Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2023

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια - 5. Εξωτερική αφήγηση και εσωτερικές διηγήσεις

5.2.2. Ο χρόνος


Είδαμε μέχρι τώρα ότι κάθε διήγηση έχει τον εναλλακτικό χώρο της (μέσα-έξω, παλάτι-καλύβι), που της εξασφαλίζει την κυκλοφορία της. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους χρόνους της. Οι χρόνοι αυτοί, που αποτυπώνονται καθαρά στις μεγαλύτερες εσωτερικές διηγήσεις της Οδύσσειας, πάνε αντικριστά με τους χώρους. Γενικά στον εξωτερικό χώρο αναλογεί κατά κανόνα ο ημερήσιος χρόνος, ενώ στον εσωτερικό χώρο κατά προτίμηση ο εσπερινός χρόνος, που μπορεί να εξελιχθεί και σε νυχτερινό.

Έτσι, στην πρώτη μέσα στο έπος, μεγάλης έκτασης, διήγηση του Νέστορα προς τον Τηλέμαχο, διαπιστώνεται ότι στον εξωτερικό χώρο της αναλογεί ο ημερήσιος χρόνος, από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μικρής έκτασης πλαστή διήγηση του Οδυσσέα στον Λαέρτη, η οποία προάγει τον αναγνωρισμό του γιου από τον πατέρα στο δεύτερο μέρος της εικοστής τέταρτης ραψωδίας (ω 244-279). Η συνάντηση και η συνομιλία Οδυσσέα-Λαέρτη πραγματοποιούνται στο πατρικό περιβόλι μέρα. Σ᾽ αυτό το απόμακρο και απόμερο περιβόλι βρίσκει ο Οδυσσέας τον πατέρα του να σκαλίζει ένα δεντράκι, ντυμένος στον κακοραμμένο του λερό χιτώνα, με γιδίσιο σκούφο στο κεφάλι, για να μην τον χτυπά ο ήλιος, βοδίσια δέρματα στις κνήμες και πέτσινα γάντια στο χέρι, για προφύλαξη από τα αγκάθια. Η σύντομη πλαστή διήγηση του Οδυσσέα είναι ένας συμπαθητικός ελιγμός, για να πέσει στα μαλακά ο τελευταίος αυτός αναγνωρισμός του έπους· να μη σοκαριστεί ο γέρος Λαέρτης, απομονωμένος ήδη και ρημαγμένος από τον καημό του γιου του. Συμπέρασμα: η διήγηση, όπως και κάθε συζήτηση στον έξω χώρο, θέλει σύντροφό της το φως της μέρας.

Η προτίμηση του εσπερινού χρόνου στις διηγήσεις εσωτερικού χώρου εγκαινιάζεται στην τέταρτη ραψωδία του έπους, όταν ο νεαρός Τηλέμαχος, παρέα με τον Πεισίστρατο, τον μικρότερο γιο του Νέστορα, φτάνουν, με τη δύση του ήλιου, στη Σπάρτη και πλησιάζουν στο παλάτι του Μενελάου, όπου γιορτάζεται γάμος διπλός: της κόρης του Μενελάου Ερμιόνης με τον Νεοπτόλεμο, και του νόθου γιου του Μεγαπένθη με τη θυγατέρα του Αλέκτορα. Ακολουθεί φιλόξενη υποδοχή των δύο νεαρών: λουτρός, λάδι στο λουσμένο σώμα, ένδυση με καθαρούς χιτώνες και χλαμύδες, νήψιμο χεριών, φαγητό, πιοτό. Μετά αρχίζει η πρώτη αισθηματική διήγηση του Μενελάου, ως ανταπόκριση στον ομολογημένο θαυμασμό του Τηλεμάχου για τη λάμψη και τον πλούτο του παλατιού: μπρούντζος, χρυσάφι, κεχριμπάρι, ασήμι, φίλντισι λαμπρύνουν τον στολισμένο εσωτερικό του χώρο. Και αυτή η διήγηση, όπως κι εκείνη του Νέστορα στην τρίτη ραψωδία, αποτελεί απόλογο του μετατρωικού νόστου του Μενελάου, στον οποίο εμπλέκεται απερίφραστα η συμπάθεια του βασιλιά της Σπάρτης για τον αγνοούμενο Οδυσσέα, που στάθηκε στην Τροία ο πιο πιστός φίλος και σύμμαχός του.

Εσπερινός, που προχωρεί βαθιά μέσα στη νύχτα, είναι και ο χρόνος της πιο μεγάλης εσωτερικής διήγησης του έπους, των «Μεγάλων Απολόγων». Αυτό δηλώνεται στη μέση περίπου της «Νέκυιας», όταν ο Οδυσσέας προτείνει την αναστολή της διήγησης του, με το επιχείρημα ότι πέρασε η ώρα, και είναι καιρός για ύπνο (λ 330-332). Ο Αλκίνοος τότε αντιστέκεται, έχοντας τη συμπαράσταση τόσο της Αρήτης όσο και των Φαιάκων, οι οποίοι γοητευμένοι ακούν τη συναρπαστική αφήγηση του Οδυσσέα λέγοντας (λ 372-376):

Η νύχτα αυτή είναι μεγάλη, ατελείωτη· δεν έφτασε η ώρα
ακόμη να κοιμηθούμε στο παλάτι. Πες μου
λοιπόν τα θαυμαστά σου έργα· κι εγώ θα ᾽μενα ξάγρυπνος,
ώσπου να ξημερώσει η θεία Αυγή, αν δέχεσαι κι εσύ, μέσα στο σπίτι μου
να μου ιστορήσεις τα δικά σου πάθη.


Οπότε ο Οδυσσέας, υποχωρώντας με τον δικό του τρόπο, αποκρίνεται (λ 377-381):

Αλκίνοε βασιλιά, που διαπρέπεις σ᾽ όλον τον λαό σου,
έχουν την ώρα τους κι οι διηγήσεις που μακραίνουν, έχει
την ώρα του κι ο ύπνος. Αν όμως φλέγεσαι κι άλλο ν᾽ ακούσεις,
δεν είμαι εγώ που θα το αρνιόμουν.

Ανάλογη παράταση εσωτερικής διήγησης μέσα στη βαθιά νύχτα έχουμε και στην περίπτωση του Εύμαιου: ο πιστός χοιροβοσκός καλείται από τον αδιάγνωστο ακόμη Οδυσσέα να πει την αυτοβιογραφική του ιστορία. Κι εκείνος πρόθυμος προλέγει (ο 390-394):

Ξένε, αφού με ρώτησες γι᾽ αυτά κι επιθυμείς να μάθεις,
άκουε τώρα αμίλητος, βολέψου πίνοντας κρασί,
κι απόλαυσε. Αυτές οι νύχτες τελειωμό δεν έχουν·
μπορεί κανείς να κοιμηθεί, μπορείς όμως, αν θες,
και να χαρείς ακούγοντας· δεν είναι ανάγκη εξάλλου
να πλαγιάσεις από νωρίς - βάρος κι ο ύπνος ο πολύς.


Ο πρόλογος αυτός του Εύμαιου προσθέτει στον χώρο και στον χρόνο της εσωτερικής διήγησης και κάποιες άλλες ευνοϊκές συνθήκες, που θυμίζουν λίγο πολύ εκείνες οι οποίες συνοδεύουν το τραγούδι του αοιδού. Εκτός από το φαγητό, προτείνονται ως καλοί αγωγοί της διήγησης: το πιοτό, η βολική στάση και η σιωπηλή προσήλωση του ακροατή. Κι ακόμη προβάλλεται ως τελικός καρπός της καλής διήγησης η τέρψη, ενώ ο πρόωρος ύπνος αποκρούεται ως αντίπαλός της. Μιλάμε για αυτονόητες σήμερα συνθήκες σκηνοθεσίας τόσο της προφορικής όσο και της γραπτής διήγησης, προσχηματισμένες με παραδειγματικό τρόπο στην Οδύσσεια.

Γεγονός που επιβεβαιώνεται και στην (εκτενέστερη και πιο σημαντική) προγραμματισμένη συνομιλία του Οδυσσέα με την Πηνελόπη, στο πλαίσιο της δέκατης ένατης ραψωδίας. Κορμός της η πλαστή διήγηση του ήρωα, η οποία φτάνει στο όριο του αναγνωρισμού, χωρίς όμως και να τον πραγματοποιεί. Και εδώ ο χρόνος της αφήγησης αρχίζει εσπερινός και καταλήγει βαθιά νυχτερινός, ενώ συγχρόνως εξασφαλίζεται η πρόσφορη σκηνοθεσία (τ 52-64 και 96-99). Αφήνοντας την κάμαρή της η Πηνελόπη, ωραία στην όψη σαν την Άρτεμη και σαν την Αφροδίτη, κατεβαίνει στην αίθουσα. Για χάρη της οι παρακόρες της στήνουν να καθήσει, πλάι στη φωτιά, ανάκλιντρο, με ασήμι και φίλντισι δουλεμένο, μαζεύουν κούπες κι αποφάγια των μνηστήρων από τις τάβλες, καθαρίζουν τους πυροστάτες σωριάζοντας άφθονα ξύλα, για φως και ζέστη. Στο μεταξύ η Πηνελόπη παραγγέλλει στην Ευρυνόμη να φέρει για τον ξένο ένα σκαμνί, στρωμένο με παχιά προβιά, και να τον βάλει να καθήσει αντίκρυ της. Τέλειο σκηνικό, θυμίζοντας σκηνοθεσία θεάτρου.

Στον κανόνα ωστόσο του εσπερινού και νυχτερινού χρόνου για τις διηγήσεις εσωτερικού χώρου υπάρχουν και εξαιρέσεις. Παράδειγμα ο δεύτερος, μακρύς απόλογος του Μενελάου στον Τηλέμαχο το άλλο πρωί, μετά την προηγούμενη, βραδινή και νυχτερινή τους συνομιλία, ο οποίος εισάγεται με τους επόμενους στίχους (δ 306-311):

Κι όταν ξημέρωσε την άλλη μέρα ροδίζοντας τον ουρανό η Αυγή,
από την κλίνη του πετάχτηκε με τη βαριά φωνή ο Μενέλαος,
το ρούχο του φορώντας πέρασε κοφτερό σπαθί στον ώμο,
έδεσε στα λευκά κι αστραφτερά του πόδια ωραία σαντάλια,
κι από την κάμαρή του βγήκε προχωρώντας σαν θεός·
πήγε μετά και κάθησε πλάι στον Τηλέμαχο, μιλώντας είπε
: […].

Μέρα εξάλλου ακούγεται και η διεξοδική πλαστή διήγηση του Οδυσσέα μέσα στο καλύβι του Εύμαιου, στην αρχή της δέκατης τέταρτης ραψωδίας. Παραμορφωμένος ο ήρωας από την Αθηνά σε ρακένδυτο και φαλακρό ζητιάνο, φτάνει στο μαντρί του πιστού χοιροβοσκού, όπου μετά βίας γλιτώνει από τα σκυλιά που ορμούν να τον κατασπαράξουν - τα προλαβαίνει ευτυχώς ο Εύμαιος. Μετά μπάζει τον ξένο στο καλύβι του ο χοιροβοσκός, στρώνει στο χώμα χλωρά κλαδιά και πάνω τους δέρμα άγριας γίδας μαλλιαρής κι εκεί τον βάζει να καθήσει, προσφέροντας ψωμί και κρασί, για να μερώσει κάπως την πείνα του. Σε λίγο σφάζει για χάρη του δυο τρυφερά χοιρίδια, τα λιανίζει, περνά και ψήνει στις σούβλες τα κοψίδια, και τον φιλεύει γενναιόδωρα, ανοίγοντας συνάμα τη συνομιλία τους: νοσταλγικά μιλά για τον καλό του αφέντη, που χρόνια τώρα λείπει, και κανείς δεν ξέρει την τύχη του, αν ζει ή πέθανε. Και τότε μόνο τον ρωτά να φανερώσει κι αυτός τη φύτρα του. Οπότε ο Οδυσσέας αυτοσυστήνεται με μια πολύστιχη πλαστή διήγηση, στην οποία προτάσσει τα ακόλουθα σχόλια (ξ 192-198):

Να ᾽σαι απολύτως βέβαιος, θα σου ομολογήσω όλη την αλήθεια.
Αλλά κι αν είχαμε τον χρόνο με το μέρος μας, άφθονο φαγητό,
γλυκό κρασί σε τούτο το καλύβι· αν μας υπηρετούσαν άλλοι,
κι εμείς οι δυο, δίχως φροντίδες άλλες, το γλεντούσαμε·
πάλι δεν θα ᾽ταν εύκολο, ακόμη κι αν περνούσαμε ολόκληρη χρονιά μαζί,
να λέω εγώ κι εσύ ν᾽ ακούς τα πάθη της ψυχής μου,
όσα και πόσα υπόμεινα, με των θεών το θέλημα
.

Υπογραμμισμένες επανέρχονται εδώ οι ευνοϊκές συνθήκες της εσωτερικής διήγησης αλλά και κάθε αφήγησης: πρόθυμη διάθεση του διηγητή, γλυκό κρασί, άφθονο φαγητό, ξεγνοιασιά από φροντίδες άλλες, παιδόπουλα που να εξυπηρετούν, και προπαντός πολύς διαθέσιμος χρόνος. Τώρα μάλιστα ο επιθυμητός χρόνος δεν περιορίζεται στη νύχτα ή στη μέρα· αφήνεται ανοιχτός, περνώντας ακόμη και το όριο της μιας χρονιάς, για να χωρέσει η απεριόριστη σε βιωμένα πάθη διήγηση. Αυτή όμως η απελευθέρωση της διήγησης από τον περιοριστικό χρόνο, της δίνει απόλυτη τιμή. Διήγηση λοιπόν πάνω απ᾽ όλα, αυτή είναι η μεγαλύτερη απόλαυση, φτάνει να εκπληρώνονται οι ευνοϊκές συνθήκες της. Μιλάμε για υπερθετικό έπαινο, που προβάλλεται πανηγυρικά από τον Οδυσσέα στον πρόλογο των «Μεγάλων Απολόγων».

Έτοιμος εκεί να ανταποκριθεί ο ήρωας στην επίμονη ερώτηση του Αλκινόου, ομολογώντας την ταυτότητά του και τα πάθη του, επαινεί πρώτα τον αοιδό Δημόδοκο για το τραγούδι του και αμέσως μετά εκθειάζει κάθε ανάλογη συνεύρεση με απόλυτο τρόπο. Λέει (ι 2-11):

Ευγενικέ μου Αλκίνοε, που ξεχωρίζεις πρώτος στον λαό σου,
ωραίο πράγματι ν᾽ ακούς έναν καλό αοιδό, όπως αυτός εδώ, με θεία θα ᾽λεγες φωνή.
Κι ομολογώ, απόλαυση άλλη δεν υπάρχει πιο χαριτωμένη,
απ᾽ όταν σμίγει ο κόσμος όλος σ᾽ ευφροσύνη· στην αίθουσα
οι καλεσμένοι, καθισμένοι στη σειρά, ακούν τον αοιδό
προσηλωμένοι, και τα τραπέζια εκεί μπροστά γεμάτα
ψωμί και κρέας· ο οινοχόος να τραβά απ᾽ τον κρατήρα
το κρασί και να περνά, να το κερνά στις κούπες.
Βαθιά το αισθάνομαι πως είναι αυτό ό,τι πιο ωραίο υπάρχει
.

Οι ταυτολογίες και οι αναλογίες με τον προηγούμενο έπαινο της ευνοημένης διήγησης από τον Οδυσσέα στον Εύμαιο είναι φανερές. Εδώ ωστόσο η ενίσχυση του επαίνου δηλώνεται και με το υπερθετικό κατηγορούμενο (στο πρωτότυπο κείμενο: κάλλιστον). Ένα το κρατούμενο. Το άλλο είναι πιο σημαντικό. Ο υπερθετικός έπαινος αναφέρεται βέβαια αναδρομικά στο τραγούδι του Δημοδόκου, αλλά προδρομικά λειτουργεί και ως πρόλογος της μακράς διήγησης των «Απολόγων» που θα ακολουθήσει αμέσως. Ο Οδυσσέας δηλαδή αξιολογεί προκαταβολικά τη δική του τώρα επικείμενη διήγηση. Με άλλα λόγια: ο έπαινος λαθραία μεταφέρεται από τον αοιδό στον αφηγητή και από την αοιδή στη διήγηση.

Ο Φρόυντ και “His Majesty the Baby”

Αν παρατηρήσουμε τη στάση των στοργικών γονέων απέναντι στα παιδιά τους, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι είναι αναβίωση και αναπαραγωγή του δικού τους ναρκισσισμού, τον οποίο έχουν από καιρό εγκαταλείψει.

Ένας αξιόπιστος δείκτης περί τούτου είναι το στοιχείο που δεσπόζει, όπως όλοι γνωρίζουμε, στη συναισθηματική τους στάση: η υπερεκτίμηση, την οποία έχουμε ήδη αναγνωρίσει ως ναρκισσιστικό στίγμα στην περίπτωση της επιλογής αντικειμένου.

Έτσι είναι ψυχικά εξαναγκασμένοι να αποδίδουν στο παιδί κάθε τελειότητα –κάτι το οποίο η νηφάλια παρατήρηση δείχνει ότι ποτέ δεν ισχύει– και να συγκαλύπτουν και να λησμονούν όλα τα ελαττώματά του.

Επιπρόσθετα, τείνουν να αναστέλλουν υπέρ του παιδιού τη λειτουργία όλων των πολιτισμικών κεκτημένων, τα οποία ο δικός τους ναρκισσισμός είχε αναγκαστεί να σεβαστεί, και να ανανεώνουν για λογαριασμό του όλες τις αξιώσεις για προνόμια, από τα οποία οι ίδιοι έχουν προ πολλού παραιτηθεί.

Το παιδί πρέπει να ζήσει καλύτερα απ’ αυτούς και να μην υπόκειται στις αναγκαιότητες που αναγνωρίζονται ως κυρίαρχες στη ζωή.

Η αρρώστια, ο θάνατος, η παραίτηση από απολαύσεις, οι περιορισμοί της προσωπικής του θέλησης δεν πρέπει να ισχύουν για το παιδί· οι νόμοι της φύσης και της κοινωνίας θα καταργηθούν για χάρη του· και το παιδί θα ξαναγίνει πράγματι το επίκεντρο και ο πυρήνας όλης της πλάσης

–His Majesty the Baby[1] (Η Αυτού Μεγαλειότης το Μωρό), όπως ο καθένας νόμιζε κάποτε πως είναι. Το παιδί θα πρέπει να εκπληρώσει τα άπιαστα όνειρα εκείνα που οι γονείς δεν κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν: Το αγόρι πρέπει να γίνει μεγάλος άνδρας και ήρωας στη θέση του πατέρα του, και το κορίτσι να παντρευτεί έναν πρίγκιπα, προσφέροντας έτσι ετεροχρονισμένα αποζημίωση στη μητέρα του.

Και ως προς το πιο ευαίσθητο σημείο του ναρκισσιστικού συστήματος, που είναι η αθανασία του Εγώ, τόσο δεινά δοκιμαζόμενη από την πραγματικότητα, η αναζήτηση καταφυγίου στο παιδί παρέχει την πολυπόθητη ασφάλεια.

Η γονεϊκή αγάπη, τόσο συγκινητική και κατά βάθος τόσο παιδιάστικη, δεν είναι παρά ο αναγεννημένος ναρκισσισμός των γονέων ο οποίος, έτσι μεταμορφωμένος σε αγάπη του αντικειμένου, αποκαλύπτει άσφαλτα την πρότερη φύση του.

Freud, S. (1914). On narcissism: An introduction
---------------------------
[1] Ο Φρόυντ έγραφε στα γερμανικά, αλλά η συγκεκριμένη έκφραση είναι γραμμένη στα αγγλικά στο εν λόγω κείμενο του 1914. Πιθανόν αναφέρεται σε γνωστό πίνακα του Arthur Drummond με αυτόν τον τίτλο, ζωγραφισμένο το 1898, που δείχνει την Αστυνομία να ακινητοποιεί τους πάντες και τα πάντα προκειμένου να διασχίσει τον δρόμο ένα παιδάκι-κέντρο του κόσμου. Σε προηγούμενο κείμενό του (“Δημιουργικοί συγγραφείς και ονειροπόληση” του 1908) ο Φρόυντ χρησιμοποιεί την έκφραση “Η Αυτού Μεγαλειότης το Εγώ”

Ήμαστε στραμμένοι προς τα έξω

Ο καθρέφτης

Η θάλασσα με περιέβαλε με την δροσερή της απαλότητα. Ο μικρός κόλπος όπου κολυμπούσα έμοιαζε να σχηματίζει μια αγκαλιά γύρω μου. Ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τα δέντρα. Το νερό ήταν διαυγές και μπορούσα να κοιτώ μέσα του σε μεγάλο βάθος. Παρατηρούσα το σώμα μου καθώς έπλεε απαλά, την επιφάνεια του νερού που ήταν ελαφρά ρυτιδωμένο, τα βράχια γύρω από τον μικρό κολπίσκο, τα δέντρα του λόφου και το φως της Δύσης που μπλεκόταν μέσα από τα φύλλα τους.

Η κατασκευή του σώματος μας είναι τέτοια ώστε να μην μπορούμε να δούμε το ίδιο μας το πρόσωπο παρά μόνο στον καθρέφτη. Γιατί άραγε;

Είμαστε εξ ολοκλήρου φτιαγμένοι για να αντικρίζουμε τον κόσμο κάθε στιγμή. Είμαστε κατασκευασμένοι έτσι ώστε η επικοινωνία να είναι η πλέον φυσική μας σχέση. Η επικοινωνία με κάθε τι που εκτείνεται μπρος μας, πίσω μας αλλά και μέσα μας. Από την ώρα που ξυπνάμε, αντικρίζουμε τον κόσμο γύρω μας και την στιγμή που το συνειδητοποιούμε αυτό, η επαφή μας με αυτόν τον κόσμο, παίρνει την ουσιαστική της μορφή.

Κάθε στιγμή, είμαστε στραμμένοι προς τον κόσμο των γεγονότων. Με τον φυσικότερο τρόπο. Ακούγοντας, βλέποντας και γευόμενοι τις μυριάδες απολήξεις του δέντρου της ζωής. Είμαστε κατασκευασμένοι για να επικοινωνούμε με το κάθε τι χωρίς διάκριση. Το μόνο γεγονός που μπορεί να μας απομονώσει είναι η συνεχής ενασχόληση μας με τις εξηγήσεις για το πως θα έπρεπε να είναι ο κόσμος. Οι σκέψεις μας μοιάζουν να βράζουν σε ένα καζάνι και κάνουν πολύ θόρυβο. Όσο πιστεύουμε πως αυτό το καζάνι που βράζει είναι η πραγματικότητα και όσο συνεχίσουμε να ζούμε μέσα του δεν θα σηκώσουμε ποτέ το βλέμμα έξω απ΄αυτό. Το καζάνι αυτό έχει την ιδιότητα να ανακατεύει τις πιο πρακτικές μας σκέψεις με άλλες που περιέχουν τοξικά συναισθήματα και άγονες προσδοκίες. Καθώς είναι όλα μπερδεμένα μέσα στο ίδιο δοχείο, οι τοξικές σκέψεις ανακατεύονται με τις πρακτικές. Τότε μοιάζουν όλα να πλέουν στην ίδια σούπα και δύσκολα μπορεί κανείς να αποστασιοποιηθεί και να δει τον κόσμο όπως εκτείνεται έξω από το καζάνι του νου του.

Στην πραγματικότητα έχουμε πλαστεί και είμαστε στραμμένοι, εξ ολοκλήρου, προς την επικοινωνία. Ο κόσμος είναι μπροστά μας, κάθε στιγμή, όπου κι αν στραφούμε. Ο μόνος λόγος που μας κάνει να μην το αντιλαμβανόμαστε είναι επειδή είμαστε χαμένοι στο κλειστό θέατρο των εξηγήσεών μας και ερμηνεύουμε τις εκδηλώσεις του, από κάποιο θεωρείο. Άπαξ και κατανοήσουμε το που πραγματικά βρισκόμαστε, ανοίγει μία πόρτα προς τα έξω.

Κάθε στιγμή που εκτυλίσσεται ένα γεγονός, είναι η ευκαιρία μας να το αντιληφθούμε και να του επιτρέψουμε να μας πει την δική του ιστορία, χωρίς τις παρεμβολές από τον κόσμο του δοχείου που έχουμε στο κεφάλι μας. Τότε δημιουργείται ένας χώρος μέσα μας όπου είναι ανάλογος με την ευρύτητα του γεγονότος που αντιλαμβανόμαστε.

Οι άνθρωποι που επιτρέπουν στα γεγονότα να υπάρξουν αυτούσια μέσα τους, χωρίς χρονικές, κοινωνικές, πολιτικές ή πολιτιστικές κωδικοποιήσεις, αυτοί οι άνθρωποι παίρνουν σιγά σιγά την διάσταση του κόσμου. Μεγαλώνουν για να τον χωρέσουν και μεγαλώνοντας αποταυτίζονται από εκείνον τον μικρό στενό κόσμο που θεωρούσαν παλαιότερα εαυτό τους. Καθρεφτίζουν σιγά σιγά τον κόσμο των γεγονότων και καθώς καθαρίζει ο νους τους ξεθολώνει και ο καθρέφτης όπου επάνω του αποτυπώνεται στιγμιαία το διαρκώς κινούμενο ποτάμι της ύπαρξης.

Όταν πονάει η ψυχή σου κλάψε

Μην παριστάνεις τον δυνατό, μην τα κρατάς όλα μέσα σου. Με τον καιρό, ο πόνος θα λιγοστεύει. Αν υπάρχει κάτι που λειτουργεί πάντα και συντομεύει τον δρόμο που έχεις να διανύσεις, είναι ακριβώς αυτό: να βρεις τον τρόπο να επιτρέψεις στον εαυτό σου να νιώθει και να δείχνει τον πόνο, τη θλίψη, τον θυμό και τον φόβο γι’ αυτόν που χάθηκε. Να περπατάς τον δρόμο βήμα βήμα, αυτό είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να κλείσουν και να γιατρευτούν οι πληγές. Και μην ξεχνάς: ο δρόμος αυτός λέγεται ο δρόμος των δακρύων. 

Δώσε λοιπόν στον εαυτό σου την άδεια να κλάψει. Το έχεις αυτό το δικαίωμα, να κλαις όποτε το έχεις ανάγκη. Πιθανότατα, αυτό που σου συνέβη ήταν χτύπημα σκληρό, η ζωή σε αιφνιδίασε και κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει… Έφυγε το πρόσωπο που αγαπούσες και σε άφησε μόνο. Τίποτα πιο λογικό από το να ξαναβρείς την παλιά μας ικανότητα να κλαίμε όταν είμαστε λυπημένοι, να βογκάμε όταν πονάμε, να μουσκεύουμε το μαξιλάρι όταν η θλίψη μας ξεχειλίζει. Μην κρύβεις τον πόνο σου. Μπορείς να μοιραστείς αυτό που σου συμβαίνει με την οικογένειά σου, με τους στενούς σου φίλους… 

Το κλάμα είναι χαρακτηριστικό αποκλειστικά του ανθρώπου, όπως και το γέλιο. Το κλάμα λειτουργεί σαν βαλβίδα και απελευθερώνει τη φοβερή εσωτερική ένταση που προκαλεί η απώλεια. Κλαίμε μόνοι, αν αυτή είναι η επιλογή μας, ή με τους συνοδοιπόρους μας, και μοιραζόμαστε τον πόνο τους που είναι ίδιος με τον δικό μας. Όταν μοιραζόμαστε τα βάσανα, μοιράζεται και το βάρος τους. Όταν πονάει η ψυχή σου, δεν υπάρχει καλύτερη τακτική από το κλάμα. Μην προσπαθείς να το αποφύγεις από φόβο μήπως κουράσεις ή μήπως ενοχλήσεις τους γύρω σου. Να ψάχνεις ανθρώπους με τους οποίους μπορείς να είσαι ο εαυτός σου και να εκφράζεις αυτό που αισθάνεσαι, όπως το αισθάνεσαι. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να διακόπτεις το συναίσθημά σου με τη βλακώδη αντίληψη ότι πρέπει να φανείς δυνατός και να προστατεύσεις έτσι και τους γύρω σου.

Αστρικές «ράβδοι»: Το τηλεσκόπιο Webb αποκαλύπτει γαλαξίες σαν τον δικό μας

Νέες εικόνες από το διαστημικό τηλεσκόπιο James Webb (JWST) της NASA αποκαλύπτουν γαλαξίες, από μια εποχή που το σύμπαν ήταν μόλις στο 25% της σημερινής του ηλικίας.

Το διαστημικό τηλεσκόπιο James Webb της Nasa βοήθησε τους αστρονόμους να ανακαλύψουν γαλαξίες που μοιάζουν με τον Γαλαξία μας και χρονολογούνται δισεκατομμύρια χρόνια πριν.

Η ανακάλυψη αυτών των νεαρών γαλαξιών θα μπορούσε να βοηθήσει στη βελτίωση των θεωριών για την εξέλιξη του σύμπαντος.

Οι αστρικές δομές που εκτείνονται σα ράβδοι από τα κέντρα έως το εξωτερικό των γαλαξιακών δίσκων, παίζουν ρόλο στην εξέλιξη των γαλαξιών διοχετεύοντας αέριο στις κεντρικές τους περιοχές και ενισχύοντας τον σχηματισμό αστέρων, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο The Astrophysical Journal Letters.

Πριν από το JWST, οι εικόνες από το διαστημικό τηλεσκόπιο Hubble δεν είχαν ποτέ ανιχνεύσει τέτοιους σχηματισμούς σε τόσο «νεαρές» εποχές του σύμπαντος. Σε μια εικόνα του Hubble, ένας γαλαξίας, ο EGS-23205, είναι κάτι περισσότερο από μια κηλίδα σε σχήμα δίσκου, αλλά στην αντίστοιχη εικόνα του JWST που ελήφθη το περασμένο καλοκαίρι, είναι ένας όμορφος σπειροειδής γαλαξίας.

«Έριξα μια ματιά σε αυτά τα δεδομένα και είπα: “Αφήνουμε όλα τα άλλα!”» δήλωσε ο Shardha Jogee, καθηγητής αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Όστιν.

«Οι ράβδοι που ήταν ελάχιστα ορατές στα δεδομένα του Hubble απλά ξεπρόβαλλαν στην εικόνα του JWST, δείχνοντας την τεράστια δύναμη του JWST να διακρίνει την υποκείμενη δομή των γαλαξιών», είπε, περιγράφοντας τα δεδομένα από την Cosmic Evolution Early Release Science Survey (CEERS), με επικεφαλής τον καθηγητή του UT Austin, Steven Finkelstein.

Η ομάδα εντόπισε άλλον ένα ραβδωτό γαλαξία, τον EGS-24268, που επίσης χρονολογείται πριν από περίπου 11 δισεκατομμύρια χρόνια. Είναι οι πιο παλιοί.

Σε ένα άρθρο που έγινε δεκτό για δημοσίευση στο The Astrophysical Journal Letters, αναδεικνύουν αυτούς τους δύο γαλαξίες και παρουσιάζουν παραδείγματα τεσσάρων άλλων ραβδωτών γαλαξιών που χρονολογούνται πριν από περισσότερα από 8 δισεκατομμύρια χρόνια.

«Όλα είναι καινούργια. Είναι σαν να μπαίνουμε σε ένα δάσος στο οποίο κανείς δεν έχει μπει ποτέ», δήλωσε ο Yuchen “Kay” Guo, μεταπτυχιακός φοιτητής που ηγήθηκε της ανάλυσης.

Τι προσφέρουν οι ράβδοι

Οι ράβδοι παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των γαλαξιών διοχετεύοντας αέριο στις κεντρικές περιοχές, ενισχύοντας τον σχηματισμό άστρων.

«Οι ράβδοι λύνουν το πρόβλημα της αλυσίδας εφοδιασμού στους γαλαξίες», δήλωσε ο Jogee. «Ακριβώς όπως πρέπει να μεταφέρουμε την πρώτη ύλη από το λιμάνι στα εργοστάσια της ενδοχώρας που παράγουν νέα προϊόντα, μια «ράβδος» μεταφέρει με δύναμη το αέριο στην κεντρική περιοχή όπου το αέριο μετατρέπεται γρήγορα σε νέα αστέρια με ρυθμό συνήθως 10 έως 100 φορές ταχύτερο από ό,τι στον υπόλοιπο γαλαξία».

Οι ράβδοι βοηθούν επίσης στην ανάπτυξη υπερμεγέθων μαύρων τρυπών στα κέντρα των γαλαξιών διοχετεύοντας το αέριο σε ένα μέρος της διαδρομής.

Νέα σενάρια

Η ανακάλυψη των ράβδων κατά τη διάρκεια τόσο πρώιμων εποχών κλονίζει τις θεωρίες εξέλιξης των γαλαξιών με διάφορους τρόπους.

«Αυτή η ανακάλυψη των πρώιμων ράβδων σημαίνει ότι τα μοντέλα εξέλιξης των γαλαξιών έχουν τώρα ένα νέο μονοπάτι μέσω των ράβδων για την επιτάχυνση της παραγωγής νέων άστρων σε πρώιμες εποχές», δήλωσε ο Jogee.

Και η ίδια η ύπαρξη αυτών των πρώιμων ράβδων αποτελεί πρόκληση για τα θεωρητικά μοντέλα, καθώς πρέπει να γνωρίζουν την φυσική των γαλαξιών καλά για να προβλέψουν τη σωστή αφθονία των ράβδων. Η ομάδα θα δοκιμάσει διαφορετικά μοντέλα στις επόμενες εργασίες της.

Τα σύνορα του εγώ και η διαφορά του ερωτικού αισθήματος από την αληθινή αγάπη

Η λαθεμένη αντίληψη ότι ο έρωτας είναι ένας τύπος αγάπης είναι τόσο δυνατή, ακριβώς επειδή περιέχει έναν κόκκο αλήθειας.

Η εμπειρία της αληθινής αγάπης έχει και αυτή να κάνει με σύνορα του εγώ, μιας και συνεπάγεται μιαν επέκταση των ορίων μας. Τα όρια μας είναι τα σύνορα του εγώ μας. Όταν επεκτείνουμε τα όριά μας μέσω της αγάπης, το κάνουμε προσπαθώντας, σαν να λέμε, να τεντωθούμε για να φτάσουμε ως το αγαπημένο μας πρόσωπο, του οποίου επιθυμούμε να βοηθήσουμε την ανάπτυξη. Για να είμαστε σε θέση να το κάνουμε πρέπει πρώτα το αντικείμενο της αγάπης μας να γίνει αγαπημένο σε μας: με άλλα λόγια πρέπει να γοητευτούμε απ’ αυτό, να επενδύσουμε τον εαυτό μας σ’ αυτό και να δεσμευτούμε με αυτό το αντικείμενο που είναι έξω από μας, πέρα από τα δικά μας σύνορα. Οι ψυχίατροι ονομάζουν αυτή τη διαδικασία της προσέλκυσης, επένδυσης και δέσμευσης «κάθεξη», και λέμε ότι εμείς «κατέχουμε» το αγαπημένο αντικείμενο. Αλλά όταν κατέχουμε ένα έξω από μας αντικείμενο, ψυχολογικά ενσωματώνουμε επίσης μιαν ιδέα αυτού του αντικειμένου μέσα μας.

Για παράδειγμα, ας πάρουμε έναν άνθρωπο που έχει πάθος την κηπουρική. Είναι ένα πάθος ικανοποιητικό και πολυέξοδο. Ο άνθρωπος αυτός «αγαπά» να καταγίνεται με τον κήπο του. Ο κήπος του σημαίνει πολλά γι’αυτόν. Αυτός ο άνθρωπος έχει «καθέξει» τον κήπο του. Τον βρίσκει ελκυστικό, έχει «επενδύσει» τον εαυτό του σ’ αυτόν, είναι «δεσμευμένος» με αυτόν – σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να πηδάει από το κρεβάτι χαράματα την Κυριακή για να ξαναγυρίσει σ’ αυτόν και ακόμα μπορεί να παραμελήσει τη γυναίκα του γι’ αυτόν. Στη διάρκεια της «κάθεξής» του, και για να καλλιεργήσει τα λουλούδια και τους θάμνους του, μαθαίνει ένα σωρό πράγματα. Αποκτά πολλές γνώσεις σχετικά με την κηπουρική – για τα χώματα, λιπάσματα, για εμφύτευση και κλάδεμα. Και γνωρίζει τον δικό του συγκεκριμένο κήπο: την ιστορία του, τον τύπο των λουλουδιών και των φυτών που έχει, το σχεδιάγραμμά του, τα προβλήματά του και το μέλλον του. Παρά το γεγονός ότι ο κήπος υπάρχει έξω απ’ αυτόν, ωστόσο διαμέσου της κάθεξης έφτασε να υπάρχει μέσα του. Η γνώση που έχει για τον κήπο του και η σημασία που ο κήπος του έχει γι’ αυτόν αποτελούν μέρος του εαυτού του, μέρος της ταυτότητάς του, μέρος της ιστορίας του, μέρος των γνώσεών του. Με το να αγαπά και να κατέχει τον κήπο του, έχει πραγματικά ενσωματώσει τον κήπο μέσα στον εαυτό του και, με αυτή την ενσωμάτωση, ο εαυτός του μεγάλωσε και τα σύνορα του εγώ του επεκτάθηκαν.

Αυτό που συμβαίνει λοιπόν στην πορεία μιας πολύχρονης αγάπης, και της επέκτασης των ορίων μας για τις καθέξεις μας, είναι ένα βαθμιαίο αλλά προοδευτικό μεγάλωμα του εαυτού μας, μια ενσωμάτωση μέσα μας του έξω κόσμου και μια ανάπτυξη, ένα άπλωμα και μια λέπτυνση των συνόρων του εγώ μας. Με τον τρόπο αυτό, όσο περισσότερο και μακρύτερα επεκτείνουμε τον εαυτό μας, τόσο περισσότερο αγαπάμε και τόσο πιο αχνό γίνεται το ξεχώρισμα του εαυτού μας από τον κόσμο. Ταυτιζόμαστε με τον κόσμο. Και καθώς τα σύνορα του εγώ μας γίνονται αχνά και άτονα, αρχίζουμε όλο και περισσότερο να βιώνουμε το ίδιο συναίσθημα έκστασης που έχουμε όταν ένα μέρος από τα σύνορα του εγώ μας καταρρέει και «πέφτουμε στα δίχτυα του έρωτα». Μόνο που, αντί να έχουμε συγχωνευτεί προσωρινά και χιμαιρικά με ένα μόνο αγαπημένο αντικείμενο, έχουμε συγχωνευτεί πραγματικά και πιο μόνιμα με ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου. Μια «μυστική ένωση» μπορεί να εδραιωθεί με ολόκληρο τον κόσμο. Το συναίσθημα της έκστασης ή ευδαιμονίας που συντροφεύει αυτή την ένωση, αν και είναι ίσως ηπιότερο και λιγότερο δραματικό από εκείνο που συντροφεύει το ερωτικό αίσθημα, είναι ωστόσο πολύ πιο σταθερό και διαρκές και τελικά πιο ικανοποιητικό. Η διαφορά ακριβώς μεταξύ της κορυφαίας εμπειρίας που χαρακτηρίζεται από το ερωτικό αίσθημα και της εμπειρίας που ο Αβραάμ Μάσλοου ονομάζει «υψιπεδική εμπειρία». Τα ύψη δεν αντικρίζονται ξαφνικά και χάνονται πάλι από τα μάτια μας· κατακτώνται μια για πάντα.

Είναι φανερό και κατανοητό απ’ όλους ότι η σεξουαλική δραστηριότητα και η αγάπη, ενώ μπορεί να επέλθουν ταυτόχρονα, είναι συχνά ασύνδετες μεταξύ τους γιατί είναι στη βάση τους ξεχωριστά φαινόμενα. Η ίδια η σεξουαλική πράξη δεν είναι πράξη αγάπης. Ωστόσο, η εμπειρία της σεξουαλικής σχέσης και ειδικότερα του οργασμού (ακόμα και στον αυνανισμό) είναι μια εμπειρία που συνδέεται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό με το γκρέμισμα των συνόρων του εγώ και την έκσταση που επακολουθεί. Ακριβώς λόγω αυτού του γκρεμίσματος των συνόρων του εγώ, συμβαίνει να ξεφωνίσουμε στην κορύφωση του οργασμού «σ’ αγαπώ» ή «Ω, Θεούλη μου!» σε μια πόρνη για την οποία ύστερα από λίγες στιγμές, όταν τα σύνορα του εγώ θα έχουν ξαναγυρίσει στην προτινή θέση τους, μπορεί να μη νιώθουμε ούτε στάλα τρυφερότητα, αρέσκεια ή συναισθηματικό νιώσιμο.

Με αυτό δε θέλω να πω ότι η έκσταση της εμπειρίας του οργασμού δεν μπορεί να αυξηθεί αν τη μοιράζεσαι με κάποιον που αγαπάς· μπορεί. Αλλά ακόμα και χωρίς έναν αγαπημένο σύντροφο ή οποιονδήποτε σύντροφο, το γκρέμισμα των συνόρων του εγώ που συμβαίνει σε συνάφεια με τον οργασμό, μπορεί να είναι ολικό· για ένα δευτερόλεπτο μπορεί να ξεχάσουμε ολοκληρωτικά ποιοι είμαστε, να μην έχουμε καμιά αίσθηση του εαυτού μας, να χαθούμε από το χρόνο και το χώρο, να είμαστε εκτός εαυτού, να είμαστε συνεπαρμένοι. Μπορούμε να γίνουμε ένα με το σύμπαν. Αλλά μόνο για ένα δευτερόλεπτο.

Περιγράφοντας την παρατεταμένη «ενότητα με το σύμπαν» που είναι συνυφασμένη με την αληθινή αγάπη, σε σύγκριση με την προσωρινή ενότητα του οργασμού, χρησιμοποίησα τις λέξεις «μυστική ενότητα». Μυστικισμός είναι ουσιαστικά η πίστη ότι η πραγματικότητα είναι κάτι ενιαίο. Οι πιο συνεπείς μυστικιστές πιστεύουν ότι η συνηθισμένη αντίληψη του σύμπαντος ότι περικλείνει πλήθος ξέχωρα αντικείμενα – αστέρια, πλανήτες, δέντρα, πουλιά, σπίτια, εμάς τους ίδιους -, όλα χωρισμένα το ένα από το άλλο με σύνορα, είναι μια λαθεμένη αντίληψη, μια ψευδαίσθηση. Σε τούτη τη γενική λαθεμένη αντίληψη, στον κόσμο τούτο της ψευδαίσθησης που οι περισσότεροι λαθεμένα τάχα πιστεύουμε πως είναι πραγματικός, ινδουϊστές και οι βουδιστές δίνουν την ονομασία «Μάγια». Αυτοί και άλλοι μυστικιστές πιστεύουν ότι η αληθινή πραγματικότητα μπορεί να γνωσθεί μόνο με την εμπειρία του ενιαίου μέσω της εγκατάλειψης των συνόρων του εγώ. Είναι αδύνατο να δει κανείς πραγματικά την ενότητα του σύμπαντος όσο εξακολουθεί να βλέπει τον εαυτό του σαν ένα ξεχωριστό αντικείμενο αποσπασμένο και διακρινόμενο από το υπόλοιπο σύμπαν με κάποιον τρόπο, σχήμα ή μορφή. Οι ινδουϊστές και οι βουδιστές θεωρούν συχνά, γι’ αυτό το λόγο, ότι το βρέφος πριν αναπτύξει τα σύνορα του εγώ του, γνωρίζει την πραγματικότητα, ενώ οι ενήλικοι δεν τη γνωρίζουν. Μερικοί μάλιστα προτείνουν την άποψη ότι ο δρόμος προς τη φώτιση ή τη γνώση του ενιαίου της πραγματικότητας απαιτεί να πισωδρομήσουμε ή να κάνουμε τους εαυτούς μας νήπια. Αυτό μπορεί να είναι μια επικίνδυνα δελεαστική διδασκαλία για ορισμένους εφήβους και νέους που δεν είναι προετοιμασμένοι να επωμιστούν ευθύνες ενηλίκων, οι οποίες τους φαίνονται τρομακτικές, συντριπτικές, και απαιτητικές πέρα από τις δυνατότητές τους. «Δεν είμαι υποχρεωμένος να περάσω απ’ όλα αυτά», μπορεί να σκέφτεται ένα τέτοιο άτομο. «Μπορώ να παραιτηθώ από την προσπάθεια να γίνω ένας ενήλικος και να εγκαταλείψω τις απαιτήσεις των ενηλίκων καταφεύγοντας στην αγιότητα». Σχιζοφρένεια όμως, μάλλον, παρά αγιότητα πετυχαίνεις, ενεργώντας με βάση αυτή τηνυπόθεση.

Οι περισσότεροι μυστικιστές καταλαβαίνουν την αλήθεια που αναπτύξαμε στο τέλος της ανάλυσης του θέματος της πειθαρχίας: ότι δηλαδή πρέπει να κατέχουμε ή να δημιουργούμε κάτι πριν παραιτηθούμε απ’ αυτό, και μολαταύτα να διατηρούμε τα προσόντα μας και τη βιωσιμότητά μας. Το βρέφος χωρίς τα σύνορα του δικού του εγώ μπορεί να είναι σε πιο στενή επαφή με την πραγματικότητα από τους γονείς του, αλλά είναι ανίκανο να επιβιώσει χωρίς τη φροντίδα αυτών των γονέων, και ανίκανο να μεταδώσει τη σοφία του. Ο δρόμος για την αγιότητα περνάει μέσα από την ενηλικιότητα. Δεν υπάρχουν ευκολοδιάβατοι συντομότεροι δρόμοι. Τα σύνορα του εγώ πρέπει πρώτα να σκληρύνουν για να μπορέσουν κατόπι να απαλυνθούν. Μία ταυτότητα πρέπει πρώτα εδραιωθεί για να μπορέσει κατόπι να γίνει υπερβατή. Πρέπει ένας να βρει τον εαυτό του για να μπορέσει κατόπι να τον χάσει. Η προσωρινή απελευθέρωση από τα σύνορα του εγώ που συνδέεται με το ερωτικό αίσθημα, τη σεξουαλική σχέση ή τη χρησιμοποίηση ορισμένων ψυχοδιεγερτικών ναρκωτικών μπορεί να προσφέρει μια γρήγορη ματιά στη Νιρβάνα, αλλά όχι την ίδια τη Νιρβάνα. Η θέση είναι ότι η Νιρβάνα ή η διαρκής φώτιση ή η αληθινή πνευματική ανάπτυξη μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσω της επίμονης άσκησης της αληθινής αγάπης.

Κοντολογίς, λοιπόν, η προσωρινή απώλεια των συνόρων του εγώ που συνεπάγεται το ερωτικό αίσθημα και η σεξουαλική σχέση, όχι μόνο μας οδηγεί σε δεσμεύσεις με άλλους ανθρώπους με τους οποίους μπορεί να αρχίσει η αληθινή αγάπη, αλλά και μας δίνει μια πρόγευση από (και συνεπώς το κέντρισμα προς) την πιο διαρκή μυστική έκσταση που μπορεί να γίνει δική μας έπειτα από μια ολόκληρη ζωή αγάπης. Από την άποψη αυτή, το ερωτικό αίσθημα, αν και δεν είναι το ίδιο αγάπη, αποτελεί ωστόσο ένα μέρος της μεγάλης και μυστηριακής περιπέτειας της αγάπης.

Nietzsche: Τι είναι το κράτος;

Το νέο Είδωλο: Ο Λεβιάθαν - το Τέρας

§1 Προ-Κατανοήσεις

Ο σημερινός άνθρωπος είναι τόσο μπερδεμένος, που στην χοντροκομμένη αυταρέσκεια του συνωμοτικού δικαστηρίου της δειλίας, του περιβόητου κράτους, αναζητεί τη δική του ευτυχία. Έτσι θυσιάζει τον εαυτό του για χάρη ενός ειδώλου, που τον απατά και τον ευτελίζει. Συμβαίνει λοιπόν να βασιλεύει πάνω στη γέρικη γη, σύμφωνα με τον Νίτσε, μια τερατώδης πολιτικο-κρατική οντότητα, της οποίας τα κύρια συστατικά συνυφαίνονται με την σκοτεινή φύση των πάσης φύσεως εθνικισμών, δημοκρατιών, σοσιαλισμών και των αντίστοιχων τύπων κυβερνήσεων και διακυβερνήσεων. Αυτή η οντότητα, το σύγχρονο κράτος, είναι στ’ αλήθεια ο Λεβιάθαν, που παρουσιάζεται ως φύλακας των λαών και έτσι αξιώνει να κηδεμονεύει, με τη διαμεσολάβηση των νόμων, τους πάντες και τα πάντα. Αλλά αυτός ο Λεβιάθαν δεν είναι κάποιος θεός, κάποιος σωτήρας ή λυτρωτής των ανθρώπων, παρά ένα τέρας, ένα ψευδολόγο και αρπακτικό θηρίο. Είναι ακριβώς αυτό που διακηρύσσει. Τι διακηρύσσει; Μια ψυχρή λειτουργία και μια απρόσωπη διαχείριση: δρα ύπουλα και δυναστεύει τυφλά τους λαούς, στο όνομα μάλιστα αυτών λαών. Έτσι όπου είναι παρόν το κράτος, ωσεί παρών είναι και ο λαός. Αλλά ποιος λαός; Η αγέλη, που οι αισθήσεις της είναι τυλιγμένες με ψέματα/ψευδαισθήσεις και απάτες αίσθησης.

§2 Κατανοήσεις


Στον Ζαρατούστρα (πρώτο μέρος-ομιλία 11) ο Νίτσε απεικονίζει ως εξής αυτό τον Λεβιάθαν – το Τέρας:

«Υπάρχουν ακόμα κάπου λαοί και αγέλες, όχι όμως σε μας, αδελφοί μου: εδώ υπάρχουν κράτη. Κράτος; Τι είναι αυτό; Λοιπόν! Ανοίξτε τώρα τα αφτιά σας, γιατί θα σας μιλήσω για το θάνατο των λαών. Κράτος λέγεται το πιο ψυχρό απ’ όλα τα ψυχρά τέρατα. Ψυχρά επίσης ψεύδεται και τούτο το ψέμα σέρνεται από το στόμα του: «Εγώ, το κράτος, είμαι ο λαός». Αυτό κι αν είναι Ψέμα! Δημιουργοί ήταν εκείνοι που δημιούργησαν τους λαούς και που κρέμασαν μια πίστη και μια αγάπη από πάνω τους: έτσι υπηρέτησαν τη ζωή. Εξολοθρευτές είναι εκείνοι που στήνουν παγίδες για τους πολλούς και αποκαλούνται κράτος: κρεμούν ένα σπαθί κι εκατό επιθυμίες από πάνω τους. Όπου υπάρχει ακόμη λαός, δεν καταλαβαίνει το κράτος και το μισεί σαν κακό μάτι και σαν αμαρτία έναντι των ηθών και των δικαιωμάτων».

Τι μας λέει εδώ ο Νίτσε; Πως το κράτος, ως το πιο ψυχρό από όλα τα ψυχρά τέρατα, υπονομεύει την αληθινή ύπαρξη των λαών, ταυτίζοντας τον εαυτό του με την έννοια του λαού. Ετούτη η ταύτιση είναι μια παγίδα για τους λαούς, καθώς το κράτος-καταστροφέας εξολοθρεύει τη δημιουργική τους πνοή και τους μετατρέπει σε μια θλιβερή, αυτο-προδομένη μάζα καταπιεσμένων όντων που «εργάζονται» με όλη τους τη «λαϊκουριά» και με περισσό ζήλο για την ευτυχία των καταστροφέων τους. Ό,τι ακριβώς συμβαίνει και στη σημερινή ελλαδική πραγματικότητα: τα πιο αδηφάγα τέρατα της κρατικής μηχανής, όσο πιο αδηφάγα είναι –και μάλιστα με «σοσιαλ-αριστερό» μανδύα– τόσο πιο φιλολαϊκά εμφανίζονται. Έτσι αποκοιμίζουν τον λαό με ψευδαισθήσεις παραμυθίας, οι οποίες τελικά αποβαίνουν ολέθριες για την ίδια την ύπαρξή του, βιοτική και πολιτισμική. Και είναι τότε που από δημιουργικός λαός γίνεται ένας ξέπνοος στυλοβάτης των πιο αντιδραστικών-σκοταδιστικών δυνάμεων: γίνεται ένα άβουλο κυβερνώμενο res, που γελοιοποιεί με την ίδια του τη συμπεριφορά τα πιο ευγενικά του συναισθήματα.

Ιωάννης ο Βαπτιστής και ευαγγελικοί τραγέλαφοι

Όπως μαθαίνουμε από τις «ιερές» γραφές, ο άνθρωπος που προετοίμασε το έδαφος για τον ερχομό και την διδασκαλία του Ιησού, ήταν ο γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, ο Ιωάννης. Ο Ιωάννης (που αξίζει ν’ αναφερθεί ότι γεννήθηκε «θαυματουργικώς» από στείρα γυναίκα, μετά από παρέμβαση «αγγέλου Κυρίου») για τον λόγο αυτόν ονομάστηκε «Πρόδρομος». Προς τον σκοπό αυτό, ζώντας σαν ασκητής και τρώγοντας ακρίδες, κήρυττε το «Μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η βασιλεία των ουρανών» κι άρχισε να βαπτίζει τον κόσμο και να τον προετοιμάζει για την «βασιλεία των ουρανών». Κατ’ εντολήν του ίδιου του Θεού, ανέλαβε να βαπτίσει τον Ιησού και γι’ αυτό ονομάστηκε και «Βαπτιστής». Πρέπει να τονίσουμε ότι πριν την βάπτιση προηγείται πάντοτε η μύηση (σε τι;) άρα ο Ιωάννης ήταν δάσκαλός του.

Ο Ιωάννης, που ήταν σχεδόν συνομήλικος του Ιησού, δεν γνώριζε προσωπικά τον «Μεσσία». Σύμφωνα με το «Κατά Ιωάννην» ευαγγέλιο (1: 33), ο Θεός του είπε ότι θα τον αναγνώριζε από το Άγιο Πνεύμα που θα καθόταν πάνω από το κεφάλι του, όταν θα τον βάπτιζε. Όπως και συνέβη, σύμφωνα με τα «Κατά Ματθαίον» (3: 16-17), «Κατά Μάρκον» (1: 10-11) και «Κατά Λουκάν» (3: 21-22) ευαγγέλια… Το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε με την μορφή περιστεριού και κάθησε πάνω από τον Ιησού, ενώ την ίδια στιγμή ακούστηκε η φωνή του Θεού να λέει: «Αυτός είναι ο γιος μου ο αγαπητός, στον οποίο δείχνω την εύνοιά μου» (το δόγμα του υιοθετισμού). Το «Κατά Ιωάννην» όμως, παρ’ ότι κάνει κι αυτό αναφορά στο «πουλί», δεν λέει λέξη για την «φωνή Κυρίου». Επιπλέον, σύμφωνα με το ίδιο ευαγγέλιο, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, δεν φαίνεται να περιμένει καθόλου την εμφάνιση του «πουλιού» για να αναγνωρίσει ποιον πραγματικά βαπτίζει. Χωρίς, όπως έχει προαναφερθεί, να γνωρίζει τον Ιησού, με το που τον βλέπει, λέει: «Αυτός είναι ο αμνός του Θεού!» (1: 29).

Βέβαια, εδώ προκύπτει ένα ουσιώδες ερώτημα: Γιατί θα έπρεπε να βαπτιστεί ο Ιησούς; Ως γνωστόν, η βάπτιση τελείται προς εξαγνισμό των ανθρώπων από το «προπατορικό αμάρτημα», το οποίο -σύμφωνα με την ιουδαιοχριστιανική παράδοση- φέρουν όλοι όσοι έρχονται στη ζωή. Όλοι δηλαδή, οι άνθρωποι, γεννιούνται «αμαρτωλοί» (ψαλ. 50.7). Ο Ιησούς όμως, όπως λένε, δεν γεννήθηκε όπως οι κοινοί θνητοί, αλλά μέσω της «αμώμου συλλήψεως» διά του Αγίου Πνεύματος, από «παρθένα» μητέρα. Αφού λοιπόν ο Ιησούς, ως «μονογενής υιός του Θεού» γεννήθηκε αναμάρτητος, προς τι η χρεία της βάπτισης; Για ποιο πράγμα θα έπρεπε να «μετανοήσει»; Μήπως θα μπορούσε να μας διαφωτίσει σ’ αυτό το σημείο ο «Ύψιστος»; ή μήπως ήταν μύηση; και σε τι;

Ο τραγέλαφος και οι «ιερές» αντιφάσεις όμως, συνεχίζονται λίγο παρακάτω, όπου ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, παρ’ ότι έχει δει αυτά τα θεΐκά σημάδια (ή σύμφωνα με το «Κατά Ιωάννην» δεν τα χρειάστηκε καν), λίγο αργότερα κι ενώ βρίσκεται στη φυλακή, στέλνει δύο απ’ τους μαθητές του Ιησού, να τον ρωτήσουν, τι, λέτε; Άκουσον, άκουσον! Εάν «Εσύ είσαι ο Mεσσίας που είναι να έρθει ή περιμένουμε άλλον;»!!! («Κατά Ματθαίον» 11: 2-3 και «Κατά Λουκάν» 7: 19). Ο άνθρωπος που κατά θείαν εντολή, προετοίμαζε το έδαφος για τον ερχομό του «Μεσσία»· ο άνθρωπος που τον βάπτισε· ο άνθρωπος που είδε -κι όχι μόνο αυτός- το «πουλί» να κάθεται πάνω στον Ιησού· ο άνθρωπος που άκουσε -όπως και όλοι οι παρεβρισκόμενοι- την φωνή του Θεού να εκδηλώνει την εύνοιά του στον «γιο» του, εμφανίζεται κλονισμένος και εκφράζει αμφιβολίες! Γιατί άραγε; Τι άλλο ήθελε για να πειστεί;

Οι ευαγγελικοί τραγέλαφοι δεν σταματούν εδώ. Ο Ιησούς αναλαμβάνει να διαλύσει τις αμφιβολίες του Ιωάννη. Η απλή λογική λέει πως, τι καλύτερο επιχείρημα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει εκτός από τα ίδια τα θεΐκά σημάδια; Το «πουλί» και την «φωνή Κυρίου» που ακούστηκε; Είναι γνωστόν όμως ότι οι «ιερές» γραφές στερούνται πάσης λογικής, οπότε θα ήταν ευσεβής πόθος και κάτι το ανεδαφικό, να την συναντούσαμε εδώ, ακόμη κι απ’ τον ίδιο τον Ιησού. Έτσι, ο «Μεσσίας» αντί να επικαλεστεί αυτά τα «σημάδια», προτιμά να επικαλεστεί τα…ανύπαρκτα «θαύματά» του… («Κατά Ματθαίον» 11: 4-5 και «Κατά Λουκάν» 7: 22-23). Πιάσ’ τ’ αβγό και κούρευ’ το δηλαδή…

Τελικά, αν δεν πάρει κάποιος μερικά χαπάκια ή δεν κτυπήσει ενέσεις, δεν υπάρχει περίπτωση να βρει ειρμό και λογική συνέχεια στις «θεόπνευστες» και «ιερές» γραφές…

ΔΕΣ


Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΕΡΙ ΑΝΤΙΔΟΣΕΩΣ

ΙΣΟΚΡ 15.17–23

Έκκληση για υπομονή και αμεροληψία των δικαστών

Σε αυτό το έργο του ο Ισοκράτης, σε ηλικία ογδόντα δύο ετών πια, δανείζεται την εξωτερική τυπολογία ενός λόγου περί αντιδόσεως , για να συνθέσει μια απολογία για τις απόψεις και τον βίο του. Στην αρχή του εκτενούς προοιμίου υποστήριξε ότι η πρόκληση που δέχτηκε από τον Λυσίμαχο για ανταλλαγή των περιουσιών τους (ἀντίδοσις) του δίνει την ευκαιρία να αντικρούσει τις συκοφαντίες όσων τον εχθρεύονταν και να σκιαγραφήσει με σαφήνεια την προσωπικότητα και τη δραστηριότητά του. Συνεχίζοντας έκανε λόγο για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά τη συγγραφή εξαιτίας του στόχου του να παραθέσει, πέρα από τα συνηθισμένα δικανικά επιχειρήματα, τις απόψεις του περί "φιλοσοφίας" (με τον όρο ο Ισοκράτης εννοεί την πνευματική καλλιέργεια που προσέφερε ο ίδιος με τη διδασκαλία της ρητορικής, καταρτίζοντας ανθρώπους της δράσεως), αλλά και εξαιτίας των διαβολών που διατύπωσε προηγουμένως ο αντίδικός του.

[17] Δέομαι οὖν ὑμῶν μήτε πιστεύειν πω μήτ’ ἀπιστεῖν
τοῖς εἰρημένοις, πρὶν ἂν διὰ τέλους ἀκούσητε καὶ τὰ παρ’
ἡμῶν, ἐνθυμουμένους ὅτι οὐδὲν ἂν ἔδει δίδοσθαι τοῖς φεύ-
γουσιν ἀπολογίαν, εἴπερ οἷόν τ’ ἦν ἐκ τῶν τοῦ διώκοντος
λόγων ἐψηφίσθαι τὰ δίκαια. νῦν δ’ εἰ μὲν εὖ τυγχάνει
κατηγορηκὼς ἢ κακῶς, οὐδεὶς ἂν τῶν παρόντων ἀγνοή-
σειεν· εἰ δ’ ἀληθέσι κέχρηται τοῖς λόγοις, οὐκέτι τοῦτο τοῖς
κρίνουσι γνῶναι ῥᾴδιον ἐξ ὧν ὁ πρότερος εἴρηκεν, ἀλλ’
ἀγαπητὸν ἢν ἐξ ἀμφοτέρων τῶν λόγων ἐκλαβεῖν δυνηθῶσιν
τὸ δίκαιον.

[18] Οὐ θαυμάζω δὲ τῶν πλείω χρόνον διατριβόντων
ἐπὶ ταῖς τῶν ἐξαπατώντων κατηγορίαις ἢ ταῖς ὑπὲρ
αὑτῶν ἀπολογίαις, οὐδὲ τῶν λεγόντων ὡς ἔστι μέγιστον
κακὸν διαβολή· τί γὰρ ἂν γένοιτο ταύτης κακουργότερον,
ἣ ποιεῖ τοὺς μὲν ψευδομένους εὐδοκιμεῖν, τοὺς δὲ μηδὲν
ἡμαρτηκότας δοκεῖν ἀδικεῖν, τοὺς δὲ δικάζοντας ἐπιορ-
κεῖν, ὅλως δὲ τὴν μὲν ἀλήθειαν ἀφανίζει, ψευδῆ δὲ δόξαν
παραστήσασα τοῖς ἀκούουσιν ὃν ἂν τύχῃ τῶν πολιτῶν
ἀδίκως ἀπόλλυσιν; [19] ἃ φυλακτέον ἐστίν, ὅπως μηδὲν
ὑμῖν συμβήσεται τοιοῦτον, μηδ’ ἃ τοῖς ἄλλοις ἂν ἐπιτι-
μήσαιτε τούτοις αὐτοὶ φανήσεσθε περιπίπτοντες. οἶμαι
δ’ ὑμᾶς οὐκ ἀγνοεῖν ὅτι τῇ πόλει πολλάκις οὕτως ἤδη
μετεμέλησε τῶν κρίσεων τῶν μετ’ ὀργῆς καὶ μὴ μετ’ ἐλέγ-
χου γενομένων, ὥστ’ οὐ πολὺν χρόνον διαλιποῦσα παρὰ
μὲν τῶν ἐξαπατησάντων δίκην λαβεῖν ἐπεθύμησε, τοὺς
δὲ διαβληθέντας ἡδέως ἂν εἶδεν ἄμεινον ἢ πρότερον πράτ-
τοντας.

[20] Ὧν χρὴ μεμνημένους μὴ προπετῶς πιστεύειν τοῖς
τῶν κατηγόρων λόγοις, μηδὲ μετὰ θορύβου καὶ χαλεπότη-
τος ἀκροᾶσθαι τῶν ἀπολογουμένων. καὶ γὰρ αἰσχρὸν ἐπὶ
μὲν τῶν ἄλλων πραγμάτων ἐλεημονεστάτους ὁμολογεῖ-
σθαι καὶ πραοτάτους ἁπάντων εἶναι τῶν Ἑλλήνων, ἐπὶ δὲ
τοῖς ἀγῶσι τοῖς ἐνθάδε γιγνομένοις τἀναντία τῇ δόξῃ
ταύτῃ φαίνεσθαι πράττοντας· [21] καὶ παρ’ ἑτέροις μὲν
ἐπειδὰν περὶ ψυχῆς ἀνθρώπου δικάζωσι, μέρος τι τῶν
ψήφων ὑποβάλλεσθαι τοῖς φεύγουσι, παρ’ ὑμῖν δὲ μηδὲ
τῶν ἴσων τυγχάνειν τοὺς κινδυνεύοντας τοῖς συκοφαντοῦ-
σιν, ἀλλ’ ὀμνύναι μὲν καθ’ ἕκαστον τὸν ἐνιαυτὸν ἦ μὴν
ὁμοίως ἀκροάσεσθαι τῶν κατηγορούντων καὶ τῶν ἀπο-
λογουμένων, [22] τοσοῦτον δὲ τὸ μεταξὺ ποιεῖν, ὥστε τῶν
μὲν αἰτιωμένων ὅ τι ἂν λέγωσιν ἀποδέχεσθαι, τῶν δὲ τού-
τους ἐξελέγχειν πειρωμένων ἐνίοτε μηδὲ τὴν φωνὴν
ἀκούοντας ἀνέχεσθαι, καὶ νομίζειν μὲν ἀοικήτους εἶναι
ταύτας τῶν πόλεων ἐν αἷς ἄκριτοί τινες ἀπόλλυνται τῶν
πολιτῶν, ἀγνοεῖν δ’ ὅτι τοῦτο ποιοῦσιν οἱ μὴ κοινὴν τὴν
εὔνοιαν τοῖς ἀγωνιζομένοις παρέχοντες. [23] ὃ δὲ πάντων
δεινότατον, ὅταν τις αὐτὸς μὲν κινδυνεύων κατηγορῇ τῶν
διαβαλλόντων, ἑτέρῳ δὲ δικάζων μὴ τὴν αὐτὴν ἔχῃ γνώ-
μην περὶ αὐτῶν. καίτοι χρὴ τοὺς νοῦν ἔχοντας τοιούτους
εἶναι κριτὰς τοῖς ἄλλοις, οἵων περ ἂν αὐτοὶ τυγχάνειν
ἀξιώσειαν, λογιζομένους ὅτι διὰ τοὺς συκοφαντεῖν τολ-
μῶντας ἄδηλον ὅστις εἰς κίνδυνον καταστὰς ἀναγκασθή-
σεται λέγειν ἅπερ ἐγὼ νῦν πρὸς τοὺς μέλλοντας περὶ
αὐτοῦ τὴν ψῆφον διοίσειν.

***
Παρακαλώ λοιπόν υμάς να μη δεικνύετε ακόμη εμπιστοσύνην ούτε δυσπιστίαν προς όσα έχουν λεχθή, προτού ακούσητε μέχρι τέλους όλα τα επιχειρήματα ημών, έχοντες υπόψιν σας ότι δεν θα υπήρχε καμμία ανάγκη να δίδεται το δικαίωμα της απολογίας εις τους κατηγορουμένους, εάν βεβαίως ήτο δυνατόν μόνον εκ των λόγων του κατηγόρου να εκδώσετε δικαίαν απόφασιν. Τώρα δε, εάν μεν έχει συνθέσει καλώς ή κακώς την κατηγορίαν του, όλοι οι παρόντες γνωρίζουν, εάν δε οι λόγοι του είναι αληθείς, περί τούτου οι δικασταί να κρίνουν ευκόλως στηριζόμενοι εις τους λόγους, τους οποίους είπεν ο πρώτος, αλλά θα πρέπει να είναι τις ευχαριστημένος, εάν τη βοηθεία των δύο λόγων δυνηθούν να διακρίνουν το δίκαιον.

Δεν παραξενεύομαι δε δι' εκείνους, οι οποίοι καταναλίσκουν περισσότερον χρόνον προς ανασκευήν των κατηγοριών των εξαπατώντων παρά διά την απολογίαν των, ούτε παραξενεύομαι διά τους λέγοντας, ότι είναι μέγιστον κακόν η διαβολή· πράγματι, τι ημπορεί να γίνη επιβλαβέστερον ταύτης; διότι αύτη συντελεί ώστε οι μεν ψευδόμενοι να ευδοκιμούν, οι δε όλως διόλου αθώοι να φαίνωνται ότι είναι ένοχοι, οι δε δικασταί να γίνωνται επίορκοι, εν γένει δε η διαβολή την μεν αλήθειαν εξαφανίζει, σχηματίζουσα δε ψευδή γνώμην εις τους ακούοντας καταστρέφει αδίκως όποιον τύχη εκ των πολιτών. Από αυτά πρέπει να προφυλαχθήτε, πώς δεν θα συμβή τοιούτον τι εις σας, και πώς δεν θα φανήτε ότι περιπίπτετε εις τας αυτάς πλάνας διά τας οποίας ηθέλετε επιτιμήσει τους άλλους. Νομίζω ότι σεις δεν αγνοείτε, ότι η πόλις πολλάκις ήδη τόσον πολύ μετεμελήθη διά τας αποφάσεις τας οποίας έλαβε με οργήν και όχι επί τη βάσει αποδείξεων, ώστε μετ' ολίγον χρόνον επεθύμησε να τιμωρήση εκείνους, οι οποίοι την είχον εξαπατήσει, και με ευχαρίστησιν θα έβλεπε τους συκοφαντουμένους περισσότερον ευτυχείς παρά πρότερον. Ταύτα λοιπόν ενθυμούμενοι πρέπει να μη δίδετε πίστιν ευκόλως εις τους λόγους των κατηγόρων, ούτε να ακούετε τους απολογουμένους με θόρυβον και αυστηρότητα προς αυτούς. Διότι θα ήτο και μεγάλη εντροπή εις μεν τα άλλα ζητήματα να ομολογήται ότι είσθε οι περισσότερον ελεήμονες και πράοι εξ όλων των Ελλήνων, εις δε τους δικαστικούς αγώνας, οι οποίοι γίνονται εδώ, να φαίνεσθε ότι πράττετε τα αντίθετα προς την τοιαύτην περί υμών γνώμην· και εις άλλους μεν λαούς, όταν δικάζουν δίκην κατά την οποίαν κινδυνεύει η ζωή του ανθρώπου, ένα μέρος των ψήφων να προσθέτουν εις τους κατηγορουμένους, εις σας δε να μη τυγχάνουν ούτε ίσης μεταχειρίσεως οι κινδυνεύοντες με τους συκοφάντας των, αλλά να ορκίζεσθε μεν έκαστον έτος ότι θα κρίνετε αμερολήπτως τους κατηγορουμένους και απολογουμένους, κατά τόσον όμως διάφορον τρόπον να δικάζετε αυτούς, ώστε να παραδέχεσθε παν ό,τι λέγουν οι κατηγορούντες, να μη ανέχεσθε όμως να ακούσετε ενίοτε ούτε την φωνήν εκείνων, οι οποίοι προσπαθούν να τους ελέγχουν διά τα ψεύδη των, και να νομίζετε ότι δεν είναι δυνατόν να κατοικηθούν εκείναι αι πόλεις, εις τας οποίας μερικοί πολίται χάνονται άκριτοι, να αγνοήτε δε ότι τούτο πράττουν όσοι δεν δεικνύουν αμεροληψίαν απέναντι των αντιδίκων. Το δε πλέον σκανδαλώδες από όλα είναι τούτο, το να κατηγορεί κανείς ο ίδιος τους συκοφάντας, όταν κινδυνεύη, να μη έχη δε την αυτήν γνώμην περί αυτών όταν κρίνη άλλον. Και όμως πρέπει οι λογικοί άνθρωποι τοιουτοτρόπως να κρίνουν τους άλλους, όπως θα είχαν την αξίωσιν να κρίνωνται αυτοί οι ίδιοι από τους άλλους, σκεπτόμενοι ότι εξ αιτίας των συκοφαντιών είναι άδηλον ποίος ευρεθείς εις κίνδυνον θα αναγκασθή να λέγη εκείνα τα οποία εγώ λέγω τώρα, ενώπιον εκείνων, οι οποίοι θα ψηφίσουν διά την τύχην του.