Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Ἱκέτιδες (40-85)

νῦν δ᾽ ἐπικεκλομένα [στρ. α] 40
Δῖον πόρτιν ὑπερ-
πόντιον τιμάορ᾽ ἶνίν τ᾽
ἀνθονόμον τᾶς προγόνου
βοὸς ἐξ ἐπιπνοίας
45 Ζηνός· ἔφαψιν ἐπωνυμίᾳ
δ᾽ ἐπεκραίνετο μόρσιμος αἰὼν
εὐλόγως, Ἔπαφόν τ᾽ ἐγέννασεν·

ὅντ᾽ ἐπιλεξαμένα, [ἀντ. α]
50 νῦν ἐν ποιονόμοις
ματρὸς ἀρχαίας τόποις τῶν
πρόσθε πόνων μνασαμένα
τά τε νῦν ἐπιδείξω
πιστὰ τεκμήρια γαιονόμοις,
55 τὰ δ᾽ ἄελπτά περ ὄντα φανεῖται.
γνώσεται δὲ λόγους τις ἐν μάκει.

εἰ δὲ κυρεῖ τις πέλας οἰωνοπόλων [στρ. β]
ἔγγαιος οἶκτον [οἰκτρὸν] ἀίων,
60 δοξάσει τιν᾽ ἀκούειν ὄπα τᾶς Τηρεΐας
† Μήτιδος οἰκτρᾶς ἀλόχου,
κιρκηλάτου τ᾽ Ἀηδόνης,

ἅτ᾽ ἀπὸ χώρων ποταμῶν τ᾽ ἐργομένα [ἀντ. β]
πενθεῖ μὲν οἶκτον ἠθέων,
65 ξυντίθησι δὲ παιδὸς μόρον, ὡς αὐτοφόνως
ὤλετο πρὸς χειρὸς ἕθεν
δυσμάτορος κότου τυχών·

τὼς καὶ ἐγὼ φιλόδυρτος Ἰαονίοισι νόμοισι [στρ. γ]
70 δάπτω τὰν ἁπαλὰν
εἱλοθερῆ παρειὰν
ἀπειρόδακρύν τε καρδίαν.
γοεδνὰ δ᾽ ἀνθεμίζομαι
δειμαίνουσα φίλους, τᾶσδε φυγᾶς
75 Ἀερίας ἀπὸ γᾶς
εἴ τις ἐστὶ κηδεμών.

ἀλλά, θεοὶ γενέται, κλύετ᾽ εὖ τὸ δίκαιον ἰδόντες· [ἀντ. γ]
ἥβᾳ μὴ τέλεον
80 δόντες ἔχειν παρ᾽ αἶσαν,
ὕβριν δ᾽ ἐτύμως στυγοῦντες,
πέλοιτ᾽ ἂν ἔνδικοι γάμοις.
ἔστι δὲ κἀκ πολέμου τειρομένοις
βωμὸς ἀρῆς φυγάσιν
85 ῥῦμα, δαιμόνων σέβας.

***
40 Τώρα πέρ᾽ απ᾽ τη θάλασσα καλώ
μάρτυρα και διαφεντευτή μου
το θεϊκό το μοσκάρι,
της ανθοβόσκητης της βοϊδοκεράς,
προγόνισσάς μου, το βλαστάρι·
που αφού από του Δία την εμπνοή
κι από το χεροχάιδεμά του
ήρθε την ώρα την μοιρόγραφτη στο φως,
ταιριαστό πήρεν «Έπαφος»
με δίκιο τ᾽ ονομάτισμά του.

50 Αυτόν αφού καλέσω μάρτυρα
στα χλωρά τώρα εδώ τα βοσκοτόπια
της αρχαίας του μάνας, κι αναθυμηθώ
τα τόσα παραδείρια της και ποδοκόπια,
για τη γενιά μας έπειτα
πιστεύω πως θα φανερώσω
τέτοια σημάδια αλάθευτα
στης χώρας τους κατοίκους, που όσο
κι ανέλπιστα αν φανούν, προβαίνοντας
αληθινά τα λόγια μου θα νιώσουν.

Κι αν απ᾽ τους ντόπιους λάχει εδώ σιμά κανείς
που των πουλιών τη γλώσσα να γνωρίζει
γρικώντας τα πικρά τα μοιρολόγια μου,
60 πως της γυναίκας του Τηρέα της θλιβερής
της γερακοκυνήγητης αηδόνας
ν᾽ ακούει τους θρήνους θα νομίζει.

Που από τα πρωτινά τα κατατόπια της
αποδιωγμένη μύρεται και κλαίει
στα νέα τα ξένα της λημέρια
κι αναθιβάλλει του παιδιού της το χαμό,
που απ᾽ τα δικά της σφάχτηκε τα χέρια
πάνω στης κακομάνας του τον άθεο το θυμό.

Έτσι κι εγώ σε μελωδίες ιωνικές
70 θρηνώντας η γογγύχτρα τ᾽ απαλά μου
νειλοθρεμμένα σκίζω μάγουλα
και την αμάθητη από πριν
βόσκω με κλάιματα καρδιά μου·
τ᾽ άνθη του θρήνου, οϊμέ, κορφολογώ,
γιατί από φόβο είναι η ψυχή γιομάτη,
μήπως σ᾽ αυτή μου τη φυγή
από την Αερία τη γη
δε βρω κανέν᾽ από δικούς προστάτη.

Μα ω της γενιάς μου εσείς θεοί,
απαντοχή γενείτε μου και σκέπη
το δίκιο βλέποντας· ή, κι αν δε δώσετε
80 να βρω τέλεια δικαίωση, καθώς πρέπει,
στην άθεη βία την οργή σας στρέψετε
και δίκαια για τους γάμους μου κάμετε κρίση·
ως κι όποιος καταπονεθεί στον πόλεμο,
κυνηγημένος, του χαμού του λυτρωμό
στο θεοσέβαστο βωμό
θα βρει καταφυγή αν ζητήσει.

Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ και διαμόρφωση της ιστορίας

Κτῆ­μα ἐς αἰ­εί μᾶλ­λον ἤ ἀ­γώ­νι­σμα ἐς τό πα­ρα­χρῆ­μα ἀ­κού­ειν ξύ­γκει­ται

     Ι. Στα κεφάλαια του 1ου Βιβλίου (20-2), στα οποία εκθέτει τόσο την ιδεολογία όσο και τη μεθοδολογία του κειμένου του, ο Θουκυδίδης συγκρίνει με άλλους τύπους λογοτεχνίας το είδος του έργου που γράφει. Ο Θουκυδίδης ξεκόβει από το παράδειγμα ποιητών, που προσφέρουν ψυχαγωγικές, υπερβολικές και φανταστικές περιγραφές συμβάντων του παρελθόντος, όπως και πεζογράφων (λογογράφοι), που συνθέτουν περιγραφές περισσότερο για να παρασύρουν το ακροατήριό τους παρά για να τους πουν την αλήθεια (1.21.1). Αυτές οι περιγραφές του παρελθόντος λέγεται ότι φτάνουν στην επιτυχία χάρη στο στοιχείο του μυθώδους (ibid). Θεωρείται συχνά ότι πίσω από την αναφορά στους λογογράφους αδιακρίτως, κρύβεται έμμεση αναφορά στις Ιστορίες του Ηροδότου. Ενώ ο Θουκυδίδης βρίσκεται πολύ πλησιέστερα στον Ηρόδοτο απ’ όσο παραδέχεται, η ιστοριογραφική ρητορική του είναι σημαντικά λιγότερο ψυχαγωγική.[1] Ο Θουκυδίδης προβλέπει την κριτική ότι τα ακροατήρια ίσως θεωρήσουν πως από την περιγραφή των συμβάντων λείπει η απόλαυση, η σχετική με αυτά τα άλλα είδη (ἀτερπέστερον), χάρη στη απόρριψη του μυθώδους (τό μή μυθώδες) – 1.22.4. Ο ισχυρισμός ότι η Ιστορία του δεν γράφτηκε για να πάρει μέρος σε διαγωνισμό (ἀγώνισμα) προκαλεί ευθεία σύγκριση με την αγωνιστική παρουσίαση, συνηθέστερος όρος για την οποία ήταν ο ἀγών (είτε επρόκειτο για θεατρικά έργα, λόγους στη Συνέλευση και τα δικαστήρια, είτε για επίδειξη γνώσεων)[2]. Αυτά τα είδη για αγώνες χάιδευαν τα αυτιά των ακροατηρίων τους.
 
     ΙΙ. Είναι ενδιαφέρον να ξαναδούμε τις φιλοδοξίες που προβάλλει ο Θουκυδίδης για το έργο του στο 1.22.4. υπό το φως αυτής της διπλω ματικής συνδιαλλαγής, που είναι ανάγλυφη εικόνα της αντίθεσης μεταξύ ιδανικής, αμερόληπτης κρίσης, διεπόμενης από αρχές, και της ρεαλιστικής αντίληψης ότι, στην πολιτική, η οριστική απόφαση πρέπει να είναι αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων με στόχο τη χρησιμότητα. Ο Θουκυδίδης ισχυρίζεται ότι θα είναι αρκετό να κριθεί το έργο του ὡφέλιμον από όσους θέλουν να έχουν σαφή γνώση όσων συνέβησαν στο παρελθόν και όσων πιθανόν συμβούν στο μέλλον. Το κριτήριο της χρησιμότητας διατηρείται στην επόμενη πρόταση, όπου ο Θουκυδίδης οραματίζεται την Ιστορία σαν αιώνιο απόκτημα. Η διατύπωση αυτή επιβεβαιώνει την ιδέα ότι το βιβλίο που διαβάζουμε μπορεί να έχει υλική αξία, αφού είναι απόκτημα που θα φυλάξουμε και, αντίθετα με τα περισσότερα αποκτήματα, είναι αιώνιας αξίας. Τοποθετημένη στα προγραμματικά εισαγωγικά κεφάλαια της Ιστορίας, η δήλωση του Θουκυδίδη εξαγγέλλει το έργο του σαν αποφασιστικής σημασίας περιγραφή, βασισμένη σε μακρόχρονη προοπτική, που ευνοεί τον στοχασμό με καθαρή ματιά πάνω στα συμβάντα (τό σαφές σκοπεῖν). Όμως αυτή η διορατικότητα εμφανίζεται προκλητικά στη συνέχεια, ως αναπόσπαστο τμήμα ενός ενιαίου συνόλου, μαζί με λαϊκά, υλικά ενδιαφέροντα. Ο υπαινιγμός είναι ότι ο αναγνώστης θα κερδίσει από αυτό το πνευματικό απόκτημα - όχι μια φορά μόνο, αλλά για πάντα.
-------------------------------
[1] Δες Goldhill 2002a, 22-2, για το κριτήριο του «θαυμαστού», ως μιας των φιλικών προς το ακροατήριο όψεων της περιγραφής του Ηροδότου: «και ο Ηρόδοτος είναι πρόθυμος να ρίξει αναλυτικό βλέμμα σε όσα βλέπει, ριψοκινδυνεύοντας μια θέση στην ανταγωνιστική αγορά της ερμηνείας. Εντούτοις, όταν ο πρόλογος της Ιστορίας υπόσχεται έργα θωμαστά, κοιτάζει και πίσω, προς τα επικά κατορθώματα των ηρών του Τρωικού Πολέμου, προς ελπιδοφόρες ιστορίες και γεγονότα που θα καταπλήξουν τον αναγνώστη» (21). Δες και Moles 1993, 93
[2] Αριθμός μελετητών παρατήρησαν ορθώς ότι, αν και ο Θουκυδίδης φανερά περιφρονεί τη ρητορική του ανταγωνισμού, διατυπώνει την Ιστορία με άκρως ανταγωνιστικούς όρους. Ο ισχυρισμός ότι το έργο «δεν είναι κομμάτι για διαγωνισμό» είναι καθεαυτόν ανταγωνιστικός. Δες π.χ. Ober 1998, 56.

Τι είναι ο έρωτας

Τι είναι ο έρωτας. Υπάρχει μεγαλύτερο αίνιγμα στους αιώνες των αιώνων; Βγάζει ποτέ πουθενά ικανοποιητικά μια τέτοια κουβέντα; Υπάρχει απάντηση ή ακριβώς, το άλυτο και το αναπάντητο είναι που του χαρίζουν την κοσμογονική ισχύ του; Τη σαρωτική σαγήνη;

Ωστόσο, εμείς, πληγωμένοι και φοβισμένοι από το ανεξέλεγκτο των παντοτινών και εσαεί άγνωστων ερώτων, πάντα θα επανερχόμαστε: Τι είναι αυτό που κάνει ένα πλάσμα, με το που θα αντικρίσει ένα άλλο, χωρίς να το γνωρίζει, χωρίς ακόμη να το ζήσει, χωρίς να έχει ακούσει τίποτα γι’ αυτό, χωρίς κανένα στοιχείο βιογραφίας, και μόνο που διακρίνει κάποια στοιχεία πάνω του, ακόμη και ένα μόνο στοιχείο – το γέλιο του, για παράδειγμα, ή έναν ιδιαίτερο τρόπο που προφέρει το ταυ – να του παραδίδει την καρδιά του, να γίνεται πρόθυμο να πεθάνει προκειμένου να το κερδίσει. Η επιθυμία να του δοθεί είναι μεγαλύτερη από εκείνη του να το πάρει.

Ούτε η εξυπνάδα, ούτε η λογική, ούτε η επιστήμη, που κάποτε επικαλείται ως λύση του αινίγματος ένα είδος βιοχημείας, μπορούν να δώσουν πειστική λύση. Ρητά ή άρρητα παραδέχονται: Ναι, πρόκειται για μυστήριο!

Όμως, γιατί άραγε και μόνο για λίγα του χαρακτηριστικά, για κάποιες του εκφράσεις, ήχους, κίνηση, χειρονομία, ένα άγνωστο, εντελώς ξένο μέχρι χθες πρόσωπο να μπορεί να αιχμαλωτίσει την ύπαρξή σου, να σου αλλάξει πορεία; Να γίνει η μεγαλύτερη ευτυχία σου ή η πιο μαύρη δυστυχία σου; Δυστυχία και ευτυχία αξεχώριστες…

Στη δική μου βιογραφία, ανακαλούσα κάποιες σχέσεις μου, που μπορεί μεν να τέλειωσαν, να μην είχαν το «καλό τέλος», αλλά που η σημασία τους στην ψυχική μου ζωή, στην πορεία μου, ήταν και συνεχίζει να είναι μέγιστη. Ποτέ, ποτέ δε θα σκεφτώ: Καλύτερα να μην είχαν συμβεί ή Ας πρόσεχα! Η ζωή μου, ο χαρακτήρας μου θα ήταν άδεια και φτωχά και πολύ πιο ανόητα, αν από δειλία τις είχα αποφύγει, προκειμένου να γλιτώσω από την πικρή λήξη τους. Άλλωστε τι τελειώνει από τα σημαντικά; Μόνο τα σημαντικά δεν τελειώνουν.

Το «τέλος» ή το «συνεχίζεται» δεν έχουν να κάνουν με γεγονότα όσο με μνήμη, με διαρκή εσωτερική βίωση και αναβίωση. Με την επίδρασή τους στο μέλλον σου.

Στην ουσία οι άνθρωποι που συναντήθηκαν αληθινά ποτέ δε χάνονται. Ακόμη κι αν δεν επικοινωνούν με ραντεβού, τηλεφωνήματα, γράμματα, λόγια και αγγίγματα. Η ασημένια κλωστή, που τους έδεσε κάποτε με αυθεντικά αισθήματα, μπορεί να μακραίνει, να τυλίγει όλη την υδρόγειο, να προχωρά και να πηγαίνει πέρα, στον ουρανό, στην άλλη, τη μετά το θάνατο ζωή, αλλά ποτέ δε θα λυθεί εκείνος ο μοιραίος κόμπος. Πάντα μας συνδέει, μας περιτυλίγει, πότε πότε τραβάει και μας ξυπνά από το λήθαργο της λησμονιάς, της ανίας, μας αποκαλύπτει την αληθινή μας έκταση, μας υπενθυμίζει τις προοπτικές μας.

Ποτέ δε θέλω να υποτιμήσω, ένα πλάσμα που με έκανε κάποτε να το αγαπήσω. Κι ας με απογοήτευσε μετά, ας το απογοήτευσα μετά. Ακόμη κι αν στις ώρες του μεγάλου πόνου και της μεγάλης προσβολής το κατηγόρησα και μέσα μου και σε άλλους, πάλι τελικά δεν το υποτιμώ. Για να καταφέρει τότε, στην αρχή, να με κερδίσει, να με βάλει να ελπίζω στο φοβερό αιώνιο, θα πει πως διαθέτει δυνάμεις, που αξίζουν να σέβομαι και να ευγνωμονώ.

Ο άνθρωπος δεν είναι μονάχα ένα πράγμα, είμαστε σύνθετοι, πολυπρόσωποι και πολυδαίδαλοι. Το γεγονός ότι κάποιος σου φανέρωσε αργότερα ακόμη και αποτρόπαιες πτυχές του, αποτρόπαιες δικές σου ίσως πτυχές, δε σημαίνει πως δε διαθέτει και τα αγγελικά στοιχεία που κάποτε σ’ αυτόν ανακάλυψες και ερωτεύτηκες.

Έχει αξία να τιμούμε τόσο τις ιστορίες μας όσο και τις προϊστορίες μας. Η ζωή, για να έχει ποιότητα, για να έχει προοπτική, θέλει μεγαλοψυχία, αρχοντιά, θέλει θαρραλέα σοφία.

Κάπως έτσι μου αρέσεις

Κάπως μου αρέσεις.
Όχι τόσο πολύ ώστε να με σαγηνεύσεις
ούτε τόσο λίγο ώστε να μην επιθυμήσω να σε σαγηνεύσω εγώ.
Είσαι ένα κερδισμένο που θα στολίσω στη συλλογή μου,
θα σε χαϊδεύω,
θα σου μιλάω,
θα σου δώσω έστω για μία νύχτα μια απ’ τις καλές μου εκδοχές.
Δώρο από μένα σε σένα. Δώρο από μένα σε μένα.    

Τρακάρετε για δυο δευτερόλεπτα, μια «καλησπέρα», ένα «καλώς ήρθατε». Έχει κάτι που σε προκαλεί να ανασηκώσεις τους ώμους, ν’ ανοίξεις τις πλάτες, να γείρεις τον κορμό σου προς την πλευρά που βρίσκεται. Χαζεύεις αδιάφορα τριγύρω, δεν εστιάζεις. Κι αν εστιάσεις θα ‘ναι για λίγο, θα ‘ναι κρυφά. Δεν κοιτάς για να κοιτάξεις, κοιτάς για να δεις αν σε κοιτάει.

Βρίσκεσαι σ’ απόλυτη ετοιμότητα για να παίξεις πάλι εκείνο το παιχνίδι. Θες να αισθανθείς σπουδαίος, επιθυμητός, ικανός να ταράξεις τις ισορροπίες κάποιου άλλου. Όχι όποιου κι όποιου άλλου, όχι κάποιου που έτυχε να διασταυρωθείτε κι ουδόλως σε νοιάζει αν θα ξανασυμβεί. Μα κάποιου που η παρουσία του γεννά μέσα σου την επιθυμία να σ’ ερωτευτείς, καθώς τζογάρεις την πιθανότητα να ερωτευτείς κάποιον άλλον.

Μα η «αλήθεια» είναι συχνά αμείλικτη και λίγο πριν παρασυρθείς θα στην θυμίσεις: Σαγηνευμένος γίνεσαι ανόητος. Σαγηνευτικός γίνεσαι έξυπνος.

Κάπως μου αρέσεις.
Κι έχω τον τρόπο να σου αρέσω κι εγώ,
υπό την προϋπόθεση ότι δεν αρχίσεις ξαφνικά να μ’ αρέσεις περισσότερο.

Το χειρότερο του έρωτα είναι που νιώθεις αφελής ακόμη κι όταν τύχει αισθήματα κι αφέλειες να ‘ναι αμοιβαία. Να θες να δείξεις σοβαρός και να καταλήγεις να δείχνεις μουτρωμένος. Ν’ αναρωτιέσαι γιατί όλη η συναισθηματική προϋπηρεσία κι εκείνη η αυτοκυριαρχία που με κόπο απέκτησες φαίνεται ν’ ανήκουν μόνο στη σφαίρα της αμπελοφιλοσοφίας για κουβέντες με την παρέα και γιατί ενώ θες να δείξεις άτρωτος και μυστήριος τελικά φαντάζεις ενοχλητικά προβλέψιμος κι αδύναμος.

Δεν μπορείς να σαγηνεύσεις όντας σαγηνευμένος κι εκεί ξεκινά η πάλη των εραστών. Ποιος θα κάνει την αρχή των δηλώσεων και των ζητούμενων, ποιος θα πάρει πρώτος τηλέφωνο, ποιος θα ξεστομίσει το τρομακτικό «θέλω να σε δω». Πίσω απ’ τη βιτρίνα των αρχικών παθιασμένων νυχτών διακυβεύονται τα πιο αγωνιώδη ερωτήματα της ύπαρξής μας. Κι αν ρομαντικά επιμένουμε να θεωρούμε το ξεκίνημα την πιο αυθόρμητη και γλυκιά περίοδο ενός ζεύγους, το σώμα μας το ίδιο μας διαψεύδει, η αδυναμία συγκέντρωσης σ’ οτιδήποτε άλλο, η έλλειψη παραγωγικότητας, η υπερένταση. Ας το παραδεχτούμε: Το κυρίως μέλημα που μας κρατά ξάγρυπνους δεν είναι τα μάτια που δεν μπορούμε να βγάλουμε απ’ το νου μας. Είναι πώς θα κάνουμε αυτά τα μάτια να επιθυμούν μόνο εμάς. Διακρίνετε πολύ αθωότητα σ’ αυτό;

Λέμε συχνά ότι δεν ανοιγόμαστε μέχρι ν’ ανοιχθεί ο άλλος γιατί δε θέλουμε να πληγωθούν τα τρυφερά μας αισθήματα, γιατί θέλουμε να ‘χουμε μια εγγύηση, ένα δίχτυ ασφαλείας, μια κάποια επιβεβαίωση ότι δε θ’ απογοητευτούμε. Και δε λέμε εντελώς ψέματα. Δε λέμε όμως κι όλη την αλήθεια. Πέρα απ’ τα ένστικτα αυτοπροστασίας, είναι κι εκείνα της χειραγώγησης που ίσως μας κόπτουν και περισσότερο. Όσο ξέρεις ότι ο άλλος απολαμβάνει την τυφλότητα του έρωτά του για σένα, τόσο πιο άκοπα επιβάλεις τις θέσεις και τις απόψεις σου. Πρακτικά: Μπορείς να εκτονώσεις τη ζήλια ή την απαίτησή σου, να πατρονάρεις, να πειραματιστείς με τον ψυχισμό του για να επιβεβαιώσεις την ισχύ σου. Όσο πιο σαγηνευμένος τόσο πιο χειραγωγήσιμος κι όσο πιο σαγηνευτής τόσο πιο οριοθέτης. Ανάμεσα στις δυο θέσεις ο πιο ανώριμος θα επιλέξει με κλειστά τα μάτια τη δεύτερη.

Κάπως μου αρέσεις,
μα θα μ’ αρέσεις πιο πολύ
αν δεν κάνεις τίποτα για να μ’ αρέσεις.

Όλα αυτά τα εγχειρίδια κατάκτησης απευθύνονται σε βαθιά ανασφαλείς επίδοξους εραστές, γι’ αυτό και χαίρουν αυτής της εξωφρενικής απήχησης -κι αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς οφείλουμε να τους αναγνωρίσουμε τη σχετική επιτυχία των μεθόδων τους, μιας και τόσο εκείνοι που υιοθετούν τις τακτικές όσο κι εκείνοι που υποκύπτουν σ’ αυτές έχουν μια εξίσου διαστρεβλωμένη αντίληψη του τι θα πει «αγάπη», «έρωτας», «πόθος», «έλξη», «ηδονή» και πώς όλα αυτά δημιουργούνται κι αναπτύσσονται. Εδώ βέβαια η απάντηση είναι πολύ βολική χωρίς ν’ αποτελεί δικαιολογία. Δε φταίμε εμείς για την αμάθειά μας αν δε διδαχτήκαμε τότε που έπρεπε πώς είναι ν’ αγαπάμε και κυρίως πώς να μας αγαπάμε. Αν εξοικειωθήκαμε τόσο με την αγάπη που δίνεται υπό όρους, αν συνηθίσαμε να προσπαθούμε –συχνά υπερβολικά– για να την λάβουμε κι αν τα συναισθήματα μπήκαν στο ζύγι με ανταλλάγματα. Όταν λοιπόν τύχει να σαγηνεύσουμε κάποιον χωρίς να κοπιάσουμε γι’ αυτό, αυτομάτως ξεκινάμε να τον υποτιμάμε, υποτιμώντας βέβαια στην ουσία τον εαυτό μας, μιας και δε χωράει ο νους μας πώς γίνεται να ενδιαφέρεται κάποιος για εμάς χωρίς να ‘χει χρειαστεί να παλέψουμε πρώτα γι’ αυτό. Αντιθέτως όσο κάποιος μας αντιστέκεται και μηχανευόμαστε χίλιους τρόπους για να τον κατακτήσουμε, διατηρείται το ενδιαφέρον μας αμείωτο, μιας και τον εξιδανικεύουμε. Αγνοούμε όμως πως μέσα στην τυφλή εξιδανίκευση του άλλου κρύβεται ύπουλα η μείωση του εαυτού. Ερωτευόμαστε, λοιπόν, την ίδια την απόρριψη!

Εξού και τα χιλιάδες αποστάγματα «σοφίας» που μας ακολουθούν από γενιά σε γενιά, απ’ τα παλιακά που επίτασσαν ότι ο άντρας οφείλει να γνωρίζει τη γυναίκα απ’ τη μέση και κάτω και το ότι οι άντρες δεν κλαίνε, ως τις new age συμβουλές επίδοξων σχεσιακών προπονητών που μας κουνάνε το δάκτυλο στο να δίνουμε και να δινόμαστε με ακρίβεια σταγονόμετρου, μιας κι ο συναισθηματικός πληθωρισμός θα ρίξει την αξία (μας).

Τελικά δεν είναι καθόλου δύσκολο να συμπεράνεις πως τα προβλήματα ξεκινάνε άπαξ και σαγηνευτείς!

Κάπως μου αρέσεις,
κι αν τελικά αρχίσεις να μ’ αρέσεις περισσότερο
θα ‘ναι τόση η τρομάρα μου ότι θα με υποτιμήσεις,
που θα το κάνω πρώτος.
Και μέσα στην υποτίμηση που θα σε κερνώ,
ίσως ξεχάσω την αγωνία,
του να κυριαρχούσες επάνω μου.

Όσο βρισκόμαστε στο lobby των σαγηνευτών δεν έχουμε ν’ αγχωθούμε για τέτοια ζητήματα. Δε χρειάζεται καν να προβληματιστούμε για το κατά πόσο τα λόγια μας θα είναι μετρημένα ή όχι, αν θα μας εκθέσουν ή αν θα χρειαστεί αύριο-μεθαύριο να τα επαληθεύσουμε στην πράξη. Δεν πρόκειται απλώς για ρόλο υπεροχής που τρέφει το ναρκισσισμό μας. Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι η θέση που καθορίζει τον έλεγχο της κατάστασης κι όλα όσα αυτή περιλαμβάνει: την πυκνότητα –και την ουσία– των συναντήσεων, την εξέλιξη και την προοπτική της. Συχνά αυτός που ποθεί να σαγηνεύσει φαντάζει πιο ερωτευμένος απ’ τον σαγηνευμένο. Όταν απασχολεί λιγότερο το ενδεχόμενο συναισθηματικό κόστος κι όταν κύριος σκοπός είναι η αποπλάνηση του άλλου γινόμαστε ακόμα πιο φλύαροι, ακόμα πιο υποσχόμενοι. Μεγαλόστομες δηλώσεις και βιαστικές εκδηλώσεις, δεν είναι παρά άλλη μια ρούα ματ κίνηση. Ο όντως ερωτευμένος, συνήθως, κρατιέται ένα βήμα πίσω γιατί φοβάται.

Συζητάμε με άνεση, συχνά και μ’ ενθουσιασμό, για όλες εκείνες τις απορρίψεις που μοιράσαμε. Για τους σαγηνευμένους που μπλέχτηκαν για λίγο στην τροχιά μας κι ενώ εξ αρχής διαισθανόμασταν πως η διαθεσιμότητά μας θα ‘ταν περιορισμένη αποφύγαμε να τους το επικοινωνήσουμε ξεκάθαρα. Αντιθέτως τροφοδοτήσαμε τις προσδοκίες τους, μέχρι αυτές να γίνουν απαιτήσεις που θα μας εγκλωβίσουν και τότε υπερήφανοι κι απευδισμένοι να μετατοπίσουμε σ’ εκείνους την ευθύνη που έχασαν το μέτρο, που ζήτησαν περισσότερα απ’ όσα είχαμε να δώσουμε. Κατηγορούμε τον ερωτευμένο που κυριευμένος απ’ τον πόθο και την αγωνία αναζητούσε την επιβεβαίωση της αμοιβαιότητας κι επάνω στην απογοήτευση που του προκαλέσαμε βρίσκουμε αντίδοτο για εκείνες που κάποτε τάισαν εμάς. Ή δημιουργούμε αποθεματικό για τις επόμενες. Κάθε που θα βρεθούμε εμείς στη θέση του σαγηνευμένου χωρίς ανταπόκριση, ο νους θα πάει σ’ εκείνους που σαγηνεύσαμε και δε μας σαγήνευσαν, γιατί αυτοί θα γίνουν και θα παραμένουν οι βασικοί τροφοί της αυτοεκτίμησής μας.

Όταν κάποιος μας ερωτευτεί κάποτε δυνατά όσα χρόνια κι αν περάσουν, βαθιά μέσα μας θα θεωρούμε ότι μας ποθεί ακόμα. Μετά από εμάς το χάος. Κάπως έτσι μας δικαιολογούμε και τις αργοπορημένες (και συχνά αδιάκριτες) διεκδικητικές επανεμφανίσεις μας μήνες ή και χρόνια μετά μη υπολογίζοντας καθόλου ότι ο πρώην σαγηνευμένος μπορεί να μη μας λογίζει καν. Είμαστε εξωφρενικά εγωπαθείς για να εξετάσουμε κι αυτή την πιθανότητα.

Κάπως μου αρέσεις,
κάπως που κάνει αυτό το «κάπως» να μοιάζει προσβολή.
Κάπως μου αρέσεις κι αυτό σε κάνει δυνατό,
κάπως μου αρέσεις κι αυτό με κάνει δυνατή,
κάπως πρέπει να βρω τον τρόπο να σου πω πόσο μου αρέσει ότι μου αρέσεις.

Διοργανώνονται κάτι προγράμματα από γνωστές αεροπορικές εταιρείες που αναλαμβάνουν να βοηθήσουν τους αεροφοβικούς να εξοικειωθούν με την ιδέα της πτήσης. Αφού τους παρουσιάσουν σ’ ένα πολύωρο σεμινάριο τον τρόπο λειτουργίας των αεροσκαφών, τους κάνουν δώρο μια πτήση μετ’ επιστροφής όπου ο καθένας έχει την ευκαιρία να βρεθεί στο πιλοτήριο και να μάθει από πρώτο χέρι πώς πετάει αυτό το πράγμα χωρίς να πέφτει. Κατά τους ειδικούς, η λύση κάθε φόβου κρύβεται στην εξοικείωση, στην απομυθοποίησή, στην υπερέκθεση σ’ ό,τι τον προκαλεί.

Με το φόβο της αγάπης το πράγμα δείχνει να λειτουργεί αντίστροφα. Όσο εκτίθεσαι σ’ αυτήν τόσο την φοβάσαι, γι’ αυτό και τις πότε άλλοτε παρορμήσεις της μετεφηβείας μας όσο μεγαλώνουμε τείνουμε να τις θεωρούμε τα μελανότερα σημεία της ερωτικής μας ιστορίας. Μας εκπλήσσει η ευκολία με την οποία μιλούσαμε σ’ έναν άγνωστο σε κάποιο μπαρ, ο τρόπος που αποκαλύπταμε τις πιο τρωτές μας εκφάνσεις, το ότι το τέλος ενός πρώτου ραντεβού μας έβρισκε μεθυσμένους και ξυπόλητους να τραγουδάμε ξημερώματα σε μια αποβάθρα. Τότε δεν αγωνιούσαμε για τυχόν κινδύνους, ρεαλιστικούς ή φανταστικούς. Δεν ήταν μόνο η άγνοια αυτών, ήταν ότι ήμασταν πιο επιεικείς και με τους άλλους και μ’ εμάς. Μας επιτρέπαμε λάθη στ’ όνομα του αυθορμητισμού, μας ήταν σημαντικότερο να μην καταπιεστούμε προκειμένου να νιώσουμε αυθεντικοί. Δεν αγωνιούσαμε για καμία εγγύηση. Ο χρόνος δε μας άγχωνε, δεν αναζητούσαμε διαπιστευτήρια κι απολαμβάνοντας τη στιγμή της δείχναμε εμπιστοσύνη. Κι όσο εμπιστευόμασταν τη στιγμή, εμπιστευόμασταν μαζί κι εκείνον με τoν οποίo την μοιραζόμασταν, χωρίς να τον φορτώνουμε χίλιους δυο απωθημένους πόθους που ούτε ήταν δουλειά του να καλύψει ούτε μας ενδιέφερε αν είχε το κέφι να το κάνει.

Όσο λιγότερα ξέραμε για τον έρωτα τόσο τον απολαμβάναμε.

Κι αργότερα εκτεθήκαμε. Και διαβάσαμε. Και παρατηρήσαμε. Και μπήκαμε σε σχέσεις. Και βγήκαμε από αυτές. Και ξαναμπήκαμε πιο υποψιασμένοι. Και ξαναβγήκαμε πιο κουρασμένοι. Και κάθε που μπαίναμε, όλο και κάτι αφήναμε στην απ’ έξω. Η πρότερη υποτίμηση του αποτελέσματος έγινε η προδιαγεγραμμένη πορεία που σχεδόν ψυχαναγκαστικά έπρεπε ν’ ακολουθήσουμε. Γίναμε ειδικοί στο να μας προφυλάσσουμε αντιμετωπίζοντας προκαταβολικά τον κάθε εν δυνάμει σύντροφο σαν εν δυνάμει πρώην σύντροφο.

Στα ραντεβού αντί ν’ αφεθούμε, κοιτάμε πώς να οριοθετηθούμε. Κι αντί να γνωρίσουμε τον άλλον, κύρια έννοια μας είναι να συστηθούμε.

Οι τακτικές έπαψαν να είναι συνειδητές στρατηγικές κινήσεις, έγιναν σχεδόν αυτόματες λειτουργίες, σαν την αναπνοή μας.

Μου αρέσεις,
και τώρα που το ξέρεις,
δεν έχω παρά να παραδοθώ στη δυσκολότερη απ’ τις παραδοχές:
Ότι δεν υπάρχει τίποτα απολύτως που να μπορώ στ’ αλήθεια να μηχανευτώ,
χωρίς τη δυστυχία του να μην εκτεθώ.

Στο ερώτημα «σαγηνευτής ή σαγηνευμένος» νιώθεις ερασιτέχνης αν απαντήσεις το δεύτερο και ξεχνάς ότι μπορείς να υπάρξεις και τα δύο ταυτοχρόνως. Ίσως όχι κάθε μέρα, ίσως όχι με κάθε άνθρωπο που συναντάς, ίσως όχι τόσο εύκολα όσο θα επιθυμούσες. Αν αυτός ο εξωφρενικά ευτυχής συνδυασμός ήταν κάτι που προκύπτει τακτικά τότε δε θα είχε υμνηθεί όσο τίποτα άλλο, δε θα ‘ταν το απόλυτο ζητούμενό μας, τρέμω πραγματικά να φανταστώ πόσα τραγούδια δε θα είχαν ποτέ γραφτεί.

Ακόμη όμως κι αν η αναζήτηση κι η εύρεσή του παραμένει, ευτυχώς, ένα απ’ τα μεγαλύτερα άλυτα μυστήρια της ζωής, στα σίγουρα δε θα βρεθεί όσο επιλέγουμε να σαγηνεύουμε ανθρώπους που δε μας προκαλούν αυτή την πολυπόθητη ταραχή κι όσο δειλιάζουμε να περπατήσουμε κατά ‘κει που τα χέρια μας ιδρώνουν.

Μα κοίτα πώς μου αρέσεις!

Τι φοβόμαστε; Φόβοι «φαντάσματα» ή ...πραγματικοί;

Σχετική εικόναΦόβοι... λιγότεροι – περισσότεροι, σε διαφορετικά στάδια της ζωής μας.

Από μικρά παιδιά συνήθως κάτι φοβόμαστε και αν είμαστε τυχεροί, το τρυφερό χέρι των γονιών μας μάς βάζει στην αγκαλιά τους και μας διώχνει όλη τη σκοτεινιά ή ένα παραμύθι από τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας ή ακόμη ένα χάδι από τη δασκάλα μας μάς απαλύνει τον πόνο.

Κι όταν μεγαλώνουμε οι φόβοι, μέσα από τις αναταράξεις τις ζωής και τις προκλήσεις, συνήθως πληθαίνουν.

Τι αφορούν; Το μέλλον, το άγνωστο.

Αν θα τα καταφέρουμε στις εξετάσεις της σχολής μας, αν ο αγαπημένος μας θα γίνει καλά που αρρώστησε, μα γιατί δε βρίσκουμε την αγάπη που ίσως αποζητάμε, πώς θα προχωρήσουμε επαγγελματικά, πώς το παιδί μας θα τα πάει στο σχολείο, τι συμβαίνει με τις παρέες του... κ.α.

Ανησυχίες εύλογες που όμως μας ρουφάνε και μας απορροφούν, όσο τις σκεφτόμαστε έντονα, όσο δίνουμε την προσοχή μας ολοκληρωτικά σε αυτές. Αυτό που συνήθως φοβόμαστε βρίσκεται έξω από εμάς. Σχετίζεται με τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής μας.

Πηγή των φόβων είναι ο νους μας. Ο νους μας κατευθύνει την προσοχή μας στο παρελθόν και στο μέλλον και πολλές φορές, δημιουργώντας μας έντονες σκέψεις ανησυχίας και αγωνίας, μας παραλύει, μας καταθλίβει, στην ουσία μας ακινητοποιεί. Τότε είναι σαν να βρισκόμαστε σε λιμνάζοντα νερά και αντί για υγιή δράση για την αντιμετώπιση του προβλήματος, εμείς περνάμε στην άλλη πλευρά ...στην αδράνεια.

Και τότε.. αντί για φωτεινό ουρανό, βλέπουμε μόνο σκοτεινά συννεφάκια. Ακόμη κι αν έρχονται ηλιόλουστες ημέρες με πολύχρωμα λουλούδια που ομορφαίνουν τη ζωή μας ή χαμόγελα που μας δίνουν χαρά.

Αν εμβαθύνουμε την ανάλυσή μας και συνομιλήσουμε με τον εαυτό μας, θα διαπιστώσουμε ότι ανησυχούμε υπερβολικά, σαν να εξαρτιόνται όλα από εμάς, σαν να περνάνε όλα από τα δικά μας χέρια. Πόσες φορές όμως δεν έχουμε δώσει τον καλύτερό μας εαυτό και το αποτέλεσμα δεν ήταν το επιθυμητό;

Υπάρχει μια φράση στα Αγγλικά που λέει: “Do your best and leave the rest” και σημαίνει: «Κάνε το καλύτερο κάθε φορά και άσε τα υπόλοιπα, άσε το αποτέλεσμα (μη μένεις προσκολλημένος σε αυτό)».

Ό,τι μπορεί να είναι ένας κήπος χωρίς λουλούδια, έτσι άδειοι είμαστε κι εμείς χωρίς ελπίδα. Από πού πηγάζει η ελπίδα; Νομίζω ότι πηγάζει από την πίστη μας. Πίστη ότι όλα οδηγούν στο ανώτερο καλό μας, είτε έχουμε τα μάτια να το δούμε αυτό, είτε όχι. Πίστη στην ίδια τη ροή της ζωής.

Έτσι.. αφού δεν μπορούμε να ελέγξουμε πάντα τις συνθήκες ή το αποτέλεσμα μιας προσπάθειάς μας, ας προσπαθήσουμε καλύτερα να ελέγξουμε τα μαϊμουδάκια του νου που χοροπηδάνε εδώ κι εκεί με τη μορφή των περιττών σκέψεων.

Όταν την επόμενη φορά έρθει στο νου μας μια σκέψη, εμείς ας τη φιλτράρουμε. Αν μας κάνει να προχωράμε μπροστά, ας της δώσουμε καύσιμο να υλοποιηθεί, διαφορετικά ας τη βάλουμε στην άκρη.

Γιατί ποιος θέλει να τυραννιέται ή να ζει σε διαρκή κατάσταση ταραχής; Ας επιλέξουμε σοφά τι σκέψεις-συντρόφους θέλουμε να έχουμε μαζί μας. Ίσως για αυτό λέγεται: «Αυτό που σκέφτεσαι, έτσι γίνεσαι!»

Οι μέρες της αγένειας

Ζούμε τις μέρες της αγένειας. Τις μέρες που η ευγένεια είναι ντεμοντέ και η ύπαρξη της ξεπερασμένη. Και δε μιλάμε για την ευγένεια την τυπική, την φτιαχτή, εκείνη που ριζώνει μέσα σου στα μικρά σου χρόνια και επιτάσσει να σηκώνεσαι για να κάτσουν εγκυμονούσες ή μεγαλύτεροι άνθρωποι.
 
Δεν μιλάμε καν για εκείνες τις προσποιητά εμετικές γλυκουλίτσες «καλημερούδια σας, γλυκές καλησπέρες και γλυκερές καληνύχτες». Αυτές είναι χειρότερες κι από την αγένεια γιατί είναι τόσο επιτηδευμένες που υποτιμούν κάθε κύτταρο του εγκεφάλου μας. 
 
Μιλάμε για εκείνη την άλλη ευγένεια, στις λέξεις και στην συμπεριφορά. Εκείνη την ευγένεια που πηγάζει μέσα από την σεμνότητα και την έλλειψη αλαζονείας. Εκείνη την ευγένεια που είναι έμφυτη και δεν ψάχνει λέξεις επιθετικές και φράσεις προσβλητικές για να κρύψει την ανασφάλεια και τον φόβο.
 
Μιλάμε για την ευγένεια που πηγάζει μέσα από την αυτοπεποίθηση. Την ευγένεια που σου δίνει η ουσιαστική γνώση και η κοινωνική μόρφωση. Την ευγένεια που σου δίνει η αυτογνωσία και η ταπεινότητα. Εκείνα τα χαρακτηριστικά που μπορούν να κάνουν δυο ανθρώπους να σταθούν απέναντι, να διαφωνήσουν κι όμως να έχουν παράγει μια συζήτηση με λόγο και αιτία.
 
Μιλάμε για τα μικρά, τα αυτονόητα που τελικά δεν είναι καθόλου δεδομένα. Να συζητάς, να εξηγείς, να παραθέτεις την σκέψη σου και να νιώθεις τόσο σίγουρος γι’αυτήν που να αντιμετωπίζεις την αντίθετη γνώμη όχι σαν επίθεση αλλά σαν υγιή και παραγωγική αντιπαράθεση.
 
Μιλάμε για την επιλογή συμπεριφοράς. Την επιλογή τρόπου έκφρασης και αντιμετώπισης. Καθένας μπορεί να είναι αγενής. Καθένας μπορεί να είναι αλαζόνας και καθένας μπορεί να είναι υπερόπτης. Επειδή όμως αυτά εκτός από την αγένεια συνοψίζουν και την βλακεία, κάποιοι επιλέγουν τον άλλο δρόμο. 
 
Αρκεί μια βόλτα για να καταλάβεις αυτό που χάθηκε ή μήπως δεν υπήρξε ποτέ; Την καλημέρα, το ευχαριστώ, το συγγνώμη, την εξήγηση και την καθαρότητα στην έκφραση. Έχει αρχίσει να παρατηρείται η ευγένεια σαν εκλειπές φαινόμενο. Να προκαλεί εντύπωση και να σχολιάζεται.
 
Η αγένεια συνήθως πυροδοτείται από ασήμαντα πράγματα. Μια διαφωνία αστεία ακόμα και στο facebook και βλέπεις να εξελίσσονται μάχες ομηρικές με προσβολές εκατέρωθεν σαν να πρόκειται για μια μάχη επικράτησης του χείριστου.
 
Το χειρότερο όμως είναι πως συνηθίζεται. Αρχίσαμε να συνηθίζουμε την αγένεια των ανθρώπων. Έγινε μόδα και πολλές φορές βαφτίστηκε ακόμα και «χιούμορ».
 
Φυσικά η αγένεια δεν έχει επιπτώσεις και έχει επισημοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό που ενδέχεται στην παρατήρηση του φαινομένου να είσαι εσύ ο «παράξενος» της ιστορίας.
 
Ζούμε στις μέρες που η αγένεια μεταφράζεται σε μαγκιά και η ξερολίαση σε γνώση. Φτάσαμε να θεωρούμε δεδομένο την προσβολή κι θέσφατο την ασέβεια. Χωρίς να λογίζεται ως έλλειψη αυτοσεβασμού.
 
Κι όμως αυτό είναι εν τέλει. Εκείνος που δεν έμαθε να σέβεται τον εαυτό του δεν θα σεβαστεί ποτέ ούτε τον φίλο, ούτε το συνεργάτη ούτε καν τον εχθρό του. Εκείνος που ξέρει πως έχει πίσω του κενά στις γνώσεις, εκείνος που νιώθει να απειλείται από τον απέναντί του, χάνει συνήθως την ψυχραιμία του και επιτίθεται.
 
Αντιμετωπίζεται η αγένεια; Φυσικά!
Αρκεί να μπορέσεις να βρεις τα κίνητρα πίσω από την συμπεριφορά αυτή. Να μπορέσεις να διακρίνεις το λόγο που φτάνει ο άλλος να εκφραστεί με αγένεια, υποτιμητικά.
 
Μπορεί να είναι εκτόνωση της έντασης και των νεύρων του. Μπορεί να είναι ξέσπασμα συσσωρευμένων καταστάσεων που βιώνει, μπορεί όμως απλά έτσι να προσπαθεί να καλύψει την έλλειψη αυτοπεποίθησης και την έντονη ανασφάλειά του.
 
Κι εσύ που δέχεσαι την επίθεση τι κάνεις; Τι μπορείς να κάνεις;
Σίγουρα δεν είναι επιλογή να παίξεις με τους ίδιους όρους. Δεν είναι επιλογή να πέσεις μέσα στο λάκκο.
 
Θέτεις τα όριά σου. Δείχνεις τις γραμμές σου, τις καθιστάς σαφέστατες και περιμένεις να τελειώσει το ξέσπασμα. Μπορείς ακόμα και να γυρίσεις την πλάτη στην αγένεια και να απομακρυνθείς από την τοξικότητα της στιγμής.
 
Κι αν είναι κάτι που σε νοιάζει, μπορείς να επανέλθεις με αμοιβαίες και ήρεμες εξηγήσεις. Με λέξεις ήπιες και φράσεις κατευναστικές.
 
Βέβαια υπάρχει κι η περίπτωση να είναι μάταιη η όποια προσπάθεια. Άλλωστε η μεγαλύτερη πράξη σύγχρονης ασέβειας, είναι η ελλειμματική προσοχή σε αυτά που λέει ο άλλος. Είναι η αδιαφορία μας για τα λόγια του, για τις λέξεις του. Τότε δεν έχεις τίποτε άλλο να κάνεις παρά να φύγεις. Και η φυγή από την φωλιά της αγένειας, είναι πάντα επιλογή.
 
Ζούμε στις μέρες που η αγένεια περισσεύει και η ευγένεια αναζητιέται με το μικροσκόπιο. Κι αυτό είναι ίσως το πιο ανησυχητικό δείγμα της έλλειψης όχι γνώσεων αλλά μόρφωσης.
 
Κι αν μη τι άλλο, είναι η αρχή του τέλους της ουσιαστικής επικοινωνίας.

Γιατί η μουσική μας προκαλεί έντονα συναισθήματα;

«Χωρίς τη μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος» – Friedrich Nietzsche
Η μουσική έχει την μαγική ικανότητα να γεννά έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις στους ακροατές της. Και είναι ακόμα πιο μαγικό το γεγονός ότι αυτή η ικανότητα είναι παγκόσμια και καθολική. Γιατί συγκινούμαστε από τη μουσική; Με ποιο τρόπο καταφέρνει να αναδύει συναισθήματα και απόλαυση; Τα ακόλουθα χαρακτηριστικά εξηγούν κάποια από τα συναισθηματικά μονοπάτια που χαράζουν οι νότες ενός τραγουδιού.

Γιατί η μουσική μας προκαλεί έντονα συναισθήματα;

1. Αναπόληση (Νοσταλγία)

Ακούγοντας τη μουσική που συνόδευσε ή σημάδεψε στο παρελθόν με κάποιο τρόπο κάποιο σημαντικό γεγονός της ζωής μας (π.χ. μια οικογενειακή γιορτή ή έναν γάμο), πυροδοτούμε μια βαθιά νοσταλγική συναισθηματική εμπειρία. Το συναίσθημα δεν βρίσκεται στη μουσική, αλλά σε αυτό που μας θυμίζει. Η δύναμη της μουσικής να ενεργοποιεί την αναπόληση αποκαλύπτεται όμορφα στην ταινία Casablanca για παράδειγμα, όπου ο Rick ζητά από τον πιανίστα του μπαρ του, τον Sam, να παίξει το «As time goes by», λόγω των αβάσταχτων συναισθημάτων της θλίψης και της απώλειας που ενεργοποιούνται από το κομμάτι αυτό.

2. Συγχρονίζοντας τις κινήσεις με τη μουσική

Ως ανθρώπινα όντα, έχουμε την ικανότητα και την τάση να συγχρονίζουμε τις κινήσεις του σώματός μας με εξωτερικά ρυθμικά ερεθίσματα, όπως με τη μουσική. Ο ρυθμός μπορεί να έχει ισχυρή επίδραση στην κίνηση, επειδή το ακουστικό σύστημα διαθέτει πολλές συνδέσεις με το κινητικό σύστημα στον εγκέφαλό μας. Αυτές οι συνδέσεις μας βοηθούν να εξηγήσουμε γιατί η μουσική συχνά μας ξεσηκώνει και μας κάνει να θέλουμε να χορέψουμε και γιατί νιώθουμε τη φυσική τάση να συγχρονιστούμε στο ρυθμό της. Ήχοι δυνατοί, ξαφνικοί και με γρήγορο ρυθμό παράγουν μια κατάσταση εγρήγορσης. Αντίθετα, η χαλαρωτική μουσική μειώνει το άγχος.

3. Η μουσική ως γλώσσα των συναισθημάτων

Η μουσική είναι ένα είδος γλώσσας των συναισθημάτων, με τα στοιχεία και τα μοτίβα του να αναπαριστούν διαφορετικά είδη. Οι άνθρωποι που δυσκολεύονται να εκφράσουν το συναίσθημά τους με λέξεις ορισμένες φορές νιώθουν πιο άνετα να τα εκφράσουν μέσω της μουσικής. Η μουσική έχει την ικανότητα να μιμηθεί τα συναισθήματα.

Τα προσωρινά μοτίβα της μουσικής αντανακλούν το συναισθηματικό μας κόσμο· την εμφάνιση ενός συναισθήματος, την εξέλιξή του, την κορύφωση και το τέλος του. Για παράδειγμα, ένας αργός ρυθμός ξεδιπλώνει με φυσικό τρόπο τη θλίψη, επειδή υπάρχει μια δομική ομοιότητα ανάμεσα στον αργό ρυθμό του συναισθήματος και στον αργό ρυθμό του κομματιού.

4. Συναισθηματική μετάδοση

Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται όταν η αντίληψη ενός συναισθήματος μπορεί να παράγει και σε εμάς το ίδιο συναίσθημα. Για παράδειγμα, συχνά συνοφρυωνόμαστε, όταν παρατηρούμε την ίδια έκφραση προσώπου σε κάποιον άλλο ή παρόμοιες εκφράσεις που δηλώνουν φόβο και θλίψη. Μία πλήρης μουσική εμπειρία περιλαμβάνει οπτικό, όσο και ακουστικό υλικό.

Οι οπτικές εκφάνσεις μιας ερμηνείας επηρεάζουν ιδιαίτερα την εμπειρία της μουσικής. Η χρήση των εκφράσεων του προσώπου στη μουσική είναι ζωτικής σημασίας για τη μετάδοση του συναισθηματικού νοσήματος της μουσικής. Η παρακολούθηση μιας λυπητερής ερμηνείας τσέλο μπορεί να παράγει μια αυθεντική κατάσταση νοσταλγίας και θλίψης στον ακροατή.

5. Η μουσική ως ένα «ακουστικό cheesecake»

O γνωσιακός ψυχολόγος Steven Pinker (1997) είχε χαρακτηρίσει τη μουσική ως «ακουστικό cheesecake». Από αυτή την άποψη, η μουσική είναι ένα κοκτέιλ ψυχαγωγικών ναρκωτικών, που εσωτερικεύουμε (καταναλώνουμε) μέσω των αυτιών μας, ώστε να πυροδοτήσουμε τα εγκεφαλικά μονοπάτια της απόλαυσης. Φυσικά, η μουσική δεν είναι ένα χάπι, που όταν καταποθεί, παράγει αναπόφευκτα μια δεδομένη κατάσταση. Ωστόσο, όπως άλλες ανταμοιβές (π.χ. φαγητό, σεξ και χρήματα), η απολαυστική μουσική ενεργοποιεί το σύστημα ανταμοιβής και απόλαυσης. Όταν ένα μουσικό κομμάτι μας αρέσει πολύ, θέλουμε να το ακούμε ξανά και ξανά και δεν το χορταίνουμε.

6. Μουσική προσδοκία

Αυτό που κάνει τη μουσική τόσο ισχυρή συναισθηματικά είναι η δημιουργία προσδοκίας. Οι έρευνες δείχνουν ότι η προσδοκία αποτελεί στοιχείο – κλειδί στην ενεργοποίηση του συστήματος ανταμοιβής και στη δημιουργία μουσικής απόλαυσης. Οι απροσδόκητες αλλαγές στην ένταση και στο ρυθμό ενός κομματιού είναι τα πρωταρχικά μέσα με τα οποία η μουσική προκαλεί μια ισχυρή συναισθηματική απόκριση στους ακροατές. Με αρκετή έκθεση, η διαφορά ανάμεσα στα προσδοκώμενα και στα πραγματικά γεγονότα μειώνεται τόσο που οι ακροατές αρχίζουν να προβλέπουν τη συνέχεια της μουσικής. Και σταδιακά η μουσική γίνεται λιγότερο απολαυστική.

7. Δέος, συγκίνηση και θαυμασμός

Η μουσική συχνά μας κάνει να θέλουμε να κλάψουμε, επειδή βιώνουμε θαυμασμό και έκπληξη. Το δέος περιγράφεται ως μια ευαισθησία απέναντι σε στοιχεία μεγαλείου, συνοδευμένα από μια αίσθηση έκπληξης και θαυμασμού από το αντικείμενο του μεγαλείου. Ως απόκριση σε αυτά τα συναισθήματα, μπορεί να ανατριχιάζουμε. Επίσης, ξυπνούν μέσα μας κίνητρα για βελτίωση του εαυτού και της κοινωνίας.

Η λήθη των χαμένων ανθρώπινων ψυχών

Κάποτε η καρδιά μας, η ψυχή μας δηλαδή, ζούσε σε έναν κόσμο όπου τα πάντα συμβάδιζαν σύμφωνα με την ομορφιά της, οι Αρετές της δεν διαχώριζαν ποτέ το σκοτάδι από το φως, διότι έβλεπαν τα πάντα να είναι από φως, και κάθε της σκέψη ήταν προερχόμενη από το Αγαθό και την Αγάπη, και όλα γύρω της ήταν Φως και Ζωή!

Και αφού γνώρισε, κατανόησε, και έζησε το φως σε όλη του την έκταση, και αφού κατανόησε την ομορφιά της ζωής, μέσα από την δημιουργία των σκέψεων από φως, θέλησε να κατανοήσει έναν άλλο κόσμο, ίσως για να του δώσει φως, την ομορφιά του πνεύματος, ώστε να γίνει κι αυτός ο κόσμος όμορφος όπως ο κόσμος του φωτός και να του δώσει την τέλεια πνευματική ζωή, διότι αυτός ο κόσμος δεν είχε φως, μα ούτε και τέλειο πνεύμα αλλά διπολικό των αντιθέτων.

Με μια του σκέψη μεταφέρθηκε σε αυτόν τον κόσμο τον δυαδικό, μια νέα δημιουργία, που αυτή την φορά αποτελούνταν από τις αντίθετες σκέψεις, και όχι όμοιες μόνον από φως, έτσι το πνεύμα, διασπασμένο πλέον, και πάνω στον πλανήτη Γη έγινε καρδιά, μια καρδιά κομμένη στα δύο, όπου η χαρά ακολουθούσε την λύπη, η ζωή ακολουθούσε τον θάνατο, η αγάπη το μίσος, η γνώση της αλήθειας το ψέμα, η έκσταση του αγαθού, στην έκσταση της πονηριάς και της κακίας, και όλα όσα ζούσε και αγαπούσε στον κόσμο του φωτός, πλέον είχαν και το αντίθετο τους μέσα στις σκέψεις της.

Από Φως και Ζωή, έγινε η καρδιά διχασμένη, ανάμεσα στο πάθος του έρωτα για την αγάπη, και το πάθος του στεγνού σαρκικού έρωτα χωρίς αγάπη.

...η ζωή πλέον δεν ήταν όπως την γνώριζε, και αμέσως ξέχασε ποια είναι η αληθινή και πραγματική της ουσία, και έγινε ένα με αυτόν τον δυαδικό κόσμο, και από τότε ζει η ψυχή ως διχασμένη καρδιά, μέσα σε έναν ξένο κόσμο γι’ αυτήν, που προσπαθεί να τον κάνει δικό της δίνοντας την αγάπη απέναντι στις άλλες ψυχές που ξέχασαν ποιες είναι, και έγιναν ένα με το πάθος για τον έρωτα της σάρκας και την ύλη, δίχως την αγάπη, δίχως όμως να επικρατεί η αληθινή τους ουσία του φωτός, και έτσι ο κόσμος των ψυχών, έγινε κι αυτός διαδικός, διπολικός, και όποια ψυχή θυμηθεί τον εαυτό της, την αληθινή της ουσία, θα γνωρίσει την ευτυχία, και μαζί με αυτήν, θα φέρει το φως και σε αυτόν τον θνητό και διαδικό κόσμο που είναι δίχως το ερεβοκτόνο φως.

Ελευθέρωσε τον εαυτό σου και πάρε τη δύναμή σου πίσω

Η ιστορία που λέμε για τον εαυτό μας, μέσα στο κεφάλι μας, είναι αυτή σύμφωνα με την οποία ζούμε τη ζωή μας. Κάθε μας αίσθημα, κάθε μας πράξη καθορίζεται από αυτή την ιστορία, στηρίζουμε την ύπαρξή μας σ’ αυτή την ιστορία, γινόμαστε αυτή η ιστορία… Δεν συνειδητοποιούμε πως είναι μόνο αυτό, μία ιστορία, που εμείς δημιουργήσαμε και μπορούμε να την αλλάξουμε, αρκεί μόνο να εστιάσουμε την πρόθεσή μας σ’ αυτό και να εμπιστευτούμε τον εαυτό μας και την δύναμη που υπάρχει μέσα μας.

Η αλήθεια θα μας ελευθερώσει από το σκοτάδι της εξωτερικής και εσωτερικής πραγματικότητας. Η αλήθεια του ποιοι είμαστε, του τι σκεφτόμαστε, αισθανόμαστε, πιστεύουμε, θέλουμε. Δεν είμαστε τέλειοι, δεν είμαστε άγιοι, είμαστε όμως μοναδικοί από κάθε άποψη. Το μόνο που χρειάζεται είναι να έχουμε το θάρρος να δείξουμε στον κόσμο την αλήθεια μας, τη μοναδικότητά μας, να επιλέξουμε την αυθεντικότητα έναντι της υποκρισίας.

Ο μεγαλύτερος επικριτής μας είναι ο ίδιος μας ο εαυτός, αυτή η ύπουλη φωνή μέσα στο κεφάλι μας, που μας καταδυναστεύει και μας κρατά φυλακισμένους σ’ έναν κόσμο γεμάτο υποθέσεις και ψέματα. Μας λέει ασταμάτητα, χωρίς να αφήσει καμία ευκαιρία να πάει χαμένη, πόσο ανεπαρκείς είμαστε, πόσο αδύναμοι, πόσο ασήμαντοι, πόσο κατώτεροι. Μας μαστιγώνει με τις κρίσεις του «Δεν είσαι αρκετά καλός, όμορφος, έξυπνος, επιτυχημένος. Κάνεις λάθη, έχεις αποτύχει, κανείς δε σε σέβεται, κανείς δε σε αγαπάει. Είσαι μία μετριότητα, πιο κάτω κι από μέτριος, κι όταν το καταλάβουν θα σε εγκαταλείψουν όλοι. Θα μείνεις μόνος». Η φωνή του «Φρανκενστάιν» μέσα μας δε σταματά ποτέ να μιλάει, είναι μαζί μας από το πρωί μέχρι το βράδυ, κάθε μέρα της ζωής μας.

Μέσα στην καρδιά μας ξέρουμε πως λέει ψέματα, γνωρίζουμε ποιοι είμαστε πραγματικά και αυτό που χρειάζεται είναι να εστιάσουμε στα χαρίσματα και τα ταλέντα μας, σ’ αυτά που κάνουμε καλά, στα δυνατά μας σημεία. Να αμφισβητούμε όλα όσα λέει η επικριτική φωνή μέσα μας και να βρίσκουμε αποδείξεις, μέσα από την καθημερινότητά μας, πως λέει ψέματα. Να σταματήσουμε να κάνουμε υποθέσεις, να δίνουμε ερμηνείες, να πιστεύουμε πως μπορούμε να διαβάσουμε το μυαλό των άλλων και απλά να είμαστε συνειδητοί, στο εδώ και τώρα, να ακούμε αυτά που λέγονται, να βλέπουμε αυτά που συμβαίνουν, χωρίς να χανόμαστε στη μετάφραση. Να εστιάζουμε στη φωνή της καρδιάς και των ονείρων μας.

Η δύναμή μας βρίσκεται στη σύνδεση με την ανώτερη ευφυΐα μέσα μας, στην επίγνωση πως κάτω από τις μάσκες μας, είμαστε απλά ψυχές που βιώνουν την εμπειρία της ζωής. Η δύναμή μας βρίσκεται στη συνειδητοποίηση πως όλα είναι τέλεια, όπως ακριβώς είναι, την κάθε στιγμή. Πως εμείς είμαστε τέλειοι, όπως ακριβώς είμαστε, την κάθε στιγμή. Εμείς δημιουργούμε τις συνθήκες που βιώνουμε στην καθημερινότητά μας, συνειδητά ή ασυνείδητα. Η δύναμή μας βρίσκεται στην επιλογή μας να δημιουργούμε συνειδητά.

Όσο μεγαλώνουμε συνειδητοποιούμε πως η ζωή δεν έχει μόνο γλέντια και χαρές, έχει επίσης κόπο, αγώνα, δυσκολίες, απογοητεύσεις, απώλειες και πολύ κούραση. Όσο ωριμάζουμε συνειδητοποιούμε πως όλα αυτά σμίλεψαν το κορμί και την ψυχή μας και γίναμε αυτοί που είμαστε σήμερα. Μπορεί να λυγίσαμε, αλλά δε σπάσαμε, βρισκόμαστε ακόμη εδώ.

Η δύναμη κοιμάται μέσα μας, το μόνο που χρειάζεται είναι να την ξυπνήσουμε. Μπορούμε να κάνουμε ένα τρικούβερτο γλέντι για να τιμήσουμε την ύπαρξή μας και να γιορτάσουμε τη ζωή μας. Ένα γλέντι με πολύ θόρυβο…

Μαζί σου

Η ζωή είναι ένα ταξίδι, σ’ άλλους, στους πιο τυχερούς διαρκεί πολύ. Σ’ άλλους πάλι όχι. Κανείς δεν ξέρει τη διάρκεια του. Ούτε τους συνεπιβάτες του. Αλλάζουν που και που. Εσύ συνεχίζεις. Οφείλεις να συνεχίσεις. Με ή χωρίς αυτούς.

Άλλοι δειλιάζουν γρήγορα επειδή η διαδρομή δεν είναι εύκολη. Άλλοι επιλέγουν δικούς τους δρόμους, μέσα στους οποίους εσύ δεν χωράς. Ή τουλάχιστον έτσι σου λένε. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που στο παιχνίδι «θάρρος ή αλήθεια» δε θα επέλεγαν ποτέ την πρώτη επιλογή.

Αφού η ζωή μας είναι ένα ταξίδι, οφείλεις να επιλέξεις τους καλύτερους συνεπιβάτες, εκείνους που θα έχουν το ίδιο πάθος μαζί σου για να ανακαλύψουν τον κόσμο, εκείνους που για να είναι μαζί σου θα επιλέξουν να βρίσκονται ακόμη και σε μία ερημική παραλία χωρίς τίποτα άλλο, μόνο μ’ εσένα. Αυτούς που θα σε κυνηγήσουν μέχρι το τέλος ομορφαίνοντας τη διαδρομή. Αυτό το είδος των ανθρώπων δεν αναρωτιέται συνήθως για τον προορισμό, απλώς απολαμβάνει τη διαδρομή.

Ο προορισμός ποικίλει, όπως και τα άτομα. Κάποιες φορές είναι δύσκολο να τους αποχωριστείς, να τους αφήσεις το χέρι, επειδή ο δικός τους προορισμός δεν συμπίπτει με τον δικό σου. Η ουσία είναι όμως σ’ αυτούς, που είναι ικανοί να αλλάξουν τον προορισμό τους για σένα. Αυτοί που θα σου κρατήσουν σφιχτά το χέρι και θα σου πουν πως «θέλω να ‘μαι μαζί σου». Δεν τους ενδιαφέρει το πού, το πώς, το πότε. Αρκεί η ύπαρξη σου για να είναι ευτυχισμένοι.

Είναι αυτοί που σε κυνηγούν μέχρι το τέλος, που δεν μπορούν να αφήσουν αυτή την τρέλα που σας διακατέχει, γιατί οι δυο σας διαμορφώνετε την τέλεια διαδρομή, τη δική σας τέλεια διαδρομή. Αν τους ρίξεις ένα κέρμα ρωτώντας τους τι θα ήθελαν να δουν, ποιο μέρος θα ήθελαν να επισκεφθούν, η απάντηση τους θα είναι λιτή και απόλυτη «Θέλω να είμαι μαζί σου».

Εξάλλου η ζωή δε χρειάζεται κάτι άλλο. Όσοι την αγαπούν, αγαπούν τον εαυτό τους άρα μπορούν να αγαπήσουν και τους άλλους. Κράτα σφιχτά το χέρι του ανθρώπου, που θέλεις να είναι μαζί σου, του δικού σου προορισμού και άφησε τον να πιστεύει πως ενδιαφέρεσαι για τον προορισμό. Ο προορισμός σου είναι δίπλα σου και αφού τον βρήκες απολαμβάνεις τη διαδρομή μαζί του.

Ένα είναι το σίγουρο, το ταξίδι θα είναι γεμάτο από χαμόγελα, από ένταση, από έρωτα, από επιμονή. Γιατί εκείνοι που πραγματικά θέλουν να είναι μαζί σου, δεν αφήνουν το κέρμα να αποφασίσει γι’ αυτούς, δεν απαντούν στο ερώτημα «θάρρος ή αλήθεια’ γιατί γνωρίζουν πως χωρίς το ένα το άλλο δεν υφίσταται.

Υ.Γ.: Όταν θα ανακαλύψεις τον πραγματικά κατάλληλο συνεπιβάτη της ζωής σου θα το γνωρίζεις απευθείας γιατί η απάντηση θα είναι μία, «Μαζί σου»…

William James: Η άποψη μας για τον κόσμο διαμορφώνεται από αυτό που αποφασίζουμε να ακούσουμε

Οι συνεισφορές του William James τόσο στην φιλοσοφία όσο και στην ψυχολογία έδωσαν φως σε πολλές θεωρίες και επεξηγηματικά μοντέλα και στους δύο κλάδους. Θεωρείται ο πατέρας της Αμερικάνικης ψυχολογίας λόγω της ρεαλιστικής και λειτουργικής προσέγγισης του. Τα ακόλουθα αποφθέγματα του συνοψίζουν την αντίληψη του για την ψυχολογία.

Γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες σε πλούσια οικογένεια. Η δεκαετία του ’70 ήταν μια κρίσιμη καμπή στην ζωή του. Πέρασε μια βαθιά συναισθηματική κρίση, παντρεύτηκε και άρχισε να δουλεύει ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1872. Από τότε, αφιερώθηκε στο να μελετήσει σε βάθος την σχέση ανάμεσα στις συνειδητές και συναισθηματικές καταστάσεις.

Το πρώτο του βιβλίο «Οι αρχές της ψυχολογίας» τον έκανε έναν πολύ σημαντικό στοχαστή. Έγινε επίσης η μεγαλύτερη συνεισφορά του στην έρευνα της ψυχολογίας. Αυτός ο συγγραφέας άφησε μια σειρά από θαυμάσια αποφθέγματα που κατέχουν μεγάλη σημασία και σοφία.
«Οτιδήποτε μπορείς να κρατήσεις σταθερά στην φαντασία σου, μπορεί να γίνει δικό σου».
Το μυαλό ως αντικείμενο γνώσης
Ο William James ίδρυσε το εργαστήριο ψυχολογίας στο Χάρβαρντ όπου ξεκίνησε την Σχολή Λειτουργικής Ψυχολογίας. Αυτό το μοντέλο επικεντρώνεται στην μελέτη του μυαλού ως ένα λειτουργικό και σημαντικά χρήσιμο μέρος του σώματος.
«Η μεγαλύτερη ανακάλυψη της γενιάς μου είναι ότι ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει την ζωή του αλλάζοντας την στάση του.»
Έβλεπε την συνείδηση ως ποτάμι, μια συνεχόμενη ροή σκέψεων, ιδεών και νοητικών εικόνων. Γι αυτό τον λόγο, δεν υπάρχει τίποτα στο μυαλό που μπορεί να απομονωθεί ή να αποθηκευτεί για μελέτη, δεδομένου ότι τα πάντα μπορούν να κατανοηθούν μόνο σε αυτό το πλαίσιο.
«Το πιο αμετάβλητο εμπόδιο στην φύση βρίσκεται ανάμεσα στις σκέψεις ενός ανθρώπου και ενός άλλου.»
«Η πίστη δημιουργεί το πραγματικό γεγονός.»
Οι απρόσιτες σκέψεις μας
Ο William James πίστευε ότι τα πιστεύω, οι ιδέες και οι σκέψεις μας ανήκουν στον καθένα μας, πράγμα που μας καθιστά απρόσιτους στους άλλους. Αυτή η ιδέα της ιδιωτικοποίησης ή του αδιαπέραστου είχε έντονες επιπτώσεις στην φιλοσοφική μας αντίληψη για την ψυχολογία.
«Όταν δύο άτομα συναντιούνται, είναι παρόντες έξι άνθρωποι. Υπάρχει ένας άνθρωπος όπως βλέπει τον εαυτό του, ένας όπως τον βλέπει ο άλλος και ένας άλλος όπως είναι στην πραγματικότητα.»
Με κάποιον τρόπο, αυτό ήταν για να αναγνωρίσουμε έναν περιορισμό: παραδεχόμαστε ότι η πειραματική ψυχολογία δεν θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει πλήρως το πώς λειτουργεί η ανθρώπινη σκέψη. Έτσι, μελετώντας το ανθρώπινο μυαλό, μελετάμε στην πραγματικότητα μια αφηρημένη έννοια, τον «εαυτό».
«Η άποψη μας για τον κόσμο διαμορφώνεται από αυτό που αποφασίζουμε να ακούσουμε.»
Μια ρεαλιστική εστίαση: η λειτουργία του μυαλού
Η βασική ιδέα αυτού του μοντέλου είναι ότι η αλήθεια είναι αυτή που πραγματικά λειτουργεί. Εδώ, η έννοια «αλήθεια» βασίζεται στην χρησιμότητα. Δηλαδή, με ρεαλιστικούς όρους, αυτό που είναι αληθινό, είναι αυτό που είναι χρήσιμο. Οι συνέπειες, οι επιπτώσεις και αυτά που λαμβάνουμε από κάτι μας επιτρέπουν να το κατηγοριοποιήσουμε ως αληθινό ή ψεύτικο.
«Καθώς δεν υπάρχει χειρότερο ψέμα από μια παρεξηγημένη αλήθεια από αυτούς που την ακούν.»
Αυτό είναι ένα από τα πιο διάσημα αποφθέγματα του, αν και επιβλητικό, κάνει τις ιδέες του για την αλήθεια πολύ ξεκάθαρες. Γι' αυτόν δεν υπάρχει η απόλυτη αλήθεια, μάλλον απλές απόψεις.
«Δεν υπάρχει καμία απολύτως κοινή και καθολική άποψη».
Το επόμενο απόφθεγμα μιλά για το πώς δημιουργούμε το δικό μας νόημα για τις εμπειρίες ή τις συμπεριφορές με βάση τα αποτελέσματα. Δηλαδή, κρίνουμε τα πράγματα με τα γεγονότα, και αυτός μπορεί να είναι ένας πολύ σχετικός τρόπος για να βρούμε το νόημα.
«Αν πιστεύετε ότι με το να νιώθετε άσχημα ή με το να ανησυχείτε θα αλλάξει ένα παρελθοντικό ή ένα μελλοντικό γεγονός, τότε κατοικείτε σε έναν άλλον πλανήτη με διαφορετικό σύστημα πραγματικότητας.»
Πρότεινε μια από τις κύριες ψυχοφυσιολογικές θεωρίες για τα συναισθήματα
Είναι γνωστή ως η θεωρία James-Lange. Την πρότεινε ταυτόχρονα με -αν και ανεξάρτητα από- τον Carl Lange το 1884. Βασίζεται στην ιδέα ότι το συναίσθημα είναι το αποτέλεσμα της εσωτερικής αντίληψης των φυσιολογικών αλλαγών. Αυτό σημαίνει ότι δεν κλαίμε γιατί είμαστε λυπημένοι, είμαστε λυπημένοι γιατί αντιλαμβανόμαστε ότι κλαίμε.
«Η πράξη φαίνεται να ακολουθεί το συναίσθημα, αλλά στην πραγματικότητα η πράξη και το συναίσθημα πάνε μαζί. Και ρυθμίζοντας την πράξη που βρίσκεται υπό τον άμεσο έλεγχο της θέλησης, μπορούμε να ρυθμίσουμε έμμεσα το συναίσθημα.»
Αυτή η θεωρία είναι «ψυχοφυσιολογική» επειδή μιλά για την σχέση μεταξύ των σωματικών αλλαγών και της αντίληψης των ερεθισμάτων που προκαλούν το συναίσθημα.

Αυτά τα αποφθέγματα συμβολίζουν τα πιο αξιοσημείωτα πράγματα για τον τρόπο σκέψης του William James. Σκέψεις που για πολλούς τον έκαναν τον πατέρα της ψυχολογίας.

Όποια δοκιμασία κι αν περάσει κανείς, οι δείκτες ικανοποίησης επανέρχονται πολύ γρήγορα στο αρχικό τους επίπεδο

Ένα άλλο θεμελιώδες γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης είναι η απίστευτη ικανότητα προσαρμογής. Οι πολικές αρκούδες και οι καφέ αρκούδες αποτελούν δύο διαφορετικά είδη: αν διασταυρωθούν, δεν μπορούν να γεννήσουν. Ο άνθρωπος, αντίθετα, έχει πραγματοποιήσει μακρές μεταναστεύσεις προς Βορρά και Νότο, και κατόρθωσε να προσαρμοστεί- δεν μεταλλάχθηκε.

Οι Εσκιμώοι και οι Πυγμαίοι ανήκουν στο ίδιο είδος, το ανθρώπινο, και μπορούν να κάνουν παιδιά αν διασταυρωθούν. Στον τομέα της ανθρώπινης ψυχολογίας, οι ερευνητές έχουν εντοπίσει εδώ και καιρό αυτό το βασικό χαρακτηριστικό, δηλαδή την προσαρμογή στα γεγονότα της ζωής, είτε είναι ευτυχή είτε τραγικά. Όποια δοκιμασία κι αν περάσει κανείς, οι δείκτες ικανοποίησης επανέρχονται πολύ γρήγορα στο αρχικό τους επίπεδο.

Ο άνθρωπος φαίνεται να προσαρμόζεται σε όλες τις καταστάσεις, πράγμα καθησυχαστικό και ταυτόχρονα απελπιστικό. Σε όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους, το ποσοστό των ευτυχισμένων και των δυστυχισμένων ανθρώπων είναι αξιοσημείωτα σταθερό. Η σταθερότητα αυτή οφείλεται, φυσικά, σε μεγάλο βαθμό, στην εκπληκτική ικανότητα του ανθρώπου να προσαρμόζεται και να μιμείται. Κάθε πλούτος, κάθε πρόοδος, είναι σχετικά, και διαλύονται γρήγορα στη σύγκριση με τους άλλους. Όταν τίθεται σε εκατομμυριούχους το ερώτημα σε ποιο επίπεδο πλούτου θα αισθάνονταν «πραγματικά άνετα», όλοι απαντούν με τον ίδιο τρόπο, όποιο κι αν είναι το επίπεδο στο οποίο έχουν φτάσει: ο διπλάσιος πλούτος από αυτόν που ήδη κατέχουν… Ο πυρήνας του προβλήματος έγκειται πάντως στο ότι οι άνθρωποι δεν λαμβάνουν υπόψη την ικανότητα προσαρμογής τους.

Νομίζουν ότι θα μπορούσαν να είναι ευτυχισμένοι αν τους έδιναν (λίγα) παραπάνω, ότι στην περίπτωση αυτή θα ήταν χορτάτοι, αλλά κάνουν λάθος. Η ενδεχόμενη αύξηση του πλούτου μάς κάνει πάντα να ονειρευόμαστε, αλλά όταν έρχεται δεν τη θεωρούμε ποτέ αρκετή. Ο λόγος είναι ότι συγκρίνουμε το μελλοντικά μας εισόδημα με τις σημερινές μας προσδοκίες, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ότι τούτες οι προσδοκίες μοιραία εξελίσσονται… Αυτό είναι το βασικό κλειδί της (μάταιης) αναζήτησης της ευτυχίας. Για τον Καντ, η ευτυχία είναι ένα «ιδανικό της φαντασίας και όχι της λογικής».

Πίσω από τη μέση σταθερότητα των επιπέδων ευτυχίας, όμως, υπάρχουν ορισμένες ουσιαστικές παράμετροι που την επηρεάζουν με συστηματικό τρόπο. Η πιο παράδοξη είναι η σχέση ανάμεσα στην ευτυχία και την ηλικία. Μοιάζει με την καμπύλη του γράμματος U: οι νέοι και οι ηλικιωμένοι είναι πολύ πιο ευτυχισμένοι από τους μεσήλικες. Από τα 25 ως τα 50 χρόνια , η ευτυχία δεν παύει να υποχωρεί, για να αρχίσει στη συνέχεια να ανεβαίνει… Οι 70χρονοι είναι το ίδιο ευτυχισμένοι με τους 30χρονους. Συναντάμε (κατά μέσο όρο) στους 80χρονους τη χαρά που αισθάνονταν στα 18 τους!

Πώς εξηγείται αυτό το παράδοξο αποτέλεσμα; Η εγγύτητα του θανάτου δεν προκαλεί απόγνωση; Οι οικονομολόγοι δεν είναι ασφαλώς οι πιο αρμόδιοι να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα. Η διάκριση που προτείνει ο Bruno Frey μας βοηθά πάντως να κατανοήσουμε τους παράγοντες που παίζουν ρόλο. Τα γηρατειά απελευθερώνουν τον άνθρωπο από ένα βάρος, τη συσσώρευοη άχρηστων αγαθών, και αποδίδουν ξανά στα εγγενή αγαθά τη θέση που τους αρμόζει.

Με το «ύστερο» έργο του ο Μπετόβεν, όπου προς το τέλος της ζωής του, ο δάσκαλος συνθέτει σονάτες που έρχονται σε ρήξη με τους παραδοσιακούς κώδικες της σύνθεσης. Πρόκειται για το έργο μιας ιδιοφυΐας που έχει απελευθερωθεί από το βάρος της υποχρέωσης να είναι ιδιοφυΐα, από την πίεση να αρέσει…

Δεν πρέπει να χτίζει κανείς την ευτυχία του επάνω σε πλατιά θεμέλια

Αν ο άνθρωπος δε θέλει να είναι πολύ δυστυχισμένος, ο πιο σίγουρος τρόπος για να το πετύχει είναι να μην απαιτεί να είναι πολύ ευτυχισμένος, δηλαδή να βάζει όρια στην απόλαυση, στην απόκτηση των αγαθών, στα αξιώματα, στις τιμές κοκ., γιατί συγκεκριμένα αυτός ο αγώνας και η προσπάθεια να είναι κανείς ευτυχισμένος, είναι που φέρνει τη μεγαλύτερη δυστυχία.

Είναι λοιπόν συνετό και σοφό να περιορίζει ο άνθρωπος τις απαιτήσεις του, αν μη τι άλλο γιατί είναι πολύ εύκολο να δυστυχήσει, ενώ το να είναι κάποιος πολύ ευτυχισμένος δεν είναι μόνο δύσκολο, αλλά απολύτως αδύνατο. Και πιο συγκεκριμένα, δεν πρέπει να χτίζει κανείς την ευτυχία του επάνω σε πλατιά θεμέλια -δεν πρέπει να απαιτεί πολλά πράγματα για να γίνει ευτυχισμένος.

Γιατί η ευτυχία που χτίζεται πάνω σε τέτοια θεμέλια υπονομεύεται πιο εύκολα, κι αυτό γιατί το οικοδόμημα της ευτυχίας συμπεριφέρεται αντίθετα από όλα τα άλλα οικοδομήματα, όπου όσο πιο πλατιά είναι τα θεμέλια τόσο ασφαλέστερο είναι το κτίσμα. Άρα ο πιο σίγουρος τρόπος για ν’ αποφύγουμε την ακραία δυστυχία είναι, να περιορίζουμε τις απαιτήσεις μας στον κατώτατο δυνατό βαθμό σε σύγκριση με τα μέσα που διαθέτουμε, γιατί η ευτυχία είναι μια χίμαιρα, ενώ ο πόνος είναι απολύτως πραγματικός.

 [«Η μέση οδός είναι η καλύτερη, ούτε να υφίστασαι την αθλιότητα μιας τρώγλης, ούτε να γίνεσαι αντικείμενο φθόνου. Το ψηλό πεύκο το δέρνει ο άνεμος πιο σκληρά, οι μεγαλόπρεποι πύργοι καταρρέουν με δύναμη, των βουνών τις κορυφές τις χτυπούν οι κεραυνοί». Οράτιος, Carmina, II, 10, στ. 5-12.]

ARTHUR SCHOPENHAUER, Η ΤΕΧΝΗ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ

Βρίσκω τη σιωπή

Η λέξη σιωπή, – τόσο “κενή”, που μόνο ως απουσία κάποιου πράγματος (του ήχου) μπορούμε να την ορίσουμε -, είναι, ασφαλώς, ένας όρος γεμάτος περιεχόμενο, που ξεχειλίζει από νοήματα – ορισμένα, μέχρι και αντιφατικά. Όταν λέμε πως ένας άνθρωπος είναι καταδικασμένος στη σιωπή, εννοούμε πως έχει δεχτεί καρτερικά την απουσία επικοινωνίας, την απομόνωση, το να μην έχει πρόσβαση στον κόσμο της επαφής με τους άλλους. Βέβαια, το να βρει κανείς τη σιωπή που αναζητά, μπορεί και να είναι έκφραση μιας πολύ διαφορετικής πραγματικότητας: της πραγματικότητας ενός ανθρώπου που μέσα στη σιωπή του (εσωτερική ή εξωτερική) διακρίνει πολύ καλύτερα αυτό που συμβαίνει γύρω του και είναι σε θέση να αντιληφθεί ό,τι δεν μπορούσε να δει μέσα στο πολύβουο κόσμο της καθημερινότητας.

Μόνον η απόλυτη σιωπή μάς αφήνει ν’ αφουγκραστούμε εκείνους τους μικρούς ήχους που χαϊδεύουν τ’ αφτιά: το τιτίβισμα των πουλιών, την μουσική αρμονία ή το τραγούδι του ανέμου.

Αν ο θόρυβος αποσπά την προσοχή, η σιωπή βοηθάει την αυτοσυγκέντρωση.
Αν ο θόρυβος μας τρομάζει, η σιωπή μας παρακινεί να συγκεντρωθούμε.
Αν, όπως διδάσκει η ιατρική, ο θόρυβος μπορεί να γίνει αιτία διαφόρων ασθενειών, η σιωπή – σε αντίθεση με την θεραπευτική αγωγή – συμβάλλει στη χαλάρωση και στην αποστασιοποίηση.

Θα ήταν υπερβολικά απλουστευτικό και κάπως παραπλανητικό να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο θόρυβος που μουδιάζει το πνεύμα μας, προέρχεται από τις κόρνες των αυτοκινήτων, από το χτύπο των γραφομηχανών ή από τον διαπεραστικό ήχο των μεγαφώνων που παίζουν μουσική στη διαπασών. Ο χειρότερος θόρυβος, αυτός που πρέπει πάση θυσία ν’ αποφεύγουμε, ο πιο αρρωστημένος και μόνος υπαίτιος για την εσωτερική μας αναστάτωση, είναι αυτός που κάνουμε εμείς οι ίδιοι, όταν ανοίγουμε το στόμα μας κι αρχίζουμε να μιλάμε χωρίς σταματημό.

Ο άνθρωπος που έχει μάθει να μιλάει υπερβολικά, πιστεύει πως το ν’ ακούς είναι δευτερεύον – κι όποιος δεν ακούει δε μαθαίνει· το συμπέρασμα είναι αναπόφευκτο. Χωρίς χώρο για ν’ ακούσει, χωρίς τη σιωπή και το άνοιγμα που αφήνει η απουσία των δικών του λέξεων, ο άνθρωπος αδειάζει τάχιστα και δεν αφήνει τίποτε το εξωτερικό να βρει μια δίοδο προς το εσωτερικό του.

Και αν αυτό ισχύει παντού, στο πνευματικό επίπεδο γίνεται απολύτως ουσιώδες: εμείς οι ίδιοι είμαστε που εμποδίζουμε την ανάπτυξη του πνεύματός μας.

Δεν θα ήθελα να πιστέψει κάποιος πως του προτείνω να δραπετεύσει στην εξοχή για να κατακτήσει τη σιωπή.

Υπάρχουν χιλιάδες ήρεμες περιοχές και στιγμές γαλήνης μέσα στο περιβάλλον μας, αν θελήσουμε να τις αναζητήσουμε και να τις εκμεταλλευτούμε.

Υπάρχει μια σιωπή που δεν εξαρτάται απ’ το κατά πόσο μπορούμε να βρούμε ένα αθόρυβο περιβάλλον· μια σιωπή που απολαμβάνει όποιος μπορεί να εξαλείψει πρώτα το θόρυβο, κι ύστερα ν’ αναζητήσει, ν’ ανακαλύψει και να χτίσει τις σιωπές του. Κι όταν πια θα τις έχει βρει, όχι μόνο θα μπορεί να τις “ακούει”, αλλά θα μπορεί ν’ ακούει καλύτερα κι ό,τι στ’ αλήθεια ακούγεται.

Όταν συναντιέσαι με τη σιωπή, αρχίζει για σένα η περίοδος της ευαισθησίας και της ικανότητάς σου ν’ ακούς. Αν δεν πιστεύεις στην εσωτερική δύναμη της σιωπής, δοκίμασε να εμπιστευτείς κάτι σημαντικό σε κάποιο πολύ δικό σου πρόσωπο, όταν θα είστε μόνοι οι δυο σας κάτω από μια γέφυρα, τη στιγμή που πάνω απ’ τα κεφάλια σας περνάει μια εμπορική αμαξοστοιχία…

Όσο προχωράς στην εξωτερική και την εσωτερική σιωπή, ανακαλύπτεις πράγματα που βρίσκονταν πάντα σε απόσταση αναπνοής, κι άλλα για τα οποία δεν είχες ακούσει ποτέ να γίνεται λόγος, ή αποκτάς πρόσβαση σ’ έναν νέο τρόπο κατανόησης ενός οικείου πράγματος, ακούγοντας όμως τώρα τους διαφορετικούς τόνους του κάθε ήχου.

Το σύνολο αυτών των καινούργιων ικανοτήτων αποτελεί μέρος μιας νέας ευαισθησίας που ανοίγει την πόρτα σε μια – όλο και μεγαλύτερη και όλο και καλύτερη – συνειδητοποίηση της πραγματικότητας, τόσο της εξωτερικής όσο και εσωτερικής.

Στρόβιλος φωτιάς

Μια πυρκαγιά σε ένα βρετανικό εργοστάσιο πλαστικών έφερε τους πυροσβέστες αντιμέτωπους με ένα περίεργο θέαμα.

Το βίντεο που θα δείτε, τραβήχτηκε από τους πυροσβέστες που είχαν φτάσει στην περιοχή προσπαθώντας να σβήσουν τη φωτιά. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «καταιγίδα φωτιάς» και μας θυμίζει κάτι σαν στρόβιλο… φλόγας.

Το περίεργο αυτό φαινόμενο ξεκινά όταν ο ψυχρός αέρας συνδυάζεται με ζεστό αέρα πάνω από μια φωτιά και στη συνέχεια αναπτύσσεται παρασύροντας συντρίμμια, σκόνη, τέφρα και διάφορα αέρια.

Ρητορεία και ρητορική: Ρητορικοί τρόποι και σχήματα

Οι δύο αυτοί όροι χαρακτηρίζουν γενικά ηθελημένες και λειτουργικές ως προς την επικοινωνία, άρα κατανοητές, σαφείς και γενικώς αποδεκτές αποκλίσεις από τη συμβατική γλώσσα, που εξυπηρετούν διάφορους ρητορικούς στόχους (παραδείγματα προσφέρει ο Κοϊντιλιανός, Institutio οratoria 1.5.52, 9.3.6). Στο σύνολό τους συμβάλλουν στον κόσμον του λόγου, την καλλιέπεια, αναδεικνύουν την ευστροφία του ομιλητή και κινούν το ενδιαφέρον και την προσοχή του ακροατηρίου, συχνά διεγείροντας σε αυτό πάθη.
 
Οι μορφές και η χρήση των ρητορικών τρόπων και σχημάτων απασχολεί δύο τέχνες: τη ρητορική και τη γραμματική. Η διάκριση των τρόπων από τα σχήματα παρουσιάζει προβλήματα και δεν λείπουν οι σχετικές διαφωνίες μεταξύ των αρχαίων γραμματικών και ρητοροδιδασκάλων. Έτσι συχνά εγείρεται το ζήτημα αν μια γλωσσική διατύπωση ανήκει στους τρόπους ή στα σχήματα (Κοϊντιλιανός, Institutio oratoria 9.1.7). Μάλιστα στα σχετικά έργα κάποιων αρχαίων θεωρητικών οι τρόποι εντάσσονται στα σχήματα. Ωστόσο, οι περισσότεροι προσπαθούν να διακρίνουν με ακρίβεια μεταξύ τρόπων και σχημάτων.
 
Τον πρώτο κατάλογο μέσων καλλωπισμού του λόγου που έχουμε από την αρχαιότητα μάς τον παραδίδει ο συγγραφέας του ανώνυμου έργου Rhetorica ad Herennium (Ρητορική προς Ερέννιον 4.13.18 κ.εξ.· περ. 85 π.Χ.). Εδώ έχουμε εξονυχιστική πραγμάτευση του κόσμου των λέξεων (exornationes verborum) και των ιδεών (exornationes sententiarum).
 
Ρητορικοί τρόποι
 
Μιλάμε για ρητορικούςποιητικούς) τρόπους, για να τους διακρίνουμε από τους γραμματικούς, που αφορούν τροπές στη μορφή των λέξεων. Στην περίπτωση χρήσης ενός ρητορικού τρόπου (< αρχ. ελλ. ρ. τρέπω: στρέφω, γυρίζω, μεταβάλλω), στη θέση μιας λέξης που θα χρησιμοποιούνταν με την κυριολεκτική της σημασία, εμφανίζεται μια άλλη (αλλάζουν, τροποποιούνται, (μετα)τρέπονται οι λέξεις· immutatio/-iones verborum, βλ. Κικέρωνα, Brutus 17.69, Partitiones oratoriae 6.19). Ο ρητορικός τρόπος είναι από αυτή την άποψη μια μορφή ακυριολεξίας (improprietas). Άλλωστε και η σημασία της λέξης που λειτουργεί ως υποκατάστατο υφίσταται, προκειμένου να ενταχθεί στα νέα συμφραζόμενά της, μια μικρή και ελαφριά τροποποίηση, που όμως θα πρέπει να είναι κατανοητή και πειστική (Κοϊντιλιανός, Institutio οratoria 8.6.1, 9.1.4). Στόχος των ρητορικών τρόπων είναι γενικά ο στολισμός του λόγου, που προκαλεί το ενδιαφέρον του ακροατή και τον συγκινεί.
 
Εκτός από την τροπική χρήση μιας λέξης μπορεί να έχουμε και χρήση ενός συνόλου λέξεων που συνθέτουν κατά βάσιν όλες μαζί μια εικόνα και έχουν -ως σύνολο- τροπική σημασία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η κυριολεκτική σημασία των λέξεων συνιστά το πρώτο (παιγνιώδες) σημασιολογικό επίπεδο. Ωστόσο, αυτή η πρώτη σημασία δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως γνήσια και αληθής, αφού στην εικόνα που οι λέξεις σημαίνουν συνολικά θα πρέπει τελικά να δώσει κάποιος διαφορετική από την κυριολεκτική, με άλλα λόγια, συμβολική σημασία. Αυτό το δεύτερο σημασιολογικό επίπεδο συνιστά τη γνήσια σημασία της εικόνας, το σοβαρό μήνυμά της. Θα χαρακτηρίζαμε τους συγκεκριμένους τρόπους ως τρόπους διανοίας (κατά τα σχήματα διανοίας): εδώ η δύναμη και η αποτελεσματικότητα του τρόπου έγκειται στη διάνοια που διατρέχει και καθορίζει τη συνολική εικόνα. Ως τέτοιοι τρόποι διανοίας μπορούν να λειτουργήσουν η αλληγορία και κατά περίπτωση η ειρωνεία, η έμφαση, η συνεκδοχή, η υπερβολή.
 
Η χρήση του τρόπου επιβάλλεται, όταν δεν υπάρχει άλλη «κατάλληλη» λέξη, για να δηλώσει το πρόσωπο, το πράγμα ή την έννοια για την οποία γίνεται λόγος, και δικαιολογείται, όταν επιδιώκεται ο ρητορικός καλλωπισμός. Αυτή η αντικατάσταση εκτιμάται και αξιολογείται με βάση το κριτήριο του πρέποντος, της σαφήνειας, όπως και τα κριτήρια της γλωσσικής καθαρότητας και ορθότητας. Άλλωστε η εν ευρεία εννοία «μεταφορική» χρήση των λέξεων (η χρήση των λέξεων με τροπική σημασία) δεν είναι τυχαία, αλλά κινείται μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια. Κατονομάζεται, για παράδειγμα, το γένος αντί του είδους ή αντίθετα το είδος αντί του γένους (πρόκειται εδώ συγκεκριμένα για τον ρητορικό τρόπο της συνεκδοχής): «Ο Οδυσσέας έκανε χιλιάδες άθλους» - ο όρος «χιλιάδες» χρησιμοποιείται εδώ καθ' ὑπερβολήν και συνεκδοχικά, ως είδος του «πολύς», αντί λοιπόν της φράσης «έκανε πολλούς άθλους», ακριβώς για να προβάλει με επίταση το πλήθος των άθλων του ήρωα.
 
Μολονότι ο Αριστοτέλης δεν κάνει λόγο για τρόπους ούτε χρησιμοποιεί έναν συγκεκριμένο όρο γι' αυτούς, όσα αναφέρει για τη μεταφορά (Ποιητικὴ 21.1457b6-9) -ότι πρόκειται για τη μετακίνηση μιας λέξης από το κανονικό της σημασιολογικό περιβάλλον σε ένα άλλο και τη χρήση της για πράγματα διαφορετικά από αυτά που η ίδια αυτή λέξη δηλώνει κατά κυριολεξία, χρήση που θα πρέπει να διακρίνεται από προσοχή και σαφήνεια- βρίσκουν γενικά εφαρμογή σε κάθε κατηγορία τρόπου. Έτσι η λέξη μπορεί να σημαίνει κατά κυριολεξία το είδος αλλά με την τροπική της σημασία να δηλώνει το γένος (όπως στο προηγούμενο παράδειγμα: «έκανε χίλια καλά» αντί του «έκανε πάρα πολλά καλά») ή, αντίστροφα, να σημαίνει με την αρχική της σημασία το γένος αλλά η τροπική της να αναφέρεται στο είδος («το πλοίο στάθηκε στην είσοδο του λιμανιού» αντί «το πλοίο αγκυροβόλησε»), ή να σημαίνει τόσο με τη βασική όσο και με την τροπική της σημασία το είδος («τα στάχυα λικνίζονταν στην πνοή του ανέμου») ή, τέλος, να χρησιμοποιείται «κατά το ανάλογον». Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, αν η σχέση του α προς το β είναι ανάλογη της σχέσης του γ προς το δ, τότε μπορεί το γ να αντικαταστήσει το α ή το αντίστροφο: «τα τείχη υψώνονταν φρουροί γύρω από την πόλη» (όπως στέκονται οι φρουροί γύρω από εκείνον που φυλάσσουν).
 
Ο πρώτος που μας δίνει μια λεπτομερή κατηγοριοποίηση των τρόπων είναι ο γραμματικός του δεύτερου μισού του 1ου αι. π.Χ. Τρύφων στο έργο του Περὶ τρόπων. Καταγράφει δεκατέσσερις τρόπους, τους οποίους ονομάζει και ποιητικούς, γιατί οι γραμματικοί αναφέρονται σε αυτούς, όταν ερμηνεύουν το ύφος των ποιητών (Περὶ τρόπων, Spengel III, σελ. 191, στ. 18-22). Οκτώ από τους τρόπους του Τρύφωνος συμπίπτουν με τον κατάλογο του συγγραφέα του έργου Rhetorica ad Herennium (μεταφορά, κατάχρησις, ἀλληγορία, μετωνυμία, συνεκδοχή, ὀνοματοποιία, περίφρασις, ὑπερβατόν). Οι υπόλοιποι έξι είναι οι εξής: αἴνιγμα, μετάληψις, ἀναστροφή, πλεονασμός, ἔλλειψις, παραπλήρωμα. Σε αυτούς τους δεκατέσσερις τρόπους ο Τρύφων προσθέτει εικοσιεπτά φραστικούς τρόπους, τους οποίους συζητά εκτενώς. Εδώ εντάσσει και την αντονομασία και την υπερβολή, στις οποίες αναφέρεται και ο συγγραφέας της Ρητορικής προς Ερέννιον. Βεβαίως ο Κοϊντιλιανός (Institutio oratoria 8.6.1) επισημαίνει με σαφήνεια ότι μεταξύ των γραμματικών και των φιλοσόφων επικρατεί συνεχής διαμάχη για τα είδη, τις μορφές και τον αριθμό των ρητορικών τρόπων.
Ακολουθεί μια σύντομη και επιλεκτική παρουσίαση ορισμένων βασικών ρητορικών τρόπων:
 
α. Μεταφορά (translatio)
β. Μετωνυμία (denominatio)
γ. Συνεκδοχή (comprehensio, intellectio)
δ. Αντονομασία (pronominatio)
ε. Περίφραση (circumitio)
στ. Λιτότης (litotes, exadversio)
ζ. Ευφημισμός
η. Έμφασις (emphasis)
θ. Υπερβολή (superlatio)
ι. Ειρωνεία (ironia, simulatio/dissimulatio, irrisio, illusio)
 
α. Μεταφορά (translatio)
 
Πρόκειται για έναν από τους συνηθέστερους και βασικότερους ρητορικούς τρόπους. Είναι μια εξαιρετικά σύντομη και συνοπτική ως προς τη διατύπωσή της σύγκριση-παραβολή, που έχει ως στόχο να προσδώσει σαφήνεια και κόσμον (στολισμό) στον λόγο, ενώ αποκαλύπτει ανάλογα με την ποιότητα, την ευστοχία και την πρωτοτυπία της την ευστροφία του ομιλητή.
 
Στην περίπτωση της ανεπτυγμένης (με τη χρήση των κατάλληλων παραβολικών φράσεων) σύγκρισης, της παρομοίωσης, το πρόσωπο ή το πράγμα που πρέπει να παρουσιαστεί με ενάργεια και σαφήνεια παραβάλλεται με ένα άλλο συγκρίσιμο προς αυτό, ενώ στην περίπτωση της μεταφοράς, το όνομα του προσώπου ή του πράγματος που πρέπει να δηλωθεί με ακρίβεια (και γι' αυτό συγκρίνεται) αντικαθίσταται από το όνομα αυτού με το οποίο γίνεται η σύγκριση. Έτσι στη φράση λέων ἐπόρουσεν η λέξη λέων συνιστά μεταφορά, ενώ με τη φράση ὡς δὲ λέων ἐπόρουσεν (για τον Αχιλλέα, Ομήρου Ἰλιάς Υ 164) έχουμε παρομοίωση.
 
Η συσσώρευση μεταφορών (λέξεων με μεταφορική σημασία) για τη σύνθεση μιας ενιαίας και συμβολικής εικόνας ενός προσώπου ή ενός πράγματος, μιας έννοιας ή μιας κατάστασης αποτελεί αλληγορία (permutatio). Στην προκειμένη περίπτωση ο τρόπος δεν έγκειται στη χρήση μιας μόνο λέξης αλλά ενός συνόλου λέξεων (τρόπος διανοίας).
 
Όταν ο χώρος προέλευσης της μεταφοράς είναι ό,τι κάνει/παθαίνει/βιώνει ο άνθρωπος, αλλά το πλαίσιο χρήσης της δεν εμπίπτει στη συγκεκριμένη περιοχή, κάνουμε λόγο για προσωποποιίαπροσωποποίηση). Συνήθως σε αυτή την περίπτωση παρουσιάζεται (συνήθως να μιλά ή να δρα) με ανθρώπινα χαρακτηριστικά μια αφηρημένη έννοια. Και σε αυτήν την περίπτωση, όταν έχουμε εκτεταμένη χρήση μεταφορών, μπορούμε να μιλήσουμε για τρόπο διανοίας.
 
Παράδειγμα προσωποποιίας και ταυτόχρονα αλληγορίας προσφέρουν οι στίχοι 3-7 από τον Ἀπόλογον του Σόλωνα (απ. 36 West): Μάρτυρας αψευδής στο δικαστήριο του Χρόνου / η μεγάλη μητέρα των Ολυμπίων θεών, / η σκοτεινή Γη· από πάνω της εγώ / σήκωσα κάποτε τα σημάδια των συνόρων, / που είχανε καρφωθεί παντού / - τότε ήταν δούλη, τώρα ελεύθερη. Γη και Χρόνος συμμετέχουν στη δίκη του ποιητή - η έννοια της Ιστορίας που καταγράφει τη δράση και το έργο όλων αποδίδεται αλληγορικά ως δικαστήριο όπου κριτής είναι ο χρόνος. Η Γη, που δεν είναι πια δούλη, αλλά έχει απελευθερωθεί, καταθέτει ως μάρτυρας σε αυτό το δικαστήριο ότι ο ποιητής επιτέλεσε με επιτυχία το έργο του, δηλαδή την άρση των χρεών (σεισάχθεια, «απόσειση βαρών»). Μέσα από αυτήν την παιγνιώδη σημασία της εικόνας διαφαίνεται το γνήσιο νόημά της: ο Σόλωνας απάλλαξε την αθηναϊκή γη και τους πολίτες της από τις καταστροφικές δεσμεύσεις περιουσίας που επέβαλλαν οι επαχθείς όροι δανεισμού· άφησε έτσι ανεξίτηλο το ιστορικό του στίγμα.
 
Μια μορφή αλληγορίας είναι το αίνιγμα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η σχέση των κατά κυριολεξία σημαινομένων (του παιγνιώδους νοήματος της αλληγορίας) με το γνήσιο νόημα της εικόνας δεν είναι αμέσως ή εύκολα αντιληπτή.
 
Στην ευρύτερη κατηγορία της μεταφοράς ανήκει η μεταφορική κατάχρησις: πρόκειται για την αναγκαστική μεταφορά· εδώ χρησιμοποιείται ένας όρος σε ξένα κατά την κυριολεκτική του σημασία συμφραζόμενα, προκειμένου να κατονομαστεί μια έννοια που δεν μπορεί να κατονομαστεί με άλλο τρόπο. Μιλάμε, για παράδειγμα, για τη «μύτη» του μολυβιού, το «κεφάλι» της καρφίτσας, τον «κυματισμό» της σημαίας, το «χείλος» του ποτηριού, τον «τράχηλο» του βουνού κ.λπ.
 
Άμεση λογική συνέπεια αυτού του ορισμού είναι να θεωρήσουμε την κατάχρηση ως μια ευρέως διαδεδομένη μεταφορά, που όταν πια χρησιμοποιείται, δεν εντυπωσιάζει, όπως θα περίμενε κανείς από ένα στοιχείο στολισμού του λόγου. Υπ' αυτή την έννοια, ως παραδείγματα κατάχρησης θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι διάφορες χρήσεις του επιθέτου μέγας και των παραθετικών του (μέγιστος) όπως και του ουσιαστικού μέγεθος, για να υπογραμμίσουν τη βαρύνουσα σημασία του θέματος που συζητείται και που βεβαίως δεν διακρίνεται από κατά κυριολεξία μετρήσιμο, φυσικό μέγεθος, για παράδειγμα στο προοίμιο του Περὶ εἰρήνης 1-2 του Ισοκράτη: ταῦτα μέγιστα φάσκειν εἶναι («(συνηθίζουν να) λένε ότι αυτά τα θέματα για τα οποίο πρόκειται να σας μιλήσουν) είναι πάρα πολύ μεγάλα»), Τὸ μὲν οὖν μέγεθος ὑπὲρ ὧν συνεληλύθαμεν τηλικοῦτόν ἐστι («Τόσο μεγάλο είναι λοιπόν το μέγεθος των πραγμάτων για τα οποία έχουμε συγκεντρωθεί»). Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιούνται στο ίδιο χωρίο οι όροι δύναμις (μεγίστην ἔχει δύναμιν) («έχουν (ενν. τα θέματα) την πιο μεγάλη δύναμη», δηλ. τη μεγαλύτερη σημασία) και ὀρθῶς (τοὺς ὀρθῶς βουλευομένους) («αυτούς που σκέφτονται και κρίνουν ορθά»).
 
β. Μετωνυμία (denominatio)
 
Στην περίπτωση της μετωνυμίας μια έννοια αντικαθιστά μια άλλη συγγενή της ως προς τη σημασία. Εδώ δεν τίθεται θέμα σύγκρισης μεταξύ εννοιών, όπως στη μεταφορά, ακριβώς γιατί η νοηματική συγγένεια είναι προφανής. Ο σκοπός αυτής της αντικατάστασης είναι η ποικιλία στο λεξιλόγιο ή η πρόκληση συνειρμών.
 
Η αντικατάσταση μιας έννοιας από άλλη συγγενή της ακολουθεί κατά βάσιν τους εξής τύπους:
Αναφέρεται:
  • το πρόσωπο αντί του πράγματος ή, αντίστροφα, το πράγμα αντί του προσώπου (π.χ. «Διαβάζω Όμηρο», Λυσία Ὑπὲρ Μαντιθέου 5: συγκαταλύσαντας τὸν δῆμον («αυτούς που κατέλυσαν μαζί τους τη δημοκρατία»)
  • ο τόπος ή ο χρόνος αντί για το πρόσωπο ή το πράγμα που εδρεύει/εμπεριέχεται σε αυτόν ή εμπίπτει στη διάρκειά του, π.χ. «αποφάσισε η Βουλή», «ευτυχισμένα χρόνια», «ήπιε μονορούφι το ποτήρι», Λυσία Ὑπὲρ Μαντιθέου 1: Εἰ μὴ συνῄδειν, ὦ βουλή, («Αν δεν ήμουν βέβαιος, κύριοι βουλευτές,»), Ισοκράτη Περὶ εἰρήνης 136: οὐ μόνον εὐδαίμονα ποιήσετε ταύτην τὴν πόλιν, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ἅπαντας. («θα κάνετε ευτυχισμένη όχι μόνο αυτή την πόλη, αλλά και όλους τους άλλους Έλληνες»)
  • το επίθετο που αποδίδει μια ιδιότητα δίπλα στο ουσιαστικό που δηλώνει την αιτία που προκαλεί τη συγκεκριμένη ιδιότητα (π.χ. λευκά γηρατειά, χλωμός θάνατος)
  • το αφηρημένο αντί του συγκεκριμένου, για παράδειγμα, στον λόγο Περὶ εἰρήνης 26 ο Ισοκράτης μιλά για τις αφηρημένες έννοιες της ησυχίας, της πολυπραγμοσύνης, της δικαιοσύνης, της αδικίας, της επιμελείας των ιδίων, της επιθυμίας των αλλοτρίων αντί να αναφερθεί σε αντίστοιχες συγκεκριμένες καταστάσεις ή δράσεις: Οὐδὲν δὲ τούτων οἷόν τ᾽ ἐστιν γενέσθαι πρότερον, πρὶν ἂν πεισθῆτε τὴν μὲν ἡσυχίαν ὠφελιμωτέραν καὶ κερδαλεωτέραν εἶναι τῆς πολυπραγμοσύνης, τὴν δὲ δικαιοσύνην τῆς ἀδικίας, τὴν δὲ τῶν ἰδίων ἐπιμέλειαν τῆς τῶν ἀλλοτρίων ἐπιθυμίας. («Τίποτε από αυτά δεν μπορεί να γίνει, προτού πεισθείτε ότι είναι χρησιμότερη και επικερδέστερη η ηρεμία από την πολυσχιδή δράση και η δικαιοσύνη από την αδικία κι ακόμη η φροντίδα για τα προσωπικά αποκτήματα από την επιθυμία για τα ξένα».)
  • το υλικό αντί του πράγματος, π.χ. Όμηρος, Ἰλιάς Δ 528: πάγη δ' ἐν πνεύμονι χαλκός («ο χαλκός (ενν. η αιχμή του δόρατος) καρφώθηκε στον πνεύμονα»)
  • το σύμβολο μιας ενέργειας (για παράδειγμα, η φράση οἱ τὰς ἀσπίδας ἀποβάλλοντες («αυτοί που πετούν τις ασπίδες») από τον Περὶ εἰρήνης του Ισοκράτη (143) σημαίνει τους λιποτάκτες - η μετοχική φράση συνιστά καταρχήν τρόπο διανοίας, ενώ καθαρή περίπτωση μετωνυμίας αποτελεί το συνώνυμο ουσιαστικό οἱ ῥιψάσπιδες).
γ. Συνεκδοχή (comprehensio, intellectio)
 
Σκοπός του συγκεκριμένου τρόπου είναι η ποικιλία στην έκφραση και η διέγερση της φαντασίας του ακροατή, η πρόκληση συνειρμών που διευκρινίζουν τη γενική και σύντομη διατύπωση.
 
Δύο είναι οι βασικοί τύποι της συνεκδοχής: η χρήση του μέρους αντί του όλου (pars pro toto) και, το αντίστροφο, η χρήση του γένους αντί του είδους (genus pro specie). Η συνεκδοχή θα μπορούσε λοιπόν να χαρακτηριστεί ως μια μορφή μετωνυμίας (αναφέρεται το γενικό ή αφηρημένο αντί του ειδικού ή συγκεκριμένου και αντίστροφα).
 
Έτσι η φράση καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν(και στην ξηρά και στη θάλασσα) (Ισοκράτης, Περὶ εἰρήνης 68) αποτελεί παράδειγμα συνεκδοχής (το γένος αντί του είδους): έχουμε γενική και συνοπτική αναφορά στην ξηρά και στη θάλασσα αντί για την ειδική αναφορά στα συγκεκριμένα μέρη της ηπειρωτικής και της θαλάσσιας χώρας όπου, εν προκειμένω, διαδραματίστηκαν οι συγκρούσεις. Βλ. ακόμη: καὶ τῷ βαρβάρῳ πολέμιοι γεγονότες (κι αφού έγιναν εχθροί των βαρβάρων), Ισοκράτους Ἀρεοπαγιτικός 10, όπου ο γενικός όρος βάρβαρος αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο ξένο λαό, τους Πέρσες. Παράδειγμα συνεκδοχής όπου αναφέρεται το μέρος αντί του όλου προσφέρει η φράση πολὺ ἂν δικαιότερον ἐκείνοις τοῖς γράμμασιν ἢ τούτοις πιστεύοιτε («πολύ πιο δίκαια θα εμπιστευόσαστε εκείνα τα δημόσια έγγραφα παρά αυτά» - ενν. τα αρχεία που προσκομίζουν οι κατήγοροι), Λυσία Ὑπὲρ Μαντιθέου 7, όπου ο όρος γράμματα χρησιμοποιείται με τη (διαδεδομένη συνεκδοχική) σημασία «δημόσια έγγραφα» - εδώ ειδικότερα δηλώνει τις καταστάσεις με τα ονόματα των πολιτών που όφειλαν χρήματα.
 
δ. Αντονομασία (pronominatio)
 
Το σύνηθες όνομα ενός προσώπου αντικαθίσταται από λέξη που θα μπορούσε να λειτουργεί σε θέση παράθεσης σε αυτό το ίδιο το όνομα. Έτσι η αντονομασία μπορεί να θεωρηθεί είδος συνεκδοχής, αφού το γένος αντικαθιστά το άτομο (species pro individuo). Το ακόλουθο παράδειγμα προέρχεται από τον λόγο του Λυσία Ὑπὲρ Μαντιθέου (15): ὕστερος ἀνεχώρησα τοῦ σεμνοῦ Στειριῶς τοῦ πᾶσιν ἀνθρώποις δειλίαν ὠνειδικότος(«έφυγα ύστερα από τον "σπουδαίο" Στειριέα, που καταμαρτύρησε σε όλους δειλία»). Ο στρατηγός Θρασύβουλος ονομάζεται εδώ Στειριεύς, γιατί ανήκε στον δήμο Στειρία (της Πανδιονίδος φυλής). Η αντονομασία προκαλεί την εντύπωση της ποιητικής ανοικείωσης, προσδίδει ποικιλία στην έκφραση, ενώ σε άλλες περιπτώσεις βοηθά στην αποφυγή «απαγορευμένων» λέξεων.
 
ε. Περίφραση (circumitio)
 
Ο συγκεκριμένος τρόπος προβλέπει την αντικατάσταση μιας λέξης από περισσότερες από μια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφέρει η φράση σθένος Ἰδομενῆος (Όμηρος, Ἰλιάς 13.248) αντί του απλού ονόματος Ἰδομενεύς. Ο ρητορικός στόχος του συγκεκριμένου τρόπου είναι η ποικιλία στην έκφραση, ο στολισμός του λόγου, κάποτε, ιδιαιτέρως στην ποίηση, η αποφυγή συνηθισμένων και τετριμμένων εκφράσεων ή και εκφράσεων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν προκλητικές ή ακόμη και αναιδείς. Βλ. για παράδειγμα Λυσία Ὑπὲρ Μαντιθέου 11: τῶν νεωτέρων ὅσοι περὶ κύβους ἢ πότους ἢ [περὶ] τὰς τοιαύτας ἀκολασίας τυγχάνουσι τὰς διατριβὰς ποιούμενοι… (αντί της απλής μετοχής διατρίβοντες) («από τους νεότερους όσοι τυχαίνει να περνούν τον καιρό τους παίζοντας ζάρια ή πίνοντας ή κάνοντας παρόμοιες ασωτίες»). Ιδιαίτερα προκαλεί το ενδιαφέρον η περιφραστική απόδοση μιας έννοιας, όταν αυτή γίνεται με λέξεις που δεν σχετίζονται (απαραιτήτως) ετυμολογικά με τον όρο που αντικαθίσταται: Βλ. για παράδειγμα Λυσία Ὑπὲρ Μαντιθέου 13: ἡγούμενος αἰσχρὸν εἶναι τοῦ πλήθους μέλλοντος κινδυνεύειν ἄδειαν ἐμαυτῷ παρασκευάσαντα στρατεύεσθαι («επειδή πίστευα ότι είναι επονείδιστο εγώ να πάρω μέρος στην επιχείρηση έχοντας φροντίσει για τον εαυτό μου να έχω μια ασφαλή θέση, ενώ το πλήθος επρόκειτο να διακινδυνεύσει»). Η περίφραση ἄδειαν ἐμαυτῷ παρασκευάσαντα αντικαθιστά την απλή αιτιατική (ἐμέ) ἀσφαλῆ, έτσι ώστε να προβληθεί εμφατικά ο ανιδιοτελής χαρακτήρας της στάσης του Μαντίθεου.
 
Ακριβώς επειδή για τον σχηματισμό της περίφρασης απαιτούνται περισσότερες από μια λέξεις είναι αμφιλεγόμενη η ένταξή της στους τρόπους. Ο Κοϊντιλιανός, για παράδειγμα, την εντάσσει στα σχήματα (Institutio οratoria 9.1.3).
 
στ. Λιτότης (litotes, exadversio)
 
Μία αρνητική περιφραστική διατύπωση αποδίδει την αντίστοιχη θετική έννοια και μάλιστα με επίταση. Το ακόλουθο παράδειγμα προέρχεται από τον λόγο Ὑπὲρ Μαντιθέου του Λυσία (10): Ἐγὼ γὰρ πρῶτον μέν, οὐσίας μοι οὐ πολλῆς καταλειφθείσης διὰ τὰς συμφορὰς καὶ τὰς τοῦ πατρὸς καὶ τὰς τῆς πόλεως (οὐ πολλῆς: ελάχιστης, πάρα πολύ μικρής) («Γιατί εγώ καταρχάς, μια που ελάχιστη κληρονομιά μού είχε απομείνει εξαιτίας των συμφορών που βρήκαν τόσο τον πατέρα μου όσο και την πόλη»). Η λιτότης έχει στοιχεία παιγνίου και παρουσιάζει κάποια συγγένεια με την ειρωνεία - θα πρέπει να εννοήσει κανείς την αντίθετη ακριβώς έννοια από αυτή που αρνείται ο ομιλητής και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό. Πρόκειται για μια κατά βάσιν μετριοπαθή αρνητική διατύπωση που όμως μεταφέρει κεκαλυμμένα ένα ισχυρό θετικό σημαινόμενο.
 
ζ. Ευφημισμός
 
Ένας όρος αντικαθίσταται από κάποιον άλλο, ώστε να μετριαστεί η αρνητική σημασία του. Μπορεί μάλιστα η σημασία των δύο όρων να απέχει τόσο, ώστε οι όροι να είναι μεταξύ τους αντώνυμοι. Το ακόλουθο παράδειγμα προέρχεται από τον λόγο Ὑπὲρ Μαντιθέου του Λυσία (15): καὶ μάλιστα τῆς ἡμετέρας φυλῆς δυστυχησάσης, καὶ πλείστων ἐναποθανόντων («και μολονότι η δική μας φυλή είχε τη μεγαλύτερη ατυχία και ενώ πάρα πολλοί έχασαν τη ζωή τους»). Η μετοχή δυστυχησάσης χρησιμοποιείται αντί της σημασιολογικά και συναισθηματικά ισχυρότερης μετοχής ηττηθείσης.
 
η. Έμφασις (emphasis)
 
Ο συγκεκριμένος ρητορικός τρόπος προβλέπει τη χρήση μιας λέξης με όσο γίνεται πιο διευρυμένη τη βασική σημασία της. Σε αυτήν την περίπτωση ο ρητορικός στόχος είναι η στροφή της προσοχής του κοινού, η διέγερση των συνειρμών και ο προβληματισμός του, όπως και η πρόκληση πάθους. Η αποτελεσματικότητα της έμφασης ενισχύεται συνήθως από τον τρόπο της εκφώνησης, της προφοράς του όρου (pronuntiatio), και ακόμη από την υποστήριξη της εκφώνησης με τις κατάλληλες κινήσεις του σώματος. Για παράδειγμα ο λόγος του Λυσία Ὑπὲρ Μαντιθέου κλείνει με τη φράση οὐ γὰρ ἕτεροι περὶ αὐτῶν κριταί εἰσιν, ἀλλ' ὑμεῖς (21) («γιατί δεν κρίνουν άλλοι γι' αυτά, αλλά εσείς»). Ο τύπος της προσωπικής αντωνυμίας ὑμεῖς χρησιμοποιείται εδώ εμφατικά, δηλαδή με ενισχυμένο σημασιολογικό βάρος: δεν δηλώνει απλώς τα πρόσωπα των κριτών αλλά επιπλέον υπογραμμίζει έμμεσα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτών των προσώπων με βάση όσα προανέφερε ο ομιλητής. Στο τέλος του λόγου του ο Μαντίθεος είναι σα να λέει «κρίνετε εσείς, επομένως όχι οποιοιδήποτε, αλλά πολίτες που εκτιμούν ιδιαίτερα όσους ανήκουν σε οικογένειες με λαμπρή προσφορά στην πόλη».
 
θ. Υπερβολή (superlatio)
 
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ένας όρος χρησιμοποιείται με υπερβολική σημασία, ώστε να προκαλέσει το πάθος και τη συγκίνηση. Όταν η υπερβολή λειτουργεί ως τρόπος διανοίας, εκτείνεται δηλαδή σε περισσότερες λέξεις, μπορεί να προσδίδει ενάργεια και σαφήνεια στην περιγραφή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπερβολής και των δύο μορφών προσφέρει το προοίμιο του λόγου Περὶ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας του Δημοσθένη (1): ἐγὼ δ᾽ οὐδεπώποθ᾽ ἡγησάμην χαλεπὸν τὸ διδάξαι τὰ βέλτισθ᾽ ὑμᾶς (ὡς γὰρ εἰπεῖν ἁπλῶς, ἅπαντες ὑπάρχειν ἐγνωκότες μοι δοκεῖτε), ἀλλὰ τὸ πεῖσαι πράττειν ταῦτα· ἐπειδὰν γάρ τι δόξῃ καὶ ψηφισθῇ, τότ᾽ ἴσον τοῦ πραχθῆναι ἀπέχει ὅσονπερ πρὶν δόξαι. («Εγώ ποτέ ως τώρα δεν έκρινα δύσκολο να σας εξηγήσω ποιό είναι το καλύτερο -γιατί, για να το πω απλά και καθαρά, όλοι γενικά μου δίνετε την εντύπωση ότι το γνωρίζετε-, αλλά το να σας πείσω να το εφαρμόσετε· γιατί, όταν αποφασίσετε και ψηφίσετε κάτι, τόσο απέχει και τότε από το να γίνει πράξη όσο ακριβώς και πριν το αποφασίσετε».). Ο ρήτορας θεωρεί εδώ ότι δεν υπάρχει ούτε ένας Αθηναίος που να μην αντιλαμβάνεται ποιό είναι σε κάθε περίπτωση το ορθό - είναι όμως προφανές ότι αυτή η προϋπόθεση (η γνώση της ορθής τοποθέτησης σε κάθε ζήτημα) δεν μπορεί να ισχύει για τον καθένα. Μέσα από αυτήν την ανεπιφύλακτα και υπερβολικά ευνοϊκή στάση προς όλους επιδιώκει προφανώς να κερδίσει τη συμπάθεια του συνόλου των ακροατών. Από την άλλη, διατυπώνει την άποψη ότι οι αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου, ακόμη κι όταν έχουν ληφθεί, είναι σα να μην υπάρχουν ακριβώς εξαιτίας της αναβλητικότητας των Αθηναίων. Ωστόσο είναι σαφές ότι ακόμη κι αν οι πολίτες αναβάλλουν την εφαρμογή των αποφάσεών τους, παραμένει γεγονός αναμφισβήτητο και αμετάκλητο ότι τις έχουν λάβει, ότι δηλαδή έχουν προχωρήσει αρκετά στον δρόμο που χωρίζει τη στιγμή της συζήτησης για τη λήψη της απόφασης από εκείνη της υλοποίησής της. Ο ομιλητής όμως δείχνει να αμφισβητεί τη σημασία αυτής της προφανούς συνθήκης, ακριβώς γιατί επιθυμεί να δραματοποιήσει την κατάσταση που περιγράφει, να προσδώσει, με άλλα λόγια, στην απροθυμία των συμπολιτών του να θέσουν σε εφαρμογή τις αποφάσεις τους μεγαλύτερη ένταση και βαρύτητα με την ελπίδα ότι θα συγκινήσει τους ακροατές του και θα κινήσει το φιλότιμό τους, ώστε να δείξουν, τουλάχιστον στη συγκεκριμένη περίπτωση, μεγαλύτερη ετοιμότητα απ' ό,τι συνήθως.
 
ι. Ειρωνεία (ironia, simulatio/dissimulatio, irrisio, illusio)
 
Η ειρωνεία χρησιμοποιείται και ως απλός ρητορικός τρόπος και ως τρόπος διανοίας. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιείται μόνο μια λέξη που θα πρέπει να εννοηθεί με σημασία ακριβώς αντίθετη από αυτή που έχει κανονικά. Ως ρητορικός τρόπος διανοίας (o Κοϊντιλιανός μιλά για σχήμα (schema), Institutio οratoria 9.2.44) η ειρωνεία αποτελεί μορφή αλληγορίας. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση η απόσταση μεταξύ της πρώτης, «παιγνιώδους» σημασίας της φράσης και της γνήσιας σημασίας που θα πρέπει να της αποδοθεί είναι ίση με αυτή που χωρίζει μια θέση από την ακριβώς αντίθετή της. Από αυτή την άποψη ο λόγος είναι εν προκειμένω ψευδής.
 
Ο ἀληθευτικός (αληθής) βρίσκεται κατά τον Αριστοτέλη στη μέση μεταξύ των αλαζόνων δοκησίσοφων (όπως είναι οι σοφιστές στα κείμενα του Πλάτωνα) και του υπερβολικά σεμνού εἴρωνα, που ισχυρίζεται ότι δεν γνωρίζει τίποτε (Ἠθικὰ Νικομάχεια 4.7.1127a21-26) - ο χαρακτηριστικότερος εἴρων είναι ο Σωκράτης (Πλάτωνας, Πολιτεία 1.337a4-5). Βεβαίως, στην περίπτωση του Σωκράτη η προσποίηση άγνοιας εξυπηρετεί την ανάδειξη της πραγματικής άγνοιας του συνομιλητή μέσα από ερωτήσεις και την εύρεση μιας θέσης που βρίσκεται κατά το δυνατόν κοντά στην αλήθεια. Η ειρωνεία μπορεί λοιπόν να αναλάβει έναν ιδιαίτερα λειτουργικό ρόλο στους φιλοσοφικούς διαλόγους.
 
Ρητορικά σχήματα
 
Ο όρος σχήματα [<απαρ. σχεῖν (β΄ αόρ. του ρ. ἔχω)], που σημαίνει γενικά «μορφές» («όψεις», «στάσεις», «διαγράμματα»), χρησιμοποιείται στην αρχαιότητα από γραμματικούς και ρητοροδιδασκάλους. Βασική λειτουργία των σχημάτων είναι ο καλλωπισμός του λόγου. Ο λόγος που δεν έχει στοιχεία καλλωπισμού θυμίζει την ανέκφραστη στάση ενός σώματος ή τα αρχαϊκά αγάλματα. Το σχήμα (figura) μπορεί να συγκριθεί με την κίνηση που διακρίνει το ζωντανό ανθρώπινο σώμα ή ένα άγαλμα από άλλα στατικά σώματα εκφράζοντας έτσι τη διάθεση του προσώπου, τα πάθη και τις συγκινήσεις του (Κοϊντιλιανός, Institutio oratoria 2.13.9).
 
Τα όρια μεταξύ των τρόπων και των σχημάτων είναι ασαφή και ρευστά. Ωστόσο, τόσο ο Κικέρωνας (106-43 π.Χ., Brutus17.69) όσο και ο Φιλόδημος (έλληνας λόγιος και επικούρειος φιλόσοφος που ζει και δρα στη Ρώμη και στο Herculaneum, το Ηράκλειον της Ιταλίας, περ. 110->40 π.Χ., Ῥητορική 1.164-165 Sudhaus) γνωρίζουν τη διάκριση. Ως βασικό κριτήριό της αναγνωρίζεται γενικά ο αριθμός των λέξεων: ο τρόπος περιλαμβάνει μόνο μια λέξη, το σχήμα τουλάχιστον δύο.
 
Κατά τον Κικέρωνα (De Oratore 3.201) τα σχήματα είναι σχεδόν απειράριθμα. Ο Κοϊντιλιανός μάλιστα ισχυρίζεται πως όλα όσα λένε οι σύγχρονοί του αποτελούν ρητορικά σχήματα (Institutio οratoria 9.3.1).
 
Η παράδοση αποδίδει τους πρώτους στοχασμούς για τα σχήματα στον Θρασύμαχο και στον Γοργία (βλ. Κικέρωνα, Orator 12.38-39· 175, Γοργία B VII 31-33 Radermacher). Ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για σχήματα λέξεως (Ποιητική 19.1456b9), μορφές δηλαδή έκφρασης. Είναι πιθανό ότι με το ζήτημα των σχημάτων ασχολήθηκε και ο Θεόφραστος. Ίσως μάλιστα να προσδιόρισε με ακρίβεια τη σημασία του όρου (Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Ἰσοκράτης 3.1). Στους ελληνιστικούς χρόνους φαίνεται πως καθιερώνεται και η διάκριση μεταξύ σχημάτων λέξεως (figurae verborum) και σχημάτων διανοίας (conformatio sententiae, figura mentis), που ανάγεται στη βασική διάκριση -κιόλας από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη- μεταξύ μορφής και περιεχομένου του λόγου. Σε κάθε περίπτωση τόσο ο συγγραφέας του Ad Herennium όσο και ο Κικέρωνας μας παρουσιάζουν μια ανεπτυγμένη διδασκαλία, που περιλαμβάνει και τη συγκεκριμένη διάκριση (Rhetorica ad Herennium4.13.18· Κικέρωνας, De oratore 3.200-201). Η λειτουργία των σχημάτων λέξεως έγκειται στην επιλογή των λέξεων και στη θέση τους μέσα στη φράση, ενώ εκείνη των σχημάτων διανοίας στην ιδιαίτερη σημασία τους. Αν λοιπόν σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση αλλάξει κανείς τις λέξεις ή τη διάταξή τους, το σχήμα παραμένει, εφόσον παραμένει αναλλοίωτο το νόημα και η σημασία της φράσης. Ωστόσο, τα όρια μεταξύ των δύο κατηγοριών σχημάτων δεν είναι πάντα σαφή και ευκρινή.