Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

4.5. Γ. Φιλοσοφία

Σημαντικότερο πνευματικό κέντρο στάθηκε αναμφίβολα στην Ελληνιστική εποχή η Αλεξάνδρεια· όμως για τη φιλοσοφία παγκόσμιο κέντρο έμεινε η Αθήνα, όπου όχι μόνο συνέχισαν να λειτουργούν η Ακαδημία και το Λύκειο αλλά ιδρύθηκαν και νέες σχολές. Η ολοκληρωμένη έκθεση των φιλοσοφικών θεωριών δεν είναι έργο της Γραμματολογίας, που περιορίζεται σε μια γενική παρουσίαση των σχολών, των σπουδαιότερων εκπροσώπων τους και του συγγραφικού τους έργου.[1]

Η Ακαδημία συνέχισε την πλατωνική παράδοση, δίνοντας βαρύτητα στις ιδέες και στους ιδεατούς αριθμούς περισσότερο παρά στον πραγματικό κόσμο. Παράλληλα, οι φιλόσοφοι της Ακαδημίας ήρθε στιγμή να επιστρέψουν στη σωκρατική παράδοση, εστιάζοντας τα ενδιαφέροντά τους στην ηθική, αλλά και αμφισβητώντας ακόμα και τη δυνατότητα της αληθινής γνώσης. Για να περιγράψουν την εξέλιξη της ακαδημαϊκής σκέψης, οι ιστορικοί της φιλοσοφίας ξεχώρισαν μετά την Παλαιά Ακαδημία (του Πλάτωνα), δύο ακόμα φάσεις: τη Μέση και τη Νέα Ακαδημία.

Σημαντικός μετά τον Σπεύσιππο και τον Ξενοκράτη σχολάρχης της Ακαδημίας (314-270 π.Χ.) στάθηκε ο Πολέμων ο Αθηναίος, που υποστήριξε ότι στη συμπεριφορά του ανθρώπου η αρετή πρέπει να συμβαδίζει με τη φύση. Έγραψε αρκετά, μας πληροφορεί ο Διογένης Λαέρτιος,[2] αλλά έμειναν ανέκδοτα και χάθηκαν με την καταστροφή της Ακαδημίας.

Μαθητής του Πολέμωνα, και διάδοχός του στη διεύθυνση της Ακαδημίας, ο Κράτης ο Αθηναίος, που «άφησε πίσω του βιβλία (άλλα φιλοσοφικά, άλλα για την κωμωδία, άλλα με ομιλίες δημόσιες και πρεσβευτικές) αλλά και μαθητές αξιόλογους, ανάμεσά τους τον Αρκεσίλαο…» (Διογένης Λαέρτιος 4.23).

Ο Αρκεσίλαος από τη μικρασιατική Πιτάνη (316-242 π.Χ.), μαθητής του περιπατητικού Θεόφραστου αλλά και του Πολέμωνα και του Κράτη, σηματοδότησε τη στροφή από την Παλαιά στη Μέση Ακαδημία. Συγκεκριμένα, αντιδρώντας στον δογματισμό των Στωικών, ο Αρκεσίλαος ξαναγύρισε στους σωκρατικούς διαλεκτικούς τρόπους: πρόβαλλε επιχειρήματα ενισχύοντας ή αναιρώντας κάθε θέση χωρίς να καταλήγει πουθενά. Μόνη σωστή στάση ήταν κατά τη γνώμη του η ἐποχή, όπως την εδίδασκε ο Πύρρων, δηλαδή η αναστολή κάθε οριστικής κρίσης - και γι᾽ αυτό δεν έγραψε τίποτα!

Για τον ίδιο λόγο, πιστεύοντας στην ἐποχή, δεν άφησε συγγραφικό έργο και ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της Μέσης Ακαδημίας, ο Καρνεάδης από την Κυρήνη (214-129 π.Χ.), άνθρωπος φιλόπονος με σημαντικά ρητορικά προσόντα, που ως αποσταλμένος στη Ρώμη[3] είχε αγορεύσει τη μια μέρα υπέρ και την άλλη εναντίον της δικαιοσύνης. Ωστόσο, αν και πίστευε πως κάθε σταθερή θέση είναι άσκοπη, γιατί δεν υπάρχει οριστικό κριτήριο της αλήθειας, πάλι δίδασκε ότι μπορεί κανείς μελετώντας τις πιθανότητες να αποφύγει τα μεγάλα λάθη.

Η στροφή προς τη Νέα Ακαδημία σημειώθηκε μετά την καταστροφή της σχολής, της βιβλιοθήκης και του αρχείου της από τον Σύλλα (84 π.Χ.), όταν επικεφαλής ήταν ο Αντίοχος από την Ασκάλωνα της Συρίας. Ως φιλόσοφος ο Αντίοχος μπορεί και πρέπει να χαρακτηριστεί εκλεκτικός, καθώς η διδασκαλία του βασίστηκε σε θέματα όπου οι ακαδημαϊκοί, οι περιπατητικοί και οι στωικοί φιλόσοφοι σε γενικές γραμμές συμφωνούσαν. Ο εκλεκτισμός του μεταδόθηκε και στον διασημότερο μαθητή του, τον Κικέρωνα, που παρακολούθησε μαθήματά του όταν επισκέφτηκε την Αθήνα, το 77 π.Χ.

Από τα έργα των παραπάνω διαδόχων του Πλάτωνα σώζονται μόνο περιορισμένα αποσπάσματα και πληροφορίες.

Το Λύκειο συνέχισε την περιπατητική φιλοσοφική παράδοση του ιδρυτή του, τον εμπειρισμό και την καλλιέργεια των επιμέρους επιστημών. Ενώ όμως το διδακτικό και ερευνητικό έργο εξακολούθησε για αιώνες σε αυτό το πραγματικό παν-επιστήμιο, η φιλοσοφική θεωρία του Αριστοτέλη παραμελήθηκε και τα συγγράμματά του, εξαιρώντας κάποιους εξωτερικούς διάλογους, έμεναν άγνωστα. Σταθμό και ανανέωση της περιπατητικής φιλοσοφίας αποτέλεσε, τον 1ο π.Χ. αιώνα, η ανεύρεση και η έκδοση των έργων του Αριστοτέλη από τον τότε επικεφαλής του Λυκείου, τον Ανδρόνικο από τη Ρόδο.

Μαθητής του Αριστοτέλη ο Εύδημος (4ος/3ος π.Χ. αι.) γύρισε, μετά τον θάνατο του δασκάλου του, στην πατρίδα του τη Ρόδο, όπου ίδρυσε δική του σχολή. Όπως ο Θεόφραστος, έτσι και ο Εύδημος έμεινε πιστός στην αριστοτελική διδασκαλία. Από τα πολλά του λογικά, μαθηματικά, αστρονομικά κ.ά. έργα πιο γνωστά μάς είναι τα Φυσικά, όπου με ελάχιστες παραλλαγές επαναλάβαινε και διευκρίνιζε το ομώνυμο έργο του Αριστοτέλη.

Μαθητής του Αριστοτέλη ήταν και ο Δημήτριος ο Φαληρέας (4ος/3ος π.Χ. αι.), ρήτορας, πολιτικός και νομοθέτης, που ως εκπρόσωπος του Κασσάνδρου κυβέρνησε για δέκα χρόνια την Αθήνα και θέλησε, ως ένα σημείο και πέτυχε, να επιβάλει στους Αθηναίους τις περιπατητικές ηθικές και πολιτικές αρχές. Αντίστοιχα, στο μεγάλο πλήθος των έργων του περιλαμβάνονταν διατριβές Περὶ νόμων, Περὶ τῆς δεκαετίας, Περὶ δημαγωγίας, Περὶ ῥητορικῆς κ.ά.π.

Ο Στράτων από τη Λάμψακο ήταν για πολλά χρόνια δάσκαλος του Πτολεμαίου Β' πριν διαδεχτεί τον Θεόφραστο στη διεύθυνση του Λυκείου (287 π.Χ.). Από τα πολλά και ποικίλα έργα που παραδίδεται ότι έγραψε πιο γνωστές ήταν οι διατριβές του σε θέματα κοσμολογίας και φυσικής, ίσως γιατί σε αυτές δε δίστασε να διαφωνήσει με τον Αριστοτέλη.

Ο Κριτόλαος από τη μικρασιατική Φάσηλη ήταν διευθυντής του Λυκείου από το 180 ως το 170 π.Χ. Αξιοσημείωτη ήταν η τάση του να υποτιμά τους πολιτικούς ρήτορες και γενικά τη ρητορική, που τη θεωρούσε «περισσότερο κακοτεχνία παρά τέχνη». Αξία είχαν γι᾽ αυτόν οι θεωρητικοί φιλόσοφοι ως διδάσκαλοι κάθε αρετής.

Από τα έργα των μετά τον Θεόφραστο περιπατητικών φιλοσόφων της Ελληνιστικής εποχής δε σώζονται παρά περιορισμένα αποσπάσματα και πληροφορίες.

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ (341-271 π.Χ.)[4]

Λάθε βιώσας.[5]

Γεννήθηκε στη Σάμο από αθηναίους γονείς, αλλά αργότερα μετακόμισε με την οικογένειά του στην Κολοφώνα. Κατά την παράδοση μαθήτεψε στον Ναυσιφάνη, οπαδό του Δημόκριτου, και στον Πάμφιλο, οπαδό του Πλάτωνα. Νέος έζησε στη Μυτιλήνη και στη Λάμψακο, όπου ίδρυσε και την πρώτη του σχολή. Τριάντα πέντε χρονών πήγε στην Αθήνα, αγόρασε ένα σπιτάκι με κήπο στην περιφέρεια της πόλης και εγκατάστησε τη σχολή του, τον Κήπο, περισσότερο μια φιλική κοινότητα όπου μπορούσε ο καθένας να έρθει να συμφιλοσοφήσει παρά σχολή με τη συνηθισμένη έννοια. Η διδασκαλία του είχε επιτυχία, γιατί ανταποκρινόταν στις ανάγκες των ανθρώπων της εποχής και γιατί ο ίδιος με την προσωπικότητα και τον τρόπο ζωής του αποτελούσε ζωντανό παράδειγμα ατάραχου και ευτυχισμένου ανθρώπου: μάρτυρες «η ευγνωμοσύνη στους γονείς του, η συμπαράσταση στους αδελφούς του, η καλοσύνη του στους υποτακτικούς, γενικά η φιλάνθρωπη στάση του απέναντι σε όλους. Δεν περιγράφονται με λόγια η ευσέβειά του προς τους θεούς και η φιλοπατρία του» (Διογένης Λαέρτιος 10.10).

Ο Επίκουρος πίστευε ότι σκοπός της φιλοσοφίας δεν είναι να προσφέρει γνώσεις και ικανότητες, αλλά να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Έτσι η στάση του ήταν αρνητική απέναντι στη ρητορική, τη λογική, τα μαθηματικά και τα άλλα νοητικά πεδία, καθώς μεγαλύτερη αξία από τον νου είχαν, πίστευε, οι αισθήσεις. Θετικές έννοιες στη διδασκαλία του ήταν η αυτάρκεια, που χαρίζει ελευθερία, η φιλία, που συμβάλλει στην ασφάλεια, η φρόνηση, η ψυχική αταραξία, πάνω απ᾽ όλα η ηδονή, σε αντίθεση με τον πόνο, τον φόβο, τη λύπη και τη στέρηση. Την ηδονή ο Επίκουρος τη θεωρούσε σύδδετη με την ανθρώπινη φύση και δεν την ξεχώριζε από την αρετή. Χαρακτηριστική και η διδασκαλία του για τον θάνατο, που δεν πρέπει, έλεγε, καθόλου να τον φοβόμαστε, γιατί «όσο υπάρχουμε εμείς δεν είναι παρών ο θάνατος, και όταν είναι παρών ο θάνατος, δεν υπάρχουμε εμείς» (Διογένης Λαέρτιος 10.125).

Το συγγραφικό έργο του Επίκουρου ήταν τεράστιο: πάνω από 40 διατριβές, ανάμεσά τους μία Περὶ Φύσεως σε 37 βιβλία. Στα χέρια μας έφτασαν (α) το έργο Κύριαι δόξαι, όπου είχαν καταγραφεί για διδακτική χρήση, καλοδιατυπωμένες σε απλό λόγο, ορισμένες βασικές του θέσεις,[6] (β) η διαθήκη του, και (γ) τρεις επιστολές - σημαντικές, καθώς στη μία εκθέτει συμπυκνωμένες τις απόψεις του για τη φυσική, στην άλλη για τα ουράνια φαινόμενα, και στην τρίτη για την ηθική. Πληροφορίες για τη διδασκαλία και αποσπάσματα από έργα του Επίκουρου μας διασώζουν πλήθος ακόμα πηγές, π.χ. οι καρβουνιασμένοι πάπυροι της έπαυλης του Πίσωνα στο Ηράκλειο, κοντά στην Πομπηία, που όταν διαβάζονται μας αποκαλύπτουν κομμάτια από τα συγγράμματα του Φιλόδημου.[7]

Διάδοχοι του Επίκουρου υπήρξαν πολλοί, η σχολή του κρατήθηκε ζωντανή ως και τον 1ο π.Χ. αιώνα, και η διδασκαλία του πολύ περισσότερο. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η διάδοση της επικούρειας φιλοσοφίας στη Ρώμη, όπου ανάμεσα στους φίλους και οπαδούς της συγκαταλέγονταν προσωπικότητες όπως ο Οράτιος, ο Σενέκας, ο Λουκρήτιος πάνω απ᾽ όλους, που το έργο του Για τη φύση των πραγμάτων (De rerum natura) αποτελεί ολοκληρωμένη έκθεση της φυσικής θεωρίας του Επίκουρου.

Ανταγωνιστική, ναι και εχθρική, προς τον Κήπο στάθηκε η δεύτερη φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε και άκμασε στα ελληνιστικά χρόνια, η Στοά. Η εξαιρετικά μεγάλη της διάρκεια και οι μεταλλαγές της οδήγησαν τους ιστορικούς της φιλοσοφίας να ξεχωρίζουν, όπως και στην περίπτωση της Ακαδημίας, τρεις φάσεις: την Αρχαία και τη Μέση Στοά στην Ελληνιστική εποχή, και τη Νέα Στοά στους ρωμαϊκούς χρόνους.[8]

ΖΗΝΩΝ (332-261 π.Χ.)

Γεννήθηκε στο Κίτιο της Κύπρου, αλλά η καταγωγή του ήταν από τη Φοινίκη. Είκοσι χρονών βρέθηκε στην Αθήνα, όπου για δέκα χρόνια μαθήτεψε στον Κράτη τον κυνικό, στον Στίλπωνα τον μεγαρικό και στον Πολέμωνα της Ακαδημίας. Στα τριάντα του άρχισε να δίνει ο ίδιος μαθήματα στην Ποικίλη στοά,[9] απ᾽ όπου πήρε και το όνομά της η σχολή του. Η διδασκαλία του είχε εξαρχής μεγάλη επιτυχία και συγκέντρωνε πολλούς και σημαντικούς μαθητές. Οι Αθηναίοι τον στεφάνωσαν όσο ζούσε, και όταν πέθανε του παραχώρησαν, αν και ήταν ξένος, δημόσιο τάφο στον Κεραμεικό - για να ξέρουν όλοι, έγραφε το ψήφισμα, ότι ὁ δῆμος τῶν Ἀθηναίων τοὺς ἀγαθοὺς καὶ ζῶντας τιμᾷ καὶ τελευτήσαντας (Διογένης Λαέρτιος 7.12). Η φιλοσοφία του είχε δεχτεί έντονες επιδράσεις, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να διαφέρει σημαντικά τόσο από τα κλασικά συστήματα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη όσο και από τη σύγχρονη διδασκαλία του Επίκουρου και των σκεπτικών. Δική του ήταν η διαίρεση της φιλοσοφίας σε (α) Λογική, με περιεχόμενο τη γνωσιολογία, τη γραμματική, τη ρητορική και τη λογική, (β) Φυσική, με περιεχόμενο την οντολογία, την κοσμολογία, την ψυχολογία και τη θεολογία, και (γ) Ηθική, όπου έδινε και το μεγαλύτερο βάρος. Στόχος της φιλοσοφίας ήταν (τι άλλο;) η ευδαιμονία, με απαραίτητη προϋπόθεση την αρετή. Μια γνώμη του δείχνει πόσο η σκέψη του ήταν συνταιριασμένη με τις τάσεις της εποχής: «Μη ζούμε οργανωμένοι χώρια σε πόλεις και σε δήμους, έχοντας καθορίσει δικά μας κάθε τόπος δίκαια, αλλά όλους τους ανθρώπους να τους θεωρούμε συνδημότες και συμπολίτες· ένας να είναι ο τρόπος της ζωής και μία η τάξη, όπως σε ένα κοπάδι που συμβόσκει και συντρέφεται ολόκληρο με τον ίδιο κανονισμό.»[10]

Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονταν, εκτός από τις φιλοσοφικές του διατριβές Περὶ τοῦ κατὰ φύσιν βίου, Περὶ παθῶν κλπ., και έργα φιλολογικά: Περὶ λέξεων, Περὶ ποιητικῆς ἀκροάσεως και πέντε βιβλία Ὁμηρικῶν προβλημάτων - όλα, εκτός από ελάχιστα αποσπάσματα, χαμένα.

Το Ζήνωνα διαδέχτηκε στη Στοά ο Κλεάνθης από την Άσσο της Τρωάδας (330-232 π.Χ.). Στην Αθήνα είχε έρθει ως φτωχός πυγμάχος, αλλά ενθουσιάστηκε με τη διδασκαλία του Ζήνωνα τόσο ώστε τη νύχτα να δουλεύει στα περιβόλια και την ημέρα να σπουδάζει. Ως επικεφαλής της σχολής ἐφιλοσόφησε γενναιότατα: έμεινε πιστός στις θεωρίες του δασκάλου του, έγραψε πλήθος βιβλία να τις στηρίξει και να τις συμπληρώσει, ανάπτυξε τη στωική θεολογία και σύνθεσε έναν τεχνικά άρτιο και φιλοσοφικά μεστό Ύμνο στον Δία, που μας σώζεται. Ωστόσο, στα χρόνια του η στωική φιλοσοφία αμφισβητήθηκε από πολλές πλευρές και η σχολή ίσως να είχε διαλυθεί, αν δεν τύχαινε ο επόμενος σχολάρχης της, ο Χρύσιππος, να αποδειχτεί τόσο δυναμικός και αξιόλογος.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ (περ. 280-205 π.Χ.)

Εἰ μὴ γὰρ ἦν Χρύσιππος, οὐκ ἂν ἦν στοά.[11]
Διογένης Λαέρτιος 7.183

Καταγόταν από τους Σόλους της Κιλικίας. Νέος ήρθε στην Αθήνα και αρχικά σπούδασε στην Ακαδημία. Αργότερα προσχώρησε στον στωικισμό και αναδείχτηκε, σε δύσκολους καιρούς, ικανός σχολάρχης και σωτήρας της Στοάς. Άνθρωπος «ευφυής και απότομος τσακώθηκε με τον Ζήνωνα, αλλά και με τον Κλεάνθη. Στον τελευταίο έλεγε συχνά ότι του φτάνει να διδάσκεται τα δόγματα· τις αποδείξεις θα τις βρει μονάχος» (Διογένης Λαέρτιος 7.179). Πραγματικά, η διαλεκτική άνεση που είχε αποχτήσει στην Ακαδημία και οι συλλογιστικές του ικανότητες τον βοήθησαν πρώτος αυτός να συστηματοποιήσει τη στωική διδασκαλία και να τη στηρίξει σε στέριες ορθολογικές βάσεις.

Η παράδοση του αποδίδει πάνω από 700 διατριβές, που αφορούσαν όλα σχεδόν τα πεδία της φιλοσοφίας. Έτσι, δεν απορούμε όταν μαθαίνουμε ότι τα συγγράμματά του ήταν συνθεμένα ανέμελα, γεμάτα επαναλήψεις, παλινωδίες και παραθέματα από άλλους συγγραφείς.

Η στροφή της Αρχαίας προς τη Μέση Στοά πραγματοποιήθηκε με τον Παναίτιο από τη Ρόδο (περ. 185-109 π.Χ.). Πριν ενταχτεί στη Στοά, ο Παναίτιος είχε μαθητέψει στον Κράτη, τον άξιο φιλόλογο της Περγάμου. Έζησε στη Ρόδο, όπου ήταν ιερέας του Ποσειδώνα, στη Ρώμη, όπου συντρόφεψε με τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό, και στην Αθήνα, όπου τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του ως επικεφαλής της Στοάς προσέλκυσε και δίδαξε πλήθος αξιόλογους μαθητές. Η φιλοσοφία του, λιγότερο αυστηρή από των προκατόχων του, αποδεχόταν ορισμένες από τις προτάσεις της Ακαδημίας και του Περιπάτου· και σε θέματα ηθικής η διδασκαλία του ήταν προσαρμοσμένη στα ιδανικά των (ρωμαίων) πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών. Τα συγγράμματα του Παναίτιου έχουν χαθεί· όμως το έργο του Κικέρωνα De officiis ακολουθεί σε πολλά τη δική του ομότιτλη διατριβή Περὶ τοῦ καθήκοντος.

ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΟΣ (περ. 135-50 π.Χ.)

Ο Ποσειδώνιος από την Απάμεια της Συρίας ήταν μαθητής του Παναίτιου. Για πολλά χρόνια ταξίδεψε στην Ιταλία, τη Σικελία, τη Σαρδηνία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Γαλατία και τη Βόρεια Αφρική, ώσπου τελικά εγκαταστάθηκε και δίδαξε στη Ρόδο, όπου παρακολούθησαν για λίγο τα μαθήματά του και αναγνώρισαν την αξία του πρώτα ο Κικέρωνας (77 π.Χ.), αργότερα και ο Πομπήιος (66 και 62 π.Χ.).[12]

Τα ενδιαφέροντα, αντίστοιχα και τα συγγράμματα, του Ποσειδώνιου δεν περιορίζονταν στην ηθική, τη λογική και τα άλλα καθαυτό φιλοσοφικά πεδία, αλλά επεκτείνονταν και στη θεολογία, την κοσμολογία, την αστρονομία, τη φυσιογνωσία, τη γεωγραφία, την εθνογραφία και την ιστορία. Στο τελευταίο αυτό πεδίο ο Ποσειδώνιος αποφάσισε να συνεχίσει το ιστορικό έργο του Πολύβιου και έγραψε τη Μετὰ Πολύβιον ἱστορίην σε 56 βιβλία, καλύπτοντας τα χρόνια από το 146 ως το 88 π.Χ.

Το πλάτος των ενδιαφερόντων και η ανθρωπολογική πολυμάθεια του Ποσειδώνιου τον βοήθησαν να διαμορφώσει ένα φιλοσοφικό σύστημα οικουμενικό, ταιριαστό με την ιστορική εικόνα της εποχής, όπου η ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατείχε και καθόριζε τα πάντα. Ενιαίο και ταχτικό το σύμπαν του Ποσειδώνιου περιλάβαινε τους θεούς, τους ανθρώπους και τον φυσικό κόσμο, όλα σε αρμονική συνύπαρξη και συνεργασία, δεμένα με αυτό που οι στωικοί ονόμαζαν συμπάθειαν.

Από τα πάμπολλα έργα του Ποσειδώνιου δε μας σώθηκε κανένα. Μόνο πληροφορίες έχουμε, κάποια παραθέματα και αναφορές, που δείχνουν τη μεγάλη του επίδραση στους μεταγενέστερους στοχαστές, έλληνες και ρωμαίους.

Τα έργα του Ποσειδώνιου δεν ήταν τα μόνα που χάθηκαν. Αν εξαιρέσουμε τον Ύμνο στον Δία του Κλεάνθη, από την πλούσια παραγωγή της Αρχαίας και τη Μέσης Στοάς κανένα έργο δε μας έχει σωθεί. Παράξενο, γιατί οι έμμεσες αναφορές και πληροφορίες δείχνουν πως η στωική διδασκαλία είχε μεγάλη απήχηση στη σκέψη όχι μόνο της Ελληνιστικής εποχής αλλά και των αιώνων που ακολούθησαν.

Η τρίτη φιλοσοφική κατεύθυνση που αναπτύχτηκε στα αλεξανδρινά χρόνια, η Σκέψις, δεν οργανώθηκε σε σχολή με την κυριολεκτική έννοια, αλλά βασίστηκε στην προφορική διδασκαλία του Πύρρωνα, όπως διαμορφώθηκε και συμπληρώθηκε από τους μαθητές του.

ΠΥΡΡΩΝ (περ. 360-270 π.Χ.)

Παντὶ λόγῳ λόγος ἀντίκειται.[13]
Διογένης Λαέρτιος 9.74

Γεννήθηκε στην Ηλεία και κατά την παράδοση ακολούθησε τον Μεγαλέξανδρο στην εκστρατεία του ως τις Ινδίες, όπου γνώρισε τη φιλοσοφία των Γυμνοσοφιστών και των Μάγων. Βέβαιο είναι μόνο ότι για πολλά χρόνια έζησε φτωχός και τιμημένος στην πατρίδα του ως ανεξάρτητος δάσκαλος της φιλοσοφίας.

Ο Πύρρων δεν άφησε πίσω του κανένα σύγγραμμα - φυσικά, θα λέγαμε, αφού πίστευε ότι δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια της αλήθειας, ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο και ότι ο κάθε λόγος ισχύει ακριβώς όσο και ο αντίθετός του, δηλαδή καθόλου. Το μόνο που μπορεί και πρέπει να κάνει κανείς είναι να σκέπτεται (δηλαδή να παρατηρεί) τα φαινόμενα, παραμένοντας αδιάφορος, ατάραχος και κατά συνέπεια ευτυχισμένος.

Πρόδρομοι του σκεπτικισμού[14] μπορούν να θεωρηθούν όλοι όσοι κατά καιρούς είχαν αμφισβητήσει είτε την ίδια την ύπαρξη της αλήθειας είτε τη δυνατότητα των ανθρώπων να την καθορίσουν· όμως η απόλυτη ἐποχή, δηλαδή η άρνηση του σοφού να εκφέρει οποιαδήποτε κρίση, πρέπει να αποδοθεί στη διδασκαλία του Πύρρωνα, απ᾽ όπου και την υιοθέτησαν ο Αρκεσίλαος και ο Καρνεάδης της Μέσης Ακαδημίας.

Η διδασκαλία του Πύρρωνα συστηματοποιήθηκε και καταγράφηκε πολύ αργότερα, τον 1ο π.Χ. αιώνα, από τον κρητικό Αινεσίδημο που δίδασκε φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια. Τα Πυρρωνείων λόγων ὀκτὼ βιβλία που έγραψε έχουν στο μεγαλύτερο μέρος τους χαθεί· όμως το περιεχόμενό τους μας είναι λίγο πολύ γνωστό από άλλους συγγραφείς, σύγχρονους όπως ο Κικέρων, ή μεταγενέστερους όπως ο Σέξτος ο εμπειρικός.

Στο κεφάλαιο της αλεξανδρινής φιλοσοφίας εντάσσονται τρεις ακόμα συγγραφείς, που προτίμησαν να φιλοσοφήσουν με σατιρική διάθεση, και σε στίχους:

Ο Τίμων από τη Φλιούντα
(περ. 320-230 π.Χ.) ήταν μαθητής του Πύρρωνα. Έγραψε πλήθος έργα, πεζά και ποιητικά, ανάμεσά τους και σατιρικούς σίλλους, όπου διακωμωδούσε τα ποικίλα φιλοσοφικά συστήματα και τους εκπροσώπους τους.

Ο Κερκίδας από τη Μεγαλόπολη (περ. 290-220 π.Χ.), πολιτικός, νομοθέτης και θαυμαστής του κυνικού Διογένη, έγραψε ηθικοπλαστικούς Μελιάμβους σε δωρική διάλεκτο, όπου επαινούσε τον Έρωτα όταν έρχεται ευνοϊκός, αλλά κατηγορούσε τον πλούτο και τους θεούς που δεν τον μοιράζουν σωστά.

Σύγχρονος του Κερκίδα και μαθητής των κυνικών ήταν ο Μένιππος από τα Γάδαρα της Συρίας, που με τη σειρά του διακωμώδησε τα φιλοσοφικά συστήματα και τους φιλοσόφους. Τα έργα του, όπου ο πεζός λόγος διανθιζόταν με στίχους, έχουν χαθεί, αλλά η ολοφάνερη επίδρασή τους σε κατοπινούς Έλληνες και ρωμαίους σατιρικούς συγγραφείς μάς επιτρέπει να μαντέψουμε την ευστοχία και την ευρηματικότητά τους.
-------------------------------
1. Για την Ελληνιστική φιλοσοφία βλ. Γ. Ζωγραφίδης και Β. Κάλφας, Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, κεφ. 9 κ.εξ..

2. Ο Διογένης ο Λαέρτιος, συγγραφέας του 3ου μ.Χ. αιώνα, έγραψε τη Φιλοσόφων βίων καὶ δογμάτων συναγωγή, που αποτελεί την καλύτερή μας πηγή για τη ζωή και τις θεωρίες των αρχαίων φιλοσόφων.

3. Το 156 π.Χ. οι Αθηναίοι, για να υποστηρίξουν τη θέση τους σε μια διαφορά που είχαν με τους κατοίκους του Ωρωπού, έστειλαν στη Ρώμη αντί για άλλους εκπροσώπους τρεις φιλοσόφους: τον ακαδημαϊκό Καρνεάδη, τον στωικό Διογένη και τον περιπατητικό Κριτόλαο. Οι τρεις τους εντυπωσίασαν με τη σοφία και την ευγλωττία τους τους Ρωμαίους τόσο, ώστε ορισμένοι συντηρητικοί κύκλοι φοβήθηκαν πως θα διαφθείρουν τους νέους και φρόντισαν να τους ξαποστείλουν το γρηγορότερο.

4. Περισσότερα για τον Επίκουρο και τη φιλοσοφία του βλ. Γ. Ζωγραφίδης και Β. Κάλφας, Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, κεφ. 10.

5. «Ζήσε αθόρυβα (μακριά από την πολιτική), να μη σε καταλάβουν.»

6. Ένα νεότερο γνωμολόγιο του Επίκουρου σώζεται στη βιβλιοθήκη του Βατικανού.

7. Ο Φιλόδημος από τα Γάδαρα της Συρίας (περ. 110-40 π.Χ.), φιλόσοφος και ποιητής, έζησε για ένα διάστημα στη Νεάπολη της Κάτω Ιταλίας, όπου με τη διδασκαλία, τις γνωριμίες και τα πολλά του συγγράμματα βοήθησε να διαδοθεί η φιλοσοφία του Επίκουρου.

8. Περισσότερα για τη φιλοσοφία της Στοάς στο βιβλίο των Γ. Ζωγραφίδη και Β. Κάλφα, Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, κεφ. 11.

9. Ποικίλη (πολύχρωμη) ονομαζόταν μια από τις στοές της αθηναϊκής αγοράς, γιατί την κοσμούσαν πλήθος τοιχογραφίες, ανάμεσά τους και η περίφημη «Ιλίου πέρσις» του Πολύγνωτου.

10. Μὴ κατὰ πόλεις μηδὲ δήμους οἰκῶμεν ἰδίοις ἕκαστοι διωρισμένοις δικαίοις, ἀλλὰ πάντας ἀνθρώπους ἡγώμεθα δημότας καὶ πολίτας· εἷς δὲ βίος ᾗ καὶ κόσμος, ὥσπερ ἀγέλης συννόμου νόμῳ κοινῷ συντρεφομένης (απόσπ. 262 = Πλούταρχος, Ηθικά 329a-b).

11. «Αν δεν υπήρχε ο Χρύσιππος, δε θα υπήρχε ούτε η στοά.»

12. Χαρακτηριστικό ότι, όταν ο Ποσειδώνιος έγραψε μια ξεχωριστή Περὶ Πομπήιον ἱστορίαν, ο Κικέρωνας ζήλεψε και του έστειλε μιαν έκθεση της δικής του προσωπικής δράσης· όμως η ελπίδα να τον τιμήσει και αυτόν ο φιλόσοφος με ένα του έργο διαψεύστηκε.

13. «Ο κάθε λόγος έχει (ισότιμο) αντίλογο».

14. Σκεπτικισμός ονομάζεται στην ιστορία της φιλοσοφίας η θεωρία του Πύρρωνα και Σκεπτικοί (φιλόσοφοι) οι οπαδοί της. Ωστόσο, στη νεότερη γλώσσα ο όρος σκεπτικισμός χρησιμοποιείται γενικότερα με τη σημασία της «αμφιβολίας,» της «αμφισβήτησης», ακόμα και της «δυσπιστίας» απέναντι σε κάθε ισχυρισμό· και όσοι τηρούν αυτή τη στάση ονομάζονται «σκεπτικιστές».

Η εταίρα στην αρχαιότητα – σχεδόν ανεκδοτολογικές ιστορίες (μέρος α΄)

Είχε όνομα που παρέπεμπε σε όψη τριαντάφυλλου.
Ροδώπις.

Ήταν εταίρα και ήκμασε στην Αίγυπτο, όταν βασίλευε ο Άμασις (κατὰ Ἄμασιν βασιλεύοντα ἦν ἀκμάζουσα). Με καταγωγή από τη Θράκη (γενεὴν μὲν ἀπὸ Θρηίκης), υπήρξε αρχικά δούλα, μαζί με τον ποιητή Αίσωπο (σύνδουλος Αἰσώπου τοῦ λογοποιοῦ), στην κυριότητα του Ιάδμονα, γιου του Ηφαιστιοπόλεως, από τη Σάμο. Στην Αίγυπτο έφτασε για να εργαστεί (ἀπικομένη… κατ’ ἐργασίην), όταν την έφερε ένας άλλος Σάμιος, ο Ξάνθος, Εκεί όμως, απελευθερώθηκε (ἐλύθη), αφού πλήρωσε σημαντικό χρηματικό ποσό (χρημάτων μεγάλων) γι’ αυτήν ο Χάραξος από τη Μυτιλήνη, γιος του Σκαμανδρώνυμου και αδελφός της ποιήτριας Σαπφούς. Και αφού την απελευθέρωσε, ο ίδιος ο Χάραξος επέστρεψε στη Μυτιλήνη όπου η Σαπφώ τον σατίρισε στα ποιήματά της (πολλὰ κατεκερτόμησε μιν). Η Ροδώπις όμως, ελεύθερη πλέον, παρέμεινε στην Αίγυπτο όπου έγινε πολύ θελκτική (κάρτα ἐπαφρόδιτος γενομένη). Γιατί, με κάποιο τρόπο, οι εταίρες στη Ναύκρατι συνήθιζαν να γίνονται πολύ θελκτικές (φιλέουσι δέ κως ἐν τῇ Ναυκράτι ἐπαφρόδιτοι γίνεσθαι αἱ ἐταῖραι). Κι έγινε τόσο περιλάλητη (κλεινή) ώστε όλοι οι Έλληνες έμαθαν το όνομά της (οἱ πάντες Ἕλληνες Ῥοδώπιος τὸ οὔνομα ἐξέμαθον). Έτσι συνέβη και με τη μεταγενέστερη Αρχιδίκη, που την τραγούδησε ολόκληρη η Ελλάδα (ἀοίδιμος ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα), αν και η φήμη της κυκλοφόρησε στις αντρικές λέσχες σε μικρότερο βαθμό από τη φήμη της άλλης (ἧσσον γὰρ τῆς ἑτέρης περιλεσχήνευτος). Και πράγματι, σε χρόνια υστερότερα, αρκετοί Έλληνες έφταναν στο σημείο να υποστηρίζουν, εντελώς λανθασμένα, ότι η πυραμίδα του Μυκερίνου, στην Αίγυπτο, ήταν της Ροδώπιος (τὴν δὲ μετεξέτεροί φασι τῶν Ἑλλήνων Ῥοδώπιος ἑταίρης γυναικὸς εἶναι, οὐκ ὀρθῶς λέγοντες). Γιατί η γυναίκα αυτή τελικά απέκτησε τεράστια περιουσία (μεγάλα ἐκτήσατο χρήματα). Και μάλιστα επιθύμησε να αφήσει πίσω της ένα μνημείο της στην Ελλάδα (μνημήιον ἑωυτῆς ἐν τῇ Ἑλλάδι καταλιπέσθαι), που όμοιό του δεν είχε ξαναβρεθεί αλλού κι ούτε είχε ξαναστηθεί ποτέ σε ιερό (μὴ τυγχάνει ἄλλῳ ἐξευρημένον καὶ ἀνακείμενον ἐν ἱρῷ). Έστειλε στους Δελφούς τη δεκάτη ακριβώς της περιουσίας της (τῆς ὧν δεκάτης τῶν χρημάτων ποιησαμένη… ὅσον ἐνεχώρεε ἡ δεκάτη οἷ, ἀπέπεμπε ἐς Δελφούς), ως ανάθημα, τέτοιο όμως που να την θυμίζει (τοῦτο ἀναθεῖναι μνημόσυνον). Κι αυτό το πράγμα που η Ροδώπις έκανε (ποίημα ποιησαμένη) δεν ήταν άλλο παρά πάμπολλες σιδερένιες σούβλες, τόσο μεγάλου μήκους η καθεμία που διαπερνούσε βόδι (ὀβελοὺς βουπόρους πολλοὺς σιδηρέους). Και οι μακριές αναθηματικές σούβλες τοποθετήθηκαν σε σωρό (συννενέαται) πίσω από τον βωμό των Χίων, απέναντι ακριβώς από τον δελφικό ναό του Απόλλωνα.

Αυτή την παρέκβαση, έκτασης δύο παραγράφων (135-136) στο δεύτερο βιβλίο της Ιστορίας του και στο σημείο όπου γίνεται λόγος για τις πυραμίδες της Αιγύπτου, αφιερώνει ο Ηρόδοτος στην εταίρα Ροδώπι που έζησε το πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ., απ’ όσο μπορούμε να συμπεράνουμε από το πλαίσιο που σκιαγραφεί ο ιστορικός. Και σε αυτή την τόσο μικρή αναφορά του σωρεύονται πληροφορίες σχετικά με τη φιγούρα της εταίρας στην ελληνική αρχαιότητα, και μάλιστα σε μια αρκετά πρώιμη φάση της αρχαϊκής περιόδου, που εξάπτουν κάθε φαντασία.

Στο παρασκήνιο λειτουργεί ένα δίκτυο διακίνησης ανθρώπων που προέρχονται από περιοχές περιφερειακές του ελληνικού χώρου, αλλά προορίζονται για την τέρψη αριστοκρατών με εκλεπτυσμένα γούστα, για συμποσιακούς συνδαιτυμόνες ασφαλώς, οι οποίοι εξίσου επιθυμούν τη συντροφιά μιας όμορφης γυναίκας, όσο και ενός κακάσχημου, αλλά χαρισματικού ποιητή. Το δουλεμπορικό δίκτυο έχει ισχυρά ερείσματα στις ιωνικές πόλεις των νησιών του Αιγαίου, εμπλέκει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ηχηρά ονόματα, και απλώνεται μέχρι την Ανατολή προς άγραν πελατείας. Και στα πλοκάμια του πιασμένη η όμορφη γυναίκα παράγει πλούτο για τους αφέντες προαγωγούς της, μέχρι που ένας ευκατάστατος εραστής και προστάτης πληρώνει ακριβά για την απελευθέρωσή της. Κι η πράξη του ως συνέπεια θα έχει το ότι η γυναίκα θα κινείται αυτοβούλως στο εξής, καρπωνόμενη πλήρως και απευθείας τα κέρδη της εργασίας της. Ο πλούσιος εραστής που απελευθέρωσε μάλλον κινήθηκε με μεγαλοψυχία και αφέλεια, ίσως κι απ’ τον βαθύ του έρωτα –θα μπορούσε να υποθέσει κανείς. Γιατί για ποιον άλλο λόγο θα τον γελοιοποιούσε, στη συνέχεια, στα έργα της η αδελφή του και ποιήτρια Σαπφώ; Όμως η νεαρή όμορφη γυναίκα κινείται πλέον όχι μονάχα αυτοδύναμα, αλλά και έξυπνα στην Αίγυπτο, καθώς δικτυώνεται με άλλες εταίρες στην πόλη Ναύκρατι, τον πλούσιο ναύσταθμο στα παράλια της Μεσογείου για τον οποίο ξέρουμε ότι είχε εκχωρηθεί πλήρως στα συμφέροντα του ελληνικού εμπορίου από τον ίδιο τον φαραώ Άμασι.

Και η γυναίκα γίνεται πάμπλουτη καθώς εξελίσσεται, όπως και οι υπόλοιπες εταίρες του ίδιου λιμανιού, σε “κάρτα ἐπαφρόδιτον”. Εξεχόντως θελκτική είναι η σημασία που προσφέρεται στα λεξικά, ετούτη όμως η μετάφραση φαίνεται λειψή μπροστά στις μεταφορικές συμπαραδηλώσεις της “αφοσίωσης στην Αφροδίτη”, που ενυπάρχουν στον ηροδότειο όρο. Αφιερώθηκε η Ροδώπις στα έργα της θεάς ίσως με μυητικές τελετουργικές πρακτικές που, σε κάποιες περιπτώσεις απηχούνται στις λογοτεχνικές πηγές ή στα ανασκαφικά ευρήματα από τον κόσμο της αρχαιότητας, του ελληνόφωνου συμπεριλαμβανομένου (χαρακτηριστικές είναι, για παράδειγμα, οι σχετικές υποθέσεις που αφορούν στο ιερό της Αφροδίτης στους Επιζεφύριους Λοκρούς στην Κάτω Ιταλία),.

Κι έτσι, η φήμη της Ροδώπιος δεν περιορίζεται στην αιγυπτιακή Ναύκρατι. Έλληνες έμποροι, χωρίς αμφιβολία, την μεταφέρουν στις λέσχες σε όλη την Ελλάδα, στους χώρους δηλαδή που, όπως προκύπτει από άλλες πηγές (Οδύσσεια σ 329, Επίγραμμα Καλλιμάχου για τον Ηράκλειτο, Παυσανίας 10. 25), στέγαζαν, όμοια σχεδόν με τα συμπόσια, την αντρική κοινωνικότητα σε ολονύκτιες συνευρέσεις, μόνο που δεν εστίαζαν στην οινοποσία και το φαγητό, αλλά στη χαλαρή κουβέντα, στις ήρεμες συζητήσεις, στις εκμυστηρεύσεις κι επίσης στη ζωηρή μυθοπλασία των αντρών. Κι εκεί, στις ελληνικές λέσχες, τόσο μακριά απ’ το έδαφος το αιγυπτιακό, η Ροδώπις τραγουδήθηκε, έγινε ένας θρύλος, τόσο που, ακόμη και για χρόνια πολλά μετά τον θάνατό της, οι Έλληνες την μνημονεύανε, μάλιστα αποδίδοντάς της εσφαλμένα μια ολόκληρη αιγυπτιακή πυραμίδα.

Στα χρόνια της ωριμότητάς της, πάντως, όταν είχε πια συγκεντρώσει τη μυθώδη της περιουσία, η εταίρα προχώρησε ανενδοίαστα σε μια κίνηση σοκ. Αναμετρήθηκε με τους ίδιους τους Δελφούς, που τότε αποτελούσαν ένα από τα πλέον σεμνά και μεγαλύτερα ιερά του γνωστού κόσμου, αλλά και κέντρο που ασκούσε πραγματικά διεθνή –ακόμη και οικονομική– πολιτική. Κι εκεί έστειλε λοιπόν το δικό της ιδιαίτερο ανάθημα για να την μνημονεύει, δαιμόνια μοναδικό στη σύλληψή του, ένα εφεύρημα που όμοιό του δεν είχε ξαναϋπάρξει. Και σαν άλλος νικηφόρος στρατηλάτης επένδυσε σ’ αυτό τη δεκάτη (το ένα δέκατο δηλαδή) της περιουσίας της. Οι στρατηγοί αφιέρωναν στους ναούς τη δεκάτη των λαφύρων που μάζευαν από τους ηττημένους στο πεδίο της μάχης. Η Ροδώπις, με ειρωνική αυθάδεια, αφιέρωσε στους Δελφούς το “ποίημα” –ο Ηρόδοτος το τονίζει αυτό– που απόλυτα της ταίριαζε. Αφιέρωσε τη δεκάτη των έργων και των ημερών της.

Η Αληθινή Φύση Μας

Οι άνθρωποι προβληματίζονται για το Βαθύτερο Περιεχόμενο της Πραγματικότητας (πέρα από μια επιφανειακή σύλληψη) εδώ και χιλιάδες χρόνια. Σε όλες τις Παραδόσεις αναζητούν την Μια Μοναδική Πραγματικότητα (σαν Βαθύτερο Βίωμα κι όχι απλά σαν διανοητική σύλληψη). Αυτή η αναζήτηση γέννησε όχι μόνο την Αληθινή Βιωματική Μεταφυσική αλλά θεμελίωσε (στην βάση της πραγματικής «προσωπικής» βιωματικής εμπειρίας) την Οδό, σαν Πρακτική Άσκηση της Γνώσης και σαν Αρετή. Η Αλήθεια είναι Βίωμα, και Βιώνεται όταν ξεπερασθούν οι επιφανειακές δραστηριότητες της ύπαρξης και οι εξωτερικοί περιορισμοί της. Τότε η Πραγματικότητα Αποκαλύπτεται όπως είναι και Βιώνεται αυθόρμητα σαν Ζωή και Ελευθερία (κι όχι μέσα από κάποια περιορισμένη συνείδηση).

Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι η Αλήθεια, η Πραγματικότητα, η Αληθινή Ζωή, Βιώνεται Πραγματικά, Αντικειμενικά κι όχι μέσα από κάποια υποκειμενική αντίληψη. Μιλάμε συνεπώς για μια Μετακίνηση της Συνείδησης από την υποκειμενική λειτουργία της στην Αντικειμενική Φύση και Δραστηριότητά της. Μιλάμε για μια ολοκληρωτική έξοδο από την περιορισμένη συνείδηση, από την υποκειμενική αντίληψη, από κάθε αντίληψη του εγώ. Με αυτή την «έννοια» η Έξοδος είναι πραγματικό γεγονός, πέρα από τον χρόνο, την διαδικασία, την εξέλιξη. Η αντίληψη ενός δρόμου, μια εξέλιξης και μιας πραγματοποίησης εντός του χρόνου είναι απλά μια αυταπάτη της υποκειμενικής αντίληψης.

Υπάρχει πραγματική μετάβαση στην Αλήθεια, στην Αληθινή Ζωή, αλλά δεν υπάρχει ούτε δρόμος για να φτάσεις εδώ, ούτε πραγματοποίηση, ούτε αποτέλεσμα, ούτε φώτιση, ούτε απελευθέρωση. Κι ασφαλώς δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει φωτισμένο εγώ. Τότε;

Μπορεί κάποιος να «προσανατολιστεί» αν απλά παρατηρήσει με προσοχή την Σχέση ανάμεσα στην Μία Ενιαία Πραγματικότητα και την πολλαπλότητα, τα πολλά, την ατομικότητα, το εγώ. Στην πραγματικότητα (στην αντικειμενική πραγματικότητα κι όχι σε μια υποκειμενική αντίληψη της πραγματικότητας) η Συνείδηση, σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκεται (επαναλαμβάνουμε, σε οποιαδήποτε κατάσταση) Εμπεριέχει, από την Φύση της, εν Δυνάμει, Όλη την Φύση, όλες τις Ιδιότητες, όλες τις Δυνατότητες, όλες τις Λειτουργίες. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στο Όλο, τον Θεό, (ή όπως αλλιώς Το ονομάσουμε) και το κάθε ον, ακόμα και το πιο μικρό μόριο σκόνης. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στα όντα (εξωτερική διαφορά, επιφανειακή διαφορά) είναι το Άνοιγμα της Συνείδησης, ο διαφορετικός βαθμός Επίγνωσης της Αληθινής Βαθύτερης Φύσης, που Είναι Μία για όλα όσα υπάρχουν.

Κι ενώ έτσι έχουν τα πράγματα κι ίσως οι άνθρωποι το κατανοούν διανοητικά όμως ελάχιστοι ανακαλύπτουν την Αληθινή Βαθύτερη Φύση και μένουν εγκλωβισμένοι στης επιφανειακές λειτουργίες της ύπαρξης και στις εξωτερικές δραστηριότητές τους. Ένα πραγματικό πρόβλημα (αν και εφόσον αναγνωρίζεται σαν πρόβλημα) απαιτεί μια πραγματική αντικειμενική λύση Κι η μόνη λύση εδώ είναι η Έξοδος από το υποκείμενο, την αντίληψή του, τον κόσμο του και τις εμπειρίες του, προς την Αντικειμενική Φύση. Όλα τα άλλα, υποκειμενικές αντιλήψεις, θρησκείες, διδασκαλίες, θρησκευτικές δραστηριότητες, και πρακτικές ενός εγώ που προσπαθεί να πραγματοποιήσει κάτι, είναι όλα μέσα στην σφαίρα του υποκειμενισμού, της αυταπάτης και της ψεύτικης πραγματοποίησης. Ο απατηλός κόσμος των ανθρώπων περιέχει πολλά, ακόμα και την Αλήθεια, και την διδασκαλία και την θρησκευτική πρακτική, μια αρκετά ακριβή θεατρική απομίμηση του πραγματικού. Αλλά δεν είναι το Πραγματικό.

Να Είσαι Ένα με Όλα

Όλοι οι Σοφοί μιλούν για μια Κατάσταση Απόλυτης Ησυχίας του Νου, μια Κατάσταση Ολοκληρωτικής Σιγής της Σκέψης, μια Κατάσταση Πλήρους Ηρεμίας, Έλλειψης Επιθυμιών, μια Κατάσταση Απελευθέρωσης της Ψυχής από το σώμα και τον κόσμο.

Μην ξεγελιόμαστε. Αυτή η Κατάσταση δεν έρχεται με τη βία, όταν εξαναγκάζουμε τον εαυτό μας να πειθαρχήσει, να ακολουθήσει μια δράση ή μια τεχνική. Δεν υπάρχει «τρόπος» να το επιτύχουμε, δεν υπάρχει «οδός» να βαδίσουμε. Δεν υπάρχει καμιά μυστική ή θαυμαστή πρακτική να το πραγματοποιήσουμε. Μπορούμε να διαλογιζόμαστε χίλια χρόνια. Στο τέλος θα εξακολουθούμε, απλά, να «διαλογιζόμαστε. Είναι ανόητος όποιος νομίζει ότι βρήκε το κλειδί, τον τρόπο, την τεχνική κι ότι μπορεί να τον διδάξει στους ανθρώπους και να γίνει σωτήρας τους. Ποτέ δεν ενήργησαν έτσι οι Μεγάλοι Μύστες. Κι είναι ακόμα πιο ανόητος εκείνος που νομίζει ότι έφτασε ή ότι μπορεί να φτάσει στην Φώτιση. Ένα φωτισμένο εγώ, παραμένει ακόμα ένα εγώ χαμένο στις αυταπάτες του. Κι είναι ακόμα πιο ανόητος εκείνος που νομίζει ότι βρήκε την ορθή κατανόηση, στην ήρεμη ενατένιση όσων συμβαίνουν, ότι αυτό θα οδηγήσει στην αποδοχή των πραγμάτων και στην αποκατάσταση της Τάξης, στην Ελευθερία. Πολλή φαντασία υπάρχει εδώ. Υπάρχει κάτι που υπονοούσε ο Κρισναμούρτι κι οι άλλοι δεν ήθελαν να καταλάβουν, κάτι βαθύτερο. Δεν γίνεται έτσι.

Όλα πρέπει να γίνουν ήσυχα, να συμβούν τελείως φυσικά, χωρίς καμιά προσπάθεια. Η Κατάσταση της Ελευθερίας δεν έχει εγώ. Δεν υπάρχει ούτε «παρατηρητής», ούτε «παρατήρηση», ούτε «εμπειρία». Γιατί; Επειδή στην Ελευθερία Είναι Όλα Ένα, δεν υπάρχει εγώ και κόσμος, υποκείμενο κι αντικείμενο, καμιά απόσταση με όλα τα πράγματα. Το εγώ κι η εμπειρία του εξαφανίζονται τελείως. Κι όλα γίνονται, τελείως απλά, φυσικά, χωρίς προσπάθεια, έτσι όπως αναπνέουμε, έτσι όπως περπατάμε, έτσι όπως ανοιγοκλείνουμε το χέρι μας.

Η Ψυχή είναι από ην Φύση της Ελεύθερη, Πνεύμα που Πνέει όπου θέλει όπως έλεγε ο Άγιος της Ερήμου, Έρχεται και Φεύγει Ανέγγιχτη από όλα. Αν πρέπει να κατανοήσω (εγώ ο άνθρωπος) ότι δεν είμαι το σώμα μου αυτό σημαίνει ότι πρέπει να «ανεξαρτητοποιηθώ» από το σώμα. Τελείως. Να ζω χωρίς «σώμα». Καταλαβαίνετε τι εννοώ; Αν δεν είμαι (εγώ ο άνθρωπος) οι επιθυμίες μου τότε πρέπει να ζω χωρίς «επιθυμίες». Καταλαβαίνετε τι εννοώ; Αν δεν είμαι (εγώ ο άνθρωπος) οι σκέψεις μου τότε μόνο στην απόλυτη σιωπή του νου θα «δω» πραγματικά. Καταλαβαίνετε τι εννοώ; Αν δεν είμαι (εγώ ο άνθρωπος) η ατομική περιορισμένη ύπαρξη, το περιορισμένο εγώ, τότε το εγώ πρέπει να εγκαταλειφθεί, να διαλυθεί το ψυχολογικό σύμπλεγμα του «κέντρου».

Και Τότε; Τι Θαύμα! Όταν η ύπαρξη, το εγώ, γίνεται Μηδέν Αποκαλύπτεται η Άπειρη Φύση της Ψυχής. Το Μηδέν και το Άπειρο είναι το Ίδιο. Η Πραγματικότητα. Η Ψυχή Απελευθερώνεται. Δεν είναι πλέον μέσα στον κόσμο, απέναντι από τον κόσμο και τα πράγματα. Είναι Πέρα από τον Κόσμο. Αλλά όχι έξω από τον κόσμο. Την Στιγμή που η Ψυχή Απελευθερώνεται και το Μηδέν Είναι Άπειρο η Ψυχή γίνεται Απέραντη και τα Αγκαλιάζει Όλα, Γίνεται Ένα με Όλα. Δεν υπάρχει πια εγώ και το «άλλο». Δεν υπάρχει υπαρξιακή, ψυχολογική απόσταση με τα πράγματα. Καταλαβαίνετε τι εννοώ; Είσαι Ένα με Όλα.

Αυτή είναι η Θαυμάσια Κατάσταση για την οποία μιλούν όλοι οι Σοφοί. Όμως σε τούτη την περιγραφή καταλάβατε, αγαπητοί, που είναι το «μυστικό»; Το είπα αλλά ίσως σας «ξέφυγε» ανάμεσα στις λέξεις. Όμως δεν έχει νόημα να το πω καθαρά. Γιατί; Επειδή αυτό πρέπει να είναι η δική σας κατάκτηση, η δική σας κατανόηση, η δική σας ωρίμανση, που θα οδηγήσει στην Απελευθέρωση. Γιατί Φυσική Απελευθέρωση Υπάρχει. Αυτό που δεν υπάρχει είναι η ψεύτικη απελευθέρωση του εγώ.

Απλά, σταματήστε μια στιγμή. Κρατήστε την ανάσα σας. Και σε αυτό τον λίγο χρόνο, αναρωτηθείτε μόνο τι πραγματικά θέλετε; Θέλετε την Ψυχή σας, τον Εαυτό, την Πραγματικότητα ή τον κόσμο; Όλα πρέπει να γίνουν φυσικά, αβίαστα, χωρίς προσπάθεια. Ούτε δρόμοι, ούτε πρακτικές, ούτε τεχνικές. Απλά πρέπει να αποφασίσουμε τι θέλουμε. Όλα εξαρτώνται από αυτή την απόφαση. Η Στροφή Άνωθεν οδηγεί στην Απελευθέρωση. Το σύρσιμο προς τα κάτω οδηγεί στην σκοτεινιά και στα αδιέξοδα του κόσμου. Απλά, αγαπητοί, αποφασίστε.

Satori: Μια ματιά του Διαφωτισμού

Το Σατόρι, που συχνά μεταφράζεται ως «αφύπνιση» ή «κατανόηση», είναι μια έννοια στον Βουδισμό Ζεν που αντιπροσωπεύει μια ξαφνική, βαθιά ενόραση στην αληθινή φύση της ύπαρξης. Σε αντίθεση με τη φώτιση (kensho), η οποία σημαίνει μια πιο μόνιμη κατάσταση κατανόησης, το σατόρι είναι συχνά μια φευγαλέα, αυθόρμητη εμπειρία. Ωστόσο, μέσα σε αυτή τη σύντομη στιγμή, ο ασκούμενος υπερβαίνει το εγώ, βλέπει τη διασύνδεσή τους με όλα τα πράγματα και διαλύει τα όρια της αντίληψης.

Με τις ρίζες του στις παραδόσεις του Ζεν, ο όρος σατόρι προέρχεται από την ιαπωνική λέξη που σημαίνει «να γνωρίζω» ή «να αντιλαμβάνομαι». Ωστόσο, η πραγματική εμπειρία του σατόρι υπερβαίνει κατά πολύ την πνευματική γνώση. Είναι μια μυστικιστική στιγμή κατά την οποία η λογική, οι λέξεις και ο χρόνος παύουν να λειτουργούν όπως συνήθως, επιτρέποντας στον ασκούμενο να βιώσει μια κατάσταση βαθιάς, μη διπλής επίγνωσης. Εκείνη τη στιγμή, το σύμπαν δεν είναι κάτι «εκεί έξω» αλλά είναι μέρος ενός αδιαίρετου συνόλου, μιας ενότητας εαυτού και σύμπαντος.

Το μονοπάτι προς το Satori: Zen και το χωρίς όρια μυαλό

Το ταξίδι στο σατόρι είναι ένα παράδοξο: δεν είναι κάτι που πρέπει να «επιτευχθεί» με τη συμβατική έννοια. Στο Ζεν, η προσπάθεια για την επίτευξη του σατόρι μπορεί στην πραγματικότητα να είναι ένα εμπόδιο σε αυτό, επειδή η ουσία του σατόρι έγκειται στη μη προσκόλληση και στην εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας. Η παράδοση του Ζεν αγκαλιάζει το παράδοξο, διδάσκοντας στους ασκούμενους να καλλιεργούν μια νοοτροπία όπου απελευθερώνουν την επιθυμία και αγκαλιάζουν ένα «δεν γνωρίζω μυαλό» - μια ψυχική κατάσταση ανοιχτή σε καθαρή εμπειρία πέρα ​​από την ερμηνεία ή την επιθυμία.

Το Zen koan, μια παράδοξη ερώτηση ή δήλωση που τίθεται από έναν δάσκαλο σε έναν μαθητή, είναι μια από τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για να ωθήσουν το μυαλό πέρα ​​από τα λογικά του όρια. Koans όπως "Τι είναι ο ήχος του ενός χεριού που χτυπάει;" ή "Ποιο ήταν το αρχικό σου πρόσωπο πριν γεννηθείς;" προσκαλούν στο στοχασμό όχι για μια διανοητική απάντηση αλλά για μια εμπειρία που ξεπερνά εντελώς τη σκέψη. Η πάλη με τα κοάν, το να κάθεσαι σε διαλογισμό (ζαζέν) και η παράδοση στο «μου» - την έννοια του Ζεν του τίποτα ή του κενού - είναι όλες μέθοδοι που στοχεύουν στη χαλάρωση της λαβής του νου σε σταθερές προοπτικές.

Πως γίνεται αντιληπτό το Satori: Η μυστικιστική στιγμή

Η στιγμή του σατόρι είναι απερίγραπτη από τη φύση της. Ξεφεύγει από τη γλώσσα, γιατί οποιαδήποτε απόπειρα αποτύπωσής της με λέξεις χάνει αναπόφευκτα την ουσία της εμπειρίας. Όσοι βιώνουν το σατόρι συχνά το περιγράφουν ως μια ξαφνική, εκτυφλωτική λάμψη διορατικότητας, μια αίσθηση αφύπνισης από ένα όνειρο ή ανάδυση από μια ομίχλη. Μπορεί να αισθάνονται μια ορμή δέους, ταπεινότητας και χαράς καθώς η ατομική αίσθηση του «εαυτού» ξεθωριάζει σε κάτι τεράστιο, απεριόριστο και γαλήνιο.

Φανταστείτε να στέκεστε μπροστά σε μια οροσειρά, παρασυρόμενη στο μέγεθός της, και ξαφνικά να νιώθετε σαν το βουνό, ο ουρανός, η γη και εσείς να είστε ένα ενιαίο σύνολο. Στο satori, η διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου — δηλαδή η διαίρεση μεταξύ «εγώ» και «μη-εγώ» — διαλύεται. Η αίσθηση της απομόνωσης διαλύεται, αφήνοντας μια αίσθηση σύνδεσης με όλα τα πράγματα. Οι ασκούμενοι αναφέρουν ότι αισθάνονται μια ανεξήγητη σαφήνεια, βλέποντας τα πάντα όπως είναι πραγματικά, πέρα ​​από κρίσεις, ταμπέλες ή προκαταλήψεις.

Σατόρι και καθημερινή ζωή: Επιστρέφοντας από την κορυφή

Για πολλούς ασκούμενους του Ζεν, το σατόρι δεν είναι ο τελικός στόχος, αλλά μια ματιά σε έναν διαφορετικό τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας. Όταν κάποιος επιστρέφει από την εμπειρία, συχνά υπάρχει μια αλλαγή στον τρόπο που αλληλεπιδρά με τον κόσμο. Η βαθιά ενόραση του σατόρι έχει μια διαρκή επίδραση, που συχνά οδηγεί σε μεγαλύτερη συμπόνια, υπομονή και επίγνωση. Παρόλο που η αρχική αίσθηση του σατόρι μπορεί να εξασθενίσει, η εμπειρία αφήνει ένα αποτύπωμα στο μυαλό-καρδιά, ωθώντας τον ασκούμενο προς μια ζωή που έζησε με λιγότερη προσκόλληση, περισσότερη ευγένεια και μια βαθύτερη αίσθηση παρουσίας.

Ωστόσο, η ενσωμάτωση του satori στην καθημερινή ζωή δεν είναι εύκολη υπόθεση. Στο Ζεν, υπάρχει ένα ρητό: «Μετά τη φώτιση, το πλυντήριο». Αυτό δείχνει τη σημασία της διατήρησης συνηθισμένων, καθημερινών δραστηριοτήτων, ακόμη και μετά από μια βαθιά εμπειρία. Ενώ το σατόρι μπορεί να φωτίζει το μονοπάτι, πρέπει κανείς να το περπατήσει, αντιμετωπίζοντας την πολυπλοκότητα της καθημερινής ζωής. Το εγώ μπορεί να προσπαθήσει να επιβληθεί εκ νέου, οδηγώντας σε απογοήτευση ή πνευματική υπερηφάνεια. Η πρακτική του Ζεν δίνει έμφαση στην ταπεινοφροσύνη και στο «μυαλό του αρχαρίου», υπενθυμίζοντας στους ασκούμενους ότι η πνευματική ενόραση είναι ένα σημείο εκκίνησης για συνεχή ανάπτυξη και όχι ένας τελικός στόχος.

Σατόρι, ο εαυτός και η φύση της πραγματικότητας

Ο Βουδισμός Ζεν και πολλές μυστικιστικές παραδόσεις διδάσκουν ότι η συνηθισμένη μας αντίληψη για την πραγματικότητα φιλτράρεται μέσω ενός δυιστικού φακού. Αυτός ο φακός διαχωρίζει τον εαυτό από τον εξωτερικό κόσμο, δημιουργώντας μια ψευδή αίσθηση διαίρεσης που ενισχύει τις εγωικές προσκολλήσεις, τους φόβους και τις επιθυμίες. Το Σατόρι είναι μια ευθεία αντιπαράθεση με αυτήν την ψευδαίσθηση του χωρισμού. Κατά τη διάρκεια του σατόρι, κάποιος βλέπει μέσα από τα κατασκευασμένα όρια μεταξύ του εαυτού και του άλλου, βιώνοντας μια γεύση «τέτοιων» - της ωμής, ανόθευτης πραγματικότητας της ύπαρξης.

Αυτή η εμπειρία ευθυγραμμίζεται με τη διδασκαλία του Ζεν ότι η πραγματικότητα είναι τελικά «κενή» (shunyata) από εγγενή, ανεξάρτητη αυθυπαρξία. Με άλλα λόγια, όλα τα πράγματα είναι αλληλεξαρτώμενα και αλληλένδετα, και τίποτα δεν υπάρχει μεμονωμένα. Το Σατόρι, συντρίβοντας την ψευδαίσθηση της χωριστικότητας, επιτρέπει στους ασκούμενους να βιώσουν μια γεύση αυτού του κενού. Αυτό το κενό, ωστόσο, δεν είναι ένα κενό, αλλά μια απεριόριστη πληρότητα, που βρίθει από τη δυνατότητα για άπειρη εκδήλωση.

Σατόρι και σύγχρονη συνείδηση: Μπορεί να βιωθεί χωρίς το Ζεν;

Ενώ το σατόρι έχει τις ρίζες του στην παράδοση του Ζεν, μυστικιστικές εμπειρίες με παρόμοια χαρακτηριστικά αναφέρονται σε πολιτισμούς και συστήματα πεποιθήσεων. Η αυθόρμητη φύση του σατόρι έχει οδηγήσει πολλούς να αναρωτηθούν αν απαιτεί επίσημη πρακτική Ζεν ή μπορεί να συμβεί με άλλα μέσα. Μερικοί άνθρωποι αναφέρουν ότι βιώνουν στιγμές που μοιάζουν με σάτορι κατά τη διάρκεια του διαλογισμού σε άλλες παραδόσεις, βαθιές καταστάσεις συγκέντρωσης ή ακόμα και σε απροσδόκητες, συνηθισμένες στιγμές που ο χρόνος φαίνεται να σταματά και νιώθουν μια ενότητα με τα πάντα γύρω τους.

Ψυχολόγοι και νευροεπιστήμονες έχουν επίσης εξερευνήσει καταστάσεις που μοιάζουν με σατόρι, συνδέοντάς τις με την «κατάσταση ροής» ή με εμπειρίες αιχμής που είναι βαθιά μεταμορφωτικές. Ορισμένοι ερευνητές προτείνουν ότι ορισμένες συνθήκες - όπως η έντονη εστίαση, το άνοιγμα στην εμπειρία και η απελευθέρωση του εγωικού ελέγχου - μπορεί να διευκολύνουν τις μυστικιστικές εμπειρίες. Παρ' όλα αυτά, η σοφία του Ζεν έγκειται στην πειθαρχημένη, δομημένη προσέγγισή του για την επίτευξη αυτής της κατάστασης, η οποία έχει τελειοποιηθεί εδώ και αιώνες.

Το Παράδοξο του Satori: Μια Αφύπνιση Πέρα από τα Λόγια

Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της γραφής για το σατόρι είναι η παράδοξη φύση της εμπειρίας. Το να προσπαθείς να ορίσεις το σάτορι μοιάζει με το να προσπαθείς να πιάσεις νερό με ένα δίχτυ. Τη στιγμή που το πιάνει κανείς, ξεφεύγει, κι όμως, μέσα στη φευγαλέα φύση του κρύβεται μια βαθιά και ακλόνητη αλήθεια.

Το Satori είναι μια απελευθέρωση από τη συνήθη ανάγκη του νου για βεβαιότητα και έλεγχο. Είναι μια υπενθύμιση ότι η πραγματικότητα, σε όλη της την ομορφιά και την απεραντοσύνη της, υπάρχει πέρα ​​από τα όρια που της βάζουμε. Το Ζεν ενθαρρύνει τους ασκούμενους να προσεγγίσουν τη ζωή με ανοιχτότητα, περιέργεια και ευλάβεια, επιτρέποντάς τους να εκπλαγούν από τις βαθιές στιγμές που μπορεί να προκύψουν ανά πάσα στιγμή. Με αυτόν τον τρόπο, το σατόριο δεν είναι ένας μακρινός στόχος, αλλά μια πιθανή παρουσία σε κάθε στιγμή, μια μυστικιστική ματιά στο άπειρο μέσα στο πεπερασμένο.

Για να παραφράσουμε τον δάσκαλο του Ζεν, Shunryu Suzuki: «Όταν συνειδητοποιείς ότι όλα αλλάζουν και βρίσκεις την ψυχραιμία σου σε αυτό, εκεί βρίσκεσαι στο σατόρι».

Η Αιωνιότητα

Αφού η Πραγματικότητα, η Αλήθεια, Είναι Χωρίς Ιδιότητες, τότε για ποιο πράγμα συζητάμε όλοι μας; Προφανώς όλα όσα συζητάμε δεν αφορούν την Αλήθεια αλλά προσωπικές προοπτικές της πραγματικότητας.

Ο Αληθινός Κόσμος – η Πραγματικότητα Όπως Είναι κι όχι όπως αναγνωρίζεται από την σκέψη – Είναι Αιώνια Αντίληψη - είτε υπάρχει «περιεχόμενο» είτε Όχι – Αίσθηση Ενότητας της Ύπαρξης, Σιωπή, Ησυχία, Ειρήνη… πέρα από την ταραχή των ανθρώπων, την σύγχυση της σκέψης τους, την παραφροσύνη των επιθυμιών τους και την ματαιότητα της δραστηριότητας και της ζωής τους.

Η Φύση της Αντίληψης (η Καθαρή Γνωστική Ενέργεια) δεν σχετίζεται ούτε με την Έλλειψη Δραστηριότητας, ούτε με την Δραστηριότητα… Η Δραστηριότητα, η σκέψη, η αίσθηση, κλπ., είναι το «όχημα» της ύπαρξης (ο τρόπος να υπάρχουμε, να ζούμε, να έχουμε εμπειρίες)… Αυτό που μας «παραπλανά» είναι όχι η ύπαρξη, η σκέψη, η αίσθηση, η ζωή, η εμπειρία αλλά η λανθασμένη χρήση τους… το σταμάτημα της διαδικασίας της ζωής, η απολίθωση της σκέψης σε στατικές έννοιες, η εμμονή στο κατασκευασμένο, στο φανταστικό…

Η Αιωνιότητα Παραμένει Πέρα από όλες τις Καταστάσεις… Είναι Ίδια και στην Ακινησία και στην Κίνηση… Η ύπαρξη, το εγώ, η ζωή, οι εμπειρίες, όταν χρησιμοποιούνται σωστά ελέγχονται με την βούληση… Είναι σαν το σφίξιμο της γροθιάς, μόλις το χέρι χαλαρώσει εξαφανίζεται κι η γροθιά… αλλά οι άνθρωποι μοιάζουν σαν τους τρελαμένους που κρατούν συνέχεια τις γροθιές τους πεισματικά σφιγμένες…

Ανάμεσα στην Αληθινή Φύση, στην Αλήθεια, στην Πραγματική Κατάσταση και την άγνοια δεν υπάρχει καμιά «απόσταση»… όπως δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσα στην Ακινησία και την Κίνηση – υπάρχει ή το ένα ή το άλλο, τίποτα ανάμεσά τους… Όταν ο άνθρωπος «εγκαταλείπει» την άγνοια αναπαύεται στην Απεραντοσύνη της Αλήθειας… δεν υπάρχουν «δρόμοι», «πνευματικές προσπάθειες», «τεχνικές», «πραγματοποιήσεις».

Η αγάπη είναι μια πύλη

Αν υπάρχει πάθος στην αγάπη, τότε η αγάπη θα μετατραπεί σε κόλαση. Αν υπάρχει προσκόλληση στην αγάπη, τότε η αγάπη θα είναι μια φυλακή. Αν η αγάπη είναι δίχως πάθος, θα μετατραπεί σε παράδεισο. Αν η αγάπη είναι δίχως προσκόλληση, τότε η αγάπη η ίδια αποτελεί το θεϊκό στοιχείο.

Η αγάπη έχει και τις δυο αυτές δυνατότητες. Μπορείς να έχεις πάθος και προσκόλληση στην αγάπη, τότε θα είναι σαν να έχεις δέσει μια πέτρα γύρω από το λαιμό του πουλιού της αγάπης, ώστε να μην μπορεί να πετάξει. ΄Η σαν να έχεις βάλει το πουλί της αγάπης μέσα σε ένα χρυσό κλουβί. Όσο πολύτιμο κι αν είναι το κλουβί – μπορεί να είναι κατάμεστο με διαμάντια και κοσμήματα – το κλουβί παραμένει κλουβί και θα καταστρέψει την ικανότητα του πουλιού να πετάει.

Όταν αφαιρείς από την αγάπη το πάθος και την προσκόλληση, όταν η αγάπη σου είναι αγνή, αθώα, άμορφη, όταν δίνεις με την αγάπη και δεν απαιτείς, όταν η αγάπη είναι μόνον ένα δόσιμο, όταν η αγάπη είναι αυτοκράτορας, όχι ζητιάνος, όταν είσαι ευτυχισμένος που κάποιος έχει αποδεχτεί την αγάπη σου και δεν εμπορεύεσαι την αγάπη, δεν ζητάς τίποτε σε ανταπόδοση, τότε ελευθερώνεις αυτό το πουλί της αγάπης για να πετάξει στον ανοικτό ουρανό. Τότε δυναμώνεις τα φτερά του. Τότε το πουλί αυτό μπορεί να ξεκινήσει το ταξίδι προς το άπειρο.

Η αγάπη έχει κάνει ανθρώπους να ξεπέσουν κι η αγάπη έχει κάνει ανθρώπους να ανέβουν ψηλά. Όλα εξαρτώνται από το τι έχεις κάνει με την αγάπη. Η αγάπη είναι ένα πολύ μυστηριακό φαινόμενο. Αποτελεί μια πύλη – από τη μια μεριά υπάρχει ο πόνος, από την άλλη μεριά υπάρχει η ευδαιμονία από τη μια μεριά υπάρχει η κόλαση, από την άλλη μεριά υπάρχει ο παράδεισος από τη μια μεριά υπάρχει η σανσάρα, ο τροχός της ζωής και του θανάτου, από την άλλη μεριά υπάρχει η απελευθέρωση. Η αγάπη είναι μια πύλη.

Αν έχεις γνωρίσει μόνο την αγάπη που είναι γεμάτη από πάθος και προσκόλληση, τότε δεν θα μπορέσεις να το καταλάβεις. Όταν αρχίζει να λέει ένα τραγούδι αγάπης, θα νιώσεις μεγάλη νευρικότητα.

“Δεν έχει νόημα! Αγάπησα κι εγώ, αλλά σαν ανταπόδοση βρήκα μόνο τη δυστυχία. Στο όνομα της αγάπης αποκόμισα μόνο μια σοδειά από αγκάθια, κανένα λουλούδι δεν άνθισε ποτέ για μένα.”

Η άλλη αγάπη θα μοιάζει να είναι της φαντασίας. Η αγάπη που γίνεται αφοσίωση, που γίνεται προσευχή, που γίνεται απελευθέρωση, θα μοιάζει μόνο με ένα παιγνίδι από λέξεις.

Γνώρισες κι εσύ την αγάπη, αλλά όποτε γνώριζες την αγάπη, γνώριζες μόνο μια αγάπη γεμάτη από πάθος και προσκόλληση. Η αγάπη δεν ήταν πραγματικά αγάπη. Η αγάπη σου ήταν ένα πέπλο που έκρυβε το πάθος, την προσκόλληση και το σεξ. Εξωτερικά την ονόμαζες αγάπη, εσωτερικά ήταν κάτι άλλο. Τι επιθυμούσες όταν ερωτευόσουν μια γυναίκα ή έναν άντρα; Η επιθυμία σου ήταν σεξουαλική κι η αγάπη ήταν μόνον ο εξωτερικός διάκοσμος.

Λιαντίνης: "Απελπίζεται και κλαίει και περιγράφει" ...ο ποιητής Dante Alighieri

Ο Δάντης δεν εκατέβηκε στην Κόλαση. Η ιδική του νέκυια είναι μια στυγερή αλληγορία της επίσκεψης που έκαμε στο Γεντί-Κουλέ της ψυχής μας. Ό,τι είδε είναι τα σύρματα και τα σήμαντρα, τα παραπήγματα, τα κελλιά και οι κατάδικοι που κλείστηκαν μέσα στα πάθη τους, καθώς με την πράξη εφρόντισαν να τα κάμουν εγκλήματα.

Η επιδρομή του Δάντη στον Άδη δηλώνει το δράμα της ιδικής μας αδιάλειπτης και αδιέξοδης κωμωδίας.

Καθώς προσέχουμε το όραμα και τον λόγο του, μας συνέχουν τα χρώματα και ο αχός ενός βρυχηθμού υποβρύχιου στην αχανή χοάνη του χαμένου χρόνου της ψυχής μας. Εκεί που μας ξεχειλίζει η χολή, χύνεται έξω από τα χαρακώματα του χρηστού και του χρήσιμου, και χαραμίζεται στα χάσματα και στους χαμούς της κατάχρησης και της αποτυχίας. Χαρίζει χρήμα όχι τη χαρά και τη χάρη για το χρέος που ξαστόχησε.

Τα φρικτά και τα φρικώδη που βλέπει ο ποιητής, καθώς ανοίγεται η πύλη και περνά στο τοπίο των παθών μας, είναι τόσα και τέτοια, που δε γίνεται να προχωρήσει χωρίς σηματωρό και ναυτίλο. Χρειάζεται τον οδηγό και τον παραστάτη. Για να στυλώνουν κάθε φορά το ψυχικό και τα πόδια του μπροστά στους εφιάλτες που εφορμούν να τον αφανίσουν στη φρίκη τους.

Βόηθα με, δάσκαλε, να σταθώ! φωνάζει στον Βιργίλιο κάθε φορά που ανοίγεται μπροστά του ένας νέος κύκλος με μαρτύρια. Μίλα μου και κούνα με, να βεβαιωθώ πως συνεχίζω να ζω, ύστερα απ' ό,τι βλέπω.

Δεν είναι που υπάρχουν τα θερία και τα φίδια. Δεν είναι η πίσσα και το κατράμι και ο χοχλός που βράζει. Ούτε οι διάβολοι που ασελγούν και σατυριάζουν στα κορμιά των παιδιών τους, καθώς τσιρομαχούν με τις αγκουσεμένες στρίγγλες. Δεν είναι τα βουνά οι βουβώνες με τα περιττώματα που τρώνε οι κολασμένοι. Ούτε οι στρατιές και οι σπείρες τα σκουλήκια που τρώνε τους κολασμένους.

Και οι στρουφωτές καμακιές στα μαλακά, τα ξεκοιλιάσματα, τα άντερα που σέρνουνται πλεχταριές κυνηγώντας τους σφαγμένους όπως οι κατάρες τους κατάλαλους. Οι πυρωμένοι τάφοι με την πλάκα, που έκλεισε για πάντα απάνου από τον πανικό της αιώνιας νεκροφάνειας του πεθαμένου. Ούτε εκείνος ο νυχτοπάτης που κρατάει στο χέρι φανάρι το κομμένο κεφάλι του, για να του φωτίζει το δρόμο.

Όλα αυτά είναι ό,τι είδε ο ποιητής στα έγκατα πάθη της ανθρώπινης φύσης. Οι νάρκες και τα ναρκωτικά, τα δηλητήρια και τα φαρμάκια που δίνουν και παίρνουν ακατασίγαστα, και γιομίζουν τις μέρες και την αγορά των ανθρώπων.

Είναι τα παραπατήματα, οι πλημμέλειες, οι κακουργίες που μας κυκλώνουν άλλοτε σαν σκοτεινές επιφορές και προθέσεις, και άλλοτε σαν άγριοι επιτελεσμοί. Έτσι βλέπει ο ποιητής το πολυκέφαλο θρέμμα που κρύβει μέσα του ο καθένας μας. Βλέπει και στοχάζεται, και απορεί και τρομάζει. Απελπίζεται, και κλαίει και περιγράφει.

Περιγράφει την κτηνωδία να ξεσυνερίζεται την απανθρωπιά. Τα ψεύδη και την υποκρισία να προσκυνιούνται τις Κυριακές στους ναούς. Τη χαιρεκακία και τον φθόνο να δικάζουνε τους αναίτιους. Την πλάνη και τη δεισιδαιμονία καθισμένες στον θρόνο. Ζωγραφίζει την αλαζονεία στα ψηλά και στους εξώστες. Τη φιληδονία να βγαίνει περίπατο με τη μαϊμού και τον κόκκινο πρωκτό της. Τον αισχρό εγωισμό, τον κουφόηχο και τη φιλαυτία μπροστάρηδες στον δρόμο. Την αμάθεια γενική οικονόμο στο σπίτι και στο βουλευτήριο. Και την προδοσία του ψωμοπάτη. Την ξετσιπωσιά, τη σιμωνία, τη λαιμαργία, την ασωτεία, τους μισερούς, τους κίβδηλους, τους κόλακες, την ακαλαίσθητη αηδία και ταραχή από νεόπλουτους και «μορφωμένους».

Πάπες, πατριάρχες, καρδινάλιοι, ηγεμόνες, πρίγκιπες, βασιλιάδες, σύμβουλοι κρατικοί, αξιωματούχοι, εμπόροι, καλαμαράδες, διοικητικοί, στρατιώτες, ο απλός κοσμάκης. Όλοι συνωθούνται και κατακρούονται, χορεύουν, τραγουδούν, βιάζουνται, σκούζουν, βρίζουνται, μαχαιρώνουνται, γελούν, συνουσιάζουνται στο αλκοολικό πανηγύρι του κόσμου. Καθώς τους τυλίγει σαν τεράστιο χταπόδι η νύχτα της Κόλασης με τις ρίζες, τους ιστούς, και τους λώρους ενός πόνου που δεν έχει πέρας.

Αυτό είναι το ταξίδι που έκαμε ο Δάντης στην Κόλαση και στο Καθαρτήρι. Μας έδωκε μια ανάγλυφη χαρτογράφηση ολόκληρη και λεπτομερή του ηθικού τοπίου της ανθρώπινης φύσης σε ώρα που φυσούν τα άγρια μεσάνυχτα.

Η νέκυια του Δάντη έχει το νόημα και το κύρος μιας έκθεσης στη φυλακή, με ομόφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα για το βαρύ ποινικό μητρώο του κάθε ανθρώπου. Και κατεπέκταση για το βαρύ ποινικό μητρώο της ιστορίας.

Ένα θεωρητικό προανάκρουσμα, άρτια γεωμετρημένο όμως, αυτής της περιήγησης στην ψυχή και στα πάθη, μας έχει κληροδοτήσει από παλιά ο Πλάτων με όσα είπε για το Επιθυμητικό μέρος της ψυχής. Και τον ίδιο κόσμο, εξακόσιους χρόνους μετά το Δάντη, θα τον ανακαλύψει ο Φρόυντ από άλλους δρόμους. Είναι αυτό που θα το ονομάσει Ασυνείδητο.

Δημήτρης Λιαντίνης, Γκέμμα - Νέκυια

Το παιδί είναι ο πατέρας του ενηλίκου

Αυτοί είναι οι πρώτοι τέσσερις μήνες ανακάλυψης του κόσμου, τής γλώσσας του σώματος, των αισθημάτων, τής ευχαρίστησης. Αν τότε τα πάει κανείς καλά, είναι σίγουρο ότι θα είναι ευτυχής στην ζωή του ό,τι κι αν του τύχει, έκτος από ακραίες καταστάσεις πείνας, πόνου, βασανιστηρίων. Εάν τότε δεν πάει καλά, θα είναι γκρινιάρης, με τάση για άγχος, κατάθλιψη, διαμαρτυρία, δυσκολία στις σχέσεις.

Γι’ αυτό και στα ζευγάρια 10% είναι ευχαριστημένα από την σχέση τους, άλλο ένα 10% είναι κάπως καλά, και 80% δεν τα πάνε καθόλου καλά. Στην σχέση αυτή πού είναι ή στενότερη, πού έχουν κοινά συμφέροντα, παιδιά, το σεξ, οικονομικά, όλα είναι υπέρ του δεσμού. Παρ’ όλα αυτά όμως 50% σέ όλο τον κόσμο χωρίζουν και 30% παραμένουν· για τα παιδιά, για τα οικονομικά, τον φόβο - «που πάω ξυπόλυτος στ’ αγκάθια», που θα βρω κάποιον να με εκφράζει, στα 45 ποιος θα με πάρει;

Όπως ξέρετε, όσο μεγαλώνουμε τόσο πιο λίγα προσφέρουμε στην πιάτσα. Γιατί όλοι μας είμαστε και ένα προϊόν. Εγώ πουλάω τα λεφτά μου, τίς γνώσεις μου, την ομορφιά μου· ο άλλος αυτά αγοράζει. Αν δεν τον ικανοποιούν, δεν τα αγοράζει.

Όσο μεγαλώνουμε, τόσο λιγότερα έχουμε να προσφέρουμε, ιδιαίτερα από άποψη εξωτερικής εμφάνισης. Ταυτόχρονα, όμως, επειδή έχουμε αναπτυχθεί, έχουμε πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις. Γι’ αυτό, αν δεν παντρευτεί κανείς από τα 20 μέχρι τα 30 μετά είναι δύσκολο.

Υπάρχουν γυναίκες 30, 35, 40 χρόνων πού ήθελαν πολύ να παντρευτούν, άλλα είναι πολύ δύσκολο, γιατί δεν βρίσκουν τον κατάλληλο άντρα. Έχουν -και δικαίως- πολλές απαιτήσεις. Είναι όμορφες, είναι μορφωμένες, άλλα όλοι οι «παντρέψιμοι» άντρες έχουν παντρευτεί.

Και οι χωρισμένοι -αυτοί χωρίζουν ανάμεσα στα 40 και τα 50- έχουν κι αυτοί απαιτήσεις. Άφησαν μια γυναίκα πού την ήξεραν γιατί δεν τούς ικανοποιούσε. Γιατί να πάρουν άλλη, πού μπορεί να βγει και χειρότερη; Την γνωρίζουν λίγο και μετά... την βόλτα τους. Γι’ αυτό πολλοί γυρίζουν στην γυναίκα τους ή αλλιώς είναι πολύ δύσκολοι. Γιατί με την γυναίκα σου έχεις δεθεί και τριάντα χρόνια και έχεις μαζί της δυο-τρία παιδιά. Κι αν έχει και ή καινούργια σύζυγος δυο-τρία παιδιά, εσύ τί θα είσαι μέσα στην οικογένεια;

Αυτά τα προβλήματα αντιμετωπίζει καθημερινά ο οικογενειακός γιατρός. Μεγαλώνουν λίγο, πας να τους πεις μια κουβέντα και σου λένε: «Δεν είσαι μπαμπάς μου· μόνο ο μπαμπάς μου έχει δικαίωμα να μου λέει τέτοια».

Ο γιος έχει και τον ανταγωνισμό. Αν σηκώσεις χέρι, βγαίνει ή μαμά και αρχίζει ή σύγκρουση: «Δεν μπορείς να χτυπήσεις τον γιό μου· δεν είναι παιδί σου» (όχι ότι ο κανονικός μπαμπάς έχει δικαίωμα να χτυπάει). Και μια κουβέντα παραπάνω να πεις, δημιουργούνται εντάσεις.

Πολλοί πατριοί ρίχνονται στα κορίτσια στην εφηβεία τους. Κάποιοι πατέρες γίνονται συχνά σεξουαλικοί με ποικίλους τρόπους και στα δικά τους κορίτσια. Υπάρχουν ζήλιες και φόβοι από μέρους της συζύγου. Πολλές κοπέλες ρίχνονται στους πατριούς, γιατί ξαναζούν τα οίδιποδειακα προβλήματα, χωρίς τόση ενοχή όσο με τον φυσικό πατέρα.

Επίσης πολλά είναι τα προβλήματα ενός χωρισμένου άντρα με παιδιά που έχουν μείνει με την γυναίκα του. Υπάρχουν περιπτώσεις τέτοιες συνέχεια: η παλιά σύζυγος του τηλεφωνεί στις 3 το πρωί, που κοιμάται με την καινούργια σύζυγο, και του λέει: «Ή κόρη σου είναι στα έξω, έχει τρεις μέρες να φανεί...». «Και τί θες να κάνω;». «Δεν ξέρω, κόρη σου είναι, πατέρας της είσαι- εγώ θα την αφήσω εκεί που είναι». Άλλοι την αφήνουν, άλλοι σηκώνονται στις 3 το πρωί να πάνε να την βρουν. Δημιουργούνται πολλά προβλήματα, άρα και το διαζύγιο είναι δύσκολο.

Δεν είναι ότι μόλις χωρίσεις θα βρεις την γαλήνη και την ευτυχία. Πολλοί την βρίσκουν, οι περισσότεροι όχι. Και όσα περισσότερα προβλήματα έχεις από τότε, από τον πρώτο χρόνο, τόσο τείνεις να επαναλάβεις την επιλογή, ή οποία γίνεται πάντα στο ίδιο επίπεδο ωριμότητας.

Αν είσαι λίγο ανώριμος, λίγο προβληματικός από τον πρώτο χρόνο, θα διαλέξεις σύντροφο εξίσου ανώριμο. Δεν υπάρχει περίπτωση να πάρεις καλύτερο, ποτέ. Γιατί αυτήν την γλώσσα ξέρεις.

Ένας νευρωτικός θα διαλέξει επίσης νευρωτικό. Παρ’ όλο πού έρχονται πολλοί και κατηγορούν τον άλλο για νευρωτικό και ανώμαλο, αν δω τον ένα να είναι λίγο πιο νευρωτικός από τον μέσο όρο, ξέρω ότι και ο άλλος είναι έτσι.

Είμαστε αρκετά παρανοϊκοί και ο ένας κατηγορεί τον άλλο. Όλα τα ζευγάρια έρχονται και κατηγορούν ο ένας τον άλλο ότι φταίει. Όπως κάναμε κι εμείς πού ήμασταν έξι παιδιά και κλέβαμε το γλυκό της μάνας μας, και όταν μας βούταγε όλοι δείχναμε τον άλλον: «Ποιος; Εγώ; Αυτός! ».

Είναι, λοιπόν, πολύ δύσκολο να ταιριάξεις, γιατί θα επαναλάβεις την ίδια ιστορία. Απόμακρη, κοντινή, αγάπης, πιο παρανοϊκή, δύσκολη: μοτίβα πού επαναλαμβάνουμε όσο πιο διαταραγμένοι και ανώριμοι είμαστε σε όλη μας την ζωή.

Αν κάποιος είναι ώριμος, θα βρει και ώριμο σύντροφο. Όταν κάνει ο ένας από τούς δύο θεραπεία, υπάρχει ένας κίνδυνος: να χαλάσει ο γάμος τους. Αν ο γάμος είναι καλός και κάπου ταιριάζουν, επιβιώνει. Αλλιώς πρέπει και ο άλλος να κάνει κάτι, να έρθουν κάποιες φορές μαζί. Γιατί όσο ωριμάζει ο ένας, ή κατάσταση δεν του πάει.

Ας πούμε ότι έχεις κάποια σαδομαζοχιστικά στοιχεία - πού όλοι έχουμε. Βρίσκεις μια γυναίκα, την δέρνεις σωματικά ή ψυχικά, εκείνης της αρέσει, ο γάμος είναι καλός. Αν κάνεις θεραπεία, κάποια στιγμή θα συζητηθεί γιατί πρέπει να αισθάνεσαι ερωτικά όταν δέρνεις, δέρνεσαι, φτύνεις τον σύντροφό σου· αυτά δυσκολεύουν την πιο οικεία, αγαπητική σχέση.

Όταν τα ψάξει αυτά κανείς αναλυτικά και δει από που ξεκίνησαν, τις απαρχές τής ψυχικής του ζωής, αρχίζει να μη θέλει τόσο πολύ να δέρνει την γυναίκα του. Ή τουλάχιστον όχι αδικαιολόγητα, όπως έκανε ο Χότζας, πού συνιστούσε να την δέρνεις κάθε πρωί· ακόμη κι αν εσύ δεν ξέρεις γιατί, ξέρει εκείνη!

Δεν μιλάω για έναν ελαφρύ μαζοχισμό ή σαδισμό. Αυτόν τον έχουμε όλοι μέσα μας ελαφρώς στην ερωτική σχέση. Άλλο να τσιμπάς, να κάνεις κάτι τέτοιο, κι άλλο να την σπας στο ξύλο, να την δένεις, αυτά πού κάνουν μερικά ζευγάρια. Αν τούς βολεύουν, δεν επεμβαίνω. Αλλά αν ο ένας κάνει «κατά λάθος» θεραπεία, αρχίζει και αλλάζει. Ό άλλος όμως δεν άλλαξε και δημιουργείται πρόβλημα.

Άλλοι είναι ρομαντικοί. Είχα ένα ζευγάρι -τούς είδα προ ήμερων, μετά από χρόνια- μεγάλοι άνθρωποι, πενηντάρηδες, αυτή δεν του καθόταν για χρόνια, εκείνος την αγαπούσε. «Για να κάνουμε σεξ, θέλει να την πάρω τηλέφωνο από πριν, να τής πω γλυκόλογα, να πάω σπίτι με λουλούδια, να έχουμε κεριά αναμμένα κάθε φορά. Αυτά τα κάνεις την πρώτη, δεύτερη, τρίτη φορά· τριάντα χρόνια παντρεμένοι, κάθε μέρα για να κάνω σεξ αυτό θα κάνω;».

Τής λέω: «Γιατί, βρέ κορίτσι μου;». «Δεν μπορώ αλλιώς· δεν μπορώ». Φτάσαμε στο επίπεδο να τα κουβεντιάζουμε. Του λέω: «Πάρ’ της που και που κανένα λουλούδι, φέρε της και κανένα μπακλαβά» - «και σύ πρέπει να δεχθείς ότι αυτό δεν γίνεται κάθε φορά». Είχε ο άνθρωπος την δουλειά του -ήταν μάγειρας-, μετά την δουλειά πήγαινε σπίτι. Αν μύριζε από τα φαγητά, έπρεπε να κάνει μπάνιο, να βάζει αρώματα, να παίρνει και λουλούδια ! «Δεν μπορώ», έλεγε, «εκεί πού φτιάχνω τα ψαρικά να θυμάμαι να την παίρνω τηλέφωνο, να τής λέω “σ’ αγαπώ, σέ θέλω, έρχομαι”».

Αυτή την ανάγκη η κοπέλα την είχε για περίεργους λόγους: είχε βιαστεί από συγγενείς, οπότε το σεξ ήταν βρώμικο και ή δεν το ήθελε ή το ήθελε ρομαντικοποιημένο. Εάν κάνεις θεραπεία, αυτά σου φαίνονται υπερβολικά, λίγο γελοία. Σωστό είναι να πας ένα λουλούδι στην γυναίκα σου που και που, όχι κάθε φορά, στην επέτειο, μια φορά, δύο, πέντε, δέκα τον χρόνο. Είναι δύσκολο να φέρεσαι έτσι 365 ημέρες τον χρόνο.

Αυτά τα προβλήματα δημιουργούνται όταν ή σχέση έχει διαταραχθεί από τον πρώτο χρόνο.

Ακόμη κι αν με το παιδί είναι ή ίδια η μητέρα, υπάρχουν κάποια προβλήματα. Δεν σημαίνει πως αν έχεις την ίδια την μητέρα σώζεσαι. Υπάρχουν στοιχεία πού δείχνουν τον βαθμό έμπαθητικότητας τής μητέρας, πόσο μπορεί να μπει στο μυαλό του παιδιού, στις ανάγκες του, κι αυτό είναι το βασικό. Η μητέρα καταλαβαίνει πότε το παιδί θέλει να κοιμηθεί ή να ησυχάσει. Κάποιες, όμως, δεν το καταλαβαίνουν. Το κουνάνε, του δίνουν να φάει, αλλ’ αυτό συνεχίζει να κλαίει κι ή καημένη η μαμά δεν καταλαβαίνει τί θέλει.

Αυτό το βλέπουμε στην κοινωνία. Οι άνθρωποι θεραπεύονται αναπτύσσοντας τα ίδια συναισθήματα προς τον άλλον, κάποτε πολύ έντονα. Οπότε απαιτούν πράγματα πού πολλές φορές δεν καταλαβαίνουν ούτε οι ίδιοι. Απλώς είναι ανικανοποίητοι. Και τότε ο άλλος πρέπει να καταλάβει «τί έχει και κλαίει το παιδί»!

Μια γυναίκα, πού ήρθε και ήταν 15 ημέρες σέ μια ομάδα, γυναίκα μορφωμένη, εξαπέλυσε μίαν επίθεση, ότι δεν είναι ικανοποιημένη, ότι θα φύγει. Όταν την ρωτούσα: «Τί θέλεις ακριβώς; Τί έκανα;», «Δεν ξέρω», έλεγε, «άλλα δεν με ικανοποιείτε». Δεν ήθελε, όμως, να φύγει· ήθελε να μείνει εκεί και να με τιμωρήσει.

Εδώ πρέπει να καταλάβεις σιγά-σιγα τί έχει και κλαίει το παιδί. Κάποιοι λένε: «Αν με αγαπούσατε θα ήσασταν 24 ώρες το εικοσιτετράωρο μαζί μου». Αυτό πού γίνεται όταν είσαι βρέφος! Το ζητάνε όμως. Και πολλοί ζητούν να μην πληρώνουν. Όχι στην αρχή, μετά, όταν αναπτυχθεί ή σχέση. Αυτό πού θα σκεφτόταν ένα βρέφος αν τού έστελνες λογαριασμό για το γάλα πού πίνει.

Αυτό είναι ή θεραπεία: να τα ξαναζείς αυτά. Τα ζει, λοιπόν, θυμώνει, μετά καταλαβαίνει ότι όταν είσαι μεγάλος πληρώνεις για να φας, κι εγώ πληρώνω για να φάω. Και αν με είχες όλο το 24ωρο δεν θα με ήθελες κιόλας. Καμιά φορά λέω προκλητικά σέ κάποιον πού παραπονιέται λέγοντας «αν μ' αγαπούσατε...», «Έλα να περάσουμε το Σαββατοκύριακο εδώ μέσα». Λέει: «Και τί θα κάνουμε;». Λέω: «:Ό,τι θέλεις. Τί να σου πω;». «Σας παρακαλώ, δεν μπορούμε να κάνουμε τέτοιο πράγμα». «Εσύ το ζήτησες. Κάτσε να δούμε γιατί το ζήτησες».

Βγήκε μια ανικανοποίητη ανάγκη από τότε πού ήταν τεσσάρων μηνών. Τότε θέλεις την μάνα σου είκοσι τέσσερις ώρες. Έρχεται εκείνη στις 5, σέ βλέπει για μισή ώρα, σου λέει «σε πεθύμησα, η μαμά είναι εδώ». Μα μαμά ήταν επί οκτώ ώρες η Φιλιππινέζα, κι αυτό είναι το βασικό πρόβλημα.

Ο Θεός Πάνας και η αρχέγονη σύνδεση του ανθρώπου με το βλαστικό, το ζωικό, και το πνευματικό βασίλειο.

Στην αρχαία Ελλάδα, το βλαστικό βασίλειο θεωρείται ιερό και ενψυχώνεται μέσω θεϊκών δυνάμεων, με χαρακτηριστικότερες τις νύμφες. Οι νύμφες, θηλυκές θεότητες της φύσης, εκφράζουν τη ζωοδότρα δύναμη της θηλυκής αρχής, που σχετίζεται με τη γέννηση, τη διατήρηση και την ανακύκλωση της ζωής.

Καθώς τα φυτά δεν διαθέτουν συνείδηση, οι νύμφες δρουν ως οι ψυχικές οντότητες που διαπερνούν και ζωογονούν το φυσικό κόσμο. Στην τέχνη των Ελλήνων απεικονίζονται όμορφες, ανθρωπόμορφες, με μια αέρινη και αιθέρια χάρη, υπογραμμίζοντας την άμεση σύνδεση μεταξύ του φυσικού κόσμου και των θεϊκών δυνάμεων.

Αντίθετα, το ζωικό βασίλειο, αν και διαθέτει μια πρωτογενή μορφή συνείδησης, παραμένει δέσμιο των ενστίκτων του. Στην Ελληνική μυθολογία και τέχνη, οι υβριδικές μορφές – όπως οι Κένταυροι, ο Μινώταυρος, η Σφίγγα, η Μέδουσα, ο Γρύπας, η Έχιδνα, κ.λπ., αναπαριστούν την ακατέργαστη ζωική φύση που κυριαρχείται από πάθη, λαγνεία, οργή και μισαλλοδοξία.

Με σύγχρονους όρους της νευροεπιστήμης και της ψυχολογίας, θα λέγαμε πως τα μυθικά πλάσματα που έχουν ταυτόχρονα την ανθρώπινη και τη ζωική μορφή, περιγράφουν τον ερπετικό - reptilianα ανθρώπινου εγκέφαλο, ο οποίος είναι η βάση του υποσυνείδητου και σχετίζεται επίσης με τα ένστικτα και τη θέλησή μας για επιβίωση, είναι αυτός που κουβαλάμε από τότε που ζούσαμε στις σπηλιές και μας βοηθούσε να επιβιώσουμε. Αυτός έχει μόνο δύο λειτουργιές: τη φυγή ή την επίθεση.Πρόκειται για το κατώτερο, εξελικτικά αρχαιότερα τμήμα του εγκεφάλου. Μεταξύ πολλών λειτουργιών εκεί βρίσκεται ο μηχανισμός παγώματος, το λιγότερο γνωστό freeze or faint. Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με έναν κίνδυνo όλη η σωματική και ψυχική ενέργεια παγώνει! Μήπως η περιγραφή αυτή σας θυμίζει την Μέδουσα;

Αυτά τα πλάσματα δεν είναι απλώς τέρατα, αλλά συμβολικές εκφράσεις της σύγκρουσης ανάμεσα στη συνείδηση και τα τυφλά ένστικτα. Η ύπαρξή τους υποδηλώνει πως όταν η φύση δεν ελέγχεται ή δεν εξευγενίζεται μέσω του νου, μπορεί να μετατραπεί σε κάτι χαοτικό και καταστροφικό.

Ανάμεσα σε αυτές τις διττές μορφές ανθρώπου και ζώου, η σύνθεσης ζώων, ο θεός Πάν ξεχωρίζει ως η μοναδική διττή, ανθρώπινη και ζωική οντότητα που φέρει μέσα της το θείο, αν και εκφράζει και αυτός ζωικά και πρωτόγονα ένστικτα. Με σώμα μισό ανθρώπινο και μισό τραγί, ο Πάνας ενσαρκώνει την αρχέγονη σύνδεση του ανθρώπου με τη φύση, αλλά και τη μετάβαση από τη νομαδική ζωή στην καλλιέργεια της γης και την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας.

Ως ένας αρχέγονος χθόνιος θεός, κατάλοιπο της μητριαρχικής εποχής, εκφράζει τη στιγμή που ο άνθρωπος αρχίζει να χειραγωγεί τη γη και να χρησιμοποιεί τις φυσικές δυνάμεις για την εξέλιξή του.

Ο μύθος του Πάνα φέρνει στην επιφάνεια ένα θεμελιώδες υπαρξιακό ζήτημα: ο άνθρωπος είναι η κορωνίδα της δημιουργίας, ένα πνεύμα παγιδευμένο μέσα σε ένα σώμα υποκείμενο σε πάθη, ένστικτα και φόβους. Όμως, μέσα από την κατανόηση και την πνευματική του ανύψωση, μπορεί να ξεπεράσει τα δεσμά του και να εναρμονίσει τη ζωώδη και τη θεϊκή του υπόσταση.

Στην αρχαιοελληνική κοσμοαντίληψη, η φύση δεν είναι μια απλή υλική πραγματικότητα, αλλά ένας κόσμος γεμάτος ιερότητα και μυστήριο. Η αλληλεπίδραση του ανθρώπου με αυτόν τον κόσμο δεν είναι μόνο πρακτική αλλά και φιλοσοφική: μια συνεχής αναζήτηση ισορροπίας ανάμεσα στη φυσική και τη θεϊκή του φύση.

TΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΤΟΥ ΑΔΗ

Σύμφωνα με τις πανάρχαιες παραδόσεις οι σπηλιές τα χάσματα και τα ποτάμια που εξαφανίζονται στα έγκατα της γης για να εμφανιστούν μυστηριωδώς κάπου αλλού, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως περάσματα-καταβάσεις που οδηγούσαν στον Κάτω Κόσμο. Τέτοια περάσματα εκκαλούντο «Πύλες του Άδη» αφού οι ψυχές μετά το θάνατο όδευαν προς το βασίλειο του Άδη.

Ο Άδης, ως προσωποποίηση και θεοποίηση του θανάτου, έμεινε βαθιά ριζωμένος στη νεοελληνική αντίληψη. Το αρχαιότερο και σημαντικότερο πέρασμα προς τον Άδη θεωρείται ο ποταμός Αχέρων ο οποίος πηγάζει από το Σούλι, διασχίζει με βουητό τα βαθειά φαράγγια του Θεσπρωτικού, ρέει στην πεδιάδα της Αχερουσίας ανάμεσα από υψηλές λεύκες και ιτιές και εκβάλει στον όρμο της Αμμουδιάς. Το όνομα Αχέρων ετυμολογείται από το αχέα (Αχος: θλίψης, στεναγμός) και το ρήμα ρέω, δηλ. αυτός που στα νερά του φέρνει πίκρες και δάκρυα. Ας μη λησμονούμε ότι ο Χάρων (Χάρος σήμερα) σχετίζεται με τον Αχέροντα αφού με τη βάρκα του μετέφερε στον Άδη τις ψυχές των νεκρών εισπράττοντας από τον καθένα ένα οβολό. Οι συγγενείς βέβαια, φρόντιζαν να βάλουν πάντα τον οβολό στο στόμα του νεκρού. Πριν μερικές δεκαετίες σε πολλά μέρη της Ελλάδας συνήθιζαν να τοποθετούν στο στόμα του νεκρού ένα μεταλλικό νόμισμα. Ακόμη και σήμερα οι πεθαμένοι στη δημώδη ελληνική ποίηση και στα μοιρολόγια περνούν ποτάμια για να φθάσουν στον Κάτω Κόσμο. Στοιχεία που αποδεικνύουν τη συνέχεια των νεκρικών εθίμων και γενικότερα δοξασιών από την Ομηρική εποχή μέχρι σήμερα.

Ο Άδης ή Αϊδωνεύς κατά τους κλασσικούς χρόνους ονομάστηκε Πλούτων. Στην αρχαιότητα ο Αχέρων σχημάτιζε στις εκβολές του μία τεράστια λίμνη-έλος την Αχερουσία. Η σήψη της υδρόβιας χλωρίδας ανέδιδε αφόρητη και θανατηφόρα οσμή προσδίδοντας στο τοπίο μία ζοφερή όψη. Ο Αχέρων δεχόταν τα νερά του Πολυφλεγέθωντος (χείμαρρος της φωτιάς) πλησίον του σύγχρονου χωριού Γλυκή. Τα ύδατά του έβραζαν και σ΄αυτά εβασανίζοντο οι ψυχές των αμαρτωλών. Σήμερα ο Πυριφλεγέθων ονομάζεται Βουβός και φωσφορίζει ανεξήγητα κατά τη διαδρομή του. Άλλο ένα μικρό ποτάμι που τροφοδοτούσε τον Αχέροντα είναι ο Κωκυτός (ποτάμι στεναγμών) σημερινός Μαύρος, του οποίου τα νερά σχηματίζονται από τα λιγοστά της Ιερής Στυγός και από τα δάκρυα των ψυχών που έχουν μετανιώσει από τα αμαρτήματα τους. Τα πλεονάζοντα νερά της Αχερουσίας ξεχύνονταν στον όρμο της Αμμουδιάς. 

Η κοίτη του Αχέροντα έχει αλλάξει και η Αχερουσία λίμνη δεν υπάρχει πιά,αποξηράνθηκε και έχει μετατραπεί σε έφορη πεδιάδα. Σήμερα ο Χάρων δεν μεταφέρει πλέον τις ψυχές στο βασίλειο του Άδη, αλλά όσοι επισκέπτες επιθυμούν να πάνε στο Ανάκτορο του Άδη υπάρχουν κοντά στις εκβολές του Αχέροντα μηχανοκίνητα πλεούμενα για την μεταφορά τους κοντά στην αρχαία Έφυρα. Εκεί θα συναντήσουμε έναν κωνικό λόφο και μέσα σένα ειδικά διαμορφωμένο σπήλαιο υπάρχει το Άδυτο του Άδη, ιερό που είχε μετατραπεί και σε Νεκρομαντείο.

Το Νεκρομαντείο της Εφύρας λειτουργούσε από την Ομηρική εποχή αλλά την τελική του μορφή πήρε στην Ελληνιστική περίοδο και λειτουργούσε μέχρι την πυρπόλησή του από τον Ρωμαίο Παύλο Αιμίλιο το 167 π.Χ. Το Νεκρομαντείο έμεινε θαμμένο κάτω από το Βυζαντινό ναό του Αγίου Ιωάννου και το σύγχρονο νεκροταφείο του 18ου αι.περίπου για δύο χιλιάδες πεντακόσια χρόνια μέχρι την ανασκαφή του από τον Σ. Δάκαρη το 1960. Για να αποκαλυφθεί το Μαντείο έπρεπε ο χριστιανικός ναός να στηριχθεί στον αέρα σε πλάκα μπετόν. Ακριβώς κάτω από το ναό βρίσκεται το Άδυτο του Άδη. Στην προϊστορική περίοδο η κορυφή του λόφου ισοπεδώθηκε και πιθανώς να λειτουργούσε κάποιο ιερό αφιερωμένο στη Μεγάλη θεά της βλάστησης και της εφορίας όπως τιμούσαν και στο γειτονικό μαντείο της Δωδώνης. Το Νεκρομαντείο ονομάζεται και Νεκυομαντείο «Νέκυς» η ψυχή είδωλο του νεκρού κι από το νέκυς προήλθε η λέξη «νεκρός». Στην Ηρωϊκή εποχή πολλοί ήρωες προσπάθησαν να κατεβούν στον Κάτω Κόσμο για να πάρουν χρησμό από κάποιο θανόντα, αλλά ελάχιστοι γύρισαν πίσω. Αυτοί που κατάφεραν να επιστρέψουν είναι ο Ορφέας, Ηρακλής, Θησέας, Οδυσσέας και ο Αινείας. Εκτός από τον Αχέροντα παρόμοια περάσματα στον Κάτω Κόσμο υπήρχαν στο Ταίναρο Λακωνίας, στην Ερμιόνη Αργολίδος, στην Κορώνεια Βοιωτίας,στην Ηράκλεια Προποντίδας και στην Κύμη Ιταλίας. 

Συναρπαστικές νεκρικές ιεροτελεστίες και κάθοδοι ηρώων στον Κάτω Κόσμο υπάρχουν στις διηγήσεις του Ομήρου, Ηροδότου και Λουκιανού. Η πίστη των αρχαίων Ελλήνων στη αθανασία της ψυχής και στη μεταθάνατο ζωή ήταν έντονη. Οι ψυχές απελευθερωμένες από το γήινο περίβλημα τους έχαναν τη μνήμη τους, μπορούσαν όμως προσωρινά να την αποκτήσουν με το πανάρχαιο έθιμο του εναγισμού, δηλ.της σφαγής ζώων και της σπονδής του αίματος στον Άδη και στους ήρωες. Ο εναγισμός διέφερε από τη θυσία. Η θυσία ζώων ήταν μια πράξη ευχαριστίας στους ανθρώπους. Με τον καπνό η προσφορά ανέβαινε στον ουρανό αντίθετα με τον εναγισμό το αίμα του ζώου χωρίς καύση έρρεε δια μέσου σχάρας στους υποχθόνιους. Η ιεροτελεστία (Νεκύια) ελάμβανε χώρα μετά τη δύση του ηλίου, ενώ οι θυσίες ετελούντο κατά τη διάρκεια της ημέρας επί των βωμών. Στο Νεκρομαντείο της Εφύρας στη θέση της αρχαίας σχάρας του εναγισμού σήμερα, έχει τοποθετηθεί σιδερένια σκάλα για την κάθοδο των επισκεπτών στο Άδυτο του Άδη,στο ανάκτορο όπου εβασίλευε με την Περσεφόνη.

Ένας πολυγωνικός κυκλώπειος περίβολος διαστάσεων 62,40 Χ 46,30 μ. με είσοδο στη βόρεια πλευρά περιβάλλει το τετράγωνο ελληνιστικό ιερό με πλευρές μήκους 22 μ.Οι εσωτερικοί τοίχοι του ιερού έχουν υπερβολικό πάχος και σώζονται σε ύψος 3,30 μ. Δεκαπέντε με πολύ φροντίδα λαξευμένα τόξα στηρίζουν την οροφή του Αδύτου που ταυτόχρονα είναι και το δάπεδο της υπέργειας αίθουσας. Εκτός από το Άδυτο υπήρχαν οι σκοτεινοί διάδρομοι του λαβύρινθου, δωμάτια καθαρμών και εγκοίμησης. Η επαφή με τους νεκρούς εγκυμονούσε κινδύνους. Οι χρηστηριαζόμενοι έπρεπε να προετοιμαστούν σωματικά και ψυχικά με νηστεία,καθαρμούς και προσευχές. Για να εξευμενίσουν τις ψυχές των νεκρών προσέφεραν χοές από μέλι, γάλα, νερό, κρασί και κυρίως αίμα εναγισμών. Το αίμα του θυσιαζόμενου ζώου έρρεε από τη σχάρα στο υπόγειο όρυγμα του Αδύτου. Οι ψυχές πίνοντας αίμα αποκτούσαν τη μνήμη τους εξευμενίζονταν και έτσι μπορούσαν να αποκαλύψουν το μέλλον ή να δώσουν συμβουλές. Υπήρχαν ειδικά δωμάτια εγκοίμησης για τους χρηστηριαζόμενους προκειμένου να εμφανιστούν στα όνειρα οι ψυχές των νεκρών. 

Το αρχαίο Νεκρομαντείο θα μπορούσε κάπως να συγκριθεί με τα σύγχρονα πνευματικά κέντρα και η εγκοίμηση με τον υπνωτισμό.Στον υπνωτισμό,ο ψυχίατρος αναλύει την πάσχουσα ψυχή του ασθενούς, ενώ στην εγκοίμηση ο χρηστηριαζόμενος δεχόταν θεία μηνύματα σχετικά με το μέλλον ή θεραπευτικές συμβουλές. Κατά το μακραίωνα βίο του Νεκρομαντείου υπήρξαν περιστατικά διαφθοράς. Σε μία αίθουσα βρέθηκαν χάλκινοι τροχοί και εξαρτήματα γερανού, πιθανώς πρόκειται για μηχανισμό που εμφάνιζε τη σκηνοθετημένη κάθοδο των ειδώλων για εντυπωσιασμό των χρηστηριαζομένων. Παρόμοιο μηχανισμό χρησιμοποιούσαν και στο θέατρο, ο «από μηχανής θεός ανεφανής». Τα κινητά ευρήματα του μαντείου σχετίζονται με θεότητες και τέρατα του Κάτω Κόσμου, όπως ειδώλια Περσεφόνης, τελετουργικά αγγεία, νομίσματα του υποχθόνιου Ποσειδώνα και του Κέρβερου. Η όλη επιμελημένη κατασκευή του επιβλητικού ιερού προκαλεί απορία στο σύγχρονο ερευνητή. Πως είναι δυνατόν στην κλασσική και ελληνιστική περίοδο του ορθολογισμού και της επιστήμης να λειτουργούσαν τα μαντεία; Ίσως το μυστικό του Νεκρομαντείου να οφείλεται στη θεοσέβεια και στην τήρηση των πανάρχαιων παραδόσεων.

Τι ήταν και που βρίσκονταν τα «Ηλύσια Πεδία» («νησιά των Μακάρων»)

Οι περισσότεροι από το γένος των ηρώων γνώρισαν την απλή μοίρα του θανάτου. Μια μικρή όμως μειοψηφία ευνοημένων ανθρώπων μεταφέρθηκαν από το Δία σε ένα ειδυλλιακό μέρος, στα νησιά των Μακάρων, στα οποία, σε αντίθεση με το σκοτεινό και ανήλιο Άδη, ο ήλιος λάμπει μέρα και νύχτα, χωρίς ποτέ να σκοτεινιάζει και οι κάτοικοί του (μόνιμοι ή φιλοξενούμενοι) ζουν μια ξέγνοιαστη παραδεισένια ζωή. Αρχικά η έκφραση «νήσοι Μακάρων» πρέπει να σήμαινε «τα νησιά των θεών», γιατί το επίθετο μάκαρες αναφέρεται κατεξοχήν σ’ αυτούς.

Είναι γνωστό ότι οι ολύμπιοι θεοί δε μένουν διαρκώς στον Όλυμπο. Συχνά πηγαίνουν σε ακραίες περιοχές της γης, όπου επισκέπτονται αγαπημένους τους λαούς, όπως λ.χ. στους Αιθίοπες ή στους Υπερβόρειους, όπου έρχεται τους χειμερινούς μήνες να «παραθερίσει» ο Θεός Απόλλων και αλλού. Μάλιστα στα πέρατα της γης βρίσκεται και ο κήπος των θεών (ο κήπος των Εσπερίδων), καθώς και διάφορα εξαιρετικά πλάσματα, όπως ο Χρυσάωρ, οι Γοργόνες, οι Σειρήνες κ.ά.. Παρομοίως και τα νησιά των Μακάρων, βρίσκονται σε μακρινή χώρα, «Παρ’ Ωκεανόν βαθυδίνην», εκεί όπου ορισμένοι θνητοί είχαν το προνόμιο να συνδειπνούν μαζί με τους θεούς.

Βασική προϋπόθεση της παραμονής στα νησιά των Μακάρων ήταν η «αθανασία» που χάριζαν οι θεοί στους αγαπημένους τους ήρωες και κυρίως σ’ αυτούς που σκοτώθηκαν στην Τροία ή στη Θήβα. Στις σκηνές των μαχών της Ιλιάδας διαφαίνεται συχνά η πεποίθηση ότι ένας θεός μπορούσε ξαφνικά να απομακρύνει τον εκλεκτό του ήρωα από τα μάτια των ανθρώπων και να τον μεταφέρει αόρατα μακριά με την αύρα. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Πηνελόπης, η οποία επιθυμεί να μεταφερθεί ζωντανή απ’ τις Άρπυιες, τις καταχθόνιες θεότητες του ανέμου. Μάλιστα η Πηνελόπη, για να εξηγήσει στην Άρτεμη την επιθυμία της να μεταφερθεί ζωντανή στη μακρινή και ξεχωριστή «χώρα των Νεκρών», θυμάται το λαϊκό μύθο που συνήθιζαν να λένε οι γυναίκες για τις κόρες του Πανδάρεω.

Στην Οδύσσεια ακόμη και μεγάλοι ήρωες όπως ο Αχιλλέας, ο Αίας και ο Αγαμέμνων παρουσιάζονται στον Άδη ως απλές σκιές. Αντίθετα ο Μενέλαος, μόνιμος τρόφιμος των νήσων Μακάρων, πληροφορείται απ’ τον θαλάσσιο γέροντα Πρωτέα ότι οι θεοί είχαν γι’ αυτόν αποφασίσει, μιας και ήταν άνδρας της Ελένης, δηλαδή γαμπρός του Δία, «να μην τον αφήσουν να πεθάνει σαν κοινός άνθρωπος στο παλάτι του, αλλά να τον στείλουν στα Ηλύσια Πεδία, που βρίσκονται στα πέρατα του κόσμου, εκεί όπου ζει ο ξανθός Ραδάμανθυς, εκεί όπου οι άνθρωποι ζουν ξέγνοιαστα, χωρίς να τους ταλαιπωρούν ούτε χιόνια ούτε βροχή κι ούτε βαρύς χειμώνας, μόνο πάντα ο Ωκεανός χύνει το ήσυχο αεράκι του γλυκόπνευστου Ζεφύρου, φέρνοντας ανάσα στους ανθρώπους».

Αντίθετα με την ομηρική εικόνα της μεταθανάτιας ζωής, η οποία είναι «έργο παραίτησης και όχι ελπίδας», βλέπουμε ότι οι στίχοι αυτοί φανερώνουν έναν αισιόδοξο κόσμο για τον οποίο τα ομηρικά ποιήματα γενικά σιωπούν. Στην άκρη του κόσμου, δίπλα στον ποταμό Ωκεανό, βρίσκεται το «Ηλύσιο Πεδίο», όπου ο ουρανός είναι πάντα καθαρός, όπως δηλαδή και στη χώρα των θεών. Η χώρα αυτή δεν αποτελεί τμήμα του βασιλείου του Άδη, βρίσκεται στην επιφάνεια της γης, αλλά όχι ως τόπος διαμονής των εξαϋλωμένων ψυχών, μιας και οι μεταφερμένοι απ’ τους θεούς κάτοικοί της δε «χωρίστηκαν από την ορατή υπόστασή τους». Βέβαια η μεθομηρική ποίηση είναι πλούσια σε αφηγήσεις «μεταφερμένων» ηρώων που σκοτώθηκαν αλλά επανήλθαν στη ζωή. Π.χ. οι δύο αντίπαλοι, ο Αχιλλέας και ο Μέμνονας, ελευθερώνονται από τη μοίρα των θνητών χάρη στις θεές-μητέρες τους. Τα νεκρά σώματά τους επανέρχονται στη ζωή, συνεχίζουν να ζουν, όχι ανάμεσα στους ανθρώπους ούτε ανάμεσα στους θεούς, αλλά σε μια απομακρυσμένη χώρα των θαυμάτων -ο Μέμνονας στην Ανατολή και ο Αχιλλέας στο «Νησί της Λευκής».

Όπως είδαμε παραπάνω, οι θεοί με τη θέληση και τη δύναμή τους υπόσχονται να «μεταφέρουν» το Μενέλαο ζωντανό σε απρόσιτη ευτυχισμένη χώρα, τη χώρα των μακάρων και όχι να του παραχωρήσουν αθάνατη ζωή στο σκοτεινό Άδη. Αυτοί λοιπόν οι ήρωες που «μεταφέρονται» στα Ηλύσια Πεδία δεν επηρεάζουν τον κόσμο των ζωντανών. Μολονότι μοιάζουν με τους θεούς στην αιώνια χαρά που τους παραχωρείται, δεν έχουν το παραμικρό μερίδιο στην παντοδυναμία τους, καθότι αυτός που κατέχει την αθανασία δεν κατέχει απαραίτητα και την «ισόθεον δύναμιν».

Έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες για την αφετηρία και το χαρακτήρα των μύθων για τους «μεταφερμένους» εκλεκτούς (ήρωες) των θεών σε τόπους κατοικίας σαν τα Ηλύσια Πεδία. Οι μύθοι αυτοί δεν προέρχονται από κάποια προηγούμενη επίγεια λατρεία, αλλά είναι αποτέλεσμα των ποιητικών (και όχι των θρησκευτικών) αναγκών. Ο Rohde αναφέρει ότι η ελεύθερη ποιητική φαντασία δημιούργησε το «τελευταίο καταφύγιο της ανθρώπινης φιλοδοξίας για το Ηλύσιο Πεδίο με ειδυλλιακές σκηνές μιας ήρεμης, ευχάριστης καθημερινής ζωής».

Οι Έλληνες ποιητές είχαν ανέκαθεν τη δελεαστική φαντασίωση μιας απομακρυσμένης χώρας μακαριότητας, στην οποία θα ήταν δυνατόν να «μεταφερθούν» κάποιοι ξεχωριστοί θνητοί, ευνοημένοι των θεών. Βέβαια σε μεταγενέστερους χρόνους, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, οι κάτοικοι της Σπάρτης και της ευρύτερης περιοχής της Λακωνίας τιμούσαν με ιδιαίτερα «λαϊκό» τρόπο τον Μενέλαο και την Ελένη στη Θεράπνη, τον Αχιλλέα (τον «κύριο της Μαύρης Θάλασσας») στο «νησί της Λευκής» κοντά στον Ευρώτα, την «Αλεξάνδρα», η οποία ταυτίστηκε αργότερα με την Τρωαδίτισσα ηρωίδα Κασσάνδρα και λατρευόταν στις Αμύκλες. Παρόλα αυτά όμως η ομηρική επίδραση πρέπει να ήταν πολύ σημαντική στα μεθομηρικά έπη, αφού η λατρεία αυτών των ηρώων «υπήρξε αποτέλεσμα και όχι κίνητρο ή αιτία του μύθου».

Σχετικό με τους ήρωες είναι επίσης και το γνωστό έργο του Ησίοδου Έργα και Ημέραι (στ. 109-201). Εδώ ο Ησίοδος, με ακόμη περισσότερες λεπτομέρειες, παρουσιάζει το μύθο των Πέντε Εποχών των Ανθρώπων (Γένη), μεταξύ των οποίων ήταν και το τέταρτο γένος, που ήταν δικαιότερο και καλύτερο, καθώς ήταν το «ανδρών Ηρώων θείον γένος» (Ήρωες «Ημίθεοι»). Ο μύθος των γενών στην πραγματικότητα αποτελεί ένα δεύτερο αίτιο (μετά το μύθο του Προμηθέα και της Πανδώρας) στην προσπάθεια να δοθεί μια ερμηνεία για τις δυσκολίες που χαρακτηρίζουν τη ζωή του ανθρώπου πάνω στη γη. Ο μύθος αυτός φαίνεται ότι περιλάμβανε αρχικά μόνο τέσσερα μεταλλικά γένη (χρυσό, αργυρό, χάλκινο, σιδερένιο), το ένα χειρότερο από το άλλο. Σ’ αυτό το αρχικό σχήμα κάποιος (είτε ο ίδιος ο ποιητής είτε κάποιος πρόδρομός του) παρενέβαλε μεταξύ του χάλκινου και σιδερένιου γένους το γένος των Ηρώων (αυτών που πολέμησαν στην Τροία και τις Θήβες), το οποίο όμως διακόπτει την πορεία της παρακμής, αφού είναι καλύτερο απ’ το προηγούμενό του, το χάλκινο.

Μετά απ’ όλα τα παραπάνω γεννιούνται κάποια εύλογα ερωτήματα: Ποιος είναι ο λόγος που ορισμένοι εκλεκτοί ήρωες έχουν τέτοια εξαιρετική εύνοια από τους αθάνατους θεούς να μεταφέρονται -ακόμη και ζωντανοί- στους θεϊκούς παράδεισους; Η χώρα, στην οποία μεταφέρθηκαν ο Μενέλαος και οι υπόλοιποι ήρωες, ήταν ένας παράδεισος μόνο για τους ευσεβείς και τους δίκαιους ή για όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους;

Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, με βάση την ομηρική αντίληψη, είναι μάλλον αρνητική, καθώς ο Μενέλαος ποτέ δε διακρίθηκε ιδιαίτερα για τις υψηλές αρετές του στην ομηρική εποχή. Επομένως, ο λόγος αυτής της τύχης κάποιων επώνυμων ηρώων φαίνεται ότι δεν είναι ούτε η εύνοιά τους σε κάποιους «ηθικά καταξιωμένους» ούτε ο έρωτας των θεών ή κάτι ανάλογο, αλλά η στενή συγγένειά τους με τους θεούς. Ο Μενέλαος, στον οποίο, πριν ο θάνατος «ασκήσει τα φυσικά του δικαιώματα» επεμβαίνουν οι θεοί για να του χαρίσουν την αθανασία και να τον μεταφέρουν σ’ εκείνο το λιβάδι, στην άκρη του κόσμου (όπου τον περιμένει «η παραδεισένια άνετη ζωή» και ένα ευχάριστο κλίμα), είχε αυτήν την εύνοια επειδή απλά ήταν σύζυγος της Ελένης και συνεπώς γαμπρός του Δία. Παρομοίως και ο μόνιμος κάτοικος των Ηλυσίων, ο Ραδάμανθυς που, μολονότι όλοι ανεξαιρέτως οι μεταγενέστεροι ποιητές του αποδίδουν την προσωνυμία «Δίκαιος», δεν πρέπει να ήταν η αρετή ή κάποια ξεχωριστή ικανότητά του ο λόγος που του χάρισαν οι θεοί την αιώνια μακαριότητα. Απλά και αυτός, ως αδελφός του Μίνωα, ήταν επίσης γιος του Δία.

Όχι μόνο στον Όμηρο, αλλά και στον Ησίοδο δεν είναι η ανώτερη ηθική των ηρώων εκείνη που διέκοψε τη σειρά των διεφθαρμένων γενεών. Αυτό που διακρίνει την Ηρωική εποχή από τις άλλες είναι ο τρόπος που κάποιοι Ήρωες φεύγουν από την παρούσα ζωή χωρίς να πεθάνουν, αφού «μεταφέρονται» στις ειδυλλιακές Νήσους των Μακάρων.

Κατά συνέπεια, φαίνεται ότι μόνο αυτή η πολύ ευγενική καταγωγή (η στενή συγγένεια με τους θεούς), όπως προαναφέραμε, μπορεί να διαφυλάξει έναν άνθρωπο απ’ την κάθοδο στο κοινό βασίλειο «της ανέλπιδας ανυπαρξίας μετά τον αποχωρισμό της ψυχής απ’ το σώμα». Μόνο οι απόγονοι των θεών και των βασιλιάδων, δηλαδή η αριστοκρατία, είχε αυτήν την εκλεκτή μοίρα να μεταφερθούν στη χώρα της αιώνιας ευτυχίας. Όπως αναφέρει ο Παναγής Λεκατσάς, η παλιά παράδοση της προελληνικής μαγικοθεϊκής βασιλείας -ο βασιλιάς είναι ένας «θεός» και επομένως συγγενής των θεών- είναι αρκετά δυνατή για να επηρεάσει και τους αχαιούς βασιλιάδες του Ομήρου. Άλλωστε το προ-ελληνικό Ηλύσιο Πεδίο σε μεταγενέστερους χρόνους θα μετονομαστεί σε Νησιά των Μακάρων, στα οποία βασιλεύει ένας θεός-βασιλιάς, ο Κρόνος. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι πουθενά στον Όμηρο δεν αναφέρεται ένας γενικός κανόνας για όλους τους βασιλείς ή τους ήρωες.

Μετά απ’ όλα τα παραπάνω επανερχόμαστε στο ερώτημα: Μόνο ορισμένοι εκλεκτοί των θεών ήρωες είχαν τη δυνατότητα να «επισκεφθούν» τα Ηλύσια Πεδία και να απολαύσουν την «τρυφή του Παραδείσου»; Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό πρέπει απαραίτητα να αναφερθεί στη μεταγενέστερη -μεθομηρική- ποίηση και στη λαϊκή πίστη, οι οποίες μετέβαλαν το χαρακτήρα του ομηρικού Ηλυσίου Πεδίου.

Καταρχάς πρέπει να τονίσουμε ότι και η μεθομηρική ποιητική φιλοδοξία συνέχισε να «μεταφέρει» ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό λαμπρών προσωπικοτήτων «στη φωτεινότητα της αιώνιας ευτυχίας». Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο Ε. Rohde, «ακόμη και τον 5ο π.Χ. αιώνα ένα λαϊκό τραγούδι μιλούσε για το Διομήδη σαν να μην είχε πεθάνει, αλλά να απολαμβάνει την αθάνατη ζωή στα «Νησιά των Μακάρων»».

Φαίνεται λοιπόν ότι οι ποιητές μεταγενέστερων εποχών, σε απομίμηση της ομηρικής φαντασίας, φαντάστηκαν τη μεταφορά πολλών άλλων ηρώων και ηρωίδων του μυθικού παρελθόντος στο Ηλύσιο Πεδίο ή Νήσους Μακάρων. Μάλιστα στη μεθομηρική εποχή και με την επίδραση των μυστικών λατρειών στο Ηλύσιο Πεδίο μπορούσαν να μεταβούν όλοι οι άνθρωποι, αρκεί να είχαν ζήσει με τρόπο έντιμο και ευχάριστο στους θεούς. Επίσης, σε αντίθεση με το ομηρικό Ηλύσιο που βρισκόταν στην επιφάνεια της γης, τώρα οι ποιητές τοποθετούν τα Ηλύσια Πεδία στο εσωτερικό της γης, δηλαδή σε μέρος απρόσιτο για όλους τους ζωντανούς, εκτός από τις εξαϋλωμένες ψυχές κάποιων εκλεκτών ηρώων.

Συνοψίζοντας αξίζει να επισημάνουμε γενικότερα ότι οι αντιλήψεις για τον θάνατο και τον Κάτω Κόσμο, καθώς και οι μεταθανάτιες ιδέες -λιγότερο σαφείς και ενιαίες από τις αντιλήψεις για τους θεούς- ήταν εκτεθειμένες σε μεγάλες και ριζικές μεταβολές. Έτσι, σύμφωνα με τη βασική αρχαιοελληνική αντίληψη ότι η ζωή συνεχίζεται μετά το θάνατο και ότι ο Κάτω Κόσμος δεν είναι παρά επανάληψη του Εδώ, οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι όλοι οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να ζουν και στην άλλη ζωή, όπως ακριβώς και πάνω στη γη. Βέβαια το ομηρικό έπος «αντιστάθηκε βίαια σε κάθε ιδέα συνειδητής ή δραστήριας ύπαρξης της ψυχής μετά το θάνατο». Η ομηρική αντίληψη περί θανάτου υπόσχεται στον άνθρωπο μόνο «ένα αδιάκοπο, άσκοπο φτεροκόπημα, δηλαδή μια ύπαρξη στερημένη από οποιαδήποτε ευχαρίστηση που θα την καθιστούσε αντάξια της ζωής».

Άλλωστε, από την ομηρική περί θανάτου αντίληψη λείπει το αίτημα της απονομής της δικαιοσύνης και συνεπώς της δικαίωσης των καλών ή αντίστοιχα της τιμωρίας των ασεβών και αδίκων. Στον ομηρικό Άδη δεν υπάρχουν ποινές και αιώνια βασανιστήρια. Αξίζει να επισημανθεί ότι η πρώτη ακριβής περιγραφή των τριών κριτών του Άδη, δηλαδή του Μίνωα, του Ραδάμανθυ και του Αιακού να δικάζουν τις πράξεις των ανθρώπων στη γη, εμφανίζεται αρχικά στον Πλάτωνα, σε μία απλή περιγραφή του άλλου κόσμου, χωρίς βέβαια να απηχεί τις λαϊκές πεποιθήσεις της εποχής του, αφού λίγο αργότερα η αττική λαϊκή φαντασία θα προσθέσει και τον Τριπτόλεμο στη θέση του Μίνωα. Βέβαια υπάρχει η γνωστή ιστορία με τους δεσμώτες (Τιτυός, Τάνταλος, Σίσυφος κ.λπ.) της ομηρικής Νέκυιας, αυτή όμως αφενός μεν εκφράζει περισσότερο τη δύναμη και όχι τη δικαιοσύνη των θεών, αφετέρου θεωρείται «ως μια μεταγενέστερη παρεμβολή από ορφικούς κύκλους».

Η παρεμβολή μάλιστα αυτή είναι «η αρχή της μετατροπής του Κάτω Κόσμου σε τόπο τιμωρίας των ασεβών, όπως τον διαμόρφωσαν οι Ορφικοί, οι οποίοι εμφανίζονται με την υπόσχεση να εξασφαλίσουν στους μυημένους «μακαριότητα» στον Άλλο Κόσμο, σε αντίθεση με τους αμύητους». Σχετικά με το θέμα αυτό, ο Erwin Rohde κάνει λόγο για μια «επανορθωτική δικαιοσύνη», δηλαδή για μια λαϊκή αντίληψη που αυτήν την έχει κερδίσει τη λαϊκή αποδοχή, σχετικά με την ανταμοιβή των ενάρετων και την τιμωρία των ανόμων σε μια μέλλουσα ζωή. Πιο συγκεκριμένα ο Ε. Rohde επισημαίνει ότι αυτήν την περίοδο οι καταπιεσμένοι και οι ενδεείς που αισθάνονται ότι στερούνται τα αγαθά αυτού του κόσμου, σκέφτονται πολύ απλά ότι μετά θάνατον πρέπει να υπάρχει και γι’ αυτούς κάπου -πέρα από τα όρια αυτής της κοσμικής πραγματικότητας- ένας τόπος στον οποίο θα έχουν τη δυνατότητα «να απολαύσουν καρπούς που μόνο άλλοι (οι εκλεκτοί) επιτρέπεται να κόψουν στη γη».

Κατά συνέπεια, όσοι είχαν μυηθεί στα μυστήρια προσδοκούσαν το ευτυχισμένο μέλλον που είχαν φανταστεί. Αντίθετα, τους αμύητους τους περίμενε μια ζοφερή μοίρα. Αυτόν το διαχωρισμό των ανθρώπων σε δύο τάξεις, όπως δίδασκαν οι μυστηριακές λατρείες, τον βλέπουμε και στην κωμωδία του Αριστοφάνη (Βάτραχοι), κάτι που δείχνει ξεκάθαρα την αλλαγή που έχει συντελεσθεί από τη Νέκυια της Οδύσσειας. Βέβαια, στον Αριστοφάνη βλέπουμε ότι οι τιμωρίες που αρχικά προβλέπονταν για αυτούς που δεν ανήκουν στον ορφικό «τρόπο ζωής», τώρα εφαρμόζονταν σε όποιους υπέπιπταν σε ηθικά ατοπήματα της πολιτικής ζωής, όπως λ.χ. οι επίορκοι, οι πατροκτόνοι και οι βεβηλωτές των νόμων της φιλοξενίας. Και τούτο διότι οι πνευματικά αφυπνισμένοι άνθρωποι της εποχής είχαν συσχετίσει την ηθικότητα της θρησκευτικής ζωής με την ηθικότητα που έπρεπε να διέπει την καθημερινή ζωή τους ως πολιτών.

Συνεπώς, στον Ορφισμό και στις άλλες μυστικές λατρείες οφείλεται ο μετασχηματισμός της ομηρικής αντίληψης για το Ηλύσιο πεδίο ή αλλιώς Μακάρων νήσοι και από τόπος «μεταφοράς» και παραμονής αποκλειστικά για τους ζωντανούς εκλεκτούς ήρωες (Ησίοδος, Έργα 170-3) έγινε τόπος παραδεισένιας ευτυχίας για τις εξαϋλωμένες ψυχές όλων των δικαίων και κυρίως των μυημένων (και όχι αποκλειστικά μόνο κάποιων εκλεκτών ηρώων). Βέβαια στον «παράδεισο» δικαιούταν να πάει η ψυχή του νεκρού που θα είχε ζήσει μια ενάρετη ζωή και, κυρίως, που θα είχε μυηθεί σε μια μυστική λατρεία, ενωμένος στενά με κάποια θεότητα. Εάν αντίθετα κάποιος ήταν άδικος και ασεβής απέναντι στους θεούς, τότε μετά θάνατον η ψυχή του θα υποβαλλόταν σε φοβερά βασανιστήρια. Εάν πάλι δεν ήταν ούτε καλός ούτε κακός, η ψυχή του «παρέμενε» προσωρινά στον κήπο των ασφοδέλων, μέχρις ότου οι θυσίες των συγγενών του νεκρού «συγκινήσουν τους θεούς».

Ο Πίνδαρος μάλιστα, στο παλαιότερο κείμενό του με τίτλο «2ος Ολυμπιόνικος» (476 π.Χ.) σημειώνει για το Θήρωνα τον Ακραγαντίνο ότι υπάρχουν «τρεις δρόμοι στον Κάτω Κόσμο, τρεις δυνατότητες: όποιος έζησε με ευσέβεια και δικαιοσύνη βρίσκει στον Κάτω Κόσμο χαρούμενη ζωή, απαλλαγμένη από βάσανα, εκεί που τις νύχτες λάμπει ο ήλιος, ενώ οι κακοί υποφέρουν δεινά. Κατόπιν η ψυχή επιστρέφει στον Επάνω Κόσμο, όπου η τύχη της καθορίζεται από τις προηγούμενες πράξεις της• όποιος δοκιμαστεί τρεις φορές πηγαίνει στη Νήσο των Μακάρων».

Ολοκληρώνοντας την ενότητα αυτή θα ήταν σοβαρή παράλειψη να μην αναφερθούμε στις συνθήκες ζωής των Νήσων Μακάρων ή αλλιώς Ηλύσια Πεδία, αφού όμως υποσημειώσουμε κάποιες χρήσιμες πληροφορίες για την ετυμολογία της λέξης «Ηλύσιον».

Προηγουμένως αξίζει να επισημάνουμε ότι εάν παραβλέψουμε ότι τα Ηλύσια Πεδία σχετίζονται με κάμπους, πεδιάδες, λιβάδια, ενώ οι νήσοι των Μακάρων με μυθικά νησιά, οι δύο αυτοί παραδεισένιοι τόποι φαίνεται πως στη φαντασία των αρχαίων Ελλήνων ταυτίζονταν. Και οι δύο μυθικοί τόποι βρίσκονταν στα πέρατα της γης, κοντά ή πέρα απ’ τον Ωκεανό, και οι δύο έχουν τις ίδιες καιρικές συνθήκες και τέλος και στους δύο κυβερνήτες και δικαστές είναι ο Ραδάμανθυς, ο Αιακός και ο Μίνωας.

Ως προς τον τρόπο ζωής και τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούσαν στους εξωτικούς αυτούς τόπους, αυτονόητο είναι ότι οι πηγές σκιαγραφούν την εικόνα ενός παραδείσου, ο οποίος χαρίζει στους εκλεκτούς ευνοημένους ό,τι δεν μπορούν να χαρούν σι κοινοί άνθρωποι πάνω στη γη.

Λεπτομερή τοπογραφική και κλιματολογική περιγραφή των Μακάρων νήσων και της χαρισάμενης ζωής που περνούν εκεί οι μάκαρες μας δίνει ο Λουκιανός (120-192 μ.Χ.) στο έργο του Αληθή Διηγήματα ή Αληθής Ιστορία. Στο έργο αυτό, το οποίο θεωρείται παρωδία των φαντασιόπληκτων μυθιστορημάτων της ελληνιστικής εποχής, περιγράφεται με λεπτομέρεια η ζωή στα «νησιά των Μακάρων» (κεφ. 5-3 1). Τα βασικά στοιχεία ενός εξωτικού παραδεισένιου τόπου (ξέγνοιαστη ζωή, ήπιο κλίμα, ανθόσπαρτοι κάμποι, ποτάμια με γάλα, μέλι και κρασί κτλ.) έχουν και εδώ κρατηθεί, η γνωστή όμως ειρωνική διάθεση του συγκεκριμένου συγγραφέα τον σπρώχνει να επινοήσει πλήθος εξωφρενικές λεπτομέρειες, ακριβώς για να μην αφήσει στον αναγνώστη αμφιβολία πως παραμυθολογεί. Άλλωστε με τη δική του δήλωση, στην αρχή του έργου (κεφ. Α’, 4), ο Λουκιανός διασαφηνίζει ότι στο έργο περιγράφει πράγματα που «ούτε τα έπαθε ούτε τα έμαθε από άλλους ούτε και έγιναν ποτέ»!

Αξίζει πάντως να γίνει μια σύντομη αναφορά σε μερικά μόνο στοιχεία της περιγραφής που κάνει ο Λουκιανός στο έργο του αυτό, καθώς της φαντασίας του τα δημιουργήματα ανήκουν ως ένα βαθμό στην περιοχή της μυθολογίας: Τα τείχη της πολιτείας των Μακάρων ήταν χτισμένα με σμαράγδια, τα σπίτια της υψώνονταν μαλαματένια, οι δρόμοι της ήταν στρωμένοι με φίλντισι, οι ναοί και οι βωμοί με μονόλιθους αμέθυστους (πολύτιμα πετράδια). Το έδαφος ήταν από ελεφαντοκόκαλο, ενώ γύρω από την πολιτεία τρέχει ένας ποταμός από την πιο διαλεχτή μυρωδιά. Όλα έχουν παραμυθένια ομορφιά, υπάρχει παντοτινή άνοιξη και οι «αναφείς και άσαρκοι» κάτοικοί της ζουν σε αιώνιο λυκαυγές, χωρίς να γερνούν πέρα από την ηλικία που είχαν όταν έφτασαν εκεί (στ. 12). Η χώρα στολίζεται από όλα τα είδη λουλουδιών. Τα πάντα είναι πολύ εύφορα, τα στάχυα βγάζουν έτοιμο ψωμί σαν μανιτάρια, τα αμπέλια καρποφορούν δώδεκα φορές το χρόνο, οι ροδιές, οι μηλιές και τα άλλα δέντρα δεκατρείς. Στην πολιτεία έβλεπες τριακόσιες εξήντα πέντε πηγές που έτρεχαν νερό, άλλες τόσες μέλι, και πεντακόσιες μικρότερες μύρο. Ρέουν επτά ποταμοί με γάλα και οκτώ με κρασί.

Στη συνέχεια ο συγγραφέας (ο Λουκιανός) και οι σύντροφοί του μετέχουν σε ένα συμπόσιο, όπου έχουν υπηρέτη τον άνεμο. Απ’ τα δέντρα αντί για καρπούς κρέμονται ποτήρια, τα οποία γεμίζουν μόνα τους κρασί κάθε φορά που κάποιος θέλει να πιει. Το γέλιο στη χώρα αυτή είναι άφθονο, καθώς οι Μάκαρες πίνουν από δύο πηγές, «η μεν γέλωτος, η δε ηδονής» (στ. 16).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι την ίδια περιγραφή των Ηλυσίων Πεδίων κάνουν και οι Βυζαντινοί λογοτέχνες, εμφανώς επηρεασμένοι απ’ τον Λουκιανό. Δύο γνωστά εκτενή έργα, ο Τιμαρίων και ο Μάζαρις, είναι τα πιο χαρακτηριστικά των βυζαντινών σατιρικών καταβάσεων. Τέλος, και ο Βιργίλιος, στο έκτο βιβλίο της Αινειάδας, περιγράφοντας την κάθοδο του Αινεία στον Άδη για την αναζήτηση της Ευρυδίκης, αναφέρεται στα Ηλύσια Πεδία, με βάση τις ανάλογες Ελληνικές περιγραφές.