Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡρακλεῖδαι (784-833)

ΑΓΓΕΛΟΣ
δέσποινα, μύθους σοί τε †συντομωτάτους
785 κλύειν ἐμοί τε τῶιδε καλλίστους φέρω†·
νικῶμεν ἐχθροὺς καὶ τροπαῖ᾽ ἱδρύεται
παντευχίαν ἔχοντα πολεμίων σέθεν.
ΑΛ. ὦ φίλταθ᾽, ἥδε σ᾽ ἡμέρα †διήλασεν†·
ἠλευθέρωσαι τοῖσδε τοῖς ἀγγέλμασιν.
790 μιᾶς δ᾽ ἔμ᾽ οὔπω συμφορᾶς ἐλευθεροῖς·
φόβος γὰρ εἴ μοι ζῶσιν οὓς ἐγὼ θέλω.
ΑΓ. ζῶσιν, μέγιστόν γ᾽ εὐκλεεῖς κατὰ στρατόν.
ΑΛ. ὁ μὲν γέρων †οὐκ ἔστιν Ἰόλεως ὅδε†;
ΑΓ. μάλιστα, πράξας γ᾽ ἐκ θεῶν κάλλιστα δή.
795 ΑΛ. τί δ᾽ ἔστι; μῶν τι κεδνὸν ἠγωνίζετο;
ΑΓ. νέος μεθέστηκ᾽ ἐκ γέροντος αὖθις αὖ.
ΑΛ. θαυμάστ᾽ ἔλεξας· ἀλλά σ᾽ εὐτυχῆ φίλων
μάχης ἀγῶνα πρῶτον ἀγγεῖλαι θέλω.
ΑΓ. εἷς μου λόγος σοι πάντα σημανεῖ τάδε.
800 ἐπεὶ γὰρ ἀλλήλοισιν ὁπλίτην στρατὸν
κατὰ στόμ᾽ ἐκτείνοντες ἀντετάξαμεν,
ἐκβὰς τεθρίππων Ὕλλος ἁρμάτων πόδα
ἔστη μέσοισιν ἐν μεταιχμίοις δορός.
κἄπειτ᾽ ἔλεξεν· Ὦ στρατήγ᾽ ὃς Ἀργόθεν
805 ἥκεις, τί τήνδε γαῖαν οὐκ εἰάσαμεν
καὶ τὰς Μυκήνας οὐδὲν ἐργάσηι κακὸν
ἀνδρὸς στερήσας· ἀλλ᾽ ἐμοὶ μόνος μόνωι
μάχην συνάψας, ἢ κτανὼν ἄγου λαβὼν
τοὺς Ἡρακλείους παῖδας ἢ θανὼν ἐμοὶ
810 τιμὰς πατρώιους καὶ δόμους ἔχειν ἄφες.
στρατὸς δ᾽ ἐπήινεσ᾽ ἔς τ᾽ ἀπαλλαγὰς πόνων
καλῶς λελέχθαι μῦθον ἔς τ᾽ εὐψυχίαν.
ὁ δ᾽ οὔτε τοὺς κλύοντας αἰδεσθεὶς λόγων
οὔτ᾽ αὐτὸς αὑτοῦ δειλίαν στρατηγὸς ὢν
815 ἐλθεῖν ἐτόλμησ᾽ ἐγγὺς ἀλκίμου δορός,
ἀλλ᾽ ἦν κάκιστος· εἶτα τοιοῦτος γεγὼς
τοὺς Ἡρακλείους ἦλθε δουλώσων γόνους;
Ὕλλος μὲν οὖν ἀπώιχετ᾽ ἐς τάξιν πάλιν·
μάντεις δ᾽, ἐπειδὴ μονομάχου δι᾽ ἀσπίδος
820 διαλλαγὰς ἔγνωσαν οὐ τελουμένας,
ἔσφαζον, οὐκ ἔμελλον, ἀλλ᾽ ἀφίεσαν
λαιμῶν βοείων εὐθὺς οὔριον φόνον.
οἱ δ᾽ ἅρματ᾽ εἰσέβαινον, οἱ δ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδων
πλευροῖς ἔχριμπτον πλεύρ᾽· Ἀθηναίων δ᾽ ἄναξ
825 στρατῶι παρήγγειλ᾽ οἷα χρὴ τὸν εὐγενῆ·
Ὦ ξυμπολῖται, τῆι τε βοσκούσηι χθονὶ
καὶ τῆι τεκούσηι νῦν τιν᾽ ἀρκέσαι χρεών.
ὁ δ᾽ αὖ τό τ᾽ Ἄργος μὴ καταισχῦναι θέλειν
καὶ τὰς Μυκήνας συμμάχους ἐλίσσετο.
830 ἐπεὶ δ᾽ ἐσήμην᾽ ὄρθιον Τυρσηνικῆι
σάλπιγγι καὶ συνῆψαν ἀλλήλοις μάχην,
πόσον τιν᾽ αὐχεῖς πάταγον ἀσπίδων βρέμειν,
πόσον τινὰ στεναγμὸν οἰμωγήν θ᾽ ὁμοῦ;

***
ΘΕΡ. Ω κυρά, φέρνω σου μαντάτο, που κι εσένα
θα ευχαριστήσει σαν τ᾽ ακούσεις και για μένα
σύντομο είναι ναν το πω: τους οχτρούς νικάμε
και τρόπαια στήνουμε με τις αρματωσιές των!
ΑΛΚ. Ω πολυαγαπημένε μου, τη μέρα ετούτη
τη λευτεριά σού δίνω για την είδησή σου.
790 Μα από μια λύπη ακόμα δεν με λευτερώνεις·
γιατί φοβάμαι μη δεν ζουν κείνοι που θέλω.
ΘΕΡ. Ζουν κι είναι απ᾽ τον στρατό όλο πολυδοξασμένοι!
ΑΛΚ. Λοιπόν, γιά πε μου, ζει κι ο γέροντας Ιόλαος;
ΘΕΡ. Ναι· κι οι θεοί σ᾽ έργα λαμπρά τονε συντρέξαν.
ΑΛΚ. Κανέν᾽ ανέλπιστο κατόρθωμα έχει κάνει;
ΘΕΡ. Ξανάγινε από γέροντας νιος άξιος πάλι.
ΑΛΚ. Αυτά είναι θαυμαστά· μα των αγαπημένων
να διηγηθείς την καλή μάχη θέλω πρώτα.
ΘΕΡ. Με λίγα λόγια θαν τα μάθεις όλα αμέσως.
800 Αφού κι οι δυο μας τον στρατό των οπλιτών μας
αντικριστά τον αντιτάξαμε απλωμένον,
κατεβαίνοντας από το τετράλογο άρμα
ανάμεσα στους δύο στρατούς στάθηκε ο Ύλλος·
κι είπε σε λίγο· ω στρατηγέ φερμένε απ᾽ τ᾽ Άργος,
τί δεν αφήνουμε ήσυχη την ξένη χώρα;
αν τις Μυκήνες τις στερήσεις έναν άντρα
δεν θα χαθούν· το λοιπόν, έλα εμείς οι δυο μας
μόνοι να πολεμήσουμε, κι αν με σκοτώσεις
πάρε τα τέκνα του Ηρακλή, κι αν σε σκοτώσω
810 δω μου την πατρική αρχή και τα παλάτια.
Κι οι στρατοί παινέσανε για καλά ειπωμένα
τα λόγια του, και γιατί δείχνανε γενναιότη
και γιατί γλίτωναν και οι ίδιοι τους κινδύνους.
Μα ο άλλος δίχως να ντραπεί των εδικών του
τα λόγια κι ούτε τη δειλία του, σαν πρωτάρχος,
δεν τόλμησε στο δυνατό κοντάρι αντίκρυ
ο λιγοψυχότατος να σταθεί. Όντας τέτοιος,
ήρθε τα τέκνα του Ηρακλή να πάρει σκλάβους!
Κι έτσι ξαναγύρισε στον στρατό του ο Ύλλος
κι οι μάντεις, επειδή είδανε της μονομαχίας
820 τη συμφωνία αποτυχημένην, ευθύς πιάνουν
και σφάζουν δίχως άργητα τα θύματά τους
και βγάζουν απ᾽ τα σπλάχνα τους καλά σημάδια.
Τότε άλλοι μπαίναν στ᾽ άρματα, άλλοι τα πλευρά τους
με των ασπίδων τα πλευρά σκεπάζαν· όταν
των Αθηναίων ο βασιλιάς, σαν παλληκάρι
που ᾽τανε, τέτοια παραγγέλνει στον στρατό του:
«Ω συμπολίτες, τώρα πρέπει να σταθείτε
βοηθοί της χώρας που σας γέννησε και σας θρέφει».
Κι ο άλλος παρακαλούσε τους πολεμιστάδες
να μην ντροπιάσουν το Άργος ούτε τις Μυκήνες.
830 Κι όταν με σάλπιγγα τυρρηνικήν εδόθη
το δυνατό σημάδι κι άρχισεν η μάχη,
τί βρόντημα δεν έχει γένει των ασπίδων,
τί στεναγμοί και κλάψες ανακατωμένες!

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου