Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια - 10. Οδύσσεια

10.1. Δίας - Αθηνά - Ποσειδών - Ερμής


Σε σύγκριση προς την Ιλιάδα, στην Οδύσσεια η παρουσία των ολυμπίων θεών από κάθε άποψη περιορίζεται. Στο ποιητικό παρόν του έπους συμμετέχουν ενεργώς, εκτός του Δία, μόλις τρεις ολύμπιοι θεοί: η Αθηνά, ο Ποσειδών και ο Ερμής. Στο πλαίσιο των «Απολόγων» εμφανίζονται επεισοδιακά: ο Άρης, η Αφροδίτη και ο Ήφαιστος. Ευκαιριακά μόνον αναφέρονται η Ήρα, ο Απόλλων και η Άρτεμις. Από αυτούς διακρίνονται ο Ήλιος (άλλως πως: Υπερίων), οι Μούσες, οι δαιμονικές θεές Καλυψώ και Κίρκη και οι επόμενες τερατικές μορφές: Σειρήνες, Σκύλλα, Χάρυβδις.

Ποιητικό ωστόσο ρόλο αναλαμβάνουν στην Οδύσσεια ο Δίας, η Αθηνά και ο αντίπαλος Ποσειδών. Ο Δίας περισσότερο εποπτεύει και διαιτητεύει, συνήθως στο πλαίσιο της θεών αγοράς, προκειμένου να ξεκινήσει, να εξελιχθεί και να διεκπεραιωθεί το έπος. Στην Αθηνά όμως ανατίθεται από τον ποιητή πρωτεύων ποιητικός ρόλος, ανάλογος με εκείνον που ο ποιητής της Ιλιάδας είχε αναθέσει στον Δία, ως ρυθμιστή της πλοκής της. Θα έλεγε κάποιος ότι ο ιλιαδικός Δίας παραδίδει την ποιητική σκυτάλη στην κόρη του, στην οδυσσειακή Αθηνά. Η διαδοχή αυτή προγραμματίζεται και κατοχυρώνεται ήδη στην αρχή της πρώτης ραψωδίας. Θα δούμε πότε, πώς και προς τί.

Το έπος της Οδύσσειας ανοίγει με δεκάστιχο προοίμιο, στο οποίο συστήνεται (ανωνύμως προς το παρόν) ο κεντρικός ήρωας: πρώτα με λογοτυπικά στοιχεία ως πολύτροπος, πολύπλαγκτος, πτολίπορθος, πολύιδρις και πολύτλας· μετά, έμμεσα, ως φιλέταιρος αρχηγός, ο οποίος, παρά τον αγώνα του, δεν κατόρθωσε να σώσει τους εταίρους του - υπονοείται ότι ο ίδιος σώθηκε. Από την άποψη αυτή υποκείμενο θέμα του προοιμίου μπορεί να θεωρηθεί το μεγάθεμα του νόστου στις δύο βασικές του τροπές: τη θετική και την αρνητική. Στους επόμενους ωστόσο πέντε στίχους (11-15) διαφαίνεται και τρίτη τροπή: ο ασυντέλεστος νόστος ενός ήρωα, ο οποίος βρίσκεται καθηλωμένος και παγιδευμένος στο νησί της Καλυψώς. Ενδιαμέσως (στους στίχους 16-19) προλέγεται η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη, μαζί με τους νέους άθλους που τον περιμένουν. Στους στίχους όμως 19-21 επανέρχεται ο μετέωρος νόστος του, ο οποίος διασταυρώνεται τώρα αφενός με τη συμπάθεια όλων των άλλων θεών, αφετέρου με το παρατεινόμενο μένος του Ποσειδώνα, που εκπροσωπεί μέσα στο έπος το βασικό εμπόδιο του ασυντέλεστου νόστου.

Με τους όρους αυτούς μπορούμε να συμπεράνουνε ότι το έπος της Οδύσσειας εγκαινιάζεται αγκυλωμένο στην ακινησία, η οποία συμβολίζεται με την εκβιαστική καθήλωση του ίδιου του Οδυσσέα. Ζητούμενο επομένως είναι πώς και από ποιον η ακινησία αυτή θα μετατραπεί σε κίνηση. Με άλλα λόγια: χρειάζεται να ενεργοποιηθεί πρώτα ο κινητήρας του έπους, για να ξεπεραστεί η υποχρεωτική του στάση. Αυτό τον ποιητικό ρόλο αναλαμβάνει και εκπληρώνει η Αθηνά, στο πλαίσιο της πρώτης θεών αγοράς, που συγκαλείται στον Όλυμπο, όσο απουσιάζει ο Ποσειδών ακόμη στους Αιθίοπες.

Ο λόγος δικαιωματικά ανήκει στον Δία. Ο οποίος, κατά την υπόδειξη του ποιητή, αρχίζει να μιλά στους άλλους θεούς από μνήμης: φέρνει στον νου του την περίπτωση του ευπατρίδη Αιγίσθου, που βρήκε άδοξο τέλος σκοτωμένος από τον ένδοξο γιο του Αγαμέμνονα, τον Ορέστη. Προτού μάλιστα αναφερθεί συνοπτικά στη σχετική ιστορία (παράνομα και παρά την προειδοποίηση του Ερμή, ο Αίγισθος σμίγει με την Κλυταιμνήστρα και σκοτώνει τον Αγαμέμνονα, πληρώνοντας τον ανίερο γάμο και φόνο του με τη δική του δολοφονία από τον Ορέστη), προτάσσει ο ύπατος θεός μια γνώμη, σε τόνο συμπαθητικής διαμαρτυρίας. Λέει (α 32-34):

Αλίμονο, είναι αλήθεια ν᾽ απορείς που θέλουν οι θνητοί να ρίχνουν
στους θεούς τα βάρη τους· έρχεται λένε το κακό από μας -
κι όμως οι ίδιοι, κι από φταίξιμο δικό τους, πάσχουν και βασανίζονται,
και πάνω απ᾽ το γραφτό τους.


Το μνημονικό παράδειγμα του Δία μοιάζει μάλλον φυγόκεντρο, αν υπό συζήτηση θέμα στη θεών αγορά θεωρηθεί η τύχη του καθηλωμένου Οδυσσέα. Παρά ταύτα, έστω ως αντιπαράδειγμα, τούτο το παράδειγμα δεν είναι άστοχο. Εκτός των άλλων, επειδή ο Δίας θυμάται και συνοψίζει μια πρόσφατη ιστορία (απόδειξη το νῦν του στίχου 43), που φαίνεται να είχε γίνει στο μεταξύ έπος· εννοείται η Ατρειδών Κάθοδος, για την οποία μιλήσαμε και αλλού. Πονηρά λοιπόν Δίας και ποιητής πάλι συνωμοτούν: ανακαλούν ένα συντελεσμένο ποίημα, ως αφορμή της ασυντέλεστης ακόμη Οδύσσειας, που τώρα πάει ν᾽ αρχίσει. Όσο για την προλογική γνώμη του Δία, αυτή μάλλον στρέφεται προς την Ιλιάδα, για να προδηλώσει ο ποιητής της Οδύσσειας την προχωρημένη στο δικό του έπος αντίληψη θεοδικίας και ανθρωποδικίας, όπου η συνενοχή των ανθρώπων στην ὑπὲρ μόρον δυστυχία τους προϋποθέτει, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, συμμετοχική θέληση.

Τον μνημονικό ελιγμό του Δία παρακάμπτει ως ανεπίκαιρο η Αθηνά, κρατώντας από το πρόσφατο παράδειγμα του Αιγίσθου μόνον το συμπέρασμα, ως προειδοποίηση και ευχή για το παρόν και το μέλλον, υπονοώντας τους μνηστήρες (α 46-47). Αποφαίνεται:

καλά κι όπως του ταίριαζε, εκείνος αφανίστηκε και πάει -
την ίδια μοίρα να ᾽χει κι όποιος ανάλογα κριματιστεί.


Αμέσως μετά η θεά επικεντρώνεται στο φλέγον θέμα: στον θεοσεβή Οδυσσέα, που κατακρατείται στο νησί της Ωγυγίας, ενώ, παρά τα θέλγητρα της Καλυψώς, ποθεί διακαώς τον νόστο του στην Ιθάκη, χωρίς όμως να συγκινεί τόσον καιρό τον Δία η άδικη αυτή κατακράτησή του.

Ο Δίας διαμαρτύρεται: αναγνωρίζει την ξεχωριστή θεοσέβεια του ήρωα, επικαλείται όμως ως αιτία του μετέωρου νόστου την τύφλωση του Πολύφημου και την παρεπόμενη οργή του Ποσειδώνα, ο οποίος επιμένει να κρατεί τον Οδυσσέα μακριά από την πατρίδα του. Συμφωνεί ωστόσο ότι το πράγμα δεν παίρνει αναβολή: καιρός οι άλλοι ολύμπιοι θεοί να σκεφτούν τον νόστο του ήρωα, ελπίζοντας πως η μοναχική αντίσταση του Ποσειδώνα στην κοινή τους απόφαση θα αποδειχτεί ατελέσφορη.

Σ᾽ αυτό το κρίσιμο σημείο η Αθηνά εκμεταλλεύεται την ετοιμότητα του Δία και υποβάλλει διπλή πρόταση. Συστήνει να αποσταλεί ο Ερμής στην Ωγυγία, για να μεταφέρει στην Καλυψώ, ως ανυποχώρητη βουλή των ολυμπίων θεών, την εντολή για απελευθέρωση του ήρωα, προκειμένου να νοστήσει. Η ίδια προθυμοποιείται να κατέβει πάραυτα στην Ιθάκη, για να ενεργοποιήσει τον Τηλέμαχο, εξωθώντας τον να συγκαλέσει αγορά των Ιθακησίων (όπου να καταγγείλει ως απαράδεκτη την καταχρηστική συμπεριφορά των μνηστήρων) αλλά και να ταξιδέψει στην Πύλο και στη Σπάρτη, αναζητώντας νέα του πατέρα του (ως στόχος της προτεινόμενης από τη θεά αποδημίας προβάλλεται το προσωπικό κλέος του νεαρού Τηλεμάχου).

Έτσι εξαγγέλλεται το πρόγραμμα του πρώτου μέρους του έπους (μοιρασμένο στα δύο κεφάλαιά του), το οποίο ο ποιητής το εμπιστεύεται στην Αθηνά. Με το διπλό αυτό πρόγραμμα το έπος περνά από την αρχική του στάση στην αφετηριακή του κίνηση, μοχλός της οποίας γίνεται η Αθηνά, με τη μορφή της υποκίνησης και της αυτοκίνησης. Από εδώ και πέρα ο ποιητικός ρόλος της θεάς είναι, όπως θα δούμε, να κινητοποιεί με τη δική της κίνηση πρόσωπα και δρώμενα του έπους, ώστε να προάγεται, για να φτάσει στο πέρας του.

Καθώς ωστόσο η διακίνηση του Ερμή στο νησί της Καλυψώς αναβάλλεται για την πέμπτη ραψωδία, ενώ η κίνηση της Αθηνάς προς την Ιθάκη πραγματοποιείται αμέσως, αισθανόμαστε ότι το ποιητικό πρόγραμμα της Αθηνάς πραγματοποιείται με τέτοιον τρόπο, ώστε προς το παρόν το έπος κινείται με το ένα του μόνο πόδι (με τη λεγόμενη «Τηλεμάχεια»), ενώ παραμένει μετέωρο ως προς το άλλο (ας πούμε: ως προς την «Οδύσσεια» του).

Η αναβολή ωστόσο αυτή έχει τα δικά της στηρίγματα. Πρώτα το γεγονός ότι ο Δίας δεν αντιδρά στην πρόταση της Αθηνάς για την αποστολή του Ερμή στην Ωγυγία, η οποία παραμένει προς το παρόν ακάλυπτη. Η ίδια εξάλλου η Αθηνά, στη σπουδή της να κατεβεί αμέσως στην Ιθάκη, δεν προσέχει την ενδεικτική αυτή σιωπή του πατέρα της, η οποία μοιάζει να αφήνει κάποιο περιθώριο προσαρμογής τόσο στον θυμωμένο Ποσειδώνα όσο και στην ερωτευμένη Καλυψώ. Εξάλλου, η προκείμενη καθυστέρηση, στο διάκενο της οποίας αναπτύσσεται η «Τηλεμάχεια», ευνοεί την πρόταξη της αναζήτησης του Οδυσσέα πριν από την ανακίνηση του νόστου του. Τέλος, η αναβολή αυτή αποτυπώνει την αφηγηματική συναίσθηση του ακροατή για την πολύχρονη παραμονή του ήρωα στην Ωγυγία. Τούτο σημαίνει ότι το έπος της Οδύσσειας περνά από την ακινησία στην κίνηση όχι απότομα και διαμιάς, αλλά προοδευτικά και διαβαθμισμένα· πρώτα με τον δευτεραγωνιστή γιο, μετά με τον πρωταγωνιστή πατέρα.

Η αυτόματη πάντως κάθοδος της Αθηνάς στην Ιθάκη επιβεβαιώνει τη μέθοδο τόσο της αυτοκίνησης όσο και της υποκίνησης. Η αυτοκίνηση αφορά την ίδια και θα συνεχιστεί, όπως θα δούμε, σε όλο το μήκος της «Τηλεμάχειας». Η υποκίνηση αναφέρεται στον Τηλέμαχο και συνεπάγεται τη σύγκληση πρώτα της Ιθακησίων αγοράς, και αμέσως μετά την ετοιμασία και την πραγματοποίηση της αποδημίας του νέου στην Πύλο και στη Σπάρτη. Συγκεκριμένα:

Μεταμορφωμένη η θεά σε Μέντη ενθαρρύνει και κινητοποιεί τον Τηλέμαχο στην πρώτη ραψωδία. Με τα προσωπεία εξάλλου του Τηλεμάχου και του Μέντορα εξασφαλίζει διαδοχικά καράβι και συντρόφους για το παράτολμο ταξίδι του νέου στη δεύτερη ραψωδία. Μετά η Αθηνά, ως Μέντωρ, συγκυβερνώντας το πλοίο, φτάνει μαζί του στην Πύλο και τον βοηθεί να ξεπεράσει την αμηχανία του μπροστά στον σεβάσμιο Νέστορα, προκαλώντας το θάμβος όλων, όταν πετάει σαν γυπαετός και εξαφανίζεται στην τρίτη ραψωδία. Επανέρχεται, με τη μορφή της Ιφθίμης, στο τελευταίο μέρος της τέταρτης ραψωδίας, για να κατευνάσει την άγρυπνη ταραχή της Πηνελόπης, που μαθαίνει όψιμα τη ριψοκίνδυνη αναχώρηση του γιου της και το καρτέρι που του έχουν στήσει στην Αστερίδα οι μνηστήρες. Βρισκόμαστε ήδη στα πρόθυρα του δεύτερου κεφαλαίου του συνθετικού προγράμματος, που τώρα επανέρχεται και ενεργοποιείται στο πλαίσιο πάλι μιας θεών αγοράς, η οποία μοιάζει, αλλά δεν είναι, παρτιτούρα της πρώτης.

Τον λόγο παίρνει αμέσως η Αθηνά, προκαλώντας τον Δία και τους άλλους θεούς, γιατί δεν δείχνουν ακόμη έμπρακτο ενδιαφέρον για τον νόστο του Οδυσσέα, καθώς μάλιστα απειλείται τώρα και ο γιος του, με τη στημένη ενέδρα των μνηστήρων. Ο Δίας αντιδρά πειραχτικά στο δεύτερο επιχείρημα της κόρης του: ρίχνει την ευθύνη στην ίδια, αφού δική της πρωτοβουλία υπήρξε η αποδημία του Τηλεμάχου στην Πύλο και στη Σπάρτη, δικό της καθήκον είναι και να τον σώσει. Μετά, δίχως άλλη συζήτηση και χρονοτριβή, απευθύνεται στον Ερμή και του αναθέτει την προγραμματισμένη ήδη από την πρώτη ραψωδία αποστολή, στην οποία όμως προστίθενται κάποια επιπλέον στοιχεία, που προοικονομούν τα δρώμενα της πέμπτης ραψωδίας και της συνεχόμενης «Φαιακίδας». Συμπέρασμα: η Αθηνά συμπληρώνει τον κινητικό της ρόλο: υποκινεί τον Δία και εκείνος ανταποκρίνεται, παρακινώντας τον Ερμή να μεταφέρει την εντολή του στην Ωγυγία. Έτσι μεταβαίνει το έπος από την «Τηλεμάχεια» στην «Οδύσσεια», βάσει ενός σχεδίου που το προτείνει και το χειρίζεται η Αθηνά, ως άλλοθι του ποιητή.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός

Πρόλογος της σειράς


Το παρελθόν έχει πολλές όψεις. Όλα τα έργα και τα πάθη των ανθρώπων μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (οι θεσμοί της κοινωνίας τους, οι οικονομικές τους δραστηριότητες, οι πεποιθήσεις και τα έθιμά τους, η ένδυση και η ομιλία τους, τα έργα τέχνης και η ποίηση τους) αποτελούν θέματα για έρευνα. Από το πλήθος των στοιχείων αυτών ο ιστορικός επιλέγει να ασχοληθεί με ορισμένα που θεωρεί ενδεικτικά, ενώ αποσιωπά άλλα. Ο αποκλεισμός δεν αφορά μόνο επιμέρους συμβάντα, που μπορούν να θεωρηθούν δευτερεύοντα ή επουσιώδη· αφορά και ολόκληρους τομείς του παρελθόντος.

Συνεχίζοντας, τα άρθρα μας παρουσιάζουμε την Ελληνική αρχαιότητα από τον 8ο αιώνα π.Χ. έως τον 4ο αιώνα μ.Χ., μέσα από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία που δηλώνεται στο τρίπτυχο του υπότιτλου: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός. Οι δύο πρώτοι όροι του τριπτύχου είναι αρχαιοελληνικοί, ενώ ο τρίτος αποτελεί σημασιολογικό δάνειο της νέας ελληνικής από τον γαλλικό όρο civilisation. Η σύνθεσή τους δείχνει έμμεσα ότι ο θεματικός πυρήνας του εγχειριδίου συμπλέκεται αναγκαστικά με τη σύγχρονη συζήτηση περί ιστοριογραφίας.

Ο πόλεμος ήταν πανταχού παρών σε όλες τις κοινωνίες του παρελθόντος, αλλά ειδικά στην ελληνική αρχαιότητα απέκτησε τεράστιες ιδεολογικές διαστάσεις. Εκεί, η ίδια η ανθρώπινη ζωή παρομοιάστηκε με αγώνα, και ο πόλεμος έφτασε να αναγορευτεί «βασιλιάς και πατέρας των πάντων». Η πρακτική και θεωρητική σημασία του πολέμου στην αρχαιοελληνική κοινωνία δείχνει γιατί η ιστορία των μαχών και των πολεμικών (με έργα και με λόγια) διενέξεων αποτελεί κατάλληλο δρόμο για την επίτευξη μιας συνάντησης με το συγκεκριμένο ιστορικό παρελθόν.

Ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο, πολιτική στα αρχαία ελληνικά σήμαινε τη γνώση των δημόσιων πραγμάτων, των ζητημάτων που αφορούν την κοινωνία συνολικά. Η λέξη προήλθε από μια συγκεκριμένη κοινωνική οργάνωση: το ιδιότυπο ιστορικό μόρφωμα της αυτόνομης (ιδεωδώς οικονομικά ανεξάρτητης και διοικητικά ελεύθερης) πόλεως. Αυτή ήταν η πολιτική κοινωνία. Σε αυτή ειδικά την κοινωνική μορφή, και όχι αδιακρίτως σε κάθε μορφή κοινωνίας, πίστευαν ορισμένοι αρχαίοι φιλόσοφοι ότι ο άνθρωπος εκπληρώνει την ουσία του.

Ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής δραστηριότητας των αρχαίων πόλεων αφορούσε ζητήματα πολέμου και ειρήνης. Και ένα μεγάλο μέρος των πολέμων που διεξήγαγαν οι πολίτες αφορούσε οργανωμένες συγκρούσεις που συνέβαιναν ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις ή τα ελληνιστικά βασίλεια. Η αρχαία ελληνική πολιτική νοοτροπία, με τη μεγάλη έμφαση που έδινε στην αυτονομία των πολιτικών επικρατειών, συνδεόταν με τον πόλεμο εγγενώς και εσωτερικά, όχι απλώς επιφανειακά ή εξωτερικά.

Στην αρχαία ελληνική γλώσσα -και την πνευματική παράδοση που διαμορφώθηκε μέσα της- δεν υπήρχε ειδική λέξη για τον πολιτισμό. Με τον τελευταίο από τους τρεις όρους του τριπτύχου εισάγεται μια ιδέα σχεδόν άγνωστη στην αρχαιότητα. Η έννοια του πολιτισμού, αντίθετα με τις ιδέες του πολέμου και της πολιτικής, είναι έννοια της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας. Ως πολιτισμός νοείται άλλοτε το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν τη ζωή ενός λαού σε μια συγκεκριμένη περίοδο και σε αντιδιαστολή με τον τρόπο ζωής άλλων λαών, και άλλοτε μόνο τα ανώτερα επιτεύγματα του πνεύματος στον χώρο των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών.

Στο τρίπτυχο των άρθρων μας ο πολιτισμός εκλαμβάνεται αρχικά με την ευρεία έννοια, για να δηλώσει την αρχαιοελληνική νοοτροπία, το κοσμοείδωλο, τη στάση ζωής των περισσότερων ανθρώπων - κυρίως των ανθρώπων που επικράτησαν, με τα έργα ή τα λόγια τους, και σημάδεψαν τις αντιλήψεις συγχρόνων και μεταγενεστέρων. Ωστόσο, στην αρχαία ελληνική κοινωνία, η ποίηση, η φιλοσοφία και οι τέχνες, αν και ανώτερα επιτεύγματα διακεκριμένων ποιητών, στοχαστών και καλλιτεχνών, διέπνεαν σε μεγάλο βαθμό την κοινωνία και καθόριζαν τάσεις και στάσεις. Επίσης, η ελληνική αρχαιότητα έχει μείνει στην ιστορία ως η εποχή που ενέπνευσε κατ᾽ επανάληψη αναγεννήσεις σε μεταγενέστερους πολιτισμούς. Για τους δύο αυτούς λόγους, στην αφήγησή μας περιλάβαμε τη μνημόνευση εκείνων των επιτευγμάτων του πνεύματος (γραμματειακών ειδών, καλλιτεχνικών μορφών, φιλοσοφικών δοξασιών, επιστημονικών ανακαλύψεων) τα οποία απέκτησαν μεγάλη αξία από τις χρήσεις και επαναχρήσεις που τους επιφύλασσε το μέλλον, είτε είχαν αρχικά πάνδημο χαρακτήρα είτε δεν εξέφραζαν παρά λίγους. Μέριμνά μας, πάντως, ήταν να δείξουμε επίσης τη σχέση αυτών των επιτευγμάτων, αν υπήρχε ή μπορούσε να διαφανεί, με τις πολιτικές συνθήκες και τα πολεμικά συμβάντα της εποχής τους. Στη νεωτερική σφαίρα του πολιτισμού αυτό που μας καθοδηγούσε ήταν το αρχαιοελληνικό δίπολο του πολέμου και της πολιτικής.

Οι Έλληνες της αρχαιότητας βρίσκονταν διεσπαρμένοι σε όλη τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο. Προτιμούσαν τοποθεσίες κοντά στη θάλασσα, αλλά βρέθηκαν κάποτε να κατοικούν και σε μεγάλη απόσταση από αυτήν. Μιλούσαν διακριτές διαλέκτους και ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από διαφορετικές φυλές. Προσάρμοζαν με σχετική ευκολία τα έθιμά τους στα ήθη των γειτονικών τους λαών και δανείζονταν από αυτούς αντιλήψεις για τους θεούς και τον κόσμο. Πολύ συχνά βρίσκονταν σε πόλεμο μεταξύ τους και αναζητούσαν συμμάχους οπουδήποτε μπορούσαν να τους βρουν. Ουδέποτε ωστόσο λησμόνησαν ότι όλοι ανήκουν σε ένα κοινό ἔθνος ή γένος, το οποίο αποκαλούσαν ἑλληνικόν. Παρά τις εσωτερικές τους διαφορές, πίστευαν ότι το ἑλληνικόν ξεχώριζε από τους υπόλοιπους λαούς και αναγνώριζαν ότι οι πόλεμοι στο εσωτερικό του ήταν εμφύλιοι - μολονότι αντιλαμβάνονταν ως χειρότερες εμφύλιες διαμάχες τις συγκρούσεις (στάσεις) που ξεσπούσαν στο εσωτερικό μιας πόλεως.

Οι Έλληνες της πρώιμης αρχαιότητας δεν σκέφτηκαν ποτέ το ενδεχόμενο πολιτικής συνένωσής τους σε ενιαίο κρατικό οργανισμό. Υπέρτατη αξία παρέμενε η πολιτική αυτονομία των πόλεων. Πολλές φορές όμως αισθάνθηκαν την ανάγκη να συνεργαστούν στρατιωτικά μεταξύ τους για να αντιμετωπίσουν εξωτερικούς εχθρούς. Στις περιπτώσεις αυτές αναζητούσαν τα σημάδια που τους ξεχώριζαν από τους αλλόφυλους: την κοινή καταγωγή, τις κοινές θρησκευτικές πρακτικές, τα ομότροπα ήθη και κυρίως την κοινή γλώσσα.

Η αρχαία ελληνική γλώσσα, παρ᾽ όλη τη διαλεκτική πολυμορφία της, παρήγαγε μέσα στους αιώνες στοιχεία μιας κοινής και αναγνωρίσιμης παιδείας, την οποία αξιώνονταν (σε διαφορετικό βαθμό κάθε φορά) οι πάντες. Η ελληνική παίδευσις, στοιχεία της οποίας διαχύθηκαν σε όλα τα μήκη και πλάτη του γνωστού κόσμου, ήταν το πλησιέστερο που διέθεταν οι αρχαίοι σε ό,τι εμείς σήμερα ονομάζουμε πολιτισμό. Στο εγχειρίδιό μας, μαζί με τις μάχες και την πολιτική, προσπαθούμε να παρακολουθήσουμε επίσης την ιστορική εξέλιξη της κοινής αυτής παιδείας. Μολονότι η γλώσσα διατηρήθηκε ενιαία, ορισμένες βασικές αντιλήψεις καθώς και οι αποδεκτοί τρόποι λατρείας άλλαξαν ριζικά με την επικράτηση του χριστιανισμού. Αυτές οι εξελίξεις καθόρισαν το χρονικό πέρας της ιστορίας μας.

Κάθε ματιά στο παρελθόν γίνεται από ορισμένη προοπτική θέασης που διανοίγεται στο παρόν. Απροϋπόθετη θέαση (ή αλλιώς: ματιά από το πουθενά) δεν υπάρχει. Τη δική μας στάση καθόρισαν τρεις παράγοντες: η νεοελληνική πραγματικότητα γενικά και το νεανικό και φιλομαθές κοινό στο οποίο απευθύνονται τα άρθρα ειδικότερα· τα οπωσδήποτε επιστημονικά αλλά ποτέ αναντίρρητα ή απόλυτα δεδομένα της σύγχρονης έρευνας και της σχετικής βιβλιογραφίας· και η βιωματική ματιά των αρχαίων συγγραφέων, ιστορικών ή άλλων, στους οποίους βασιζόμαστε.

Η νεοελληνική κοινωνία βρίσκεται σε μια ιδιότυπη σχέση με το αρχαιοελληνικό παρελθόν. Σε σύγκριση με άλλες κοινωνίες, δυτικές ή μη, η γνώση που διαθέτει ο μέσος Νεοέλληνας αλλα και φιλέλληνας για την αρχαία Ελλάδα είναι αυξημένη. Το γεγονός αυτό καθιστά αναγκαία τη συμπερίληψη γεγονότων με συμβολική σημασία, τα οποία, εξεταζόμενα από καθαρά ιστορική άποψη, θα μπορούσαν να θεωρηθούν δευτερεύοντα και να λείπουν από ένα άρθρο. Από την άλλη, η ιδεολογική οικειοποίηση του αρχαιοελληνικού παρελθόντος από τη νεοελληνική κοινωνία είχε ως συνέπεια τον περιορισμό των γενικών γνώσεων αρχαίας ιστορίας στους τομείς εκείνους που δεν συγκρούονταν με άλλα δεδομένα της -υπό συγκρότηση ή μερικώς συγκροτημένης- νεοελληνικής ταυτότητας. Από το μεγαλείο της αρχαίας Ελλάδας που προσφέρεται στον μαθητή ή τον φοιτητή λείπουν κάποτε οι αρνητικές όψεις του αρχαίου κόσμου, κυρίως όσες είναι λιγότερο συμβατές ή συμβιβάσιμες με τα ισχύοντα ιδανικά. Λείπουν επίσης γνώσεις για εποχές υποτιθέμενης παρακμής, όπως η ύστερη ελληνιστική περίοδος και η εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Αυτές όμως οι όψεις και οι εποχές αποτελούν οργανικό τμήμα της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και ταυτόχρονα μπορούν να λειτουργήσουν ως φωτοσκίαση, καθιστώντας το παρελθόν ανάγλυφο, ζωντανό και διδακτικό. Μολονότι δεν είχαμε την ευχέρεια να καλύψουμε με τρόπο εξίσου συστηματικό όλες τις περιόδους της ελληνικής αρχαιότητας, επιλέξαμε να φέρουμε στο προσκήνιο, άλλοτε υπαινικτικότερα και άλλοτε με πιο άμεσο τρόπο, ορισμένες παραμελημένες πλευρές της.

Η σύγχρονη έρευνα στα θέματα του πολέμου (οπλισμός, αρχαίες τακτικές μάχης, πολεμικές εφευρέσεις κτλ.) και της πολιτικής (θεσμοί, νόμοι, ψηφίσματα, πολιτειακές αλλαγές κτλ.) έχει πραγματοποιήσει άλματα. Σήμερα γνωρίζουμε καλύτερα τι συνέβαινε στη Σπάρτη τον 6ο και στην Αθήνα τον 4ο αιώνα, πώς πολεμούσε ένας Μακεδόνας στρατιώτης και πώς διεκπεραιωνόταν η διοικητική αλληλογραφία στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο από όσα γνώριζαν οι ευρυμαθείς λόγιοι σε παλαιότερες εποχές. Η γνώση μας έχει αυξηθεί αφενός χάρη στα αρχαιολογικά δεδομένα και αφετέρου λόγω της χρήσης επιστημονικών μεθόδων σύγκρισης και χρονολόγησης των στοιχείων, υλικών ή άλλων. Οι αρχαίες πηγές αποδείχθηκαν αρκετές φορές ανακριβείς ή υπερβολικές. Προέκυψε έτσι ένα κλίμα γενικής δυσπιστίας σε σχέση με πολλές από τις πληροφορίες που ενσωματώθηκαν στην αρχαία παράδοση.

Δεν υιοθετήσαμε πλήρως την υπερκριτική στάση της σύγχρονης έρευνας. Ενδιαφερθήκαμε συχνά να αποδώσουμε τι παραδίδουν οι αρχαίοι συγγραφείς, πώς και γιατί το ισχυρίζονται, χωρίς να συσχετίζουμε πάντοτε τα λεγόμενά τους με τα πορίσματα της νεότερης ακαδημαϊκής ορθοδοξίας. Ένα από τα μελήματά μας ήταν οι τρόποι πρόσληψης του παρόντος και του παρελθόντος (αμεσότερου ή μακρινότερου) από τους ίδιους τους Έλληνες. Επινοημένοι θρύλοι και μεταγενέστερα ανέκδοτα εκτίθενται ενίοτε ως στοιχεία ενδεικτικά του αρχαίου τρόπου σκέψης. Παραθέματα από τις αρχαίες πηγές φωτίζουν, σε αρκετές περιπτώσεις, το θέμα ή το κλίμα μιας εποχής με τρόπο άμεσο. Ειδικά οι αρχαίοι ιστορικοί βρίσκονται στο επίκεντρο της αφήγησής μας και μνημονεύονται τακτικά για να υπενθυμίζουν στον αναγνώστη το αυτονόητο: ότι η ιστορία βασίζεται σε πηγές.

Διαφοροποιηθήκαμε ωστόσο από την οπτική των αρχαίων Ελλήνων σε ένα σημαντικό θέμα. Όλοι, μορφωμένοι και αμόρφωτοι, πίστευαν ότι η ιστορία τους συνεχιζόταν αδιάσπαστη από την εποχή της Αργοναυτικής Εκστρατείας, του Οιδίποδα και των Τρωικών. Παρ᾽ όλα αυτά, οι μεγάλες αρχαιολογικές ανακαλύψεις που άρχισαν στο τέλος του 19ου αιώνα και συνεχίζονται αδιάλειπτα έως σήμερα αποκαλύπτουν ότι ανάμεσα στην Εποχή του Χαλκού, όταν η Θήβα, οι Μυκήνες και η Τροία βρίσκονταν σε μεγάλη ακμή, και τον 8ο ή τον 7ο αιώνα, όταν οι ελληνικοί μύθοι άρχισαν να λαμβάνουν την επεξεργασία με την οποία μας είναι σήμερα γνωστοί, μεσολαβεί μια μακρά περίοδος ριζικών ανακατατάξεων. Για όσα συνέβησαν κατά τη 2η χιλιετία και στην αρχή της 1ης, οδηγός είναι πλέον τα αρχαιολογικά ευρήματα και τα κατάλοιπα της λεγόμενης γραμμικής Β γραφής, όχι τα ομηρικά έπη - ακόμη λιγότερο οι θρύλοι που σώθηκαν σε μεταγενέστερες παραλλαγές.

Όπως γίνεται σήμερα κοινά αποδεκτό, ο λεγόμενος μυκηναϊκός κόσμος μιλούσε ελληνικά. Ωστόσο, οι πόλεμοί του, η πολιτική του διάρθρωση και οι πολιτισμικές του αξίες είναι αντικείμενα επιστημονικών εικασιών. Καμία γραπτή πηγή δεν παρέχει ακριβείς πληροφορίες. Ακόμη και οι πινακίδες της γραμμικής Β (δηλαδή τα οικονομικά αρχεία των ανακτόρων) ελάχιστα διαφωτίζουν την καθημερινή ζωή της εποχής. Η δική μας ιστορία αρχίζει με τον Όμηρο και τον Ησίοδο, τους οποίους αξιοποιούμε για τις πληροφορίες που δίνουν σχετικά με τον κόσμο στον οποίο έζησαν οι ίδιοι. Ήδη κάποιοι αρχαίοι συγγραφείς πίστευαν ότι οι κοινές πεποιθήσεις για τη γέννηση και τη δράση των θεών, ένα διακριτικό χαρακτηριστικό της ελληνικής κοσμοαντίληψης, ήταν επίτευγμα των δύο αυτών ποιητών. Όπως λοιπόν αποφασίσαμε να διακόψουμε την αφήγηση της άτμητης ιστορικής ροής στο σημείο όπου οι θρησκευτικές αυτές πεποιθήσεις, χωρίς να απαλειφθούν εντελώς, έπαψαν να είναι κυρίαρχες, έτσι πήραμε και την πρωτοβουλία να παραλείψουμε τις αναντίρρητες μυκηναϊκές απαρχές.

Σε αντίθεση με τον συρμό των διδακτικών εγχειριδίων, όπου φωτογραφίες, σχέδια, έγχρωμα πλαίσια και λεζάντες προσφέρονται για να διαφωτίσουν τον αναγνώστη, αλλά δρουν επίσης ανταγωνιστικά προς το κυρίως κείμενο και διασπούν την ενότητα της ανάγνωσης, ακολουθήσαμε τον παραδοσιακότερο δρόμο της συνεχούς αφήγησης, που διακόπτεται μόνο στις αρθρώσεις και τους αρμούς της για να διευκολυνθεί η μελέτη.

Στην περιοδολόγηση της αρχαίας ιστορίας ακολουθήσαμε την καθιερωμένη πλέον διάκριση σε τέσσερις βασικές εποχές (αρχαϊκή, κλασική, ελληνιστική, ρωμαϊκή). Θελήσαμε όμως να υπογραμμίσουμε τη συνέχεια μέσα στις σχηματικές διαφοροποιήσεις των περιόδων. Μέλημά μας ήταν η ανάδειξη της βασικής ενότητας που παρουσιάζει η ελληνική αρχαιότητα, παρ᾽ όλες τις συνεχείς αλλαγές και μεταβάσεις. Για να επισημανθεί η ενότητα μέσα στη διαφορά, άλλοτε παρουσιάζουμε πρωθύστερα την εξέλιξη ενός πολιτικού θεσμού από τις απαρχές του έως την ολοκληρωμένη του μορφή, και άλλοτε εκθέτουμε μια προγενέστερη ιδέα με καθυστέρηση, όταν ακριβώς φαίνεται ότι κατόρθωσε να ριζώσει στη συνείδηση πολλών ανθρώπων. Ενώ από την άποψη της δημιουργικής πρωτοτυπίας και του «πρώτου ευρετή», η χρονολογική σειρά είναι αναγκαία τόσο στα πολιτικά και στρατιωτικά όσο και στα πολιτιστικά γεγονότα, όταν το ενδιαφέρον μετατοπιστεί στην απήχηση και τις επιδράσεις που είχε μια πρωτοπόρα ιδέα, η χρονολογική διαδοχή καθίσταται παραπλανητική. Γενικά, οι πολιτιστικές εξελίξεις είτε αποτελούν συνέπειες προγενέστερων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών είτε δείχνουν προς το μέλλον. Ο συγχρονισμός τους με το εκάστοτε παρόν δεν είναι πάντοτε ο ασφαλέστερος τρόπος για να φανεί η σημασία τους. Πάντως, αντί να αναφερόμαστε γενικά σε εποχές, προτιμήσαμε να αναφέρουμε, όπου ήταν εφικτό, συγκεκριμένους αιώνες ή χρονιές, ιδίως όταν αυτές αποτελούν δείκτες και επισημαίνουν σταθμούς. Οι εποχές είναι επινοήσεις του ανθρώπινου μυαλού, τα έτη και οι εκατονταετίες αντικειμενικά δεδομένα της χρονικής ροής.

Οι ιδέες καθοδηγούν συχνά τη δράση των ανθρώπων σε βαθμό μεγαλύτερο από όσο οι ίδιοι θα δέχονταν. Ορισμένες μάλιστα αποδεικνύονται εξαιρετικά ανθεκτικές στις αλλαγές και θα μπορούσαν να ονομαστούν καταστατικές. Τις καταστατικές ιδέες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού τις βρίσκουμε ήδη στα ομηρικά έπη.

Όταν, για την ενημέρωση του αναγνώστη, αναφέρουμε σημαντικούς αρχαιοελληνικούς όρους (είτε εντός είτε εκτός παρενθέσεων), χρησιμοποιούμε, όπως συνηθίζεται, το κοινά αποδεκτό πολυτονικό σύστημα. Εξαίρεση αποτελούν οι τίτλοι έργων που έχουν ήδη ενσωματωθεί στη νέα ελληνική (π.χ. Ιλιάδα αντί Ἰλιάς, Πέρσες αντί Πέρσαι). Ωστόσο, οι αναγραφόμενοι αρχαίοι όροι είναι από γραμματική και συντακτική άποψη προσαρμοσμένοι στη δομή της πρότασης που τους δεξιώνεται. Το αντίθετο θα σήμαινε κατάφωρη απαξίωση του κλιτικού συστήματος της γλώσσας μας και θα προκαλούσε την απολίθωση των αρχαίων λέξεων στην ονομαστική πτώση (αν πρόκειται για ονόματα) και στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα (αν πρόκειται για ρήματα).

Στην κατάτμηση και τους τίτλους των κεφαλαίων ακολουθήσαμε τη χρονολογική διάταξη των τεσσάρων περιόδων. Όμως, μέσα σε κάθε κεφάλαιο πήραμε την πρωτοβουλία να χρησιμοποιήσουμε ως τίτλους ενοτήτων παραθέματα από τις αρχαίες πηγές, τα οποία δεν αγκαλιάζουν όλα τα θέματα που εξετάζονται σε κάθε ενότητα και δεν προέρχονται πάντοτε από σύγχρονους με τα θέματα αυτά συγγραφείς. Πιστεύουμε ότι αναδείξαμε έτσι καλύτερα τις εντυπώσεις που προκάλεσαν ορισμένα από τα «μεγάλα και θαυμαστά» έργα των αρχαίων Ελλήνων και των λαών με τους οποίους συνδιαλέχθηκαν και συγκρούστηκαν. Η ροή της αφήγησης καθιστά σαφές ποιες από τις χρονολογίες είναι προ Χριστού και ποιες μετά Χριστόν.

Το Μυστικό Βίωμα

Σε δύο χιλιάδες χρόνια χριστιανικής σκέψης, έχουν αναλυθεί επαρκώς και οι θεολογικές προϋποθέσεις και οι οντολογικές (ανθρωπολογικές) προϋποθέσεις της θέωσης του ανθρώπου... Όμως παρ’ όλο που οι άνθρωποι (θεολόγοι, κατηχητές, ιεροκήρυκες, πιστοί και μη-πιστοί) μιλούν τόσο πολύ για τον Θεό, την θέωση, κι όλα τα σχετικά θέματα, ελάχιστοι είναι αυτοί που βιώνουν πραγματικά μία αληθινή προσέγγιση του Θεού... Ο Δρόμος των μυστών, δεν ήταν αυτός... Η Πραγματικότητα η Ζωή, είναι κάτι που βιώνουμε, όχι κάτι που σκεφτόμαστε, που αναλύουμε λογικά, που μιλάμε γι’ αυτό... Ο Δρόμος, ο Αληθινός Δρόμος, είναι ο Δρόμος της Σιωπής... Κι είναι η Σιωπή η αληθινή ουσία της Προσευχής...

Ο Ευάγριος συκοφαντήθηκε σαν αιρετικός αλλά το έργο του «Λόγος περί προσευχής» (που αποδίδεται ψευδώς στον «Νείλο τον Ασκητή») εκδόθηκε από την «αποστολική διακονία της εκκλησίας της Ελλάδας» πριν 42 χρόνια (το 1981) με εκτενή σχόλια (όταν διευθυντής της «αποστολικής διακονίας» ήταν ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος)... Έχει καμία σχέση η διδασκαλία των πατέρων (πολλοί από τους οποίους κατηγορήθηκαν σαν αιρετικοί) με την «εξωτερική εκκλησία»; Η πατερική παράδοση είναι τελείως έξω από τον χρόνο και την ιστορία της «εκκλησίας»... Κακώς επικαλούνται τους πατέρες, αυτοί που δεν ακολουθούν την γραμμή των πατέρων...

Ο Ευάγριος στο 62 κεφάλαιο του «Λόγου περί προσευχής» γράφει:

«Όταν ο νους σου τω πολλώ προς τον Θεόν πόθω, κατά μικρόν οίον υπαναχωρή της σαρκός και πάντα τα εξ αισθήσεως ή μνήμης ή κράσεως νοήματα αποστρέφηται, ευλαβείας ομού και χαράς έμπλεως γενόμενος, τότε νόμιζε ηγγικέναι όροις προσευχής»...

Γίνεται φανερό ότι ο Ευάγριος μιλά για μεταφορά της συνειδητότητας (της προσοχής) στην καθαρή ενέργεια του νου πέρα από την αίσθηση, την μνήμη (που είναι βάση της διανόησης) και την κράση (προσωπικότητα, εγώ)... Μιλά για «υπαναχώρηση» (μη προσοχή, μη ενασχόληση)... δεν μιλά για κατάργηση των κατώτερων λειτουργιών, για έξοδο από το σώμα... Η καθαρή ενέργεια του νου σημαίνει ακριβώς την απογύμνωση του νου από όλες τις κατώτερες δραστηριότητες (την μη-ενασχόληση με αυτές). Έτσι ο νους απελευθερώνεται και επανέρχεται στην «φυσική κατάστασή» του... Ο Ευάγριος στο 71 κεφάλαιό του, το διευκρινίζει όταν λέει ότι «Προσευχή γαρ έστιν απόθεσις νοημάτων».

Η Αληθινή Προσευχή λοιπόν αποκτά νόημα μόνο στην απόλυτη σιωπή της νόησης, των αισθήσεων... Η συναίσθηση της αληθινής ύπαρξης φανερώνει την αντικειμενικότητα της ύπαρξής μας, την αντικειμενικότητα του «είναι» μας (που δεν είναι μία αντίληψη περί εαυτού, μία διανοητική αντίληψη, μία παράσταση, ή μία αίσθηση του όντος που είμαστε...)... Με άλλα λόγια η αντίληψη του «είναι» μας, είναι άμεση, σύλληψη αυτού που «είναι πραγματικά» κι όχι μέσω έμμεσης διαδικασίας, σκέψης, αίσθησης, κλπ... Αυτή η αντικειμενική ύπαρξη (το αντικειμενικό «είναι»), μας «δίνεται» δεν το κατασκευάζουμε εμείς, δεν είναι μία ιδέα που κατασκευάζουμε, ούτε μία αίσθηση που συλλαμβάνουμε... Είναι το «Πνεύμα» που εμφύσησε ο Θεός μέσα μας, η λογική ψυχή, η ζώσα ψυχή, το αληθινό πρόσωπό μας ενώπιον του Θεού... Κι αυτή η αληθινή ύπαρξη είναι σε σχέση με τον Θεό, όχι μόνο γιατί την ουσιοποιεί αλλά και επειδή την ζωοποιεί και την φωτίζει και την εξαγιάζει... Η «νέα συνείδηση» που αναδύεται (με την πνευματική γέννησή μας) είναι Συνείδηση σε σχέση με τον Θεό, είναι Ζωή, Βίωμα*, μέσα στην θεία Πραγματικότητα, μέσα στην Θεία Παρουσία που Αγκαλιάζει τα πάντα, που Ενοποιεί τα πάντα... Η «νέα συνείδηση» δεν έχει σχέση με το παλιό υποκείμενο (την προσωπικότητα), η «νέα συνείδηση» φωτίζεται από το Πνεύμα του Θεού, Πληρούται από Πνεύμα Θεού... κι έτσι έχει νόημα η ρήση του Παύλου «ζω μεν ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί ο Χριστός» (Γαλ.2.20)... Και με αυτή την έννοια ο άνθρωπος γίνεται ναός του Θεού... Και με αυτή την έννοια όσοι φτάνουν σε αυτή την Κατάσταση είναι «θεοφόροι»...

Αλλά η πνευματική γέννηση δεν είναι παρά η αρχή της «Κοινωνίας με την φύση», της Εν εαυτού Ζωής... Ο Συμεών λέει ότι ο άνθρωπος (η ψυχή) σε αυτή την επικοινωνία με τον Θεό «καθαίρεται, λαμπρύνεται, φωτίζεται, και μυστηρίων μεγάλων αποκαλύψεις καταξιούται οράν» (Συμεών, Κατήχησις ΙΔ΄)... Την πνευματική γέννηση ακολουθεί η μυστική ανάσταση, το βάπτισμα του Πνεύματος και τελικά η Θέωση...
-------------------------------
*Το βίωμα

Είναι προφανές, ότι όταν συνήθως φθάνουν σε αυτό το σημείο, τα λογικά επιχειρήματα δεν τους έχουν βοηθήσει και τα μόνα που έχουν είναι επιχειρήματα προσωπικού βιώματος, για τα οποία συνήθως νομίζουν ότι είναι μοναδικά στην θρησκεία τους και ένα εξαιρετικό όπλο που θα διαλύσει την “πλάνη” μας, αφού με αυτά δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα, φθάνει απλά η αναφορά τους και η δήλωση ότι, αν ήμασταν και εμείς ορθόδοξοι θα το βιώναμε.

“Η θρησκεία μας, λένε, (εν προκειμένω η Ορθοδοξία), δεν είναι θρησκεία και δεν έχουν σημασία όλα αυτά”. Αυτό φυσικά είναι μεγάλο ψέμα που τονίζει την υποκρισία τους, αλλά φυσικά δεν το καταλαβαίνουν, απόδειξη ότι ήδη έχουν χύσει πολύ μελάνι και πλέον εκατομμύρια bytes για να μας αποδείξουν ότι ισχύουν όλα αυτά που πλέον τώρα δεν τους ενδιαφέρουν, όχι γιατί άλλαξαν γνώμη αλλά γιατί δεν μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν πλέον, γιατί δεν πείθουν όταν βρουν αντίλογο με στοιχεία. Αυτό που έχει σημασία, λένε, είναι η Ιερά Παράδοση και το ορθόδοξο βίωμα. “Έλα και εσύ στην Εκκλησία ή σε έναν πνευματικό, άφησε την καρδιά σου ελεύθερη και τότε θα δεις”.

Φυσικά, εδώ τους διαφεύγει ότι οι περισσότεροι, αν όχι όλοι από εμάς γεννηθήκαμε και ανατραφήκαμε χριστιανικά και μάλιστα ορθόδοξα σαν και αυτούς. Τους διαφεύγει ότι γνωρίζουμε πολύ καλά και τα της πίστης τους και τα του ορθόδοξου βιώματος. Ας τα δούμε λίγο περισσότερο…

Η Ιερά Παράδοση δεν είναι τίποτα άλλο παρά μύθοι κυρίως μέσα από τα απόκρυφα κείμενα ή τα αγιολόγια, που αρχικά δεν ήθελαν να τα θεωρήσουν ως επίσημα και ιερά βιβλία, αλλά κάποια γεγονότα από αυτά τους είναι χρήσιμα, ή τα θεωρούν αυθεντικά όπως τους βίους των αγίων, που φυσικά για ένα σοβαρό ερευνητή είναι αναξιόπιστα, πέρα από το να μας δείξουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν και που απευθύνονται. Ή τα απόκρυφα που εκεί οι αντιφάσεις κτυπάνε κόκκινο, αλλά έχουν κάποια στοιχεία που τους βοηθούν να ολοκληρώσουν την μυθολογία τους.

Άλλωστε, έχει δειχθεί ότι η αποστολική συνέχεια, όπως λένε, είναι φτιαχτή και έγινε εκ των υστέρων για να αυθεντικοποιήσουν κάποιοι τις επισκοπικές τους έδρες. Τίποτα λοιπόν το χρήσιμο και το ουσιαστικό δεν προσφέρει η παράδοση αυτή και φυσικά κανένα επιχείρημα αληθείας.

Το βίωμα είναι η μυστικιστική εμπειρία ακόμα και η έκσταση που έχει ο κάθε θεϊστής μόνος ή σαν ομάδα και που νομίζει ότι μόνο αυτός ή μόνο στην δική του θρησκεία υπάρχει ή είναι αυθεντική και ότι αυτό το όραμα, όνειρο, ευφορία, σημάδι ή όποιο άλλο βίωμα, οφείλεται αποκλειστικά στο θεό του ή σε κάποιο άγιο του.

Σαν ομάδα, το έχουν στην Εκκλησία ή τραγουδώντας ύμνους όπου αισθάνονται ευφορία, την ευφορία της αγέλης που έχει κάτι κοινό. Εδώ βέβαια τα πρωτεία τα έχουν οι διάφορες προτεσταντικές οργανώσεις κυρίως στην Αμερική, κάποιες από τις οποίες όλα αυτά τα έχουν αναγάγει σε “επιστήμη”.

Σαν άτομα βιώνουν την εμπειρία τους με την προσευχή και την συνεχή εστίαση στα της πίστης τους, όπου τυχαία, πραγματικά, φανταστικά, ψυχολογικά ή ακόμα και ψυχιατρικά περιστατικά, παίρνουν ξαφνικά αξία και συγκεκριμένη νοηματοδότηση και πιστεύουν ότι είναι απαντήσεις που δίνονται προσωπικά σε αυτούς από έναν θεό ή άγιο ή απαντήσεις στις προσευχές τους.

Δυστυχώς για αυτούς και η ιατρική και η βιολογία και η ψυχολογία, αλλά ακόμα και η πρακτική για όσους έχουν μυαλό, έχουν δείξει ότι τα βιώματα αυτά είναι καθαρά προσωπικά, εξαρτώνται μόνο από τον συγκεκριμένο άνθρωπο ή ομάδα, τροφοδοτούνται δε από το ασυνείδητό του, που είναι επηρεασμένο από τον κοινωνικό του περίγυρο. Όπως έχω ξανατονίσει, αν και τους το υπενθυμίζουμε συνέχεια και αυτοί συνέχεια θέλουν να το αγνοούν, ότι υπάρχουν και άλλες θρησκείες με αντίστοιχα, θαύματα, βιώματα, αγίους κ.λπ. Τίποτα λοιπόν δεν μπορεί να δείξει ότι το βίωμα του κάθε ανθρώπου προέρχεται από κάπου έξω από τον άνθρωπο και τον κοινωνικό του περίγυρο, για αυτό και λέγεται προσωπικό βίωμα. Τα δε βιώματα, ανά σέκτα και θρησκεία είναι παρόμοια, άρα δεν έχουν καμία αυθεντικότητα, καμία καθολική αποδοχή, εκτός αν φασιστικά όλοι αποδεχθούμε την ίδια θρησκευτική ιδεολογία, που και αυτό είναι σχετικό όπως αποδείχθηκε με τις αιρέσεις και πάντα ο κάθε ένας θα διαφοροποιείται λίγο ή πολύ κατά καιρούς από το σύνολο. Το ξεκάθαρο στοιχείο, είναι ότι αν υπήρχε κάτι αληθινό στα βιώματα μίας θρησκείας και μόνο, τότε δεν θα υπήρχαν πολλές θρησκείες και θα υπήρχε μόνο μια, αυτή με το αληθινό βίωμα.

ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ, ΑΡΧΕΛΑΟΣ ΚΑΙ ΔΙΟΓΕΝΗΣ Ο ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ

Η θεωρία του απεριόριστου, που όμως συνδέεται με έναν νου, βρίσκεται στο ε­πίκεντρο της σκέψης του Αναξαγόρα από τις Κλαζομενές (500-428), και ωστό­σο νοείται διαφορετικά από την ανάλογη θεωρία που υποστήριξαν οι ατομικοί και ο Μέλισσος. Κατά τον Αναξαγόρα, το απεριόριστο σχηματίζει μια πληρό­τητα ετερογενούς ύλης μορίων (χρήματα), όπου όλα βρίσκονται μέσα σε όλα, δηλαδή κάθε μόριο ενέχει όλα τα υπόλοιπα υπάρχοντα μόρια και όλες τις ιδιό­τητες, και αυτό παίρνει τη μορφή ενός απόλυτου χάους. Κατ’ αυτή την έννοια, το απεριόριστο δεν εμφανίζεται μονάχα εν είδει προέκτασης αλλά και εν είδει «πρόθεσης», τολμώ να πω, καθώς κάθε μόριο ενέχει όλα τα υπόλοιπα, ανεξάρ­τητα από την τετελεσμένη διαίρεση που τελείται χωρίς όρια. Πιο συγκεκριμέ­να, αυτά τα χρήματα ενέχουν όλα τα άλλα χρήματα και ταυτόχρονα όλες τις ι­διότητες. Η ετερογένεια των χρημάτων καθιστά αδύνατο το κενό, καθώς το Όλον παίρνει τη μορφή μιας διαρκούς ροής. Η θεωρητική αυτή προσέγγιση, που αναφέρεται σε ένα άπειρο υλικό χάος όπου τα μόρια είναι αδιαίρετα εις το δι­ηνεκές, αποσκοπεί στο να ξεπεράσει τις δυσκολίες που υψώνουν οι σκέψεις περί ασυνέχειας. Έχει το θετικό ότι αναζητά παράλληλα μια λύση στη φαινο­μενική ποικιλότητα των πραγμάτων, παρεμβάλλοντας μια διαφορετική ύλη, έ­ναν άλλο τύπο χρήματος, τον «νου», που τον διακρίνει, αντιθέτως, η απόλυτη ο­μοιογένεια. Έτσι λοιπόν, η χαοτική «ύλη», τα βασικά χρήματα, ορίζεται από μια διάταξη εφικτή λόγω της διαφορετικής ύλης, που αποτελείται από ομοιογε­νή νοητικά μόρια. Αν και αυτή η διάταξη είναι εκτατή επ’ άπειρον, παραμένει πάντοτε πεπερασμένη μέσω του απεριόριστου υπόβαθρου και προοδεύει επ’ α­όριστον με κίνηση περιοδική. Σύμφωνα με τον Αναξαγόρα, η διαδικασία ξεκί­νησε τυχαία, χάρη στα μόρια του Νου που ξεπήδησαν από ετερογενή χρήματα, δηλαδή μέσα από την ακινησία του χαοτικού Όλου. Πρόκειται γι’ αυτό που είθισται να αποκαλείται δράση του Νου - του οποίου τα καθαυτό χρήματα ξεκι­νούν μια κίνηση κυκλικής χωροποίησης (περιχώρησις), η οποία διαφοροποιεί τα χρήματα περιορίζοντας σύνθετα πράγματα. Με τη διεύρυνση αυτής της κυ­κλικής κίνησης σχηματίζεται η ποικιλότητα των πραγμάτων του Σύμπαντος.

Ο Νους, επομένως, συνδράμει στην ετερογενή ροή για να εξηγήσει την τάξη και τις ποικίλες εκφάνσεις διαφοροποιώντας τα πράγματα. Ο Αριστοτέλης δια­κρίνει στον Νου, εσφαλμένα νομίζω, ένα είδος από μηχανής θεού που πασχίζει μάταια να επιλύσει το πρόβλημα της δημιουργίας των πραγμάτων. Στην πραγμα­τικότητα, ο Αριστοτέλης εισάγει αυτή τη διαφοροποιητική αρχή κατά τον συνή­θη εκείνη την εποχή τρόπο, που προϋποθέτει την προσαρμογή του στη γενική οι­κονομία της σκέψης. Την εκλαμβάνει ως ένα χρήμα ολωσδιόλου αντίθετο με τα δύο άλλα χρήματα, στο μέτρο που θεωρείται ομοιογενές και όμοιο με τον εαυτό του, άρα ολότελα διαφορετικό από τα ετερογενή χρήματα, που πάντοτε διαφέ­ρουν από τον εαυτό τους. Η ριζική αυτή αντίθεση αποκλείει τη συγχώνευση του νοητικού χρήματος με τα ετερογενή χρήματα, με αποτέλεσμα η νοητική ύλη να βρίσκεται μετέωρη λόγω της ίδιας της διαφοράς της, όπως το λάδι παραμένει α­διάλυτο μέσα στο νερό. Θα δούμε ότι υπάρχει μονάχα φαινομενική συγγένεια ανάμεσα στα χρήματα του Αναξαγόρα και τα άτομα των ατομικών, διότι τα χρή­ματα είναι αδιαίρετα επ’ άπειρον (ενώ τα άτομα είναι άτμητα μόρια) και, επι­πλέον, προΐστανται σε μια συνεχή πραγματικότητα, εκεί ακριβώς όπου τα άτομα θεμελιώνουν μια καταγωγική ασυνέχεια. Εν dipει της συγκεκριμένης φυσικής του συνεχούς, ποια είναι άραγε η σημασία της διαφοροποίησης χάρη στη δράση των ομοιογενών νοητικών χρημάτων διαμέσου των ετερογενών χρημάτων,

Η κοσμογονική διαδικασία που εισηγείται ο Αναξαγόρας υποθέτει ότι στην απαρχή του κόσμου όλα ήταν ακίνητα εξίσου όσο και αφανή. Τη στιγμή όμως που πυροδοτήθηκε τυχαία η διαδικασία της περιστροφικής χωροποίησης χάρη στα νοητικά μόρια, άρχισε να αναδύεται σταδιακά ένας διακριτός κόσμος. Η διαδικασία αυτή, που περιχαρακώνει έναν χώρο και παράγει πολλαπλούς πε­περασμένους κόσμους, σε συνεχή επέκταση ανάλογα με τις κυκλικές κινήσεις, διαφοροποιεί τα πράγματα σύμφωνα με τις εκάστοτε επικρατούσες ύλες και ι­διότητες. Με άλλα λόγια, τα ποικίλα πράγματα δημιουργούνται χάρη στις τα­χείες αρχικές κινήσεις, ανάλογα με την ανάδυση και τη συγκέντρωση όμοιων μορίων που σε κάθε πράγμα ελέγχουν όλα τα υπόλοιπα, πάντοτε παρόντα μέ­σα στο πράγμα. Χάρη στη θέση που υποστηρίζει ότι κάθε ετερογενές χρήμα ε­νέχει όλα τα ενδεχόμενα χρήματα, η συσσώρευση όμοιων χρημάτων ποσοτικά επικρατέστερων (για παράδειγμα φύλλο, πράσινο χρώμα, μαλακότητα κ.λπ.) διαφοροποιεί επ’ άπειρον τα πράγματα. Στις διαδικασίες αυτές, ακόμη και ο νους δύναται να συσσωρευτεί, δείχνοντας ότι σε ορισμένα όντα, όπως ο άν­θρωπος, η παρουσία του νου είναι σαφώς μεγαλύτερη. Έτσι λοιπόν, ο άνθρω­πος διαθέτει νοητικές ιδιότητες ικανές να διακρίνουν τους ελιγμούς του κοσμι­κού Νου που ανήκει στην ίδια φύση με τον ανθρώπινο νου, φυσικό αποτέλεσμα του πρώτου. Χάρη στον νόμο που ορίζει ότι το όμοιο ταιριάζει με το όμοιο, ο άνθρωπος διακρίνει και κατανοεί τα πράγματα σε συνάρτηση με τη διαφορο­ποίηση που επιτελούν τα νοητικά χρήματα. Κατ’ αυτή την έννοια, η νόηση δεν χρειάζεται να νοεί το Είναι ως προϋπόθεση της συνέχειας (Παρμενίδης), αφού η συνθήκη αυτή τοποθετείται εφεξής στην ομοιογενή και συνεχή αρχή που ε­γκλείει η πραγματικότητα εν τω γίγνεσθαι, δηλαδή ο κοσμικός Νους.

Βρίσκουμε λοιπόν στον Αναξαγόρα την πρώτη ουσιαστική απόπειρα κατα­νόησης των πραγμάτων μέσα από μια μορφή ομοιότητας, και μάλιστα ταυτότη­τα ανάμεσα στη νόηση και τον ορισμό των πραγμάτων. Ο νους γίνεται το μέτρο για όλα τα πράγματα, όχι πια ως ανθρώπινος νους αλλά ως κοσμικός Νους στον οποίο ο άνθρωπος συμμετέχει υλικά και νοητικά. Ο τρόπος εντούτοις με τον ο­ποίο ο Αναξαγόρας εισηγείται την παρούσα προβληματική του νου, ξεκινώντας δηλαδή από μια τυχαία απαρχή, σημαίνει ότι μια χωρικά διαφορετική απαρχή γέννησε διαφορετικούς κόσμους. Καθώς τα καταγωγικά σημεία γίνονται άπει­ρα, συμπεραίνεται παρευθύς το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός άπειρου αριθμού διαφορετικών κόσμων. Τούτο συνεπάγεται επίσης ότι το σύμπαν μας είναι απο­τέλεσμα του πρωταρχικού τυχαίου, χωρίς προκαθορισμένο σκοπό. Ακόμη, η αντικειμενοποίηση του Νου μέσα στη γνώση υπόκειται αποκλειστικά και μόνο στον κόσμο που του παρείχε τη δυνατότητα να νοεί όσα ο κοσμικός Νους κατέ­στησε δυνατά. Αναφορικά με το συγκεκριμένο σημείο, οι επόμενες γενιές -και κυρίως οι μαθητές του Αναξαγόρα- θα διατυπώσουν κάποιες αποκλίνουσες α­πόψεις, εγκαινιάζοντας μια ιστορία του νου και της νόησης που θα αντηχεί μέ­χρι τα μέσα του Μεσαίωνα, κατά κύριο λόγο με την εμφάνιση της αραβικής σκέψης, που θα φέρει σε πρώτη γραμμή τις εκφάνσεις του κοσμικού και υπερ­βατικού νου. Θα ήταν, επομένως, αδύνατον να αποσιωπηθεί ο ιστοριακός χα­ρακτήρας της ανάλυσης του Αναξαγόρα, ακόμη και αν ο τρόπος με τον οποίο εισηγήθηκε τη σκέψη του φαντάζει ανοίκειος στην εποχή μας.

Θρυλείται ότι διάδοχος του Αναξαγόρα στη Σχολή της Λαμψάκου υπήρξε ο Αρχέλαος (5ος αι.). Δύσκολα προσμετράται η βαρύτητα αυτού του συγγραφέα, που λέγεται ότι άσκησε επιρροή στον Σωκράτη. Το γεγονός ότι ο Θεόφραστος ανέλυσε τη νόησή του σε κάποιο χαμένο σύγγραμμά του μαρτυρεί τη σημασία της, όμως η αβεβαιότητα μεγαλώνει καθώς διαπιστώνουμε ότι οι αρχές που με­τέρχεται θέλοντας να εξηγήσει το γίγνεσθαι ποικίλλουν ανάλογα με τις πηγές. Πιθανολογείται ότι ήταν η γη (Επιφάνης), ο αέρας (Σέξτος Εμπειρικός), το θερ­μό και το ψυχρό (Ιππόλυτος, Ερμίας), είτε, ακόμη, ένας απεριόριστος αριθμός αρχών που σχηματίζονται από ομοιομερή (Σιμπλίκιος). Το πιθανότερο είναι να στάθηκε σε δύο αρχές: το θερμό που αποσυνδέει και το ψυχρό που συνδέει, η δράση των οποίων σε καθένα από τα στοιχεία (αέρα, φωτιά, νερό, γη) παράγει μέσω αραίωσης και συμπύκνωσης ένα άλλο στοιχείο. Η γη, που προήλθε από συμπύκνωση, δηλαδή από το ψύχος που δημιουργεί τον «σύνδεσμο», μας επι­τρέπει να εξηγήσουμε ότι η Γη παραμένει ακίνητη στο κέντρο όπου δημιουργούνται τα έμβια όντα μέσω φυσικών διαδικασιών, και ότι, αντιθέτως, ο αέρας, που προήλθε από αραίωση, υψώνεται και δεσπόζει στο Όλον, μιας και οι μετα­μορφώσεις του δημιουργούν τα άστρα, τον ήλιο κ.λπ. Όλες οι διαδικασίες είναι αποτέλεσμα αναμίξεων, έτσι ώστε ακόμη και ο νους, που αποτελείται κυρίως α­πό αέρα, σχηματίζει ένα μίγμα και εμπεριέχεται με τη σειρά του μέσα σε άλλα στοιχεία, συνενώνοντας και αποσυνδέοντας τα μόρια που τα απαρτίζουν. Έτσι, ο Αρχέλαος ανατρέπει τη σκέψη του Αναξαγόρα, καθώς ο νους προϋποθέτει κάποια ανάμιξη και, αντιστρόφως, τα στοιχεία αποτελούνται από μόρια, όχι πλέον ετερογενή αλλά παρόμοια ομοιογενή, που ονομάζονται ομοιομερή. Ό­πως και ο αέρας που τον συνθέτει, έτσι και ο νους είναι απεριόριστος, με απο­τέλεσμα να δημιουργείται ένας άπειρος αριθμός κόσμων. Ακόμη, εφόσον ο νους βρίσκεται σε όλα τα πράγματα, βρίσκεται και στα ζώα, που τον χρησιμο­ποιούν με διαφορετικό τρόπο ανάλογα αν η νόησή τους είναι αργή ή ταχεία. Οι άνθρωποι, που διαθέτουν γρήγορη νοητική δραστηριότητα, κατορθώνουν να παράγουν νόμους και πολιτείες, τέχνες κ.ο.κ. Στο τελευταίο αυτό σημείο ο Αρ­χέλαος μοιάζει να πλησιάζει τον Αναξαγόρα, κατά τα άλλα όμως η σκέψη του προδίδει βαθιά απείθεια, που πασχίζει να ξεπεράσει τον ριζικό δυϊσμό που δια­πνέει τη σκέψη του δασκάλου. Η κατάληξη αυτής της αναζήτησης ενότητας οδη­γεί σε έναν άλλο μαθητή του Αναξαγόρα, τον Διογένη τον Απολλώνιο.

Τη σκέψη του Διογένη του Απολλώνιου (470-;) διακωμώδησε ο Αριστοφά­νης στις Νεφέλες, παρουσιάζοντάς την σαν μια αόριστη σκέψη που πιθανότατα επηρέασε τον Σωκράτη. Η υπόθεση αυτή φαίνεται πιο αληθοφανής από μια εν­δεχόμενη επιρροή του Αρχέλαου, καθώς συναντάμε στον Διογένη ένα στοιχείο που απουσιάζει τόσο από τη σκέψη του Αναξαγόρα όσο και από τη σκέψη του Αρχέλαου: τη θεία Πρόνοια. Απαρνούμενος τον δυϊσμό του Αναξαγόρα καθώς και τον ανάμικτο χαρακτήρα του Νου του Αρχέλαου, ο Διογένης κρατά ως θε­μελιώδες στοιχείο τον Αέρα, ανατρέχοντας έτσι εν μέρει στον Αναξιμένη, προσδίδοντας όμως στον Αέρα μια ικανότητα εσωτερικής διαφοροποίησης και μια κυκλική διαδικασία ως νοήμονα δραστηριότητα. Επομένως, ο Αέρας δεν εμφανίζεται πλέον ως νους αλλά ως νόηση. Η δράση του, που παραλληλίζεται με ένα αρδευτικό σύστημα μέσα σε ένα σύμπαν το οποίο διατρέχεται από πό­ρους και κανάλια, πραγματοποιείται σε δύο ξεχωριστές φάσεις: αρχικά, και μέσω της εσωτερικής της διαφοροποίησης, η νόηση πυροδοτεί διαδικασίες που διέπονται από τον νόμο του ιδίου, από όπου πηγάζει η περιοδικότητα των φυ­σικών φαινομένων (ημερήσιες κινήσεις, διαφορετικές εποχές κ.ά.)· στη συνέ­χεια, και μέσω της δράσης των περιοδικοτήτων, δημιουργείται απεριόριστος α­ριθμός ποικίλων πραγμάτων, τα οποία εκδηλώνονται στο παρόν.

Θέλοντας να επισημάνει αυτή τη διαφορά, ο Διογένης χρησιμοποιεί δύο ό­ρους απροσμέτρητης ιστοριακής αξίας: τα πράγματα που είναι (τα όντα) και τα πράγματα που είναι τώρα στο παρόν (τα εόντα νυν) (fr. 2). Ενώ η δεύτερη έκ­φραση γεφυρώνει τη σκέψη του Διογένη με το παρελθόν, η πρώτη εγκαινιάζει τη νέα προβληματική του όντος που μας καθορίζει ακόμη και σήμερα. Η προ­σθήκη χρονικής έμφασης (τώρα) στην περίπτωση των «πραγμάτων που είναι στο παρόν» (εόντα) δείχνει ότι τα εφήμερα πράγματα εκδηλώνουν κάποια πα­ρουσία μονάχα στο σύγχρονο παρόν. Από την άλλη, ο όρος «όντα» αντιπαρατάσσει μια σταθερότητα προβάλλοντας το «ίδιο» - «όλα τα πράγματα που είναι (τα όντα) διαφοροποιούνται με αφετηρία το ίδιο και είναι ίδια», ανάγοντας τα «πράγματα» σε σταθερά «όντα». Με την εισαγωγή της έννοιας του «όντος» στον πυρήνα του γίγνεσθαι της νόησης ως ρυθμιστικού παράγοντα των διαδι­κασιών που προκαλούν πράγματα στο σύγχρονο παρόν, διανοίγεται μια σημα­ντική δίοδος για τη μεταγενέστερη φυσική: συναρμόζεται πιο άμεσα με τη χρονικότητα και εφεξής δίνει έμφαση σε σταθερά σημεία αναφοράς, που είναι ταυτόχρονα συνθήκες περιοδικής πραγμάτωσης των φαινομένων και νοητότητας. Η έννοια του «όντος» αντικαθιστά κατά μία έννοια την πυθαγόρεια έννοια του «αριθμού», που διαδραμάτιζε τον ίδιο διαμεσολαβητικό ρόλο, με τον κίν­δυνο όμως να περιστείλει τη νοητότητα σε ασυνεχείς δομές τις οποίες ορισμέ­νοι πυθαγόρειοι - όπως ο Αρχύτας από τον Τάραντα - θα βαλθούν να ξεπεράσουν. Την ιστορική σύνθεση των δύο ρευμάτων σκέψης θα πραγματοποιήσει ο Πλάτων, ξεπερνώντας τους αριθμούς και τα γεωμετρικά σχήματα με Ιδέες, οι οποίες θεωρούνται ακόμη πιο ξεκάθαρα όντα, και μάλιστα ουσίες. Συνυπολο­γίζοντας ότι στον Διογένη η Νόηση γεννά πράγματα προνενοημένα (προ- void) σε σχέση με το άριστο, διακρίνουμε την έλευση μιας τελεολογικής κοσμο­γονίας στην οποία επανέρχεται ο Πλάτων μετά τον Σωκράτη και τη θεμελιώνει με βάση την ιδέα του Καλού, υπερούσιας και πρώτης αρχής.

Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ

Θεωρείται σήμερα ασφαλές πόρισμα της έρευνας η είσοδος του Διο­νύσου στην Ελλάδα και η αναγνώρισή του μόνο κατόπιν της υπέρβασης σφοδρών αντιδράσεων. Ως πατρώα γη βλέπουν την Θράκη και την κατοικημένη από έναν συγγενή πληθυσμό Φρυγία. Αρχικώς είχαν την γνώμη ότι ο Διόνυσος μετοίκησε άμεσα από την Θράκη στην Ελλάδα. Εσχάτως όμως πιστεύουν ότι έχουν βρεθή πειστικοί λόγοι για την διά θαλάσσης έλευσή του από την Φρυγία ή την Λυδία. Τε­λευταία ο Nilsson συνέδεσε τις δύο αντιλήψεις (Η Μινωικο-μυκηναϊκή Θρησκεία. 1927, σ. 396 κ.ε.): τόσο από την Θράκη όσο και από την Φρυγία, λέει, πρέπει να εισήλθε ο Διόνυσος στην μητρική γη, τη μία κατά την αρχαιοθρακική την άλλη κατά την παρηλλαγμένη από την επίδραση μικρασιατικών γειτονικών θρησκειών μορφή του. Δεν αρκούνται όμως σ’ αυτό. Ως τρίτη εστία της διονυσιακής κίνησης χαρακτη­ρίζουν τώρα, αντίθετα από την έως τώρα κρατούσα άποψη, την ίδια την ελληνική μητρώα γη· γιατί η μεγάλη έξαρση που προκάλεσε η έλευση του θεού εδώ θεωρείται αναβίωση μιας πανάρχαιας λατρείας του θεού- πρέπει κανείς, κατά τον Nilsson να υποθέση ότι οι συνημ­μένες με το όνομα του Διονύσου ιδέες και τελετουργίες ανήκαν ήδη στον προελληνικό πληθυσμό.

Αν ρωτήσουμε για την χρονική στιγμή κατά την οποία φέρεται ο αλλοδαπός να εισέδυσε στους θεούς της Ελλάδος, ο Wilamowitz (Πί­στη των Ελλήνων II 61) εξηγεί ότι κατά τον 8ο αιώνα, το ενωρίτερο, πρέπει να έφθασε στην μητρώα γη και η νίκη του επί της αρχαίας πίστης δεν πρέπει να συντελέστηκε προ του έτους 700· οι έλληνες της Ασίας θα έπρεπε να τον γνώριζαν «αναλόγως νωρίτερα»· «όμως», συμπεραίνει, «η κοινωνία μέσα στην οποία και για την οποία συνέθετε την ποίηση του ο Όμηρος ήθελε να γνωρίζη τον Διόνυσο τόσο λίγο όσο η Ελλάδα έπειτα, μέχρις ότου υποχρεώθηκε να ενδώση σε μία αναθρώσκουσα δύναμη».

Όποια κρίση κι αν διατυπώνη κανείς για την καταγωγή και την πατρίδα της διονυσιακής θρησκείας, είναι αδιανόητο να την έχουν τόσο όψιμα γνωρίσει οι έλληνες. Γιατί πώς θα ήταν τότε δυνατό να μην έχη διατηρηθή κανένα αίσθημα αλλοτρίου και καμμία ανάμνηση βίαιης εισβολής. Γιατί ο τόσο συχνά επαναλαμβανόμενος ισχυρισμός ότι ωρισμένοι μύθοι και λατρείες μαρτυρούν μία τέτοια ανάμνηση στηρίζε­ται, όπως θα δούμε στην συνέχεια, σε μία σύγχυση λατρευτικής με­τανάστευσης και Επιφάνειας. Οι ίδιοι οι έλληνες θεωρούσαν την βάση της λατρείας τους του Διονύσου πανάρχαια. Το πόσο δίκιο είχαν μαρτυρείται από το γεγονός ότι τα «αρχαία Διονύσια» όπως ονομάζει ο Θουκυδίδης (2,15) τα Ανθεστήρια, ήταν κοινά στην ιωνική φυλή και ως διονυσιακή γιορτή — όπως σωστά παρατηρεί ο Deubner (Arch. Jahrb. 1927, 189. Αττ. Γιορτές 122 κ.ε.) — πρέπει να είναι αρχαιό­τερα του χωρισμού και της μετανάστευσης των Ιώνων. Στους Δελ­φούς μπορούσε κανείς να θεωρήση την λατρεία του Διονύσου αρχαιό­τερη από αυτήν του Απόλλωνα (βλ. κεφ. 18). Για την Σμύρνη όπου τα Ανθεστήρια εορτάζονταν με την είσοδο του Διονύσου πάνω σε ένα πλωτό άρμα (πβ. Deubner Αττ. Γιορτές σ. 122), μαρτυρείται μία διονυσιακή γιορτή ήδη για τα χρόνια που η πόλη ήταν ακόμη αιολική (Ηροδ. I, 150). Ως ο σημαντικώτερος μάρτυρας για την ύστερη αρ­χαιότητα του έλληνα Διονύσου πρέπει να θεωρήται το ομηρικό έπος που είναι εντελώς οικείο με την λατρεία και τους μύθους του θεού και μιλά γι’ αυτόν όπως για τις θεότητες που λατρεύονταν από αμνημονεύτων χρόνων, όποια κι αν ήταν τα αισθήματα του ποιητή και του ακροατηρίου του.

Στο επίκεντρο των διονυσιακών λατρειών και μύθων στέκει η μορ­φή του μαινομένου θεού και των συνεπαρμένων από την αγριότητά του γυναικών που υιοθέτησαν και ανέθρεψαν το νογέννητο και που γι’ αυτό ονομάζονται τροφοί του. Σε ωρισμένες γιορτές ήταν θεσπισμένες διώ­ξεις που μπορούσαν να λάβουν αιματηρή έκβαση και σε πλήθος πα­ραδόσεων και εθίμων προβάλλει σαφέστατα η ιδέα ενός τραγικού χα­μού. Το κεφαλαιώδες αυτό τμήμα της διονυσιακής θρησκείας είναι τόσο γνωστό στην Ιλιάδα ώστε μπορεί να παρουσιάζεται εκεί με κάθε λεπτομέρεια.

Στο 6ο βιβλίο της Ιλιάδος (130 κ.ε.) ο Διομήδης μιλάει για το πεπρωμένο το άφευκτο, που μάχεται τους θεούς και θυμάται σχετικά τον κραταιό Λυκούργο που κατεδίωξε τις τροφούς του μανιώδους (μαινόμενος) Διονύσου στο ιερό Νυσήιον έτσι που αυτές, χτυπημένες από το φοβερό του όπλο άφησαν να πέσουν κατά γης τα θύσθλα τους και ο ίδιος ο Διόνυσος κατέφυγε στην θάλασσα όπου η Θέτις υποδέ­χθηκε με στοργή τον τρομοκρατημένο θεό. Οι ακόλουθες του Διονύ­σου χαρακτηρίζονται εδώ ρητώς ως μαινόμενες. Το πόσο πολύ όμως ο ποιητής και ο κύκλος του ήταν συνηθισμένος στην μορφή της Μαινάδος και σ’ αυτό της το όνομα προδίδει ο στίχος που συγκρίνει την έντρομη Ανδρομάχη που ξεχύνεται αγριεμένη με μία Μαινάδα (μαινάδι ἴση. Ιλιαδ. 22, 4561). Ήθελε πράγματι ο ποιητής, όπως πι­στεύει ο Wilamowitz (Πίστη των Ελλ. II 60, 3) να εννοήση μόνο ότι αυτή ήταν όμοια με μία παράφρονα; Η σύγκρισή του όμως, όπως κάθε γνήσια σύγκριση, έχει νόημα μόνον όταν θυμίζη μία πολύ γνωστή μορ­φή. «Η μαινόμενη» όμως, η εικόνα της οποίας πρέπει να ήταν γνωστή σε όλους δεν μπορεί να είναι άλλη από την Βάκχη είτε αυτή, όπως εδώ, χαρακτηρίζεται από το ουσιαστικό μχινχς είτε όπως στο 6, 389 της Ιλιάδος από την μετοχή μαινομένη. Αυτό που θέλει να πη εδώ ο Όμηρος φανερώνεται υπερεπαρκώς στον Ύμνον εις Δήμητραν όπου (386) η Δήμητρα που αναπηδά συγκρίνεται με μία Μαινάδα που «τρέχει με μανία στους ορεινούς δρυμούς». Η προσθήκη αποκλείει για μας κάθε παρανόηση- για τους ακροατές όμως του Ομήρου μπορούσε και το μαινάς από μόνο του να μην επιτρέπη καμμία παρανόηση.

Ο «μαινόμενος» Διόνυσος και οι «μαινόμενες» ακόλουθοί του είναι λοιπόν οικείες για τον Όμηρο μορφές. Και ο θεός του οίνου; Είναι όντως αληθές ότι ο Όμηρος δεν γνωρίζει ακόμη τίποτε γι’ αυτόν; Ο Αρίσταρχος παρατηρεί αναφορικά με το 9, 198 της Οδύσσειας ότι ο ποιητής που μνημονεύει πάντως τόσο συχνά και στα δύο έπη το κρασί, πουθενά δεν χαρακτηρίζει τον Διόνυσο δωρητή του. Το σημείο αυτό τόνισε με έμφαση και ο Κ. Ο. Muller σχολιάζοντας την Αντισυμβολική του I.H. Voss (Ελάσ. Γραπτά II, 1825 σ. 28 κ.ε) και από τότε θεωρείται δεδομένο ότι το κρασί δεν έχει τίποτε να κάνη με την αρχέγονη ουσία του Διονύσου αλλά υστερογενώς τέθηκε υπό την προ­στασία του. Δεν έχει καμμία βαρύτητα, υποτίθεται, η διήγηση για την χρυσή υδρία που κατά την Οδύσ. 24, 73 έστειλε ο Διόνυσος στην Θέτιδα, μολονότι ο ίδιος ο Muller ήταν της άποψης ότι μπορεί να προβληθή ως ένσταση κατά της ισχύος της θέσεώς του. Ας μην επικαλεσθούμε και το όνομα του πατέρα του ιερέα εκείνου του Απόλλω­να, του Μάρωνα στον οποίο ο Οδυσσεύς οφείλει το κρασί με το οποίο μέθησε τους Κύκλωπες (Οδύσ. 9, 196 κ.ε.) που ήταν Ευάνθης, φέρει δηλαδή ένα όνομα που συναντούμε στον ίδιο τον Διόνυσο ή σ’ έναν από τους γιούς του· ο Ησίοδος λοιπόν θέλει αυτόν τον Μάρωνα να κατάγεται από τον Διόνυσο (απ. 120) και ο Ευριπίδης (Κύκλωψ 141 κ.ε.) τον χαρακτηρίζει ευθέως γιο του Διονύσου. Όμως το (θεωρού­μενο πάντως από τον Αριστοφάνη και τον Αρίσταρχο ως αταίριαστο σημείο της Ιλιάδος όπου ο γιος του Δία και της Θηβαίος Σεμέλης ονομάζεται «τέρψη των ανθρώπων» (χάρμα βροτοῖσιν), Ιλιάδος 14, 325, παραπέμπει αναμφίβολα στον δωρητή του οίνου. Γιατί όταν ο Ηρακλής στον αμέσως προηγούμενο στίχο ονομάζεται «γενναιόκαρ­δος» (κρατερόφρων), αυτά τα λόγια πρέπει να χαρακτηρίζουν τον γιο της Σεμέλης και δεν μπορούν να σημαίνουν κάτι άλλο από αυτό που λέει ο Ησίοδος ονομάζοντάς τον στην ίδια ακριβώς συνάφεια «περι­χαρή» (πολυγηθῆ), Θεογ. 94Γ τούτος όμως είναι ο χαρακτηρισμός που ο Ησίοδος αλλού προσγράφει στον Διόνυσο ως τον θεό του οίνου ( Έργα 614). Ο Mulller θεώρησε κρίσιμο το ότι ο Όμηρος ονομάζει μεν το σιτάρι δώρο της Δήμητρας αλλά πουθενά δεν συνάπτει ρητώς τον Διόνυσο με το κρασί. Δεν μπορεί όμως κανείς να παραβλέπη ότι στους στίχους που γίνεται λόγος για την ίδια την Δήμητρα (Ιλιάδ. 14, 326· Οδύσσ. 5, 125) δεν αναφέρεται το δώρο της και ότι υπάρχει εντυπωσιακά μικρός αριθμός σημειών όπου συνάπτεται η ευλογία του αγρού με το όνομά της. Ο ποιητής των ηρώων δεν είναι κατά βάση επιφυλακτικώτερος με τον Διόνυσο από ό,τι με την Δήμητρα. Και όποιος γνωρίζει τους θεούς που κυβερνούν στον Όμηρο τον κόσμο αυτός γνωρίζει επίσης πόσο εύλογη είναι αυτή η επιφυλακτική στάση. Αποσιωπά πολλά στοιχεία ξένα προς το πνεύμα του κόσμου του και συχνά προδίδει την γνώση του γι’ αυτά με μιά μόνο λέξη. Τι το πιο ξένο γι’ αυτόν από έναν μαινόμενο Θεό! Ο θεός του οίνου λοιπόν, ο Διόνυσος, δεν του ήταν λιγώτερο γνωστός από την θεά του σίτου, Δήμητρα.

Το ομηρικό έπος φαίνεται κατατοπισμένο επακριβώς και για τους δεσμούς του Διονύσου με άλλες θεότητες που γνωρίζουμε από την μυθική παράδοση ή την λατρευτική ιστορία. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η φιλία του με την Θέτιδα. Στους κόλπους της προσπέφτει αναζητώ­ντας καταφύγιο από τον άγριο Λυκούργο (Ιλιάδ.6, 132) και σ’ αυτήν κάνει δώρο τον χρυσό αμφορέα όπου τοποθετείται αργότερα το λεί­ψανο του Αχιλλέα (Οδύσ. 24, 73 κ.ε.). Ό,τι μαρτυρείται από τόσο πολλά λατρευτικά έθιμα: ότι ο Διόνυσος αισθάνεται οικεία μέσα στα υγρά βάθη, εκφράζεται με αρκετή σαφήνεια σ’ αυτόν τον ομηρικό μύθο. Η χρυσή υδρία, δώρο του θεού στην Θέτιδα, που είναι έργο του Ηφαίστου, μπορεί να θεωρηθή υπόδειξη της περίφημης φιλίας του με τον Ήφαιστο· στον Νόννο (19, 120 κ.ε.) η Αφροδίτη του δίνει έναν κατασκευασμένο από τον Ήφαιστο κρατήρα. Πολύ σημαντικό είναι, τέλος, ότι η Νέκυια της Οδύσσειας (11, 325) τον παρουσιάζει συνδεδεμένο με την Αριάδνη, την βασίλισσα των γυναικών του Διονύ­σου. Η όμορφη κόρη του Μίνωα, λέγεται εκεί, απήχθη από τον Θη­σέα από την Κρήτη, Θησέας που ήθελε να την φέρη στην Αθήνα αλ­λά προτού γίνη αυτό, η Άρτεμις την θανάτωσε καθ’ υπόδειξη του Διονύσου. Ο Διόνυσος πρέπει να είχε κάποια δικαιώματα επί της Αριάδνης- γιατί η διήγηση αντιστοιχεί ακριβώς στην ιστορία του θα­νάτου της Κορωνίδος (πβ. Πινδάρου, Πυθ. 3, 9 κ.ε. και 32 κ.ε. Φερεκύδ. απ. 8 Παυσαν. 2, 26, 6) την οποία επίσης σκότωσε η Άρτε- μις και μάλιστα με την άδεια του Απόλλωνα επειδή πρόδωσε τον θεό μ’ έναν θνητό εραστή. Η Άρτεμις είναι, ως γνωστόν, η θεά που φέρ­νει τον θάνατο στις εγκύους. Η Κορωνίδα πεθαίνει προτού ακόμη γεννήση τον Ασκληπιό, για την Αριάδνη όμως η παράδοση της λα­τρείας της στην Κύπρο (Πλούταρχος, Θησ. 20) λέει ότι πέθανε στην λοχεία.

Κατόπιν όλων αυτών πιστεύει κανείς πρόθυμα τον Παυσανία (10, 4, 2) που λέει ότι ο Πανοπεύς στην Οδύσσεια (11, 580) έλαβε τον χαρακτηρισμό «τόπος του όμορφου χορού» (καλλίχορος) από την συ­νήθεια των κατευθυνόμενών στον Παρνασσό αττικών Θυιάδων να διοργανώνουν τους χορούς τους εκεί.

Ο Όμηρος επομένως όχι απλώς γνωρίζει τον Διόνυσο αλλά θίγει σχεδόν ό,τι είναι χαρακτηριστικό για τον μύθο και την λατρεία του. Αυτό είναι ακόμη πιο αξιοπρόσεκτο όταν ο ίδιος ο Διόνυσος δεν έχη καμμία απολύτως σημασία για τον ομηρικό κόσμο όταν, επομένως, κάθε τι που τον αφορά εκφράζεται μόνον περιστασιακά. Και μάλιστα είναι η Ιλιάδα όπου αυτός προβάλλει ως «μαινόμενος», περιστοιχισμέ­νος από «τροφούς», από «μαινάδες», Ιλιάδα που γνωρίζει την αιμα­τηρή καταδίωξη του θεού και του εσμού των γυναικών του καθώς και την εξαφάνισή του στα βάθη της θάλασσας. Η Ιλιάδα είναι επίσης που μπορεί να υποδεικνύει τον θεό του οίνου ενώ η Οδύσσεια τον συντρο­φεύει με τον Ήφαιστο, την Αρτέμιδα και, προ παντός, την Αριάδνη. Και πουθενά το παραμικρό ίχνος ότι η λατρεία του γινόταν αισθητή ως κάτι το νέο, κάτι που εισέβαλε έξωθεν.

Η στενή αυτή οικειότητα του ομηρικού έπους με την διονυσιακή θρησκεία οδηγεί στο ίδιο αυτό συμπέρασμα που είμασταν ήδη σε θέση να συναγάγουμε από την ιωνική γιορτή των Ανθεστηρίων: ο Διόνυσος πρέπει, τουλάχιστον ήδη από τα τέλη της δεύτερης χιλιετίας, να ήταν ενταγμένος στον ελληνικό κύκλο λατρείας. Το εάν είχε σε προγενέστε­ρα χρόνια, για τα οποία δεν διαθέτουμε αξιόπιστα στοιχεία, εισαχθή από το εξωτερικό στους Έλληνες, αυτό ανήκει στα ερωτήματα που δεν μπορούν φυσικά ποτέ να απαντηθούν με βεβαιότητα. Μπορούμε ό­μως οριστικά να πούμε ότι κάθε στοιχείο προσαχθέν κατά τα παλαιότερα ή νεώτερα χρόνια προς απόδειξη της εκ Θράκης ή Φρυγίας μετανάστευσής του δεν έχει κανενός είδους πειστική ισχύ. Σε μία παλαιότερη εκδοχή της η υπόθεση αυτή εκπροσωπήθηκε ως γνωστόν από τον Erwin Rohde (Ψυχή II, 5 κ.ε. 23 κ.ε.). Ο Rohde κάνει λόγο για την «θρακική λατρεία της έκστασης» που εισέβαλε στην Ελλάδα με τρομακτική αγριότητα και έγινε αποδεκτή μόνο μετά την υπέρβαση σφοδρής αντίστασης.

Ο ζήλος με τον οποίο λατρευόταν ο Διόνυσος στην Θράκη είναι γνωστός και έχει αρκετά συχνά τονισθή. Ο A. Rapp έχει με επιμέλεια συνοψίσει την αρχαία παράδοση (Οι σχέσεις της διονυσιακής λατρείας με την Θράκη και την Μικρά Ασία, Στουττγάρδη 1882). Εξήρε ε­πίσης το γεγονός ότι η διονυσιακή λατρεία είχε στην Ελλάδα την πλέον ζωηρή της έκφραση εκεί όπου είχε διατηρηθή η γνώση της από παλαιό θρακικό πληθυσμό, στην Φωκίδα δηλαδή και την Βοιωτία (πβ. σχετικά μ’ αυτούς τους Θράκες της κεντρικής Ελλάδος τώρα και στον Wilamowitz, Πίστη των Ελλήνων I, 52). Με τις περιστάσεις αυτές προκύπτει εύλογα η σκέψη ότι οι Θράκες θα μπορούσαν να έχουν φέρει την λατρεία αυτή στην κεντρική Ελλάδα. Με την ίδια όμως ευχέρεια μπορεί η λατρεία αυτή ξεκινώντας από την Ελλάδα να πορεύθηκε προς την Θράκη και οι γνωστές οργιαστικές λατρείες της Θράκης, τις ο­ποίες συνεχώς επικαλούνται, για να καταστήσουν περισσότερο πιστευ­τή την καταγωγή του θεού από εκεί, μπορούν να χρησιμεύσουν, αντί­θετα, προς απόδειξη του ότι οι Θράκες ήταν πολύ δεκτικοί για την υιοθέτηση ενός έλληνα Διονύσου· υπήρξαν πάντως, αφ’ ότου γνώρισαν το κλήμα, διαβόητοι εραστές του ακράτου οίνου. Είναι πολύ αξιοπρό­σεκτος ο τόσο εξαιρετικά μικρός ρόλος της Θράκης στον διονυσιακό μύθο. Γι’ αυτόν τον λόγο ένας ειδήμων όπως ο K.O.Muller δεν ανεγνώρισε καμμία σημασία στην θρακική ύπαιθρο κατά τους σχετικούς με την καταγωγή της διονυσιακής λατρείας συλλογισμούς του' και ένας τόσο εμβριθής μελετητής όπως ο Ο. Gruppe μπορούσε περισσό­τερο από μία δεκαετία μετά την δημοσίευση της Ψυχής του Rohde να καταλήγη στην πεποίθηση ότι «αναμφίβολα» έλληνες άποικοι εμ­φύτευσαν τον Διόνυσο στην Θράκη (Ελληνική Μυθολογία και Ιστορία της ελληνικής θρησκείας, I, 1410). Η κρατούσα, ωστόσο, σήμερα γνώμη (βλ. π.χ. Wilamowitz, Πίστη των Ελλήνων II 60) θέλει την Ιλιάδα μ’ αυτό το Νυσείον (6, 133), όπου έλαβε χώρα μία καταδίωξη του διονυσιακού εσμού από τον Λυκούργο να εννοή έναν τόπο στην Θράκη. Ο λόγος είναι ότι ο Λυκούργος αργότερα (π.β. επί παραδείγματι, Σοφ. Αντιγ. 965 κ.ε.) ονομάζεται βασιλέας των Ηδωνών και ως τοποθεσία του χαμού του κατονομάζεται το Παγγαίο όρος (Απολλόδ. 3, 35), όπου κατά τον Ησύχιο φέρεται ότι υπήρξε ένας τόπος με το όνομα Νύσα. Έτσι και τα Ιλιάδος Σχόλια μιλούν επίσης για μία Νύσα στην Θράκη. Στην αντίληψη αυτή ο Muller (Ελ. Γρ. II, 27) αντέτεινε ότι «πουθενά σε ολόκληρη την γεωγραφία της Θράκης δεν υπάρχει αναφορά σ’ έναν τόπο που να ονομάζεται όντως Νύσα». Πώς θα μπορούσε και ο Αντίμαχος (βλ. Διόδωρος 3, 64) να εντοπίση τον αγώνα του Λυκούργου με τον Διόνυσο σε μία αραβική Νύσα αν η αρχέγονη εκδοχή της παράδοσης είχε εννοήση τελεσίδικα μία θρακική.

Τελευταία, όπως ήδη ειπώθηκε, κυριάρχησε η αντίληψη ότι ο Διό­νυσος ήλθε στους Έλληνες όχι απ’ ευθείας από την Θράκη αλλά από την Φρυγία, διά μέσου του Αιγαίου Πελάγους, από τους Θράκες που μετοίκησαν στην Μικρά Ασία. Την διά ξηράς εισέλαση από την Θράκη θεωρεί ο Wilamowitz (Πίστη των Ελλ. II 61) απίθανη ήδη επειδή στην Θεσσαλία, από την οποία θα έπρεπε τότε να περάση ο Θεός, μπορούν ελάχιστα μόνον ίχνη του να βρεθούν. Για τον Wilamowitz θεωρείται αποδεδειγμένο ότι οι Έλληνες παρέλαβαν τον δικό τους Διόνυσο από την Μικρά Ασία. Αυτό ενισχύεται από την επί πλοίου είσοδό του που σημαίνει το γνωστό λατρευτικό έθιμο των Ανθεστηρίων. Αλλά κάθε αμφιβολία διασκεδάζεται, κατ’ αυτόν, από την ανα­κάλυψη ότι η Σεμέλη είναι το φρυγικό όνομα της θεάς της γης και Βάκχος το λυδικό αντίστοιχο για το Διόνυσος. Έτσι, συνεχίζει, πι­στοποιείται τέλεια το τι νόημα είχε ο λυδικός βακχικός χορός του Ευριπίδη και ο Τμώλος ως διονυσιακό βουνό. Η αξία των παρατη­ρήσεων αυτών του Wilamowitz θα δειχθή στην πορεία των ερευνών μας. Ορισμένες όμως από αυτές μπορούν ήδη τώρα να υποβληθούν σε ακριβέστερη εξέταση. Στις λυδικές επιγραφές η ρίζα Baki — (Βάκχος επομένως) χρησιμεύει στην κατονομασία του ίδιου του θεού, περαι­τέρω στον χαρακτηρισμό του κυρίου ονόματος Bakiva που σε ελληνική μετάφραση είναι Διονυσικλης (π.β. Littman, Αμερικανική Εταιρεία ανασκαφών στις Σάρ8εις VI1, σ. 38 κ.ε.). Το συμπέρασμα, ότι πρέπει το Βάκχος να υπήρξε, σύμφωνα με αυτά, λυδική (ή φρυγική μετεφρασμένη στα λυδικά) λέξη εξάγεται από τον ίδιο τον Littman με δισταγ­μό, από τον Wilamowitz όμως (Πίνδαρος 45) με μεγάλη βεβαιότητα (π.β. επίσης Nilsson, Μινωικο-μυκην. Θρησκεία 500). Δεν μπορεί όμως κανείς να πη ότι είναι πειστικό. Μπορούμε πάντως, τουλάχιστον με την ίδια ευχέρεια, να σκεφθούμε ότι το όνομα Βάκχος εισήλθε σε πολύ πρώιμα χρόνια από τα ελληνικά στα φρυγικά και τα λυδικά και για λόγους άγνωστους παρέμεινε μόνο στα λυδικά. Είναι όμως περισ­σότερο πιθανό να ανήκε στον προελληνικό πληθυσμό — την γλώσσα του οποίου μαρτυρεί και το όνομα του Παρνασσού, του όρους των διονυσιακών οργίων — και ακριβώς στα λυδικά να διατηρήθηκε ως κύριο όνομα του Διονύσου. Επομένως θα ήταν πολύ απρόσεκτο να θεωρούμε το λυδικό εύρημα αδιαμφισβήτητη απόδειξη μικρασιατικής καταγωγής της διονυσιακής λατρείας. Σχετικά όμως με την υπόθεση ότι πίσω από την Σεμέλη κρύβεται η φρυγική θεά της γης ας ειπωθή επί του παρόντος ότι το σύνολο της παράδοσής μας την αρνείται τελεσιδίκως.

Είτε η καταγωγή της διονυσιακής θρησκείας εντοπίζεται στην Θρά­κη είτε στην Μικρά Ασία, παραμένει η δυσκολία συνυφής της με τις αρχαίες αντιλήψεις για την Νύσα όπου λέγεται ότι γεννήθηκε και ανατράφηκε ό νέος θεός (π.β. Ομ. ύμνοι 34, 8. Πινδ. απ. 247 κ.α.). Νύσα ήταν χωρίς αμφιβολία το όνομα μιας ορεινής χώρας στα όρια του θρύλου παρόμοια με την χώρα των Υπερβορείων (π.β. L. Malten Arch. f. Religionswiss. 12, 285 κ.ε.). Λέγεται ότι εκεί απήχθη η Περσεφόνη την ώρα πού έπαιζε με τις κόρες του Ωκεανού και μάζευε λουλούδια από τον θεό των νεκρών που αιφνίδια πρόβαλε από τα έγκατα της γης (Ύμνος εις Δήμητραν 17, όπου θεωρώ σωστή την παραδεδομένη γραφή παρά τα όσα αναπτύσσει ο Malten). Η ιδέα που είχε κανείς γι’ αυτήν την χώρα του παραμυθιού είναι τόσο σημαντική επειδή αναμφίβολα το όνομά της είναι το κύριο συστατικό του ονό­ματος του Διονύσου. Ο Ρ. Kretschmer {Εκ της Ανομίας σσ. 22 κ.ε.) έκανε άριστες παρατηρήσεις σχετικά. Οι διάφορες διαλεκτικές μορφές του ονόματος: Διόνυσος, Διώνυσος και Διόννυσος ανάγονται σε δύο βασικούς τύπους που συνδυάζουν την λέξη νόσος, τη μία με την ρίζα (Διο —), την άλλη με την γενική του ονόματος του Δία. Το ότι αυτό το νόσος ως θρακική λέξη αντιστοιχεί στην ελληνική νύμφη, σημαίνει δηλαδή «γιος», όπως πίστεψε ο Kretschmer, μου φαίνεται, παρά την πιθανότητα που επιτρέπει η γλώσσα, όχι απλώς αναπόδεικτο αλλά απίθανο. Την πρωταρχική του σημασία δεν μπορούμε πλέον να την γνωρίσουμε, δεν ισχύει όμως το ίδιο για την περιοχή στην οποία ανήκει. Ο θηλυκός τύπος εμφανίζεται στο όνομα της Νύσας που κατά τον Τέρπανδρο (απ. 8) ήταν τροφός του Διονύσου. Προς τιμήν της φέρεται ότι έδωσε το όνομα στην ινδική πόλη Νύσα. Ο Διόδωρος (3, 70) την ονομάζει κόρη του Αρισταίου. Τρεις Νύσαι λαμβάνουν τον Διόνυσο ως παιδί σ’ ένα αγγείο του Σοφίλου (Ath. Mitt.14, Πίν. 1), και αργότερα γίνεται έτσι κοινός τόπος η αναφορά σε Νύσιες και Νυσιάδες στον πληθυντικό ως θεραπαινίδες του θεού. Η θρυλική λοι­πόν χώρα της Νύσας έλαβε το όνομά της από τις κατοίκους τους, τις Νύσες και ο Διό-νυσος, «ο θείος Νύσος» ή «ο Νύσος του Διός» χα­ρακτηρίζεται μ’ αυτό το όνομα ως ένας από αυτές. Η κοινότητα μάλιστα της ζωής του με τις γυναίκες ιδιάζει στην φύση του- και όπως ως Βάκχος περιστοιχίζεται από Βάκχες έτσι ως Νύσος βρίσκεται στο κέντρο του εσμού των Νυσών. Σ ’ αυτές, το θεϊκό τους ορεινό λιβάδι, μεταφέρθηκε το νήπιο Διόνυσος και εκείθεν έρχεται ο θεός στους ανθρώπους όπως ο Απόλλων από τους Υπερβορείους.

Η Νύσα αυτή εντοπίστηκε όχι απλώς σε μακρυνές χώρες αλλά και τόποι επίσης του κοντινού περίγυρου συνήφθησαν διά του ονόματος της με τον Διόνυσο. Έτσι ο Σοφοκλής {Αντιγ. 1131) ονομάζει μια Νύσα στην Εύβοια η οποία είναι αυτή προφανώς που εννοείται και στις Βάκχες του Ευριπίδη (556). Μία τοποθεσία στον Ελικώνα ο­νομαζόταν Νύσα κατά τον Στράβωνα (9, 405) που επί πλέον παρα­τηρεί ότι πολλοί αναγνώριζαν σ’ αυτήν, την Νύσα στο 2, 508 της ΙλιάΒος. Επίσης στον Παρνασσό τοποθετείται μία Νύσα (Σέρβιος Verg. Aen. 6,805 κώδ. D' πβ. Σχόλια εις τους Πέρσας προ λ. 2· επίσης Σχόλια εις την Σοφ. Αντιγ. 1131). Όμως ούτε στην Θράκη ούτε στην Φρυγία και στην Μικρά Ασία εν γένει φαίνεται να υπήρξε ένας τόπος μ’ αυτό το όνομα. Γιατί οι σχετικές με μία θρακική Νύσα πληροφορίες ανάγονται προφανώς όλες στην ομηρική θέση που παρουσιάσθηκε προηγουμένως αν δεν εννοούσαν, όπως πίστευε ο Muller, πράγματι μία Θράκη ευρισκόμενη στον Ελικώνα και τον Παρνασσό (Στεφ. Βυζ., Ησύχιος, Ιλιά8ος Σχόλια). Για την Μικρά Ασία όμως αναφέρεται μόνον άπαξ μιά λυδική Νύσα στην αλφαβητική απογραφή του Ησυχίου. Η γνωστή Νύσα στην Καρία έλαβε το όνομά της από μιά σύζυγο του Αντιόχου (π.β. Malten, Arch. f. Religionswiss. 12, 288 κ.ε.). Αυτή η αξιοπρόσεκτη έλλειψη σίγουρα δεν είναι υπέρ της υπό­θεσης ότι ο Διόνυσος ήλθε από την Θράκη ή την Φρυγία. Το περίφημο χορικό της σοφόκλειας Αντιγόνης (1115 κ.ε.) κατονομάζει ως αγα­πημένους τόπους του θεού, πλην των μητρώων (Θήβες, Ελευσίνα, Δελφοί, Εύβοια), μόνον την Ιταλία. Από τα αρχαία στοιχεία τεκμαίρεται ότι η Νύσα όπου μεγάλωσε ο Διόνυσος και από όπου έκανε την είσοδό του στα βασίλεια των ανθρώπων αναζητήθηκε κατ’ εξοχήν μακρυά προς ανατολάς και νότον, στην χώρα δηλαδή του ήλιου. Κατά τον Ηρόδοτο (2,146) πιστευόταν ότι ο Δίας έφερε το ραμμένο μέσα στον μηρό του νεογέννητο στην Νύσα της Αιθιοπίας (ἐς Νύσην τήν ὑπέρ Αἴγυπτον ἔθυσαν ἐν τῇ Αἰθιοπίῃ· πβ. 3,97: Αἰθίοπες οἱ πρόσουροι Αἰγυπτω... οἵ περί τε Νύσην τήν ἱρήν κατοίκηνται και τῷ Διονύσῳ ἀνάγουσι τάς ὁρτάς). 0 Αντίμαχος (βλ. Διόδωρος 3,65) μετατόπιζε την σύγκρουση του Διονύσου με τον Λυκούργο σε μία αραβική Νύσα και ο Διόδωρος (3,66) πιστεύει ότι η Νύσα που κατονομάζεται στον Ομηρικό Ύμνο 34,8 ως γενέθλιος τόπος του θεού (τηλοῦ Φοινίκης σχεδόν Αἰγύπτοιο ῥοάων) είναι ακριβώς η αραβική. Αυτό το γνωρί­ζουν και ο Νόννος, ο Ησύχιος και τα Ιλιάδος Σχόλια. Μία αιγυπτιακή Νύσα αναφέρει, πλην του Ησυχίου και ο Απολλώνιος ο Ρόδιος (2,1217). Μία εντοπισμένη στην Συρία γνωρίζει ήδη ο Ξενοφών (Κυνηγ. 11,1 π.β. Πλιν. Nat. hist. 5,74). Τέλος, μπορεί τουλάχιστον να αναφερθή η από τα (αλεξανδρινά χρόνια τόσο πολύ γνωστή ινδική Νύσα.

Ως μία ιδιαιτέρως διαφωτιστική ενίσχυση της θεωρίας ότι η διο­νυσιακή λατρεία ήλθε από την Μικρά Ασία στην Ελλάδα θεωρείται, τέλος, η πομπή με το πλοίο που ετελείτο κατά τις ιωνικές γιορτές του Διονύσου. Στην Αθήνα και, κατά πάσα πιθανότητα, την μέρα των Χοών (πβ. Deubner, Arch. Jahrb. 1927. Αττ. Εορτές 102) λάμβανε χώρα η τελετουργική είσοδος του θεού πάνω σε ένα πλωτό άρμα. Η αντίληψή τους δηλαδή ήταν ότι ο θεός έρχεται από την θάλασσα όπως τον δείχνει μάλιστα και η περίφημη κύλιξ του Εξηκία να καταπλέη μέσα σ ’ ένα στεφανωμένο από κληματίδες ιστιοφόρο. Από εδώ συνά­γεται ότι η λατρεία του μια φορά πρέπει να κατέφθασε από την Μικρά Ασία στους Έλληνες της μητρικής γης (αυτή είναι, π.χ. η θέση του Ο. Kern, Realencykl. V 1020 κ.ε., του Deubner ό.π. και άλλων. Η τελείως αυθαίρετη υπόθεση του Nilsson ως προς το νόημα και την καταγωγή του εθίμου, Arch. Jahrb. 1916, 334, μπορεί εδώ εύκολα να τεθή κατά μέρος). Είναι εκπληκτικό ότι και ο Wilamowitz ήταν της αυτής άποψης (Πίστη των Ελλήνων II 61) ενώ ο ίδιος, πάντως, υποσήμαινε ότι ο Διόνυσος, κατά την παράδοση που αναφέρει ο Όμηρος, καταδύεται στην θάλασσα, επομένως «μπορούσε και να αναδυθή από την θάλασσα», και περαιτέρω υπενθύμιζε ότι, κατά την παράδοση που υπάρχει στο μέρος Βρασιαί της ανατολικής ακτής της Λακωνίας (Παυσαν. 3,24,3), ο Διόνυσος βρέφος ξεβράστηκε στην ακτή μέσα σ’ ένα κιβώτιο μαζί με την Σεμέλη και, καθώς η μητέρα του δεν ήταν πλέον ζωντανή, ανατράφηκε από την Ινώ σ’ ένα σπήλαιο. Αποτελεί λοιπόν τρόπο του Διονύσου να εμφανίζεται από την θάλασ­σα. Η συγγένειά του με το στοιχείο του νερού θα συζητηθή αναλυτικά σ’ ένα κατοπινό κεφάλαιο. Όπως για να ξεφύγη από τον Λυκούργο εξαφανίζεται στην θάλασσα, έτσι πίστευαν οι Αργείοι ότι βυθίστηκε στην Λερναία λίμνη’ γιατί τον καλούσαν τακτικά στην γιορτή της εμφάνειάς του από τα βάθη της (Πλούταρχος Περί Ισ. και Οσίρ 35). Όταν λοιπόν την ημέρα της γιορτής εισέρχεται πάνω σ’ ένα πλοίο, αυτό δεν σημαίνει τίποτε άλλο από την Επιφάνειά του εκ της θαλάσ­σης. Ως εκ του περισσού γνωρίζουμε ακόμη ότι η τελετή με το πλοίο που ετελείτο γενικά στα ιωνικά Ανθεστήρια ήταν θεσμός και στην Σμύρνη, πέραν δηλαδή της θάλασσας στην μικρασιατική ακτή (πβ. Deubner ό.π.), κάτι τελείως παράλογο αν το τελετουργικό έθιμο ή­θελε να επικυρώση την ανάμνηση μιας πραγματικής άφιξης τους Διο­νύσου από την Φρυγία ή την Λυδία. Οι παρατηρήσεις του Wilamowitz (Πίστη των Ελλήνων II, 61,2) δεν μπορούν να μειώσουν την αξία της σημαντικής αυτής μαρτυρίας.

Κατόπιν αυτών των προκαταρκτικών παρατηρήσεων που έγιναν απλώς για να δείξουν πόσο παλαιά είναι η οικειότητα των ελλήνων με την διονυσιακή θρησκεία και πόσο λίγο πειστικές είναι οι υποθέσεις περί της μετανάστευσής της από την Θράκη ή την Φρυγία, στρεφό­μαστε τώρα στην ίδια την μορφή του θεού Διονύσου. Άπαξ και καταστή αυτή σαφής, μπορεί οποιοσδήποτε να αναρρωτηθή αν εξακολουθή να έχη νόημα η παραβολή της λατρείας του με οργιαστικές λατρείες θεών της Μικράς Ασίας.

Σωκρατική μαιευτική μέθοδος: την χρησιμοποιούν σήμερα οι ψυχολόγοι και ψυχίατροι

Είναι γεγονός ότι ακόμα και η ψυχανάλυση γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα! Σύμφωνα με αυτήν ο Σωκράτης στον διάλογό του με κάποιο άλλο άτομο, ξεχνούσε και απαρνιόταν κάθε προκατάληψη και στερεότυπο που είχε για το συγκεκριμένο θέμα. Παράλληλα, προσποιήτο ότι δεν γνώριζε τίποτα για το θέμα, κάτι που ονομάστηκε «Σωκρατική ειρωνεία».

Ούτως ή άλλως ο Σωκράτης πραγματικά έλεγε ότι: «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» (= ένα ξέρω ότι δεν ξέρω τίποτα). Στη συζήτηση βοηθούσε τον συνομιλητή του να φθάσει στην αλήθεια, σε ένα συμπέρασμα, με κατάλληλες ερωτήσεις. Έτσι, ο συνομιλητής του κατέληγε σε νέα συμπεράσματα που συχνά αναιρούσαν τα προηγούμενα και τελικά έφτανε στην αλήθεια, μόνος του. Δηλαδή, ο συνομιλητής απαντώντας στις ερωτήσεις και στις θέσεις του Σωκράτη, οδηγούσε το μυαλό του σε νέα συμπεράσματα και τελικά κατέληγε στην αλήθεια. Η μέθοδος ονομάστηκε μαιευτική γιατί είναι σαν τις ωδίνες του τοκετού, επίπονη και επίμονη. Άλλωστε η μητέρα του Σωκράτη, Φαιναρέτη, ήταν μαία!

Την σωκρατική ειρωνεία και την μαιευτική μέθοδο χρησιμοποιούν σήμερα οι ψυχολόγοι και ψυχίατροι. Δυστυχώς, όμως, οι περισσότεροι δεν διδάσκονται να την χρησιμοποιούν σωστά. Καταρχάς, δεν ξεκινάνε με το πρώτο βήμα που είναι η απόρριψη των υφισταμένων κοινωνικών προκαταλήψεων και στερεοτύπων. Ακόμα και τα βιβλία με τα οποία οι ψυχοθεραπευτές έχουν διδαχθεί την ψυχανάλυση, προσφέρουν έτοιμες θεωρίες που τις αποδέχονται ως αληθείς. Έτσι, ο ψυχοθεραπευτής είναι προκατειλημμένος με γνώσεις που τις αποδέχεται ως αδιαμφισβήτητες.

Και όμως, τονίζεται ότι στην επιστήμη δεν υπάρχει η λέξη απόλυτο. Οι ψυχοθεραπευτές είναι επαγγελματίες που έχουν σκοπό να θεραπεύσουν τον ασθενή, έναντι αμοιβής. Ο Σωκράτης δεν ήταν επαγγελματίας, και δεν έπαιρνε χρήματα. Σκοπός του ήταν να δείξει στους άλλους ότι δεν είχαν γνώση της άγνοιά τους. Ο Σωκράτης είπε στους δικαστές του ότι θα συνεχίσει να το κάνει αυτό και στον άλλο κόσμο, στις ψυχές γνωστών αρχαίων Ελλήνων!!!

Στην ψυχανάλυση, ο ασθενής δεν πρέπει να αποδεχτεί καμία άποψη που αναφέρει δογματικά ο ψυχοθεραπευτής του, αν πρώτα δεν βγει από μέσα του – μαιευτικά. Αλλά πώς να γίνει αυτό όταν υπάρχει το φαινόμενο της ψυχολογικής εξάρτησης από τον ψυχοθεραπευτή; Πώς θα γίνει αντικειμενική θεραπεία εξαιτίας αυτού του γεγονότος;

Πώς οι ψυχοθεραπευτές θα απαλλαγούν από τις υφιστάμενες προκαταλήψεις τους, όταν από την πρώτη στιγμή που βλέπουν τον ασθενή, τον κατηγοριοποιούν σε κάποιο συγκεκριμένο πρότυπο (νεύρωση, ψύχωση, ψυχοπαθολογία και σχιζοειδής κατάσταση) και όταν ουσιαστικά κατευθύνουν εξουσιαστικά την ψυχοθεραπεία, αντί τα συμπεράσματα να εκμαιεύονται από τον ασθενή και μόνο;

Καταρχάς, κάποιος που επιθυμεί να γίνει ψυχολόγος ή ψυχίατρος δεν ελέγχεται, από κάποιον άλλον καθηγητή ψυχοθεραπευτή ή κάποια επιστημονική επιτροπή, αν είναι κατάλληλος για το επάγγελμα ή αν θέλει να το χρησιμοποιήσει ως διέξοδο σε προσωπικά του ψυχολογικά προβλήματα ή αν είναι ψυχοπαθητικό άτομο. Από την άλλη, πολλοί ψυχοθεραπευτές έχουν αλαζονεία και αποκαλύπτουν διάφορα χαρακτηριστικά της προσωπικής ζωής του ασθενή, με υποσυνείδητο σκοπό να τον εντυπωσιάσουν.

Έτσι, για παράδειγμα σε κάποιον ασθενή που είχε κακοποιηθεί στην παιδική του ηλικία από τον πατέρα του και αργότερα έγινε βιαστής, του λένε – πριν προλάβει να τους το πει ο ίδιος – ότι στην παιδική του ηλικία κακοποιούσε ή ακόμα και σκότωνε ζωάκια (για να εκδικηθεί υποσυνείδητα τον πατέρα του).

Συχνά οι ψυχοθεραπευτές λένε διάφορα στοιχεία στον ασθενή για την ιδιωτική του ζωή, χωρίς αυτός να τους τα έχει αναφέρει. Έτσι, ο ασθενής εντυπωσιάζεται. Όμως με αυτόν τον τρόπο ο ψυχαναλυτής αποκτά αλαζονεία και κομπορρημοσύνη, σαν να περιμένει από τον ασθενή του που βρίσκεται γενικά σε μειονεκτική και άβολη θέση να του πει ότι είναι καταπληκτικός επιστήμονας. Και όμως, αν κάποιος διαβάσει κάποιο καλό βιβλίο ψυχιατρικής ή ψυχολογίας, μπορεί να κάνει αυτές τις προβλέψεις.

Ομοίως και ο γενικός ιατρός, γνωρίζοντας εκ των προτέρων τα συμπτώματα των ασθενειών, θα μπορούσε να κάνει τον έξυπνο στον ασθενή. Αλλά δεν το κάνει. Γιατί κάποιοι ψυχοθεραπευτές το κάνουν, ας το αφήσουμε ασχολίαστο.

Συμπερασματικά, οι ψυχοθεραπευτές μπορεί να προσποιούνται άγνοια, αλλά στην ουσία με τις ερωτήσεις τους κατευθύνουν τον ασθενή σε κάποια συγκεκριμένα συμπεράσματα. Όμως, τα συμπεράσματα αυτά, που εκ των προτέρων έχουν καταλήξει οι ψυχοθεραπευτές και μετά καθοδηγούν τους ασθενείς τους να τα «διαπιστώσουν», μπορεί να είναι λανθασμένα.

Εξάλλου, ο ψυχαναλυτής έχει την εξουσία και η γνώμη του παρουσιάζεται ως απόλυτη, ως αλάνθαστη στον ασθενή που είναι επιστημονικά δεδομένο ότι αποκτά με τον ψυχαναλυτή του μια έντονη σχέση εξάρτησης. Επιπρόσθετα, η μαιευτική μέθοδος δεν είναι τόσο μαιευτική, μιας και ο ψυχαναλυτής σε κάθε συνεδρία τονίζει τα συμπεράσματα και δεν αφήνει τον ασθενή να τα αποκαλύψει όλα μόνος του.

Ο μαθητής του Σωκράτη, Πλάτων, ίδρυσε την επιστήμη της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής. Πρώτος χώρισε την ψυχή σε 3 δυνάμεις, 3 μέρη:

α) Το «λογιστικόν» που κυριαρχεί στην ψυχή και είναι η λογική σκέψη.

β) Το «επιθυμητικόν» που είναι οι ορμές του ανθρώπου που τον παρασύρουν στην αναζήτηση των απολαύσεων και της ηδονής.

γ) Το «θυμοειδές» που είναι το μέρος της ψυχής που βοηθάει το “λογιστικόν΄΄ να ελέγχει και να χαλιναγωγεί το επιθυμητικόν.

Ο μαθητής του Πλάτωνα, Αριστοτέλης, χωρίζει την ψυχή στο “λόγον έχον μέρος΄΄ ή αλλιώς “έλλογον΄΄ και στο “άλογον΄΄ μέρος. Το έλλογον μέρος διακρίνεται στο “κυρίως έλλογον΄΄ ή αλλιώς “καθαρά λόγον έχον μέρος΄΄ και στο “ώσπερ τού πατρός΄΄. Το “κυρίως έλλογον μέρος΄΄ είναι το διανοητικό μέρος της ψυχής, είναι αυτό που αποκαλούμε νου. Είναι οι διανοητικές αρετές (σοφία, φρόνηση, σύνεση και άλλα). Το “ώσπερ του πατρός΄΄ μέρος είναι το έλλογον μέρος που έχει σχέση με τη λογική όπως αυτή του γονέα προς το τέκνο του.

Το “άλογον΄΄ μέρος της ψυχής είναι τα πάθη και οι ασυνείδητες παρορμήσεις. Είναι το μη λογικό μέρος. Το άλογο μέρος χωρίζεται στο “κυρίως άλογον΄΄ ή αλλιώς “καθαρά άλογον μέρος΄΄ και στο “επιθυμητικόν΄΄ ή “ορεκτικόν΄΄ μέρος (ορέγομαι = επιθυμώ). Το “καθαρά άλογον μέρος΄΄ δεν έχει σχέση με τις ηθικές αρετές, αλλά με την ομοιόσταση του ανθρώπου. Το μέρος αυτό έχει σχέση με την αύξηση και την ανάπτυξη του ανθρωπίνου οργανισμού.

Είναι, θα λέγαμε σήμερα, οι λειτουργικές περιοχές (πεδία όχι κέντρα) του εγκεφάλου που ελέγχουν τις ανθρώπινες λειτουργίες. Το “επιθυμητικόν΄΄ ή “ορεκτικόν΄΄ μέρος είναι η ηδονή (με την ψυχιατρική έννοια της λέξεως), τα πάθη, τα ένστικτα και τα ορμέμφυτα του ανθρώπου. Το “επιθυμητικόν΄΄ μέρος της ψυχής μαζί με το “ωσπερ του πατρός έλλογον μέρος΄΄ συνιστούν το “άλογον καί έλλογον μέρος΄΄ της ψυχής, δηλαδή το μέρος που συνδέει τις ορμές και τα πάθη, με τις ηθικές αρετές.

Ο Επίκουρος από τη Σάμο (341-270 π.Χ.) αναφέρει ότι εκ φύσεως ο άνθρωπος έχει την τάση να αποφεύγει ότι του προκαλεί σωματικό ή ψυχολογικό πόνο και να αναζητεί την ευχαρίστηση που είναι ο αυτοσκοπός της ζωής του. Ο Επίκουρος, πριν τον Φρόιντ, εισάγει την ψυχιατρική έννοια της ηδονής. Έτσι, ηδονή δεν είναι μόνον οι σωματικές και οι υλικές απολαύσεις, αλλά και αυτό που ανέφερε ο Επίκουρος.

Ο Επίκουρος ανέφερε, επίσης, ότι το λογικό μέρος του ανθρώπου καταπολεμά τον φόβο και τις ψυχικές συγκρούσεις που όπως είπε τις προκαλεί κάθε κατάσταση που αφαιρεί από τον άνθρωπο την ευχαρίστηση, δηλαδή η καταπίεση της ηδονής. Άρα, ο Επίκουρος εισάγει την έννοια των μηχανισμών άμυνας του Εγώ, εναντίον του αλόγου πρωτόγονου μέρους της ψυχής που την καταπιέζει, την “μαστιγώνει΄΄.

Ο αναγνώστης σίγουρα συνειδητοποιεί ότι αυτοσκοπός του ανθρώπου είναι η ικανοποίηση της ηδονής, ακόμα και όταν αυτή δεν συνδέεται με την απόλαυση σωματικών ή υλικών αγαθών. Για παράδειγμα ένας βουδιστής ή ένας χριστιανός μοναχός έχουν την ηδονή της ηρεμίας που προσφέρει η ενασχόλησή τους με τον Θεό και ο περιορισμός των απολαύσεων που, όπως έλεγε και ο Επίκουρος, προκαλούν ψυχική ταραχή.

Άλλο παράδειγμα είναι ο νέος που συμμετέχει σε συμμορίες, κάνει βανδαλισμούς και ξυλοκοπάει ή σκοτώνει άλλα άτομα. Αυτός ίσως να έχει την ηδονή της εκδίκησης των γονιών του που πιθανώς να τον κακοποίησαν ψυχολογικά ή σωματικά ή σεξουαλικά κατά την παιδική του ηλικία. Μπορεί, επίσης, οι γονείς του να έδειξαν αδιαφορία προς αυτόν ή μπορεί να ήταν ορφανός.

Κάποιος ψυχαναλυτής ήδη θα έχει καταλάβει με τα παραπάνω ότι οι αρχαίοι Έλληνες ίδρυσαν την ψυχανάλυση. Για τους μη ειδικούς θα γίνει μια νοηματική σύνδεση. Στην ψυχή, το “λογιστικόν΄΄ μέρος του Πλάτωνα και το “έλλογον΄΄ μέρος του Αριστοτέλη είναι το λογικό μέρος της ψυχής.

Είναι αυτό που ο Φρόιντ αποκάλεσε “Εγώ΄΄, δηλαδή το μέρος της ψυχής που μεσολαβεί ανάμεσα στις άλογες ηδονές και ορμές, καθώς και στις απαιτήσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος. Το “επιθυμητικόν΄΄ μέρος της ψυχής του Πλάτωνα και το “άλογον΄΄ μέρος της ψυχής του Αριστοτέλη, είναι αυτό που ονόμασε ο Φρόιντ ως ``Αυτό΄΄. Είναι η ηδονή για την οποία μίλησε ο Επίκουρος.

Οι ρίζες της ηδονής βρίσκονται στο ασυνείδητο μέρος το εγκεφάλου. Όμως, δίκην δένδρου, επεκτείνουν τα κλαδιά τους στο συνειδητό μέρος του εγκεφάλου στο οποίο η ηδονή γίνεται αντιληπτή, αλλά με αλλοιωμένη μορφή. Είναι η ηδονή των σεξουαλικών απολαύσεων, η ασυνείδητη ηδονή της εκδίκησης των γονιών μας αν μας φέρθηκαν άσχημα στην παιδική μας ηλικία, η ηδονή του θανάτου κ. α.

Η ηδονή του θανάτου φαίνεται για παράδειγμα όταν κάποιος παθαίνει έμφραγμα και σωριάζεται στο έδαφος. Τότε όλοι μαζευόμαστε από πάνω του να τον δούμε. Επίσης, φαίνεται από τους πολέμους, από την ζαλάδα που οι άνθρωποι αισθάνονται στο μπαλκόνι (συχνά γιατί η ζωή δεν τους ικανοποιεί και υποσυνείδητα θα ήθελαν να αυτοκτονήσουν) και από πολλά άλλα.

Ακόμα, υπάρχει και η ηδονή της καταστροφής που φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά από την τηλεόραση και την ασυνείδητη ηδονή με την οποία βλέπουμε θανάτους και καταστροφές.

Το “Αυτό΄΄ είναι το άλογο, το πρωτόγονο και το αρχέγονο μέρος που σχετίζεται με τις ορμές, τα ένστικτα, τις απωθημένες εμπειρίες, τις επιθυμίες και την ηδονή. Γενικά, υπάρχει μια αλληλοδιαπλοκή μεταξύ στο “Εγώ΄΄ και στο “Αυτό΄΄. Υπάρχει, κατά τον Φρόιντ, η “άμυνα του Εγώ΄΄. Το Εγώ, δηλαδή, απωθεί στο “υποσυνείδητο΄΄ (είναι το μέρος που μένει μακριά από την συνείδηση η οποία εκφράζεται με το “συνειδητό΄΄) μια δυσάρεστη εμπειρία όπως είναι για παράδειγμα η κακοποίηση κάποιου στην παιδική του ηλικία από τους γονείς του ή η αδιαφορία τους. Δυστυχώς, η απώθηση καταχώνιασμα όλων των δυσάρεστων εμπειριών ή της ηδονής στην άβυσσο του μυαλού μας, δεν είναι επαρκής και βγαίνει, τελικά, στην επιφάνεια.

Η απώθηση αυτή μπορεί να σχετίζεται και με αρνητικά συναισθήματα όπως για παράδειγμα είναι το μίσος του παιδιού (και μετέπειτα άνδρα) προς τον πατέρα του που τον κακοποιούσε. Επειδή, όμως, όλα αυτά τα συναισθήματα είναι μη αποδεκτά από την κοινωνία, τότε δημιουργούνται τα ψυχολογικά προβλήματα. Στο προηγούμενο παράδειγμα το παιδί δεν επιτρέπεται, κοινωνικά, να δηλώσει το μίσος του για τον πατέρα του ή να τον χτυπήσει, για να τον εκδικηθεί.

Άρα, το παιδί αυτό αργότερα αποκτά αντικοινωνική συμπεριφορά, και εκδηλώνει την ανάγκη υποσυνείδητης εκδίκησης με πολλούς τρόπους: μετέχει σε καυγάδες, γίνεται πυγμάχος ή καρατέκα ή στρατιωτικός, εντάσσεται σε αναρχικές ή ακροδεξιές ομάδες ή συμμορίες, γίνεται βιαστής, χτυπά την γυναίκα του, παρακολουθεί θρίλερ στο βίντεο, παίζει βίαια παιχνίδια στους υπολογιστές κ. ο. κ. Στα αγόρια το πρόβλημα εστιάζεται κυρίως στη σχέση τους με την μητέρα και στα κορίτσια στη σχέση τους με τον πατέρα, όπως θα δούμε παρακάτω.

Όλα τα παραπάνω αποδεικνύονται με την ύπνωση και εμφανίζονται στα όνειρα, στο χιούμορ, στις παραδρομές του λόγου, στις προτιμήσεις του ανθρώπου: από τον σεξουαλικό του σύντροφο μέχρι τις πολιτικές του προτιμήσεις κτλ. Τα ψυχολογικά προβλήματα εκδηλώνονται με σωματικά συμπτώματα όπως αϋπνία, άγχος, σπαστική κολίτιδα ή αλλιώς σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, ταχυκαρδία, “κόμπος στον λαιμό΄΄, τραύλισμα, σεξολογικά προβλήματα, υστερία, κλειστοφοβία, αγοραφοβία, κρίσεις πανικού κ. α. Αυτά λέγονται ψυχοσωματικά συμπτώματα.

Από την άλλη μεριά, πολλές ασθένειες έχουν ψυχολογικά αίτια ως υπόβαθρο της εκδήλωσης τους όπως το έλκος από στρες, ο διαβήτης, η ελκωτική κολίτιδα, ο καρκίνος, οι καρδιοπάθειες, η ψωρίαση, το άσθμα, οι αλλεργίες, η παχυσαρκία (από μη ενδοκρινολογικά αίτια) κ. α.

Επιστρέφοντας στην ψυχανάλυση, το “θυμοειδές΄΄ του Πλάτωνα και το “άλογον και έλλογον μέρος΄΄ του Αριστοτέλη είναι αυτό που ονομάζει ο Φρόιντ ως “Υπερεγώ΄΄ και ανήκει στο λογικό μέρος. Το “Υπερεγώ΄΄ είναι οι αξίες, τα κριτήρια, οι ηθικοί κανόνες, οι φραγμοί και οι επιταγές που επιβάλλει το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον οι οποίες ορίζουν τι πρέπει και τι απαγορεύεται να κάνει το άτομο.

Το “Υπερεγώ΄΄ μαζί με το “Εγώ΄΄, ελέγχουν το “Αυτό΄΄. Δηλαδή ελέγχουν το άλογο και μη ηθικό μέρος της ψυχής και το χαλιναγωγούν. Αν το “Αυτό΄΄ αντιτίθεται με τις κοινωνικές και ηθικές επιταγές, τότε το καταπιέζουν και το καταχωνιάζουν στο υποσυνείδητο μέρος του μυαλού. Αλλά, όπως προαναφέρθηκε, αυτή η απώθηση δεν είναι τέλεια και έτσι οι απωθημένες εμπειρίες, σκέψεις και ηδονές βγαίνουν στην επιφάνεια και επηρεάζουν τη ζωή και τη συμπεριφορά του ατόμου.

Με τον έλεγχο του “Εκείνου΄΄ (το “Αυτό΄΄ λέγεται αλλιώς και “Εκείνο΄΄), όπως έλεγαν και οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι για το “άλογον μέρος΄΄, υπάρχει φυσιολογικά μια αρμονία ανάμεσα στις δυνάμεις της ψυχής. Αν η ισορροπία αυτή διαταραχθεί και υπερισχύσει το “Αυτό΄΄, δηλαδή οι ηδονές, τα ένστικτα, οι επιθυμίες, τα πάθη και οι απωθημένες εμπειρίες, τότε δημιουργούνται τα ψυχολογικά προβλήματα.

Με βάση το σκεπτικό αυτό δικαιολογούνται όλα τα σύγχρονα προβλήματα όπως η νεύρωση, τα ψυχολογικά προβλήματα, το υπερβολικό άγχος, τα σεξολογικά προβλήματα (στο 90% των ατόμων οφείλονται σε ψυχολογικά αίτια), η επιθετικότητα των νέων, η βία (στην οικογένεια, στο σχολείο, στον δρόμο και γενικά παντού), η ομοφυλοφιλία, ο βιασμός και πολλά άλλα. Σχετικά με τον βιασμό, μαζί με την πυρομανία, την τοξικομανία, την κλεπτομανία, την επιδειξιμανία, την κοπρολαγνεία, τον φετιχισμό, την κτηνοβασία, την παιδεραστία (παιδοφιλία), την ηδονοβλεψία, την νεκροφιλία και άλλες “παραφιλίες΄΄ και σεξουαλικές διαστροφές, εντάσσονται όλα στις ψυχοπαθολογίες.

Σε όλα τα παραπάνω, ένα κακό οικογενειακό περιβάλλον μπορεί να οδηγήσει στην εκδήλωση ή την επιδείνωση της ψυχοπαθολογίας. Σε ό, τι αφορά τον τοξικομανή και γενικά τον χρήστη ψυχοτρόπων ουσιών (από κόλλες μέχρι χασίς, μαριχουάνα και ηρωίνη), γίνεται τελικά ψυχοπαθητικό άτομο και επικίνδυνο για τους άλλους. Το άτομο που λαμβάνει ψυχοτρόπες ουσίες είναι επιρρεπές σε τροχαίο και εργατικό ατύχημα και έχει ισχυρή τάση για ανομία, κυρίως κλοπές, ληστείες και άσκοπη χρήση βίας για να εκδικηθεί υποσυνείδητα τους κακούς ή αδιάφορους ή ανύπαρκτους (εγκαταλελειμμένο ή ορφανό παιδί) γονείς του.

Ο αναγνώστης ίσως να μην αντιλαμβάνεται πλήρως την έννοια της ασυνείδητης σκέψης που αναφέρθηκε παραπάνω. Θα γίνει μια μεγαλύτερη ανάλυση στο θέμα αυτό. Στην φράση “ασυνείδητη σκέψη΄΄ το “ασυνείδητη΄΄ προσδιορίζει τη σκέψη που δεν εισέρχεται στη συνείδησή μας άμεσα, δηλαδή δεν μας έρχεται στο νου, αλλά παρουσιάζεται με διαφόρους τρόπους, όπως στα όνειρα, στο λόγο, στα αστεία, στις παραδρομές του λόγου κτλ.

Οι υποσυνείδητες σκέψεις εμπεριέχονται στο υποσυνείδητο που είναι το πρωτόγονο μέρος του εγκεφάλου μας που πέρα από τα ένστικτα και τα ορμέμφυτα, εμπεριέχει και σκέψεις για πρόσωπα όπως οι γονείς μας κ. α. Το υποσυνείδητο επηρεάζει τη σκέψη και την αντίληψή μας, τις αποφάσεις μας, τις σχέσεις μας με τους άλλους, το επάγγελμά μας, τα πολιτικά πιστεύω μας και γενικά τη ζωή μας.

Για παράδειγμα ένα παραμελημένο παιδί, που υποσυνείδητα αισθάνεται άσχημα για τους γονείς του, εξαιτίας της έλλειψης αγάπης από μέρους τους, μπορεί όταν μεγαλώσει να γίνει στρατιωτικός, αστυνομικός ή πυγμάχος ή πολιτικά να ενταχθεί σε ακραίες ομάδες (αναρχικός ή φασίστας) Όσοι τρέφουν αρνητικά συναισθήματα για τους γονείς τους τους, είναι “ευνουχισμένοι΄΄ από αυτούς από την παιδική τους ηλικία.

Σχετικά με την έννοια του “ευνουχισμού΄΄, ο Σίγκμουντ Φρόϋντ την συνέλαβε έχοντας υπόψιν του την ελληνική μυθολογία και συγκεκριμένα τον θεό Ουρανό που καταβρόχθιζε τα αρσενικά παιδιά του (όπως οι ευνουχιστικοί πατεράδες μεταφορικά), γιατί φοβόταν ότι κάποιο από αυτά θα του έπαιρνε τον θρόνο. Η γυναίκα του Ουρανού, Γη, μην αντέχοντας τον αφανισμό των παιδιών της, έδωσε στον υιό της Κρόνο ένα δρεπάνι για να ευνουχίσει τον πατέρα του, όπως και έγινε.

Ο Κρόνος στη συνέχεια παντρεύτηκε την αδελφή του Ρέα (ήταν και οι δύο Τιτάνες), όμως επειδή φοβόταν σαν τον πατέρα του ότι κάποιο από τα αρσενικά παιδιά του θα τον εκθρόνιζε τα κατάπινε και αυτός! Αργότερα, όμως, ευνουχίστηκε και ο ίδιος από τον υιό του Δία που τον είχε σώσει η μάνα του Ρέα!!! Γενικά, έχουμε το πρότυπο του “ευνουχιστικού΄΄ πατέρα και το πρότυπο της αιμομιξίας (όπως Κρόνος- Ρέα) στην κοσμογονία και θεογονία της ελληνικής μυθολογίας.

Το πρότυπο του “ευνουχιστικού΄΄ πατέρα ειναι πολύ συνηθισμένο σήμερα, με τη μορφή του πατέρα που είναι αυστηρός και επηρεάζει τη σεξουαλική ζωή των παιδιών του, με το να τα μειώνει και να τους προκαλεί σύνδρομο κατωτερότητας. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τη μητέρα.

Όταν ο γονέας είναι καταπιεστικός ή αδιάφορος, τότε τα παιδιά του τον απεχθάνονται ή να τον μισούν (συνήθως υποσυνείδητα) και αργότερα έχουν ψυχολογικά και σεξολογικά προβλήματα όπως για παράδειγμα είναι στις γυναίκες η δυσπαρευνία και η “ψυχρότητα΄΄ στο σεξ. Παράλληλα, παρουσιάζουν επιθετικότητα που μπορεί να εκδηλωθεί ακόμα και με τη χρήση βίας. Επίσης, ο “ευνουχισμός΄΄ είναι συνήθως η αιτία που τα τέκνα χτυπάνε ή υβρίζουν ή ακόμα και σκοτώνουν τους γονείς τους ή τους κλείνουν στα γηροκομεία.

Ο Φρόϋντ, πέρα από τον μύθο του Κρόνου, χρησιμοποίησε και τον μύθο του Οιδίποδα για να διατυπώσει την θεωρία του περί “οιδιποδείου συμπλέγματος΄΄, βασιζόμενος στο πρότυπο της αιμομιξίας. Ο Οιδίποδας, βασιλιάς των Θηβών, είχε παντρευτεί την μητέρα του Ιοκάστη χωρίς να γνωρίζει ότι η γυναίκα που παντρεύτηκε ήταν η μητέρα του και απέκτησε δύο υιούς: τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή, και δύο κόρες: την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Όταν συνειδητοποίησε ότι παντρεύτηκε τη μητέρα του, τότε αυτοτυφλώθηκε.

Μάλιστα, ο Οιδίποδας είχε σκοτώσει τον πατέρα του, τον βασιλιά της Θήβας, Λάιο χωρίς να γνωρίζει ότι ο άνδρας που σκότωσε ήταν ο πατέρας του. Τα δύο αγόρια του Οιδίποδα ενεπλάκησαν σε ένοπλη διαμάχη για την διεκδίκηση του θρόνου της Θήβας και τελικά ο πατέρας τους τα καταράστηκε. Ο Πολυνείκης πήγε στο Άργος και συμμάχησε με τους 6 βασιλείς της Πελοποννήσου πείθοντάς τους να εκστρατεύσουν κατά της Θήβας. Τελικά οι δυο υιοί του Οιδίποδα αλληλοσκοτώθηκαν σε μονομαχία μεταξύ τους.

Στον μύθο αρχαία ελληνική τραγωδία του Οιδίποδα βλέπουμε τα χαρακτηριστικά του “οιδιποδείου συμπλέγματος΄΄, καθώς και τις δυσάρεστες συνέπειές του, όταν παραμένει άλυτο σε όλο τους το μεγαλείο. Επίσης, βλέπουμε τον φθόνο μεταξύ των αδελφών που είναι κάτι πολύ συνηθισμένο έστω και υποσυνείδητα στις οικογένειες. Ο φθόνος αυτός ενισχύεται όταν οι γονείς καλομαθαίνουν το πρωτότοκο υιό ή τον Βενιαμίν της οικογενείας (συνήθως τα αγόρια).

Παράλληλα, τα κορίτσια πάντα ζηλεύουν υποσυνείδητα τα αγόρια, διότι η οικογένεια και η κοινωνία δίδει μεγαλύτερη σημασία σε αυτά. Ο φθόνος αυτός συνεχίζεται σε όλη τους τη ζωή. Ο Φρόιντ το αποκάλεσε αυτό: “φθόνος του πέους΄΄. Στον μύθο του Οιδίποδα αξίζει να σημειωθεί πως ο Κρέοντας, αδελφός της Ιοκάστης και νέος βασιλιάς της Θήβας, διέταξε να μην ταφεί το σώμα του νεκρού Πολυνείκη. Αυτό, γιατί ο Πολυνείκης επιτέθηκε εναντίον της πατρίδος του. Εντούτοις, η Αντιγόνη παράκουσε την εντολή, γιατί γνώριζε ότι η ψυχή του άταφου νεκρού περιπλανιέται αιωνίως, μην μπορώντας να ησυχάσει (έτσι πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες).

Έτσι, η Αντιγόνη “ενταφίασε΄΄ το γυμνό σώμα του νεκρού Πολυνείκη με τον εξής παραδοσιακό, αντί της ταφής τρόπο: πήρε στα χέρια της ξηρή σκόνη και ράντισε γύρω γύρω το νεκρό με τριπλή σπονδή (ρίχνοντας 3 φορές σκόνη) από σφυρηλατημένο κανάτι. Τότε ο θείος της Κρέοντας διέταξε να την κλείσουν σε μια σπηλιά και να σφραγίσουν την πόρτα της, για να πεθάνει από την πείνα. Αυτό το έκανε γιατί η πράξη της Αντιγόνης προς τον Πολυνείκη ήταν απαγορευμένη από τους νόμους.

Έτσι, η Αντιγόνη προτίμησε να πεθάνει για τους ηθικούς νόμους και να παραβλέψει τους ανθρώπινους. Αιώνια παρέμεινε η προχριστιανική της φράση: “εγώ γεννήθηκα για να αγαπώ και όχι για να μισώ΄΄. Υπάρχει, όμως, και συνέχεια στο δράμα. Ο Αίμωνας, υιός του Κρέοντα και αγαπημένος της Αντιγόνης, μόλις έμαθε για τον θάνατό της, τότε αυτοκτόνησε. Μετά τον ακολούθησε και η μητέρα της Αντιγόνης, Ιοκάστη…

Όλα τα παραπάνω, δηλαδή ο θηβαϊκός κύκλος, αποτέλεσαν το αγαπημένο θέμα των αρχαιοελληνικών τραγωδιών, ιδίως του Σοφοκλή, στα θέατρα των αρχαίων Ελλήνων.

Επιστρέφοντας στην αιμομιξία, είναι γεγονός ότι το έθιμο της αιμομιξίας ακολουθούσαν και πολλοί βασιλείς, όπως οι Φαραώ και η Ελληνίδα βασίλισσα της Αιγύπτου, Κλεοπάτρα (51- 30 π.Χ.) που είχε παντρευτεί τον αδελφό της Πτολεμαίο!!! Η αιμομιξία υπάρχει ως αρχέτυπο στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα.

Για όσους δεν γνωρίζουν, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, με λίγα λόγια, συνίσταται στο γεγονός ότι το παιδί απευθύνει τις σεξουαλικές επιθυμίες του στα συγγενικά του πρόσωπα: κατά κύριο λόγο στους γονείς του και δευτερευόντως στα αδέλφια του. Για το αγόρι το πρώτο σεξουαλικό αντικείμενο είναι η μητέρα του και για το κορίτσι ο πατέρας της.

Όμως, ο γονέας που δεν αποτελεί σεξουαλικό αντικείμενο, θεωρείται ενοχλητικός από το παιδί το οποίο δείχνει εχθρικότητα, έχοντας τον υποσυνείδητο φόβο του ευνουχισμού από αυτόν. Όλη αυτή η υποσυνείδητη αιμομικτική κατάσταση είναι το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, το οποίο διαρκεί από το τρίτο ως περίπου τα έβδομο έτος ζωής του παιδιού. Στο κορίτσι το σύμπλεγμα δεν λέγεται οιδιπόδειο αλλά “σύμπλεγμα της Ηλέκτρας΄΄ πάλι από την ελληνική μυθολογία παρμένο.

Η Ηλέκτρα ήταν κόρη του περίφημου βασιλιά των Μυκηνών, Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Όταν ο Αγαμέμνων γύρισε από τον τρωικό πόλεμο, η γυναίκα του με τον εραστή της Αίγισθο τον δολοφόνησαν σε ενέδρα, με τη βοήθεια άλλων προδοτών. Τότε η κόρη της Ηλέκτρα φυγάδεψε τον αδερφό της Ορέστη, ώστε να μη τον σκοτώσουν και αυτόν.

Τελικά, έπειτα από χρόνια ο Ορέστης και η Ηλέκτρα σχεδίασαν και σκότωσαν τους δολοφόνους του πατέρα τους, δηλαδή τη μητέρα τους και τον Αίγισθο.

Και σε αυτή την αρχαία ελληνική τραγωδία φαίνεται το αντίστοιχο με το οιδιπόδειο σύνδρομο, από τη μεριά της γυναίκας, καθώς και οι δυσάρεστες συνέπειές του από τη μη επίλυσή του. Σημειώνεται ότι και ο μύθος της Ηλέκτρας και του Ορέστη ήταν αγαπημένο θέμα των αρχαιοελληνικών τραγωδιών. Γνωστή είναι η τραγωδία “Ηλέκτρα΄΄ του Ευριπίδη.