Τρίτη 16 Μαΐου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 11. ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

(ii) Διαφορές μεταξύ των ειδών υποθετικών λόγων


§11.58. Οι διαφορές μεταξύ των ειδών των υποθετικών προτάσεων και οι νοηματικές αποχρώσεις που εκφράζει το καθένα από αυτά προβάλλουν εναργέστερα όταν τα είδη αυτά εμφανίζονται στην ίδια συνάφεια του λόγου. Ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα:

§11.59. Η διαφορά μεταξύ του εἰ και ευκτικής αφενός, ἐάν και υποτακτικής αφετέρου είναι ιδιαίτερα έκδηλη σε χωρία όπου οι δύο συντάξεις αντιπαρατίθενται, όπως π.χ. στην περίπτωση:

ΗΡΟΔ 9.48 ἢν μὲν δοκῇ καὶ τοὺς ἄλλους μάχεσθαι, οἱ δ' ὦν μετέπειτα μαχέσθων ὕστεροι∙ εἰ δὲ καὶ μὴ δοκέοι ἀλλ' ἡμέας μούνους ἀποχρᾶν, ἡμεῖς δὲ διαμαχεσώμεθα || αν οι υπόλοιποι αποφασίσουν να πολεμήσουν και αυτοί, ας μπουν στη μάχη αργότερα, μετά από εμάς∙ αν όμως δεν το αποφασίσουν και αποφανθούν πως αρκεί να πολεμήσουμε μόνο εμείς [μεταξύ μας], ας αναμετρηθούμε εμείς.

Η πρώτη υπόθεση (ἢν δοκῇ) διατυπώνει κάτι που ο ομιλητής (ο Μαρδόνιος) προσδοκά να συμβεί, ενώ η δεύτερη (εἰ δοκέοι) κάτι που του φαίνεται να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα ή την πραγματοποίησή του.

Παρόμοια και:

ΠΛ Φαιδρ 259a-b εἰοὖν ἴδοιεν καὶ νὼ καθάπερ τοὺς πολλοὺς ἐν μεσημβρίᾳ μὴ διαλεγομένους ἀλλὰ νυστάζοντας καὶ κηλουμένους ὑφ' αὑτῶν [τῶν ᾁδόντων τεττίγων] δι' ἀργίαν τῆς διανοίας, δικαίως ἂν καταγελῷεν, ἡγούμενοι ἀνδράποδ' ἄττα σφίσιν ἐλθόντα εἰς τὸ καταγώγιον ὥσπερ προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὕδειν· ἐὰν δὲ ὁρῶσι διαλεγομένους καὶ παραπλέοντάς σφας ὥσπερ Σειρῆνας ἀκηλήτους, ὃ γέρας παρὰ θεῶν ἔχουσιν ἀνθρώποις διδόναι, τάχ' ἂν δοῖεν ἀγασθέντες || αν μας έβλεπαν και εμάς τους δύο, όπως τον πολύν κόσμο, το μεσημέρι να μη συζητούμε, αλλά να είμαστε νυσταγμένοι και μαγεμένοι από αυτά [τα τζιτζίκια και το τραγούδι τους] εξαιτίας της νωθρότητας του νου μας, δίκαια θα μας περιγελούσαν παίρνοντάς μας για τίποτε δούλους που ήρθαν στο κατάλυμμά τους να κοιμηθούν, σαν πρόβατα που περνούν το μεσημέρι γύρω από την πηγή∙ αν όμως μας έβλεπαν να συζητούμε και να πλέουμε κοντά σε αυτά [στα τζιτζίκια] σαν δίπλα από Σειρήνες χωρίς να γοητευτούμε, το έπαθλο που έχουν από τους θεούς για να το απονέμουν στους ανθρώπους ίσως το έδιναν σε εμάς από θαυμασμό και εκτίμηση.

Ο Σωκράτης, ο οποίος εδώ είναι ο ομιλητής, διατυπώνει εδώ την πρώτη υπόθεση σαν μια απλή σκέψη ανεξάρτητα από την δυνατότητα πραγματοποίησής της, γι'αυτό και την διατυπώνει με εἰ και ευκτική. Τη δεύτερη όμως (ἐὰν ὁρῶσι) την εκφράζει με ἐάν και υποτακτική επειδή προσδοκά ότι επίκειται να γίνει πραγματικότητα.

§11.60. Διαφορά μεταξύ εἰ και ευκτικής αφενός, εἰ και οριστικής παρατατικού αφετέρου:

• Αντίθεση μεταξύ δυνατότητας και μη πραγματικού:

ΠΛ Πρωτ 311b-e εἴ τις σε ἤρετο […] τί ἂν ἀπεκρίνω; […] εἰ οὖν τις ἡμᾶς ἔροιτο […] τί ἂν αὐτῷ ἀποκριναίμεθα; || αν κάποιος [πράγμα που δεν μπορώ να φανταστώ] σε ρωτούσε […] τι θα απαντούσες; Αν κάποιος [πράγμα που μπορώ να φανταστώ] μας ρωτούσε […] τι θα μπορούσαμε να του απαντήσουμε;

• Αντίθεση μεταξύ δυνατότητας του παρόντος και πραγματικότητας του παρελθόντος:

ΠΛ Απολ 28e-29a ἐγὼ οὖν δεινὰ ἂν εἴη εἰργασμένος, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, εἰ […] τότε μὲν οὗ ἐκεῖνοι [οἱ ἄρχοντες] ἔττατον ἔμενον ὥσπερ καὶ ἄλλος τις καὶ ἐκινδύνευον ἀποθανεῖν[…], ἐνταῦθα δὲ φοβηθεὶς […] λίποιμι τὴν τάξιν || εγώ λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, θα έδειχνααπαράδεκτη συμπεριφορά αν τότε, όπως βέβαια και κάθε άλλος, έμεινα εκεί που με διέταξαν οι αρχηγοί και κινδύνεψα να σκοτωθώ, ενώ τώρα έσπευδα να εγκαταλείψω από φόβο τη θέση μου.

Εδώ υπάρχει κατά βάση ένας υποθετικός λόγος του τρίτου είδους (δεινὰ ἂν εἴη εἰργασμένος, εἰ λίποιμι τὴν τάξιν). Παρεμβάλλεται όμως μια υπόθεση (εἰ ἔμενον καὶ ἐκινδύνευον) που ανήκει στο πρώτο είδος. Και στις δύο υποθέσεις ο Σωκράτης μιλά για τη συμπεριφορά του. Η πρώτη, παρεμβαλλόμενη, αναφέρεται όμως στην ανδρεία στάση που επέδειξε στο παρελθόν, γι'αυτό και εκφέρεται με τον τρόπο του πραγματικού (στο αρχαίο κείμενο οριστική παρατατικού που δηλώνει τη διάρκεια: ἔμενον, ἐκινδύνευον). Η παρούσα κατάσταση διατυπώνεται όμως με εἰ και ευκτική (εἰ λίποιμι) γιατί πρόκειται για μια απλή σκέψη, για μια δυνατότητα την οποία θα μπορούσε ακόμη να προκρίνει ο Σωκράτης (με τον παρακείμενο εἰργασμένος της απόδοσης όμως προδικάζεται η απόφασή του να μην δραπετεύσει).

§11.61. Όταν μετά το εἰ με οριστική ενός αρκτικού χρόνου ακολουθεί μια ευκτική, τότε η τελευταία συχνά δηλώνει μια προϋπόθεση, η εκπλήρωση της οποίας εξαρτάται από την πραγματοποίηση της προηγούμενης προϋπόθεσης, όπως π.χ. στην περίπτωση:

ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.6.7 εἰ οὖν σύ με δέχῃ καὶ ἐλπίδα τινὰ λάβοιμι τῷ φίλῳ παιδὶ τιμωρίας ἄν τινος μετὰ σοῦ τυχεῖν, καὶ ἀνηβῆσαι ἂν πάλιν δοκῶ μοι καὶ οὔτε ζῶν ἂν ἔτι αἰσχυνοίμην οὔτε ἀποθνῄσκων ἀνιώμενος ἂν τελευτᾶν δοκῶ || αν λοιπόν εσύ με δεχτείς, και μου δώσεις κάποια ελπίδα να εκδικηθώ με τη βοήθειά σου για το θάνατο του αγαπητού μου παιδιού, νομίζω πως θα ξαναγινόμουν νέος, και, εφόσον ζω, δεν θα ντρεπόμουν πια, ούτε, όταν πεθάνω, θα πήγαινα λυπημένος στην άλλη ζωή.

Το Αληθώς υπάρχειν, βρίσκεται στο μη-επιλέγειν ιδιοτελώς

Πολλές φορές στην ζωή καλούμαστε να επιλέξουμε ώστε να χαράξουμε την πορεία μας σε αυτήν. Κάθε επιλογή, όμως, φέρει μαζί και τα δεσμά της σχέσης, με αυτό που μέλει να απορρίψουμε.

Μια επιλογή, όμως, έχει βάση αληθείας, όταν αναφέρεται στο τι είμαι διατεθειμένος να δώσω και όχι μόνο να πάρω. Μόνο τότε προσεγγίζεται ο αληθής λόγος του «Υπάρχειν». Αυτό, όμως, που προσδίδει περισσότερο νόημα και ουσία στη ζωή, δεν είναι η πρόσθεση, αλλά η αφαίρεση. Με την πρόσθεση παγιώνεται μια κρίση στην κοινωνία, η οποία ξεκινά πάντοτε από το άτομο.

Ο άνθρωπος λοιπόν, είναι ο φορέας των αξιών αλλά ταυτόχρονα και ο υπονομευτής τους. Από τον ίδιο προέρχεται η προβολή της ατομικής ιδιοτελούς ματιάς: όταν επιλέγει. Επιλέγουμε, λοιπόν, κάποιον συνήθως, για να διαχειριστεί αυτά που εμείς αδυνατούμε να κατανοήσουμε. Αυτό το βάρος που του εναποθέτουμε να διαχειριστεί με την επιλογή μας, του είναι δυσβάσταχτο και οδηγεί συνήθως σε περισσότερες αδιέξοδες λύσεις, οι οποίες επιστέφουν και πάλι σε μας. Έτσι δημιουργείται η έκπτωση πολιτισμού.

Η ζωή μεσ’ την ροή που μας παρέχει, έρχεται να μας προσκαλέσει, έτσι ώστε να συμμετέχουμε σε αυτήν, αναλαμβάνοντας όμως την ευθύνη, τουλάχιστον, των επιλογών μας. Αυτό που μας καλεί να δώσουμε είναι η ιδιοτέλεια του “εγώ” μας έναντι του άλλου. Στο βαθμό που δεν το κάνουμε εθελουσίως, βιώνουμε την τραγικότητα της απομείωσης του “εγώ” με πόνο. Κάθε αφαίρεση πονά, όπως η αποκόλληση των μη υγιών κυττάρων από μια πληγή που απαιτείται να καθαρθεί, για να συνεχιστεί η ύπαρξη.

Το νόημα που θα πρέπει να αναζητείται στην ζωή είναι η ποιοτική της στόχευσης. Η κάθε επιλογή – εκλογή, αναφέρεται σε ποσοτικές μετρήσεις αριθμών, παραβλέποντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Όταν επιλέγω, συνήθως προβάλω το “εγώ “ μου και σπάνια το “εμείς”.

Το κάνω με βάση την ιδιοτέλεια μου, η οποία με απομακρύνει από το όλον στο οποίο ανήκω και οικώ. Έτσι, την άρνηση της ατομικής δικής μας παραχώρησης, θα την επωμιστούν άλλοι. Το “εγώ” σχεδόν πάντα εκφράζει μια ανεπάρκεια διαχείρισης του οικουμενικού, για αυτό και απομακρύνεται από την αρμονία της σιωπής. Όταν μάλιστα προέρχεται από θυμό, το καλούμε συχνά δικαίωμα. Ξεχνάμε να δούμε, όμως, πως : όποιος θυμώνει, φοβάται και ο φοβισμένος αργά ή γρήγορα θα θυμώσει και θα εμπλακεί.

Επιλέγουμε, λοιπόν, την πιο θορυβώδη φωνή, η οποία διεκδικεί για εμάς αυτά που αποφύγαμε να επωμιστούμε ατομικά, αντί να επιλέξουμε αυτό που θα μας ενεργοποιήσει σε δράση. Συνήθως, όποτε επιλέγουμε, επιλέγουμε το λάθος. Αυτό συμβαίνει διότι το ορθώς επιλέγειν είναι μειοψηφούν και κρυπτόμενο, το οποίο αναμένει αυτόν, που αναζητά τα ίχνη του να ακολουθήσει.

Καλύτερα, λοιπόν, κάποιος να μην επιλέξει το λάθος, αλλά να δεχτεί να το επωμιστεί ως το μερίδιο της δικής του ευθύνης στην κοινωνία στην οποία οικεί.

Είναι η ύψιστη ανάληψη της ευθύνης που καλείται να πάρει, αφαιρώντας από την φωνή της βούλησης του την έκ-φραση. Αυτή η φραγή του “εγώ” ενδέχεται να επιτρέψει την απο-κάλυψη ενός εσωτερικού αληθούς ίχνους που βρίσκεται στην λήθη.

Τότε αληθινά οδηγείται κάποιος στην Ελευθερία: όταν αφ-αίρει τις επιθυμίες, τις επιλογές και τα θέλω του σταδιακά, ώστε όταν η ζωή τον δοκιμάσει να είναι στοιχειωδώς έτοιμος.

Κάθε αποκάλυψη της αλήθειας, προκαλεί ένα μούδιασμα, ως αποτέλεσμα μιας εσωτερικής απολέπισης, που προκύπτει από μια καθίζηση του “εγώ”, με μια αντίστοιχη πλήρωση. Η αλήθεια αναφωνεί μέσα μας, τον διαχρονικό λόγο του «Υπάρχειν» εν γένει.

Καλούμαστε να αποδεχτούμε, λοιπόν, όταν δεν επιλέγουμε οι ίδιοι, τις όποιες επιλογές των ποσοτικών πλειοψηφικών αριθμών του συνόλου. Με αυτόν τον τρόπο, θα επωμιστεί ο καθένας μάς, το βάρος της ευθύνης των επιλογών του συνόλου στο οποίο ανήκει. Ίσως, μάλιστα, πολλές φορές, να μας είναι δυσανάλογο το βάρος. Εκεί όμως στο μεταίχμιο των ορίων μας, λίγο πριν μας γονατίσει το βάρος της ευθύνης που μας αναλογεί, αν κλείσουμε τα μάτια από τα αισθητά και εξωτερικά, εξουθενωμένοι, ενδέχεται να διακρίνουμε εντός μας, τον σπόρο που η άνοιξη θα φέρει ως βλαστό.

Τέλος, έρχεται ο Πλάτων να μας υπενθυμίσει:

“Έχουμε πράγματι την απόδειξη ότι, αν είναι να γνωρίζουμε ποτέ κάτι ξεκάθαρα, πρέπει να απαλλαγούμε [να απο-δεσμευτούμε] από αυτό και ότι μόνο με την ψυχή πρέπει να ατενίζουμε αυτά τούτα τα πράγματα. Τότε μόνο, καθώς φαίνεται, θα γίνει δικό μας αυτό που επιθυμούμε και λέμε ότι είμαστε εραστές του”, (Πλάτων, Φαίδων, 66e).

Ίσως εν τέλει να χρειάζεται το σκοτάδι για να φωτιστεί κάτι από μέσα. Το σκοτάδι μιας αδιέξοδης εξωτερικής επιλογής, ώστε να φανερωθεί, η εσωτερική α-ληθή επιλογή της Ψυχής, που θα μας αποκαλύψει, ως εν-θύμηση, την διέξοδο.
---------------------
Υ.Γ: Στόχος της παρούσας διατύπωσης είναι, η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποχή από την ιδιοτελή και νοητική ματιά, έτσι ώστε η καρδιά να προβεί στο αληθώς μη-επιλέγειν, που είναι ο μόνος αυτονόητος λόγος της ύπαρξής της. Η καρδιά, λοιπόν, δεν επιλέγει, αλλά πάλλεται απλώς εντός του σώματος στο οποίο οικεί, ενώ με αυτήν της την παλιδρομή άγει το Ζειν Αληθώς.

Ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας, λοιπόν, πού θέλει να πάμε στη ζωή μας, και ας εμπιστευθούμε το “τώρα”... μπορεί να είμαστε ήδη ΕΚΕΙ, Εντός του Ζειν.

Η δύναμη της επιλογής είναι η ανακούφιση για τον ανθρώπινο πόνο

Στο επίκεντρο του ανθρώπινου πόνου βρίσκεται η αίσθηση του εγκλωβισμού και μια καταιγίδα συναισθημάτων που πέφτει ανελέητα. Όταν βρίσκεστε σε αυτόν τον κλειστό και ατελείωτο βρόγχο, το νόημα της ζωής σας μπορεί να δεχτεί ένα χτύπημα, ξεφουσκώνοντας σας στην πορεία. Χωρίς το κίνητρο να αλλάξετε, μπορεί απλώς να στέκεστε και να παρατηρείτε τα βάσανά σας, περιμένοντας να περάσουν ή ευχόμενοι να φύγουν. Για τόσους πολλούς ανθρώπους, αυτό το μαρτύριο μοιάζει ατελείωτο και η ελπίδα είναι αόρατη και αδύνατο να προσληφθεί.

Πώς διαχειρίζεστε τη ζωή όταν την αισθάνεστε άδεια, δεν έχει λάμψη και είναι γεμάτη με οδύνη που δεν μπορείτε να απελευθερώσετε; Ένας βασικός στόχος είναι να αλλάξετε την αφήγησή σας μέχρι να δείτε ότι έχετε επιλογές που προηγουμένως ήταν αόρατες. Ο μηχανισμός πίσω από αυτή την αλλαγή της αφήγησης δεν είναι προφανής, αλλά υπάρχουν μερικά βήματα που μπορείτε να κάνετε για να εμπλακείτε στη διαδικασία.

Ξεκινήστε ένα νέο κεφάλαιο

Μπορεί να νομίζετε ότι έχετε τόση δύναμη όση σας έχει δώσει η ζωή. Τι θα γινόταν όμως αν μπορούσατε να συγγράψετε μια διαφορετική πραγματικότητα; Η αίσθηση της δικής μας δύναμης συχνά προέρχεται από το πόσα χρήματα, επιρροή ή κοσμική επιτυχία είχαμε. Αυτά τα προηγούμενα αποτελέσματα απολιθώνουν τις δυνατότητές μας.

Το μέλλον γίνεται αυτοκαθοριζόμενο όταν δεχόμαστε το παρελθόν ως ορισμό του μέλλοντός μας ή όταν το παρελθόν κυριαρχεί σε κάθε μελλοντική στιγμή. Αυτό ονομάζεται “χρονική αποσύνθεση “ και είναι αρκετά συνηθισμένο όταν κάποιος βιώνει τραύμα, αλλά είναι μια επανένταξη που πρέπει να επιδιώξουμε. Για να συγγράψετε τη δική σας ζωή, είναι σημαντικό να ξεκινήσετε ένα νέο κεφάλαιο στο οποίο το παρελθόν σας θα έχει ελάχιστη αρνητική επίδραση στην αυτοαντίληψή σας.

Πώς μπορείτε να ξεκινήσετε αυτό το νέο κεφάλαιο;

Μιλώντας μεταφορικά, γυρίζετε σελίδα από το σημερινό σας μαρτύριο και προχωράτε προς ένα πιο ευτυχισμένο τέλος. Για να το κάνετε αυτό, πρέπει να γράψετε αυτή την ιστορία. Βοηθάει να το υπενθυμίζετε στον εαυτό σας με αυτο-ομιλίες όπως: “Δεν χρειάζομαι πλέον αυτό το μαρτύριο να με καθορίζει” και “Ορίζομαι από αυτό που θα δημιουργήσω και όχι από την παθητικότητα του παρελθόντος μου”. Αυτό απαιτεί αυτοκριτική καθώς και αυτοσεβασμό. Η κριτική μπορεί να έρθει ως εξής: “Έκανα λάθος να ζω στο παρελθόν και να επιβάλλω αυτό το πρότυπο στο μέλλον μου”.

Μόλις κάνετε αυτή τη μετατόπιση, πώς ξεκινάτε;

Οι συγγραφείς, από τη φύση τους, είναι δημιουργικοί. Πρέπει να εγκαταλείψετε την πραγματικότητα όπως την βιώνετε και να αφοσιωθείτε στη δημιουργικότητά σας. Οι δυνατότητες είναι ουσιαστικά φανταστικές μέχρι να γίνουν πραγματικές. Ωστόσο, όπως τα σχέδια ενός αρχιτέκτονα, είναι μια αναγκαία μυθοπλασία για τη νέα ζωή που χτίζετε. Μην παρασύρεστε από την πραγματικότητα. Να θυμάστε ότι το σχέδιό σας για μια νέα ζωή απαιτεί ένα προσχέδιο που μπορείτε να χτίσετε.

Οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να φανταστούν μια διαφορετική ζωή, αλλά συγκρατούνται από αυτό επειδή είναι αναγκασμένοι να τη συνδέσουν με την τρέχουσα πραγματικότητά τους. Η φαντασία είναι ο πραγματικός σας πλούτος, επειδή μπορείτε να χτίσετε τα πάντα με αυτήν. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος μερικές φορές δεν μπορεί να ξεχωρίσει τη διαφορά μεταξύ φαντασίας και αντίληψης, και όταν κατέχετε τη φαντασία σας και δεσμεύεστε σε αυτό που θέλετε, αυτή η διάκριση γίνεται ακόμη πιο δυσδιάκριτη. Θα αρχίσετε να ενσαρκώνετε αυτές τις δυνατότητες.

Γιατί να φανταστείτε;

Η νοητική απεικόνιση είναι ένας ενισχυτής κινήτρων. Επιπλέον, σας βοηθά να δημιουργήσετε επιλογές και να νιώσετε πιο συναισθηματικά συνδεδεμένοι με τον στόχο σας. Στον εγκέφαλο, μια διαδικασία μαστορέματος βοηθά να συνδυάσετε παλιές ιδέες για να δημιουργήσετε νέες.

Φιλτράροντας το παρελθόν

Τα κέντρα μνήμης του εγκεφάλου επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το τι μπορείτε να φανταστείτε. Επομένως, αν τα κυκλώματα αυτόματης συνήθειας σας ανακαλούν κυρίως τον πόνο του παρελθόντος, η εύρεση οποιασδήποτε ελπιδοφόρας πορείας προς το μέλλον θα είναι δύσκολη.

Το πρώτο σας βήμα θα πρέπει να είναι η συλλογή θετικών και αρνητικών εμπειριών. Στη συνέχεια, στη θετική στήλη (νίκες), απαριθμήστε ή σκεφτείτε πώς αυτό μπορεί να συμβάλει στις μελλοντικές σας νίκες. Στη στήλη “απώλειες”, απαριθμήστε ή αναλογιστείτε τι μάθατε και τι δεν θα επαναλάβετε. Σκεφτείτε πώς θα μπορούσατε να κάνετε ακόμη και το αντίθετο.

Κουβαλάμε τους πόνους που δεν μπορέσαμε να εκφράσουμε ως παιδιά

Αν εξοργίζομαι επειδή αργείς, μπορεί, το να έρχεσαι στην ώρα σου να μην αρκεί για την επίλυση του προβλήματός μου. Θα έπρεπε να δω τι είναι αυτό που με πειράζει τόσο, ποια ερμηνεία δίνω στην αργοπορία σου, τι είναι αυτό που χρειάζομαι από σένα, τι σου ζητάω απαιτώντας ακρίβεια…

Να μου αποδείξεις ότι νοιάζεσαι για μένα; Να με εκτιμάς; Να με λάβεις υπόψη σου; Τι θέλω να πω όταν αντιδρώ έτσι;

Όταν επικεντρωνόμαστε υπερβολικά στον εαυτό μας, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει στον άλλον και γινόμαστε εγωκεντρικοί.

Γι’ αυτόν που βλέπει απ΄ έξω, η συμπεριφορά μας μοιάζει τουλάχιστον υπερβολική – αν όχι εντελώς παράλογη. Και πιθανότατα είναι, γιατί αυτές οι τόσο πρωτόγονες αντιδράσεις προέρχονται στην πραγματικότητα από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, από τους τρόπους συμπεριφοράς που μάθαμε για να προστατευόμαστε από τα τραύματα της παιδικής ηλικίας…

Αυτή η ανάμνηση του πρωτογενούς τραύματος μπορεί να ονομαστεί «το πληγωμένο παιδί». Αυτό το πληγωμένο παιδί που φέρουμε μέσα μας είναι που μας κάνει να αντιδρούμε έτσι.

Κουβαλάμε τους πόνους που δεν μπορέσαμε να εκφράσουμε στην παιδική μας ηλικία και τους εξωτερικεύουμε μέσω των αντιδράσεών μας, χωρίς να το συνειδητοποιούμε.

Αυτό σημαίνει πως τοποθετούμαστε πριν καλά καλά μπορέσουμε να σκεφτούμε. Αυτού του είδους οι αντιδράσεις είναι που δημιουργούν τα περισσότερα προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις.

Δυστυχώς, όταν βιώνουμε μία σχέση, τους πόνους και τους θυμούς που δεν βρήκαν διέξοδο στο παρελθόν, τους αναπλάθουμε στο παρόν μας, εμπλέκοντας και τον άλλον στις αντιδράσεις μας.

Γενικά, αυτοί οι παλιοί πόνοι δεν εμφανίζονται μέχρι να βρεθούμε σε μία ερωτική σχέση. Η σχέση και ο γάμος ξύνουν αυτές τις παλιές πληγές και υποθέτουμε πως είναι ο σύντροφός μας που τις προκαλεί.

Συνήθως αυτό δε συμβαίνει από την αρχή, αλλά σιγά σιγά, όσο αισθανόμαστε πραγματικά δεμένοι με τον άλλον. Αυτό το πληγωμένο παιδί που κουβαλάμε μέσα μας είναι σαν μία μαύρη τρύπα που ρουφάει τα πάντα, σαν ένας πονόδοντος.

Όταν παρουσιάζεται στη ζωή μας δεν μπορούμε να σκεφτούμε τίποτε άλλο, ο πόνος κυριαρχεί στη ζωή μας. Σε πολλές περιπτώσεις χωρισμού, το πρόβλημα δεν βρίσκεται στη σχέση μεταξύ των δύο, αλλά σε άλυτα θέματα του παρελθόντος ενός από τους δύο (ή και των δύο).

Η αντίδρασή μου προκαλεί τη δική σου, κι έτσι ο ένας επηρεάζει αρνητικά τον άλλον. Όταν κουβαλάμε μέσα μας το πληγωμένο παιδί, έχουμε την αίσθηση πως ποτέ δεν βρισκόμαστε στο παρόν.

Πάντα αντιδρούμε για πράγματα που μας συνέβησαν πριν πολλά χρόνια. Αυτό καθιστά τη σχέση με τον άλλον αδύνατη. Όσο δεν ασχολούμαι με το πληγωμένο παιδί, αυτό θα συνεχίσει να αντιδρά και να επιδεινώνει τις προσωπικές μου σχέσεις, καθώς ο μόνος που μπορεί να το ακούσει είμαι εγώ ο ίδιος όταν σκύβω πάνω στη θλίψη και την οργή του. Τότε μόνο το παιδί παύει να αντιδρά, γιατί τότε μόνο το στηρίζω.

Το πληγωμένο παιδί ζητάει την επικύρωση του πόνου του. Μόνο όταν ένας άνθρωπος αισθάνεται επιβεβαίωση μέσα στον πόνο του, μπορεί να τον εκφράσει και να τον ξεπεράσει.

Για να αγγίξω το σημείο που με πονάει είναι απολύτως απαραίτητο να σταματήσω να κατηγορώ τον άλλον και να παρατηρήσω μέσα από τις αντιδράσεις μου τι είναι αυτό που μου συμβαίνει.

Στις χειρότερες περιπτώσεις, όταν ένα ζευγάρι νιώθει αυτό το κενό που δεν μπορεί να γεμίσει με τους δυο, αποφασίζει να κάνει ένα παιδί… καθώς κι αυτοί που δείχνουν ενήλικοι, δεν είναι παρά δύο απελπισμένα παιδιά που ψάχνουν σωτηρία στο κοινό παιδί τους.

Υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να είναι λαμπροί ως ενήλικες, αλλά όταν αποτραβιούνται στην οικειότητα των πιο στενών τους σχέσεων δεν είναι παρά παιδιά, που χρειάζονται διαρκώς βοήθεια και αντιδρούν στην έλλειψη στοργής, προσοχής ή αναγνώρισης.

Να μάθουμε να εκμεταλλευόμαστε κάθε δυσκολία που συναντάμε στο δρόμο μας, για να εμβαθύνουμε περισσότερο και να έρθουμε σε ουσιαστικότερη επαφή, όχι μόνο με τον σύντροφό μας, αλλά και με την δική μας προσωπική κατάσταση, ως ζωντανά πλάσματα.

Η σημασία της αγάπης στο μονοπάτι της εξέλιξης

Αγάπη εκ των έσω

Σ’ αγαπώ!

Έχεις αναρωτηθεί ποτέ πόση δύναμη έχει η λέξη αγάπη; Ακόμα περισσότερη, όταν την μοιράζεσαι και το εννοείς. Ένα συναίσθημα που δονεί όλο σου το σώμα, το κάνει να τρέμει σαν σεισμός, που δεν έχει όμως κάτι να γκρεμίσει ή να σε φοβίσει, μόνο να δώσει. Να δώσει και να πάρει. Η τέλεια ανταλλαγή. Για αυτό οι άνθρωποι αναζητάμε την αγάπη. Αναζητάμε λίγες στιγμές γαλήνης, ηρεμίας, ευτυχίας.

Σε κάποιους κρατάει περισσότερο και σε κάποιους άλλους μια ολόκληρη ζωή. Η αγάπη όμως δεν είναι μόνο μια λέξη ή ένα συναίσθημα. Είναι και ένας τρόπος ζωής. Το να αισθάνεσαι αγάπη κάθε ημέρα για ό,τι έχεις ή για ό,τι η ζωή απλόχερα σου δίνει ονομάζεται ευγνωμοσύνη. Ευγνωμοσύνη για ό,τι το σύμπαν σου στείλει σαν μάθημα για την εξέλιξη σου, άλλες φορές με ανώδυνο τρόπο και άλλες με επώδυνο τρόπο. Ο στόχος όμως είναι πάντα ένας: να προχωρήσεις μπροστά στο μονοπάτι της εξέλιξης και να γίνεις η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου.

Πώς μπορούμε όμως, να λαμβάνουμε αγάπη χωρίς να την αναμένουμε μόνο από τους σημαντικούς μας ανθρώπους ή από αυτούς που πιστεύουμε ότι είναι σημαντικοί για εμάς; Μα φυσικά, με το να την δημιουργήσουμε εμείς πρώτοι.

Σαν ξυπνάς κάθε ημέρα, πες αυτό: «Σε αγαπώ. Είσαι έτοιμος/η να ζήσουμε άλλη μια φανταστική εμπειρία;».

Άλλωστε τι θα ήταν η ζωή χωρίς τις εμπειρίες; Για αυτό και η κάθε ημέρα είναι διαφορετική από την προηγούμενη. Δες το πρόσωπο σου στο καθρέφτη. Έχεις παρατηρήσει ποτέ πόσο μοναδικός/η και όμορφος/η είσαι πίσω από τις πεποιθήσεις που έχεις για εσένα;

Πάρε τον εαυτό σου και βγείτε έξω. Κάνε ότι επιθυμείς, σαν να είσαι με το καλύτερο σου φίλο και σαν σκοτεινιάζει και πέσεις να κοιμηθείς πάρε τον αγκαλιά και πες του σε ευχαριστώ, σε αγαπώ, καληνύχτα – θα καταλάβει αυτός. Αγάπα τον και δώσε του ό,τι του λείπει και χρειάζεται, όχι από εγωισμό αλλά γιατί του αξίζει. Σε όλους μας αξίζει.

Θέλουμε Ανθρώπους

Θέλουμε Ανθρώπους που πρώτα διακρίνουν το καλό σε καθετί, και στο σκοτάδι ακόμα, κι έπειτα το κακό και το ανάποδο με σύνεση αλλάζουν. Που δεν σκώπτουν, ειρωνεύονται και διακωμωδούν, αν εναλλακτικές δεν έχουν οι ίδιοι να προτείνουν.

Ανθρώπους που αυτοσατιρίζονται, προτού το δικαίωμα να κρίνουν θεμελιώσουν, πρωτοπόροι για να γίνουν και παραδείγματα στην αλλαγή που οραματίστηκαν και τεκμηριώνουν.

Πρόσωπα που δεν απομυζούν τη δύναμη από ομάδες, συντεχνίες και συνάφια, αλλά ατόφια την αυτοεκτίμηση από μέσα τους αντλούνε.

Συναξαριστές εμπειριών τους θέλουμε κι όχι καθηλωμένους σε τόπους, σε συνήθειες, στα περασμένα.

Του διαφορετικού εραστές και του πρωτόγνωρου θιασώτες.

Πρόσωπα, που η γνώση της ματαιότητας, πείσμα ενάντια στο μηδέν τους δίνει.

Που τα παιδιά, την οικογένεια, την ηθική ως πρόσχημα για την αδράνεια, τη χλεύη, τη φιλαυτία δεν παρουσιάζουν.

Ανθρώπους που ποτέ δεν λένε ”αυτό το ξέρω”, αλλά ”θα το μάθω καλύτερα ακόμα”.

Παράσιτα δεν στέργουνε, που την ανασφάλεια προφασιζόμενα, ρουφούν τη δύναμη του άλλου και ευθύς μόλις τον ξεράνουνε, καινούργια θύματα γυρεύουν να προσκολληθούνε.

Παράφορους τους οραματιζόμαστε και πάντα ερωτευμένους με την οικουμένη.

Ιδανικούς μέσα στις ήττες τους και στις συγκυρίες με επίγνωση γενναίους.
Ανθρώπους που κερνούν κρασί τον Χάροντα, την ασθένεια, τον πόνο, την οδύνη.

Θέλουμε πλάσματα τραγικά και αποφασισμένα, που στον Θεό “σαγαπώ” αντί για προσευχές ψελλίζουν.
Κι εκείνους που παλεύουν για το αδύνατο, επειδή γνωρίζουν πως έτσι ξεριζώνεται το χάος.

Θέλουμε Ανθρώπους που την καθημερινότητα σε καινούργιο θαύμα μετατρέπουν.

Και δεν μεμψιμοιρούν ή παραδίνονται, γιατί στο ελάχιστο και στο ασήμαντο διάλεξε η φύση να κρύψει το σύμπαν όλο.

Ανθρώπους που γεννήθηκαν και οι αποφάσεις τους οι μικρές αλλάζουν την ιστορία και τη μοίρα.

Αυτό που είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσουν οι άνθρωποι είναι η άγνοιά τους σχετικά με αυτούς τους ίδιους

Σε έναν από τους πιο μεγαλοφυείς αφορισμούς του, ο Νίτσε έλεγε πως «Μόνο όταν ο άνθρωπος αποκτήσει τη γνώση όλων των πραγμάτων θα μπορέσει να γνωρίσει τον εαυτό του. Γιατί τα πράγματα δεν είναι παρά τα σύνορα του ανθρώπου».

Η ιδέα αυτή μας λέει ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο και κοπιαστικό από τη γνώση του εαυτού μας, ένα έργο που οδήγησε μυστικούς και ερημίτες να αποτραβηχτούν σε μακρινά μέρη μέσα στην πιο απόλυτη μοναξιά.

Πράγματι, όλη η φιλοσοφία ξεκινάει από την επιγραφή που οι επτά σοφοί έβαλαν στη μετόπη του ναού των Δελφών: ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ.

Είναι μια φιλοδοξία που, όπως σχολίαζε ο Έρασμος, μας οδηγεί να παραδεχτούμε ταπεινά ότι δεν ξέρουμε τίποτα. Σαν το άδειο αγγείο που φιλοδοξεί να γεμίσει- μόνο από αυτήν τη μετριοφροσύνη μπορεί να ξεκινήσει κανείς για να δομήσει την αληθινή σοφία.

Βλέπουμε την προειδοποίηση πως «αν δε γνωρίζεις τον εαυτό σου, θα ακολουθήσεις τον δρόμο του κοπαδιού». Γι’ αυτό, το να γνωρίσει κάνεις τον εαυτό του δεν είναι αναγκαστικά μια πράξη εγωκεντρισμού, αλλά ένας έλεγχος των προσωπικών του δυνατοτήτων να χαράξει έναν δρόμο χωρίς να αφήσει τα ίχνη του στις πεπατημένες της ζωής.

Oι ηλίθιοι είναι επιθετικοί

Να γιατί, παραδόξως, οι ηλίθιοι προτιμούν την επιθετική συμπεριφορά.

Απολαμβάνουν τη χαρά της καταστροφής, τουλάχιστον στη σκέψη, και η απόλαυση αυτή θέτει ολόκληρο τον κόσμο σε κίνδυνο, ακόμα και στην πραγματικότητα. Θα ρωτήσετε ίσως από πού προέρχεται αυτή η παράδοξη απόλαυση που τους προσφέρει η καταστροφή. E, λοιπόν, κατ’ αρχάς οι ηλίθιοι δεν είναι τίποτε άλλο από γιγάντια κουτορνίθια που εκπλήσσονται από την ίδια τους τη δύναμη και που την ασκούν χωρίς να καταφέρουν να ξεπεράσουν τη δυσπιστία τους. Όπως τα βρέφη, εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι να δοκιμάσουν την εξουσία τους σε οποιονδήποτε, ανεξαρτήτως τιμήματος – κυρίως επειδή, για εκείνους, η δύναμη παραμένει προβληματική. Καθώς τις αμφιβολίες τους ενθαρρύνουν άλλοι ηλίθιοι, οι οποίοι τους εξουσιάζουν, δε σταματούν ποτέ να αμφιβάλλουν για τον εαυτό τους, έτσι οι μεν ανακουφίζονται κυρίως ασκώντας εξουσία και οι δε υποτασσόμενοι. Ωστόσο, μέσα στην ίδια μέρα, η πολύμορφη ηλιθιότητά τους περνά από τη μια μεταμόρφωση στην άλλη – από την κυριαρχία στην υποταγή και την καταστροφή.

Αλλά υπάρχουν πολλά ακόμα. Διότι εφόσον οι ηλίθιοι κλίνουν προς την καταστροφή (και σας απειλούν, για παράδειγμα), ελάχιστα τους ενδιαφέρει εάν η δύναμη αυτή είναι δική τους. Επίσης, πολύ συχνά, ελάχιστα τους ενδιαφέρει εάν προστατεύει αυτούς τους ίδιους. Τι τους ενδιαφέρει; Ε λοιπόν, υπακούν τυφλά σε μια λογική της οικονομίας που δεν αφορά άμεσα αυτούς, αλλά μια φυσική τάση του Σύμπαντος.

Επειδή είναι πιο απλό και πιο εύκολο να καταστρέφει κανείς παρά να δημιουργεί, να επιτίθεται παρά να κατευνάζει, να διαλύει παρά να κτίζει, οι ηλίθιοι αφήνονται να τους διαπεράσει μια βία η οποία ξεπερνά κάθε υποκειμενική επεξεργασία, κάθε κοινωνικό οικοδόμημα, κάθε πολιτική συμφωνία, κάθε οικολογική αντίληψη. Με άλλα λόγια, σέβονται πλήρως έναν φυσικό νόμο αύξησης της εντροπίας, επιστροφής στην αταξία, καταστροφής των οργανωμένων σχημάτων, όχι ακριβώς επειδή είναι οκνηροί (αν και η εν λόγω περιγραφή δε θα ήταν ανακριβής), αλλά επειδή κατά βάθος η δύναμη που τους διαπερνά αποτυγχάνει να οργανωθεί μέσα τους, αποτυγχάνει να ολοκληρωθεί υποκειμενικά και, έτσι, ξεχύνεται σαν φονικό κύμα στην παραλία των σχέσεων.

Η προτίμηση στον πόλεμο που παρατηρείται στους ηλίθιους δεν προκύπτει, συνεπώς, σε καμία περίπτωση από μια μυστηριώδη παρόρμηση θανάτου, διότι η βία που επικαλούνται και ενσαρκώνουν δεν είναι μόνο μια μορφή εξουσίας την οποία ένα υποκείμενο θα ασκούσε επάνω και εναντίον κάποιου άλλου. Η βία της ηλιθιότητας είναι πιο κοσμική από αυτό. Επισημαίνει το γεγονός ότι οι άνθρωποι είναι ο μοχλός μιας δύναμης, η οποία μπορεί να ενώσει ή να διχάσει, να αυτοοργανωθεί ή να εξαρθρωθεί, να κονιορτοποιήσει τους ανθρώπους και τον πλανήτη Γη πιο εύκολα απ’ όσο φυσάμε τις πικραλίδες. Εκείνο που επιφέρει την πραγματική καταστροφή (τον πόλεμο, τους θανάτους, τις οικολογικές καταστροφές) δεν είναι, επομένως, τίποτε άλλο παρά η ανώτερη δύναμη της ύπαρξης, που άλλοτε αυτοοργανώνεται σε υπέροχους ενεργειακούς συνδυασμούς -αυτοί είστε εσείς, είναι η ζωή, η χαρά, είναι η αιώνια άνοιξη του Σύμπαντος- και άλλοτε αποδιοργανώνεται με τρομακτικές εκλάμψεις που προκύπτουν από την εύθραυστη φύση κάθε προοπτικής επεξεργασίας.

Η δύναμη της ύπαρξης τους διαπερνά διαλύοντάς τους και, γι’ αυτόν τον λόγο, υποφέρουν μέσω του μίσους. Και μισούν οτιδήποτε, οποιονδήποτε, διότι η δύναμη καταστρέφει μέσω αυτών. Καθώς είναι πιο άμεση και πιο απλή, καθώς έχει λιγότερο κόστος σε άμεσα μέσα απ’ ό,τι ο διάλογος, η καταστροφή είναι τελικά άρρηκτα συνδεδεμένη με την ηλιθιότητα. Στο στάδιο αυτό, σχεδόν όλη η φιλοσοφική έρευνα υποχρεούται να αντιστραφεί. Διότι, το αντιλαμβάνεστε, δεν είναι δυνατό να καταστραφεί η ηλιθιότητα, δεδομένου ότι η ίδια είναι η αρχή κάθε καταστροφής.

Έτσι, εάν επιθυμείτε να ταχθείτε, στο μέτρο του δυνατού, στο στρατόπεδο της καλοσύνης και της ευφυΐας, θα αφήνετε ευλαβικά τους ηλίθιους να μιλούν ή για να είμαι πιο σαφής, θα τους αφήνετε τελείως ελεύθερους να λένε ηλιθιότητες.

Όποιος είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει για αρκετό διάστημα μια αποικία από φώκιες στον ήλιο οφείλει να το παραδεχτεί: όπως και η εξυπνάδα έτσι και η ηλιθιότητα δεν είναι μόνο ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Στους τεράστιους βράχους που κάθονται υπάρχει πολύς χώρος: υπάρχουν επίσης και ενοχλητικοί τύποι. Καθώς προτιμούν τα κατειλημμένα σημεία αντί για τις ελεύθερες θέσεις, ξεκινούν ανούσιες διαμάχες, προκαλούν φωνές και πληγές, δηλητηριάζουν τη ζωή των άλλων με κάθε μέσο, είτε πιτσιλώντας τους πάντες ενώ πέφτουν στη θάλασσα είτε επιχειρώντας να εκτοπίσουν φώκιες πιο δυνατές από τους ίδιους και, ενίοτε, λιγότερο δυνατές. Να το δράμα κάθε κοινότητας. Σε κάθε μέρος που υπάρχει αλληλεπίδραση, υπάρχουν και ηλίθιοι.

Ο Αριστοτέλης, η αμοιβαιότητα του δικαίου και η γέννηση του νομίσματος

Ο Αριστοτέλης μετά το διαχωρισμό της μερικής δικαιοσύνης σε διανεμητική και επανορθωτική θα καταθέσει κι ένα τρίτο είδος, το οποίο δανείζεται από τους Πυθαγόρειους: «Κάποιοι είναι της γνώμης ότι δίκαιο είναι, γενικά και απόλυτα» («απλώς» στο πρωτότυπο), «η αμοιβαιότητα. Αυτό υποστήριζαν οι Πυθαγόρειοι. Πραγματικά, οι Πυθαγόρειοι όριζαν το δίκαιο, απόλυτα και κατηγορηματικά, έτσι: “Δίκαιον είναι να πάθει κανείς αυτό που έκανε σε κάποιον άλλον”» (1132b 5, 24-26).

Η αντίληψη του δικαίου ως εξασφάλιση αμοιβαιότητας (είτε προς το καλό είτε προς το κακό), αν τεθεί με τρόπο απόλυτο φαίνεται να αντιβαίνει στις αρχές τόσο της διανεμητικής, όσο και της επανορθωτικής δικαιοσύνης. Ο Αριστοτέλης σημειώνει (αναφερόμενος πάντα στις ιδέες των Πυθαγορείων): «Αν, επιπαραδείγματι, ένας αξιωματούχος χτύπησε κάποιον, δεν πρέπει να δεχτεί κι αυτός σε ανταπόδοση το ίδιο χτύπημα· αν όμως κάποιος χτύπησε αξιωματούχο, όχι μόνο πρέπει να δεχτεί το ίδιο χτύπημα, αλλά, επιπλέον, πρέπει και να τιμωρηθεί» (1132b 5, 31-33).

Το κατά πόσο είναι αποδεκτό το παράδειγμα του αξιωματούχου, με την έννοια ότι καταπατάται η αρχή της ισονομίας (γιατί ο αξιωματούχος να δικαιούται μεγαλύτερο μερίδιο στην ανταπόδοση;), μένει στην κρίση του καθενός, ως ζήτημα που (εδώ) κρίνεται δευτερεύον. Αυτό που πρωτεύει είναι ότι η αρχή της ανταπόδοσης, με τον απόλυτο τρόπο που τίθεται, εμπεριέχει την εκδικητικότητα. Θα έλεγε κανείς ότι προσιδιάζει στην αυτοδικία, αφού ο αξιωματούχος που χτύπησε πρέπει να χτυπηθεί – και το αντίστροφο.

Όμως, η λογική «οφθαλμός αντί οφθαλμού» δεν αρμόζει στις πολιτισμένες κοινωνίες. Ο αξιωματούχος που χτυπά πρέπει να παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη και να τιμωρηθεί όπως ο νόμος προβλέπει για τέτοιες περιπτώσεις. Κι ο νόμος δεν ορίζει την ανταπόδοση με την ακριβή έννοια του όρου. Ορίζει ποινές όπως αρμόζει σε κάθε παράπτωμα. Ένα ενδεχόμενο χρηματικό πρόστιμο γι’ αυτόν που έχει χειροδικήσει μπορεί να είναι πολύ χειρότερο από την απλή ανταπόδοση του χτυπήματος που έδωσε.

Η ποινή πρέπει να είναι ανάλογη με το αδίκημα, ως αποκατάσταση της ισότητας, κι όχι ανταποδοτική, γιατί η ανταπόδοση γεννά τη βαρβαρότητα. Ο στόχος του νόμου είναι να εξαλείψει τις άδικες πράξεις κι όχι να τις επαναλάβει από την πλευρά της δικαιοσύνης. Κι αυτή ακριβώς είναι η προβληματική που επισημαίνει ο Αριστοτέλης παίρνοντας αποστάσεις από τη δικαιοσύνη της αμοιβαιότητας των Πυθαγορείων.

Παρά τις αντιρρήσεις όμως, διαπιστώνει ότι η αμοιβαιότητα ως μορφή δικαιοσύνης μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά στις επαγγελματικές συναλλαγές: «Στις επαγγελματικές όμως σχέσεις των ανθρώπων αυτή η μορφή δικαιοσύνης λειτουργεί πράγματι συνεκτικά, – αμοιβαιότητα, πάντως, σύμφωνη με την αναλογία και όχι στη βάση μιας αυστηρά τυπικής ισότητας. Γιατί αυτό που κάνει την πόλη να εξακολουθεί να υπάρχει είναι η αναλογική ανταπόδοση» (1132b 5, 34-37).

Όταν ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για «αναλογική ανταπόδοση», δεν αναφέρεται στις ποινές (που αποκαθιστούν και δεν ανταποδίδουν), αλλά στις τρέχουσες καθημερινές εμπορικές σχέσεις των ανθρώπων: «Γιατί οι άνθρωποι κοιτάζουν να πληρώσουν ή το κακό με κακό (και αν δεν μπορούν να το κάνουν, αισθάνονται ότι βρίσκονται σε κατάσταση δουλείας) ή το καλό με καλό (και αν δεν μπορούν να το κάνουν, δεν υπάρχουν πια συναλλαγές, και στην πραγματικότητα αυτό που δένει τον έναν με τον άλλον είναι οι συναλλαγές)» (1133a 5, 1-3).

Στις συναλλαγές υπάρχει περίπτωση να προσφέρει κανείς από ανάγκη ή να αγοράσει από άγνοια κάποια υπηρεσία ή εμπόρευμα σε τιμή χαμηλότερη ή υψηλότερη από την πραγματική αξία που μπορεί να έχει. Αυτός που πρόσφερε σε χαμηλότερη τιμή νιώθει αδικημένος, γιατί η ανάγκη των χρημάτων τον εξώθησε να μην ανταμειφτεί σύμφωνα με τους κόπους του, σε απόλυτη ομοιότητα με εκείνον που από άγνοια (ή οποιοδήποτε άλλο λόγο) πλήρωσε περισσότερα από αυτά που έπρεπε. Και οι δύο θέλουν να ανταποδώσουν τη ζημιά στο άτομο που τους αδίκησε είτε με κάποια μελλοντική συναλλαγή που θα πάρουν πίσω τα χαμένα είτε δυσφημώντας το ανταποδίδοντας το κακό με το κακό. Αν δεν μπορούν να το κάνουν, αισθάνονται δούλοι, ακριβώς επειδή νιώθουν ότι τους έχει στερηθεί ένα βασικό δικαίωμα (εκείνο της ισότιμης συναλλαγής), χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτε.

Από την άλλη, η δίκαιη συναλλαγή, η οποία συνδυάζει ποιοτικές υπηρεσίες ή εμπορεύματα, σωστές τιμές και καλή εξυπηρέτηση, θα ανταποδοθεί με καλό είτε διαφημίζοντας σε άλλους το συγκεκριμένο πρόσωπο που συναλλάσσεται με εντιμότητα είτε κάνοντας κι άλλες συναλλαγές μαζί του είτε προσφέροντάς του επίσης ισότιμης ποιότητας συναλλαγή, αν ανταλλαχθούν οι ρόλοι και βρεθεί εκείνο στη θέση του αγοραστή. Η επιτυχία των συναλλαγών προσφέρει αρμονία στην πόλη και φυσικά συμβάλλει στην αυτάρκεια, αφού τα προϊόντα του ενός σχετίζονται με τις ανάγκες του άλλου.

Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για ύψιστο κοινωνικό ζήτημα, καθώς η κάλυψη των αναγκών μέσα στην πόλη είναι η προϋπόθεση της ευδαιμονίας. Αυτό εννοείται και στη φράση «στην πραγματικότητα αυτό που δένει τον ένα με τον άλλο είναι οι συναλλαγές», αφού αυτό που ενώνει την πόλη είναι η φυσική ανάγκη των ανθρώπων να ζουν με άλλους ανθρώπους (φύσει κοινωνικά όντα) και η εξασφάλιση της ευδαιμονίας που θα επέλθει από την αυτάρκεια σε όλους τους τομείς – εμπορεύματα, υλικά αγαθά, παιδεία, ασφάλεια, θρησκεία κλπ. Από αυτή την άποψη η ισοτιμία των συναλλαγών μετατρέπεται σε συνδετικό στοιχείο της πόλης. Σε περίπτωση που διαταραχθεί πλήττεται η αυτάρκεια γι’ αυτούς που αδικούνται, οι οποίοι δεν έχουν πια άλλη σκέψη από την ανταπόδοση του κακού που τους γίνεται.

Αυτός είναι και ο λόγος για την εξασφάλιση της ισοτιμίας σε όλες τις συναλλαγές. Ο καθένας οφείλει να προσφέρει με τις δικές του υπηρεσίες (ή προϊόντα) στην αυτάρκεια της πόλης και ταυτόχρονα να απολαμβάνει τις υπηρεσίες (ή τα εμπορεύματα) των άλλων νιώθοντας κι ο ίδιος αυτάρκης. Η ισότιμη συναλλαγή προϋποθέτει κανόνες που θα καθορίζουν επαρκώς τις αξίες όλων των υπηρεσιών (ή προϊόντων), ώστε να προσφέρει κανείς στους άλλους αυτό που παράγει και να παίρνει αυτά που χρειάζεται από τους άλλους. Κι αυτό είναι το νόημα της αναλογικής ανταπόδοσης: «Η αναλογική ανταπόδοση πετυχαίνεται με τη διαγώνια σύζευξη» (1133a 5, 7-8).

Ο Αριστοτέλης θα διευκρινίσει αμέσως: «Ας υποθέσουμε ότι το α είναι ένας οικοδόμος, το β ένας τσαγκάρης, το γ ένα σπίτι, το δ ένα παπούτσι. Ο οικοδόμος λοιπόν πρέπει να πάρει από τον τσαγκάρη το προϊόν εκείνου, και ο ίδιος να δώσει σ’ εκείνον σε ανταπόδοση το δικό του προϊόν. Αν λοιπόν πρώτα καθοριστεί η αναλογική ισότητα των προϊόντων και ύστερα γίνει η αμοιβαία ανταλλαγή των προϊόντων, θα υπάρξει το αποτέλεσμα που είπαμε. Αν όχι, δε θα υπάρχει ισότητα στη συναλλαγή, και η σχέση δε θα κρατήσει· τίποτε, πράγματι, δεν εμποδίζει το προϊόν του ενός να είναι μεγαλύτερης αξίας από το προϊόν του άλλου· ανάγκη λοιπόν τα προϊόντα να γίνουν ίσα» (1133a 5, 8-16).

Κι αυτή είναι η ανάγκη που γέννησε το νόμισμα: «Γι’ αυτό και όλα τα πράγματα που ανταλλάσσονται πρέπει να μπορούν να συγκρίνονται κατά κάποιον τρόπο μεταξύ τους. Αυτός είναι ο λόγος που έκανε την εμφάνισή του το νόμισμα, και αυτό γίνεται κατά κάποιον τρόπο ένας ενδιάμεσος όρος· μετράει, πράγματι, τα πάντα, επομένως και την υπεροχή και την έλλειψη – πόσα, ας πούμε, παπούτσια έχουν ίση αξία με ένα σπίτι ή με μια συγκεκριμένη ποσότητα τροφίμων. Ο αριθμός λοιπόν των παπουτσιών που θα ανταλλαγούν με ένα σπίτι [ή με μια συγκεκριμένη ποσότητα τροφίμων] πρέπει να είναι όσος είναι και ο λόγος τους οικοδόμου προς τον τσαγκάρη. Γιατί αν δεν είναι έτσι, δε θα υπάρξει ούτε ανταλλαγή ούτε δοσοληψία» (1133a 5, 22-29).

Όταν ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι η ισοτιμία των παπουτσιών με το σπίτι πρέπει να είναι όση «και ο λόγος του οικοδόμου προς τον τσαγκάρη» δεν εννοεί φυσικά την ανωτερότητα της προσωπικότητας ή της ατομικής αξίας, αλλά του μόχθου που καταβλήθηκε σε σχέση με το παραγόμενο προϊόν. Γιατί άλλο μόχθο κατέβαλε ο οικοδόμος για ένα σπίτι κι άλλο ο τσαγκάρης για ένα ζευγάρι παπούτσια. Όπως θα ήταν άδικο να εξισωθεί ο καταβαλλόμενος μόχθος, έτσι θα ήταν άδικο να εξισωθούν και τα παπούτσια με το σπίτι. Ο τσαγκάρης, λοιπόν, πρέπει να καταβάλλει πολλά παπούτσια για να ισοσταθμίσει το σπίτι. Και ο αριθμός αυτών θα οριστεί επακριβώς από τη νομισματική αξία των δύο προϊόντων που θα συγκριθεί και θα υποδείξει τη διαφορά. Αν δε συνέβαινε αυτό, δε θα υπήρχαν ούτε ανταλλαγές ούτε δοσοληψίες.

Αποδεχόμενοι ότι χωρίς ανταλλαγές και δοσοληψίες δε θα μπορούσαν να καλυφθούν οι ανθρώπινες ανάγκες (καθιστώντας ανέφικτη την αυτάρκεια) γίνεται αντιληπτό ότι το νόμισμα, ως κοινά αποδεκτό μέτρο για την αξία, εξυπηρετεί τη μεγαλύτερη ανθρώπινη ανάγκη, δηλαδή την κάλυψη όλων των αγαθών που χρειάζεται. Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Η ενιαία αυτή μονάδα-μέτρο είναι στην πραγματικότητα η ανάγκη, η οποία συνέχει τα πάντα· γιατί αν οι άνθρωποι δεν είχαν καμία απολύτως ανάγκη, ή αν οι ανάγκες τους δεν ήταν ίδιες, τότε ή δε θα υπήρχε καμιά συναλλαγή ή δε θα ήταν ίδια – σαν ένα είδος ανταλλάξιμου αντιπροσώπου της ανάγκης δημιουργήθηκε με κοινή συμφωνία το νόμισμα· και είναι αυτός ο λόγος που λέγεται με αυτή τη λέξη, γιατί χρωστάει την ύπαρξή του όχι στη φύση, αλλά στο νόμο, και εξαρτάται από μας να το μεταβάλλουμε ή να το αχρηστεύσουμε» (1133a 5, 31-37).

Κι όπως ο νόμος είναι που δημιούργησε το νόμισμα, έτσι οφείλει να προστατεύσει και την ομαλή λειτουργία της αγοράς. Οφείλει δηλαδή να την προφυλάσσει από όλες τις περιπτώσεις αισχροκέρδειας και πάσης φύσεως ανεντιμότητας αποσκοπώντας στο δίκαιο των συναλλαγών με σεβασμό στην αποτίμηση της νομισματικής αξίας όλων των προϊόντων, όπως κατοχυρώνεται από το μέγεθος της ανθρώπινης εργασίας που πρέπει να καταβληθεί για την παραγωγή τους.

Και βέβαια, η αποτίμηση της αναλογικής αυτής αξίας πρέπει να είναι καθορισμένη από πριν, ώστε να είναι ξεκάθαρη και στα δύο μέρη που συναλλάσσονται: «Στο σχήμα όμως της αναλογίας δεν πρέπει να φτάσουν, αφού πρώτα θα έχουν κάνει την ανταλλαγή, αλλά όταν ο καθένας τους έχει ακόμη τα δικά του προϊόντα. Με αυτόν τον τρόπο οι δύο πλευρές είναι ίσες και μπορούν να κάνουν συναλλαγές, ακριβώς γιατί η ισότητα αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί στην περίπτωσή τους» (1133b 5, 1-5).

Πέρα από αυτό ο νόμος οφείλει, επίσης, να προστατεύει και το ίδιο το νόμισμα από τυχόν παραχαράξεις ή άλλους παράγοντες που μπορούν να υποβαθμίσουν την αξία του. Η σταθερότητα του νομίσματος είναι η εγγύηση των μελλοντικών συναλλαγών, αφού έτσι εξασφαλίζεται η ομαλότητα στην αγορά, η οποία θα κατοχυρώσει την ευρυθμία της παραγωγής προσφέροντας εχέγγυα για τη συνεχή εκπλήρωση όλων των αναγκών στους ανθρώπους της πόλης: «Όσο για τις μελλοντικές συναλλαγές, το νόμισμα είναι για μας ένα είδος εγγύησης ότι η ανταλλαγή θα μπορεί πάντοτε να γίνεται, αν υπάρχει ανάγκη, έστω κι αν τώρα δεν έχουμε ανάγκη κανενός πράγματος. Γιατί όταν ένας δίνει νόμισμα, πρέπει να μπορεί να πάρει αυτό που του χρειάζεται. Συμβαίνει όμως και στο νόμισμα ό,τι και στα άλλα αγαθά: δεν έχει πάντοτε την ίδια αξία· παρ’ όλα αυτά έχει σε μεγαλύτερο βαθμό την ιδιότητα να παραμένει σταθερό. Αυτός είναι ο λόγος που όλα τα αγαθά πρέπει να έχουν μια ορισμένη τιμή· γιατί τότε θα υπάρχει πάντοτε ανταλλαγή, κι αν θα υπάρχει ανταλλαγή, θα υπάρχουν και σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων» (1133b 5, 12-18).

Κατόπιν αυτών είναι απολύτως φανερό τι σημαίνει να πράττει κανείς το δίκαιο: «η δικαιοπραγία είναι το μέσον ανάμεσα στο να αδικούμε και στο να αδικούμαστε· γιατί “αδικούμε” θα πει: έχουμε περισσότερα από αυτό που μας ανήκει, και “αδικούμαστε” θα πει: έχουμε λιγότερα από αυτό που μας ανήκει. Η δικαιοσύνη είναι ένα είδος μεσότητας, όχι πάντως με τον ίδιο τρόπο όπως στις άλλες αρετές, αλλά με το νόημα ότι επιδιώκει και πραγματοποιεί το ίσον, ενώ η αδικία έχει σχέση με τα δύο άκρα» (1133b 5, 34-37 και 1134a 5, 1). Τα δύο άκρα είναι πάντα η υπερβολή και η έλλειψη που διαταράσσουν την αναλογική μεσότητα της δίκαιης ανταλλαγής.

Από κει και πέρα, ο ορισμός της αδικίας φαντάζει σχεδόν αυτονόητος: «Γι’ αυτόν τον λόγο η αδικία είναι υπερβολή και έλλειψη, γιατί από αυτήν ξεκινάει η υπερβολή και η έλλειψη: ενσχέσει με τον εαυτό του υπερβολή σε ό,τι είναι ολοκάθαρα ωφέλιμο και έλλειψη σε ό,τι είναι βλαβερό, ενώ ενσχέσει με τους άλλους γίνεται γενικά το ίδιο όπως στην προηγούμενη περίπτωση, μόνο που η παραβίαση της αναλογίας μπορεί να γίνεται σε βάρος της μιας ή της άλλης πλευράς – όπως τύχει. Όσο, τώρα, για την άδικη πράξη: αν ύστερα από αυτήν έχει κανείς το μικρότερο μέρος, θα πει ότι αδικείται, ενώ αν έχει το μεγαλύτερο μέρος, θα πει ότι αδικεί» (1134a 5, 10-16).

Σε τελική ανάλυση, ο νόμος, ως θεσμοθετημένο σύστημα απόδοσης δικαιοσύνης, είναι το μοναδικό εχέγγυο που μπορεί να εξασφαλίσει την τήρηση της αμοιβαιότητας στις συναλλαγές – μαζί βέβαια με τους εκπροσώπους του, τους δικαστές και τους ελεγκτές που θα επιβλέπουν τη λειτουργία της αγοράς. Ο νόμος που αντί να αποβλέπει στην ισοτιμία μόχθου και χρήματος στις αξίες που παράγονται ευνοεί συγκεκριμένα συμφέροντα ή ομάδες ανθρώπων, ώστε να αμείβονται υπέρογκα σε σχέση με αυτό που πράγματι προσφέρουν, είναι ο νόμος της αδικίας και της εκμετάλλευσης. Ένας τέτοιος νόμος δεν μπορεί να λέγεται πολιτικό δίκαιο, αφού βάζει τα συμφέροντα μερικών πιο ψηλά από εκείνα του συνόλου. Κι αυτή είναι η ουσία της αυταρχικότητας. Τέτοιοι νόμοι αρμόζουν περισσότερο σε τυραννίες κι όχι σε πόλεις ελεύθερων ανθρώπων.

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΞΕΝ Ελλ 2.4.24–2.4.43

(ΞΕΝ Ελλ 2.4.1–2.4.43: Η αποκατάσταση της δημοκρατίας) Εισβολή του Παυσανία στην Αττική – Προσπάθειές του για συμφιλίωση των Αθηναίων – Αποκατάσταση της δημοκρατίας

[2.4.24] Καὶ οἱ μὲν τριάκοντα Ἐλευσῖνάδε ἀπῆλθον· οἱ δὲ δέκα
τῶν ἐν ἄστει καὶ μάλα τεταραγμένων καὶ ἀπιστούντων
ἀλλήλοις σὺν τοῖς ἱππάρχοις ἐπεμέλοντο. ἐξεκάθευδον δὲ
καὶ οἱ ἱππεῖς ἐν τῷ Ὠιδείῳ, τούς τε ἵππους καὶ τὰς ἀσπίδας
ἔχοντες, καὶ δι’ ἀπιστίαν ἐφώδευον τὸ μὲν ἀφ’ ἑσπέρας
σὺν ταῖς ἀσπίσι κατὰ τείχη, τὸ δὲ πρὸς ὄρθρον σὺν τοῖς
ἵπποις, ἀεὶ φοβούμενοι μὴ ἐπεισπέσοιέν τινες αὐτοῖς τῶν
ἐκ τοῦ Πειραιῶς. [2.4.25] οἱ δὲ πολλοί τε ἤδη ὄντες καὶ παντο-
δαποί, ὅπλα ἐποιοῦντο, οἱ μὲν ξύλινα, οἱ δὲ οἰσύινα, καὶ
ταῦτα ἐλευκοῦντο. πρὶν δὲ ἡμέρας δέκα γενέσθαι, πιστὰ
δόντες, οἵτινες συμπολεμήσειαν, καὶ εἰ ξένοι εἶεν, ἰσο-
τέλειαν ἔσεσθαι, ἐξῇσαν πολλοὶ μὲν ὁπλῖται, πολλοὶ δὲ
γυμνῆτες· ἐγένοντο δὲ αὐτοῖς καὶ ἱππεῖς ὡσεὶ ἑβδομήκοντα·
προνομὰς δὲ ποιούμενοι, καὶ λαμβάνοντες ξύλα καὶ ὀπώραν,
ἐκάθευδον πάλιν ἐν Πειραιεῖ. [2.4.26] τῶν δ’ ἐκ τοῦ ἄστεως ἄλλος
μὲν οὐδεὶς σὺν ὅπλοις ἐξῄει, οἱ δὲ ἱππεῖς ἔστιν ὅτε καὶ
λῃστὰς ἐχειροῦντο τῶν ἐκ τοῦ Πειραιῶς, καὶ τὴν φάλαγγα
αὐτῶν ἐκακούργουν. περιέτυχον δὲ καὶ τῶν Αἰξωνέων τισὶν
εἰς τοὺς αὑτῶν ἀγροὺς ἐπὶ τὰ ἐπιτήδεια πορευομένοις· καὶ
τούτους Λυσίμαχος ὁ ἵππαρχος ἀπέσφαξε, πολλὰ λιτανεύον-
τας καὶ πολλῶν χαλεπῶς φερόντων ἱππέων. [2.4.27] ἀνταπέκτειναν
δὲ καὶ οἱ ἐν Πειραιεῖ τῶν ἱππέων ἐπ’ ἀγροῦ λαβόντες
Καλλίστρατον φυλῆς Λεοντίδος. καὶ γὰρ ἤδη μέγα ἐφρό-
νουν, ὥστε καὶ πρὸς τὸ τεῖχος τοῦ ἄστεως προσέβαλλον.
εἰ δὲ καὶ τοῦτο δεῖ εἰπεῖν τοῦ μηχανοποιοῦ τοῦ ἐν τῷ ἄστει,
ὃς ἐπεὶ ἔγνω ὅτι κατὰ τὸν ἐκ Λυκείου δρόμον μέλλοιεν τὰς
μηχανὰς προσάγειν, τὰ ζεύγη ἐκέλευσε πάντα ἁμαξιαίους
λίθους ἄγειν καὶ καταβάλλειν ὅπου ἕκαστος βούλοιτο τοῦ
δρόμου. ὡς δὲ τοῦτο ἐγένετο, πολλὰ εἷς ἕκαστος τῶν
λίθων πράγματα παρεῖχε. [2.4.28] πεμπόντων δὲ πρέσβεις εἰς
Λακεδαίμονα τῶν μὲν τριάκοντα ἐξ Ἐλευσῖνος, τῶν δ’ ἐν
τῷ καταλόγῳ ἐξ ἄστεως, καὶ βοηθεῖν κελευόντων, ὡς ἀφε-
στηκότος τοῦ δήμου ἀπὸ Λακεδαιμονίων, Λύσανδρος λογισά-
μενος ὅτι οἷόν τε εἴη ταχὺ ἐκπολιορκῆσαι τοὺς ἐν τῷ
Πειραιεῖ κατά τε γῆν καὶ κατὰ θάλατταν, εἰ τῶν ἐπιτηδείων
ἀποκλεισθείησαν, συνέπραξεν ἑκατόν τε τάλαντα αὐτοῖς
δανεισθῆναι, καὶ αὐτὸν μὲν κατὰ γῆν ἁρμοστήν, Λίβυν δὲ
τὸν ἀδελφὸν ναυαρχοῦντα ἐκπεμφθῆναι. [2.4.29] καὶ ἐξελθὼν αὐτὸς
μὲν Ἐλευσῖνάδε συνέλεγεν ὁπλίτας πολλοὺς Πελοπον-
νησίους· ὁ δὲ ναύαρχος κατὰ θάλατταν ἐφύλαττεν ὅπως
μηδὲν εἰσπλέοι αὐτοῖς τῶν ἐπιτηδείων· ὥστε ταχὺ πάλιν
ἐν ἀπορίᾳ ἦσαν οἱ ἐν Πειραιεῖ, οἱ δ’ ἐν τῷ ἄστει πάλιν αὖ
μέγα ἐφρόνουν ἐπὶ τῷ Λυσάνδρῳ. οὕτω δὲ προχωρούντων
Παυσανίας ὁ βασιλεὺς φθονήσας Λυσάνδρῳ, εἰ κατειργα-
σμένος ταῦτα ἅμα μὲν εὐδοκιμήσοι, ἅμα δὲ ἰδίας ποιήσοιτο
τὰς Ἀθήνας, πείσας τῶν ἐφόρων τρεῖς ἐξάγει φρουράν.
[2.4.30] συνείποντο δὲ καὶ οἱ σύμμαχοι πάντες πλὴν Βοιωτῶν καὶ
Κορινθίων· οὗτοι δὲ ἔλεγον μὲν ὅτι οὐ νομίζοιεν εὐορκεῖν
ἂν στρατευόμενοι ἐπ’ Ἀθηναίους μηδὲν παράσπονδον ποιοῦν-
τας· ἔπραττον δὲ ταῦτα, ὅτι ἐγίγνωσκον Λακεδαιμονίους
βουλομένους τὴν τῶν Ἀθηναίων χώραν οἰκείαν καὶ πιστὴν
ποιήσασθαι. ὁ δὲ Παυσανίας ἐστρατοπεδεύσατο μὲν ἐν τῷ
Ἁλιπέδῳ καλουμένῳ πρὸς τῷ Πειραιεῖ δεξιὸν ἔχων κέρας,
Λύσανδρος δὲ σὺν τοῖς μισθοφόροις τὸ εὐώνυμον. [2.4.31] πέμπων
δὲ πρέσβεις ὁ Παυσανίας πρὸς τοὺς ἐν Πειραιεῖ ἐκέλευεν
ἀπιέναι ἐπὶ τὰ ἑαυτῶν· ἐπεὶ δ’ οὐκ ἐπείθοντο, προσέβαλλεν
ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκεν, ὅπως μὴ δῆλος εἴη εὐμενὴς αὐτοῖς
ὤν. ἐπεὶ δ’ οὐδὲν ἀπὸ τῆς προσβολῆς πράξας ἀπῆλθε, τῇ
ὑστεραίᾳ λαβὼν τῶν μὲν Λακεδαιμονίων δύο μόρας, τῶν δὲ
Ἀθηναίων ἱππέων τρεῖς φυλάς, παρῆλθεν ἐπὶ τὸν κωφὸν
λιμένα, σκοπῶν πῇ εὐαποτειχιστότατος εἴη ὁ Πειραιεύς.
[2.4.32] ἐπεὶ δὲ ἀπιόντος αὐτοῦ προσέθεόν τινες καὶ πράγματα αὐτῷ
παρεῖχον, ἀχθεσθεὶς παρήγγειλε τοὺς μὲν ἱππέας ἐλᾶν εἰς
αὐτοὺς ἐνέντας, καὶ [τοὺς] τὰ δέκα ἀφ’ ἥβης συνέπεσθαι· σὺν
δὲ τοῖς ἄλλοις αὐτὸς ἐπηκολούθει. καὶ ἀπέκτειναν μὲν ἐγγὺς
τριάκοντα τῶν ψιλῶν, τοὺς δ’ ἄλλους κατεδίωξαν πρὸς τὸ
Πειραιοῖ θέατρον. [2.4.33] ἐκεῖ δὲ ἔτυχον ἐξοπλιζόμενοι οἵ τε
πελτασταὶ πάντες καὶ οἱ ὁπλῖται τῶν ἐκ Πειραιῶς. καὶ οἱ
μὲν ψιλοὶ εὐθὺς ἐκδραμόντες ἠκόντιζον, ἔβαλλον, ἐτόξευον,
ἐσφενδόνων· οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι, ἐπεὶ αὐτῶν πολλοὶ
ἐτιτρώσκοντο, μάλα πιεζόμενοι ἀνεχώρουν ἐπὶ πόδα· οἱ δ’
ἐν τούτῳ πολὺ μᾶλλον ἐπέκειντο. ἐνταῦθα καὶ ἀποθνῄσκει
Χαίρων τε καὶ Θίβραχος, ἄμφω πολεμάρχω, καὶ Λακράτης
ὁ ὀλυμπιονίκης καὶ ἄλλοι οἱ τεθαμμένοι Λακεδαιμονίων πρὸ
τῶν πυλῶν ἐν Κεραμεικῷ. [2.4.34] ὁρῶν δὲ ταῦτα ὁ Θρασύβουλος
καὶ οἱ ἄλλοι ὁπλῖται, ἐβοήθουν, καὶ ταχὺ παρετάξαντο πρὸ
τῶν ἄλλων ἐπ’ ὀκτώ. ὁ δὲ Παυσανίας μάλα πιεσθεὶς καὶ
ἀναχωρήσας ὅσον στάδια τέτταρα ἢ πέντε πρὸς λόφον τινά,
παρήγγελλε τοῖς Λακεδαιμονίοις καὶ τοῖς ἄλλοις συμμάχοις
ἐπιχωρεῖν πρὸς ἑαυτόν. ἐκεῖ δὲ συνταξάμενος παντελῶς
βαθεῖαν τὴν φάλαγγα ἦγεν ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους. οἱ δ’ εἰς
χεῖρας μὲν ἐδέξαντο, ἔπειτα δὲ οἱ μὲν ἐξεώσθησαν εἰς τὸν
ἐν ταῖς Ἁλαῖς πηλόν, οἱ δὲ ἐνέκλιναν· καὶ ἀποθνῄσκουσιν
αὐτῶν ὡς πεντήκοντα καὶ ἑκατόν. [2.4.35] ὁ δὲ Παυσανίας τροπαῖον
στησάμενος ἀνεχώρησε· καὶ οὐδ’ ὣς ὠργίζετο αὐτοῖς, ἀλλὰ
λάθρᾳ πέμπων ἐδίδασκε τοὺς ἐν Πειραιεῖ οἷα χρὴ λέγοντας
πρέσβεις πέμπειν πρὸς ἑαυτὸν καὶ τοὺς παρόντας ἐφόρους.
οἱ δ’ ἐπείθοντο. διίστη δὲ καὶ τοὺς ἐν τῷ ἄστει, καὶ
ἐκέλευε πρὸς σφᾶς προσιέναι ὡς πλείστους συλλεγομένους,
λέγοντας ὅτι οὐδὲν δέονται τοῖς ἐν τῷ Πειραιεῖ πολεμεῖν,
ἀλλὰ διαλυθέντες κοινῇ ἀμφότεροι Λακεδαιμονίοις φίλοι
εἶναι. [2.4.36] ἡδέως δὲ ταῦτα καὶ Ναυκλείδας ἔφορος ὢν συνή-
κουεν· ὥσπερ γὰρ νομίζεται σὺν βασιλεῖ δύο τῶν ἐφόρων
συστρατεύεσθαι, καὶ τότε παρῆν οὗτός τε καὶ ἄλλος, ἀμφό-
τεροι τῆς μετὰ Παυσανίου γνώμης ὄντες μᾶλλον ἢ τῆς
μετὰ Λυσάνδρου. διὰ ταῦτα οὖν καὶ εἰς τὴν Λακεδαίμονα
προθύμως ἔπεμπον τούς τ’ ἐκ τοῦ Πειραιῶς ἔχοντας τὰς
πρὸς Λακεδαιμονίους σπονδὰς καὶ τοὺς ἀπὸ τῶν ἐν τῷ
ἄστει ἰδιώτας, [καὶ] Κηφισοφῶντά τε καὶ Μέλητον. [2.4.37] ἐπεὶ
μέντοι οὗτοι ᾤχοντο εἰς Λακεδαίμονα, ἔπεμπον δὴ καὶ οἱ
ἀπὸ τοῦ κοινοῦ ἐκ τοῦ ἄστεως λέγοντας ὅτι αὐτοὶ μὲν παρα-
διδόασι καὶ τὰ τείχη ἃ ἔχουσι καὶ σφᾶς αὐτοὺς Λακεδαι-
μονίοις χρῆσθαι ὅ τι βούλονται· ἀξιοῦν δ’ ἔφασαν καὶ τοὺς
ἐν Πειραιεῖ, εἰ φίλοι φασὶν εἶναι Λακεδαιμονίοις, παρα-
διδόναι τόν τε Πειραιᾶ καὶ τὴν Μουνιχίαν. [2.4.38] ἀκούσαντες
δὲ πάντων αὐτῶν οἱ ἔφοροι καὶ οἱ ἔκκλητοι, ἐξέπεμψαν
πεντεκαίδεκα ἄνδρας εἰς τὰς Ἀθήνας, καὶ ἐπέταξαν σὺν
Παυσανίᾳ διαλλάξαι ὅπῃ δύναιντο κάλλιστα. οἱ δὲ διήλ-
λαξαν ἐφ’ ᾧτε εἰρήνην μὲν ἔχειν ὡς πρὸς ἀλλήλους, ἀπιέναι
δὲ ἐπὶ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστον πλὴν τῶν τριάκοντα καὶ τῶν
ἕνδεκα καὶ τῶν ἐν Πειραιεῖ ἀρξάντων δέκα. εἰ δέ τινες
φοβοῖντο τῶν ἐξ ἄστεως, ἔδοξεν αὐτοῖς Ἐλευσῖνα κατοικεῖν.
[2.4.39] τούτων δὲ περανθέντων Παυσανίας μὲν διῆκε τὸ στράτευμα,
οἱ δ’ ἐκ τοῦ Πειραιῶς ἀνελθόντες σὺν τοῖς ὅπλοις εἰς τὴν
ἀκρόπολιν ἔθυσαν τῇ Ἀθηνᾷ. ἐπεὶ δὲ κατέβησαν† οἱ
στρατηγοί, ἔνθα δὴ ὁ Θρασύβουλος ἔλεξεν· [2.4.40] Ὑμῖν, ἔφη,
ὦ ἐκ τοῦ ἄστεως ἄνδρες, συμβουλεύω ἐγὼ γνῶναι ὑμᾶς
αὐτούς. μάλιστα δ’ ἂν γνοίητε, εἰ ἀναλογίσαισθε ἐπὶ τίνι
ὑμῖν μέγα φρονητέον ἐστίν, ὥστε ἡμῶν ἄρχειν ἐπιχειρεῖν.
πότερον δικαιότεροί ἐστε; ἀλλ’ ὁ μὲν δῆμος πενέστερος
ὑμῶν ὢν οὐδὲν πώποτε ἕνεκα χρημάτων ὑμᾶς ἠδίκηκεν·
ὑμεῖς δὲ πλουσιώτεροι πάντων ὄντες πολλὰ καὶ αἰσχρὰ
ἕνεκα κερδέων πεποιήκατε. ἐπεὶ δὲ δικαιοσύνης οὐδὲν ὑμῖν
προσήκει, σκέψασθε εἰ ἄρα ἐπ’ ἀνδρείᾳ ὑμῖν μέγα φρονη-
τέον. [2.4.41] καὶ τίς ἂν καλλίων κρίσις τούτου γένοιτο ἢ ὡς
ἐπολεμήσαμεν πρὸς ἀλλήλους; ἀλλὰ γνώμῃ φαίητ’ ἂν
προέχειν, οἳ ἔχοντες καὶ τεῖχος καὶ ὅπλα καὶ χρήματα καὶ
συμμάχους Πελοποννησίους ὑπὸ τῶν οὐδὲν τούτων ἐχόντων
περιείληφθε; ἀλλ’ ἐπὶ Λακεδαιμονίοις δὴ οἴεσθε μέγα φρονη-
τέον εἶναι; πῶς, οἵγε ὥσπερ τοὺς δάκνοντας κύνας κλοιῷ
δήσαντες παραδιδόασιν, οὕτω κἀκεῖνοι ὑμᾶς παραδόντες τῷ
ἠδικημένῳ τούτῳ δήμῳ οἴχονται ἀπιόντες; [2.4.42] οὐ μέντοι γε
ὑμᾶς, ὦ ἄνδρες, ἀξιῶ ἐγὼ ὧν ὀμωμόκατε παραβῆναι οὐδέν,
ἀλλὰ καὶ τοῦτο πρὸς τοῖς ἄλλοις καλοῖς ἐπιδεῖξαι, ὅτι καὶ
εὔορκοι καὶ ὅσιοί ἐστε. εἰπὼν δὲ ταῦτα καὶ ἄλλα τοιαῦτα,
καὶ ὅτι οὐδὲν δέοι ταράττεσθαι, ἀλλὰ τοῖς νόμοις τοῖς
ἀρχαίοις χρῆσθαι, ἀνέστησε τὴν ἐκκλησίαν. [2.4.43] καὶ τότε μὲν
ἀρχὰς καταστησάμενοι ἐπολιτεύοντο· ὑστέρῳ δὲ χρόνῳ ἀκού-
σαντες ξένους μισθοῦσθαι τοὺς Ἐλευσῖνι, στρατευσάμενοι
πανδημεὶ ἐπ’ αὐτοὺς τοὺς μὲν στρατηγοὺς αὐτῶν εἰς λόγους
ἐλθόντας ἀπέκτειναν, τοῖς δὲ ἄλλοις εἰσπέμψαντες τοὺς
φίλους καὶ ἀναγκαίους ἔπεισαν συναλλαγῆναι. καὶ ὀμό-
σαντες ὅρκους ἦ μὴν μὴ μνησικακήσειν, ἔτι καὶ νῦν ὁμοῦ
τε πολιτεύονται καὶ τοῖς ὅρκοις ἐμμένει ὁ δῆμος.

***
Οι Τριάντα αποτραβήχτηκαν στην Ελευσίνα, ενώ οι Δέκα, μαζί με τους αρχηγούς του ιππικού, ανέλαβαν τη διοίκηση των ολιγαρχικών. Ανάμεσά τους επικρατούσε μεγάλη αναταραχή κι αμοιβαία δυσπιστία: ακόμα κι οι ιππείς διανυκτέρευαν στο Ωδείο έχοντας και τ' άλογα και τις ασπίδες τους, κι από καχυποψία περιπολούσαν κοντά στα τείχη ολονυχτίς με τις ασπίδες και κατά τα ξημερώματα με τ' άλογα, με τον αδιάκοπο φόβο ότι θα τους επιτεθούν επαναστάτες. Τούτοι πάλι, που ήταν πια πολλοί και κάθε λογής, έφτιαχναν μεγάλες ασπίδες ―άλλοι από ξύλο κι άλλοι από καλάμια― και τις γυάλιζαν. Έδωσαν και την υπόσχεση ότι σ' όσους πολεμούσαν στο πλευρό τους, και ξένοι να 'ταν, θα τους έδιναν φορολογική ισοτιμία με τους Αθηναίους. Πριν περάσουν δέκα μέρες, έχοντας συγκεντρώσει πολλούς οπλίτες και πολύ ελαφρύ πεζικό ―καθώς κι εβδομήντα περίπου ιππείς― άρχισαν να βγαίνουν από τον Πειραιά γι' ανεφοδιασμό, να μαζεύουν ξυλεία κι οπωρικά και να ξαναγυρίζουν στον Πειραιά για να περάσουν τη νύχτα.

Από τη μεριά της Αθήνας ωστόσο δεν έβγαιναν άλλοι ένοπλοι παρά μόνο οι ιππείς, που κάθε τόσο αιχμαλώτιζαν επιδρομείς από την παράταξη του Πειραιά και χτυπούσαν και το πεζικό τους. Μια φορά συνάντησαν μερικούς Αιξωνείς που πήγαιναν στα χωράφια τους για τροφές, κι ο αρχηγός του ιππικού Λυσίμαχος τους έσφαξε ― παρ' όλες τις ικεσίες τους και παρ' όλη τη δυσαρέσκεια πολλών ιππέων. Σ' αντίποινα οι επαναστάτες σκότωσαν έναν ιππέα, τον Καλλίστρατο από τη Λεοντίδα φυλή, που 'χαν πιάσει έξω από την πόλη. Άλλωστε είχαν πάρει πια πολύ θάρρος, τόσο που έκαναν επιθέσεις και στα τείχη της Αθήνας. (Ίσως ν' αξίζει ν' αναφερθεί και τούτο σχετικά με τον μηχανικό των Αθηναίων: όταν έμαθε πως οι επαναστάτες είχαν σκοπό να φέρουν τις πολιορκητικές τους μηχανές από τον φαρδύ δρόμο του Λυκείου, πρόσταξε όλα τα κάρα να πάρουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες πέτρες και να τις ρίξουν σ' όποιο σημείο του δρόμου ήθελαν ― κι η καθεμιά τους προκάλεσε αργότερα μεγάλες δυσκολίες στον εχθρό.)

Οι Τριάντα, από την Ελευσίνα ―και παράλληλα οι Τρεις Χιλιάδες από την Αθήνα―, έστειλαν πρέσβεις στη Λακεδαίμονα να ζητήσουν βοήθεια, λέγοντας ότι οι δημοκρατικοί είχαν ξεσηκωθεί εναντίον των Λακεδαιμονίων. Ο Λύσανδρος λογάριασε πως γρήγορα μπορούσαν ν' αναγκάσουν τους επαναστάτες να συνθηκολογήσουν, αν τους πολιορκούσαν από στεριά κι από θάλασσα και τους στερήσουν τον ανεφοδιασμό· φρόντισε λοιπόν να δοθούν στους ολιγαρχικούς εκατό τάλαντα δανεικά, καθώς και να διοριστεί ο ίδιος αρμοστής για τη στεριά κι ο αδελφός του Λίβυς ναύαρχος. Αυτός πήγε στην Ελευσίνα και βάλθηκε να στρατολογεί πολλούς Πελοποννησίους οπλίτες, ενώ ο ναύαρχος φύλαγε από τη μεριά της θάλασσας φροντίζοντας να μην μπαίνει κανένα πλοίο μ' εφόδια για τους επαναστάτες.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι γρήγορα ήρθε η σειρά των επαναστατών να βρεθούν σε δύσκολη θέση, ενώ απ' την άλλη πλευρά η επέμβαση του Λυσάνδρου έδινε πάλι θάρρος στους ολιγαρχικούς. Καθώς όμως τα πράγματα έπαιρναν αυτή την τροπή, ο βασιλιάς Παυσανίας ζήλεψε τον Λύσανδρο, ότι αν πετύχαινε τον σκοπό του και δόξα θα κέρδιζε και δική του θα 'κανε την Αθήνα. Έπεισε λοιπόν τρεις από τους εφόρους και ξεκίνησε μ' ένα εκστρατευτικό σώμα· τον ακολούθησαν κι όλοι οι σύμμαχοι εκτός από τους Βοιωτούς και τους Κορινθίους, που έλεγαν ότι θα το θεωρούσαν παραβίαση των όρκων τους να επιτεθούν στους Αθηναίους, μια και τούτοι δεν έκαναν τίποτε αντίθετο με τις συνθήκες. (Στην πραγματικότητα κρατούσαν αυτή τη στάση, επειδή πίστευαν πως οι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν να εξασφαλίσουν για τους εαυτούς τους τα εδάφη των Αθηναίων.)

Ο Παυσανίας στρατοπέδευσε στο λεγόμενο Αλίπεδο, κοντά στον Πειραιά· διοικούσε ο ίδιος το δεξιό κέρας, κι ο Λύσανδρος με τους μισθοφόρους του κρατούσε το αριστερό. Ο Παυσανίας έστειλε πρέσβεις στους επαναστάτες, μηνώντας τους να πάνε στα σπίτια τους· καθώς αυτοί δεν υπάκουσαν, έκανε επίθεση ―ίσα ίσα για τα προσχήματα, για να μη δείξει τις καλές διαθέσεις που είχε απέναντί τους― και κατόπιν υποχώρησε άπρακτος.

Την άλλη μέρα πήρε δύο τάγματα Πελοποννησίων και το αθηναϊκό ιππικό τριών φυλών και προχώρησε ως τον «Κωφό Λιμένα» εξετάζοντας από ποια μεριά θα 'ταν πιο εύκολο ν' αποκλειστεί ο Πειραιάς με τείχος. Την ώρα που έφευγε ωστόσο τον χτύπησαν μερικοί από τους εχθρούς, πράγμα που τον ενόχλησε· οργισμένος πρόσταξε το ιππικό να κάνει μια γοργή επέλαση, και τις δέκα νεότερες κλάσεις του πεζικού ν' ακολουθήσουν· ο ίδιος πήγε ξοπίσω τους με την υπόλοιπη δύναμη. Σκότωσαν κοντά στους τριάντα ελαφρούς πεζούς του εχθρού και καταδίωξαν τους άλλους ως το θέατρο του Πειραιά. Εκεί όμως έτυχε να εξοπλίζονται όλοι οι πελταστές κι οι πεζοί των επαναστατών· το ελαφρύ πεζικό τους όρμησε αμέσως κι άρχισε να ρίχνει ακόντια, δόρατα, βέλη και πέτρες, πληγώνοντας πολλούς Λακεδαιμονίους και πιέζοντάς τους τόσο, που εκείνοι άρχισαν να υποχωρούν βήμα βήμα, ενώ οι άλλοι ενίσχυαν την αντεπίθεση. Τότε σκοτώθηκε ο Χαίρων κι ο Θίβραχος, πολέμαρχοι κι οι δύο, καθώς κι ο ολυμπιονίκης Λακράτης κι άλλοι Λακεδαιμόνιοι ― που βρίσκονται θαμμένοι μπροστά στις πύλες, στον Κεραμεικό.

Βλέποντας αυτά ο Θρασύβουλος κι οι άλλοι οπλίτες έτρεξαν σ' ενίσχυση και παρατάχτηκαν γοργά μπροστά στους άλλους, σ' οχτώ σειρές βάθος. Ο Παυσανίας βρέθηκε κάτω από μεγάλη πίεση κι υποχώρησε κάπου τέσσερα πέντε στάδια πιο μακριά, κοντά σ' έναν λόφο, απ' όπου παρήγγειλε στους Λακεδαιμονίους και στους υπόλοιπους συμμάχους να προχωρήσουν προς το μέρος του. Από κει, ανασχηματίζοντας το πεζικό του σε μεγάλο βάθος, κατευθύνθηκε καταπάνω στους Αθηναίους, που στάθηκαν και πολέμησαν σώμα με σώμα· τελικά όμως άλλους έριξε στους βάλτους των Αλυκών κι άλλους ανάγκασε να υποχωρήσουν, σκοτώνοντας κάπου εκατόν πενήντα.

Ο Παυσανίας έστησε τρόπαιο και γύρισε στο στρατόπεδο. Ωστόσο όχι μόνο δεν θύμωσε με τους επαναστάτες, αλλά τους μήνυσε κρυφά να στείλουν πρέσβεις στον ίδιο και στους εφόρους που τον συνόδευαν, δασκαλεύοντάς τους τι έπρεπε να πουν· κι εκείνοι τον άκουσαν. Ταυτόχρονα βάλθηκε να διχάσει τους ολιγαρχικούς της Αθήνας, παραγγέλλοντας να μαζευτούν όσο γινόταν περισσότεροι, να παρουσιαστούν στο στρατηγείο του και να δηλώσουν ότι δεν έχουν καμιά διάθεση να πολεμούν την παράταξη του Πειραιά, παρά θέλουν να συμφιλιωθούν μαζί της και να μείνουν όλοι μαζί φίλοι των Λακεδαιμονίων. Αυτά τ' άκουσε μ' ευχαρίστηση κι ο έφορος Ναυκλείδας. (Σύμφωνα με τη συνήθεια των Λακεδαιμονίων να εκστρατεύουν μαζί με τον βασιλιά και δύο έφοροι, είχε έρθει τώρα αυτός κι άλλος ένας ― κι οι δυο τους υποστήριζαν τον Παυσανία κι όχι τον Λύσανδρο.) Έτσι προθυμοποιήθηκαν να στείλουν στη Λακεδαίμονα τους αντιπροσώπους των επαναστατών που έφερναν τις προτάσεις για ειρήνη με τους Λακεδαιμονίους, καθώς και δύο ιδιώτες από την παράταξη της Αθήνας, τον Κηφισοφώντα και τον Μέλητο. Αφού όμως ξεκίνησαν αυτοί για τη Λακεδαίμονα, έστειλαν αντιπροσώπους κι οι επίσημοι κυβερνήτες της Αθήνας, λέγοντας ότι είναι έτοιμοι να παραδοθούν οι ίδιοι και να παραδώσουν και τα τείχη τους στην απόλυτη διάκριση των Λακεδαιμονίων· είχαν όμως την απαίτηση, δήλωναν, μια και οι επαναστάτες έλεγαν πως είναι φίλοι των Λακεδαιμονίων, να παραδώσουν κι εκείνοι τον Πειραιά και τη Μουνιχία.

Αφού τους άκουσαν όλους οι έφοροι κι η Συνέλευση, έστειλαν στην Αθήνα μια δεκαπενταμελή αντιπροσωπεία μ' εντολή να συνεργαστεί με τον Παυσανία για συμφιλίωση με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Με τη μεσολάβησή τους συμφιλιώθηκαν οι Αθηναίοι και συμφώνησαν να ζήσουν στα σπίτια τους ― όλοι εκτός από τους Τριάντα, τους Έντεκα και τους δέκα πρώην άρχοντες του Πειραιά· τέλος αποφασίστηκε πως όποιος από τους ολιγαρχικούς φοβόταν, θα πήγαινε να ζήσει στην Ελευσίνα.

Αφού τέλειωσαν αυτά ο Παυσανίας αποστράτευσε τις δυνάμεις του, ενώ οι επαναστάτες ανέβηκαν με τα όπλα τους στην Ακρόπολη κι έκαναν θυσία στην Αθηνά. Όταν κατέβηκαν, οι στρατηγοί συγκάλεσαν Συνέλευση όπου μίλησε ο Θρασύβουλος:

«Εσάς, που ανήκετε στην ολιγαρχική παράταξη», είπε, «σας συμβουλεύω να καταλάβετε ποιοι είστε ― και θα καταλάβετε καλύτερα, αν καθίσετε να σκεφτείτε τι είναι που σας κάνει τόσο υπεροπτικούς, ώστε να θέλετε να μας εξουσιάζετε. Τάχα είστε περισσότερο δίκαιοι; Μα ο λαός ποτέ δεν σας αδίκησε για χρηματικό συμφέρον, κι ας είναι πιο φτωχός από σας ― ενώ εσείς, οι πιο πλούσιοι απ' όλους, έχετε κάνει πολλές κακοήθειες για το κέρδος. Αφού λοιπόν δεν σας διακρίνει δικαιοσύνη, σκεφτείτε μήπως έχετε λόγο να καμαρώνετε για την παλικαριά σας. Αλλά τι καλύτερο κριτήριο υπάρχει, από το πώς πολεμήσαμε αναμεταξύ μας; Ή μήπως θα πείτε ότι μας ξεπερνάτε σ' εξυπνάδα ― εσείς που είχατε και τείχη και όπλα και χρήματα, και τους Πελοποννησίους για συμμάχους, κι όμως νικηθήκατε από μας που τίποτα δεν είχαμε απ' αυτά; Τάχα νομίζετε ότι πρέπει να υπερηφανεύεστε για την υποστήριξη των Λακεδαιμονίων; Γιατί; Όπως παραδίδει κάποιος δεμένο από τον λαιμό ένα σκυλί που δαγκώνει, έτσι κι εκείνοι σας παραδώσαν στον αδικημένο τούτο λαό, πριν σηκωθούν να φύγουν! ― Όμως από σας, φίλοι, ζητάω να μην παραβείτε κανέναν από τους όρκους που δώσατε. Ίσα ίσα, κοντά στις άλλες αρετές σας να δείξετε ότι είστε και πιστοί στον όρκο σας και θεοφοβούμενοι!»

Αυτά είπε κι άλλα παρόμοια, κι ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμιά αναταραχή, παρά να εφαρμοστεί το παλιό πολίτευμα· κατόπιν διέλυσε τη Συνέλευση. Εκείνο τον καιρό διόρισαν άρχοντες και ξανάρχισαν ομαλή πολιτική ζωή. Αργότερα ωστόσο, μαθαίνοντας ότι οι ολιγαρχικοί της Ελευσίνας στρατολογούσαν ξένους μισθοφόρους, έκαναν γενική επιστράτευση εναντίον τους. Τους στρατηγούς των ολιγαρχικών τους σκότωσαν όταν παρουσιάστηκαν για διαπραγματεύσεις, στους άλλους όμως έστειλαν φίλους και συγγενείς τους που τους έπεισαν να συμφιλιωθούν. Τότε πήραν όρκους ότι στ' αλήθεια δεν θα κρατήσουν κακία αναμεταξύ τους, και σήμερα ακόμα ζουν όλοι μαζί σαν συμπολίτες κι οι δημοκρατικοί έχουν τηρήσει πιστά τους όρκους τους.