Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (14.148-14.198)

Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς·
«ὦ φίλ᾽, ἐπεὶ δὴ πάμπαν ἀναίνεαι, οὐδ᾽ ἔτι φῇσθα
150 κεῖνον ἐλεύσεσθαι, θυμὸς δέ τοι αἰὲν ἄπιστος·
ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐκ αὔτως μυθήσομαι, ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ,
ὡς νεῖται Ὀδυσεύς· εὐαγγέλιον δέ μοι ἔστω
αὐτίκ᾽, ἐπεί κεν κεῖνος ἰὼν τὰ ἃ δώμαθ᾽ ἵκηται·
ἕσσαι με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε, εἵματα καλά·
155 πρὶν δέ κε, καὶ μάλα περ κεχρημένος, οὔ τι δεχοίμην.
ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσι
γίγνεται, ὃς πενίῃ εἴκων ἀπατήλια βάζει.
ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν ξενίη τε τράπεζα,
ἱστίη τ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω·
160 ἦ μέν τοι τάδε πάντα τελείεται ὡς ἀγορεύω.
τοῦδ᾽ αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεύς.
τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ᾽ ἱσταμένοιο,
οἴκαδε νοστήσει, καὶ τίσεται ὅς τις ἐκείνου
ἐνθάδ᾽ ἀτιμάζει ἄλοχον καὶ φαίδιμον υἱόν.»
165 Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
«ὦ γέρον, οὔτ᾽ ἄρ᾽ ἐγὼν εὐαγγέλιον τόδε τίσω,
οὔτ᾽ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται· ἀλλὰ ἕκηλος
πῖνε, καὶ ἄλλα παρὲξ μεμνώμεθα, μηδέ με τούτων
μίμνησκ᾽· ἦ γὰρ θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἐμοῖσιν
170 ἄχνυται, ὁππότε τις μνήσῃ κεδνοῖο ἄνακτος.
ἀλλ᾽ ἦ τοι ὅρκον μὲν ἐάσομεν, αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἔλθοι ὅπως μιν ἐγώ γ᾽ ἐθέλω καὶ Πηνελόπεια
Λαέρτης θ᾽ ὁ γέρων καὶ Τηλέμαχος θεοειδής.
νῦν αὖ παιδὸς ἄλαστον ὀδύρομαι, ὃν τέκ᾽ Ὀδυσσεύς,
175 Τηλεμάχου· τὸν ἐπεὶ θρέψαν θεοὶ ἔρνεϊ ἶσον,
καί μιν ἔφην ἔσσεσθαι ἐν ἀνδράσιν οὔ τι χέρεια
πατρὸς ἑοῖο φίλοιο, δέμας καὶ εἶδος ἀγητόν,
τὸν δέ τις ἀθανάτων βλάψε φρένας ἔνδον ἐΐσας
ἠέ τις ἀνθρώπων· ὁ δ᾽ ἔβη μετὰ πατρὸς ἀκουὴν
180 ἐς Πύλον ἠγαθέην· τὸν δὲ μνηστῆρες ἀγαυοὶ
οἴκαδ᾽ ἰόντα λοχῶσιν, ὅπως ἀπὸ φῦλον ὄληται
νώνυμον ἐξ Ἰθάκης Ἀρκεισίου ἀντιθέοιο.
ἀλλ᾽ ἦ τοι κεῖνον μὲν ἐάσομεν, ἤ κεν ἁλώῃ
ἦ κε φύγῃ καί κέν οἱ ὑπέρσχῃ χεῖρα Κρονίων.
185 ἀλλ᾽ ἄγε μοι σύ, γεραιέ, τὰ σ᾽ αὐτοῦ κήδε᾽ ἐνίσπες,
καί μοι τοῦτ᾽ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾽ ἐῢ εἰδῶ·
τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;
ὁπποίης τ᾽ ἐπὶ νηὸς ἀφίκεο· πῶς δέ σε ναῦται
ἤγαγον εἰς Ἰθάκην; τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο;
190 οὐ μὲν γάρ τί σε πεζὸν ὀΐομαι ἐνθάδ᾽ ἱκέσθαι.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ᾽ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
εἴη μὲν νῦν νῶϊν ἐπὶ χρόνον ἠμὲν ἐδωδὴ
ἠδὲ μέθυ γλυκερὸν κλισίης ἔντοσθεν ἐοῦσι,
195 δαίνυσθαι ἀκέοντ᾽, ἄλλοι δ᾽ ἐπὶ ἔργον ἕποιεν·
ῥηϊδίως κεν ἔπειτα καὶ εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα
οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων ἐμὰ κήδεα θυμοῦ,
ὅσσα γε δὴ ξύμπαντα θεῶν ἰότητι μόγησα.

***
Αμέσως αποκρίθηκε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Φίλε, σε βλέπω πως επίμονα το αρνιέσαι, λες δεν γυρίζει
150 εκείνος πίσω, και μένει αμετάπειστη η ψυχή σου.
Αλλά κι εγώ δεν σου πουλάω παραμύθι, όρκο θα πάρω·
ο Οδυσσέας θα νοστήσει. Τότε ευαγγέλια χαράς θα περιμένω·
μόλις εκείνος επιστρέψει σπίτι του,
ντύσε με με χιτώνα κι ένα πανωφόρι, με ρούχα ωραία.
Πρωτύτερα όμως, όσο κι αν είμαι στενεμένος στην ανάγκη,
δεν θα δεχόμουν το παραμικρό.
Γιατί το ομολογώ, μου είναι μισητός, όσο και οι πύλες του Άδη,
όποιος υποχωρεί στη φτώχεια του και κατεβάζει ψεύδη.
Πρώτος μου μάρτυς από τους θεούς ο Δίας και τούτο το φιλόξενο
τραπέζι, κι εδώ που έφτασα η εστία του αψεγάδιαστου Οδυσσέα —
160 όσα θα πω, να ξέρεις, θα συντελεστούν.
Όσο γυρίζει ο χρόνος στον ίδιο κύκλο, λέω θα νοστήσει,
θα βρεθεί ο Οδυσσέας εδώ· στου φεγγαριού τη χάση ή μόλις πιάσει
η νέα σελήνη, θα μπει στο σπίτι του· οπότε περιμένει εκδίκηση
όποιον ετόλμησε να ατιμάσει τη νόμιμη γυναίκα του,
τον έξοχό του γιο.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Γέροντα, ευαγγέλια χαράς εγώ δεν θα ανταμείψω,
μήτε του Οδυσσέα τού μέλλεται σπίτι του να γυρίσει·
ησύχασε λοιπόν και πίνε το κρασί σου.
Αλλού ας γυρίσει η θύμησή μας, αυτά παρακαλώ μην τα θυμίζεις·
γιατί βουρκώνει μέσα μου η ψυχή, κάθε φορά που κάποιος,
170 μιλώντας για τον τίμιο κύρη μου, τη μνήμη μου αφορμίζει.
Λέω ν᾽ αφήσουμε τους όρκους· άμποτε να μας έλθει εδώ
όπως τον θέλησα τον Οδυσσέα εγώ, κι η Πηνελόπη,
ο γέροντας Λαέρτης, ο Τηλέμαχος, ωραίος στην όψη σαν θεός.
Τώρα οδύρομαι για το βλαστάρι του Οδυσσέα, τον αλησμόνητό του γιο,
για τον Τηλέμαχο, που ανάθρεψαν σαν ροδαμό οι θεοί·
κι έλεγα μέσα μου αυτός θα γίνει αντάξιος άντρας του πατέρα του,
στο ανάστημα και στη θαυμάσια ομορφιά.
Αλλά θαρρώ κάποιος αθάνατος, μπορεί και άνθρωπος θνητός,
σάλεψε ξαφνικά τα ζυγισμένα φρένα του, και πήρε δρόμο,
180 να μάθει νέα του πατέρα του, πήγε στην άγια Πύλο· στο μεταξύ
περήφανοι οι μνηστήρες τού έστησαν καρτέρι,
παραφυλάγοντας τον γυρισμό του· θέλουν να λείψει η φύτρα
του ισόθεου Αρκεισίου, να σβήσει το όνομά του απ᾽ την Ιθάκη.
Ας τον αφήσουμε όμως κι αυτόν στην τύχη του· ίσως πιαστεί,
ίσως γλιτώσει, ανίσως τείνει ο γιος του Κρόνου
χέρι προστάτη πάνω του.
Έλα λοιπόν, καλέ μου γέρο, πες μου ν᾽ ακούσω τα δικά σου βάσανα,
ό,τι ρωτήσω, θέλω την πάσα αλήθεια, να ᾽μαι σίγουρος·
ποιος είσαι κι από πού; ποια η πατρίδα σου και ποιοι οι γονείς σου;
με τι λογής καράβι άραξες στο νησί; πώς κι έτσι στην Ιθάκη
σ᾽ έφεραν οι ναυτικοί; για τη γενιά τους τάχα καμαρώνουν;
190 Γιατί δεν το νομίζω να ᾽φτασες στα μέρη μας πεζός.»
Πήρε τον λόγο τότε κι αποκρίθηκε ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Να ᾽σαι απολύτως βέβαιος, θα σου ομολογήσω όλη την αλήθεια.
Αλλά κι αν είχαμε τον χρόνο με το μέρος μας, άφθονο φαγητό,
γλυκό κρασί σε τούτο το καλύβι· αν μας υπηρετούσαν άλλοι,
κι εμείς οι δυο, δίχως φροντίδες άλλες, το γλεντούσαμε· πάλι
δεν θα ᾽ταν εύκολο, ακόμη κι αν περνούσαμε ολόκληρη χρονιά μαζί,
να λέω εγώ κι εσύ ν᾽ ακούς τα πάθη της ψυχής μου,
όσα και πόσα υπόμεινα, με των θεών το θέλημα.

Εάν δεν γευτείς τον θάνατο κάθε ψεύτικου δεν θα ζήσεις ποτέ την Ανάσταση του Αληθινού

Στο κορμί, στο νου και την καρδιά έχουν συμβεί αλλαγές τόσο βαθιές που ίσως δεν φαίνονται εξ αρχής αλλά σύντομα θα διαπιστώσεις.

Φυσάει μοναξιά. Μην λέμε ψέματα, μην εξωραΐζουμε καταστάσεις, κλαις κι ουρλιάζεις, φοβάσαι και κρυώνεις, τα βάζεις με όλους και όλα, γιατί απλά είσαι άνθρωπος που να πάρει, και δεν πρέπει να έχουμε καμία ενοχή γι’ αυτό. Πως θα φτάσεις στον ουρανό εάν δεν αποδεχθείς ότι είσαι άνθρωπος; Μονάχα όταν αποδέχεσαι το χώμα διψάς την βροχή του ουρανού.

Εάν δεν βραχνιάσεις στα «γιατί» ποτέ δεν θα αναπαυθείς. Κουράστηκε το βλέμμα σου στο σκοτάδι μέχρι να ανακαλύψεις την ομορφιά του Ερεβοκτόνου φωτός. Κανείς δεν πόθησε αληθινά τον παράδεισο παρά μονάχα εκείνοι που ένιωσαν την πίκρα της κολάσεως.

Γι’ αυτό υπάρχει η Ανάσταση. Όχι γιατί πρέπει να τιμωρηθείς ή εξιλεωθείς αλλά διότι δε μπορείς να εκτιμήσεις, να δεις και να αντικρύσεις το φως εάν δεν έχεις κοιτάξει με θάρρος το σκοτάδι. Κι όταν λέμε με θάρρος, σημαίνει δίχως να κρύβεσαι ή να αρνείσαι όλα εκείνα που σε δυσκολεύουν ή σε πονάνε. Μην φεύγεις γιατί ακυρώνεις μέσα σου την Ανάσταση. Μην αρνείσαι ότι υπάρχει το σκοτάδι εάν θες να δεις το φως.

Δεν είναι εύκολο αλλά πρέπει να συναντήσουμε το σκοτάδι μας. Πρέπει να μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας. Εκεί στην πιο βαθιά σιωπή του πόνου ακούγεται η φωνή μέσα μας. Την ώρα που λες «όλα τελείωσαν» βλέπεις να ξεκινάνε από την αρχή. Το πιο βαθύ σκοτάδι είναι λίγο πριν το ξημέρωμα.

Το σημαντικότερο είναι να αντιληφθούμε, ο πόνος και ο θάνατος δεν είναι ο προορισμός του ανθρώπου αλλά το πέρασμα για την Ανάσταση.

Δεν θα φτάσεις ποτέ στην Ανάσταση εάν αρνείσαι τον εαυτό σου.

Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;

Δεν θα μάθεις ποτέ για ποιο λόγο ήρθες σε αυτό το σύμπαν.

Δεν θα μάθεις ποτέ τι ζητούσε από σένα η φύση.

Δεν θα γνωρίσεις ποτέ τα χαρίσματα και τις ικανότητες σου.

Δεν θα μάθεις ποτέ που θα μπορούσες να φτάσεις, τι να πετύχεις, να αντέξεις, να αλλάξεις και να δημιουργήσεις.

Εάν δεν γευτείς τον θάνατο κάθε ψεύτικου δεν θα ζήσεις ποτέ την Ανάσταση του Αληθινού.

Στη ζωή να στηρίζεις το αύριο

Φρούδες ελπίδες έρχονται και καταλαγιάζουν στις ταραγμένες μας συνειδήσεις και το υποσυνείδητο ξέροντας καλά το έργο του, αποτελεί μετά τη δική μας λύτρωση.

Πόσες φορές δεν είδαμε στα όνειρά μας καταστάσεις, εικόνες, πρόσωπα που θα θέλαμε να ναι δίπλα μας, αλλά για τον χ ή ψ λόγο υπάρχει κώλυμα και δεν είναι εφικτό;

Πόσα βράδια δεν ξημερώσαμε με ελπίδες να δούμε αγαπημένα μας πρόσωπα, ώστε και για λίγο ακόμα, να σταθούν δίπλα μας, να ναι παρηγοριά μας στα δύσκολά μας, παρηγοριά για τη δύσκολη πολλές φορές ζωή μας;

Όνειρα που θέλουμε και ζητούμε ακόμα να γίνουν πραγματικότητα, όσο δύσκολο κι αν είναι, όσο απραγματοποίητα κι αν φαντάζουν για μας, για εκείνους, εκείνες;

Σε έναν φανταστικό κόσμο, φαντασμαγορικό και μακριά από ευθύνες, θέλουμε να το στολίσουμε και να του κεράσουμε ποτό της πεθυμιάς, ώστε να θυμηθούμε τα παλιά, γνώριμα μονοπάτια της ζωής μας, που ίσως ή και σίγουρα δεν ξεχάσαμε ποτέ ή δε θέλουμε να τα ξεχάσουμε με τίποτα.

Ελπίδες που στέκουν δίπλα μας, φρούδες, μάταιες, μα τα παιχνίδια του μυαλού μας, να μας θέλουν δέσμιους και ουραγούς τους.

Εμείς πρέπει να δείξουμε την ειλικρινή μας στάση, χωρίς να διακατεχόμαστε από σχέδια και πλάνα, που ίσως θα θέλαμε να ζήσουμε, ίσως ποθούμε και επιθυμούμε, μα τώρα πια δε θα γίνει με τίποτα όλα αυτό το σκηνικό που πλανά η θύμηση και η πεθυμιά μας!

Όπως κι εμείς ζητούμε να δούμε και να ζήσουμε τα παραμύθια εκείνα που δε θελήσαμε να τα βιώσουμε με τη δύναμη της ψυχής, νου και της καρδιάς μας, αλλά απομακρυσμένοι και αποστασιοποιημένοι τώρα πια, ζούνε την κάθε μετέπειτά τους στιγμή, πιο ανάλαφρα και πιο αδέκαστα.

Έτσι όπως ποθούμε να ακούσουμε, να μάθουμε, να ζήσουμε, να πεθυμήσουμε, το ίδιο ίσως αν συμβαίνει κι απ' την άλλη πλευρά, τότε ο ένας θέλει να δει και να νιώσει την παρουσία του άλλου.

Το μυαλό με τα παιχνιδάκια του και τα τερτίπια του, χτίζει παλάτια και τα καταρρέει συγχρόνως.

Μην βασίζεστε στο ότι ονειρεύεστε, αλλά στο όσα κι ότι ζήσατε και απομακρυνθήκατε με τη λογική σας να σας συμβουλεύει και να ναι οδηγός και καθοδηγητής σας.

Πως σαμποτάρουμε την επιτυχία μας

Μάλλον θα γνωρίζετε ότι αν πραγματικά βάλουμε κάτι σκοπό, μπορούμε να αποκτήσουμε τη δουλειά των ονείρων μας ή ένα εισόδημα που θα επέτρεπε σε εμάς και την οικογένειά μας να ζούμε άνετα. Ίσως επίσης να γνωρίζετε ήδη πως αν το θέλετε πραγματικά και το κυνηγήσετε, θα μπορούσατε να έχετε τη δική σας μικρή ή μεγάλη επιχείρηση, ή να μετατρέψετε την τέχνη σας σε εργασία.

Αλλά είχατε ποτέ σκεφτεί ότι θα μπορούσατε να χρησιμοποιήσετε τη δύναμη της θέλησης για να γίνετε ψυχικά σταθεροί; Σας είχε ποτέ περάσει από το νου ότι η μεγαλύτερή σας φιλοδοξία θα μπορούσε να γίνει η καθημερινότητά σας και να σας χαρίζει ευτυχία κάθε μέρα που περνά; Και ότι μία από τις μεγαλύτερες φιλοδοξίες σας θα μπορούσε να είναι το να εκπαιδεύσετε τον εαυτό σας να λαχταρά υγιεινές συνήθειες που έτσι θα σας βοηθούσαν να διατηρήσετε την υγεία σας;


Μάλλον όχι, επειδή ο τρόπος με τον οποίο διδασκόμαστε την επιτυχία είναι τόσο περιοριστικός και στενόμυαλος. Και αυτός είναι και ένας βασικός λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι δεν κυνηγούν τα πραγματικά θέλω τους και αυτο-σαμποτάρονται. Οι λόγοι δεν είναι πάντα ότι είναι τεμπέληδες, αδύναμοι, αναβλητικοί, αντιδραστικοί ή όχι τόσο έξυπνοι. Είναι απλά ότι δεν θέλουν αυτό το είδος επιτυχίας που η κοινωνία τους έχει διδάξει ότι «πρέπει» να πετύχουν.

Αυτό υποδεικνύει ότι διαθέτουν εσωτερική δύναμη και αυθεντικότητα, επειδή δεν παλεύουν να αποκτήσουν αυτό που στην πραγματικότητα δεν θέλουν. Ορισμένοι άνθρωποι περιορίζουν την ίδια τους την επιτυχία, όχι επειδή δεν πιστεύουν στο δυναμικό τους, αλλά επειδή αισθάνονται ότι δεν είναι αυτό που θέλουν.

Δεν χρειάζεστε λοιπόν περισσότερα κίνητρα. Δεν χρειάζεστε περισσότερο χρόνο. Δεν χρειάζεται να σπαταλάτε μέρες και ώρες προσπαθώντας να πείσετε τον εαυτό σας να κάνετε αυτό που νομίζετε ότι αγαπάτε. Ίσως αυτό που χρειάζεστε είναι την άδεια να κάνετε αυτό που θέλετε, ακόμα κι αν αυτό που θέλετε είναι πραγματικά απλό. Ακόμα κι αν δεν είναι κάτι εντυπωσιακό. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι δεν θα βγάλετε χιλιάδες ευρώ ή ότι δεν θα γίνετε διάσημοι.

Η πραγματικότητα είναι ότι πολύ συχνά, οι άνθρωποι σαμποτάρουμε την ίδια μας την επιτυχία ως ένα μέσο διατήρησης της αξιοπρέπειάς μας. Εμποδίζουμε ασυνείδητα τον εαυτό μας από το να κάνουμε αυτό που εκείνοι θέλουν, επειδή δεν το θέλουμε πραγματικά με τον τρόπο που εκείνοι θέλουν.

Αυτό είναι το εκπληκτικό με τους ανθρώπους: οι πράξεις τους μιλούν για τον εαυτό τους. Οι λέξεις και οι σκέψεις αποτελούν συχνά προβολές των βαθύτερων επιθυμιών. Γι’ αυτό λοιπόν ορισμένες φορές, το γεγονός ότι σαμποτάρουμε την επιτυχία μας δεν έχει καθόλου να κάνει με έλλειψη αυτοπεποίθησης. Κανείς δεν σαμποτάρει την επιτυχία του κατά λάθος

Αντιδραστικός μηχανισμός: Η άμυνα που «καμουφλάρει» τις πραγματικές μας επιθυμίες

Στην ψυχολογία, ο αντιδραστικός σχηματισμός αποτελεί μια άμυνα κατά την οποία το άτομο αντικαθιστά ασυνείδητα μια ανεπιθύμητη ή αγχωτική παρόρμηση με την αντίθετή της, η οποία συχνά εκφράζεται με υπερβολικό ή επιδεικτικό τρόπο.

Ένα κλασικό παράδειγμα είναι ένα νεαρό αγόρι που εκφοβίζει ένα νεαρό κορίτσι επειδή, σε υποσυνείδητο επίπεδο, τον ελκύει. Συνειδητά, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα των ρομαντικών του συναισθημάτων, οπότε εκφράζει απέχθεια προς αυτήν αντί για εκτίμηση.


Ποια είναι η ιστορία αυτού του αμυντικού μηχανισμού

Η έννοια των μηχανισμών άμυνας προτάθηκε αρχικά στα τέλη της δεκαετίας του 1800 από τον Σίγκμουντ Φρόιντ ως μέρος της ψυχαναλυτικής του θεωρίας. Αν και ο Φρόιντ ξεκίνησε τη συζήτηση για τους μηχανισμούς άμυνας, η κόρη του Άννα Φρόιντ προώθησε την ιδέα περαιτέρω προτείνοντας 10 σημαντικούς μηχανισμούς άμυνας στο θεμελιώδες βιβλίο της «Το Εγώ και οι μηχανισμοί άμυνας», που δημοσιεύτηκε το 1936. Ένας από αυτούς τους 10 αμυντικούς μηχανισμούς ήταν ο αντιδραστικός μηχανισμός.

Πώς να τον αναγνωρίσουμε

Ο αντιδραστικός μηχανισμός είναι ένας τρόπος για το εγώ να αμυνθεί απέναντι σε οποιεσδήποτε σκέψεις ή συναισθήματα το άτομο θεωρεί απαράδεκτα λόγω προσωπικών, οικογενειακών, κοινοτικών ή κοινωνικών προτύπων. Ενώ αυτό μπορεί να προστατεύει την αυτοεκτίμηση του ατόμου προς το παρόν, μπορεί να γίνει προβληματικό με την πάροδο του χρόνου. Καταπιέζει τον αυθεντικό εαυτό του ατόμου, γεγονός που βλάπτει την ευημερία του.

Δυστυχώς, ο αντιδραστικός μηχανισμός μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αναγνωριστεί στην καθημερινή ζωή. Κάποιος που υπερασπίζεται το εγώ του με αυτόν τον τρόπο μπορεί να είναι εξαιρετικά παθιασμένος με τις πεποιθήσεις και τις προτιμήσεις που εκφράζει εξωτερικά, ενώ οι πραγματικές του πεποιθήσεις παραμένουν θαμμένες στο υποσυνείδητο.

Η εκμάθηση των μηχανισμών άμυνας και η εξέταση της συμπεριφοράς σας μπορεί να σας βοηθήσει να προσδιορίσετε αν μπορεί να χρησιμοποιείτε αυτή την άμυνα για να προστατεύσετε τον εαυτό σας από ανεπιθύμητες σκέψεις ή συναισθήματα. Ένας επαγγελματίας ψυχικής υγείας μπορεί να σας καθοδηγήσει καλύτερα σε αυτή τη διαδικασία, δεδομένου ότι μπορεί να διερευνήσει μαζί σας τη συμπεριφορά σας και να σας προσφέρει μια πιο αντικειμενική οπτική γωνία.

Ορισμένα παραδείγματα αντιδραστικού μηχανισμού

Αν και ο αντιδραστικός μηχανισμός μπορεί να φαίνεται αντιφατικός, υπάρχουν πολλά σενάρια στα οποία ένα άτομο μπορεί να υποστηρίζει εξωτερικά μια άποψη ενώ ασυνείδητα αισθάνεται το ακριβώς αντίθετο:

– Κατά τη διάρκεια της εφηβείας, όταν οι άνθρωποι θέλουν να διαχωριστούν ψυχολογικά από τους γονείς τους, ένας έφηβος εκφράζει περιφρόνηση για τους γονείς του για να αποφύγει να αναγνωρίσει οποιοδήποτε συναίσθημα αγάπης ή στοργής προς αυτούς.

– Η αυτοεκτίμηση ενός άνδρα απειλείται από την πιθανότητα να μην είναι αρκετά αρρενωπός, οπότε υπεραντισταθμίζει συμπεριφερόμενος επιθετικά.

– Ένας τοξικομανής τάσσεται ισχυρά κατά της κατάχρησης ουσιών και υπέρ της αποχής από αυτές.

– Τα άτομα που δεν μπορούν να αποδεχτούν συνειδητά το θυμό και τις επιθετικές τους επιθυμίες ενεργούν με ήρεμο, παθητικό τρόπο.

– Ένας νεαρός άνδρας που λαχταρά τον ρομαντισμό, αλλά δεν φαίνεται να μπορεί να βρει μια γυναίκα που θα ανταποδώσει τη στοργή του, προστατεύει τον εγωισμό του εκφράζοντας σεξιστικές και μισογυνικές πεποιθήσεις.

– Μια γυναίκα διακηρύσσει ότι εκείνη και η μητέρα της έχουν την τέλεια σχέση, ενώ στην πραγματικότητα έχουν μεταξύ τους έντονο ιστορικό διαμάχης και συγκρούσεων.

Πώς να αντιμετωπίσουμε αυτή την άμυνα

Η συνεργασία με έναν σύμβουλο ή ψυχοθεραπευτή για τον εντοπισμό της σημαίνει ότι θα πρέπει να αναγνωρίσετε σκέψεις και παρορμήσεις που πιθανόν να σας φαίνονται δυσάρεστες. Ο σκοπός είναι να διερευνήσετε και τελικά να αποδεχτείτε τις υποκείμενες σκέψεις ή παρορμήσεις που προκάλεσαν το άγχος το οποίο οδήγησε εξαρχής στον αντιδραστικό μηχανισμό. Αυτή μπορεί να είναι μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία.

Για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί να φαίνεται φιλικό και χαλαρό, αλλά στην πραγματικότητα να αντιπαθεί τους περισσότερους φίλους του. Ένας σύμβουλος θα βοηθήσει το άτομο να εντοπίσει την ασυμφωνία μεταξύ των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς του, να διερευνήσει γιατί η αντιπάθεια για τους φίλους του προκαλεί άγχος και στη συνέχεια να το βοηθήσει να αποδεχτεί τα πραγματικά του συναισθήματα.

Ο Ανώτερός σου Εαυτός σου

Όλα αυτά που βλέπουμε; Ή μήπως και στοιχεία που δεν είναι ορατά;

Ποιος είναι ο εαυτός μας; Ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια; Αυτή είναι η βασική ερώτηση που απασχολεί όλα τα φιλοσοφικά κινήματα, τις θρησκείες και την ψυχοθεραπεία.

Ο Carl G. Jung δημιούργησε τον όρο «αρχέτυπο» για να ορίσει ότι η ψυχή του ανθρώπου περιλαμβάνει το Θείο, την πιο καθαρή ενέργεια της φύσης, τα ένστικτα και όλα όσα έχουμε κληρονομήσει από την παιδική μας ηλικία, συνειδητά ή ασυνείδητα, καθώς και όλα όσα έχουμε κληρονομήσει από τους προγόνους μας, την κουλτούρα και το περιβάλλον μας.

Σύμφωνα με τον Jung, όλοι αποκτάμε μία περσόνα, το ορατό κομμάτι της προσωπικότητάς μας που είναι σαν ένα είδος μάσκας και το ‘φοράμε’ προς τα έξω, στην κοινωνία. Πρόκειται για την προσωπικότητα που διαλέγουμε, αλλά δεν είναι απαραίτητα ο αληθινός μας εαυτός. Η περσόνα είναι το ‘εγώ’ μας, το πώς δηλαδή θέλουμε εμείς να βλέπουμε τον εαυτό μας και πώς επιθυμούμε να μας βλέπουν οι άλλοι. Αυτό όμως δεν είναι το πώς είμαστε πραγματικά και ολοκληρωτικά.

Πολύ σωστά παρατήρησε ο Jung ότι το να έχουμε μια περσόνα δεν είναι το πρόβλημα. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν κανείς ταυτίζεται υπερβολικά με την περσόνα του ή το ‘εγώ’ του, κάτι που περιορίζει τον άνθρωπο, τον πνίγει καθώς μεγαλώνει και ωριμάζει ψυχολογικά και δημιουργεί την κρίση της μέσης ηλικίας (η οποία σας πληροφορώ ότι στην εποχή μας ξεκινάει όλο και νωρίτερα, παρόλο που οι άνθρωποι ζούνε όλο και περισσότερο).

Έχουμε ανώτερο εαυτό;

Το Εγώ είναι το κέντρο της συνειδητής μας ύπαρξης ενώ ο Εαυτός είναι το κέντρο της συνολικής μας προσωπικότητας, που περιλαμβάνει το συνειδητό, το ασυνείδητο και το εγώ. Ο Εαυτός είναι το σύνολο και το κέντρο. Αντίθετα, το Εγώ είναι σαν μια κουκίδα στο κέντρο ενός μεγαλύτερου κύκλου, το οποίο είναι ο Εαυτός και περιλαμβάνει και τα υπόλοιπα στοιχεία, δηλαδή το συνειδητό και το ασυνείδητο.

Ποιος είναι ο Ανώτερος Εαυτός;

Ο ανώτερος εαυτός σου είσαι ΕΣΥ! Ο ανώτερος εαυτός σου είναι αυτό που πραγματικά είσαι, η συνολική συνείδηση της ψυχής σου. Ο ανώτερος εαυτός σου είναι ένα σύνολο ολοκληρωμένο, μια πιο συνολική εκδοχή του εαυτού σου όπως τον ζεις στην καθημερινότητά σου.

Ποιος είναι ο ρόλος του ανώτερου εαυτού;

Ο ανώτερος εαυτός έχει έναν σημαντικό ρόλο: να μας προσέχει και να μας βοηθάει να οδηγηθούμε προς την κατεύθυνση που επιθυμούσαμε εξαρχής, αλλά για διάφορους λόγους μπορεί να χάσαμε στην πορεία… Ο ανώτερος εαυτός μας βοηθάει να δημιουργήσουμε τον πνευματικό χάρτη της ζωής μας, να θέσουμε στόχους, να ωριμάσουμε ψυχολογικά, να ανταπεξέλθουμε στις δυσκολίες και να συνεχίσουμε την ανώτερη πορεία μας.

Πώς επανασυνδεόμαστε με τον ανώτερο εαυτό μας;

Καταρχήν να τονίσουμε ότι πάντα είμαστε συνδεδεμένοι με τον ανώτερο εαυτό μας, αλλά μερικές φορές δεν το γνωρίζουμε συνειδητά. Επομένως, είναι σημαντικό να έχουμε συνειδητή σύνδεση με τον ανώτερο εαυτό μας, για να μπορούμε να πορευόμαστε στη ζωή.

Μάθε να ακούς τον ανώτερο εαυτό σου. Μερικές φορές ο ανώτερος εαυτός ακούγεται σαν μια διαίσθηση, ή σαν τη φωνή της μητέρα μας να μας λέει κάτι, ή σαν τη φωνή της λογικής, της δικαιοσύνης, του οίκτου. Σε αντίθεση με τον ανώτερο εαυτό, η εσωτερική φωνή του ‘εγώ’ βασίζει τις αποφάσεις της σε φόβο και όχι σε άλλες αξίες.

Μάθε να βλέπεις τον ανώτερο εαυτό σου. Φαντάσου ότι βρίσκεσαι σε έναν υπέροχο κήπο, με πολλά λουλούδια και ένα σιντριβάνι στη μέση… Βρίσκεις ένα όμορφο σημείο και κάθεσαι εκεί και ζητάς από τον ανώτερο εαυτό σου να έρθει να σε συναντήσει και να συζητήσετε… Την πρώτη φορά που θα το κάνεις θα σου φανεί ότι όλα είναι στη φαντασία σου. Βέβαια και η Ζαν Ντ’ Αρκ είπε κάποτε «Πώς αλλιώς θα μου μιλούσε ο Θεός, αν όχι μέσα από τη φαντασία μου;». Θα μπορέσεις όμως να καταλάβεις αν σου μιλάει ο ανώτερος εαυτός σου από τις απαντήσεις θα πάρεις στα ερωτήματα που θέτεις. Όταν οι απαντήσεις ακούγονται πιο σοφές, αντιλαμβάνεσαι στοιχεία της κατάστασης που σε απασχολεί με διαφορετικό τρόπο, φωτίζονται οι πτυχές του ζητήματος που σε απασχολεί, τότε πιθανότατα σου μιλάει ο ανώτερος εαυτός σου.

Γνώρισε τον ανώτερο εαυτό σου μέσα από την τήρηση ημερολογίου. Είτε με χαρτί και μολύβι είτε σε ένα Word document, γράψε την ερώτησή σου και περίμενε να σου έρθει μια απάντηση. Ρώτησε την επόμενη ερώτηση και σημείωσε την απάντηση. Συνέχισε έτσι, ρωτώντας και καταγράφοντας τις απαντήσεις. Σταδιακά, θα δεις ότι αλλάζει η ποιότητα των απαντήσεων, γίνεται ένα άνοιγμα, υπάρχει περισσότερο βάθος, μεγαλύτερο εύρος. Θα αισθανθείς ότι οι απαντήσεις δεν είναι καθαρά δικές σου, ότι έχουν μια διαφορετική ποιότητα, μια άλλη σοφία. Αν κάνεις την άσκηση αυτή ενώ παράλληλα ακούς χαλαρωτική μουσική θα βοηθηθείς ακόμα περισσότερο.

Ζωντανό όνειρο. Μερικές φορές έχουμε όνειρα που είναι τόσο ζωντανά, σαν αληθινά. Την επόμενη φορά που θα έχεις ένα τέτοιο όνειρο, ζήτησε από τον ανώτερο εαυτό σου να εμφανιστεί και ξεκίνα μια συζήτηση μαζί του.

Με τι μοιάζει ο ανώτερος εαυτός;

Κανείς δεν έχει την απάντηση! Για κάποιους είναι μια συμβολική μορφή καθαρής ενέργειας, για άλλους έχει τη μορφή ενός υπαρκτού προσώπου, ενός καλλιτέχνη, ενός φιλοσόφου, μιας αρχαίας θεάς ή θεού, ή ένα πρότυπο ενός σοφού ατόμου. Δεν έχει τόσο σημασία η μορφή, όσο το περιεχόμενο, η ενέργεια του ανώτερου εαυτού.

Ραντεβού με τον ανώτερο εαυτό

Μάθε να συνομιλείς με τον ανώτερο σου εαυτό, να ακούς τις σοφές του συμβουλές, να παίρνεις καθοδήγηση στα δύσκολα, κουράγιο, ενθάρρυνση, αλλά και καλύτερη διάθεση. Μάθε να αξιοποιείς αυτά που έχει να σου προσφέρει ο ανώτερος σου εαυτός και, καθώς θα τον ενοποιείς με τον καθημερινό σου εαυτό, την προσωπικότητά σου, με τη συνεργασία των δύο θα βελτιωθεί η ζωή σου.

Διαλέξτε Αγάπη, Ηρεμία, Χαρά!

Εξόριστοι στον κόσμο των συναισθημάτων

Αγάπη, έρωτας, πάθος, οργή, κατάκτηση, εξουσία. Όλες αυτές οι λέξεις δηλώνουν τον ορισμό της σχέσης. Της δέσμευσης. Όχι απαραίτητα της αιώνιας δέσμευσης, αλλά οποιασδήποτε δέσμευσης.

Μια λέξη παρεξηγημένη. Μια λέξη αποκρουστική για κάποιους. Μια λέξη γεμάτη νόημα και εικόνες. Δέσμευση. Όταν την ακούς αυτό που σου περνάει σίγουρα από το μυαλό είναι εικόνες. Εικόνες από στιγμές. Στιγμές χαρούμενες, ξέγνοιαστες, αγαπημένες. Σκεπτόμενοι αυτές τις εικόνες όλοι μας επηρεαζόμαστε. Αρχίζει να μας αρέσει αυτή η ιδέα της κατάκτησης, της απόλυτης ηδονής, της απόλυτης ευτυχίας που δεν την ζεις μόνος σου αλλά την μοιράζεσαι με ένα αγαπημένο πρόσωπο.

Πλανεμένοι σε ένα παραμύθι, περιμένουμε όσα σκεφτόμαστε να γίνουνε. Ανυπομονούμε όσα ονειρευτήκαμε να γίνουν πραγματικότητα, να μην μείνουν απλά όνειρα ή σχέδια του πλανεμένου μυαλού. Και όταν λέω πλανεμένοι εννοώ στοιχειωμένοι στο ασυνείδητο, εγκλωβισμένοι στο Υπερεγώ. Οι ευαίσθητοι. Αυτός πιστεύω ότι είναι ο πιο σωστός χαρακτηρισμός. Φυσικά δεν έχει να κάνει με την ποσότητα ευαισθησίας του ατόμου. Η ποσότητα είναι περιττή στον κόσμο των συναισθημάτων. Όσο ευαίσθητος μπορεί να χαρακτηριστεί ένας άνθρωπος, λίγο, πολύ ή και καθόλου, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Σημασία έχει ότι υπάρχει μια αδυναμία στον καθένα μας. Και όταν λέω αδυναμία δεν εννοώ φυσικά την αρέσκεια του, αλλά την κρυφή και προσωπική του αδυναμία. Αυτή που κάνει τον κάθε άνθρωπο να κλάψει, να θυμώσει, να ανησυχήσει όταν αισθανθεί πως την χάνει. Αυτή η αδυναμία είναι που κρατάει δεμένο και προστατευμένο το συναίσθημα. Που κρατάει τον άνθρωπο ευαίσθητο.

Όταν κάποιος δεν νιώθει κανένα συναίσθημα, δεν μπορεί να κλάψει, δεν μπορεί να φοβηθεί, να πονέσει τότε σημαίνει ένα πράγμα. Ότι δεν έχει καμία αδυναμία να τον κρατάει προστατευμένο από τον εσωτερικό του κόσμο. Δεν υπάρχει ισορροπία στο συναίσθημα και στη λογική. Η ζυγαριά έχει βαρύνει από τη συνείδηση, από την απέραντη λογική και αναισθησία που έχει εισχωρήσει στην καρδιά και στην ψυχή. Την έχει μαυρίσει. Όπως επεκτείνεται αργά και τρομακτικά το σκοτάδι. Έτσι έχει επεκταθεί και η μαυρίλα στην καρδιά, αργά, βασανιστικά και ολοκληρωτικά. Ολοκληρωτικά γιατί πιθανόν να μην υπάρχει γυρισμός, εκτός μόνο αν ο ίδιος το θελήσει. Μόνο ο ίδιος κενός χαρακτήρας μπορεί να τον επαναφέρει.

Είναι ταυτόχρονα ευλογία και κατάρα να μην νιώθεις τίποτα. Να μην έχεις συναισθήματα. Αλλά όλοι έτσι καταλήγουμε στο τέλος. Κενοί και αποξενωμένοι. Αποξενωμένοι από τον κόσμο, την ψυχή, την καρδιά και κυρίως από τον ίδιο μας τον εαυτό. Προσπαθούμε να γίνουμε όπως θέλουν οι άλλοι, για να μην είμαστε μόνοι, και τελικά καταλήγουμε μόνοι γιατί χάνουμε τον ίδιο μας τον εαυτό.

Ίσως είναι το χειρότερο πράγμα να χάνεις τον εαυτό σου. Μένεις προσκολλημένος σε ένα κόσμο φτιαγμένο από σένα. Για να αποφύγεις μια αλήθεια που δεν θες να θυμάσαι, η δεν θες να ξαναζήσεις. Το χαρακτηρίζεις ψέμα και ύστερα το πιστεύεις παράφορα ώστε να διώξει τον αναπάντεχο πόνο που σου έχει προξενήσει. Είτε το άτομο, είτε η κατάσταση είτε και τα δύο. Όλοι έτσι ξεκινάμε, πλανεμένοι από την υπέρτατη ευαισθησία μας και καταλήγουμε ξένοι. Τι είναι αυτό που μεσολαβεί ανάμεσα στις δυο αυτές καταστάσεις;

Η αγάπη είναι αυτή που μπορεί να φουντώσει τα συναισθήματα αλλά και να τα διαλύσει παντελώς. Η αγάπη είναι ένα από τα μεγαλύτερα συναισθήματα και τα πιο ισχυρά. Είναι αυτή που δημιουργεί την αδυναμία μας. Μα και φυσικά η αδυναμία μας είναι ένα έμψυχο ον, τίποτα άλλο δεν μπορεί να συγκριθεί απέναντι στην αληθινή αγάπη που υπάρχει ανάμεσα σε δυο άτομα. Ανάμεσα σε δυο ψυχές. Ανάμεσα σε δυο διαφορετικούς κόσμους. Αυτοί που δείχνουν πιο σκληροί, αυτοί που είναι πιο άκαρδοι και αναίσθητοι είναι αυτοί που κάποτε πλανεύτηκαν από τα όνειρα τους. Εκείνοι που δόθηκαν ολοκληρωτικά στο συναίσθημα. Που πίστεψαν λόγια απερίσκεπτα. Είναι εκείνοι που πόνεσαν περισσότερο γιατί πέρασαν μέσα από την καρδιά τους ένα μεγάλο αγκάθι , σπρωγμένο με τόση άνεση από δάχτυλα που αγάπησαν βαθιά. Τυφλώνονται με ό,τι αγαπάνε, αυτοί που αγαπάνε αληθινά.

Η αγάπη είναι ένα ιδιόρρυθμο συναίσθημα, διαφορετικό για τον καθέναν. Κανείς δεν μπορεί να το χαρακτηρίσει καλό ή κακό. Ως αναγκαίο ή άχρηστο. Διότι στην αρχή φαίνεται τόσο αγνό, τόσο όμορφο που εύχεσαι να μην τελειώσει ποτέ και όταν έρθει η ώρα που θα πρέπει να τελειώσει, δεν θα το περιμένεις, δεν θα το πιστεύεις κυρίως και τότε μισείς τον εαυτό σου που δόθηκες τόσο πολύ, που υπάκουσες το συναίσθημα σου χωρίς να υπολογίσεις την φωνή της λογικής που σου μιλούσε πάντα. Τότε πέφτεις σε έναν λήθαργο από άσχημα συναισθήματα και μόλις μπορέσεις και τα αντέξεις, θα εξοριστείς από αυτόν τον κόσμο. Τον κόσμο των συναισθημάτων. Τον κόσμο της ανθρώπινης φύσης. Θα πιέσεις τον εαυτό σου να νιώσει κενός και αποξενωμένος γιατί μόνο έτσι θα μπορέσεις να τον σώσεις από τις δυστυχίες, τις απογοητεύσεις και τις στεναχώριες της ζωής. Αλλά κάνουν λάθος. Όλοι κάνουμε λάθος. Έτσι δεν γλιτώνουμε τον εαυτό μας, τον σπρώχνουμε στην εξορία. Στην αποπλάνηση του ίδιου μας του μυαλού. Νομίζουμε ότι έτσι θα ξεχάσουμε αυτά που μας πληγώνουν, αυτά τα πρόσωπα και τις καταστάσεις. Κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας ότι τα έχουμε ξεχάσει. Για την ακρίβεια δεν τα ξεχνάμε, απλά ζούμε με αυτά χωρίς να μας πονάνε πια.

Με αυτόν τον τρόπο χανόμαστε μέσα στον λαβύρινθο του υποσυνείδητου μας. Σαν το νερό που κυλάει σε ένα ποτάμι, σε ένα καταρράκτη. Τόσο εύκολα χανόμαστε. Τόσο γρήγορα. Και ύστερα τι μένει; Ένα σώμα με μια πλαστική και ανεξίτηλη καρδιά. Ό,τι έχει χαραχτεί μένει εκεί. Βαθιά στα έγκατα του ωκεανού μας.

Η αναισθησία εν τέλει είναι η αιτία της αδράνειας μας, της προσκόλλησης μας στο παρελθόν. Κρατάει το πρόσωπο, τις στιγμές, την αγάπη κλειδωμένη σε ένα απείραχτο σημείο της καρδιά μας. Ένα σημείο που ούτε καν εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να αγγίξουμε, μόνο μπορούμε να το γεμίζουμε με περισσότερες σκέψεις και συναισθήματα. Αυτά τα ελάχιστα συναισθήματα που θυμόμαστε να έχουμε. Είναι και αυτά φυλακισμένα στο βάθος μαζί με αυτά που θέλουμε να ξεχάσουμε, αυτά που θέλουμε να απομακρύνουμε από την ζωή μας. Αλλά ό,τι και να κάνουμε ένα κομμάτι του έχει προσκολληθεί βαθιά μέσα μας. Τόσο βαθιά που ούτε εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να πλησιάσουμε.

Πολλές φορές ο μεγαλύτερος μας εχθρός είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Ανώριμος, αυτοκαταστροφικός, επιρρεπής. Στα ίδια λάθη, στα ίδια πρόσωπα. Τίποτα το παράφορο ή το σχετικό με την ακολασία δεν πρέπει να πλησιάζει τον πραγματικό έρωτα. Έρωτες έρχονται και φεύγουν, οι αγάπες μένουν μόνο τελικά. Αυτή η μία και μοναδική αγάπη. Η αληθινή, μόνο αυτή πρέπει να αγαπιέται.

Αχ αυτή η αγάπη…. Πόσο αθώα και γλυκιά φαίνεται αλλά πόσο δηλητήριο κουβαλάει μέσα της. Πόσες ψυχές ακόμα θα λιανίσει; Και πόσες ακόμα θα βυθίσει;

Οι λέξεις κυριολεκτικά αναδομούν τον εγκέφαλο

Η δύναμη των λέξεων είναι ίσως η πιο ξεχασμένη και παραμελημένη πνευματική δύναμη της σύγχρονης εποχής. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, οι ρίζες της μαγείας, καθώς και της πνευματικότητας βρίσκονται στην δύναμη των λέξεων. Στην αρχαιότητα, ειδικά στις προϊστορικές περιόδους οι σαμάνοι πίστευαν στην δύναμη του λόγου.

Όπως ήδη γνωρίζετε, περιτριγυριζόμαστε από την ενέργεια δημιουργισμού του σύμπαντος. Κάθε αντικείμενο και ον είναι μέρος του μακρόκοσμου. Όλα σχετίζονται και επικοινωνούν. Οι αρχαίοι πνευματιστές πίστευαν ότι κάθε λέξη έχει το δικό της περίπλοκο νόημα, ενέργεια και επίδραση-όλα αυτά συνδυάζονται από την αληθινή δύναμη της λέξης.

Γι' αυτό οι άνθρωποι επέλεγαν πολύ προσεκτικά τα λόγια τους στο παρελθόν και σέβονταν την αξιοπρέπεια τους. Ήξεραν επίσης πώς να χρησιμοποιήσουν την δύναμη των λέξεων για να βελτιώσουν την ζωή τους. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, μπορείτε να το κάνετε κι εσείς. Η δύναμη των λέξεων μπορεί να αντιπροσωπεύει την θετικότητα ή την αρνητικότητα.

Το να χρησιμοποιείτε πιο συχνά θετικά λόγια παρά αρνητικά μπορεί να δώσει ώθηση στα κινητήρια κέντρα του εγκεφάλου κάνοντας τα να δράσουν. Στο αντίθετο άκρο του φάσματος, όταν χρησιμοποιείτε αρνητικά λόγια αποτρέπετε την παραγωγή συγκεκριμένων νευροχημικών ουσιών που συμβάλλουν στην διαχείριση του άγχους.

Ο καθένας μας είναι προγραμματισμένος να ανησυχεί. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο αρχέγονος εγκέφαλος μας προστατεύει από επικίνδυνες καταστάσεις για λόγους επιβίωσης. Έτσι, όταν επιτρέπουμε στις αρνητικές λέξεις και έννοιες να εισέρχονται στις σκέψεις μας, αυξάνουμε την δραστηριότητα στο κέντρο του φόβου του εγκεφάλου μας (ή αμυγδαλή) και έτσι παράγονται ορμόνες του άγχους που πλημμυρίζουν το σύστημα μας.

Αυτές οι ορμόνες και οι νευροδιαβιβαστές διακόπτουν την διαδικασία της λογικής και της αιτιολόγησης στον εγκέφαλο και αναστέλλουν την κανονική λειτουργικότητα.

Οι λέξεις μπορούν να αλλάξουν τον εγκέφαλο σας

Έχοντας μια θετική και αισιόδοξη λέξη στο μυαλό σας, διεγείρετε την δραστηριότητα του μετωπιαίου λοβού. Η περιοχή αυτή περιλαμβάνει συγκεκριμένα κέντρα της γλώσσας που συνδέονται άμεσα με τον κινητικό φλοιό που είναι υπεύθυνος για τις κινήσεις σας. Και όπως έχει δείξει η έρευνα μας, όσο πιο πολύ επικεντρώνεστε στις θετικές λέξεις τόσο περισσότερο θα αρχίσετε να επηρεάζετε άλλες περιοχές του εγκεφάλου.

Οι λειτουργίες στον βρεγματικό λοβό αρχίζουν να αλλάζουν, γεγονός που αλλάζει την αντίληψη σας για τον εαυτό σας και τους ανθρώπους με τους οποίους αλληλεπιδράτε. Το να έχετε μια θετική άποψη για τον εαυτό σας θα σας κάνει να βλέπετε το καλό στους άλλους ενώ αντίθετα μια αρνητική άποψη για τον εαυτό σας θα σας κάνει να είστε καχύποπτοι και να αμφιβάλετε γι' αυτούς.

Με τον καιρό, η δομή του θαλάμου σας θα αλλάξει ενώ ανταποκρίνεται στα συνειδητά λόγια, σκέψεις και συναισθήματα και πιστεύουμε ότι οι αλλαγές στον θάλαμο θα επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεστε την πραγματικότητα».

Όπως μπορείτε να καταλάβετε είναι πολύ απλό. Απλώς χρειάζεται να είμαστε συγκεντρωμένοι στο να είμαστε θετικοί. Το να δονείτε ανώτερες σε συχνότητα δονήσεις είναι κάτι που θα κάνει την ζωή σας όχι μόνο υγιέστερη αλλά και πιο χαρούμενη.

Ο Όμηρος στην Ιλιάδα , εισάγει την έννοια της δικαιοσύνης στην λέξη ηπιότητα

Οι Έλληνες διέθεταν μια εγγενή ροπή προς την ηπιότητα: ήταν φυσικό η λέξη αυτή να τους χρησιμεύσει για τη δήλωση αυτής της επιδίωξης, και να τους επιτρέψει να εκφράσουν αυτό το κάτι παραπάνω, το οποίο δεν απαιτούσε η δικαιοσύνη, αλλά ήταν πολύτιμο γι’ αυτούς.

Άλλωστε, η ομηρική ευπρέπεια, εκφρασμένη διά του ρήματος ἔοικε , ερχόταν σε αντιδιαστολή προς κάθε μορφή βίας. Και ο Αχιλλέας, στη ραψωδία Ψ' της Ιλιάδας, λέει στον Αίαντα και τον Ιδομενέα: «ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε». Η μετριοπάθεια, ο σεβασμός προς τον άλλο, που η δικαιοσύνη δεν προέβλεπε, μπορούσαν, με τον τρόπο αυτό, να περάσουν μέσα σ’ αυτή την ευπρέπεια.

Τέλος, στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε ότι η λέξη, ενδεδυμένη τη νέα της έννοια, κάλυπτε ένα αισθητό κενό στο σχετικό με την ηπιότητα λεξιλόγιο: αν το πράος προσδιορίζει διαδικασία και τρόπο ύπαρξης και το φιλάνθρωπος ένα συναίσθημα, το επιεικής αναφέρεται κυρίως σε μια συμπεριφορά αποδεκτή από την κοινωνία.

Στον Όμηρο, βλέπουμε, μία φορά μόνο αλλά σαφέστατα, πώς η λέξη θα ενδυόταν αυτή τη νέα σημασία της και πώς θα περνούσε στο αυλάκι της δικαιοσύνης. Αυτό συμβαίνει ακριβώς στη ραψωδία Ψ' της Ιλιάδας, για την οποία μόλις έγινε λόγος, και η αναφορά αφορά μια αρματοδρομία, η οποία φαίνεται να θέτει ποικίλα προβλήματα σωστής επιβράβευσης. Στον αγώνα αυτό, πραγματικά, ο Διομήδης τερματίζει σαφέστατα πρώτος και αυτός θα πάρει το βραβείο. Πίσω του ακολουθούν ο Αντίλοχος και ο Μενέλαος, ο Μηριόνης και, τέλος, ο Εύμηλος, που είναι ο τελευταίος. Όμως γνωρίζουμε γιατί ο Εύμηλος είναι ο τελευταίος· βρισκόταν στην κεφαλή, μα ήρθε η Αθηνά και έσπασε το ζυγό του άρματός του κι εκείνος έπεσε! Οι θεατές αδυνατούν να πιστέψουν ότι δε βρίσκεται πια μπροστά. Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, ο Αχιλλέας «ώκτειρε». Αποφασίζει να τού δώσει το δεύτερο βραβείο λοιπόν παρότι τερμάτισε τελευταίος: «λοίσθος άνηρ ώριστος έλαύνει μώνυχας ‘ίππους·/άλλ’ άγειδή οι δώμεν άέθλιον ώς επιεικές».

Αυτή η απόδοση του δεύτερου βραβείου φαινόταν στον Αχιλλέα η “αρμόζουσα”, γιατί λειτουργούσε διορθωτικά ως προς την αυστηρή δικαιοσύνη, στο όνομα της κατανόησης και της ανθρωπιάς.

Όπως θα περιμέναμε, ωστόσο, προκαλεί αμέσως μια αντίδραση, η οποία βασίζεται επίσης στην αυστηρή δικαιοσύνη. Ο Αντίλοχος που τερματίζει δεύτερος διαμαρτύρεται: η ατυχία του Ευμήλου φαίνεται στα δικά του μάτια ως αποτέλεσμα του ότι αυτός, ο τελευταίος, δεν είχε επικαλεστεί τους θεούς (πράγμα που υποδηλώνει πως η ήττα του υπήρξε δίκαια). Κι αν ο Αχιλλέας νιώθει συμπόνια, αυτό συνιστά προσωπική του υπόθεση, που δεν πρέπει να επηρεάσει την απόδοση των βραβείων. Πραγματικά, ο Αχιλλέας αποδέχεται αυτή την αρχή και δίνει στον Εύμηλο μια ξεχωριστή ανταμοιβή, που προέρχεται από τη δική του περιουσία. Η επιείκεια επιστρέφει στον ιδιωτικό χώρο, το μόνο όπου έχει τη θέση της. Όμως, παράλληλα μ’ αυτή την επιφύλαξη, διαπιστώνουμε ότι ενεργοποιείται και διορθώνει με επιτυχία ότι η αυστηρή δικαιοσύνη αφήνει ανικανοποίητο.

Και πάλι δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα που θέτει εδώ η λανθάνουσα διαμάχη μεταξύ δικαιοσύνης και ευγενών συναισθημάτων. Το βραβείο που ο Αντίλοχος επιτυγχάνει τελικά να δοθεί σ’ αυτόν δεν έκαψε να αλλάζει χέρια. Η διαμαρτυρία του, η οποία εισακούστηκε, ακολουθείται, στην πραγματικότητα, από μια άλλη: αυτή του Μενελάου, τον οποίος ο Αντίλοχος προσπέρασε με δόλο, παίρνοντας θέση τέτοια, ώστε να τον εμποδίσει. Ο Αντίλοχος υποχωρεί, όταν αμφισβητείται, για να αποφύγει τον καβγά και δίνει στον Μενέλαο τη φοράδα που έχει μόλις κερδίσει. Στο σημείο αυτό, ο Μενέλαος, μπροστά στη χειρονομία αυτή, «Τοῖο δὲθυμος / ίάνθη ώσείτε περί σταχύεσσιν έέρση, «νυν αυτε νόον νίκησε νεοίη». Και, χωρίς να παραιτηθεί από τα δικαιώματα του επί της φοράδας, την επιστρέφει ως δώρο στον Αντίλοχο: «ΐνα γνώωσι καί οίδε/ώς έμός ον ποτέ θυμός υπερφίαλος καί απηνής». Ύστερα απ’ αυτή την ανταλλαγή ευγενικών χειρονομιών, συνεχίζεται η απονομή των βραβείων μέσα σε γενική ευφορία, εν μέσω αμοιβαίων φιλοφρονήσεων.

Οι φιλικοί διακανονισμοί αυτών των ομηρικών ηρώων σχετίζονται προφανώς με τα ευγενικά ήθη της εποχής. Όμως, ο πειρασμός να φανεί κανείς πιο γενναιόδωρος απ’ ό,τι η αυστηρή δικαιοσύνη δεν επρόκειτο να εξαφανιστεί μετά απ’ αυτούς τους ήρωες. Σιγά σιγά, επρόκειτο να αναγνωριστεί. Και, σύντομα, αντί να σημαίνει απλώς «αρμόζων», «κατάλληλος», η λέξη επιεικής θα φορτιστεί, στην πραγματικότητα, μ’ ένα νέο νόημα, που θα αντανακλά αυτή την τάση ή μάλλον, θα λάβει δύο έννοιες: θα δηλώνει την αληθινή δικαιοσύνη, δηλαδή ευθυκρισία, σε αντιδιαστολή προς την ωμή εφαρμογή των κανόνων και θα δηλώνει και τη μετριοπάθεια, ή την επιείκεια, που αποτελούν, στα μάτια των Ελλήνων, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα αυτής της ευθυκρισίας.

Τούτη η νέα σημασία του όρου φαίνεται πως εμφανίστηκε περίπου τη στιγμή που γεννήθηκαν και οι λέξεις πράος και φιλάνθρωπος. Σ’ ό,τι μας αφορά, αυτές οι νέες έννοιες συναντιόνται στα κείμενα από τον 5ο αιώνα και εξής και κερδίζουν έδαφος πολύ γρήγορα. Στον Ηρόδοτο, εμφανίζονται σε μία στις τέσσερις αναφορές, στον Αριστοφάνη, σε δύο στις τρεις, στον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη και τον Θουκυδίδη, σε όλες (δηλαδή, δύο, δύο και οκτώ αναφορές, αντίστοιχα). Μάλιστα, όλες αυτές οι πρώτες αναφορές εκφράζουν εύγλωττα τον τρόπο με τον οποίο η λέξη επιεικής αναπτύχθηκε στο περιθώριο της δικαιοσύνης, προκειμένου να τη διορθώσει και να τη συμπληρώσει. Αυτό που στον Όμηρο αποτελούσε ακόμα αόριστη παραίνεση, γίνεται τώρα ακριβής και σαφώς προσδιορισμένη απαίτηση. Πραγματικά, συναντούμε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό παραδειγμάτων, στα οποία η λέξη επιεικές προσεγγίζει το δίκαιον και προτιμάται έναντι αυτού.

Αυτό συμβαίνει στον Ηρόδοτο , όπου γίνεται λόγος για το γιο του Περίανδρου, ο οποίος δε θέλει να επιστρέψει στο σπίτι του, προκειμένου να διαδεχθεί σύντομα τον πατέρα του, για τον οποίο γνωρίζει ότι ευθύνεται για το θάνατο της μητέρας του. Η αδελφή του νεαρού άνδρα πηγαίνει να τον βρει και τον καλεί σε υπέρβαση:« Απιθιες ες τά οικία, παύσαι σεωυτόν ζημιών. Φιλοτιμίη κτήμα σκαιόν μή τω κακω τό κακόν ίώ. Πολλοί των/δικαίων τά επιεικέστερα προτιθείσι». Σύμφωνα με την αυστηρή δικαιοσύνη, ο νεαρός άνδρας δε θα μπορούσε να συγχωρήσει τον πατέρα του. Ωστόσο, οι συνθήκες ζητούν απ’ αυτόν περισσότερη ανεκτικότητα. Η επόμενη φράση, άλλωστε, διευκρινίζει σαφώς τι θα σήμαινε αυτή η αυστηρή δικαιοσύνη· εν συντομία, θα ήταν η ακολουθία των πράξεων εκδίκησης που γνώρισε ο οίκος των Ατρειδών: «Πολλοί δέ ήδη τά/μητρώια διζήμενοι τά πατρώια άπέβαλον». Με άλλα λόγια, η επιεικής στάση συνίσταται στο να κλείνει κανείς τα μάτια, προκειμένου να αποφύγει την ακολουθία των συμφορών που επισύρει, για τους ανθρώπους, η ανταπάντηση με κακό.

Την ίδια αντίθεση και την ίδια έκκληση για κάτι περισσότερο συμφιλιωτικό, σε σχέση με τη δικαιοσύνη, βρίσκουμε σε διάφορα κείμενα των τελών του αιώνα.

Ένα απ’ αυτά θα μπορούσε να αφήσει κάποιο περιθώριο αμφιβολίας. Γιατί, αν και η λέξη προβάλλει στο περιβάλλον της δικαιοσύνης, φαίνεται πως δύσκολα διακρίνεται απ’ αυτή. Πρόκειται για το παράδειγμα από τις Νεφέλες του Αριστοφάνη. Στους στίχους 1437-1438, ο Στρεψιάδης φέρεται όπως πολλοί από τους σύγχρονους γονείς: αποδέχεται, τελικά, την κακή μεταχείριση που του επιβάλλει ο γιος του: «Έμοί μέν, ώνδρες ήλικες, δοκεΐ λέγειν δίκαια». Αυτό μάλλον θα αρκούσε, όμως προσθέτει: «κάμοιγε συγχωρείν δοκεί τούτοισι τάπιεική». Το επιεικές μοιάζει, επομένως, να συγχέεται με τη δικαιοσύνη. Ωστόσο αυτό συμβαίνει φαινομενικά. Ο πατέρας έχει, φυσικά, δικαιώματα επάνω στο γιο του. Η ανεκτική στάση συνίσταται στο να ακούσει κανείς επιχειρήματα δικαίου εκεί όπου η αρχή της αυθεντίας θα έπρεπε να αποκλείει μια τέτοια πρακτική. Προϋποθέτει, εξάλλου, μια ευρύτερη αντίληψη, όπως αποδεικνύει ο πληθυντικός τούτοισι (στα παιδιά του). Κι αν δεν υφίσταται αντίθεση μεταξύ των δύο εννοιών, η μια από τις δύο -η νέα- είναι, λοιπόν, πολύ ευρύτερη και περιεκτική σε σχέση με την άλλη.

Κατά τα λοιπά, η διάκριση είναι πιο σαφής σε άλλα κείμενα της ίδιας εποχής.

Έτσι, ένα εδάφιο από το έργο του Ευριπίδη συνιστά την ίδια ανεκτικότητα, αποδίδοντάς τη στους θεούς: «τάπιεική πρόσθεν ηγούνται δίκης».

Αντίθετα, ο πιο σκληρός από τους θεούς, ο Άδης, δε γνωρίζει την ευθυκρισία, μόνο την απλή και καθαρή δικαιοσύνη: «ός ούτε τουπιεικές ούτε την χάριν ήδη μόνην δ’ έστεργε την απλώς δίκην.».

Αυτή η στάση ανεκτικότητας μπορεί να τηρείται από τους ανθρώπους ακόμα και σε ζητήματα δικαίου και ενώπιον των δικαστηρίων. Έτσι, ο Αντιφώντας, στην πρώτη Τετραλογία, βάζει τον κατηγορούμενό του να πει ότι, αν το θύμα ζούσε, θα μπορούσε να πει πολλά εναντίον του. Αλλά δε θα επωφεληθεί της κατάστασης: θα το αφήσει πατά μέρος αυτό, επιεικέστερου η δικαιότερου Με άλλα λόγια, θα είχε το δικαίωμα να το κάνει, όμως, θα επιδείξει πνεύμα ανεκτικότητας, για να πειθαρχήσει στην ευπρέπεια. Η επιεικής συμπεριφορά απαγορεύει, και εδώ, να φτάσει κανείς στα άκρα των δικαιωμάτων του.

ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ: Στη ζήλια, όπως νομίζουν, υπάρχει ακούσιο στοιχείο

Οι άνθρωποι ομολογούν άλλες από τις συμφορές τους εύκολα και άλλες δύσκολα. Έτσι κανείς δεν ομολογεί πως είναι τρελός ή ανόητος, αλλά, αντίθετα, θ’ ακούσεις όλους να λένε “Μακάρι όσο νου έχω τόση τύχη να είχα”. Εύκολα ομολογούν την ντροπαλότητά τους και λένε: “Είμαι λίγο ντροπαλός, τ’ ομολογώ, στα άλλα, όμως, δεν θα βρεις να είμαι μωρός”. Κάποιος δεν ομολογεί εύκολα πως είναι οξύθυμος, δεν ομολογεί καθόλου πως είναι άδικος, φθονερός επίσης καθόλου, όπως και αδιάκριτος· οι περισσότεροι ομολογούν πως είναι ελεήμονες. Ποια είναι, λοιπόν, η αιτία;

Η κυριότερη είναι η απροθυμία για παραδοχή και η σύγχυση σε όλα όσα αφορούν το καλό και το κακό· για άλλους ανθρώπους, όμως, υπάρχουν και άλλες αιτίες, και μπορούμε, να πούμε ότι όλα όσα θεωρούν αισχρά δεν τα ομολογούν καθόλου· φαντάζονται ότι η ντροπαλότητα είναι στοιχείο καλού χαρακτήρα, όπως και ο οίκτος, ενώ η ηλιθιότητα αρμόζει σε δούλους· τα κοινωνικά σφάλματα, επίσης, δεν ομολογούνται καθόλου.

Ο κύριος λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι ομολογούν τα περισσότερα σφάλματα είναι ότι φαντάζονται πως γίνονται ακούσια, όπως η ντροπαλότητα και ο οίκτος. Αν, μάλιστα, κάποιος ομολογεί πως είναι γενικά ακρατής, προσθέτει ως αιτία τον έρωτα, για να συγχωρηθεί, επειδή το σφάλμα του είναι ακούσιο. Την αδικία, όμως, κανείς δεν την θεωρεί ακούσια. Στη ζήλια, όπως νομίζουν, υπάρχει ακούσιο στοιχείο. Γι’ αυτό και την ομολογούν.

Επίκτητος, Διατριβαί Β' (Περί ἀνομολογίας)

Έτσι ο ύψιστος θεός έκρυψε τη θεϊκή υπόσταση των ανθρώπων στον ασφαλέστερο τόπο

Ο Νόρμαν Κάζινς είχε πει κάποτε: «Η τραγωδία της ζωής δεν είναι ο θάνατος, αλλά αυτά που αφήνουμε να πεθάνουν μέσα μας όσο είμαστε ακόμη ζωντανοί». Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο «απλώς υπάρχω» και το «ζω πραγματικά». Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην απλή επιβίωση και την ουσιαστική, πλήρη ζωή. Το λυπηρό είναι πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν βλέπουν πια τα ανθρώπινα δώρα που κρύβονται μέσα τους κι έχουν παραδοθεί στη συνήθεια να παρακολουθούν παθητικά τηλεόραση.

Στις διαλέξεις μου χρησιμοποιώ συχνά την ακόλουθη ιστορία, που προέρχεται από την αρχαία ινδική μυθολογία, για να θυμίσω στο ακροατήριό μου ότι υπάρχει μέσα μας ένα πλούσιο απόθεμα δυνατοτήτων και ικανοτήτων που περιμένουν να αφυπνιστούν, φτάνει μόνο να τους επιτρέψουμε να δουν το φως της μέρας. 

Πριν από χιλιάδες χρόνια, σύμφωνα με αυτή την ιστορία, όποιος βάδιζε πάνω στη Γη ήταν θεός. Αλλά οι άνθρωποι δεν χρησιμοποίησαν σωστά αυτές τις απεριόριστες δυνάμεις, κι έτσι ο ύψιστος θεός αποφάσισε να κρύψει τη θεϊκή υπόσταση, την πηγή όλης εκείνης της δύναμης ώστε να μην μπορεί να τη βρει πλέον κανείς. 

Το ερώτημα που προέκυψε τότε ήταν: 

Πού Θα μπορούσε να κρύψει κάτι τέτοιο;

Ο πρώτος σύμβουλός του πρότεινε να κρύψουν τη θεϊκή υπόσταση βαθιά κάτω από το χώμα, αλλά ο ύψιστος θεός του αποκρίθηκε: «Όχι, κάποιος τελικά θα σκάψει αρκετά βαθιά και θα τη βρει». 

Ο δεύτερος σύμβουλός του είπε: «Γιατί να μην την κρύψουμε στο βυθό του βαθύτερου ωκεανού;» Αλλά ο ύψιστος θεός αποκρίθηκε: «Όχι, κάποιος τελικά θα βουτήξει αρκετά βαθιά και θα τη βρει». 

Τότε, παρενέβη ο τρίτος σύμβουλος και είπε: «Ας την κρύψουμε στην κορυφή του ψηλότερου βουνού». Αλλά είπε ο ύψιστος θεός: «Όχι, είμαι σίγουρος ότι κάποιος τελικά θα σκαρφαλώσει ως την ψηλότερη κορυφή και θα τη βρει». 

Αφού συλλογίστηκε γι’ αρκετή ώρα, ο ύψιστος θεός βρήκε τη λύση: «Θα κρύψω αυτή την πηγή κάθε ανθρώπινης δύναμης και δυνατότητας, κάθε ανθρώπινου σκοπού, μέσα στην καρδιά του κάθε άντρα, της κάθε γυναίκας και του κάθε παιδιού που ζει στον πλανήτη, καθώς είναι σίγουρο ότι κανείς ποτέ δεν θα σκεφτεί να ψάξει εκεί».

Βλέπω πάντα το ίδιο πράγμα: οι περισσότεροι άνθρωποι εστιάζουν στις αδυναμίες τους αντί να καλλιεργούν τις ιδιαίτερες δυνάμεις τους. Και επειδή επικεντρώνονται σε ό,τι δεν έχουν, παραμελούν τα ταλέντα που πράγματι έχουν. Οι πιο σπουδαίοι από τους ανθρώπους που έζησαν πριν από εμάς ακολουθούσαν μια απλή στρατηγική που εξασφάλιζε την επιτυχία τους: γνώριζαν τον εαυτό τους. Έβρισκαν το χρόνο να σκεφτούν ποιες ήταν οι σημαντικότερες ικανότητές τους εκείνες οι ιδιαίτερες ικανότητες που τους καθιστούσαν μοναδικούς- και περνούσαν την υπόλοιπη ζωή τους προσπαθώντας να τις καλλιεργήσουν και να τις τελειοποιήσουν. Γιατί, να ξέρεις, είμαστε όλοι προικισμένοι με την ικανότητα να μεγαλουργήσουμε. Ίσως απλώς να μην έδωσες στον εαυτό σου το χρόνο να ανακαλύψει ποια είναι τα προσωπικά του χαρίσματα και να τα καλλιεργήσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να διαπρέψει.

Μόνο όταν έχουμε βιώσει την αγάπη συνειδητοποιούμε πραγματικά τι θα χάναμε αν δεν τη συναντούσαμε

Βασικό στοιχείο της αγάπης είναι η θέληση να ενωθούμε άρρηκτα μ’ ένα άλλο άτομο. Είναι φυσικό να θέλουμε να είμαστε σημαντικό και αναπόσπαστο κομμάτι των προσώπων που αγαπάμε. Πιστεύουμε ότι μπορούμε να τους κάνουμε ευτυχισμένους μόνο εφόσον γνωρίσουμε το μυαλό, το σώμα και το πνεύμα τους.

Αυτό ωστόσο μπορεί να αποβεί επικίνδυνο εάν δοθούμε στον άλλο τόσο ώστε να χάσουμε τον εαυτό μας. Έτσι γινόμαστε «πιο λίγοι» για όποιον μας αγαπά. Κι αυτό επειδή, όταν ταυτιζόμαστε πλήρως με τον άλλο, απαρνιόμαστε το δικό μας παρελθόν και όλα όσα μας κάνουν αυτό που είμαστε. Μια σχέση αγάπης λειτουργεί καλύτερα ως εκούσια ένωση δύο ξεχωριστών προσωπικοτήτων. Μέσα από την αμοιβαία αφοσίωση και το σεβασμό, δημιουργείται μια νέα οντότητα, που δεν είναι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, αλλά ένα κομμάτι και απ’ τους δύο – η σχέση τους.

Οι καινούριες σχέσεις είναι πάντοτε εύθραυστες. Αυτές που επιβιώνουν μοιάζουν είτε να ωριμάζουν όμορφα είτε απλώς να γερνούν. Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για δύο ανθρώπους που διατήρησαν την προσωπική τους ακεραιότητα και θέλησαν να ενώσουν τις δυνάμεις και τη μοναδικότητά τους για να οικοδομήσουν την αγάπη τους.

Δεν υπάρχουν ειδικοί στην αγάπη. Τη μελετάμε περισσότερους από είκοσι πέντε αιώνες κι ακόμα διστάζω να δώσω τov ορισμό της. Κάθε φορά που πιστεύω πως έχω καταλήξει κάπου, ανακαλύπτω μια νέα, συναρπαστική πλευρά, που με αναγκάζει να αναθεωρήσω τις απόψεις μου. Όσοι ζητούν να δουν την πλήρη εικόνα της αγάπης θα είναι σίγουρα διαρκώς απογοητευμένοι.

Στην αγάπη ωστόσο δεν είναι τόσο σημαντικό το να πάρουμε οριστικές απαντήσεις, αλλά το να συνεχίσουμε να τις ψάχνουμε. Θα ήταν τραγωδία να φτάσουμε στο τέλος της ζωής μας χωρίς να έχουμε καταλάβει όσο περισσότερα μπορούμε για την αγάπη, γιατί είμαι βέβαιος ότι οι ζωές πας θα κριθούν. τελικά, από την αγάπη που θα έχουμε βιώσει.

Το να εξακολουθούμε να αναπτυσσόμαστε στην αγάπη είναι ένα χαρούμενο και μυστικιστικό ταξίδι, γεμάτο εμπειρίες, συγκινήσεις και απρόοπτα.

Η θυσία για προσωπικό όφελος είναι εξευτελιστική και αφύσικη. Εντούτοις, φωτισμένη από την αγάπη, η αυτοθυσία γίνεται ιερή.

Παρά πολύ συχνά ακούμε την εξής φράση: «Έτσι μου δείχνεις την ευγνωμοσύνη σου, ύστερα από όσα σου έχω προσφέρει;» Αυτού του είδους η χειραγώγηση -συνηθισμένη όσο και θλιβερή-αναιρεί κάθε έννοια αγάπης. Μοιάζει περισσότερο με εμπορική συναλλαγή, που πραγματοποιείται υπό τον όρο ότι θα ξεπληρώσουμε το «χρέος» μας σε είδος.

Όταν παραιτούμαστε από κάτι για χάρη κάποιου που αγαπάμε, όσο μεγάλη κι αν είναι η θυσία, είναι αδύνατο να τίθενται όροι. Ό,τι κάνουμε το κάνουμε επειδή το θέλουμε, χωρίς την παραμικρή σκέψη ανταπόδοσης, χρέους ή ενοχής. Μόνο μ αυτό τον τρόπο η θυσία αποτελεί υγιή εκδήλωση αγάπης.

Η αγάπη μάς διευρύνει

Η αγάπη μάς παροτρύνει να εξερευνήσουμε περιοχές του μυαλού και της καρδιάς μας που, χωρίς αυτή, δε θα μας είχαν ποτέ αποκαλυφθεί. Στην ουσία, η αγάπη μάς αποκαλύπτει στον ίδιο μας τον εαυτό.

Στην αγάπη βρίσκουμε τη σιγουριά που μας ενθαρρύνει να ρισκάρουμε, να ξαναδοκιμάσουμε, να υιοθετήσουμε καινούριους τρόπους συμπεριφοράς. Καθώς ανακαλύπτουμε ο ένας τον άλλο, καταδυόμαστε πιο βαθιά στον εαυτό μας. Οι ορίζοντές μας διευρύνονται, συνειδητοποιούμε ότι ο κόσμος μας μπορεί μέχρι τώρα να ήταν περιορισμένος και ανοιγόμαστε σε νέες ιδέες και αντιλήψεις, πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου.

Η αγάπη μάς προσφέρει το πιο εύφορο έδαφος για ανάπτυξη. Φροντίζουμε αυτό το έδαφος εμπλουτίζοντάς το με τη θέληση να εγκαταλείψουμε τον παλιό μας εαυτό και τις άχρηστες προκαταλήψεις μας. Σε αντάλλαγμα, μας προσφέρεται μια πολύ ευρύτερη άποψη του εαυτού μας και ένας κόσμος με απεριόριστες δυνατότητες για εξερεύνηση. Η αγάπη δεν είναι τυφλή. Έχει τέλεια όραση. Και μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε όπως δεν είχαμε δει ποτέ πριν.

ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΑΠΗ: ΕΡΩΤΑΣ, ΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ

Τους αρχαίους Έλληνες, των οποίων οι ανακαλύψεις και οι εξελίξεις στα μαθηματικά, τη λογική, την ηθική, τις τέχνες και σε πολλά άλλα θέματα συνεχίζουν να ασκούν εξέχουσα επιρροή στον δυτικό πολιτισμό, και επομένως και στο παγκόσμιο χωριό, τους απασχολούσε ζωτικά το θέμα της αγάπης και της σχέσης της με την ανθρώπινη ψυχή. Σε αυτή την προχριστιανική περίοδο, οι Έλληνες ήταν παγανιστές και η άποψή τους για την ψυχή δεν ήταν θρησκευτική, που έχει να κάνει με πνεύματα ή φαντάσματα. Ο Πλάτωνας και οι άλλοι αντιλαμβάνονταν την αγάπη σαν να κατοικεί στην ψυχή και την ψυχή την ίδια (και επομένως την αγάπη) σαν να έχει τρία μέρη ή διαστάσεις. Αυτές οι διαστάσεις αντιστοιχούν στα σπλάχνα, το μυαλό και την καρδιά. 

Οι Έλληνες ονόμαζαν αυτούς τους τρεις διαφορετικούς τύπους αγάπης: έρωτα, φιλία και αγάπη.

Αν και σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη “ερωτικό” για να εννοήσουμε σεξουαλικό, η ελληνική αντίληψη του έρωτα στην πραγματικότητα αναφερόταν σε όλες τις ανθρώπινες φυσικές επιθυμίες. Η επιθυμία για φαγητό και ποτό ήταν ερωτική (καθώς ανήκαν στον τομέα των σπλάχνων) όσο και η επιθυμία για σεξ. Από αυτή τη σκοπιά, το σεξ είναι άλλη μια από τις ορέξεις, χωρίς να έχει περισσότερη αξία κρίσης συνδεδεμένη με αυτό από ότι το φαγητό. Μόνο όταν οι θρησκείες άρχισαν να ελέγχουν την ανθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά είδαμε τη σεξουαλικότητα να τη διαχειρίζονται σαν κάτι διαφορετικό από τις υπόλοιπες σωματικές επιθυμίες, που οδήγησε στο περιορισμένο (και σημερινό) νόημα του έρωτα. “Ερωτική αγάπη”, επομένως, στη σημερινή γλώσσα, σημαίνει σεξουαλική αγάπη και κουβαλάει μαζί της υπονοούμενη έλξης, σαγήνης, ατμόσφαιρα μυστηρίου, χημείας και ζωώδους μαγνητισμού. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε τη σημαντικότητά της, αλλά επίσης να επιβεβαιώσουμε τις υψηλότερες πλευρές της αγάπης.

“Φιλία” σημαίνει μια διανοητική έλξη από κάποιον ή κάτι που εξελίσσεται σε κάποιο είδος αγάπης. Η φιλοσοφία η ίδια, που σημαίνει “αγάπη της σοφίας”, συμβαίνει να είναι ένα καλό παράδειγμα.
Φιλία σημαίνει να αγαπάς ανθρώπους, πράγματα ή ιδέες με μη σεξουαλικούς τρόπους. Η σχέση μεταξύ ενός μαθητή και ενός δασκάλου μπορεί να είναι φιλική αγάπη, όπως μπορεί να είναι η έλξη προς ένα φίλο, ένα ποίημα, ένα τοπίο, ένα μαθηματικό θεώρημα, μια ηθική θεωρία, το θέμα μιας μελέτης, ένα επάγγελμα ή έναν κοινωνικό σκοπό. Οι άνθρωποι που αγαπούν τη δουλειά τους έχουν φιλικές σχέσεις με την καριέρα τους. Αγαπάτε και υμνείτε τη ζωή την ίδια; Αυτό είναι επίσης φιλία. Μια από τις πιο ισχυρές εκφράσεις της φιλίας είναι η σχέση που ενώνει δύο φίλους.

Στη φιλία το εγώ δεν διαλύεται μέσα στον άλλο· αντιθέτως, εξελίσσεται. Διαφορετικά από την αγάπη, η φιλία δεν κηρύττει ότι ένα κι ένα κάνουν ένα· αλλά ότι ένα κι ένα κάνουν δύο. Καθένας από τους δύο εμπλουτίζεται από και για τον άλλο. – ΕΛΙ ΓΟΥΙΖΕΛ

Η τρίτη, και πιο υψηλή μορφή αγάπης για τους Έλληνες, είναι η αγάπη – αγάπη που δεν ζητά τίποτα σε αντάλλαγμα.

Είναι η πιο σπάνια και η πιο πολύτιμη μορφή αγάπης. Αυτοί που εκδηλώνουν αγάπη ενεργούν πέρα από τα αγνά ατομικά κίνητρα: Ο κόσμος είναι γεμάτος από πλάσματα που χρειάζονται να αγαπηθούν από μια καλή καρδιά και η αγάπη είναι αγάπη που πηγάζει από μια τέτοια καρδιά. Η αγάπη καθιστά ικανούς τους ανθρώπους να βιώσουν θεϊκή αγάπη οι ίδιοι και να εκπέμψουν συμπόνια για τους άλλους. Επειδή η αγάπη είναι ανιδιοτελής, η έκφρασή της πάντα βοηθά και ποτέ δεν βλάπτει τους άλλους. Εκεί όπου ο έρωτας καθιστά δυνατούς τους ερωτικούς δεσμούς και τη δημιουργία οικογένειας και ο φίλος καθιστά τη φιλία και την κοινωνία δυνατές, η αγάπη καθιστά τη λατρεία και την ανθρωπιά δυνατές. Η αγάπη μπορεί επίσης να επικυρώσει και να δυναμώσει τόσο τη φιλία όσο και τον έρωτα.

Αυτό που κάνει την αγάπη διαφορετική από τον έρωτα και τη φιλία είναι η ανιδιοτέλειά της. Ο έρωτας κάνει τους ανθρώπους να πολεμούν να χάσουν ή να βρουν τους εαυτούς τους μέσα σε άλλους. Η φιλία τούς κάνει να θέλουν να ταυτιστούν με κάποιον άλλο. Η αγάπη εκδηλώνεται χωρίς να μπαίνουν στο δρόμο της το εγώ και τα κίνητρα. Το να δέχεστε αγάπη είναι σαν να νιώθετε τον ακτινοβόλο ήλιο να λάμπει πάνω σας. Δεν σας πειράζει που λάμπει πάνω και σε άλλους επίσης· αντίθετα, θέλετε και οι άλλοι να το νιώθουν. Το να δίνετε αγαπητική αγάπη είναι σαν να παράγετε το ακτινοβόλο φως το ίδιο.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να βιώσετε την αγάπη σαν όφελος και μετά να τη δώσετε και σε άλλους. Μερικοί το κάνουν αυτό μέσω της προσευχής· μερικοί μέσω του διαλογισμού· άλλοι μέσα από τα σκληρά μαθήματα της ζωής και τη βαθμιαία απόκτηση της σοφίας· ακόμη άλλοι μέσα από μυστικιστικές αναζητήσεις. Όπως κι αν έρχεται στη ζωή σας, το κλειδί είναι να απαλείψετε το εγώ από την εξίσωση.

Αυτό ήταν ένα πρόβλημα για τον Φρόιντ – και μια αδυναμία στις θεωρίες του για την αγάπη. Ο Φρόιντ είχε διαβάσει λιγάκι για το “μυστικισμό” και τις υπαρξιακές καταστάσεις που μπορούν να επιτευχθούν μέσω τεχνικών που καταφέρνουν να ηρεμήσουν την απαιτητική, ερωτική ψυχή. Είχε ακούσει μαρτυρίες από ανθρώπους που είχαν βιώσει ταύτιση με το σύμπαν ή ενότητα με τα πράγματα, κατά τη διάρκεια των οποίων το εγώ προσωρινά διαλύεται. Οι άνθρωποι παρομοιάζουν αυτή την εμπειρία με το αίσθημα της σταγόνας που επιστρέφει στον ωκεανό, που συχνά συνοδεύεται από οπτικές εντυπώσεις θεϊκού φωτός ή ακουστικές εντυπώσεις θεϊκής μουσικής ή γευστικές εντυπώσεις θεϊκού νέκταρ ή απτικές εντυπώσεις του το να είναι λουσμένοι σε θεϊκή αγάπη. “Είμαι ανίκανος να ανακαλύψω αυτό το ωκεάνιο αίσθημα στον εαυτό μου”, ομολόγησε ο Φρόιντ, με κάμποση πικρία.

Και είχε δίκιο, γιατί η αγάπη δεν κατοικεί ή απορρέει από το εγώ ούτε από κάποια “κομμάτια” του εαυτού στον ψυχαναλυτικό του χάρτη. Ούτε το Εγώ ούτε το Υπερ-εγώ ούτε το Αυτό μπορεί να δώσει και να δεχθεί αγάπη, όχι περισσότερο από ό,τι μπορούν να μαυρίσουν στον ήλιο.

Είναι αναμφισβήτητα ένα καλό πράγμα να βιώνετε και έρωτα και φιλία, γιατί τότε θα ανακαλύψετε τα προτερήματα, τα ελαττώματα και τους περιορισμούς του εαυτού σας.

Και όταν είστε έτοιμοι για αυτή, η αγάπη θα σας περιμένει.

Ένα πράγμα είναι να φέρεις την ψυχή να δεχθεί τέτοιες ιδέες· άλλο πράγμα είναι να συνδυάσεις θεωρία και πράξη

Περί της αρετής

Μας συμβαίνει – και σε μας ακόμα – που δεν είμαστε παρά εξαμβλώματα ανθρώπων, να εξυψώσουμε καμιά φορά την ψυχή μας πέρα από τη συνήθη κατάστασή της, όταν οι λέξεις ή τα παραδείγματα άλλων ανθρώπων την αφυπνίσουν. Αυτό όμως είναι ένα είδος πάθους που την παρακινεί, την αναστατώνει και την συναρπάζει κάπως έξω από τον εαυτό της. Γιατί μόλις περάσει αυτός ο ανεμοστρόβιλος, βλέπουμε πως η ψυχή χαλαρώνει και ηρεμεί αυθορμήτως, αν όχι ως το τελευταίο σκαλοπάτι, τουλάχιστον σε χαμηλότερο σκαλοπάτι από εκείνο που βρισκόταν πριν, έτσι που μπορεί να εξωθήσουμε τον εαυτό μας στην οργή, λίγο πολύ όπως κάθε κοινός άνθρωπος, για την απώλεια ενός γερακιού ή επειδή ένα ποτήρι έσπασε.

Εκτός από μια τεταγμένη συμπεριφορά, εκτός από τη μετριοπάθεια και τη σταθερότητα, θεωρώ πως όλα μπορούν να γίνουν, ακόμα και από έναν άνθρωπο που γενικώς είναι ατελής και ελλειπής. Γι’ αυτόν το λόγο, λένε οι σοφοί, προκειμένου να κρίνεις όπως πράγματι αρμόζει έναν άνθρωπο, πρέπει να ελέγξεις τις πεζές πράξεις του και να τον συλλάβεις εξαπίνης στην καθημερινή του αμφίεση.

Ο Πύρρων, εκείνος που αναγόρευσε την άγνοια σε μια τόσο ευχάριστη επιστήμη, προσπάθησε, όπως όλοι οι άλλοι αληθινοί φιλόσοφοι, να συμμορφώσει τη ζωή του με τις ιδέες που είχε αναπτύξει. Και επειδή επέμενε πως η αδυναμία της ανθρώπινης κρίσης είναι τόσο ακραία, ώστε δεν είναι σε θέση να συνταχθεί ή να κλίνει προς κάποιο μέρος και ήθελε να την έχει αέναα να κρέμεται ισοζυγισμένη, θεωρώντας και αποδεχόμενη όλα τα πράγματα ως “αδιάφορα”, διηγούνται πως διατηρούσε πάντα την ίδια όψη και έκφραση.

Αν είχε αρχίσει μια κουβέντα, δεν παρέλειπε να την αποτελειώσει, ακόμα και αν εκείνος στον οποίο μιλούσε, είχε αποχωρήσει· αν πήγαινε κάπου, δεν άλλαζε το δρόμο του, όποιο εμπόδιο και αν παρουσιαζόταν, γλιτώνοντας από γκρεμούς, από χτυπήματα αμαξιών και άλλα ατυχήματα χάρη στους φίλους του. Γιατί ο φόβος ή η αποφυγή κάποιου πράγματος θα σήμαιναν πως ερχόταν σε σύγκρουση με τις προτάσεις του, οι οποίες αφαιρούσαν, ακόμα και από τις αισθήσεις, κάθε επιλογή και βεβαιότητα. Κάποια φορά άντεξε με τέτοια σταθερότητα να του κάνουν τομή και να τον καυτηριάσουν, ώστε δεν είδαν ούτε καν να τρεμοπαίζουν τα μάτια του.

Ένα πράγμα είναι να φέρεις την ψυχή να δεχθεί τέτοιες ιδέες· άλλο πράγμα είναι να συνδυάσεις θεωρία και πράξη. Πάντως, αυτό δεν είναι αδύνατο. Εκείνο όμως που είναι σχεδόν απίστευτο να καταφέρεις είναι να συνδυάσεις θεωρία και πράξη με τέτοια επιμονή και σταθερότητα, ώστε από αυτόν το συνδυασμό να καθορίσεις την καθημερινή πορεία της ζωής σου με ενέργειες τόσο απομακρυσμένες από την κοινή πρακτική.
Να γιατί ο Πύρρων, όταν τον βρήκαν κάποτε στο σπίτι του να μαλώνει έντονα με την αδερφή του και τον μέμφθηκαν πως είχε ξεχάσει όλα τα σχετικά με τη θεωρία του της “αδιαφορίας”, είπε: “Τι; Πρέπει λοιπόν ακόμα και ετούτο το γύναιο να χρησιμεύει ώστε να αποδεικνύονται οι κανόνες μου;” Μιαν άλλη φορά που τον είδαν να υπερασπίζεται τον εαυτό του από ένα σκυλί, είπε: “Είναι πολύ δύσκολο να παραμερίσεις τελείως τον άνθρωπο· και πρέπει να ορίσουμε πως χρέος μας είναι να προσπαθήσουμε να καταπολεμήσουμε τα πράγματα, πρώτα με τις πράξεις, αλλά, αν το πράγμα φτάσει στο χειρότερο, με λογική και επιχειρήματα”.
***
[Ἀκόλουθος δ’ ἦν καί τῶ βίω, μηδέν ἐκτρεπόμενος μηδέ φυλαττόμενος, ἄπαντα ὑφιστάμενος, ἁμάξας, εἰ τύχοι, καί κρημνούς καί κύνας καί ὅλως μηδέν ταῖς αἰσθήσεσιν ἐπιτρέπων. Σώζεσθαι μέντοι… ὑπό τῶν γνωρίμων παρακολουθούντων. Καί χολήσας τι περί τῆς ἀδερφῆς… πρός τόν ἐπιλαμβανόμενον εἰπεῖν ὡς οὐκ ἐν γυναίῳ ἡ ἐπίδειξις τῆς ἀδιαφορίας. Καί κυνός ποτ’ ἐπενεχθέντος διασοβηθέντα εἰπεῖν πρός τόν αἰτιασάμενον, ὡς χαλεπόν εἴη ἐκδῦναι τόν ἄνθρωπον· διαγωνίζεσθαι δ’ ὡς οἷόν τε πρῶτον μέν τοῖς ἔργοις πρός τά πράγματα, εἰ δέ μή, τῶ γε λόγω. Φασί δέ σηπτικῶν φαρμάκων καί τομῶν καί καύσεων ἐπί τινος ἔλκους αὐτῶ προσενεχθέντων, ἀλλά μηδέ τά ὀφρῦς συναγαγεῖν.] (ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, Πύρρων, Θ’, 62,66,67)

Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΕΙΑ

Η προσπάθεια του εφήβου για αυτονομία και ανεξαρτητοποίηση διαταράσσει την ηρεμία και τη σταθερότητα που υπήρχε στις οικογενειακές σχέσεις και τη λανθάνουσα περίοδο της εξέλιξης του παιδιού.

Οι γονείς δεν είναι πλέον σε θέση να κάνουν σχέδια για το παιδί τους και να ασκούν την ίδια επιρροή επάνω του Αισθάνονται ότι “χάνουν” το παιδί τους καθώς αυτό αποκηρύσσει την κυριαρχία τους και αναζητά καταφύγιο στις παρέες των συνομηλίκων, χωρίς να τους επιτρέπει πλέον να παρεμβαίνουν στην προσωπική του ζωή. Καθώς απο ιδανικοποιούνται από τους εφήβους, πενθούν για την απώλεια του γονεικού ρόλου και των ικανοποιήσεων που τους πρόσφερε η εξάρτηση των παιδιών από το πρόσωπό τους. Όσο μεγαλύτερη είναι η δυσκολία των γονέων να δεχτούν το γεγονός ότι από ιδανικοποιούνται από τους εφήβους, τόσο πιο επώδυνη και χρονοβόρα θα είναι για τους τελευταίους η διεργασία της ατομικοποίησης και της αυτονομίας. Στις έφηβες κοπέλες, η αντιδραστικότητα προς τους γονείς είναι συνήθως λιγότερο έντονη. Ο Winnicott (1965) θεωρεί ότι με την αντιδραστικότητα αυτή οι έφηβοι δηλώνουν με ένα ιδιότυπο τρόπο ότι έχουν απόλυτη ανάγκη από τη συμπαράσταση και τη βοήθεια των γονέων. Τους είναι απαραίτητο να μεγαλώνουν σε ένα σταθερό πλαίσιο που να μην καταλύεται από την επιθετικότητά τους. Οι γονείς μπορεί να αντιδράσουν με επιβολή αυστηρού ελέγχου και απαγορεύσεων για να διατηρήσουν την εξάρτηση του παιδιού προς αυτούς Αυτή η αντίδραση είναι πιθανό να οδηγήσει τον έφηβο σε έντονες εκδραματίσεις αναζήτηση διεγέρσεων μέσα από τη χρήση ουσιών, σεξουαλική ελευθεριότητα, παραπτωματική συμπεριφορά, φυγή από το σπίτι και άλλα. Σε άλλες περιπτώσεις είναι πιθανό ο έφηβος να παλινδρομήσει και να προσκολληθεί ακόμα περισσότερο στους γονείς.

Στη σύγχρονη κοινωνία, που έχει αποκηρύξει τις παιδαγωγικές πρακτικές του παρελθόντος, πολλοί γονείς, για να αντιδράσουν στην καταπίεση που είχαν υποστεί από τους δικούς τους γονείς, προσπαθούν να μάθουν στα παιδιά να είναι αυτόνομα και ανεξάρτητα. Στην πραγματικότητα, επιτυγχάνεται το ακριβώς αντίθετο καθώς τα παιδια μεγαλώνουν σε ένα ακαθόριστο πλαίσιο, χωρίς σαφή όρια και την αναγκαία καθοδήγηση των ενηλίκων. Κατά την περίοδο της εφηβείας, θεωρούν δεδομένη την επιθυμία του να ανεξαρτητοποιηθεί από αυτούς και τον προτρέπουν να εμπλέκεται σε καταστάσεις τις οποίες δεν είναι ακόμα έτοιμος να αντιμετωπίσει με φυσική συνέπεια την αποτυχία. Έτσι, μειώνεται η αυτοεκτίμησή του, η πραγματικότητα γίνεται τραυματική και ευνοείται η παλινδρόμηση σε προγεννητικά στάδια και η καταφυγή σε φαντασιώσεις παντοδυναμίας. Η διαφοροποίηση εαυτού και αντικειμένου είναι ατελής και αποδυναμώνεται το Υπερεγώ, καθώς οι γονείς δεν θέτουν σαφή όρια στα παιδια τους (Laufer & Laufer, 1984). Οι γονείς πρέπει να είναι συναισθηματικά κοντά στους εφήβους, να έχουν την ικανότητητα να αντέξουν και να “σηκώσουν” την επιθετικότητα και όλα τα αρνητικά συναισθήματα που προβάλλουν επάνω τους. Να είναι δυνατοί και σταθεροί, ώστε να επιτρέψουν στα παιδιά τους να τους απομυθοποιήσουν αλλά και να τα βοηθήσουν να αποκαταστήσουν την συναισθηματική τους ισορροπία. Ο Μανωλόπουλος (1987) υπογραμμίζει πόσο παράδοξο είναι το γεγονός ότι ένας έφηβος μπορεί να από-ιδανικοποιήσει μόνο τους γονείς που δεν φοβάται ότι θα καταρρεύσουν αν τους ανταγωνιστεί ή θα χαθούν αν δεν ασχολείται πια μαζί τους. Η αδυναμία των γονέων δεν του επιτρέπει να αντλήσει την αναγκαία δύναμη για τη συγκρότηση του εαυτού. Ο Konut (1997) θεωρεί πως ένας αποτυχημένος και ευνουχισμένος πατέρας δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί γιατί δεν είναι ικανός να γίνει ο καθρέπτης πάνω στον οποίο ο έφηβος αντανακλά τις επιθυμίες του για δύναμη, δημιουργικότητα και πρωτοβουλία. Οι γονείς φυσιολογικά αναζητούν τη στήριξη ο ένας από τον άλλον, για να αντι μετωπίσουν τις δυσκολίες από τη μεταλλαγή της σχέσης με το παιδί τους. Αυτή η δυνατότητα ωστόσο δεν είναι πάντα εφικτή και αποκαλύπτονται παλιές απωθημένες συγκρούσεις και προκαλούνται καταθλιπτικά συναισθήματα ή αναζητείται ικανοποίηση σε σχέσεις έξω από το γάμο.

Στη σύγχρονη βιβλιογραφία χρησιμοποιείται ο εύστοχος όρος “σύνδρομο της κενής φωλιάς” (empty nest syndrome) για να περιγράψει τις δυσκολίες των γονέων να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται μετά την ανεξαρτητοποίηση των παιδιών Επιπλέον, οι γονείς έχουν να αντιμετωπίσουν διάφορες προκλήσεις σε ότι αφορά και την προσωπική τους εξέλιξη. Η κρίση της εφηβείας συνήθως συμπίπτει χρονικά με την κρίση της μέσης ηλικίας στους γονείς. Κάνουν έναν απολογισμό για όσες από τις φαντασιώσεις του Ιδεώδους του Εγώ κατόρθωσαν να επιτύχουν ή για όσες έμειναν ανικανοποίητες. Ξεκινά για αυτούς η περίοδος της βιολογικής κάμψης, τη στιγμή που το σώμα του εφήβου βρίσκεται σε πλήρη άνθηση. Από το πόσο ικανοποιημένοι είναι οι γονείς από τη ζωή τους μέχρι σήμερα, θα κριθεί και η αντίδραση τους στην αναστάτωση που προκαλεί η εφηβεία. Ωστόσο, είναι δύσκολο να αποφευχθεί η σύγκριση σε τομείς όπως η δύναμη και η σωματική εμφάνιση (Δοξιάδη – Τριπ, 1987). Ο διαχωρισμός των ρόλων δεν είναι πλέον σαφής, καθώς ο έφηβος έχει πλέον τη δύναμη να συγκρουστεί με τον πατέρα αλλά και την ικανότητα για ολοκληρωμένη σεξουαλική δραστηριότητα. Οι γονείς επιδίδονται συχνά σε έναν ναρκισσιστικό ανταγωνισμό με τα παιδιά τους, προσπαθώντας να τα μιμηθούν, ή τα πιέζουν να ενηλικιωθούν όσο το δυνατόν ταχύτερα γιατί έτσι δεν θα απειλούνται από τη δύναμη της νεότητάς τους. Οι γονείς που είναι ναρκισσιστικά ευάλωτου έχουν προβλήματα σε όλες τις φάσεις εξέλιξης των παιδιών τους. Ο Freud (1914) ήταν ο πρώτος που περιέγραψε τις παθολογικές πλευρές του γονείκου ναρκισσιμού και αναφερόταν στην γονεική αγάπη σαν προβολή του παιδικού αυτοερωτισμού στη ναρκισσιστική του προέκταση, δηλαδή το παιδί του. Ανάμεσα στην μητέρα και την έφηβη κόρη αναπτύσσονται σε πολλές περιπτώσεις σχέσεις που σχετίζονται με την αρχή και το τέλος της έμμηνης ρύσης. Η κόρη αποκτά την ικανότητα για σύναψη σεξουαλικών σχέσεων και τεκνοποίηση, ενώ για τη μητέρα η σεξουαλικότητα και η θηλυκότητα υποχωρούν. Γίνεται λοιπόν κατανοητό πως μπορεί να φθονεί την κόρη για τις νέες ιδιότητες της, ενώ ταυτόχρονα η ίδια αισθάνεται λύπη και απόγνωση για τη σταδιακή απώλεια αυτών των ιδιοτήτων. Πάντως φαίνεται πως οι μητέρες που είχαν μία ικανοποιητική ερωτική ζωή μεταδίδουν και στις κόρες μία ηρεμία σχετικά με τη σεξουαλικότητα, χωρίς να τις φορτώνουν με άγχος και ενοχές (Δοξιάδη-Τρια, 1987). Η αναβίωση του οιδιποδείου και των πρώιμων διεργασιών της σεξουαλικότητας δε συμβαίνει μόνο στους εφήβους αλλά και στους γονείς τους. Οι συγκρούσεις της παιδικής ηλικίας έρχονται πάλι στην επιφάνεια, ιδιαιτέρως αν δεν έχουν επιλυθεί κατά τη δική τους εφηβεία (Τσιάντης, 1991). Οι γονείς εκδηλώνουν και αυτοί, σε ασυνείδητο επίπεδο. αιμομεικτικές τάσεις απέναντι στα παιδιά τους οι οποίες προκαλούν άγχος και ενοχές. Οι τάσεις αυτές μπορεί να εκδηλωθούν με ζήλια του γονέα προς το παιδί του αντίθετου φύλου ή να εκδραματιστούν με τη σύναψη μίας ετερόφυλης σχέσης με ένα αρκετά νεότερο άτομο. Μπορεί ακόμα να ζηλεύουν τα παιδιά τους γιατί οι ίδιοι είχαν πιο αυστηρούς και απαγορευτικούς γονείς και δεν τους επιτρεπόταν να ζήσουν όλα αυτά που συμβαίνουν στα δικά τους παιδιά.

Οι γονείς γίνονται συχνά αυταρχικοί προς τα παιδιά τους, απαγορεύοντας τη διασκέδαση, τις γνωριμίες με εφήβους του άλλου φύλου, για να αναστείλουν την έκφραση της δικής τους σεξουαλικότητας, την οποία προβάλλουν στα παιδιά τους (Benedek, 1970). Αυτή η στάση εκλογικεύεται συνήθως (για παράδειγμα ο πατέρας λέει στον έφηβο ότι είναι επικίνδυνο να γυρνάς τη νύχτα στους δρόμους) και προκαλεί θυμά και αντίδραση από τον έφηβο. Επιπλέον, η αυταρχικότητα των γονιών δημιουργεί συνήθως πολύ αυστηρό Υπερεγώ, το οποίο είναι τιμωρητικό και άτεγκτο, χωρίς να προστατεύει τον ψυχισμό από τις εντάσεις (Winnicott, 1965). Σε άλλες περιπτώσεις οι γονείς δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τη συμβολική απώλεια του παιδιού τους από τον κόλπο της οικογένειας, αλλά πρέπει να αντιμετωπίσουν και την πραγματική απώλεια των δικων τους γονέων που φεύγουν από τη ζωή Γίνονται και οι ίδιοι “παιδιά χωρίς γονείς” και κατακλύζονται από συναισθήματα μοναξιας. Όλες αυτές οι διεργασίες είναι πολύ επώδυνες και οι γονείς οφείλουν να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα και να βρουν νέους τρόπους ικανοποίησης.

Τέλος, ο J. Anthony (1969) περιέγραψε τις κυριότερες στερεότυπες αντιδράσεις των ενηλίκων απέναντι στο φαινόμενο της εφηβείας. Οι γονείς που ενστερνίζονται αυτές τις αντιδράσεις αισθάνονται συνήθως απειλημένοι από τον έφηβο. Τα “στερεότυπα” για την εφηβεία, σύμφωνα με τον Anthony είναι τα εξής:

α) ο έφηβος καταλαμβάνεται από ακατάσχετη σεξουαλική μανία και γίνεται επικίνδυνος ενώ ταυτόχρονα χρειάζεται καθοδήγηση και ενθάρρυνση γιατί είναι ακόμα ανεπαρκής,

β) είναι έρμαιο των επιθυμιών του, αποκόπτεται από τους δεσμούς με την οικογένεια χωρίς την ικανότητα να επιβληθεί στα συναισθήματά του. αδυνατεί να προσαρμοστεί σε ένα ενήλικο περιβάλλον ενώ την ίδια στιγμή με την περίεργη συμπεριφορά του κάνει μία απελπισμένη έκκληση για βοήθεια,

γ) είναι αδίστακτος εκμεταλλευτής και σαδιστής για τους γονείς ενώ για άλλους είναι ένα αγνό και ανυπεράσπιστο θύμα για εκμετάλλευση, 

δ) είναι αντικείμενο φθόνου καθώς κατέχει όλα τα προσόντα και τις ικανότητες που σταδιακά χάνει ο ενήλικας Ταυτόχρονα είναι αυτός που μπορεί να ικανοποιήσει τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες των γονέων και πρέπει να προστατευθεί και να ενθαρρυνθεί και να είναι ένα μέλος της οικογένειας που διαταράσσει τις ευαίσθητες ισορροπίες και πρέπει να εκδιωχθεί αλλά και ένα αγαπημένο αντικείμενο που χάθηκε και για το οποίο η οικογένεια πρέπει να πενθήσει. 

Είναι εύκολο να διαπιστωθεί η αντιφατικότητα της καθεμιάς από αυτές τις στερεότυπες πεποιθήσεις. Ο γονείς οφείλουν λοιπόν να επιδεικνύουν μία σταθερή αλλά και ευέλικτη στάση απέναντι στους εφήβους, χωρίς να θεωρούν πως έχουν αποτύχει σαν γονείς, βλέποντας τα παιδιά τους να μεταμορφώνονται από την φυσιολογική εξελικτική κρίση της εφηβείας.

Ο Δαίμων Ταράξιππος

Οι αρχαίοι Έλληνες, ονόμαζαν ως Ταράξιππο τον δαίμονα που τρόμαζε τα άλογα στις ιπποδρομίες, μια βασανισμένη ψυχή που στοίχειωνε τα ιπποδρόμια του ελλαδικού χώρου και καταλάγιαζε μόνο με θυσίες.

Ο Ταράξιππος ήταν ουσιαστικά Ταράξιπποι, πλήθος δαιμονίων δηλαδή που ενέδρευαν στους ιπποδρόμους και έκαναν τα άλογα να αφηνιάζουν, προκαλώντας συντριβές αρμάτων και τραυματισμούς ή θανάτους αρματηλατών.

Δεν ήταν μικρό πράγμα ο Ταράξιππος, που όπως μας λέει ο Παυσανίας ήταν περισσότερο επίθετο που αποδίδονταν στους δαίμονες του ιπποδρόμου παρά αυθύπαρκτη οντότητα. Ο δαίμονας έσπερνε όλεθρο και καταστροφή στα ιπποδρόμια και έπρεπε να καλοπιαστεί για να αφήσει ήσυχα τα άλογα και τους αναβάτες τους.

Κάθε πόλη-κράτος είχε τον δικό της Ταράξιππο, αν και ο γνωστότερος ήταν στην Ολυμπία. Αυτός την έστηνε στις στροφές του ιπποδρόμου και όταν περνούσαν από κει τα άλογα, έβγαινε και τα τρόμαζε. Αόρατος φυσικά στους αρματοδρόμους, το μόνο που έβλεπες από αυτόν ήταν οι τρομακτικές συνέπειες της δράσης του.

Γι’ αυτό και οι αρχαίοι Έλληνες φρόντιζαν να στήνουν βωμούς στις στροφές των ιπποδρόμων και οι ηνίοχοι να τελούν κατευναστικές θυσίες στο όνομά του πριν από τους αγώνες: «παραθέοντας δὲ κατὰ τοῦτο τοὺς ἵππους φόβος τε αὐτίκα ἰσχυρὸς ἀπ’ οὐδεμιᾶς προφάσεως φανερᾶς καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου λαμβάνει ταραχή, τά τε δὴ ἅρματα καταγνύουσιν ὡς ἐπίπαν καὶ οἱ ἡνίοχοι τιτρώσκονται: καὶ τοῦδε ἡνίοχοι ἕνεκα θυσίας θύουσι καὶ γενέσθαι σφίσιν ἵλεων εὔχονται τὸν Ταράξιππον», γράφει χαρακτηριστικά ο Παυσανίας στην «Ελλάδος περιήγησις».

Ποιος ήταν όμως ο Ταράξιππος που έβαζε τους προγόνους μας σε τέτοιο μπελά;

Ο Ταράξιππος της Ολυμπίας

Στην ελληνική μυθολογία αναφέρονται αρκετοί ονομαστοί Ταράξιπποι, κανείς τους όμως πιο γνωστός και τρομακτικός από τον Ταράξιππο της Ολυμπίας. Ο σπουδαίος ποιητής των ελληνιστικών χρόνων Λυκόφρων ο Χαλκιδεύς μας λέει πως ήταν ένας γίγαντας αυτός που είχε ενταφιαστεί στον ιππόδρομο και στοίχειωνε τα άλογα.

Ή ήταν ο γιος του γίγαντα, ένας ντόπιος ευγενής που είχε θυσιαστεί για να εξευμενίσει τους θεούς και να λήξει μια παρατεταμένη περίοδος ξηρασίας. Άλλοι αποδίδουν τον Ταράξιππο της Ολυμπίας στον φοβερό αρματοδρόμο Ωλένιο της Ολυμπίας, που σκοτώθηκε σε αγώνα, ή ακόμα και στον Δαμέωνα, τον σύντροφο του Ηρακλή στον πόλεμο.

Όπως ξέρουμε από την ελληνική μυθολογία, ο Δαμέων ακολούθησε τον Ηρακλή στην οδύσσειά του εναντίον του Αυγεία και τον συνακόλουθο άθλο του, σκοτώθηκε όμως από τον Κτεάτη.

Κατά την παράδοση, το πιστό του άτι θάφτηκε δίπλα του, στοιχειώνοντας τον χώρο που μετατράπηκε αργότερα στον ιππόδρομο της Ολυμπίας.

Ο Παυσανίας μας λέει πάντως πως όλα αυτά είναι θρύλοι και ο Ταράξιππος συνδεόταν αποκλειστικά με τον Ποσειδώνα, τον θεό της θάλασσας και των αλόγων. Ο Ποσειδών Ίππος δεν σκότωσε εξάλλου τον Ιππόλυτο, τον γιο του Θησέα, στέλνοντας έναν μαινόμενο ταύρο να φοβίσει τα άλογα του άρματός του; Το άρμα αναποδογύρισε τελικά και ο Ιππόλυτος σκοτώθηκε από τον πραγματικό Ταράξιππο.

Η ελληνική μυθολογία παραθέτει αρκετά ακόμα ονόματα ως πιθανούς πρωταίτιους του δαίμονα των ιπποδρόμων και όλα τους έχουν να κάνουν με τοπικούς ήρωες που σκοτώθηκαν σε ιππικούς αγώνες. Μπορεί δηλαδή κάλλιστα να ήταν το πνεύμα όποιου είχε αφήσει τη ζωή του στο ιπποδρόμιο.

Υπάρχει πάντως και μια σαγηνευτική ιστορία που μας έρχεται από τον τραγικό Οίκο των Ατρειδών και αξίζει να τη μνημονεύσουμε…

Ο πανούργος βασιλιάς Οινόμαος και η θρυλική αρματοδρομία του με τον Πέλοπα

Πατέρας του καταραμένου βασιλιά των Μυκηνών, Ατρέα, και παππούς του Μενέλαου και του Αγαμέμνονα ήταν ο Πέλοπας, γιος αυτός του Ταντάλου, το έγκλημα του οποίου απλώθηκε σαν μάστιγα σε όλο το γένος των Τανταλιδών. Αφού επιβίωσε λοιπόν ο Πέλοπας από την περιπέτεια που είχε με τον πατέρα του, ο οποίος τον έκοψε κομματάκια και τον τάισε στους θεούς(!), θέλησε να πάρει γυναίκα όχι όποια κι όποια, αλλά την πεντάμορφη Ιπποδάμεια, την κόρη του βασιλιά Οινόμαου της Πίσας (πόλης-κράτους στην αρχαία Ηλεία).

Ο Πέλοπας αγαπούσε να βάζει στον εαυτό του δύσκολα, μιας και ο Οινόμαος είχε φονεύσει μέχρι τότε καμιά ντουζίνα επίδοξους γαμπρούς, καθώς είχε λάβει χρησμό πως ο γαμπρός του θα τον σκοτώσει τελικά (κατά άλλη εκδοχή, είχε ερωμένη την Ιπποδάμεια και δεν ήθελε να τη μοιραστεί). Κι έτσι προκαλούσε τους μνηστήρες σε αρματοδρομία αντοχής από τον Ναό του Διός στην Ολυμπία ως τον Ναό του Ποσειδώνα στον Ισθμό της Κορίνθου.

Αρματοδρομίες που ήξερε πως θα κέρδιζε φυσικά, μιας και γιος του Άρη καθώς ήταν είχε ζεμένα στο άρμα του θεϊκά άλογα. Ο Οινόμαος έπαιρνε πράγματι κάθε φορά τον αγώνα και το κεφάλι του αντιπάλου του στο τέλος, κατά την αρχική συμφωνία, τα οποία παλούκωνε σε πασσάλους γύρω από το παλάτι του. Κατά τους τοπικούς θρύλους, Ταράξιπποι έγιναν κάποιοι από τους μνηστήρες, όπως ο Αλκάθοος, ο βασιλιάς των Μεγαρέων. Αυτό αναφέρει ο Παυσανίας, πως επειδή έχασαν στην αρματοδρομία, μετατράπηκαν σε εχθρικά στοιχειά για κάθε αναβάτη.

Απτόητος απ’ όλα αυτά ο Πέλοπας και παρά το γεγονός ότι γνώριζε για το στημένο του πράγματος, είπε να δοκιμάσει την τύχη του. Και είπε να τη δοκιμάσει γιατί δεν θα το άφηνε στην τύχη φυσικά, κάθε άλλο. Είχε κι αυτός την εύνοια των θεών, μιας και όχι μόνο δεν τον κατασπάραξαν όταν ο πατέρας του τον τεμάχισε και τους τον σερβίρισε, αλλά με εντολή του Δία η Κλωθώ ταίριαξε όλα του τα κομμάτια φέρνοντάς τον ξανά στη ζωή.

Ο Ψευδο-Απολλόδωρος μας λέει στη «Βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου» πως ο Ποσειδώνας του έδωσε ένα φτερωτό άρμα με τέτοιες δυνατότητες που ακόμα και στη θάλασσα μπορούσε να τρέξει χωρίς καν να βραχεί. Ακόμα κι έτσι όμως η μάχη ήταν αμφίρροπη, κι έτσι έκανε άλλο ένα βήμα: δωροδόκησε τον περίφημο ηνίοχο του Οινόμαου, Μυρτίλο, γιος του Ερμή αυτός, ώστε να σαμποτάρει το βασιλικό άρμα.

Ο Πέλοπας του υποσχέθηκε πως θα του έδινε το μισό βασίλειο ή την Ιπποδάμεια για ένα βράδυ, ό,τι αποφάσιζε ο Μυρτίλος, φτάνει να τον βοηθούσε να κερδίσει τον Οινόμαο. Έτσι κι έγινε, ο έμπιστος ηνίοχος αντικατέστησε τα ορειχάλκινα καρφιά στους άξονες του βασιλικού άρματος με κέρινα και τα υπόλοιπα θα ήταν ιστορία.

Μόλις ξεκίνησε η αρματοδρομία της Πίσας, το τέθριππο άρμα του Οινόμαου αναποδογύρισε και ο βασιλιάς σκοτώθηκε. Ή, κατά την άλλη εκδοχή, τον κέρδισε στα ίσα ο Πέλοπας με το φτερωτό άρμα του Ποσειδώνα και τον σκότωσε μετά ο ίδιος, διαφεύγοντας με την Ιπποδάμεια και τον Μυρτίλο. Όταν ωστόσο είπε ο τελευταίος να διεκδικήσει την αμοιβή του επιλέγοντας τη νύχτα με την Ιπποδάμεια, ο Πέλοπας τον σκότωσε κι αυτόν. Να τη βιάσει προσπάθησε ουσιαστικά, επισύροντας την οργή του νόμιμου πια συζύγου της.

Ο Ταράξιππος της Ολυμπίας ήταν λοιπόν σε αυτή την εκδοχή είτε ο βασιλιάς Οινόμαος είτε ο κατεργάρης Μυρτίλος. Ο οποίος καταράστηκε τον Πέλοπα και η κατάρα του απλώθηκε πάνω από τον Οίκο των Ατρειδών με τις γνωστές συνέπειες. Ο Πέλοπας, από την άλλη, για να εξευμενίσει τον νεκρό Μυρτίλο, του αφιέρωσε ένα ανάχωμα και θυσίασε προς τιμήν του θέλοντας να κάνει την οργή του να κοπάσει, όπως καταμαρτυρεί ο Παυσανίας.

Τελειώνοντας, υπάρχει άλλος ένας μύθος που συνδέεται με τον Ταράξιππο της Ολυμπίας, ακόμα πιο περίεργος από τους άλλους. Σύμφωνα με αυτόν, ο Πέλοπας έθαψε ένα μυστηριώδες αντικείμενο κοντά στο ιπποδρόμιο, ένα αντικείμενο που του έδωσε ο θηβαίος ήρωας Αμφίονας της Αντιόπης και, κατά τον Παυσανία, ήταν αυτό που τρόμαξε τα άλογα του Οινόμαου, αλλά και κάθε άλλο άλογο έκτοτε.

Ο Παυσανίας αποκαλύπτει πως την ιστορία του την είπε ένας Αιγύπτιος και μας λέει πως μπορεί να είναι αληθινή, καθώς ο Αμφίονας είχε μαγικές ικανότητες. Με τις θείες μελωδίες της λύρας του δεν ανέβαιναν εξάλλου μόνοι τους οι λίθοι που έφτιαξαν τα πρώτα τείχη της επτάπυλης Θήβας;

Ένας ακόμα διαβόητος Ταράξιππος ήταν αυτός που πανικόβαλλε τα άλογα στην Κόρινθο. Εδώ ήταν πιθανότατα ο Γλαύκος, ο γιος του Σισύφου, που στοίχειωσε τον ιππόδρομο του Ισθμού, γιατί είχε πεθάνει με τραγικό τρόπο. Είχε πάρει μέρος στους αθλητικούς αγώνες που διοργάνωσε ο Άκαστος για τον νεκρό πατέρα του Πελία, όταν -κατά τη γνωστότερη εκδοχή που παραθέτει ο λατίνος λόγιος Γάιος Ιούλιος Υγίνος- κατασπαράχθηκε από τα άλογά του, τα οποία τρελάθηκαν όταν ήπιαν νερό από μια μαγεμένη στέρνα…

O Χρόνος στην Επικούρεια Κοσμοθέαση

Στην Ελληνική μυθολογία, ο Χρόνος ήταν μία ασώματη αρχέγονη θεότητα. Παρότι ασώματος, εικονιζόταν και ως τέρας με σώμα φιδιού και τρία κεφάλια: ενός άνδρα, ενός ταύρου και ενός λιονταριού. Ο Χρόνος αυτός και ένα άλλο φίδι που τον συνόδευε και που λεγόταν Ανάγκη, περιελίσσονταν γύρω από το κοσμικό αυγό. Στη συνέχεια έσπασαν το αυγό αυτό και σχηματίστηκε το Σύμπαν .

Τι είναι όμως ο χρόνος και πώς τον βιώνουμε; Και τέλος αν δεν υπήρχε ο άνθρωπος που τον όρισε, θα υπήρχε ο χρόνος;

Σ’ αυτά τα φιλοσοφικά ερωτήματα έχουμε την ιδεαλιστική και την υλιστική άποψη περί χρόνου.

Επίσης ο χρόνος εκτός από διαφορετική ερμηνεία, έχει και διαφορετική διάρκεια, σύμφωνα με τις διάφορες επιστήμες ή τις εκδοχές της ζωής μας. Επέλεξα όμως να σας πω δυο λόγια μόνο για τον χρόνο στη φυσική, για τον βιολογικό χρόνο, για τον χρόνο στην συνείδησή μας και φυσικά για τον φιλοσοφικό χρόνο. Και τα επέλεξα αυτά, διότι ο ίδιος ο Επίκουρος, ως υλιστής φιλόσοφος, λαμβάνει υπ’ όψιν του, στις μελέτες του, αυτούς τους χρόνους.

Ο χρόνος στην Φυσική

Ας δούμε πρώτα, πώς εκφράζεται ο χρόνος στην Φυσική Επιστήμη:

Ο χρόνος λοιπόν στην Φυσική επιστήμη, νοείται ως θεμελιώδης ποσότητα. Και όπως οι άλλες θεμελιώδεις ποσότητες, όπως ο χώρος και η μάζα, ο χρόνος καθορίζεται μέσω της μέτρησης. Συνεπώς είναι μέγεθος.

Τα δύο ταυτόσημα γεγονότα που συμβαίνουν στο ίδιο σημείο στον χώρο και διακρίνονται μεταξύ τους, είναι για την Φυσική ο χρόνος. Το διάστημα ανάμεσα σε δύο τέτοια γεγονότα, σχηματίζει τη βάση της μέτρησης του χρόνου.

Ακόμα η περιστροφή της γης γύρω από τον άξονά της, παρέχει τις μονάδες μέτρησης της ημέρας π.χ. ώρες , λεπτά, δευτερόλεπτα… Και η τροχιά της γύρω από τον ήλιο, τις ημερολογιακές μονάδες.

Για την κλασσική μηχανική και κατά Νεύτωνα, υπάρχει ο απόλυτος χρόνος, που κυλάει ανεξάρτητα από οποιοδήποτε φαινόμενο συμβαίνει στην φύση και από οποιοδήποτε σύστημα αναφοράς . Οι μεταβολές μέσα στον χρόνο, δεν είναι αυτές οι ίδιες χρόνος.

Ο Αϊνστάιν, με την γνωστή θεωρία της σχετικότητας, μας εισήγαγε στον σχετικό χρόνο. Ο οποίος κυλά πιο αργά στα αντικείμενα που κινούνται με μεγάλη ταχύτητα.

Βλέπουμε σ’ αυτό το σημείο, ότι τόσο ο Νεύτων όσο και ο Αϊνστάιν, μας λένε ότι υπάρχει χρόνος στο χαώδες Σύμπαν, ανεξάρτητα αν τον ορίζει κάποιο φαινόμενο ή δεν τον ορίζει. Δηλαδή βλέπουμε, ότι και αυτοί δεν ξεφεύγουν από μία, Ιδεαλιστική(;) ή Στωική(;) προσέγγιση του χρόνου, χρησιμοποιώντας υλιστικά δεδομένα. Και για μεν τον Νεύτωνα ο χρόνος είναι απόλυτος, με την έννοια ότι δεν αλλάζουν τα διαστήματά του. Ο δε Αϊνστάιν, με την θεωρία της σχετικότητας, μας λέει ότι ένα έτος φωτός π.χ. είναι διαφορετικό από το δικό μας έτος.

Η σύγχρονη χρήση του χρόνου για επιστημονικούς σκοπούς, καθορίζεται με όρους συχνότητας μιας ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας.

Ο χρόνος στην Βιολογία

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο βιολογικός μας χρόνος, ως προς το πως καλό θα είναι να βιώνουμε την καθημερινότητά μας.

Μαθαίνουμε ότι το άγχος συνδέεται άμεσα με την κορτιζόλη. Η κορτιζόλη παράγεται ακόμα και κατά την έντονη άσκηση, δρώντας όπως τα στεροειδή, επιταχύνοντας τις βιολογικές διαδικασίες. Αυξημένα επί μακρόν επίπεδα κορτιζόλης, μικραίνουν τη ζωή, καθώς σε συνθήκες στρες, οι μηχανισμοί προστασίας δεν προλαβαίνουν να δράσουν. Η συγγενής με την κορτιζόλη αδρεναλίνη, δρα με παρόμοιο τρόπο στο βιολογικό ρολόι των κυττάρων και δίνει έκρηξη δύναμης σε καταστάσεις ανάγκης, με αποτέλεσμα την πιο γρήγορη θνησιμότητα.

Αντιθέτως, οι ενδορφίνες του εγκεφάλου που μας προκαλούν ευχαρίστηση, φαίνεται να δρουν αντίστροφα με αυτά που είπαμε και βοηθούν τη μακροζωία. Δηλαδή ένας χαρούμενος άνθρωπος, ένας άνθρωπος που ρουφά την απόλαυση της ζωής, ζει και περισσότερο.

Η αλλαγή στο ρυθμό που έχει το καρδιοχτύπι για παράδειγμα και που δίνει αθροιστικά τη βιολογική ηλικία ενός αγχώδους ή ενός μη αγχώδους ανθρώπου, ενός καταπονημένου ή μη καταπονημένου οργανισμού, είναι αυτός ακριβώς ο δείκτης της μακροζωίας.

Ο χρόνος στην Συνείδηση

Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει και ο χρόνος στην συνείδησή μας. Διότι όλα αυτά που σας είπα, σχετικά με τον Βιολογικό χρόνο, έχουν άμεση σχέση και με τον Συνειδησιακό χρόνο. Δηλαδή με τον χρόνο μας, που άλλοτε μας φαίνεται πως περνά πιο γρήγορα και άλλοτε πιο αργά. Π.χ. όταν χαίρεσαι, αισθάνεσαι πως περνάει ο χρόνος γρήγορα, ενώ όταν πονάς περνάει αργά. Όταν χαίρεσαι, ο χρόνος συστέλλεται, ενώ όταν πονάς, ο χρόνος διαστέλλεται. Δηλαδή ανάλογα με την ψυχική σου κατάσταση είναι και ο χρόνος.

Όλα αυτά συμβαίνουν επειδή εμπλέκεται η Αμυγδαλή, δηλαδή το συγκινησιακό κέντρο του Εγκεφάλου, που σε κατάσταση πόνου ή φόβου, επηρεάζει την έκκριση διαφόρων ορμονών. Εκκρίνεται η αδρεναλίνη που κάνει την μνήμη μας να χαράζει ανεξίτηλα τα γεγονότα, με αποτέλεσμα ο χρόνος να μας φαίνεται πιο αργός. Απ’ αυτά συνάγεται ότι σε κατάσταση πόνου ή φόβου, η μνήμη, καταγράφει πιο πολλές μονάδες, με σκοπό την ανάπτυξη στρατηγικής ή ενστικτώδους αντίδρασης καθώς και έγκαιρης πρόβλεψης παρόμοιας κατάστασης στο μέλλον. Όλα αυτά, δίνουν την αίσθηση της διαστολής του χρόνου.

Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει όταν χαίρεσαι ή όταν ηδονίζεσαι. Για παράδειγμα, σου φαίνονται πως πέρασαν μερικά λεπτά, όταν έχεις κάνει ένα πολύωρο και καλό σεξ!

Ο χρόνος στην Φιλοσοφία

Ας δούμε τώρα τι σημαίνει χρόνος στη Φιλοσοφία. Εδώ τα πράγματα είναι πιο μπερδεμένα. Και τα μπερδεύουν οι θιασώτες του ολοκληρωτισμού εξετάζοντας τον χρόνο από την θέση της στιγμής.

Ας τους δούμε κι αυτούς εν συντομία, έτσι για την Ιστορία. Αλλά πριν τους δούμε ας διαβάσουμε μία ανοησία, που μοιάζει με γαργάρα, και που θέτει μερικά δήθεν ερωτήματα γι’ αυτούς τους φιλοσόφους που εξάγουν δήθεν ερωτηματικές απαντήσεις, δημιουργώντας ένα κομφούζιο για το θέμα του χρόνου.

«Είναι ορθό να βλέπουμε τον χρόνο να κυλά; Κι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, κυλά από το μέλλον στο παρελθόν με την ανθρωπότητα κολλημένη σαν βάρκα στη μέση του ποταμού; Ή μήπως κυλά από το παρελθόν προς το μέλλον, παρασύροντας τη βάρκα με τη ροή του; Δύσκολα ερωτήματα ή πολύ αφηρημένα για να απαντηθούν και να μας ωθήσουν να απορρίψουμε τη μεταφορική εικόνα του χρόνου ως ροή. Αν, ωστόσο επιθυμούμε να απορρίψουμε την εικόνα της ροής, πώς μπορούμε να συλλάβουμε το πέρασμά του; Τι είναι αυτό που διακρίνει το παρελθόν από το παρόν ή το μέλλον; Ή μήπως δεν υφίσταται αντικειμενική διάκριση και ο χρόνος είναι μια ενιαία οντότητα που αποκαλείται παρόν; Τι είναι αυτό που δίνει στο χρόνο την κατεύθυνσή του; Τι είναι εκείνο που συνηγορεί υπέρ της ασυμμετρίας μεταξύ παρελθόντος και παρόντος; Υφίσταται η άχρονη ύπαρξη ή μήπως η ύπαρξη γίνεται αντιληπτή μόνο μέσα στα όρια του χρόνου;»

Πολλά απ’ αυτά τα ανωτέρω εντός εισαγωγικών προβλήματα, τα βλέπουμε στα Φυσικά του Αριστοτέλη με παράδοξα ή με προβλήματα.

Ο Αριστοτέλης μας αναφέρει, ότι «ο χρόνος δεν μπορεί να υπάρχει, γιατί δεν υπάρχει κανένα από τα επί μέρους τμήματά του (π.χ. μας λέει ότι η τωρινή στιγμή, που δεν έχει διάρκεια, δεν μπορεί να υπολογιστεί ως τμήμα του χρόνου). Αν πάλι αναρωτηθούμε πότε παύει να υπάρχει η τωρινή στιγμή, όποια απάντηση και να δοθεί περιέχει αντίφαση: Όχι στο παρόν, γιατί όσο υπάρχει, υπάρχει. Ούτε στο μέλλον, στην επόμενη στιγμή, γιατί στο συνεχές δεν υπάρχει επόμενη στιγμή. Αλλά δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την τωρινή στιγμή ότι υπάρχει διαρκώς, γιατί τότε, όσα συνέβησαν πριν από 10.000 π.χ. χρόνια θα υπάρχουν ταυτόχρονα με όσα συμβαίνουν στο παρόν. Πράγμα άτοπον». Για να μην πω άχρονον!

Για πάμε παρακάτω και να δούμε τι μας λέει ο Αυγουστίνος.

«Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν δε με ρωτά κανείς, γνωρίζω. Αν, όμως, θέλω να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτά, δε γνωρίζω. Αλλά σε κάθε περίπτωση τολμώ να πω πως τούτο γνωρίζω. Αν τίποτε δεν τελείωνε, δε θα υπήρχε παρελθόν. Αν τίποτε δεν πλησίαζε, δε θα υπήρχε μέλλον. Αν τίποτε δεν υπήρχε, δε θα υπήρχε και παρόν. Όμως, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον, αφού το παρελθόν πέρασε και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη; Από την άλλη, αν το παρόν ήταν πάντα παρόν και δεν κυλούσε, το παρελθόν δεν θα ήταν χρόνος αλλά αιωνιότητα. Αλλά, αν ήταν το παρόν μόνο χρόνος, γιατί κυλά στο παρελθόν, πώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει; Υπάρχει, μόνον γιατί κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει. Το μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι ο χρόνος οδηγεί στη μη-ύπαρξη»

Οι εν λόγω Ιδεαλιστές Φιλόσοφοι εξετάζουν τον χρόνο από την θέση της στιγμής, της ελάχιστης χρονικής μονάδας. Και είναι το ίδιο, σαν να εξετάζεις τις ιδιότητες ενός σύνθετου πράγματος, με τις ιδιότητες του άτμητου. Ε, «Αριστοτέλεια» λογικό είναι, να σου πουν, πως αυτό το άτμητο γεννήθηκε από το μη ον. Δηλαδή από το τίποτα! Διότι αν μπορούσαν να διακρίνουν, μέσα τους και μόνο, τον συνειδησιακό χρόνο οι διάφοροι ιδεαλιστές φιλόσοφοι, δεν θα προέβαιναν σε ακαταλαβίστικες εκδοχές

Αυτός όμως που συμφωνεί και ταυτίζεται με τον Επίκουρο, είναι ο Μαρξ, στο διδακτορικό του η «Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας Φυσικής Φιλοσοφίας».

 Ο χρόνος κατά τον Επίκουρο

Ας δούμε όμως τώρα, τι μας λέει με σαφήνεια ο Επίκουρος, περιλαμβάνοντας και συμφωνώντας με τις επιστημονικές υλιστικές προτάσεις που σας ανέφερα.

Ναι! Ο μεγάλος μας δάσκαλος, πριν από αιώνες κατόρθωσε με τον Κανόνα του, δηλαδή με την απλή λογική, να μας πει το αυτονόητο!

«Πρέπει», μας λέει,

«τώρα να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στο ακόλουθο γεγονός. Δεν πρέπει να εξετάζουμε τον χρόνο όπως τα άλλα φαινόμενα, όσα διερευνούμε υποκειμενικά, ανάγοντάς τον στις εκ των προτέρων αντιλήψεις μας, αλλά λαμβάνοντας υπόψη μας το προφανές γεγονός που μας οδηγεί να βεβαιώσουμε ότι ο χρόνος έχει μακρά ή σύντομη διάρκεια, αποδίδοντάς του, αυτόν τον προσδιορισμό κατ’ αναλογίαν».

Σωστά! Πράγματι! Καλό θα είναι να εξετάζουμε τον χρόνο όχι όπως, για παράδειγμα τον Ήλιο, την Σελήνη, τους Σεισμούς κ.τ.λ.…. όπου είναι αποδεκτή οποιαδήποτε άποψη ερμηνεύει το φαινόμενο. Αλλά με αναλογία. Τι είναι όμως η αναλογία; Μα το είπαμε και πιο πάνω στον συνειδησιακό ή τον αντιληπτικό χρόνο! Ο Επίκουρος εδώ έλαβε υπ’ όψιν του το προφανές, που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ότι ο χρόνος διαστέλλεται όταν πονάμε, ενώ συστέλλεται όταν χαιρόμαστε.

Ακόμα προσθέτει ότι:

«Για να προσδιορίσουμε τον χρόνο, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όρους που είναι σε χρήση, και να μην τους αντικαταστήσουμε με άλλους υπό το πρόσχημα ότι είναι καλύτεροι. Και ούτε πρέπει να του αποδώσουμε ξένες ιδιότητες και να ισχυριστούμε ότι είναι ταυτόσημες με την ίδια του τη φύση (κάτι που πράγματι κάνουν κάποιοι), αλλά να αναλογιστούμε κυρίως με τι σχηματίζουμε αυτή την ιδιαίτερη ιδιότητα του χρόνου και πως τη μετράμε».

Σ’ αυτό εδώ το σημείο είναι και πάλι ευθύς και σαφής. Κι έτσι καταλαβαίνουμε ότι καλό θα είναι να μην ασχολούμαστε με τα παράδοξα του Αριστοτέλη ή με τις ανοησίες του Αυγουστίνου, γιατί έτσι μπερδευόμαστε περισσότερο και δεν μας οδηγούν σε μία ασφαλή θέση.

Επίσης μας λέει ότι

«Και, είναι αρκετός ένας απλός συλλογισμός, και δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε απόδειξη, για να πειστούμε, ότι η έννοια του χρόνου συνδέεται με τις μέρες και τις νύκτες και με τις υποδιαιρέσεις τους, καθώς επίσης με τις ψυχικές καταστάσεις, τα συναισθήματα, την απάθεια, την κίνηση και τη στάση. Σε όλα αυτά παρατηρούμε κοινό χαρακτηριστικό, που το ονομάζουμε χρόνο».

Μας εξηγεί λοιπόν και μας παραθέτει, ότι χρειάζεται όχι μόνο ένας απλός συλλογισμός για να καταλάβουμε την έννοια του Χρόνου αλλά και μία απλή παρατήρηση στο ον άνθρωπος ή στα υπόλοιπα όντα της φύσης, όπου υπάρχει μία αέναη γέννηση – ζωή και θάνατος. Και ότι καλό θα είναι να σκεφτούμε ποιος είναι ο χρόνος για εμάς; Δηλαδή είναι ο βιολογικός, ο αντιληπτικός, ο χρόνος σε σχέση με τα άλλα πλάσματα της φύσης;

Τι περιλαμβάνει αυτός ο χρόνος; Δηλαδή περιλαμβάνει την έναρξη της ζωής μας; Την έναρξη κάποιου γεγονότος; Την γέννηση ενός προσφιλούς μας προσώπου; Και τέλος πως τον μετράμε. Άμα τα ορίσουμε αυτά, τότε θα έχουμε μία πλήρη αντίληψη του χρόνου.

Και εδώ καλό θα είναι να κάνουμε δύο διαπιστώσεις σ’ αυτά που μας λέει ο Επίκουρος. Όντως ο χρόνος (ο βιολογικός) συνδέεται με τις μέρες, τις νύχτες και με τις υποδιαιρέσεις τους, αλλά συνδέεται και με τις ψυχικές καταστάσεις, τα συναισθήματα, το αν περνά η ώρα ή όχι, πράγματα που τα ξαναείπαμε στον αντιληπτικό χρόνο .

Και συνεχίζει ο Επίκουρος

«Πρέπει να προσθέσουμε σε αυτά που ελέχθησαν πιο πάνω, ότι οι κόσμοι, και κάθε περιορισμένο σύμπλεγμα ατόμων που είναι όμοιοι με τα πράγματα που βλέπουμε καθημερινά γύρο μας, έγιναν από το άπειρο. Επειδή όλα αυτά, τα μεγάλα όπως και τα μικρά, έχουν την προέλευση τους από καθορισμένες συστροφές. Και όλα τα πράγματα διαλύονται ξανά, άλλα πιο γρήγορα, άλλα πιο αργά, άλλα από κάποια αιτία, άλλα από κάποιες άλλες αιτίες.»

Που θέλει να μας πει ότι: Το άτομο (το άτμητο δηλ.) είναι αιώνιο, άχρονο και αθάνατο! Όταν όμως ενωθεί με άλλα άτομα, το καινούργιο στοιχείο που βγαίνει από την ένωση, έχει χρόνο. Δηλαδή ο χρόνος δεν σχετίζεται με την κίνηση των μεμονωμένων ατμήτων. Αλλά με την σύνθεση των ατμήτων και την κίνηση τους εντός της οποιασδήποτε σύνθεσης. Έτσι και αυτά που έχουν ζωή και που αποτελούνται από τα άτμητα στοιχεία τα οποία με την ένωσή τους δίνουν ζωή, έχουν αρχή και τέλος. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με αυτά τα πράγματα που η ένωση τους δεν δίνει ζωή. Π. χ οι πέτρες, το μέταλλο, το νερό κ.α. Άρα βγαίνει το προφανές συμπέρασμα ότι η κάθε ένωση των ατόμων έχει αρχή και τέλος. Τα άτομα αενάως ενώνονται από την κίνησή τους, φτιάχνουν συνθέσεις, και έπειτα διαλύονται οι συνθέσεις εξ’ ων συνετέθησαν! Ε αυτό ακριβώς είναι ο χρόνος. Και όσον αφορά την διάρκεια της ζωής των συνθέσεων, ποικίλει ανάλογα με την φύση και την θέση, της κάθε σύνθεσης. Δηλαδή άλλες συνθέσεις ζουν πιο πολύ, άλλες πιο λίγο.

Ο χρόνος κατά τον Λουκρήτιο

Ακριβώς τα ίδια μας λέει και Λουκρήτιος στο εκπληκτικό ποίημα του De Rerum Natura που είναι, ως επί το πλείστον, το χαμένο βιβλίο Περί Φύσεως του Επίκουρου. «Χρόνος» μας αναφέρει «δεν υπάρχει από μόνος του. Μόνο από τα ίδια πράγματα βγαίνει η αίσθηση για το τι έγινε στο παρελθόν, τι γίνεται τώρα και τι θ’ ακολουθήσει μετά. Ας το παραδεχτούμε λοιπόν ότι κανείς δεν μπόρεσε ν’ αντιληφθεί το χρόνο ξεκομμένο από την κίνηση ή την γαλήνια ακινησία των πραγμάτων». Διότι ο χρόνος δεν είναι ξεκομμένος από τα γεγονότα, από τις πράξεις , από την δραστηριότητα. Επίσης δεν μπορούμε να πούμε πως υπάρχει χρόνος σε κάτι που δεν έχει δημιουργηθεί. Υπάρχει όμως χρόνος σε συνθέσεις, είτε κινούνται, είτε μένουν ακίνητες όπως πιστευόταν για κάποια πράγματα εκείνη την εποχή, π.χ. ένας βράχος. Το ότι ακόμα και ο βράχος αλλοιώνεται, αυτό σημαίνει πως υπάρχει χρόνος και γι’ αυτόν.

«Τέλος,» μας λέει ο Λουκρήτιος ότι

«όταν κάποιοι λένε πως η «αρπαγή της κόρης του Τυνδάρεω» και η «ήττα των Τρώων στον πόλεμο» είναι γεγονότα, ας προσέξουμε να μην μας κάνουν να παραδεχτούμε ότι τα γεγονότα αυτά έχουν αυτόνομη υπόσταση. Τα χρόνια που πέρασαν έχουν πάρει ανεπιστρεπτί μαζί τους ανθρώπινες γενιές για τις οποίες, στ’ αλήθεια, τα γεγονότα εκείνα υπήρξαν συμπτώματα. Γιατί οποιοδήποτε συμβάν μπορούμε κάλλιστα να το χαρακτηρίσουμε σύμπτωμα – είτε της οικουμένης όλης είτε συγκεκριμένων τόπων. Και πάλι, αν δεν υπήρχε η ύλη των πραγμάτων, ο χώρος και το κενό όπου συμβαίνει το καθετί, ποτέ δεν θα έκαιγε μες στα Φρυγικά τα στήθη του Πάρη η ερωτική φλόγα που του άναψε της Ελένης η ομορφιά, και πυροδότησε τον ξακουστό εκείνο κι άσπλαχνο πόλεμο. Μήτε ο Δούρειος Ίππος θα’ χε πυρπολήσει τα Πέργαμα, βγάζοντας νύχτα μες’ από τα σωθικά του τους Έλληνες κρυφά απ’ τους Τρώες. Μπορείς, λοιπόν, να το δεις καθαρά: τα γεγονότα σε καμιά περίπτωση δεν έχουν αυτόνομη υπόσταση όπως η ύλη, μήτε υπάρχουν με την έννοια που υπάρχει και το κενό. Σωστότερο θα ήταν να τα ονομάσεις συμπτώματα της ύλης και του χώρου στον οποίο συμβαίνουν.»

Μπορεί να φανεί σε κάποιον Στωικό, ότι τα γεγονότα που μας παραθέτει ο Λουκρήτιος είναι ντετερμινιστικά, ότι υπάρχει αιτία και αιτιατό και ότι ο χρόνος μας οδηγεί κάπου. Αν όμως θελήσει κάποιος να κοιτάξει καλά, θα δει πως αυτά τα συμπτώματα, που μας αναφέρει ο Λουκρήτιος, είναι οι περιστασιακές ιδιότητες. Αυτές! είναι θεμελιώδεις για την Επικούρεια Φιλοσοφία. Διότι, ούτε μόνιμες είναι, ούτε σταθερές, ούτε υπάρχουν για κάτι, και δεν εμφανίζονται πάντα. Έτσι εδώ, πέραν της αλληλουχίας των γεγονότων, μας παρουσιάζει και την τυχαιότητα στην οποία επέδρασε και επιδρά ο χρόνος. Και αυτό ακριβώς, δηλαδή η τυχαιότητα, είναι το σύμπτωμα. Η τυχαιότητα είναι η περιστασιακή ιδιότητα.

Και όταν λέμε αλληλουχία, εννοούμε πως ένα γεγονός δεν έγινε παρθενογεννημένο, αυτόνομο, αλλά έγινε σε σχέση με άλλα γεγονότα.

Και όταν λέμε τυχαιότητα, ο Λουκρήτιος μας το λέει ξεκάθαρα: Ότι οι άνθρωποι ή τα πράγματα δημιουργούν την διαφορά. Και κατ’ επέκταση την τυχαιότητα. Διότι αν κάτι έλειπε από το όλο σκηνικό, τα πράγματα ή τα γεγονότα θα ήταν διαφορετικά. Δηλαδή μας λέει ότι, αν δεν υπήρχε π.χ. η Ελένη ή αν δεν είχε συναντηθεί με τον Πάρη δεν θα γινόταν Τρωικός Πόλεμος.

Επίσης μας μιλά και για την υλιστική πλευρά του χρόνου. Και είχε δώσει σαφή την απάντηση στον Αυγουστίνο, που μας λέει ότι χρόνος υπάρχει στη μη ύπαρξη. Ακριβολογεί λοιπόν και μας λέει, ότι αν δεν υπήρχαν η παρέκκλιση των ατόμων που εξαιτίας τους προκαλούνται οι συνθέσεις και το κενό δεν θα υπήρχαν γεγονότα. Διότι, όπως είπαμε, τα γεγονότα συμβαίνουν με την σύνθεση των ατόμων. Άρα, αν δεν υπήρχε παρέκκλιση, δεν θα υπήρχε σύνθεση, δεν θα υπήρχε σύγκρουση, δεν θα υπήρχε γέννηση…. άρα δεν θα υπήρχε χρόνος.

Χρόνος και αντικειμενικότητα

Γεννάται το ερώτημα, αν είναι ο χρόνος αντικειμενικός. Με την έννοια ότι περνά πάνω απ’ όλες τις συνθέσεις της φύσης. Η απάντηση είναι καταφατική! Η απάντηση είναι Ναι! Όμως ποιος όρισε τον χρόνο και ποιος τον μετρά; Μα, απ’ όσο ξέρουμε, ο άνθρωπος. Με αναγωγή λοιπόν στην σκέψη μας, αν πάψουμε να υπάρχουμε ως ανθρωπότητα, σίγουρα θα υπάρχει χρόνος. Όμως δεν θα υπάρχει κανείς να τον ορίσει. Εκτός αν υπάρχουν άλλα εξωγήινα σκεπτόμενα όντα που θα τον ορίσουν. Υπάρχει λοιπόν χρόνος έξω από εμάς αλλά δεν υπάρχει αυτός που τον ορίζει. Οπότε είναι σαν να μην υπάρχει.

Εδώ έρχεται και συνηγορεί και ο Μητρόδωρος με την 10η προσφώνηση που μας λέει

«Μην ξεχνάς, παρόλο που είσαι θνητή φύση και παρόλο που σου δόθηκε περιορισμένος χρόνος για την ζωή, πως έφτασες- χάρη στη λογική κρίση για την ουσία της φύσης-στο άπειρο και στην αιωνιότητα και πως κατανόησες ό,τι υπάρχει, ό,τι υπήρξε και ό,τι θα υπάρξει». Που σημαίνει ότι, αν δεν σου διδόταν αυτός ο περιορισμένος χρόνος για την ζωή, δεν θα υπήρχε περίπτωση να κατανοήσεις την φύση, το άπειρο, την αιωνιότητα και ό,τι υπήρχε, ό,τι υπάρχει και ό,τι θα υπάρξει. Δηλαδή όταν είσαι τίποτα, δεν μπορείς να ορίσεις τίποτα. «Διότι τίποτα δεν γίνεται από το τίποτα».

Επίλογος

Καταλαβαίνω ότι σας κούρασα, ότι σας ζάλισα. Ήταν όμως ευκαιρία να μάθετε μία γενική άποψη για τον χρόνο. Ναι, μα τους 12 Ολύμπιους Θεούς, αυτή η κούραση σας, δεν ήταν εξαναγκαστική, όπως για παράδειγμα οι ατελείωτες ώρες μιας δουλειάς, αλλά εποικοδομητική και χαρούμενη κούραση, που προέρχεται από τον χρόνο της δημιουργίας.

Ακόμα, καλό είναι ο χρόνος να μελετάται καθ’ ολοκληρία και όχι τμηματικά, διότι παραπέμπει σε ατέρμονες και ανούσιες συζητήσεις αιτιοκρατικού χαρακτήρα.

Ο Επίκουρος, μέσα από τα λόγια του, μας αναφέρει, με την αντίληψη της δικιάς του εποχής, όλες τις σύγχρονες επιστημονικές διαπιστώσεις σε όλους τους τομείς που ειπώθηκαν. Μπορεί οι σύγχρονοι Φυσικοί, Βιολόγοι, Φιλόσοφοι να μην είχαν διαβάσει Επίκουρο, όμως βλέπουμε πως συνέχεια επιβεβαιώνεται. Γι’ αυτό τον μελετάμε και γι’ αυτό καλό θα είναι να τον αναδεικνύουμε στην Επιστημονική κοινότητα και να τους λέμε πως και τα πιο σύγχρονα επιστημονικά όργανα επισφραγίζουν την Επικούρεια Φιλοσοφία.