Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (12.303-12.373)

Ὣς ἐφάμην, οἱ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀπόμνυον ὡς ἐκέλευον.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ὄμοσάν τε τελεύτησάν τε τὸν ὅρκον,
305 στήσαμεν ἐν λιμένι γλαφυρῷ εὐεργέα νῆα
ἄγχ᾽ ὕδατος γλυκεροῖο, καὶ ἐξαπέβησαν ἑταῖροι
νηός, ἔπειτα δὲ δόρπον ἐπισταμένως τετύκοντο.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
μνησάμενοι δὴ ἔπειτα φίλους ἔκλαιον ἑταίρους,
310 οὓς ἔφαγε Σκύλλη γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἑλοῦσα·
κλαιόντεσσι δὲ τοῖσιν ἐπήλυθε νήδυμος ὕπνος.
ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην, μετὰ δ᾽ ἄστρα βεβήκει,
ὦρσεν ἔπι ζαῆν ἄνεμον νεφεληγερέτα Ζεὺς
λαίλαπι θεσπεσίῃ, σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε
315 γαῖαν ὁμοῦ καὶ πόντον· ὀρώρει δ᾽ οὐρανόθεν νύξ.
ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
νῆα μὲν ὁρμίσαμεν, κοῖλον σπέος εἰσερύσαντες·
ἔνθα δ᾽ ἔσαν Νυμφέων καλοὶ χοροὶ ἠδὲ θόωκοι.
καὶ τότ᾽ ἐγὼν ἀγορὴν θέμενος μετὰ μῦθον ἔειπον·
320 «Ὦ φίλοι, ἐν γὰρ νηῒ θοῇ βρῶσίς τε πόσις τε
ἔστιν, τῶν δὲ βοῶν ἀπεχώμεθα, μή τι πάθωμεν·
δεινοῦ γὰρ θεοῦ αἵδε βόες καὶ ἴφια μῆλα,
Ἠελίου, ὃς πάντ᾽ ἐφορᾷ καὶ πάντ᾽ ἐπακούει.»
Ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
325 μῆνα δὲ πάντ᾽ ἄλληκτος ἄη Νότος, οὐδέ τις ἄλλος
γίγνετ᾽ ἔπειτ᾽ ἀνέμων, εἰ μὴ Εὖρός τε Νότος τε.
οἱ δ᾽ ἧος μὲν σῖτον ἔχον καὶ οἶνον ἐρυθρόν,
τόφρα βοῶν ἀπέχοντο λιλαιόμενοι βιότοιο.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ νηὸς ἐξέφθιτο ἤϊα πάντα,
330 καὶ δὴ ἄγρην ἐφέπεσκον ἀλητεύοντες ἀνάγκῃ,
ἰχθῦς ὄρνιθάς τε, φίλας ὅ τι χεῖρας ἵκοιτο,
γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν· ἔτειρε δὲ γαστέρα λιμός·
δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἀνὰ νῆσον ἀπέστιχον, ὄφρα θεοῖσιν
εὐξαίμην, εἴ τίς μοι ὁδὸν φήνειε νέεσθαι.
335 ἀλλ᾽ ὅτε δὴ διὰ νήσου ἰὼν ἤλυξα ἑταίρους,
χεῖρας νιψάμενος, ὅθ᾽ ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο,
ἠρώμην πάντεσσι θεοῖς οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν·
οἱ δ᾽ ἄρα μοι γλυκὺν ὕπνον ἐπὶ βλεφάροισιν ἔχευαν.
Εὐρύλοχος δ᾽ ἑτάροισι κακῆς ἐξάρχετο βουλῆς·
340 «Κέκλυτέ μευ μύθων, κακά περ πάσχοντες ἑταῖροι·
πάντες μὲν στυγεροὶ θάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσι,
λιμῷ δ᾽ οἴκτιστον θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν.
ἀλλ᾽ ἄγετ᾽, Ἠελίοιο βοῶν ἐλάσαντες ἀρίστας
ῥέξομεν ἀθανάτοισι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν.
345 εἰ δέ κεν εἰς Ἰθάκην ἀφικοίμεθα, πατρίδα γαῖαν,
αἶψά κεν Ἠελίῳ Ὑπερίονι πίονα νηὸν
τεύξομεν, ἐν δέ κε θεῖμεν ἀγάλματα πολλὰ καὶ ἐσθλά·
εἰ δὲ χολωσάμενός τι βοῶν ὀρθοκραιράων
νῆ᾽ ἐθέλῃ ὀλέσαι, ἐπὶ δ᾽ ἕσπωνται θεοὶ ἄλλοι,
350 βούλομ᾽ ἅπαξ πρὸς κῦμα χανὼν ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι
ἢ δηθὰ στρεύγεσθαι ἐὼν ἐν νήσῳ ἐρήμῃ.»
Ὣς ἔφατ᾽ Εὐρύλοχος, ἐπὶ δ᾽ ᾔνεον ἄλλοι ἑταῖροι.
αὐτίκα δ᾽ Ἠελίοιο βοῶν ἐλάσαντες ἀρίστας
ἐγγύθεν· οὐ γὰρ τῆλε νεὸς κυανοπρῴροιο
355 βοσκέσκονθ᾽ ἕλικες καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι·
τὰς δὲ περιστήσαντο καὶ εὐχετόωντο θεοῖσι,
φύλλα δρεψάμενοι τέρενα δρυὸς ὑψικόμοιο·
οὐ γὰρ ἔχον κρῖ λευκὸν ἐϋσσέλμου ἐπὶ νηός.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ εὔξαντο καὶ ἔσφαξαν καὶ ἔδειραν
360 μηρούς τ᾽ ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν
δίπτυχα ποιήσαντες, ἐπ᾽ αὐτῶν δ᾽ ὠμοθέτησαν·
οὐδ᾽ εἶχον μέθυ λεῖψαι ἐπ᾽ αἰθομένοισ᾽ ἱεροῖσιν,
ἀλλ᾽ ὕδατι σπένδοντες ἐπώπτων ἔγκατα πάντα.
αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μῆρε κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο,
365 μίστυλλόν τ᾽ ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ᾽ ὀβελοῖσιν ἔπειραν.
Καὶ τότε μοι βλεφάρων ἐξέσσυτο νήδυμος ὕπνος·
βῆν δ᾽ ἰέναι ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦα κιὼν νεὸς ἀμφιελίσσης,
καὶ τότε με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀϋτμή·
370 οἰμώξας δὲ θεοῖσι μετ᾽ ἀθανάτοισι γεγώνευν·
«Ζεῦ πάτερ ἠδ᾽ ἄλλοι μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες,
ἦ με μάλ᾽ εἰς ἄτην κοιμήσατε νηλέϊ ὕπνῳ,
οἱ δ᾽ ἕταροι μέγα ἔργον ἐμητίσαντο μένοντες.»

***
Έτσι τους μίλησα, κι αυτοί δίνουν τον όρκο που παράγγειλα.
Μόλις ορκίστηκαν και σφράγισαν τον όρκο τους,
στήσαμε το καλόχτιστο καράβι σε βαθύ λιμάνι,
πλάι σε γλυκό νερό· έπειτα βγαίνουν από το καράβι οι σύντροφοι,
κι εκεί το δείπνο ετοίμαζαν με γνώση και φροντίδα.
Κι όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαΐ, για το πιοτό,
τότε θυμήθηκαν τους ακριβούς συντρόφους και θρηνούσαν
310 όσους η Σκύλλα κατασπάραξε απ᾽ το βαθύ μας πλοίο αρπάζοντας.
Κι έτσι θρηνώντας, έπεσε και τους συνεπήρε νήδυμος ύπνος.
Είχε στο μεταξύ κι η νύχτα προχωρήσει στην τρίτη μοίρα της,
έγειραν τ᾽ άστρα· κι ο Δίας τότε, που τα σύννεφα συνάζει,
άνεμο σήκωσε σφοδρό, με νέφη σκέπασε παντού
στεριά και πέλαγος, μαύρισε πάνω μας ο ουρανός.
Ώσπου ξημέρωσε και φάνηκε ροδίζοντας η Αυγή·
τότε τραβήξαμε πιο μέσα το καράβι, το δέσαμε σε μια βαθιά σπηλιά,
εκεί που οι Νύμφες είχαν όμορφο χορό και θρόνους.
Αμέσως κάλεσα συνέλευση, μπήκα στη μέση και τους μίλησα:
320 «Φίλοι, υπάρχει ακόμη στο γοργό καράβι φαγητό, πιοτό·
μακριά λοιπόν τα χέρια από τα βόδια,
να μη μας βρει κι άλλο κακό μεγάλο· γιατί τα βόδια αυτά
και τα θρεμμένα πρόβατα ανήκουν στον αμείλικτο θεό, τον Ήλιο,
που βλέπει από ψηλά τα πάντα και τα πάντα ακούει.»
Έτσι τους μίλησα, κι υπάκουσε περήφανη η ψυχή τους.
Γέμισε όμως κι έλιωσε ένα φεγγάρι ολόκληρο,
κι όλο φυσούσε ασίγαστος νοτιάς
κανένας άλλος άνεμος, μόνο νοτιάς σιρόκος.
Οι σύντροφοι, όσο ακόμη τους περίσσευαν ψωμί και κόκκινο κρασί,
τόσο δεν άγγιζαν τα βόδια· λογάριαζαν και τη ζωή τους.
Αλλ᾽ όταν πια μες στο καράβι σώθηκαν όλες μας οι τροφές,
330 τότε τριγύριζαν παντού, αναγκασμένοι, κάτι να πιάσουν και να βρουν,
ψάρι, πουλί, ό,τι τους έπεφτε στο χέρι, με τα καμπύλα αγκίστρια τους·
τους θέριζε, μ᾽ άδειο στομάχι, η πείνα.
Οπότε εγώ ξεμάκρυνα και πήρα να ανεβαίνω το νησί,
ευχή να κάνω στους θεούς, άμποτε κάποιος να μου δείξει δρόμο γυρισμού.
Κι όταν, ανηφορίζοντας στο βάθος του νησιού, βρέθηκα απόμακρα
απ᾽ τους συντρόφους, τα χέρια μου ένιψα κι εκεί, σε κάποια απάνεμη μεριά,
ύψωνα δέηση προς όλους τους θεούς του Ολύμπου.
Εκείνοι όμως χύνουν στα βλέφαρά μου ύπνο γλυκό.
Τότε ο Ευρύλοχος, μιλώντας στους συντρόφους,
ξεκίνησε μια συμβουλή κακή:
340 «Ακούστε με κι εμένα τώρα, μ᾽ όσα κι αν σας βαραίνουν πάθη·
οι θάνατοι όλοι αν είναι μισητοί στους άμοιρους θνητούς,
ο πιο πικρός είναι ο θάνατος της πείνας, μοιραίο τέλος.
Λοιπόν ελάτε, ας φέρουμε τα βόδια του Ήλιου, τα καλύτερα,
ας τα προσφέρουμε θυσία στους θεούς, που τον πλατύ ουρανό κατέχουν.
Κι αν μιαν ημέρα στην Ιθάκη φτάσουμε, στην πατρική μας γη,
ευθύς να υψώσουμε πλούσιο ναό στον Υπερίονα Ήλιο,
μ᾽ αφιερώματα να τον στολίσουμε πολλά, λαμπρά.
Αν όμως χολωθεί βαριά για τα ορθοκέρατά του βόδια,
αν το καράβι μας θελήσει ν᾽ αφανίσει,
και συμφωνήσουν οι λοιποί θεοί, τότε το προτιμώ
350 το κύμα να με πνίξει, χάνοντας τη ζωή μου,
παρά να μαραζώνω ατέλειωτα σε τούτο το έρημο νησί.»
Έτσι ο Ευρύλοχος τους μίλησε, κι οι άλλοι εταίροι επαίνεσαν τον λόγο του.
Αμέσως πήραν κι έφεραν τα βόδια του Ήλιου, τα καλύτερα,
κάπου από κει κοντά· γιατί δεν έβοσκαν τόσο μακριά
από το μελανόπρωρο καράβι τα βόδια ωραία,
ελικοκέρατα, ευρυμέτωπα.
Κι αφού τα περικύκλωσαν, δέονταν στους θεούς
κόβοντας φύλλα τρυφερά βαλανιδιάς υψίκομης,
γιατί δεν τους απόμεινε λευκό κριθάρι στο καλόχτιστο καράβι.
Ύστερα προσευχήθηκαν, τα ᾽σφαξαν και τα γδέρνουν,
360 χώρισαν τα μεριά, κι ολόγυρα τα σκέπασαν με λίπος
διπλωμένα, κι έβαλαν αποπάνω κομμάτια κρέας ωμό.
Κι όπως κρασί δεν είχαν να σταλάξουν στα σφάγια που φλέγονταν,
έκαναν με νερό σπονδή, ψήνοντας ύστερα τα σπλάχνα.
Κι αφού κάηκαν τα μεριά και γεύτηκαν τα σπλάχνα,
τα υπόλοιπα τα λιάνισαν και τα περνούν στις σούβλες.
Κι αυτοστιγμεί μου φεύγει ο ύπνος ο γλυκός, ανοίγοντας τα βλέφαρά μου,
ευθύς πήγα να βρω το γρήγορο σκαρί στης θάλασσας το περιγιάλι.
Κι όπως κατέβαινα γοργά κι ήμουνα πια κοντά στο αμφίκυρτο καράβι,
γλυκά με πήρε η μυρωδιά της κνίσας.
370 Βόγγηξα τότε κι ύψωσα φωνή μεγάλη στους αθάνατους θεούς:
«Δία πατέρα και θεοί μακαρισμένοι, αιώνιοι·
στη βλάβη εμένα με βουλιάξατε του ανελέητου ύπνου,
κι οι σύντροφοί μου βρήκαν τον καιρό να μελετήσουν
το ανόσιο έργο.»

Τι είναι αυτό που τελικά ερωτευόμαστε

Πώς ερωτεύονται οι άνθρωποι; Σίγουρα όχι με τον ίδιο τρόπο. Μάλιστα, ο τρόπος διαφέρει και στον ίδιο άνθρωπο, αφού τα χαρακτηριστικά που ψάχνουμε δεν είναι τα ίδια, όσο μεγαλώνουμε. Αυτό κατέδειξε μια σύγχρονη μελέτη του Whyte: ό,τι μας ελκύει σε μικρότερη ηλικία, αλλάζει όσο μεγαλώνουμε και μετατοπίζεται προς άλλες ποιότητες. Η έρευνα έδειξε ότι οι άνθρωποι, όσο ωριμάζουμε, ενδιαφερόμαστε περισσότερο για την προσωπικότητα, την εμπιστοσύνη, το χιούμορ, ενώ σε μικρότερες ηλικίες κυρίαρχο είναι το εμφανισιακό στοιχείο, καθώς πρωτεύον είναι το αναπαραγωγικό ζήτημα. Όταν τα ορμονικά ηρεμούν και πλέον δε μας απασχολεί η αναπαραγωγή, επιλέγουμε ασυνείδητα με άλλα κριτήρια και διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Η εμφάνιση παίζει ρόλο, όσο το αναπαραγωγικό είναι σε άνθιση, ενώ όσο μεγαλώνουμε θέλουμε να βρίσκουμε ανθρώπους που μας ταιριάζουν περισσότερο βάσει της προσωπικότητας, των ενδιαφερόντων και του πόσο ανοιχτοί χαρακτήρες είναι. Αυτά τα χαρακτηριστικά στις ηλικίες 35+, αλλάζουν σε σχέση μ’ αυτά που μας ταιριάζουν όταν είμαστε μικρότεροι. Πώς και δεν είχε παρατηρηθεί αυτή η μετατόπιση; Η διαφορά αυτή προέκυψε διότι μέχρι τώρα οι ερευνητές μελετούσαν τις μικρότερες ηλικίες και δε λάμβαναν υπόψιν στην έρευνα δείγμα ηλικίας 35 και πάνω.

Έτσι, υπήρχε πάντα το αποτέλεσμα ότι αυτό που μας τραβάει για να ερωτευθούμε και να επιλέξουμε σύντροφο, ήταν κυρίως θέματα εμφανισιακά, εφόσον λόγω του βιολογικού παράγοντα και της σεξουαλικότητας, στόχευε σε αντίστοιχα θέματα. Όταν προστέθηκαν στο δείγμα της έρευνας άνθρωποι, όπου το αναπαραγωγικό είτε έχει λυθεί ή δεν αποτελεί πλέον προτεραιότητα, παρατηρήθηκε ότι ο τρόπος επιλογής μετακινείται από την εμφάνιση, προς την προσωπικότητα. Πλέον θέματα εμπιστοσύνης, το πώς περνάμε με τον άλλον άνθρωπο στον ελεύθερό μας χρόνο, το αν έχουμε κοινά ενδιαφέροντα, εάν διασκεδάζουμε και μπορούμε να στηριχτούμε, γίνονται πρωτεύοντα σε σχέση με το αν έχει γραμμωμένο κορμί και πρόσωπο που μας ανάβει. Πέφτει το πέπλο των ορμονών, το αναπαραγωγικό αρχίζει κι ατονεί και βλέπουμε την αλήθεια του άλλου χωρίς φίλτρα.

Είναι μια πρόσκληση να παρατηρήσουμε πόσο διαφορετικούς ανθρώπους ερωτευόμαστε με την πάροδο του χρόνου και ν’ αναγνωρίσουμε με ερευνητικά στοιχεία γιατί συμβαίνει αυτό, γιατί διαφέρουν τόσο πολύ οι επιλογές μας και τι ερωτευόμαστε στους άλλους. Σε μια ζωή που δουλεύουμε και τρέχουμε, είναι πολύ σημαντικό το θέμα της καθημερινότητας, της ισορροπίας κι εκεί προκρίνονται οι προσωπικότητες κι οι χαρακτήρες. Δεν επενδύουμε μόνο στην εμφάνιση διότι δεν επικεντρωνόμαστε βιολογικά εκεί. Θέλουμε να έχουμε έναν άνθρωπο δίπλα μας, που να τον εμπιστευόμαστε, να μπορούμε να αντέχουμε τις καθημερινές δυσκολίες και τις προκλήσεις της ζωής, φυσικά να υπάρχει ενεργή σεξουαλική ζωή, αλλά το βασικότερο κι αυτό που μας καλύπτει είναι ποιοτικά χαρακτηριστικά σε σχέση με την εμπιστοσύνη, με την προσωπικότητα και το πνευματικό επίπεδο του ανθρώπου.

Το να μπορέσουμε να διαλέξουμε έναν άνθρωπο σε μικρότερη ηλικία, βάσει της εμφάνισης, ενώ παράλληλα έχει και την προσωπικότητα που μας ταιριάζει είναι ο ιδανικός συνδυασμός για να ερωτευθούμε και να μείνουμε μαζί. Αν δεν μπορέσουμε να μείνουμε μαζί με τον συγκεκριμένο άνθρωπο, όσο μεγαλώνουμε θ’ αλλάξει ασυναίσθητα αυτό που μας κάνει να επιλέγουμε και να ερωτευόμαστε. Μην παραξενευτούμε από τις ίδιες μας τις επιλογές, υπάρχει εξήγηση. Οι συζητήσεις, η εξυπνάδα, το χιούμορ, ο τρόπος που μιλάει κάποιος, το ποσό ασφαλείς νιώθουμε, σε όλες τις ηλικίες, σε αντίθεση με ό,τι θα πιστεύαμε, έδειξε η έρευνα ότι παίζουν ρόλο στην έλξη.

Συμπερασματικά θεωρούνται για μας περισσότερο ελκυστικά χαρακτηριστικά τα οποία όταν είμαστε μικρότεροι, τυφλωμένοι από τη σεξουαλική ορμή, δεν τους δίνουμε τόση σημασία, διότι παραμένουμε σε μια πιο επιφανειακή αντιμετώπιση των ανθρώπων. Δε φταίμε εμείς, φταίει το ορμονικό μας σύστημα. Ίσως έτσι να εξηγείται γιατί με την πάροδο του χρόνου, αυτός που αρχικά διαλέξαμε με άλλα κριτήρια, δε μας καλύπτει και χωρίζουμε. Ας το έχουμε στο μυαλό μας, μήπως κάνουμε μια πιο ολοκληρωμένη επιλογή σε όλες τις φάσεις μας.

Καρλ Σαγκάν: Ψευδοεπιστήμη

Όσο διασκεδαστική και αν φαίνεται μια ψευδοεπιστήμη, όσο σίγουροι και αν είμαστε ότι δε θα φανούμε ποτέ τόσο αφελείς ώστε να παρασυρθούμε από μια τέτοια διδασκαλία, ξέρουμε πολύ καλά ότι ανθίζει γύρω μας.

Ο Υπερβατικός Διαλογισμός και η Αούμ Σινρίκυο φαίνεται πως έχουν προσελκύσει έναν μεγάλο αριθμό μορφωμένων ανθρώπων, που μερικοί μάλιστα έχουν και ανώτατα πτυχία φυσικής ή μηχανικής. Δεν είναι διδασκαλίες για ηλίθιους. Κάτι άλλο συμβαίνει.

Επιπλέον, κανείς απ’ όσους ενδιαφέρονται για το τι είναι οι θρησκείες και πώς άρχισαν, δεν μπορεί να τις αγνοήσει. Μολονότι τεράστια τείχη μπορεί φαίνεται ότι υψώνονται ανάμεσα στην ντόπια, μονοδιάστατη επιχειρηματολογία της ψευδοεπιστήμης και σε κάτι σαν μια παγκόσμια θρησκεία, οι διαφορές -είναι πολύ λεπτές. Ο κόσμος μας γεννά σχεδόν αξεπέραστα προβλήματα. Μια τεράστια γκάμα από λύσεις προσφέρονται, μερικές με πολύ περιορισμένη κοσμοθεωρία και άλλες με επιβλητικό εκτόπισμα. Στις συνήθεις Δαρβινικές θεωρίες περί φυσικής επιλογής, μερικές ευδοκιμούν για κάποιο διάστημα αλλά εξαφανίζονται το ίδιο γρήγορα. Κάποιες όμως - μερικές φορές, όπως απέδειξε η Ιστορία - οι πιο άθλιες και λιγότερο ελκυστικές από αυτές, μπορεί να έχουν τη δύναμη να αλλάξουν σε βάθος την Ιστορία του κόσμου.

Η συνεχής εξάπλωση της κακώς εφαρμοσμένης επιστήμης, της ψευδο-επιστήμης και των προλήψεων (της Νέας Εποχής ή και της Παλιάς) μέχρι την αξιοσέβαστη μυστηριακή θρησκεία που βασίζεται στην αποκάλυψη, είναι ακαθόριστη. Προσπαθώ να μη χρησιμοποιώ τη λέξη “cult” σε αυτό το βιβλίο. με τη συνήθη σημασία μιας θρησκείας που ο ομιλών απεχθάνεται, αλλά αντίθετα προσπαθώ να φτάσω στον ακρογωνιαίο λίθο της γνώσης - άραγε ξέρουν πραγματικά αυτά που ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν; Όπως αποδεικνύεται, όλοι έχουν μια σχετική εμπειρία.

Σε ορισμένα σημεία αυτού του βιβλίου θα κάνω κριτική στην υπερβολή της θεολογίας, γιατί είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς την ψευδό επιστήμη από την αυστηρή, δογματική θρησκεία όταν φθάνουν στα άκρα. Παρόλα αυτά να αναγνωρίσω εξαρχής την τεράστια ποικιλία και πολυπλοκότητα της θρησκευτικής σκέψης και πρακτικής ανά τους αιώνες, την ανάπτυξη της φιλελεύθερης θρησκείας και της οικουμενικής αδελφότητας τον τελευταίο αιώνα το γεγονός ότι - όπως στην Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, την άνοδο του Αναμορφωμένου Ιουδαϊσμού, το Βατικανό II και την επονομαζόμενοι υψηλή κριτική της Βίβλου - η θρησκεία έχει αντιπαλέψει (με κυμαινόμενο βαθμό επιτυχίας) τις ίδιες της τις υπερβολές. Αλλά παράλληλα με αρκετούς επιστήμονες που δείχνουν απρόθυμοι να συζητήσουν ή έστω να αναφέρουν δημόσια την ψευδό επιστήμη, πολλοί συνήγοροι των κυρίαρχων θρησκειών είναι επιφυλακτικοί να αποδεχτούν τους ακραία συντηρητικούς ή φονταμενταλιστές. Αν αυτή η τάση συνεχιστεί, πιθανώς το πεδίο να είναι δικό τους. Μπορούν να κερδίσουν τη διαμάχη ερήμην.

Ένας θρησκευτικός ηγέτης μου έγραψε για τη λαχτάρα του όσον αφορά στην "πειθαρχημένη ακεραιότητα” στη θρησκεία:

Γίναμε πάρα πολύ συναισθηματικοί... Αφοσίωση και φτηνή ψυχολογία από τη μια, αλαζονεία και δογματική αδιαλλαξία από την άλλη, διαστρεβλώνουν τον αυθεντικό θρησκευτικό βίο. Μερικές φορές πλησιάζω στην απελπισία, αλλά τότε αντιδρώ με πείσμα και ελπίδα... Η ειλικρινής θρησκεία, που είναι πιο κοντά απ’ όσο οι κριτικοί της στις διαστρεβλώσεις και τους παραλογισμούς που διαπράττονται στο όνομά της, έχει ενεργό ενδιαφέρον να ενθαρρύνει τον υγιή σκεπτικισμό για το δικό της συμφέρον... Υπάρχει πιθανότητα η θρησκεία και η επιστήμη να σφυρηλατήσουν μια ισχυρή συμμαχία ενάντια στην ψευδοεπιστήμη και την ψευδοθρησκεία.

Η ψευδό επιστήμη διαφέρει από την εσφαλμένη επιστήμη. Η επιστήμη βρίθει από λάθη αποκλείοντάς τα το ένα μετά το άλλο. Λανθασμένα συμπεράσματα συνάγονται -πάντα, αλλά συνάγονται προσωρινά. Οι υποθέσεις είναι περιορισμένες και έτσι είναι σε θέση να ανασκευαστούν. Μια αλληλουχία από εναλλακτικές υποθέσεις αντιπαρατίθεται στο πείραμα και την παρατήρηση. Η επιστήμη πηγαίνει ψηλαφώντας και σκουντουφλώντας προς τη βελτιωμένη αντίληψη. Τα αισθήματα κυριότητας οπωσδήποτε προσβάλλονται όταν ανασκευαστεί-μια επιστημονική υπόθεση, αλλά αυτές οι απορρίψεις θεωρούνται - στην επιστημονική επιχείρηση.

Η ψευδό επιστήμη είναι το ακριβώς αντίθετο. Οι υποθέσεις είναι συχνά με ακρίβεια οριοθετημένες έτσι ώστε να παραμένουν ανέπαφες από κάθε πειραματισμό που προσφέρει μια προοπτική απόρριψης και έτσι ακόμα και εξ ορισμού δεν μπορούν να αναιρεθούν. Οι επαγγελματίες είναι επιφυλακτικοί και προσεχτικοί. Η σκεπτικιστική σχολαστικότητα καταπολεμάται. Όταν η ψευδό-επιστημονική υπόθεση αποτυγχάνει να διεγείρει τους επιστήμονες, τότε πιστεύεται ότι γίνονται συνομωσίες για την καταστολή της.

Η κινητική ικανότητα σε υγιείς ανθρώπους είναι σχεδόν τέλεια. Σπάνια σκοντάφτουμε και πέφτουμε, εκτός αν είμαστε σε παιδική ή προχωρημένη ηλικία. Μπορούμε να μάθουμε για παράδειγμα να οδηγούμε ποδήλατο ή να κάνουμε σκέιτ ή να παίζουμε κουτσό ή να πηδάμε σκοινάκι ή να οδηγούμε αυτοκίνητο και να διατηρήσουμε αυτή τη δεξιοτεχνία σε όλη μας τη ζωή. Ακόμα και αν περάσει μια δεκαετία χωρίς να την εξασκήσουμε, επανέρχεται αμέσως χωρίς κόπο. Η ακρίβεια και διατήρηση της κινητικής μας ικανότητας, ωστόσο, μας δίνουν μια ψευδαίσθηση αυτοπεποίθησης και στα υπόλοιπα ταλέντα μας. Η αντίληψή μας υπόκειται σε λάθη. Μερικές φορές βλέπουμε κάτι που δεν υπάρχει. Γινόμαστε θύματα οφθαλμαπάτης. Σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε παραισθήσεις. Είμαστε επιρρεπείς σε σφάλματα.

Ένα εξαιρετικά διαφωτιστικό βιβλίο με τίτλο: Πως Ξέρουμε Ότι Δεν Είναι Έτσι: Η Πιθανότητα Σφάλματος της Ανθρώπινης Λογικής στην Καθημερινή Ζωή, του Τόμας Τζίλοβιτς, παρουσιάζει πώς οι άνθρωποι συστηματικά σφάλουν στην κατανόηση των αριθμών, στην απώθηση δυσάρεστων περιστατικών και πώς επηρεάζονται από την γνώμη των άλλων. Είμαστε καλοί σε ορισμένα πράγματα, αλλά όχι σε όλα. Η σοφία έγκειται στην αντίληψη των ορίων μας.

«Ο άνθρωπος είναι ένα επιπόλαιο πλάσμα» μας διδάσκει ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Να λοιπόν πού υπεισέρχεται η σκεπτικιστική αυστηρότητα της επιστήμης.

Ίσως η πιο ακριβής διάκριση ανάμεσα στην επιστήμη και την ψευδό-επιστήμη είναι ότι η επιστήμη διαθέτει μια πολύ ικανότερη κατανόηση της ανθρώπινης ατέλειας και πιθανότητας σφάλματος απ’ ότι η ψευδό-επιστήμη. Αν αρνιόμαστε αποφασιστικά να αναγνωρίσουμε σε ποια σημεία είμαστε επιρρεπείς να περιπέσουμε σε λάθος, σε σοβαρό σφάλμα, τότε μπορούμε να περιμένουμε σίγουρα ότι το λάθος - ακόμα και το σοβαρό λάθος - θα είναι σύντροφός μας για πάντα. Αν όμως είμαστε ικανοί για μια μικρή θαρραλέα αυτοκριτική, όσο και αν αυτή μπορεί να επιφέρει θλιβερές αντιδράσεις, οι πιθανότητές μας βελτιώνονται εξαιρετικά.

Αν διδάσκουμε μόνο τις ανακαλύψεις και τα προϊόντα της επιστήμης -αδιάφορο από το πόσο χρήσιμες και ενθαρρυντικές μπορεί να είναι - χωρίς να εμβαθύνουμε στις κριτικές της μεθόδους, πώς είναι δυνατόν ο μέσος άνθρωπος να διακρίνει την επιστήμη από την ψευδό-επιστήμη; Τότε και οι δυο παρουσιάζονται ως αστήρικτοι ισχυρισμοί. Στη Ρωσία και την Κίνα ήταν κάποτε εύκολο. Η αυθεντική επιστήμη ήταν αυτή που διδασκόταν. Η διάκριση ανάμεσα στην επιστήμη και την ψευδό-επιστήμη γινόταν από άλλους και όχι από το ίδιο το άτομο. Αλλά όταν προέκυψαν οι βαθιές πολιτικές αλλαγές και η δομή της ελεύθερης σκέψης χαλάρωσε, μια στρατιά από βέβαιους ή χαρισματικούς ισχυρισμούς - ειδικά από αυτούς που μας λένε αυτό που θέλουμε να ακούσουμε-κέρδισε τεράστια απήχηση. Κάθε ιδέα, έστω και απίθανη, απέκτησε εγκυρότητα.

Είναι μια μεγάλη πρόκληση για τους εκλαϊκευτές της επιστήμης να καταστήσουν σαφή την πραγματική διαστρεβλωμένη ιστορία των μεγάλων της ανακαλύψεων, όπως επίσης τις παρεξηγήσεις και περιστασιακές επιμονές αρνήσεις των επαγγελματιών που ασχολούνται με αυτή να αλλάξουν λογική. Είναι ένα θέμα το οποίο αρκετά ίσως τα περισσότερα, επιστημονικά βιβλία για τους μελλοντικούς επιστήμονες, το προσπερνούν βιαστικά .Είναι απείρως ευκολότερο να παρουσιάσεις με ελκυστικό τρόπο το απόσταγμα της ανά τους αιώνες σοφίας της υπομονετικής και συλλογικής εξέτασης της Φύσης ,πάρα να εκθέσεις λεπτομερώς τον χαώδη μηχανισμό απόσταξης .Η επιστημονική μέθοδος όσο και αν φαίνεται δύσπεπτη και κατηφής, είναι πολύ πιο σημαντική από τις ίδιες τις ανακαλύψεις της επιστήμης.

Καρλ Σαγκάν, Στοιχειωμένος κόσμος

Αναβλητικότητα

Ένα ζήτημα που επανέρχεται όλο και συχνότερα στην επικαιρότητα και αφορά στον τρόπο ζωής του σύγχρονου ανθρώπου, είναι αυτό της αναβλητικότητας. Με τον όρο αναβλητικότητα σκιαγραφείται ουσιαστικά η συνειδητή και συστηματική τάση προς αναβολή, προς καθυστέρηση δηλαδή, κάποιας συμπεριφοράς ή πράξης, η οποία τάση ανάγεται σταδιακά σε τρόπο ζωής του ατόμου.

Πριν αναφέρουμε οτιδήποτε άλλο, είναι σημαντικό να σημειώσουμε εδώ ότι το άτομο που αναβάλει διαρκώς πράγματα που θα έπρεπε να κάνει, ακόμα και όταν γνωρίζει ότι θα ήταν προς όφελός του τελικά να τα πράξει, αισθάνεται ένα είδος ανακούφισης, ίσως μια πρόσκαιρη ελευθερία από την εκάστοτε υποχρέωσή του, η οποία στην πραγματικότητα δεν είναι ελευθερία.

Καταλαβαίνει κανείς, λοιπόν, ότι ο άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από μια συστηματική αναβλητικότητα στο μεγαλύτερο μέρος τη καθημερινότητάς του, αισθάνεται ότι βρίσκεται σε ένα πλαίσιο ασφάλειας, υπό την έννοια ότι απεκδύεται ευθύνες και υποχρεώσεις, ώστε να νιώθει πιο ‘ελεύθερος’, έχοντας την ψευδαίσθηση συγχρόνως ότι είναι ο ίδιος που ελέγχει τις καταστάσεις, ενώ στην πραγματικότητα απλώς αρνείται να τις αντιμετωπίσει. Συνεπώς, όταν μια τέτοια μέθοδος διαχείρισης των υποχρεώσεων γίνεται τρόπος ζωής, συν τω χρόνων παρουσιάζονται ορισμένες συνέπειες στη ζωή του ατόμου, οι οποίες επηρεάζουν ένα μεγάλο μέρος τη κοινωνικής του ζωής.

Πιο αναλυτικά, η συστηματική αναβλητικότητα επηρεάζει άμεσα την ποιότητα εργασίας του ατόμου, σε όποιο επίπεδο ενασχόλησης κι αν βρίσκεται, με αποτέλεσμα να μειώνεται αισθητά η απόδοσή του. Τούτο συμβαίνει, διότι ο άνθρωπος καταβάλει προσπάθεια να ενεργήσει σε αρκετά μικρότερο χρονικό διάστημα, κοπιάζοντας περισσότερο, έχοντας τα αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα.

Παράλληλα, ενώ το άτομο μέσω της αναβλητικότητας θεωρεί ότι είναι ασφαλές, στην πραγματικότητα δεν διακατέχεται από αίσθημα ασφάλειας, αλλά από άγχος και stress, καθώς και από αισθήματα ενοχής απέναντι στα όσα αρνείται να πράξει και να διευθετήσει. Έρευνες έδειξαν στο παρελθόν ότι μια ακόμα συνέπεια της αναβλητικότητας είναι ο περιορισμός, έως και η ανυπαρξία, της άσκησης στη ζωή των ανθρώπων, η σωστή διαχείριση του ύπνου και η απουσία σωστών διατροφικών συνηθειών.

Τα τελευταία με τη σειρά τους, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, αναδεικνύουν κι αυτά επιπρόσθετες συνέπειες στη ποιότητα ζωής του ατόμου, δημιουργώντας κατά κάποιον τρόπον έναν φαύλο κύκλο στην καθημερινή «σειρά» ή ρουτίνα, ο οποίος ορισμένες φορές είναι αρκετά δύσκολο να αλλάξει.

Ένα μεγάλο μέρος του επιστημονικού κόσμου έχει καταλήξει στο εξής συμπέρασμα, αναφορικά με τα βασικά αίτια του φαινομένου της αναβλητικότητας. Συγκεκριμένα, λέγεται ότι η σοβαρότερη αιτία του φαινομένου αυτού είναι ο φόβος – το άγχος της αποτυχίας. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού καταλήγει να αναβάλει διαρκώς, να μένει σε ανενεργή κατάσταση- απραγία δηλαδή-, υπό το φόβο της μη επιτυχίας, χωρίς μια τέτοια τακτική να συνδέεται απαραίτητα με αποτυχίες του παρελθόντος.

Σημαντικός αριθμός είναι και η μερίδα των ατόμων που χαρακτηρίζονται ως αναποφάσιστοι ή με δυσκολία στο επίπεδο λήψης αποφάσεων, με αποτέλεσμα η αποφυγή μιας απόφασης- και της ευθύνης της συγχρόνως- οδηγούν σε αναβολή και τελικά απραγία.

Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί μια ακόμα περίπτωση, η οποία συνιστά βασική αιτία παρουσίας της αναβλητικότητας.

Ειδικότερα, ορισμένοι άνθρωποι όταν καλούνται να ανταπεξέλθουν και να διαχειριστούν σημαντικά και πολύπλοκα ζητήματα, τα οποία χαρακτηρίζονται για τους χρονικούς τους περιορισμούς και τις υψηλές εν γένει απαιτήσεις, δημιουργούν στο εκάστοτε άτομο το αίσθημα της ψυχικής κούρασης και της νωθρότητας. Στις περιπτώσεις αυτές συμβαίνει πολύ συχνά το άτομο, εν τέλει, να επιλέγει την αποφυγή της διαχείρισης μια τέτοιας κατάστασης, αντί της διευθέτησής της.

Mε δεδομένα τα όσα σημειώθηκαν στις παραπάνω παραγράφους, μπορεί να κατανοήσει ο καθένας ότι η αναβλητικότητα, ως τρόπος ζωής, συνιστά έναν αρνητικό-αγκυλωμένο τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς, ο οποίος επηρεάζει άμεσα το συνολικό περιβάλλον στο οποίο ζει ο αναβλητικός άνθρωπος. Είναι πολύ σημαντικό, επομένως, το άτομο εν πρώτοις να μπορέσει να κατανοήσει και να συνειδητοποιήσει το πλαίσιο της αναβλητικότητας μέσα στο οποίο κινείται και εν συνεχεία να μπορέσει σταδιακά να μεταβάλει μια τέτοιου είδους κατάσταση σε πιο λειτουργική.

Το πρώτο και σημαντικότερο βήμα είναι το άτομο να κατανοήσει και να αντιληφθεί την αξία και τη σοβαρότητα του συνόλου των πράξεων τις οποίες αναβάλει. Μέσω της τακτικής αυτής το άτομο καλείται ουσιαστικά να επεξεργαστεί τις υποχρεώσεις τους και να επιλέξει ποιες έχουν προτεραιότητα και σημασία, καθώς και τις αιτίες που οδηγούν στην αναβολή τους.

Άμεσα, λοιπόν, ο καθένας επικεντρώνεται στα όσα χρειάζεται να επικεντρωθεί και φυσικά να αφιερώσει χρόνο. Παράλληλα, σε τεχνικό επίπεδο, μια βοήθεια που μπορούμε να δώσουμε στον εαυτό μας, είναι να δημιουργήσουμε ένα είδος λίστας-προγράμματος, μέσω του οποίου θα γίνονται ξεκάθαρες οι υποχρεώσεις που χρειάζονται διευθέτηση στο άμεσο μέλλον.

Είναι εξαιρετικά σημαντικό οι στόχοι που καταγράφονται να είναι εφικτοί και στο πλαίσιο του πραγματικού, ώστε να μην έρχεται το άτομο προ εκπλήξεως και δυσαρέσκειας. Ο ρεαλιστικός σχεδιασμός και οι πιθανότητες επιτυχίας στους ανάλογους στόχους, μειώνουν το άγχος και το άτομο δεν μένει παθητικό μπροστά στις υποχρεώσεις του.

Στο ίδιο επίπεδο, με βάση την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του ατόμου, ο καθένας από εμάς μπορεί να βρει τρόπους, ώστε όταν δεν εμπνέεται από κάτι, αντί να αναβάλλει αυτό που έχει να κάνει, να αλλάζει χώρο ή τρόπο δραστηριοποίησης, ώστε να «ανανεώνει» το περιβάλλον του.

Ως εκ τούτου, το φαινόμενο της αναβλητικότητας είναι κάτι που μέσα από τη σωστή διαχείριση γίνεται να αντιμετωπιστεί και οι αιτίες που το δημιουργούν να περιοριστούν και να μεταβληθούν σε λειτουργικούς στόχους. Χρήσιμο είναι, ακόμα, να γνωρίζουμε, ότι στην εποχής μας, λόγω των ρυθμών ζωής πολλές φορές φαινόμενα που ασκούν επιρροή στη ζωή και το επάγγελμά μας, είναι δύσκολο να τα διαχειριστούμε μόνοι μας.

Στις περιπτώσεις αυτές μπορούμε πάντοτε να απευθυνθούμε σε κάποιον ψυχοθεραπευτή ή σύμβουλο ψυχικής, ώστε να μας βοηθήσει να ‘ξεκλειδώσουμε’ κάποια σημεία σκέψης και συμπεριφοράς, τα οποία δυσκολευόμαστε να διαχειριστούμε μόνοι μας. Με τον τρόπο αυτόν τα πράγματα πολλές φορές γίνονται πιο εύκολα, καθώς στην ουσία συμβαίνει συχνά να μας λείπει ο τρόπος και όχι ο κόπος.

Η μοίρα του αχάριστου, είναι η μοναξιά

Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί η αχαριστία, δεν είναι ποινικό αδίκημα. Γιατί δεν τιμωρείται παραδειγματικά και οι αχάριστοι να ξεχωρίζουν ανάμεσα στους άλλους. Να μπορείς να τους βλέπεις και να λες «μακριά ρε». Ναι, μακριά.

Γιατί ο φονιάς, μπορεί να βρέθηκε εν βρασμώ ψυχής ή ακόμα και να μετανιώσει, να αλλάξει. Ο κλέφτης, μπορεί να έγινε κλέφτης από ανάγκη και να πάψει να είναι κλέφτης, να βρει το δρόμο του. Ο μοιχός, ο ψεύτης, ο απατεώνας, όλοι αυτοί, έχουν μια ελπίδα να αλλάξουν. Να κοιταχτούν στον καθρέφτη και να πουν «τι κάνεις ρε μαλάκα» και να αλλάξουν ρώτα.

Ο αχάριστος όμως, είναι εγκληματίας που δεν σωφρονίζεται, δεν αλλάζει, δεν μπορεί καν να καταλάβει πως είναι ένα κινούμενο έγκλημα. Ο αχάριστος νομίζει πως όλοι του χρωστάνε. Άνθρωποι, ζωή, μοίρα, τύχη, όλοι του έχουν στερήσει κάτι και του το χρωστάνε.

Κι επειδή εκείνος φαντασιώνεται πως του χρωστάνε, κοιτάει να τα πάρει από όποιον λάχει να περάσει από το μονοπάτι του. Κοιτάει να ξεσκίσει την ψυχή του άλλου. Κοιτάει να μπήξει το μαχαίρι τόσο βαθιά που να μην υπάρχει ελπίδα σωτηρίας.

Ο αχάριστος είναι ένα κινούμενο έγκλημα που μένει ατιμώρητο από το ποινικό δίκαιο αλλά όχι από την ζωή. Βλέπεις ο αχάριστος, είναι καταδικασμένος να ζήσει μόνος. Ο αχάριστος ξεχωρίζει γιατί κανείς δεν μένει δίπλα του. Στο τέλος, τον ξερνάνε όλοι.

Ο αχάριστος έμαθε να είναι θύμα, έμαθε να πιστεύει πως όλοι τον εκμεταλλεύονται, όλοι θέλουν κάτι από εκείνον κι εκείνος απλά και μόνο απαιτεί. Απαιτεί συναισθήματα αλλά είναι ένας ντενεκές άδειος και τα συναισθήματα χάνονται. Απαιτεί προσοχή, όμως όση και να του δώσεις, είναι τόσο ασήμαντος που δεν μπορεί να νιώσει σημαντικός. Απαιτεί συγχώρεση και κατανόηση μα δεν έμαθε να δίνει τίποτα από τα δυο!

Ο αχάριστος είναι ανίκανος να νιώσει. Να αγαπήσει, να ευτυχίσει, να συγχωρέσει. Και το χειρότερο; Τον αχάριστο, τον έχουν αγαπήσει, του έχουν προσφέρει ευτυχία και χαρά, τον έχουν συγχωρήσει, πριν τον αγνοήσουν.

Γιατί η μοίρα του αχάριστου, αυτή είναι. Να τον αγνοούν οι άνθρωποι και η ίδια η ζωή.

Μήνυμα που εστάλη, δεν σημαίνει πάντα ότι ελήφθη

Οι λειτουργίες της γλώσσας (το επικοινωνιακό μοντέλο του Jakobson)

Ο Roman Jakobson, μεγάλος γλωσσολόγος και θεωρητικός της λογοτεχνίας, έχτισε τη θεωρία του για το επικοινωνιακό μοντέλο, στο οποίο συμμετέχουν έξι βασικοί παράγοντες και παράλληλα διέκρινε την αντιστοιχία που δημιουργούν με λειτουργίες της γλώσσας.

Το μοντέλο που πρότεινε ο Jakobson, πρόκειται για έναν πολυποίκιλο κώδικα που αντανακλά κυρίως τις ανθρώπινες λειτουργίες της γλώσσας και επειδή μπορεί να δυσκολεύει, θα το εξετάσουμε αναλυτικά και με παραδείγματα!

Οι βασικοί παράγοντες στη μετάδοση της επικοινωνίας είναι οι εξής:

1) πομπός (αυτός που στέλνει το μήνυμα, ο ομιλητής/αποστολέας)
2) δέκτης (αυτός που λαμβάνει το μήνυμα, ο ακροατής/παραλήπτης)
3) μήνυμα (ό,τι στέλνει ο πομπός)
4) επικοινωνιακός κώδικας (η γλώσσα, που πρέπει να είναι κοινή για πομπό και δέκτη)
5) πλαίσιο αναφοράς (το αναφερόμενο, αυτό που δείχνει η λέξη. Αφορά το θέμα, την πληροφορία)
6) δίαυλος επικοινωνίας (το “κανάλι” μεταξύ πομπού – δέκτη)

Ο καθένας από τους παραπάνω παράγοντες ορίζει και μια λειτουργία της γλώσσας:

1) Πομπός –> συναισθηματική/εκφραστική/συγκινησιακή λειτουργία, καθώς αυτός είναι που πλάθει το μήνυμα, δίνει μορφή στο περιεχόμενο και διαμορφώνει μια συγκεκριμένη στάση απέναντί του. Το μήνυμα είναι συνήθως σε α’ πρόσωπο, με επιφωνήματα, τονικό χρωματισμό κ.α. Π.χ: Αχ! Αγαπώ τόσο τα ταξίδια!

2) Δέκτης –> βουλητική/προστακτική/κλητική λειτουργία, επειδή απευθύνεται προς τον δέκτη για να εκφράσει: επιθυμία, προσταγή ή επίκληση, ώστε να πραγματοποιηθεί ένα πρακτικό αποτέλεσμα. Π.χ: Φέρε μου ένα ποτήρι νερό!

3) Μήνυμα –> ποιητική χρήση της γλώσσας, καθώς η σημασία περνάει στην επεξεργασία και τη μορφή του ίδιου του μηνύματος. Μπορεί να είναι έντονα τα υφολογικά χαρακτηριστικά ή να υπάρχει ομοιοκαταληξία. Π.χ: Τον κοίταξε θυμωμένα και το βλέμμα της φώτισε σαν αστραπή…

4) Επικοινωνιακός κώδικας –> μεταγλωσσική/διαγλωσσική λειτουργία. Αυτή η λειτουργία, επιτρέπει να μιλάμε για μια γλώσσα κάνοντας χρήση της ίδιας αυτής γλώσσας. Π.χ: “πόλεμος” σημαίνει “σύγκρουση, ένοπλη σύρραξη μεταξύ μεγάλων ομάδων ανθρώπων”, “τι εννοείς;”

5) Πλαίσιο αναφοράς –> αναφορική/δηλωτική/παραστατική λειτουργία, όπως το λέει και η λέξη από μόνη της: δηλώνει, πληροφορεί για κάτι. Π.χ: Χιονίζει.

6) Δίαυλος –> φατική λειτουργία, η οποία ελέγχει την αποτελεσματικότητα του αγωγού, άρα και της επικοινωνίας και έτσι την προωθεί ή την τερματίζει. Δεν δίνει απαραίτητα σημασία στο μήνυμα. Π.χ: “εμπρός;” (στο τηλέφωνο), “έλα βρε, σώπα!”, “εντάξει, τα λέμε αύριο, ε;”

Πρέπει να σημειωθεί πως στην ουσία αυτές οι λειτουργίες δείχνουν έξι όψεις, μέσα απ’ τις οποίες μπορούμε να εξετάσουμε τη γλωσσική πράξη, δηλαδή την πράξη που πραγματοποιούμε όταν λέμε ή γράφουμε κάτι, πάντα μέσα σ’ ένα επικοινωνιακό πλαίσιο και για να εξυπηρετήσουμε κάποιον επικοινωνιακό σκοπό (π.χ η αποστήθιση δεν αποτελεί γλωσσική πράξη). Ο Jakobson αναφερόταν πολύ συχνά στον Stanislavsky, ο οποίος ζητούσε από τους ηθοποιούς του να πουν τη φράση “σήμερα το απόγευμα” με σαράντα διαφορετικούς τρόπους, ώστε οι ακροατές να καταλαβαίνουν κάθε φορά και μια διαφορετική ψυχική κατάσταση!

Το Θέμα Δεν Είναι Ποιος Έχει Δίκιο. Το Θέμα Είναι Να Ζούμε Καλά Μαζί

Καθένας μας έχει ορισμένες πεποιθήσεις, αξίες και σκέψεις που είναι θεμελιώδεις και απαράβατες για τον ίδιο. Πιστεύουμε ότι είναι αδιαμφισβήτητα σωστές και ότι όλοι θα τις εκτιμούσαν εάν μπορούσαν να τις καταλάβουν. Ωστόσο κάποιες φορές θα πρέπει να μοιραζόμαστε τον χρόνο μας και με άτομα που δεν ασπάζονται τις αντιλήψεις μας.

Διαφωνούμε πολλές φορές για ζητήματα πολιτικής, θρησκευτικές πεποιθήσεις ή αξίες ζωής. Όταν μία συζήτηση άπτεται αυτών των θεμάτων, δεν αποκλείεται πολύ σύντομα να υπάρξει αντιπαράθεση. Κανείς δεν εισπράττει εκτίμηση ή σεβασμό, κι αυτό που απομένει είναι ο θυμός, η σύγχυση κι ο πόνος.

Πρέπει να διερωτηθούμε εάν πραγματικά αξίζει να δυσαρεστούμε ή να πληγώνουμε ο ένας τον άλλο στον βωμό της προάσπισης των πεποιθήσεών μας. Αντί να ασχολούμαστε με την ιερότητα των αξιών μας, δεν θα έπρεπε να ενδιαφερόμαστε περισσότερο για το άτομο που βρίσκεται μπροστά μας; Δεν είναι προτιμότερο να είμαστε καλά μαζί από το να έχει δίκιο ένας μόνος του;

Η απόπειρα να πείσουμε κάποιον να υιοθετήσει τις απόψεις μας είναι κυρίως έργο του εγώ μας. Ακόμα κι αν αποδειχθεί ότι έχουμε δίκιο, το εγώ μας αναζητά νέα θέματα για να διαφωνήσει.

Η ωριμότητα έρχεται με την εμπειρία. Ένα μάθημα ωριμότητας είναι ότι δεν πρέπει να παίρνουμε τις σκέψεις μας και πολύ στα σοβαρά και ότι πρέπει να χαλιναγωγούμε το εγώ μας για να αποκτήσουμε μια συνολική εικόνα των πραγμάτων.

Το να έχουμε δίκιο δεν συγκρίνεται ούτε στο ελάχιστο με το να ζούμε καλά μαζί με τους άλλους.

Η NASA παρήγαγε στον Άρη οξυγόνο αρκετό για 100 λεπτά αναπνοής ενός αστροναύτη

Μια μικρή πειραματική συσκευή πάνω στο ρομποτικό ρόβερ Perseverance της Αμερικανικής Διαστημικής Υπηρεσίας (NASA) παρήγαγε επιτόπου στον Άρη – κάνοντας τη «δουλειά» ενός μικρού δένδρου -αρκετή ποσότητα οξυγόνου που θα επέτρεπε σε έναν αστροναύτη να αναπνέει επί 100 λεπτά.

Η εν λόγω μέθοδος MOXIE (Mars Oxygen In-Situ Resource Utilization Experiment) πρόκειται πλέον να αξιοποιηθεί σε μεγαλύτερη κλίμακα για να βοηθήσει στις μελλοντικές επανδρωμένες αποστολές.

Το MOXIE, που είχε φθάσει στον Άρη τον Φεβρουάριο του 2021 μαζί με το ρόβερ, κατάφερε να παράγει οξυγόνο με ρυθμό περίπου έξι γραμμαρίων την ώρα (όσο περίπου παράγει ένα μικρό δένδρο) και μάλιστα υπό δύσκολες πλανητικές συνθήκες. Συνολικά έχει ήδη παράγει 50 γραμμάρια οξυγόνου, αρκετά για 100 λεπτά αναπνοής ενός αστροναύτη.

Οι ερευνητές παρουσίασαν τα αποτελέσματα της ΜΟΧΙΕ για πρώτη φορά στο επιστημονικό περιοδικό «Science Advances». Για «λαμπρή επιτυχία» έκανε λόγο ο επικεφαλής ερευνητής Μάικλ Χεχτ του Πανεπιστημίου ΜΙΤ, καθώς η συσκευή συνέχισε να παράγει υψηλής ποιότητας οξυγόνο μέρα-νύχτα, σε όλες τις αρειανές εποχές και σε διαφορετικές ακραίες θερμοκρασίες, ακόμη και μετά από μια θύελλα σκόνης.

«Είναι η πρώτη επίδειξη της πραγματικής χρήσης πόρων από την επιφάνεια ενός άλλου πλανητικού σώματος και η μεταμόρφωσή τους με χημικό τρόπο σε κάτι που θα μπορούσε να είναι χρήσιμο για μια ανθρώπινη αποστολή. Με αυτή την έννοια, είναι κάτι ιστορικό», δήλωσε ο καθηγητής του Τμήματος Αεροναυτικής και Αστροναυτικής του ΜΙΤ Τζέφρι Χόφμαν.

Η συσκευή χρησιμοποιεί φίλτρα, αντλίες και συμπιεστές για να αντλήσει διοξείδιο του άνθρακα από την αρειανή ατμόσφαιρα, να το φιλτράρει και να το καθαρίσει, να το συμπιέσει και να το θερμάνει έως τους 800 βαθμούς Κελσίου, μετά με ηλεκτροχημικό τρόπο να το διασπάσει σε άτομα (ιόντα) οξυγόνου και μονοξείδιο του άνθρακα, ώσπου τελικά να απομονώσει και να συνδυάσει τα άτομα οξυγόνου έτσι ώστε να παράγει αναπνεύσιμο αέριο μοριακό οξυγόνο, το οποίο απελευθερώνεται στον αέρα.

Η NASA εργάζεται πλέον πάνω σε μια μεγαλύτερη εκδοχή της συσκευής, όγκου περίπου ενός κυβικού μέτρου (100 φορές μεγαλύτερη από την τωρινή ΜΟΧΙΕ), κάτι που ενέχει τεχνικές προκλήσεις.

Μια τέτοια μεγαλύτερη συσκευή θα μπορούσε να παράγει αρκετό οξυγόνο – με ρυθμό ισοδύναμο εκατοντάδων δένδρων – όχι μόνο για όλο το πλήρωμα μιας αποστολής στον Άρη, αλλά για και τους 30 έως 50 τόνους πυραυλικού καυσίμου (υγρού οξυγόνου) που θα χρειαστούν για την εκτόξευση και επιστροφή τους στη Γη, έτσι ώστε να μην χρειαστεί να έχει μεταφερθεί εκ των προτέρων τόσο οξυγόνο από τον πλανήτη μας στον Άρη.


Σταδιακά περισσότερες τέτοιες μονάδες από κοινού θα αποτελέσουν ένα εργοστάσιο παραγωγής οξυγόνου στον γειτονικό πλανήτη, αξιοποιώντας το άφθονο διοξείδιο του άνθρακα που υπάρχει εκεί και αποτελεί περίπου το 96% της αρειανής ατμόσφαιρας.

Για να υποστηρίξει πάντως μια αποστολή αστροναυτών, η συσκευή παραγωγής οξυγόνου θα πρέπει να δουλεύει συνεχώς για περίπου 400 μέρες και μέχρι στιγμής η MOXIE – που συνεχίζει να δουλεύει στον Άρη – έχει εργαστεί για μια ώρα το πολύ κάθε φορά (συνολικά επτά φορές σε διαφορετικές χρονικές περιόδους). Σε κάθε περίπτωση, η τεχνολογία της θεωρείται πολλά υποσχόμενη.

Λουκρήτιος: Οι πρώτοι άνθρωποι

Είναι εκπληκτικό πως η Επικούρεια “ανθρωπολογία”, που γνωρίσαμε διαμέσου του Λουκρήτιου και του φιλοσοφικού του ποιήματος De rerum natura (“Περί της φύσεως των πραγμάτων”, ελάχιστα διαφέρει από τις επιστημονικές αντιλήψεις της εποχής μας, αποτελώντας μία από τις πρώτες εκδηλώσεις της εξελικτικής σκέψης Διαβάστε ένα μικρό απόσπασμα:

Εκείνη όμως η ανθρώπινη γενιά πάνω στη γη ήταν πολύ πιο σκληρή, πράγμα φυσικό, αφού την είχε δημιουργήσει η σκληρή γη, φτιαγμένη εσωτερικά με κόκαλα μεγαλύτερα και πιο γερά, με τις σάρκες κολλημένες με δυνατούς τένοντες, μια φυλή που δεν την πείραζε εύκολα ούτε η ζέστη ούτε το κρύο ούτε η ασυνήθιστη τροφή ούτε καμιά σωματική αδυναμία.

Περνούσαν τη ζωή τους όλο περιπλανήσεις, κατά τη διάρκεια πολλών περιστροφών του ήλιου, σαν αγρίμια. Δεν υπήρχε κανένας ρωμαλέος οδηγός του κυρτού αλετριού, κανένας δεν ήξερε να καλλιεργεί τα χωράφια με σιδερένιο υνί ούτε να μπήγει στη γη τρυφερά βλαστάρια ούτε να κόβει με κλαδευτήρι τα παλιά κλαδιά από τα ψηλά δέντρα. Αυτό που είχε δώσει ο ήλιος και οι βροχές, αυτό που είχε δημιουργήσει η γη μόνη της, ήταν δώρο αρκετό, για να ευχαριστήσει τις καρδιές τους.

Τις πιο πολλές φορές τρέφονταν με βαλανίδια. Και τα κούμαρα που βλέπεις τώρα να ωριμάζουν με το πορφυρό τους χρώμα το χειμώνα, τότε η γη τα έβγαζε άφθονα και πολύ πιο μεγάλα. Ακόμα η θαλερή τότε νεότητα του κόσμου έβγαζε άφθονη τροφή σκληρή, αλλά κατάλληλη για τους φτωχούς θνητούς.

Αλλά τα ποτάμια και οι πηγές τους καλούσαν να σβήσουν τη δίψα τους, όπως τώρα το νερό που πέφτει από τα ψηλά βουνά καλεί από μακριά τα διψασμένα αγρίμια. Τέλος κατοικούσαν στις κατοικίες των νυμφών, μέσα στα δάση, γνωστές από τις περιπλανήσεις τους, απ’ όπου μάθαιναν πως ρέματα τρεχάμενα πλένουν με τα κύματά τους τους υγρούς βράχους, τους σκεπασμένους με μούσκλια, όλο σταγόνες υγρούς βράχους, και πως σε μερικά μέρη ξεχειλίζουν κι απλώνονται στις ανοιχτές πεδιάδες.

Δεν ήξεραν ακόμα να δουλεύουν πράγματα με τη φωτιά ούτε να χρησιμοποιούν τα δέρματα και να ντύνουν το σώμα τους με τα τομάρια των αγριμιών. Ζούσαν στα δάση, στις σπηλιές των βουνών και στους λόγγους, έκρυβαν τα βρόμικα κορμιά τους στους θάμνους, για να γλιτώσουν από τα μαστιγώματα των ανέμων και τις βροχές.

Δεν μπορούσαν να φροντίζουν τα κοινά αγαθά ούτε ήξεραν να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις με έθιμα και νόμους. Καθένας έπαιρνε τη λεία που του πρόσφερε η τύχη, μαθημένος να ‘ναι δυνατός για τον εαυτό του και να ζει μόνος του. Η Αφροδίτη μέσα στα δάση ένωνε τα κορμιά των εραστών. Τους ένωνε η αμοιβαία επιθυμία ή η ορμητική δύναμη κι ο δυνατός πόθος του άντρα ή η προσφορά: βαλανίδια και κούμαρα ή διαλεχτά αχλάδια.

Με τη θαυμαστή ικανότητα των χεριών και των ποδιών τους κυνηγούσαν τα είδη των αγριμιών στα δάση με ρόπαλα βαριά και πετώντας πέτρες. Τα περισσότερα τα νικούσαν κι από μερικά γλίτωναν μέσα σε κρυψώνες.

Σαν τ’ αγριογούρουνα, όταν τους έβρισκε η νύχτα, τέντωναν τ’ άγρια κορμιά τους χάμω και τυλίγονταν με φύλλα και κλαδιά. Δεν έψαχναν για τη μέρα και για τον ήλιο θρηνώντας μέσα στα δάση, γυρνώντας τρομαγμένοι μες στις σκιές της νύχτας, αλλά περίμεναν βουβοί, θαμμένοι στον ύπνο, πότε θ’ απλώσει ο ήλιος με το ρόδινο πυρσό του το φως στον ουρανό. Αφού είχαν συνηθίσει από παιδιά να βλέπουν πάντα το σκοτάδι και το φως να παρουσιάζονται διαδοχικά, δεν ήταν δυνατό ν’ απορούν ή να φοβούνται μήπως χαθεί το φως του ήλιου και μια αιώνια νύχτα απλωθεί στη γη.

Αλλά περισσότερο τους ανησυχούσαν τ’ αγρίμια που τάραζαν συχνά την ησυχία αυτών των δυστυχισμένων. Διωγμένοι από την κατοικία τους, αναγκάζονταν να φύγουν από τα πέτρινα καταφύγιά τους, όταν ερχόταν ένα αγριογούρουνο με αφρισμένο στόμα ή ένα δυνατό λιοντάρι, και, βαθιά μεσάνυχτα, παραχωρούσαν τρομαγμένοι τα στρωμένα με φύλλα κρεβάτια τους στους άγριους επισκέπτες.

Ούτε εξάλλου τα γένη των θνητών τότε, περισσότερο από τώρα, άφηναν το γλυκό φως της ζωής με θρήνους. Γιατί τότε ήταν ευκολότερο να πιαστεί ο καθένας και να προσφέρει τον εαυτό του ζωντανή τροφή στα θηρία, ξεσκισμένος από τα δόντια τους, γεμίζοντας με το θρήνο του λαγκάδια, βουνά και δάση, βλέποντας τη ζωντανή σάρκα του μέσα σε τάφο ζωντανό.

Εκείνοι όμως που σώζονταν με τη φυγή, κρατώντας ύστερα τις τρεμάμενες παλάμες τους πάνω στις πληγές τους καλούσαν με τρομερές φωνές τον Άδη, ως τη στιγμή που άγριοι πόνοι τους στερούσαν τη ζωή, χωρίς βοήθεια, χωρίς να ξέρουν τι φροντίδα χρειάζονταν οι πληγές τους.

Όμως δεν έστελνε στον όλεθρο μια μονάχα μέρα πολλές χιλιάδες άντρες παραταγμένους κάτω απ’ τις σημαίες, ούτε πελώρια ταραγμένα κύματα έριχναν με δύναμη πάνω στους βράχους καράβια κι ανθρώπους. Αλλά μάταια, στα χαμένα συχνά σηκωνόταν κι αγρίευε η θάλασσα ή άφηνε να πέφτουν χωρίς λόγο οι κούφιες απειλές της. Δεν μπορούσε να ξεγελάσει κανένα με τη δόλια απάτη της ηρεμίας της, με τα γελαστά κύματά της. Η ανόσια τέχνη της ναυσιπλοΐας τότε βρισκόταν στο σκοτάδι. Τον καιρό εκείνο η έλλειψη της τροφής πρόσφερε τα κορμιά στο θάνατο. Αντίθετα, τώρα τα πνίγει η αφθονία. Εκείνοι από άγνοια έχυναν οι ίδιοι μέσα τους το δηλητήριο, τώρα, πιο τεχνικά, το δίνουν οι ίδιοι σε άλλους.

Ύστερα, όταν άρχισαν να χρησιμοποιούν καλύβες, δέρματα και τη φωτιά, και η γυναίκα, ζευγαρωμένη με τον άντρα, μπήκε σε σπίτι, έγιναν γνωστοί οι νόμοι του γάμου και είδαν να γεννιούνται απόγονοι, άρχισε τότε για πρώτη φορά να ημερεύει το ανθρώπινο γένος. Γιατί η φωτιά φρόντισε να μην μπορούν τα σώματά τους, που τουρτούριζαν, ν’ αντέχουν κάτω απ’ το θόλο τ’ ουρανού και η Αφροδίτη περιόρισε τις δυνάμεις τους, τα παιδιά με τα χάδια εύκολα έσπασαν το περήφανο φρόνημα των γονιών τους.

Τότε επίσης άρχισαν οι γείτονες να συνάπτουν φιλικούς δεσμούς μεταξύ τους με την επιθυμία να μην προκαλούν ούτε να παθαίνουν κακό, ζήτησαν προστασία για τα παιδιά και το γυναικείο φύλο, όταν έδειχναν με χειρονομίες και φωνές, με λόγια μπερδεμένα, πως είναι δίκαιο όλοι να σπλαχνίζονται τον αδύνατο. Δεν ήταν όμως δυνατό να επικρατεί σε κάθε περίπτωση η ομόνοια, αλλά αρκετοί καλοί σέβονταν τίμια τις συνθήκες. Αλλιώς το ανθρώπινο γένος από τότε κιόλας θα είχε αφανιστεί εντελώς και δε θα μπορούσε να συνεχίσει μέχρι σήμερα τη διαιώνισή του.

Λουκρήτιος, Η φύση των πραγμάτων (Lucretius – De rerum natura)

Ο Τίτος Λουκρήτιος Κάρος (λατινικά: Titus Lucretius Carus, 94 π.Χ. – 15 Οκτωβρίου 55 π.Χ.) ήταν Ρωμαίος ποιητής και φιλόσοφος. Το μόνο γνωστό του έργο είναι το εκτενές φιλοσοφικό ποίημα ), 7.415 στίχων με επικούρεια θεματολογία.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΠΡΟΣ ΦΟΡΜΙΩΝΑ ΠΕΡΙ ΔΑΝΕΙΟΥ

ΔΗΜ 34.22–32

Επιχειρήματα κατά του ισχυρισμού του κατηγορουμένου ότι έδωσε τα χρήματα στον Λάμπη

Το πρώτο τμήμα της διηγήσεως–πίστεως αφιερώθηκε στην προσπάθεια του Χρύσιππου να αποδείξει ότι ο Φορμίωνας μεταχειρίστηκε καθόλη τη διάρκεια της υπόθεσης δόλια μέσα, ώστε να μην του επιστρέψει τα χρήματα που είχε δανειστεί. Όταν τελικά αποδείχτηκαν αβάσιμες οι δικαιολογίες του, ο Φορμίωνας επινόησε σε συνεννόηση με τον Λάμπη τον ισχυρισμό ότι είχε δώσει σε εκείνον τα χρήματα του δανείου λίγο πριν από το ναυάγιο του πλοίου του στον Βόσπορο.


ἐξ αὐτοῦ δὴ
τοῦ πράγματος λογίσασθε, ὦ ἄνδρες δικασταί, παρ’ ὑμῖν
αὐτοῖς, ὁπόθεν ἔμελλεν οὗτος ἀποδώσειν τὸ χρυσίον. ἐνθένδε
μὲν γὰρ ἐξέπλει οὐκ ἐνθέμενος εἰς τὴν ναῦν τὰ χρήματα καὶ
ὑποθήκην οὐκ ἔχων, ἀλλ’ ἐπὶ τοῖς ἐμοῖς χρήμασιν ἐπιδανει-
σάμενος· ἐν Βοσπόρῳ δ’ ἀπρασίαν τῶν φορτίων κατέλαβεν,
καὶ τοὺς τὰ ἑτερόπλοα δανείσαντας μόλις ἀπήλλαξεν. [23] καὶ
οὗτος μὲν ἐδάνεισεν αὐτῷ δισχιλίας δραχμὰς ἀμφοτερόπλουν,
ὥστ’ ἀπολαβεῖν Ἀθήνησιν δισχιλίας ἑξακοσίας δραχμάς·
Φορμίων δέ φησιν ἀποδοῦναι Λάμπιδι ἐν Βοσπόρῳ ἑκατὸν
καὶ εἴκοσι στατῆρας Κυζικηνούς (τούτῳ γὰρ προσέχετε τὸν
νοῦν) δανεισάμενος ἐγγείων τόκων. ἦσαν δὲ ἔφεκτοι οἱ
ἔγγειοι τόκοι, ὁ δὲ Κυζικηνὸς ἐδύνατο ἐκεῖ εἴκοσι καὶ ὀκτὼ
δραχμὰς Ἀττικάς. [24] δεῖ δὴ μαθεῖν ὑμᾶς ὅσα φησὶν χρήματα
ἀποδεδωκέναι. τῶν μὲν γὰρ ἑκατὸν εἴκοσι στατήρων γίγνον-
ται τρισχίλιαι τριακόσιαι ἑξήκοντα, ὁ δὲ τόκος ὁ ἔγγειος ὁ
ἔφεκτος [τῶν τριάκοντα μνῶν καὶ τριῶν καὶ ἑξήκοντα] πεντα-
κόσιαι δραχμαὶ καὶ ἑξήκοντα· τὸ δὲ σύμπαν κεφάλαιον
γίγνεται τόσον καὶ τόσον. [25] ἔστιν οὖν, ὦ ἄνδρες δικασταί,
οὗτος ὁ ἄνθρωπος ἢ γενήσεταί ποτε, ὃς ἀντὶ δισχιλίων
ἑξακοσίων δραχμῶν τριάκοντα μνᾶς καὶ τριακοσίας καὶ ἑξή-
κοντα ἀποτίνειν προείλετ’ ἄν, καὶ τόκον πεντακοσίας δραχμὰς
καὶ ἑξήκοντα δανεισάμενος, ἅς φησιν ἀποδεδωκέναι Φορμίων
Λάμπιδι, τρισχιλίας ἐνακοσίας εἴκοσι; ἐξὸν δ’ αὐτῷ ἀμφο-
τερόπλουν Ἀθήνησιν ἀποδοῦναι τὸ ἀργύριον, ἐν Βοσπόρῳ
ἀπέδωκε, τρισὶ καὶ δέκα μναῖς πλέον; [26] καὶ τοῖς μὲν τὰ ἑτερό-
πλοα δανείσασι μόλις τἀρχαῖον ἀποδέδωκας, οἳ συνέπλευσάν
σοι καὶ προσήδρευον· τούτῳ δὲ τῷ μὴ παρόντι οὐ μόνον
τἀρχαῖα καὶ τοὺς τόκους ἀπεδίδους, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐπιτίμια τὰ
ἐκ τῆς συγγραφῆς ἀπέτινες, οὐδεμιᾶς σοι ἀνάγκης οὔσης;
[27] κἀκείνους μὲν οὐκ ἐδεδίεις, οἷς αἱ συγγραφαὶ ἐν Βοσπόρῳ τὴν
πρᾶξιν ἐδίδοσαν τοῦ δανείου· τούτου δὲ φὴς φροντίζειν, ὃν ἐξ
ἀρχῆς εὐθὺς ἠδίκεις οὐκ ἐνθέμενος τὰ χρήματα εἰς τὴν ναῦν
κατὰ τὴν συγγραφὴν Ἀθήνηθεν; καὶ νῦν μὲν εἰς τὸ ἐμπόριον
ἥκων, οὗ τὸ συμβόλαιον ἐγένετο, οὐκ ὀκνεῖς ἀποστερεῖν τὸν
δανείσαντα· ἐν Βοσπόρῳ δὲ πλείω τῶν δικαίων φὴς ποιεῖν, οὗ
δίκην οὐκ ἔμελλες δώσειν; [28] καὶ οἱ μὲν ἄλλοι πάντες οἱ τὰ
ἀμφοτερόπλοα δανειζόμενοι, ὅταν ἀποστέλλωνται ἐκ τῶν
ἐμπορίων, πολλοὺς παρίστανται, ἐπιμαρτυρόμενοι ὅτι τὰ χρή-
ματα ἤδη κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι· σὺ δ’ ἑνὶ σκήπτει μάρ-
τυρι αὐτῷ τῷ συναδικοῦντι, καὶ οὔτε τὸν παῖδα τὸν ἡμέτερον
παρέλαβες ἐν Βοσπόρῳ ὄντα οὔτε τὸν κοινωνόν, οὐδὲ τὰς
ἐπιστολὰς ἀπέδωκας αὐτοῖς, ἃς ἡμεῖς ἐπεθήκαμεν, ἐν αἷς ἐγέ-
γραπτο παρακολουθεῖν σοι οἷς ἂν πράττῃς; [29] καίτοι, ὦ ἄνδρες
δικασταί, τί οὐκ ἂν πράξειεν ὁ τοιοῦτος, ὅστις γράμματα λα-
βὼν μὴ ἀποδέδωκεν ὀρθῶς καὶ δικαίως; ἢ πῶς οὐ φανερόν
ἐστιν ὑμῖν τὸ τούτου κακούργημα ἐξ αὐτῶν ὧν ἔπραττεν; καί-
τοι, ὦ γῆ καὶ θεοί, προσῆκέν γε τοσοῦτο χρυσίον ἀποδιδόντα,
καὶ πλέον τοῦ δανείσματος, περιβόητον ποιεῖν ἐν τῷ ἐμπορίῳ,
καὶ παρακαλεῖν πάντας ἀνθρώπους, πρῶτον δὲ τὸν παῖδα τὸν
τούτου καὶ τὸν κοινωνόν· [30] ἴστε γὰρ δήπου πάντες ὅτι δανεί-
ζονται μὲν μετ’ ὀλίγων μαρτύρων, ὅταν δ’ ἀποδιδῶσιν,
πολλοὺς παρίστανται μάρτυρας, ἵνα ἐπιεικεῖς δοκῶσιν εἶναι
περὶ τὰ συμβόλαια. σοὶ δ’ ἀποδιδόντι τό τε δάνειον καὶ
τοὺς τόκους ἀμφοτέρους, ἑτερόπλῳ τῷ ἀργυρίῳ κεχρημένῳ,
καὶ προστιθέντι ἑτέρας τρεῖς καὶ δέκα μνᾶς, πῶς οὐχὶ πολ-
λοὺς ἦν παραληπτέον μάρτυρας; καὶ εἰ τοῦτο ἔπραξας, οὐδ’
ἂν εἷς σοῦ μᾶλλον τῶν πλεόντων ἐθαυμάζετο. [31] σὺ δ’ ἀντὶ
τοῦ πολλοὺς μάρτυρας τούτων ποιεῖσθαι πάντας ἀνθρώπους
λανθάνειν ἐπειρῶ, ὥσπερ ἀδικῶν τι. καὶ εἰ μὲν ἐμοὶ τῷ
δανείσαντι ἀπεδίδους, οὐδὲν <ἂν> ἔδει μαρτύρων· τὴν γὰρ
συγγραφὴν ἀνελόμενος ἀπήλλαξο ἂν τοῦ συμβολαίου· νῦν
δ’ οὐκ ἐμοί, ἀλλ’ ἑτέρῳ ὑπὲρ ἐμοῦ ἀποδιδούς, καὶ οὐκ Ἀθή-
νησιν, ἀλλ’ ἐν Βοσπόρῳ, καὶ τῆς συγγραφῆς σοι κειμένης
Ἀθήνησι καὶ πρὸς ἐμέ, καὶ ᾧ τὸ χρυσίον ἀπεδίδους ὄντος
θνητοῦ καὶ πέλαγος τοσοῦτον μέλλοντος πλεῖν, μάρτυρα
οὐδένα ἐποιήσω, οὔτε δοῦλον οὔτ’ ἐλεύθερον. [32] ἡ γὰρ συγ-
γραφή με, φησί, τῷ ναυκλήρῳ ἐκέλευεν ἀποδοῦναι τὸ χρυ-
σίον. μάρτυρας δέ γ’ οὐκ ἐκώλυεν παρακαλεῖν, οὐδὲ τὰς
ἐπιστολὰς ἀποδοῦναι. καὶ οἵδε μὲν πρὸς σὲ δύο συγγραφὰς
ἐποιήσαντο ὑπὲρ τοῦ συμβολαίου, ὡς ἂν οἱ μάλιστ’ ἀπι-
στοῦντες· σὺ δὲ μόνος μόνῳ φὴς δοῦναι τῷ ναυκλήρῳ τὸ
χρυσίον, εἰδὼς κατὰ σοῦ κειμένην Ἀθήνησι συγγραφὴν πρὸς
τοῦτον.

***
[22] Λοιπόν, άνδρες δικασταί, συλλογισθήτε, έχοντες υπ' όψιν σας τα γεγονότα, πώς ούτος επρόκειτο να αποδώση τα χρήματα. Διότι από εδώ μεν απέπλευσε χωρίς να θέση εις το πλοίον τα εμπορεύματα και χωρίς να δύναται να εξασφαλίση τας υποχρεώσεις του, τουναντίον με δευτέραν υποθήκην εδανείσθη επί του φορτίου που ηγόρασε με τα χρήματα που εδανείσθη από εμέ· εις τον Βόσπορον τα εμπορεύματά του δεν ηδυνήθησαν να πωληθούν και μετά μεγάλης δυσκολίας είχε κατορθώσει να ικανοποιήση τους δανειστάς του που τον είχαν δανείσει μόνον διά την μετάβασιν εις Βόσπορον. [23] Και ούτος μεν εδάνεισεν εις αυτόν δύο χιλιάδας δραχμάς διά ταξίδιον μεταβάσεως και επιστροφής, ώστε εις τας Αθήνας να λάβη δύο χιλιάδας εξακοσίας δραχμάς· ο Φορμίων δε ισχυρίζεται, ότι παρέδωκεν εις τον Λάμπιν εις τον Βόσπορον εκατόν είκοσι στατήρας Κυζικηνούς (σημειώσατε το σημείον τούτο), αφού εδανείσθη χρήματα με υποθήκην έγγεια κτήματα. Οι τόκοι δε με υποθήκην έγγεια κτήματα ανήρχοντο εις το 1/6 του κεφαλαίου, ο δε Κυζικηνός στατήρ ισοδυνάμει με είκοσιν οκτώ Αττικάς δραχμάς. [24] Πρέπει λοιπόν να μάθετε σεις πόσα χρήματα ισχυρίζεται, ότι παρέδωσεν. Διότι οι μεν εκατόν είκοσι στατήρες ισοδυναμούν με τρεις χιλιάδας τριακοσίας εξήκοντα δραχμάς, ο δε τόκος με υποθήκην έγγεια κτήματα προς 16 και 2/3 % των 3.360 δραχμών είναι 560 δραχμαί. Προσθέτοντες το αρχικόν κεφάλαιον και τους τόκους ευρίσκομεν ολόκληρον το κεφάλαιον. [25] Υπάρχει λοιπόν, άνδρες δικασταί, άνθρωπος τοιούτος ή θα υπάρξη, ο οποίος αντί 2600 δραχμών θα προετίμα να πληρώση 3.360, και τόκον 560 δραχμάς; Αυτό εν τούτοις είναι το κεφάλαιον το οποίον ισχυρίζεται ο Φορμίων ότι κατέβαλεν εις τον Λάμπιν, δηλαδή 3.920 δραχμάς εν όλω! ενώ δε ήτο εις την εξουσίαν του πλέων εις Βόσπορον και επιστρέφων εις Αθήνας να εξοφλήση το χρέος του, θα επλήρωνε εις τον Βόσπορον επί πλέον δέκα τρεις μνας; [26] Και εις εκείνους μεν, οι οποίοι σε εδάνεισαν διά ταξίδιον απλής μόνον μεταβάσεως μόλις και μετά βίας επέστρεψες το κεφάλαιόν των, οι οποίοι έπλευσαν μαζί σου και σε παρηκολούθουν από πλησίον· εις τούτον δε που ήτο απών όχι μόνον τους τόκους και τα κεφάλαια επέστρεφες, αλλ' επλήρωνες ακόμη και την ποινικήν ρήτραν, η οποία περιείχετο εις την γραπτήν συμφωνίαν, χωρίς κανείς να σε υποχρεώνη προς τούτο; [27] Και εκείνους μεν τους δανειστάς, εις τους οποίους αι γραπταί συμφωνίαι παρείχον το δικαίωμα να προβούν εις ενεργείας εναντίον σου εν Βοσπόρω δεν εφοβείσο και ισχυρίζεσαι, ότι φροντίζεις, διά τούτον τον οποίον ευθύς εξ αρχής ηδίκεις, διότι δεν έθεσες τα εμπορεύματα εντός του πλοίου, σύμφωνα προς την γραπτήν συμφωνίαν, κατά την εξ Αθηνών αναχώρησιν; Και τώρα μεν επιστρέψας εις την αγοράν των εμπορευμάτων, όπου έγινεν η γραπτή συμφωνία, δεν διστάζεις, να εξαπατήσης τον δανειστήν σου, και εις τον Βόσπορον, όπου κανείς δεν επρόκειτο να σε διώξη, ισχυρίζεσαι ότι εξώφλησες το χρέος του και έδωσες ακόμη περισσότερα από όσα ώφειλες; [28] Και οι μεν άλλοι όλοι όσοι δανείζονται διά ταξίδιον μεταβάσεως και επιστροφής, όταν εγκαταλείπουν τον λιμένα καλούν πολλούς μάρτυρας ενώπιον των οποίων διακηρύσσουν ότι θέτουν εμπορεύματα εντός των πλοίων των, αλλά ταύτα ταξιδεύουν εις βάρος των δανειστών· συ δε στηρίζεσαι εις ένα μόνον μάρτυρα, αυτόν τον συνένοχόν σου, και ούτε τον δούλον μου εκάλεσες τον ευρισκόμενον εις τον Βόσπορον, ούτε τον συνεταίρον μου και ούτε παρέδωκες εις αυτούς τας επιστολάς που σου είχομεν εμπιστευθή, εις τας οποίας είχεν αναγραφή να παρακολουθούν όλας σου τας πράξεις; [29] Αλλά, άνδρες δικασταί, διά ποίαν πράξιν δεν είναι ικανός ο τοιούτος, ο οποίος, λαβών επιστολάς δεν τας παρέδωκε ορθώς και δικαίως; Ή πώς δεν είναι φανερά εις σας η απάτη τούτου από αυτάς τας πράξεις του; Εν πάση περιπτώσει, ω γη και θεοί, πληρώνων κεφάλαιον τόσον σημαντικόν και υπερβαίνον τα δάνειόν του, ώφειλε να το διακηρύξη εις τον λιμένα και να προσκαλή ως μάρτυρας όλους τους ανθρώπους και προ πάντων τον συνεταίρον και τον δούλον τούτου· [30] διότι βεβαίως γνωρίζετε ότι όλοι δανείζονται ενώπιον ολίγων μαρτύρων, όταν δε επιστρέφουν τα δανεισθέντα προσκαλούν πολλούς ως μάρτυρας, διά να φανούν ότι είναι συνεπείς εις τας υποχρεώσεις των. Συ δε, ο οποίος απέδιδες όχι μόνον το κεφάλαιον, αλλά και τους τόκους διά δάνειον μεταβάσεως και επιστροφής, αφού μετεχειρίσθης τα χρήματα μόνον διά ταξίδιον απλής μεταβάσεως και προσέθετες άλλας δέκα τρεις μνας, πώς δεν έπρεπε να επικαλεσθής πολλούς ως μάρτυρας; Και αν έπραττες τούτο, δεν θα υπήρχεν άλλος έμπορος με μεγαλυτέραν υπόληψιν από σε. [31] Αλλ' αντί να καλέσης πλείστους μάρτυρας της πράξεώς σου, ηθέλησες να κρυφθής από όλους τους ανθρώπους, ωσάν να διέπραττες κάποιο έγκλημα. Και εάν μεν επέστρεφες εις εμέ το χρέος μου, δεν θα υπήρχε καμμία ανάγκη μαρτύρων· θα μου έδιδες την γραπτήν συμφωνίαν, θα την κατέστρεφον και θα ήσο απηλλαγμένος πάσης υποχρεώσεως· τώρα δε ουχί εις εμέ, αλλ' εις άλλον αποδίδων τα χρήματα διά λογαριασμόν μου και ουχί εις τας Αθήνας, αλλ' εις τον Βόσπορον και ενώ η γραπτή συμφωνία είχε κατατεθή εδώ εις τας Αθήνας επ' ονόματί μου, εκείνος δε εις τον οποίον απέδιδες τα χρήματα ήτο θνητός και επρόκειτο να διασχίση τόσην θάλασσαν, κανένα δεν εκάλεσες ως μάρτυρα, ούτε δούλον ούτε ελεύθερον. [32] Η γραπτή συμφωνία, λέγει, με υποχρέωνε να δώσω τα χρήματα εις τον ιδιοκτήτην του πλοίου, αλλά δεν σε ημπόδιζε να καλέσης μάρτυρας και να παραδώσης τας επιστολάς. Και οι συνεργαζόμενοι μεν με εμέ συνέταξαν εις διπλούν την συμφωνίαν που έκαμαν μαζί σου, ωσάν να είχον μεγάλην δυσπιστίαν προς σε· συ δε ισχυρίζεσαι ότι μόνος προς μόνον τον ιδιοκτήτην του πλοίου απέδωσες τα χρήματα, ενώ εγνώριζες ότι υπήρχεν εις Αθήνας γραπτή συμφωνία περιέχουσα τας υποχρεώσεις σου προς τον συνεταίρον μου.