Κυριακή 10 Μαΐου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡλέκτρα (213-261)

ΧΟ. πολλῶν κακῶν Ἕλλησιν αἰτίαν ἔχει
σῆς μητρὸς Ἑλένη σύγγονος δόμοις τε σοῖς.
215 ΗΛ. οἴμοι· γυναῖκες, ἐξέβην θρηνημάτων.
ξένοι τινὲς παρ᾽ οἶκον οἵδ᾽ ἐφεστίους
εὐνὰς ἔχοντες ἐξανίστανται λόχου·
φυγῆι σὺ μὲν κατ᾽ οἶμον, ἐς δόμους δ᾽ ἐγὼ
φῶτας κακούργους ἐξαλύξωμεν ποδί.
220 ΟΡ. μέν᾽, ὦ τάλαινα· μὴ τρέσηις ἐμὴν χέρα.
ΗΛ. ὦ Φοῖβ᾽ Ἄπολλον, προσπίτνω σε μὴ θανεῖν.
ΟΡ. ἄλλους κτάνοιμι μᾶλλον ἐχθίους σέθεν.
ΗΛ. ἄπελθε, μὴ ψαῦ᾽ ὧν σε μὴ ψαύειν χρεών.
ΟΡ. οὐκ ἔσθ᾽ ὅτου θίγοιμ᾽ ἂν ἐνδικώτερον.
225 ΗΛ. καὶ πῶς ξιφήρης πρὸς δόμοις λοχᾶις ἐμοῖς;
ΟΡ. μείνασ᾽ ἄκουσον, καὶ τάχ᾽ οὐκ ἄλλως ἐρεῖς.
ΗΛ. ἕστηκα· πάντως δ᾽ εἰμὶ σή· κρείσσων γὰρ εἶ.
ΟΡ. ἥκω φέρων σοι σοῦ κασιγνήτου λόγους.
ΗΛ. ὦ φίλτατ᾽, ἆρα ζῶντος ἢ τεθνηκότος;
230 ΟΡ. ζῆι· πρῶτα γάρ σοι τἀγάθ᾽ ἀγγέλλειν θέλω.
ΗΛ. εὐδαιμονοίης μισθὸν ἡδίστων λόγων.
ΟΡ. κοινῆι δίδωμι τοῦτο νῶιν ἀμφοῖν ἔχειν.
ΗΛ. ποῦ γῆς ὁ τλήμων τλήμονας φυγὰς ἔχων;
ΟΡ. οὐχ ἕνα νομίζων φθείρεται πόλεως νόμον.
235 ΗΛ. οὔ που σπανίζων τοῦ καθ᾽ ἡμέραν βίου;
ΟΡ. ἔχει μέν, ἀσθενὴς δὲ δὴ φεύγων ἀνήρ.
ΗΛ. λόγον δὲ δὴ τίν᾽ ἦλθες ἐκ κείνου φέρων;
ΟΡ. εἰ ζῆις, ὅπως τε ζῶσα συμφορᾶς ἔχεις.
ΗΛ. οὔκουν ὁρᾶις μου πρῶτον ὡς ξηρὸν δέμας;
240 ΟΡ. λύπαις γε συντετηκός, ὥστε με στένειν.
ΗΛ. καὶ κρᾶτα πλόκαμόν τ᾽ ἐσκυθισμένον ξυρῶι.
ΟΡ. δάκνει σ᾽ ἀδελφὸς ὅ τε θανὼν ἴσως πατήρ.
ΗΛ. οἴμοι· τί γάρ μοι τῶνδέ γ᾽ ἐστὶ φίλτερον;
ΟΡ. φεῦ φεῦ· τί δ᾽ αὖ σοῦ σῶι κασιγνήτωι δοκεῖς;
245 ΗΛ. ἀπὼν ἐκεῖνος, οὐ παρὼν ἡμῖν φίλος.
ΟΡ. ἐκ τοῦ δὲ ναίεις ἐνθάδ᾽ ἄστεως ἑκάς;
ΗΛ. ἐγημάμεσθ᾽, ὦ ξεῖνε, θανάσιμον γάμον.
ΟΡ. ὤιμωξ᾽ ἀδελφὸν σόν. Μυκηναίων τίνι;
ΗΛ. οὐχ ὧι πατήρ μ᾽ ἤλπιζεν ἐκδώσειν ποτέ.
250 ΟΡ. εἴφ᾽, ὡς ἀκούσας σῶι κασιγνήτωι λέγω.
ΗΛ. ἐν τοῖσδ᾽ ἐκείνου τηλορὸς ναίω δόμοις.
ΟΡ. σκαφεύς τις ἢ βουφορβὸς ἄξιος δόμων.
ΗΛ. πένης ἀνὴρ γενναῖος ἔς τ᾽ ἔμ᾽ εὐσεβής.
ΟΡ. ἡ δ᾽ εὐσέβεια τίς πρόσεστι σῶι πόσει;
255 ΗΛ. οὐπώποτ᾽ εὐνῆς τῆς ἐμῆς ἔτλη θιγεῖν.
ΟΡ. ἅγνευμ᾽ ἔχων τι θεῖον ἤ σ᾽ ἀπαξιῶν;
ΗΛ. γονέας ὑβρίζειν τοὺς ἐμοὺς οὐκ ἠξίου.
ΟΡ. καὶ πῶς γάμον τοιοῦτον οὐχ ἥσθη λαβών;
ΗΛ. οὐ κύριον τὸν δόντα μ᾽ ἡγεῖται, ξένε.
260 ΟΡ. ξυνῆκ᾽· Ὀρέστηι μή ποτ᾽ ἐκτείσηι δίκην.
ΗΛ. τοῦτ᾽ αὐτὸ ταρβῶν· πρὸς δὲ καὶ σώφρων ἔφυ.

***
ΧΟΡ. Η αδερφή της μάνας σου η Ελένη,
φταίει για τις τόσες συμφορές που βρήκαν
τους Έλληνες και το δικό σου σπίτι.
(Η Ηλέκτρα αιφνιδιάζεται από την απροσδόκητη εμφάνιση του Ορέστη και του Πυλάδη).
ΗΛΕ. Άα! φίλες, σταματάω τους θρήνους. Κάποιοι
ξένοι, κρυμμένοι εδώ κοντά στο σπίτι,
βγαίνουν απ᾽ την κρυψώνα τους· μπρος, τρέχα
στον δρόμο εσύ κι εγώ μες στην καλύβα
φεύγοντας, να σωθούμε απ᾽ τους κακούργους.
220 ΟΡΕ. Μα στάσου, δύστυχη, μη με φοβάσαι.
ΗΛΕ. Ω! Φοίβε, σου προσπέφτω μη με σφάξουν.
ΟΡΕ. Μακάρι να θανάτωνα άλλους πιότερο
σε μένα μισητούς παρά σε σένα.
ΗΛΕ. Φύγε κι ό,τι δεν πρέπει μην αγγίζεις.
ΟΡΕ. Τίποτα πιο σωστό απ᾽ το να σ᾽ αγγίξω.
ΗΛΕ. Γιατί εδώ πλάι με σπαθί με παραμονεύεις;
ΟΡΕ. Στάσου ν᾽ ακούσεις, δίκιο θα μου δώσεις.
ΗΛΕ. Στα χέρια σου είμαι, είσαι ο δυνατότερος.
ΟΡΕ. Ήρθα φέρνοντας νέα του αδερφού σου.
ΗΛΕ. Καλέ μου, τάχα ζει ή πάει στον Άδη;
230 ΟΡΕ. Ζει· πρώτα θέλω τα ευχάριστα ν᾽ ακούσεις.
ΗΛΕ. Να ᾽χεις καλό για τα γλυκά σου λόγια.
ΟΡΕ. Αυτό και για τους δυο μας λέω να γίνει.
ΗΛΕ. Σε ποιά πικρή εξορία πλανιέται ο δόλιος;
ΟΡΕ. Μαραίνεται απ᾽ τη μια πόλη στην άλλη.
ΗΛΕ. Το καθημερινό του δεν του λείπει;
ΟΡΕ. Το ᾽χει, μα είναι αδύναμος ο εξόριστος.
ΗΛΕ. Για ποιά λοιπόν αιτία σε στέλνει εκείνος;
ΟΡΕ. Να μάθει αν ζεις, και πώς περνά η ζωή σου.
ΗΛΕ. Κοίτα λοιπόν πώς έχω μαραζώσει.
240 ΟΡΕ. Σε λιώσαν τόσο οι πίκρες, που λυπάμαι.
ΗΛΕ. Και τα μαλλιά μου ολότελα κομμένα.
ΟΡΕ. Σε τρώει ο πόνος του αδερφού και του πατέρα.
ΗΛΕ. Άαχ! τί πιο απ᾽ αυτούς αγαπημένο;
ΟΡΕ. Ώω! Για τον αδερφό σου τί πιστεύεις;
ΗΛΕ. Μακριά μου εκείνος και όχι εδώ να με συντρέξει.
ΟΡΕ. Κι απόμακρα απ᾽ την πόλη γιατί μένεις;
ΗΛΕ. Γάμο θανάσιμο έχω κάνει, ξένε.
ΟΡΕ. Θρηνώ τον αδερφό σου. Πήρες Μυκηναίο;
ΗΛΕ. Όχι όποιον θα ᾽θελε ο γονιός να πάρω.
250 ΟΡΕ. Λέγε μου να τα πω στον αδερφό σου.
ΗΛΕ. Εδώ στο σπίτι του, μακριά απ᾽ την πόλη, μένω.
ΟΡΕ. Τέτοιο καλύβι σε σκαφτιά ή τσοπάνο αξίζει.
ΗΛΕ. Φτωχός, καλή η γενιά του κι έχει σέβας.
ΟΡΕ. Και ποιός ο σεβασμός του αντρός σου;
ΗΛΕ. Δεν τόλμησε το στρώμα μου ν᾽ αγγίξει.
ΟΡΕ. Μην έχει τάμα στους θεούς ή δεν σε θέλει;
ΗΛΕ. Δεν στέργει να ντροπιάσει τους γονιούς μου.
ΟΡΕ. Πώς δεν σε χάρηκε, μια και σε πήρε;
ΗΛΕ. Δεν λογαριάζει αφέντη αυτόν που μ᾽ έδωσε.
260 ΟΡΕ. Κατάλαβα· την τιμωρία φοβάται του Ορέστη.
ΗΛΕ. Κι αυτό φοβάται, μα είναι μυαλωμένος.

Μελέτες για την Αρχαία Μακεδονία, Στοιχεία της εποχής του σιδήρου από την τράπεζα και το νεκροταφείο της Τούμπας Θεσσαλονίκης - Αναφορές στη σταδιακή πολεοδομική οργάνωση

Αναφορές στη σταδιακή πολεοδομική οργάνωση

Α) Ένα από τα ζητήματα που απασχολεί την έρευνα αφορά στη μορφή που πήρε ο οικισμός στην Τούμπα της Θεσσαλονίκης στις φάσεις της πρώιμης εποχής του σιδήρου. Τα αρχαιολογικά στοιχεία φανερώνουν διαδικασίες κοινωνικού και οικονομικού μετασχηματισμού με την έναρξη της 1ης χιλιετίας και κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. Η χρησιμοποίηση των πλατωμάτων γύρω από τον οικιστικό πυρήνα του λοφίσκου της ύστατης εποχής του χαλκού είναι δεδομένη.
 
Β) Διάφορες επιλογές των κατοίκων του οικισμού στόχευαν στην άμυνα, στην εξασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος και του ατομικού. Γνωρίζουμε ότι η γεωμορφολογία του αναγλύφου με τα φυσικά υψώματα και το ρέμα υποβοηθούσε τη θωράκιση του οικισμού με φυσικό τρόπο από τις επιβουλές. Γνωρίζουμε επίσης ότι η συγκέντρωση τόσων σπιτιών και η χωροταξία που υποδηλώνεται εντός του οικισμού προϋπέθετε την ανάγκη προστασίας των ατόμων και των κινητών περιουσιών τους. Κάποιες από τις αποθήκες που βρέθηκαν ανήκαν προφανώς στην κοινότητα και κάποιες στους ιδιοκτήτες των σπιτιών.
 
Γ) Τα οικονομικά χαρακτηριστικά των κατοίκων του οικισμού ανιχνεύονται πέρα από την ευνόητη αγροτική βάση. Υποπτευόμαστε την κεραμουργία και τη μεταλλοτεχνία, την επεξεργασία των καρπών και των ζωικών παραγώγων, την ύφανση, τη φύλαξη του περισσεύματος, τις ανταλλαγές και τις συναλλαγές.
 
Δ) Η κεραμική υποδηλώνει πιθανές εκδοχές από τις επαφές και τις σχέσεις των κατοίκων του οικισμού με γειτονικές και πιο απομακρυσμένες κοινότητες.
 
Ε) Εσωτερικές μεταβολές και εξωτερικοί παράγοντες φαίνεται ότι άσκησαν την επιρροή τους στη δομή του οικισμού. Η επαλληλία των οικοδομικών φάσεων και η συνεχής για αιώνες κατοίκηση προδίδει αρκετές τροποποιήσεις, τόσο στην αρχιτεκτονική των σπιτιών, όσο και στη συνολική μορφή του οικισμού.
 
Αυτά και άλλα ζητήματα προδιαγράφονται μέσα από την αρχαιολογική έρευνα, η οποία συνεχίζεται, και τη μελέτη των υλικών μαρτυριών του οικισμού. Η θέση στην Τούμπα της Θεσσαλονίκης εντάχθηκε στα ιστορικά χρόνια, κατά πάσα πιθανότητα, στη γεωπολιτική ενότητα της Θέρμης. Οι αναφορές των αρχαίων πηγών στη Θέρμη αφορούσαν, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, την Τούμπα Θεσσαλονίκης και την περιοχή της. Ήταν τα χρόνια που οι ζυμώσεις οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα διαμόρφωναν τις προϋποθέσεις φαινομένων που επήλθαν στα παράλια της Κεντρικής Μακεδονίας και της Χαλκιδικής και που έμειναν στην ιστορία με τον συνοπτικό όρο του αποικισμού (Snodgrass 1994, Papadopoulos 1996, Mele 1998 και γενικά Lepore 1978, Mele 1979, Descoeudres 1990, Tsetskhladze 1994, Fisher 1998, Grammenos 2003), ενώ η ενδοχώρα βίωνε τις διαδικασίες επικράτησης και ελέγχου των φυσικών πόρων με κυρίαρχη δύναμη, γνωστή στα αρχαϊκά χρόνια, εκείνη των Μακεδόνων (Hatzopoulos, 1996).

Για μια Θεολογία του Όλου

ΑΝ ΘΕΣ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΤΟ Όλον

Θέλεις να βρεις το Όλον; Δεν χρειάζεται γιατί σε έχει ήδη βρει Αυτό... Θέλεις να Το Αντιληφθείς; Δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι...

Αν το Όλον Είναι η Πραγματικότητα, (σαν Αντικειμενική Πραγματικότητα που Τίθεται εκ των πραγμάτων κι όχι σαν μία νοητική σύλληψη...)... Αν το Όλον Είναι Μία Υποκρυπτόμενη Ευρύτερη Πραγματικότητα (από αυτό που αντιλαμβανόμαστε συνήθως), που μπορεί όμως να Αποκαλυφθεί με κάποιο τρόπο... Αν το Όλον Είναι Ζωντανό Πρόσωπο (σαν Άπειρο Πρόσωπο, χωρίς όρια και προσδιορισμούς... κι όχι μία περιορισμένη προσωπικότητα...)... Τότε θα πρέπει να μπορούμε να Το Αντιληφθούμε, άμεσα, με απλό τρόπο, και προ πάντων με φυσικό τρόπο... κι όχι μέσω κάποιας ιδιαίτερης λειτουργίας, είτε πολύπλοκης διαδικασίας, είτε διανοητικής διερεύνησης, είτε μέσω ειδικών «αισθήσεων»...

Και πράγματι! Αυτό ακριβώς συμβαίνει... (Επειδή η επίγνωση, είναι κάτι πλατύτερο από την σκέψη, πολύ πλατύτερο... κι επειδή η σκέψη δεν είναι όλη η γνώση... ίσως μάλιστα να μην είναι παρά μνήμη, δεδομένα, που μπορούν να συσχετιστούν... κι όχι γνώση...).

Η Πραγματικότητα Είναι Κάτι μέσα στο Οποίο βρισκόμαστε είτε το θέλουμε, είτε όχι, είτε το κατανοούμε, είτε όχι, είτε το σκεφτόμαστε, είτε όχι... Για να Αντιληφθούμε Αυτή την Πραγματικότητα... που Είναι Μία Συνειδητή Ζωντανή Παρουσία... κι όχι το «άψυχο αντικειμενικό» (που είναι μία νοητική σύλληψη)... θα πρέπει να το κάνουμε άμεσα, χωρίς διαδικασίες... Όταν η Συνείδηση, τελείως απλά, τελείως φυσικά, αφήνει ανεμπόδιστη την αντίληψη να λειτουργεί χωρίς να αναμιγνύει σκέψη, μνήμη, αισθήσεις, τίποτα... κι η συνειδητότητα «ανοίγεται» πέρα από την περιορισμένη ύπαρξη, προς Αυτό που μας Περιβάλλει, Αυτό που μας Ουσιοποιεί, την Απέραντη Αντικειμενική Βάση των πάντων, την Αληθινή Πηγή της Ύπαρξης... αποκτάμε επίγνωση της Θείας Πραγματικότητας, του Όλου... Στην πραγματικότητα σε αυτό συνίσταται η ουσία της αληθινής προσευχής των πατέρων, που ανθίζει μέσα στην ησυχία...

Αυτή η απλή, άμεση, χωρίς διαδικασία, αντίληψη, αποτελεί μία φυσική δυνατότητα του ανθρώπου, εκδήλωση της καθαρής, ανεμπόδιστης, φυσικής επίγνωσης, που είναι πολύ πλατύτερη από την σκέψη... Επειδή όμως είμαστε (ή μας έκαναν) πολύ μπερδεμένοι, αυτή η κατά τα άλλα φυσική δυνατότητα, εκδηλώνεται κι ανθίζει μέσα στην φυσικότητα, την ηρεμία, την ησυχία, κι όχι μόνο με την πνευματική έννοια αλλά και με την φυσική έννοια μερικές φορές... μακριά, στην «έρημο», στα «βουνά», μακριά από τις μέριμνες και τις ασχολίες των ανθρώπων, είναι πιο εύκολο, για κάποιους, να βρουν το Όλον... Αλλά σίγουρα δεν αρκεί μόνο το φυσικό περιβάλλον... γιατί πολλοί κουβαλούν μέσα τους τον θόρυβο της σκέψης, του κόσμου, των ασχολιών... Όταν αναμιγνύεται η σκέψη, φτιάχνουμε μία εικόνα για την Πραγματικότητα, το Όλον που πρέπει να προσεγγίσουμε, την ζωή που πρέπει να διευθετήσουμε, την πνευματική εξέλιξη, την προσευχή, το φωτισμό... όλα σκέψη, όλα μέριμνες... Ούτε εξ’ άλλου γυρίζοντας την οικουμένη όλη, κοιτώντας πίσω από τα φαινόμενα, μπορούμε να βρούμε την Πραγματικότητα...

Στην πραγματικότητα, κι οι μεγάλοι δάσκαλοι κι όσοι τους ακολούθησαν πραγματικά, δεν μίλησαν παρά για τον Όλον που μας Περιβάλλει (σαν Πραγματικότητα), για τον απλό, άμεσο, φυσικό τρόπο που πρέπει να αντιλαμβανόμαστε το Όλον... Κι αν σήμερα συναντήσουμε έναν άγιο... γιατί υπάρχουν ακόμα άγιοι, περπατούν αναμεσά μας... θα μας μιλήσει για τον Ζωντανό Όλον, για τον άμεσο, απλό, και φυσικό τρόπο που Προσεγγίζουμε το Όλον, μέσα στην ηρεμία, μέσα στην ησυχία... Δεν θα μας αναπτύξει ούτε θεολογίες, ούτε δογματικές, ούτε θα αναφερθεί σε κείμενα... Τόσο απλά, τόσο φυσικά... Μπορούμε να Αντιληφθούμε το Όλον, άμεσα, απλά, φυσικά... όπως θαυμάζουμε ένα τοπίο, ή ένα ηλιοβασίλεμα, τόσο απλά όσο απολαμβάνουμε ένα ποτήρι νερό όταν είμαστε διψασμένοι, ή μία γουλιά καφέ, όταν χαλαρώνουμε, είτε μόνοι, είτε με φίλους... Τόσο απλά... Το Αόρατο Είναι πολύ πιο κοντά μας από ό,τι μπορούμε να φαντασθούμε, σε απόσταση αναπνοής... Υπάρχουμε και ζούμε μέσα Του... Είναι η ίδια μας η Ύπαρξη... Τόσο απλά...

Ο Αληθινός Σοφός (σαν άνθρωπος που περπατά στη γη...) είναι πολύ απλός, πολύ φυσικός... Με ποια έννοια όμως;... Με την έννοια του ανθρώπου που Αντιλαμβανόταν τον Ζωντανό Όλον, άμεσα, απλά, φυσικά, χωρίς σκέψη, ιδιαίτερες πράξεις, και χωρίς να παρεκκλίνει από την καθημερινή ζωή του...

Και κάθε άνθρωπος μπορεί να ζήσει όπως έζησαν οι Σοφοί απλά και φυσικά... Κι όσοι μίλησαν για τον Ζωντανό Όλον, για την Βίωση της Πραγματικότητας, για την φυσική Ζωή, ήταν άμεσοι, απλοί, φυσικοί, άνθρωποι, ταπεινοί, που Βίωναν το Όλον και προέτρεπαν τους άλλους να Βιώσουν το Όλον, με τον ίδιο ζωντανό τρόπο, κι όχι να μπλέκονται σε θεωρίες, και πράξεις και μέριμνες... Οι απλοί άνθρωποι μπορούν να ζήσουν απλά, φυσικά...Αυτοί που περιπλανιούνται όμως μέσα στον λαβύρινθο της σκέψης τους, χρειάζονται θεωρίες, εξηγήσεις, τεχνικές, προσπάθειες, εξελίξεις, φωτισμούς, θεώσεις... σκέψη, λόγια, όνειρα...

Ο άνθρωπος, είτε το θέλει, είτε όχι, είναι φυσικός, μπορεί να Το Αντιληφθεί, να επωφεληθεί από αυτό, να το απολαύσει, να γείρει και να ξεκουραστεί στην Αγκαλιά του Όλου... ή να χτυπιέται και να φωνάζει για την απουσία του Όλου, για το ποιος είναι ο «αληθινός θεός», για το ποιος είναι αληθινός Σοφός, για το ποιος είναι φωτισμένος και ποιος παραπλανημένος…

Θέλεις να βρεις το Όλον; Δεν χρειάζεται γιατί σε έχει ήδη βρει Αυτός... Θέλεις να Το Αντιληφθείς; Δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι... Απλά ηρέμησε και θα Τον Αντιληφθείς σαν Αυτό που είναι πέρα από την ύπαρξή σου, σαν Αυτό που Ακουμπά η ύπαρξή σου, το Άπειρο που σε Περιβάλλει που αν και Αόρατο Είναι Πιο Πραγματικό από οτιδήποτε άλλο...

Κι αν το μυαλό σου είναι γεμάτο διανοητικά σκουπίδια, θεωρίες, μνήμες, παρελθόν, διδασκαλίες, απλά πέταξέ τα όλα... Τι μεριμνάς περί πολλών; Ένα πράγμα χρειάζεσαι... Να αφήσεις τον εαυτό σου να λειτουργήσει σαν άνθρωπος, άμεσα, απλά, φυσικά, χωρίς σκέψεις, χωρίς κάποια ιδιαίτερη πράξη, όπου κι αν είσαι, ό,τι κι αν κάνεις... Και το Όλον θα Φανεί, γιατί Είναι Πάντα Εδώ (κι ας μην Το βλέπεις)...

Alfred Adler: Είναι ευκολότερο να πολεμάς για τις αρχές σου παρά να ζεις σύμφωνα μ’ αυτές

O Alfred Adler αποτέλεσε μια προσωπικότητα που άφησε ιστορία στο χώρο της ψυχολογίας. Ήταν μαθητής του Freud κι ένας από τους σημαντικούς του οπαδούς. Ωστόσο, στην πορεία διαφοροποίηθηκε από το δάσκαλό του και δημιούργησε τη δική του θεωρητική σχολή, γνωστή ως σχολή Ατομικής Ψυχολογίας. Οι ιδέες του περί αισθήματος κατωτερότητας, αποτυπώνονται και στα ακόλουθα αποφθέγματά του.

14 + 1 αλήθεις από τον Alfred Adler

  • Ο θάνατος είναι πραγματικά μια μεγάλη ευλογία για την ανθρωπότητα, χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσε να υπάρξει πραγματική πρόοδος. Οι άνθρωποι που ζούσαν για πάντα όχι μόνο θα παρεμπόδιζαν και θα αποθάρρυναν τους νέους, αλλά και οι ίδιοι δεν θα είχαν επαρκή κίνητρα για να είναι δημιουργικοί.
  • Οι έννοιες δεν καθορίζονται από τις καταστάσεις. Εμείς καθορίζουμε τους εαυτούς μας με βάση τις έννοιες που αποδίδουμε στις καταστάσεις.
  • Όλα τα προβλήματα είναι προβλήματα διαπροσωπικών σχέσεων.
  • Είναι γνωστό ότι όσοι δεν εμπιστεύονται τον εαυτό τους δεν εμπιστεύονται ποτέ τους άλλους.
  • Τα παιδιά που δεν έχουν μάθει να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις θα προσπαθήσουν να αποφύγουν όλες τις προκλήσεις.
  • Είναι ευκολότερο να πολεμάς για τις αρχές σου παρά να ζεις σύμφωνα μ’ αυτές.
  • Για την ανάλυση της συμπεριφοράς ενός ατόμου, πρέπει να εξετάζονται: η σχέση με το κοινωνικό σύνολο, η σχέση με τη δουλειά, η σχέση με το σεξ.
  • Όσο μεγαλύτερο το αίσθημα κατωτερότητας που έχει βιώσει ένας άνθρωπος, τόσο μεγαλύτερη η ορμή για κατάκτηση και τόσο πιο βίαιη η συναισθηματική διαταραχή.
  • Η υπερβολική ευθιξία είναι έκφραση ενός αισθήματος κατωτερότητας.
  • Υπάρχει ένας νόμος ότι ο άνθρωπος πρέπει να αγαπά τον πλησίον του όπως τον εαυτό του. Σε μερικές εκατοντάδες χρόνια θα πρέπει να είναι τόσο φυσικό για την ανθρωπότητα όσο η αναπνοή ή το όρθιο βάδισμα.
  • Οι μόνοι φυσιολογικοί άνθρωποι είναι αυτοί που δεν γνωρίζουμε πολύ καλά.
  • Τι κάνατε για πρώτη φορά όταν μαθαίνετε να κολυμπάτε; Κάνατε λάθη, έτσι δεν είναι; Και τι συμβαίνει; Κάνατε κι άλλα λάθη και όταν έχετε κάνει όλα τα λάθη που μπορείτε πιθανώς χωρίς να πνιγείτε, τι διαπιστώσατε; Μπορείτε να κολυμπήσετε; Λοιπόν - η ζωή είναι ίδια με το να μαθαίνεις να κολυμπάς! Μη φοβάστε να κάνετε λάθη, γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μάθετε πώς να ζείτε!
  • Είναι πολύ προφανές ότι δεν επηρεαζόμαστε από "γεγονότα" αλλά με την ερμηνεία μας για τα γεγονότα.
  • Ακολούθησε την καρδιά σου, αλλά πάρε και το μυαλό σου μαζί.

Λίγα λόγια για τον Adler: η διαφοροποίηση του από τον Freud


O Adler, όπως προαναφέρθηκε, διαφοροποιήθηκε από τον Freud λόγω του ότι ο τελευταίος έδινε υπερβολική έμφαση στα σεξουαλικά ένστικτα. Για τον ίδιο λόγο και ο Carl Jung διέκοψε τις σχέσεις του με τον Freud. Ο Alfred διαπίστωσε στην πορεία της καριέρας του ότι τα άτομα βιώνουν αισθήματα κατωτερότητας συνειδητά και αυτό τους δίνει ένα κίνητρο να τα αναπληρώσουν. Αυτή η ανάγκη αντιστάθμισης έχει τη δυναμική να καθορίσει την εξελικτική πορεία ενός ανθρώπου.

Παραδείγματα ανθρώπων με οργανικές ''αδυναμίες'' και τους τρόπους με τους οποίους αναπλήρωσαν αυτές αποδεικνύουν τα λεγόμενα του Adler: άνθρωποι που έγιναν σπουδαίοι συνθέτες ακόμη και κουφοί, άνθρωποι με γλωσσικές δυσκολίες που κατάφεραν να γίνουν σπουδαίοι ομιλητές. Όπως έλεγε κι ο ίδιος:
Εκείνο που καθορίζει το στόχο της ύπαρξης ενός ατόμου είναι το αίσθημα κατωτερότητας, ανασφάλειας και ανεπάρκειας.
Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια αντιστάθμισης των αισθημάτων κατωτερότητας δεν αφορά μόνο άτομα με οργανικές ''αδυναμίες'' αλλά όλους τους ανθρώπους καθώς η αίσθηση κατωτερότητας σχετίζεται με την παιδική ηλικία. Κι αυτό διότι τα μικρά παιδιά αντιλαμβάνονται ότι δε μπορούν να διαχειριστούν καταστάσεις ή να χειριστούν αντικείμενα όπως μπορεί ένας ενήλικας. Έτσι, έλεγε ο Adler:

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλα τα παιδιά κατέχουν μια κατώτερη θέση στη ζωή.
 

Η σημασία του κοινωνικού όντος για τον Alfred Adler


Είναι εμφανές ότι ο Adler δίνει μεγάλη έμφαση στο κοινωνικό περιβάλλον και τον κοινωνικό προσανατολισμό του ατόμου σε αντίθεση με τον Freud. Το να έρθει κάποιος αντιμέτωπος με τα αισθήματα κατωτερότητάς του επιθυμώντας να τα αντισταθμίσει αποτελεί ένδειξη προσπάθειας του ανθρώπου να είναι ένα δυναμικό και αποτελεσματικό κοινωνικό ον. Παρόλα αυτά αυτή η τάση για ανωτερότητα στη νευρωσική ανθυγιεινή μορφή της θα μπορούσε να αποτελεί μια ανάγκη κυριαρχίας/επιβολής πάνω στους άλλους. Αντιθέτως, η εξευγενισμένη μορφή αυτής της τάσης αντανακλάται σε έννοιες όπως: ενότητα, συνεργασία, συναγωνισμός.

Adler και Αριστοτελική σκέψη


Κι ίσως τελικά η διατύπωση του Adler να συμφωνεί με την Αριστοτελική σκέψη ότι ο άνθρωπος είναι ''ζώον πολιτικόν'' και την ιδέα του Αριστοτέλη περί ευημερίας του ατόμου μέσα στην κοινωνία (σκέψη με επιρροές από το θεσμό πόλης-κράτους της αρχαιότητας). Έτσι, ο άνθρωπος μπορεί να συγκροτεί πόλεις και ταυτόχρονα αδυνατεί να ζει έξω από αυτές, εφόσον αποτελεί αναπόσπαστο μέλος τους. Η σημασία των αρετών του Αριστοτέλη κι η έννοια της δικαιοσύνης αποτελούν βασικούς πυλώνες για την εύρυθμη λειτουργία μιας πολιτείας σύμφωνα με τη φιλοσοφική σκέψη.

Ελέγχοντας το Νου: Λάθος Μονοπάτι

Η φύση του Νου
 
Για να αποκτήσουμε τον έλεγχο από κάτι, θα πρέπει πρώτα να γνωρίζουμε στην ολότητά του το αντικείμενο που θέλουμε να ελέγξουμε, άρα θα πρέπει να γνωρίζουμε τις δυνατότητες του Νου μας για να έχουμε τον έλεγχό του. Το σημαντικότερο πράγμα που χρειάζεται να ξέρουμε για το μυαλό μας είναι πως δεν υπάρχει ξεχωριστά και αυτόνομα από εμάς. Το μυαλό μας δεν είναι αντικείμενο – είναι μία διαδικασία. Η διαδικασία της διαρκούς αναμετάδοσης σκέψεων. Αυτή η μετάδοση σκέψεων είναι που θεωρούμε ως Νου. Και όταν αυτές οι σκέψεις εξαφανιστούν, ο Νους εξαφανίζεται μαζί του καθώς αυτά τα δύο είναι πλήρως συνυφασμένα μεταξύ τους. Είναι αυτή η βασική φύση της διαδικασίας της σκέψης που βρίσκεται σε διαρκή κινητικότητα και αναπλάθει το Νου.
 
Ένα χαρακτηριστικό Γνώρισμα του Νου είναι πως συνεχώς αναρωτιέται – αναμεταδίδει κατά κάποιο τρόπο σε αυτόματη λειτουργία. Οι σκέψεις έρχονται και φεύγουν συνεχώς. Μπορούμε να προσπαθήσουμε να τις αναστείλουμε μα με τιτάνια προσπάθεια και αν το καταφέρουμε θα είναι για λίγες μόνο στιγμές. Τον περισσότερο χρόνο που είμαστε ξύπνιοι το μυαλό ταξιδεύει ανάμεσα στο παρόν ή το μέλλον και μέσα από την διαδικασία των σκέψεών μας αντιμετωπίζουμε τις εμπειρίες του παρελθόντος ή με τα σχέδια και τους φόβους του μέλλοντος μας.
 
Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα του Νου μας είναι πως συνεχώς αξιολογεί συνθήκες και καταστάσεις. Αυτό σημαίνει πως δεν ζούμε απλά μέσα από τις εμπειρίες, μα τις κατηγοριοποιούμε σε καλές και κακές. Κρίνουμε το οτιδήποτε συμβαίνει στη ζωή μας και οποιονδήποτε γνωρίζουμε στην πορεία των χρόνων. Αυτή η μόνιμη κατηγοριοποίηση μπορεί εύκολα να μας οδηγήσει σε μία διαστρεβλωμένη εντύπωση του Κόσμου καθώς αξιολογούμε τις νέες εμπειρίες μέσα στα πλαίσια αυτών των κατηγοριών. Αν διαπιστώσουμε πως μία εμπειρία είναι αρνητική θα λειτουργούμε στο εξής με την κυτταρική μνήμη της κατηγορίας και θα την επαναφέρουμε σε κάθε ευκαιρία στο μέλλον. Έτσι η Οπτική μας γίνεται επιλεκτική και θα αποδεχόμαστε μονάχα τα ερεθίσματα που ενισχύουν την κατηγοριοποίηση των εμπειριών και θα αγνοούμε οτιδήποτε μη γνώριμο ως εμπειρία.
 
Το τρίτο και πολύ σημαντικό γνώρισμα του Νου είναι πως παράγει συνεχώς ιστορίες. Αυτές οι ιστορίες συχνά έχουν στο μυαλό μας ένα καταστροφικό τέλος. Για παράδειγμα, προσπαθώ να θυμηθώ αν κλείδωσα την πόρτα στο σπίτι μου ή όχι. Ο Νους αυτόματα κατασκευάζει μία ολόκληρη ιστορία πάνω σε αυτή την ιδέα: “Την άφησα ανοιχτή. μπήκε κάποιος κλέφτης και έκλεψε ότι πολύτιμο έχω”. Έτσι συχνά βιώνουμε υποσυνείδητα το τέλος και τις συναισθηματικές συνέπειες αυτών των ιστοριών. Το σύνολο αυτών των ιστοριών απαρτίζουν τον Εαυτό μας.
 

Ένα ανόητο Παιχνίδι

 
Οι περισσότεροι άνθρωποι προσπαθούν να αναγνωρίσουν και να κατηγοριοποιήσουν τον εαυτό τους μέσα από τις σκέψεις και τα προσωπικά τους βιώματα. Πολλοί από εμάς δεν είναι ικανοποιημένοι με αυτό που είναι, και θεωρούν πως η προσωπική τους ιστορία θα μπορούσε να είναι πιο συναρπαστική. Αυτό συμβαίνει γιατί δημιουργούμε μία νοητή εικόνα της επιθυμητής προσωπικής εξέλιξης.
 
Για να επιτύχουμε την νοητή αυτή εικόνα που ι ίδιοι δημιουργήσαμε, συμμετέχουμε σε ένα ανόητο παιχνίδι καθώς επιχειρούμε να ελέγξουμε πλήρως το Νου μας και έτσι να γίνουμε οι άρχοντες της ίδιας της εξέλιξής μας. Από την στιγμή που δεν γνωρίζουμε τη φύση Του Νου μας το επιχείρημα είναι καταδικασμένο να αποτύχει από το ξεκίνημά του.
 
Το παιχνίδι είναι ανόητο διότι το μισό μέρος του μυαλού επιχειρεί να ελέγξει το άλλο μισό. Το μυαλό μας κρίνει πως αυτή η νοητή εικόνα της προσωπικής μας εξέλιξης είναι κάτι θετικό. Και την ίδια στιγμή το μισό μέρος του Νου κρίνει το άλλο μισό μέρος ( το μέρος του νου που επιθυμούμε να αλλάξουμε) ως κάτι αρνητικό, Αυτές οι 2 νοητές εικόνες μάχονται μεταξύ τους προσπαθώντας η μία να ξεπεράσει την άλλη χρησιμοποιώντας τα όπλα της ψευδούς αντίληψης και της κατασκευής ιστοριών. Η μάχη συνεχίζεται με εναλλασσόμενο ρυθμό σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Άλλες φορές έχουμε την εντύπωση πως προοδεύουμε και λίγο καιρό αργότερα καταβυθιζόμαστε στην άβυσσο της απόγνωσης.
 
Πολλοί από εμάς παίζουμε αυτό το ανόητο παιχνίδι σε όλη τη ζωή μας γιατί δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε πως ο Νους είναι αδύνατο να κατανικήσει τον ίδιο του τον εαυτό! Ίσως με τη μέγιστη προσπάθεια να καταφέρουμε να καταπιέσουμε οτιδήποτε θεωρούμε κακό μέσα μας. Αυτή όμως είναι μία εικονική νίκη που επιφέρει μία εικονική ηρεμία και προσωπική εξέλιξη, καθώς καιρό μετά αναπόφευκτα οι καταπιεσμένες μαύρες ροές σκέψης θα απελευθερωθούν καταστρέφοντας όλα τα προσωρινά αποτελέσματα που είχαμε επιτύχει, απομακρύνοντας τα αποτελέσματα της προσωπικής μας εξέλιξης.
 

Η ελευθερία ενός “Ανοικτού” Νου

 
Μπορούμε τώρα να δούμε πως αυτός ο τρόπος που προσπαθούμε να ελέγξουμε το νου δεν έχει αποτελέσματα μέσω της καταπίεσης. Για να το καταφέρουμε επιτυχώς πρέπει να βγούμε έξω από τα στενά πλαίσια της συνηθισμένης έννοιας του ελέγχου. Ίσως να ακούγεται παράξενο, καθώς ταυτιζόμαστε με το μυαλό μας και τις λειτουργίες του. Όσο αυτή η ιδέα είναι εδραιωμένη στην συνείδησή μας δεν θα καταφέρουμε ποτέ να βγούμε έξω από αυτό τον ατέρμονο χορό των δυο κομματιών του νου και θα υποστούμε αναγκαία τις συνέπειες.
 
Βέβαια τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναγνωρίζουν πως είμαστε κάτι περισσότερο από το μυαλό μας, κάτι πιο πολύ από τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας και την προσωπική ιστορία που αυτά δημιουργούν. Η προσοχή μας δεν στρέφεται αποκλειστικά στο να περιγράφει την ιστορία μας και γινόμαστε ολοένα και πιο ευαίσθητοι στις βαθύτερες διαστάσεις της ζωής μας. Παρατηρούμε τις παύσεις ανάμεσα στην διαδικασία της σκέψης και τρέχουμε προς τις πύλες που οδηγούν πέρα από τα πλαίσια του Ρασιοναλιστή Νου.
 
Σε αυτές τις παύσεις μεταξύ των σκέψεων το μυαλό δεν λειτουργεί, δεν είναι παρόν! Αυτό που απομένει είναι η Συνειδητότητα που παραμένει σε εγρήγορση. Αν καταφέρναμε να παρατηρήσουμε αυτή τη συνειδητότητα θα διαπιστώναμε πως στέκεται στο παρασκήνιο και έχει ανοχή στο Νου και τις λειτουργίες του. Θα διαπιστώναμε πως δεν υπάρχει τίποτε λάθος με τις σκέψεις μας, τίποτα στραβό με τις λειτουργίες του Νου. Δεν είναι απαραίτητο να μαχόμαστε το Νου καθώς δεν είναι εχθρός, παρά μόνο το όργανο που χωρίς έλεγχο τείνει να λειτουργεί χαοτικά.
 
Έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε την πραγματική φύση της διαδικασίας της Σκέψης και τις λειτουργείες του Νου μονάχα αν αποκόψουμε τον εαυτό μας από αυτές και κρατήσουμε αποστάσεις. Και φυσικά να μην τις κατηγοριοποιούμε ως “Εχθρικές”. Θα αποκαλύψουν τα μυστικά τους στην Συνειδητότητα και θα αποκαλύψει τα μυστικά όνειρα που κρύβονται μέσα του.
 

Ελέγχοντας το Νου

 
Αυτός ο συνειδητός εαυτός που παρακολουθεί τη λειτουργία του Νου θα μας δώσει την ευκαιρία να σταματήσουμε την διαδικασία χωρίς κόπο. Μόλις διακοπεί η ατέρμονη παραγωγή σκέψεων τότε το μυαλό παύει να λειτουργεί.
 
Τότε είναι που θα πρέπει να ανακαλύψουμε την ταυτότητά μας σε σχέση με το Νου μας αφού έχουμε ήδη βρει το πραγματικό κέντρο της ύπαρξής μας, τον αληθινό εαυτό, Την Συνειδητότητά μας. Θα αντιλαμβανόμαστε πως οι σκέψεις και ο Νους δεν έχουν σταματήσει να υπάρχουν, βρίσκονται ακόμη εκεί σε μία αδρανοποιημένη κατάσταση. Και την στιγμή εκείνη ολόκληρη η διαδικασία θα αλλάξει. Σκεπτόμαστε όποτε είναι απαραίτητο. Ο νους δεν κυριεύει την ζωή μας και γίνεται το εργαλείο που χρησιμοποιούμε ή δεν χρησιμοποιούμε κατά το δοκούν.
 
Θα κατανοήσουμε έτσι πόσο υπέροχο εργαλείο του Εαυτού είναι ο Νους και θα μπορέσουμε να το χρησιμοποιήσουμε με τον σκοπό για τον οποίο υπάρχει. Αυτός ο σκοπός είναι η διασύνδεση, η σύνδεσή μας με τον περιβάλλοντα κόσμο και τους γύρω μας. Μέσα από το Νου που συμπορεύεται με την ενεργή συνειδητότητα δημιουργικές ενεργειακές ροές απελευθερώνονται στον κόσμο και διαμορφώνουν την υπέροχη αρμονία.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Ι. ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ - 1. Πόλεις και αποικίες

1.1. Την πόλη περιβάλλουν πυργωμένα τείχη

Ο Όμηρος περιγράφει την πόλη των Φαιάκων στο όριο του πραγματικού και του φανταστικού· πλησιέστερα στο φανταστικό. Την αποκαλεί Σχερία, παρόλο που προτιμά να κάνει λόγο για τους κατοίκους της ή για τον δήμο των Φαιάκων. Εξηγεί ότι οι Φαίακες κατοικούσαν κάποτε κοντά στους Κύκλωπες, αλλά επειδή, ισχυρότεροι εκείνοι, τους έβλαπταν συχνά, ξεσπιτώθηκαν και αναζήτησαν νέο τόπο, παράμερα από τους άλλους, στο έσχατο όριο του πολυκύμαντου πελάγους.
 
Η Σχερία περιλάμβανε το άστυ και την ύπαιθρο χώρα. Διάσπαρτοι, δέσποζαν ναοί των θεών. Το άστυ βρισκόταν σε ύψωμα, κυκλωμένο από μακρύ και ψηλό τείχος. Εκεί κατοικούσαν οι άρχοντες, αλλά και οι περισσότεροι απλοί κάτοικοι. Κάπου στο κέντρο του, πλάι στον ναό του Ποσειδώνα, ήταν η πλακόστρωτη αγορά. Από τις δυο πλευρές του σχηματίζονταν λιμάνια, όπου άραζαν τα καράβια, ανάλογα με τον καιρό. Ένας δρόμος οδηγούσε έξω από το τείχος. Πρώτο διακρινόταν το άλσος της Αθηνάς, με την κρήνη του και ολόγυρα λιβάδι. Παραδίπλα το τέμενος του βασιλιά Αλκίνοου: ένα καταπράσινο περιβόλι. Η ύπαιθρος χώρα ήταν μοιρασμένη σε ιδιοκτησίες, με χωράφια και καλλιεργημένα κτήματα. Τα βοσκοτόπια παρέμεναν μάλλον κοινόχρηστα. Ένας ποταμός πότιζε τη γη και χυνόταν στη θάλασσα.
 
Την εξουσία στην πόλη κατείχε ο Αλκίνοος με αξίωμα κληρονομικό. Το αρχοντικό του ήταν λαμπρό, γειτόνευε ωστόσο με τις οικίες άλλων επιφανών ανδρών. Όλοι μαζί οι Φαίακες αποτελούσαν τον δήμο. Ξεχώριζαν οι αριστοκράτες ή ευγενείς - ο ποιητής τούς αποκαλεί βασιλῆας, δηλαδή «βασιλιάδες». Συμμετείχαν στη βουλή και συσκέπτονταν με τον Αλκίνοο για τα σοβαρά θέματα. Οι υπόλοιποι κάτοικοι ασχολούνταν με τα καθημερινά τους έργα. Όσοι δεν καλλιεργούσαν τη γη ήταν ναυτικοί. Αν χρειαζόταν θα έπαιρναν τα όπλα. Στο νοικοκυριό του Αλκίνοου (ασφαλώς και σε άλλα αρχοντικά) υπήρχαν αρκετοί δούλοι (ο ποιητής τούς αποκαλεί δμῶας) και δούλες (δμωαί αλλά και ἀμφίπολοι). Ακόμη και στην απομονωμένη Σχερία κατέφθαναν κάποτε περαστικοί ξένοι. Ορισμένοι, όπως ο Οδυσσέας, επειδή είχαν χάσει τον δρόμο τους· άλλοι για να εμπορευτούν. Στις κοινωνίες της εποχής πλέον ευπρόσδεκτοι ήταν αυτοί που γνώριζαν χρήσιμες τέχνες: ο μάντης, ο γιατρός, ο μαραγκός αλλά και ο αοιδός ΔΕΣ: ΟΜΗΡΙΚΗ ΑΡΕΤΑΛΟΓΙΑ - Έννοιες και αρχές
 
Οι φανταστικές διηγήσεις κρύβουν συχνά απλές και μεγάλες αλήθειες. Τέτοια είναι η περίπτωση της ανύπαρκτης Σχερίας. Σε ολόκληρη σχεδόν την αρχαιότητα οι Έλληνες κατοικούσαν σε πόλεις που της έμοιαζαν. Πόλεις για τους αρχαίους Έλληνες ήταν πρώτα απ᾽ όλα και πάνω απ᾽ όλα οι πολίτες. Οι πάντες γνώριζαν ποια ήταν και πού βρισκόταν η Αθήνα ή η Σπάρτη, αλλά προτιμούσαν να μιλούν για τους Αθηναίους και τους Λακεδαιμόνιους ή τους Σπαρτιάτες. Αυτό ήταν κάτι περισσότερο από απλό σχήμα λόγου.
 
Παρά την αγάπη που είχαν για τη γη τους και παρά τον σεβασμό που έτρεφαν για τους τάφους των προγόνων και τα ιερά τους, οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν προτεραιότητα στην ασφάλεια και την ευδαιμονία των πολιτών. Αν η ανάγκη το έφερνε, ήταν αποφασισμένοι να αναζητήσουν ασφαλέστερη περιοχή. Δύο φορές στη διάρκεια των Περσικών Πολέμων οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν την πόλη τους και βρήκαν αλλού προσωρινό καταφύγιο. Ήταν μάλιστα έτοιμοι να επιλέξουν και έναν μόνιμο νέο τόπο κατοικίας. Όπως το διατύπωσε ο στρατηγός τους Θεμιστοκλής πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, μπορούσαν να πάρουν τις οικογένειές τους και να εγκατασταθούν στην Ιταλία. Με μετεγκατάσταση αντέδρασαν, σε παρόμοιες περιπτώσεις, πολλοί άλλοι Έλληνες.
 
Οι ελληνικές πόλεις είχαν συνήθως ένα άστυ, όπου ήταν συγκεντρωμένες οι περισσότερες κατοικίες, και μια ύπαιθρο χώρα, από την οποία τρέφονταν. Ορισμένες είχαν αντί για άστυ μόνο μια ακρόπολη ή ένα σύνολο χωριών. Οι γνωστότερες, και πάντως οι σημαντικότερες, αν δεν ήταν κτισμένες πάνω στη θάλασσα, είχαν εύκολη πρόσβαση σε αυτήν. Παρά τους κινδύνους της, η θάλασσα ήταν η καλύτερη οχύρωση και εξασφάλιζε την ταχύτερη δυνατή επικοινωνία. Σε καιρό πολέμου αποτελούσε την ασφαλέστερη οδό ανεφοδιασμού και διαφυγής. Στον πλατωνικό Φαίδωνα ο Σωκράτης φαντάζεται τον κόσμο των Ελλήνων να κατοικεί γύρω από τη θάλασσα, όπως τα μυρμήγκια ή οι βάτραχοι γύρω από έναν βάλτο. Η θάλασσα ένωνε τους Έλληνες περισσότερο από ό,τι οι οροσειρές και τα ψηλά βουνά.
 
Ως προς το μέγεθός τους οι ελληνικές πόλεις είχαν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Πολλές κατοικούνταν από λίγες χιλιάδες ανθρώπους. Η Αθήνα και η Σπάρτη είχαν πάνω από 200.000. Αρκετές γύρω στις 20.000. Ο αριθμός αυτός ήταν συνήθως επαρκής για τις ανάγκες τους και κατάλληλος για την εύρυθμη λειτουργία τους. Πολλές πόλεις πάντως είχαν πολύ λιγότερους κατοίκους, χωρισμένους πάντα σε κατηγορίες. Οι πολῖται, που κατείχαν τη γη, είχαν πολιτικά δικαιώματα· οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι είχαν δικαίωμα στην εργασία και μπορούσαν να αγοράσουν σπίτια, αλλά δεν συμμετείχαν στη λήψη πολιτικών αποφάσεων ούτε κατείχαν καλλιεργήσιμα κτήματα. Σε πολλές πόλεις, όπως στην Αθήνα, αποκαλούνταν μέτοικοι. Όταν το καλούσε η ανάγκη, πολίτες και μέτοικοι στρατεύονταν και πολεμούσαν τους κοινούς εχθρούς της πόλης. Μοιρασμένοι στα νοικοκυριά βρίσκονταν πάντα και αρκετοί δούλοι. Από τον 6ο αιώνα ο αριθμός τους αυξήθηκε πολύ. Οι περαστικοί ξένοι ήταν γενικά ευπρόσδεκτοι στις πόλεις, με εξαίρεση τη Σπάρτη.
 
Όλες οι πόλεις χρειάζονταν οχύρωση (και πάλι εκτός από τη Σπάρτη) και, όταν βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, λιμάνια, δηλαδή φυσικούς όρμους για να αράζουν τα πλοία. Οι ναοί που ήταν κτισμένοι μέσα στο άστυ ξεχώριζαν συνήθως για τη λαμπρότητά τους. Για την οικοδόμησή τους καταβάλλονταν μεγάλα έξοδα και προσλαμβάνονταν οι ικανότεροι τεχνίτες. Η λατρεία των θεών ήταν υπόθεση όλης της πόλης. Οι εορτές έδιναν στη ζωή νόημα και ρυθμό. Τα ναΰδρια έξω από το άστυ μπορούσαν κάποτε να έχουν επίσης μεγάλη αξία. Συχνά όριζαν την επικράτεια και την κυριαρχία της πόλης. Φροντίζοντας και προστατεύοντας τους αγροτικούς ναούς, μια πόλη φρόντιζε και προστάτευε τη γη της. Η αγορά ήταν τόπος εργασίας, εμπορίου, συναθροίσεων και συζητήσεων.
 
Σε ορισμένες περιοχές του ελληνικού κόσμου οι κάτοικοι ήταν οργανωμένοι σε ευρύτερες ενότητες, που αποκαλούνταν ἔθνη. Συνεκτικό τους στοιχείο ήταν η συνείδηση μιας κοινής καταγωγής και η διαφύλαξη μιας κοινής λατρείας. Στα έθνη αυτά οι πόλεις (όσες υπήρχαν) και οι διακριτοί οικισμοί δεν διέθεταν πολιτική αυτονομία, αλλά συνεργάζονταν μεταξύ τους στενά, κυρίως στον στρατιωτικό τομέα. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Αρκαδίας, της Αχαΐας, της Βοιωτίας και της Θεσσαλίας. Έως τον 4ο αιώνα, τα έθνη δεν έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις υποθέσεις των Ελλήνων, αλλά αμέσως μετά ορισμένα από αυτά διευρύνθηκαν, δυνάμωσαν και επισκίασαν τις παλαιές πόλεις.
 
Η φανταστική Σχερία υπενθυμίζει ότι η πλήρης περιγραφή μιας πόλης περιλαμβάνει τουλάχιστον τέσσερα ακόμη συστατικά στοιχεία: νερό, γη, μουλάρια ή βόδια και γάμους. Κανένας Έλληνας δεν ήταν τόσο αστόχαστος να θεμελιώσει πόλη σε περιοχή που δεν διέθετε ποταμό και άφθονα νερά - μολονότι από τις βροχοπτώσεις ήταν δυνατόν να συγκεντρωθεί ένα απαραίτητο συμπλήρωμα. Πολλές μικρές πόλεις εκμεταλλεύονταν τα βουνά, τους λόφους και τα υψώματα. Εκτός από προστασία, οι ορεινοί όγκοι παρείχαν ξυλεία και προσφέρονταν για τη διαμόρφωση μικρών ιδιοκτησιών: περιβόλια και καλλιεργήσιμες πεζούλες - αἱμασιάς τις αποκαλούσαν συχνά οι αρχαίοι Έλληνες. Επιπλέον, και ίσως σημαντικότερο, στους πρόποδες των βουνών μπορούσαν να ζήσουν εύκολα τα κατοικίδια ζώα και να βρεθεί κατάλληλο κυνήγι.
 
Οι κάμποι ήταν συνήθως ευφορότεροι, αλλά απαιτούσαν καλύτερη οργάνωση και μεγαλύτερη προστασία. Επιπλέον, ευνοούσαν τη διαμόρφωση μεγάλων ιδιοκτησιών και άφηναν άκληρους τους φτωχότερους πολίτες. Για την καλλιέργεια της γης, και μάλιστα για το όργωμα, ήταν απαραίτητα τα μουλάρια και τα βόδια. Όταν δεν απασχολούνταν στις αγροτικές εργασίες, μπορούσαν να σύρουν τις άμαξες. Πολυτιμότερα ήταν τα βόδια, που προσφέρονταν και για τροφή. Η θυσία τους στους θεούς ήταν πάντα η επιφανέστερη. Πριν από την εισαγωγή του νομίσματος, οι Έλληνες μετρούσαν με αυτά τις μεγάλες αξίες. Για την ξακουστή οικονόμο Ευρύκλεια (ταμίην και τροφόν την ονομάζει ο ποιητής) ο πατέρας του Οδυσσέα είχε πληρώσει είκοσι βόδια. Διαφορετικά, τις περιουσίες των αρχόντων τις μετρούσαν σε κοπάδια ζώων ή σε ετήσια παραγωγή δημητριακών.
 
Πόλεις δεν μπορούσαν να υπάρχουν χωρίς γάμους. Η αναπαραγωγή των κατοίκων, και μάλιστα των πολιτών, ήταν διαρκές μέλημα και έγνοια κάθε οργανωμένης κοινότητας. Τα συχνά γαμήλια γλέντια επιβεβαίωναν ότι μια πόλη είχε μέλλον.
 
Ιδανικό κάθε πόλης ήταν η αυτάρκεια και η πολιτική αυτονομία. Μια πόλη, αν ήταν δυνατόν, θα έπρεπε να παράγει όλα όσα είχε ανάγκη για την επιβίωση της και για την ευτυχία των κατοίκων της. Η πλήρης αυτάρκεια ήταν φυσικά μια ουτοπία που καμία ελληνική πόλη δεν μπόρεσε να επιτύχει. Κάθε τόπος είχε τους περιορισμούς του, ενώ οι επιθυμίες των ανθρώπων ούτε γνώριζαν ούτε γνωρίζουν όρια. Κάτι παρόμοιο ίσχυε και για την πολιτική αυτονομία. Κάθε πόλη είχε τη φιλοδοξία να καθορίζει μόνη της την πολιτική της, να επιλέγει τους φίλους της και τους εχθρούς της. Αλλά οι περισσότερες βρίσκονταν συνήθως κάτω από τον έλεγχο άλλων ελληνικών πόλεων, φανερά ή συγκαλυμμένα. Πολλούς αιώνες αργότερα όλες οι ελληνικές πόλεις βρέθηκαν ενωμένες κάτω από ξένη κυριαρχία. Οι περισσότερες διατήρησαν ωστόσο τους βασικούς θεσμούς διοίκησης για τις εσωτερικές τους υποθέσεις καθώς και ένα αίσθημα διακριτής ταυτότητας και αυτόνομης ιστορικής διαδρομής.
 
Οι ελληνικές πόλεις είχαν διάφορα πολιτεύματα. Από τον 7ο αιώνα και ύστερα, ελάχιστες εξακολουθούσαν να διοικούνται από κληρονομικό άρχοντα. Ο θεσμός της βασιλείας ανήκε στο παρελθόν και επιβίωνε σε απόμακρες περιοχές, στη Σπάρτη και στον μύθο. Τα γνωστότερα πολιτεύματα ήταν η αριστοκρατία, όπου κυβερνούσαν οι ευγενείς (ἄριστοι), η τυραννία, όπου κυβερνούσε ένας άρχοντας (τύραννος) χωρίς κληρονομικά δικαιώματα στην εξουσία, η ολιγαρχία, όπου κυβερνούσαν λίγοι, εύποροι πολίτες, και η δημοκρατία, όπου κυβερνούσαν όλοι οι πολίτες (δῆμος).
 
Πολλούς αιώνες μετά την εποχή της μυθικής Σχερίας, ο περιηγητής Παυσανίας βρήκε την ευκαιρία να καταγράψει τι δεν θα έπρεπε να λείπει από μια ελληνική πόλη: τα δημόσια κτίρια (ἀρχεῖα), ένας τόπος άθλησης και παιδείας (γυμνάσιον), το θέατρο, η αγορά, το νερό που διοχετεύεται σε κρήνη και σπίτια καλύτερα από απλές καλύβες με στρογγυλές στέγες. Ακόμη και αν δεν τα διέθετε αυτά, μια πόλη έπρεπε να έχει τουλάχιστον σύνορα (ὅρους), που περιέκλειαν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τα βοσκοτόπια. Από τη σκοπιά του Παυσανία, η Σχερία ίσως να μην ήταν μια κανονική πόλη, καθώς από την περιγραφή της απουσιάζουν σημαντικά δημόσια κτίρια. Αλλά οι απαιτήσεις άλλαζαν μέσα στον χρόνο και μαζί τους άλλαζε κάπως η εικόνα μιας ολοκληρωμένης πόλης.
 
Περιγράφοντας τη Σχερία, ο ποιητής φρόντισε να τονίσει ότι τα πάντα ήταν ωραία και καλοφτιαγμένα: το λιμάνι, ο ναός, η αγορά, το σπίτι του βασιλιά. Επρόκειτο ασφαλώς για τόπο φανταστικό, όπου όλα ήταν τέλεια. Αν λάβουμε υπόψη ότι η Σχερία ήταν επίσης αυτάρκης και αυτόνομη, τότε ασφαλώς πλησίαζε το ελληνικό ιδανικό περισσότερο από κάθε άλλη πόλη - και ας μην είχε γυμνάσιο ή θέατρο.

Σιμόν: Το πρώτο ρομπότ τεχνητής νοημοσύνης που παίζει και γράφει μουσική και στίχους

Το όνομά του είναι Σιμόν και είναι ένα ρομπότ τεχνητής νοημοσύνης. Όμως, είναι και ένας εξαίρετος συνθέτης, μουσικός και… ράπερ! Μπορεί να παίξει μόνος του μουσική αλλά και να συμμετέχει σε συγκροτήματα ή να αυτοσχεδιάζει ως ράπερ, με δικούς του στίχους.

Πώς τα κάνει όλα αυτά;

Απλά, ο μοναδικός Σιμόν, που είναι το πρώτο ρομπότ που όχι μόνο παίζει μουσική αλλά γράφει και τη δική του, έχει σχεδιαστεί και εκπαιδευτεί μέσα από ένα σύνολο δεδομένων της ροκ, της τζαζ και της ραπ και χρησιμοποιώντας αυτά τα δεδομένα και μέσω αλγόριθμων, δημιουργεί τη δική του ρομποτική μουσική.

Αυτό το τεχνολογικό θαύμα που παρουσίασαν οι μηχανικοί του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Τζόρτζια, δεν αποκλείεται να αλλάξει αλλά και να εξελίξει τα δεδομένα της σημερινής μουσικής βιομηχανίας.

Ο Διογένης, ο Οιδίποδας, η Σφίγγα και η αναζήτηση...

Όταν οι Αθηναίοι κορόιδευαν τον Διογένη πως οι Σινωπείς τον καταδικάσαν σε εξορία, αυτός απάντησε:

- «Και εγώ τους καταδίκασα να μείνουν εκεί».

Μην περιμένεις οι πολλοί να αποδεχτούν τις απόψεις σου, στην πραγματικότητα, ίσως θα έπρεπε να αρχίσεις ανησυχείς όταν οι περισσότεροι συμφωνούν μαζί σου. Τα πλήθη δημιουργούν ψευδαισθήσεις. Ίσως για αυτό κάποιος είπε πως ο όχλος είναι κάπως σαν τη Σφίγγα του αρχαίου μύθου. Είναι ανάγκη να φτάσουμε σε μια λύση που να δέχεται η ψυχολογία του, αλλιώς θα πρέπει να αφεθούμε να μας κατασπαράξει.

Η Σφίγγα ήταν ένα μυθολογικό τέρας με κεφαλή γυναίκας, πτερά αετού, σώμα λέοντος και ουρά φιδιού, είχε σταλεί από τη θεά Ήρα, να τιμωρήσει τους Θηβαίους για την ύβρι και την ασέλγεια που διέπραξε ο γέρος βασιλιάς της Θήβας Λάιου, ενάντια στον νεαρό Χρύσιππο. Το τέρας σταματούσε τους περαστικούς, και ζητούσε τη λύση ενός παράξενου γρίφου που λέγεται πως του δίδαξαν οι Μούσες.

- «Ποιο είναι το πλάσμα που το πρωί περπατά με τέσσερα, το μεσημέρι με δύο και το βράδυ με τρία πόδια;»

Αυτό ήταν το αίνιγμα που έβαζε η Σφίγγα σε όποιον περνούσε από το δρόμο της. Όποιος δεν απαντούσε καταδικαζόταν σε θάνατο. Σε ένα συμβολικό (;) ίσως θάνατο, στην ύπαρξη του «κανενός» του Οδυσσέα, του απρόσωπου και εφήμερου «εγώ». Ενός «εγώ», το οποίο δεν παράγει ιστορία, παρά μόνο ασύνδετων σημείων - στιγμών, δίχως σκοπό και προοπτική. Ο καιρός περνά απάντηση δεν μπορεί να δώσει κανείς. Στρατιές των οδοιπόρων που δεν γνώρισαν την αλήθεια. Κάποτε περνά από εκεί ο Οιδίποδας, ο οποίος αναζητά την αλήθεια.

Το τέρας τον κοιτάζει στα μάτια, παραλυτικά, η δύναμη της Μέδουσας. Του επιβάλλει να γνωρίσει για πρώτη φορά τον εαυτό του. Να καταδυθεί και να ιχνηλατήσει ως άλλος Θησέας τον λαβύρινθο του υποσυνείδητου του, να γνωρίζει και να αντιμετωπίσει τους πιο αρχέγονους φόβους του. Ένα αίνιγμα, το οποίο έθετε τον άνθρωπο προ των ευθυνών του. Τον αναγκάζει να αναρωτηθεί για την προέλευση, το ρόλο και τη πορεία του στο κόσμο. Η απάντηση δίνεται. Η λύση στο αίνιγμα είναι φυσικά ο ίδιος ο άνθρωπος. Μέσα από τον Οιδίποδα καλείται η ανθρωπότητα να συνειδητοποιήσει τον ρόλο της. Ο χρόνος – Κρόνος τρώει τα παιδιά του, ο χρόνος είναι κυκλικός και όχι γραμμικός.

Είναι προδιαγεγραμμένος ο κύκλος της ζωής του ανθρώπου. Τρεις φάσεις υπάρχουν σε αυτό το κύκλο. Γέννηση, ακμή και πτώση. Φάσεις αναπόδραστες, ορισμένες από την Ανάγκη την Αδράστεια και τις τρεις Μοίρες (Η Κλωθώ, έγνεθε το νήμα της ζωής, η Λάχεση, μοίραζε τους κλήρους, ενώ η Άτροπος έκοβε την κλωστή της ζωής των ανθρώπων, όταν ήταν γραφτό τους). Ο άνθρωπος μπορεί να αποτινάξει από επάνω του το φόβο του θανάτου, εφόσον για πρώτη φορά αποδέχεται το αναπόφευκτο, χωρίς κραυγές και δάκρυα. Αυτός είναι ένας συμβολικός τρόπος για να μη πεθάνει ποτέ ο άνθρωπος. Να ζήσει γενναία και με πάθος κάθε στιγμή της ζωής, γράφοντας ιστορία, υστεροφημία την ονόμασαν οι αρχαίοι Έλληνες. Κάνοντας πράξεις οι οποίες επιβιώνουν πέρα από την θνητή μας ύπαρξη, αφήνοντας πίσω μας μνημεία, πρότυπα και ίχνη ορατά και διαχρονικά.

«Ευτύς ως γεννήθηκες λέει ο Καζαντζάκης, μια νέα πιθανότητα γεννήθηκε μαζί σου, ένας λεύτερος σκιρτημός τρικυμίζει τη μεγάλη ζοφερή καρδιά του σογιού σου.
Φέρνεις, θες δεν θες, ένα νέο ρυθμό. Μια νέα επιθυμία, μια νέα ιδέα, μια θλίψη καινούρια. Θες δε θες, πλουτίζεις το πατρικό σου σώμα.
Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή ασήμαντη ύπαρξή σου. Είσαι μια ζαριά όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σογιού σου.
Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Ως περπατάς ανοίγεις, δημιουργάς την κοίτη όπου θα μπει και θα οδέψει ο ποταμός των απογόνων.
Δεν είσαι ένα άθλιο λιγόστιγμο κορμί· πίσω από την πήλινη ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιοχρονίτικο ενεδρεύει. Τα πάθη σου κ’ οι ιδέες σου είναι πιο παλιά από την καρδιά και το μυαλό σου.
Το σώμα σου το αόρατο είναι οι πεθαμένοι πρόγονοι κι οι απόγονοι οι αγέννητοι.
Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους.
Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους.
Tο τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει».

Φιλοσοφία εστί «μελέτη θανάτου» έλεγε ο Πλάτωνας, μυστηριακή ξεκάθαρα διδαχή. Στον Φαίδων αναφέρει:

- «Αυτός που θα κατέβει στον Άδη χωρίς να έχει πάρει μέρος στη μύηση και στα Μυστήρια, θα κυλιστεί στον βόρβορο, ενώ αυτός που εξαγνίστηκε και μυήθηκε, θα ζήσει με τους θεούς».

Ο άνθρωπος είναι ο μόνος που δεν κυριαρχείται μόνο από ένστικτα, αντιθέτως έχει γνώση της ύπαρξης του, κατανοεί και επεμβαίνει καταλυτικά στο φυσικό του περιβάλλον.

- « Ο Άνθρωπος είναι η λύση», απαντά ο Οιδίποδας. «Περπατά στα τέσσερα όταν είναι μικρός, στα δύο όταν μεγαλώσει και στα τρία όταν γεράσει, αφού χρησιμοποιεί μπαστούνι»!

Η διαπίστωση αυτή, όπως κάθε μεγάλη ανακάλυψη, φέρει πόνο και γνώση. Και χαρά όμως. Ο άνθρωπος γνωρίζει πια τα όρια του. Τα έχει «ορίσει», είναι εκεί, μπροστά τους. Τα σέβεται, μα δε τα φοβάται. Το όνομα του Οιδίποδα, είναι ενδεικτικό. Ετυμολογικά προέρχεται από τις λέξεις: «οίδος» και «πους», ή από τις λέξεις : «οίδα» και «πους». Στην πρώτη περίπτωση ο Οιδίποδας είναι αυτός με το πρησμένο πόδι, ως το παιδί που έχουν εγκαταλείψει οι γονείς του, σ ́ έναν απόβλητο της κοινωνίας δηλαδή. Στη δεύτερη περίπτωση είναι εκείνος που έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας, ο παντογνώστης Οιδίποδας. Ο Οιδίποδας είναι ο Κορίνθιος ξένος, το διορατικό πνεύμα, ο φωτεινός νους, που χωρίς τη βοήθεια κανενός, χωρίς τη συνδρομή κάποιου θεού ή κάποιου οιωνού, έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας, χρησιμοποιώντας μονάχα την κρίση του (γνώμην).

Οι αιώνες πέρασαν. Ο γρίφος της Σφίγγας όμως δεν άλλαξε διόλου. Γκρεμισμένη στην άβυσσο, ακόμη εξετάζει τον άνθρωπο, τις στιγμές που αυτός αποφασίζει να την ακούσει. Μοιάζει σαν να μη θυμάται πλέον την απάντηση του Οιδίποδα, και τη σημασία της. Όπως είπαν στην Αίγυπτο στον Σόλωνα :

«Ω Σόλων, Σόλων, Έλληνες αεί παίδες εστέ, γέρων δέ Έλλην ουκ έστιν», δηλ. «Σόλωνα, Σόλωνα, εσείς οι Έλληνες μένετε πάντα παιδιά και δεν υπάρχει κανένας γέροντας Έλληνας».

Τι και αν ο γρίφος λύθηκε; Έπεσε και πάλι στην λήθη. Το ερώτημα όμως παραμένει επίκαιρο. Η απάντηση δεν έπαψε ποτέ να αναζητείται διαχρονικά από τους ταπεινούς και συνειδητούς αναζητητές. Η γνώση κάποιες φορές σημαίνει πόνο, πνευματική μοναξιά, ίσως και συναισθηματική απομόνωση σε κάποιο βαθμό. Το αίσθημα πως είσαι ένας ξένος σε αυτό τον κόσμο, πως ίσως γεννήθηκες σε λάθος χρόνο και τόπο. Αυτή όμως μπορεί να είναι μία εποικοδομητική μοναξιά, μια αφυπνιστική μοναξιά, η οποία αποτελεί πρόκληση και μία αποκάλυψη ταυτόχρονα!
--------------------------------
Επιμύθιο:

Σύμφωνα με τον Νίτσε: «Ο Οιδίποδας είναι ο άνθρωπος που έχει αλλοτριωθεί από την υπόλοιπη φύση και συνεπώς, έχει αποκοπεί από τη διανοητική του δύναμη, η οποία είναι σε θέση να διερευνήσει τα μυστικά της φύσης και ν’ αρπάξει απ’ αυτήν το μυστικό της θέσης του ανθρώπου μέσα σ’ αυτήν. Ο Νίτσε διακρίνει μια τριπλή μοίρα στον Οιδίποδα: -την απάντηση στο αίνιγμα -το φόνο του πατέρα -το γάμο με τη μητέρα Αυτή η τριπλή μοίρα υπογραμμίζει την αφυσικότητα αυτής της φοβερής σοφίας. Πρόκειται για ένα βλέμμα στην άβυσσο. Ο τραγικός ήρωας βγαίνει από εκεί φέρνοντας τη φωτεινή μεταεικόνα και γίνεται τέρας. Η ακραία αφυσικότητα του, συμβολίζεται από την αιμομικτική ένωση».

Σύμφωνα με τον Φρόιντ: «Η αμφισημία της γνώσης έγκειται στην αντίθεση ανάμεσα στα διανοητικά κατορθώματα του ήρωα και σε ένα είδος γνώσης που κατέληξε να γίνει άγνοια μέσα από την πίεση. Η κρυμμένη βία που υπάρχει στο παρελθόν δεν είναι τυχαία. Η αναγκαιότητα να παντρευτεί ο Οιδίποδας τη μητέρα του και να σκοτώσει τον πατέρα του, όπως διατυπώνεται στο χρησμό, είναι η μοίρα στην οποία υπόκειται ο καθένας μας, μέσα στις καταπιεσμένες επιθυμίες του ασυνείδητου. Έτσι, αιμομιξία και πατροκτονία συμφωνούν με την ήρεμη αντικειμενικότητα του χρησμού, ο οποίος στο Σοφοκλή παρουσιάζεται ως περιγραφική διατύπωση του τι θα συμβεί».

Η «πόλις» ως πραγμάτωση του αγαθού κατά τον Αριστοτέλη

Κατά τον Αριστοτέλη, η ηθική συγκρότηση του ατόμου επιτυγχάνεται στο κατάλληλο περιβάλλον, εντός του οποίου αναπτύσσονται οι αρετές, και αυτό δεν είναι άλλο από το περιβάλλον της πόλης, δηλαδή της τέλειας κοινωνίας. Η πολιτική δραστηριότητα, όπως και κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα, στοχεύει σε κάποιο αγαθό και αυτό είναι ολικό και υπέρτατο, διότι και η πόλις είναι το σύνολο των τελείων ενεργημάτων του ανθρώπου και της κοινωνίας. Το σκοπούμενο αγαθό πρέπει να είναι κοινό για το άτομο και την πόλη και συνίσταται στην «κατ' αρετήν» διαβίωση, που εξυψώνει τους πολίτες σε πνευματικά όντα και τους οδηγεί στην «εὐδαιμονία»
 
Η Αριστοτελική φιλοσοφία δεσπόζει της ευρωπαϊκής σκέψης τουλάχιστον από την εποχή που οι μοναχοί του Μεσαίωνα μετέφραζαν, μετέγραφαν και σχολίαζαν τα έργα του, προσπαθώντας να ανιχνεύσουν σε αυτά τις βασικές αρχές της ανθρώπινης νόησης. Από τότε μέχρι σήμερα οι αριστοτελικές σπουδές κατέχουν σημαντικό μέρος των σπουδών φιλοσοφίας παγκοσμίως και η επανεξέταση των αριστοτελικών κειμένων αποτελεί κεντρική δραστηριότητα των Φιλοσοφικών Σχολών και των απανταχού φιλοσοφούντων.
 
Στο πλαίσιο αυτό θα ασχοληθούμε με τη σκιαγράφηση τριών βασικότατων εννοιών της αριστοτελικής πολιτικής φιλοσοφίας, αυτών του αγαθού, της ευδαιμονίας, καθώς και με τη συνάντηση αμφοτέρων στο πλαίσιο της πόλης, όπου πραγματώνονται σύμφωνα με τον αρχαίο φιλόσοφο όλες οι ανθρώπινες ικανότητες και επιθυμίες.
 
Κατά τον Αριστοτέλη, το αγαθό είναι αυτονόητα ο σκοπός τον οποίο επιδιώκουν όλα τα όντα κατά τα ενεργήματά τους. Αν ο Πλάτων είχε θεωρήσει το αγαθό ως οντολογικά ενιαίο και αξιακά ύψιστο, ο Αριστοτέλης παρατηρεί, ήδη από το πρώτο βιβλίο των Ἠθικῶν Νικομαχείων, ότι το αγαθό δεν μπορεί να διαθέτει οντολογική ενότητα, αλλά ποικίλλει ανάλογα με τα είδη των τεχνών, των επιστημών και των πράξεων στα οποία μπορεί κάποιος να επιδίδεται. Ωστόσο, το αγαθό φαίνεται να μην εγκαταλείπει εντελώς την πλατωνική του ομοιογένεια και αυτό γίνεται αντιληπτό, όταν ο Αριστοτέλης το ανάγει σε τελικό τέλος των πράξεων και των ενεργειών του ανθρώπου, δηλαδή ως αξιακά «αἱρετώτατο». Αν λοιπόν και η ηθική ενέργεια του ανθρώπου μπορεί να νοηθεί ως όλο και να τείνει σε κάποιο ενιαίο τέλος, που να μην υπάγεται σε κανένα άλλο αλλά να επιδιώκεται «καθεαυτό» (ως αυτοσκοπός), τότε το τελικό αυτό «τέλος» πρέπει να ταυτίζεται με το ύψιστο αγαθό, και αυτό το αγαθό είναι η «εὐδαιμονία» (Ἠθικά Νικομάχεια 1094a 1-25 και 1095a 18).
 
 Αναλύοντας τον όρο «εὐδαιμονία», ο Αριστοτέλης αναφέρεται αρχικά στο «εὖ ζῆν» και στο «εὖ πράττειν», εξετάζει στη συνέχεια τις συνήθεις απόψεις περί «ευδαιμονίας», όπως ότι ευτυχής είναι ο άνθρωπος που διαθέτει ηδονή, πλούτο, τιμές, υγεία, διανοητικές ικανότητες, ομορφιά ή ο,τιδήποτε το επιθυμητό, για να καταλήξει στη θέση ότι ευδαιμονία είναι η «ενέργεια της ψυχής η σύμφωνη με την αρετή» («ψυχῆς ἐνέργεια κατ΄ ἀρετήν»).
 
Σημειώνει δε ότι η ανθρώπινη φύση ρυθμίζει τη συμπεριφορά της, θέτοντας σκοπούς για τις πράξεις της, επειδή είναι έλλογη. Αφού λοιπόν η ενέργεια της ψυχής είναι κατά λόγον, γι΄αυτό, κάθε επί μέρους πράξη του ανθρώπου τείνει -σε κάποιον βαθμό- προς την τελειότητα με τον τρόπο που ο λόγος ορίζει. Μεταξύ δε των διαβαθμίσεων της τελειότητος ανώτερη -σύμφωνα με τα Ἠθικά Νικομάχεια- είναι η «κατ΄ ἀρετήν». Άρα, ο μέγιστος σκοπός του ανθρώπου, ο οποίος, όπως ελέχθη, ορίζεται ως ευδαιμονία, είναι η ενέργεια της ψυχής η οποία τείνει προς την αρετή ή ασκείται σύμφωνα με αυτήν (Ἠθικά Νικομάχεια 1099b 26). Συμπληρωματικά σημειώνεται ότι η ευδαιμονία πρέπει εύλογα να εκπορεύεται από το τελειότερο ή το θεϊκότερο μέρος της ψυχής, επειδή εμπερικλείει το τέλειο. Και το τελειότερο μέρος της ψυχής δεν είναι άλλο από το νου. Εν τέλει, ο ευδαίμων βίος είναι ο σύμφωνος προς το πνεύμα βίος, αφού ο νους και το πνεύμα αποτελούν την ουσία της ανθρώπινης φύσης (Ἠθικά Νικομάχεια 1099a21 και 1177b19).
 
Η αρετή στα Ἠθικά Νικομάχεια εκλαμβάνεται τόσο υπό την έννοια της συνολικής και τέλειας ανάπτυξης όλων των φυσικών και σωματικών ικανοτήτων του ανθρώπου, όσο και υπό την έννοια της ηθικής τελείωσης. Οι ηθικές αρετές, διακριτές σε διανοητικές και σε κατ΄ εξοχήν ηθικές, αποτελούν έξεις, δηλαδή σταθερές τάσεις προς κάτι, και ευρίσκονται στο μέσον δύο άκρων, τα οποία ο άνθρωπος πρέπει να αποφεύγει κατά την κρίση του. Η ως άνω άποψη του φιλοσόφου σχετικοποιεί την αρετή και δηλώνει τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα της αριστοτελικής ηθικής. Επί πλέον η αρετή, ως ύψιστο αγαθό, πρέπει κατά το φιλόσοφο να είναι «μεσότης» και μάλιστα εκείνη που μπορεί να ορίσει ο φρόνιμος άνθρωπος, αφού αυτός διαθέτει επαρκή διανοητικά χαρίσματα, ώστε να μπορεί να αντιληφθεί τις επιταγές του ορθού λόγου. Τέλος, η αρετή είναι κατά το φιλόσοφο «προαιρετική» έξις, γεγονός που αναδεικνύει την ελευθερία ως βασικό στοιχείο του ηθικού βίου. (Ἠθ. Νικ. 1106b36).
 
Κατά τον Αριστοτέλη, η ηθική συγκρότηση του ατόμου επιτυγχάνεται στο κατάλληλο περιβάλλον, εντός του οποίου αναπτύσσονται οι αρετές, και αυτό δεν είναι άλλο από το περιβάλλον της πόλης, δηλαδή της τέλειας κοινωνίας. Η πολιτική δραστηριότητα, όπως και κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα, στοχεύει σε κάποιο αγαθό και αυτό είναι ολικό και υπέρτατο, διότι και η πόλις είναι το σύνολο των τελείων ενεργημάτων του ανθρώπου και της κοινωνίας. Το σκοπούμενο αγαθό πρέπει να είναι κοινό για το άτομο και την πόλη και συνίσταται στην «κατ' αρετήν» διαβίωση, που εξυψώνει τους πολίτες σε πνευματικά όντα και τους οδηγεί στην «εὐδαιμονία».
 
Εν τέλει στην αριστοτελική φιλοσοφία διατηρείται το πλατωνικό ιδεώδες περί της παιδευτικής αποστολής της πόλεως. Τελική και ύψιστη αποστολή της πολιτείας είναι η ηθικοποίηση των μελών της (Πολιτικά 1253a9). Η πόλις ως πεδίο πραγμάτωσης των ανθρωπίνων αναγκών, τάσεων και σκοπών δεν μπορεί παρά να είναι η ύψιστη συνθήκη τελειώσεως του ανθρώπου, αφού μέσα σε αυτήν όλες οι ανθρώπινες ικανότητες συνενώνονται στην επιδίωξη της ευδαιμονίας. Εν τέλει ο άνθρωπος, κατά τον Αριστοτέλη δε μπορεί να καταστεί ευδαίμων παρά μόνο εν πόλει και το επιχείρημά του συνιστά κεντρική ευθύνη της πολιτικής δραστηριότητας σε κάθε εποχή.

Γλυκύτητα, μια ποιότητα της ψυχής

Αναπτύξτε γλυκύτητα

Οι άνθρωποι νομίζουν ότι η γλυκύτητα σχετίζεται με γλύκα στα χαμόγελα, ψιθυρίσματα στη φωνή, μουσικές κινήσεις και μελιστάλακτα μάτια.

Η πραγματική γλυκύτητα δε βρίσκεται στις εξωτερικές μορφές, αλλά στο νόημα των λέξεων, της φωνής και των τρόπων σας. Αν έχετε αγάπη, φως, ομορφιά, δικαιοσύνη και ελευθερία στις εκφράσεις σας, είστε ένα γλυκό άτομο.

Αλλά αν έχετε φθόνο, συκοφαντία, προδοσία, ψέματα και υποκρισία στις εκφράσεις σας, ανεξάρτητα από το πόσο γλυκιές είναι, είστε ένα άξεστο άτομο.

Μερικές φορές μεγάλοι δάσκαλοι είναι τόσο σκληροί όταν έχουν να κάνουν με τα σφάλματα των ανθρώπων, αλλά αισθάνονται γλυκύτητα στην καρδιά τους και αγάπη στην ψυχή τους. Η γλυκύτητα είναι μια ποιότητα της ψυχής και όχι μια ποιότητα των τρόπων.

Αφού περάσετε μια αξιόλογη πειθαρχία κάτω από έναν αυστηρό δάσκαλο, τον εκτιμάτε πιο πολύ απ’ αυτούς που ήταν άτονοι μαζί σας. Ένας από τους δασκάλους μου συνήθιζε να λέει “Σου δίνω τη μελωδία της καρδιάς μου σε μια καταιγίδα. Η μελωδία είναι για την ψυχή σου• η καταιγίδα είναι για την απειθάρχητη προσωπικότητα σου”.

Αλλά βέβαια, όλα είναι θέμα γνώσης και αρμονίας. Μερικές φορές γλυκιές λέξεις και γλυκά χαμόγελα φέρουν πολύ δηλητήριο μαζί τους. Αυτοί οι άνθρωποι που δε διαθέτουν ποιότητα ψυχής γίνονται υποχείρια τέτοιων εκφράσεων, αλλά τελικά ανακαλύπτουν ότι τέτοιες εκφράσεις ήταν παγίδες, όχι τροφή για την ψυχή τους.

Γλυκύτητα είναι η έκφραση της αγάπης, ευσπλαχνίας και αβλάβειας με ορθό κίνητρο.

Οι συνηθισμένοι άνθρωποι σου αφήνουν σημάδια, οι ασυνήθιστοι – όνειρα

Η ζωή μας δεν νοείται χωρίς τη συναναστροφή μας με τους άλλους. Είμαστε κοινωνικά όντα και χτίζουμε τη ζωή μας μέσω των επαφών μας με τους άλλους ανθρώπους. Μας βοηθάνε να βρούμε τα όριά μας και να βγάλουμε από μέσα μας χαρακτηριστικά που δεν ξέρουμε ότι υπάρχουν μέσα μας. Επειδή, κακά τα ψέματα, όλοι αλλάζουμε συνεχώς, περιστεφόμενοι γύρω από τα σταθερά μας, τον πυρήνα μας.

Οι συναντήσεις στη ζωή μας και οι επαφές μας με τους άλλους και το ποσό τους επιτρέπουμε να μας επηρεάζουν, μας αλλάζουν και μας οδηγούν στην αυτογνωσία. Στο βαθμό αυτής της αλλαγής κρίνεται και το ποσό σημαντική ήταν η συνάντηση.

Όλες οι φιλίες, έρωτες και αγάπες μας αφήνουν σημάδια. Κάποιες από αυτές αφήνουμε πίσω μας, επειδή δεν έχουν να μας προσφέρουν πλέον αυτό που μπορούσαν παλιά. Άλλες μένουν και ομορφαίνουν την καθημερινότητά μας.

Άλλες αφήνουν βαθιά σημάδια – χαρακιές, άλλες – μαθήματα, άλλες μας αποδεικνύουν τα όριά μας. Όλα τα σημάδια είναι όμορφα από την απόσταση του χρόνου, έχουν τη δική τους μοναδική γεύση, μουσική και άρωμα. Μαθαίνουμε να αγαπάμε τα σημάδια μας σαν ένα μέρος του εαυτού μας. Η θύμηση των ανθρώπων που διέσχισαν τη ζωή μας μας κάνει να χτίσουμε τη δύναμη μας και την πιο ουσιαστική αγάπη – αυτή που νιώθουμε για μας τους ίδιους.

Αλλά μόνο οι ασυνήθιστοι άνθρωποι που περνούν από τις ζωές μας, συνήθως με ταχύτητα αστραπιαία, ίσα που μας αγγίζουν, μας αλλάζουν, μας αναστατώνουν, φτάνουν μέχρι τον πυρήνα, μόνο αυτοί αφήνουν το όνειρο. Ο σκοπός δεν είναι να μας συνοδεύουν στη ζωή μας.

Συνήθως είναι αντισυμβατικοί, αταίριαστοι και άκρως διαφορετικοί από μας. Γι’ αυτό δεν παραμένουν στη ζωή μας. Όταν φεύγουν, αφήνουν το όνειρο. Ένα όνειρο, αλλά όχι το δικό τους, το δικό μας. Μας φέρνουν με έναν ή με άλλον τρόπο να έρθουμε σε επαφή με τον πυρήνα μας, με την πιο βαθιά μας αλήθεια. Επειδή οι άνθρωποι φεύγουν, αλλά τα όνειρα μας συνοδεύουν και δίνουν πνοή στην κάθε μας μέρα. Επειδή οι άνθρωποι δεν ήταν, δεν είναι ούτε θα είναι δικοί μας. Τα όνειρα είναι διαφορετικά – τους έχουμε και μας έχουν, διότι ζουν μέσα μας.

Οι διαλυμένοι άνθρωποι αγαπούν καχύποπτα κι αμυντικά

Πληγή με πληγή διαφέρει, το ίδιο κι οι άνθρωποι που τις φέρουν. Δεν έχουν όλοι οι οργανισμοί την ίδια αντοχή στον πόνο, η ίαση τους δεν ακολουθεί παρόμοιους ρυθμούς και το μετατραυματικό σοκ άλλους τους αφήνει με κενά μνήμης κι άλλους τους καθορίζει.

Άνθρωποι δύσκολοι, οι οποίοι ξεπετάχτηκαν από μια συναισθηματική καταστροφή που έτυχε να τους πιάσει στον ύπνο, έτσι γεννιούνται οι διαλυμένοι άνθρωποι· από καταστάσεις κι ανθρώπους που αγνοούν πως η σωματική βία δε διαφέρει τελικά και πολύ απ’ την ψυχολογική.

Ψυχολογική βία δεν ασκεί ένας οποιοσδήποτε χωρισμός, οπότε μη μασάς στον κάθε πληγωμένο που πλασάρει τον πόνο του ως κάτι πρωτάκουστο, μην τους περνάς για ρημαγμένους όσους απλά πόνεσαν και τώρα σκορπιούνται εδώ κι εκεί, ούτε να λυπάσαι εκείνους που μιλάνε με ευκολία για όσα τους βασανίζουν. Οι διαλυμένοι άνθρωποι είναι βουβοί, μουδιασμένοι, έχουν σχεδόν παραλύσει, θαρρείς πως υπάρχουν σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα, κρυμμένοι μονίμως πίσω από ένα διαρκές και βάρβαρο «καλά είμαι».

Θα τους πιστέψεις και θα το κάνεις επειδή θα σε αναγκάσουν. Θα πεις με σιγουριά πως δεν έχουν ανάγκη, πως τα καταφέρνουν μια χαρά, θα έρθουν στιγμές που θα τους θαυμάσεις κιόλας. Κάπου εκεί σταμάτα κι απομακρύνσου, μη γίνει καμιά μαλακία κι ερωτευτείς αυτό το θεατράκι που σου πλασάρουν, γιατί μετά ίσως είναι αργά. Επειδή μπορεί να τους αγαπήσεις χωρίς να ξέρεις στην ουσία τι είναι αυτό που αγαπάς, αν είναι τέρας ή άνθρωπος, αν μπορεί έστω και λίγο να σε αγαπήσει πίσω.

Επειδή κάπου εκεί, ανάμεσα σε προβληματικές συμπεριφορές κι απότομα ξεσπάσματα θα βρεθείς να αναρωτιέσαι αν μπορούν να ερωτευτούν κάποιον άλλο πέρα απ’ τη μοναξιά τους, αν αυτή η καρδιά που χτυπάει εκεί μέσα βγάζει κανονικό αίμα ή είναι μαραφέτι με μπαταρίες που απλώς απομυζά ενέργεια.

Κι αν είσαι γενναίος και θέλεις να μάθεις, κάτσε να σου πω πώς αγαπούν οι ρημαγμένοι άνθρωποι, μπας και καταλάβεις τι κακό σε περιμένει. Άνθρωποι σαν αυτούς αγαπούν καχύποπτα κι αμυντικά, με την ψυχή στο στόμα. Σε παρατηρούν όταν δεν τους βλέπεις, σε μαθαίνουν απ’ τις ασυναίσθητες συμπεριφορές σου, από πράγματα που δεν έχεις ιδέα πως κάνεις.

Κοιμούνται δίπλα σου με το ένα μάτι ανοιχτό και τα παπούτσια τους στο πλάι, μην αλλάξει κάτι στη μέση της νύχτας και δε φύγουν πριν φύγεις εσύ. Το φοβούνται το φευγιό γι’ αυτό και την κάνουν πρώτοι μόλις αλλάξει λίγο ο άνεμος, για να μη δουν ένα ακόμα τέλος που δεν επέλεξαν, για να μη καπηλευτείς και την τελευταία τους ελπίδα να βρούνε την ευτυχία, εκείνη που έκρυψαν βαθιά μέσα τους, εκείνη που στα ψέματα σου είπαν πως δεν έχουν ιδέα πού βρίσκεται όταν τους πρωτοπήρες αγκαλιά.

Κι αν είσαι καλός και τους φερθείς με αγάπη, την έβαψες. Δεν τους θέλουν τους καλούς, οι καλοί αφήνουν αμφιβολίες. Μπάζουν στη ζωή τους μόνο τους κακούς, για να επιβεβαιώνουν σαδιστικά αυτοεκπληρούμενες προφητείες και να δικαιολογούν στον κόσμο και τους εαυτούς τους την αξία της φιλόξενης μοναξιάς που οι ίδιοι επέλεξαν.

Σκέψου πόσο μπορεί να πόνεσαν για να φοβούνται τους ανθρώπους που επιχειρούν να τους δώσουν αγάπη, που τους απλώνουν το χέρι για χάδι κι εκείνοι αποτραβιούνται επειδή περιμένουν χαστούκι. Δεν μπορείς να ξέρεις σε τι βάθη κάνουν ζημιά οι κρυμμένοι πόνοι, εκτός αν έχει κρύψει και η δική σου ψυχή έναν. Τότε μόνο καταλαβαίνεις, όπως αυτοί, πως μπορεί να μην πεθαίνεις από ψυχικά τραύματα μα η αλήθεια είναι πως δε ζεις κιόλας.

Κι αν αποφασίσεις να πάρεις πάνω σου λίγο απ’ τον πόνο τους, θέλει προσπάθεια κι επιμονή επειδή πιθανότατα δε θα καταφέρεις και πολλά, επειδή αναμφίβολα θα νιώσεις ανεπαρκής. Αν προτίθεσαι να τους αγαπήσεις, μάθε όσο είναι νωρίς πως δε φτιάχνονται, πως αυτό το κουραστικό πλάσμα που έχεις στα χέρια σου, με τις παράλογες απαιτήσεις, τα άκυρα ξεσπάσματα και την καχυποψία, αυτό παίρνεις, οπότε μην ελπίζεις μάταια.

Μην επιχειρήσεις να κολλήσεις τα κομμάτια τους, δεν ωφελεί. Αν θέλεις μάζεψέ τα σε ένα όμορφο κουτί κι άσε τον καιρό να αμβλύνει τις γωνίες τους, εκείνες τις γωνίες που κόβουν· επειδή γι’ αυτές τις κοφτερές άκρες μένουν μακριά σου, καθώς ξέρουν πως είναι επικίνδυνες και η λιγοστή καρδιά που τους απέμεινε δεν τους επιτρέπει να σε τραυματίσουν.

Ούτε να περιμένεις «σ’ αγαπάω» κι όμορφα λόγια. Αν είσαι παρατηρητικός ή έστω παρών, την αγάπη τους θα σου τη μαρτυρήσει ο τρόπος που σε κοιτάζουν όταν νομίζουν πως δεν τους βλέπεις, η επιμονή με την οποία μένουν απειλώντας σε ταυτόχρονα πως θα φύγουν κι ο τρόπος που ασυναίσθητα σε τραβάνε κοντά τους στον ύπνο τους όταν πας ν’ αλλάξεις πλευρό.

Μην τους πεις λοιπόν όμορφους αν δε δεις πρώτα τα σημάδια που κρύβουν, μην τους χαρακτηρίσεις έξυπνους αν δε σου μιλήσουν για τις φορές που τα κάνανε σκατά, μην τους θεωρήσεις δυνατούς αν δεν τύχει να τους δεις να λυγίζουν. Επειδή μόνο αν σταθούν απογuμνωμένοι μπροστά σου με τα σημάδια τους, τις αλλόκοτες συμπεριφορές τους, το εγώ τους κουρελιασμένο και μείνεις, μόνο τότε μπορεί να σε πιστέψουν.

Επειδή, ξέρεις, έτσι αγαπούν οι ρημαγμένοι άνθρωποι· λες και δεν αγαπούν.

Ο άνθρωπος με ωραία ψυχή θα είναι πάντα ακαταμάχητος

Ο άνθρωπος δεν χρειάζεται καθρέφτη για να δει την ομορφιά του.
Η ομορφιά του αντανακλάται στα μάτια όσων τον εκτιμούν.

Δεν χρειάζεται ούτε ακριβά ρούχα, ούτε μακιγιάζ για να ομορφύνει.
Όλη η ομορφιά του κρύβεται στην ψυχή, στην καρδιά και το μυαλό του.

Ούτε τα όμορφα μάτια, ούτε το αψεγάδιαστο πρόσωπο, ούτε το καλλίγραμμο σώμα μπορούν να νικήσουν την λάμψη της φωτεινής ψυχής, του δυνατού μυαλού και της ζεστής καρδιάς. Αυτά έχουν την δική τους γοητεία.

Ο όμορφος άνθρωπος δεν θέλει φτιασίδια, ομορφαίνει με την αγάπη και βρίσκει τον τρόπο για να ξεχωρίσει.
Ένα παιδικό παραμυθάκι που θυμήθηκα λέει πως ήταν κάποτε μια οικογένεια βασιλιάδων που δεν μπορούσαν να αποκτήσουν παιδί, κάποια στιγμή μια νεράιδα τους λυπήθηκε και αποφάσισε να τους δώσει αυτό το δώρο!
Τους ρώτησε λοιπόν πως θέλουν να είναι το παιδί τους!
Αυτοί ζήτησαν να είναι το παιδί τους υγιές, έξυπνο, δυνατό, γενναίο, ευγενικό, καλόψυχο και γενικώς να έχει όλα τα χαρίσματα που θα μπορούσε να έχει ένας πλήρως ευνοημένος από την φύση άνθρωπος!
Όταν έφυγε η νεράιδα μόνο τότε συνειδητοποίησαν ότι είχαν ξεχάσει να ζητήσουν να είναι και όμορφο! Έτρεξαν να την προλάβουν για να της ζητήσουν να το προσθέσει και αυτό αλλά τότε η νεράιδα τους είπε ότι ήταν πολύ αργά! Οι χάρες είχαν ήδη δωθεί!
Είχαν μεγάλη στεναχώρια και επειδή νεράιδα τους λυπήθηκε τους είπε το εξής: Το παιδί σας μπορεί να μη γεννηθεί όμορφο όμως να ξέρετε πως όποιος το αγαπήσει πραγματικά θα το βλέπει πανέμορφο!
Έτσι και έγινε! Γεννήθηκε πολύ άσχημο όμως με τα χαρίσματα που είχε και με την καλοσύνη του γινόταν πάντα αγαπητός από όλους και κανένας δεν μπορούσε να δει την ασχήμια του! Όλοι τώρα τον έβλεπαν σαν τον πιο όμορφο άνθρωπο του κόσμου!

Μόνο οι ρηχοί άνθρωποι επιμένουν να κρίνουν ποιους θέλουν δίπλα τους αποκλειστικά από την εμφάνιση.
Η ερώτηση είναι όμως αν όντως θέλεις τέτοιους ανθρώπους δίπλα σου.

Μπορεί στην εμφάνιση να οφείλεται η πρώτη έλξη, όμως δεν φτάνει από μόνη της να κρατήσει κάποιον που αξίζει.
Είμαστε αυτό που αισθανόμαστε. Οι άλλοι βλέπουν αυτό που εμείς τους αφήνουμε να δουν. Ότι είναι αληθινό αξίζει και διαρκεί, ακόμα κι όταν σύμφωνα με την νομοτέλεια της φύσης όλα αλλοιώνονται με την πάροδο του χρόνου. Τίποτα όμως δεν μπορεί να ακουμπήσει το άφθαρτο της εσωτερικής ομορφιάς.

Δείξε χωρίς να φοβάσαι τον εαυτό σου στους άλλους, δίνοντας τους την ευκαιρία να δουν την ομορφιά που κρύβεται μέσα σου και να αγαπήσουν αυτό που πραγματικά είσαι. Αυτό είναι το μαγικό φίλτρο που θα μεταμορφώσει το τέρας σε όμορφο πρίγκιπα και θα βγάλει μια για πάντα την Σταχτοπούτα από τις στάχτες.

Συγχρονικότητα και «Μαγική σκέψη»

Τι είναι η “μαγική σκέψη”; Πώς μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή σου ζωή, τις σχέσεις σου, τις επιλογές σου; Με τέτοια ερωτήματα θα ασχοληθώ σε αυτό το άρθρο έχοντας ως σκοπό την ενημέρωση όσων τους ενδιαφέρει το συγκεκριμένο θέμα, το οποίο φαίνεται να είναι τόσο διαδεδομένο, ώστε να προκαλεί σύγχυση στη σκέψη και την αντίληψη πολλών ανθρώπων στις μέρες μας.

Η μαγική σκέψη είναι κατά βάση ένα ενθύμιο από την παιδική ηλικία. Τα παιδιά κυρίως μεταξύ περίπου 2 με 8 ετών, είναι πολύ καλά στο να συνδέουν, μέσω της φαντασία τους, γεγονότα δίνοντάς τους προσωπικό νόημα, αιτία κι ερμηνεία. Το «μαγικό μου σπαθί», η «μαγική μου χτένα», «αν κουνήσω τα χέρια μου έτσι θα γίνει αυτό», «ο ήλιος γυρίζει γύρω από εμένα», «αν πω αυτές τις λέξεις ή φορέσω το μπλε μπλουζάκι θα κερδίσω στο μπάσκετ» κτλ. είναι τρόπος σκέψης φυσιολογικός και πολύ συνηθισμένος σε αυτές τις ηλικίες.

Τι γίνεται, ωστόσο, αν αυτό το ενθύμιο, το κουβαλάει κανείς και το εφαρμόζει στην ενήλικη ζωή του, ως έναν αξιόπιστο τρόπο σκέψης;

Η μαγική σκέψη είναι ένα συνηθισμένο και κεντρικό δόγμα στις New Age αντιλήψεις. «Έχεις την ικανότητα να αλλάξεις την πραγματικότητα με τη δύναμη της σκέψης», «Προκαλείς (ή/και φταις για) ό,τι σου συμβαίνει», «Όλα είναι σημάδια-μηνύματα για ΄σενα», «Η θετική σκέψη τα καταφέρνει όλα» είναι μερικές από τις βασικές New Age ή παρόμοιες αντιλήψεις που δε διαφέρουν και πολύ από το παιδικό στάδιο που περιέγραψα παραπάνω.

Ο απλοϊκός τρόπος σκέψης, οι προκαταλήψεις, οι προλήψεις, ο εγωκεντρισμός είναι μερικά από τα κύρια συστατικά που εμπεριέχονται στο μαγικό τρόπο σκέψης. Όλα φαίνεται να έχουν σχέση αιτίας – αποτελέσματος, όλα μπορούν να αποτελούν σημάδια για να πετυχαίνεις τα επιθυμητά σου αποτελέσματα, τα οποία όχι σπάνια, έχουν να κάνουν, κυρίως, με θέματα όπως παιχνίδια δύναμης κι ελέγχου, διάφορες μορφές εξουσίας, προσωπική επιτυχία, υλικά αγαθά, χρήματα κτλ.

Η New Age αντίληψη ότι «όλα πρέπει να σου συμβαίνουν για κάποιο λόγο» βασίζεται στη πεποίθηση ότι δεν υπάρχουν σχεδόν ποτέ τυχαίες συμπτώσεις. Έτσι, για παράδειγμα, αν πας στη στάση και αργήσει το λεωφορείο, αν πέσει ένα χαλικάκι στα πόδια σου, αν σκοντάψεις και χτυπήσεις κάπου, «πρέπει» σε όλα αυτά να υπάρχει ένα μήνυμα ειδικά για ‘σένα.

Είναι φανερό, ότι αυτός ο τρόπος σκέψης είναι εγω-κεντρικός, καθώς δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του τα γεγονότα, τι άλλο συμβαίνει γύρω. Για παράδειγμα, στην καθυστέρηση του λεωφορείου, δε λαμβάνονται υπ’ όψιν η πραγματική κίνηση στους δρόμους, οι άλλοι επιβάτες, η κατάσταση του οδηγού, ο καιρός κτλ. Το μήνυμα είναι κατά κύριο λόγο «προσωπικό», η κατάσταση γυρνάει γύρω από ‘σένα παρά είσαι μέρος της κατάστασης.

Φυσικά, από όλα μπορεί κανείς να μάθει και να διδαχθεί κάτι, αλλά δεν γίνονται όλα και δεν τα «έλκουμε» όλα για να μάθουμε κάτι! Για παράδειγμα, ένα κορίτσι που βιάζεται ή ένας άνθρωπος που έχει πέσει θύμα ατυχήματος ή αρρώστησε σοβαρά το έχει «προκαλέσει» ή «έλξει» για να μάθει κάτι; Πόσο ισοπεδωτικός και μονοδιάστατος μπορεί να είναι ένας τέτοιος τρόπος σκέψης; Και πόσο σκληρός μπορεί να εξελιχθεί και να γίνει επίσης; Ένας τρόπος σκέψης που φαίνεται να δημιουργεί π.χ. περιττές ενοχές - αν η κατάσταση συμβαίνει να είναι δύσκολη - ή αβάσιμη αίσθηση υπεροχής - αν η κατάσταση θεωρείται θετική.

Όλοι έχουμε στιγμές μέσα στη μέρα που μπορεί να σκεφτούμε κι έτσι. Κάποιες φορές μπορεί να είναι ένας απλά διασκεδαστικός και παιχνιδιάρικος τρόπος σκέψης που ξυπνάει το «μαγικό» παιδί μέσα μας, ή, ακόμα, ένας τρόπος σκέψης, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί συμβολικά και μεταφορικά.

Όταν κανείς αισθανθεί κάποια στιγμή βαθιά πληγωμένος, αποπροσανατολισμένος ή εκτός ελέγχου στη ζωή του/της μπορεί να υιοθετήσει για λίγο αυτό το τρόπο σκέψης. Η μαγική σκέψη σε κάνει να αισθάνεσαι πιο σημαντικός, σου δίνει μια αίσθηση δύναμης, ότι εσύ ελέγχεις τα πράγματα. Κι αυτό σε πολύ δύσκολες στιγμές μπορεί για λίγο να είναι ανακουφιστικό.

Σε περιπτώσεις, ωστόσο, που υιοθετείται σχεδόν σε μόνιμη βάση μια τέτοια προσέγγιση, τα πράγματα μπορούν να γίνουν προβληματικά. Ο μαγικός τρόπος σκέψης δε διαχωρίζει τη σκέψη από την πραγματικότητα αλλά ταυτίζεται με αυτήν, δηλαδή ταυτίζει (αντί να συνδέει) το υποκειμενικό με το αντικειμενικό – «η σκέψη μου είναι η πραγματικότητα», «οι σκέψεις μου έχουν τη δύναμη να καθορίσουν την πραγματικότητα» κτλ. Αυτή η προσέγγιση στις ακραίες της μορφές μπορεί να είναι επικίνδυνη ή/και μπορεί να είναι εκδήλωση και κάποιου ψυχοπαθολογικού φαινομένου.

Δε θέλω να εννοηθεί, ότι η μαγική σκέψη είναι από μόνη της αρνητική ή λάθος. Η μαγική σκέψη είναι σημαντική όχι μόνο ως ένα εξελικτικό στάδιο του ανθρώπινου είδους και ένα φυσιολογικό εξελικτικό στάδιο της παιδικής ηλικίας του ανθρώπου αλλά και μια πλούσια πηγή για τη φαντασία και τα όνειρά μας. Αλλά όταν χρησιμοποιείται σε κυριολεκτικό παρά σε μεταφορικό επίπεδο είναι σα να προσπαθείς να τοποθετήσεις όλο τον κόσμο σ’ ένα δικό σου χαρτοκιβώτιο, παρά ν’ ανοίξεις τον εαυτό σου στον κόσμο ως ενεργό μέλος του.

Μερικές σημαντικές διαφορές μεταξύ μαγικής σκέψης και συγχρονικότητας

Διαβάζοντας αυτό το άρθρο ίσως κάποιοι να αναρωτηθούν: “είναι δηλαδή όλα απλές συμπτώσεις;”, “Και τι γίνεται με τα συγχρονιστικά φαινόμενα;”

Κατ’ αρχάς, θα ‘θελα να αναφέρω εδώ, ότι στην ψυχολογία με τον όρο συγχρονικότητα, όπως την αναγνώρισε, την αφουγκράστικε και την περιέγραψε ο C. Jung (1875 -1961), ορίζεται μια κατάσταση όπου προκύπτουν συνδέσεις με βαθύτερο νόημα μέσα από ασύνδετα γεγονότα. Φαινομενικά η συγχρονικότητα μπορεί κάποιες φορές να μοιάζει, και γι’ αυτό είναι εύκολο να συγχιστεί, με τη «μαγική σκέψη».

Μια θεμελιώδης διαφορά, όμως, με τη συγχρονικότητα, είναι ότι σε αυτήν δεν υπάρχει τόσο η ανάγκη του ελέγχου για το τι και πώς θα συμβεί, δεν υπάρχει χειραγώγηση ή προσπάθεια να οικειοποιηθεί κανείς το φαινόμενο εγω-κεντρικά. Απλά συμβαίνει! Το μόνο που ίσως χρειάζεται είναι να είσαι διαθέσιμος/η αρκετά, ώστε να το αναγνωρίσεις.

Για παράδειγμα, αν σε απασχολεί ένα θέμα και ανοίγεις την τηλεόραση και υπάρχει μια συζήτηση γι’ αυτό ακριβώς το θέμα, αυτό μπορεί να πει κανείς ότι είναι μια σύμπτωση με νόημα, ένα συγχρονιστικό φαινόμενο. Κανείς δεν προσπάθησε να επιβληθεί, να ελέγξει, ή να καθορίσει το γεγονός. Απλά συνέβη.

Παρόμοια, αν έχω μια σκέψη ή μια ιδέα για την οποία δε μίλησα ποτέ σε κανένα και ξεκινάω να μιλάω γι’ αυτήν και μόλις μετά από μια δυο λέξεις μου λες την ίδια, αυτό μπορεί να θεωρηθεί συγχρονικότητα.

Άνθρωποι που παρουσιάζονται την κατάλληλη στιγμή για να βοηθήσουν, εκείνες οι συμπτώσεις που φέρνουν μαζί ανθρώπους σε μια βαθιά δια βίου σύνδεση, εκείνες οι φορές που διασταυρώνονται μονοπάτια και νιώθεις να διευρύνεσαι, εκεί που η μια πράξη ομορφιάς διαδέχεται μια άλλη πράξη ομορφιάς. Γεγονότα, συναντήσεις, όνειρα που έχουν βαθιά επιρροή στην προσωπική μας εμπειρία.

Η συγχρονικότητα φαίνεται να είναι η εκδήλωση της ίδιας της διασύνδεσης της ζωής, η ενσάρκωση, δηλαδή, της αρχής ότι «όλα είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους». Φαίνεται, λοιπόν, ότι δεν είναι όλες οι συμπτώσεις χωρίς νόημα ή τυχαίες, όπως, με παρόμοιο τρόπο, δεν είναι όλα όσα συμβαίνουν συμπτώσεις με νόημα, που έχουν συνεχώς να πουν κάτι σε σένα προσωπικά.

Η προσέγγιση της «μαγικής σκέψης», ωστόσο, μειώνει, υποβαθμίζει και περιορίζει τη συγχρονικότητα, καθώς προσπαθεί να τη διαχειριστεί μέσα από έλεγχο και δύναμη και μόνο μέσα στο εγω-κεντρικό επίπεδο (π.χ. ο εαυτός μου, τα αγαθά μου, η επιτυχία μου, κτλ).

Αντίθετα, η συγχρονικότητα συμβαίνει και διαδραματίζεται σε όλα τα επίπεδα - και στο εγωκεντρικό επίπεδο και στο προσωπικό/διαπροσωπικό επίπεδο και στο πέρα από το εγώ, στο υπερ-προσωπικό επίπεδο. Φαίνεται να είναι μια πληρέστερη εμπειρία που ίσως σε καλεί να διευρυνθείς σε διάφορα επίπεδα;

Εγκαταλείποντας το μαγικό τρόπο σκέψης με τη μορφή που περιέγραψα παραπάνω, δε σημαίνει απαραίτητα ότι χρειάζεται να μεταμορφωθείς σε έναν σοβαρό (ή σοβαροφανή) ενήλικα στερημένο από μαγεία, αλλά ίσως καλείσαι ν’ ανακαλύψεις μια βαθύτερη μαγεία, που δεν είναι απλοϊκή και αφελής, αλλά διαχέεται σε όλο το Δίκτυο και το Μυστήριο της Ζωής. Τη μαγεία που υπάρχει μέσα σου και πέρα από εσένα και που ίσως να σε προσκαλεί να της αφεθείς μέσα στην καθημερινότητά σου, εφ’ όσον το επιλέξεις.

Κλείνοντας, θα ήθελα εδώ να παραθέσω ένα παράδειγμα συγχρονικότητας από μια θεραπευτική συνάντηση, όπως μας το εξιστορεί ο ίδιος ο Jung:
“Το παράδειγμά μου αφορά μια νεαρή γυναίκα ασθενή, η οποία, παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν και από τις δύο πλευρές, αποδείχθηκε ψυχολογικά απρόσιτη. Η δυσκολία έγκειτο στο γεγονός ότι πάντα γνώριζε καλύτερα για τα πάντα. Η άριστη εκπαίδευσή της τής είχε δώσει ένα όπλο ιδανικό για αυτό το σκοπό, δηλαδή έναν εξαιρετικά γυαλισμένο Καρτεσιανό ορθολογισμό με μια άψογη «γεωμετρική» ιδέα για την πραγματικότητα. Μετά από αρκετές άκαρπες προσπάθειες να γλυκάνω τον ορθολογισμό της με μια κάπως πιο ανθρώπινη κατανόηση, έπρεπε να περιοριστώ στην ελπίδα ότι θα εμφανιστεί κάτι απρόσμενο και παράλογο, κάτι που θα έσπαγε την πνευματική άρνηση στην οποία είχε εγκλωβίσει τον εαυτό της. Λοιπόν, μια μέρα, καθόμουν απέναντί της, με την πλάτη μου στο παράθυρο, ακούγοντας τη ροή της ρητορικής της. Άρχισε να μου αφηγείται ένα εντυπωσιακό όνειρο που είχε το προηγούμενο βράδυ, κατά το οποίο κάποιος της είχε δώσει ένα χρυσό σκαραβαίο - ένα πολύτιμο και ακριβό κόσμημα. Ενώ ακόμα μου εξιστορούσε αυτό το όνειρο, άκουσα κάτι πίσω μου να χτυπάει απαλά στο παράθυρο. Γύρισα και είδα ότι ήταν ένα αρκετά μεγάλο ιπτάμενο έντομο που χτυπούσε έξω από το παράθυρο φανερά προσπαθώντας να μπει στο σκοτεινό δωμάτιο. Αυτό μου φάνηκε πολύ περίεργο. Άνοιξα αμέσως το παράθυρο και έσπρωξα το έντομο στον αέρα καθώς πέταξε μέσα. Ήταν ένα σκαθάρι ή Cetonia aurata, του οποίου το χρυσό-πράσινο χρώμα σχεδόν μοιάζει με αυτό ενός χρυσού σκαραβαίου. Παρέδωσα το σκαθάρι στην ασθενή μου λέγοντάς της: "Ορίστε ο σκαραβαίος σου". Αυτή η εμπειρία δημιούργησε το επιθυμητό ρήγμα στον ορθολογισμό της κι έσπασε τον πάγο της πνευματικής της αντίστασης. Η θεραπεία θα μπορούσε τώρα να συνεχιστεί με ικανοποιητικά αποτελέσματα.”

Λόρδου Βύρωνα: Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ:

Ποίημα ύμνου, οργής και καταγγελίας του Λόρδου Βύρωνα κατά του Σκοτσέζου Λόρδου Έλγιν, όταν αντίκρισε τον Παρθενώνα απογυμνωμένο συλιμένο και κακοποιημένο από το βέβηλο χέρι του Τόμας Μπρούς ή Έλγιν.

«Μεγαλόπρεπα κι αγάλια τώρα ο ήλιος κατεβαίνει
πάνω στου Μοριά τους λόφους με θωριά χαριτωμένη•
όχι όπως εις τις χώρες του βορρά, σκοτεινιασμένος,
αλλ' αστραφτερός σαν φλόγα, ζωντανός, φωτολουσμένος.

Στα βαθιά νερά μια ρίχνει απαλή, χρυσή αχτίνα
και το πράσινο χρυσώνει, το ρυτιδωμένο κύμα.
Και στης Αίγινας το βράχο τον αρχαίο και στην Ύδρα
ο θεός του κάλλους βάζει του φιλιού του τη σφραγίδα.

Πάνω απ' το βασίλειό του ρίχνει τη φωτοχυσία,
αν κι ο κόσμος έχει πάψει να του κάνει πια θυσία.
Των κοφτών βουνών οι ίσκιοι μες στον κόλπο σου ριγμένοι,
τον φιλούν και τον χαϊδεύουν, Σαλαμίνα δοξασμένη!

Οι γαλάζιες τους οι άκρες μες στην απεραντοσύνη
βάφονται σαν την πορφύρα που ο βασιλιάς τη ντύνει.
Απαλά τα χρώματά του πάνω στις κορφές τα ρίχνει
και στολίζει ό,τι αγγίζει με τα χρυσαφένια ίχνη.

Ώσπου ο ήλιος, χαιρετώντας την πανώρια τούτη πλάση,
πίσ' απ' των Δελφών τα βράχια κρύβεται για να πλαγιάσει.
Τέτοιο, Αθήνα μου, ένα δείλι ήτανε που ο σοφός σου
εχαιρέτησε για πάντα τα' απαλό, το χρυσό φως σου.

Με τι θλίψη οι καλοί σου οι πολίτες τη στερνή του
την αχτίδα την κοιτούσαν που 'παιρνε και την πνοή του...
Όχι ακόμα, όχι ακόμα, στα βουνά ο ήλιος μένει,
ειν' απρόθυμος να δύσει και ακόμα περιμένει.

Αλλά πριν στου Κιθαιρώνα την κορφή να γείρει,
πίνει το πικρό ποτήρι ο γέρος και το πνεύμα παραδίνει.
Κι έφυγε η ψυχή που τα 'χε όλα περιφρονημένα,
που 'χε ζήσει και πεθάνει έτσι σαν άλλου κανένα.

Αλλά και στον κάμπο η νύχτα η βασίλισσα προβαίνει
απ' του Υμηττού τα ύψη, δίχως όμως να υγραίνει
το ωραίο πρόσωπό της και να προμηνάει μπόρα.
Στη μαρμάρινη κολόνα τα φιλιά του στέλνει τώρα το φεγγάρι.

Κι εκεί κάτω, στου τζαμιού τον πύργο, λάμπει
το σημάδι του και γύρω αστραποβολούν οι κάμποι.
Οι πυκνοί μαύροι ελαιώνες κάτω είναι απλωμένοι
και ο Κηφισός κυλώντας απαλά γοργοδιαβαίνει.

Στο τζαμί τριγύρω – γύρω στέκονται τα κυπαρίσσια
και ο τρούλος του γυαλίζει με λαμπρότητα περίσσια.
Κι ένας φοίνικας θλιμμένος, στη θρησκευτική γαλήνη,
εκεί δίπλα στο Θησείο, μόνος έχει απομείνει.

Τί μαγευτικό τοπίο που προσφέρει εδώ η φύση,
και αναίσθητος θα είναι όποιον δεν τον συγκινήσει.
Του Αιγαίου πάλι ο φλοίσβος, που ακούγεται πιο πέρα,
νανουρίζει το περγιάλι μες στον καθαρό αέρα
και το ζαφειρένιο κύμα στη χρυσή ακτή χτυπάει
και τη γλύκα των χρωμάτων αλαργότερα την πάει.
Των νησιών εκεί στο βάθος η σκιά τραχιά μαυρίζει,
όταν απαλού πελάγου το χαμόγελο ανθίζει.

Έτσι αγνάντευα της γης μας και της θάλασσας τα κάλλη,
σαν τα βήματα σε τούτον το ναό με φέραν πάλι,
μόνο, δίχως να υπάρχουν φίλοι ή ανθρώποι άλλοι
στο μαγευτικό ετούτο και πανώριο ακρογιάλι,
που η τέχνη κι η ανδρεία είναι σαν μια οπτασία
και που βρίσκονται μονάχα σε ποιητικά βιβλία.

Κι όπως έστρεψε η ψυχή μου το ναό για να θαυμάσει
της θεάς, που οι ανθρώποι τώρα έχουν ατιμάσει,
οι παλιοί καιροί γυρίσαν, το παρόν πια είχε σβήσει
και ο Δόξα στην Ελλάδα γύριζε να κατοικήσει!

Επερνούσανε οι ώρες. Της Αρτέμιδας τα' αστέρι
είχε φτάσει πια στου θόλου τα ψηλότερα τα μέρη
κι εγώ γύριζα μονάχος δίχως να 'μαι κουρασμένος,
σε θεού ναό που ήταν εντελώς λησμονημένος.

Αλλά πιο πολύ σ' εκείνον τον δικό σου, ω Παλλάδα,
ετριγύριζα, 'κει όπου της Εκάτης η λαμπράδα
στις ψυχρές κολόνες πέφτει απαλά μα και θλιμμένη
κι ήχος την καρδιά παγώνει σαν από νεκρό να βγαίνει.

Ονειροπολώντας είχα για πολύ 'κει απομείνει,
θεωρώντας τι απ' τη δόξα την παλιά είχε απομείνει,
όταν, ξάφνου, εκεί μπροστά μου, μια γιγάντια θεότης,
η Παλλάδα, με σιμώνει πάνω εκεί, μες στο ναό της!

Η Αθηνά ήταν η ίδια, αλλά πόσο αλλαγμένη
από τότε που στα τείχη των Δαρδάνων οπλισμένη
έτρεχε μ' ορμή. Μα τώρα η μορφή της διαφέρει
από κείνη που 'χε πλάσει του Φειδία τα' άξιο χέρι.

Του προσώπου της εκείνον δεν τον δείχνει πια τον τρόμο
κι η γοργόνα της ασπίδας είχε πάρει άλλο δρόμο.
Νά το κράνος της, κομμάτια. Τσακισμένο το κοντάρι,
κι ούτε τους νεκρούς δεν σκιάζει. Της ελιάς το νιο βλαστάρι

π' ολοένα το κρατούσε, νά το, είναι μαραμένο
και ξερό καθώς το σφίγγει με το χέρι παγωμένο.
Αν κι από τους αθανάτους τα λαμπρότερα είχε νιάτα,
δακρυσμένη είναι τώρα η θεά η γαλανομάτα.

Και η γλαύκα της στο κράνος το σπασμένο καθισμένη
την κυρά μοιρολογάει με λαλιά απελπισμένη.
«Ω θνητέ, – έτσι μου είπε – της ντροπής σου αυτό το χρώμα
Βρετανός μου λέει να 'σαι, όνομα ανδρείου ακόμα,

μέχρι χτες λαού, ελευθέρου, με ωραία πεπρωμένα,
τώρα περιφρονημένου, και ιδίως από μένα.
Η Παλλάδα πρώτος θα 'ναι της πατρίδας σου εχθρός•
την αιτία θες να μάθεις; Κοίτα γύρω σου κι εμπρός.

Έχω δει πολλούς πολέμους κι ερημώσεις να πληθαίνουν
κι άλλες τόσες τυραννίες να ανεβοκατεβαίνουν.
Απ' του Τούρκου τη μανία γλίτωσα και του Βανδάλου,
μα η χώρα σου έναν κλέφτη μου 'χει στείλει πιο μεγάλο.

Κοίτα, άδειος ο ναός μου, κατοικία ρημαγμένη,
και στοχάσου τι μιζέρια είναι γύρω απλωμένη.
Τούτα ο Κέκροπας, κι εκείνα τα 'χε ο Περικλής στολίσει,
κι ο Αδριανός τις Μούσες για να τις παρηγορήσει,
και ευγνωμονώ και όσους το ναό μου έχουν χτίσει,
μα ο Αλάριχος κι ο Έλγιν μ' έχουν άγρια συλήσει.

Και σαν να 'πρεπε ο κόσμος το κατόρθωμα να μάθει,
ο Ελγίνος στο ναό μου πάει και τα' όνομά του γράφει,
σα να νοιάστηκε η Παλλάδα να δοξάσει τ' όνομά του,
κάτω η υπογραφή του, πάνω το κατόρθωμά του.

Κι ο απόγονος των Πίκτων είναι φημισμένος όσο
ειν' ο αρχηγός των Γότθων, πιθανόν και άλλο τόσο.
Αλλ' ο Αλάριχος τα πάντα είχε αγρίως καταστρέψει
με το δίκιο του πολέμου, μα ο 'Ελγιν για να κλέψει
όσα οι βάρβαροι αφήσαν, που 'τανε απ' ό,τι εκείνος
είναι βάρβαρος πιο λίγο, γιατί το 'κανε ο Ελγίνος;

Το 'κανε όπως τη λεία παρατάει το λιοντάρι
και ακολουθεί ο λύκος ή ο τσάκαλος να πάρει
και να γλείψει κάποια σάρκα που απόμεινε ακόμα
απ' του λιονταριού ή του λύκου το αχόρταγο το στόμα.

Αλλά των θεών το κρίμα τους κακούργους θα τους πιάσει.
Κοίτα τι ο Έλγιν πήρε, κοίτα και τι έχει χάσει.
Τ' όνομά του μ' άλλο ένα το ναό μου τον λερώνει
και το φως της να το ρίξει η Αρτέμιδα θυμώνει.

Αν και έχει η Αφροδίτη τη μισή ντροπή ξεπλύνει,
η Παλλάδα όμως δεν πρέπει χωρίς γδικιωμό να μείνει».
Κι όταν σώπασε για λίγο, έτσι είχα αποτολμήσει,
απαντώντας ν' απαλύνω της οργής της το μεθύσι:

Κόρη του Διός, της λέω, γι' όνομα της Αλβιόνος,
και σαν γνήσιος Εγγλέζος, διαμαρτύρομαι εντόνως.
Μην κακίζεις την Αγγλία. Ξέρεις από ποιο 'ταν μέρος
ο ληστής και συλητής σου; Μάθε, Σκώτος ήταν βέρος.

Τη διαφορά να μάθεις αν το θες και την αιτία,
από της Φυλής το ύψος κοίταξε τη Βοιωτία.
Του νησιού μας Βοιωτία, μάθε, είναι η Σκωτία,
και καλά το ξέρω ότι απ' αυτή τη νόθα χώρα
της σοφίας η θεά μας δεν τιμήθηκε ως τώρα.

Χώρα άγονη, που η φύση απλοχέρα δεν εστάθη,
και που έμβλημά της έχει το ψηλό γαϊδουραγκάθι,
που το μόνο προϊόν της είναι τα πηχτά σκοτάδια
κι οι τσιγκούνηδες κι αχρείοι που γυρίζουν σα ρημάδια.

Των βουνών και των ελών της το υγρό εκείνο αγέρι
στα κεφάλια τα κουτά τους σκοτισμό και άγνοια φέρει.
Τα μυαλά τα νερουλά τους άγονα 'ναι σαν το χώμα
και ψυχρά, όπως το χιόνι που δεν έλιωσε ακόμα.

Για τον πλούτο χίλιους τρόπους μηχανώνται τα παιδιά της
και το κέρδος τα τραβάει και τα πάει μακριά της.
Στην ανατολή, στη δύση, μόνο προς βορράν δεν πάνε:
κέρδη να βρουν δίχως κόπο, γη και θάλασσες περνάνε.

Ά, καταραμένη ώρα και καταραμένη μέρα,
που τον Πίκτο για ληστεία είχε στείλει κι εδώ πέρα!
Κι όμως, άξια βλαστάρια γέννησε και η Σκωτία,
σαν τον Πίνδαρο που έχει κι η νωθρή η Βοιωτία
και μακάρι οι σοφοί τους να νικήσουνε το κλίμα
κι οι γενναίοι ν' αψηφίσουν και του θάνατου το μνήμα,
και τη σκόνη αυτής της χώρας ξετινάζοντας και πάλι,
σαν παιδάκια να αστράψουν σε χαρούμενο ακρογιάλι,
γιατί, όπως σ' άλλα χρόνια, όταν σε μια ψεύτρα χώρα
δέκα ανδρείοι αν υπήρχαν, αποφεύγονταν η μπόρα».

«Ω θνητέ, μου είπε τότε η γαλανομάτα η κόρη,
τούτο το μαντάτο φέρε στης πατρίδας σου τα όρη:
Αν και έχω παρακμάσει, να εκδικηθώ μου μένει
και ν' αποστραφώ μια χώρα σκοτεινή κι ατιμασμένη.

Άκουσε, λοιπόν, τις ρήσεις της θεάς Παλλάδας μόνο:
άκουσε και σώπα: τα' άλλα θα ειπωθούν από το χρόνο.
Πρώτα στο κεφάλι εκείνου που 'κανε αυτή την πράξη
η κατάρα μου θ' αστράψει, ίδιον και γενιά να κάψει.

Ούτε μία σπίθα πνεύμα να μην έχουν τα παιδιά του
και αναίσθητα να είναι, όπως και η αφεντιά του.
Κι αν βρεθεί απόγονός του να 'χει λίγο πνεύμα ή φάτσα,
τότε σίγουρα θα είναι νόθος κι από άλλη ράτσα.

Να γυρίζει μ' απογόνους διανοητικά βλαμμένους
και αντί για της σοφίας, της βλακείας να 'χει επαίνους.
Κι οι κουτοί να επαινούνε την πολλή καλαισθησία
που θα τον χαρακτηρίζει στην αγοραπωλησία,
να πουλά κι έτσι να κάνει –τί ντροπή και τί απάτη!–
της κλεψιάς και αρπαγής του ένα έθνος συνεργάτη.

Κι ο Ουέστ, που της Ευρώπης είναι ο ρυπαρογράφος,
μα της δύστυχης Αγγλίας κόλαξ και τρανός ζωγράφος,
με τα χέρια σαν αγγίξει έργα τέχνης των αιώνων,
μπρος τους θα θαρρεί πως είναι μαθητής ογδόντα χρόνων.

Και τριγύρω οι αγροίκοι παλαιστές θα μαζευτούνε
με της τέχνης τα μνημεία και αυτοί να συγκριθούνε
και το "μαρμαράδικό" του βλέποντας, θα το θαυμάσουν
κοκορόμυαλοι στην πύλη βιαστικοί σαν καταφθάσουν.

Και, τεμπέλικα, τ' αρχαία σαν χαζοί θα σχολιάζουν,
ενώ οι γεροντοκόρες από πόθο θα στενάζουν
και θα κατατρώγουν όλες ψηλαφώντας με τα μάτια
των υπέροχων γιγάντων τα μαρμάρινα κομμάτια,
και θλιμμένες θα φωνάζουν, όταν δουν τους ανδριάντες:
"Ω, οι Έλληνες οι αρχαίοι ήτανε στ' αλήθεια άντρες!"

Και συγκρίνοντάς τους τώρα με εκείνους τους γενναίους,
θα ζηλέψουν τη Λαΐδα για τους φίλους Αθηναίους.
Πότε σύγχρονη γυναίκα θα 'χει τέτοιον εραστή;
Άχ, αλίμονο, ο σερ Χάρρυ δεν του μοιάζει του Ηρακλή...

Και στο τέλος, μες στο τόσο το ανώνυμο το πλήθος,
θα βρεθεί κάποιος διαβάτης που θα έχει λίγο ήθος•
λυπημένος, βλέποντάς τα, άφωνος θ' αγανακτήσει,
θα θαυμάσει τα κλεμμένα, μα τον κλέφτη θα μισήσει.

Ώ, καταραμένη να 'ναι η ζωή του και ο τάφος
και οργή να συνοδεύει το ιερόσυλό του πάθος.

Τ' όνομά του η Ιστορία δίπλα σ' εκεινού θα γράψει
του τρελού, που της Εφέσου το ναό 'χε κατακάψει.

Κι η κατάρα μου πιο πέρα απ' τον τάφο να τον πάει
και το μίσος αιωνίως και τους δυο να κυνηγάει.

Ο Ηρόστρατος και ο Έλγιν, και οι δυο ατιμασμένοι,
μα ο δεύτερος πιο μαύρος απ' τον πρώτο θ' απομένει».