Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

Σχετική εικόνα4.5.Β. Ιστοριογραφία

Ιστορία έγραψαν στα ελληνιστικά χρόνια πολλοί. Στόχος τους από τη μια να καταγράψουν την αλήθεια, όπως την έβλεπαν, από την άλλη να εντυπωσιάσουν και να γοητέψουν τους αναγνώστες, δραματοποιώντας τα γεγονότα και αξιοποιώντας τα διδάγματα της ρητορικής τέχνης.

Οι πρώτοι που θα περιμέναμε να ξεχωρίσουν είναι οι ιστορικοί του Μεγαλέξανδρου· όμως θα απογοητευτούμε. Κανένας από όσους συνέγραψαν για τον στρατηλάτη δε φαίνεται να στάθηκε αντάξιος του έργου, ή, πιο σωστά, κανενός η συγγραφή δεν αποδείχτηκε ικανή να αποφύγει τη φθορά του χρόνου και να επιβιώσει ως τις μέρες μας. Μόνο από αποσπάσματα μας είναι γνωστές οι Ἀλεξάνδρου πράξεις του Καλλισθένη,[1] Τὰ κατὰ Ἀλέξανδρον του Λέοντα από το Βυζάντιο, και οι Περὶ Ἀλέξανδρον ἱστορίαι που έγραψαν ο Κλείταρχος από την Αλεξάνδρεια, ο Αριστόβουλος από την Κασσάνδρεια, ο Χάρης από τη Μυτιλήνη, ο Πολύκλειτος από τη Λάρισα, ο Ονεσίκριτος από την Αστυπάλαια και τόσοι άλλοι.

Λιγοστές σημειώσεις μόνο σώζονται και από τις Ἐφημερίδες, το ημερολόγιο που με εντολή του Αλέξανδρου τηρούσαν δύο γραμματικοί, και από το Σταθμοὶ τῆς Ἀλεξάνδρου πορείας του Βαίτωνα του βηματιστή.[2] Κάπως μεγαλύτερα αποσπάσματα, της μιας και των δύο σελίδων, σώθηκαν μονάχα από την Ιστορία που έγραψε στα γεράματά του ο Πτολεμαίος Α', και αυτό γιατί τη χρησιμοποίησε ως πηγή ο Αρριανός, όταν αιώνες αργότερα συγκέντρωσε υλικό για το Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις. Ο Πτολεμαίος, θυμίζουμε, πριν γίνει βασιλιάς της Αιγύπτου ήταν στρατηγός και σωματοφύλακας του Αλέξανδρου, και δίκαια η Ιστορία του θεωρήθηκε αξιόπιστη.

Αξιόπιστη πηγή για τους νεότερους ιστορικούς αποτέλεσαν και οι Διαδόχων ἱστορίαι του Ιερώνυμου από την Καρδία της Θράκης (4ος/3ος π.Χ. αι.). Έχοντας διαδραματίσει ο ίδιος σημαντικό ρόλο στους πολέμους των Διαδόχων, ο Ιερώνυμος αφηγήθηκε πιστά τα γεγονότα από τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου ως και τον θάνατο του Πύρρου (272 π.Χ.), αλλά το έργο του, εκτός από λίγα αποσπάσματα, έχει χαθεί.

Αρκετά αποσπάσματα σώζονται από τα Ἰταλικὰ καὶ Σικελικά του Τίμαιου από το Ταυρομένιο της Σικελίας (περ. 350-254 π.Χ.). Αναγκασμένος να εγκαταλείψει για πολιτικούς λόγους την πατρίδα του, ο Τίμαιος έζησε στην Αθήνα, όπου συνέγραψε την ιστορία των Ελληνικών πόλεων της Μεγάλης Ελλάδας, από τις αρχές ως τον πρώτο Καρχηδονιακό πόλεμο (264 π.Χ.). Ήταν ο πρώτος ιστορικός που χρησιμοποίησε ως χρονολογική βάση τις Ολυμπιάδες, όχι όμως και ο πρώτος που κακολόγησε τους προκατόχους του, τόσο ώστε οι Αθηναίοι του έδωσαν το παρανόμι Ἐπιτίμαιος - διὰ τὸ πολλὰ ἐπιτιμᾶν (Σούδα). Ήρθε καιρός να κατηγορηθεί και ο ίδιος από τον Πολύβιο, που του καταμαρτύρησε ότι πολλά ἱστορεῖ ψευδῆ (12.7).

ΠΟΛΥΒΙΟΣ
(περ. 200-118 π.Χ.)

Γεννήθηκε στη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας και έδρασε, όπως και ο πατέρας του, ως πολιτικός της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) ο Πολύβιος, μαζί με άλλους συντοπίτες του, βρέθηκε όμηρος στη Ρώμη, όπου γρήγορα συνδέθηκε με τον νεαρό Σκιπίωνα τον Αιμιλιανό και τους φιλέλληνες διανοούμενους του κύκλου του. Αργότερα ακολούθησε τον Σκιπίωνα στις εκστρατείες του, έζησε από κοντά την καταστροφή της Καρχηδόνας και πήρε μέρος στη θαλασσινή εξερεύνηση των ακτών του Ατλαντικού. Πίσω στην πατρίδα του συνέχισε, και μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, την πολιτική του δράση, μεσολαβώντας ανάμεσα στους κατακτητές και στις ελληνικές πόλεις - με επιτυχία, όπως μαρτυρούν τα τιμητικά αγάλματα που του είχαν στήσει στη Μαντινεία, στην Τεγέα και αλλού. Ήταν ογδόντα δύο χρονών, όταν έπεσε από το άλογό του και σκοτώθηκε.

Τα μικρότερα έργα του Πολύβιου (το Περὶ Φιλοποίμενος, τα Τακτικά κ.ά.) έχουν χαθεί· όμως από το μεγάλο του έργο, που μνημονεύεται ως Ρωμαϊκὴ ἱστορία σε σαράντα βιβλία, μας έχει σωθεί περίπου το ένα τρίτο. Η αφήγηση ξεκινά από τον πρώτο Καρχηδονιακό πόλεμο (όπου σταματούσε η ιστορία του Τίμαιου) και φτάνει ως το 144 π.Χ., τότε που η Ρώμη, έχοντας καταβάλει τους Καρχηδόνιους και τους Μακεδόνες, δεν είχε πια κανέναν να φοβηθεί. Η παρουσίαση είναι γενικά αντικειμενική και αξιόπιστη, καθώς ο Πολύβιος είχε ζήσει ο ίδιος από κοντά ένα μεγάλο μέρος των γεγονότων.

Περισσότερο ίσως από την ιστορική ύλη αυτή καθαυτή μας ενδιαφέρουν στη συγγραφή του Πολύβιου η μέθοδος που ακολούθησε και οι θεωρίες του για την εξέλιξη των ιστορικών φαινομένων. Πίστευε ότι σκοπός της ιστορίας δεν είναι να τέρψει αλλά να ωφελήσει τους αναγνώστες, βοηθώντας τους να χειρίζονται σωστά τις τωρινές και να προβλέπουν τις μελλοντικές καταστάσεις, και ότι έργο του ιστορικού είναι τόσο να εκθέσει τα πραγματικά γεγονότα όσο και να τα αιτιολογήσει. Κύριος στόχος του ήταν να δείξει πώς και γιατί η Ρώμη κατάφερε σε μικρό χρονικό διάστημα να επεκταθεί τόσο· όμως η ιστορία του είναι ουσιαστικά παγκόσμια,[3] καθώς αναγνώριζε ότι όπου και να συμβαίνουν, στην Ανατολή ή στη Δύση, οι εξελίξεις συνδέονται και αποτελούν ένα σώμα. Θεωρούσε ότι στις πολιτείες, όπως και στους ζωντανούς οργανισμούς, «υπάρχει μια φυσιολογική αύξηση, μετά από αυτήν η ακμή, έπειτα ο μαρασμός - και όλα είναι πιο ισχυρά την εποχή της ακμής» (6.51.4). Έτσι εξήγησε και την υπεροχή της Ρώμης απέναντι στις παλαιότερες πολιτείες, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε ένα μεγάλο μέρος από τις ιστορικές εξελίξεις να το αποδώσει στην τύχη - όχι στη θεά Τύχη αλλά στην απλή συγκυρία.

Με συνέπεια στον στόχο του να ωφελήσει και όχι να τέρψει, ο Πολύβιος χρησιμοποίησε απλή γλώσσα, την Κοινή, χωρίς λογοτεχνικές απαιτήσεις. Το παραδέχτηκε άλλωστε και ο ίδιος ότι ο λόγος του ήταν «αυστηρός και μονότροπος» (9.1.3). Ακόμα και οι δημηγορίες, υποστήριξε, δεν επιτρέπεται να αποτελούν ρητορικά κατασκευάσματα· σωστό είναι ο ιστορικός να γνωρίζει και να καταγράφει όσα πραγματικά ειπώθηκαν (12.25b.1).[4]

Το ιστορικό έργο του Πολύβιου συνέχισαν πρώτα ο Ποσειδώνιος, που θα τον γνωρίσουμε ως στωικό φιλόσοφο, αργότερα και ο Στράβων.

Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν νόμους για την πνευματική ιδιοκτησία, ούτε το θεωρούσαν υποτιμητικό ένας συγγραφέας να ενσωματώνει στα κείμενά του κομμάτια από τα έργα ενός ή περισσότερων άλλων. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη πως ορισμένοι αλεξανδρινοί ιστορικοί αποφάσισαν να συνθέσουν τις ιστορίες τους ως συμπιλήματα, επιλέγοντας, τακτοποιώντας και συνδέοντας αποσπάσματα από τα έργα των προκατόχων τους. Σημαντικότερος ανάμεσά τους ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.

ΔΙΟΔΩΡΟΣ (1ος π.Χ. αι.)

Για τη ζωή του ξέρουμε μόνο ότι γεννήθηκε στο Αγύριον της Σικελίας (πόλη που πίστευε ότι την είχε επισκεφτεί ο Ηρακλής), και ότι ταξίδεψε στην Αίγυπτο και στη Ρώμη. Στο έργο του Ἱστορικὴ βιβλιοθήκη ο Διόδωρος είχε συμπεριλάβει ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία από τους μυθικούς χρόνους ως την κατάκτηση της Βρετανίας από τον Καίσαρα, το 54 π.Χ. - και δεν πρέπει να θεωρηθεί σύμπτωση πως ένα τέτοιο έργο σχεδιάστηκε και ολοκληρώθηκε ακριβώς στα χρόνια όπου η Ρώμη κατόρθωσε να ενώσει κάτω από την εξουσία της τον κόσμον όλο.

Από τα σαράντα βιβλία της Βιβλιοθήκης μάς σώζονται δεκαπέντε ολόκληρα και τα υπόλοιπα αποσπασματικά. Όπως θα το περιμέναμε, ο Διόδωρος έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην ελληνική, στη ρωμαϊκή και στη σικελική ιστορία, μελετώντας πλήθος προγενέστερά του έργα και ενσωματώνοντας ολόκληρα κομμάτια τους στη συγγραφή του. Έτσι, η αξιοπιστία των πληροφοριών του, αν εξαιρέσουμε τα σύγχρονά του γεγονότα, κυμαίνεται ανάλογα με την αξιοπιστία των πηγών. Παρόμοια, ανάλογα με τις πηγές παραλλάζουν το ύφος και η γλώσσα· όμως σε γενικές γραμμές το έργο είναι γραμμένο σε στρωτή και προσεγμένη Κοινή.

Ο Πτολεμαίος, ο Ιερώνυμος, ο Τίμαιος, ο Πολύβιος, ο Διόδωρος - όλοι τους επιδίωξαν να παρουσιάσουν την αλήθεια γυμνή, να ωφελήσουν περισσότερο παρά να εντυπωσιάσουν και να τέρψουν τους αναγνώστες τους. Διαφορετικό δρόμο ακολούθησαν ιστορικοί άλλοι, που θεώρησαν πρώτη τους υποχρέωση να θέλξουν το κοινό τους παρουσιάζοντας την ιστορία με τρόπο ιδιαίτερα ελκυστικό, δραματοποιώντας τα γεγονότα και χρησιμοποιώντας άφθονα τα μέσα της ρητορικής καλλιέπειας.

Κιόλας ο Δούρης από τη Σάμο (περ. 340-270 π.Χ.) κατηγόρησε ορισμένους προγενέστερούς του ιστορικούς ότι «το μόνο που φρόντισαν ήταν να καταγράψουν τα γεγονότα· δε μπόρεσαν καθόλου να τα ζωντανέψουν, ούτε να τα παρουσιάσουν με τρόπο ευχάριστο» (απόσπ. 1). Στα αποσπάσματα που σώθηκαν από τα Μακεδονικά του διαπιστώνουμε ότι ο ίδιος έδινε έμφαση στα συναισθήματα των ιστορικών προσώπων και δε δίσταζε να προσθέτει εντυπωσιακές λεπτομέρειες «σκηνοθετώντας» τα γεγονότα. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και άλλοι ιστορικοί, νεότεροί του.

Με το έργο του Σαμίων ὧροι (χρονικά) ο Δούρης συγκαταλέγεται και στην ομάδα των αλεξανδρινών ιστορικών που συνέγραψαν τοπική ιστορία - της πατρίδας τους. Εδώ ανήκουν ακόμα ο Νεάνθης από την Κύζικο (Ὧροι Κυζικινῶν), ο Μέμνων από την Ηράκλεια του Πόντου (Περὶ Ἡρακλείας) και άλλοι, ανάμεσά τους πολλοί αθηναίοι ατθιδογράφοι.

Ο σημαντικότερος ατθιδογράφος, ο Φιλόχορος (4ος/3ος π.Χ. αι.), δεν ήταν μόνο ιστορικός αλλά και μάντης και εξηγητής των παλιών χρησμών, φλογερός αθηναίος πατριώτης, συντηρητικός και, φυσικά, αντιμακεδόνας. Ορισμένα από τα έργα του ήταν σχετικά με τη λατρεία, άλλα φιλολογικά ή φιλοσοφικά· τα περισσότερα όμως αφορούσαν την Αθήνα, με σπουδαιότερο το Ἀτθίς, σε δεκαεπτά βιβλία, όπου ήταν καταγραμμένη η αθηναϊκή ιστορία από τη μυθική εποχή ως το 262 (;) π.Χ. Από τα υπόλοιπα ξεχωρίζουμε το Ἐπιγράμματα ἀττικά, καθώς για πρώτη φορά τώρα ένας ιστορικός ενδιαφέρεται να θησαυρίσει παλιές επιγραφές.

Με μεγάλο ζήλο μελέτησε αργότερα τις επιγραφές και ο Πολέμων από το Ίλιο (2ος π.Χ. αι.),[5] που έγραψε μια σειρά από έργα περιηγητικά, περιγράφοντας με επιστημονική επιμονή και ακρίβεια τα αρχιτεκτονικά μνημεία, τα αγάλματα, τις ζωγραφιές, τα αναθήματα κλπ., όπως τα είδε ο ίδιος στην Ακρόπολη, στην Ιερά οδό, στη Σπάρτη, στους Δελφούς, στη Δωδώνη και σε άλλες σημαντικές περιοχές. Ο ίδιος έγραψε και τοπικές ιστορίες, κτίσεις, πόλεων του Πόντου και της Μεγάλης Ελλάδας.

Τα γεωγραφικά, ιστορικά και εθνολογικά ενδιαφέροντα των Ελλήνων για ξένους τόπους και λαούς έχουν μυθικό πρόδρομο τον Οδυσσέα και πρωτοφανερώθηκαν, θυμίζουμε, σε συγγραφείς όπως ο Εκαταίος και ο Ηρόδοτος. Η παράδοση συνεχίστηκε στα ελληνιστικά χρόνια, όπου πάλι βρέθηκαν Έλληνες ιστορικοί να ασχοληθούν και να συγγράψουν έργα για τη Λυδία, για τη Λυκία, ακόμα και για τις μακρινές Ινδίες, όπου είχε οδηγήσει τον στρατό του ο Μεγαλέξανδρος.

Χαρακτηριστική περίπτωση ο Νέαρχος από την Κρήτη, ο ναύαρχος που με εντολή του Αλέξανδρου έπλευσε από τον Ινδό ποταμό ως την Περσία και κατάγραψε τις γεωγραφικές, εθνολογικές κ.ά. παρατηρήσεις του. Ο Περίπλους του έχει χαθεί αλλά δε μας είναι τελείως άγνωστος, καθώς τον χρησιμοποίησαν αργότερα ο Αρριανός και ο Στράβων.

Τελευταίος και σπουδαιότερος από τους ιστορικούς και εθνολόγους που ενδιαφέρθηκαν για ξένους τόπους ήταν ο Αλέξανδρος από τη Μίλητο (1ος π.Χ. αι.), ο πολυΐστωρ (πολύξερος) όπως ονομάστηκε, που από τα αμέτρητα βιβλία του ορισμένα αφορούσαν την Ιουδαία, τη Φοινίκη, την Αιθιοπία, την Αραβία, την Αίγυπτο, τις Ινδίες και άλλες χώρες της Ανατολής.

Είναι αξιοπρόσεχτο ότι στα αλεξανδρινά χρόνια ορισμένοι ξένοι ιστορικοί αποφάσισαν να καταγράψουν την ιστορία του τόπου τους και του λαού τους στα Ελληνικά. Μας σώθηκαν αποσπάσματα από τα Αἰγυπτιακά του Μανέθωνα, ιερέα στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, και από τα Βαβυλωνιακά ή Χαλδαϊκά του Βηρωσού, ιερέα του θεού Βάαλ, που διηγόνταν την ιστορία των ανατολικών λαών από την κοσμογένεση και τον κατακλυσμό ως την κατάκτηση τους από τον Μεγαλέξανδρο. Γραμμένα στα ελληνικά από ξένους είναι και ορισμένα από τα ιστορικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.

Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ

Νεότεροι συγγραφείς θρυλούσαν πως ο Πτολεμαίος Β' ο Φιλάδελφος προσκάλεσε εβδομήντα σοφούς και τους ανάθεσε να μεταφράσουν τα εβραϊκά ιερά βιβλία στα ελληνικά για τη Βιβλιοθήκη. Κλείστηκαν, λέει, οι ἑβδομήκοντα στο νησάκι Φάρος, στα ανοιχτά της Αλεξάνδρειας, και με τη φώτιση του θεού παράδωσαν τη μετάφραση ολοκληρωμένη σε εβδομήντα μέρες. Όμορφη η ιστορία τους· όχι όμως και αληθινή.

Η αλήθεια είναι πως μεταφράσεις των ιερών ιουδαϊκών βιβλίων γίνονταν στα Ελληνιστικά χρόνια πολλές, καθώς το μεγάλο πλήθος των Εβραίων της διασποράς[6] είχαν σχεδόν ξεχάσει τη γλώσσα τους και προτιμούσαν να διαβάζουν ελληνικά. Από το πλήθος των μεταφράσεων ξεχώρισαν σιγά σιγά ορισμένες που επικράτησαν και συναποτέλεσαν ένα σώμα, την ενιαία, τάχα, Μετάφραση των εβδομήκοντα.

Στην τελική του μορφή το σώμα των Εβδομήκοντα δεν περιείχε μόνο παλιά βιβλία, όπως η Γένεσις, η Ἔξοδος κ.ά., μεταφρασμένα από τα εβραϊκά ή τα αραμαϊκά, αλλά και κάποια νεότερα, όπως το Β' και Γ' βιβλίο των Μακκαβαίων, γραμμένα εξαρχής στα Ελληνικά από ελληνόφωνους Ιουδαίους. Από αυτά τα ποικίλα κείμενα η χριστιανική θεολογική παράδοση ξεχώρισε τα κανονικά, που συναπαρτίζουν την Παλαιά Διαθήκη.

Πιστές ή λιγότερο πιστές μεταφράσεις από άλλες γλώσσες, βιβλία γραμμένα στα Ελληνικά από ξένους, το σώμα των Εβδομήκοντα αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση και ποικιλία γλωσσικό μνημείο της Ελληνιστικής εποχής. Στις σελίδες του μπορούμε να μελετήσουμε σε βάθος την Κοινή, αυτή καθαυτή όσο και στην ιδιαίτερη μεταφραστική σχέση της με τις σημιτικές γλώσσες.

Θρησκεία, μύθους, ιστορία και φαντασία ανακάτεψε στα έργα του ο Εκαταίος από τα Άβδηρα (4ος/3ος π.Χ. αι.), που έγραψε Περὶ Αἰγυπτίων και Περὶ Ὑπερβορέων, παρουσιάζοντας τους δύο αυτούς λαούς ως πρωτοπόρους του πολιτισμού και ως υποδείγματα ευσέβειας, δικαιοσύνης, αυτάρκειας κλπ.

Παρόμοια και ο Ευήμερος από τη Μεσσήνη (4ος/3ος π.Χ. αι.), φίλος του Κάσσανδρου της Μακεδονίας, υποστήριξε, στο έργο του Ἱερὰ ἀναγραφή, ότι βρέθηκε κάποτε σε ένα νησάκι του Ινδικού ωκεανού, την Παγχαίαν, και γνώρισε τους κατοίκους της εὐσεβείᾳ διαφέροντας καὶ τοὺς θεοὺς τιμῶντας μεγαλοπρεπεστάταις θυσίαις καὶ ἀναθήμασιν (απόσπ. 1). Εκεί διάβασε σε μια χρυσή στήλη τα έργα του Κρόνου και του Δία, που τότε δεν ήταν ακόμα θεοί αλλά βασιλιάδες της οικουμένης. Τα καταλαβαίνουμε καλύτερα όλα αυτά, όταν σκεφτούμε ότι ο Ευήμερος έγραψε σε εποχή όπου οι μεγαλοβασιλιάδες διάδοχοι του Αλεξάνδρου ονειρεύονταν να κυριαρχήσουν στον κόσμον όλο και πίστευαν στη δυνατότητα της προσωπικής τους αποθέωσης.[7]

Οριακή θέση στην ιστοριογραφία διεκδικούν και οι αλεξανδρινοί παραδοξογράφοι, που διάλεξαν να συγκεντρώσουν και να καταγράψουν όλα του κόσμου τα παράξενα. Πιο γνωστός ανάμεσά τους ο Αντίγονος από την Κάρυστο (3ος π.Χ. αι.), που η Ἱστοριῶν παραδόξων συναγωγή του σώθηκε και μας πληροφορεί, για παράδειγμα, ότι «το περισσότερο που μπορεί να γεννήσει μια γυναίκα είναι πέντε παιδιά· και θυμούνται μία που με τέσσερις γέννες απόκτησε είκοσι παιδιά - και τα περισσότερα μεγάλωσαν» (110).

Είναι αλήθεια ότι ο Εκαταίος, ο Ευήμερος, οι Παραδοξογράφοι, ως ένα σημείο και όλοι όσοι με τη συγγραφή τους επιδίωξαν να τέρψουν περισσότερο παρά να διδάξουν, απομακρύνθηκαν από την καθαυτό ιστορία· προετοίμασαν όμως με τα έργα τους ένα νέο, λογοτεχνικότερο είδος αφηγηματικής πεζογραφίας, το μυθιστόρημα, που θα κάνει την εμφάνιση του και θα ακμάσει στα ρωμαϊκά χρόνια.
-----------------------
1. Ο Καλλισθένης από την Όλυνθο (περ. 370-327 π.Χ.), συγγενής και μαθητής του Αριστοτέλη, έγραψε πολλά και σημαντικά φυσιογνωστικά, φιλολογικά και ιστορικά έργα, που έχουν όλα χαθεί. Ακολούθησε τον Μεγαλέξανδρο στην εκστρατεία του, θεωρώντας τον γιο του Δία και πρόμαχο των Ελλήνων· αρνήθηκε όμως να τον προσκυνήσει και εκτελέστηκε.

2. Βηματισταί ονομάζονταν οι ειδικευμένοι οπλίτες που με σταθερό βήμα μετρούσαν και κατάγραφαν τις πορείες.

3. Ο ίδιος μιλά για τὰ καθόλου πράγματα και αναφέρεται συχνά στην οἰκουμένην.

4. Ολοφάνερη είναι στο θέμα αυτό, όπως και σε πολλά άλλα, η διαφορά του Πολύβιου από τον Θουκυδίδη.

5. Το παρανόμι του στηλοκόπας σημαίνει αυτόν που τρώει με τα μάτια του τις στῆλες όπου ήταν χαραγμένες επιγραφές.

6. Ο ιστορικός Φίλων ο Ιουδαίος παραδίνει ότι μόνο στην Αίγυπτο κατοικούσαν στα χρόνια του Χριστού ένα εκατομμύριο Εβραίοι.

7. Σήμερα ονομάζουμε ευημερισμό κάθε προσπάθεια να αποδειχτεί ότι αρχικά οι θεοί δεν ήταν παρά ιστορικά πρόσωπα που ξεχώρισαν για την αρετή, τη δύναμη και τη δράση τους.

Η υφάντρα

Η Κίρκη στον αργαλειό της και Οδυσσέας
(καβειρικό αγγείο)
Κοιμήσου εσύ, μα να το ξέρεις ότι
τα χρέη όλα τούτα κάποτε στην κεφαλή σου θα ξεσπάσουν.
Άει στα κομμάτια η προξενήτρα που μου ’βαλε στο νου τη μάνα σου να πάρω.
Που μια χαρά εγώ ζούσα στους αγρούς
χωρίς λουσίματα, ξυρίσματα, κι όπως μου ερχόταν βολικά,
ζωή γεμάτη από μελίσσια, πρόβατα και μούργες.
Και πήγα και παντρεύτηκα του Μεγακλή του γιου του Μεγακλή
την ανιψιά, εγώ χωριάτης μια πρωτευουσιάνα,
μια καλομαθημένη κομψευάμενη, μια κυρία.
Τη μέρα που την πήρα, καθώς έπεφτα μαζί της στο κρεβάτι,
εγώ μύριζα μούστο, ξεροτύρι, μαλλιά, αφθονία.
Κι εκείνη μοσχοβόλαγε αρώματα, κρόκο, γλωσσοπιπιλίσματα,
έξοδα, απληστία, Κωλιάδα και Γεννετυλλίδα Αφροδίτη.
Δεν θα πω, βέβαια, πως ήτανε τεμπέλα. Άψογα τηνε δούλευε του αργαλειού τη σπάθα.
Κι εγώ, ετούτο το ιμάτιο δείχνοντας,
έβρισκα αφορμή και έλεγα
«Μωρέ γυναίκα, όλο διασπαθίζεις».”

Στις αριστοφανικές Νεφέλες (39-55), είναι βαρύ το φορτίο του βίου, έτσι όπως το εξηγεί στον γιο του ο αγροίκος Στρεψιάδης. Βλάστημα της υπαίθρου αυτός, παιδί μιας φύσης αθώας, απονήρευτης κι ανέμελης, έχει εφ’ όρου ζωής να πληρώνει ορέξεις αστικές και πολυδάπανες. Η σύζυγός του τον κρατάει δέσμιο σε νήματα πυκνά πλεγμένα απ’ τον ακάματο ρυθμό του αργαλειού της: στα μυρωμένα της υφάσματα, στην ασυγκράτητη λαγνεία της, στις υπολογισμένες τεχνικές του ερωτισμού της. Με λίγα λόγια, η γυναίκα του τον ‘τύλιξε’. Γιατί στο φαντασιακό των παραδοσιακών κοινοτήτων, έτσι όπως αυτό έχει δομηθεί από χρόνια πολύ αρχαία κατά πως φαίνεται, η γυναίκα είναι παγίδα, παγίδα όπου πρόκειται να πιαστεί ο πόθος ο αντρικός. Κι έτσι, η γυναίκα διαρκώς υφαίνει. Υφαίνει σαν αράχνη.

Θα περίμενε ίσως κανείς μια εικόνα ζοφερά απωθητική γι’ αυτήν τη γυναίκα την αθέατη για τα μάτια του δημόσιου βίου. Αυτήν που –περιορισμένη στα ενδότερα του οίκου κι αποκλεισμένη από δικαιώματα– επιδίδεται στις ασχολίες για τις οποίες το φύλο της (ως κοινωνικά κατασκευασμένη αναπαράσταση της σεξουαλικότητας) την έχει προορίσει. Κι όμως προκύπτει το ακριβώς αντίθετο. Η υφάντρα των παραδόσεων είναι πληθωρικά ερωτική και ως σύμβολά της έχει τον αργαλειό της και τη ρόκα της.

Οι πιο ονειρικές γυναίκες του μύθου ασχολούνται με το γνέσιμο, το τυλιγάδιασμα του νήματος και, κυρίως, την ύφανση.

Η νύμφη Καλυψώ της Οδύσσειας (ζ 63-64), μέσα στη σπηλιά της, “μ’ ολόχρυση σαϊτα/ στον αργαλειό της ύφαινε και γλυκοτραγουδούσε.”

Εξίσου και η Κίρκη, μέσα στο παλάτι της:

Στης ωριοπλέξουδης θεάς τις ξώπορτες σταθήκαν
κι άκουσαν μέσα με γλυκιά φωνή που τραγουδούσε
την Κίρκη κι ύφαινε άφθαρτο πανί μεγάλο, ως είναι
όλα τα έργα των θεών ψιλά, χαριτωμένα
.” 
(Οδύσσεια κ 223-226)

Η πιο φημισμένη υφάντρα του μύθου, ωστόσο, είναι η Ελένη.

Η Οδύσσεια (δ 122-139), προσφέρει μια μάλλον συντηρητική σκηνή που, ωστόσο, αιχμαλωτίζει αμέσως το βλέμμα του νεαρού Τηλέμαχου στην αίθουσα του ανακτόρου της Σπάρτης όταν η Ελένη κατεβαίνει από το γυναικωνίτη της, συνοδευόμενη από τις ακολούθους της:

Κι ενόσω αυτά τ’ ανάδευε στο νου του, να η Ελένη
ήρθε απ’ το μοσκομύριστο ψηλοχτισμένο οντά της,
σαν τη θεά την Άρτεμη τη χρυσοδόξαρη όμοια.
Ομορφοσκάλιστο θρονί της έφερε η Αδράστη
και μαλακό ολομάλλινο χαλί μαζί η Αλκίππη.
Ένα ασημένιο κι η Φυλώ της έφερε καλάθι
…………………
γεμάτο νήμα αφρόξαντο κι απάνω είχε γυρμένη
τη ρόκα, με βαθύχρωμο ψιλό μαλλί γεμάτη.


Τα πράγματα ωστόσο γίνονται πιο ξεκάθαρα στην Ηλέκτρα (1069-1070) του Ευριπίδη, όπου αντανακλάται ο επικίνδυνα μοιραίος χαρακτήρας των γυναικείων τεχνών που η Ελένη κατέχει. Ενώ ο Ορέστης κι ο Πυλάδης έχουν πάει στη Σπάρτη για να την σκοτώσουν, γίνονται κι αυτοί θύματά της. Κατακτώνται απ’ την Ελένη, μαγεύονται, ναρκώνονται και μόνο που την βλέπουνε να γνέθει κάτω απ’ το σκιάδι που της κρατούν οι φρύγες υπηρέτες της:

Τύλιγε στα δάχτυλά της
το λινάρι από τ’ αδράχτι της κι άφηνε
χάμω να πέφτουνε οι κλωστές


Ναι, η Ελένη ξέρει να τυλιγαδιάζει τον πόθο, να “τυλίγει” τους άντρες με όποιο κόστος, με όποιες συνέπειες. Το αρχετυπικό μοτίβο γι’ αυτή την αναπαράσταση το προσφέρει η Ιλιάδα Γ (125-128) όπου, μέσα στην κάμαρη του Πάρη στην Τροία, η Ελένη –σαν σε μαγική ιεροπραξία– εξυφαίνει τις μάχες που γίνονται για τη διεκδίκησή της:

Στην κάμαρα τη βρήκε και ύφαινε σκουτί στον αργαλειό της
διπλόφαρδο, άλικο, και ξόμπλιαζε παλικαριές, οπού ’χαν
οι Αργείτες κάνει οι χαλκοθώρακοι κι οι Τρώες οι αλογατάδες,
τόσα τραβώντας για χατήρι της μες στις παλάμες του Άρη
.”

Πριν χρόνια ένας φίλος μού διηγιόταν πώς είχε κάποτε –όμως για καιρό– αθεράπευτα ερωτευτεί μια συμφοιτήτριά του, την οποία άκουγε, στη γειτονιά του μέσα στο κέντρο της Αθήνας, συχνά να υφαίνει. Μου έλεγε πως η κοπέλα ήτανε απ’ την Αστροπαλιά, δηλαδή την Αστυπάλαια, κι ότι τ’ όνομά της ήτανε Αστραδένια, δηλαδή Αστραδενή. Κι εγώ, γοητευμένη, άκουγα για τον έρωτα αυτόν τον ανεκπλήρωτο, με τις περίεργες (κι ενδεχομένως, σ’ ένα βαθμό, επινοημένες) ονοματικές και τοπωνυμικές συμφύρσεις, εκείνα τα ονειρικά συμπλέγματα, τις ομιχλώδεις συναστρίες που μέσα τους εδέσποζε ο ήχος του αργαλειού. Εκείνος χαμογελώντας μου έλεγε πως ένιωθε να ζει τους στίχους του Αργαλειού του Κώστα Μουντάκη, που τους τραγούδησε ο Νίκος Ξυλούρης. Ναι, με αφοπλισμένη ειλικρίνεια, κι εκείνος το ομολογούσε:

Αχ αυτό το αργαλειό σου, με τρελαίνει πωπωπω
σαν περνώ απ’ το στενό σου του διαούλου θηλυκό.

Κι όλη μέρα τακ τακ τακ, τουκ τουκ τουκ τουκ
το πέταλό σου κάνει
και το πανί σου κι η απαντή σου σε πειρασμό με βάνει.

Με τα χίλια δυο στολίδια που υφαίνεις τ’ αργαλειό
να κουζουλαθούνε θέλει τα κοπέλια στο χωριό
.”

Εικόνες της Φύσης

ΓΗ
: το Πρώτο Στοιχείο

Το Βάθος του Ουρανού της Πραγματικότητας δεν το Αγγίζουν Ποτέ τα σύννεφα…

Τα Βάθη της Θάλασσας της Ζωής είναι πάντα ήρεμα, δεν ταράζονται από τα κύματα στην επιφάνεια…

Στην Κορυφή του Βουνού της Αλήθειας δεν φτάνει η φασαρία της πεδιάδας όπου κατοικούν οι άνθρωποι…

Στην Αληθινή Γη που δεν φτάνουν οι άνθρωποι υπάρχει αγνότητα, ησυχία κι η ζωή ανθίζει ελεύθερα…

ΥΔΩΡ: το Δεύτερο Στοιχείο

Η Πηγή της Ζωής Προσφέρει από τα Βάθη της το Νερό της Ζωής, χωρίς βοήθεια, χωρίς εμπόδια, χωρίς περιορισμούς…

Στο Ποτάμι της Ζωής το νερό κυλάει συνέχεια, αλλά ποτέ δεν είναι το «ίδιο» νερό…

Οι Εικόνες κι οι Ήχοι του Κόσμου είναι Ζωντανές Διαδικασίες, δεν είναι «περιγραφικές μονάδες», ούτε «φορείς μηνυμάτων»… Η Ζωή έχει μόνο ένα Μήνυμα, την Ίδια τη Ζωή…

Το Φως της Ζωής πάντα Ταξιδεύει αλλού, ποτέ δεν χάνεται…

ΑΗΡ: το Τρίτο Στοιχείο

Στη Φύση είναι Όλα Φανερά, δεν υπάρχουν μυστήρια, ούτε επιδιώξεις… όλα αυτά υπάρχουν μόνο στην φαντασία των ανθρώπων…

Η Απόλυτη Βαθιά Γαλήνη Απλώνεται Παντού, μονάχα οι άνθρωποι κάνουν «θόρυβο»…

Η Υπέρτατη Ηρεμία Βρίσκεται στον «τρόπο που βλέπουμε», όχι έξω στον κόσμο…

Ο Αέρας της Ζωής Φυσάει, τα σύννεφα ταξιδεύουν, τα δένδρα κινούνται, το χορτάρι αναριγά… όλα συνεργάζονται, μονάχα ο άνθρωπος τραβάει το μοναχικό δρόμο του…

ΠΥΡ: το Τέταρτο Στοιχείο

Η Φωτιά της Ζωής γίνεται ζέστη κι η ζέστη γίνεται ζωή και η ζωή ανθίζει και καρπίζει ζωή… κι όλα είναι μια Συνέχεια…

Πέρα από το Εδώ υπάρχει το εκεί, μα όταν φτάνεις εκεί, γίνεται κι αυτό Εδώ… δεν έχει Τέλος η Ζωή…

Τα γυμνά χειμωνιάτικα κλαδιά στο Δένδρο της Ζωής είναι τα ίδια κλαδιά που θα γεμίσουν ζωή και καρπούς… που αρχίζει; που τελειώνει ο κύκλος;…

Όσο μακριά κι αν ταξιδεύει το Ποτάμι της Ζωής, πάντα φτάνει στην Θάλασσα, Ενώνεται με την Θάλασσα της Ζωής…

ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ: το Πέμπτο Στοιχείο

Να είσαι ικανοποιημένος με ΟΣΑ ΕΙΣΑΙ είναι Σοφία…

Να ψάχνεις πάντα «κάτι άλλο», συχνά, δεν είναι ζωή, ενεργητικότητα, δημιουργία… ίσως είναι άσκοπη πορεία σε ένα κύκλο…

Ο Χειμώνας έρχεται, ο Χειμώνας φεύγει, όλα αλλάζουν, χωρίς προσπάθεια…

Αγκαλιάζοντας τη μονιμότητα και τη μη προσκόλληση: Βρίσκοντας την Ειρήνη στη Ροή της Ύπαρξης

Στην καρδιά της φιλοσοφίας του Ζεν βρίσκεται μια βαθιά αλήθεια, μια αλήθεια που είναι τόσο αρχαία όσο και δύσκολο να κατανοηθεί: η παροδικότητα. Στον Βουδισμό, αυτή η έννοια αναφέρεται συχνά ως anicca, ένας όρος που δείχνει την αλήθεια ότι όλα τα πράγματα - οι σκέψεις, τα σώματα, οι σχέσεις, οι εποχές, τα αστέρια και κάθε πτυχή της ύπαρξης μας - βρίσκονται σε μια κατάσταση συνεχούς ροής. Κατανοώντας βαθιά αυτή την αρχή, καλούμαστε να απελευθερώσουμε τις προσκολλήσεις μας και να αγκαλιάσουμε κάθε στιγμή όπως έρχεται, πλήρως και χωρίς αντίσταση.

Αν και η ζωή συχνά γίνεται αντιληπτή ως σταθερή, ασφαλής και υπό τον έλεγχό μας, η πραγματικότητα είναι ότι μοιάζει περισσότερο με ένα ποτάμι σε συνεχή κίνηση. Το Ζεν μας καλεί να αποδεχτούμε αυτή την αλήθεια, και κάνοντας αυτό, να καλλιεργήσουμε μια κατάσταση μη προσκόλλησης, η οποία μπορεί να μας απελευθερώσει από τα βάσανα του φόβου, της προσδοκίας και της απογοήτευσης. Η μη προσκόλληση δεν σημαίνει απάθεια. Μάλλον, είναι η ικανότητα να ασχολείσαι πλήρως με τον κόσμο, βιώνοντας την ομορφιά και το βάθος του χωρίς να μπλέκεσαι από αυτόν. Αυτό το πνευματικό ταξίδι είναι ένα από τα παράδοξα: να μάθεις να αγαπάς χωρίς να κολλάς, να βιώνεις χωρίς να κρατάς και να εκτιμάς χωρίς να κατέχεις.

1. Παροδικότητα: Η Πύλη της Σοφίας

Η παροδικότητα είναι κάτι περισσότερο από μια αφηρημένη φιλοσοφία. είναι η υποβόσκουσα πραγματικότητα της ζωής μας. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου τα πάντα –κάθε στιγμή, κάθε συναίσθημα, κάθε σχέση– τελικά θα αλλάξουν και θα περάσουν. Ωστόσο, η κοινωνία συχνά μας ενθαρρύνει να αναζητήσουμε μονιμότητα: σταθερές σταδιοδρομίες, διαρκείς σχέσεις, οικονομική ασφάλεια και αίσθηση βεβαιότητας σε κάθε τομέα της ζωής. Προσκολλούμαστε σε αυτές τις ιδέες και δομές επειδή πιστεύουμε ότι παρέχουν ασφάλεια και νόημα, αλλά όταν αναπόφευκτα αρχίζουν να μετατοπίζονται, μας αφήνουν συναισθήματα φόβου, απώλειας, ακόμη και απόγνωσης.

Όταν αντιστεκόμαστε στην αλλαγή, αντιστεκόμαστε στην ίδια τη ζωή. Αλλά το Ζεν μας διδάσκει ότι αυτή η αντίσταση είναι η πηγή του πόνου μας. Αρνούμενοι την πραγματικότητα της παροδικότητας, δημιουργούμε ένα χάσμα μεταξύ των επιθυμιών μας και της φύσης του κόσμου. Σε αυτό το κενό βρίσκεται το άγχος, η απογοήτευση και η απελπισία. Αντίθετα, το Ζεν μας ενθαρρύνει να δούμε τη μονιμότητα όχι ως κατάρα, αλλά ως μια βαθιά ευκαιρία να ζήσουμε πιο ολοκληρωμένα. Κάθε στιγμή, κάθε άτομο που συναντάμε και κάθε εμπειρία που έχουμε είναι μοναδική και πολύτιμη γιατί δεν θα συμβεί ποτέ ξανά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

Η φευγαλέα φύση της ζωής, αντί να είναι πηγή λύπης, μπορεί να γίνει πηγή χαράς. Αναγνωρίζοντας ότι η ζωή είναι ένας χορός μεταβαλλόμενων στιγμών, βρίσκουμε την έμπνευση να τις αγαπάμε. Όταν καταλαβαίνουμε ότι δεν μπορούμε να κρατήσουμε τίποτα για πάντα, βρίσκουμε παραδόξως το θάρρος να το κρατάμε πιο ελαφρά, κάτι που φέρνει μια βαθύτερη, πιο ειρηνική παρουσία σε κάθε στιγμή.

2. Μη προσκόλληση: Ελευθερία από τα βάσανα

Η μη προσκόλληση, ή mushotoku στο Ζεν, είναι μια πρακτική που μας απελευθερώνει από τις αλυσίδες της επιθυμίας, του φόβου και της προσδοκίας. Η μη προσκόλληση δεν σημαίνει απόσυρση από τη ζωή ή έλλειψη φροντίδας. Μάλλον, είναι η καλλιέργεια ενός νου που είναι ευρύχωρος, ανοιχτός και αδιατάρακτος από τις άμπωτες και τις ροές του εξωτερικού κόσμου. Όταν ασκούμε τη μη προσκόλληση, μπορούμε να βιώσουμε τα πάντα πλήρως χωρίς να μπλέξουμε σε αυτά.

Σκεφτείτε ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα. Παρακολουθούμε καθώς ο ουρανός αλλάζει χρώματα, γνωρίζοντας ότι θα διαρκέσει μόνο για λίγα λεπτά. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να το συλλάβετε ή να το κάνετε να μείνει. είμαστε ικανοποιημένοι να παρακολουθούμε την ομορφιά του καθώς φυσικά ξεθωριάζει στο λυκόφως. Με τον ίδιο τρόπο, μπορούμε να προσεγγίσουμε όλη τη ζωή—με την κατανόηση ότι ό,τι βιώνουμε είναι σαν ένα ηλιοβασίλεμα, παροδικό και πέρα από τον έλεγχό μας. Η μη προσκόλληση είναι μια ευγενική προθυμία να αφήσετε τα πράγματα να εξελιχθούν όπως θέλουν, αγκαλιάζοντας τη ζωή χωρίς να πιάνετε ή να ελέγξετε.

Η πρακτική του Ζεν προσφέρει εργαλεία για την καλλιέργεια της μη προσκόλλησης, όπως ο διαλογισμός και η επίγνωση. Εστιάζοντας στην παρούσα στιγμή, συνειδητοποιούμε την τάση μας να κολλάμε—σε ανθρώπους, περιουσιακά στοιχεία, επιτεύγματα, ακόμη και τις δικές μας πεποιθήσεις. Όσο περισσότερο παρατηρούμε, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούμε ότι η προσκόλληση φέρνει ένταση, ενώ η αφαίρεση φέρνει χαλάρωση. Η μη προσκόλληση μας δίνει ελευθερία, όχι απορρίπτοντας τον κόσμο, αλλά απελευθερώνοντας τον εαυτό μας από το να τον χρειαζόμαστε για να είμαστε οτιδήποτε άλλο από αυτό που είναι.

3. Το παράδοξο της παράδοσης και της ελευθερίας

Το να αγκαλιάζουμε την παροδικότητα και να ασκούμε τη μη προσκόλληση μάς οδηγούν σε ένα παράδοξο: με το να παραδοθούμε στη ροή της ζωής, αποκτάμε μια βαθιά αίσθηση ελευθερίας. Αυτή δεν είναι η ελευθερία να κάνουμε ό,τι θέλουμε, αλλά μια βαθιά εσωτερική ελευθερία που προκύπτει όταν δεν είμαστε πλέον δεσμευμένοι από τις επιθυμίες και τους φόβους μας. Το Ζεν διδάσκει ότι όταν σταματάμε να προσπαθούμε να ελέγξουμε ή να κρατήσουμε τη ζωή, βρισκόμαστε σε αρμονία με αυτήν.

Αυτή η ελευθερία μας επιτρέπει να ζούμε με ανοιχτή καρδιά, ικανοί να δίνουμε και να λαμβάνουμε αγάπη χωρίς φόβο. Κατανοώντας ότι ό,τι αγαπάμε θα αλλάξει, μπορούμε να το αγαπάμε χωρίς να χρειάζεται να το κατέχουμε ή να το ελέγχουμε. Αυτή η αλλαγή προοπτικής μας επιτρέπει να ζούμε πιο θαρραλέα, αποδεχόμενοι ότι η ευαλωτότητα και η αβεβαιότητα είναι φυσικές πτυχές του ανθρώπου. Όταν δεν προσπαθούμε πλέον να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας από την παροδική φύση της ζωής, γινόμαστε ανθεκτικοί, συμπονετικοί και άνετοι.

4. Πρακτικοί τρόποι για να καλλιεργήσετε τη μη προσκόλληση και να αγκαλιάσετε τη μη μονιμότητα

Ενώ οι έννοιες της παροδικότητας και της μη προσκόλλησης είναι βαθιά φιλοσοφικές, μπορούν να εξασκηθούν με απλούς, καθημερινούς τρόπους. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:

α. Ενσυνείδητος Διαλογισμός

Ο διαλογισμός προσφέρει ένα χώρο για να παρατηρήσουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας χωρίς κρίση. Παρατηρώντας τις σκέψεις μας, συνειδητοποιούμε πόσο παροδικές είναι, σαν σύννεφα που περνούν. Μέσω του διαλογισμού, εξοικειωνόμαστε με το εσωτερικό μας τοπίο, παρατηρώντας πώς προκύπτουν και ξεθωριάζουν οι προσκολλήσεις και οι αποστροφές. Με την πάροδο του χρόνου, αυτή η πρακτική καλλιεργεί μια βαθύτερη αποδοχή της φυσικής ροής της ζωής.

β. Πρακτική Ευγνωμοσύνης

Εστιάζοντας στην ευγνωμοσύνη, αναγνωρίζουμε την πολύτιμη αξία κάθε στιγμής, κάθε σχέσης και κάθε ευκαιρίας. Μια καθημερινή πρακτική ευγνωμοσύνης μας βοηθά να εκτιμήσουμε αυτό που έχουμε χωρίς να χρειάζεται να προσκολληθούμε σε αυτό. Με αυτόν τον τρόπο, η ευγνωμοσύνη γίνεται μια πόρτα για τη μη προσκόλληση, επιτρέποντάς μας να αγαπάμε πλήρως χωρίς να χρειάζεται να κατέχουμε.

γ. Αφήνοντας τις προσδοκίες

Μία από τις μεγαλύτερες πηγές πόνου είναι η προσδοκία μας ότι η ζωή θα πρέπει να ξεδιπλωθεί σύμφωνα με τις επιθυμίες μας. Το να εξασκούμε τη μη προσκόλληση σημαίνει να εγκαταλείπουμε τις άκαμπτες προσδοκίες μας και να είμαστε ανοιχτοί σε αυτό που είναι, παρά σε αυτό που πιστεύουμε ότι πρέπει να είναι. Αυτή η αλλαγή προοπτικής μας επιτρέπει να ανταποκρινόμαστε στη ζωή με περισσότερη χάρη και προσαρμοστικότητα.

δ. Αγκαλιάζοντας την αλλαγή με μικρούς τρόπους

Ξεκινήστε αγκαλιάζοντας μικρές αλλαγές στη ζωή σας, όπως να ακολουθήσετε μια διαφορετική διαδρομή προς τη δουλειά ή να δοκιμάσετε μια νέα δραστηριότητα. Επιλέγοντας συνειδητά να βγούμε από τις ζώνες άνεσής μας, εξασκούμε την τέχνη του να αγκαλιάζουμε την αλλαγή. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό μας βοηθά να χτίσουμε ανθεκτικότητα για μεγαλύτερες αλλαγές και μας προετοιμάζει να αντιμετωπίσουμε τη παροδικότητα της ζωής με μεγαλύτερη ευκολία.

5. Η απόλυτη πραγματοποίηση: Μια ανοιχτή καρδιά

Στην παράδοση του Ζεν, ο απώτερος στόχος δεν είναι απλώς μια απόσπαση από τη ζωή, αλλά μάλλον ένα πλήρες άνοιγμα σε αυτήν. Το Ζεν δεν πρεσβεύει την ασκητική απόσυρση από τον κόσμο, αλλά την πλήρη ενασχόληση με αυτόν, με ανοιχτή καρδιά. Αγκαλιάζοντας τη μονιμότητα και ασκώντας τη μη προσκόλληση, απελευθερώνουμε τον εαυτό μας από τα βάρη του φόβου και της επιθυμίας, επιτρέποντάς μας να βιώσουμε τον πλούτο της ζωής χωρίς εμπόδια.

Αυτό το άνοιγμα επεκτείνεται στις σχέσεις μας, στη δημιουργικότητά μας και στην ίδια μας την κατανόηση του ποιοι είμαστε. Δεν καθοριζόμαστε πλέον από αυτά που έχουμε ή αυτά που πετυχαίνουμε. Αντίθετα, επαναπαυόμαστε στην απλή, διαχρονική επίγνωση που ρέει μέσα από κάθε εμπειρία. Αυτή η επίγνωση μοιάζει με έναν απέραντο ουρανό, στον οποίο όλα τα συναισθήματα, οι σκέψεις και οι εμπειρίες εμφανίζονται και διαλύονται. Στο τέλος, το Ζεν μας διδάσκει ότι με το να παραδοθούμε στη φυσική ροή της ύπαρξης, ανακαλύπτουμε μια γαλήνη και ελευθερία που ξεπερνά τα συνηθισμένα σκαμπανεβάσματα της ζωής.

Συμπέρασμα: Ζώντας με ανοιχτή καρδιά σε έναν παροδικό κόσμο

Στην αγκαλιά της παροδικότητας και της πρακτικής της μη προσκόλλησης βρίσκεται ένας δρόμος προς την ελευθερία, τη χαρά και την εσωτερική γαλήνη. Καθώς μαθαίνουμε να εγκαταλείπουμε την προσκόλληση μας, ανακαλύπτουμε ότι η ζωή δεν είναι κάτι που πρέπει να ελέγξουμε αλλά κάτι που πρέπει να εκτιμήσουμε, να βιώσουμε και να αγαπήσουμε πλήρως κάθε στιγμή που περνάει. Το Ζεν μας υπενθυμίζει ότι η μεγαλύτερη ομορφιά της ζωής βρίσκεται στην παροδικότητα της, στις λεπτές, φευγαλέες στιγμές που συνθέτουν το ταξίδι μας.

Με ανοιχτή καρδιά, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τον κόσμο χωρίς φόβο, να αγαπάμε χωρίς να κρατάμε και να ασχολούμαστε χωρίς προσδοκίες. Η παροδικότητα μας καλεί να αφυπνιστούμε στην παρούσα στιγμή, να ζήσουμε θαρραλέα και συμπονετικά και να βρούμε μια βαθιά αίσθηση του νοήματος στην απλή αλήθεια της ίδιας της ύπαρξης. Μέσα από αυτό το ταξίδι, συνειδητοποιούμε ότι η αληθινή ελευθερία δεν βρίσκεται στο να κολλάμε στη ζωή, αλλά στο να την αγκαλιάζουμε πλήρως και να την αφήνουμε να κυλήσει μέσα μας σαν ένα ποτάμι – συνεχώς μεταβαλλόμενο, αλλά πάντα όμορφο.

Μία Κοινή Βάση

Η Ζωή Εκδηλώνεται μέσα σε όλα.

Αν πεις «η Ζωή είναι το κάθε τι» είναι λάθος

Αν πεις «το κάθε τι είναι η Ζωή» είναι λάθος.

Η ΙΔΙΑ Η ΖΩΗ Βρίσκεται Πέρα από όλα.

Η Βίωση της Πραγματικότητας είναι Απρόσωπη. Είναι μια Αντικειμενική Κατάσταση πέρα από την σκέψη, πέρα από το εγώ.

Αυτός που επιζητεί ή νομίζει ότι το εγώ μπορεί να ταυτιστεί με τον Θεό αναζητεί και ταυτίζεται με ένα είδωλο που προβάλει η σκέψη του.

Πρέπει να τελειώσει η σκέψη, να εξαφανισθεί το εγώ, για να Αποκαλυφθεί η Απρόσωπη Πραγματικότητα.

Δεν υπάρχει «φωτισμένος», Υπάρχει Μόνο Φώτιση.

Η Άμεση Βίωση της Πραγματικότητας είναι η μόνη απόδειξη – και το μόνο λογικό επιχείρημα – ότι υπάρχει Αντίληψη πέρα από την διανόηση.

Η Συνείδηση Είναι Μια, η Αντίληψη Είναι Μία.

Η Άμεση Υπερδιανοητική Αντίληψη και η διανοητική αντίληψη δεν είναι διαφορετικά πράγματα.

Η Άμεση Υπερδιανοητική Αντίληψη Αποκαλύπτεται όταν σταματά η διανοητική διαδικασία.

Κι η διανοητική διαδικασία αναδύεται όταν υποχωρεί η Υπερδιανοητική Αντίληψη.

Όλα είναι λειτουργίες Μιας Κοινής Βάσης.

Αλήθεια, τι ήσουνα πριν «γεννηθείς»; Όταν θα Κατανοήσεις ότι όλη η «δήθεν ύπαρξή» σου είναι «ψεύτικη» τότε θα Αντιληφθείς το Αληθινό Πρόσωπό σου.

Μια «Πύλη» χωρίζει την Πραγματικότητα από τον «κόσμο της σκέψης». Από μέσα ονομάζεται «έξοδος», από έξω ονομάζεται «είσοδος»… Αλλά, στην πραγματικότητα, «Πύλη» δεν υπάρχει κι η «Πύλη», η «είσοδος», κι η «έξοδος» είναι μονάχα ονόματα… Η Πραγματικότητα είναι Μία, είναι μονάχα η αυταπάτη που διαχωρίζει την Πραγματικότητα και την πλάνη…

Η Κατανόηση είναι Άμεση, δεν χρειάζεται χρόνο, είναι πέρα από την νοητική διαδικασία… είναι η σκέψη, η λογική ακολουθία των ιδεών, η κατασκευή της διανοητικής αντίληψης, που χρειάζεται χρόνο.

Η Κατανόηση Πρέπει να Πηγάζει από Μέσα μας, Αυθόρμητα, για να είναι Γνήσια, Ζωντανή και Δημιουργική…

Η διανοητική κατανόηση δεν είναι Κατανόηση, είναι μια τεχνητή κατασκευή (μιας εικόνας) της Πραγματικότητας.

Το Πλήρες Άνθισμα της Κατανόησης έρχεται όταν εγκαταλείψουμε τελείως την «δήθεν ύπαρξή» μας, όταν κόψουμε τελείως τους δεσμούς με την «παλιά» ζωή μας… Τότε ξαναγεννιόμαστε σαν Αληθινοί Άνθρωποι.

Μπορείς να «Νοιώσεις» την ζωή μέσα σε όλα αυτά γύρω σου; Μπορείς να «Νοιώσεις» την ΙΔΙΑ ΖΩΗ που Εκδηλώνεται σε όλα; Μπορείς να «Νοιώσεις» πως είσαι Ένα με όλα; Τότε είσαι Σοφός.

Ολόκληρος ο πολιτισμός των ανθρώπων είναι τεχνητός και ψεύτικος και στηρίζεται στην (διαστρεβλωμένη) διανόηση, γι’ αυτό είναι σκουπίδια – κι ας τον θεωρούν οι άνθρωποι πολύτιμο.

Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που θεωρούν ένα απλό μέταλλο – το χρυσό – ή ένα κομμάτι γυαλί – το διαμάντι – πολύτιμα κι ας είναι μόνο προϊόντα της γης.

Η Ζωή δεν αφήνει ίχνη. Μόνο ερείπια, που οι άνθρωποι θεωρούν μνημεία.

Η Αγάπη προς τον Εαυτό

Το πρώτο κυματάκι της αγάπης πρέπει να είναι για τον εαυτό σου. Η υγιής αγάπη για τον εαυτό αποτελεί μια μεγάλη θρησκευτική αξία.
 
Ο άνθρωπος που δεν αγαπά τον εαυτό του δεν θα μπορέσει να αγαπήσει και κανέναν άλλο, ποτέ.
 
Το πρώτο κυματάκι της αγάπης πρέπει να σχηματιστεί μέσα στην καρδιά σου. Αν δεν έχει σχηματιστεί για σένα τον ίδιο, δεν μπορεί να σχηματιστεί και για κανέναν άλλο, γιατί όλοι οι άλλοι βρίσκονται μακρύτερα από σένα.

Είναι σα να ρίχνεις μια πέτρα μέσα στην σιωπηλή λίμνη. Τα πρώτα κυματάκια σχηματίζονται γύρω από την πέτρα κι έπειτα απλώνονται συνεχώς ως τις πιο μακρινές ακτές. Το πρώτο κυματάκι της αγάπης πρέπει να είναι γύρω από τον εαυτό σου. Πρέπει να αγαπά κανείς το σώμα του, πρέπει να αγαπά την ψυχή του, πρέπει να αγαπά την ολότητά του. Και είναι φυσικό αυτό αλλιώς δεν θα μπορούσες να επιβιώσεις καθόλου. Και είναι όμορφο, γιατί σε ομορφαίνει.

Ο άνθρωπος που αγαπά τον εαυτό του γεμίζει χάρη, κομψότητα. Ο άνθρωπος που αγαπά τον εαυτό του είναι επόμενο να γίνει πιο σιωπηλός, πιο διαλογιστικός, πιο προσευχητικός από τον άνθρωπο που δεν αγαπά τον εαυτό του.

Αν δεν αγαπάς το σπίτι σου, δεν το καθαρίζεις. Αν δεν αγαπάς το σπίτι σου, δεν το βάφεις, δεν το περιβάλεις με έναν όμορφο κήπο με μια λιμνούλα με νούφαρα. Αν αγαπάς τον εαυτό σου θα δημιουργήσεις ένα κήπο γύρω σου. Θα προσπαθήσεις να αναπτύξεις τις δυνατότητές σου. Θα προσπαθήσεις να φέρεις προς τα έξω όλα όσα έχεις μέσα σου να εκφράσεις. Αν αγαπάς, θα δίνεις συνεχώς σαν βροχή στον εαυτό σου, θα τρέφεις συνεχώς τον εαυτό σου.

Κι αν αγαπάς τον εαυτό σου, θα εκπλαγείς. Θα σε αγαπούν κι οι άλλοι. Κανείς δεν αγαπάει έναν άνθρωπο που δεν αγαπά τον εαυτό του. Αν δεν μπορείς να αγαπάς ούτε καν τον εαυτό σου, ποιος άλλος θα μπει στον κόπο; Κι ο άνθρωπος που δεν αγαπάει τον εαυτό του, δεν μπορεί να παραμείνει ουδέτερος. Να θυμάσαι, στη ζωή δεν υπάρχει ουδετερότητα.

Γιατί οι έξυπνοι άνθρωποι πιστεύουν ανοησίες;

Στη χώρα μας έχουμε περίσσευμα πάθους οπότε λίγη περισσότερη επιστήμη θα χρειάζονταν ώστε να κάνουμε συλλογικά καλύτερες επιλογές. Xρειαζόμαστε γνώσεις και κριτική σκέψη.

Κάθομαι που λες σε μια παρέα και τους ακούω σιωπηλός να κουτσομπολεύουν ένα ζευγάρι που έχει προβλήματα (δε στο παίζω υπεράνω…και εγώ θα σχολίαζα αλλά δυστυχώς δε γνώριζα το ζευγάρι για το οποίο μιλούσαν). Κάποια στιγμή μία από τις κοπέλες με θυμό μας λέει «Εγώ που είμαι απόλυτα λογικός άνθρωπος βρίσκω αυτή τη συμπεριφορά του ζευγαριού απαράδεκτη». Έπειτα από μερικά λεπτά η συζήτηση αυτή τελειώνει και η ίδια κοπέλα ξεκινά να μιλά για ζώδια (facepalm).

Είμαι σίγουρος ότι αν μπορούσα να ρωτήσω κάθε έναν αναγνώστη ξεχωριστά αν θεωρεί τον εαυτό του λογικό άνθρωπο τότε θα απαντούσαν όλοι ανεξαιρέτως με ένα εμφατικό «ναι». Αν πάλι τους ρώταγα αν σέβονται την επιστήμη και τον επιστημονικό τρόπο σκέψης και μέθοδο εργασίας τότε πάλι όλοι θα απαντούσαν καταφατικά. Από την άλλη είμαι εξίσου σίγουρος ότι αν αναφέρω ζώδια, θαύματα αγίων, φαντάσματα, μεταθανάτια ζωή, κρυσταλλοθεραπείες, προφητείες, επισκέψεις εξωγήινων, μάτιασμα και άλλα τα οποία η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα απορρίπτει ως αυθαίρετα και ανόητα τότε η πλειοψηφία του κόσμου πιστεύει έστω σε ένα από αυτά όπως η φίλη που ανέφερα.

Για ποιον λόγο η πλειοψηφία του κόσμου λειτουργεί με λογική α λα καρτ; Γιατί δηλαδή άνθρωποι που είναι ορθολογιστές αγκαλιάζουν ιδέες που είναι αυθαίρετες;

Για ποιον λόγο άνθρωποι που είναι έξυπνοι ταυτόχρονα πιστεύουν σε ανόητα πράγματα; Η λίστα των αιτιών είναι τόσο μεγάλη που όχι μόνο μπορείς να δικαιολογήσεις αυτήν τη στάση ζωής αλλά ακόμα και να αισθανθείς μη φυσιολογικός αν δε λειτουργείς και εσύ έτσι.

Ξεκινάμε με την πιο απλή αιτία. Έλλειψη γνώσης για κάποιο θέμα. Μπροστά στην αμηχανία του «δεν ξέρω» ο άνθρωπος πολλές φορές προτιμά να «ξέρει κάτι» ακόμα και αν αυτό που αναπαράγει είναι αυθαίρετο. Το «κάτι» είναι καλύτερο από το τίποτε για κάποιον αμαθή. Είναι βέβαια λυπηρό στην εποχή του ίντερνετ όπου όλη η γνώση είναι διαθέσιμη μια τέτοια στάση να είναι επιλογή.

Ο κόσμος είναι πολύ συχνά χαοτικός, τυχαίος, τα νούμερα και οι πιθανότητες ασύλληπτα, τα μεγέθη διαφορετικά από τη δική μας κλίμακα και σε κανέναν δεν αρέσει αυτό. Προσπαθούμε λοιπόν να φέρνουμε τα πάντα στα μέτρα μας ή προσπαθούμε να βρούμε με το ζόρι νόημα ακόμα και εκεί που δεν υπάρχει. Το αποτέλεσμα είναι ένα σωρό γελοίες θεωρίες και συμπεράσματα που δεν ανταποκρίνονται καθόλου στην πραγματικότητα.

Οι άνθρωποι πολλές φορές κάνουν μια συναισθηματική επιλογή και μετά επιλεκτικά κρατούν όποιο στοιχείο ή πληροφορία τους δικαιώνει. Οι ψυχολόγοι το ονομάζουν αυτό (συγνώμη για την αγγλική ορολογία) confirmation bias. Έτσι κάνουμε κάθε φορά που αναφερόμαστε σε μια ιδιαίτερη σύμπτωση και δεν θέλουμε να τη θεωρούμε σύμπτωση. Την επόμενη φορά που θα σκεφτείς «τι περίεργο που σε σκεφτόμουν, χτύπησε το τηλέφωνο και ήσουν εσύ…φοβερό», σκέψου πόσες φορές σκεφτόσουν κάποιον και το τηλέφωνο δε χτύπησε ποτέ.

Ο φόβος είναι επίσης ένας μεγάλος παράγοντας και σχετίζεται με τα προηγούμενα σημεία. Μπροστά στον φόβο του άγνωστου και του ασύλληπτου, ο άνθρωπος θα εφεύρει οτιδήποτε τον καθησυχάζει. Εκεί βασίζονται οι θρησκείες και όλοι οι τσαρλατάνοι. Φυσικά εκεί βασίζονται και οι πολιτικοί…στην απόγνωση. Ο άνθρωπος θα αγκαλιάσει οτιδήποτε του χαϊδεύει τα αυτιά και τον ανακουφίζει ακόμα και αν είναι ο ορισμός του παράλογου και του φαιδρού. Εκτός από τον φόβο μπορεί να είναι η ανάγκη να αισθανθεί ότι ελέγχει την κατάσταση ή και το αντίθετο…τη μεταφορά ευθύνης σε κάποια άλλη αόρατη και αόριστη δύναμη (οι θεωρίες συνωμοσίας εξυπηρετούν ακριβώς αυτές τις ανάγκες).

Ας μην ξεχνάμε ότι πολλές φορές είναι απλώς τεμπελιά και αδυναμία. Ο κόσμος αν εξερευνηθεί έχει πολλές εκπλήξεις και μαγικά για εμάς. Όμως για να ανακαλύψουμε αυτή τη μαγεία χρειάζεται μελέτη και δουλειά. Δεν είναι όλοι διατεθειμένοι να την κάνουν και έτσι ικανοποιούν την ανάγκη τους για μαγεία με πιο εύκολο τρόπο.

Είναι επίσης αποτέλεσμα έλλειψης δομημένης και επαγωγικής σκέψης. Δυστυχώς στο σύστημα εκπαίδευσής μας προωθούμε την άκριτη αποστήθιση και όχι την κριτική και επιστημονική σκέψη.

Τέλος έχει και μια εξελικτική εξήγηση καθώς είναι ασφαλέστερο να πιστέψουμε σε κάτι που μάλλον δεν ισχύει με βάση τη λογική προκειμένου να μην πάρουμε κανένα ρίσκο. Μέσα στο σκοτάδι αν ακούσουμε έναν θόρυβο καλύτερα να πιστέψουμε ότι ένας κίνδυνος παραμονεύει παρά να πούμε αποκλείεται επειδή δεν έχουμε κανένα στοιχείο για κάτι τέτοιο.

Το συναίσθημα και το ένστικτο από τη μια πλευρά και η λογική και ο επιστημονικός τρόπος σκέψης από την άλλη είναι δύο ισχυρές δυνάμεις που καθορίζουν την ιστορία μας. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει μια δημιουργική και ευχάριστη ζωή δίχως ένα από αυτά. Στη χώρα μας έχουμε περίσσευμα πάθους και συναισθημάτων οπότε λίγη περισσότερη επιστήμη και ορθολογισμός θα χρειάζονταν ώστε να κάνουμε συλλογικά καλύτερες επιλογές.

Ας σκεφτούμε πόσο ορθολογιστές τελικά είμαστε και σε πόσα πράγματα πιστεύουμε τα οποία δεν ταιριάζουν με την περιγραφή που θα κάναμε για τον τρόπο σκέψης μας. Ας σκεφτούμε και τις αιτίες και ίσως καταλάβουμε καλύτερα τους εαυτούς μας.

Η θέληση για δημιουργικότητα

Όσο θέλουμε, δημιουργούμε. Όσο επιθυμούμε επίσης δημιουργούμε αλλά με έναν διαφορετικό τρόπο.

Η θέληση είναι προϊόν της συνείδησης μας ενώ η επιθυμία μας πιο πρωτόγονη, πιο ενστικτώδης. Θυμίζει τα ζόμπι, τα οποία επιθυμούν να καλύψουν τη βασική τους ανάγκη για τροφή και αυτό τους κάνει σε ένα βαθμό δημιουργικούς στο να τη βρουν. Όμως η δημιουργικότητα τους δεν ξεπερνάει το επίπεδο των αισθήσεων τους. Φτάνει μέχρι εκεί. Μήπως όμως κάποιες φορές λειτουργούμε και εμείς έτσι;

Συχνά στην καθημερινότητα μας επιθυμούμε να επιστρατεύουμε τη δημιουργικότητα μας μέσω της φαντασίας μας για να δημιουργούμε νέες επιλογές, νέες προοπτικές, να φύγουμε από το οικείο αλλά δεν το κάνουμε.

Μια τέτοια δράση προϋποθέτει μετακίνηση, ξεβόλεμα και μεγάλη δέσμευση, την οποία συχνά δεν είμαστε έτοιμοι να πάρουμε.

Ίσως η θέληση μας να δημιουργήσουμε να μην είναι αρκετή. Η δημιουργικότητα όμως δεν είναι μόνο προνόμιο των καλλιτεχνών.Είναι χαρακτηριστικό των θαρραλέων ανθρώπων. Αυτών που μπαίνουν στη ζωή με ευθύνη.

Η δημιουργικότητα δε κάνει διακρίσεις. Δημιουργεί τον έρωτα, την νέα ζωή που έρχεται στον κόσμο, τη φιλία, την τέχνη.Γι αυτό είναι παγκόσμια. Γι αυτό δεν επαναπαύεται, δε γοητεύεται από το μέτριο.

Αντιθέτως καιροφυλακτεί, μας αφήνει λίγο ήσυχους και μετά μόλις παρατηρήσει κάτι που δεν της αρέσει, μας ξεβολεύει, μας ταρακουνάει, μας διευρύνει, μας ολοκληρώνει.

Επικοινωνούμε ολόκληροι, και όχι διασπασμένοι σε ξεχωριστά κομμάτια με τους γύρω μας.

Στο διάλογο με τον εαυτό μας συναντιόμαστε με ακατέργαστες έννοιες οι οποίες προσπαθούν να μας μιλήσουν.Κάτι θέλουν να μας πουν. Εμείς όμως δεν είμαστε πάντα έτοιμοι να τις ακούσουμε. Τις ακούμε παθητικά αλλά όχι ενεργητικά. Δεν ερχόμαστε σε επαφή με το μέσα μας για να παράξουμε κάτι μαζί του. Και έτσι καταλήγουμε ζωντανοί νεκροί.

Πώς όταν δεν αλληλοεπιδρούμε με τον εαυτό μας θα καταφέρουμε να επικοινωνήσουμε με τους άλλους;

H επικοινωνία μας με τους άλλους δεν μπορεί να επιτευχθεί με παράλληλους μονολόγους. Χρειάζεται πολύ γερές γέφυρες, χτισμένες από υλικά ανθεκτικά στο διαφορετικό. Αυτή η ανθεκτικότητα είναι που μας κάνει προσπερνάμε τυχόν διαφορές ή διαφωνίες γιατί είναι υπεράνω των συνθήκων. Είναι επιλογή. Και σαν επιλογή εμπεριέχει τη θέληση, την ευθύνη, την ελευθερία.

Η επικοινωνία ως επιλογή μας ελευθερώνει από περιορισμούς που φαίνονται να την μπλοκάρουν όπως η διαφορετική γλώσσα ή τα διαφορετικά βιώματα.Χρησιμοποιεί αυτές τις διάφορες για να εξελιχθεί, να διευρυνθεί και να προχωρήσει παραπέρα.

Έτσι εμείς είμαστε αυτοί που δημιουργούμε τις συνθήκες, κάνουμε το ξένο οικείο και τοποθετούμε τις πληροφορίες στο πλαίσιο που τους αναλογούν. Αφήνουμε έτσι χώρο στην ουσιαστική επικοινωνία.

Δε φοβόμαστε να εκτεθούμε.

Εμπνέουμε και εμπνεόμαστε.

Είμαστε ζωντανοί.

Στην πλάνη του τυχαίου

Υπάρχουν περιπτώσεις που μ’ αρέσει να ξεγελιέμαι από το τυχαίο. Η αλλεργία που νοιώθω για την ανοησία και την αμετροέπεια διαλύεται όταν έχω να κάνω με τέχνη και ποίηση.

Από τη μια πλευρά, προσπαθώ να ορίσω τον εαυτό μου και να συμπεριφέρομαι επισήμως ως ένας προσγειωμένος καθαρόαιμος ρεαλιστής που ξετρυπώνει παντού το ρόλο της τύχης· από την άλλη, δεν έχω ενδοιασμούς να ενδίδω σε κάθε λογής προσωπικές προλήψεις.

Πού τραβάω τη γραμμή;

Η απάντηση είναι στην αισθητική. Ορισμένες αισθητικές μορφές ελκύουν κάτι στη βιολογία μας, ανεξάρτητα από το αν γεννιούνται μέσα από τυχαίους συνειρμούς ή και σκέτο παραλήρημα. Κάτι μέσα στα ανθρώπινα γονίδιά μας συγκινείται βαθιά από την ασάφεια και την αμφισημία της γλώσσας· αν είναι έτσι, γιατί να του αντισταθώ;

Ο εραστής της ποίησης και της γλώσσας μέσα μου στην αρχή στενοχωρήθηκε όταν έμαθα για τα Εξαίσια πτώματα (Exquisite Cadavers), την ποιητική άσκηση με την οποία κατασκευάζονται τυχαία ενδιαφέρουσες και ποιητικές προτάσεις. Όταν κανείς ρίχνει τυχαία μαζί αρκετές λέξεις, είναι επόμενο, σύμφωνα με τους νόμους της συνδυαστικής, να προκύψει και κάποια ασυνήθιστη μεταφορά που θα ηχεί μαγικά. Κι όμως, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι μερικά από τα ποιήματα αυτά είναι γοητευτικότατα. Ποιος νοιάζεται για την προέλευσή τους, αν κατορθώνουν να ευχαριστήσουν την αισθητική μας;

Η ιστορία των Εξαίσιων πτωμάτων έχει ως εξής. Τα χρόνια μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μια συντροφιά από σουρεαλιστές ποιητές, η οποία περιλάμβανε τον André Breton, τον πάπα των σουρεαλιστών, τον Paul Eluard και άλλους, μαζεύονταν σε καφενεία του Παρισιού και δοκίμαζαν την ακόλουθη άσκηση (οι σύγχρονοι κριτικοί της λογοτεχνίας αποδίδουν την άσκηση στην σκυθρωπή διάθεση που επικρατούσε μετά τον πόλεμο και στην ανάγκη απόδρασης από την πραγματικότητα).

Σε ένα διπλωμένο φύλλο χαρτί, με τη σειρά, έγραφαν ο καθένας ένα προκαθορισμένο μέρος μιας πρότασης, χωρίς να γνωρίζει τι είχαν διαλέξει οι άλλοι. Ο πρώτος διάλεγε ένα επίθετο, ο δεύτερος ένα ουσιαστικό, ο τρίτος ένα ρήμα, ο τέταρτος ένα επίθετο και ο πέμπτος ένα ουσιαστικό.

Το πρώτο δημοσιευμένο παράδειγμα μιας τέτοιας τυχαίας (και συλλογικής) κατασκευής έδωσε την εξής ποιητική πρόταση:

Τα εξαίσια πτώματα θα πιουν το καινούργιο κρασί (Les cadavres exquis boiront le vin nouveau)

Εντυπωσιακό, δεν συμφωνείτε; Ακούγεται ακόμα πιο ποιητικό στο γαλλικό πρωτότυπο. Με τον τρόπο αυτό έχει παραχθεί πολύ εντυπωσιακή ποίηση, συχνά με τη βοήθεια υπολογιστή.

Αλλά η ποίηση ποτέ δεν πάρθηκε στα σοβαρά έξω από την ομορφιά των συνειρμών της, είτε αυτοί βγήκαν από το τυχαίο παραλήρημα ενός ή περισσότερων αποδιοργανωμένων εγκεφάλων, είτε από τις πιο περίτεχνες κατασκευές ενός συνειδητού δημιουργού.

Τώρα, ανεξάρτητα από το αν η ποίηση προέκυψε από μια μηχανή Μόντε Κάρλο ή τραγουδήθηκε από έναν τυφλό άντρα στη Μικρά Ασία, η γλώσσα είναι δραστική στο να φέρνει ευχαρίστηση και παρηγοριά. Το να δοκιμάσουμε τη διανοητική της εγκυρότητα μεταφράζοντάς τη σε απλά λογικά επιχειρήματα, θα τη στερούσε από τη δραστικότητά της (σε κυμαινόμενο βαθμό), μερικές φορές υπερβολικά· τίποτα δεν μπορεί να είναι πιο άγευστο όσο η μεταφρασμένη ποίηση.

Ένα πειστικό επιχείρημα για το ρόλο της γλώσσας είναι ότι υπάρχουν και επιβιώνουν ιερές γλώσσες, που δεν έχουν διαφθαρεί από την πεζή δοκιμασία της καθημερινής χρήσης. Οι σημιτικές θρησκείες, δηλαδή ο Ιουδαϊσμός, το Ισλάμ και ο αρχικός Χριστιανισμός κατάλαβαν αυτό το σημείο, δηλαδή ότι έπρεπε να κρατήσουν τη γλώσσα μακριά από τον εξορθολογισμό της καθημερινής χρήσης και να αποφύγουν τη φθορά της καθομιλουμένης.

Πριν από τέσσερις δεκαετίες, η καθολική εκκλησία μετέφρασε τις ακολουθίες και τις λειτουργίες της από τα Λατινικά στις τοπικές καθομιλούμενες γλώσσες· μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι αυτό προκάλεσε πτώση της θρησκευτικής πίστης. Ξαφνικά η θρησκεία υποβλήθηκε στη δυνατότητα κρίσης με διανοητικούς και επιστημονικούς κανόνες, χωρίς τους αισθητικούς.

Η ελληνορθόδοξη εκκλησία έκανε ένα τυχερό λάθος όταν θέλησε να μεταφράσει μερικές από τις προσευχές της από τα εκκλησιαστικά ελληνιστικά στη σημιτική ομιλουμένη διάλεκτο που χρησιμοποιούσαν οι Ελληνοσύροι της περιοχής της Αντιόχειας (Νότια Τουρκία και Βόρεια Συρία), και αυτό ήταν ότι διάλεξε τα κλασικά αραβικά, μια εντελώς νεκρή γλώσσα. Έτσι, οι συγγενείς μου είναι τυχεροί που μπορούν να προσεύχονται σε ένα μίγμα νεκρής ελληνιστικής κοινής (τα εκκλησιαστικά ελληνικά) και όχι λιγότερο νεκρών αραβικών του Κορανίου.

Τι σχέση έχει το θέμα αυτό με ένα βιβλίο για το τυχαίο; Η ανθρώπινη φύση μας υπαγορεύει την ανάγκη για ένα «αθώο αμάρτημα». Ακόμα και οι οικονομολόγοι, που συνήθως βρίσκουν δυσνόητους τρόπους για να ξεφεύγουν τελείως από την πραγματικότητα, αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι αυτό που μας κάνει να δονούμαστε δεν είναι κατ’ ανάγκην ο λογιστής που λογαριάζει μέσα μας. Δεν έχουμε ανάγκη να είμαστε ορθολογιστές και επιστημονικοί όταν πρόκειται για τις λεπτομέρειες της καθημερινής μας ζωής — μόνο σε εκείνες που μπορεί να μας βλάψουν και να απειλήσουν την ύπαρξή μας.

Η σύγχρονη ζωή φαίνεται να μας προσκαλεί να κάνουμε το εντελώς αντίθετο· να γίνουμε εξαιρετικά ρεαλιστές και διανοούμενοι σε ζητήματα όπως η θρησκεία και η προσωπική συμπεριφορά, κι όμως, όσο το δυνατόν πιο ανορθολογιστές σε ζητήματα που διέπονται από το τυχαίο (ας πούμε στις επενδύσεις χαρτοφυλακίου ή σε ακίνητα). Έχω συναντήσει συναδέλφους, «ορθολογιστές» και προσγειωμένους ανθρώπους, που δεν καταλαβαίνουν γιατί λατρεύω την ποίηση του Μπωντλαίρ και του Saint-John Perse, ή σκοτεινούς (και συχνά εντελώς απρόσιτους) συγγραφείς όπως ο Elias Canetti, ο J.-L. Borges ή ο Walter Benjamin. Κι όμως, οι ίδιοι άνθρωποι πείθονται να ακούσουν τις «αναλύσεις» κάποιου τηλεοπτικού γκουρού ή να αγοράσουν μετοχές μιας εταιρείας για την οποία δε γνωρίζουν τίποτα, βασιζόμενοι σε συμβουλές από γείτονες που οδηγούν ακριβά αυτοκίνητα.

Ο Κύκλος της Βιέννης, όταν απέρριψε την πολυλογάδικη φιλοσοφία του στυλ του Χέγκελ, εξήγησε ότι, από επιστημονική σκοπιά, ήταν εντελώς σκουπίδια, και από καλλιτεχνική σκοπιά ήταν κατώτερη από τη μουσική. Πρέπει να πω ότι βρίσκω τον Μπωντλαίρ πολύ πιο ευχάριστη συντροφιά. Υπάρχει μια παροιμία στα γιντίς:

Αν υποχρεωθώ να φάω γουρούνι, καλύτερα να είναι το πιο εκλεκτό που υπάρχει. Αν είναι να ξεγελαστώ από το τυχαίο, καλύτερα να είναι του όμορφου (και ακίνδυνου) είδους.

Σπήλαια, υπόγειες κρύπτες και μυσταγωγία

Το Σπήλαιο Νυμφολήπτου,
γνωστό και ως Σπήλαιο Πανός
και Σπήλαιο Αρχέδημου,
είναι σπηλιά στις νότιες πλαγιές του Υμηττού
στην Αττική, στα βόρεια της Βάρης. 
διακοσμημένο από τον Θηραίο γλύπτη Αρχέδημο
Σε όλες τις μυητικές σχολές του παρελθόντος, οι Ιεροφάντες αποκάλυπταν στους υποψηφίους μύστες πώς να «πεθάνουν» ώστε στην συνέχεια να «αναστηθούν» ως «νέοι» άνθρωποι. Για ποίο λόγο όμως έπρεπε να «αναστηθούν», ενώ ήταν εν ζωή;

Οι αρχαίοι μυσταγωγοί μελετώντας τη φύση είχαν παρατηρήσει πως μέσα από την μεταμόρφωση της κάμπιας σε πεταλούδα λ.χ. ή του σπόρου που πεθαίνει για να καρποφορήσει, είχαν συμπεράνει πως κατ’ αντιστοιχία υπάρχει ένας αθάνατος άυλος πυρήνας του ανθρώπου - η ψυχή- , η οποία δεν πεθαίνει μετά τον σωματικό θάνατο. Για τους αρχαίους μυσταγωγούς η ενατένιση του αθάνατου Θεϊκού λίκνου της ψυχής, ήταν εφικτή πριν επέλθει ο σωματικός θάνατος. Αυτή η διαδικασία όμως προϋπόθετε δοκιμασίες και επίπονες σωματικές και νοητικές ασκήσεις. Ο Πλούταρχος αναφέρει σχετικά:

«Η ψυχή, την στιγμή του θανάτου, νοιώθει τις ίδιες εντυπώσεις όπως αυτοί που έχουν μυηθεί στα μεγάλα μυστήρια. Ελάχιστοι φυσικά επιτύγχαναν όπως μαρτυρά ο Πλάτωνας τον «θάνατο» της κατώτερης φύσης του ανθρώπου και της ανάβαση της ψυχής σε υψηλότερες σφαίρες αντίληψης (Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι φέροντες τον πυρσό, λίγοι όμως είναι οι μύστες). Αυτοί όμως που το επιτύγχαναν ήταν πλέον οι «αναγεννημένοι».

Τα μυστηριακά υπόγεια μέρη λειτουργούσαν ως αναπαραστάσεις του Άδη (το ταξίδι της μύησης σε αυτά, νοούνταν ως ένα ταξίδι πέρα από τον θάνατο. Μια τρομακτική αίσθηση κλειστοφοβίας, κυριαρχούσε σε αυτόν που βρισκόταν στο απόλυτο σκοτάδι. Το σκοτάδι είναι το σύμβολο της άγνοιας, είναι το πεδίο του Αγνώστου και το φως στο σκοτάδι είναι ή γνώση που έρχεται να φωτίσει το Άγνωστο.

Ο Πλωτίνος αναφέρει σχετικά: «Πολλάκις αφυπνισθείς από την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν μέσα στο σώμα μου και εισελθών στον ίδιο τον εαυτό μου, αποξενώνομαι από κάθε τι άλλο. Μέσα στο εσώτερο είναι μου βλέπω μία θαυμάσια ομορφιά, που με πείθει για την υπέροχη μοίρα που με αναμένει. Η δραστηριότητα του πνεύματος μου βρίσκεται στο ύψιστο σημείο. Είναι ένα με τον Θεό, εδράζομαι σε αυτόν ευρισκόμενος υπεράνω κάθε νοητού. Έπειτα όμως, από την ανάπαυση μου σε αυτόν, αφού κατεβώ στον χώρο του λογισμού και η ψυχή μου επανεισέλθει στο σώμα, απορώ πως "πότε και νύν" ήταν δυνατόν να κατέλθω, και πως η ψυχή μπορούσε να εισέλθει στο σώμα, αφού είναι αυτή που μου αποκαλύφθηκε (κατά την έκσταση μου)».

Για το πώς οι υποψήφιοι μύστες κατάφερναν να «αναγεννηθούν» δια μέσου των μυστηριακών τελετουργιών δεν είναι του παρόντος, είναι κοινή όμως η πεποίθηση πως κατά την διάρκεια αυτών των δοκιμασιών μύησης, η ψυχή του υποψηφίου περισσότερο πάθαινε παρά μάθαινε (περισσότερες πληροφορίες εδώ). Ο άνθρωπος δηλαδή υποβαλλόταν σε μία «συνειδησιακή μεταστοιχείωση», βιώνοντας την άρρητη ενότητα με την πηγή αλλά και τελικό προορισμό του…. Ο θάνατος και η αναγέννηση λοιπόν αφορούσε μία νοητική και συνειδησιακή κατάσταση, και όχι φυσικά την υλική υπόσταση του ανθρώπου. Ήταν η στιγμή που η «κατώτερη φύση» πέθαινε για να αφήσει τη θέση της στο πνεύμα, σ΄αυτή τη θεϊκή αρχή που βρίσκει τότε τη δυνατότητα να ελευθερωθεί για να δράσει και να αλλάξει τα πάντα.

Σε κάθε περίπτωση η πρώτη και βασικότερη προϋπόθεση «αφύπνισης και αναγέννησης», με τελικό προορισμό την Θέα του Αγαθού την «Θέωση», αναφέρεται από τον Πλάτωνα στο περί ψυχής όπου ο Σωκράτης κάνει λόγο για την ανάγκη αποδέσμευσης του ανθρώπου από τις αισθήσεις:

«Πότε λοιπόν, αγγίζει η ψυχή την αλήθεια; Γιατί όταν επιχειρεί με την μεσολάβηση του σώματος να εξετάσει κάτι, τότε, είναι φανερό, το σώμα την εξαπατά. Και αναμφίβολα καλύτερα διαλογάται τότε, όταν κανένα απ’ αυτά δεν την παρενοχλεί, ούτε η ακοή ούτε η όραση ούτε η οδύνη ούτε κάποια ηδονή, αλλά αντίθετα μένει τελείως μόνη με τον εαυτό της, χωρίς να λογαριάζει το σώμα και, στον βαθμό που μπορεί, χωρίς να επικοινωνεί και να έρχεται σε επαφή με αυτό, λαχταρά αυτό που πραγματικά υπάρχει (το Όν)».

Ας εξετάσουμε τώρα που λάμβαναν χώρα αυτές οι ιερουργίες. Οι χώροι μυήσεως βρίσκονταν σε σπήλαια φυσικά ή τεχνητά (ναοί/ Πυραμίδες), κατ’ αντιστοιχία της γυναικείας μήτρας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι ιεροί αυτοί χώροι- κρύπτες θα έπρεπε να βρίσκονται μέσα στην Γαία, την Δήμητρα, την τροφό του ανθρώπου και της Φύσεως. Εκεί όπου και το υλικό σώμα τελικά θα αποσυντεθεί στα στοιχεία εξ όσων αρχικά συνετέθη.

Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πληροφορίες για ένα τέτοιο χώρο στον Αρχαίο Ελληνικό χώρο διασώθηκαν στον μύθο του Τίμαρχου του Χαιρωνέα. Στη σημερινή Λιβαδειά της Βοιωτίας βρισκόταν το Τροφώνιο Άντρο, ένα από ξακουσμένα αλλά και πιο μυστηριώδη Ασκληπιεία της εποχής εκείνης. (περισσότερες πληροφορίες εδώ).

Ο Τροφώνιος ήταν ένας μυθολογικός ήρωας για τον οποίο πιστευόταν ότι έχτισε το μαντείο και το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Σύμφωνα με τον μύθο όταν τελείωσε την κατασκευή, συμβουλεύτηκε ο ίδιος το μαντείο των Δελφών, και όταν ρωτήθηκε τι θα ήθελε ως ανταμοιβή για την υπηρεσία του στο Θεό, εκείνος απάντησε: «Θέλω αυτό που είναι καλύτερο για τον άνθρωπο…».

Το μαντείο απάντησε ότι την Τρίτη μέρα ή επιθυμία του θα πραγματοποιούνταν και θα είχε αυτό που ήταν καλύτερο για τον άνθρωπο. Και έπειτα από τρεις ημέρες, ο Τροφώνιος βρέθηκε νεκρός. Το καλύτερο λοιπόν για τον άνθρωπο είναι να πεθάνει...

Στην συνέχεια το μαντείο των Δελφών ζήτησε να εγκαθιδρυθεί ή λατρεία του Τροφώνιου στη Λιβαδειά και να χτιστεί εκεί ένα μαντείο αφιερωμένο σε αυτόν και ήταν ένα υπόγειο μαντείο. Ο χώρος του Τροφωνείου χωρίζεται από την πόλη της Λεβάδειας από τον ποταμό Έρκυνα, όπου καθαίρονταν όσοι επρόκειτο να ζητήσουν χρησμό. Εκεί καθώς έπαιζε η κόρη του Τροφώνιου Έρκυνα, και θεσπίστρια της λατρείας της Ευρώπης Δήμητρας με την Κόρη της Δήμητρας, της έφυγε μια χήνα που κρατούσε στην αγκαλιά και η οποία μπήκε μέσα σε ένα σπήλαιο. Η κοπέλα την ακολούθησε και μετακινώντας μια πέτρα για να την πιάσει ανέβλυσε το νερό της πηγής του ποταμού που γι” αυτό ονομάστηκε Έρκυνας.

Όσοι επιθυμούσαν χρησμό, παρέμεναν αρκετές μέρες στο ιερό άλσος σε ένα κτίριο αφιερωμένο στον Αγαθό Δαίμονα και την Αγαθή Τύχη, κάνοντας λουτρά στα κρύα νερά της Έρκυνας και τρώγοντας το κρέας των κριαριών που θυσιάζονταν. Αν οι θυσίες ήταν ευνοϊκές, τότε δύο δεκατριάχρονα αγόρια που ονομάζονταν Ερμαί, τον έπλεναν και τον άλειφαν με λάδι στις πηγές του ποταμού. Ύστερα οι ιερείς του έδιναν να πιει από το νερό της Λήθης για να λησμονήσει όσα είχε στο μυαλό του. Μόνο τότε τον κατέβαζαν στο μαντείο και όταν επιστρέψει του δίνουν να πιει από το νερό της Μνημοσύνης, για να θυμηθεί όσα είδε και όσα άκουσε

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ένα μεγάλο σμήνος από άγριες μέλισσες εμφανίστηκε στη Λιβαδειά, κάποιοι το ακολούθησαν ως την τεράστια κυψέλη του κάτω από τη γη, κι αυτό τους οδήγησε στην ανακάλυψη του Μαντείου.

Γι’ αυτόν τον λόγο ο Τροφώνιος συχνά απεικονίζεται να κρατά μία κυψέλη μελισσών. Αυτή η διήγηση της ανακάλυψης μοιάζει αλληγορική, ο Παυσανίας μιλάει συμβολικά καθώς η «κυψέλη κάτω από τη γη» θα μπορούσε να υπονοεί ένα υπόγειο δίκτυο στοών που υπήρχε στο Τροφώνιο. Οι μέλισσες ως σύμβολο συνδεόταν με τα Ελευσίνια μυστήρια (Οι μέλισσες θεωρούντο ιέρειες της Δήμητρας) αλλά και τους Δελφούς, και το σμήνος που ακολουθείται ως το Μαντείο του Τροφώνιου υπονοεί την εντολή του Μαντείου των Δελφών για να ιδρυθεί ένας τόπος λατρείας του Τροφώνιου στη Λιβαδειά.

Ο Παυσανίας διηγείται τα εξής για το τι συνέβαινε εκεί:

«Όταν κάποιος αποφασίσει να κατεβεί στον Τροφώνιο, πρώτα ζει καθορισμένες ημέρες σε οίκημα, το οποίο είναι αφιερωμένο στον αγαθό Δαίμονα και στην αγαθή Τύχη. Όσο ζει εκεί, και κατά τα άλλα μένει καθαρός και απέχει από θερμά λουτρά, λούζεται στον ποταμό Έρκυνα.

Μέσα στον περίβολο υπάρχει άνοιγμα γης, όχι φυσικό, αλλά χτισμένο με μεγάλη τέχνη και αρμονία. Το οικοδόμημα αυτό έχει σχήμα φούρνου… Για να κατέβει κανείς στο βάθος δεν έχει χτιστή σκάλα, αλλά όταν κανείς έρχεται στον Τροφώνιο του φέρνουν μια σκάλα στενή κι ελαφριά.

Στο βάθος υπάρχει τρύπα ανάμεσα στο δάπεδο και στο οικοδόμημα… Αυτός λοιπόν που κατεβαίνει, ξαπλώνει ανάσκελα στο έδαφος κρατώντας γλυκά ζυμωμένα με μέλι (μελόπιτες) και βάζει πρώτα μέσα στην τρύπα τα πόδια του για να μπει μετά και ο ίδιος. Αν τα γόνατα του βρεθούν μέσα στην τρύπα, το υπόλοιπο σώμα τραβιέται αμέσως ακολουθώντας τα γόνατα, όπως ο μεγαλύτερος και γρηγορότερος ποταμός μπορεί να ρουφήξει τον άνθρωπο που τον άρπαξε με τη δίνη του. (!!!) Έπειτα, για όσους βρεθούν στο άδυτο, δεν υπάρχει ένας μόνο τρόπος για να μάθουν το μέλλον, αλλά άλλος βλέπει και άλλος ακούει».

Τις σημαντικότερες όμως πληροφορίες μας τις δίνει ο Πλούταρχος “Περί Σωκράτους Δαιμονίου”, ας εξετάσουμε τι μας περιγράφει:

Αυτός λοιπόν (ο Τίμαρχος), ποθώντας να μάθει ποια δύναμη είχε το δαιμόνιο του Σωκράτη (καθώς ήταν μάλιστα ευγενής νέος και μόλις είχε πάρει μια γεύση της Φιλοσοφίας), αφού ανακοίνωσε μόνο σε μένα και τον Κέβητα το σχέδιο του, κατέβηκε στο άντρο του Τροφώνιου, έχοντας τελέσει τις καθιερωμένες γύρω από αυτό το μαντείο τελετές. Αφού παρέμεινε εκεί κάτω για δυο νύχτες και μια ημέρα, κι ενώ οι περισσότεροι άρχισαν πια να χάνουν την ελπίδας τους για αυτόν και οι συγγενείς του οδύρονται, ανέβηκε πάνω το πρωί πολύ χαρούμενος.

Προσκύνησε τον θεό και, μόλις ξέφυγε από τον όχλο, μας διηγούνταν πολλά πράγματα εκπληκτικά και να τα δεις και να τα ακούσεις.

Μας είπε, λοιπόν, πως όταν κατέβηκε στο μαντείο συνάντησε στην αρχή βαθύ σκοτάδι. Κατόπιν, αφού προσευχήθηκε, έμεινε ξαπλωμένος για πολύ ώρα, δίχως να καταλαβαίνει με απόλυτη ενάργεια αν ήταν σε εγρήγορση ή αν ονειρευόταν.

Πλην, όμως, του φάνηκε ότι δέχτηκε ένα χτύπημα στο κεφάλι με συνοδεία κρότου και ότι οι ραφές του κρανίου χωρίστηκαν και άφησαν να φύγει η ψυχή.

Καθώς αυτή αναχωρούσε και αναμιγνυόταν χαρούμενη με αέρα καθαρό, νόμισε πως τότε ανέπνεε για πρώτη φορά, αφού πριν και για πολύ καιρό ήταν περιορισμένη, και πως έγινε μεγαλύτερη από πρωτύτερα, σαν ιστίο που ξεδιπλώνεται. Κατόπιν νόμισε ότι άκουσε θολά ένα σφύριγμα που γύριζε πάνω από το κεφάλι του και άφηνε μια γλυκιά φωνή.

Όταν σήκωσε το βλέμμα του δεν είδε πουθενά την Γη, αλλά νησιά (πλανήτες) που έλαμπαν με απαλό πυρ και αντάλλασσαν μεταξύ τους κάθε φορά και άλλο χρώμα, σαν βαφή, ενώ ταυτόχρονα το φως ποίκιλε ανάλογα με τις μεταβολές του. (Είναι σκόπιμη εδώ μία παρέμβαση στην διήγηση. Ο Σωκράτης στον διάλογο του με τον Σιμμία, δίνει την παρακάτω περιγραφή για την Γη: «Η Γη αυτή, αν τη δει κανείς από ψηλά, μοιάζει σαν τις σφαίρες --μπάλες , που έχουν φτιαχτεί από δώδεκα χρωματιστά είδη δέρματος»).

Του Φαίνονταν αναρίθμητα στο πλήθος και υπερφυείς στο μέγεθος. Δεν ήταν όλα ισομεγέθη μεταξύ τους, αλλά όλα ήταν εξίσου στρογγυλά. Θεώρησε, μάλιστα, πώς ήταν εξαιτίας της δικής τους κυκλικής περιφοράς που ο αιθέρας σφύριζε ελαφρά και γλυκά.

Γιατί ήταν σύμφωνη με την ομαλότητα της κίνησή τους η γλυκύτητα της φωνής εκείνης, η οποία προερχόταν από την συναρμογή όλων των κινήσεων. Δια μέσω αυτών των νησιών απλωνόταν μια θάλασσα ή λίμνη, η οποία έλαμπε από τα χρώματα. Λίγα από αυτά τα νησιά περνούσαν πλέοντας από ένα πέρασμα και διακομίζονταν πέρα από το ρεύμα, πολλά άλλα όμως παρασύρονται στην κίνησή του, ενώ και η ίδια η θάλασσα γλιστρούσε από κάτω σε ομαλή και ήρεμη κυκλική κίνηση.

Σε άλλα σημεία της θάλασσας υπάρχει πολύ βάθος, προπάντων κατά τον νότο, και σε άλλα σημεία υπήρχαν αραιά τενάγη και μικρά. Σε πολλά μέρη η θάλασσα ξεχειλίζει λίγο και πάλι αποσύρονταν, χωρίς να απλώνεται πολύ. Το χρώμα της ήταν άλλοτε καθαρό και πελαγίσιο, κι άλλοτε όχι καθαρό αλλά συγκεχυμένο και λιμνώδες. Μόλις τα νησιά κατόρθωναν να σκαρφαλώσουν στο κύμα, αμέσως επέστρεφαν πίσω, όχι όμως με τέτοιο τρόπο, ώστε το τέλος της κίνησή τους να είναι στο ίδιο σημείο με την αρχή της, ούτε έτσι ώστε να σχηματίζουν κύκλο, αλλά κάθε επιστροφή τους διέφερε ελαφρά από την προηγούμενη, με αποτέλεσμα να διαγράφουν έτσι έλικα με την περιστροφή.

Η θάλασσα που περιείχε τα νησιά αυτά είχε μια κλίση λίγο μικρότερη από οχτώ μέρη του παντός, όπως φάνηκε στον Τίμαρχο, κυρίως προς το μεσαίο και μεγαλύτερο τμήμα της ζώνης που την περιέβαλλε. Και η θάλασσα αυτή είχε δύο στόμια που δέχονταν μέσα τους την εισροή δυο ποταμών πυρός αντίθετων ο ένας στον άλλος, με αποτέλεσμα η θάλασσα, οπισθοχωρώντας σε μια πολύ μεγάλη έκταση, να κοχλάζει και να ασπρίζει το γλαυκό της χρώμα.

Αυτά λοιπόν έβλεπε και ευφραινόταν με το θέαμα. Όταν όμως κοίταξε προς τα κάτω, του φανερώθηκε χάσμα μέγα και στρογγυλό σαν σφαίρα που κόπηκε στην μέση, τρομερά φοβερό και βαθύ, γεμάτο με σκοτάδι πολύ που δεν έμενε ήρεμο, αλλά αναταρασσόταν και πολλές φορές φούσκωνε. Απ’ την κατεύθυνσή του ακούγονταν αναρίθμητα ουρλιαχτά και στεναγμοί ζώων, κλαυθμοί αναρίθμητων βρεφών και οδυρμοί ανάμικτοι ανδρών και γυναικών, κάθε είδους άναρθροι ήχοι και θόρυβοι που ανέβαιναν αμυδροί μακριά από τα βάθη και οι οποίοι πολύ τον κατατρόμαξαν.

Αφού πέρασε ένα χρονικό διάστημα, είπε κάποιος προς αυτόν αθέατος:

“Τίμαρχε, τι ποθείς να μάθεις;”

Και αυτός απάντησε:

“Τα πάντα! Γιατί τι από όλα αυτά δεν είναι αξιοθαύμαστο;”

“Όμως εμείς”, είπε η φωνή, “μικρή σχέση έχουμε με τον κόσμο εκεί πάνω. Γιατί αυτός ανήκει στην δικαιοδοσία άλλων θεών. Την επικράτεια, όμως, της Περσεφόνης, την οποία εμείς διευθύνουμε, και η οποία αποτελεί το ένα τέταρτο του σύμπαντος, όπως ορίζεται από την Στύγα, αν το επιθυμείς είναι δυνατόν να το εξετάσεις”.

Κι όταν ο Τίμαρχος ρώτησε “ποια είναι η Στύγα;”, η φωνή απάντησε:

“Οδός για τον Άδη που περνά από απέναντι σου και με την κορυφή της χωρίζει το φως από το σκοτάδι. Γιατί, καθώς βλέπεις, ανεβαίνει από κάτω, από τον Άδη, προς τα πάνω και, στα σημεία όπου στριφογυρνώντας ακουμπά το φως, ορίζει την έσχατη περιοχή του σύμπαντος”.

Τέσσερις είναι οι αρχές των πάντων: η πρώτη της ζωής, η δεύτερη της κίνησης, η τρίτη της γέννησης και η τελευταία της φθοράς. Την πρώτη με την δεύτερη αρχή τις συνδέει η Μονάδα στο αόρατο. Τη δεύτερη με την τρίτη ο Νους στον ήλιο. Την τρίτη με την τέταρτη η Φύση στην Σελήνη. Σε κάθε μία από τις συνδέσεις αυτές κάθεται κλειδούχος μια Μοίρα, θυγατέρα της Ανάγκης. Στην πρώτη σύνδεση η Άτροπος, στην δεύτερη η Κλωθώ και στην σύνδεση που βρίσκεται στην περιοχή της Σελήνης η Λάχεσις, όπου βρίσκεται και η καμπή της γένεσης.

Γιατί τα άλλα νησιά έχουν θεούς. Η Σελήνη, όμως, είναι το βασίλειο των επιχθόνιων δαιμόνων και ξεφεύγει από την Στύγα, γιατί περνά λίγο ψηλότερά της. Συλλαμβάνεται, εντούτοις, μια φορά στα εκατόν εβδομήντα επτά δεύτερα μέτρα. Όταν η Στύγα ορμά πάνω της, οι ψυχές βοούν φοβισμένες. Γιατί ο Άδης αρπάζει πολλές από αυτές, καθώς γλιστρούν προς τα κάτω. Άλλες, πάλι, τις ξαναπαίρνει πίσω η Σελήνη, καθώς κολυμπούν από κάτω προς το μέρος της.

Είναι εκείνες που το τέλος του κύκλου των γεννήσεών τους ήρθε πάνω στην κατάλληλη στιγμή. Εξαιρούνται οι μιαρέ και οι ακάθαρτες : αυτές η Σελήνη, αστράφτοντας και μουγκρίζοντας φοβερά, δεν τις αφήνει να την πλησιάσουν. Κι εν μέρει θρηνώντας τον εαυτόν τους γλιστρούν και παρασύρονται πάλι κάτω για μια άλλη γέννηση, καθώς βλέπεις.

Και ο Τίμαρχος είπε: “Όμως δε βλέπω τίποτε άλλο εκτός από πολλά άστρα να πάλλονται γύρω από το χάσμα, αλλά να βυθίζονται σε αυτό και άλλα να αναπηδούν πάλι από κάτω προς τα πάνω”.

“Επομένως, χωρίς να το ξέρεις βλέπεις τους ίδιους τους δαίμονες”, είπε η φωνή.

“Γιατί το πράγμα έχει ως εξής : κάθε ψυχή διαθέτει νου και δεν υπάρχει ψυχή δίχως λογική και νου. Το κομμάτι της, όμως, που, τυχόν θα αναμιχθεί με την σάρκα και τα πάθη αλλοιώνεται και γίνεται, ακολουθώντας τις ηδονές και τους πόνους, μη λογικό. Δεν αναμιγνύονται, όμως, όλες οι ψυχές με τον ίδιο τρόπο: άλλες βυθίζονται ολόκληρες μέσα στο σώμα και εξ ολοκλήρου διαταραγμένες άγονται απολύτως στην ζωή τους από τα πάθη.

Άλλες, πάλι, εν μέρει όμως αφήνουν έξω από την σάρκα το καθαρότερο τμήμα τους δίχώς να απορροφάται. Εκείνο το τμήμα μοιάζει σαν βουλιαγμένο στον βυθό. Και κρατώντας ορθή την ψυχή τη βαστά για όσο καιρό εκείνη το υπακούει και δεν κυριαρχείται από τα πάθη. Το τμήμα, λοιπόν, που μένει βυθισμένο στο σώμα λέγεται ψυχή. Το τμήμα που δεν υπόκειται σε φθορά οι πολλοί το αποκαλούν νου και νομίζουν ότι βρίσκεται εντός τους, όπως νομίζουν ότι είναι μέσα στους καθρέπτες τα είδωλα της αντανάκλασης. Όσοι, όμως, έχουν ορθή αντίληψη το αποκαλούν δαίμονα που βρίσκεται εκτός τους.

Για τα άστρα που φαίνονται να σβήνουν, Τίμαρχε, να θεωρείς ότι βλέπεις τις ψυχές που βυθίζονται εξ ολοκλήρου στο σώμα. Εκείνα, όμως, που φαίνονται να ανάβουν και πάλι και να ξαναεμφανίζονται από κάτω, αποτινάζοντας σαν λάσπη κάποιος είδος ομίχλης και ζόφου, να θεωρείς ότι είναι οι ψυχές που πλέουν πάλι προς τα επάνω έχοντας βγει από το σώμα μετά το θάνατο. Τα άστρα, πάλι, που κινούνται ψηλά είναι οι δαίμονες των ανθρώπων που λέμε ότι έχουν νου”. Προσπάθησε να παρατηρήσεις καθενός τον σύνδεσμο, με ποιο τρόπο συνάπτονται με την ψυχή.

Αφού άκουσε αυτά ο Τίμαρχος, άρχισε να προσέχει με μεγαλύτερη ακρίβεια και να παρατηρεί τα άστρα, από τα οποία άλλα σάλευαν περισσότερο και άλλα λιγότερο, όπως ακριβώς βλέπουμε να σαλεύουν στην επιφάνεια οι φελλοί που σημαδεύουν τα δίχτυα στην θάλασσα. Ορισμένα εκτελούσαν μια ταραγμένη και ανώμαλη ελικοειδή πορεία σαν αδράχτι την ώρα του γνεσίματος, καθώς δεν μπορούσαν να καταστήσουν ευθεία την κίνησή τους. Η φωνή του είπε ότι τα άστρα που είχαν μια τακτοποιημένη και ευθεία κίνηση διέθεταν ψυχές ευπειθείς, εξαιτίας της κόσμιας ανατροφής και εκπαίδευσης τους, ψυχές που δεν παρουσίαζαν πολύ σκληρό και άγριο το μη λογικό τους τμήμα.

Τα άστρα, όμως, που εκτρέπονταν ανώμαλα και ταραγμένα πάνω κάτω πολλές φορές, σαν να αγωνιούσαν από κάποια δεσμά, και πάλευαν με απείθαρχα και ανάγωγα ήθη, και πότε κυριαρχούσαν και τραβούσαν προς τα δεξιά, πότε όμως λύγιζαν από τα πάθη και συμπαρασύρονταν από τα αμαρτήματά τους, για να τους αντισταθούν και πάλι και να τα καταπιέσουν. Γιατί ο σύνδεσμος είναι ριγμένος σαν χαλινάρι μέσα στο μη λογικό τμήμα της ψυχής και, όταν ο δαίμονας το τραβήξει προς τα πίσω, φέρνει τη λεγόμενη μεταμέλεια για τις αμαρτίες και ντροπή για τις ηδονές που είναι παράνομες και αχαλίνωτες.

Αυτή τώρα η ντροπή είναι πόνος και πλήγμα για την ψυχή που χαλιναγωγείται από τον κυρίαρχο και κυβερνήτη νου, έως ότου, τιμωρούμενη με αυτόν τον τρόπο, γίνει πειθήνια και φιλική σαν πράο ζώο, νιώθοντας γοργά, δίχως χτυπήματα και πόνους αλλά με σύμβολα και σημεία, το δαίμονα.

“Αυτές, λοιπόν, οι ψυχές”, είπε η φωνή, “οδηγούνται και στερεώνονται στην ορθή συμπεριφορά κάπως αργά και βραδέως. Από εκείνες, όμως, τις ψυχές που είναι ευπειθείς και υπακούουν αρχής εξ αρχής και από την γένεσή τους στον οικείο δαίμονα προέρχεται το γένος των μάντεων και των θεοκλυτούμενων ανθρώπων.

Μια από αυτές ήταν και η ψυχή του Ερμότιμου του Κλαζομένιου, για τον οποίο έχει βέβαια ακούσει ότι αφήνοντας ολοκληρωτικά το σώμα και κατά την νύχτα και κατά την ημέρα περιπλανιόταν σε μεγάλη έκταση, για να επιστρέψει και πάλι πίσω, έχοντας τύχει και παραβρεθεί σε πολλές συνομιλίες και πράξεις που έγιναν σε μακρινά μέρη.

Μέχρις ότου τον πρόσδωσε η γυναίκα του και οι εχθροί του βρήκαν το σώμα του άδειο από την ψυχή και το έκαψαν στο σπίτι του. Αυτό, όμως, δεν είναι αλήθεια. Γιατί η ψυχή του δεν έβγαινε από το σώμα του, αλλά υποχωρώντας πάντοτε στο δαίμονα και χαλαρώνοντας για χάρη του σο σύνδεσμο, του επέτρεπε να περιπλανιέται και να περιφέρεται, με αποτέλεσμα να τον πληροφορεί εσωτερικά για πολλά από αυτά που είδε και άκουσε έξω. Εκείνοι, πάλι, που αφάνισαν το σώμα του την ώρα που κοιμόταν ακόμη και μέχρι τώρα πληρώνουν την ποινή τους στον Τάρταρο. Αυτά θα τα μάθεις, νεαρέ μου, σαφέστερα” είπε η φωνή, “σε τρείς μήνες. Τώρα όμως φύγε”.

Ο Τίμαρχος είπε ότι όταν έπαψε η φωνή θέλησε να στρίψει και να δει ποιος ήταν αυτός που του μιλούσε. Ένιωσε, όμως, και πάλι σφοδρό πόνο στο κεφάλι του, σαν να συμπιέζεται αυτό βίαια, και δεν είχε πια αντίληψη ούτε αίσθηση για το τι του συνέβαινε. Έπειτα, όμως, από λίγο συνήλθε και είδε τον εαυτό του να κείτεται στο μαντείο του Τροφώνιου, πλάι στην είσοδο, όπου και ξάπλωσε εξ αρχής.

Αυτός ήταν, λοιπόν, ο μύθος του Τίμαρχου. Όταν ήρθε στην Αθήνα και πέθανε τον τρίτο μήνα, όπως προείπε η φωνή, ενημερώσαμε έκπληκτοι τον Σωκράτη για την ιστορία και ο Σωκράτης μας μέμφθηκε που δεν του την αφηγηθήκαμε όσο ζούσε ακόμη ο Τίμαρχος.

Ας δούμε τώρα μία περιγραφή του Μιθραϊκού ιερού και τμήμα των τελετών που λάμβαναν χώρα εκεί. Θα πρέπει εδώ να αναφέρω πως ο Μιθραϊσμός είχε τέτοια απήχηση στο Ρωμαϊκό κόσμο ώστε ο Ερνέστ Ρενάν, έγραψε ότι "αν είχε σταματήσει η εξάπλωση του χριστιανισμού, σήμερα ο κόσμος θα πίστευε στον Μίθρα". Ίσως λοιπόν δεν είναι τυχαίο πως ο Μιθραϊσμός μοιραζόταν πολλά κοινά στοχεία με τις Χριστιανικές τελετουργίες.

«Το Μιθραϊκό ιερό περιλάμβανε έναν προθάλαμο και ένα μικρό σκευοφυλάκιο, μετά ακολουθούσε το κύριο δωμάτιο, η κρύπτη, στην οποία κατέβαινε μια σκάλα.

Η κρύπτη ήταν χωρισμένη κατά μήκος σε τρία μέρη, έναν κεντρικό διάδρομο έχοντας ένα μέσο πλάτος 2,50 μέτρων, που απόληγε στο στασίδι των ιεροτελεστιών και στις δύο πλευρές του βρίσκονταν δύο έδρανα τοποθετημένα κατά μήκος των πλαγίων τοίχων, των οποίων η ανώτατη επιφάνεια, πλάτους περίπου 1,50 μέτρου, ήταν κεκλιμένη.

Εδώ γονυπετούσαν ή ανακλίνονταν οι μύστες για να παρακολουθήσουν τις τελετές και για να λάβουν μέρος στα ιερά συμπόσια. Στο βάθος του ναού ήταν συνήθως διαρρυθμισμένη μια υπερυψωμένη θολωτή αψίδα στην οποία ήταν τοποθετημένη κατά κανόνα η αγαλματένια απεικόνιση του «Μίθρα ταυροκτόνου», συνοδευμένη κάποτε και από άλλες θεϊκές απεικονίσεις.

Μπροστά από αυτήν ήταν τοποθετημένα τα θυσιαστήρια στα όποία έκαιγε η ιερή φλόγα. Η παρουσία απεικονίσεων του Μίθρα του ταυροκτόνου στο βάθος των μιθραίων μας αποκαλύπτει τον πρωταρχικό μύθο αυτής της θρησκείας και πιθανώς, εξ’ ίσου, την πιο επίσημη μεταξύ των θυσιών του, καθώς και την σχέση μεταξύ του μύθου, της τελετουργίας και του δείπνου των μυστών.

Στην συνέχεια λάμβαναν χώρα διάφορες τελετουργίες όπου οι πιστοί του Μίθρα (ο οποίος είχε γεννηθεί στις 25 Δεκεμβρίου) βαφτίζονταν, οι ιερείς ακολουθώντας ένα συγκεκριμένο τελετουργικό, πρόσφεραν στους κοινωνούς την Θείας Λειτουργίας, ευλογώντας τον άρτο, το ύδωρ και τον οίνο...

Και ερχόμαστε στην εποχή όταν τελικά επικράτησε ο Χριστιανισμός γύρω στα τέλη του τέταρτου αιώνα στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη. Εκείνη την περίοδο συναντούμε ήδη πολλούς ησυχαστές και ερημίτες κατά τα πρότυπα του Αγ. Αντωνίου, ο ποίος είχε αποσυρθεί σε μία σπηλιά στην Αιγυπτιακή έρημο ως ερημίτης. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω πως οι πρακτικές αυτές ήταν πολύ κοινές και στους Εσσαίους οι οποίοι επηρέασαν σημαντικά τους πρώτους Χριστιανούς ασκητές. Οι Εσσαίοι ήταν οργανωμένοι κοινοβιακά σε καθεστώς απομόνωσης, ζούσαν κυρίως κοντά στη δυτική όχθη της Νεκράς Θάλασσας, σε σπήλαια στην οροσειρά του Κουμράν.

Σκοπός των ησυχαστών η κάθαρση της καρδίας καί του νου, αντίστοιχα, από τα πάθη. Από τα τέλη του 13ου αιώνα υπήρξε τόνωση της ησυχαστικής παραδόσεως, στην Ορθοδοξία ως συνέχεια της μέσω του αγίου Συμεών, του «Νέου Θεολόγου» με κέντρο το Άγιο Όρος.

Ακόμη και σήμερα στην Αγιορείτικη σοφία ακούγεται συχνά το: «Αν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις».

Όποιος με την βοήθεια του Θεού νεκρωθεί ως προς τα αμαρτωλά πάθη και ενωθεί με τον Χριστό, «θάνατον ου μη θεωρήση εις τον αιώνα» (Ιωάν. 8, 51). Η υπέρβαση του θανάτου αποτελεί βίωμα του πιστού Xριστιανού, έγκειται δε στην απέκδυση του παλαιού ανθρώπου και στην ένδυση του καινού, «του κατά Θεόν κτισθέντος». Η ένωσή με τον Χριστό, ο οποίος είναι «η ζωή ημών» (Κολασ. 3, 4), εξασφαλίζει αιώνια ζωή.

Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει σχετικά με τον θάνατο που επιδιώκει ο ησυχαστής: «Νεκρώσατε ούν τά μέλη υμών τά επί τής γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν καί τήν πλε­ονεξίαν» (Κολ.Γ 5). Ό ενας θάνατος είναι αυτός του παλαιού μας εαυτού, ό θά­νατος των αμαρτιών μας, ή νέκρωση. Ό άλλος θάνατος είναι ή φυσιολογική κατάληξη της ζωής τού ανθρώπου, ό χωρισμός τής ψυχής άπό τό σώμα, τό μόνο βέβαιον πράγμα «ύπό τόν ήλιον». «Aπόκειται τοίς άνθρώποις άπαξ αποθανείν» (Έβρ· θ' 27).

Για αυτό τον λόγο και ο Ιησούς είπε: «Άν δεν πεθάνετε δεν θα ζήσετε». Η ιδέα της Ανάστασης είναι υποχρεωτικά ενωμένη με αυτή του θανάτου, της αποσύνθεσης. Όσο ο σπόρος δεν πεθαίνει, αντιστέκεται στην εκδήλωση αυτής της δύναμης της Ζωής που είναι χωμένη μέσα του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ησυχασμού είναι ο Άγιος Γεράσιμος Κεφαλληνίας, ο οποίος ασκήτεψε σε τρία σπήλαια, στο Άγιο Όρος, στη Ζάκυνθο και στην Κεφαλλονιά.

Η είσοδος για τον υπόγειο αυτό χώρο στον οποίο ασκήτεψε ο Άγιος Γεράσιμος, βρίσκεται στο εσωτερικό της εκκλησίας και είναι χαρακτηριστικό ότι η πρόσβαση γίνεται μόνο από μία καταπακτή με άνοιγμα μεσαίου μεγέθους, κατεβαίνοντας από μια παλιά ψηλή μεταλλική σκάλα. Οριζόντια είσοδος δεν υπάρχει, οπότε από την αρχή η κάθοδος προς τα κάτω θα έπρεπε να γινόταν με τη χρήση κάποιας σκάλας.

Οι υπόγειοι χώροι είναι δύο μεγάλα δωμάτια με χτιστά επιχρισμένα τοιχώματα και ψηλή οροφή σχεδόν αψιδωτή, κατασκευασμένη από πέτρες που είναι τοποθετημένες κάπως ακανόνιστα. Τα δύο αυτά “δωμάτια” επικοινωνούν μεταξύ τους από ένα πολύ χαμηλό πέρασμα, από το οποίο για να περάσει κανείς, πρέπει να συρθεί στο υγρό δάπεδο.

Η καταγραφή θα μπορούσε να συνεχιστεί, αλλά θα ξέφευγε από τα πλαίσια ενός άρθρου. Σε κάθε περίπτωση είναι προφανές πως σε όλες τις μυσταγωγικές πρακτικές έχουμε κοινά επαναλαμβανόμενα αρχετυπικά μοτίβα, καθώς ο άνθρωπος από την αρχαιότητα έως σήμερα, ακόμα μοιράζεται τους ίδιους φόβους και τις ίδιες ανησυχίες, με κυρίαρχο ερώτημα την προέλευση του, και τον τελικό προορισμό του....

Ταξίδι προς την Αχερουσία

Ο Αχέροντας είναι ο γνωστότερος ποταμός του υποχθόνιου κόσμου. Σύμφωνα με την παράδοση είχε θεϊκή καταγωγή. Προκάλεσε όμως την οργή του Δία, δίνοντας στους Τιτάνες νερό να ξεδιψάσουν κατά την Τιτανομαχία. Έτσι ο Δίας τον καταδίκασε να μείνει αιώνια κάτω από τη γη και μαύρισε και πίκρανε τα νερά του. Ο Αχέροντας ήταν το ποτάμι που έπρεπε να διασχίσουν οι ψυχές ξεκινώντας για το βασίλειο του Πλούτωνα. Τις Πύλες του Άδη φρουρούσε ο άγριος και άσπλαχνος σκύλος Κέρβερος που είχε τρία κεφάλια, χαίτη από φίδια και αγκαθωτή ουρά. Ο ψυχοπομπός Ερμής, έφερνε τις ψυχές εδώ και τις παρέδιδε στον γέροντα βαρκάρη, τον Χάροντα. Ο Χάροντας παραλάμβανε τις ψυχές, έπαιρνε τον οβολό που αντιστοιχούσε στον ναύλο και περνούσε τους νεκρούς στα έγκατα της Αχερουσίας Λίμνης. Στο σκοτεινό κι υγρό βασίλειο του Κάτω Κόσμου, όπου σμίγουν τα τρία ποτάμια, ο Αχέροντας, ο Κωκυτός και ο Πυριφλεγέθοντας. Η ψυχή που δεν μπορούσε να πληρώσει ήταν καταδικασμένη να περιπλανιέται και να βασανίζεται αιώνια στις όχθες του ποταμού.

Ο ποταμός στη διαδρομή του μέσα από μια έκταση πολύ ανώμαλη, εξαφανίζεται εδώ κι εκεί μέσα σε βαθιές αβύσσους και ξαναβγαίνει στην επιφάνεια πιο πέρα, φτάνοντας κοντά στις εκβολές του, κοντά στην αρχαία πόλη Εφύρα, όπου σχηματίζει τέλμα με βαριές αναθυμιάσεις. Εκεί λέει η λαϊκή παράδοση βρισκόταν μια είσοδος του υποχθονίου κόσμου. Στο σημείο αυτό δημιουργήθηκε το Νεκρομαντείο του Αχέροντα, ένας τόπος λατρείας των θεών του κάτω κόσμου, αλλά κι ένας τόπος, όπου οι ζωντανοί μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τους νεκρούς.

O ποταμός Αχέροντας πηγάζει από τα Σουλιώτικα βουνά και χύνεται στο Ιόνιο πέλαγος. Διασχίζει την κοιλάδα που σχηματίζεται ανάμεσα στους ορεινούς όγκους της δυτικής Ηπείρου, στα όρια των νομών Ιωαννίνων, Πρεβέζης και Θεσπρωτίας και περνά από ένα στενό και επιβλητικό φαράγγι που σχηματίζουν τα βουνά της Παραμυθιάς και του Σουλίου. Η περιοχή αυτή ονομάζεται “Στενά του Αχέροντα”, είναι εξαιρετικής ομορφιάς και παρουσιάζει σημαντικό οικολογικό ενδιαφέρον. Η έξοδος των Στενών είναι κοντά στο χωριό Γλυκή. Το έντονο ανάγλυφο της περιοχής των Στενών του Αχέροντα, η τραχύτητα των γύρω βουνών, η πλούσια βλάστηση και τα καθαρά και ορμητικά νερά του ποταμού, συνθέτουν ένα τοπίο ιδιαίτερης ομορφιάς.

Ο Ομηρος περιγράφει τις εκβολές του Αχέροντα ως “ένα ακρογιάλι μικρό, με γύρω φουντωτά της Περσεφόνης δάση, όλο από λεύκες λυγερές και ιτιές καρποτινάχτρες”. Η περιγραφή αυτή της περιοχής παρουσιάζει ομοιότητα με τη σημερινή εικόνα του όρμου της Αμμουδιάς. Ωστόσο, ο όρμος πρέπει να ήταν πολύ πιο βαθύς, καθώς τα υλικά που μεταφέρει ο Αχέροντας επί χιλιάδες χρόνια, έχουν επεκτείνει την πεδιάδα προς τη θάλασσα. Σε αρκετά τμήματα του ποταμού, εκεί που η ροή του είναι ομαλή, σχηματίζονται νερόλακκοι και μικρές λιμνούλες, τόποι ιδανικοί για τη διαβίωση πολλών αμφιβίων και ψαριών. Σε άλλες πλευρές, ο ποταμός κυλά ορμητικά μέσα από κατακόρυφους και ψηλούς βράχους (αρκετές φορές το ύψος τους ξεπερνά τα 100 μέτρα, ενώ το πλάτος του ποταμού στα σημεία αυτά φτάνει τα δύο μέτρα). Σε μερικά πάλι σημεία, η επιφανειακή ροή του νερού είναι μικρότερη, κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Ταυτισμένος λοιπόν ο ποταμός και κυρίως το φαράγγι του με τις Πύλες του Άδη, αλλά και το Σούλι, συνθέτει ένα τοπίο μεγάλης οικολογικής και ιστορικής αξίας. Μυθολογία και φυσικό περιβάλλον μετατρέπουν τον Αχέροντα σε μια από τις πιο όμορφες γωνιές της πατρίδας μας.

Ικάριον Ιερό Διονύσου

Η Ελλάδα και τα αρχαία

Μέσα στα πολλά παράδοξα της χώρας μας είναι και η σχέση του νέο-ελληνικού κράτους και των νέο-ελλήνων γενικότερα με τους αρχαιολογικούς χώρους, μια πολλές φορές ακατανόητη σχέση αγάπης και μίσους που εντυπωσιάζει όποιον δεν έχει ασχοληθεί εις βάθος με αυτά τα ζητήματα. Από την μια λοιπόν οι αρχαιολογικοί τόποι αποτελούν τους τόπους που δίνουν την ιδιαίτερη ταυτότητα σε κάθε περιοχή, τόποι για τους οποίους είμαστε περήφανοι, σύμβολα του πάλαι ποτέ μεγαλείου του ελληνικού πολιτισμού, τόποι τους οποίους το κράτος προσπαθεί να αναδείξει προς άγραν τουριστών, τόποι που έχουν ανακηρυχθεί παγκόσμια μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς , και από την άλλη πολλές φορές είναι αυτό το ξένο, το άγνωστο, το ακατανόητο, αυτό που παραμένει θαμμένο και ανεξήγητο, αυτό που φαίνεται πως προτιμούμε να καταστρέψουμε και να ξεχάσουμε, το μισητό.

Σε αυτή την δεύτερη κατηγορία, προφανώς εντάσσεται και ο αρχαιολογικός χώρος στην Ραπεντώσα Αττικής γνωστός και ως «βωμός Διονύσου», ο οποίος παρά την εδώ και 120 χρόνια ανακάλυψη του παραμένει για το ευρύ κοινό, άγνωστος, ασήμαντος, και ίσως για κάποιους ακόμα μισητός, παρά την τεράστια του σημασία όπως θα δούμε παρακάτω.

Ικαρία και ευρήματα

Η σημερινή περιοχή όπως και όλος ο «Διόνυσος» ανήκε στην αρχαιότητα στον δήμο Ικαρίας ένα σημαντικό Δήμο της αρχαίας Αθήνας που εκτεινόταν στους πρόποδες του Πεντελικού όρους. Στην Ραπεντώσα λοιπόν στα τέλη του 19ου αιώνα ένας Γερμανός περιηγητής παρατηρεί τα χαλάσματα μιας χριστιανικής εκκλησίας (πιθανότατα του Αγίου Διονυσίου) στα οποία βρίσκει εντοιχισμένα (κατά την προσφιλή στους χριστιανούς συνήθεια) διάφορα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, επιγραφές, μέχρι και ένα άγαλμα. Ενημερώνει την αμερικάνικη σχολή κλασσικών σπουδών και στις 30/01/1888 ξεκινούν ανασκαφές υπό τον Carl D. Buck. Από τα πρώτα ανασκαφικά ευρήματα επιβεβαιώνεται πως η θέση είναι το κέντρο του δήμου Ικαρίας, διάσημου για την λατρεία του θεού Διονύσου. Μάλιστα βρέθηκε και το λατρευτικό άγαλμα του θεού που τον απεικονίζει καθιστό να κρατά βοιωτικό κάνθαρο (εθν. Αρχ. Μουσείων Αθηνών). Μετά τις πρώτες ανασκαφές τα έτη 1888 – 1889 και την εύρεση των σημαντικότερων ευρημάτων το μέρος περνά στην αφάνεια . Να σημειωθεί εδώ πως τουλάχιστον τότε οι αρχαιολόγοι μπορούσαν και κατεδάφιζαν τις εκκλησίες για να αναδείξουν τους αρχαιολογικούς χώρους. Περίπου 100 χρόνια μετά το 1981 γίνεται ένας καθαρισμός του χώρου μπαίνει κάποια σήμανση και περιφράσσεται και γίνονται κάποια σχέδια από τους αρχαιολόγους. Το 1997 έχουμε καταγγελίες για βανδαλισμούς αφού ο χώρος έχει σε μια νύχτα υποστεί καταστροφές (εδώ οι «κακές γλώσσες» μιλάνε για χριστιανικό ταλιμπανισμό [i]), και το 2001 ξεκινά μια προσπάθεια ανάδειξης του χώρου η οποία ξεκινά και τελειώνει (απ’ όσο δείχνουν τα πράγματα μέχρι στιγμής) με την αναστύλωση του χορηγικού μνημείου του 4ου αιώνα των Αγνία, Ξανθίππου, Ξανθίδη. Τελικά αφού αφαιρούνται οι σκαλωσιές και μπαίνει καινούργια περίφραξη ο χώρος πάλι αφήνεται, κλειστός για το κοινό, να περάσει στην αφάνεια. Ταυτόχρονα πλέον απουσιάζει κάθε σήμανση για τον χώρο και την ιστορία του πέραν της πινακίδας βωμός Διονύσου. Βέβαια όπως βλέπουμε και στο σχέδιο (δεξιά), στον χώρο έχουμε, θέατρο, Ναό του πυθίου Απόλλωνα (H), Βωμό (I), ( πιθανότατα) ναό του Διονύσου (D) και το χορηγικό μνημείο (A).

Δήμος Ικαρίας και λατρεία του Διονύσου

Για να κατανοήσουμε την ιδιαίτερη αξία, μοναδική θα προσέθετα, του συγκεκριμένου χώρου θα πρέπει να ανατρέξουμε στις αρχαίες μας πηγές και στην ιστορία του Δήμου αυτού των Αθηνών. Ξεκινά λοιπόν ο Απολλόδωρος και μας λέει:

Εριχθονίου δε αποθανόντος και ταφέντος εν τω αυτώ τεμένει της ΑΘηνάς Πανδίων εβασίλευσεν, εφ' ου Δήμητηρ και Διόνυσος εις την Αττικήν Ήλθον αλλά Δήμητρα μεν Κελεός εις την Ελευσίνα υπεδέξατο, Διόνυσον δε Ικάριος. ος λαμβάνει παρ' αυτού κλήμα αμπέλου και τα περί την οινοποιίαν μανθάνει.
Απολλόδωρος

Δηλαδή, «όταν πέθανε ο Εριχθόνιος και θάφτηκε στο Τέμενος της Αθηνάς την βασιλεία ανέλαβε ο Πανδίων στα χρόνια του οποίου ήρθαν στην Αττική η Δήμητρα και ο Διόνυσος. Και την μεν Δήμητρα υποδέχθηκε στην Ελευσίνα ο Κελεός τον δε Διόνυσο ο Ικάριος που έλαβε από αυτόν κλήμα αμπέλου και έμαθε την οινοποιία».

Ο Ικάριος σύμφωνα με τις μυθικές πηγές λοιπόν ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έμαθε την τέχνη της οινοποιίας από τον θεό [ii] και ο δήμος της Αττικής που πήρε το όνομα του η Ικαρία η περιοχή που έκανε πρώτα την εμφάνιση του ο θεός και πρωτολατρεύτηκε στην Αττική. Και συνεχίζουν οι μυθογράφοι Απολλόδωρος, Υγίνος και Νόννος πως το θεό υποδέχτηκαν στην Αττική και φιλοξένησαν χωρίς να γνωρίζουν την υπόσταση του ο Ικάριος με την θυγατέρα του Ηριγόνη. Ο Διόνυσος ευχαριστημένος από την φιλοξενία του χάρισε την άμπελο και τους δίδαξε την οινοποιία. Ενθουσιασμένοι από τις θαυματουργές ιδιότητες του άγνωστου μέχρι τότε ποτού ο Ικάριος κάλεσε βοσκούς από το πεντελικό όρος και τους κέρασε τον οίνο που είχε παρασκευάσει. Μην γνωρίζοντας όμως τις ιδιότητες του ποτού, αυτοί ήπιαν παραπάνω απ’ όσο έπρεπε και άρχισαν να ζαλίζονται και να αισθάνονται άσχημα. Θεωρώντας πως ο Ικάριος θέλησε να τους δηλητηριάσει τον σκότωσαν. Την επόμενη μέρα όμως μόλις συνήλθαν κατάλαβαν το λάθος τους και για να κρύψουν το έγκλημα τους έθαψαν τον Ικάριο κάτω από ένα πεύκο και έφυγαν για την Κέα. Η Ηριγόνη όμως βρήκε το σώμα του πατέρα της χάρη στην σκύλα της την Μαίρα η οποία υπέδειξε το σημείο που βρισκόταν θαμμένος. Απαρηγόρητη η κόρη βλέποντας τον νεκρό πατέρα της κρεμάστηκε από το ίδιο πεύκο και μεταμορφώθηκε σε αμπέλι. Ο θεός τότε θυμωμένος από αυτό το έγκλημα καταράστηκε την πόλη των Αθηνών να έχουν όλες οι κοπέλες το ίδιο τέλος με την Ηριγόνη. Έτσι αυτές παραφρόνησαν και σαν την Ηριγόνη άρχισαν να απαγχονίζονται. Οι Αθηναίοι απεγνωσμένοι πήγαν για χρησμό στο Μαντείο των Δελφών όπου πήραν την απάντηση πως για να σταματήσει η τρέλα των κοριτσιών θα έπρεπε να θάψουν των Ικάριο και την Ηριγόνη, να βρουν τους δολοφόνους και να θεσπίσουν εορτασμούς προς τιμήν των δύο θυμάτων.

Κατά τους εορτασμούς θα θυσίαζαν σε αυτούς τα πρώτα τσαμπιά με σταφύλια και θα τελούσαν την εορτή της «εώρας», στην οποία όπως μαθαίνουμε από τον Αθήναιο νέες κοπέλες έκαναν κούνια από τα δέντρα και τραγουδούσαν ένα τραγούδι που το έλεγαν «αλήτιν».

ην δε και επι ταις εωραις τις επ' Ηριγόνη, ην και αλήτιν λέγουσιν, ωδή

Πέρα από τους ενδιαφέροντες συσχετισμούς που μπορούμε να κάνουμε με την νήσο Ικαρία - που και αυτή ερίζει ως γενέτειρα του Διονύσου [iii] -, με την μεγάλη εορτή των Ανθεστηρίων που ο Διόνυσος παρουσιαζόταν να έρχεται με καράβι από την μικρά Ασία, με την διάδοση της λατρείας του Διονύσου επί Πεισιστράτου[iv] κτλ, το γεγονός είναι πως από αυτή την παράδοση ξεκινά στην Αττική η λατρεία του θεού Διονύσου και συγκεκριμένα στον Δήμο Ικαρίας λατρευτικό κέντρο του οποίου είναι ο εν λόγω αρχαιολογικός χώρος. Από εκεί ξεκινούν και καθιερώνονται τα Διονύσια τα «εν άγροις» που τελούνται κάθε χρόνο στην καρδιά του χειμώνα στον Αττικό μήνα Ποδειδεών [v].

Διόνυσος Διθύραμβος και θέατρο

Θα περίμενε κανείς, μόνο και μόνο από το γεγονός πως ο συγκεκριμένος τόπος σηματοδοτεί την αρχή της λατρείας του Διονύσου στην Αττική, την αρχή της καλλιέργειας της αμπέλου να έχει δοθεί από τους αρμόδιους φορείς η απαραίτητη προσοχή για την ανάδειξη του, κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει. Όμως, ίσως εκεί να βρισκόμαστε στα σκοτεινά μονοπάτια, της λήθης και του μίσους τα οποία υπαινίχτηκα αρχικά και να υπάρχουν «κύκλοι» που να μην θέλουν την ανάδειξη του πρώτου τόπου λατρείας στην Αττική γη ενός μέγιστου θεού του Ελληνικού Πανθέου, του Διονύσου. Το πλέον παράδοξο όμως είναι πως ο συγκεκριμένος τόπος σχετίζεται και με ένα πολιτισμικό φαινόμενο που ξεκίνησε τοπικά από εκεί αλλά πλέον αποτελεί πανανθρώπινη πολιτισμική εκδήλωση, οπότε θα περίμενε κανείς να είναι τόπος «προσκυνήματος» για τους απανταχού λάτρεις της τέχνης και του πολιτισμού. Φυσικά και αναφερόμαστε στο θέατρο. Είναι γνωστό πως το θέατρο έχει τις ρίζες του στην Αττική κωμωδία και τραγωδία η οποία με την σειρά της πηγάζει απ’ ευθείας από τον Διθύραμβο [vi] [vii]. Ο διθύραμβος είναι λατρευτικό λυρικό άσμα προς τιμήν του Διονύσου. Σε αυτόν άδει ομάδα ανδρών ή παίδων υπό συνοδεία αυλού. Δύο σημαντικά γεγονότα οδήγησαν στην εξέλιξη του διθυράμβου που γέννησε το φαινόμενο της τραγωδίας.

Το πρώτο γεγονός είναι εξέλιξη του διθυράμβου από αποκλειστικά λατρευτικό άσμα με θεματολογία τον Διόνυσο σε ξεχωριστό λυρικό/καλλιτεχνικό είδος. Αυτή η εξέλιξη οφείλεται σύμφωνα με την παράδοση στον ποιητή Αρίωνα ο οποίος την εποχή του Τυράννου Περίανδρου στην Κόρινθο ανέπτυξε τα λατρευτικά χορικά άσματα, δίνοντας τους τίτλους και εισάγοντας τον χορό των σατύρων.

Το δεύτερο κορυφαίο γεγονός είναι φυσικά η δημιουργία της ίδιας της τραγωδίας σύμφωνα με την παράδοση από τον Θέσπι[viii]. Ο Θέσπις ήταν αυτός που ξεχώρισε πρώτη φορά ένα μέλος του χορού (πιθανότατα τον ίδιο), και παρέμβαλε στο διθυραμβικό άσμα του χορού , άλλο μέλος. Ο εξάρχων λοιπόν του χορού που φορούσε προσωπείο αρχίζει με τον Θέσπι διάλογο με τον χορό – αποκρίνεται δηλ στον χορό – και έτσι γεννιέται ο πρώτος υποκριτής/ηθοποιός έτσι γεννιέται η πρώτη τραγωδία. Είναι γνωστό πως η πρώτη τραγωδία του Θέσπι σύμφωνα με την παράδοση «ανέβηκε» στα μεγάλα ή «εν άστυ» Διονύσια κατά την 61η Ολυμπιάδα [ix], αυτό όμως που είναι λιγότερο γνωστό και σχετίζεται με το θέμα μας είναι πως ο Θέσπις ήταν από τον Δήμο Ικαρίας της Αττικής και πριν ακόμα ανεβάσει την πρώτη τραγωδία του [x] στα μεγάλα Διονύσια, είχε ξεκινήσει αυτό το «είδος» από τις εορτές του δήμου του, στα μικρά Διονύσια, λατρευτικό κέντρο του οποίου δήμου με θέατρο είναι ο αναφερόμενος εδώ αρχαιολογικός χώρος.

Το παράδοξο

Από τις ελάχιστες παραπάνω αναφορές σχετικά με τον «βωμό του Διονύσου» θεωρούμε πως βγαίνει αβίαστα σαν συμπέρασμα η σχιζοφρενική αντιμετώπιση των αρχαιολογικών μας χώρων με την οποία ξεκινήσαμε το παρόν κείμενο. Είναι ανεξήγητο για κάθε πολιτισμένο άνθρωπο πως γίνεται αυτός ο τόσο σημαντικός αρχαιολογικός χώρος, αυτός ο πραγματικά ΙΕΡΟΣ χώρος να παραμένει στην αφάνεια και την εγκατάλειψη παρά την πληθώρα των στοιχείων που αποδεικνύουν την μοναδική του σημασία. Ελπίζουμε απλά να πρόκειται περί άγνοιας, έλλειψης πόρων ή πρόσκαιρων συνθηκών που εμποδίζουν την ανάδειξη του σε παγκόσμιο κέντρο «προσκυνήματος» για οινοπαραγωγούς, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, ανθρώπους της τέχνης και του πολιτισμού, για κάθε πολιτισμένο άνθρωπο, γιατί πραγματικά η δεύτερη πιθανότητα εσκεμμένης αδιαφορίας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Αυτός ο χώρος που επέζησε του φθοροποιού χρόνου, των βανδαλισμών (παλαιών και νέων) της καταστροφικής μανίας της πυρκαγιάς τουλάχιστον δύο φορές (χάριν των προσπαθειών των κατοίκων και...) πρέπει να διαφυλαχθεί και αναδειχθεί όπως του πρέπει.

Παραπομπές

[ii] Άλλος μύθος μας αναφέρει ως πρώτο άνθρωπο που έμαθε την τέχνη της οινοποιίας τον Οινέα υιό του Φύτιου, υιό του Ορεσθέα υιό του Δευκαλίωνα.
[iii] «Οι μέν γάρ Δρακάνω, οι δέ Ικάρω ηνεμοέσση
φασ΄ οι δ΄εν Νάξω, δίον γένος, Ειραφιώτα,
οι δέ σ΄επ΄Αλφειώ ποταμώ βαθυδινήεντι
κυσαμένην Σεμέλην τεκέειν Διΐ τερπικεραύνω.
άλλοι δ΄εν Θήβαισιν, άναξ, σέ λέγουσι γενέσθαι
ψευδόμενοι. σέ δ΄έτικτε πατήρ ανδρών τε θεών τε
πολλών απ΄ανθρώπων κρύπτων λευκώλενον Ήρην.
Έστι δέ τις Νύση, ύπατον όρος, ανθέον ύλη,
τηλού Φοινίκης, σχεδόν Αιγύπτοιο ροάων». Ομηρικός ύμνος εις Διόνυσον
[iv] Τις πρώτες απεικονίσεις της επίσκεψης του Διονύσου στην Αττική τις έχουμε από αγγεία του 550 πχ.
[v] Μεγάλο επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εποχιακοί εορτασμοί του Διονύσου, η σχέση τους με τον κύκλο της άμπελου και του κρασιού, καθώς και η σχέση τους με τον ήλιο και φαινόμενα όπως το χειμερινό ηλιοστάσιο ( που συνήθως λαμβάνει χώρα τον μήνα Ποδειδεώνα ).
[vi] «και η μεν απο των εξαρχόντων τον διθύραμβων» μας λέει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του
[vii] Η παλαιότερη γραπτή μαρτυρία διθυράμβου σε απόσπασμα του Αρχίλοχου
«ως Διωνύσοιο άνακτος καλόν εξάρξαι μέλος / οίδα διθύραμβον, οίνω ξυγκεραυνωθείς: «Γιατί ξέρω να βάλω μπροστά το όμορφο τραγούδι τού αφέντη Διόνυσου, με φρένα απ’ το κρασί κεραυνωμένα»
[viii] Αφ’ ου Θέσπις ο ποιητής [υπεκρίνα]το πρώτος ος εδίδαξε [δρ]ά[μα εν ά]στ[ει και άθλον ε]τέθη ο [τ]ράγος
[ix] Πιθανότα το 534πχ
[x] Μόνο κάποια ονόματα μας έχουν μείνει από πιθανούς τίτλους τραγωδιών του Θέσπι όπως: «άθλα επί Πελία» ή «Φόρβας», «Ιερείς», «Ηίθεοι», «Πενθεύς».