ΘΕ. ἐπιστάμεσθα ταῦτα· νῦν δὲ πράσσομεν
οὐχ οἷα κώμου καὶ γέλωτος ἄξια.
805 ΗΡ. γυνὴ θυραῖος ἡ θανοῦσα· μὴ λίαν
πένθει· δόμων γὰρ ζῶσι τῶνδε δεσπόται.
ΘΕ. τί ζῶσιν; οὐ κάτοισθα τἀν δόμοις κακά;
ΗΡ. εἰ μή τι σός με δεσπότης ἐψεύσατο.
ΘΕ. ἄγαν ἐκεῖνός ἐστ᾽ ἄγαν φιλόξενος.
810 ΗΡ. οὐ χρῆν μ᾽ ὀθνείου γ᾽ εἵνεκ᾽ εὖ πάσχειν νεκροῦ;
ΘΕ. ἦ κάρτα μέντοι καὶ λίαν θυραῖος ἦν.
ΗΡ. μῶν ξυμφοράν τιν᾽ οὖσαν οὐκ ἔφραζέ μοι;
ΘΕ. χαίρων ἴθ᾽· ἡμῖν δεσποτῶν μέλει κακά.
ΗΡ. ὅδ᾽ οὐ θυραίων πημάτων ἄρχει λόγος.
815 ΘΕ. οὐ γάρ τι κωμάζοντ᾽ ἂν ἠχθόμην σ᾽ ὁρῶν.
ΗΡ. ἀλλ᾽ ἦ πέπονθα δείν᾽ ὑπὸ ξένων ἐμῶν;
ΘΕ. οὐκ ἦλθες ἐν δέοντι δέξασθαι δόμοις.
πένθος γὰρ ἡμῖν ἐστι· καὶ στολμοὺς βλέπεις
μελαμπέπλους κουράν τε. ΗΡ. τίς δ᾽ ὁ κατθανών;
820 ΗΡ. μῶν ἢ τέκνων τι φροῦδον ἢ γέρων πατήρ;
ΘΕ. γυνὴ μὲν οὖν ὄλωλεν Ἀδμήτου, ξένε.
ΗΡ. τί φῄς; ἔπειτα δῆτά μ᾽ ἐξενίζετε;
ΘΕ. ᾐδεῖτο γάρ σε τῶνδ᾽ ἀπώσασθαι δόμων.
ΗΡ. ὦ σχέτλι᾽, οἵας ἤμπλακες ξυναόρου.
825 ΘΕ. ἀπωλόμεσθα πάντες, οὐ κείνη μόνη.
ΗΡ. ἀλλ᾽ ᾐσθόμην μὲν ὄμμ᾽ ἰδὼν δακρυρροοῦν
κουράν τε καὶ πρόσωπον· ἀλλ᾽ ἔπειθέ με
λέγων θυραῖον κῆδος ἐς τάφον φέρειν.
βίᾳ δὲ θυμοῦ τάσδ᾽ ὑπερβαλὼν πύλας
830 ἔπινον ἀνδρὸς ἐν φιλοξένου δόμοις,
πράσσοντος οὕτω. κᾆτ᾽ ἐκώμαζον κάρα
στεφάνοις πυκασθείς; ἀλλὰ σοῦ τὸ μὴ φράσαι,
κακοῦ τοσούτου δώμασιν προσκειμένου.
ποῦ καί σφε θάπτει; ποῦ νιν εὑρήσω μολών;
835 ΘΕ. ὀρθὴν παρ᾽ οἶμον, ἣ ᾽πὶ Λάρισαν φέρει,
τύμβον κατόψῃ ξεστὸν ἐκ προαστίου.
ΗΡ. ὦ πολλὰ τλᾶσα καρδία καὶ χεὶρ ἐμή,
νῦν δεῖξον οἷον παῖδά σ᾽ ἡ Τιρυνθία
Ἠλεκτρυόνος ἐγείνατ᾽ Ἀλκμήνη Διί.
840 δεῖ γάρ με σῶσαι τὴν θανοῦσαν ἀρτίως
γυναῖκα κἀς τόνδ᾽ αὖθις ἱδρῦσαι δόμον
Ἄλκηστιν, Ἀδμήτῳ θ᾽ ὑπουργῆσαι χάριν.
ἐλθὼν δ᾽ ἄνακτα τὸν μελάμπεπλον νεκρῶν
Θάνατον φυλάξω, καί νιν εὑρήσειν δοκῶ
845 πίνοντα τύμβου πλησίον προσφαγμάτων.
κἄνπερ λοχαίας αὐτὸν ἐξ ἕδρας συθεὶς
μάρψω, κύκλον δὲ περιβάλω χεροῖν ἐμαῖν,
οὐκ ἔστιν ὅστις αὐτὸν ἐξαιρήσεται
μογοῦντα πλευρά, πρὶν γυναῖκ᾽ ἐμοὶ μεθῇ.
850 ἢν δ᾽ οὖν ἁμάρτω τῆσδ᾽ ἄγρας, καὶ μὴ μόλῃ
πρὸς αἱματηρὸν πέλανον, εἶμι τῶν κάτω
Κόρης Ἄνακτός τ᾽ εἰς ἀνηλίους δόμους
αἰτήσομαί τε· καὶ πέποιθ᾽ ἄξειν ἄνω
Ἄλκηστιν, ὥστε χερσὶν ἐνθεῖναι ξένου,
855 ὅς μ᾽ ἐς δόμους ἐδέξατ᾽ οὐδ᾽ ἀπήλασε,
καίπερ βαρείᾳ συμφορᾷ πεπληγμένος,
ἔκρυπτε δ᾽ ὢν γενναῖος, αἰδεσθεὶς ἐμέ.
τίς τοῦδε μᾶλλον Θεσσαλῶν φιλόξενος,
τίς Ἑλλάδ᾽ οἰκῶν; τοιγὰρ οὐκ ἐρεῖ κακὸν
860 εὐεργετῆσαι φῶτα γενναῖος γεγώς.
***
ΥΠΗ. Τα ξέρω αυτά, μα στην περίστασή μας
χαρές και ξεφαντώματα δεν πάνε.
ΗΡΑ. Μια ξένη έχει πεθάνει· τόσο πένθος!
Εδώ οι αφέντες του σπιτιού σας ζούνε.
ΥΠΗ. Ζουν; Του σπιτιού τη συμφορά δεν ξέρεις;
ΗΡΑ. Αν ψέματα δε μου ᾽πε ο βασιλιάς σας…
ΥΠΗ. Α, στη φιλοξενία το παρακάνει.
810 ΗΡΑ. Για μια ξένη νεκρή να μ᾽ αψηφήσει;
ΥΠΗ. Πολύ δική του μάλιστα· τί ξένη;
ΗΡΑ. Πώς! Καμιά συμφορά και δε μου το ᾽πε;
ΥΠΗ. Πήγαινε στο καλό· για μας η θλίψη.
ΗΡΑ. Ο λόγος σου δε δείχνει ξένο πένθος.
ΥΠΗ. Θα με πείραζε, αλλιώς, που διασκεδάζεις;
ΗΡΑ. Άπρεπα ο φίλος φέρθηκε σε μένα;
ΥΠΗ. Για υποδοχή δεν είναι τούτη η μέρα.
Έχουμε πένθος· βλέπεις μαύρα ρούχα,
μαλλιά κομμένα. ΗΡΑ. Ποιός έχει πεθάνει;
820 Κανένα του παιδί; Ο πατέρας του ίσως;
ΥΠΗ. Ξένε, η γυναίκα του Άδμητου· ναι, εκείνη.
ΗΡΑ. Και με φιλοξενούσατε εδώ μέσα;
ΥΠΗ. Ντρεπόταν απ᾽ το σπίτι να σε διώξει.
ΗΡΑ. Δύστυχε, τί συντρόφισσα έχεις χάσει!
ΥΠΗ. Χαθήκαμε όλοι, κι όχι μόνο εκείνη.
ΗΡΑ. Την όψη του όταν είδα, τα κομμένα
μαλλιά του και τα μάτια του όλο δάκρυα,
σα να το ᾽νιωσα, μ᾽ έπεισε όμως όταν
μου ᾽πε πως ξένη πήγαινε να θάψει.
Ανόρεχτα αυτήν πέρασα την πόρτα
830 κι έπινα μες στο σπίτι ανθρώπου τόσο
φιλόξενου, που η μοίρα είχε χτυπήσει.
Και τρωγοπίνω! Και φορώ στεφάνι!
Πετά το στεφάνι και το ποτήρι.
Μα φταις κι εσύ· να μη μου πεις μια λέξη
για τέτοια συμφορά! Και πού να τρέξω
να τον βρω; Πού τη θάβει; ΥΠΗ. Έξω απ᾽ την πόλη,
στης Λάρισας το δρόμο ολόισα πάνω,
πελεκητό ένα μνήμα θ᾽ αντικρίσεις.
ΗΡΑ., αφού ο υπηρέτης γύρισε μέσα στο παλάτι.
Πολύπαθη καρδιά μου εσύ, κι ω χέρι,
τώρα δείξτε τί γιο η Τιρύνθια Αλκμήνη,
η κόρη του Ηλεκτρύονα, έχει κάμει
840 από το Δία. Την Άλκηστη εγώ πρέπει
να σώσω κι εδώ πίσω να τη φέρω,
τη χάρη αυτή στον Άδμητο να κάμω.
Καρτέρι πάω στο Θάνατο να στήσω,
το μαυροφόρο κύριο των νεκρών·
θαρρώ πως θα τον βρω κοντά στον τάφο,
αίμα απ᾽ τα σφάγια να ρουφά. Αν χιμώντας
από κρυψώνα τον τσακώσω, κι έτσι
τον σφίξω μες στα χέρια μου, κανένας
δε μου τον παίρνει· απ᾽ των πλευρών τον πόνο
θ᾽ αναγκαστεί να μου τη δώσει πίσω.
850 Αν σ᾽ αυτό δεν πετύχω, αν δε ζυγώσει
αίμα να πιει, στ᾽ ανήλιαγα παλάτια
της Κόρης και του Πλούτωνα θα πάω
να τη ζητήσω· κι είμαι βέβαιος ότι
την Άλκηστη εδώ πάνω θα τη φέρω
να τη δώσω στα χέρια αυτού του φίλου,
που, ενώ τον είχε βρει κακό μεγάλο,
δε μ᾽ έδιωξε, με δέχτηκε από σέβας
σ᾽ εμένα, γενναιόψυχα σιωπώντας.
Στη Θεσσαλία και σ᾽ όλη την Ελλάδα
είν᾽ άλλος πιο φιλόξενος; Κανένας.
Ώστε ας μη λέει πως σ᾽ έναν τιποτένιο
860 έκαμε το καλό η γενναία καρδιά του.
οὐχ οἷα κώμου καὶ γέλωτος ἄξια.
805 ΗΡ. γυνὴ θυραῖος ἡ θανοῦσα· μὴ λίαν
πένθει· δόμων γὰρ ζῶσι τῶνδε δεσπόται.
ΘΕ. τί ζῶσιν; οὐ κάτοισθα τἀν δόμοις κακά;
ΗΡ. εἰ μή τι σός με δεσπότης ἐψεύσατο.
ΘΕ. ἄγαν ἐκεῖνός ἐστ᾽ ἄγαν φιλόξενος.
810 ΗΡ. οὐ χρῆν μ᾽ ὀθνείου γ᾽ εἵνεκ᾽ εὖ πάσχειν νεκροῦ;
ΘΕ. ἦ κάρτα μέντοι καὶ λίαν θυραῖος ἦν.
ΗΡ. μῶν ξυμφοράν τιν᾽ οὖσαν οὐκ ἔφραζέ μοι;
ΘΕ. χαίρων ἴθ᾽· ἡμῖν δεσποτῶν μέλει κακά.
ΗΡ. ὅδ᾽ οὐ θυραίων πημάτων ἄρχει λόγος.
815 ΘΕ. οὐ γάρ τι κωμάζοντ᾽ ἂν ἠχθόμην σ᾽ ὁρῶν.
ΗΡ. ἀλλ᾽ ἦ πέπονθα δείν᾽ ὑπὸ ξένων ἐμῶν;
ΘΕ. οὐκ ἦλθες ἐν δέοντι δέξασθαι δόμοις.
πένθος γὰρ ἡμῖν ἐστι· καὶ στολμοὺς βλέπεις
μελαμπέπλους κουράν τε. ΗΡ. τίς δ᾽ ὁ κατθανών;
820 ΗΡ. μῶν ἢ τέκνων τι φροῦδον ἢ γέρων πατήρ;
ΘΕ. γυνὴ μὲν οὖν ὄλωλεν Ἀδμήτου, ξένε.
ΗΡ. τί φῄς; ἔπειτα δῆτά μ᾽ ἐξενίζετε;
ΘΕ. ᾐδεῖτο γάρ σε τῶνδ᾽ ἀπώσασθαι δόμων.
ΗΡ. ὦ σχέτλι᾽, οἵας ἤμπλακες ξυναόρου.
825 ΘΕ. ἀπωλόμεσθα πάντες, οὐ κείνη μόνη.
ΗΡ. ἀλλ᾽ ᾐσθόμην μὲν ὄμμ᾽ ἰδὼν δακρυρροοῦν
κουράν τε καὶ πρόσωπον· ἀλλ᾽ ἔπειθέ με
λέγων θυραῖον κῆδος ἐς τάφον φέρειν.
βίᾳ δὲ θυμοῦ τάσδ᾽ ὑπερβαλὼν πύλας
830 ἔπινον ἀνδρὸς ἐν φιλοξένου δόμοις,
πράσσοντος οὕτω. κᾆτ᾽ ἐκώμαζον κάρα
στεφάνοις πυκασθείς; ἀλλὰ σοῦ τὸ μὴ φράσαι,
κακοῦ τοσούτου δώμασιν προσκειμένου.
ποῦ καί σφε θάπτει; ποῦ νιν εὑρήσω μολών;
835 ΘΕ. ὀρθὴν παρ᾽ οἶμον, ἣ ᾽πὶ Λάρισαν φέρει,
τύμβον κατόψῃ ξεστὸν ἐκ προαστίου.
ΗΡ. ὦ πολλὰ τλᾶσα καρδία καὶ χεὶρ ἐμή,
νῦν δεῖξον οἷον παῖδά σ᾽ ἡ Τιρυνθία
Ἠλεκτρυόνος ἐγείνατ᾽ Ἀλκμήνη Διί.
840 δεῖ γάρ με σῶσαι τὴν θανοῦσαν ἀρτίως
γυναῖκα κἀς τόνδ᾽ αὖθις ἱδρῦσαι δόμον
Ἄλκηστιν, Ἀδμήτῳ θ᾽ ὑπουργῆσαι χάριν.
ἐλθὼν δ᾽ ἄνακτα τὸν μελάμπεπλον νεκρῶν
Θάνατον φυλάξω, καί νιν εὑρήσειν δοκῶ
845 πίνοντα τύμβου πλησίον προσφαγμάτων.
κἄνπερ λοχαίας αὐτὸν ἐξ ἕδρας συθεὶς
μάρψω, κύκλον δὲ περιβάλω χεροῖν ἐμαῖν,
οὐκ ἔστιν ὅστις αὐτὸν ἐξαιρήσεται
μογοῦντα πλευρά, πρὶν γυναῖκ᾽ ἐμοὶ μεθῇ.
850 ἢν δ᾽ οὖν ἁμάρτω τῆσδ᾽ ἄγρας, καὶ μὴ μόλῃ
πρὸς αἱματηρὸν πέλανον, εἶμι τῶν κάτω
Κόρης Ἄνακτός τ᾽ εἰς ἀνηλίους δόμους
αἰτήσομαί τε· καὶ πέποιθ᾽ ἄξειν ἄνω
Ἄλκηστιν, ὥστε χερσὶν ἐνθεῖναι ξένου,
855 ὅς μ᾽ ἐς δόμους ἐδέξατ᾽ οὐδ᾽ ἀπήλασε,
καίπερ βαρείᾳ συμφορᾷ πεπληγμένος,
ἔκρυπτε δ᾽ ὢν γενναῖος, αἰδεσθεὶς ἐμέ.
τίς τοῦδε μᾶλλον Θεσσαλῶν φιλόξενος,
τίς Ἑλλάδ᾽ οἰκῶν; τοιγὰρ οὐκ ἐρεῖ κακὸν
860 εὐεργετῆσαι φῶτα γενναῖος γεγώς.
***
ΥΠΗ. Τα ξέρω αυτά, μα στην περίστασή μας
χαρές και ξεφαντώματα δεν πάνε.
ΗΡΑ. Μια ξένη έχει πεθάνει· τόσο πένθος!
Εδώ οι αφέντες του σπιτιού σας ζούνε.
ΥΠΗ. Ζουν; Του σπιτιού τη συμφορά δεν ξέρεις;
ΗΡΑ. Αν ψέματα δε μου ᾽πε ο βασιλιάς σας…
ΥΠΗ. Α, στη φιλοξενία το παρακάνει.
810 ΗΡΑ. Για μια ξένη νεκρή να μ᾽ αψηφήσει;
ΥΠΗ. Πολύ δική του μάλιστα· τί ξένη;
ΗΡΑ. Πώς! Καμιά συμφορά και δε μου το ᾽πε;
ΥΠΗ. Πήγαινε στο καλό· για μας η θλίψη.
ΗΡΑ. Ο λόγος σου δε δείχνει ξένο πένθος.
ΥΠΗ. Θα με πείραζε, αλλιώς, που διασκεδάζεις;
ΗΡΑ. Άπρεπα ο φίλος φέρθηκε σε μένα;
ΥΠΗ. Για υποδοχή δεν είναι τούτη η μέρα.
Έχουμε πένθος· βλέπεις μαύρα ρούχα,
μαλλιά κομμένα. ΗΡΑ. Ποιός έχει πεθάνει;
820 Κανένα του παιδί; Ο πατέρας του ίσως;
ΥΠΗ. Ξένε, η γυναίκα του Άδμητου· ναι, εκείνη.
ΗΡΑ. Και με φιλοξενούσατε εδώ μέσα;
ΥΠΗ. Ντρεπόταν απ᾽ το σπίτι να σε διώξει.
ΗΡΑ. Δύστυχε, τί συντρόφισσα έχεις χάσει!
ΥΠΗ. Χαθήκαμε όλοι, κι όχι μόνο εκείνη.
ΗΡΑ. Την όψη του όταν είδα, τα κομμένα
μαλλιά του και τα μάτια του όλο δάκρυα,
σα να το ᾽νιωσα, μ᾽ έπεισε όμως όταν
μου ᾽πε πως ξένη πήγαινε να θάψει.
Ανόρεχτα αυτήν πέρασα την πόρτα
830 κι έπινα μες στο σπίτι ανθρώπου τόσο
φιλόξενου, που η μοίρα είχε χτυπήσει.
Και τρωγοπίνω! Και φορώ στεφάνι!
Πετά το στεφάνι και το ποτήρι.
Μα φταις κι εσύ· να μη μου πεις μια λέξη
για τέτοια συμφορά! Και πού να τρέξω
να τον βρω; Πού τη θάβει; ΥΠΗ. Έξω απ᾽ την πόλη,
στης Λάρισας το δρόμο ολόισα πάνω,
πελεκητό ένα μνήμα θ᾽ αντικρίσεις.
ΗΡΑ., αφού ο υπηρέτης γύρισε μέσα στο παλάτι.
Πολύπαθη καρδιά μου εσύ, κι ω χέρι,
τώρα δείξτε τί γιο η Τιρύνθια Αλκμήνη,
η κόρη του Ηλεκτρύονα, έχει κάμει
840 από το Δία. Την Άλκηστη εγώ πρέπει
να σώσω κι εδώ πίσω να τη φέρω,
τη χάρη αυτή στον Άδμητο να κάμω.
Καρτέρι πάω στο Θάνατο να στήσω,
το μαυροφόρο κύριο των νεκρών·
θαρρώ πως θα τον βρω κοντά στον τάφο,
αίμα απ᾽ τα σφάγια να ρουφά. Αν χιμώντας
από κρυψώνα τον τσακώσω, κι έτσι
τον σφίξω μες στα χέρια μου, κανένας
δε μου τον παίρνει· απ᾽ των πλευρών τον πόνο
θ᾽ αναγκαστεί να μου τη δώσει πίσω.
850 Αν σ᾽ αυτό δεν πετύχω, αν δε ζυγώσει
αίμα να πιει, στ᾽ ανήλιαγα παλάτια
της Κόρης και του Πλούτωνα θα πάω
να τη ζητήσω· κι είμαι βέβαιος ότι
την Άλκηστη εδώ πάνω θα τη φέρω
να τη δώσω στα χέρια αυτού του φίλου,
που, ενώ τον είχε βρει κακό μεγάλο,
δε μ᾽ έδιωξε, με δέχτηκε από σέβας
σ᾽ εμένα, γενναιόψυχα σιωπώντας.
Στη Θεσσαλία και σ᾽ όλη την Ελλάδα
είν᾽ άλλος πιο φιλόξενος; Κανένας.
Ώστε ας μη λέει πως σ᾽ έναν τιποτένιο
860 έκαμε το καλό η γενναία καρδιά του.