Σάββατο 8 Ιουλίου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

Φθογγικές αλλαγές κατά τη σύνθεση

1. Συνθετική έκταση


§ 118. Ο παλιότερος, προερχόμενος από την ινδοευρωπαϊκή, τρόπος να ελαφρύνει η συνάντηση φωνηέντων στον αρμό της σύνθεσης είναι η συναίρεση. Οι περιπτώσεις που παρατηρούνται στα Eλληνικά είναι οι ακόλουθες:

ο + α = ᾱ (ιων.-αττ. η): στρατᾱγός (στρατηγός) 'οδηγός, αρχηγός του στρατού'

ο + ε = η: φιλήρετμος 'που του αρέσει να κωπηλατεί'

ο + ο = ω: ὁρκώμοτος 'ορκισμένος'

ε = α = ᾱ (η): νᾱμερτής (νημερτής) 'που δεν αστοχεί'

ε + ε = η: νηλεής 'χωρίς έλεος'

ε + ο = ω: νώνυμ(ν)ος 'χωρίς φήμη'

Ότι αυτή η συναίρεση είναι παλιά φαίνεται κιόλας από τη διαφορά της από τη συναίρεση των ιστορικών χρόνων: εδώ έχουμε π.χ. ε + ε = ει (φιλεῖτε), ο + ο, ο + ε, ε + ο = ου (μισθοῦμεν, μισθοῦτε, φιλοῦμεν).[1] Επειδή όμως φαινόταν σαν τα -ᾱ, -η-,-ω- σε τέτοιες μορφές να ήταν έκταση ενός αρχικού α-, ε-, ο- σχετιζόμενη με τη σύνθεση, η εκτεταμένη μορφή του αρχικού φωνήεντος επικράτησε στη σύνθεση με μεγαλύτερη ή μικρότερη συνέπεια, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου δεν μπορούσε να γίνει λόγος για συναίρεση. Η μακρότητα ήταν ιδιαίτερα επιθυμητή, όταν το σύνθετο είχε κατά τα άλλα μόνο βραχείες συλλαβές· έτσι εξασφαλιζόταν μια ακολουθία συλλαβών με καλύτερο ρυθμό [2]: ἀν-ήροτος 'ανόργωτος' (ἀροῦν), πολυ-ήρατος 'πολυαγαπημένος' (ἔρασθαι), ἐπ-ώνυμος 'ονομαστός' (ὄνομα) και πολλά άλλα. Μερικά από αυτά τα β΄ συνθετικά με έκταση έγιναν μάλιστα τα επικρατέστερα· έτσι π.χ. τα -ήγορος, -ήρης, -ήλατος, -ώμοτος, -ώνυμος, -ῶρυξ αποτελούν τον κανόνα. Και από το ἄγειν παράγεται πάντα -ηγός (στρατηγός, χορηγός, ὁδηγός), στα δωρικά -αγός (λοχαγός, ξεναγός 'διοικητής μισθοφορικού στρατεύματος', οὐραγός 'αρχηγός της οπισθοφυλακής', που ως στρατιωτικοί όροι έφτασαν από τους Δωριείς στους Αθηναίους και στους Ίωνες).
--------------------------------
[1] Υπόμνηση: Το γράμμα η συμβολίζει μακρό ανοιχτό φωνήεν. Ώστε τα δύο βραχέα φωνήεντα, ο + ε, τρέπονται σε ένα περίπου αντίστοιχο μακρό. Έτσι αποφεύγεται η χασμωδία, ενώ παράλληλα διατηρείται το "βάρος" της συλλαβής. Το γράμμα ω συμβολίζει μακρό φωνήεν. Ώστε τα δύο βραχέα ο + ο τρέπονται στο αντίστοιχο μακρό κτλ. (Δες στο Παράρτημα για την προφορά.) Κατά την ιστορική εποχή, η συναίρεση έχει κάπως διαφορετικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, τα δύο βραχέα ε + ε δεν τρέπονται σε ανοιχτό μακρό [ε΄], γραμμένο η, αλλά σε κλειστό μακρό [e΄], γραμμένο με το δίψηφο ει. Αυτό αργότερα τράπηκε στην προφορά σε [i]. Το δίψηφο ου συμβολίζει κατά την κλασική εποχή μακρό κλειστό [ο΄], που αργότερα τράπηκε σε [u].

[2] Πρβ. την εναλλαγή των -ότερος, -ότατος και -ώτερος, -ώτατος στα παραθετικά ανάλογα με την ποσότητα της προηγούμενης συλλαβής

Η Υπερβατική Φωτεινότητα: Μια Μυστική Θεωρία της Ανάληψης στο Θείο

1. Η εγγενής καθαρότητα της συνείδησης

Στον πυρήνα κάθε ατόμου βρίσκεται η έμφυτη καθαρότητα της συνείδησης. Αυτή η άψογη ουσία είναι μια αντανάκλαση του θείου, απαλλαγμένη από τους περιορισμούς και τους περιορισμούς του υλικού πεδίου. Η αληθινή μας φύση είναι άπειρη, άμορφη και αιώνια, ενσωματώνοντας την υπερβατική λάμψη που διαπερνά όλη την ύπαρξη.

2. Το πέπλο της ψευδαίσθησης

Ο υλικός κόσμος, με την παροδική φύση και την ψυχοδυναμική του δραστηριότητα, αποκρύπτει την αληθινή μας ουσία από εμάς. Αυτό το πέπλο ψευδαίσθησης, ή «μάγια», μας μπλέκει σε έναν ιστό επιθυμιών, προσκολλήσεων και επιδιώξεων που καθοδηγούνται από το εγώ, εμποδίζοντάς μας να συνειδητοποιήσουμε την εγγενή μας θεϊκότητα.

3. Το ταξίδι προς τα μέσα

Ο δρόμος προς την πνευματική φώτιση βρίσκεται στο ταξίδι προς τα μέσα, προς τα βάθη της συνείδησής μας. Μέσω του στοχασμού, του διαλογισμού και της αυτοδιερεύνησης, αρχίζουμε να ξετυλίγουμε τα στρώματα της ψευδαίσθησης και να αποκαλύπτουμε την αληθινή μας φύση. Αυτό το ταξίδι προς τα μέσα είναι μια διαδικασία κάθαρσης, καθώς αποβάλλουμε τους περιορισμούς και τους περιορισμούς του νου, επιτρέποντας στη συνείδησή μας να επεκταθεί και να γίνει ένα με το θείο.

4. Η δύναμη της αγάπης και της συμπόνιας

Η αγάπη και η συμπόνια είναι ουσιαστικοί καταλύτες για την υπέρβαση του εγώ και την συνειδητοποίηση της θεϊκής μας φύσης. Καθώς καλλιεργούμε αυτές τις ιδιότητες, αρχίζουμε να βλέπουμε τη διασύνδεση όλης της ύπαρξης, αναγνωρίζοντας ότι κάθε ον είναι μια αντανάκλαση του θείου. Αυτή η συνειδητοποίηση διαλύει τα όρια μεταξύ του εαυτού και του άλλου, οδηγώντας σε μια βαθιά αίσθηση ενότητας με όλη τη δημιουργία.

5. Η Θεία Ένωση και η Υπερβατική Φωτεινότητα

Καθώς η συνείδησή μας απελευθερώνεται από τα δεσμά της ψευδαίσθησης, βιώνουμε τη θεϊκή ένωση, μια κατάσταση ύπαρξης όπου η συνείδησή μας συγχωνεύεται με το άπειρο θείο. Σε αυτή την κατάσταση, «αντιλαμβανόμαστε» ότι όλες οι σφαίρες του «αντικειμενικού» βρίσκονται μέσα μας, καθώς γινόμαστε ένα με την υπερβατική φωτεινότητα που φωτίζει όλη την ύπαρξη. Αυτή η ένωση επιφέρει μια απαράμιλλη αίσθηση ελευθερίας, καθώς η συνείδησή μας εκτοξεύεται πέρα από τους περιορισμούς της υλικής ζωής, ανυψωμένη στο βασίλειο του απέραντου θεϊκού.

6. Το Φαινόμενο του Κυματισμού της Πνευματικής Αφύπνισης

Οι μεταμορφωτικές επιδράσεις της πνευματικής αφύπνισης δεν περιορίζονται στο άτομο. Καθώς αφυπνίζουμε την αληθινή μας φύση και ενσωματώνουμε την υπερβατική φωτεινότητα, γινόμαστε φάροι φωτός, που εκπέμπουν αγάπη και συμπόνια σε όλους γύρω μας. Αυτό το φαινόμενο κυματισμού μπορεί να εμπνεύσει άλλους να ξεκινήσουν τα δικά τους πνευματικά ταξίδια, συμβάλλοντας στη συλλογική ανύψωση της συνείδησης και στην πραγματοποίηση της Βασιλείας του Θεού στη Γη.

Συμπερασματικά, η μυστικιστική θεωρία της υπερβατικής φωτεινότητας μας ενθαρρύνει να ξεκινήσουμε ένα ταξίδι προς τα μέσα για να ανακαλύψουμε την αληθινή θεϊκή μας φύση. Μέσω της καλλιέργειας της αγάπης, της συμπόνιας και της αυτογνωσίας, μπορούμε να διαπεράσουμε το πέπλο της ψευδαίσθησης και να ενωθούμε με το άπειρο θείο, ανυψώνοντας τη συνείδησή μας και τελικά μεταμορφώνοντας τον κόσμο γύρω μας.

Την δεύτερη ευκαιρία σου, μην την χαραμίσεις

Δεν ξέρω αν πρέπει να σου δώσω μια δεύτερη ευκαιρία, αλλά σκέφτομαι ότι είμαστε άνθρωποι ατελείς, δεν είμαστε τέλειοι και κάνουμε λάθη.
Ίσως γι’ αυτό να αξίζεις κι εσύ αυτήν δεύτερη ευκαιρία κι ας τα σκάτωσες στην πρώτη.
Κοίταξες μόνο τον εαυτό σου κι όχι τις ανάγκες και τα θέλω του άλλου.
Κάνω πολλά λάθη και οι άνθρωποι που αγαπάω μου δίνουν ευκαιρίες για να τους αποδείξω την αγάπη μου.
Έτσι κι εγώ θα σ’ αφήσω να με ξανά πλησιάσεις, γιατί νομίζω αξίζει τον κόπο να δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία στους εαυτούς μας.
Μερικές φορές νοιώθω τόσο περήφανη για την καρδιά μου.
Την έχουν ματώσει, την έχουν μαχαιρώσει, την έχουν κατακρεουργήσει και ακόμη χτυπάει.
Χτυπάει και καμαρώνει που είναι ακόμα ζωντανή.
Δεν κάθεται να κλαίει και να χτυπιέται.
Άλλωστε ποτέ δεν μου άρεσαν τα κλαψουρίσματα.
Ούτε μου αρέσει να βλέπω την ψυχή μου πληγωμένη.
Με πλήγωσες πολύ, αλλά ίσως δεν είχες τον τρόπο να δεις και να καταλάβεις τον άλλον.
Πολλές φορές δικαιολογώ τους άλλους και τους δίνω ευκαιρία, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο μαθαίνω να εμπιστεύομαι.
Είναι σημαντικό να έχεις εμπιστοσύνη στον άλλον.
Μ’ αυτήν την λογική επέζησα, μ’ αυτήν την λογική θέριεψα.
Και μ’ αυτήν την λογική θα συνεχίσω να ζω.
Μ’ αρέσουν πολύ οι άνθρωποι που κάνουν λάθη, που τσαλακώνονται, που ζητάνε συγνώμη όταν χρειαστεί.
Κι εγώ την θέλω την συγνώμη σου, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο θα δείξεις ότι με σέβεσαι και με εκτιμάς.
Ο εγωισμός είναι αρνητικός αποδέκτης στις καταστάσεις του μυαλού.
Θυμήσου μόνο τα καλά και προχώρα.
Μην δεσμεύεις το μυαλό σου.
Θυμήσου ότι αγάπησες με τρυφερότητα κι όχι με πόνο.
Μια αληθινή ψυχή έτσι κάνει!

Μήπως σε πνίγει το δίκιο σου;

Θα διαφωνήσεις πολλές φορές στη ζωή σου, με τους γονείς, με τους φίλους, με τον άνθρωπο σου. Η πρώτη αντίδραση όταν διαφωνείς είναι να νευριάσεις, μάθαμε να το κάνουμε αυτό από παιδιά, βλέποντας τους ‘’μεγάλους’’ να διαφωνούν με αυτό τον τρόπο. Με φωνές και με χειρονομίες. Με εντάσεις και υπερβολές.

Οι περισσότεροι γνωρίζουμε την φράση ‘’με πνίγει το δίκιο μου’’, σε αυτό το ‘’μου’’ κρύβονται τα προβλήματα και ξεκινούν τα "λανθασμένα" συναισθήματα και οι αντιδράσεις.

Είναι το δίκιο ΣΟΥ που ΣΕ πνίγει, είναι δηλαδή κάτι δικό σου, που έφτιαξες εσύ συμφώνα με τις αντιλήψεις, τις πεποιθήσεις και τις εμπειρίες σου.

Σε πιάνει από το λαιμό το ‘’δίκιο σου’’ και σου κόβει την ανάσα, κάνεις σπασμωδικές κινήσεις και εκτοξεύεις απειλές και ‘’βαριές’’ κουβέντες που τα ονομάζεις επιχειρήματα.

Προσβάλεις, μειώνεις, αδικείς, εκβιάζεις, απειλείς και κρίνεις τον ‘’αντίπαλο’’ σου, χωρίς ίχνος ντροπής. Σε τυφλώνει αυτό το δίκιο, σε σκληραίνει και σε ασχημαίνει ταυτόχρονα.

Οι εκφράσεις σου ζωγραφίζονται στο πρόσωπο σου έντονα, ο τόνος της φωνής σου θα είναι σίγουρα ανεβασμένος και η μια λέξη σου θα καλύπτει την άλλη, από την λαχτάρα να προλάβεις να τα πεις όλα. Όλα τα άσχημα που σου έρχονται στο νου για να ισοπεδώσεις τον συνομιλητή σου. Πιστεύοντας πως με αυτό τον τρόπο θα καταλάβει πόσο δίκιο έχεις. Θα μάθει να μην σου φερθεί ποτέ ξανά έτσι.

Νιώθεις και εσύ εκείνη την ώρα αδικημένος, και έντονα παρεξηγημένος. Απορείς πως είναι δυνατόν να μην καταλαβαίνει ο άλλος πόσο δίκιο έχεις ΕΣΥ. Η αδρεναλίνη και ο θυμός σου οδηγούν τις λέξεις και τις σκέψεις σου από εκείνη την ώρα.

Η διαφωνία μετατρέπεται σε ρινγκ που ο μόνος στόχος είναι η εξόντωση του άλλου. Νοκ αουτ με λέξεις. Τις ξεστομίζεις και πέφτουν στο πρόσωπο του σαν χαστούκια, χωρίς μερικές φορές να μπορεί να αντιδράσει.

Αν ανήκει και στους ανθρώπους που δεν επιστρέφουν το χαστούκι τόσο καλύτερα για σένα, θα ‘’χτυπάς’’ ανελέητα την περισσότερη ώρα. Μάλλον θα κερδίσεις σε αυτή την περίπτωση. Θα κερδίσεις εσύ, ο εγωισμός, ο θυμός, η αλαζονεία και η αυθάδεια σου.

Ο άλλος/η; Ο νικημένος σκέφτηκες πως νιώθει; Να σου πω εγώ.

Δεν νιώθει...

Έχει μπουκώσει με τις λέξεις και τους χαρακτηρισμούς σου, γυρνούν στο μυαλό του όλα μαζί. Για κάθε άσχημη λέξη, προσβολή ή καλυμμένη κακία που του πέταξες, ο εγκέφαλος μας έχει την τάση να ανασύρει και να μας θυμίζει, άλλοτε συνειδητά και άλλοτε όχι, τις προηγούμενες φορές που ακούσαμε την κάθε λέξη. Στο κεφάλι του δηλαδή γίνεται ένας κυκεώνας από εικόνες, συναισθήματα και στιγμές που αδυνατεί να τακτοποιήσει.

Το μόνο που προλαβαίνει να νιώσει είναι μια ανεξήγητη θλίψη. Μια θλίψη και ένα μπούκωμα. Σαν να μην του φτάνει ο αέρας στο δωμάτιο, σαν τον σκεπάζουν οι λέξεις σου επίμονα... σαν να πνίγεται.

Τον πνίγει το ‘’δίκιο σου’’.

Έχει τόσα πολλά να σου πει, είναι σίγουρος/η για αυτό και νιώθει ταυτόχρονα τόσο αδύναμος/η που δεν θέλει να μιλήσει. Ίσως και να μην ξέρει από που να αρχίσει. Να απαντήσει σε εσένα τώρα ή να χρησιμοποιήσει εσένα και να απαντήσει και σε όσους πριν από εσένα έκαναν και είπαν τα ίδια.

Αν στο τέλος σου πει μόνο κάτι που μοιάζει γενικό και χιλιοειπωμένο, όπως ναι έχεις δίκιο τελικά εσύ
συγνώμη,
κατάλαβα, δικό μου λάθος

σημαίνει πως κατάλαβε. 

Κατάλαβε πολύ περισσότερα για εσένα και τον εαυτό του/της από όσα φαντάζεσαι. Να είσαι σίγουρος/η πως ανέβηκαν στο στόμα του αμέτρητες προσβολές και κακίες για να σου τις πετάξει και δεν το έκανε. Τις κατάπιε τις λέξεις. Ίσως για να μην σε πληγώσει, ίσως για να μην νιώσεις παρόμοια και εσύ, ίσως από αγάπη ή από ευγένεια. Αν και η ευγένεια θα έπρεπε να είναι συνώνυμη λέξη της αγάπης μαζί με τον σεβασμό που κρύβει.

Αν εσύ νιώσεις ικανοποιημένος/η από την έκβαση σαν νικητής, και χαμογελάς μέσα σου αυτάρεσκα, να σε ενημερώσω πως έχασες.

Έχασες την δυνατότητα να βρεις το δίκιο σου μέσα από όμορφες λέξεις, με απαλούς τρόπους και εκφράσεις.

Έχασες την ικανοποίηση της νίκης που δίνει μια "καθαρή" μάχη. Έχασε εκείνο το βλέμμα στα μάτια του "αντιπάλου" σου, που δείχνει πως σε παραδέχεται και σε θαυμάζει ταυτόχρονα. Αξίζει να θυμάσαι στο μέλλον την παρακάτω φράση:

Η ευγένεια έχει μεγαλύτερη αξία από την ειλικρίνεια, επειδή η ευγένεια βασίζεται πάντα στην ευφυΐα του άλλου.

Φυσικά κανείς δεν αναιρεί το γεγονός πως το δίκιο μπορεί να ήταν όντως με το μέρος σου. Όμως η οπτική κάθε ανθρώπου θα το θέτει αυτό υπό αμφισβήτηση μερικές φορές. Οι λόγοι που διαφωνούμε μεταξύ μας είναι πολλοί και με δεκάδες αίτια κάθε φορά.

Κάθε περίπτωση έχει την δική της μοναδική ανάλυση. Έχει μέσα την δηλαδή μια αλήθεια καλά κρυμμένη, να ξέρεις. Κάθε διαφωνία ή διαμάχη μεταφέρει ένα μήνυμα για κάθε συμβαλλόμενο. Όμως αυτό το μυστικό θα αποκαλυφθεί πολύ καιρό έπειτα από το γεγονός.

Κάθε φορά που κερδίζεις το δίκιο σου με παρόμοιο τρόπο και σε αντιμετωπίζουν με ευγένεια μην χαίρεσαι πολύ. Μπορεί να κερδίζεις σαν μαχητής του δίκιου σου και ταυτόχρονα να χάνεις κάποια συστατικά από την ανθρωπιά σου.

Την επόμενη φορά μην ντραπείς να γυρίσεις πίσω (νικητής μεν) και να αναγνωρίσεις την δύναμη και τον κόπο που κατέβαλε ο άλλος/η να σε αντικρούσει με ευγένεια.

Ένα ρητό στην φιλοσοφία του Ζεν (ko-an) λέει πως: Όσοι μιλούν δεν ξέρουν, όσοι ξέρουν δεν μιλούν

Η παιδεία είναι θέμα ανατροφής

Σ᾽ αυτό τον κόσμο οι άνθρωποι τείνουν να μπερδεύουν την εκπαίδευση με την παιδεία. Αν και τα δυο προέρχονται απ᾽ το ρήμα «παιδεύω», στην ουσία πρόκειται για δύο διαφορετικές έννοιες.

Η εκπαίδευση παρέχεται από τα σχολεία και πιστοποιείται με πτυχία, ενώ η παιδεία είναι αποτέλεσμα τόσο του περιβάλλοντος στο οποίο γαλουχήθηκες, όσο και προϊόν εσωτερικών ζυμώσεων του εκάστοτε ατόμου.

Η παιδεία είναι αυτή που σου μαθαίνει να ξεχωρίζεις το καλό απ᾽ το κακό. Σε διδάσκει τι είναι δικαιοσύνη και τι σεβασμός. Απ᾽ την άλλη, η εκπαίδευση επιτελεί το ρόλο του μορφωτικού αγαθού μέσω του οποίου αποκτάς γνώσεις, που με τη σειρά τους θ᾽ αποτελέσουν εφόδιο για ένα καλό βιοτικό επίπεδο.

Στις μέρες μας, εν αντιθέσει με τα παλαιότερα χρόνια, υπάρχει τέτοια πληθώρα εκπαιδευτικών μέσων και πτυχίων που φτάνουν να γεμίσεις έναν τοίχο. Στην ουσία, όμως, οι άνθρωποι είναι απαίδευτοι.

Οι παλιότεροι μπορεί να μην είχαν τη δυνατότητα να μορφωθούν, όμως, είχαν ιδιαίτερα αυξημένη την αίσθηση δικαίου. Τώρα γιατί εμείς χάσαμε την ουσία, είναι απορίας άξιο.

Προσποιούμαστε πώς γνωρίζουμε τα πάντα κι εκφράζουμε τη γνώμη μας επί παντός επιστητού. Μπορεί να μάθαμε να μιλάμε πολλές και διαφορετικές γλώσσες αλλά δε μιλάμε την κυριότερη: αυτή της πεπαιδευμένης αντίληψης.

Παιδεία: ένας τόσο ηχητικά εύκολος, μα τόσο δυσπρόσιτος στην πράξη όρος. Κανένας απ᾽ τους φιλοσόφους δεν όρισε τον όρο «εκπαίδευση» παρά μόνο τον όρο της παιδείας και ποτέ δεν έκανε το λάθος να τους ταυτίσει.
Ίσως γιατί ήξεραν ποιο απ᾽ τα δυο είναι ο θεμέλιος λίθος μιας υγιούς προσωπικότητας και κοινωνίας.

Εκπαίδευση χωρίς παιδεία μοιάζει με δέντρο χωρίς κορμό. Θα συναντήσεις πολλούς ανθρώπους με πτυχία, μα με παιδεία λίγους. Κι ας πιστεύουν λανθασμένα πως το ένα επιφέρει το άλλο.

Αν υπήρχε ουσιαστική παιδεία θα υπήρχε σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή. Θα υπήρχε δικαιοσύνη. Ο κόσμος θα έβλεπε όμορφες και άσπρες μέρες. Οι μαύρες και κόκκινες μέρες που ζούμε είναι προϊόν της εκπαίδευσης που χρησιμοποιείται απ᾽ τους μεγάλους για να χειραγωγήσουν τους λαούς.

Το χέρι του ανθρώπου που έχει γαλουχηθεί με τα ιδανικά της παιδείας δεν οπλίζεται ποτέ για να επιτεθεί. Ο άνθρωπος ο πεπαιδευμένος δίνει αξία στην ανθρώπινη ζωή, την τιμά, τη σέβεται και την υπερασπίζεται.

Σίγουρα η εκπαίδευση είναι ζωτικής σημασίας. Χωρίς αυτήν ο πολιτισμός μας δε θα είχε κάνει άλματα. Το πρόβλημα δεν είναι η εκπαίδευση ως μορφωτικό αγαθό, αλλά η έλλειψη της ουσιαστικής παιδείας ως βάση για να στηριχθεί και να ευοδώσει.

Κανένα βιβλίο και δε θα στη διδάξει. Η οικογένεια σου κι η ίδια η ζωή θα στη μάθουν, αρκεί να έχεις τα μάτια και τα αυτιά ανοιχτά να αφουγκραστείς τα γεγονότα γύρω σου.

Δυστυχώς στους τέσσερις μουντούς τοίχους του σχολείου η κριτική σκέψη αντικαθίσταται απ᾽ την παπαγαλία. Τα παιδιά μαθαίνουν για τις ιδέες της παιδείας χωρίς να μπορούν να τις αντιληφθούν πρακτικά.

Μα πώς θα μάθουμε να φερόμαστε σαν κοινωνικά όντα όταν μεγαλώνουμε σ᾽ ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δε σέβεται τη διαφορετικότητα και προάγει ως την παπαγαλία αντί της κριτικής σκέψης;

Δεν ξέρω για εσάς, πάντως οραματίζομαι μια κοινωνία ανθρώπων για ανθρώπους. Μια κοινωνία που χαμογελά συχνότερα, που είναι αισιόδοξη και που δε λειτουργεί τυχοδιωκτικά για άτυπα χαρτιά πιστοποίησης ικανοτήτων.

Οφείλουμε να πλάσουμε έναν κόσμο ανθρωποκεντρικής συνείδησης κι όχι τεχνογνωσίας. Μια πραγματικότητα που δε θα φοβίζει τις νέες γενιές που θα ακολουθήσουν. Που θα τους μάθει να συνυπάρχουν αρμονικά και με σεβασμό προς τον συνάνθρωπο.

Η ελπίδα είναι σαν τον αέρα: Μόλις βρει μια μικρή χαραματιά στην ψυχή μας, ορμάει μέσα γυρεύοντας να γεμίσει το κενό που συνάντησε. Αρκεί να το πιστέψουμε!

Οτιδήποτε καταπιέζεις πηγαίνει βαθύτερα, και οτιδήποτε εκφράζεις εξατμίζεται

Ό,τι είναι όμορφο, κράτα το σαν θησαυρό μέσα σου, ώστε να συνεχίζει να επηρεάζει τη ζωή σου. Εμείς όμως κάνουμε ακριβώς το αντίθετο. Ότι είναι όμορφο το εκφράζουμε υπερβολικά.

Εκφράζουμε περισσότερο απ’ όσο βρίσκεται εκεί. 

Αντίθετα, ό,τι σε κάνει να ντρέπεσαι το κρύβεις μέσα σου, στο ασυνείδητο. Αυτό κινείται βαθύτερα μέσα στο είναι σου, κυκλοφορεί μέσα στο αίμα σου και σε κουμαντάρει από τα παρασκήνια.

Συνέχεια καταπιέζεις το θυμό, το μίσος, τη ζήλια, την κτητικότητα, και σιγά-σιγά βρίσκεις πως έχεις γίνει όλα όσα έχεις καταπιέσει. 

Οτιδήποτε καταπιέζεις πηγαίνει βαθύτερα, και οτιδήποτε εκφράζεις θα εξατμίζεται στον ουρανό.

Επιθυμούμε αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο, γιατί δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τα πράγματα όπως είναι

Αν μας ζητούσαν να περιγράψουμε πώς ακριβώς φανταζόμαστε ότι είναι και φέρεται ένας σοφός άνθρωπος, είναι πολύ πιθανό οι περιγραφές των περισσοτέρων από εμάς να συνέπιπταν σε πολλά σημεία: θα μιλούσαμε μάλλον για έναν άνθρωπο κάπως μεγάλης ηλικίας, που ζει ουσιαστικά μόνος σ’ ένα μέρος μακριά από τη βουή της πόλης μια λιτή ζωή χωρίς πολυτέλειες και περιττά αντικείμενα, με ελάχιστες ή καθόλου ανέσεις και ευκολίες.

Γνωρίζουμε – χωρίς να μπορούμε να πούμε πώς – ότι αν είμαστε σοφότεροι, δεν θα είχαμε τέτοια εξάρτηση από τα υλικά πράγματα, δεν θα χρειαζόταν να περιστοιχιζόμαστε απ’ αυτά ούτε και θα τους αφιερώναμε τόσο χρόνο. 

Διαισθανόμαστε ότι αν μπορούσαμε να εξυψωθούμε σ’ ένα ανώτερο επίπεδο, δεν θα χρειαζόμαστε πια να βλέπουμε διαρκώς τους άλλους γύρω μας να μας χειροκροτούν, να μας επιδοκιμάζουν, να μας λένε πόσο πολύ μας αγαπάνε ή πόσο μας χρειάζονται. Δεν θ’ αφιερώναμε καθόλου χρόνο ή κόπο στην προσπάθειά μας να γίνουμε κάτι που δεν είμαστε.

Κάτι μας λέει μέσα μας πως η αδυναμία, η άγνοια, η νεύρωση ή η πνευματική μας πενία (μπορούμε να το πούμε με πολλούς τρόπους) είναι που μας ωθεί προς αυτά τα – στην πραγματικότητα επιφανειακά – πράγματα, και μας κάνει να τα θεωρούμε απαραίτητα.

Αν η λέξη προσκόλληση αναφέρεται στην κυριολεξία σε μια κατάσταση έντονου ενδιαφέροντος, κλίσης, συμπάθειας ή στενής σχέσης με κάτι (ή κάποιον), αυτή η σχέση είναι πάντα πολύ ιδιαίτερη και αρρωστημένη, γιατί περιλαμβάνει μια αφοσίωση που σκλαβώνει, μια ευχαρίστηση που πονάει, μια προτίμηση που δεσμεύει. Είναι αυτή η σχέση που μας κρατάει δεμένους και εξαρτημένους απ’ αυτό που αγαπάμε ή έχουμε επιλέξει, και που περιλαμβάνει τον φόβο της απώλειας, τη δυσκολία του αποχωρισμού και την υποκειμενική αδυναμία μας να το αφήσουμε να φύγει.

Μετά απ’ όσα είπαμε, ίσως και να ξεκαθαρίζουν οι λόγοι για τους οποίους χρειάζεται να μάθει κάποιος να βαδίζει στο μονοπάτι της αποστασιοποίησης. Το να “παρατάμε” κάτι, λοιπόν, είναι σχεδόν, σχεδόν, σχεδόν επιτακτική ανάγκη (είναι εμφανές πως ούτε τώρα τολμώ να χρησιμοποιήσω αβασάνιστα τη λέξη επιτακτική).

Ωραία λοιπόν… Πώς μπορούμε να μεταφέρουμε αυτήν την ιδέα στη ζωή μας;

Στην πρόκληση να διασχίσουμε και να εξερευνήσουμε το επίπεδο της πνευματικότητάς μας, μαθαίνουμε, όπως είπαμε, πως στο ταξίδι αυτό παίρνουμε ελάχιστες αποσκευές· τα απολύτως απαραίτητα. Για να ξεκινήσει κανείς τον πνευματικό δρόμο, το μόνο που είναι απολύτως αναγκαίο είναι ν’ αρχίσει να βαδίζει. Από την αρχή καταλαβαίνεις μόνος σου ότι θα πρέπει ν’ απαλλαγείς απ’ όλα τα περιττά, από πράγματα που δεν είναι αναγκαία και, αργά ή γρήγορα, θα σου γίνουν μάλλον βάρος παρά βοήθεια.

Η καταναλωτική κοινωνία μετατρέπει το προαιρετικό σε αναγκαίο και το αναγκαίο σε ζωτικό και σπάνιο (καθιστώντας το έτσι ακόμα πιο επιθυμητό και διευκολύνοντας τη δουλειά των πωλητών και των διαφημιστών).

Για πολλούς, ζωτικά είναι τα λεφτά ή τα υλικά αγαθά· γι’ άλλους, οι ανέσεις που χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο μιας ευτυχισμένης ζωής· για μερικούς, τέλος, η απαγκίστρωση από μια σχέση στην οποία έχουν εγκλωβιστεί.

Όπως και να ’χει, στο καινούργιο επίπεδο ο καθένας μπορεί να συνειδητοποιήσει, λίγο μετά το ξεκίνημά του, τι του περισσεύει, τι τον βαραίνει περισσότερο, τι περιττό φορτίο κουβαλάει.

Όλοι περαστικοί είμαστε σ’ αυτήν τη ζωή. Ιδιαίτερα όσοι δεν το ξέρουν.

Προσπαθούμε ν’ αποκτήσουμε αυτό που δεν έχουμε ή να γίνουμε εκείνο που δεν είμαστε, ακόμη κι αν αυτό που επιθυμούμε δεν είναι αναγκαίο, κι ακόμη κι αν η φιλοδοξία μας είναι ανέφικτη ή άδικη.

Εμείς οι προνομιούχοι που δεν πεινάσαμε ποτέ, που βρήκαμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας και δεν κοιμηθήκαμε έξω στο κρύο, εμείς που –καλώς ή κακώς-, έχουμε ακόμα δουλειά, που δεν περπατήσαμε ποτέ ξυπόλυτοι παρά μόνο στην παραλία, εμείς, πάντα κάτι επιθυμούμε.

Επιθυμούμε αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο, γιατί δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τα πράγματα όπως είναι.

Λένε πως η επιθυμία σέρνει μονίμως απ’ το χέρι την απογοήτευση, αλλά στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η απογοήτευση είναι που τραβάει απ’ το χέρι την επιθυμία. Γι’ αυτό, ακόμα κι όταν η επιθυμία έχει ικανοποιηθεί, η πιο πρωτόγονη και βαθιά απογοήτευση εξακολουθεί – ακόρεστη – να υπάρχει.

Αν δεν απαλλαγούμε απ’ αυτήν την ενδογενή αίσθηση ανικανοποίητου, ακόμη κι αν καταφέρουμε κάτι απ’ όσα ποθούμε, θα διαπιστώσουμε ότι το επίτευγμά μας δεν είναι ποτέ πλήρες, ποτέ όπως το φανταζόμαστε, ποτέ αρκετό.

Συνεπώς, η μόνη λύση αν θέλει κάποιος να αποφύγει τη ματαίωση και τη δυστυχία, είναι να εγκαταλείψει εξαρχής την επιθυμία.

Μ’ άλλα λόγια: να φτάσει στην απόλυτη αποδοχή, σε μια χαλαρή και διόλου απαιτητική σχέση με τα πράγματα που είναι όπως είναι, και βρίσκονται εκεί που βρίσκονται.

Το άγγιγμα του Μίδα

Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία, ο Μίδας ήταν ο βασιλιάς τής Φρυγίας.

Ο Ηρόδοτος γράφει ότι ο Μίδας είχε αφιερώσει έναν θρόνο στους Δελφούς πριν από τον Γύγη, δηλαδή λίγο πριν ή λίγο μετά το 700 π.Χ. Ήταν γιος του Γόρδιου, ενός φτωχού αγρότη, απογόνου του μακεδονικού βασιλικού γένους των Βριγών που μετανάστευσε στη Μικρά Ασία και έγινε βασιλιάς του Γορδίου ή Γορδίειου, παλιάς πρωτεύουσας της Φρυγίας στον άνω ρου στον ποταμού Σαγγάριου. Ανέβηκε στον θρόνο επειδή επιβεβαίωσε το χρησμό του Μαντείου, που έλεγε ότι ο μελλοντικός βασιλιάς θα ερχόταν πάνω σε ένα κάρο. Στο ζυγό του κάρου αυτού υπήρχε ένα σχοινί δεμένο σε κόμπο το οποίο έκοψε ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν πήγε στο Γόρδιο.

Γυναίκα του Μίδα ήταν η Ερμοδίκη ή Δημοδίκη, κόρη του Αγαμέμνονα, βασιλιά της αιολικής Κύμης.

Ο Μίδας φημιζόταν για τη σοφία, την ευσέβεια και τα πλούτη του. Ήταν μεταξύ εκείνων που θέσπισαν τη λατρεία της θεάς Κυβέλης. Στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. οι Κιμμέριοι εισέβαλαν στη Φρυγία και κατέλυσαν το βασίλειο του Μίδα, ο οποίος από τη λύπη του αυτοκτόνησε. Όταν οι Φρύγες εξεδίωξαν τους Κιμμέριους, έφτιαξαν τον τάφο του Μίδα ανάμεσα στον Πρυμνησό και το Μίδαιο. Πάνω στον τάφο υπάρχει μία επιγραφή σε γλώσσα συγγενή με την ελληνική όπου αναφέρεται το όνομα του Μίδα. Επίσης τον λάτρευαν ως γιό της θεάς Κυβέλης.

Ο Σειληνός ήταν ένας πιστός σύντροφος του Διονύσου, θεού τού οίνου. Κάποτε ο βασιλιάς φιλοξένησε τον Σειληνό στο παλάτι του και όταν ο Διόνυσος το έμαθε, ρώτησε τον βασιλιά τί ήθελε σε αντάλλαγμα για την καλή του πράξη. Ο βασιλιάς απάντησε ότι ήθελε να γίνεται χρυσάφι, οτιδήποτε και εάν άγγιζε με τα χέρια του.

Ο Μίδας χωρίς να έχει καταλάβει τι ακριβώς ζήτησε, πίστευε ότι θα γινόταν ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου. Όμως διεπίστωσε πολύ σύντομα πώς ό,τι και εάν άγγιζε γινόταν χρυσάφι, ακόμη και το φαγητό του. Πεινασμένος και απελιπσμένος, αγκάλιασε τη νεαρή θυγατέρα του για να παρηγορηθεί, αλλά και αυτή έγινε χρυσάφι.

Ο βασιλιάς, ευρισκόμενος σε απόγνωση, ζήτησε από τον Διόνυσο να τον απαλλάξει από το άγγιγμα και ο θεός τού είπε ότι για να απαλλαγεί από αυτό, θα πρέπει να πλυθεί στον ποταμό Πακτωλό. Ο Μίδας πλύθηκε στον ποταμό και έτσι ακριβώς επανέφερε στην ζωή και τη νεαρή θυγατέρα του.

Από τότε, τα σημαντικά αποθέματα χρυσού τού ποταμού Πακτωλού, ήταν η πηγή τού πλούτου του βασιλιά Κροίσου, ο οποίος βασίλευσε από το 546 έως το 500 π.χ.

Το «Χρυσό άγγιγμα» είναι ένας μύθος που διδάσκει ένα σημαντικό μήνυμα. Ο άνδρας που είχε τα πάντα – μία οικογένεια που τον αγαπούσε, ένα πανέμορφο κάστρο και όλα τα χρήματα που θα μπορούσε ποτέ να χρειαστεί, τι έπαθε όταν ζήτησε περισσότερα; Το ότι απέκτησε «περισσότερα» του έφερε την ευτυχία;

Ο Αριστοτέλης και οι προϋποθέσεις της ιδανικής πόλης


Έκταση, μέγεθος, θαλάσσια πρόσβαση

Το άριστο πολίτευμα, ως προϋπόθεση της ιδανικής πόλης, είναι αδύνατο να επιτευχθεί, αν δε ληφθούν υπόψη οι θεμελιώδεις παράμετροι, δηλαδή τα μέσα που απαιτούνται για την εκπλήρωση των αναγκών του: «δεν είναι δυνατόν να υπάρξει άριστο πολίτευμα χωρίς τα ανάλογα προς τις ανάγκες του μέσα». (1325b 37 – 38).

Και για να είναι απολύτως κατανοητός, ο Αριστοτέλης συμπληρώνει: «Γιατί, όπως όλοι οι τεχνίτες, λόγου χάρη ο υφαντής και ο ναυπηγός, χρειάζονται υλικά κατάλληλα για την εργασία τους (μάλιστα όσο καλύτερα επεξεργασμένα είναι τα υλικά, τόσο και το παραγόμενο από την τέχνη τους αποτέλεσμα είναι καλύτερο αναγκαστικά), έτσι και ο πολιτικός και ο νομοθέτης επιβάλλεται να έχουν τα απαιτούμενα υλικά σε συνθήκες κατάλληλες για το έργο τους». (1325b 40 – 1326a 1).

Ο πληθυσμός και η έκταση της πόλης είναι πολύ βασικά στοιχεία (εργαλεία – υλικά), που καθορίζουν τη λειτουργία της επηρεάζοντας σοβαρά τις δομές και την ποιότητα του πολιτεύματος: «Πρώτο στοιχείο από τα απαιτούμενα στην πολιτική είναι ο πληθυσμός των ανθρώπων, πόσοι δηλαδή και ποιας ιδιοσυγκρασίας πρέπει να είναι, το ίδιο και η έκταση της χώρας, πόση και τι είδους πρέπει να είναι αυτή». (1326a 5 – 8). Τα άλλα στοιχεία που πρέπει να διερευνηθούν είναι το μέγεθος και η πρόσβαση στη θάλασσα – γεωγραφική θέση.

Το πρώτο που ξεκαθαρίζεται είναι ότι η έννοια μεγάλη πόλη δεν είναι αριθμητικό μέγεθος, αλλά μέγεθος ισχύος. Οι πολυάνθρωπες πόλεις δε σημαίνει ότι είναι και μεγάλες πόλεις ή, ακόμη πιο ξεκάθαρα, οι μεγάλες πληθυσμιακά πόλεις δε σημαίνει ότι θα είναι κατ’ ανάγκη ακμαίες: «Γιατί κρίνουν μια πόλη μεγάλη με βάση το αριθμητικό πλήθος των κατοίκων, ενώ σωστό είναι να προσέχουν όχι το πλήθος αλλά τη δύναμη». (1326a 10 – 13).

Η πόλη, ως σύμπραξη ανθρώπων, υπάρχει για να επιτελεί ένα σκοπό, τη μέγιστη δυνατή αυτάρκεια, κι αυτό είναι και το κριτήριο βάσει του οποίου μπορεί να την αξιολογήσει κανείς. Το πολυάνθρωπο δεν αποτελεί από μόνο του εγγύηση της επίτευξης αυτού του σκοπού, αφού το κύριο συστατικό της πόλης είναι οι πολίτες που συμμετέχουν οργανικά στο πολίτευμα κι όχι το «τυχαίο πλήθος» που μπορεί να έχει συγκεντρωθεί: «Εξάλλου και στην περίπτωση που είμαστε υποχρεωμένοι να κρίνουμε λαμβάνοντας υπόψη το πλήθος, οφείλουμε να το κάνουμε όχι με κριτήριο το τυχαίο πλήθος (γιατί στην πόλη αναγκαστικά υπάρχει εξίσου μεγάλος αριθμός δούλων, μετοίκων και ξένων), αλλά με κριτήριο την τάξη των πολιτών και τα οργανικά μέρη από τα οποία συνίσταται η πόλη». (1326a 16 – 21).

Παρακολουθούμε και πάλι τις πάγιες θέσεις του Αριστοτέλη σχετικά με τους δούλους, τους οποίους θεωρεί κατώτερους από τη φύση και άξιους μόνο για δεσποτικό τρόπο μεταχείρισης, σαν να μην προσφέρουν στην αυτάρκεια της πόλης ή σαν να ζουν παρασιτικά απομυζώντας το δημόσιο πλούτο. Με όμοιο τρόπο δεν υπολογίζει και την προσφορά των μετοίκων. (Οι ξένοι, ως περιστασιακά παρευρισκόμενοι – ξένος είναι κυρίως ο φίλος από φιλοξενία – ορθώς δεν προσμετρούνται στο παραγωγικό δυναμικό της πόλης).

Το γεγονός ότι ο αριθμός των δούλων καταδεικνύει τον πλούτο και τη δύναμη μιας πόλης δε φαίνεται να τον απασχολεί: «αν όμως από την πόλη εκστρατεύουν πολλοί σε αριθμό ελαφρώς οπλισμένοι, λίγοι όμως οπλίτες βαρέως οπλισμένοι, αυτή η πόλη δεν μπορεί να είναι μεγάλη, γιατί δεν ταυτίζεται η μεγάλη πόλη με την πολυάνθρωπη». (1326a 22 – 25).

Αυτό που δε λαμβάνεται υπόψη είναι ότι – τελικά – οι άνθρωποι είναι η δύναμη της πόλης κι ότι η διαμόρφωσή τους είναι υπόθεση των θεσμών. Μια πολυάνθρωπη κοινωνία δεν μπορεί παρά να έχει και πολυάνθρωπο στρατό. Από κει και πέρα, αν δεν κατορθώσει να εξασκήσει σωστά τον απαραίτητο αριθμό εκείνων που θα φέρουν βαρύ οπλισμό, το πρόβλημα μάλλον έχει να κάνει με τη στρατιωτική εκπαίδευση παρά με τους ανθρώπους. Μια κοινωνία που απαξιώνει τους ανθρώπους στερώντας τους τη δυνατότητα να προσφέρουν με αποκλεισμούς κάθε είδους, πριν απ’ όλα ζημιώνεται η ίδια. Η παιδεία, η νομοθεσία, η αξιοκρατία, η στρατιωτική οργάνωση, όλες οι δομές που στοιχειοθετούν την πόλη, οφείλουν να δράσουν με τέτοιο τρόπο, ώστε να αξιοποιήσουν το σύνολο του ανθρώπινου δυναμικού προς όφελός της.

Το βέβαιο είναι ότι ο πληθυσμός οφείλει να είναι ανάλογος με την έκταση. Ένας υπερβολικά μεγάλος αριθμός ανθρώπων σε μια έκταση που δεν μπορεί να καλύψει ούτε τις διατροφικές του ανάγκες είναι σαφώς προβληματικός, αφού θα επιφέρει πληθυσμιακή ασφυξία, όπως θα ήταν αρνητική και η κατάφωρη δυσαναλογία των ελάχιστων ανθρώπων και της τεράστιας έκτασης, που αναγκαστικά θα έμενε αναξιοποίητη. Το πιθανότερο θα ήταν να χανόταν το μεγαλύτερο μέρος της – αν όχι όλο – από εξωτερικούς εχθρούς που δε θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν.

Ο Αριστοτέλης, ως υπέρμαχος του μέτρου, καταγγέλλει και τον υπερπληθυσμό και την ολιγανθρωπία, σαν κάτι απόλυτο κι όχι ανάλογο με τα όρια που θέτουν οι εδαφικές δυνατότητες. Για να το πούμε αλλιώς, τοποθετεί την έννοια του πληθυσμιακού, και κατ’ επέκταση και του εδαφικού, μέτρου σαν έννοιες που αποδίδονται με συγκεκριμένα σταθμά κι όχι ως σχέση ισορροπίας που πρέπει να διαμορφώνεται μεταξύ τους: «υπάρχει μέτρο για το μέγεθος μιας πόλης, όπως ακριβώς και για το μέγεθος όλων των άλλων, δηλαδή ζώων, φυτών και οργάνων. Με άλλα λόγια, το καθένα από αυτά, όταν είναι πολύ μικρό είτε υπερβολικά μεγάλο στο μέγεθος, είτε δε θα διατηρήσει την αποτελεσματικότητά του, αλλά στη μια περίπτωση θα χάσει τη φύση του και στην άλλη θα μειονεκτήσει. Για παράδειγμα, πλοίο σε μέγεθος σπιθαμής, αποκλείεται να είναι πλοίο, το ίδιο και αν έχει μήκος δύο σταδίων, αλλά ανεξάρτητα από το μέγεθος, είτε εξαιτίας της μικρότητάς του είτε εξαιτίας του υπερβολικού μεγέθους του, θα καταστήσει επικίνδυνο το ναυτικό ταξίδι». (1326a 35 – 1326b 2).

Ο μεγάλος πληθυσμός θα προκαλέσει σοβαρά πολιτικά προβλήματα: «η εμπειρία δείχνει ότι είναι δύσκολο, ίσως αδύνατο, να ευνομείται η υπερβολικά πολυάνθρωπη πόλη. Μάλιστα από τις πόλεις που φημίζονται για τον καλό πολιτικό τους βίο, καμία δε βλέπουμε να έχει υπεραυξημένο μέγεθος… Διότι ο νόμος είναι μια συγκεκριμένη τάξη και γι’ αυτό αναγκαστικά η ευνομία είναι ευταξία, αλλά ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός δεν είναι δυνατόν να διέπεται από τάξη». (1326a 25 – 28, 29 – 32).

Αναγκαστικά θα προκύψει διοικητικό αδιέξοδο: «Γιατί ποιος στρατηγός θα ηγηθεί ενός τόσο υπερβολικά μεγάλου πλήθους ή ποιος κήρυκας θα το υπηρετήσει» (1326b 5 – 7). Εξάλλου, και η δικαστική εξουσία είναι δύσκολο να λειτουργήσει σ’ ένα αχανές πλήθος, που μοιραία θα κινείται στο απρόσωπο: «Ωστόσο αναγκαία προϋπόθεση για να ασκεί δικαστική εξουσία» (ο άρχοντας εννοείται) «αποφαινόμενος για το δίκιο και για να προβαίνει σε αξιοκρατική διανομή αξιωμάτων, είναι να γνωρίζονται οι πολίτες μεταξύ τους, ποια δηλαδή ποιοτικά γνωρίσματα έχουν, αλλιώς, όπου αυτό δε συμβαίνει, υποχρεωτικά η άσκηση της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας υπολείπεται». (1326b 14 – 18).

Από την άλλη, μια πόλη με ελάχιστους κατοίκους είναι αδύνατο να γνωρίσει την αυτάρκεια: «Το ίδιο και η πόλη που αποτελείται από πολύ λίγους, δεν είναι αυτάρκης (η πόλη όμως ορίζεται ως κάτι το αύταρκες). (1326b 2 – 3). Όμως, η αυτάρκεια είναι ο τελικός στόχος της πόλης, πράγμα που σημαίνει ότι η μη επίτευξή της, στην ουσία την ακυρώνει: «ο καθένας θα επαινούσε την απόλυτα αυτάρκη χώρα (οπωσδήποτε αυτή είναι η χώρα που παράγει τα πάντα, καθώς αυτάρκεια σημαίνει ότι υπάρχουν τα πάντα και δεν παρατηρείται καμία στέρηση σε τίποτε». (1326b 27 – 30).

Αυτό που αναγνωρίζεται χωρίς αμφισβήτηση είναι ότι η πόλη που έχει μεγάλο πληθυσμό θα έχει αυτάρκεια των αγαθών: «Εκείνη πάλι» (η πόλη εννοείται) «που αποτελείται από υπερβολικά πολλούς, έχει βέβαια αυτάρκεια των αναγκαίων, όπως οποιοδήποτε έθνος, αλλά όχι ως πόλη, επειδή δεν είναι εύκολο να υπάρχει πολίτευμα». (1326b 2 – 5). Η παραδοχή ότι οι υπερβολικά πολλοί θα πετυχαίνουν «βέβαια αυτάρκεια των αναγκαίων» είναι η διαβεβαίωση ότι τα πολλά εργατικά χέρια θα συμβάλουν θετικά στην παραγωγή των προϊόντων ανεβάζοντας το βιοτικό επίπεδο.

Από την άλλη, οι υπερβολικά πολλοί είναι προφανές ότι προϋποθέτουν και τη μεγάλη έκταση που θα μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες τους. Όμως, η μεγάλη έκταση που συνοδεύεται από τον αντίστοιχα μεγάλο πληθυσμό είναι αδύνατο να υπολογιστεί μέσα στα στενά όρια της πόλης – κράτους. Αναγκαστικά πρόκειται για κάτι άλλο «όπως οποιοδήποτε έθνος» («ώσπερ έθνος» γράφει στο πρωτότυπο), «αλλά όχι ως πόλη».

Ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται διαισθητικά το πέρασμα από την πόλη στο εθνικό κράτος κι αποδέχεται ότι η εξέλιξη αυτή θα είναι προς όφελος της αυτάρκειας, αλλά αδυνατεί να προσδιορίσει τις διοικητικές αλλαγές που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τη νέα κατάσταση: «δεν είναι εύκολο να υπάρχει πολίτευμα». Θα έλεγε κανείς ότι, αν ήταν εύκολο να υπάρχει πολίτευμα, τότε θα ήταν καλό να γίνει, αφού θα ήταν προς όφελος της αυτάρκειας.

Αυτός είναι και ο λόγος που δεν ξεκαθαρίζει με σαφήνεια την αναλογία ανάμεσα στον πληθυσμό και την εδαφική έκταση. Θεωρεί δεδομένο ότι μιλάμε αποκλειστικά για τα όρια μιας πόλης κράτους (είτε λίγο μεγαλύτερης είτε λίγο μικρότερης, αλλά τίποτε πέρα απ’ αυτό), αφού, αν αυτά ξεπεραστούν θα υπάρξει πολιτειακό χάος: «Είναι σαφές λοιπόν ότι αυτός είναι ο άριστος όρος της πόλεως, δηλαδή το μεγαλύτερο δυνατό πλήθος να είναι περιορισμένο με σκοπό την αυτάρκεια που απαιτεί η ζωή». (1326b 22 – 24).

Από κει και πέρα το ζήτημα της έκτασης αφορά τις ανάγκες του πληθυσμού – πάντα μέσα στη λογική της πόλης – κράτους: «Ως προς το πλήθος των κτημάτων και την έκταση να είναι τόσο μεγάλη η χώρα ώστε να είναι σε θέση οι κάτοικοι να ζουν άνετα, ελεύθερα και συνετά». (1326b 30 – 32). Η άνεση έχει να κάνει με την επάρκεια των αγαθών που θα διασφαλίζει το αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Η ελευθερία προκύπτει από την επάρκεια, αφού η πόλη δε θα εξαρτάται από άλλους δίνοντάς τους το δικαίωμα να επεμβαίνουν στα εσωτερικά της (ο στρατός εμπεριέχεται στην έννοια της αυτάρκειας). Όσο για τη σύνεση, σχετίζεται κυρίως με τη διαχείριση του παραγόμενου πλούτου: «Γιατί διατυπώνονται πολλές αμφισβητήσεις για το ζήτημα αυτό, που οφείλονται στους υποστηρικτές των δύο διαμετρικά αντίθετων θέσεων για τη ζωή, σε εκείνους που υπερασπίζονται το μίζερο τρόπο ζωής και στους άλλους που υπερασπίζονται την πολυτέλεια». (1326b 36 – 39).

Πέρα απ’ αυτά, η πόλη πρέπει να έχει τέτοια μορφολογία, που να ευνοεί και τις στρατιωτικές ανάγκες: «Σχετικά με τη μορφολογία της χώρας δεν είναι δύσκολο να πούμε (σε μερικά ζητήματα είναι απαραίτητο να δεχόμαστε την άποψη των έμπειρων στα στρατιωτικά) ότι πρέπει να αποτρέπει την εισβολή των εχθρών, να διευκολύνει όμως την έξοδο των κατοίκων της». (1326b 39 – 41). Κι αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που πρέπει η χώρα να είναι μικρή: «Μάλιστα χώρα με περιορισμένη έκταση είναι εκείνη που επιτρέπει εύκολα την παροχή στρατιωτικής βοήθειας». (1327a 2 – 3).

Επιπλέον, θα ήταν ευλογία, αν η πόλη βρισκόταν κοντά σε θάλασσα: «Και η γεωγραφική θέση της πόλης, ευχής έργο θα ήταν να βρίσκεται κοντά σε θάλασσα και να συγκοινωνεί με τη στεριά. Αρχικά αυτό εξυπηρετεί τον προαναφερθέντα όρο (δηλαδή χρειάζεται να διευκολύνεται η παροχή στρατιωτικής βοήθειας από όλα τα σημεία της χώρας το ίδιο). Έπειτα είναι χρήσιμο να γίνεται εύκολα η μεταφορά των παραγόμενων καρπών, ακόμη της ξυλείας και άλλων προϊόντων που με άλλη μορφή εργασίας η χώρα παράγει». (1327a 3 – 10).

Η θαλάσσια πρόσβαση αποτελεί σαφές πλεονέκτημα για μια πόλη και στρατιωτικά και εμπορικά. Η Αθήνα γνωρίζει καλά τη δύναμη που προσδίδει η ναυσιπλοΐα. Υπάρχουν όμως απόψεις που αμφισβητούν τα θαλάσσια οφέλη επικαλούμενες την άκρατη πολυανθρωπία των λιμανιών και τις επίφοβες συνθήκες που υπάρχουν σχετικά με την τήρηση των νόμων: «Επιπλέον σοβαρά αμφισβητείται αν ωφελείται ή βλάπτεται η ευνομούμενη πόλη από την επικοινωνία της με τη θάλασσα. Υπάρχει σχετικά η άποψη ότι οι επισκέψεις στη χώρα ξένων που έχουν ανατραφεί με άλλους νόμους, επηρεάζουν αρνητικά την ευνομία, όπως επίσης ότι ο υπερπληθυσμός ο οποίος προκύπτει από το πλήθος των εμπόρων που έρχεται και φεύγει με την ευχέρεια που δίνει η θάλασσα, είναι ασυμβίβαστος με την εύτακτη πολιτική ζωή». (1327a 11 – 18).

Όμως, το γεγονός ότι στα λιμάνια μπορεί πράγματι να υπάρχουν παραβατικές συμπεριφορές (δεν έχουν και την καλύτερη φήμη) δεν μπορεί να ακυρώσει τις ωφέλειες που προσφέρουν στην πόλη. Η άρνηση της ναυσιπλοΐας στο όνομα της ευταξίας και της ηθικής είναι ξεκάθαρη οπισθοδρόμηση και λειτουργεί απολύτως ζημιογόνα για την πόλη. Η πολιτεία, ως ύψιστος διαχειριστής των υποθέσεων πόλης, οφείλει να προασπίσει και τη νομιμότητα χωρίς να αρνείται το δημόσιο συμφέρον. Οφείλει δηλαδή να βρει τον τρόπο της λειτουργίας των λιμανιών εξαλείφοντας (ή ελαχιστοποιώντας) τους κινδύνους που μπορεί να υπάρχουν.

Σε τελική ανάλυση, ο Αριστοτέλης προτείνει, αν τα λιμάνια κρίνονται τόσο επικίνδυνα για την πόλη, να χτίζονται πιο μακριά, ώστε να μην επηρεάζουν τη ζωή της, αλλά να προσφέρουν τη θετική τους επίδραση: «Επειδή όμως και σήμερα παρατηρούμε ότι πολλές χώρες και πόλεις έχουν επίνεια και λιμάνια σε ευνοϊκή θέση ως προς την πόλη, ώστε να είναι μέρος της ούτε όμως και πολύ μακριά της, αλλά να αυτονομούνται με τείχη και άλλα παρόμοια οχυρωματικά έργα, γίνεται σαφές ότι, αν κάτι καλό προκύπτει από την επικοινωνία της με αυτά, η πόλη το καρπώνεται, αν όμως κάτι βλαβερό προκύπτει, ευκολότερα προστατεύονται από αυτό οι πολίτες, θεσπίζοντας νόμους με τους οποίους δηλώνουν και ορίζουν ποιοι δεν επιτρέπεται και ποιοι επιτρέπεται να επικοινωνούν μαζί τους». (1327a 32 – 40).

Αυτό που μένει είναι και πάλι η οπτική του μέτρου και της ακριβούς οριοθέτησης των στόχων που πρέπει να καθορίσουν τη στάση της πόλης: «Για τον αριθμό όμως και το μέγεθος αυτής της δύναμης οφείλουμε να εξετάσουμε τον τρόπο ζωής της πόλης. Διότι, αν πρόκειται η πόλη να ασκήσει ηγεμονική πολιτική και διπλωματία, η ναυτική δύναμη επιβάλλεται να είναι ανάλογη με τις πράξεις της». (1327b 2 – 6)

Το βέβαιο είναι ότι οι πόλεις δεν οφείλουν να επιδιώκουν την ενσωμάτωση του ναυτικού πληθυσμού: «Όμως οι πόλεις δεν είναι ανάγκη να ενσωματώνουν την πολυανθρωπία που παρατηρείται στο ναυτικό πληθυσμό, καθώς αυτός δε χρειάζεται να αποτελεί οργανικό μέρος της πόλης. Γιατί οι πολεμιστές του ναυτικού είναι ελεύθεροι και ανήκουν στον πεζικό στρατό και αυτοί αποτελούν την κυρίαρχη δύναμη και ελέγχουν το ναυτιλιακό τομέα. Όπου μάλιστα υπάρχει πλήθος περιοίκων και γεωργών, κατ’ ανάγκη υπάρχουν και πολλοί ναύτες». (1327b 7 – 13).

Η αντίληψη ότι οι πολεμιστές του ναυτικού ανήκουν στο πεζικό καταδεικνύει την αναγνώριση της ενότητας του στρατού, που πριν απ’ όλα αφορά τη στεριά και που αντιμετωπίζει τη θάλασσα ως ευρύτερο κι αδιάσπαστο κομμάτι των πολεμικών επιχειρήσεων. Όσο για τη διαπίστωση ότι από τους περίοικους και τους γεωργούς ξεπηδούν και πολλοί ναύτες, δεν είναι τίποτε άλλο από την ταξική οριοθέτηση των δραστηριοτήτων, που κατ’ επέκταση καθορίζει και τις πολιτειακές προτιμήσεις. (Είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι της θάλασσας – κατά πλειοψηφία – τάσσονται υπέρ της δημοκρατίας, τόσο λόγω της ταξικής τους προέλευσης, όσο και λόγω των προοδευτικών ιδεών που συνήθως εμφορούνται από την επαφή με άλλους πολιτισμούς).

Κι αυτή ακριβώς είναι η ισορροπία που πρέπει να προϋπάρχει ως εργαλείο για το ιδανικό πολίτευμα που θα αναδείξει την ιδανική πόλη. Το κατάλληλο μέγεθος, ο κατάλληλος αριθμός των ανθρώπων και η κατάλληλη σχέση με τη θάλασσα είναι η μαγιά για το χτίσιμο της τέλειας πόλης. Και βέβαια, είναι αδύνατο να μη διακρίνει κανείς τα στοιχεία που σηματοδοτούν την Αθήνα. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αθήνα έγινε τόσο ισχυρή, ότι αποτέλεσε κέντρο των τεχνών και της φιλοσοφίας κι ότι προχώρησε τόσο πολύ σε πολιτειακό επίπεδο γεννώντας τη δημοκρατία – άσχετα με τα παρατράγουδα. Η θέση της, η μορφολογία του εδάφους και η θαλάσσια πρόσβαση προφανώς έπαιξαν βασικό ρόλο. Ο Αριστοτέλης φαίνεται να καταλαβαίνει πολύ καλά αυτό που ονομάζεται γεωπολιτική θέση μιας χώρας.

Αριστοτέλης, Πολιτικά

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΚΥΡΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑ

ΞΕΝ ΚΠαιδ 3.1.14–3.1.22

Ο Κύρος στην Αρμενία: ο Τιγράνης υπερασπίζεται τον πατέρα του – Συζήτηση περί σωφροσύνης

Με μια σειρά από έξυπνους χειρισμούς ο Κύρος έφερε τον βασιλιά της Αρμενίας (βλ. σχετικά ΞΕΝ ΚΠαιδ 2.4.7–2.4.11) σε δύσκολη θέση και τον ανάγκασε να περάσει από δίκη, ώστε να εξηγήσει για ποιους λόγους αθετούσε τις υποχρεώσεις του απέναντι στον Κυαξάρη. Κατά την απολογία του ο βασιλιάς παραδέχτηκε την ενοχή του, αλλά παρέμεινε σιωπηλός, όταν ο Κύρος τον ρώτησε τι θα άξιζε να πάθει μετά από αυτήν την παραδοχή.


[3.1.14] ὁ δὲ παῖς αὐτοῦ Τιγράνης ἐπήρετο τὸν Κῦρον· Εἰπέ μοι,
ἔφη, ὦ Κῦρε, ἐπεὶ ὁ πατὴρ ἀποροῦντι ἔοικεν, ἦ συμβουλεύσω
περὶ αὐτοῦ ἃ οἶμαί σοι βέλτιστα εἶναι; καὶ ὁ Κῦρος, ᾐσθη-
μένος, ὅτε συνεθήρα αὐτῷ ὁ Τιγράνης, σοφιστήν τινα αὐτῷ
συνόντα καὶ θαυμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Τιγράνου, πάνυ ἐπεθύμει
αὐτοῦ ἀκοῦσαι ὅ τι ποτ’ ἐροίη· καὶ προθύμως ἐκέλευσε λέγειν
ὅ τι γιγνώσκοι.

[3.1.15] Ἐγὼ τοίνυν, ἔφη ὁ Τιγράνης, εἰ μὲν ἄγασαι τοῦ πατρὸς
ἢ ὅσα βεβούλευται ἢ ὅσα πέπραχε, πάνυ σοι συμβουλεύω
τοῦτον μιμεῖσθαι· εἰ μέντοι σοι δοκεῖ πάντα ἡμαρτηκέναι,
συμβουλεύω τοῦτον μὴ μιμεῖσθαι. Οὐκοῦν, ἔφη ὁ Κῦρος,
τὰ δίκαια ποιῶν ἥκιστ’ ἂν τὸν ἁμαρτάνοντα μιμοίμην.
Ἔστιν, ἔφη, ταῦτα. Κολαστέον ἄρ’ ἂν εἴη κατά γε τὸν
σὸν λόγον τὸν πατέρα, εἴπερ τὸν ἀδικοῦντα δίκαιον κολάζειν.
Πότερα δ’ ἡγῇ, ὦ Κῦρε, ἄμεινον εἶναι σὺν τῷ σῷ ἀγαθῷ τὰς
τιμωρίας ποιεῖσθαι ἢ σὺν τῇ σῇ ζημίᾳ; Ἐμαυτὸν ἄρα, ἔφη,
οὕτω γ’ ἂν τιμωροίμην. [3.1.16] Ἀλλὰ μέντοι, ἔφη ὁ Τιγράνης,
μεγάλα γ’ ἂν ζημιοῖο, εἰ τοὺς σεαυτοῦ κατακαίνοις τότε
ὁπότε σοι πλείστου ἄξιοι εἶεν κεκτῆσθαι. Πῶς δ’ ἄν, ἔφη
ὁ Κῦρος, τότε πλείστου ἄξιοι γίγνοιντο ἅνθρωποι ὁπότε
ἀδικοῦντες ἁλίσκοιντο; Εἰ τότε, οἶμαι, σώφρονες γίγνοιντο.
δοκεῖ γάρ μοι, ὦ Κῦρε, οὕτως ἔχειν, ἄνευ μὲν σωφροσύνης
οὐδ’ ἄλλης ἀρετῆς οὐδὲν ὄφελος εἶναι· τί γὰρ ἄν, ἔφη,
χρήσαιτ’ ἄν τις ἰσχυρῷ ἢ ἀνδρείῳ μὴ σώφρονι, [ἢ ἱππικῷ],
τί δὲ πλουσίῳ, τί δὲ δυνάστῃ ἐν πόλει; σὺν δὲ σωφροσύνῃ
καὶ φίλος πᾶς χρήσιμος καὶ θεράπων πᾶς ἀγαθός. [3.1.17] Τοῦτ’
οὖν, ἔφη, λέγεις ὡς καὶ ὁ σὸς πατὴρ ἐν τῇδε τῇ μιᾷ ἡμέρᾳ
ἐξ ἄφρονος σώφρων γεγένηται; Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη. Πάθημα
ἄρα τῆς ψυχῆς σὺ λέγεις εἶναι τὴν σωφροσύνην, ὥσπερ
λύπην, οὐ μάθημα· οὐ γὰρ ἂν δήπου, εἴγε φρόνιμον δεῖ
γενέσθαι τὸν μέλλοντα σώφρονα ἔσεσθαι, παραχρῆμα ἐξ
ἄφρονος σώφρων ἄν τις γένοιτο. [3.1.18] Τί δ’, ἔφη, ὦ Κῦρε,
οὔπω ᾔσθου καὶ ἕνα ἄνδρα δι’ ἀφροσύνην μὲν ἐπιχειροῦντα
κρείττονι ἑαυτοῦ μάχεσθαι, ἐπειδὰν δὲ ἡττηθῇ, εὐθὺς πεπαυ-
μένον τῆς πρὸς τοῦτον ἀφροσύνης; πάλιν δ’, ἔφη, οὔπω
ἑώρακας πόλιν ἀντιταττομένην πρὸς πόλιν ἑτέραν, ἧς ἐπειδὰν
ἡττηθῇ παραχρῆμα ταύτῃ ἀντὶ τοῦ μάχεσθαι πείθεσθαι
ἐθέλει; [3.1.19] Ποίαν δ’, ἔφη ὁ Κῦρος, καὶ σὺ τοῦ πατρὸς ἧτταν
λέγων οὕτως ἰσχυρίζει σεσωφρονίσθαι αὐτόν; Ἧι νὴ
Δί’, ἔφη, σύνοιδεν ἑαυτῷ ἐλευθερίας μὲν ἐπιθυμήσας,
δοῦλος δ’ ὡς οὐδεπώποτε γενόμενος, ἃ δὲ ᾠήθη χρῆναι
λαθεῖν ἢ φθάσαι ἢ ἀποβιάσασθαι, οὐδὲν τούτων ἱκανὸς
γενόμενος διαπράξασθαι. σὲ δὲ οἶδεν, ἃ μὲν ἐβουλήθης
ἐξαπατῆσαι αὐτόν, οὕτως ἐξαπατήσαντα ὥσπερ ἄν τις
τυφλοὺς καὶ κωφοὺς καὶ μηδ’ ὁτιοῦν φρονοῦντας ἐξαπατή-
σειεν· ἃ δὲ ᾠήθης λαθεῖν χρῆναι, οὕτω σὲ οἶδε λαθόντα
ὥστε ἃ ἐνόμιζεν ἑαυτῷ ἐχυρὰ χωρία ἀποκεῖσθαι, σὺ εἰρκτὰς
ταῦτα ἔλαθες προκατασκευάσας· τάχει δὲ τοσοῦτον περιε-
γένου αὐτοῦ ὥστε πρόσωθεν ἔφθασας ἐλθὼν σὺν πολλῷ
στόλῳ πρὶν τοῦτον τὴν παρ’ ἑαυτῷ δύναμιν ἁθροίσασθαι.
[3.1.20] Ἔπειτα δοκεῖ σοι, ἔφη ὁ Κῦρος, καὶ ἡ τοιαύτη ἧττα σωφρονί-
ζειν ἱκανὴ εἶναι ἀνθρώπους, τὸ γνῶναι ἄλλους ἑαυτῶν
βελτίονας ὄντας; Πολύ γε μᾶλλον, ἔφη ὁ Τιγράνης, ἢ ὅταν
μάχῃ τις ἡττηθῇ. ὁ μὲν γὰρ ἰσχύι κρατηθεὶς ἔστιν ὅτε
ᾠήθη σωμασκήσας ἀναμαχεῖσθαι· καὶ πόλεις γε ἁλοῦσαι
συμμάχους προσλαβοῦσαι οἴονται ἀναμαχέσασθαι ἄν· οὓς
δ’ ἂν βελτίους τινὲς ἑαυτῶν ἡγήσωνται, τούτοις πολλάκις
καὶ ἄνευ ἀνάγκης ἐθέλουσι πείθεσθαι. [3.1.21] Σύ, ἔφη, ἔοικας
οὐκ οἴεσθαι τοὺς ὑβριστὰς γιγνώσκειν τοὺς ἑαυτῶν σωφρονε-
στέρους, οὐδὲ τοὺς κλέπτας τοὺς μὴ κλέπτοντας, οὐδὲ τοὺς
ψευδομένους τοὺς τἀληθῆ λέγοντας, οὐδὲ τοὺς ἀδικοῦντας
τοὺς τὰ δίκαια ποιοῦντας· οὐκ οἶσθα, ἔφη, ὅτι καὶ νῦν ὁ
σὸς πατὴρ ἐψεύσατο καὶ οὐκέτ’ ἠμπέδου τὰς πρὸς ἡμᾶς
συνθήκας, εἰδὼς ὅτι ἡμεῖς οὐδ’ ὁτιοῦν ὧν Ἀστυάγης συνέθετο
παραβαίνομεν; [3.1.22] Ἀλλ’ οὐδ’ ἐγὼ τοῦτο λέγω ὡς τὸ γνῶναι
μόνον τοὺς βελτίονας σωφρονίζει ἄνευ τοῦ δίκην διδόναι
ὑπὸ τῶν βελτιόνων, ὥσπερ ὁ ἐμὸς πατὴρ νῦν δίδωσιν.
Ἀλλ’, ἔφη ὁ Κῦρος, ὅ γε σὸς πατὴρ πέπονθε μὲν οὐδ’
ὁτιοῦν πω κακόν· φοβεῖταί γε μέντοι εὖ οἶδ’ ὅτι μὴ πάντα
τὰ ἔσχατα πάθῃ.

***
O γυιος του Τιγράνης ρώτησε τότε τον Κύρο: Πες μου, Κύρε, επειδή ο πατέρας μου φαίνεται πως βρίσκεται σε απορία να απαντήση, επιτρέπεις να σε συβουλεύσω γι' αυτόν, όσα θεωρώ συμφέροντα για σένα; Και ο Κύρος επειδή ήξερε ότι, όταν ο Τιγράνης κυνηγούσε μαζί του, είχε πλησίον του κάποιον σοφόν και τον θαύμαζε, επιθυμούσε πολύ να ακούση τι τέλος πάντων θα είπη, και προθύμως τον προέτρεψε να πη εκείνο που σκέπτεται.

Εγώ λοιπόν, είπε ο Τιγράνης, εάν θαυμάζης τον πατέρα μου για όσα έχει σκεφθή ή για όσα έπραξε, σε συμβουλεύω να τον μιμηθής∙ εάν όμως σου φαίνεται ότι όλα όσα έκανε είναι σφάλματα, σε συμβουλεύω να μη τον μιμηθής. Εάν πράττω τα δίκαια, απάντησε ο Κύρος, ελάχιστα μιμούμαι εκείνον που περιέπεσε σε σφάλματα. Αυτό είναι αλήθεια, είπε ο Τιγράνης. Πρέπει λοιπόν να τιμωρήσω τον πατέρα σου σύμφωνα μ' αυτά που λες, εάν βέβαια δίκαιο είναι να τιμωρή κανείς τους αδικούντας. Ποιο από τα δύο θεωρείς, Κύρε, ωφελιμώτερο, να τιμωρής με ζημίαν ή με ωφέλειάν σου; Εάν βέβαια τιμωρώ με ζημίαν μου, είπε ο Κύρος, τον εαυτό μου τιμωρώ. Αλλ' όμως, είπε ο Τιγράνης, πολύ θα ζημιωθής αν φονεύσης τους δικούς σου τότε που θα σου ήσαν πολύ χρήσιμοι να τους έχης. Πώς, είπε ο Κύρος είναι δυνατόν να είναι πολύ χρήσιμοι άνθρωποι όταν συλλαμβάνωνται να διαπράττουν αδικήματα; Εάν, νομίζω, γίνουν φρόνιμοι. Γιατί νομίζω, Κύρε, πως έτσι είναι το πράγμα, χωρίς σωφροσύνη δηλαδή καμιά άλλη αρετή δεν χρησιμεύει∙ επειδή και σε τι μπορεί κανείς να χρησιμοποιήση άντρα δυνατό ή ανδρείο, εάν αυτός δεν είναι σώφρων, σε τι πλούσιον, σε τι άρχοντα πόλεως; Όταν όμως είναι φρόνιμος, και κάθε φίλος είναι χρήσιμος και κάθε υπηρέτης ωφέλιμος. Αυτά λοιπόν λέγεις, είπε ο Κύρος, ότι δηλαδή ο πατέρας σου σε μία μέρα έχει γίνει φρόνιμος, ενώ ήτο ανόητος; Βεβαιότατα, είπε ο Τιγράνης. Υποστηρίζεις λοιπόν ότι η σωφροσύνη είναι ψυχική διάθεση όπως ή λύπη, και ότι δεν αποκτάται με τη διδασκαλία και άσκηση· γιατί βέβαια, εάν χρειάζεται να γίνη φρόνιμος εκείνος που μέλλει να είναι σώφρων, δεν είναι δυνατόν, ενώ είναι άφρων, να γίνη αμέσως σώφρων. Τι δε συμβαίνει, είπε, Κύρε∙ κανένα άνθρωπο ακόμη δεν είδες που από ανοησία να επιχειρή να μάχεται εναντίον ανωτέρου του κατά τη δύναμη, και όταν νικηθή, δεν είδες πως παύει την ως προς τούτο αφροσύνην του; Πάλι δεν είδες ακόμη πόλη να αντιτάσσεται προς άλλη πόλη και όταν νικηθή, να θέλη αμέσως να υπακούη εις την νικήτριαν παρά να μάχεται εναντίον αυτής; Ποιαν ήττα του πατέρα σου, είπε ο Κύρος, εννοείς, και ισχυρίζεσαι πως κατά τον ίδιο τρόπο έχει σωφρονιστή; Εκείνη μα το θεό, είπε ο Τιγράνης, που και ο ίδιος αισθάνεται, ότι δηλαδή, ενώ επεθύμησε ελευθερία, έγινε δούλος όσο ουδέποτε άλλοτε, και όσα φαντάστηκε ότι πρέπει να κάμη κρυφά, ή να προφθάσει να χρησιμοποιήση βία, (βλέπει) ότι τίποτα απ' αυτά δε μπόρεσε να κάμη. Και συναισθάνεται ότι συ, σε όσα θέλησες να τον εξαπατήσης, έτσι τον απάτησες, όπως μπορεί κανείς να απατήση τους τυφλούς, τους κουφούς, και τους εντελώς ανόητους. Και όσα νόμισες: πως πρέπει να κρύψης, καταλαβαίνει ότι έτσι τα έκρυψες, ώστε όσα οχυρά μέρη φανταζότανε πως έχει για τον εαυτό του, αυτά χωρίς να το καταλάβη πρόφτασες να τα κάμης φυλακές γι' αυτόν. Και στην ταχύτητα τόσο τον υπερτέρησες, ώστε από μακριά πρόφτασες να έλθης με πολύ στρατό προτού αυτός μαζέψη τους δικούς του στρατιώτες. Έπειτα φρονείς, είπε, ο Κύρος, πως και η τέτοια ήττα είναι ικανή να σωφρονίση τους ανθρώπους, να τους κάμη δηλαδή να συναισθάνωνται ότι άλλοι είναι ανώτεροί τους; Πολύ περισσότερο βέβαια μία τέτοια συμφορά σωφρονίζει τους ανθρώπους, είπε ο Τιγράνης, παρά όταν κανείς νικηθή σε μάχη. Γιατί εκείνος που νικήθηκε με τη δύναμη, ενδέχεται να φαντασθή πως, αν σηκωθή, θα διορθώση με άλλη μάχη εκείνη στην οποία νικήθηκε, και πόλεις που κυριευθήκανε, φαντάζονται πως θα μπορέσουν να επανορθώσουν την ήττα τους, αν πάρουν σύμμαχους. Όσους όμως μερικοί θεωρούν ανωτέρους τους, σε τούτους πολλές φορές και χωρίς ανάγκη επιθυμούν να υπακούουν. Συ, είπε ο Κύρος, φαίνεσαι πώς νομίζεις ότι οι θρασείς δεν γνωρίζουν τούς σωφρονεστέρους τους, ουδέ οι κλέφτες εκείνους που δεν κλέφτουν, ουδέ οι ψεύτες εκείνους που λένε την αλήθεια, ουδέ οι άδικοι εκείνους που πράττουν τα δίκαια. Δεν ξέρεις είπε, ότι και τώρα ο πατέρας σου εψεύσθη, και δεν εφύλαξε τις προς ημάς συνθήκες, μολονότι ήξερε ότι εμείς τίποτα από όσα συμφώνησε ο Αστυάγης δεν παραβαίνομε; Αλλά ουδ' εγώ ισχυρίζομαι τούτο, ότι δηλαδή κάνει τον άνθρωπο φρόνιμο το να γνωρίζη μόνο τους καλυτέρους του, χωρίς να τιμωρήται από τους ανωτέρους του, καθώς τώρα τιμωρείται ο πατέρας μου. Αλλά, είπε ο Κύρος, δεν έπαθε κανένα κακό ακόμη ο πατέρας σου∙ φοβάται όμως, το γνωρίζω καλά, μήπως πάθη το μεγαλύτερο κακό.