Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

3. Ο Πυθαγόρας και η πυθαγόρεια σχολή

3.1. Η φιλοσοφία και η παραδοσιακή θρησκεία


Το πρώτο κεφάλαιο στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας έχει ολοκληρωθεί στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Η μιλήσια κοσμολογία, με τον Θαλή, τον Αναξίμανδρο και τον Αναξιμένη, έχει ανοίξει ένα νέο πεδίο έρευνας στην ανθρώπινη εμπειρία, όπου κυρίαρχη είναι η έννοια της φύσης. Το σύνολο των φυσικών μεταβολών, ο αέναος κύκλος της γέννησης και της φθοράς των πραγμάτων, είναι το αντικείμενο της φιλοσοφικής αναζήτησης.

Ο κόσμος των πρώτων φιλοσόφων είναι απρόσωπος. Στη φυσιοκρατική ερμηνεία των Μιλησίων δεν υπάρχει θέση για τους θεούς των ποιητών και της παραδοσιακής λατρείας. Οι ανθρωπόμορφοι θεοί δεν απορρίπτονται ευθέως, γίνονται όμως πλέον περιττοί, αφού δεν τους αναγνωρίζεται καμία δικαιοδοσία στη φυσική πραγματικότητα. Παρ᾽ όλα αυτά ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης δεν διστάζουν να αποκαλέσουν το πρωταρχικό τους υλικό «θείο», όχι για να του προσδώσουν κάποιες υπερφυσικές ικανότητες, αλλά για να τονίσουν την τελειότητα και την κυριαρχία του. Αν υπάρχει λοιπόν κάτι το θεϊκό στον κόσμο, αυτό δεν βρίσκεται έξω από τη φύση, αλλά είναι εγκόσμιο, είναι στοιχείο της ίδιας της φυσικής νομοτέλειας.

Το πρόβλημα της θεότητας και της θρησκευτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων θα έρθει στο προσκήνιο με την επόμενη γενιά των φιλοσόφων: τον Ξενοφάνη από τον Κολοφώνα της Μικράς Ασίας και τον Πυθαγόρα από τη Σάμο. Οι δύο άνδρες ήταν περίπου σύγχρονοι, και η πορεία της ζωής τους παρουσιάζει εντυπωσιακές ομοιότητες. Μεγαλώνουν στην Ιωνία του 6ου αιώνα και επηρεάζονται από το διανοητικό κλίμα της νέας φυσιοκρατικής αναζήτησης. Εγκαταλείπουν αρκετά νωρίς την πατρίδα τους, μάλλον για πολιτικούς λόγους, ταξιδεύουν πολύ και εγκαθίστανται τελικά στην ίδια περιοχή, στη νότια Ιταλία, στην αποκαλούμενη Μεγάλη Ελλάδα. Εκεί διδάσκουν, αποκτούν φήμη και μαθητές. Και στο έργο τους υπάρχει κάτι κοινό, τουλάχιστον στη θεματολογία, αφού και οι δύο ασχολούνται με τη σχέση του ανθρώπου με το θείο. Εδώ όμως οι ομοιότητες σταματούν. Ο Ξενοφάνης είναι ένας περιπλανώμενος ποιητής, ένας κοσμοπολίτης που διαπνέεται από διαφωτιστικές ιδέες. Καταγγέλλει την ανηθικότητα των θεών του Ομήρου και του Ησιόδου, αρνείται τον ανθρωπομορφισμό τους, δείχνει τη σχετικότητα των παραστάσεων των θεών στους διάφορους λαούς και, φτάνοντας τη συλλογιστική του στα άκρα, δεν διστάζει να υποστηρίξει ότι «αν είχαν χέρια τα βόδια, τα άλογα και τα λιοντάρια, και αν μπορούσαν να ζωγραφίσουν όπως οι άνθρωποι, τότε τα άλογα θα έδιναν μορφή αλόγων στους θεούς τους και τα βόδια μορφή βοδιών» (Ξενοφάνης, απόσπ. 15). Ο Πυθαγόρας αντιθέτως, αν και δεν φαίνεται να επικροτεί την απλοϊκότητα του ελληνικού δωδεκάθεου, θα σεβαστεί το λατρευτικό και τελετουργικό στοιχείο της παραδοσιακής θρησκευτικής πρακτικής και θα αναζητήσει μια πολύ πιο βαθιά και βιωματική θρησκευτικότητα. Στη δική του προσέγγιση η φιλοσοφία συνδέεται άρρηκτα με τη θρησκεία. Ο φιλοσοφικός τρόπος ζωής οδηγεί τον άνθρωπο σε άμεση σχέση με το θείο.

Τιμόκλεια η Θηβαία: Στον θάνατο πηγαίνουν οι τιμημένοι

Η Τιμόκλεια ήταν αδελφή του στρατηγού Θεαγένη, αρχηγού του στρατού της Θήβας στην μάχη της Χαιρώνειας. Μετά την επανάσταση των Θηβαίων εναντίον της Μακεδονικής φρουράς στην Καδμεία και την πολιορκία της Θήβας από τον Μέγα Αλέξανδρο, που είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης και τον σφαγιασμό των κατοίκων της, ο Αλέξανδρος είχε θέσει την τιμή και την περιουσία των κατοίκων της Θήβας στην διάθεση του στρατού και των συμμάχων του.

Ένας από τους αξιωματικούς του μπήκε στο σπίτι της Τιμόκλειας και αφού έκλεψε ότι μπορούσε σε χρήματα, την χρησιμοποιούσε σαν σκλάβα και την απειλούσε συνεχώς ότι θα την σκότωνε εάν δεν του παρέδιδε ό,τι τιμαλφή και οικογενειακά κειμήλια είχε.

Μία βραδιά, σαν τρελός από το μεθύσι πήρε το μαχαίρι και ζητούσε να την σκοτώσει διότι τον περιφρονούσε σαν να ήταν τιποτένιος. Με το μαχαίρι στο χέρι της ζητούσε να του πει που είχε κρυμμένα τα στολίδια της και τα κειμήλια του σπιτιού, διότι είχε μάθει πως ήταν αρχοντόσπιτο και είχε πολλούς θησαυρούς. Ανυπεράσπιστη και άοπλη η ορφανή κοπέλα δεν άντεξε πια και σκέφτηκε να τον ξεκάνει και να αποκαταστήσει την μνήμη του αδελφού της.

Έτσι την στιγμή που την φοβέριζε ο αξιωματικός, του είπε:

"Ναι, σου ανήκουν όλα, αφού πια τίποτα δεν μας έμεινε σε αυτή τη ζωή. Είχαμε πολλά κοσμήματα και χρυσά και αργυρά ποτήρια και νομίσματα αξίας. Όταν όμως έπεφτε η αγαπημένη Θήβα, είπα στις δούλες να τα μαζέψουν όλα και κατεβήκαμε βαθιά μέσα στο στερεμένο πηγάδι της αυλής μας και τα κρύψαμε, χωρίς να το μάθει κανείς...."

Ο Μακεδόνας αξιωματικός τα άκουσε αυτά και ζήτησε να πάνε αμέσως στο πηγάδι να τα ξεθάψουν, χωρίς να λογαριάζει, ο χρυσολάτρης, ούτε τη νύχτα ούτε τον κίνδυνο. Η Τιμόκλεια δέχθηκε αμέσως τον πήγε στο πηγάδι, άνοιξε το σκέπασμα και τον κατέβασε, και αυτή από πάνω με το δαυλό του έδειχνε δήθεν την κρυψώνα, που ήταν ανύπαρκτη. Όταν βεβαιώθηκε πως ο βάρβαρος έφτασε στον πάτο και άρχισε να σκάβει, μαζί με τις δούλες της έριξε μεγάλα πιθάρια και αφού τον κατακομμάτιασε τον παράχωσε.

Στις άγριες και απειλητικές φωνές του από το βάθος, απαντούσε στερεότυπα: "Έτσι πεθαίνουν όσοι ζητούν να αρπάξουν τους θησαυρούς των ανθρώπων."

Συμβολική φράση μεγάλης σημασίας, που δεν σήμαινε μόνο τους υλικούς θησαυρούς, αλλά και τους ηθικούς, που σαν ιέρεια τους φύλαγε και τους τιμούσε κατάβαθα στην ψυχή της η Τιμόκλεια, στέκοντας στο ύψος του ηρωικού αδελφού της και στην περιωπή των οικογενειακών της παραδόσεων.

Ο Μέγας Αλέξανδρος έμαθε το έγκλημα της Τιμόκλειας. Έχασε τον καλύτερο αξιωματικό του, που ήταν θρακικής καταγωγής- για αυτό και είχε τόση βαρβαρότητα, έλεγαν- και είχε στην εξουσία του το πιο γενναίο ιππικό. Η Τιμόκλεια παρουσιάστηκε ατάραχη μπροστά στο Αλέξανδρο. Όταν αυτός είδε τα αυστηρά της χαρακτηριστικά του προσώπου της, το σοβαρό και αργό περπάτημά της, την άφθαστη αξιοπρέπεια και την ευγένειά της, την ρώτησε γιατί έκανε το έγκλημα.

Και αυτή του είπε:

"Είμαι αδελφή του του Θεαγένη, του μεγάλου στρατηγού, που πολεμώντας εναντίων σας στην Χαιρώνεια σκοτώθηκε ηρωικά στη μάχη, για να μην πέσουμε εμείς, οι συγγενείς και οι πατριώτες του, σε εξευτελισμό. Επειδή δε, έχουμε δοκιμάσει πολλά, ανάξια της καταγωγής και της ανατροφής μας, δεν φοβόμαστε τον θάνατο, διότι προτιμότερος είναι αυτός, από τα όσα άκουσα και έπαθα από τον βάρβαρο αξιωματικό σου μέσα στο τιμημένο σπίτι μου."

Η Τιμόκλεια η Θηβαία μιλώντας στον Μέγα Αλέξανδρο είπε το περιβόητο: "ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΠΗΓΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΤΙΜΗΜΕΝΟΙ." Καθώς μιλούσε, οι παρισταμένοι Μακεδόνες δάκρυζαν και σφούγγιζαν τα μάτια τους. Ο Αλέξανδρος όμως έμεινε ασυγκίνητος, όχι διότι δεν του έκαναν εντύπωση τα λόγια και η γενναία πράξη της ευγενικής Θηβαίας, αλλά διότι το έργο της ήταν ανώτερο οίκτου, ηρωικό και μεγαλόψυχο. Αμέσως παρήγγειλε να την προστατεύσουν από κάθε κακό και να την αφήσουν ελεύθερη, και αυτή και όλη την ένδοξη γενιά της, και να προσέχουν να μην συμβεί παρόμοιο κακό σε κανένα άλλο σπίτι.

Η Τιμόκλεια ήταν αντάξια του αδελφού της και τιμήθηκε πολύ για την πράξη της.

ΑΡΕΤΗ η Κυρηνεία

Κόρη του Αριστίππου, (4ος–3ος π.χ αιώνας) ιδρυτού της Κυρηναϊκής φιλοσοφικής σχολής, η Αρετή (συναντάται και ως Αρήτη) σπούδασε στην ακαδημία του Πλάτωνος.

Λέγεται ότι δίδαξε μαθηματικά, φυσική και ηθική φιλοσοφία στην Αττική για αρκετά χρόνια και ότι έγγραψε σαράντα τουλάχιστον βιβλία ποικίλου περιεχομένου, από τα οποία τα δύο περιελάμβαναν και πραγματείες για τα μαθηματικά.

Μετά τον θάνατο του πατέρα της, τον διαδέχθηκε, κατόπιν εκλογής στην διεύθυνση της Σχολής. Χαρακτηριστικό είναι ότι ανάμεσα στους μαθητές της συγκαταλέγονταν και 100 περίπου φιλόσοφοι.

Ο υιός της Αρετής, ο Αρίστιππος ο Νεώτερος, προήγαγε σημαντικά την Κυρηναϊκή φιλοσοφία. Κατά τον Αθηναίο (λόγιο, σοφιστή και συγγραφέα, 2ος – 3ος μ.χ. αιώνας), η Αρετή διηγείτο στους μαθητές της το εξής ανέκδοτο: Όταν κάποιος μαθητής της Ακαδημίας ισχυρίστηκε ότι η τέχνη της αρίθμησης οφείλεται στον Παλαμήδη, ο Πλάτων τον ρώτησε “Ώστε χωρίς τον Παλαμήδη ο Αγαμέμνων δεν θα ήξερε πόσα πόδια του έδωσε η φύσις";

Ο John Morans στο βιβλίο του “Women in Science” αναφέρει ότι το επίγραμμα του τάφου της έγγραφε:
 
"Το μεγαλείο της Ελλάδος, με την ομορφιά της Ελένης, την πέννα του Αριστίππου, την ψυχή του Σωκράτους και την γλώσσα του Ομήρου”.

Η Αληθινή Διδασκαλία: Ένα ταξίδι πέρα από την ψευδαίσθηση

Στο απέραντο τοπίο της ανθρώπινης σκέψης και εμπειρίας, υπάρχει μια βαθιά διχοτόμηση μεταξύ αυτού που μπορεί να ονομαστεί Αληθινή Διδασκαλία και των μυριάδων ψευδών θεωριών που παγιδεύουν το μυαλό. Η Αληθινή Διδασκαλία, ένας φάρος διαύγειας, μας καθοδηγεί πέρα από τους περιορισμούς της σκέψης, φωτίζοντας το μονοπάτι προς την γνήσια αντίληψη και κατανόηση του τι πραγματικά είναι. Αντίθετα, οι ψευδείς θεωρίες βασίζονται σε κατασκευές που συχνά μας δεσμεύουν με το εφήμερο, οδηγώντας μας σε λαβύρινθους σύγχυσης και απόσπασης της προσοχής.

Η Φύση της Αληθινής Διδασκαλίας

Στον πυρήνα της, η Αληθινή Διδασκαλία μας προσκαλεί να ασχοληθούμε με την πραγματικότητα όπως είναι, προτρέποντάς μας να υπερβούμε τους συνήθεις τρόπους σκέψης μας. Είναι μια πρόσκληση για να αντιληφθούμε την πληρότητα της ύπαρξης χωρίς τα φίλτρα προκατασκευασμένων αντιλήψεων ή κοινωνικών προδιαγραφών. Εδώ, η εστίαση μετατοπίζεται από το να πιστεύει κανείς σε «κάτι» στο να βιώνει «αυτό που είναι». Αυτή η βιωματική γνώση δεν είναι απλώς διανοητική. είναι μια άμεση συνάντηση με την ουσία του είναι.

Η ψευδαίσθηση των ψευδών θεωριών

Οι ψευδείς θεωρίες, από τη φύση τους, απαιτούν πίστη σε κατασκευές που συχνά θεωρούνται απρόσιτες. Υποστηρίζουν ότι η αλήθεια είναι κάτι που πρέπει να επιτευχθεί μέσω μεσάζοντα - είτε είναι τελετουργίες, δόγματα ή ιδεολογίες - που δημιουργούν εμπόδια μεταξύ μας και της έμφυτης κατανόησής μας. Αυτή η εξάρτηση από την εξωτερική επικύρωση καλλιεργεί μια αίσθηση αδυναμίας, καθώς γινόμαστε παθητικοί αποδέκτες ιδεών και όχι ενεργοί συμμετέχοντες στη δική μας αφύπνιση.

Απαλλαγή από τους περιορισμούς

Η Αληθινή Διδασκαλία χρησιμεύει ως απελευθερωτική δύναμη, που μας καθοδηγεί προς το απεριόριστο δυναμικό που βρίσκεται πέρα από τους περιορισμούς που επιβάλλονται από τον εαυτό μας. Φωτίζοντας την άγνοια και τις αυταπάτες μας, μας ενθαρρύνει να δούμε πέρα από τους επιφανειακούς δείκτες επιτυχίας και εκπλήρωσης που υπαγορεύει ο κόσμος. Σε αυτόν τον χώρο, καλούμαστε να εξερευνήσουμε τα βάθη της ύπαρξής μας και να αναγνωρίσουμε τη διασύνδεση κάθε ύπαρξης.

Μια πρακτική προσέγγιση στην εμπειρία

Σε αντίθεση με τις αυθαίρετες επιταγές των ψευδών θεωριών, η Αληθινή Διδασκαλία δίνει έμφαση στη βιωματική μάθηση. Μας καλεί να ασχοληθούμε άμεσα με τη ζωή, να προσπαθήσουμε, να δοκιμάσουμε και να δούμε πού οδηγεί αυτή η εξερεύνηση. Αυτό δεν είναι μια τυφλή αναζήτηση γνώσης, αλλά μια γνήσια έρευνα για τη δική μας φύση και τη φύση της πραγματικότητας. Μέσω της πρακτικής δέσμευσης, μαθαίνουμε να διακρίνουμε τι είναι πραγματικά ωφέλιμο και τι χρησιμεύει απλώς στη διαιώνιση της προετοιμασίας μας.

Η Ελευθερία της Ενότητας

Κεντρική θέση στην Αληθινή Διδασκαλία είναι η συνειδητοποίηση της Ενότητας. Αυτή η βαθιά αλήθεια μας απελευθερώνει από τα δεσμά του εγώ, διαλύοντας την ψευδαίσθηση του χωρισμού που προωθεί τη διαίρεση και τη σύγκρουση. Σε αυτή την κατάσταση συνειδητοποίησης, η αγάπη γίνεται η καθοδηγητική δύναμη, υπερβαίνοντας τους περιορισμούς των ατομικιστικών επιδιώξεων. Εδώ, αναγνωρίζουμε ότι ο πραγματικός μας σκοπός έγκειται στην υπηρεσία προς τους άλλους και τον κόσμο, μετατρέποντας την ύπαρξή μας σε προσφορά και όχι σε συναλλαγή.

Κάθαρση του Εσωτερικού Εαυτού

Το ταξίδι της Αληθινής Διδασκαλίας είναι ταξίδι κάθαρσης. Μας προκαλεί να αντιμετωπίσουμε τα στρώματα του ψεύδους που συσσωρεύονται μέσω της άγνοιας και της κοινωνικής προετοιμασίας. Αυτή η διαδικασία δεν αφορά απλώς την απόρριψη εξωτερικών ταυτοτήτων αλλά την συνειδητοποίηση της Βασιλείας των Ουρανών μέσα μας. Σε αυτόν τον ιερό χώρο, αφυπνίζουμε την αληθινή μας ουσία, απαλλαγμένοι από τα βάρη των υλιστικών επιθυμιών και των εγωιστικών φιλοδοξιών.

Ο μοναδικός σκοπός της αληθινής διδασκαλίας

Η Αληθινή Διδασκαλία έχει έναν μοναδικό, μεταμορφωτικό σκοπό: να μας εξυψώσει πέρα από την άγνοια, τη σκέψη και τα όρια του χρόνου. Είναι ένα κάλεσμα για δράση — μια πρόσκληση να συμμετάσχετε στο πραγματικό έργο της αυτο-ανακάλυψης. Αυτό το ταξίδι δεν αφορά τη θεωρητικοποίηση ή την εικασία για ένα φανταστικό μέλλον. έχει να κάνει με τη γείωση του εαυτού μας στο εδώ και τώρα, αναγνωρίζοντας ότι η αιωνιότητα δεν είναι ένας μακρινός προορισμός αλλά ο ίδιος ο ιστός της παρούσας εμπειρίας μας.

Καλλιέργεια Εσωτερικών Δυνάμεων

Σε αυτήν την αναζήτηση της αλήθειας, καταλαβαίνουμε τις έμφυτες δυνάμεις μας – τις ικανότητες που βρίσκονται μέσα στον καθένα μας, περιμένοντας να ανακαλυφθούν και να γαλουχηθούν. Η Αληθινή Διδασκαλία μας ενθαρρύνει να καλλιεργήσουμε αυτές τις εσωτερικές δυνάμεις, καλλιεργώντας μια βαθιά αυτογνωσία που μας ευθυγραμμίζει με την αιώνια φύση μας. Αυτό το ταξίδι δεν αφορά την αναζήτηση εξωτερικής επικύρωσης ή τελειότητας. πρόκειται για τη συνειδητοποίηση της πληρότητας που ήδη υπάρχει μέσα μας.

Το πραγματικό έργο της αφύπνισης

Τελικά, η Αληθινή Διδασκαλία αντιπροσωπεύει το πραγματικό έργο που μας καλεί να μπούμε στον αυθεντικό μας εαυτό. Μας καλεί να είμαστε παρόντες, να ασχοληθούμε πλήρως με τη ζωή μας και τον κόσμο γύρω μας. Αυτό δεν είναι ένα παθητικό εγχείρημα αλλά μια ενεργή δέσμευση για την αφύπνιση, όπου απορρίπτουμε τη γοητεία των ψεύτικων υποσχέσεων και αντ' αυτού ενστερνιζόμαστε την πραγματικότητα της ύπαρξής μας.

Συμπέρασμα: Αγκαλιάζοντας την Αληθινή Διδασκαλία

Καθώς πλοηγούμαστε στις πολυπλοκότητες της ζωής, βρισκόμαστε συνεχώς αντιμέτωποι με την επιλογή μεταξύ της Αληθινής Διδασκαλίας και των ψευδών θεωριών που διεκδικούν την προσοχή μας. Η Αληθινή Διδασκαλία προσφέρει ένα μονοπάτι διαύγειας, απελευθέρωσης και βαθιάς κατανόησης, οδηγώντας μας πέρα από τις ψευδαισθήσεις που θολώνουν την αντίληψή μας. Αγκαλιάζοντας αυτό το ταξίδι, μπορούμε να αφυπνιστούμε στην πληρότητα της ύπαρξης, συνειδητοποιώντας ότι αυτό που είναι πραγματικά εφικτό δεν είναι ένα μακρινό όνειρο, αλλά η ίδια η ουσία της ύπαρξής μας, εδώ και τώρα.

Σε αυτή την αφύπνιση, δεν βρίσκουμε μόνο τον εαυτό μας αλλά και μια βαθύτερη σύνδεση με όλα αυτά, αναγνωρίζοντας ότι είμαστε μέρος μιας τεράστιας, αλληλένδετης ταπετσαρίας ζωής – μια εκδήλωση αγάπης, ενότητας και θεϊκού.

Ο Δρόμος προς την Αλήθεια: Ένα Ταξίδι Πέρα από το Πέπλο

Από την αρχή του χρόνου, οι αναζητητές περπάτησαν στη γη, λαχταρώντας να διαπεράσουν το πέπλο της αυταπάτης και να αντικρίσουν τον ακτινοβόλο πυρήνα της πραγματικότητας. Οι σοφοί, οι μύστες και οι φωτισμένοι έχουν όλοι μιλήσει για έναν και μοναδικό δρόμο, αυτόν που οδηγεί στην καρδιά της αλήθειας. Κι όμως, αυτός ο δρόμος, αν και αιώνια παρόν και προσβάσιμος, παραβλέπεται από τους πολλούς. Γιατί; Διότι το βλέμμα της ανθρωπότητας έχει στραφεί προς τα έξω, αναζητώντας την εκπλήρωση στο παροδικό, ενώ το κλειδί της αλήθειας αναπαύεται στη σιωπή του εσωτερικού κόσμου.

Η αλήθεια δεν υπήρξε ποτέ κρυμμένη. Δεν είναι φυλαγμένη στα θησαυροφυλάκια των ναών, ούτε κρυμμένη σε ιερά κείμενα. Δεν είναι προνόμιο των μορφωμένων ή των εκλεκτών. Είναι η ίδια η φύση της ύπαρξης, το σιωπηλό τραγούδι του σύμπαντος που πάλλεται σε κάθε καρδιά, περιμένοντας να ακουστεί. Κι όμως, ενώ το ποτάμι της σοφίας ρέει ελεύθερα, τα μυαλά των ανθρώπων παραμένουν διψασμένα, τα δοχεία τους αναποδογυρισμένα, ανίκανα να δεχτούν.

Το μεγάλο παράδοξο της αλήθειας είναι πως είναι ταυτόχρονα το πιο απλό και το πιο άπιαστο πράγμα. Είναι προφανής για τον αθώο, μα περίπλοκη για τον σοφιστή. Τα παιδιά την αντικρίζουν με αβίαστη καθαρότητα, ενώ οι λόγιοι μπλέκονται σε ιστούς θεωρίας και δόγματος. Διότι η αλήθεια δεν είναι κάτι που αποκτάται, αλλά μια κατάσταση που συνειδητοποιείται. Είναι η καθαρή αντίληψη του πραγματικού, αμόλυντη από τις διαστρεβλώσεις του εγώ και της συνήθειας.

Για να περπατήσει κανείς τον Δρόμο προς την Αλήθεια, πρέπει να στραφεί προς τα μέσα, μακριά από τις ατελείωτες περισπάσεις του εξωτερικού κόσμου. Αυτό δεν σημαίνει αποκήρυξη της ζωής, αλλά διάλυση των αυταπατών της. Οι μορφές του κόσμου αλλάζουν και μεταμορφώνονται σαν κύματα στον ωκεανό, αλλά κάτω από αυτές βρίσκεται η απέραντη, αμετάβλητη βαθύτητα. Όσοι αναζητούν την αλήθεια, πρέπει να μάθουν να βυθίζονται κάτω από την επιφάνεια της ύπαρξης, μέσα στη σιωπή όπου η πραγματικότητα αποκαλύπτεται.

Το ταξίδι ξεκινά με την αυτοεξέταση. Ποιος είμαι εγώ; Όχι το όνομα, όχι ο ρόλος, όχι το άθροισμα των εμπειριών. Αν αφαιρεθούν όλα τα παροδικά, τι απομένει; Μια σιωπηλή παρουσία, μια απεριόριστη επίγνωση, άθικτη από τον χρόνο. Αυτή είναι η ουσία, το αληθινό είναι, πέρα από κάθε μορφή και περιορισμό. Δεν είναι κάτι που πρέπει να βρεθεί, γιατί ποτέ δεν χάθηκε. Είναι απλώς κάτι που πρέπει να θυμηθεί, σαν να ξυπνά κανείς από έναν μακρύ και ανήσυχο ύπνο.

Όμως ο νους, πάντα ανήσυχος, αντιστέκεται σε αυτή την εσωτερική στροφή. Προσκολλάται στις συνήθειές του, στις αφηγήσεις του, στις βολικές του αυταπάτες. Απαιτεί αποδείξεις, εξηγήσεις, βεβαιότητα. Ωστόσο, η αλήθεια δεν είναι ζήτημα επιχειρηματολογίας· είναι μια εμπειρία πέρα από τις λέξεις. Είναι σαν τη γεύση του νερού για τον διψασμένο, σαν τη ζεστασιά του ήλιου στο δέρμα. Δεν μπορεί να περιγραφεί, μόνο να βιωθεί.

Οι μεγάλοι δάσκαλοι των παλαιών καιρών μίλησαν με πολλούς τρόπους, χρησιμοποιώντας λέξεις, σύμβολα και παραδοξολογίες για να καθοδηγήσουν τους αναζητητές προς αυτή τη συνειδητοποίηση. Αλλά καμία διδασκαλία, όσο βαθυστόχαστη κι αν είναι, δεν μπορεί να χαρίσει την αλήθεια σε κάποιον. Ο δάσκαλος μπορεί να δείξει τον δρόμο, αλλά το ταξίδι πρέπει να το κάνεις μόνος. Ο καθένας πρέπει να περπατήσει το μονοπάτι του, όχι με τη συσσώρευση γνώσης, αλλά με την παράδοση της ψευδαίσθησης.

Δεν χρειάζεται καμία προσπάθεια για να είσαι αυτό που ήδη είσαι. Μόνο το ξεγύμνωμα της αυταπάτης, όπως το φίδι που αλλάζει το δέρμα του, όπως τα σύννεφα που διαλύονται και αποκαλύπτουν τον ουρανό. Όταν οι περισπάσεις του νου εξαφανιστούν, η αλήθεια στέκει αυταπόδεικτη, φωτεινή και πλήρης.

Έτσι, ο Δρόμος προς την Αλήθεια δεν είναι ένα μονοπάτι που πρέπει να διανυθεί, αλλά ένα ξύπνημα σε αυτό που ήταν πάντα εδώ. Είναι μια αναγνώριση, μια ανάμνηση, μια επιστροφή στο κέντρο. Είναι η συνειδητοποίηση πως ο αναζητητής και το ζητούμενο είναι ένα, πως το ταξίδι ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά ταξίδι, αλλά απλώς η διάλυση του πέπλου που κάλυπτε το φως.

Για όσους έχουν μάτια να δουν, ο δρόμος είναι ξεκάθαρος. Για όσους ακούνε βαθιά, η αλήθεια μιλά πάντα. Μείνε ακίνητος και γνώριζε.

Η Χώρα της Αλήθειας: Η Σφαίρα Πέρα από την Ψευδαίσθηση

Υπάρχει ένας τόπος που δεν βρίσκεται σε κανέναν χάρτη, ούτε είναι προσβάσιμος μέσω δρόμων, ούτε φυλάσσεται από πύλες. Δεν έχει τείχη να τον περιορίζουν, ούτε όρια να τον ορίζουν, και όμως υπάρχει με απόλυτη καθαρότητα, πάντα παρόν, απέραντος, μια αχανής έκταση πέρα από κάθε μέτρηση. Αυτός ο τόπος είναι η Χώρα της Αλήθειας.

Το να εισέλθεις στη Χώρα της Αλήθειας δεν σημαίνει να διανύσεις απόσταση, αλλά να διαλύσεις το πέπλο των ψευδαισθήσεων που αποκρύπτουν την Πραγματικότητα. Σημαίνει να αφυπνιστείς από τον λήθαργο της εξαρτημένης αντίληψης και να αντικρίσεις την άμορφη ουσία που υπήρχε ανέκαθεν, τόσο μέσα όσο και πέρα από το παιχνίδι των φαινομένων. Είναι μια επιστροφή στην πρωταρχική γνώση, μια συνάντηση με το αιώνιο.

Η Ψευδαίσθηση των Φαινομένων

Η ζωή στον κόσμο των εμφανίσεων είναι υφασμένη από μεταβαλλόμενα μοτίβα φωτός και σκιάς. Οι μορφές αναδύονται, χορεύουν για μια στιγμή και έπειτα διαλύονται ξανά. Κάθε φαινόμενο—κάθε εμπειρία, σκέψη, γεγονός και αίσθηση—είναι απλώς ένα κύμα στην επιφάνεια του Απείρου. Αυτά τα κύματα φαίνονται ουσιώδη, αλλά μόνο στο αδιάφορο μάτι. Όταν ο νους είναι θολωμένος από την προσκόλληση, λαμβάνει το εφήμερο ως μόνιμο, το παροδικό ως πραγματικό, και έτσι υποφέρει μέσα στη θύελλα των ψευδαισθήσεων.

Αλλά στη Χώρα της Αλήθειας, κάποιος βλέπει πέρα από τα μεταβαλλόμενα κύματα προς την Ακινησία που κείται κάτω από αυτά. Ο αφυπνισμένος κατανοεί ότι τα φαινόμενα είναι αδιάφορα, ούτε σύμμαχοι ούτε εχθροί, ούτε κατάρες ούτε ευλογίες. Απλώς υπάρχουν—αναδύονται, παραμένουν για λίγο και έπειτα χάνονται. Δεν έχουν εξουσία πάνω σε εκείνον που έχει ανακαλύψει το Αιώνιο.

Το να χαθείς στη ροή των εξωτερικών συνθηκών είναι σαν να παρασύρεσαι από όνειρα. Το να είσαι ελεύθερος σημαίνει να αφήνεις τα πάντα να ακολουθήσουν την πορεία τους, χωρίς αντίσταση ή προσκόλληση, χωρίς φόβο ή επιθυμία. Αυτή είναι η Υπέρτατη Νίκη πάνω στα φαινόμενα: να τα αφήνεις να υπάρχουν, ενώ εσύ παραμένεις στην ειρήνη του Αληθινού Εαυτού.

Η Ακινησία Πέρα από την Αλλαγή

Τι είναι λοιπόν αληθινό; Αν όλα όσα αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις είναι εφήμερα, αν ο νους είναι ένας ασταμάτητα μεταβαλλόμενος καθρέφτης, πού βρίσκεται η Αλήθεια;

Η Αλήθεια δεν βρίσκεται στο εξωτερικό θέαμα. Δεν βρίσκεται στα ηχώ των σκέψεων ούτε στην περιστροφή του χρόνου. Βρίσκεται στην αμετακίνητη παρουσία που γίνεται μάρτυρας των πάντων αλλά παραμένει ανέγγιχτη. Είναι η φωτεινή επίγνωση που δεν σβήνει ποτέ, η Σιωπή στην καρδιά του ήχου, η Ακινησία εν μέσω της κίνησης.

Το να γνωρίζεις αυτή την Ακινησία είναι το να κατοικείς στη Χώρα της Αλήθειας. Είναι το να εδραιώνεσαι σε μια κατάσταση ύπαρξης που είναι ταυτόχρονα απέραντη και οικεία, αιώνια και άμεσα παρούσα. Μέσα σε αυτή τη γνώση, γεννιέται η ευγνωμοσύνη—όχι ως αντίδραση, αλλά ως το φυσικό άρωμα της Πραγματικότητας. Βλέπει κανείς ότι η ίδια η ζωή είναι ένα ατελείωτο δώρο, ένα ρεύμα καθαρής εκδήλωσης, και μέσα σε αυτή την όραση γεννιέται η αδιάσειστη ευδαιμονία.

Η Απελευθέρωση της Αντίληψης

Η αφύπνιση στη Χώρα της Αλήθειας δεν είναι ζήτημα απόκτησης κάτι νέου, αλλά απελευθέρωσης από το ψεύτικο. Είναι μια μετατόπιση της αντίληψης, μια αποκάλυψη των ψευδαισθήσεων, μια απελευθέρωση από όλα όσα λανθασμένα θεωρήθηκαν ως πραγματικά. Όταν αυτό συμβεί, η ζωή γίνεται ορατή για αυτό που πραγματικά είναι: όχι ένας αγώνας, αλλά ένας χορός· όχι ένα πεδίο μάχης, αλλά ένα καταφύγιο παρουσίας.

Αυτός που είναι απελευθερωμένος κινείται μέσα στον κόσμο χωρίς να ταράζεται από την αναταραχή του. Όχι επειδή είναι αποκομμένος από αυτόν, αλλά επειδή έχει πάψει να αντιστέκεται στη φυσική ροή των πραγμάτων. Στα μάτια του, ακόμα και οι καταιγίδες είναι ιερές, ακόμα και οι διαλύσεις είναι ευλογίες, διότι τίποτα δεν μπορεί να διαταράξει την απέραντη Ακινησία μέσα του.

Μόνο η Ζωή Είναι Αληθινή

Στο τέλος, όλα όσα είναι ψεύτικα διαλύονται. Τα ονόματα ξεθωριάζουν, οι δομές καταρρέουν, οι ιδέες μεταβάλλονται και οι ταυτότητες χάνονται στο ποτάμι του χρόνου. Αλλά η Ζωή παραμένει—αμετάβλητη, απέραντη και ελεύθερη.

Δεν είναι η ζωή που ορίζεται από τη γέννηση και τον θάνατο, αλλά η Ζωή που διαπερνά τα πάντα, η Καθαρή Ύπαρξη που ποτέ δεν γεννήθηκε και ποτέ δεν θα πάψει να υπάρχει.

Το να το δεις αυτό είναι να αφυπνιστείς. Το να αφυπνιστείς είναι να κατοικείς στη Χώρα της Αλήθειας. Και σε αυτή τη χώρα, δεν υπάρχουν αλυσίδες, ούτε φραγμοί, ούτε φόβοι—μόνο η άπειρη αγκαλιά της ίδιας της Πραγματικότητας.

Το Μονοπάτι του Πραγματικού Ανθρώπου: Αγκαλιάζοντας τον Μυστικισμό, την Ταπεινοφροσύνη και την Ουσία του Εαυτού

Στην ησυχία του κόσμου, υπάρχει μια σπάνια και συχνά παρεξηγημένη ουσία - η ουσία του Πραγματικού Ανθρώπου. Αυτή η ουσία υπερβαίνει τη φυσική εμφάνιση, τα κοινωνικά επιτεύγματα ή τις συνηθισμένες έννοιες της ανθρώπινης επιτυχίας. Ενσαρκώνει ένα πνεύμα ανέγγιχτο από τους χειρισμούς του εγώ, απαλλαγμένο από τα δεσμά των επιφανειακών επιθυμιών και απελευθερωμένο από την ανάγκη για αναγνώριση. Ο Πραγματικός Άνθρωπος βαδίζει σε ένα μονοπάτι που είναι μυστικιστικό, ένα μονοπάτι που πολλοί αντιλαμβάνονται αλλά λίγοι καταλαβαίνουν πραγματικά. Η πορεία του δεν ορίζεται από άκαμπτους κανόνες ή δόγματα. μάλλον, καθοδηγείται από μια εσωτερική πυξίδα συντονισμένη στον ρυθμό της ίδιας της Ζωής.

Η Διάλυση του Εγώ: Το Μέγιστο Ταξίδι του Πραγματικού Ανθρώπου

Ο Πραγματικός Άνθρωπος δεν έχει εγωισμό για να είναι περήφανος. Αυτή είναι μια λεπτή αλλά ισχυρή δήλωση, και η κατανόησή της ξεκλειδώνει μια πύλη στη μυστικιστική ουσία του χαρακτήρα του πραγματικού ανθρώπου. Το Εγώ είναι η διαρκώς μεταβαλλόμενη ψευδαίσθηση του εαυτού που επιμένει στον χωρισμό - μεταξύ του εαυτού και των άλλων, του εαυτού και του κόσμου, του εαυτού και της ίδιας της Ζωής. Λαχταράει την αναγνώριση, διψάει για έγκριση και επιτίθεται στις αντιληπτές αδικίες. Ο πραγματικός άνθρωπος, ωστόσο, έχει περπατήσει τον επίπονο δρόμο της διάλυσης του εγώ του. Ούτε αποφεύγει ούτε δοξάζει την ύπαρξή του. μάλλον το δέχεται με την ευγένεια εκείνου που έχει δει πέρα από την ψευδαίσθηση. Δεν υπάρχουν καυγάδες, δεν υπάρχουν προσβολές για να αντικρούσετε, δεν υπάρχουν παιχνίδια για να παίξετε με άλλους που είναι εδραιωμένοι σε μάχες εγώ. Η ειρήνη του είναι ακλόνητη, γιατί έχει τις ρίζες της στην αλήθεια ότι τίποτα δεν μπορεί να κερδίσει ή να χαθεί στον κόσμο που θα μπορούσε να προσθέσει ή να μειώσει αυτό που πραγματικά είναι.

Αυτή η κατάσταση αυτογνωσίας φέρνει μια βαθιά ταπεινοφροσύνη. Ο Πραγματικός Άνθρωπος ξέρει ότι δεν είναι ούτε πάνω ούτε κάτω από κανέναν άλλον. αυτός απλώς είναι. Δεν βλέπει τον εαυτό του ως το κέντρο αλλά ως αναπόσπαστο μέρος της τεράστιας ταπισερί της ύπαρξης. Δεν χρειάζεται να βαδίζεις σε αντίθεση με τον κόσμο, γιατί βαδίζει το δικό του μονοπάτι – ένα ίσιο μονοπάτι της αρετής που τον ευθυγραμμίζει με τις υψηλότερες αξίες του και όχι με τις διαρκώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της κοινωνίας.

Λίγες ανάγκες, καμία επιθυμία: Η απλή χαρά της ικανοποίησης

Η ικανοποίηση, όπως τη βιώνει ο Πραγματικός Άνθρωπος, είναι μια κατάσταση ύπαρξης που είναι θεμελιωδώς διαφορετική από αυτό που η κοινωνία θεωρεί ευτυχία. Ο κόσμος μας διδάσκει να γεμίζουμε τη ζωή μας με «πράγματα» με την ελπίδα ότι αυτά θα φέρουν ικανοποίηση. Επιθυμίες, λαχτάρες και πόθοι στροβιλίζονται μέσα μας σαν καταιγίδα και μαθαίνουμε να τους απαντάμε ασταμάτητα. Αλλά ο Πραγματικός Άνθρωπος έχει μάθει ότι το μυστικό της αληθινής ειρήνης δεν βρίσκεται στη συσσώρευση περιουσιακών στοιχείων αλλά στην απελευθέρωση από αυτά.

Οι λίγες ανάγκες του καλύπτονται εύκολα και χωρίς φανφάρες. Δεν έχει πόθο για τις εφήμερες απολαύσεις που υπόσχονται την ευτυχία, αλλά ξεθωριάζουν τόσο γρήγορα. Ο Πραγματικός Άνθρωπος είναι χαρούμενος στα πιο απλά πράγματα, στους ανεπιτήδευτους ρυθμούς της ζωής. Μια βόλτα την αυγή, ο ήχος της βροχής, το άγγιγμα ενός αγαπημένου προσώπου — αυτά είναι αρκετά. Προχωρά στη ζωή με μια αβίαστη χάρη, όχι επειδή του λείπει η φιλοδοξία, αλλά επειδή κατανοεί τη διαφορά μεταξύ φευγαλέων επιθυμιών και διαρκούς χαράς.

Η Ειλικρίνεια του Πραγματικού Ανθρώπου: Χωρίς φόβο, πέρα από τον χρόνο

Έχοντας απελευθερωθεί από την προσκόλληση στην επιτυχία και την αποτυχία, ο Πραγματικός Άνθρωπος ενσαρκώνει μια εκπληκτική ειλικρίνεια. Τα λόγια του ευθυγραμμίζονται άψογα με τις πράξεις του και οι σκέψεις του απηχούν την ειλικρίνεια της καρδιάς του. Σε έναν κόσμο όπου τόσα πολλά είναι κρυμμένα, όπου οι προθέσεις καλύπτονται από ευγένεια, η ειλικρίνεια του πραγματικού ανθρώπου είναι ριζοσπαστική. Δεν επιδίδεται σε κολακείες, ούτε πτοείται να πει την αλήθεια όπως τη βλέπει. Σέβεται τους άλλους όχι ικανοποιώντας τις προσδοκίες τους αλλά μένοντας πιστός στον εαυτό του, ακόμα κι αν αυτό δημιουργεί τριβές ή παρεξήγηση. Διότι, αν η συμπεριφορά του προκαλεί προβλήματα στους άλλους, δεν είναι επειδή σκοπεύει να βλάψει, αλλά επειδή αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως πληγωμένο - αποτέλεσμα των δικών τους μη επουλωμένων εσωτερικών συγκρούσεων.

Η ειλικρίνεια του Πραγματικού Ανθρώπου είναι ακλόνητη γιατί δεν έχει τίποτα να χάσει. Ζει πέρα από το χρόνο, πέρα από τα αποτελέσματα αιτίας και συνέπειας. Οι πράξεις του δεν είναι υπολογισμένες, γιατί δεν υπάρχει προσωπικό όφελος που επιδιώκει. Εμπιστεύεται την ίδια τη Ζωή, περπατώντας σε ένα μονοπάτι που καθοδηγείται από ένα αόρατο χέρι που αισθάνεται αλλά δεν μπορεί να ελέγξει. Αυτή η εμπιστοσύνη του δίνει μια βαθιά ελευθερία, επιτρέποντάς του να κινείται με τη Ζωή και όχι εναντίον της, να ρέει παρά να εξαναγκάζει.

Απόλυτη Ευθύνη: Ο Τρόπος Λογοδοσίας του Πραγματικού Ανθρώπου

Το να ζεις χωρίς εγώ δεν σημαίνει να ζεις χωρίς ευθύνη. Το αντίθετο - ο Πραγματικός Άνθρωπος είναι βαθιά υπεύθυνος για την ύπαρξή του. Καταλαβαίνει ότι κάθε επιλογή που κάνει, κάθε ενέργεια που αναλαμβάνει, συμβάλλει στην ύφανση του κόσμου γύρω του. Εδώ δεν υπάρχει χώρος για ενοχή ή θυματοποίηση. Εκτελεί τα καθήκοντά του με μια ήρεμη δύναμη και μια αίσθηση ευλάβειας, γνωρίζοντας ότι η ζωή του είναι ένα χρέος που πρέπει να τιμηθεί, ένα δώρο που πρέπει να χρησιμοποιηθεί με σύνεση.

Ο Πραγματικός Άνθρωπος δεν αφήνει συντρίμμια στο πέρασμά του. βαδίζει στη ζωή με σεβασμό για όλα και όλους όσους συναντά. Καταλαβαίνει ότι το ταξίδι του είναι ένα ταξίδι συνεχούς μάθησης, ένα ταξίδι που ανοίγει μονοπάτια τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους άλλους που μπορεί να ακολουθήσουν. Με αυτόν τον τρόπο, γίνεται μια ευλογία - μια ήσυχη, συγκρατημένη παρουσία που εμπλουτίζει τον κόσμο απλά με το να είναι.

Αγάπη άνευ όρων και αληθινή φιλία

Η αγάπη, όπως τη γνωρίζει ο Πραγματικός Άνθρωπος, είναι απεριόριστη και χωρίς όρους. Η αγάπη του δεν εξαρτάται από την αξία των άλλων, γιατί ξέρει ότι κάθε ψυχή είναι άξια από τη φύση της. Προσφέρει καλοσύνη όχι επειδή οι άλλοι την έχουν κερδίσει, αλλά επειδή τη χρειάζονται. Για αυτόν, αυτό είναι φυσικό. Όπως ο ήλιος λάμπει τόσο στους καλούς όσο και στους κακούς, προσφέρει την αγάπη του σε όποιον συναντά. Δεν κρίνει κανέναν, γιατί βλέπει μέσα από τα στρώματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς τον κοινό πυρήνα της θεότητας μέσα σε κάθε άτομο.

Στις φιλίες του, ο Πραγματικός Άνθρωπος προσφέρει κάτι σπάνιο - μια άνευ όρων αποδοχή που δεν επιδιώκει να αλλάξει ή να ελέγξει. Ο σεβασμός του για την αξιοπρέπεια των άλλων είναι πρωταρχικής σημασίας και ποτέ δεν δίνει τίποτα ως απλή φιλανθρωπία. Μάλλον, μοιράζεται ανοιχτά, ειλικρινά, δίνοντας τον εαυτό του χωρίς να συγκρατείται. Αυτό που προσφέρει δεν είναι μια μεταχειρισμένη καλοσύνη ή στοργή που έχει απομείνει, αλλά το καλύτερο του εαυτού του. Αυτή η ιδιότητα της αγάπης είναι θεραπευτική, απαλή και απελευθερωτική για όσους είναι αρκετά τυχεροί να τη βιώσουν.

Μια νίκη πέρα από όλες τις μάχες

Η μεγαλύτερη νίκη του Πραγματικού Ανθρώπου είναι εναντίον του εαυτού του. Έχει δώσει και κέρδισε την πιο απαιτητική από όλες τις μάχες: τη μάχη ενάντια στη δική του κατώτερη φύση, τους φόβους του, τις προσκολλήσεις του, τις ψευδαισθήσεις του. Έχοντας κατακτήσει αυτόν τον εσωτερικό αγώνα, δεν χρειάζεται πλέον να δίνει εξωτερικές μάχες. Σε έναν κόσμο που έχει εμμονή με τις κατακτήσεις, παραμένει ανενόχλητος από τις νίκες και τις ήττες που σημαίνουν τόσα πολλά για τους άλλους. Η αμυντικότητά του δεν είναι ποτέ εχθρική. Αντίθετα, είναι η ήρεμη δύναμη κάποιου που ξέρει ότι δεν μπορεί να επηρεάσει τα φευγαλέα γεγονότα του κόσμου. Είναι πρόθυμος να παραδεχτεί οποιοδήποτε επιχείρημα, να αφήσει άλλους να διεκδικήσουν τη νίκη, γιατί η ειρήνη του δεν κλονίζεται από αυτά τα θέματα.

Περπατώντας στο Ταπεινό Μονοπάτι, Μοναχικός αλλά όχι μόνος

Αν και περπατά σε ένα μονοπάτι που λίγοι καταλαβαίνουν, ο Πραγματικός Άνθρωπος δεν είναι μόνος. Είναι στο σπίτι μέσα του, σε ειρήνη με τη μοναξιά που μερικές φορές συνεπάγεται το ταξίδι του. Ο κόσμος μπορεί να μην τον ακολουθεί, αλλά δεν απαιτεί οπαδούς. Προχωρά στο δικό του ταπεινό μονοπάτι, το ένα πόδι μπροστά από το άλλο, καθοδηγούμενος από ένα εσωτερικό φως που είναι αόρατο στους άλλους αλλά φωτεινό για εκείνον.

Με τον ήσυχο τρόπο του, ο Πραγματικός Άνθρωπος γίνεται ζωντανή ενσάρκωση της ίδιας της Ζωής. Δεν ζει απλώς. αυτός είναι η Ζωή. Δεν βιώνει. αυτός είναι η εμπειρία. Δεν φτάνει στη φώτιση. είναι ο Διαφωτισμός. Έχει ξεπεράσει τις δυαδικότητες της ζωής και του θανάτου, της χαράς και της λύπης, της επιτυχίας και της αποτυχίας. Έχει γίνει, από κάθε άποψη, μέρος του ιερού ρυθμού της ύπαρξης.

Τελικά, ο Πραγματικός Άνθρωπος δεν προσπαθεί να τον θυμούνται, ούτε επιδιώκει τη φήμη ή την αναγνώριση. Βαδίζει το δρόμο του, ταπεινός και ελεύθερος, αφήνοντας πίσω του μόνο ένα ίχνος γαλήνης και μια γαλήνια αγάπη. Στο πέρασμά του, άλλοι βρίσκουν ένα μονοπάτι που φωτίζεται από το παράδειγμά του—ένα μονοπάτι που δεν οδηγεί στην εγκόσμια επιτυχία, αλλά στην εσωτερική ολοκλήρωση, σε μια ζωή καλοζωισμένη, σε μια καρδιά ανοιχτή και σε ένα πνεύμα ελεύθερο. Και σε αυτό, είναι πραγματικά ευλογημένος.

Θεραπεύοντας την σχέση μας με τους γονείς μας

Το να κατηγορήσουμε την οικογένεια μας για ότι μας συμβαίνει είναι ο πιο σίγουρος τρόπος για να σταθεροποιήσουμε το πρόβλημά στην ζωή μας. Ρίχνουμε πάντα τις ευθύνες στους άλλους και κατασπαταλάμε τις δυνάμεις μας κατηγορώντας, ενώ η κατανόηση και η σωστή κρίση μας βοηθούν να ξεπεράσουμε το πρόβλημά και να πάρουμε στα χέρια μας τον έλεγχο του μέλλοντος μας.

Το παρελθόν δεν μπορεί να αλλάξει, ενώ το μέλλον παίρνει το σχήμα της σημερινής σκέψης μας. Είναι ουσιαστικό να κατανοήσουμε πως οι γονείς μας έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν με την κατανόηση, τη γνώση και την επίγνωση που είχαν. Κάθε φορά που κατηγορούμε κάποιον άλλο, δεν αναλαμβάνουμε την ευθύνη για τον εαυτό μας.

Η άσκηση που ακολουθεί είναι μία καλή άσκηση με νοερές εικόνες και βοηθά να κατανοήσουμε τον εαυτό μας αλλά και τους γονείς μας. Και να γιατρέψουμε τις πληγές μας μέσα από το δρόμο της συμπόνιας (κατανόησης)

Καταρχήν μπορείς να ζητήσεις από κάποιον να σου διαβάσει το κείμενο που ακολουθεί ή ηχογράφησέ το για να το ακούς.

Φαντάσου τον εαυτό σου στην ηλικία των πέντε ή έξι χρόνων και κοίταξε το βαθιά στα μάτια. Παρατήρησε την επιθυμία που καθρεφτίζεται στο βλέμμα του και συνειδητοποίησε πως εκείνο που ζητάει είναι ένα και μοναδικό: η Αγάπη.

Άπλωσε τότε τα χέρια και αγκάλιασε αυτό το παιδί. Κράτησε το με αγάπη και τρυφερότητα. Πες του πόσο πολύ το αγαπάς και πόσο πολύ νοιάζεσαι γι’ αυτό. Θαύμασε όλα του τα προτερήματα και πες του πως δεν πειράζει αν κάνει λάθη καθώς μαθαίνει.
 
Υποσχέσου του με καλοσύνη πως θα στέκεσαι πλάι του ό,τι κι αν συμβεί. Ύστερα, φαντάσου αυτό το παιδί να μικραίνει πολύ, τόσο ώστε να χωράει μέσα στην καρδιά σου. Τοποθέτησέ το τότε εκεί, ώστε κάθε φορά που θα κοιτάζεις μέσα σου να αντικρίζεις το προσωπάκι του και να μπορείς να του προσφέρεις όλη σου την αγάπη.

Φέρε ύστερα στη σκέψη σου τη μητέρα σου σε ηλικία τεσσάρων ή πέντε χρόνων, ένα κοριτσάκι ανήσυχο και τρομαγμένο που ψάχνει για αγάπη και δεν ξέρει πού να την βρει. Άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά σου και κράτησε στοργικά αυτό το κοριτσάκι, λέγοντάς του πόσο πολύ το αγαπάς και πόσο πολύ νοιάζεσαι γι’ αυτό.
 
Βεβαίωσέ το ακόμα πως μπορεί να βασίζεται σε σένα και πως θα είσαι πάντα κοντά του, ό,τι κι αν συμβεί. Όταν το δεις να ησυχάζει και να νιώθει ασφαλές, τότε φαντάσου το να μικραίνει τόσο που να χωράει κι αυτό μέσα στην καρδιά σου, δίπλα στο άλλο μικρό παιδί, τον εαυτό σου, κι εκεί άφησε τα να προσφέρουν το ένα στο άλλο αγάπη και χαρά.

Φαντάσου ακόμα τον πατέρα σου σε ηλικία τριών ή τεσσάρων χρόνων, ένα αγοράκι αδύναμο κι απροστάτευτο που κλαίει και ψάχνει για αγάπη. Δες τα δάκρυα που αυλακώνουν τα μάγουλά του καθώς δεν έχει πού να στραφεί. Τώρα όμως εσύ ξέρεις πολύ καλά πώς να παρηγορήσεις ένα μικρό τρομαγμένο παιδί. Άπλωσε λοιπόν τα χέρια κι αγκάλιασε το τρεμάμενο κορμάκι του. Ύστερα παρηγόρησε το. Σιγοτραγούδησέ του. Κάνε το να νιώσει πόσο πολύ το αγαπάς. Κάνε το να νιώσει πως θα στέκεσαι πάντα στο πλάι του.

Όταν στεγνώσουν τα δάκρυά του και δεις την αγάπη και τη γαλήνη να καθρεφτίζονται στα μάτια του, τότε άφησέ το κι αυτό να μικρύνει μέχρι να βρει τη θέση του στην καρδιά σου. Κράτησε εκεί και τα τρία μικρά παιδιά, έτσι που να μπορούν να χαρίζουν το ένα στο άλλο πολλή αγάπη κι εσύ να μπορείς να τα αγαπάς όλα μαζί.

Υπάρχει τόση πολλή αγάπη μέσα στην καρδιά μας που μπορούμε να γιατρέψουμε ολόκληρο τον πλανήτη. Για την ώρα όμως, ας τη χρησιμοποιήσουμε για να γιατρέψουμε τον εαυτό μας. Κι όταν νιώσουμε τη ζεστασιά να φουντώνει στην καρδιά μας, τότε μια τρυφεράδα και μια γλύκα θα ξεχυθούν από τα βάθη της ψυχής μας. Ας αφήσουμε την αγάπη να αλλάξει τον τρόπο που σκεφτόμαστε και μιλάμε για τον εαυτό μας.

Η απόδειξη του φιλοσόφου; Η ίδια του η ζωή

Μια προοπτική σοφίας. Η ιδεαλιστική παράδοση στη φιλοσοφία εκδηλώνεται σε ad hoc τόπους. Ο Πλάτων εφαρμόζει μια σχιζοφρενική παιδαγωγική, με μια ερμητική προφορική διδασκαλία που απευθύνεται σε μια ομάδα εκλεκτών και μια άλλη, εξωτερική, που προσφέρεται στους πολλούς. Αριστοκρατική άσκηση της φιλοσοφίας. Η Ακαδημία διακηρύττει λοιπόν μια εκπαίδευση που φαινομενικά είναι ανοιχτή σε όλους: τίποτα δε φανερώνει την ύπαρξη περιορισμών σχετικά με την πρόσβαση στις διδασκαλίες του Πλάτωνα. Ολόκληρο το γραπτό του έργο, το μόνο που έχουμε, προέρχεται αποκλειστικά απ’ αυτήν τη φανερή, εξωτερική μεταβίβαση.

Όμως υπήρχε και μια μυστική διδασκαλία που προσφερόταν σε μαθητές επιλεγμένους από τους καλύτερους μαθητές των δημόσιων μαθημάτων. Πιθανότατα τους δίδασκε, μετά από προπαρασκευαστικά έτη μαθηματικών υψηλού επιπέδου, τις πρώτες αρχές, τις έσχατες αιτίες, τα γενεαλογικά στοιχεία. Έκτοτε το χάσμα ανάμεσα στη φιλοσοφία χαμηλής ποιότητας για τους πολλούς και τη φιλοσοφία για την ελίτ φαίνεται ξεκάθαρα στην ιστορία των ιδεών.

Ως αντίδοτο, και σ’ αυτό το σημείο, της πλατωνικής φιλοσοφικής πρακτικής, ο Επίκουρος και οι οπαδοί του ενεργούν διαφορετικά: ο Κήπος είναι ανοιχτός για όλους και όλες, αδιακρίτως ηλικίας, φύλου, κοινωνικής θέσης, πνευματικής καλλιέργειας, καταγωγής, χωρίς την επιδίωξη δημιουργίας μιας αριστοκρατίας προορισμένης να καταλάβει υψηλές θέσεις στην κοινωνία - ουσιαστικά με στόχο την αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος.

Η πλατωνική θεώρηση είναι θεωρητική και ελιτίστικη· η επικούρεια πρόταση πρακτική και υπαρξιακή. Η ιστορία της φιλοσοφίας διαρθρώνεται συνολικά γύρω από τους δύο αυτούς τροπισμούς: μια μυστική θεωρητική πρακτική, μια υπαρξιακή δέσμευση στην καθημερινή ζωή.

Εξ ου και οι σχετικοί χώροι: ο Πλάτων διδάσκει σ’ ένα απομονωμένο μέρος, μυστικό, κλειστό, περιφραγμένο, ανάμεσα σε ομοίους που διακρίνονται από τους πολλούς και προορίζονται να κυβερνήσουν πιο πολύ τους άλλους παρά τον εαυτό τους.

Πώς λοιπόν να μην αναλογιστούμε τον θεσμό των ελιτίστικων σχολών, η κοινωνική λειτουργία των οποίων συνίσταται στην παροχή προς την κοινωνία των καλύτερων στοιχείων για την εξασφάλιση της συνέχειας του συστήματος που τους στρατολογεί και τους συντηρεί; Από τη μυστική Ακαδημία ως τις Grandes Ecoles της Γαλλικής Δημοκρατίας η συγγένεια είναι ξεκάθαρη. Στα οποία πρέπει επιπλέον να προσθέσουμε το Πανεπιστήμιο, που γίνεται όλο και πιο ανεκτικό ιδεολογικά όσο μειώνεται η εξουσία του - το είδαμε στην πράξη όταν η δύναμή του ήταν απεριόριστη...

Ο Πιερ Αντό δηλώνει ότι ολόκληρη η αρχαία φιλοσοφία λειτουργεί βάσει της ίδιας αρχής: έχει ως στόχο τη φιλοσοφική ζωή. Φοβάμαι ότι θα πρέπει να τροποποιήσουμε αυτήν την ελκυστική αλλά εύθραυστη υπόθεση στην περίπτωση του τάδε ή του δείνα προσωκρατικού -για παράδειγμα, του Ηράκλειτου, του Εμπεδοκλή-, του Πλάτωνα και των μαθητών του -τι να πούμε για τον Τίμαιο;- και κυρίως του Αριστοτέλη των Φυσικών ή του Μετά τα φυσικά... Προφανώς ο στωικισμός, ο επικουρισμός, ο κυνισμός ή ο κυρηναϊσμός προϋποθέτουν υπαρξιακές πρακτικές, εκεί οδηγούν εξάλλου οι θεωρίες τους. Απεναντίας, η θεωρητική φιλοσοφία δεν καταλήγει απαραίτητα στον ευδαιμονισμό για όλους τους αρχαίους φιλοσόφους.

Το αρχαίο χάσμα που είναι ορατό στον διαχωρισμό ανοικτή αγορά / μυστική σχολή συνεχίζεται με το επίσημο γίγνεσθαι του χριστιανισμού, που δυσφημίζει στο σύνολό της την υπαρξιακή φιλοσοφία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας διεκδικούν την "αληθινή φιλοσοφία" - η έκφραση απαντάται σχεδόν στο σύνολο των ομιλιών τους. Βάσει της αρχής του διανοούμενου αυλικού, του φιλοσόφου της εξουσίας, ο Ευσέβιος της Καισαρείας, φίλος και εγκωμιαστής του Κωνσταντίνου, δίνει τον τόνο: ο φιλόσοφος θέτει την ικανότητά του ως προς τη σύλληψη εννοιών, τη συλλογιστική του δύναμη, το ταλέντο του στον στοχασμό, στην υπηρεσία ενός σκοπού που δικαιολογεί και νομιμοποιεί συμβιβασμούς με την ιστορία, τα αρχεία, την αλήθεια.

Μια ατελείωτη σειρά στοχαστών παρατάσσεται έκτοτε, με λιγότερο ή περισσότερο ζήλο, πίσω από την εξουσία και εκμηδενίζει κάθε δυνατότητα ελεύθερης σκέψης και συγγραφής. Η φιλοσοφική ζωή; Ανύπαρκτη πλέον. Αρκεί ν’ ακολουθείς τις διδασκαλίες του Αποστόλου Παύλου για να γίνεις φιλόσοφος. Κάθε αρχαία σοφία, καθόσον ειδωλολατρική, είναι σφαλερή, κάθε εναλλακτικός χριστιανισμός, κυρίως ο γνωστικισμός, είναι αιρετικός, κάθε αυτόνομος ή ανεξάρτητος στοχασμός απαγορεύεται. Η αγορά; Το φόρουμ; Ο κήπος; Δεν υπάρχουν πια... Η Εκκλησία κυριαρχεί παντού και επιβάλλει τις επισκοπικές, και συνεπώς αυτοκρατορικές, προτροπές.

Η υπαρξιακή πρακτική επιμένει. Περιέργως, η επικούρεια κοινότητα θα μπορούσε κάλλιστα, με κάποιες θεωρητικές διασαφηνίσεις -βάσει της αρχής των χριστιανών επικούρειων, όπως ο Βάλα, ο Έρασμος, ο Γκασαντί και άλλοι- να είναι η απόδειξη της συνέχειας μιας φιλοσοφικής υπαρξιακής πρακτικής: η θεωρία έχει ως στόχο την εφαρμογή, οι ιδέες παίρνουν σάρκα και οστά. Το να είσαι χριστιανός δε σημαίνει ότι περιορίζεσαι σε μια επιφανειακή επίδειξη, αλλά ότι ζεις χριστιανικά, μιμούμενος τη ζωή και τα καθημερινά έργα του ανύπαρκτου Ιησού. Βάσει αυτής της αρχής, η κοινοβιακή κοινότητα του Βενέδικτου, για παράδειγμα, δε θα είχε ξαφνιάσει τους Αθηναίους οπαδούς του επικούρειου Κήπου.

Ο χριστιανισμός εξοντώνει λοιπόν την υπαρξιακή πλευρά της φιλοσοφίας προκειμένου να την παρασύρει προς την πλευρά της επιχειρηματολογίας, της συζήτησης, της διαμάχης περί ασήμαντων λεπτομερειών του δόγματος: έκτοτε η θεολογία σκοτώνει τη φιλοσοφία, ή τουλάχιστον προτίθεται να διαπράξει το έγκλημα. Από τον Ειρηναίο της Λυόν, με το Κατά των αιρέσεων, έως τον Θωμά Ακινάτη και τη Θεολογική σύνοψη, η φιλοσοφία τίθεται στην υπηρεσία ασήμαντων έργων. Ο Θεός: αυτός είναι στο εξής το μοναδικό δυνατό αντικείμενο οιουδήποτε στοχασμού. Ιδού η αιτία τουλάχιστον δέκα αιώνιων σκοταδισμού στη Δύση...

Μια μερίδα της παραδοσιακής, κλασικής, ιδεαλιστικής φιλοσοφίας αναπαράγει ακόμα και σήμερα αυτά τα σχολαστικιστικά πρότυπα: ατελείωτες συζητήσεις περί του φύλου των αγγέλων, άφθονες σοφιστείες, ρητορικοί εντυπωσιασμοί ad nauseam, δραστήρια παραγωγή μιας λεκτικής σύγχυσης, λατρεία του νεολογισμού, αυνανιστικές και αυτιστικές πρακτικές, και άλλα περίεργα συμπτώματα. Μια σχιζοφρένεια απειλεί τον φιλόσοφο που εξασκεί το αντικείμενο, αυτό είναι σίγουρο, αλλά στο μοναχικό του γραφείο, σαν τον φιλόσοφο κάτω από τη σκάλα του Ρέμπραντ, μπορεί να ζει και να πράττει σε αντίθεση με τη διδασκαλία του. Ιδού η έλευση της βασιλείας του καθηγητή φιλοσοφίας, του "υπαλλήλου Σωκράτη", για να επαναλάβω μια επιτυχημένη φράση. Το αφεντικό της συντεχνίας; Ο Χέγκελ, που συγκεντρώνει μόνος του όλα τα ελαττώματα του επαγγέλματος!

Εντούτοις η υπαρξιακή παράδοση στη φιλοσοφία καλά κρατεί. Το ελληνορωμαϊκό πνεύμα συνεχίζεται με τον Μοντέν, για παράδειγμα, αλλά και με τον Σοπενχάουερ, τον Νίτσε ή τον Κίρκεγκορ: τα Δοκίμια, ο Κόσμος ως βούληση και ως αναπαράσταση, το Τάδε έφη Ζαρατούστρα ή Η επανάληψη μπορούν να παράγουν αποτελέσματα στην πραγματική, συγκεκριμένη ύπαρξη - όπως ακριβώς η Επιστολή προς Μενοικέα. Όχι όμως Η φαινομενολογία του πνεύματος.

Το αρχαίο πνεύμα σήμερα προσφέρει ακόμα μια ευκαιρία να βγούμε από το αδιέξοδο στο οποίο συχνότατα βυθίζεται η θεωρητική φιλοσοφία - η κυρίαρχη στο Πανεπιστήμιο και στους επίσημους χώρους της φιλοσοφίας. Τάσσομαι υπέρ της επανενεργοποίησης αυτού του πνεύματος της αρχαίας υπαρξιακής φιλοσοφίας.

Η απόδειξη του φιλοσόφου; Η ίδια του η ζωή. Ένα γραπτό έργο που δεν συνοδεύεται από μια φιλοσοφική ζωή δεν αξίζει ούτε δευτερόλεπτο προσοχής. Η σοφία κρίνεται στις λεπτομέρειες: σε όσα λέει κάποιος ή δε λέει, κάνει ή δεν κάνει, σκέπτεται ή δε σκέπτεται.

Ας συνοψίσουμε λοιπόν τον σχιζοφρενικό διαχωρισμό που διατύπωσε ο Προυστ με τη θεωρία των δύο εγώ: πράγματι, μας επιτρέπει να διαχωρίσουμε ριζικά έναν φιλόσοφο που γράφει το Είναι και Χρόνος και έναν άνθρωπο που είναι μέλος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος καθ’ όλη τη διάρκεια του ναζισμού. Ως εκ τούτου, ένας σπουδαίος φιλόσοφος μπορεί να είναι ναζιστής, και ένας ναζιστής σπουδαίος φιλόσοφος, χωρίς κανένα πρόβλημα: το εγώ που συντάσσει μια ογκώδη πραγματεία φαινομενολογικής οντολογίας δεν έχει καμία σχέση με το άτομο που εγκρίνει και υποστηρίζει μια πολιτική γενοκτονίας! Σίγουρα το επιχείρημα της πολιτικής στράτευσης του Χάιντεγκερ δεν αρκεί για να μας αποτρέψει από το να τον διαβάζουμε, να τον κρίνουμε, να τον σχολιάζουμε και να τον εκτιμούμε. Πρέπει όμως ν’ αποφύγουμε αυτόν τον διπλό σκόπελο: να ενεργούμε σαν να μην υπήρχε αυτή η πραγματικότητα ή να μη βλέπουμε παρά μόνο αυτή. Ένα Υπέρ του Σεντ-Μπεβ αξίζει μια ικανή πένα.

Ο φιλόσοφος είναι φιλόσοφος είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, ακόμα και στα σημειώματά του για το καθαριστήριο, για να επαναλάβουμε το συνηθισμένο επιχείρημα. Ο Πλάτων είναι φιλόσοφος όταν γράφει κατά του ηδονισμού στον Φίληβο, αλλά και όταν ο έμπορος του ασκητικού ιδεώδους πεθαίνει κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου· όταν συντάσσει τον Παρμενίδη, όπως και όταν επιθυμεί να κάψει τα έργα του Δημόκριτου· όταν ιδρύει την Ακαδημία, αλλά και με το παρελθόν του ως δραματικού ποιητή και παλαιστή· όταν δημοσιεύει την Πολιτεία και τους Νόμους, όπως και ως αυλικός στο παλάτι του Διονυσίου των Συρακουσών κ.ο.κ. Και ο ένας και ο άλλος, ο ένας είναι ο άλλος.

Εξ ου και η ανάγκη για μια στενή σχέση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής, στοχασμού και ζωής, σκέψης και δράσης. Η βιογραφία ενός φιλοσόφου δεν συνοψίζεται μόνο στον σχολιασμό των εκδομένων έργων του, αλλά στη φύση της σχέσης μεταξύ των γραπτών του και της συμπεριφοράς του. Μόνο το σύνολο μπορεί να ονομαστεί έργο. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, ο φιλόσοφος οφείλει να συνδέει αυτούς τους δύο χρόνους που τόσο συχνά αντιπαρατίθενται. Η ζωή τρέφει το έργο που ταυτόχρονα τρέφει τη ζωή: ο Μοντέν ήταν ο πρώτος που το ανακάλυψε και το απέδειξε, γνωρίζει ότι η συγγραφή ενός βιβλίου είναι τόσο πιο σημαντική όσο με τη σειρά της μας αναδημιουργεί.

Σοπενχάουερ: Αν έχει φτιάξει ένας Θεός αυτόν τον κόσμο, δεν θα ήθελα να είμαι αυτός ο Θεός

Νοιώθουμε τον πόνο, αλλά όχι και την έλλειψη του πόνου· -νοιώθουμε την έγνοια, αλλά όχι και την έλλειψή της· το φόβο, Αλλά όχι και τη σιγουριά. Νοιώθουμε τον πόνο και την επιθυμία, όπως νοιώθουμε και την πείνα και τη δίψα. Μόλις όμως εισακουστούν, τελειώνουν όλα, σαν την μπουκιά, που μόλις την καταπιούμε, παύει να υπάρχει για την αίσθησή μας.

Αυτά τα τρία μεγαλύτερα αγαθά της ζωής, υγεία, νιάτα και Ελευθερία, όσο καιρό τα κατέχουμε, δεν τα κατέχουμε ευσυνείδητα, και τα εκτιμούμε μόνο όταν τα χάσουμε, γιατί είναι και αρνητικά αγαθά. Τις ευτυχισμένες μέρες της περασμένης μας ζωής τις παρατηρούμε μόνο όταν αντικατασταθούν με μέρες οδύνης...

Όσο μεγαλώνουν οι απολαύσεις μας, τόσο πιο Αναίσθητοι γινόμαστε: η συνήθεια δεν είναι πια ευχαρίστηση. Απ’ αυτό και μόνο αυξάνεται η ικανότητά μας να υποφέρουμε· κάθε συνήθεια που καταργείται, προξενεί οδυνηρό συναίσθημα. Οι ώρες κυλούν τόσο πιο γρήγορα όσο πιο ευχάριστες είναι, και τόσο πιο αργά, όσο είναι πιο θλιβερές, γιατί το θετικό δεν είναι η απόλαυση, Αλλά η οδύνη, γιατί αυτής γίνεται αισθητή η παρουσία. Η ανία μας δίνει την έννοια του χρόνου, και η διασκέδαση μας την αφαιρει. Κι’ αυτό αποδείχνει πως η ύπαρξή μας είναι τόσο πιο ευτυχισμένη, όσο λιγότερο την αισθανόμαστε: γι’ αυτό, καλλίτερα θα ήταν να απαλλασσόμαστε απ’ αυτήν.

Δεν θα μπορούσαμε απόλυτα να φανταστούμε μια μεγάλη έντονη χαρά, αν δεν την διαδεχόταν μια μεγάλη δυστυχία: γιατί τίποτα δεν μπορεί να φτάσει σε μια κατάσταση γαλήνης και μόνιμης χαράς· το πολύ να καταφέρουμε να διασκεδάσουμε, και να ικανοποιηθούμε την ματαιοδοξία μας.

Έτσι, όλοι οι ποιητές αναγκάζονται να ρίχνουν τούς ήρωες τους σε καταστάσεις γεμάτες αγωνίες και βάσανα, για να μπορέσουν να τους απαλλάξουν πάλι απ’ αυτά και το δράμα και η επική ποίηση δεν μας δείχνουν άλλο από ανθρώπους που αγωνίζονται, πού υποφέρουν χιλιάδες βάσανα, και κάθε μυθιστόρημα μας δίνει για θέαμα τους σπασμούς και τους κλονισμούς της δύστυχης ανθρώπινης καρδιάς. Ο Βολταίρος, ο τυχερός Βολταίρος, αν και τόσο ευνοήθηκε από την φύση, σκέφτεται το ίδιο πράγμα μ’ εμένα, όταν λέει:

«Η ευτυχία δεν είναι παρά ένα όνειρο, ενώ Η οδύνη είναι πραγματική», και προσθέτει: «Αυτό το νοιώθω τώρα και ογδόντα χρόνια. Δεν ξέρω τίποτ’ άλλο παρά να καρτερώ, και να λέω μέσα μου πώς οι μύγες γεννιούνται για να τις τρώνε οι αράχνες, και οι άνθρωποι για να τούς τρώνε οι θλίψεις».

Αυτός ο κόσμος, τόπος σφαγής όπου αγωνιώδη και βασανισμένα όντα ζουν μόνο καταβροχθίζοντας το ένα το άλλο, όπου κάθε θήραμα γίνεται ζωντανός τάφος χιλιάδων άλλων, και συντηρεί τη ζωή του μόνο σαν την πληρώσει με μια μακριά σειρά από μαρτύρια, όπου η ικανότητά του να υποφέρει μεγαλώνει ανάλογα με την νόηση, και κατά συνέπεια στον άνθρωπο φθάνει στην ανώτατη της βαθμίδα· αυτόν τον κόσμο, οι αισιόδοξοι θέλησαν να τον προσαρμόσουν με το σύστημά τους, και να μας τον αποδείξουν a priori σαν τον καλύτερο δυνατό κόσμο.

Είναι κραυγαλέος ο παραλογισμός. Μου λένε ν’ ανοίξω τα μάτια μου και να στρέψω τα βλέμματά μου στην ομορφιά του κόσμου που τον φωτίζει ο ήλιος, να θαυμάσω τα βουνά του, τις κοιλάδες του, τα ποτάμια του, τα φυτά του, τα ζώα του, και ξέρω ’γώ τί άλλο: Δεν είναι λοιπόν ο κόσμος άλλο παρά ένας μαγικός φανός; Βέβαια είναι λαμπρό το θέαμα, άλλο είναι όμως να παίζεις και συ το ρόλο σου σ’ αυτόν.

Ύστερα από τον αισιόδοξο, έρχεται ο άνθρωπος των τελικών αιτίων αυτός μου επαινεί τη σοφή διάταξη που απαγορεύει στους πλανήτες να συγκρούονται με τη μύτη στο τρέξιμό τους, που εμποδίζει τη γης με τη θάλασσα να μπερδευτούν σε ένα τεράστιο αμάλγαμα, και τη κρατάει όπως πρέπει χωρισμένες, που κάνει ώστε να μην μένουν όλα ακίνητα μέσα σ’ έναν αιώνιο πάγο, ή να τα τρώει η φωτιά, που, χάρη στην κλίση της εκλειπτικής, δεν επιτρέπει στην άνοιξη να είναι αιώνια κι’ αφήνει φρούτα να ωριμάζουν, κτλ... αλλά αυτά είναι απλές conditiones sine quibus non.

Γιατί αν πρέπει να υπάρχει ένας κόσμος, αν πρέπει να διαρκέσουν αυτοί οι πλανήτες, έστω και για ίσο χρόνο με όσον κάνει η ακτίνα ενός απλανούς αστέρα για να φτάσει ως αυτούς, κι’ αν δεν εξαφανίζονται σαν τον γιο του Λέσσιγκ αμέσως μόλις γεννιούνται, θα έπρεπε να μην είχαν στηθεί τόσο αδέξια τα πράγματα ώστε να κινδυνεύει τώρα να καταρρεύσει το βασικό οικοδόμημα.

Ας έρθουμε τώρα στα αποτελέσματα αυτού του τόσο εξυμνημένου έργου, ας κοιτάξουμε τους ηθοποιούς που κινούνται πάνω σ’ αυτήν την τόσο γερά κατασκευασμένη μηχανή ν βλέπουμε τον πόνο να εμφανίζεται ταυτόχρονα με την ευαισθησία, και να μεγαλώνει όσο αυτή γίνεται νοήμων βλέπουμε να συμβαδίζουν ο πόθος και η οδύνη, να αναπτύσσονται απεριόριστα, ώσπου τελικά η ανθρώπινη ζωή να μην προσφέρει τίποτ’ άλλο παρά θέματα για τραγωδίες ή για κωμωδίες. Γι’ αυτό, αν είμαστε ειλικρινείς, πολύ λίγη διάθεση θα έχουμε για να ψάλλουμε το αλληλούια των αισιόδοξων

Αν έχει φτιάξει ένας Θεός αυτόν τον κόσμο, δεν θα ήθελα να είμαι αυτός ο Θεός: η δυστυχία του κόσμου θα μου σπάραζε την καρδιά. (Επιστολές).

Αν φανταζόμαστε έναν δημιουργό δαίμονα, θα είχαμε ωστόσο το δικαίωμα να του φωνάζουμε, δείχνοντάς του την δημιουργία του: «Πώς τόλμησες να διακόψεις την Ιερή ακινησία του χάους, για να ξεπετάξεις από μέσα του μια τέτοια μάζα δυστυχίας και αγωνίας; (Επιστολές)

Σοπενχάουερ, Σκέψεις και αποσπάσματα

Ο άγνωστος Θεός Ήφαιστος (αποσυμβολισμός)

Σύμφωνα με την επικρατέστερη μυθολογική παράδοση, ο θεός τη φωτιάς ο Ήφαιστος, ήταν υιός του Θεού Διός και της Θεάς Ήρας. Όταν κάποια στιγμή ο πατέρας του Δίας, κρέμασε την ζηλόφθονη σύζυγο του Ήρα για να την τιμωρήσει, μόνο ο γιος της Ήφαιστος την λυπήθηκε και προσπάθησε να την λύσει από τα θεϊκά τιμωρητικά δεσμά. Όταν ο Δίας το έμαθε, τον πέταξε εξοργισμένος από τον Όλυμπο, και ο Ήφαιστος έπεσε στο μαγικό νησί της Λήμνου.

Η Λήμνος είναι ένα ηφαιστειογενές νησί και η κυριότερη κορυφή του, ο Μόσυχλος, έγινε το σημαντικότερο κέντρο της λατρείας του Ηφαίστου. Ο Ήφαιστος είναι εξαιρετικά σημαίνων Θεός, καθώς σχετίζεται με την φωτιά (νοητικό πυρ –γνώση). Μπορεί Προμηθέας να έκλεψε τη φωτιά (νοητικό πύρ –γνώση) για να τη χαρίσει στους ανθρώπους, δημιουργός όμως τόσο της φωτιάς, όσο και των ανθρώπων, ήταν ο Ήφαιστος.

Ο Ήφαιστος θεωρούνταν ο θεός των μεταλλουργών και σιδηρουργών, οι οποίοι διδάχθηκαν από αυτόν την κατεργασία των μετάλλων και τη χρησιμοποίηση της φωτιάς . Ο Ήφαιστος λατρεύονταν στην Λήμνο όπου βρισκόταν το εργαστήρι του σιδηρουργού-θεού. Δεν είναι φυσικά τυχαίο πως στην Λήμνο τελούνταν τα σεπτά και πανάρχαια Καβείρια μυστήρια.

Σύμφωνα με τον Λήμνιο συγγραφέα Φιλόστρατο, κατά την διάρκεια των Καβειρίων μυστηρίων, έσβηναν όλες τις φωτιές επί εννιά μέρες σε όλο το νησί. Την ένατη μέρα έφτανε στο λιμάνι ένα πλοίο που το είχαν στείλει στη Δήλο για να φέρει τη φωτιά. Το περίμενε ανυπόμονα ένα μεγάλο πλήθος που όλο το διάστημα προσευχόταν. "Σαν έφτανε το πλοίο στο λαό μοίραζαν τη φωτιά, όχι για την καθημερινή χρήση, μα για των τεχνιτών τα εργαστήρια, άρχιζε και πάλι στον τόπο μια νέα ζωή".

Δεν είναι φυσικά επίσης τυχαίο, πως το πυρ αποτελούσε στην αρχαία – και όχι μόνο - σκέψη, το βασικό συστατικό δημιουργίας του σύμπαντος. Ο Πυθαγόρας δίδασκε λ.χ, πως όλα τα ουράνια σώματα περιστρέφονται γύρω από ένα «κεντρικό πυρ» με αρμονία. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Ιωάννη Στοβαίο ( Ανθολόγιο) το κοσμολογικό πρότυπο του Πυθαγόρειου Φιλόλαου:

«Τοποθετεί το πυρ στο μέσον, στο κέντρο. Το ονομάζει εστία των πάντων, οίκον του Διός, μητέρα των θεών, βωμό και συνοχή και μέτρο φύσεως. Επίσης τοποθετεί ένα δεύτερο πυρ, ανώτατο όλων, που περιέχει μέσα του τον κόσμο. Το κέντρο, λέει, είναι από την φύση του πρώτο, γύρω απ’ αυτό τα δέκα διαφορετικά σώματα εκτελούν τον ομαδικό τους χορό.»

Για αυτό τον λόγο το ιερό πυρ, συμβολιζόταν από την ιερή και άσβεστη εστία κάθε βωμού και ναού, αλλά και οικιών. To όνομα του Ηφαίστου, προέρχεται από την ρίζα «αφ-» του δασυνόμενου ρήματος «άπτω», που σημαίνει «ανάβω, καίω», συνεπώς Ήφαιστος είναι «αυτός που καίει, ο πύρινος». Σύμφωνα δε με τον Σωκράτη (Πλάτων Κρατύλος περί ονομάτων), το όνομα Ήφαιστος σημαίνει ο φωτεινός από το «Φαίστος», προσλαμβάνοντας το γράμμα Ήτα.

Στην Λήμνο τιμούσαν τον Ήφαιστο και ως θεό θεραπευτή. Δώρο του για την φιλοξενία των Λημνίων ήταν η περίφημη θεραπευτική Λημνία γη. Για αυτό τον λόγο, ο Φιλοκτήτης ο διάσημος τοξοβόλος των Ελλήνων κατά την εκστρατεία της Τροίας, αφέθηκε εδώ, ώστε να γιατρευτεί από η πληγή του από το δάγκωμα φιδιού με την Λημνία γη.

Πολλά από τα έργα του Ηφαίστου, τα γνωστά ως ἡφαιστότευκτα, διέθεταν μαγικές ιδιότητες. Παραδείγματος χάριν, ο Ήφαιστος είχε χαρίσει στον Αιήτη, τον βασιλιά της Κολχίδας, τέσσερις μαγικές κρήνες που ανάβλυζαν γάλα, κρασί, άρωμα και νερό, καθώς και ένα ζευγάρι ταύρων με χάλκινα πόδια, οι οποίοι έβγαζαν φλόγες. Ο ίδιος θεός είχε χαρίσει επίσης στον Αλκίνοο, τον βασιλιά των Υαιάκων, αθάνατα σκυλιά από χρυσό και άργυρο. Το στοιχείο της μαγείας ενυπάρχει τόσο στους μύθους των δαιμόνων της μεταλλουργίας όσο και του Ηφαίστου.

Η συνεισφορά και ο συμβολισμός του Ηφαίστου τόσο στην θεϊκή, όσο και στην ανθρώπινη ιστορία είναι υποτιμημένη. Το πυρ, και η μεταλλουργία είναι ενδεικτικά της σπουδαιότητας των δυνάμεων που εκφράζει ο θεός, το σημαντικότερο όλων όμως είναι η αναπηρία του Θεού. Πως μπορεί ένας θεός να είναι κουτσός, έστω και μετά από ατύχημα (στην πραγματικότητα τιμωρία);

Ο Ήφαιστος, καταπιάνεται με την ύλη, μετατρέπει και μορφοποιεί την ύλη με την φωτιά. Η ενασχόληση με την ύλη θα μπορούσε ίσως να αναιρεί την ίδια την θεϊκή του υπόσταση, να τον υποβιβάζει. Ο Πρόκλος (Είς τας Πλάτωνος πολιτείας), αναφέρει σχετικά για τον συμβολισμό αυτό:

«Οι θεολόγοι λένε πως ο Ήφαιστος είναι αυτός που δημιούργησε και έφτιαξε το ορατό σύμπαν. Για τούτο λέγεται ότι αυτός κατασκεύασε τις κατοικίες των θεών. Δηλωτικό του ότι προετοίμασε γι αυτούς τις εγκόσμιες υποδοχές, και κατά την παράδοση είναι χωλός και στα δύο πόδια, στον βαθμό που και το δημιούργημά του είναι χωρίς σκέλη. Εκείνος άλλωστε που κινείται με το είδος της κινήσεως που σχετίζεται με τον νου και τη φρόνηση δεν χρειάζεται πόδια, όπως λέει ο Τίμαιος. Επίσης ονομάζεται προστάτης της τέχνης της σιδηρουργίας και ενεργεί ως σιδηρουργός, καθώς ο ουρανός υμνείται σε πολλά σημεία των ποιημάτων ως σιδηρούς.»

Ο Πορφύριος στο έργο του Περί αγαλμάτων αναφέρει σχετικά με τους συμβολισμούς που έκρυψαν οι αρχαίοι μυθαγωγοί στην μορφή του Ηφάιστου:

«Την δύναμη του πυρός την ονόμασαν Ήφαιστο και την προσομοίασαν με μορφή ανθρώπου σε άγαλμα. Φορά γαλάζιο καπέλο που συμβολίζει την περιστροφή του ουρανίου θόλου, όπου δημιουργείται το πρωταρχικό και ξεκάθαρο πυρ (κοσμική ενέργεια). Αυτό κατέρχεται στην γη από τον ουρανό και είναι κατώτερης μορφής ενώ απαιτείται βάση για στήριξη επάνω στην ύλη. Γι αυτό και παριστάνεται κουτσός, σαν να χρειάζεται επί πλέον υποστήριξη».

Όργανο, του Ηφαίστου είναι το πυρ και ύλη η γη, η δια του πυρός κινούμενη και ζωογονούσα, ενώ η ίδια είναι «ἀπεψυγμένη» (παγωμένη). Ίσως για αυτό τον λόγο Ήφαιστος είναι ερωτευμένος με την Αθηνά, επειδή μιμείται με τα αισθητά έργα τη νοητική της ιδιότητα.

Κατά μία δε ερμηνεία των συμβόλων του Θεού, ο ακατέργαστος σίδηρος, που πιάνει με την Λαβίδα του ο Ήφαιστος, για να τον μορφοποιήσει στο Εργαστήριο του, είναι η ψυχή του ανθρώπου, η οποία πρέπει να σφυρηλατηθεί στο πυρ της γνώσεως και της αρετής, και να πετάξει από πάνω της τις σκουριές των παθών, που την διαβρώνουν, αναδεικνύοντας με Ηφαίστειο «βάπτισμα πυρός», τον ανώτερο εαυτό της, την ουσία της.

Το Παλλάδιο

Στην «Θεογονία» του Ησίοδου και στον «Ομηρικό Ύμνο» η θεά Αθηνά ονομάζεται Τριτογένεια, επειδή γεννήθηκε κοντά σε μια πηγή που ονομαζόταν Τριτωνίς. Οι αρχαίοι συγγραφείς διαφωνούν όσον αφορά τη χώρα που βρισκόταν η πηγή. Άλλοι έλεγαν πως βρισκόταν στην Βοιωτία, άλλοι πως βρισκόταν στην Κρήτη, άλλοι στην Αφρική (τη Λιβύη) και μερικοί στα πέρατα της γης, συγχέοντας την Αθηνά με τον Ωκεανό. Πολλές πόλεις επέμεναν πως η θεά γεννήθηκε σ’ αυτές κι είχαν για επιχείρημα τους πως κατείχαν τα Παλλάδια, τα αγάλματα της Αθηνάς, που είχαν πέσει ως έλεγαν, απ΄ τον ουρανό.

Όμως το Παλλάδιο, το πιο ονομαστό είναι το Παλλάδιο της Τροίας. Γράφει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος «ήταν ένα άγαλμα ύψους τριών πήχεων και παράσταινε τη θεά με τα πόδια ενωμένα και στο χέρι της το δεξιό κρατούσε ένα δόρυ όρθιο και στ’ αριστερό ρόκα και αδράχτι». Κατά το μύθο, το άγαλμα ετούτο το είχε η ίδια η θεά κατασκευάσει σύντροφος της Αθηνάς ήταν η Παλλάδα. Οι δυο νεαρές κοπέλες, η Παλλάδα και η Αθηνά, γυμνάζονταν με ασκήσεις αρκετά βίαιες και μια μέρα τσακώθηκαν κι η Παλλάδα ετοιμαζόταν να χτυπήσει την θεά, μα ο Δίας που φοβήθηκε μήπως πάθει τίποτα η δική του κόρη, έβαλε μπροστά της ως ασπίδα την αιγίδα, τρόμαξε η Παλλάδα απ’ τη φοβερή ασπίδα και η Αθηνά τη χτύπησε και την άφησε νεκρή. Βαθιά απελπισμένη η θεά, έφτιαξε ένα ξύλινο ομοίωμα της νεκρής Παλλάδας κι έβαλε στο στήθος του την τρομερή αιγίδα και το τοποθέτησε προς τιμή της δίπλα στ’ άγαλμα του Δία.

Και προσθέτει ο Απολλόδωρος : «Όταν η Ηλέκτρα (η θυγατέρα του Άτλαντα που απ’ αυτήν ο Δίας απόκτησε τον Ιασίωνα και τον Δάρδανο), μετά την ερωτική τους συνομιλία με το Δία, κατέφυγε κοντά στο άγαλμα αυτό, το «Παλλάδιο», ξάφνου ετούτο γκρεμίστηκε μαζί της στο Ίλιο, όπου ο Ίλος έφτιαξε ειδικό ναό γι’ αυτό και απέδωσε θεϊκές τιμές».

Κατά άλλο μύθο, το «Παλλάδιο» το έδωσε ο Δίας στον Δάρδανο, το βασιλιά των Τρώων και η σωτηρία της πόλης θα εξαρτιόνταν στο μέλλον από τη διατήρησή του. Ο Δάρδανος το τοποθέτησε στο άδυτο του ναού (στο μέρος που απαγορεύονταν η είσοδος). Και ένα δεύτερο Παλλάδιο τοποθετήθηκε στη σηκό του ιερού, όπου επιτρεπόταν η είσοδος και του λαού. Στην «Ιλιάδα» ζητάει ο Έκτορας από τη μητέρα του να πάει μαζί με τις καλύτερες γυναίκες της πόλης στο ναό και να παρακαλέσει την Τρωάδα Αθηνά: «Πάτε στης Αθηνάς το ναό, πάρτε μαζί σας αρώματα και βάλτε στα γόνατα της θεάς τον πολυτιμότερο, το μεγαλύτερο απ’ όσους υπάρχουν στο παλάτι πέπλο, εκείνον που σου αρέσει περισσότερο και δώσ’ της την υπόσχεση πως θα θυσιάσεις στο ναό της δώδεκα δαμάλες, αν θελήσει να λυπηθεί το Ίλιο, τις γυναίκες της Τροίας και τα παιδιά τους, αν δεχτεί ν’ απομακρύνει από τα ιερά τείχη μας το γιο του Τυδέα». Γιος του Τυδέα ήταν ο Διομήδης, ένας από εκείνους που ήθελαν να αρπάξουν το τρωικό Παλλάδιο, για να επιταχύνουν την πτώση της Τροίας. Από τους σχετικούς μύθους με το Παλλάδιο προκύπτει πως η Αθηνά ήταν προστάτιδα του Ίλιου, όπως ήταν και πολλών άλλων ελληνικών πόλεων.

ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ

Ο ευσεβής μελετητής των Ελευσινίων Μυστηρίων θα αντιληφθεί σύντομα ότι τα Μυστήρια συνδέονται με τους πολιτειακούς θεσμούς και, πιο συγκεκριμένα με τους υγιείς θεσμούς μίας δημοκρατικής πολιτειακής οργανώσεως. Ας ξεκινήσουμε από τον κεντρικό Μύθο των Μυστηρίων που λίγο-πολύ είναι γνωστός σε όλους και που αφορά στην αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη τον Μεγάλο Θεό του Κάτω Κόσμου. Η Θεά Δήμητρα, η Μητέρα της Περσεφόνης, περιπλανιόταν πενθώντας την χαμένη της κόρη και έφθασε κάποια στιγμή στην Ελευσίνα. Βασιλεύς της Ελευσίνος ήταν τότε ο Κελεός του οποίου το όνομα σημαίνει Δρυοκολάπτης δηλώνοντας ίσως τον άγριο κάτοικο των δασών που δεν έχει ακόμη διδαχθεί την Γεωργία. Η Δήμητρα εκάθησε σε ένα πηγάδι, το Παρθένιον φρέαρ, κάτω από τον ίσκιο μίας ελιάς, για να ξεκουρασθεί. Είχε αλλάξει την θεϊκή της όψη και είχε πάρει την μορφή μίας πτωχής γερόντισσας. Εκεί την ευρήκαν οι κόρες του βασιλεώς Κελεού που ήλθαν ως το πηγάδι για να πάρουν νερό με τις στάμνες τους. Οι κόρες ελυπήθηκαν την πτωχή γερόντισσα που ενόμισαν ότι έβλεπαν και την επήραν μαζί τους στο ανάκτορο. Εκεί τις υποδέχθηκε η γυναίκα του Κελεού, η Μετάνειρα, που εκρατούσε στην αγκαλιά της το τελευταίο της τέκνο, τον Δημοφώντα. Η Μετάνειρα δεν αναγνώρισε ούτε εκείνη την Θεά, διαισθάνθηκε όμως την βαθειά της θλίψη, την συμπόνεσε κι εθέλησε να την βοηθήσει. Η γλυκύτης που διατηρούσε η μορφή της Θεάς παρά την μεταμφίεσή της έκανε την Μετάνειρα να αποφασίσει να της εμπιστευθεί την ανατροφή του μικρού Δημοφώντος. Η Δήμητρα άρχισε να ανατρέφει τον νεαρό Δημοφώντα με νέκτραρ και αμβροσία κι εκείνος άρχισε να αποκτά μία θεϊκή ομορφιά. Κάθε βράδυ, όταν όλοι είχαν αποσυρθεί στα δωμάτιά τους, η Δήμητρα επερνούσε το μικρό αγόρι επάνω από την φωτιά που έκαιγε, άσβεστη, στην εστία του ανακτόρου. Η φωτιά θα είχε κάνει το αγόρι αθάνατο εάν η βασίλισσα Μετάνειρα που είχε αρχίσει να εκπλήσσεται από την πρωτοφανή για τους θνητούς ομορφιά του υιού της, δεν αποφάσιζε να παρακολουθήσει κρυφά την Ξένη, τις ώρες που εκείνη αφιέρωνε στην φροντίδα του παιδιού. Βλέποντας την μυστική ιεροτελεστία της φωτιάς, η Μετάνειρα, όρμησε επάνω στην Θεά Δήμητρα κατηγορώντας την ότι προσπαθούσε να αφανίσει τον Δημοφώντα. Τότε η Δήμητρα ετράβηξε το παιδί από την φωτιά, το άφησε στο δάπεδο κι' εστράφηκε οργισμένη προς την Μετάνειρα αποκαλύπτοντάς της ποιά στ' αλήθεια ήταν. Για τον μικρό Δημοφώντα όμως ήταν πια αργά. Η ιεροτελεστία της φωτιάς είχε διακοπεί και η μοίρα του θα ήταν στο εξής η μοίρα όλως των θνητών.

Ας δούμε τώρα τα ονόματα των τεσσάρων θυγατέρων του Κελεού και της Μετάνειρας που είχαν οδηγήσει την Δήμητρα στο άνάκτορο της Ελευσίνος. Ήταν η Καλλιδίκη, η Κλεισιδίκη, η Δημώ και η Καλλιθόη. Είναι φανερό ότι το όνομα Κλεισιδίκη συνδέεται άμεσα με την Δικαιοσύνη που είναι η βάσις της Δημοκρατίας. Η λέξις κλυτός (με ύψιλον) σημαίνει τον περιώνυμο, τον περίφημο, τον ξακουστό. Η λέξις αυτή όμως απαντάται στον Όμηρο και με ει, με την ιδία έννοια. Η Κλεισιδίκη, είναι λοιπόν αυτή που έχει γίνει, ξακουστή για την δικαιοσύνη της κρίσεως και των έργων της, είναι η φίλη της Δίκης. Όσο για την Καλλιδίκη που επίσης συνδέεται με την Δίκη, η σημασία του ονόματός της είναι προφανής. Η Δίκη είναι μία σημαντική Εθνική θεά των Ελλήνων. Αντιπροσωπεύει το παρθενικό ομοίωμα της Μεγάλης Μητέρας. Είναι κόρη του Διός και της Θεάς Θέμιδος, της πρώτης Θέαινας με την οποίαν σύμφωνα προς την επικρατέστερη παράδοση, ενώθηκ ο Ζευς. Το όνομα της Θέμιδος δηλώνει τους νόμους της Φύσεως αλλά και τους νόμους που πρέπει να διέπουν την ανθρώπινη συμβίωση αφού οι τελευταίοι οφείλουν να πηγάζουν από τους πρώτους. Όσο για το όνομα Δημώ, το όνομα της τρίτης θυγατέρας του Κελεού και της Μετάνειρας, συνδέεται άμεσα με τον Δήμο.

Ο ελληνικός Δήμος, το πρώτο θεμέλιο της μόνης αληθινής Δημοκρατίας που είναι η άμεση, θεωρήθηκε ιερός στην αρχαία Αθήνα και λατρεύθηκε με ιδιαίτερες τιμές. Ο Παυσανίας μας πληροφορεί ότι στην στοά του Ελευθερίου Διός στην αθηναϊκή αγορά υπήρχε μία τοιχογραφία του Ευφράνορος στην οποίαν παρίστατο ο Θησεύς στο πλευρό της Δημοκρατίας και του Δήμου. Άλλωστε, πολλοί καλλιτέχνες, γλύπτες και ζωγράφοι, αναπαρέστησαν τον Δήμο στην θεϊκή του υπόσταση. Επίσης, στην αθηναϊκή Αγορά υπήρχε βωμός αφιερωμένος στον Δήμο και τις Χάριτες. Η λέξις Δήμος (Δάμος αρχικώς) που δεν δηλώνει απλώς τον λαό, αλλά τον πεπαιδευμένο και οργανωμένο σε Δήμο λαό, προέρχεται από το ρήμα δαίω (με αι) που έχει την έννοια του μοιράζω (γι' αυτό και στην ελληνική γλώσσα το δείπνο ονομάζεται δαις, πάλι με αι). Ρίζα του ρήματος δαίω είναι το θέμα δα. Αλλά το όνομα Δα είναι δωρικός τύπος του ονόματος Γα-Γαία. Η Δήμητρα ονομάσθηκε έτσι ως Μητέρα της Γης: Δα - μάτερ. Η οργάνωσις της ζωής του Δήμου και της Πόλεως οδήγησε στο μοίρασμα των πηγών της διατροφής άρα και στον χωρισμό της επιφάνειας της γης σε μικρούς κλήρους, σε χωράφια τα οποία οι πολίτες όφειλαν να καλλιεργήσουν αλλά και να υπερασπίσουν όταν χρειαζόταν.

Τα Ελευσίνια Μυστήρια τα εδίδαξε σε εμάς τους ανθρώπους η ιδία η Θεά Δήμητρα. Συγχρόνως, η Θεά μας εδίδαξε και την Γεωργία, μας εμύησε δηλαδή στην γνώση της καλλιέργειας της Γης. Στην πραγματικότητα μάλιστα δεν δικαιούται κανείς να διαχωρίζει τα δύο αυτά δώρα της Θεάς, να διαχωρίζει δηλαδή την γνώση της Γεωργίας από την διδασκαλία των Μυστηρίων. Η Γεωργία αποτελεί μέρος των Ελευσινίων Μυστηρίων.

Η καλλιέργεια της γης έχει για τους Έλληνες ιερό χαρακτήρα. Είναι μία πράξις μέσω της οποίας δεν εξασφαλίζουν μόνον την διατροφή τους αλλά αποδίδουν επίσης τιμές στην Μεγάλη Θεά Δήμητρα και την Μητέρα Γαία. Ο Μέγας Ουρανός χαρίζει στην Γαία το θεϊκό του σπέρμα χρησιμοποιώντας, για τον σκοπό αυτό, τις ζωογόνες βροχές και τον Άνεμο. Έτσι γεννούνται οι δρυμοί, η άγρια βλάστησις, τα ζώα, τα πουλιά και οι ιχθύες. Έτσι γεννούνται τα πρώτα κύτταρα της ζωής, έτσι γεννούνται και οι άνθρωποι οι οποίοι, προκειμένου να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους, καλούνται από τους ιδίους τους Θεούς να κάνουν μία έλλογη παρέμβαση στο γόνιμο έδαφος, να οργώσουν και να καλλιεργήσουν ένα μέρος αυτού του εδάφους, έτσι ώστε να υπερβούν την καθημερινή ανάγκη της εξασφαλίσεως της τροφής και να αφοσιωθούν σε ειρηνικές ασχολίες, στον πολιτισμό, δηλαδή στην φιλοσοφία, την τέχνη και τους πολιτειακούς θεσμούς. Καλλιεργώντας τα εδάφη, ο άνθρωπος συσφίγγει και ολοκληρώνει τον δεσμό του με την Μητέρα Γαία. Στο εξής, η γη αυτή που γεννά και τρέφει τους ανθρώπους θα είναι η ιδία που θα δεχθεί τα κορμιά τους όταν τελειώσουν την πορεία του βίου - τουλάχιστον στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η σορός του νεκρού δεν παραδίδεται στην εξαγνιστική δύναμη του Πυρός. Έτσι, τα εδάφη εις τα οποία πραγματοποιείται η μόνιμη εγκατάστασις των ανθρωπίνων πληθυσμών και η απαρχή της Γεωργίας, γίνονται για τις επόμενες γενεές τα ιερά εδάφη, που τους παρέδωσαν οι προπάτορές τους για να καλλιεργήσουν, να τα υπερασπίσουν και να τα τιμήσουν, τιμώντας, με τον τρόπο αυτόν, και τους ίδιους τους Προγόνους τους.

Όσον αφορά τώρα στον Δημοφώντα, το νεαρό αγόρι της Ελευσίνος που η Δήμητρα δεν πρόλαβε να κάνει αθάνατο, είναι ο φονεύς του Δήμου. Μία λογική ερμηνεία της αναπάντεχης αυτής ετυμολογίας είναι ότι ο Δημοφών εκφράζει τα θηρευτικά και πολεμικά ένστικτα του ανθρώπου τα οποία πρέπει να τιθασευτούν χωρίς βεβαίως να καταργηθούν διότι είναι φυσικά και αναγκαία. Πρέπει όμως να ελεγχθούν διότι όσο παραμένουν ανεξέλεγκτα η δημοκρατική και πολιτειακή οργάνωσις του συλλογικού βίου αποδεικνύεται ανέφικτη. Άλλωστε ο Δημοφών είναι τέκνο του Κελεού που δεν έχει γνωρίσει ακόμη την καλλιέργεια της γης και ζητά, όπως ο συνονόματός του Δρυοκολάπτης, να εξασφαλίσει την διατροφή του μέσα από την φυσική και άγρια βλάστηση. Η Μητέρα των Σιτηρών και της Γεωργίας θα κρατήσει εις την αγκαλιά της το τέκνο του Κελεού, θα το μυήσει στα ιερά της Μυστήρια και θα του διδάξει τις αρχές της μεταβάσεως στην αγροτική ειρηνική ζωή.

Η σύνδεσις όμως της Θεάς Δήμητρος και των Ελευσινίων Μυστηρίων με τον ελληνικό Δήμο, τους δημοκρατικούς θεσμούς και την πολιτειακή οργάνωση επιβεβεβαιώνεται επίσης από την ύπαρξη μίας άλλης ελληνικής εορτής, αποκλειστικώς γυναικείας αυτήν την φορά, αφιερωμένης στην Θεά Δήμητρα. Πρόκειται για τα Θεσμοφόρια, όπου οι έγγαμες γυναίκες ετιμούσαν την Δήμητρα ως την Θεά που εχάριστε στους ανθρώπους τους πρώτους κοινωνικούς θεσμούς. Οι τελετουργίες περιελάμβαναν μεταξύ άλλων λουτρά καθαρμού στην θάλασσα, φαλλοφορίες, θυσίες και χορούς. Ιέρειες της Δήμητρος ανέσυραν μέσα από κάποα χάσματα της γης ειδικούς πλακούντες σε σχήμα φαλλού που είχαν τοποθετηθεί εκεί περίπου τρεις μήνες νωρίτερα κατά την διάρκεια μίας άλλης εορτής, των Σκιροφορίων. Κατόπιν έτριβαν τους "θεσμούς" και ανακάτευαν την σκόνη τους με το σιτάρι που προοριζόταν για την σπορά.

Έχοντας λοιπόν πρώτα διδάξει τα Ιερά Μυστήρια και, μέσω αυτών και την γνώση της καλλιέργειας της γης, η Δήμητρα και η Περσεφόνη καλούν τους θνητούς να επιδιώξουν μία αρμονική και ειρηνική συμβίωση μέσα από μία αληθινή Εκκλησία, την μόνη αληθινή Εκκλησία που είναι η Εκκλησία του Δήμου.

Τα Θεσμοφόρια ήταν μία αττική εορτή. Τα Ελευσίνια Μυστήρια πάλι ήταν μία αθηναϊκή εορτή στην οποίαν βεβαίως συμμετείχαν όλες οι ελληνικές πόλεις. Όταν όμως ομιλούμε για Δημοκρατία δεν αναφερόμεθα αποκλειστικώς στην κλασική Αθήνα. Δεν πρέπει να λησμονούμε την Δημοκρατία του Ακράγαντος για την οποίαν αγωνίσθηκε ο Εμπεδοκλής, την μάχη του Ζήνωνος του Ελεάτου κατά της τυραννίδος και τα δημοκρατικά φρονήματα του Εφεσίου Ηράκλειτου που τον έκαναν να απαρνηθεί το βασιλικό αξίωμα το οποίο εδικαιούτο. Αλλά και η Σπάρτη, η τόσο παρεξηγημένη Σπάρτη, ήταν στην πραγματικότητα μία δημοκρατική Πολιτεία. Οι Σπαρτιάτες μετείχαν σε έναν κοινοτικό βίο και το μοναδικό προνόμιο που είχαν οι δύο βασικλείς τους ήταν η διπλή μερίδα φαγητού στο συσσίτιο, προνόμιο που συνυπήρχε με την υποχρέωσή τους να πολεμούν πάντοτε στην πρώτη γραμμή της μάχης. Συγχρόνως, θεσμοί καθιερωμένοι από τον Λυκούργο, όπως λόγου χάριν ο θεσμός των εφόρων αποσκοπούσαν στον έλεγχο της βασιλικής εξουσίας. Έτσι, μόνον μία χονδροειδής παρανόησις της πολιτειακής οργανώσεως της αρχαίας Σπάρτης θα μπορούσε να μας κάνει να μιλήσουμε για ολιγαρχία.

Ο Έλληνας άνθρωπος δεν θα αρκεσθεί στην ιακνοποίηση των αναγκών της βιομέριμνας αλλά θα αφιερώσει τον χρόνο και την ενέργεια που έχει στην διάθεσή του, (καθώς δεν είναι πια υποχρεωμένος να αγωνιά καθημερινώς για την διατροφή του) στα έργα του πολιτισμού, στην τέχνη, την φιλοσοφία και την οργάνωση της Πολιτείας. Οι θεσμοί της Πόλεως θεμελιώνονται επομένως στην Γεωργία, στην καλλιέργεια της Γής που ενδεχομένως όπως πολλοί ερευνητές παραδέχονται, να ξεκίνησε από τις γυναίκες.

Διδάσκοντας στους ανθρώπους τα Μυστήρια και την Γεωργία, διδάσκοντας μάλλον, μέσω των Μυστηρίων, και την Γεωργία, η Θεά Δήμητρα καθιερώνει τους δημοκρατικούς θεσμούς που πρέπει να διέπουν την οργάνωση της Πόλεως, ώστε να επιτευχθεί η αρμονική συμβίωσις των ανθρώπων αλλά και η ιεσορροπημένη σχέσις της Πόλεως με το φυσικό περιβάλλον και τους πληθυσμούς των άλλων φυσικών ειδών.

Η ιδία η Φύσις μας διδάσκει την Δημοκρατία μέσα από την περιοδικότητα, την εναλλαγή, την κυκλική κίνηση των πάντων και την αλυσίδα της ζωής.

Οι Ελευσίνιες Τελετές υποδεικνύουν ως έργο άριστο την άντληση των θεσμών της Πολιτείας μέσα από την ιδία την Φύση: αυτή είναι η περίφημη "μεταφυσική" της ελληνικής Δημοκρατίας (το "μεταφυσική" εντός εισαγωγικών) και εδώ θα αναζητήσουμε την θρησκευτική υπόσταση της Δημοκρατίας, δηλαδή την στενή της σύνδεση με τα Μυστήρια και την θρησκεία του λαού που την εγέννησε.

Προκειμένου να θεμελιώσουν τις πόλεις τους, οι Έλληνες ερωτούν την Φύση. Και η Μεγάλη Θεά τους υποδεικνύει τον Δήμο και τους Θεσμούς του έτσι ώστε τα πολιτεύματα των ανθρωπίνων κοινωνιών, όπως και ο ιδιωτικός βίος του κάθε ανθρώπου, να είναι πριν από όλα και πάνω από όλα μίμησις της θεϊκής - συμπαντικής Τάξεως και Αρμονίας.

Όλα αυτά συνθέτουν προφανώς την αιτία που έκανε τους πατέρες και τους επισκόπους της χριστιανικής εκκλησίας να αρνηθούν την Δημοκρατία κρίνοντάς την (και σωστά) ως ασύμβατη προς την δική τους κοσμοθέαση και χαρακτηρίζοντάς την ως Civitas Diaboli, ως πολίτευμα, δηλαδή, του διαβόλου. Έτσι την χαρακτήρισαν απροκαλύπτως οι διασημότεροι ανάμεσά τους, όπως ο Ευσέβειος Καισαρείας και ο Αυγουστίνος, σε αντιπαραβολή προφανώς προς την Civitas Dei του, την πολιτεία του ενός Θεού του, που δεν είναι άλλος από τον εθνικό θεό των Ιουδαίων Γιαχβέ, πολιτεία που αντιστοιχεί στο μοναρχικό πολίτευμα. Ο Ευσέβειος Καισαρείας πάλι ήταν επίσης ξεκάθαρος όταν έλεγε: "όπως ακριβώς υπάρχει ένας θεός και όχι δύο ή περισσότεροι έτσι και επιβάλλεται να υπάρχει μόνον ένας ηγεμόνας επί της γης".

Η Πολυαρχία, που είναι ένα ακόμη όνομα για την Δημοκρατία, πηγάζει άμεσα από την οργάνωση του λαού σε Δήμο καθώς ο τελευταίος δεν βασίζεται μόνον στο μοίρασμα της εξουσίας (στον λαό και τους επί μέρους φορείς της) που καθιστά δυνατή την συλλογική της άσκηση, σε αντίθεση προς την συγκέντρωση της εξουσίας που αποτελεί ίδιον της μοναρχίας. Η σύνδεσις μάλιστα της Πολυαρχίας με την Πολυθεϊα δεν επιχειρήθηκε μόνον από τους θεωρητικούς του χριστιανισμού αλλά και από πολλούς αντιχριστιανούς και ελληνολάτρες στοχαστές (όπως, λόγου χάριν ο Μενάρ και ο Φαρνέλλ) οι οποίοι κατόρθωσαν να αποδείξουν ότι μόνον η επιστροφή εις τις Εθνικές, Πολυθεϊστικές θρησκείες των ευρωπαϊκών λαών θα μπορούσε να οδηγήσει στην θεμελίωση ενός αυθεντικώς δημοκρατικού πολιτεύματος.

Κατά το έτος 530 της αυθαίρετης μεταχριστιανικής χρονολογήσεως, ο σλαβικής καταγωγής και δηλωμένος ανθέλληνας αυτοκράτορας του Βυζαντίου Γιουτπράδα (για να αναφέρουμε τον Ιουστινιανό με το πραγματικό του όνομα) κατήργησε οριστικώς τον θεσμό των Δήμων και μετεβίβασε όλες τις εξουσίες στον αυτοκράτορα. Από τότε, έπρεπε να περάσουν περισσότερα από χίλια χρόνια έως ότου ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάστασιε, (το 1789), να επαναφέρουν την ελληνική Ιδέα της Δημοκρατίας, εάν όχι στην πράξη τουλάχιστον ως Αίτημα και ως Πνεύμα.

Θουκυδίδη: Περικλέους Επιτάφιος

Θουκυδίδης, Επιτάφιος, αρχαίο κείμενο και μετάφραση του:

35. «Οι περισσότεροι απ όσους έχουν μιλήσει ως τώρα απ αυτό το βήμα επαινούν τον νομοθέτη που συμπλήρωσε τη συνηθισμένη τελετή μ' αυτό τον λόγο, με τη σκέψη ότι είναι ωραίο να εκφωνείται πάνω στον τάφο των νεκρών του πολέμου. Εγώ όμως θα ήμουν της γνώμης πως είναι αρκετό, για άντρες που αποδείχτηκαν γενναίοι με έργα, με έργα να τους αποδίδονται τιμές, σαν κι αυτές που βλέπετε να συνοδεύουν αυτή την ταφή, κι όχι να κρέμεται η αναγνώριση του ηρωισμού πολλών από έναν άντρα, που ο λόγος του μπορεί να είναι ωραίος, μπορεί και κατώτερος. Γιατί είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς μ επιτυχία, εκεί που με κόπο εξασφαλίζεται η εντύπωση ότι λέει την αλήθεια. Κι αυτό, γιατί ο ακροατής που ξέρει καλά τα γεγονότα και τ' ακούει μ' ευνοϊκή διάθεση, ίσως θα σχημάτιζε τη γνώμη ότι τα λεγόμενα είναι κάπως κατώτερα, σε σύγκριση μ' αυτά που και θέλει ν’ ακούει και τα ξέρει καλά' όμως, αυτός που δεν τα γνώρισε, θα σχημάτιζε τη γνώμη πως πρόκειται για υπερβολές, επειδή νιώθει φθόνο, αν τυχόν ακούσει κάτι που ξεπερνά τη δική του δύναμη. Γιατί μόνο ως εκείνο το σημείο ανέχεται ο άνθρωπος ν’ ακούει επαίνους που λέγονται για άλλους, ως εκεί που κι ο καθείς πιστεύει ότι είναι ικανός να κατορθώσει κάτι απ όσα άκουσε' όμως, για καθετί που ξεπερνά τη δύναμη του, κυριεύεται απ' την πρώτη στιγμή από φθόνο, κι έτσι δεν δίνει πίστη. Αλλά, επειδή οι παλιότεροι δοκίμασαν στην πράξη το έθιμο χι έκριναν ότι έχει καλώς, έχω κι εγώ την υποχρέωση να συμμορφωθώ με τον νόμο και ν' ανταποκριθώ όσο γίνεται πιο πολύ στην επιθυμία και τις πεποιθήσεις του καθενός σας.

36. Θα μιλήσω πρώτα για τους προγόνους μας. Γιατί είναι δίκαιο, αλλά συγχρόνως και πρέπον, σε μια τέτοια περίσταση, όπως η σημερινή, να τους απονέμεται η τιμή αυτή να μνημονεύονται πρώτοι. Γιατί την χώρα αυτή, οι ίδιοι πάντα κατοικώντας από γενεά σε γενεά μέχρι των ημερών μας, χάρις στην ανδρεία τους μας την παράδωσαν ελεύθερη. Και εκείνοι λοιπόν είναι άξιοι επαίνου αλλά ακόμη περισσότερο οι πατέρες μας. Γιατί, μαζί με όσα κληρονόμησαν, αφού απέκτησαν όση εξουσία έχουμε με πολλούς κόπους τη κληροδότησαν σε μας τους σημερινούς. Τους περισσότερους τομείς εμείς οι ίδιοι που είμαστε συγκεντρωμένοι εδώ, οι οποίοι βρισκόμαστε ακόμη σε αυτήν ακριβώς την ηλικία μας, αυξήσαμε και προετοιμάσαμε την πόλη μας με όλα τα πράγματα, ώστε και για πόλεμο και για ειρήνη να είναι αυταρκέστατη. Από όλα δε αυτά εγώ όσα αναφέρονται σε πολεμικά κατορθώματα, με τα οποία έγινε η κάθε μια κατάκτηση, ή αφορούν τον τρόπο, με τον οποίο αποκρούσαμε πρόθυμα, είτε εμείς είτε οι πρόγονοί μας, κάποιον βάρβαρο ή Έλληνα επιτιθέμενο εχθρό, θα τα παραλείψω, γιατί δεν επιθυμώ να απεραντολογώ ενώπιον ανθρώπων, οι οποίοι τα γνωρίζουν. Αλλά με ποιον τρόπο φθάσαμε στο σημείο αυτό της δύναμης που είμαστε σήμερα, και με ποια μορφή πολιτεύματος και με ποιες συνήθειες έγινε μεγάλη η δύναμή μας, όλα αυτά θα αναπτύξω πρώτα, και έπειτα θα προχωρήσω στο εγκώμιο αυτών εδώ των νεκρών, γιατί νομίζω ότι δεν είναι ανάρμοστο να λεχθούν αυτά και για την παρούσα περίσταση, και δεν είναι ανώφελο να τα ακούσουν όλοι οι παρευρισκόμενοι, αστοί και ξένοι.

37. Έχουμε δηλαδή πολίτευμα, το οποίο δεν αντιγράφει τους νόμους άλλων, μάλλον δε εμείς οι ίδιοι είμαστε υπόδειγμα σε μερικούς παρά μιμούμαστε άλλους. Και ονομάζεται μεν δημοκρατία, γιατί η διοίκηση είναι στα χέρια των πολλών και όχι των ολίγων. Όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα έναντι δε των νόμων στις ιδιωτικές τους διαφορές, ενώ ως προς την θέση τους στον δημόσιο βίο κάθε ένας, ανάλογα με την επίδοση σε κάποιο τομέα, προτιμάται για ένα από τα δημόσια αξιώματα, και όχι από την πολιτική του παράταξη όσο από την αρετή του, ούτε εξαιτίας της φτώχειας, ενώ έχει την ικανότητα να παράσχει κάποια υπηρεσία στην πατρίδα του, εμποδίζεται από το γεγονός ότι είναι άγνωστος. Ζούμε ελεύθερα, και ως πολίτες στον δημόσιο βίο και ως άτομα στον ιδιωτικό, στις επιδιώξεις μας της καθημερινής ζωής, κατά τις οποίες δεν κοιτάμε ο ένας στον άλλον με καχυποψία, δεν θυμώνουμε με τον γείτονά μας, όταν κάνει σύμφωνα με την ευχαρίστησή του, ούτε παίρνουμε μια φυσιογνωμία σκυθρωπή, η οποία μπορεί να μην βλάπτει τον άλλο, πάντως όμως είναι δυσάρεστη. Ενώ δε στην ιδιωτική μας ζωή συναναστρεφόμαστε χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλον, στην δημόσιά μας ζωή από σεβασμό προ πάντων δεν παραβαίνουμε τους νόμους, υπακούμε σε όσους κάθε φορά έχουν τα αξιώματα και στους νόμους, και περισσότερο σε εκείνους από τους νόμους, που έχουν θεσπιστεί για ωφέλεια των αδικούμενων, και σε άλλους, οι οποίοι αν και άγραφοι, η παράβασή τους φέρνει πανθομολογούμενη ντροπή.

38. Αλλά και για το πνεύμα μας έχουμε εφεύρει πολλούς τρόπους να το ανακουφίζουμε από τους κόπους, με γιορταστικούς αγώνες και θυσίες, που έχουμε καθιερώσει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, και με ευπρεπή ιδιωτικά οικήματα, η ευχαρίστηση που καθημερινά απολαμβάνουμε από όλα αυτά, διώχνει την μελαγχολία. Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των κατοίκων της πόλης μας εισάγονται σε αυτήν προϊόντα όλου του κόσμου, και συμβαίνει να απολαμβάνουμε έτσι τα προϊόντα των άλλων χωρών με όση οικειότητα καταναλώνουμε τα δικά μας.

39. Υπερέχουμε δε από τους αντιπάλους μας και στην πολεμική προετοιμασία κατά τα εξής: Την πόλη μας την παρέχουμε ανοιχτή, και ποτέ δεν αποκλείουμε κανέναν διώχνοντας τους ξένους από οποιοδήποτε μάθημα ή θέαμα, από το οποίο, αν δεν το κρατήσουμε μυστικό και το δει κανείς από τους εχθρούς μας, είναι δυνατόν να ωφεληθεί, γιατί πιστεύουμε όχι τόσο στις προετοιμασίες και τα στρατηγήματα όσο στην έμφυτη γενναιότητά μας στα έργα. Στο ζήτημα δε πάλι της αγωγής, ενώ εκείνοι υποβάλλονται από την νεαρή τους ηλικία σε επίπονη άσκηση, με την οποία επιδιώκουν να γίνουν γενναίοι, εμείς ζούμε με όλες τις ανέσεις και όμως είμαστε εξ ίσου πρόθυμοι να αντιμετωπίσουμε τους ίδιους μεγάλους κινδύνους. Και η απόδειξη: ενώ οι Λακεδαιμόνιοι εκστρατεύουν με όλους τους συμμάχους τους κατά της χώρας μας και ποτέ μόνοι, εμείς εισβάλλουμε κατά των άλλων εντελώς μόνοι, και τις περισσότερες φορές νικάμε χωρίς δυσκολία τους αντιπάλους μας, αν και εκείνοι μάχονται για την πατρίδα τους, εμείς δε είμαστε σε ξένο έδαφος. Και κανείς από τους εχθρούς μας δεν αντιμετώπισε μέχρι σήμερα τις δυνάμεις μας ενωμένες, γιατί από τη μία φροντίζουμε ταυτόχρονα για το ναυτικό μας, και από την άλλη στέλνουμε τις δυνάμεις μας σε πολλά σημεία της γης. Αν δε κάπου με μέρος μόνο της δύναμής μας συμπλακούν οι εχθροί μας, τότε, αν νικήσουν, καυχώνται ότι μας νίκησαν όλους, αν νικηθούν, διακηρύσσουν ότι νικήθηκαν από όλους. Και βέβαια, αν εμείς αντιμετωπίζουμε με πολλή προθυμία τους κινδύνους, περισσότερο με μια αφροντισιά και άνεση παρά μετά από επίπονη άσκηση, και με ανδρεία που οφείλεται όχι τόσο στην επιβολή των νόμων όσο στην φυσική μας ευψυχία, έχουμε το πλεονέκτημα ότι δεν κουραζόμαστε προκαταβολικά για δεινά, που ανήκουν ακόμα στο μέλλον, και, όταν φθάσουμε στα δεινά αυτά, ότι αποδεικνυόμαστε ότι δεν είμαστε λιγότερο τολμηροί από εκείνους που μοχθούν συνεχώς. Δεν είναι η πόλη μας άξια μόνο σε αυτά αλλά και σε πολλά ακόμη.

40. Γιατί αγαπούμε το ωραίο με απλότητα, και αγαπούμε τη σοφία χωρίς μαλθακότητα. Μεταχειριζόμαστε τον πλούτο περισσότερο σαν μια ευκαιρία έργων παρά σαν αφορμή κομπορρημοσύνης, το να ομολογεί δε κανείς την φτώχεια του δεν είναι ντροπή, είναι όμως αισχρότερο να μην προσπαθεί να την αποφύγει με την εργασία. Επί πλέον, οι ίδιοι εμείς είμαστε σε θέση να φροντίζουμε ταυτόχρονα για τις ιδιωτικές μας υποθέσεις και για τις υποθέσεις της πόλης μας, και ενώ ασχολούμαστε με διαφορετικά επαγγέλματα κατέχουμε καλά τα πολιτικά ζητήματα. Γιατί είμαστε ο μόνος λαός που αυτόν που δε μετέχει στα κοινά δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο αλλά άχρηστο, και οι μόνοι που ή κρίνουμε ή διαμορφώνουμε σωστές γνώμες για τα πράγματα, γιατί δεν θεωρούμε τους λόγους εμπόδιο των έργων, αλλά μάλλον θεωρούμε εμπόδιο να μην έχουμε κατατοπισθεί προφορικά σε όσα έχουμε να κάνουμε, πριν καταπιαστούμε με αυτά. Γιατί υπερέχουμε από τους άλλους και ως προς αυτό, ότι δηλαδή εμείς οι ίδιοι τολμούμε να υπολογίσουμε για όσα πρόκειται να επιχειρήσουμε. Σχετικά μ΄ αυτό στους άλλους η αμάθεια φέρνει θράσος, ενώ η σκέψη τους κάνει να διστάζουν. Πιο γενναιόψυχοι όμως πρέπει να θεωρούνται όσοι γνωρίζουν με σαφήνεια τις συμφορές και τα ευχάριστα, και όμως η γνώση αυτή δεν τους κάνει να αποφεύγουν τους κινδύνους. Αλλά και στα ζητήματα της αρετής διαφέρουμε από τους πολλούς. Γιατί εμείς αποκτάμε τους φίλους τους περισσότερο ευεργετώντας παρά ευεργετούμενοι από αυτούς. Σταθερότερος δε φίλος είναι αυτός που ευεργέτησε, γιατί είναι φυσικό να προσπαθεί να διατηρεί την ευγνωμοσύνη του ευεργετημένου με τη συμπάθεια που του δείχνει. Ενώ αντιθέτως αυτός που οφείλει την ευεργεσία είναι απρόθυμος, γιατί γνωρίζει, ότι πρόκειται να ανταποδώσει την καλοσύνη σαν χρέος και όχι για να εξασφαλίσει την ευγνωμοσύνη του άλλου. Και είμαστε οι μόνοι που βοηθάμε τον άλλο χωρίς δισταγμό, όχι τόσο από υπολογισμό του συμφέροντος, όσο από την πίστη μας στη ελευθερία.

41. Συνοψίζοντας θεωρώ ότι η όλη πόλη είναι σχολείο της Ελλάδας και ότι, μου φαίνεται, ο καθένας από εμάς μπορεί να παρουσιάσει τον εαυτό του αυτάρκη σε πάρα πολλές δραστηριότητες με χάρη και επιδεξιότητα. Και ότι αυτά είναι μάλλον η αλήθεια και όχι απλή κομπορρημοσύνη, κατάλληλη για την παρούσα περίσταση, το αποδεικνύει η ίδια η δύναμη της πόλης, την οποία αποκτήσαμε με τους τρόπους αυτούς. Γιατί είναι η μόνη πόλη από τις σημερινές που όταν δοκιμάζεται αποδεικνύεται ανώτερη της φήμης της, και η μόνη, η οποία ούτε στον εχθρό που της επιτίθεται, δίνει αφορμή να αγανακτήσει με όσα παθαίνει από τέτοιους αντιπάλους, ούτε στους συμμάχους της δίνει αφορμή για παράπονα, γιατί τάχα εξουσιάζονται από ανάξιους. Αφού παρουσιάσαμε τη δύναμή μας με μεγάλες αποδείξεις, και μαρτυρίες θα μας θαυμάζουν οι σύγχρονοί μας και οι επόμενοι, και μάλιστα χωρίς να χρειαζόμαστε τον Όμηρο να μας επαινεί, ούτε κανέναν άλλο που με λόγια θα μας ευχαριστήσει προς στιγμήν, όμως την ιδέα που θα σχηματιστεί για τα έργα μας θα τη βλάψει η αλήθεια, αλλά εξαναγκάσαμε με την τόλμη μας ολόκληρη τη θάλασσα και την ξηρά να γίνει προσιτή, ιδρύσαμε παντού αιώνια μνημεία και των συμφορών μας και των επιτυχιών μας. Για μια τέτοια πόλη και αυτοί εδώ λοιπόν πολεμώντας γενναία πέθαναν, για να μη τη στερηθούν, και είναι φυσικό ο καθένας από όσους απομένουν να θέλει να μοχθήσει γι’ αυτήν.

42. Γι’ αυτόν μακρηγόρησα για όσα αφορούν την πόλη, αφ’ ενός γιατί ήθελα να σας δείξω, ότι εμείς δεν αγωνιζόμαστε για τον ίδιο σκοπό, που αγωνίζονται όσοι δεν έχουν κανένα από αυτά τα πλεονεκτήματα σε ίσο βαθμό με μας, και αφ’ ετέρου γιατί με αυτόν τον τρόπο ήθελα να κάνω φανερό με αποδείξεις το εγκώμιο των ανδρών, για τους οποίους μιλάω τώρα. Και έχουν ειπωθεί τα κυριότερα σημεία αυτού του εγκωμίου. Γιατί οι αρετές αυτών και των ομοίων τους έκαναν στολίδια όσα ύμνησα για την πόλη, και άρα για λίγους από τους Έλληνες όπως ακριβώς γι’ αυτούς ο λόγος θα μπορούσε να φανεί ισάξιος με τα έργα τους. Έχω η γνώμη, ότι ο θάνατος αυτών εδώ των νεκρών παρέχει το μέτρο της αξίας ενός ανθρώπου, είτε είναι ο πρώτος που τη φανερώνει, είτε ο τελευταίος που την επισφραγίζει. Γιατί και εκείνοι ακόμη που υστερούν κατά τα άλλα, δικαιούνται να προβάλλουν την ανδραγαθία, που επέδειξαν κατά τους πολέμους, μαχόμενοι υπέρ της πατρίδας. Γιατί εξαφάνισαν το κακό με το καλό, και με τον κοινό αγώνα για το γενικό συμφέρον ωφέλησαν περισσότερο απ’ όσο έβλαψαν με τυχόν σφάλματά τους στην ιδιωτική τους ζωή. Από αυτούς εδώ κανείς δεν δείχθηκε δειλός μπροστά στον θάνατο εξ αιτίας του πλούτου του, δεν προτίμησε δηλαδή να συνεχίσει την απόλαυσή του, ούτε απέφυγε τον κίνδυνο εξ αιτίας της φτώχειας του, από την ελπίδα ότι μπορεί να την αποφύγει επί τέλους και να γίνει πλούσιος. Αντίθετα, πόθησαν την τιμωρία των εχθρών τους περισσότερο από όλα τα αγαθά, και συγχρόνως έκριναν αυτό τον κίνδυνο σαν τον πιο ωραίο από τους κινδύνους, και για αυτό αποφάσισαν να τον αντιμετωπίσουν, να εκδικηθούν τους εχθρούς τους, και για να επιδιώξουν την απόκτηση των αγαθών αυτών΄ την αβεβαιότητα δηλαδή της επιτυχίας την εμπιστεύθηκαν στην ελπίδα, ως προς τον κίνδυνο του θανάτου που βρισκόταν μπροστά τους κατά την μάχη ήταν αποφασισμένοι να στηριχθούν στον εαυτό τους και μόνο. Και μέσα στη μάχη θεώρησαν πάντα προτιμότερο να αντισταθούν και να βρουν τον θάνατο παρά να σωθούν υποχωρώντας, και γι’ αυτό απέφευγαν την αισχρή φήμη της δειλίας, και υπέβαλαν τα σώματά τους σε όλα τα δεινά της μάχης, σε μια κρίσιμη στιγμή, που ήταν στα χέρια της τύχης, στο ύψος της δόξας μάλλον παρά του τρόμου, βρήκαν τον θάνατο.

43. Αυτοί εδώ λοιπόν, σαν γνήσια παιδιά της πόλης, αυτό το φρόνημα έδειξαν. Όσοι όμως μένετε, έχετε καθήκον να εύχεστε το φρόνημά σας απέναντι στους εχθρούς να σας βάλει σε μικρότερο κίνδυνο, αλλά να μη καταδεχτείτε να είναι λιγότερο τολμηρό, λογαριάζοντας όχι μόνο με τα λόγια τις ωφέλειες - κάτι που θα μπορούσε ν' αναπτύξει κάποιος διεξοδικότερα σε σας, που κι από μόνοι σας τις ξέρετε εξίσου καλά, απαριθμώντας πόσα καλά εξασφαλίζει η αντίσταση στον εχθρό-, καλύτερα όμως προσηλώνοντας καθημερινά το βλέμμα σας στα έργα, που δείχνουν τη δύναμη της πόλης μας, κι έτσι να την αγαπήσετε με πάθος. Κι όταν αντιληφτείτε το μεγαλείο της, βάλτε στο νου σας ότι τη δύναμη αυτή την απέκτησαν άντρες τολμηροί που είχαν συνείδηση του καθήκοντος και με φιλότιμο την ώρα του αγώνα' και που, κάθε φορά που αποτύχαιναν σε κάποιο εγχείρημά τους, δεν επέτρεπαν βέβαια στον εαυτό τους να στερήσει την πόλη απ' τη δική τους ανδρεία, αλλά πρόσφεραν σ' αύτή την πιο ωραία συνεισφορά' γιατί, δίνοντας όλοι μαζί τη ζωή τους, έπαιρναν ο καθείς τους ξεχωριστά τον αγέραστο έπαινο και τον πιο περίλαμπρο τάφο: όχι τόσο τον τάφο, στον οποίο κείτονται, αλλά εκείνον όπου η δόξα τους επιζεί, για να μνημονεύεται αιώνια σε κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται, είτε για λόγο είτε για δράση. Γιατί τάφος των ενδόξων αντρών είναι η γη ολόκληρη, και τη μνήμη τους δεν τη διασώζει μόνο η επιγραφή μιας στήλης στην πατρίδα τους, αλλά και στα ξένα μέρη φωλιάζει στην Ψυχή του καθενός άγραφη η ανάμνηση όχι τόσο των ανδραγαθημάτων τους, όσο του φρονήματός τους. Εσείς λοιπόν να έχετε αυτούς εδώ πρότυπα και να θεωρήσετε θεμέλιο της ευτυχίας την ελευθερία και θεμέλιο της ελευθέριας τη δυνατή Ψυχή' κι έτσι μη δειλιάζετε μπροστά στους κινδύνους της μάχης. Γιατί δεν έχουν σοβαρότερο λόγο ν' αψηφούν το θάνατο οι απόκληροι της ζωής, που δεν έχουν να ελπίζουν καλύτερες μέρες, αλλά εκείνοι που, στη ζωή που τους απομένει, υπάρχει φόβος να μεταβληθεί ριζικά η καλή τύχη τους' αυτοί, αν κάπου σκοντάψουν, έχουν να χάσουν περισσότερα από κάθε άλλον. Γιατί, για έναν άντρα με υψηλό φρόνημα, είναι πιο πικρή η εξαθλίωση που φέρνει η δειλία παρά ο θάνατος που έρχεται χωρίς να τον νιώσει, σε στιγμή έξαρσης της δύναμής του και της κοινής ελπίδας.

44. Γι' αυτό και τους γονείς αυτών που ενταφιάζoυμε τώρα, όσοι βρίσκεστε εδώ, δε τους κλαίω, πιο πολύ θα προσπαθήσω να ελαφρώσω τον πόνο τους. Γιατί το ξέρουν καλά πως η ζωή τους πέρασε μέσ' από κάθε λογής μεταπτώσεις της τύχης' κι ότι ευτυχισμένοι είναι, όπως οι σημερινοί νεκροί μας, εκείνοι που η μοίρα τους χάρισε τον πιο ένδοξο θάνατο, και, όπως εσείς, για το τιμημένο πένθος σας, κι εκείνοι που κανονίστηκε το τέλος της ζωής τους να συμπέσει με το τέλος της ευτυχίας τους. Γνωρίζω βέβαια ότι είναι δύσκολο να πείσω εσάς, αφού θα σας φέρνουν ζωντανή τη θύμηση αυτών που χάσατε οι ευτυχίες των άλλων γονιών που κι εσείς κάποτε τις χαρήκατε' και θλίβεται ο άνθρωπος όχι επειδή του λείπουν αγαθά που δεν τα δοκίμασε, αλλά για όσα, ενώ είχε συνηθίσει να τα’ απολαμβάνει, τα έχασε. Πρέπει όμως να δείχνετε εγκαρτέρηση, με την ελπίδα άλλων παιδιών, όσοι ακόμα είστε σε ηλικία ν’ αποχτήσετε παιδία' γιατί, για τα άτομα, τα παιδιά που θα τους έρθουν στον κόσμο από δω και πέρα θα κάνουν πόλους να ξεχάσουν εκείνους που χάθηκαν, ενώ, για την πόλη, θα είναι διπλό το όφελος: και δε θα ερημώσει και θα έχει ασφάλεια' γιατί δεν είναι δυνατό να έχει την ίδια αξία ή να είναι το ίδιο δίκαιη η γνώμη για τα δημόσια πράγματα όσων δεν μπαίνουν στον ίδιο κίνδυνο, ρίχνοντας σ’ αυτόν τα παιδιά τους. Κι όσους πάλι σας πήραν τα χρόνια, να θεωρήσετε κέρδος το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σας, που το περάσατε ευτυχισμένοι, και ότι το μέρος της που απομένει θα είναι σύντομο, κι ας κάνει ελαφρότερο το πένθος σας η δόξα αυτών εδώ. Γιατί το μόνο που δεν γερνά είναι ο πόθος για τιμές, και στην ηλικία που ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε, δεν είναι, όπως λεν μερικοί, το κέρδος που δίνει τη μεγαλύτερη τέρψη, αλλά οι τιμές.

45. Τώρα, τα παιδιά των νεκρών μας, όσα βρίσκεστε εδώ ή τ' αδέρφια τους, βλέπω ότι έχετε μεγάλον αγώνα μπροστά σας (γιατί ο καθείς συνηθίζει να επαινεί αυτόν που δε βρίσκεται στη ζωή), και πολύ δύσκολα, ακόμη κι αν δείξετε μοναδικό ηρωισμό, θα σας κρίνουν κάπως κατώτερους - ποτέ το ίδιο ανδρείους! Γιατί οι ζωντανοί νιώθουν φθόνο για τον ανταγωνιστή τους' αντίθετα, όποιον δεν αντισκόφτει το δρόμο τους, τον τιμούν με αδιαφιλονίκητη εύνοια. Κι αν είμαι υποχρεωμένος ν' αναφέρω κάτι για την αρετή που ταιριάζει στη φύση της γυναίκας, θα δηλώσω, για όσες τώρα θα μείνουν χήρες, με μια σύντομη παραίνεση όλη μου τη σκέψη: δηλαδή, μεγάλη η δόξα σας, αν δεν φανείτε κατώτερες απ' τη γυναικεία φύση, όπως κι η δόξα εκείνης, που τ' όνομά της θ' ακουστεί λιγότερο, επαινετικά ή περιγελαστικά, ανάμεσα στους άντρες.

46. Έχετε ακούσει κι από μένα, με την επιβαλλόμενη από το νόμο αγόρευσή μου, όσα είχα κατάλληλα, και με έργα αυτοί που θάβονται έχουν κιόλας πάρει τις τιμές τους΄ εξάλλου, από σήμερα τα παιδιά τους θα τ' αναθρέψει με δημόσια δαπάνη η πόλη ως την εφηβεία τους, προβάλλοντας ως βραβείο τέτοιων αγώνων και γι' αυτούς εδώ και για όσους επιζούν, ένα στεφάνι που πιάνει τόπο. Γιατί, όπου έχουν θεσμοθετηθεί τα πιο μεγάλα βραβεία ανδρείας, εκεί ζουν ως πολίτες άντρες με τη μεγαλύτερη αρετή.

Και τώρα, αφού ο καθένας αποτέλειωσε το θρήνο για τον δικό του, να πάτε στο καλό.

***
[35] Οἱ μὲν πολλοὶ τῶν ἐνθάδε ἤδη εἰρηκότων ἐπαινοῦσι τὸν προσθέντα τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε, ὡς καλὸν ἐπὶ τοῖς ἐκ τῶν πολέμων θαπτομένοις ἀγορεύεσθαι αὐτόν. ἐμοὶ δὲ ἀρκοῦν ἂν ἐδόκει εἶναι ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἔργῳ γενομένων ἔργῳ καὶ δηλοῦσθαι τὰς τιμάς, οἷα καὶ νῦν περὶ τὸν τάφον τόνδε δημοσίᾳ παρασκευασθέντα ὁρᾶτε, καὶ μὴ ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κινδυνεύεσθαι εὖ τε καὶ χεῖρον εἰπόντι πιστευθῆναι. χαλεπὸν γὰρ τὸ μετρίως εἰπεῖν ἐν ᾧ μόλις καὶ ἡ δόκησις τῆς ἀληθείας βεβαιοῦται. ὅ τε γὰρ ξυνειδὼς καὶ εὔνους ἀκροατὴς τάχ' ἄν τι ἐνδεεστέρως πρὸς ἃ βούλεταί τε καὶ ἐπίσταται νομίσειε δηλοῦσθαι, ὅ τε ἄπειρος ἔστιν ἃ καὶ πλεονάζεσθαι, διὰ φθόνον, εἴ τι ὑπὲρ τὴν αὑτοῦ φύσιν ἀκούοι. μέχρι γὰρ τοῦδε ἀνεκτοὶ οἱ ἔπαινοί εἰσι περὶ ἑτέρων λεγόμενοι, ἐς ὅσον ἂν καὶ αὐτὸς ἕκαστος οἴηται ἱκανὸς εἶναι δρᾶσαί τι ὧν ἤκουσεν· τῷ δὲ ὑπερβάλλοντι αὐτῶν φθονοῦντες ἤδη καὶ ἀπιστοῦσιν. ἐπειδὴ δὲ τοῖς πάλαι οὕτως ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν, χρὴ καὶ ἐμὲ ἑπόμενον τῷ νόμῳ πειρᾶσθαι ὑμῶν τῆς ἑκάστου βουλήσεώς τε καὶ δόξης τυχεῖν ὡς ἐπὶ πλεῖστον.

[36] ῎Αρξομαι δὲ ἀπὸ τῶν προγόνων πρῶτον· δίκαιον γὰρ αὐτοῖς καὶ πρέπον δὲ ἅμα ἐν τῷ τοιῷδε τὴν τιμὴν ταύτην τῆς μνήμης δίδοσθαι. τὴν γὰρ χώραν οἱ αὐτοὶ αἰεὶ οἰκοῦντες διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων μέχρι τοῦδε ἐλευθέραν δι' ἀρετὴν παρέδοσαν. καὶ ἐκεῖνοί τε ἄξιοι ἐπαίνου καὶ ἔτι μᾶλλον οἱ πατέρες ἡμῶν· κτησάμενοι γὰρ πρὸς οἷς ἐδέξαντο ὅσην ἔχομεν ἀρχὴν οὐκ ἀπόνως ἡμῖν τοῖς νῦν προσκατέλιπον. τὰ δὲ πλείω αὐτῆς αὐτοὶ ἡμεῖς οἵδε οἱ νῦν ἔτι ὄντες μάλιστα ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ ἡλικίᾳ ἐπηυξήσαμεν καὶ τὴν πόλιν τοῖς πᾶσι παρεσκευάσαμεν καὶ ἐς πόλεμον καὶ ἐς εἰρήνην αὐταρκεστάτην. ὧν ἐγὼ τὰ μὲν κατὰ πολέμους ἔργα, οἷς ἕκαστα ἐκτήθη, ἢ εἴ τι αὐτοὶ ἢ οἱ πατέρες ἡμῶν βάρβαρον ἢ ῞Ελληνα πολέμιον ἐπιόντα προθύμως ἠμυνάμεθα, μακρηγορεῖν ἐν εἰδόσιν οὐ βουλόμενος ἐάσω· ἀπὸ δὲ οἵας τε ἐπιτηδεύσεως ἤλθομεν ἐπ' αὐτὰ καὶ μεθ' οἵας πολιτείας καὶ τρόπων ἐξ οἵων μεγάλα ἐγένετο, ταῦτα δηλώσας πρῶτον εἶμι καὶ ἐπὶ τὸν τῶνδε ἔπαινον, νομίζων ἐπί τε τῷ παρόντι οὐκ ἂν ἀπρεπῆ λεχθῆναι αὐτὰ καὶ τὸν πάντα ὅμιλον καὶ ἀστῶν καὶ ξένων ξύμφορον εἶναι ἐπακοῦσαι αὐτῶν.

[37] Ξρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους, παράδειγμα δὲ μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τισὶν ἢ μιμούμενοι ἑτέρους. καὶ ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ' ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται· μέτεστι δὲ κατὰ μὲν τοὺς νόμους πρὸς τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον, κατὰ δὲ τὴν ἀξίωσιν, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους τὸ πλέον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ' ἀρετῆς προτιμᾶται, οὐδ' αὖ κατὰ πενίαν, ἔχων γέ τι ἀγαθὸν δρᾶσαι τὴν πόλιν, ἀξιώματος ἀφανείᾳ κεκώλυται. ἐλευθέρως δὲ τά τε πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύομεν καὶ ἐς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ' ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, οὐ δι' ὀργῆς τὸν πέλας, εἰ καθ' ἡδονήν τι δρᾷ, ἔχοντες, οὐδὲ ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δὲ τῇ ὄψει ἀχθηδόνας προστιθέμενοι. ἀνεπαχθῶς δὲ τὰ ἴδια προσομιλοῦντες τὰ δημόσια διὰ δέος μάλιστα οὐ παρανομοῦμεν, τῶν τε αἰεὶ ἐν ἀρχῇ ὄντων ἀκροάσει καὶ τῶν νόμων, καὶ μάλιστα αὐτῶν ὅσοι τε ἐπ' ὠφελίᾳ τῶν ἀδικουμένων κεῖνται καὶ ὅσοι ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην ὁμολογουμένην φέρουσιν.

[38] Καὶ μὴν καὶ τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα, ἀγῶσι μέν γε καὶ θυσίαις διετησίοις νομίζοντες, ἰδίαις δὲ κατασκευαῖς εὐπρεπέσιν, ὧν καθ' ἡμέραν ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει. ἐπεσέρχεται δὲ διὰ μέγεθος τῆς πόλεως ἐκ πάσης γῆς τὰ πάντα, καὶ ξυμβαίνει ἡμῖν μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει τὰ αὐτοῦ ἀγαθὰ γιγνόμενα καρποῦσθαι ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.

[39] Διαφέρομεν δὲ καὶ ταῖς τῶν πολεμικῶν μελέταις τῶν ἐναντίων τοῖσδε. τήν τε γὰρ πόλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος, ὃ μὴ κρυφθὲν ἄν τις τῶν πολεμίων ἰδὼν ὠφεληθείη, πιστεύοντες οὐ ταῖς παρασκευαῖς τὸ πλέον καὶ ἀπάταις ἢ τῷ ἀφ' ἡμῶν αὐτῶν ἐς τὰ ἔργα εὐψύχῳ· καὶ ἐν ταῖς παιδείαις οἱ μὲν ἐπιπόνῳ ἀσκήσει εὐθὺς νέοι ὄντες τὸ ἀνδρεῖον μετέρχονται, ἡμεῖς δὲ ἀνειμένως διαιτώμενοι οὐδὲν ἧσσον ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν. τεκμήριον δέ· οὔτε γὰρ Λακεδαιμόνιοι καθ' ἑαυτούς, μεθ' ἁπάντων δὲ ἐς τὴν γῆν ἡμῶν στρατεύουσι, τήν τε τῶν πέλας αὐτοὶ ἐπελθόντες οὐ χαλεπῶς ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ τοὺς περὶ τῶν οἰκείων ἀμυνομένους μαχόμενοι τὰ πλείω κρατοῦμεν. ἁθρόᾳ τε τῇ δυνάμει ἡμῶν οὐδείς πω πολέμιος ἐνέτυχε διὰ τὴν τοῦ ναυτικοῦ τε ἅμα ἐπιμέλειαν καὶ τὴν ἐν τῇ γῇ ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν· ἢν δέ που μορίῳ τινὶ προσμείξωσι, κρατήσαντές τέ τινας ἡμῶν πάντας αὐχοῦσιν ἀπεῶσθαι καὶ νικηθέντες ὑφ' ἁπάντων ἡσσῆσθαι. καίτοι εἰ ῥᾳθυμίᾳ μᾶλλον ἢ πόνων μελέτῃ καὶ μὴ μετὰ νόμων τὸ πλέον ἢ τρόπων ἀνδρείας ἐθέλομεν κινδυνεύειν, περιγίγνεται ἡμῖν τοῖς τε μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν, καὶ ἐς αὐτὰ ἐλθοῦσι μὴ ἀτολμοτέρους τῶν αἰεὶ μοχθούντων φαίνεσθαι, καὶ ἔν τε τούτοις τὴν πόλιν ἀξίαν εἶναι θαυμάζεσθαι καὶ ἔτι ἐν ἄλλοις.

[40] Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας· πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον καιρῷ ἢ λόγου κόμπῳ χρώμεθα, καὶ τὸ πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινὶ αἰσχρόν, ἀλλὰ μὴ διαφεύγειν ἔργῳ αἴσχιον. ἔνι τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων ἅμα καὶ πολιτικῶν ἐπιμέλεια, καὶ ἑτέροις πρὸς ἔργα τετραμμένοις τὰ πολιτικὰ μὴ ἐνδεῶς γνῶναι· μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ' ἀχρεῖον νομίζομεν, καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα, οὐ τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις βλάβην ἡγούμενοι, ἀλλὰ μὴ προδιδαχθῆναι μᾶλλον λόγῳ πρότερον ἢ ἐπὶ ἃ δεῖ ἔργῳ ἐλθεῖν. διαφερόντως γὰρ δὴ καὶ τόδε ἔχομεν ὥστε τολμᾶν τε οἱ αὐτοὶ μάλιστα καὶ περὶ ὧν ἐπιχειρήσομεν ἐκλογίζεσθαι· ὃ τοῖς ἄλλοις ἀμαθία μὲν θράσος, λογισμὸς δὲ ὄκνον φέρει. κράτιστοι δ' ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων. καὶ τὰ ἐς ἀρετὴν ἐνηντιώμεθα τοῖς πολλοῖς· οὐ γὰρ πάσχοντες εὖ, ἀλλὰ δρῶντες κτώμεθα τοὺς φίλους. βεβαιότερος δὲ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι' εὐνοίας ᾧ δέδωκε σῴζειν· ὁ δὲ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ' ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων. καὶ μόνοι οὐ τοῦ ξυμφέροντος μᾶλλον λογισμῷ ἢ τῆς ἐλευθερίας τῷ πιστῷ ἀδεῶς τινὰ ὠφελοῦμεν.

[41] Ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς ῾Ελλάδος παίδευσιν εἶναι καὶ καθ' ἕκαστον δοκεῖν ἄν μοι τὸν αὐτὸν ἄνδρα παρ' ἡμῶν ἐπὶ πλεῖστ' ἂν εἴδη καὶ μετὰ χαρίτων μάλιστ' ἂν εὐτραπέλως τὸ σῶμα αὔταρκες παρέχεσθαι. καὶ ὡς οὐ λόγων ἐν τῷ παρόντι κόμπος τάδε μᾶλλον ἢ ἔργων ἐστὶν ἀλήθεια, αὐτὴ ἡ δύναμις τῆς πόλεως, ἣν ἀπὸ τῶνδε τῶν τρόπων ἐκτησάμεθα, σημαίνει. μόνη γὰρ τῶν νῦν ἀκοῆς κρείσσων ἐς πεῖραν ἔρχεται, καὶ μόνη οὔτε τῷ πολεμίῳ ἐπελθόντι ἀγανάκτησιν ἔχει ὑφ' οἵων κακοπαθεῖ οὔτε τῷ ὑπηκόῳ κατάμεμψιν ὡς οὐχ ὑπ' ἀξίων ἄρχεται. μετὰ μεγάλων δὲ σημείων καὶ οὐ δή τοι ἀμάρτυρόν γε τὴν δύναμιν παρασχόμενοι τοῖς τε νῦν καὶ τοῖς ἔπειτα θαυμασθησόμεθα, καὶ οὐδὲν προσδεόμενοι οὔτε ῾Ομήρου ἐπαινέτου οὔτε ὅστις ἔπεσι μὲν τὸ αὐτίκα τέρψει, τῶν δ' ἔργων τὴν ὑπόνοιαν ἡ ἀλήθεια βλάψει, ἀλλὰ πᾶσαν μὲν θάλασσαν καὶ γῆν ἐσβατὸν τῇ ἡμετέρᾳ τόλμῃ καταναγκάσαντες γενέσθαι, πανταχοῦ δὲ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀίδια ξυγκατοικίσαντες. περὶ τοιαύτης οὖν πόλεως οἵδε τε γενναίως δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν μαχόμενοι ἐτελεύτησαν, καὶ τῶν λειπομένων πάντα τινὰ εἰκὸς ἐθέλειν ὑπὲρ αὐτῆς κάμνειν.

[42] Δι' ὃ δὴ καὶ ἐμήκυνα τὰ περὶ τῆς πόλεως, διδασκαλίαν τε ποιούμενος μὴ περὶ ἴσου ἡμῖν εἶναι τὸν ἀγῶνα καὶ οἷς τῶνδε μηδὲν ὑπάρχει ὁμοίως, καὶ τὴν εὐλογίαν ἅμα ἐφ' οἷς νῦν λέγω φανερὰν σημείοις καθιστάς. καὶ εἴρηται αὐτῆς τὰ μέγιστα· ἃ γὰρ τὴν πόλιν ὕμνησα, αἱ τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν, καὶ οὐκ ἂν πολλοῖς τῶν ῾Ελλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶνδε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη. δοκεῖ δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή. καὶ γὰρ τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι· ἀγαθῷ γὰρ κακὸν ἀφανίσαντες κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν. τῶνδε δὲ οὔτε πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη οὔτε πενίας ἐλπίδι, ὡς κἂν ἔτι διαφυγὼν αὐτὴν πλουτήσειεν, ἀναβολὴν τοῦ δεινοῦ ἐποιήσατο· τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν αὐτῶν λαβόντες καὶ κινδύνων ἅμα τόνδε κάλλιστον νομίσαντες ἐβουλήθησαν μετ' αὐτοῦ τοὺς μὲν τιμωρεῖσθαι, τῶν δὲ ἐφίεσθαι, ἐλπίδι μὲν τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες, ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ ἤδη ὁρωμένου σφίσιν αὐτοῖς ἀξιοῦντες πεποιθέναι, καὶ ἐν αὐτῷ τῷ ἀμύνεσθαι καὶ παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἢ [τὸ] ἐνδόντες σῴζεσθαι, τὸ μὲν αἰσχρὸν τοῦ λόγου ἔφυγον, τὸ δ' ἔργον τῷ σώματι ὑπέμειναν καὶ δι' ἐλαχίστου καιροῦ τύχης ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἢ τοῦ δέους ἀπηλλάγησαν.

[43] Καὶ οἵδε μὲν προσηκόντως τῇ πόλει τοιοίδε ἐγένοντο· τοὺς δὲ λοιποὺς χρὴ ἀσφαλεστέραν μὲν εὔχεσθαι, ἀτολμοτέραν δὲ μηδὲν ἀξιοῦν τὴν ἐς τοὺς πολεμίους διάνοιαν ἔχειν, σκοποῦντας μὴ λόγῳ μόνῳ τὴν ὠφελίαν, ἣν ἄν τις πρὸς οὐδὲν χεῖρον αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδότας μηκύνοι, λέγων ὅσα ἐν τῷ τοὺς πολεμίους ἀμύνεσθαι ἀγαθὰ ἔνεστιν, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν τῆς πόλεως δύναμιν καθ' ἡμέραν ἔργῳ θεωμένους καὶ ἐραστὰς γιγνομένους αὐτῆς, καὶ ὅταν ὑμῖν μεγάλη δόξῃ εἶναι, ἐνθυμουμένους ὅτι τολμῶντες καὶ γιγνώσκοντες τὰ δέοντα καὶ ἐν τοῖς ἔργοις αἰσχυνόμενοι ἄνδρες αὐτὰ ἐκτήσαντο, καὶ ὁπότε καὶ πείρᾳ του σφαλεῖεν, οὐκ οὖν καὶ τὴν πόλιν γε τῆς σφετέρας ἀρετῆς ἀξιοῦντες στερίσκειν, κάλλιστον δὲ ἔρανον αὐτῇ προϊέμενοι. κοινῇ γὰρ τὰ σώματα διδόντες ἰδίᾳ τὸν ἀγήρων ἔπαινον ἐλάμβανον καὶ τὸν τάφον ἐπισημότατον, οὐκ ἐν ᾧ κεῖνται μᾶλλον, ἀλλ' ἐν ᾧ ἡ δόξα αὐτῶν παρὰ τῷ ἐντυχόντι αἰεὶ καὶ λόγου καὶ ἔργου καιρῷ αἰείμνηστος καταλείπεται. ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ' ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται. οὓς νῦν ὑμεῖς ζηλώσαντες καὶ τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ' ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους. οὐ γὰρ οἱ κακοπραγοῦντες δικαιότερον ἀφειδοῖεν ἂν τοῦ βίου, οἷς ἐλπὶς οὐκ ἔστιν ἀγαθοῦ, ἀλλ' οἷς ἡ ἐναντία μεταβολὴ ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται καὶ ἐν οἷς μάλιστα μεγάλα τὰ διαφέροντα, ἤν τι πταίσωσιν. ἀλγεινοτέρα γὰρ ἀνδρί γε φρόνημα ἔχοντι ἡ μετὰ τοῦ [ἐν τῷ] μαλακισθῆναι κάκωσις ἢ ὁ μετὰ ῥώμης καὶ κοινῆς ἐλπίδος ἅμα γιγνόμενος ἀναίσθητος θάνατος.

[44] Δι' ὅπερ καὶ τοὺς τῶνδε νῦν τοκέας, ὅσοι πάρεστε, οὐκ ὀλοφύρομαι μᾶλλον ἢ παραμυθήσομαι. ἐν πολυτρόποις γὰρ ξυμφοραῖς ἐπίστανται τραφέντες· τὸ δ' εὐτυχές, ο῏ ἂν τῆς εὐπρεπεστάτης λάχωσιν, ὥσπερ οἵδε μὲν νῦν, τελευτῆς, ὑμεῖς δὲ λύπης, καὶ οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη. χαλεπὸν μὲν οὖν οἶδα πείθειν ὄν, ὧν καὶ πολλάκις ἕξετε ὑπομνήματα ἐν ἄλλων εὐτυχίαις, αἷς ποτὲ καὶ αὐτοὶ ἠγάλλεσθε· καὶ λύπη οὐχ ὧν ἄν τις μὴ πειρασάμενος ἀγαθῶν στερίσκηται, ἀλλ' οὗ ἂν ἐθὰς γενόμενος ἀφαιρεθῇ. καρτερεῖν δὲ χρὴ καὶ ἄλλων παίδων ἐλπίδι, οἷς ἔτι ἡλικία τέκνωσιν ποιεῖσθαι· ἰδίᾳ τε γὰρ τῶν οὐκ ὄντων λήθη οἱ ἐπιγιγνόμενοί τισιν ἔσονται, καὶ τῇ πόλει διχόθεν, ἔκ τε τοῦ μὴ ἐρημοῦσθαι καὶ ἀσφαλείᾳ, ξυνοίσει· οὐ γὰρ οἷόν τε ἴσον τι ἢ δίκαιον βουλεύεσθαι ο῏ ἂν μὴ καὶ παῖδας ἐκ τοῦ ὁμοίου παραβαλλόμενοι κινδυνεύωσιν. ὅσοι δ' αὖ παρηβήκατε, τόν τε πλέονα κέρδος ὃν ηὐτυχεῖτε βίον ἡγεῖσθε καὶ τόνδε βραχὺν ἔσεσθαι, καὶ τῇ τῶνδε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε. τὸ γὰρ φιλότιμον ἀγήρων μόνον, καὶ οὐκ ἐν τῷ ἀχρείῳ τῆς ἡλικίας τὸ κερδαίνειν, ὥσπερ τινές φασι, μᾶλλον τέρπει, ἀλλὰ τὸ τιμᾶσθαι.

[45] παισὶ δ' αὖ ὅσοι τῶνδε πάρεστε ἢ ἀδελφοῖς ὁρῶ μέγαν τὸν ἀγῶνα (τὸν γὰρ οὐκ ὄντα ἅπας εἴωθεν ἐπαινεῖν), καὶ μόλις ἂν καθ' ὑπερβολὴν ἀρετῆς οὐχ ὁμοῖοι, ἀλλ' ὀλίγῳ χείρους κριθεῖτε. φθόνος γὰρ τοῖς ζῶσι πρὸς τὸ ἀντίπαλον, τὸ δὲ μὴ ἐμποδὼν ἀνανταγωνίστῳ εὐνοίᾳ τετίμηται. εἰ δέ με δεῖ καὶ γυναικείας τι ἀρετῆς, ὅσαι νῦν ἐν χηρείᾳ ἔσονται, μνησθῆναι, βραχείᾳ παραινέσει ἅπαν σημανῶ. τῆς τε γὰρ ὑπαρχούσης φύσεως μὴ χείροσι γενέσθαι ὑμῖν μεγάλη ἡ δόξα καὶ ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ.

[46] Εἴρηται καὶ ἐμοὶ λόγῳ κατὰ τὸν νόμον ὅσα εἶχον πρόσφορα, καὶ ἔργῳ οἱ θαπτόμενοι τὰ μὲν ἤδη κεκόσμηνται, τὰ δὲ αὐτῶν τοὺς παῖδας τὸ ἀπὸ τοῦδε δημοσίᾳ ἡ πόλις μέχρι ἥβης θρέψει, ὠφέλιμον στέφανον τοῖσδέ τε καὶ τοῖς λειπομένοις τῶν τοιῶνδε ἀγώνων προτιθεῖσα· ἆθλα γὰρ οἷς κεῖται ἀρετῆς μέγιστα, τοῖς δὲ καὶ ἄνδρες ἄριστοι πολιτεύουσιν. νῦν δὲ ἀπολοφυράμενοι ὃν προσήκει ἑκάστῳ ἄπιτε.'

[47] Τοιόσδε μὲν ὁ τάφος ἐγένετο ἐν τῷ χειμῶνι τούτῳ·