Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ, ΞΕΝΟΦΩΝ - Ἱέρων 5, 1-4

Η δυστυχία του τυράννου

Στο σύντομο σχετικά έργο του Ἱέρων ο Ξενοφών παρουσιάζει μια συνομιλία μεταξύ του ποιητή Σιμωνίδη του Κείου και του τυράννου των Συρακουσών (478-466 π.Χ.) Ιέρωνα, στην αυλή του οποίου ο ποιητής είχε περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Στο πρώτο μέρος ο Ιέρων εκθέτει την άποψη ότι ο τύραννος ζει ζωή δυστυχισμένη. Στο δεύτερο μέρος (κεφ. 8-11) ο Σιμωνίδης υποστηρίζει ότι η άδικη τυραννίς μπορεί να μετατραπεί σε δίκαιο σύστημα διακυβέρνησης, προσφέροντας έτσι και στον τύραννο ζωή ευτυχισμένη. Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο Ιέρων περιγράφει την κατάσταση του τυράννου, ο οποίος, ενώ γνωρίζει τους γενναίους, τους σοφούς και τους δίκαιους ανθρώπους, αναγκάζεται από φόβο να τους παραμερίζει, αφού αυτοί τάσσονται υπέρ της ελευθερίας.

Ἱέρων 5, 1-4

[5.1] χαλεπὸν δ᾽ ἐρῶ σοι καὶ ἄλλο πάθημα, ὦ Σιμωνίδη, τῶν τυράννων. γιγνώσκουσι μὲν γὰρ οὐδὲν ἧττον τῶν ἰδιωτῶν τοὺς ἀλκίμους τε καὶ σοφοὺς καὶ δικαίους. τούτους δ᾽ ἀντὶ τοῦ ἄγασθαι φοβοῦνται, τοὺς μὲν ἀνδρείους, μή τι τολμήσωσι τῆς ἐλευθερίας ἕνεκεν, τοὺς δὲ σοφούς, μή τι μηχανήσωνται, τοὺς δὲ δικαίους, μὴ ἐπιθυμήσῃ τὸ πλῆθος ὑπ᾽ αὐτῶν προστατεῖσθαι. [5.2] ὅταν δὲ τοὺς τοιούτους διὰ τὸν φόβον ὑπεξαιρῶνται, τίνες ἄλλοι αὐτοῖς καταλείπονται χρῆσθαι ἀλλ᾽ ἢ οἱ ἄδικοί τε καὶ ἀκρατεῖς καὶ ἀνδραποδώδεις; οἱ μὲν ἄδικοι πιστευόμενοι, διότι φοβοῦνται ὥσπερ οἱ τύραννοι τὰς πόλεις μήποτε ἐλεύθεραι γενόμεναι ἐγκρατεῖς αὐτῶν γένωνται, οἱ δ᾽ ἀκρατεῖς τῆς εἰς τὸ παρὸν ἐξουσίας ἕνεκα, οἱ δ᾽ ἀνδραποδώδεις, διότι οὐδ᾽ αὐτοὶ ἀξιοῦσιν ἐλεύθεροι εἶναι. χαλεπὸν οὖν καὶ τοῦτο τὸ πάθημα ἔμοιγε δοκεῖ εἶναι, τὸ ἄλλους μὲν ἡγεῖσθαι ἀγαθοὺς ἄνδρας, ἄλλοις δὲ χρῆσθαι ἀναγκάζεσθαι. [5.3] ἔτι δὲ φιλόπολιν μὲν ἀνάγκη καὶ τὸν τύραννον εἶναι· ἄνευ γὰρ τῆς πόλεως οὔτ᾽ ἂν σῴζεσθαι δύναιτο οὔτ᾽ εὐδαιμονεῖν· ἡ δὲ τυραννὶς ἀναγκάζει καὶ ταῖς ἑαυτῶν πατρίσιν ἐνοχλεῖν. οὔτε γὰρ ἀλκίμους οὔτ᾽ εὐόπλους χαίρουσι τοὺς πολίτας παρασκευάζοντες, ἀλλὰ τοὺς ξένους δεινοτέρους τῶν πολιτῶν ποιοῦντες ἥδονται μᾶλλον καὶ τούτοις χρῶνται δορυφόροις. [5.4] ἀλλὰ μὴν οὐδ᾽ ἂν εὐετηριῶν γενομένων ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν γίγνηται, οὐδὲ τότε συγχαίρει ὁ τύραννος. ἐνδεεστέροις γὰρ οὖσι ταπεινοτέροις αὐτοῖς οἴονται χρῆσθαι.

***
[5] Θα σου αναφέρω, Σιμωνίδη, κι άλλο ένα φοβερό πάθημα των τυράννων. Γνωρίζουν βέβαια και αυτοί εξ ίσου καλά όσο και οι ιδιώτες ποιοι είναι κόσμιοι και σοφοί και δίκαιοι. Αλλά, αντί να τους θαυμάζουν, τους φοβούνται: τους ανδρείους τους φοβούνται μήπως αποτολμήσουν τίποτε για χάρη της ελευθερίας, τους σοφούς μήπως μηχανευθούν κάτι εις βάρος τους και τους δικαίους μήπως το πλήθος επιθυμήσει να κυβερνηθεί απ᾽ αυτούς. [2] Όταν λοιπόν τους βγάλουν κρυφά από τη μέση όλους αυτούς, ποιοι άλλοι τους απομένουν για να χρησιμοποιήσουν εκτός από τους άδικους, τους ακρατείς και τους δουλοπρεπείς; Στους άδικους έχουν εμπιστοσύνη, επειδή και αυτοί φοβούνται, όπως και οι τύραννοι, μήπως οι πόλεις ελευθερωθούν ποτέ και τους καθίσουν στο σκαμνί· τους ακρατείς τους εμπιστεύονται επειδή τους χρειάζονται προκειμένου ν᾽ ασκήσουν την τωρινή τους εξουσία, και τους δουλοπρεπείς επειδή ούτε οι ίδιοι κρίνουν τον εαυτό τους άξιο της ελευθερίας. Από την πλευρά μου, τουλάχιστον, θεωρώ τρομερό τούτο το πάθημα, άλλους δηλ. να νομίζεις για καλούς και άλλους να ᾽σαι υποχρεωμένος να χρησιμοποιείς. [3] Ακόμη, ο τύραννος εξ ανάγκης αγαπά την πόλη του, αφού χωρίς αυτήν ούτε να συντηρηθεί θα μπορούσε ούτε να ευτυχήσει· όμως η τυραννίδα τον εξαναγκάζει να τα βάλει με την ίδια του την πατρίδα. Γιατί οι τύραννοι δεν χαίρονται κάνοντας τους πολίτες γενναίους και οπλίζοντάς τους καλά, παρά πιο πολύ ευχαριστιούνται όταν δίνουν σε ξένους περισσότερα μέσα προκειμένου να εμπνέουν φόβο· ξένους χρησιμοποιούν και ως φρουρά. [4] Αλλά κι όταν συμπέσει καλή χρονιά κι αφθονήσουν τ᾽ αγαθά, πάλι ο τύραννος δεν χαίρεται μαζί με τους άλλους, γιατί πιστεύει ότι, όσο φτωχότεροι είναι οι άνθρωποι, τόσο περισσότερο τους έχει του χεριού του.

Η ΙΣΧΥΣ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ

Στή συγκυρία ἐκείνη τῆς ἱστορίας τῶν ἰδεῶν, μέσα στήν ὁποία τό πρόβλημα τῆς ἰσχύος τέθηκε γιά πρώτη φορά μ’ ὅλη του τή φιλοσοφική ἔνταση, διαγράφηκαν κιόλας ξεκάθαρα τόσο οἱ δυνατές βασικές τοποθετήσεις ὅσο καί ἡ θεμελιώδης δομή τῶν ἀντίστοιχων ἐπιχειρημάτων. Γι’ αὐτό καί ἡ ἀντιπαράθεση ἀνάμεσα στή σοφιστική καί στόν Πλάτωνα κατέχει πρωτεύουσα θέση μέσα στή φιλοσοφική ἱστορία τοῦ προβλήματος τῆς ἰσχύος καί μέσα στήν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας ἐν γένει. Οἱ σοφιστές, αὐτοί οἱ philosophes maudits τῆς ἀρχαιότητας, ἀνακάλυψαν τόν παράγοντα τῆς ἰσχύος καί ἀνέπτυξαν τή θεωρία τους γιά τήν ἀντίθεση μεταξύ Φύσεως (ἤ ἰσχύος) καί Νόμου (ἤ ἠθικῆς) μέσα στό εὐρύ πλαίσιο μίας ἀντιμεταφυσικῆς καί σχετικιστικῆς τοποθέτησης, ἡ ὁποία ἔδωσε τό ἀρνητικό ἔναυσμα γιά τήν ἀντίστροφη πλατωνική σύνδεση τοῦ πρωτείου τῆς ἠθικῆς μέ μιάν ὁρισμένη μεταφυσική. Ὄχι ὁ Σωκράτης, ὅπως διατείνεται ὁ θρύλος πού διαμορφώθηκε τό ἀργότερο ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Κικέρωνα, παρά ἡ σοφιστική κατέβασε γιά πρώτη φορά τή φιλοσοφία ἀπό τά οὐράνια ὕψη τῆς προσωκρατικῆς θεωρίας στά χαμηλώματα τῆς γῆς, κάνοντας κύριο μέλημα τῆς σκέψης τόν ἄνθρωπο στήν πολιτισμική καί πολιτική του δραστηριότητα. Ἡ πρωτοκαθεδρία τῆς ἀνθρωπολογικῆς προβληματικῆς ὁδηγοῦσε ὅμως ἀναπόδραστα στήν ἀνθρωπολογική πρωτοκαθεδρία τῆς βούλησης γιά ἰσχύ. Γιατί ὁ ἄνθρωπος πού ἀφέθηκε στίς δικές του τίς δυνάμεις, ὁ ἄνθρωπος πού παύει ν’ ἀκούει τή φωνή τῶν θεῶν καθώς διαπιστώνει ὅτι οἱ θεοί εἶναι δικά του δημιουργήματα, ὁ ἄνθρωπος ὡς δημιουργός νόμων πού δέν εἶναι δυνατόν νά βγαίνουν ἄμεσα ἀπό τους κόλπους τῆς Φύσης ἤδη ἐπειδή παραλλάζουν ἀτελείωτα ἀπό τόπο σέ τόπο κι ἀπό ἐποχή σέ ἐποχή — ὁ ἄνθρωπος αὐτός μονάχα ἀπό τή βούληση γιά ἰσχύ μπορεῖ νά ἀντλεῖ τή ζωτική του ἐνέργεια, τούς κοινωνικούς καί τούς ἠθικούς του σκοπούς. Τέτοιες ἀντιλήψεις ἦταν φυσικό νά ἀναφαίνονται στήν Ἑλλάδα τοῦ 5ου αἰώνα π.Χ. Ἡ ἰσχύς γίνεται θεωρητικό πρόβλημα ὅταν τό ζήτημα τῆς πολιτικῆς ἰσχύος εἶναι ἀνοιχτό, ὅταν ἡ ἰσχύς καί ἡ ἐξουσία παύουν νά εἶναι αὐτονόητες καί γίνονται λεία, τήν ὁποία καθένας μπορεῖ νά θηρεύσει. Ὁ κοινωνικός ξεπεσμός τῆς παλαιᾶς ἀριστοκρατίας καί ἡ παράλληλη ἄνοδος τῶν homines novi — ἀρχικά ὡς τυράννων ἤ ὡς ἐμπίστων τῶν τυράννων καί κατόπιν, ἤτοι μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ δήμου, ὡς δημαγωγών — γέννησαν μία τέτοια κατάσταση. Οἱ σοφιστές δέν πουλοῦσαν ἁπλῶς μία τεχνική της ἰσχύος σέ ὅσους συγχρόνους τους διψοῦσαν γιά ἰσχύ, ἀλλά καί πρόσφεραν μία νέα καί ρηξικέλευθη θεώρηση τῶν ἀνθρώπινων πραγμάτων· συνέλαβαν νοητικά κατά τόν τρόπο τους τήν οὐσία τῆς ἐποχῆς τους καί ἀπό τή σύλληψη τοῦ ἐπίκαιρου πέρασαν στή σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου.

Τό βάθος καί ἡ γονιμότητα αὐτῆς τῆς σύλληψης μαρτυροΰνται ἀπό τό ἔργο τοῦ Θουκυδίδη, τοῦ ἰδιοφυέστερου μαθητῆ τῆς σοφιστικῆς καί τοῦ μεγαλύτερου ἴσως ἱστορικοῦ πού ἔζησε ποτέ. Τοῦτος ὁ σύγχρονος τῶν διασημότερων σοφιστῶν, τοῦ ὥριμου Σωκράτη καί τοῦ νεαροῦ Πλάτωνα, εἶχε τήν εὐκαιρία νά παρακολουθήσει τή συζήτηση πάνω στό πρόβλημα τῆς ἰσχύος σέ μιάν ἐποχή ὅπου ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἰσχύος ἔφτασε ἡ ἴδια στόν παροξυσμό τῆς ἀνελέητης βίας. Ἀκόμα γλαφυρότερα ἀπ’ ὅ,τι ὁ πολιτικός ἀγώνας κάτω ἀπό τήν πραγματική ἤ ὀνομαστική κυριαρχία τοῦ δήμου, ἀπεκάλυπτε τώρα ὁ πόλεμος τί κινεῖ τούς ἀνθρώπους καί τήν ἱστορία. Ὁ Θουκυδίδης ἀφιέρωσε τό ἔργο τῆς ζωῆς του στήν περιγραφή τούτων τῶν κινητήριων δυνάμεων παίρνοντας ὡς παράδειγμα ἕνα μεγάλο καί πολυστρώματο συμβάν. Ἡ ἀνθρώπινη φύση, τήν ὁποία ὠθεῖ ἡ φιλαρχία καί ἡ πλεονεξία, παραμένει στά μάτια του σταθερό μέγεθος, καί γι’ αὐτό ἡ εἰρήνη δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι σχετική, ὅπως κι ὁ πόλεμος δέν ἀποτελεῖ ἔκπληξη· ὅμως μονάχα μέσα στήν ἀναταραχή τοῦ πολέμου γίνεται πρόδηλο σέ πόσο εὔθραυστα θεμέλια στηρίζεται ἡ εἰρήνη. Ὅταν καθιερωμένοι θεσμοί καί παμπάλαια ἔθιμα παραμερίζονται στό ἄψε-σβῆσε, ὅταν τά ἱερά δεσμά τῆς θρησκείας καί τῆς ἠθικῆς καταρρακώνονται αἰφνίδια, ὅταν ἀκόμα καί οἱ λέξεις ἀλλάζουν τή σημασία τους — τότε γίνεται ἡλίου φαεινότερον ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι τεχνητές κατασκευές καί θεσμίσεις, ὄχι γεννήματα τῆς Φύσης. Πίσω ἀπό τό σκισμένο προσωπεῖο τῶν θεσμίσεων προβάλλει τώρα τό ἀληθινό πρόσωπο τῆς Φύσης: εἶναι τό πρόσωπο τῶν Ἀθηναίων ὅταν ζητοῦν ἀπό τους Μηλίους νά ὑποταγοῦν. Δέν τό ζητοῦν μέ τή συνείδησή τους βεβαρυμένη, δέν πιστεύουν ὅτι ἔτσι παραβιάζουν τή θεία τάξη, γιατί ἡ θεία ἤ φυσική τάξη, ὁ ἐσώτερος νόμος τοῦ Ὄντος εἶναι ἀκριβῶς ὁ νόμος τοῦ ἰσχυρότερου. Μόνον οἱ ἀδύνατοι ἀντλοῦν ἀπό τή θεία ἤ φυσική τάξη μιάν ἠθική — ὅμως ἡ ἤθικη, ὡς ἐπιχείρημα καί ὡς ὅπλο, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἰσχυρότερη ἀπό ὅσους ὑποχρεώνονται νά καταφύγουν σ’ αὐτήν. Ἡ πίστη στήν ὑπερίσχυση τῶν ἠθικῶν κανόνων γεννᾶ ἁπλῶς φροῦδες ἐλπίδες, ὠθεῖ σέ ἀπελπισμένες καί αὐτοκαταστροφικές ἐνέργειες. Ἡ πράξη θά ὄφειλε νά προσανατολίζεται στούς κανόνες τῆς φρόνησης, οἱ ὁποῖοι πάλι πρέπει νά ὑπηρε- τοῦν τή φυσική ἐπιταγή τῆς αὐτοσυντήρησης. Βεβαίως, ἡ αὐτοσυντήρηση ἔχει διαφορετικό νόημα γιά τόν ἰσχυρό, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά διατηρήσει τήν ἰσχύ του μονάχα διευρύνοντάς την συνεχῶς, καί γιά τόν ἀδύνατο, ὁ ὁποῖος σώζεται ἀνταποκρινόμενος στίς ἐπιθυμίες τοῦ ἰσχυρότερου.

Τι μας δίδαξε ο Επίκουρος για την Αυτάρκεια και την Ελευθερία

Αν θέλεις να κυβερνάς τη ζωή σου σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική, μάθε πως πραγματικός πλούτος σημαίνει το να αρκούμαστε στα λίγα. Το λίγο ποτέ δε λείπει.

Οι άνθρωποι επιθύμησαν τη δύναμη και τη δόξα για να στηρίξουν το έχει τους σε στέρεα θεμέλια και να μπορούν να ζουν τη ζωή τους ήσυχα μες στα πλούτη. Μάταιος κόπος. Στον αγώνα τους να φτάσουν ψηλά, σπέρνουν το δρόμο της ζωής με δυσκολίες και κινδύνους. Κι από την κορυφή, σαν κεραυνός ο φθόνος τούς χτυπά και τους γκρεμίζει με καταφρόνια μες σε τρομερά Τάρταρα. Γιατί από το φθόνο, όπως κι από τον κεραυνό, καίγονται οι ψηλές κορφές και κάθε τι που ξεχωρίζει πάνω από τ’ άλλα. Αξίζει περισσότερο να προσαρμόζεται κανείς ήσυχα παρά να θέλει να υποτάξει τον κόσμο στην εξουσία του και να κυβερνά βασίλεια. Ασ’τους να χύνουν άσκοπα ματωμένο ιδρώτα εξουθενωμένοι, καθώς παλεύουν στο στενό μονοπάτι της φιλοδοξίας, αφού οι γνώσεις τους υπαγορεύονται από ξένα χείλη, κι οι επιθυμίες τους καθορίζονται από αυτά που ακούν από άλλους κι όχι απ’ τα δικά τους αισθήματα. Λουκρήτιος

Όποιος κατάλαβε ποια είναι τα όρια που θέτει η ζωή, γνωρίζει πόσο εύκολο είναι να αποκτηθεί ό,τι διώχνει τον πόνο της στέρησης και κάνει τη ζωή τέλεια στο σύνολό της. Κι έτσι δεν έχει ανάγκη από πράγματα που αποκτώνται με ανταγωνισμούς.

Η φτώχεια, αν εκτιμηθεί σύμφωνα με το φυσικό σκοπό της ζωής, είναι μεγάλος πλούτος. Ενώ τα αμέτρητα πλούτη σημαίνουν μεγάλη φτώχεια.

Έχει και η λιτότητα τα όριά της' όποιος το παραβλέπει αυτό, παθαίνει κάτι αντίστοιχο μ’ εκείνον που δεν βάζει φραγμό στις επιθυμίες του.

Για όποιον δεν είναι αρκετό το λίγο, τίποτα δεν είναι αρκετό. (Και έλεγε πως ήταν έτοιμος να παραβγεί με τον Δια σε ευτυχία, αρκεί να είχε ψωμί και νερό).

Η αυτάρκεια είναι ο μεγαλύτερος πλούτος.

Ο σοφός, ακόμα κι όταν περιοριστεί στα απαραίτητα, ξέρει περισσότερο να δίνει παρά να παίρνει' τέτοιο θησαυρό αυτάρκειας έχει ανακαλύψει.

Ζώντας κανείς ελεύθερα, δεν μπορεί να αποχτήσει μεγάλη περιουσία, γιατί κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο χωρίς δουλικότητα προς τις μάζες ή την εξουσία. Μπορεί ωστόσο να ’χει όλα τα καλά σε διαρκή αφθονία. Κι αν τύχει να αποκτήσει μεγάλη περιουσία, εύκολα θα τη μοιράζει καταπώς πρέπει, κερδίζοντας τη συμπάθεια των συνανθρώπων του.

Κακό πράγμα η ανάγκη* δεν είναι όμως διόλου αναγκαίο να ζει κανείς υπό καθεστώς ανάγκης.

Μέγιστος καρπός της αυτάρκειας είναι η ελευθερία.

Την ευδαιμονία και τη μακαριότητα δεν τις φέρνουν τα μεγάλα πλούτη ούτε η πληθωρική δραστηριότητα ούτε οι εξουσίες ούτε η ισχύς, αλλά η αλυπία, η πραότης των συναισθημάτων κι η ψυχική διάθεση που αναγνωρίζει τα όρια που έχει θέσει η φύση.

Μικροεμπόδια βάζει η τύχη στο σοφό άνθρωπο. Τα μεγαλύτερα και τα πιο σημαντικά ζητήματα τα έχει διευθετήσει η λογική του, και σ’ όλη του τη ζωή η λογική θα τα διευθετεί.

Είναι ανόητο να ζητάει κανείς από τους θεούς αυτά που μπορεί ο ίδιος να εξασφαλίσει για τον εαυτό του.

Δεν ελευθερώνουν την ψυχή από την ανησυχία και δεν φέρνουν την αληθινή χαρά τα αμέτρητα πλούτη ή η δόξα κι ο θαυμασμός του πλήθους ή οτιδήποτε άλλο οφείλεται σε αίτια απεριόριστα.

Ο ρηχός άνθρωπος στην ευημερία αποχαυνώνεται και στη συμφορά καταρρακώνεται.

Αν θες να κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλή, μη του δίνεις περισσότερα λεφτά. Αφαίρεσέ του την επιθυμία να πλουτίσει.

Η φύση μάς διδάσκει να θεωρούμε μικρά τα όσα μας φέρνει η τύχη' μας διδάσκει, όταν είμαστε τυχεροί να μην αγνοούμε την ατυχία, αλλά κι όταν δυστυχούμε να μην υπερεκτιμούμε την καλοτυχία' και να δεχόμαστε ατάραχοι τα καλά που μας φέρνει η τύχη αλλά και να είμαστε προετοιμασμένοι να αντιταχθούμε σε όσα μας φαίνονται κακά' μας διδάσκει πως όλα όσα οι πολλοί θεωρούν καλά και κακά είναι εφήμερα και πως η σοφία δεν έχει απολύτως τίποτα κοινό με την τύχη.

Tα ψέματα στις σχέσεις: Πότε τα λέμε και τι σημαίνουν

Mήπως τα ψέματα δεν τα γεννάει πάντα ο χαρακτήρας αυτού που ψεύδεται αλλά ο τρόπος που οι δύο σύντροφοι σχετίζονται;

Στις στενές συντροφικές σχέσεις υποτίθεται ότι δεν υπάρχει χώρος για ψέματα. Παρότι η τάση να λέμε μικρά ή αθώα ψέματα είναι ένα πολύ φυσικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό (ναι, μην κουνάτε αποδοκιμαστικά το κεφάλι σας – σύμφωνα με έρευνες η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων λένε τουλάχιστον 2-3 ψέματα ημερησίως), στις στενές συντροφικές σχέσεις είναι πολλοί αυτοί που λένε εμφατικά ότι «το μόνο που δεν μπορούν να ανεχτούν είναι το ψέμα».Έχοντας ακούσει πολλές φορές άτομα να κατηγορούν ως ανάξιο εμπιστοσύνης ένα σύντροφο που δεν πληροί το στερεοτυπικό προφίλ του «ψεύτη» έχω αναρωτηθεί επανειλημμένως μήπως σε ορισμένες περιπτώσεις τα ψέματα δεν τα γεννάει ο χαρακτήρας αυτού που ψεύδεται αλλά ο τρόπος που οι δύο σύντροφοι σχετίζονται. Αν νιώθετε ότι η σχέση σας ταλαιπωρείται από ψέματα ή υποψίες χωρίς να υπάρχει μέσα σε αυτή ένας παθολογικός ψεύτης ίσως θα ήταν καλό να σκεφτείτε λίγο τα παρακάτω.

Μήπως ως σύντροφος είστε εξαιρετικά επικριτικός, αυστηρός ή απαιτητικός; Στις στενές σχέσεις ένας συχνός λόγος απόκρυψης της αλήθειας είναι ο φόβος ότι αν ειπωθεί η αλήθεια ο σύντροφός μας θα γίνει επιθετικός ή θα μας απορρίψει. Πριν καταδικάσετε ένα ψέμα λοιπόν, σκεφτείτε ποια θα ήταν η αντίδρασή σας αν ξέρατε την αλήθεια. Είστε άνθρωπος με κατανόηση; Εμπιστεύεται ο σύντροφός σας ότι δεν θα τον ντροπιάσετε, κατηγορήσετε ή απορρίψετε αν σας πει κάτι που δεν σας αρέσει; Πριν κατηγορήσετε κάποιον ότι σας λέει ψέματα, πάντα αναρωτηθείτε πριν αν του επιτρέπετε να σας πει την αλήθεια.

Μήπως είστε υπερβολικά αδιάκριτος; Υπάρχει ένα λεπτό όριο στα ερωτήματα που δικαιούμαστε να θέτουμε στους συντρόφους μας και αν αυτά ξεπεραστούν ο άλλος μπορεί να αντιληφθεί την περιέργεια μας σαν ανάκριση ή σαν εισβολή στον προσωπικό του χώρο. «Τι σκέφτεσαι; Με ποιον ήσουν; Ποιος άλλος ήταν εκεί; Γιατί σου πήρε τόση ώρα να φτάσεις; Τι έκανες; Γιατί το έκανες;»… Όταν ο σύντροφός μας γίνεται ενοχλητικά περίεργος ή ανακριτικός, είναι αναμενόμενο να νιώθουμε ότι η ανεξαρτησία μας και ο προσωπικός μας χώρος καταπατάται. Άτομα που δεν έχουν μάθει ή δεν είναι σε θέση να οριοθετήσουν τέτοιου είδους συμπεριφορές μπορεί να νιώσουν ότι χάνουν τον έλεγχο και την αυτονομία τους και να καταφύγουν σε ψέματα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ψέμα μπορεί να ειδωθεί ως ένας έμμεσος ή παθητικός τρόπος να πεις στον άλλον «μέχρι εδώ» ή «παράτα με».

Μια άλλη παράμετρος που χρειάζεται να λαμβάνει κάποιος υπόψη του όταν ερευνά τους λόγους που μπορεί να ειπωθούν ψέματα μέσα σε μια σχέση είναι η κατανομή της ισχύος στο ζευγάρι. Μέσα σε μια σχέση – και ιδιαίτερα μέσα σε ένα γάμο – τα δύο μέλη του ζευγαριού ποτέ δεν έχουν την ίδια ακριβώς ισχύ. Η δύναμη και η εξουσία διαφέρουν ανά τομέα ή ανά περίπτωση. Για παράδειγμα, μπορεί ο ένας σύντροφος να έχει μεγαλύτερη ισχύ όσον αφορά τα παιδιά ή την ευρύτερη οικογένεια και ο άλλος σύντροφος να έχει μεγαλύτερη οικονομική δύναμη. Οι διαφορές αυτές είναι σημαντικό να εντοπίζονται γιατί όταν είναι έντονες μπορεί να επηρεάσουν την ειλικρίνεια αυτού που βρίσκεται στη θέση της «αδυναμίας». Όταν ένα άτομο νιώθει ότι υπολείπεται ισχύος μπορεί να αισθανθεί ότι δεν έχει κανέναν έλεγχο στις αποφάσεις που παίρνονται. Επειδή σε κανέναν δεν αρέσει να νιώθει αδύναμος ή ότι οι άλλοι αποφασίζουν εκ μέρους του, μπορεί κάποιοι να καταφύγουν στο ψέμα ώστε να νιώσουν ότι είναι σε θέση να επηρεάσουν έμμεσα (εφόσον δεν είναι σε θέση να το κάνουν άμεσα) τις αποφάσεις του πιο ισχυρού συντρόφου. Ψέματα που οφείλονται στην ανισορροπία ισχύος βλέπουμε συχνά και στη σχέση γονιού – παιδιού ή στη σχέση εργοδότη – εργαζόμενου.

Ίσως όσοι καταδικάζουν και το παραμικρό ψέμα μέσα σε μια σχέση θα ήταν χρήσιμο να αναθεωρήσουν. Ο πειρασμός να πιστέψουμε ότι οι σχέσεις μας θα ήταν καλύτερες αν μπορούσαμε να λέμε και να ακούμε πάντα την αλήθεια είναι μεγάλος, η ζωή όμως φαίνεται να έχει διδάξει στους περισσότερους από εμάς ότι η αδιάκριτη ειλικρίνεια μπορεί να εμποδίσει τη σύνδεσή μας με αυτούς που αγαπάμε και τελικά να κάνει τις σχέσεις μας να καταρρεύσουν.Μπορεί τα συχνά ή τα μεγάλα ψέματα να στέκονται εμπόδιο σε κάποιες σχέσεις, αλλά είστε σίγουροι ότι η αλήθεια είναι πάντα αυτό που θέλετε να ακούσετε; Και κάτι ακόμα. Πόσες είναι άραγε οι σχέσεις που μπορούν να αντέξουν «την αλήθεια και μόνο την αλήθεια;». Ας είμαστε ειλικρινείς.

Ευριπίδη, Ηρακλής, ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ‏

Ο Ευριπίδης, ένας εκ των τριών κορυφαίων δραματουργών τού ελληνικού και παγκόσμιου πολιτισμού, γεννήθηκε στα 480 π. Χ., στην Σαλαμίνα, έζησε στην Αθήνα και απεβίωσε στην

Πέλλα τής Μακεδονίας, στα 406 π. Χ. Το έργο του συμπεριελάμβανε τουλάχιστον 75 δράματα, από τα οποία σώθηκαν εξολοκλήρου μόνον τα 19, μαζί με μικρά αποσπάσματα μέρους των υπολοίπων. Εκτός από μεγαλοφυής τραγικός ποιητής και βαθύτατα θεοσεβής στοχαστής, ο Ευριπίδης αναγνωρίζεται και ως πρωτοπόρος ψυχολόγος και κοινωνιολόγος, σαφώς επηρεασμένος από την Σοφιστική, την Ρητορική και τον Ορθολογιστικό Σκεπτικισμό. Εξαιτίας των ιδεών του δέχθηκε επανειλημμένες αήθεις επιθέσεις από τους κωμωδιογράφους και τους δημαγωγούς τής εποχής του, γεγονός που πολλές φορές τον εξέθεσε σε κινδύνους και τον διέβαλε ενώπιον τού εύπιστου όχλου. Η εμβριθής σοφία και η ασυναγώνιστη τεχνική του άρχισαν να αναγνωρίζονται ήδη από την ελληνιστική περίοδο και μέχρι σήμερα αποτελούν πολύτιμη πηγή πνευματικής ανάτασης γιά ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο. Δίπλα στον θεολόγο Αισχύλο και τον ηθικολόγο Σοφοκλή, ο ανθρωπολόγος Ευριπίδης συμπληρώνει την ιερή τριάδα τής αθάνατης Ελληνικής Δραματικής Τέχνης, περικλεούς γενέτειρας και ακάματης τροφού τού σύγχρονου υγιούς θεάτρου.

Η ευριπίδεια τραγωδία «Ηρακλής» ή «Ηρακλής μαινόμενος» διδάχθηκε στην Αθήνα, πιθανώς στα 424 π. Χ. Το δράμα εξελίσσεται γύρω από την πρόσκαιρη αλλά εξόχως φονική παραφροσύνη τού ημίθεου Ηρακλή, διερευνώντας τις αιτίες και τα αποτελέσματα τής βαριάς καταπόνησης τού ψυχοπνευματικού κόσμου ενός φίλεργου και φιλότιμου ήρωα – άκρως ανθρώπινου – που έχει βιώσει πλήθος πρωτόγνωρων κινδύνων, έχει αγωνισθεί με αστείρευτη υπομονή και επιμονή εναντίον πανίσχυρων εχθρών, έχει νικήσει επάξια σε όλα τα μέτωπα, έχει ευεργετήσει ποικιλοτρόπως τους συνανθρώπους του και τώρα έρχεται αντιμέτωπος με τον ισχυρότερο αντίπαλό του: τον ίδιο τον συντετριμμένο εαυτό του. Στον «Ηρακλή» του, αυτήν την «άγρια τραγωδία και μελέτη τού απάνθρωπου», ο Ευριπίδης είναι ένας ποιητής και ψυχολόγος, ένας δραματουργός και ψυχαναλυτής, ο οποίος δικαίως κατατάσσεται πλέον και μεταξύ των θεμελιωτών τής επιστήμης τής ψυχολογίας.

Ευρυπίδου εκ τού «Ηρακλέους»

Α’. Τίποτε θεϊκό δεν είναι σαφές στους ανθρώπους (62).

Β’. Αποκάμνουν και οι συμφορές των ανθρώπων, και οι πνοές των ανέμων δεν έχουν παντοτινή δύναμη (101-102).

Γ’. Άριστος άνδρας είναι εκείνος που έχει παντοτινή εμπιστοσύνη στην ελπίδα, ενώ η απελπισία είναι χαρακτηριστικό τού κακού άνδρα (105-106).

Δ’. Αυτή είναι η μεγαλύτερη σοφία κατά την μάχη: κακοποιώντας τους εχθρούς να διασώζεις το σώμα σου και να μην το εγκαταλείπεις στην τύχη (201-203).

Ε’. Οι ευγενείς πατέρες καταβάλλονται από τις αισχρότητες των παιδιών τους (292-293).

ΣΤ’. Έχεις υποχρέωση να αποφεύγεις άνθρωπο άξεστο και εχθρικό και να εμπιστεύεσαι τους σοφούς και τους καλά αναθρεμμένους (299-300).

Ζ’. Μικρός είναι ο βίος μας, περάστε τον όσο πιό ευχάριστα γίνεται, χωρίς να λυπάστε ούτε κατά την ημέρα ούτε κατά την νύχτα. Ο χρόνος δεν γνωρίζει πώς να διασώζει τις ελπίδες μας. Φροντίδα του είναι να πετά (503-507).

Η’. Η μεγάλη ευτυχία και η δόξα δεν είναι βέβαιες γιά κανέναν (510-511).

Θ’. Ποιοί είναι οι φίλοι τού δυστυχισμένου άνδρα; (559).

Ι’. Η δυστυχία – τώρα σου το λέω – δεν έχει φίλους (561).

ΙΑ’. Δίκαιο είναι οι άνδρες να βοηθούν τα παιδιά τους, τον γέροντα πατέρα τους και την γυναίκα που έλαβαν σε γάμο (583-584).

ΙΒ’. Παιδί μου, να είσαι φίλος γιά τους φίλους σου και να μισείς τους εχθρούς σου (585-586).

ΙΓ’. Δεν αρνούμαι την φροντίδα των παιδιών μου. Ίδια είναι όλα τα ανθρώπινα. Και οι καλύτεροι άνθρωποι αγαπούν τα παιδιά τους και όσοι δεν είναι τίποτε. Διαφέρουν στις περιουσίες. Άλλοι έχουν και άλλοι όχι. Όλο το γένος τους, όμως, είναι φιλότεκνο (632-636).

ΙΔ’. Η νεότητα μού είναι πάντοτε αγαπητή, ενώ τα γηρατειά είναι βάρος (637-638).

ΙΕ’. Εάν οι Θεοί διέθεταν ανθρώπινη σύνεση και σοφία, θα έδιναν διπλή την νεότητα, φανερό σημάδι αρετής γιά τους ενάρετους, και οι νεκροί στο φως τού ήλιου δεύτερο δρόμο θα βάδιζαν πάλι, ενώ οι κακογεννημένοι θα είχαν μόνον μία ζωή και έτσι θα αναγνωρίζονταν και οι κακοί και οι αγαθοί, όπως οι ναυτικοί ξεχωρίζουν μεταξύ των νεφών τον αριθμό των άστρων. Τώρα δεν υπάρχει κανένα σαφές θεϊκό σημάδι ούτε γιά τους χρηστούς ούτε γιά τους κακούς, ενώ τα γυρίσματα τού χρόνου μόνον τον πλούτο αυξάνουν (655-672).

ΙΣΤ’. Να μην ζούσα χωρίς μουσική! (676).

ΙΖ’. Προσδόκα να κακοπάθεις αν κάνεις κακό (727-728).

ΙΗ’. Είναι ηδονικό να πεθαίνει ο εχθρός σου τιμωρούμενος γιά όσα έχει πράξει (732-733).

ΙΘ’. Ποιός θνητός μόλυνε με ανομία τους Θεούς και με άφρονα λόγο καταλόγισε στους μακάριους ουράνιους ότι δήθεν δεν έχουν δύναμη οι Θεοί; (757-759).

Κ’. Οι Θεοί, οι Θεοί παρατηρούν το άδικο και αντιλαμβάνονται το όσιο. Ο χρυσός και η ευτυχία καθιστούν ξέφρενους τους θνητούς και εξωθούν την δύναμη προς την αδικία. Κανείς δεν τολμά να αναλογισθεί τι θα φέρει το γύρισμα τού χρόνου. Παραβαίνοντας τον νόμο και ικανοποιώντας την ανομία έσπασε το σκοτεινό άρμα τής ευτυχίας του (773-780).

ΚΑ’. Όντας θνητός δεν μολύνεις τα θεϊκά (1232).

ΚΒ’. Κανένας φίλος δεν είναι μίασμα γιά τους φίλους του (1234).

ΚΓ’. Όταν δεν τεθούν ορθά θεμέλια σε μία γενιά, κατ’ ανάγκη δυστυχούν οι απόγονοί της (1261-1262).

ΚΔ’. Γιατί πρέπει να ζω; Τι κέρδος θα έχουμε από έναν αχρείο και ανόσιο βίο; (1301-1302).

ΚΕ’. Κανείς θνητός δεν είναι απείρακτος από την τύχη (1314).

ΚΣΤ’. Είναι τιμητικό έπαθλο γιά τους πολίτες, που βοηθούν έναν ηρωικό άνδρα, να δοξάζονται από τους Έλληνες (1334-1335).

ΚΖ’. Όταν σε τιμούν οι Θεοί, κανένα φίλο δεν χρειάζεσαι. Αρκεί η βοήθεια τού Θεού, όταν θέλει να την προσφέρει (1338-1339).

ΚΗ’. Ο Θεός, όταν ορθώς είναι Θεός, κανέναν δεν έχει ανάγκη (1345-1346).

ΚΘ’. Όποιος επιθυμεί να αποκτήσει πλούτο ή δύναμη, παρά φίλους αγαθούς, σκέφτεται κακώς (1425-1426).

Προτού αποφασίσεις να επιτεθείς σε εσένα

Προτού αποφασίσεις να επιτεθείς με βία στο σώμα σου, προτού αποφασίσεις να του επιτεθείς με ανορεξία ή βουλιμία, άκου…

Δεν θα σου μιλήσω για την αγάπη προς εσένα, για την αγάπη προς το σώμα σου. Είσαι πολύ μακριά ακόμα από το αίσθημα της αγάπης προς εσένα.

Θα σου μιλήσω για το γνώριμο προς εσένα, την βία.

Την επίθεση που κάνεις εσύ προς εσένα..

Τι συναισθήματα έχεις καταπιέσει και βγαίνουν με τόση μανία? Αναγνώρισε τα. Δώσε τους φωνή και λόγο.

Τι διαστρεβλωμένη εικόνα έχεις για εσένα? Με τα δικά σου μάτια σε κοιτάς?

Τι σκοτάδι υπάρχει μέσα σου και δεν σε αφήνει να δεις την υπέροχη μορφή σου?

Πως έχεις συνδέσει την θηλυκότητα με την τελειότητα, τον γνήσιο ερωτισμό με την φαντασίωση της τελειότητας?

Αν ακόμα δεν καταλαβαίνεις…
Η γυναίκα είναι η αύρα της, η λάμψη στα μάτια της, η αγάπη της για δημιουργία.
Η θηλυκότητα της είναι η σιγουριά στην ύπαρξη της.
Η ομορφιά είναι η αγάπη στο χαμόγελο της.
Ο ερωτισμός της είναι η συνειδητοποίηση ότι το σώμα της είναι ένας ζωντανός οργανισμός έκφρασης συναισθημάτων που δημιουργεί ζωή.
Ζεις μέσα από αυτό και αναπνέει μέσα από εσένα.
Την επόμενη φορά που θα σου έρθει η ορμή να το κακοποιήσεις, άκουσε εσένα.
Την επόμενη φορά που θα σου έρθει η ορμή να το τιμωρήσεις, εστιάσου να αναγνωρίσεις την φύση της ορμής μην εστιάζεσαι στην βία της τιμωρίας.

Ελπίζω να μην θυμάσαι τα λόγια μου, ελπίζω να Νιώσεις.

Όταν οι λέξεις παύουν πια μόνο λέξεις να ‘ναι

Φορές-φορές συνδέονται οι λέξεις με τ' αποτελέσματα τα άμεσα, με μια σκοπιμότητα φανερή είτε κρυφή τ' ανθρώπου.

Κυρίως με τη βιολογική του αναγκαιότητα της επικοινωνίας. Για να επιβιώσει, μέσα του φυτεύει λέξεις-σπόρους και τους ανθαίνει με παρέα. Γιατί χωρίς κανείς δεν θα μπορεί να αξιολογήσει την ομορφιά: να πει «όμορφο λουλουδάκι» είτε «υπάρχουν και καλλίτερα». Είναι η κοινή μας γνώμη αυτή η παραπάνω. Κάθε κοινότητα και μια δική της.

Υπάρχουν στιγμές που ο άνθρωπος τις μπογιατίζει και με χρωματισμούς: μ' επιφωνήματα χαράς-λύπης-επιθυμίας και όλης της συνθετικής γεωμετρικής πυραμίδας των σπινοζικών παθών. Πότε σου βγαίνουν ο θαυμασμός, ήτοι μιαν έκπληξη αδιάφορη έως δυνατή και πααίνεις να πεις «αχ!». Πότε λες «θέλω κι άλλα να είπω» και να βάνεις κομματοσύμβολα. Είτε πολλά άλλα. Ζωγραφιστά, όμορφα και ακαλαίσθητα. Και κάτι που ξεχνώ πάντοτε και μιαν αγαπημένη μου χαράσσει σαν την παρθενική μου ακρόαση, μέσα στα φυλλοκάρδια και το οποίο κατιτίς έρχεται περίπου ούτως: «Θανάση, κρίμα που τέλεψες το «Α» το αρχικό σου. Κ' ήσουν τόσο κοντά στην αθανασία». Το ανέφερε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ακόμη ζωντανός.

Στο χαρτί που αντικρύζω, αφού το έχω αγγίξει με όση στοργή έχει η γροθιά του ενός χεριού μου κι ένα σκάρτο βιβλίο για βωμό του και κολυμβήθρα, στο χαρτί αυτό, άκρως οικονομικόν, ξεχνώ κάπως τα μικρά του τέλη, τους μικρούς θανάτους που του επιφέρω με τέλειους κύκλους.

Είναι στα σημεία που κάτι σταματάς , γιατί νιώθεις μια πληρότητα, την ολοκλήρωση του. Το απλό τέλος, το σύνηθες και το ρουτινιάρικο. Είτε γιατί δεν έχεις, το δίχως άλλο, κάτι να προσθέσεις. Και λες «αυτό ήτανε, προσάρμοσε την ψυχούλα σου στο τελείωμα». Δηλαδή, θάψε το βαθιά σου, σε κιτάπια φθηνών είτε πολύτιμων πτυχών του νου σου, είτε εκθείασε τα πάρε όλη την ενέργεια του, αποστραγγίζοντας το νόημα, την ουσία της λέξεως. Γιατί, ο πομπός τη μιλάει τη λέξη, πράγματι, έχοντας κάποιον συνήθως να ακούγει. Μόνο που η λέξη έχει το χρώμα του πρώτου, το συναίσθημα, το ζωμό του πρώτου και τη νοηματοδότηση, το συναίσθημα και τη ρουφηξιά του τελευταίου. Κι εδώ συμβαίνει κάτι γοητευτικό, αν είσαι θεατής ή παρατηρείς τη πορεία του λόγου: Οι λέξεις πάουν πλέον μόνον λέξεις να 'ναι.

«Αισθάνεσαι, δεν ακούς.
Μιλάς, δεν παραθέτεις.
Αγγίζεις, δεν ακουμπάς.
Βλέπεις, δεν κοιτάζεις. Κ.ο.κ.».


Όταν, λοιπόν, φθάνεις εδώ, τότε συνειδητοποιείς ότι όλη η αλήθεια του κόσμου, όλη η ομορφιά κι η ασκήμια του κρύβεται στην ασήμαντη ψυχούλα σου. Κι όλη η φύση σιωπά. Κι όλη η φύση συναισθάνεται και συμμετέχει μαζί σου στην ιερή της παύση, την μεγαλεπήβολη κραυγή σου. Ν' αναπνεύσεις τον εραστή σου, την ύστατη ανάσα. Να πει όσα είσαι, να τα γεννήσεις, όχι να τ' αποβάλλεις. Γιατί ενδέχεται να σκοτωθείς κι εσύ μαζί τους.

Όταν οι λέξεις παύουν μόνο λέξεις να 'ναι, μην το βάλεις στα πόδια. Μείνε, να αποδώσεις τις τιμές. Στη διεκδίκηση. Στην αξία. Και στον εαυτό σου.

Τις επιγνώσεις μας τις αποκτούμε πάντα εκ των υστέρων

Καταλαβαίνεις πάντα πολύ αργά αυτό που θα ‘πρεπε να έχεις καταλάβει πολύ νωρίς. Καταλαβαίνεις πάντα εκ των υστέρων αυτό που θα ‘πρεπε να έχεις καταλάβει εκ των προτέρων, ακριβώς επειδή είχες την εντύπωση ότι τα πράγματα ήταν αυτά που είχες καταλάβει εξαρχής.

 Τα πράγματα δεν ήταν άλλα από αυτά που κατάλαβες ότι ήταν εκ των υστέρων. Τα πράγματα ήταν ακριβώς αυτά που ήταν εκ των προτέρων. Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή γίνεται πάντα εκ των υστέρων, όταν ήδη είναι πολύ αργά.

Συγκεντρώνεις τις σκέψεις σου μία μία, ανασύρεις γεγονότα και λεπτομέρειες, συνδέεις τις λεπτομέρειες μεταξύ τους (οι λεπτομέρειες συνδέονται πάντα μεταξύ τους, κι ας είναι από δυο χωριά) και πάντα πέφτεις απ’ τα σύννεφα.

Μπορείς να περάσεις μέρες ολόκληρες ανασύροντας λεπτομέρειες επί λεπτομερειών και συνδέοντας τις λεπτομέρειες μεταξύ τους, σπάζοντας το κεφάλι σου να συνδέσεις τα γεγονότα και τις λεπτομέρειες μεταξύ τους, και να καταλάβεις τι ακριβώς συνέβη, και μόλις αυτό επιτέλους συμβεί, δηλαδή μόλις καταλάβεις τι συνέβη ακριβώς, πέφτεις από τα σύννεφα.

Υποθέτω ότι αυτός είναι ο τρόπος να υπάρχεις. Ίσως υπάρχει κι άλλος. Δεν αποκλείω καμία εκδοχή.

ΝΑ ΑΓΑΠΑΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΤΗΡΕΙΣ

Μπορείς να πεις κάτι για τούτα τα λόγια: ΄΄Να αγαπάς τον εαυτό σου και να παρατηρείς -σήμερα, αύριο, πάντοτε΄΄;

Η αγάπη είναι τροφή για την ψυχή. Όπως ακριβώς είναι το φαγητό για το σώμα, έτσι είναι και η αγάπη για την ψυχή. Χωρίς φαγητό, το σώμα είναι αδύναμο, χωρίς αγάπη, η ψυχή είναι αδύναμη. Και καμιά πολιτεία, καμιά εκκλησία και κανένα επενδεδυμένο συμφέρον δεν θέλησε ποτέ να έχουν οι άνθρωποι δυνατή ψυχή, γιατί ο άνθρωπος που έχει πνευματική ενέργεια είναι επόμενο να είναι εξεγερμένος.

Η αγάπη σε κάνει εξεγερμένο, επαναστατημένο. Η αγάπη σού δίνει φτερά να πετάξεις ψηλά. Η αγάπη σού δίνει ενόραση για τα πράγματα, ώστε να μην μπορεί να σε εξαπατήσει κανείς, να σε εκμεταλλευτεί, να σε καταπιέζει. Και οι ιερείς και οι πολιτικοί επιβιώνουν μόνο με το αίμα σου΄ επιβιώνουν μόνο με την εκμετάλλευση. Είναι παράσιτα, όλοι οι ιερείς και όλοι οι πολιτικοί.

Για να σε κάνουν αδύναμο πνευματικά, έχουν βρει μια σίγουρη μέθοδο, εκατό τοις εκατό εγγυημένη, και αυτή είναι να σε μαθαίνουν να μην αγαπάς τον εαυτό σου΄ γιατί αν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να αγαπά τον εαυτό του, δεν μπορεί να αγαπά και κανέναν άλλο επίσης. Η διδασκαλία αυτή είναι πολύ πονηρή. Λένε: Να αγαπάς τους άλλους -γιατί ξέρουν ότι αν δεν μπορείς να αγαπάς τον εαυτό σου, δεν μπορείς να αγαπάς καθόλου. Λένε όμως συνεχώς: Να αγαπάς τους άλλους, να αγαπάς την ανθρωπότητα, να αγαπάς το Θεό, να αγαπάς τη φύση, να αγαπάς τη γυναίκα σου, να αγαπάς τον άντρα σου, τα παιδιά σου, τους γονείς σου, αλλά να μην αγαπάς τον εαυτό σου, γιατί αν αγαπάς τον εαυτό σου είναι εγωιστικό αυτό το πράγμα σύμφωνα με εκείνους.

Επικρίνουν την αγάπη για τον εαυτό τόσο όσο δεν επικρίνουν τίποτε άλλο΄ και έχουν κάνει τη διδασκαλία τους να φαίνεται πολύ λογική. Λένε: Αν αγαπάς τον εαυτό σου, θα γίνεις εγωιστής, αν αγαπάς τον εαυτό σου θα γίνεις ναρκισσιστής. Δεν είναι αλήθεια αυτό. Ο άνθρωπος που αγαπά τον εαυτό του βλέπει ότι δεν υπάρχει εγώ μέσα του. Το εγώ προβάλει όταν αγαπάς τους άλλους χωρίς να αγαπάς τον εαυτό σου, όταν προσπαθείς να αγαπάς τους άλλους.

Η αγάπη δεν έχει ιδέα από καθήκον. Το καθήκον είναι βάρος, κάτι το τυπικό. Η αγάπη είναι χαρά, μοίρασμα΄ η αγάπη δεν είναι τυπική. Αυτός που αγαπάει δεν νιώθει ποτέ ότι έχει κάνει αρκετά΄ αυτός που αγαπάει νιώθει πάντα ότι μπορούσε να κάνει κι άλλα. Αυτός που αγαπάει δεν αισθάνεται ποτέ ότι, ΄΄Τον έχω υποχρεώσει τον άλλο.΄΄ Αντίθετα αισθάνεται ότι, ΄΄Επειδή η αγάπη μου έχει γίνει δεκτή, είμαι υποχρεωμένος. Ο άλλος με έχει υποχρεώσει με το που δέχτηκε το δώρο μου, που δεν το απέρριψε.΄΄ Ο άνθρωπος τού καθήκοντος σκέφτεται, ΄΄Είμαι ανώτερος, πνευματικός, σπάνιος. Κοίτα πώς υπηρετώ τους ανθρώπους!΄΄

Ο άνθρωπος που αγαπάει τον εαυτό του σέβεται τον εαυτό του και ο άνθρωπος που αγαπάει τον εαυτό του και σέβεται τον εαυτό του σέβεται και τους άλλους επίσης, επειδή γνωρίζει ότι, ΄΄Όπως ακριβώς είμαι εγώ, το ίδιο είναι και οι άλλοι. Όπως απολαμβάνω εγώ την αγάπη, το σεβασμό, την αξιοπρέπεια, το ίδιο τα απολαμβάνουν και οι άλλοι.΄΄ Συνειδητοποιεί ότι δεν είμαστε διαφορετικοί΄ σε ό,τι αφορά τα θεμελιώδη πράγματα, είμαστε ένα. Βρισκόμαστε κάτω από τον ίδιο νόμο.

Ο άνθρωπος που αγαπάει τον εαυτό του απολαμβάνει τόσο πολύ την αγάπη, γίνεται τόσο ευδαίμων, που η αγάπη αρχίζει να ξεχειλίζει, αρχίζει να φτάνει ως τους άλλους. Φτάνεικατ΄ανάγκην! Αν ζεις την αγάπη, θέλεις να την μοιράζεσαι. Δεν μπορείς να συνεχίσεις να αγαπάς τον εαυτό σου για πάντα, γιατί ένα πράγμα θα σου γίνει τελείως ξεκάθαρο: ότι αν το να αγαπάς έναν άνθρωπο, τον εαυτό σου, είναι κάτι τόσο εξαιρετικά εκστατικό και όμορφο, πόση ακόμη έκσταση σε περιμένει, αν αρχίσεις να μοιράζεσαι την αγάπη σου με πάρα πολλούς ανθρώπους!

Σιγά-σιγά τα μικρά κύματα αρχίζουν να πηγαίνουν όλο και πιο μακριά. Αγαπάς άλλους ανθρώπους΄ μετά αρχίζεις να αγαπάς τα ζώα, τα πουλιά, τα δέντρα, τις πέτρες. Μπορείς να γεμίσεις ολόκληρο το σύμπαν με την αγάπη σου. Ένας και μόνο άνθρωπος αρκεί για να γεμίσει ολόκληρο το σύμπαν με αγάπη, όπως ακριβώς ένα και μόνο βότσαλο μπορεί να γεμίσει ολόκληρη τη λίμνη με μικρά κύματα΄ ένα βοτσαλάκι.

Ο άνθρωπος πρέπει να γίνει θεϊκός. Αν δεν γίνει θεϊκός ο άνθρωπος, δεν πρόκειται να υπάρξει καμιά ικανοποίηση, καμιά ευχαρίστηση. Αλλά πώς μπορείς να γίνεις θεϊκός; Οι ιερείς σου λένε ότι είσαι αμαρτωλός. Οι ιερείς σου λένε ότι είσαι καταδικασμένος, ότι είναι επόμενο να πας στην κόλαση. Και σε κάνουν να φοβάσαι πολύ να αγαπήσεις τον εαυτό σου.

Γ΄αυτό ακριβώς και είναι τόσο εύκολο στους ανθρώπους να βρίσκουν ελαττώματα. Βρίσκουν ελαττώματα στον εαυτό τους, πώς να αποφύγουν να βρουν ελαττώματα στους άλλους; Μάλιστα, τα βρίσκουν και τα μεγεθύνουν, τα κάνουν όσο πιο μεγάλα γίνεται. Φαίνεται πως μόνο με αυτό το τέχνασμα σώζονται΄ αναγκαστικά το κάνεις αυτό για να περισώσεις κατά κάποιο τρόπο το γόητρό σου. Γι΄αυτό και υπάρχει τόση πολλή κριτική και τόση έλλειψη αγάπης.

Ο άνθρωπος που αγαπά τον εαυτό του μπορεί να γίνει εύκολα διαλογιστικός, γιατί διαλογισμός σημαίνει να είσαι με τον εαυτό σου.

Αν μισείς τον εαυτό σου -όπως ακριβώς κάνεις, όπως σου έχουν πει να κάνεις, και το ακολουθείς αυτό με θρησκευτική ευλάβεια- αν μισείς τον εαυτό σου, πώς γίνεται να είσαι με τον εαυτό σου; Ο διαλογισμός δεν είναι τίποτε άλλο από την απόλαυση της όμορφης μοναχικότητάς σου και από τον γιορτασμό του εαυτού σου. Ο άλλος δεν είναι καθόλου αναγκαίος΄ είναι κανείς αρκετός από μόνος του. Λούζεται κανείς μέσα στην δική του δόξα, λούζεται μέσα στο δικό του φως. Είναι χαρούμενος που είναι ζωντανός, που υπάρχει.

Το μεγαλύτερο θαύμα στον κόσμο είναι το ότι υπάρχεις και το ότι υπάρχω. Το μεγαλύτερο θαύμα είναι ότι υπάρχεις και ο διαλογισμός ανοίγει τις πόρτες τού θαύματος αυτού. Μόνο όμως ένας άνθρωπος που αγαπά τον εαυτό του μπορεί να διαλογίζεται΄ αλλιώς, ξεφεύγεις συνεχώς από τον εαυτό σου, αποφεύγεις τον εαυτό σου. Ποιος θέλει να κοιτάξει ένα άσχημο πρόσωπο και ποιος θέλει να διεισδύσει μέσα σε μια άσχημη ύπαρξη; Ποιος θέλει να πάει βαθιά μέσα στη δική του λάσπη, στο δικό του σκοτάδι; Ποιος θέλει να μπει μέσα στην κόλαση που νομίζει ότι αποτελεί; Θέλεις να κρατήσεις σκεπασμένο το όλο πράγμα με λουλούδια όμορφα και θέλεις πάντα να ξεφεύγεις από τον εαυτό σου.

Έτσι λοιπόν οι άνθρωποι αναζητούν συνεχώς συντροφιά. Δεν μπορούν να μείνουν μόνοι τους΄ θέλουν να είναι μαζί με άλλους. Οι άνθρωποι αναζητούν κάθε είδους συντροφιά΄ αν μπορούν να αποφύγουν τη συντροφιά του εαυτού τους, τους κάνει το οτιδήποτε. Κάθονται μέσα σε ένα κινηματογράφο τρεις ώρες βλέποντας κάτι τελείως ανόητο. Διαβάζουν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα ώρες ολόκληρες, χάνοντας την ώρα τους. Διαβάζουν την ίδια εφημερίδα ξανά και ξανά απλώς για να μείνουν απασχολημένοι. Παίζουν χαρτιά και σκάκι για να σκοτώσουν την ώρα τους... λες και έχουν πάρα πολλή ώρα!

Η αγάπη ξεκινά με τον εαυτό σου κα μετά εξαπλώνεται συνεχώς. Εξαπλώνεται συνεχώς από μόνη της΄ δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι για την εξάπλωσή της.

Να αγαπάς τον εαυτό σου...και να παρατηρείς. Αλλά η πρώτη προϋπόθεση είναι να αγαπάς τον εαυτό σου και μετά να παρατηρείς. Αν δεν αγαπάς τον εαυτό σου και αρχίσεις να παρατηρείς.

Ο Σωκράτης λέει: Γνώθι σαυτόν: Να αγαπάς τον εαυτό σου, γιατί, αν δεν αγαπάς τον εαυτό σου, δεν θα γνωρίσεις ποτέ τον εαυτό σου΄ η γνώση έρχεται αργότερα μόνο, η αγάπη προετοιμάζει το έδαφος. Η αγάπη αποτελεί την δυνατότητα να γνωρίσεις τον εαυτό σου. Η αγάπη είναι ο σωστός τρόπος για να γνωρίσεις τον εαυτό σου.
Να αγαπάς τον εαυτό σου και να παρατηρείς... σήμερα, αύριο, πάντοτε.

Δημιούργησε ενέργεια αγάπης γύρω από τον εαυτό σου. Να αγαπάς το σώμα σου και να αγαπάς το νου σου. Να αγαπάς τον όλο σου μηχανισμό, τον όλο σου οργανισμό. Με τη λέξη αγάπη εννοώ: αποδέξου το έτσι όπως είναι, μην προσπαθείς να καταπιέσεις. Καταπιέζουμε μόνο όταν μισούμε κάτι, καταπιέζουμε μόνο όταν είμαστε εναντίον κάποιου πράγματος. Μην καταπιέζεις, γιατί αν καταπιέζεις, πώς θα παρατηρείς; Δεν μπορούμε να κοιτάξουμε τον εχθρό κατάματα΄ μπορούμε να κοιτάξουμε μόνο τον αγαπημένο μας στα μάτια. Αν δεν αγαπάς τον εαυτό σου, δεν θα μπορέσεις να κοιτάξεις μέσα στα ίδια σου τα μάτια, το ίδιο σου το πρόσωπο, την ίδια σου την πραγματικότητα.

Η παρατήρηση είναι διαλογισμός, το όνομα που δίνει ο Βούδας στο διαλογισμό. Η λέξη κλειδί του Βούδα είναι παρατήρησε. Λέει: Έχε επίγνωση, να είσαι σε εγρήγορση, μην χάνεις τη συνειδητότητα. Μην συμπεριφέρεσαι με νυσταγμένο τρόπο. Μην λειτουργείς συνεχώς σαν μηχανή, σαν ρομπότ. Έτσι λειτουργούν οι άνθρωποι.

Παρατήρησε΄ παρατήρησε απλώς, τα πάντα! Όταν περπατάς, παρατήρησε το περπάτημά σου. Όταν τρως, παρατήρησε που τρως. Όταν κάνεις ντους, παρατήρησε το νερό, το κρύο νερό που πέφτει πάνω σου, το άγγιγμα του νερού, την ψυχρότητα, το τρεμούλιασμα που περνάει από τη σπονδυλική σου στήλη΄ παρατήρησε τα πάντα, ΄΄σήμερα, αύριο, πάντοτε.΄΄

Έρχεται τελικά μια στιγμή που παρατηρείς ακόμη και τον ύπνο σου. Αυτό είναι το υπέρτατο σημείο της παρατήρησης. Το σώμα αποκοιμιέται και υπάρχει ακόμη ένας παρατηρητής που είναι ξύπνιος, που παρατηρεί σιωπηλά το σώμα καθώς κοιμάται βαθιά. Αυτό είναι το υπέρτατο σημείο της παρατήρησης. Προς το παρόν, ακριβώς το αντίθετο ισχύει: το σώμα σου είναι ξύπνιο, αλλά εσύ κοιμάσαι. Τότε, εσύ θα είσαι ξύπνιος και το σώμα σου θα κοιμάται. Το σώμα χρειάζεται ανάπαυση, αλλά η συνειδητότητά σου δεν χρειάζεται ύπνο. Η συνειδητότητά σου είναι συνειδητότητα΄ είναι εγρήγορση, αυτό ακριβώς είναι η φύση της.

Καθώς γίνεσαι πιο παρατηρητικός, αρχίζεις να έχεις φτερά΄ τότε όλος ο ουρανός είναι δικός σου. Ο άνθρωπος αποτελεί συνάντηση της γης και του ουρανού, του σώματος και της ψυχής.

Nα μάθεις να φεύγεις...

Από την ασφάλεια τρύπιων αγκαλιών
Από χειραψίες που σε στοιχειώνουν
Από την ανάμνηση μιας κάλπικης ευτυχίας
Να φεύγεις - αθόρυβα, σιωπηλά, χωρίς κραυγές, μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς
Να μην παίρνεις τίποτα μαζί, ούτε ενθύμια, ούτε ζακέτες για το δρόμο
Να τρέχεις μακρυά από δήθεν καταφύγια κι ας έχει έξω και χαλάζι
Να μάθεις να κοιτάς βαθιά στα μάτια όταν λες αντίο κι όχι κάτω ή το άπειρο
Να εννοείς τις λέξεις σου, μην τις εξευτελίζεις, σε παρακαλώ
Να μάθεις να κοιτάς την κλεψύδρα, να βλέπεις πως ο χρόνος σου τελείωσε
Όχι αγκαλιές, γράμματα, αφιερώσεις, κάποτε θα ξανασυναντηθούμε αγάπη μου
(Όλα τα βράδια και τα τραγούδια δεν θα είναι ποτέ δικά σας - αποδέξου το)
Να σταματήσεις να αγαπάς τον Μέλλοντα, όταν αυτό που έχεις είναι μόνο ο Ενεστώτας
Να φεύγεις από εκεί που δεν ξέρεις γιατί βρίσκεσαι - από 'κει που δεν ξέρουν γιατί σε κρατάνε
Να αποχωρίζεσαι τραγούδια που αγάπησες, μέρη που περπάτησες
Δεν έχεις τόση περιορισμένη φαντασία όσο νομίζεις
Μπορείς να φτιάξεις ιστορίες ολοκαίνουριες, με ουρανό κι αλάτι
Να θυμίζουν λίγο φθινόπωρο, πολύ καλοκαίρι κι εκείνη την απέραντη Άνοιξη
Να φεύγεις από εκεί που δε σου δίνουν αυτά που χρειάζεσαι
Από το δυσανάλογο, το μέτριο και το λίγο
Να απαιτείς αυτό που δίνεις να το παίρνεις πίσω - δεν τους το χρωτάς

Να μάθεις να σέβεσαι την αγάπη σου, το χρόνο σου και την καρδιά σου
Μην πιστεύεις αυτά που λένε - η αγάπη δεν είναι ανεξάντλητη, τελειώνει
Η καρδιά χαλάει, θα τη χτυπάς μια μέρα και δεν θα δουλεύει
Να μην συγχωρείς όσους δεν σου έπλυναν τα πόδια σου με δάκρυα μετανοίας
Να καταλάβεις πως οι δεύτερες ευκαιρίες είναι για τους δειλούς, οι τρίτες για τους γελοίους
Μην τρέμεις την αντιστοιχία λέξεων-εννοιών, να ονομάζεις σχέση την σχέση την κοροϊδία κοροϊδία
Να μαλώνεις τον εαυτό σου καμιά φορά που κάθεται και κλαψουρίζει σαν μωρό
κι εσύ κάθεσαι και του δίνεις γλυφιτζούρι μη και σου στεναχωρηθεί το βυζανιάρικο
Να μάθεις να ψάχνεις για αγάπες που θυμίζουν Καζαμπλάνκα, όχι συμβάσεις ορισμένου χρόνου
Και. Να μάθεις να φεύγεις. Από εκεί που ποτέ πραγματικά δεν υπήρξες
Να φεύγεις κι ας μοιάζει να σου ξεριζώνουν το παιδί από τη μήτρα
Να φεύγεις από όσα νόμισες γι' αληθινά, μήπως φτάσεις κάποτε σ' αυτά

Ο μισογυνισμός της Ορθοδοξίας

Οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών έχουν τις ρίζες τους στην ίδια την Αγία Γραφή ενώ ακόμη και σήμερα η Εκκλησία δεν αναγνωρίζει σ' αυτές την απαιτούμενη ηθική υπόσταση να ιερουργούν ούτε να εισέρχονται στο Ιερό του ναού ή στο Αγιον Ορος

Με αφορμή τις έντονες αντιδράσεις της Ιεραρχίας για την κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες από την κυβέρνηση, πολλά γράφτηκαν και ειπώθηκαν για τη σχέση της Εκκλησίας με το Κράτος, αλλά ελάχιστα για τη σχέση της με τους πολίτες. Νομιμοποιείται ηθικά η Εκκλησία να παρουσιάζεται ως υπέρμαχος του δικαιώματος της ελευθερίας επιλογής των πολιτών, της προστασίας της ιδιωτικής ζωής τους και εν γένει της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων; Από τη γέννησή μας κατηχούμεθα να πιστεύουμε ότι η Ορθοδοξία είναι υπέρμαχος της ισότητας των ανθρώπων ανεξαρτήτως φύλου, κοινωνικής θέσης, εθνότητας, θρησκευτικών πεποιθήσεων κτλ. Είναι έτσι τα πράγματα; Τα ερωτήματα αυτά τίθενται λόγω της γενικότερης στάσης της Εκκλησίας σε μια σειρά ζητημάτων, όπως στην αμφισβήτηση του δικαιώματος της ανεξιθρησκίας και της ελευθεροτυπίας για θρησκευτικά θέματα (π.χ., βιβλίο Μ. Ανδρουλάκη Μν) κ.ά., αλλά διότι σχετίζεται και με ένα επιμελώς αποσιωπούμενο κεφαλαιώδες ζήτημα, που αφορά το ήμισυ των συμπολιτών μας: τις θρησκευτικές διακρίσεις εναντίον της γυναίκας.

Οι μισογυνικές αντιλήψεις της Ορθοδοξίας έχουν τις ρίζες τους στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη και διατηρούνται ακόμη και σήμερα. Πώς θα ένιωθαν, αλήθεια, οι Ελληνίδες αν συνειδητοποιούσαν ότι η θρησκεία τους τους προσφέρει έναν Θεό που τις προόρισε να υποτάσσονται στους άνδρες;

Ο Απόστολος Παύλος
Όχι ευχάριστα, αν έτσι έχουν τα πράγματα! Στην Αγία Γραφή βρίσκουμε την πρώτη διάκριση του Θεού εναντίον της γυναίκας, όταν δημιούργησε πρώτον τον άνδρα. Τη γυναίκα τη δημιούργησε ως βοηθό του άνδρα μόνο όταν διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε κάποιο κατάλληλο ζώο γι' αυτή τη δουλειά ανάμεσα στα «θηρία του αγρού και όλα τα πτηνά του ουρανού». Διάκριση έκανε, επίσης, ως προς τον τρόπο δημιουργίας της και την προέλευση του ονόματός της. Τον άνδρα τον έφτιαξε εκ του μηδενός ενώ τη γυναίκα από τη μία πλευρά του. Την ονόμασε δε «γυνή (ανδρίς), διότι έγινεν από τον άνδρα αυτής». Ακόμη και για το προπατορικό αμάρτημα την τιμώρησε, εκτός άλλων, με πλήρη υποταγή στον Αδάμ: «...θα εξαρτάσαι δε πάντοτε από τον άνδρα σου και αυτός θα είναι ο κύριός σου».

Στις Προς Εφεσίους και Κορινθίους Επιστολές ο Απόστολος Παύλος είναι αποκαλυπτικός για τις μισογυνικές αντιλήψεις του: «... να υποτάσσεσθε εις τους ιδίους σας άνδρας, σαν να κάνετε την υποταγήν σας αυτήν προς τον Κύριον, ο οποίος παραγγέλλει και ζητεί να υποτάσσονται αι γυναίκες εις τους άνδρας των» και σε άλλο εδάφιο «... ο μεν άνδρας... επλάσθη εξ αρχής ως ο κύριος εκπρόσωπος της κυριαρχίας του Θεού επί της Γης και είναι διά τούτο περισσότερον από την γυναίκα εικών και δόξα του Θεού. Η γυναίκα δε ως το εξαιρετικότερον από τα άλλα κτίσματα, που έχει υπό την εξουσίαν ο άνδρας, είναι δόξα του ανδρός. Πράγματι δε ο άνδρας είναι υπεροχότερος από την γυναίκα, διότι δεν έγινε ο άνδρας από την γυναίκα, αλλ' η γυναίκα έγινεν από τον άνδρα. Και επί πλέον δεν εκτίσθη ο άνδρας διά να βοηθή την γυναίκα, αλλ' η γυναίκα επλάσθη προς χάριν και βοήθειαν του ανδρός».

Ακόμη και σήμερα η Εκκλησία εφαρμόζει διακρίσεις εναντίον των γυναικών. Δεν τους αναγνωρίζει την απαιτούμενη ηθική υπόσταση να ιερουργούν, ούτε να εισέρχονται στο Ιερό του ναού ή στο Άγιον Όρος. Δεν επιτρέπει στους αρχιερείς να παντρεύονται, για να μην σκανδαλίζονται από... γυναικείες επιρροές. Στον ναό, τους άνδρες τους τοποθετεί στα δεξιά και τις γυναίκες στα αριστερά (δηλαδή οι... κακοί εξ ευωνύμων;). Ακόμη και το κοριτσάκι-βρέφος το θεωρεί δυνητικά ανήθικο εκ γενετής, μια που ο παπάς το ευλογεί έξω από το Ιερό όταν σαραντίζει, ενώ το αγοράκι μέσα. Εγκλωβισμένες οι γυναίκες σε ένα θρησκευτικό δόγμα ανδροκρατικού δεσποτισμού, ελεγχόμενο από αντιδημοκρατικά εκλεγόμενους Ιεράρχες, υποτάσσονται στην Εκκλησία διότι, παρ' ότι αμφισβητεί κατάφωρα την ισοτιμία τους προς τον άνδρα, τις δελεάζει να προσμένουν μια θέση στον Παράδεισο, πάντα, όμως, υπό την απειλή ότι η απόφαση του Θεού θα είναι αμετάκλητη αν καταλήξουν στην Κόλαση. Μήπως, εν τέλει, είναι πιο δίκαιοι και πιο επιεικείς οι ανθρώπινοι νόμοι;

Η θρησκευτική ελευθερία
Οι δογματικές διακρίσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν περιορίζονται μόνο στις γυναίκες όπως δείχνουν μερικά ενδεικτικά παραδείγματα: Στην ουσία έχει καταργήσει το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής θρησκεύματος με την επιβολή του νηπιοβαπτισμού και της υποχρεωτικής κατήχησης ανήλικων (π.χ. διδασκαλία θρησκευτικών στα σχολεία), παρ' ότι ο Χριστός δεχόταν την βάπτιση και την κατήχηση μόνο ενηλίκων. Σημειωτέον, ο νηπιοβαπτισμός επιβλήθηκε από την Εκκλησία μετά το 300 μ.Χ., επί αυτοκράτοροςΙουστινιανού. Η σύνδεση της Εκκλησίας με κρατικές υπηρεσίες για την παρακολούθηση άλλων θρησκειών και η εν γένει διείσδυσή της σε κάθε πολιτικό, κοινωνικό και κρατικό θεσμό, με αποκορύφωμα την εμμονή της να αναγράφεται το θρήσκευμα στις ταυτότητες, έχει καταστήσει την Ελλάδα θρησκευτικό κράτος και την Εκκλησία «Εκκλησία ταυτοτήτων, Εκκλησία δηλώσεων». Πολλοί μη ορθόδοξοι έλληνες πολίτες αντιμετωπίζουν πολλαπλά προβλήματα διακρίσεων λόγω της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, παρ' ότι η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης ρητώς προστατεύεται από το Σύνταγμα. Με βάση νόμους του Μεταξά «περίπου 2.000 μη ορθόδοξοι έλληνες πολίτες συνελήφθησαν... και υπήρξαν 400 καταδίκες» για «αντιορθόδοξες» θρησκευτικές δραστηριότητες κατά την οκταετία 1984-92.

Αλλόθρησκες μειονότητες δεν μπορούν να κτίσουν δικούς τους ναούς χωρίς την έγκρισή της. Οι πρακτικές διακρίσεων των αυτοχριζόμενων εκπρόσωπων του Χριστού βρίσκονται σε πλήρη διάσταση με τα λόγια του: «Δεν υπάρχουν πλέον διαφοραί εθνικότητος και κοινωνικής τάξεως και φύλου. Δεν υπάρχει πλέον διαφορά Ιουδαίου και Ελληνος, ... δεν υπάρχει άρσεν και θήλυ».

Η Εκκλησία αναγορεύεται ως ψυχή του Ελληνισμού για να διασφαλίσει την ιδεολογική επιβίωσή της (ίδρυση εκκλησιαστικού πανεπιστημίου) και την πολιτική επιρροή της (κατά κανόνα αντιδραστική, όπως αποδεικνύει η ταύτισή της με τον δικτάτορα Μεταξά, τη χούντα κτλ. Ταυτίζεται με τον Ελληνισμό ενώ ακόμη και την εξέγερση του 1821 την πολέμησε και κατασυκοφάντησε τους αγωνιστές της. Είναι τουλάχιστον αστείο να βλέπει κανείς τη... φιλειρηνική Εκκλησία να... ευλογεί τα στρατιωτικά όπλα.

Οι εγκόσμιες εξουσίες
Να ορκίζει κυβερνήσεις και εν γένει να διαπλέκεται με κοσμικούς θεσμούς και εξουσίες, κατ' αντίθεση με τον Χριστό που δεν τις αναγνώριζε. Η διαπλοκή της, βέβαια, με το κράτος της προσφέρει τεράστια οικονομικά οφέλη (π.χ. μισθοί κληρικών από χρήματα ορθόδοξων αλλά και αλλόθρησκων φορολογούμενων, διεκδίκηση 126 δισ. ­ και 60 δισ. για το Αγιον Ορος ­ από το Γ' Πλαίσιο Στήριξης), που μεγεθύνουν την ήδη αμύθητη περιουσία της, την οποία, από... αγνά χριστιανικά κίνητρα, δεν λέει με τίποτε να αποχωριστεί.

Πολύ λίγα φαίνεται ότι άλλαξαν στην Εκκλησία από τότε που αφορίστηκαν ο Γληνός και οΛασκαράτος και καταδιώχθηκε αγρίως ο Καζαντζάκης. Ανέκαθεν οι χριστιανικές θρησκείες αντιμετώπιζαν με εχθρότητα κάθε απελευθερωτική πνευματική ανέλιξη του ανθρώπου, όταν μάλιστα μπορούσε να δημιουργήσει ρήγματα στον ανορθολογισμό και στην κοινωνική υποταγή.
Οι αρχιερείς τους δημιούργησαν έναν χριστιανισμό στα μέτρα του... Αποστόλου Παύλου («οι δούλοι να υπακούετε εις τους κατά σάρκαν κυρίους με φόβον και τρόμον... σαν να υπακούετε εις τον Χριστόν», διότι ο Χριστός τούς παραήταν επαναστάτης («Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την Γην, ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν». Οι σημερινοί «αντιπρόσωποι του Χριστού» μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι και να ονειρεύονται εγκόσμιες εξουσίες. Αν ζούσαν στην εποχή του Χριστού, σίγουρα θα έβλεπαν εφιάλτες... ώσπου να σταυρωθεί!

Ο διαχωρισμός του χρόνου από τον χώρο – μια νέα κβαντική θεωρία ανατρέπει τον χωροχρόνο του Αϊνστάιν

Ήταν ο   Νεύτωνας σωστός και λάθος ο Αϊνστάιν; Φαίνεται ότι το ξεκλείδωμα του ιστού του χωροχρόνου – ο διαχωρισμός του χρόνου από τον χώρο – και οι αναπολήσεις των ιδεών του 19ου αιώνα για τον απόλυτο χρόνο θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια θεωρία της κβαντικής βαρύτητας.
Σκιές στην θεωρία του Αϊνστάιν; Μια ηλιακή έκλειψη επιβεβαίωσε τον βαρυτικό εστιασμό και την ιδέα του Αϊνστάιν για τον χωροχρόνο. Ωστόσο μια νέα θεωρία της κβαντικής βαρύτητας δημιουργεί ενθουσιασμό χωρίζοντας τον χώρο από τον χρόνο.
Οι φυσικοί έχουν παλέψει για να παντρέψουν την κβαντική μηχανική με την βαρύτητα επί δεκαετίες τώρα. Αντίθετα, οι άλλες δυνάμεις της φύσης είναι πιο πειθήνιες. Για παράδειγμα, η ηλεκτρομαγνητική δύναμη μπορεί να περιγραφεί κβαντομηχανικά από την κίνηση των φωτονίων. Προσπαθήστε να υπολογίσετε την βαρυτική δύναμη μεταξύ δύο αντικειμένων με όρους της κβαντικής βαρύτητας, και γρήγορα θα μπείτε σε μπελάδες, η απάντηση σε κάθε υπολογισμό της θα είναι το άπειρο. Αλλά τώρα ο Petr HoYava, ένας φυσικός στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ, νομίζει ότι αντιλαμβάνεται το πρόβλημα. Είναι όλα, όπως λέει, θέμα χρόνου.

Διαχωρίζοντας τον χρόνο από το χώρο – Οι αποδείξεις 

Πιο συγκεκριμένα, το πρόβλημα είναι ο τρόπος που ο χρόνος είναι συνδεδεμένος με τον χώρο στη θεωρία της βαρύτητας: τη γενική σχετικότητα. Ο Αϊνστάιν ανέτρεψε την περίφημη νευτώνεια αντίληψη ότι ο χρόνος είναι απόλυτος, αλλά εξαρτάται από τον παρατηρητή. Έτσι, υποστήριξε ότι ο χρόνος είναι μια άλλη διάσταση, που ‘πλέκεται’ μαζί με τον χώρο για να σχηματίσει ένα ιστό εύκαμπτο που στρεβλώνεται από την ύλη. Το πρόβλημα είναι ότι στην κβαντική μηχανική, ο χρόνος διατηρεί την Νευτώνεια ακαταδεκτικότητα του, παρέχοντας την εξέδρα στην οποία χορεύει η ύλη, αλλά ποτέ δεν επηρεάζεται από την παρουσία του. Αυτές οι δύο αντιλήψεις του χρόνου, δεν κολλάνε.
Η λύση, υποστηρίζει ο HoYava, είναι να κόψουμε τα νήματα που συνδέουν τον χώρο με τον χρόνο σε πολύ υψηλές ενέργειες, όπως αυτές που βρίσκονταν στο πρώιμο σύμπαν, όπου ίσχυαν οι κανόνες της κβαντικής βαρύτητας. "Πάω πίσω στην ιδέα του Νεύτωνα ότι ο χρόνος και ο χώρος δεν είναι ισοδύναμοι”, λέει ο HoYava. Σε χαμηλές τιμές της ενέργειας, η γενική σχετικότητα προκύπτει από αυτό το υποκείμενο πλαίσιο, ενώ αποκαθίσταται και ο ιστός του χωροχρόνου”, εξηγεί.
Ο HoYava παρομοιάζει αυτή εμφάνιση με τον τρόπο που κάποιες εξωτικές ουσίες αλλάζουν φάση. Για παράδειγμα, σε χαμηλές θερμοκρασίες οι ιδιότητες του υγρού ηλίου αλλάζουν δραματικά, και μετατρέπεται σε ένα "υπερ-υγρό" που μπορεί να υπερνικήσει την τριβή. Στην πραγματικότητα, ο HoYava έχει συνπλέξει τα μαθηματικά των εξωτικών αλλαγών της φάσης για να κατασκευάσει τη θεωρία της βαρύτητας. Μέχρι στιγμής φαίνεται να λειτουργεί: οι απειρισμοί που μαστίζουν άλλες θεωρίες της κβαντικής βαρύτητας έχουν εξημερωθεί, και από την θεωρία αναδύει ένα βαρυτόνιο που συμπεριφέρεται καλά. Φαίνεται, επίσης, να ταιριάζει με υπολογιστικές προσομοιώσεις της κβαντικής βαρύτητας.
Στους μέχρι τώρα δεκάδες ελέγχους της επιστημονικής κοινότητας η θεωρία του 47χρονου HoYava φαίνεται να στέκεται καλά, αντιμετωπίζοντας τους απειρισμούς και περιγράφοντας ένα βαρυτόνιο που δεν έχει παράξενες ιδιότητες υπό ιδιαίτερες συνθήκες, όπως συμβαίνει με το βαρυτόνιο άλλων θεωριών κβαντικής βαρύτητας. Επιπλέον, η θεωρία φαίνεται να είναι σύμφωνη με προσομοιώσεις της κβαντικής βαρύτητας σε υπολογιστή, καθώς ο έλεγχος τέτοιων θεωριών στο εργαστήριο είναι μάλλον αδύνατος. Στις προσομοιώσεις αυτές εμφανίζεται ένας ενιαίος τετραδιάστατος χωροχρόνος σε μεγάλες αποστάσεις, ενώ την ίδια στιγμή το σύμπαν φαίνεται να περιορίζεται σε δύο διαστάσεις στις πολύ μικρές αποστάσεις. Τι γίνονται οι επιπλέον διαστάσεις;
Ο HoYava θεωρεί ότι η μείωση των διαστάσεων σηματοδοτεί το σημείο όπου αναδύεται η γενική σχετικότητα μέσα από τη θεωρία του για τη βαρύτητα. Σε δημοσίευσή του σε επιστημονικό περιοδικό ένα μήνα μετά τη δημοσίευση για την κβαντική βαρύτητα, εξηγεί ότι σε μεγάλες ενέργειες ο χώρος εκτείνεται με ρυθμό μόλις ένα τρίτο του ρυθμού που εκτείνεται ο χρόνος, με αποτέλεσμα οι τρεις χωρικές διαστάσεις να εμφανίζονται μόνο σαν μία από τις κανονικές σχετικιστικές διαστάσεις, δηλαδή σα να χάθηκαν οι δύο από τις τρεις διαστάσεις του χώρου. ‘Οπως σημειώνει στην εισαγωγή αυτής της μελέτης του, «μια άλλη ενδιαφέρουσα πιθανότητα είναι η φύση των τεσσάρων μακροσκοπικών διαστάσεων του χωροχρόνου να αλλάζει ποιοτικά καθώς αλλάζει η κλίμακα».
Για να εδραιωθεί η θεωρία κβαντικής βαρύτητας του πρέπει να διαπιστωθεί ότι συμβαδίζει με τις παρατηρήσεις για το φυσικό κόσμο το ίδιο καλά με τη θεωρία της σχετικότητας, αν όχι καλύτερα. Οι πρώτες δοκιμές όσον αφορά την κίνηση των πλανητών λένε ότι δίνει ανάλογα αποτελέσματα με τη σχετικιστική βαρύτητα.

Δεν υπάρχει «Μεγάλη Έκρηξη», «σκοτεινή ύλη» και «σκοτεινή ενέργεια»

Η θεωρία HoYava γέννησε ενθουσιασμό από πέρυσι που προτάθηκε, και οι φυσικοί έκαναν μια συνάντηση για να την συζητήσουν το Νοέμβριο του 2009 στο Ινστιτούτο Perimeter για την Θεωρητική Φυσική στο Οντάριο. Ειδικότερα, φυσικοί έχουν ελέγξει αν το μοντέλο περιγράφει σωστά το σύμπαν που βλέπουμε σήμερα. Η γενική σχετικότητα επιβεβαιώθηκε όταν ο Αϊνστάιν προέβλεψε την μετάπτωση του περιηλίου του Ερμή με μεγαλύτερη ακρίβεια από ότι μπορούσε η θεωρία του Νεύτωνα για την βαρύτητα.
Μπορεί η βαρύτητα του HoYava να έχει την ίδια επιτυχία; Η πρώτη απόπειρα για να απαντηθεί το ερώτημα είναι "ναι". Ο Francisco Lobo, από το Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας, και οι συνάδελφοί του έχουν βρει ότι ταιριάζει αρκετά καλά στην κίνηση των πλανητών.
Άλλοι έχουν κάνει ακόμη πιο τολμηρούς ισχυρισμούς για την θεωρία βαρύτητας του HoYava, ειδικά όταν πρόκειται να εξηγήσουν κοσμικούς γρίφους, όπως η μοναδικότητα (ιδιομορφία) του big bang, όπου οι νόμοι της φυσικής καταρρέουν. Αν η βαρύτητα του HoYava είναι σωστή, υποστηρίζει ο κοσμολόγος Robert Brandenberger του Πανεπιστημίου McGill σε μια δημοσίευση του πέρυσι τον Αύγουστο, τότε το σύμπαν δεν κάνει bang (έκρηξη από μια ιδιομορφία) – αλλά κάνει μια Μεγάλη Αναπήδηση. "Ένα σύμπαν γεμάτο με ύλη κάτω από την επίδραση της βαρύτητας συμπιέζεται σε ένα μικρό – αλλά πεπερασμένο – μέγεθος και στη συνέχεια αναπηδάει προς τα έξω πάλι, δίνοντάς το διαστελλόμενο σύμπαν που βλέπουμε σήμερα”, λέει ο Brandenberger. Οι υπολογισμοί του δείχνουν ότι οι κυματισμοί που παράγονται από την αναπήδηση ταιριάζουν με εκείνους που έχουν ήδη εντοπιστεί από δορυφόρους που μέτρησαν την μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου, και αυτός τώρα ψάχνει για υπογραφές που θα μπορούσαν να διακρίνουν το σενάριο της Μεγάλης Αναπήδησης από τη Μεγάλη Έκρηξη.
Η βαρύτητα του HoYava μπορεί, επίσης, να δημιουργήσει την «ψευδαίσθηση της σκοτεινής ύλης», λέει ο κοσμολόγος Shinji Mukohyama στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο. Σε μια ανακοίνωση που έκανε το Σεπτέμβριο, εξήγησε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, το βαρυτόνιο του HoYava αυξομειώνεται, καθώς αλληλεπιδρά με την κανονική ύλη, κάνοντας την βαρύτητα να έλκει λίγο πιο έντονα από ό, τι αναμενόταν στη γενική σχετικότητα. Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να κάνει τους γαλαξίες να φαίνονται ότι περιέχουν περισσότερο από ύλη ό,τι μπορούμε να δούμε. Κι αν αυτό δεν σας φαίνεται αρκετό, ο κοσμολόγος Mu-In Park του Εθνικού Πανεπιστημίου της Νότιας Κορέας θεωρεί ότι η βαρύτητα του HoYava μπορεί επίσης να κρύβεται πίσω από την επιταχυνόμενη διαστολή του σύμπαντος, που σήμερα αποδίδεται σε μια μυστηριώδη σκοτεινή ενέργεια.
Μια από τις κύριες εξηγήσεις για την προέλευση της διαστολής είναι ότι κενός χώρος περιέχει μια ορισμένη εγγενής ενέργεια που ωθεί το σύμπαν προς τα έξω. Αυτή η εγγενής ενέργεια δεν μπορεί να εξηγηθεί από τη γενική σχετικότητα, αλλά βγαίνει με φυσικό τρόπο από τις εξισώσεις της βαρύτητας του HoYava, σύμφωνα με το Νοτιοκορεάτη Park.

Διαφορετική ερμηνεία της κβαντομηχανικής

Σύμφωνα με άλλους επιστήμονες, αν η νέα θεωρία της κβαντικής βαρύτητας συνδυαστεί με τη θεωρία De Broglie – Bohm, τότε επιπλέον εδραιώνεται μια στατιστική και άρα αιτιοκρατική ερμηνεία της κβαντομηχανικής και μια περιγραφή του μικρόκοσμου ανεξάρτητη από τον παρατηρητή, μια ερμηνεία αντίθετη από την επίσημη ερμηνεία της Κοπεγχάγης και επιβεβαιώνοντας τη γνώμη του Αϊνστάιν και άλλων ότι η κβαντομηχανική όπως διατυπώθηκε στις αρχές του αιώνα είναι μια ατελής θεωρία.

Δεν είναι πλήρης και επιβεβαιωμένη

Η θεωρία HoYava, ωστόσο, απέχει πολύ από το τέλειο.Ο Diego Blas, ερευνητής της κβαντικής βαρύτητας στο Ελβετικό Ινστιτούτο Τεχνολογίας (EPFL) στη Λωζάνη έχει βρει μια “κρυφή ασθένεια" στη θεωρία, όταν έκανε υπολογισμούς με διπλό έλεγχο για το ηλιακό σύστημα. Οι περισσότεροι φυσικοί εξέτασαν την ιδανική περίπτωση, αν υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι η Γη και ο Ήλιος είναι σφαίρες, εξηγεί ο Blasί: “Ελέγξαμε την πιο ρεαλιστική περίπτωση, όπου ο ήλιος είναι σχεδόν μια σφαίρα, αλλά δεν ήταν ακριβώς έτσι."  Η γενική σχετικότητα λίγο πολύ δίνει τα ίδια απάντηση και στα δύο σενάρια. Αλλά στην βαρύτητα HoYava, η ρεαλιστική υπόθεση δίνει ένα πολύ διαφορετικό αποτέλεσμα.
Μαζί με τον Sergei Sibiryakov, επίσης, στο EPFL, και τον Oriol Pujolas του CERN, ο Blas έχει αναδιατυπώσει την βαρύτητα του HoYava προκειμένου να την επαναφέρει στην ίδια γραμμή με τη γενική σχετικότητα. Ο Sibiryakov παρουσίασε το μοντέλο της ομάδας του το Σεπτέμβριο του 2009 σε μια συνεδρίαση στο Talloires της Γαλλίας.
Ο HoYava χαιρετίζει τις τροποποιήσεις. “Όταν την πρότεινα, δεν ισχυρίστηκα ότι είχα την τελική θεωρία”, λέει. "Θέλω κι άλλους ανθρώπους να την εξετάσουν και να τη βελτιώσουν."
Ο Gia Dvali, ένας εμπειρογνώμονας της κβαντικής βαρύτητας στο CERN, παραμένει επιφυλακτικός. Πριν από μερικά χρόνια προσπάθησε κι αυτός ένα παρόμοιο τέχνασμα, διαχωρίζοντας τον χώρο και τον χρόνο, σε μια προσπάθεια να εξηγήσει την σκοτεινή ενέργεια. Αλλά εγκατέλειψε το μοντέλο του, διότι αυτή επέτρεπε στην πληροφορία να ταξιδεύει ταχύτερα από την ταχύτητα του φωτός.
"Η διαίσθησή μου είναι ότι οποιαδήποτε τέτοια μοντέλα θα έχουν ανεπιθύμητες παρενέργειες," νομίζει ο Dvali. "Αλλά αν βρείτε μια έκδοση που να μην έχει, τότε η θεωρία θα πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη."

Επανεξετάζοντας τον Αϊνστάιν: Το τέλος του χωροχρόνου

Ήταν μια ομιλία που ομολογουμένως άλλαξε τον τρόπο που σκεφτόμαστε τον χώρο και τον χρόνο. Η χρονιά που έγινε ήταν το 1908 και ο Γερμανός μαθηματικός Hermann Minkowski είχε προσπαθήσει να αισθητοποιήσει την καυτή νέα ιδέα του Άλμπερτ Αϊνστάιν – αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως ειδική σχετικότητα – περιγράφοντας πως τα αντικείμενα συρρικνώνονται και ο χρόνος διαστέλλεται καθώς αυτά κινούνται πολύ γρήγορα.
«Εφεξής ο χώρος και ο χρόνος μόνοι τους είναι καταδικασμένοι να ξεθωριάζουν σαν απλές σκιές» διακήρυξε τότε ο Minkowski.
«Και μόνο μια ένωση των δύο θα διατηρούν μια ανεξάρτητη πραγματικότητα».
Και έτσι γεννήθηκε ο χωροχρόνος – ο εύπλαστος ιστός του οποίου η γεωμετρία μπορεί να αλλάξει με την βαρύτητα των άστρων, των πλανητών, και της ύλης.
 
Είναι μια έννοια που μας έχει εξυπηρετήσει καλά, αλλά αν έχει δίκιο ο Τσέχος φυσικός Petr Hořava, μπορεί να μην είναι παρά μια οφθαλμαπάτη.
Ο Hořava, ο οποίος βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο Berkeley, θέλει να σχίσει τον ιστό αυτό, και να ξεμπλέξει τον χρόνο από τον χώρο, προκειμένου να καταλήξει σε μια ενοποιημένη θεωρία που θα συμβιβάζει τον ανόμοιο κόσμο της κβαντομηχανικής και της βαρύτητας – μία από τις πλέον πιεστικές προκλήσεις για την σύγχρονη φυσική.
Από τότε που ο Hořava δημοσίευσε το έργο του το 2009-01, έχουν τύχει μιας εκπληκτικής προσοχής οι ιδέες του.
Ήδη, έχουν γραφτεί περισσότερες από 250 εργασίες γι’ αυτές. Μερικοί ερευνητές έχουν αρχίσει να τις χρησιμοποιούν για να εξηγήσουν τα δύο κοσμολογικά μυστήρια της σκοτεινής ύλης και της σκοτεινής ενέργειας. Άλλοι βρίσκουν πάλι ότι οι μαύρες τρύπες μπορεί να μην συμπεριφέρονται όπως νομίζαμε.
Αν οι ιδέες του Hořava είναι σωστές, θα μπορούσαν να αλλάξουν για πάντα τις αντιλήψεις μας για το χώρο και το χρόνο και να μας οδηγήσουν σε μια «θεωρία του παντός», που εφαρμόζεται σε όλα τα σωματίδια και τις δυνάμεις που δρουν πάνω τους.
Για δεκαετίες τώρα, οι φυσικοί συναντούν εμπόδια στην προσπάθειά τους να συνδυάσουν την Γενική Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν, η οποία περιγράφει τη βαρύτητα και την Κβαντική Μηχανική, η οποία περιγράφει τα σωματίδια και τις δυνάμεις τους (εκτός της βαρύτητας) στις μικρότερες κλίμακες.
Το εμπόδιο έγκειται στις αντικρουόμενες απόψεις τους για τον χώρο και τον χρόνο. Όπως προκύπτει από την Κβαντική Θεωρία, ο χώρος και ο χρόνος είναι ένα στατικό σκηνικό στο οποίο κινούνται τα σωματίδια. Στις θεωρίες του Αϊνστάιν, αντίθετα, όχι μόνο είναι ο χώρος και ο χρόνος άρρηκτα συνδεδεμένα, αλλά ο προκύπτον χωροχρόνος διαμορφώνεται από τα σώματα μέσα του.
Ένα από τα κίνητρα πίσω από την αναζήτηση της σύζευξης της σχετικότητας και της κβαντικής θεωρίας – για να παραχθεί μια θεωρία της κβαντικής βαρύτητας – είναι μια αισθητική επιθυμία να ενώσουμε όλες τις δυνάμεις της φύσης, αλλά υπάρχει και κάτι πολύ περισσότερο σε αυτό. Χρειαζόμαστε και μια τέτοια θεωρία για να καταλάβουμε τι συνέβη αμέσως μετά το Big Bang ή τι συμβαίνει στην περιοχή μιας μαύρης τρύπας, όπου τα βαρυτικά πεδία είναι τεράστια.
Ένας τομέας όπου έρχεται στο προσκήνιο η σύγκρουση μεταξύ της κβαντικής θεωρίας και της σχετικότητας είναι η σταθερά βαρύτητας G, η ποσότητα που περιγράφει τη δύναμη της βαρύτητας. Στις μεγάλες κλίμακες – στην κλίμακα του ηλιακού συστήματος ή στο ίδιο το σύμπαν – οι εξισώσεις της γενικής σχετικότητας αποδίδουν μια τιμή στο G που συμφωνεί με την παρατηρούμενη συμπεριφορά. Αλλά όταν πάτε σε πολύ μικρές αποστάσεις, η γενική σχετικότητα δεν μπορεί να αγνοήσει τις κβαντικές διακυμάνσεις του χωροχρόνου. Λάβετε τις υπόψη σας και τότε κάθε υπολογισμό του G δίνει γελοίες απαντήσεις, καθιστώντας αδύνατες τις προβλέψεις.
Κάτι όμως κάτι πρέπει να προσφέρουμε αν θέλουμε να συνενώσουμε τη γενική σχετικότητα και την κβαντομηχανική, και δυστυχώς το έξυπνο χρήμα λέει ότι αυτό είναι η σχετικότητα, αυτή δυστυχώς θα είναι ο ηττημένος. Έτσι άρχισε ο Hořava να αναζητά τρόπους για να μεταβάλει τις εξισώσεις του Einstein. Βρήκε έμπνευση σε ένα απίθανο μέρος: την φυσική της συμπυκνωμένης ύλης.
Για παράδειγμα, τραβήξτε μια γραμμή με ένα μαλακό μολύβι πάνω σε ένα φύλλο και θα έχετε ένα λεπτό στρώμα ατόμων άνθρακα πάχους ενός ατόμου, που ονομάζεται γραφένιο, του οποίου τα ηλεκτρόνια στριφογυρίζουν γύρω από την επιφάνεια σαν μπάλες σε ένα φλιπεράκι. Επειδή είναι πολύ μικρά σωματίδια, η κίνηση τους μπορεί να περιγραφεί με την κβαντική μηχανική. Και επειδή κινούνται με ένα κλάσμα της ταχύτητας του φωτός δεν είναι ανάγκη να ληφθούν υπ’ όψιν οι σχετικιστικές επιδράσεις.
 
Αλλά ψύξτε αυτό υο γραφένιο κοντά στο απόλυτο μηδέν και κάτι εξαιρετικό συμβαίνει: τα ηλεκτρόνια επιταχύνονται δραματικά.
Τώρα όμως οι σχετικιστικές θεωρίες χρειάζονται για να τα περιγράψουμε σωστά.
Κι αυτή η αλλαγή ήταν που εξήψε τη φαντασία του Hořava. Μία από τις κεντρικές ιδέες της σχετικότητας είναι ότι ο χωροχρόνος πρέπει να έχει μια ιδιότητα που ονομάζεται συμμετρία Lorentz: να διατηρεί την ταχύτητα του φωτός σταθερή για όλους τους παρατηρητές, δεν έχει σημασία πόσο γρήγορα αυτοί κινούνται, ο χρόνος επιβραδύνεται και οι αποστάσεις (τα μήκη) συστέλλονται ακριβώς στον ίδιο βαθμό.
Αυτό που εντυπωσίασε τον Hořava στο γραφένιο είναι ότι η συμμετρία Lorentz δεν είναι πάντα εμφανής σε αυτό. Θα μπορούσε το ίδιο πράγμα να ισχύει και στο σύμπαν μας; Αναρωτήθηκε. Αυτό που βλέπουμε γύρω μας σήμερα είναι ένα ψυχρό σύμπαν, όπου ο χώρος και ο χρόνος φαίνεται ότι συνδέονται με την συμμετρία Lorentz – ένα γεγονός που τα πειράματα έχουν επαληθεύσει με εκπληκτική ακρίβεια. Αλλά τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά στις πρώτες στιγμές. Τι θα συμβεί αν η συμμετρία που προκύπτει σήμερα δεν είναι θεμελιώδης για τη φύση, αλλά κάτι που προέκυψε καθώς το σύμπαν ψύχθηκε από την πύρινη βολίδα του Big Bang, όπως προκύπτει στο γραφένιο όταν αυτό ψύχεται;
Έτσι ο Hořava έκανε το αδιανόητο και τροποποίησε τις εξισώσεις του Αϊνστάιν κατά τρόπο που να αφαιρείται η συμμετρία του Λόρεντζ. Για το καλό του, αυτό τον οδήγησε σε μια σειρά εξισώσεων που περιγράφουν τη βαρύτητα στο ίδιο κβαντικό πλαίσιο όπως οι άλλες θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης: η βαρύτητα αναδύεται ως η ελκτική δύναμη των κβαντικών σωματιδίων, που ονομάζονται βαρυτόνια (γκραβιτόνια), σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που η ηλεκτρομαγνητική δύναμη μεταφέρεται από τα φωτόνια. Έκανε, επίσης, και μια άλλη σοβαρή αλλαγή στη γενική σχετικότητα. Η θεωρία του Einstein δεν έχει μια προτιμητέα κατεύθυνση για τον χρόνο, από το παρελθόν προς το μέλλον, αλλά το σύμπαν όπως το παρατηρούμε φαίνεται να έχει εξελιχθεί με αυτόν τον τρόπο. Έτσι ο Horava έδωσε στον χρόνο μια προτιμητέα διεύθυνση.
Με αυτές τις τροποποιήσεις βρήκε ότι οι θεωρίες κβαντικού πεδίου θα μπορούσαν να περιγράψουν πλέον την βαρύτητα σε μικροσκοπική κλίμακα, και δεν δημιουργούν το παράλογο αποτελέσματα που μαστίζουν τις προηγούμενες προσπάθειες.
“Ξαφνικά, έχετε νέα συστατικά για την τροποποίηση της συμπεριφοράς της βαρύτητας σε πολύ μικρές αποστάσεις’, λέει ο Horava
Η ‘βαρύτητα του Horava’ δεν είναι, φυσικά, η πρώτη απόπειρα για να επινοήσουμε μια θεωρία της κβαντικής βαρύτητας. Πολλές άλλες υπήρξαν πριν, με την πιο δημοφιλή να είναι η θεωρία χορδών.
Η ‘βαρύτητα του Horava’, όμως, έχει ένα ιδιαίτερα ελκυστικό χαρακτηριστικό: σε αντίθεση με τη θεωρία χορδών, η οποία απαιτεί γνώση τρομακτικών μαθηματικών, αυτή μπορεί να μελετηθεί με τα ίδια μαθηματικά εργαλεία που έχουν αναπτυχθεί για τις τρεις άλλες θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης.
«Είναι μια εντελώς νέα προσέγγιση σε ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα», λέει ο Oriol Pujolas, θεωρητικός φυσικός στο CERN.
“Ακόμα, χρησιμοποιεί ένα πολύ απλό πλαίσιο που γνωρίζουμε πολύ καλά."
Γι αυτό, εν μέρει βέβαια, τόσοι πολλοί φυσικοί έχουν αναλάβει να μελετήσουν τη θεωρία του Horava ‘τόσο αχόρταγα’. Άλλες θεωρίες της κβαντικής βαρύτητας, συμπεριλαμβανομένης και της θεωρίας των χορδών καθώς και της κβαντικής βαρύτητας βρόχων, είναι πολύ πιο δύσκολο να τις αγκαλιάσουν οι νεοεισερχόμενοι θεωρητικοί.
  • Τα κομψά μαθηματικά της μπορεί να πάνε πολύ καλά, όμως η πραγματική δοκιμή της εξαρτάται από το πείραμα και φυσικά πως εφαρμόζεται στον πραγματικό κόσμο.
Υπάρχουν μάλιστα κάποιες ενδείξεις ότι η θεωρία του Horava βρίσκεται στο σωστό δρόμο από μια άλλη προσέγγιση της κβαντικής βαρύτητας που ονομάζεται Αιτιώδης Δυναμικός Τριγωνισμός, η οποία ‘ράβει’ όλο τον χωροχρόνο από μικρότερα κομμάτια. Αυτή την ιδέα  έχουν ξεκινήσει ο Jan Ambjørn στο Ινστιτούτο Niels Bohr στην Κοπεγχάγη και οι συνεργάτες του.
Χρησιμοποίησαν προσομοιώσεις σε υπολογιστή για να αναλύσουν τη συμπεριφορά του χωροχρόνου και προβληματίστηκαν από αυτά που παρατήρησαν σε ορισμένα μοντέλα τους. Καθώς έκαναν διαδοχικά ζουμ, βρήκαν ότι οι συνεισφορές από τις τρεις διαστάσεις του χώρου και της μίας από του χρόνου μεταβάλλονταν με τρόπο που δεν κατανοούσαν πλήρως. Έκαναν σμίκρυνση (zoom out) και ο χώρος με τον χρόνο έπαιζαν ισοδύναμα, σύμφωνα με τη συμμετρία του Lorentz – αλλά ακολούθως με μία μεγέθυνση (zoom in) ο χρόνος έπαιζε πολύ μεγαλύτερο ρόλο απ τον χώρο.
Ο Ambjørn σκέφτεται ότι αυτό σημαίνει ότι ο χώρος και ο χρόνος συμβάλλουν διαφορετικά – όπως είναι αναμενόμενο, αν η συμμετρία Lorentz είναι μια σπασμένη συμμετρία, όπως είναι στη θεωρία κβαντικής βαρύτητας του Horava.
“Εάν λοιπόν ονομάσετε αυτές τις προσομοιώσεις σε ηλεκτρονικό υπολογιστή ‘πειράματα’," λέει ο Ambjørn, “τότε η θεωρία του Horava έχει παρατηρηθεί, κατά έναν τρόπο."
Βεβαίως δεν είναι όλα «παιχνιδάκι» στο έργο του Horava. Υπάρχουν και κάποιες ρωγμές.
Η πρώτη από αυτές εμφανίστηκε τον Ιούνιο του 2009 – μόλις πέντε μήνες μετά την δημοσίευση της εργασίας του. Αν η θεωρία του δουλεύει, τότε στις χαμηλές ενέργειες θα πρέπει να μοιάζει με τη γενική σχετικότητα. Ωστόσο, ο Oriol Pujolas (του CERN), μαζί με τους Diego Blas και Sergey Sibiryakov στην Λωζάνη, έδειξαν ότι αυτό δεν συνέβη στην περίπτωση του συστήματος που ανέλυσαν, πράγμα που σημαίνει ότι η θεωρία του Horava θα έρχεται σε αντίθεση με τις πειραματικές παρατηρήσεις.
Αρχικά, η θεωρία φαινόταν καταδικασμένη – στη συνέχεια, μέσα σε λίγους μήνες από την αρχική τους δημοσίευση, ο Pujolas και οι συνάδελφοι του συνειδητοποίησα ότι αυτή η ανισότητα εμφανίζεται μόνο σε ειδικές περιστάσεις και ότι η θεωρία θα μπορούσε τελικά να οδηγήσει σε μια γενική σχετικότητα σε χαμηλές ενέργειας,
Αυτές φυσικά ήταν ευπρόσδεκτες ειδήσεις για εκείνους που έχουν χρησιμοποιήσει την βαρύτητα Horava για να μελετήσουν αστροφυσικά και κοσμολογικά μυστήρια, όπως οι μαύρες τρύπες, η σκοτεινή ύλη και η σκοτεινή ενέργεια. Πάρτε για παράδειγμα τις μαύρες τρύπες. Στη γενική σχετικότητα, αυτές είναι μια συνέπεια του χώρου και του χρόνου να είναι μέρος του ίδιου ιστού. Οι μαύρες τρύπες υφαίνουν τον χωροχρόνο τόσο πυκνά ώστε να παρασύρουν τα πάντα γύρω τους. Τίποτα δεν μπορεί να ξεφύγει από την βαρύτητα μιας μαύρης τρύπας, επειδή τίποτα δεν μπορεί να ταξιδεύει γρηγορότερα από την ταχύτητα του φωτός.
Με το σπάσιμο της συμμετρίας μεταξύ χώρου και χρόνου, η θεωρία του Horava αλλοιώνει τη φυσική των μελανών οπών – ιδιαίτερα τις μικροσκοπικές μαύρες τρύπες, οι οποίες μπορούν να σχηματιστούν σε πολύ υψηλές ενέργειας. Τι να σημαίνει αυτό για το σχηματισμό αυτών των μαύρων οπών, και εάν αυτές είναι στην πράξη όπως φαίνονται να είναι στη γενική σχετικότητα, είναι ένα πολύ μεγάλο ερώτημα, λέει ο Pujolas, και ένας από αυτούς τους ερευνητές που τώρα την αντιμετωπίζουν.
Η «βαρύτητα Horava» μπορεί, επίσης, να βοηθήσει και στο μακροχρόνιο αίνιγμα της σκοτεινής ύλης. Οι κινήσεις των άστρων και των γαλαξιών, που οι αστρονόμοι έχουν παρατηρήσει, φαίνεται να απαιτεί να υπάρχει πολύ περισσότερη ύλη στο σύμπαν από ό,τι βλέπουμε. Χωρίς αυτήν, οι γαλαξίες και τα γαλαξιακά σμήνη πρέπει να είχαν διαλυθεί. Αλλά αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από τις εξισώσεις της κίνησης που προέρχονται από τη γενική σχετικότητα. Κι αν αυτές οι εξισώσεις είναι ελαφρώς λάθος; Θα μπορούσε αυτό να εξηγήσει την παρατηρούμενη ταχύτητα των άστρων και των γαλαξιών χωρίς η σκοτεινή ύλη να παίζει κάποιο ρόλο;
Έτσι, ο Ιάπωνας Shinji Mukohyama στο πανεπιστήμιο του Τόκιο αποφάσισε να το μάθει. Όταν αυτός εξήγαγε τις εξισώσεις της κίνησης από την θεωρία του Horava, διαπίστωσε ότι αυτές ήρθαν με ένα επιπλέον όρο, που δεν είναι παρών στις εξισώσεις που προέρχονται από τη γενική σχετικότητα – και ότι αυτός ο επιπλέον όρος μιμείται τα αποτελέσματα της σκοτεινής ύλης. Ανάλογα με την τιμή του, μπορείτε να πάρετε ένα τμήμα της σκοτεινής ύλης, ή ακόμα και το μεγαλύτερο μέρος της.
«Είναι πιθανό ότι κάποιο κλάσμα της σκοτεινής ύλης του σύμπαντος θα μπορούσε να προέρχεται από διορθώσεις στις εξισώσεις του Αϊνστάιν», Horava λέει.
Η σκοτεινή ενέργεια είναι ένα ακόμα πιο τρομακτικό πρόβλημα. Φαίνεται ότι η διαστολή του σύμπαντος άρχισε να επιταχύνεται κατά τα τελευταία 5 δισεκατομμύρια χρόνια, και για να το εξηγήσουν οι φυσικοί έχουν επικαλεσθεί μια εγγενή ενέργεια του κενού χωρο – χρόνου. Αυτή είναι η σκοτεινή ενέργεια. Αλλά υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα. Οι θεωρίες της σωματιδιακής φυσικής προβλέπουν ότι ισχύς της σκοτεινής ενέργειας πρέπει να είναι περίπου 120 τάξεις μεγέθους μεγαλύτερη από ό,τι παρατηρείται, και δυστυχώς η γενική σχετικότητα δεν μπορεί να εξηγήσει αυτή την τεράστια διαφορά.
Και εδώ, η θεωρία του Horava μπορεί να διασώσει την κατάσταση. Περιέχει μια παράμετρο που μπορεί να τελειοποιηθεί έτσι ώστε η ενέργεια του κενού, που προβλέπεται από την σωματιδιακή φυσική, να μειώνεται σε μια μικρή θετική τιμή που να είναι σύμφωνη με τις παρατηρούμενες κινήσεις των άστρων και των γαλαξιών.
Θα είναι, ωστόσο, δύσκολο να δειχθεί αν αυτή η εικόνα είναι ή όχι σωστή – όπως παραδέχεται ο Roberto Casadio, από το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, που έκανε τους υπολογισμούς αυτούς. Κι αυτό συμβαίνει γιατί, με την παράμετρο στις εξισώσεις του Horava να παίρνει την απαραίτητη τιμή, οι προβλέψεις τους θα αποκλίνουν από εκείνες της σχετικότητας του Αϊνστάιν μόνο για μεγάλες ενέργειας, πολύ υψηλότερες από ό,τι είναι δυνατόν να δοκιμαστούν στα εργαστήρια σήμερα.
Το σύμπαν, φυσικά, θα έχει τον τελευταίο λόγο. Βελτιωμένες παρατηρήσεις των μαύρων οπών, οι οποίες περιλαμβάνουν περιοχές με έντονη βαρύτητα, θα μπορούσαν να μας αποκαλύψουν τις απαραίτητες διορθώσεις στη γενική σχετικότητα. Κι αυτό θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για μια θεωρία της κβαντικής βαρύτητας, όπως αυτή του Horava, με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που οι ανεξήγητες μετρήσεις της τροχιάς του Ερμή έδειξαν κάποτε ότι οι νόμοι του Νεύτωνα ήταν ελλιπείς, ανοίγοντας έτσι την πόρτα στον Αϊνστάιν.
Στη μέση όλων αυτών των ‘θορύβων’, ο Horava κρατά την ψυχραιμία του. Έχει αναρτήσει στο γραφείο του στο Berkeley έναν ολλανδικό χάρτη του 17ου αιώνα, στον οποίο η Καλιφόρνια εμφανίζεται ως ένα νησί στα ανοικτά της δυτικής ακτής της Αμερικής. Και παίρνει το μάθημά του με θάρρος.
«Έχουμε βρει κάποιο νέο χώρο και είναι πολύ εντυπωσιακό, αλλά είμαστε πολύ μακριά από το να έχουμε όλες τις λεπτομέρειες».

Ψυχαγωγία κι όχι Διασκέδαση

Διασκέδαση (Δια-σκορπίζω) ή Ψυχαγωγία (Ψυχής Αγωγή);

Οι έννοιες μαζική κοινωνία, μάζα, μαζική κουλτούρα, απαντώνται για πρώτη φορά γύρω στα μέσα του 19ου αιώνος. Η χαμηλής αισθητικής αυτή κουλτούρα, βρίσκεται σε αντίθεση με την υψηλή τέχνη, με την οποία τέρπεται ο νους και η ψυχή του ανθρώπου. Γεγονός είναι, βέβαια, πως η υψηλή τέχνη αποτελούσε προνόμιο των λίγων, είτε της αριστοκρατίας κατά τον Μεσαίωνα, είτε της νεοσύστατης αστικής τάξης, από την αναγέννηση και μετά.
Ήταν, μάλιστα, αυτή η τελευταία που εισήγαγε τον όρο κουλτούρα, θέλοντας έτσι να δηλώσει την υψηλή καλλιέργεια. Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως προϋπήρχε ο ορισμός αυτός στα γραπτά του Κικέρωνα ως cultura animi (καλλιέργεια ψυχής). Ως ευρύτερη ορολογία, λοιπόν, η κουλτούρα περιελάμβανε ασφαλώς και την υψηλή τέχνη, η οποία τοποθετείτο στην κορυφή της ιεραρχίας της, μαζί με την υψηλή μόρφωση και παιδεία.

Όμως, η υψηλή τέχνη δεν προσλαμβάνονταν με τον ίδιο τρόπο όλες τις εποχές.
Τα κριτήρια, δηλαδή, τα οποία και την καθόριζαν, δεν ήταν πάντοτε τα ίδια σε όλη την διάρκεια της Ιστορίας. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν οι ενσωματώσεις νεωτέρων μορφών της τέχνης, όπως ο ιμπρεσιονισμός, ο εξπρεσιονισμός και άλλες. Στην αρχή τις θεωρούσαν ως μη συμβατές με τις υπάρχουσες αισθητικές που απηχούσαν συγκεκριμένους κανόνες και προσδιόριζαν την κατεύθυνση της τέχνης γενικότερα. Για να φθάσουμε στις μέρες μας με την δημιουργία της μεταμοντέρνας τέχνης, η οποία και αποτελεί ένα κράμα της υψηλής με την χαμηλής στάθμης τέχνη.
Ένα ακόμη παράδειγμα, ως προς την αποδοχή μιας συγκεκριμένης μορφής τέχνης, αποτελεί το θέατρο. Το θέατρο και ειδικότερα η τραγωδία θεωρούνταν και ήταν ένα είδος δημοφιλούς κουλτούρας στην Δημοκρατική Αθήνα του 5ου π.κ.ε. αιώνος. Η τέχνη του θεάτρου, αν και εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τον 18ο αιώνα και μετά επί Διαφωτισμού ως υψηλή τέχνη, κάτι που ισχύει έως σήμερα, εντούτοις επικρίθηκε από τον Πλάτωνα στο έργο του Πολιτεία.
Αφορμή για την κακοπιστία του αυτή, υπήρξε, σύμφωνα με την άποψή του η προσπάθεια των τραγικών να παρουσιάσουν μια ωραία πράγματι, αλλά ανακριβή, παραπλανητική και εξ’ ολοκλήρου ψευδή εικόνα των πραγμάτων. Επιπρόσθετα, τα πάθη των προσώπων με πρωτεύοντα ρόλο, μεταβιβάζονται αυτούσια στους θεατές, με αποτέλεσμα να υφίστανται μία ψυχική διαστρέβλωση, υπό την επήρεια της οποίας στερούνται της δυνατότητας να αναγνωρίσουν την αλήθεια. Πέραν, όμως, της πλατωνικής κριτικής, είναι αληθές, ότι, το θέατρο υποστηρίχθηκε από την πολιτική εξουσία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Καθιερώθηκε, μάλιστα, το θεωρικόν, το οποίο λειτουργούσε ως καταβολή αποζημιώσεως για την απώλεια ημερομισθίου σε κάθε Αθηναίο πολίτη, προκειμένου να παρακολουθεί απρόσκοπτα τις θεατρικές παραστάσεις.
Η παροχή επομένως του λεγομένου και θεωρικού μισθού αποτελούσε δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση των πολιτών. Όπως, άλλωστε, αποτελούσε δικαίωμα και η συμμετοχή στα κοινά με την άσκηση και τον έλεγχο της εξουσίας εκ μέρους τους. Κατά συνέπεια, η συνεχής παίδευση του κοινού, μέσω των θεατρικών παραστάσεων, καθώς και η αγωγή που λάμβανε μέσω αυτών, σφυρηλατούσε και ενδυνάμωνε την ικανότητά του να κρατά τις τύχες της πόλης των Αθηνών στα χέρια του. Έτσι η Αθηναϊκή Δημοκρατία αντλούσε, κατά κάποιον τρόπο, ένα μεγάλο μέρος της στήριξής της από το θέατρο.

Ερχόμαστε, τώρα, στον εννοιολογικό προσδιορισμό της μαζικής κουλτούρας. Όπως είδαμε, η πρώτη εμφάνισή της, με την μορφή που την εννοούμε σήμερα, ανάγεται στα μέσα του 19ου αιώνος. Πρόκειται για μία εποχή αλλαγών, περισσότερο με τις νέες τεχνολογικές ανακαλύψεις, που αλλάζουν δομές, συστήματα και κατεστημένες απόψεις, τόσο στην Ευρωπαϊκή, όσο και στην Αμερικανική κοινωνία. Οι ανακαλύψεις του φωνογράφου, της φωτογραφίας, του τηλεφώνου, του κινηματογράφου, επιβάλλουν έναν νέο τρόπο ζωής και καθιστούν κυρίαρχη την νέα αστική τάξη των αστών διανοουμένων, των εμπόρων και των βιομηχάνων.

Η διαρκής συσσώρευση ανθρωπίνου δυναμικού στα αστικά κέντρα με αφορμή την δημιουργία νέων επαγγελμάτων και συνακόλουθα νέων θέσεων εργασίας, δημιουργεί την ανάγκη για μία μαζικότερη παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, συμβάλλει επομένως και στην γέννηση της μαζικής κουλτούρας. Αυτό συμβαίνει, γιατί, εξυπηρετούνται με αυτόν τον τρόπο οι ανάγκες των πολλών, όλης αυτής της απαίδευτης ανθρώπινης μάζας εν προκειμένω, κυρίως για φθηνή διασκέδαση και όχι για πραγματική ψυχαγωγία.

Επομένως, η μαζική κουλτούρα, ως γνήσιο τέκνο της Βιομηχανικής Επανάστασης ή της Νεωτερικότητας, δημιουργούσε νέα πρότυπα συμπεριφοράς στα μεσαία και κατώτερα λαϊκά στρώματα. Οι νεότευκτοι αστοί δημιούργησαν ένα ευρύ κοινό. Το κοινό αυτό, φάνηκε πρόθυμο να ακολουθήσει τα κελεύσματα της νέας πολιτισμικής βιομηχανίας, πάντοτε υπό την ηγεσία της κυρίαρχης αστικής τάξης. Και είναι αλήθεια ότι τα νέα μέσα διάδοσης των ιδεών, όπως ο τύπος αποτελούσαν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη ενός νέου προτύπου κοινωνικής συμπεριφοράς.
Το νέο αυτό πρότυπο δεν είχε καμμία σχέση με τα έως τότε ήθη και έθιμα της παλαιάς αριστοκρατικής τάξης, η οποία είχε ηττηθεί οριστικά στην μάχη της με την νέα αστική τάξη. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, ακόμη και αυτή η νεοπαγής ηγεμονεύουσα αστική τάξη θεωρούσε δικό της προνόμιο την απόλαυση της ποιοτικής υψηλής τέχνης. Παρατηρούμε, δηλαδή, μια αποστασιοποίηση της από τις διάφορες μορφές μαζικής κουλτούρας, που παράγονται για την ικανοποίηση των υπολοίπων λαϊκών στρωμάτων.
Με βάση τη σύντομη αναφορά μας στις δύο έννοιες θα φέρουμε ένα παράδειγμα από τα στέκια της νύχτας. Πρόκειται, ασφαλώς, για μία δημοφιλή μορφή διασκέδασης, η οποία έχει κερδίσει μια σημαντική μερίδα συμπολιτών μας. Εκεί, βρίσκουν την ευκαιρία να ξεδώσουν και να χαλαρώσουν από τα προβλήματα της καθημερινότητας. Οι ρυθμοί της λαϊκής κατά βάση μουσικής, που συνήθως παίζεται στα μαγαζιά αυτά συμπαρασύρουν τους θαμώνες τους σε στιγμές ξεγνοιασιάς και απόλαυσης. Σε συνδυασμό, φυσικά, με την παρουσία αλλοδαπών κυρίως αρτιστών, προερχομένων στο μεγαλύτερο ποσοστό από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ.

Αυτή, όμως, είναι η μια όψη του νομίσματος.
Διότι, από την άλλη πλευρά θα αντικρίσουμε ένα κενό, άνευ ουσιαστικού περιεχομένου τρόπο διαφυγής από το άγχος και τις σκοτούρες της σκληρής ομολογουμένως πραγματικότητας. Η μουσική της νύχτας, ένα από τα προϊόντα της μαζικής κουλτούρας, παρουσιάζεται σε μαζική μορφή, τυποποιημένη κι εμπορεύσιμη. Τα βασικά χαρακτηριστικά των μηνυμάτων της, όπως παρουσιάζονται, διακρίνονται σε εύκολα, εύπεπτα και εύληπτα, συμπαρασύροντας σε έξαρση των παθών.
Επίσης, ακριβώς λόγω της συνεχούς μαζικής παραγωγής νέων τραγουδιών, παρατηρείται το φαινόμενο της ημερομηνίας λήξης μετά την παρέλευση ορισμένων μηνών ή και εβδομάδων από την κυκλοφορία τους. Το αποτέλεσμα είναι να λησμονούνται από το κοινό, μετά το καθορισμένο χρονικό διάστημα της εμφάνισης και εξόδου τους από το μουσικό προσκήνιο. Η ουσία πάντως είναι ότι, η μουσική βιομηχανία προχωρά διαρκώς στην παραγωγή νέων καταναλωτικών προϊόντων και προτύπων για το συνεχώς ογκούμενο καταναλωτικό κοινό της.
Φυσικά, η μουσική αυτή, όπως και κάθε παρόμοιο θέαμα ευρείας κατανάλωσης, συνιστούν σαφέστατα μορφές τέχνης κατώτερης ποιότητας. Η αισθητική τους δεν πλησιάζει ούτε κατά διάνοια αυτή των υψηλών τεχνών. Η ευτελής ηθική τους και τα φθηνά συναισθήματα εξάπτουν τα πάθη και διεγείρουν το θυμοειδές ή επιθυμητικόν της ψυχής, σύμφωνα με τον Πλάτωνα. Ο ίδιος, βέβαια, χρησιμοποίησε τους εν λόγω χαρακτηρισμούς, όπως είδαμε, για να στηλιτεύσει τον θεσμό του θεάτρου στην Αθηναϊκή πολιτεία του 5ου π.κ.ε. αιώνος. Σήμερα, που η θεατρική τέχνη και ιδιαίτερα το αρχαίο θέατρο, τυγχάνει καθολικής αναγνώρισης ως μέσο παίδευσης και επιμόρφωσης, χρησιμοποιείται ως αντίβαρο για την μαζική νυχτερινή διασκέδαση στα ελληνάδικα και στα σκυλάδικα.
Το θέατρο πλέον θεωρείται ως ένα μέσο για την σωστή αγωγή της ψυχής, την τέρψη και την συνολική παίδευση, που βοηθά την δημιουργία ενός συνειδητοποιημένου και ενεργού πολίτη, όπως ακριβώς εκείνου της αρχαίας Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Για τον λόγο αυτό, ασκείται έντονη κριτική για τα σημερινά μαζικά θεάματα, που κατακλύζουν την κοινωνία μας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το γεγονός ότι, παραλληλίζεται η σημερινή κοινωνία με την αντίστοιχη επί ρωμαιοκρατίας, όπου κυριαρχούσαν ο άρτος και τα θεάματα, τα οποία προσφέρονταν απλόχερα για την ικανοποίηση του πλήθους.
Έτσι, βλέπουμε πως η ολιγαρχία της εποχής εκείνης αρέσκονταν να συγκεντρώνει τα πλατιά λαϊκά στρώματα στον ιππόδρομο για τις αρματοδρομίες και στο Κολοσσαίο για τις μονομαχίες. Με αυτόν τον τρόπο επιδίωκε και τελικά επιτύγχανε να αποπροσανατολίσει το κοινό από την φτώχεια και την ένδεια στις οποίες ζούσε. Κατά συνέπεια, η πολιτική εκμετάλλευση των μαζικών θεαμάτων θεωρήθηκε άκρως επιτυχημένη, στον βαθμό που υποστήριζε την εξουσία των ολίγων, μιας κοινωνικής ελίτ, έναντι των πολλών. Στο σημείο αυτό, καλό θα είναι να ανατρέξουμε στα πάσης φύσεως ψυχαγωγικά προγράμματα της τηλοψίας που κατακλύζουν το φιλοθεάμον κοινό, το οποίο δεν είναι άμοιρο ευθυνών.

Αναδρομή στην κριτική των επικριτών από τη μία και των υποστηρικτών από την άλλη της Μαζικής κουλτούρας
Περνάμε τώρα στην εξέταση της κριτικής, αφενός μεν των πολεμίων αφετέρου δε των υποστηρικτών της μαζικής κουλτούρας, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον 19ο αιώνα έως τις μέρες μας. Θα ξεκινήσουμε με την συντηρητική κριτική. Εκφράστηκε κυρίως από τους Tocqueville, Matthew Arnold, Friedrich Nietzsche, Ortega Gasset, T.S Eliot, και Leavis. Εκπροσωπούν, κυρίως, την αριστοκρατική τάξη, απηχώντας βασικά τις απόψεις των αριστοκρατών για την νεόφερτη μαζική κουλτούρα. Τέτοιας μορφής κουλτούρα, αποτελεί απειλή για την ανώτερη αστική τάξη και την αριστοκρατία. Θεωρούν ότι πηγάζει από τις μάζες και είναι προϊόν των δυτικών δημοκρατικών κοινωνιών. Ο Tocqueville, μάλιστα, υποστηρίζει ότι, η εμμονή της δημοκρατίας σε αυτόν τον ισοπεδωτικό εξισωτισμό, λειτουργεί σε βάρος των παραδοσιακών ηθών και εθίμων. Επιβάλλει δε, την ριζική αλλαγή των κοινωνικών δομών και προσβάλλει τον συνεκτικό ιστό της κατεστημένης ιεραρχίας, προβάλλοντας ως πρότυπα την ατομικότητα και την στροφή στα υλικά αγαθά.
Τονίζει, επίσης, το γεγονός ότι, παρά την διάδοση των γραμμάτων, το ευρύ κοινό δεν είναι σε θέση από μόνο του να διακρίνει και να εκτιμήσει την πραγματικά υψηλή τέχνη. Οι κανόνες που διέπουν την αισθητική του πλήθους, είναι εντελώς διαφορετικοί από εκείνους που θέτει η ελίτ για την κατανόηση των έργων τέχνης. Ο λαός, φροντίζει κυρίως για την ρηχή ψυχαγωγία του, δίχως να διαθέτει το κατάλληλο βάθος και μόρφωση για να εκτιμήσει ένα πραγματικό έργο τέχνης.
Απόλυτα σύμφωνος με τα παραπάνω ο Arnold προχωρά ένα βήμα πιο πέρα, θεωρώντας πως η αιφνίδια εισδοχή της λαϊκής τάξης στο πολιτικό γίγνεσθαι, από τη μία με την παροχή του δικαιώματος ψήφου και από την άλλη με τον τρόπο ζωής που ακολουθεί, δημιουργεί οριακές καταστάσεις στις δυτικές κοινωνίες, ακόμη και αναρχία. Κατά την γνώμη του, ο λαός θα πρέπει να αποκτήσει κάποιου είδους μόρφωση, έτσι ώστε να είναι σε θέση να εκτιμήσει και να σεβαστεί την αληθινή τέχνη, η οποία αποτελεί, δια μέσου των αιώνων, «ότι καλύτερο έχει σκεφθεί ο άνθρωπος».

Ο Nietzsche από τη πλευρά του απέκλεισε κατηγορηματικά την συμμετοχή των πολλών στην κοινωνία της εκπαίδευσης και της υψηλής μόρφωσης. Στηλίτευσε, μάλιστα, την προσπάθεια ανοίγματος της παιδείας στα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Η παιδεία για εκείνον όφειλε να παραμείνει αποκλειστικά προνόμιο των ολίγων εκλεκτών, αφενός μεν για το καλό της κοινωνίας, αφετέρου δε γιατί αποτελούσε φυσικό νόμο. Τις ίδιες απόψεις απηχεί και ο Gasset, ο οποίος ζητά να παραμείνει ως έχει η κοινωνική ιεράρχηση, ώστε να ξεχωρίζει η ελιτίστικη τάξη από τις κατώτερες. Η ίδια, διατηρεί το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού της και πρέπει να συνεχίσει να θέτει τους κανόνες του παιγνιδιού. Επίσης, είναι αντίθετος με τον ρομαντισμό, θεωρώντας τον προϊόν της δημοκρατίας.

Πάνω κάτω, στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και ο Eliot με τον Leavis.
Ο πρώτος επισημαίνει τον γενικότερο πολιτισμικό ξεπεσμό, στην βάση μιας εντονότερης αναταραχής που επικρατεί στην κοινωνία. Οι βασικοί παραδοσιακοί θεσμοί, όπως η θρησκεία, κλονίζονται και χρήζουν ανάγκης στηρίξεως από την ανώτερη τάξη. Ο δεύτερος ρίχνει την ευθύνη στην Βιομηχανική Επανάσταση, χάρις στην οποία οι νέες τεχνολογίες επιβάλλουν ένα κοινό πρότυπο εμπορικής, χαμηλής ποιότητας κουλτούρας. Οι ίδιες συνέβαλλαν, επίσης, στην διάσπαση της αρχικής ενιαίας κουλτούρας, από την μία στην υψηλή για τους λίγους και από την άλλη στην μαζικά παραγόμενη, τυποποιημένη για τους πολλούς.
Καταλήγοντας, πιστεύει και αυτός, πως μόνο η κυρίαρχη μορφωμένη τάξη είναι σε θέση να επαναφέρει σε ισχύ το προηγούμενο status quo. Αυτό το τελευταίο, αποτελεί ένα κοινό χαρακτηριστικό για όλους τους εκπροσώπους της συντηρητικής κριτικής. Όπως, επίσης, και ένα δεύτερο κοινό στοιχείο, αποτελεί η ενόχλησή τους ως προς τον εξισωτισμό των ευγενών με τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, στα πλαίσια των δημοκρατικών κοινωνιών.
Κριτική, όμως, δεν ασκούν μόνο οι συντηρητικοί, νοσταλγοί της φεουδαρχικής αριστοκρατίας. Η μαζική κουλτούρα δέχεται έντονη και σκληρή κριτική, εξίσου, αν όχι πιο καυστική από την αριστερή διανόηση, η οποία εμφανίστηκε στο προσκήνιο γύρω στα μέσα του 19ου αιώνος. Αιχμή του δόρατος της αριστερής κριτικής αποτέλεσε η σχολή της Φρανκφούρτης κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνος. Πρωτεργάτες της υπήρξαν οι Adorno, Horkheimer, Marcuse, Lowenthal.
Όλοι τους κυνηγημένοι από το ναζιστικό καθεστώς, εγκαταστάθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί, το λεγόμενο και Αμερικανικό όνειρο (American dream), το οποίο μόλις τότε ξεκινούσε την πορεία του για την κατάκτηση της κορυφής στο πολιτισμικό χρηματιστήριο ηθών και αξιών, τους προκάλεσε τρομερή εντύπωση. Οι ίδιοι το θεώρησαν ως μία διαφορετική εκδοχή, ίσως πιο εκλεπτυσμένη, του ιδίου όμως φαινομένου του ολοκληρωτισμού.
Η σχολή της Φρανκφούρτης επικεντρώνει την κριτική της σε ορισμένα βασικά θέματα που αφορούν τη σχέση μαζικής κουλτούρας και κοινού. Επινοούν τον όρο βιομηχανία της διασκέδασης. Τα παραγόμενα από αυτήν προϊόντα, δεν έχουν καμμία σχέση με αυτό που ονομάζεται αυθεντική παραδοσιακή λαϊκή τέχνη. Εκπορεύονται από την κυρίαρχη αστική καπιταλιστική τάξη και έχουν σκοπό να καταστρέψουν την εργατική, διαμορφώνοντας την σε μία ευπειθή, άβουλη, ομοιόμορφη μάζα.
Επιπλέον, τα συγκεκριμένα υποπροϊόντα είναι πανομοιότυπα, με επιφανειακές μόνο αλλαγές, στην εξωτερική τους εμφάνιση, τεχνικής κυρίως φύσεως. Ακόμη, το θεμελιώδες ζήτημα και ταυτοχρόνως βασικό αίτημα της δημοκρατίας, η ελεύθερη επιλογή, στην ουσία δεν υφίσταται. Υπάρχουν έτοιμες λύσεις για κάθε επίπεδο καταναλωτικού κοινού, το οποίο αυθαίρετα, σύμφωνα με δικούς τους υπολογισμούς έχουν κατηγοριοποιήσει, προτρέποντάς το να καταναλώσει συγκεκριμένα προϊόντα, τα οποία θεωρούνται ως τα πλέον κατάλληλα για την κάθε μια από αυτές τις κατηγορίες.
Επιπρόσθετα, η μαζική κουλτούρα υπηρετεί με τον τρόπο της μια συγκεκριμένη ιδεολογική προσέγγιση. Δημιουργεί τα δικά της αισθητικά πρότυπα, πάντοτε, όμως, μέσα από την καθημερινή ζωή. Συμβάλλει τα μέγιστα ως προς την αναβλητικότητα πραγματοποίησης των ατομικών επιθυμιών, προσφέροντας συνεχώς ψευδαισθήσεις. Βυθίζει τα άτομα σε ουτοπικές εκστάσεις, στερώντας τους την δυνατότητα να σκεφθούν ελεύθερα και κριτικά.

Αναγάγει σε ύψιστο ιδανικό την δήθεν ελεύθερη έκφραση, η οποία, φυσικά, καθοδηγείται έντεχνα στο να συμφωνήσει με το γενικότερο ιδεολογικό ρεύμα της εποχής. Προσφέρει, έτσι, ανεκτίμητες υπηρεσίες στην αστική τάξη, καθόσον, διευκολύνει με αυτόν τον τρόπο την καθυπόταξη στο καθεστώς της. Διότι, απλούστατα, δημοκρατική κοινωνία, χωρίς άτομα με συνειδότητα σκέψης και έκφρασης ως προς τις επιλογές τους, δεν μπορεί πραγματικά να υπάρξει.
Έχοντας, τώρα, τα ίδια βιώματα με τους στοχαστές της σχολής της Φρανκφούρτης, η Arendt θεωρεί ότι, η μαζική κουλτούρα χρησιμοποιείται για τον έλεγχο και ακολούθως για την αποθάρρυνση των κατωτέρων τάξεων, εξουδετερώνοντας αυτές από πιθανή πρόθεση ασκήσεως της πολιτικής εξουσίας. Το νεόδμητο αστικό κράτος, ωθεί το κοινό να μετατραπεί σε πλήθος καταναλωτών, που διψούν για περισσότερα καταναλωτικά αγαθά. Αποτελεί εχθρό για την υψηλής στάθμης κουλτούρα, δεδομένου ότι, την αναπλάθει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καταστεί κατανοητή και διασκεδαστική για έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό καταναλωτών. Το ίδιο πιστεύει και ο Macdonald, ο οποίος είναι της γνώμης πως η υψηλή τέχνη υποβιβάζεται με το πλήθος των κακέκτυπων της που κυκλοφορούν.
Σε μια αστική, βιομηχανική κοινωνία, όπου τα πάντα προσμετρώνται με το χρήμα και την κερδοφορία των εταιρειών, είναι επόμενο η φθηνή μαζική κουλτούρα να αποτελέσει ιδανικό όχημα για την αύξηση των κερδών τους. Αυτόν το σκοπό, άλλωστε, εξυπηρετεί ο εκχυδαϊσμός της υψηλής κουλτούρας, μέσω της πρόσμιξής της με την μαζική. Στην συνέχεια, την σκυτάλη παίρνει ο Barthes και ο Baudrilliard. Ο Barthes έθεσε στη βάση του προβληματισμού του, την ανάγκη κατανόησης των υποσυνειδήτων μηνυμάτων που εκπέμπει η μαζική κουλτούρα. Την συγκεκριμένη αυτή μεθοδολογία την ονόμασε σημειολογία. Ο Baudrilliard, πάλι, προσανατολίζεται στην μελέτη της συνεχούς ανακύκλωσης της μαζικής κουλτούρας. Θεωρει ότι εμφανίζεται κάθε φορά με διαφορετικό προσωπείο, ανάλογα με τις τάσεις και τα γούστα της εκάστοτε εποχής.
Κάθε νέα της μορφή είναι πρόσκαιρη, με ημερομηνία λήξης. Ακριβώς αυτό το γεγονός είναι που τον προβληματίζει ιδιαίτερα, αναγόμενο από τον ίδιο σε δεσπόζουσα θέση στη σειρά των στοχασμών του. Επιπρόσθετα υποστηρίζει ότι η μαζική κουλτούρα αποτελεί μια προσομοίωση της αληθινής ζωής, με την διαφορά ότι οδηγεί την σκέψη μακριά από τα πραγματικά διαδραματιζόμενα.
Παράλληλα, όμως, με την αυστηρή και έντονη κριτική που ασκήθηκε και συνεχίζει να ασκείται, επί του φαινομένου της μαζικής κουλτούρας, θα αναλύσουμε και την άλλη άποψη, αυτή των υποστηρικτών της. Οι ίδιοι ανήκουν στις νεώτερες γενιές, οι οποίες έχουν μεγαλώσει και γαλουχηθεί μετά την ιστορική εμφάνιση της μαζικής κουλτούρας. Δεν διστάζουν να κριτικάρουν τους επικριτές της, ενώ παράλληλα τοποθετούν στη βάση της μελέτης τους, τις σχέσεις αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης μεταξύ κοινού και μαζικής κουλτούρας, όπως και τους διάφορους τρόπους που έχει επινοήσει το κοινό, προκειμένου να προσλάβει τα προϊόντα της.

Ιδιαίτερα οι φορείς των πλουραλιστικών θεωριών Shils και Gans, μέσα από το πνεύμα του προοδευτικού εξελικτισμού, πιστεύουν πως οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν ξεπεράσει τις παλιές ταξικές αντιθέσεις και συγκρούσεις. Ίσες ευκαιρίες δίνονται σε όλους, για μόρφωση, κοινωνική ανέλιξη και συμμετοχή στα πολιτισμικά δρώμενα. Το δικαίωμα στην επιλογή καθίστανται σεβαστό και αδιαπραγμάτευτο. Οι αυστηρά τηρούμενες ιεραρχίες του παρελθόντος θεωρούνται γερασμένες νοοτροπίες, τις οποίες η κοινωνία προσπερνά, δίνοντας παράλληλα την δυνατότητα, κατά κύριο λόγο στα μεσαία στρώματα, να αναπτυχθούν σε μεγάλο βαθμό.
Το αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης αυτών των δομικών αλλαγών στις δυτικές κοινωνίες είναι η σύγχρονη πλουραλιστική μεταβιομηχανική κοινωνία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Shils διαβλέπει τρία είδη κουλτούρας: την ανώτερη, την μέτρια και τη βάναυση. Τούτη η τελευταία, σύμφωνα πάντα με την άποψή του δεν αποτελεί κίνδυνο και δεν χρήζει ανάγκη περιορισμού της. Κινούμενος στο ίδιο μήκος κύματος, ο Gans αυξάνει τα επίπεδα διάκρισης της κουλτούρας σε πέντε, επισημαίνοντας την ανάγκη να υποστηριχτούν όλα πλην της υψηλής, η οποία δεν χρειάζεται ανάλογη υποστήριξη, δεδομένης της υψηλής ποιότητάς της.
Αυτή την πρόταση την ονόμασε υπο-πολιτισμικό προγραμματισμό. Ο ίδιος, επίσης, είναι ο πρώτος που εισήγαγε τον εύστοχο όρο δημοφιλής κουλτούρα. Γεγονός, βέβαια, είναι πως και οι δύο παραδέχονται την ανωτερότητα της υψηλής τέχνης. Συνεχίζοντας την αναφορά μας στους υποστηρικτές, της δημοφιλούς πλέον κουλτούρας, θα σταθούμε στον Hall και την σχολή των πολιτισμικών σπουδών. O Hall προσπαθεί, αφενός μεν, να αποδείξει την ετερογένεια που χαρακτηρίζει όλα τα είδη της δημοφιλούς κουλτούρας. Αφετέρου δε, την διαφορετική προσέγγισή της από τον κόσμο.
Αποφασίζει, λοιπόν, να διαχωρίσει ανάλογα με το χαρακτήρα αυτήν την προσέγγιση σε τρεις τρόπους πρόσληψής της: στον κυρίαρχο, στον αντιπολιτευτικό, και στον συνδιαλλακτικό. Καταλήγει, έτσι αβίαστα, στο συμπέρασμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ του κοινού και της δημοφιλούς κουλτούρας. Η πρόταση αυτή, αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των πολιτισμικών σπουδών. Προχωρώντας ακόμη περισσότερο, οι Certeau, Fiske και Willis διατυπώνουν την άποψη πως το κοινό δεν άγεται και φέρεται παθητικά από την εκάστοτε δημοφιλή κουλτούρα. Αντίθετα, παίρνει την κατάσταση στα χέρια του και την χρησιμοποιεί, διαμορφώνοντάς την κατάλληλα για να καλύψει τις ανάγκες του. Εδώ, παρατηρούμε μία διαδικασία χειραγώγησης των προϊόντων της δημοφιλούς κουλτούρας, η οποία, μάλιστα, θεωρείται ως έκφραση δημιουργικότητας από το ίδιο το κοινό.

Αφήσαμε τελευταία την εκδοχή του Eco, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον
Σύμφωνα με το σκεπτικό του, το φαινόμενο της μαζικής κουλτούρας χρήζει ιδιαίτερα επισταμένης έρευνας. Αποστασιοποιείται, τόσο από τους επικριτές, όσο και από τους υποστηρικτές της. Τα μηνύματά της δύναται να προσληφθούν ποικιλοτρόπως. Συνεπώς, το βάρος ρίχνεται από τη μεριά του στις μαζικές επικοινωνίες. Ο Eco υποστηρίζει ότι, ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε κοινωνικής τάξης επιλέγονται τα διάφορα επίπεδα κουλτούρας.
Καταλήγοντας, παροτρύνει την διανόηση, να σταματήσει τους ενδοιασμούς της και την πολεμική και να ενσκύψει στην παραγωγή της μαζικής κουλτούρας, παρεμβαίνοντας αποφασιστικά και δημιουργικά. Συμπερασματικά, αυτό που προκύπτει αβίαστα από την ανάλυση των δύο εννοιών, της υψηλής τέχνης και της μαζικής κουλτούρας, είναι οι συνεχείς, ατέρμονες συζητήσεις και κατ’ επέκταση ιδεολογικές συγκρούσεις, που προκάλεσαν και συνεχίζουν να προκαλούν κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων. Και αν τα πράγματα είναι λίγο πολύ ξεκάθαρα, σε σχέση με την υψηλή τέχνη, η οποία θεωρείται αποδεκτή από όλες τις πλευρές, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον αντίποδά της, την μαζική κουλτούρα.
Η μαζική ή δημοφιλής κουλτούρα, σύμφωνα με τους απολογητές της, έχει δεχθεί τα περισσότερα πυρά, τόσο εκ δεξιών, όσο και εξ αριστερών. Η πολεμική εναντίον της τροφοδότησε αμέτρητα άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά παγκοσμίως. Η άσκηση αυστηρότατης κριτικής, από τους δύο αντίθετους ιδεολογικούς πόλους, γίνεται για συγκεκριμένους λόγους. Οι συντηρητικοί αντιτίθενται σθεναρά, διότι, βλέπουν καθαρά πως τους χαλάει η μαγιά, που δεν είναι άλλη από την διατήρηση μίας παγιωμένης κατάστασης, με την αριστοκρατία οδηγό στα πράγματα. Οι αριστεροί διανοούμενοι από την πλευρά τους, έχουν σχηματίσει την άποψη ότι, η μαζική κουλτούρα δημιουργήθηκε από την πλουτοκρατία, αστική ή αριστοκρατική δεν έχει σημασία, με σκοπό την πολιτισμική υποδούλωση της εργατικής τάξης, μετά την οικονομική που προηγήθηκε.
Κάπου εδώ εμφανίζονται οι υποστηρικτές της, οι οποίοι αποτελούν μία νέα γενιά, γαλουχημένη με τα πρότυπά της. Παραβλέπουν, όμως, το εμπορικό και ως εκ τούτου καταναλωτικό χαρακτήρα της. Φθάνουμε, έτσι, στην καταλυτική παρέμβαση του Eco, ο οποίος δίχως να δαιμονοποιεί, αλλά ούτε και να εκθειάζει, ζητά από σύσσωμη την διανόηση να παρέμβει καθοριστικά για να επιτευχθεί η πολυπόθητη πολιτισμική εξυγίανση.
-------------------
Λεξησαφήνιση
διασκέδαση η [δiaskéδasi]: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασκεδάζω· το να ενεργεί κανείς έτσι, ώστε να περνά ευχάριστα: Προτιμάει τη ~ από τη δουλειά. H ζωή δεν είναι μόνο διασκεδάσεις. Mοναδική του ~ είναι το διάβασμα / η τηλεόραση / το θέατρο. (έκφρ.) κάνω κτ. για ~, για να διασκεδάσω. είναι κτ. ~, είναι πολύ ευχάριστο ή εύκολο: Aυτή η δουλειά είναι για μένα ~. (λόγ.) προς (μεγάλη) ~ όλων, με αποτέλεσμα όλοι να γελάσουν (πολύ). (ευχή) καλή ~. || Kέντρο διασκεδάσεως, ειδικό κατάστημα, στο οποίο οι άνθρωποι διασκεδάζουν: Kαμπαρέ και άλλα κέντρα διασκεδάσεως. Nυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως. [λόγ. < ελνστ. διασκέδα(σις) `διασκόρπιση΄ -ση σημδ. γαλλ. dissipation, divertissement]
ψυχαγωγία η [psixaγojía]: η ψυχική και πνευματική ευχαρίστηση κάποιου μέσα από μια ενασχόληση, ένα έργο κτλ. που ικανοποιεί κάποιες ανώτερες πνευματικές και ψυχικές ανάγκες· (πρβ. διασκέδαση, αναψυχή): Aίθουσα ψυχαγωγίας. H ανάγνωση ενός λογοτεχνικού βιβλίου είναι κάτι παραπάνω από απλή διασκέδαση· είναι ~. [λόγ. < ελνστ. ψυχαγωγία `διασκέδαση΄, αρχική σημ.: ανάκληση των ψυχών των νεκρών. (αρχ. σημ.: `δελεασμός των ψυχών των ανθρώπων΄)]