Σάββατο 19 Ιουνίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἀντιγόνη (1155-1191)

ΑΓΓΕΛΟΣ
1155 Κάδμου πάροικοι καὶ δόμων Ἀμφίονος,
οὐκ ἔσθ᾽ ὁποῖον στάντ᾽ ἂν ἀνθρώπου βίον
οὔτ᾽ αἰνέσαιμ᾽ ἂν οὔτε μεμψαίμην ποτέ.
τύχη γὰρ ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει
τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ᾽ ἀεί·
1160 καὶ μάντις οὐδεὶς τῶν καθεστώτων βροτοῖς.
Κρέων γὰρ ἦν ζηλωτός, ὡς ἐμοί, ποτέ,
σώσας μὲν ἐχθρῶν τήνδε Καδμείαν χθόνα,
λαβών τε χώρας παντελῆ μοναρχίαν
ηὔθυνε, θάλλων εὐγενεῖ τέκνων σπορᾷ·
1165 καὶ νῦν ἀφεῖται πάντα. τὰς γὰρ ἡδονὰς
ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ
ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν.
πλούτει τε γὰρ κατ᾽ οἶκον, εἰ βούλῃ, μέγα,
καὶ ζῆ τύραννον σχῆμ᾽ ἔχων, ἐὰν δ᾽ ἀπῇ
1170 τούτων τὸ χαίρειν, τἄλλ᾽ ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς
οὐκ ἂν πριαίμην ἀνδρὶ πρὸς τὴν ἡδονήν.
ΧΟ. τί δ᾽ αὖ τόδ᾽ ἄχθος βασιλέων ἥκεις φέρων;
ΑΓ. τεθνᾶσιν· οἱ δὲ ζῶντες αἴτιοι θανεῖν.
ΧΟ. καὶ τίς φονεύει; τίς δ᾽ ὁ κείμενος; λέγε.
1175 ΑΓ. Αἵμων ὄλωλεν· αὐτόχειρ δ᾽ αἱμάσσεται.
ΧΟ. πότερα πατρῴας, ἢ πρὸς οἰκείας χερός;
ΑΓ. αὐτὸς πρὸς αὑτοῦ, πατρὶ μηνίσας φόνου.
ΧΟ. ὦ μάντι, τοὔπος ὡς ἄρ᾽ ὀρθὸν ἤνυσας.
ΑΓ. ὡς ὧδ᾽ ἐχόντων τἄλλα βουλεύειν πάρα.
1180 ΧΟ. καὶ μὴν ὁρῶ τάλαιναν Εὐρυδίκην ὁμοῦ
δάμαρτα τὴν Κρέοντος· ἐκ δὲ δωμάτων
ἤτοι κλύουσα παιδὸς ἢ τύχῃ περᾷ.
ΕΥΡΥΔΙΚΗ
ὦ πάντες ἀστοί, τῶν λόγων ἐπῃσθόμην
πρὸς ἔξοδον στείχουσα, Παλλάδος θεᾶς
1185 ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος.
καὶ τυγχάνω τε κλῇθρ᾽ ἀνασπαστοῦ πύλης
χαλῶσα, καί με φθόγγος οἰκείου κακοῦ
βάλλει δι᾽ ὤτων· ὑπτία δὲ κλίνομαι
δείσασα πρὸς δμωαῖσι κἀποπλήσσομαι.
1190 ἀλλ᾽ ὅστις ἦν ὁ μῦθος αὖθις εἴπατε·
κακῶν γὰρ οὐκ ἄπειρος οὖσ᾽ ἀκούσομαι.

***
ΑΓΓΕΛΟΣ
Ω εσείς που πλάι καθόστε στα παλάτια
του Κάδμου και τ᾽ Αμφίονα, δεν υπάρχει
άνθρωπος, που όσο θα βαστά η ζωή του,
ή να τον μακαρίσω ή να τον κλάψω·
γιατ᾽ είναι η τύχη πάντα που ανυψώνει
τον ένα ευτυχισμένο κι έναν άλλο
δυστυχισμένο τον σωριάζει χάμω·
και κανείς δε μπορεί να προφητέψει
1160 το τί φυλάει η Μοίρα στους ανθρώπους.
Κι ο Κρέοντας μια φορά, όσο για μένα,
ζηλευτός ήταν, γιατ᾽ αφού είχε σώσει
την πόλη αυτή του Κάδμου απ᾽ τους εχθρούς της
και πήρε την απόλυτη εξουσία
της χώρας, κυβερνούσε ευτυχισμένος
ανάμεσα στα ευγενικά παιδιά του.
Και τώρα όλα χαθήκανε, γιατί όταν
κάθε χαρά τον άνθρωπο προδώσει,
δε θα πω εγώ πως αυτός ζει, τον παίρνω
για ζωντανό νεκρό· σώριαζε να ᾽χεις
στα σπίτια σου, αν σ᾽ αρέσει, άμετρα πλούτη,
πήγαινε να ᾽σαι βασιλιάς με τα όλα,
αν απ᾽ αυτά λείπει η χαρά, εγώ τ᾽ άλλα
δε θα ᾽θελα να του τ᾽ αγόραζα ούτε
1170 με σκιά καπνού, μπρος στης χαράς τη γλύκα.
ΧΟΡ. Ποιά ᾽ναι αυτή πάλι η συφορά που φέρνεις
στους βασιλιάδες; ΑΓΓ. Έχουν σκοτωθεί,
κι οι ζωντανοί αφορμή του σκοτωμού των.
ΧΟΡ. Ποιός σκότωσε; Ποιός είναι ο σκοτωμένος;
ΑΓΓ. Ο Αίμονας πάει, σφαγμένος με το χέρι —
ΧΟΡ. Του πατέρα του τάχα, ή το δικό του;
ΑΓΓ. Ο ίδιος με το δικό του μανιασμένος
με το γονιό του εξ αφορμής του φόνου.
ΧΟΡ. Ω μάντη, τί σωστά όσα είπες βγαίνουν.
ΑΓΓ. Έτσι ᾽ναι αυτά· καιρός για τ᾽ άλλα τώρα
να γίνει σκέψη. ΧΟΡ. Μα νά, βλέπω φτάνει
1180 κατά δω κι η ταλαίπωρη η γυναίκα
του Κρέοντα, η Ευρυδίκη, είτε άκουσε
για το παιδί της τίποτα, ή κι έτσι
έτυχε απ᾽ το παλάτι έξω να βγαίνει.
ΕΥΡΥΔΙΚΗ
Ω εσείς πολίτες, πήρανε τ᾽ αυτιά μου
τα λόγια σας, ενώ ήμουνε για νά ᾽βγω
να πάω να προσκυνήσω και να τάξω
τη θεά Παλλάδα· κι έτυχε την ώρα
που σήκωνα το σύρτη για ν᾽ ανοίξω,
και μου χτυπά σα μια βουή στ᾽ αυτιά μου
σπιτικής συφοράς· απ᾽ την τρομάρα
μου κόβουνται τα γόνατα και γέρνω
παράλυτη στα χέρια τω δουλώ μου·
1190 μα ό,τι και να ᾽ναι ξαναπέτε μού τα
τί λέγατε, κι αμάθητη δεν είμαι
εγώ από συφορές για να τ᾽ ακούσω.

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία: 4. Αλεξανδρινή ή Ελληνιστική εποχή (323-31 π.Χ.)

4.1. Ιστορικές συνθήκες


«Κι απ᾽ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ᾽ εμείς·
Ελληνικός καινούργιος κόσμος, μέγας
».
Κ. Καβάφης, «Στα 200 π.Χ.»

Οι κατακτήσεις του Μεγαλέξανδρου προκάλεσαν μεγάλες αλλαγές στον Ελληνισμό.

Ως τότε ο ελληνικός κόσμος παρουσίαζε μιαν ομαλή και ισοζυγιασμένη εικόνα. Υπήρχε ένας πυρήνας, ο ελλαδικός χώρος, ενώ πέρα από τις θάλασσες, στα παράλια της Μεσογείου και του Πόντου, οι αποικισμοί είχαν δημιουργήσει ένα περιφερειακό στεφάνι από ελληνικές εγκαταστάσεις. Ο πυρήνας στήριζε και τροφοδοτούσε την περιφέρεια και η περιφέρεια στήριζε και τροφοδοτούσε τον πυρήνα. Ακόμα, τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στις περιφερειακές εγκαταστάσεις, οι πληθυσμοί είχαν κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία, ήθη και έθιμα - όλα ελληνικά. Πολιτική μονάδα αποτελούσε η πόλη-κράτος και μόνο το πολίτευμα παράλλαζε από τόπο σε τόπο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην περιφέρεια, όπου μάλιστα οι Ελληνικές πόλεις στη Μικρασία τύχαινε και να βρεθούν υποταγμένες στους Πέρσες.

Αυτά τώρα άλλαξαν καθώς ο Μεγαλέξανδρος κατάλυσε το περσικό κράτος και οδήγησε τον Ελληνισμό ανατολικά ως τον Ινδό ποταμό και νότια ως την Αίγυπτο. Έτσι οι Έλληνες κυριάρχησαν σε πλήθος ξένους, αλλόγλωσσους και αλλόθρησκους λαούς - λαούς που ως ένα σημείο θέλησαν, ως ένα σημείο υποχρεώθηκαν να ελληνίσουν, δηλαδή να μάθουν ελληνικά και να δεχτούν κάθε λογής ελληνικές πολιτισμικές επιδράσεις. Από αυτούς τους ελληνίζοντες ξένους πήρε το όνομά της η Ελληνιστική εποχή, που όμως συχνά την ονομάζουμε και Αλεξανδρινή - όχι από τον Μεγαλέξανδρο, αλλά από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, που για αιώνες αποτέλεσε το σημαντικότερο πνευματικό κέντρο.

Μετά τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου, το 323 π.Χ., οι κατακτήσεις του μοιράστηκαν, όχι χωρίς αμφισβητήσεις και πολέμους, στους Διαδόχους. Από τα βασίλεια που δημιουργήθηκαν ξεχώρισαν με την ακμή τους το βασίλειο των Σελευκιδών στη Συρία, με πρωτεύουσα την Αντιόχεια, το βασίλειο των Ατταλιδών στη Μικρασία, με πρωτεύουσα την Πέργαμο, και το βασίλειο των Πτολεμαίων στη βόρεια Αφρική, με πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια. Σημαντικό κέντρο στάθηκε για ένα διάστημα και η μακεδονική Πέλλα, πρωτεύουσα του βασιλείου των Αντιγονιδών.

Αυτός ο «καινούργιος κόσμος» ήταν πραγματικά «μέγας»: απέραντες οι επικράτειες, πελώριες οι αποστάσεις, αμέτρητα τα πλήθη των λαών, πολυάνθρωπες οι πολιτείες, τεράστια η κλίμακα των εμπορικών και άλλων επιχειρήσεων. Τα ελληνικά προϊόντα είχαν ζήτηση στην Ανατολή, όπως και πολλά ανατολικά προϊόντα είχαν ζήτηση στις ελληνικές περιοχές. Έτσι, οι βιοτεχνίες πολλαπλασίασαν την παραγωγή τους, οι μεταφορές, ιδιαίτερα οι θαλασσινές, αναπτύχτηκαν και οι εμπορικές και τραπεζικές επιχειρήσεις πρόσφεραν ευκαιρίες για κέρδη αμύθητα.

Αποφασιστικό ιστορικό φαινόμενο της εποχής ήταν η ανάδειξη και η ραγδαία προέλαση των Ρωμαίων, που υπόταξαν τη μια μετά την άλλη πρώτα τις ελληνικές, ύστερα και τις ελληνοκρατούμενες χώρες: η υποταγή των ελληνικών περιοχών της Κάτω Ιταλίας ολοκληρώθηκε το 270 π.Χ., της Σικελίας το 210 π.Χ., της Μακεδονίας και της Ηπείρου το 148 π.Χ. και της υπόλοιπης Ελλάδας το 146 π.Χ. Το 133 π.Χ. ο βασιλιάς της Περγάμου κληροδότησε το μικρασιατικό βασίλειο του στους Ρωμαίους· το 64 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατάκτησαν τη Συρία και το 31 π.Χ., μετά τη νίκη του στη ναυμαχία του Ακτίου, ο Οκταβιανός Αύγουστος κατάλυσε οριστικά και την εξουσία των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο. Η τελευταία αυτή χρονολογία αποτελεί το συμβατικό όριο ανάμεσα στην Ελληνιστική ή Αλεξανδρινή εποχή και στην Ελληνορωμαϊκή που ακολούθησε.

Έρωτας και ερωτική επιθυμία στον Πλάτωνα

Ο σεξουαλικός τομέας είναι ένας από τους τομείς όπου αποκαλύπτονται οι πολύπλοκες σχέσεις που διατηρεί καθένας μας με το σώμα του και με το σώμα των άλλων. Κι αυτό, γιατί αφενός οι σεξουαλικές σχέσεις είναι οι πιο έντονες σχέσεις που μπορούμε να έχουμε με τους άλλους, αφετέρου διότι η ερωτική επιθυμία είναι πάντα ένα άνοιγμα προς τον άλλον, ταυτοχρόνως στη σωματικότητα και την υποκειμενικότητά του.

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η ερωτική επιθυμία είναι εγγεγραμμένη στη ζωώδη φύση του ανθρώπου που δεν έχει τίποτα κοινό με τον έρωτα, που αντιθέτως συνδέεται με την έλλογη φύση του. Έτσι στο Συμπόσιο, ο ορισμός του έρωτα ως επιθυμίας και της επιθυμίας ως έλλειψης και όρεξης για κατοχή, αποτελεί στην πραγματικότητα το στάδιο ενός πιο σύνθετου συλλογισμού που σκοπεύει να δείξει ότι ο αληθινός έρωτας είναι στην πραγματικότητα μια επιθυμία «για γέννηση μέσα στο ωραίο και για το σώμα και για την ψυχή» (Συμπόσιο, 206b). Εξάλλου μόνο μετριάζοντας τη σεξουαλική επιθυμία μπορούμε να φτάσουμε στην πληρότητα που θέτει σε κίνηση μια δυναμική που παράγει ομορφιά και καλοσύνη: το πρόσωπο που αγαπάμε δεν είναι αντικείμενο επιθυμίας για να το αποκτήσουμε, αλλά μια ευκαιρία για αγάπη με πρόθεση τη γνώση.

Γι’ αυτό ο πραγματικός έρωτας είναι «φιλόσοφος» και επιτρέπει την ανάδυση του αγαθού στην ψυχή: είναι μια αισθητή έλξη γι’ αυτό που υπερβαίνει τις αισθήσεις· «μια επιθυμία για αέναη κατοχή του αγαθού» (Συμπόσιο, 206a). Και στον Φίληβο, ο φιλόσοφος αναπαράγει ακριβώς την ίδια διαδικασία: κατ’ αρχάς ορίζει την ηδονή σε σχέση με την επιθυμία-έλλειψη (34d – 35a), στη συνέχεια επισημαίνει ότι υπάρχει μια ηδονή που δεν συνδέεται με την έλλειψη και το κενό (51a) και τέλος, δείχνει ότι αυτή η ηδονή είναι μια μορφή πληρότητας και αφορά στο ωραίο και το αγαθό.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (2.5.1-2.5.9)

[2.5.1] Ἐκ δὲ τούτου Παρμενίωνα μὲν πέμπει ἐπὶ τὰς ἄλλας πύλας, αἳ δὴ ὁρίζουσι τὴν Κιλίκων τε καὶ Ἀσσυρίων χώραν, προκαταλαβεῖν καὶ φυλάσσειν τὴν πάροδον, δοὺς αὐτῷ τῶν τε ξυμμάχων τοὺς πεζοὺς καὶ τοὺς Ἕλληνας τοὺς μισθοφόρους καὶ τοὺς Θρᾷκας, ὧν Σιτάλκης ἡγεῖτο, καὶ τοὺς ἱππέας δὲ τοὺς Θεσσαλούς. [2.5.2] αὐτὸς δὲ ὕστερος ἄρας ἐκ Ταρσοῦ τῇ μὲν πρώτῃ ἐς Ἀγχίαλον πόλιν ἀφικνεῖται. ταύτην δὲ Σαρδανάπαλον κτίσαι τὸν Ἀσσύριον λόγος· καὶ τῷ περιβόλῳ δὲ καὶ τοῖς θεμελίοις τῶν τειχῶν δήλη ἐστὶ μεγάλη τε πόλις κτισθεῖσα καὶ ἐπὶ μέγα ἐλθοῦσα δυνάμεως. [2.5.3] καὶ τὸ μνῆμα τοῦ Σαρδαναπάλου ἐγγὺς ἦν τῶν τειχῶν τῆς Ἀγχιάλου· καὶ αὐτὸς ἐφειστήκει ἐπ᾽ αὐτῷ Σαρδανάπαλος συμβεβληκὼς τὰς χεῖρας ἀλλήλαις ὡς μάλιστα ἐς κρότον συμβάλλονται, καὶ ἐπίγραμμα ἐπεγέγραπτο αὐτῷ Ἀσσύρια γράμματα· [2.5.4] οἱ μὲν Ἀσσύριοι καὶ μέτρον ἔφασκον ἐπεῖναι τῷ ἐπιγράμματι, ὁ δὲ νοῦς ἦν αὐτῷ ὃν ἔφραζε τὰ ἔπη, ὅτι Σαρδανάπαλος ὁ Ἀνακυνδαράξου παῖς Ἀγχίαλον καὶ Ταρσὸν ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ ἐδείματο. σὺ δέ, ὦ ξένε, ἔσθιε καὶ πῖνε καὶ παῖζε, ὡς τἆλλα τὰ ἀνθρώπινα οὐκ ὄντα τούτου ἄξια· τὸν ψόφον αἰνισσόμενος, ὅνπερ αἱ χεῖρες ἐπὶ τῷ κρότῳ ποιοῦσι· καὶ τὸ παῖζε ῥᾳδιουργότερον ἐγγεγράφθαι ἔφασαν τῷ Ἀσσυρίῳ ὀνόματι.
[2.5.5] Ἐκ δὲ τῆς Ἀγχιάλου ἐς Σόλους ἀφίκετο· καὶ φρουρὰν ἐσήγαγεν ἐς Σόλους καὶ ἐπέβαλεν αὐτοῖς τάλαντα διακόσια ἀργυρίου ζημίαν, ὅτι πρὸς τοὺς Πέρσας μᾶλλόν τι τὸν νοῦν εἶχον. [2.5.6] ἔνθεν δὲ ἀναλαβὼν τῶν μὲν πεζῶν τῶν Μακεδόνων τρεῖς τάξεις, τοὺς τοξότας δὲ πάντας καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας ἐξελαύνει ἐπὶ τοὺς τὰ ὄρη κατέχοντας Κίλικας. καὶ ἐν ἑπτὰ ταῖς πάσαις ἡμέραις τοὺς μὲν βίᾳ ἐξελών, τοὺς δὲ ὁμολογίᾳ παραστησάμενος ἐπανῆκεν ἐς τοὺς Σόλους. [2.5.7] καὶ ἐνταῦθα μανθάνει Πτολεμαῖον καὶ Ἄσανδρον ὅτι ἐκράτησαν Ὀροντοβάτου τοῦ Πέρσου, ὃς τήν τε ἄκραν τῆς Ἁλικαρνασσοῦ ἐφύλασσε καὶ Μύνδον καὶ Καῦνον καὶ Θήραν καὶ Καλλίπολιν κατεῖχε· προσῆκτο δὲ καὶ Κῶ καὶ Τριόπιον. τοῦτον ἡττῆσθαι ἔγραφον μάχῃ μεγάλῃ· καὶ ἀποθανεῖν μὲν τῶν ἀμφ᾽ αὐτὸν πεζοὺς ἐς ἑπτακοσίους καὶ ἱππέας ἐς πεντήκοντα, ἁλῶναι δὲ οὐκ ἐλάττους τῶν χιλίων. [2.5.8] Ἀλέξανδρος δὲ ἐν Σόλοις θύσας τε τῷ Ἀσκληπιῷ καὶ πομπεύσας αὐτός τε καὶ ἡ στρατιὰ πᾶσα καὶ λαμπάδα ἐπιτελέσας καὶ ἀγῶνα διαθεὶς γυμνικὸν καὶ μουσικὸν Σολεῦσι μὲν δημοκρατεῖσθαι ἔδωκεν· αὐτὸς δὲ ἀναζεύξας ἐς Ταρσὸν τοὺς μὲν ἱππέας ἀπέστειλεν Φιλώτᾳ δοὺς ἄγειν διὰ τοῦ Ἀλη[ν]ίου πεδίου ἐπὶ τὸν ποταμὸν τὸν Πύραμον, [2.5.9] αὐτὸς δὲ σὺν τοῖς πεζοῖς καὶ τῇ ἴλῃ τῇ βασιλικῇ ἐς Μάγαρσον ἧκεν καὶ τῇ Ἀθηνᾷ τῇ Μαγαρσίδι ἔθυσεν. ἔνθεν δὲ ἐς Μαλλὸν ἀφίκετο καὶ Ἀμφιλόχῳ ὅσα ἥρωι ἐνήγισε· καὶ στασιάζοντας καταλαβὼν τὴν στάσιν αὐτοῖς κατέπαυσε· καὶ τοὺς φόρους, οὓς βασιλεῖ Δαρείῳ ἀπέφερον, ἀνῆκεν, ὅτι Ἀργείων μὲν Μαλλωταὶ ἄποικοι ἦσαν, αὐτὸς δὲ ἀπ᾽ Ἄργους τῶν Ἡρακλειδῶν εἶναι ἠξίου.

***
[2.5.1] Ύστερα απ᾽ αυτό ο Αλέξανδρος έστειλε τον Παρμενίωνα να προκαταλάβει τα άλλα στενά, που, όπως είναι γνωστό, χωρίζουν την Κιλικία από την Ασσυρία, και να φυλάει τη διάβασή τους· του έδωσε το συμμαχικό πεζικό, τους Έλληνες μισθοφόρους και τους Θράκες, που είχαν για αρχηγό τους τον Σιτάλκη, καθώς και τους Θεσσαλούς ιππείς. [2.5.2] Ο ίδιος ξεκίνησε αργότερα από την Ταρσό και έφθασε την πρώτη μέρα στην πόλη Αγχίαλο, την οποία, όπως λένε, έκτισε ο Σαρδανάπαλος ο Ασσύριος. Από τον περίβολο και τα θεμέλια των τειχών της φαίνεται ότι ήταν μεγάλη πόλη, όταν ιδρύθηκε, και ότι έφτασε σε μεγάλη ακμή. [2.5.3] Το μνήμα του Σαρδανάπαλου ήταν κοντά στα τείχη της Αγχιάλου και πάνω σε αυτό είχε στηθεί το άγαλμά του με τα χέρια ενωμένα μεταξύ τους, όπως ακριβώς ενώνονται για να χειροκροτήσουν. Στο μνήμα του επάνω είχε χαραχτεί ένα επίγραμμα στην ασσυριακή γραφή, [2.5.4] που οι Ασσύριοι βεβαίωναν ότι ήταν έμμετρο. Το νόημα των στίχων του επιγράμματος ήταν το εξής: «Ο Σαρδανάπαλος, ο γιος του Ανακυνδάραξου, έκτισε μέσα σε μια μέρα την Αγχίαλο και την Ταρσό. Και εσύ, ξένε, τρώγε και πίνε και διασκέδαζε, γιατί όλα τα άλλα ανθρώπινα πράγματα δεν αξίζουν όσο τούτο», υπονοώντας τον κρότο που κάνουν τα χέρια όταν χειροκροτούν. Και το «διασκέδαζε» έλεγαν ότι είχε αποδοθεί στα ασσυριακά με λέξη που είχε απρεπέστερη σημασία.
[2.5.5] Από την Αγχίαλο ο Αλέξανδρος έφθασε στους Σόλους, όπου τοποθέτησε φρουρά και επέβαλε στους κατοίκους χρηματικό πρόστιμο διακοσίων αργυρών ταλάντων, επειδή συμπαθούσαν περισσότερο τους Πέρσες. [2.5.6] Από εκεί, παίρνοντας μαζί του τρία τάγματα Μακεδόνων, όλους τους τοξότες και τους Αγριάνες, εξόρμησε εναντίον των Κιλίκων που κατείχαν τα βουνά. Σε διάστημα επτά συνολικά ημερών άλλους από αυτούς υπέταξε με τα όπλα και άλλους παρακίνησε σε συμφωνία, και στη συνέχεια επέστρεψε στους Σόλους. [2.5.7] Εκεί έμαθε ότι ο Πτολεμαίος και ο Άσανδρος νίκησαν σε μάχη τον Οροντοβάτη τον Πέρση, που φρουρούσε την ακρόπολη της Αλικαρνασσού και κατείχε τη Μύνδο, την Καύνο, τη Θήρα και την Καλλίπολη· είχε επίσης καταλάβει την Κω και το Τριόπιο. Του έγραφαν επίσης ότι ο Οροντοβάτης είχε νικηθεί σε μεγάλη μάχη και ότι από τους στρατιώτες του σκοτώθηκαν επτακόσιοι περίπου πεζοί, πενήντα περίπου ιππείς και πιάστηκαν περισσότεροι από χίλιοι αιχμάλωτοι. [2.5.8] Στους Σόλους ο Αλέξανδρος θυσίασε στον Ασκληπιό, έκαμε πομπή με όλον τον στρατό του και τέλεσε λαμπαδηδρομία· και αφού οργάνωσε γυμνικούς και μουσικούς αγώνες, εγκατέστησε δημοκρατικό πολίτευμα στους Σόλους. Μετά προχώρησε με τον στρατό του προς την Ταρσό και ανέθεσε στον Φιλώτα να οδηγήσει το ιππικό προς τον ποταμό Πύραμο, περνώντας μέσα από την πεδιάδα Αληΐα, [2.5.9] ενώ ο ίδιος ήρθε στη Μάγαρσο μαζί με τους πεζούς του και τη βασιλική ίλη και θυσίασε στη Μαγαρσίδα Αθηνά. Από εκεί έφθασε στη Μαλλό και πρόσφερε στον Αμφίλοχο θυσίες που συνηθίζονταν για ήρωες. Βρήκε τους κατοίκους σε πολιτικές αναταραχές και τις κατέπαυσε· τους απάλλαξε από τους φόρους που πλήρωναν προηγουμένως στον βασιλιά Δαρείο, επειδή οι Μαλλώτες ήταν άποικοι των Αργείων και ο ίδιος καυχιόταν ότι καταγόταν από τους Ηρακλείδες του Άργους.