Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (834-862)

ΧΟ. ἡμῖν μέν, ὦναξ, ταῦτ᾽ ὀκνήρ᾽· ἕως δ᾽ ἂν οὖν
835 πρὸς τοῦ παρόντος ἐκμάθῃς, ἔχ᾽ ἐλπίδα.
ΟΙ. καὶ μὴν τοσοῦτόν γ᾽ ἐστί μοι τῆς ἐλπίδος,
τὸν ἄνδρα τὸν βοτῆρα προσμεῖναι μόνον.
ΙΟ. πεφασμένου δὲ τίς ποθ᾽ ἡ προθυμία;
ΟΙ. ἐγὼ διδάξω σ᾽· ἢν γὰρ εὑρεθῇ λέγων
840 σοὶ ταὔτ᾽, ἔγωγ᾽ ἂν ἐκπεφευγοίην πάθος.
ΙΟ. ποῖον δέ μου περισσὸν ἤκουσας λόγον;
ΟΙ. λῃστὰς ἔφασκες αὐτὸν ἄνδρας ἐννέπειν
ὥς νιν κατακτείνειαν. εἰ μὲν οὖν ἔτι
λέξει τὸν αὐτὸν ἀριθμόν, οὐκ ἐγὼ ᾽κτανον·
845 οὐ γὰρ γένοιτ᾽ ἂν εἷς γε τοῖς πολλοῖς ἴσος·
εἰ δ᾽ ἄνδρ᾽ ἕν᾽ οἰόζωνον αὐδήσει, σαφῶς
τοῦτ᾽ ἐστὶν ἤδη τοὔργον εἰς ἐμὲ ῥέπον.
ΙΟ. ἀλλ᾽ ὡς φανέν γε τοὔπος ὧδ᾽ ἐπίστασο,
κοὐκ ἔστιν αὐτῷ τοῦτό γ᾽ ἐκβαλεῖν πάλιν·
850 πόλις γὰρ ἤκουσ᾽, οὐκ ἐγὼ μόνη, τάδε.
εἰ δ᾽ οὖν τι κἀκτρέποιτο τοῦ πρόσθεν λόγου,
οὔτοι ποτ᾽, ὦναξ, τόν γε Λαΐου φόνον
φανεῖ δικαίως ὀρθόν, ὅν γε Λοξίας
διεῖπε χρῆναι παιδὸς ἐξ ἐμοῦ θανεῖν.
855 καίτοι νιν οὐ κεῖνός γ᾽ ὁ δύστηνός ποτε
κατέκταν᾽, ἀλλ᾽ αὐτὸς πάροιθεν ὤλετο.
ὥστ᾽ οὐχὶ μαντείας γ᾽ ἂν οὔτε τῇδ᾽ ἐγὼ
βλέψαιμ᾽ ἂν οὕνεκ᾽ οὔτε τῇδ᾽ ἂν ὕστερον.
ΟΙ. καλῶς νομίζεις. ἀλλ᾽ ὅμως τὸν ἐργάτην
860 πέμψον τινὰ στελοῦντα μηδὲ τοῦτ᾽ ἀφῇς.
ΙΟ. πέμψω ταχύνασ᾽· ἀλλ᾽ ἴωμεν ἐς δόμους.
οὐδὲν γὰρ ἂν πράξαιμ᾽ ἂν ὧν οὔ σοι φίλον.

***
ΧΟΡ. Με πλημμύρισες, βασιλιά μου, με τρόμο·
ώσπου να πληροφορηθείς
απ᾽ τον αυτόπτη μάρτυρα,
κράτησε την ελπίδα.
ΟΙΔ. Ελπίδα που κρεμάστηκε σ᾽ ένα βοσκό.
ΙΟΚ. Κι όταν φανεί, τί σκέφτεσαι να κάνεις;
ΟΙΔ. Θα σου πω.
Αν πει κι αυτός αυτά που λες κι εσύ
840 γλιτώνω μια για πάντα.
ΙΟΚ. Και ποιό σπουδαίο σου ᾽δωσα τεκμήριο;
ΟΙΔ. Κατέθετε, βεβαίωνες,
πως σκότωσαν τον Λάιο ληστές.
Αν επιμένει στον αριθμό,
εγώ δεν σκότωσα τον άνθρωπο.
Ο ένας κι οι πολλοί δεν είναι ίσα κι όμοια.
Αν έναν οδοιπόρο μαρτυρήσει,
τότε το φονικό ξεκάθαρα
βαραίνει την ψυχή μου.
ΙΟΚ. Πίστεψέ με, λοιπόν· αβίαστα μιλούσε
και δεν μπορεί το λόγο του ν᾽ αλλάξει.
Δεν τ᾽ άκουσα μονάχα εγώ,
850 στην αγορά της πόλης
τ᾽ αφηγήθηκε.
Μα κι αν τα στρίψει,
δεν θ᾽ αποδείξει, βασιλιά,
πως σκότωσες εσύ το Λάιο.
Ο Πυθικός Λοξίας μήνυσε
πως θα τον σκότωνε παιδί
που θα ᾽κανε μαζί μου.
Ούτε και το μωρό το δύσμοιρο
τον σκότωσε.
Χάθηκε πρώτο.
Γι᾽ αυτό δεν έχω πίστη στους χρησμούς,
παλιούς και νέους.
ΟΙΔ. Έχεις δίκιο.
Όμως μην αμελήσεις
860 να στείλεις να φωνάξουνε το δούλο.
ΙΟΚ. Στέλνω γοργά.
Ας πάμε τώρα στο παλάτι.
Ό,τι ποθείς, θα κάνω πάντα πρόθυμα.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 12. Το κλέος

12.3. Το κλέος στην Οδύσσεια

12.3.1. Ευκλεής και ακλεής θάνατος


Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια στηρίζονται σε μια κοινή παράδοση όσον αφορά το κλέος. Αυτή όμως η παράδοση τροποποιείται στην Οδύσσεια, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι διαφορετικές προτεραιότητες του μεταγενέστερου έπους. Η Ιλιάδα είναι πολεμικό ποίημα, που υμνεί τη θνητότητα των ηρώων και τον αγώνα που δίνουν προκειμένου να κατακτήσουν την αθάνατη δόξα. Ο γυρισμός στην πατρίδα επαινείται μόνο στην περίπτωση που είναι νεκρώσιμος (παραδείγματα Σαρπηδόνα, Έκτορα). Η Οδύσσεια είναι μεταπολεμικό ποίημα, που δοξάζει την επιβίωση, τον αγώνα που δίνει ο ήρωας, για να απεγκλωβιστεί από τον κλοιό του θανάτου που του επιφυλάσσει ο πόλεμος και να επιστρέψει ζωντανός στους δικούς του και στην πατρίδα του.

Η εξέλιξη του βασικού θέματος της Οδύσσειας, ο νόστος (εξωτερικός και εσωτερικός), ευνοεί την εμφάνιση και απόλεμων μορφών κλέους που δεν απαντούν στην Ιλιάδα. Στο πλαίσιο, για παράδειγμα, της φιλοξενίας τόσο ο οικοδεσπότης όσο και ο φιλοξενούμενος μπορεί να αποκτούν κλέος, κυρίως στη μορφή της φήμης και του καλού ονόματος. Έτσι ο νεαρός Τηλέμαχος κατά τη φιλόξενη παραμονή του στον Νέστορα και στον Μενέλαο κερδίζει το κλέος του, την ηρωική του ταυτότητα, ενώ ο πατέρας του, ανώνυμος ξένος των Φαιάκων, εύχεται στον Δία να εξασφαλίσει στον Αλκίνοο ἄσβεστον κλέος (η 333), στην περίπτωση που ο ξενιστής του βασιλιάς τηρήσει τη γενναιόδωρη υπόσχεσή του και τον στείλει στην πατρίδα του. Γενικότερα, το βλέμμα του ποιητή στην Οδύσσεια εποπτεύει ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών σχέσεων και θεσμών, που εμπλέκονται στην επιβίωση, καθώς και στο κλέος και στον νόστο που συνεπάγεται η επιβίωση.

Παρά τις επιμέρους, εξωτερικές αντιθέσεις της προς την Ιλιάδα, η Οδύσσεια δεν αρνείται το ιλιαδικό κλέος του θανάτου, όπως το εκφράζει τουλάχιστον ο πρωταγωνιστής της Αχιλλέας. Αντίθετα, το υποδέχεται, αναγνωρίζει καταρχήν τη σημασία του και το επαινεί. Στον επίλογο της Οδύσσειας συναντώνται στον Άδη οι ψυχές των δύο εσωτερικών εχθρών της Ιλιάδας, του Αχιλλέα και του Αγαμέμνονα, και συνομιλούν δείχνοντας ασυνήθιστη αμοιβαία συμπάθεια για το διαφορετικό τους τέλος. Πρώτα η σκιά του Αχιλλέα με μιαν ανεκπλήρωτη ευχή συμπάσχει για τον φριχτό θάνατο που βρήκε ο Αγαμέμνονας φτάνοντας στην πατρίδα του (ω.30-34):

Μακάρι τότε, τιμημένον με βασιλική τιμή, στην Τροία εκεί
να σε είχε βρει ο θάνατος, το τέλος της ζωής.
Οπότε κι οι Παναχαιοί τύμβο θα ύψωναν να σε τιμήσουν,
κι ακόμη θ᾽ άφηνες μεγάλο κλέος [μέγα κλέος] κληρονομιά στον γιο σου.
Μα τώρα ήταν πεπρωμένο σου λάφυρο να σε πάρει
ένας τρισάθλιος θάνατος.


Εμπόλεμος θάνατος στην Τροία, που σφραγίζεται με ταφή και τιμητικό τύμβο από τους συμπολεμιστές, συνθέτουν το μέγα κλέος που ο βασιλιάς των Αχαιών τελικά δεν άφησε πίσω του με τον άδοξο νόστο του. Στερήθηκε δηλαδή ό,τι κέρδισε πεθαίνοντας νέος στον πόλεμο της Τροίας ο Αχιλλέας. Αυτό εξάλλου ομολογεί, με την επόμενη απάντησή του, η σκιά του Αγαμέμνονα μακαρίζοντας τον νεκρό Αχιλλέα (ω 36-94): θάνατος στην Τροία, μάχη των Αχαιών γύρω από το σώμα του, θρήνος και τύμβος με παρεπόμενες τιμές αναδεικνύουν τον ωκύμορο ήρωα της Ιλιάδας ὄλβιον (ω 36), που άφησε πίσω του κλέος ἐσθλόν (ω 93-94):

Εσύ, Αχιλλέα, και νεκρός έσωσες έτσι τ᾽ όνομά σου,
αφού για πάντα, σ᾽ όλους τους ανθρώπους, λαμπρό το κλέος σου θα μείνει [κλέος ἔσσεται ἐσθλόν].


Αντιδιαστέλλοντας τον δικό του άγριο χαλασμό, που τον βρήκε από τον Αίγισθο και την άπιστη σύζυγό του, ο νεκρός Αγαμέμνονας (ω 96-97) εγκωμιάζει έμμεσα την απόφαση του Αχιλλέα στην Ιλιάδα να πεθάνει στην Τροία στερούμενος τον νόστο του. Στη «Μεγάλη Νέκυια» πάντως, όταν η σκιά του Αχιλλέα θρηνώντας συναντά τον ζωντανό Οδυσσέα (λ 467 κ.ε.), νοσταλγεί τη ζωή.

Ο Οδυσσέας, που εξηγεί στον νεκρό συμπολεμιστή του ότι κατέβηκε στον Άδη προκειμένου να μάθει τον δρόμο του μετέωρου ακόμη νόστου του, μακαρίζει, όπως η ψυχή του Αγαμέμνονα, τον νεκρό Αχιλλέα, χαρακτηρίζοντάς τον μάλιστα ευτυχέστερο (μακάρτατον, λ 483) των θνητών στο παρόν και στο μέλλον: όσο ζούσε ο Αχιλλέας, οι Αργείοι τον τιμούσαν σαν θεό· αλλά και στον Άδη, αν και νεκρός, ο ήρωας διατηρεί στο ακέραιο την πολεμική του δύναμη - γι᾽ αυτό, δεν θα πρέπει να θλίβεται για τον θάνατό του. Ο Αχιλλέας ωστόσο απωθεί πρώτα την παρηγοριά του Οδυσσέα να μη θλίβεται και ύστερα τον έπαινό του, απαντώντας ότι θα προτιμούσε να ζούσε ως υπηρέτης φτωχού αφέντη στη γη παρά να είναι βασιλιάς των νεκρών (λ 488-491). Όπως προκύπτει και από τη συνέχεια του διαλόγου (λ 492-540), μέσα από την αντιπαραβολή της μεταπολεμικής επιβίωσης προς τον θάνατο, τονίζεται η διαφορετική μοίρα των δύο ηρώων.

Η ανεκπλήρωτη επιθυμία του νεκρού Αχιλλέα να υπερασπιστεί τον απροστάτευτο από τις απειλές των εχθρών του γέροντα Πηλέα στη Φθία (λ 494-503, πρβ. Ω 538-542) πραγματώνεται από τον Οδυσσέα, καθώς ο ήρωας, με τον νόστο του, θα εκδικηθεί τους μνηστήρες που απειλούσαν τη ζωή του γέροντα πατέρα του Λαέρτη. Σε αντίθεση επίσης προς τον Οδυσσέα, που θα συναντηθεί με τον γιο του Τηλέμαχο και θα εκτελέσουν μαζί το σχέδιο της μνηστηροφονίας, ο νεκρός Αχιλλέας δεν θα μπορέσει να σμίξει με τον γιο του Νεοπτόλεμο, για να συμμετάσχει ζωντανός στην αριστεία του κατά την άλωση της Τροίας (λ 492-493, 505-537). Σε σχέση με τα επόμενα δρώμενα της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας, γυρίζοντας στο σπίτι του, κατορθώνει ό,τι δεν κατόρθωσε με τον πρώιμο θάνατό του στον πόλεμο ο Αχιλλέας.

Από την άλλη μεριά, ο γιος του Αχιλλέα Νεοπτόλεμος συστήνεται από τον Οδυσσέα ως άξιος αντικαταστάτης, πρόμαχος του πατέρα του στον πόλεμο της Τροίας, βγαίνοντας σώος από τα δεινά του (λ 534-535). Κατορθώνει έτσι ό,τι δεν μπόρεσε να πετύχει με το ἄφθιτον κλέος του ο πατέρας του, ο οποίος, μετά το τέλος του διαλόγου του με τον Οδυσσέα, επιστρέφει, με καμάρι για τον γιο του, στο ασφοδελό λιβάδι του Άδη (λ 538-540). Η αριστεία βέβαια του Νεοπτόλεμου στην άλωση της Τροίας κατορθώνεται με τη διαρκή καθοδήγηση και προστασία που του παρέχει ο Οδυσσέας, αντικαθιστώντας κατά κάποιον τρόπο στον ρόλο του πατέρα τον Αχιλλέα. Εγκωμιάζοντας έτσι ο Οδυσσέας στον νεκρό Αχιλλέα τον γιο του Νεοπτόλεμο, επαινεί έμμεσα το δικό του στρατήγημα της άλωσης της Τροίας: την ενέδρα (λόχον, λ 525) με τον δούρειο ίππο, χάρη στο οποίο κατέκτησε το αοίδιμο κλέος του στην Οδύσσεια (θ 487-531, πρβ. λ 505-537).

Μέσα λοιπόν από τη διήγηση του Οδυσσέα, το κλέος του Αχιλλέα που του υποσχέθηκε η Ιλιάδα με τον πρώιμο θάνατό του στην Τροία, υποχωρεί στο κλέος που κερδίζει ο πρωταγωνιστής της Οδύσσειας με την άλωση της Τροίας αλλά και έμμεσα με τον νόστο του. Ο Οδυσσέας έτσι βγαίνει διπλά κερδισμένος: κατακτά πολεμικό κλέος εκπορθώντας την Τροία και επιπρόσθετα κατορθώνει να γυρίσει στο σπίτι του. Ο τρόπος εντούτοις με τον οποίο ένας ήρωας πεθαίνει, καθορίζει το κλέος του. Έτσι, στην Ιλιάδα το τέλος του Αχιλλέα προεξαγγέλλεται ως πρώιμος και ένδοξος θάνατος στο πεδίο της μάχης. Στην Οδύσσεια αντίθετα το τέλος του πορθητή της Τροίας προφητεύεται από τον μάντη Τειρεσία (λ 134-137 = ψ 281-284) ως ήσυχος και γλυκός θάνατος στη στεριά, που θα βρει τον ηγεμόνα ήρωα σε βαθιά γεράματα και ανάμεσα σε υπηκόους που ζουν ὄλβιοι (ευτυχισμένοι και ευλογημένοι με όλα τα εγκόσμια αγαθά).

Με τον νόστο του ο Οδυσσέας ξεχωρίζει τόσο από τον Αχιλλέα όσο και από τον Αγαμέμνονα, καθώς δεν μπόρεσε πεθαίνοντας στην Τροία να κερδίσει το κλέος που πέτυχε ο Αχιλλέας. Εντούτοις, στην Οδύσσεια ο άδοξος θάνατος και η παρεπόμενη στέρηση του κλέους του Αγαμέμνονα εμφανίζονται ως απειλητικό ενδεχόμενο και για τον Οδυσσέα. Στην πρώτη ραψωδία ο Τηλέμαχος, εκμυστηρευόμενος τον κρυφό καημό του για τον χαμένο πατέρα του στην Αθηνά-Μέντη, μιμείται παραλλάσσοντας την ανεκπλήρωτη ευχή του Αχιλλέα προς τον Αγαμέμνονα (α 237-243, 237-240 ≈ ω 30-33):

Αν έβρισκε τον θάνατο, δεν θα ᾽ταν ο καημός μου τόσος,
αν είχε σκοτωθεί στην Τροία εκεί, με τους συντρόφους του στο πλάι,
ή, με το τέλος του πολέμου, ξεψυχούσε στων δικών του τα χέρια·
τότε οι Παναχαιοί θα τον τιμούσαν τύμβο υψώνοντας,
και για κληρονομιά στον γιο του θ᾽ άφηνε μεγάλη δόξα [μέγα κλέος].
Μα να που τώρα ανήκουστον [ἀκλειῶς] τον έχουν αναρπάξει οι Άρπυιες,
κι εξαφανίστηκε, χωρίς κανείς να μάθει πού και πώς,
αφήνοντας σ᾽ εμένα οδυρμούς κι οδύνες
.

Όπως ο Αχιλλέας εύχεται στον Αγαμέμνονα στο τέλος της Οδύσσειας, έτσι και ο Τηλέμαχος στην αρχή του έπους λέει ότι θα ήταν καλύτερα να πέθαινε ο πατέρας του στον πόλεμο της Τροίας· θα είχε έτσι τουλάχιστον έναν τιμημένο τύμβο, ενώ ο γιος του, όπως ο Ορέστης, θα είχε κληρονομήσει μέγα κλέος (α 240, πρβ. ω 34). Ανάμεσα ωστόσο στις δύο ανεκπλήρωτες ευχές υπάρχει μια χαρακτηριστική διαφορά. Ενώ ο βασιλιάς των Αχαιών βρήκε τρισάθλιο θάνατο επιστρέφοντας στην πατρίδα του, ο πρωταγωνιστής της Οδύσσειας, κατά τον Τηλέμαχο, δεν πέθανε στα χέρια των δικών του, αλλά χάθηκε ἀκλειῶς: τον άρπαξαν στις εσχατιές του κόσμου οι Άρπυιες (προσωποποιημένες δυνάμεις των θυελλωδών ανέμων)· χωρίς να αφήσει πίσω του κανένα ίχνος (ἄϊστος) και χωρίς να μπορεί κάποιος να τον μνημονεύσει, να πει κάτι μέσα στο έπος γι᾽ αυτόν (ἄπυστος).

Το απελπισμένο αδιέξοδο του νεαρού ήρωα μπορεί να είναι υπερβολικό, όχι όμως και παντελώς άστοχο. Ο πατέρας του τη στιγμή αυτή είναι εγκλωβισμένος στο απόκοσμο νησί της Ωγυγίας, όπου η Καλυψώ τον θέλγει, όπως οι Σειρήνες, να ξεχάσει την Ιθάκη (α 56-57, ε 61), με αντάλλαγμα την αθανασία και την αγηρασία (ε 136 = ψ 336). Η επικείμενη απελευθέρωση του Οδυσσέα από τα καλυπτήρια θέλγητρα της νύμφης σηματοδοτεί την άρνησή του να διαγραφεί ἄϊστος και ἄπυστος από τη σκέψη των ανθρώπων και από την παρεπόμενη μεταθανάτια φήμη που του εξασφαλίζει το έπος της Οδύσσειας.

Ο έντονα διαφοροποιημένος από του Αγαμέμνονα χαμός του Οδυσσέα από προσώπου γης, όπως τον φαντασιώνεται ο Τηλέμαχος, έχει τη σημασία του: θέτει σε εκκρεμότητα τον νόστο του πρωταγωνιστή της Οδύσσειας, υποκινώντας το ερώτημα αν ζει τελικά ή πέθανε. Ταυτόχρονα ευνοεί την ανάπτυξη του, συμπληρωματικού προς τον νόστο, θέματος της αναζήτησης του πατέρα από τον γιο του. Αργότερα βέβαια, όταν ο νεαρός ήρωας ψάχνει κρυφά από τη μητέρα του το κλέος του αγνοούμενου πατέρα του στην Πελοπόννησο, η Πηνελόπη φοβάται μήπως προσθέσει στον θρήνο της για την άδοξη εξαφάνιση του ένδοξου άντρα της και τον «ανήκουστο» (ἀκλέα) χαμό του γιου της (δ 727-728).

Ο ένδοξος θάνατος στην Τροία ως προτιμητέα ηρωική συνθήκη από την άδοξη εξαφάνιση, την οποία νομίζει συντελεσμένη για τον πατέρα του ο Τηλέμαχος (αργότερα για τον Οδυσσέα και ο πιστός του δούλος ο Εύμαιος, ξ 368-371), εκφράζεται και από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή της Οδύσσειας στο ναυάγιό του της πέμπτης ραψωδίας (ε 306-312):

Καμιά πια σωτηρία, σκέτος όλεθρος. Ευτυχισμένοι
τρεις και τέσσερις φορές οι Δαναοί που είχαν την τύχη
στην ευρύχωρη Τροία να χαθούν για τους Ατρείδες.
Κι εγώ μακάρι εκεί να ᾽χα τελειώσει,
εκεί να μ᾽ έβρισκε η μοίρα του θανάτου, τη μέρα εκείνη που Τρώες
αμέτρητοι με σημαδεύαν με τα χάλκινά τους δόρατα,
καθώς για τον νεκρό Αχιλλέα πολεμούσα.
Τότε θα με τιμούσαν και με του τάφου τα κτερίσματα,
το όνομά μου οι Αχαιοί θα το είχαν δοξασμένο [κλέος ἦγον Ἀχαιοί]. Μα τώρα το γραφτό μου
ήταν να γίνω λεία ανήκουστου θανάτου.

Το ενδεχόμενο ο Οδυσσέας να βρει «ανήκουστο» (λευγαλέον) θάνατο στο πέλαγος ανακαλεί τον φόβο του ιλιαδικού Αχιλλέα μήπως τον πνίξει ο Σκάμανδρος (ε 312, Φ 281). Οι δύο ήρωες, αν ήταν να εξαφανιστούν χωρίς να τους πάρει είδηση κανείς, εύχονται να τους έβρισκε ένας συγκεκριμένος, ηρωικός θάνατος στη σύγκρουση με τους αντιπάλους τους στο πεδίο της μάχης. Η ιδέα και στα δύο ομηρικά έπη είναι κοινή: ο πρώιμος θάνατος του πολεμιστή στο πεδίο της μάχης εξασφαλίζει το κλέος του, που διαιωνίζεται μέσω του τιμητικού τύμβου. Εξάλλου, όπως ο Πάτροκλος καλεί τον Αχιλλέα στην Ιλιάδα να τον θάψει (Ψ 71-76), έτσι και ο Ελπήνορας ικετεύει τον Οδυσσέα στην Οδύσσεια (λ 66-78, πρβ. ω 186-190) να μην τον ξεχάσει άκλαυτο και άταφο, αλλά να του αποδώσει το γέρας θανόντων, ώστε βλέποντας το σήμα του να τον μνημονεύουν οι μέλλουσες γενιές. Αντίθετα, ο «ανήκουστος» χαμός των ηρώων από τις δυνάμεις της φύσης εξαφανίζει το κλέος, πολεμικό και μεταπολεμικό.

Από την άλλη μεριά, ο μακαρισμός των νεκρών Αχαιών στην Τροία, σε σχέση με την απειλητική εμπειρία του άδοξου χαμού που δοκιμάζει ο Οδυσσέας στο πέλαγος, παραπέμπουν στο άθλιο τέλος του Αγαμέμνονα. Αν οι δύο ήρωες πέθαιναν στην Τροία, θα είχαν τιμητικό τύμβο και θα κέρδιζαν κλέος, που τελικά εξασφάλισε μόνο ο Αχιλλέας, το σώμα του οποίου οι δύο ήρωες, μαζί με τους άλλους Αχαιούς, υπερασπίστηκαν γενναία στην Τροία (ε 309-310, πρβ. ω 36-42).

Εκπληκτικά πράγματα συμβαίνουν όταν αρχίζουμε να αγαπάμε τον εαυτό μας

1. Αποκτάμε μεγαλύτερο έλεγχο της ζωής μας

Συνειδητοποίησα ότι πάντα είχα επιλογή.

Έκανα κακές επιλογές λόγω φόβου, ενοχών και ντροπής και σωστές επιλογές όταν αφουγκραζόμουν τον εαυτό μου και δεν φοβόμουν να είμαι αυθεντική. Σταμάτησα να προσπαθώ συνεχώς να ικανοποιώ τον κόσμο γύρω μου. Όταν αρχίσετε να αγαπάτε τον εαυτό σας περισσότερο, σύντομα θα συνειδητοποιήσετε τις επιθυμίες και τις ανάγκες σας και θα τις τιμάτε.

2. Θέτουμε αυστηρότερα όρια σε σχέση με τον έρωτα και την αγάπη

Τιμώντας τις ανάγκες μου, άρχισα να νιώθω μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα. Έτσι, σταμάτησα να σπαταλώ χρόνο σε ανθρώπους με τους οποίους δεν ταίριαζα και έκανα πιο «σίγουρες» επιλογές. Όταν ενδυναμώσεις τα όριά σου, έχοντας «κλειδώσει» την αγάπη προς τον εαυτό σου, οι επιλογές σου στην αγάπη και στον έρωτα θα διέπονται από περισσότερη σοφία.

3. Σταματάμε να αναζητάμε αποδοχή

Αυτό ήταν το πιο απελευθερωτικό. Βασιζόμουν πια στη δική μου επιβεβαίωση και όχι στην αποδοχή από τους άλλους. Κι έτσι οι πράξεις μου δεν καθοδηγούνταν από την συνεχή ανάγκη να με προσέξουν. Αυτό απελευθέρωσε χώρο στη ζωή μου για να γίνω πιο αυθεντική, λιγότερο αμυντική. Όταν η επιβεβαίωση πηγάζει από μέσα σου, αρχίζεις να ενδιαφέρεσαι λιγότερο για τις απόψεις των άλλων και μένεις εναρμονισμένος με τις προσωπικές σου αξίες.

4. Παίρνουμε πιο γενναίες και συνειδητές αποφάσεις

Άφησα την εργασία που έκανα επειδή ήθελα να σεβαστώ τον εαυτό μου. Μετακόμισα για να έχω έναν πιο ήρεμο τρόπο ζωής. Ερωτεύθηκα ξανά. Έφερα ένα παιδί στη ζωή. Και προσπαθώ συνεχώς να είμαι σωστή μητέρα γι’ αυτό. Όλες αυτές οι αποφάσεις ήρθαν γαλήνια και ήρεμα, πάρθηκαν με αποφασιστικότητα και θάρρος. Η αγάπη προς τον εαυτό μας δίνει τη δύναμη να ξεφορτωθούμε όλα εκείνα που δεν μας εξυπηρετούν πια.

5. Απολαμβάνουμε την συντροφιά του εαυτού μας

Σταμάτησα να γεμίζω τις μέρες μου με συναντήσεις κάθε είδους, κάτι που έκανα στο παρελθόν για να μη νιώθω μόνη. Δεν έτρεχα πια μακριά από τον εαυτό μου στις αγκαλιές ανθρώπων που τελικά δεν το άξιζαν. Αντιθέτως, άρχισα να κάνω περισσότερα πράγματα μόνη μου: κολύμπι, γιόγκα, γραφή, κινηματογράφο, διαλογισμό. Αρχίζοντας να αγαπάμε τον εαυτό μας, τον βρίσκουμε πλέον πιο συμπαθητικό, συνειδητοποιούμε ότι μας αρέσει να κάνουμε περισσότερη παρέα μαζί του.

6. Χτίζουμε ισχυρότερη σχέση με τον εαυτό μας

Και καθώς περνούσα περισσότερο χρόνο με τον εαυτό μου, εμβάθυνα τη σύνδεση μαζί του. Δεν ήμουν πια απεγνωσμένη για μια σχέση επειδή άρχισα να διασκεδάζω μόνη μου. Έγινα η καλύτερη μου φίλη. Αυτή η βαθύτερη σύνδεση με τον εαυτό σου θα βελτιώσει και τη σύνδεση με τους άλλους.

7. Σταματάμε να αναζητάμε απεγνωσμένα την ευτυχία στις σχέσεις

Αγαπώντας τον εαυτό μου, αντιλήφθηκα ότι δεν χρειάζομαι οπωσδήποτε μια σχέση για να νιώσω ευτυχισμένη. Όλη η αγάπη που χρειαζόμουν βρισκόταν ήδη μέσα μου. Ανέλαβα τον έλεγχο της ευτυχίας μου. Ξέρω ότι μπορώ να είμαι ευτυχισμένη με τον εαυτό μου και ο σωστός άνθρωπος θα εμφανιστεί τη σωστή στιγμή.

Η Κοινωνία των ηλεκτρονίων ενός ατόμου

Όταν η κοινωνία των ηλεκτρονίων ενός ατόμου μας διδάσκει …

Όπως μας διδάσκουν στο σχολείο, μέσα στο χώρο ενός ατόμου τα ηλεκτρόνια μένουν φυλακισμένα, και αναγκάζονται να περιστρέφονται δαιμονισμένα γύρω από ένα κέντρο εξουσίας, που το κατέχει ένας πανίσχυρος ατομικός πυρήνας που ασκεί πάνω τους μια καταπιεστική αλλά και δυναμική σαγήνη.

Ο περιστροφικός δρόμος κάθε ηλεκτρονίου καθορίζεται μονοσήμαντα από τις ελκτικές δυνάμεις του πυρήνα που αόρατα το καθοδηγούν.

Παρόλα αυτά τα ηλεκτρόνια, αγνοώντας την ύπαρξη αυτών των δυνάμεων και χαμένα μέσα στην άγνοιά τους, χαίρονται την φαινομενική και ψεύτικη ελευθερία της αόρατης φυλακής τους, εφόσον πιστεύουν ότι η ελεύθερη βούλησή τους τα έκανε να κινούνται στις τροχιές τους.

Εμείς όμως ως εξωτερικοί παρατηρητές γνωρίζουμε ότι την τροχιά δεν καθορίζει το κάθε ηλεκτρόνιο αλλά ο αφέντης πυρήνας. Ακόμα γνωρίζουμε ότι κάθε ηλεκτρονίου απέχει από τον ισχυρότατο πυρήνα μια διαφορετική απόσταση. Τα πιο κοντινά στον πυρήνα ηλεκτρόνια, πιθανότατα, νιώθουν να κατέχουν μέσα στο άτομο μια κυρίαρχη θέση σε σχέση με τα άλλα που βρίσκονται μακρύτερα. Με τον τρόπο αυτό μέσα στην κοινωνία των ηλεκτρονίων ενός ατόμου δημιουργείται μια «ιδιόμορφη κοινωνική στρωμάτωση» με μοναδικό κριτήριο-προσόν κάθε ηλεκτρονίου το ποσό της δύναμης που ασκεί πάνω του κυριαρχικά ο πυρήνας αφέντης, και ως εκ τούτου το πόσο πιο κοντά του βρίσκονται.

Τα δυστυχή ηλεκτρόνια δεν μπορούν να γνωρίζουν ότι όσο πιο κοντά βρίσκονται στο κέντρο της ελκτικής δύναμής του, τόσο περισσότερο χειραγωγούμενα και δέσμια είναι από αυτόν.

Και ακόμα δεν γνωρίζουν ότι ο αφέντης πυρήνας τα κρατάει κοντά του επειδή οι ενεργειακές δυνατότητες του είναι πολύ μεγαλύτερες από τις «φτωχές» εσωτερικές ενεργειακές δυνατότητες τους.
Δεν γνωρίζουν ότι όσο πιο μακριά βρίσκεται ένα ηλεκτρόνιο από τον πυρήνα του, τόσο μικρότερη είναι η δύναμη που αυτός ασκεί πάνω του αλλά και πολύ «μεγαλύτερη» η εσωτερική ενεργειακή του κατάσταση.

Αυτό δίνει στα εξωτερικά ηλεκτρόνια μια αξιοθαύμαστη δυνατότητα, να είναι πολύ πιο εύκολο για αυτά, προσλαμβάνοντας και ενσωματώνοντας στην ύπαρξη τους μικρά ποσά ενέργειας από το συμπαντικό περιβάλλον τους, να ξεφεύγουν εντελώς από τις δυνάμεις που τα φυλακίζουν, και να γίνονται «Ελεύθερα Ηλεκτρόνια».

Τελικά λοιπόν, ένα ηλεκτρόνιο γίνεται «Ελεύθερο» μόνο αν αποκτήσει εσωτερική ενέργεια τόσο μεγάλη όση χρειάζεται για να υπερνικήσει τη δύναμη που ασκεί πάνω του ο πυρήνας της δύναμης.
Όλα τα προηγούμενα μας διδάσκουν πολλά.

Όσο πιο κοντά βρισκόμαστε στη γειτονιά ενός εξουσιαστικού κέντρου πιστεύουμε λανθασμένα ότι είμαστε πιο προνομιούχοι και δυνατοί.

Αγνοούμε όμως τη βασική αλήθεια της φύσης. Η γειτνίαση με την πηγή μιας δύναμης δηλώνει το πόσο αδύναμοι ενεργειακά είμαστε μέσα μας, πόσο πολύ χειραγωγούμενοι και υποτελείς και πόσο μακριά από την έννοια της «Ελευθερίας».

Και κάτι σημαντικό που ξεχάσαμε να πούμε:

«Το ηλεκτρόνιο είναι «στοιχειώδες σωμάτιο», δηλαδή ένα «ρεύμα ενέργειας», ενώ ο «πυρήνας» ως προϊόν της ένωσης πρωτονίων και νετρονίων είναι «Ύλη».

Και το ρεύμα ενέργειας, το «Ηλεκτρόνιο» έχει ως «αποστολή» του, μαζεύοντας ενέργεια από το συμπαντικό περιβάλλον του, να υπερνικά την «Ύλη» και να γίνεται «Ελεύθερο».

Το δίλημμα στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε το έθεσε και ο Πλάτωνας. Αλυσοδεμένοι σκλάβοι μέσα στο «σπήλαιο» ή «ελεύθεροι», έξω από αυτό;

Όμως μην ξεχνάμε…

Θέλει αρετή, πίστη, ελπίδα επιμονή, επιμονή και Τόλμη η εκτός σπηλαίου Ελευθερία.

H Λεωφόρος Των Χαμένων Ονείρων

Βαδίζω σ’ ένα δρόμο μοναχός
ο μόνος που γνώρισα στη ζήση

Μήτε και ξέρω που θα βγω
μα είναι σαν εμένα και μόνος τον περνώ

Σεργιανώ σ’ αυτή την άδεια στράτα
στη Λεωφόρο Των Χαμένων Ονείρων
όπου η πόλη ήσυχη κοιμάται.

Κι είμαι μόνον εγώ και περπατώ μονάχος
περπατώ μονάχος, περπατώ μονάχος

Μ’ ακολουθεί μονάχα η σκιά μου
κι ακούγεται μονάχα η καρδιά μου.
κάποτε λέω κάποιος να με βρει
μα ως τότε μόνος θα βαδίζω

Βαδίζω πάνω στη γραμμή, στη κόψη,
του μυαλού μου που ‘χει διχαστεί
και στου γκρεμού το χείλος,
κι ακόμα μόνος μου βαδίζω

Διαβάζω πίσω απ’ τις γραμμές
τί πήγε τόσο χάλια, κι όλα είναι καλά
και το σφυγμό μετρώ να δω αν ζω
κι ακόμα μόνος μου βαδίζω

Μ’ ακολουθεί μονάχα η σκιά μου
κι ακούγεται μονάχα η καρδιά μου.
κάποτε λέω κάποιος να με βρει
μα ως τότε μόνος θα βαδίζω

Σεργιανώ σ’ αυτή την άδεια στράτα
στη Λεωφόρο Των Χαμένων Ονείρων
όπου η πόλη ήσυχη κοιμάται.

Κι είμαι μόνον εγώ και περπατώ μονάχος

Μ’ ακολουθεί μονάχα η σκιά μου
κι ακούγεται μονάχα η καρδιά μου.
κάποτε λέω κάποιος να με βρει
μα ως τότε μόνος θα βαδίζω

Boulevard Of Broken Dreams

Michael Pritchard, Frank E., Iii Wright, Billie Joe Armstrong

Η κόλαση θα γέμιζε αμέσως από κόσμο – και είναι γεμάτη, ακριβώς εδώ, στη γη

Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

Φανταστείτε έναν φυλακισμένο σε ένα κελί με βαριά κάγκελα, σε μια φυλακή με ψηλά τείχη, με οπλισμένους φρουρούς παντού.

Αλλά αυτή είναι η πιο ασυνήθιστη φυλακή.

Η πόρτα του κελιού είναι πάντα ξεκλείδωτη, όπως και η πύλη της φυλακής, και οι φρουροί είναι για να κρατούν τον κόσμο έξω, όχι μέσα.

Ο φυλακισμένος, όμως, πιστεύει ότι είναι το συνηθισμένο είδος φυλακής, και έτσι παραμένει στο κελί, το οποίο είναι στην πραγματικότητα άνετο.

Έχει αξιοπρεπή επίπλωση και αρκετές διασκεδάσεις για να περνάει η ώρα. Υπάρχουν βιβλία και cd, καλωδιακή τηλεόραση και ένας προσωπικός υπολογιστής. Υπάρχει ένα πλήρως εξοπλισμένο μπαρ, αξιοπρεπές φαγητό, τακτικές συζυγικές επισκέψεις.

Ο φυλακισμένος πρέπει να κάνει μια συγκεκριμένη ποσότητα βαρετής εργασίας, αλλά μπορεί επίσης να ικανοποιεί τα ενδιαφέροντα και τα χόμπι του.

Αρκετά καλή, για φυλακή.

Αλλά αυτός ο φυλακισμένος είναι στην πραγματικότητα δυστυχισμένος, απλά λόγω του ότι γνωρίζει ότι είναι φυλακισμένος. Θα ήθελε να αποδράσει και πιστεύει ότι αν το έκανε θα ήταν ευτυχισμένος. Αλλά επίσης πιστεύει ότι το να αποδράσει θα ήταν επικίνδυνο και πιθανώς απίθανο, έτσι μένει εκεί που είναι. Ο φυλακισμένος καταφεύγει σε ποικίλες άλλες “αποδράσεις” μέσα στο κελί – φαγητό, ποτό, ναρκωτικά, σεξ, βιβλία, τηλεόραση.

Όλες αυτές λειτουργούν, αλλά μόνο προσωρινά.

Η επιστροφή στην πραγματικότητα είναι πιο επώδυνη κάθε φορά, καθιστώντας αναγκαία μια μεγαλύτερης έντασης απασχόληση του νου για να πετύχει την επόμενη προσωρινή απόδραση. Αυτές οι απασχολήσεις επίσης οδηγούν σε φαντασιώσεις του πόσο υπέροχη μπορεί να είναι η ζωή πέρα από τους τοίχους της φυλακής και έτσι σε θλίψη για τα πόσα πολλά χάνει με το να είναι φυλακισμένος.

Εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε μια φυλακή όπως αυτή. Είναι η φυλακή του να υποφέρεις. Υποφέρετε όταν σας κατηγορούν, όταν αντιμετωπίζετε το κακό, όταν σας φέρονται άδικα. Επίσης υποφέρετε όταν εσείς κατηγορείτε άλλους, όταν εσείς κάνετε κακό και όταν διαπράττετε αδικία. Έτσι εσείς, όπως και ο φυλακισμένος, προσπαθείτε να απαλύνετε τη δυσφορία με συνεχείς απασχολήσεις του νου, σκεπτόμενοι όλο τον καιρό που πρέπει να περάσετε στο κελί.

Αλλά αυτή είναι μια ψευδαίσθηση.

Στην πραγματικότητα, είστε ελεύθεροι να φύγετε όποια στιγμή θέλετε – αν μπορείτε να ξεκολλήσετε από τις γνωστές ενασχολήσεις και να συνειδητοποιήσετε ότι ο δρόμος είναι ανοιχτός μπροστά σας.

Κάθε ανθρώπινο πλάσμα υποφέρει, αργά ή γρήγορα, έτσι η λειτουργική ερώτηση είναι όχι το αν θα υποφέρεις, αλλά από τι θα υποφέρεις. Με διαφορά, πολύ σημαντικότερη ερώτηση είναι το πώς θα προσπαθήσετε να ελαφρύνετε τα βάσανά σας. Η απάντηση στην οποία θα φτάσετε θα καθορίσει το αν θα αυξήσετε τα δικά σας βάσανα (και αυτών γύρω σας) ή αν θα τα μειώσετε.

Δυστυχώς, υπάρχουν πολλοί τρόποι να αυξήσετε τα βάσανα. Ευτυχώς, υπάρχουν συγκριτικά λίγοι τρόποι για να τα ελαφρύνετε.

Γιατί “ευτυχώς”;

Επειδή οι περιορισμένες επιλογές κάνουν το τοπίο πιο καθαρό.

Υποθέστε ότι είσαστε σε ένα δωμάτιο με χίλιες πόρτες και έπρεπε να διαλέξετε μία, και μόνο μία, για να περάσετε. Αν οι εννιακόσιες ενενήντα εννιά πόρτες οδηγούσαν στην κόλαση και μόνο μία οδηγούσε στον παράδεισο, αυτό θα ήταν καλό ή κακό;

Αυτό εξαρτάται από το αν ήταν σημαδεμένες ή όχι. Επειδή αν όλες οι πόρτες έμοιαζαν μεταξύ τους και έπρεπε να διαλέξετε την πόρτα σας στην τύχη, θα είχατε πολύ λίγες πιθανότητες να επιλέξετε τον παράδεισο: μία στις χίλιες.

Η κόλαση θα γέμιζε αμέσως από κόσμο – και είναι γεμάτη, ακριβώς εδώ, στη γη.

Αλλά αν οι πόρτες ήταν καθαρά σημαδεμένες “Παράδεισος” ή “Κόλαση”, θα ήσαστε σίγουροι ότι θα βρίσκατε τον παράδεισο αργά ή γρήγορα. Υπό τον όρο ότι θα μπορούσατε να διαβάσετε τα σημάδια.

Δεν έχει σημασία σε ποιο δωμάτιο ποιου κτιρίου βρίσκεστε, πάντα μπορείτε να βρείτε μυριάδες πόρτες για την κόλαση – και πάντα μπορείτε να βρείτε τουλάχιστον μία πόρτα για τον παράδεισο. Αν και όλοι λένε ότι θέλουν να διαβούν την πόρτα για τον παράδεισο, ένα μεγάλο ποσοστό διαβαίνει κάθε είδους πόρτα για την κόλαση. Ίσως πρέπει να μάθουμε να αναγνωρίζουμε τα σημάδια πάνω στις πόρτες και να δούμε ότι τα κελιά μας είναι ανοιχτά, έτσι ώστε να αφήσουμε τα βάσανα πίσω μας.

Στον Σωκράτη δεν άρεσε η ψιλή κουβεντούλα

Ο Σωκράτης έκανε στροφή προς μία νέα και αναπάντεχη κατεύθυνση και γι’ αυτό ήταν υπεύθυνος ένας φίλος του, ένας νεαρός άντρας ονόματι Χαιρεφώντας,

Μια μέρα ο Χαιρεφώντας επισκέφθηκε το Μαντείο των Δελφών και ρώτησε τη μάντισσα το εξής: Υπάρχει άνθρωπος στην Αθήνα πιο σοφός από τον Σωκράτη; «Όχι», ήταν η απάντηση. «Δεν υπάρχει άλλος».

Όταν ο Χαιρεφώντας μετέφερε στον Σωκράτη τα λόγια του μαντείου, εκείνος σάστισε. Δεν υπήρχε άλλος πιο σοφός από τον ίδιο; Πώς ήταν αυτό δυνατόν; Εκείνος δεν ήταν παρά ο γιος ενός λιθοξόου και δε γνώριζε τίποτε. Ωστόσο, οι χρησμοί δεν έκαναν ποτέ λάθος, έτσι ο Σωκράτης αποφάσισε να διερευνήσει το θέμα. Έπιασε κουβέντα με σεβαστούς Αθηναίους, μίλησε με τους πάντες, από ποιητές μέχρι στρατηγούς. Ο Σωκράτης σύντομα ανακάλυψε ότι αυτοί οι άντρες δεν ήταν τόσο σοφοί όσο θεωρούνταν. Ο στρατηγός δεν μπορούσε να του πει τι σημαίνει θάρρος και ο ποιητής δεν μπορούσε να δώσει έναν ορισμό της ποίησης. Όπου κι αν στρεφόταν, συναντούσε ανθρώπους που «δε γνωρίζουν τα πράγματα που δε γνωρίζουν».

Ίσως ο χρησμός ήταν σωστός, κατέληξε ο Σωκράτης. Ίσως διέθετε κάποιο είδος σοφίας, τη σοφία να γνωρίζει όσα δε γνώριζε. Για τον Σωκράτη το χειρότερο είδος άγνοιας είναι εκείνο που παρουσιάζεται ως γνώση. Καλύτερα η πλατιά και ειλικρινής άγνοια παρά η περιορισμένη και ύποπτη γνώση.

Η εισαγωγή αυτής της αθώας άγνοιας, αυτής της «υπέροχης νέας αφέλειας», όπως το θέτει ο φιλόσοφος Καρλ Γιάσπερς, είναι η σημαντικότερη συνεισφορά του Σωκράτη στην ανθρώπινη έρευνα, η οποία εξακολουθεί να κινεί τη φιλοσοφική σκέψη ακόμα και σήμερα.

Ο Σωκράτης δεν ήταν ο πρώτος φιλόσοφος. Πολλοί άλλοι είχαν προηγηθεί: ο Πυθαγόρας, ο Παρμενίδης, ο Δημόκριτος και ο Θαλής είναι μόνο κάποιοι από αυτούς. Οι άντρες αυτοί είχαν στρέψει τη ματιά τους προς τον ουρανό. Πάσχιζαν να εξηγήσουν το σύμπαν, να διεισδύσουν στα μυστήρια του φυσικού κόσμου. Τα αποτελέσματα ήταν ανάμεικτα. Ο Θαλής, ένα λαμπρό μυαλό από πολλές απόψεις, ήταν πεπεισμένος ότι όλη η ύλη στο σύμπαν αποτελούνταν από νερό. Όπως και ο Σωκράτης, οι φιλόσοφοι αυτοί έθεταν ερωτήματα, αλλά αυτά ξεκινούσαν κυρίως με τις λέξεις «τι» και «γιατί». Από τι αποτελούνται τα πάντα; Γιατί τα αστέρια χάνονται κατά τη διάρκεια της μέρας; Αυτού του είδους τα ερωτήματα δεν ενδιέφεραν τον Σωκράτη. Εκείνος πίστευε ότι δεν μπορούσαν να απαντηθούν και, σε τελική ανάλυση, δεν ήταν σημαντικά. Το σύμπαν ίσως είναι γοητευτικό, αλλά δεν μπορεί να συνομιλήσει κανείς μαζί του, και εκείνο που κυρίως αναζητούσε ο Σωκράτης ήταν η συζήτηση.

«Κάθε ερώτημα είναι μια κραυγή κατανόησης του κόσμου», είπε ο κοσμολόγος Καρλ Σαγκάν. Ο Σωκράτης θα συμφωνούσε μέχρι ένα σημείο. Κάθε ερώτημα είναι μια κραυγή κατανόησης του εαυτού μας. Ο Σωκράτης ενδιαφερόταν για τα ερωτήματα που ξεκινούσαν με το «πώς». Πώς μπορώ να ζήσω μια πιο ευτυχισμένη, γεμάτη νόημα ζωή; Πώς μπορώ να είμαι δίκαιος; Πώς μπορώ να γνωρίσω τον εαυτό μου;

Ο Σωκράτης δεν κατανοούσε γιατί οι Αθηναίοι συμπολίτες του δεν ενδιαφέρονταν περισσότερο γι’ αυτά τα ερωτήματα, δεδομένου του πάθους τους για βελτίωση, είτε αυτή αφορούσε την κατασκευή αγαλμάτων είτε την άσκηση της δημοκρατίας. Κατά την άποψη του Σωκράτη, οι Αθηναίοι εργάζονταν αγόγγυστα για να βελτιώσουν τα πάντα – εκτός από τους εαυτούς τους. Αυτό έπρεπε να αλλάξει, σκεφτόταν, και το έκανε σκοπό της ζωής του.

Αυτό σηματοδότησε μία σημαντική αλλαγή στη φιλοσοφία. Δεν πρόκειται πλέον για συγκεχυμένες εικασίες σχετικά με τον κόσμο. Πρόκειται για τη ζωή, τη δική σου ζωή, και το πώς να τη ζήσεις με τον καλύτερο τρόπο. Είναι κάτι πρακτικό. Κάτι απαραίτητο. Όπως είπε ο Ρωμαίος πολιτικός και φιλόσοφος Κικέρωνας, «ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος που κατέβασε τη φιλοσοφία από τον ουρανό, την έφερε στις πόλεις και την εισήγαγε στα σπίτια των ανθρώπων».

Ο Σωκράτης δεν συμπεριφερόταν όπως πιστεύουμε πως πρέπει να συμπεριφέρονται οι φιλόσοφοι. Δεν τον ενδιέφερε καθόλου να αποκτήσει ακολούθους. (Όταν οι μαθητές ρωτούσαν για άλλους φιλοσόφους, ο Σωκράτης με χαρά τούς κατηύθυνε σε αυτούς). Δεν κληροδότησε κάποιο σύνολο γνώσεων, θεωρίες ἡ δόγματα. Δεν δημοσίευσε πυκνογραμμένους τόμους. Για την ακρίβεια, δεν έγραψε ποτέ του τίποτε. Σήμερα γνωρίζουμε τον Σωκράτη χάρη σε λιγοστές αρχαίες πηγές και κυρίως χάρη στον μαθητή του, τον Πλάτωνα.

Δεν υπάρχει όρος «σωκρατική σκέψη», μόνο σωκρατική συλλογιστική. Ο Σωκράτης ενδιαφερόταν μόνο για τα μέσα, όχι για τον σκοπό. Σήμερα θυμόμαστε την αλογόμυγα της Αθήνας όχι για όσα γνώριζε, αλλά για τον τρόπο που έφτασε να τα γνωρίζει. Τον ένοιαζε περισσότερο η μέθοδος παρά η γνώση. Η γνώση δεν ωριμάζει καλά – σε αντίθεση με τις μεθόδους.

Οι ακαδημαϊκοί αναπτύσσουν πολλούς σύνθετους όρους για να περιγράψουν τη μέθοδο του Σωκράτη: τη διαλεκτική, τον έλεγχο, τον επαγωγικό συλλογισμό. Εγώ προτιμώ έναν πιο απλό όρο: τη συζήτηση. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό δεν ακούγεται τόσο εκλεπτυσμένο και πως πιθανότατα δε θα μου φέρει το βραβείο Νόμπελ, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Ο Σωκράτης συζητούσε με τους ανθρώπους. Ο σύγχρονος φιλόσοφος Ρ. Σ. το ονομάζει «φωτισμένη παροχή συμβουλών». Πολύ μου αρέσει αυτό. Είναι μια φράση που προσγειώνει τη φιλοσοφία ανυψώνοντάς την ταυτόχρονα.

Η εξέταση της ζωής απαιτεί απόσταση. Πρέπει να απομακρυνθούμε από τον εαυτό μας για να τον δούμε πιο καθαρά. Ο καλύτερος τρόπος για να το επιτύχουμε αυτό είναι μέσω της συζήτησης. Για τον Σωκράτη, η φιλοσοφία και η συζήτηση ήταν έννοιες πρακτικά συνώνυμες.

Ο Σωκράτης συνομιλούσε με κάθε είδος ανθρώπου: πολιτικούς, στρατηγούς, τεχνίτες, καθώς και γυναίκες, σκλάβους και παιδιά. Συζητούσε για όλα τα θέματα επίσης, ωστόσο μόνο για τα σημαντικά εξ αυτών. Στον Σωκράτη δεν άρεσε η ψιλή κουβεντούλα. Ήξερε ότι η ζωή είναι μικρή και δεν ήθελε να ξοδεύει ούτε ένα δευτερόλεπτο από τον διαθέσιμο χρόνο του σε ανούσιες κουβέντες. «Εξετάζουμε τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να ζήσουμε την καλύτερη δυνατή ζωή», είπε αγανακτισμένος στον σοφιστή Γοργία. «Ποιο ερώτημα μπορεί να είναι πιο σοβαρό από αυτό για οποιοδήποτε άτομο διαθέτει κάποια λογική;»

Όσο κι αν αγαπούσε τη συζήτηση, πιστεύω πως ο Σωκράτης την έβλεπε απλώς σαν ένα ακόμα εργαλείο στην εργαλειοθήκη του. Όλη αυτή η φωτισμένη παροχή συμβουλών είχε έναν σκοπό: να γνωρίσει τον εαυτό του. Συζητώντας με τους άλλους έμαθε πώς να συνομιλεί με τον εαυτό του.

Το ιδεολογικό θεμέλιο της δημοκρατίας

Στον «Πρωταγόρα» (321e-324a) εκθέτει ο Πλάτων, οιωνοί μυθικά μια φιλοσοφία της ιστορίας, διαποτισμένη από ριζική δυσπιστία προς την πολιτική ορθοφροσύνη της ανθρωπότητας. Και είναι παράδοξο πως ο φιλόσοφος ενός λαού και μιας εποχής με ανεπτυγμένη την πολιτική ευθυκρισία και υποανάπτυκτη μάλλον την τεχνική, συγκριτικά προπάντων προς τις αντίστοιχες επιδόσεις της σύγχρονης μας ανθρωπότητας, διακηρύττει, έστω διαμέσου του Πρωταγόρα, πως ήδη από την πρωτοϊστορία το ανθρώπινο γένος είχε αποκτήσει τεχνική, πρόσφορη για το βιοπορισμό του, όχι όμως πολιτική.  Αντίθετα, η πολιτική έμεινε απρόσιτη σχεδόν στο ανθρώπινο πνεύμα, καθώς ήταν φυλαγμένη αυστηρά σε υψηλή, απρόσβατη θέση (321d6-8). Η στέρηση της πολιτικής, απαραίτητη για την ορθοπόδηση της κοινωνίας, εμφανίζεται να έχει μοιραία συνέπεια την έμμονη κακοδαιμονία της ανθρωπότητας. 

Ύστερα λοιπόν από μιαν άθλια περίοδο ακοινωνησίας των ανθρώπων και αγριότητος και αδυναμίας για ζωή κοινωνική – αφού δεν είχαν την πολιτική -, άρα και υποβολής στον κίνδυνο, τον έσχατο, να εξοντωθούν από τα θηρία, δόθηκαν θεόθεν στο ανθρώπινο γένος, βλάστησαν δηλαδή στις ανθρώπινες ψυχές, δύο ριζικά ηθικά συναισθήματα: η «αιδώς» και η «δίκη» (322c). Τα δύο αυτά ηθικά συναισθήματα εμφανίζονται σαν υποκατάστατα έτσι κάπως της πολιτικής, όπως ήταν πρόσφορα να δημιουργήσουν βαθμιαία τον ηθικό πολιτισμό, ανύπαρκτο ακόμη στην πρωτοϊστορία, και με αυτόν να δυνατοποιήσουν τη σύμπηξη και την συντήρηση των ανθρώπινων κοινωνιών.

Σύμφωνα με το μύθο, ενώ οι άνθρωποι από στέρηση της πολιτικής εκινδύνευαν να εξοντωθούν, ο Ζευς, αν και ο ίδιος ήταν κάτοχος της πολιτικής, δεν εδώρησε στους ανθρώπους αυτήν, αλλά την «αιδώ» και την «δίκην», ώστε να εξοικονομηθούν με αυτές. Εξάλλου ο Πρωταγόρας, στο λόγο του που ακολουθεί το μύθο, μετονομάζοντας ήδη σιωπηρά την αιδώ σωφροσύνη και την δίκη δικαιοσύνη, τις αναφέρει σαν υπηρετικές της πολιτικής αρετής (323a-b).

Τη βάση άρα, σύμφωνα με τον φιλοσοφικό αυτό μύθο, της δυνατότητας για ζωή κοινωνική αποτέλεσαν η «αιδώς» και η «δίκη», που έγκαιρα παρουσιάστηκαν στην ιστορία, και σύμφυτες σχεδόν με την ύπαρξη του κάπως διαπλασμένου ανθρώπου. Πραγματικά, ιδίωμα τους, κρίσιμο για την έξοχη αυτή λειτουργία τους, εμφανίζεται η αδιαφόριστη διανομή τους σε όλους τους ανθρώπους - αντίθετα με ότι συμβαίνει στις τέχνες – ή τουλάχιστον η ευχέρεια και η εντολή για όλους τους ανθρώπους να μετέχουν σ’ αυτές (322c-d). 

Έξοχα είναι διατυπωμένη, στο μύθο (322c), η κοινωνιοπλαστική αποστολή που έχουν να επιτελέσουν η αιδώς και η δίκη. Η αιδώς πρέπει να αποτελεί ότι ονομάζεται «πόλεων κόσμοι» δηλαδή με την εμπνοή της να αυτό-υποβάλλονται οι πολίτες (αυτονομία) σε κόσμια συμπεριφορά, ώστε και να υπάρχει αυτόδοτη αρμονία της πολιτείας· η δίκη πρέπει ν’ αποτελεί ότι χαρακτηρίζεται «πόλεων… δεσμοί», δηλαδή με τις υπαγορεύσεις τους να υποβάλλονται οι πολίτες σε δεσμεύσεις της συμπεριφοράς τους (ετερονομία), ώστε και να υπάρχει επιβλητή συνοχή της πολιτείας· η σύνδρομη αυτή λειτουργία τους θα συνεπάγεται «φιλίαν», δηλαδή ενότητα ηθική της πολιτείας, άρα σύμπνοια και ομόνοια των πολιτών, ώστε να ζουν στο χώρο της, χωρίς έχθρα τουλάχιστον μεταξύ τους.

Κήρυγμα ανθρωπισμού, το θεώρημα για συμμετοχή όλων των ανθρώπων στα ριζικά ηθικά συναισθήματα, όπως και το θεώρημα για την κοινωνιοπλαστική αποστολή των ηθικών αυτών συναισθημάτων, είναι κατεξοχήν πρόσφορα για ν’ αποτελέσουν ιδεολογικό θεμέλιο της δημοκρατίας. Και αναμφίβολα ήταν αρμόδιος ο Πρωταγόρας να τα εξαγγείλει. Αξίζει όμως να τονισθεί πως τα δύο αυτά θεωρήματα, συμπληρωμένα είτε διορθωμένα, δεν είναι ξένα προς την πολιτειολογία του Πλάτωνος, ακριβέστερα πως η αιδώς και η δίκη αποτελούν καίρια στοιχεία της, με τις μετατροπίες τους προπάντων: σωφροσύνη και δικαιοσύνη.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.19.1-6.20.1)

[6.19.1] Ἐνταῦθα ὁρμισάντων τὸ πάθημα ἐπιγίγνεται τῆς μεγάλης θαλάσσης ἡ ἄμπωτις, ὥστε ἐπὶ ξηροῦ ἀπελήφθησαν αὐτοῖς αἱ νῆες. καὶ τοῦτο οὔπω πρότερον ἐγνωκόσι τοῖς ἀμφ᾽ Ἀλέξανδρον ἔκπληξιν μὲν καὶ αὐτὸ οὐ σμικρὰν παρέσχε, πολὺ δὲ δὴ ἔτι μείζονα, ὁπότε διελθούσης τῆς ὥρας προσῄει τε τὸ ὕδωρ καὶ τὰ σκάφη ‹ἐ›μετεωρίζοντο. [6.19.2] ὅσας μὲν δὴ τῶν νεῶν ἐν τῷ πηλῷ ἑδραίας κατέλαβεν, αὗται δὲ ἀβλαβῶς τε ἐμετεωρίσθησαν καὶ οὐδὲν χαλεπὸν παθοῦσαι ἔπλεον αὖθις· ὅσαι δὲ ἐν ξηροτέρᾳ τε τῇ γῇ καὶ οὐ βεβαίως τὴν στάσιν ἔχουσαι ὑπελείφθησαν, αὗται δὲ ἀθρόου ἐπελθόντος τοῦ κύματος αἱ μὲν αὐτῶν ἐμπεσοῦσαι ἐς ἀλλήλας, αἱ δὲ πρὸς τῇ γῇ ἀρ[ρ]αχθεῖσαι συνετρίβησαν. [6.19.3] ταύτας τε οὖν ἐπεσκεύασεν Ἀλέξανδρος ἐκ τῶν παρόντων καὶ ἐν κερκούροιν δυοῖν προπέμπει κατὰ τὸν ποταμὸν τοὺς κατασκεψομένους τὴν νῆσον, ἐς ἥντινα οἱ ἐπιχώριοι ἔφασκον ὁρμιστέα εἶναι αὐτῷ κατὰ τὸν πλοῦν τὸν ἐς τὴν θάλασσαν· Κίλλουτα δὲ τῇ νήσῳ τὸ ὄνομα ἔλεγον. ὡς δὲ ἐξηγγέλθη ὅτι ὅρμοι τε ἐν τῇ νήσῳ εἰσὶ καὶ αὐτὴ μεγάλη καὶ ὕδωρ ἔχουσα, ὁ μὲν ἄλλος αὐτῷ στόλος ἐς τὴν νῆσον κατέσχεν, αὐτὸς δὲ ταῖς ἄριστα πλεούσαις τῶν νεῶν ἐπέκεινα προὐχώρει, ὡς ἀπιδεῖν τοῦ ποταμοῦ τὴν ἐκβολὴν τὴν ἐς τὴν θάλασσαν, εἰ παρέχει τὸν ἔκπλουν εὔπορον. [6.19.4] προελθόντες δὲ ἀπὸ τῆς νήσου σταδίους ὅσον διακοσίους ἀφορῶσιν ἄλλην νῆσον, ταύτην ἤδη ἐν τῇ θαλάσσῃ. τότε μὲν δὴ ἐπανῆλθον ἐς τὴν ἐν τῷ ποταμῷ νῆσον, καὶ πρὸς τοῖς ἄκροις αὐτῆς καθορμισθεὶς θύει τοῖς θεοῖς Ἀλέξανδρος ὅσοις ἔφασκεν ὅτι παρὰ τοῦ Ἄμμωνος ἐπηγγελμένον ἦν θῦσαι αὐτῷ. ἐς δὲ τὴν ὑστεραίαν κατέπλει ὡς ἐπὶ τὴν ἄλλην τὴν ἐν τῷ πόντῳ νῆσον, καὶ προσχὼν καὶ ταύτῃ ἔθυε καὶ ἐνταῦθα ἄλλας αὖ θυσίας ἄλλοις τε θεοῖς καὶ ἄλλῳ τρόπῳ· καὶ ταύτας δὲ κατ᾽ ἐπιθεσπισμὸν θύειν ‹ἔφασκε› τοῦ Ἄμμωνος. [6.19.5] αὐτὸς δὲ ὑπερβαλὼν τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ τὰς ἐκβολὰς ἐς τὸ πέλαγος ἀνέπλει, ὡς μὲν ἔλεγεν, ἀπιδεῖν εἴ πού τις χώρα πλησίον ἀνίσχει ἐν τῷ πόντῳ, ἐμοὶ δὲ δοκεῖ, οὐχ ἥκιστα ὡς πεπλευκέναι τὴν μεγάλην τὴν ἔξω Ἰνδῶν θάλασσαν. ἐνταῦθα ταύρους τε σφάξας τῷ Ποσειδῶνι ἀφῆκεν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ σπείσας ἐπὶ τῇ θυσίᾳ τήν τε φιάλην χρυσῆν οὖσαν καὶ κρατῆρας χρυσοῦς ἐνέβαλεν ἐς τὸν πόντον χαριστήρια, εὐχόμενος σῶόν οἱ παραπέμψαι τὸν στρατὸν τὸν ναυτικόν, ὅντινα ξὺν Νεάρχῳ ἐπενόει στέλλειν ὡς ἐπὶ τὸν κόλπον τὸν Περσικὸν καὶ τὰς ἐκβολὰς τοῦ τε Εὐφράτου καὶ τοῦ Τίγρητος.
[6.20.1] Ἐπανελθὼν δὲ ὀπίσω ἐς τὰ Πάταλα τήν τε ἄκραν τετειχισμένην καταλαμβάνει καὶ Πείθωνα ξὺν τῇ στρατιᾷ ἀφιγμένον καὶ τούτῳ ξύμπαντα καταπεπραγμένα ἐφ᾽ οἷσπερ ἐστάλη. Ἡφαιστίων μὲν δὴ ἐτάχθη παρασκευάζειν τὰ πρὸς τὸν ἐκτειχισμόν τε τοῦ ναυστάθμου καὶ τῶν νεωσοίκων τὴν κατασκευήν· καὶ γὰρ καὶ ἐνταῦθα ἐπενόει στόλον ὑπολείπεσθαι νεῶν οὐκ ὀλίγων πρὸς τῇ πόλει τοῖς Πατάλοις, ἵναπερ ἐσχίζετο ὁ ποταμὸς ὁ Ἰνδός.

***
[6.19.1] Αφού αγκυροβόλησαν, άρχισε το φαινόμενο της μεγάλης θάλασσας, η άμπωτις, με αποτέλεσμα τα πλοία του να μείνουν στην ξηρά. Επειδή οι άνδρες του Αλεξάνδρου δεν είχαν γνωρίσει ποτέ πριν το φαινόμενο τούτο, τους προξένησε μεγάλη κατάπληξη, που έγινε μάλιστα ακόμη μεγαλύτερη, όταν με την πάροδο της ώρας το νερό ξαναγύρισε και τα πλοία σηκώθηκαν ψηλά. [6.19.2] Όσα, λοιπόν, πλοία βρήκε η άμπωτις ακίνητα στη λάσπη ανυψώθηκαν χωρίς βλάβη και έπλεαν πάλι, επειδή δεν έπαθαν κανένα κακό. Όσα όμως κάθισαν σε πιο στεγνή κοίτη και δεν είχαν ασφαλή στάση, όταν έπεσε επάνω τους το ορμητικό κύμα, τσακίσθηκαν, επειδή άλλα συγκρούσθηκαν μεταξύ τους και άλλα χτύπησαν στην κοίτη. [6.19.3] Τα πλοία, λοιπόν, αυτά επισκεύασε ο Αλέξανδρος, όπως του επέτρεπαν οι παρούσες συνθήκες, και έστειλε μπροστά δύο κερκούρους με ανθρώπους προς την κατεύθυνση του ποταμού για να εξερευνήσουν το νησί, στο οποίο του έλεγαν οι ντόπιοι ότι πρέπει να αγκυροβολήσει κατά το ταξίδι του προς τη θάλασσα. Έλεγαν επίσης ότι το νησί ονομαζόταν Κίλλουτα.
Όταν του ανήγγειλαν ότι το νησί είχε όρμους, ήταν μεγάλο και διέθετε νερό, ο υπόλοιπος στόλος του κατέπλευσε στο νησί, ενώ ο ίδιος ο Αλέξανδρος με τα πιο καλοτάξιδα πλοία προχώρησε παραπέρα, ώστε να παρατηρήσει αν η εκβολή του ποταμού στη θάλασσα παρέχει ασφαλή έξοδο στα πλοία. [6.19.4] Και αφού προχώρησαν διακόσιους περίπου σταδίους από το νησί, παρατήρησαν ένα άλλο νησί, που ήταν πλέον μέσα στη θάλασσα. Τότε, λοιπόν, επέστρεψαν στο νησί που ήταν μέσα στον ποταμό. Ο Αλέξανδρος αγκυροβόλησε κοντά σε ένα ακρωτήριο του νησιού και θυσίασε σε όσους θεούς έλεγε ότι του είχε παραγγείλει ο Άμμων να θυσιάσει. Την επόμενη μέρα κατέπλευσε στο άλλο νησί που ήταν στη θάλασσα και αφού προσορμίστηκε, θυσίαζε πάλι και εδώ άλλες θυσίες σε άλλους θεούς και με διαφορετικό τρόπο λέγοντας ότι και αυτές τις έκανε κατά παραγγελία του Άμμωνα. [6.19.5] Έπειτα προσπέρασε τις εκβολές του Ινδού ποταμού και άρχισε να πλέει ο ίδιος στο ανοιχτό πέλαγος για να παρατηρήσει, όπως έλεγε, αν υψώνεται κάπου κοντά καμιά στεριά μέσα στη θάλασσα, εγώ όμως νομίζω ότι το έκανε κυρίως για να έχει πλεύσει και στη μεγάλη θάλασσα που είναι έξω από την Ινδία. Εκεί θυσίασε ταύρους προς τιμήν του Ποσειδώνα και τους έριξε στη θάλασσα· μετά τη θυσία έκαμε σπονδή και έριξε στον πόντο το κύπελλο που ήταν χρυσό και τους χρυσούς κρατήρες ως ευχαριστήρια προσφορά ευχόμενος στον θεό να συνοδεύσει με ασφάλεια τη ναυτική του δύναμη, την οποία σκεφτόταν να στείλει με τον Νέαρχο στον Περσικό κόλπο και στις εκβολές του Ευφράτη και του Τίγρητα.
[6.20.1] Όταν επέστρεψε πίσω στα Πάταλα, βρήκε την ακρόπολη να έχει οχυρωθεί με τείχος και τον Πείθωνα να έχει φθάσει με τον στρατό του και να έχει εκτελέσει όλα εκείνα για τα οποία είχε σταλεί. Ο Ηφαιστίων, λοιπόν, διατάχθηκε να ετοιμάσει τα απαραίτητα για την οχύρωση του ναυστάθμου με τείχος και για την κατασκευή των υποστέγων. Γιατί σκεφτόταν να αφήσει στόλο πολλών πλοίων και εκεί, κοντά στην πόλη των Πατάλων, όπου ακριβώς χωριζόταν σε δύο ο Ινδός ποταμός.

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (769-833)

ΙΟ. ἀλλ᾽ ἵξεται μέν· ἀξία δέ που μαθεῖν
770 κἀγὼ τά γ᾽ ἐν σοὶ δυσφόρως ἔχοντ᾽, ἄναξ.
ΟΙ. κοὐ μὴ στερηθῇς γ᾽ ἐς τοσοῦτον ἐλπίδων
ἐμοῦ βεβῶτος. τῷ γὰρ ἂν καὶ μείζονι
λέξαιμ᾽ ἂν ἢ σοὶ διὰ τύχης τοιᾶσδ᾽ ἰών;
ἐμοὶ πατὴρ μὲν Πόλυβος ἦν Κορίνθιος,
775 μήτηρ δὲ Μερόπη Δωρίς. ἠγόμην δ᾽ ἀνὴρ
ἀστῶν μέγιστος τῶν ἐκεῖ, πρίν μοι τύχη
τοιάδ᾽ ἐπέστη, θαυμάσαι μὲν ἀξία,
σπουδῆς γε μέντοι τῆς ἐμῆς οὐκ ἀξία.
ἀνὴρ γὰρ ἐν δείπνοις μ᾽ ὑπερπλησθεὶς μέθης
780 καλεῖ παρ᾽ οἴνῳ πλαστὸς ὡς εἴην πατρί.
κἀγὼ βαρυνθεὶς τὴν μὲν οὖσαν ἡμέραν
μόλις κατέσχον, θἀτέρᾳ δ᾽ ἰὼν πέλας
μητρὸς πατρός τ᾽ ἤλεγχον· οἱ δὲ δυσφόρως
τοὔνειδος ἦγον τῷ μεθέντι τὸν λόγον.
785 κἀγὼ τὰ μὲν κείνοιν ἐτερπόμην, ὅμως δ᾽
ἔκνιζέ μ᾽ αἰεὶ τοῦθ᾽· ὑφεῖρπε γὰρ πολύ.
λάθρᾳ δὲ μητρὸς καὶ πατρὸς πορεύομαι
Πυθώδε, καί μ᾽ ὁ Φοῖβος ὧν μὲν ἱκόμην
ἄτιμον ἐξέπεμψεν, ἄλλα δ᾽ ἀθλίῳ
790 καὶ δεινὰ καὶ δύστηνα προύφηνεν λέγων,
ὡς μητρὶ μὲν χρείη με μιχθῆναι, γένος δ᾽
ἄτλητον ἀνθρώποισι δηλώσοιμ᾽ ὁρᾶν,
φονεὺς δ᾽ ἐσοίμην τοῦ φυτεύσαντος πατρός.
κἀγὼ ᾽πακούσας ταῦτα τὴν Κορινθίαν
795 ἄστροις τὸ λοιπὸν ἐκμετρούμενος χθόνα
ἔφευγον, ἔνθα μήποτ᾽ ὀψοίμην κακῶν
χρησμῶν ὀνείδη τῶν ἐμῶν τελούμενα.
στείχων δ᾽ ἱκνοῦμαι τούσδε τοὺς χώρους ἐν οἷς
σὺ τὸν τύραννον τοῦτον ὄλλυσθαι λέγεις.
800 καί σοι, γύναι, τἀληθὲς ἐξερῶ. τριπλῆς
ὅτ᾽ ἦ κελεύθου τῆσδ᾽ ὁδοιπορῶν πέλας,
ἐνταῦθά μοι κῆρυξ τε κἀπὶ πωλικῆς
ἀνὴρ ἀπήνης ἐμβεβώς, οἷον σὺ φής,
ξυνηντίαζον· κἀξ ὁδοῦ μ᾽ ὅ θ᾽ ἡγεμὼν
805 αὐτός θ᾽ ὁ πρέσβυς πρὸς βίαν ἠλαυνέτην.
κἀγὼ τὸν ἐκτρέποντα, τὸν τροχηλάτην,
παίω δι᾽ ὀργῆς· καί μ᾽ ὁ πρέσβυς ὡς ὁρᾷ
ὄχους παραστείχοντα, τηρήσας μέσον
κάρα, διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο.
810 οὐ μὴν ἴσην γ᾽ ἔτεισεν, ἀλλὰ συντόμως
σκήπτρῳ τυπεὶς ἐκ τῆσδε χειρὸς ὕπτιος
μέσης ἀπήνης εὐθὺς ἐκκυλίνδεται·
κτείνω δὲ τοὺς ξύμπαντας. εἰ δὲ τῷ ξένῳ
τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές,
815 τίς τοῦδέ γ᾽ ἀνδρὸς νῦν ἔτ᾽ ἀθλιώτερος,
τίς ἐχθροδαίμων μᾶλλον ἂν γένοιτ᾽ ἀνήρ,
ὃν μὴ ξένων ἔξεστι μηδ᾽ ἀστῶν τινὶ
δόμοις δέχεσθαι, μηδὲ προσφωνεῖν τινά,
ὠθεῖν δ᾽ ἀπ᾽ οἴκων; καὶ τάδ᾽ οὔτις ἄλλος ἦν
820 ἢ ᾽γὼ ᾽π᾽ ἐμαυτῷ τάσδ᾽ ἀρὰς ὁ προστιθείς.
λέχη δὲ τοῦ θανόντος ἐν χεροῖν ἐμαῖν
χραίνω, δι᾽ ὧνπερ ὤλετ᾽. ἆρ᾽ ἔφυν κακός;
ἆρ᾽ οὐχὶ πᾶς ἄναγνος; εἴ με χρὴ φυγεῖν,
καί μοι φυγόντι μἤστι τοὺς ἐμοὺς ἰδεῖν
825 μήτ᾽ ἐμβατεῦσαι πατρίδος, ἢ γάμοις με δεῖ
μητρὸς ζυγῆναι καὶ πατέρα κατακτανεῖν
Πόλυβον, ὃς ἐξέθρεψε κἀξέφυσέ με.
ἆρ᾽ οὐκ ἀπ᾽ ὠμοῦ ταῦτα δαίμονός τις ἂν
κρίνων ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἂν ὀρθοίη λόγον;
830μὴ δῆτα μὴ δῆτ᾽, ὦ θεῶν ἁγνὸν σέβας,
ἴδοιμι ταύτην ἡμέραν, ἀλλ᾽ ἐκ βροτῶν
βαίην ἄφαντος πρόσθεν ἢ τοιάνδ᾽ ἰδεῖν
κηλῖδ᾽ ἐμαυτῷ συμφορᾶς ἀφιγμένην.

***
ΙΟΚ. Θα ᾽ρθει. Μα κάνε μου τη χάρη
να μου πεις,
770 τί σου βαραίνει, βασιλιά μου, την ψυχή;
ΟΙΔ. Δε θα σου κρύψω τίποτα·
στις παρυφές κινούμαι της ελπίδας.
Ποιός άλλος από σένα
δικαιούται περισσότερο
τη δυστυχία μου να δει κατάματα;
Ο Κορίνθιος Πόλυβος ήταν πατέρας μου·
μητέρα μου η Δωρίδα Μερόπη.
Ήμουν ο πρώτος πολίτης εκεί,
πριν να συμβεί κάτι τυχαίο,
κάπως παράξενο στ᾽ αλήθεια,
μα που δεν άξιζε τον κόπο
να μου κεντρίσει την προσοχή.
Κάποιος στο δείπνο μεθυσμένος
και πάνω στο κρασί
είπε πως είμαι ψεύτικος,
780 πλαστός του πατέρα μου γιος.
Το πήρα βαριά· κρατήθηκα την ίδια μέρα.
Όμως την άλλη μέρα
πήγα στη μάνα μου και στον πατέρα
και τους ρώτησα.
Δυσφόρησαν για κείνον που με πρόσβαλε
και ᾽γω χαιρόμουν την οργή τους.
Όμως τ᾽ αγκάθι με τρυπούσε συνεχώς
και πλήγωνε το νου μου.
Πηγαίνω στους Δελφούς
κρυφά απ᾽ τους γονείς μου,
αλλά ο Φοίβος μ᾽ έδιωξε,
με περιφρόνησε,
δεν απάντησε στο ερώτημά μου.
790 Αλλά δεινά και φοβερά προφήτευε
για μένα τον τρισάθλιο
πως με τη μάνα μου θα σμίξω
και πως παιδιά θα φέρω της ντροπής
στο φως της μέρας
και πως φονιάς θα γίνω
του πατέρα που μ᾽ έσπειρε.
Εγώ σαν τ᾽ άκουσα
από την πόλη της Κορίνθου
ξεμακραίνω,
ακολουθώντας την οδό των αστεριών,
δεν ήθελα να δω ν᾽ αληθεύουν
των χρησμών οι ντροπές.
Οδοιπορώντας φτάνω στον τόπο
που μου λες
πως χάθηκεν ο βασιλιάς της χώρας.
800 Θα σου πω όλη την αλήθεια.
Όταν πεζός στο τρίστρατο πλησίασα
αντάμωσα έναν κήρυκα
και πάνω σ᾽ ένα αμάξι
που το ᾽σερναν πουλάρια
καθόταν ένας γέροντας, καθώς τον λες.
Αυτός ο κήρυκας κι ο γέροντας
με πέταξαν βιαίως στης δημοσιάς την άκρη.
Τον οδηγό που μ᾽ έσπρωξε
χτυπώ με λύσσα.
Ο γέροντας το βλέπει,
με παραφύλαξε
κι όπως τ᾽ αμάξι πέρναγε μπροστά μου
με χτύπησε με το διπλό μαστίγιο στο μέτωπο.
810 Το πλήρωσε ακριβότερα·
σαν αστραπή τον τσάκισα
με το ραβδί που κράταγα στο χέρι
κι ανάσκελα κυλίστηκε
στο βάθος τ᾽ αμαξιού.
Ύστερα σκότωσα όλους τους άλλους.
Αν συγγενεύει ο Λάιος μ᾽ αυτόν τον ξένο,
ποιός άνθρωπος γεννήθηκε
πιο θλιβερός απ᾽ τον Οιδίποδα;
Ποιός άλλος μπόρεσε
πιο θεομίσητος να γίνει;
Κανείς πολίτης, κανένας ξένος
δεν επιτρέπεται να τον δεχτεί στο σπίτι του
κανείς δεν επιτρέπεται να του μιλεί,
όλοι θα τον πετούν στο δρόμο.
Άλλος κανείς, μονάχα εγώ
820 τον εαυτό μου καταράστηκα,
βρωμίζω με τα χέρια που τον σκότωσα
του πεθαμένου το κρεβάτι.
Γεννήθηκε κακούργος;
Εγώ είμαι το μίασμα.
Στο σώμα, στην ψυχή, στο νου;
Αν πάρω των ομματιών μου και φύγω
εξόριστος δε θα μπορώ
τους δικούς μου να δω
ούτε το χώμα της πατρίδας να πατήσω,
αλλιώς θα ζευγαρώσω με τη μάνα μου
και θα σκοτώσω τον πατέρα μου
τον Πόλυβο που μ᾽ έσπειρε και μ᾽ έθρεψε.
Θα ᾽ταν λοιπόν παράλογο κάποιος να πει,
αν ζύγιαζε τη μοίρα μου,
πως ανελέητος θεός με κυνηγάει;
830 Ποτέ, μα ποτέ, σεβαστοί θεοί,
μιας τέτοιας ημέρας το φως να μη δω.
Μακάρι να χαθώ, ν᾽ αφανιστώ
απ᾽ των θνητών τα μάτια
παρά να κηλιδώσω την ψυχή
με της ντροπής τη φρίκη.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 12. Το κλέος

12.2.4. Το κλέος ἄφθιτον του Αχιλλέα


Επιφανείς ήρωες της Ιλιάδας, όπως ο Σαρπηδόνας (Μ 310-328), θεωρούν αδιανόητη τη διάζευξη του ρόλου των ηγεμόνων από τον ρόλο των προμάχων. Οι ηγεμόνες, προκειμένου να απολαύσουν τις πλουσιοπάροχες τιμές τους σαν να είναι θεοί αλλά και για να επιτρέψουν στους υπηκόους τους να λένε ότι δεν κυβερνούν ἀκλεεῖς τη χώρα τους (Μ 318), οφείλουν, αρνούμενοι την υπόθεση ότι είναι αγέραστοι και αθάνατοι όπως οι ολύμπιοι, να μάχονται στην πρώτη γραμμή της μάχης, με συνείδηση για τον αναπόδραστό τους θάνατο. Ενόψει αυτής της παράδοξης πραγματικότητας, η διατήρηση της τιμής και της εγκωμιαστικής φήμης των ηρώων εξαρτάται από το εὖχος: από το αν θα σκοτώσουν ή θα σκοτωθούν στο πεδίο της μάχης (πρβ. Μ 305-306). Ο γιος του Δία, ο Σαρπηδόνας, επάξια κερδίζει το κλέος του με τύμβο και στήλη (Π 457 = 675), γυρίζοντας νεκρός στην πατρίδα του Λυκία.

Η ιλιαδική αυτή νόρμα αξιών προβληματοποιείται και δραματοποιείται με το κλέος του Αχιλλέα, που αντιπροσωπεύει όχι μόνο τις απαιτήσεις αλλά και τις αντιφάσεις της ηρωικής ζωής. Ο χολωμένος γιος της Θέτιδας, σε μια κρίση αυτοσυνειδησίας στη σκηνή της «Πρεσβείας», αντιδρώντας στην πρόταση του Οδυσσέα να επιστρέψει στη μάχη ενόψει τιμών και κύδους, αναφέρεται στη διπλή του μοίρα, όπως, λέει, του την είπε κάποτε η μητέρα του (I 412-416):

Αν μένοντας εδώ πολεμώ γύρω από την πόλη των Τρώων, είναι χαμένος για μένα ο γυρισμός [νόστος], η δόξα μου όμως θα είναι αθάνατη [κλέος ἄφθιτον ἔσται]. Αν πάλι γυρίσω στο σπίτι μου στην αγαπημένη μου πατρική γη, είναι χαμένη για μένα η μεγάλη δόξα [κλέος ἐσθλόν], θα ζήσω όμως πολλά χρόνια, και ούτε που θα με βρει γρήγορα το τέλος του θανάτου.

Το δίλημμα του Αχιλλέα εμφανίζεται κατ᾽ αρχάς ως παράδοξο, δεδομένου» ότι είναι ο μόνος ήρωας στην Ιλιάδα που γνωρίζει ότι είναι «ολιγόζωος» (μινυνθάδιος, ὠκύμορος), ότι δεν πρόκειται να ζήσει για πολύ. Η Θέτιδα στην Ιλιάδα δεν του θέτει παρόμοιο δίλημμα, προλέγει όμως τον επικείμενο θάνατό του (Σ 95-96). Ωστόσο, ο ήρωας σ᾽ αυτό το σημείο της ιλιαδικής αφήγησης, βυθισμένος στον εγωκεντρικό του θυμό για την προσβολή της τιμής του από τον Αγαμέμνονα, βρίσκεται κατά κάποιον τρόπο έξω από τη νόρμα της ηρωικής ηθικής, που θέλει την τιμή και το κλέος να εξαρτώνται από το εὖχος. Ο οργισμένος ήρωας, αρνούμενος να δεχθεί οποιονδήποτε συμβιβασμό με τον βασιλιά των Αχαιών, απειλεί να επιστρέψει στη Φθία, γιατί, όπως έχει ήδη δηλώσει: «τίποτε δεν αξίζει όσο η ζωή» του (I 401). Εξ αποτελέσματος ωστόσο το δίλημμα για κλέος δίχως νόστο ή για νόστο χωρίς κλέος δηλώνεται από τον Αχιλλέα στον Οδυσσέα, για να επιτονιστεί με τραγικό τρόπο το αναπόφευκτο της πρώτης επιλογής.

Με τον εξαιρετικό χαρακτήρα του κλέους του Αχιλλέα συνδέεται το επίθετο ἄφθιτον («που δεν φθίνει, δεν μαραίνεται και δεν αποσυντίθεται»), λέξη που μόνον εδώ εμφανίζεται να συνοδεύει το κλέος. Η ρίζα (*φθι-) του επιθέτου (από το ρήμα φθίω/φθίνω, φθινύθω) παραπέμπει στον μαρασμό των φυτών, με τον οποίο συγκρίνεται η φυσική απόληξη της ζωής των ανθρώπων. Όπως λέει ο Απόλλωνας, σε αντίθεση προς τους θεούς, οι θνητοί (Φ 464-466):

σαν τα φύλλα κι αυτοί άλλοτε τρώνε τον καρπό της γης και είναι όλο φλόγα, και άλλοτε πεθαίνουν [φθινύθουσιν] χωρίς πνοή.

Το επίθετο ἄφθιτον αναιρεί τη φυσική διαδικασία (της άνθισης και του μαρασμού των φυτών)· κατ᾽ επέκταση, τον φυσικό κύκλο της ζωής των θνητών (της γέννησης και του θανάτου τους, πρβ. Ζ 145-149).

Μέχρι σήμερα δεν έχει συμφωνηθεί αν η έκφραση κλέος ἄφθιτον είναι μια γενική λογοτυπική έκφραση -κληρονομιά της ινδοευρωπαϊκής ηρωικής ποίησης- οπότε το ἄφθιτον κοσμεί απλώς το κλέος (ως αθάνατη δόξα)· ή αν η έκφραση είναι επινόηση του ποιητή, οπότε το ἄφθιτον προσδιορίζει με κατηγορηματικό τρόπο το κλέος (ως δόξα που θα μείνει αιώνια). Πάντως, το ἄφθιτον ἔσται είναι μετρικά ισοδύναμη έκφραση με αντίστοιχες εκφράσεις που αναφέρονται είτε στην έκταση του κλέους, στο πλαίσιο του παρόντος (κλέος οὐρανὸν ἵκει «που έχει φτάσει ως τον ουρανό», Θ 192, ι 20), είτε στη μελλοντική του διάρκεια (κλέος οὐ ποτ᾽ ὀλεῖται «που δεν θα χαθεί ποτέ», Β 325, Η 91, ω 196). Στη σημασιολογική συγγένεια της έκφρασης ἄφθιτον ἔσται με το οὐ ποτ᾽ ὀλεῖται εντοπίζεται η εξής ποιοτική διαφορά: το ἄφθιτον κοσμεί και άλλες λέξεις, εκτός από το κλέος, ενώ η περίφραση οὐ ποτ᾽ ὀλεῖται αναφέρεται μόνο στη δόξα που δεν θα χαθεί ποτέ.

Στην επική παράδοση οι λέξεις που περιγράφονται με το ἄφθιτον έχουν κοινό τους παρονομαστή το αστείρευτο ρεύμα του νερού, τη φωτιά, το σπέρμα ή το φυτικό απόσταγμα, όπως το κρασί. Στον βαθμό που και οι θεοί αναπαριστούν αυτές τις ουσίες/ιδιότητες, μπορεί να κατέχουν τον χαρακτηρισμό ἄφθιτον, όπως και τα αντικείμενα ή οι ιδιότητες που έχουν κατασκευάσει και τους ανήκουν: ἄφθιτον αἰεί, για παράδειγμα, είναι το σκήπτρο του Αγαμέμνονα (Β 46, 186) που έχει κατασκευάσει, μαζί με τα ἄμβροτα όπλα του Αχιλλέα, ο Ήφαιστος, ενώ ἄφθιτα μήδεα ονομάζονται οι ακατάλυτες βουλές του Δία (Ω 88).

Ο ποιητής έτσι έχει φροντίσει να δώσει εξαιρετική σημασία στο κλέος του Αχιλλέα, συνδέοντάς το με τον χώρο των θεών. Σ᾽ αυτό τον χώρο πρόκειται να ενταχθεί ο ήρωας, επιλέγοντας να πεθάνει στην Τροία για να κερδίσει κλέος ἄφθιτον. Σύμφωνα μάλιστα με τη μεθομηρική Αιθιοπίδα, που αποδίδεται στον Αρκτίνο, η Θέτιδα άρπαξε τον γιο της από τη νεκρική πυρά και τον μετέφερε στη Λευκὴν νῆσον, κατά κάποιον τρόπο αποθεώνοντάς τον. Στο ιλιαδικό έπος όμως αυτή η αναφορά που υμνεί τη θνητότητα των ηρώων αποσιωπάται. Ο Αχιλλέας στην Ιλιάδα, όπως ένα λουλούδι, θα μαραθεί πάνω στη νιότη του (ἥβης ἄνθος, Ν 384), όμως το κλέος του δεν θα πέσει, επειδή δεν είναι προϊόν της φύσης αλλά της επικής αοιδής.

Εξάλλου, τον Αχιλλέα απασχολεί η επιβίωση της δόξας του μέσα στο επικό τραγούδι, ώστε και αυτός να γίνει αοίδιμος από τις μέλλουσες γενιές, όπως η Ελένη (Ζ 357-358). Στην αρχή της «Πρεσβείας» οι αχαιοί απεσταλμένοι βρίσκουν τον ήρωα, με τη σιωπηλή συντροφιά του Πατρόκλου, να τέρπεται με τη φόρμιγγά του - λάφυρο από την άλωση της πόλης του Ηετίωνα, πατέρα της Ανδρομάχης (I 189-191):

Μ᾽ αυτήν εκείνος εύφραινε την ψυχή του και τραγουδούσε παλληκαριές αντρών [κλέα ἀνδρῶν]. Μονάχα ο Πάτροκλος καθόταν αντίκρυ του σωπαίνοντας και περίμενε πότε θα πάψει να τραγουδά ο εγγονός του Αιακού.

Με την εξαίρεση της Ελένης, που συστήνεται σαν να παίρνει τη σκυτάλη από τον ποιητή υφαίνοντας στον ιστό της τον πόλεμο Αχαιών και Τρώων (Γ 126-128), ο Αχιλλέας είναι ο μοναδικός ήρωας στην Ιλιάδα που, σαν ποιητής του εαυτού του, εμφανίζεται να ψάλλει κλέα ἀνδρῶν. Αν και πιθανολογείται ότι τα αοίδιμα κλέα συνδέονται με το κατόρθωμα της άλωσης της πόλης του πατέρα της Ανδρομάχης (πρβ. Ζ 395-397, 414-429) συνιστώντας ένα είδος μικρόκοσμου ως προς το θέμα της Ιλιάδας, το περιεχόμενο του τραγουδιού του ήρωα μένει αδήλωτο. Έχει ιδιαίτερη πάντως σημασία ότι εδώ ο Αχιλλέας, λίγο πριν παρατήσει τη φόρμιγγά του για να πιάσει τα όπλα, με μοναδικό και σιωπηλό ακροατή τον Πάτροκλο, ευφραίνεται με το βασικό θέμα, με το οποίο ο ποιητής τέρπει τους ακροατές του. Ο ποιητής έτσι παρουσιάζει λίγο πολύ ως ομότεχνό του τον κεντρικό ήρωα του έπους του.

Και ο Έκτορας ωστόσο κερδίζει αθάνατο κλέος, το οποίο θα συντηρείται και θα διαιωνίζεται με το σῆμα του. Όμως, το κλέος του τρωαδίτη ήρωα προϋποθέτει τον θάνατό του στην Ιλιάδα. Αντίθετα, ο θάνατος του «ολιγόζωου» Αχιλλέα, αν και από την αρχή του έπους προεξαγγέλλεται, διαρκώς αναβάλλεται και δεν εμφανίζεται, μετακινούμενος έξω από τη δράση του ιλιαδικού έπους. Εξάλλου, το κλέος του Αχιλλέα εμφανίζεται κάπως ασφαλέστερο από του Έκτορα. Τα μνημεία, όπως προβλέπεται τουλάχιστον για το ένδοξο τείχος των Αχαιών (Η 451, Μ 17-30), μπορεί μετά το τέλος του τρωικού πολέμου να γκρεμιστούν, για να τα θυμούνται οι μέλλουσες γενιές μόνο μέσα από την επική αοιδή.

Άλλοι ιλιαδικοί ήρωες, όπως ο Σαρπηδόνας και ο Έκτορας, οδηγούνται στο κλέος ενόψει τιμών και της αἰδοῦς, υπερασπιζόμενοι τον λαό και την πόλη τους. Ο Αχιλλέας θα κερδίσει ἄφθιτον κλέος με διαφορετικό τρόπο. Αρνούμενος τιμές, δώρα και φιλότητα, επιστρέφει στη μάχη, για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, την προσβεβλημένη δική του τιμή, και για να εκδικηθεί τον θάνατο του φίλου του Πατρόκλου. Η μῆνις καθήλωσε τον ήρωα στην αποχή του από τον πόλεμο, στερώντας του το ορθόδοξο κλέος που διεκδικούν άλλοι επιφανείς ήρωες. Την ίδια όμως στιγμή, εξαιτίας ακριβώς της πολεμικής του αδράνειας, ο ήρωας θα μείνει για να πεθάνει στην Τροία κερδίζοντας αιώνια δόξα. Και το κλειδί, το εξιλαστήριο θύμα, για τον ένδοξο θάνατο του ήρωα στην Ιλιάδα είναι ο σιωπηλός ακροατής της αοιδής του, ο Πάτροκλος. Ο θάνατος του αγαπημένου εταίρου από τον Έκτορα φέρνει τον Αχιλλέα στη μάχη και τον βάζει στην τροχιά του δικού του θανάτου (Σ 95-96). Από απόσταση ο θάνατος του Πατρόκλου είναι κλέος ἐσθλόν (Ψ 280). Από κοντά ωστόσο η απώλειά του μεταφράζεται σε ἄχος (Σ 22) και πένθος (Σ 73, πρβ. Ψ 283), που οδηγεί τον Αχιλλέα στην κατάκτηση του δικού του κλέους (Σ 121):

Τώρα όμως θα ήθελα να πάρω δόξα μεγάλη [κλέος ἐσθλόν].

Νοημοσύνη στο παιδί

Όλοι οι γονείς τείνουν να βλέπουν με μια θετική ματιά τα παιδιά τους – για κάθε γονιό το παιδί του είναι το ‘εξυπνότερο’. Ταυτόχρονα, όλοι μπορούμε να παρατηρήσουμε πως κάποια παιδιά είναι ιδιαίτερα ‘ξύπνια’. Πότε μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ένα παιδί ως ‘έξυπνο’; Γιατί κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερης σημασίας;

Αρχικά η εξυπνάδα χαρακτηρίζεται ανάλογα με την ηλικία και τις προσδοκίες της εκάστοτε φάσης ζωής. Συχνά όμως τείνουμε να μπερδεύουμε την εξυπνάδα με την νοημοσύνη. Η νοημοσύνη, ή αλλιώς το γνωστό σε όλους μας IQ, είναι η λεκτική ή μαθηματική δεξιότητα. Όταν ένα παιδί επιδεικνύει έντονη ανάπτυξη και κατανόηση γλωσσικά ή αριθμητικά χαρακτηρίζεται ως ‘έξυπνο’ ή ως παιδί με υψηλό δείκτη IQ.

Εάν ένα παιδί όμως δεν τα πηγαίνει καλά στην έκφραση ή την αριθμητική, είναι ‘ανόητο’; Παρότι κάτι τέτοιο μπορεί με μια πρώτη ματιά να τρομάξει τους γονείς ή τους εκπαιδευτικούς, η αλήθεια είναι πως δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα.

Η ‘ΕΞΥΠΝΑΔΑ’ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΜΦΑΝΙΣΤΕΙ ΜΕ ΠΟΛΛΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ.

Παρότι η νοημοσύνη οριζόταν ως το IQ, πλέον αναγνωρίζεται πως υπάρχουν πολλά είδη νοημοσύνης. Κατά τον Gardner, υπάρχουν εννέα διαφορετικές κατηγορίες νοημοσύνης. Συμπεριλαμβάνει τις τυπικές κατηγορίες, όπως λογικομαθηματική νοημοσύνη, και γλωσσική, προσθέτει όμως και νέες, όπως χωροταξική, κιναισθητική, μουσική/ ρυθμική, διαπροσωπική, ενδοπροσωπική, υπαρξιακή και νατουραλιστική. Ένα παιδί δηλαδή, μπορεί να έχει αναπτυγμένη μία κατηγορία νοημοσύνης από τις προαναφερθείσες, και να διαπρέπει σε κάποιον από τους τομείς.

Πιο συγκεκριμένα: η λογικομαθηματική κατηγορία αναφέρεται στις μαθηματικές και αριθμητικές δεξιότητες, η γλωσσική στις λεκτικές, η χωροταξική στην ικανότητα αντίληψης του χώρου σε τρισδιάστατο επίπεδο, η κιναισθητική αναφέρεται στην ικανότητα αντίληψης και παραγωγής κινήσεων (ιδιαίτερα συστηματοποιημένων), η μουσική είναι η δεξιότητα αντίληψης του ρυθμού και η εσωτερική μουσικότητα, η διαπροσωπική αναφέρεται στην δεξιότητα κατανόησης και αλληλεπίδρασης των άλλων, η ενδοπροσωπική στην δεξιότητα κατανόησης και διαχείρισης του εαυτού, η υπαρξιακή στην αντίληψη υπαρξιακών εννοιών σε βαθύτερο επίπεδο, και η νατουραλιστική στην ικανότητα αντίληψης των ‘νόμων’ που διέπουν την φυσική πραγματικότητα.

Οι κατηγορίες της νοημοσύνης δείχνουν πως η πνευματική ανάπτυξη δεν περιορίζεται στην μαθηματική ή γλωσσική ικανότητα. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναγνωριστεί τόσο από γονείς όσο και από εκπαιδευτικούς. Εάν ένα παιδί δεν επιδεικνύει το τυπικό IQ, δεν σημαίνει πως δεν είναι ‘έξυπνο’ – ίσως σημαίνει ότι δεν έχει ανακαλύψει ακόμα τον τομέα νοημοσύνης στον οποίο διαπρέπει. Η αναγνώριση των διαφορετικών τομέων νοημοσύνης επιτρέπουν στους γονείς και στους εκπαιδευτικούς να μην ‘χαρακτηρίζουν’ τα παιδιά, και να μην ‘βιάζονται να εγκαταλείψουν’ αυτά.

Τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί θα μπορούσαν να διερευνούν περισσότερο τις πολύπλευρες ικανότητες κάθε παιδιού, ώστε να αναδείξουν τα ισχυρά του σημεία, και να μην το περιορίζουν.

Κάθε είδος νοημοσύνης είναι εξίσου σημαντικό, και πρακτικό, και μπορεί να χαρακτηρίσει ένα παιδί ως ‘έξυπνο’. Καταληκτικά, η νοημοσύνη, ή η ‘εξυπνάδα’ είναι η ανεπτυγμένη δεξιότητα αντίληψης κάποιας πτυχής του κόσμου. Οι πολλές κατηγορίες αυτής αντικατοπτρίζουν την πολύπλευρη φύση του ανθρώπου, και τις διαφορετικές μα εξίσου σημαντικές δεξιότητες που το άτομο μπορεί να αναπτύξει.

Είτε είμαστε γονείς, είτε εκπαιδευτικοί, είτε επαγγελματίες ψυχικής υγείας, ας μην ξεχνούμε πως το κάθε παιδί είναι μοναδικό, και πως κάθε ένα έχει το δικό του ‘προτέρημα’. Ας μην βιαζόμαστε να χαρακτηρίσουμε ή να κατηγοριοποιήσουμε – αντ’ αυτού ας εξερευνήσουμε πολύπλευρα τις ικανότητες κάθε παιδιού, χαρίζοντάς του την δυνατότητα να τις ανακαλύψει και να τις εξελίξει.

Φερνάντο Πεσσόα: Αλλάζουμε την αντίληψή μας για τον κόσμο σημαίνει αλλάζουμε τον κόσμο για μας

Κάθε άνθρωπος που είναι προικισμένος με μια ευαισθησία δίκαιη και έναν ορθολογισμό, αισθάνεται πως το κακό και η αδικία στον κόσμο τον αφορούν, και επιδιώκει να τα διορθώσει, αρχίζοντας από τα πιο κοντινά: και το πρώτο είναι ο εαυτός του.

Αυτό το έργο θα τον απασχολήσει όλη τη ζωή του.

Το παν, για μας, έγκειται στην αντίληψή μας για τον κόσμο∙ αλλάζουμε την αντίληψή μας για τον κόσμο σημαίνει αλλάζουμε τον κόσμο για μας, δηλαδή αλλάζουμε τον κόσμο, εφόσον δεν είναι ποτέ για μας παρά μόνο αυτό που είναι για μας.

Αυτή η μύχια δικαιοσύνη που μας κάνει να γράφουμε μια καλλιγραφημένη σελίδα, αυτή η αληθινή μεταρρύθμιση με την οποία ξαναφέρνουμε στη ζωή την πεθαμένη ευαισθησία μας- αυτή είναι η αλήθεια, η δική μας αλήθεια, η μοναδική αλήθεια.

Όλος ο υπόλοιπος κόσμος είναι τοπίο, κορνίζα που αξιοποιεί τις αισθήσεις μας, βιβλιοδεσία των σκέψεών μας.

Κι αυτό ισχύει είτε πρόκειται για τα χρωματιστά τοπία των πλασμάτων και των πραγμάτων- αγροί, σπίτια, αφίσες, κοστούμια- είτε πρόκειται για το άχρωμο τοπίο των μονότονων ψυχών, που έρχεται για μια στιγμή στην επιφάνεια με τις παλιές λέξεις και τις φθαρμένες χειρονομίες, για να ξαναβυθιστεί αμέσως στα βάθη της θεμελιώδους ηλιθιότητας της ανθρώπινης έκφρασης.

Επανάσταση;

Αλλαγή;

Αυτό που επιθυμώ στ’ αλήθεια, στο πιο μύχιο βάθος της ψυχής μου, είναι να φύγουν αυτά τα άτονα, μουντά σύννεφα που σαπουνίζουν με στάχτη τον ουρανό∙ αυτό που μονάχα θέλω είναι να δω το γαλανό να ξεπροβάλλει ανάμεσά τους, αλήθεια φωτεινή και βέβαιη, γιατί είναι τίποτα και δεν θέλει τίποτα.

Φερνάντο Πεσσόα, Το Βιβλίο της Ανησυχίας

Δεν χωράει αναβολή στο όνειρο. Μονάχα τόλμη

Στη ζωή μας είναι γεγονός ότι περνάμε από διάφορες φάσεις.

Πότε είναι όμορφες και ευτυχισμένες και πότε είναι άσχημες και μελαγχολικές.

Το θέμα όμως, είναι να μάθουμε να αφήνουμε πίσω μας τα “τραύματά μας” και να μετατρέπουμε κάθε δυσκολία σε μάθημα ζωής.

Να εστιάζουμε λοιπόν, σε εκείνη τη φωτεινή πλευρά που μπορεί να μας χαρίσει τα πιο ωραία της χρώματα…

Παρακάτω είναι μερικά απλά και σημαντικά μαθήματα:

1. Η ευτυχία είναι στιγμές. Μικρές απλές στιγμές που όλοι μπορούμε ανά πάσα στιγμή να δημιουργήσουμε. Αρκεί να μη ξεχνάμε να τη βρίσκουμε πρώτα μέσα μας και μετά στους άλλους.

2. Η αλλαγή είναι η μόνη σταθερά σε αυτή τη ζωή. Μπορεί κάποιες φορές να ακούγεται λυπηρό ή δύσκολο αυτό αλλά είναι μια βασική αλήθεια. Κάπου είχα διαβάσει, πως “Καμιά φορά οι αλλαγές που νομίζουμε ότι είναι για κακό, είναι ότι πιο σωστό μας συμβαίνει. Δεν είναι δύσκολο να αλλάξεις. Δύσκολο είναι να το θελήσεις τόσο, ώστε να προσπαθήσεις”.

3. Η φιλία είναι μια όμορφη σχέση που ο καθένας μας χρειάζεται να έχει στη ζωή του. Είναι παρέα, συντροφιά, χαρά, εμπιστοσύνη, στήριξη και πρωτίστως σεβασμός στις ανάγκες του άλλου. Όταν όμως, αυτά, πάψουν να υφίστανται η σχέση δε μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει.

4. Ο κόσμος πάντα θα βρίσκει λόγους να κρίνει, να βάζει ταμπέλες και να σχολιάζει κάθε επιλογή. Άλλωστε, είναι πολύ εύκολο να κρίνεις. Το δύσκολο είναι να σκέφτεσαι. Το θέμα είναι πως αντιδρούμε εμείς σε αυτό.

5. Ο Έρωτας δε έχει καμία σχέση με την Αγάπη. Είναι πάθος, είναι έλξη, είναι μια σωματική ανάγκη. Μια έντονη επιθυμία να βλέπεις συνέχεια τον άλλο. Είναι εκείνο το ανεξήγητο χαμόγελο που σε κάνει να τα βλέπεις όλα τέλεια και ιδανικά. Που δεν αντιλαμβάνεται ατέλειες και διαφορές και θέλει να ζήσει τα πάντα.

6. Η Αγάπη δε χωράει σε λέξεις. Ή μάλλον κάπου χωράει. Σε αριθμούς. Είναι η μόνη αριθμητική πράξη που δε διαιρείται. Μονάχα πολλαπλασιάζεται. Δε πρέπει να μας τρομάζει η Αγάπη. Μόνο να μας καθοδηγεί χρειάζεται. Να φωτίζει το δρόμο μας με τρυφερότητα και ασφάλεια.

7. Κάθε μέρα πρέπει να διεκδικούμε τα όνειρά μας. Να οραματιζόμαστε τους στόχους μας. Να εφαρμόζουμε στη πράξη αυτά που αγαπάμε. Δεν χωράει αναβολή στο όνειρο. Μονάχα τόλμη. Και κανείς δε έχει το δικαίωμα να μας εμποδίσει από τη πραγματοποίησή του.

8. Καμιά φορά οι προσδοκίες πληγώνουν. Γι’ αυτό όσο λιγότερα περιμένεις από τους άλλους, τόσο πιο ευτυχισμένος θα είσαι.

9. Ποτέ μη λες “ποτέ” και για “πάντα” για τίποτα και για κανέναν. Η ζωή πάντα βρίσκει ένα τρόπο να αλλάζει τα δεδομένα.

10. Η πίστη είναι η πιο μεγάλη δύναμη που υπάρχει. Αλλάζει ριζικά το τρόπο που βλέπεις τη ζωή. Σε κάνει να αισθάνεσαι μεγάλη γαλήνη και ελπίδα. Γίνεται φάρος σε κάθε σκοτάδι.

Οι πληγές που δεν έκλεισαν αιμορραγούν σε όσους δεν έφταιξαν

Οι πληγές που δεν έκλεισαν ευθύνονται για όσους μαγικούς κόσμους μας παγιδεύτηκαν. Είναι όλες εκείνες οι εμπειρίες που απωθήσαμε στο υποσυνείδητο καθώς κουράγιο δεν βρήκαμε να τις κοιτάξουμε ευθεία στα μάτια, μια κομβική στιγμή του παρελθόντος που αισθανθήκαμε ανήμποροι και την ντροπή της την κουβαλάμε ακόμη στο σώμα και στην ψυχή.

Και αποτελεί καθήκον μας να θεραπευτούμε επειδή αυτές τις πληγές προβάλλουμε και στους γύρω μας, σε κάθε μικρή ή μεγάλη μας επίκριση, οποιοδήποτε λεπτό πιάνουμε τον εαυτό μας να εξαντλεί την αυστηρότητα του πάνω τους. Στην ουσία, τις προσωπικές μας σκιές δυσκολευόμαστε να διαχειριστούμε και το δικό μας φως αμφιβάλλουμε πως αξίζουμε να χαρούμε.

Και αναρωτιέμαι: Αν κάποτε βίωσες ρατσισμό για την καταγωγή σου, γιατί κλείνεις μάτια και αυτιά στα υποτιμητικά σχόλια για τη σεξουαλική προτίμηση, το επιπλέον βάρος ή τα αραιωμένα μαλλιά κάποιου; Ή πολύ περισσότερο γιατί συμμετέχεις με τον οποιοδήποτε τρόπο σε αυτά;

Γιατί διαιωνίζεις τον πόνο που βίωσες, γιατί δε θεωρείς υπέρτατο χρέος σου να προφυλάξεις και τους άλλους από κάτι που σε συνέθλιψε; Ποια συμπλέγματα κατωτερότητας δυσχεραίνουν ακόμη την αναπνοή σου και ποια απεγνωσμένη ανάγκη σε ωθεί να γυρεύεις την ένταξή σου σε μια νόρμα που με αγριότητα σε απέρριψε;

Και αν ως παιδί ταπεινώθηκες γιατί τώρα συμπεριφέρεσαι και εσύ με τη σειρά σου σκληρά; Γιατί δε χαρίζεις γενναιόδωρα την αγκαλιά που μια φορά στερήθηκες;

Για να κλείσουμε τις πληγές μας αρκεί να θυμηθούμε την ίδια την ιστορία μας. Και να προσφέρουμε ένα χέρι βοήθειας στον εαυτό μας. Να μας συγχωρέσουμε. Να μας αγαπήσουμε. Και ύστερα να προχωρήσουμε. Να προχωρήσουμε όμως μαζί με τους υπόλοιπους ανθρώπους, να τους κατανοήσουμε, να τους συμπονέσουμε.

Και να συνθηκολογήσουμε με τον δαίμονα μας. Να κάτσουμε απέναντί του, πιάνοντας ακόμη και κουβέντα μαζί του. ΄Έχει τόσα να μας διηγηθεί άλλωστε: Για ένα σωρό ανηφόρες που συντροφιά μας βάδισε και για εκείνες τις αβύσσους που παρέα μας μέτρησε τα βάθη τους.

Ο δαίμονάς μας συνιστά το κομμάτι μας που πληγώθηκε. Ας τον ακούσουμε.

«Θυμάσαι που ήσουν παιδί και φοβόσουν;» μας ρωτά.

«Και έπειτα;»

«Έπειτα πέτρωσες».

«Γιατί;»

«Για να επιβιώσεις. Άλλη λύση δεν απέμενε».

Πλέον όμως καλά γνωρίζουμε πως η ιστορία διαθέτει την εναλλακτική εκδοχή της και το σενάριο γράφεται με την πένα που εμείς επιλέγουμε. Σηκωνόμαστε από τη θέση μας. Σκουπίζουμε τα δάκρυα που κυλούν στα μάτια του δαίμονά και του εξηγούμε πως σε έναν κόσμο αφάνταστα σκληρό η μόνη αληθινή επιβίωση είναι η διατήρηση μιας ευγενικής καρδιάς.

Η πληγή κλείνει μα ένα σημάδι της μένει για να μας υπενθυμίζει όσες μάχες με το σπαθί μας κερδίσαμε και τη μεγαλειώδη ζωή που με τόλμη διεκδικήσαμε.

Και ο δαίμονάς μας επιτέλους ησυχάζει. Δεν γυρεύει την αναγνώριση με τους πομπώδεις τρόπους του παρελθόντος, δεν αντλεί σαδιστική ικανοποίηση από τον χλευασμό τρίτων, δεν εθελοτυφλεί στην αδικία και δε δικάζει με πρωτοφανή αυστηρότητα τους παραστρατημένους.

Εξάλλου, αν το καλοσκεφτούμε, είμαστε όλοι μας μια στρατιά από συναρπαστικούς παραστρατημένους, ένας μπαξές από απίστευτα γοητευτικούς τύπους του περιθωρίου που πέφτουν και σηκώνονται, επιβεβαιώνοντας περίτρανα πως η αυγή ξεπροβάλλει ύστερα από την εφιαλτικότερη νύχτα.

Υπάρχει ένας ήλιος πέρα από εμένα και από εσένα, ένας φάρος που αθόρυβα καθοδηγεί το πεπρωμένο και ένας ευσπλαχνικός συγγραφέας που μυστικά φροντίζει για την κάθαρσή μας. Το μόνο που χρειάζεται είναι να υψώσουμε το ανάστημά ψηλότερα από τα τραύματά μας και να πιστέψουμε όσες ευχάριστες ανατροπές τρέχουν ήδη να μας συναντήσουν.

Γιατί νιώθω συνεχώς ότι δεν είμαι αρκετός;

Τα μηνύματα που εκπέμπονται από τους γονείς και εσωτερικεύονται από τα παιδιά, ακόμα κι αν δεν πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια κάποιου σοβαρού προβλήματος, μπορούν και πάλι να επηρεάσουν έντονα τα συναισθήματα ανεπάρκειας, αφήνοντας στην ενήλικη ζωή την επαναλαμβανόμενη σκέψη του «ποτέ δεν είμαι αρκετός». Αυτό ισχύει συχνότερα σε περιπτώσεις όπου ο ένας ή και οι δύο γονείς βρίσκονταν στο φάσμα των ναρκισσιστικών στάσεων και συμπεριφορών.

Οι γονείς με ναρκισσιστικά στοιχεία συχνά δεν μπορούν επαρκώς να παρέχουν ενσυναίσθηση, αγάπη άνευ όρων και αποδοχή στα παιδιά τους. Ο υγιής δεσμός, ο ασφαλής αποχωρισμός και η εξατομίκευση συμβαίνουν όταν αυτές οι ποιότητες βιώνονται ανεξαρτήτως της επίδοσης του παιδιού.

Ένας κόσμος που βασίζεται στην εικόνα και εστιάζει στο πώς φαίνονται τα πράγματα, ειδικά στους άλλους, δεν ανέχεται την αυθεντικότητα και την ατέλεια. Και φυσικά δεν ανέχεται τους ανθρώπους που σχετίζονται με αυτά τα χαρακτηριστικά. Τα παιδιά που βρίσκονται στη διαδικασία μάθησης και ανάπτυξης είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στο φόβο, την ντροπή και στα αισθήματα εγκατάλειψης επειδή δεν «είμαι όπως με θέλουν».

Η κληρονομιά των μη ανικανοποίητων συναισθηματικών και αναπτυξιακών αναγκών εκφράζεται συχνά συμπεριφορικά με το να προσπαθούμε συνεχώς να ευχαριστήσουμε τους άλλους, με το να αναζητάμε συνεχώς στοιχεία για το πώς να γίνουμε «αρκετά καλοί» και αποδεκτοί. Χωρίς αυτά δεν υπάρχει αυτάρκεια και αυτοεκτίμηση.

Πολλοί από τους ανθρώπους που εμφανίζουν διαταραχή συσσώρευσης παλεύουν με ερωτήματα όπως «Γιατί νιώθω ότι δεν αξίζω την αγάπη;» «Γιατί δεν νιώθω ποτέ αρκετός;», «Γιατί νιώθω τόσο άδειος;» και «Γιατί πάντα αμφιβάλλω για τον εαυτό μου και τις αποφάσεις που παίρνω;».

Γνωρίζουν ότι θέλουν να νιώσουν καλύτερα και ειλικρινά λαχταρούν να βρουν καλύτερους τρόπους να ζήσουν τη ζωή που θέλουν χωρίς τους σωρούς από πράγματα. Τα εσωτερικά τους μηνύματα συνεχίζουν να επαναλαμβάνονται με φωνές από το παρελθόν που τους ψιθυρίζουν λόγια όπως «αυτό είναι πιο δυνατό από εσένα… είσαι αποτυχημένος».

Συχνά, έχουν τόσο πολύ αποδεχτεί και εσωτερικεύσει αυτά τα καταστροφικά μηνύματα που είναι εξαιρετικά δύσκολος ο δρόμος της επούλωσης. Η δουλειά μου ξεκινά με το να τους βοηθήσω να γεμίσουν αυτό το εσωτερικό κενό με αυτοσυμπόνοια και αποδοχή, όχι με πράγματα.

Μαθαίνουν ότι τα συναισθήματα ντροπής και αυτό-κατηγορίας δεν σημαίνουν αυτόματα ότι αυτό ισχύει πράγματι και ότι δεν έχουν πετύχει τίποτα το αξιοσημείωτο. Αυτό σταδιακά τους βοηθά να σταματήσουν να αυτοκατηγορούνται, καλύπτοντας εκείνες τις φωνές των αρνητικών κριτών τους.

Με ελπίδα και συμπονετική αυτεπίγνωση, αυτά τα άτομα αντιμετωπίζουν το γεγονός ότι αν τα πράγματα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, δεν θα χρειάζονταν τόσα πολλά. Τα αντικείμενα δεν θα γεμίσουν ποτέ το κενό και δεν θα τους αγαπήσουν. Ακόμα κι αν εκείνα αγαπούν τα πράγματα αυτά, δεν θα μπορούσαν ποτέ αυτά να γεμίσουν το κενό που νιώθουν.

Είναι σα να βρίσκεται κανείς μεσοπέλαγα σε μια βάρκα χωρίς φρέσκο πόσιμο νερό, αλλά ειρωνικά είναι περιτριγυρισμένος από νερό. Έτσι χρησιμοποιούν τα αντικείμενα ως υποκατάστατο, κατακλύζονται από αυτά και στο τέλος πολλές φορές βάζουν τη ζωή τους σε κίνδυνο. Όταν μιλάμε για ανάγκες, δεν υπάρχουν υποκατάστατα.

Το ίδιο φυσικά ισχύει και για άλλου είδους εθισμούς. Τα αντικείμενα, το φαγητό, οι ουσίες, το αλκοόλ αποτελούν ψευδαισθησιακά υποκατάστατα ανεκπλήρωτων αναγκών, μια κραυγή αγωνίας που ζητά κάτι. Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, αλλά ένα είναι κοινό: τα συναισθήματα αναξιότητας πηγάζουν από το παρελθόν ενός πληγωμένου, πολλές φορές και παραμελημένου, παιδιού. Και τι θέλει αυτό το παιδί; Μια αγκαλιά και την άνευ όρων αποδοχή και αγάπη μας.

ΑΤΗ: Η προσωποποίηση της βλάβης του μυαλού και των απερίσκεπτων πράξεων

Η Άτη ήταν θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, ενσάρκωση της βλάβης. Στα αρχαία Ελληνικά η λέξη ἀτη[α] σήμαινε τη «σύγχυσιν φρενών», την απερισκεψία που οφειλόταν σε πλάνη που απέστελναν οι θεοί. Η Άτη[β] ήταν η προσωποποίηση της βλάβης του μυαλού και των απερίσκεπτων πράξεων, καθώς και των αποτελεσμάτων αυτών των πράξεων.[γ] Οδηγούσε τόσο τους ανθρώπους, όσο και τους θεούς, στην παρεκτροπή και σε ανεύθυνες πράξεις. Η Άτη ήταν συμφορά που χτυπούσε κατακέφαλα, τυφλώνοντας το νου και επιφέροντας την καταστροφή. Μετά από ό,τι κακό και δυστύχημα είχε αποστείλει η Άτη, προσέρχονταν οι Λιταί για να τα θεραπεύσουν.

Κλασική τραγική ποίηση

Στους αρχαίους Έλληνες τραγικούς η εικόνα της Άτης είναι διαφορετική, αφού η δράση της ομοιάζει με εκείνη της Νεμέσεως και των Ερινυών. Εκδικείται τα δολερά έργα και κατατρέχει και τιμωρεί τους δράστες αυτών των πράξεων, καθώς και τους απογόνους τους. Ο εκδικητικός χαρακτήρας της Άτης είναι πιο εμφανής στον Αισχύλο και λιγότερο στον Ευριπίδη, όπου αναπτύσσεται περισσότερο η «Δίκη» με την έννοια της δικαιοσύνης. Έτσι, στον Αγαμέμνονα, η Κλυταιμνήστρα επικαλείται την Άτη και τις Ερινύες, όταν αναφέρεται στο φόνο του συζύγου της ως «τέλειας εκδίκησης» για το χαμό της Ιφιγένειας: «καὶ τήνδ’ ἀκούεις ὁρκίων ἐμῶν θέμιν· / μὰ τὴν τέλειον τῆς ἐμῆς παιδὸς Δίκην, / Ἄτην Ἐρινύν θ’, αἷσι τόνδ’ ἔσφαξ’ ἐγώ /».

Μοντεσκιέ: Φύση και Αρχή της Διακυβέρνησης

Ο Μοντεσκιέ διακρίνει τρείς τύπους διακυβέρνησης, τη δημοκρατία, τη μοναρχία και το δεσποτισμό. Καθένας από τους τύπους αυτούς ορίζεται σε αναφορά με δύο έννοιες, τις οποίες ο συγγραφέας του Πνεύματος των Νόμων ονομάζει φύση και αρχή της διακυβέρνησης.

Η φύση της διακυβέρνησης είναι εκείνο που την κάνει να είναι ότι είναι. Η αρχή της είναι το αίσθημα που πρέπει να εμπνέει τους ανθρώπους μέσα στο πλαίσιο ενός τύπου διακυβέρνησης, για να μπορεί ο τύπος αυτός να λειτουργεί αρμονικά.

Η φύση κάθε διακυβέρνησης καθορίζεται από τον αριθμό των κατόχων της κυρίαρχης εξουσίας. Ο Μοντεσκιέ γράφει: «Ξεκινώ από τρεις ορισμούς ή μάλλον τρία γεγονότα: το ένα, ότι η αβασίλευτη δημοκρατική κυβέρνηση είναι εκείνη όπου ο λαός σύσσωμος ή ένα μέρος του μόνο έχει την κυρίαρχη εξουσία· η μοναρχική, εκείνη όπου ένας μόνο κυβερνά, αλλά μέσω σταθερών και εδραίων νόμων· ενώ στο δεσποτισμό ένας μόνο, χωρίς νόμο και κανόνα, κινεί τα νήματα με βάση τη θέληση και τα κέφια του». (Πνεύμα των Νόμων, Βιβλίο 2ο, κεφ. 1)

Οι ορισμοί όμως αυτοί δείχνουν αμέσως ότι η φύση μιας κυβέρνησης δεν εξαρτάται μόνο από τον αριθμό αυτών που κατέχουν την εξουσία, αλλά και από τον τρόπο που την ασκούν. Έχουμε λοιπόν δύο κριτήρια ή, στην σύγχρονη διάλεκτο, δύο μεταβλητές, για να ορίσουμε με ακρίβεια τη φύση κάθε κυβέρνησης: πρώτο, το ποιος κατέχει την κυρίαρχη εξουσία, και δεύτερο, το με ποιες μορφές ασκείται αυτή.

Πρέπει εδώ να προσθέσουμε και το τρίτο κριτήριο, δηλαδή την αρχή της διακυβέρνησης. Ο τύπος διακυβέρνησης δεν ορίζεται επαρκώς με βάση το (σχεδόν αποκλειστικά νομικό) χαρακτηριστικό γνώρισμα του ποιος κατέχει την κυρίαρχη εξουσία. Χαρακτηρίζεται επιπλέον και από το αίσθημα εκείνο, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να διαρκέσει και να προκόψει.

Κατά τον Μοντεσκιέ, λοιπόν, υπάρχουν τρία θεμελιώδη πολιτικά αισθήματα, καθένα από τα οποία διασφαλίζει τη σταθερότητα ενός τύπου διακυβέρνησης. Η δημοκρατία εξαρτάται από την αρετή, η μοναρχία από την τιμή, και ο δεσποτισμός από το φόβο.

Έτσι, αρχή της δημοκρατίας είναι η αρετή, πράγμα που δεν σημαίνει ότι στη δημοκρατία οι άνθρωποι είναι ενάρετοι αλλά ότι θα έπρεπε να είναι και ότι οι δημοκρατίες ευδοκιμούν μόνο στο μέτρο που οι πολίτες είναι ενάρετοι. Η αρετή της δημοκρατίας δεν είναι αρετή ηθική, αλλά πολιτική. Πρόκειται για τον σεβασμό των νόμων και την αφοσίωση του ατόμου στην κοινότητα.

Η τιμή, καθώς λέει ο Μοντεσκιέ, είναι, «από καθαρά φιλοσοφική άποψη κίβδηλη». Πρόκειται για το σεβασμό που οφείλει καθένας στην κοινωνική του θέση.

Όσο για τον φόβο, δεν έχει ανάγκη ορισμού. Είναι ένα αίσθημα στοιχειακό και κατά κάποιο τρόπο υπο-πολιτικό. Κατά τη γνώμη του ένα καθεστώς που στηρίζεται στο φόβο είναι, στην ουσία του διεφθαρμένο και στέκει σχεδόν στο χείλος του πολιτικού εκμηδενισμού. Οι υπήκοοι που υπακούουν μόνο από φόβο σχεδόν δεν είναι άνθρωποι. …

Κατά τον Μοντεσκιέ, καθεμιά από τις τρεις αυτές κυβερνήσεις αντιστοιχεί σε μια ορισμένη έκταση της εξεταζόμενης κοινωνίας. Οι διατυπώσεις αφθονούν:

«Είναι στη φύση μιας δημοκρατίας να έχει μικρό έδαφος· χωρίς αυτό δεν μπορεί να υπάρξει». (Βιβλ. 8ο, κεφ. 16)

«Ένα μοναρχικό κράτος οφείλει να έχει μέση έκταση …». (Βιβλ. 8ο, κεφ. 17)

«Μεγάλη έκτασης επικράτεια συνεπάγεται δεσποτική εξουσία για όποιον κυβερνά». (Βιβλ. 8ο, κεφ. 19)

Αν στη δημοκρατία αρετή είναι η αγάπη για τους νόμους και η αφοσίωση στην κοινότητα, δηλαδή ο πατριωτισμός, για να χρησιμοποιήσουμε μια σύγχρονη έκφραση, τότε η αρετή οδηγεί, σε τελευταία ανάλυση, σε κάποια αίσθηση της ισότητας. Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα, στο οποίο οι άνθρωποι αισθάνονται πολίτες, πράγμα που συνεπάγεται ότι είναι και νιώθουν ίσοι μεταξύ τους.

Θα μπορούσα να πω, σχολιάζοντας τον Μοντεσκιέ, ότι ένα κράτος είναι ελεύθερο όταν σ’ αυτό η εξουσία σταματά την εξουσία. Η πιο χτυπητή επιβεβαίωση της ερμηνείας αυτής βρίσκεται στο 11ο βιβλίο, όταν, τελειώνοντας την εξέταση του Αγγλικού πολιτεύματος, ο Μοντεσκιέ επιστρέφει στη Ρώμη και αναλύει το σύνολο της ρωμαϊκής ιστορίας από την άποψη της σχέσης πληβείων και πατρικίων. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι ο ανταγωνισμός των τάξεων. Ο κοινωνικός αυτός ανταγωνισμός είναι η προϋπόθεση του μετριοπαθούς πολιτεύματος, γιατί οι διάφορες τάξεις έχουν την ικανότητα να εξισορροπούνται μεταξύ τους. 

Ένα κείμενο από τις Σκέψεις σχετικά με τις αιτίες του μεγαλείου και της παρακμής των Ρωμαίων συνοψίζει τέλεια το κεντρικό αυτό θέμα του Μοντεσκιέ: «Είναι γενικός κανόνας ότι κάθε φορά που βλέπουμε όλον τον κόσμο ήσυχο σ’ ένα κράτος που ονομάζεται Δημοκρατία, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι στο κράτος αυτό ελευθερία δεν υπάρχει. Εκείνο που ονομάζουμε ένωση, μέσα σ’ ένα πολιτικό σώμα είναι κάτι πολύ διφορούμενο. Η αληθινή ένωση είναι ένωση αρμονίας στην οποία όλα τα μέρη, όσο αντιτιθέμενα κι αν μας φαίνονται, συντρέχουν στο γενικό καλό της κοινωνίας, όπως οι αντιφωνίες στη μουσική συμβάλουν στην γενική αρμονία. Μπορεί να υπάρχει ένωση σ’ ένα κράτος όπου νομίζουμε πως βλέπουμε μόνο αναταραχή, να υπάρχει δηλαδή μια αρμονία από όπου απορρέει η ευτυχία, η μόνη γνήσια ειρήνη. Το ίδιο συμβαίνει και με τα μέρη του σύμπαντος, που είναι αιώνια δεμένα μεταξύ τους χάρη στη δράση των μεν και στην αντίδραση των δε».

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.17.5-6.18.5)

[6.17.5] Ἤδη δὲ τρίτην ἡμέραν αὐτῷ τοῦ πλοῦ ἔχοντι ἐξαγγέλλεται ὅτι ὁ τῶν Πατάλων ὕπαρχος ξυλλαβὼν τῶν Παταλέων τοὺς πολλοὺς ἀποδεδρακὼς οἴχοιτο ἀπολιπὼν τὴν χώραν ἔρημον· καὶ ἐπὶ τούτῳ πλείονι ἢ πρόσθεν σπουδῇ κατέπλει Ἀλέξανδρος. ὡς δὲ ἀφίκετο ἐς τὰ Πάταλα, τήν τε πόλιν καὶ τὴν χώραν ἔρημον καταλαμβάνει τῶν ἐνοικούντων τε καὶ ἐπεργαζομένων. [6.17.6] ὁ δὲ κατὰ δίωξιν τῶν φευγόντων ἐκπέμψας τῆς στρατιᾶς τοὺς κουφοτάτους, ἐπεί τινες αὐτῶν ξυνελήφθησαν, ἀποπέμπει τούτους παρὰ τοὺς ἄλλους, ἐντειλάμενος ἐπανιέναι θαρροῦντας· εἶναι γὰρ αὐτοῖς τήν τε πόλιν οἰκεῖν ὡς πρόσθεν καὶ τὴν χώραν ἐργάζεσθαι. καὶ ἐπανῆλθον οἱ πολλοὶ αὐτῶν.
[6.18.1] Αὐτὸς δὲ Ἡφαιστίωνι προστάξας τειχίζειν ἐν τοῖς Πατάλοις ἄκραν ἀποπέμπει ἐς τὴν ἄνυδρον τῆς πλησίον γῆς φρέατά τε ὀρύξοντας καὶ οἰκήσιμον τὴν χώραν κατασκευάσοντας. καὶ τούτοις ἐπέθεντο τῶν προσχώρων τινὲς βαρβάρων, καὶ ἔστι μὲν οὓς διέφθειραν αὐτῶν ἄφνω προσπεσόντες, πολλοὺς δὲ καὶ σφῶν ἀποβαλόντες ἔφυγον ἐς τὴν ἔρημον, ὥστε ἐπιτελεσθῆναι τοῖς ἐκπεμφθεῖσι τὰ ἔργα προσγενομένης αὐτοῖς καὶ ἄλλης στρατιᾶς, ἣν Ἀλέξανδρος πυθόμενος τῶν βαρβάρων τὴν ἐπίθεσιν ἐστάλκει μεθέξοντας τοῦ ἔργου.
[6.18.2] Περὶ δὲ τοῖς Πατάλοις σχίζεται τοῦ Ἰνδοῦ τὸ ὕδωρ ἐς ‹δύο› ποταμοὺς μεγάλους, καὶ οὗτοι ἀμφότεροι σώζουσι τοῦ Ἰνδοῦ τὸ ὄνομα ἔστε ἐπὶ τὴν θάλασσαν. ἐνταῦθα ναύσταθμόν τε καὶ νεωσοίκους ἐποίει Ἀλέξανδρος· ὡς δὲ προὐκεχωρήκει αὐτῷ τὰ ἔργα, ὁ δὲ καταπλεῖν ἐπενόει ἔστε ἐπὶ τὴν ἐκβολὴν τοῦ ἐν δεξιᾷ ῥέοντος ποταμοῦ ἐς τὴν θάλασσαν. [6.18.3] Λεοννάτον μὲν δὴ δοὺς αὐτῷ τῶν τε ἱππέων ἐς χιλίους καὶ τῶν ὁπλιτῶν τε καὶ ψιλῶν ἐς ὀκτακισχιλίους κατὰ τὴν νῆσον τὰ Πάταλα ἐκπέμπει ἀντιπαράγειν τῷ στόλῳ, αὐτὸς δὲ τὰς μάλιστα τῶν νεῶν ταχυναυτούσας ἀναλαβὼν ὅσαι τε ἡμιόλιαι καὶ τὰς τριακοντόρους πάσας καὶ τῶν κερκούρων ἔστιν οὓς ἔπλει κατὰ τὸν ποταμὸν τὸν ἐν δεξιᾷ. [6.18.4] οὐκ ἔχοντι δὲ αὐτῷ ἡγεμόνα τοῦ πλοῦ, ὅτι πεφεύγεσαν οἱ ταύτῃ Ἰνδοί, ἀπορώτερα τὰ τοῦ κατάπλου ἦν· χειμών τε ἐπιγίγνεται ἐς τὴν ὑστεραίαν ἀπὸ τῆς ἀναγωγῆς καὶ ὁ ἄνεμος τῷ ῥόῳ πνέων ὑπεναντίος κοῖλόν τε ἐποίει τὸν ποταμὸν καὶ τὰ σκάφη διέσειεν, ὥστε ἐπόνησαν αὐτῷ αἱ πλεῖσται τῶν νεῶν, τῶν δὲ τριακοντόρων ἔστιν αἳ καὶ πάντῃ διελύθησαν. ἔφθησαν δὲ ἐποκείλαντες αὐτὰς πρὶν παντάπασιν διαπεσεῖν ἐν τῷ ὕδατι. [6.18.5] ἕτεραι οὖν ξυνεπήγνυντο. καὶ τῶν ψιλῶν τοὺς κουφοτάτους ἐκπέμψας ἐς τὴν προσωτέρω τῆς ὄχθης χώραν ξυλλαμβάνει τινὰς τῶν Ἰνδῶν, καὶ οὗτοι τὸ ἀπὸ τοῦδε ἐξηγοῦντο αὐτῷ τὸν πόρον. ὡς δὲ ἧκον ἵναπερ ἀναχεῖται ἐς εὖρος ὁ ποταμός, ὡς καὶ διακοσίους ταύτῃ σταδίους ἐπέχειν ᾗπερ εὐρύτατος αὐτὸς αὑτοῦ ἦν, τό τε πνεῦμα κατῄει μέγα ἀπὸ τῆς ἔξω θαλάσσης καὶ αἱ κῶπαι ἐν κλύδωνι χαλεπῶς ἀνεφέροντο, ξυμφεύγουσιν αὖ ἐς διώρυχα, ἐς ἥντινα οἱ ἡγεμόνες αὐτῷ καθηγήσαντο.

***
[6.17.5] Ήταν πλέον η τρίτη μέρα του ταξιδιού του Αλεξάνδρου, όταν του ανήγγειλαν ότι είχε φύγει ο ύπαρχος των Πατάλων, αφού πήρε μαζί του τους περισσότερους κατοίκους των Πατάλων αφήνοντας έρημη τη χώρα του. Για τον λόγο αυτό ο Αλέξανδρος έπλεε με μεγαλύτερη από πριν ταχύτητα. Όταν έφθασε στα Πάταλα και βρήκε την πόλη και την ύπαιθρο χωρίς κατοίκους και εργάτες, [6.17.6] έστειλε τους ελαφρότερα οπλισμένους στρατιώτες του να καταδιώξουν όσους έφευγαν. Όταν οι στρατιώτες συνέλαβαν μερικούς φυγάδες, ο Αλέξανδρος τους έστειλε πίσω στους άλλους με την εντολή να επιστρέψουν πίσω με θάρρος, γιατί αυτός τους επέτρεπε και την πόλη τους να κατοικούν, όπως και πριν, και τη γη τους να καλλιεργούν· και επέστρεψαν οι περισσότεροι από αυτούς.
[6.18.1] Ο Αλέξανδρος διέταξε τον Κρατερό να οχυρώσει με τείχος την ακρόπολη στα Πάταλα και έστειλε στρατιώτες στη γειτονική άνυδρη περιοχή, για να ανοίξουν πηγάδια και να την κάμουν κατοικήσιμη. Σε αυτούς επιτέθηκαν μερικοί από τους γειτονικούς βαρβάρους, οι οποίοι σκότωσαν λίγους στρατιώτες, επειδή τους αιφνιδίασαν, και έφυγαν, αφού έχασαν και πολλούς δικούς τους. Έτσι οι στρατιώτες που στάλθηκαν εκτέλεσαν τις εργασίες τους, επειδή ενισχύθηκαν και με άλλες δυνάμεις, τις οποίες είχε στείλει ο Αλέξανδρος για να πάρουν μέρος στην επιχείρηση, όταν πληροφορήθηκε την επίθεση των βαρβάρων.
[6.18.2] Κοντά στα Πάταλα το ρεύμα του Ινδού χωρίζεται σε ‹δύο› μεγάλους ποταμούς που διατηρούν και οι δύο το όνομα του Ινδού μέχρι τη θάλασσα. Εδώ ο Αλέξανδρος άρχισε να κατασκευάζει ναύσταθμο και υπόστεγα για τα πλοία. Αφού προχώρησε η κατασκευή των έργων, ο Αλέξανδρος σκεφτόταν να πλεύσει κάτω προς τη θάλασσα ως τις εκβολές του δεξιού βραχίονα του ποταμού. [6.18.3] Έδωσε, λοιπόν, στον Λεοννάτο χίλιους περίπου ιππείς και οκτώ χιλιάδες οπλίτες και τους ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες, και τον έστειλε στο νησί των Πατάλων με εντολή να βαδίζει παράλληλα προς τον στόλο, ενώ ο ίδιος πήρε μαζί του τα πιο ταχύπλοα πλοία, δηλαδή τις ημιολίες, όλες τις τριακοντόρους και μερικούς από τους κερκούρους και άρχισε να πλέει προς τα κάτω τον ποταμό από τον δεξιό του βραχίονα. [6.18.4] Μη έχοντας όμως πλοηγό, επειδή οι Ινδοί της περιοχής εκείνης είχαν φύγει, το ταξίδι του γινόταν με μεγαλύτερη από πριν δυσκολία. Και την επομένη μέρα από την αναχώρηση των πλοίων ξέσπασε κακοκαιρία. Ο άνεμος, που έπνεε αντίθετος προς το ρεύμα, έκανε να φουσκώνει ο ποταμός και τα πλοία να τραντάζονται τόσο πολύ, ώστε τα περισσότερα από αυτά έπαθαν ζημιές.
Μερικές τριακόντοροι διαλύθηκαν τελείως, πρόλαβαν όμως να τις ρίξουν στη στεριά πριν βυθισθούν μέσα στο νερό. [6.18.5] Ναυπηγήθηκαν, λοιπόν, άλλα πλοία. Ο Αλέξανδρος έστειλε τους πιο ευκίνητους από τους ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες στην πιο μακρινή περιοχή της όχθης και συνέλαβε μερικούς Ινδούς, οι οποίοι στο εξής χρησίμευαν ως πλοηγοί στο ταξίδι του. Όταν έφθασαν στο μέρος όπου ο ποταμός διευρύνεται ακόμη και σε διακόσιους σταδίους, που είναι το πλατύτερο σημείο του, έπνεε ισχυρός άνεμος από την έξω θάλασσα και τα κουπιά υψώνονταν με δυσκολία μέσα στον κλυδωνισμό. Κατέφυγαν τότε σε μια διώρυγα εκεί, στην οποία τον οδήγησαν οι πλοηγοί του.

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (726-768)

ΟΙ. οἷόν μ᾽ ἀκούσαντ᾽ ἀρτίως ἔχει, γύναι,
ψυχῆς πλάνημα κἀνακίνησις φρενῶν.
ΙΟ. ποίας μερίμνης τοῦθ᾽ ὑποστραφεὶς λέγεις;
ΟΙ. ἔδοξ᾽ ἀκοῦσαι σοῦ τόδ᾽, ὡς ὁ Λάιος
730 κατασφαγείη πρὸς τριπλαῖς ἁμαξιτοῖς.
ΙΟ. ηὐδᾶτο γὰρ ταῦτ᾽ οὐδέ πω λήξαντ᾽ ἔχει.
ΟΙ. καὶ ποῦ ᾽σθ᾽ ὁ χῶρος οὗτος οὗ τόδ᾽ ἦν πάθος;
ΙΟ. Φωκὶς μὲν ἡ γῆ κλῄζεται, σχιστὴ δ᾽ ὁδὸς
ἐς ταὐτὸ Δελφῶν κἀπὸ Δαυλίας ἄγει.
735 ΟΙ. καὶ τίς χρόνος τοῖσδ᾽ ἐστὶν οὑξεληλυθώς;
ΙΟ. σχεδόν τι πρόσθεν ἢ σὺ τῆσδ᾽ ἔχων χθονὸς
ἀρχὴν ἐφαίνου τοῦτ᾽ ἐκηρύχθη πόλει.
ΟΙ. ὦ Ζεῦ, τί μου δρᾶσαι βεβούλευσαι πέρι;
ΙΟ. τί δ᾽ ἐστί σοι τοῦτ᾽, Οἰδίπους, ἐνθύμιον;
740 ΟΙ. μήπω μ᾽ ἐρώτα· τὸν δὲ Λάιον φύσιν
τίν᾽ εἷρπε φράζε, τίνα δ᾽ ἀκμὴν ἥβης ἔχων.
ΙΟ. μέγας, χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα,
μορφῆς δὲ τῆς σῆς οὐκ ἀπεστάτει πολύ.
ΟΙ. οἴμοι τάλας· ἔοικ᾽ ἐμαυτὸν εἰς ἀρὰς
745 δεινὰς προβάλλων ἀρτίως οὐκ εἰδέναι.
ΙΟ. πῶς φής; ὀκνῶ τοι πρὸς σ᾽ ἀποσκοποῦσ᾽, ἄναξ.
ΟΙ. δεινῶς ἀθυμῶ μὴ βλέπων ὁ μάντις ᾖ.
δείξεις δὲ μᾶλλον, ἢν ἓν ἐξείπῃς ἔτι.
ΙΟ. καὶ μὴν ὀκνῶ μέν, ἃν δ᾽ ἔρῃ μαθοῦσ᾽ ἐρῶ.
750 ΟΙ. πότερον ἐχώρει βαιός, ἢ πολλοὺς ἔχων
ἄνδρας λοχίτας, οἷ᾽ ἀνὴρ ἀρχηγέτης;
ΙΟ. πέντ᾽ ἦσαν οἱ ξύμπαντες, ἐν δ᾽ αὐτοῖσιν ἦν
κῆρυξ· ἀπήνη δ᾽ ἦγε Λάιον μία.
ΟΙ. αἰαῖ, τάδ᾽ ἤδη διαφανῆ. τίς ἦν ποτὲ
755 ὁ τούσδε λέξας τοὺς λόγους ὑμῖν, γύναι;
ΙΟ. οἰκεύς τις, ὅσπερ ἵκετ᾽ ἐκσωθεὶς μόνος.
ΟΙ. ἦ κἀν δόμοισι τυγχάνει τανῦν παρών;
ΙΟ. οὐ δῆτ᾽· ἀφ᾽ οὗ γὰρ κεῖθεν ἦλθε καὶ κράτη
σέ τ᾽ εἶδ᾽ ἔχοντα Λάιόν τ᾽ ὀλωλότα,
760 ἐξικέτευσε τῆς ἐμῆς χειρὸς θιγὼν
ἀγρούς σφε πέμψαι κἀπὶ ποιμνίων νομάς,
ὡς πλεῖστον εἴη τοῦδ᾽ ἄποπτος ἄστεως.
κἄπεμψ᾽ ἐγώ νιν· ἄξιος γὰρ οἷ᾽ ἀνὴρ
δοῦλος φέρειν ἦν τῆσδε καὶ μείζω χάριν.
765 ΟΙ. πῶς ἂν μόλοι δῆθ᾽ ἡμὶν ἐν τάχει πάλιν;
ΙΟ. πάρεστιν. ἀλλὰ πρὸς τί τοῦτ᾽ ἐφίεσαι;
ΟΙ. δέδοικ᾽ ἐμαυτόν, ὦ γύναι, μὴ πόλλ᾽ ἄγαν
εἰρημέν᾽ ᾖ μοι δι᾽ ἅ νιν εἰσιδεῖν θέλω.

***
ΟΙΔ. Ποιό αντάριασμα ψυχής, σάλεμα νου
μου φέρνει αυτός ο λόγος σου, γυναίκα.
ΙΟΚ. Τί έγνοια σε τυραννά, και μιλάς έτσι;
ΟΙΔ. Θαρρώ άκουσα να λες πως θανατώθη
730 σιμά σε αμαξωτό τρίστρατο ο Λάιος.
ΙΟΚ. Έτσι είχαν πει, κι ακόμα το ίδιο λένε.
ΟΙΔ. Και πού είναι ο τόπος όπου εγίνη ο φόνος;
ΙΟΚ. Φωκίδα λεν τη χώρα· σκιστός δρόμος
φέρνει εκεί απ᾽ τους Δελφούς κι από τη Δαύλια.
ΟΙΔ. Και πόσος καιρός πέρασε από τότες;
ΙΟΚ. Λίγο πριν βασιλιάς εσύ να γίνεις
στη χώρα μας, μαθεύτη αυτό στην πόλη.
ΟΙΔ. Ω Δία! Τί μου ετοιμάζεις μες στο νου σου;
ΙΟΚ. Και γιατί αυτό βαραίνει την ψυχή σου;
740 ΟΙΔ. Μη με ρωτάς· μα πες μου ακόμα· ο Λάιος
πώς φαινότανε; νιος ήταν στα χρόνια;
ΙΟΚ. Ψηλός, μόλις ασπρίζαν τα μαλλιά του,
κι έμοιαζε κάπως στη μορφή μ᾽ εσένα.
ΟΙΔ. Αλί μου, του άμοιρου! άθελά μου μαύρες,
θαρρώ, για μέ τον ίδιο είπα κατάρες!
ΙΟΚ. Τί λες; Με τρόμο σε θωρώ, άρχοντά μου.
ΟΙΔ. Φριχτά τρέμω μη βλέπει καλά ο μάντης·
μα θα φανεί τούτο, αν μου πεις κι άλλο ένα.
ΙΟΚ. Τρομάζω, κι όμως θα σου πω ό,τι ξέρω.
750 ΟΙΔ. Με λίγους πήγαινε, ή είχε συνοδειά του,
σαν άρχοντας, πολλούς αρματωμένους;
ΙΟΚ. Πέντε ήταν, με τον κήρυκα μαζί όλοι.
Κι ένα αμάξι το Λάιο έφερνε μόνο.
ΟΙΔ. Αλί! Καθαρά είναι όλα! Και ποιός είναι
που έφερε αυτό το μήνυμα, γυναίκα;
ΙΟΚ. Κάποιος δούλος, που γλίτωσε αυτός μόνο.
ΟΙΔ. Βρίσκεται τάχα εδώ, στο σπίτι τώρα;
ΙΟΚ. Όχι· σαν ήρθε και είδε εσύ στο θρόνο
να είσαι, άμα ο Λάιος πέθανε, μου πήρε
760 το χέρι και θερμά παρακαλούσε
να τον στείλω στις στάνες, στα χωράφια,
πιο μακριά, όσο μπορεί, να ᾽ναι απ᾽ την πόλη.
Και τον έστειλα, τι όσο αν ήταν δούλος
του άξιζε αυτή και πιο μεγάλη χάρη.
ΟΙΔ. Πώς μπορεί εδώ γοργά να ᾽ρθει και πάλι;
ΙΟΚ. Φτάνει αμέσως· μα αυτό γιατί το θέλεις;
ΟΙΔ. Φοβούμαι πως πολύ καθάρια το είπα
γιατί γυρεύω να τον δω, γυναίκα.