Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἀνδρομάχη (766-801)

ΧΟ. ἢ μὴ γενοίμαν ἢ πατέρων ἀγαθῶν [στρ.]
εἴην πολυκτήτων τε δόμων μέτοχος.
770 εἴ τι γὰρ πάσχοι τις ἀμήχανον, ἀλκᾶς
οὐ σπάνις εὐγενέταις,
κηρυσσομένοισι δ᾽ ἀπ᾽ ἐσθλῶν δωμάτων
τιμὰ καὶ κλέος· οὔτοι λείψανα τῶν ἀγαθῶν
ἀνδρῶν ἀφαιρεῖται χρόνος· ἁ δ᾽ ἀρετὰ
καὶ θανοῦσι λάμπει.

κρεῖσσον δὲ νίκαν μὴ κακόδοξον ἔχειν [ἀντ.]
780 ἢ ξὺν φθόνῳ σφάλλειν δυνάμει τε δίκαν.
ἡδὺ μὲν γὰρ αὐτίκα τοῦτο βροτοῖσιν,
ἐν δὲ χρόνῳ τελέθει
ξηρὸν καὶ ὀνείδεσιν ἔγκειται δόμων.
785 ταύταν ᾔνεσα ταύταν καὶ φέρομαι βιοτάν,
μηδὲν δίκας ἔξω κράτος ἐν θαλάμοις
καὶ πόλει δύνασθαι.

ὦ γέρον Αἰακίδα, [ἐπῳδ.]
πείθομαι καὶ
791 σὺν Λαπίθαισί σε Κενταύ-
ροις ὁμιλῆσαι δορὶ
κλεινοτάτῳ· καὶ ἐπ᾽ Ἀργῴου δορὸς ἄξενον ὑγρὰν
795 ἐκπερᾶσαι ποντιᾶν Ξυμπληγάδων
κλεινὰν ἐπὶ ναυστολίαν,
Ἰλιάδα τε πόλιν ὅτε πάρος
εὐδόκιμος ὁ Διὸς ἶνις ἀμφέβαλε φόνῳ,
800 κοινὰν τὰν εὔκλειαν ἔχοντ᾽
Εὐρώπαν ἀφικέσθαι.

***
ΧΟΡΟΣ
Καλύτερα κανείς να μη γεννιέται [στρ.]
αν δεν κρατάει από γενιά μεγάλη
κι αρχοντική.
770 Γιατί κι αν κάποτε κακοτυχήσει,
κάποια βοήθεια θα βρει
ο αρχοντογεννημένος.
Μα και στην ευτυχία τους
έχουν τιμές και δόξες
αυτοί που ανήκουν στα μεγάλα τζάκια.
Κι ούτε δα τα γεράματα
των μεγάλων ανδρών τη φήμη θαμπώνουνε·
κι αν θα πεθάνουν, η αρετή τους λάμπει.

Καλύτερα κανείς να μην πετύχει [αντ.]
νίκη κακόφημη
παρά με ζήλια κι αγριάδα
780 να πατήσει το δίκιο.
Μια τέτοια νίκη ευχαριστεί
για λίγο τους θνητούς,
αλλά με του καιρού το πέρασμα
μεταλλάζει σε πίκρα.
Νά ποιά ζωή παινεύω εγώ
και προτιμώ: ούτε στην οικογένεια
ούτε στην πόλη,
να μην υπάρχει δύναμη έξω
απ᾽ της δικαιοσύνης τη δύναμη.

791 Γέροντα, γιε του Αιακού, [επωδ.]
το πιστεύω πως έλαμψες κάποτε
με το δοξασμένο κοντάρι σου
στων Κενταύρων τον πόλεμο και των Λαπιθών
και πως ανεβασμένος στην «Αργώ»,
για το ταξίδι το κοσμοξάκουστο,
την αφιλόξενη διάβηκες θάλασσα
των Συμπληγάδων.
Και πάλι όταν ο ένδοξος γιος του Διός, ο Ηρακλής
αφάνισε το Ίλιο,
800 όμοια μ᾽ εκείνον δοξασμένος εγύρισες
στης Ευρώπης τη γη.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΠΥΡΑΜΟΣ και ΘΙΣΒΗ

ΠΥΡΑΜΟΣ και ΘΙΣΒΗ
(ποταμός, πηγή)
 
Η ερωτική ιστορία του Πύραμου και της Θίσβης παραδίδεται σε δύο παραλλαγές, μία παλαιότερη και μία, του Οβίδιου, νεότερη και περισσότερο μυθιστορηματική.
 
Στην πρώτη παραλλαγή η αμοιβαία αγάπη των δύο νέων τους οδήγησε στην ερωτική ένωση αλλά σε μια εγκυμοσύνη που προκάλεσε την απελπισία της Θίσβης και την αυτοκτονία της. Ο Πύραμος, από απελπισία για την αυτοκτονία της καλής του, αυτοκτόνησε και εκείνος. Ο αμοιβαίος έρωτας και ο θάνατος των δυο τους προκάλεσε τη συγκίνηση των θεών που τους μεταμόρφωσαν σε τρεχούμενα νερά, στον ομώνυμο ποταμό της Σικελίας τον Πύραμο, σε πηγή τη Θίσβη που έριχνε τα νερά της στον ποταμό. Έτσι, κατάφερναν και πάλι να ενωθούν, όπως η Αρέθουσα με τον Αλφειό.
 
Στη δεύτερη παραλλαγή, η ιστορία τοποθετείται στην εξωτική για τους Ρωμαίους Βαβυλώνα. Εμπόδιο στον έρωτα των δύο νέων στέκονταν οι γονείς τους που τους απαγόρευαν ακόμη και να βλέπονται. Μια μεσοτοιχία όμως ανάμεσα στα δύο σπίτια και μια ρωγμή επέτρεπε στους δύο νέους να συνομιλούν πίσω από τους τοίχους, χωρίς όμως να βλέπονται -«Τοίχε ζηλιάρη, τοίχε χωριστή, τι στέκεις στην αγάπη μας εμπόδιο;» (Οβ., Μετ. 4. 73). Ο ρομαντισμός της οβιδιακής μυθοπλασίας βάζει το απονενοημένο ερωτικό ραντεβού, που αποφάσισαν οι δύο ερωτευμένοι, νύχτα έξω από τα τείχη, κοντά σε ένα τάφο, του Νίνου, όπου υπήρχε μια μουριά και πλάι της μια πηγή. Εκ προοιμίου, η απομάκρυνση της κόρης έξω από τον περίκλειστο χώρο του δομημένου περιβάλλοντος του οίκου και της κοινότητας, στη φύση και τα στοιχεία της, την εκθέτει σε κινδύνους πραγματικούς και μεταφορικούς, συμβολικούς -την «έξοδο» από τη λογική και τους κανόνες του γάμου και το άφεμα στην περισσότερο φυσική κατάσταση του έρωτα· εξάλλου, το τοπίο θυμίζει μύθους αρπαγής κοριτσιών από περίεργους εραστές, κυρίως θεούς, κάποτε τον ίδιο τον θεό του Κάτω κόσμου.
 
Και πράγματι, η συνάντηση της Θίσβης, που έφτασε πρώτη στο ραντεβού, με μια λέαινα καθόρισε την τύχη των δύο εραστών:

«Λιοντάρι λεκιασμένο
με των βοδιών το αίμα το αίμα το νωπό που άφριζε τριγύρω στη μουσούδα
φάνηκε να τραβάει για την πηγή, τη δίψα ν' αποθέσει στα νερά της.»
(Οβ., Μετ. 4. 96-98).
 
Η Θίσβη, νιώθοντας ότι απειλείται από το διψασμένο ζώο, το έβαλε στα πόδια και πάνω στην τρεχάλα τής έφυγε η σάρπα. Τη σάρπα αυτή κατασπάραξε η λέαινα, μόνο που την κοκκίνισε κιόλας, καθώς η μουσούδα της ήταν ματωμένη από το γεύμα των βοδιών που είχε κάνει λίγο πριν. Ο Πύραμος που έφτασε εκείνη την ώρα παρερμήνευσε τα σημάδια αίματος στη σάρπα και χωρίς να το πολυσκεφτεί αυτοκτόνησε με το σπαθί του θέλοντας να ποτίσει τη σάρπα και με το αίμα το δικό του. Όταν η Θίσβη επέστρεψε στον τόπο του ραντεβού, βρήκε το σώμα του νεκρού αγαπημένου, έσυρε το σπαθί από την πληγή του Πύραμου και αυτοκτόνησε με αυτό*. Το αίμα των δύο νέων ήταν τόσο που οι καρποί της μουριάς βάφτηκαν κόκκινοι από άσπροι που ήταν. Η στάχτη τους ενώθηκε μέσα σε μια υδρία και τα κλαδιά της μουριάς σκέπασαν τον τάφο τους. (Οβ., Μετ. 4. 117-127, 152-166**).
-------------------------------
*Οι στίχοι θυμίζουν ιδιαίτερα την αυτοκτονία της Αντιγόνης, τον απαγχονισμό της, και την αυτοκτονία του Αίμονα με το ξίφος του πάνω στο σώμα της νεκρής Αντιγόνης. Ή ακόμη τον θάνατο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας μέσα στον προγονικό οικογενειακό τάφο. Διόλου απίθανο ο Οβίδιος να είχε κατά νου τη σοφόκλεια τραγωδία και ο Σαίξπηρ την οβιδιακή μυθιστορηματική επεξεργασία.
 
**Πύραμος και Θίσβη
 
[Ο Πύραμος] Το γέμισε [το σάλι] με δάκρυ και φιλί - «αλίμονο, πόσο καλά σε ξέρω!
Ώρα κι από τις φλέβες μου να πιεις το αίμα αυτό που τώρα σου προσφέρω».
Είχε ζωσμένο πάνω του σπαθί. το έμπηξε βαθιά στα σωθικά του,
κι όπως ακόμα έκαιγε η πληγή το τράβηξε την ώρα του θανάτου.
Σωριάστηκε ανάσκελα στη γη, το αίμα του τινάχτηκε ως απάνω,
σαν το νερό που βρίσκει τη ρωγμή καθώς κυλάει σε λούκι μολυβένιο
και στενεμένο μες στην περασιά συρίζοντας απάνω στη σχισμάδα
σαν πίδακας τινάζεται ψηλά - όμοια το αίμα που έτρεχε
στις φλέβες σκορπίζονταν ολόγυρα με ορμή και σιντριβάνι ράντιζε το
δέντρο
κάνοντας τη χροιά του πορφυρή. και ποτισμένη η ρίζα του κι εκείνη
ανέβασε πορφύρα στους καρπούς και πέρασε στα μούρα τη βαφή της.
 
Η Θίσβη, όταν βρήκε το σώμα του αγαπημένου της είπε ανάμεσα στα άλλα και τούτα:
 
Κι αν ήταν μοναχά να μας χωρίσει
ο θάνατος, τώρα μήτε κι αυτός μπορεί να σε κρατήσει μακριά μου.
Και άλλο τίποτε δε θέλω, μόνο αυτό, χάρη που σας ζητώ και για τους δυο
μας:
στο πένθος και τη μαύρη συφορά, γονιοί μου και γονιοί του, μη σκεφτείτε
να μας στερήσετε ταφή. αντάμα ας σκεπάσει η γη εκείνους
που ζώντας αγαπήθηκαν πολύ και στη στερνή τους ώρα δε χωρίσαν.
Κι εσύ της πίκρας και του θανάτου μουριά, με τα κλωνιά που σκέπουν τώρα
έναν,
δέντρο, σκεπή σε λίγο και για τα δυο κορμιά που θα πλαγιάζουν από κάτω,
κράτα σημάδια από το φονικό: πένθιμο κάρπιζε και μαυροφορεμένο,
θύμιζε με το χρώμα του καρπού αίμα διπλό και αδικοχυμένο».
Αυτά τα λόγια που είπε. χαμηλά το ξίφος του στο στήθος της γυρνώντας
στην κοφτερή του έπεσε αιχμή που άχνιζε από το άλλο αίμα.
Άγγιξε η δέησή της τους θεούς, άγγιξε και τους άμοιρους γονιούς τους:
ολόμαυρος του δέντρου ο καρπός σαν έρθει ο καιρός του κι ωριμάζει,
κοινή υδρία τώρα και των δυο τη μαζωμένη τέφρα αγκαλιάζει.
(Οβ., Μετ. 4. 117-127, 152-166)

Τι είναι ο αρχαίος Σκεπτικισμός;

Ο αρχαίος Σκεπτικισμός ως κατάφαση της ζωής

§1

Ι. Αρχαίος σκεπτικισμός: Ευδοκίμησε κατά την Ελληνιστική εποχή, σε μια περίοδο δηλαδή, όπου η φιλοσοφία αναπροσδιορίζεται, όσο ποτέ άλλοτε, ως οδηγητής της ζωής και ως πηγή αταραξίας. Η φιλοσοφία εν γένει συμβαίνει πάντοτε να αποτελεί τη φωνή μιας ανώτερης τάξης και αλλαγής, ανταποκρινόμενη στα αιτήματα των καιρών. Έτσι και οι υπό συζήτηση εδώ νέες φιλοσοφικές ιδέες επιχειρούν να εκφράσουν ένα είδος πρακτικής φιλοσοφίας, μια εφαρμοσμένη φιλοσοφία της ζωής, προσιτή στον κοινό θνητό και ικανή να καθιδρύει ανθεκτικές συμπεριφορές των ανθρώπων. Και οι μεγάλες φιλοσοφικές σχολές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, που προηγήθηκαν χρονικά και εξακολουθούν να υπάρχουν με τη μια ή την άλλη μορφή κι αυτή την εποχή, είχαν πολλά να πουν για το πώς πρέπει να διάγει κανείς το βίο του, αλλά με έναν τρόπο μάλλον πιο επιστημονικό και διανοητικό, που αντικειμενικά δεν μπορούσε να αγκαλιάσει τις πλατιές μάζες. Εξάλλου, ένας μακρινός απόηχος των φιλοσοφικών απόψεων και συμπεριφορών του Σωκράτη για τη ζωή αναζητεί τους «Σωκρατικούς συνεχιστές» του σε ορισμένες φιλοσοφικές κινήσεις, από τις οποίες θα ξεπηδήσουν τρία μεγάλα φιλοσοφικά ρεύματα της ελληνιστικής εποχής: ο σκεπτικισμός, ο στωικισμός και ο επικουρισμός. Καθένα από αυτά τα κινήματα δεν αποτελεί συνέχεια του άλλου, αλλά έχει μια αυτόνομη παρουσία, ενώ όχι σπάνια αλληλο-αντιτίθενται ή αλληλο-διαφοροποιούνται.

ΙΙ. Ανάμεσα στα κοινά τους χαρακτηριστικά καίριο και κύριο είναι η αντιμετώπιση του ανθρώπινου ατόμου ως εκείνης της αυθύπαρκτης ατομικής [=αδιαίρετης–άτμητης] μονάδας, που πρέπει να αναζητεί και να βρίσκει την ταυτότητά/ενότητά της στην άμεση πραγματικότητα με το ακόλουθο νόημα περίπου: όχι να υποτάσσεται σε αυτή, αλλά να απελευθερώνεται από οποιαδήποτε μορφή παροντικού καταναγκασμού ή αλλοτριωτικής περικύκλωσης, σχεδιάζοντας μια ιδεώδη, αλλά με πρακτικό αντίκρισμα, οργάνωση του ατομικού βίου, ώστε να μένει ανεπηρέαστος/ασκλάβωτος, στο δυνατό βαθμό, από τη μια ή τη άλλη κατάσταση δουλείας του παρόντος. Μια τέτοια οργάνωση περιλαμβάνει δραστηριότητα με υπομονή και επιμονή, καθορισμένη θεωρητική στάση, συνέπεια λόγου και πράξης, χάραξη μιας καθημερινής πρακτικής αποστασιοποίησης από τις κακοτράχαλες πτυχές του εξωτερικού κόσμου. Ποιος όμως είναι σε θέση να αποτολμήσει μια τέτοια αντιπαράθεση με την πραγματικότητα, προκειμένου να ζήσει ευδαιμονικά τη ζωή του. Πρώτα-πρώτα, ο ίδιος ο σκεπτικός σοφός, που έχει φτάσει να φιλοσοφήσει και να υπερβεί τα είδωλα μιας ψευδούς ελευθερίαςˑ που έχει αποφασίσει να αρνηθεί τον κόσμο των δουλικών συνειδήσεων, χωρίς να αποκόπτεται από τη σφριγηλότητα της ζωής Αυτός ο σοφός δεν παρουσιαζόταν ως «σωτήρας» του κόσμου, όπως συμβαίνει με πολλούς ματαιόδοξους της θεωρητικής και πολιτικής ανοησίας του σήμερα, αλλά σχεδίαζε συγκεκριμένα βήματα απαλλαγής των ανθρώπων από τέτοια σύνδρομα ματαιοδοξίας και αλλοφροσύνης. 

§2

Ι. Υπ’ αυτό το πνεύμα, ο σκεπτικισμός διαφοροποιείται εν τω μεταξύ από τον στωικισμό και τον επικουρισμό, κατά το ότι δεν προβάλλει νέα συστήματα γνώσης, αλλά ἐποχήν, δηλαδή αποχή από κάθε πρόταγμα θετικής, συστηματικής γνώσης. Στη Φαινομενολογία του πνεύματος, όπου ο Χέγκελ συζητεί για τον αρχαίο σκεπτικισμό, χαρακτηρίζει αυτή τη γραμμή ως «δρόμο απελπισίας, απόγνωσης της συνείδησης». Απελπισία και απόγνωση όχι με το νόημα της οντολογικής ασάφειας και ενός αντίστοιχου μηδενισμού –αυτά τα αφήνει για τους άξεστους του πολιτικού status– αλλά ως προχώρηση πέρα από το «σύνηθες», το «φυσιολογικό», το θεοποιημένο είδωλοˑ πέρα από τη θεωρία του: «καλά είναι και έτσι».

ΙΙ. Ο αρχαίος Σκεπτικισμός συνήθως αναπτύχθηκε σύμφωνα με τις παρακάτω σχολές: ο πρώιμος Πυρρωνισμός με εμβληματική μορφή τον Πύρρωνα από την Ηλεία (περίπου 360-270). Εδώ εντάσσεται και ένας από τους γνωστούς μαθητές του: ο Τίμων ο Φιλόλαος (περίπου 320-230). Ο Πύρρων συνειδητά δεν άφησε κανένα γραπτό, κατά το πρότυπο του Σωκράτη. Το έργο του είχε κυρίως πρακτικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό και δεν άφησε γραπτά κείμενα. Επιζητούσε δια λόγου και πρακτικής στάσης ζωής του ιδίου να δείξει στους συνανθρώπους του τον δρόμο της ψυχικής γαλήνης και εσωτερικής ισορροπίας. Προς τούτο συνιστούσε ἐποχήν [=αποχή] από κάθε είδους κρίσεις και τεκμηρίωνε τούτο με τη θέση του περί αδιαφορίας, ήτοι ισοσθένειας [=ίσης αξίας, ίδιας εγκυρότητας, ισοδυναμίας] των αλληλο-αντίθετων κρίσεων. Οφείλει κανείς, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, να βγαίνει έξω, να κρατιέται μακριά από τις αντίδικες γνώμες περί δικαίου και αδίκου και να περιορίζει τις βλέψεις του, τις επιδιώξεις του στο κατά φύση αναγκαίο. Μια τέτοια αποχή από κρίσεις και γνώμες μας οδηγεί στην Αταραξία, στην εσωτερική ελευθερία, στη μη εξάρτηση από τους άλλους.

ΙΙΙ. Ο Σκεπτικισμός στην Ακαδημία: εδώ έχουμε τη λεγόμενη Μέση και Νεώτερη Ακαδημία, τον Ακαδημεικό Σκεπτικισμό, με κύριους εκπροσώπους τον Αρκεσίλαο (περίπου 315-240), ιδρυτή της Μέσης ή της Δεύτερης Ακαδημίας, και τον Καρνεάδη (περίπου 214-128), ιδρυτή της Νεώτερης Ακαδημίας. Μαθητές του ήταν ο Κλειτόμαχος και ο Φίλων ο Λαρισαίος. Ο Αρκεσίαλος ασκήθηκε στη διαλεκτική και υιοθέτησε την επιχειρηματολογία των σχολών των Μεγάρων και της Ερέτριας, που επηρεάστηκαν από την ελεατική Λογική. Η σκέψη του κατηύθυνε τα βέλη της ενάντια στη λογική των Στωικών και στη θεωρία για το κριτήριο της αλήθειας. Αυτή την πολεμική συνέχισε με επιτυχία ο Καρνεάδης, αφού πρώτα είχε μελετήσει καλά τα κείμενα των Στωικών.

ΙV. O Νεοπυρρωνισμός, με κύριο εκπρόσωπο τον Αινησίδημο και ο ύστερος Πυρρωνισμός με εκπρόσωπο τον Σέξτο τον Εμπειρικό (2ος αι. μ.Χρ.) Ο Αινησίδημος πρέσβευε τη θεωρία πως δεν μπορούμε τίποτα να γνωρίσουμε με βεβαιότητα είτε με τις αισθήσεις είτε με τη νόηση. Δεν μπορεί επομένως κανένας να γνωρίσει την αλήθεια των πραγμάτων. Η φιλοσοφική του προσπάθεια αναγνωρίζει τη μεγάλη σημασία του φιλοσοφείν με τον τρόπο του Πύρρωνος. Ο Πυρρωνισμός θα φτάσει στο αποκορύφωμα της ανάπτυξής του με τον Σέξτο τον Εμπειρικό. Βασικό μοτίβο της σκέψης του, σε σχέση με την αναβίωση του Πυρρωνισμού, είναι τούτο: η εξέταση ενός πράγματος συνάπτεται με τρεις πιθανές εκδοχές. Είτε να νομίσει κανείς ότι ανακάλυψε την αλήθεια, είτε να πιστέψει στην αδυνατότητα ανακάλυψής της ή να συνεχίσει την αναζήτησή της. Αναλυτικά για αυτό το ιδιοφυές πνευματικό κίνημα θα μιλήσουμε σε επόμενες συναρτήσεις. Ωστόσο θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει καταληκτικά ότι η Σκεπτικιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων θραύει τον σκοταδισμό που συσκοτίζει τα πάντα σε κρίσιμες εποχές, σαν τη δική μας τη σημερινή, καθώς αποδομεί την απόλυτη ανοησία όλων των βεβαιοτήτων [πολιτικών, επιστημονικών κ.λπ.] και αποδυναμώνει πλήρως τις καρικατούρες της «οντολογικής ασάφειας».

Στη ζωή δεν γίνεται να είμαστε στάσιμοι

Πρέπει να «αναζητάμε συνεχώς με ποιους τρόπους μπορούμε να κάνουμε καλύτερα αυτό που πρέπει να γίνει. Ηγετικό ρόλο θα αναλάβει αυτός που διαθέτει το χαρακτηριστικό να μην ικανοποιείται και θα συνεχίσει να αξιοποιεί θετικά αυτό το αρνητικό στοιχείο.

Η σφραγίδα της ηγεσίας είναι να μετατρέπει το μη ικανοποιητικό σε ικανοποιητικό ή σε πιο ικανοποιητικό. Αν δεν ικανοποιήστε ποτέ με τίποτα λιγότερο από τη βέλτιστη επίδοση, ανταμοιβή σας θα είναι η πρόοδος». Κάθε φορά που πετυχαίνουμε έναν στόχο, πρέπει να αναρωτιόμαστε πώς μπορούμε να τα καταφέρουμε καλύτερα. Με ποιο τρόπο μπορούμε να βελτιωθούμε.

Ποτέ μη σας ικανοποιεί η κρατούσα κατάσταση ή τα προηγούμενα επιτεύγματα. Η επίτευξη ενός στόχου αποτελεί απλώς ένδειξη ότι πρέπει να θέσουμε έναν ακόμη υψηλότερο. Οι στόχοι πρέπει να καθορίζονται με μικρά βήματα, ώστε να μην αποθαρρύνονται ποτέ οι άνθρωποι, αλλά ταυτοχρόνως να μην είναι ποτέ μονίμως ικανοποιημένοι.

Η ζωή δεν είναι σαν σκάλα, που την ανεβαίνουμε μέχρι να φτάσουμε σε κάποιο σκαλοπάτι, να σταματήσουμε και να μείνουμε στο ίδιο σημείο. Η ζωή μοιάζει περισσότερο με μια κυλιόμενη σκάλα, που προσπαθούμε να την ανεβούμε ενώ εκείνη πηγαίνει προς τα κάτω. Αν σταματήσουμε να την ανεβαίνουμε, θα πάρει προς τα κάτω.

Όπως συμβαίνει και με τα δέντρα που όταν δεν αναπτύσσονται μαραίνονται, το ίδιο γίνεται και μ’ εμάς που, αν δεν σημειώνουμε πρόοδο, οπισθοδρομούμε. Αν ποτέ πάψω να μαθαίνω, είμαι ξοφλημένος. Είμαστε αναγκασμένοι, είτε να τραβήξουμε μπρος είτε να πάμε πίσω. Σπανίως προχωράει κανείς μπροστά γρήγορα, αλλά προς τα κάτω μπορεί να πάει πολύ γρήγορα.

Στη ζωή δεν γίνεται να είμαστε στάσιμοι. Πρέπει να προσπαθούμε συνεχώς να επιζητούμε τη βελτίωση. Πρέπει να ανακαλύπτουμε διαρκώς τρόπους να καινοτομούμε.

Εσωτερική σιωπή

Ο δον Χουαν διδασκε τη διαπιστωση που εκαναν οι μαγοι της γενιας του: οτι η εσωτερικη σιωπη πρεπει να κατακταται με διαρκη ασκηση πειθαρχιας. Πρεπει να αποκταται με κοπο και να αποθηκευεται λιγο λιγο, λεπτο με το λεπτο. Με αλλα λογια πρεπει κανεις να πιεσει τον εαυτο του να σωπαινει, εστω και για λιγα δευτερολεπτα τη φορα.

Συμφωνα με το δον Χουαν ηταν κοινη πεποιθηση των μαγων οτι η επιμονη ενος ανθρωπου μπορει να κατανικησει τη συνηθεια, ωσπου να φτασει, αναλογα με το ατομο, επιμενοντας για λιγα δευτερολεπτα η λεπτα, σε ενα κατωφλι. Για παραδειγμα, αν το κατωφλι της εσωτερικης σιωπης ειναι δεκα λεπτα για ενα συγκεκριμενο ατομο, τοτε, μολις φτασει σε αυτο το κατωφλι, η εσωτερικη σιωπη επερχεται απο μονη της, αυτοβουλα, θα ελεγε κανεις.

Δεν μπορουμε να γνωριζουμε εκ των προτερων το προσωπικο μας κατωφλι ο μονος τροπος για να το ανακαλυψουμε ειναι μεσω αμεσης εμπειριας. Αυτο ακριβως μου συνεβη. Ακολουθωντας την υποδειξη του δον Χουαν, πιεζα επιμονα τον εαυτο μου να σωπαινει και, καποια μερα, ενω περπατουσα στο UCLA, εφτασα στο μυστηριωδες κατωφλι μου. Ηξερα πως ειχα φτασει επειδη βιωσα στη στιγμη κατι που ο δον Χουαν μου ειχε περιγραψει αναλυτικα. Εκεινος το ονομαζε σταματημα του κοσμου. Εν ριπη οφθαλμου, ο κοσμος επαψε να ειναι αυτο που ηξερα και,για πρωτη φορα στη ζωη μου, συνειδητοποιησα οτι εβλεπα την ενεργεια οπως ρεει στο συμπαν.

Χρειαστηκε να καθισω σε κατι σκαλοπατια. Ηξερα πως καθομουν σε πλινθινα σκαλοπατια, αλλα το ηξερα μονο διανοητικα, μεσα απο την μνημη μου. Εμπειρικα, αναπαυομουν πανω σε ενεργεια. Εγω ο ιδιος ημουν ενεργεια, οπως τα παντα γυρω μου. Ειχα κλεισει το ερμηνευτικο μου συστημα.

Αφου ειδα αμεσα την ενεργεια, συνειδητοποιησα κατι που με τρομοκρατησε,κατι που μονο ο δον Χουαν θα μπορουσε να μου εξηγησει.

 Συνειδητοποιησα οτι, μολονοτι εβλεπα αμεσα την ενεργεια για πρωτη φορα στη ζωη μου, στην πραγματικοτητα την εβλεπα σε ολη μου τη ζωη, χωρις να το συνειδητοποιω. Η καινοτομια δεν ηταν να βλεπω την ενεργεια οπως ρεει στο συμπαν, ηταν η απορια που γεννηθηκε μεσα μου, μια απορια τοσο εντονη, ωστε με εκανε να αναδυθω πισω στον κοσμο της καθημερινης ζωης. Τι ηταν αυτο που με εμποδιζε μια ζωη να συνειδητοποιησω οτι εβλεπα την ενεργεια που ρεει στο συμπαν;

Για να σου λυσω την απορια, πρεπει να εξετασουμε δυο θεματα , μου εξηγησε ο δον Χουαν, οταν τον ρωτησα σχετικα με αυτη την εξοργιστικη αντιφαση. Το ενα ειναι η γενικη επιγνωση. Το αλλο ειναι η ειδικη, σκοπιμη συνειδητοτητα. Καθε ανθρωπινο ον μεσα στον κοσμο αντιλαμβανεται, σε γενικες γραμμες, οτι βλεπει την ενεργεια οπως ρεει στο συμπαν. Παρολα αυτα, μονο οι μαγοι εχουν ιδιαιτερη και συνειδητη αντιληψη αυτης της ενεργειας.

 Για να αντιληφθεις συνειδητα κατι που γενικως συναισθανεσαι προυποθετει ενεργεια και την ατσαλινη πειθαρχια που απατει η υπαρξη της. Η εσωτερικη σιωπη σου, ο καρπος πειθαρχιας και ενεργειας , γεφυρωσε το χασμα αναμεσα στη γενικη επιγνωση και την ειδικη συνειδητοτητα.

ΚΑΡΛΟΣ ΚΑΣΤΑΝΕΝΤΑ

Θεοφάνεια – Ο «αγιασμός» τών υδάτων υπό το φως τής λογικής

Μία από τις σπουδαιότερες γιορτές τού Χριστιανισμού είναι τα Θεοφάνεια. Όχι μόνον ιαματικές, αλλά και υπερφυσικές ιδιότητες αποδίδονται από τους χριστιανούς στα νερά, που αγιάζονται από κληρικούς κάθε χρόνο την ημέρα των Θεοφανείων. Το νερό που έχει αγιαστεί, πιστεύεται ότι δεν χαλάει σε αντίθεση με το κοινό -μη αγιασμένο- νερό.

Ας εξετάσουμε όμως, τι πραγματικά συμβαίνει κάνοντας κατ΄ αρχήν ορισμένες παρατηρήσεις:

– Στο αγιασμένο νερό αποδίδονται ιδιότητες «κολλητικές». Αν αδειάσουμε, δηλαδή, μια μικρή φιάλη αγιασμένου νερού σε μια μεγάλη δεξαμενή, τότε και τα νερά τής δεξαμενής αγιάζονται. Δεν αναφέρεται όμως, η ταχύτητα διάδοσης τού αγιάσματος, οπότε πρέπει μάλλον να θεωρήσουμε, ότι γίνεται σε χρόνο μηδέν. Όταν επομένως αγιάζεται κάποια ποσότητα νερού, ο αγιασμός μεταδίδεται αστραπιαία σε κάθε άλλη ποσότητα νερού, με την οποία έρχεται αυτή σ΄ επαφή.

– Κάθε χρόνο την ημέρα των Θεοφανείων αγιάζονται τα νερά δεξαμενών, λιμνών, ποταμών και θαλασσών. Όλα αυτά όμως επικοινωνούν και καταλήγουν στη θάλασσα και στα πελάγη κι αυτά με τη σειρά τους καταλήγουν στους ωκεανούς, οπότε αμέσως αγιάζονται όλες οι θάλασσες, τα πελάγη κι οι ωκεανοί τού πλανήτη. Θα αρκούσε ένας μόνον αγιασμός σε ένα ποτάμι, προκειμένου να παραχθεί το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα.

– Με τη διαδικασία τής εξάτμισης παράγονται αγιασμένοι υδρατμοί, αγιασμένα σύννεφα και αγιασμένη βροχή κι έτσι σύντομα σε κάθε απομονωμένο σημείο τής Γης (λίμνη, σπηλιά κ.τ.λ.) φθάνει το αγιασμένο νερό, οπότε αγιάζονται όλα τα νερά τής Γης. Παίρνοντας επομένως νερό από την βρύση της οικίας μας είναι κι αυτό έμμεσα αγιασμένο και δεν έχει καμία διαφορά από το νερό που αγιάστηκε άμεσα από τον ιερέα.

– Δεν αναφέρεται επίσης ο χρόνος, που το νερό διατηρεί την αγιασμένη του ιδιότητα. Είναι δυνατόν να χάνει την αγιαστική του δύναμη με την πάροδο του χρόνου; Αδιανόητο για τους χριστιανούς. Εφ΄ όσον όμως δεν την χάνει, γιατί το νερό, που αγιάστηκε φέτος πρέπει να ξαναγιαστεί και τού χρόνου; Θα αρκούσε ένας αγιασμός άπαξ κι έκτοτε όλα τα νερά τής Γης θα ήταν για πάντα αγιασμένα.

Είναι όμως γεγονός, ότι εάν πάρετε μία φιάλη νερού από την εκκλησία και μία φιάλη νερού από την βρύση τού σπιτιού σας, το νερό τής «αγιασμένης» φιάλης μπορεί να διατηρηθεί περισσότερο. Τι συμβαίνει λοιπόν; Ποιο μέσο χρησιμοποιεί η Εκκλησία; Η απάντηση είναι απλούστατη: Στο αγιασμένο νερό οι ιερείς βουτούν βασιλικό. Ο βασιλικός έχει αντισηπτικές ιδιότητες, γνωστές ήδη από την αρχαιότητα. Οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν βασιλικό στις ταριχεύσεις.

Το βάπτισμα των φύλλων τού βασιλικού μέσα στο νερό το κάνει να διατηρείται περισσότερο κι όχι οι ψαλμωδίες κι οι αγιασμοί των ιερέων. Αυτός είναι ο λόγος, που η Εκκλησία διάλεξε το συγκεκριμένο αυτό φυτό για τον αγιασμό των υδάτων κι όχι επειδή, όπως παραδίδεται, η Αγία Ελένη μυρίζοντας δήθεν το άρωμα βασιλικού, που είχε φυτρώσει στον τόπο που είχε ταφεί ο σταυρός, τον οποίον «ανακάλυψε» 300 χρόνια μετά τη σταύρωση.

Τα ψεύδη, οι δεισιδαιμονίες, οι παραλογισμοί κι οι ψυχολογικοί -και όχι μόνον- εκβιασμοί είναι τα κύρια μέσα, που έχουν κατά κόρον χρησιμοποιηθεί από τους χριστιανικούς μηχανισμούς επιβολής κι επιβίωσής του τούς 17 αιώνες τής ιστορίας του. Ο αγιασμός των υδάτων είναι σχετικά απλό θέμα κι η συζήτησή του «δεν σηκώνει πολύ νερό». Δεν πρέπει να μας εμπλέκουν λοιπόν οι κατηχητές και οι νεοφανείς τηλέμποροι, οι οποίοι πνίγονται σε μια κουταλιά νερού («αγιασμένου» ή μη).

S. FREUD: Η Ψυχολογία των μαζών

Η αντίθεση ανάμεσα στην ατομική και την κοινωνική ψυχολογία ή ψυχολογία των μαζών, η οποία εκ πρώτης όψεως ενδέχεται να μας φαίνεται πολύ σημαντική, χάνει ύστερα από λεπτομερέστερη παρατήρηση μεγάλο μέρος της έντασής της. Η ατομική ψυχολογία ασχολείται μεν με τον μεμονωμένο άνθρωπο και παρακολουθεί τους τρόπους με τους οποίους εκείνος προσπαθεί να επιτύχει την ικανοποίηση των ενορμήσεών του, σπάνια ωστόσο, και υπό ορισμένες συνθήκες, βρίσκεται στη θέση να μη συνυπολογίσει τις σχέσεις του συγκεκριμένου ανθρώπου με άλλα άτομα. Στην ψυχική ζωή του μεμονωμένου ανθρώπου, ο Άλλος εκλαμβάνεται συχνά ως πρότυπο, ως αντικείμενο, ως βοηθός ή ως αντίπαλος, και συνεπώς η ατομική ψυχολογία είναι εξαρχής ταυτόχρονα και κοινωνική ψυχολογία, υπό αυτήν τη διευρυμένη αλλά απόλυτα δικαιολογημένη έννοια.

Η σχέση του μεμονωμένου ανθρώπου με τους γονείς του και τα αδέλφια του, με το αντικείμενο της αγάπης του και με το γιατρό του, όλες δηλαδή οι σχέσεις που έως τώρα αποτελούσαν το κύριο αντικείμενο της ψυχαναλυτικής έρευνας, μπορούν να εγείρουν την αξίωση να αναγνωριστούν ως κοινωνικά φαινόμενα και σε αυτή την περίπτωση θα έρθουν σε αντίθεση με τις διεργασίες που ονομάζουμε ναρκισσιστικές και στις οποίες η ικανοποίηση των ενορμήοεων ξεφεύγει την επιρροή άλλων προσώπων ή παραιτείται από αυτά. Η αντίθεση ανάμεσα στις κοινωνικές και τις ναρκισσιστικές —ο Bleuler ίσως θα έλεγε αυτιστικές— ψυχικές πράξεις εμπίπτει λοιπόν απολύτως στο πεδίο της ατομικής ψυχολογίας και δε δικαιολογεί το διαχωρισμό της από μια κοινωνική ψυχολογία ή ψυχολογία των μαζών.

Στις σχέσεις που ανέφερα προηγουμένως με τους γονείς και τα αδέρφια, με την ερωμένη, με το φίλο και με το γιατρό, ο μεμονωμένος άνθρωπος βιώνει πάντα την επιρροή ενός μόνο προσώπου ή ενός πολύ μικρού αριθμού προσώπων, το καθένα από τα οποία έχει αποκτήσει εξαιρετικά μεγάλη σημασία γι αυτόν. Έχουμε συνηθίσει, όποτε μιλούμε για κοινωνική ψυχολογία ή ψυχολογία των μαζών, να παραβλέπουμε αυτές τις σχέσεις και να απομονώνουμε ως αντικείμενο έρευνας τον ταυτόχρονο επηρεασμό του ατόμου από ένα μεγάλο αριθμό προσώπων με τα οποία το συνδέει κάτι, παρόλο που κατά τα άλλα μπορεί να του είναι ξένα από πολλές απόψεις. Η ψυχολογία των μαζών πραγματεύεται λοιπόν το μεμονωμένο άνθρωπο ως μέλος μιας φυλής, ενός λαού, μιας κάστας, μιας κοινωνικής θέσης, ενός θεσμού ή ως συστατικό στοιχείο ενός ανθρώπινου πλήθους που σε μια συγκεκριμένη στιγμή οργανώνεται σε μάζα για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Ύστερα από αυτήν τη διάρρηξη μιας φυσικής συνάφειας, ήταν εύκολο να θεωρήσουμε τις εκφάνσεις που παρουσιάζονται κάτω από αυτές τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις ως εκδηλώσεις μιας ιδιαίτερης, μη αναγόμενης περαιτέρω ενόρμησης -herd instinct, group mind-, η οποία υπό άλλες συνθήκες δεν εκφράζεται. Μπορούμε όμως κάλλιστα να αντιτείνουμε ότι μας είναι δύσκολο να παραχωρήσουμε μια τόσο μεγάλη σπουδαιότητα στο στοιχείο του αριθμού, πως μόνο αυτό είναι σε θέση να ξυπνήσει στην ανθρώπινη ψυχική ζωή μια νέα και, κατά τα άλλα, μη ενεργοποιημένη ενόρμηση. Έτσι, η προσδοκία μας οδηγείται σε δύο άλλες δυνατότητες: ότι η κοινωνική ενόρμηση δεν μπορεί να είναι πρωταρχική και αδιαίρετη και ότι οι απαρχές του σχηματισμού της μπορούν να βρεθούν σε στενότερο κύκλο, όπως για παράδειγμα σε αυτόν της οικογένειας.

Η ψυχολογία των μαζών, παρόλο που βρίσκεται στα αρχικά της στάδια, περικλείει μια ανυπολόγιστη ακόμη πληθώρα μεμονωμένων προβλημάτων και θέτει στον ερευνητή αμέτρητα προβλήματα που μέχρι τώρα δεν έχουν καν ταξινομηθεί σωστά. Η απλή ομαδοποίηση των διαφορετικών μορφών μαζικού σχηματισμού και η περιγραφή των ψυχολογικών φαινομένων που εκδηλώνονται από αυτές απαιτούν μεγάλη επένδυση σε παρατήρηση και εξεικόνιση και έχουν ήδη δώσει πλούσια βιβλιογραφία. Όποιος συγκρίνει αυτό το λεπτό βιβλιαράκι με το εύρος της ψυχολογίας των μαζών, εύκολα θα υποθέσει ότι εδώ δεν πραγματεύομαι παρά μόνο λίγα από τα σημεία τou συνολικού υλικού. Και όντως θα είναι μερικά μόνο ερωτήματα, για τα οποία η βαθύτερη έρευνα της ψυχανάλυσης δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

S. FREUD, ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΕΓΩ

BERTRAND RUSSELL: Σε έναν τέτοιο κόσμο είναι η ευτυχία δυνατή;

Η ευτυχία είναι 2 ειδών, με όλο που υπάρχουν και ενδιάμεσες διαβαθμίσεις. Τα 2 βασικά είδη που εννοώ θα μπορούσαν να καθοριστούν ως η γνήσια και η ψεύτικη ευτυχία, ή ως η πνευματική και κτηνώδης, ή ως η ευτυχία του πνεύματος και η ευτυχία της σάρκας. Ίσως ο απλούστερος τρόπος να περιγράψει κανείς τη διαφορά ανάμεσα στα 2 βασικά είδη ευτυχίας είναι να πει ότι το ένα είναι προσιτό για κάθε άνθρωπο και το άλλο για κείνους που ξέρουν να διαβάζουν και να γράφουν.

Όσο περισσότερα είναι τα ενδιαφέροντα ενός ανθρώπου, τόσο περισσότερες δυνατότητες ευτυχίας έχει και τόσο λιγότερο βρίσκεται στο έλεος της μοίρας, αφού μπροστά του ανοίγεται πλήθος επιλογών.

Η συντροφικότητα κι η συνεργασία είναι ουσιώδεις παράγοντες για την ευτυχία του μέσου ανθρώπου.. Η πίστη σε κάτι είναι μία πηγή ευτυχίας για μεγάλο αριθμό ανθρώπων.

Το μυστικό της ευτυχίας είναι αυτό: πλάτυνε όσο μπορείς περισσότερο τα ενδιαφέροντά σου και κάνε τις αντιδράσεις σου προς τα πράγματα και τα πρόσωπα που σ’ ενδιαφέρουν όσο γίνεται φιλικές παρά εχθρικές.

Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, η ευτυχία δεν είναι κάτι που πέφτει μέσα στο στόμα μας σαν ώριμο φρούτο, χάρη στην απλή συνδρομή ευνοϊκών περιστάσεων. Να γιατί τιτλοφόρησα το βιβλίο αυτό «Η κατάκτηση της ευτυχίας». Γιατί σε έναν κόσμο τόσο πλούσιο σε δυστυχίες, αποφευκτές και αναπόφευκτες, σε αρρώστιες και ψυχολογικές συγκρούσεις, σε αγώνες, σε μιζέριες και σε κακή θέληση, ο άνδρας ή η γυναίκα που θέλει να είναι ευτυχισμένος, οφείλει να βρει τρόπους για να παλέψει ενάντια στις πολλαπλές αιτίες της δυστυχίας, στις οποίες κάθε άτομο είναι εκτεθειμένο. Σε μερικές σπάνιες περιπτώσεις δεν απαιτείται μεγάλη προσπάθεια. Ένας άνθρωπος προικισμένος με καλόβολο χαρακτήρα, που κληρονομεί μια μεγάλη περιουσία και έχει καλή υγεία και απλά γούστα, μπορεί να περάσει άνετα από την ζωή αναρωτώμενος γιατί οι άλλοι κάνουν τόσες ιστορίες. Αν μια όμορφη γυναίκα με ανεκτικό χαρακτήρα τύχει να παντρευτεί έναν πλούσιο σύζυγο που δε ζητά από αυτή τίποτε το εξαιρετικό, και αν, ύστερα από τον γάμο τους, η κυρία δεν φοβάται μήπως παχύνει, θα μπορέσει να χαρεί μια άνετη ζωή, με την προϋπόθεση πως θα σταθεί τυχερή με τα παιδιά της. Αλλά αυτές οι περιπτώσεις είναι εξαιρετικά σπάνιες. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι πλούσιοι, οι περισσότεροι δεν γεννιούνται με καλόβολο χαρακτήρα. Πολλοί έχουν βίαια πάθη που τους κάνουν να βλέπουν σαν αληθινό μαρτύριο μια ζωή ήσυχη και τακτική. Η υγεία είναι μια ευλογία που κανείς άνθρωπος δεν είναι βέβαιος ότι θα διατηρηθεί. Και ο γάμος δεν είναι μια πηγή αυτόματης ευτυχίας. Για όλους αυτούς τους λόγους η ευτυχία για τους ανθρώπους είναι μια κατάκτηση μάλλον παρά ένα δώρο των Θεών, και σ αυτή την κατάκτηση η προσπάθεια, εσωτερική και εξωτερική, παίζει μεγάλο ρόλο.

Η πλειονότητα των ανθρώπων δεν είναι φτιαγμένη για να βρίσκει την ευτυχία στη φυλακή, και τα πάθη που μας κλείνουν στον εαυτό μας είναι η χειρότερη φυλακή. Ανάμεσα στα πιο κοινά πάθη είναι ο φόβος, ο φθόνος, το αίσθημα της ενοχής, ο οίκτος για τον εαυτό μας και ο αυτοθαυμασμός. Σ όλα αυτά τα πάθη οι επιθυμίες μας είναι συγκεντρωμένες στον εαυτό μας: δεν ενδιαφερόμαστε αληθινά για τον εξωτερικό κόσμο, παρά μόνο μας ανησυχεί η σκέψη μήπως μας θίξει ή δεν ικανοποιήσει το εγώ μας. Ο φόβος είναι ο κύριος υπεύθυνος για το ότι οι άνθρωποι αρνούνται τόσο πολύ να παραδεχθούν την πραγματικότητα και για το ότι φροντίζουν τόσο πολύ να τυλιχθούν μέσα στο ζεστό ρούχο του μύθου.

Ευτυχισμένος είναι εκείνος που δεν υποφέρει από καμιά από τις ελλείψεις ενότητας, που η προσωπικότητά του δεν είναι διχασμένη ούτε βρίσκεται σε σύγκρουση με τον κόσμο. Ένας τέτοιος άνθρωπος νιώθει πως είναι πολίτης του κόσμου και απολαμβάνει ελεύθερα το θέαμα που του προσφέρει και τις χαρές που του παρέχει, χωρίς να τον ταράζει η σκέψη του θανάτου, γιατί νιώθει πως πραγματικά δεν είναι κάτι το χωριστό από αυτούς που θα ‘ρθουν ύστερα από αυτόν. Και ακριβώς μέσα σ’ αυτή τη βαθιά και ενστικτώδη ένωση με το ρεύμα της ζωής θα βρούμε τις πιο μεγάλες χαρές.

Bertrand Russell, ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Ηράκλειτος: Οι καθεύδοντες της αγοράς

Ηράκλειτος Διαλεκτική: Λόγος του Είναι διά του Γίγνεσθαι

§1

Η παραδοσιακή μεταφυσική έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την αναζήτηση, πίσω από την αέναη κίνηση και πολλαπλότητα των φαινομένων, μιας ακίνητης και όμοιας με τον εαυτό της ουσίας, ενός αυτο-ταυτού θεμελίου, ενός Είναι. Αναλογικά, η πολύτροπη κινητικότητα και μεταβολή του αισθητού κόσμου φαντάζει ως μια συμπτωματική, φαινόμενη εκδήλωση των συστατικών γνωρισμάτων αυτού του Είναι. Ο Ηράκλειτος, απεναντίας, επιχείρησε να πλησιάσει την αλήθεια του Είναι μέσα από τον Λόγο. Σημειώνει σχετικά:

«Αν ακούσετε όχι εμένα, αλλά τον Λόγο,
τότε είναι σοφό να ομολογείτε: τα πάντα είναι ένα
»

Τι λέγει εδώ ο Λόγος; «Εν πάντα». Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, ο Λόγος συναρμόζει την ουσία του μέσα στο λέγειν, το οποίο κατονομάζει τον προορισμό (μας), έτσι όπως μας τον αποστέλλει το Είναι. Το αποστέλλον Είναι, ως τέτοιο, δεν φαίνεται, δεν εμφανίζεται, αλλά ομολογείται, δηλαδή τίθεται. Πώς τίθεται; Ως το ομιλείν που μας καλεί να ακούμε τα πράγματα που μας αφορούν. Να ακούμε σημαίνει όχι να ερευνούμε «επιστημονικά»: σχολαστικιστικά, να διαμελιζόμαστε μπροστά στα επί μέρους φαινόμενα, να χανόμαστε μέσα εδώ, αλλά να διαλογιζόμαστε πάνω στο Είναι, να συλ-λέγουμε το ουσιώδες.

§2

Είναι δυνατή μια τέτοια συλ-λογή και περι-συλ-λογή στις εποχές μας, όπου κυριαρχεί ο κανιβαλισμός της μαζικής κουλτούρας; Ποτέ δεν θα μπορέσει να ακούσει κανείς τίποτα, μας λέει ο Ηράκλειτος, όσο τα αυτιά του είναι απλώς εκτεθειμένα στην ηδονή ενός ήχου και ο λόγος, αντίστοιχα, ένας τρόπος εκφοράς αυτής της ηδονής. Η ως άνω συλ-λογή είναι πρωτίστως δυνατή, όταν ακούει κανείς τον βαθύ Λόγο της ψυχής (απ. 45). Αλλά τούτος ο Λόγος είναι τόσο βαθύς, που δεν μας επιτρέπει να ανακαλύπτουμε τα όρια της κατά Ηράκλειτο ψυχής (απ. 15). Τότε ποιες δυνατότητες διανοίγονται; Ή μήπως δεν υπάρχει καμιά άλλη δυνατότητα εκτός από τούτη: να πνίγονται οι άνθρωποι μέσα «στις αστήρικτες εικασίες» (απ. 47) και «να ενεργούν και να μιλάνε σαν κοιμισμένοι» (απ. 73); Οι δυνατότητες που μας διανοίγονται, εντοπίζονται από τον φιλόσοφο, πρώτα-πρώτα μέσα στον κόσμο της γλώσσας ως τον κόσμο της τάξης, της «παλίντροπης αρμονίας» (απ. 51), δηλαδή της αρμονίας που μας παρέχουν οι αντίθετες τάσεις ή ροπές. Και πώς νομιμοποιείται μια τέτοια αρμονία των και εκ των αντιθέτων; Νομιμοποιείται από το γεγονός ότι «κάτι που έχει μέσα του αντίθετες ροπές ή τάσεις συμφωνεί με τον εαυτό του» (απ. 51). Πού θεμελιώνεται μια τέτοια συμφωνία και πώς νοείται στο βάθος της ουσίας της; Θεμελιώνεται στον κοινό, καθολικό Λόγο που είναι το γίγνεσθαι του εαυτού και νοείται, συνακόλουθα, ως ο εσωτερικός λόγος ενός συστήματος έντασης και αντίθεσης, ως η εσωτερική του φωνή, αρθρωμένη σε ομιλία.

§3

Αυτή η φωνή-ομιλία είναι η κλήτευση που μας απευθύνει το Είναι, αλλά οι πολλοί δεν την ακούν, γιατί υποτάσσονται στην ιδιωτική τους γνώμη: εικοτολογούν, απολυτοποιούν την εξωτερική αντίθεση και δεν σκέπτονται την κοινότητα του Λόγου: δεν κατανοούν, δεν συλλαμβάνουν την ενοποιημένη δομή. Στο πλαίσιο της γνώμης, η οποία δεν απορρίπτεται εξ υπαρχής, γίνεται ολοφάνερη η διαμάχη, η έριδα, η διαφορά. Π.χ. οι πολιτικές διαμάχες ερείδονται στην ιδιωτική γνώμη της μιας ή της άλλης ιδιοτελούς πολιτικής φατρίας και δεν προχωρούν στην εναρμόνιση ιδιωτικού και δημόσιου συμφέροντος. Απεναντίας προωθούν πεισματικά την επικράτηση του ατομικού, ιδιωτικού συμφέροντος πάνω στο δημόσιο, στο καθολικό. Στο επίπεδο όμως της γνώσης, ήτοι της σοφίας, [=του Λόγου] αναγνωρίζεται η ενότητα: Εν πάντα ως η αλήθεια του Είναι. Ωστόσο, οι ως άνω φατρίες, ας πούμε, κωφεύουν, γιατί δεν μπορούν να υπερβούν τη σκιαμαχία των γνωμών και γι’ αυτό, όταν επιχειρούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους, συμφωνούν μόνο μηχανικά, μηχανιστικά και συμφεροντολογικά, χωρίς ποτέ να μπορούν να μετέχουν στη βαθύτερη Λογική ιδέα του κόσμου. Αυτή η ιδέα, δηλαδή ο κοινός Λόγος, είναι συμπαντικός νόμος της κοσμικής τάξης και ανοικτός στο να κατανοείται από τους ανθρώπους. Όταν όμως αυτοί δεν βλέπουν ετούτο το γίγνεσθαι [=την ανοικτότητα προς κατανόηση], που διανοίγεται μπροστά τους, ή δεν το γνωρίζουν, τότε φαντάζονται ότι το βλέπουν· νομίζουν πως το γνωρίζουν και όλο τους το πράττειν κυοφορεί τον σκοταδισμό, με όρους του Χάιντεγκερ: τη λήθη του Είναι.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ποιητική (1457a-1458a)

[XXI] Ὀνόματος δὲ εἴδη τὸ μὲν ἁπλοῦν, ἁπλοῦν δὲ λέγω ὃ μὴ ἐκ σημαινόντων σύγκειται, οἷον γῆ, τὸ δὲ διπλοῦν· τούτου δὲ τὸ μὲν ἐκ σημαίνοντος καὶ ἀσήμου, πλὴν οὐκ ἐν τῷ ὀνόματι σημαίνοντος καὶ ἀσήμου, τὸ δὲ ἐκ σημαινόντων σύγκειται. εἴη δ᾽ ἂν καὶ τριπλοῦν καὶ τετραπλοῦν ὄνομα καὶ πολλαπλοῦν, οἷον τὰ πολλὰ τῶν Μασσαλιωτῶν, Ἑρμοκαϊκόξανθος ***.

[1457b] ἅπαν δὲ ὄνομά ἐστιν ἢ κύριον ἢ γλῶττα ἢ μεταφορὰ ἢ κόσμος ἢ πεποιημένον ἢ ἐπεκτεταμένον ἢ ὑφηρημένον ἢ ἐξηλλαγμένον. λέγω δὲ κύριον μὲν ᾧ χρῶνται ἕκαστοι, γλῶτταν δὲ ᾧ ἕτεροι· ὥστε φανερὸν ὅτι καὶ γλῶτταν καὶ κύριον εἶναι δυνατὸν τὸ αὐτό, μὴ τοῖς αὐτοῖς δέ· τὸ γὰρ σίγυνον Κυπρίοις μὲν κύριον, ἡμῖν δὲ γλῶττα. μεταφορὰ δέ ἐστιν ὀνόματος ἀλλοτρίου ἐπιφορὰ ἢ ἀπὸ τοῦ γένους ἐπὶ εἶδος ἢ ἀπὸ [τοῦ] εἴδους ἐπὶ τὸ γένος ἢ ἀπὸ τοῦ εἴδους ἐπὶ εἶδος ἢ κατὰ τὸ ἀνάλογον. λέγω δὲ ἀπὸ γένους μὲν ἐπὶ εἶδος οἷον «νηῦς δέ μοι ἥδ᾽ ἕστηκεν»· τὸ γὰρ ὁρμεῖν ἐστιν ἑστάναι τι. ἀπ᾽ εἴδους δὲ ἐπὶ γένος «ἦ δὴ μυρί᾽ Ὀδυσσεὺς ἐσθλὰ ἔοργεν»· τὸ γὰρ μυρίον πολύ ἐστιν, ᾧ νῦν ἀντὶ τοῦ πολλοῦ κέχρηται. ἀπ᾽ εἴδους δὲ ἐπὶ εἶδος οἷον «χαλκῷ ἀπὸ ψυχὴν ἀρύσας» καὶ «τεμὼν ταναήκεϊ χαλκῷ»· ἐνταῦθα γὰρ τὸ μὲν ἀρύσαι ταμεῖν, τὸ δὲ ταμεῖν ἀρύσαι εἴρηκεν· ἄμφω γὰρ ἀφελεῖν τί ἐστιν. τὸ δὲ ἀνάλογον λέγω, ὅταν ὁμοίως ἔχῃ τὸ δεύτερον πρὸς τὸ πρῶτον καὶ τὸ τέταρτον πρὸς τὸ τρίτον· ἐρεῖ γὰρ ἀντὶ τοῦ δευτέρου τὸ τέταρτον ἢ ἀντὶ τοῦ τετάρτου τὸ δεύτερον. καὶ ἐνίοτε προστιθέασιν ἀνθ᾽ οὗ λέγει πρὸς ὅ ἐστι. λέγω δὲ οἷον ὁμοίως ἔχει φιάλη πρὸς Διόνυσον καὶ ἀσπὶς πρὸς Ἄρη· ἐρεῖ τοίνυν τὴν φιάλην ἀσπίδα Διονύσου καὶ τὴν ἀσπίδα φιάλην Ἄρεως. ἢ ὃ γῆρας πρὸς βίον, καὶ ἑσπέρα πρὸς ἡμέραν· ἐρεῖ τοίνυν τὴν ἑσπέραν γῆρας ἡμέρας [ἢ] ὥσπερ Ἐμπεδοκλῆς, καὶ τὸ γῆρας ἑσπέραν βίου ἢ δυσμὰς βίου. ἐνίοις δ᾽ οὐκ ἔστιν ὄνομα κείμενον τῶν ἀνάλογον, ἀλλ᾽ οὐδὲν ἧττον ὁμοίως λεχθήσεται· οἷον τὸ τὸν καρπὸν μὲν ἀφιέναι σπείρειν, τὸ δὲ τὴν φλόγα ἀπὸ τοῦ ἡλίου ἀνώνυμον· ἀλλ᾽ ὁμοίως ἔχει τοῦτο πρὸς τὸν ἥλιον καὶ τὸ σπείρειν πρὸς τὸν καρπόν, διὸ εἴρηται «σπείρων θεοκτίσταν φλόγα». ἔστι δὲ τῷ τρόπῳ τούτῳ τῆς μεταφορᾶς χρῆσθαι καὶ ἄλλως, προσαγορεύσαντα τὸ ἀλλότριον ἀποφῆσαι τῶν οἰκείων τι, οἷον εἰ τὴν ἀσπίδα εἴποι φιάλην μὴ Ἄρεως ἀλλ᾽ ἄοινον. *** πεποιημένον δ᾽ ἐστὶν ὃ ὅλως μὴ καλούμενον ὑπὸ τινῶν αὐτὸς τίθεται ὁ ποιητής, δοκεῖ γὰρ ἔνια εἶναι τοιαῦτα, οἷον τὰ κέρατα ἔρνυγας καὶ τὸν ἱερέα ἀρητῆρα. ἐπεκτεταμένον

[1458a] δέ ἐστιν ἢ ἀφῃρημένον τὸ μὲν ἐὰν φωνήεντι μακροτέρῳ κεχρημένον ᾖ τοῦ οἰκείου ἢ συλλαβῇ ἐμβεβλημένῃ, τὸ δὲ ἂν ἀφῃρημένον τι ᾖ αὐτοῦ, ἐπεκτεταμένον μὲν οἷον τὸ πόλεως πόληος καὶ τὸ Πηλείδου Πηληιάδεω, ἀφῃρημένον δὲ οἷον τὸ κρῖ καὶ τὸ δῶ καὶ «μία γίνεται ἀμφοτέρων ὄψ». ἐξηλλαγμένον δ᾽ ἐστὶν ὅταν τοῦ ὀνομαζομένου τὸ μὲν καταλείπῃ τὸ δὲ ποιῇ, οἷον τὸ «δεξιτερὸν κατὰ μαζόν» ἀντὶ τοῦ δεξιόν. αὐτῶν δὲ τῶν ὀνομάτων τὰ μὲν ἄρρενα τὰ δὲ θήλεα τὰ δὲ μεταξύ, ἄρρενα μὲν ὅσα τελευτᾷ εἰς τὸ Ν καὶ Ρ καὶ Σ καὶ ὅσα ἐκ τούτου σύγκειται (ταῦτα δ᾽ ἐστὶν δύο, Ψ καὶ Ξ), θήλεα δὲ ὅσα ἐκ τῶν φωνηέντων εἴς τε τὰ ἀεὶ μακρά, οἷον εἰς Η καὶ Ω, καὶ τῶν ἐπεκτεινομένων εἰς Α· ὥστε ἴσα συμβαίνει πλήθει εἰς ὅσα τὰ ἄρρενα καὶ τὰ θήλεα· τὸ γὰρ Ψ καὶ τὸ Ξ σύνθετά ἐστιν. εἰς δὲ ἄφωνον οὐδὲν ὄνομα τελευτᾷ, οὐδὲ εἰς φωνῆεν βραχύ. εἰς δὲ τὸ Ι τρία μόνον, μέλι κόμμι πέπερι. εἰς δὲ τὸ Υ πέντε ***. τὰ δὲ μεταξὺ εἰς ταῦτα καὶ Ν καὶ Σ.

***
[21] Ονόματα υπάρχουν δύο ειδών: τα απλά (απλά ονομάζω αυτά που δεν αποτελούνται από μέρη που έχουν το καθένα τους τη δική του σημασία/νόημα, π.χ. γη) και τα διπλά. Τα διπλά αποτελούνται είτε από ένα μέρος με σημασία/νόημα και από ένα χωρίς σημασία/νόημα (η διάκριση μέρους με σημασία και μέρους χωρίς σημασία εξαφανίζεται μέσα στο όνομα) είτε από δύο μέρη που έχουν το καθένα τους τη δική του σημασία/νόημα Είναι, βέβαια, δυνατό να υπάρχει και τριπλό και τετραπλό όνομα ή και πολλαπλό, όπως είναι η πλειονότητα των ονομάτων των Μασσαλιωτών, π.χ. Ερμοκαϊκόξανθος **.

[1457b] Κάθε όνομα είναι ή κύριο ή γλώσσα ή μεταφορά ή διακοσμητικό ή πλασμένο ή επεκτεταμένο ή συγκεκομμένο ή παραλλαγμένο.

Κύριο ονομάζω το όνομα που το μεταχειρίζονται όλοι, ενώ γλώσσα αυτό που το μεταχειρίζονται μερικοί. Είναι, ύστερα από αυτό, φανερό ότι το ίδιο όνομα μπορεί να είναι και γλώσσα και κύριο, όχι για τους ίδιους ανθρώπους όμως· το σίγυνον, επιπαραδείγματι, είναι κύριο για τους Κύπριους, γλώσσα όμως για μας τους υπόλοιπους.

Μεταφορά είναι η απόδοση σε ένα πράγμα ενός ονόματος που ανήκει σε ένα άλλο πράγμα. Συγκεκριμένα: ή από το γένος σε είδος ή από το είδος στο γένος ή από ένα είδος σε ένα άλλο είδος ή κατά την αναλογία. Όταν λέω «από το γένος σε είδος» εννοώ κάτι σαν το παράδειγμα «το πλοίο μου στέκεται ακίνητο» (το αγκυροβολώ είναι ένα είδος του στέκομαι). Όταν, πάλι, λέω «από το είδος στο γένος» εννοώ κάτι σαν το παράδειγμα «ο Οδυσσέας έκανε, στ᾽ αλήθεια, μύρια καλά»: το μύρια σημαίνει έναν πολύ μεγάλο αριθμό, και ο ποιητής το χρησιμοποίησε εδώ αντί για το πολύ. Επίσης: Όταν λέω «από ένα είδος σε ένα άλλο είδος» εννοώ κάτι σαν τα παραδείγματα «αντλώντας τη ζωή με τον χαλκό» και «κόβοντας με τον κοφτερό χαλκό»: το αντλώ το είπε εδώ με τη σημασία κόβω και το κόβω με τη σημασία αντλώ: και τα δύο σημαίνουν «αφαιρώ κάτι». Λέγοντας αναλογία εννοώ ότι ο δεύτερος όρος βρίσκεται προς τον πρώτο σε όποια σχέση βρίσκεται ο τρίτος προς τον τέταρτο όρο. Μεταφορικά λοιπόν αντί για τον δεύτερο όρο θα χρησιμοποιήσει στον λόγο του τον τέταρτο, ή αντί για τον τέταρτο τον δεύτερο — μερικές, μάλιστα, φορές προσθέτουν αυτό με το οποίο σχετίζεται η λέξη την οποία αντικαθιστά. Εννοώ π.χ. το εξής: Το κύπελλο έχει με τον Διόνυσο την ίδια σχέση που έχει η ασπίδα με τον Άρη· ο ποιητής λοιπόν θα πει το κύπελλο «ασπίδα του Διόνυσου» και την ασπίδα «κύπελλο του Άρη». Άλλο παράδειγμα: Ό,τι είναι το γήρας για τη ζωή, είναι η εσπέρα για την ημέρα· θα πει λοιπόν την εσπέρα «γήρας της ημέρας» —όπως το είπε ο Εμπεδοκλής– και το γήρας «εσπέρα της ζωής» ή «δυσμάς της ζωής». Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν υπάρχει καθιερωμένη λέξη για κάποιον από τους όρους που συνδέονται με σχέση αναλογίας, παρ᾽ όλα όμως αυτά η μεταφορά θα γίνει παρόμοια. Παράδειγμα: Το να ρίχνουμε τον σπόρο το λέμε σπέρνω, για τις φλόγες όμως που ρίχνει ο ήλιος δεν υπάρχει λέξη· η σχέση, πάντως, που η πράξη αυτή έχει με τον ήλιο είναι ίδια με αυτήν που έχει το σπέρνω με τον σπόρο, εξού και η έκφραση «σπέρνοντας θεόφτιαχτη φλόγα». Τον τρόπο αυτό της μεταφοράς μπορεί κανείς να τον χρησιμοποιήσει και αλλιώς: να ονοματίσει κάτι με την αλλότρια λέξη και συγχρόνως να του αφαιρέσει μια από τις φυσικές του ιδιότητες· να πει π.χ. την ασπίδα όχι «κύπελλο του Άρη» αλλά άοινη. ***

Πλασμένη είναι η λέξη που δεν λέγεται από κανέναν απολύτως, αλλά είναι πλασμένη από τον ίδιο τον ποιητή. Φαίνεται, πράγματι, ότι υπάρχουν μερικές τέτοιες λέξεις· τέτοιες είναι, επιπαραδείγματι, η λέξη ἔρνυγες για τα κέρατα ή η λέξη ἀρητήρ για τον ιερέα.

Επεκτεταμένη [1458a] είναι η λέξη που χρησιμοποιείται με μακρόχρονο φωνήεν στη θέση του συνηθισμένου της βραχύχρονου ή με μια παρέμβλητη συλλαβή. Συγκεκομμένη είναι η λέξη από την οποία έχει αφαιρεθεί κάτι. Επεκτεταμένη είναι, επιπαραδείγματι, η λέξη πόληος αντί για τη συνηθισμένη πόλεως, ή η λέξη Πηληϊάδεω αντί για τη συνηθισμένη Πηλείδου. Συγκεκομμένο είναι, επιπαραδείγματι, το κρῖ, το δῶ ή «μία γίγνεται ἀμφοτέρων ὄψ».

Παραλλαγμένη είναι η λέξη που ένα μέρος της ο ποιητής το αφήνει όπως είναι, ενώ ένα άλλο μέρος της το πλάθει ο ίδιος, π.χ. «δεξιτερὸν κατὰ μαζόν» αντί για «δεξιόν…».

Αυτά καθεαυτά τα ονόματα είναι άλλα τους αρσενικά, άλλα θηλυκά και άλλα ενδιάμεσα. Αρσενικά είναι όσα λήγουν σε Ν, σε Ρ και σε Σ, καθώς και σ᾽ αυτά που έχουν μέσα τους το Σ (αυτά είναι δύο: το Ψ και το Ξ). Θηλυκά είναι όσα λήγουν στα φωνήεντα που είναι πάντοτε μακρά (τέτοια είναι π.χ. το Η και το Ω) και στο μακρό από έκταση Α. Συμβαίνει λοιπόν τα αρσενικά και τα θηλυκά να λήγουν σε ίσο αριθμό στοιχείων (γιατί το Ψ και το Ξ έχουν, βέβαια, μέσα τους το Σ). Δεν υπάρχει, πάντως, όνομα που να λήγει σε άφωνο στοιχείο ή σε βραχύ φωνήεν. Σε Ι λήγουν μόνο τρία, το μέλι, το κόμμι και το πέπερι, ενώ σε Υ πέντε ***. Τα ενδιάμεσα ονόματα λήγουν σ᾽ αυτά, καθώς και στα στοιχεία Ν και Σ.