τέτοια μελέτη καθίσταται προσιτή ως μια αποκαλυπτική Ποιητική, που κεραυνοβολεί σε συγκομιδή και προβολή νέων ιδεών και μορφών, αλλά ταυτόχρονα εργάζεται με περίσκεψη, με περισσή φρόνηση στη ψυχολογική προσέγγιση του ανθρώπινου Είναι.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1380a-1380b)

[III] Ἐπεὶ δὲ τὸ ὀργίζεσθαι ἐναντίον τῷ πραΰνεσθαι καὶ ὀργὴ πραότητι, ληπτέον πῶς ἔχοντες πρᾶοί εἰσι καὶ πρὸς τίνας πράως ἔχουσι καὶ διὰ τίνων πραΰνονται. ἔστω δὴ πράϋνσις κατάστασις καὶ ἠρέμησις ὀργῆς. εἰ οὖν ὀργίζονται τοῖς ὀλιγωροῦσιν, ὀλιγωρία δ᾽ ἑκούσιον, φανερὸν ὅτι καὶ τοῖς μηδὲν τούτων ποιοῦσιν ἢ ἀκουσίως ποιοῦσιν ἢ φαινομένοις τοιούτοις πρᾶοί εἰσιν. καὶ τοῖς τἀναντία ὧν ἐποίησαν βουλομένοις. καὶ ὅσοι καὶ αὐτοὶ εἰς αὑτοὺς τοιοῦτοι· οὐδεὶς γὰρ αὐτὸς αὑτοῦ δοκεῖ ὀλιγωρεῖν. καὶ τοῖς ὁμολογοῦσι καὶ μεταμελομένοις· ὡς γὰρ ἔχοντες δίκην τὸ λυπεῖσθαι ἐπὶ τοῖς πεποιημένοις παύονται τῆς ὀργῆς· σημεῖον δὲ ἐπὶ τῆς τῶν οἰκετῶν κολάσεως· τοὺς μὲν γὰρ ἀντιλέγοντας καὶ ἀρνουμένους μᾶλλον κολάζομεν, πρὸς δὲ τοὺς ὁμολογοῦντας δικαίως κολάζεσθαι παυόμεθα θυμούμενοι· αἴτιον δ᾽ ὅτι ἀναισχυντία τὸ τὰ φανερὰ ἀρνεῖσθαι, ἡ δ᾽ ἀναισχυντία ὀλιγωρία καὶ καταφρόνησις· ὧν γοῦν πολὺ καταφρονοῦμεν, οὐκ αἰσχυνόμεθα. καὶ τοῖς ταπεινουμένοις πρὸς αὐτοὺς καὶ μὴ ἀντιλέγουσιν· φαίνονται γὰρ ὁμολογεῖν ἥττους εἶναι, οἱ δ᾽ ἥττους φοβοῦνται, φοβούμενος δὲ οὐδεὶς ὀλιγωρεῖ· ὅτι δὲ πρὸς τοὺς ταπεινουμένους παύεται ἡ ὀργή, καὶ οἱ κύνες δηλοῦσιν οὐ δάκνοντες τοὺς καθίζοντας. καὶ τοῖς σπουδάζουσι πρὸς [τοὺς] σπουδάζοντας· δοκεῖ γὰρ σπουδάζεσθαι ἀλλ᾽ οὐ καταφρονεῖσθαι. καὶ τοῖς μείζω κεχαρισμένοις. καὶ τοῖς δεομένοις καὶ παραιτουμένοις· ταπεινότεροι γάρ. καὶ τοῖς μὴ ὑβρισταῖς μηδὲ χλευασταῖς μηδ᾽ ὀλιγώροις εἰς μηδένα ἢ μὴ εἰς χρηστοὺς μηδ᾽ εἰς τοιούτους οἷοί περ αὐτοί· ὅλως δ᾽ ἐκ τῶν ἐναντίων δεῖ σκοπεῖν τὰ πραΰνοντα. καὶ οὓς φοβοῦνται ἢ αἰσχύνονται, ἕως ἂν οὕτως ἔχωσιν, οὐκ ὀργίζονται· ἀδύνατον γὰρ ἅμα φοβεῖσθαι καὶ ὀργίζεσθαι. καὶ τοῖς δι᾽ ὀργὴν ποιήσασιν ἢ οὐκ ὀργίζονται ἢ ἧττον ὀργίζονται· οὐ γὰρ δι᾽ ὀλιγωρίαν φαίνονται πρᾶξαι· οὐδεὶς γὰρ ὀργιζόμενος ὀλιγωρεῖ· ἡ μὲν γὰρ ὀλιγωρία ἄλυπον,

[1380b] ἡ δ᾽ ὀργὴ μετὰ λύπης. καὶ τοῖς αἰσχυνομένοις αὐτούς.

Καὶ ἔχοντες δὲ ἐναντίως τῷ ὀργίζεσθαι δῆλον ὅτι πρᾶοί εἰσιν, οἷον ἐν παιδιᾷ, ἐν γέλωτι, ἐν ἑορτῇ, ἐν εὐημερίᾳ, ἐν κατορθώσει, ἐν πληρώσει, ὅλως ἐν ἀλυπίᾳ καὶ ἡδονῇ μὴ ὑβριστικῇ καὶ ἐν ἐλπίδι ἐπιεικεῖ. ἔτι κεχρονικότες καὶ μὴ ὑπόγυιοι τῇ ὀργῇ ὄντες· παύει γὰρ ὀργὴν ὁ χρόνος· παύει δὲ καὶ ἑτέρου ὀργὴν μείζω ἡ παρ᾽ ἄλλου ληφθεῖσα τιμωρία πρότερον· διὸ εὖ Φιλοκράτης, εἰπόντος τινός, ὀργιζομένου τοῦ δήμου, «Τί οὐκ ἀπολογεῖ;», «Οὔπω γε», ἔφη. «Ἀλλὰ πότε;» «Ὅταν ἴδω ἄλλον διαβεβλημένον»· πρᾶοι γὰρ γίγνονται ὅταν εἰς ἄλλον τὴν ὀργὴν ἀναλώσωσιν, ὃ συνέβη ἐπὶ Ἐργοφίλου· μᾶλλον γὰρ χαλεπαίνοντες ἢ Καλλισθένει ἀφεῖσαν διὰ τὸ Καλλισθένους τῇ προτεραίᾳ καταγνῶναι θάνατον. καὶ ἐὰν ἕλωσιν. καὶ ἐὰν μεῖζον κακὸν πεπονθότες ὦσιν ἢ ὃ ὀργιζόμενοι ἂν ἔδρασαν· ὥσπερ εἰληφέναι γὰρ οἴονται τιμωρίαν. καὶ ἐὰν ἀδικεῖν οἴωνται αὐτοὶ καὶ δικαίως πάσχειν, οὐ γίγνεται [ἡ] ὀργὴ πρὸς τὸ δίκαιον· οὐ γὰρ ἔτι παρὰ τὸ προσῆκον νομίζουσι πάσχειν, ἡ δ᾽ ὀργὴ τοῦτο ἦν· διὸ δεῖ τῷ λόγῳ προκολάζειν· ἀγανακτοῦσιν γὰρ ἧττον κολαζόμενοι καὶ οἱ δοῦλοι. καὶ ἐὰν μὴ αἰσθήσεσθαι οἴωνται ὅτι δι᾽ αὑτοὺς καὶ ἀνθ᾽ ὧν ἔπαθον· ἡ γὰρ ὀργὴ πρὸς τὸν καθ᾽ ἕκαστόν ἐστιν· δῆλον δ᾽ ἐκ τοῦ ὁρισμοῦ· διὸ ὀρθῶς πεποίηται

φάσθαι Ὀδυσσῆα πτολιπόρθιον,

ὡς οὐ τετιμωρημένος εἰ μὴ ᾔσθετο καὶ ὑφ᾽ ὅτου καὶ ἀνθ᾽ ὅτου· ὥστε οὔτε τοῖς ἄλλοις ὅσοι μὴ αἰσθάνονται ὀργίζονται, οὔτε τοῖς τεθνεῶσιν ἔτι, ὡς πεπονθόσι τε τὸ ἔσχατον καὶ οὐκ ἀλγήσουσιν οὐδ᾽ αἰσθησομένοις, οὗ οἱ ὀργιζόμενοι ἐφίενται· διὸ εὖ περὶ τοῦ Ἕκτορος ὁ ποιητής, παῦσαι βουλόμενος τὸν Ἀχιλλέα τῆς ὀργῆς τεθνεῶτος,

κωφὴν γὰρ δὴ γαῖαν ἀεικίζει μενεαίνων.

Δῆλον οὖν ὅτι τοῖς καταπραΰνειν βουλομένοις ἐκ τούτων τῶν τόπων λεκτέον, αὑτοὺς μὲν παρασκευάζουσι τοιούτους, οἷς δ᾽ ὀργίζονται ἢ φοβεροὺς ἢ αἰσχύνης ἀξίους ἢ κεχαρισμένους ἢ ἄκοντας ἢ ὑπεραλγοῦντας τοῖς πεποιημένοις.

***
[3] Επειδή το να οργίζεται κανείς είναι το αντίθετο του να είναι πράος, και επειδή η οργή είναι το αντίθετο της πραότητας, πρέπει να εξετάσουμε τώρα να δούμε α) τη γενικότερη κατάσταση των ανθρώπων που είναι πράοι, β) σε ποιούς ανθρώπους φέρονται με πραότητα και γ) ποιά είναι τα πράγματα που τους κάνουν πράους. Ας δεχτούμε λοιπόν ότι «γίνεται κανείς πράος» θα πει ότι κατευνάζεται και ησυχάζει ο θυμός του. Αν λοιπόν οι άνθρωποι θυμώνουν με αυτούς που τους φέρονται απαξιωτικά και η συμπεριφορά αυτή είναι εκούσια, είναι κατά συνέπεια φανερό ότι οι άνθρωποι είναι πράοι απέναντι σ᾽ αυτούς που δεν κάνουν τίποτε τέτοιο ή το κάνουν χωρίς τη θέλησή τους ή, έστω, φαίνονται πως είναι τέτοιου είδους άνθρωποι. Είναι επίσης πράοι απέναντι σ᾽ αυτούς που ήθελαν το αντίθετο από αυτό που έκαναν. Επίσης απέναντι σ᾽ αυτούς που συμπεριφέρονται και στον ίδιο τον εαυτό τους με αυτόν τον τρόπο (γιατί κανένας, βέβαια, δεν θεωρεί ότι υπάρχει περίπτωση οι άνθρωποι να συμπεριφέρονται απαξιωτικά προς τον ίδιο τους τον εαυτό). Είναι επίσης πράοι απέναντι σ᾽ αυτούς που παραδέχονται την απαξιωτική τους συμπεριφορά και δηλώνουν μετανοιωμένοι γι᾽ αυτήν: θεωρώντας ως τιμωρία τους τη λύπη που τους προκαλεί αυτό που έκαναν παύουν να είναι θυμωμένοι· το πράγμα φαίνεται καθαρά όταν τιμωρούμε τους δούλους μας: αυτούς που διαμαρτύρονται και αρνούνται την ενοχή τους τους τιμωρούμε αυστηρότερα, ενώ με αυτούς που παραδέχονται ότι τιμωρούνται δικαιολογημένα παύουμε να είμαστε θυμωμένοι· ο λόγος είναι ότι είναι αδιαντροπιά να αρνείται κανείς τα φανερά πράγματα, και η αδιαντροπιά δείχνει αδιαφορία και περιφρόνηση: δεν το ξέρουμε όλοι ότι αυτούς που πολύ τους περιφρονούμε δεν τους ντρεπόμαστε καθόλου; Φέρονται επίσης οι άνθρωποι με πραότητα απέναντι σ᾽ αυτούς που ταπεινώνονται μπροστά τους και δεν τους αντιμιλούν, γιατί έτσι αυτοί παραδέχονται ολοφάνερα ότι είναι κατώτεροι από τους ίδιους: οι κατώτεροι φοβούνται, και όποιος φοβάται δεν συμπεριφέρεται απαξιωτικά. Ότι ο θυμός των ανθρώπων υποχωρεί μπροστά σ᾽ αυτούς που ταπεινώνονται, το δείχνει καθαρά και η συμπεριφορά των σκύλων, που δεν δαγκώνουν κανέναν μόλις καθίσει κάτω. Φέρονται επίσης με πραότητα απέναντι σ᾽ αυτούς που είναι σοβαροί μαζί τους, όταν και οι ίδιοι είναι σοβαροί· γιατί τότε θεωρούν ότι αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα και δεν περιφρονούνται. Επίσης απέναντι σ᾽ αυτούς που τους πρόσφεραν περισσότερα από αυτά που οι ίδιοι είχαν παλαιότερα προσφέρει σ᾽ εκείνους. Απέναντι, επίσης, σ᾽ αυτούς που τους παρακαλούν και τους ικετεύουν· γιατί αυτοί είναι τότε πιο ταπεινοί από τους ίδιους. Επίσης απέναντι σ᾽ αυτούς που δεν προσβάλλουν, δεν εμπαίζουν και δεν περιφρονούν κανέναν, ή αποφεύγουν τέτοιου είδους συμπεριφορά απέναντι στους καλούς ανθρώπους ή σε ανθρώπους σαν τους ίδιους. Γενικά μπορούμε με τη βοήθεια των αντιθέτων τους να προσδιορίζουμε τα πράγματα που καταπραΰνουν. Είναι, επίσης, πράοι οι άνθρωποι απέναντι σ᾽ αυτούς τους οποίους φοβούνται ή σέβονται: για όσο διάστημα τρέφουν αυτά τα αισθήματα απέναντί τους, δεν θυμώνουν μαζί τους· ο λόγος είναι ότι δεν μπορεί κανείς να φοβάται κάποιον και συγχρόνως να θυμώνει μαζί του. Με αυτούς που έκαναν κάτι πάνω στο θυμό τους οι άνθρωποι ή δεν οργίζονται καθόλου ή οργίζονται λιγότερο· γιατί είναι φανερό πως ό,τι έκαναν δεν το έκαναν από περιφρόνηση· πραγματικά, όταν κανείς είναι θυμωμένος, δεν περιφρονεί — για τον λόγο, βέβαια, ότι η περιφρόνηση δεν συνοδεύεται από λύπη,

[1380b] ενώ η οργή συνοδεύεται. Αντιμετωπίζουν, επίσης, με πραότητα αυτούς οι οποίοι τους δείχνουν σεβασμό.

Είναι επίσης φανερό ότι πράοι είναι οι άνθρωποι, όταν η γενικότερη κατάστασή τους είναι αντίθετη με εκείνην που προκαλεί την οργή, π.χ. στο παιχνίδι και στη διασκέδαση, στο γέλιο, στη γιορτή, στις ώρες της ευτυχίας, στη στιγμή της επιτυχίας, όταν αισθάνονται «γεμάτοι» από ικανοποίηση, γενικά όταν δεν είναι στενοχωρημένοι, όταν γεύονται ηδονές που δεν προσβάλλουν κανέναν και όταν κατέχονται από καλές ελπίδες για το μέλλον. Επίσης όταν άφησαν να περάσει αρκετός χρόνος και δεν βρίσκονται πια κοντά στην πρώτη έκρηξη του θυμού τους· γιατί ο χρόνος τον μαλακώνει τον θυμό. Μαλακώνει επίσης τον θυμό μας εναντίον κάποιου (ακόμη και αν πρόκειται για μεγαλύτερο θυμό) η εκδίκηση που πήραμε πρώτα από κάποιον άλλον. Γι᾽ αυτό ο Φιλοκράτης, όταν κάποιος τον ρώτησε —σε στιγμή που ο λαός ήταν οργισμένος μαζί του— «Γιατί δεν υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου;», είπε «Όχι, βέβαια, ακόμη». «Και τότε πότε;» « Όταν θα δω να κατηγορούν κάποιον άλλον»· γιατί οι άνθρωποι γίνονται πράοι, όταν έχουν εξαντλήσει το θυμό τους πάνω σε κάποιον άλλον, πράγμα που συνέβη στην περίπτωση του Εργόφιλου: μολονότι οι Αθηναίοι ήταν θυμωμένοι με αυτόν περισσότερο παρά με τον Καλλισθένη, τον αθώωσαν, επειδή την προηγούμενη μέρα είχαν καταδικάσει τον Καλλισθένη σε θάνατο. Οι άνθρωποι, επίσης, ξεθυμαίνουν, αν επιτύχουν την καταδίκη του ενόχου. Επίσης, αν ο ένοχος έπαθε τελικά μεγαλύτερο κακό από αυτό που θα του προξενούσαν οι ίδιοι μέσα στο θυμό τους· ο λόγος είναι ότι θεωρούν πως πήραν, κατά κάποιο τρόπο, την εκδίκησή τους. Επίσης αν θεωρούν ότι έφταιγαν οι ίδιοι και άρα καλά έπαθαν ό,τι έπαθαν: κανένας δεν θυμώνει με ό,τι είναι δίκαιο· δεν θεωρούν λοιπόν ότι δεν άξιζαν να πάθουν ό,τι έπαθαν — εμείς όμως αυτό δεν είχαμε δεχτεί ως την ουσία της οργής; Γι᾽ αυτό και πρέπει πάντοτε να προηγείται επίπληξη με λόγια: ακόμα και των δούλων η αγανάκτηση για την τιμωρία τους είναι τότε μικρότερη. Επίσης αν πιστεύουν ότι οι άλλοι δεν πρόκειται να αντιληφθούν ότι αυτοί είναι η αιτία γι᾽ αυτά που έπαθαν και ότι αυτά δεν ήταν παρά πληρωμή για όσα έκαναν οι ίδιοι· γιατί η οργή στρέφεται εναντίον συγκεκριμένου ατόμου (όπως προκύπτει από τον ορισμό μας)· γι᾽ αυτό και είναι πολύ σωστό αυτό που έγραψε ο ποιητής

 πες τους ότι σε τύφλωσε ο καστροπορθητής Οδυσσέας,

λες και ο Οδυσσέας δεν θα έπαιρνε την εκδίκησή του, αν ο Κύκλωπας δεν μάθαινε από ποιόν και ως αντιπληρωμή για ποιό πράγμα τυφλώθηκε. Έτσι λοιπόν οι άνθρωποι δεν οργίζονται ούτε με αυτούς που δεν μπορούν να αντιληφθούν την οργή τους ούτε —πια— με τους νεκρούς, αφού αυτοί έχουν πάθει ό,τι χειρότερο θα μπορούσαν να πάθουν και δεν πρόκειται ούτε να πονέσουν ούτε να αντιληφθούν τίποτε — πράγμα όμως που το επιθυμούν οι οργισμένοι. Σωστά λοιπόν ο ποιητής, θέλοντας να σταματήσει ο Αχιλλέας τον θυμό του εναντίον του νεκρού πια Έκτορα, λέει ότι

 χώμα αναίσθητο είναι αυτό οπού ντροπιάζει στο θυμό του.

Είναι λοιπόν φανερό ότι οι ρήτορες που θέλουν να κατευνάσουν τους ακροατές τους πρέπει να μιλούν προστρέχοντας σ᾽ αυτούς τους τόπους: τους ίδιους τους ακροατές τους να τους φέρνουν σ᾽ αυτή την ψυχική κατάσταση, και αυτούς με τους οποίους εκείνοι είναι οργισμένοι να τους παρουσιάζουν ως ανθρώπους ικανούς να προκαλέσουν φόβο, ή ως άξιους σεβασμού, ή ως ευεργέτες τους, ή ως ανθρώπους που ενήργησαν χωρίς τη θέλησή τους, ή ως καταλυπημένους για ό,τι έκαναν.