Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (1515-1530)

1515 ΚΡ. ἅλις ἵν᾽ ἐξήκεις δακρύων· ἀλλ᾽ ἴθι στέγης ἔσω.
ΟΙ. πειστέον, κεἰ μηδὲν ἡδύ. ΚΡ. πάντα γὰρ καιρῷ καλά.
ΟΙ. οἶσθ᾽ ἐφ᾽ οἷς οὖν εἶμι; ΚΡ. λέξεις, καὶ τότ᾽ εἴσομαι κλύων.
ΟΙ. γῆς μ᾽ ὅπως πέμψεις ἄποικον. ΚΡ. τοῦ θεοῦ μ᾽ αἰτεῖς δόσιν.
ΟΙ. ἀλλὰ θεοῖς γ᾽ ἔχθιστος ἥκω. ΚΡ. τοιγαροῦν τεύξῃ τάχα.
1520 ΟΙ. φὴς τάδ᾽ οὖν; ΚΡ. ἃ μὴ φρονῶ γὰρ οὐ φιλῶ λέγειν μάτην.
ΟΙ. ἄπαγέ νύν μ᾽ ἐντεῦθεν ἤδη. ΚΡ. στεῖχέ νυν, τέκνων δ᾽ ἀφοῦ.
ΟΙ. μηδαμῶς ταύτας γ᾽ ἕλῃ μου. ΚΡ. πάντα μὴ βούλου κρατεῖν·
καὶ γὰρ ἁκράτησας οὔ σοι τῷ βίῳ ξυνέσπετο.

ΧΟ. ὦ πάτρας Θήβης ἔνοικοι, λεύσσετ᾽, Οἰδίπους ὅδε,
ὃς τὰ κλείν᾽ αἰνίγματ᾽ ᾔδει καὶ κράτιστος ἦν ἀνήρ,
ὅστις οὐ ζήλῳ πολιτῶν ἦν τύχαις ἐπιβλέπων,
εἰς ὅσον κλύδωνα δεινῆς συμφορᾶς ἐλήλυθεν.
ὥστε θνητὸν ὄντ᾽ ἐκείνην τὴν τελευταίαν ἰδεῖν
ἡμέραν ἐπισκοποῦντα μηδέν᾽ ὀλβίζειν, πρὶν ἂν
1530 τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών.

***
ΚΡΕ. Φτάνουν οι καταρράκτες των δακρύων.
Να μπεις στο σπίτι μέσα τώρα.
ΟΙΔ. Είναι πικρό μα θα σ᾽ ακούσω.
ΚΡΕ. Κάθε καλό στην ώρα του.
ΟΙΔ. Θα πάω μέσα,
μα βάζω κι έναν όρο.
ΚΡΕ. Πες τον· θ᾽ ακούσω και θα το σκεφτώ.
ΟΙΔ. Να μ᾽ εξορίσεις.
ΚΡΕ. Αν είναι θέλημα θεού.
ΟΙΔ. Με μισούν οι θεοί.
ΚΡΕ. Τότε θ᾽ ακούσω την ευχή σου.
ΟΙΔ. Αλήθεια το λες;
1520 ΚΡΕ. Ματαίως δε μιλώ ποτέ.
ΟΙΔ. Πάρε με τότε, διώξε με.
ΚΡΕ. Προχώρει δίχως τα παιδιά.
ΟΙΔ. Μη μου τ᾽ αρπάξεις.
ΚΡΕ. Όλα δικά σου τα θες.
Κάποτε κέρδισες τα πάντα και τα ᾽χασες με μιας.
ΧΟΡ. Πολίτες της πατρίδας μου της Θήβας
κοιτάξτε τον Οιδίποδα,
των αινιγμάτων γνώριζε τη λύση,
μακρόθυμος και παντοδύναμος κυβέρνησε,
τον ζήλεψαν πολλοί· τον φθόνησαν πολλοί·
δίνη δεινή τον πήρε και τον βύθισε.
Ποτέ μη μακαρίζεις τους ανθρώπους,
πριν αντικρίσεις τη στερνή τους μέρα
και πριν το τέρμα της ζωής περάσουν,
1530 χωρίς να τους παιδέψουν βάσανα και πίκρες.

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (2.207-2.277)

Ὣς ὅ γε κοιρανέων δίεπε στρατόν· οἱ δ᾽ ἀγορήνδε
αὖτις ἐπεσσεύοντο νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων
ἠχῇ, ὡς ὅτε κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης
210 αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται, σμαραγεῖ δέ τε πόντος.
Ἄλλοι μέν ῥ᾽ ἕζοντο, ἐρήτυθεν δὲ καθ᾽ ἕδρας·
Θερσίτης δ᾽ ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα,
ὃς ἔπεα φρεσὶν ᾗσιν ἄκοσμά τε πολλά τε ᾔδη,
μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, ἐριζέμεναι βασιλεῦσιν,
215 ἀλλ᾽ ὅ τι οἱ εἴσαιτο γελοίϊον Ἀργείοισιν
ἔμμεναι· αἴσχιστος δὲ ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθε·
φολκὸς ἔην, χωλὸς δ᾽ ἕτερον πόδα· τὼ δέ οἱ ὤμω
κυρτώ, ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε· αὐτὰρ ὕπερθε
φοξὸς ἔην κεφαλήν, ψεδνὴ δ᾽ ἐπενήνοθε λάχνη.
220 ἔχθιστος δ᾽ Ἀχιλῆϊ μάλιστ᾽ ἦν ἠδ᾽ Ὀδυσῆϊ·
τὼ γὰρ νεικείεσκε· τότ᾽ αὖτ᾽ Ἀγαμέμνονι δίῳ
ὀξέα κεκλήγων λέγ᾽ ὀνείδεα· τῷ δ᾽ ἄρ᾽ Ἀχαιοὶ
ἐκπάγλως κοτέοντο νεμέσσηθέν τ᾽ ἐνὶ θυμῷ.
αὐτὰρ ὁ μακρὰ βοῶν Ἀγαμέμνονα νείκεε μύθῳ·
225 «Ἀτρεΐδη, τέο δὴ αὖτ᾽ ἐπιμέμφεαι ἠδὲ χατίζεις;
πλεῖαί τοι χαλκοῦ κλισίαι, πολλαὶ δὲ γυναῖκες
εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι, ἅς τοι Ἀχαιοὶ
πρωτίστῳ δίδομεν, εὖτ᾽ ἂν πτολίεθρον ἕλωμεν.
ἦ ἔτι καὶ χρυσοῦ ἐπιδεύεαι, ὅν κέ τις οἴσει
230 Τρώων ἱπποδάμων ἐξ Ἰλίου υἷος ἄποινα,
ὅν κεν ἐγὼ δήσας ἀγάγω ἢ ἄλλος Ἀχαιῶν,
ἠὲ γυναῖκα νέην, ἵνα μίσγεαι ἐν φιλότητι,
ἥν τ᾽ αὐτὸς ἀπονόσφι κατίσχεαι; οὐ μὲν ἔοικεν
ἀρχὸν ἐόντα κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν.
235 ὦ πέπονες, κάκ᾽ ἐλέγχε᾽, Ἀχαιΐδες, οὐκέτ᾽ Ἀχαιοί,
οἴκαδέ περ σὺν νηυσὶ νεώμεθα, τόνδε δ᾽ ἐῶμεν
αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ γέρα πεσσέμεν, ὄφρα ἴδηται
ἤ ῥά τί οἱ χἠμεῖς προσαμύνομεν, ἦε καὶ οὐκί·
ὃς καὶ νῦν Ἀχιλῆα, ἕο μέγ᾽ ἀμείνονα φῶτα,
240 ἠτίμησεν· ἑλὼν γὰρ ἔχει γέρας, αὐτὸς ἀπούρας.
ἀλλὰ μάλ᾽ οὐκ Ἀχιλῆϊ χόλος φρεσίν, ἀλλὰ μεθήμων·
ἦ γὰρ ἄν, Ἀτρεΐδη, νῦν ὕστατα λωβήσαιο.»
Ὣς φάτο νεικείων Ἀγαμέμνονα, ποιμένα λαῶν,
Θερσίτης· τῷ δ᾽ ὦκα παρίστατο δῖος Ὀδυσσεύς,
245 καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ·
«Θερσῖτ᾽ ἀκριτόμυθε, λιγύς περ ἐὼν ἀγορητής,
ἴσχεο, μηδ᾽ ἔθελ᾽ οἶος ἐριζέμεναι βασιλεῦσιν·
οὐ γὰρ ἐγὼ σέο φημὶ χερειότερον βροτὸν ἄλλον
ἔμμεναι, ὅσσοι ἅμ᾽ Ἀτρεΐδῃς ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον.
250 τῶ οὐκ ἂν βασιλῆας ἀνὰ στόμ᾽ ἔχων ἀγορεύοις,
καί σφιν ὀνείδεά τε προφέροις, νόστόν τε φυλάσσοις.
οὐδέ τί πω σάφα ἴδμεν ὅπως ἔσται τάδε ἔργα,
ἢ εὖ ἦε κακῶς νοστήσομεν υἷες Ἀχαιῶν.
τῶ νῦν Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι, ποιμένι λαῶν,
255 ἧσαι ὀνειδίζων, ὅτι οἱ μάλα πολλὰ διδοῦσιν
ἥρωες Δαναοί· σὺ δὲ κερτομέων ἀγορεύεις.
ἀλλ᾽ ἔκ τοι ἐρέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται·
εἴ κ᾽ ἔτι σ᾽ ἀφραίνοντα κιχήσομαι ὥς νύ περ ὧδε,
μηκέτ᾽ ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆϊ κάρη ὤμοισιν ἐπείη,
260 μηδ᾽ ἔτι Τηλεμάχοιο πατὴρ κεκλημένος εἴην,
εἰ μὴ ἐγώ σε λαβὼν ἀπὸ μὲν φίλα εἵματα δύσω,
χλαῖνάν τ᾽ ἠδὲ χιτῶνα, τά τ᾽ αἰδῶ ἀμφικαλύπτει,
αὐτὸν δὲ κλαίοντα θοὰς ἐπὶ νῆας ἀφήσω
πεπλήγων ἀγορῆθεν ἀεικέσσι πληγῇσιν.»
265 Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, σκήπτρῳ δὲ μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμω
πλῆξεν· ὁ δ᾽ ἰδνώθη, θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ·
σμῶδιξ δ᾽ αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη
σκήπτρου ὕπο χρυσέου· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο τάρβησέν τε,
ἀλγήσας δ᾽ ἀχρεῖον ἰδὼν ἀπομόρξατο δάκρυ.
270 οἱ δὲ καὶ ἀχνύμενοί περ ἐπ᾽ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν·
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
«ὢ πόποι, ἦ δὴ μυρί᾽ Ὀδυσσεὺς ἐσθλὰ ἔοργε
βουλάς τ᾽ ἐξάρχων ἀγαθὰς πόλεμόν τε κορύσσων·
νῦν δὲ τόδε μέγ᾽ ἄριστον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν,
275 ὃς τὸν λωβητῆρα ἐπεσβόλον ἔσχ᾽ ἀγοράων.
οὔ θήν μιν πάλιν αὖτις ἀνήσει θυμὸς ἀγήνωρ
νεικείειν βασιλῆας ὀνειδείοις ἐπέεσσιν.»

***
Με τούτ᾽ αυτός διόρθωνε τα πλήθη κι εχυνόνταν
οπίσω προς την σύνοδον από σκηνές και πλοία
με αλαλαγμόν, καθώς βροντούν σ᾽ απέραντο ακρογιάλι
210 τα κύματα κι αντιβοούν τα πλάτη της θαλάσσης.
Όλος ησύχασε ο λαός κι εκάθιζαν τριγύρω·
μόνο ακόμη ο φλύαρος Θερσίτης θορυβούσε,
που λόγια γνώριζ᾽ άπρεπα πολλά να εφεύρει ο νους του,
να λοιδορεί τους βασιλείς, ως τύχαινε, και μόνον
215 να δώσει κάποιαν αφορμήν στα πλήθη να γελάσουν
κι άσχημος άλλος σαν αυτόν δεν ήλθε στην Τρωάδα·
ήταν λοξόποδος, χωλός από το ένα πόδι,
με κυρτούς ώμους οπού εμπρός τού πλάκωναν το στήθος,
με κεφαλήν στενόμακρην κι επάν᾽ ολίγες τρίχες·
220 του Αχιλλέως μισητός πολύ και του Οδυσσέως,
ότι συχνά τους ύβριζε· και τότε τον Ατρείδη
κρώζοντας εγλωσσόδερνε και τον μισούσαν όλοι
στα στήθη τους οι Αχαιοί και τον εκατακραίναν.
Και αυτός βοώντας έλεγε κάθε κακό του Ατρείδη:
225 «Ατρείδη, πάλιν τι ζητείς; Ειπέ μας τι σου λείπει;
Πλήθος χαλκόν εις τες σκηνές, πολλές γυναίκες έχεις
που διαλεκτές σου δίδομεν εσέν᾽ απ᾽ όλους πρώτα
κάθε φορά που του εχθρού πορθούμεν πολιτείαν.
Ή και χρυσάφι λαχταρείς, εδώ να σου το φέρει
230 κάποιος των Τρώων ποθητό παιδί να εξαγοράσει
που εγώ ή κι άλλος Αχαιός θα εσύραμε δεμένον;
Ή για να γλυκοκοιμηθείς γυναίκα θέλεις νέαν,
μόνος σου να την χαίρεσαι; Και συ που ᾽σαι αρχηγός τους
δεν έπρεπε τους Αχαιούς να καταβασανίζεις.
235 Ω λέρες! πλέον Αχαιοί δεν είσθ᾽ αλλ᾽ Αχαιίδες!
Στα σπίτια μας ας γύρομε, κι ας μείνει εδώ στην Τροία
τα δώρα να χωνεύει αυτός, να μάθει τότε αν κάτι
τον βοηθούσαμε κι εμείς. Κι έχει ατιμάσει τώρα
άνδρ᾽ απ᾽ αυτόν καλύτερον πολύ τον Αχιλλέα,
240 ότι του αφαίρεσ᾽ άδικα των Αχαιών το δώρον.
Κι αν αυτός είχε μέσα του χολήν, αν είχεν αίμα,
θα ήταν ύστερη φορά που αδίκησες, Ατρείδη! »
Τον μέγαν Αγαμέμνονα μ᾽ αυτά κακολογούσε
τότε ο Θερσίτης, κι έφθασεν ο θείος Οδυσσέας
245 και λόγια του ᾽πε φοβερά με ήθος αγριωμένο:
«Αν και λαμπρός ομιλητής, μωρόλαλε Θερσίτη,
βουβάσου και τους βασιλείς μη ψέγε συ και μόνος,
ότι από σε χειρότερον κανέναν δεν γνωρίζω
απ᾽ όσους έφθασαν εδώ μαζί με τους Ατρείδες·
250 παύσε λοιπόν τους βασιλείς συχνά πυκνά να σέρνεις
στο στόμα σου και να τηράς του γυρισμού την ώρα
και ακόμη δεν γνωρίζομεν αυτά πώς θα τελειώσουν,
αν για καλόν ή για κακό θα γίνει ο γυρισμός μας·
συ κάθεσαι και του λαού τον αρχηγόν Ατρείδην
255 κατηγορείς που οι Δαναοί του δίδουν πολεμάρχοι
δώρα πολλά και οι λόγοι σου φαρμάκ᾽ είναι γεμάτοι·
αλλ᾽ άκουσε και πίστευσε που ό,τι θα ειπώ θα γίνει·
αν σ᾽ έβρω να λυσσομανάς κι άλλην φοράν, ως τώρα,
η κεφαλή να μη σταθεί στους ώμους του Οδυσσέως,
260 μήτε πατέρα να με ειπούν του Τηλεμάχου πλέον,
αν δεν σε πιάσω ευθύς εγώ να σε γυμνώσω απ᾽ όλα
όσα φορείς και ακόμ᾽ αυτά που τα κρυφά σκεπάζουν,
και να σε διώξω ελεεινά δαρμένον, που να κλαίεις
φεύγοντας απ᾽ την σύνοδον ως τα γοργά καράβια».
265 Και με το σκήπτρο του ᾽πληξε την ράχιν και τους ώμους·
κυρτώθη εκείνος και θερμό τού εκύλησε το δάκρυ·
το χρυσό σκήπτρο εσήκωσε στην ράχιν φουσκαλίδα
και πονεμένος τρέμοντας εκάθισε ο Θερσίτης,
χαμένα γύρω εκοίταξε κι εσφόγγισε το δάκρυ·
270 κι όλος εγέλασ᾽ ο λαός αν κι ήταν πικραμένος·
κι εστράφη κάποιος κι έλεγεν εκεί στον πλαγινόν του:
«Ω έργα πόσα εξαίσια κατόρθωσ᾽ ο Οδυσσέας,
σύμβουλος πρώτος, συνετός και άξιος πολεμάρχος!
Αλλά τώρα ευεργέτησε μεγάλως τους Αργείους
275 που την αυθάδειαν έπαυσε του κακογλώσσου αχρείου·
πολύ θ᾽ αργήσ᾽ η απότολμη ψυχή του να τον σπρώξει
πάλι με λόγι᾽ αναίσχυντα τους βασιλείς να ψέγει».

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 3. Αγαπημένη μου Κλεοπάτρα

3.5. Σενάρια, σενάρια, σενάρια…


Να θυμηθούμε ξανά τον Πλούταρχο: την ιστορική αλήθεια δεν τη γνωρίζει κανείς. Ωραία, αλλά τότε προς τι το δικό μας σενάριο; Γιατί το δικό μας σενάριο να είναι πιο κοντά στην αλήθεια από το άλλο, που μιλάει για μέγα ερωτικό πάθος και για συμβόλαιο διπλού ερωτικού θανάτου;

Το βασικό μας επιχείρημα (αν πρόκειται πράγματι για επιχείρημα) είναι ότι στο σενάριο των «άλλων» υπέρτατη αξία είναι, ακριβώς, το ερωτικό πάθος - αξία υπέρτερη από τον πατριωτισμό, τις προγονικές παραδόσεις και τις πολιτικοστρατιωτικές φιλοδοξίες. Και, όσο μπορούμε να ξέρουμε, αυτή η αντίληψη για την υπέρτατη αξία του ερωτικού πάθους είναι δημιούργημα μιας νεότερης εποχής, και είναι αντίληψη που δύσκολα θα καταλάβαιναν ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα. Όχι πως ο Ρωμαίος έμεινε συναισθηματικά απαθής απέναντι στην αρχόντισσα της Αιγύπτου· μπορεί, μάλιστα, να ήταν πιο ερωτευμένος μαζί της από ό,τι ήταν, αν ήταν ποτέ, με την Οκταβία· απλούστατα, το σενάριο των «άλλων» μιλάει για τον έρωτά τους με πολύ «ρομαντικό» τρόπο, τοποθετεί πάνω απ᾽ όλα το συναίσθημα και αδιαφορεί για όλα τα άλλα· και αυτό δεν είναι ο κανόνας για την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, κυρίως όταν πρωταγωνιστές είναι δημόσιοι άνδρες και δημόσιες γυναίκες. Σε αντίθεση με το δικό μας, το άλλο σενάριο μιλάει με τη γλώσσα του Σαίξπηρ και την εικόνα του Χόλιγουντ.

Το μέγα ερωτικό πάθος και η τραγική του κατάληξη είναι αυτό που ορίζει την τραγωδία που συνέγραψε ο Άγγλος δραματουργός· και με τη σειρά του ο Άγγλος δραματουργός, εδώ και πέντε αιώνες, ασκεί τυραννικό έλεγχο στον τρόπο με τον οποίο φανταζόμαστε τον «Αντώνιο και την Κλεοπάτρα». Και ύστερα ήρθε ο κινηματογράφος και οι υπερπαραγωγές του Χόλιγουντ, και όσοι δεν είχαν θρέψει τη φαντασία τους με τον Σαίξπηρ (αλλά και πολλοί από αυτούς που τον ήξεραν) ξαναείδαν μπροστά τους την ίδια ιστορία «ζωντανή» και από τότε δύσκολα μπορούν να πιστέψουν ότι ο Αντώνιος δεν ήταν «τρελός» για τη βασίλισσά του, και αντιστρόφως· και μετά τον Ρίτσαρντ Μπάρτον δύσκολα θα πιστέψουν ότι «εκείνος» δεν ήταν «ζεν πρεμιέ»· και, κυρίως, μετά την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, ακόμη πιο δύσκολα θα πιστέψουν ότι «εκείνη» δεν ήταν τόσο ωραία όσο η «Μις Κόσμος». Και ας έχουν αμφιβολίες οι ιστορικοί για το πόσο μακριά ή καλοσχηματισμένη ήταν η μύτη της Κλεοπάτρας· και ας δείχνουν οι παραστάσεις των αρχαίων νομισμάτων ότι η αγαπημένη του Ρωμαίου, ό,τι άλλο κι αν ήταν, δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί καλλονή.

Με άλλα λόγια, ο τρόπος με τον οποίο διαβάζουμε το παρελθόν εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα από τον τρόπο με τον οποίο άλλοι πριν από μας διάβασαν ή είδαν την ιστορία· και συχνά εμείς, ως αναγνώστες και θεατές, έχουμε ενσωματώσει τις ερμηνείες και τις εικόνες των άλλων (πολύ περισσότερο αν αυτοί οι άλλοι είναι ο Σαίξπηρ και το Χόλιγουντ), ακόμη και όταν δεν το συνειδητοποιούμε ή δεν το παραδεχόμαστε. Μπορούμε, και πρέπει, να προσπαθούμε να ανακαλύψουμε την ιστορική αλήθεια, αλλά ταυτόχρονα μπορούμε, και πρέπει, να ξέρουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο προσπαθούμε να την ανακαλύψουμε (με άλλα λόγια, η μέθοδος που χρησιμοποιούμε) είναι προσδιορισμένος κι αυτός από χίλιους δυο παράγοντες που μπορεί να μην έχουν και μεγάλη σχέση με αυτή την «καθαρή αλήθεια», με το «τι ακριβώς έγινε τότε». Και, στο τέλος τέλος, να πούμε και το άλλο: όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι πιο κοντά στην ιστορική αλήθεια επειδή το δικό του σενάριο έχει αποκλείσει «επιστημονικά» όλα αυτά που είναι άσχετα με το γεγονός που μας απασχολεί, να μη χαλαρώνουμε την προσοχή μας.

Για παράδειγμα, προτείναμε εδώ ένα «δικό μας» σενάριο για την ιστορική αλήθεια της σχέσης Αντώνιου και Κλεοπάτρας, σύμφωνα με το οποίο, πέρα και ανεξάρτητα από αισθήματα και συναισθήματα, ο Αντώνιος δεν ήταν ο διεφθαρμένος Ρωμαίος που ήθελε η προπαγάνδα του Οκταβιανού: πέθανε με ρωμαϊκή αξιοπρέπεια και σύμφωνα με το ρωμαϊκό ήθος και όχι αναστενάζοντας γοερά από ερωτικό πάθος για τη μοιραία γυναίκα της ζωής του. Είμαστε πιο κοντά στην αλήθεια ή, μήπως, χωρίς να το ξέρουμε, έχουμε προσυπογράψει το σενάριο του δικού μαςΑλεξανδρινού;

ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ O ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ᾽, ακουσθεί

αόρατος θίασος να περνά

με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -

την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου

που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου

που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.

Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν

ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·

μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη,

πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,

κι άκουσε με συγκίνησην, αλλ᾽ όχι

με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,

ως τελευταία απόλαυση τους ήχους,

τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,

κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

Θρησκεία

Η Θρησκεία είναι μία Ολοκληρωμένη και Πλήρης Αντίληψη της Πραγματικότητας (που αποδέχεται κάποια Άμεσα Δεδομένα της Συνειδητότητας και συμπληρώνει τα τυχόν κενά της γνώσης ακόμα και με μη-επαληθεύσιμα στοιχεία). Με αυτή την έννοια η Θρησκεία είναι μία κατασκευή της Συνειδητότητας, ένα σύστημα σκέψης, που μπορεί να συμπεριλαμβάνει όλες τις πιθανές λύσεις για την σχέση της Πραγματικότητας με το φαινόμενο.

 

Αληθινή Θρησκεία είναι η Εμβάθυνση της Κατανόησης στο Όλον!

Η Απόλυτη Πραγματικότητα, που ταυτίζεται με την Πλήρη Συνειδητότητα, την Ολότητα, την Απεραντοσύνη, την Αιωνιότητα, την Τελειότητα, το Καθαρό Είναι, κλπ. αποτελεί την Μόνη «Κατάσταση» που Υφίσταται από Μόνη Της, Υφίσταται Αιώνια, πέρα από προσδιορισμούς και διαφοροποιήσεις, πέρα από τον χώρο και τον χρόνο.

Η Πραγματικότητα αποτελεί Αρχή του Είναι, της Ύπαρξης, και Συμπεριλαμβάνει Δυνάμει την Ύπαρξη όλων των φαινομένων. Έτσι η Πραγματικότητα Υπερβαίνει τα πάντα και εμπεριέχει τα πάντα. «Κάθε τι» βρίσκεται Μέσα Της και κάθε τι είναι σχετικό και περιορισμένο. Πέρα από όλα, Υφίσταται Πάντα, Αιώνια, η Πραγματικότητα.

Η Ύπαρξη, κάθε ύπαρξη, πηγάζει, στηρίζεται και ταυτίζεται στην βαθύτερη ουσία της με την Πραγματικότητα.

Η Ύπαρξη, όταν «αναπτύσσεται» προς την Πλήρη Συνειδητότητα αποκαλύπτεται σαν η Πραγματικότητα, το Άπειρο, το Αιώνιο, το Καθαρό Είναι.

(Αυτές είναι οι Βασικές Αρχές της Θρησκείας, κάθε θρησκείας, των θρησκειών).

Η Ύπαρξη (άσχετα αν υιοθετούμε τον θρησκευτικό τρόπο σκέψης ή όχι) δεν είναι κάτι σταθερό αλλά μία «πορεία». Και δεν μιλάμε για την ύπαρξη μόνο στα άμεσα και φανερά γνωρίσματά της αλλά και στην πιο εσωτερική της ουσία που είναι η Συνειδητότητα – που ξεπερνά τα όρια της απλής ουσίας κι απλώνεται στο Υπερβατικό.

Ποιος είμαι; Τι είμαι; Που πορεύομαι; Πως; Γιατί; Δεν είναι απλά ερωτήματα, ούτε επιδέχονται απλοϊκές απαντήσεις, Βέβαια, ανάλογα με την «εξέλιξή» του και τον βαθμό κατανόησής του, ο καθένας, υιοθετεί την δική του στάση ζωής. Πέρα όμως από το δικαίωμά του αυτό, είναι υποχρεωμένος να υποστεί και τις συνέπειες (και μιλάμε για το αποτέλεσμα την επιλογών του, που τον οδηγεί Εδώ ή εκεί – δεν υπονοούμε τίποτα άλλο).

Ας σκεφτούμε λοιπόν τι απαντάμε σε αυτά τα «απλά» ερωτήματα.

Οι φάσεις κρίσεων από τις οποίες περνάει μία οικογένεια

Θα ήθελα να περιγράψω τις κύριες φυσιολογικές φάσεις απ’ τις οποίες περνάει μια οικογένεια, καθώς ωριμάζουν τα μέλη της. Όλες αυτές οι φάσεις σημαίνουν κρίση και παροδική ανησυχία και έχουν ανάγκη μιας περιόδου προσαρμογής και αφομοιώσεων.

Η πρώτη κρίση είναι η σύλληψη, η εγκυμοσύνη και η γέννηση ενός παιδιού.

Η δεύτερη κρίση έρχεται, όταν το παιδί αρχίζει να χρησιμοποιεί τον ευνόητο λόγο. Λίγοι άνθρωποι συνειδητοποιούν πόσο μεγάλη προσαρμογή απαιτείται γι’ αυτό.

Η τρίτη κρίση έρχεται, όταν το παιδί συνδέεται για πρώτη φορά επίσημα με τον κόσμο έξω απ’ το σπίτι, δηλαδή με το σχολείο. Μπαίνει ο κόσμος του σχολείου στην οικογένεια, φέρνοντας ένα στοιχείο ολότελα καινούριο, τόσο για τους γονείς, όσο και για τα παιδιά. Οι δάσκαλοι γενικά, αποτελούν γονικές προεκτάσεις, γεγονός που, όσο πρόθυμα κι αν το παραδέχεσαι, απαιτεί ωστόσο μια περίοδο προσαρμογής.

Η τέταρτη κρίση, που είναι κι εξαιρετικά μεγάλη, έρχεται, όταν το παιδί μπαίνει στην εφηβεία.

Η πέμπτη κρίση είναι όταν το παιδί ενηλικιώνεται και φεύγει απ’ το σπίτι, γυρεύοντας την ανεξαρτησία του. Αυτό συνοδεύεται συχνά από τη συναίσθηση κάποιας βαριάς απώλειας.

Η έκτη κρίση έρχεται, όταν ο νεαρός ενήλικος παντρεύεται και τα πεθερικά γίνονται τα ξένα εκείνα στοιχεία που πρέπει να τα δεχτεί η οικογένεια.

Η έβδομη είναι ο ερχομός της εμμηνόπαυσης στη γυναίκα.

Η όγδοη, που ονομάζεται κλιμακτήριος, περιλαμβάνει και τη μειωμένη ερωτική δραστηριότητα του αρσενικού. Αυτό δεν είναι σωματικό πρόβλημα. Η κρίση στον άντρα φαίνεται να συνδέεται περισσότερο με τη συναίσθηση ότι χάνει τη σεξουαλική του δύναμη.

Η ένατη έρχεται με το ρόλο του παππού ή της γιαγιάς, που είναι γεμάτος προνόμια και παγίδες.

Τέλος, η δέκατη έρχεται, όταν ο θάνατος βρει τον έναν από τους συζύγους κι έπειτα τον άλλο.

Η οικογένεια είναι η μόνη απ’ όσες κοινωνικές ομάδες ξέρω, όπου συμβιβάζονται τόσες πολλές αλλαγές σε τόσο λίγο χώρο και χρόνο. Όταν τρεις ή τέσσερις από αυτές τις κρίσεις συμβαίνουν συγχρόνως, η ζωή μπορεί να γίνει πραγματικά έντονη και περισσότερο “μπελαλίδικη” απ’ ό,τι συνήθως. Υπάρχουν όμως πολλές πιθανότητες, αν καταλάβεις τι συμβαίνει, να χαλαρώσεις λίγο. Μπορείς μάλιστα να διακρίνεις καθαρά ποιες κατευθύνσεις να ακολουθήσεις για να πετύχεις τις αλλαγές. Θέλω να τονίσω πως αυτές είναι φυσιολογικές, φυσικές πιέσεις και μπορούν κατά κανόνα να προβλεφθούν. Μην κάνεις το λάθος να τις θεωρήσεις ανώμαλες καταστάσεις.

Η αλλαγή και η διαφοροποίηση αποτελούν πάγιους, φυσιολογικούς και υγιείς παράγοντες σε κάθε οικογένεια. Αν τα μέλη της οικογένειας δεν περιμένουν αλλαγές ή δεν προετοιμάζονται για τις διαφορές που ξαφνικά εμφανίζονται, διατρέχουν τον κίνδυνο να σπάσουν τα μούτρα τους, γιατί περιμένουν ομοιογένεια εκεί που δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι γεννιούνται, μεγαλώνουν, δουλεύουν, παντρεύονται, κάνουν παιδιά, γερνάνε και πεθαίνουν. Αυτή είναι η ανθρώπινη ζωή.

Η Πραγματικότητα

Η Συνείδηση Είναι Μία, Ένας «Ενιαίος Χώρος» Εντός του Οποίου είναι δυνατές όλες οι «υποκειμενικές» και «αντικειμενικές» διαφοροποιήσεις. Η άμεσα δοσμένη συνείδηση (όλοι εμείς) είναι κατ' ουσία η Μία Συνείδηση: Η διαφοροποίηση από την Ενότητα, η δημιουργία ενός υποκειμένου, ενός εγώ, ενός συμπλέγματος αντιλήψεων, είναι κατά βάση απατηλή. Η Πραγματικότητα (η Αντίληψη της Πραγματικότητας) είναι πάντα δυνατή για την συνείδηση (είναι μία δυνατότητα) αλλά συνήθως η συνείδηση απορροφιέται στην ψυχονοητική ροή, ζώντας ένα συνειδητό όνειρο. Η Απόσπαση της συνείδησης από όλη αυτή την μάταιη δραστηριότητα οδηγεί στην Αποκάλυψη της Πραγματικότητας, στην Ενότητα, στο Ενιαίο Της Συνείδησης, (αυτό που η θρησκείες ονομάζουν νιρβάνα, μόκσα, καϊβαλγία, σατόρι, φανά φι' Λαχ, θέωση, κλπ). Όλα αυτά δεν είναι θεωρίες κι ούτε μπορούν να αποδειχτούν σε διανοητικό επίπεδο. Ο μόνος δρόμος είναι να το βιώσεις: ή το βιώνεις ή δεν το βιώνεις, όλα τα άλλα είναι φλυαρία του νου.

Η Πραγματικότητα

Υπήρξαν άνθρωποι που το έκαναν, ο Βούδας, ο Σανκάρα, ο Πλάτων, ο Πλωτίνος και πολλοί άλλοι κι ο μόνος δρόμος που υπέδειξαν όλοι αυτοί είναι ο δρόμος του βιώματος. Αφού έστω κι ένας άνθρωπος το πραγματοποίησε αυτό σημαίνει ότι είναι στην «ανθρώπινη φύση», μία δυνατότητα. Είναι σαν το βιολογικό ωρίμασμα: ο άνθρωπος ξεκινά από έμβρυο, γεννιέται, μεγαλώνει, ωριμάζει και «τελειώνει». Το ίδιο συμβαίνει και σε πνευματικό επίπεδο: Η συνείδηση ξεκινά από την προγεννητική σύγχυση, αυτοσυνειδητοποιείται, εξελίσσεται, ωριμάζει και κάποια στιγμή κουράζεται από όλη αυτή την μάταιη δραστηριότητα της σκέψης και τα απορρίπτει όλα αυτά και φτάνει φυσιολογικά στην Φώτιση. Σε κάθε χρονική στιγμή δεν βρίσκονται όλοι στο ίδιο στάδιο ωρίμανσης. Υπάρχουν και έμβρυα και νέοι και ώριμοι και φωτισμένοι.

Είτε το θέλουμε είτε όχι είμαστε αυτό που είμαστε, το Είναι, ανήκουμε στο Είναι (έχουμε συνείδηση του Είναι, έστω και σε εμβρυώδη κατάσταση). Αυτή η Αντίληψη (η άμεσα δοσμένη συνείδηση που είμαστε), είτε το θέλουμε, είτε όχι, θα Διευρυνθεί κάποτε και θα φτάσουμε στην Πλήρη Αντίληψη της Πραγματικότητας. Αν κάποιος προβληματίζεται για αυτά τα θέματα σημαίνει ότι είναι ώριμος να ανοίξει ένα δρόμο, να σπάσει το τσόφλι της αυταπάτης και να βγει στο φως της Πραγματικότητας. Μπορεί να βοηθηθεί από διδασκάλους ή άτομα (χωρίς να αφήνει να τον εξαπατούν) ή να στραφεί Εντός και να δεχτεί το Φως της Εσωτερικής Πραγματικότητας, του Είναι, του Είναι που βρίσκεται στην βάση κάθε ύπαρξης. Μπορεί κάποιος να επιταχύνει την φυσιολογική πνευματική ωρίμανση με τον Διαλογισμό: Διαλογισμός δεν είναι τεχνική, διαδικασία κι όλα αυτά - όλα αυτά είναι διανοητικές δραστηριότητες. Διαλογισμός είναι να πας πέρα από την μάταιη δραστηριότητα του νου. Έτσι το ορίζει ο Πανταζάλι στο Γιόγκα Σούτρα, έτσι το αντιλαμβάνεται ο Κρισναμούρτι που μιλά για τον «ήσυχο νου», έτσι το προσδιορίζουν, αιώνες τώρα, οι δάσκαλοι του Ζεν που μιλούν για το γου-σιν, τον μη-νου, την σιωπή του νου...

Επειδή καταλαβαίνουν στραβά τον έρωτα, αυτό προκαλεί ζήλια

Το σεξ δημιουργεί ζήλια, μα αυτό είναι κάτι δευτερεύον. Έτσι, το ζήτημα δεν είναι πώς να παρατήσεις τη ζήλια. Δεν μπορείς να την παρατήσεις, επειδή δεν μπορείς να παρατήσεις το σεξ. Το ζήτημα είναι πώς να μεταμορφώσεις το σεξ σε αγάπη.. Τότε εξαφανίζεται η ζήλια.

Αν αγαπάς έναν άνθρωπο, η ίδια η αγάπη είναι αρκετή εγγύηση, η ίδια η αγάπη είναι αρκετή ασφάλεια. Αν αγαπάς έναν άνθρωπο, ξέρεις πως δεν μπορεί να πάει με κανέναν άλλον. Και αν πάει, πήγε. Δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Τί μπορείς να κάνεις εσύ;

Η ζήλια είναι μία από τις πιο διαδεδομένες περιοχές της ψυχολογικής άγνοιας σχετικά με τον εαυτό σου, σχετικά με τους άλλους – και πιο συγκεκριμένα – σχετικά με τις σχέσεις. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι ξέρουν τι είναι ο έρωτας. Δεν ξέρουν. Και επειδή καταλαβαίνουν στραβά τον έρωτα, αυτό προκαλεί ζήλια. Με τον ‘έρωτα’ οι άνθρωποι εννοούν ένα συγκεκριμένο είδος μονοπωλίου, κάποια κτητικότητα, χωρίς να κατανοούν ένα απλό γεγονός της ζωής, ότι τη στιγμή που έχεις κάνει κτήμα σου ένα ζωντανό ον, το έχεις σκοτώσει. Η ζωή δεν μπορεί να γίνει κτήμα κανενός. Δεν μπορείς να την κρατήσεις στη χούφτα σου. Αν θέλεις να την έχεις, πρέπει να κρατήσεις τα χέρια σου ανοιχτά.

Η ρίζα δεν είναι η ίδια η ζήλια. Αγαπάς μια γυναίκα, αγαπάς έναν άντρα. Θέλεις να σου ανήκει ο άντρας ή η γυναίκα, από φόβο ότι μπορεί αύριο να βγαίνει με κάποιον άλλον. Ο φόβος του αύριο καταστρέφει το σήμερά σου και είναι ένας φαύλος κύκλος. Αν κάθε μέρα καταστρέφεται εξαιτίας του φόβου για το αύριο, αργά ή γρήγορα ο άνθρωπος πρόκειται να αρχίσει να ψάχνει για άλλη γυναίκα, επειδή εσύ του έχεις καθίσει στο σβέρκο. Και όταν αρχίσει να κοιτάζει για άλλες γυναίκες ή αρχίσει να βγαίνει με άλλη γυναίκα, εσύ θεωρείς ότι η ζήλια σου έχει αποδειχθεί σωστή. Στην πραγματικότητα, η ζήλια σου έχει προκαλέσει το όλο πράγμα.

Η ζήλια δεν έχει καμία σχέση με την αγάπη. Για την ακρίβεια, αυτό που εσύ ονομάζεις αγάπη, δεν έχει καμία σχέση με την αγάπη. Αυτές είναι όμορφες λέξεις, τις οποίες χρησιμοποιείς χωρίς να γνωρίζεις τι σημαίνουν, χωρίς να έχεις βιώσει τι σημαίνουν. Εξακολουθείς να χρησιμοποιείς τη λέξη αγάπη. Τη χρησιμοποιείς τόσο πολύ, που έχεις ξεχάσει το γεγονός ότι δεν την έχεις βιώσει ακόμα. Αυτός είναι ένας από τους κινδύνους όταν χρησιμοποιείς τόσο όμορφες λέξεις. ‘’θεός’’, ‘’αγάπη’’, ‘’προσευχή’’ … όμορφες λέξεις. Εξακολουθείς να τις χρησιμοποιείς, τις επαναλαμβάνεις και σιγά – σιγά, η ίδια η επανάληψη σε κάνει να αισθάνεσαι σαν να τις γνωρίζεις. Τι γνωρίζεις για την αγάπη; Αν γνωρίζεις οτιδήποτε για την αγάπη, δεν μπορείς να κάνεις αυτή την ερώτηση, επειδή η ζήλια δεν βρίσκεται ποτέ στην αγάπη. Όποτε η ζήλια είναι παρούσα, η αγάπη δεν είναι παρούσα. Η ζήλια δεν είναι μέρος της αγάπης, η ζήλια είναι κομμάτι της κτητικότητας. Η κτητικότητα δεν έχει τίποτα να κάνει με την αγάπη: Θέλεις να κατέχεις.

Μέσα από την κτητικότητα, αισθάνεσαι ισχυρός: Η ιδιοκτησία σου είναι μεγαλύτερη. Και αν κάποιος άλλος προσπαθήσει να περάσει μέσα από την ιδιοκτησία σου, θυμώνεις. Ή αν κάποιος άλλος έχει μεγαλύτερο σπίτι από το δικό σου, ζηλεύεις. Ή αν κάποιος άλλος προσπαθήσει να σου πάρει την ιδιοκτησία σου, ζηλεύεις και θυμώνεις. Αν αγαπάς, η ζήλια είναι ανέφικτη. Δεν είναι καθόλου εφικτή.

Ενοχές: Όταν τα “θέλω” υποδουλώνονται στα “πρέπει”

Πόσες φορές έχεις καταστεί έρμαιο των σκέψεων και της ηθικής σου που δεν κατάφεραν να αγγίξουν τον «ιδανικό εαυτό», όπως εσύ τον έχεις θεσμοθετήσει; Πόσες φορές έχεις νιώσει τις ψυχοσωματικές επιδράσεις (ανησυχία, λύπη, στομαχόπονος, κρίση πανικού, κ.ά) μίας αποτυχίας στην εναρμόνιση της συνείδησης με τις τελικές ενέργειες σου;

Κάποιοι χρησιμοποιούν χαρακτηρισμούς όπως «μαύρο πρόβατο» ή «αποδιοπομπαίος τράγος» – κεντρικό τμήμα άλλοτε της εξιλαστήριας τελετής Γιομ Κιπούρ- για να περιγράψουν την παραπάνω κατάσταση.

Τον άνθρωπο, δηλαδή, που σε συγκινησιακό και αισθητικό επίπεδο θεωρείται μη αποδεκτός από την κοινωνία ή την οικογένεια και ταλανίζεται από ενοχές που συνιστούν παρα-προϊόν των πράξεών του το οποίο συγκρούεται με τον ηθικό κώδικα που έχει επιβληθεί από τους ίδιους ή από εξωτερική πηγή.

Έτσι, αναπτύσσει το συναίσθημα της ενοχής από το υπερεγώ στο μητριαρχικό επίπεδο και τον Εαυτό, καθιστώντας το «είναι» τους ανίκανο να αναπτυχθεί και να συνθέσει μία συνεκτική ατομική ταυτότητα με αποτέλεσμα να προβάλλεται διαρκώς πάνω στο συλλογικό και τις υποχρεώσεις του, παραβλέποντας την ατομική του ακεραιότητα.

Ανασφάλεια, αποξένωση, φόβος της απόρριψης και χαμηλή αυτοεκτίμηση συνθέτουν τον καμβά των ενοχικών σκέψεων, θυμίζοντας το περίφημο γκρίζο πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ..

Φρόιντ, Λακάν, Μελανί Κλάιν,Βίννικοτ, Λούις Ενγκελ, Τομ Φέργιουσον και δεκάδες άλλες σπουδαίες προσωπικότητες της επιστήμης της Ψυχικής Υγείας, ξόδεψαν αμέτρητα μελάνια σε μία προσπάθεια να προσδιορίσουν τις γενεσιουργές αιτίες εκδήλωσης του ενοχικού συνδρόμου, με τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, το βιωμένο τραυματικό παρελθόν καθώς και τα μοντέλα διαπροσωπικών σχέσεων που συνέβαλαν στη δημιουργία νευρωσικών λειτουργιών της προσωπικότητας, να πρωτοστατούν.

Δεν θα αναλύσω περαιτέρω την πηγή του συναισθήματος της ενοχής καθώς θεωρώ μείζονος σημασίας τη διττή φύση που αυτή εμπεριέχει.

Οι περισσότεροι άνθρωποι πέφτουν συχνά στην πλάνη της συσχέτισης ενοχής και ενδιαφέροντος. Παγιδεύονται δηλαδή στην αυταπάτη ότι ένας άνθρωπος που δεν νιώθει ενοχές είναι «κακός» γιατί δεν νοιάζεται. Το τραγελαφικό με αυτό τον τρόπο σκέψης είναι πως για να εναρμονίσεις το «καλό» με το «είναι» σου, πρέπει να νιώσεις ενοχές και να ακολουθείς απαρέγκλιτα όσα το περιβάλλον σου επιθυμεί.

Ασφαλώς, αυτό το σκεπτικό συνθλίβει τις ατομικές ανάγκες και βαθύτερες επιθυμίες και καθιστά το άτομο ανήμπορο να χτίσει το δικό του ηθικό κώδικα να λειτουργήσει βάσει αυτού, έχοντας μία ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή.

Η ενοχή μετατρέπεται σε κραυγή απόγνωσης και το άτομο νιώθει ανίκανο να κατορθώσει κάτι, ανήμπορο να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αισθανόμενο ανεπαρκές και «λίγο» ανάμεσα στο «πολύ» των ανθρώπινων φωνών γύρω του που αλαλάζουν στα αυτιά του και σαπίζουν κάθε ίχνος της υγιούς αυτοεκτίμησής του.

Έτσι η ψυχή του ατόμου θυσιάζεται στη νοσηρότητα της ενοχής εξαιτίας του φόβου της απώλειας της αγάπης, θαυμασμού ή εκτίμησης των ανθρώπων που είναι σημαντικοί στη ζωή του. Ωστόσο, η ενοχή όταν διατηρείται στα πλαίσια της ισορροπημένης αλληλεπίδρασής μας με τους άλλους ανθρώπους, συνιστά αναγκαίο συναίσθημα.

Στην περίπτωση αυτή αποτελεί ένα πολύ σημαντικό και χρήσιμο συναγερμό που ηχεί δυνατά κάθε φορά που διαπράττουμε ενέργειες που βιάζουν την ηθική μας.

Είναι οι εσωτερικοί μας κανόνες που μας βοηθούν να ελέγξουμε τις άσχημες πτυχές του χαρακτήρα μας, όπως το θυμό, την επιθετικότητα, τον εγωισμό, την απληστία και να τηρούμε τους βασικούς κανόνες «καλής» συμπεριφοράς.

Έτσι, μας δίνεται η δυνατότητα να συνειδητοποιήσουμε και να επανορθώσουμε για το όποιο παράπτωμα, βλάβη ή ατύχημα μπορεί να προξενήσαμε.

Τα λάθη άλλωστε είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης και όσο έχουμε τη δύναμη ψυχής να νιώσουμε υγιείς ενοχές και να τα αναγνωρίσουμε, τότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μία ασπίδας σοφίας για το μέλλον!

Ας μην θυσιάζουμε, λοιπόν, στο βραχυπρόθεσμο βωμό των ενοχικών συμπτωμάτων, μακροπρόθεσμες αξίες όπως η Ευτυχία! Αυτοαποδοχή, συμπόνια για τον εαυτό και αγάπη για το ιδιαίτερο «είναι» μας είναι το μυστικό μείγμα για να σχηματίσουμε τη χημική ένωση των εσώτερων επιθυμιών μας.

Αγαπώ τον εαυτό μου, σέβομαι τις ανάγκες του, αντιμετωπίζω τα καταπιεσμένα συναισθήματα μου, απελευθερώνομαι από το φόβο απόρριψης και χτίζω μία ζωή απαλλαγμένη από νοσηρές ενοχές, γεμάτη φως και σεβασμό σε όσα το σώμα και η ψυχή μου έχουν ανάγκη!

Οι στιγμές είναι ελάχιστες που η καρδιά ξεδιψάει

ΜΕΝΟΝΤΑΣ ΔΟΥΛΟΙ ΣΤΗ ΜΙΖΕΡΙΑ της καθημερινότητας, μένουμε δούλοι στο πρόσκαιρο και εφήμερο και φθαρτό του κόσμου τούτου. Κλείνουμε όλη τη θέα της ζωής στις χωματερές εκτάσεις της ρουτίνας, γίνεται όλη η ζωή ένας παχύς χωματόδρομος που τον περνάμε έρποντας.

ΚΑΘΕ ΞΥΠΝΗΜΑ ΟΜΩΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΧΑΡΑΣ μέσα μας, κάθε γεύση μεθυστική του ιδιαίτερου και ξεχωριστού που υπάρχει στη ζωή, είναι μια γεύση του απόλυτου και γι’ αυτό μια γεύση αιωνιότητας.

Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΖΕΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ στην κάθε μέρα, στην κάθε ώρα, σαν σύγκριση και σαν νοσταλγία. Ο χαμένος παράδεισος ζει μέσα μας στις στιγμές της μεγάλης χαράς, στο πλησίασμα ενός ανθρώπου, μιας αλήθειας, μιας αγάπης, μιας ομορφιάς.

ΕΙΝΑΙ ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΗ ΖΩΗ, αυτές που κάνουν τη δίψα μας μαρτύριο και που το νιώθουμε καθαρά πως θ’ αρκούσαν, σε μία αέναη παράταση, να μας ξεδιψάσουν για μία αιωνιότητα.

Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΛΙΓΗ, ΟΧΙ ΧΡΟΝΙΚΑ ΛΙΓΗ, όσο ποιοτικά και ποσοτικά. Είναι τόση μόνο, όσο για να ξυπνάει μέσα μας μια βαθιά, ακόρεστη δίψα. Ό,τι γευόμαστε σε τούτη τη ζωή δεν είναι παρά αρμυρό νερό που μεγαλώνει τη δίψα μας για ένταση και διάρκεια. Μόνο αυτή η λέξη μπορεί να αποδώσει ό,τι ίσαμε τούτη τη στιγμή έχουμε δοκιμάσει στη ζωή: Διψάμε. Ό,τι γευτήκαμε κι ό,τι γευόμαστε είναι λίγο, ασήμαντο, μηδαμινό, μπροστά σ’ αυτό που διψάμε.

ΚΙ Η ΔΙΨΑ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΙΟ ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΗ, το πιο φοβερό μαρτύριο. Οι στιγμές είναι ελάχιστες που η καρδιά ξεδιψάει για ζωή, το νερό κελαρύζει ελάχιστες στιγμές και μετά στερεύει κι η καρδιά μένει εκεί σκυμμένη καρτερώντας, πιο διψασμένη ύστερα απ’ αυτές τις στιγμές, πιο αχόρταστη, με τα χείλη ανοιχτά και ξεραμένα απ’ τη νοσταλγία.

ΤΙ ΔΙΨΑΜΕ; ΔΙΨΑΜΕ ΕΝΤΑΣΗ, ΔΙΑΡΚΕΙΑ, ΠΟΙΚΙΛΙΑ. Διψάμε το αδιάκοπα καινούργιο. Λαχταράμε τον ίλιγγο της πτώσης, της απροσμέτρητης πτώσης, αλλά και το φτερούγισμα της ανόδου. Κάθε τι ακραίο μας ηλεκτρίζει. Η γη είναι στενή, η ζωή φθαρμένη μέσα στα σχήματα. Ασφυκτιούμε μέσα στα δεσμά του τόπου, του χρόνου και των αισθήσεων.

ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΧΩΡΙΣ ΕΚΤΑΣΗ, η ανάγκη για μια απόλυτη διάρκεια κι η λαχτάρα για μια χωρίς όρια απόλαυση. Τα θέλουμε όλα, κι αυτό είναι το πιο βασανιστικό πάθος μεσ’ στη ζωή.

Νίτσε: είναι η βούλησή μας αιτία των πράξεων μας;

Η πλάνη μιας ψευδούς αιτιότητας. - Τι εστί αιτία; Οι άνθρωποι σε κάθε εποχή πίστευαν ότι ήξεραν τι είναι αιτία: όμως από πού αντλούσαμε αυτή μας τη γνώση ή, πιο συγκεκριμένα, αυτή μας την πίστη ότι κατείχαμε αυτήν τη γνώση; Από τη σφαίρα των περίφημων «εσωτερικών γεγονότων1», κανένα εκ των οποίων δεν έχει αποδειχτεί μέχρι τώρα πραγματικό. Πιστεύαμε πως ήμασταν -εμείς οι ίδιοι!- οι αιτιώδεις παράγοντες της πράξης της βούλησης· νομίζαμε πως τουλάχιστον εδώ συλλαμβάναμε την αιτιότητα επ' αυτοφώρω.

Επίσης, κανένας δεν αμφέβαλλε ότι όλα τα antecedentia [προγενέστερα] μιας πράξης, οι αιτίες της, βρίσκονταν στη συνείδηση και ότι θα μπορούσε να τα βρει κανείς εκεί, αν τα αναζητούσε - ως «κίνητρα»: αλλιώς, κανένας δε θα ήταν ελεύθερος να κάνει την πράξη αυτή ούτε θα ήταν υπεύθυνος γι’ αυτήν. Τέλος, ποιος θα αμφισβητούσε το ότι μια σκέψη προκαλείται από κάτι; Το ότι το Εγώ προκαλεί τη σκέψη;...

Από αυτά τα τρία «εσωτερικά γεγονότα», μέσω των οποίων φαινόταν να πιστοποιείται η αυθεντικότητα της αιτιότητας, το πρώτο και το πιο πειστικό είναι εκείνο της βούλησης ως αιτίας· η σύλληψη μιας συνείδησης («πνεύματος») ως αιτίας και αργότερα εκείνη του Εγώ (του «υποκειμένου») ως αιτίας είναι απλώς μεταγενέστερες, καθώς πρώτα εδραιώθηκε η αιτιότητα της βούλησης ως δεδομένη, ως εμπειρία...

Εν τω μεταξύ σκεφτήκαμε τα πράγματα καλύτερα. Σήμερα δεν πιστεύουμε λέξη από όλα αυτά. Ο «εσωτερικός κόσμος» είν' όλο αντιφεγγίσματα κ’ ιριδισμούς - ανάμεσά τους η βούληση. Η βούληση δεν κινεί τίποτα πια, επομένως και τίποτα δεν εξηγεί πια - απλώς συνοδεύει τα συμβάντα· μπορεί ακόμα και να απουσιάζει.

Το λεγόμενο «κίνητρο»: άλλη μία πλάνη. Απλώς ένα επιφανειακό φαινόμενο της συνείδησης, ένα συνοδευτικό στοιχείο της πράξης, το οποίο συγκαλύπτει μάλλον παρά αποκαλύπτει τα antecedentia [προγενέστερα] μιας πράξης.

Και τώρα το Εγώ! Αυτό έχει γίνει μύθος, αποκύημα της φαντασίας, λογοπαίγνιο: έχει πάψει εντελώς να σκέ­φτεται, να αισθάνεται και να θέλει!... Τι προ­κύπτει από αυτό; Αιτίες κατά φαντασίαν2! ΔΕΝ υφίστανται! Όλη η δήθεν εμπειρία που τις επιβεβαίωνε πήγε κατά διαόλου! Αυτό προκύ­πτει! - Είχαμε κάνει υπερβολική κατά­χρηση αυτής της «εμπειρίας»· βασιζόμενοι σε αυτήν είχαμε πλάσει τον κόσμο σαν έναν κόσμο αιτιών, σαν έναν κόσμο βούλησης, σαν έναν κό­σμο πνευμάτων3.

Η παλαιότερη και μακρο­βιότερη ψυχολογία ήταν εδώ επί το έργον, δεν έκανε τίποτε άλλο: κάθε συμβάν ήταν γι’ αυτή μια πράξη, κάθε πράξη το αποτέλεσμα μιας βούλησης· ο κόσμος έγινε γι’ αυτή μια πολλα­πλότητα δρώντων, ένας δρων (ένα «υποκείμε­νο») φορτώθηκε κάθε συμβάν.

Ο άνθρωπος πίστευε ακράδαντα σε τούτα τα τρία «εσωτερικά γεγονότα» του: τη Βούληση, το Πνεύμα, το Εγώ· από ΜΕΣΑ του τα πήρε, προβάλλοντάς τα στο κάθετί. Πρώτα, απ' το Εγώ παρήγαγε το ον, το Είναι· έπειτα, όρισε τα «πράγματα» ως υπαρκτά, ως οντότητες ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ του, νοώντας το Εγώ ως αιτία. Ε, και μετά, όποια πέτρα σήκωνε, ξαναέβρισκε μες στα πράγματα ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΙΟΜΙΣΜΑΤΑ.4 Εύλογο!

Επαναλαμβάνω: ακόμα κ' η λέξη «πράγμα» αντικατοπτρίζει την πίστη μας στο Εγώ-αιτία... Και στο προσφιλές σας Άτομον5, αγαπητοί μηχανοκράτες και φυσικοί, πόση πλάνη ακόμα και σ’ αυτό, πόσα και πόσα υπολείμματα ατελούς ψυχολογίας εκεί μέσα!

Για να μη μιλήσω για το «πράγμα καθ’ εαυτό»6, για το horrendum pudendum7 [επαί­σχυντο πράγμα] των μεταφυσικών! Η πλάνη να συγχέουμε το πνεύμα ως αιτία με την πραγ­ματικότητα! Και να την ανάγουμε σε μέτρο της πραγματικότητας! Και να την αποκαλούμε Θεό!
-------------------------
1.“Inneren Thatsachen” στο πρωτότυπο. Εννοεί τον «ψυχικό μας κόσμο». Βλ. και περί «ηθικών γεγονότων» (moralische Thatsachen). Γεγονότα που «υπακούουν» σε αιτίες «υπερβατικές», καθοδηγούμενα υπό του «θείου δακτύλου». Κατά Νίτσε: «ηθική τάξη πραγμάτων.» Πρβλ Αντίχριστο, 49 [KSA, VI, 228,28-33]: Όταν οι φυσικές συνέπειες μιας πράξης [] θεωρούνται [] «ηθικές» συνέπειες (ανταμοιβή, τιμωρία), τότε κάθε προϋπόθεση για Γνώση καταστρέφεται.
2. “Geistige Ursache” στο πρωτότυπο. Έκφραση σύστοιχη των «πλασμάτων του νου» (fictions), των φανταστικών αιτιών (imaginare Ursache). Πρβλ και Αντίχριστο 39,137 [KSA, VI, 212,4] – όπου ο Νίτσε διακρίνει αφ’ ενός τι εισπράττει η συνείδηση, τι δέχεται ο νους ως «αλήθεια» (παραδοχές, βεβαιότητες, πίστεις), κι αφ’ ετέρου τι πράγματι συμβαίνει κάτω απ’ την «επιφάνεια» της συνείδησης στο πεδίο των ενστίκτων.
3. Υπαινιγμός στον Σοπενχάουερ, ο οποίος στο έργο του Die Welt als Wille und Vorstellung, ίί, 16 γράφει ότι ο κόσμος των εννοιών είναι ένας κόσμος πνευμάτων προσιτός μόνο στον ανθρώπινο νου.
4. Υπαινιγμός περί Κάντ, ο όποιος στον Πρόλογο της β' έκδ. της Κριτικής του καθαρού Λόγου έγραφε ότι ο άνθρωπος, για νάχει βέβαιη a priori γνώση, δεν πρέπει να βάλει τίποτε άλλο στο εκάστοτε υπό εξέτασιν αντικείμενο· αρκούν όσες ιδιότητες συν­άγονται διά του ορισμού αυτής τούτης της έννοιας του (...er, um sicker etwas a priori zu wissen, er der Sache nichts beilegen musse, aΙs was aus dem notwendig folgte, was er seinem Begriffe gemab selbst in sie gelegt hat).
5. Πρβλ Λυκόφως, «Ο 'Λόγος' στη φιλοσοφία». Γι’ άλλη μια φορά, ο Νίτσε βάλλει κατά της πίστης σε «πρωταρχικές ουσίες» και, συγκεκριμένα, στο «απειροελάχιστο σβωλαράκι-Άτομον, το τελευταίο τάχα στερεό θεμέλιο της γης» (Πέρα από το Καλό και το Κακό, 12 [KSA, VI. 26]). Βλ. Gori, Boscouich, 8· Παράρτημα II.
Με τη δημοκρίτεια έννοια: ο αδιάσπαστος, ανώλεθρος δομικός λίθος του Κόσμου· - με αιχμές σαφώς κατά της «ψυχής» ως άτμητης μονάδας. Εδώ απορρίπτεται το όποιο μεταφυσικό «παραθυράκι» της προσωπικής αθανασίας και κάθε λογής κολακείας ή ματαιοδοξίας που θαρρεί πως παραβιάζει ως και τους νόμους της Φύσης (Αντίχριστος, 43 [KSA, VI, 217,7-24]- Παράρτημα II: «Μηχανική Φυσική, Λογική και Μαθηματικά), ενώ το βάρος πέφτει στο βιολογικό συνεχές (ή μια, συνεχής κι ακέραια Διαδρομή Άνθρωπος).
Ήτοι: ένα άλλου είδους «υποκείμενο». H[Και, πάντως, είναι άλλο ένα «νοησιοκρατικό» εύρημα... Πρβλ, αντίστοιχα, τα του Vaihinger, στην περίφημη Φιλοσοφία του αls ob (= ωσανεί), σύμφωνα με την οποία όλοι οι τομείς του Επιστητού ερείδονται πάνω σε τέτοιου είδους «νοησιοκρατικά ευρήματα». Βλ. Παράρτημα II· Πίνακα όρων, «Γνωσιολογία».]
6. “Ding an sich” στο πρωτότυπο: το επέκεινα της εμπειρίας. Ο μεγάλος Πρώσος φιλόσοφος Ιμάνουελ Καντ (1724- 1804) ήταν μόνιμος στόχος των επιθέσεων του Νίτσε. Ο υπαινιγμός εδώ είναι στη διάκριση του Καντ (στην Κριτική του καθαρού Λόγου) ανάμεσα στον «φαινομενικό» κόσμο των φαινομένων, που είναι ο μόνος που μπορούμε να συλλάβουμε με την αισθητηριακή αντίληψή μας, και στον «νοούμενο» κόσμο του «πράγματος καθ’ εαυτού». Βλ. Λυκόφως, «Ακροβολισμοί ενός άκαιρου», 29· επίσης: Αντίχριστος, υ. 96.
Η θεωρία των δέκα «κατηγοριών» ή «κλάσεων» του Είναι διατυπώθηκε πρώτα από τον Αριστοτέλη· στη φιλοσοφία του Καντ, οι «κατηγορίες» είναι οι μορφές που επιβάλλει η διάνοια στις αισθητηριακές αντιλήψεις στον χώρο και τον χρόνο: μέσω αυτών των κατηγοριών, αυτό που θα ήταν σε άλλη περίπτωση αισθήσεις ασύνδετες μεταξύ τους γίνεται συστηματικά συνδεδεμένος κόσμος. Από την ύπαρξη των κατηγοριών, ο Καντ παράγει την ύπαρξη των «πραγμάτων καθ’ εαυτών»: τα αντικείμενα που αντιλαμβανόμαστε κάτω από τις μορφές των κατηγοριών πρέπει, όπως λέει αυτός, να έχουν κάποια ύπαρξη έξω απ’ αυτές τις μορφές, προκειμένου να μπορέσουν να τεθούν πάνω τους αυτές. Βλ. Κριτική του καθαρού Λόγου, 1781.
7. ΔΗ Λατινικά στο πρωτότυπο. Σε κάπως ελεύθερη απόδοση: τα φρικιαστικά αχαμνά, τ’ άθλια αιδοία, τη γύμνια των Μεταφυσικών. Η έκφραση αυτή του Νίτσε θυμίζει το αντίστοιχο του Seidler για κάποιον «ζηλωτή» φιλόλογο της εποχής, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Δημήτριος Βερναρδάκης, στη μνημειώδη έκδοση του -της Ηλέκτρας- του Ευριπίδη (Δράματα, Γ', εν Αθήνησιν, 1903, 425: «Ο Σείδλερ λέγει, όχι άνευ ειρωνείας τινός, ότι ο Εάθ εισήγαγε “το μόριόν του”»)!

Η σαγήνη ήταν το μεγάλο όπλο του Αλκιβιάδη

Από νωρίς στην καριέρα του, ο φιλόδοξος πολιτικός και στρατηγός Αλκιβιάδης της Αθήνας (450-404 π.Χ.) επινόησε ένα φοβερό όπλο, το οποίο έγινε η πηγή της δύναμής του. Σε κάθε του συναλλαγή με τους άλλους, αφού διαισθανόταν τις διαθέσεις τους και τις προτιμήσεις τους, κατόπιν προσάρμοζε προσεκτικά τα λόγια του και τις πράξεις του για να αντανακλούν τις πιο μύχιες επιθυμίες τους. Τους σαγήνευε με την ιδέα ότι οι αξίες τους ήταν ανώτερες από οποιωνδήποτε άλλων και ότι σκοπός του ήταν να τους αντιγράψει ή να τους βοηθήσει να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Ελάχιστοι κατάφερναν να αντισταθούν στη γοητεία του.

Ο πρώτος που υπέκυψε ήταν ο φιλόσοφος Σωκράτης. Ο Αλκιβιάδης αντιπροσώπευε το αντίθετο του ιδανικού του Σωκράτη, το οποίο ήταν η απλότητα και η χρηστότητα: ζούσε μια ζωή σπατάλης και δεν είχε καθόλου αρχές. Ωστόσο, όταν συναντούσε τον Σωκράτη μιμείτο τη σοβαρότητα του ηλικιωμένου άντρα, τρώγοντας απλά, συντροφεύοντάς τον στους μακρινούς του περιπάτους και μιλώντας μόνο για τη φιλοσοφία και την αρετή. Ο Σωκράτης δεν είχε ξεγελαστεί τελείως – κάτι ήξερε για την άλλη ζωή του Αλκιβιάδη, πράγμα που απλά τον έκανε ευάλωτο σε μια γραμμή λογικής η οποία τον κολάκευε: ένοιωθε πως μόνο όταν ήταν αυτός παρών, επέτρεπε ο Αλκιβιάδης στον εαυτό του να υποκύψει σε μια ηθική επιρροή και πως μόνο αυτός ασκούσε τέτοια δύναμη επάνω του. Το συναίσθημα αυτό μεθούσε τον Σωκράτη, ο οποίος έγινε ένθερμος θαυμαστής και υποστηρικτής του Αλκιβιάδη. Έφτασε μέχρι του σημείου να ρισκάρει τη ζωή του για να τον σώσει σε κάποια μάχη. Οι Αθηναίοι θεωρούσαν ότι ο Αλκιβιάδης ήταν ο μεγαλύτερος ρήτορας, διότι είχε μια αφύσικη ικανότητα να εναρμονίζεται με τις προσδοκίες του κοινού του και να αντικατοπτρίζει τις επιθυμίες του. Εκφώνησε τον πιο σπουδαίο λόγο του για να υποστηρίξει την εισβολή στη Σικελία, η οποία πίστευε πως θα απέφερε μεγάλο πλούτο στην Αθήνα και απεριόριστη δόξα στον ίδιο. Οι λόγοι του εξέφραζαν τη δίψα των νεαρών Αθηναίων που δεν ήθελαν να αρκεστούν στις νίκες των προγόνων τους, παρά ήθελαν να κατακτήσουν νέα εδάφη. Αλλά επίσης προσάρμοσε τα λεγόμενά του ώστε να αντανακλούν τη νοσταλγία των μεγαλυτέρων για τα ένδοξα χρόνια της εποχής που η Αθήνα ηγήθηκε της επίθεσης εναντίον της Περσίας και κατόπιν ίδρυσε μια αυτοκρατορία. Ολόκληρη η Αθήνα ονειρευόταν να κατακτήσει τη Σικελία. Το σχέδιο του Αλκιβιάδη εγκρίθηκε και τον διόρισαν διοικητή της εκστρατείας.

Ενώ όμως ο Αλκιβιάδης ηγείτο της εισβολής στη Σικελία, ορισμένοι Αθηναίοι κατασκεύασαν ψευδείς κατηγορίες εναντίον του σχετικά με τη βεβήλωση κάποιου ιερού αγάλματος (Κεφαλές του Ερμή). Ήξερε πως οι εχθροί του θα έβαζαν να τον εκτελέσουν αν επέστρεψε, γι’ αυτό τελευταία στιγμή λιποτάκτησε από τον Αθηναϊκό στόλο και κατέφυγε στο χειρότερο εχθρό της Αθήνας, στη Σπάρτη. Οι Σπαρτιάτες καλωσόρισαν αυτό το μεγάλο άντρα, αλλά γνώριζαν τη φήμη του και ήταν επιφυλακτικοί. Ο Αλκιβιάδης αγαπούσε την πολυτέλεια και οι Σπαρτιάτες την ήταν ένας πολεμικός λαός που λάτρευε τη λιτότητα, γι’ αυτό και φοβόντουσαν μήπως και διαφθείρει τη νεολαία τους. Αλλά, προς μεγάλη τους ανακούφιση, ο Αλκιβιάδης που έφτασε στη Σπάρτη δεν ήταν καθόλου όπως τον περίμεναν: τα μαλλιά του δεν ήταν κομμένα (όπως ακριβώς και τα δικά τους), έκανε κρύα μπάνια, έτρωγε μαύρο ψωμί και μέλανα ζωμό και φορούσε απλά ρούχα. Για τους Σπαρτιάτες κάτι τέτοιο σήμαινε πως είχε αναγνωρίσει την ανωτερότητα του δικού τους τρόπου ζωής σε σχέση με τη ζωή των Αθηναίων. Και επειδή ήταν ανώτεροι, είχε επιλέξει να είναι Σπαρτιάτης και έτσι έπρεπε να τον τιμήσουν περισσότερο από αυτούς που είχαν γεννηθεί Σπαρτιάτες. Τους σαγήνευσε και έτσι του παραχώρησαν μεγάλες δυνάμεις. Δυστυχώς ο Αλκιβιάδης δεν ήξερε πώς να χειραγωγεί τη γοητεία του — κατάφερε να ξελογιάσει τη γυναίκα του βασιλιά της Σπάρτης, η οποία και έμεινε έγκυος. Όταν μαθεύτηκε, χρειάστηκε να δραπετεύσει για να γλιτώσει τη ζωή του.

Αυτή τη φορά ο Αλκιβιάδης αυτομόλησε στην Περσία, όπου ξαφνικά από τη Σπαρτιατική λιτότητα υιοθέτησε τον πολυτελή τρόπο ζωής των Περσών μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Οι Πέρσες κολακεύτηκαν ιδιαίτερα όταν είδαν έναν Έλληνα του επιπέδου του να προτιμά την κουλτούρα τους από τη δική του και τον γέμισαν με τιμές και δύναμη. Δεν μπόρεσαν να καταλάβουν ότι πίσω από την ασπίδα ο Αλκιβιάδης έπαιζε διπλό παιχνίδι και μυστικά βοηθούσε τους Αθηναίους στον πόλεμο που έκαναν με τη Σπάρτη και ότι με αυτό τον τρόπο τους καλόπιανε για να μπορέσει να ξαναγυρίσει στην πόλη που λαχταρούσε και η οποία τον καλωσόρισε με ανοιχτές αγκαλιές το 408 π.Χ.

Τελικά όλοι αισθάνονταν χρησιμοποιημένοι από τον Αλκιβιάδη και έτσι εκείνος έπρεπε να μετακινείται από το ένα μέρος στο άλλο. Εξόργισε τους Σπαρτιάτες τόσο πολύ, ώστε έβαλαν και τον δολοφόνησαν. Το είχε παρακάνει.

Κοίταξέ με

Κοίταξέ με. Δες τα μάτια μου. Όχι την όψη μου.

Δες τι κρύβεται πίσω από τους αισθητηριακούς υποδοχές του κόσμου μου. Δες την ψυχή μου. Αγνή, ατόφια, παλλόμενη. Την ακούς που σου φωνάζει;

Κοίταξέ με. Κοίτα με καλά. Προσεκτικά. Όχι φευγαλέα, όπως κάνεις με τους περαστικούς στο δρόμο. Δες τα ψεγάδια, τις ρυτίδες μου, τη ζωή μου που χαράσσεται απαλά στο δέρμα μου.

Κοίταξέ με. Κοίτα εμένα. Όχι εσένα. Όχι το είδωλό σου που καθρεπτίζεται στα μάτια μου. Όχι τις αναμονές, τις ψευδαισθήσεις, τις ανασφάλειές σου. Πρόσεξε το δικό μου εαυτό, απογυμνωμένο από τις δικές σου αντανακλάσεις και προσδοκίες.

Κοίταξέ με. Δες και το φως. Δες τις σκιές που διαγράφει η σιλουέτα μου. Πρόσεξε τώρα, μπορείς να διακρίνεις; Δεν είναι μία η φιγούρα που λικνίζεται στις ακτίνες του ήλιου. Είναι δύο. Δες μας μαζί, να πορευόμαστε στη ζωή.

Κοίταξέ με. Φέρε το βλέμμα σου πάνω μου. Δεν είναι προσταγή, μα παράκληση. Σου ζητώ να με δεις. Μου αρκεί αυτό. Δε χρειάζονται λέξεις. Να δεις τη ζωή μέσα από μένα, μέσα από μας.

Σενέκας: Έχω ζήσει

Το πέρασμα του χρόνου συνήθως δεν γίνεται αντιληπτό από το υποκείμενο που το βιώνει. Οι αλλαγές είναι αργές και ανεπαίσθητες, όταν αθροιστούν όμως συνιστούν μια νέα πραγματικότητα. Πολλές φορές οι αλλαγές του περιβάλλοντος γύρω μας είναι εκείνες που αφυπνίζουν το πνεύμα, ώστε να παρατηρήσει το γήρας του δικού του σώματος. Δεν γερνάμε όμως όλοι. Όσοι καταφέρνουν να αγγίξουν μια μεγάλη ηλικία, μόνο να παραπονούνται δεν αξίζει. Τα γερατειά (παρά τα όσα σωματικά δεινά συνεπάγονται) μόνο φρίκη δεν πρέπει να προκαλούν. Αντιθέτως, κάθε μέρα μετράει.

Ο Σενέκας γράφει στον Λουκίλιο, για να του μιλήσει για τα γηρατειά. Όχι, ο Λουκίλιος δεν έχει γεράσει. Ο συγγραφέας θα μιλήσει για τα δικά του βιώματα και ο νέος μαθητευόμενος θα διαβάσει τη δωδέκατη επιστολή, ώστε να εκτιμήσει τη ζωή από νεανική ηλικία. Το σκηνικό στήνεται επιδέξια από τον Στωικό φιλόσοφο. Αφορμή είναι μια επίσκεψη στο πατρικό του, που τον βοηθάει να ανακαλύψει ότι παρά τη φροντίδα του επιστάτη του, το σπίτι καταρρέει: «Όπου κι αν γυρίσω, σημάδια των γηρατειών μου βλέπω» (Quocumque me verti, argumenta senectutis meae video), παραπονιέται. «Ποιο είναι το μέλλον μου, όταν οι λίθοι της ζωής μου γίνονται συντρίμμια;» (quid mihi futurum est, si tam putria sunt aetatis meae saxa? 12.1). Μαζί με την κατάρρευση του σπιτιού, κοιτάζει και τα γερασμένα δέντρα του κήπου. Τα δέντρα που ο ίδιος φύτεψε μικρός, παρακολουθώντας τα να βγάζουν τα πρώτα τους φύλλα. Μαζί τους γέρασε και αυτός. Η φθορά της ύλης είναι αναπόφευκτη. Τελικά, ευχαριστεί το ρημαγμένο σπίτι για τη συνειδητοποίηση των γηρατειών (senectus) του.

«Ας υποδεχτούμε κι ας αγαπήσουμε τα γηρατειά· είναι γεμάτα από ηδονές αν ξέρει κάποιος πώς να τα χρησιμοποιήσει. Τα φρούτα είναι ευχάριστα όταν ωριμάζουν· η παιδικότητα πιο όμορφη στο τελείωμά της. Το κρασί που έχει μείνει στο ποτήρι προσφέρει τη μέγιστη ευχαρίστηση στον πότη, αυτό τον μεθάει, δίνει την καλύτερη ώθηση στη μέθη του.»

Σενέκας, Ηθικές επιστολές 12.4

Οι ηδονές οδηγούν στη μεγαλύτερη απόλαυση προς το τέλος τους. Γιατί να μην είναι και η ζωή έτσι; Βέβαια, ο Σενέκας δεν εννοεί την περίοδο κατά την οποία κάποιος βρίσκεται στο κατώφλι του θανάτου. Αλλά το ξεκίνημα των γηρατειών, της πτώσης των σωματικών λειτουργιών, έχει κι αυτό τις απολαύσεις του. Αν αναμένει κάποιος να απολαμβάνει τα ίδια πράγματα καθώς μεγαλώνει, θα απογοητευτεί. Κάθε ηλικία έχει τις ηδονές της. Οι τελευταίες είναι οι καλύτερες, γιατί αρχίζεις να απελευθερώνεσαι από τις περασμένες ηδονές. Και αυτό είναι μια νέα ηδονή: «Πόσο γλυκό είναι να έχει κουραστεί κάποιος από τις επιθυμίες και να τις εγκαταλείπει» («Quam dulce est cupiditates fatigasse ac reliquisse!»), παρατηρεί ο Σενέκας (12.5). Μήπως όμως θα έπρεπε να ανησυχεί για τον θάνατο; Προλαβαίνοντας την αντίρρηση του Λουκίλιου δικαιολογείται. Γιατί να μιλήσει για τον θάνατο σε έναν νέο άνθρωπο;

«’Θα ήταν προσβλητικό’, θα έλεγες, ‘να κοιτάξεις τον θάνατο κατάματα’. Οφείλεις όμως πρώτα από όλα είτε βρίσκεσαι στην ωριμότητα είτε στη νεότητα να τον κοιτάζεις. Μία ημέρα, αντιθέτως, είναι ένα βήμα στη ζωή. (Unus autem dies gradus vitae est).»

Σενέκας, Ηθικές επιστολές 12.6

Αυτό δίνει στον Σενέκα την ευκαιρία να αναπτύξει τη θεωρία του για τους κύκλους της ζωής: Η ζωή κάθε ανθρώπου αποτελείται από κύκλους, οι μεγαλύτεροι εκ των οποίων περικλείουν τους μικρότερους. Ο μεγαλύτερος όλων, ο κύκλος της ζωής, αγκαλιάζει όλους τους υπόλοιπους. Επόμενος στη σειρά είναι εκείνος της νεανικότητας, ενώ ο περιφέρεια του τρίτου περιλαμβάνει όλη την παιδική ηλικία. Οι κύκλοι όμως δεν εξαντλούνται εδώ. Ο ετήσιος κύκλος ζωής αποτελεί μια χρονική περίοδο από μόνος του. Ο μήνας είναι ένα μικρότερος δακτύλιος, για να καταλήξουμε στην ημέρα. Τον ελάχιστο δυνατό κύκλο ζωής, με διάρκεια από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου.

Μία ημέρα, οποιαδήποτε μέρα, είναι ιδιαίτερη. Συνδέεται με τις υπόλοιπες και εξελίσσεται τελικά στο να είναι η ζωή μας. Ο Σενέκας παραφράζει τον Ηράκλειτο («φύσιν ἡμέρης ἁπάσης μίαν οὖσαν» DK22 B106): Μια ημέρα ισούται με όλες (‘Unus,’ inquit, ‘dies par omni est.’ 12.7). Τι να εννοούσε άραγε ο Σκοτεινός φιλόσοφος; Ότι είναι όλες οι ημέρες ίδιες σε ώρες; Αυτό είναι αυτονόητο. Ο Σενέκας επιλέγει μια δεύτερη ερμηνεία: Τα μεγαλύτερα διαστήματα δεν είναι τίποτε άλλο από το άθροισμα των ημερών μας. Όλες οι ημέρες συνεισφέρουν εξίσου στον κύκλο της ζωής. Η κάθε μέρα ολοκληρώνει και εκπληρώνει τη ζωή (consummet atque expleat vitam).

Memento mori. Θυμήσου ότι θα πεθάνεις. Η Στωική πρακτική της συνείδησης του θανάτου επανέρχεται με το παράδειγμα του Πακουβίου, ο οποίος αν και κατείχε όλη τη Συρία δεν έπαυε να υπενθυμίζει κάθε μέρα στον εαυτό του ότι ο θάνατος είναι κοντά, επαναλαμβάνοντας την τελετή μιας «κηδείας», της δικής του. Στο τέλος της τακτικής τελετουργίας ο κόσμος επευφημούσε: «βεβίωται, βεβίωται!» (έχει ζήσει, έχει ζήσει). Ο θάνατος είτε είναι κάποιος νέος είτε γηραιότερος παραμένει η υπενθύμιση της ζωής. Κάθε νέα ημέρα θα έπρεπε να εορτάζεται. Η ζωή είναι γιορτή. Η ημέρα είναι γιορτή. «Όποιος λέει κάθε μέρα ‘έχω ζήσει’ σηκώνει το έπαθλο» («Quisquis dixit ‘vixi,’ cotidie ad lucrum surgit» 12.9).

Αλλά η επιστολή δεν τελειώνει χωρίς ένα «δώρο» στον Λουκίλιο, ένα παράθεμα που συνοψίζει τη σκέψη του. Αυτή τη φορά παραθέτει Επίκουρο γιατί, αν και αντίπαλος, παραδέχεται πως οι καλύτερες ιδέες είναι κοινό κτήμα: «Ό,τι είναι αλήθεια, είναι δική μου περιουσία («Quod verum est, meum est» 12.11). Η Επικούρεια προσφώνησις 9 είναι η δική του αλήθεια: Είναι κακό να ζεις στην ανάγκη, αλλά το να ζεις στην ανάγκη δεν είναι αναγκαίο («Malum est in necessitate vivere; sed in necessitate vivere necessitas nulla est» 12.10). Δεν ζούμε από ανάγκη. Η ζωή είναι επιλογή.

Η ζωή παύει μόνο όταν θεωρείται δεδομένη και δεν βιώνεται συνειδητά. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να ζήσουμε τη μία και μοναδική ζωή μας, που δεν τελειώνει προτού έρθει ο θάνατος. Αυτός δίνει αξία στη ζωή, τα έτη και τους μήνες, τις μέρες μας, τις ανατολές και τις δύσεις. Ο κύκλος της ζωής περιλαμβάνει και τα γεράματα, μόνο εφόσον κάποιος έχει την τύχη να φτάσει σε μεγάλη ηλικία. Τα χρόνια από μόνα τους ωστόσο δεν σημαίνουν τίποτε. Πρέπει να ζούμε τη ζωή. Να τη γιορτάζουμε. Για να φωνάξουμε στο τέλος ευτυχισμένοι: «Έχω ζήσει».

Ο Αριστοτέλης, η φιλία προς τον εαυτό, η ευνοϊκή διάθεση και η σύμπνοια

Το ζήτημα της φιλίας με τον εαυτό θεωρείται ακανθώδες, καθώς οι αντικρουόμενες απόψεις, που υποστηρίζουν τόσο τη δυνατότητα όσο και το αδύνατο αυτού, φαίνονται εξίσου πειστικές: «Το θέμα, τώρα, της ενδεχόμενης φιλίας με τον ίδιο μας τον εαυτό χωράει πολλή συζήτηση. Αρκετοί έχουν την άποψη ότι ο καθένας είναι φίλος με τον εαυτό του. Με γνώμονα, μάλιστα, τη φιλία για τον εαυτό μας, κρίνουν και τη φιλία για τους άλλους» (1240a 10-14).

Ο Αριστοτέλης, όμως, θα επισημάνει και την αναπόφευκτη παραδοξότητα μιας τέτοιας εκδοχής: «Αλλά η φιλία για τον εαυτό μας άλλοτε φαίνεται να διαφοροποιείται απόλυτα εν σχέσει με όσα λέγονται ή πιστεύονται για τους φίλους και άλλοτε να ταυτίζεται με αυτά. Πρόκειται μάλλον για μια φιλία λεγόμενη κατ’ αναλογία όχι όμως και κατ’ ουσία, αφού το να αγαπάς και να αγαπιέσαι προϋποθέτει δύο ξεχωριστές οντότητες» (1240a15-19).

Το δεδομένο ότι η φιλία χρειάζεται (τουλάχιστον) δύο πρόσωπα καθιστά σαφές ότι το ζήτημα της φιλίας προς τον εαυτό είναι αδύνατο να εκληφθεί κυριολεκτικά. Ο Αριστοτέλης το θέτει αναλογικά θυμίζοντας την περίπτωση του ακρατή που δεν έχει μόνο σχέσεις αγάπης με τον εαυτό του αλλά και έχθρας, αφού με τη συμπεριφορά του τον βλάπτει. Στην ουσία η διερεύνηση στρέφεται στο κατά πόσο είναι δυνατό να αδικεί κανείς τον εαυτό του θέτοντας όμως το θέμα αντίστροφα. Το δεδομένο ότι υφίσταται η αδικία του εαυτού καθορίζει ότι με τον ίδιο τρόπο υφίσταται και η φιλία του.

Ο Αριστοτέλης εξηγεί: «Κατά συνέπεια, υπάρχει φιλία για τον εαυτό μας μόνο με τον τρόπο που λέχθηκε για τον εξαρτημένο από το πάθος και τον εγκρατή: ότι με τον ένα τρόπο λειτουργούν εκούσια και με τον άλλο ακούσια, βάσει της σχέσης που έχουν μεταξύ τους τα μέρη της ψυχής τους. Πρόκειται για την ίδια σχέση που παρατηρείται όταν κάποιος είναι φίλος του εαυτού του και μαζί εχθρός του, ή όταν ο ίδιος αδικεί τον εαυτό του. Όλες αυτές οι περιπτώσεις προϋποθέτουν δύο και ξεχωριστές οντότητες. Εάν, λοιπόν, δεχτούμε ότι και η ψυχή χωρίζεται στα δύο, τότε μπορούμε να τις δεχτούμε· αν όχι, τότε δεν μπορούμε» (1240a 20-27).

Το ότι ο άνθρωπος μπορεί να συμπεριφέρεται συγχρόνως σαν δύο ξεχωριστές οντότητες από τη μια αγαπώντας και υποστηρίζοντας τον εαυτό του και από την άλλη υπονομεύοντας και βλάπτοντάς τον σχετίζεται με το δυϊσμό της ψυχής (το λόγον-άλογον του επιθυμητικού) που διαφοροποιεί τις ακούσιες από τις εκούσιες πράξεις. Η συμπεριφορά που υπαγορεύει η λογική (λόγον έχον μέρος της ψυχής) αντιτίθεται στην επιρροή των παθών (άλογον μέρος της ψυχής) υποδεικνύοντας την αιώνια εσωτερική διαπάλη. Αποδεχόμενοι αυτό το δυϊσμό μπορεί να γίνει κατανοητή και η ανθρώπινη αντιφατικότητα που μπορεί να πάρει διαστάσεις αλλοπρόσαλλου σαν να επρόκειτο για ξεχωριστές υπάρξεις.

Το σίγουρο είναι ότι η σχέση με τον εαυτό μπορεί να αποτελέσει κριτήριο για την ποιότητα των σχέσεων με τους άλλους: «… με κριτήριο τη σχέση με τον εαυτό μας μπορούμε να κρίνουμε και τις άλλες μορφές αγάπης και φιλίας που συνήθως μελετούμε» (1240a 27-29).

Και θα δοθούν εξηγήσεις: «Επιπλέον, λέγονται και τα εξής περί φιλίας: “ισότης φιλότης” και ότι μία και η αυτή είναι η ψυχή των αληθινών φίλων. Όλα αυτά μπορούν να αναχθούν σε έναν άνθρωπο μόνο του» (1240b 3-4).

Το δεδομένο ότι οι αληθινοί φίλοι λειτουργούν σαν μια ψυχή αποδεικνύεται τόσο από την ένωση των συναισθημάτων (η χαρά και η λύπη του ενός είναι και του άλλου) όσο κι από την απουσία της ευγνωμοσύνης στις πράξεις τους, αφού κανείς δεν κάνει το καλό στο φίλο προσδοκώντας να του είναι ευγνώμων, όπως θα έκανε και στην περίπτωση που θα ευεργετούσε τον εαυτό του: «Κανείς δεν ευεργετεί τον εαυτό του αποβλέποντας σε κάτι έξω από αυτόν, ούτε βέβαια για να του χρωστά κανείς ευγνωμοσύνη. Και ούτε καν αναφέρει πως έκανε ό,τι έκανε για τον εαυτό του· διότι –έτσι πιστεύουμε– όποιος τονίζει ότι αγαπά, το κάνει επειδή θέλει μάλλον να δείξει ότι αγαπά παρά όντως να αγαπά. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες περιπτώσεις: το να συνυπάρχεις με τον άλλο, και το να μοιράζεσαι τη ζωή με αυτόν, και το να χαίρεσαι με τη χαρά του ή να λυπάσαι με τη λύπη του, με ένα λόγο να είσαι μαζί του μια ψυχή, έτσι που να μην μπορεί να ζήσει ο ένας χωρίς τον άλλο αλλά να πεθαίνει μαζί του: όλα αυτά χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο ως ενότητα, έτσι που να μοιάζει ότι συναναστρέφεται ο ίδιος με τον εαυτό του» (1240b 5-14).

Με άλλα λόγια, αν κάποιος είναι σε θέση να βιώσει την αληθινή φιλία με τον εαυτό, μπορεί να μοιραστεί αυτό το συναίσθημα και με άλλους. Για μια ακόμη φορά το ζήτημα καταλήγει στην απόκτηση και την πραγμάτωση της αρετής: «Ειδικά για τον αγαθό όλα τα προηγούμενα εντάσσονται όντως στη σχέση που έχει με τον εαυτό του. Αλλά σε ένα κακό άνθρωπο, όπως τον εξαρτημένο από το πάθος (άνθρωπο με αδύναμο χαρακτήρα), παρουσιάζονται εσωτερικές αντιφάσεις. Γι’ αυτό και μοιάζει πιθανό να είναι εχθρός του εαυτού του» (1240b 14-17).

Σε τελική ανάλυση, οι σχέσεις που συνάπτει κανείς με τους γύρω του δεν είναι παρά ο καθρέφτης των σχέσεων με τον εαυτό του. Οι ανισόρροπες σχέσεις με τον εαυτό θα έχουν βέβαιη αντανάκλαση και στις σχέσεις με τους άλλους.

Υπό αυτή τη συνθήκη, η δυνατότητα δημιουργίας σχέσεων αληθινής φιλίας κρίνεται μάλλον αβέβαιη: «… ο άνθρωπος που παρουσιάζει ενότητα και συνοχή, νιώθει και έλξη για τον εαυτό του· μα έτσι ακριβώς είναι ο αγαθός και ο βάσει αρετής φίλος. Ο μοχθηρός, όμως, δεν παρουσιάζει ενότητα αλλά πολλαπλότητα, και μεταμορφώνεται μέσα στην ίδια μέρα αλλοπρόσωπος. Συμπεραίνουμε ότι η φιλία για τον ίδιο μας τον εαυτό ανάγεται στη φιλία για το αγαθό» (1240b 18-22).

Η σταθερότητα της συμπεριφοράς με γνώμονα την αρετή καταδεικνύει το κύρος της προσωπικότητας που έχει συμφιλιωθεί με τον εαυτό της. Στην ουσία πρόκειται για την αντανάκλαση που έχει η ισορροπία της ψυχής στον κοινωνικό περίγυρο: «… ένας τέτοιος άνθρωπος δε λοιδορεί τον εαυτό του όπως ο εξαρτημένος από το πάθος· ούτε ο ύστερος εαυτός του τα βάζει με τον πρότερο, όπως εκείνος που όλο και μετανιώνει για τις αποφάσεις του· ούτε ο πρότερος εαυτός του με τον ύστερο, όπως ψεύτης» (1240b 25-29).

Για τον Αριστοτέλη οι σχέσεις με τον εαυτό είναι τόσο σημαντικές που τις ονομάζει εσωτερική ταυτότητα: «Είναι φανερό ότι η εσωτερική ταυτότητα είναι από τα πιο σημαντικά· βλέπουμε τι συμβαίνει με κάποιους που τα βάζουν με τον εαυτό τους: φτάνουν στην αυτοκτονία» (1240b 31-33).

Κι αυτός είναι ακόμη ένας λόγος που ο ενάρετος πριν από όλα είναι φίλος με τον εαυτό του: «Και ένας άνθρωπος γενικά αγαθός επιζητεί να είναι φίλος ειδικά με τον εαυτό του –το έχουμε ήδη αναφέρει–, διότι έχει μέσα του δύο μέρη που εκ φύσεως θέλουν να υπάρχει φιλία μεταξύ τους, μέρη που δεν είναι δυνατό να διασπαστούν. Γι’ αυτό και ειδικά για τον άνθρωπο θεωρείται ότι ο καθένας είναι φίλος ο ίδιος με τον εαυτό του» (1240b 35-39).

Είναι προφανές ότι τα δύο μέρη που εκ φύσεως έχει κάθε άνθρωπος μέσα του και τα οποία πρέπει να συνυπάρχουν με δεσμούς φιλίας, καθώς δεν μπορούν να διασπαστούν, είναι τα μέρη της ψυχής (λόγον-άλογον) που θα καθορίσουν τη σταθερότητα της προσωπικότητας. Η συμφιλίωση αυτών των μερών, δηλαδή η ύψιστη ψυχική ισορροπία, αποτελεί την ουσία της αγάπης προς τον εαυτό καθιστώντας τον ικανό να συναναστραφεί αρμονικά με τους άλλους ανθρώπους.

Η ανάγκη της ψυχικής ισορροπίας δεν αφορά τα ζώα: «Για τα άλλα ζώα, όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει, π.χ. το άλογο δεν έχει την όρεξη για τον εαυτό του, άρα δεν μπορούμε να πούμε κι ότι είναι φίλος με τον εαυτό του. Επίσης, δεν ισχύει και για τα παιδιά, μέχρις ότου αποκτήσουν την προαίρεση (έλλογη προτίμηση). Διότι μόνο με την προαίρεση μπορεί να προκύψει διαφωνία ανάμεσα στο νου και την επιθυμία» (1240b 39-43).

Η σύμπλευση της λογικής με την επιθυμία καταδεικνύει την ενότητα της ψυχής του ενάρετου ανθρώπου, όπου το λόγον και το άλογον μέρος της συνυπάρχουν αρμονικά. Η κυριαρχία των παθών καταπιέζει τη λογική (όπως και η λογική μπορεί να καταπιέσει τις επιθυμίες) επιφέροντας μεταπτώσεις στη συμπεριφορά. Κι όσο πιο έντονες είναι οι μεταπτώσεις, τόσο πιο έντονη και η μάχη ανάμεσα στα μέρη της ψυχής. Στην ουσία ένας τέτοιος άνθρωπος δυσκολεύεται να αγαπήσει τον εαυτό του καθιστώντας δύσκολες και τις σχέσεις του με τους άλλους.

Η βεβαιότητα ότι είναι αδύνατο να απαλλαγεί κανείς από τον εαυτό του καθιστά το θέμα ακόμη σημαντικότερο, αφού πρόκειται για σχέση ισόβια και αμετάκλητη. Ο Αριστοτέλης την παραλληλίζει με τις συγγενικές σχέσεις: «Η φιλία με τον εαυτό μας παρουσιάζει ομοιότητες και με τη φιλία για τους συγγενείς: ούτε η μία ούτε η άλλη καταργείται. Και μπορεί μεν να υπάρξει διένεξη ανάμεσά τους, όμως αυτοί θα παραμείνουν συγγενείς. Έτσι και ο άνθρωπος: σε όλη του τη ζωή ένας και μοναδικός θα είναι» (1240b 43-46).

Κατόπιν αυτών γίνεται αντιληπτή η σημασία της ευνοϊκής διάθεσης και της σύμπνοιας, τόσο σε επίπεδο ατομικό, ως ενότητα της ψυχής, όσο και σε διαπροσωπικό, ως προϋπόθεση όλων των σχέσεων: «η έρευνά μάς επιβάλλει να προχωρήσουμε στα θέματα της σύμπνοιας και της ευνοϊκής διάθεσης (ευμένειας). Μερικοί ταυτίζουν την ευνοϊκή διάθεση με τη φιλία, άλλοι πάλι λένε ότι η μία προϋποθέτει την άλλη» (1241a 1-3).

Ο Αριστοτέλης θα ξεκαθαρίσει: «Στην πραγματικότητα η ευνοϊκή διάθεση δεν είναι κάτι απολύτως διαφορετικό από τη φιλία, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι και ταυτίζονται. Διότι, αν λάβουμε υπόψη την τριμερή διαίρεση της φιλίας, σε φιλία λόγω αρετής, λόγω χρησιμότητας και λόγω ηδονής, η ευνοϊκή διάθεση απουσιάζει από τις δύο τελευταίες» (1241a 4-6).

Για τη φιλία της χρησιμότητας τα πράγματα έχουν ως εξής: «Στην περίπτωση μιας φιλίας λόγω χρησιμότητας, ο ένας θέλει το καλό του άλλου, όχι όμως για χάρη του άλλου αλλά για τον εαυτό του· οπότε και η ευνοϊκή διάθεση –όπως και η φιλία– δεν είναι στην πραγματικότητα ενέργεια αυτού που τη δείχνει αλλά αυτού που τη δέχεται» (1241a 7-11).

Αποδεχόμενοι ότι η ευνοϊκή διάθεση είναι ενέργεια αυτού που τη δείχνει (κι όχι αυτού που τη δέχεται) γίνεται σαφές ότι στην περίπτωση της χρησιμοθηρικής φιλίας αυτό δεν ισχύει. Το δεδομένο ότι η φιλία της χρησιμότητας θέλει επί της ουσίας το καλό όχι του άλλου, αλλά του ίδιου του εαυτού (που δε θέλει να χάσει τη χρησιμότητα του άλλου) καταδεικνύει ότι εν τέλει η εύνοια δεν στρέφεται προς τον άλλο, αλλά προς τον ίδιο τον εαυτό. Μια τέτοια εκδοχή ευνοϊκής διάθεσης ακυρώνεται εξ’ ορισμού, αφού αυτός που την εκδηλώνει και αυτός που την αποδέχεται είναι το ίδιο πρόσωπο και είναι αδύνατο να θεωρηθεί η ευνοϊκή διάθεση σαν πράξη που ενεργοποιείται από τον αποδέκτη.

Όσο για την ευνοϊκή διάθεση στη φιλία της ευχαρίστησης ο Αριστοτέλης εξηγεί: «Στην περίπτωση μιας φιλίας λόγω ηδονής, δεν μπορεί να υπάρχει ευνοϊκή διάθεση, γιατί τότε θα υπήρχε ευνοϊκή διάθεση και στα άψυχα. Έτσι προκύπτει άνετα το συμπέρασμα ότι η ευνοϊκή διάθεση (ευμένεια) αναπτύσσεται στο πλαίσιο μιας ηθικής φιλίας» (1241a 11-13).

Η εκδοχή της ευνοϊκής διάθεσης προς κάτι άψυχο στερείται νοήματος και (ενδεχομένως) να μπορεί να ειπωθεί μόνο περιπαικτικά ή για χάρη αστειότητας. Η έννοια της ευνοϊκής διάθεσης είναι συνυφασμένη με το τρίτο είδος της φιλίας, χωρίς όμως να αποτελεί τεκμήριο για την ύπαρξή της: «Η ευνοϊκή διάθεση (ευμένεια) αποτελεί γνώρισμα ενός ανθρώπου που απλώς θέλει το καλό του άλλου, ενώ η φιλία χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που προχωρά πέρα από τη θέληση του καλού: στην πραγματοποίησή του. Η ευνοϊκή διάθεση, δηλαδή, είναι αρχή φιλίας· διότι ο φίλος έχει οπωσδήποτε και ευνοϊκή διάθεση για το φίλο του, ενώ όποιος έχει ευνοϊκή διάθεση δε σημαίνει και ότι είναι φίλος» (1241a 13-16).

Για να συμπληρωθεί αμέσως: «Με άλλα λόγια, αυτός που έχει απλώς και μόνο ευνοϊκή διάθεση μοιάζει με έναν αρχάριο στη φιλία· έτσι η ευνοϊκή διάθεση (ευμένεια) είναι μεν απαρχή φιλίας αλλά όχι και φιλία» (1241a 17-18).

Από κει και πέρα, αυτό που μένει είναι ο συσχετισμός της φιλίας με τη σύμπνοια: «Όσον αφορά τη σύμπνοια υπάρχει η άποψη αφενός ότι οι φίλοι έχουν σύμπνοια, αφετέρου ότι όσοι έχουν σύμπνοια είναι και φίλοι. Όμως, η σύμπνοια των φίλων δεν καλύπτει τα πάντα, αλλά επικεντρώνεται αφενός στην κοινή τους δραστηριότητα και αφετέρου σε όσα συμβάλλουν στην κοινή ζωή τους» (1241a 18-21).

Πράγματι, οι φίλοι δε χρειάζεται να έχουν σύμπνοια σε όλα, αφού η φιλία δε σηματοδοτεί την ταύτιση των προσωπικοτήτων: «Αυτό, όμως, που είναι αναγκαίο είναι να έχουν σύμπνοια σε επίπεδο προαίρεσης και επιθυμίας. Σε ανθρώπους αγαθούς εμφανίζεται η σύμπνοια· γιατί και οι κακοί μπορεί να έχουν σύμπνοια σε επίπεδο προαίρεσης και επιθυμίας, αλλά να βλάπτουν ο ένας τον άλλο» (1241a 24-27).

Εν τέλει, και η σύμπνοια θα καταλήξει στο ζήτημα της αρετής: «Φαίνεται πως και με τη σύμπνοια ισχύει ό,τι και με τη φιλία: δεν υπάρχει μόνο μία σημασία της. Η πρωταρχική σύμπνοια συνδέεται εκ φύσεως με την αρετή, γι’ αυτό και δε γίνεται οι κακοί να λειτουργούν με σύμπνοια» (1241a 28-31).

Η σύμπνοια των φίλων αφορά την αντίληψη της αρετής στη σύσφιξη των σχέσεων. Ο ενάρετος, ως άνθρωπος σταθερός που θέλει πάντα το καλό του φίλου, θα διατηρήσει τη φιλία, αφού η σύμπνοιά του είναι διαρκής και ουσιαστική, σε αντίθεση με εκείνη των κακών ανθρώπων που είναι κατά κανόνα περιστασιακή και συμφεροντολογική: «Μια άλλη εκδοχή της» (της σύμπνοιας εννοείται) «επιτρέπει να μιλάμε για σύμπνοια και ανάμεσα σε κακούς ανθρώπους: όταν ταυτίζονται οι επιλογές (προαιρέσεις) και οι επιθυμίες τους. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να επιθυμούν τα ίδια πράγματα αλλά και να είναι αυτά εφικτά και για τους δύο. Διότι, αν επιθυμούν κάτι που ο ένας δεν μπορεί να αποκτήσει, θα συγκρουστούν, γεγονός βέβαια που δε συνάδει με τη σύμπνοια» (1241a 32-37).

Πέραν αυτών υπάρχει και η σύμπνοια στα πολιτικά ζητήματα που μπορεί να επιφέρει τις πολιτικές φιλίες. Οι φιλίες, όμως, αυτές δε σηματοδοτούν κατ’ ανάγκη και αληθινές φιλίες στο πρότυπο της πρωταρχικής. Μπορούν, όμως, να αποτελέσουν αρχή για μια βαθιά φιλία, εφόσον εκπληρώνουν την προϋπόθεση της αρετής.

Ο Αριστοτέλης ολοκληρώνει επί του θέματος: «Στην πραγματικότητα, μιλάμε για σύμπνοια όταν σε θέματα άρχειν και άρχεσθαι έχουν οι άνθρωποι την ίδια προαίρεση: είτε να εναλλάσσονται σε αυτούς τους ρόλους είτε να τους έχουν σταθερούς. Με αυτή την έννοια, η σύμπνοια γίνεται φιλία πολιτική. Φτάνουν, όμως, όσα είπαμε περί σύμπνοιας και ευνοϊκής διάθεσης (ευμένειας)» (1241a 38-40).

Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια

Ο επικός μύθος της Ελένης

H παρουσίασή του από τον Ευριπίδη και η επίδρασή του στην τέχνη

Στην τραγωδία Ἑλένη, η οποία διδάχθηκε το 412 π.Χ., ο Ευριπίδης δίνει μια διαφορετική εκδοχή του μύθου της Ελένης επηρεασμένος από την Παλινῳδίαν του Στησιχόρου, η οποία γράφτηκε στο τέλος του 7ου αιώνα π.Χ., προκειμένου να αναιρέσει τον επικό μύθο της Ελένης (σημ. 1), σύμφωνα με τον οποίο ο Τρώας Αλέξανδρος είχε αρπάξει από τον Μενέλαο τη σύζυγό του Ελένη (εικ. 1-7) (σημ. 2), με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ο Τρωικός Πόλεμος: Διόπερ Μενελάῳ αὐτὴν ἐκδίδωσιν. Καὶ μετ’ οὐ πολὺ ἁρπασθείσης αὐτῆς (Ἑλένης) ὑπὸ Ἀλεξάνδρου ἐκοινώνησαν τῇ στρατείᾳ διὰ τοὺς γενομένους ὅρκους. Ἡ ἱστορία παρὰ Στησιχόρῳ (σημ. 3). Στην Παλινῳδίαν του ο Στησίχορος αποκαθιστούσε την εικόνα της Ελένης επισημαίνοντας ότι δεν ανέβηκε σε πλοία με καλά έδρανα για τους κωπηλάτες και ότι δεν έφτασε στην ακρόπολη της Τροίας, πληροφορία που αντλούμε από τον πλατωνικό Φαῖδρον: Οὐκ ἔστ’ ἔτυμος λόγος οὗτος, οὐδ’ ἔβας ἐν νηυσὶν ἐϋσσέλμοις οὐδ’ ἵκεο πέργαμα Τροίας (σημ. 4).

Eκτός από την Παλινῳδίαν, ο Ευριπίδης πρέπει να είχε κατά νου και μία μαρτυρία του Ηροδότου (σημ. 5), σύμφωνα με την οποία ο Αλέξανδρος απήγαγε την Ελένη από τη Σπάρτη, αλλά λόγω κακών καιρικών συνθηκών βρέθηκαν στην Αίγυπτο, όπου ο βασιλιάς Πρωτέας του απαγόρευσε να πάρει μαζί του την Ελένη και τα χρήματα, με αποτέλεσμα η γυναίκα να παραμείνει στην Αίγυπτο: Ἀλέξανδρον ἁρπάσαντα Ἑλένην ἐκ Σπάρτης ἀποπλέειν ἐς τὴν ἑωυτοῦ. Καὶ μιν, ὡς ἐγένετο ἐν τῷ Αἰγαίῳ, ἐξῶσται ἄνεμοι ἐκβάλλουσι ἐς τὸ Αἰγύπτιον πέλαγος… Γυναῖκα μὲν ταύτην καὶ τὰ χρήματα οὔ τοι προήσω (ἐγὼ ὁ Πρωτεύς) ἀπάγεσθαι (σημ. 6). Αναφορά στο είδωλο της Ελένης, το οποίο οι Τρώες θεωρούσαν ότι ήταν η πραγματική Ελένη, γίνεται από ένα σχολιαστή ενός χωρίου του Αιλίου Αριστείδη: Ὥσπερ οἱ Στησιχόρου Τρῶες οἱ τὸ τῆς Ἑλένης εἴδωλον ἔχοντες ὡς αὐτὴν (σημ. 7).

Η υπόθεση του ευριπίδειου έργου είναι η ακόλουθη (σημ. 8). Διαδραματίζεται στο νησί Φάρος της Αιγύπτου, όπου η ηρωίδα έχει μεταφερθεί από τον Ερμή. Μένει στα ανάκτορα του βασιλιά Πρωτέα, ενώ το είδωλό της έχει ακολουθήσει τον Πάρη στην Τροία. Μετά το θάνατο του Πρωτέα, ο γιος του Θεοκλύμενος επιμένει να τη νυμφευθεί, αλλά εκείνη εξακολουθεί να μένει πιστή στον Μενέλαο. Ο Τεύκρος της φέρνει την πληροφορία για την άλωση της Τροίας και για τον πιθανό θάνατο του Μενελάου, αλλά η μάντισσα Θεονόη τη διαβεβαιώνει ότι ο σύζυγός της ζει. Πράγματι, ο Μενέλαος φτάνει εξαθλιωμένος στην Αίγυπτο φέρνοντας μαζί του το είδωλο της Ελένης. Στην πορεία του έργου συναντά την πραγματική Ελένη, την αναγνωρίζει και το είδωλό της εξαφανίζεται. Με τη βοήθεια της Θεονόης σχεδιάζουν την απόδρασή τους με πλοίο. Το σχέδιό τους στέφεται με απόλυτη επιτυχία. Στο τέλος, οι Διόσκουροι παρουσιάζονται ως από μηχανής θεοί και κατευνάζουν την οργή του Θεοκλυμένου έναντι της Θεονόης, η οποία βοήθησε το ζεύγος να δραπετεύσει.

Σε ό,τι αφορά την επίδραση της συγκεκριμένης παραλλαγής του μύθου της Ελένης στην εικονογραφία, είναι ανύπαρκτη (σημ. 9), όπως προκύπτει από την έλλειψη αρχαιολογικών τεκμηρίων. Εντοπίσθηκε μόνο μια παράσταση με την Ελένη και τον Μενέλαο στην Αίγυπτο, η οποία απαντά σε ένα χειρόγραφο του 10ου αιώνα μ.Χ. (εικ. 8) και απηχεί την ομηρική εκδοχή, όπως θα δούμε παρακάτω (σημ. 10). Το συγκεκριμένο χειρόγραφο είχε συμπεριληφθεί στην εικονογράφηση των Θηριακῶν της Νικάνδρης (σημ. 11). Σε αυτό έχει απεικονιστεί ο θάνατος του Κανώπου στην Αίγυπτο παρουσία του Μενελάου και της Ελένης. Δεξιά υπάρχει ένα πλοίο. Ο Κάνωπος είναι καθισμένος μετά την επίθεση που δέχτηκε από το ερπετό «Αιμορροΐδα» και η Ελένη σπεύδει να τον σώσει παρουσία του Μενελάου (σημ. 12). Ο Κάνωπος ήταν ο κυβερνήτης του πλοίου που μετέφερε μετά την άλωση του Ιλίου την Ελένη και τον Μενέλαο στη Σπάρτη. Όταν οι βασιλείς σταμάτησαν στην Αίγυπτο, δέχτηκε δήγμα από ένα ερπετό και πέθανε, με αποτέλεσμα να ενταφιαστεί στην περιοχή (σημ. 13).

Η παραπάνω παράσταση απομακρύνεται από την ευριπίδεια παράδοση, επειδή ο μεγάλος τραγικός παρουσιάζει τον Μενέλαο να φτάνει στην Αίγυπτο μαζί με το είδωλο της Ελένης και όχι με την πραγματική Ελένη, Ἑλένη: Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρῳάδ’, ἀλλ’ εἴδωλον ἦν…Ἄγγελος: Βέβηκεν ἄλοχος σὴ πρὸς αἰθέρος πτυχὰς ἀρθεῖσ’ ἄφαντος. Οὐρανῷ δὲ κρύπτεται λιποῦσα σεμνὸν ἄντρον οὗ σφ’ ἐσῴζομεν (σημ. 14) και επιβεβαιώνει την εκδοχή του Ομήρου, Ἀτὰρ τάς πέντε νέας κυανοπρωείρους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ… Αἰγύπτῳ μ’ ἔτι δεῦρο θεοί μεμαῶτα νέεσθαι ἔσχον, ἐπεὶ οὔ σφιν ἔρεξα τεληέσσας ἑκατόμβας. Οἱ δ’ αἰεὶ βούλοντο θεοί μεμνῆσθαι ἐφετμέων (σημ. 15), σύμφωνα με την οποία η Ελένη και ο Μενέλαος βρέθηκαν στην Αίγυπτο, όταν επέστρεφαν από την Τροία στη Σπάρτη (σημ. 16).

Η εικονογραφική σύνθεση της εικόνας 8 επιβεβαιώνει τη σημαντική επίδραση των φιλολογικών πηγών –στην προκειμένη περίπτωση των Ὀμηρικῶν Ἐπῶν– στην τέχνη. Πάντως, στην πλειονότητα των παραστάσεων απαντούν ο Μενέλαος με την Ελένη να επιστρέφουν στη Σπάρτη χωρίς ενδιάμεση στάση στην Αίγυπτο (σημ. 17). Σε αυτές ο Μενέλαος απειλεί την Ελένη άλλοτε με ξίφος και άλλοτε με δόρυ (εικ. 9-14) (σημ. 18). Υπάρχει, βέβαια, και ο εικονογραφικός τύπος του έκθαμβου από την ομορφιά της Ελένης Μενελάου με το πεσμένο στο έδαφος ξίφος (εικ. 15) (σημ. 19).
--------------------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. A. Podlecki, “Stesichoreia”, Athenaeum 49, 1971, σ.325/ L.Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und München, 1988, σ. 499.

2. Υπάρχει πληθώρα παραστάσεων με τον Αλέξανδρο καθώς οδηγεί την Ελένη στην Τροία με διάφορους τρόπους, όπως η προσφορά δώρων και η πειθώ: βλ. L.Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und München, 1988, σ. 515, εικ. 70, σ. 520, εικ. 106, σ. 526, εικ. 143, σ. 528-529, εικ. 157, σ. 530, εικ. 168, σ. 532, εικ. 177, εικ. 178. Για περισσότερο εικονογραφικό υλικό βλ. αναλυτικά: L.Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und München, 1988, σ. 515-532, LIMC IV 2, σ. 303-324.

3. Σχ. Ὃμηρ. Ἰλ. Β, 339.

4. Πλάτ. Φαῖδρ. 243 a.

5. L. Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und München, 1988, σ. 562.

6. Ἡρόδ. ΙΙ, 113, 115.

7. Βλ. Σχ. Αἴλ. Ἀριστ. ΧΙΙΙ, 131 και A. Podlecki,“Stesichoreia”, Athenaeum 49, 1971, σ. 326, σημ. 49.

8. T.B.L. Webster, The Tragedies of Euripides, London, 1967, σ. 199-202 / L. Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und München, 1988, σ. 562-563.

9. Bλ. L. Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und München, 1988, σ. 500, 562.

10. L. Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und München, 1988, σ.553, εικ. 375.

11. K. Weitzmann, Greek Mythology in Byzantine Art, Princeton, 1951, σ. 195 - 196/ Του ιδίου, Ancient Book Illumination, Cambridge, 1959, σ. 99, εικ. 106.

12. L. Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und München, 1988, σ.553, εικ. 375.

13. Ο θάνατος του Κανώπου περιγραφόταν στο μυθολογικό βιβλίο του Κόνωνα, σύμφωνα με την αναφορά που κάνει στο περιεχόμενο του συγκεκριμένου βιβλίου ο Φώτιος στη Μυριόβιβλόν του, βλ. K. Weitzmann, Greek Mythology in Byzantine Art, Princeton, 1951, σ. 196, σημ. 18: Ἦν δ’ οὗτος (ὁ Κάνωβος) κυβερνήτης Μενελάου τοῦ Τρώου…Καὶ ὡς ὁ Κάνωβος καλὸς καὶ νέος ἀπαίροντος Μενελάου ἀπ’ Αἰγύπτου καὶ Ἑλένης, καὶ προσορμισαμένων τῇ γῇ, ὑπὸ ἐχίδνης δηχθεὶς καὶ σαπεὶς τὸ σκέλος μετ’ οὐ πολὺ θνήσκει. Καὶ Μενέλαος καὶ Ἑλένη θάπτουσιν αὐτὸν ἐπ’ Αἰγύπτου: Για το κείμενο βλ. J.-P. Migne, (Patrologia Graeca) Ελληνική Πατρολογία, τ. 103, col. 552, Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γ, Αθήναι, 1991.

14. -Ελένη: Στην Τροία πήγε μόνο το είδωλό μου… -Αγγελιαφόρος: Χάθηκε η γυναίκα σου πετώντας μέσα στον αιθέρα. Ανέβηκε στα ουράνια και άφησε τη σπηλιά, στην οποία την είχαμε, άδεια: Εὐρ. Ἑλ. 582, 605-607. Για τη μετάφραση βλ. εκδόσεις «Κάκτος».

15. Τα πέντε μαυρόπλωρα καράβια που σώθηκαν, τα οδήγησε ο άνεμος και το νερό στον Νείλο, στην Αίγυπτο… Παρόλο που ανυπομονούσα να γυρίσω στην πατρίδα μου, οι θεοί με κράτησαν κι άλλο στην Αίγυπτο, επειδή είχα αμελήσει να τους προσφέρω θεάρεστες θυσίες: Ὃμηρ. Ὀδύσσ. γ, 299, 300 και Ὃμηρ. Ὀδύσσ. δ, 351 – 353. Για τη μετάφραση βλ. εκδόσεις «Ζαχαρόπουλος».

16. Βλ. L. Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und München, 1988, σ. 563.

17. Για εικονογραφικό υλικό βλ. αναλυτικά L. Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und München, 1988, σ.536-552 και LIMC IV 2, σ. 328 - 357.

18. L. Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und München, 1988, σ.538, εικ. 225, εικ. 227, σ.540-541, εικ. 243, σ. 551, εικ. 361, σ. 545, εικ. 285, εικ. 289 c.

19. L. Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und München, 1988, σ.542, εικ. 264, σ. 543.

Πόσο αγαπάτε τον εαυτό σας; Αυτή είναι η αξία σας

Αν μπορούμε να δούμε τον εαυτό μας όπως είναι, αυτό είναι το πρώτο βήμα προς την αυτοαποδοχή και το τέλος της αυτοαπόρριψης. Μόλις καταφέρουμε να αποδεχτούμε τον εαυτό μας όπως είναι, από κει κι έπειτα όλα μπορούν να αλλάξουν.

Όλοι έχουν μια αξία και η Ζωή τη σέβεται. Η αξία αυτή δεν μετριέται σε χρήματα ή σε χρυσό- μετριέται σε αγάπη και ιδιαίτερα σε αγάπη για τον εαυτό μας. Πόσο αγαπάτε τον εαυτό σας; – αυτή είναι η αξία σας- και η Ζωή τη σέβεται. Όταν αγαπάτε τον εαυτό σας, η αξία σας είναι πολύ υψηλή, που σημαίνει ότι η ανοχή που έχετε στην αυτοκακοποίηση είναι ελάχιστη. Κι αυτό, γιατί σέβεστε τον εαυτό σας. Τον αγαπάτε όπως είναι και αυτό αυξάνει την αξία σας. Αν υπάρχουν πράγματα που δεν σας αρέσουν στον εαυτό σας, η αξία σας μειώνεται.

Μερικές φορές η αυτοκριτική είναι τόσο έντονη που κάποιοι πρέπει να είναι «ναρκωμένοι» για να μπορούν να είναι ο εαυτός τους. Αν δεν σας αρέσει κάποιος, μπορείτε να φύγετε μακριά του. Το ίδιο κι αν δεν σας αρέσει μια ομάδα ανθρώπων. Αν, όμως, δεν σας αρέσει ο εαυτός σας, όπου κι αν πάτε δεν μπορείτε να ξεφύγετε. Για να μην είστε ο εαυτός σας, πρέπει να πάρετε κάτι για να «ναρκωθείτε», για να στρέψετε το μυαλό σας μακριά από τον εαυτό σας. Ίσως λίγο αλκοόλ να βοηθούσε. Ή ίσως τα ναρκωτικά. Ή ίσως το φαγητό – φάτε, φάτε, φάτε. Η αυτοκακοποίηση μπορεί να γίνει πολύ χειρότερη. Υπάρχουν άνθρωποι που μισούν πραγματικά τον εαυτό τους. Είναι καταστροφικά άτομα που σκοτώνουν σιγά σιγά τον εαυτό τους, γιατί δεν έχουν το θάρρος να το κάνουν γρήγορα.

Αν παρατηρήσετε αυτοκαταστροφικούς ανθρώπους, θα δείτε ότι προσελκύουν άτομα που τους μοιάζουν. Τι κάνουμε όταν δεν μας αρέσει ο εαυτός μας; Προσπαθούμε να «ναρκωθούμε πίνοντας αλκοόλ για να ξεχάσουμε ότι υποφέρουμε. Αυτή είναι η δικαιολογία που χρησιμοποιούμε. Πού βρίσκουμε αλκοόλ; Πάμε σε μπαρ και μαντέψτε ποιοι βρίσκονται εκεί. Άνθρωποι σαν κι εμάς, που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον εαυτό τους, που προσπαθούν να πιούν για να ξεχαστούν. Πίνουμε μαζί, αρχίζουμε να μιλάμε για τον πόνο μας και καταλαβαινόμαστε. Μάλιστα, αρχίζει να μας αρέσει η παρέα. Καταλαβαινόμαστε απόλυτα, γιατί εκπέμπουμε στο ίδιο μήκος κύματος. Είμαστε και οι μεν και οι δε αυτοκαταστροφικοί. Σε πληγώνω και με πληγώνεις – η τέλεια σχέση της κόλασης.

Τι συμβαίνει όταν αλλάζετε; Για έναν κάποιο λόγο, δεν έχετε πια ανάγκη το αλκοόλ. Τώρα νιώθετε καλά όταν είστε μόνοι με τον εαυτό σας, το απολαμβάνετε. Δεν πίνετε πια, αλλά έχετε τους ίδιους φίλους και όλοι πίνουν. Μεθούν, νιώθουν χαρά αλλά εσείς βλέπετε ότι η χαρά τους δεν είναι πραγματική. Αυτό που αποκαλούν χαρά είναι μια επανάσταση απέναντι στον ίδιο τον συναισθηματικό τους πόνο. Σε αυτή τους τη «χαρά» είναι τόσο πληγωμένοι ώστε περνούν καλά όταν πληγώνουν τους άλλους και τον εαυτό τους.

Πλέον δεν ταιριάζετε μαζί τους και φυσικά σας κρατούν κακία γιατί δεν τους συμπαθείτε πια. «Με απορρίπτεις, αφού δεν πίνεις πια μαζί μου, αφού δεν κάνεις μαζί μου ναρκωτικά»· Τώρα πρέπει να επιλέξετε: μπορείτε να επανέλθετε στις παλιές σας συνήθειες ή να διαλέξετε άλλο μήκος κύματος και να αρχίσετε να συναναστρέφεστε ανθρώπους που αποδέχονται τον εαυτό τους, όπως κι εσείς. Διαπιστώνετε ότι υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα, ένα νέο είδος σχέσης και πλέον δεν ανέχεστε συγκεκριμένα είδη καταστροφικής συμπεριφοράς.

Δ. Λιαντίνης: Γιατί υπάρχει ο έρωτας στη φύση και στη ζωή μας;

Ο έρωτας και ο θάνατος είναι δύο στιγμές απόλυτα μοναδικές για τον καθένα μας. Ποτέ δε γίνεται να ζήσουν δύο άνθρωποι την ερωτική τους βίωση με όμοιο τρόπο. Αλλά με όμοιο τρόπο ποτέ δε γίνεται να ζήσουν και τη βίωση θανάτου.

Γιατί υπάρχει ο έρωτας στη φύση και στη ζωή μας;

Ο έρωτας υπάρχει, για να διαιωνίζεται η συνέχεια των ειδών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η φύση έχτισε ετούτη τη συναρπαστική λειτουργία.

Τη φύση ποσώς την ενδιαφέρει, αν υπάρχουμε εμείς σα μονάδες, σαν ατομικότητες. Αν υπάρχεις εσύ κι εγώ, και περπατάς και χαίρεσαι- αν υπάρχει μια λεμονιά στον κάμπο και στα όρη λειώνει το χιόνι για να ποτίζουνται οι τρυφεροί της κλώνοι- αν υπάρχει απάνω στο δέντρο το μήλο και το ρόδι, η φύση αδιαφορεί ολοτελώς. Δε φροντίζει για σένα, τίμιε αναγνώστη, η φύση περισσότερο, απ' όσο φροντίζει για σένα μια πέτρα που την πατάς μπροστά σου, ή τη βλέπεις χτισμένη στον τοίχο.

Τη φύση ένα την ενδιαφέρει, η διαιώνιση των ειδών. Να ζήσει το κάθε είδος όσο γίνεται πιο πολύ χρόνο. Δύο, πέντε, δέκα εκατομμύρια χρόνια. Κι όταν θα εξαφανισθεί το κάθε είδος, αφού συντελεσθεί ο χρόνος που του ορίστηκε να ζήσει, η φύση θα το ταφιάσει και θα το κλάψει χωρίς δάκρυα και, γόους. Και ταυτόχρονα θα μεριμνήσει να το αντικαταστήσει με το καινούριο είδος.

Θα γνωρίζεις βέβαια πως από τότε που εμφανίσθηκε η ζωή στην επιφάνεια του πλανήτη, πριν εξακόσια εκατομμύρια χρόνια, το 99% των έμβιων όντων που έζησαν και άκμασαν, σήμερα έχουν εξαφανισθεί. Τα αντικατάστησαν άλλα, και αυτά με τη σειρά τους θα παραχωρήσουν τη θέση τους σε άλλα.

Στη φύση ανώλεθρο και αχάλαστο δε μένει τίποτα, παρά μονάχα ένα: η βούληση της φύσης να οικονομεί και να φροντίζει την αλυσίδα των ειδών. Όπως φροντίζει και την αλυσίδα της ανόργανης ύλης. Την αλυσίδα των αστέρων, για παράδειγμα. (Αστέρες πρώτης γενεάς, δεύτερης γενεάς κ.λ.π.).

Πώς πετυχαίνει η φύση τη διαιώνιση των ειδών; Με το πιο απλό, το πιο πανούργο, αλλά και το πιο ελκυστικό δέλεαρ. Με τη γενετήσια ηδονή. Με τον ίμερον των Ελλήνων, τη voluptas και τη libido των λατίνων.

Επομένως η ηδονή που τρυγούν και καρπώνουνται δύο δυνατοί και τρυφεροί εραστές, όταν αγκαλιάζουνται μέλος με μέλος, σφιχτά και βαθιά, και γίνουνται τα δύο ένα, δεν είναι ο αυτοσκοπός της γενετήσιας πράξης.

Δεν αγκαλιαζόμαστε, για να ζήσουμε εκείνο το σύντονο αλλά και ωκεάνειο αίσθημα του ίλιγγου και του αποκεφαλισμού που το λέμε ηδονή. Όχι.

Αγκαλιαζόμαστε, για να γεννήσουμε την καινούργια ζωή, το παιδί μας, που θα προωθήσει την υπόθεση του είδους μας. Του είδους άνθρωπος στο προκείμενο.

Σύμφωνα μ' αυτή την αυτονόητη και κατάδηλη θεώρηση της φυσιολογίας, οι άνθρωποι έπρεπε να ζευγαρώνουμε τόσες φορές, όσες είναι για να γεννήσουμε τη νέα ζωή.

Αυτό είναι το άγιο θέλημα της φύσης. Και αυτό γίνεται με τα ζώα που ζουν φυσικά.

Οι κατσίκες, λένε οι χωρικοί μας, «ζητούν» το Σεπτέμβριο. Οι γάτες «ζητούν» το Γενάρη. Όλοι έχουμε ακούσει πόσο εύμουσα και καλεστικά νιαουρίζουν στα κεραμίδια το καταχείμωνο. Ούτε ο βιολιστής στη στέγη έτσι. Αυτό συνέβαινε και με τον άνθρωπο. Αλλά με τον άνθρωπο εσυνέβηκε και κάτι άλλο. Ήρθε μια στιγμή μέσα στην εξελικτική του διαδρομή, που κατανόησε ότι είναι ωραίο πράμα να αγκαλιάζεται. Είδε ότι καλόν το ίόείν και κατανοήσαι, και άψασθαι, και όοκιμάσαι το σώμα του έρωτα.

Από την άλλη όμως είδε ότι είναι κακό και ψυχρό και ανάποδο το προϊόν που έδινε αυτή η τερπνή ώρα, από έναν αριθμό προϊόντων και ύστερα. Είδε ότι η κύηση, ο τοκετός, το παιδί που θα 'ρχότανε είναι μπελάς και μπαλαούρα, είναι σκοτούρα και έγνοια, και κίνδυνος κάποτε μεγάλος.

Οι μισές γυναίκες παλαιά πεθαίνανε στη γέννα. Ετότες λοιπόν ήταν που ο άνθρωπος έκαμε τη μοιραία επιλογή. Εψήφισε φιλί και ηδονή, και καταψήφισε τοκετό και κύηση. Έτσι εδιάσπασε την ενότητα της πανίερης πράξης, και την εδιαχώρισε στα δύο μισά της. Επροσκύνησε το ένα, εβλαστήμησε το άλλο.

Είπε ναι στο πήδημα, είπε όχι στο γκάστρωμα.

Ευρήκε, λοιπόν, τη λύση ο πανούργος. Αυτό το «δεινόν» τέρας, όπως λέει ο Σοφοκλής. Ο τετραπέρατος, ο μπαγαμπόντης, ο πάντα καταφερτζής. Αυτός ο καιροσκόπος και υστερόβουλος, ο πολυπράγμονος και πονηρός. Αλλά μαζί ο μωρός και ο μύωπας. Ο κωμικός και ο ασήμαντος, ο ανεύθυνος, ο άτσαλος και ο υβριστής ανθρωπάκος.

Γιατί αποφάσισε να εκτρέψει τη γενετήσια ορμή του από το φυσικό της ρείθρο. Και ελογάριασε ανόητα πως η νέα κατάσταση που θα δημιουργήσει θα είναι εξίσου έγκριτη και νόμιμη με την παλαιά. Ότι ημπορεί ο ίδιος ο άνθρωπος να δημιουργήσει φύση!

Εδώ ο άνθρωπος δεν εσκέφθηκε ότι όσο μηχανικός και ευρεσιτέχνης και νά 'ναι, δεν ημπορεί να υψωθεί στην περιωπή της δύναμης και της τελειότητας που έχει η φύση. Το λάθος του ήταν που πίστεψε πως θά 'φτανε να εξισώσει τη δύναμη του με τη δύναμη της φύσης. Αλλά αυτό είναι Ύβρις με την έννοια της αττικής τραγωδίας. Είναι η μεγαλύτερη Ύβρις που διέπραξε ο άνθρωπος σε όλη την εξέλιξη της ιστορίας του. Μαζί με την άλλη, την Ύβρι του θανάτου, που θα ειπούμε.

Δε γνωρίζουμε πότε συνέβηκε αυτή η τομή. Σε ποια στιγμή της ιστορικής πορείας του ανθρώπου.

Όπως δε γνωρίζουμε την ακριβή στιγμή, που ο εγκέφαλος του ζώου έγινε νους στον άνθρωπο. Τη στιγμή, δηλαδή, που ξεφεύγοντας από τη σφαίρα του ζώου ο άνθρωπος διατύπωσε την πρώτη ερώτηση.

Το πρώτο τι; ή γιατί; που ο Καντ το λέει «Η στιγμή του όφι των πρωτοπλάστων».

Είναι η στιγμή του Αυνάν.

Ο συγγραφέας της Γένεσης στο τριάντα οχτώ κεφάλαιο διηγείται μυθικά το κοσμοϊστορικό γεγονός.

Ένας γιος του Ιούδα έλαβε γυναίκα μία νέα και τρυφερή κόρη, τη Θάμαρ. Ο άντρας νιόπαντρος ακόμη πέθανε. Σύμφωνα με το νόμο τη χήρα έπρεπε να τη νυμφευθεί ο δευτερότοκος αδερφός του νεκρού. Αυτός ήταν ο Αυνάν.

Τον εφώναξε λοιπόν ο πατέρας του και του είπε.

- Αυνάν, ο νόμος ορίζει να πάρεις γυναίκα τη χήρα του αδερφού σου. Να συνομιλείς μαζί της, και να γεννήσεις παιδιά, που θα λάβουν το όνομα του νεκρού. Να αναστήσεις το σπέρμα του.

Έτσι και έγινε. Ο Αυνάν νυμφεύθηκε τη Θάμαρ, και ζούσε μεγάλες περιπέτειες μέσα στους ηδονικούς της κόλπους.

Σε μια στιγμή όμως σήκωσε το κεφάλι της η φαρμακερή οχιά του εγωισμού, και τού 'δωκε συμβουλή κακή.

-Είσαι λοιπόν τόσο ανυπόστατος, ώστε θα γίνεις το εργαλείο που θα γεννήσει κόρες και γιους σ' έναν ξένο; Έστω κι αν είναι ο αδερφός σου αυτός; Όχι βέβαια.

-Μα με μαγεύει της ψυχής και του κορμιού της ο τρόπος, παρατήρησε έντρομος στον εαυτό του. Έχει ένα λαιμό σαν το απάλαφρο σείσμα του κύκνου. Και οι μηροί της είναι τορνευτό δαχτυλίδι μεγάλου τεχνίτη.

-Μην είσαι λιπόψυχος και προπέτης, τον αντίσκοψε η οχιά. Όλα ετούτα ημπορείς να τα χαίρεσαι και να τα τρυγάς.

-Μα πώς; απόρησε ο Αυνάν. Και το σπέρμα που θα αναστήσω στον αδερφό μου;

-Είσαι και βλακόμετρο, τον εσάρκασε η οχιά. Ησύχασε, και δε θα αναστήσεις κανένα σπέρμα στον αδερφό σου.

- Πώς;

- Να πώς: Κάθε φορά που η γιορτή σου θα γίνεται όργιο, να φροντίζεις να μη δροσίζει το σπέρμα σου τον κόλπο της. Λίγη προσοχή χρειάζεται, τετράποδο. Λίγη τέχνη, και λίγη προπόνηση. Άειντε και με σκότισες! απόσωσε η οχιά.

Και ο συγγραφέας της Γένεσης κλείνει την ιστορία: «Αυνάν όέ δταν είσήρχετο προς την γυναίκα τοϋ άδελφοϋ αύτοϋ, έξέχεεν έπι την γήν τοϋ μη δοϋναι σπέρμα».

Ιδού γιατί, τίμιε αναγνώστη, όλοι οι άντρες ήμαστε αυνάνες. Και στο έγκλημα έχουμε συνεργούς όλες τις γυναίκες.

Κυριολεκτώ.


Δημήτρης Λιαντίνης, Γκέμμα

Το ψυχολογικό υπόβαθρο της πίστης σε θεωρίες συνωμοσίας

Είναι απορίας άξιο για ποιο λόγο ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού έλκεται από ψευδείς ειδήσεις και από κατασκευασμένες πληροφορίες που συνιστούν τη συνωμοσιολογία και ταυτόχρονα στέκεται με περισσή αμφισβήτηση και με έλλειμμα εμπιστοσύνης απέναντι στην Επιστήμη και την έρευνα, διακυβεύοντας την κοινωνική συνοχή, την κοινωνική ευθύνη, την υγεία και την ατομική υπευθυνότητα.

Η ψυχολογική ανάγκη των ανθρώπων να καταφεύγουν στη συνωμοσιολογία (ο όρος συνωμοσιολογία διαδόθηκε από τον ακαδημαϊκό Frank Mintz τη δεκαετία του’80) και σε αστικούς μύθους υπήρχε ανέκαθεν και μάλιστα ήταν πιο έντονη και κορυφωνόταν σε περιόδους κρίσεων, και κυρίως υγειονομικών κρίσεων, κατά το διάβα της Ιστορίας.

Η αλήθεια είναι πως οι άνθρωποι όταν αισθάνονται αδύναμοι μπροστά σε δυσερμήνευτα γεγονότα και σε χαοτικές περιστάσεις, είναι πιθανότερο να πιστέψουν αστήρικτες θεωρίες και αστικούς μύθους γιατί δεν μπορούν να δώσουν εξηγήσεις, αλλά και γιατί δεν έχουν πάντα άμεσες απαντήσεις ή ακόμη γιατί οι απαντήσεις της επιστημονικής κοινότητας θέλουν χρόνο, όπως στην περίπτωση της τωρινής πανδημίας που είναι κάτι καινούριο σε παγκόσμια κλίμακα.

Η ανάγκη των ανθρώπων να διοχετεύσουν τις αρνητικές σκέψεις και τα συναισθήματά τους, τους κάνουν πιο εύκολους να υποδεικνύουν «πολιτικούς ενόχους», «πληρωμένους/πουλημένους επιστήμονες», «εξαγορασμένα θεσμικά όργανα», ακόμα και όταν κάτι τέτοιο δεν αποδεικνύεται από πουθενά.

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΠΟΣΥΜΠΙΕΣΗ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΙΣΧΥΡΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ, ΤΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΞΗΓΗΣΗΣ.

Η Ψυχολογία της Συνωμοσίας

«Oι εγκέφαλοί μας είναι προγραμματισμένοι να ανιχνεύουν το κακό και την απειλή» αναφέρει χαρακτηριστικά ο καθηγητής Ψυχολογίας Rick Hanson. Έτσι ο εγκέφαλος αντιδρά πολύ πιο έντονα και ακραία στα δυσάρεστα της ζωής σε σχέση με τα όμορφα και ευχάριστα νέα της ζωής μας. Ο εγκέφαλος αναγνωρίζει ευκολότερα τις απειλές, πλάθει αρνητικές εικόνες, δημιουργεί αρνητικά στερεότυπα και προκαταλήψεις, κάνει υπεργενικεύσεις. Η αμυγδαλή που αποτελεί τον συναγερμό του εγκεφάλου μας, χρησιμοποιεί περίπου τα δύο τρίτα των νευρώνων της προκειμένου να ψάξει για μια κακή είδηση, κάτι που δείχνει τη φυσική προδιάθεση για το αρνητικό.

Δυστυχώς, λοιπόν, οι εγκέφαλοί μας δεν έχουν εξελιχθεί για την ανίχνευση της αλήθειας μέσα σε μοτίβα με ψευδή πρότυπα ή δεδομένα. Δεν υπάρχει μηχανισμός ανίχνευσης λάθους στον εγκέφαλό μας. Ευτυχώς όμως έχουμε την Επιστήμη, η οποία μας επιτρέπει να διακρίνουμε τα πραγματικά μοτίβα από τα ψεύτικα εξετάζοντας τα αντικειμενικά στοιχεία.

Ωστόσο η καταστροφή που μπορεί να προκαλέσουν οι θεωρίες συνωμοσίας δεν είναι αμελητέα, αντιθέτως. Μάλιστα πρόσφατη έρευνα (Daglas, 2019), δείχνει ότι οι άνθρωποι που πιστεύουν στις θεωρίες συνωμοσίας είναι πιθανότερο να σχετίζονται με ελλείμματα μορφωτικού και πολιτισμικού επιπέδου, με προκατάληψη, βία και εγκληματικότητα χαμηλού επιπέδου. Άλλη έρευνα (Miller, 2013), κατέδειξε ότι είναι δύσκολο να πείσεις κάποιον για τα πραγματικά μοτίβα σε σχέση με τα ψεύτικα που έχει στο μυαλό του γιατί είναι κάτι που αφορά κατά βάση το σύστημα των πεποιθήσεών του και γι’ αυτό το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αναζητούμε αξιόπιστες πληροφορίες που υποστηρίζονται από γεγονότα, αποδείξεις, τεκμηρίωση και επιστήμη.

Σε καμιά περίπτωση, κατά τη γνώμη μου, η αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης των θεωριών συνομωσίας δεν είναι το «μπλοκάρισμα», εκτός εάν πρόκειται για ένα πολύ επικίνδυνο περιεχόμενο που πλήττει άμεσα και θανάσιμα το κοινωνικό σύνολο και τη συνοχή του, γιατί η κατασταλτική αφαίρεση δημοσιεύσεων εμπεριέχει τον κίνδυνο της λάθος ηρωοποίησης.

Στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Experimental and Social Psychology, έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα (Alin Coman, 2019), δείχνει ότι «η επιδοκιμασία και η διάδοση συνωμοτικού περιεχομένου μπορεί να συνδέεται με λανθασμένες προκαταλήψεις απέναντι σε ευάλωτες ομάδες, μειωμένη εμπιστοσύνη στους κυβερνητικούς θεσμούς, μικρότερη πολιτική συμμετοχή όπως μια ψηφοφορία ή μια ειρηνική διαμαρτυρία και χαμηλότερη εμπλοκή σε θετικές συμπεριφορές υγείας, όπως το χαμηλό κίνητρο για εμβολιασμό».

Μια ακόμη διάσταση που πρέπει να δούμε είναι κατά πόσο η κοινωνική απομόνωση/αποστασιοποίηση μπορεί να τροφοδοτεί τη συνωμοτική σκέψη και να ισχυροποιεί τις θεωρίες συνομωσίας.

Φαίνεται λοιπόν, σύμφωνα με σχετική πρόσφατη έρευνα (Daglas, 2019) ότι η κοινωνική απομόνωση, τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης καθώς και τα γενικευμένα lockdown αυξάνουν την τάση να πιστέψουμε στις θεωρίες συνωμοσίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι άνθρωποι, επειδή μένουν μόνοι με τις σκέψεις τους, πιστεύουν και κατασκευάζουν μυθεύματα και στρέφονται πιο συστηματικά σε θεωρίες συνωμοσίας καθώς ο κοινωνικός αποκλεισμός συνδέεται με τις σκοτεινές σκέψεις, τα αρνητικά συναισθήματα, την προληπτική προσέγγιση και τη δεισιδαιμονία.

Τα Ατομικά Χαρακτηριστικά των Συνωμοσιολόγων και οι Τύποι των Θεωριών Συνωμοσίας

Η μεγαλύτερη διεισδυτικότητα των θεωριών συνωμοσίας σε συγκεκριμένες κατηγορίες πληθυσμιακών ομάδων έκανε τους κοινωνικούς επιστήμονες να πιστεύουν (πράγμα που αποδεικνύεται από μελέτες και έρευνες) πως η πίστη σε μια τέτοια θεωρία εξαρτάται έως κάποιο βαθμό από τα ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του υποκειμένου.

Άτομα με βίαιη συμπεριφορά, αυταρχική στάση ζωής, ακραίες πολιτικές θέσεις, αυθαίρετες και στερεοτυπικές αναφορές, καταπιεστικοί και συνάμα με φοβική κουλτούρα, με υψηλό ναρκισσισμό αλλά παράλληλα με χαμηλή αυτοεκτίμηση και χαμηλό κοινωνικό και μορφωτικό status, είναι χαρακτηριστικά προσωπικότητας που συνάδουν αρκετά συχνά και σε μεγάλο βαθμό με το προφίλ ανθρώπων όπου οι θεωρίες συνωμοσίας έχουν αυξημένη διεισδυτικότητα (Princeton University).

Οι άνθρωποι, λοιπόν, αντί να έλκονται από το οργανωμένο και δομημένο σώμα της γνώσης και τις επαληθεύσιμες και επιστημονικές εξηγήσεις, έλκονται από συνωμοτικές πεποιθήσεις εξαιτίας της αίσθησης της υπαρξιακής απειλής. Ο φόβος και το άγχος του θανάτου, αποτελεί αντιλαμβανόμενο κίνδυνο για τη ζωή, την ευημερία του κοινωνικού συνόλου και την κοινωνική συνοχή. Έτσι διαδίδονται και αναπαράγονται οι θεωρίες συνωμοσίας ευκολότερα, ως προσπάθεια άντλησης νοήματος από την υπάρχουσα απειλή, πράγμα που ενισχύεται περισσότερο όταν το υποκείμενο έχει τα προαναφερθέντα ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά.

Μάλιστα ο τύπος κάθε θεωρίας συνωμοσίας (τύπος ιδεασμού και τύπος σκεπτικισμού) επηρεάζει το άτομο ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του (ατομικά χαρακτηριστικά ιδεασμού και ατομικά χαρακτηριστικά σκεπτικισμού), ενώ εξαιτίας της μορφής της αλλά και των ατομικών χαρακτηριστικών του υποκειμένου έχει μεγαλύτερη απήχηση και διάρκεια στον χρόνο (theguardian.com και Massey University Auckland , East Precinct).

Οι θεωρίες του ιδεασμού περιλαμβάνουν ζητήματα συγκάλυψης κυβερνήσεων, θρησκειών, οικονομικών παραγόντων με σκοπό τη μαζική χειραγώγηση. Επειδή συνήθως έχουν ακραίες αναφορές, εξασθενούν γρήγορα, χάνουν την αίγλη τους και συνεπώς αντιμετωπίζονται ευκολότερα γιατί αποδομούνται.

Οι θεωρίες του σκεπτικισμού όμως αφορούν σε μια γενικευμένη και αόριστη θέση πως τα άτομα μιας κοινότητας είναι διατεθειμένα να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να κρύψουν την αλήθεια. Οι σκεπτικιστικές αντιλήψεις, επειδή φαίνονται πιο λογικές και φιλοσοφημένες, είναι σαφώς πιο δύσκολο να εξαλειφθούν.

Ο πολιτικός επιστήμονας Michael Barkun προσδιορίζει τρεις τύπους των θεωριών συνωμοσίας. Ακόμη και σε αυτόν τον διαχωρισμό παίζουν ρόλο τα ατομικά χαρακτηριστικά σε μεγάλο βαθμό σε ότι αφορά τη μεταδοτικότητα και τη διεισδυτικότητα:

1ος τύπος: όταν μια συνωμοσία είναι «υπεύθυνη» για ένα μεμονωμένο γεγονός (π.χ. Δίδυμοι Πύργοι)

2ος τύπος: θεωρίες συνωμοσίας συστημικού τύπου, όταν μια ενιαία οργάνωση εμφανίζεται να έχει δήθεν ως στόχο να αποκτήσει τον έλεγχο της μάζας.

3ος τύπος: οι super-συνωμοσιολογικές θεωρίες, όταν πολλές συνωμοσίες που συνδέονται μεταξύ τους λειτουργούν από κοινού για έναν κοινό στόχο (όπως η Νέα Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων).

Συμπερασματικά, ο εγκέφαλος συνηθίζει να «βλέπει συνομωσίες» εκεί όπου δεν υπάρχουν και προσπαθεί μέσω των μηχανισμών άμυνας να τις εκλογικεύσει και να συνθέσει ένα λογικό σενάριο. Αυτό συμβαίνει γιατί τα αρνητικά βιώματά μας επηρεάζουν πιο πολύ τη ζωή μας από ό,τι τα θετικά βιώματα, πράγμα που μας οδηγεί πιο εύκολα σε γνωστικές διαστρεβλώσεις.

Επειδή μάλιστα ο άνθρωπος έχει την ικανότητα και την τάση να συνδέει φαινομενικά ασύνδετες πληροφορίες συντάσσοντας ένα έλλογο μωσαϊκό νοήματος (Klaus Conrad: Apophenia), οι θεωρίες συνωμοσίας βρίσκουν εύκολα έδαφος, διεισδύουν και αναπαράγονται, καθώς φαίνεται ότι η ψυχολογική και κοινωνική αποσυμπίεση είναι πιο ισχυρή από την αναζήτηση της τεκμηρίωσης, της απόδειξης και της επιστημονικής εξήγησης, διακυβεύοντας ωστόσο σε σημείο καταστροφικό την κοινωνική συνοχή, την κοινωνική ευθύνη και την υγεία της παγκόσμιας κοινότητας.