Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2023

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια 12. Το κλέος

12.2.2. Πένθος, νόστος, αδοξία


Στο πολεμικό σκηνικό της Ιλιάδας η σημασία του κλέους τονίζεται μέσα από την αντίθεσή του αφενός προς το πένθος ή ἄχος (τη θλίψη και την πίκρα που εκφράζεται με την τελετουργία του θρήνου) και αφετέρου προς τη φυγή, μια μορφή φυγόμαχου νόστου.

Η αντιθετική σχέση κλέους και πένθους/ἄχους δηλώνεται από τον Αγαμέμνονα, όταν ζητάει να φωνάξουν τον Μαχάονα, για να γιατρέψει την πληγή που προκάλεσε στον Μενέλαο ο φημισμένος τοξότης Πάνδαρος (Δ 196-197):

κάποιος από τους Τρώες ή τους Λύκιους που ήξερε καλά από τόξα τον σαΐτεψε και τον πέτυχε, δόξα [κλέος] για κείνον, για μας όμως θλίψη [πένθος].

Με το «για μας» υπονοείται ότι το πένθος/ἄχος διακατέχει όσους εμπλέκονται άμεσα και προσωπικά στη θλίψη και στην πίκρα που το κλέος του άλλου προκαλεί. Με άλλα λόγια, το πένθος/ἄχος προϋποθέτει την εγγύτητα, ενώ το κλέος την απόσταση. Ο Πάνδαρος θα ιδιοποιηθεί τη δόξα του νικητή, αφού πρώτα αυτή κυκλοφορήσει στα στόματα των άλλων (θνητών, ποιητών ή και θεών), οι οποίοι, από απόσταση πλέον, θα ακούσουν και θα διαδώσουν το κατόρθωμά του (το πένθος/ἄχος που προκάλεσε στους Αχαιούς) ως κλέος.

Η αντίθεση κλέους και πένθος/ἄχος είναι κυρίως εξωτερική, καθώς, με την εξαίρεση της περίπτωσης του Αχιλλέα (βλ. παρακάτω), αφορά διαφορετικά υποκείμενα. Εσωτερική, αντίθετα, είναι η σχέση κλέους και νόστου, καθώς αφορά τα ίδια υποκείμενα: σε κρίσιμες στιγμές οι πολεμιστές στην Ιλιάδα χρειάζεται να θυμούνται τις συνέπειες που θα υποστούν, στην περίπτωση που θα ενδώσουν στον φυγόμαχο νόστο τους. Αν το κλέος ακούγεται και διαδίδεται ως επαινετικός λόγος και διαφήμιση (εὔκλεια), ο νόστος, στη μορφή της φυγής ή της υποχώρησης, μειώνει ή αποκλείει το κλέος, νομιμοποιώντας τον ψόγο και τη δυσφήμιση (δύσκλεια) του πολεμιστή από τους άλλους.

Η αντιπαθητική σχέση κλέους και φυγόμαχου νόστου λανθάνει στην προτροπή του Αγαμέμνονα προς τους Αχαιούς, την οποία επαναλαμβάνει αργότερα παραλλαγμένη και ο Αίαντας (Ε 529-532 ≈ Ο 561-564):

Φίλοι, σταθείτε άντρες και κάνετε καρδιά γενναία [ἄλκιμον]· να ντρέπεστε ο ένας τον άλλο [αἰδεῖσθε] μέσα στις δυνατές μάχες. Όταν οι άντρες έχουν ντροπή πάνω τους [αἰδομένων], πιο πολύ γλιτώνουν παρά σκοτώνονται· όταν όμως το βάζουν στα πόδια, ούτε η δόξα τους [κλέος] μεγαλώνει ούτε καμιά βοήθεια βρίσκουν ο ένας από τον άλλο [ἀλκή].

Υπάρχουν δύο εξαιρετικά σημεία που αξίζει εδώ να σχολιαστούν: το πρώτο έχει να κάνει με την παρουσία/απουσία της αλκής και το δεύτερο με την παρουσία της αἰδοῦς. Ο αρχιστράτηγος των Αχαιών, προκειμένου να κρατήσει τους Αχαιούς ακλόνητους στις θέσεις τους, τονίζει όχι τόσο την -ανεξέλεγκτη συχνά- επιθετική αιχμή της αλκής όσο και τη συντηρητική της σημασία. Με τη φυγή τους οι πολεμιστές όχι μόνο δεν κερδίζουν κλέος αλλά και θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους, καθώς μηδενίζεται η δυνατότητα της αλληλοϋποστήριξής τους. Από την άλλη μεριά, η παρουσία της συντηρητικής αλκής ενισχύεται με την αἰδῶ: η «ντροπή» που αισθάνονται οι πολεμιστές απέναντι στην υποχώρηση, εξαιτίας της οποίας κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν κακοί, ενισχύει το αίσθημα της έγνοιας του ενός για τον άλλον. Ωστόσο, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, όπως στου Έκτορα (Ζ 441-446), η αἰδώς οδηγεί στο μέγα κλέος του θανάτου ματαιώνοντας τον νόστο, εδώ ο βασιλιάς των Αχαιών αφήνει να εννοηθεί ότι, αν διαθέτουν αἰδῶ οι πολεμιστές, μπορεί και να γυρίσουν σώοι από τη μάχη παρά νεκροί («οι άντρες που έχουν ντροπή πάνω τους πιο πολύ γλιτώνουν παρά σκοτώνονται»).

Η ειρωνεία είναι ότι ο ίδιος ο Αγαμέμνονας κινδυνεύει να χαρακτηριστεί δυσκλεής («δυσφημισμένος») ηγέτης, όταν, τουλάχιστον σε μια στιγμή πραγματικού πανικού, προτείνει τον νόστο των Αχαιών στην Ελλάδα (I 22 κ.ε.), κάτι που χαρακτηρίζεται αἰσχρόν («ντροπή») για τις μέλλουσες γενιές που θα τον μάθουν (Β 119). Γι᾽ αυτό, προκειμένου να αποφύγουν τη δύσκλεια με τον φυγόμαχο νόστο τους, οι αχαιοί πολεμιστές είναι έτοιμοι να υποδεχτούν τον θάνατο (Ρ 415-417):

Φίλοι, βέβαια δε θα μας φέρει δόξα να γυρίσουμε [οὐ … ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι] πίσω στα βαθιά καράβια· καλύτερα για όλους μας να σκιστεί η γη και να μας καταπιεί.

Επιτονισμένη διαβάθμιση της δυσφήμισης των πολεμιστών είναι η πλήρης απώλεια του κλέους τους. Η ρητορική δήλωση της αδοξίας τους αναφέρεται στην πλήρη αδυναμία τους να αντιδράσουν στο κλέος που διεκδικεί ο αντίπαλός τους. Στην πολεμική πρόκληση που δέχονται οι Αχαιοί από τον Έκτορα (βλ. παρακάτω) μένουν άφωνοι από ντροπή και φόβο, με αποτέλεσμα να δεχθούν τις προσβολές του Μενελάου (Η 97-100), επειδή δίχως δόξα (ἀκλεές) μένουν αδρανείς και σαν ζωντανοί-νεκροί δεν έχουν πνοή μέσα τους.

Στην κυριολεκτική της δήλωση η αδοξία σημαίνει για τον πολεμιστή αφανισμό από τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της φύσης, χωρίς να αφήσει πίσω του κανένα ίχνος, ώστε να μπορεί κάποιος να τον μνημονεύσει, να πει κάτι αξιόλογο μέσα στο έπος γι᾽ αυτόν. Ο φυσικός αυτός θάνατος αμαυρώνει την υπόληψή του ως γενναίου πολεμιστή και αντιστρατεύεται το κοινωνικό του τέλος, που συνοδεύει την πράξη ενός πολεμικού κατορθώματος, ώστε να το θυμούνται και να το διηγούνται οι μέλλουσες γενιές. Ο Αχιλλέας, στη μάχη που δίνει με τον ποταμό Σκάμανδρο, εύχεται σε μια κρίσιμη στιγμή να πέθαινε γενναίος (ἀγαθός) από τον γενναίο ή και γενναιότερό του (ἀγαθόν και ἄριστον) Έκτορα, παρά να τον βρει ο άδοξος (λευγαλέος) θάνατος (Φ 281) σαν ένα βοσκόπουλο που το παρασύρει το ρεύμα του ποταμού. Τη σκέψη του Αχιλλέα συμπληρώνει αργότερα ο Έκτορας: όταν αντιλαμβάνεται ότι οι θεοί απέσυραν την υποστήριξή τους και ότι πλησιάζει η ώρα του θανάτου του από τον Αχιλλέα, επιλέγει να αντιμετωπίσει τον αντίπαλό του προσβλέποντας στο κλέος της υστεροφημίας του (Χ 304-305):

Τουλάχιστο να μην πεθάνω δίχως πόλεμο και δίχως δόξα
[ἀκλειῶς], μόνο αφού κάνω κάτι μεγάλο, για να το μάθουν και οι κατοπινοί άνθρωποι.

Λίγο πριν το αποφασισμένο τέλος του ο τρωαδίτης ήρωας αισθάνεται ότι πρέπει να μεταμορφώσει τον θάνατό του σε αιώνια δόξα, πεθαίνοντας γενναία (ἐϋκλειῶς, Χ 110) μπροστά από την πόλη του· «κάνοντας κάτι μεγάλο», να μετατρέψει τη μοίρα του αφανισμού του σε «ευλογία», μέσω της οποίας θα συντηρούνται το όνομα και η ιστορία του στις επόμενες γενιές.

Η έννοια της αποδοχής και της ανάγκης

Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον. Συναστρέφεται με άλλους ανθρώπους λαμβάνοντας και δίδοντας αυτά που θεωρεί ότι του είναι αναγκαία για την επιβίωση του.

Για να αποδεχθώ όμως κάτι, θα πρέπει να έχω επίγνωση αυτού που μου λείπει. Έτσι, η αξιολόγηση της θέσης στην οποία βρίσκομαι είναι αναγκαία για να προβώ στο επόμενο στάδιο της αποδοχής κάποιου πράγματος.

Παράλληλα με την αξιολόγηση της θέσης μου, θα πρέπει να προβώ σε μια διαδικασία σύγκρισης, ώστε αυτό που αποδέχομαι να εξυπηρετεί την ανάγκη μου.

Η αίσθηση κι η αποδοχή των αληθινών αναγκών κάθε ανθρώπου, καθορίζει και επηρεάζει εν πολλοίς την ψυχική του υγεία.

Πως όμως μια ανάγκη θα μου γνωστοποιηθεί αν δεν προκύψει ένα πρόβλημα, μια αδυναμία υλοποίησης; Ένα πρόβλημα λοιπόν προκύπτει, δηλ. φανερώνεται στην σκέψη μου ή σε αυτά που με περιβάλλουν, ούτως ώστε να μπω στην διαδικασία σκέψης των αναγκών μου.

Να δω το ελλείματα μου και τις ανάγκες μου και είτε να απορρίψω είτε να υιοθετήσω την προς αποδοχή θεματική. Για να υποπέσει κάτι στην αντί-ληψη μου, στις αισθήσεις και στην σκέψη μου εκ προοιμίου θα πρέπει να αποδεχτώ ότι η φύση πρώτη γνώριζε τις ανάγκες μου.

Απευθύνεται κάθε φορά σε εμένα με σκέψεις, αισθήσεις, ανθρώπους και περιβάλλον για να μου ομολογήσει κάτι που με αφορά. Άλλωστε αυτή με δημιούργησε. Η Φύση δεν κάνει τίποτα περιττό και μη αναγκαίο. Έτσι διατηρεί την διαχρονία της, που εμείς καλούμαστε να παρατηρήσουμε.

Ας ρωτήσουμε τη λέξη απο-δέχομαι να δούμε τι θα μας απαντήσει:

Ι. Δέχομαι από κάποιον. Δέχομαι αυτό που παραδέχομαι. Αποδέχομαι τις αντιλήψεις του και γίνομαι μαθητής του, τον ακολουθώ ως οπαδός του. Δέχομαι την παρ-ουσία του. Τον δέχομαι με επιδοκιμασία εγκρίνοντας τον, διότι μου παρέχει με αποδοχή και ευχαρίστηση το έργο του. Είναι το πρόσωπο από το οποίο δέχομαι με ευχαρίστηση κάτι όταν μου δοθεί. Το κάνω γατί παραδέχομαι τα λεγόμενα του ως αληθή και διότι με αφορούν.

ΙΙ. λαμβάνω πίσω, ανακτώ, επανακτώ αυτό που ήταν δικό μου και έχω απολέσει. (Μέγα Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας LIDDELL & SCOTT).

Ας σταθούμε λίγο στη δεύτερη έννοια της λέξης αποδοχή. Λαμβάνω πίσω κάτι όταν δικαιωματικά ήταν δικό μου και το έχω απωλέσει. Το επανακτώ καθότι ήταν δικό μου. Ποιο είναι το υποκείμενο και ποιο το αντικείμενο σε αυτήν την περίπτωση; Ή μήπως το δικό μου είναι και του άλλου; Ή καλύτερα το υπο-κείμενο που είναι εγώ και το αντι-κείμενο που είναι το άλλο είναι ταυτότητα. Οπότε σε αυτήν την περίπτωση το δίνω και το παίρνω αφορά το ένα και αυτό το υπάρχον Ον.

Ο προσωκρατικός τιτάνας της φιλοσοφικής σκέψης και πατέρας της Οντολογίας Παρμενίδης διατύπωνε:

«Εν τω Παν» (Όλα είναι Ένα). Όλα δηλ. με κάποιο αδιόρατο τρόπο συνέχονται.

Ο Ηράκλειτος επίσης διατυπώνει το ίδιο: «Εν πολλοίς πολλά εν Ενί» δηλ. (το Ένα βρίσκεται στα πολλά και τα πολλά στο Ένα).

Δηλαδή από το ένα απορρέουν όλα και σε αυτό καταλήγουν, διότι η σχέση τους είναι άρρηκτη, συμπαγής και αδιάσπαστη. Με αλλά λόγια για να μπορούνε να εξάγουμε κάποιο συμπέρασμα, θα πρέπει να περάσουμε σε μια υπερβατική ματιά όπως τη διατυπώνει η αρχαία ελληνική σκέψη, αν θέλουμε να δούμε αυτά που πραγματώνονται κάτω από την αληθή τους διάσταση. Αλλιώς θα αναλώνουμε το χρόνο στο να ψάχνουμε και να επιζητούμε, το μη αληθές, αγνοώντας το κυρίαρχο: δεν επιλέγουμε εμείς, αλλά η Ζωή επιλέγει για εμάς. Σε αυτήν ανήκουμε και όχι αυτή σε εμάς. Αυτή γνώριζε τις ανάγκες μας και αυτή πρέπει να εμπιστευόμαστε και να αποδεχόμαστε τυφλά. Δικαιωματικά οικούμε σε αυτήν και μας παρέχει όπως η τροφός ότι κι΄αν της αιτήσουμε.

Ο Παρμενίδης μας ομολογεί απερίφραστα:

«(διότι) από οποιοδήποτε σημείο και αν αρχίσω, πάλι στο ίδιο θα επιστρέψω» (Παρμενίδης 5.2).

Γι' αυτό: «μόνο μια οδός απομένει» (8.1)

Να ενταχθούμε και να αποδεχθούμε το Ένα, του οποίου είμαστε εξ αγάπης αναπόσπαστο μέρος και δικαιωματικά ανήκουμε σε αυτό. Αυτή είναι η τιμή που μας παρέχει: να το βιώσουμε. Η χαρά του σύμπαντος κόσμου γίνεται και χαρά μας, η δε λύπη του μας αγγίζει.

Ας ακολουθήσουμε λοιπόν την οδό που η ζωή μας προτρέπει να ακολουθήσουμε. Γι’ αυτό ο καθένας μας βρίσκεται στο συγκεκριμένο της τόπο: για να εκφράσει την αλήθεια της.

Ας αποδεχθούμε τον όποιον τρόπο της, που η ίδια επιλέγει για τον καθέναν από εμάς προσωπικά ώστε να μας πείσει. Αυτή είναι η ανάγκης της: να υπάρχει η ίδια αιώνια και εμείς μαζί της. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει από την ανάγκη του: «Ζειν αενάως».

«αυτή είναι η μόνη οδός, της πειθούς, (που καλούμαστε να οδοιπορήσουμε, να πιστεύσουμε και να αποδεχθούμε ώστε να ακολουθήσουμε) επειδή εκεί βρίσκεται η αλήθεια». (Παρμενίδης 2.4)

Bertrand Russell: Η Θέση του Έρωτα στην Ανθρώπινη Ζωή

Ο έρωτας και η σεξουαλική επαφή∙ είναι το σπουδαιότερο και μεγαλύτερο μέσο για να ξεφύγουν από τη μοναξιά που πληγώνει τους πιο πολλούς άντρες και γυναίκες στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους.

Στους πιο πολλούς ανθρώπους υπάρχει ένας βαθιά ριζωμένος φόβος για τον κρύο εξωτερικό κόσμο και για την πιθανή σκληρότητα του πλήθους.

Υπάρχει μια λαχτάρα για στοργή που συχνά κρύβεται κάτω από την τραχύτητα, τη χοντροκοπιά και το απότομο φέρσιμο στους άντρες ή κάτω από την γκρίνια και το καυγάδισμα στις γυναίκες.

Ο δυνατός αμοιβαίος έρωτας, όσο διαρκεί, εξαφανίζει αυτά τα αισθήματα, γκρεμίζει τα σκληρά τείχη του εγώ και δημιουργεί ένα νέο πλάσμα που αποτελείται από δύο ενωμένα σε ένα.

Η φύση δεν έφτιαξε τα ανθρώπινα όντα για να ζουν μόνα, γιατί δεν μπορεί να εκπληρώσει το βιολογικό σκοπό της παρά μόνο με τη συνεργασία των ανθρώπων∙ και οι πολιτισμένοι άνθρωποι δεν μπορούν να ικανοποιήσουν ολοκληρωτικά το σεξουαλικό τους ένστικτο χωρίς αγάπη.

Το ένστικτο δεν ικανοποιείται ολοκληρωτικά παρά μόνο όταν στην ερωτική σχέση μπαίνει ολάκερη η ύπαρξη του ανθρώπου, ψυχική και σωματική.

Εκείνοι που δεν έχουν γνωρίσει τη βαθιά οικειότητα και την έντονη συντροφικότητα της ευτυχισμένης αμοιβαίας αγάπης έχουν χάσει το καλύτερο πράγμα που μπορεί να δώσει η ζωή∙ ασυνείδητα, αν όχι συνειδητά, το αισθάνονται αυτό και η απογοήτευση που γεννιέται τους οδηγεί προς το φθόνο, την καταπίεση και τη σκληρότητα.

Bertrand Russell, Η Θέση του Έρωτα στην Ανθρώπινη Ζωή

Με τρομάζουν οι άνθρωποι που χαμογελούν ψεύτικα

Περισσότερο από τους ανθρώπους που δε χαμογελούν, με τρομάζουν οι άνθρωποι που χαμογελούν ψεύτικα.

Αυτοί που φορούν τη μάσκα τους κάθε πρωί και τότε μόνο ξεπορτίζουν, κρύβοντας καλά κάθε αμηχανία, αδυναμία και κόμπλεξ!

Δε συναντάς πια, πρόσωπα μ’ αληθινά χαμόγελα, στο δρόμο. Μόνο μάσκες που γελούν παγωμένα. Προσωπεία ανέκφραστα με ζωγραφισμένα κρύα χαμόγελα, σέρνουν μαζί τους, αιχμάλωτα κορμιά, κενά από συναισθήματα και ανθρωπιά, που περιφέρονται άσκοπα ως «ομοιώματα ανθρώπων», ανικανοποίητα και έρμαια της απληστίας τους.

Θλίψεις κρύβονται πίσω από ψεύτικα χαμόγελα κι ανθρωπόμορφες σκιές περικλείουν όλο το ψέμα της ζοφερής πραγματικότητάς τους σ’ ένα «όλα καλά» που σ’ απαντούν βιαστικά και συνεχίζουν την πορεία τους προς τη δυστυχία…

Άβουλα κορμιά, ταγμένα να θυσιάζουν «θέλω» στο κυνήγι μιας «παρ’ ολίγον ευτυχίας».

Καίνε όνειρα με προθυμία, για να φωτίσουν τα σκοτάδια τους και να ζεστάνουν την παγωμένη ψυχή τους…

Ανικανοποίητα κι αχόρταγα ζητούν πάντα κάτι παραπάνω απ’ όσα έχουν κι όσα κι αν αποκτήσουν, ποτέ δεν είναι αρκετά…

Όλο κάτι κυνηγούν, όλο κάτι τους λείπει! Τρέχουν, χωρίς να ξέρουν που θέλουν να φτάσουν!

Δεν απολαμβάνουν! Δε ζουν!

Μόνο τρέχουν, να προλάβουν μια δήθεν ευτυχία σε «ενδιαφέρουσα κατάσταση» που όμως εγκυμονεί το τέρας της δυστυχίας τους.

Μαριονέτες με γυαλιστερές αλυσίδες φτάνουν μέχρι εκεί που τους επιτρέπετε κι απότομα σταματούν και με απάθεια περιμένουν να πέσει η αυλαία για να σωριαστούν κατάχαμα…

Υπαρκτές σ’ ένα θέατρο παραλόγου, μόνο.

Παπαγαλίζουν τα λόγια που τους αναλογούν, κρυμμένες πίσω από τη σιγουριά της μάσκας. Κι ύστερα στοιχίζονται και παίρνουν τον πιο εύκολο δρόμο.

Οι δρόμοι για την αποξένωση και την απομόνωση έχουν ασήματες διαβάσεις.

Προτεραιότητα έχει πάντα ο πιο βιαστικός να φτάσει…

Η πιο πολυσύχναστη οδός είναι της Αδιαφορίας! Παρόλο που οδηγεί σε Αδιέξοδο, όλο και περισσότεροι αδαείς και απαθείς, εγκλωβίζονται στις φάλαγγές της. Αποχαυνωμένοι, οδηγούν στα τυφλά με συνταξιδιώτη τους το «τίποτα» και προορισμό το «πουθενά».

Κι όλα μένουν ίδια, όσο μένουμε αδρανείς.

Όσο χαμογελάμε μηχανικά στις μάσκες, τόσο αυτές θα υπάρχουν και θα υποκρίνονται!

Θα πληθαίνουν, όσο τις ανεχόμαστε.

Όσο κυνηγάμε τη «δήθεν ευτυχία», στους λάθος δρόμους, τόσο θα εξασφαλίζουμε αδιέξοδα και τη δυστυχία του ανικανοποίητου!

Δε μ’ αρέσει ο κόσμος μασκαρεμένος!

Φυσάει πολλή «υποκρισία» και παγώνω!

Ο Επαμεινώνδας και η στρατηγική της έμμεσης προσέγγισης

Ο Επαμεινώνδας (420-362 π.Χ.) γεννήθηκε στη Θήβα και θεωρείται ως ο πιο σημαντικός στρατιωτικός και πολιτικός της ηγέτης. Ξεχώριζε για τις ικανότητές του στην τακτική, για την ηθική, τη σωφροσύνη, την απλότητα και τη μόρφωσή του.

Όταν το 382 π.Χ. η πατρίδα του καταλήφθηκε από τους Σπαρτιάτες, ο Επαμεινώνδας εργάστηκε μυστικά για την απελευθέρωσή της.

Στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.) νίκησε τους Σπαρτιάτες χάρη στη στρατιωτική του μεγαλοφυΐα και στην τακτική της «λοξής φάλαγγας», που για πρώτη φορά εφάρμοσε.

Στην τακτική αυτή η κύρια δύναμη εφαρμοζόταν στο αριστερό της παράταξης και έφερνε σε δύσκολη θέση τον αντίπαλο, που κρατούσε τις ασπίδες με το αριστερό χέρι.

Ο βασιλιάς των Σπαρτιατών Κλεόμβροτος σκοτώθηκε και οι Θηβαίοι υποκίνησαν τις υποδουλωμένες στους Σπαρτιάτες πόλεις ν’ αποτινάξουν το ζυγό.

Στην επιστροφή του στη Θήβα καταδικάστηκε σε θάνατο γιατί είχε διατηρήσει το αξίωμά του περισσότερο απ’ ό,τι προβλεπόταν. Ο Επαμεινώνδας δέχτηκε την ποινή αλλά ζήτησε να γραφτεί ότι το έκανε για να εκδιώξει τους Σπαρτιάτες. Ύστερα από αυτό απαλλάχτηκε των κατηγοριών.

Ο Θηβαϊκός στρατός κινήθηκε στην Πελοπόννησο και οργάνωσε τους Μεσσήνιους και τους Αρκάδες.

Εν τω μεταξύ, κατασκεύασε ισχυρό στόλο και απομάκρυνε τους Αθηναίους από τη Χίο, τη Ρόδο και το Βυζάντιο, δημιουργώντας μια μεγάλη βοιωτική δύναμη, για την αντιμετώπιση της οποίας οι λοιποί Έλληνες συνασπίστηκαν. Στη συμμαχία αυτή βρέθηκαν οι Αθηναίοι, οι Σπαρτιάτες, οι Αχαιοί, οι Ηλείοι και οι Μαντίνειοι.

Ο Επαμεινώνδας, για να τους αντιμετωπίσει, σκέφτηκε να οργανώσει εκστρατεία στην Πελοπόννησο για να προσβάλει τον ισχυρότερο εξ αυτών, τους Σπαρτιάτες.

Βλέπουμε, δηλαδή, ότι πριν από την πολεμική σύγκρουση, στη φάση της κρίσης, είχε εφαρμόσει την κυριότερη αρχή του πολέμου, αυτήν της οικονομίας δυνάμεων, προκειμένου να μειώσει τις αντιστάσεις για να έχει το πλεονέκτημα της ευνοϊκής αναλογίας δυνάμεων με το μέρος του.

Η μάχη δόθηκε στη Μαντίνεια (362 π.Χ.), κατά την οποία οι Θηβαίοι νίκησαν το στρατό των 23.000 Σπαρτιατών.

Ο Επαμεινώνδας όμως πληγώθηκε από ακόντιο, το οποίο, όταν έμαθε τη νίκη των Θηβαίων, έβγαλε και ξεψύχησε. Θάφτηκε στο μέρος της μάχης και η πατρίδα του τον τίμησε.

Παρ’ όλα αυτά, η Θήβα μετά το θάνατό του δεν μπόρεσε να διατηρήσει το μεγαλείο της.

Η φυσιογνωμία του Επαμεινώνδα έμεινε στην παγκόσμια ιστορία για τις ηγετικές και κυρίως τις στρατιωτικές της ικανότητες.

Η τακτική της φάλαγγας από τον Όμηρο έως σήμερα

Πρώτος ο Ομηρος χρησιμοποίησε τον όρο «φάλαγξ» για να περιγράψει κάτι σαν την οργανωμένη παράταξη μάχης. Ο Όμηρος επικεντρώνεται στις μονομαχίες των ηρώων. Η μονομαχία γίνεται συνήθως πριν από την παράταξη και τη σύγκρουση των αντίπαλων δυνάμεων. Είναι η πρωταρχική σύγκρουση του ατομικού στοιχείου πριν από το συλλογικό.

Οι συγκρούσεις των συνόλων γίνονται με τη μορφή του «ωθισμού». Κυριαρχεί η μετωπική αντιπαράθεση και τα στοιχεία που διακρίνονται είναι ο ατομικός ηρωισμός και η σωματική ρώμη. Ορισμένες φορές χρησιμοποιείται η πανουργία και η πρωτοτυπία, η οποία επιβραβεύεται και αποδεικνύεται αποτελεσματική (Δούρειος Ίππος).

Από τον 7ο π.Χ. αιώνα γίνεται χρήση της ασπίδας με λαβή, με την ολοκληρωμένη μορφή που την ξέρουμε, και τότε εφαρμόζεται η νέα μορφή μάχης, με οργανωμένη παράταξη (φάλαγξ) και με νέα πολεμική τέχνη. Με τις νέες τεχνικές που επιβλήθηκαν από την εφεύρεση των νέων μέσων (ασπίδα, πανοπλία), δημιουργείται ένα σχεδόν αδιαπέραστο τείχος πίσω από τις ασπίδες, από το οποίο προβάλλονταν μόνο τα δόρατα.

Κάθε οπλίτης προστάτευε με την ασπίδα του το μισό εαυτό του (αριστερό) και το μισό του διπλανού του οπλίτη (δεξιό).

Καθένας ήταν υπεύθυνος για τη διαφύλαξη της αντοχής του τείχους και την ασφάλεια των υπολοίπων.

Το βάθος ήταν τουλάχιστον τέσσερις σειρές, ώστε αν έσπαγε η πρώτη, να κρατούν οι λοιπές. Για τη διατήρηση του σχηματισμού της παράταξης απαιτούνταν η καλλιέργεια των πολεμικών αρετών της πειθαρχίας και της αλληλεγγύης και η διαρκής εκγύμναση του σώματος.

Υπάρχουν βέβαια και οι κοινωνικοί λόγοι που συνέτειναν στην αντικατάσταση των ατομικών μονομαχιών, που προέρχονταν κυρίως από την εποχή της αριστοκρατίας, με την είσοδο της μεσαίας τάξης, που επέβαλε την τακτική των οργανωμένων παρατάξεων και της φάλαγγας.

Με παρόμοιο τρόπο, την εποχή του Μεσαίωνα, η αγγλική αστική τάξη συνέτεινε στη δημιουργία των τοξοτών, που νίκησαν στη μάχη του Azincourt τους Γάλλους ιππότες. Όπως μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση η κατασκευή του πολυβόλου και στη συνέχεια του άρματος μάχης έδωσαν στο πεδίο της μάχης την πρωτοβουλία σ’ αυτούς που συνδύασαν την ατομικότητα και τη χρήση της τεχνολογίας και απελευθέρωσαν το στρατιώτη από τη στατική σκέψη και το στατικό χαράκωμα, δίνοντάς του την ελευθερία του ελιγμού. Στις περιγραφές των μαχών του 5ου-4ου π.Χ. αιώνα, το κέντρο της παράταξης είναι ασθενέστερο, ενώ στο δεξιό κέρας τοποθετούνται οι γενναιότεροι.

Μπροστά πηγαίνουν οι νεότεροι ενώ πίσω οι μεγαλύτεροι και πλέον σώφρονες, για να δίνουν οδηγίες στους νεότερους.

Η στρατιωτική δύναμη μπορούσε να κινηθεί από το σχηματισμό πορείας στο σχηματισμό της φάλαγγας και στη συνέχεια στην αλλαγή μετώπου δεξιά – αριστερά ή στα νώτα. Στον Μαραθώνα και δέκα χρόνια αργότερα στις Πλαταιές αποδείχτηκε η ανωτερότητα της φάλαγγας, με την πιο ευέλικτη μορφή της, απέναντι στον περσικό στρατό, που περιείχε πεζούς, ιππικό και τοξότες, αλλά τοποθετημένους με δομή τέτοια που δεν επέτρεπε τη δυνατότητα ελιγμών και την πλήρη χρησιμοποίηση των δυνατοτήτων των όπλων.

Αυτό απηχούσε την ολοκληρωτική αντίληψη των Περσών και την έλλειψη ελευθερίας του προσωπικού τους. Το ασθενές κέντρο απορρόφησε την εχθρική επίθεση και η νίκη επετεύχθη από την πίεση των πλευρικών δυνάμεων, που εγκλώβισαν και κατέστρεψαν τη μεγαλύτερη δύναμη του εχθρού.

Στην πρώτη μάχη της Μαντίνειας (418 π.Χ.) αντίπαλοι ήταν από τη μια πλευρά οι Αθηναίοι και οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοί τους (Αργείοι, Μαντινείς, Αρκάδες) και από την άλλη πλευρά οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες. Για πρώτη φορά βλέπουμε διαφοροποίηση της διάταξης μετά την έναρξη της μάχης. Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.) αρχίζει η αντιπαράθεση των Βοιωτών με τους Σπαρτιάτες.

Η σπαρτιατική τακτική βασίζεται στην ανάπτυξη των δυνάμεων της φάλαγγας σε πλάτος και με μικρό βάθος, που επιτρέπει τους ελιγμούς και την κύκλωση των πλευρών και νώτων του αντιπάλου.

Οι Βοιωτοί στηρίζονται στη διάσπαση των εχθρικών γραμμών χάρη στη βαθιά τους παράταξη, που φτάνει σε ορισμένες περιπτώσεις τους 50 άντρες.

Στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.) ο Επαμεινώνδας τοποθέτησε τα στρατεύματά του σε γωνιακή θέση σε σχέση με αυτά των Σπαρτιατών και ενίσχυσε το αριστερό άκρο του.

Οι Θηβαίοι διέσπασαν τις σπαρτιατικές γραμμές, τις περικύκλωσαν και νίκησαν. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β’, που μικρός ήταν όμηρος στη Θήβα και γνώριζε προσωπικά τον Επαμεινώνδα, βελτίωσε τη λοξή φάλαγγα αυξάνοντας το βάθος από 8 σε 20 γραμμές και μεγαλώνοντας το μήκος του δόρατος από 2-3 σε 6 μέτρα (σάρισα).

Όταν άρχιζε η μάχη, η φάλαγγα σταθεροποιούσε την αντίπαλη παράταξη και το ιππικό προσπαθούσε να διασπάσει την εχθρική διάταξη και να προσβάλει τα νώτα του εχθρού και την επιμελητεία του.

Στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η μακεδονική παραλλαγή της λοξής φάλαγγας. Στη μάχη της Ισσού (333 π.Χ.) ο Μ. Αλέξανδρος χρησιμοποίησε τη φάλαγγα σε ευθεία γραμμή και το ιππικό με τον ίδιον ήταν στο δεξιό πλευρό.

Στις αδυναμίες του σχηματισμού της φάλαγγας ήταν το ασθενές δεξιό πλευρό, επειδή κρατούσαν τις ασπίδες με το αριστερό χέρι. Άλλη αδυναμία ήταν η ανάγκη μάχης μόνο σε πεδινό έδαφος, αλλιώς διασπείρονταν οι δυνάμεις και, τέλος, η υπερβολική κούραση των οπλιτών της πρώτης γραμμής στη διάρκεια πολύωρης μάχης.

Η μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.)

Μετά τον τερματισμό του Πελοποννησιακού πολέμου το 404 π.Χ., η Σπάρτη κατέλαβε τη Θήβα το 383 π.Χ. και εγκατέστησε υποτελές σ’ αυτήν καθεστώς. Η πόλη απελευθερώθηκε το 379 π.Χ. με τη βοήθεια των Αθηναίων και άρχισε να αναδιοργανώνει το στρατό της υπό την ηγεσία δύο ισχυρών προσωπικοτήτων, του Πελοπίδα και του Επαμεινώνδα.

Μπροστά στον κίνδυνο της ανερχόμενης βοιωτικής δύναμης, μια σπαρτιατική δύναμη υπό το βασιλιά Κλεόμβροτο προέλασε στη Βοιωτία και στρατοπέδευσε λίγα χιλιόμετρα από τη Θήβα, στα Λεύκτρα. Ο Επαμεινώνδας γνώριζε ότι είχε να αντιμετωπίσει υπέρτερο εχθρό αλλά έπεισε τους άντρες του ότι έπρεπε να δώσουν τη μάχη στο ανοιχτό πεδίο, μιας και γνώριζαν τη σπαρτιατική τακτική και τις αδυναμίες της από τις μάχες που είχαν λάβει χώρα τα προηγούμενα χρόνια.

Η σχεδίαση της τακτικής αντιμετώπισης των Σπαρτιατών οφείλεται στη στρατιωτική μεγαλοφυΐα του Επαμεινώνδα και η οργάνωση στον Πελοπίδα, που τέθηκε επικεφαλής ενός επίλεκτου τμήματος 300 ανδρών, του Ιερού Λόχου. Ο Κλεόμβροτος τοποθέτησε τη δύναμή του σε σχηματισμό φάλαγγας με μορφή μισοφέγγαρου, με βάθος 12 άντρες, με τους πελταστές να καλύπτουν τα δύο πλευρά της παράταξης.

Ο Επαμεινώνδας κινήθηκε σε αντίθετη σχεδίαση και η τακτική του στηρίχτηκε σε δύο βασικές αρχές.

Η πρώτη αρχή ήταν ότι δύο φάλαγγες αντιμέτωπες καταλήγουν αναπόφευκτα στη σύγκρουση με τα δόρατα ή στην «ώθηση» με τις ασπίδες. Αν κάποιος ενισχύσει το βάθος της παράταξης, τότε έχει περισσότερες δυνατότητες να διεισδύσει στην εχθρική παράταξη και να τη διασπάσει.

Η δεύτερη αρχή στηρίζεται στη δυσκολία της φάλαγγας να διατηρηθεί με μέτωπο κατευθείαν μπροστά. Σε προηγούμενες μάχες παρατηρήθηκε ότι η φάλαγγα είχε την τάση να κινείται προς τα δεξιά, καθώς οι οπλίτες προσπαθούσαν να προστατευτούν καλυπτόμενοι από την ασπίδα του διπλανού τους οπλίτη. Έτσι, ο Επαμεινώνδας σχεδίασε μια λοξή φάλαγγα με το ισχυρό κέρας στο αριστερό και όχι στο δεξιό, όπως γινόταν μέχρι τότε.

Το αριστερό πλευρό θα κατέστρεφε το δεξιό του αντιπάλου, που συνήθως ήταν αυτό που επανδρωνόταν με τους γενναιότερους άντρες. Στη συνέχεια θα περνούσε στο πλευρό και στα νώτα του αντιπάλου, ενώ η κύρια βοιωτική δύναμη πλησίαζε και συγκρουόταν με το μέτωπο του αντιπάλου.

Ο Επαμεινώνδας έδωσε βάθος 50 αντρών στη φάλαγγά του και επειδή δεν είχε πολλούς οπλίτες τοποθέτησε τους πελταστές στο δεξιό, ενώ το ιππικό και ο Ιερός Λόχος τοποθετήθηκαν στο αριστερό.

Το ιππικό του Επαμεινώνδα συγκρούεται πρώτα με το σπαρτιατικό ιππικό, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σύγχυση και σκόνη μπροστά από τις αντίπαλες παρατάξεις. Αυτό ευνοούσε τη σφήνα που προσπαθούσε να δημιουργήσει ο Επαμεινώνδας, καθώς η χαμηλή ορατότητα και η σύγχυση ευνοεί τον αιφνιδιασμό και τις ενέργειες των μικρότερων δυνάμεων εναντίον ισχυρότερων.

Ο Κλεόμβροτος κατάλαβε τον κίνδυνο και προσπάθησε να μεταφέρει δυνάμεις στο δεξιό του άκρο, αλλά η εμπλοκή του Ιερού Λόχου με τον Πελοπίδα δεν του άφησε περιθώρια άλλων ενεργειών. Σε λίγο όμως ο ίδιος ο Κλεόμβροτος σκοτώνεται και οι πελταστές των Σπαρτιατών καταστρέφονται από το θηβαϊκό ιππικό. Η σπαρτιατική παράταξη σπάει στο δεξιό της πλευρό και πλέον όλη η παράταξη υποχωρεί και καταδιώκεται προς το στρατόπεδό της, προτού ακόμη έρθει σε επαφή με την υπόλοιπη παράταξη των Θηβαίων και Βοιωτών.

Οι Σπαρτιάτες έχασαν 1.000 άντρες και οι Θηβαίοι 300. Στη μάχη αυτή κύριο στρατιωτικό ρόλο έπαιξε, εκτός της διάταξης της λοξής φάλαγγας, και η χρήση του Ιερού Λόχου, που ήταν μια επίλεκτη επαγγελματική δύναμη, ως αιχμή του δόρατος της δύναμης διείσδυσης.

Το σώμα αυτό, σύμφωνα με ορισμένες εκδοχές, είχε δημιουργηθεί για να χρησιμοποιείται ως εφεδρεία που θα επιτεθεί στον αντίπαλο όταν αυτός προσπαθήσει να επιχειρήσει την κύκλωση της φάλαγγας ή το ίδιο ως ισχυρή αιχμή, όπως στην προκειμένη περίπτωση.

Βασικό ρόλο έπαιξε και το ιππικό, που συνήθως χρησιμοποιούταν ως πλαγιοφυλακή αλλά στη συγκεκριμένη μάχη κινήθηκε ως εμπροσθοφυλακή, με αποστολή την παραπλάνηση, τη δημιουργία σύγχυσης και την καταδίωξη του εχθρού μετά τη διάρρηξη της διάταξής του. Η ήττα αυτή των Σπαρτιατών σήμανε την άνοδο της Θήβας και την αρχή του τέλους της ισχύος της Σπάρτης.

Η μάχη της Μαντίνειας (362 π.Χ.)

Η Θήβα μετά τη μάχη των Λεύκτρων στράφηκε στην ίδια την Πελοπόννησο, όπου δημιούργησε την Αρκαδική Συμμαχία, ίδρυσε τη Μεγαλόπολη και ενίσχυσε τις πόλεις της Μεσσηνίας, προκειμένου να περισφίγξει την πόλη της Σπάρτης.

Αυτή τη φορά η Αθήνα υποστηρίζει τη Σπάρτη για να σταματήσει την άνοδο της Θήβας. Από την άλλη πλευρά, βασιλιάς της Σπάρτης ήταν ο Αγησίλαος, ικανότατος ηγέτης, ο οποίος την εποχή εκείνη είχε εκστρατεύσει στη Μ. Ασία για να καταλάβει τις πόλεις που κατείχαν οι Πέρσες και είχε φτάσει μέχρι τη Λυδία.

Όταν έμαθε τις προετοιμασίες της Θήβας, επέστρεψε μέσα σε 30 ημέρες, συγκρούστηκε και νίκησε το θηβαϊκό στρατό στην Κορώνεια, ανάμεσα στην Κωπαΐδα και στον Ελικώνα.

Ο Επαμεινώνδας οδήγησε τις δυνάμεις της νεοσύστατης Αρκαδικής Συμμαχίας εναντίον της «παρθένας» Σπάρτης.

Απέφυγε τη σύγκρουση με τον Αγησίλαο και προσπάθησε να προσβάλει την ανοχύρωτη πόλη της Σπάρτης, κινούμενος μέσα από ορεινά δρομολόγια, στη μέση του χειμώνα, με τρεις ξεχωριστές αλλά συγκλίνουσες φάλαγγες, σε μια προσπάθεια να αναγκάσει τον εχθρό να διασπάσει τις δυνάμεις του.

Οι δυνάμεις του συνενώθηκαν στις Καρυές, 30 χιλιόμετρα πριν από τη Σπάρτη, κινήθηκαν εναντίον της από τα νώτα και προσπάθησαν να κινηθούν προς τη Σπάρτη με νυχτερινή επιχείρηση.

Ατυχώς γι’ αυτόν η κίνησή του προδόθηκε από ένα λιποτάκτη και δόθηκε χρόνος στους Σπαρτιάτες να αντιδράσουν. Το αθηναϊκό ιππικό προσπάθησε να τον σταματήσει δίνοντας χρόνο στον Αγησίλαο να ταχθεί μπροστά από τη Μαντίνεια, σε μια τοποθεσία πλάτους 800 μ.

Όταν έφτασε ο Επαμεινώνδας, έδωσε εντολή στα στρατεύματά του να αποθέσουν τα όπλα, δίνοντας την εντύπωση ότι δεν θα έδινε μάχη εκείνη την ημέρα. Οι Σπαρτιάτες καθησύχασαν και τότε οι Θηβαίοι τους επιτέθηκαν. Η ειρωνεία είναι ότι το ίδιο τέχνασμα είχαν χρησιμοποιήσει οι Σπαρτιάτες στους Αιγός ποταμούς εναντίον των Αθηναίων το 405 π.Χ.

Το θηβαϊκό ιππικό και οι πελταστές επιτέθηκαν στα πλευρά των αντιπάλων και η ισχυρή αριστερή πτέρυγα των Θηβαίων πρόσβαλε το δεξιό άκρο των Σπαρτιατών, όπως στα Λεύκτρα. Η σπαρτιατική παράταξη κατέρρευσε από τα χτυπήματα του θηβαϊκού ιππικού, που συνοδευόταν και από βοηθητικούς πεζούς αυτή τη φορά.

Τους Αθηναίους, που ήταν στο αριστερό κέρας, αδρανοποίησε βάζοντας απέναντί τους, σε κάτι λόφους, ιππικό και οπλίτες και έτσι δεν τόλμησαν να βοηθήσουν τους Σπαρτιάτες γιατί θα κινδύνευαν να προσβληθούν από τα νώτα.

Δυστυχώς ο Επαμεινώνδας, παρ’ ότι οδήγησε τα στρατεύματά του στη νίκη, τραυματίστηκε θανάσιμα και η Θήβα δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τα αποτελέσματα της νίκης που κατέκτησε μέσα στον ίδιο το χώρο του αντιπάλου.

Η επικαιρότητα του Επαμεινώνδα

Ο Επαμεινώνδας στη συγχρονη διεθνή βιβλιογραφία θεωρείται από τους μεγαλύτερους στρατηλάτες και πρωτοπόρους της στρατιωτικής τέχνης.

Για τα ελληνικά δεδομένα, στασιμότητα στο πεδίο της μάχης δεν υπήρχε ποτέ. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της Ομηρικής εποχής, η πανουργία και η παραπλάνηση συνδυάζονταν με τα ατομικά ανδραγαθήματα.

Αργότερα, στη μάχη του Μαραθώνα, η φάλαγγα ήταν εύκαμπτη και έτσι εγκλώβισε τον αντίπαλο. Όμως ο Επαμεινώνδας ήταν αυτός που έδωσε ευελιξία στη στατική παράταξη και εφάρμοσε με τον καλύτερο τρόπο την αρχή της οικονομίας δυνάμεων.

Επεδίωκε τη διάρρηξη και διάσπαση της εχθρικής παράταξης και στη συνέχεια την εκμετάλλευση και καταδίωξη του αντιπάλου, με ισχυρή δύναμη, αφήνοντας την υπόλοιπη παράταξη με ισχνή διάταξη.

Την τακτική αυτή τηρούσε ακόμη και όταν η αναλογία δυνάμεων δεν ήταν με το μέρος του. Χρησιμοποίησε την παραπλάνηση και ενέργησε τη νύχτα προκειμένου να επιτεθεί στο ζωτικό χώρο του αντιπάλου (την ίδια τη Σπάρτη), άσχετα αν απέτυχε.

Η τακτική του βελτιώθηκε από τη μακεδονική σχολή και επηρέασε πολλά χρόνια αργότερα ακόμη και την πρωσική σχολή, με τη «λοξή διάταξη» του Φρειδερίκου.

Ο Άγγλος ιστορικός Liddell Hart τον θεωρεί ως έναν από τους κυριότερους εκφραστές της «στρατηγικής της έμμεσης προσέγγισης».

Ακόμη και στους σύγχρονους πολέμους είναι εμφανής ο επηρεασμός των σχεδιαστών των επιχειρήσεων από τον Επαμεινώνδα. Στον τελευταίο πόλεμο για την κατάληψη του Ιράκ θα μπορούσε να πει κάποιος ότι η σχεδίαση ήταν παρόμοια με την εκστρατεία του Επαμεινώνδα στην Πελοπόννησο και την προσπάθεια κατάληψης της Σπάρτης.

Στην Ελλάδα, δυστυχώς, στις στρατιωτικές σχολές δεν δίνεται η δέουσα προσοχή ούτε γίνεται η διδασκαλία που θα έπρεπε ή ακόμη δεν γίνεται καμιά αναφορά.

Το πρωτοπόρο πνεύμα του Επαμεινώνδα και η τακτική που εφάρμοσε θα μπορούσαν να ωθήσουν τη στρατιωτική τέχνη στη χώρα μας, στην πατρίδα του Επαμεινώνδα, ώστε να ξεφύγει από τη στασιμότητα των πρακτικών του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, όπως έγινε και με τις στρατιωτικές σχολές σκέψης των δυτικών χωρών πριν από αρκετά χρόνια.

Ό,τι υπάρχει μέσα μας ακτινοβολείται προς τα έξω και θα το λάβουν αυτοί που θα το αναζητήσουν

Είμαι στη ζωή περιμένοντας να βρω το νόημα και τον σκοπό μου.

Κάποιος περιμένει κάτι από μένα, για κάποιο λόγο έγιναν όλα αυτά…

Τι ακριβώς περιμένει η ζωή από εμένα;

Θα ήταν πολύ πεζό να είχαν γίνει όλα για το τίποτα.

Να μην υπήρχε τίποτα πριν και τίποτα μετά.

Να μην μάθω ποτέ από που ήρθα και που πάω…

Κι όμως, η αγωνία αυτή ίσως καταστρέφει το τώρα, το ταξίδι και τον σκοπό.

Κι αν πάλι αυτό είναι λάθος, ένα είναι σίγουρο:

«Αναζητώντας το νόημα έξω από εμένα, περνάει ο χρόνος και ξεχνάω να δω την μοναδική αλήθεια, το μέσα μου, το είναι μου…»

Δεν είμαι τίποτα παραπάνω απ’ ό,τι είμαι, αλλά και τίποτα λιγότερο…

Όμως είμαι!

«Υπόσχομαι στον εαυτό μου, να μάθω αυτό που είμαι, να το αγαπάω, να μιλάω μαζί του και να μην το προδώσω ποτέ…»

Η πολλή σε βάθος ανάλυση και η λογική αντιμετώπιση υπαρξιακών ερωτημάτων, οδηγούν τον ανθρώπο συχνά στην ανασφάλεια και στην παραίτηση από τη ζωή.

Η παραίτηση από τη ζωή δεν ξεκινάει όταν αρχίσει να σβήνει το πνεύμα και να μην ακολουθεί το σώμα επειδή πέρασαν τα χρόνια, η παραίτηση από τη ζωή ξεκινάει… – Tη στιγμή εκείνη που παύει κανείς να κάνει όνειρα.

– Τη στιγμή αυτή που θα βάλει φρένο στα όνειρά του.

– Τη στιγμή αυτή που θα αρχίσει ο άρρωστος συμβιβασμός και η παραδοχή της «ανημποριάς» του.

– Τη στιγμή αυτή, που θα πάψει να είναι κύριος του εαυτού του και θα πιστέψει πως κάτι άλλο αξίζει περισσότερο και έχει το προνόμιο να τον ελέγξει και να τον καταστρέψει αργά και βασανιστικά…

– Τη στιγμή αυτή, που, λίγα δευτερόλεπτα χαράς, θα φωτίζουν την μαύρη ζωή του.

– Τη στιγμή αυτή, που θα αρχίσει να μετράει αντίστροφα το χρόνο γιατί έχει δει το τέλος…

Και η στιγμή αυτή, μπορεί να γίνει δυστυχώς πολύ νωρίς στη ζωή μας…

Τα καλά νέα είναι ότι η πολλή σε βάθος ανάλυση των υπαρξιακών ερωτημάτων, με τη λογική, χωρίς την τυφλή πίστη στο βίωμα που συχνά είναι επηρρεασμένο από το περιεχόμενο του υποσυνείδητου και των ευσεβών πόθων, αφήνει το παράθυρο ανοιχτό ώστε να μπει μέσα το φως της σοφίας.

– Τη στιγμή που θα ξεπεράσουμε τον φόβο της αυτογνωσίας και την τεμπελιά της εσωτερικής αναζήτησης,

– Τη στιγμή που θα αδειάσουμε την κούπα μας από κάθε πεποίθηση και ταμπέλα,

– Τη στιγμή που θα έρθει το βίωμα και εμείς στη συνέχεια θα αφήσουμε τη διαίσθηση και την ενόραση να στείλουν το μήνυμά τους…

– Τη στιγμή που θα καταλάβουμε, ότι κάποια πράγματα υπάρχουν και βιώνονται μόνο με το μάτι της εσωτερικής ανόρασης και όχι με τις αποδείξεις…

– Τη στιγμή εκείνη που θα δώσουμε και θα λάβουμε αγάπη, χωρίς να ζητάμε τίποτα και χωρίς να ψάχνουμε έξω για τις αποδείξεις…

– Τη στιγμή εκείνη που θα είμαστε κύριοι του εαυτού μας, που θα ξέρουμε ότι συνεχώς αλλάζουμε και προχωράμε προς το καλύτερο…

– Τη στιγμή εκείνη, θα έχουμε κάνει μερικά βήματα στο ατέλειωτο ταξίδι της ζωής.

Η ζωή κάνει κύκλους, θα θέλαμε να πιστεύουμε…

Κάνουν κύκλους οι πλανήτες….;

Δεν υπάρχει τέλειος κύκλος στη φύση όμως…

Η αρχή της συμμετρίας είναι η ασυμμετρία!

Η ζωή είναι χάος, και το χάος είναι η μεγαλύτερη έκφραση της τάξης και της αρμονίας στο σύμπαν…

Κι έτσι, έχουμε τη δύναμη να αναγεννηθούμε, να συνεχίσουμε την πορεία μας μέσα στο χάος και, να δούμε ότι τελικά πολλά πράγματα στη ζωή μας είναι δεμένα με «μια αόρατη κλωστή», μια κλωστή ελεύθερη να κινείται μέσα στο χάος και ταυτόχρονα να μας εκπλήσσει ευχάριστα ή δυσάρεστα, όταν δεν είμαστε προετοιμασμένοι ανάλογα και δεν γνωρίζουμε την ύπαρξή της.

Έτσι, πράγματα από «κλεισμένους» κύκλους επιστρέφουν ξανά και ξανά, μαθήματα ζωής, όχι επειδή είμαστε κακοί μαθητές, αλλά επειδή το χάος τείνει να ενώνει πολλά φαινομενικά αταίριαστα πράγματα μεταξύ τους.

Ξεπερνώντας το φόβο, συνεχίζοντας την αναζήτηση με υγιή τρόπο, θα πετύχουμε την αναγέννηση και τότε η φωνή μας θα γίνεται επανάσταση και έκφραση ελευθερίας…

Όχι για τους «άλλους», αλλά για ΕΜΑΣ!

Και… Ό,τι υπάρχει μέσα μας και είναι δυνατό, ακτινοβολείται με δύναμη προς τα έξω, προς το ΣΥΜΠΑΝ και θα το λάβουν αυτοί που θα το αναζητήσουν.

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ: ΠΛΟΥΤΟΣ

ΠΛΟΥΤΟΣ Ακούστε λοιπόν, εγώ είμαι ο Πλούτος, αν κι είχα πάρει απόφαση να σας το κρύψω.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Παμπόνηρε, και γιατί δεν το ‘λεγες τόσο καιρό, πως είσαι ο Πλούτος;
ΚΑΡΙΩΝΑΣ Συ είσαι ο Πλούτος και με τέτοια χάλια; Τι λες μωρέ; Εσύ είσαι ο Πλούτος;
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ο ίδιος ο Πλούτος;
ΠΛΟΥΤΟΣ Ο ίδιος και αυτοπροσώπως.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Πούθε λοιπόν μας ήρθες έτσι βρωμισμένος;
ΠΛΟΥΤΟΣ Απ’ τον Πατροκλή (Πλούσιο Αθηναίο που δε λουζότανε απ’ την τσιγγουνιά του) που δε λούστηκε ποτέ απ’ τον καιρό που γεννήθηκε.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Για πε μου τώρα, πώς τα μάτια σου έχασες;
ΠΛΟΥΤΟΣ Ο Δίας μου την έσκασε από φθόνο και ζήλια των ανθρώπων. Όταν ήμουν νέος φοβέριζα πως θα πηγαίνω μόνο στους τίμιους τους σοφούς και τους δίκαιους. Τότε μου ‘βγαλε τα μάτια για να μη μπορώ να ξεχωρίζω τους κακούς απ’ τους καλούς. Τόσο ζηλεύει τους καλούς ανθρώπους; (Ο Δίας ήθελε να μην ανταμοίβεται η Αρετή στους ανθρώπους γιατί τότε όλοι θα προσπαθούσαν να είναι ενάρετοι από συμφέρον).
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και όμως ο Δίας τιμάται απ’ τους δίκαιους και τους καλούς και όχι τους κακούς.
ΠΛΟΥΤΟΣ Είμαι σύμφωνος.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Για πε μου. Αν ξάφνου αποχτούσες το φως σου θα έφευγες μακριά απ’ τους κακούς;
ΠΛΟΥΤΟΣ Και βέβαια θ’ άφευγα.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Θα πήγαινες στους τίμιους, τους δίκαιους και τους καλούς.
ΠΛΟΥΤΟΣ Μα, ούτε λόγος να γίνεται. Παρ’ ότι έχω πολύ καιρό να ιδώ κανένα απ’ αυτούς.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα ούτε εγώ που βλέπω, δεν είδα κανένα τίμιο.
ΠΛΟΥΤΟΣ Τώρα μάθατε τα δικά μου. Αφήστε με να φύγω.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Όχι για το Θεό. Τώρα ίσα-ίσα σε θέλουμε κοντά μας να σε κρατάμε πιο δυνατά.
ΠΛΟΥΤΟΣ Καλά το ‘λεγα πως δύσκολα θα ξεμπέρδευα από σας.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Σε παρακαλώ να μην επιμένεις να φύγεις, γιατί όσο και να ψάξεις δε θα βρεις άλλο καλόβολο άνθρωπο από μένα.
Δεν υπάρχει άλλος από μένα.
ΠΛΟΥΤΟΣ Όλοι οι άνθρωποι έτσι λένε. Κι όταν με κάνουν δικό τους και γίνουν πλούσιοι, τότες ξεπερνούνε τα όρια της κακίας και της αδικίας και γίνονται όλοι καθίκια του κερατά.
ΠΕΝΙΑ Με κοροϊδεύεις βλέπω. Δεν κουβεντιάζεις σοβαρά. Εγώ φτιάχνω πιο καλούς ανθρώπους στην μορφή και στο μυαλό απ’τον Πλούτο.
Εσύ φτιάχνεις κοιλαράδες και χονδροποδαράδες σιχαμερούς, ενώ εγώ λυγερούς και στη μάχη φοβερούς.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Λυγερούς από την πείνα!
ΠΕΝΙΑ Δικό μου δώρο είναι η φρόνηση που λέω και η σεμνότη που χαρίζω, όχι την ξετσιπωσιά και παραλυσία όπως ο Πλούτος.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Το να κλέβεις και τα άλλα είναι η πολλή σεμνότη!
ΒΛΕΨΙΔΗΜΟΣ Μα τον Δία, πώς μπορείς και δεν σε πιάνουν!
ΠΕΝΙΑ Και οι ρήτορες ακόμα, που φτωχοί αρχίζουν δίκια στο λαό και την Πολιτεία, σαν πλουτίσουν απ’ το δημόσιο χρήμα, τότε αρχίζουν μονομιάς την αδικία, αρχίζουν και ζημιώνουν το λαό, τη Δημοκρατία και την Πατρίδα.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Την πάσα αλήθεια λες καϋμένη κι ας είσαι κουτσομίτα γιατί θέλεις να μας τουμπάρης πως ανώτερη απ’ τον πλούτο είναι τάχατες η φτώχεια.
ΠΕΝΙΑ Φλυαρείς και κοπανάς αέρα. Δεν μπορείς να μ’ αντικρούσης.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Τότε γιατί όλοι σ’ αποφεύγουν, αί;
ΠΕΝΙΑ Γιατί τους κάνω πιο καλούς ανθρώπους. Τα παιδιά δεν χωνεύουν τους γονείς τους γιατί θέλουν το καλό τους. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το σωστό.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Κι ο Δίας δηλαδή το σωστό δεν το γνωρίζει; Τί και κείνος είναι πλούσιος.
ΒΛΕΨΙΔΗΜΟΣ Και σε μας στέλνει τη φτώχεια.
ΠΕΝΙΑ Το μυαλό σου το κλούβιο. Βρε μυαλά ξεμυαλισμένα. Ο Δίας είναι φτωχός. Γιατί τους νικητάδες κάθε πέντε χρόνια στον αγώνα κάνοντας των Ολυμπίων με στεφάνια θα τιμούσε αγριελιάς. Σαν ήταν πλούσιος θάδινε μαλαματένια.

Ζήστε ελεύθερα, μην μιμείστε κανέναν! Νιώστε την ενέργεια της δημιουργίας

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ενέργεια, που να μην είναι το αποτέλεσμα καμιάς αντίθεσης, καμιάς έντασης, αλλά εκείνη που γεννιέται όταν δεν υπάρχει καμία απολύτως προσπάθεια.

Σας παρακαλώ, κατανοήστε αυτό το πολύ απλό, πραγματικό γεγονός: σπαταλάμε την ενέργειά μας με την προσπάθεια, και αυτή η σπατάλη ενέργειας από την προσπάθειας μας εμποδίζει να έρθουμε άμεσα σε επαφή με εκείνο που είναι γεγονός.

Όταν κάνω τεράστια προσπάθεια για να σας ακούσω, όλη μου η ενέργεια χάνεται στην προσπάθεια και στην πραγματικότητα δεν ακούω. Όταν είμαι θυμωμένος ή ανυπόμονος, όλη μου η ενέργεια χάνεται στην προσπάθεια να πω, «Δεν πρέπει να είμαι θυμωμένος». Αλλά όταν προσέχω απολύτως το θυμό ή εκείνη την κατάσταση του νου και δεν κάνω καμιά φυγή μέσα από τις λέξεις, με την επίκριση, με την κριτική, τότε σε αυτή την κατάσταση προσοχής υπάρχει μια ελευθερία από εκείνο το πράγμα που ονομάζεται θυμός. Έτσι, εκείνη η προσοχή που είναι συσσώρευση της ενέργειας, δεν είναι προσπάθεια. Και μόνο ο νους που δεν καταβάλλει προσπάθεια είναι ένας θρησκευόμενος νους. Κι επομένως, μόνο ένας τέτοιος νους μπορεί να ανακαλύψει αν υπάρχει ή αν δεν υπάρχει Θεός.

Ύστερα, υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας: είμαστε μιμητικά όντα. Δεν έχουμε τίποτα το πρωτότυπο. Είμαστε αποτέλεσμα του χρόνου — των πολλών, πολλών χιλιάδων χθες. Από την παιδική μας ηλικία έχουμε ανατραφεί να μιμούμαστε, να υπακούμε, να αντιγράφουμε την παράδοση, να ακολουθούμε τις γραφές, να ακολουθούμε τις αυθεντίες. Δεν μιλάμε για την αυθεντία του νόμου που πρέπει να υπακούμε, αλλά μιλάμε για την αυθεντία των γραφών, την πνευματική αυθεντία, για τα μοντέλα ζωής, τις «πνευματικές» φόρμουλες, που υπακούμε και μιμούμαστε.

Όταν μιμείσαι, σημαίνει ότι συμμορφώνεσαι εσωτερικά με ένα πρότυπο, είτε επιβάλλεται από την κοινωνία είτε από εσένα τον ίδιο μέσα από τις εμπειρίες σου και μια τέτοια συμμόρφωση, μια τέτοια μίμηση, μια τέτοια υπακοή, καταστρέφει την καθαρότητα της ενέργειας.

Μιμείσαι, συμμορφώνεσαι, υπακούς την αυθεντία, γιατί έχεις φόβο μέσα σου. Ένα ανθρώπινο πλάσμα που κατανοεί, που βλέπει ξεκάθαρα, που είναι πολύ προσεκτικό, δεν έχει φόβους. επομένως δεν έχει λόγο να μιμείται· την κάθε στιγμή είναι ο εαυτός του – όποιος κι αν είναι ετούτος ο εαυτός.

Η συμμόρφωση, λοιπόν, σε ένα θρησκευτικό πρότυπο ή και η μη συμμόρφωση σε ένα θρησκευτικό πρότυπο, αλλά η συμμόρφωση στην ίδιες μας τις εμπειρίες, εξακολουθεί να είναι αποτέλεσμα φόβου. Και ένας άνθρωπος που φοβάται – είτε τον Θεό, είτε την κοινωνία, είτε τον εαυτό του – ένας τέτοιος άνθρωπος δεν είναι θρησκευόμενος. Ένας άνθρωπος είναι ελεύθερος μόνο όταν δεν έχει κανένα φόβο. Έτσι, για να τελειώνει με τον φόβο, πρέπει να έρθει σε επαφή μαζί του άμεσα, όχι μέσω κάποιας ιδέας για το φόβο.

Η σύνδεση κάποιου με εκείνη την ακηλίδωτη, αμόλυντη ζωτική ενέργεια, μπορεί να συμβεί μόνο όταν αρνείται ό,τι τον εμποδίζει. Δεν ξέρω αν έχετε προσέξει ότι όταν αρνείστε κάτι όχι απλώς ως αντίδραση, με κάποιο κίνητρο ότι αυτή η ίδια η άρνηση δημιουργεί ενέργεια. Όταν απορρίπτεις, ας πούμε, τη φιλοδοξία – όχι επειδή έχεις κίνητρο την επιθυμία να είσαι ένας πνευματικός άνθρωπος, όχι επειδή θέλετε να ζήσεις μία ήσυχη ζωή, όχι επειδή θέλεις να βρεις τον Θεό ή κάτι άλλο, αλλά για την ίδια την άρνηση αυτού που βλέπεις.

Όταν δεις την εξαιρετικά καταστροφική φύση των συγκρούσεων που συνεπάγεται η φιλοδοξία και την αρνηθείς, αυτή η ίδια η άρνηση είναι ενέργεια. Δεν ξέρω αν έχετε αρνηθεί ποτέ κάτι. Όταν αρνείσαι μία συγκεκριμένη απόλαυση – για παράδειγμα, όταν αρνηθείς την απόλαυση του καπνίσματος, αλλά όχι επειδή ο γιατρός σου σου είπε ότι είναι κακό για τα πνευμόνια σου, όχι επειδή δεν έχεις χρήματα για να καπνίζεις άπειρα τσιγάρα την ημέρα, όχι επειδή είσαι κολλημένος σε μια δουλική συνήθεια, αλλά επειδή βλέπεις ότι είναι κάτι που δεν έχει νόημα – όταν, λοιπόν, αρνείσαι κάτι όχι ως αντίδραση για να πετύχεις κάτι, τότε αυτή η ίδια η άρνηση, η απόρριψη φέρνει ενέργεια. Τότε το θετικό έρχεται μέσα από την άρνηση κι όχι με το κυνήγι του θετικού.

Το ίδιο, κι όταν αρνείσαι την κοινωνία – δεν φεύγεις μακριά της όπως κάνει ο ασκητής, ο μοναχός, και οι δήθεν θρησκευόμενοι άνθρωποι – ζεις μέσα σ’ αυτήν, αλλά δεν ανήκεις σ’ αυτήν, που σημαίνει ότι απορρίπτεις όλη την ψυχολογική δομή της κοινωνίας και από αυτή την απόρριψη, την άρνησή της, έρχεται τρομερή ενέργεια. Αυτή η ίδια η πράξη της απόρριψης είναι ενέργεια.

Τώρα: ας πούμε ότι έχεις δει ο ίδιος ή έχεις κατανοήσει ακούγοντας προσεχτικά, τη φύση της σύγκρουσης και της προσπάθειας που σκορπάει την ενέργειά σου. Και καταλαβαίνεις ή συνειδητοποιείς όχι λεκτικά αλλά στην πράξη αυτή την αίσθηση της ενέργειας που δεν είναι αποτέλεσμα σύγκρουσης, αλλά έρχεται όταν ο νους έχει κατανοήσει όλο το δίχτυ των φυγών, της καταπίεσης, της σύγκρουσης, της μίμησης και του φόβου. Τότε, μπορείς να προχωρήσεις· τότε μπορείς να αρχίσεις να ανακαλύπτεις εσύ ο ίδιος τι είναι πραγματικό, όχι ως φυγή, όχι ως μέσο για να αποφύγεις την ευθύνη σου σε αυτόν τον κόσμο. Μπορείς να βρεις τι είναι πραγματικό, τι είναι καλό – αν υπάρχει καλό – όχι μέσω κάποιας πίστης, αλλά μόνο μεταμορφώνοντας τον εαυτό σου στη σχέση σου με την ιδιοκτησία σου, με τους ανθρώπους και με τις ιδέες, κι επομένως με το να είσαι ελεύθερος από την κοινωνία.

Μόνο τότε έχεις την ενέργεια για να ανακαλύψεις την Πραγματικότητα, όχι με το να κάνεις φυγές ή να καταπιέζεσαι. Αν έχεις φτάσει τόσο μακριά, τότε θα πρέπει να αρχίσεις να ανακαλύπτεις τη φύση της πειθαρχίας, της λιτότητας που έχεις· αν είναι επειδή ακολουθείς την παράδοση ή επειδή έχεις κατανοήσει πραγματικά. Υπάρχει μία φυσική διαδικασία λιτότητας, μία φυσική διαδικασία πειθαρχίας, που δεν έχει σκληρότητα, που δεν συμμορφώνεται, που δεν μιμείται απλώς μία συγκεκριμένη ευχάριστη συνήθεια. Κι όταν το κάνεις αυτό, θα ανακαλύψεις ότι υπάρχει μια νοημοσύνη της υψηλότερης μορφής ευαισθησίας. Χωρίς αυτή την ευαισθησία, δεν έχεις ομορφιά.

Ένας θρησκευόμενος νους πρέπει να έχει επίγνωση αυτής της εξαιρετικής αίσθησης ευαισθησίας και ομορφιάς. Ο θρησκευόμενος νους για τον οποίο μιλάμε είναι εντελώς διαφορετικός από το «θρησκευόμενο» νου ενός θρήσκου ορθοδόξου πιστού, οποιασδήποτε θρησκείας. Επειδή για τον «θρησκευόμενο» νου ενός πιστού κάποιας θρησκείας, δεν υπάρχει πραγματικά ομορφιά. αγνοεί εντελώς τον κόσμο στον οποίο ζούμε – την ομορφιά του κόσμου, την ομορφιά της γης, την ομορφιά του λόφου, την ομορφιά ενός δέντρου, την ομορφιά ενός χαριτωμένου χαμογελαστού προσώπου. Γι’ αυτόν η ομορφιά είναι πειρασμός. γι’ αυτόν ομορφιά είναι η γυναίκα, που πρέπει πάση θυσία να την αποφύγει για να βρει τον Θεό. Ένας τέτοιος νους δεν είναι ένας θρησκευόμενος νους, γιατί δεν είναι ευαίσθητος απέναντι στον κόσμο· στον κόσμο της ομορφιάς, όπως και στον κόσμο της αθλιότητας, γιατί δεν μπορείς να είσαι ευαίσθητοι μόνο στην ομορφιά. πρέπει να είσαι ευαίσθητος και στην αθλιότητα, στη βρωμιά, στον αποδιοργανωμένο ανθρώπινο νου.

Ευαισθησία σημαίνει ευαισθησία για τα πάντα γύρω σου, όχι μόνο για μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ένας νους, λοιπόν, που δεν έχει ο ίδιος επίγνωση για την ομορφιά με αυτή την έννοια, δεν μπορεί να προχωρήσει περισσότερο. Πρέπει να υπάρχει η ιδιότητα αυτής της ευαισθησίας. Τότε, ένας τέτοιος νους, όπως είναι ο θρησκευόμενος νους, κατανοεί τη φύση του θανάτου. Γιατί αν δεν κατανοεί το θάνατο, δεν κατανοεί την αγάπη.

Ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής· ο θάνατος δεν είναι ένα περιστατικό που προκαλείται από την αρρώστια, από τα γεράματα, από την μεγάλη ηλικία ή από ατύχημα. Ο θάνατος είναι κάτι για να ζεις μ’ αυτό κάθε μέρα, αν κάθε μέρα πεθαίνεις για όσα γνωρίζεις ψυχολογικά. Αν δεν ξέρεις αυτόν τον το θάνατο, τότε ποτέ δεν θα γνωρίσεις τι είναι η αγάπη.

Η αγάπη δεν είναι ανάμνηση. η αγάπη δεν είναι ένα σύμβολο, μια εικόνα, μια ιδέα. η αγάπη δεν είναι μια κοινωνική πράξη. η αγάπη δεν είναι αρετή. Όταν υπάρχει αγάπη, είσαι ενάρετος. δεν χρειάζεται να αγωνίζεσαι για να γίνεις ενάρετος. Αλλά δεν υπάρχει αγάπη μέσα σας, γιατί ποτέ δεν καταλαβαίνουμε τι σημαίνει να πεθαίνεις για τις εμπειρίες σου, να πεθαίνεις για τις απολαύσεις σου, να πεθαίνεις για την δική σου ιδιαίτερη κρυφή μνήμη σου, που δεν έχεις επίγνωση της. Και όταν όλα αυτά τα φέρεις στο φως και πεθαίνεις κάθε λεπτό – πεθαίνεις για την ιδιοκτησία σου, για τις αναμνήσεις σου, για τις απολαύσεις σου – πεθαίνεις με τη θέλησή σου και εύκολα, και χωρίς καμιά προσπάθεια, τότε θα ξέρεις τι είναι αγάπη. Γιατί χωρίς την ομορφιά, χωρίς την αίσθηση του θανάτου, χωρίς την αγάπη, δεν θα βρείτε ποτέ εκείνη την Πραγματικότητα για την οποία συζητάμε· κάντε ό,τι θέλετε, πηγαίνετε σε όλους τους ναούς, ακολουθήστε όλους τους γκουρού που ο καθένας τους είναι επινόηση ενός ανθρώπου χωρίς νοημοσύνη. Δεν θα βρείτε ποτέ εκείνη την Πραγματικότητα με αυτό τον τρόπο. Εκείνη η Πραγματικότητα είναι δημιουργία.

Δημιουργία δεν σημαίνει να γεννήσεις ένα μωρό ή να ζωγραφίσεις κάποιο πίνακα ή να γράψεις ένα ποίημα ή να φτιάξεις ένα καλό πιάτο φαγητό και λοιπά.Αυτά δεν είναι δημιουργία, αυτά είναι απλώς το αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου ταλέντου, ενός χαρίσματος ή της γνώσης μιας συγκεκριμένης τεχνικής. Μια εφεύρεση δεν είναι δημιουργία.

Η δημιουργία μπορεί να υπάρξει μόνο όταν είσαι νεκρός για τον χρόνο. δηλαδή, όταν δεν υπάρχει αύριο ή χθες. Η δημιουργία μπορεί να υπάρξει μόνο όταν υπάρχει πλήρης συγκέντρωση μιας ενέργειας που δεν κάνει καμιά κίνηση, ούτε προς τα μέσα ούτε προς τα έξω. Η δημιουργία υπάρχει μόνο όταν μπαίνει τέλος στον χρόνο μέσα μας. Εκείνο που είναι συνέχεια κάτι άλλου δεν είναι ποτέ δημιουργικό κι ένας νους που βασίζεται στο χθες, στο σήμερα και στο αύριο, σαν μέσο για να πετύχει κάτι εσωτερικό, ζει σε μια απόλυτη, χωρίς ελπίδα, απελπισία. Η δημιουργία δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα ή τεχνολογική γνώση φτιαγμένη από τον άνθρωπο και αποτέλεσμα τέτοιας γνώσης που είναι απλώς επινόηση. Η δημιουργία είναι κάτι άχρονο, είναι κάτι που δεν έχει αύριο ή χθες· είναι ζωή χωρίς χρόνο.

Σας παρακαλώ, παρακολουθήστε το αυτό. Δεν έχει σημασία αν το καταλαβαίνετε ή όχι. Η ζωή μας είναι πολύ κακής ποιότητας, πολύ άθλια. υπάρχει τόση πολύ απόγνωση και τόση πολύ δυστυχία.

Έχουμε ζήσει στη γη για δύο εκατομμύρια χρόνια, και σήμερα δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο. Το μόνο που ξέρουμε είναι να κάνουμε ξανά και ξανά τα ίδια πράγματα, ξέρουμε την πλήξη, και την πλήρη ματαιότητα του καθετί που κάνουμε. Για να φέρουμε έναν καινούργιο νου, μια αίσθηση αθωότητας, μια αίσθηση φρεσκάδας, πρέπει να υπάρξει αυτή η ευαισθησία, αυτός ο θάνατος του ψυχολογικού χρόνου και η αγάπη, κι εκείνη η δημιουργία. Εκείνη η δημιουργία μπορεί να έρθει όταν υπάρχει αυτή η πλήρης ενέργεια που δεν κάνει καμιά κίνηση, προς καμία κατεύθυνση.

Κοιτάξτε: Όταν ο νους αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα, πάντα ψάχνει μια έξοδο απ’ αυτό, προσπαθώντας να το λύσει, να το ξεπεράσει, να πάει πέρα απ’ αυτό, γύρω απ’ αυτό ή πάνω απ’ αυτό, κάνοντας πάντοτε κάτι, κινούμενος έξω από το πρόβλημα ή μέσα σ’ αυτό. Εάν δεν κινούνταν προς καμία κατεύθυνση – όταν δεν υπάρχει καμία κίνηση προς τα μέσα ή προς τα έξω, αλλά υπάρχει εκεί μόνο το πρόβλημα – τότε θα γινόταν μια έκρηξη μέσα στο πρόβλημα. Κάντε το κάποια φορά και θα δείτε την πραγματικότητα όσων λέγονται, που οποία δεν χρειάζεται να τα πιστέψετε, να ταυποστηρίξετε ή να μην τα υποστηρίξετε. Δεν υπάρχει καμία αυθεντία εδώ.

Όταν υπάρχει, λοιπόν, αυτή η συγκέντρωση της ενέργειας που είναι το αποτέλεσμα της «μη προσπάθειας», και όταν αυτή η ενέργεια δεν κινείται προς καμία κατεύθυνση, εκείνη τη στιγμή υπάρχει δημιουργία. Και αυτή η δημιουργία είναι η Αλήθεια, ο Θεός, ή όπως θέλετε πείτε το – η λέξη δεν έχει καμία σημασία τότε. Τότε εκείνη η έκρηξη, εκείνη η δημιουργία, είναι ειρήνη. δεν χρειάζεται να ψάξετε την ειρήνη. Εκείνη η δημιουργία είναι η ομορφιά. Εκείνη η δημιουργία είναι η αγάπη.

Μόνο ένας τέτοιος θρησκευόμενος νους μπορεί να φέρει τάξη σε αυτό τον μπερδεμένο, γεμάτο θλίψη κόσμο.

Και είναι δική σας ευθύνη – δική σας και κανενός άλλου – όσο ζείτε σε αυτό τον κόσμο να φέρετε μια τέτοια δημιουργική ζωή. Μόνο ένας τέτοιος νους είναι ο θρησκευόμενος νους και ο ευλογημένος νους.

Για το ευ ζην του ανθρώπου το αποφασιστικό είναι το τι διαδραματίζεται μέσα του

Ο κόσμος στον οποίον ζει ο καθένας εξαρτάται, κατ’ αρχάς, από την αντίληψη που έχει περί αυτού, καθορίζεται, άρα, βάσει των διαφορών στα μυαλά των ανθρώπων: ανάλογα μ’ αυτές τις διαφορές αποβαίνει ο κόσμος φτωχός, άνοστος και ρηχός ή πλούσιος, ενδιαφέρων και πλήρης νοημάτων. Ενώ π.χ. κάποιος ζηλεύει έναν άλλον για τα ενδιαφέροντα πράγματα που του συνέβησαν στην ζωή του, θα έπρεπε να τον ζηλεύει μάλλον για το αντιληπτικό του χάρισμα, το οποίο και προσέδωσε σ’ εκείνα τα συμβάντα την σημασιολογική διάσταση που έχουν στην περιγραφή του· διότι το ίδιο συμβάν που στον ευφυή παρουσιάζεται τόσο ενδιαφέρον, στην αντίληψη ενός ρηχού και καθημερινού ανθρώπου, δεν θα ήταν παρά ένα πληκτικό επεισόδιο της καθημερινότητας. Ομοίως, ο μελαγχολικός τύπος βλέπει μία σκηνή τραγωδίας εκεί όπου ο αιματικός δεν διακρίνει παρά μία ενδιαφέρουσα σύγκρουση, ο δε φλεγματικός κάτι το ασήμαντο.

Όλα αυτά οφείλονται στο ότι κάθε πραγματικότητα, κάθε δηλ. πλήρες παρόν, αποτελείται από δύο ημίσεα, το υποκείμενο και το αντικείμενο, συνδεδεμένα τόσο στε να μεταξύ τους όσο το οξυγόνο και το υδρογόνο στο νερό. Συνεπώς, με απολύτως ταυτόσημο αντικειμενικό, όμως διαφορετικό υποκειμενικό ήμισυ, η παρούσα πραγματικότητα είναι -ακριβώς όπως και στην αντίστροφη περίπτωση- εντελώς διαφορετική: το κάλλιστο και βέλτιστο αντικειμενικό ήμισυ, σε συνδυασμό μ’ ένα άτονο και φαύλο υποκειμενικό, δεν σχηματίζει παρά μία άσχημη πραγματικότητα κι ένα άσχημα παρόν.

Κάθε μεγαλοπρέπεια και κάθε απόλαυση, αντανακλώμενη στην αμβλεία και νωθρή συνείδηση ενός ηλίθιου, φαντάζουν πάμφτωχες μπροστά στην συνείδηση του Cervantes όταν συνέγραφε τον Δον Κιχώτη μέσα σ’ ένα άβολο δεσμωτήριο.

Το αντικειμενικό ήμισυ του παρόντος και της πραγματικότητας βρίσκεται στις βουλές της τύχης και είναι, επομένως, μεταβλητό. Το υποκειμενικό ήμισυ είμαστε εμείς οι ίδιοι, και για τον λόγο αυτό τούτο είναι ουσιαστικά αμετάβλητο. Κατά συνέπεια, ο βίος κάθε ανθρώπου έχει διά παντός, παρά τις έξωθεν αλλαγές, τον ίδιο χαρακτήρα και μπορεί να παρομοιασθεί με μία σειρά παραλλαγών πάνω σ’ ένα μουσικό θέμα. Από τούτα, γίνεται σαφές πόσο πολύ εξαρτάται η ευτυχία μας από το τι είμαστε, από την ατομικότητά μας, ενώ, αντίθετα, αυτό που συνήθως υπολογίζει κανείς είναι μόνον η μοίρα μας, το τι έχουμε ή το τι θεωρούμαστε κοινωνικά. Όμως, η μοίρα μπορεί να βελτιωθεί· επιπλέον, όταν υπάρχει εσωτερικός πλούτος, τότε, ασφαλώς, δεν απαιτεί κανείς πολλά απ’ αυτήν. Αντίθετα, ένας ηλίθιος είναι πάντοτε ένας ηλίθιος, ένα ξύλο απελέκητο παραμένει ξύλο απελέκητο μέχρι το τέλος της ζωής του, και ας βρίσκεται στον παράδεισο ανάμεσα στα ουρί.

Και ανεφώνησε ο Σωκράτης, βλέποντας τα εκτιθέμενα προς πώληση είδη πολυτελείας: «μα πόσα πολλά πράγματα υπάρχουν που δεν χρειάζομαι!»

Να κοιτάς κατάματα την καταιγίδα

Όλοι μας έχουμε περάσει κακές μέρες, χρόνια, περιόδους… Ο καθένας από εμάς γνωρίζει τι τον τρομάζει, τι τον κάνει να τρέμει και μόνο στην ιδέα να το αντιμετωπίσει ξανά. Ακόμα και αν το ξεπεράσαμε, όταν θα αρχίσει να έρχεται ξανά, το μυαλό θολώνει, η καρδιά παγώνει και το βλέμμα σου γίνεται πάλι σκοτεινό. Βλέπεις την καταιγίδα να έρχεται! Κοιτάς τους κεραυνούς. Βλέπεις τα σύννεφα να πλησιάζουν. Έχεις μυρίσει ήδη το χώμα που ζητάει τη βροχή.

Όσο και αν προσπάθησες, όσο και αν το ξεπέρασες, αυτό που σε φοβίζει θα είναι ακόμα εκεί, έτοιμο να σε κατασπαράξει ξανά! Έτοιμο να μουδιάσει το εγώ σου… Έτοιμο να κάνει τη σκιά σου να εξαφανιστεί! Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις αν το ξεπέρασες, αν δεν εμφανιστεί ξανά μπροστά σου… Τότε μόνο θα μπορείς να δεις την αλήθεια! Και αν σου έφυγε ο φόβος όλα καλά. Αν έχει μείνει ακόμα, πως μπορείς να τον αφήσεις;

Δεν είναι εύκολο να ξεπερνάς τις φοβίες σου! Για να υπάρχουν στη ζωή σου, κάποιος τις έβαλε εκεί, κάπως μπήκαν στην ψυχή σου, την σκοτείνιασαν και κατοικούν εκεί. Δεν είναι εύκολο να τις διώξεις από το ¨σπίτι¨ τους. Έχουν γίνει πια ένα με εσένα, αλλά δεν είσαι εσύ. Είναι σωρεία άσχημων συναισθημάτων που εγκαταστάθηκαν εκεί, όσο εσύ τις άφησες στα αθώα σου τα χρόνια!

Η ψυχή η γαλήνια, η καθαρή, η διάφανη, είναι η πιο ευάλωτη από όλες, καθώς στην προσπάθειά της να αντέξει και να σώσει, δέχεται πολλαπλά χτυπήματα που όσο και να μην το θέλει την λυγίζουν, την μαυρίζουν!

Μα ποτέ δεν θα μπορέσουν να την αδειάσουν. Πάντα θα υπάρχει μέσα της αγάπη, ελπίδα, δύναμη, θέληση, χαρά, ζωντάνια και θάρρος! Είναι η πιο ευάλωτη, αλλά όχι και η πιο αδύναμη! Αντιθέτως είναι η πιο δυνατή από όλες! Γι’αυτό δέχτηκε, γι’αυτό άντεξε, γι’αυτό άλλαξε. Γιατί μπορεί να μεταμορφώνεται. Είναι καθαρή και ξέρει πως δεν θα αλλοιωθεί ότι και να γίνει. Αυτή την ψυχή έχουν και οι άνθρωποι που φοβήθηκαν! Αγνή. Καθάρια. Δυνατή. Άφησαν να μπουν μέσα τους τα πάντα, γιατί είχαν θάρρος. Δεν πίστεψαν ποτέ πως θα αλλάξουν, πως θα πονέσουν., πως θα απογοητευτούν!

Γιατί τι είναι ο φόβος; Συσσωρευμένες απογοητεύσεις της ψυχής σου, από την πίστη σε ακατάλληλες ψυχές!

Τι φοβάσαι; Έναν άνθρωπο, ένα συναίσθημα, ένα πράγμα, μία κατάσταση ή κάτι άλλο; Φοβάσαι να το ξαναζήσεις; Ή φοβάσαι να έρθει πάλι η ψυχή σου αντιμέτωπη με αυτή την κατάσταση;

Ότι και αν είναι αυτό, ότι και αν φοβάται η ψυχούλα σου, η λύση δεν είναι να φοβάσαι… Όσο απλό και αν ακούγεται, η μόνη λύση για να το ξεπεράσεις είναι να το αντιμετωπίσεις μέχρι το κόκκαλο! Να το ζήσεις ξανά, να μπεις πάλι σε αυτό, να το κοιτάς στα μάτια. Μόνο τότε θα δεις αν έφυγε ο φόβος ή αν είναι ακόμα εκεί. Ακόμα καλύτερα θα δεις εάν τελικά ο φόβος ήταν αντάξιος του χαμένου σου χρόνου! Τότε θα καταλάβεις… Μην φοβάσαι να το ζήσεις πάλι! Δεν πρέπει να φοβάσαι να το αντιμετωπίσεις!

Να κοιτάς την καταιγίδα κατάματα όταν έρχεται! Να μην χρησιμοποιείς ¨υπόστεγα¨και ¨ομπρέλες¨. Να πέφτεις καταπάνω της, να την νιώσεις, να περπατήσεις μέσα σε αυτή, να νιώθεις τη βροχή, τη μυρωδιά, να αναπνέεις. Να το ζεις! Μόνο τότε θα την δεις καθαρά έτσι όπως είναι. Θα την γνωρίσεις… Θα την καταλάβεις… Πρέπει να πέσεις καταπάνω της ή ακόμα καλύτερα να ¨βγεις από πάνω της¨.

Κάνε το όπως οι αετοί! Όταν βρέχει, δεν ψάχνουν υπόστεγο όπως τα άλλα πουλιά. Πετάνε πάνω από τα σύννεφα….

Και να είσαι σίγουρος πως ποτέ ξανά δεν θα είναι το ίδιο για σένα! Θα είσαι πιο δυνατός… Θα το έχεις αντιμετωπίσει…. Μην κρύβεσαι… Βγες έξω στη ¨μάχη¨…

Κάπως έτσι γίνεται και με τον φόβο! Πρέπει να τον κοιτάς κατάματα, να μη διστάσεις να τον αντιμετωπίσεις ξανά! Μόνο έτσι θα το ξεπεράσεις, θα βγεις πιο δυνατός .

Και που ξέρεις ίσως τον συνηθίσεις και σου φαίνεται απλό. Ίσως πάλι να μην ήτανε τόσο σημαντικό και μεγάλο όσο νόμιζες κάποτε…

Αριστοτέλης: Είναι η ψυχή «αρμονία» και «αριθμός»;

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ’

Αναίρεσις των λεγόντων ότι η ψυχή είναι 1ον αρμονία, 2ον Αριθμός κινών εαυτόν.

1. Και άλλη τις γνώμη περί ψυχής είναι παραδεδομένη, και πιστευτή υπό πολλών ολιγώτερον ουδεμιάς εκ των ειρημένων, απολογηθείσα δε και εξετασθείσα και εις τους κοινώς γενομένους λόγους· λέγουσι δηλ. ότι η ψυχή είναι αρμονία τις, διότι και η αρμονία είναι μίξις και σύνθεσις εναντίων, και το σώμα σύγκειται εξ εναντίων 53.

2. Αλλά καίτοι η αρμονία είναι αναλογία τις ή συνδυασμός των μιχθέντων πραγμάτων, η ψυχή όμως δεν είναι δυνατόν να είναι ουδέν εκ των δύο τούτων. Προσέτι το παράγειν κίνησιν δεν είναι ίδιον της αρμονίας, ενώ εις την ψυχήν προ πάντων αποδίδουσιν αυτό πάντες σχεδόν. Η λέξις πάλιν αρμονία αρμόζει εις την υγίειαν και εν γένει εις τας σωματικάς αρετάς μάλλον παρά εις την ψυχήν. Φανερώτερον δε γίνεται τούτο, εάν δοκιμάσωμεν να αποδώσωμεν τα πάθη και τας ενεργείας της ψυχής δι’ αρμονίας τινός· διότι είναι πολύ δύσκολον να τα συναρμόσουμεν.

/3. – 4./

5. Προσέτι μεταχειριζόμεθα την λέξιν αρμονίαν αποβλέποντες εις δύο σημασίας· κυριώτατα μεν εκφράζομεν την σύνθεσιν μεγεθών θεωρουμένων εις πράγματα, άτινα έχουσι κίνησιν και θέσιν, όταν ταύτα 54 συναρμόζωνται ούτως, ώστε δεν δύνανται να παραδεχθώσι μεταξύ των ουδέν ομογενές. Έπειτα δε δηλούμεν και την αναλογίαν των μεμιγμένων πραγμάτων. 55 Αλλ’ ούτε κατά την μίαν ούτε κατά την άλλην σημασίαν δυνάμεθα ευλόγως να καλώμεν την ψυχήν αρμονίαν. Η μεν σύνθεσις των μερών του σώματος ευκόλως δύναται να εξετασθή. Διότι αι συνθέσεις των μερών τούτων είναι και πολλαί και κατά διαφόρους τρόπους. Τίνων όμως μερών και κατά ποίον τρόπον είναι σύνθετος ο νους; ή και το αισθητικόν ή το ορεκτικόν; Ομοίως άτοπον είναι να υπολαμβάνωμεν ότι η ψυχή είναι λόγος της μίξεως. Διότι η μίξις των στοιχείων εις την μόρφωσιν της σαρκός δεν έχει τον αυτόν λόγον (αναλογίαν), τον οποίον έχει η μίξις των στοιχείων του οστού. θα συμβή λοιπόν (το άτοπον) να έχη έκαστος ημών πολλάς ψυχάς καθ’ όλον το σώμα, εάν όντως πάντα τα μέρη του σώματος αποτελούνται εκ στοιχείων μεμιγμένων, ο δε λόγος της μίξεως είναι η αρμονία και η ψυχή.

6. Ηδύνατό τις και τούτο να ερωτήση τον Εμπεδοκλέα 56, ο οποίος λέγει ότι έκαστον των μικτών αυτών στοιχείων υπάρχει υπό τινος αναλογίας διωρισμένον: τι εκ των δύο, η ψυχή είναι ο λόγος ούτος, ή μάλλον άλλο τι ούσα η ψυχή προσφύεται εις τα μέλη του σώματος; Προσέτι η φιλία (ο έρως) είναι αιτία της τυχούσης μίξεως ή της κατά λόγον μίξεως; και αυτή η φιλία είναι ο λόγος ή άλλο τι διάφορον παρά τον λόγον;

7. Ταύτα λοιπόν τοιαύτας γεννώσιν απορίας. Εάν η ψυχή είναι τι διάφορον της μίξεως, διατί άρά γε αυτή φθείρεται άμα ως φθείρεται η σαρξ και τα άλλα μέρη του ζώου; Προς τούτοις εάν έκαστον των μερών του σώματος δεν έχη ψυχήν, και εάν η ψυχή δεν είναι ο λόγος της μίξεως, τι είναι εκείνο όπερ φθείρεται όταν η ψυχή απολείπη το σώμα; Ότι λοιπόν ούτε αρμονία δύναται να είναι η ψυχή ούτε να κινήται κυκλικώς, είναι φανερόν εξ όσων είπομεν.

8. Αλλά ως ανωτέρω είπομεν, κατά συμβεβηκός 57 δύναται να κινήται η ψυχή και να κινή αυτή εαυτήν, καθώς π.χ. δύναται να κινήται μετά του σώματος εν τω οποίω ευρίσκεται, τούτο δε να κινήται υπό της ψυχής· άλλως δε δεν δύναται να κινήται κατά τόπον η ψυχή.

9. Αλλά μετά μείζονος λόγου δύναταί τις να αμφιβάλη περί αυτής αν κινείται, αποβλέψας εις τα εξής: Λέγομεν δηλαδή ότι η ψυχή χαίρει, λυπείται, θαρρεί, φοβείται, προσέτι οργίζεται, αισθάνεται και διανοείται, ταύτα δε πάντα φαίνονται ότι είναι κινήσεις· και εκ τούτου ήθελε νομίσει τις ότι η ψυχή κινείται.

10. Αλλά τούτο 58 δεν είναι αναγκαίον συμπέρασμα. Διότι και αν βεβαίως το λυπείσθαι ή χαίρειν ή διανοείσθαι είναι κυριώτατα κινήσεις, και αν έκαστον των παθών τούτων είναι μία κίνησις, πλην είναι κίνησις ουχί της ψυχής, αλλά παράγεται υπό της ψυχής, π.χ. το οργίζεσθαι ή το φοβείσθαι είναι το να κινήται η καρδία κατά ωρισμένον τρόπον, και το διανοείσθαι είναι αύτη ίσως ή άλλη τις ανάλογος κίνησις. Τα πάθη δε ταύτα συμβαίνουσιν άλλα μεν διά τοπικής μεταθέσεως στοιχείων τινών του σώματος κινουμένων, άλλα δε δι’ αλλοιώσεως, αλλά ποία είναι και πώς γίνονται τα πάθη ταύτα πραγματευόμεθα αλλαχού.

11. Αλλά να λέγωμεν ότι η ψυχή οργίζεται είναι το αυτό ως να λέγωμεν, ότι η ψυχή υφαίνει ή οικοδομεί· διό ορθότερον ίσως είναι να μη λέγωμεν ότι η ψυχή ελεεί, ή μανθάνει ή διανοείται, αλλ’ ότι ο άνθρωπος ποιεί ταύτα διά της ψυχής· και ταύτα χωρίς να νομίζωμεν ότι η κίνησις είναι εν τη ψυχή, αλλά ότι έρχεται άλλοτε μεν μέχρις αυτής, άλλοτε δε απ’ αυτής. Ούτως η μεν αίσθησις κινείται από τούτων των εκτός πραγμάτων, ενώ εν τη αναμνήσει η κίνησις γίνεται απ’ αυτής της ψυχής προς τους ερεθισμούς ή τας εντυπώσεις τας διαμένουσας εν τοις αισθητηρίοις 59.

12. O δε νους φαίνεται ότι είναι ουσία τις, ήτις γενάται εις την ψυχήν και δεν φθείρεται· διότι άλλως θα εφθείρετο προ πάντων υπό της κατά το γήρας εξασθενήσεως. Αλλ’ ενταύθα συμβαίνει ίσως ό,τι επί των αισθητηρίων οργάνων· διότι αν ο γέρων ηδύνατο να έχη ακόμη το όμμα εν ωρισμένη τινί καταστάσει θα έβλεπεν όπως και ο νέος. Ώστε το γήρας δεν έρχεται εκ πάθους τινός της ψυχής, αλλ’ εκ πάθους του σώματος, εν τω οποίω αυτή υπάρχει, όπως συμβαίνει εις τας μέθας και τας νόσους.

13. Και η νόησις δε και η θεωρία μαραίνονται, διότι άλλο τι εντός ημών φθείρεται (λ.χ. Η ζωτική δύναμις), αλλ’ η αρχή καθ’ εαυτήν είναι απαθής. Η δε διανόησις και η φιλία ή το μίσος 60 δεν είναι πάθη εκείνης, αλλά τούτου του έχοντος αυτήν (του σώματος), καθ’ όσον έχει αυτήν. Διό και όταν τούτο φθείρεται, ούτε μνήμη ούτε αγάπη υπάρχει, διότι ταύτα δεν είναι πάθη του νου αλλά του κοινού τούτου πράγματος 61, όπερ κατεστράφη. Ο νους όμως είναι τι θείον και απαθές 62.

14. Ότι λοιπόν η ψυχή δεν είναι δυνατόν να κινήται είναι φανερόν εκ των ειρημένων εάν δε μηδόλως κινήται, φανερόν ότι ουδέ αυτοκίνητος είναι.

15. Αλλά πολύ περισσότερον παρά τα ειρημένα είναι παράλογον το να δοξάζωσιν 63 ότι η ψυχή είναι αριθμός κινών εαυτόν. Διότι υπάρχουσιν εις την θεωρίαν ταύτην αδύνατα πράγματα, πρώτον μεν τα προερχόμενα εκ της κινήσεως, ειδικώς δε εκ τούτου, ότι την ψυχήν λέγουσιν ότι είναι αριθμός. Διότι πώς πρέπει να νοώμεν μονάδα κινουμένην; και υπό τίνος και πώς κινείται, ενώ δεν έχει ούτε μέρη ούτε διαφοράς; Διότι, εάν κινή και κινήται, πρέπει να έχη διαφοράς. Προσέτι δε, επειδή λέγουσιν ότι η γραμμή κινουμένη παράγει επιφάνειαν, το δε σημείον κινούμενον παράγει γραμμήν, άρα και αι κινήσεις των μονάδων θα είναι γραμμαί 64, διότι το σημείον είναι μονάς κατέχουσα θέσιν. O αριθμός λοιπόν της ψυχής είναι που και κατέχει θέσιν.

16. Προσέτι εάν από αριθμόν αφαιρέση τις αριθμόν ή μονάδα, μένει υπόλοιπον άλλος (διάφορος) αριθμός. Αλλά τα φυτά και πολλά των ζώων 65 όταν διαιρεθώσι, ζώσιν ακόμη και φαίνονται ότι έχουσι την αυτήν ψυχήν κατά το είδος.

17. Θα ενόμιζέ τις ότι ουδόλως διαφέρει το να λέγη μονάδας ή μικρά σωμάτια 66. Διότι και αι μικραί σφαίραι του Δημοκρίτου, εάν θεωρηθώσιν ως σημεία, μόνον δε μένη το ποσόν, θα υπάρχη εν τω ποσώ τούτω 67 έν μέρος κινούν και έν μέρος κινούμενον, καθώς εις παν συνεχές ποσόν. Διότι το ρηθέν συμπέρασμα δεν στηρίζεται εις την κατά το μέγεθος ή την σμικρότητα διαφοράν, αλλά μόνον εις το ποσόν· διά τούτο κατ’ ανάγκην θα υπάρχη τι όπερ θέτει εις κίνησιν τας μονάδας. Και εάν εν τω ζώω η ψυχή είναι το κινούν, αυτή θα είναι το κινούν και εν τω αριθμώ. Ώστε η ψυχή δεν είναι το κινούν και το κινούμενον, αλλά μόνον το κινούν.

18. Και όμως πώς είναι δυνατόν να είνε αυτή μονάς; διότι πρέπει να έχη διαφοράν τινα προς τας άλλας μονάδας. Αλλά ποίαν διαφοράν δύναται να έχη σημείον λαμβανόμενον ως μονάς πλην της θέσεως; 68 Εάν λοιπόν αι υλικαί μονάδες και τα σημεία τα οποία υπάρχουσιν εν τω σώματι είναι διάφορα, αι μονάδες θα είναι εν τω αυτώ τόπω όπου και τα σημεία. Διότι η μονάς θα καταλάβη τον τόπον του σημείου. Και τότε τι εμποδίζει να υπάρχη απειρία μονάδων εν τω αυτώ τόπω, εάν θα υπάρχωσι δύο; όπερ είναι άτοπον, διότι τα πράγματα των οποίων ο τόπος είναι αδιαίρετος είναι και αυτά αδιαίρετα.

19. Εάν δε τα σημεία τα υπάρχοντα εν τω σώματι είναι ο αριθμός της ψυχής, ή αν ο αριθμός των εν τω σώματι σημείων είναι η ψυχή, διατί δεν έχουσι ψυχήν όλα τα σώματα 69; Διότι εις άπαντα τα σώματα φαίνεται ότι υπάρχουσι σημεία, και ταύτα άπειρα.

20. Προσέτι δε πώς είναι δυνατόν να χωρίζωνται αι ψυχαί και να απολύωνται από των σωμάτων 70, αφού αι γραμμαί δεν διαιρούνται εις σημεία; 71

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε’.

Συνέχεια της αναιρέσεως των λεγόντων ότι η ψυχή είναι αριθμός κινών εαυτόν.— Αναίρεσις της θεωρίας ότι η ψυχή αποτελείται εκ των στοιχείων, πυρός, αέρος κ.λ., και ότι γνωρίζει τα πράγματα μόνον διότι είναι όμοια με αυτά.— Η ψυχή δεν δύναται να είναι διεσπαρμένη εις το σύμπαν. — Η ψυχή ενεργεί πάντοτε όλη; ή εκάστη ενέργεια αυτής γίνεται διά τίνος εκ των μερών αυτής;

1. Ιδιαίτερον άτοπον συμβαίνει εδώ, καθώς είπομεν, αφ’ ενός μεν διότι λέγουσιν ούτοι το αυτό με τους δοξάζοντας ότι η ψυχή είναι σώμα έχον λεπτότατα μέρη, εξ άλλου δε διότι παραδέχονται ότι το σώμα κινείται υπό της ψυχής καθ’ ον τρόπον λέγει ο Δημόκριτος. Διότι, αν η ψυχή είναι εις παν αισθανόμενον σώμα, εξ ανάγκης υπάρχουσιν εν αυτώ δύο σώματα, αφού η ψυχή είναι σώμα τι. Κατά δε τους λέγοντας ότι η ψυχή είναι αριθμός, εξ ανάγκης συμβαίνει το άτοπον εις το έν σημείον να υπάρχωσι πολλά σημεία ή παν σώμα να έχη ψυχήν, εκτός εάν η ψυχή γίνεται αριθμός διαφορετικός και άλλος παρά τα υπάρχοντα εν τω σώματι σημεία.

2. Συμβαίνει άρα να κινήται το ζώον υπό του αριθμού καθώς και ο Δημόκριτος, ως είπομεν, εξήγει την κίνησιν αυτού.  Διότι τι διαφέρει να λέγη τις ότι σφαίραι μικραί ή μονάδες μεγάλαι, ή απλώς μονάδες κινούνται; Διότι κατ’ αμφοτέρας τας περιπτώσεις το ζώον κατ’ ανάγκην κινείται μόνον, διότι αι μονάδες κινούνται.

3. Εις τους συνδυάζοντας λοιπόν και συνταυτίζοντας κίνησιν και αριθμόν και ταύτα συμβαίνουσι τα άτοπα και πολλά άλλα τοιαύτα. Διότι όχι μόνον είναι αδύνατος τοιούτος ορισμός της ψυχής, αλλά και αδύνατον συμβεβηκός αυτής. Είναι δε τούτο φανερόν εις εκείνον, όστις ήθελεν επιχειρήσει να εξηγήση κατά την δοξασίαν ταύτην τα πάθη και τας ενεργείας της ψυχής, συλλογισμούς, αισθήσεις, ηδονάς, λύπας και όσα άλλα τοιαύτα· διότι, καθώς είπομεν πρότερον, δεν είναι εύκολον ουδέ εικασίαν τινά να σχηματίσωμεν περί των λειτουργιών τούτων.

4. Ενώ λοιπόν παρεδόθησαν εις ημάς τρεις τρόποι καθ’ ους ορίζουσι την ψυχήν, άλλοι δηλ. είπον ότι είναι το κινητικώτατον ον, διότι είναι αυτοκίνητον, άλλοι δε ότι είναι σώμα έχον μικρότατα μέρη ή το μάλλον ασώματον των άλλων, διεξήλθομεν πάσας σχεδόν τας απορίας και τας αντιρρήσεις, τας οποίας οι δύο τρόποι ούτοι παρουσιάζουσιν.

5. Απολείπεται δε να ίδωμεν πως δοξάζουσιν ότι η ψυχή σύγκειται εκ των στοιχείων. Διότι λέγουσι μεν ούτω, ίνα εξηγήσωσι πως η ψυχή αισθάνεται τα όντα και γινώσκει έκαστον αυτών, αλλά αναγκαίως συμβαίνουσι πολλά τα αδύνατα εν τη δοξασία ταύτη. Διότι υποθέτουσιν ότι το όμοιον γινώσκει, το όμοιον, ωσανεί υπελάμβανον ότι η ψυχή είναι αυτά τα πράγματα. Αλλά ταύτα δεν είναι τα μόνα, άπερ η ψυχή γινώσκει, αλλά και πολλά άλλα, μάλλον δε είναι ίσως άπειρα, εκ τούτων των στοιχείων αποτελούμενα 72. Έστω λοιπόν ότι η ψυχή γινώσκει και αισθάνεται τα στοιχεία 73 εξ ων αποτελείται έκαστον των πραγμάτων, αλλά πώς θα αισθανθή ή θα γνωρίση το σύνολον πράγματός τινος. π.χ. Τί εστι θεός ή άνθρωπος ή σαρξ ή οστούν; ομοίως δε και άλλο οτιδήποτε εκ των συνθέτων. Διότι ουχί βεβαίως καθ’ οιονδήποτε τύχωσι τρόπον τα στοιχεία αποτελούσιν έκαστον πράγμα, αλλά κατά τινα λόγον και σύνθεσιν, καθώς και ο Εμπεδοκλής λέγει περί του οστού: «η δε ερασμία γη εις τας ευστέρνους χοάνας αυτής εκ των οκτώ μερών έλαβε δύο μέρη εκ του λαμπρού υγρού, τέσσαρα δε εκ του Ηφαίστου, τα δε οστά εγένοντο λευκά». 74 Δεν αρκεί λοιπόν να υπάρχωσι τα στοιχεία εν τη ψυχή, εάν δεν υπάρχωσιν εν αυτή και οι λόγοι και η σύνθεσις. Διότι έκαστον στοιχείον θα γνωρίζη μόνον το όμοιον του, και ουδέν θα γνωρίζη το οστούν ή τον άνθρωπον, εκτός εάν και ταυτά θα υπάρχωσιν εν τη ψυχή· αλλά ότι τούτο είναι αδύνατον, δεν είναι χρεία να είπωμεν. Διότι τις δύναται να αμφιβάλη αν εν τη ψυχή υπάρχη λίθος ή άνθρωπος; Ομοίως δε και περί του αγαθού και του μη αγαθού 75 και περί των άλλων.

/6./

7. Προσέτι, επειδή το ον λέγεται κατά πολλάς σημασίας, (διότι σημαίνει τούτο το άτομον, έπειτα το ποσόν ή ποιόν ή και άλλην τινά εκ των κατηγοριών, ας διεκρίναμεν), άρά γε η ψυχή εξ απασών συνίσταται ή ου; Αλλά δεν πιστεύεται ότι υπάρχουσι στοιχεία κοινά πασών των κατηγοριών. 76 Άρα λοιπόν η ψυχή θα συνίσταται εκ μόνων των στοιχείων, όσα είναι της ουσίας; Πώς λοιπόν τότε γνωρίζει και έκαστον των άλλων στοιχείων; Ή θα ισχυρισθώσιν ότι δι’ έκαστον γένος υπάρχουσι στοιχεία και αρχαί ιδιαίτεραι, εξ ων συνέστη η ψυχή; θα είναι λοιπόν τότε αυτή ποσόν και ποιόν και ουσία 77. Αλλ’ είναι αδύνατον εκ των στοιχείων του ποσού να αποτελήται ουσία και ουχί ποσόν. Οι λέγοντες λοιπόν ότι η ψυχή γίνεται εκ πάντων των στοιχείων περιπίπτουσιν εις ταύτα και άλλα τοιαύτα άτοπα.

8. Αλλ’ άτοπον είναι και το να λέγωσιν ότι είναι απαθές το όμοιον υπό του ομοίου, αλλ’ ότι το όμοιον αισθάνεται το όμοιον και ότι γινώσκομεν το όμοιον διά του ομοίου, ενώ συγχρόνως παραδέχονται, ότι η αίσθησις είναι πάθος και κίνησις, ομοίως δε και η νόησις και η γνώσις.

9. Ότι δε πολλάς απορίας και δυσκολίας γεννά το να ισχυρίζονται, ως ο Εμπεδοκλής, ότι έκαστον πράγμα γνωρίζομεν διά των σωματικών στοιχείων, και ότι τα όμοια γινώσκονται διά των ομοίων, μαρτυρούσι τα νυν λεχθέντα 78. Όσα τωόντι εκ γης μέρη υπάρχουσιν εν τοις σώμασι των ζώων, οστά, νεύρα 79, τρίχες φαίνονται ότι ουδόλως αισθάνονται, και επομένως ουδέ τα όμοια με αυτά. Και όμως έπρεπε κατ’ εκείνους να αισθάνωνται τα όμοια.

10. Προσέτι, εις εκάστην εκ των αρχών θα υπάρχη περισσοτέρα άγνοια παρά γνώσις· διότι εκάστη θα γινώσκη εν μόνον 80, θα αγνοή δε πολλά, δηλ. πάντα τα άλλα· συμβαίνει δε ούτω ο θεός να είναι αφρονέστατον ον κατά τον Εμπεδοκλέα· διότι μόνος ούτος αγνοεί εν των στοιχείων, το νείκος, ενώ πάντα τα θνητά το γνωρίζουσιν, αφού έκαστον τούτων αποτελείται εκ πάντων των στοιχείων.

11. Εν γένει δε, διά τίνα αιτίαν πάντα τα όντα δεν έχουσι ψυχήν, αφού πάντα είναι έν στοιχείον ή αποτελούνται εξ ενός ή εκ περισσοτέρων ή εκ πάντων των στοιχείων; Έκαστον πρέπει να γνωρίζη ή έν ή τινά ή πάντα τα πράγματα.Νεαρός 

12. Αλλά δύναταί τις να ερωτήση: και τι άρά γε είναι το συνενούν αυτά εν τοις πράγμασι 81; διότι τα στοιχεία ομοιάζουσι προς υλικά όντα 82, κυριώτατον δε είναι εκείνο όπερ συνέχει τα άλλα, οιονδήποτε και αν είναι τούτο, αδύνατον όμως να υπάρχη τι ανώτερον της ψυχής και άρχον αυτής, και έτι μάλλον αδύνατον να υπερέχη και άρχη του νου. Εύλογον δε να δεχθώμεν ότι ο νους είναι προγενέστερος και κυρίαρχος κατά φύσιν, ενώ εκείνοι λέγουσιν ότι τα στοιχεία είναι πρώτα των όντων.

13. Πάντες δε όσοι διά την γνώσιν και την αίσθησιν των όντων, ας έχει η ψυχή, λέγουσιν ότι αυτή σύγκειται εκ των στοιχείων, και όσοι λέγουσιν ότι είναι το κινητικώτατον των όντων, δεν ομιλούσι περί πάσης της ψυχής. Διότι ουχί πάντα όσα αισθάνονται είναι αίτια κινήσεως· τουναντίον φαίνεται τινά των ζώων ότι είναι στάσιμα εν τόπω 83 και όμως πιστεύεται ότι κατά μόνην την τοπικήν κίνησιν η ψυχή κινεί το ζώον. Όμοια προς ταύτα αντιτάσσονται και εις όσους τον νουν και την αίσθησιν υπολαμβάνουσιν, ότι σύγκεινται εκ στοιχείων. Διότι και τα φυτά ζώσι χωρίς να μετέχωσι τοπικής κινήσεως και αισθήσεως και εκ των ζώων πολλά δεν έχουσι διάνοιαν.

14. Εάν δε τις και ταύτα παραχωρήση και υποθέση ότι ο νους είναι μέρος της ψυχής, ομοίως όπως είναι και η αίσθησις, ουδέ ούτω θα έλεγε καθόλου περί πάσης ψυχής, ουδέ περί ενός ολοκλήρου είδους αυτής.

15. Το αυτό πάσχει και η εξήγησις της ψυχής, ην δίδουσι τα καλούμενα ορφικά έπη· λέγουσι δηλ. «ότι η ψυχή εκ του σύμπαντος εισέρχεται εις τα ζώα, όταν αναπνέωσι, φερομένη υπό των ανέμων». Αλλά τούτο βέβαια δεν συμβαίνει εις τα φυτά 84 ουδέ είς τινα ζώα, αφού δεν αναπνέουσι πάντα. Τούτο όμως διέφυγε τους έχοντας τας δοξασίας ταύτας.

16. Και εάν έτι πρέπη να συστήσωμεν την ψυχήν εκ των στοιχείων, δεν είναι ανάγκη να την συστήσωμεν εκ πάντων των στοιχείων διότι αρκεί το έτερον μέρος της αντιθέσεως, ίνα κρίνη εαυτό και το αντίθετον· λ.χ. διά του ευθέος γινώσκομεν και αυτό το ευθύ και το καμπύλον, διότι κριτήριον και των δύο είναι ο κανών, ενώ το καμπύλον ούτε του καμπύλου ούτε του ευθέος είναι κριτήριον.

17. Τινές δε λέγουσιν ότι η ψυχή είναι διακεχυμένη εις το σύμπαν, και εκ τούτου ίσως ο Θαλής εδόξασεν, ότι πάντα είναι πλήρη θεών.

18. Αλλά και αυτή η δόξα εγείρει πολλάς απορίας. Τω όντι διά ποίαν αιτίαν η ψυχή η υπάρχουσα εν τω αέρι ή εν τω πυρί δεν παράγει ζώον, ενώ εν τοις μικτοίς 85 παράγει, μολονότι φαίνεται εις αυτούς ανωτέρα η εν τοις δύο εκείνοις στοιχείοις υπάρχουσα;

19. Δύναταί τις να επερωτήση και διά ποίαν αιτίαν η εν τω αέρι ψυχή είναι ανωτέρα και μάλλον αθάνατος της υπαρχούσης εν τοις ζώοις.

20. Κατ’ αμφοτέρας δε τας περιπτώσεις συμβαίνει, έν άτοπον και έν παράλογον. Διότι το να λέγωμεν ότι το πυρ ή ο αήρ είναι ζώον, είναι από τα παραλογώτατα πράγματα, αλλά και να μη λέγωμεν αυτά ζώα, ενώ είναι έμψυχα, επίσης είναι άτοπον.

21. Φαίνεται ότι ούτοι υπέθεσαν, ότι υπάρχει ψυχή εν τοις απλοίς τούτοις σώμασι, διά τον λόγον ότι το όλον είναι 86 του αυτού είδους με τα μέρη του, ώστε ηναγκάσθησαν να είπωσιν ότι και η ψυχή είναι ομοειδής με τα μέρη της, εάν αληθώς τα ζώα γίνωνται έμψυχα λαμβάνοντά τι του περιέχοντος (αέρος) εντός αυτών. Αλλ’ όμως εάν ο αήρ ο διακεχυμένος είναι ομοειδής, η δε ψυχή σύγκειται εκ μερών ανομοίων, προδήλως έν μέρος αυτής θα υπάρχη εν τω αέρι, άλλα δε δεν θα υπάρχωσιν εν αυτώ αναγκαίως· λοιπόν η ψυχή ή είναι ομοιομερής 87 ή δεν υπάρχει εις παν οιονδήποτε μέρος (στοιχείον) του παντός.

22. Είναι λοιπόν φανερόν εκ των ειρημένων, ότι ούτε την γνώσιν έχει η ψυχή διά τον λόγον ότι συνίσταται εκ των στοιχείων, ούτε λέγεται ορθώς και αληθώς ότι κινείται.

23. Επειδή δε η γνώσις ανήκει εις την ψυχήν και η αίσθησις και η δόξα, προσέτι δε η επιθυμία και η βούλησις και γενικώς αι ορέξεις, γίνεται δε και η τοπική κίνησις εις τα ζώα υπό της ψυχής, προσέτι δε αύξησις αυτών και ακμή και φθίσις, άρά γε εις όλην την ψυχήν υπάρχει εκάστη των λειτουργιών τούτων, διά πάσης δηλ. της ψυχής νοούμεν και αισθανόμεθα και κινούμεθα και έκαστον των άλλων ποιούμεν και πάσχομεν, ή άλλα τούτων δι’ άλλων μερών της ψυχής; και η αρχή της ζωής είναι εις έν των μερών τούτων ή εις περισσότερα ή εις όλα; Ή υπάρχει πλην της ψυχής άλλο τι αίτιον της ζωής; 88 

24. Λέγουσι βεβαίως τινές ότι η ψυχή είναι διαιρετή, και άλλο μεν μέρος νοεί 89, άλλο δε επιθυμεί 90. Αλλά τι λοιπόν τότε συνέχει τα μέρη της ψυχής, εάν, είναι φύσει διηρημένη; Βεβαίως ουχί το σώμα· διότι τουναντίον η ψυχή πιστεύεται μάλλον ότι συνέχει το σώμα, και άμα εξέλθη η ψυχή εκπνέει το σώμα και σήπεται. Εάν λοιπόν άλλο τι κάμνη αυτήν μίαν, το άλλο τούτο βεβαίως θα ήτο αυτή η ψυχή. Αλλά θα χρειασθή πάλιν να ερωτήσωμεν: είναι και τούτο έν ή έχει πολλά μέρη; και αν είναι έν, διατί δεν είναι αμέσως και η ψυχή έν; εάν δε είναι διηρημένον, πάλιν ο λόγος θα ζήτηση τι συνέχει τα μέρη αυτού, και ούτω θα προχωρή επ’ άπειρον η πρόοδος.

25. Δύναταί τις δε να απορήση και περί των μερών της ψυχής, ποίαν δύναμιν έχει έκαστον αυτών εις το σώμα; Διότι, αν ολόκληρος η ψυχή όλον το σώμα συνέχη, έπεται ότι και έκαστον των μερών αυτής συνέχει μέρος τι του σώματος. Αλλά τούτο φαίνεται αδύνατον. Διότι ποίον μέρος ή πώς θα συνέχη αυτό ο νους, είναι δύσκολον και να φαντασθή τις.

26. Φαίνεται δ’ ότι όχι μόνον τα φυτά, όταν διαιρεθώσιν, εξακολουθούσι να ζώσιν, αλλά και εκ των ζώων έντομά τινα ζώσιν, ώστε τα τμήματα έχουσι μίαν ψυχήν την αυτήν κατά το είδος, καίτοι ουχί και κατά τον αριθμόν 91, διότι έκαστον των χωρισθέντων μερών αισθάνεται και κινείται κατά τόπον επί τινα χρόνον· και εάν δεν εξακολουθώσιν ούτω να ζώσι, δεν πρέπει να απορώμεν διότι δεν έχουσιν όργανα, ίνα διατηρήσωσι την φύσιν αυτών. Ουχ ήττον όμως εις καθέν των σωματικών μερών υπάρχουσιν όλα τα μέρη της ψυχής τα οποία, είναι ομοειδή προς άλληλα και προς την όλην ψυχήν, προς άλληλα μεν ως όντα αχώριστα, προς δε την όλην ψυχήν ως ούσαν διαιρετήν 92.

27. Και η αρχή δε, ήτις είναι εν τοις φυτοίς, φαίνεται ότι είναι ψυχή τις· διότι τα φυτά και τα ζώα μόνην ταύτην την ψυχήν 93 έχουσι κοινήν. Και η τοιαύτη μεν ψυχή δύναται να υπάρχη χωριστή από της αισθητικής αρχής, άνευ όμως αυτής ουδέν ον έχει αίσθησιν.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΛΥΣΙΑΣ, ΚΑΤ' ΑΝΔΟΚΙΔΟΥ ΑΣΕΒΕΙΑΣ

ΛΥΣ 6.33–34

Η προσπάθεια του Ανδοκίδη να επανέλθει στην πολιτική ζωή της Αθήνας

Ο ομιλητής εξέθεσε αναλυτικά τις πράξεις του Ανδοκίδη ως αποδείξεις της ασέβειας και της θρασύτητάς του, τονίζοντας ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος αναγκάστηκε, εξαιτίας της πολιτείας του, να εγκαταλείψει πολλές φορές την πατρίδα του και να περιπλανιέται σε ξένους τόπους, πριν καταλήξει για μια ακόμη φορά στην Αθήνα.
Και συνεχίζει:

[33] Εἰς τοσοῦτον δὲ ἀναισχυντίας ἀφῖκται, ὥστε καὶ πα-
ρασκευάζεται τὰ πολιτικὰ πράττειν καὶ ἤδη δημηγορεῖ
καὶ ἐπιτιμᾷ καὶ ἀποδοκιμάζει τῶν ἀρχόντων τισί. καὶ συμ-
βουλεύει τὴν βουλὴν εἰσιὼν περὶ θυσιῶν καὶ προσόδων
καὶ εὐχῶν καὶ μαντειῶν. καίτοι τούτῳ πειθόμενοι ποίοις
θεοῖς ἡγήσεσθε κεχαρισμένα ποιεῖν; μὴ γὰρ οἴεσθε, ὦ ἄν-
δρες δικασταί, εἰ ὑμεῖς βούλεσθε τὰ τούτῳ πεποιημένα
ἐπιλαθέσθαι, καὶ τοὺς θεοὺς ἐπιλήσεσθαι. [34] ἀξιοῖ δὲ οὐχ ὡς
ἠδικηκὼς ἡσυχίαν ἔχων πολιτεύεσθαι, ἀλλ’ ὥσπερ αὐτὸς
ἐξευρὼν τοὺς τὴν πόλιν ἀδικήσαντας, οὕτω διανοεῖται, καὶ
παρασκευάζεται ὅπως ἑτέρων μεῖζον δυνήσεται, ὥσπερ οὐ
διὰ πρᾳότητα καὶ ἀσχολίαν τὴν ὑμετέραν οὐ δεδωκὼς
ὑμῖν δίκην, εἰς οὓς νῦν ἁμαρτάνων οὐ λανθάνει, ἀλλ’ ἅμα
ἐξελεγχθήσεταί τε καὶ δώσει δίκην.

***
Και σε τέτοιο σημείον αναισχυντίας έφθασεν, ώστε και ετοιμάζεται να πολιτευθή (να αναμιχθή εις τα πολιτικά πράγματα του Κράτους), και τώρα αγορεύει και κατακρίνει, και αποδοκιμάζει μερικούς άρχοντας, και εμφανιζόμενος εις την βουλήν τολμά να συμβουλεύη περί θυσιών και περί θρησκευτικών πομπών περί ευχών και μαντείων. Και βέβαια αν πεισθήτε εις τας συμβουλάς τούτου του τόσον ασεβούς, ποίους θεούς φαντάζεσθε πως είναι δυνατόν να ευχαριστήσετε; Διότι μη φαντάζεσθε, κύριοι δικασταί, ότι και οι θεοί θα λησμονήσουν τας πράξεις τούτου, εάν σεις είσθε διατεθειμένοι να τας λησμονήσετε. Κρίνει δε άξιον ουχί ως αδικήσας να ζη σαν ήσυχος πολίτης, αλλά σκέπτεται ωσάν αυτός να ανεκάλυψε τους αδικήσαντας την πόλιν, και παρασκευάζεται να αποκτήση εις την πόλιν μεγαλυτέραν δύναμιν από άλλους (γινόμενος δημαγωγός), ωσάν να μη ηθωώθη υφ' υμών διά την επιείκειάν σας, και διά το ότι δεν είχετε την ευκαιρίαν να ελέγξετε τας αδικίας του, τας οποίας τώρα είναι φανερόν ότι βλάπτει αλλά θα αποδειχθούν τα αδικήματά του και αμέσως θα τιμωρηθή.